Professional Documents
Culture Documents
Σ.Ε.Υ.Π.
ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓ
ΕΡΓΑΣΙΑ
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ:
ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΝΑΚΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ
ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ:
ΛΑΜΠΑΚΗ ΑΘΗΝΑ
Key-words: Infancy, social development, social group, social inclusion, social worker
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ...................................................................................................... 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Χαρακτηριστικά νηπιακής ηλικίας ......................... 11
1.1.Εννοιολογική προσέγγιση των όρων ......................................................................................... 11
1.2. Χαρακτηριστικά νηπιακής ηλικίας ............................................................................................ 13
1.2.1. Σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά ................................................................................................ 13
1.2.2.Οι ανάγκες και τα προβλήματα της νηπιακής ηλικίας ............................................... 15
1.3. Προσωπική ανάπτυξη κατά την νηπιακή ηλικία ................................................................. 17
1.3.1.Η έννοια του εαυτού ................................................................................................................. 17
1.3.2.Βιοσωματική ανάπτυξη στην νηπιακή ηλικία ............................................................... 19
1.3.3.Γνωστική ανάπτυξη στην νηπιακή ηλικία ...................................................................... 19
1.3.4.Ανάπτυξη της προσωπικότητας στην νηπιακή ηλικία .............................................. 20
1.3.5.Ψυχοκοινωνική ανάπτυξη στην νηπιακή ηλικία .......................................................... 22
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Κοινωνική ανάπτυξη του νηπίου ....................... 24
2.1.Αυτοεκτίμηση και αυτοαντίληψη ............................................................................................... 24
2.1.1. Η σημασία της αυτοεκτίμησης στην νηπιακή ηλικία ................................................ 25
2.1.2. Σχηματισμός και εξέλιξη της αυτοεκτίμησης στην νηπιακή ηλικία .................... 26
2.1.3. Η σημασία της αυτοαντίληψης στην νηπιακή ηλικία................................................ 27
2.1.4. Ιδιότητες της αυτοαντίληψης και παράγοντες που την διαμορφώνουν .......... 28
2.2. Κοινωνική ανάπτυξη........................................................................................................................ 31
2.2.1. Προκοινωνική συμπεριφορά ............................................................................................... 32
2.2.2. Συναισθηματική αποδέσμευση ........................................................................................... 33
2.2.3. Ανάπτυξη της κοινωνικής αντίληψης .............................................................................. 35
2.2.4.Ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων .................................................................................... 35
2.3.Το παιχνίδι ως βασικό μέσον για την κοινωνική ανάπτυξη του νηπίου..................... 37
2.3.1.Παιχνίδι και κοινωνική ανάπτυξη....................................................................................... 37
2.3.2.Είδη παιχνιδιού σύμφωνα με την νηπιακή ηλικία ....................................................... 40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Κοινωνική ένταξη του νηπίου στην κοινωνική ομάδα
...................................................................................................................... 43
3.1 Η έννοια της κοινωνικής ομάδας ................................................................................................. 43
3.1.1.Η οικογένεια ................................................................................................................................. 44
3.1.2.Το σχολείο ..................................................................................................................................... 45
3.1.3.Η φιλική παρέα ........................................................................................................................... 46
3.1.4.Η ομάδα εργασίας ...................................................................................................................... 47
3.2.Τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ομάδας στην νηπιακή ηλικία ............................... 47
3.2.1.Συνείδηση του να είσαι μέλος............................................................................................... 47
3.2.3.Ομοιογενής συμπεριφορά ...................................................................................................... 49
3.2.4. Ιεραρχία ρόλων.......................................................................................................................... 49
3.2.5.Κοινοί στόχοι ............................................................................................................................... 50
3.3. Ο ρόλος των παιδαγωγών ............................................................................................................. 51
3.3.1.Σχέσεις ανάμεσα στη νηπιαγωγό και στα παιδιά ........................................................ 52
3.3.2.Η συνεργασία των παιδαγωγών με τους γονείς των παιδιών της προσχολικής
αγωγής ...................................................................................................................................................... 53
3.4. Ο ρόλος της οικογένειας στην ανάπτυξη του παιδιού ....................................................... 55
3.4.1 Οι λειτουργίες και ο ρόλος της οικογένειας .................................................................... 58
3.4.2.Χαρακτηριστικά της οικογένειας που έχουν επίδραση στην ανάπτυξη του
παιδιού ...................................................................................................................................................... 59
3.4.3. Ανατροφή του παιδιού - Στυλ γονεϊκής συμπεριφοράς........................................... 62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η έννοια της κοινωνικής ένταξης και ο ρόλος του
σχολικού κοινωνικού λειτουργού κατά την νηπιακή ηλικία ................... 64
4.1 Η έννοια της κοινωνικής ένταξης ................................................................................................ 64
4.1.1 Κοινωνική αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους..................................................... 65
4.1.2 Το Νηπιαγωγείο ως πρώτος χώρος κοινωνικοποίησης του παιδιού -
Δυσκολίες προσαρμογής ................................................................................................................... 66
4.1.2.1 Κουκλοθεατρικό έργο .......................................................................................................... 69
4.1.2.2 Θεατρικό παιχνίδι .................................................................................................................. 69
4.1.2.3 Δραματοποίηση Παραμυθιού, Τραγουδιού, Ποιήματος, Ιστορίας .................... 70
4.1.2.4 Ζωγραφιές, Χειροτεχνίες & Κατασκευές ...................................................................... 71
4.1.2.5 Ψυχοκινητική Αγωγή & Άθληση ...................................................................................... 71
4.1.2.6 Μουσικές δραστηριότητες νηπίων ................................................................................. 72
4.1.2.7 Χορός ........................................................................................................................................... 73
4.1.2.8 Μαγειρική .................................................................................................................................. 73
4.1.2.9 Αφήγηση παραμυθιού -Αφήγηση παραμυθιού με μουσικοκινητικό παιχνίδι
...................................................................................................................................................................... 73
4.2. Ο ρόλος του σχολικού κοινωνικού λειτουργού .................................................................... 74
4.3 Συνεργασία κοινωνικού λειτουργού - οικογένειας - σχολείου - κοινωνίας στα
πλαίσια προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης ........................................................................... 76
4.3.1 Κατανόηση της συνεργασίας μέσα από το Θεωρητικό πλαίσιο ............................ 76
4.3.2 Η επικοινωνία ως παράγοντας ενδυνάμωσης της συνεργασίας κοινωνικού
λειτουργού - οικογένειας - σχολείου ............................................................................................ 78
4.4 Συνεργασία κοινωνικού λειτουργού με γονείς ...................................................................... 79
4.4.1 Τα οφέλη της συνεργασίας για τον κοινωνικό λειτουργό........................................ 80
4.4.2 Γενικές αρχές συνεργασίας κοινωνικού λειτουργού και γονέων.......................... 81
4.4.3 Ανάπτυξη δεξιοτήτων για τη σωστή συνεργασία και επικοινωνία ..................... 82
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: Περιγραφή – μεθοδολογία έρευνας ..................... 83
5.1.Είδος έρευνας ....................................................................................................................................... 83
5.2.Ερευνητικά ερωτήματα ................................................................................................................... 83
5.3.Σκοπός έρευνας ................................................................................................................................... 84
5.4.Στόχοι έρευνας .................................................................................................................................... 84
5.5.Δειγματοληψία .................................................................................................................................... 84
5.6.Μέθοδος συλλογής δεδομένων..................................................................................................... 85
5.7.Τόπος και χρόνος συλλογής δεδομένων ................................................................................... 85
5.8.Τήρηση απορρήτου ........................................................................................................................... 86
5.9. Περιορισμοί έρευνας ........................................................................................................................ 87
6.2. Συμπεράσματα ................................................................................................................................ 105
6.3. Προτάσεις και προτάσεις για μελλοντικές έρευνες ......................................................... 107
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ................................................................ 108
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ............................................................................................. 111
Α. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ.............................................................................. 111
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα τελευταία χρόνια έχουν προκύψει σημαντικές αλλαγές στο χώρο της
προσχολικής αγωγής. Οι νέες δομές - συνθήκες της κοινωνίας και η ίδια η εξέλιξη
των σημερινών παιδιών καθόρισαν τις αλλαγές αυτές. Πιο επεξηγηματικά, οι χώροι
κοινωνικής ανάπυξης του παιδιού χαρακτηρίστηκαν από πολλαπλές λειτουργίες. Στην
αντίληψη των ατόμων, λειτούργησε ως χώρος αγωγής, αλλά τις περισσότερες φορές,
και ως χώρος κοινωνικοποίησης των παιδιών τους. Το γεγονός αυτό, αποτελεί
έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση, κυρίως ότι αφορά την κοινωνική ένταξη του
νηπίου στην κοινωνική ομάδα και στον ρόλο του κοινωνικού λειτουργό.
Συγκεκριμένα, βασικό στοιχείο της δομής κάθε κοινωνίας είναι η ομάδα. Η
έννοια της ομάδας ταυτίζεται με την έννοια της συνάθροισης ενός συνόλου ατόμων.
Σημείο αναφοράς για την ένταξη και συμμετοχή των ανθρώπων στις ομάδες είναι η
εκπλήρωση βασικών στόχων και σκοπών, οι οποίοι ίσως θα ήταν αδύνατο να
πραγματοποιηθούν αποκλειστικά από ατομικές, μεμονωμένες ενέργειες.
Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται η εννοιολογική προσέγγιση
της νηπιακής ηλικίας και των χαρακτηριστικών της. Στο δεύτερο κεφάλαιο, γίνεται
αναφορά για την κοινωνική ανάπτυξη του νηπίου και το πώς λειτουργεί το παιχνίδι
ως βασικό μέσο της διαδικασίας αυτής. Στο τρίτο κεφάλαιο, αναφέρεται η ομαλή
ένταξη του νηπίου στην κοινωνική ομάδα. Όσον αφορα τον ρόλο του κοινωνικού
λειτουργού, αναδεικνύεται στο τέταρτο κεφάλαιο, και λειτουργεί ως συνδετικός
κρίκος μεταξύ νηπιαγωγείου, οικογένειας και άλλων κοινωνικών φορέων και
υπηρεσιών με επίκεντρο το νήπιο και τις ανάγκες του. Συνεργάζεται συστηματικά και
προγραμματισμένα με τις οικογένειες των νηπίων, επιδιώκοντας τη θετική στάση της
οικογένειας απέναντι στο νήπιο και την ανάπτυξη υγιών ενδοοικογενειακών σχέσεων.
Με αφορμή την ανασκόπηση σε βιβλιογραφικές πηγές που αφορούν την
κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού στην νηπιακή ηλικία, παρατηρήθηκε ότι το
επίκεντρο του ενιδαφέροντος στρέφεται γύρω από τους άξονες των χαρακτηριστικών
της νηπιακής ηλικίας και της κοινωνικής του ένταξης στην κοινωνική ομάδα. Στο
πέμπτο κεφάλαιο αναφέρεαι αναλυτικά η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην
έρευνα. Σύμφωνα με τους παραπάνω άξονες, τέθηκε ο προβληματισμός ερευνητικά
με τον ρόλο που έχει ο κοινωνικός λειτουργός για την κοινωνική ανάπτυξη του
νηπίου.
9
Επιθυμώντας να γίνει μία εκτενής διερεύνηση αυτού του προβληματισμού,
προέκυψε το αντικείμενο της έρευνας, το οποίο είναι η ανάδειξη της σημαντικότητας
του ρόλου του κοινωνικού λειτουργού στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού στην
νηπιακή ηλικία και τους τρόπους με τους οποίους γίνεται πιο ομαλή η ένταξη του
στην κοινωνική ομάδα. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της
ποιοτικής έρευνας μαζί με τις προτάσεις και τις προτάσεις για μελλοντικές έρευνες.
Συνοπτικά, στην παρούσα εργασία θα γίνει προσπάθεια διερεύνησης:
- Η διερεύνηση σημαντικότητας του κοινωνικού λειτουργού στην κοινωνική
ανάπτυξη του παιδιού στην νηπιακή ηλικία
- Η διερεύνηση των τρόπων εκδήλωσης της σχέσης μεταξύ κοινωνικού
λειτουργού και οικογένειας, που συμβάλλου στην κοινωνική ανάπτυξη του
νηπίου
- Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ κοινωνικού λειτουργού και παιδαγωγού
ως προς την κοινωνική ανάπτυξη του νηπίου.
10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Χαρακτηριστικά νηπιακής ηλικίας
Κοινωνική ανάπτυξη
«Ο όρος κοινωνική ανάπτυξη αναφέρεται στην ικανότητα των παιδιών να
δημιουργούν και να διατηρούν ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις και
προσδιορίζει την ψυχική τους υγεία στο μέλλον» (Kupersmidt, Coie & Dodge, 1990).
«Η κοινωνική ανάπτυξη συνδέεται με την κοινωνική επάρκεια, η οποία αναφέρεται
στο βαθμό στον οποίο το παιδί έχει κατακτήσει την προσωπική του ανεξαρτησία και
κατέχει τις κοινωνικές δεξιότητες, ώστε να ανταποκριθεί σε δεδομένες κοινωνικές
καταστάσεις και να αλληλεπιδρά κοινωνικά με τους συνομιλήκους του»
(Χατζηχρήστου, Πολυχρόνη, Μπεζεβέγκης & Μυλωνάς, 2008).
Κοινωνική ομάδα
«Η κοινωνικότητα του παιδιού αναδεικνύεται από το γεγονός, ότι από την
γέννηση και σε όλη την διάρκεια της ζωής του δεν λειτουργεί ως ανεξάρτητη μονάδα,
αντίθετα προσδιορίζεται και λειτουργεί πάντα σε σχέση με το γενικότερο κοινωνικό
πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται. Το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο το χαρακτηρίζει η
ύπαρξη διαφόρων ομάδων, στις οποίες το άτομο εντάσσεται και συμμετέχει ενεργά,
το οποίο ονομάζεται κοινωνική ομάδα» (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Κοινωνική ένταξη
«Η διαμόρφωση των ατόμων και η μετάδοση αξιών και στάσεων συμβατών
με το πνεύμα και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της κοινωνίας ονομάζεται
κοινωνική ένταξη. Με την παραπάνω διαδικασία η οποία εξελίσσεται στα πλαίσια της
ομάδας, επιτυγχάνεται η αναπαραγωγή της κοινωνίας με τα βασικά εκείνα
χαρακτηριστικά που εξασφαλίζουν και την διαιώνιση της. Ο συνολικός αριθμός των
11
ομάδων εξαρτάται από την πολυπλοκότητα της οργάνωσης της κάθε κοινωνίας και
κοινότητας» (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Το παιδί των 24-36 μηνών, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η οντότητα της μητέρας
είναι εντελώς ξεχωριστή από την δική του και, ενώ, έχοντας σταθεροποιήσει την
εσωτερικευμένη μητρική εικόνα, μπορεί να αντιμετωπίσει την απουσία της μητέρας
και να ασχοληθεί με νέες δραστηριότητες. Σε αυτό το στάδιο η αίσθηση της
αποτελεσματικότητας του σε σχέση με τις νέες πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει και η
αποδοχή του ή μη απο τους άλλους που διαπιστώνεται από τις ανάλογες
ενθαρρύνσεις ή αποθαρρύνσεις, επιδρούν σημαντικά στη διαμόρφωση θετικής ή
αρνητικής αυτοεκτίμησης (Λεονταρή, 1998).
Ο Erikson (1963), θεωρεί το στάδιο αυτό, το οποίο ονομάζει «στάδιο
πρωτοβουλίας-ενοχής», σημαντικό, καθώς με την ανάληψη πρωτοβουλιών μεγαλώνει
η αυτονομία του παιδιού και συντελείται το πρώτο βήμα προς την ανεξαρτησία. Με
την ανάπτυξη των γνωστικών δεξιοτήτων στο παιδί η συμπεριφορά του γίνεται
σκόπιμη, ορίζεται από το ίδιο και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Στη φάση αυτή θέλει
να γνωρίσει τον κόσμο και επιδίδεται σε δραστηριότητες εξερεύνησης και
πειραματισμού. Αν αυτή η προσπάθεια υπονομευθεί από τους ενήλικες, το παιδί δεν
θα αναπτύξει το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης, αλλά θα αισθανθεί ενοχή για της
πρωτοβουλίες που αναπτύσσει. Το στάδιο πρωτοβουλίας – ενοχής συμπίπτει χρονικά
με την ανάπτυξη του Υπερεγώ. Αν το παιδί ενθαρρυνθεί στις προσπάθειες του αυτές,
τότε η αίσθηση πρωτοβουλίας θα αυξηθεί, ενώ, αν αποθαρρυνθεί, το συναίσθημα της
ενοχής θα επηρεάσει αρνητικά την αυτοεκτίμηση του (Λεονταρή, 1998).
Στην ηλικία των 3-5 ετών, ο «κατηγοριακός» εαυτός έχει πλήρως αναπτυχθεί και
έχουν τεθεί οι βάσεις για την ανάπτυξη της αυτοαντίληψης. Τα παιδιά
αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους με βάση εξωτερικά εμφανή χαρακτηριστικά, όπως
το φύλο, η ηλικία, το όνομα, εξωτερική εμφάνιση, προσωπικά αντικείμενα και
τυπικές συμπεριφορές. Οι χαρατηρισμοί που χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους είναι,
βέβαια, περιγραφικοί, ωστόσο, ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι παιδιά ηλικίας 3-4
ετών αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους περισσότερο σε σχέση με δραστηριότητες,
παρά με την σωματική και φυσική τους ύπαρξη (Keller, Ford & Meachum, 1978).
Σημαντικό στοιχείο που επηρεάζει την αυτοαντίληψη και την αυτοεκτίμηση των
παιδιών της ηλικίας των 3-6 ετών είναι και η απολυτότητα στην σκέψη. Πιστεύουν
ότι αν η επίδοση τους σε μια δραστηριότητα είναι «καλή», εξίσου «καλή» επίδοση θα
έχουν και σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι τα
12
παιδιά, 4 ετών, μπορούν να περιγράψουν τον εαυτό τους ως προς τα συναισθήματα
τις στάσεις και τις αξιολογήσεις της στιγμής. Οι περιγραφές τους μπορεί να ποικίλουν
ή και να διαφέρουν εντελώς από μέρα σε μέρα γιατί εξαρτώνται αποκλειστικά από τις
πιο πρόσφατες εμπείρίες (Λεονταρή, 1998).
Ο όρος κοινωνική ανάπτυξη αναφέρεται στην ικανότητα των παιδιών να
δημιουργούν και να διατηρούν ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις και
προσδιορίζει την ψυχική τους υγεία στο μέλλον (Kupersmidt, Coie & Dodge, 1990).
Η κοινωνική ανάπτυξη συνδέεται με την κοινωνική επάρκεια, η οποία αναφέρεται
στο βαθμό στον οποίο το παιδί έχει κατακτήσει την προσωπική του ανεξαρτησία και
κατέχει τις κοινωνικές δεξιότητες, ώστε να ανταποκριθεί σε δεδομένες κοινωνικές
καταστάσεις και να αλληλεπιδρά κοινωνικά με τους συνομιλήκους του
(Χατζηχρήστου, Πολυχρόνη, Μπεζεβέγκης & Μυλωνάς, 2008). Ερευνητικά
δεδομένα έχουν δείξει ότι η επαρκής κοινωνικές δεξιότητες, κατά την νηπιακή ηλικία,
αποτελούν προβλεπτικό παράγοντα για την μελλοντική σχολική επίδοση του παιδιού
και την ψυχολογική του προσαρμογή (Merrell, 1998).
Η είσοδος του παιδιού στην νηπιακή ηλικία και, κατ’ επέκταση στην κοινωνική
ομάδα, σηματοδοτεί μια σημαντική φάση της ζωής του, γιατί αρχίζει να καλλιεργεί
τις κοινωνικές δεξιότητές του, δημιουργεί και προσπαθεί ναδιατηρήσει φιλίες και
υιοθετεί νέες στάσεις απέναντι στα άλλα άτομα. «Η κοινωνική προσαρμογή του
νηπίου και οι διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσει βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση
από τον συναισθηματικό κόσμο του και την εμπιστοσύνη που έχει στις προσωπικές
ικανότητές του» (Λαλούμη-Βιδάλη, 2002 : 76).
Πρόσθετα, ήδη μέσα στην οικογένειά του έχει αποκτήσει μια σημαντική εμπειρία
ως μέλος μιας ομάδας και έχει έρθει σε επαφή με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις
του. Το συναισθηματικό κλίμα και οι συνθήκες που βιώνει το κάθε παιδί στην
οικογένειά του αντικατοπτρίζονται και στις σχέσεις με τους συμμαθητές του.
Συνοπτικά, μπορούμε να διακρίνουμε τους παρακάτω τύπους σχέσεων στο
νηπιαγωγείο:
13
1. Αμοιβαίες ίσες σχέσεις: η επιλογή της σχέσης γίνεται αμοιβαία και η σχέση
είναι ίση, γιατί τα παιδιά που σχετίζονται προτείνουν δραστηριότητες και
αποφασίζουν από κοινού γι’ αυτές.
2. Αμοιβαίες άνισες σχέσεις: τα παιδιά επιλέγουν αμοιβαία τη σχέση, αλλά
μόνο το ένα από αυτά έχει τον κυρίαρχο ρόλο σε αυτή. Το παιδί αυτό
χαρακτηρίζεται από πιο ανεξάρτητη ή εξουσιαστική συμπεριφορά και είναι
κυρίως υπεύθυνο για να προτείνει δραστηριότητες, χωρίς ωστόσο να υπάρχει
θετική επανατροφοδότηση στην πράξη του.
3. Αμοιβαίες προσωρινές σχέσεις: τα παιδιά αναπτύσσουν αμοιβαίες μεν
σχέσεις, που όμως, όταν κάποιο μέλος της σχέσης παύει να επιδιώκει επαφή, η
σχέση διακόπτεται.
4. Μονομερείς σχέσεις: κάποιο παιδί επιδιώκει μονομερώς την επαφή με
κάποιο άλλο και καταφέρνει να επιτύχει τη συχνή αλληλεπίδραση μαζί του, έτσι
ώστε να αναπτυχθεί μια στοιχειώδης σχέση.
5. Παιδιά χωρίς ιδιαίτερες σχέσεις με τους συνομηλίκους τους: τα παιδιά αυτά
παίζουν συνήθως μόνα τους, είτε γιατί το προτιμούν (ατομικές διαφορές) είτε
γιατί αδυνατούν να συντονίσουν από κοινού το παιχνίδι τους με κάποιο άλλο
παιδί (κοινωνικές δεξιότητες) (Αυγητίδου, 1996).
Είναι σημαντικό για το παιδί να αισθάνεται ότι αποτελεί μέλος της ομάδας της
τάξης του. Είναι εξίσου σημαντικό να συμμετέχει σε μικρές υποομάδες και να
συνεργάζεται με τα άλλα παιδιά είτε για την επίτευξη ενός κοινού στόχου είτε στο
πλαίσιο ενός παιχνιδιού. Η εργασία σε ομάδες αποτελεί την καταλληλότερη μέθοδο
συνεργατικής μάθησης και εφαρμόζεται σε μεγάλο βαθμό στο νηπιαγωγείο.
Εγκυμονεί, όμως, πολλούς κινδύνους εάν δε γίνει με την απαιτούμενη προσοχή και
επιμέλεια. Συχνά οι νηπιαγωγοί χωρίζουν τα παιδιά σε ομάδες με κριτήριο, για
παράδειγμα, τις διαφορετικές μαθησιακές τους ικανότητες (Αγγελάκη & Τζουβάρα,
2009).
Χωρίζουν, όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο και τους φίλους μεταξύ τους. Η στάση τους
αυτή προκύπτει από την πεποίθησή τους ότι οι φίλοι:
- εμποδίζουν την επίτευξη της εργασίας μιλώντας μεταξύ τους,
- θα αδιαφορήσουν και θα εστιάσουν την ώρα της εργασίας σε άλλα
προβλήματα δικά τους,
- θα εμποδίζουν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να προχωρήσουν την εργασία.
14
Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν αρκετοί νηπιαγωγοί, η συνεργασία σε ομάδες
που απαρτίζονται από φίλους, είναι αποδοτικότερη, επειδή τα παιδιά δουλεύοντας με
τους φίλους τους:
- αποκομίζουν ευχαρίστηση από τα σχολικά έργα,
- μαθαίνουν πιο γρήγορα,
- προσφέρουν κίνητρα ο ένας στον άλλο,
- συγκεντρώνουν την προσοχή τους στο συγκεκριμένο έργο,
- εξυπηρετούν την ανάγκη τους για συζήτηση, όπως συμβαίνει και στους
ενήλικες,
- ο θόρυβος την ώρα της εργασίας δεν είναι μεγαλύτερος όταν δουλεύουν με
φίλους. Εξάλλου, η ομαδική εργασία δε μπορεί να είναι σιωπηλή (Αγγελάκη &
Τζουβάρα, 2009).
15
Τα παιδιά αντιλαμβάνονται την επικοινωνία και την κατανόηση μέσα στην
οικογένεια. Θέλουν να αισθάνονται το ειλικρινές ενδιαφέρον, την αναγνώριση και
την παραδοχή από τους γονείς τους. Χρειάζονται τη συμβουλή και τη στήριξη των
γονιών του, όπως και την καθημερινή συζήτηση και επαφή με διάφορους τρόπους.
Μέσω του παιχνιδιού, της κουβέντας των δραστηριοτήτων, των συμβουλών, ακόμη
και της «σωστής» παρατήρησης τα παιδιά αντιλαμβάνονται την παρουσία και τον
ρόλο των γονιών τους (Μαρούδας, 2006).
Η ανάγκη των παιδιών για υπευθυνότητα προκύπτει μέσα από την οριοθέτηση
που θέτουν,κυρίως, οι γονείς αλλά και οι παιδαγωγοί, σε αυτή την ηλικία. Η λήψη
ερεθισμάτων από το περιβάλλον τους είναι πολύ σημαντικό. Για παράδειγμα, η
ανάγνωση ενός παραμυθιού, μια βόλτα στη φύση, η ενασχόληση με κάποιο παιχνίδι
αποτελούν για τα παιδιά τρόπο δημιουργίας σχέσεων και κοινωνικοποίησης τους.
Παράλληλα, μέσα από το παιχνίδι τα παιδιά υιοθετούν ρόλους, αποκτούν εμπειρίες
και εκφράζουν τον εαυτό τους και τις ικανότητες τους. Η υποστήριξη των
δυνατοτήτων τους και η ενίσχυση της προσωπικότητάς τους, τους κατοχυρώνει τη
θέση τους μέσα στην κοινωνική ομάδα (Σταθόπουλος, 1999).
Πολλές φορές οι γονείς κάνουν το λάθος να δίνουν στα παιδιά αλόγιστη
ελευθερία. Ο φόβος των γονέων μήπως οι περιορισμοί δημιουργήσουν στα παιδιά
απωθημένα οδηγεί στην απόλυτη ελευθερία, την οποία οι γονείς αντιλαμβάνονται ως
αγάπη προς αυτά. Αυτή η τακτική, όμως, μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς αντίθετα
αποτελέσματα και τα παιδιά να ξεφύγουν από τα όρια. Η οριοθέτηση της
συμπεριφοράς βοηθά το παιδί να κατανοήσει τους κανόνες που θέτουν οι γονείς και
με αυτό τον τρόπο τα παιδιά μεγαλώνουν έχοντας μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, σε
αντίθεση με αυτά στα οποία επιτρέπεται να συμπεριφέρονται ανεξέλεκτα. Η
πειθαρχία είναι σημαντική στην νηπιακή ηλικία, όσο κι αν στα παιδιά εμφανίζεται
σαν πρόβλημα. Η σταθερή πειθαρχία που αφορά σημαντικά ζητήματα δεν αποτελεί
απειλή για την προσωπικότητα του παιδιού, αλλά αντίθετα είναι μέρος της πορείας
του προς την αυτογνωσία (Σεφεριάδης, 2008).
Πολλές φορές τα παιδιά εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους και την αντίδρασή τους
σε κάτι με επιθετικό τρόπο. Η επιθετικότητα είναι μια έκφραση του θυμού για τη
ματαίωση ή την αναβολή εκπλήρωσης μιας ανάγκης ή μιας επιθυμίας. Μπορεί η
επιθετικότητα να υπάρχει ως ένστικτο, εκ γενετής, όμως το τι χαρακτήρα θα πάρει,
αφορά άμεσα το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού. Η αποδοχή
ή/και η επιβράβευση μιας επιθετικής τάσης από το περιβάλλον, η επίτευξη στόχων
16
μέσω αυτής μπορεί να συμβάλλουν στη διατήρηση του φαινομένου και στην ενήλικη
ζωή (Σεφεριάδης, 2008).
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η ικανοποίηση όλων των αναγκών των
παιδιών και όλων όσων έχουν να αντιμετωπίσουν σ’ αυτή την ηλικία είναι ευθύνη της
οικογένειας, του σχολείου και του κοινωνικού περίγυρου. Όλοι πρέπει να βοηθήσουν
το παιδί να αποκτήσει αυτήν την απαραίτητη υποδομή για την προσωπική του
ευτυχία και για ένα ομαλό πέρασμα στην επόμενη εξελικτική περίοδο, την σχολική ή,
αλλιώς, παιδική ηλικία (Σεφεριάδης, 2008).
Ποικίλες ερμηνείες έχουν αποδοθεί στην έννοια του εαυτού. Ορισμένες από τις
επικρατέστερες ερμηνείες ορίζουν τον εαυτό ως ψυχή, ως δραστηριότητα, ως
οργανωτή συνειδητών ή ασυνείδητων εμπειριών, ως ερμηνευτική υπόθεση παρά ως
οντολογική υπόσταση, ως εμπειρία συνειδητή ή ασυνείδητη ή ως συνεχή ροή
συνειδησιακών βιωμάτων. Παρόλο που οι παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις
17
αλληλοαναιρούμαι, , έχει γίνει αποδεκτό, πως η καθεμία από αυτές αναδεικνύει
διαφορετικές πλευρές του εαυτού, με αποτέλεσμα να συμπληρώνουν η μία την άλλη
(Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Η σύγχυση που επικράτησε ως προς την έννοια του εαυτού, οφείλεται σε
τέσσερις, κυρίως, παράγοντες:
Þ Στην έλλειψη ενός γενικά αποδεκτού ορισμού.
Þ Την ασάφεια ως προς τις συνιστώσες της έννοιας του εαυτού.
Þ Την χρήση ως συνωνύμων πολλών διαφορετικών όρων με κοινό
πρόθεμα τη λέξη «εαυτός», πχ «αυτο»-αντίληψη, «αυτο»-εκτίμηση,
«αυτο»-γνωσία.
Þ Την προτίμηση, από τους ερευνητές, όρων κοινής λογικής έναντι όρων
αυστηρά επιστημονικών.
Κατ’επέκταση, ανεξαρτήτως από τις αντιθέσεις μεταξύ των ερευνητών, ένας
γενικότερος παραδεκτός ορισμός της έννοιας του εαυτού είναι ο τρόπος με τον οποίο
το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του (Burns,1982, Rosenberg, 1986, Rogers,1996,
Combs & Snygg, 1959).
Σύμφωνα με τον Burns (1982), ο εαυτός είναι ένα σύνολο υποκειμενικά
αξιολογούμενων χαρακτηριστικών και συναισθημάτων, ενώ ο όρος σχετίζεται με
όλες τις πτυχές της άποψης του κάθε ατόμου.
Κατά τον Rosenberg (1986), η έννοια του εαυτού ορίζεται ως το «σύνολο των
σκέψεων και συναισθημάτων του ατόμου που αναφέρονται στον εαυτό του ως
αντικείμενο». Παρομοίως, στηρίζεται και ο Rogers (1996), ο οποίος χαρακτηρίζει την
έννοια του εαυτού ως «ένα οργανωμένο σχήμα αντιλήψεων του εαυτού». Οι Combs
και Snygg (1959), θεωρούν τον εαυτό ταυτόχρονα υποκείμενο-εγώ και αντικείμενο-
εμένα.
Τα τελευταία χρόνια, ευρέως αποδεκτή είναι η έννοια του εαυτού ως μια σύνθετη
εννοιολογική κατασκευή, η οποία περιλαμβάνει γνωστικές, συναισθηματικές και
συμπεριφοριστικές πτυχές. Ομόφωνη είναι, επίσης, η συμφωνία ότι δύο είναι οι
βασικές συνιστώσες της έννοιας του εαυτού: η αυτοαντίληψη ή, διαφορετικά,
αυτοεικόνα και η αυτοεκτίμηση ή, αλλιώς, σφαιρική αυτοαξία (Μπότσαρη, 2001).
Η αυτοαντίληψη αποτελεί την γνωστική πλευρά της έννοιας του εαυτού και
εκφράζει την περιγραφή ή την πεποίθηση του ατόμου για τον εαυτό του. Η
18
αυτοεκτίμηση αποτελεί την συναισθηματική πλευρά και εκφράζει τη σφαιρική άποψη
του ατόμου για την αξία του (Μπότσαρη,2001).
Η αυτοεκτίμηση και η αυτοαντίληψη συνθέτουν μία από τις τέσσερις κατηγορίες
που δημιουργούν το πλαίσιο της ψυχοκοινωνικής επάρκειας, μαζί με τις
αυτορρύθμιση- αυτοέλεγχο, κινητοποίηση και επίλυση προβλημάτων, αλλά και την
κοινωνική επάρκεια (Μπότσαρη, 2001).
Στην νηπιακή ηλικία, έτη 3 έως 6, οι αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού και οι
κατακτήσεις του στη διάρκεια αυτής της αναπτυξιακής περιόδου είναι από τις πιο
σημαντικές. Το παιδί κινείται άνετα στο χώρο του, σκέφτεται «πρωτόγονα» μεν αλλά
λογικά, αποκτά φίλους, ρυθμίζει και ελέγχει καλύτερα το συναίσθημα του,
επικοινωνεί γλωσσικά με το περιβάλλον του, και στο τέλος αυτής της περιόδου, έχει
όλα τα εφόδια που θα του επιτρέψουν να ξεκινήσει το σχολείο (Δαρδάνος &
Χατζηχρήστου, 2011).
Το παιδί των 3-6 ετών διακρίνεται για την άνεση με την οποία πλέον κινείται στο
χώρο και για την ποικιλία αυτών των κινήσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο
παιχνίδι του και του προσδίδει μια αίσθηση σιγουριάς και θετικής αυτοεικόνας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πρώιμη αυτή ηλικία αρχίζει να σχηματίζεται και να
εγκαθιδρύεται ο σωματότυπος του παιδιού. Πιο συγκεκριμένα, ένα νήπιο με
συμμετρικές διαστάσεις ή ένα εύσωμο νήπιο είναι πολύ πιθανό να έχει παρόμοια
εμφάνιση και στην ενήλικη ζωή. Συνεπώς, χρειάζεται προσοχή στην παροχή και
λήψη τροφής από το νήπιο, το οποίο μπορεί να οδηγηθεί σε παχυσαρκία, από την
επίμονη και υπερβολική φροντίδα των γονέων (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Ο τομέας αυτός χαρακτηρίζεται από τις πιο εμφανής και έντονες αλλαγές.
Παρατηρείται ότι το νήπιο αρχίζει, όσον αφορά τον τομέα γνωστικών λειτουργιών, να
μοιάζει στον ενήλικα. Ευκρινώς η νόηση του υστερεί, κυρίως ποιοτικά, συγκριτικά με
19
του ενήλικου ατόμου. Αναλυτικότερα, το νήπιο χρησιμοποιεί προ-έννοιες, δηλαδή
ατελείς έννοιες, με τι οποίες αντιπροσωπεύει εσωτερικά πρόσωπα, πράγματα και
καταστάσεις. Επίσης, κατηγοριοποιεί αντικείμενα, κυρίωε, με βάση τα λειτουργικά,
και όχι τα εννοιολογικά τους, χαρακτηριστικά και προβαίνει σε συλλογισμούς με την
διαδικασία του αναλογικού συλλογισμού, δηλαδή μεταβαίνει νοητικά από το μερικό
στο μερικό, συχνά με αυθαίρετες προεκτάσεις της σκέψης του. Για παράδειγμα, με
βάση την παρατήρηση ότι «ο μπαμπάς φοράει αδιάβροχο», το νήπιο βγάζει το
συμπέρασμα ότι έξω βρέχει, γεγονός το οποίο μπορεί να συμβαίνει, αλλά όχι
απαραίτητα (Γαλανάκη, 2003).
Ωστόσο, ανεξάρτητως από την πρώιμη διαδικασία της σκέψης, το νήπιο
εμπλέκεται για πρώτη φορά σε βασικά λογικές διαδικασίες. Πιο επεξηγηματικά, το
ίδιο βάζει τον κόσμο του σε μία τάξη με βάση τις προ-έννοιες και την
κατηγοριοποίηση και προβαίνει σε λογικές, τουλάχιστον φαινομενικά, δηλώσεις με
βάση το αναλογικό συλλογισμό. Μάλιστα, μεταξύ του πέμπτου με έκτου έτος του
κατορθώνει να αντιληφθεί ότι ένα αντικείμενο εξακολουθεί να είναι το ίδιο παρά τις
τυχόν εξωτερικές του μεταβολές. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «γνωστική
διατήρηση», κατά το οποίο, για παράδειγμα, το νερό σε ένα ποτήρι παραμένει ίδιο,
ως προς την ποσότητα, ακόμα και αν μεταφερθεί σε άλλο ποτήρι διαφορετικού
σχήματος (Γαλανάκη, 2003).
20
αναφέρεται περισσότερο για το αρσενικού φύλο. Το αγόρι, στην ηλικία των
τεσσάρων ετών, αρχίζει να αποκτά ένα είδος σεξουαλικής προσκόλλησης με την
μητέρα του και βλέπει τον πατέρα του σαν αντίζηλο. Συγχρόνως, συνειδητοποιεί ότι ο
πατέρας είναι δυνατός και απειλητικός, σε σημείο να ευνουχίζεται το αγόρι, το οποίο,
κατά αυτόν τον τρόπο, βιώνει μια σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία του να έχει τη
μητέρα και το φόβο για τον δυνατό πατέρα (Γιωσαφάτ, 2010).
Εν τέλει, το δημιουργούμενο άγχος μειώνεται με τη διαδικασία της ταύτισης,
σύμφωνα με την οποία, το αγόρι ενσωματώνει την εικόνα του πατέρα και προσπαθεί
να ταιριάξει τη δική του συμπεριφορά με την πατρική εικόνα. Μια, επίσης,
παράλληλη διαδικασία ακολουθείται από το κορίτσι, παρόλο που δεν υπάρχει η
ανησυχία του ευνουχισμού, ταυτίζεται με την μητέρα (Γιωσαφάτ, 2010).
Στη συνέχεια, στη θεωρία του Erikson, η ηλικία τεσσάρων έως έξι ετών
εκπροσωπείται από το στάδιο της πρωτοβουλίας σε αντιδιαστολή με την ενοχή. Όπως
δηλώνεται από τον όρο, το νήπιο, αφού περάσει επιτυχώς από το στάδιο της βασικής
εμπιστοσύνης και της αυτονομίας, αρχίζει να αναλαμβάνει πλέον πρωτοβουλίες για
προγραμματοποίηση σχεδίων και επίτευξη στόχων. Με εφόδιο τις νέες γνωστικές του
ικανότητες, το παιδί επιχειρεί καινούργια πράγματα, σε μια περαιτέρω προσπάθεια να
ανακαλύψει τον κόσμο γύρω του. Ο κίνδυνος, στο σημείο αυτό, είναι ότι αφενός το
νήπιο μπορεί να το επιχειρεί σε υπερβολικό βαθμό, αφετέρου οι γονείς να θέσουν
υπερβολικούς περιορισμούς στις δραστηριότητες του παιδιού. Σε μια τέτοιοι είδους
περίπτωση είναι πιθανό ότι το παιδί θα μεταφέρει την αρνητική εμπειρία σε
μεταγενέστερες φάσεις, δηλαδή θα απέχει από σχεδιασμούς και πρωτοβουλίες, κάτω
από το βάρος αισθημάτων ενοχής (Γιωσαφάτ, 2010).
Μία επιπλέον σημαντική κατάκτηση του νηπίου, είναι η κατανόηση του φύλου
στο οποίο ανήκει. Η διαδικασία αυτή περιγράφεται από θεωρίες, όπως η θεωρία της
κοινωνικής μάθησης, όπου το παιδί μιμείται την συμπεριφορά του γόνεα του ίδιου
φύλου και ενισχύεται για αυτή την συμπεριφορά, και η ψυχαναλυτική θεωρία, όπου
το παιδί ταυτίζεται με το γονέα του ίδιου φύλου, ξεπερνώντας το Οιδιπόδειο
σύμπλεγμα. Επαρκέστερη φαίνεται να είναι η γνωστική-εξελικτική θεωρία του
Kohlberg, σύμφωνα με την οποία, το νήπιο αρχικά κατανοεί ότι το φύλο είναι
σταθερό χαρακτηριστικό και δεν μεταβάλλεται και, έπειτα, αρχίζει να υιοθετεί
συμπεριφορές που ταιριάζουν με αυτή την αντίληψη (Γιωσαφάτ, 2010).
21
1.3.5.Ψυχοκοινωνική ανάπτυξη στην νηπιακή ηλικία
22
αντιδραστικότητα, η υπερβολική ζωηρότητα. Παρόλο που υπάρχουν μεγάλες
ατομικές διαφορές μεταξύ των νηπίων στα χαρακτηριστικά αυτά, θέτονται οι εξής
δύο αρχές:
ü Η «τιμωρία» δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη με την «παράβαση» του
παιδιού,
ü Οι κανόνες/περιορισμοί δεν μπορούν να είναι υπερβολικοί ως προς την
τήρηση τους από το νήπιο.
Εξάλλου, οι γονείς δεν χρειάζεται να περιμένουν την εφηβεία των παιδιών τους
για να γίνουν διαλεκτικοί. Μπορούν να εξηγήσουν και στο νήπιο για ποιο λόγο
ζητούν κάτι και γιατί πρέπει να γίνει. Μια συναφής γονεική τακτική είναι να
επισημάνουν στο παιδί τις συνέπεις των πράξεων του στους άλλους. Η
διαλκεκτικότητα στη γονεική συμπεριφορά και επισήμανση των συνεπειών είναι δύο
στοιχεία που συνδέονται με την ενίσχυση του αλτρουισμού στο παιδί (Δαρδάνος &
Χατζηχρήστου, 2011).
23
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Κοινωνική ανάπτυξη του
νηπίου
24
2.1.1. Η σημασία της αυτοεκτίμησης στην νηπιακή ηλικία
Πληθώρα ερευνών έχει αποδείξει την κοινή πλέον πεποίθηση ότι η υψηλή
αυτοεκτίμηση είναι πολύ σημαντική και επηρεάζει με θετικό τρόπο την ανάπτυξη του
ατόμου. Στα παιδιά, στο επίπεδο της αυτοεκτίμησης, επιδρά σε πολλούς τομείς τις
προσωπικότητας τους, με κυριότερους την νόηση, την κοινωνική επάρκεια, αλλά και
την συναισθηματική ανάπτυξη (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Νόηση : Αν και δεν έχει αναδειχθεί ότι η αυτοεκτίμηση σχετίζεται άμεσα με τις
νοητικές λειτουργίες, ωστόσο, η ακαδημαικές επιδόσεις των παιδιών φαίνεται να
βελτιώνεται όσο το επίπεδο της αυξάνεται. Τα παιδιά που αισθάνονται καλά με τον
εαυτό τους επιμένουν περισσότερο στις εργασίες τους, όσο δυσκολές και αν
φαίνονται, λύνουν πιο εύκολα προβλήματα βρίσκοντας διαφορετικούς τρόπους, για
να το κατορθώνουν και ζητούν βοήθεια, όταν πιστεύουν ότι την χρειάζονται. Με
αυτές τις δεξιότητες τα καταφέρνουν πολύ εύκολα στο νηπιαγωγείο, ενώ συχνά οι
πιθανότητες τους για ακαδημαική επιτυχία μπορεί να είναι υψηλότερες από τις
αναμενόμενες για το νοητικός τους επίπεδο (Landy, 2009).
Kοινωνική επάρκεια : Τα παιδιά που έχουν θετική αυτοεκτίμηση νιώθουν
σίγουρα και ικανά για κοινωνικές επαφές και διαπροσωπικές σχέσεις, τις οποίες,
μάλιστα, ξεκινούν πολλές φορές τα ίδια. Εμφανίζουν κοινωνικές δεξιότητες ενώ
ταυτόχρονα αποφεύγουν συμπεριφορές που εκφράζουν άρνηση συμμόρφωσης σε
κανόνες, διεκδίκηση προσοχής και αποφυγή δημιουργίας φιλιών ή ένταξης σε
ομάδες. Όταν τα παιδιά δεν έχουν φιλικές σχέσεις, αλλά ούτε και αποδοχή από τους
συνομιλικούς τους και από τον κοινωνικό τους περίγυρο, τότε μειώνεται και η
αίσθηση αυτοαξίας τους, ενώ ταυτόχρονα ενδυναμώνεται η πεποίθηση τους, ότι δεν
αξίζουν την αγάπη, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση της αυτοεκτίμησης τους
(Landy, 2009).
Συναισθηματική ανάπτυξη: Με την χαμηλή αυτοεκτίμηση έχουν, επίσης,
συσχετιστεί το άγχος και η κατάθλιψη. Αισθήματα, όπως, η έλλειψη αυτοπεποίθησης,
η απαξίωση του εαυτού, αλλά και η απελπισία μπορεί να οδηγούν σε ψυχικές
διαταραχές, ενώ, αντιθέτως, η θετική αυτοεκτίμηση φαίνεται να σχετίζεται με
συναισθηματική ισορροπία και αίσθηση ευημερίας. Τα παιδιά με υψηλή
25
αυτοεκτίμηση, είναι πιο ικανά να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες, να διαχειριστούν
το στρες ή να προσαρμοστούν σε νέες καταστάσεις (Landy, 2009).
Αν και η αυτοεκτίμηση δεν έχει συσχετιστεί με μερικές περιοχές της ανάπτυξης
των παιδιών, όπως η κινητικότητα, η λεπτή κινητικότητα ή η γλώσσα, ωστόσο, το
παιδί που αισθάνεται καλά με τον εαυτό του, έχει περισσότερες πιθανότητες να
ενδιαφερθεί να δοκιμάσει νέες δραστηριότητες και να ζητήσει να μάθει τρόπους να το
καταφέρνει, με αποτέλεσμα να έχει και περισσότερες πιθανότητες υπεροχής σε
διάφορους τομείς της ανάπτυξης του (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
26
τον εαυτό του από εκείνη. Ο Αθανασίου αναφέρει ότι ο Piaget θεώρησε βασικότερη,
για την ανάπτυξη της έννοιας του εαυτού, την κατάσταση της έννοιας «μονιμότητα
των αντικειμένων» (Αθανασίου, 2007).
Σχετικά με τον σχηματισμό και την τελική διαμόρφωση του εαυτού, υπάρχουν
διάφορες αντίθετες απόψεις από τις σχεδόν πρώιμη συνείδηση του, μέχρι και την δια
βίου εξέλιξη του. Ο Αθανασίου αναφέρει, επίσης, ότι ο Rosenberg, διατύπωσε πως «
τα άτομα που έχουν αναπτύξη μια συγκεκριμένη εικόνα εαυτού στο πρώτο στάδιο της
ζωής του, εξακολουθούν να έχουν αυτή την εικόνα και αργότερα, ακόμα και αν έχουν
συντελεστεί ριζικές μεταβολές στον εαυτό τους». Την θέση αυτή στήριξε ο Anderson,
ο οποίος τόνισε ότι ο σπουδαιότερος χρόνος για την διαμόρφωση της αυτοαντίληψης
είναι ο πρώτος χρόνος της ζωής του παιδιού. Ο Stern, υποστήριξε ότι το βρέφος, από
τους πρώτους μήνες της ζωής του, «προγραμματισμένο» να διακρίνει και να
διαμορφώνει διαφορετικά σχήματα για τον εαυτό του και για τους άλλους,
συνειδητοποιεί τον εαυτό του σε πολύ μικρή ηλικία (Αθανασίου, 2007).
Αντίθετα, στις περισσότερες προσεγγίσεις εξέλιξης του εαυτού, η
συνειδητοποίηση φαίνεται να γίνεται σταδιακά. Ερευνητές ανέπτυξαν την θεωρία ότι
η αντίληψη του εαυτού υφίσταται συνεχής αλλαγές, καθώς δέχεται νέες πληροφορίες
από το κοινωνικό περίγυρο και, επομένως, δεν αποτελεί μια στατική συμπαγή
ενότητα (Αθανασίου, 2007).
Μια πιο ολοκληρωμένη ανάλυση της εξελικτικής πορείας που ακολουθεί η
διαμόρφωση του εαυτού βρίσκεται, κυρίως, μέσα στα κείμενα διαφόρων των
ψυχαναλυτών. Σύμφωνα με αυτούς, η συνειδητοποίηση του εαυτού ως ξεχωριστής
οντότητας από τα υπόλοιπα αντικείμενα, εξελίσσεται παράλληλα με το «εγώ», και,
ταυτόχρονα, με την διάκριση του «άλλου». Η εξέλιξη αυτή δεν γίνεται αυτόνομα,
αλλά σταδιακά, ενώ το καθοριστικό διάστημα είναι εκείνο των πρώτων μηνών της
ζωής του παιδιού (Αθανασίου, 2007).
Η έννοια της αυτοαντίληψη αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης , όχι μόνο για τους
ψυχολόγους , αλλά και για τους ερευνητές άλλων κατευθύνσεων. Ο μεγάλος αριθμός
ορισμών της αυτοαντίληψης αποδεικνύει όχι μόνο την πολυπλοκότητα της έννοιας,
αλλά και την ιδιαίτερη σημασία της. Ένας από τους πρωτοπόρους, στην μελέτη της
27
έννοιας της αυτοαντίληψης ήταν ο James, ο οποίος διέκρινε δύο πλευρές του εαυτού,
το « Εγώ» και το «Εμένα», δηλαδή τον εαυτό ως υποκείμενο που γνωρίζει, ενεργεί
και αισθάνεται, και τον εαυτό ως αντικείμενο της εμπειρίας (Γαλανάκη, 2003). To
«Εγώ» είναι η πλευρά του εαυτού που είναι υπεύθυνη για την κατασκευή του
«Εμένα», το οποίο, με την σειρά του, διέκρινε στον «σωματικό» και τον «κοινωνικό»
εαυτό (Γαλανάκη, 2003).
Η αυτοαντίληψη έχει επίσης οριστεί ως «το σύνολο των πεποιθήσεων, στάσεων
και αξιολογήσεων του ατόμου για τον εαυτό του, οι οποίες αφορούν σε όλες τις
πλευρές τις προσωπικότητας του», καθώς και ως «η αναπαράσταση της γνώσης του
εαυτού μας» (Kihlstrom & Klein, 1997). Με άλλα λόγια, η αυτοαντίληψη αποτελεί
ένα είδος αξιολόγησης που κάνει, και συνήθως διατηρεί, το άτομο για τον εαυτό του
σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα, χαρακτηριστικά, τις εμπειρίες και τις δραστηριότητες
του. Εκφράζει την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία προς τον εαυτό και φανερώνει
τον βαθμοί στον οποίο το άτομο πιστεύει ότι είναι ικανό, σημαντικό, επιτυχημένο και
αξιόλογο (Zentner & Renault, 2007).
Η αντίληψη που έχει το άτομο για τον εαυτό του διαμορφώνεται μέσα από τις
εμπειρίες του. Οι εμπειρίες αυτές προέρχονται από την επαφή με το περιβάλλον και
επηρεάζεται σημαντικά από τις κρίσεις των σημαντικών άλλων, τον ενισχύσεων που
τυχόν λαμβάνει το άτομο και των στοιχείων της προσωπικότητας του (Marsh, 1990).
Σύμφωνα με τον Epstein (1973), η αυτοαντίληψη συμβάλλει:
ü Στην διατήρηση μιας θετικής εικόνας για τον εαυτό,
ü Στην διατήρηση της συναισθηματικής ισορροπίας του ατόμου,
ü Στην οργάνωση της εμπειρίας του ατόμου.
28
και, κυρίως, μέσα από τον «σημαντικό» και κοντινό του περίγυρο. Το γεγονός ότι
η αυτοαντίληψη «μαθαίνεται», σημαίνει ότι:
- Έχει μεγάλη δυνατότητα εξέλιξης.
- Λόγω των προηγούμενων και παροντικών αντιλήψεων για τον εαυτό, τα
άτομα αντιλαμβάνονται διαφορετικά των εαυτό τους σε σχέση με το πως τον
θεωρούν οι άλλοι.
- Τα άτομα αντιλαμβάνονται διαφορετικές πλευρές του εαυτού τους, σε
διαφορετικές στιγμές.
- Οι εμπειρίες, που έρχονται σε αντίθεση με τις απόψεις του ατόμου για τον
εαυτό του, διαμορφώνουν μία πολύ δύσκαμπτη αυτοαντίληψη.
30
και εν μέρει από την σύγκριση της ατομικής του επιδόσεις με τον μέσο όρο
της επίδοσης των άλλων νηπίων (Marsh & Hau, 2003).
31
- Να υπερασπίζεται τα δικαιώματα του,
- Να σέβεται και να νοιάζεται για το περιβάλλον του νηπιαγωγείου
- Να αναγνωρίζει την σημασία των κοινωνικών κανόνων
- Να ελέγχει την συμπεριφορά του
- Να χρησιμοποιεί δεξιότητες σκέψης (Bradley, 2009).
32
να αναλογιστούν τις ανάγκες και τα συναισθήματα των άλλων (Δαρδάνος &
Χατζηχρήστου, 2011).
Στην νηπιακή ηλικία η προκοινωνική συμπεριφορά αρχικά στηρίζεται, κυρίως,
στην παρατήρηση και υιοθέτηση ανάλογων προτύπων των ενηλίκων και, αργότερα,
ενισχύεται περαιτέρω από την ανάπτυξη της ικανότητας για ενσυναίσθηση και
κατανόηση της οπτικής και των συναισθημάτων των άλλων. Εκτός από την ηλικία,
σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη προκοινωνικών δεξιοτήτων διαδραματίζει και το
είδος την πειθαρχίας που εφαρμόζεται στην οικογένεια. Όσο πιο «τιμωρητικοί» και
«αυστηροί» είναι οι γονείς, τόσο πιο χαμηλά επίπεδα κατανόησης και αντίληψης των
συναισθημάτων και της οπτικής του άλλου, υιοθετούν τα παιδιά στις κοινωνικές τους
επαφές (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
33
Η ασφαλής προσκόλληση : Τα παιδιά που έχουν αναπτύξει μια ασφαλή
συναισθηματική σχέση με έναν από τους δύο γονείς, ή και με τους δύο, νιώθουν
λιγότερο άγχος όταν τους αποχωρίζονται, αισθάνονται την ασφάλεια ότι δεν τα έχουν
εγκαταλείψει και ότι θα επιστρέψουν σύντομα. Επίσης, όταν νιώθουν φόβο ή απειλή,
γνωρίζουν ότι οι γονείς είναι πάντα διαθέσιμοι και έτοιμη να ανταποκριθούν στις
ανάγκες τους και ότι αποτελούν μια ασφαλή βάση στην οποία επιστρέφουν προς
αναζήτηση προστασίας, υποστήριξης και ανακούφισης από τα δυσάρεστα
συναισθήματα (Schneider, Atkinson & Tardiff, 2001).
Η ανασφαλής προσκόληση : Το συναίσθημα που χαρακτηρίζει αυτό τον τύπο
προσκόλλησης είναι η ανασφάλεια που αισθάνονται τα παιδιά κάθε φορά που
απομακρύνονται από τους γονείς τους, ακόμα και για μικρό χρονικό διάστημα. Αυτο
το αρνητικό συναίσθημα είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας της μητέρας ή του πατέρα
να ανταποκριθούν στις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού άμεσα και ουσιαστικά.
Τα παιδιά με ανασφαλή δεσμό είναι πιθανό να μην αισθάνονται σιγουριά και
ασφάλεια ακόμα και όταν η μητέρα ή ο πατέρας είναι παρόντες, καθώς δεν
αισθάνονται βεβαιότητα σχετικά με την φυσική ή συναισθηματική διαθεσιμότητα των
γονέων (Schneider, Atkinson & Tardiff, 2001).
Η προσκόλληση αποφυγής : Τα παιδιά που βιώνουν προσκόλληση αποφυγής,
όταν κληθούν να επιλέξουν μεταξύ ενός γονέα και ενός ξένου προσώπου, δεν θα
ανταποκριθούν αμέσως, καθώς δεν ξέρουν ποιος από τους δύο μπορεί να τους
προσφέρει συναισθηματική ασφάλεια. Αυτό συμβαίνει πιο συχνά, όταν το παιδί
νιώθει παραμελημένο ή εαν έχει υποστεί κάποια μορφή βίας ή κακοποίησης. Τα
παιδιά που λαμβάνουν μηδενική ή αρνητική ενίσχυση από τους γονείς όταν ζητούν
βοήθεια, σταδιακά τείνουν να αποφεύγουν να το κάνουν, ενώ συνήθως υιοθετούν
παρόμοια συμπεριφορά και στην ενήλικη ζωή τους, καθώς έχουν μάθει να
αποφεύγουν όχι μόνο το συναισθηματικό δέσιμο αλλά και την έκκληση για στήριξη ή
βοήθεια (Schneider, Atkinson & Tardiff, 2001).
Το είδος της προσκόλλησης που έχει βιώσει το νήπιο, στα πρώτα χρόνια της ζωής
του, έχει βρεθεί ότι συνδέεται με χαρακτηριστικά της κοινωνικής προσαρμογής και
των σχέσεων του στην ενήλικη ζωή. Ειδικότερα, ο υγιής συναισθηματικός δεσμός με
τους γονείς ή με άτομα που φροντίζουν το νήπιο που χαρακτηρίζεται από ζεστασιά,
φροντίδα, ασφάλεια και εμπιστοσύνη, δημιουργεί την συναισθηματική βάση για την
ανάπτυξη μετέπειτα εποικοδομητικών κοινωνικών, φιλικών και συντροφικών
σχέσεων. Έρευνες δείχνουν ότι η ασφαλής προσκόλληση ευνοεί την κοινωνική
34
επάρκεια των παιδιών, τα οποία έχοντας ως πρότυπο στις σχέσεις τους την
ενσυναίσθηση, την υπομονή, το μοίρασμα και την συγχώρεση, υιοθετούν αυτές τις
συμπεριφορές στις σχέσεις τους με τους άλλους (Bosquet & Egeland, 2006).
35
ένα ευρύ ρεπερτόριο εναλλακτικών κοινωνικών αντιδράσεων, να γνωρίζου τι είναι
κοινωνικά «σωστό» σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και να αντιδρούν με τρόπο
αποδεκτό από τους άλλους. Οι συμπεριφορές που είναι αναμενόμενος στις κοινωνικές
επαφές των παιδιών με το περιβάλλον τους, αποτελούν τις κοινωνικές δεξιότητες
(Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Συχνά, οι όροι «κοινωνική επάρκεια» και «κοινωνικές δεξιότητες»,
χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, ωστόσο, οι δύο έννοιες δεν είναι ταυτόσημες. Με τον
όρο «κοινωνική επάρκεια» ορίζεται η ικανότητα του ατόμου να αλληλεπιδρά σε ένα
δεδομένο κοινωνικό πλαίσιο με τρόπο κοινωνικά αποδεκτό, λειτουργικό και μη
επιβλαβή για τους άλλους. Η κοινωνική επάρκεια είναι μια πολυδιάστατη έννοια, η
οποία περιλαμβάνει συμπεριφοριστικά, γνωστικά και συναισθηματικά στοιχεία, τα
οποία είναι απαραίτητα για επιτυχή κοινωνική προσαρμογή (Χατζηχρήστου,
Πολυχρόνη, Μπεζεβέγκης & Μυλωνάς, 2007). Πρόσθετα, οι κοινωνικές δεξιότητες
αποτελούν επιμέρους διάσταση της κοινωνικής επάρκειας. Έτσι, οι κοινωνικές
δεξιότητες είναι οι συγκεκριμένες συμπεριφορές που υιοθετεί το νήπιο για να επιτύχει
ένα αποτέλεσμα σε κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή να ενταχθεί σε μια ομάδα
συνομηλίκων, με τρόπο κοινωνικά αποδεκτό, ενώ η κοινωνική επάρκεια αποτελεί
κρίση ή αξιολόγηση του βαθμού στον οποίο το άτομο επιτυγχάνει το αποτέλεσμα
αυτό. Ένα νήπιο θεωρείται ότι διαθέτει επαρκείς κοινωνικές δεξιότητες, όταν
επιτυγχάνει να επικοινωνεί και να σχετίζεται ικανοποιητικά σε ένα ευρή φάσμα
κοινωνικών καταστάσεων (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Για τον όρο «κοινωνικές δεξιότητες» έχουν προταθεί πολλοί ορισμοί. Η
ενασχόληση αυτή θεωρείται ότι ξεκίνησε από τις έρευνες των Thorndike και Hunt για
την κοινωνική νοημοσύνη. Οι Korinek και Popp διαπίστωσαν ότι οι πιο πολλοί
ορισμοί αναφέρονται στις λεκτικές και μη λεκτικές συμπεριφορές, όπως λέξεις,
εκφράσεις προσώπου και πράξεις οι οποίες οδηγούν σε θετικά αποτελέσματα κατά
την κοινωνική συναναστροφή με συνομηλίκους και ενηλίκους. Οι Libert και
Lewinsohn (1973) όρισαν τις κοινωνικές δεξιότητες ως την ικανότητα του νηπίου
τόσο να εμφανίζει συμπεριφορές που ενισχύονται, θετικά ή αρνητικά, όσο και να
προλαμβάνει την εκδήλωση συμπεριφορών που τιμωρούνται από τους άλλους. Οι
κονωνικές δεξιότητες δεν είναι μόνο ένα σύνολο συμπεριφορών. Πρόκειται για
συμπεριφορές που βοηθούν το άτομο να καταλάβει και να προσαρμοστεί σε μία
ποικιλία κοινωνικών καταστάσεων. Ο Walker, επίσης, αναφέρει ότι οι κοινωνικές
δεξιότητες είναι το σύνολο των ικανοτήτων που επιτρέπουν στο άτομο να δημιουργεί
36
και να διατηρεί θετικές κοινωνικές σχέσεις συμβάλλουν στην αποδοχή του από τους
ομηλίκους και στην ικανοποιητική νηπιακή του προσαρμογή και του επιτρέπουν να
αλληλεπιδρά αποτελεσματικά με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον (Δαρδάνος &
Χατζηχρήστου, 2011).
37
σύνολο μιας ορισμένης κοινωνίας» (Cole & Cole, 2002). Στη διαδικασία της
κοινωνικοποίησης εμπλέκονται πολλά άτομα, όπως οι γονείς, τα αδέρφια, οι φίλοι.
Αλλά και θεσμοί, όπως το σχολείο καθοδηγούν το άτομο σε όλη τη διαδικασία της
κοινωνικοποίησής του μέσα από την εκπαίδευση, την αποδοχή ή την απόρριψη (Cole
& Cole, 2002).
Τα παιχνίδια αποκαλύπτουν αυτά τα μηνύματα που ο πολιτισμός χρειάζεται να
μας μεταδώσει. Ασκούν στο παιδί βαθιά επίδραση, προσδίδοντας του βασικές
δυνατότητες αφομοίωσης του πολιτισμού που ανήκει (κοινωνικοποιητικός ρόλος του
παιχνιδιού). Πολλοί ερευνητές, επίσης, υποστηρίζουν ότι το παιχνίδι αποτελεί
προπαρασκευή για τη μελλοντική του ζωή (προπαρασκευαστικός ρόλος του
παιχνιδιού). Σημαντικές ευκαιρίες για την εμπέδωση του κοινωνικοποιητικού και
προπαρασκευαστικού ρόλου του παιχνιδιού, προσφέρουν τα παιχνίδια ρόλων που
εντάσσονται στο θεατρικό παιχνίδι και στη δραματοποίηση. Στο πλαίσιο της
δραματοποίησης το παιδί:
ü «Βιώνει» τους κοινωνικούς ρόλους,
ü Μαθαίνει να υπακούει σε κανόνες,
ü Αφομοιώνει τα πρότυπα συμπεριφοράς των ενηλίκων-φορέων των ρόλων,
ü Ασκείται στη διαδικασία του κοινωνικού ελέγχου και στις καταστάσεις που
δημιουργούνται κατά τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης με τους άλλους,
όπως η κατάσταση συνεργασίας με τα παιδιά της ομάδας δραματοποίησης
(Giddens, 2002).
Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού το παιδί βρίσκεται σε μια διαρκή εναλλαγή της
πραγματικότητας του κόσμου και του κόσμου των παιχνιδιών. Αυτό φαίνεται
ξεκάθαρα στο συμβολικό παιχνίδι ρόλων, όπου τα παιδιά αφ’ ενός βιώνουν και
επεξεργάζονται την πραγματικότητα και αφ’ ετέρου δημιουργούν, μέσα από τη
μίμηση προτύπων και τη φαντασία τους, τους μελλοντικούς τους ρόλους. Όταν το
παιδί παίζει υιοθετώντας ρόλους διαφόρων προσωπικοτήτων, όπως του γίγαντα, του
κυνηγού, του δασκάλου και των μαθητών, του αστυνόμου και του οδηγού, καταφέρνει
να εξωτερικεύσει και να ανακαλύψει διάφορες τάσεις της εσωτερικής ψυχικής του
ζωής και να ανακατασκευάσει τις φανταστικές ιδέες που έπλαθε για ανθρώπους και
καταστάσεις (Piaget, 1979).
Το παιδί της προσχολικής ηλικίας αυτοεπιβεβαιώνεται και ασκεί εξουσία κατά τη
διάρκεια της αυτόνομης άσκησης των ρόλων που αναπαριστά στο παιχνίδι με τα άλλα
παιδιά ή με τα άλλα παιχνίδια - αντικείμενα. Έτσι, το παιδί μπορεί να επιλέξει να
38
είναι ο αρχηγός μιας ομάδας, ο διευθυντής της Τράπεζας, και να επιβάλλει τη θέλησή
του. Μπορεί, όμως, να συμμετέχει ενεργά στο παραπάνω παιχνίδι ως απλό μέλος της
ομάδας ή το μωρό της οικογένειας, γνωρίζοντας ότι σε μια άλλη ομάδα μπορεί να
αντιστραφούν οι ρόλοι και να γίνει ο «αρχηγός» (Κουρεντζής, 2008).
Το παιδί σταδιακά εισάγεται με το παιχνίδι στην κοινωνική ζωή, πράγμα που έχει
γι’ αυτό μεγάλη σημασία. Για να μπορέσει να ζήσει μια χαρούμενη ζωή, για να γίνει
ικανό να προσαρμόζεται στην κοινότητα όπου ζει, να δημιουργήσει σχέσεις με
άλλους, να σέβεται τα δικαιώματά του και τις προτιμήσεις, να παραδέχεται τις
απόψεις του, τους περιορισμούς της ομάδας, πρέπει να μάθει στην κατάλληλη στιγμή
της ωρίμανσής του να συνάπτει κοινωνικές σχέσεις. Αν ένα παιδί απασχολείται με
ένα παιχνίδι που απαιτεί συνεργασία με ένα άλλο, τότε διευκολύνεται η εξοικείωση
του παιδιού στον κοινωνικό τομέα με φυσικό τρόπο, γιατί το κίνητρο για να παίζει
και να προκαλέσει το συνεργάτη του, προέρχεται από το δικό του ενδιαφέρον και την
προσωπική επιλογή (Γκαράνη, 2008).
Έτσι γίνεται η πρώτη επαφή, ο πρώτος διάλογος. Με την επανάληψη των επαφών
αυτών μέσα στα παιχνίδια, τα παιδιά δημιουργούν την πρώτη ομάδα. Αργότερα
μαθαίνουν πως αν θέλουν να γίνουν αποδεκτά από την ομάδα «οφείλουν να σέβονται
τους άλλους, να συνεργάζονται με άλλους, να αλληλοβοηθούνται, να δείχνουν
κατανόηση, να έχουν κοινωνική ευθύνη, αυτοπειθαρχία, υπομονή, να ακούνε
προσεκτικά τις απόψεις των συμπαικτών τους. Με λίγα λόγια πρέπει να αρχίσουν να
μαθαίνουν, να εξοικειώνονται και να τηρούν τις ηθικές αξίες, με τη βοήθεια και τον
παραδειγματισμό από τον/την παιδαγωγό τους» (Polunsy & Follete, 1995). Σύμφωνα
με όλα τα προηγούμενα, το παιχνίδι αναδεικνύεται άριστο μέσο αγωγής, για να
χαρίσει στο παιδί την ομαλή, μελλοντική του ένταξη στην κοινωνία (Κατσάνου,
2012).
Το παιχνίδι λοιπόν βοηθάει στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, στην
ικανότητα δηλαδή να συμβιώνει με τα άλλα παιδιά γνωρίζοντας ποια είναι τα όριά
του. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται μια επαφή με συνομήλικα παιδιά και
ιδιαίτερα σε ώρες ελεύθερου παιχνιδιού όπου μια ευρεία γκάμα κοινωνικών
ικανοτήτων μπορούν να εξασκηθούν, να αναλυθούν και να αυτο-διδαχθούν. Τέτοιες
κοινωνικές ικανότητες είναι η συνεργασία, το μοίρασμα, η λεκτική επικοινωνία, η
επίλυση συγκρούσεων. Μέσα από τα παιχνίδια τα παιδιά μπορούν να αναπτύξουν το
σεβασμό προς τους κανόνες, να αποκτήσουν αυτο-πειθαρχία και εκτίμηση για τις
39
διαφορετικές συμπεριφορές και πεποιθήσεις παιδιών άλλων λαών (Καραπάτσια,
2012).
40
ίσως ζητήσουν κάποιο παιχνίδι από κάποιο άλλο παιδί (Δημητρίου -
Χαντζηνεοφύτου, 2001).
Η δεύτερη κατηγορία είναι το παράλληλο ομαδικό όπου τα παιδιά βρίσκονται
στον ίδιο χώρο και ασχολούνται με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο αυτό το είδος
εμφανίζεται στο τέταρτο έτος της ηλικίας του παιδιού (Αντωνιάδης, 1994). Ωστόσο
δεν ανταλλάσσουν κουβέντες και η αλληλεπίδρασή τους είναι ελάχιστη. Έρευνες
έχουν δείξει ότι το παράλληλο παιχνίδι αποτελεί την πιο συχνή μορφή παιχνιδιού των
παιδιών προσχολικής ηλικίας (Δημητρίου - Χαντζηνεοφύτου, 2001).
Τέλος, το ομαδικό παιχνίδι είναι παιχνίδι στο οποίο συμμετέχουν πολλά παιδιά
μαζί και έχουν κοινούς στόχους εμφανίζεται στο τέταρτο έτος της ηλικίας του παιδιού
(Γκαράνη, 2008). Τα παιδιά δημιουργούν οργανωμένες ομάδες και ασχολούνται με
δραστηριότητες που περιλαμβάνουν προσποίηση ρόλων, δραματοποίηση
καταστάσεων ή φανταστικό παιχνίδι, κινητικά παιχνίδια και παιχνίδια κανόνων. Τα
παιδιά εκτελούν με συνέπεια τους ρόλους τους και υπάρχει συντονισμός (Δημητρίου
- Χαντζηνεοφύτου, 2001). Μέσα από αυτές τις δραστηριότητες τα παιδιά δείχνουν
την προτίμηση τους για την παρέα ορισμένων παιδιών και έτσι δημιουργούνται οι
πρώτοι δεσμοί φιλίας. Μέσα από αυτές τις φιλίες τα ίδια τα παιδιά θα ανακαλύψουν
ότι διαθέτουν κάποιες ιδιαίτερες αρετές. Έτσι δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους και τις
συγκρίνουν με τους συνομηλίκους τους, αποκτώντας αυτοπεποίθηση. Με το ομαδικό
παιχνίδι αναπτύσσονται, επίσης, σωματικές, και πνευματικές ικανότητες, ενώ
καλλιεργείται το αίσθημα της αλληλοβοήθειας, της συνεργασίας (Κυριαζοπούλου-
Βαληνάκη, 1977. Μπότσογλου, 2010). Συμμετέχοντας σε ομαδικά παιχνίδια, τα
παιδιά μαθαίνουν να είναι έτοιμα, να περιμένουν τη σειρά τους, να θυσιάζουν
ατομικές χαρές για το καλό της ομάδας τους. Τα ομαδικά παιχνίδια είναι βασικό
στοιχείο της σύγχρονης αγωγής και ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιεί για να
δημιουργηθούν στο παιδί αισθήματα στοργής και ανθρωπιάς για τους συνανθρώπους
του (Αντωνιάδης, 1994).
Τα είδη και οι κατηγορίες παιχνιδιών είναι πολλές. Όλες οι κατηγορίες
προσφέρουν ευκαιρίες στο παιδί για εκτόνωση, ευχαρίστηση, συναγωνισμό,
ανάπτυξη της φαντασίας και δημιουργικότητας. Τα παιδιά μαθαίνουν να αξιοποιούν
τα αντικείμενα, εξασκούνται στη μνήμη, κοινωνικοποιούνται και αναπτύσσουν τους
πρώτους φιλικούς δεσμούς. Το κάθε είδος βοηθά τα παιδιά να εκτονώσουν τη
συσσωρευμένη ενέργεια και να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματα τους (Κάππας,
2005).
41
Τα παιχνίδια διακρίνονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους σε: παιχνίδια
κίνησης, παιχνίδια συμβολικά, παιχνίδια κανόνων, παιχνίδια με αντικείμενα,
παιχνίδια θεατρικά, παιχνίδια με Η/Υ, παιχνίδια κοινωνικά, παιχνίδια κινητικά,
πνευματικά παιχνίδια, παιχνίδια μοναχικά, παιχνίδια ομαδικά, παιχνίδια παράλληλα
(Κάππας, 2005. Αντωνιάδης, 1994). Τα παιχνίδια είτε ατομικά είτε ομαδικά μπορούν
να ανήκουν σε πολλά από αυτά τα είδη ταυτόχρονα.
Η παιδαγωγική και λειτουργική αξία του παιχνιδιού για την ολόπλευρη και
ισόρροπη ανάπτυξη του νηπίου είναι αναμφισβήτητη. Η συμβολή του παιχνιδιού
στην ανάπτυξη του παιδιού είναι πολλαπλή και αποτελεσματική. Το παιχνίδι
ικανοποιεί την ανάγκη του νηπίου για κίνηση και αποτελεί ανεξάντλητη πηγή
μάθησης, φαντασίας και δημιουργικότητας. Επίσης, αποτελεί αναντικατάστατο μέσο
για την κοινωνικοποίηση του παιδιού. Μέσα από το παιχνίδι το παιδί ενισχύει σώμα
και πνεύμα και κοινωνικοποιείται (Carvey, 1990).
Στην αρχή, το νήπιο παίζει μόνο του, έπειτα συναντά τον συμπαίχτη του, πρώτα
ως εμπόδιο και στη συνέχεια ως συνεργάτη, και αργότερα οργανώνει τη δική του
ομάδα, ανακαλύπτει τους κανόνες των παιχνιδιών και υπακούει σε αυτούς. Το νήπιο
μέσα από το παιχνίδι ανακαλύπτει τον εαυτό του και τον κόσμο, οικοδομεί τη γνώση,
χαίρεται τη ζωή. Η έλλειψη του παιχνιδιού μπορεί να οδηγήσει σε σωματική,
πνευματική και ψυχική διαταραχή (Γκαράνη, 2008).
Το παιχνίδι έχει μεγάλη εκπαιδευτική σημασία, αφού είναι στενά συνδεδεμένο με
την άσκηση σώματος και πνεύματος. Κρατά το παιδί απασχολημένο είτε με το να
παρατηρεί τα απλά καθημερινά πράγματα, είτε με το να βρίσκει λύσεις σε πιο
σύνθετα προβλήματα (π.χ. η λύση ενός παζλ). Πολλές φορές το παιχνίδι χρησιμεύει
για τη μετάδοση νέων γνώσεων στα παιδιά και για τη διεύρυνση τους (Μαλαφάντης,
1990).
Επίσης, με το παιχνίδι τα παιδιά αποκτούν όνειρα και στόχους για τη μελλοντική
τους ζωή ως ενήλικες, όπως για παράδειγμα ασχολίες που θα ταίριαζαν στην ενήλικη
επαγγελματική τους καριέρα. Γίνεται, επίσης, φανερή η επιδίωξη του μιμητισμού των
αγαπημένων τους τηλεοπτικών ηρώων, μέσα από την ανάπτυξη του ενδιαφέροντός
τους προς την εργασία των ενηλίκων, προς την κοινωνική τους ζωή καθώς και σε
πολλές από τις πράξεις τους. Έτσι, το παιχνίδι αποτελεί μέσο για τη δημιουργία της
προσωπικότητας, η οποία αρχίζει να συγκροτείται από την παιδική ηλικία (Τσιαντζή,
1998).
42
Συνοψίζοντας, το παιχνίδι, ως κύριος σύμμαχος στην ανάπτυξη του ατόμου από
την παιδική του ηλικία, συμβάλλει αποφασιστικά στην ομαλή ανάπτυξη όλων σχεδόν
των πλευρών του ανθρώπου, χωρίς βέβαια να είναι μοναδικό αναπτυξιακό μέσο.
43
ατόμου είναι σαφώς η εκτεταμένη οικογένεια. Αντιθέτως, στο πλαίσιο του αστικού
περιβάλλοντος, το άτομο ανήκει σε ένα πλήθος ομάδων με ποίκιλες δραστηριότητες
και σκοπούς με συνέπεια την μείωση της επιρροής της οικογένειας και την αύξηση
της επιρροής των άλλων ομάδων(Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Είναι φανερό ότι το άτομο αν και μπορεί να ανήκει ταυτόχρονα σε πολλές
ομάδες, ορισμένες μόνο από αυτές είναι γι αυτό πιο σημαντικές. Άλλωστε στις
διάφορες φάσεις της ζωής, ο βαθμός της αφοσίωσης ανάλογα με την ιεράρχηση των
αξιών του και η επακόλουθη εξάρτηση του κάθε ατόμου από τις κοινωνικές ομάδες
στις οποίες μπορεί να συμμετέχει μπορεί να ποικίλλει (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου,
2011).
Κατά συνέπεια μπορεί κάποιος να επηρεάζεται από κάποια ομάδα πολύ
περισσότερο σε μια ορισμένη στιγμή της ζωής του και πολύ λιγότερό σε μια άλλη
χρονική στιγμή. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε άτομο περνάει από
συγκεκριμένα αναπτυξιακά στάδια, κατά τα οποία διαφοροποιούνται οι κοινωνικές,
συναισθηματικές λειτουργίες και ανάγκες τους. Αυτή η διαφοροποίηση τον οδηγεί
στην δραστηριοποίηση και συμμετοχή σε διαφορετικές ομάδες, οι οποίες κατά
κάποιο τρόπο ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του (Δαρδάνος
& Χατζηχρήστου, 2011).
Κάθε άτομο που ζει και αποτελεί μέρος μιας κοινωνίας κοινωνικοποιείται και
διαμορφώνεται στα πλαίσια ποικίλων κοινωνικών ομάδων. Υπάρχουν διάφορα είδη
μικρών ομάδων, όπως η οικογένεια, η ομάδα εργασίας, η φιλική παρέα, οι σύλλογοι.
3.1.1.Η οικογένεια
Ειδικότερα, από την γέννησή του έως και τα πέντε χρόνια της ζωής του, η
σχεδόν αποκλειστική και κυρίαρχη ομάδα που επηρεάζει την προσωπικότητα του
παιδιού είναι η οικογένεια. Η οικογένεια είναι η μικρότερη πληθυσμιακά κοινωνική
ομάδα, «η οποία διαφέρει από πολλές άλλες ομάδες κατά το ότι έχει μια
χαρακτηριστική δομή που την απαρτίζουν ξεχωριστοί ρόλοι ο πατέρας, η μητέρα, οι
γιοί και οι κόρες». Ενώ οι λειτουργίες που διασφαλίζονται από την οικογενειακή
ομάδα είναι σταθερές και συγκεντρώνονται γύρω από το φαγητό, τον ύπνο, την
ανατροφή των παιδιών και άλλες οικιακές ασχολίες, η κατανομή των ρόλων έχει
διαφοροποιηθεί και έχει υποστεί μεταβολές από τις αρχές του αιώνα (Δαρδάνος &
Χατζηχρήστου, 2011).
44
Όποιες και να είναι οι συνθήκες που διαμορφώνονται στην οικογένεια και
συμβάλλουν στην διαφοροποίηση των ρόλων, το σημαντικό είναι ότι τα μέλη και
κυρίως τα παιδιά, μέσω της οικογενειακής ομάδας παρατηρούν και συμμετέχουν
εξίσου σε ρόλους, είτε είναι δικοί τους, είτε αναλαμβάνουν τον ρόλο ενός μέλους της
οικογένειας. Με την παρατήρηση και την ανάληψη αυτών των ρόλων το παιδί αποκτά
πρόσβαση στη σχέση των ρόλων και κατά συνέπεια στην συμπεριφορά στους
κανόνες και τις αξίες της οικογενειακής ομάδας, με άλλα λόγια κοινωνικοποιείται
(Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Με τη λειτουργία της κοινωνικοποίησης που πραγματοποιείται στα πλαίσια
της οικογένειας, γίνεται δυνατή η μετάδοση αξιών, κανόνων και προτύπων
συμπεριφοράς. Η προβολή των προτύπων θα διαρκέσει για αρκετό μεγάλο χρονικό
διάστημα και θα επηρεάσει την ζωή των μελών μέχρι και την ενηλικίωση τους.
Συμπερασματικά, η οικογένεια είναι η πρώτη ομάδα στην οποία εντάσσεται το άτομο.
Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της συγκεκριμένης ομάδας είναι η αλληλεπίδραση
και η επικοινωνία μεταξύ των μελών, η οποία μεταξύ των άλλων εξυπηρετεί
βασικούς κοινωνικοποιητικούς στόχους και σκοπούς. Η μορφή και το είδος της
επικοινωνίας που υπάρχει μεταξύ των μελών της οικογένειας λειτούργει ως πρότυπο
αλληλεπίδρασης στις εξωοικογενειακές σχέσεις που θα δημιουργήσουν αργότερα τα
άτομα (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
3.1.2.Το σχολείο
Εκτός από την οικογένεια, μια δεύτερη ομάδα που επιδρά ουσιαστικά στη
συμπεριφορά του ατόμου μετά την ηλικία των πέντε ή έξι χρόνων είναι το σχολείο.
Το παιδί απομακρύνεται από το στενό περιβάλλον της οικογένειας και εισέρχεται στο
χώρο της οργανωμένης εργασίας και των ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων. Η
μονοκρατία της οικογένειας στα θέματα κοινωνικοποίησης αρχίζει να περιορίζεται
και μέρος της ευθύνης αναλαμβάνεται από τους άλλους φορείς και ομάδες αναφοράς,
με πυρήνα τη σχολική κοινότητα. Στα πλαίσια της σχολικής κοινότητας θα βρίσκεται
και θα εργάζεται με άλλα παιδιά, με τη διττή ιδιότητα: του μαθητή και του
συμμαθητή (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Ως μαθητής, έχει να αντιμετωπίσει ένα κοινό για όλους, πρόγραμμα ποικίλων
μαθήσεων. Ως συμμαθητής, έχει να αντιμετωπίσει και τις περισσότερες φορές να
επιλύσει μόνος του, ποικίλες διαφορές με τους συνομηλίκους του και νέες μορφές
45
αλληλεπίδρασης. Τα περισσότερα παιδιά στη σχολική ηλικία, φαίνεται να λαμβάνουν
σοβαρά υπόψη τους τη γνώμη του δασκάλου, ο οποίος λειτουργεί ως πρότυπο για
τους μικρούς μαθητές. Συγκεκριμένα παρατηρείται μια συνεχόμενη αυξανόμενη τάση
του παιδιού να αντιπαραθέτει στις απόψεις των γονέων για το τι είναι σωστό ή λάθος,
καλό ή κακό, αποδεκτό ή ανεπιθύμητο σε ποίκιλες καταστάσεις και τις απόψεις των
δασκάλων τους (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
Συμπερασματικά, η είσοδος του παιδιού στο σχολείο και η ένταξη του στις
ομάδες των συνομήλικων ταυτίζεται με την αλλαγή του κοινωνικού πλαισίου στο
οποίο δρα και αλληλεπιδρά το παιδί. Το νέο αυτό πλαίσιο εργασίας και
αλληλεπίδρασης θα συμβάλλει στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του και στη νέα
αντίληψη του εαυτού του (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
46
3.1.4.Η ομάδα εργασίας
Όταν το άτομο ενηλικιώνεται εισέρχεται στον εργασιακό χώρο. Το κοινωνικό
πλαίσιο αλληλεπίδρασης αλλάζει, καθώς το άτομο αναπτύσσει δραστηριότητες και
νέες διαπροσωπικές σχέσεις με τις ομάδες εργασίας. Στις ομάδες εργασίας η
δραστηριότητα των μελών αναπτύσσεται γύρω από το έργο, το οποίο καλούνται να
επιτελέσουν. Το έργο είναι το σημείο αναφοράς για την ομάδα. Για τη σωστή
διεκπεραίωση του έργου, υπάρχει ένα καθορισμένο και σαφές σχήμα επικοινωνίας
και καταμερισμού εργασίας, σύμφωνα με το οποίο αντιστοιχεί μια θέση, του
αρχηγού, του υφιστάμενου και ο αντίστοιχος τομέας εργασία στον οποίο καλύπτει να
αναπτύξει δραστηριότητα.
Κάθε άτομο καλείται να ακολουθεί ενδεδειγμένους κανόνες εργασιακής
συμπεριφοράς, οι οποίοι ορίζονται μέσω των εργασιακών σχέσεων με υφιστάμενους
και ανώτερους. Οι κανόνες αυτοί συμβάλουν στην διατήρηση μιας ομοιογένειας,
συμπόνιας και συνοχής, η οποία συμβάλλει στη διατήρηση και εξύψωση του κύρους
τόσο των μελών που αποτελούν την ομάδα εργασίας όσο και του εργασιακού τομέα,
στον οποίο εργάζονται. Οι αλληλεπιδράσεις και οι διαπροσωπικές επαφές μεταξύ των
μελών είναι ένα σημαντικό γεγονός μέσα στην ομάδα. «Το κάθε μέλος ανάλογα με
τις ικανότητες και τα συναισθήματα του, επιδρά στα άλλα και παράλληλα δέχεται τις
επιδράσεις των άλλων». Η ποιότητα των αλληλεπιδράσεων και το είδος των σχέσεων
που δημιουργούνται μεταξύ των μελών επηρεάζουν την ψυχική διάθεση για εργασία.
Συμπερασματικά, οι ομάδες εργασίας διαδραματίζουν ένα σημαντικό
κοινωνικοποιητικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου και την
προσωπική εξέλιξη (Δαρδάνος & Χατζηχρήστου, 2011).
47
περιλαμβάνει κάποιες δραστηριότητες, οι οποίες ενισχύουν την έννοια της
αυτοσυνειδησίας στα άτομα. Οι διαδικασίες αυτές είναι η από κοινού αντιμετώπιση
θεμάτων που έχουν σχέση με την ομάδα, η διεξαγωγή κοινών δραστηριοτήτων, η
ανάληψη πρωτοβουλιών και ευθυνών, οι οποίες είναι ανάλογες της θέσης που έχει το
κάθε άτομο στην ομάδα και η δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων επικοινωνίας και
αλληλεπίδρασης με τα υπόλοιπα μέλη (Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Η υιοθέτηση ομαδικών τρόπων συμπεριφοράς και σκέψης, δημιουργεί στα
άτομα την πεποίθηση ότι πραγματικά ανήκουν σε ένα χώρο, όπου είναι αποδεκτοί
από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες και ότι όλοι μαζί αποτελούν δυναμικό σύστημα,
μέσω του οποίου μπορεί κανείς να ταυτιστεί και να αποκτήσει αυτογνωσία και γνώση
των άλλων. Η απόκτηση αυτογνωσίας και γνώσης των άλλων αποτελεί σημαντικό
στοιχείο για τη σωστή λειτουργία της ομάδας (Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
3.2.2.Αλληλεξάρτηση
Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό που διακρίνει την ομάδα είναι η
αλληλεξάρτηση των μελών. Η έννοια της αλληλεξάρτησης υποδηλώνει την ύπαρξη
ενός δεσμού, μιας εξάρτησης μεταξύ των ατόμων, η οποία ενισχύεται από την
αμοιβαία ικανοποίηση αναγκών και την εκπλήρωση στόχων.
Το πρώτο κριτήριο για την ένταξη των ατόμων σε μια ομάδα είναι η
ικανοποίηση αναγκών τους. Οι ανάγκες αυτές μπορεί να είναι συναισθηματικές,
κοινωνικές, ψυχολογικές και αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα ανάλογα με το ηλικιακό
στάδιο, το οποίο βρίσκεται ο άνθρωπος.
Το δεύτερο κριτήριο από τη στιγμή που το άτομο εντάσσεται στην ομάδα και
αποτελεί λειτουργικό μέλος της, είναι η εκπλήρωση κάποιων βασικών στόχων και
σκοπών. Οι στόχοι αυτοί μπορεί να περιλαμβάνουν την ανάγκη του ατόμου για
κοινωνική καταξίωση, οικονομική ανέλιξη, επαγγελματική αποκατάσταση. Βέβαια οι
στόχοι διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος της ομάδας στην οποία έχει ενταχθεί
το άτομο(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Η εξάρτηση και η σχέση μεταξύ των μελών αρχίζει να αναπτύσσεται από τη
στιγμή που υπάρχουν κοινές επιδιώξεις, οι οποίες αποτελούν τον συνδετικό κρίκο
μέσα στην ομάδα. Επιπλέον, η δημιουργία μιας αμοιβαίας σχέσης εξάρτησης μεταξύ
των μελών εμπεριέχει και την εμφάνιση μιας ιδιαίτερης μορφής επικοινωνίας και
αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων. Οι δύο αυτές διαδικασίες η επικοινωνία και η
αλληλεπίδραση, συνδυάζονται για να δημιουργηθεί μια διαδικασία ανωτέρου
48
επιπέδου, η αλληλεξάρτηση, η οποία και αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της
ομάδας(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Η επικοινωνία είναι μια λειτουργία που συνιστάται στη μετάδοση μηνυμάτων
μεταξύ δύο ομιλητών. Η επικοινωνία διακρίνεται σε λεκτική και μη-λεκτική. Η
λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία συνιστούν δύο διαφορετικά συστήματα
επικοινωνίας, τα οποία χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της
ομάδας και επηρεάζουν τη μορφή και το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται
μεταξύ αυτών(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
3.2.3.Ομοιογενής συμπεριφορά
Η ομοιογένεια αποτελεί ένα ακόμα βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της
ομάδας και έχει σχέση με την οργάνωση της. Συγκεκριμένα, η κάθε ομάδα σύμφωνα
με τις ανάγκες της δημιουργεί νόμους και κανόνες στους οποίους τα μέλη της είναι
υποχρεωμένα να υπακούουν, εφόσον επιθυμούν να παραμείνουν στην ομάδα.
Οι αλληλεπιδράσεις, ανάμεσα στα άτομα και στην ομάδα καταλήγουν στη
συμμόρφωση των ατόμων με τις γνώμες, τις αξίες, τις σκέψεις και γενικά τη
συμπεριφορά των ατόμων της ομάδας τους. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η
ομοιογένεια, η οποία χαρακτηρίζει όλες τις εκφάνσεις της ομαδικής ζωής.
Ο κώδικας επικοινωνίας που χρησιμοποιούν στην ομάδα είναι επίσης κοινός.
Η ύπαρξη ενός κοινού τρόπου επικοινωνίας διασφαλίζει το κύρος της ομάδας και την
εξυψώνει στη συνείδηση τόσο των μελών της ενδοομάδας όσο και της εξωομάδας
(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
49
συνήθως του έργου. Στην ομάδα υπάρχουν μέλη που δεν έχουν τόσο μεγάλη δύναμη
και επιρροή στους άλλους, κατά συνέπεια ο ρόλος που καλούνται να παίξουν είναι
μάλλον δευτερεύον(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Γενικά η θέση που θα έχει κάθε μέλος στην ομάδα εξαρτάται από τις
ικανότητες του και πόσο χρήσιμος υπήρξε στο παρελθόν. Έτσι τα άτομα που ασκούν
μεγάλη επιρροή στους άλλους, είναι αυτά που έχουν αποδείξει ότι με τις ικανότητες
τους μπορούν να συμβάλλουν στην αποτελεσματική διεξαγωγή του έργου της ομάδας
(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Στην κορυφή της ιεραρχίας είναι ο αρχηγός. Η συμβολή του θεωρείται
ιδιαίτερα χρήσιμη για την ομάδα, κυρίως γιατί είναι αυτός που κατευθύνει τις
δραστηριότητες στο εσωτερικό της ομάδας κι βοηθάει στην αποτροπή των
συγκρούσεων μεταξύ των μελών(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Τέλος ένα σημαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την ιεράρχηση των ρόλων
είναι η αλληλεξάρτηση. Το στοιχείο της αλληλεξάρτησης τονίζει την αμοιβαιότητα
των σχέσεων μεταξύ των ρόλων και την ύπαρξη κάποιας δομής που επιτρέπει στο
σύστημα να λειτουργήσει. Η αλληλεξάρτηση των ρόλων στην ομάδα εργασίας
βασίζεται στη στενή γνώση ότι κάθε μέλος λειτουργεί συμπληρωματικά σε σχέση με
τα υπόλοιπα μέλη(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
3.2.5.Κοινοί στόχοι
Οι ομάδες είναι συστήματα που τείνουν να έχουν ένα τελικό σκοπό, ένα στόχο
είτε και περισσότερους στόχους. Τα άτομα που επιθυμούν να γίνουν μέλη έχουν
επίγνωση των στόχων και τις περισσότερες φορές συμφωνούν ως προς αυτούς. Ο
βαθμός συμφωνίας μεταξύ των μελών, όσον αφορά τους σκοπούς της ομάδας
καθορίζει και το βαθμό επίτευξης τους.
Όταν τα μέλη της ομάδας στην πλειοψηφία τους θεωρούν τους σκοπούς
ασαφείς και κοινά αποδεκτούς, τότε είναι αναμενόμενο ότι όλοι θα εργαστούν και θα
καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη τους.
Στην περίπτωση όμως που τα μέλη της ομάδας είναι κάποια από αυτά δεν
θεωρούν ότι οι σκοποί της ομάδας είναι δίκαιοι, τότε δημιουργείται ένα αρνητικό
κλίμα στην ομάδα που έχει ως συνέπεια και την αναθεώρηση της σκοποθεσίας της
ομάδας (Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
50
3.3. Ο ρόλος των παιδαγωγών
Στη προσχολική εκπαίδευση η ανάγνωση και η γραφή δεν διδάσκονται ούτε
αποτελούν ξεχωριστό μάθημα, όπως στο δημοτικό σχολείο. Ο ρόλος των παιδαγωγών
της προσχολικής ηλικίας δεν είναι να διδάξουν στα παιδιά ανάγνωση και γραφή.
Εκείνο που οφείλουν να κάνουν είναι να δημιουργήσουν στην τάξη τις
προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες θα βοηθήσουν τα παιδιά να ανακαλύψουν «μόνα
τους» τον γραπτό λόγο, με πειραματισμούς και προσπάθειες, στο πλαίσιο κατάλληλα
οργανωμένων δραστηριοτήτων και με τη συνεχή παρότρυνση και καθοδήγηση τους
τα παιδιά οδηγούνται στην κατάκτηση συγκεκριμένων στόχων για να καταλαβαίνουν,
να ομιλούν, να διαβάζουν και να γράφουν με άνεση την κοινή νέα ελληνική γλώσσα.
Για να μπορέσουν τα παιδιά να κατακτήσουν τους στόχους που αφορούν στον γραπτό
λόγο, είναι απαραίτητο οι παιδαγωγοί να δημιουργήσουν στην τάξη ένα περιβάλλον
πλούσιο σε ερεθίσματα γραπτού λόγου, να παρέχουν στα παιδιά πολλές και
κατάλληλες ευκαιρίες για γραφή και ανάγνωση, να τα παροτρύνουν να γράφουν και
να διαβάζουν, να τα υποστηρίζουν και να τα επιβραβεύουν κάθε τους προσπάθεια
και τέλος, να παρατηρούν και να αξιολογούν τις προσπάθειές τους, παρεμβαίνοντας
μόνο όταν είναι απαραίτητο(Ντολιοπούλου, 1999).
Ο εμπλουτισμός του περιβάλλοντος του χώρου με άφθονο και ποικίλο έντυπο
υλικό είναι ένα βασικό στοιχείο για την κατάκτηση του γραπτού λόγου και συνιστά
κατεξοχήν αρμοδιότητα των παιδαγωγών. Οι παιδαγωγοί είναι απαραίτητο να
διαμορφώσουν στην τάξη τις ιδιαίτερες εκείνες συνθήκες και την κατάλληλη
«παιδαγωγική ατμόσφαιρα» για τη διευκολύνουν την μάθηση (Ντολιοπούλου, 1999).
Η ενθάρρυνση και η αποδοχή κάθε γραπτού πονήματος έχουν ως αποτέλεσμα
τα παιδιά να παράγουν όλο και περισσότερα γραπτά μηνύματα, να αισθάνονται
αυτοπεποίθηση και να κάνουν νέες απόπειρες για την κατάκτηση του γραπτού λόγου.
Η προσπάθεια, μάλιστα των παιδαγωγών να «αποκρυπτογραφήσουν» και να
διαβάσουν όσα γράφουν τα παιδιά, η επιδοκιμασία και το έπαινο για οτιδήποτε
κατάφεραν τα παιδιά να γράψουν, αλλά και η σχετική με το γραπτό μήνυμα
συζήτηση που αναπτύσσεται μεταξύ του μικρού γραφέα και του αναγνώστη-
παιδαγωγού, έχουν θετική επίδραση όχι μόνο στην ποσότητα, αλλά και στην ποιότητα
που χαρακτηρίζει τα πρώτα γραπτά των παιδιών(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Τέλος, ο ρόλος των παιδαγωγών απαιτεί να ενημερώνουν και να καθοδηγούν
τους γονείς των παιδιών σχετικά με τις ενέργειες που αυτοί πρέπει να κάνουν στο
51
σπίτι για να προωθούν και να διευκολύνουν την ανάδυση των δεξιοτήτων της
ανάγνωσης και της γραφής(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Επίσης, είναι απαραίτητο οι παιδαγωγοί να συνεργάζονται με τους γονείς, να
τους προσκαλούν στο σχολείο και να τους εμπλέκουν στις δραστηριότητες της τάξης.
Με αυτό τον τρόπο οι γονείς ασκούνται στην οργάνωση δραστηριοτήτων στο σπίτι,
μαθαίνουν πώς να χρησιμοποιούν τα διάφορα υλικά με κατάλληλο τρόπο και πώς να
διευκολύνουν την ανάδυση του γραμματισμού στα παιδιά τους. Με άλλα λόγια οι
παιδαγωγοί της προσχολικής ηλικίας πρέπει να λειτουργούν ως πρότυπα προς
μίμηση, παρέχοντας στα παιδιά πολλά ερεθίσματα και πολλές ευκαιρίες
πειραματισμού με την ανάγνωση και γραφή (Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
52
εμπειρία. Παρατηρεί ακατάπαυστα τις προσωπικές της αντιδράσεις και τις
αντιδράσεις των παιδιών της, τις αναγνωρίζει, τις δέχεται και δε διστάζει να είναι
διαφανής απέναντί τους (Κοσμόπουλος, 1999).
Η αγάπη του εκπαιδευτικού αποτελεί την καρδιά της σχεσιοδυναμικής στάσης
και της συμπεριφοράς του. Πρόκειται για μια σχέση αγάπης, κατά την οποία ο
εκπαιδευτικός δεν αντλεί την ισχύ του από τη λογική της εξουσίας, αλλά από την
δυναμική μιας απλής, εγκάρδιας και ειλικρινούς διανθρώπινης σχέσης
(Κοσμόπουλος, 1999).
53
Έχει αποδεχτεί ότι οι γονείς από όλα τα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα και
σε μεγάλο ποσοστό, αποζητούν τη συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς. Ζητούν να
ενημερωθούν πάνω σε θέματα που αφορούν την εκπαίδευση των παιδιών τους, να
ανταποκρίνονται θετικά στις προσκλήσεις των εκπαιδευτικών και να συμμετέχουν σε
προγράμματα συνεργασίας σχολείου και οικογένειας. Όσο πιο ενημερωμένοι είναι οι
γονείς, τόσο περισσότερο ασφαλείς αισθάνονται και τόσο μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση
έχουν για οτιδήποτε κάνουν. Η επιτυχία της συνεργασίας γονέων και παιδαγωγών
εξαρτάται από το πώς θα χειριστούν το θέμα της προσέγγισης των γονέων, αλλά και
από τις κατευθυντήριες γραμμές που θα τους δοθούν(Χατζηχρήστου, 2015).
Οι παιδαγωγοί είναι απαραίτητο να κατανοήσουν ότι οι γονείς, για να
συνεργαστούν με το σχολείο, αφενός πρέπει να είναι ενημερωμένοι για τον τρόπο με
τον οποίο το σχολείο λειτουργεί και αφετέρου να γνωρίζουν όχι μόνο στο σχολείο,
αλλά και στο σπίτι, ότι η πρόοδος τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη
συνεργασία των ίδιων με τους εκπαιδευτικούς του σχολείου και ότι είναι πολύ
σημαντικό να γνωρίζουν αμφότεροι –γονείς και εκπαιδευτικοί- τις συνθήκες μάθησης
στο σπίτι και στο σχολείο (Χατζηχρήστου, 2015).
Μία από τις πρώτες ενέργειες των παιδαγωγών, στην προσπάθεια τους να
αναπτύξουν μια εποικοδομητική σχέση με τους γονείς, είναι να τους εξηγήσουν με
σαφήνεια τί προσδοκούν από αυτούς: ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος και τί πρέπει να
κάνουν με τα παιδιά τους στο σπίτι. Εκείνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να
λειτουργούν οι ίδιοι ως πρότυπο, να δημιουργήσουν ευκαιρίες για γραφή και
ανάγνωση, να ενθαρρυνθούν, να επιβραβεύουν τα παιδιά σε κάθε τους προσπάθεια
αλλά και να κατανοήσουν ότι τα παιδιά δεν πρέπει να είναι απλά παρατηρητές, αλλά
να εμπλέκονται και τα ίδια σε όσες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής
σχετίζονται με τον γραπτό λόγο. Τέλος, οι γονείς πρέπει να αντιληφθούν τη σημασία
που έχει για τη μάθηση και την πρόοδο των παιδιών τους στην ανάγνωση και στη
γραφή η δική τους στάση και συμπεριφορά απέναντι στα βιβλία. Οι γονείς λοιπόν,
πρέπει να διαβάζουν βιβλία, εφημερίδες και κάθε λογής έντυπα, ακόμη και τις
ετικέτες από τις συσκευασίες των προϊόντων και να τα σχολιάζουν μαζί με τα παιδιά
(Χατζηχρήστου, 2015).
Επιπλέον, χρειάζεται να επιβραβεύουν κάθε προσπάθεια του παιδιού για
γραφή και ανάγνωση. Όταν γράφουν, για παράδειγμα, τον κατάλογο για την αγορά
τροφίμων ή για να στείλουν ένα γράμμα ή μια ευχετήρια κάρτα, είναι χρήσιμο να
συζητούν με το παιδί το περιεχόμενο και να τα παροτρύνουν να συμμετέχει και
54
εκείνο γράφοντας και έτσι να λειτουργούν ως πρότυπο μίμησης. Η επιβράβευση της
συγκεκριμένης προσπάθειας και ο σχολιασμός που γίνεται ταυτόχρονα με την
επιβράβευση προτρέπουν το παιδί να επαναλάβει την πράξη (Χατζηχρήστου, 2015).
55
«εύκολη» και αλόγιστη χρήση φαρμάκων, να επαναξιολογούμε «πιθανές εξαρτήσεις»
είναι μόνο κάποιοι από τους σημαντικούς προστατευτικούς παράγοντες
(Χατζηχρήστου, 2015).
Οι ρεαλιστικές προσδοκίες που έχουν οι γονείς από τα παιδιά τους, είναι
επίσης κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Η θετική στάση των γονέων απέναντι στις
ικανότητες των παιδιών ενισχύουν την αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση τους.
Παράλληλα, επιτρέπουν στο παιδί να θέτει υψηλούς-ρεαλιστικούς στόχους για την
ζωή σύμφωνα με τις ικανότητες τους. Η ανάληψη μικρών ευθυνών και η οριοθέτηση
δημιουργεί σταδιακά στα παιδιά την αίσθηση ότι μπορούν να σταθούν στα πόδια
τους και ότι είναι χρήσιμα. Οι σταθεροί και συνεπείς κανόνες είναι σημαντικοί και
δίνουν πλαίσιο στην ζωή. Για τα παιδιά οι σαφής κανόνες θέτουν ασφαλή όρια γιατί
τους δίνουν την αίσθηση ασφάλειας και της ανακούφισης. Απώτερος στόχος βέβαια
όλων αυτών είναι τα παιδιά να αποκτήσουν την ικανότητα ευθύνης του εαυτού τους
καθώς και της δικής τους εσωτερική πειθαρχία και όχι να έχουν πάντα μια «μαμά»
και έναν «μπαμπά» από πάνω τους (Χατζηχρήστου, 2015).
Η επαφή των γονέων με το εκπαιδευτικό περιβάλλον, η συμμετοχή και το
θετικό ενδιαφέρον τους είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες. Η καλή και
συστηματική επικοινωνία των γονιών με το εκπαιδευτικό περιβάλλον, ενός χώρου
που έχει τον πολύ σπουδαίο ρόλο όχι μόνο να μεταφέρει γνώσεις στα παιδιά αλλά και
να τα βοηθήσει στο να εκπαιδευτούν σε κοινωνικές και προσωπικές δεξιότητες,
δημιουργεί στα παιδιά μια αίσθηση ασφάλειας και μια ομπρέλα κοινωνικής
δικτύωσης που τόσο την έχουν ανάγκη στα πλαίσια της ανάπτυξης τους. Τα παιδιά, οι
εκπαιδευτικοί και οι γονείς είναι ένα αλληλοσχετιζόμενο σύστημα το οποίο είναι σε
διαρκή αλληλεπίδραση και το κάθε μέρος επηρεάζει και επηρεάζεται από το άλλο. Η
οικογένεια αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από ένα σύνολο ατόμων που μοιράζονται
ένα συγκεκριμένο φυσικό και ψυχολογικό χώρο. Η οικογένεια είναι ένα φυσικό
κοινωνικό σύστημα με δικά του χαρακτηριστικά και ιδιότητες, το οποίο έχει
αναπτύξει ένα σύνολο κανόνων, έχει αναθέσει ρόλους στα μέλη του, διαθέτει μια
οργανωμένη δομή εξουσίας και έχει αναπτύξει πολύπλοκους φανερούς και μη
φανερούς τρόπους επικοινωνίας και επίλυσης προβλημάτων που επιτρέπουν διάφορα
καθήκοντα να εκτελούνται (Χατζηχρήστου, 2015).
Οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη αυτού του μικρόκοσμου είναι βαθιές και
πολυεπίπεδες και βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην κοινή ιστορία, στις κοινές
εσωτερικευμένες αντιλήψεις και υποθέσεις για τον κόσμο, καθώς και σε μια κοινή
56
αίσθηση στόχου. Μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους με
ισχυρές, ανθεκτικές, αμοιβαίες συναισθηματικές προσκολλήσεις που μπορούν να
παρουσιάζουν διακύμανση όσον αφορά την ένταση τους μέσα στο χρόνο, αλλά που
ωστόσο διατηρούνται καθ’ όλη τη ζωή της οικογένειας (Χατζηχρήστου, 2015).
Είναι γενικά αποδεκτό ότι σε μια κοινωνία πρέπει να υπάρχει ισορροπία
μεταξύ αγάπης και εξουσίας, μεταξύ αλληλεγγύης και ανταγωνισμού. Στην
«κοινωνία» της οικογένειας, οι ρόλοι αυτοί αναλαμβάνονται συγκεκριμένα πρόσωπα:
τον πατέρα, την μητέρα και τα παιδιά. Βασική λειτουργική αρχή που επιτελεί η
οικογένεια προς τα νέα μέλη της είναι η εκμάθηση των ηθών και των εθίμων της
κοινωνίας που ζουν, ώστε να προσαρμόζονται πιο εύκολα αυτήν. Όλα τα παραπάνω
εξαρτώνται από την προέλευση των γονιών και τις προσδοκίες τους για την ανάπτυξη
των παιδιών, το οποίο ωφελεί να το διεκπεραιώσει η οικογένεια, είναι η
κοινωνικοποίηση του παιδιού, η ομαλή δηλαδή ένταξη στην κοινωνία και στους
κανόνες της. Αυτή την τόσο σημαντική λειτουργία της οικογένειας, δεν θα πρέπει να
την αναλαμβάνει μόνο ο ένας από τους δύο γονείς, αλλά και οι δύο οφείλουν να
βοηθήσουν στην κοινωνική τοποθέτηση του παιδιού τους, μιας και οι δύο είναι
συνυπεύθυνοι για αυτό το σημαντικό έργο. Όλο και περισσότερες έρευνες
καταδεικνύουν πλέον τα πλεονεκτήματα της Πρόληψης και της Έγκαιρης
Παρέμβασης στη σωματική και ψυχική μας υγεία καθώς και την καθοριστική
σημασία που έχει σε αυτή τη διαδικασία η εμπλοκή της οικογένειας (Χατζηχρήστου,
2015).
Η οικογένεια δεν είναι η μόνη κοινωνική ομάδα στην ζωή των παιδιών, αλλά
είναι και η πιο σημαντική για αυτά, είναι αυτή που μπορεί πρωτίστως να τα
εκπαιδεύσει να έχουν μια γενική θετική στάση για τη ζωή, να έχουν κριτική σκέψη,
να εκφράζουν τις απόψεις και τα συναισθήματά τους στον κατάλληλο χρόνο και
χώρο, να επιβάλλονται στις παρορμήσεις τους, να συνεργάζονται με άλλους, να
δημιουργούν και να διατηρούν καλές σχέσεις , να έχουν υγιεινό τρόπο ζωής, να είναι
και να αισθάνονται ασφαλείς, να έχουν αισθήματα αυτοπεποίθησης αναγνωρίζοντας
την αξία τους και να έχουν γενικά μια καλή σχέση με τον εαυτό τους. Ο ρόλος του
γονιού είναι μια εξελικτική διαδικασία, που χρειάζεται υπευθυνότητα, έχει απαιτήσεις
και προσωπικούς περιορισμούς είναι μια αξιοζήλευτη δουλειά που «παντρεύει» τη
γνώση με το ένστικτο, την ευαισθησία με την αντοχή, την κατανόηση με τη
σύγκρουση, τα όρια με την ευελιξία, το χιούμορ με τις απαιτήσεις, τις προσωπικές
ανάγκες του γονιού με τις ανάγκες των παιδιών (Χατζηχρήστου, 2015).
57
Σήμερα ζούμε σε μια εποχή που αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι γονείς,
στην εποχή μας, δεν μπορούν να αναθρέψουν τα παιδιά τους με τον τρόπο που
εκείνοι ανατράφηκαν. Οι σταθερές αξίες, οι καθορισμένοι ρόλοι, που μας δόθηκαν ως
σταθερά σημεία αναφοράς, έχουν πλέον αμφισβητηθεί χωρίς να αντικατασταθούν
από κάποια άλλα. Η ασφάλεια που προσέφεραν, αυτά τα σταθερά σημεία
αντικαθίσταται από την πρόκληση του να προσδιορίσει ο καθένας τις δικές του αξίες
και να καθορίσει τον δικό του τρόπο ζωής (Χατζηχρήστου, 2015).
Αυτή η αλλαγή εμπεριέχει συναισθήματα ανασφάλειας, όπως αποδίδει όταν
κάποιος μπορέσει να βρει την προσωπική του πορεία παράλληλα και την δυνατότητα
μεγαλύτερης ατομικής ελευθερίας και εσωτερικής εξέλιξης, κάτι που προσδίδει
έντονα συναισθήματα ικανοποίησης, χαράς κα ευτυχίας. Είναι πολύ σημαντικό, ο
γονιός να υποστηριχθεί και να ενθαρρυνθεί, ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί
αποτελεσματικά τυχόν προβλήματα που προκύπτουν από την νέα πραγματικότητα,
τόσο για τον ίδιο όσο και για την οικογένεια του με ψυχραιμία, γνώση και κλίμα
συνεργασίας (Χατζηχρήστου, 2015).
58
· Έχουν υψηλότερη αυτό-εκτίμηση . Τα παιδιά που «νιώθουν καλά» και έχουν
καλή εικόνα έχουν καλύτερη ψυχική υγεία σε σύγκριση με παιδιά με χαμηλή
αυτό-εκτίμηση
· Είναι περισσότερο ευαίσθητα στα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων,
πράγμα που βελτιώνει τις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
· Έχουν καλύτερη γνωστική ανάπτυξη και υψηλότερη νοημοσύνη
(Χατζηχρήστου, 2015).
γ. Μια άλλη λειτουργία της οικογένειας, είναι ότι συμβάλλει στο να δημιουργήσει το
παιδί την «αίσθηση του ανήκει». Με την ικανοποίηση των βιολογικών και
συναισθηματικών αναγκών του παιδιού, αλλά και τους συναισθηματικούς δεσμούς
που καλλιεργεί μεταξύ των μελών της, θέτει τα όρια μέσα στα οποία το παιδί νιώθει
ασφαλές ως μέλος μιας ομάδας με την οποία μοιράζεται σκοπούς και αξίες
(Χατζηχρήστου, 2015).
δ. Η ανάπτυξη των νοητικών/γλωσσικών ικανοτήτων του παιδιού είναι εξίσου
σημαντική λειτουργία της οικογένειας. Η οικογένεια μπορεί να δημιουργήσει όλες
εκείνες τις προϋποθέσεις για την νοητική ανάπτυξη του παιδιού με την παροχή
πνευματικών ερεθισμάτων (Χατζηχρήστου, 2015).
ε. Η κοινωνικοποίηση είναι η κατεξοχήν διδακτική λειτουργία της οικογένειας με την
οποία υλοποιούνται οι ποικίλοι στόχοι και σκοποί για την προετοιμασία του παιδιού
για την μελλοντική ζωή. Με τον όρο κοινωνικοποίηση εννοούμε την διαδικασία με
την οποία το παιδί διδάσκεται από τους ενήλικες τρόπους συμπεριφοράς που θα του
επιτρέψουν να ενταχθεί σταδιακά στην ομάδα του ως ανεξάρτητο μέλος της
(Χατζηχρήστου, 2015).
στ. Τέλος το παιδί μαθαίνει να συμβιώνει με άλλα πρόσωπα, να αντιλαμβάνεται τα
συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων, δηλαδή να αναπτύσσει τρόπους χειρισμού
καταστάσεων στις οποίες εμπλέκονται και άλλοι, αποκτά διαπροσωπικές δεξιότητες
(Χατζηχρήστου, 2015).
59
Ένα παιδί που μεγαλώνει σε πολυμελή οικογένεια είναι πιθανότερο να έχει
χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης, χαμηλότερη αυτό-εκτίμηση παρά ένα παιδί που
μεγαλώνει σε ολιγομελή οικογένεια. Σχετική είναι η θεωρητική υπόθεση του
αμερικανού ερευνητή Robert Zajonc, σύμφωνα με την οποία αυτό στο οποίο
διαφέρουν οι ολιγομελείς από τις πολυμελείς οικογένειες είναι το οικογενειακό
ψυχοπνευματικό κλίμα. Το κλίμα αυτό είναι ο μέσος όρος του νοητικού/πνευματικού
επιπέδου του καθενός από τα μέλη της οικογένειας. Για παράδειγμα, οι γονείς σε
οικογένεια με λίγα παιδιά έχουν περισσότερο χρόνο για τον εαυτό τους, δείχνουν
περισσότερη φροντίδα για το παιδί, επικοινωνούν μαζί του περισσότερο και η σχέση
τους με το παιδί είναι περισσότερο διαλεκτική.
Αντίθετα, οι γονείς πολυμελών οικογενειών είναι λιγότερο ικανοποιημένοι
από το ρόλο τους, η συμπεριφορά τους είναι περισσότερο αυστηρή/αυταρχική και
αφιερώνουν λιγότερο χρόνο με το κάθε παιδί τους. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις ότι τα
παιδιά πολυμελών οικογενειών έχουν περισσότερες και καλύτερες διαπροσωπικές
δεξιότητες, καθώς συχνά αναλαμβάνουν ποικίλους ρόλους στην οικογένεια. Επίσης
το μέγεθος της οικογένειας θα πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το κοινωνικό-
οικονομικό και μορφωτικό της επίπεδο (Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Οικονομικό/Μορφωτικό επίπεδο
Γονείς υψηλού μορφωτικού-οικονομικού επιπέδου φαίνεται να α) ενισχύουν
στα παιδιά τους καθαρά ψυχολογικά χαρακτηριστικά-ιδιότητες , όπως ο αυτοέλεγχος
και η περιέργεια β) υιοθετούν διαλεκτική συμπεριφορά γ) επαινούν το παιδί για
θετική συμπεριφορά δ) έχουν καλή επικοινωνία με το παιδί ε) δημιουργούν για το
παιδί ένα περιβάλλον με πνευματικά/μορφωτικά ερεθίσματα , που συμβάλλουν στην
ανάπτυξη των νοητικών λειτουργιών του παιδιού ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της
ζωής του.
Αντίθετα γονείς χαμηλού οικονομικού-μορφωτικού επιπέδου είναι πιθανότερο
να α) ενισχύουν στο παιδί χαρακτηριστικά, όπως η συμμόρφωση και η υπακοή και
όχι αυτονομία και περιέργεια β) θεωρούν σημαντικές για το παιδί την τάξη και την
καθαριότητα, είναι αυστηροί και χρησιμοποιούν συχνότερα την τιμωρία και δ)
υιοθετούν περισσότερο αυταρχική συμπεριφορά (δεν συζητούν με το παιδί και δεν
εξηγούν γιατί ζητούν κάτι) (Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Προσωπικότητα-Ψυχική υγεία γονέων
Τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας και η εν γένει ψυχική υγεία των γονέων
συνδέονται –και μάλιστα με αιτιώδη σχέση- με την προσωπικότητα και την
60
συμπεριφορά του παιδιού και εφήβου. Η σύνδεση των χαρακτηριστικών των γονέων
με τα χαρακτηριστικά των παιδιών είναι περισσότερο εμφανής στο βιοσωματικό
τομέα παρά στο νοητικό ή στο τομέα της προσωπικότητας (Κουρμούση & Κούτρας,
2011).
Στάσεις, αξίες, προσδοκίες γονέων
Τα χαρακτηριστικά αυτά των γονέων ασκούν μια έμμεση, αλλά όχι λιγότερο
σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη του παιδιού και του παιδιού. Το τί πιστεύουν οι
γονείς για το παιδί και τη φύση της ανάπτυξης του, το τί θεωρούν σημαντικό για το
παιδί και τη σχέση τους μαζί του, το τί προσδοκούν από το παιδί, όλα αυτά παίζουν
ένα πολύ σημαντικό ρόλο στο μεγάλωμα ενός παιδιού: Όλες αυτές οι αντιλήψεις,
πίστεις, πεποιθήσεις, αξίες και προσδοκίες «μεταφράζονται» σε πράξεις, σε
πραγματική συμπεριφορά προς το παιδί, η οποία με τη σειρά της, καθορίζει ως ένα
σημείο την πορεία του παιδιού και την τύχη του (Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Στάσεις Η στάση που υιοθετούν οι γονείς είναι πιθανό να μεταβιβάζεται ως σχετικό
«μήνυμα» στο παιδί. Έτσι πέρα από τους γενετικούς λόγους το παιδί επηρεάζεται και
από το κατάλληλο περιβάλλον.
Πίστεις/Πεποιθήσεις Γονείς που είναι πεπεισμένοι, για παράδειγμα για την «κακή»
φύση της παιδικής ηλικίας και για την ανάγκη επιβολής αυστηρών μέτρων, είναι πολύ
πιθανό να υιοθετούν περισσότερο περιοριστικές τακτικές στην ανατροφή των παιδιών
τους.
Αξίες Οι γονείς διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το τί θεωρούν σημαντικό για το παιδί
και την ανάπτυξή του. Ωστόσο, φαίνεται να συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό στο είδος
της συμπεριφοράς του παιδιού που θεωρούν σημαντική για το ίδιο. Οι γονείς όταν
περιγράφουν την επιθυμητή συμπεριφορά των παιδιών τους, θεωρούν σημαντικό τα
παιδιά τους να είναι υπάκουα, να συμμορφώνονται, να είναι κοινωνικά οργανωμένα,
ευφυή και όχι φοβισμένα, δειλά, απότομα με συναισθηματικές εναλλαγές και
πεισματάρικα.
Προσδοκίες. Η έρευνα στην Εξελικτική Ψυχολογία βεβαιώνει ότι οι προσδοκίες των
γονέων για τα παιδιά τους αποτελούν έναν ισχυρό παράγοντα στη διαμόρφωση της
παιδικής και εφηβικής συμπεριφοράς. Κοινό συμπέρασμα των σχετικών ερευνών
είναι ότι οι γονείς πρέπει να έχουν υψηλές προσδοκίες από τα παιδιά τους.
Συγκεκριμένα, παιδιά με υψηλό δείκτη νοημοσύνης φαίνεται να έχουν γονείς, οι
οποίοι εκτός των άλλων, αναμένουν από το παιδί τους να αναπτύσσεται γρήγορα,
τονίζουν πόσο σημαντική είναι η πρόοδος στο σχολείο και πιέζουν για όλο και
61
καλύτερη σχολική επίδοση. Οι γονείς αυτοί συμμετέχουν στη σχολική ζωή του
παιδιού, δείχνουν το ενδιαφέρον τους και προσφέρουν στο παιδί κίνητρα για
καλύτερη ανάπτυξη και πρόοδο. Στον αντίποδα της παραπάνω περίπτωσης
βρίσκονται οι γονείς οι οποίοι για ποικίλους λόγους, έχουν χαμηλές προσδοκίες από
το παιδί τους ή σε ακραίες προσδοκίες «δεν περιμένουν τίποτε αξιόλογο» από αυτό.
Το τραγικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι συχνά επιβεβαιώνονται οι γονεϊκές
προσδοκίες για την εξέλιξη του παιδιού, όχι διότι οι γονείς προβαίνουν σε ορθή
εκτίμηση, αλλά κυρίως διότι οι προσδοκίες τους μετουσιώνονται σε συμπεριφορά η
οποία συμβάλλει στην πραγματοποίηση της πρόβλεψης τους (Κουρμούση &
Κούτρας, 2011).
62
επιμονή στη διεκπεραίωση μιας ενέργειας. Επίσης είναι εφικτό να έχουν και άλλα
χαρακτηριστικά όπως να είναι ανεξάρτητα, με υψηλούς στόχους, φιλικά, με καλές
διαπροσωπικές σχέσεις και συνεργάσιμα, αυτό-εκτίμηση και εσωτερικευμένα ηθικά
κριτήρια και υψηλή σχολική επίδοση (Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Αυταρχικοί γονείς. Οι αυταρχικοί γονείς ασκούν έλεγχο και έχουν απαιτήσεις αλλά
διαφέρουν από τους διαλεκτικούς στο ότι θέτουν ως πρώτη προτεραιότητα την
υπακοή και συμμόρφωση του παιδιού χωρίς να εξηγούν γιατί ζητούν κάτι και χωρίς
να του επιτρέπουν να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων. Έτσι η επικοινωνία μεταξύ
των δύο μερών είναι ποσοτικά λίγη και ποιοτικά κακή και η χρήση ποινών και
περιοριστικών μέτρων είναι συχνή. Τα παιδιά αυταρχικών γονέων, όπως δείχνει η
έρευνα Baumird και άλλων είναι απομονωμένα, δειλά και ελάχιστα ευτυχή, αγχώδη
και ανασφαλή στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Ειδικότερα τα κορίτσια γίνονται
εξαρτημένα με χαμηλά κίνητρα για επίδοση, ενώ τα αγόρια συχνά γίνονται αρνητικά,
εχθρικά και βίαια (Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
Παραχωρητικοί γονείς. Οι γονείς αυτού του τύπου είναι συναισθηματικά θερμοί και
αποδέχονται το παιδί αλλά σπάνια ασκούν έλεγχο ή απαιτούν από το παιδί. Στη λήψη
αποφάσεων το εκκρεμές γέρνει περισσότερο προς την πλευρά του παιδιού, αφού οι
γονείς δεν επιτρέπουν απλώς τη συμμετοχή του παιδιού, αλλά το αφήνουν να
διαμορφώσει σχεδόν μόνο του τις αποφάσεις. Σε τέτοιες, ουσιαστικά δεν υπάρχουν
κανόνες τους οποίους το παιδί πρέπει να τηρήσει, ούτε υποχρεώσεις του έναντι της
οικογένειας ή άλλων ατόμων. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι το ποσοστό των
παραχωρητικών γονέων δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό. Τα χαρακτηριστικά των παιδιών
των παραχωρητικών γονέων –κυρίως για τα αγόρια- είναι ανώριμα, παρορμητικά,
εξαρτημένα και απαιτητικά, ανυπάκουα, βίαια και αντιδραστικά (Κουρμούση &
Κούτρας, 2011).
Αδιάφοροι γονείς. Οι γονείς αυτοί συνδυάζουν την απουσία απαιτήσεων με την
αδιαφορία ή και την απόρριψη του παιδιού. Δείχνουν πολύ απασχολημένοι για να
ενδιαφερθούν για το παιδί και καταβάλλουν λίγη ή καθόλου προσπάθεια για την
κοινωνικοποίηση του. Το παιδί κρατιέται σε «απόσταση ασφαλείας» ώστε να μη
δυσκολεύεται το δικό τους πρόγραμμα. Οι αδιάφοροι γονείς τείνουν να έχουν παιδιά
με προβλήματα στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής τους, όπως επιβράδυνση της
ανάπτυξης, δυσκολίες στην προσκόλληση και απουσία συμμετοχής σε παιχνίδι με
συνομήλικους. Αργότερα στα χαρακτηριστικά αυτά προστίθεται η ανυπακοή, η
63
απαιτητικότητα, η βιαιότητα, η απουσία αυτοελέγχου και η προβατική συμπεριφορά
(Κουρμούση & Κούτρας, 2011).
64
ακρογωνιαίους λίθους της άτυπης εκπαίδευσης (Scribner & Cole, 1992). Οι γονείς
παρέχουν τις πρώτες κοινωνικές εμπειρίες στα παιδιά. Η διαπαιδαγώγηση του παιδιού
και η οργάνωση της ζωής του αρχίζει στην οικογένεια μέσα από την άμεση εμπλοκή
και την αλληλεπίδραση του με τα μέλη της οικογένειας και εξασφαλίζει στο παιδί
κλίμα σιγουριάς και ασφάλειας, που μπορεί να οδηγήσει σε αποτελεσματική μάθηση.
Η διαπαιδαγώγηση συνεχίζεται συστηματικά στο σχολείο και επεκτείνεται στην
ευρύτερη κοινότητα (Schaffer, 1996).
65
4.1.2 Το Νηπιαγωγείο ως πρώτος χώρος κοινωνικοποίησης του
παιδιού - Δυσκολίες προσαρμογής
Το νηπιαγωγείο, αποτελεί την προσχολική εκπαίδευση του νηπίου και μαζί με
το δημοτικό σχολείο, καλύπτει τον πρώτο κύκλο γενικής εκπαίδευσης. Θεωρητικά
στη νηπιακή ηλικία υπάγονται παιδιά ηλικίας 4 έως 6 ετών. Ο λόγος ύπαρξης του
νηπιαγωγείου συνδέεται άμεσα με τις κοινωνικές, τις συναισθηματικές και τις
πρακτικές ανάγκες των παιδιών και των οικογενειών τους και έχει ως αποστολή του
να παρέχει ένα περιβάλλον στο οποίο τα νήπια θα αρχίσουν να ανεξαρτητοποιούνται
από την καθημερινή και ενδεχομένως αποκλειστική επίβλεψη τω γονέων τους,
μαθαίνοντας να αλληλεπιδρούν με τους συνομήλικούς τους. Στο πλαίσιο αυτό
κρίνεται απαραίτητη η ισότιμη ενσωμάτωση της προσχολικής αγωγής στον ενιαίο
σχεδιασμό της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι η προσχολική αγωγή αποτελεί
παγκοσμίως αναγνωρισμένο θεσμό και αναπόσπαστο στοιχείο του εκπαιδευτικού
συστήματος κάθε προηγμένης κοινωνίας (Γιωσαφατ, 2010).
Σκοπός του νηπιαγωγείου είναι να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτυχθούν
σωματικά, συναισθηματικά, νοητικά και κοινωνικά μέσα στο πλαίσιο των ευρύτερων
στόχων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το νηπιαγωγείο, ως
φορέας κοινωνικοποίησης του παιδιού (μετά την οικογένεια), θα πρέπει να
εξασφαλίζει όλες τις προϋποθέσεις ώστε τα παιδιά να αναπτύσσονται και να
κοινωνικοποιούνται ομαλά και ολόπλευρα (Δαρδάνος, Γ. & Χατζηχρήστου, Χ. 2011).
Σύμφωνα με την Τζάννη (1992), σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση στις
σύγχρονες κοινωνίες παίζει το σχολείο, ξεκινώντας από την προσχολική αγωγή και
συνεχίζοντας στις άλλες βαθμίδες. Το διαφορετικό περιβάλλον που εμφανίζεται για
πρώτη φορά, από άποψη σύνθεσης, στο παιδί και η λειτουργία του, διαφέρει τελείως
από το οικογενειακό περιβάλλον και εκεί εστιάζεται η δυσκολία προσαρμογής του
παιδιού στην πρώτη του αυτή κατάκτηση, η οποία είναι σημαντική στην εξελικτική
του πορεία.
Η βασικότερη από τις πολλές έννοιες σ’ αυτή την ηλικία των πέντε ετών είναι
η καλύτερη κατανόηση και σε ευρύτερο επίπεδο της αντίληψης, υπάρχω άρα
συνυπάρχω, ομαδοποιούμαι σε ομάδα και εντάσσομαι σε επίπεδο κανόνων.
Στην αρχή κάθε σχολικού έτους όλοι οι Νηπιαγωγοί αντιμετωπίζουν σοβαρά
προβλήματα προσαρμογής των παιδιών, κυρίως τους μήνες του Σεπτεμβρίου και του
Οκτωβρίου. Μπορεί να ειπωθεί ότι έρχονται αντιμέτωποι με την παιδοκεντρική
συμπεριφορά των γονιών, η οποία είναι προσανατολισμένη, ξεφεύγοντας πολλές
66
φορές από τα φυσιολογικά πλαίσια και από τις προσωπικές ανάγκες των παιδιών τους
(Γιωσαφατ, 2010).
Ο βαθμός υπερπροστασίας των γονέων προς τα παιδιά τους, είναι τόσο
μεγάλος που δημιουργούν πρόβλημα στην ομαλή προσαρμογή και στην απόκτηση
της αυτονομίας τους. Οι Νηπιαγωγοί αντιμετωπίζουν ένα μεγάλο ποσοστό
εξαρτημένων παιδιών, τα οποία νιώθουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα φοβικά
συναισθήματα και αρνητικά έναντι του σχολείου (Γιωσαφατ, 2010).
Σύμφωνα με την Καπάτου (1999), μερικές φορές η άρνηση του παιδιού είναι
τόσο έντονη που δημιουργεί την εντύπωση ότι αδιαφορεί για κάθε σχολική
δραστηριότητα και κάτι που διαπιστώνετε στην πράξη είναι ότι οι γονείς
προβάλλουν τα δικά τους συναισθήματα στην εκπαίδευση του παιδιού τους, επειδή
και οι και οι ίδιοι πιθανώς είχαν αντιμετωπίσει δυσκολίες. Μια από τις
χαρακτηριστικότερες φράσεις που χρησιμοποιούν για να δικαιολογήσουν μια
αρνητική συμπεριφορά του παιδιού τους, είναι ότι είναι μικρός ή είναι παιδί ακόμα. Η
ενημέρωση και η επικοινωνία με τους γονείς από τους νηπιαγωγούς σε συνεργασία με
τους κοινωνικούς λειτουργούς και με την οργάνωση συγκεντρώσεων τόσο σε
ομαδικό επίπεδο όσο και σε ατομικό, βοηθάει πολύ στην αντιμετώπιση των
προβλημάτων προσαρμογής. Ο σημαντικός ρόλος του νηπιαγωγείου και του
κοινωνικού λειτουργού θα πρέπει να τονιστεί στις συναντήσεις - συζητήσεις των
γονέων και των κοινωνικών λειτουργών, νηπιαγωγών και να εξαλειφθεί τελείως η
παρεξηγημένη εικόνα του ως baby parking ή παιδικό σταθμό (Γαλανάκη, 2003).
Το πρώτο βήμα προσέγγισης είναι η παρουσίαση του αναλυτικού
προγράμματος του νηπιαγωγείου και η μεθοδευμένη προσέγγισή του σε γνωστικά
αντικείμενα, μέσα από δημιουργικούς και παιδαγωγικούς τρόπους που κεντρικό ρόλο
έχει το παιδί, αναπτύσσοντας έτσι την μαθησιακή αλλά και συναισθηματική του
ανάπτυξη (Γαλανάκη, 2003).
Στις συζητήσεις με τους γονείς θα πρέπει να τονίζεται ο σημαντικός ρόλος που
παίζουν οι ίδιοι στην προσαρμογή του στο σχολείο, διότι θεωρούνται οι πρώτοι του
δάσκαλοι, αφενός με το να στηρίζουν την προσπάθεια του παιδιού, να
συναισθάνονται (ενσυναίσθηση) και να συνομιλούν για τα προβλήματά του,
ρωτώντας το για ποιο λόγο νιώθει στεναχωρημένο ή δεν θέλει να πάει στο σχολείο
και αφετέρου να το ενθαρρύνουν στον αγώνα που καταβάλει, χωρίς να ξεχνούν ότι
δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στο έργο των κοινωνικών λειτουργών και των
νηπιαγωγών, ούτε να επιδιώκουν να τους αποκαταστήσουν. Το κλειδί στη φάση αυτή
67
λέγεται συνεργασία. Η κοινωνική ενίσχυση από τον κοινωνικό λειτουργό σε
συνεργασία με τον νηπιαγωγό, με συζητήσεις και επιδοκιμασίες, τονώνουν ηθικά το
παιδί για κάθε του προσπάθεια, λειτουργούν ως ενισχυτές (συμπεριφοριστική
παρέμβαση). Επιτυγχάνεται έτσι και αναπτύσσεται η εμπιστοσύνη του απέναντί του.
Επιπλέον, η ένταξη του παιδιού στην ομάδα αποτελεί κυρίαρχο στόχο για το
κοινωνικό λειτουργό και το νηπιαγωγό, διότι έτσι θα έχει επιτευχθεί η
προσαρμοστικότητα του παιδιού. Προσαρμοστικό παιδί σημαίνει πως έχει
κατακτήσει τις ιδιότητες αυτές στον χαρακτήρα του αναπτύσσοντας στρατηγικές,
ξεκινώντας από αυτή την κρίσιμη ηλικία των πέντε-έξι ετών, μαθαίνει να θέτει μη
συνειδητά στην αρχή σαφή όρια του εγώ και διατηρεί παράλληλα μια ενσυναισθητική
στάση βρίσκοντας καταφύγιο σε άτομα που εμπιστεύεται, όπως π.χ. στον αγαπημένη
του νηπιαγωγό ή κοινωνικό λειτουργό (Γαλανάκη, 2003).
Ακόμα, ένας από τους βασικούς στόχους της προσχολικής αγωγής είναι η
λειτουργία των παιδιών στα πλαίσια της ομάδας και η απόκτηση κοινωνικών
δεξιοτήτων. Στο νηπιαγωγείο τα παιδιά μαθαίνουν να λειτουργούν με σχετική
αυτονομία αλλά και σε συνάρτηση με το συγκεκριμένο πλαίσιο. Ασκούνται σε
θέματα αυτοεξυπηρέτησης, ενθαρρύνονται να παίρνουν αποφάσεις και παράλληλα
μαθαίνουν να συνυπάρχουν με τους άλλους. Η απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων
όπως η συμμόρφωση σε κανόνες που ορίζονται από την ομάδα, η ενσυναίσθηση, η
διαχείριση συγκρούσεων, διευκολύνει γενικότερα την κοινωνική τους ένταξη και τη
διαμόρφωση ενός πολίτη που συμβάλει θετικά στην κοινωνία. Η απόκτηση αυτών
των δεξιοτήτων προϋποθέτει χρόνο και συνεχή άσκηση, ενθάρρυνση, ενίσχυση,
καθοδήγηση (Οδηγός εκπαιδευτικού για το Πρόγραμμα Σπουδών του Νηπιαγωγείου,
2011).
Επίσης, αναφέρονται οι θετικές επιπτώσεις της λειτουργίας του νηπιαγωγείου:
· Βοηθά τα παιδιά να συμμετέχουν σε πρωτότυπες δραστηριότητες και
αλληλεπιδράσεις με αντικείμενα, με άλλα παιδιά και ενηλίκους.
· Δίνει έμφαση στην ανάπτυξη των γλωσσικών και των επικοινωνιακών δεξιοτήτων
των παιδιών.
· Προσφέρει την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ ατομικών και ομαδικών
δραστηριοτήτων σε ολιγομελείς και πολυμελείς ομάδες.
· Αναπτύσσει τις κοινωνικές δεξιότητες των παιδιών.
68
· Συνεργάζεται με τους γονείς, ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπημένη ανάπτυξη
των παιδιών με του κατάλληλους τρόπους στο νηπιαγωγείο και στο σπίτι.
· Οι νηπιαγωγοί και οι κοινωνικοί λειτουργοί μπορούν να εκτιμούν συνεχώς την
πρόοδο των παιδιών, να παρεμβαίνουν, να ενημερώνουν και να συνεργάζονται με
τους γονείς (Οδηγός εκπαιδευτικού για το Πρόγραμμα Σπουδών του
Νηπιαγωγείου, 2011).
Τέλος στα νηπιαγωγεία ή στα Εργαστήρια Δημιουργικής Απασχόλησης, τα
νήπια έχουν τη δυνατότητα να παίξουν, να μάθουν και να δημιουργήσουν υπό την
καθοδήγηση των εκπαιδευτικών. Πιο συγκεκριμένα, για την αποτελεσματικότερη
δημιουργική απασχόληση των νηπίων, θα ήταν καλύτερο η σύσταση ολιγομελών
ομάδων. Κατά τη διάρκεια της δημιουργικής απασχόλησης δίνεται βάση στην
έκφραση, τη μουσική και το τραγούδι, την κίνηση, τη σωματική άσκηση και τις
χειροτεχνίες που όλα τα παιδιά αγαπούν (Οδηγός εκπαιδευτικού για το Πρόγραμμα
Σπουδών του Νηπιαγωγείου, 2011).
69
γνωριμία με ονόματα και ιδιότητες ανθρώπων, ζώων, φυτών, αντικειμένων και
μυείται στο συμβολικό παιχνίδι (το παιδί τρέχει σαν άλογο όταν η μουσική είναι
γρήγορη και έντονη και σαν πεταλούδα όταν η μουσική είναι αργή και απαλή). Έτσι
αβίαστα το παιδί υποδύεται το πρόσωπο που επιθυμεί και εξωτερικεύει τις βαθύτερες
επιθυμίες του, καθώς αντιμετωπίζει και τους φόβους που ενδεχομένως του έχουν
δημιουργηθεί. Παράλληλα, το μιμητικό παιχνίδι δίνει τη δυνατότητα στα νήπια να
ελέγχουν μερικά από τα αρνητικά συναισθήματα που συνήθως αποδοκιμάζουν οι
μεγάλοι. Ο νηπιαγωγός και ο κοινωνικός λειτουργός ενθαρρύνει τα νήπια να
εκφραστούν, δίνοντάς τους την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τις λέξεις που γνωρίζουν
(κατά βάση τα παιδιά ηλικίας 3 ετών γνωρίζουν 1.000 λέξεις) και να τις συνδέσουν
σε μικρές προτάσεις με σκοπό να διατυπώσουν τις εμπειρίες, τα συναισθήματα και τις
επιθυμίες τους. Επίσης, ο κοινωνικός λειτουργός σε συνεργασία με τον νηπιαγωγό
μπορεί να δίνει την πρωτοβουλία στα νήπια να δημιουργήσουν εκείνα το σενάριο του
έργου τους κατά τη διάρκεια που παίζουν, ενώ η πλοκή του έργου εκτός από τη
φαντασία μπορεί να συνδέεται με κάποια ιστορία που ήδη γνωρίζουν τα παιδιά και
τους αρέσει ιδιαίτερα. Έτσι, αναπτύσσουν τη φαντασία, την δημιουργικότητα και την
έκφρασή τους. Επιπλέον, μέσω της συγκεκριμένη δημιουργικής απασχόλησης το
νήπιο διδάσκεται την ομαδικότητα, τη συνεργασία και την ευγενή άμιλλα. Τέλος,
μέσα από το θεατρικό παιχνίδι, ευνοείται η ανάπτυξη του παιδιού, πλουτίζει το
λεξιλόγιό του και εκφράζει με λέξεις και κινήσεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις
του (Οδηγός εκπαιδευτικού για το Πρόγραμμα Σπουδών του Νηπιαγωγείου, 2011).
70
4.1.2.4 Ζωγραφιές, Χειροτεχνίες & Κατασκευές
Η ζωγραφική είναι ένα μέσο έκφρασης του παιδιού, ένας τρόπος
επικοινωνίας. Η ζωγραφική, εκτός από το ότι είναι μία ευχάριστη επιλογή
δημιουργικής απασχόλησης, είναι ένα μέσο για να δείξει το παιδί αυτό που θέλει,
μόνο με μια του μουντζούρα πάνω σε ένα χαρτί. Με ένα μαρκαδόρο φτιάχνει το δικό
του φανταστικό κόσμο. Τα παιδιά χρησιμοποιούν το μυαλό και τα συναισθήματά
τους όταν ασχολούνται με τη φυσική πράξη της σχεδίασης. Μεταξύ των δύο και
τριών ετών, τα παιδιά αρχίζουν και διαμορφώνουν σχήματα – κύκλους, τετράγωνα,
τρίγωνα και πολλές από αυτές τις μορφές ξεκινούν να χρησιμοποιούνται σε
συνδυασμό. Από τριών και τεσσάρων ετών περίπου τα παιδιά ξεκινούν και
αναπτύσσουν άλλα σύμβολα όπως ο ήλιος, ο σκύλος ή η γάτα και το σπίτι. Καθώς τα
παιδιά ξεκινούν και ζωγραφίζουν με έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο, μπορεί να
ταλαντεύονται ανάμεσα στο ρεαλισμό και στο προηγούμενο στάδιο των ακανόνιστων
σχεδίων. Καθώς όμως τα παιδιά μεγαλώνουν και αποκτούν μια πιο συγκεκριμένη και
με ακρίβεια σκέψη, οι ζωγραφιές τους αντικατοπτρίζουν τον πραγματικό κόσμο με
ρεαλιστικές αναπαραστάσεις, αφήνοντας πίσω τα υπέροχα φανταστικά σχέδια των
προηγούμενων ετών. Με τη χρήση χρωμάτων, τα παιδιά εκφράζονται πάνω στο χαρτί
και μέσα από αυτά ο εκπαιδευτικός ή ο συνεργαζόμενος κοινωνικός λειτουργός
μπορεί να παρατηρήσει πόσο ολοκληρωμένα είναι τα παιδικά σχέδια αλλά και κατά
πόσο είναι μικρά, μεγάλα, πλούσια ή φτωχά κ.τ.λ, ώστε να αντλήσει στοιχεία σχετικά
με την ωριμότητα και τη νοημοσύνη του παιδιού, καθώς επίσης και την
προσωπικότητα και τη συναισθηματική του κατάσταση. Επιπλέον, η ενασχόληση του
παιδιού με τις κατασκευές είναι πολύ σημαντική να γίνεται από μικρή ηλικία, διότι
είναι μια διαδικασία πολύ βασική για τη δημιουργικότητά του και για την αντίληψη
του κόσμου γύρω του. Κατά τη διάρκεια των κατασκευών το παιδί απορροφάται,
οργανώνει τη σκέψη του, βλέπει τι χρειάζεται να κάνει και τι πρέπει να προσέξει,
φτάνοντας στο επιθυμητό αποτέλεσμα με ή χωρίς τη βοήθεια και την καθοδήγηση
του εκπαιδευτικού (Οδηγός εκπαιδευτικού για το Πρόγραμμα Σπουδών του
Νηπιαγωγείου, 2011).
71
ισορροπία του, την πλευρική κίνηση και μέσα από τα ομαδικά παιχνίδια τη φαντασία
και δημιουργικότητα.
72
4.1.2.7 Χορός
Όταν το παιδί φτάσει στην ηλικία των 2 ετών, είναι ώριμο αρκετά ώστε να
συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα χορού. Το παιδί με τον χορό αποκτά αρμονία στις
κινήσεις του, ενδυναμώνει το μυϊκό του σύστημα, μαθαίνει να συντονίζει
αποτελεσματικά τα μέλη του σώματός του, ενώ ταυτόχρονα κοινωνικοποιείται και
μαθαίνει να εργάζεται ομαδικά. Η δημιουργική αυτή απασχόληση διδάσκει στο παιδί
το ρυθμό, το βοηθά να συνδυάσει τη σκέψη του με τις κινήσεις του σώματός του, να
ενεργοποιήσει τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του και να περπατά πιο σταθερά
(Οδηγός εκπαιδευτικού για το Πρόγραμμα Σπουδών του Νηπιαγωγείου, 2011).
4.1.2.8 Μαγειρική
Από την ηλικία των 3 ετών το παιδί μπορεί να γίνει ένας μικρός σεφ και να
ωφεληθεί από τη νέα του αυτή ιδιότητα. Έτσι, μέσα από την μαγειρική το παιδί
ασκείται στις λεπτές κινήσεις, αποκτά δεξιότητα στους χειρισμούς με τα χέρια,
εισάγεται σε απλές μαθηματικές έννοιες (ένα πακέτο αλεύρι), αποκτά αίσθηση του
χρόνου (πόση ώρα πρέπει να αφήσουμε το φαγητό στον φούρνο), ενώ όλες του οι
αισθήσεις οξύνονται (όσφρηση, γεύση, ακοή). Μετά την ηλικία των 4 ετών το παιδί
με τη δημιουργική απασχόληση της μαγειρικής, μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη ζυγαριά,
ενώ εισάγεται σε πιο πολύπλοκες μαθηματικές έννοιες, όπως όταν πρέπει να γεμίσει
με γάλα, μισή ή ¾ της κούπας. Το παιδί πια μπορεί να μετρήσει τα υλικά και να
υπολογίσει τις αναλογίες (Οδηγός εκπαιδευτικού για το Πρόγραμμα Σπουδών του
Νηπιαγωγείου, 2011).
73
περιλαμβάνουν και συμμετοχή των παιδιών - ακροατών που καλούνται να
συνεισφέρουν ιδέες, προτάσεις, λύσεις στα παραμύθια και να προτείνουν το δικό τους
τέλος (Οδηγός εκπαιδευτικού για το Πρόγραμμα Σπουδών του Νηπιαγωγείου, 2011).
74
διαμορφώνει μια πιο προσωπική σχέση (Woodhead, M., Faylkner, D. & Littleton, K.
1999) .
Στην προσχολική αγωγή, ο κοινωνικός λειτουργός ενισχύει τα παιδιά να
διαμορφώνουν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις και να αναπτύσσουν αξίες και στάσεις
που προάγουν τη συλλογικότητα και την κοινωνική ευαισθησία. Η προώθηση για
ανάπτυξη μιας στάσης συλλογικότητας από τον κοινωνικό λειτουργό προάγεται όταν
δίνονται ευκαιρίες στα παιδιά να συναποφασίζουν και να λειτουργούν από κοινού
στην επίτευξη ενός στόχου στα πλαίσια μιας ομάδας ή και μικρότερων υποομάδων
που διαμορφώνονται με πρωτοβουλία των ίδιων των παιδιών ή του εκπαιδευτικού σε
συνεργασία με τον κοινωνικό λειτουργό του νηπιαγωγείου και να αισθανθούν την
ικανοποίηση της συλλογικής λειτουργίας (Κωνσταντίνου, Χ. 2015).
Ο κοινωνικός λειτουργός ενισχύει τη συλλογική λειτουργία της ομάδας, αλλά
σέβεται και τις προσωπικές επιλογές των παιδιών. Οι σχέσεις με τους άλλους
βελτιώνονται καθώς μέσα από τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις στο παιχνίδι και στις
διάφορες δραστηριότητες τα παιδιά μαθαίνουν να επικοινωνούν και να εξισορροπούν
τις δικές τους επιθυμίες με αυτές των άλλων. Ο κοινωνικός λειτουργός έχουν ένα
καίριο ρόλο με τον τρόπο που οργανώνουν τις συνθήκες ομαδικής λειτουργίας,
παρατηρεί και υποστηρίζει την αμοιβαία στήριξη των παιδιών και ατ διευκολύνει στη
συλλογική εργασία (Κωνσταντίνου, Χ. 2015).
Στρατηγικές εφαρμογής:
Στην προσχολική αγωγή ο κοινωνικός λειτουργός απευθύνεται στο σύνολο της
ομάδας με το ιδιαίτερο της προφίλ αλλά και στο κάθε παιδί ξεχωριστά με τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του. Στόχος των δράσεων που εφαρμόζονται είναι η καλύτερη
λειτουργία της ομάδας αλλά και η προαγωγή της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης και
ευεξίας του κάθε παιδιού. Οι στόχοι του προγράμματος προσεγγίζονται με
στοχευόμενες δράσεις του κοινωνικού λειτουργού που μπορεί εναλλακτικά να
πραγματοποιούνται σε ομαδικό επίπεδο ή σε ατομικό επίπεδο. Κάποιοι στόχοι μπορεί
να προσεγγίζονται παράλληλα σε ομαδικό επίπεδο και εξατομικευμένα (Κοτσαλίδου,
Ε. 2011).
75
4.3 Συνεργασία κοινωνικού λειτουργού - οικογένειας -
σχολείου - κοινωνίας στα πλαίσια προσχολικής αγωγής και
εκπαίδευσης
76
παιδιά και τις οικογένειες, όσο και για το σχολείο. Οι γονείς, μέσα από διαδικασίες
συμμετοχής, κερδίζουν μια σαφέστερη κατανόηση στο πως μπορούν στα πλαίσια
συνεργασίας τους με τους παιδαγωγούς και με τους συνεργαζόμενους κοινωνικούς
λειτουργούς να ενισχύσουν την εκπαιδευτική εμπειρία των παιδιών τους και τα
παιδιά, λαμβάνουν ένα ισχυρό και συνεχές μήνυμα, ότι η εκπαίδευση είναι πολύτιμη
και σημαντική, ενώ το πιθανότερο είναι να αποδώσουν καλύτερα, αυξάνοντας τη
συμμετοχή τους, έχοντας λιγότερα προβλήματα πειθαρχίας και υψηλότερες
φιλοδοξίες (Κωνσταντίνου, Χ. 2015).
Πόσο εμπλέκονται όμως οι γονείς στην παιδαγωγική εργασία του νηπιαγωγείου;
H έχει δείξει, ότι οι γονείς ανταποκρίνονται θετικά προς το νηπιαγωγείο που
επιδιώκει τη συνεργασία. Η απόφαση των γονέων να αναμειχθούν στην προσχολική
εκπαίδευση των παιδιών τους, συνδέεται με τις πεποιθήσεις τους για τον ρόλο του
γονέα, την ευκαιρία που τους δίνεται να ασκήσουν θετική επίδραση στην εκπαίδευση
των παιδιών τους. Η Epstein διαπίστωσε ότι οι παιδαγωγοί και οι συνεργαζόμενοι
κοινωνικοί λειτουργοί που είναι πρωτοπόροι στις πρακτικές συμμετοχής της
οικογένειας, επιτρέπουν στους γονείς, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, να
αναμειχθούν στις παιδαγωγικές διαδικασίες. Αντίθετα, οι παιδαγωγοί και οι
κοινωνικοί λειτουργοί που δεν συνεργάζονται με την οικογένεια, παρουσιάζουν
συμπεριφορές με αρνητικά στερεότυπα προς του λιγότερο μορφωμένους και χαμηλού
κοινωνικοοικονομικού επιπέδου γονείς (Κωνσταντίνου, Χ. 2015).
Τα τελευταία χρόνια η θεωρία Epstein των «επικαλυπτόμενων σφαιρών
επιρροής», λαμβάνει υπόψη τρία σημαντικά πλαίσια: το σχολείο, την οικογένεια και
την κοινότητα (κοινωνία). Σύμφωνα με την θεωρία αυτή και τα τρία πλαίσια
επηρεάζουν και επηρεάζονται. Για παράδειγμα το σχολείο μπορεί να φέρει και τις τρεις
σφαίρες επιρροής σε συνεργασία, μέσα από υψηλής ποιότητας προγράμματα
αλληλεπιδράσεων με την οικογένεια και την κοινότητα ή μπορεί να επιλέξει να
κρατήσει αυτές τις σφαίρες επιρροής σε απόσταση. Η θεωρία είναι ιδιαίτερη χρήσιμη
για το ρόλο του σχολείου, στα πλαίσια της προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης και
την ενθάρρυνσης μιας μεγαλύτερης συνεργασίας με την οικογένεια και την κοινότητα
(Κωνσταντίνου, Χ. 2015).
Το θεωρητικό πλαίσιο Epstein (1992-1996) περιγράφει δραστηριότητες
συμμετοχής και συνεργασίας και συγχρόνως παρέχει ένα χρήσιμο πλαίσιο, για τις
πρακτικές που συνδέουν την οικογένεια, το σχολείο και την κοινότητα.. Αυτή η
77
τυπολογία προσδιορίζει μέσα από έξι κατηγορίες, την έννοια της συνεργασίας
οικογένειας - σχολείου - κοινότητας. Αυτές είναι:
1. Βασικές υποχρεώσεις των γονέων (για παράδειγμα, οικοδόμηση θετικών
οικογενειακού περιβάλλοντος, το οποίο ενθαρρύνει την ανάπτυξη και μάθηση των
παιδιών και υποστηρίζει το νηπιακό και σχολικό πλαίσιο να κατανοήσει την
οικογένεια).
2. Βασικές υποχρεώσεις του νηπιαγωγείου και του σχολείου (για παράδειγμα καλή
επικοινωνία με τους γονείς σε ότι αφορά τις προσδοκίες του προγράμματος, τις
αξιολογήσεις και την πρόοδο των παιδιών).
3. Συμμετοχής της οικογένειας στο νηπιαγωγείο ή το σχολείο αναλόγως (για
παράδειγμα εθελοντική προσφορά στις τάξεις, για υποστήριξη των παιδιών και του
σχολείου γενικότερα).
4. Συμμετοχή της οικογένειας στις μαθησιακές και αναπτυξιακές δραστηριότητες στο
σπίτι (για παράδειγμα, παρέχοντας υλικό και ιδέες στους γονείς για θετικότερη
αλληλεπίδραση στο σπίτι, προκειμένου να βοηθήσουν τα παιδιά σε ακαδημαϊκές
δραστηριότητες, όπως είναι η ανάγνωση).
5. Συμμετοχή της οικογένειας στη λήψη αποφάσεων (για παράδειγμα οι γονείς να
συμμετάσχουν στην λήψη αποφάσεων που αφορούν το πρόγραμμα, τα
συμβουλευτικά συμβούλια και γενικότερα την οργάνωση).
6. Συνεργασία με την Κοινότητα (για παράδειγμα, συνεργασία με κοινοτικές
επιχειρήσεις, κοινωνικούς φορείς και άλλα μέλη της κοινότητας, για την παροχή
καλύτερων εκπαιδευτικών προγραμμάτων).
Στη συνέχεια, εξετάζονται στρατηγικές που ενδυναμώνουν την συνεργασία
κοινωνικού λειτουργού, οικογένειας και σχολείου και έχουν κύριο χαρακτηριστικό,
την επικοινωνιακή διαπραγμάτευση, ως διαδικασία αλληλεπίδρασης (Γιωσαφάτ, M.
2010).
78
Σε σχέση με τη συνεργασία οικογένειας - παιδαγωγού και οικογένειας - σχολείου
- κοινωνίας, η επικοινωνία είναι ένας καθοριστικός παράγοντας. Ο κοινωνικός
λειτουργός, ο παιδαγωγός και οι γονείς οφείλουν να δουν την επικοινωνιακή τους
σχέση, μέσα από ένα πνεύμα συνεργασίας, αλληλοπροσφοράς και συνέχειας. Ο
Gelfer & Swick προτείνουν στους κοινωνικούς λειτουργούς και παιδαγωγούς της
προσχολικής ηλικίας να αποφεύγουν συμπεριφορές που υποβαθμίζουν τη συνεργασία
με τους εμπλεκόμενους στο εκπαιδευτικό και μορφωτικό γίγνεσθαι. Η ενδυνάμωση
των σχέσεων οικογένειας, κοινωνικού λειτουργού και παιδαγωγού και οικογένειας -
σχολείου γίνεται αισθητή, μέσα από διαδικασίες επικοινωνίας που βοηθούν στην
συνεχή ανανέωση και εμπλουτισμό αυτής της σχέσης. Οι διαδικασίες αυτές είναι:
1. Η εμπιστοσύνη, ως βάση για μια στερεή σχέση.
2. Η ευελιξία των ρόλων, ως βάση για την βιωσιμότητα των σχέσεων.
3. Η ανταλλαγή βοήθειας, ως σημείο αναφοράς για μια υγιή σχέση.
4. Η ανταποκρινόμενη ακρόαση, ως εφοδιαστική διαδικασία για την ανάπτυξη μιας
επικοινωνιακής σχέσης.
5. Η εξατομίκευση, ως τρόπος για την ανάπτυξη ταυτοτήτων μέσω της επικοινωνίας.
6. Τα δυνατά σημεία (προσόντα) της ομάδας, ως σημείο αναφοράς των
επικοινωνιακών σχέσεων. Μέσα από την αμοιβαιότητα του διαλόγου και τη
συνεργασία για κοινούς στόχους, τα προσόντα αυτά βελτιώνουν και δυναμώνουν.
7. Η βοήθεια και η επίλυση προβλημάτων συμβάλλουν στην προσπάθεια για
καλύτερη επικοινωνία (Γιωσαφάτ, M. 2010).
79
Δεκάδες μελέτες έχουν δείξει ότι το οικογενειακό περιβάλλον ασκεί σημαντική
επιρροή στο τι μαθαίνουν τα νήπια και τα παιδιά μέσα και έξω από το μαθησιακό
περιβάλλον. Το περιβάλλον αυτό είναι πολύ σημαντικό όσον αφορά την επιρροή σε
αυτά που μαθαίνουν και στην κοινωνική ένταξη του νηπίου. Το γεγονός ότι η επιρροή
των γονέων, είναι τόσο ισχυρή οφείλεται κυρίως στο ότι μέχρι και την ηλικία των
δεκαοχτώ ετών τα παιδιά περνούν τον περισσότερο του εκτός μαθησιακού
περιβάλλοντός χρόνο τους κάτω από την επιρροή των γονιών τους (Χατζηχρήστου,
Χ. 2015).
Προσπάθειες για συνεργασία μεταξύ κοινωνικών λειτουργών κι γονέων με σκοπό
να διευθετήσουν τη συμπεριφορά των νηπίων και των παιδιών, έχει αποδειχθεί ότι
έχουν θετικά αποτελέσματα στη συμπεριφορά καθώς, και στην κοινωνική
προσαρμογή των νηπίων και των παιδιών. Με βάση μελέτες που πραγματοποιήθηκαν,
το 91% των συγκρίσεων ευνοούσε νήπια και παιδιά που συμμετείχαν σε τέτοια
προγράμματα, σε σχέση με τα άλλα νήπια και παιδιά που δεν συμμετείχαν
(Χατζηχρήστου, Χ. 2015).
Είναι σήμερα παραδεκτό ότι η ολιστική αντιμετώπιση του νηπίου και του παιδιού
αφενός προϋποθέτει τη συνεργασία όλων όσων εμπλέκονται στην σωματική, ψυχική
και γνωστική του ανάπτυξη και αφετέρου αναβαθμίζει τον ρόλο των γονέων, οι
οποίοι υποστηρίζονται για να παίξουν ενεργότερο ρόλο στην υποστήριξη των νηπίων
και των παιδιών. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού
παίρνει νέες διαστάσεις. Καλείται να εργαστεί όχι μόνο πάνω σε υποστηρικτικά
εκπαιδευτικά προγράμματα, αλλά και στην δυναμική της οικογένειας και αποκτά μια
ιδιότητα αυτή του συμβούλου (Χατζηχρήστου, Χ. 2015).
80
Πάνω απ’ όλα, όμως, μια παραγωγική σχέση μεταξύ των γονέων και κοινωνικών
λειτουργών παρέχει στο παιδί:
· Μεγαλύτερη συνέπεια και σταθερότητα στους δύο πιο σημαντικούς χώρους
όπου ζει και κινείται, δηλαδή στο νηπιακό/σχολικό του περιβάλλον και στο σπίτι.
· Αυξημένες ευκαιρίες για μάθηση, εξέλιξη και κοινωνικοποίηση
(Κωνσταντίνου, Χ. 2015).
81
4.4.3 Ανάπτυξη δεξιοτήτων για τη σωστή συνεργασία και
επικοινωνία
· Δεξιότητες προσεκτική παρακολούθησης: είναι αρμόζουσες λεκτικές και μη
λεκτικές συμπεριφορές που εκφράζονται κατά τη διάρκεια της συνάντησης
· Οπτική επαφή: Έχει παρατηρηθεί ότι είναι η πιο σημαντική διάσταση
προσεκτικής παρακολούθησης
· Σωματική γλώσσα: Αν το 85% περίπου της ανθρώπινης επικοινωνίας γίνεται
σε μη λεκτικό επίπεδο, τότε αντιλαμβανόμαστε τη μεγάλη σημασία της γλώσσας
του σώματος στην οικοδόμηση της σωστής επικοινωνίας
· Εκφράσεις προσώπου: Με τις εκφράσεις του προσώπου μπορεί να δειχθεί η
φιλικότητα, το ενδιαφέρον και να εσωτερικευθούν συναισθήματα
· Φωνητικό ύφος: Οι αλλαγές στο ρυθμό ομιλίας, στην ένταση και τον τόνο
δείχνουν αδιαφορία ή ενδιαφέρον
· Λεκτική ακολουθία: Παραμένουμε στο θέμα, δεν διακόπτουμε το συνομιλητή,
του δείχνουμε έτσι ότι τον παρακολουθούμε προσεκτικά και του δίνουμε χρόνο να
εμβαθύνει στο θέμα που τον απασχολεί
· Η χρήση των ερωτήσεων: Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι ερωτήσεις και η
συχνότητα τους επηρεάζουν την επικοινωνία και κατά συνέπεια τη συνεργασία. Οι
πολλές ερωτήσεις δίνουν την εντύπωση της ανάκρισης, καθώς το είδος των
ερωτήσεων παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της επικοινωνίας, για παράδειγμα
οι ανοιχτές ερωτήσεις βοηθούν τον συνομιλητή να εκφράσει τα συναισθήματα του
και να μιλήσει περισσότερο (Κωνσταντίνου, Χ. 2015).
82
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
5.1.Είδος έρευνας
Το είδος της έρευνας που επιλέχθηκε να πραγματοποιηθεί είναι η ποιοτική
έρευνα λόγω της φύσης του υπό εξέταση αντικειμένου και του σκοπού που τέθηκε
προς διερεύνηση. Η ποιοτική έρευνα αποτελεί, σχηματικά, ένα από τα δύο μεγάλα
μεθοδολογικά παραδείγματα στις κοινωνικές επιστήμες. Συγκεκριμένα, εστιάζει στο
υποκειμενικό νόημα ενός κοινωνικού φαινομένου και μέσω αυτής διερευνούνται
κοινωνικές εμπειρίες, στάσεις και απόψεις. Οι ποιοτικές μέθοδοι εφαρμόζονται σε
ερευνητικά εγχειρήματα και προσεγγίσεις, που έχουν ως βασικό στόχο τη διερεύνηση
των νοημάτων και των αναπαραστάσεων που αποδίδουν τα υποκείμενα σε κοινωνικά
φαινόμενα και διαδικασίες Σύμφωνα με τον Ιωσηφίδη (2001), «η ποιοτική έρευνα
στοχεύει στη διατύπωση ή αναδιατύπωση υποθέσεων και θεωρητικών θέσεων για το
κοινωνικό γίγνεσθαι και τη διακρίβωση κοινωνικών σχέσεων, θέσεων και ρόλων»
(Ιωσηφίδης, 2001:37).
5.2.Ερευνητικά ερωτήματα
Τα ερευνητικά ερωτήματα που προέκυψαν από την βιβλιογραφική ανασκόπηση
είναι τα εξής:
- Η διερεύνηση σημαντικότητας του κοινωνικού λειτουργού στην κοινωνική
ανάπτυξη του παιδιού στην νηπιακή ηλικία
- Η διερεύνηση των τρόπων εκδήλωσης της σχέσης μεταξύ κοινωνικού λειτουργού
και οικογένειας, που συμβάλλου στην κοινωνική ανάπτυξη του νηπίου
- Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ κοινωνικού λειτουργού και παιδαγωγού ως προς
την κοινωνική ανάπτυξη του νηπίου.
83
5.3.Σκοπός έρευνας
Έχει παρατηρηθεί έλλειψη ανάλογων ερευνών ως προς τον ρόλο του κοινωνικού
λειτουργού στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού, και παράλληλα, ως προς την
ομαλή ένταξη του παιδιού στην κοινωνική ομάδα. Για τον λόγο αυτό, σκοπός της
προκείμενης ποιοτικής έρευνας, είναι η ανάδειξη της σημαντικότητας του ρόλου του
κοινωνικού λειτουργού στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού στην νηπιακή ηλικία
και τους τρόπους με τους οποίους γίνεται πιο ομαλή η ένταξη του στην κοινωνική
ομάδα.
5.4.Στόχοι έρευνας
Πιο συγκεκριμένα, οι στόχοι της έρευνας:
- Να αναδειχθεί η σημαντικότητα της συμβολής του κοινωνικού λειτουργού στην
κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού στην νηπιακή ηλικία.
- Να αναγνωριστούν οι σχέσεις μεταξύ κοινωνικού λειτουργού και οικογένειας για
την κοινωνική ανάπτυξη του νηπίου.
- Να εντοπιστούν οι κοινοί στόχοι του κοινωνικού λειτουργού και του παιδαγωγού ως
προς την κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού στην νηπιακή ηλικία και την ένταξη του
στην κοινωνική ομάδα.
5.5.Δειγματοληψία
Το είδος της δειγματοληψίας που έγινε για την επιλογή των συμμετεχόντων είναι
η σκόπιμη δειγματοληψία. Βάσει αυτής το δείγμα εξυπηρέτησε «τους γενικούς και
ειδικούς σκοπούς της ερευνητικής διαδικασίας», δηλαδή οι συμμετέχοντες κατείχαν
κάποια χαρακτηριστικά, τα οποία σχετίζονταν με τον σκοπό και τον χαρακτήρα της
έρευνας. (Ιωσηφίδης, 2001).
Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από οκτώ (8) γυναίκες, με την ειδικότητα του
κοινωνικού λειτουργού που σχετίζονταν με το υπό εξέταση αντικείμενο. Ειδικότερα,
οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι οποίες προσφέρθηκαν να συμμετέχουν στην έρευνα,
εργάζονται στο Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής, στο Κέντρο Πρόληψης Εξαρτήσεων
Και Προαγωγής Ψυχοκοινωνικής Υγείας «Καλλίπολις». Ο ρόλος των κοινωνικών
λειτουργών στον συγκεκριμενο φορέα αφορά την δημιουργία ομάδων υποστήριξης
84
εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, σεμινάρια γονέων και ενημερωτικές
εκδηλώσεις σε νηπιαγωγία.
85
αποτελεί επιδιωκόμενο στόχο. Το Κέντρο Πρόληψης Εξαρτήσεων Και Προαγωγής
Ψυχοκοινωνικής Υγείας «Καλλίπολις» έχει ως βασικό στόχο των προγραμμάτων που
αναπτύσσει την πρόληψη των εξαρτήσεων και την προαγωγή της υγείας στην
οικογένεια, το σχολείο και το ευρύτερο περιβάλλον, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται
τα παιδιά και οι έφηβοι. Τα παιδικά χωριά SOS, όπου η λειτουργία της ομάδας σε
αυτή τη κατεύθυνση, διαμόρφωσε ένα κλίμα εμπιστοσύνης στη τοπική κοινωνία με
αποτέλεσμα αφενός μεν τη διεύρυνση του δικτύου των εθελοντών και φίλων SOS
αφετέρου δε, τη διασφάλιση της στήριξης των τοπικών αρχών της περιοχής όπως ο
Δήμος Καλαμάτας, η Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας, άλλοι φορείς και ιδιώτες. Με τις
ουσιαστικές αυτές πηγές βοηθείας, τη συνεχή υποστήριξη της Τοπικής Ομάδας, την
οικονομική υποστήριξη της HSBC μέσω του προγράμματος FUTURE FIRST από το
2009, δημιουργήθηκε το Κέντρο Στήριξης Παιδιού και Οικογένειας, σε
ενοικιαζόμενο κτήριο που αποτελεί έκτοτε τη βάση των δραστηριοτήτων μας.
Οι συνεντεύξεις διεξήχθηκαν στους προαναφερθέντες χώρους έπειτα από
τηλεφωνική επικοινωνία με τους ειδικούς με σκοπό των προγραμματισμό των
συναντήσεων. Επιπλέον, όπου ζητήθηκε , έγινε αποστολή των ερωτηματολογίων
μέσω e-mail προκειμένου να πραγματοποιηθεί έλεγχος των ερωτήσεων από τους
επαγγελματίες. Η διεξαγωγή της έρευνας διήρκησε τους μήνες Ιανουάριο και
Φεβρουάριο του 2016.
5.8.Τήρηση απορρήτου
Η τήρηση απορρήτου αποτελεί έναν από τους βασικότερους παράγοντες για την
διεξαγωγή μιας έρευνας καθώς επιτρέπει στους ερωτηθέντες να απαντήσουν με
ελάχιστη επιφύλαξη στα ερωτήματα. Σαφώς, διαβεβαιώνονται πως τα δεδομένα τους
θα παραμείνουν προστατευμένα και θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τον σκοπό
της έρευνας. Ακόμη, ανεξάρτητα από την προφορική ενημέρωση, υπήρχε στην
έναρξη του ερωτηματολογίου εισαγωγικό κείμενο για την ιδιότητα των ερενητών, για
το θέμα της έρευνας και που αποσκοπεί, καθώς και η διαβεβαίωση της ασφάλειας του
απορρήτου των απαντήσεων τους. Τέλος, ζητήθηκε εγκαίρως άδεια για
μαγνητοφώνηση της συνέντευξης του, όπου αποσκοπεί σε πιο έγκυρο τρόπο
καταγραφής δεδομένων.
86
5.9. Περιορισμοί έρευνας
Ένας ιδιαίτερα σημαντικός περιορισμός που προέκυψε κατά την διάρκεια της
έρευνας, ήταν η έλλειψη χρόνου για την συλλογή δεδομένων από μεγαλύτερο αριθμό
δείγματος, καθώς, επίσης, το περιορισμένο γεωγραφικά εύρος δείγματος μπορεί να
αποτελέσει το έναυσμα για μια αντίστοιχη πανελλαδική έρευνα που θα αποτυπώσει
πιο αντιπροσωπευτικά τις στάσεις και αντιλήψεις του πληθυσμού.
87
Υγείας Π.Ε.
Αχαΐας
Δ Γυναίκα 33 Απόφοιτος ΑΤΕΙ Κοινωνική λειτουργός- Κέντρο Πρόληψης
Ψυχοθεραπεύτρια στη
και μετεκπαίδευση και Εξαρτήσεων
συστημική και
οικογενειακή θεραπεία Αχαΐας
Α Γυναίκα 30 Απόφοιτος ΑΤΕΙ Κοινωνική λειτουργός Κέντρο Πρόληψης
και Εξαρτήσεων
Αχαΐας
Κ Γυναίκα 35 Απόφοιτος ΑΤΕΙ Κοινωνική λειτουργός Κέντρο Πρόληψης
και Εξαρτήσεων
Αχαΐας
Ι Γυναίκα 34 Απόφοιτος ΑΤΕΙ Κοινωνική λειτουργός- Κέντρο
Ψυχοθεραπεύτρια στην
και Μετεκπαίδευση Παιδοψυχικής
συστημική και
οικογενειακή θεραπεία Υγιεινής ΠΑΙΔΥ
Αττικής
Θ Γυναίκα 35 Απόφοιτος ΑΤΕΙ Κοινωνική λειτουργός Κέντρο Πρόληψης
και Μετεκπαίδευση και Εξαρτήσεων
Αχαΐας
88
Παιδικά χωριά SOS Καλαμάτας και μία (1) στο Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής
ΠΑΙΔΥ Αττικής.
93
διαπροσωπικών του σχέσεων και συγκρούσεων, μέσα από βιωματικές
δραστηριότητες, όπως το θεατρικό παιχνίδι.
Παράλλλα, τρεις από τους οκτώ (3/8) ειικούς, ανέφεραν ότι ένας κοινωνικός
λειτουργός συμβάλλει στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού σε συνεργασία με τους
γονείς, βοηθώντας τους γονείς να σταθούν καλύτερα στο ρόλο τους και να νιώσουν
μεγαλύτερη ασφάλεια και σιγουριά. Καθώς, ο κοινωνικός λειτουργός μπορεί να
βοηθήσει έμμεσα, μέσα από το συντονισμό των σεμιναρίων για τους γονείς,
συζητώντας μαζί τους και κατανοόντας τους. Έτσι συμβάλλουν με έναν έμμεσο
τρόπο στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού με έναν πιο λειτουργικό τρόπο με τους
γονείς.
Ακόμα, δύο από τις οχτώ (2/8) ερωτηθείσες συμφώνησαν ότι η συμβολή του
κοινωνικού λειτουργού στη κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού εξαρτάται από το
πλαίσιο στο οποίο εργάζεται. Ο κοινωνικός λειτουργός, ανάλογα με τη δομή που
βρίσκεται, βοηθάει τα διαμόρφωση κατάλληλων συνθηκών για τη σωστή ένταξη των
παιδιών και κατάλληλες ομάδες στις οποίες θα συμμετέχουν τα νήπια. Άρα ο
κοινωνικός λειτουργός χρειάζεται να φροντίσει να δημιουργηθούν αυτές οι συνθήκες
και τα κατάλληλα πλαίσια, στα οποία θα συμμετέχουν τα παιδιά.
6.Με ποιους τρόπους ένα παιδί στη νηπιακή ηλικία εντάσσεται ομαλά
στην κοινωνική ομάδα
Σύμφωνα, με μία από τις οχτώ ειδικούς (1/8), ένα παιδί στη νηπιακή ηλικία
εντάσσεται σταδιακά στην κοινωνική ομάδα, ενώ δύο από τις οχτώ ειδικούς (2/8)
υποστήριξαν ότι η ομαλή ένταξη του νηπίου εξαρτάται από τα πρότυπα που έχει
λάβει, αλλά και από τη στάση της οικογένειας καθώς και του περιβάλλοντος
υποδοχής και κοινωνικοποίησης του, όπως είναι ο παιδικός σταθμός και το σχολείο.
Παράλληλα, μία από τις οχτώ ειδικούς (1/8) επισήμανε ότι η επιτυχία της
ενσωμάτωσης του παιδιού σε μια κοινωνική ομάδα εξαρτάται από την
ευαισθητοποίηση και την επιστημονική κατάρτιση των νηπιαγωγών.
Επιπρόσθετα, τρεις από τις οκτώ ειδικούς (3/8) συμφώνησαν ότι το παιδί
εντάσσεται ομαλά σε μια κοινωνική ομάδα μέσα από το ομαδικό παιχνίδι και τις
ομαδικές δραστηριότητες, πρώτα όμως σε μικρές ομάδες (δυάδες ή τριάδες) και σιγά-
σιγά σε μεγαλύτερες ομάδες, αυξάνοντας τα μέλη της ομάδας. Οι νηπιαγωγοί
εφαρμόζοντας δραστηριότητες, τους δίνεται η ευκαιρία να εντάξουν όλα τα νήπια σε
κάποια δραστηριότητα, έτσι ώστε να αυξηθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Επίσης,
94
αυτό δίνει την δυνατότητα στα νήπια να αναπτύξουν διαπροσωπικές σχέσεις, να
αποκτήσουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα και να αναλάβουν ρόλους.
Ακόμα, μία από τις οχτώ ειδικούς (1/8) ανέφερε ότι οι τρόποι που γίνεται η
ένταξη του παιδιού στην κοινωνική ομάδα είναι με την εφαρμογή κανόνων, οι οποίοι
διαμορφώνονται μέσα από τη συνεργασία με τα ίδια τα παιδιά. Επίσης, μέσα από
ιστορίες και παραμύθια τα παιδιά ενθαρρύνονται να εκφράσουν απόψεις και να
καταλήξουν σε συμπεράσματα όσον αφορά την σχέση τους με την ομάδα.
Τέλος, δύο από τις οχτώ ειδικούς (2/8) θεώρησαν σημαντικό την συνεργασία
με την οικογένεια του παιδιού, για την αποτελεσματική ένταξη του σε μια κοινωνική
ομάδα. Αναλυτικότερα, οι ομαδικές συναντήσεις του κοινωνικού λειτουργού με τους
γονείς είναι απαραίτητες για να δουλευτούν θέματα και συμπεριφορές και μέσα στο
σπίτι τους. Παράλληλα, η σχέση μεταξύ του κοινωνικού λειτουργού με του γονείς θα
πρέπει να διακατέχεται από αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμό.
95
Επιπρόσθετα, μία στις οχτώ ερωτηθείσες (1/8) πιστεύει ότι η συναισθηματική
αποδέσμευση και η ένταξη του νηπίου στο κοινωνικό περιβάλλον βρίσκονται σε
αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Αναλυτικότερα, η αλληλεπίδραση μεταξύ γονέων και
νηπίου χρειάζεται να είναι σε ικανοποιητικό βαθμό συναισθηματικής αποδέσμευσης,
ώστε να μπορέσει το παιδί να αποδεσμευτεί από την οικογένεια και να ενταχτεί στην
κοινωνική ομάδα. Εάν το παιδί, έχει μεγάλο βαθμό προσκόλλησης, δηλαδή
μεγαλύτερο από αυτό που είναι απαραίτητο για την ηλικία του, θα είναι πάρα πολύ
δύσκολο για το παιδί να ενταχθεί σε μία κοινωνική ομάδα. Από την άλλη, αν δεν
υπάρχει, συναισθηματική προσκόλληση -διότι είναι απαραίτητος ένας βαθμός
συναισθηματικής δέσμευσης του παιδιού με την οικογένεια- θα είναι δύσκολη η
προσαρμογή του σε κοινωνικά πλαίσια γιατί θα έχει πολύ έντονα αναπτυγμένο το
αίσθημα της ανασφάλειας. Επομένως , χρειάζεται η συναισθηματική δέσμευση, αυτή
που επιτρέπει στο παιδί, να νιώθει ασφαλές, ώστε να κάνει το επόμενο βήμα, το οποίο
είναι να βγει έξω από την οικογένεια και να ενταχθεί σε μία κοινωνική ομάδα.
Ειδικότερα, μία από τις οχτώ ερωτηθείσες (1/8) πιστεύει ότι παίζει σημαντικό
παράγοντα, το παιδί να έχει αποδεσμευτεί συναισθηματικά από το ασφαλές
περιβάλλον για ενταχθεί σε άλλα κοινωνικά πλαίσια, όμως δεν είναι απόλυτα
αποδεκτό. Για παράδειγμα, εάν ο γονέας δυσκολεύεται να αφήσει και να αποχωριστεί
συναισθηματικά το παιδί, τότε και το παιδί θα δυσκολευτεί να κοινωνικοποιηθεί
ομαλά και να ενταχθεί σε μια ομάδα παράλληλα.
96
Επιπλέον, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, πέντε από τις οχτώ (5/8)
επισήμαναν ότι μέσα από την αναγνώριση των ικανοτήτων του παιδιού, τη θετική
ενίσχυση και την επιβράβευση στις επιτυχίες του, τονώνεται η αυτοπεποίθηση και
αυτοαντίληψη του. Πιο συγκεκριμένα, είναι σημαντικό για την αυτοεκτίμηση του
παιδιού, η αναγνώριση και ο έπαινος από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς του για
κάθε προσπάθεια ή επιτυχία του, αλλά και αντίστοιχα η ανάλογη στήριξη για κάθε
αποτυχία του.
Ακόμα, τρεις από τις οχτώ ερωτηθείσες (3/8) ανέφεραν ότι η αγάπη, η
τρυφερότητα και η αποδοχή της διαφορετικότητας του κάθε παιδιού, ενισχύει
σημαντικά την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση του.
Ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας που παρατηρήθηκε από έναν από
τις οχτώ (1/8) ερωτηθείσες για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης
του παιδιού είναι το καθρέφτισμα που θα νιώσει να αντανακλάται για τον εαυτό του
μέσα από τα μάτια των γονιών του. Δηλαδή, όταν ένας γονέας βλέπει το δυναμικό
του παιδιού σε εξέλιξη και ανακαλύπτει μικρά ταλέντα και δεξιότητες μέσα από αυτό
που σταδιακά βλέπει να αναπτύσσεται, είναι σίγουρο ότι και το παιδί θα αρχίζει να
αναπτύσσει πίστη στον εαυτό του.
Επιπρόσθετα, δύο από τις οχτώ ερωτηθείσες (3/8) ανέφεραν χαρακτηριστικά
ότι η σωστή «δόση» θαυμασμού, αναγνώρισης και επιβράβευσης του παιδιού σε
συνδυασμό με τη σωστή «δόση» απογοήτευσης του παιδιού, δίνει την ευκαιρία στο
παιδί να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση και την αυτοαντίληψη του. Αναλυτικότερα,
δίνοντας στο παιδί το χρόνο και το χώρο που χρειάζεται για να μάθει να αντέχει και
να διαχειρίζεται την δυσκολία, καθώς να επεξεργάζεται και να αντέχει δύσκολα
συναισθήματα και καταστάσεις, του δίνεται ο χώρος να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση
και την αυτοαντίληψη του. Σύμφωνα, όμως με τους ειδικούς, αυτή η δόση πρέπει να
τόση που να είναι επιτρεπτή για την ηλικία του, χωρίς το παιδί να είναι αφημένο και
χωρίς βοήθεια αλλά να έχει υποστήριξη και βοήθεια από τον ενήλικα, έτσι ώστε να
έχει ελευθερία στις επιλογές του και να βρίσκει μόνο του λύσεις σε θέματα της
ηλικίας του.
Παράλληλα, δύο από τις οχτώ ειδικούς (2/8) τόνισαν ότι είναι σημαντικό για
την αυτοπεποίθηση του παιδιού, η αποφυγή κριτικής και η επισήμανση των λαθών
του, καθώς και η αποφυγή της ένταση στο σπίτι σε σχέση με το παιδί.
Ακόμη, μία από τις οχτώ ερωτηθείσες (2/8) έθεσε την άποψη του σχετικά με
το θέμα της αυτοπεποίθησης και αυτοαντίληψης του παιδιού στη νηπιακή ηλικία,
97
επισημαίνοντας ότι ένα άλλο πολύ σημαντικό κομμάτι στην αυτοεκτίμηση του
παιδιού είναι η σχέση του με τους γονείς του. Εφόσον, το παιδί νιώθει ότι είναι
ασφαλή η σχέση του με τους γονείς του, μπορεί και αυτό με μεγαλύτερη ασφάλεια
και πίστη στον εαυτό του να προχωρήσει, εξερευνώντας και ανοίγοντας νέες
δεξιότητες.
Τέλος, μία από τις οχτώ ερωτηθείσες (1/8) ανέφερε ότι ένα παράγοντας που
θεωρεί σημαντικό για την ενίσχυση της αυτοπεποίθηση σε αυτή την ηλικία είναι η
επιδίωξη συναναστροφής του παιδιού με συνομήλικους του αλλά και με άλλους
ανθρώπους από άλλες γενιές, ώστε να παίρνει ερεθίσματα.
102
Επιπρόσθετα, μία από τις οχτώ ερωτώμενες (1/8) παρατήρησε ότι για την
ενδυνάμωση της σχέσης παιδαγωγού και οικογένειας αρκεί και μόνο ένας κοινωνικός
λειτουργός, εφόσον είναι καλός διαμεσολαβητής ανάμεσα στους γονείς και στους
παιδαγωγούς. Αυτό είναι μια πολύ σημαντική λειτουργία, γιατί οι κοινωνικοί
λειτουργοί μέσα από το επάγγελμα και την εκπαίδευση τους, έχουν εκπαιδευτεί στο
πώς να διαμεσολαβούν είτε μέσα από οργανισμούς ή από διάφορες δομές της
κοινότητας.
Επίσης, μία από τις οχτώ ερωτώμενες (1/8) απάντησε ότι υπάρχουν τρόποι
ενδυνάμωσης της οικογένειας και του παιδαγωγού και αυτό γίνεται μέσα από την
έμφαση που θα δοθεί στη σπουδαιότητα του ρόλου τους με απώτερο σκοπό τη σωστή
ανάπτυξη, ενδυνάμωση και τόνωση του παιδιού.
Τέλος, μία από τις οχτώ ερωτώμενες (1/8) σχολίασε ότι ένα από τους πολλούς
τρόπους για να ενδυναμωθεί η μεταξύ σχέση της οικογένειας με τον παιδαγωγό είναι
να πιστέψουν ότι μπορούν να γίνουν καλύτεροι, π.χ. καλύτερος γονέας, καλύτερος
σύντροφος, καλύτερος παιδαγωγός και αυτό είναι ένα κλειδί που ξεκλειδώνει τις
δυνατότητες που έχει κάποιος για να εξελιχθεί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ειδικού.
103
Εξαρτάται, δηλαδή, από τον σεβασμό και την κατανόηση που έχει ο ένας για τον
άλλον αλλά και από το πόσο αποδέχονται και δεν κρίνουν ο ένας τον άλλο.
Ακόμα, μία από τις οχτώ ειδικούς (1/8) σχολίασε ότι η σχέση οικογένειας -
παιδαγωγού εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα στερεότυπα και τις
προκαταλήψεις που έχουν και οι δύο πλευρές. Οι δεξιότητες επικοινωνίας και
συνεργασίας είναι καθοριστικές, καθώς είναι απαραίτητη και η ύπαρξη πλαισίων που
θα φροντίζουν για τη συνεργασία των δύο πλευρών. Είναι σημαντικό το σχολείο, ο
παιδικός σταθμός να έχει συγκεκριμένη πολιτική και τα πλαίσια να επιτρέπουν την
επικοινωνία και την συνεργασία των παιδαγωγών με την οικογένεια και θα
διασφαλίζουν ένα κλίμα ασφάλειας, εμπιστοσύνης και συνεργασίας.
Επιπλέον, μία από τις οχτώ ειδικούς (1/8) απάντησε ότι η καλή σχέση μεταξύ
της οικογένειας και του παιδαγωγού είναι πολύ σημαντικό για ένα παιδί σε όλες τις
ηλικίες, όχι μόνο στη νηπιακή. Συγκεκριμένα, το παιδί όταν νιώθει ότι υπάρχει μία
σχέση συνεργασίας ανάμεσα στο γονέα και στον εκπαιδευτικό νιώθει πολύ πιο
ήρεμο, νιώθει ασφάλεια και εμπιστοσύνη, άρα και η καθημερινότητα του είναι πολύ
πιο ήρεμη και το παιδί είναι πιο αποδοτικό, όταν νιώθει ασφάλεια και εμπιστοσύνη
σε αυτούς τους χώρους.
Τέλος, τρεις από τις οχτώ ειδικούς (3/8) τόνισαν ότι μέσα από την εμπειρία
τους, η συνεργασία οικογένειας και παιδαγωγού είναι πάρα πολύ δύσκολο να
επιτευχθεί σήμερα. Αναλυτικότερα, μία από τις ειδικούς ανέφερε χαρακτηριστικά ότι
«΄Έχει δει πολύ συχνά νηπιαγωγοί και γονείς, λόγω προσωπικής ανασφάλειας, ο
καθένας για δικούς του λόγους, να θίγονται πολύ εύκολα, να νιώθουν απειλή σε
οποιοδήποτε σχόλιο ή συζήτηση γίνει είτε από τον έναν ή από τον άλλο και να
επηρεάζονται πάρα πολύ». Γι’ αυτό αναφορικά με τα σχόλια των ερωτηθέντων
χρειάζεται πολύ κατανόηση και πολύ σεβασμός στο ρόλο που ο καθένας έχει
αναλάβει, με διάθεση να ακούει ο ένας τον άλλον, γιατί ο κάθε ρόλος είναι πολύ
βοηθητικός και συμπληρωματικός στον άλλον. Ενώ, μία ακόμα ειδικός που
συμφώνησε επάνω σε αυτό το θέμα, ανέφερε ότι στο κέντρο που εργάζεται (Κέντρο
Πρόληψης και Εξαρτήσεων Αχαϊας) ότι υπάρχει ένα μέρος γονέων και ένα μέρος
παιδαγωγών που ασκεί έντονη κριτική ο ένας στον άλλον, οπότε είναι δύσκολο να
συνεργαστούν, ενώ πρέπει να έχουν στενή και συνεχή επαφή και να βρίσκουν
τρόπους να συνεργάζονται μεταξύ τους. Τέλος, ο τρίτος ειδικός που συμφώνησε στην
δυσκολία συνεργασίας οικογένειας και παιδαγωγού, ανέφερε ότι μέσα από εμπειρία
του, αυτή η σχέση «σκοντάφτει» και το πιο σημαντικό εμπόδιο είναι η επίρριψη
104
ευθυνών από τους παιδαγωγούς στους γονείς και αντίστοιχα, το οποίο δεν βοηθάει το
κοινό τους στόχο, ο οποίος είναι η ανάπτυξη του παιδιού.
6.2. Συμπεράσματα
Με αφορμή προβληματισμούς που δημιουργήθηκαν μέσω της βιβλιογραφικής
ανασκόπησης που μελετήθηκε, θεωρήθηκε σκόπιμο να πραγματοποιηθεί έρευνα που
θα εξετάζει την ανάδειξη της σημαντικότητας του ρόλου του κοινωνικού λειτουργού
στην κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού στην νηπιακή ηλικία και τους τρόπους με τους
οποίους γίνεται πιο ομαλή η ένταξη του στην κοινωνική ομάδα.
Με βάση τον παραπάνω προβληματισμό προέκυψαν κάποια επιπλέον
ερευνητικά ερωτήματα που σχετίζονται τους τρόπους εκδήλωσης της σχέσης μεταξύ
κοινωνικού λειτουργού και οικογένειας, που συμβάλλουν στην κοινωνική ανάπτυξη
του νηπίου, όπως επίσης, και την σχέση μεταξύ κοινωνικού λειτουργού και
παιδαγωγού ως προς την κοινωνική ανάπτυξη του νηπίου.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τις βιβλιογραφικές πηγές, αναδεικνύεται έντονα
ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού ως «συνδετικός κρίκος» μεταξύ νηπιαγωγείου,
οικογένειας και άλλων κοινωνικών φορέων και υπηρεσιών με επίκεντρο το νήπιο και
τις ανάγκες του. Ωστόσο, μέσω της έρευνας παρατηρήθηκε ότι συνεργάζεται,
επιπλέον, συστηματικά και προγραμματισμένα με τις οικογένειες των νηπίων,
επιδιώκοντας τη θετική στάση της οικογένειας απέναντι στο νήπιο και την ανάπτυξη
υγιών ενδοοικογενειακών σχέσεων. Πιο συγκεντρωμένα, προσθέτονται οι εξής τρόποι
προσέγγισης της οικογένειας του νηπίου, αλλά και πιθανά προβλήματα που μπορεί να
προκύψουν, σύμφωνα με την έρευνα:
Τρόποι προσέγγισης
ü Ομαδικές συναντήσεις
ü Ανθρώπινος χαρακτήρα προσέγγισης, μη κριτικός
ü Λόγος προσέγγισης πχ. διερευνητικός ή παρεμβατικός
ü Ενίσχυση αρχών εμπιστοσύνης
Προβλήματα
ü Η δυσπιστία σχετικά με την αποτελεσματικότητα του ρόλου του «ως ειδικός»
ü Η συναισθηματική δυσκολία των γονιών να αποδεκτούν τα παιδιά τους
ü Τα εμπόδια εξαρτώνται με την περίπτωση και το λόγο που προσεγγίζει την
οικογένεια του νηπίου
105
Εφόσον διερευνήθηκε ο προβληματισμός για την σημαντικότητα του ρόλου
του κοινωνικού λειτουργού, το ενδιαφέρον στράφηκε, βιβλιογραφικά και έπειτα
επαληθευτηκε ερευνητικά, η σημαντικότητα της ύπαρξης των κοινωνικών
λειτουργών στα νηπιαγωγεία. Από την έρευνα προκύπτει πως είναι σημαντική η
ύπαρξη του κοινωνικού λειτουργού στα νηπιαγωγεία διότι αποτελούν «συνδετικό
κρίκο» νηπιαγωγείου και οικογένειας για μια ολιστικότερη παρέμβαση και
προσέγγιση αυτής της ηλικίας μέσα από την εκπαίδευση. Βέβαια, τόνιστηκε
ιδιαίτερα πω ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού οφείλει να λειτουργεί
συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά με τον ρόλο των παιδαγωγών για την
υποστήριξη και τη διασύνδεση των σημαντικών άλλων, παιδαγωγών και
οικογένειας.
Στη συνέχεια, παρατηρήθηκε έντονα να συμφωνούν οι ερωτώμενες στους
κοινούς στόχους του παιδαγωγού με τον κοινωνικό λειτουργού ως προς την
κοινωνική ανάπτυξη του νηπίου. Οι κοινοί στόχοι που συμπληρώθηκαν είναι οι
εξής:
ü Η αυτονομία
ü Η συναισθηματική, η σωματική και η ψυχική ισορροπία
ü Η ομαλή ανάπτυξη και η ένταξη του παιδιού στην ομάδα
ü Η ομαλή συνεργασία παιδαγωγού-οικογένειας
ü Η ανάπτυξη λειτουργικών σχέσεων με τους συνομήλικους
ü Η προσαρμογή στα νέα περιβάλλοντα
ü Η ομαλή συναισθηματική αποδέσμευση από την οικογένεια
ü Τα όρια
ü Η επικοινωνία
ü Η συνεχής ενημέρωση των γονέων
107
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αθανασίου, Κ. (2007). Αγωγή Υγείας. Θεσσαλογίκη, Εκδόσεις: Γρηγόρη.
Γαλανάκη, Ε. (2003). Θέματα αναπτυξιακής ψυχολογίας : Γνωστική - κοινωνική -
συναισθηματική ανάπτυξη. Αθήνα, Εκδόσεις: Ατραπός.
Γιωσαφάτ, M. (2010). Μεγαλώνοντας μέσα στην ελληνική οικογένεια: η
ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού και ο ρόλος των γονιών : μια ψυχαναλυτική
προσέγγιση. Αθήνα, Εκδόσεις: Αρμός.
Δαρδάνος, Γ., & Χατζηχρήστου, Χ. (2011). Κοινωνική και συναισθηματική αγωγή
στο σχολείο. Εκπαιδευτικό υλικό Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης νηπιαγωγείου, α’ και
β’ δημοτικο. Αθήνα, Εκδόσεις: Τυπωθήτω.
Κοτσαλίδου, Ε. (2011). Διαθεματικές προτάσεις εργασίας για το νηπιαγωγείο και
το δημοτικό, θεωρία και πράξη. Αθήνα, Εκδόσεις: Καστανιώτη.
Κουρμούση, Ν., & Κούτρας, Β. (2011). Βήματα για τη ζωή. Αθήνα, Εκδόσεις:
Παπαζήση.
Κρασανάκης, Γ. (2004). Κοινωνιοπαιδαγωγική του ελεύθερου χρόνου. Αθήνα,
Εκδόσεις: Γρηγόρης.
Κυριαζή. Ν, (2002). Η κοινωνιολογική έρευνα - Κριτική Επισκόπηση των μεθόδων
και των τεχνικών. Αθήνα, Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα.
Κωνσταντίνου, Χ. (2015). Το καλό σχολείο, ο ικανός εκπαιδευτικός και η
κατάλληλη αγωγή ως παιδαγωγική θεωρία και πράξη. Αθήνα, Εκδόσεις:
Gutenberg.
Μετοχιανάκης, Η. (2000). Εισαγωγή στην παιδαγωγική (Α΄ τόμος). Αθήνα,
Έκδοση: Ιδιωτική.
Μισαηλίδη, Π. (2003). Θεωρία των Παιδιών για το Νου. Αθήνα, Εκδόσεις:
Τυπωθήτω.
Νικολοπούλου, Κ. (2008). Οι τεχνολογίες της πληροφορίας και των επικοινωνιών
στην προσχολική εκπαίδευση. Ένταξη-χρήση και αξιοποίηση. Αθήνα, Εκδόσεις:
Πατάκη.
Ξυνού, Μ. (2009). Η κατανόηση του εαυτού κατά τη νηπιακή ηλικία. Πάτρα,
Εκδόσεις: Ε.Α.Π.
108
Πανταζής, Σ., & Σακελλαρίου, Μ. (2005). Προσχολική Παιδαγωγική:
Προβληματισμοί – Προτάσεις. Αθήνα, Εκδόσεις: Άτροπος.
Χατζηχρήστου, Χ. (2015). Πρόληψη και Προαγωγή της Ψυχικής Υγείας στο
Σχολείο και στην Οικογένεια. Αθήνα, Εκδόσεις: Gutenberg.
ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Barnett, L.A. (1990). Playfulness: Definition, design, and measurement, play &
culture. University of Illinois, Urbana-Champaign.
Bernstein, Β., (1990). Class, codes and control, volume 4: the structuring of
pedagogic discourse. London, Routledge.
Cole, M., Cole, S., (2001). The development of children. New York, Worth.
Dockett, S., & Perry, B., (2004). What makes a successful transition to school?
Views of Australian parents and teachers. Presentation in the Ε. Ε. C. E. R. A.
14th Annual Conference, Malta, 1-4 September.
Longoria, A.Q., Page, M.C., Hubbs-Tait, L., & Kennison, S.M. (2009).
Relationship between kindergarten children and social competence. Early Child
Development & Care. London, Rutledge.
Moustakas,E.C. & Cereta,P. (1986). Learning to be Free. Boston, Trustees of
Boston University.
Turner, P. J. (1998). Sex, Gender and Identity. London, British Psychological
Society.
Vygotsky, L. S. (2007). Mind in society. The development of higher psychological
processes. U.S.A., Harvard University Press.
Zick, R. (1987). Children’s friendship. U.S.A., Harvard University Press
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
http://1lyk-moiron.ira.sch.gr/docs/pr2013-2014/Sxoleio-Koinonikopoihsh.pdf
Ανακτήθηκε στις 29/12/2015
https://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&cad=rja&u
act=8&ved=0ahUKEwinlvT0443KAhXE0hoKHa7sDeIQFggdMAA&url=http%3A
%2F%2Fusers.sch.gr%2Fnikasleon%2Fremoyndoy281107.doc&usg=AFQjCNGND
olOIElG6YxH98xfqUb1LerveA&sig2=V7EB2iWuzIHHn-AW-goMOQ
Ανακτήθηκε στις 29/12/2015
109
http://www.paixnidologio.gr/%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CE%BF%C
F%85%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE-
%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%83%CF%87%CF%8C%CE%BB%CE%B7%C
F%83%CE%B7%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%8E%CE%
BD/ Ανακτήθηκε στις 3/1/2016
http://www.paixnidologio.gr/%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CE%BF%C
F%85%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE-
%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%83%CF%87%CF%8C%CE%BB%CE%B7%C
F%83%CE%B7%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CF%8E%CE%
BD/ Ανακτήθηκε στις 3/1/2016
http://www.pi-schools.gr/preschool_education/yp_yliko/odig_gonea.pdf
Ανακτήθηκε στις 3/1/2016
110
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Α. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
Στο πλαίσιο των προπτυχιακών σπουδών του τμήματος Κοινωνικής Εργασίας του
Α.Τ.Ε.Ι. Δυτικής Ελλάδας, και συγκεκριμένα στην υλοποίηση της πτυχιακής μας
εργασίας, πραγματοποιείται μια κοινωνική έρευνα, με θέμα : «Η κοινωνική ανάπτυξη
του παιδιού στην νηπιακή ηλικία και ο ρόλος του κοινωνικού λειτουργού για την
ένταξή του στην κοινωνική ομάδα». Η συνέντευξη αυτή θα αξιοποιηθεί αποκλειστικά
για ερευνητικούς σκοπούς, είναι ανώνυμη και θα τηρηθεί πλήρης εχεμύθεια για το
περιεχόμενο και για προσωπικού χαρακτήρα πληροφορίες.
Δημογραφικά στοιχεία:
1. Φύλο
2. Ηλικία
3. Εκπαίδευση
4. Ειδικότητα
5. Τομέας ευθύνης στον χώρο εργασίας:
6. Φορέας εργασίας
Κυρίως ερωτήσεις:
1. Ποια αναπτυξιακά χαρακτηριστικά συναντάτε στην νηπιακή ηλικία;
2. Με ποιους τρόπους, πιστεύετε, πως ένας κοινωνικός λειτουργός προσεγγίζει
την συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα;
3. Ένας κοινωνικός λειτουργός με ποιους τρόπους συμβάλλει στην κοινωνική
ανάπτυξη του παιδιού;
4. Θεωρείται, πως ένα παιδί στην νηπιακή ηλικία εντάσσεται ομαλά στην
κοινωνική ομάδα και με ποιους τρόπους;
5. Η συναισθηματική αποδέσμευση του νηπίου από την οικογένεια έχει
σημαντικό ρόλο στην κοινωνική του ένταξη;
6. Με ποιους τρόπους ενισχύεται η αυτοεκτίμηση και η αυτοαντίληψη του
παιδιού στην νηπιακή ηλικία;
7. Πως πιστεύετε ότι πραγματοποιείται η κατάλληλη προσέγγιση στην
οικογένεια του νηπίου και τι είδους εμπόδια αντιμετωπίζει συνήθως ο
κοινωνικός λειτουργός;
111
8. Κατά πόσο θεωρείτε σημαντική την ύπαρξη κοινωνικών λειτουργών στους
παιδικούς σταθμούς και για ποιους λόγους;
9. Ως κοινωνικός λειτουργός ποιοι είναι οι κοινοί στόχοι σας με τον παιδαγωγό
ως προς την κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού;
10. Θεωρείτε ότι υπάρχουν τρόποι ενδυνάμωσης οικογένειας και παιδαγωγού;
11. Με βάση την εμπειρία σας, πόσο σημαντικό παράγοντα αποτελεί η σχέση
μεταξύ οικογένειας και παιδαγωγού και από τι εξαρτάται;
112