You are on page 1of 8

ΕΛΠ 30/ ΓPAMMATA II

NEOEΛΛHNIKH ΦIΛOΛOΓIA (19ος και 20ός αιώνας)


Ακαδημαϊκό έτος 2018-2019
Συντονιστής: Καθηγητής Τάκης Καγιαλής

Θέμα τρίτης γραπτής εργασίας

Α. Μελετήστε το ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Λεφτεριά» (σ. 392-94 του Ανθολογίου) και
το τελευταίο μέρος του αποσπάσματος από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Αναφορά στον
Γκρέκο (σ. 415: «Κι εκεί που περίμενα…» ώς το τέλος της σ. 417). Αφού εντάξετε τα δύο
κείμενα στα γραμματολογικά τους συμφραζόμενα, συγκρίνετέ τα ως προς τους τρόπους με
τους οποίους τίθεται σε καθένα από αυτά το ζήτημα της λύτρωσης, συσχετίζοντας τις
διαφορές που θα εντοπίσετε με τους ιδεολογικούς προβληματισμούς των δύο λογοτεχνών.
Προκειμένου να απαντήσετε το ερώτημα, θα πρέπει να μελετήσετε τις σελίδες από το
Εγχειρίδιο Μελέτης και τη γραμματολογία του Roderick Beaton που αφορούν το έργο του
Βάρναλη και του Καζαντζάκη. Μπορείτε επίσης να μελετήσετε τα αποσπάσματα από τις
μελέτες του Γιάννη Δάλλα για τον Κώστα Βάρναλη και του Πήτερ Μπήαν για τον Νίκο
Καζαντζάκη (Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων, σ. 275-306).

Β. Μελετήστε τα ποιήματα «Υποθήκαι» του Κ. Γ. Καρυωτάκη και «Ποιητές» του Γιάννη


Ρίτσου (παρατίθενται εδώ). Συγκρίνετε τα δύο κείμενα ως προς τη θεματική και το ύφος,
λαμβάνοντας υπόψη τα κεντρικά χαρακτηριστικά της ποιητικής των δύο δημιουργών.
Προκειμένου να απαντήσετε το ερώτημα, θα πρέπει να μελετήσετε: (α) τις σελίδες
από το Εγχειρίδιο Μελέτης και τη γραμματολογία του Roderick Beaton, που αφορούν την
ποίηση του Καρυωτάκη και του Ρίτσου, και (β) τα κείμενα κριτικής του Τέλλου Άγρα και του
Βύρωνα Λεοντάρη για την ποίηση του Καρυωτάκη, τα οποία έχουν συμπεριληφθεί στο
Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων (σ. 311-320). Μπορείτε επίσης να μελετήσετε τον
υπερκειμενικό σχολιασμό του καρυωτακικού ποιήματος στο Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό
της Θ. Ε. <https://study.eap.gr/mod/lesson/view.php?id=17729>.

Έκταση της εργασίας: 1.500 λέξεις.

Ημερομηνία παράδοσης της εργασίας: Τρίτη, 19.3.2019.

Καλή επιτυχία!

ΟΔΗΓΙΕΣ
1. Όσον αφορά τη βιβλιογραφική τεκμηρίωση τηρήστε πιστά τις σχετικές οδηγίες που θα βρείτε στον
σύνδεσμο https://study.eap.gr/mod/folder/view.php?id=2491. (Θα συνδεθείτε με όνομα χρήστη και
κωδικό πρόσβασης και θα επισκεφτείτε την ενότητα «Συμπληρωματικό υλικό»/«Βιβλιογραφική
τεκμηρίωση στις γραπτές εργασίες.doc»).
2. Μη χρησιμοποιείτε πρόλογο και επίλογο, αλλά απαντήστε κατευθείαν στα ερωτήματα.
3. Αποφύγετε την παράφραση (=αναλυτική παράθεση του «νοήματος») των λογοτεχνικών κειμένων
και επικεντρωθείτε στα ζητούμενα της εργασίας.
4. Αποφύγετε την παρουσίαση της ζωής και του έργου των λογοτεχνών και επικεντρωθείτε στα
συγκεκριμένα κείμενα.
5. Ο σχολιασμός σας θα πρέπει πάντα να τεκμηριώνεται με αναφορές σε συγκεκριμένα αποσπάσματα
ή στοιχεία των κειμένων.
6. Η υπέρβαση του ορίου των λέξεων αξιολογείται αρνητικά.
Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Υποθήκαι» Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης
γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην
Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς Τρίπολη, πατρίδα της μητέρας του, και
μπορούνε με χίλιους τρόπους. έζησε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, τις πολλές μετακινήσεις του
όταν ακούσεις ανθρώπους.
νομομηχανικού πατέρα του σε διάφορα
Όταν ακούσεις ποδοβολητά
μέρη της Ελλάδας (Λευκάδα, Αργοστόλι,
λύκων, ο Θεός μαζί σου! Λάρισα, Καλαμάτα, Αθήνα, Χανιά όπου
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά αποφοίτησε από το γυμνάσιο). Το 1913
και κράτησε την πνοή σου. γράφτηκε στη Νομική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1919, αφού
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό, πήρε την άδεια εξάσκησης του
στον πλατύ κόσμο μια θέση. δικηγορικού επαγγέλματος, διορίστηκε
Όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό, υπουργικός γραμματεύς στη
του δίνουν όψη ν’ αρέσει. Θεσσαλονίκη. Στρατεύτηκε το 1920, αλλά
απαλλάχτηκε για λόγους υγείας. Η
Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
καριέρα του ως δημόσιου υπάλληλου
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν οι άνθρωποι διαφιλονικούν συνεχίστηκε στην Άρτα, τη Σύρο, την
τη σάρκα σου και το αίμα. Αθήνα. Ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό
και εξελέγη Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ.
Όταν έχεις μια παιδική καρδιά της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων
και δεν έχεις ένα φίλο, Αθηνών. Μετά από κάποια εναντίον του
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά, συκοφάντηση, αποσπάστηκε στην Πάτρα
στη μπουτονιέρα σου φύλλο. και κατόπιν μετατέθηκε στη Νομαρχία
Πρεβέζης, όπου και πέθανε, αυτόχειρας,
Άσε τα γύναια και το μαστροπό στις 21 Ιουλίου 1928.
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα. Η ενασχόλησή του με την ποίηση άρχισε
νωρίς, όταν δεκαεξάχρονος δημοσίευσε
στίχους σε λαϊκά περιοδικά της εποχής,
και συνεχίστηκε με ποιήματά του στην
εφημερίδα Ακρόπολις (1915), στο
περιοδικό Νουμάς κ.λπ. Το 1919 εκδόθηκε
η συλλογή του Ο πόνος του Ανθρώπου και
των Πραγμάτων. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε
το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα, που
κατασχέθηκε, το 1921 τη συλλογή
Νηπενθή και το 1927 τη συλλογή Ελεγεία
και Σάτιρες. Ασχολήθηκε επίσης με τον
πεζό λόγο, με το θέατρο και με μετάφραση
ποίησης. Το έργο του, επηρεασμένο από
τον Συμβολισμό, με χαρακτηριστικά τη
μελαγχολική θεώρηση της ζωής, τον
σαρκασμό και μια διάθεση φυγής από την
πραγματικότητα, αποτέλεσε αντικείμενο
ώστας Καρυωτάκης θαυμασμού και μίμησης από τους
μεταγενέστερους ποιητές, ούτως ώστε να
δημιουργηθεί ο όρος «καρυωτακισμός»,
συχνά με μάλλον αρνητική χροιά. Σε κάθε
Εργοβιογραφικά στοιχεία περίπτωση πάντως επηρέασε, άμεσα ή
έμμεσα, θετικά ή αρνητικά την ελληνική
ποίηση μετά το 1930.
Η κριτική για το έργο του του ιδανικού κι έπειτα η αποτυχία· ο
πόθος κι έπειτα η απάτη· η πλάνη κι
έπειτα η απογοήτευση. Ε, λοιπόν, κι ο
αναγνώστης του, διαβάζοντας τους
Καβάφης - Καρυωτάκης: Μια σύγκριση στίχους του —την έκφραση της ζωής του
— ξαναγίνεται, πώς να το πω, κι αυτός με
τη σειρά του, Καρυωτάκης, “παίζει τον
Καρυωτάκη”. Μέσα του αναπαράγεται,
«Αντίθετα από τα Ελεγεία, οι Σάτιρες κάθε στιγμή, η ψυχική περιπέτεια του
φέρνουν τον Καρυωτάκη πλησιέστερα όχι ποιητού: το κυνήγημα του ιδανικού κι η
στον Παλαμά αλλά στον Καβάφη, όσον αποτυχία· ο πόθος, κι η απάτη. η πλάνη κι
αφορά τη σκεπτικιστική του στάση η απογοήτευση. Τούτο, επειδή μέσα στη
απέναντι στις καθιερωμένες αξίες και μορφολογία του έργου του ο Καρυωτάκης
γνώμες. Αλλά, αν η ειρωνική αναπαρήγαγε κι αναπαράστησε την
αποστασιοποίηση από τους πάντες γύρω ψυχική του περιπέτεια. Ό,τι υπήρξε η
του, καθώς και μια αυτοκοροϊδευτική- Μοίρα γι’ αυτόν, τέτοια Μοίρα υπήρξε κι
σαρκαστική στάση ως προς τις αυτός για το έργο του. Ποιο είναι για την
προσωπικές τους αξίες και βλέψεις, τέχνη το κλασικό ιδανικό; Είναι η
αποτελούν το κοινό στοιχείο του Καβάφη ενάργεια, η πλαστική, το ζωντάνεμα
και του Καρυωτάκη, υπάρχει, παρόλα προσώπων και πραγμάτων. Αλλ’ όπως κι η
αυτά, και μια σημαντική διαφορά μεταξύ ευδαιμονία, έτσι κι η ποιητική ενάργεια
τους. Ενώ ο Καβάφης είναι είναι, για τον Καρυωτάκη, περισσότερο
χαρακτηριστικά ειρωνικός, με μια βαθειά φάσμα. Κάτω από τις εικόνες του, έχει
κατανόηση για την ανθρώπινη αδυναμία, βγάλει, από πριν, κάθε υλικό βάρος, κι οι
η ειρωνεία του Καρυωτάκη έχει έναν εικόνες του απομένουν κούφια σχήματα·
τέτοιο δριμύ σαρκασμό, που προδίδει αέρας,καπνός. [...]
περιφρόνηση για τον εαυτό του και για
τους συνανθρώπους του. [...] Ο Πού είναι, μες στα ποιήματά του, το υλικό,
Καρυωτάκης αυτοπυροβολήθηκε στην το χειροπιαστό; Σχεδόν πουθενά.
Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου 1928. Η πράξη Διαβάζοντάς τα, έχομε την εντύπωση ενός
αυτή όχι μόνο επιστέγασε με θεαματικό λακωνισμού — άλλου είδους. Είναι κάτι
τρόπο την ταύτιση του καλλιτέχνη με την σα δίχτυ, ριγμένο επάνω στο κενόν, και
τέχνη του, που ήταν και ο σκοπός των που μάταια προσπαθεί να το σκεπάσει
περισσότερων από τους μεγαλύτερους σε αυτό το κενόν, να το κρύψει, γιατί το
ηλικία συγχρόνους του, αλλά κατά έναν κενόν προβάλλει από παντού. Ναι, το
πιο σχηματικό τρόπο αντιπροσωπεύει μιαν πρώτο κιόλας χαρακτηριστικό τους είναι
ακραία εκδήλωση του ποιητικού ακριβώς πως τα πράγματα δεν παίρνουν
αδιεξόδου, στο οποίο οδήγησε η μέρος στους στίχους του με τον όγκο και
κληρονομιά του Παλαμά τους διαδόχους με το χρώμα, αλλά με τους ήχους. Δηλαδή
του, στα τέλη της δεκαετίας του 1920». μ’ ό,τι πιο άυλο έχουν. [...] Έτσι πάντα. οι
προσφιλέστερές του εποπτείες είναι οι
ακουστικές: οι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες,
οι αντένες που δονούνται από τον άνεμο
(“Είμαστε κάτι...”). Αλλ’ ιδού αμέσως, που
(Roderick Beaton (1996), Εισαγωγή στη
κι από τον ίδιο τον ήχο, πιότερο εντρυφά
νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα:
στο φάσμα
Νεφέλη, σελ. 172-173)
του ήχου —στην απήχηση, στον αντίλαλο,
στη συγχυσμένη συνέχεια που ο ήχος
στέλνει πίσωθέ του: “Είμαστε κάτι
Η «ταραγμένη φαντασία» και η απίστευτες αντένες [...] στην κορυφή τους
πρωτοτυπία της μετρικής του Καρυωτάκη το άπειρο αντηχάει”. [...]
«Λοιπόν, ιδού: τι είναι, με δυο λόγια, το
αιώνιο θέμα, ο “λυρικός τόπος” του
Καρυωτάκη; Το είπαμε, είναι το κυνήγημα
Τέτοια είναι λοιπόν η ποιητική του το “μετρικό ρολόγι”, κι ο ακανόνιστος
φαντασία. Αναπαράσταση της ψυχολογίας τονισμός των περισσότερων στίχων
του. Ταραγμένη και, τρόπον τινά, χρειάζεται ολοκληρωτικήν ανασκευή, για
διάτρητη. Οι ποιητικές του εικόνες πάνε κι ν’ αρμονιστεί με μιαν οποιαδήποτε
έρχονται, σαλεύουν, μένουν στη μέση, μετρικήν ακολουθία. Ο δάκτυλος πηγαίνει
κάποτε αναποδογυρίζονται. Εκεί που με τον ανάπαιστο, ο ίαμβος με τον τροχαίο
προχωρεί στρωτά, νομίζεις ότι σταματά [...]. Και μόνον αυτό; Εκτός από τα μεικτά
και στοχάζεται: “Να τα ρίξω όλα χάμω; μέτρα, ιδού παρατονισμοί και κενοί χρόνοι
Να τα σπάσω όλα;” Απάνω σ’ ό,τι και χωλά μέτρα, διασκελισμοί, μήτε ένας
συναρμολόγησε κι έδεσε, φυσά ο ίδιος ένα γνωμικός στίχος, μετάθεση της τομής,
πνεύμα ακαταστασίας και διαψεύσεως, συνίζησις κακά τονισμένη, χασμωδίες
ένα πνεύμα μεταμελείας και μηδενισμού, απροειδοποίητες. Την ομοιοκαταληξία,
που κάνει να τρέμουν τα κατασκευάσματά την έχει βέβαια, ανεξαίρετα. Αλλ’ από
του... Τη λογική τους είναι έτοιμος να τη τους τέσσερις όρους της ομοιοκαταληξίας
χαλάσει κάθε στιγμή, με σκληρότητα και —το βάθος, τη φυσικότητα, την
με τη σάτιρα. Κι άλλος αντίκτυπος του πρωτοτυπία και την ποικιλία— ο τρίτος
περιεχομένου του παρουσιάζεται τώρα κι είναι που κυριαρχεί, κι οι άλλοι σχεδόν
επάνω στη στιχουργία του. Σ’ αυτήν, δεν υπάρχουν. Κάθε ομοιοκαταληξία του
όμως, δεν εμιμήθηκε τον Λαφόργκ: εκτός είναι και μια έκπληξη: αλλ’ όμως πάντα
από δυο-τρεις εξαιρέσεις, δεν έφθασεν ως χαριτωμένη και αναντικατάστατη».
τον ελεύθερο στίχο. Τα ποιήματά του είναι
καμωμένα σε στροφές που φαίνονται
τύπου κανονικού: ισόστιχες μεταξύ των,
με ομοιοκαταληξίες. Όμως αν κοιτάξομε (Τέλλος Άγρας, 1972, από τον τόμο Κ.Γ.
ολίγο πιο προσεκτικά, τι ελευθερία, τι Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά,
ακαταστασία, τι αναρχία! Αν δεν έγραψε επιμέλεια
σε vers libre, έγραψε όμως τον vers libere
ο Καρυωτάκης, μ’ ελευθεριότητες που δεν Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα: Ερμής, σελ. 209-
είχεν αποτολμήσει κανείς στην ελληνική 216 αποσπασματικά, όπως και στο Τέλλος
ποίηση. Εν πρώτοις, η μετρική του είναι Άγρας, 1981, Κριτικά Β΄, επιμ. Κώστας
ποικιλότατη. Απ’ την αρχή του έργου του, Στεργιόπουλος, Αθήνα: Ερμής)
περιμάζευε τους στίχους του από τα μάκρη
και τη μονοτονία των
δεκαπεντασυλλάβων, και τους έφερνε
μέσα σε σχήματα πιο σφιχτά, πιο πλαστικά
Ο «γραφειοκρατικός» ρεαλισμός του Κ.
κι αρμονικά, που είχαν αχρηστευθεί και
Καρυωτάκη
λησμονηθεί από πενήντα χρόνια
τουλάχιστον.[...]

Αλλ’ ο στίχος , εκτός από την ποικιλία


του, παίρνει, στα χέρια του Καρυωτάκη, «Στη νεοελληνική φιλολογία, ο Ρεαλισμός
νεύρα και ευρωστία, πατά στερεά, δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν
στερεότερα τελειώνει. Αυτό είναι το ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας.
μυστικό του! Αυτό είναι που αφήνει, στο Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως.
τέλος —όπως κι ο στίχος του Καβάφη— Αλλ’ ο Ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ
μιαν αίσθηση συμμετρίας! Και, μάλιστα, και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. Δηλαδή
μιαν αίσθηση επιτυχίας, ακρίβειας, γραφικός, ζωγραφικός, περιγραφικός,
οξύτητας! Κάποιο στιχουργικό πείσμα εξωτερικός, παρμένος από τη ζωή της
νομίζεις ότι, στο τέλος, κατορθώνει να επαρχίας, ή μάλλον του βουνού και του
κάνει ρητό και σαφές το σχήμα της υπαίθρου —ολοένα και περισσότερο
στροφής, να συνενώσει τα διεστώτα, να ασύγχρονος, ακατανόητος για τη ζωή της
τετραγωνίσει τ’ ανυπόταχτα. Κι είναι πολιτείας, κι αδιάφορος.
πολλά αυτά τ’ ανυπόταχτα και τα
ξεχόρδιστα [...]: Ο ρυθμός δηλαδή του Ο ρεαλισμός, ο αστικός ρεαλισμός, ο
Καρυωτάκη σπανίως χτυπά ισόχρονα με ρεαλισμός του πραγματικού
περιβάλλοντός μας, επρόβαλε καθαρός μέρους του ήταν θελητή. Τον στίχο του
στην ποίηση με το έργο του Καβάφη. Με τον αποσπά, μετρικά και ρυθμικά, από την
την ποίηση του Καρυωτάκη, αυτός ο κλασική αντίληψη, αφαιρώντας του τις
ρεαλισμός έγινε νεοαστικός. Ποια είναι η καθαρά μελικές του τάσεις. Σκοπός του
πλατύτερη, η χαρακτηριστικότερη, η ποιητή, στη δεύτερη περίοδο, δεν ήταν πια
συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού να κάνει ποίημα άδολα λυρικό, αλλά
ρεαλισμού, το ξεύρομε όλοι: είναι η μιμικό μάλλον. Ο στίχος του τώρα
ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο, η μιμείται, στη ρυθμική του κυρίως
γραφειοκρατία. έκφραση, την ομιλία, και σπάζει, κατά το
παράδειγμα των φανταιζίστ, τους κανόνες
Στην πρώτη περίοδο των Νεοελληνικών που τον εμποδίζουν ν’ αποδώσει τις
Γραμμάτων, την Επτανησιακή, ο χειρονομίες και τις κινήσεις της ψυχής του
άνθρωπος των γραμμάτων είν’ ο ευγενής, ποιητή».
ο ευπατρίδης. Στη δεύτερη περίοδο, την
Αθηναϊκή —κλασική και ρομαντική—,
είν’ ο λόγιος. Στην τρίτη, την
προπολεμική, είν’ ο δημοσιογράφος. Στην (Τίμος Μαλάνος 1943, «Είναι ποιητής ο
τέταρτη, τη μεταπολεμική (η κατάπτωση Καρυωτάκης;», Κριτικά δοκίμια,
συνεχίζεται), ο άνθρωπος των γραμμάτων Αλεξάντρεια, σελ. 51-62. Απόσπασμα
είναι ο υπάλληλος. Αυτή την εποχή έζησε δημοσιευμένο στο Κ.Γ.Καρυωτάκης 1972,
και ο Καρυωτάκης. Και αυτήν έγραψε. Ο Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης,
ρεαλισμός του είναι ο γραφειοκρατικός. Αθήνα: Ερμής, σελ. 239-240)
Έτσι ζουν άλλωστε και αυτοί που τον
διαβάζουν. Και τους αντιπροσωπεύει».

Χαρακτηριστικά και επιρροές της


καρυωτακικής ποίησης
(Τέλλος Άγρας, ό.π., σελ. 203-204)

«Η γλώσσα του Καρυωτάκη, εκεί όπου


Το σχίσμα Καρυωτάκη – παράδοσης την παρασύρει η εξομολόγηση ή εκεί όπου
ξεσπάει στον σαρκασμό, είναι πλούσια σε
ποιητικές επινοήσεις και σε τεχνική της
φαντασίας, που, αν τις είχε καλλιεργήσει
«Αν συγκρίνουμε προσεκτικά την πρώτη συστηματικά, θα μπορούσαν να
του παραγωγή με την τελευταία του, θα διαρθρωθούν σε τεκμήρια πιο θετικά για
παρατηρήσουμε ότι, ενώ είχεν αρχίσει με την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς. Αλλά,
στίχους αρμονικότερους, κατέληξε, συν τω ανεξάρτητα από δυνητικές εκβάσεις, αρκεί
χρόνω, σε μια παραμέληση της αυστηρής να διαπιστωθεί ότι όταν ο ποιητής δεν
κατεργασίας τους. Κι όμως η τελευταία συστέλλει το πρόσωπο σε έναν
του παραγωγή (στο μάτι που ξέρει να σαρκαστικό μορφασμό, μαρτυρεί μιαν
διακρίνει) είναι και η προσωπικότερη. Σ’ εκφραστική αιδημοσύνη που λείπει,
αυτήν πια ο ποιητής είναι περισσότερο αντίθετα, από τους άλλους ποιητές της
εκείνο που θέλησε να είναι. Επομένως, αν γενιάς του.
ήθελε να εργαστεί και προς την άλλη
κατεύθυνση (των αρμονικότερων, δηλαδή, Η διαβρωτική ανάγκη έκφρασης
λεκτικών συνδυασμών, που, αν δεν είναι προσωπικών του βιωμάτων αναμιγνύεται
όλη η αγνή ποίηση, είναι όμως η αρχή δημιουργικά με το έργο ξένων ποιητών. Η
της), δε θα ήταν ίσως δύσκολο να τα συμβίωση ιδιαίτερα με τους
καταφέρει, αφού ήδη οι πρώτοι του στίχοι “καταραμένους” ποιητές της Γαλλίας τον
ήταν πολύ πιο κοντά σε μια τέτοιαν οδηγεί να δημοσιεύσει μεταφράσεις τους
αντίληψη. Φτάνουμε, λοιπόν, στο στα βιβλία του, μαζί με τα δικά του
συμπέρασμα ότι η παραμέληση από πρωτότυπα ποιήματα. Η διαδοχική
επιλογή τον οδηγεί από τον Baudelaire απόσταση από τον ρομαντισμό ως το
στον Toulet, τον Carco. Αν και δεν ρεαλισμό του, και δέχεται τον αντίχτυπο
μετέφρασε Laforgue, υπάρχουν απ’ τον αδιάκοπο ψυχικό του κλυδωνισμό
αντιστοιχίες μ’ αυτόν πολύ βαθύτερες και και τις αντιφάσεις του. Η συναισθηματική
σε πολλαπλά επίπεδα· διόλου περίεργο, αν βάση αντιπροσωπεύει ό,τι συμπαγέστερο
υπολογίσουμε τον ευρύτερο ρόλο που και στερεότερο διαθέτει: το ίδιο το εγώ
έπαιξε ο Laforgue στην ευρωπαϊκή ποίηση του και την προσωπική του στάση
(Eliot, Σεφέρης) όσον αφορά τον τρόπο απέναντι στον κόσμο, και μέσα απ’ το
αντιμετώπισης της ζωής (δυσφορία για την συναισθηματικό υπόβαθρο βγαίνει και το
καθημερινότητα) και της στιχουργικής ιδεολογικό του περιεχόμενο, η έκφραση
(υπονόμευση της παραδοσιακής
μετρικής). δηλαδή της απελπισίας του
διαφοροποιημένη σε στάση ζωής. Τούτο
Η πορεία του Καρυωτάκη είναι σαφής. αποτελεί ένα απ’ τα κυριότερα μυστικά
Σταθερά επιδιώκει μια ποίηση ριζωμένη της διάρκειας του ποιητή κι ένα απ’ τα πιο
στην υπαρξιακή συγκίνηση [...], η οποία σίγουρα κλειδιά για τη διείσδυση στα
συμπαρασέρνει όμως και όλα τα βαθύτερα στρώματά του. Γιατί το
εκφραστικά μέσα, με ιδιαίτερη επίπτωση συναισθηματικό υπόβαθρο του
στα μετρικά σχήματα. Όπως έγινε ήδη Καρυωτάκη γίνεται κι ο φορέας του
αισθητή από τον καιρό του Τέλλου Άγρα η κλίματος της εποχής, και μέσα απ’ τη
παρουσία των Γάλλων ποιητών και ο συναισθηματική του βάση και τις
ρόλος τους, αισθητή έγινε επίσης και η αντιδράσεις της αδιαλλαξίας του εκφράζει
προώθηση της στιχουργικής κρίσης: ο τον καιρό του αντιπροσωπευτικά, για να
Καρυωτάκης σημαδεύει κι εδώ την καταλήξει σε γενικότερη κραυγή
απαραίτητη και λογική μετάβαση από τη διαμαρτυρίας, όχι μόνο για τη στιγμή
μετρική αριστοτεχνία των τελευταίων εκείνη. Χάρη στην τιμιότητα του
παραδοσιακών ποιητών στον ελεύθερο αισθήματος και στην εκφραστική του
στίχο». οξύτητα, διατηρεί μιαν αμεσότητα, που
κάνει την περίπτωσή του και μέσα στην
ποίηση γεγονός ζωής. Δεν μένει λόγος
χωρίς αντίκρισμα, ούτε προφταίνει να
(Mario Vitti, 1994, Ιστορία της πέσει στη φιλολογία. [...]
νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα:
Οδυσσέας, νέα έκδοση, ανατύπωση, σελ. Τα πεζά, μαζί με τα τρία τελευταία του
357-358) ποιήματα, είναι η πιο ακραία στιγμή του
Καρυωτάκη, η τελευταία φορά που
“ακούει την εσωτερική του φωνή”,
έχοντας συνειδητοποιήσει τις τερατώδεις
Το συναισθηματικό υπόβαθρο της δυνατότητες του κοινωνικού μηχανισμού
καρυωτακικής ποίησης και των “όρων του παιγνιδιού” κι έχοντας
ολότελα αποκλειστεί».

«Δύο τελικά είναι οι όψεις του έργου του


Καρυωτάκη, κι από την άποψη της ουσίας (Κ. Στεργιόπουλος, 1980, «Κ.Γ.
κι από την άποψη της μορφής: η Καρυωτάκης», στο Η ελληνική ποίηση. Η
ρομαντική κι η ρεαλιστική, οι ελεγείες και ανανεωμένη παράδοση, Αθήνα: Σοκόλης,
οι σάτιρες, η ροπή προς το αφηρημένο και σελ. 316-319)
η εισβολή του πραγματικού στον
αφηρημένο κόσμο του. Ανάμεσα, ωστόσο,
στις δύο τούτες όψεις στέκει η
συναισθηματική του βάση, η βαθιά του Η «Κάθαρσι» του Κ. Καρυωτάκη
αισθαντικότητα, μόνιμα ταραγμένη και
διακυμαινόμενη. Αυτή γεφυρώνει την
«Το τελευταίο πεζό που καθαρόγραψε ο Καρυωτάκη, φωτίζεται παράλληλα και η
Καρυωτάκης είναι η πασίγνωστη πλέον διπλή όψη της δεκαετίας του ’20: ο
Κάθαρσις [...]. Γραμμένο σε πρώτο μπωντλερισμός της “φυγής απ’ την
πρόσωπο ενικού, δεν θα μπορούσε να πραγματικότητα” και το ευαγγέλιο της
είναι σελίδα από το ημερολόγιο του κοινωνικής επανάστασης. Ο Καρυωτάκης,
γονατισμένου Καλού Υπαλλήλου. [...] Η χωρίς να αφεθεί ολοκληρωτικά σε καμιά
ευανάγνωστη αυτοβιογραφική σύνδεση από τις δύο, κατάφερε να τις εκφράσει σε
της Καθάρσεως με τον αντάρτη ένα ενιαίο ποιητικό σύμπαν».
συνδικαλιστή Καρυωτάκη, ελέγχεται
πλήρως από τον συγγραφέα. Το αυτό,
δυστυχώς, δεν ισχύει για τους
περισσότερους αναγνώστες του, οι οποίοι, (Χριστίνα Ντουνιά, 2000, Κ. Γ.
ασύνειδα, υπονομεύουν την πρόθεση του Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης
Καρυωτάκη για αναγωγή της ατομικής του τέχνης, Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 34-35)
υπαλληλικής εμπειρίας σε καθολικότερο
χώρο και χρόνο. Όχι, βέβαια, στην
αιωνιότητα, μα σε μια διαιωνιζόμενη
παρακρατική επικαιρότητα. Με την
ευκαιρία, δεν κρίνω περιττό να
παρατηρήσουμε πως και σε τούτο το
κείμενο, η δομική αντίθεση ανάμεσα στο
παρελθόν και στο παρόν, με παραπομπή
σε ένα προσδοκώμενο μέλλον, Γιάννης Ρίτσος, «Ποιητές»
παρουσιάζεται τώρα με ιδιαίτερα
Στον Κώστα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
δραματική μεταβολή σκηνογραφίας.
Τούτο, άλλωστε, είναι που τελικώς
Ω δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές
απαλλάσσει την Κάθαρσι από κάθε είμαστ’ εμείς με κυματίζουσα την κόμη
υποψία προσωπικής αντιδικίας ή —ακόμη -έμβλημ’ αρχαίο καλλιτεχνών- και χτυπητές
χειρότερα— πρωτοβάθμιας μάθαμε φράσεις ν’ αραδιάζουμε κι ακόμη
“στρατευμένης” λογοτεχνίας».
μια ευαισθησία μας συνοδεύει υστερική,
που μας πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική
(Γ.Π. Σαββίδης, 1989, «Στον πεζόδρομο τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ’ ένα φίλο.
του Καρυωτάκη», Στα χνάρια του
Καρυωτάκη, Αθήνα: Νεφέλη, σελ. 129) Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,
όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε
το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί
η βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.

Η διπλή όψη της καρυωτακικής ποίησης Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς


γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας
σ’ αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς
το θρήνο δέχεται του ανούσιου έρωτά μας.

Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά


χιλιοειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε
« “Κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά»·
συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής την ασχολία μας τόσ’ ωραία δικαιολογούμε.
περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δύο
τάσεων προκαλώντας την τρομερή Για μας ο κόσμος όλος μόνο είμαστ’ εμείς,
ηλεκτρική κένωση στο σώμα της και τυλιγόμαστε, μανδύα μας έναν τοίχο.
λογοτεχνίας μας”. Με την εξαιρετικά Μ’ έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής
εύστοχη αυτή παρατήρηση του Βύρωνα σ’ έναν – με δίχως χασμωδίες- μουσικό στίχο.
Λεοντάρη, που ορίζει και ερμηνεύει
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
ταυτόχρονα τη δυναμική της ποίησης του κι αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία –
ω, τέτοια θέματα πεζά ν’ ανησυχούν
τους αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.

You might also like