Professional Documents
Culture Documents
Σχολιασμός Άρθρου
Dedousis-Wallace A., Shute R. (2009). Indirect bullying: Predictors of teacher
intervention, and outcome of a pilot educational presentation about impact on
adolescent mental health. Australian Journal of Educational & Developmental
Psychology, 2-17.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ερευνητικό πλαίσιο της έρευνας δεν δίνεται με απόλυτη ενάργεια και έτσι δεν
μπορεί να συναχθεί με απόλυτη σαφήνεια, παρά μόνο παρατηρούμε πως γίνεται μια
νύξη στην έννοια του bullying-εκφοβισμού και στο νομοθετικό πλαίσιο που πλαισιώνει
τους σχολικούς κανονισμούς στην Αυστραλία.
Κατά τους γράφοντες, οι εκπαιδευτικοί παίζουν ρόλο κλειδί στην ερμηνεία του
φαινομένου του έμμεσου εκφοβισμού καθώς από την μία ο εμμ. εκφοβισμός είναι
αποτέλεσμα πολυπαραγοντικών κοινωνικών συμπεριφορών, συμπεριφορά που
σύμφωνα με παρατιθέμενες θεωρίες μπορεί να διδαχθεί, και των συνεπειών του. Για το
λόγο αυτό, μέσω της έρευνας αυτής, επιχειρείται να αποκτηθεί μια βαθύτερη οπτική στα
χαρακτηριστικά των δασκάλων που προβλέπουν και επηρεάζουν την παρέμβασή τους
σε καταστάσεις έμμ. εκφοβισμού.
Οι έννοιες που μετρώνται είναι: α) ο έμμεσος εκφοβισμός, η σημαντικότητά του
επιβάλλει τη βελτίωση της κατανόησης από τους εκπαιδευτικούς των επιπτώσεων του,
β) η πιθανότητα για επέμβαση των εκπαιδευτικών σε περιστατικά εμμ. εκφοβισμού∙ η
ανυπαρξία προηγούμενων ερευνών σχετικά με την επίγνωση των εκπαιδευτικών για
τη σημασία της επέμβασής τους, καθιστά την έρευνα σημαντική, γ) η σύλληψη από
τους εκπαιδευτικούς της σοβαρότητας των περιστατικών εμμ. εκφοβισμού, όπου εδώ
θεάται ως προβλεπτικό κριτήριο της πιθανότητας για εκπαιδευτική παρέμβασης στα
περιστατικά εμμ. εκφοβισμού, και δ) η ενσυναίσθηση/συμπαράσταση που δείχνουν οι
εκπαιδευτικοί προς τα θύματα του εκφοβισμού. Και στην περίπτωση αυτή διαφαίνεται
η αναγκαιότητα για την πραγματοποίηση της παρούσας έρευνας (ανυπαρξία
προηγούμενων σχετικών ερευνών). Στο σημείο αυτό παρατηρούμε, πως δεν ορίζεται
επαρκώς η έννοια της «καθολικής ενσυναίσθησηςς/συμπαράστασης» προς τα θύματα,
αν και γίνεται διάκριση μεταξύ καθολικής και ειδικής πλευράς της μετρούμενης αυτής
έννοιας.
Όσον αφορά τη διατύπωση των ερευνητικών υποθέσεων παρατηρείται απουσία της
μηδενικής υπόθεσης. Οι εναλλακτικές υποθέσεις είναι οι εξής:
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Συμμετέχοντες
Ο πειραματικός σχεδιασμός προέβλεπε μεταξύ των δύο πρώτων και της τρίτης
φάσης διεξαγωγής της έρευνας χρονική απόσταση 4 εβδομάδων, η οποία λόγω
δυσκολιών, έγινε 7 εβδομάδες, γεγονός που πιθανόν να επηρεάζει την αξιοπιστία του
δείγματος στον χρόνο.
Ο λόγος που επιλέχθηκες το συγκεκριμένο δείγμα έγκειται στο γεγονός πως οι
εκπαιδευτικοί αποτελούν πληθυσμό, που ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της
έρευνας, αναμένεται κατά το μάλλον ή ήττον να αναγνωρίσουν περιστατικά έμμεσου
(και άμεσου) εκφοβισμού στο σχολικό χώρο. Με άλλα λόγια, οι εκπαιδευτικοί
αποτελούν απόλυτα «σχετικό» προς τον σκοπό της έρευνας πληθυσμό (Kazdin,
1995:229).
Ερευνητικό Σχέδιο
Το ερευνητικό σχέδιο, που ακολουθήθηκε ήταν διαχρονικό, πειραματικό καθώς
διακρίνουμε πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου (για την ανίχνευση σταθερότητας
ή μη στο χρόνο με την επίδραση των ανεξάρτητων μεταβλητών) καθώς και τρεις φάσης
διεξαγωγής της έρευνας, γεγονός που εξυπηρετεί τον έλεγχο της 5ης εναλλακτικής
υπόθεσης, η οποία εξετάζει αλλαγές στις μετρήσεις, πριν και μετά την εκπαιδευτική
παρουσίαση, των εξαρτημένων μεταβλητών. Οι συμμετέχοντες διαιρέθηκαν σε
πειραματική ομάδα ή ομάδα παρέμβασης καθώς και σε ομάδα ελέγχου. Ζητήθηκε από
τους συμμετέχοντες να συμπληρώσουν υλικό, που μετρούσε κάθε μία από τις
εξαρτημένες μεταβλητές όπως ο Δείκτης Διαπροσωπικής Ανάδρασης, βινιέτες που
μετρούσαν την αντίδραση σε περιστατικά έμμεσου και άμεσου εκφοβισμού η κλίμακα
μέτρησης της σύλληψης σοβαρότητας περιστατικών έμμεσου εκφοβισμού, η κλίμακα
ενσυναίσθησης προς τα θύματα εκφοβισμού καθώς και οι κλίμακες μέτρησης της
πιθανότητας για επέμβαση σε περιστατικά εκφοβισμού και του αντίκτυπου του
έμμεσου εκφοβισμού στην ψυχική υγεία των θυμάτων, πριν την παρουσίαση, αμέσως
μετά (για τον εντοπισμό αλλαγών τόσο μεταξύ ομάδα παρέμβασης και ομάδας ελέγχου
όσο και μεταξύ των συμμετεχόντων στην ομάδα παρέμβασης) και εφτά εβδομάδες
μετά την εκπαιδευτική παρουσίαση.
Μετρήσεις
Για την μέτρηση της πιθανότητας επέμβασης των εκπαιδευτικών σε περιστατικά εμμ.
εκφοβισμού (εξαρτημένη μεταβλητή στην Η1) χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα μέτρησης
της πιθανότητας για επέμβαση. Για την μέτρηση της γενικής ενσυναίσθησης
χρησιμοποιήθηκε ο Δείκτης Διαπροσωπικής Διαντίδρασης. Για την μέτρηση της
σύλληψης της σοβαρότητας των περιγραφόμενων στις βινιέτες συμπεριφορών
εκφοβισμού αλλά και για την μέτρηση της γνώσης του αντίκτυπου του έμμεσου
εκφοβισμού στην ψυχική υγεία καθώς και για τον υπολογισμό της ενσυναίσθησης
προς θύματα εκφοβισμού χρησιμοποιήθηκαν αντίστοιχες κλίμακες. Η εσωτερική
συνέπεια των προτάσεων του Δείκτη Διαπροσωπικής Διαντίδρασης κατά τον δείκτη
Cronbach’s a κυμαίνεται στα αποδεκτά επίπεδα a=0.86 ενώ όσον αφορά την
εσωτερική συνέπεια των προτάσεων των κλιμάκων που συνοδεύουν τις βινιέτες είναι
σε όλες τις περιπτώσεις αποδεκτή εκτός από τις προτάσεις που αφορούν την μέτρηση
της σύλληψης σοβαρότητας και ενσυναίσθησης προς τα θύματα σε περιπτώσεις
άμεσου εκφοβισμού, στην πρώτη φάση της έρευνας όπου ο δείκτης Cronbach’s a
πήρε τιμές αντίστοιχα α=0.57 και α=0.50, που δεν είναι αποδεκτοί.
Διαδικασίες
Η έρευνα, κατόπιν δυσκολιών στην οργάνωση, πραγματοποιήθηκε μόνο σε ένα
σχολείο της Μελβούρνης. Για την μέτρηση των μεταβλητών και τον έλεγχο των
υποθέσεων χρησιμοποιήθηκαν ο Δείκτης Διαπροσωπικής Διαντίδρασης (IRI)
σταθμισμένος κατά τα πρότυπα των κλιμάκων Likert (1-5) , βινιέτες που
δημιουργήθηκαν από τους διεξάγοντες την έρευνα, αν και ανάλογο εργαλείο είχε
χρησιμοποιηθεί σε ανάλογη έρευνα στο παρελθόν, και οι οποίες περιείχαν τόσο
σενάρια και περιπτώσεις έμμεσου εκφοβισμού, όσο και άμεσου, τα οποία επιμελήθηκε
έμπειρος στο θέμα του εκφοβισμού εκπαιδευτικός. Οι βινιέτες περιείχαν ως υπο-
κλίμακες μέτρησης τριών διαφορετικών μεταβλητών: της σύλληψης σοβαρότητας των
περιστατικών εκφοβισμού, της ενσυναίσθησης/στήριξης προς τα θύματα του
εκφοβισμού και της πιθανότητας για επέμβαση. Τα απαντητικά σχήματα των τριών
αυτών κλιμάκων βασίστηκαν σε κλίμακα αξιολόγησης με κατώτερο όριο το 1 και
ανώτερο το 9. Κατά την εκπόνηση της έρευνας προηγήθηκαν οι μετρήσεις των
μεταβλητών (πρώτη φάση) , ακολούθησε η παρέμβαση, η οποία περιείχε δύο 45λεπτες
παρουσιάσεις για την πειραματική ομάδα και μια παρουσίαση του νόμου για Ασφαλή
Σχολεία της Αυστραλίας για την ομάδα ελέγχου, στη συνέχεια και σχεδόν αμέσως
ακολούθησε η δεύτερη μέτρηση των μεταβλητών (δεύτερη φάση) ενώ ακολούθησε
ένα χρονικό διάστημα επτά εβδομάδων για την εύρεση διαφορών στις υπό μέτρηση
έννοιες/μεταβλητές και στις δύο συγκρινόμενες ομάδες (πειραματική και ομάδα
ελέγχου) (τρίτη φάση).
Πολλές ερωτήσεις του ερωτηματολογίου που δόθηκε στην ομάδα ελέγχου αλλά
και items, που αφορούν την φαινομενική εγκυρότητα του εργαλείου δεν
υπολογίστηκαν κατά την ανάλυση, γεγονός που επηρεάζει την εγκυρότητα του
εργαλείου μέτρησης, καθώς τα στοιχεία αυτά που προστέθηκαν για την εξασφάλιση
οικολογικής και φαινομενικής εγκυρότητας αφαιρέθηκαν, αναιρώντας τον σκοπό
συμπερίληψης τους.
Αναφέρονται οι προσπάθειες που έγιναν για τη διατήρηση της ανωνυμίας στα
ερωτηματολόγια ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσαν να ταυτιστούν στις αντίστοιχες φάσεις
συμπλήρωσής τους.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Για τον έλεγχο των υποθέσεων 1-3, που αφορούν την επίδραση προβλεπτικών
μεταβλητών στην έκβαση μεταβλητής κριτηρίου (η πιθανότητα για επέμβαση των
δασκάλων σε περιστατικά εκφοβισμού) χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της Ανάλυσης
Πολλαπλής Παλινδρόμησης με αποτέλεσμα να αποδειχθεί, πως η σύλληψη της
σοβαρότητας και η ενσυναίσθηση προς τα θύματα αποτελούν προβλεπτικό κριτήριο
για την πιθανότητα των εκπαιδευτικών να επέμβουν (επιβεβαιώνεται η πρώτη
εναλλακτική υπόθεση).
Σχολιάζοντας την ανάλυση αυτή, βλέπουμε, πως η καθολική ενσυναίσθηση από
μόνη της εξηγεί/προβλέπει κατά 19,6 % την πιθανότητα των εκπαιδευτικών να
επέμβουν, ενώ όταν συνυπολογίζεται και η επίδραση των υπόλοιπων μεταβλητών
(δημιουργείται νέα ανεξάρτητη μεταβλητή) το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 69%
(r2=69%). Η σύλληψη της σοβαρότητας αποτελεί προβλεπτικό δείκτη της πιθανότητας
για επέμβαση σε αντίθεση με τη γνώση του αντίκτυπου του εμμ. εκφοβισμού στην
ψυχική υγεία και την ενσυναίσθηση/συμπαράσταση προς τα θύματα (επιβεβαίωση της
δεύτερης εναλλακτικής υπόθεσης), ενώ απορρίπτεται η τρίτη εναλλακτική υπόθεση
καθώς η γνώση του αντίκτυπου του εμμ. εκφοβισμού στην ψυχική υγεία δεν αποτελεί
στατιστικά σημαντικό προβλεπτικό παράγοντα.
Προκείμενου να ανιχνευθούν αλλαγές στους μ.ο. της πειραματικής και της
ομάδας ελέγχου, όσον αφορά τις μετρήσεις της σύλληψης σοβαρότητας, της
ενσυναίσθησης προς τα θύματα, της αντίληψης του αντίκτυπου του έμμεσου
εκφοβισμού στη ψυχική υγεία και της πιθανότητας για επέμβαση (αντίστοιχες
εξαρτημένες μεταβλητές) με την επίδραση της εκπαιδευτικής παρουσίασης
(ανεξάρτητης μεταβλητή) καθώς και της συμμεταβλητής «καθολικής ενσυναίσθησης»
χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση συνδιακύμανσης- ANCOVA, η οποία διενεργήθηκε σε 4
επίπεδα ανάλυσης.
Στο σύνολο των επιπέδων ανάλυσης βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές
αλλαγές μεταξύ των μετρήσεων στις εξαρτημένες μεταβλητές κατά τις φάσεις 1 και 2
του πειράματος, όμως στατιστικώς σημαντικές αλλαγές μεταξύ πειραματικής και
ομάδας ελέγχου κατά τη μέτρηση της αντίστοιχης εξαρτημένης μεταβλητής, βρέθηκαν
σε όλες τις αναλύσεις πλην αυτής με εξαρτημένη μεταβλητή την ενσυναίσθηση προς
τα θύματα.
Για την ανίχνευση στατιστικώς σημαντικών αλλαγών στις τιμές της
εξαρτημένης μεταβλητής και στις τρεις φάσεις διενέργειας του
πειράματος χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διακύμανσης ANOVA και post-hoc τεστ
πολλαπλών συγκρίσεων. Και στην περίπτωση αυτή το γενικό αίσθημα της
ενσυναίσθηση/κατανόησης προς τα θύματα χρησιμοποιήθηκε ως συμμεταβλητή.
Χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης Wilks’s λ για τον εντοπισμό στατιστικώς σημαντικών
διαφορών στο συνδυασμό των εξαρτημένων μεταβλητών/εννοιών. Όσον αφορά τη
σύλληψη σοβαρότητας παρατηρήθηκε βελτίωση των σκορ και των δύο ομάδων μεταξύ
της πρώτης και της δεύτερης φάσης καθώς και μεταξύ της πρώτης φάσης και της
τρίτης. Εδώ, παρατηρούμε πως η εκπαιδευτική παρουσίαση δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο
για τη βελτίωση των τιμών στη μεταβλητή αυτή, καθώς και στα δεδομένα της ομάδας
ελέγχου σημειώθηκαν στατιστικώς σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την πρώτη φάση
της έρευνας. Για της μεταβλητές της ενσυναίσθησης προς τα θύματα και την
πιθανότητα της για επέμβαση δεν βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές αλλαγές ανάμεσα
στις δύο ομάδες και στις τρεις φάσεις του πειράματος, ενώ αντίθετα στη μέτρηση για
τον αντίκτυπο του έμμεσου εκφοβισμού στη ψυχική υγεία, βρέθηκαν στατιστικώς
σημαντικές αλλαγές υπέρ της πειραματικής ομάδας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ