You are on page 1of 7

ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

1. Παραδοχή της επιχειρηματικής οντότητας (Separate Entity Assumption)

2. Παραδοχή της συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης (Going Concern Assumption)

3. Παραδοχή της νομισματικής μονάδας μετρήσεως (The unit - of - Measure Assumption)

4. Παραδοχή της περιοδικότητας των αποτελεσμάτων (Time period Assumption)

ΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

1. Η αρχή του ιστορικού κόστους (Historical cost Principle)

2. Η αρχή της Πραγματοποιήσεως των εσόδων (The Revenue Realization Principle)

3. Η αρχή του συσχετισμού εσόδων-εξόδων (The Matching Principle)

4. Η αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων (accrual basis)

5. Η αρχή της αντικειμενικότητας (The Objective Principle).

6. Η αρχή της συνέπειας των λογιστικών μεθόδων (The Consistency Principle)

7. Η αρχή της πλήρους αποκαλύψεως (The Full Disclosure Principle)

8. Η αρχή της συντηρητικότητας ή συνέσεως (The conservation or Prudent Principle)

9. Η αρχή της αλήθειας και απεικόνισης της πραγματικής εικόνας

10. Η αρχή της απόλυτης σαφήνειας

11. Η αρχή του μη συμψηφισμού ανομοιογενών λογαριασμών

12. Η αρχή της δημοσιότητας και καλής πληροφόρησης


ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

8.1.1 Ανάλυση της έννοιας της Περιουσίας

Η περιουσία του οικονομικού οργανισμού αποτελείται από το σύνολο των συντελεστών της παραγωγής που
διαθέτει για την παραγωγή και διάθεση οικονομικών αγαθών (υλικών ή άυλων) ή υπηρεσιών.

Πιο συνοπτικά, η περιουσία του οικονομικού οργανισμού μπορεί να οριστεί ως το σύνολο των εννόμων του
σχέσεων και καταστάσεων.

Έννομες σχέσεις είναι τα δικαιώματα κυριότητας, χρήσεως, εκμεταλλεύσεως, οι απαιτήσεις, οι υποχρεώσεις


κ.λπ., ενώ καταστάσεις (ή πραγματικές καταστάσεις) είναι η πελατεία, η φήμη, η πίστη, ο τόπος
εγκαταστάσεως κ.λπ.

Η συγκρότηση της περιουσίας αποτελείται από διάφορα στοιχεία, τα οποία ονομάζονται περιουσιακά
στοιχεία. Οι σχέσεις μεταξύ των στοιχείων αυτών πρέπει να είναι αρμονικές, γιατί αποτελούν ένα οργανικό
σύνολο που χρησιμοποιεί ο οικονομικός οργανισμός για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.

Τα περιουσιακά στοιχεία διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, σε αυτά που είναι δεκτικά άμεσης χρηματικής
αποτιμήσεως και σ’ αυτά που η αξία τους υπολογίζεται με έμμεσο τρόπο.
1. Περιουσιακά στοιχεία δεκτικά άμεσης χρηματικής αποτιμήσεως αποτελούν π.χ. οι πρώτες ύλες, τα
εμπορεύματα, τα προϊόντα, οι υπηρεσίες, οι απαιτήσεις, οι υποχρεώσεις, τα μηχανήματα, τα μεταφορικά μέσα.

Τα στοιχεία αυτά καταγράφει και παρακολουθεί η λογιστική κατά είδος, χρηματική αξία και άλλα
χαρακτηριστικά.

2. Περιουσιακά στοιχεία που η αξία τους υπολογίζεται έμμεσα αποτελούν η κοινωνικοοικονομική σημασία του
οικονομικού οργανισμού, η ικανότητα του προσωπικού του, η εμπιστοσύνη σ’ αυτούς που συναλλάσσεται, το
φυσικό του περιβάλλον, οι προοπτικές αναπτύξεως του και άλλα στοιχεία γενικά και ειδικά.

Τα στοιχεία αυτά, αν και η σημασία τους είναι πολύ πιο μεγάλη από τα δεκτικά άμεσης χρηματικής
αποτιμήσεως, όπως π.χ. ο ρόλος του καλού γιατρού σε κλινική, δεν καταγράφονται από τη λογιστική.

8.1.2 Προέλευση της Περιουσίας

Η περιουσία του οικονομικού οργανισμού συγκροτείται από τον ή τους φορείς της, αν είναι περισσότερα
πρόσωπα και μπορεί να προέρχεται:

α) Από ιδιωτική περιουσία του φορέα του και από περιουσία τρίτων, ξένων προς την επιχείρηση, όπως π.χ.
προμηθευτών, δανειστών. Η περίπτωση αυτή αποτελεί τον κανόνα της συνθέσεως της περιουσίας κάθε
οικονομικού οργανισμού και ιδιαίτερα των επιχειρήσεων, με τις οποίες θα ασχοληθούμε κατά κύριο λόγο.

β) Μόνο από περιουσία του φορέα του.

γ) Μόνο από περιουσία τρίτων.

Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι η περιουσία της επιχειρήσεως, η οποία αποτελείται από αξίες
(υλικές και άυλες) και απαιτήσεις, προέρχεται από το φορέα της και από τρίτους ή μόνο από το φορέα της ή
μόνο από τρίτους, δηλαδή από τις υποχρεώσεις της.

8.1.3 Νομική, Οικονομική και Λογιστική άποψη της Περιουσίας

Οι Λογιστές, ως στελέχη των οικονομικών μονάδων, έχουν να αντιμετωπίσουν τα ακόλουθα, βασικά θέματα:

• Νομικά: συμβάσεις, φορολογικά, εργατικά, αποζημιώσεις, ποινικές ρήτρες, ενέχυρα, υποθήκες, επιτάξεις,
νομικές δεσμεύσεις κ.λπ.

• Οικονομικά: παραγωγή και διακίνηση αγαθών, εξοικονόμηση κεφαλαίων, επενδύσεις κεφαλαίων, χορηγήσεις
πιστώσεων και άλλα.

• Λογιστικά: καταγραφή, παρακολούθηση και αξιολόγηση των λογιστικών γεγονότων με βάση τους κανόνες
της τεχνικής και της επιστήμης της λογιστικής, με τη χρησιμοποίηση, ως κύριων οργάνων των λογαριασμών.

Βασικές Λογιστικές Έννοιες

Κρίνεται λοιπόν σκόπιμο να εξεταστεί η σύνθεση των στοιχείων της περιουσίας του οικονομικού οργανισμού
και από τις τρεις αυτές απόψεις.
Η Καθαρή Θέση δύναται να εμφανιστεί με τις εξής πέντε περιπτώσεις:

(α) Ουδέτερη. Δεν υπάρχει καθαρή θέση, γιατί το Ξένο Κεφάλαιο ισούται με το Ενεργητικό (δηλ. οι ζημίες
έχουν απορροφήσει ολόκληρο το ίδιο κεφάλαιο):

Ε = ΠρΠ

(β) Θετική. Το Ξένο Κεφάλαιο είναι μικρότερο από το Ενεργητικό και η διαφορά συνιστά την Καθαρή Θέση:

Ε = ΠρΠ + ΚΘ

(γ) Ενεργητική. Δεν υφίσταται Ξένο Κεφάλαιο (δεν υπάρχουν υποχρεώσεις προς τρίτους):

Ε = ΚΘ

(δ) Αρνητική. Το Ξένο Κεφάλαιο είναι μεγαλύτερο από το Ενεργητικό, γιατί οι ζημίες έχουν απορροφήσει
ολόκληρο το ίδιο κεφάλαιο και μέρος του ξένου, οπότε η διαφορά συνιστά περιουσιακό έλλειμμα:

Ε = ΠρΠ – ΚΘ

(ε) Παθητική. Δεν υφίσταται Ενεργητικό, γιατί οι ζημίες έχουν απορροφήσει το σύνολο των ίδιων και ξένων
κεφαλαίων, οπότε ολόκληρο το Ξένο Κεφάλαιο συνιστά περιουσιακό έλλειμμα:

Έλλειμμα ΚΘ = ΠρΠ

Τα στοιχεία του ισολογισμού ομαδοποιούνται, με βάση οικονομολογιστικά κριτήρια, ως ακολούθως:

α) Ενεργητικό: Είναι η χρησιμοποίηση των πόρων της επιχείρησης, δηλαδή τα πράγματα και οι απαιτήσεις της
επιχείρησης, ή αυτά που έχει η επιχείρηση και αυτά που έχει να λαμβάνει, τα θετικά στοιχεία με τα οποία
ενεργεί η επιχείρηση.

Τα στοιχεία του ενεργητικού ομαδοποιούνται στις ακόλουθες τρεις ομάδες:

α1) Πάγιο Ενεργητικό: Αποτελείται από στοιχεία κυρίως παραγωγικά, αλλά και οργανωτικά, υλικά ή άυλα,
βραδείας ρευστοποίησης –διά μέσου των αποσβέσεων– και βραδείας αντικατάστασης, που χρησιμοποιούνται
μό νιμα από την επιχείρηση για εξυπηρέτηση του βασικού αντικειμένου της.

α2) Κυκλοφορούν Ενεργητικό: Αποτελείται από στοιχεία που ρευστοποιούνται και επανασυνιστώνται γρήγορα,
διαρκούς ροής, το αποτέλεσμα της οποίας είναι η θετική ή αρνητική απόδοση. Τέτοια είναι οι πρώτες και
βοηθητικές ύλες, τα αποθέματα προϊόντων εμπορευμάτων κ.τ.λ., οι πελά τες, δηλαδή τα χρεωστικά υπόλοιπα
των λογαριασμών τους, τα γραμμάτια εισπρακτέα, χρεόγραφα κ.ο.κ.
α3) Διαθέσιμο Ενεργητικό: Αυτό είναι τα πάσης φύσεως ρευστά, δηλαδή το χρηματικό απόθεμα που αποτελεί
στοιχειώδη οικονομική πρόνοια κατά παντός δυσμενούς οικονομικού γεγονότος.

β) Παθητικό: Είναι οι πηγές προέλευσης των πόρων, δηλαδή ό,τι οφείλει η επιχείρηση σε τρίτους.

Τα στοιχεία του παθητικού ομαδοποιούνται ως ακολούθως:

β1) Μακροπρόθεσμα κεφάλαια: Αυτά αποτελούν πιστώσεις προς την επιχείρηση από τους ιδιοκτήτες (ίδια
κεφάλαια) ή ξένους προς αυτή (ξένα κεφάλαια, π.χ. δάνεια μακροπρόθεσμα), που πρέπει να επιστραφούν με τά
από μακρύ χρονικό διάστημα και τα οποία χρηματοδοτούν, κυρίως, τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού.

β2) Βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις: Είναι πιστώσεις που χρηματοδοτούν κυρίως τα κυκλοφορούντα


περιουσιακά στοιχεία, με ροή συνεχή, που εξοφλούνται και επανασυνιστώνται.

γ) Καθαρή θέση: Είναι η διαφορά μεταξύ ενεργητικού και παθητικού και φανερώνει τι οφείλει η επιχείρηση
στους ιδιοκτήτες της.

Είδη – Διακρίσεις Ισολογισμών

Στη λογιστική πρακτική διακρίνουμε πολλά είδη ισολογισμών, ανάλογα με τις νομικές διατάξεις οι οποίες
επιβάλλουν τη σύνταξη ισολογισμού ή την εμπορική πρακτική η οποία απαιτεί να καταρτίζεται ισολογισμός σε
ορισμένες περιπτώσεις και ανάλογα με τις επιδιώξεις κάθε επιχειρήσεως.

Αρχικός ισολογισμός. Αποτελεί τη βάση έναρξης της επιχειρήσεως.

Είναι ο ισολογισμός ενάρξεως, που εμφανίζει την περιουσιακή κατάσταση της επιχειρήσεως και ο οποίος
συγκρίνεται με τον ισολογισμό τέλους χρήσεως. Το άρθρο 41 του Ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, ορίζει ότι
κατά την έναρξη της λειτουργίας της, η εταιρεία οφείλει να ενεργήσει την κατά τον εμπορικό νόμο απογραφή και
φυσικά και τον ισολογισμό, που, ώς γνωστόν, ακολουθεί τη σύνταξη της απογραφής.

Τακτικός ισολογισμός εκμεταλλεύσεως χρήσεως. Συντάσσεται στο τέλος κάθε χρήσεως, και με βάση αυτόν
εξάγεται το οικονομικό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία). Η σύνταξη του ισολογισμού εκμεταλλεύσεως βασίζεται σε μία
υπόθεση: ότι στο τέλος κάθε χρήσεως γίνεται πλασματική (υποθετική) εκκαθάριση και κλείνει ο ισολογισμός για να
τον διαδεχθεί η επόμενη χρήση, χωρίς βέβαια να επέρχεται πραγματική διάλυση της επιχειρήσεως. Τη σύνταξη
ετήσιου ισολογισμού στο τέλος κάθε διαχειριστικής χρήσεως προβλέπει και το άρθρο 42α του Ν. 2190/1920 περί
ανωνύμων εταιρειών.
Ισολογισμός εκκαθαρίσεως. Συντάσσεται, όταν διαλύεται πραγματικά μια επιχείρηση και αρχίζει το στάδιο της
εκκαθαρίσεως. Με την εκκαθάριση επιτυγχάνεται η ρευστοποίηση του ενεργητικού της επιχειρήσεως και η
εξόφληση των υποχρεώσεών της. Το τυχόν προκύπτον πλεόνασμα διανέμεται στους δικαιούχους.

Ισολογισμός εκχωρήσεως. Συντάσσεται, όταν μεταβιβάζεται η επιχείρηση, στο σύνολο της, σε τρίτο πρόσωπο,
οπότε κλείνουν τα λογιστικά βιβλία της εκχωρούμενης επιχειρήσεως. Η ανάδοχη επιχείρηση (εκδοχέας) συντάσσει
και αυτή ισολογισμό, ο οποίος αποτελεί τον αρχικό της ισολογισμό.

Φορολογικός ισολογισμός. Δεν συμπίπτει πάντοτε ο λογιστικός με το φορολογικό ισολογισμό. Ορισμένα έξοδα, τα
οποία είναι δικαιολογημένα λογιστικά και οικονομικά, δεν αναγνωρίζονται από τη Φορολογική Αρχή και είναι
αναγκαίο να γίνει φορολογική αναμόρφωση, ώστε να προσδιοριστεί το καθαρό κέρδος, όχι μόνο λογιστικά, αλλά
και βάσει των αρχών και κανόνων της φορολογικής αρχής. Η προσαρμογή του λογιστικού ισολογισμού, στις
απαιτήσεις της φορολογικής νομοθεσίας, δημιουργεί ένα παράλληλο ισολογισμό, το φορολογικό ισολογισμό.

Διαδοχικοί ισολογισμοί. Οι διαδοχικοί ισολογισμοί περιλαμβάνουν τα διάφορα στοιχεία του Ενεργητικού και του
Παθητικού μιας σειράς ετών, διατεταγμένα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διευκολύνεται η σύγκρισή τους και να
διαπιστώνεται η πορεία και η πρόοδος της επιχειρήσεως. Ένα παράδειγμα ενδεικτικό του τρόπου με το οποίο
συντάσσεται ο πίνακας διαδοχικών ισολογισμών, είναι το ακόλουθο:

Ενοποιημένος Ισολογισμός. Ο ενοποιημένος ισολογισμός (bilan consolide, Consolidated Balance Sheet) είναι η
συνένωση στον ίδιο ισολογισμό των περιουσιακών στοιχείων περισσότερων επιχειρήσεων, οι οποίες συνδέονται
οικονομικώς μεταξύ τους και έχουν κοινά συμφέροντα, αλλά η καθεμιά τους διατηρεί τη νομική της
προσωπικότητα και αυτοτέλεια. Ο ενοποιημένος ισολογισμός αναφέρεται, κατά κανόνα, στις οικονομικές σχέσεις
ανάμεσα σε μια μητρική εταιρεία (societe mere/ Parent Company) και μια ή περισσότερες θυγατρικές εταιρείες
(societes filiales/Subsidiaries Companies) που βρίσκονται σε σχέση εξαρτήσεως από την πρώτη. Κατά το Εθνικό
Συμβούλιο Λογιστικής της Γαλλίας (έκθεση του 1978) οι ενοποιημένοι λογαριασμοί έχουν ως σκοπό να
παρουσιάσουν την οικονομική κατάσταση και τα αποτελέσματα των εταιρειών που συνδέονται μεταξύ τους
οικονομικώς, κατά τρόπο που να αποτελέσουν μια ενότητα. Οι ενοποιημένοι ισολογισμοί δίνουν μια πιο πιστή
εικόνα της πραγματικής οικονομικής καταστάσεως, πράγμα που δεν μπορούν να επιτύχουν οι ισολογισμοί των επί
μέρους επιχειρήσεων, οι οποίοι είναι ατελείς, διότι περιλαμβάνουν μέρος μόνο της οικονομικής καταστάσεως.

Για να έχει η κατάρτιση ενός ενοποιημένου ισολογισμού θετικά αποτελέσματα, πρέπει να συντρέχουν οι εξής δύο
προϋποθέσεις:

α) όλες οι εταιρείες του ομίλου των επιχειρήσεων πρέπει να έχουν τις ίδιες λογιστικές αρχές και την ίδια ημερομηνία
κλεισίματος του ισολογισμού τέλους χρήσεως

β) η αποτίμηση των αποθεμάτων, οι αποσβέσεις, οι προβλέψεις και τα άλλα στοιχεία, πρέπει να είναι όμοια σε όλες
τις επιχειρήσεις.

ΑΠΟΓΡΑΦΗ

Απογραφή είναι η λεπτομερής και αναλυτική καταγραφή, ποσοτική και ποιοτική καταμέτρηση και αποτίμηση όλων
των ενεργητικών και παθητικών στοιχείων μιας οικονομικής μονάδος σε ενιαίο νόμισμα και σε ορισμένη

χρονική στιγμή.
Με την απογραφή:

– Προσδιορίζονται αναλυτικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης κατά είδος, ποσότητα και ποιότητα.

– Αποτιμούνται με την ίδια νομισματική μονάδα, με βάση τους κανόνες αποτίμησης που ισχύουν κάθε φορά.

– Καταχωρίζονται, αναλυτικά εκφρασμένα, στο βιβλίο απογραφών και ισολογισμού και έτσι εμφανίζεται η
περιουσία της επιχείρησης κατά είδος, ποιότητα, ποσότητα κ.λπ. και κατά αξία, σε μια ορισμένη χρονική στιγμή,
δηλαδή στη στατική της μορφή.

Ανάλογα με τον τρόπο που η απογραφή διενεργείται, διακρίνουμε:

– Γενική απογραφή (πραγματοποιείται στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου και αποτυπώνεται στο βιβλίο
απογραφών και ισολογισμού). Παρά το γεγονός ότι προκαλεί αναταραχή στον ομαλό ρυθμό των εργασιών της
επιχειρήσεως, χαλάρωση των συναλλαγών ή και της παραγωγής, καθώς και πρόσθετα έξοδα (για μετακινήσεις
υλικών, υπερωρίες, ζυγίσματα κ.λπ.), εξασφαλίζει την ακριβή εικόνα της περιουσιακής συγκροτήσεως της
επιχειρήσεως, τον έλεγχο της ακρίβειας των λογιστικών καταχωρίσεων και τη δυνατότητα στη διοίκηση να παίρνει
ορθές αποφάσεις. Επίσης αποτελεί μέσο πραγματικού ελέγχου των διαχειριστών των διαφόρων περιουσιακών
στοιχείων.

– Μερική απογραφή (π.χ. μόνο εμπορευμάτων, παγίων...)

– Τακτική απογραφή (αυτή που εκ των προτέρων προγραμματίζεται να γίνει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα).

– Έκτακτη απογραφή (αυτή που πραγματοποιείται κάτω από συγκεκριμένες έκτακτες συγκυρίες).

– Εξωτερική ή εξωλογιστική ή πραγματική απογραφή ή φυσική (όταν τα στοιχεία της οικονομικής μονάδος,
αναγνωρίζονται και προσδιορίζονται πραγματικά και άσχετα από τα δεδομένα των λογιστικών βιβλίων (Physical
inventory).

– Εσωτερική ή εσωλογιστική ή θεωρητική απογραφή (όταν τα στοιχεία της οικονομικής μονάδος αναγνωρίζονται
και προσδιορίζονται από τα δεδομένα των λογιστικών βιβλίων).

– Ιδρυτική απογραφή που συντάσσεται κατά την έναρξη λειτουργίας της επιχειρήσεως.

– Απογραφή χρήσεως, που συντάσσεται κάθε δώδεκα μήνες, καθεμία δηλαδή διαχειριστική ή λογιστική χρήση. Η
απογραφή μιας χρήσεως λέγεται τελική απογραφή της χρήσεως και αρχική της επόμενης χρήσεως.

Εξαίρεση αποτελεί η απογραφή της πρώτης διαχειριστικής χρήσεως, που μπορεί να συνταχθεί μέσα σε χρονικό
διάστημα 24 μηνών. Αυτό γίνεται για να μπορέσει η επιχείρηση να οργανωθεί λογιστικά.

– Τελική απογραφή της επιχειρήσεως, που συντάσσεται σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, όταν δηλαδή η επιχείρηση
διαλυθεί, μετατραπεί, συγχωνευθεί και γενικά, όταν πάψει να λειτουργεί ως αυτόνομη λογιστική μονάδα.

Η απογραφή συντάσσεται κάθε 31 Δεκεμβρίου. Το διάστημα από 1 Ιανουαρίου μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους
αποτελεί τη διαχειριστική περίοδο ή διαχειριστική χρήση. Ακόμη αντί για την 31 Δεκεμβρίου η απογραφή μπορεί να
συντάσσεται κάθε 30 Ιουνίου και η διαχειριστική περίοδος θα περιλαμβάνει το διάστημα από 1 Ιουλίου κάθε έτους
μέχρι 30 Ιουνίου του επόμενου.

You might also like