You are on page 1of 46

Τομέας Κοινωνικών Επιστημών

ΜSc Εγκληματολογία
Τίτλος Διπλωματικής Θέσης:

Το ποινικό σύστημα ως πεδίο των σχέσεων εξουσίας

Όνομα φοιτητή: Παναγιώτης Χαλκιάς


Επιβλέπων Καθηγητής: Στέργιος Μήτας

Δεκέμβριος 2017
2
Αρκεί μονάχα οι άνθρωποι να κυριαρχούν επί των άλλων ανθρώπων για να γεννηθεί η
διαφοροποίηση των αξιών. Αρκεί ορισμένες τάξεις να κυριαρχούν επί των άλλων
τάξεων για να γεννηθεί η ιδέα της ελευθερίας. Αρκεί οι άνθρωποι να ιδιοποιηθούν και
να καθυποτάξουν τα πράγματα που χρειάζονται για να ζήσουν, αρκεί να τους
επιβάλλουν μία διάρκεια που τα ίδια τα πράγματα δεν διαθέτουν, ή να τα αφομοιώσουν
διά της βίας, και ιδού η γένεση της λογικής.
(Michel Foucault, Τρία κείμενα για τον Νίτσε, μτφ. Δ. Γκινοσάτη, εκδ. Πλέθρον, 2011)

3
4
Ευχαριστίες

Νιώθω την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμά για τη βοήθεια και καθοδήγησή του
στη συγγραφή αυτής της εργασίας τον κ. Στέργιο Μήτα, που απ’ την αρχή της
συνεργασίας μας ανέλαβε με ζήλο το θέμα που ήθελα να πραγματευτώ,
οργανώνοντας τη σκέψη μου, μέσω πολλών συζητήσεων και συμβουλών.

Επίσης, είναι απαραίτητο να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στο δάσκαλο και μέντορά
μου, καθηγητή Κοινωνιολογίας, κ. Νίκο Παναγιωτόπουλο, που έδειξε, με επιμονή και
πίστη προς εμένα και όλους τους συμμαθητές μου, το δρόμο της κριτικής σκέψης.

5
Περιεχόμενα

Εισαγωγή……………………………………………………………………….7

1. Η εγκληματικότητα ως κατασκευασμένη κατηγορία……………8


1.1 Συναίνεση εναντίον σύγκρουσης………………………………………8
1.2 Η ρήξη με τα προκατασκευασμένα πρότυπα…………………………...11

2. Η γενεαλογία του ποινικού καταναγκασμού……………………….14


2.1 Η ανάδυση του εγκληματία ως κοινωνικού εχθρού…………………….14
2.2 Το μπόλιασμα της χριστιανικής ηθικής στο ποινικό σύστημα…………16
2.3 Η κυριαρχία πάνω στο χρόνο…………………………………………..18
2.4 Η σύζευξη ηθικού-ποινικού…………………………………………….20
2.5 Οι λαϊκές εκνομίες……………………………………………………...22
2.6 Η λαϊκή τάξη ως εκφυλισμένη ράτσα…………………………………..25

3. Σωφρονιστικό σύστημα και αναπαραγωγή των τάξεων…………28


3.1 Οι πληβείοι ως κύριος στόχος της ποινικής καταστολής………………28
3.2 Η κατασκευή του εγκληματολογικού λόγου……………………………31
3.3 Η αποκήρυξη των αποκηρυγμένων…………………………………….34
3.4 Για μια «αντι-νομική Εγκληματολογία της αντίστασης»……………….39

Συμπεράσματα…………………………………………………………………44

6
Εισαγωγή

Το ποινικό σύστημα αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πλέον έντονα σημεία συζήτησης
κι αντιπαράθεσης στον τομέα της Εγκληματολογίας. Η παρούσα εργασία πρόκειται να
τοποθετηθεί στις σχετικές συζητήσεις, άλλοτε επιχειρώντας κριτική αντιπαράθεση με
ορισμένες θέσεις και θεωρίες, κι άλλοτε συνομιλώντας κριτικά με κάποιες άλλες. Εστία
της ανάλυσής μας θα είναι το γενικότερο μοντέλο άσκησης του επίσημου κοινωνικού
ελέγχου και των κατασταλτικών μηχανισμών που το συνοδεύουν. Στόχος μας θα είναι,
μέσα από προσεκτική μελέτη της βιβλιογραφίας, να συνθέσουμε ένα λόγο ο οποίος θα
έχει ως σκοπό του να τοποθετήσει κάτω από έναν κριτικό-αναλυτικό φακό τις σχέσεις
εξουσίας που διαμορφώνουν το φαινόμενο του νεότερου ποινικού δικαίου.

Πρόκειται να υποστηρίξουμε ότι, αν και το ποινικό σύστημα αρέσκεται να διακηρύττει


πως λειτουργεί ως πεδίο προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τούτο συμβαίνει
για να αποκρύψει το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ο ρόλος του είναι να διαιωνίζει
τις σχέσεις κυριαρχίας που το συντηρούν. Σίγουρα, το μονοπάτι που επιλέγουμε να
ακολουθήσουμε έχει φωτισθεί ερευνητικά από αρκετούς κριτικούς εγκληματολόγους,
εντούτοις οφείλουμε –και εμείς με τη σειρά μας–, εάν θέλουμε να το διασχίσουμε, να
απαρνηθούμε τη διανοητική ευκολία που προσφέρουν οι «αλήθειες» της, λεγόμενης,
«κοινής λογικής», αλλά και να μην αρκεστούμε σε εμπειρικές-θετικιστικές «γνώσεις»
γύρω από το έγκλημα.

Στο πρώτο κεφάλαιο θα επιχειρηθεί μια ευσύνοπτη ανάλυση των δύο κύριων ρευμάτων
εξήγησης του εγκλήματος, το μοντέλο της συναίνεσης και το μοντέλο του εισβολέα.
Στη συνέχεια, θα γίνει μια κριτική ανασκόπηση των δύο προσεγγίσεων. Περαιτέρω,
στο δεύτερο κεφάλαιο, προηγείται η απαραίτητη ιστορική αναδρομή στην Αγγλία του
17-18ου αιώνα, προκειμένου να φέρουμε στο φως κριτικά-αναλυτικά τις σχέσεις
εξουσίας που κατέστησαν δυνατό το ποινικό σύστημα στη σημερινή του μορφή. Τέλος,
στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας μας, θα καταδείξουμε τους τρόπους με τους οποίους
το ποινικό σύστημα και, ειδικότερα, η φυλακή επιτελούν ορισμένες από τις κύριες
λειτουργίες αναπαραγωγής της καθεστηκυίας τάξης (βλ. δεδομένες σχέσεις
κυριαρχίας, σκέψης και δράσης, βασισμένες στο νοητικό σχήμα του νόμιμου και του
παρανόμου).

7
1. Η εγκληματικότητα ως κατασκευασμένη κατηγορία

1.1 Συναίνεση εναντίον σύγκρουσης

Στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, η προσέγγιση και η επεξήγηση των κοινωνικών
δομών γίνεται είτε κάτω από το πρίσμα ενός λειτουργικού/συναινετικού προτύπου είτε
ενός συγκρουσιακού (Δασκαλάκης, 1984:41). Στην προκειμένη περίπτωση, θα
μπορούσαμε να διερωτηθούμε πώς άραγε εξασφαλίζεται η συνοχή μέσα στην
κοινωνία, έτσι ώστε ορισμένες πράξεις να ορίζονται ως εγκληματικές και κάποιες
άλλες όχι. Υπάρχει άραγε κάποια καθολική συναίνεση, κάποια συμφωνία ανάμεσα στα
κοινωνικά υποκείμενα, ή μήπως ο ποινικός νόμος και τα κατασταλτικά στοιχεία του
είναι προϊόντα σύγκρουσης των κοινωνικών ομάδων και της κυριαρχίας ορισμένων
πάνω σε άλλους; Και εάν ναι, οι κυριαρχούμενοι πώς κατέληξαν να δέχονται αυτή την
κυριαρχία σε βάρος τους; Προτού προχωρήσουμε ωστόσο με τη δική μας προσέγγιση,
είναι απαραίτητο να αναφέρουμε επιγραμματικά ορισμένες από τις κυρίαρχες
κοινωνιολογικές προσεγγίσεις πάνω στο προαναφερθέν ζήτημα.

Κατά το συναινετικό πρότυπο, τόσο ο νόμος όσο και η αντίδραση στο έγκλημα είναι
δημιουργήματα μιας συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών υποκειμένων. Σύμφωνα με
αυτήν την οπτική, η κοινωνία χαρακτηρίζεται από αρμονία και τάξη και, γι’ αυτό, η
απάντηση της στο έγκλημα είναι ομόφωνη, καθώς η ίδια διακρίνεται από ομοιογένεια
αξιών. Η κλασική κοινωνιολογική θεωρία του Durkheim, λόγου χάρη, υποστηρίζει ότι
η κοινωνία παράγει δυο μορφές κοινωνικής σύμπνοιας, τη μηχανική και την οργανική.
Η οργανική αλληλεγγύη υπάρχει σε κοινωνίες που έχουν μεγάλη ομοιογένεια και στο
εσωτερικό τους εδράζονται κοινές αξίες. Η μηχανική αλληλεγγύη από την άλλη
βρίσκεται κυρίως σε κοινωνίες που έχουν αναπτύξει την οργάνωση της εργασίας και η
συλλογικότητα έχει μετατραπεί σε ατομικισμό. Σύμφωνα με τον Emile Durkheim,
έγκλημα είναι κάθε πράξη που προσβάλλει τα έντονα συναισθήματα της συλλογικής
συνείδησης και διεγείρει, έτσι, εκ μέρους της κοινωνίας μια συγκινησιακή αντίδραση
αποδοκιμασίας. Με αυτή την αποδοκιμασία γεννιέται, σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό που
ονομάζεται ποινή. Τούτη η προσέγγιση έχει τις ρίζες της στη θεωρία του κοινωνικού
συμβολαίου και αρκετές από τις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις που ακολούθησαν (π.χ.
θετικισμός) βασίστηκαν πάνω στα δικά της θεμέλια. (Wacks, 2009:168).

8
Στο συναινετικό πρότυπο βασίζεται, επίσης, η θεωρία του Sorokin. Κατά τον Sorokin,
ειδικότερα, υπάρχουν τρεις τύποι πολιτισμού: α) ο ιδεοκρατικός, β) ο ιδεαλιστικός και
γ) ο αισθησιακός. Ο πρώτος επικεντρώνεται γύρω από τη θρησκεία και έχει άμεση
σχέση με την πίστη, την περιφρόνηση προς τα υλικά αγαθά και τη σωτηρία της ψυχής
ως ανώτερο σκοπό. Ο τρίτος τύπος βρίσκεται στον αντίποδα ακριβώς του πρώτου,
εκθειάζει δηλαδή τον ανθρώπινο λόγο, και υποστηρίζει τη σύλληψη δεδομένων μέσω
της εμπειρικής βίωσης της πραγματικότητας. Ο δεύτερος τέλος, ευρισκόμενος ανάμεσα
στους προηγούμενους τύπους, αποτελεί τύπο εξισορρόπησής τους. Ο Sorokin θεωρεί
ότι το ποινικό σύστημα είναι ένας από τους θεμελιακούς λίθους ενός πολιτισμού, μαζί
με την τέχνη, την επιστήμη και την θρησκεία. Σε κάθε σύνολο πολιτισμού υπάρχουν
ορισμένα θεμέλια τα οποία συγκροτούν τον πυρήνα του. Το ποινικό δίκαιο με τη σειρά
του, όντας ένα από αυτά τα θεμέλια, εκφράζει σε κάθε ιστορική περίοδο τις ίδιες αξίες
που εκφράζουν και οι υπόλοιποι θεσμοί της κοινωνίας. Η σύνδεση κοινωνικών αξιών
και νομικού πλαισίου είναι επομένως άμεση στη σκέψη του Sorokin και ανάλογα με
τον τύπο πολιτισμού που υφίσταται σε μια κοινωνία (ιδεοκρατικός, ιδεαλιστικός και
αισθησιακός) το ποινικό σύστημα έρχεται να τον εκφράσει μέσω της νομιμότητας
(Δασκαλάκης, 1984:49).

Από την άλλη οι θεωρίες της σύγκρουσης έχουν ως βάση τη σκέψη του Μαρξ, η οποία
τοποθετεί την εστία της σύγκρουσης στην οικονομική υποδομή. Η κεφαλαιουχική τάξη
βρίσκεται σε μια συνεχή σύγκρουση με την εργατική τάξη, με σκοπό τη διατήρηση των
κατεστημένων σχέσεων ιδιοκτησίας. Για τον Μαρξ ειδικότερα, το κράτος, το δίκαιο, η
οικογένεια, καθώς επίσης η επιστήμη και η ηθική, δεν αποτελούν παρά εξαρτημένους,
από τις οικονομικές σχέσεις, θεσμούς (βλ. εποικοδόμημα), οι οποίοι έχουν ως απώτερο
στόχο να επιτυγχάνεται ομαλά η συσσώρευση κεφαλαίου για τους καπιταλιστές και η
διατήρηση του ιδιοκτησιακού status quo επί των μέσων παραγωγής. Για τη μαρξιστική
εγκληματολογία, ο καπιταλισμός και η εκμετάλλευση της συλλογικής εργασίας των
λαϊκών στρωμάτων συνιστούν τον ακριβή παράγοντα εγκληματογένεσης. Περαιτέρω,
εξάλλου, ο εγκληματίας από τη σκοπιά της παραγωγής κρίνεται ιδιαίτερα κερδοφόρος,
καθώς με το έγκλημα που διαπράττει παράγει αιτιακά, ως αντίδραση ακριβώς σε αυτό,
ένα ολόκληρο σύστημα κοινωνικών λειτουργιών, όπως την ποινική δικαιοσύνη, τους
δικαστές, την αστυνομία, τους σωφρονιστικούς υπάλληλους (Cowling, στο Johnson,
2012:140).

9
Στη σκέψη του Βέμπερ, από την άλλη, η σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων
δεν περιορίζεται στο επίπεδο της ιδιοκτησίας, αλλά προεκτείνεται και στις σχέσεις
εξουσίας μεταξύ των κοινωνικών μελών. O ίδιος προτείνει μία τριπλή τυπολογία περί
νομιμοποίησης της κυριαρχίας: α) την παραδοσιακή, όπου η νομιμότητα απορρέει από
την πίστη στο ιερό, στο καθαγιασμένο, καθώς επίσης και την αποκρυστάλλωση των
παραδεδομένων κανόνων, β) τη χαρισματική, η οποία βασίζεται, όπως λέει και η λέξη,
στην έννοια του χαρίσματος, δηλαδή σε έναν υποτιθέμενο ηρωισμό ενός ατόμου, η
μιας ομάδας ατόμων, οι οποίοι θεωρείται ότι κατέχουν ορισμένες διακριτές ποιότητες,
συνδεδεμένες με την ατομικότητα τους και γ) τη νόμιμη-ορθολογική, στην οποία η
κυριαρχία επιβάλλεται μέσω της δικαιολόγησής της από τη νομιμότητα. Επομένως στη
σκέψη του Βέμπερ, η κυριαρχία και ο νόμος καθίστανται δυνατά μέσω της πίστης των
ατόμων στον κανόνα (Wacks, 2009:173). Στη νεωτερικότητα, η ποινική κοινωνιοδικία
δικαιολογείται μέσω του τρίτου τύπου κυριαρχίας. Το ποινικό φαινόμενο
νομιμοποιείται μέσω των κανόνων, που παίρνουν νομική υπόσταση και η νομική
πραγματικότητα καθίσταται πραγματικότητα μόνο εφόσον υπάρχει η ποινικότητα. Θα
λέγαμε ότι το ένα είναι απαραίτητη προϋπόθεση ύπαρξης του άλλου.

Μια ακόμη συγκρουσιακή προσέγγιση είναι αυτή του Αμερικάνου κοινωνιολόγου


Thorsten Sellin. Το έγκλημα για τον ίδιο είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης πολιτισμικών
αξιών διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Αναφέρει, εν προκειμένω, ότι οι κανόνες
διαγωγής αποτελούν την αποκρυσταλλωμένη στάση μιας ορισμένης ομάδας ως προς
το πώς οφείλει να ενεργεί ένα πρόσωπο κάτω από ορισμένες περιστάσεις. Οι κανόνες
συμπεριφοράς είναι δημιούργημα των κοινωνικών συνθηκών και όχι του νόμου. Έτσι,
μπορεί να συμβεί οι κανόνες συμπεριφοράς μιας ομάδας να έρχονται σε αντίθεση με
τους κανόνες συμπεριφοράς που ο ποινικός νόμος επίσημα ορίζει ως αποδεκτούς και,
με αυτόν τον τρόπο, μια πράξη να θεωρηθεί εγκληματική, εντασσόμενη στην ποινική
επικράτεια (Φαρσεδάκης, 2005:101).

Οι παραπάνω προσεγγίσεις απεικονίζουν, κατά τη γνώμη μας, μια πολύ περιορισμένη


αντίληψη περί εγκλήματος και εγκληματικότητας. Η κεντρική μας υπόθεση προτείνει,
αντί να αναλωνόμαστε σε πολιτισμικές, οικονομικές και λειτουργιστικές προσεγγίσεις,
να επιχειρήσουμε να συλλάβουμε το φαινόμενο του εγκλήματος μέσα από την ίδια την
ποινή. Οι παραπάνω προσεγγίσεις εκλαμβάνουν τον αποκλεισμό του παρεκκλίνοντος
σαν ένα φαινόμενο που είτε ανάγεται στην ευρεία κοινωνική συναίνεση είτε οφείλεται
στην παθολογία της οικονομικής και πολιτισμικής οργάνωσης. Υιοθετώντας αυτές τις

10
οπτικές, κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε λάθος συμπεράσματα, ξεχνώντας ότι πίσω
από αυτόν τον αποκλεισμό υπάρχουν συγκεκριμένες αρχές εξουσίας (authorities), οι
οποίες τον καθορίζουν και τον επιτελούν. Αλλά για να εστιάσουμε ερευνητικά σε αυτές
τις αρχές εξουσίας, είναι απαραίτητο να πραγματοποιήσουμε ρήξη με τα προϋπάρχοντα
μεθοδολογικά πρότυπα. Εν ολίγοις, δεν πρέπει τα κοινωνικά φαινόμενα να εξηγηθούν
μέσω της σύλληψης που καλλιεργούν περί τούτων εκείνοι ακριβώς που συμμετέχουν
σε αυτά (αποτελώντας οι ίδιοι φορείς και συνθήκες αυτής της κατασκευής), αλλά μέσω
ανάδειξης των βαθύτερων αιτιών και λειτουργιών των φαινομένων.

1.2 Η ρήξη με τα προκατασκευασμένα πρότυπα

Μήπως λοιπόν το ζήτημα εδραίωσης του ποινικού συστήματος, δεν ανάγεται ούτε στη
συναίνεση, βάσει του μοντέλου της οποίας υπάρχει ένα κοινωνικός σχηματισμός, εντός
του οποίου οι περισσότεροι κοινωνοί συμφωνούν επί καθορισμένων αρχών και όσοι
παραβιάζουν αυτές τις αρχές τίθενται στο περιθώριο, αλλά ούτε και στο μοντέλο της
σύγκρουσης, κατά το οποίο υπονοείται ότι προϋπήρχε κοινωνική ευδαιμονία, έως ότου
μία μερίδα του πληθυσμού έδρασε αρπακτικά κι εκμεταλλευτικά έναντι του υπόλοιπου
πληθυσμού, υποδουλώνοντάς τον; Μήπως η λεγόμενη, εδώ, συναίνεση πρόκειται επί
της ουσίας για μία εξαναγκασμένη συναίνεση ή κεκαλυμμένη σύγκρουση;

Προτού προχωρήσουμε, οφείλουμε να κάνουμε κάποιες διευκρινίσεις-διακρίσεις όσον


αφορά τον ορισμό της εγκληματικότητας. Κατά τον κλασσικό ορισμό, η έννοια του
εγκλήματος και της εγκληματικότητας, αναφέρεται σε οποιαδήποτε πράξη τιμωρείται
από το νόμο. Η ιδέα αυτή παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο νόμος, το έγκλημα, όπως και
η κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα δεν είναι παρά κοινωνικές κατασκευές, τα οποία
με πράξεις κοινωνικής μαγείας κατορθώνουν να διαπλέκονται ως αδιαχώριστες έννοιες
και να εμφανίζονται στην ακαδημαϊκή και καθημερινή σκέψη ως αυτονόητες
κατηγορίες.

Αν ισχύει η ιδέα του P. Bourdieu ότι υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ των κοινωνικών και
νοητικών δομών, δηλαδή των δομών σύστασης και κυριαρχίας που ενυπάρχουν στους
φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και των νοητικών αναπαραστάσεων των
κοινωνικών δρώντων, τότε μπορούμε να φέρουμε στο φως τα αντικειμενικά
χαρακτηριστικά των θεσμικών αρχών που επιστρατεύουν αυτού του είδους τη
συμβολική βία, καθώς και τις κοινωνικά σχηματισμένες διαθέσεις στους φορείς που
αποδέχονται αυτού του είδους τη βία. Με λίγα λόγια, να αναδείξουμε ότι οι μηχανισμοί

11
του ποινικού συστήματος, τους οποίους ιδιοποιούνται οι κυρίαρχοι χαίρουν τέτοιας
απήχησης, διότι εκλαμβάνονται από τους κοινωνικούς δρώντες ως αυτονόητοι, ως
«φυσικοί» και «αναπόφευκτοι». Το θαύμα της συμβολικής βίας έτσι αποκτά προφητική
σημασία, αφού απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβεί αυτό το θαύμα, είναι αυτός που
την υφίσταται να περάσει από μια προηγηθείσα μαθητεία, η οποία ουσιαστικά θα τον
προετοιμάσει να δεχτεί μια ορισμένη τάξη πραγμάτων ως δικαιολογημένη και ορθή
(Παναγιωτόπουλος,1998:11).

Για να γίνει καλύτερα κατανοητό, η συμβολική βία είναι μια μορφή εξαναγκασμού που
μπορεί να λάβει χώρα μόνο με την ενεργή συμμετοχή ή συναίνεση αυτού που την
υφίσταται, συναίνεση την οποία δίνει όπως είπαμε εκ των προτέρων, αφού έχει λάβει
χώρα η προηγηθείσα «μαθητεία», χωρίς καν ο ίδιος να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή της.
Επομένως η συναίνεση δεν είναι ούτε συνειδητή ούτε και οικειοθελής. Αυτή η σιωπηλή
συμφωνία συμβαίνει κάθε φορά που οι γνωστικές δομές συναντούν τις κοινωνικές
δομές που αντιστοιχούν σε κάθε περίπτωση κι έτσι καλλιεργούν εν τέλει την εντύπωση
ενός κόσμου χωρίς εκπλήξεις, που όλα θεωρούνται αυτονόητα, γιατί με απλά λόγια, οι
ενυπάρχουσες δομές της καθεστηκυίας τάξης διαρκώς προηγούνται των προσδοκιών
που είναι έτοιμες να τις προσλάβουν (Bourdieu, 2002:15).

Η εγκληματικότητα λοιπόν είναι ένα κοινωνικό τέχνημα το οποίο αποκτά ουσιαστική


υπόσταση, από τη στιγμή που τυγχάνει της συλλογικής αναγνώρισης. Ένας θεσμός, ο
ποινικός στη προκειμένη περίπτωση, θεωρείται ως αναγνωρισμένος, όταν οι συνθήκες
και τα εργαλεία κυριαρχίας που επιβάλλει παραγνωρίζονται. Νομιμότητα σημαίνει
παραγνώριση. Η ύπαρξη μιας κυρίαρχης νοοτροπίας ή, καλύτερα, κουλτούρας,
νομιμοποιεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων ομάδων, υποκρύπτοντάς τα κάτω από το
μανδύα της νομιμότητας και καταδικάζοντας οποιεσδήποτε άλλες πρακτικές (συνήθως
αυτές των λαϊκών τάξεων) στο πεδίο του παράνομου, του ανήθικου και του
επαίσχυντου (Bourdieu, Passeron, 1996:24).

Στην παρούσα εργασία δεν θα προσπαθήσουμε να ανασύρουμε τις νομικό-ηθικές


αναπαραστάσεις οι οποίες κατά κάποιον τρόπο στηρίζουν και νομιμοποιούν τις
ποινικές τακτικές, ούτε τις αναπαραστάσεις περί καλού και κακού που τις συνοδεύουν,
αλλά κρίνουμε προτιμότερο να θέσουμε το ερώτημα με τον εξής τρόπο: ποιες σχέσεις
εξουσίας διακυβεύονται πραγματικά, ώστε στις παραβάσεις που αμφισβητούν το νόμο
η εξουσία να απαντά με πρακτικές όπως ο εγκλεισμός; Με άλλα λόγια, επιχειρούμε να

12
προσεγγίσουμε την ποινική τακτική, όχι ως επιφαινόμενο μιας κάποιας πολιτισμικής ή
οικονομικής ιδεολογίας, αλλά ως αναλυτή των σχέσεων εξουσίας: η ποινή, εν ολίγοις,
ως στρατηγική των σχέσεων εξουσίας, του πολιτικού αγώνα ενάντια στην –και γύρω
από την– εξουσία. Με άλλα λόγια, προκειμένου να αναλύσουμε το ποινικό σύστημα,
πρέπει πρώτα να φέρουμε στο φως τη φύση των αγώνων εξουσίας που εκτυλίσσονται
σε μια κοινωνία (Foucault, 2016b:26).

Προκειμένου ωστόσο να έλθει εις πέρας αυτό το έργο, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να
αποδεσμευθούμε από τον κοινωνιολογικό λειτουργισμό και να εγκαταλείψουμε την
ιδέα ότι η κοινωνία αντιδρά κάτω από μια σκοτεινή συναίνεση στο έγκλημα και ότι, εν
συνεχεία, αυτή η αντίδραση μετασχηματίζεται σε νόμους και κανόνες που ορίζουν το
ποινικό σύστημα. Η συγκεκριμένη τοποθέτηση παρουσιάζει την κοινωνία ως αυτή που
παρήγαγε, προσβλήθηκε και ζημιώθηκε από το έγκλημα –παράγοντας ουσιαστικά τον
ίδιο τον εχθρό της– και μέσω της μεταβίβασης αυτής ευθυνών αποκρύπτει το γεγονός
ότι εκείνο που διακυβεύονταν στο έγκλημα και αποτελούσε επίδικο στην καταστολή
του δεν ήταν η «επίθεση» στην κοινωνία, αλλά ο αγώνας για την εξουσία. Στο επίκεντρο
της δικής μας οπτικής λοιπόν, δεν θα τεθεί η κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα, αλλά
οι αγώνες εξουσίας γύρω απ’ αυτό.

13
2. Η γενεαλογία του ποινικού καταναγκασμού

2.1 Η ανάδυση του εγκληματία ως κοινωνικού εχθρού

Κάθε κακοποιός που προσβάλλει το κοινωνικό δίκαιο λόγω των εγκλημάτων του γίνεται στασιαστής και
προδότης για την πατρίδα. Σε αυτήν την περίπτωση η διατήρηση του κράτους είναι ασύμβατη με τη δική
του. Πρέπει ένας εκ των δύο να εκλείψει και όταν αυτός που εκλείπει είναι ο ένοχος, δεν εκλείπει τόσο ως
πολίτης όσο ως εχθρός (Rousseau, 2016:89).

Στο παραπάνω απόσπασμα ξεκινά να κάνει την εμφάνιση του για πρώτη φορά ο λόγος
που θέλει τον εγκληματία να βρίσκεται σε θέση εχθρική προς ολόκληρη την κοινωνία.
Πλέον και κατά τον 18ο αιώνα, ο εγκληματίας δεν είναι αυτός που προκάλεσε την
εξουσία του μονάρχη και πρέπει να τιμωρηθεί ως παραδειγματισμό από τον τελευταίο
με σκοπό την επίδειξη της δύναμης του, αλλά μετατρέπεται ως κοινός εχθρός όλης της
κοινωνίας. Ο εγκληματίας διεξάγει πόλεμο στην κοινωνία και, αντίστοιχα, το δικαίωμα
του τιμωρείν πρέπει να βασίζεται σ’ αυτή την αρχή. Ποιοι ωστόσο είναι αυτοί που στην
εποχή αυτοί αποκαλούνται εγκληματίες; Ποιες αποτρόπαιες πράξεις κάνουν και πρέπει
να τιμωρηθούν;

Αυτοί που βέβαια τότε απασχολούσαν τις αρχές δεν ήταν, όπως θα σκεφτόταν κάποιος,
στυγεροί κι αδυσώπητοι εγκληματίες, αλλά κυρίως μικροπαραβάτες: κλέφτες, αλήτες,
πορτοφολάδες. Οι φυσιοκράτες της εποχής κατηγοριοποιούν ως «κοινωνικό εχθρό»
αυτόν που βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση με τα μέσα παραγωγής. Αυτή η οπτική,
βασίζεται καταρχάς σε ένα μίσος προς την τεμπελιά η οποία θεωρείται πηγή όλων των
κακών και της αλητείας ως γενικής μήτρας του εγκλήματος. Οι φυσιοκράτες δεν
υποστήριξαν ότι κάποιος οδηγείται στην κλοπή λόγω κακής οικονομικής κατάστασης,
αντιθέτως ορίζουν την αλητεία ως τρόπο ζωής για ορισμένο κύκλο ανθρώπων, οι οποίοι
συγκροτούν μια μικρή υποομάδα, μια αντι-κοινωνία. Το έγκλημα γεννιέται τη στιγμή
που κάποιος θέλει να ζει χωρίς δουλειά, χωρίς στέγη και χωρίς νόμο. Ο αλήτης λοιπόν
είναι ένας στείρος καταναλωτής, κάποιος που πλήττει την παραγωγή σε όλα τα επίπεδά
της, αυτός που αρνείται οικειοθελώς να εργαστεί. Ως εχθροί της κοινωνίας ορίζονται
αυτοί που δεν αποδέχτηκαν το κοινωνικό συμβόλαιο και στηλιτεύουν τον κόπο των
νομιμόφρονων πολιτών για να ζήσουν. Ο εγκληματίας λοιπόν είναι αυτός που ασκεί
μια αντι-εξουσία, που αρνείται πεισματικά να παράγει (Foucault, 2016b:35 κ.ε).

14
Για να περιοριστούν λοιπόν αυτοί που θέλουν να ζούνε το βιός τους βουτηγμένοι στην
ασωτία, η κοινωνία των πολιτών πρέπει να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον τους, πρέπει να
τους επιβάλλει εγκλεισμό. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν υφίσταται με τον τρόπο που θα
ήθελε ο Χομπς να πιστεύει, ότι δηλαδή είναι ένα είδος πολέμου το οποίο προηγείται
της σύστασης του κράτους ή της εξουσίας, αντιθέτως ο εμφύλιος πόλεμος είναι η μήτρα
όλων των αγώνων εξουσίας. Μ’ αυτή την ενδόμυχη σκέψη ξεκίνησε η ποινική
εγκάθειρξη από τα πρώτα της βήματα κιόλας, η οποία είχε ως απώτερο σκοπό να
διεξάγει ένα νόμιμο πόλεμο προς μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, οι οποίοι
επωμίστηκαν από δω και στο εξής την τιτλοφόρηση του ονόματος του εγκληματία.

Αυτοί όμως οι ταραξίες έπρεπε κάπου να απομονωθούν, κάπου όπου να μπορεί να


ελέγχεται η «κτηνώδης» φύση τους. Το μέρος που κρίθηκε κατάλληλο για μια τέτοια
λειτουργία δεν είναι άλλο από τη φυλακή – και, συγκεκριμένα, η αρχή της σύγχρονης
φυλακής, το κοινοβιακό σύστημα. Στα κελιά αυτών των ιδρυμάτων στοιβάζονται
εγκληματίες, οι διεφθαρμένοι και έκλυτοι πατέρες, οι άσωτοι υιοί, οι φρενοβλαβείς και
οι ακόλαστοι. Ουσιαστικός σκοπός αυτών των ιδρυμάτων ήταν να περιορίσουν την
επαιτεία, τον ασεβή τρόπο ζωής. Η εργασία θεωρείται η καταλληλότερη πρακτική
μέσω της οποίας δύναται να επιτευχθεί η ηθική αναμόρφωση. Οι ζητιάνοι, οι κακοποιοί
και οι αλήτες θα είναι οι πρώτοι που θα εγκλειστούν στα κοινοβιακά ιδρύματα του 17ου
αιώνα.

Σύμφωνα με τις αρχές του κοινοβιακού συστήματος, οι κρατούμενοι βρίσκονται σε


συνάθροιση και εργάζονται όλη την ημέρα, ενώ το βράδυ κοιμούνται σε έναν ενιαίο
θάλαμο (Χαΐδου, 2002:38). Η ανάγκη που υπήρχε, λοιπόν, κατά την περίοδο εκείνη για
εργατικά χέρια, στάθηκε ως αφορμή να ξεκινήσει να ανθεί το συγκεκριμένο μοντέλο,
εγκαθιστώντας ένα είδος καθεστωτικής δουλοπαροικίας στα σωφρονιστικά ιδρύματα.
Εντούτοις οι πραγματικοί λόγοι της εγκάθειρξης σε εργασία δεν βρίσκονται μόνο στην
εργατική εκμετάλλευση. Ο κυριότερος λόγος που συγκροτήθηκε ήταν για να επιβάλλει
σ’ αυτά τα άτομα την εργασία ως τρόπο ενάρετης ζωής. Στα κοινοβιακά ιδρύματα η
εργασία δεν είχε σκοπό την εκμάθηση κάποιας τέχνης, όπως μεταξύ άλλων ο σημερινός
σωφρονισμός παρουσιάζεται ότι κάνει, αλλά είχε ως κύριο σκοπό να μετασχηματίσει
τα άτομα κατ’ εικόνα του ιδανικού εργαζομένου.

Η φυλακή λοιπόν ξεκινά να επιστρατεύει απ’ αυτό το σημείο και αργότερα μια νέα
τιμωρητική τακτική, ένα είδος βίας συμβολικής, η οποία δεν έχει στόχο μια τιμωρία

15
λιγότερο αυστηρή, βασισμένη σε αξίες μιας κάποιας ευαισθησίας για τους παραβάτες,
αλλά μια τιμωρία που έχει ως σκοπό να μετασχηματίσει τα άτομα, να καθυποτάξει το
σώμα τους με τον τρόπο που αυτή βρίσκει χρήσιμο και ορθά εκμεταλλεύσιμο. Βεβαίως
η τιμωρία δεν έχει λάβει ακόμη το χρίσμα του σωφρονισμού, αλλά γίνεται όπως είπαμε
και παραπάνω, για την προστασία της κοινωνίας, ώστε να αφοπλίσει τον εχθρό.

2.2 Το μπόλιασμα της χριστιανικής ηθικής στο ποινικό σύστημα

Ο 18ος αιώνας θα αποτελέσει σημείο σταθμό για τη δημιουργία μιας φυλακής η οποία
θα λέγαμε πως είναι ο πρόγονος του σημερινού σωφρονιστικού συστήματος. Η εργασία
στα πλαίσια της φυλακής λόγω της αστυφιλίας και της αυξημένης προσφοράς
εργατικού δυναμικού καθίσταται οικονομικά ασύμφορη. Στα πλαίσια της
εκβιομηχάνισης η εργασία στα εν λόγω ιδρύματα πρέπει να λάβει νέα μορφή, αυτήν
της καταπίεσης και της τιμωρίας. Το πενσυλβανικό σύστημα θα αναλάβει αυτό το ρόλο.
Η καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα προβλέπει για τους κατάδικους να επιδίδονται σε
σκληρή και επίπονη εργασία, έχοντας μια σιδερένια μπάλα στο πόδι τους. Ο κατάδικος
εδώ τρώει και κοιμάται με συντροφιά την Αγία Γραφή, προκειμένου να βρει το δρόμο
της μετάνοιας. Η εργασία γίνεται ατομικά με τον κάθε κρατούμενο στο κελί του και,
ακόμη και στον προαυλισμό, τα πρόσωπα των κρατουμένων καλύπτονται με μάσκες
ώστε να μη μπορούν να αναγνωριστούν μεταξύ τους. Οι μεταρρυθμιστικές ιδέες του
18ου αιώνα σε συνδυασμό με τις θρησκευτικές αντιλήψεις καθιερώνουν τον εγκλεισμό
ως κύρια μορφή τιμωρίας (Χαΐδου, 2002:39). Η χριστιανική πρακτική δεν εισβάλλει
αναπάντεχα στο ποινικό σύστημα μέσα από κάποιο είδος ιστορικής συγκυρίας. Το
κάνει από τα κάτω, στη χαμηλότερη βαθμίδα της ποινικής διαδικασίας, στο επίπεδο
της τιμωρίας, του σωφρονισμού.

Καταρχάς, για να αναλύσουμε την έννοια του σωφρονισμού πρέπει να τη


διαχωρίσουμε σε δυο μέρη: από τη μια έχουμε τη νομική αρχή, η οποία επιβάλλει μια
ποινή για την τιμωρία του αδικήματος, προκειμένου να προστατευτεί η κοινωνία από
τον εχθρό, κι από την άλλη υπάρχει μια ηθική αρχή, στο πλαίσιο της οποίας η ποινή θα
μπορούσε να αποτελέσει διαδικασία μεταμέλειας μετά τη διάπραξη ενός σφάλματος.
Σ’ αυτό το σημείο φαίνεται η πρώτη σύζευξη του ποινικού στοιχείου με το χριστιανικό,
με την ανάμειξη εγκλήματος και αμαρτήματος, μια σύζευξη που προέκυψε στη
φυλακή. Από εκεί ξεκινά η ενοχοποίηση που πλαισιώνει το έγκλημα, της οποίας τα

16
αποτελέσματα γίνονται αισθητά και στις σημερινές επιστήμες της ψυχιατρικής, της
ψυχολογίας και της εγκληματολογίας (Foucault, 2016b:90).

Πώς όμως μπορεί να επιτευχθεί αυτή η μεταμέλεια; Πώς θα φέρει η φυλακή εις πέρας
ένα τέτοιο έργο, εάν όχι μέσω της γνώσης; Πρέπει να καταστεί δυνατή μια γνώση για
το ποιόν των εγκληματιών, της οποίας ο ρόλος δεν θα είναι μόνο να γνωρίζει τα αίτια
που οδήγησαν τον κάθε κρατούμενο στο έγκλημα, αλλά θέλει να πλαισιώσει όλη τη
διάρκεια της ποινής. Η ποινή θα είναι πλέον μια διαδικασία που εξελίσσεται, όχι κάτι
που απλώς επιβάλλεται, εξ ου και η ανάγκη σύστασης ενός ποινικού μητρώου, μιας
δικαστικής βιογραφίας και μιας παρατήρησης της ατομικότητας.

Ο φρούραρχος (αστυνόμος) που συνοδεύει τον κρατούμενο, μεταβιβάζει στους επιθεωρητές μια σύντομη
έκθεση του εγκλήματός του, των περιστάσεων που μπορεί να λειτουργήσουν επιβαρυντικά η ελαφρυντικά
(…) τέλος των χαρακτηριστικών του εν λόγω ανθρώπου στα προηγούμενα στάδια της ζωής του. Η έκθεση
αυτή αποστέλλεται από το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, επιτρέποντας στους
επιθεωρητές να αποκτήσουν μια πρώτη γνώμη για τον νέο κρατούμενο (Foucault, 2016b:90).

Το ρόλο των επιθεωρητών αναλαμβάνουν όχι μόνο δικαστικοί λειτουργοί αλλά και
ιερείς. Η συγκεκριμένη είσοδος εκπροσώπων της θρησκείας στη φυλακή δεν συμβαίνει
για την τελευταία εξομολόγηση κρατουμένων που πρόκειται να εκτελεστούν, όπως
παλιότερα. Οι ιερείς τώρα φέρουν μαζί τους το στοιχείο της μεταμέλειας, το οποίο
πρέπει να λειτουργεί ως φορέας μετάνοιας στους κρατουμένους, καθ’ όλη τη διάρκεια
της ποινής τους. Ο ιερέας παίρνει το ρόλο του εγγυητή για τον μετασχηματισμό των
φυλακισμένων και μ’ αυτόν τον τρόπο η χριστιανική ενοχή ξεκινά να συγκροτεί τη
σύσταση της φυλακής. Το ζήτημα πλέον δεν είναι να μαντρώσουν μια αφηνιασμένη
ελευθερία, αλλά να αποδώσουν σ’ αυτήν ένα αίσθημα ηθικής ευθύνης. Αν η φυλακή
φαίνεται τόσο βαθιά ριζωμένη στις κοινωνίες μας, τούτο συμβαίνει γιατί γεννήθηκε
στη σύγχρονη μορφή της προσδεδεμένη στη χριστιανική ηθική, η οποία της δίνει
ταυτόχρονα ένα ιστορικό βάθος το οποίο η φυλακή από μόνη της δεν διαθέτει
(Foucault, 2016b:91). Το στοιχείο του σωφρονισμού δεν είναι στοιχείο που επέβαλλαν
οι επιστήμες στη φυλακή, αλλά το εφηύρε η ίδια η φυλακή προκειμένου να
τεκμηριώσει και να δικαιολογήσει την ύπαρξή της. Ό,τι είναι το νοσοκομείο για το
σώμα, θα έπρεπε να γίνει η φυλακή για την ψυχή.

Με σκοπό όμως να εφαρμοστεί η μεταμέλεια με τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία, πρέπει


να υπάρξει ένας μηχανισμός που θα ελέγχει ποιοι κρατούμενοι οδεύουν προς το
μονοπάτι της σωτηρίας και ποιοι βουλιάζουν στον πυθμένα της ακολασίας. Το εν λόγω

17
έργο θα καταστεί εφικτό με την εισαγωγή του Πανοπτικού μοντέλου (Foucault,
2011b:228). Στο συγκεκριμένο οικοδόμημα, υφίσταται καταρχάς η διαίρεση σε κελιά
για κάθε κρατούμενο, με σκοπό να αποφεύγονται οι ανούσιες συναθροίσεις, οι χωρίς
σκοπό μετακινήσεις. Τα κελιά έχουν δύο παράθυρα, το ένα για την επίβλεψη των
κρατουμένων απ’ το προσωπικό και το άλλο βλέπει προς τα έξω και επιτρέπει στο φως
να διαπερνά όλο το κελί κατά μήκος. Τοποθετώντας έναν επιτηρητή στο κεντρικό
πύργο, είναι αρκετό για να επιτευχθεί η συνεχής επίβλεψη.

Εδώ τα άτομα παρακολουθούνται συνεχώς, χωρίς όμως να μπορούν να δούνε ποιος και
πότε τους παρακολουθεί. Στα νοσοκομεία, στα σανατόρια, στις φυλακές, τα άτομα
επιτηρούνται από βλέμματα που ποτέ δεν είναι ορατά και η παλιά αρχιτεκτονική δίνει
τώρα τη μεγαλόπρεπη θέση της σε μια αρχιτεκτονική του λεπτομερειακού ελέγχου, που
περιλαμβάνει μικρά παραθυράκια, ακριβείς σχεδιασμένες αμυχές στα κελιά, οι οποίες
όχι μόνο καθιστούν τα άτομα συνεχώς επιτηρήσιμα, αλλά τα κρατάνε βουτηγμένα στην
άγνοια ως προς το ποιος τους παρακολουθεί και πότε. Σφυρηλατείται ένα μικροσκόπιο
της διαγωγής, μια αέναη αστυνόμευση στα σώματα. Μέσω του Πανοπτικού τα άτομα
γίνονται οι φορείς της ίδιας τους της δυνάστευσης. Δε χρειάζεται κάποιος όντως να
παρακολουθείται για να ελέγχει τη συμπεριφορά του, αρκεί να ξέρει ότι πάντα κάποιος
μπορεί να τον βλέπει. Αυτή η δυνατότητα της ορατότητας κάποιων από άλλους καθιστά
τα άτομα υποτελή όχι στην ίδια την παρακολούθηση, αλλά στο φόβο αυτής. Η
ισχυρότερη μορφή δυνάστευσης είναι ο εαυτός (Foucault, 2011b:229).

2.3 Η κυριαρχία πάνω στο χρόνο

Η τιμωρία όπως προαναφέραμε παραπάνω έχει ως βασικό σκοπό να αφοπλίσει τον


εχθρό, κάτι που μπορεί να γίνει είτε εξουδετερώνοντας τον, είτε με την επαναφορά του
στις αξίες της κοινωνίας. Απώτερος στόχος αυτού είναι η παρεμπόδιση της παραγωγής
νέων εχθρών για την κοινωνία, γι’ αυτό και η τιμωρία πρέπει να είναι παραδειγματική.
Η ποινή αποτελεί χαρακτηριστική έκφραση των παραπάνω θέσεων, αφού μέσω αυτής
η κοινωνία καταφέρνει να αντιγυρίσει το πλήγμα που υπέστη, επιβάλλοντας την
τιμωρία. Η τιμωρία σαφώς πρέπει να είναι διαβαθμισμένη ανάλογα με το παράπτωμα.
Τα ισόβια δεσμά αποτελούν ενός είδους ισάξιας ανταπόδοσης το οποίο θα επιτρέψει
στην κοινωνία να τύχει της επανόρθωσης μέσω μιας κύριας μεταβλητής: του χρόνου.

Στο προοδευτικό ή αλλιώς ιρλανδικό σύστημα, επινοείται ένα σύστημα διαβάθμισης


της ποινής, όπως για παράδειγμα η ελάττωση του χρόνου εγκλεισμού λόγω καλής

18
διαγωγής, η οποία συντελείται σε διάφορες φάσεις. Κατά το πρώτο στάδιο, ο κατάδικος
πρέπει για τουλάχιστον 9 μήνες να παραμένει σε απομόνωση χωρίς εργασία και χωρίς
καμία επαφή με άλλους συγκρατούμενους. Αν δείξει καλή διαγωγή προάγεται στο
δεύτερο στάδιο, όπου προβλέπεται απομόνωση κατά τη νύχτα και κατά τη διάρκεια της
ημέρας εργασία μαζί με τους υπόλοιπους κρατούμενους. Στο τρίτο και τελευταίο
στάδιο, το οποίο εξαρτάται πάλι από την καλή διαγωγή του κρατουμένου, ο ίδιος
αποφυλακίζεται με την υπόσχεση ότι δε θα διαπράξει άλλο έγκλημα (Χαΐδου,
2002:43).

Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε να κάνει την εμφάνιση της μια μορφή που δεν εμπίπτει
ούτε στο ελάχιστο, στην νομικό-τιμωρητική τάξη: πρόκειται σαφώς για τη μορφή του
μισθού. Όπως ακριβώς ο μισθός αμείβει κάποιον για τον χρόνο κατά τον οποίο
αγοράστηκε η εργατική του δύναμη, η ποινή αντιπροσωπεύει για την παράβαση την
ποσότητα του χρόνου ελευθερίας που αναλογεί στο κάθε παράπτωμα. Όπως ο
εργοδότης δίνει ένα μισθό για το χρόνο εργασίας, έτσι αντίστροφα το ποινικό σύστημα
παίρνει ως αντάλλαγμα το χρόνο ελευθερίας ως αντίτιμο για την κάθε παράβαση. Από
τη στιγμή που ο χρόνος είναι το μόνο αγαθό που μπορεί κανείς να δώσει, θα πρέπει
είτε να εξαγοραστεί μέσω της εργασίας, είτε να υπεξαιρεθεί μέσω της εγκάθειρξης. Ο
μισθός είναι ταυτόχρονα το συνώνυμο της φυλάκισης αλλά ταυτόχρονα και το
αντίθετο. Από τη μια έχουμε τον εργάτη ο οποίος αμείβεται για τον χρόνο που διέθεσε
το σώμα του στους κατόχους των μέσων παραγωγής και από την άλλη έχουμε τον
εγκληματία ο χρόνος του οποίου θα δεσμευθεί ως αμοιβή της κοινωνίας για την
παράβαση που διέπραξε (Foucault, 2016b:77).

Σ’ αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσουμε ότι ο μισθός δεν επέβαλλε με κάποιον τρόπο τη


λογική του πάνω στο ποινικό σύστημα, τουναντίον, καλύτερο θα ήταν να πούμε πως
αυτό που αχνοφαίνεται και ξεκινά να αναδύεται εκείνη την περίοδο, είναι μια
γενικότερη κυριαρχία πάνω στο χρόνο των ανθρώπων, η οποία είναι πολύ στενά
συνυφασμένη με τη διαμόρφωση της εξουσίας. Για παράδειγμα, όταν κάποιος αδυνατεί
να πληρώσει ένα πρόστιμο, οδηγείται στη φυλακή, αφού το ίδιο το πρόστιμο
εμφανίζεται σαν το υποκατάστατο της καθημερινής εργασίας και η φυλακή το
αντίστοιχο υποκατάστατο του χρηματικού ποσού. Αυτό που βλέπουμε να εμφανίζεται
στην περίπτωση του μισθού-φυλακής είναι η εισαγωγή του χρόνου στο καπιταλιστικό
σύστημα εξουσίας αλλά και στο ποινικό, αφού η τιμωρία δεν επιβάλλεται μέσω
βασανισμού, αλλά μέσω του χρόνου ζωής. Ο χρόνος ανταλλάσσεται με εξουσία. Πίσω

19
απ’ αυτό το ιδεολόγημα, η εξουσία του καπιταλιστικού συστήματος εγκαθιδρύει ως
απώτερο στόχο να δυναστεύσει το χρόνο. Η εργασία στο εργοστάσιο, ο μισθός, ο
ελεύθερος χρόνος, οι αποταμιεύσεις, οι συντάξεις είναι ένας ακριβής υπολογισμός και
συνάμα μια πλαισίωση του χρόνου από την εξουσία η οποία προσπαθεί να τον ελέγξει
από άκρη σ’ άκρη και που, εν τέλει, καθιστά δυνατή την καθυπόταξη του χρόνου ζωής
στην πολιτική εξουσία (Foucault, 2016b:78).

2.4 Η σύζευξη ηθικού-ποινικού

Μέχρι στιγμής αναλύσαμε ορισμένα πολιτικό-κοινωνικά φαινόμενα, τα οποία έχτισαν


με αθόρυβο και κεκαλυμμένο τρόπο τις απαρχές του ποινικού συστήματος. Κάποιος σ’
αυτό το σημείο θα μπορούσε να υποβάλλει ένσταση στα λεγόμενά μας, σκεπτόμενος
απλά ότι το έγκλημα είναι έγκλημα γιατί πολύ απλά προσβάλλει και κατακρεουργεί
την ηθική της κοινωνίας μας, την ανθρωπιά και τις αξίες του πολιτισμού μας. Θα ήταν
δυνατό να συμφωνήσει κανείς, όμως θα έπρεπε να τεθεί και το εξής ερώτημα: Αντί να
αντιληφθούμε την ηθική ως μια σκοτεινή συμφωνία των μελών μιας κοινωνίας, μήπως
άραγε το κρίσιμο στοιχείο της ηθικής υφίσταται στην ίδια καθ’ εαυτήν και, κυρίως,
στους τρόπους με τους οποίους ορισμένες ομάδες τη χρησιμοποίησαν, προκειμένου να
καταστήσουν νόμιμο το δικό τους βιοτικό ύφος; Δηλαδή να δούμε την ηθική όχι ως
πολιτισμικό και κοινωνικό φαινόμενο, αλλά ως το κύριο πρόπλασμα της εξουσίας, ένα
πρόπλασμα φτιαγμένο από τους μεν για τους δε. Εν ολίγοις, για να κατανοήσουμε το
ζήτημα της ηθικής πρέπει πρώτα να θέσουμε το ερώτημα: πού βρίσκεται ο πλούτος;
(βέβαια, προκειμένου να αποφύγουμε πιθανές συγχύσεις, η έννοια του πλούτου και της
ηθικής θα επεξηγηθεί περαιτέρω παρακάτω).

Το 1780 η Αγγλία αναταράσσεται από μια σειρά λαϊκών κινημάτων και γι’ αυτό το
λόγο οι πολίτες, οργανωμένοι σε πολιτοφυλακές, αναλαμβάνουν την επιτήρηση και τη
διαφύλαξη της ηθικής τάξης. Τούτο το έργο ενθαρρύνεται από τους προύχοντες της
αστικής τάξης, οι οποίοι δημιουργούν, μέσω των πολιτοφυλακών, ένα είδος ιδιωτικής
αστυνομίας, για να προστατέψουν την περιουσία τους από διάφορες μορφές έκθεσής
της στα λιμάνια, στις αποβάθρες και στις αποθήκες. Την ίδια στιγμή λοιπόν που
αναπτύσσεται η καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας, το κεφάλαιο εκτίθεται σε
μια σειρά από κινδύνους που έως τότε δεν ήταν ανεξέλεγκτοι σε τέτοιο βαθμό. Πλέον
το κεφάλαιο δεν είναι απλώς εκτεθειμένο στην κλοπή, αλλά στην καθημερινή αρπαγή
του από ανθρώπους που ζούνε παράλληλα μ’ αυτό. Η υπεξαίρεση του πλούτου, από

20
αυτούς που συμμετέχουν στην παραγωγή του, είναι ο κύριος λόγος που θα χρειαστεί
να τεθεί σε εφαρμογή μια νέα τάξη ελέγχου των πληθυσμών, ένας τρόπος που θα
παρεμποδίζει τις λαϊκές τάξεις από την οικειοποίηση της περιουσίας των αστών κ’
αυτός δεν είναι άλλος από την ηθική σήμανση και πλαισίωση ορισμένων στάσεων και
συμπεριφορών, οι οποίες αποτελούν εστία κινδύνων για την αστική τάξη (Foucault,
2011b:302).

Το παραπάνω θα διευκολυνθεί από ορισμένες θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες είχαν


αποσκιρτήσει από την Αγγλικανική εκκλησία, όπως οι Κουακέροι και οι Μεθοδιστές.
Οι ομάδες αυτές είχαν αναλάβει το έργο να επιβάλουν ορισμένα σχήματα ηθικής,
πρώτον μέσα στα όρια της ομάδας τους, μέσω επιτηρήσεων από επιθεωρητές ηθικής,
οι οποίες εξέταζαν συμπεριφορές όπως η μοιχεία, άρνηση εργασίας, κραιπάλης, και
δεύτερον να ασκήσουν εξωτερικό έλεγχο εκτός της ομάδας. Στη δεύτερη περίπτωση
συγκεκριμένα, οι έλεγχοι γινόταν με μια σειρά παρεμβάσεων ή πιέσεων και, εάν αυτές
δεν έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα, τότε γινόταν υποβολή καταγγελιών και άσκηση
μηνύσεων. Σ’ αυτό το σημείο έχουμε πρώτον μια παρέμβαση η οποία είχε στόχο ηθικό,
με το σχήμα της προτροπής της ηθικής συμβουλής και μια δεύτερη παρέμβαση, η οποία
παίρνει χαρακτήρα άκρως νομικό, ως εάν οι εν λόγω ομάδες να προσπαθούσαν να
εκβιάσουν και να ελέγξουν το έργο της δικαστικής εξουσίας, πετυχαίνοντας μια
σύζευξη ποινικότητας-ηθικότητας (Weber, 2006:156-157). Πρόκειται λοιπόν κυρίως
για ένα σύστημα στα σύνορα της ηθικής και της ποινικότητας, το οποίο βέβαια
κατέστησαν δυνατό οι παραπάνω ενώσεις και είχε πάντα να κάνει με τη συσσώρευση
του πλούτου. Ο κύριος στόχος των παραπάνω ενώσεων δεν ήταν τόσο στο να
εντοπίσουν το έγκλημα, αλλά στο να καταπολεμήσουν ηθικά παραπτώματα, στάσεις
και προδιαθέσεις.

Η δράση αυτών των ομάδων, ασκώντας πίεση στο νομικό θεσμό, όπως αναφέραμε και
παραπάνω, στοχεύει στη θέσπιση ορισμένων νόμων και διατάξεων, των οποίων το
αντικείμενο θα είναι από δω και στο εξής καθ’ εαυτές οι κατώτερες τάξεις, οι
περιθωριακοί, τα ταραχοποιά στοιχεία, οι αλήτες. Αντικείμενο του ηθικού ελέγχου
λοιπόν είναι τα λαϊκά στρώματα, στα οποία συνεχώς συνιστάται η επιμονή για
εργασία, η εγκράτεια, η λιτότητα. Αναδύεται έτσι ένα πρόταγμα επανηθικοποίησης, το
οποίο γεννιέται από τα κάτω, με σκοπό να επιβάλλει μια επιτήρηση που επιχειρεί να
τυλίξει την ποινή με έναν ηθικό μανδύα – εργαλείο, δε, αυτής της ποινής είναι σαφώς
το ίδιο το κράτος (Foucault, 2004:189). Φορείς αυτής της κρατικοποίησης της ηθικής

21
είναι οι ανώτερες τάξεις που ελέγχουν τα περισσότερα σημεία της εξουσίας, ενώ με τη
σειρά τους οι εργαζόμενες τάξεις αποτελούν το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής αυτών των
στρατηγικών. Τα σώματα ασφαλείας δεν θα πρέπει πλέον να ξαγρυπνούν για την
εφαρμογή των νόμων, αλλά για την ηθικότητα των ατόμων.

Κάθε φορά που ένα πλήθος εργατών θα συγκεντρώνεται σε ένα χώρο, θα βρίσκουμε εκεί κατ’ ανάγκην
πολλά κακά υποκείμενα, τα οποία λόγω της συγκέντρωσής τους σε περιορισμένο χώρο, θα έχουν
μεγαλύτερη ευχέρεια να εξυφάνουν και να τελέσουν συνομωσίες, θα μπορούν με την ταραχώδη
συμπεριφορά τους να προκαλέσουν περαιτέρω βλάβη στα δημόσια πράγματα (Foucault, 2016b:102-
103).

Οι πολιτικές συνομωσίες και οι συγκεντρώσεις εργατών είναι ο νέος κίνδυνος που


ελλοχεύει στις σκοτεινές γωνίες των εργοστασίων και από τον οποίο η νεοανερχόμενη
αστική τάξη αποζητά, πολύ ατελέσφορα όμως, να προστατευτεί. Το κράτος θα γίνει ο
νέος φορέας ενός ηθικό-δικαστικού ελέγχου, πίσω από τον οποίο βλέπουμε να
αναπτύσσεται ένα ολόκληρο παιχνίδι καθημερινών απαγορεύσεων. Οι τελευταίες δεν
έχουν να κάνουν με το νόμο αυτόν καθ’ εαυτόν, αλλά προσπαθούν να εγχαράξουν μια
θετική δράση πάνω στα άτομα, να επιβάλλουν συνήθειες, να τα μετασχηματίσουν
ηθικά, να τα αναμορφώσουν. Ενώ ήθελαν να ηθικοποιήσουν την κοινωνία, στην
πραγματικότητα κρατικοποίησαν την ηθική. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με έναν
καταναγκασμό, την επιβολή ενός κρατικοποιημένου ελέγχου προς όφελος μιας
συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης και ο οποίος είναι εξαιρετικά ομοιογενής με ό,τι
ονομάζουμε σήμερα σωφρονισμό.

2.5 Οι λαϊκές εκνομίες

Μέχρι στιγμής, εκθέσαμε την ανάδυση ενός συστήματος καταναγκασμού, στο ποινικό
σύστημα του 18ου αιώνα, εντελώς διαφορετικό με τα έως τότε κρατούντα. Αυτό πλέον
που έπρεπε να τεθεί υπό έλεγχο δεν ήταν απλώς μια ορισμένη στασιακή πλέμπα, που
ενοχλούσε τη συσσώρευση κεφαλαίου από την αστική τάξη, αλλά ένα πολύ πιο μεγάλο
και διαρκές φαινόμενο, το οποίο η αστική τάξη επιχείρησε μέσω του σωφρονισμού να
ελέγξει: η λαϊκή εκνομία (Foucault, 2011:303). Με τον όρο λαϊκή εκνομία (popular
illegalities) εννοούμε μια σειρά από πρακτικές οι οποίες, όντας παράνομες, ήταν
ωστόσο χρήσιμες για την αναπαραγωγή της εργατικής αλλά και της αστικής τάξης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού, αποτελεί η βιοτεχνία. Στις αρχές του 18ου αιώνα,
ο κλάδος της βιοτεχνίας δεν είχε συντεχνίες, αλλά η ρύθμιση των οικονομικών του
στοιχείων γινόταν από ελεγκτές. Οι υφαντές παρασκευάζουν υφάσματα, τα οποία οι

22
έμποροι σε μια δεύτερη φάση τα παίρνουν, ώστε να τα διαθέσουν στην αγορά. Το
νομικό πλαίσιο, στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η διαδικασία, προβλέπει τη δήλωση
και από τις δυο πλευρές για το ακριβές μήκος του υφάσματος, το σήμα κατατεθέν του
κάθε βιοτέχνη, αλλά και το ποσό της αγοράς που θα καταβάλει ο παραγωγός στον
έμπορο. Προκειμένου και οι δυο πλευρές να απαλλαγούν από την προβλεπόμενη
φορολογία, έκαναν συμφωνία να παρακάμψουν με ορισμένους τρόπους τους κανόνες
της αγοράς ώστε να αποφύγουν τη φορολόγηση (Rousche, Kirchheimer, 1968:108 κ.ε).

Μια εκνομία όπως αυτή που αναφέραμε, δεν προκαλούσε πλήγμα στην οικονομία,
αντιθέτως επέτρεπε μια μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου και άνοιγε το δρόμο προς
μια σχέση που επέφερε μεγαλύτερο κέρδος. Η συγκεκριμένη εκνομία αντιτίθεται
ουσιαστικά στη φεουδαρχική φορολόγηση και δεν προσπαθεί να καταπολεμήσει την
ιδιοκτησία, αλλά τα ειδικά δικαιώματα κέρδους, που απολάμβαναν οι φεουδάρχες και
οι ευγενείς. Οι τελευταίοι δεν παρενέβησαν διόλου προς αποτροπή αυτής της εκνομίας,
αφού απολάμβαναν τα προνόμια που τους παραχωρούσε η Αυλή και δεν θορυβήθηκαν
από τις παραπάνω πρακτικές. Παρατηρούμε λοιπόν στον 17ο αιώνα αυτές τις τρεις
μορφές εκνομίας (των λαϊκών τάξεων, της αστικής τάξης και των ευγενών), στις οποίες
η κεντρική εξουσία έχει αναλάβει το ρόλο του διαιτητή. Εντούτοις αυτή η εκνομία έχει
ταυτόχρονα, εκτός από οικονομικές, και πολιτικές προεκτάσεις, αφού παραβιάζοντας
το νόμο αμφισβητεί και την κανονιστική αρχή που τον ρυθμίζει. Από τη μια λοιπόν
παραβαίνει τη νόμιμη οικονομική αρχή και από την άλλη τείνει προς έναν αγώνα με
πολιτικά χαρακτηριστικά, όταν λ.χ. αντιτίθεται σε οικονομικά μέτρα που προσφέρουν
οικονομική επιδείνωση, καταφεύγοντας σε άρνηση καταβολής φόρων, σε εξέγερση. Σ’
αυτό το σημείο, έχουμε μια αστική τάξη που λαμβάνει μια αμφίσημη θέση: από τη μια
υποστηρίζει τους αγώνες που αντιτίθενται στο νόμο και αφορούν την καταβολή φόρων,
αλλά από την άλλη όταν οι αγώνες παίρνουν τη μορφή πολιτικού διακυβεύματος και
εμπίπτουν στη σφαίρα του ποινικού δίκαιου, είθισται να κωφεύει, τους καταδικάζει και
εγκαταλείπει την υποστήριξη της προς αυτούς (Rousche, Kirchheimer, 1968:112 κ.ε).

Εδώ η αστική τάξη μοιάζει πάλι να αποδέχεται μια γειτνίαση, μια ομοιότητα μεταξύ
των πρακτικών της και των λαϊκών εκνομιών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αργότερα
και κατά τη στιγμή του θριάμβου της, ποινικοποιεί ένα καινούργιο πρόσωπο,
εκθέτοντάς το ως σκηνοθετημένα παραβατικό· ένα πρόσωπο όμως, στο οποίο ή ίδια
προηγουμένως φόρεσε τη μάσκα του χυδαίου, κάτι σαν είδωλο της, μέσα στο οποίο
καθρεφτίζεται και συνάμα διακυβεύεται.

23
Στο τέλος του 18ου αιώνα, αυτός ο μηχανισμός, που μέχρι προηγουμένως έπαιζε ρόλο
διαιτητή ανάμεσα στις εκνομίες, θα ιδιοποιηθεί από την αστική τάξη και θα μετατραπεί
σε δικαστικό μηχανισμό, με κύριο σκοπό του να την απαλλάξει από τη λαϊκή εκνομία.
Με ποιον τρόπο όμως και για ποιους λόγους η λαϊκή εκνομία, που μέχρι πρότινος
γινόταν ανεκτή, αποτέλεσε τροχοπέδη για το πολιτικό σχέδιο της αστικής τάξης; Ο
κατεξοχήν λόγος ήταν η αλλαγή που συντελέστηκε στην παραγωγή, στη μισθωτή
σχέση εργασίας. Πριν εγκαταλείψουν τη βιοτεχνία οι εργάτες ερχόταν σε επαφή με
πράγματα τα οποία εν πολλοίς τους ανήκαν και ο τρόπος για να απαλλαγούν από την
κανονιστική αρχή ήταν να καταδολιεύσουν το νόμο με ορισμένα τεχνάσματα
οικονομικής φύσεως. Τώρα, έχοντας εγκαταλείψει τη βιοτεχνία, περιτριγυρίζονται από
πράγματα τα οποία δεν τους ανήκουν, έναν ξένο πλούτο στον οποίο ο μόνος τρόπος να
εφαρμοστεί μια εκνομία είναι η υπεξαίρεση. Οι εκνομίες δεν αποτελούσαν απλώς μια
συνήθεια των λαϊκών στρωμάτων, αλλά ένα ολόκληρο πεδίο αναπαραγωγής των
τάξεων, το οποίο όπως φάνηκε και πρωτύτερα, ήταν ένας απ’ τους κυριότερους
τρόπους επιβίωσης και βιοπορισμού του προλεταριάτου. Έτσι λοιπόν με την αλλαγή
της καπιταλιστικής οικονομίας, το προλεταριάτο αναγκάζεται να μετατοπίσει τις
εκνομίες του, από την καταδολίευση του νόμου, στην υπεξαίρεση, την κλοπή
(Foucault, 2016b:138).

Παρόλα αυτά ο νόμος ως στρατηγική μπορεί να προστατεύσει μέχρι ένα σημείο την
κλοπή. Προκειμένου να παρεμποδιστεί η υπεξαίρεση, δεν φτάνει απλά το «αυτό δε σου
ανήκει», αλλά πρέπει να συνοδευτεί επίσης από μια αυστηρή ηθικότητα, πρέπει να
ηθικοποιηθεί ο εργάτης. Εφόσον οι εργοδότες αγοράζουν την εργατική δύναμη, τα ίδια
τα σώματα των προλετάριων στην τιμή της αγοράς, πρέπει ανάμεσα στη νομική
απαγόρευση και στο αντικείμενο της εργασίας να εισέλθει μια σειρά από υποχρεώσεις,
περιορισμούς οι οποίοι θα ξεπερνάνε το νόμο του μισθού. Οι μη έχοντες, θα πρέπει
μέσω της συνήθειας να προσδεθούν όχι απλώς στον, αλλότριο προς αυτούς, μηχανισμό
παραγωγής ή στις σχέσεις ιδιοκτησίας, αλλά να μετατραπούν σε υπάκουους στρατιώτες
ενός συστήματος, το οποίο επιζητεί να συνδέσει τους έχοντες και τους μη έχοντες σε
μια συγκεκριμένη νομικοπολιτική τάξη. Η ηθική αναμόρφωση είναι λοιπόν η τεχνική
που θα εφαρμόσει η αστική τάξη απέναντι στο προλεταριάτο, ένα εμβρυακό στοιχείο
σωφρονισμού, το οποίο θα χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο για τη διασφάλιση
των σχέσεων παραγωγής (Λάζος, 2007:89).

24
2.6 Η λαϊκή τάξη ως εκφυλισμένη ράτσα

Εκεί δίπλα στην ανάταση του θάρρους, της γενναιοδωρίας, του ηρωισμού, θα διακρίνουμε με αποστροφή
τον εγωϊσμό, την αναισθησία, την εξαχρείωση, ακόμα και τη θηριωδία. Εκεί ψυχές σκληρές, στεγνές άγριες,
στερούμενες κάθε ηθικής ιδέας, δε θα υπακούν παρά στις πιο χονδροειδείς αισθήσεις. Η οκνηρία, η
διαφθορά, η απληστία, ο φθόνος θα ανταγωνίζονται σαν άσπονδοι εχθροί τη φρόνηση, την εργασία, την
οικονομία και την ιδιοκτησία. Εκεί θα φθονούν εγκλήματα πάσης φύσεως, σ αυτήν την ξένη φυλή, η οποία
διαμορφώθηκε δίπλα στον πραγματικό λαό από τη συσσώρευση τυχαίων συγκυριών και έξεων ανάμεσα
στους αιώνες. Για ένα τέτοιο έθνος οι ποινές οφείλουν να είναι πάντα ανάλογες με τη φύση αυτής της
εκφυλισμένης ράτσας, η οποία αποτελεί εστία εγκλημάτων και της οποίας η αναμόρφωση μπορεί μετά βίας
να επέλθει (Foucault, 2016b:153).

Στο παραπάνω κείμενο μπορεί να δει κανείς το κοσμικό ιδεώδες της αστικής τάξης,
ένα νομικό άσμα που ορίζει τη θέση της πολιτικής εξουσίας μεταξύ δυο τάξεων, εκ των
οποίων, η μια είναι φορέας μιας απεριόριστης ποινικής φινέτσας, αρετής και αξιών του
καλού, ενώ από την άλλη βρίσκεται η ανηθικότητα, η φαυλότητα, το κακό
προσωποποιημένο. Οι πληβείοι κατηγορούνται από την αστική τάξη για κοινωνική
αποστασία, λιποταξία και έλλειψη ηθικής, ενώ το κράτος παρουσιάζεται ως φάρμακο
σ’ αυτή την αρρώστια, την οποία σκοπός του είναι να εξαλείψει.

Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο σκέλος του κεφαλαίου, ο φόβος της αστικής
τάξης προέκυψε όταν οι σχέσεις παραγωγής τροποποιήθηκαν και η κατώτερη τάξη
μετατοπίστηκε από το να κατέχει, στο να παράγει για λογαριασμό των εργοδοτών,
μέσω της μισθωτής εργασίας. Ο φόβος αυτός έχει να κάνει με το σώμα του εργάτη, το
οποίο στη νέα αυτή σχέση παραγωγής είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σώμα του
πλούτου. Ο φόβος αφορά πλέον αποκλειστικά αυτούς που εργάζονται και βρίσκονται
σε άμεση επαφή με τον πλούτο, στα λιμάνια, στις αποθήκες, στις αποβάθρες. Η τάξη
αυτή είναι επικίνδυνη ακριβώς γιατί είναι εργατική. Κίνδυνο αποτελεί οτιδήποτε κάνει
τον εργάτη να μην αφοσιώνεται πλήρως στη δουλειά του, αυτός που είναι οκνηρός,
που μεθοκοπάει, που είναι απείθαρχος. Φυσικά όλα αυτά αποτελούν κίνδυνο όχι μόνο
γιατί μπορεί να οδηγήσουν τον εργάτη στην διάπραξη μιας εκνομίας πάνω στο σώμα
του πλούτου, αλλά το ζήτημα έχει να κάνει και με το σώμα του ίδιου του εργάτη, το
οποίο ο εργοδότης θεωρεί ότι του ανήκει, αφού το αγόρασε μέσω του μισθού και
αποτελεί χρέος του εργάτη να προσφέρει την εργατική του δύναμη στην ελεύθερη
αγορά (Λάζος, 2007:95).

25
Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε πράξη μπορεί να θίξει το συσσωρευμένο κεφάλαιο του
πλούτου, αλλά και την ίδια την εργατική δύναμη του εργάτη, εκλαμβάνεται ως μια
ιδιαίτερα αήθης πρακτική, μια συμπεριφορά που προκαλεί απέχθεια, την οποία το
κεφάλαιο πρέπει να θέσει υπό έλεγχο. Η πρακτική αυτή δεν αποτελεί τόσο παραβίαση
του νόμου, όσο μια θέση που υπονομεύει τον τρόπο ζωής και παραγωγής που θέλει να
επιβάλει ο καπιταλισμός. Η εργατική ανηθικότητα είναι οποιαδήποτε πράξη κάνει τον
εργάτη να παρακάμψει το νόμο της αγοράς, αυτό που τον τοποθετεί σε εχθρική σχέση
με τα μέσα παραγωγής αλλά και τις σχέσεις ιδιοκτησίας που θέλει να εδραιώσει το
καπιταλιστικό ιδεώδες. Η αργία, η ασυνέπεια του εργάτη, η γιορτή, η άρνηση σύστασης
οικογένειας, η ακράτεια, η απρονοησία, ο νομαδισμός, τα αναρχικά πάθη, όλα αυτά
εμπίπτουν σε μια μορφή εκνομίας που δεν ανήκουν πλέον στη σφαίρα της υπεξαίρεσης,
αλλά του διασκορπισμού. Με αυτό εννοούνται οι ποικίλοι τρόποι με τους οποίους οι
εργάτες αποφεύγουν την εργασία, με τους οποίους υποκλέπτουν απ’ τους εργοδότες
την εργατική δύναμη, με λίγα λόγια η αποφυγή να δεσμευθούν και να καθηλωθούν από
τους μηχανισμούς παραγωγής. Ο διασκορπισμός δεν σημασιοδοτεί μόνο μια σχέση
επιθυμίας για το σώμα του πλούτου, αλλά περισσότερο άρνηση πρόσδεσης του
σώματος με τους μηχανισμούς παραγωγής (Foucault, 2011b:264).

Ανάμεσα στην εκνομία της υπεξαίρεσης και την εκνομία του διασκορπισμού υπάρχει
παρόλα αυτά μια υπόγεια επικοινωνία. Οι μηχανισμοί ελέγχου του 19ου αιώνα, όπως η
αστυνομία, επιχείρησαν να διαχωρίσουν αυτές τις δυο μορφές παρανομίας,
εντάσσοντας την πρώτη στη σφαίρα της σοβαρής εγκληματικότητας ενώ τη δεύτερη
σε μια μορφή παρανομίας που αφορούσε ένα καθημερινό πρόβλημα, χαρακτηριστικό
της απεχθούς αυτής τάξης. Αυτό που βέβαια αποκρύπτεται από το διαχωρισμό αυτό,
είναι η σύζευξη που ενυπάρχει ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο εκνομίες. Από τη μια, όσο
περισσότερο διασκορπισμένες είναι οι μάζες, τόσο λιγότερο είναι προσδεμένες στους
μηχανισμούς παραγωγής, με μόνη λύση έτσι να καταφύγουν στην υπεξαίρεση – και
αντίστροφα, όσο τείνουν προς την κλοπή άλλο τόσο θα οδηγούνται στο να έχουν μια
μη κανονική ζωή και στο νομαδισμό, προκειμένου να αποφύγουν τις κυρώσεις. Το ίδιο
ισχύει και στην εκνομία της υπεξαίρεσης. Καθηλώνοντας τον εργάτη στην ένδεια, τον
προσδένουνε στους μηχανισμούς παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα του δίνουνε και τη
δυνατότητα να προβεί στην υπεξαίρεση, προκειμένου να εξέλθει από την οικονομική
δυσχέρεια του χαμηλού μισθού.

26
Σε όσα προηγήθηκαν, αναλύσαμε τα συστήματα του ποινικού εγκλεισμού, συνδεόμενα
πάντα με τις ιστορικό-κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και τις σχέσεις εξουσίας κατά τον
18ο-19ο αιώνα. Στο επόμενο κεφάλαιο, θα εξετάσουμε τη λειτουργία της σημερινής
φυλακής καθώς και του ιστορικά νεοσύστατου εγκληματολογικού λόγου, που δεν είναι
άλλος από την πρακτική του σωφρονισμού.

27
3. Σωφρονιστικό σύστημα και αναπαραγωγή των τάξεων

3.1 Οι πληβείοι ως κύριος στόχος της ποινικής καταστολής

Στα παραπάνω κεφάλαια, κάναμε μια προσπάθεια να ανασύρουμε τον τρόπο με τον
οποίο ο ποινικός θεσμός, ο οποίος μοιάζει να μην έχει καμία σχέση με την άσκηση και
τη διαμόρφωση της πολιτικής εξουσίας, εντούτοις παρουσιάζεται ως όχημα αυτής ή,
μάλλον, ένα από τα κατεξοχήν εργαλεία με τα οποία η εξουσία και οι κατασταλτικές
δυνάμεις της επικυρώνουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο νόμος επιβάλλει το θεσμό δικαίου
ως επιβεβαίωση και ταυτόχρονα ως πεδίο που επικυρώνει το θεσμό. Η ποινικο-δικαϊική
τάξη λοιπόν είναι αναπόσπαστη από τον εξουσιαστικό λόγο, τον οποίο επικυρώνει
πάνω στο όνομα μιας ανεξαρτησίας και αυτεξουσιότητάς της. Αν όμως, όπως είπαμε
στην αρχή, ισχύει το γεγονός ότι υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ νοητικών και
κοινωνικών δομών, με ποιον τρόπο καταφέρνει η συμβολική βία, αυτή που παράγουν
οι σχέσεις εξουσίας του κοινωνικού κόσμου, να εισέλθει ανάμεσα στις μάζες; Με ποιόν
τρόπο καταφέρνει, επιβάλλοντας σχήματα σκέψης και δράσης, να τοποθετεί ορισμένα
άτομα στο περιθώριο;

Καταρχήν, όπως είδαμε και πιο πριν, ο σκοπός του ποινικού δικαίου είναι να εισάγει
έναν ορισμένο αριθμό αντιφάσεων ανάμεσα στις μάζες και κυρίως προβάλλοντας μια
μείζονα αντίφαση: να δημιουργεί έναν αμοιβαίο ανταγωνισμό ανάμεσα στον
προλεταριοποιημένο λαό και το μη προλεταριοποιημένο λαό. Ο ρόλος του συστήματος
αστυνομίας-δικαιοσύνης-φυλακής είναι να εξαναγκάζει το λαό να δέχεται την
προλεταριοποίησή του, δηλαδή την κατάστασή του ως προλεταριάτο, αλλά και τους
όρους εκμετάλλευσης που συνεπάγεται αυτό. Επίσης, το ποινικό σύστημα στόχευε
πάντοτε στα πιο βίαια και ανήσυχα στοιχεία του λαού, όπως τους απατεώνες, τους
μικροκλέφτες, τους ληστές, τους εξεγερμένους. Αυτοί ήταν οι επικίνδυνοι που έπρεπε
να εγκλειστούν και να αφοπλιστούν. Για τον αστισμό, ο μεγάλος κίνδυνος από τον
οποίο έπρεπε να προστατευτεί ήταν η στάση, ο ένοπλος αγώνας, οι εργαζόμενοι και οι
αναρχικοί που κατέβαιναν στα πεζοδρόμια για να καταλάβουν ή να διαμαρτυρηθούν
για την πολιτική εξουσία. Σε όλους αυτούς που αρνούνταν να καθυποτάξουν τον εαυτό
τους στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η αστική τάξη έβλεπε την αιχμή της λαϊκής
αντίστασης (Foucault, 2011a:33-35).

28
Για να αποφευχθεί αυτή η λαϊκή εξέγερση, ο αστισμός χρησιμοποίησε πολύ περίτεχνα
το ποινικό σύστημα, του οποίου ο ρόλος είναι να κάνει τον προλεταριοποιημένο λαό
να βλέπει όλον τον μη προλεταριοποιημένο λαό ως περιθωριακό, ανήθικο, ως
αποβράσματα, σαν όχλο και επικίνδυνο. Οι πληβείοι λοιπόν θα μπορούσαν να οριστούν
ως αυτοί που αρνούνται να είναι εργάτες και κατέχουν σχεδόν το μονοπώλιο στη βία,
ενώ οι προλετάριοι, με την αυστηρή έννοια του όρου, τείνουν να είναι μη βίαιοι. Από
την άλλη, όμως, μήπως αυτού του είδους ο διαχωρισμός βασίζεται καθαρά σε μια
αστική κοσμοθεώρηση των πραγμάτων που κατατάσσει τους μεν εργάτες στο
οργανωμένο κρατικά κοινωνικό συνεχές, τους δε πληβείους ως ένα απείθαρχο
κατάλοιπο, το οποίο μαστίζει αυτόν τον, κατά τα λοιπά, ειρηνικά δομημένο κόσμο του
αστισμού; Θα έπρεπε να πούμε μάλλον, ότι ο αστισμός έχει καταφέρει να επιβάλλει
αυτά τα σχήματα αντίληψης των πληβείων στους ίδιους τους πληβείους, ως τρόπο
σύλληψης της ίδιας της ταξικής τους θέσης, αφού ο ποινικός νόμος δεν δημιουργήθηκε
ούτε από την αγροτιά, ούτε απ’ τους εργάτες, ούτε και απ’ τους πληβείους, αλλά είναι
πέρα ως πέρα αστικός (Foucault, 2011a:33 κ.ε).

Ο νόμος προβλέπει πως υπάρχουν ορισμένες κοινές ηθικές κατηγορίες ή, αλλιώς,


απαγορευμένες ζώνες, στις οποίες συμφωνούν τα περισσότερα κοινωνικά μέλη.
Τοποθετώντας στο πεδίο του δικαστηρίου μια δυαδική κατανομή ανάμεσα σ’ αυτόν
που κατηγορεί και σ’ αυτόν που κατηγορείται, δίνεται η εντύπωση πως έτσι είναι ο
καλύτερος τρόπος να έρθει εις πέρας το έργο της δικαιοσύνης, ενώ στην
πραγματικότητα οι ηθικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται ο νόμος, είναι κοινωνικές
κατασκευές, οι οποίες προσβλέπουν στο να παγιδεύσουν τις λαϊκές πρακτικές.

Οι ποινικο-ηθικές κατηγορίες κατασκευάστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, από τον


αστισμό με σκοπό να επιβάλλει ο ίδιος το βιοτικό του ύφος ως το μόνο νόμιμο, ως ένα
ύφος που παρουσιάζεται αφ’ εαυτού ως δίκαιο, αφού όλοι συμφωνούν σ’ αυτό. Εάν
ευσταθεί λοιπόν η σκέψη του Bourdieu, ότι υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ των
κοινωνικών και νοητικών δομών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ποινικός μηχανισμός,
ως δομή σύστασης της κυριαρχίας του αστισμού, επιβεβαιώνεται από τις νοητικές
δομές των κοινωνικών δρώντων ή, αλλιώς, τις έξεις (habitus), που έχουν δομηθεί με τη
σειρά τους πάνω στα σχήματα αντίληψης των κυρίαρχων. Οι φορείς που επιστρατεύουν
λοιπόν τη συμβολική βία και οι αναπαραστάσεις των κοινωνικών φορέων διαπλέκονται
σε ένα σχήμα δράσης-αντίδρασης και το αντίθετο. Τα κοινωνικά υποκείμενα δεν είναι

29
απλώς αντιστηρίγματα της δομής, όπως θα έλεγε ο Αλτουσέρ, αλλά δημιουργούν τα
ίδια τη δομή και η δομή τα επαναδημιουργεί (Bourdieu, 2002:65).

H τάξη που βασιλεύει στις φυλακές μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην αναμόρφωση των καταδίκων.
Η κακή ανατροφή, η μετάδοση των κακών παραδειγμάτων, η οκνηρία γέννησαν τα εγκλήματα. Ας
προσπαθήσουμε λοιπόν να κλείσουμε όλες αυτές τις πηγές διαφθοράς, ας εφαρμόσουμε στις φυλακές τους
κανόνες της ηθικής αρετής.[…]. Σύντομα θα αρχίσουν να αισθάνονται μεταμέλεια για το παρελθόν,
προαναγγέλοντας έτσι την αγάπη προς τις υποχρεώσεις τους (Foucault, 2011b:264).

Με το παραπάνω σκεπτικό θα μπορούσαμε να συλλάβουμε και τη λειτουργία της


φυλακής. Όπως αναφέρθηκε, η φυλακή συνδέθηκε απευθείας με ένα σκεπτικό
αναμόρφωσης των ατόμων. Στα κελιά αυτών των ιδρυμάτων στοιβάζονται
εγκληματίες, οι διεφθαρμένοι και έκλυτοι πατέρες, οι άσωτοι υιοί, οι φρενοβλαβείς και
οι ακόλαστοι. Η είσοδος των ανθρωπιστικών επιστημών γενικότερα και της
εγκληματολογίας ειδικότερα στο σωφρονιστικό σύστημα δεν εξανθρώπισε διόλου τη
φυλακή, αντιθέτως την έκανε πιο ανθεκτική στις κριτικές. Η φυλακή ήταν πάντα το
μέρος, όπου ευδοκιμούσαν τα πειράματα και οι αναπροσαρμογές. Από τη στιγμή που
καταδικάζεται η ιδέα της εκδίκησης, η οποία πρωτύτερα ήταν η πράξη ενός κυρίαρχου,
η τιμωρία μπορεί να έχει πλέον νόημα μόνο μέσα από μια τεχνολογία αναμόρφωσης.
Ακόμη και οι ίδιοι οι δικαστές γνωρίζουν ότι οι ποινές που επιβάλλουν (π.χ. φυλάκιση,
κράτηση) δεν αναμορφώνουν κανέναν, εξ ου και η ανάγκη τους να ανατρέχουν σ’
αυτούς που επιστρατεύουν μια ρητορική για το έγκλημα και τον εγκληματία, η οποία
θα νομιμοποιήσει αυτά τα αμφισβητούμενα μέτρα (Foucault, 2017:33).

Πίσω από το ιδεολόγημα του σωφρονισμού, όμως, αυτό που τόσο περίτεχνα κρύβεται
είναι το γεγονός ότι η φυλακή δεν πήρε το σωφρονιστικό χρίσμα από τις επιστήμες του
ανθρώπου, αντιθέτως ήταν απαραίτητο στοιχείο για να μπορέσει να δικαιολογήσει και
να τεκμηριώσει τον εαυτό της. Εξάλλου, ο σωφρονισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που
παραπέμπει μόνο στη λειτουργία της φυλακής, αλλά είναι συστατικό στοιχείο των
σύγχρονων κοινωνιών και η φυλακή είναι μία από τις εκφάνσεις του. Θα μπορούσε να
πει κάποιος ότι, όταν μιλάμε για σωφρονισμό, θα πρέπει να αναφερόμαστε σε τεχνικές
και μηχανισμούς κανονικοποίησης. Kατ’ αρχάς, μόλις εισέλθει κάποιος στη φυλακή,
τίθεται σε λειτουργία ένα σύνολο μηχανισμών που τον απογυμνώνουν απ’ την ιδιότητα
του ως πολίτη. Συνδυάζοντας τη γνώση με την κανονικοποίηση, ο εγκληματολογικός
λόγος έχει καταφέρει να εισαγάγει την ενσωμάτωση μιας βιογραφίας των ατόμων στο
ποινικό σύστημα. Αυτή η υποκρύπτουσα ενσωμάτωση της βιογραφίας στην

30
αστυνομική γνώση, αντιμετωπίζει τους ανθρώπους μέσα από τα πολιτικά στίγματα που
τους έχουν επιβληθεί για να χαρακτηρίσουν τη μη κανονικότητά τους (Λάζος,
2007:219 κ.ε).

3.2 Η κατασκευή του εγκληματολογικού λόγου

Ένα κατεξοχήν παράδειγμα για να ανασύρουμε την κατασκευή του δικαστικού λόγου
αποτελεί η περίπτωση του Πιερ Ριβιέρ, που μελετήθηκε ειδικότερα από τον Foucault.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, η Γαλλία και, συγκεκριμένα, η γαλλική ύπαιθρος βρίσκεται
σε καθεστώς βαριάς φορολογίας, από τους φεουδάρχες, την εκκλησία αλλά και το
βασιλιά. Μετά τα γεγονότα του 1789, η φεουδαρχία αποδυναμώνεται, το καθεστώς των
αγροτών μετατοπίζεται και μπορούν πλέον να συνάψουν συμβόλαια. Το 1835, στο ίδιο
πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο, ο εικοσάχρονος αγρότης Πιερ Ριβιέρ διαπράττει τριπλό
φόνο, δολοφονώντας την αδελφή του Βικτώρια, ετών 18, τον αδελφό του Ζυλ, ηλικίας
8 ετών και τη μητέρα του, η οποία ήταν έγκυος στον έκτο μήνα.

Η οικογένεια του Ριβιέρ βρίσκεται σε μια διπλή αντίφαση: από τη μια ο πατέρας του
θέλει να εκμεταλλευτεί το νέο πολιτικό πλαίσιο και να καλλιεργήσει τη γη του, ενώ
από την άλλη η μητέρα του είναι δύσπιστη προς τα συμβόλαια. Αφότου συνελήφθη ο
Ριβιέρ, συντάσσει ένα υπόμνημα, όπου αναφέρει ενδελεχώς πολλά σημεία απ’ τη ζωή
της οικογένειας του, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο είχε σχεδιάσει να διαπράξει τις
δολοφονίες. Tο υπόμνημα που συντάσσει ο Ριβιέρ προκαλεί δέος στους δικαστές:
αναρωτιούνται πώς κάποιος που είναι παράφρονας μπορεί να επεξηγήσει αναλυτικά,
συγγράφοντας 50 σελίδες, τα φονικά που ο ίδιος διέπραξε; Το ίδιο το γραπτό του Ριβιέρ
θεωρείται ως μέρος της εγκληματικής ενέργειάς του, αφού ο ίδιος πριν είχε ομολογήσει
πως σκόπευε να το γράψει πριν διαπράξει την τριπλή ανθρωποκτονία. Το υπόμνημα
αποτελείται από δυο μέρη: στο πρώτο ο Ριβιέρ εξιστορεί τη ζωή της οικογενείας του,
τα καθημερινά προβλήματα, τους συχνούς καυγάδες τους και στο δεύτερο γράφει για
την ενός μήνα περιπλάνησή του, μετά τη διάπραξη του φόνου. Ο ίδιος συνδέει το φόνο
του με ένδοξες δολοφονίες και αυτοθυσίες που εξιστορεί η Βίβλος. Το όλο περιστατικό
τον καθιστά διάσημο, ο Ριβιέρ αποκτά δόξα στη νεοαστική τότε Γαλλία, γίνεται θρύλος
(Foucault, 2002:270).

Στην εκδίκαση της υπόθεσης, οι μάρτυρες και ο κόσμος που έχει συγκεντρωθεί στο
δικαστήριο είναι μεταξύ τους αντιφατικοί. Το δικαστήριο της Καέν φαίνεται ότι έχει,
εξαρχής ωστόσο, πολιτικά κίνητρα, αφού την ίδια εποχή είχε ψηφιστεί νόμος, κατά τον

31
οποίο οποιαδήποτε απόπειρα φόνου ενάντια στην οικογένεια ισοδυναμεί με
προσπάθεια φόνου του βασιλιά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα θεωρούνταν ύβρις απέναντι
στο βασιλιά η τυχόν παραδοχή ελαφρυντικών από το δικαστήριο. Στις 12 Νοεμβρίου
1835, ο Ριβιέρ βρίσκεται ένοχος από το δικαστήριο, ενώ στις 15 Φεβρουαρίου του 1836
θα γίνει μετατροπή της ποινής και θα του απονεμηθεί χάρη από το βασιλιά (Barrett-
Kriegel, στο Foucault, 2002:295).

Το ενδιαφέρον της υπόθεσης βρίσκεται στην αντίφαση ανάμεσα στον δικαστικό και
το, νεοσύστατο τότε, ψυχιατρικό λόγο. Για τους γιατρούς, ο Ριβιέρ πάσχει από
παραφροσύνη, είναι άρρωστος, ενώ για τους δικαστικούς το έγκλημα του οφείλεται
στο ότι υπέκυψε στα πιο άγρια και ποταπά ανθρώπινα ένστικτα, αφού το ίδιο το
υπόμνημά του φανερώνει ότι είναι σε θέση να σκεφτεί και ως εκ τούτου, έχει υψηλή
νοημοσύνη. Οι δικαστικοί πρέπει επίσης να αποδείξουν όχι μόνο ότι ο Ριβιέρ δεν είναι
τρελός, αλλά ότι δεν υπήρξε ποτέ τρελός. Όμως δυσκολεύονται να αποδείξουν το
δεύτερο σκέλος, λόγω της αλλόκοτης συμπεριφοράς που είχε ο ίδιος από παιδί, μια
αλλοκοτιά που θα χρησιμοποιήσουν οι γιατροί για να ενδυναμώσουν το δικό τους λόγο
περί κληρονομικότητας και παραφροσύνης (Rio, στο Foucault, 2002:298).

Έτσι έχουμε από τη μια τους δικαστές, που τοποθετούν τον Ριβιέρ στο πεδίο του
στυγερού και άγριου εγκληματία, και από την άλλη τους γιατρούς, οι οποίοι τον
θεωρούν ως τρελό, ως κάποιον που βρίσκεται σε παραλήρημα. Οι δικαστικοί
κατασκευάζουν την προσωπογραφία του Ριβιέρ βασισμένοι στην προαντίληψή τους
περί εγκλημάτων και προσπαθούν να προβάλλουν αυτή την εικόνα στην περίπτωση
του ίδιου, ενώ οι γιατροί κάνουν ένα πορτρέτο, το οποίο ξεκινά από την παιδική ηλικία
του Ριβιέρ, από τις παραξενιές του, και προβάλλουν αυτή την παιδική ηλικία ώστε να
δώσουν εξήγηση ή, καλύτερα, να καταφέρουν να χτίσουν μέσω του λόγου τους μια
προσωπογραφία της παιδικής ηλικίας που θα ταιριάζει στις περιστάσεις του
εγκλήματος. Οι γιατροί βλέπουν στο υπόμνημα σημεία εκδήλωσης της τρέλας, ενώ
μέσα από μαρτυρικές καταθέσεις το πείσμα και η μοναχικότητα του Ριβιέρ παίρνονται
ως κατεξοχήν συμπεριφορές που συνάδουν με ψυχική διαταραχή (Fontana, στο
Foucault:2002:345-346).

Οι δυο κυρίαρχοι λόγοι, ο δικαστικός και ο ιατρικός, προσπάθησαν να στήσουν ενός


τύπου παγίδα στον Ριβιέρ βάζοντας τον να γράψει τις πράξεις του μέσω της κατάθεσης,
όμως το ίδιο το υπόμνημα του Ριβιέρ καταλήγει να είναι μια παγίδα πάνω στην παγίδα,

32
είναι κάτι που καμία από τις δυο πλευρές δεν περίμενε, αφού μέσα σ’ αυτό δεν
υπάρχουν μονομερείς απαντήσεις, αλλά συνεχείς συγκρούσεις, αντιφάσεις. Μην
μπορώντας να συμπεριλάβουν το υπόμνημα στις εξηγήσεις τους, οι δυο λόγοι
επιλέγουν στοιχεία από τη ζωή του Ριβιέρ που βρίσκουν βολικά και που ταιριάζουν
στην εξήγηση που θέλουν να δώσουν. Οι παραξενιές στη συμπεριφορά του Ριβιέρ,
είναι πάντως το στοιχείο που θα επιτρέψει στο λόγο της ψυχιατρικής (και αργότερα της
Εγκληματολογίας) να εισχωρήσει στη δικαστική διαδικασία, αυτές οι οριακές
περιπτώσεις, οι περιπτώσεις στα σύνορα ηθικής και ποινικότητας.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η εγκληματολογία συγκροτήθηκε μέσα από ένα είδος
δυαδικότητας, η οποία από τη μια αφορά την καθαρή ποινικότητα, που αναγνωρίζει
μόνο το ρητό χαρακτήρα και την καθολικότητα του νόμου, χωρίς να εμπίπτει στο πεδίο
της ηθικής, και από την άλλη κυριαρχεί η πρακτική της διόρθωσης, της αναμόρφωσης.
Στο σημείο της σύζευξης αυτών των δυο στοιχείων θα θεμελιωθεί ένας ψυχο-νομικός
λόγος, ο ρόλος του οποίου θα είναι να μεταφέρει σε όρους σωφρονισμού τα νομικά
στοιχεία της ποινικότητας, αλλά και να επανακωδικοποιήσει τις ποινικές έννοιες σε
ηθικές κατηγορίες. Η παραβατικότητα, η ροπή ορισμένων ατόμων προς το έγκλημα, η
ψυχική ασθένεια ως προδιάθεση εγκληματικών συμπεριφορών, είναι ένας
κεκαλυμμένος τρόπος να επανακωδικοποιείται με ποινικούς όρους ένα είδος
ψυχολογικής κατηγορίας που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία και στις αρμοδιότητες των
δικαστηρίων.

Παρόλα αυτά, ο εγκληματίας δεν πρέπει να είναι πλέον ένας από τους φτωχούς – ο
εγκληματίας πρέπει να είναι εχθρός των φτωχών. Προκειμένου να λάβει χώρα αυτό το
γεγονός, έπρεπε πρώτα, όπως και αναλύσαμε, να επέλθει μια ηθικοποίηση του
πληθυσμού και να διαρραγεί η συνδιαλλαγή του με την εγκληματικότητα, ώστε να
διαχωριστούν οι παραβατικοί και να φανούν επικίνδυνοι τόσο για τους πλούσιους, όσο
και για τους φτωχούς επίσης. Η είσοδος της εγκληματολογίας και των ανθρωπιστικών
επιστημών κρίθηκε αναγκαία, όταν και αφού η αστική τάξη ξεκίνησε να κατασκευάζει
τους δικούς της εγκληματίες-ήρωες, που δεν είναι ούτε αριστοκράτες ούτε πληβείοι. O
Ριβιέρ είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτού του νέου τύπου παραβατών. Ο τρόπος
που μιλάει για τους άλλους εγκληματίες είναι χαρακτηριστικός, τους περιγράφει ως
πρωτόγονα ζώα, ως άξεστους. Η αστική τάξη κατασκευάζει έτσι μια αναδόμηση του
εγκλήματος, το οποίο πλέον είναι μια τέχνη που δεν επιτρέπεται να ανήκει πια στο λαό,
αφού την αισθητική της μπορεί μόνο ο ίδιος ο αστισμός να συλλάβει. Οι συγκεκριμένοι

33
εγκληματίες είναι τα ψυχρά και διαυγή μυαλά, οι ευφυείς δολοφόνοι, το οργανωμένο
έγκλημα και κάθε φορά που έρχεται η στιγμή τους να αναμετρηθούν με την αστυνομία
παίζουν ενός είδους ισότιμο παιχνίδι ευφυίας, το οποίο ταυτόχρονα επιδεικνύει όλα τα
σύμβολα και σημάδια της αστικής τάξης (Foucault, 2017:29).

Οι εγκληματίες λοιπόν δεν είναι παθολογικά κοινωνικά υποκείμενα, τα οποία η ποινική


καταστολή προσπαθεί να διορθώσει, αντιθέτως ο ποινικός θεσμός, έχοντας τη φυλακή
ως όπλο του, κατασκευάζει μια κατηγορία ατόμων, τους οποίους εγκλείει σε ένα
κλειστό σύστημα. Η φυλακή ανακαλεί σχεδόν πάντα τα ίδια άτομα και συγκροτεί έναν
περιορισμένο πληθυσμό, ο ρόλος του οποίου είναι να ασκεί πίεση στις εκνομίες με
τρεις κυρίως τρόπους: αρχικά, μέσω ενός ολόκληρου παιχνιδιού καταναγκασμών και
απαγορεύσεων, οδηγεί τη μη κανονικότητα να υποπέσει στην παράβαση. Στη συνέχεια,
ενσωματώνει αυτή τη μη κανονικότητα στο δικό του σύστημα λειτουργίας, υπό το ρόλο
των πληροφοριοδοτών και αστυνομικών (ως εναλλακτική λύση προς τη φυλακή, η
απορρόφηση πληβειακών στοιχείων γινόταν επίσης και μέσω του στρατού, της
αστυνομίας, των μισθοφορικών οργανώσεων και παλαιότερα μέσω του αποικισμού).
Τέλος, κατευθύνει το έργο της επιτήρησης στους πληθυσμούς που ο αστισμός θέλει να
επιβάλλει τον μεγαλύτερο κοινωνικό έλεγχο και συγκεκριμένα στις λαϊκές τάξεις, αφού
ένας φτωχός μπορεί να κλέψει πολύ πιο εύκολα, απ’ ό,τι ένας πλούσιος.

3.2 Η αποκήρυξη των αποκηρυγμένων

Το ποινικό σύστημα καταφέρνει, έτσι, να διαιωνίζει με έναν ειδικό τρόπο την


καθεστηκυία τάξη, αναπαράγοντας από τη μια τους υπόπτους, αυτούς που είναι
εξοπλισμένοι, φέροντας μαζί τους μια ποσότητα κατακυρωμένου νομικού κεφαλαίου,
το οποίο τείνει στην ποινικοποίηση και, από την άλλη, τους νομιμόφρονες, των οποίων
το νομικό κεφάλαιο επιβεβαιώνει την αναπαραγωγή της καθεστηκυίας τάξης. Σκοπός
του ποινικού συστήματος είναι να επιφέρει μια μεθόριο γραμμή, ένα σχίσμα ανάμεσα
στους φυσιολογικούς ανθρώπους και τους παθολογικούς, τους αρρώστους. Ο
διαχωρισμός αυτών των δυο κατηγοριών αποτυπώνεται καταρχήν με την αντίθεση
μεταξύ του εγκλεισμού των επικίνδυνων και της ελεύθερης ζωής των φυσιολογικών.
Ο παραπάνω διαχωρισμός που επιτελούν τα ιδρύματα, προβάλλει μια διαφορά
«φύσεως» ανάμεσα στον έγκλειστο και στον μη έγκλειστο, αφού ο πρώτος έχει πάντα
την υποχρέωση να φέρει ένα όνομα, έναν τίτλο που χαρακτηρίζει μια συμπεριφορά ως
στερούμενη αθωότητας, ενώ οι επίλεκτοι φέρουν συχνά και κατά τη διάρκεια του βίου

34
τους τη σφραγίδα της ένταξής τους στο ίδρυμα, καθίστανται μέλη μιας ομάδας, ενός
περιορισμένου συνόλου ανθρώπων που διαχωρίζονται από τους υπόλοιπους (υπό την
έννοια του ότι είτε ανήκει κανείς σ’ αυτό είτε δεν ανήκει) με μια διαφορά ουσίας, που
εν τέλει έχει ως αποτέλεσμα να νομιμοποιείται η κυριάρχησή τους, με άλλα λόγια να
είναι νόμιμα κυριαρχούμενοι (Παναγιωτόπουλος, 1998:188).

Σ’ αυτό το σημείο, ο προαναφερθείς διαχωρισμός αποτελεί επίσης πράξη καθιέρωσης,


αρνητικής καθιέρωσης, με την έννοια της ανιερότητας και της ατιμίας των ατόμων που
περικλείει. Όλες οι διαδικασίες της αναμόρφωσης είναι συμβολικά υπερκαθορισμένες
και θα μπορούσαν να οριστούν ως πρακτικές ενός τελετουργικού στιγματισμού, ένεκα
του οποίου η επιλογή κάποιου στο ποινικό σύστημα αποτελεί εξοστρακισμό και η
αναμόρφωση αποτελεί τιμωρία και συνάμα στιγματιστική καθαίρεση. Μετά την
απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία κάποιος κρίνεται ένοχος, περατώνεται η
διαδικασία αναδόμησης του αντικειμένου, έχοντας σχηματίσει πλέον το προϊόν, ο
εγκληματίας ξεπροβάλλει με την έξοδό του από το ποινικό σύστημα, έτοιμος να δεχτεί
όλες τις συνέπειες του στίγματος. Αυτός είναι που θα ανακηρυχθεί εγκληματίας, αυτός
καταγράφεται από τις στατιστικές, αυτός μελετάται από τους εγκληματολόγους, αυτός
είναι ο εγκληματίας ως φαινομενολογική πραγματικότητα. Ο εγκληματίας δεν
εκπροσωπεί αυτόν που πέρασε στην εγκληματική πράξη, αλλά αυτόν που πέρασε «με
άριστα» όλη τη διαδικασία του στιγματισμού. Το ποινικό σύστημα θα μπορούσε κανείς
να το περιγράψει ως σχολείο στιγματισμένων (Δασκαλάκης, 1986:133).

Αλλά για να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια της στιγματοποίησης είναι πρώτα
απαραίτητο να ανατρέξουμε στους τρόπους με τους οποίους οι τρόφιμοι διαχειρίζονται
το στίγμα που περιβάλει την ταυτότητά τους. Καταρχάς, ο στιγματισμός λαμβάνει
χώρα σε δυο θεμελιώδη επίπεδα: αρχικά με την τιτλοφόρηση και αργότερα την
αποκλήρωση. Η πρώτη αφορά τον ορισμό κάποιου με όρους ατιμίας, δυσπιστίας εκ
μέρους των άλλων, αφού όσες προσπάθειες και να γίνουν από τρίτα μέρη αυτός θα
συνεχίσει να κείται μέσα στο κακό. Η αποκλήρωση από την άλλη, συνεχίζει το έργο
της τιτλοφόρησης, αποκλείοντας τον στιγματισμένο από τις ομάδες στις οποίες ανήκει
(Goffman, 2001: 69-70). Με την είσοδο στο σωφρονιστικό ίδρυμα, ο τρόφιμος αρχίζει
να βιώνει μια πραγματικότητα όσον αφορά το στίγμα που φέρει μέσω καταρχήν των
«συντρόφων του στη δυστυχία» (δηλαδή των άλλων κρατουμένων), αλλά και της
συμβολικής βίας που επιστρατεύει το ίδρυμα μέσω των θεσμών αναμόρφωσης.

35
H έννοια της καθιέρωσης, όπως κατέδειξε ο P. Bourdieu, επιτρέπει να γίνει κατανοητός
ο τρόπος με τον οποίο, διαμέσου ορισμένων διαδικασιών επιλογής, οι οποίες
χαράσσουν τρόπους σκέψης, δράσης και θέασης, διαμορφώνονται οι αποκηρυγμένες
ελίτ, που διαθέτουν μια καταξιωτική παράσταση για τον εαυτό τους και η οποία
επικυρώνεται σταθερά από την παράσταση που έχουν οι άλλοι γι’ αυτούς (Bourdieu,
2002: 63-64). Τα σωφρονιστικά ιδρύματα επιστρατεύουν μια διαδικασία καθιέρωσης,
αρνητικής στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπου καλούν τους επιλεγέντες από τον
ποινικό θεσμό να αναγνωρίσουν το καθεστώς παραβατικότητας στο οποίο τελούν και
κατά συνέπεια να συμβάλουν προσωπικά οι ίδιοι στην αναμορφωτική διαδικασία, με
το να κατορθώσουν να δούνε με μια καταξιωτική παράσταση τον εαυτό τους, να
συλλάβουν δηλαδή το εγώ τους μέσω της ενσωμάτωσης της μη φυσιολογικότητας στην
ίδια τους την ταυτότητα (Παναγιωτόπουλος, 1996:226-227).

Η ποινική καταστολή δεν στοχεύει σε αυτά τα άτομα επειδή είναι επικίνδυνα, αλλά
γιατί προσπαθούν να επιβάλλουν, μέσω ορισμένων πράξεων, ένα βιοτικό ύφος που
απειλεί τις δομές κυριαρχίας της αστικής και καθεστηκυίας τάξης. Εξαιτίας αυτού,
πρέπει να εισέλθει στη μέση αυτών των δυο πρακτικών ένας μηχανισμός που θα
χρησιμεύει ως εργαλείο νόμιμης κυριαρχίας της μιας πλευράς, αλλά αναγνωρίζοντας
από πριν τους υπόπτους από την άλλη πλευρά. Το διακύβευμα του στιγματισμού δεν
είναι παρά η μετατροπή ενός τρόπου ζωής σε νόμιμο τρόπο ύπαρξης, ο οποίος καθιστά
αυθαίρετο οποιονδήποτε άλλο τρόπο βίωσης του κοινωνικού κόσμου. Η πραγματικά
σημαντική τομή που επιτελεί ο ποινικός θεσμός δεν αφορά τόσο την απομόνωση
κάποιου από τους φίλους και το στενό οικογενειακό περιβάλλον του, αλλά με τους
αποκλεισμένους από τον αποκλεισμό, από τους κοινούς και καθημερινούς ανθρώπους.

Η θεσμοθέτηση ενός επικίνδυνου πληθυσμού γεννά απευθείας ενός είδους ανυποληψία


προς αυτόν τον πληθυσμό, με την έννοια της αφερεγγυότητας, της αναξιοπιστίας, αφού
κάθε μέλος αυτής της ομάδας κατέχει ένα μερίδιο ευθύνης για την αποκλήρωση που
υπέστη. Πάντα θα εξωθούνται να διαπερνούν τη μεθόριο που διαχωρίζει το
φυσιολογικό από το παθολογικό, και θα αναπέμπονται στην πλευρά των αχρείων και
φαύλων υποστάσεων, των ακάθαρτων, με μια λέξη, των βάρβαρων.

Σ’ αυτούς τους χώρους κοινωνικού αποκλεισμού, η αθλιότητα του καθενός συνδέεται


με την αθλιότητα της συνύπαρξης των υπολοίπων, γεννώντας έτσι μια ομάδα
στιγματισμένων που φέρουν μαζί τους αφύσικα και επικίνδυνα για τον κόσμο

36
πεπρωμένα (Παναγιωτόπουλος, 1996:223). Η φυλακή δεν μπορεί να πραγματοποιήσει
επιτυχώς το έργο του στιγματισμού αν δεν καταφέρει να επιβάλλει στους τροφίμους
μια χαμηλή ιδέα για τον εαυτό τους, αν δεν τους κάνει να πιστέψουν ότι είναι άνθρωποι
κατώτερης υποστάθμης και η μόνη ελπίδα τους για σωτηρία είναι το να δεχτούν
ηθελημένα να τελούν υπό καθεστώς κυριαρχίας, χειραφέτησης, καθυπόταξης.
Κατασκευή, με άλλα λόγια, πειθήνιων στρατιωτών, αλλά και προλετάριων.

Όταν βγήκα απ΄το μπορντέλο αυτό, ( τη φυλακή) αποφάσισα να αλλάξω γειτονιά. Εδώ μόνο η κοπέλα μου
ξέρει τι έγινε. Στο καφενείο έχω φίλους που μ’ εκτιμούν σαν καλό παιδί. Μόνο η ανεργία είναι το πρόβλημα
μου τώρα. […] Ξέρεις καμιά φορά, αυτή η κατάσταση με τρελαίνει. Ξέρω ότι πρέπει να παίξω θέατρο και
έχουν δίκιο…και γω δε θα ήθελα ο γιός μου να έχει φίλο έναν κλέφτη. Θα μου πεις έτσι είναι η
κοινωνία…ναι και γι’ αυτό τρελαίνομαι. (Παναγιωτόπουλος, 1996: 266-267)

Με βάση το παραπάνω απόσπασμα, καταδεικνύεται ότι οι στιγματισμένοι από την


ποινική καταστολή, προκειμένου να περιορίσουν τις πιθανότητες αναγνώρισής τους,
προσπαθούν να διαιρέσουν τον κόσμο σε δυο μέρη: από τη μια, σε ένα μέρος όπου θα
μπορούν να προβάλλουν μια ψευδή εικόνα του εαυτού τους και, από την άλλη, σε ένα
περιορισμένο μέρος όπου μπορούν να εκδηλώσουν την αλήθεια της ταυτότητας που οι
ίδιοι κατέχουν για τους εαυτούς τους. Οι χαρακτήρες που κατασκευάζονται από τους
θεσμούς καταστολής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παράσταση που ο
παραβάτης πλάθει για την αυτοεικόνα του, για τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ο ίδιος
αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του (Goffman, 2002:121).

Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ορίσει κανείς τη φυλακή ως ένα κατεξοχήν εργαλείο


αναπαραγωγής της ταξικής διαίρεσης. Από τη στιγμή που το συμβολικό κεφάλαιο δεν
είναι τίποτα άλλο παρά το οικονομικό και πολιτισμικό κεφάλαιο όταν έχει ταυτόχρονα
αναγνωριστεί, οι στιγματισμένοι επιστρατεύουν ένα νομικά συμβολικό κεφάλαιο το
οποίο θα μπορούσε κανείς να το μεταφράσει ως κατακυρωμένο και απαξιωμένο από
τις συλλογικές αναπαραστάσεις που δομούν τη λογική του αστισμού. Το παραπάνω
συμβολικό κεφάλαιο, δεν είναι το ίδιο άξιο με το κεφάλαιο των «έντιμων» ανθρώπων,
λόγω του ότι οι τελευταίοι κατέχουν σχεδόν αποκλειστικά το μονοπώλιο των θεσμών
που αναπαράγουν και εγγυώνται επίσημα τις τάξεις, καθιερώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο
την παραγωγή της κοινής λογικής (Παναγιωτόπουλος, 1996:269). Η νομιμοποίηση της
καθεστηκυίας τάξης του αστισμού, ο λόγος της συνέχισης της ύπαρξης της φυλακής, η
ανοχή και κάποιες φορές η υποστήριξη των προλετάριων προς την αστυνομία και τα
δικαστήρια, με λίγα λόγια η κυριαρχία ορισμένων πάνω σε άλλους, καθίσταται δυνατή

37
μόνον εφόσον αυτοί στους οποίους επιβάλλεται εφαρμόζουν στις αντικειμενικές δομές
του κοινωνικού κόσμου τα σχήματα αντίληψης που παράγονται από αυτές τις ίδιες τις
αντικειμενικές δομές και τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα να τους κάνουν να
αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως δεδομένο (Bourdieu, Passeron 1996:31).

Το ποινικό δίκαιο λοιπόν βρίσκει την απόλυτη νομιμοποίηση όταν διακηρύττει ότι
πατάσσει το κακό. Αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές, υπάρχουν μόνο και μόνο γιατί
υπάρχει κακό και κακοί . Η μασκαράτα του σωφρονισμού επομένως καταρρέει, μόλις
κανείς αντιληφθεί ότι ο λόγος ύπαρξης της φυλακής δεν είναι για να σωφρονίζει αλλά
για να παριστάνει ότι σωφρονίζει, αναπαράγοντας τις κοινωνικές μειονεξίες σε μια
ομάδα του πληθυσμού προερχόμενη κυρίως από τις λαϊκές τάξεις. Ο σωφρονισμός
επίσης, δεν παραπέμπει σε μια ηθική μεταστροφή, αλλά στην κανονικοποίηση, η οποία
με τη σειρά της είναι μια μορφή μετατροπής του χαώδους και ανήθικου ανθρώπου σε
πειθήνιο προλετάριο. Το αναμορφωτικό έργο που ασκείται από τον ποινικό θεσμό έχει
μια διπλή λειτουργία: από τη μια να προκαλεί έναν στιγματισμό σε ορατό επίπεδο και
από την άλλη υποχρεώνει τα επιλεγέντα άτομα να εσωτερικεύσουν τον αποκλεισμό.
Το διπλό αποτέλεσμα αυτό επιτυγχάνεται, πρώτον, σε εξωτερικό επίπεδο μέσω της
δημόσιας διαπόμπευσης των ατόμων και, κατά δεύτερον, μέσω της υποβάθμισης της
εικόνας του εγώ ή, με τα λόγια του ποινικού θεσμού, της αναγνώρισης των σφαλμάτων
από το ίδιο το υποκείμενο.

Η προλεταριοποίηση, η καθυπόταξη των σωμάτων μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα


από τη δύναμη της ομάδας, υποχρεώνοντας τα άτομα να αναγνωρίσουν την ταυτότητα
τους μέσω του στιγματισμού και μετατρέποντας την εν τέλει σε πεπρωμένο, σαν κάτι
αναπόφευκτο. Όμως η παραγωγή του στίγματος ενώ από τη μια αποτελεί έναν τρόπο
μείωσης της εικόνας του ατόμου που το φέρει, αποτελεί επίσης και έναν τρόπο να
αποδοθεί στην αντι-εικόνα του η αναγκαία συμβολική υπεραξία της
(Παναγιωτόπουλος, 1996:310). Με την έννοια αντι-εικόνα εννοούμε την
αντεστραμμένη εικόνα από αυτήν του στιγματισμένου, δηλαδή την εικόνα του
ευυπόληπτου και φερέγγυου ανθρώπου, αυτού που φέρει μαζί του το συμβολικό
κεφάλαιο της νομιμότητας των πρακτικών του. Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι
ο ποινικός θεσμός δεν αποτελεί μόνο ένα εργαλείο αναπαραγωγής των τάξεων, αλλά
διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στους αγώνες ταξινόμησης της ταυτότητας, αγώνες
εξουσίας σαφώς, αγώνες για την αυτοπαράσταση των ατόμων, διακυβεύματα

38
περιτύλιξης του εαυτού, από τη μια με το «είναι της ηθικότητας» και από την άλλη, με
το «είναι της χυδαιότητας».

3.3 Για μια «αντι-νομική Εγκληματολογία της αντίστασης»

Αν κάποιος αναφερόταν στην επιστήμη της Εγκληματολογίας, η πρώτη λέξη που θα


χρησιμοποιούσε για να την περιγράψει θα ήταν η ηθική. Η Εγκληματολογία είναι μια
υπέρμετρα μοραλιστική επιστήμη. Παρόλα αυτά, όπως παρατηρήσαμε, η
Εγκληματολογία σχηματίστηκε μέσα από συγκεκριμένες ιζηματογενέσεις της
ιστορίας, με κύριο σκοπό να νομιμοποιήσει το δικαστικό λόγο. Εξάλλου, ο δικαστικός
λόγος προσπάθησε πολλές φορές να ελέγξει τις σωφρονιστικές επιστήμες, οι οποίες
μέχρι ενός σημείου τού ήταν ετερογενείς. Οι επιστήμες της φυλακής διεκδικούσαν
συνεχώς μια ανεξαρτησία από τον δικαστικό μηχανισμό, μια ανεξαρτησία που
απειλούσε κατά κάποιον τρόπο τον δικαστικό λόγο και την οποία ο ίδιος προσπάθησε
εν μέρει να απορροφήσει, τοποθετώντας τον εγκληματολογικό λόγο στο πεδίο του
δικαστικού συμβούλου, του πραγματογνώμονα. Η Εγκληματολογία ως αστική
επιστήμη, ως επιστήμη πάνω στα σώματα και στην αναμόρφωση των συνειδήσεων,
διακηρύττει ότι πατάσσει το κακό, το εντοπίζει μέσω των διάφορων ψυχολογικών
προφίλ, σαν να έλεγε κανείς ότι είχαν από πριν καθοριστεί τα κριτήρια του τι θα είναι
ψυχολογικά και ποινικά επιλήψιμο και το τι θα μπορούσε να ιδωθεί ως ενδεχόμενη
απειλή. Αν όμως η εγκληματολογία αντιμετωπίζει τους ανθρώπους, μέσα από τα
πολιτικά και κοινωνικά στίγματα που τους έχουν επιβληθεί, τότε πώς είναι δυνατόν να
υπάρξει μια Εγκληματολογία της οποίας ο λόγος θα είναι ανεξάρτητος από την αστική
τάξη πραγμάτων και από τις αντικειμενικές δομές σύλληψης του κόσμου, οι οποίες
έχουν άλλωστε κατασκευαστεί πάλι από αυτές τις ίδιες αντικειμενικές δομές; Ο ρόλος
αυτής της νέας Εγκληματολογίας θα είναι, άραγε, να βλέπει με παθολογικού τύπου
κριτήρια το έγκλημα, όπως κάνει η ψυχιατρική και η ψυχολογία, ή με κανονιστικά
κριτήρια, όπως συμβαίνει στη νομική;

Το πρώτο βήμα για τη θεωρητική αναδιάρθρωση της Εγκληματολογίας θα πρέπει να


είναι η ολοκληρωτική αποκοπή της από τον ψυχονομικό λόγο, ο οποίος τη διαποτίζει
απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο ψυχονομικός λόγος διαρθρώθηκε μέσα από μια σύζευξη ηθικού-
ποινικού, με κύριο σκοπό του να νομιμοποιήσει ορισμένες σχέσεις εξουσίας που
ήθελαν να επιβάλλουν ορισμένες ομάδες πάνω σε άλλες, για να καταστήσουν το δικό
τους βιοτικό ύφος ως το μόνο νόμιμο. Αφού λοιπόν αυτού του είδους οι λόγοι είναι

39
εμποτισμένοι με πράξεις κοινωνικής κυριαρχίας, ο ρόλος της Εγκληματολογίας θα
έπρεπε να είναι η αποδόμηση αυτής της κεκαλυμμένης κυριαρχίας, η οποία βασίστηκε
πάνω στην έννοια του εγκλήματος. Το έγκλημα θα ήταν γονιμότερο να τοποθετούνταν
όχι κάτω από έναν παθολογικού τύπου φακό, ο οποίος εντοπίζει δήθεν παραβατικές
διαθέσεις, αναζητάει διαρκώς τις αιτίες για το κακό, παίρνοντας ταυτόχρονα την έννοια
του εγκλήματος ως δεδομένη – αλλά κάτω από ένα νοητικό σχήμα που θα μελετά τις
διαδικασίες και τους αγώνες των ομάδων για νομιμότητα, τη διατήρηση της ταξικής
δομής μέσα από τις καθημερινές απόψεις για το καλό και το κακό, την αναταραχή και
την παρέκκλιση, που μετασχηματίζουν ή, αλλιώς, βαφτίζουν ορισμένες πράξεις ως
εγκληματικές στην κοινή λογική (Λαμπροπούλου, 2013).

Μια προσπάθεια ανέγερσης μιας κριτικής προσέγγισης στο πεδίο του εγκλήματος αλλά
και των κοινωνικών επιστημών, επιχείρησε η λεγόμενη Ριζοσπαστική ή Κριτική
Εγκληματολογία. Ο κριτικός εγκληματολόγος William Bonger παρατηρεί πως ο
καπιταλισμός δημιουργεί συνθήκες για την ανάδυση του εγωισμού και την υποχώρηση
του αλτρουισμού, έτσι ώστε να εδραιώνονται οι συνθήκες φτώχειας του πληθυσμού
αλλά και η απληστία των πολιτών. Στον Πασουκάνις από την άλλη, η όλη ύπαρξη της
δικαστικής διαδικασίας εδράζεται σε αξίες καπιταλιστικές. Η πλευρά του θιγμένου
απαιτεί επανόρθωση μέσω της ποινής, ενώ ο κατηγορούμενος ζητά επιείκεια, μείωση
ποινής. Μέσω αυτού του δυαδικού σχήματος, η ποινική δίκη είναι για τον Πασουκάνις
ανάλογη με τους νόμους της αγοράς, κατά τον τρόπο που ο αγοραστής και ο πωλητής
διαπραγματεύονται πάνω στην αξία του εμπορεύματος. Η αναλογία στο έγκλημα και
στην αποζημίωση δεν είναι παρά η αναλογία της ανταλλαγής (Λάζος, 2007:79 κ.ε).

Στη νεομαρξιστική προσέγγιση, κάνει την εμφάνιση της για πρώτη φορά η έννοια της
ηγεμονίας και τα έγκλημα προσεγγίζεται με όρους εξουσίας. Έχοντας τις ρίζες της
σκέψης της στο μαρξισμό, η προσέγγισή αυτή τοποθέτησε σε μια λειτουργικού τύπου
ανάλυση την παραβατικότητα, εισηγειγούμενη κυρίως την ακόλουθη θέση: Το ποινικό
σύστημα προβάλλεται ως αναγκαίος μηχανισμός για να διαχειρίζεται ένα μεγάλο μέρος
του πληθυσμού, το οποίο «περισσεύει» από την οικονομία και εν τέλει καταλήγει στο
περιθώριο. Το κράτος προσπαθεί να διαχειριστεί τις συγκρούσεις που προκύπτουν στην
ταξική δομή του συστήματος, μορφοποιώντας την κυριαρχία σε όρους νομιμότητας. Ο
ρόλος του ποινικού συστήματος είναι λοιπόν να τοποθετεί κάτω από το στέγαστρο της
φυλακής αυτά τα στοιχεία, έτσι ώστε να μην παρεμποδίζουν τον καπιταλιστικό τρόπο
οργάνωσης της ζωής. Η κεντρική έννοια της ηγεμονίας αναλαμβάνει να αναδείξει ότι

40
η κυριαρχία δεν περιορίζεται μόνο σε οικονομικούς όρους, αλλά λαμβάνει χώρα μέσω
ολόκληρων πλαισίων σκέψης, τα οποία εγχαράσσει το ποινικό σύστημα στα μέλη ενός
δεδομένου κοινωνικού σχηματισμού. Εν προκειμένω, ο νόμος αποτελεί μέσο ελέγχου
της συνείδησης και οι μεσαίες τάξεις, διά της συγκατάθεσης τους στο ποινικό σύστημα,
αποτελούν το κύριο όχημα νομιμοποίησης των κατασταλτικών στοιχείων του κράτους
(Πουλαντζάς, 1981:136-137).

H νεομαρξιστική προσέγγιση πάνω στο έγκλημα, ενώ παρέχει χρήσιμες έννοιες, που
θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουν ως βάση την αναπαραγωγή των τάξεων, εντούτοις
χάνει τη δύναμη της όταν παρουσιάζει το ποινικό σύστημα με μια δυαδική αντίθεση
της εξουσίας: από τη μια τοποθετούνται αυτοί που έχουν την εξουσία και από την άλλη
αυτοί που δεν την έχουν και κείνται υπό την εξουσία (το παραπάνω σχήμα μπορεί να
φανεί χρήσιμο για μια ανάλυση των οικονομικών σχέσεων εξουσίας). Αν κάποιος
ήθελε να το περιγράψει πιο λυρικά θα έλεγε ότι, ενώ στην αρχή υπάρχει ένας ευτυχής
λαός, «κύριος του εαυτού» του, ξαφνικά εμφανίζονται τα αρπακτικά και τον
υποδουλώνουν υπό το ζυγό της ποινικότητας. Αν υιοθετήσουμε την παιδαριώδη
απλοϊκή αυτή, δυαδική αντίθεση κινδυνεύουμε να συλλάβουμε όπως λέει και ο Μαρξ
«τα πράγματα της λογικής, για τη λογική των πραγμάτων», που σημαίνει να εκλάβουμε
το κοινωνικό γίγνεσθαι μέσω των κατηγοριών που έχουν κατασκευαστεί από τις ίδιες
τις αντικειμενικές δομές που έχει παραγάγει αυτό το γίγνεσθαι, στο οποίο η εξουσία
είναι πάντα «αυτή που λέει όχι» και είναι αυτή που βρίσκεται πάντα στη μία μεριά της
ζυγαριάς. Εάν θέλουμε όμως να αναλύσουμε το έγκλημα και γενικότερα την
ποινικότητα μέσω της εξουσίας, θα πρέπει να ανατοποθετήσουμε την εξουσία έξω από
την προκατασκευασμένη εικόνα, να πραγματοποιήσουμε μια ρήξη με τις υπάρχουσες
αναπαραστάσεις και να χτίσουμε μια έλλογη κριτική θεωρία που θα μας επιτρέψει να
προσεγγίσουμε το φαινόμενο της παραβατικότητας, χωρίς να υποκύψουμε στον τρόπο
σύλληψης που το ίδιο το φαινόμενο θέλει να μας επιβάλλει (Bourdieu, 2009:13).

Καταρχάς θα ήταν γονιμότερο να λέγαμε ότι δεν είναι απλώς η αστική τάξη που κατέχει
αποκλειστικά την εξουσία, αλλά ότι το κράτος, οι θεσμοί καταστολής, οι εκπαιδευτικοί
θεσμοί κι οι σωφρονιστικές πρακτικές συνιστούν εργαλεία της αστικής τάξης, που της
επιτρέπουν να ασκεί τις πρακτικές της με νόμιμο τρόπο. Εν προκειμένω, τα εργαλεία
αυτά δεν συγκροτούν συναθροιστικά την εξουσία· πολύ περισσότερο, αντιθέτως, η
εξουσία βρίσκεται ακριβώς στη μέση, στην αναμέτρηση των μεν και των δε – ενώ η
ταξική πάλη είναι όλα αυτά που ζούμε, οι συνεχείς ανισοτικές αναμετρήσεις, όχι μόνο

41
στο πεδίο της οικονομίας ή της ποινικότητας, αλλά και στο χώρο του σχολείου, της
οικογένειας κ.α.. Επίσης, η ιδέα ότι η καταστολή είναι η κατεξοχήν μορφή έκφρασης
της εξουσίας, υποκρύπτει το γεγονός ότι η ίδια η εξουσία υπάρχει και δίνει συνοχή στο
κοινωνικό σώμα, καταρχάς μέσω θετικών μηχανισμών, μηχανισμών που επιχειρούν να
εγχαράξουν θέσεις, δράσεις και πρακτικές. Στο μοντέλο της κοινωνικής συναίνεσης,
όσο όμως και στο μοντέλο του σύγκρουσης, η εξουσία ουσιαστικά παρουσιάζεται ως
«παρεμπόδιση κάποιου να κάνει κάτι». Με το πρώτο σχήμα, η κοινωνία αποστερεί από
τα μέλη της την πλήρη τους ελευθερία –μέσω του συμβολαίου–, ενώ στη δεύτερη αυτοί
που έχουν τα όπλα, οι «άρπαγες», η μπουρζουαζία, υποτάσσουν τους ηττημένους της
σύγκρουσης στη δυστυχία (Foucault, 2016a:30-31).

Το ζήτημα εδώ δεν είναι να υιοθετήσουμε μια κατά κάποιον τρόπο αντιμαρξιστική
οπτική, ούτε και να πούμε ότι δεν υπάρχει καταστολή. Η καταστολή, όπως αναλύσαμε
και στο δεύτερο κεφάλαιο, υφίσταται σε μεγάλη κλίμακα. Παρόλα αυτά όμως, δεν θα
ήταν επιστημονικά γόνιμο να αντιλαμβανόμασταν την εξουσία αποκλειστικά μέσω της
καταστολής. Εάν επρόκειτο να υπάρξει μια Εγκληματολογία, της οποίας ο στόχος θα
ήταν να βρει τα αδύναμα σημεία των κοινωνικών συνθηκών εμφάνισης της
ποινικότητας, υιοθετώντας μία μέθοδο που θα έχει ως στόχο να φέρει στην επιφάνεια
τις υλικές, θεσμοθετημένες και συμβολικές σχέσεις κυριαρχίας, τότε η καταστολή, ως
μορφή έκφανσης της εξουσίας στο ποινικό σύστημα, θα διαφαινόταν ότι συμβαίνει
επειδή η εξουσία έχει φτάσει στα όρια της, επειδή σκοντάφτει. Η βία λαμβάνει χώρα,
όταν έχουν αποτύχει όλοι οι λοιποί μηχανισμοί, οι λεγόμενοι μηχανισμοί
κανονικοποίησης, που διαπερνούν θετικά το κοινωνικό σώμα. Η βία είναι, είναι η
στιγμή που η εξουσία φανερώνεται σε όλη την ωμότητα της, η βία είναι, με λίγα λόγια
η καταληκτική μορφή της εξουσίας (Foucault, 2016a:32-33).

Παραδοσιακά, το ζήτημα της ποινικής καταστολής, προσεγγιζόταν και συνδεόταν στις


διάφορες αναλύσεις με τη λειτουργία του κράτους. Εάν ισχύει η ιδέα ότι οι κρατικοί
μηχανισμοί δεν είναι παρά η θεσμική αποκρυστάλλωση των σχέσεων δύναμης, τότε το
κράτος δεν θα μπορούσε να είναι σαφώς η κεντρική εστία της εξουσίας, αλλά ένα
εργαλείο άσκησής της. Σύμφωνα με την παραπάνω θέση, προκύπτει ότι οι ίδιοι οι
ταξικοί αγώνες δεν αποτελούν μια μάχη για την διεκδίκηση της εξουσίας, αλλά η ίδια
η εξουσία βρίσκεται μέσα στην πάλη των τάξεων, στην αναμέτρηση των ομάδων – και
η οποία αναμέτρηση κατέληξε να σχηματοποιήσει το ποινικό σύστημα στη σημερινή
του μορφή.

42
Αφού λοιπόν ο νόμος, η φυλακή, οι σωφρονιστικές πρακτικές, με λίγα λόγια η σύζευξη
ηθικότητας-ποινικότητας, δεν είναι παρά η απόληξη και το προϊόν των συγκρούσεων
στο κοινωνικό πεδίο και στο ρου της ιστορίας, τότε ο ρόλος της νέας Εγκληματολογίας
θα πρέπει να είναι η αντίσταση σ’ αυτές τις μορφές γνώσεων, σ’ αυτά τα συστήματα
καταναγκασμού, που επιχειρούν να καθυποτάξουν το άτομο, τον μη κανονικό, τον
κάθε αντιφρονούντα στις καθεστηκυίες πρακτικές, πίσω απ’ το μανδύα μιας δήθεν
επιστημονικότητας. Η ποινική κοινωνιοδικία είναι τόσο αποτελεσματική διότι
εγγράφει και νομιμοποιεί τη σχέση κυριαρχίας στο πεδίο της φυσιολογικότητας, που
με τη σειρά του αποτελεί μια επίσης κοινωνική κατασκευή. Το ποινικό σύστημα, ως
σύστημα κυριαρχίας, εμφανίζεται ως αυτονόητο, επιτακτική ανάγκη κάθε εξελιγμένου
πολιτισμού, εντούτοις η Εγκληματολογία ως επιστήμη θα πρέπει να έχει ως στόχο της
αρχικά να λάβει αναστοχαστική απόσταση από τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες
εμφάνισής της, τον τρόπο λειτουργίας που της επέβαλλε ο αστισμός να επιτελεί και να
επιτεθεί στις παγιωμένες σχέσεις δύναμης, να αντικειμενοποιήσει το άρρητο, να
αναδείξει το κρυφό και το κεκαλυμμένο, να εισαγάγει εν τέλει ως πρόταγμα την
υπέρμετρη εργασία της ελευθερίας. Θα μιλούσαμε έτσι για μια Εγκληματολογία με
στρατηγική, τακτική λειτουργία, καταρχήν ως προς τη μέθοδο της, η οποία οφείλει να
είναι κριτική και αναστοχαστική, αλλά και ως προς τις συνθήκες συγκρότησης του
ίδιου της του επιστημονικού πεδίου, σε συνάρτηση πάντα με τις καθιερωμένες και
αθέατες σχέσεις εξουσίας. Μια Εγκληματολογία με επιστημολογικό ύφος και «αντι-
νομικό» χαρακτήρα.

43
Συμπεράσματα

Στην παραπάνω εργασία προσπαθήσαμε να αναδείξουμε ή ορθότερα να αναστρέψουμε


το παιχνίδι των κανόνων που έχει εισαγάγει η ποινικότητα – και να ανατοποθετηθούμε
γύρω από το έγκλημα, αρχικά, σε κατεύθυνση γενεαλογικού τύπου ανάλυσης του· στη
συνέχεια, δε, με τη βοήθεια της κριτικής κοινωνιολογικής οπτικής, να διερευνήσουμε
τις λειτουργίες που επιτελούν οι θεσμοί κανονικοποίησης που επιστρατεύει το ποινικό
σύστημα, θεσμοί οι οποίοι άλλωστε συνιστούν ένα από τα κυριότερα πεδία κοινωνικής
και συμβολικής κυριαρχίας. Θα ήταν λάθος, εδώ, να πιστέψουμε ότι η ανθρωπότητα,
κουρασμένη από το συνεχή «πόλεμο όλων εναντίον όλων», θέσπισε κανόνες για να
αποποιηθεί τη βία, συνάπτοντας έτσι την «πολιτική ειρήνη». Στην πραγματικότητα, «ο
κανόνας είναι η υπολογισμένη απόλαυση της αγριότητας, η υπεσχημένη αιματοχυσία.
Επιτρέπει την ακατάπαυστη αναζωπύρωση του παιχνιδιού της κυριαρχίας. Η τάση για
ειρήνη, η γλυκύτητα του συμβιβασμού, η σιωπηρή αποδοχή του νόμου, πόρρω απέχουν
από εκείνη τη μεγάλη ηθική μεταστροφή, ή εκείνον το χρήσιμο υπολογισμό, που θα
γεννούσε υποτίθεται τον κανόνα» (Foucault, 2011a).

Η ανθρωπότητα δεν προόδευσε με αργά βήματα, από την πλήρη και ανεξέλεγκτη βία,
σε ένα καθεστώς καθολικής αμοιβαιότητας. Αντιθέτως τοποθετεί τις πράξεις βίας πάνω
σε ένα σύστημα κανόνων, βαίνοντας έτσι από κυριαρχία σε κυριαρχία. Ουσιαστικά το
ποινικό σύστημα είναι μια μασκαράτα, προορισμένο να φιλτράρει τις βιαιοπραγίες των
κυρίαρχων επί των κυριαρχούμενων, ενδύοντάς τες με το μανδύα της νομιμότητας, της
δικαιοσύνης και του κοινού καλού. Ο νόμος ως προϊόν κυριαρχίας, είναι αυτός που
επιτρέπει να ασκηθεί βία επί της βίας. Ωστόσο, το παιχνίδι δεν βρισκόταν ποτέ στους
κανόνες αυτούς καθαυτούς, αλλά στο ποιος θα οικειοποιηθεί τους κανόνες, στο ποιες
ομάδες θα ορίσουν ή και θα ανατρέψουν την κατεστημένη ερμηνεία τους.

44
Βιβλιογραφία

1) Bourdieu P., Οι κληρονόμοι, μτφ. Ν. Παναγιωτόπουλος & Μ. Βιδάλη,


Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996
2) Bourdieu P., Η ανδρική κυριαρχία, μτφ. Δ. Γιαννοπούλου, Πατάκη, Αθήνα, 2002
3) Bourdieu P., Η τέχνη του κοινωνιολόγου, μτφ. Ε. Γιαννοπούλου & Δ.
Φιλιππουπολίτης, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2009
4) Δασκαλάκης Η., Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Σακκουλά,
Αθήνα-Κομοτηνή, 1985
5) Foucault M., Εγώ ο Πιερ Ριβιέρ που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδερφή και τον
αδερφό μου, μτφ. Γ. Οικονόμου, Κέδρος, Αθήνα, 2002
6) Foucault M., Η ιστορία της τρέλας, μτφ. Φ. Αμπατζοπούλου, Ηριδανός, Αθήνα,
2004
7) Foucault M., Για τη λαϊκή δικαιοσύνη, μτφ. Α. Μαούνης, Β΄ έκδοση, Εξάρχεια,
Αθήνα, 2011
8) Foucault M., Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής, μτφ. Τ.
Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα, 2011
9) Foucault M., Τρία κείμενα για τον Νίτσε, μτφ. Τ. Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα,
2011
10) Foucault M., Για την εξουσία και την ταξική πάλη, μτφ Χ. Βαλλιάνος, Εκτός
Γραμμής, Αθήνα, 2016
11) Foucault M., Η τιμωρητική κοινωνία: Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας,
μτφ. Β. Πατσογιάννης, Πλέθρον, Αθήνα, 2016
12) Foucault M., Φυλακή/Κυβερνολογική, μτφ. Δ. Κόρος, Ακυβέρνητες Πολιτείες,
Θεσσαλονίκη, 2017
13) Goffman E. Στίγμα, Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, μτφ
Δ. Μακρυνιώτη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001
14) Cowling M., in The Legacy of Marxism: Contemporary Challenges, Conflicts
and Developments, edt. Johnson M., Continuum, London, 2012
15) Λάζος Γ., Κριτική Εγκληματολογία, Σακκουλά, Αθήνα, 2007
16) Λαμπροπούλου Ε., Κοινωνιολογία του Ποινικού Δικαίου και των θεσμών της
Ποινικής Δικαιοσύνης, Σιδέρης, Αθήνα, 2012

45
17) Παναγιωτόπουλος Ν., Οι απόκληροι: Τα ιδρύματα αγωγής ανηλίκων,
Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1998
18) Πουλαντζάς Ν., Το κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, Θεμέλιο, Αθήνα, 1981
19) Rusche G. & Kirchheimer O., Punishment and social structure, Columbia, New
York, 1968
20) Rοusseau J. J., Το κοινωνικό συμβόλαιο, μτφ. Β. Γρηγοροπούλου, & Α.
Στάινχάουερ, Πόλις, Αθήνα, 2004
21) Wacks R., Understanding Jurispudence: An Introduction to Legal Theory, 3rd
ed., Oxford University Press, 2009
22) Weber M. Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μτφ. Μ.
Κυπραίου, Gutemberg, Αθήνα, 2006
23) Φαρσεδάκης Ι., Στοιχεία Εγκληματολογίας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2005
24) Χαϊδου Α., Το σωφρονιστικό σύστημα: Ζητήματα θεωρίας και πρακτικής, Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2002

46

You might also like