You are on page 1of 9

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΓΩΓΗΣ


ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
ΜΑΘΗΜΑ: MEΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ
ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΣΙΔΕΡΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΦΟΙΤΗΤΗ: ΧΑΛΒΑΝΤΖΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ 215090

Σχολιασμός Άρθρου
Dedousis-Wallace A., Shute R. (2009). Indirect bullying: Predictors of teacher
intervention, and outcome of a pilot educational presentation about impact on
adolescent mental health. Australian Journal of Educational & Developmental
Psychology, 2-17.

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2016


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο σκοπός της έρευνας δίνεται έμμεσα και συνίσταται στη διερεύνηση της επίδρασης
των χαρακτηριστικών εκπαιδευτικών στην πιθανότητα για επέμβαση όταν παρατηρούν
περιστατικά έμμεσου εκφοβισμού. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 55
εκπαιδευτικούς, ενώ δεν αναφέρεται συγκεκριμένος τρόπος για την επιλογή του. Στην
περίληψη αναφέρεται μόνο η πιλοτική εκπόνηση εκπαιδευτικής παρουσίασης
αναφορικά με την πληροφόρηση των συμμετεχόντων για τον αντίκτυπο του έμμεσου
εκφοβισμού στην ψυχική υγεία των θυμάτων, ενώ για το διαχρονικό πειραματικό
σχέδιο πληροφορούμαστε από την φράση «…The presentation increased knowledge
of impact and perceived seriousness, immediately and seven weeks later, compared
with a treated control group». Τα κυριότερα αποτελέσματα της έρευνας, συνοψίζονται
στο ότι τόσο το αίσθημα της «καθολικής ενσυναίσθησηςς» και η νοητική σύλληψη της
σοβαρότητας του έμμεσου εκφοβισμού προβλέπουν την πιθανότητα για επέμβαση
κατά τη θέαση περιστατικών έμμεσου εκφοβισμού, αλλά όχι η γνώση από πλευράς των
εκπαιδευτικών του αντίκτυπου του εμμ. εκφοβισμού στη ψυχική υγεία των θυμάτων.
Η εκπαιδευτική παρουσίαση στην πειραματική και στην ομάδα ελέγχου έδειξε πως
βελτίωσε τη γνώση για τον αντίκτυπο του εμμ. εκφοβισμού στη ψυχική υγεία των
θυμάτων και τη σύλληψη της σοβαρότητας τέτοιων περιστατικών σε αντίθεση με τη
ενσυναίσθηση και συμπαράσταση προς τα θύματα και την πιθανότητα για επέμβαση
σε ανάλογα περιστατικά.
 Η έκταση της περίληψης είναι ικανοποιητική, ενώ μας δίνεται και μια πρώτη ιδέα
για τα αποτελέσματα της έρευνας. Δεν λαμβάνουμε καμία πιο εξειδικευμένη
πληροφορία για τις ερευνητικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν, ούτε για το
ερευνητικό σχέδιο που ακολουθήθηκε.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ερευνητικό πλαίσιο της έρευνας δεν δίνεται με απόλυτη ενάργεια και έτσι δεν
μπορεί να συναχθεί με απόλυτη σαφήνεια, παρά μόνο παρατηρούμε πως γίνεται μια
νύξη στην έννοια του bullying-εκφοβισμού και στο νομοθετικό πλαίσιο που πλαισιώνει
τους σχολικούς κανονισμούς στην Αυστραλία.
Κατά τους γράφοντες, οι εκπαιδευτικοί παίζουν ρόλο κλειδί στην ερμηνεία του
φαινομένου του έμμεσου εκφοβισμού καθώς από την μία ο εμμ. εκφοβισμός είναι
αποτέλεσμα πολυπαραγοντικών κοινωνικών συμπεριφορών, συμπεριφορά που
σύμφωνα με παρατιθέμενες θεωρίες μπορεί να διδαχθεί, και των συνεπειών του. Για το
λόγο αυτό, μέσω της έρευνας αυτής, επιχειρείται να αποκτηθεί μια βαθύτερη οπτική στα
χαρακτηριστικά των δασκάλων που προβλέπουν και επηρεάζουν την παρέμβασή τους
σε καταστάσεις έμμ. εκφοβισμού.
Οι έννοιες που μετρώνται είναι: α) ο έμμεσος εκφοβισμός, η σημαντικότητά του
επιβάλλει τη βελτίωση της κατανόησης από τους εκπαιδευτικούς των επιπτώσεων του,
β) η πιθανότητα για επέμβαση των εκπαιδευτικών σε περιστατικά εμμ. εκφοβισμού∙ η
ανυπαρξία προηγούμενων ερευνών σχετικά με την επίγνωση των εκπαιδευτικών για
τη σημασία της επέμβασής τους, καθιστά την έρευνα σημαντική, γ) η σύλληψη από
τους εκπαιδευτικούς της σοβαρότητας των περιστατικών εμμ. εκφοβισμού, όπου εδώ
θεάται ως προβλεπτικό κριτήριο της πιθανότητας για εκπαιδευτική παρέμβασης στα
περιστατικά εμμ. εκφοβισμού, και δ) η ενσυναίσθηση/συμπαράσταση που δείχνουν οι
εκπαιδευτικοί προς τα θύματα του εκφοβισμού. Και στην περίπτωση αυτή διαφαίνεται
η αναγκαιότητα για την πραγματοποίηση της παρούσας έρευνας (ανυπαρξία
προηγούμενων σχετικών ερευνών). Στο σημείο αυτό παρατηρούμε, πως δεν ορίζεται
επαρκώς η έννοια της «καθολικής ενσυναίσθησηςς/συμπαράστασης» προς τα θύματα,
αν και γίνεται διάκριση μεταξύ καθολικής και ειδικής πλευράς της μετρούμενης αυτής
έννοιας.
Όσον αφορά τη διατύπωση των ερευνητικών υποθέσεων παρατηρείται απουσία της
μηδενικής υπόθεσης. Οι εναλλακτικές υποθέσεις είναι οι εξής:

 Το πόσο σοβαρά συλλαμβάνουν οι εκπαιδευτικοί τις καταστάσεις του έμμεσου


εκφοβισμού και η «συγκεκριμένη» προς τα θύματα αποτελούν θετικούς
προβλεπτικούς της πιθανότητάς τους να επέμβουν.
 Η σύλληψη της σοβαρότητας αποτελεί πιο σημαντικό προβλεπτικό παράγοντα
από την ενσυναίσθηση των εκπαιδευτικών για επέμβαση.
 Η κατανόηση και γνώση της παιδικής-εφηβικής ψυχικής υγείας προβλέπει και
μεγαλύτερες πιθανότητες επέμβασης, ενώ
 η ενσυναίσθηση/συμπαράσταση προς τα θύματα διαμεσολαβεί ανάμεσα της
γνώσης του αντίκτυπου του εμμ. εκφοβισμού και της πιθανότητας για παρέμβαση.
 Οι μετρήσεις μετά την εκπαιδευτική παρουσίαση όσον αφορά την σύλληψη της
σοβαρότητας, την ενσυναίσθηση προς τα θύματα εμμ. εκφοβισμού, την πιθανότητα
επέμβασης και την κατανόηση/εις βάθος γνώση του αντίκτυπου του εμμ. εκφοβισμού
στην ψυχική υγεία θα παρουσιάσουν στατιστικώς σημαντικές αλλαγές για την
πειραματική ομάδα, όχι όμως για την ομάδα ελέγχου, σε σχέση με τις μετρήσεις πριν
την εκπαιδευτική παρουσίαση.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Συμμετέχοντες

Ο πληθυσμός της έρευνας αναφέρεται σε εκπαιδευτικούς σε σχολεία της


Μελβούρνης, στην Αυστραλία. Από το αρχικό δείγμα των 58 εκπαιδευτικών τελικά
μόνο 55 (18 στην ομάδα ελέγχου και 37 στην πειραματική ομάδα) συμμετείχαν στην
πρώτη και δεύτερη φάση της έρευνας, ενώ στην τρίτη φάση, μόνο 39 (14 στην ομάδα
ελέγχου και 25 στην πειραματική). Δεν μπορούμε να ξέρουμε, στο σημείο αυτό,
τουλάχιστον, για τον τρόπο επιλογής του συγκεκριμένου δείγματος ούτε αν υπήρχαν
κανόνες κατά την επιλογή. Κατά την πρώτη (και δεύτερη-καθώς αυτές
πραγματοποιήθηκαν με ελάχιστο χρονικό διάστημα διαφορά) φάση της διαδικασίας,
από τους 55 εκπαιδευτικούς, οι 42 ήταν γυναίκες και οι 13 άντρες (ένας συμμετέχων
δεν δήλωσε το φύλο του) με χρόνια εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας που κυμαίνονταν από
έναν μήνα έως και 37 χρόνια (δύο συμμετέχοντες δεν δήλωσαν την προϋπηρεσία τους),
με το 44% του δείγματος να διδάσκει στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το 20% στην
πρωτοβάθμια (ένας συμμετέχων δεν απάντησε για την εκπαιδευτική του τοποθέτηση).
Κατά την τρίτη φάση της διαδικασίας η εκπαιδευτική προϋπηρεσία κυμαινόταν από
ένα μήνα έως 36 χρόνια με έναν συμμετέχοντα να μην δηλώνει την εκπαιδευτική του
τοποθέτηση και το 82,1% των ερωτηθέντων να απασχολείται στην δευτεροβάθμια
εκπαίδευση. Δεν πληροφορούμαστε, στο σημείο αυτό για την ύπαρξη συναίνεσης, αν
και σε παρακάτω σημείο της εργασίας πληροφορούμαστε για την δοθείσα άδεια από
την επιτροπή δεοντολογίας του πανεπιστημίου, για την εκπόνηση της μελέτης.

 Ο πειραματικός σχεδιασμός προέβλεπε μεταξύ των δύο πρώτων και της τρίτης
φάσης διεξαγωγής της έρευνας χρονική απόσταση 4 εβδομάδων, η οποία λόγω
δυσκολιών, έγινε 7 εβδομάδες, γεγονός που πιθανόν να επηρεάζει την αξιοπιστία του
δείγματος στον χρόνο.
 Ο λόγος που επιλέχθηκες το συγκεκριμένο δείγμα έγκειται στο γεγονός πως οι
εκπαιδευτικοί αποτελούν πληθυσμό, που ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της
έρευνας, αναμένεται κατά το μάλλον ή ήττον να αναγνωρίσουν περιστατικά έμμεσου
(και άμεσου) εκφοβισμού στο σχολικό χώρο. Με άλλα λόγια, οι εκπαιδευτικοί
αποτελούν απόλυτα «σχετικό» προς τον σκοπό της έρευνας πληθυσμό (Kazdin,
1995:229).

Ερευνητικό Σχέδιο
Το ερευνητικό σχέδιο, που ακολουθήθηκε ήταν διαχρονικό, πειραματικό καθώς
διακρίνουμε πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου (για την ανίχνευση σταθερότητας
ή μη στο χρόνο με την επίδραση των ανεξάρτητων μεταβλητών) καθώς και τρεις φάσης
διεξαγωγής της έρευνας, γεγονός που εξυπηρετεί τον έλεγχο της 5ης εναλλακτικής
υπόθεσης, η οποία εξετάζει αλλαγές στις μετρήσεις, πριν και μετά την εκπαιδευτική
παρουσίαση, των εξαρτημένων μεταβλητών. Οι συμμετέχοντες διαιρέθηκαν σε
πειραματική ομάδα ή ομάδα παρέμβασης καθώς και σε ομάδα ελέγχου. Ζητήθηκε από
τους συμμετέχοντες να συμπληρώσουν υλικό, που μετρούσε κάθε μία από τις
εξαρτημένες μεταβλητές όπως ο Δείκτης Διαπροσωπικής Ανάδρασης, βινιέτες που
μετρούσαν την αντίδραση σε περιστατικά έμμεσου και άμεσου εκφοβισμού η κλίμακα
μέτρησης της σύλληψης σοβαρότητας περιστατικών έμμεσου εκφοβισμού, η κλίμακα
ενσυναίσθησης προς τα θύματα εκφοβισμού καθώς και οι κλίμακες μέτρησης της
πιθανότητας για επέμβαση σε περιστατικά εκφοβισμού και του αντίκτυπου του
έμμεσου εκφοβισμού στην ψυχική υγεία των θυμάτων, πριν την παρουσίαση, αμέσως
μετά (για τον εντοπισμό αλλαγών τόσο μεταξύ ομάδα παρέμβασης και ομάδας ελέγχου
όσο και μεταξύ των συμμετεχόντων στην ομάδα παρέμβασης) και εφτά εβδομάδες
μετά την εκπαιδευτική παρουσίαση.

 Καθώς δεν αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο διαιρέθηκαν οι συμμετέχοντες σε


ομάδα παρέμβασης και ομάδα ελέγχου (υποθέτουμε, τυχαία για ορθότερα και
αντιπροσωπευτικότερα αποτελέσματα στην δειγματολειπτική κατανομή) δεν
μπορούμε να αποφανθούμε για τη σημαντικότητα της διαίρεσης αυτής, πέραν της
επιδίωξης για πιο αντιπροσωπευτικά αποτελέσματα.

Μετρήσεις
Για την μέτρηση της πιθανότητας επέμβασης των εκπαιδευτικών σε περιστατικά εμμ.
εκφοβισμού (εξαρτημένη μεταβλητή στην Η1) χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα μέτρησης
της πιθανότητας για επέμβαση. Για την μέτρηση της γενικής ενσυναίσθησης
χρησιμοποιήθηκε ο Δείκτης Διαπροσωπικής Διαντίδρασης. Για την μέτρηση της
σύλληψης της σοβαρότητας των περιγραφόμενων στις βινιέτες συμπεριφορών
εκφοβισμού αλλά και για την μέτρηση της γνώσης του αντίκτυπου του έμμεσου
εκφοβισμού στην ψυχική υγεία καθώς και για τον υπολογισμό της ενσυναίσθησης
προς θύματα εκφοβισμού χρησιμοποιήθηκαν αντίστοιχες κλίμακες. Η εσωτερική
συνέπεια των προτάσεων του Δείκτη Διαπροσωπικής Διαντίδρασης κατά τον δείκτη
Cronbach’s a κυμαίνεται στα αποδεκτά επίπεδα a=0.86 ενώ όσον αφορά την
εσωτερική συνέπεια των προτάσεων των κλιμάκων που συνοδεύουν τις βινιέτες είναι
σε όλες τις περιπτώσεις αποδεκτή εκτός από τις προτάσεις που αφορούν την μέτρηση
της σύλληψης σοβαρότητας και ενσυναίσθησης προς τα θύματα σε περιπτώσεις
άμεσου εκφοβισμού, στην πρώτη φάση της έρευνας όπου ο δείκτης Cronbach’s a
πήρε τιμές αντίστοιχα α=0.57 και α=0.50, που δεν είναι αποδεκτοί.

 Στις περιπτώσεις που παρουσιάζονται μη εσωτερικά συνεπείς προτάσεις


παρατηρείται βελτίωση στις επόμενες φάσης της έρευνας χωρίς να μας περιγράφεται η
διαδικασία βελτίωσης.
 Κατά τον Kazdin (1995:230) αν και είναι θεμιτή η παράθεση δεικτών
αξιοπιστίας, όπως αυτή στο χρόνο (test-retest reliability), με βάση προηγούμενες
έρευνες, εν τούτοις πολλές φορές δεν είναι επαρκείς. Κάτι τέτοιο, συμβαίνει και εδώ.
Οι υπο-κλίμακες του Δείκτη Διαπροσωπικής Διαντίδρασης αναφέρεται να έχουν
ικανοποιητική εσωτερική αξιοπιστία καθώς και αξιοπιστία στο χρόνο μόνο με βάση
προηγούμενα ερευνητικά δεδομένα περιπτώσεων όπου ο συγκεκριμένος δείκτης
χρησιμοποιήθηκε.
 Για την βελτίωση της εσωτερικής συνέπειας της κλίμακας μέτρησης του
αντικτύπου του εκφοβισμού στη ψυχική υγεία, αφαιρέθηκε μια πρόταση, κάτι που
εγείρει ερωτήματα δεοντολογικής φύσης σχετικά με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας
του δείγματος.
 Η χρησιμοποίηση σεναρίων άμεσου εκφοβισμού στις βινιέτες παρουσίασε
λιγότερο «ανθεκτικά» (robust) αποτελέσματα, κάτι που κατά τους γράφοντες την
έρευνα διορθώθηκε με τη συμπερίληψη και σεναρίων έμμεσου εκφοβισμού. Βέβαια, η
συμπερίληψη των σεναρίων άμεσου εκφοβισμού έγινε με σκοπό τη διασφάλιση της
φαινομενικής και οικολογικής εγκυρότητας –του βαθμού, δηλαδή, όπου τα
αποτελέσματα μπορούν να γενικευτούν σε άλλα πλαίσια ή περιβάλλοντα (Christensen,
2001:558).

Διαδικασίες
Η έρευνα, κατόπιν δυσκολιών στην οργάνωση, πραγματοποιήθηκε μόνο σε ένα
σχολείο της Μελβούρνης. Για την μέτρηση των μεταβλητών και τον έλεγχο των
υποθέσεων χρησιμοποιήθηκαν ο Δείκτης Διαπροσωπικής Διαντίδρασης (IRI)
σταθμισμένος κατά τα πρότυπα των κλιμάκων Likert (1-5) , βινιέτες που
δημιουργήθηκαν από τους διεξάγοντες την έρευνα, αν και ανάλογο εργαλείο είχε
χρησιμοποιηθεί σε ανάλογη έρευνα στο παρελθόν, και οι οποίες περιείχαν τόσο
σενάρια και περιπτώσεις έμμεσου εκφοβισμού, όσο και άμεσου, τα οποία επιμελήθηκε
έμπειρος στο θέμα του εκφοβισμού εκπαιδευτικός. Οι βινιέτες περιείχαν ως υπο-
κλίμακες μέτρησης τριών διαφορετικών μεταβλητών: της σύλληψης σοβαρότητας των
περιστατικών εκφοβισμού, της ενσυναίσθησης/στήριξης προς τα θύματα του
εκφοβισμού και της πιθανότητας για επέμβαση. Τα απαντητικά σχήματα των τριών
αυτών κλιμάκων βασίστηκαν σε κλίμακα αξιολόγησης με κατώτερο όριο το 1 και
ανώτερο το 9. Κατά την εκπόνηση της έρευνας προηγήθηκαν οι μετρήσεις των
μεταβλητών (πρώτη φάση) , ακολούθησε η παρέμβαση, η οποία περιείχε δύο 45λεπτες
παρουσιάσεις για την πειραματική ομάδα και μια παρουσίαση του νόμου για Ασφαλή
Σχολεία της Αυστραλίας για την ομάδα ελέγχου, στη συνέχεια και σχεδόν αμέσως
ακολούθησε η δεύτερη μέτρηση των μεταβλητών (δεύτερη φάση) ενώ ακολούθησε
ένα χρονικό διάστημα επτά εβδομάδων για την εύρεση διαφορών στις υπό μέτρηση
έννοιες/μεταβλητές και στις δύο συγκρινόμενες ομάδες (πειραματική και ομάδα
ελέγχου) (τρίτη φάση).

 Πολλές ερωτήσεις του ερωτηματολογίου που δόθηκε στην ομάδα ελέγχου αλλά
και items, που αφορούν την φαινομενική εγκυρότητα του εργαλείου δεν
υπολογίστηκαν κατά την ανάλυση, γεγονός που επηρεάζει την εγκυρότητα του
εργαλείου μέτρησης, καθώς τα στοιχεία αυτά που προστέθηκαν για την εξασφάλιση
οικολογικής και φαινομενικής εγκυρότητας αφαιρέθηκαν, αναιρώντας τον σκοπό
συμπερίληψης τους.
 Αναφέρονται οι προσπάθειες που έγιναν για τη διατήρηση της ανωνυμίας στα
ερωτηματολόγια ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσαν να ταυτιστούν στις αντίστοιχες φάσεις
συμπλήρωσής τους.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

 Το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας, εκτός περιπτώσεων που σημειώνεται,


είναι το 5%.

Για τον έλεγχο των υποθέσεων 1-3, που αφορούν την επίδραση προβλεπτικών
μεταβλητών στην έκβαση μεταβλητής κριτηρίου (η πιθανότητα για επέμβαση των
δασκάλων σε περιστατικά εκφοβισμού) χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της Ανάλυσης
Πολλαπλής Παλινδρόμησης με αποτέλεσμα να αποδειχθεί, πως η σύλληψη της
σοβαρότητας και η ενσυναίσθηση προς τα θύματα αποτελούν προβλεπτικό κριτήριο
για την πιθανότητα των εκπαιδευτικών να επέμβουν (επιβεβαιώνεται η πρώτη
εναλλακτική υπόθεση).
Σχολιάζοντας την ανάλυση αυτή, βλέπουμε, πως η καθολική ενσυναίσθηση από
μόνη της εξηγεί/προβλέπει κατά 19,6 % την πιθανότητα των εκπαιδευτικών να
επέμβουν, ενώ όταν συνυπολογίζεται και η επίδραση των υπόλοιπων μεταβλητών
(δημιουργείται νέα ανεξάρτητη μεταβλητή) το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 69%
(r2=69%). Η σύλληψη της σοβαρότητας αποτελεί προβλεπτικό δείκτη της πιθανότητας
για επέμβαση σε αντίθεση με τη γνώση του αντίκτυπου του εμμ. εκφοβισμού στην
ψυχική υγεία και την ενσυναίσθηση/συμπαράσταση προς τα θύματα (επιβεβαίωση της
δεύτερης εναλλακτικής υπόθεσης), ενώ απορρίπτεται η τρίτη εναλλακτική υπόθεση
καθώς η γνώση του αντίκτυπου του εμμ. εκφοβισμού στην ψυχική υγεία δεν αποτελεί
στατιστικά σημαντικό προβλεπτικό παράγοντα.
Προκείμενου να ανιχνευθούν αλλαγές στους μ.ο. της πειραματικής και της
ομάδας ελέγχου, όσον αφορά τις μετρήσεις της σύλληψης σοβαρότητας, της
ενσυναίσθησης προς τα θύματα, της αντίληψης του αντίκτυπου του έμμεσου
εκφοβισμού στη ψυχική υγεία και της πιθανότητας για επέμβαση (αντίστοιχες
εξαρτημένες μεταβλητές) με την επίδραση της εκπαιδευτικής παρουσίασης
(ανεξάρτητης μεταβλητή) καθώς και της συμμεταβλητής «καθολικής ενσυναίσθησης»
χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση συνδιακύμανσης- ANCOVA, η οποία διενεργήθηκε σε 4
επίπεδα ανάλυσης.
Στο σύνολο των επιπέδων ανάλυσης βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές
αλλαγές μεταξύ των μετρήσεων στις εξαρτημένες μεταβλητές κατά τις φάσεις 1 και 2
του πειράματος, όμως στατιστικώς σημαντικές αλλαγές μεταξύ πειραματικής και
ομάδας ελέγχου κατά τη μέτρηση της αντίστοιχης εξαρτημένης μεταβλητής, βρέθηκαν
σε όλες τις αναλύσεις πλην αυτής με εξαρτημένη μεταβλητή την ενσυναίσθηση προς
τα θύματα.
Για την ανίχνευση στατιστικώς σημαντικών αλλαγών στις τιμές της
εξαρτημένης μεταβλητής και στις τρεις φάσεις διενέργειας του
πειράματος χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση διακύμανσης ANOVA και post-hoc τεστ
πολλαπλών συγκρίσεων. Και στην περίπτωση αυτή το γενικό αίσθημα της
ενσυναίσθηση/κατανόησης προς τα θύματα χρησιμοποιήθηκε ως συμμεταβλητή.
Χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης Wilks’s λ για τον εντοπισμό στατιστικώς σημαντικών
διαφορών στο συνδυασμό των εξαρτημένων μεταβλητών/εννοιών. Όσον αφορά τη
σύλληψη σοβαρότητας παρατηρήθηκε βελτίωση των σκορ και των δύο ομάδων μεταξύ
της πρώτης και της δεύτερης φάσης καθώς και μεταξύ της πρώτης φάσης και της
τρίτης. Εδώ, παρατηρούμε πως η εκπαιδευτική παρουσίαση δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο
για τη βελτίωση των τιμών στη μεταβλητή αυτή, καθώς και στα δεδομένα της ομάδας
ελέγχου σημειώθηκαν στατιστικώς σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την πρώτη φάση
της έρευνας. Για της μεταβλητές της ενσυναίσθησης προς τα θύματα και την
πιθανότητα της για επέμβαση δεν βρέθηκαν στατιστικώς σημαντικές αλλαγές ανάμεσα
στις δύο ομάδες και στις τρεις φάσεις του πειράματος, ενώ αντίθετα στη μέτρηση για
τον αντίκτυπο του έμμεσου εκφοβισμού στη ψυχική υγεία, βρέθηκαν στατιστικώς
σημαντικές αλλαγές υπέρ της πειραματικής ομάδας.

 Προτού καν παρατεθούν οι στατιστικές αναλύσεις και τα κριτήρια που


χρησιμοποιήθηκαν, πληροφορούμαστε πως τα δεδομένα από 3 συμμετέχοντες
διεγράφησαν και τα δεδομένα τρίτης φάσης από 16 συμμετέχοντες, γεγονός που
δικαιολογεί την μείωση στο αρχικό δείγμα (από 58 σε 55 και στην τρίτη φάση από 55
σε 39) και εγείρει το ερώτημα της διατήρησης της αξιοπιστίας στο χρόνο.
 Οι τιμές των μεταβλητών, σχημάτιζαν στρεβλές κατανομές, διορθώθηκαν με
επανεκτίμηση των ακραίων αυτών τιμών και προσέγγισή τους προς τον μέσο όρο της
κατανομής, προκειμένου να επιτευχθεί η προϋπόθεση της κανονικότητας για τις
αναλύσεις που θα ακολουθήσουν, κάτι που μας κάνει να αμφισβητούμε τη χρήση του
συγκεκριμένου κριτηρίου (Ανάλυση Διακύμανσης), καθώς χρειάστηκε να
παραλειφθούν δεδομένα για την ικανοποίηση των προϋποθέσεών του.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Οι ερευνητικές υποθέσεις 1 & 2 επιβεβαιώνονται και έρχονται, μάλιστα σε


συμφωνία με προηγούμενα ερευνητικά δεδομένα. Το γενικότερο αίσθημα της
ενσυναίσθησης προς τα θύματα έμμεσου εκφοβισμού δεν αποτέλεσε προβλεπτικό
δείκτη για επέμβαση των εκπαιδευτικών κάτι που ήρθε σε συμφωνία με πορίσματα
παρελθουσών ερευνών. Όσον αφορά τον άμεσο εκφοβισμό αυτός προβλέπεται
επιτυχώς μόνο από τη σύλληψη της σοβαρότητας των εκπαιδευτικών για το
περιστατικό. Η εκπόνηση, ανάλυση και εξαγωγή συμπερασμάτων από την
εκπαιδευτική παρέμβαση σχετικά με τον έμμεσο εκφοβισμό, στην οποία συμμετείχαν
πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου αποτελεί την πρώτη στον θεωρητικό τομέα. Στις
τιμές της σύλληψης της σοβαρότητας περιστατικών έμμεσου εκφοβισμού καθώς και
στον αντίκτυπο του εκφοβισμού στη ψυχική υγεία των θυμάτων σημείωσε βελτίωση η
εκπαιδευτική παρέμβαση σε αντίθεση με την ενσυναίσθηση προς τα θύματα, όπου δεν
βελτιώθηκε. Η βελτίωση που παρατηρήθηκε, δεν εξισώθηκε με την πρακτική
εφαρμογή τους, όπως θα έπρεπε για να λέμε, ότι υπάρχει εξωτερική εγκυρότητα. Κάτι
άλλο που παρατηρείται, είναι η μη διατήρηση των στατιστικώς σημαντικών αλλαγών
που παρατηρήθηκαν μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης πειραματισμού στην τρίτη
φάση, εκτός από τις μετρήσεις για τη θέαση και τη γνώση των εκπαιδευτικών σχετικά
με τον έμμεσο εκφοβισμό. Οι περιορισμοί της έρευνας περιληπτικά μπορούν να
αποδοθούν στον πολύ ομοιογενές δείγμα. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων
προερχόταν από ένα μόνο σχολείο, με πολλά χρόνια προϋπηρεσία και έχοντας
αντιμετωπίσει μεγάλο επιπολασμό περιστατικών έμμεσου εκφοβισμού. Επίσης,
παρουσιάστηκε χαμηλή αξιοπιστία στην κλίμακα μέτρησης της ενσυναίσθησης προς
τα θύματα του εκφοβισμού, αν και η συσχέτιση της με το γενικότερο αίσθημα
ενσυναίσθησης εξασφάλισε την εγκυρότητά της (η εγκυρότητα προϋποθέτει την
αξιοπιστία!). Ισχυρό κομμάτι της έρευνας αποτέλεσε η εκπαιδευτική τοποθέτηση των
συμμετεχόντων –δευτεροβάθμια εκπαίδευση- όπου παρατηρείται η πλειοψηφία των
περιστατικών έμμεσου εκφοβισμού. Η συμπερίληψη στην έρευνα παρά το μικρό
σχετικά δείγμα μιας ομάδας ελέγχου καθώς στις μετρήσεις της έννοιας του άμεσου
εκφοβισμού, βοήθησε τους συμμετέχοντες να αντιληφθούν καλύτερα την έννοια του
έμμεσου εκφοβισμού συγκριτικά με αυτή του άμεσου. Η πρόταση που συνάγεται από
το σύνολο της έρευνας είναι, πως για την πλήρη κατανόηση της παρέμβασης των
εκπαιδευτικών πρέπει να δοθεί έμφαση στο γενικότερο αίσθημα ενσυναίσθησης προς
τα θύματα και πως αυτή, εν τέλει, δεν μπορεί να βελτιωθεί από μια εκπαιδευτική
παρουσίαση και μόνο. Εγείρεται το ερώτημα του a priori σχεδιασμού της παρέμβασης
αλλά και το μέγεθος επίδρασής της. Αναγκαία, για την επίτευξη πιο
αντιπροσωπευτικών αποτελεσμάτων είναι η τυχαία επιλογή δείγματος με λιγότερη
γνώση για τον έμμεσο εκφοβισμό (ώστε να αποκλειστούν και παράγοντες, όπως η
επίδραση της μνήμης και προηγούμενης γνώσης στις απαντήσεις) αλλά και η εφαρμογή
παρέμβασης με ένα πιο αξιόπιστο εργαλείο, το οποίο θα περιλαμβάνει προτάσεις και
δεξιότητες προς τους εκπαιδευτικούς για την αντιμετώπιση του έμμεσου εκφοβισμού.

 Πρέπει να παρατηρήσουμε, στο σημείο αυτό, πως η κλίμακα που βρέθηκε να


έχει χαμηλή αξιοπιστία, εντούτοις, χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα, κάτι που πιθανώς
να προκαλέσει αμφισβητήσεις στα συμπεράσματα που εξήχθησαν.
 Εντοπίζουμε μια αντίφαση κατά τη διαχείριση του δείγματος: Ενώ θεωρούνται
οι εκπαιδευτικοί έμπειροι και με ικανότητα στη διάκριση των μορφών εκφοβισμού,
θίγεται η αυτο-αποτελεσματικότητά τους (….teachers’ self-efficacy), κατά τη
γενίκευση των θεωρητικών γνώσεων για τη διάκριση και επέμβαση σε περιπτώσεις
εκφοβισμού και την απουσία πραγμάτωσης των διδαχθέντων από τους εκπαιδευτικούς.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

 Dedousis-Wallace A., Shute R. (2009). Indirect bullying: Predictors of


teacher intervention, and outcome of a pilot educational presentation about
impact on adolescent mental health. Australian Journal of Educational &
Developmental Psychology, 2-17.
 Kazdin, A. (1995). Preparing and evaluating research reports. Psychological
Assessment, 7(3), 228-237.

You might also like