You are on page 1of 5

Δραστηριότητα σχετική με ποιήματα των Αρνώ Ντανιέλ, Βιγιόν και Πετράρχη

(ως δείγμα για την εύρεση διαφοροποιητικών παραδειγμάτων και εκφάνσεων της μορφής του
έρωτα)/ Εκφάνσεις του έρωτα στις αρχές του νεότερου λυρισμού

1) Canzo: Τραγούδι (Αρνώ Ντανιέλ, τροβαδούρος, περ. 1180-1200, μτφρ. Σπ. Σκιαδαρέση)

Πάνω σ’ αυτό τον πρόσχαρο σκοπό


Ταιριάζω λόγια, που τα πελεκώ
Και τα σκαλίζω τόσο μαστορικά.
Κι ο έρωτας ευθύς λάμψη χρυσή
Χαρίζει στο τραγούδι μου, που αυτή
-Προστάτρια και κυρά της αρετής-
Για να το φτιάξω γίνεται αφορμή.

Κάθε μέρα πιο ωραία τραγουδώ.


Γιατί πιστά τιμώ κι υπηρετώ
Αυτής της γης την πιο όμορφη κυρά.
Δικός της είμαι, σώμα και ψυχή.
Του κρύου βοριά δε καταφέρνει η πνοή
Να με παγώσει· φλόγα θερμής
Αγάπης μου πυρώνει το κορμί.

Με λειτουργιές το Θεό παρακαλώ


Να με σώσει απ’τον έρωτά μου αυτό.
Καντήλια ανάβω και χοντρά κεριά,
Του κάκου· όταν μπροστά μου θα διαβεί
Ψηλόλιγνη, ξανθή, καμαρωτή,
Μπρός στη χαρά που νοιώθω, όλοι της γης
Τύφλα να ’χουν για μένα οι θησαυροί!

Την αγαπώ με πάθος, την ποθώ


τόσο που τρέμω μη αφορμή γενώ
Να τη χάσω. Μου πνίγει την καρδιά,
Μου δάνεισε χαρά τόσο ακριβή,
Που την ξοφλώ με διάφορο βαρύ
Δίνοντάς της γι’ αυτό, κοντολογίς,
αφεντικό μαζί και μαγαζί!

Το σκήπτρο εγώ της Ρώμης δε ζητώ,


Ούτε να γίνω Πάπας θα δεχτώ
Αν για τα οφίτσια αυτά πρέπει μακριά
Να ζω απ’ αυτή, που αγάπη ολόθερμη καυτή
Μου έχει ανάψει στην καρδιά. Μ’ ένα φιλί
Τον πόνο αν δε μου γιάνει της πληγής
Θα με σκοτώσει και θα κολαστεί.

Για τούτο το μαρτύριο που τραβώ


Τον έρωτά μου δε θ’ απαρνηθώ.
Αφού στην ερημιά μου με κρατά
Τραγούδια αγάπης φτιάχνω εγώ γι’ αυτή.
Κι απ’ το σκαφτιά υποφέρω πιο πολύ.
Τέτοια αγάπη δεν ένοιωσε κανείς,
ούτε για την Ωντιέρνα του ο Μονκλί1.

Εγώ είμ’ ο Αρνώ, του αγέρα σοδιαστής,


Που το λαγό με βόδι κυνηγώ
Και κόντρα στην παλίρροια κολυμπώ!

1
2) Λάουρα (Πετράρχης,, μτφρ. Μαρ. Σιγούρου)

Έρωτα, ιδές τη νια που μας δοξάζει


κι είν' όλη περηφάνια και καμάρι,
κοίτα τι γλύκα που έχει και τι χάρη
κι είναι σαν λάμψη που ο ουρανός σταλάζει.

Κοίταξε με τι σπάνια τέχνη βάζει


το χρυσάφι και το μαργαριτάρι
και πώς σιγά με ανάλαφρο ποδάρι
περπατεί και πώς στρέφει και κοιτάζει.

Κάτω απ' τα δέντρα τα πυκνογυρμένα,


χορτάρια κι άνθη που τη γη στολίζουν
να τα πατήσει την παρακαλούνε.

Φεγγοβολούν τα αιθέρια μαγεμένα,


γιατί εκεί που τα μάτια της θωρούνε
τόση γαλήνη κι ομορφιά χαρίζουν

3) Μπαλάντα: της χοντρο-Μαργκό


(Φρανσουά Βιγιόν, μτφρ. Σπ. Σκιαδαρέση)

Την αγαπώ και τη δουλεύω απ’ την καρδιά·


Γι’ αυτό με λέτε εσείς βρωμιάρη και χαζό;
Μ’ αυτή έχει χίλια-δυό χαρίσματα κρυφά.
Γι’ αγάπη της σκουτάρι και σπαθί κρατώ.
Σαν μπουν πελάτες, μια καράφα πάω κι αρπώ,
Βαστάω φανάρι δίχως φασαρία πολλή·
Τους κουβαλάω νερό, ψωμί, φρούτα, τυρί.
Καλά αν πληρώσουνε τους κράζω: «Γειά χαρά,
Να ρθείτε πάλι, όταν σας βράσουν οι χυμοί,
Μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά!»

Μα σε λιγάκι ξεσηκώνω ένα καβγά,


Δίχως λεφτά αν ερθεί στο στρώμα μου η Μαργκό·
Δεν μπορώ ναν τη δω, η καρδιά μου τη μισά.
Της παίρνω ρόμπες, σώρουχα, ό,τι κι αν της βρω,
Μα πως θα πάω να τα πουλήσω σαν της πω,
Βάζει τα χέρια στους γοφούς της, τη θανή
Βρίζει του Ιησού, ο αντίχριστος, και σκούζει: «Μη!»
Αρπάζω τότες ένα κούτσουρο απ’ τη στιά
Και, γκαπ, της κάνω απά στη μούρη μια γραφή,
Μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.

Μετά φιλιώνουμε, και μ’ απολάει μια


Πορδή, πιο φουσκωτή κι απ’ το φαρμακερό
Σκάθαρο. Με χτυπάει στην κούτρα χαϊδευτά,
Φουχτώνει τ’αχαμνά μου και μου λέει: «Γκο, γκο!»
Ξεροί κοιμώμαστε κι οι δυό απ’ το πιοτό.
Μα σαν ξυπνήσει κι η κοιλιά της βουρλιστεί,
Με καβαλάει, μην ο καρπός της χαλαστεί.
Κάτουθέ της βογγώ· με λιώνει, για καλά
Με ξεπατώνει με τη λύσσα που ασελγεί,
Μες στο μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.

2
Βρέχει χιονίζει, έχω τη σούπα μου ζεστή.
Σ’ εμέ τον πόρνο αρέσει η πόρνη. Οι δυό μαζί
Αξια ταιριάζουμε, σαν κώλος με βρακί.
Κακό ποντίκι για τη γάτα την κακιά.
Τη βρώμα θέλουμε κι βρώμα μας ποθεί.
Φεύγουμε την τιμή, μακριά μας πάει κι αυτή,
Μες το μπορντέλο αυτό που η ζήση μας περνά.

Γενικά για την εξέλιξη της λυρικής ποίησης από το Μεσαίωνα στην Αναγέννηση.
Καταρχήν θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι εννοούμε ως λυρική ποίηση, να
περιγράψουμε τα χαρακτηριστικά της και στη συνέχεια να περάσουμε στην εξέλιξή
της στις δύο ζητούμενες εποχές.
Μπορούμε συγκεκριμένα να αναφερθούμε σε εκπροσώπους και έργα για να γίνει πιο
κατανοητή η εξέλιξη…
Η λυρική ποίηση στο Μεσαίωνα συνδέεται με τα ήθη των τοπικών
φεουδαρχικών αυλών και τους τροβαδούρους που εξυμνούν τον ιδεόπλαστο έρωτα
(ανολοκλήρωτος, αίσθηση τιμής, παρουσίαση των ευγενών χαρακτηριστικών της
γυναίκας, και συγκεκριμένος κώδικας τιμής και συμπεριφοράς, περίτεχνα ρητορικά
σχήματα και trobar clos). Το amour courtois με τον κύριο (sir) και η πνευματικότητα
του έρωτα και της δέσποινας που τον ενσαρκώνει μεταλαμπαδεύεται στην Ιταλία με
το dolce stil novo και τον Γκουίντο Καβαλκάντι εξιδανικεύοντας ακόμη περισσότερο
τη γυναικεία μορφή. Τέλος στην Αναγέννηση έχουμε τον Πετράρχη και τον
πετραρχισμό (βλέπε πετραρχικό σονέτο: δομή και μέτρο) και τον Βιγιόν (βλέπε
μπαλάντα). Δεν έχουμε πια μουσική!! Η θεματική στο Βιγιόν εμπλουτίζεται με
στοιχεία κοινωνικής σάτιρας, αυτοειρωνείας και αυτοσαρκασμού και καυτηρίασης
των ηθών έτσι ώστε η ποίησή του να αποκτά ένα χαρακτήρα λυρικό μεν αλλά και
διδακτικό/σατιρικό. Όσο για τον Πετράρχη το θεματικό πλαίσιο είναι σχεδόν το ίδιο
με διαφορά ότι ο λυρισμός επικεντρώνεται σ’ ένα μόνο πρόσωπο, συγκεκριμένο στο
Canzoniere, τη Λάουρα, η οποία εξιδανικεύεται μέσα από την απόσταση που τηρεί ο
ποιητής καθώς αναφέρεται σ’ αυτήν με αφηρημένο τρόπο, χρησιμοποιώντας
ρητορικά σχήματα που την προσομοιάζουν με την Παναγία…
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τον ευγενή, κωδικοποιημένο και στυλιζαρισμένο
μορφικά και θεματικά έρωτα των τροβαδούρων περνάμε στον ιδεόπλαστο,
εξιδανικευμένο και πνευματοποιημένο του Πετράρχη για να καταλήξουμε στον γήινο,
ρεαλιστικό και απτό του Βιγιόν. Από τη λυρική προβηγκιανή ποίηση που παραμένει
προβλέψιμη (βλέπε συχνότητα λέξεων όπως τραγούδι, έρωτας, αγάπη και συναφή)
θέτοντας σε διαλεκτική σχέση τον ποιητή σε σχέση με την παράδοση, όπου γραφή,
μουσική και φεουδαρχικός κώδικας τιμής συνυπάρχουν μέσα στο ποίημα (ο
φεουδαρχικός κώδικας με τις σχέσεις υποτέλειας μεταξύ άρχοντα/κυρίου/sir και
ευγενών διατηρείται ως πλαίσιο αναφοράς και σύνολο δομικών στοιχείων και αλλάζει
μόνο εξωτερικά/επιφανειακά μετατρέποντας τον κύριο σε δέσποινα ή (ma) dame και
τον ευγενή υποτελή σε ερωτευμένο. Μάλιστα σε πολλά ποιήματα το ποιητικό
αντικείμενο προσφωνείται με αρσενικούς όρους (όχι dame αλλά sir ή senhal). Η
συνύπαρξη γλώσσας in unum et idem και μουσικής συγκροτούν ένα ποιητικό σύνολο
ομοιογενές και σπάνιο στην ιστορία των λογοτεχνιών, μέσα από το οποίο αναδύεται ο
ελάχιστα προσωπικός λόγος των τροβαδούρων. Η εξέλιξη της μεσαιωνικής λυρικής
ποίησης διακρίνεται κυρίως από το νεωτερικό χαρακτήρα των ποιημάτων του
Πετράρχη, όπου για 1η φορά υμνείται ένα μάλλον υπαρκτό πρόσωπο με όρους
πρωτότυπους, προσωπικούς, πνευματικούς και εξιδανικευτικούς. Πάνω στον
κωδικοποιημένο καμβά της προβηγκιανής ποίησης, ο Πετράρχης, ο οποίος έζησε για
χρόνια στην Προβηγκία, ενσταλάζει το δικό του προσωπικό ύφος εγγράφοντας την

3
ύπαρξή του ως ποιητής με συγκεκριμένη θεματική, και χρήση προσωπικής γλώσσας
και στιχουργικής μορφής. Απομακρυνόμενος από τη λατινική γλώσσα στην οποία
έγραφε μέχρι το Ασματολόγιο και στηριζόμενος εν μέρει στην προβηγκιανή
παράδοση, δυναμιτίζει τη μονότονη ρυθμική και ομοιοκατάληκτη στιχουργική μορφή
των ασμάτων, αποστασιοποιείται από τα ρεαλιστικά στοιχεία της ποίησης των
τροβαδούρων, και δημιουργεί το δικό του ιδεόπλαστο έρωτα.
Μεταγενέστερη εξέλιξη του εξιδανικευτικού χαρακτήρα της λυρικής ποίησης
αποτελεί η εγγραφή της στο απολύτως γήινο πλαίσιο του Βιγιόν, στην
αντιστροφή/ακύρωση των μεταμορφωμένων στοιχείων του κώδικα τιμής (βλέπε την
περιπαιχτική/σαρκαστική χρήση του σπαθιού στον Βιγιόν). Ο Βιγιόν βρίσκεται στον
αντίποδα του Πετράρχη για την υβριστική/μειωτική χρήση συμβόλων που σχετίζονται
με το θείο, τη χριστιανοσύνη, την εξιδανικευμένη παρουσία της γυναίκας.

Πώς εμφανίζεται αυτός που μιλά και σε ποιον απευθύνεται.


Πώς παρουσιάζεται η μορφή τη γυναίκας και πώς η σχέση με αυτήν.

α) Καλό είναι να εστιάσουμε καταρχήν στο ποιητικό υποκείμενο ή αλλιώς στην


ποιητική φωνή και στο αντικείμενο (δέντρο, λουλούδι, γυναίκα, παιδί…) στο οποίο
απευθύνεται. Στο ποίημα του Βιγιόν το εγώ δεν είναι απλώς μια γραμματική χρήση
της προσωπικής αντωνυμίας, όπως είθισται γενικότερα στην προβηγκιανή ποίηση,
αλλά συγκεκριμενοποιείται μέσα από την προβολή της ταυτότητας του ποιητή
ταυτιζόμενο μαζί του (εγώ είμαι ο Αρνώ). Αν δηλαδή αρχικά παραμένει το εγώ
απρόσωπο και εγγράφεται μέσα στην τυποποίηση της παράδοσης, όπου η εκάστοτε
ποιητική φωνή εξυμνεί την τέχνη και την αγάπη κατά παρόμοιο τρόπο σε όλα τα
ποιήματα του μεσαιωνικού λυρικού corpus, στο τέλος διαρρηγνύει τον κώδικα και
προβάλλει ισχυροποιημένη τη θέληση της ποιητικής φωνής να ακουστεί εκτός
παράδοσης ταυτιζόμενη με τον ποιητή. Απευθύνεται στην dame, την οποία
εγκωμιάζει με τριπλό τρόπο: προβάλλοντας τα σωματικά, τα ηθικά και τα συνολικά
χαρίσματα/δυνατότητες/αποτελέσματα της ύπαρξής της στον εαυτό του.
Αντιθέτως, η ποιητική φωνή στη Λάουρα δεν εκφράζεται μέσα από τη συγκεκριμένη
χρήση του εγώ (με εξαίρεση το μας στον 1ο στίχο) αλλά είναι ουδέτερη,
αποτραβηγμένη μαγεμένη σχεδόν ενώπιον της δυναμικής του Έρωτα στον οποίο
απευθύνεται και τον οποίο εγκωμιάζει, χωρίς να του προσδίδει την προσωποποιημένη
μορφή γυναίκας. Ύμνος στον έρωτα λοιπόν από μια ποιητική φωνή που καταγράφει
διακριτικά αλλά διεισδυτικά το κάλλος και τα σωματικά/πνευματικά χαρίσματα μιας
εξιδανικευμένης, αόρατης αγαπημένης.
Στον Βιγιόν η ποιητική φωνή συμπίπτει με το εγώ, το οποίο συνοδεύεται από πλήθος
ρημάτων δράσης που σηματοδοτούν και το ύφος του ποιήματος, μέχρις ότου ενωθεί
με το αυτή και γίνει εμείς (φιλιώνουμε, θέλουμε, φεύγουμε..). Απευθύνεται σε μια
γυναίκα υπαρκτή, γήινη, σαρκική και ιδιαίτερα αχόρταγη ερωτικά! Και ο Βιγιόν και ο
Αρνώ απευθύνονται στη γυναίκα σε σχέση με τον Πετράρχη που απευθύνεται στην
ιδέα της Γυναίκας και του έρωτα που εκπροσωπεί. Παρά την ομοιότητα όμως του
παραλήπτη και ορισμένων εκφράσεων (Την αγαπώ με πάθος vs. Την αγαπώ και τη
δουλεύω απ’ την καρδιά), οι ψηφίδες που στοιχειοθετούν το σύνολο των δύο
ποιημάτων είναι εντελώς διαφορετικές και συνιστούν στην περίπτωση του Αρνώ ένα
μέσο ύφος και στην περίπτωση του Βιγιόν χαμηλό ύφος με σαρκαστικούς τόνους.
Η μορφή της γυναίκας στον Αρνώ: ευγενική, απόμακρη, ενάρετη, τίμια, μούσα του
ποιητή και οδηγήτρια της ποιητικής τέχνης του. Στον Πετράρχη: εξιδανικευμένη,
πνευματική, αέρινη μορφή με χαρίσματα σχεδόν υπεράνθρωπα, όπου ακόμη και η
φύση υποκλίνεται στο πέρασμά της ή παρακαλά να την αγγίξει με τη «θεία» χάρη της

4
και το ανάλαφρο πόδι της! Στον Βιγιόν η μορφή της γυναίκας είναι χυδαία, σαρκική,
λαϊκή και βρίσκεται στον αντίποδα της ιδέας του Έρωτα και της πνευματικής
γυναικείας μορφής του Πετράρχη: είναι υπαρκτή, βαριά, λαίμαργη με αδηφάγο
ερωτικό πάθος και εκφυλισμένη από την καθημερινή συνεύρεσή της με άντρες και τη
ζωή της στο μπουρδέλο.

Ποια τα στοιχεία εκείνα (σχήματα λόγου, γλώσσα, εικόνες) που διαμορφώνουν το


ύφος του κάθε ποιήματος και την ιδέα του έρωτα?

Αρνώ: δύο κυρίαρχες ισοτοπίες (νοηματικοί ιστοί):


α) αγάπη
β) τραγούδι
Όλα εκτυλίσσονται γύρω από τους παραπάνω άξονες και ο έρωτας περιγράφεται με
συγκεκριμένες λέξεις όπως θερμός, φλόγα, πυρώνει, λάμψη χρυσή, χαρά ακριβή,
ολόθερμη καυτή. Γενικά ο έρωτας πλέκεται και συμπορεύεται με το τραγούδι που
φτιάχνει ο Αρνώ και αποτελεί την αφορμή για τη δημιουργία του! Ύφος μέσο, όχι
υψηλό με πινελιές ρεαλισμού και σκιαγράφηση ενός υπαρκτού πλαισίου αναφοράς
(δύναμη της αγάπης vs. οφίτσια, θησαυροί της γης, σκήπτρο της Ρώμης…). Έρωτας
δυνατότερος από κάθε είδους αξίωμα, κοινωνική καταξίωση, εξουσία και δύναμη.
Ευγενής έρωτας!!

Πετράρχης: Η ιδέα του έρωτα συνυφαίνεται με της ιδέα της απόλυτης


πνευματικότητας και τον υπεράνθρωπο, ουράνιο, θείο χαρακτήρα της
εξιδανικευμένης, σχεδόν άυλης γυναικείας μορφής. Ιδεόπλαστος έρωτας. Ύφος
υψηλό το οποίο απορρέει από περίτεχνα ρητορικά σχήματα όπως η μετωνυμία
(χρυσάφι και μαργαριτάρι), μεταφορές όπως μαγεμένα, ο ουρανός σταλάζει λάμψη….

Βιγιόν: Ύφος χαμηλό, αντιθρησκευτικό και αντιεξιδανικευτικό, σαρκαστικό με


καθημερινό, απλό λεξιλόγιο που σκιαγραφεί επεισόδια λαϊκού χαρακτήρα με
πρωταγωνιστές μια πόρνη και τον εραστή της! Η προσφώνηση της γυναίκας ως
«αντίχριστου» αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του παρόντος ποιήματος
και των δύο προηγουμένων, όπου στο μεν 1 ο το ποιητικό εγώ καταφεύγει εις μάτην
στο Θεό για να γλιτώσει από τη δύναμη του έρωτα, ενώ στο 2ο εξυμνεί τα θεία
χαρίσματα της νέας παραδομένο ολοκληρωτικά, όπως και η ίδια η φύση, στο απόλυτο
Κάλλος και Έρωτα. Εδώ η ίδια εκμαυλισμένη και εκμαυλιστική γυναικεία μορφή
βρίζει τον Ιησού και εκπίπτει οριστικά στη σφαίρα του χυδαίου.

You might also like