You are on page 1of 64

Ο Μακεδονικός Αγώνας στην Καστοριά

(μέρος 1ο) : Τα πρόδρομα γεγονότα (1870-1893)

Κατά τις δεκαετίες του 1830-40 ρώσοι επιστήμονες άρχισαν να διατυπώνουν μια σειρά από
θεωρίες και απόψεις που χαρακτηρίζονται από έντονη εθνικιστική φιλολογία, μια κίνηση γνωστή
αργότερα ως Πανσλαβισμός. Στόχος της η ενότητα και εξύψωση των σλαβικών λαών που
εξαπλώνονταν στο μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολικής Ευρώπης, με προεξάρχοντες του Ρώσους.
Σύντομα, αυτές οι θεωρίες βρήκαν απήχηση σε επιστήμονες της Δύσης και κυρίως στην
Καθολική Εκκλησία, η οποία προσπαθούσε να εξυπηρετήσει δικούς της στόχους εις βάρος της
Ορθοδοξίας. Οι μόνιμες ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Ρωσίας νότια βρήκαν το ιδεολογικό τους
υπόβαθρο και πλέον στρέφονταν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο όνομα της
προστασίας των χριστιανικών λαών στο εσωτερικό της. Το 1853-56 διαδραματίστηκε ο
11ος κατά σειρά Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, γνωστός ως Κριμαϊκός Πόλεμος καθώς οι
περισσότερες μάχες έγιναν στην χερσόνησο της Κριμαίας. Σύμμαχοι της Τουρκίας ήταν η
Αγγλία, η Γαλλία και το Βασίλειο της Σαρδηνίας, που προωθούσαν με ανάλογο τρόπο τη δική
τους παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και εναντιώνονταν στις ρώσικες βλέψεις. Ο πόλεμος
έληξε με νίκη των συμμάχων, αλλά ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει διάφορα
προνόμια στους υπόδουλους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας με το Διάταγμα Χάττι Χουμαγιούν
(1856). Έκτοτε, η Ρωσία επιδίωξε με έντονο ζήλο την εθνικιστική αφύπνιση των νότιων
σλαβικών φύλων και ιδιαίτερα της Βουλγαρίας, που είχε ατονήσει μετά από τόσους αιώνες
Τουρκοκρατίας. Βούλγαροι επιστήμονες στέλνονταν για σπουδές στην Αγία Πετρούπολη και
επέστρεφαν ώστε να εξαπλώσουν τον σλαβικό εθνοφυλετισμό. Έτσι, το εθνικό συναίσθημα των
Βουλγάρων γρήγορα άρχισε να παίρνει μεγάλες διαστάσεις και στρεφόταν, εκτός των Τούρκων,
εναντίον του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.

Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας

Ο πρώτος βούλγαρος έξαρχος


Ιλαρίων (1800-1884)

Μετά το Χάττι Χουμαγιούν, το Πατριαρχείο αρχικά κράτησε μια μετριοπαθή πολιτική απέναντι
στις ήδη εμφανιζόμενες αντιδράσεις των Βουλγάρων. Το 1858 πραγματοποιήθηκε συνέλευση
αντιπροσώπων στο Πατριαρχείο, στην οποία συμμετείχαν και Βούλγαροι. Όμως, οι υπερβολικές
αξιώσεις τους για σχεδόν πλήρη αυτονόμηση του βουλγαρικού κλήρου και επέκτασή του στις
λεγόμενες μικτές περιοχές, δήλωναν ξεκάθαρα τον εθνοφυλετικό χαρακτήρα τους. Το

Σελίδα 1 από 64
Πατριαρχείο αντιπρότεινε ένα σχέδιο 15 άρθρων με αρκετές υποχωρήσεις, που έγινε αρχικά
δεκτό από τη μετριοπαθή μερίδα των Βουλγάρων αλλά τελικά απορρίφθηκε. Ακολούθησε μια
σειρά διαβουλεύσεων που θα καθόριζαν σε ποιες επαρχίες θα τοποθετούνταν βούλγαροι ιερείς,
υπό τη σκέπη πάντα του Πατριαρχείου. Το 1867 το ζήτημα φάνηκε πως θα λυθεί μετά τις
προτάσεις του Πατριάρχη Γρηγορίου Στ’ για αυτοδιοικούμενη βουλγαρική εκκλησία στις βόρειες
περιοχές, που θα είχε όμως πνευματικούς δεσμούς με το Πατριαρχείο[1]. Ομοίως με τα
προηγούμενα, το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε και η οθωμανική διοίκηση ύστερα από ρωσικές
πιέσεις αναγνώρισε με φιρμάνι του 1870 την Αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία με επικεφαλή
Έξαρχο. Το φιρμάνι όριζε τη δικαιοδοσία της Εξαρχίας ανάμεσα στην οροσειρά του Αίμου και
τον Δούναβη μαζί με την Δοβρουτζά, ενώ επεκτάθηκε αργότερα δυτικά στην ζώνη των Σκοπίων,
του Κιουστεντίλ, της Αχρίδας και των Βελεσσών. Από τις παραπάνω περιοχές εξαιρούνταν η
παραθαλάσσια περιοχή της Βάρνας, η Φιλιππούπολη, η Στενήμαχος και τα γύρω χωριά τους,
όπου ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί[2]. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος που συγκλήθηκε το 1872
κήρυξε ως σχισματική την Βουλγαρική Εξαρχία λόγω του καθαρά εθνοτικού χαρακτήρα της και
της μη μνημόνευσης του Πατριάρχη κατά τις λειτουργίες, γεγονότα παράτυπα σύμφωνα με την
ορθόδοξη παράδοση. Έτσι, προκλήθηκε το σχίσμα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία που
εξυπηρετούσε συνάμα τα συμφέροντα των Οθωμανών, καθώς αποφεύχθηκε προς το παρόν η
κοινή δράση των χριστιανών εναντίον τους. Επίσης, ο άκρατος εθνοφυλετισμός της Εξαρχίας
καθόρισε σε απόλυτο σχεδόν βαθμό την ταύτιση της έννοιας του εξαρχικού με αυτή του
Βούλγαρου. Δεν είναι τυχαίο που η ίδρυση της Βουλγάρικης Εκκλησίας αποτελεί την απαρχή
του Μακεδονικού Ζητήματος, που θα μετατραπεί σε ένοπλη αντιπαράθεση κατά τις επόμενες
δεκαετίες.

Η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου

Η υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου μεταξύ


του Σαφβέτ Πασά και του ρώσου πρέσβη στην
Κωνσταντινούπολη Ν. Ιγνατίεφ (Μαρ 1878)

Τα χρόνια μετά την ίδρυση της Εξαρχίας παρατηρείται μια συνεχής προσπάθεια διείσδυσης των
Βουλγάρων όλο και νοτιότερα. Ξεκινά η ανοικοδόμηση βουλγάρικων σχολείων και ο διορισμός
εξαρχικών δασκάλων και ιερέων, ακόμη και σε περιοχές που το βουλγάρικο στοιχείο ήταν
μειοψηφικό, όπως η Καστοριά. Οι Οθωμανοί παραβλέπουν τις δράσεις των εξαρχικών εναντίον
του ελληνισμού και αγνοούν τις αντιδράσεις των κατά τόπους πατριαρχικών μητροπολιτών.
Παράλληλα, η ρουμάνικη προπαγάνδα επιδίωξε την εθνολογική ταύτιση των Βλάχων του
ελληνικού χώρου με Ρουμάνους της Μολδοβλαχίας, έτσι ρουμάνικα σχολεία κάνουν την
εμφάνισή τους. Οι ελληνικές κοινότητες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την διπλή πρόκληση
με την ίδρυση αρκετών σχολείων. Όμως, η κατάσταση των ελληνικών πληθυσμών της
Μακεδονίας επιδεινώθηκε άρδην λίγο πριν την κήρυξη του Ρωσσοτουρκικού πολέμου το 1877.
Άτακτοι τουρκαλβανοί ληστές από την περιοχή της Δίβρας επωφελήθηκαν τη γενικότερη
αναρχία που επικρατούσε στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και προέβησαν σε εκτεταμένες
επιδρομές εναντίον των ελληνικών οικισμών της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, που μπορούν να
συγκριθούν μόνο με αυτές που έγιναν τον προηγούμενο αιώνα κατά τα Ορλωφικά. Στην
περιοχή της Καστοριάς δολοφόνησαν τον πρόκριτο της Βασιλειάδας και λεηλάτησαν τα χωριά
Βλάστη, Εμπόριο και Εράτυρα (Σέλιτσα)[3]. Επίσης, την πόλη συνέχισαν να διοικούν

Σελίδα 2 από 64
τουρκαλβανοί τοπάρχες[4], οι οποίοι εφάρμοζαν καταδυναστευτικές πρακτικές και έκαναν
αφόρητη τη ζωή των Ελλήνων.

Στην Βουλγαρία ξέσπασε επανάσταση το 1876 που πνίγηκε στο αίμα και είχε ως αποτέλεσμα
τη σύγκληση διάσκεψης στην Πόλη μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Τουρκίας. Γενικά, η
Ευρωπαϊκή Δύση ακολουθούσε από τότε μια ιδιάζουσα φιλοβουλγάρικη πολιτική στην περιοχή,
επηρεασμένη από πανσλαβικές μελέτες, πλαστούς εθνολογικούς χάρτες και την πλούσια δράση
των Βουλγάρων προπαγανδιστών[5], που ήθελε να περιορίσει την επιρροή της Ρωσίας.
Προτάθηκε η ίδρυση δύο αυτόνομων βουλγάρικων επαρχιών με έδρες την Σόφια και το
Τύρνοβο, αλλά η Τουρκία αντέδρασε. Σε λίγους μήνες κηρύχθηκε ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος
από τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ τον Απρίλιο του 1877 και διήρκεσε ένα χρόνο. Η Οθωμανική
Αυτοκρατορία χωρίς την βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο πως
θα γνώριζε την ήττα. Στο πλευρό της Ρωσσίας τάχθηκαν οι υπόδουλες βαλκανικές εθνότητες
(Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Μαυροβούνιο), οι οποίες ευελπιστούσαν σε ανεξαρτησία αν
νικούσε η Ρωσία. Η βαριά ήττα των Οθωμανών είχε ως αποτέλεσμα την ταπεινωτική γι’ αυτούς
Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1978), που υπογράφηκε στο προάστιο της Πόλης
Άγιος Στέφανος μεταξύ του ρώσσου πρέσβη Ιγνατίεφ και του Σαφβέτ Πασά. Τα άρθρα της
συνθήκης προέβλεπαν την ανεξαρτησία της Σερβίας, της Ρουμανίας και του Μαυροβουνίου, ενώ
παραχωρούσαν αυτονομία στην Βοσνία Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία. Ειδικότερα στην τελευταία
παραχωρήθηκαν δυσανάλογα με τον πληθυσμό της εδάφη, εις βάρος κυρίως των ελληνικών
συμφερόντων. Μ’ αυτόν τον τρόπο έγιναν ολοφάνερες οι προσπάθειες της Ρωσίας να
δημιουργήσει ένα ισχυρό παράγοντα στην περιοχή εναντίον των Τούρκων, που θα λειτουργούσε
παράλληλα ως δικό της υποχείριο στα Βαλκάνια. Όσον αφορά τον Καζά της Καστοριάς περνούσε
σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στην αυτόνομη Βουλγαρία, εκτός ορισμένων νοτίων τμημάτων.

Τα σύνορα της μεγάλης αυτόνομης Βουλγαρίας που προέβλεπε η Συνθήκη του Αγ. Στεφάνου
(1878). Στην περιοχή της Καστοριάς το σύνορο οριζόταν με τη γραμμή Κλεισούρα - Άργος
Ορεστικό - Πεντάβρυσος - Γράμμος, με το βόρειο τμήμα να προσέρχεται στην αυτόνομη

Σελίδα 3 από 64
Βουλγαρία και το μικρότερο νότιο να παραμένει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η ελληνική συμμετοχή στο Συνέδριο του Βερολίνου


με προεξάρχοντα τον Θ. Δηλιγιάννη

Η αντίδραση από την ελληνική πλευρά ήταν έντονη. Υπεβλήθησαν πολλά υπομνήματα
διαμαρτυρίας που προβλημάτισαν τη Ρωσία[6]. Ακόμη, οι όροι της συνθήκης απορρίφθηκαν από
τις δυτικές δυνάμεις, καθώς φοβήθηκαν την μονομερή λύση εις όφελος των Ρώσων. Έτσι, τον
Ιούνιο του 1878 συνεκλήθη το Συνέδριο του Βερολίνου, όπου συμμετείχαν εκπρόσωποι από όλα
τα εμπλεκόμενα κράτη (δυτικές και κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, Ρωσία, Τουρκία, βαλκανικά
κράτη). Εκεί αποφασίστηκε ο δραστικός περιορισμός των βουλγαρικών εδαφών και η ίδρυση της
αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας. Για την Ελλάδα προβλεπόταν σε θεωρητική βάση η
διευθέτηση της συνοριακής γραμμής με την Τουρκία, που έληξε τρία χρόνια αργότερα με την
προσάρτηση της Θεσσαλίας.

Πρώιμες ελληνικές δράσεις και η Επανάσταση του 1878

Ο Α. Πηχιών (1836-1913) αποτέλεσε


αναμφισβήτητα την κυρίαρχη μορφή του
Μακεδονικού Αγώνα στην Δυτική Μακεδονία
κατά την πρώιμη περίοδο μέχρι το 1890

Σελίδα 4 από 64
Όλα τα παραπάνω μπορεί να μη σχετίζονται άμεσα με την περιοχή της Καστοριάς αλλά
παρατίθενται για να δοθεί συνοπτικά το υπόβαθρο που οδήγησε στον ένοπλο αγώνα για τη
Μακεδονία τις επόμενες δεκαετίες. Στο εξής θα αναφερθούμε κυρίως στα γεγονότα που
προηγήθηκαν και επακολούθησαν στο άμεσο περιβάλλον της πόλης.

Κυριάρχη μορφή για την Καστοριά στην εποχή που εξετάζουμε είναι ο Αναστάσιος Πηχιών
(Πηχεών) (1836-1913), ο οποίος ήταν μοσχοπολίτικης καταγωγής και γεννήθηκε στην Αχρίδα.
Μετά τις σπουδές του σε Αχρίδα, Μοναστήρι και Αθήνα (και μετά από μια προσωρινή φυλάκιση
κατά την στάση του Ναυπλίου εναντίον του βασιλιά), τοποθετήθηκε το 1862 ως δάσκαλος στην
Κλεισούρα[7]. Εκεί, συνδέθηκε με τον βογατσιώτη ιατρό Ιωάννη Αργυρόπουλο (1852-1920), ο
οποίος πριν την εγκατάστασή του στην Κλεισούρα είχε σπουδάσει στην Αθήνα και είχε εργαστεί
για κάποιο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη[8]. Η σύγκρουση των δύο με την φιλορουμάνικη
μερίδα της κωμόπολης και τον Α. Μαργαρίτη ήταν αναπόφευκτη. Ακόμη, πολεμήθηκαν ιδιαίτερα
από τον προϊστάμενο της Καθολικής Σχολής των Λαζαριστών του Μοναστηρίου Φαβεριάλ,
καθώς η ουνίτικη προπαγάνδα ήδη είχε εξαπλωθεί και προσπαθούσε να προσηλυτίσει
σλαβόφωνους και βλαχόφωνους πληθυσμούς.

Ο βογατσιώτης ιατρός Ι. Αργυρόπουλος


(1852-1920), που πρωτοστάτησε στους
αγώνες των κλεισουριέων έναντι στη
ρουμανική προπαγάνδα

Το 1865 ο Πηχιών τοποθετείται στο Ελληνικό Σχολείο της Καστοριάς και συνεργάζεται με τον
κορησιώτη ιατρό Ι. Σιώμο (1835-1890) και έλληνες προκρίτους. Μάλιστα, το 1867 ηγείται μιας
μυστικής Εθνικής Επιτροπής που συμμετείχαν ο γυμνασιάρχης του Μοναστηρίου Ν. Φιλιππίδης,
οι ιατροί Ι. Αργυρόπουλος και Ι. Σιώμος, οι έμποροι Α. και Μ. Τσιρλής από το Νυμφαίο
(Νεβέσκα) και ο ηπειρώτης Θ. Πασχίδης. Αυτή είχε ως σκοπό την οργάνωση και την
χρηματοδότηση ελληνικής εξέγερσης στην περιοχή και είχε πάρει το προσωνύμιο ‘’Νέα Φιλική
Εταιρεία’’. Το 1872 ιδρύεται ο Φιλεκπαιδευτικος Σύλλογος Καστοριάς υπό την προεδρεία του
Μητροπολίτη Νικηφόρου και τη συμμετοχή του Α. Πηχιών, που είχε στόχο την εκπαιδευτική
πρόοδο της επαρχίας, την ίδρυση και τη χρηματοδότηση ελληνικών σχολείων και
οικοτροφείων[9][10]. Παράλληλα βέβαια προσπαθούσε να εμποδίσει τις προσπάθειες ίδρυσης
βουλγάρικων σχολείων στην περιοχή. Παρόμοιος σύλλογος είχε ιδρυθεί προηγουμένως στο
Άργος Ορεστικό και αργότερα στην Κλεισούρα και το Βογατσικό. Μετά τον θάνατο του
Μητροπολίτη ο Σύλλογος περιέπεσε σε ατονία μέχρι την κατάργησή του το 1876. Ακόμη,
προσωπικοί αντίπαλοι του Πηχιών κατάφεραν την απομάκρυνση του από την Καστοριά και τον
διορισμό του στην Κοζάνη.

Σελίδα 5 από 64
Ο Στέφανος Δραγούμης (1842-1923). Η οικογένεια
Δραγούμη είχε καταγωγή από το Βογατσικό, αλλά
μετοίκησε στις αρχές του 19ου αι. στην Αθήνα.
Ο Στέφανος πήρε ενεργό ρόλο στον Μακεδονικό
Αγώνα ήδη από το 1878 με την ίδρυση μακεδονικής
επιτροπής. Αργότερα, διετέλεσε πρωθυπουργός
της Ελλάδας για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα.

Η κατάσταση στο Ελληνικό Κράτος εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν από πολιτική αστάθεια
και ξένες πιέσεις. Τον Ιανούαριο του 1878 επιχειρήθηκε η προώθηση του στρατού στον Δομοκό,
εκτός των συνόρων, που όμως ανακλήθηκε αμέσως. Το ίδιο διάστημα ιδρύθηκε στην Αθήνα
επιτροπή Μακεδόνων υπό τον Στέφανο Δραγούμη (με καταγωγή από το Βογατσικό) για την
οργάνωση επανάστασης στη Μακεδονία. Η προπαρασκευή του αγώνα στη Δυτική Μακεδονία
γίνεται έκδηλη μέσα από επιστολές, υπομνήματα και διαμαρτυρίες[11]. Τον Φεβρούριο του
1878 περιοδεύει εδώ ο άγγλος αστυνομικός διευθυντής της Θεσσαλονίκης H. Synge και
ανακοινώνει ότι η περιοχή θα περιέλθει στην αυτόνομη Βουλγαρία ύστερα από την συμφωνία
Αγγλίας – Ρωσίας[12]. Η επιτροπή των Μακεδόνων της Αθήνας συγκεντρώνει πυρομαχικά και
εθελοντές. Μεταξύ των εθελοντών οι προερχόμενοι από την επαρχία Καστοριάς : Α.
Παντολέων, Δ. Γκίκας, Χ. Δάνος, Α. Βούζας, Α. και Μ. Δημητρίου, Α. Οικονόμου, Λ. Αθανασίου,
Δ. Μανέλλης, Π. Αθανασίου[13]. Ταυτόχρονα ξεσπά η επανάσταση σε Όλυμπο και Δυτική
Μακεδονία. Ο Κ. Δουμπιώτης αποβιβάζεται με 600 εθελοντές στην Πιερία και με τη σύμπραξη
του επισκόπου Κίτρους και τοπικών προκρίτων ιδρύουν την Προσωρινή Κυβέρνηση Ολύμπου.
Για λίγες ημέρες ελέγχουν την περιοχή από τα Τέμπη ως τον Κολινδρό, αλλά ο τουρκικός
στρατός καταστείλει το κίνημα καταστρέφοντας εκ θεμελίων το Λιτόχωρο (4 Μαρτίου
1878)[14]. Οι επαναστάτες καταφεύγουν στην νότια Ελλάδα και υπογράφεται η ανακωχή στο
Σμόκοβο Καρδίτσας, με την παρέμβαση της Αγγλίας. Στη Δυτική Μακεδονία ο Ιωσήφ Λιάτης
συγκεντρώνει επαναστάτες στο όρος Βούρινο νότια της Σιάτιστας και ανακηρύσεται η
‘’Προσωρινή Κυβέρνησις της εν Μακεδονία Επαρχίας Ελιμείας’’ με πρόεδρο τον Ι. Κοβανδάρο και
γραμματέα τον Α. Πηχιών. Στην περιοχή Καστοριάς – Φλώρινας εμφανίζονται οι οπλαρχηγοί Β.
Ζούρκας, Στέφος, Ν. Νταλίπης, Ν. Καράτζας, Ν. Μάτσος, Μάλαμος, Ν. Γκίζας, Λ. Ανδρέου και Ν.
Κορδίστας, που μάχονται εναντίον των τούρκων Μπέηδων[15]. Οι Τούρκοι και οι Τουρκαλβανοί
προέβησαν σε αντίποινα, παρά την αμνηστία των επαναστατών που είχε δοθεί στο Σμόκοβο. Η
επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία δεν φαίνεται όμως να είχε το αιματηρό τέλος αυτής του
Ολύμπου.
Σελίδα 6 από 64
Η σημαία των Δυτικομακεδόνων κατά την
επανάσταση του 1878 στο όρος Βούρινο

Οι επαναστάτες συνέχισαν να δρουν με ανταρτοπόλεμο στους δυσπρόσιτους όγκους του


Βιτσίου, του Άσκιου, του Βούρινου, του Τρικλάριου, του Γράμμου και των Οντρίων,
πετυχαίνοντας μεγάλες νίκες εναντίον των ατάκτων Τουρκαλβανών και του τακτικού
οθωμανικού στρατού. Η έλλειψη βοήθειας και ο χειμώνας τερμάτισε τελικά τη δράση των
οπλαρχηγών τον Δεκέμβριο του 1878 μετά από δεκάμηνο αγώνα. Η επανάσταση είχε αποτύχει
αλλά το ηθικό πλήγμα στην οθωμανική διοίκηση ήταν σαφές, καθώς διαφαινόταν ολοένα και
περισσότερο η αδυναμία της να ελέγξει τις εξεγέρσεις στην περιοχή. Παράλληλα, η δράση των
Βουλγάρων περιορίστηκε κάπως τα επόμενα χρόνια και συναντούσε αντιδράσεις από τους
γηγενείς κατοίκους.

Πηχεωνικά

Όπως προαναφέρθηκε, στις παραμονές του Ρωσοτουρκικού πολέμου άτακτοι Τουρκαλβανοί


της Δίβρας προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλατικές επιδρομές που κράτησαν μέχρι το 1882.
Παράλληλα, βουλγάρικα αντάρτικα σώματα δρούσαν στις περιοχές των Σερρών, του Μελενίκου,
της Δράμας και της Στρώμνιτσας, υποστηριζόμενα από βούλγαρους πράκτορες και τον
υπάλληλο του ρωσικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη Μπόσκο. Το 1879 έκαναν την πρώτη
εμφάνισή τους στα Κορέστια, λεηλάτησαν αρκετούς οικισμούς και συνελήφθησαν από τους
Τούρκους. Κατά την ανάκρισή τους ομολόγησαν πως ανήκαν στα σώματα εθνοφρουράς της
Ανατολικής Ρωμυλίας και στάλθηκαν να υπερασπίσουν τις ‘’βουλγάρικες’’ επαρχίες από τα
ελληνικά αντάρτικα σώματα[16]. Συνοπτικά, οι ντόπιοι ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής
αντιμετώπιζαν εκτός τις παραπάνω επιδρομές, τις σποραδικές τούρκικες αυθαιρεσίες, τις
εχθρικές αναφορές των ξένων απεσταλμένων στην Μακεδονία , την εκπαιδευτική προπαγάνδα
Βουλγάρων και Ρουμάνων, ακόμη και τις ληστείες ελλήνων κλεφτών. Οι Οθωμανοί κρατούσαν
μια μεταβαλλόμενη στάση απέναντι στους εξαρχικούς, άλλοτε εχθρική και άλλοτε ανεκτική ή
υποθάλπτουσα, όπως κατά την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας τον
Σεπτέμβριο του 1885.

Σελίδα 7 από 64
Η οικία του Α. Πηχιών στην πλατεία του Ντολτσό
στην Καστοριά, όπου διατάχθηκε έρευνα από
τον Κιανή Μπέη. Σήμερα στεγάζει το Μουσείο
Μακεδονικού Αγώνα της πόλης

To 1882 ο Α. Πηχιών παραιτείται από τη θέση δασκάλου που κατείχε και αφοσιώνεται πλήρως
στα εθνικά ζητήματα. Αλληλογραφούσε συνεχώς με τις προξενικές αρχές Μοναστηρίου και
Θεσσαλονίκης, προσπαθώντας να οργανώσει και να συντονίσει τον εθνικό αγώνα. Ιδιαίτερες
σχέσεις αναπτύσσει με τους οπλαρχηγούς Μπρούφα και Καραναούμη, που συνέχισαν να δρουν
στην περιοχή, εξοπλίζοντας τους με όπλα και πολεμοφόδια. Συνεργάτες του στην Καστοριά οι
ιατροί Ι. Αργυρόπουλος, Ι. Σιώμος και Α. Βούζας, ο Β. Διαμαντόπουλος, οι αδελφοί
Ωρολογόπουλοι, ο Ν. Τουτουντζής, ο Ι. Παπαμαντζάρης και πλήθος άλλων προκρίτων και
έμπιστων χωρικών που εκτελούσαν χρέη μυστικών ταχυδρόμων[17]. Όλοι αυτοί, μαζί με
σημαίνοντα πρόσωπα της Κλεισούρας, του Βογατσικού, του Νυμφαίου και του Μοναστηρίου
είχαν μυηθεί στη μυστική οργάνωση του Πηχιών. Βασικός εχθρός αποτελούσε ο πράκτορας του
Μακεδονορουμανικού Κομιτάτου Α. Μαργαρίτης, που είχε ως μοναδικό στόχο την εξάπλωση της
ρουμανικής προπαγάνδας και την υπονόμευση των ελληνικών κινήσεων με κάθε πιθανό μέσο.
Για τον λόγο αυτό προσεταιριζόταν επί μονίμου βάσεως τους οθωμανούς μπέηδες, τους
εξαρχικούς και τους ξένους απεσταλμένους στο Μοναστήρι, που διακρινόταν για τα ανθελληνικά
φρονήματά τους. Τον Ιανουάριο του 1887, μετά από προδοσία του Μαργαρίτη, ο προσωπικός
του φίλος Κιανή Μπέης διατάζει κατ’ οίκον έρευνα στο σπίτι του Πηχιών στην Καστοριά. Οι
τούρκοι χωροφύλακες δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τον κρυμμένο οπλισμό ούτε την
αλληλογραφία, παρ’ όλα αυτά συλλαμβάνουν τον ιδιοκτήτη για ένα βιβλίο με ελληνικά
εθνικιστικά ποιήματα[18]. Με ταυτόχρονες ενέργειες του Χαλήλ Ρεφάτ Πασά κατόπιν
υποδείξεων του Μαργαρίτη γίνονται εκτεταμένες συλλήψεις σε όλη τη Δυτική Μακεδονία. Από
την περιοχή της Καστοριάς προσάχθηκαν επανειλημμένα στο Μοναστήρι αρκετά άτομα, ιδίως
από την Κλεισούρα, και μετά από ανακρίσεις επιβλήθηκαν διάφορες ποινές από τα έκτακτα
στρατοδικεία. Η απουσία σοβαρών ενοχοποιητικών στοιχείων οδήγησε σε μικρές ποινές
φυλάκισης, εξορίας ή χρηματικού προστίμου[19]. Ο Πηχιών εξορίστηκε για πέντε χρόνια στην
Πτολεμαΐδα της Συρίας, απ’ όπου απέδρασε. Στη συνέχεια εργάστηκε ως δάσκαλος στην Αθήνα
και επέστρεψε στην Καστοριά το 1908, όπου και πέθανε. Οι γενικότερες αναταραχές και τα
κύματα συλλήψεων που έγιναν το διάστημα 1887-90 στην περιοχή της Βορειοδυτικής
Μακεδονίας είναι γνωστά στη σύγχρονη εποχή με τον όρο ‘’Πηχεωνικά’’.

Σελίδα 8 από 64
Ο Χαλίλ Ρηφάτ Πασάς (1820-1901)
διετέλεσε Βαλής του Μοναστηρίου
κατά την περίοδο των Πηχεωνικών (1887)

Μετά το 1890 γίνεται ακόμα περισσότερο αισθητή η παρουσία των Βουλγάρων και Ρουμάνων
στον μακεδονικό χώρο. Οι συνεχείς πιέσεις στην οθωμανική εξουσία έχουν ως αποτέλεσμα την
ίδρυση 4 βουλγαρικών επισκοπών στην Αχρίδα, τα Σκόπια (1890), το Νευροκόπι και τα Βελεσσά
(1894), όπως και την απόφαση ίδρυσης ρουμάνικης επισκοπής στο Μοναστήρι, που τελικά δεν
υλοποιήθηκε. Οι ελληνικοί πληθυσμοί της βόρειας Μακεδονίας απομονώνονται και σταδιακά
διαφεύγουν νότια ή εκβουλγαρίζονται. Σφοδρές ταραχές ξεσπούν το 1890-91 σε Νυμφαίο και
Κλεισούρα λόγω της προσπάθειας των ρουμανιζόντων να καταλάβουν εκκλησίες. Εκτός του Α.
Μαργαρίτη προσηλυτιστική δράση στην περιοχή αναλαμβάνουν τέσσερις ιερείς, μεταξύ των
οποίων ο Ν. Ποπέσκου της Κλεισούρας[20]. Αυτή την περίοδο η στάση των Οθωμανών είναι
ιδιαίτερα ελαστική προς τις επεκτατικές βλέψεις των εξαρχικών, με αποτέλεσμα τη ραγδαία
εξάπλωσή τους τα επόμενα χρόνια, και εχθρική προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης με την
κατάργηση πολλών προνομίων.

πηγές εικόνων

αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης


αρχείο Ιστορικού Λαογραφικού και Φυσικής Ιστορίας Μουσείου Κοζάνης

S. Tefvik, Devlet-i-Aliye-i Osmaniye ve Yunan muharebesi (τουρκ), Istanbul, 1899


panoramio.com

en.wikipedia.org (public domain)

[1] Χ. Παπαστάθης, Η Εκκλησία και ο Μακεδονικός Αγώνας, Συμπόσιο Μακεδονικού


Αγώνα (1984), ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1987, σ. 64-66
[2] Ε. Κωφός, Ο Ελληνισμός στην περίοδο 1869-1881, από το τέλος της Κρητικής
Επανάστασης στην προσάρτηση της Θεσσαλίας, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1981, σ.
[3] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα
(1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 75

Σελίδα 9 από 64
[4] Ο σημαντικότερος και αυταρχικότερος τοπάρχης της Καστοριάς ήταν ο τουρκαλβανός Σαχίν
Μπέης που είχε πάρει το προσωνύμιο ‘’Κοστούρης’’. Διοικησε την πόλη για 50 περίπου χρόνια
από τα τέλη της δεκαετίας του 1820 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1870.
[5] Χαρακτηριστική είναι η ίδρυση του Βαλκανικού Κομιτάτου στο Λονδίνο, που στην ουσία
προπαγάνδιζε μόνο υπέρ των βουλγαρικών αξιώσεων
[6] Ε. Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1969, σ. 38
[7] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα
(1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 354-373
[8] Ν. Σιώκης, Ο μακεδονομάχος ιατρός Ιωάννης Αργυρόπουλος (1852-1920) μέσα από τις
σελίδες μιας ανέκδοτης εξιστόρησης του βίου και της εθνικής δράσης του, Συνέδριο
Μακεδονικός Αγών. 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά (2004), Θεσ/νίκη, 2006, σ.
195, 196
[9] Ε. Κουτσιαύτης, Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Καστοριάς (1872-1876), Θεσ/νίκη, 2010, σ.
62-72
[10] Ιδρυτικά μέλη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς ήταν οι: Μητροπολίτης
Νικηφόρος, Ι. Σιώμος, Α. Πηχεών, Ν. Δράσκας, Δ. Καραμπίνας, αδελφοί Τζιάττα, Θ. Σκούταρης,
Ι. Αϊβάζης, Ι. Ισιδωρίδης και Ι. Παπαμαντζάρης.
[11] Ι. Νοτάρης, Αρχείο Στέφανου Νικ. Δραγούμη. Ανέκδοτα έγγραφα για την Επανάσταση του
1878 στη Μακεδονία, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1966
[12] Ε. Κωφός, Η Επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1969, σ. 197
[13] Ι. Νοτάρης, Αρχείο Στέφανου Νικ. Δραγούμη. Ανέκδοτα έγγραφα για την Επανάσταση του
1878 στη Μακεδονία, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1966, σ. 57
[14] Ε. Κωφός, Ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος και η Επανάσταση του 1878: τα ανέκδοτα
απομνημονεύματά του, Μακεδονικά 20 (1980), ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, σ. 193-208
[15] Α. Κωστόπουλος, Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας
του έθνους, Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών Νομού Κοζάνης, Θεσ/νίκη, 1970, σ. 150, 151
[16] Κ. Βακαλόπουλος, Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα
(1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχεώνα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1983, σ. 79
[17] ο.π, σ. 405, 406
[18] ο.π, σ. 427-429
[19] ο.π, σ. 241-244
[20] ο.π, σ. 308

Σελίδα 10 από 64
Ο Μακεδονικός Αγώνας (μέρος 2ο) : Από την ίδρυση των κομιτάτων στο
Ίλιντεν (1894-1903)

Ο ναός Κύριλλου και Μεθόδιου στο Ρέσεν των Πρεσπών,


όπου έγινε το πρώτο συνέδριο της ΕΜΕΟ το 1894

Η ίδρυση των Βουλγαρικών Κομιτάτων

Η κατάσταση στην Μακεδονία ήταν ήδη έκρυθμη από την ίδρυση της εξαρχίας το 1870. Όμως,
η ίδρυση των βουλγαρικών κομιτάτων τη δεκαετία του 1890 θα μεταβάλλει ριζικά το σκηνικό
υπέρ της βουλγαρικής προπαγάνδας. Δημιουργήθηκαν αρκετές βουλγάρικες οργανώσεις που
προσπαθούσαν να οργανώσουν τον επαναστατικό τους αγώνα με την αγορά και προμήθεια
όπλων, την εκπαίδευση σε υποτιθέμενες λέσχες σκοποβολής, την διεξαγωγή συλλαλητηρίων και
εράνων. Μια κορυφαία κίνηση έγινε το 1893 με την ίδρυση των Βουλγάρικων Μακεδονικών-
Ανδριανοπολίτικων Επαναστατικών Επιτροπών (BMARC) από κύκλους δασκάλων του
Βουλγάρικου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης. Η ίδια οργάνωση συνεδρίασε το 1894 στη Ρέσνα
(Ρέσεν) των Πρεσπών, όπου διαμορφώθηκε η Κεντρική Επιτροπή (Central Κomitet) και οι
βασικοί στόχοι της οργάνωσης, ενώ ως έδρα ορίστηκε η Σόφια. Εκ
του Central Κomitet προήλθε και η ονομασία Σεντραλιστές, που αναφερόταν συχνά σε αυτή
την οργάνωση. Τα μέλη της επιτροπής ήταν οι Χ. Τατάρτσεφ (πρόεδρος), Ν. Γκρούεφ, Γ.
Ντέλτσεφ, Π. Ποπάρσωφ, Ι. Χατζηνικόλωφ, Χ. Μπαταντζίεφ και Α. Δημητρώφ, οι περισσότεροι
βουλγαροδιδάσκαλοι στη Θεσσαλονίκη[1].

Σελίδα 11 από 64
Ο Χ. Τατάρτσεφ (1869-1952) πρώτος πρόεδρος
της κεντρικής Επιτροπής της ΕΜΕΟ

Ο βουλγαροδιδάσκαλος Ν. Γκρούεφ (1871-1906)


αποτέλεσε μια από τις ηγετικές μορφές της ΕΜΕΟ

Οι πρωταρχικοί στόχοι της οργάνωσης τέθηκαν με σαφήνεια σε εκείνη τη συνεδρίαση από το


στόμα του προέδρου της: ‘’Συζητήσαμε για μεγάλο διάστημα σχετικά με το σκοπό αυτής της
οργάνωσης και τελικά προσδιορίστηκε ως η αυτονομία της Μακεδονίας με πρωτοβουλία του
βουλγάρικου στοιχείου. Δεν μπορούσαμε να δεχτούμε τη θέση για άμεση προσάρτηση στη
Βουλγαρία επειδή διαπιστώσαμε ότι θα συναντούσε μεγάλες δυσκολίες λόγω της αντίδρασης
των Μεγάλων Δυνάμεων και των φιλοδοξιών των γειτονικών μικρών κρατών και της Τουρκίας.
Σκεφτήκαμε ότι μια αυτόνομη Μακεδονία θα μπορούσε να ενωθεί ευκολότερα με τη Βουλγαρία
στη συνέχεια και αν έρθει το χειρότερο, θα μπορούσε να παίξει κάποιο ρόλο ως ενοποιητικός
σύνδεσμος μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Η περιοχή της Ανδριανούπολης, όσο θυμάμαι, δεν
συμμετείχε στο πρόγραμμά μας και νομίζω η ιδέα να την προσθέσουμε στην αυτόνομη
Μακεδονία ήρθε αργότερα.’’[2] Το 1896 η οργάνωση μετονομάστηκε σε Μυστική Μακεδονική-
Ανδριανοπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση (SMARO) και το 1905 σε Εσωτερική Μακεδονική-
Ανδριανοπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση (IMARO). Μετά την προσπάθεια πλήρους
αποσύνδεσης της οργάνωσης με τη Βουλγαρία και τονισμού του ‘’μακεδονικού’’ στοιχείου από
γιουγκοσλάβους ιστορικούς μετονομάστηκε το 1920 σε ΕΜΕΟ, δηλαδή Εσωτερική Μακεδονική
Επαναστατική Οργάνωση (IMRO), όνομα που επικρατεί έως σήμερα[3]. H EMEO λοιπόν κήρυττε
κοινή δράση των χριστιανών ανεξαρτήτως εθνικότητας και γλώσσας εναντίον των Οθωμανών,
με στόχο να προσελκύσει τους Έλληνες, τους ρουμανίζοντες Βλάχους και τους Αλβανούς
χριστιανούς της Μακεδονίας. Στην πορεία αποδείχθηκε πως οι δράσεις της στρεφόταν
πρωτίστως εναντίον των ελληνικών πληθυσμών και κατά δεύτερο λόγο εναντίον των
Τούρκων.

Σελίδα 12 από 64
Οι ηγέτες του Verhov Komitet στα 1900.
Πρόεδρος ο Μ. Σαράφωφ (1872-1907) που
αργότερα μεταπήδησε στην ΕΜΕΟ

Το 1895 έλαβε χώρα συνέδριο στη Σόφια, όπου επιχειρήθηκε η απαγωγή όλων των
οργανώσεων υπό την Ανώτατη Μακεδονική-Ανδριανοπολίτικη Επιτροπη (SMAC) με ηγέτες
τους Τ. Κιτάντσεφ, Μιχαήλοφσκι και αργότερα τους Β. Σαράφωφ και Ι. Τσόντσεφ. Εκ
του Verhov Komitet (= Ανώτατη Επιτροπή) επικράτησε η ονομασία Βερχοβιστές για τους
οπαδούς αυτής της οργάνωσης. Αυτή στόχευε στην άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη
Βουλγαρία και όχι την αυτονόμησή της. Επιδίωκε την εξάρτηση όλων των βουλγάρικων
επαναστατικών οργανώσεων από τη Σόφια, γεγονός που δημιούργησε κάποιες τριβές με την
ΕΜΕΟ. Η διαφορά των Βερχοβιστών και των Σεντραλιστών αφορά προσωπικές φιλοδοξίες και
είναι επουσιώδης, καθώς ο στόχος και των δύο ήταν η τελική προσάρτηση της Μακεδονίας στη
Βουλγαρία. Η μεταπολεμική γιουγκοσλάβικη ιστοριογραφία, εκμεταλλευόμενη αυτές τις
προσωπικές έριδες, προσπαθεί απεγνωσμένα έως σήμερα να παρερμηνεύσει τη δράση της ΕMEO
ως εθνικό μακεδονικό κίνημα, πράγμα που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες
ιστοριογραφικές απάτες. Οι ιδρυτές της ΕΜΕΟ ήταν βούλγαροι δάσκαλοι, κομιστές της
βουλγάρικης παιδείας και κουλτούρας και το προπαγανδιστικό σύνθημά τους ‘’ Η Μακεδονία
στους Μακεδόνες’’ δεν αποτελεί κάτι περισσότερο από μια προσπάθεια προσέλκυσης των
εντόπιων κατοίκων της Μακεδονίας στην οργάνωση και προσεταιρισμού των Δυτικών Δυνάμεων
που προφανώς δεν ήθελαν μια μεγάλη Βουλγαρία στα Βαλκάνια, όργανο της ρώσικης πολιτικής.
Το 1900 εξ’ άλλου υπογράφηκε μεταξύ του Ντέλτσεφ και του Σαράφωφ πρωτόκολλο, όπου
προέβλεπε την ένταξη βουλγάρων αξιωματικών στους κόλπους της ΕΜΕΟ και την
αλληλοβοήθεια.

Σελίδα 13 από 64
Πολυάριθμη βουλγαρική τσέτα.
Από το 1895 τέτοιες ομάδες ξεχύνονται στη Μακεδονία
τρομοκρατώντας τους γηγενείς

Επίσης, το 1895 εκδηλώνεται μια επιδρομή 600 περίπου βουλγάρων βαρχοβιστών προς την
Ανατολική Μακεδονία υπό τον Σαράφωφ. Αν εξαιρέσει κανείς τις ολιγοήμερες καταλήψεις του
Μελενίκου και τριγύρω περιοχών, το κίνημα απέτυχε παταγωδώς. Η συνεργασία βερχοβιστών
και ΕΜΕΟ συνεχίστηκε με την παροχή στη δεύτερη 4000 τουφεκιών του βουλγαρικού στρατού.
Η προσπάθεια εξεύρεσης χρημάτων οδήγησε πολλές φορές σε ληστείες ή εκβιασμούς ντόπιων
ελλήνων, ακόμη και την απαγωγή ξένων απεσταλμένων με στόχο την πληρωμή λύτρων[4].
Ακόμη, η αποστολή δασκάλων και η ίδρυση βουλγάρικων σχολείων παίρνει αυτή την περίοδο
μεγάλες διαστάσεις, υπό την μέριμνα της βουλγαρικής κυβέρνησης του Στοΐλωφ, των κομιτάτων
και των νεοδιορισθέντων βούλγαρων επισκόπων της Μακεδονίας. Οι τουρκικές αντιδράσεις
περιοριζόταν στη συγκρότηση εξεταστικών επιτροπών με μηδαμινό αποτέλεσμα και την
σύλληψη ορισμένων επαναστατών για μικρό χρονικό διάστημα[5]. Το 1897 η κατάσταση ξέφυγε
από κάθε έλεγχο, καθώς βουλγάρικες αντάρτικες μονάδες ξεχύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία,
στρεφόμενες απέναντι στους οθωμανούς μπέηδες και τους ελληνικούς πληθυσμούς. Η
τραγικότερη περίοδος για του έλληνες Μακεδόνες είναι αναμφισβήτητα αυτή μεταξύ 1897 και
1904.

Η δράση των Κομιτάτων στην Καστοριά

Ο βουλγαροδιδάσκαλος Λ. Ποπτράϊκωφ (1878-1903)

Σελίδα 14 από 64
αποτέλεσε έναν από τους πρώτους βοεβόδες
που ξεκίνησαν την βουλγάρικη ένοπλη
προπαγάνδα στην Καστοριά. Στο Ίλιντεν είχε
ορισθεί ως γενικός αρχηγός στην περιοχή
Καστοριάς-Φλώρινας

Η ύπαρξη λιγοστών εξαρχικών στην Καστοριά ανάγεται στο 1870, όπου πρωτεργάτες της
βουλγαρικής εκπαιδευτικής κίνησης είναι οι ιερωμένοι Τ. Πόποφσκι (παπα-Τέρπος), μοναχός
Γεράσιμος (Τράϊτσεφ), Γ. Μπαϊντώφ και Ζ. Καρατανάσωφ, όλοι δάσκαλοι στα λιγοστά
βουλγάρικα σχολεία της Καστοριάς[6]. Το 1895 μυείται στην ΕΜΕΟ ο Λ. Ποπτράϊκωφ από το
Δεντροχώρι ως φοιτητής στο Βουλγάρικο Γυμνάσιο Θεσ/νίκης και ξεκινά προεργασίες στην
περιοχή ήδη από το 1896. Η εξάπλωση όμως της ΕΜΕΟ στην Καστοριά έγινε το 1898 με πρώτο
υπέυθυνο για τρία χρόνια τον Πάβελ Χρηστώφ (1874-1922), διευθυντή του βουλγάρικου
Ημιγυμνασίου Καστοριάς. Μαζί με τους συνεργάτες του Λ. Ποπτράϊκωφ, Κ. Στέφωφ, Λ.
Μοσκώφ και Μ. Νικόλωφ-Ροζώφ αναλαμβάνουν τη σύσταση τσετών, δηλαδή αντάρτικων
ομάδων ένοπλων Κομιτατζήδων. Το πρώτο διάστημα σπουδαίο ρόλο στην προσέλκυση νέων
μελών διαδραμάτισε ο Γ. Ιβάνωφ (Μάρκο Λερίνσκι), που έδρασε κυρίως στην περιοχή της
Φλώρινας. Αρχικά, οι δράσεις των εξαρχικών συναντούσαν παντού εμπόδια, όπως ήταν εξάλλου
φυσικό μιας και η μεγάλη πλειοψηφία των ντόπιων είχε ελληνική συνείδηση. Όπως
παραδέχεται και ο μετέπειτα αρχικομιτατζής Π. Κλιάσεφ στα απομνημονεύματά του οι εξαρχικοί
είχαν υπολογίσιμη δύναμη μόνο στα χωριά Δεντροχώρι και Βέργα[7]. Το 1899 ο Λ. Ποπτράϊκωφ
φυλακίζεται για τον φόνο δύο Οθωμανών και αποφυλακίζεται το 1901. Η πρώτη τσέτα που
δημιουργείται είναι αυτή του βοεβόδα Α. Πετρώφ από το Σιδηροχώρι, που στράφηκε αρχικά
κατά των τούρκων μπέηδων, όπως οι Αϊρεντίν και Νουρεντίν Μπέηδες από την Αγία Κυριακή
(1901). Η διαρροή ορισμένων πληροφοριών γι’ αυτές τις δολοφονίες οδηγούν στη φυλάκιση
των Π. Χρηστώφ και Κ. Στέφωφ [8]. Νωρίτερα, οι ηγέτες της ΕΜΕΟ στην Καστοριά
προσπάθησαν να προσεταιρισθούν τον καπετάν Κώττα, που δρούσε ήδη αυτόνομα με την ομάδα
του στα Κορέστια από το 1897. Του ζήτησαν να συνδράμει τον αγώνα τους ενάντια στους
Τούρκους και εκείνος δέχθηκε. Τα πρώτα δύο χρόνια όντως ο Κώττας συνεργάστηκε με τους
κομιτατζήδες σε μερικές δολοφονίες τούρκων μπέηδων, όμως ποτέ δεν εντάχθηκε πλήρως στις
βουλγάρικες οργανώσεις. Συνέχιζε να δρα αυτόνομα, ενώ αντιδρούσε στις σφαγές ελλήνων
προκρίτων και ιερέων, και αυτό φυσικά ενόχλησε τα μέλη της ΕΜΕΟ. Οι Βούλγαροι
φοβόντουσαν τη δύναμή του και προσπάθησαν να τον σκοτώσουν αλλεπάλληλες φορές με
ύπουλο τρόπο, στήνοντάς του ενέδρες. Αρχικά ο βοεβόδας Τάνε Γκοράνωφ, έπειτα ο Κλιάσεφ
και αργότερα ο Τσακαλάρωφ[9] [10].

Ο Μήτρο Βλάχος (1873-1907) ήταν ένας


από τους πιο αιμοσταγείς κομιτατζήδες
Σελίδα 15 από 64
στην περιοχή της Καστοριάς, δρώντας
κυρίως στα Κορέστεια. Συνεργάστηκε
αρχικά με τον Κώττα, σκοτώνοντας αρκετούς
μπέηδες. Αργότερα ευθύνεται για τις
δολοφονίες δεκάδων ελλήνων
αμάχων πατριαρχικών

Ο Β. Τσακαλάρωφ (1874-1913)
αναμφισβήτητα αποτελεί τον ιθύνων νου
και τον μπροστάρη αρχικομιτατζή της
ΕΜΕΟ στην Καστοριά. Φέρει σαφώς
το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης
για τα εγκλήματα κατά των Ελλήνων

Το σώμα του Μήτρου Βλάχου στα Κορέστεια.


Κάτω αριστερά διακρίνεται ξαπλωμένος ο ίδιος

Προαναφέρθηκε ότι ο βουλγαρικός στρατός εφοδίασε την ΕΜΕΟ αρχικά με 4000 όπλα, όμως το
πρόβλημα εφοδιασμού συνέχισε να υπάρχει. Έτσι, στάλθηκε κρυφά το 1900 στην ελεύθερη
Ελλάδα ο Μ. Ροζώφ και αργότερα ο Β. Τσακαλάρωφ με σκοπό να προμηθευτούν όπλα. Ο
πρώτος απέτυχε, αλλά ο δεύτερος γνωρίζοντας καλά ελληνικά και με τη συνδρομή των Α.
Κερσάκωφ και Λ. Κισελίντσεφ κατάφερε να προμηθευτεί αρκετά όπλα από την εταιρεία
Μαλτσινιώτη[11]. Ακόμη, τα κομιτάτα προμηθεύονταν όπλα από την Αλβανία. Σ΄αυτό το
Σελίδα 16 από 64
σημείο, πρέπει να γίνει αντιληπτή η τρομερή ανοργανωσιά και ανυποληψία που είχε περιπέσει
το Ελληνικό Κράτος, ειδικά μετά τον πόλεμο του 1897, και η τραγική ειρωνεία της υπόθεσης, το
ότι δηλαδή πολλά από τα όπλα που σκότωναν τους Έλληνες της Μακεδονίας προέρχονταν από
ίδια την Ελλάδα. Τον Αύγουστο του 1901 ανακαλύφθηκε από τις οθωμανικές αρχές το
λαθρεμπόριο όπλων μετά από προδοσία εκ των έσω του Ιβάντσο Μπουζώφ και ακολούθησαν
εκτεταμένες συλλήψεις (περίπου 100) των μελών της ΕΜΕΟ, κυρίως από την περιοχή της
Καστοριάς. Όλα σχεδόν τα ηγετικά μέλη του Κομιτάτου της Καστοριάς φυλακίστηκαν και οι
δράσεις τους αναστάλθηκαν σημαντικά για ένα μικρό χρονικό διάστημα[12]. Στις αρχές του
1902 ο Γ. Ντέλτσεφ καταφθάνει στην περιοχή και προσπαθεί να αναδιοργανώσει τα βουλγάρικα
αντάρτικα σώματα, ενώ ορίζεται ως επικεφαλής ο Ι. Ποπώφ που στάλθηκε από τη Βουλγαρία. Η
περιοχή της Καστοριάς χωρίζεται σε περιφέρειες, όπου θα δρα ο κάθε αρχηγός με την τσέτα
του. Έτσι, αναθαρρύνονται οι κομιταζήδες, επανεμφανίζονται παλιές και δημιουργούνται νέες
ομάδες. Ο Μήτρο Βλάχος[13] συνεχίζει να δρα στα Κορέστια, οι Λ. Ποπτράϊκωφ[14], Β.
Τσακαλάρωφ[15], Π. Κλιάσεφ[16], Α. Κερσάκωφ[17], Χ. Σιλιάνωφ[18], Λ. Μοσκώφ[19] στο
Τρικλάριο (περιοχές Κρυσταλλοπηγής - Ιεροπηγής – Δεντροχωρίου), ο Ν. Αντρέεφ[20] στο
Βαρικό, ο αξιωματικός του βουλγάρικου στρατού Γ. Παπάντσεφ[21] στα Κορέστεια και μετά σε
περιοχές της Φλώρινας, ο Ι. Ποπώφ[22] στη Λεύκη, ο Κ. Στέφωφ [23] στην περιοχή γύρω από
τη Βασιλειάδα, ο Ν. Ντομπρολίτσκι[24] στο Νεστόριο, οι Γ. Χρηστώφ[25] και Κ. Ζίφκωφ
(Κωνστάντωφ)[26] στα Καστανοχώρια και άλλοι.

Ο Α. Γιαγκώφ (1857-1906) ήταν βερχοβιστής


και συνταγματάρχης του βουλγάρικου στρατού
που έδρασε για λίγο το 1902 στην Καστοριά.
Αργότερα πολέμησε στην Κεντρική Μακεδονία

Τον Φεβρούριο του 1902 αποκαλύπτεται πάλι ένα κύκλωμα λαθρεμπορίας όπλων και
φυλακίζονται ορισμένοι βοεβόδες από την περιοχή της Καστοριάς. Τον Αύγουστο του 1902
καταφθάνει στην Καστοριά ο βερχοβιστής συνταγματάρχης του βουλγαρικού στρατού Α.
Γιαγκώφ[27]. Οι Βερχοβιστές ήδη είχαν εισβάλλει στην Ανατ. Μακεδονία και ανησυχούσαν για
την ολιγωρία που έδειξαν οι Σεντραλιστές στην Δυτ. Μακεδονία και την τάση μερικής
ανεξαρτητοποίησής τους. Συναντήθηκε με τους ηγέτες της ΕΜΕΟ στην περιοχή, αρχικά στην
Οξυά και μετά στο Σιδηροχώρι, αλλά η συμφωνία δεν επιτεύχθηκε καθώς οι τοπικοί βοεβόδες
σαμποτάριζαν το έργο του. Οι μόνες ενέργειές του στην περιοχή είναι κάποιες μικρές μάχες με
τον τουρκικό στρατό γύρω από την Βέργα[28]. Μέχρι το τέλος του 1902 οι Οθωμανοί
Σελίδα 17 από 64
κρατούσαν μια σχετικά σκληρή στάση απέναντι στους κομιτατζήδες λόγω της δολοφονίας
αρκετών μπέηδων. Κατά διαστήματα φυλακίστηκαν διάφοροι βούλγαροι αντάρτες, ενώ πολλοί
σκοτώθηκαν ή αυτοκτόνησαν κατά τις συμπλοκές με τουρκικά σώματα. Η κατάσταση άλλαξε
πολύ στις αρχές του 1903, οπότε δόθηκε γενική αμνηστία και μειώθηκαν οι τούρκικες
περιπολίες. Έτσι, οι κομιτατζήδες άδραξαν την ευκαιρία να οργανώσουν καλύτερα την τελική
επανάστασή τους, που εκδηλώθηκε τον Ιούλιο του 1903 (Ίλιντεν).

Όπως γίνεται αντιληπτό, όλοι σχεδόν οι κομιτατζήδες οπλαρχηγοί της Καστοριάς σπούδασαν
σε βουλγάρικα σχολεία και πολλοί εργαζόταν ως βουλγαροδιδάσκαλοι. Άλλοι κατάγονταν από
οικισμούς της περιοχής, ενώ άλλοι στάλθηκαν εντεταλμένοι από τη Βουλγαρία, ως αξιωματικοί
του βουλγαρικού στρατού. Οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βούλγαρους και στα
απομνημονεύματά τους δεν γίνεται μνεία με τον προσδιορισμό ‘’εθνικά Μακεδόνες’’, παρά μόνο
ως τόπος καταγωγής. Πολεμούσαν για τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και όχι την
απελευθέρωση κάποιου άλλου ‘’μακεδονικού έθνους’’. Η δήθεν επανάσταση ‘’εθνικά
Μακεδόνων’’ προστέθηκε πολύ αργότερα μέσω των πολυάριθμων μεταπολεμικών
συγγραμμάτων της γιουγκοσλάβικης ιστοριογραφίας και την προσπάθεια απαγκίστρωσης των
κατοίκων στα Σκόπια με τους Βούλγαρους. Το γεγονός ότι μέχρι το 1945 και την παραίτηση της
Βουλγαρίας από την Μακεδονία όλοι οι παραπάνω θεωρούνταν εθνικοί ήρωες στη Σόφια, τα
αποσαφηνίζει όλα. Η δράση λοιπόν των οπλαρχηγών του Κομιτάτου περιλάμβανε αρχικά
δολοφονίες με ενέδρα τούρκων μπέηδων που καταδυνάστευαν την περιοχή. Σπανιότερα
ερχόταν σε κατά μέτωπο επίθεση με τούρκικα μεμονωμένα αποσπάσματα γιατί έτσι δεχόταν
μεγάλες απώλειες. Όμως, από πολύ νωρίς φάνηκαν οι στόχοι των κομιτατζήδων, που
περιλάμβαναν όχι μόνο τη δίωξη των Τούρκων αλλά και την εξόντωση ή τουλάχιστον τον
αφελληνισμό των ελληνικών πληθυσμών. Δεκάδες είναι τα θύματα των ελλήνων πατριαρχικών
το διάστημα από το 1899 έως το 1904, πριν ακόμη εκδηλωθεί η ανοιχτή ένοπλη αντιπαράθεση
Ελλήνων - Βουλγάρων. Ο τρόπος δράσης σε κάθε οικισμό ήταν σχεδόν πανομοιότυπος.
Εκμεταλλευόμενοι την σλαβόφωνη γλώσσα αρκετών γηγενών, δρούσαν αποκλειστικά σε ορεινά
χωριά που ομιλούνταν το ιδίωμα αυτό. Αρχικά, δολοφονούσαν τους έλληνες (ή γρεκομάνους
όπως τους ονόμαζαν) προκρίτους, ιερείς και δασκάλους του χωριού και οποιοδήποτε άλλο
σημαίνον πρόσωπο που θα μπορούσε να προβάλλει αντίσταση. Έπειτα, συγκέντρωναν τους
χωρικούς στην εκκλησία (συνήθως βράδυ για να αποφύγουν τα τούρκικα αποσπάσματα) και
τους εξανάγκαζαν να υπογράψουν δήλωση προσχώρησης στην Εξαρχία[29].

Ο βουλγαροδιδάσκαλος και αρχικομιτατζής


Π. Κλιάσεφ (1882-1907) ήταν από τα ηγετικά
στελέχη της ΕΜΕΟ στην Καστοριά. Κατά το
Ίλιντεν συγκρότησε ένα πολύ μεγάλο σώμα μαζί
με τον Τσακαλάρωφ.

Σελίδα 18 από 64
Τέλος, όριζαν υπεύθυνη επιτροπή που θα επέβλεπε τη στάση των χωρικών και θα ειδοποιούσε
τις τσέτες σε περίπτωση μεταστροφής. Οι εκβιασμοί, οι βιαιοπραγίες και η απειλή των όπλων
ανάγκασαν αρκετά ορεινά χωριά να αποδεχτούν τους όρους τους. Γεγονός πάντως είναι ότι
στην εξάπλωση της Εξαρχίας συνετέλεσαν και άλλοι παράγοντες όπως η δωροδοκία τούρκων
αξιωματούχων, η βαριά φορολογία από τις πατριαρχικές μητροπόλεις και η παντελής απουσία
ελληνικών ένοπλων σωμάτων, που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν τις ενέργειες αυτές. Μ΄αυτό
τον τρόπο προσχώρησαν στην Εξαρχία (στην ουσία βρισκόταν υπό κατοχή των βουλγάρων
ανταρτών) από το 1902 έως το 1904 πολλοί οικισμοί, ενώ συχνό είναι το φαινόμενο
επαναπροσχώρησης στο Πατριαρχείο, κυρίως μετά την αποτυχημένη Επανάσταση του Ίλιντεν.
Φυσικά, υπήρχε φιλοβουλγάρικη μερίδα σχεδόν σε κάθε χωριό του Βιτσίου και των Κορεστίων
(και σε λιγοστά Καστανοχώρια), αλλά τα αμιγή εξαρχικά χωριά ήταν ελάχιστα. Η πανίσχυρη
βουλγάρικη προπαγάνδα προσπάθησε να δημιουργήσει την εντύπωση στις Μεγάλες Δυνάμεις
αλλά και στους γηγενείς ότι οι Βούλγαροι αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία, πράγμα που επ’
ουδενί τρόπο ίσχυσε ποτέ. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα όταν ενεργοποιήθηκαν τα ελληνικά
αντάρτικα σώματα μετά το 1904 και η τρομοκρατία των κομιτατζήδων καταπολεμήθηκε.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης και τα πρώτα ελληνικά σώματα

Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης


(1866-1935) προσέφερε τα μέγιστα στην προστασία
των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής από τους
κομιτατζήδες. Οργάνωσε και συντόνισε τον αγώνα
το διάστημα 1900-1907

Στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αι. η διαμορφούμενη κατάσταση στη Μακεδονία ήταν εξαιρετικά
εχθρική για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε’ (1833-1914) ανέλαβε
να αντικαταστήσει αρκετούς αδρανείς, ανίκανους ή ακόμη και φιλοβούλγαρους ιεράρχες με
νέους και δραστήριους, που θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα την
βουλγαρική λαίλαπα. Μεταξύ αυτών διορίστηκαν το 1900 ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (1867-
1922) στην Δράμα (μετέπειτα Μητροπολίτης Σμύρνης και εθνομάρτυρας στη Μικρασιατική
Καταστροφή) και ο Γερμανός Καραβαγγέλης[30] (1866-1935) στην Καστοριά. Ο Καραβαγγέλης
στα επτά κρίσιμα χρόνια της θητείας του στην περιοχή αποτέλεσε τον πρωταρχικό και τον
βασικότερο παράγοντα της ελληνικής επαγρύπνησης, που εγκαινίασε και οργάνωσε τον ένοπλο
Σελίδα 19 από 64
αγώνα. Ο ίδιος αρχικά δεν επιθυμούσε αυτή τη θέση, ενώ η τραγική απουσία βοήθειας από το
Πατριαρχείο και το Ελληνικό Κράτος τον οδήγησαν να υποβάλλει επανειλημμένα την παραίτησή
του, η οποία δεν γινόταν δεκτή. Αξίζει να παρατεθεί μέσα από τα απομνημονεύματά του η
κατάσταση στην οποία βρήκε την Καστοριά με την έλευσή του:

«Όταν έφτασα εκεί, βρήκα τον τόπο σε άθλια κατάσταση. Ο πόλεμος του 97 ήταν ακόμα
πρόσφατος. Οι Τούρκοι από μίσος για την Ελλάδα υπεστήριζαν τας εξαρχικάς αξιώσεις, οι
Βούλγαροι επωφελούντο της ψυχολογικής κατάστάσεως και ήταν κύριοι του τόπου. Οι βλέψεις
του Βουλγαρικού Κομιτάτου έφταναν ως τον Αλιάκμονα και τα Καστανοχώρια, και γι΄αυτό το
στρατόπεδο των συμμοριών στήθηκε στα Κορέστεια της Καστοριάς, για ν’ αποδείξουν μια μέρα
στην ευρωπαϊκή διπλωματία ότι στην Καστοριά έπρεπε να χαραχθούν τα σύνορα της Μεγάλης
Βουλγαρίας. Στην αρχή συγκροτήθηκαν εκεί δύο συμμορίες , η μία υπό τον Πετρώφ από το
Σιστέβο για τα Κορέστεια, η άλλη υπό τον Μαρκώφ από το χωριό Πατέλι για την περιφέρεια
Φλωρίνης. Τα πρώτα αιματηρά κρούσματα παρουσιάστηκαν στην Επαρχία Καστοριάς. Το
Βουλγαρικό Κομιτάτο εκτελώντας το ανθελληνικό του σχέδιο άρχισε να ρίχνει τον ένα υπό τον
άλλο τους στύλους των ελληνικών κοινοτήτων, για να εμπνεύσει τον πανικό και να υποτάξει τον
πληθυσμό στη βουλγαρική Εξαρχία. Το ελληνικό αίμα άρχισε να βάφει τη γη της Μακεδονίας. Τα
σλαβόφωνα χωριά μπρος στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή θάνατος» αποσκιρτούσαν στην
Εξαρχία, και μάλιστα καθώς με τον καιρό επληθύνοντο κι οι συμμορίες με την εμφάνισι νέων
οπλαρχηγών, όπως ο Τσακαλάρωφ από το Σμαρδέσι, ο Κόλες από τη Μόκραινα, ο Κώτας από τη
Ρούλια, ο Μήτρος Βλάχος από το Κονομπλάτι, ο Κωνστάντωφ από τα Καστανοχώρια, ο
Καρσάκωφ από το Κοστενέτσι, ο Γκέλεφ από την Τύρσια, άλλος Κόλες από τη Ντομπρόλιτσα, ο
Νικόλας από το Κονομπλάτι, ο Αλέξης από το Εξί-Σου (που τούρκικα σημαίνει Ξυνό Νερό), ο
Παντελής από τη Μπάνιτσα, ο Λάζος Παπα-Τράϊκωφ από τη Ντύμπενη, ο Κούζος, ο
βουλγαροδιδάσκαλος του Μπλάτη, ο Χρηστώφ από τη Σταρίτσανη, ο συνταγματάρχης Γιαγκώφ
από τη Ζαγορίτσανη, ο Γκουράνωφ από τη Βουλγαρία, ο Λούκας, που ήταν Βλάχος, από την
Καστοριά, κι ένα σωρό άλλοι που ωπλίζοντο στη Σόφια και τους έστελναν στα Κορέστεια.Η
κατάστασις γινόταν απελιστική. Οι συμμορίες συγκαλούσαν τη νύχτα τους χωρικούς μέσα σ’
εκκλησίες και αφού τους ώρκιζαν στο Κομιτάτο, τους αποσπούσαν υπό την απειλή των όπλων
αναφορές προς την Εξαρχία και την Κυβέρνησι, όπου εδήλωναν ότι αποσκιρτούν στην Εξαρχία.
Όσοι από τους χωρικούς εκινδύνευαν ως ύποπτοι στους Βουλγάρους κατέφευγαν στην
Καστοριά, οι δάσκαλοι εγκαταλείπανε τις θέσεις τους, ιδίως μετά τον τραγικό θάνατο του
δασκάλου Σετόμου Μαλιγγάνου, που έφερε τριάντα λοχισμούς, και οι ιερείς ύστερα από τη
δολοφονία των ιερέων Νερετίου, Προκοπάνας και Μποσδίβιστας, άλλοι κατέφυγαν στην
Καστοριά, όπως οι ιερείς της Ζορμπάνιστας, του Αποσκέπου, της Λαμπάνιτσας, της
Ζαγορίτσανης, της Κολίστας, της Τειχόλιτσας, και άλλοι έμεναν στα χωριά τους σιωπώνταςκαι
περιμένοντας της ημέρα της απελευθερώσεως των από την τυραννία του Βουλγαρικού
Κομιτάτου.»[31]

Σελίδα 20 από 64
Ο Ι. Δραγούμης (1878-1920) γιος του Στέφανου
ήταν υποπρόξενος του Μοναστηρίου και
πρόξενος σε διάφορες πόλεις της Ανατ.
Μακεδονίας και Θράκης. Το διάστημα
1902-1905βρισκόταν σε συνεχή συνεργασία
με τον Καραβαγγέλη

Ο Καραβαγγέλης το 1901 έκανε μια μεγάλη περιοδεία στα Κορέστεια και κατάφερε να
επαναφέρει στο Πατριαρχείο ένα σημαντικό αριθμό οικισμών. Λειτούργησε σε
εκκλησίες οικισμών που είχαν καταλάβει οι εξαρχικοί, όπως το Μακροχώρι, η Βασιλειάδα και το
Σκλήθρο, αναπτερώνοντας το ηθικό των πατριαρχικών. Οι κομιτατζήδες προσπάθησαν
αλλεπάλληλες φορές να του στήσουν ενέδρα και να τον δολοφονήσουν. Η απουσία ελλήνων
οπλαρχηγών που θα τον προστάτευαν στις περιοδείες του τον οδήγησε στην προσωπική
οπλοφορία και την έκκληση στον Καϊμακάμη της Καστοριάς να του παραχωρεί περιστασιακά ένα
συνοδευτικό τούρκικο απόσπασμα[32]. Πράγματι, ο Καραβαγγέλης ξεκίνησε από το μηδέν την
οργάνωση του αγώνα. Αλληλογραφούσε τακτικά με τον έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου Κ.
Πεζά, τον υποπρόξενο Ι. Δραγούμη, τους πρωθυπουργούς του Ελληνικού Κράτους Α. Ζαΐμη και
Θ. Δηλιγιάννη, με έλληνες αξιωματικούς και το Πατριαρχείο. Οι αλλεπάλληλες δραματικές
εκκλήσεις του για αποστολή έμψυχου δυναμικού ή πολεμοφοδίων από την ελεύθερη Ελλάδα
έπεφταν συνεχώς στο κενό, καθώς το αποδυναμωμένο κράτος είχε αποποιηθεί την επίσημη
ανάμιξη στην Μακεδονία μετά τον χαμένο πόλεμο του 1897. Οι μοναδικές ισχνές δράσεις από
την Ελλάδα τα πρώτα χρόνια προέρχονται αποκλειστικά από την Εθνική Εταιρεία (μέχρι τη
διάλυσή της το 1900)και την οικογένεια Δραγούμη. Σταδιακά, άρχισαν να δημιουργούνται μια
σειρά από σύλλογοι που περιοριζόταν εντούτοις μόνο στην ενίσχυση της ελληνικής εκπαίδευσης
και όχι την προετοιμασία του ένοπλου αγώνα. Αργότερα, από μέλη της πρώην Εθνικής εταιρείας
δημιουργήθηκε ένας σύνδεσμος λοχαγών και ανθυπολοχαγών, που προσπάθησε να
συγκεντρώσει χρήματα, όπλα και εθελοντές για τη Μακεδονία. Μέλη του συνδέσμου οι Π.
Μελάς, Γ. Τσόντος, Κ. Αινείαν-Μαζαράκης, Α. Εξαδάκτυλος, Γ. Κατεχάκης, Δ. Αναγνωστόπουλος
και Α. Κοντούλης[33]. Τελικώς, το επίσημο κράτος άργησε δραματικά να ενεργοποιηθεί κατά το
1904-05, την ώρα που βουλγάρικα σώματα δρούσαν στην Μακεδονία ήδη από το 1895.

Ο Π. Κύρου ( -1906) ήταν σλαβόφωνος


έλληνας οπλαρχηγός που συνεργάστηκε
με τον Κώττα και έλληνες αξιωματικούς
εναντίον των Βουλγάρων.

Έτσι, ο Καραβαγγέλης στερούμενος βοήθειας προσπάθησε να δημιουργήσει ένα κρυφό δίκτυο


μεταξύ των πατριαρχικών κάθε οικισμού που θα τον ειδοποιούσαν για τις κινήσεις των
Σελίδα 21 από 64
κομιτατζήδων και να πάρει με το ελληνικό μέρος διάφορους σλαβόφωνους γηγενείς
οπλαρχηγούς οι οποίοι αντιδρούσαν με τις πρακτικές της ΕΜΕΟ. Μερίμνησε να φυγαδεύσει τις
οικογένειές τους από την οργή των κομιτατζήδων και τους προσέφερε ορισμένα χρηματικά ποσά
για τον εξοπλισμό και τη διατροφή τους, ώστε να σταματήσουν τις ληστρικές επιδρομές. Πρώτη
του κίνηση ο προσεταιρισμός του καπετάν Κώττα[34], ενός αυτόνομου σλαβόφωνου
οπλαρχηγού που δρούσε από το 1897 στα Κορέστεια και είχε συνεργαστεί τον προηγούμενο
καιρό με την ΕΜΕΟ εναντίον των Τούρκων, αλλά αντιδρούσε στις δολοφονίες των ελλήνων
χωρικών. Έκτοτε, εναντίον του Κώττα πραγματοποιήθηκαν 3-4 απόπειρες δολοφονίας από τους
βοεβόδες της περιοχής. Μετά τον Κώττα ο Μητροπολίτης προσέγγισε τον Γ. Ταρσιγιάνσκι ή
Γκέλεφ[35], γνωστό βοεβόδα των Κορεστείων. Αυτός είχε έρθει σε ρήξη με τον Τσακαλάρωφ
επειδή εκείνος ποθούσε τη γυναίκα του και είχε δολοφονήσει τον πατριαρχικό παπα-Ηλία της
Χαλάρας, συγγενή του Γκέλεφ. Έτσι, πήρε με το μέρος του ακόμα έναν οπλαρχηγό που όμως
σκοτώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα από τις τσέτες του Σαράφωφ (Μαϊ 1903)[36]. Επόμενος
οπλαρχηγός που υποστήριξε τον αγώνα των Ελλήνων είναι ο Β. Στρεμπενιώτης[37], ανηψιός
του δολοφονηθέντα παπα-Δημήτρη των Ασπρογείων. Αυτός δημιούργησε μια ομάδα 12 ατόμων
και προέβη σε δολοφονίες αντεκδίκησης των Βουλγάρων. Ακόμη, άλλοι
σημαίνοντες γηγενείς οπλαρχηγοί που δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή της Καστοριάς πριν
έρθουν τα σώματα από την Ελλάδα είναι οι συμπολεμιστές του Κώττα Π. Κύρου[38], Δ.
Νταλίπης[39] και Λ. Νταϊλάκης[40], ο Ν. Σπανός[41] και ο παλιός κλέφτης Α. Καραλίβανος[42].

Ο Κωνσταντίνος Χρήστου ή
καπετάν Κώττας (1863-1905) αποτέλεσε
τον πρώτο οπλαρχηγό που έδρασε με το
ελληνικό μέρος στην περιοχή, ενώ αρχικά
συνεργάστηκε με μέλη της ΕΜΕΟ. Εδώ με
τα παιδιά του και τον Σ. Ιωαννίδη

Σελίδα 22 από 64
Ο Β. Στρεμπενιώτης (1876-1904) αποτέλεσε
σημαντικό έλληνα οπλαρχηγό πριν την έλευση
του Παύλου Μελά

Ο Ε. Καούδης (1866-1956) ήταν κρητικός


οπλαρχηγός, από τους πρώτους νοτιοελλαδίτες
που έδρασαν στην Δυτική Μακεδονία.

Το πρώτο σώμα από τη νότια Ελλάδα έκανε την εμφάνισή του στην Καστοριά στις 21 Ιουνίου
του 1903, ένα μόλις μήνα πριν το ξέσπασμα του Ίλιντεν. Συγκροτήθηκε από τους Γεώργιο
Τσόντο και Παύλο Μελά στην Αθήνα και αποτελούνταν από 10 κρητικούς πολεμιστές. Αυτοί
Σελίδα 23 από 64
ήταν οι Ε. Καούδης, Γ. Πέρρος, Γ. Δικώνυμος, Λ. Βρανάς, Γ. Σεϊμένης, Γ. Ζουρίδης, Γ.
Στρατινάκης, Ε. Μπονάτος, Μ. Καντουνάτος και Ν. Λουκάκης[43]. Αυτοί έφτασαν στην Μονή
Τσιριλόβου και μετά συναντήθηκαν με τον Καραβαγγέλη και τον Στρεμπενιώτη στο Λέχοβο.
Όλοι μαζί περιόδευσαν στα χωριά του ανατολικού Βιτσίου και κατά τα γεγονότα του Ίλιντεν
φυγαδεύτηκαν στη Μητρόπολη. Ο Γ. Σεϊμένης παρέμεινε στο Λέχοβο, διαφωνώντας με τους
υπόλοιπους, και βρήκε τραγικό θάνατο από την ομάδα του Τσακαλάρωφ στην Κλεισούρα[44].
Σε πολλές πηγές αναφέρεται λανθασμένα ότι είναι το πρώτο θύμα του Μακεδονικού Αγώνα,
όμως πριν από αυτόν είχαν δολοφονηθεί δεκάδες άμαχοι έλληνες χωρικοί, μερικοί οπλίτες και ο
οπλαρχηγός Γκέλεφ. Μετά από δύο βδομάδες οι περισσότεροι Κρητικοί έφυγαν και παρέμεινε
μόνο ο Ε. Καούδης[45] που έδρασε μαζί με τον Κώττα και τους άλλους γηγενείς οπλαρχηγούς.

Η εξέγερση του Ίλιντεν

Κοινή φωτογραφία των Τσακαλάρωφ και


Σαράφωφ στη Βουλγαρία

Κατά το 1901 και 1902 τα ρωσικά και αυστριακά διαβήματα στην Τουρκία πλήθυναν,
διαμαρτυρόμενα για την ανάστατη κατάσταση στη Μακεδονία. Φυσικά, το ενδιαφέρον αυτό
στρεφόταν έκδηλα υπέρ των συμφερόντων της ‘’φίλης’’ και συμμάχου Βουλγαρίας. Έτσι, μετά
την βουλγάρικη εξέγερση του 1902 η οθωμανική εξουσία προέβη σε κάποιες κινήσεις, όπως ο
διορισμός επιθεωρητών στη Μακεδονία και η πρόσληψη χριστιανών στην τουρκική
χωροφυλακή, μέτρα που δεν καρποφόρησαν. Στις αρχές του 1903 συναντήθηκαν στη Βιέννη οι
Υπουργοί Εξωτερικών των δύο παραπάνω δυνάμεων και συμφώνησαν σε ορισμένα μέτρα τα
οποία απέστειλαν στην Κων/πολη και έγιναν αποδεκτά[46]. Παράλληλα, οι Οθωμανοί είχαν
δώσει το ίδιο διάστημα αμνηστεία σε όλους τους βουλγάρους αντάρτες που είχαν συλληφθεί τα
προηγούμενα χρόνια. Το γεγονός αυτό έδωσε μεγάλη ώθηση στην προετοιμασία τηε τελικής
βουλγαρικής εξέγερσης. Η προετοιμασία των Βουλγάρων στη Μακεδονία είχε ξεκινήσει από το
1870 με την ίδρυση της Εξαρχίας και την εκπαιδευτική διείσδυση. Συνεχίστηκε με την εμφάνιση
ένοπλων σωμάτων από το 1897 που τρομοκρατούσαν και εκβίαζαν τους γηγενείς πληθυσμούς.
Όλη αυτή η πολυετής κίνηση κορυφώθηκε τελικά με την εξέγερση του Ίλιντεν, που
εκδηλώθηκε στις 20 Ιουλίου του 1903. Νωρίτερα, οι παράμετροι αυτής της εξέγερσης
προσδιορίστηκαν τον Απρίλιο του 1903 σε Συνέδριο στο Σμίλεβο του Κρουσόβου, τόπο
Σελίδα 24 από 64
καταγωγής του Ν. Γκρούεφ. Από την περιοχή της Καστοριάς ως αντιπρόσωποι στάλθηκαν οι
Κλιάσεφ και Τσακαλάρωφ, ενώ ηγετικές μορφές του συνεδρίου αποτέλεσαν οι Ν. Γκρούεφ και
Μ. Σαράφωφ. Ακολούθησε και δεύτερο συνέδριο στο ίδιο μέρος στις 13 Ιουλίου του 1903. Λίγο
πριν το ξέσπασμα της επανάστασης είχαν συγκεντρωθεί περίπου 1600 βούλγαροι αντάρτες μόνο
στη Δυτική Μακεδονία, ενώ σε ολόκληρη είχαν διαμοιρασθεί περίπου 40000 όπλα[47].

Ως πρόδρομα γεγονότα της Επανάστασης του Ίλιντεν χαρακτηρίζονται δύο ανατινάξεις


σιδηροδρομικών γεφυρών στο Σβίλεγκραντ και τη Δράμα, η απόπειρα ανατίναξης μιας
αμαξοστοιχίας, πολλές δολιοφθορές, η ανατίναξη του γαλλικού πλοίου Γκουαλνταγκιβίρ στο
λιμάνι της Θεσ/νίκης και οι τοποθετήσεις βομβών στην Οθωμανική Τράπεζα, την ελληνική
Μητρόπολη, το Ταχυδρομείο και πολλές ελληνικές οικίες της ίδιας πόλης. Στην Καστοριά οι
Τούρκοι εισέβαλαν στις 26 Απριλίου στην Κρυσταλλοπηγή και έκαψαν τα 233 από τα 300 σπίτια
του χωριού, σκοτώνοντας 85 κατοίκους. Βουλγάρικο σώμα υπό τον Τσακαλάρωφ βρίσκει την
ευκαιρία και μετά την απομάκρυνση των Τούρκων εισβάλλει στο χωριό καίγοντας το
πατριαρχικό σχολείο και την εκκλησία και δολοφονώντας πατριαρχικούς. Στις αρχές Μαΐου
δίνεται μάχη στο Ανταρτικό μεταξύ οθωμανικού στρατού και μελών της ΕΜΕΟ και στις 12
Ιουνίου σε υψώματα κοντά στο Δεντροχώρι[48].

Οι Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ μαζί με άλλους αντάρτες

Με το ξημέρωμα της 20ηςΙουλίου (2 Αυγούστου με το νέο ημερολόγιο) οι πολυάριθμες τσέτες


των Βουλγάρων ξεχύθηκαν σε πολλές περιοχές της Βορειοδυτικής Μακεδονίας. Ήταν ημέρα της
εορτής του Προφήτη Ηλία και γι΄αυτό η εξέγερση πήρε το όνομα Ίλιντεν (= μέρα του Ηλία). Η
περιοχή της Καστοριάς κατατμήθηκε σε πέντε υποπεριοχές και αρχηγοί ορίστηκαν οι
Τσακαλάρωφ, Κλιάσεφ, Ροζώφ και Νικόλωφ με γενικό αρχηγό τον Λ. Ποπτράϊκωφ, ενώ
σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν επίσης οι Μήτρο Βλάχος, Ποπχρίστωφ, Ποπώφ και Αντρέεφ.
Αρχικά τα συνασπισμένα βουλγάρικα σώματα επιτέθηκαν με επιτυχία σε μεμονωμένα τούρκικα
στρατιωτικά αποσπάσματα της περιοχής των Κορεστείων. Τέτοιες επιθέσεις έγιναν στο
Ανταρτικό, τον Κώττα, τη Βυσσινιά και τη Βίγλιστα, ενώ παράλληλα προέβησαν σε πολλές
ληστείες και αρπαγές. Μαζί με τους κομιτατζήδες δραστηριοποιήθηκε και ο καπετάν Κώττας, ενώ
τα υπόλοιπα ελληνικά σώματα ήταν εξαφανισμένα, εκτός ίσως από αυτό του Καραλίβανου και
του Στρεμπενιώτη που άσκησε μικρή αντίσταση κατά την κατάληψη της Κλεισούρας. Η εξέγερση
αυτή δεν είχε επ΄ ουδενί τρόπο καθολικό χαρακτήρα, ούτε υποστηριζόταν από την πλειοψηφία
των γηγενών κατοίκων. Αποτελούσε αποκλειστικά επανάσταση των Βουλγάρων ή
βουλγαριζόντων ανταρτών που δρούσαν στην Δυτική Μακεδονία και εξαρχικών χωρικών,
οπαδών τους. Τραγική απόδειξη του παραπάνω αποτελεί η στρατολόγηση με τη βία ανδρών του
Ανταρτικού (3 Αυγ), η αναγκαστική επίταξη τροφίμων του οικισμού Φλάμπουρο (7 Αυγ) και η
βαριά υποχρεωτική φορολογία που επέβαλλαν στους κατοίκους της Κλεισούρας (5-27 Αυγ)[49].
Αν οι ντόπιοι ήταν πραγματικά με το βουλγάρικο μέρος τότε αυτοβούλως θα συνέδραμαν στο
έργο τους, πράγμα που δεν συνέβη. Ούτε θα παρέδιδαν τα όπλα που τους είχαν δοθεί όταν
εμφανίστηκε ο τούρκικος στρατός. Επίσης, κύριος στόχος των ανταρτών ήταν οι πατριαρχικοί
Σελίδα 25 από 64
Έλληνες και δευτερευόντως οι Οθωμανοί. Δεν είναι τυχαίο που ως κέντρα της εξέγερσης
επιλέχθηκαν τα πολυπληθή και εύρωστα βλαχοχώρια Κλεισούρα, Νυμφαίο και Κρούσοβο, όπου
αποτελούνταν κυρίως από ελληνικής συνείδησης πληθυσμούς. Οι βούλγαροι επαναστάτες
σ΄αυτά τα χωριά είχαν ελάχιστους οπαδούς, αλλά γνώριζαν ότι τα τουρκικά αντίποινα εδώ θα
ήταν βαρύτατα μετά τη φυγή τους.

Ο Ι. Ποπώφ (1871-1921) ήταν απεσταλμένος


αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού που
έδρασε κατά το Ίλιντεν στην Καστοριά

Έτσι, στις 2 Αυγούστου 800 αντάρτες κατέλαβαν το Κρούσοβο, στις 5 Αυγούστου


συγκεντρώθηκαν πολλές τσέτες και κατέλαβαν την Κλεισούρα, ενώ στις 12 του μηνός
καταλαμβάνουν το Νυμφαίο. Η παρουσία τους τερματίστηκε στις 27 Αυγούστου και κατά τη
φυγή τους πυρπόλησαν τα χωριά Βασιλειάδα, Βέργα και Πολυκέρασος για αντιπερισπασμό στον
τούρκικο στρατό που ερχόταν. Στο Κρούσοβο κηρύχθηκε η ίδρυση της ‘’Δημοκρατίας του
Κρούσοβο’’ που διατηρήθηκε για 10 μόλις μέρες, έως την τούρκικη κατάληψη. Παράλληλα,
εκδηλώθηκαν κάποιες μεμονωμένες εξεγέρσεις στην Ανατολική Μακεδονία υπό τον Γ. Σαντάνσκι
και την περιοχή της Ανδριανούπολης. Στην Καστοριά, στις 19 Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν
επίθεσεις στο Βατοχώρι και το Πισοδέρι, όπου δολοφονήθηκαν πολλοί άμαχοι πατριαρχικοί,
ακόμα και παιδιά, ενώ στη συνέχεια πυρπολούνται σπίτια ελλήνων στο Νεστόριο, το Τοιχιό και
τον Πεύκο[50]. Κάθε επαναστατική εστία έσβησε μέσα στον Σεπτέμβριο του 1903 μετά από
βίαιες τούρκικες επεμβάσεις. Σε αυτό το διάστημα οι μοναδικές επιθέσεις των κομιτατζήδων σε
μουσουλμανικά χωριά της περιοχής ήταν αυτές στον Άγιο Αντώνιο και ελάχιστα τουρκαλβανικά
χωριά του Γράμμου, όπως τα Φούσια. Όλες οι υπόλοιπες στρεφόταν ενάντια σε πατριαρχικούς
πληθυσμούς, εκτός βέβαια από τις εκτεταμένες συμπλοκές με τον τακτικό οθωμανικό στρατό.

Σελίδα 26 από 64
Οι συνασπιμένες τσέτες Τσακαλάρωφ, Κλιάσεφ, Ποπώφ, Ροζώφ και Αντρέεφ κατά την
κατάληψη της Κλεισούρας στις 23 Ιουλίου/5 Αυγούστου 1903

Η τουρκική απάντηση στις επαναστατικές ενέργειες των Βουλγάρων ήταν άμεση και
δυσανάλογα σκληρή. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανταρτών διέφυγε στην Βουλγαρία και η μανία
των Τούρκων ξέσπασε πάνω στους γηγενείς πληθυσμούς, περισσότεροι από τους οποίους δεν
συμμετείχαν καν στην εξέγερση. Οι απατηλές υποσχέσεις των κομιτατζήδων σε γηγενείς
πληθυσμούς επιβεβαιώθηκαν με τον χειρότερο τρόπο, καθώς εγκαταλείφθηκαν στην μοίρα
τους. Εκείνο το διάστημα καταστράφηκαν ολοσχερώς περίπου 20 χωριά του Καζά Καστοριάς,
που είχαν προσχωρήσει πρόσφατα στην Εξαρχία βίαια ή αυτοβούλως. Στον μακρύ κατάλογο των
δολοφονηθέντων από τους Βουλγάρους τα προηγούμενα έτη, προστέθηκαν ακόμη 103 θύματα
των τουρκικών ωμοτήτων. Ο αριθμός αυτός βασίζεται σε γνωστές αναφορές, αλλά το
πιθανότερο είναι να είναι μεγαλύτερος. Φυσικά, τα περισσότερα θύματα ήταν εξαρχικοί, όμως
μαζί περιλαμβάνονται και πολλοί πατριαρχικοί, που θα ήταν περισσότεροι αν δεν επεμβαίνε ο
Μητροπολίτης Γερμανός και κάποιοι έλληνες οπλαρχηγοί όπως ο Καραλίβανος[51]. Μέσα στον
Αύγουστο του 1903 τα πολυάριθμα στρατεύματα[52] του Χουσεΐν Χουσνή Πασά κατέστρεψαν
σχεδόν ολοσχερώς τον Αγ. Δημήτριο, την Άνω και Κάτω Λεύκη, τον Άνω και Κάτω Κρανιώνα, το
Βαρικό, τη Βασιλειάδα, τη Βέργα, τη Βυσσινιά, το Δενδροχώρι, την Ιεροπηγή, τον Μελισσότοπο,
τον Μαυρόκαμπο, το Μοσχοχώρι, την Οξυά, τον Πολυκέρασο και τον Σταυροπόταμο, ενώ
έκαψαν αρκετά σπίτια του Σιδηροχωρίου και της Χαλάρας. Στον Καζά της Φλώρινας κατέκαψαν
ολοσχερώς τα Άλωνα, την Ιτιά, την Περικοπή και την Υδρούσσα, όπως και την Βλάστη στον
Καζά Καϊλαρίων[53].

Σελίδα 27 από 64
Τα παιδιά του Ορφανοτροφείου Καστοριάς μαζί με τον
Γερμανό Καραβαγγέλη

Περίπου 300 γυναικόπαιδα από τα πληγέντα χωριά κατέφυγαν για προστασία στην Μητρόπολη
της Καστοριάς, ενώ περίπου 5000 συγκεντρώθηκαν στη Μονή Αγ. Αναργύρων, ζητώντας από
τον Καραβαγγέλη συγχώρεση και βοήθεια. Αυτός συγκέντρωσε τρόφιμα και χρήματα και τα
μοίρασε στους χωρικούς, μαζί με αυτά που έστειλε το Ελληνικό Κράτος μέσω του βουλευτή Ι.
Καυταντζόγλου[54]. Επίσης, τους έβαλε να υπογράψουν δήλωση επαναπροσχώρησης στο
Πατριαρχείο με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σχεδόν κανένα εξαρχικό χωριό στα τέλη του 1903
και αρχές του 1904. Ακόμη, έκλεισε το βουλγάρικο σχολείο της Καστοριάς και ιδρύθηκε
ορφανοτροφείο για τα παιδιά των θυμάτων.

Την περίοδο μετά το Ίλιντεν οι σχέσεις Τουρκίας - Βουλγαρίας ήταν τεταμένες, λόγω της
βοήθειας και του ασύλου που παρείχε η δεύτερη στους επαναστάτες, ενώ ήταν ανοιχτό το
ενδεχόμενο να επέλθει εκτεταμένη πολεμική σύγκρουση. Για τον λόγο αυτό οι Μεγάλες
Δυνάμεις και εγγυήτριες της Συνθήκης του Βερολίνου ξεκίνησαν μια σειρά διαβουλεύσεων που
κατέληξαν στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων της Μυρστέγης (Οκτώβριος 1903). Η Τουρκία μετά
από πιέσεις δέχθηκε τα εννέα σημεία της συνθήκης, που στην ουσία επαναλάμβανε τους όρους
της Βιέννης και επιπρόσθετα προέβλεπε επαναπατρισμό και αποζημίωση των ‘’προσφύγων’’ στη
Βουλγαρία[55] [56]. Η βουλγαρική πολιτική εκμεταλλεύθηκε με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο
την εξέγερση, προπαγανδίζοντας ότι επρόκειτο για ένα καθολικό κίνημα, ενώ επέρριπτε την
συνολική ευθύνη στην Τουρκία. Προσπαθούσε να διαμορφώσει μια πλαστή εικόνα στις
κοινωνίες των χωρών της Δυτικής Ευρώπης μέσω του Βαλκανικού Κομιτάτου στο Λονδίνο και
των πολυάριθμων φιλοβουλγαρικών εντύπων. Φυσικά, αυτή η βουλγάρικη στάση δεν
συγκρίνεται καν με την μεταπολεμική γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία του 20 ου αι., που μετέφερε
την προπαγάνδα σε νέα επίπεδα, υποστηρίζοντας πως το Ίλιντεν ήταν καθολικό κίνημα των
‘’Μακεδόνων’’ και αποτέλεσε την εθνογένεση του ‘’μακεδονικού έθνους’’. Ασύλληπτοι
φενακισμοί που είχαν σκοπό την διαφοροποίηση των κατοίκων της Νότιας Γιουγκοσλαβίας με
τους Βουλγάρους, οι οποίοι οργάνωσαν εν τέλει το Ίλιντεν.

Οι μεγάλοι ηττημένοι της εξέγερσης του Ίλιντεν ήταν οι γηγενείς κάτοικοι της Μακεδονίας
και ιδίως οι ελληνικοί πληθυσμοί. Η ελληνική κοινή γνώμη σοκαρισμένη ζητούσε πλέον
ελληνική επέμβαση και το αδρανές Ελληνικό Κράτος δέχθηκε το επόμενο διάστημα την
αποστολή ελλήνων αξιωματικών και αντάρτικων σωμάτων, που θα οδηγήσει στον τετραετή
ένοπλο αγώνα για τη Μακεδονία.

Το χρονικό του Ίλιντεν στην Καστοριά

Το χρονικό του Ίλιντεν στην Καστοριά


20 Ιουλ/ Οι ομάδες των Ποπτράϊκωφ, Τσακαλάρωφ συναντώνται κοντά
2 Αυγ στον Κρανιώνα και κηρύσσουν την επανάσταση στην περιοχή. Σε
διάστημα δύο ημερών εξεγείρονται ή εξαναγκάζονται να
εξεγερθούν αρκετά χωριά στο Τρικλάριο, τα Κορέστεια και το

Σελίδα 28 από 64
δυτικό Βίτσι
21 Ιουλ/ Οι απεσταλμένοι κρητικοί πορευόμενοι προς την Καστοριά
3 Αυγ συγκρούονται με ομάδες κομιτατζήδων κοντά στη Λιθιά. Γίνεται
επίθεση ανταρτών σε τούρκικες φρουρές στη Βυσσινιά και το
χωριό Κώττας. Στρατολογούνται με τη βία άνδρες από το
Ανταρτικό
22 Ιουλ/ Ο βοεβόδας Κόλε Αντρέεφ αποτυγχάνει να καταλάβει την
4 Αυγ Κλεισούρα χάρη στην τοπική τούρκικη φρουρά και το σώμα του
Στρεμπενιώτη
23 Ιουλ/ Οι 9 Κρητικοί αψιμαχούν με τις συνασπισμένη ομάδα των
5 Αυγ Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ και καταφεύγουν στη Μονή Τσιριλόβου.
Την ίδια μέρα καταλαμβάνεται η Κλεισούρα από πολυάριθμες
τσέτες και σκοτώνεται ο Γ. Σεϊμένης
24 Ιουλ/ Καταστρέφεται ολοσχερώς από τις τσέτες το μουσουλμανικό
6 Αυγ χωριό Αγ. Αντώνιος από το σώμα του Ποπτράϊκωφ
26 Ιουλ/ Γίνονται συμπλοκές κοντά στο Σιδηροχώρι και πυρπολούνται
8 Αυγ μερικά σπίτια
28 Ιουλ/ Καταστρέφεται το Δεντροχώρι από τους Τούρκους και έπειτα
10 Αυγ δίνεται μεγάλη μάχη με βουλγάρικα σώματα. Συνασπισμένοι
κομιτατζήδες προσβάλλουν τα τουρκαλβανικά χωριά Βίγλιστα και
Καπεστίτσα του Καζά Κορυτσάς
4/17 Αυγ Οι Τούρκοι καταστρέφουν Λεύκη, την Ιεροπηγή και τον Αγ.
Δημήτριο. Ο Ποπχρίστωφ επιτίθεται στο Πισοδέρι και επακόλουθα
οι Τούρκοι καίουν τα Άλωνα
12/ 25 Αυγ Συνασπισμένες τσέτες καταλαμβάνουν το Νυμφαίο
13/26 Αυγ Τούρκικο στράτευμα συμπλέκεται με κομιτατζήδες κοντά στη
Φωτεινή. Πυρπολεί την Μεταμόρφωση, τον Πολυκέρασο και
δίνεται μάχη στην Περικοπή, η οποία καταστρέφεται παντελώς.
Έπειτα, τούρκικα τμήματα πυρπολούν σπίτια στην Οξυά, τη
Βυσσινιά, τον Μαυρόκαμπο, τη Χαλάρα και τον Κρανιώνα
14/27 Αυγ Ο τούρκικος στρατός πυρπολεί τον Μελισσότοπο, τον
Σταυροπόταμο, την Βασιλειάδα, την Βέργα και εισέρχεται στην
Κλεισούρα. Τις επόμενες μέρες καταφεύγουν χιλιάδες
γυναικόπαιδα στην Μονή Αγ. Αναργύρων και την Μητρόπολη,
ζητώντας βοήθεια από τον Γερμανό Καραβαγγέλη
16/29 Αυγ Οι βούλγαροι αντάρτες καίνε σπίτια στη Βέργα, τη Βασιλειάδα και
τον Πολυκέρασο, καθώς υποχωρούν από την Κλεισούρα. Ο
τουρκικός στρατός καταστρέφει ολοσχερώς το Βαρικό
19 Αυγ/ Οι τσέτες Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ κινούμενες προς την
1 Σεπ Κρυσταλλοπηγή εισβάλλουν στο Βατοχώρι, πυρπολώντας και
δολοφονώντας τον έλληνα πρόεδρο και άλλους πρόκριτους, ενώ
οι περισσότεροι άνδρες πολεμούσαν με το σώμα του Κώττα στην
Πρέσπα
22 Αυγ/ Σκοτώνονται χωρικοί στο Ποιμενικό (Βαψώρι) από τους Τούρκους
4 Σεπ
27 Αυγ/ Αποφασίζεται η αναστολή της δράσης των βουλγάρικων
9 Σεπ αντάρτικων ομάδων στην περιοχή. Οι περισσότεροι κομιτατζήδες
κινούνται βόρεια και καταφεύγουν στη Βουλγαρία
28 Αυγ/ Οι Τούρκοι καταστρέφουν το Μοσχοχώρι
10 Σεπ
29 Αυγ/ Δίνεται η τελευταία μάχη κοντά στον Απόσκεπο μεταξύ τούρκικου
11 Σεπ στρατου και τις εναπομείνασες συνασπισμένες τσέτες.
Πυρπολούνται μερικά σπίτια στο χωριό από τους Τούρκους
1/14 Σεπ Ο Τσακαλάρωφ πυρπολεί σπίτια και σκοτώνει έλληνες
πατριαρχικούς στο Νεστόριο
3/16 Σεπ Ο Τσακαλάρωφ πυρπολεί σπίτια στον Πέυκο και τον
τουρκαλβανικό οικισμό Φούσια. Οι βοεβόδες Ροζώφ και Τοσνίτσεφ

Σελίδα 29 από 64
πυρπολούν σπίτια στο Τοιχιό
11/24 Οκτ Ο Κώττας αιχμαλωτίζει τον Ποπτράϊκωφ κοντά στο Πράσινο κατ’
εντολή του Καραβαγγέλη και τον σκοτώνουν οι Π. Κύρου και Τ.
Λαντζάκης
17/30 Οκτ Οι Κλιάσεφ και Τσακαλάρωφ μεταμφιεσμένοι διαφεύγουν στην
νότια Ελλάδα και στη συνέχεια στη Βουλγαρία

πηγές εικόνων

αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσ/νίκης


περιοδικό Ilyustratsia Ilinden (βουλγ), Sofia 1927-1938
Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη,
1993
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979
H. Silyanov, Pisma i izpovedi na edin chetnik. Spomeni ot Strandzha (βουλγ), Sofia 1967
L. Miletich, Purviyat tsentralen komitet (Memoirs of Dr. Hristo Tatarchev) (βουλγ), Materiali za
istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno dvizhenie, vol.
IX, Makedonski Nauchen Institut,Sofia, 1928
T. Bajdaroff, Le Mouvement en Macedoine, Sofia, 1918
en.wikipedia.com (public domain)
bg.wikipedia.com (public domain)

[1] D. Dakin, The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913, Institute for Balkan Studies,
Thessaloniki, 1966, σ. 66
[2] L. Miletich, Purviyat tsentralen komitet (Memoirs of Dr. Hristo Tatarchev) (βουλγ), Materiali
za istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno dvizhenie, vol.
IX, Makedonski Nauchen Institut, Sofia, 1928, σ.
[3] Στη βουλγάρικη βιβλιογραφία η οργάνωση ονομάζεται BMΡΟ και στη γιουγκοσλάβικη
(σκοπιανή) VMΡΟ
[4] D. Dakin, The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913, Institute for Balkan Studies,
Thessaloniki, 1966, σ. 57
[5] Κ. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (1894-1904),
Μπαρμπουνάκης, Θεσ/νίκη, 1986, σ. 75-80
[6] Τ. Popovski, Macedonian diary (βουλγ), Fema, Sofia, 2006
[7] L. Miletich, Osvoboditelnata borba v Kostursko (Memoirs of Pando
Klyashev) (βουλγ), Materiali za istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno dvizhenie, vol.
IΙ, Makedonski Nauchen Institut, Sofia, 1925, σ. 11
[8] ο.π, σ. 32
[9] ο.π, σ. 40
[10] Γ. Μόδης, Μακεδονικός αγών και μακεδόνες αρχηγοί, ΕΜΣ, Θεσ/νίκη, 1967, σ. 153-159
[11] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979, σ. 69
[12] D. Dakin, The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913, Institute for Balkan Studies,
Thessaloniki, 1966, σ. 66, 67
[13] Ο Ντίμιταρ Παντζούρωφ (Μήτρο Βλάχος) (1873-1907) γεννήθηκε στο Μακροχώρι
(Κονομπλάτι) και ήταν βλάχικης καταγωγής από την Πλιάσα της Κορυτσάς. Το γεγονός αυτό δεν
τον εμπόδισε να γίνει μια από τις πιο εγκληματικές φυσιογνωμίες ανάμεσα στους κομιτατζήδες
της περιοχής. Η όψη του ήταν πραγματικά τρομακτική και έδρασε κυρίως στα Κορέστεια και
δευτερευόντως στα Καστανοχώρια και τις Πρέσπες. Μυήθηκε το 1901 στην ΕΜΕΟ, εντάχθηκε
στην τσέτα του Πετρώφ και τα πρώτα χρόνια συνεργάστηκε με τον Κώττα μέχρι να
δημιουργήσει τη δική του ομάδα. Σκοτώθηκε από τον τουρκικό στρατό στην Λεύκη το 1907
μετά από υπόδειξη του Γερμανού Καραβαγγέλη.
[14] Ο Λαζάρ Ποπτράϊκωφ (1878-1903) κατάγονταν από το Δεντροχώρι (Ντάμπενη) και είχε
σπουδάσει στο βουλγάρικο Γυμνάσιο Θεσ/νίκης, όπου εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ. Ξεκίνησε από
πολύ νωρίς τις προπαγανδιστικές του δράσεις ως δάσκαλος και φυλακίστηκε συνολικά 3 φορές
από τους Τούρκους για δολοφονίες και επαναστατική δράση. Πριν από την Επανάσταση του
Ίλιντεν διορίστηκε γενικός αρχηγός για την περιοχή της Καστοριάς. Δολοφονήθηκε από τους Π.
Κυρου και Τ. Λαντζάκη στο Πράσινο τον Οκτώβριο του 1903, ύστερα από εντολές του Κώττα και
του Γερμανού Καραβαγγέλη.

Σελίδα 30 από 64
[15] Ο Βασίλ Τσακαλάρωφ (1874-1913) ήταν ίσως ο σημαντικότερος από τους
αρχικομιτατζήδες που έδρασαν στην Καστοριά. Διακρινόταν για την απίστευτη σκληρότητά του
και τον απότομο χαρακτήρα του. Δολοφόνησε δεκάδες έλληνες άμαχους και προσπάθησε
επανειλημμένα να σκοτώσει τον καπετάν Κώττα και τον Γερμανό Καραβαγγέλη. Χαρακτηριστική
παραμένει η δολοφονία όλων των ηλικιωμένων προκρίτων του Βατοχωρίου. Γεννήθηκε στην
Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) και μετέβη στην Βουλγαρία, απ’ όπου στάλθηκε στην Καστοριά.
Ασχολήθηκε επιτυχώς με το λαθρεμπόριο όπλων από την Ελλάδα και διαδραμάτισε σημαίνοντα
ρόλο στο Ίλιντεν. Σκοτώθηκε από άνδρες του Ιερού Λόχου Φλάμπουρου στην Δροσοπηγή
Φλώρινας κατά τονΒ' Βαλκανικό Πόλεμο. Το κομμένο κεφάλι του περιφέρθηκε στους δρόμους
της Φλώρινας και ενταφιάστηκε στο εξαρχικό νεκροταφείο της πόλης. Σώζονται τα
απομνημονεύματά του.
[16] Ο Πάντο Κλιάσεφ (1882-1907) καταγόταν από την Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι), σπούδασε
σε Θεσ/νίκη και Μοναστήρι, και διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό του. Εντάχθηκε από νωρίς στην
τσέτα του Μάρκο Λερίνσκι και αργότερα δημιούργησε τη δική του, αλληλοσυμπληρώνοντας
συχνά τον Τσακαλάρωφ. Σκοτώθηκε από τον τουρκικό στρατό το 1907 στον Κρανιώνα. Τα
απομνημονεύματά του αποτελούν μια πηγή για την δράση της ΕΜΕΟ στην Καστοριά.
[17] Ο Αθάνας Κερσάκωφ (1883-1907) γεννήθηκε στην Ιεροπηγή (Κωστενέτσι) και πήγε για
σπουδές στο Μοναστήρι. Εντάχθηκε αρχικά στην τσέτα του Μάρκο Λερίνσκι και αργότερα
ασχολήθηκε με την προμήθεια όπλων από την Ελλάδα. Αυτοκτόνησε το 1907 μετά από
περικύκλωση των σωμάτων Τόμπρα και Πλατανιά στην Πτελέα.
[18] Ο Χρήστο Σιλιάνωφ (1880-1939) γεννήθηκε στην Κων/πόλη και σπούδασε στο
βουλγάρικο σχολείο της Θεσ/νίκης. Διορίστηκε δάσκαλος στο Πρίλεπ και την Φλώρινα και
ακολούθησε τον Μ. Λερίνσκι. Για κάποιο διάστημα συνεργάστηκε με τον Τσακαλάρωφ στην
προμήθεια όπλων. Κατά το Ίλιντεν έδρασε στην Ανατολική Ρωμυλία και πολέμησε στους
Βαλκανικούς Πολέμους με τον βουλγάρικο στρατό. Αργότερα, έμεινε μόνιμα εκεί, εργάστηκε ως
δημοσιογράφος και εξέδωσε τα απομνημονεύματά του.
[19] Ο Λαζάρ Μοσκώφ (1877-1902) καταγόταν από το Δεντροχώρι (Ντέμπενη) και σπούδασε
στο βουλγάρικο Γυμνάσιο της Θεσ/νίκης, όπου μυήθηκε στην ΕΜΕΟ. Αυτοκτόνησε στην
Βυσσινιά το 1902 κατά τη συμπλοκή με τούρκικο απόσπασμα.
[20] Ο Νικόλα (Κόλε) Αντρέεφ (1879-1911) γεννήθηκε στο Βαρικό (Μόκρενη) Φλωρίνης και
πήγε στην Βουλγαρία, όπου σπούδασε και εντάχθηκε στον βουλγαρικό στρατό. Το 1902
στάλθηκε στην Καστοριά για να αναπτύξει αντάρτικη δράση. Το 1905 έκαψε το μοναστήρι του
Τσιριλόβου και δολοφόνησε τους μοναχούς. Έδρασε αρχικά στις ανατολικές περιοχές της
Καστοριάς και αργότερα σε περιοχές της Φλώρινας και της Πτολεμαΐδας. Μετά το 1908 έγινε
δάσκαλος και σκοτώθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες το 1911.
[21] Ο Γκιόργκι Παπάντσεφ (1870-1903) γεννήθηκε στην Κορομηλιά (Σλίβενη) και μετοίκησε
μικρός στην Βουλγαρία. Εκεί έγινε αξιωματικός του βουλγάρικου στρατού και το 1902 στάλθηκε
στην Καστοριά, συνεργαζόμενος αρχικά με τον Μήτρο Βλάχο. Έδρασε κυρίως στην περιοχή της
Φλώρινας και πριν το Ίλιντεν ορίστηκε γενικός αρχηγός. Σκοτώθηκε όμως πριν την επανάσταση
στην Βεύη από τον οθωμανικό στρατό.
[22] Ο Ιβάν Ποπώφ (1871-1921) καταγόταν από την περιοχή του Νευροκοπίου της Ανατ.
Μακεδονίας και κατατάχθηκε αρχικά στον βουλγάρικο στρατό. Αργότερα ακολούθησε τον
Μάρκο Λερίνσκι και το 1902 στάλθηκε από τον Γκότσε Ντέλτσεφ ως επικεφαλής της ΕΜΕΟ στην
Καστοριά. Ασχολήθηκε με την προμήθεια όπλων και δημιούργησε την δική του μικρή ομάδα.
Συμμετείχε στα δραματικά γεγονότα του Ίλιντεν και συνέχισε να είναι ο αρχηγός μέχρι το τέλος
των εχθροπραξιών. Στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε με
τον βουλγάρικο στρατό και πέθανε το 1921 στην Βουλγαρία. Άφησε και αυτός
απομνημονεύματα.
[23] Ο Κούσμαν (Κούζο) Στέφωφ (1875-1902) γεννήθηκε στην Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη) και
σπούδασε σε Μοναστήρι και σε Θεσ/νίκη. Διορίστηκε ως βουλγαροδιδάσκαλος στο Άργος
Ορεστικό και φυλακίστηκε για κάποιο διάστημα. Το 1902 αυτοκτόνησε στο Σιδηροχώρι,
περικυκλωμένος από τον τούρκικο στρατό.
[24] Ο Νικόλα (Κόλε) Ντομπρολίτσκι (1879-1906) γεννήθηκε στο Καλοχώρι (Ντομπρόλιστα)
και έδρασε στην περιοχή του Νεστορίου. Μετά το Ίλιντεν κατέφυγε στη Βουλγαρία αλλά
επέστρεψε ως επικεφαλής πλέον όλης της περιοχής του Νεστορίου. Αυτοκτόνησε το 1906 στο
χωριό του.
[25] Ο Γκεόργκι Χρηστώφ (1876-1964) γεννήθηκε στο Ασπρονέρι (Σκραπάρι) και σπούδασε σε
Θεσ/νίκη και Μοναστήρι. Διορίστηκε δάσκαλος στην Ομορφοκκλησιά και στο Άργος Ορεστικό.
Δημιούργησε τσέτα μαζί με τον Κ. Σκούρτωφ και έδρασε στα Καστανοχώρια, ιδίως γύρω από τα
Σελίδα 31 από 64
Λακκώματα. Συνελήφθη αλλεπάλληλες φορές από τους Τούρκους και κατέφυγε στην
Βουλγαρία. Ήταν ένας από τους μοναδικούς κομιτατζήδες της εποχής του που επανήλθε στην
περιοχή το 1941 ως συνεργάτης πλέον των Γερμανών και βοήθησε στο να δημιουργηθούν τα
τάγματα ασφαλείας των κομιτατζήδων της γερμανικής κατοχής. Συνέγραψε τα
απομνημονεύματά του και πέθανε στη Βουλγαρία το 1964.
[26] Ο Κωνστάντο Ζίφκωφ (περισσότερο γνωστός ως Κωνστάντωφ) ( -1904) γεννήθηκε στην
Κολοκυνθού (Τίκφενη) και εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ το 1901. Ανέπτυξε δράση στα Καστανοχώρια,
όπου σκότωσε αρκετούς έλληνες προκρίτους. Στα τέλη του 1904 συγκρούστηκε με το σώμα του
Τσόντου Βάρδα στον Άγιο Ηλία και πέθανε από ασφυξία μετά από πυρπόληση του κτίσματος,
όπου είχε κατάφύγει.
[27] Ο Ανάστας Γιαγκώφ (1857-1906) γεννήθηκε στη Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη), σπούδασε
στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στη Βουλγαρία όπου αναδείχθηκε σε
συνταγματάρχη. Συμμετείχε στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1878. Στάλθηκε το 1902 στην
Καστοριά για να προετοιμάσει την επανάσταση των Βερχοβιστών και να έλθει σε συμφωνία με
τους Σεντραλιστές. Συγκάλεσε συνελεύσεις με την ηγεσία της ΕΜΕΟ στην Καστοριά, αλλά η
προσέγγιση αυτή απέτυχε. Προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Κώττα και συνεργάστηκε μαζί του
σε κάποιες μικρής σημασίας μάχες με τους Τούρκους. Έφυγε απογοητευμένος από την Καστοριά
και έδρασε στην περιοχή του Πιρίν, όπου σκοτώθηκε από τον τούρκικο στρατό.
[28] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979, σ. 73, 74
[29] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993, σ. 28
[30] Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης (1866-1935), κατά κόσμον
Στυλιανός, γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου και φοίτησε αρχικά στο Αδραμμύττι, μετά στην
Θεολογική σχολή της Χάλκης και τέλος στις Φιλοσοφικές Σχολές της Λειψίας και της Βόννης. Το
1882 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1896 χωροεπίσκοπος του Πέραν της Κων/πολης.
Παράλληλα, είχε διοριστεί καθηγητής στην Χάλκη και συνέταξε την Πατριαρχική Εγκύκλιο του
Πατριάρχη Άνθιμου Ζ’ ως απάντηση σε αυτή του Πάπα Λέοντος ΙΓ’. Το 1900 διορίστηκε
Μητροπολίτης Καστοριάς, αποτελώντας τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής αντίστασης
απέναντι στη βουλγάρικη προπαγάνδα. Οργάνωσε τα πρώτα σώματα γηγενών οπλαρχηγών και
έκανε συνεχείς εκκλήσεις για βοήθεια από την Ελλάδα. Περιόδευε συχνά στα χωριά της
Καστοριάς, επαναφέροντας πολλά από αυτά στο Πατριαρχείο. Όταν τελικά εμφανίστηκαν στην
Καστοριά οι αντάρτικες ομάδες, συνέχισε να συντονίζει τον αγώνα τους μέχρι το 1907, οπότε
απομακρύνθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, μετά από έντονες πιέσεις του Βεζύρη Φερήτ
Πασά. Έπειτα, διετέλεσε μητροπολίτης στην Αμάσεια του Πόντου και φυλακίστηκε το 1917 από
τους Οθωμανούς για την αντίστασή του κατά τη Γενοκτονία των Ποντίων και των Αρμενίων. Για
ένα χρόνο διορίστηκε Μητροπολίτης Ιωαννίνων και το 1924 τοποθετήθηκε Έξαρχος Κεντρικής
Ευρώπης στη Βιέννη, όπου και πέθανε το 1935. Το 1959 έγινε η μεταφορά των οστών του στην
Καστοριά και εκδόθηκαν τα απομνημονεύματά του.
[31] ο.π, σ. 28, 29
[32] ο.π, σ. 30-34
[33] Κ. Αινείαν – Μαζαράκης, Ο Μακεδονικός Αγών : Αναμνήσεις, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1963, σ. 12
[34] Ο Κωνσταντίνος Χρήστου (καπετάν Κώττας) (1863-1905) κατάγονταν από τον οικισμό
των Κορεστείων Κώττας (Ρούλια), που πήρε την δεκαετία του ’20 το όνομά του. Τα πρώτα
χρόνια έκανε πολλές εργασίες στο χωριό του, μεταξύ των οποίων γεωργός, κηροποιός,
μπακάλης, τσαγκάρης και πανδοχέας. Το 1896 ήταν πρόεδρος του χωριού του και είχε αναλάβει
την λειτουργία του πανδοχείου της κοινότητας. Τότε ήρθε σε ρήξη με τον καταδυναστευτικό
τουρκαλβανό Κασίμ Μπέη, που λυμαινόταν την περιοχή. Ο Κώττας διατηρούσε εκ φύσεως
αισθήματα μίσους για τους Τούρκους, έχοντας ως πρότυπα τους παλαιότερους έλληνες ληστές
όπως ο Μπρούφας, ο Καραναούμης, ο Ζούρκας και ο Καταρραχιάς. Το 1897 δημιούργησε μαζί
με τον Πάυλο Κύρου την αντάρτικη ομάδα του και το 1898 δολοφόνησε τον Κασίμ Μπέη.
Ακολούθησαν οι μπέηδες της περιοχής Αμπεντίν, Νουρεντίν, Τζεμάλ, Ταΐρ και άλλοι.
Παράλληλα, προέβαινε σε αρκετές ληστείες τούρκων διαβατών και χρηματαποστολών, με
αποτέλεσμα να φυλακιστεί για κάποιο διάστημα το 1899. Η εντυπωσιακή δράση του ενάντια
στους Τούρκους κίνησε το ενδιαφέρον της νεοσύστατης ΕΜΕΟ στην περιοχή, που
εκμεταλλεύτηκε τη σλαβόφωνη ομιλία του. Μέχρι το 1901 συνεργάστηκε με διάφορους
κομιτατζήδες και ιδίως με τον Μήτρο Βλάχο στην δολοφονία αρκετών μπέηδων, διατηρώντας
παράλληλα μια αυτόνομη στάση που τους ενόχλησε. Επίσης, η αντίδρασή του στις δολοφονίες
των πατριαρχικών χωρικών ανάγκασε την ΕΜΕΟ να διατάξει την εξόντωσή του. Τρεις φορές
επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς η δολοφονία του με ενέδρα. Το 1901 προσεγγίζεται από τον Γερμανό
Σελίδα 32 από 64
Καραβαγγέλη και δρα πλέον με το ελληνικό μέρος. Τα παιδιά του στάλθηκαν για προστασία
στην Αθήνα και του παραχωρήθηκε ποσό για να σταματήσει τις ληστείες. Έδρασε κυρίως στα
Κορέστεια και δυτερευόντως στις Πρέσπες, προσφέροντας πολύ σημαντικές υπηρεσίες στους
ελληνικούς πληθυσμούς. Το 1902 συνεργάστηκε για λίγο με τον βερχοβιστή συνταγματάρχη
Γιαγκώφ ενάντια στους Τούρκους. Κατά την εξέγερση του Ίλιντεν ο Κώττας, προσπαθώντας να
εκμεταλλευτεί την αναστάτωση, πυρπόλησε μουσουλμανικά χωριά των Πρεσπών, ενώ κατά
πάσα πιθανότητα είναι αυτός που αιχμαλώτισε τον Λ. Ποπτράϊκωφ, αρχηγό της ΕΜΕΟ στην
Καστοριά. Μετέβη στην Αθήνα και αργότερα υποδέχθηκε την αποστολή του Παύλου Μελά στα
Κορέστεια. Συνελήφθη από τις οθωμανικές αρχές μετά από προδοσία και απαγχονίστηκε στο
Μοναστήρι το 1905.
[35] Ο Βαγγέλης (Γκέλεφ) Ταρσιγιάνσκι ( -1903) γεννήθηκε στο Τρίβουνο (Τύρσια) Φλωρίνης
και ήταν βουλγαροδιδάσκαλος στο χωριό του. Εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ το 1902, αλλά προσωπικές
έριδες με τον Τσακαλάρωφ και διαφωνίες με διάφορες πρακτικές της απέναντι σε ελληνικούς
πληθυσμούς, τον οδήγησαν να μεταπηδήσει στην ελληνική πλευρά. Σκοτώθηκε από την
πολυάριθμη τσέτα του Μ. Σαράφωφ το 1903, πριν το Ίλιντεν.
[36] ο.π, σ. 36-38
[37] Ο Βαγγέλης Γεωργίου (Νάτσης ή Στρεμπενιώτης) (1876-1904) γεννήθηκε στα Ασπρόγεια
(Στρέμπενο) Φλωρίνης και είχε ηπειρώτικη καταγωγή, αλλά μιλούσε στο σλαβόφωνο ιδίωμα.
Αρχικά, είχε μεταβεί ως κτίστης στην Πόλη αλλά εξορίστηκε πίσω στο χωριό του. Έπειτα, είχε
επιστρατευτεί με τη βία από τους κομιτατζήδες αλλά μετά τη δολοφονία του θείου του και
πατριαρχικού ιερέα παπα-Δημήτρη κατέφυγε στον Καραβαγγέλη μαζί με την οικογένειά του. Το
1901 ίδρυσε το δικό του σώμα και έδρασε στην περιοχή του ανατολικού Βιτσίου. Τον Ιούνιο του
1903 υποδέχτηκε και συνεπτύχθη με το πρώτο σώμα που κατέφθασε από τη νότια Ελλάδα.
Κατά το Ίλιντεν προσπάθησε να προστατεύσει την Κλεισούρα από τα στίφη των
επαναστατημένων Βουλγάρων. Σκοτώθηκε σε βουλγάρικη ενέδρα το 1904 στο χωριό Αετός.
[38] Ο Παύλος Κύρου ( -1906) γεννήθηκε στο Ανταρτικό (Ζέλοβο) των Κορεστείων και ήταν
εγγονός του παλιού κλέφτη Ναούμ Κύρου. Μιλούσε στο σλαβόφωνο ιδίωμα αλλά διατηρούσε
μια ξεκάθαρη ελληνική συνείδηση. Πήρε μέρος από πολύ νωρίς σε επιχειρήσεις εναντίον των
Τούρκων και μετέβη στην Αθήνα για κάποια χρόνια. Αναδείχθηκε σε πρωτοπαλίκαρο του
καπετάν Κώττα και συνεργάστηκε με τον Καραβαγγέλη και τους αξιωματικούς από τη νότια
Ελλάδα. Μετά το θάνατο του Κώττα συγκρότησε τη δική του ομάδα που έδρασε στα Κορέστεια
και τις Πρέσπες. Σκοτώθηκε το 1906 στον οικισμό Τρίγωνο.
[39] Ο Δημήτριος Νταλίπης ( -1906) κατάγονταν από τον Γάβρο (Γκαμπρέσι) των Κορεστείων
και ήταν σλαβόφωνος κτηνοτρόφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κεχαγιάς ή Κωνσταντινίδης
και το όνομα Νταλίπης το επωμίστηκε χάριν ανάμνησης του παλιού κλέφτη Νταλίπη από την
Σφήκα των Πρεσπών. Συμμετείχε στο σώμα του Κώττα και αργότερα συνεργάστηκε με πολλούς
αξιωματικούς σε αρκετές μάχες εναντίον των Βουλγάρων. Σκοτώθηκε στο Ανταρτικό το 1906.
[40] Ο Νικόλαος (Λάκης) Νταϊλάκης (1880-1941) γεννήθηκε στο Βερνίκι που βρίσκεται σήμερα
σε αλβανικό έδαφος πολύ κοντά στα σύνορα, ενώ μέχρι το 1924 ανήκε στην Επαρχία
Καστοριάς. Γόνος σημαντικής πατριαρχικής οικογένειας στράφηκε αρχικά ενάντια στους
τουρκαλβανούς μπέηδες, σκοτώνοντας μάλιστα τον Ντεμήρ Αγά. Φυλακίστηκε για κάποια
χρόνια και αργότερα εντάχθηκε στην ομάδα του Κώττα και συγκρότησε το δικό του σώμα.
Συμμετείχε σε πολλές μάχες με τους βουλγάρους κομιτατζήδες ή τους τουρκαλβανούς κλέφτες,
δρώντας κυρίως σε περιοχές της Κορυτσάς, του Γράμμου, του Τρικλάριου και των Πρεσπών.
Συνήθως, υπαρχηγός του ήταν ο αδερφός του Γιάννης Νταϊλάκης. Συνεργάστηκε ως το τέλος
του αγώνα με πολλούς έλληνες οπλαρχηγούς και συνέχισε να δρά μέχρι την απελευθέρωση του
‘12. Μετά το 1924 εγκαταστάθηκε στην Κορομηλιά και ήταν από τους μοναδικούς έλληνες
μακεδονομάχους που ατύχησαν να ξαναέρθουν αντιμέτωποι με τα σώματα κομιτατζήδων στην
Κατοχή. Δολοφονήθηκε το 1941 στην Κορομηλιά από τον Λάζαρο Τερπόφσκι, κομιτατζή και
μέλος του ΕΑΜ. Ο αδερφός του Γιάννης είχε την ίδια τύχη δύο χρόνια αργότερα. Η τοπική
κοινωνία θέλοντας να τον τιμήσει έδωσε το όνομά του σε μια από τις συνοικίες της Καστοριάς.
Επίσης, σώζονται τα λεπτομερή απομνημονεύματά του.
[41] Ο Ναούμ Σπανός (καπετάν Απίκραντος) ( -1955) γεννήθηκε στο Άργος Ορεστικό
(Χρούπιστα) και ήταν βλάχικης καταγωγής. Συμμετείχε στον πόλεμο του 1897 και
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μέχρι το 1901, ερχόμενος σε επαφή με μακεδονικούς συνδέσμους.
Έπειτα, επανήλθε στην Καστοριά, όπου συνεργάστηκε με τον Γερμανό Καραβαγγέλη και τον
Βαγγέλη Στρεμπενιώτη. Αργότερα, συγκρότησε το δικό του μικρό σώμα που έδρασε στην
περιοχή των Καστανοχωρίων μέχρι το 1904 λόγω διαφωνίας με τον Βάρδα. Έπειτα, έζησε στον

Σελίδα 33 από 64
Πειραιά και τη Νέα Σμύρνη ως τον θάνατό του το 1955. Συνέγραψε τα απομνημονεύματά του,
τα οποία σώζονται.
[42] Ο Αλέξανδρος Καραλίβανος καταγόταν από την Κοζάνη και ήταν παλιός κλέφτης της
Δυτικής Μακεδονίας. Του είχε δοθεί αμνηστία και είχε διοριστεί από τις τουρκικές αρχές ως
αρματολός για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου όπλων της ΕΜΕΟ. Συνεργάστηκε με τον
Καραβαγγέλη από το 1901 και προστάτευσε πολλά πατριαρχικά χωριά του Βιτσίου κατά την
εξέγερση του Ίλιντεν. Επίσης, μαζί με τον οπλαρχηγό Σωτήριο Βισβίκη από το Βογατσικό
βοήθησε με το σώμα του τον Παύλο Μελά και τον Γεώργιο Τσόντο. Το 1905 φυλακίστηκε στο
Μοναστήρι.
[43] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979, σ. 128
[44] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993, σ. 45-50
[45] Ο Ευθύμιος Καούδης (1866-1956) γεννήθηκε στον Καλλικράτη των Σφακιών και είχε
εγκατασταθεί από το 1900 στην Αθήνα. Το 1903 εμφανίστηκε στην περιοχή της Καστοριάς μαζί
με άλλους 9 απεσταλμένους κρητικούς πολεμιστές. Παρέμενε μεγάλα χρονικά διαστήματα στην
περιοχή και πήγαινε τον χειμώνα στην Αθήνα για να ανασυγκροτήσει την ομάδα του και να
ξεκουραστεί. Συνεργάστηκε με πολλούς γηγενείς οπλαρχηγούς και αξιωματικούς, δρώντας
κυρίως στα Κορέστεια. Το 1906 αποσύρθηκε για θεραπεία στην Αθήνα και συνέχισε τη δράση
του στη Σάμο και τη Μακεδονία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Στον Μεσοπόλεμο
προάχθηκε σε λοχαγό και συμμετείχε ενεργά σε μακεδονικά θέματα. Έζησε στην Κρήτη και την
Θεσ/νίκη, όπου πέθανε το 1956. Έχουν εκδοθεί τα λεπτομερή απομνημονεύματά του.
[46] D. Dakin, The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913, Institute for Balkan Studies,
Thessaloniki, 1966, σ. 85-90
[47] ο.π, σ. 98, 99
[48] L. Miletich, Osvoboditelnata borba v Kostursko (Memoirs of Pando
Klyashev) (βουλγ), Materiali za istoriyata na Makedonskoto osvoboditelno dvizhenie, vol.
IΙ, Makedonski Nauchen Institut, Sofia, 1925, σ.
[49] Σ. Πελαγίδης, Λίγο μετά το Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903) στις περιοχές Καστοριάς και
Φλώρινας, Συμπόσιο Μακεδονικού Αγώνα (1984), ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1987, σ. 350, 351 (βάσει
βρετανικών αναφορών που δημοσιεύθηκαν στην Κυανή Βίβλο του 1903, εγγράφων από το
αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών για τον Μακεδονικό Αγώνα και του αρχείου του Αργύρη
Ζάχου)
[50] Γ. Μόδης, Ο Μακεδονικός Αγώνας και η νεότερη μακεδονικά ιστορία, ΕΜΣ, Θεσ/νίκη 1967,
σ. 190, 191
[51] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993, σ. 49, 50
[52] Ο Γερμανός Καραβαγγέλης αναφέρει 10 με 15 χιλιάδες, την ώρα που οι Βούλγαροι
επαναστάτες στην περιοχή ήταν περίπου 670
[53] Σ. Πελαγίδης, Λίγο μετά το Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903) στις περιοχές Καστοριάς και
Φλώρινας, Συμπόσιο Μακεδονικού Αγώνα (1984), ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1987, σ. 355, 358
[54] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993, σ. 49, 50
[55] Α. Μαζαράκης, Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας, Αθήναι, 1912, σ. 86, 87
[56] Ν. Βλάχος, Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήναι,
1935, σ. 295

Σελίδα 34 από 64
Ο Μακεδονικός Αγώνας (μέρος 3ο) : Η ένοπλη φάση (1904-1908)

Η μεταστροφή της ελληνικής πολιτικής και οι αποστολές του Παύλου Μελά

Ο Ανθυπολοχαγός Π. Μελάς (Μίκης Ζέζας)


(1870-1904) από την Αθήνα αποτέλεσε
έναν από τους πρώτους Μακεδονομάχους που
θυσιάστηκαν. Ο θάνατός του ενεργοποίησε
πολλούς ακόμη αξιωματικούς στον αγώνα

Τα τραγικά γεγονότα του Ίλιντεν το 1903 στη Δυτική Μακεδονία οδήγησε τους τοπικούς
κυρίαρχους εκπροσώπους του ελληνισμού σε ακόμη πιο έντονες εκκλήσεις προς το Ελληνικό
Κράτος. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο νέος πρόξενος του Μοναστηρίου Β. Κυπραίος και ο
υποπρόξενος Ι. Δραγούμης επιδιώκουν επίμονα την ανάληψη ευθύνης εκ μέρους της ελεύθερης
Ελλάδας[1]. Εκμεταλλευόμενη την φυγή των περισσότερων κομιτατζήδων στην Βουλγαρία, η
οργάνωση της Μακεδονίας ‘’Εθνική Άμυνα’’[2]προσπαθούσε να οργανώσει καλύτερα τους
κατοίκους κάθε οικισμού ως αντίπαλο δέος προς τις επιτροπές που είχε δημιουργήσει η ΕΜΕΟ.
Από τη μεριά των ήδη δρώντων ντόπιων οπλαρχηγών κατέφθασε στην Αθήνα μια επιτροπή
ώστε να ενημερώσει και να παρακινήσει τους έλληνες αξιωματικούς και εκπροσώπους της
ελληνικής κυβέρνησης. Μέλη αυτής της επιτροπής οι καπετάν Κώττας, Π. Κύρου, Σ. Ιωαννίδης,
Η. Γαδούτσης, Β. Ράμμος, Γ. Κολίτσης, Λ. Πύρζας και Σ. Δούμας[3]. Αυτοί εξέθεσαν την τραγική
κατάσταση του ελληνισμού στη Μακεδονία και έπεισαν την ελληνική κυβέρνηση να στείλει
ορισμένες διερευνητικές αποστολές. Εν τω μεταξύ είχε διοριστεί και μια σειρά από αξιωματικούς
στα προξενεία της Μακεδονίας που θα δρούσαν ως πράκτορες. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1904
στάλθηκε στην Κεντρική Μακεδονία ο διερμηνέας στην πρεσβεία της Πόλης Γ. Τσορμπατζόγλου
και στην Δυτική Μακεδονία μια επιτροπή τεσσάρων αξιωματικών, που αποτελούνταν από τους
Π. Μελά[4], Α. Κοντούλη[5], Α. Παπούλα[6] και Γ.Κολοκοτρώνη[7].

Τους αξιωματικούς συνόδευσαν οι Α. Τράγας, Ε. Καούδης, Γ. Δικώνυμος – Μακρής, Γ. Περάκης


και όλοι οι προαναφερθέντες γηγενείς οπλαρχηγοί. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα μικρό σώμα που
έφτασε στις 14 Μαρτίου στην Μονή Τσιριλόβου μετά από πορεία δύο εβδομάδων. Ο
Καραβαγγέλης συναντήθηκε μόνο με τον Κοντούλη στην Καστοριά και στη συνέχεια το σώμα
πορέυθηκε βόρεια στα Κορέστεια και τις Πρέσπες. Επισκέφθηκε αρκετά χωριά και προσπάθησε
Σελίδα 35 από 64
να υψώσει το ηθικό των ντόπιων. Ενώ το σώμα βρισκόταν στις Καρυές των Πρεσπών
ανακλήθηκε με κυβερνητική εντολή στην Ελλάδα ο Μελάς, ο οποίος μέσω Μοναστηρίου και
Θεσσαλονίκης έφτασε στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου. Οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε ομάδες
και περιόδευσαν σε πολλά χωριά του Βιτσίου, συνεργαζόμενοι με τον Στρεμπενιώτη, μέχρι την
αναγκαστική ανάκληση όλων των αξιωματικών στις 1 Μαΐου[8].

Ένα μοναδικό ντοκουμέντο. Στιγμιότυπο από τα


συλλαλητήρια στην Καστοριά τον Μάιο του 1904 κατά
την έλευση του εξαρχικού επισκόπου Γρηγορίου.
Οι διαδηλωτές βρίσκονται στο προαύλιο του
μητροπολιτικού ναού.

Μετά το Ίλιντεν στην Καστοριά είχε παραμείνει μόνο το σώμα του Μήτρο Βλάχου και το ναυάγιο
της βουλγάρικης ένοπλης προπαγάνδας εξανάγκασε τους Βουλγάρους να χειριστούν άλλα μέσα.
Ο εξαρχικός επίσκοπος του Μοναστηρίου Γρηγόριος (1853-1906) προσπάθησε με κάθε μέσο να
μεταφέρει την έδρα του στην Καστοριά. Τον Μάιο του 1904 μετά από άδεια του Χιλμή Πασά
εγκαθίσταται πραξικοπηματικά στην Καστοριά και ξεσπούν ευρείες αντιδράσεις από τους
κατοίκους της. Με προεξάρχοντα τον έλληνα μητροπολίτη Γερμανό γίνονται μεγάλα
συλλαλητήρια από εκατοντάδες γυναικόπαιδα της πόλης. Ο καϊμακάμης της Καστοριάς τάχθηκε
εξ αρχής στο πλευρό του βούλγαρου επισκόπου και μόνο όταν η κατάσταση οξύνθηκε αρκετά
ύστερα από τη συνδρομή των μπέηδων της πόλης, αναγκάστηκε να τον διώξει. Κατά την
αναχώρησή του μετά από λίγες μέρες παραμονής χλευάστηκε από τους κατοίκους της πόλης και
παιδιά με γκαζοτενεκέδες τον γιουχάιζαν[9]. Οι καστοριανοί με τη στάση τους αυτή ξεκαθάρισαν
ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν στην ολοένα και πιο προκλητική στάση των
Βουλγάρων. Επιπρόσθετα, την άνοιξη του 1904 η τουρκική εξουσία παρείχε για ακόμη μια φορά
αμνηστία στους βούλγαρους επαναστάτες του Ίλιντεν, μετά από σφοδρές πιέσεις των δυτικών.

Στις 8 Απριλίου 1904 υπογράφηκε βουλγαροτουρκική συμφωνία κατά τους όρους του
Προγράμματος της Μυρστέγης. Έτσι, σταδιακά επανεμφανίστηκαν οι κομιτατζήδες στην περιοχή
και συνέχισαν ανενόχλητοι το ανθελληνικό έργο τους. Στις 12 Μαΐου δολοφονήθηκε με ενέδρα
ο Β. Στρεμπενιώτης και στις 9 Ιουνίου συνελήφθη από τους Τούρκους ο Κώττας και
απαγχονίστηκε περίπου ένα χρόνο μετά στο Μοναστήρι. Η προδοσία του Κώττα στους Τούρκους
παραμένει μια από πιο σκοτεινές υποθέσεις του Μακεδονικού Αγώνα και στις πηγές εμφανίζονται
διάφορα αίτια. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, οι έλληνες
οπλαρχηγοί είχαν εντολή να εξολοθρεύσουν τον Μήτρο Βλάχο, που συνέχιζε να σκορπά τον
τρόμο στα Κορέστεια. Ο Κώττας όμως αδυνατούσε να σκοτώσει το παλιό πρωτοπαλλίκαρό του
και συναντήθηκε κρυφά μαζί του στο Τρίγωνο, προσπαθώντας να τον πείσει να ταχθεί με το
ελληνικό μέρος. Οι συναγωνιστές του και ο Καραβαγγέλης όμως παρεξήγησαν αυτή του την
στάση και προέβησαν στην προδοσία[10]. Ο Κώττας φυσικά σε καμία περίπτωση δεν έδρασε
προδοτικά, καθώς μέχρι το τέλος διατήρησε την ελληνική του συνείδηση. Χαρακτηριστικά τα
τελευταία λόγια του στο σλαβόφωνο ιδίωμα: ‘’Ντα ζίβε Γκρτσια. Σλόμποντα ίλι σμρτ’’, δηλαδή
‘’Ζήτω η Ελλάδα. Ελευθερία ή θάνατος’’[11]. Όπως και να ‘χει το θέμα, χάθηκαν σε μικρό
χρονικό διάστημα οι δύο σημαντικότεροι έλληνες οπλαρχηγοί στην περιοχή και η κατάσταση
κρινόταν ως εξαιρετικά κρίσιμη.

Σελίδα 36 από 64
Ο Δ. Καλαποθάκης (1862-1921) ήταν εκδότης
της εφημερίδας Εμπρός και Πρόεδρος του
Μακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα τα έτη
1904-1907

Όταν επέστρεψαν οι τέσσερις αξιωματικοί και ο Τζορμπατζόγλου στην Αθήνα εξέθεσαν τις
απόψεις τους για την κατάσταση στη Μακεδονία. Μεταξύ των αξιωματικών υπήρχε διχογνωμία
καθώς οι Μελάς και Κοντούλης ήταν υπέρ της αποστολής σωμάτων από την Ελλάδα, ενώ οι
Παπούλας και Κολοκοτρώνης απέρριπταν τη θέση αυτή και θεωρούσαν πως έπρεπε απλά να
εφοδιαστούν οι ντόπιοι κάτοικοι[12] [13]. Η τραγική αδράνεια της κυβέρνησης οδήγησε στις 22
Μαΐου 1904 στην ίδρυση ενός άλλου φορέα που θα οργάνωνε τον αγώνα στη Μακεδονία, του
‘’Μακεδονικού Κομιτάτου’’ με πρόεδρο τον Δ. Καλαποθάκη. Η αλήθεια είναι ότι το Ελληνικό
Κράτος αδυνατούσε να λάβει μια αποφασιστική λύση και ζήτησε την έκθεση του νέου πρόξενου
στο μοναστήρι Δ. Καλλέργη. Ο Καλλέργης ζήτησε την άμεση αποστολή 5 ομάδων που θα
δρούσαν στα Καστανοχώρια, τα Κορέστεια, την περιοχή Βασιλειάδας - Κλεισούρας - Λεχόβου, το
ανατολικό Βίτσι (Πολυπόταμος, Δροσοπηγή, Φλάμπουρο, Νυμφαίο) και βορείως της λίμνης
Οστρόβου (Βεύη, Κέλλη, Σκοπός)[14]. Τελικά, τον Αύγουστο του 1904 πάρθηκε η απόφαση
αποστολής δύο μικρών ένοπλων σωμάτων στην Καστοριά υπο τους Γ. Μπόλα και Π.
Κανδύλα[15]. Ο Κανδύλας (καπετάν Κόκκινος) ανέπτυξε μικρή δράση γύρω από το Βογατσικό,
ενώ το σώμα του Μπόλα συνεπλάκη με τουρκικό απόσπασμα στην περιοχή της Ελασσόνας και
επέστρεψε πίσω. Το Μακεδονικό Κομιτάτο έστειλε ως εκπρόσωπό του στην Καστοριά τον Κ.
Μάνο και ο Παύλος Μελάς προσκλήθηκε από την Μακεδονική Επιτροπή της Κοζάνης. Στο
δεύτερο ταξίδι του μαζί με τον Λ. Πύρζα ο Μελάς, παριστάνωντας τον ζωέμπορο Πέτρο Δέδε,
έφτασε στην Κοζάνη και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε καμία οργάνωση, παρά τις διαβεβαιώσεις
που είχε απο τοπικούς παράγοντες. Αρκέστηκε μόνο στην συμφωνία με τους οπλαρχηγούς
Καραλίβανο και Βισβίκη και ταξίδεψε μέχρι τη Σιάτιστα[16] [17]. Ένα μεγαλύτερο σώμα 14
ανδρών υπό τον Ε. Καούδη έφτασε στις 31 Αυγούστου στο Ανταρτικό και ξεκίνησε τη δράση
του. Στράφηκε εναντίον μελών της ΕΜΕΟ και δολοφόνησε τους εξαρχικούς πράκτορες Στόϊτσε,
Χατζηπαύλο και τον ρουμανίζοντα από το Πισοδέρι Τσολάκη[18].

Σελίδα 37 από 64
Το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς. Στη θέση που
βρίσκεται το αριστερό άτομο δέχτηκε ο οπλαρχηγός
τα πυρά στην κοιλιακή χώρα.

Ο Παύλος Μελάς διέρχεται για τρίτη φορά την ελληνοτουρκική μεθόριο στις 27 Αυγούστου 1904
ως αρχηγός ενός σώματος 30 ανδρών, μεταξύ των οποίων οι Λ. Πύρζας, Α. Δικώνυμος, Λ.
Βρανάς, Γ. Βολάνης[19] και Ι. Καραβίτης[20]. Μετά από 10 μέρες πορεία και προδοσία ενός από
τους οδηγούς καταφέρνει να φτάσει στο Κωσταράζι στις 8 Σεπτεμβρίου. Από εκεί πορεύεται
προς τη Μονή Τσιριλόβου και μετά προς το Λέχοβο, όπου συναντά τον τοπικό αγωνιστή Ζ.
Δημουλιό[21]. Εισέρχεται στην Περικοπή και τα Ασπρόγεια, όπου διαλύει τις τοπικές επιτροπές
της ΕΜΕΟ. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Δροσοπηγή, όπου κλείνει το ρουμάνικο σχολείο και
εντάσσει στο σώμα του τον Φ. Καπετανόπουλο[22]. Στον Πολυπόταμο δέχεται τούρκικη επίθεση
και σκοτώνεται ο Καπετανόπουλος. Στις 7 Οκτωβρίου συναντά τα σώματα Καραλίβανου,
Μπούλακα και Βολάνη στο Φλάμπουρο και συνενώνεται με αυτά. Σε όλη την περιοδεία αυτή
οργάνωσε τοπικές ελληνικές επιτροπές αμύνης σε κάθε χωριό και προσπάθησε να τονώσει το
ηθικό των γηγενών. Στη συνέχεια πορεύεται δυτικά ώστε να συναντήσει στο Ανταρτικό το
υπάρχων σώμα του Καούδη και στις 12 Οκτωβρίου εισέρχεται στην Στάτιστα (Μελάς), όπου
διανυκτερεύει σε διάφορες οικείες όλο το σώμα των 35 ανδρών[23]. Την επόμενη μέρα
ειδοποιείται ότι καταφθάνει από το Μακροχώρι ισχυρή τούρκικη στρατιωτική δύναμη, αλλά
ορίζει να παραμείνουν στο χωριό. Το βράδυ της 13 ης Οκτωβρίου (26 Οκτωβρίου με το νέο
ημερολόγιο) ακούγοντας θορύβους βγαίνει από την οικία και δέχεται πυροβολισμό στην
κοιλιακή χώρα. Πεθαίνει λίγη ώρα μετά, συλλαμβάνονται 7 άνδρες και οι υπόλοιποι διαφεύγουν
στο Ανταρτικό και συναντούν τον Καούδη. Η προδοσία του Μελά στους Τούρκους προερχόταν
από τον Μήτρο Βλάχο, που βρισκόταν στο Μακροχώρι, και αδυνατούσε να αντιπαρατεθεί με τον
Μελά. Έτσι, σκέφτηκε το εξής τέχνασμα: έβαλε έναν ακόλουθό του να γράψει γράμμα στα
ελληνικά προς τον τούρκο στρατιωτικό διοικητή του Μακροχωρίου και να του γνωστοποιεί ότι
στη Στάτιστα βρισκόταν ο Μήτρο Βλάχος, ο οποίος καταζητούνταν πολύ καιρό για δολοφονίες
Τούρκων και Ελλήνων[24]. Έτσι, το τουρκικό απόσπασμα κινήθηκε ώστε να σκοτώσει τον
υποτιθέμενο Μήτρο Βλάχο, ενώ ακόμη και μετά τον θάνατο του Μελά δεν γνώριζε καν ποιος
είχε σκοτωθεί. Μπορεί οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του Μελά να είναι οι τούρκοι
στρατιώτες, όμως ο ηθικός αυτουργός είναι ο Μήτρο Βλάχος. Στη συνέχεια, ο Καραβαγγέλης
προσπάθησε να κρατήσει κρυφό τον θάνατο του Μελά και έστειλε τον έμπιστό του Κ. Στεργίου
από το χωριό να πάρει το άψυχο σώμα του, όμως εκείνος δεν πρόλαβε και έκοψε μόνο το
κεφάλι του και το μετέφερε στην εκκλησία του Πισοδερίου, όπου θάφτηκε. Το υπόλοιπο σώμα
ανακαλύφθηκε από τους Τούρκους και μεταφέρθηκε στην Καστοριά. Στα απομνημονεύματα του
Καραβαγγέλη περιγράφεται λεπτομερώς ο αγώνας που έγινε εκεί ώστε να πάρει το σώμα και να
το θάψει[25], πράγμα που έκανε απέναντι από την Μητρόπολη Καστοριάς, έξω από τον ναό των
Ταξιαρχών.

Σελίδα 38 από 64
Χάρτης της πρώτης και της τρίτης περιοδείας του Μελά στην περιοχή της Καστοριάς.
(σχέδιο Γ. Τσότσου)

Φωτογραφίες του Π. Μελά με τη γυναίκα του Ναταλία


και την κόρη του Ζωή στο σπίτι του στην Κηφισιά,
Σελίδα 39 από 64
το οποίο σήμερα σώζεται

Η είδηση του θανάτου του Μελά ταξίδεψε ταχύτατα και έγινε αμέσως πρωτοσέλιδο στις
αθηναϊκές εφημερίδες. Ο ανθυπολοχαγός Μελάς ήταν εξέχουσα προσωπικότητα της αθηναϊκής
κοινωνίας και ο αναπάντεχος χαμός του εξόργισε και δραστηριοποίησε πολλούς άλλους
αξιωματικούς. Το ενδιαφέρον του για την Μακεδονία τον οδήγησε να εγκαταλείψει την ήρεμη
αστική ζωή του, την πλούσια κατοικία του στα Βόρεια Προάστια και τα δυο μικρά παιδιά του.
Δεν είναι τυχαίο που η έναρξη του ελληνικού αγώνα στη Μακεδονία τοποθετείται στα 1904 και
ταυτίζεται συχνά με τον θάνατό του. Η γυναίκα του Ναταλία ήρθε λίγο διάστημα αργότερα με
ψευδώνυμο στην Καστοριά, ώστε να δει τον τάφο του άνδρα της. Μετά από τρία χρόνια ήρθε
ξανά μαζί με τον αδερφό της Ίωνα Δραγούμη, τον αδερφό του Παύλου Μελά Κωνσταντίνο και
τον Πρόξενο του Μοναστηρίου. Τότε μεταφέρθηκε κρυφά το κεφάλι του νεκρού από το
Πισοδέρι στην Καστοριά και έγινε η ανακομιδή των λειψάνων, που βρίσκονται μέχρι σήμερα
μέσα στον ναό των Ταξιαρχών[26]. Στο χωριό όπου σκοτώθηκε δημιουργήθηκε ένα κενοτάφιο
και μετονομάστηκε προς τιμήν του Μελάς κατά τον Μεσοπόλεμο.

Η έλευση Κατεχάκη και Βάρδα

Ο Γ. Κατεχάκης (καπετάν Ρούβας) (1880-1936)


από την Πόμπια Ηρακλείου αποτέλεσε
Γενικός Αρχηγός των επιχειρήσεων
στο Βιλαέτι Μοναστηρίου, αντικαθιστώντας
τον Παύλο Μελά

Μετά τον θάνατο του Μελά επικρατούσε σύγχυση μεταξύ των ελλήνων οπλαρχηγών.
Τοποθετήθηκαν ολιγομελείς φρουρές στο Ανταρτικό, την Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο και το
Λέχοβο υπο τους Π. Κύρου, Λ. Βρανά[27], Ι. Μπούλακα[28] και Α. Δικώνυμο[29]αντίστοιχα. Το
σώμα του Καραλίβανου και ο Πύρζας[30]κατέφυγαν στην Νότια Ελλάδα, ενώ το υπόλοιπο σώμα
του Καούδη περιφερόταν στα Κορέστεια και το Βίτσι. Στις 7 Νοεμβρίου ο Καούδης έσπευσε στο
Κωσταράζι να συναντήσει τον Γ. Κατεχάκη (καπετάν Ρούβα)[31], νέο απεσταλμένο αρχηγό από
το Μακεδονικό Κομιτάτο. Το 25μελές σώμα του Κατεχάκη περιλάμβανε μεταξύ άλλων τους Δ.
Νταλίπη, Π. Γύπαρη[32], Σ. Ιωαννίδη[33] και Δ. Γαϊτατζή[34]. Από εκεί μετέβησαν στη Βλάστη
και προετοίμαζαν επίθεση στο εξαρχικό χωριό Αετός, όταν πληροφορήθηκαν την τέλεση ενός
γάμου στο Σκλήθρο, όπου θα συγκεντρώνονταν πολλά στελέχη της ΕΜΕΟ. Η επίθεση
πραγματοποιήθηκε από τα συνασπισμένα σώματα Κατεχάκη, Καούδη και Πούλακα στις 13
Νοεμβρίου και έληξε με αρκετούς εξαρχικούς νεκρούς. Το γεγονός αυτό, μαζί με την επίθεση
στη Βασιλειάδα λίγο διάστημα αργότερα, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τη βουλγαρική
Σελίδα 40 από 64
προπαγάνδα εως σήμερα. Οι ιστοριογράφοι από τη Βουλγαρία και τα Σκόπια μιλούν συχνά για
τον λεγόμενο ‘’ματωμένο γάμο’’ στο Ζέλενιτς (Σκλήθρο) και σφαγή αμάχων, αποσιωπώντας
φυσικά το γεγονός ότι σε αυτόν συμμετείχαν βασικά όργανα της ΕΜΕΟ πλήρως οπλισμένα,
μεταξύ των οποίων ο βοεβόδας Κόλε Αντρέεφ που διέφυγε τελικώς. Στην πραγματικότητα, στον
γάμο διεξήχθη συμπλοκή με ένοπλους κομιτατζήδες, ενώ οι γυναίκες παρέμειναν κλειδωμένες
σε ένα δωμάτιο[35]. Άρα εν ολίγοις μιλάμε για μια μικρή μάχη και όχι για σφαγή αμάχων, όπως
προσπάθησαν έντεχνα να μεταβιβάσουν οι Βούλγαροι στις προξενικές αρχές του Μοναστηρίου.
Ως αντίποινο αυτής της ελληνικής επίθεσης εκλαμβάνεται η δολοφονία 13 κοζανιτών ταξιδιωτών
κοντά στο Ξυνό Νερό από τον Αντρέεφ. Μετά το γεγονός στο Σκλήθρο, ο Κατεχάκης με τον
Καούδη πορεύθηκαν προς τα Κορέστεια, ενώ οι υπόλοιποι αρχηγοί επέστρεψαν στις θέσεις τους
ως φρούραρχοι οικισμών. Κατά τη διάρκεια της περιοδεία αυτής διεξήχθη μάχη κοντά στο
Ανταρτικό με τους κομιτατζήδες στις 30 Νοεμβρίου. Τα σώματα Κατεχάκη, Καούδη, Καραβίτη
και Σημανίκα προσπάθησαν να περικυκλώσουν τις τσέτες των Μήτρο Βλάχου και Κερσάκωφ στη
κορυφή Γιάμισε, όμως απέτυχαν καθώς παρεβλήθη τουρκικός στρατός από το Πισοδέρι και το
Μακροχώρι, επιτρέποντας τη φυγή των Βουλγάρων[36].

Ο Γ. Τσόντος (Βάρδας) (1871-1942) από το


Ασκύφου Χανίων ήταν Γενικός Αρχηγός
στο Βιλαέτι Μοναστηρίου το διάστημα 1905-1907.
Η προσφορά του στην θετική εξέλιξη του
αγώνα ήταν μεγάλη

Οι πρώτες νίκες των ελληνικών σωμάτων επρόκειτο να πολλαπλασιαστούν μετά την έλευση του
Γ. Τσόντου (καπετάν Βάρδας)[37], νέου γενικού αρχηγού του αγώνα στη Δυτική Μακεδονία. Ο
Βάρδας έφτασε στην περιοχή περί τα τέλη Νοεμβρίου μαζί με 40 άνδρες, μεταξύ των οποίων οι
Γ. Δικώνυμος-Μακρής[38], ο Εμ. Νικολούδης[39], ο ιερέας Χ. Χρυσομαλλίδης[40] και ο
αδελφός του Μ. Τσόντος[41]. Εν τω μεταξύ ο Κατεχάκης κατά τη μάχη του Ανταρτικού
ασθένησε από την κήλη του και κρίθηκε σκόπιμο να μεταβεί στην Αθήνα. Έτσι, μετά από μια
σύντομη συνάντηση με τον Βάρδα στο Βογατσικό αναχώρησε στις αρχές του 1905. Αρχικά, το
σώμα του Τσόντου-Βάρδα κατευθύνθηκε στα Καστανοχώρια και τη Δαμασκηνιά, όπου έλαβε
οδηγίες για τις κινήσεις του. Στις 5 Δεκεμβρίου πυρπόλησε οικία στον Άγιο Ηλία, όπου κατέλυε
ο βοεβόδας Κωστάντωφ μαζί με οπλίτες του. Τελικώς, ο θάνατός τους προήλθε από ασφυξία,
καθώς παρέμειναν κρυμμένοι σε μια κρύπτη της κουζίνας[42]. Στη συνέχεια, μετέβη νοτιότερα
σε περιοχές τις Ανασέλιτσας χωρίς την ομάδα του αδερφού του, όπου οργάνωσε τους
Σελίδα 41 από 64
ελληνικούς πληθυσμούς στο Μακεδονικό Κομιτάτο και εκκαθάρισε την περιοχή από εξαρχικούς
χωρικούς των ελληνοτουρκικών συνόρων, που δρούσαν ως πληροφοριοδότες για τις κινήσεις
των ελληνικών σωμάτων που εισέρχονταν ή έκαναν λαθρεμπόριο όπλων από την νότια Ελλάδα.

Η επίθεση στη Βασιλειάδα. Οι μάχες κατά το 1905

Ο αρχικομιτατζής Ν. Αντρέεφ (Κόλε)


(1879-1911) από το Βαρικό έδρασε με την
τσέτα του στις περιοχές Καστοριάς και
Φλώρινας για ένα μεγάλο διάστημα
(1902-1908)

Την άνοιξη του 1905 οι Βούλγαροι κομιτατζήδες επανεμφανίζονται στην περιοχή, συνεχίζοντας
τη δράση τους. Καταφθάνουν τα σώματα των Τσακαλάρωφ, Ποπώφ και Μιχαήλωφ, ενώ
αναπτύσσουν εντονότερη δράση αυτά των Μήτρο Βλάχου, Κερσάκωφ, Αντρέεφ, Ντομπρολίτσκι
και Ποπστέρεφ. Στις 21 Φεβρουαρίου πυρπολήθηκε η Μονή Αγ. Νικολάου Κορομηλιάς από τον
Μήτρο Βλάχο και δολοφονούνται ο ηγούμενός της Άνθιμος και οι εγκαταβιούντες μοναχοί. Στις
24 Φεβρουαρίου πυρπολείται η Μονή Αγ. Νικολάου Τσιριλόβου από τον Κόλε Αντρέεφ,
σημαντικό κέντρο του ελληνικού αγώνα. Δολοφονούνται οι μοναχοί, ενώ ο ηγούμενος
Γρηγόριος απουσίαζε, έτσι και γλίτωσε. Ακόμη, δολοφονούνται ορισμένοι πατριαρχικοί, καίγεται
η εκκλησία του Κρεμαστού και δέχεται επίθεση η ελληνική φρουρά του Λεχόβου. Τα ελληνικά
σώματα προβαίνουν σε αντίποινα και δολοφονούν εξαρχικούς πράκτορες. Στις 18 Μαρτίου
δέχεται επίθεση η Μονή Αγ. Αθανασίου Ζηκοβίστης και στις 21 Μαρτίου καταφθάνει στο Σισάνι
το πολυπληθές σώμα του Σ. Δούκα (καπετάν Μάλλιος)[43] και συναντάται με τον Βάρδα. Μαζί
με τα σώματα Καούδη, Γύπαρη, Δικώνυμου-Μακρή, Καραβίτη, Γκούτα και Πούλακα
συγκεντρώνεται ένα πλήθος 180-200 οπλιτών στη Μονή Αγίων Αναργύρων και αποφασίζουν να
επιτεθούν στην κωμόπολη της Βασιλειάδας, εξαιτίας του γεγονότος ότι πολλοί κάτοικοί της
συμμετείχαν στην πυρπόληση της Μονής Τσιριλόβου πριν ένα μήνα. Το τυφλό πάθος και η
απερισκεψία των οπλαρχηγών, ιδίως του Βάρδα, οδήγησε στο μεγαλύτερο έγκλημα κατά
αμάχων που διέπραξαν τα ελληνικά σώματα στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Το
ξημέρωμα της 25ης Μαρτίου (7 Απριλίου) εισήλθε το πρώτο σώμα του Μάλλιου και μετά από μια
αποτυχημένη διαπραγμάτευση με τον πρόεδρο του οικισμού η επίθεση γενικεύτηκε με
εμπρησμούς, ληστείες και τελικό απολογισμό 62 νεκρούς. Μεταξύ των θυμάτων
περιλαμβάνονταν ένοπλοι κομιτατζήδες που προσπαθούσαν να αμυνθούν, αλλά και πολλοί
άμαχοι (ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα). Μιλάμε σαφώς για έναν πολύ μεγάλο αριθμό νεκρών
αλλά όχι για ολοκαύτωμα, καθώς η Βασιλειάδα είχε πληθυσμό 2500 περίπου κατοίκων ενώ ήταν
ήδη κατεστραμμένη από την περίοδο του Ίλιντεν. Μετά την επίθεση τα ελληνικά σώματα

Σελίδα 42 από 64
συγκεντρώθηκαν στο ύψωμα Σούμπρετς πάνω από το χωριό και κινδύνεψαν να περικυκλωθούν
από τον τουρκικό στρατό που έφτασε στην περιοχή. Με έναν ελιγμό κατέφυγε στο απέναντι
βουνό και συγκεντρώθηκε στον Γέρμα, όπου και διασπάστηκε[44] [45].

Η κωμόπολη της Βασιλειάδας καταστράφηκε κατά την


Επανάσταση του Ίλιντεν από τούρκικα και βουλγάρικα
σώματα. Τον Μάρτιο του 1905 δέχτηκε την επίθεση των
ελληνικών σωμάτων.

Τα γεγονότα στη Βασιλειάδα έσπευσε άμεσα να εκμεταλλευτεί, όπως ήταν φυσικό, η βουλγαρική
πλευρά. Με διογκωμένες και ψευδείς αναφορές στους ξένους απεσταλμένους συγκεντρώθηκε
στην κωμόπολη επιτροπή προξένων και ο ιταλός διοικητής της χωροφυλακής από την Καστοριά
Ε. Μανέρα. Μέχρι σήμερα, στη βουλγάρικη και γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία η σφαγή εκείνη
λαμβάνει μνημειώδες προπαγανδιστικό χαρακτήρα, δυσανάλογο των γεγονότων. Στην
πραγματικότητα, η επίθεση εκείνη δεν διέφερε από ανάλογες επιθέσεις των κομιτατζήδων, ενώ
ο συνολικός αριθμός των δολοφονηθέντων από τις βουλγαρικές τσέτες ελλήνων στην περιοχή
ήδη από το 1898 είναι πολλαπλάσιος των θυμάτων στην Βασιλειάδα. Ως υπαίτιο εκείνης της
ενέργειας προσπάθησαν οι Βούλγαροι να αναδείξουν τον Γερμανό Καραβαγγέλη, έτσι
ανακλήθηκε από τον Πατριάρχη στη Θεσ/νίκη αλλά επέστρεψε με δική του πρωτοβουλία 45
ημέρες μετά. Ο Καραβαγγέλης γνώριζε την απόφαση για επίθεση στη Βασιλειάδα, αφού ο ίδιος
είχε δώσει στον Βάρδα κατάλογο των πατριαρχικών χωρικών ώστε να μη
πειραχθούν[46] (βέβαια μέσα στην αναταραχή της μάχης σκοτώθηκαν και ορισμένοι
πατριαρχικοί), αλλά δεν αναμίχθηκε περαιτέρω. Τα πραγματικά αίτια της επίθεσης είναι αφ΄
ενός η συμμετοχή πολλών κατοίκων του χωριού σε σώματα κομιτατζήδων, που το προηγούμενο
διάστημα έκαναν πολλές επιθέσεις σε όλη την επαρχία, και αφ΄ ετέρου η λανθασμένη
πρωτοβουλία των συμμετεχόντων οπλαρχηγών να προβούν σε τέτοια έκτασης αντίποινα.

Τον Απρίλιο του 1905 εμφανίστηκε στην περιοχή ο Υπολοχαγός Ν. Καλομενόπουλος


(καπετάν Νίδας)[47] με υπαρχηγό τον Χ. Τσολακόπουλο (καπετάν Ρέμπελος)[48] και 115
οπλίτες. Στις 16 Απριλίου το σώμα κατέλυσε στην Δροσοπηγή, όπου βρισκόταν εγκατεστημένη η
φρουρά του Λ. Βρανά για αρκετό διάστημα. Μετά από βουλγάρικη προδοσία πολυάριθμα
τούρκικα στρατεύματα περικύκλωσαν τον οικισμό, με αποτέλεσμα να εγκλωβίσουν τους έλληνες
οπλαρχηγούς. Οι ατυχείς έξοδοι που επακολούθησαν επέφεραν μεγάλες απώλειες, καθώς
αρκετοί θανατώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν. Το σώμα Καλομενόπουλου διαλύθηκε και ο Λ.
Βρανάς σκοτώθηκε, ενώ ο Τσολακόπουλος μαζί με ένα τμήμα διέφυγε στο Λέχοβο και συνέχισε
την δράση του βορειότερα στο Μορίχοβο[49].

Σελίδα 43 από 64
Ο οπλαρχηγός Π. Γύπαρης (1882-1966)
απο την Ασή Γωνιά Ρεθύμνου πήρε
μέρος σε πολλές νικηφόρες μάχες στην
περιοχή της Καστοριάς

Το ίδιο διάστημα, έκανε την εμφάνισή του το σώμα του Π. Μάνου (καπετάν Βέργα)[50], ενώ
επανεμφανίστηκαν αυτά του Κατεχάκη και του Γύπαρη. Όλοι μαζί συναντήθηκαν με τον
Τσόντο-Βάρδα κοντά στη Βλάστη και αποφάσισαν να επιτεθούν στο εξαρχικό χωριό Εμπόριο. Η
παρουσία τους όμως έγινε γνωστή στους Τούρκους και έτσι διασπάστηκαν. Ο μεν Βάρδας
κινήθηκε προς το Σισάνι, ενώ οι υπόλοιποι προς το Λέχοβο. Στις 13 Απριλίου πραγματοποιήθηκε
η ατυχής για τα ελληνικά σώματα μάχη στη θέση Κουρί του Γέρμα, όπου αιχμαλωτίστηκε ο
οπλαρχηγός του Βάρδα Ε. Φραγκιαδάκης (καπετάν Γαλιανός)[51] και είχε ως επακόλουθο την
δολοφονία του οπλαρχηγού Α. Μαργαρίτη[52] για προδοσία. Στις 21 Απριλίου, ενώ τα σώματα
Κατεχάκη, Μάνου και Γύπαρη διανυκτέρευαν στο όρος Μουρίκι, εμφανίστηκε ισχυρή τουρκική
δύναμη η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς και τράπηκε σε φυγή. Η μάχη του Μουρικίου
επέφερε σημαντικές απώλειες στην τουρκική πλευρά και ελάχιστες στην ελληνική, με
αποτέλεσμα να αναπτερωθεί το ηθικό των Ελλήνων. Όμως, από τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε μια
συνεχής και έντονη καταδίωξη που ανάγκασε τα σώματα Κατεχάκη και Μάνου να επανέλθουν
στην ελεύθερη Ελλάδα. Το Μακεδονικό Κομιτάτο συνέστησε πλέον να αποφεύγονται οι
θορυβώδεις ενέργειες, που κινούν την προσοχή των Οθωμανών και των δυτικών δυνάμεων.

Σελίδα 44 από 64
Ο Φ. Πηχεών (1875-1947) (Φιλώτας)
από την Καστοριά έδρασε στην περιοχή
μαζί με τους Δούκα και Μακρή, ενώ
αργότερα προωθήθηκε στο Μορίχοβο.

Τον Μάιο του 1905 τα σώματα Βάρδα και Μακρή δρουν στο ανατολικό Βίτσι, του Δούκα στα
Όντρια και του Καραβίτη στα Κορέστεια, όπου ήλθαν αρκετές φορές σε συμπλοκή με τις τσέτες
κομιτατζήδων. Τον Ιούνιο ο Βάρδας κινήθηκε ανατολικά, πραγματοποιώντας επίθεση στο
εξαρχικό χωριό Αγ. Παντελεήμονας. Ο Δούκας μετακινήθηκε προς το Νεστόριο και την Κορυτσά,
ενώ ο Καραβίτης προς το Μορίχοβο. Το σώμα Μακρή συνέχισε τη δράση του στο ανατολικό
Βίτσι, ενισχυμένο από την ομάδα του Φ. Πηχεών (καπετάν Φιλώτας)[53]. Στις 20 Ιουνίου
πραγματοποίησε επίθεση στο χωριό Περικοπή, όπου κατέλυε η τσέτα του Μήτρο Βλάχου, ενώ
την επόμενη μέρα σκοτώθηκε στον Αετό ο οπλαρχηγός Ι. Καλογεράκης. Παράλληλα,
εμφανίζονται τα σώματα Καούδη και Βλαχογιάννη (καπετάν Οδυσσέα)[54]. Τον Ιούλιο ο
Μακρής κινήθηκε βόρεια στον Βαρνούντα και στην περιοχή της Καστοριάς δρουν μέχρι τέλη
καλοκαιριού τα σώματα Βάρδα, Καούδη, Βλαχογιάννη, Πηχεών, Νταλίπη, Νταϊλάκη, Κύρου,
Γύπαρη και Πύρζα. Τον Σεπτέμβριο εμφανίζεται στα Καστανοχώρια ο Α. Βλαχάκης (καπετάν
Λίτσας)[55] και αργότερα ο Κ. Πούλος (καπετάν Πλάτανος)[56]. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν
πολλές μάχες στα Κορέστεια και τις Πρέσπες εναντίον των κομιτατζήδων. Τον Οκτώβριο έγινε
μια πρόσκαιρη συνεργασία Τσόντου Βάρδα και Μακρή ώστε να εξοντωθεί ο Μήτρο Βλάχος στο
Βατοχώρι, η οποία απέτυχε. Τον Δεκέμβριο όλα τα ελληνικά σώματα επέστρεψαν στη νότια
Ελλάδα για να ανασυνταχθούν και στην περιοχή παρέμειναν λιγοστοί ντόπιοι οπλαρχηγοί[57].
Στην θέση του Βάρδα είχαν σταλεί ο Ανθυπίλαρχος Β. Πανουσόπουλος (καπετάν
Τρομάρας)[58] και ο Ανθυπολοχαγός Γ. Ζήρας. Το σώμα του Πανουσόπουλου εξολοθρεύτηκε
άμεσα από τον τουρκικό στρατό στην τραγική Μάχη των Ψαράδων στις 25 Νοεμβρίου 1905,
ενώ ο Ζήρας αποχώρησε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επίσης, τον Δεκέμβριο του 1905 τα
σώματα Βλαχάκη, Πούλου και Κόκκινου[59] επιτέθηκαν στα Λακκώματα, όπου βρισκόταν ο
Μήτρο Βλάχος, και το Πετροπουλάκι. Έπειτα, διασπάστηκαν και ο Βλαχάκης επέστρεψε στην
Ελλάδα[60].

Οι ανταγωνισμοί στην οργάνωση του αγώνα. Οι μάχες κατά το 1906

Παρά τις επιτυχίες των ελληνικών σωμάτων εναντίον των Τούρκων και των Βουλγάρων κατά
το 1905 οι οργανωτικοί παράγοντες από την Ελλάδα αδυνατούσαν να τις διαχειριστούν σωστά
και ο αγώνας πήρε δυσάρεστη τροπή στις αρχές 1906. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην
έλλειψη συνεννόησης και τον ανταγωνισμό στην ηγεσία του Μακεδονικού Αγώνα μεταξύ της
ελληνικής κυβέρνησης και του Μακεδονικού Κομιτάτου. Η κυβέρνηση είναι γεγονός ότι

Σελίδα 45 από 64
καθυστέρησε δραματικά να αναμιχθεί στη Μακεδονία, αλλά από τη στιγμή που το έπραξε
βοήθησε σημαντικά με την παροχή οικονομικής βοήθειας και κυρίως με τις υπηρεσίες που
προσέφεραν οι πράκτορες στην Πρεσβεία της Πόλης και τα Προξενεία του
Μοναστηρίου, Θεσ/νίκης, Σερρών και Φιλιππούπολης. Το Μακεδονικό Κομιτάτο από την άλλη,
με πρόεδρο τον εκδότη της εφημερίδας ‘’Εμπρός’’ Δ. Καλαποθάκη, ιδρύθηκε ακριβώς λόγω της
προαναφερθείσης καθυστέρησης με σκοπό να οργανώσει τα ελληνικά αντάρτικα σώματα για τη
Μακεδονία. Το Κομιτάτο διεύθυνε τον αγώνα από την Αθήνα και πολλές φορές προκαλούσε
σύγχυση στους οπλαρχηγούς με τις καθυστερημένες ή άτοπες εντολές του. Η αργοπορία
αποστολής μιας επιστολής, ακόμη και ενός τηλεγραφήματος, έθετε συχνά σε κίνδυνο τα
ελληνικά σώματα. Επιπρόσθετα, πολλές φορές οι οπλαρχηγοί της περιοχής δέχονταν
διαφορετικές εντολές από το Κομιτάτο και διαφορετικές από το Προξενείο Μοναστηρίου με
αποτέλεσμα να επικρατεί μια συγκεχυμένη και διασπαστική κατάσταση. Μεταξύ αξιωματικών και
Κομιτάτου είχε δημιουργηθεί μια άτυπη αντιπαλότητα με αποκορύφωμα την εντολή του Βάρδα
στους αξιωματικούς που βρίσκονταν στην Αθήνα να αποκλείσουν τους παράγοντες του
Κομιτάτου από τη διεύθυνση του αγώνα. Η άλλη πλευρά απάντησε με μια εγκύκλιο αποκήρυξης
όλων σχεδόν των αξιωματικών που εργάζονταν στα Προξενεία ή ήταν επικεφαλείς σωμάτων ως
διασπαστές. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του αγώνα και αποτέλεσε βασικό
ανασταλτικό παράγοντα για την καθολική επικράτηση των ελληνικών σωμάτων στη
Μακεδονία[61] [62].

Ο Α. Βλαχάκης (Λίτσας) (1874-1906)


έδρασε με το σώμα του στα Καστανοχώρια
και σκοτώθηκε στη Μάχη του Καστανόφυτου
μαζί με τον υπαρχηγό του Λ. Πετροπουλάκη

Τον χειμώνα είχαν εγκαταλείψει την περιοχή της Καστοριάς πολλοί ντόπιοι και όλοι
οι νοτιοελλαδίτες οπλαρχηγοί, με εξαίρεση το σώμα του Πούλου. Τα σώματα των Μήτρο
Βλάχου, Αντρέεφ, Ντομπρολίτσκι, Κλιάσεφ και Κερσάκωφ συνέχισαν να δρουν και αυτό το έτος,
ενώ επανεμφανίζεται από τη Βουλγαρία ο Κ. Ποπντίνωφ[63]. Τον Ιανουάριο αιχμαλωτίζεται από
τους Τούρκους ο οπλαρχηγός Λ. Τσώρης[64] στο Λέχοβο, αυτοτραυματίζεται και πεθαίνει
αργότερα στη φυλακή της Καστοριάς. Επίσης, καταφθάνει ο Ζ. Παπαδάς (καπετάν
Φούφας)[65], που δρα αρχικά στον Βαρνούντα. Τον Μάρτιο ο Μακρής επανεμφανίζεται στο
Βίτσι και τα Κορέστεια, προσπαθώντας ανεπιτυχώς μαζί με τον Φούφα να εξοντώσει για ακόμη
μια φορά τον Μήτρο Βλάχο στο Βατοχώρι. Ακολουθεί μεγάλη μάχη με τον τουρκικό στρατό
Σελίδα 46 από 64
κοντά στο χωριό Σφήκα των Πρεσπών. Στα τέλη Απριλίου επανεμφανίζεται ο Βλαχάκης με
υπαρχηγό τον φοιτητή Λ. Πετροπουλάκη[66] και λαμβάνει εντολή να επιτεθεί στο
Καστανόφυτο, όπου κατέλυαν Κομιτατζήδες. Όλο το σώμα 85 ανδρών συγκεντρώνεται στη
Μονή Ζηκοβίστης και χωρίζεται σε 6 τμήματα. Η μάχη ξεκίνησε το πρωί της 7 ης Μαΐου και ήταν
επιτυχής για τα ελληνικά σώματα μέχρι την εμφάνιση του τουρκικού στρατού που έσπευσε σε
βοήθεια των Βουλγάρων. Ο απολογισμός ήταν 142 νεκροί για τους Τούρκους και 24 νεκροί για
τους Έλληνες, μεταξύ των οποίων οι Βλαχάκης και Πετροπουλάκης. Ο Κόκκινος στη συνέχεια
ανέλαβε την αρχηγία του υπόλοιπου σώματος και πορεύθηκε νοτιότερα[67].

Στα τέλη Μαΐου του 1906 έφτασαν επίσης στην περιοχή οι ομάδες Βολάνη, Γύπαρη και
Κανελλόπουλου που προορίζονταν για τις περιοχές των Κορεστείων και του Βιτσίου. Στις 28
Μαΐου κατέλυσαν στην θέση ‘’Χωράφι Μήτρου’’ μεταξύ Λεχόβου και Ασπρογείων, μαζί με τις
μικρές ομάδες του Α. Δικώνυμου και Κοροπούλη. Σύντομα, έγιναν αντιληπτοί και ένα πολύ
μεγάλο τουρκικό στράτευμα 1500 ατόμων εμφανίστηκε το πρωί της 29 ης Μαΐου. Τότε διεξήχθη
μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες του αγώνα, γνωστή ως Μάχη των Ασπρογείων. Το
αποτέλεσμά της ήταν ιδιαίτερα επιτυχές για τα ελληνικά σώματα, καθώς οι Έλληνες νεκροί ήταν
15 ενώ οι Τούρκοι περίπου 200. Το σώμα Γύπαρη διαλύθηκε, ο Βολάνης μετακινήθηκε στο
Μορίχοβο και οι υπόλοιποι παρέμειναν στο Βίτσι[68]. Τον Ιούνιο επανήλθε ο Τσόντος-Βάρδας
και πορεύθηκε στα Κορέστεια, όπου είχε μια ατυχή μικροσυμπλοκή με τουρκικό απόσπασμα. Στη
συνέχεια, αποτραβήχθηκε στις περιοχές Νεστορίου και Καστανοχωρίων, όπου συνάντησε τον
οπλαρχηγό Γ. Βασιλείου (καπετάν Σούλιο)[69].

Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς και Πρεμετής


Φώτιος Καλπίδης (1862-1906) δολοφονήθηκε τον
Σεπτέμβριο του 1906 από αλβανική συμμορία

Το φθινώπορο έλαβε εντολή να μετακινηθεί βορειότερα στον Βαρνούντα, ως αρχηγός. Ως τα


τέλη του 1906 συνέχισαν να δρουν στην Καστοριά οι Παπαδάς, Φαληρέας, Κύρου, Νταλίπης,
Νταϊλάκης, Σούλιος και άλλα μικρότερα σώματα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε στα τέλη
Νοεμβρίου, όποτε δολοφονήθηκαν οι δυο πιο δραστήριοι οπλαρχηγοί Κύρου και Νταλίπης κοντά
στο Ανταρτικό, όπως και ο οπλαρχηγός Ι. Νακίτσας[70]. Επίσης, νωρίτερα είχαν δολοφονηθεί ο
παπα-Σταύρος Τσάμης[71] του Πισοδερίου από τον Κερσάκωφ και ο Μητροπολίτης Κορυτσάς
Φώτιος[72] από αλβανική ομάδα. Μάλιστα, μετά τη δολοφονία του δεύτερου διαδόθηκε
λανθασμένα ότι επρόκειτο για τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη. Ο εκδότης της
Σελίδα 47 από 64
εφημερίδας ‘’Εμπρός’’ Καλαποθάκης έκανε το τραγικό λάθος να δημοσιεύσει μνημονολόγιο του
Καραβαγγέλη, εξαίροντας όλους τους αγώνες που είχε κάνει κατά τον αγώνα στη Μακεδονία.
Αυτό είχε ως συνέπεια να μάθουν οι Τούρκοι τα πεπραγμένα του Καραβαγγέλη και να
απαιτήσουν την αποπομπή του, που πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος. Ο ίδιος ο Καλαποθάκης
καθαιρέθηκε από πρόεδρος του Μακεδονικού Κομιτάτου και τη θέση του πήρε ο Κ. Μάνος.

Ο αγώνας κατά το 1907 και οι διπλωματικές εξελίξεις

Ο Ζ. Παπαδάς (Φούφας) (1876-1907) έδρασε


το 1906 στον όρος Βαρνούντας και το 1907 στην
περιοχή της Καστοριάς. Σκοτώθηκε τον Μάϊο του
1907 στη Μάχη του Παλαιοχωρίου.

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα το σώμα του Ανθυπολοχαγού Γ. Φαληρέα (καπετάν


Ζάκα)[73]παρέμεινε στα Καστανοχώρια, διατηρώντας ή επαναφέροντας αρκετούς οικισμούς στο
Πατριαρχείο. Σε αυτό συμμετείχαν οι οπλαρχηγοί Κόκκινος, Σούλιος, Δεληγιαννάκης,
Κούντουρας, Λιχαδιώτης και Αργυράκος. Τον Φεβρουάριο εξοντώθηκε ο περιβόητος Μήτρο
Βλάχος και ο Ποπχρίστωφ μετά από πληροφορίες του Καραβαγγέλη και περικύκλωση από τον
οθωμανικό στρατό στη Λεύκη. Την θέση του στην ηγεσία της περιοχής πήρε ο Χ.
Τσφέτκωφ[74], συνεπικουρούμενος από τους Ποπντίνωφ και Ζελέφσκι[75]. Τον Απρίλιο
επανήλθε το σώμα του καπετάν Φούφα στην περιοχή και συναντήθηκε με αυτό του Φαληρέα
στο Μουρίκι, όπου αποφασίστηκε η προσβολή του Παλαιοχωρίου με δύναμη 60 ατόμων. Η μάχη
διεξήχθη το βράδυ 8/9 Μαΐου και είχε σοβαρές απώλειες για τα ελληνικά σώματα. Οι ένοπλοι
Κομιτατζήδες ήταν οχυρωμένοι στην δυσπρόσβλητη οικία Κύρου, απ΄όπου έβαλαν συνεχώς. Οι
τραυματίες ήταν αρκετοί και οι νεκροί 7, μεταξύ των οποίων και ο Φούφας[76]. Ο Φαληρέας
έπειτα συνέχισε τη δράση του στα Καστανοχώρια, απ΄όπου ανακλήθηκε για την περιοχή του
δυτικού Βιτσίου και αντικαταστάθηκε από τον Ανθυπασπιστή Ν. Πλατανιά (καπετάν
Λαχτάρας)[77].

Σελίδα 48 από 64
Ο Α. Κερσάκωφ (1883-1907) ήταν ένας από τους πιο
δραστήριους κομιτατζήδες που σκοτώθηκε τον Ιούλιο
του 1907 στη Μάχη της Πτελέας. Εδώ, βρίσκεται
στο κέντρο και δεξιά του ο βοεβόδας Σ. Στέργιοφσκι
που σκοτώθηκε το 1905

Στο μεταξύ τον Απρίλιο κατέφθασε το σώμα Γ. Τόμπρα (καπετάν Ρουπακιάς)[78] και αργότερα
τα σώματα Δ. Παπαβιέρου (καπετάν Γκούρας)[79] και Ε. Θειάφη (καπετάν Φλάμπουρας)[80].
Το πρώτο έδρασε στην περιοχή του Νεστορίου, όπου αντιμετώπισε αποτελεσματικά τούρκικες
και τουρκαλβανικές ομάδες. Στις 3 Ιουλίου μάλιστα κατάφερε να εξοντώσει μαζί με τον
Πλατανιά τον αρχικομιτατζή Κερσάκωφ στον οικισμό Πτελέα. Τα άλλα δύο συναντήθηκαν με τον
Φαληρέα στη Βλάστη και αποφάσισαν να επιτεθούν στην Οξυά, όπου βρισκόταν ο Ποπντίνωφ.
Όμως, όσο όλη η δύναμη βρισκόταν στα υψώματα Σούμπρετς και Βέρμπιστα βόρεια της
Κλεισούρας έγινε αντιληπτή από τον τουρκικό στρατό που προσπάθησε να την περικυκλώσει
από Κλεισούρα, Λέχοβο και Βασιλειάδα. Στις 13 Ιουνίου διεξήχθη η Μάχη της Βέρμπιστας κατά
την οποία σχεδόν διαλύθηκε το σώμα Φαληρέα και σκοτώθηκε ο Κ. Αργυρόπουλος. Έπειτα, το
σώμα Παπαβιέρου κινήθηκε προς το Μορίχοβο και του Θειάφη προς τις Πρέσπες[81]. Τον Ιούλιο
του 1907 κάνει την εμφάνισή του ο Ν. Τσοτάκος (καπετάν Γέρμας)[82] με δύναμη 41 ανδρών
προς ενίσχυση του Φαληρέα. Συναντούνται κοντά στο Βογατσικό και η παρουσία τους γίνεται
γνωστή στους Τούρκους από προδοσία. Οι Τούρκοι περικυκλώνουν την ολόκληρη την ορεινή
περιοχή και το σώμα εγκλωβίζεται στην θέση Καλογερικό, βορείως του σημερινού οικισμού
Γέρμα. Η θέση ήταν αρκετά μειονεκτική και κατά την μάχη της 16 ης Ιουλίου υφίσταται μεγάλες
απώλειες. Ο Τσοτάκος και οι περισσότεροι οπλίτες σκοτώνονται, άλλοι αιχμαλωτίζονται, ενώ
μόνο μια μικρή ομάδα 8 ατόμων υπό τον Φαληρέα διαφεύγει νότια[83].

Η τσέτα του Χ. Τσφέτκωφ (1877-1934) το 1907, όταν


αντικατέστησε τον θανόντα Μήτρο Βλάχο και ανέλαβε
την αρχηγία για όλη την περιοχή της Καστοριάς

Σελίδα 49 από 64
Τον Ιούλιο μετά τον θάνατο του Κερσάκωφ, ακολουθεί αυτός του πολύ σημαντικού κομιτατζή
ηγέτη Π. Κλιάσεφ. Τον Νοέμβριο αυτοκτόνησε ο Ποπντίνωφ, μετά από περικύκλωση τουρκικού
στρατεύματος. Ακόμη, διαλύθηκε η ομάδα του Τσφέτκωφ και σκοτώθηκαν πολλοί άλλοι
κομιτατζήδες. Ουσιαστικά, ο μόνος από τους παλιούς αρχικομιτατζήδες της Καστοριάς που ήταν
ζωντανός ήταν ο Τσακαλάρωφ που είχε διαφύγει από καιρό στη Βουλγαρία, ενώ οι υπόλοιποι
που παρέμεναν στην περιοχή είχαν αναστείλει σημαντικά τις δραστηριότητές τους. Από τα
ελληνικά σώματα ο Βάρδας περιστασιακά δρούσε στα Κορέστεια, οι Τόμπρας και Πλατανιάς
αναχώρησαν το φθινώπορο μετά από επιτυχημένες επιχειρήσεις στα Καστανοχώρια και το
Νεστόριο, τον Νοέμβριο αιχμαλωτίστηκε το σώμα Σούλιου, ενώ επανήλθε από την Νότια
Ελλάδα αυτό του Γύπαρη. Οι τουρκικές φρουρές είχαν πληθύνει στα χωριά και η οποιαδήποτε
ενέργεια είχε καταστεί δύσκολη. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης είχε περιοριστεί από τους Τούρκους
καθ΄όλη τη διάρκεια του 1907 στην Καστοριά και αποπέμφθηκε τελικά το φθινώπορο.

Ήδη από το 1907 οι νίκες των ελληνικών σωμάτων και η εξόντωση πολλών βουλγαρικών
τσετών έγειραν εμφανώς τις ισορροπίες στη Μακεδονία προς το μέρος των πρώτων. Σε
διπλωματικό επίπεδο, η Αγγλία και η Τουρκία προχώρησαν σε αλλεπάλληλα διαβήματα προς την
ελληνική κυβέρνηση Θεοτόκη, διαμαρτυρόμενες για την αποστολή αξιωματικών στη Μακεδονία.
Οι μεγάλες Δυνάμεις έδειχναν να επιδιώκουν την διατήρηση του υφιστάμενου status quo στη
Μακεδονία και την επικυριαρχία της Τουρκίας. Φυσικά, δεν είχαν δείξει παρόμοια ευαισθησία τα
προηγούμενα χρόνια, όταν δρούσαν μόνο βουλγάρικα σώματα στη Μακεδονία ή όταν η
κατάσταση ήταν ακόμα ρευστή. Αντίθετα, πίεζαν την Τουρκία να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις
με το Πρόγραμμα της Μυρστέγης, μάλιστα αμέσως μετά τις εκτεταμένες συγκρούσεις του
Ίλιντεν. Με αυτό τον τρόπο, εξέφρασαν έμμεσα για ακόμη μια φορά την υποστήριξή τους στις
βουλγαρικές θέσεις. Η Ελλάδα απάντησε κοινοποιώντας ένα κατάλογο με τον αριθμό των
νεκρών Ελλήνων από τις βουλγαρικές τσέτες κατά τα έτη 1905-06, εξαναγκάζοντας στην ουσία
τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναζητήσουν ευθύνες και αλλού. Τελικά, στις 28 Σεπτεμβρίου 1907
υποβάλλεται ταυτόχρονα σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία αυστηρή διακοίνωση που απαιτεί την
εξαφάνιση των αντάρτικων σωμάτων στη Μακεδονία από την Αυστρία και τη Ρωσία. Έκτοτε οι
κυβερνήσεις των τριών κρατών προσπάθησαν να κρατήσουν μια φαινομενικά διαλλακτική
στάση, χωρίς όμως να σταματήσουν να αποστέλλουν σώματα στη Μακεδονία. Το σώμα διεθνούς
χωροφυλακής υπό τον βρετανό De Georgis παρά το γεγονός ότι εξολόθρευσε αρκετά αντάρτικα
σώματα από το καλοκαίρι του 1907, δεν κατάφερε εντούτοις να επιβάλλει την τάξη καθώς
εμφανιζόταν συνεχώς νέα. Έτσι, μέχρι τον Ιούλιο του 1908 ακολούθησε μια κούρσα
διαβουλεύσεων, εγκυκλίων και υπομνημάτων μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για την βελτίωση
της κατάστασης. Καμία πρόταση δεν τελεσφόρησε καθώς η κάθε δύναμη περισσότερο
προσπαθούσε να προωθήσει τα συμφέροντά της στην περιοχή, παρά να επιτύχει μια πραγματική
λύση. Τελικώς, οι εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας με την Επανάσταση των Νεότουρκων
ματαίωσαν κάθε προσπάθεια και η ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων μειώθηκε σημαντικά.

Σελίδα 50 από 64
Οι δράσεις κατά το 1908 και το τέλος του αγώνα

Ο Γ. Δικώνυμος (Μακρής) (1887-1939)


πρωτοεμφανίστηκε μαζί με τον Μελά στην
Καστοριά και συνέχισε την δράση μέχρι το
1908 παίρνοντας μέρος σε πάρα πολλές μάχες

Στις αρχές του 1908 ο πρωθυπουργός Θεοτόκης προσπάθησε να εξαλείψει τις έριδες του
Μακεδονικού Κομιτάτου με τους αξιωματικούς και ο Συνταγματάρχης Δαγκλής ανέλαβε τη
διεύθυνση του αγώνα στη Κεντρική Μακεδονία. Αυτή η προσπάθεια αναδιοργάνωσης δεν άλλαξε
κάτι ουσιαστικό, καθώς η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι την λήξη του αγώνα τον Ιούλιο.
Μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετώπιζε η βουλγαρική κυβέρνηση στην προσπάθεια να
αναδιοργανώσει την ΕΜΕΟ και να την φέρει υπό τον πλήρη έλεγχό της. Μάλιστα, οι συνεχείς
ήττες από τα ελληνικά σώματα οδήγησαν στην αδρανοποίηση της δραστηριότητας των τσετών
σε πολλές περιοχές, μεταξύ των οποίων και η Καστοριά. Εδώ, δεν παρατηρήθηκε η έντονη
δράση των προηγούμενων ετών από τη μεριά των Κομιτατζήδων, μιας και οι περισσότεροι
βοεβόδες είχαν εξοντωθεί. Αντίθετα, υπήρχαν αρκετά ελληνικά σώματα: οι Γύπαρης και
Κοροπούλης στα Κορέστεια, ο Ανδριανάκης και ο Πούλακας στο Βίτσι, οι Σούλιος και Μπέλος
στα Καστανοχώρια, οι Λ. Αποστολίδης[84], Ι. Σιδέρης[85] και Κ. Ντόγρης[86] στην περιοχή
Κορησού-Βασιλειάδας-Κλεισούρας[87], ενώ τη διεύθυνση του αγώνα στην Καστοριά ανέλαβε ο
Δ. Δουμπιώτης[88]. Τον Απρίλιο οι ομάδες Γύπαρη και Κοροπούλη επέστρεψαν στην Ελλάδα και
στη θέση τους αφίχθησαν τα σώματα Γ. Δικώνυμου-Μακρή και Λ. Παπαλουκά (καπετάν
Ρουμελιώτης)[89]. Τα δύο νέα σώματα επιτέθηκαν στις 13 Μαΐου στην Ιεροπηγή, αφήνοντας
πολλούς εξαρχικούς νεκρούς. Έπειτα, λόγω τουρκικής καταδίωξης ο Παπαλουκάς κινήθηκε προς
τα Καστανοχώρια, ενώ ο Μακρής εισήλθε στα Κορέστεια. Συνεπλάκη με τουρκικό απόσπασμα
κοντά στην Οξυά Πρεσπών και επιτέθηκε μαζί με τον Ανδριανάκη στην Βυσσινιά. Από εκεί
πορεύθηκε στην Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο και επιτέθηκε στη Λεπτοκαρυά. Τέλος, μέσω
Πολυπόταμου και Πισοδερίου εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Βαρνούντα μέχρι τον
Ιούλιο[90].

Σελίδα 51 από 64
Προπαγανδιστική απεικόνιση των Νεότουρκων σε
επιστολικό δελτάριο. Έχει το πρόσωπο του Ενβέρ Μπέη,
ηγετικής προσωπικότητας των Νεότουρκων, και είναι
γραμμένη στην ελληνική και την αραβική γλώσσα.

Στις 11 Ιουλίου 1908 το κίνημα των Νεότουρκων ‘’Ένωση και Πρόοδος’’ διακηρύσσει την
επανάσταση με στόχο την επαναφορά του Συντάγματος του 1876 που είχε καταλυθεί από τον
Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’. Στο κίνημα αυτό συμμετείχαν κυρίως αξιωματικοί του οθωμανικού
στρατού, αλλά και άλλοι ανανεωτικοί φορείς όπως πολιτικοί και επιστήμονες. Η
καταδυναστευτική πολιτική του σουλτάνου, η οικονομική αστάθεια και η ανυποληψία στην
οποία είχε περιπέσει το Οθωμανικό Κράτος με την συνεχή ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων στο
εσωτερικό του, οδήγησαν τελικά στην εξέγερση για την αναδιοργάνωση, τον εκδημοκρατισμό
και τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Η μεταρρύθμιση αυτή ξεκινά με το κίνημα των
Νεότουρκων και ολοκληρώνεται με την πολιτική του Κεμάλ Ατατούρκ αργότερα. Στις 17
Δεκεμβρίου 1908 σχηματίστηκε η τουρκική βουλή στην οποία συμμετείχαν εκτός από Τούρκους,
Άραβες, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί, Αρμένιοι και Εβραίοι, ανάλογα με τον πληθυσμό
κάθε εθνότητας. Από το Βιλαέτι Μοναστηρίου προέρχονταν 11 βουλευτές : 4 Μουσουλμάνοι,
3 Έλληνες (Τ. Νάλλης, Κ. Δρίζης, Γ. Μπούσιος), 1 Βούλγαρος, 1 Σέρβος, 1 Αλβανός και 1
ρουμανίζων Βλάχος[91].

Την είδηση της επανάστασης υποδέχτηκαν με ιδιαίτερη ικανοποίηση οι Βούλγαροι, οι οποίοι


ανέστειλαν άμεσα τη δράση των ένοπλων σωμάτων Κομιτατζήδων στη Μακεδονία. Η ελληνική
πλευρά είναι γεγονός ότι ήταν περισσότερο επιφυλακτική στις εξαγγελίες των Νεότουρκων για
εκπλήρωση των αιτημάτων των εθνικών μειονοτήτων. Παρ’ όλα αυτά αποφασίστηκε η αναστολή
της ένοπλης δράσης των ελληνικών σωμάτων και η παράδοση των όπλων στους τούρκους.
Έτσι, το Προξενείο Μοναστηρίου συγκέντρωσε τους Μακρή, Βολάνη, Καραβίτη και Τσίτσο στο
Μεγάροβο, οι δρώντες οπλαρχηγοί του Βιτσίου Ανδριανάκης και Ιωαννίδης παρουσιάστηκαν στη
Φλώρινα, ενώ οι υπόλοιποι Γύπαρης, Πούλακας και Παπαλουκάς δεν παρέδωσαν τα όπλα τους
και κατέφυγαν στη Νότια Ελλάδα[92]. Η Επανάσταση των Νεότουρκων είχε τερματίσει τον 4ετή
αντάρτικο πόλεμο στη Μακεδονία, αλλά όπως αποδείχθηκε στο επόμενο διάστημα η κατάσταση
για τους υπόδουλους μάλλον επιδεινώθηκε, μιας και οι Νεότουρκοι εφάρμοσαν μια σκληρότερη
πολιτική εκτουρκισμού. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην ίδρυση της Πανελλήνιας
Οργάνωσης και της αποστολής αξιωματικών στα Προξενεία της Μακεδονίας, ώστε να
υποστηριχθούν καλύτερα τα δικαιώματα των ελλήνων γηγενών. Μερικοί οπλαρχηγοί συνέχισαν
τη δράση τους μεμονωμένα μέχρι την τελική κήρυξη του πολέμου το 1912. Οι Βαλκανικοί
Πόλεμοι οδήγησαν στην οριστική απελευθέρωση του μεγαλύτερου τμήματος της Μακεδονίας και
την ενσωμάτωσή του στο Ελληνικό Κράτος.

πηγές εικόνων

αρχείο Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσ/νίκης


ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979
αρχείο ΕΛΙΑ
Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993
Γ. Τσότσος, Διαδρομές αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα: Μια πρόταση για την τοπική
Σελίδα 52 από 64
ανάπτυξη, Μακεδονικός Αγώνας - Παύλος Μελάς, Επιστημονικό Συνέδριο 14-23 Μαϊου 2004,
Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Καστοριάς, Καστοριά, 2005
περιοδικό Ilyustratsia Ilinden (βουλγ), Sofia 1927-1938
C. R. Buxton, Turkey in Revolution, Unwin, London, 1909

[1] Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Φάκελος Μακεδονικού Ζητήματος 1903, υπ΄αριθμόν


607/20.08.1903 και Προξενείο Μοναστηρίου, τηλεγράφημα 28.12.1903
[2] Η ‘’Εθνική Άμυνα’’ ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1902 στο Μοναστήρι με πρωτοβουλία του Ι.
Δραγούμη. Πρώτα μέλη οι Α. Ζάχος, Α. Ματλής, Φ. Καπετανόπουλος, Ν. Καλαρίτης, Θ. Μόδης,
Χ. Δούμας και παπα-Σταύρος Τσάμης. Σκοπός της η συνεργασία των ελληνικών παραγόντων
στη Μακεδονία και η οργάνωση των ελληνικών αγροτικών πληθυσμών σε ένα δίκτυο που θα
ενημέρωνε για τις ενέργειες των κομιτατζήδων και των Τούρκων. Φυσικά, δεν είχε τη
δυνατότητα να οργανώσει ένοπλα σώματα, παρα μόνο να προστατεύσει μέσω πληροφοριοδοτών
τους ελληνικούς πληθυσμούς.
[3] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959, σ.
3
[4] Ο Πάυλος Μελάς (1870-1904) γεννήθηκε στη Μασσαλία της Γαλλίας και είχε ηπειρώτικη
καταγωγή. Ήταν γόνος μια μεγαλοαστικής οικογένειας που επέστρεψε στην Αθήνα το 1876. Ο
πατέρας του Μιχαήλ συμμετείχε ως ταμίας της Εθνικής Επιτροπής στην οργάνωση της
Επανάστασης του 1878 σε Μακεδονία και Κρήτη. Ο Παύλος το 1891 αποφοίτησε από την Σχολή
Ευελπίδων, έγινε Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού και συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό
Πόλεμο του 1897. Συμμετείχε ενεργά σε πολλές οργανώσεις για τη Μακεδονία και ήταν
ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος σε αυτό το ζήτημα, αλληλογραφώντας με τον Γερμανό
Καραβαγγέλη. Πραγματοποίησε τρία διερευνητικά ταξίδια στη Δυτική Μακεδονία μέσα στο 1904,
προσπαθώντας να αφυπνίσει το φοβισμένο συναίσθημα των ελληνικών πληθυσμών και να
οργανώσει τον ένοπλο αγώνα. Το ψευδώνυμό του Μίκης Ζέζας προήλθε από τα ονόματα των
δύο παιδιών του Μιχάλη (Μίκη) και Ζωή (Ζέζα). Σκοτώθηκε κατά την τρίτη περιοδεία του τον
Οκτώβριο του 1904 από τούρκικο απόσπασμα στην Στάτιστα Καστοριάς, ύστερα από προδοσία
του Μήτρο Βλάχου. Αποτελούσε έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ένοπλης
επέμβασης στη Μακεδονία υπερ των ελληνικών πληθυσμών. Η αλήθεια είναι ότι πρόλαβε να
πάρει μέρος σε λιγοστές μάχες, όμως ο θάνατός του αποτέλεσε την αφορμή για την
ενεργοποίηση των υπόλοιπων ένοπλων σωμάτων από την Νότια Ελλάδα. Έτσι, το όνομά του
πήρε συμβολικό χαρακτήρα και ο οικισμός όπου σκοτώθηκε πήρε το όνομά του.
[5] Ο Αλέξανδρος Κοντούλης (1858-1933) γεννήθηκε στην Ελευσίνα Αττικής και το 1885,
συμμετείχε στην επανάσταση του 1878 και το 1891 προάχθηκε σε Ανθυπολοχαγό του Πεζικού.
Συμμετείχε στον πόλεμο του 1897 και μετά υποστήριξε την ελληνική επέμβαση στη Μακεδονία.
Το 1911 συνέδραμε τους αγώνες για την απελευθέρωση της Αλβανίας από τους Τούρκους και το
1912 στον Α΄Βαλκανικό Πόλεμο. Στον μεσοπόλεμο προάχθηκε σε Υποστράτηγο και πήρε μέρος
στην Μικρασιατική Εκστρατεία το 1922. Συνέγραψε την βιογραφία του καπετάν Κώττα και
πέθανε το 1933.
[6] Ο Αναστάσιος Παπούλας (1857-1935) καταγόταν από το Μεσολόγγι και κατατάχθηκε από
μικρός εθελοντής στον ελληνικό στρατό. Συμμετείχε στον πόλεμο του 1897, ενώ ήταν αντίθετος
με την επέμβαση κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως
Συνταγματάρχης και προάχθηκε σε Υποστράτηγο. Στον εθνικό διχασμό πήρε το μέρος του
βασιλιά και οργάνωσε τα αντιβενιζελικά κινήματα στην Θήβα και την Πελοπόννησο.
Φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, όμως αποφυλακίστηκε το 1920. Ανέλαβε την
αρχιστρατηγία του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στη Μικρά Ασία μέχρι τον Μάϊο του
1922. Έπειτα, άλλαξε πολιτική παράταξη, το 1935 συμμετείχε στο βενιζελικό κίνημα των
Πλαστήρα – Γονατά, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε επί κυβέρνησης Π. Τσαλδάρη.
[7] Ο Γεώργιος Κολοκοτρώνης (1866-1913) ήταν εγγονός του αρχηγού της ελληνικής
Επανάστασης του 1821 Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και σπούσασε στη Σχολή Ευελπίδων.
Συμμετείχε στον πόλεμο του 1897 και ήταν αντίθετος με την επέμβαση στη Μακεδονία.
Συμμετείχε ως Ταγματάρχης στους Βαλκανικούς Πολέμους και σκοτώθηκε σε μάχη με τους
Βουλγάρους στο όρος Όρβηλος της Ανατ. Μακεδονίας τον Ιούλιο του 1913.
[8] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959, σ.
4
Σελίδα 53 από 64
[9] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993, σ. 55-57
[10] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979, σ. 145, 146
βάσει των πηγών:
Α. Κοντούλης, Βιογραφία καπετάν Κώττα, Φλώρινα, 1931, σ. 41-43
Ν. Κοεμτζόπουλος, Καπετάν Κώττας, Αθήναι, 1968, σ. 133-149
Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959, σ. 4,5
[11] Α. Κοντούλης, Βιογραφία καπετάν Κώττα, Φλώρινα, 1931, σ. 43
[12] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959,
σ. 3, 4
[13] Π. Παπασταμάτης, Ημερολόγιον (Απομνημονεύματα) Λάκη Πύρζα, Αριστοτέλης 20 (1960),
Φλώρινα, σ. 37
[14] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979, σ. 135-137 και
Αρχείο ΔΙΣ, Προξενείο Μοναστηρίου, Φάκελος 1904, υπ΄αριθμόν 685/16.07.1904
[15] Ο Παντελής Κανδύλας (καπετάν Κόκκινος) καταγόταν από το Βογατσικό και συμμετείχε ως
εθελοντής στον πόλεμο του 1897. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα έδρασε γύρω από τον τόπο
καταγωγής του και τα Καστανοχώρια, ενώ συνεργάστηκε με τον Π. Μελά, τον Γ. Τσόντο και τον
Α. Καραλίβανο πριν φυλακιστεί για τρία χρόνια το 1905.
[16] Ν. Μελά, Παύλος Μελάς, Δωδώνη, Αθήνα, 1992, σ. 272-314
[17] Π. Παπασταμάτης, Ημερολόγιον (Απομνημονεύματα) Λάκη Πύρζα, Αριστοτέλης 20 (1960),
Φλώρινα, σ. 44, 45
[18] Α. Χοτζίδης (επιμ.), Ευθύμιος Καούδης. Ένας Κρητικός αγωνίζεται για τη Μακεδονία:
Απομνημονεύματα (1903-1907), Φίλοι Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Θεσ/νίκη, 1997, σ.
[19] Ο Γεώργιος Βολάνης (1876-1924) γεννήθηκε στους Λάκκους Χανίων και ήρθε ως
εθελοντής στη Δυτική Μακεδονία, μαζί με τον Π. Μελά το 1904. Συνελήφθη τη νύχτα του
θανάτου του Μελά και παρέμεινε φυλακισμένος στο Μοναστήρι μέχρι την απόδρασή του και τη
διαφυγή στην Αθήνα. Επανεμφανίστηκε το 1906 και έδρασε κυρίως στην περιοχή του
Μοριχόβου μέχρι το τέλος του αγώνα. Πέθανε στα Περιβόλια Χανίων το 1926.
[20] Ο Ιωάννης Καραβίτης (1883-1949) γεννήθηκε στην Ανώπολη Χανίων και εμφανίστηκε το
1904 στην Καστοριά μαζί με τον Μελά. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Κατεχάκη και τον Γ.
Βάρδα και μετακινήθηκε στην περιοχή του Μοριχόβου. Έδρασε σε περιοχές της Φλώρινας και
του Μοναστηρίου μέχρι το 1908. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον αγώνα στη
Βόρειο Ήπειρο. Εξέδωσε μακροσκελή απομνημονεύματα και πέθανε το 1949 στην Αθήνα. Για
ένα μεγάλο διάστημα του μεσοπολέμου είχε δοθεί προς τιμήν του το όνομα Καραβίας στον
σημερινό οικισμό Ν. Μεσήμβρια της Θεσ/νίκης.
[21] Ο Ζήσης Δημουλιός ( -1908) ήταν παλιός κλεφταρματολός του Βιτσίου. Καταγόταν από
το Λέχοβο και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα συνεργάστηκε με αρκετούς αξιωματικούς, ενώ
αποτέλεσε αρχηγός της επιτροπής άμυνας στο χωριό του. Σκοτώθηκε το 1908 στη Βεύη της
Φλώρινας.
[22] Ο Φίλιππος Καπετανόπουλος ( -1904) γεννήθηκε στους Πύργους (Κατράνιτσα) Εορδαίας,
σπούδασε φαρμακοποιός και εργάστηκε στο Μοναστήρι. Δημιούργησε την τοπική επιτροπή
άμυνας μαζί με τον Θ. Μόδη και τον Χ. Δούμα. Μετά την προδοσία και την δολοφονία του Μόδη
κατέφυγε νότια και συνάντησε το σώμα του Μελά. Σκοτώθηκε μόλις μια ημέρα μετά στον
Πολυπόταμο από τούρκικα πυρά.
[23] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979, σ. 149-153
[24] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993, σ. 62
[25] ο.π, σ. 64, 66
[26] ο.π, σ. 66-71
[27] Ο Λαμπρινός Βρανάς ( -1905) γεννήθηκε στον Καλλικράτη Σφακιών και πρώτη φορά
εμφανίστηκε στην Καστοριά τον Ιούνιο του 1903. Επανήλθε το 1904 μαζί με τον Μελά και
τοποθετήθηκε αρχηγός στην φρουρά της Δροσοπηγής. Σκοτώθηκε τον Απρίλιο του 1905 στη
μάχη της Δροσοπηγής μετά από προδοσία των Βουλγάρων στους Τούρκους.
[28] Ο Ιωάννης Πούλακας (καπετάν Μπούλακας) ( -1908) κατάγονταν από το Θέρισσο των
Χανίων και πρωτοεμφανίστηκε ως εθελοντής στη Μακεδονία τον Οκτώβριο του 1904.
Τοποθετήθηκε αρχηγός της φρουράς στο Φλάμπουρο και συνεργάστηκε με αρκετούς
αξιωματικούς μέχρι να δημιουργήσει το δικό του μεγάλο σώμα. Δολοφονήθηκε το 1908 σε μια
χαρτοπαικτική λέσχη στην Αθήνα.

Σελίδα 54 από 64
[29] Ο Ανδρέας Δικώνυμος (μπαρμπα-Ανδρέας) γεννήθηκε στον Καλλικράτη Σφακιών και
έφτασε το 1904 μαζί με τον Μελά στην Καστοριά. Αργότερα, τοποθετήθηκε επικεφαλής της
φρουράς του Λεχόβου, όπου και έδρασε το μεγαλύτερο διάστημα του Αγώνα. Τραυματίστηκε
σοβαρά στο μάτι κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης στην Περικοπή το 1905, αλλά συνέχισε τον
αγώνα παρα την προχωρημένη ηλικία του.
[30] Ο Νικόλαος (Λάκης) Πύρζας (1880-1947) από τη Φλώρινα αποτέλεσε ένας από τους
πρωτοπόρους του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή. Από το 1904 και την επίσκεψη στην
Αθήνα συνδέεται στενά με τον Π. Μελά και ορίζεται υπαρχηγός της ομάδας του. Ο θνήσκων
Μελάς του έδωσε στη Στάτιστα το σταυρό και το όπλο του ώστε να τα παραδώσει στην
οικογένειά του. Έτσι, στα τέλη του 1904 μεταβαίνει στην Αθήνα και επιστρέφει το καλοκαίρι του
1905, συνεργαζόμενος με τον Βάρδα. Τελικά, έρχεται σε ρήξη μαζί του και εγκαταλείπει τον
αγώνα, φεύγοντας στην Αίγυπτο μέχρι την απελευθέρωση του ’12. Εγκαθίσταται στη Φλώρινα,
συγγράφει τα απομνημονεύματά του και πεθαίνει το 1947.
[31] Ο Γεώργιος Κατεχάκης (καπετάν Ρούβας) (1880-1936) γεννήθηκε στην Πόμπια Ηρακλείου
και αποφοίτησε το 1902 από τη Σχολή Ευελπίδων ως ανθυπολοχαγός. Εμφανίστηκε στην
Καστοριά στα τέλη του 1904 ως γενικός αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά αποσύρθηκε
μετά από ένα μήνα λόγω προβλήματος υγείας. Επανήλθε το 1905 και πήρε μέρος σε σημαντικές
μάχες. Αργότερα έδρασε σε περιοχές του Μοναστηρίου και της Κεντρικής Μακεδονίας.
Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και αποστρατεύτηκε οριστικά το 1922 ως
Υποστράτηγος. Διετέλεσε γενικός διοικητής Θράκης και Κρήτης, βουλευτής, γερουσιαστής και
τρεις φορές υπουργός. Πέθανε το 1938 στο Ηράκλειο.
[32] Ο Παύλος Γύπαρης (1882-1966) κατάγονταν από την Ασή Γωνιά των Χανίων και
πρωτοεμφανίστηκε ως εθελοντής στη Μακεδονία μαζί με τον Κατεχάκη το 1904. Πήρε μέρος σε
αρκετές μάχες εναντίον των Βουλγάρων, ενώ συμμετείχε σε πολλές μάχες κατά τους
Βαλκανικούς Πολέμους, τον Αγώνα στην Βόρειο Ήπειρο και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο στην
Μικρά Ασία. Στον Μεσοπόλεμο τάχθηκε φανατικά με τον Βενιζέλο και οργάνωσε τα βενιζελικά
παρακρατικά τάγματα ασφαλείας στην Αθήνα. Μάλιστα, ήταν ο επικεφαλής του αποσπάσματος
που δολοφόνησε τον Ίωνα Δραγούμη το 1920. Το 1941 πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης
εναντίον των Γερμανών και έπειτα κατέφυγε στην Αίγυπτο. Μετά την απελευθέρωση του ’44
τοποθετείται φρούραρχος Χανίων και αναλαμβάνει αντικομμουνιστική δράση στον Εμφύλιο
Πόλεμο. Τέλος, ψηφίζεται βουλευτής Χανίων, γράφει τα απομνημονεύματά του και πεθαίνει
στην Αθήνα το 1966.
[33] Ο Σίμος Ιωαννίδης (Στογιάννης ή Αρμενσκιώτης) γεννήθηκε στα Άλωνα (Αρμένσκο)
Φλώρινας και ακολούθησε από νωρίς τον καπετάν Κώττα, ως ένα από τα πρωτοπαλλίκαρά του.
Μετά το Ίλιντεν πήγε μαζί με άλλους στην Αθήνα ώστε να παρουσιάσουν την κατάσταση στη
Μακεδονία. Επέστρεψε στα Κορέστεια και το 1905 μετά την εξόντωση του Κώττα κατέφυγε πάλι
στην Νότια Ελλάδα. Επανήλθε και εντάχθηκε στα σώματα Βάρδα και Καούδη. Το 1906
δημιουργεί την δική του ομάδα και δρα στον Βαρνούντα μαζί με τον Π. Ρακοβίτη, ενώ
προσπαθεί ανεπιτυχώς να σκοτώσει τον Τσακαλάρωφ. Μεταπολεμικά δόθηκε το όνομά του στο
χωριό Μοτέσνιτσα που βρίσκεται δίπλα στα Άλωνα, τον τόπο καταγωγής του.
[34] Ο Δούκας Γαϊτατζής (καπετάν Ζέρβας) (1879-1938) γεννήθηκε στις Σέρρες από εύπορη
οικογένεια και διετέλεσε από νωρίς πράκτορας ελληνικών συμφερόντων. Μετά από την
αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του βούλγαρου πράκτορα Στόγιαν καταφεύγει στην Αθήνα
και συνδέεται με τον Βάρδα. Το 1904 είναι υπαρχηγός στο σώμα του Κατεχάκη και δρα στην
Καστοριά. Από το 1905 μεταφέρεται στην Ανατολική Μακεδονία, όπου δημιουργεί το δικό του
σώμα και συμμετέχει σε πολλές μάχες. Στους Βαλκανικούς Πολέμους δρα στο Πάγγαιο και
απελευθερώνει την Ελευθερούπολη Καβάλας. Στον Μεσοπόλεμο αναδείχθηκε βουλευτής και
πέθανε στο Παρίσι το 1938.
[35] Ι. Καραβίτης (επιμ. Γ. Πετσίβας), Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, τ. Α’, Μπίρη,
Αθήνα, 1994, σ. 152-156
[36] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 158, 159
[37] Ο Γεώργιος Τσόντος (καπετάν Βάρδας) (1871-1942) κατάγονταν από το οροπέδιο
Ασκύφου των Σφακιών. Έλαβε μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1897 και
δραστηριοποιήθηκε ενεργά με θέματα της Μακεδονίας κατά την μετοίκησή του στην Αθήνα.
Δημιούργησε το δικό του σώμα και εμφανίστηκε στην Καστοριά στα τέλη του 1904. Πήρε μέρος
σε πολλές μάχες καθ΄όλη τη διάρκεια του αγώνα και έδρασε στα Καστανοχώρια, τα Κορέστεια,
το Βίτσι, αλλά και το Μορίχοβο, το Μοναστήρι και τον Βαρνούντα. Οι νίκες του ενάντια στους
κομιτατζήδες αποτέλεσαν ίσως τον βασικότερο παράγοντα περιορισμού της βουλγαρικής
εξάπλωσης στην περιοχή, ενώ ήταν ο ηγέτης της αμφιλεγόμενης επίθεσης στη Βασιλειάδα. Μετά
Σελίδα 55 από 64
τον Μακεδονικό Αγώνα συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και προήχθη σε Ταγματάρχη.
Διορίστηκε για κάποιο διάστημα το 1914 διοικητής του ελληνικού στρατού στην Κορύτσα.
Αποστρατεύτηκε το 1923 και ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική ως βουλευτής Φλώρινας και
Καστοριάς. Πέθανε το 1942 στην Αθήνα, αφου συνέγραψε τα απομνημονεύματά του.
[38] Ο Γεώργιος Δικώνυμος (καπετάν Μακρής) (1887-1939) ήταν ανηψιός του μπαρμπα-
Ανδρέα Δικώνυμου, γεννήθηκε στον Καλλικράτη Σφακιών και ήταν ένας από τους 10 κρητικούς
που πρωτοεμφανίστηκαν στην Καστοριά το καλοκαίρι του 1903. Επανεμφανίστηκε στην πρώτη
περιοδεία του Μελά και μετά μαζί με τον Τσόντο-Βάρδα. Συμμετείχε σε πολλές μάχες στην
περιοχή της Καστοριάς και αργότερα βορειότερα στο Μορίχοβο. Στους Βαλκανικούς Πολέμους
έδρασε πάλι στην περιοχή της Καστοριάς, συμμετέχοντας στην απελευθέρωση. Έγραψε τα
απομνημονεύματά του και πέθανε το 1939 στην Αθήνα.
[39] Ο Εμμανουήλ Νικολούδης καταγόταν από τους Λάκκους Χανίων και κατατάχθηκε
εθελοντής στο σώμα του καπετάν Βάρδα. Έπειτα, δημιούργησε το δικό του πολυμελές σώμα και
έδρασε στο Μορίχοβο, όπου πήρε μέρος σε σημαντικές μάχες. Συμμετείχε στον αγώνα της
Σάμου και τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αποστρατεύτηκε ως λοχαγός.
[40] Ο Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης (παπα-Δράκος) γεννήθηκε στην Ηράκλεια της Ανατ.
Θράκης και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης ως μαθητής του Καραβαγγέλη.
Τοποθετήθηκε ως ιερέας κοντά στον τόπο καταγωγής του και συμμετείχε ως εθελοντής στον
πόλεμο του ’97. Αργότερα, ήρθε με το σώμα του Βάρδα στην Καστοριά και συνεργάστηκε με
αρκετούς οπλαρχηγούς. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και τέλος τοποθετήθηκε
ιερέας στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών μέχρι τον θάνατό του. Πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη
προσωπικότητα, καθώς μερικές φορές το πάθος και η μαχητικότητά του τον οδήγησαν σε λάθος
ενέργειες, όπως οι δολοφονίες ορισμένων αμάχων και οι φιλονικίες με άλλους οπλαρχηγούς,
ενώ σχετίζεται με την εκτέλεση του μακεδονομάχου Αρ. Μαργαρίτη για προδοσία.
[41] Ο Μιχαήλ Τσόντος κατάγονταν από το Ασκύφου Σφακιών και ήταν αδερφός του Γεωργίου
Τσόντου-Βάρδα. Έδρασε μαζί με τον αδερφό του στον Μακεδονικό Αγώνα και αργότερα
συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον αγώνα αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου.
[42] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993, σ. 72, 74
[43] Ο Στέφανος Δούκας (καπετάν Μάλλιος) (1865- ) γεννήθηκε στην Κορυτσά και ξεκίνησε
αρχικά τον αγώνα εναντίον των ρουμανιζόντων και τουρκαλβανών στην επαρχία του.
Μετοίκησε στην Ελλάδα και αναδείχθηκε σε υπολοχαγό του ελληνικού στρατού. Συμμετείχε
στην επίθεση στη Βασιλειάδα το 1905 και συνέχισε τη δράση στα Καστανοχώρια, τον Γράμμο
και την Κορυτσά, συνεργαζόμενος με τον Νταϊλάκη. Αποστρατεύθηκε στους Βαλκανικούς
Πολέμους και μετά την απελευθέρωση του ’12 τοποθετήθηκε διοικητής της Καστοριάς.
[44] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959,
σ. 8, 9
[45] Ι. Καραβίτης (επιμ. Γ. Πετσίβας), Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, τ. Α’, Μπίρη,
Αθήνα, 1994, σ.
[46] Απομνημονεύματα Γερμανού Καραβαγγέλη. Ο Μακεδονικός Αγών, Μπαρμπουνάκης,
Θεσ/νίκη, 1993, σ. 74-76
[47] Ο Νικόλαος Καλομενόπουλος (καπετάν Νίδας) (1865-1952) κατάγονταν από την Σύρο και
ήταν συμμετείχε ως Υπολοχαγός του ελληνικού στρατού στον Μακεδονικό Αγώνα. Με την
έλευσή του το 1905 στη Δυτική Μακεδονία συλλαμβάνεται με πολλούς άνδρες του και
φυλακίζεται στο Μοναστήρι. Αποδρά μετά από 3 χρόνια και διαφεύγει στην νότια Ελλάδα.
Συμμετέχει στους Βαλκανικούς και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιωτικός διοικητής του
Αιγαίου. Πέθανε στην Αθήνα το 1952.
[48] Ο Χρήστος Τσολακόπουλος (καπετάν Ρέμπελος) (1868-1923) καταγόταν από την
Επίδαυρο Αργολίδας και ήταν Υπολοχαγός του Πεζικού που πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα
το 1905, δρώντας κυρίως στην περιοχή του Μοριχόβου. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς
Πολέμους και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ αποστρατεύτηκε το 1920 ως Συνταγματάρχης.
Πέθανε το 1923 στην Αθήνα.
[49] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 191-194
[50] Ο Πέτρος Μάνος (καπετάν Βέργας) γεννήθηκε στα Χανιά και ήταν αδερφός του Προέδρου
του Μακεδονικού Κομιτάτου Κ. Μάνου. Εμφανίστηκε στην Καστοριά το 1905 ως Επίλαρχος με
το δικό του σώμα, που συνεργάστηκε κυρίως με τον Κατεχάκη. Αργότερα, έδρασε σε περιοχές
των Γρεβενών και της Ανασέλιτσας εναντίον της ρουμανικής προπαγάνδας. Εξελίχθηκε σε
Υπολοχαγό του ελληνικού στρατού.

Σελίδα 56 από 64
[51] Ο Ευάγγελος Φραγκιαδάκης (καπετάν Γαλιανός) (1869-1951) καταγόταν από το Ρέθυμνο,
συμμετείχε στην Κρητική Επανάσταση του 1897 και εμφανίστηκε ως εθελοντής στη Μακεδονία
το 1904 μαζί με τον Τσόντο-Βάρδα. Πήρε μέρος σε πολλές συμπλοκές και αιχμαλωτίστηκε κατά
την μάχη στο Κουρί Γέρμα τον Απρίλιο του 1905. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και
πέθανε το 1951 στο Ρέθυμνο.
[52] Ο Αριστείδης Μαργαρίτης (καπετάν Τρομάρας) ( -1905) γεννήθηκε στην Καστοριά και είχε
δημιουργήσει το δικό του μικρό σώμα πριν την έλευση των αξιωματικών από τη νότια Ελλάδα.
Συνεργάστηκε με τον Παύλο Μελά και έδρασε στα Καστανοχώρια και τα Κορέστεια. Ο
Μαργαρίτης θεωρήθηκε από τους αρχηγούς Βάρδα, Κατεχάκη και Μάνο ως υπεύθυνος για τη
διασπορά πληροφοριών στους Τούρκους και ληστείες, κατηγορίες μάλλον αναληθείς.
Εκτελέστηκε τον Μάϊο του 1905 από τον παπα-Δράκο Χρυσομαλλίδη.
[53] Ο Φιλόλαος Πηχεών (καπετάν Φιλώτας ή Λαύρας) (1875-1947) ήταν γιος του πρωτεργάτη
του Μακεδονικού Αγώνα Αναστάσιου Πηχεών και γεννήθηκε στην Καστοριά. Μετέβη στην νότια
Ελλάδα, όπου έγινε Ανθυπίλαρχος του ελληνικού ιππικού. Το 1905 πρωτοεμφανίστηκε ως
καπετάν Φιλώτας με το σώμα του Δούκα στην περιοχή και αργότερα συνεργάστηκε με τον
Δικώνυμο-Μακρή. Κατέφυγε λόγω ασθένειας στην Αθήνα και επανήλθε το 1907 ως καπετάν
Λαύρας στην περιοχή του Μοριχόβου. Είχε ενεργό ρόλο κατά την απελευθέρωση της Καστοριάς
το 1912, ενώ κατά το Μεσοπόλεμο αναρριχήθηκε στο αξίωμα του Στρατηγού. Σήμερα, το
σωζόμενο αρχοντικό του Φιλόλαου Πηχεών στην Καστοριά, όπου διέμενε μέχρι τον θάνατό του
το 1947, έχει μετατραπεί σε Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
[54] Ο Γεώργιος Βλαχογιάννης (καπετάν Οδυσσέας) γεννήθηκε στη Ναύπακτο και ως
Ανθυπολοχαγός βοήθησε στην αποστολή της πρώτης ομάδας Μακεδονομάχων Κρητών το 1903.
Αργότερα, τοποθετήθηκε ως πράκτορας σε Προξενεία της Μακεδονίας. Το 1905 ως Λοχαγός
κατάρτισε δικό του σώμα και συνεργάστηκε κυρίως με τον Μακρή στην περιοχή του Βαρνούντα
και του Μοριχόβου.
[55] Ο Αντώνιος Βλαχάκης (καπετάν Λίτσας) (1874-1906) γεννήθηκε στην Μυρσίνη (Πάνιτσα)
της Μάνης και συμμετείχε στον ατυχή πόλεμο του 1897. Στην Καστοριά εμφανίστηκε το 1905
ως Ανθυπολοχαγός με το ψευδώνυμο καπετάν Λίτσας, δρώντας στα Καστανοχώρια.
Επανεμφανίστηκε το 1906 παίρνοντας μέρος σε πολλές μάχες. Σκοτώθηκε στη Μάχη του
Καστανόφυτου τον Μάϊο του 1906.
[56] Ο Κωνσταντίνος Πούλος (καπετάν Πλάτανος) ( -1912) γεννήθηκε στον Πλάτανο
Ναυπακτίας και με την ιδιότητα του Ανθυπολοχαγού έδρασε το 1905 και τις αρχές του 1906
κυρίως στα Καστανοχώρια. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και σκοτώθηκε στη Μάχη
του Σαραντάπορου το 1912.
[57] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 195-201
[58] Ο Βασίλειος Πανουσόπουλος (καπετάν Τρομάρας) ήταν Ανθυπίλαρχος του ελληνικού
ιππικού. Τοποθετήθηκε ως πράκτορας τον Ιούλιο του 1905 σε σχολείο της Φλώρινας και τον
Νοέμβριο του ίδιου έτους συγκρότησε το δικό του σώμα που καταστράφηκε ολοσχερώς στη
Μάχη των Ψαράδων. Αργότερα συμμετείχε ως Υπίλαρχος στην απελευθέρωση της Φλώρινας το
1912.
[59] Ο Λουκάς Κόκκινος (1878-1913) κατάγονταν από το Μέγαρο (Ραδοσίνιστα) Γρεβενών και
ανέπτυξε από νωρίς ένοπλη δράση. Συνεργάστηκε με πολλούς αξιωματικούς και ιδιαίτερα με τον
Βλαχάκη και τον Φαληρέα στα Καστανοχώρια, και με τον Δούκα στα Γρεβενά. Πολέμησε με
πάθος τη βουλγαρική και ρουμανική προπαγάνδα μέχρι το τέλος του αγώνα και το 1911
σκότωσε τους δολοφόνους του Μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού. Συμμετείχε στους
Βαλκανικούς Πολέμους, όπου τραυματίστηκε και πέθανε στα Γρεβενά το 1913.
[60] ο.π, σ. 214, 215
[61] ο.π, σ. 213, 214
[62] Γ. Τσόντος-Βάρδας (επιμ. Γ. Πετσίβας), Ο Μακεδονικός Αγών. Ημερολόγιο 1904-1907, τ.
3, Πετσίβας, Αθήνα, 2003, σ.
[63] Ο Κούσμαν (Κούζο) Ποπντίνωφ (1875-1907) γεννήθηκε στην Οξυά (Μπλάτσα) και ήταν
βουλγαροδιδάσκαλος στο χωριό του. Εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ και φυλακίστηκε το 1901.
Συμμετείχε στην Επανάσταση του Ίλιντεν και επανήλθε στα τέλη του 1905 στην Καστοριά,
αναλαμβάνοντας εντονότερη δράση. Αυτοκτόνησε στον Πολυκέρασο το 1907 κατά τη διάρκεια
συμπλοκής με τούρκικο απόσπασμα.
[64] Ο Λεωνίδας Τσώρης ( -1906) ήταν εθελοντής οπλαρχηγός από την Θεσσαλία που έδρασε
αυτόνομα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή του Λεχόβου. Στις αρχές του 1906
περικυκλώθηκε στο Λέχοβο από τους Τούρκους μετά από βουλγάρικη προδοσία και προσπάθησε

Σελίδα 57 από 64
ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει για να μην αιχμαλωτιστεί. Τελικά, πέθανε στις φυλακές της
Καστοριάς μετά από οξείς πόνους.
[65] Ο Ζαχαρίας Παπαδάς (καπετάν Φούφας) (1876-1907) γεννήθηκε στο Πλατανάκι Αρκαδίας
και ήταν Ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού. Εμφανίστηκε στη Δυτική Μακεδονία στις
αρχές του 1906 και έδρασε μέχρι τον Ιούλιο στο Βίτσι, τον Βαρνούντα, τα Κορέστεια και τα
Καστανοχώρια. Επέστρεψε τον Απρίλιο του 1907 και σκοτώθηκε στη Μάχη του Παλαιοχωρίου
τον επόμενο μήνα. Το Παλαιοχώρι Πτολεμαΐδας μετονομάστηκε κατά τον Μεσοπόλεμο σε
Φούφας προς τιμήν του.
[66] Ο Λεωνίδας Πετροπουλάκης (1880-1906) γεννήθηκε στο Γύθειο Λακωνίας ενώ σπούδαζε
Νομικά στην Αθήνα συμμετείχε ως εθελοντής στο σώμα του Βλαχάκη. Σκοτώθηκε πολύ
γρήγορα στη Μάχη του Καστανόφυτου τον Μάϊο του 1906. Προς τιμήν του ο οικισμός Έζερετς
μετονομάστηκε σε Πετροπουλάκι.
[67] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 216-218
[68] ο.π, σ. 220
[69] Ο Βασίλειος Γεωργίου (καπετάν Σούλιος) ( -1927) γεννήθηκε στην Κορυτσά και
δημιούργησε από νωρίς τη δική του αντάρτικη ομάδα που δρούσε κυρίως στην περιοχή της
Κορυτσάς και της Βίγλιστας. Συνεργάστηκε με τον Βάρδα και τον Φαληρέα κατά τον Μακεδονικό
Αγώνα και έδρασε στα Καστανοχώρια, το Νεστόριο και την Κορυτσά. Συμμετείχε στους
Βαλκανικούς Πολέμους και ιδιαιτέρως στον αγώνα για την Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου το
1914. Μετά την ένταξή της στο Αλβανικό Κράτος μετοίκησε στην περιοχή της Φλώρινας και
πέθανε το 1927 στη Μαρίνα Φλωρίνης.
[70] Ο Ιωάννης Νακίτσας (Πακίτσας) ( -1906) είχε καταγωγή από την Γράμμουστα ή τη
Σαμαρίνα, αλλά έζησε στην Καστοριά. Έδρασε ως οπλαρχηγός στα Κορέστεια συνεργαζόμενος
με τον Βάρδα. Δολοφονήθηκε από τουρκικό απόσπασμα τον Οκτώβριο του 1906 στους
Αμπελόκηπους.
[71] Ο παπα-Σταύρος Τσάμης ( -1906) κατάγονταν από το Πισοδέρι και σπούδασε στο
Μοναστήρι, ενώ το 1890 χειροτονήθηκε ιερέας στο Κρούσοβο. Συμμετείχε από πολύ νωρίς στον
αγώνα μαζί με τα σώματα του καπετάν Κώττα, ενώ ήταν αυτός που έθαψε το κεφάλι του Π.
Μελά στο παρεκκλήσι της Αγ. Παρασκευής Πισοδερίου. Δολοφονήθηκε από τους βουλγάρους
κομιτατζήδες το 1906 στο ύψωμα Βίγλα Λούτζα του Βιτσίου. Σώζονται τα απομνημονεύματά
του.
[72] Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης (1862-1906) γεννήθηκε στο Τσαγκράκ της
Κερασούντας του Πόντου μαθήτευσε στη γενέτειρά του και τη Κερασούντα, ενώ σπούδασε στη
Θεολογική Σχολή της Χάλκης και το 1889 έγινε διδάκτορας. Το 1890 χειροτονήθηκε διάκονος
και το 1897 έγινε αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Το 1902 εκλέχθηκε Μητροπολίτης
Κορυτσάς και Πρεμετής και ξεκίνησε το εθνικό του έργο απέναντι στην δράση εξαρχικών,
Ρουμανιζόντων και Τουρκαλβανών, ιδρύοντας αρκετά ελληνικά σχολεία. Τον Αύγουστο του
1906 ο Καραβαγγέλης έκανε μια μεγάλη περιοδεία στην περιοχή του Νεστορίου και της
Κορυτσάς. Δεν είναι πλήρως αποσαφηνισμένο αν η αλβανική συμμορία που δολοφόνησε τον
Φώτιο στον οικισμό Μπραβδίτσα ήθελε να σκοτώσει τον ίδιο ή τον Καραβαγγέλη. Πάντως η
λανθασμένη διάδοση ότι πέθανε ο Καραβαγγέλης είχε τραγικό αντίκτυπο στη συνέχεια του
αγώνα.
[73] Ο Γρηγόριος Φαληρέας (καπετάν Ζάκας) (1873-1937) γεννήθηκε στο Εξωχώρι
(Ανδρούβιστα) της Μεσσηνιακής Μάνης και συμμετείχε ως εθελοντής στην κρητική Επανάσταση
του 1897. Το 1906 ως Ανθυπολοχαγός εμφανίστηκε με το δικό του σώμα στα Καστανοχώρια με
το ψευδώνυμο Ζάκας, εις ανάμνηση του παλιού αγωνιστή Θεόδωρου Ζάκα. Συνεργάστηκε με
τους Παπαδά και Τσοτάκο σε σημαντικές μάχες μέχρι την φυγή του το 1907. Συμμετείχε στους
Βαλκανικούς Πολέμους και αποστρατεύτηκε το 1933 ως Αντιστράτηγος. Πέθανε το 1937 στην
Αθήνα.
[74] Ο Χρήστο Τσφέτκωφ (1877-1934) γεννήθηκε στο Μακροχώρι (Κονομπλάτι) και
συμμετείχε μαζί με τον Μήτρο Βλάχο στις πρώτες ενέργειες του καπετάν Κώττα. Συμμετέχει στο
Ίλιντεν και το επόμενο διάστημα παραμένει στην περιοχή ως πρωτοπαλλίκαρο του Μήτρο
Βλάχου. Μετά το θάνατο του Μήτρου το 1907 γίνεται αρχηγός της τσέτας και συνεργάζεται με
τους Ποπντίνωφ και Ζελέφσκι. Τελικώς, το σώμα του διαλύεται και σταματά τον αγώνα.
Αργότερα, συμμετέχει στους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον βουλγάρικο
στρατό. Πέθανε το 1934 στο Νόβο Κονομπλάτι της Βουλγαρίας.
[75] Ο Τράϊκο Τοντόρωφ (Ζελέφσκι) (1875-1925) γεννήθηκε στο Ανταρτικό (Ζέλοβο) και
εντάχθηκε στην ΕΜΕΟ το 1898. Συμμετείχε στις τσέτες Μήτρο Βλάχου, Κλιάσεφ και Τσφέτκωφ.

Σελίδα 58 από 64
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς και τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέθανε στη Στενήμαχο της
Ανατολικής Ρωμυλίας το 1925.
[76] Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήναι, 1979, σ. 247, 248
[77] Ο Νικόλαος Πλατανιάς (καπετάν Λαχτάρας) ( -1913) κατάγονταν από τη Γιαννιτσού
Φθιώτιδας και ως Ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού εισήλθε το 1907 στα Καστανοχώρια
αντικαθιστώντας τον Φαληρέα. Έδρασε επίσης στην περιοχή του Νεστορίου μαζί με τον Τόμπρα.
Σκοτώθηκε κατά τον 2οΒαλκανικό Πόλεμο, υποκύπτοντας στα τραύματά του σε νοσοκομείο της
Θεσ/νίκης.
[78] Ο Γεώργιος Τόμπρας (καπετάν Ρουπακιάς) κατάγονταν από τις Κυδωνιές (Αϊβαλί) Μικράς
Ασίας και ήταν Ανθυποφαρμακοποιός του ελληνικού στρατού. Πρωτοεμφανίστηκε το 1905 στην
Κεντρική Μακεδονία μαζί με τον Ρήγα (καπετάν Καβοντόρο) και αργότερα στην Καστοριά μαζί
με τον Κατεχάκη. Το 1906 έδρασε πάλι στην περιοχή Γιαννιτσών και Καμπανίας, ενώ το 1907
ανέλαβε ως αρχηγός την περιοχή του Νεστορίου. Στους Βαλκανικούς Πολέμους έδρασε πάλι στη
Δυτική Μακεδονία με τον Κατεχάκη
[79] Ο Δημήτριος Παπαβιέρος (καπετάν Γκούρας) ήταν Ανθυπολοχαγός του Πεζικού από το
Μαυρολιθάρι Φωκίδας. Το ψευδώνυμό του το επωμίστηκε χάριν του παλιού οπλαρχηγού της
Ρούμελης Ιωάννη Γκούρα. Το 1907 δημιούργησε το 40μελές σώμα του και ξεκίνησε τον αγώνα.
Μετά από σύντομη δράση στην Καστοριά έδρασε στην περιοχή του Μοριχόβου, συνεργαζόμενος
με τον Α. Ζώη και τον Ε. Κατσιγάρη.
[80] Ο Ευστάθιος Θειάφης (καπετάν Φλάμπουρας) ( -1912) ήταν Ανθυπολοχαγός που
εμφανίστηκε τον Μάϊο του 1907 στην Καστοριά ως αρχηγός σώματος μαζί με τον Κ.
Αργυρόπουλο. Στη συνέχεια έδρασε στις Πρέσπες και τον Βαρνούντα μέχρι τον Νοέμβριο του
ίδιου έτους. Σκοτώθηκε στην περιοχή της Ελασσόνας κατά τον 1 ο Βαλκανικό Πόλεμο.
[81] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979, σ. 248-250
[82] Ο Νικόλαος Τσοτάκος (καπετάν Γέρμας) (1874-1907) κατάγονταν από τη Γέρμα
Λακωνίας, απ΄ όπου πήρε και το ψευδώνυμό του. Εμφανίστηκε το 1907 ως Ανθυπολοχαγός με
το δικό του σώμα στην Καστοριά. Συνεργάστηκε με τον Φαληρέα, ενώ υπαρχηγοί του ήταν οι
οπλαρχηγοί Β. Τσιμπίδαρος και Θ. Μαντούβαλος. Σκοτώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα στη
Μάχη του Καλογερικού. Προς τιμήν του πήρε το όνομα Γέρμας ο κοντινός οικισμός με την παλιά
ονομασία Λόσνιτσα.
[83] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979, σ. 251-253
[84] Ο Λάζαρος Αποστολίδης (1885- ) γεννήθηκε στην Α. Λεύκη (Ζουπάνιστα) και ξεκίνησε τη
δράση του μαζί με τον Μαργαρίτη στην Καστοριά. Μετά το Ίλιντεν κατέφυγε στην Αθήνα και
επανήλθε μαζί με τον Βάρδα το 1905. Πήρε μέρος σε αρκετές μάχες και συνέχισε τη δράση του
μετά το τέλος του αγώνα. Συμμετείχε στους βαλκανικούς Πολέμους και τον Αγώνα για την
Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη.
[85] Ο Ισίδωρος Σιδέρης (1885-1943) γεννήθηκε στο Γιαννοχώρι (Γιαννόβενη) και σε μικρή
ηλικία κατέφυγε στην Ελλάδα, λόγω της δολοφονίας ενός τουρκαλβανού. Επανήλθε μαζί μαζί
με τον Βάρδα το 1905 και έδρασε καθ΄όλη τη διάρκεια του αγώνα, κυρίως στην περιοχή του
Νεστορίου και των Καστανοχωρίων. Συμμετείχε στον Αγώνα της Βορείου Ηπείρου, οπότε
φυλακίστηκε για δυο χρόνια. Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1943 στη
Νεάπολη Κοζάνης, όπου διέμενε κατά το Μεσοπόλεμο.
[86] Ο Κωνσταντίνος Ντόγρης (Ντόγρας) κατάγονταν από το Βογατσικό και έδρασε στην
περιοχή γύρω από το χωριό του μέχρι το τέλος του αγώνα. Συνεργάστηκε κυρίως με τους Μελά
και Παπαδά και Φαληρέα.
[87] ο.π, σ. 287
[88] Ο Δημήτριος Δουμπιώτης (1874-1917) ήταν εγγονός του παλιού αγωνιστή Κ. Δουμπιώτη
και Υπίατρος του ελληνικού στρατού με καταγωγή από τη Δουμπιά Χαλκιδικής. Είχε τοποθετηθεί
ως υπάλληλος στο Προξενείο Μοναστηρίου μέχρι την ανάληψη καθηκόντων στην Καστοριά το
1908. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και πέθανε το 1917 στην Αθήνα.
[89] Ο Λουκάς Παπαλουκάς (καπετάν Ρουμελιώτης) ( -1918) κατάγονταν από την Ελάτεια
(Δραχμάνι) Φθιώτιδας και εμφανίστηκε ως Ανθυπολοχαγός μαζί με τον Κλείτο στην περιοχή της
Γευγελής το 1907 και με το δικό του σώμα το 1908 στην Καστοριά. Συμμετείχε στους
Βαλκανικούς Πολέμους και ήταν ένας από τους πρώτους εθελοντές έλληνες αεροπόρους.
Σκοτώθηκε το 1918 στη Δοϊράνη κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
[90] Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα, ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη, 1959,
σ.
[91] Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Προξενείο Θεσσαλονίκης, Φάκελος υπ΄αριθμόν
616/26.01.1909
Σελίδα 59 από 64
[92] ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήναι, 1979, σ. 301
Αναρτήθηκε από billkos στις 5:36 μ.μ.
Ετικέτες μακεδονικός αγώνας, οικισμοί, πόλεμοι, τουρκοκρατία, χάρτης
9 σχόλια:
1.
Ανώνυμος17 Οκτωβρίου 2011 - 12:55 π.μ.
Μακεδονομάχος Παύλος Γύπαρης
ο δολοφόνος του Ίωνα Δραγούμη
Για να μαθαίνουμε την δράση κάποιων Μακεδονομάχων ας διαβάσουμε και αυτό…
« Αποκορύφωμα της δράσης των «Γυπαραίων» αποτελεί η δολοφονία του Ιωνα Δραγούμη και η
ολοκληρωτική καταστροφή, την ίδια μέρα, των γραφείων και του αρχείου του «Ριζοσπάστη», ως
«αντίποινα» για την απόπειρα κατά του Βενιζέλου στη Λυών (31.7.20).»

http://www.iospress.gr/ios2005/ios20051030.htm

Το ξεκαθαρίζει ο ίδιος ο Γύπαρης, σε αδημοσίευτο κείμενό του που εντοπίσαμε στο Ιστορικό
Αρχείο Κρήτης, στα Χανιά (Αρχείο Π. Γύπαρη, φ.1/β/3, εγγρ.21).
«Ο Μακεδονικός Αγών του 1904-1908», γράφει, «δεν ήτο αγών κατά των Τούρκων. Τα
ελληνομακεδονικά σώματα μίαν και μόνην είχον αποστολήν: να απαλλάξωσι τους Ελληνικούς
πληθυσμούς της Μακεδονίας από τας φρικτάς πιέσεις των αγρίων βουλγάρων κομιτατζήδων […]
και να επαναφέρωσι εις τους κόλπους του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας τους πληθυσμούς
οίτινες είχον εξαναγκασθεί να αποσχισθώσι του Ελληνισμού και του Πατριαρχείου και να
προσχωρήσωσι εις την Βουλγαρικήν Εξαρχίαν.
Ευτυχώς εις το έργον ημών εύρομεν σύμμαχον υπό της βίας της πραγματικότητος
δημιουργηθέντα. Και οι τουρκικοί της Μακεδονίας πληθυσμοί επιέζοντο παντοιοτρόπως υπό των
βουλγάρων κομιτατζήδων. Το Βουλγαρικόν Κομιτάτον επέβαλεν εις τους πλουσίους Τούρκους
σημαντικάς εισφοράς χρηματικάς, εν περιπτώσει δε απειθείας αυτών κατέστρεφε τα εν υπαίθρω
κτήματα αυτών ή και τους ηχμαλώτιζεν ίνα τους απελευθερώση αντί αδρών λύτρων.
Ενεκα των λόγων τούτων οι Τούρκοι της Μακεδονίας, ιδιώται και αρχαί, είδον μετ’ ανεκφράστου
ανακουφίσεως την είσοδον των ελληνικών ενόπλων σωμάτων εις την Μακεδονίαν.Συν τω
χρόνω η εμπιστοσύνη των τουρκικών πληθυσμών επί των ελληνικών ενόπλων σωμάτων
κατέστη πληρεστάτη, λόγω της αψόγου διαγωγής των ελλήνων ανταρτών. Ούτε αρπαγαί, ούτε
βιαιότητες ή άλλαι αταξίαι εις βάρος των τουρκικών πληθυσμών εσημειώθησαν ποτέ. Οι
τουρκικοί πληθυσμοί της υπαίθρου ανεκουφίσθησαν, εύρον προστασίαν, απέκτησαν ασφάλειαν
της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των.
Ταύτα πάντα επηρέασαν σημαντικώτατα την στάσιν και των επισήμων Αρχών, αίτινες
επείσθησαν ότι τα ελληνικά σώματα ήσαν στηρίγματα της τάξεως και αναγκαίοι αυτών
συνεργάται»
Ο Γύπαρης δεν περιορίζεται στις γενικές αυτές διαπιστώσεις, αλλά παραθέτει 18 συγκεκριμένα
παραδείγματα αυτής της ιδιότυπης συνεργασίας, που θυμίζει μάλλον παρακράτος παρά
απελευθερωτικό κίνημα. Το πρώτο παράδειγμα είναι η στρατιωτική συνεργασία των
μακεδονομάχων με τον τουρκικό στρατό κατά την αντιοθωμανική εξέγερση του ντόπιου
χριστιανικού πληθυσμού, το καλοκαίρι του 1903. Τα υπόλοιπα αφορούν περιστατικά κάλυψης
των μακεδονομάχων από τις αρχές ή ήπιας διευθέτησης των (αναπόφευκτων) μεταξύ τους
συγκρούσεων. Το βασικό, συνοψίζει, ήταν ότι «άι τουρκικαί Αρχαί δεν κατεδίωξαν τα ελληνικά
σώματα κατά την πρώτην περίοδον της δράσεώς των, ότε ταύτα είχον ανάγκην της ανοχής των
τουρκικών Αρχών και της υποστηρίξεως των τουρκικών πληθυσμών της Μακεδονίας»..
Απάντηση
2.
Ανώνυμος17 Οκτωβρίου 2011 - 1:00 π.μ.
«ο Μπούσιος υπήρξε ένθερμος οπαδός της οθωμανικής ισότητας που θα αποτελούσε μέσο για
την κυριαρχία του Ελληνικού στοιχείου μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πίστευε όπως και
οι ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ και ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ στην αναβίωση του Βυζαντίου
με αφορμή την Επανάσταση των Νεότουρκων και στη καλλιέργεια αγαθών σχέσεων με την
Τουρκία» (Βακαλόπουλος σελ.525 στην Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού).

Αυτά πίστευαν για τους Τούρκους αυτοί που κατηγορούσαν σαν Βουλγάρους όποιους
Μακεδόνες επαναστατούσαν ενάντια στον κατακτητή! Γράφει στο Ηρώων και μαρτύρων αίμα ο
Δραγούμης "ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΝΑ ΗΤΑΝ ΠΩΣ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΑ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Σελίδα 60 από 64
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ"(Βακαλόπουλος σελ.421)

και «στο σύνολο του Χριστιανικού Πληθυσμού της Γεωγραφικής Μακεδονίας το τελευταίο
τέταρτο του 19 ου αιώνα οι Ελληνόφωνοι ήταν μειοψηφία» Μιχαηλίδης στις Μετακινήσεις των
Σλαβόφωνων σελ.30
Απάντηση
3.
Ανώνυμος17 Οκτωβρίου 2011 - 1:25 π.μ.
Απόσπασμα Επιστολής του Λάκη Πύρζα προς τον Πρωθυπουργό

Τω Εξοχωτάτω Πρωθυπουργώ Κυρίω Κυρίω Γ.Ν.Θεοτόκη.

Εξοχώτατε,
Ο βαθυσεβάστως υποφαινόμενος, κάτοικος και έμπορος Φλωρίνης της Μακεδονίας, λαμβάνω το
θάρρος και τιμή ν’ αναφέρω Υμίν τα εξής:
Διαπνεόμενος εξ ιερού και αγνού έρωτος προς την ιδέαν της Μεγάλης ελληνικής Πατρίδος, περί
τας αρχάς του 1904 εγκατέλιπον το εμπόριόν μου εις χείρας του αδελφού μου και ελθών
ενταύθα εσχετίσθην με τον αείμνηστον Παύλον Μελάν, μετά τούτου δε και των γνωστών τριών
άλλων κ.κ. αξιωματικών τη συνοδεία του μακαρίτου Μακεδόνος οπλαρχηγού Κώτα, εκ Ρούλας,
κατά φεβρουάριον του 1904 απήλθομεν εις Μακεδονίαν επί γνωστή Υμίν ειδική αποστολή....
Από μερικής όμως απόψεως κρινόμεναι αύται, παρουσιάζουσι πολλά ελλιπή και έκτροπα σημεία
και τοιαύτης μάλιστα φύσεως, ώστε τον βαθήν γνώστην αυτών να εμβάλλουν διαρκώς εις
ανησυχίας σοβαράς περί του μέλλοντος, ήγουν περί της αποτελέσματος του έργου της Υμετέρας
Εξοχότητος......
Και ίνα μή υποτεθή ότι αοριστολογώ, συγκεκριμένως αναφέρω τη Υμετέρα Εξοχότητι τα εξής:

1. Εμέ αυτόν και τον οπλαρχηγόν Παύλον Κύρου, άνευ της συνεργασίας του οποίου τα
διαμερίσματα των Κορεστίων (Καστοριάς) και Πρέσπας θα ήσαν εντελώς απρόσιτα εις τα
ελληνικά σώματα, ο αρχηγός κ. Γ. Ζήρρας μας απεκάλεσεν βουλγάρους!

2. Τον σύντροφον του αειμνήστου Παύλου Μελά Μήτσον, εκ Στρεμπένου, επλήγωσαν


θανασίμως οι Κρήτες, ως βούλγαρον. Και οπόταν απεκαλύφθη νοσημευόμενος εν Στρεμπένω
υπό των Τούρκων, δεν είπεν εις αυτούς ότι τον εκτύπησαν έλληνες αλλά βούλγαροι
κομιτατζήδες.

3. Ο Στέφανος Γρηγορίου, εκ Μοναστηρίου, και Αθανάσιος τις, εκ Σιατίστης, συκοφαντηθέντες


ως βούλγαροι, ως εκ θαύματος διέφυγον τον θάνατον αποδράντες παρα την Σιάτισταν από το
σώμα των. Ο πρώτος τούτων πρότινος εφόνευσεν εν μέση αγορά Μοναστηρίου τον
φανατικότερον στύλον του Κομιτάτου Μπελαζέλκαν, δεινότατον βούλγαρον.

4. Τον οπλαρχηγόν Κώτζον Δόγγραν, εκ του ελληνόφωνου Βογατσικού, επίσης απεπειράθησαν


οι Κρήτες να δολοφονήσουν, διότι αντέστη εις τους ασελγείς αυτών σκοπούς εις τους οποίους
εντός αυτής της ιδιαιτέρας του πατρίδος ηθέλησαν να προβούν, αλλά κατώρθωσεν και ούτος να
διαφύγη τον θάνατον δι’ αποδράσεως.

5. Τον Χρ. Έξαρχον, θερμόν υποστηρικτήν των σωμάτων και του ελληνισμού εν τη πατρίδι του
Βελκαμένη , ομοίως οι Κρήτες απεπειράθησαν να φονεύσωσιν, αλλ’ ευτυχώς απέτυχον.

6. Τον οπλαρχηγόν Αριστείδην Μαργαρίτην, πολύγλωσσον έλληνα εκ Καστοριάς, εφόνευσε


γνωστός Κρης αρχηγός δια του παπα-Δράκου (Χρυσοστόμου, ιερέως ανισορόπου), άνευ
ουδεμιάς σοβαράς αιτίας, αλλά μόνον διότι, ως αληθώς πονών την πατρίδα του, ελευθέρως
ήλεγχε τας αυθαιρεσίας και παρεκτροπάς αυτού και των συμπατριωτών του.

7. Συκοφαντηθέντες ως βούλγαροι – προδόται, εφονεύθησαν ταυτοχρόνως παρά την Μονήν


του Αγίου Αθανασίαου της Σέλτσας, μικρόν μετά την έξοδον, υπό του σώματος Πλατάνου,
ούτινος μετείχον ως οπλίται, ο εκ Κατρανίτσης (παρά τα Βοδενά) Μανώλης Μπασδέκης,
αδελφός του ενταύθα εμπόρου κ. Ιωάννη Μπασδέκη και εξάδελφος του πρώην βουλευτού κ.
Ηλία Μπασδέκη, και δύο έτεροι Μακεδόνες.
Απάντηση

Σελίδα 61 από 64
4.
Ανώνυμος17 Οκτωβρίου 2011 - 1:28 π.μ.
8. Δύο νέοι, ο Λάκης και έτερος τις, συστημένοι αρμοδίως εκ Κρουσόβου, εκγυμνασθέντες εν
Πόρω και προσληφθέντες εις το σώμα του κ. Ζούκη, εγκατελήφθησαν άνευ οβολού εν Βόλω ως
βούλγαροι, κατώρθωσαν όμως να επιστρέψωσιν εις Κρούσοβον και εφιλοτιμήθησαν
ν΄αποδείξωσι την βουλγαρικότητά των φονεύσαντες εν μέσω Κρουσόβου δύο σχισματιτικούς
ιερείς.

9. Συστάσει δύο φιλελλήνων και υποστηρικτών των σωμάτων μπέηδων προσελήφθη εις το
σώμα του Γεωργίου Μακρή, Κρητός, ο υπό το όνομα Αράπης, γνωστός υιός ενός μέλους του
Εφετείου Μοναστηρίου, επίσης φιλέλληνος και πανισχύρου Τούρκου, ο οποίος Αράπης επ’
αρκετόν χρόνον διετέλεσε μέλος του σώματος και συνεμερίσθη αγογγύστως όλας τας
περιπετείας αυτού. Πρότινος μετά συντρόφων του Κρητών ήρχετο ενταύθα, φέρων μεθ΄εαυτού
περί τας 4 οθωμ. Λίρας. Ολίγον έξωθεν των συνόρων οι καλοί του σύντροφοι Κρήτες τον
εφόνευσαν, ίνα τον ληστεύσωσιν, ο δε δυστυχής πατήρ του εισέτι είδησιν περί του μυσαρού
τούτου κακουργήματος δεν έχει, αλλ’ εξακολουθεί να πιστεύη ότι ο υιός του ζη εν Αθήναις.

Τα γεγονότα ταύτα, Εξοχώτατε, είναι μία αμυδρότατη μόνον εικών των όσων διαπράττονται εν
Μακεδονία υπό των Κρητών, οι οποίοι αληθής μάστιξ κατήντησαν εν τη ταλαίνη χώρα, αποινεί
και υπό τα όματα των συμπατριωτών των αρχηγών φονεύοντες, ληστεύοντες, αρπάζοντες και
ατιμάζοντες παρθένους και γυναίκας. Η ιστορία της παρουσίας αυτών εν Μακεδονία είναι
πλήρης τοιούτων ατίμων και βαρβάρων έργων. Πολλάκις ομάδες Κρητών, ως κάλλιστα γνωρίζω
από έλληνας χωρικούς, αφήρεσαν ημιόνους και ίππους και επώλησαν αυτούς εις το ελληνικόν
έδαφος. Τα υπ’ αυτών διαπραττόμενα όργια είναι ανεκδιήγητα, εξ αιτίας δ’ αυτών και μόνον εις
την ψυχήν των Μακεδόνων ολοέν αυξάνει η προς τον ελληνικόν αγώνα αποστροφή και
απογοήτευσις και πάντα τα χωρία εκείνα, τα οποία εχρησίμευον ως στηρίγματα του αγώνος καο
ορμητήρια, εζήτησαν και έχουν ήδη στρατιωτικήν φρουράν, ίνα προφυλάττωνται από της
μάστιγος ταύτης, η οποία εκάστοτε και τας Αθήνας και τον Πειραιά, ως γνωστόν τρομοκρατεί και
λυμαίνεται. Τα όργια ταύτα καθιστώσιν εντελώς ανωφελή την ωμολογημένην ανδρείαν αυτών,
διότι καταστρέφουσι την όλην υπόθεσιν. Ευχής δ’ έργον ήθελε ήσθαι, αν ούτοι απεκλείοντο του
αγώνος, του οποίου την αξίαν δια των εκτρόπων αυτών έργων προσπαθούν να μειώσουν και να
καταστρέψουν, στιγματίζοντας το ελληνικόν όνομα.....
Εξ άλλου η εδώ επιτροπή ουδέποτε ηξίωσε να ζητήση σοβαρόν λόγον των πράξεών των από
τους αρχηγούς, αλλ’ αρκουμένη εις τας ψευδείς εκθέσεις αυτών εκάστοτε αξιοί αυτούς
πιστοποιητικού καλής διαγωγής. Η επιτροπή (ήτοι το Κομιτάτον) ουχί μόνον τούτου ποτ’
έπραξεν, αλλά, ωσεί πομπωδώς επιδοκιμάζουσα τας πράξεις αυτών, δια του στώματος εμφανώς
αντιπροσωπεύοντος αυτήν μέλους της εις παρουσθιασθείσαν ενώπιον αυτού κατά το παρελθόν
έτον διμελή επιτροπήν εκ Μακεδονίας ελθούσαν και διαμαρτυρηθείσαν δια τας εκτρόπως
γινόμενα εν τω Νομώ Μοναστηρίου, μετά σατραπικού στόμφου απήντησεν ως εξής: «Ημείς δεν
έχομεν ανάγκην των Μακεδόνων, αλλά της Μακεδονίας»!
Απάντηση
5.
Ανώνυμος17 Οκτωβρίου 2011 - 1:31 π.μ.
Είμαι εις θέσιν να γνωρίζω, Εξοχώτατε, ότι η πλειονότης του πληθυσμού τούτου, ένεκα της
κακής διαγωγής τινών σωμάτων, πρωτοστατούντων των αρχηγών αυτών, εν τω Νομώ
Μοναστηρίου έχει σφόδρα ψυχρανθη προς τον αγώνα, διότι η διαγωγή αυτών κατ’ ουδέν
απολύτως διαφέρει της των βουλγάρων, εις το κεφάλαιον μάλιστα της κραιπάλης, των ασελγών
και ατιμωτικών πράξεων και των διαρπαγών, ως τελείως ενήμερος αμφοτέρων των δράσεων
ών, δύναμαι αυθεντικώς να είπω ότι η διαγωγή τινών ημετέρων, προτίστως δε των Κρητών,
υπήρξεν απείρως και ασυγκρίτως χείρων της των βουλγάρων, τοσούτω δε μάλλον, ώστε η
παρουσία αυτών να θεωρήται αυτόχρημα ως επιδρομή αλλοφύλων!
Οφείλω έτι να καταστήσω γνωστόν Υμίν, Εξοχώτατε, ότι διαπράττονται και πολλαί χρηματικαί
καταχρήσεις υπό τινων αρχηγών και αύται είναι καταφανείς από τας καταστάσεις, τας οποίας
ούτοι υποβάλλουσιν όπου δει περί των εκτάκτων δαπανών.....
Και εγώ μεν, Εξοχώτατε, πάνυ απογοητευμένος από την μέχρι τούδε δράσιν των Κρητών, ιδία
τινών αρχηγών, αποσύρομαι οριστικώς του ιερού αγώνος και οσονούπω απέρχομαι εντεύθεν.
Εύχομαι όμως, όπως ούτος εις το μέλλον καταστή συνετώτερος, αποβή δ’ ούτω και λυσιτελής,
δικαιώνων τας πανελληνίους προσδοκίας.

Σελίδα 62 από 64
Επί τούτοις διατελώ μετ’ απείρου προς Υμάς σεβασμού.
Ταπεινότατος

Νικόλαος Α. Πύρζας
Εν Αθήναις τη 2 Μαϊου 1906
Οδός Μαυρομιχάλη αριθ. 16Α
[Φάκελος Κ59Β, Γ.Α.Κ.]
Απάντηση

6.
billkos17 Οκτωβρίου 2011 - 2:31 μ.μ.
αγαπητέ δεν διαβάζετε καν τι γράφουμε. Για τον Γύπαρη γράφουμε ότι ήταν ο επικεφαλής του
αποσπάσματος που δολοφόνησε τον Ι. Δραγούμη.Για τον Μαργαρίτη γράφουμε από ποιους
δολοφονήθηκε. ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΝΟΙΑΖΕΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΤΕ ΕΔΩ ΤΙΣ
ΠΑΡΑΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ ΠΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΛΣΙΝΚΙ. ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΧΕΤΕ
ΑΝΤΙΓΡΑΨΕΙ ΑΠΟ ΕΚΕΙ. Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουμε την κουβέντα, καθώς εσείς δεν
συζητάτε για κάτι ούτε έχετε κάποια ένσταση στα γραφόμενά μας, αλλά προσπαθείτε να
προωθήσετε τις παραπάνω εργασίες. ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΓΕΝΕΙΑ Η ΟΙ ΣΚΟΠΟΙ
ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΑ ΩΣ ΠΕΡΑ ΕΜΦΑΝΕΙΣ
Απάντηση
7.
Ανώνυμος18 Οκτωβρίου 2011 - 12:34 π.μ.
Αγαπητέ κ. billkos δεν έγραψα κάπου ότι δεν αναφέρετε το Γύπαρη ή ότι γράφετε ψέμματα για
αυτόν.Παρέθεσα ένα κείμενο του Γύπαρη που βρέθηκε στη Κρήτη όπου ο ίδιος ξεκάθαρα
παραδέχεται την συνεργασία των Ελληνικών σωμάτων με τους Τούρκους.Αυτά που γράφετε
εσείς και αυτά που προσθέτω και εγώ δεν φιλοτεχνούν την εικόνα ενός ήρωα αλλά δείχνουν
ένα στυγνό δολοφόνο.
Αυτός δεν σεβάστηκε τον συναγωνιστή του Δραγούμη θα σεβόταν τους χωρικούς στην
Μακεδονία ή τους πολιτικούς του αντιπάλους στη Κρήτη και την Αθήνα;
Και σκεφθείτε πως άτομα σαν αυτόν ή το ΠαπαΔράκο τους έστησαν αγάλματα και τους
τιμούν….
Γράφετε για τον Πύρζα «Έτσι, στα τέλη του 1904 μεταβαίνει στην Αθήνα και επιστρέφει το
καλοκαίρι του 1905, συνεργαζόμενος με τον Βάρδα. Τελικά, έρχεται σε ρήξη μαζί του και
εγκαταλείπει τον αγώνα, φεύγοντας στην Αίγυπτο μέχρι την απελευθέρωση του ’12.»
Σας κατέθεσα απόσπασμα επιστολής του Πύρζα προς τον πρωθυπουργό, στο οποίο φαίνετε γιατί
διαφωνούσε και τι «μπουμπούκια» ήταν οι Κρητικοί συμπολεμιστές του.Το βρήκα στο
Μακεδονικός Αγών τα Απομνημονεύματα του Καραβίτη Β1 σελ.932 έως 939 εκδόσεις Πετσίβα
1994.
Το θέμα είναι αν αμφισβητείται η γνησιότητα των κειμένων.
Τα έγραψαν ‘η δεν τα έγραψαν αυτά ο Γύπαρης , ο Πύρζας, ο Δραγούμης και ο
Βακαλόπουλος;;;
Αν είναι κίβδηλα ορίστε να το πείτε.
Αν δεν σας αρέσουν αυτοί που τα βρήκαν και τα έφεραν στο φως αυτό είναι άλλο θέμα.
Και επειδή ενδόμυχα πιστεύω να κάνετε μια αναζήτηση ψάξτε το εξής.
Ένας μεγάλος Μακεδονομάχος πρώην «Βούλγαρος» και μετά Έλληνας συνεργάτης του
Καραβαγγέλη ήταν Ο Ευάγγελος Στρεμπενιώτης.
Σας παραθέτω απόσπασμα από αναφορά που υπογράφουν οι Κοντούλης , Παπούλας και
Κολοκοτρώνης εν Βογατσικώ τη 16/04/1904 :
παράγραφος 11 « Επίσης θεωρούμεν επιβεβλημένον να δώσωμεν τη Υμετέρα Εξοχότητα ιδέαν
τινά περί του εκ Στρεμπένου καταγομένου Ευαγγέλου Γεωργίου, γνωστού υπό το όνομα
Καπετάν Βαγγέλης. Ούτος κατάδικος ών εν ταις φυλακές Χαλκίδος απέδρασεν αυτών έχων να
εκτίση υπόλοιπον ποινής δέκα ετών. Μη έχων την μεγάλη αξία του Κώττα ο Καπετάν Βαγγέλης
αλλά γενναίος, ηδυνήθη ως εκ της μετά του Τουρκικού στρατού κοινοπραξίας του, να γίνη
γνωστός και να εξασκή επιρροήν ανα τοις ορθοδόξοις πληθυσμοίς. …..Είναι έτοιμος να
υποβληθή εις τα κελεύσματα της Εταιρείας διακόπτων ή και διατηρών , αν επιθυμούμεν, και τας
προς τους Τούρκους σχέσεις του. Αι μέχρι τούδε υπηρεσίαι…επιρροή….ανδρεία… δικαιολογούσιν
όπως η Εταιρεία καταβάλη πάσαν προσπάθειαν παρά τη Ελληνική κυβερνήση και τη Α.Μ.
Διάταγμα απονομής χάριτος για το υπόλοιπον της ποινής του……» η αναφορά αυτή υπάρχει στο
Σελίδα 63 από 64
Αρχείο Παύλου Μελά , αρ. 158 Μουσείο Μπενάκη.Τη δημοσιεύει στα τετράδια του Ίλλιντεν του
Ίωνα Δραγούμη ο Πετσίβας Αθήνα 2000 σελ.636 έως 647.
Στη Βουλγαρία πήγατε και βρήκατε τα στοιχεία για τους Καστοριανούς Βοεβόδες στην Αθήνα
στο Μουσείο Μπενάκη θα πάτε να δείτε ποιόν κατάδικο των Φυλακών Χαλκίδας , συνεργάτη των
Τούρκων και πρώην Βούλγαρο παρουσιάζετε σαν μεγάλο «ήρωα»;;;;
Τελικά εκτός από τις λίρες που έπαιρνε ο Γκέλλε Νάτσωφ, εκτός των υπηρεσιών στους
Τούρκους είχε και την υπόσχεση της απονομής χάριτος από την Ελλάδα…
Αν εμπνέεσαι από ιδανικά τότε δίκαια παίρνεις μια θέση στο Πάνθεον…..
Εκτός από του να μου αποκαλύψετε πως οι Κοντούλης , Παπούλας και Κολοκοτρώνης είναι
όργανα του Σόρρος και πληρώνονται από το ΒινόΖιτο , αν έχετε κάτι πάνω στα ντοκουμέντα
ευχαρίστως να το γνωρίσετε και σε μένα.
Αγαπητέ κ. billkos Να είστε καλά
Ένας «αιρετικός» αναγνώστης……
Απάντηση

8.
billkos18 Οκτωβρίου 2011 - 5:05 μ.μ.
Ε αφού δε λέτε ότι τα αποκρύψαμε τι τα γράφετε?
Απλά για να δημιουργήσετε εντυπώσεις...
χαίρετε
Απάντηση
9.
maxitis18 Οκτωβρίου 2011 - 10:01 μ.μ.
Είναι λογικό οι απόγονοι των κομιτατζήδων να λυσσάνε με την Ορθοδοξία, ακριβώς όπως
λύσσαγαν και οι πρόγονοί τους, τότε που έσφαξαν και κρέμαγαν τους ιερείς μας που δεν
προσωρούσαν στην "εξαρχία"! Τα "σταγονίδια" που έμειναν στην Πατρίδα ΜΑΣ, με την πλήρη
ανοχή -και υποστήριξη κάποιες φορές- των πολιτικάντηδων όχι μόνο διαστρεβλώνουν την ίδια
την ιστορία, αλλά προπαγανδίζουν και προωθούν ανθελληνικά σχέδια. Ο "Στόχος" σας
ενημερώνει πάντα για τις κινήσεις των εγχώριων σκουλικιών, που το τελευταίο διάστημα έχουν
βάλει στο στόχαστρό τους τον Μητροπολίτη Άνθιμο, ο οποίος όπου βρεθεί ενημερώνει το
ποίμνιο για την προπαγάνδα των γυφτοσκοπιανών. Οι λειψοί στο μυαλό όμως νομίζουν πως ο
Άνθιμος τους κάνει διαφήμιση... Έτσι ανέβασαν και βίντεο απο το κυριακάτικο κήρυγμά του στο
οποίο έδειξε σε όλους την ανθελληνική και αποσχιστική "εφημερίδα" Νόβα Ζόρα και όσα
γράφουν κατά της Ελλάδας, αλλά και του ίδιου

Σελίδα 64 από 64

You might also like