You are on page 1of 7

Η νύχτα των απο-θαμένων

Φωνές

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες


εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους

Κάποτε μες στα όνειρα μας ομιλούνε,


κάποτε μες στη σκέψη τες ακούει το μυαλό

Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν


ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας,
σαν μουσική τη νύχτα μακρυνή, που σβήνει....
(Κ.Π. Καβάφης) 

Σελίδα 1 από 7
Πως αλλιώς να τηνε πω τη χτεσινή τη νύχτα, όπου καθιδρωμένος στριφογύριζα, σαν βίδα
στα σεντόνια, πάρεξ: "η νύχτα των απο-θαμμένων"
Και αν δεν κάμω λάθος [γιατί μεγαλώνοντας κι αυξάνοντας σε γνώση και σε αμφιβολία,
φοβούμαι ότι πολύ περισσότερα λάθη διαπράττω από τότε, που ακόμα ήμουν πολύ άμαθος
για να εχτιμήσω τα λάθη...] ωστόσο, αν δεν σφάλλω, σε κάτι χωριά εκεί απάνου στα
ορεινά της παλιάς Ελλάδος, τους πεθαμένους δεν τους λέγουν πεθαμένους αλλά απο-
θαμένους.

Που παναπεί ότι, άπαξ και σε πάρει ο Χάρος δεν σε θάπτουν απλώς, αφού με χίλιους δυο
τρόπους μπορεί να είναι κανείς ενταφιασμένος εν ζωή, όπως παραδείγματος χάριν οι
θλιβεροί διαχειριστές μιας προδοσίας [προδοσίας ερωτικής, προδοσίας εθνικής,
προδοσίας ηθικής] αλλά σε από-θάπτουν, ώστε να μην γυρίσεις ποτέ πίσω, σαν τους
βρυκολάκους, που δεν λένε να ησυχάσουν οι ψυχές τους.

Γιατί ακόμα κι αυτός ο Θάνατος σιχαίνεται να πάρει μαζί του μερικούς ανθρώπους - τόσο
θάνατο που σκόρπισαν ενταφιασμένοι μια ζωή στις προδοσίες τους και τους αφήνει ημι-
προσωρινούς μέσα στο χώμα, να ρουφάνε το αίμα των ζωντανών.
Τέτοιοι είναι άλλωστε όσοι χαίρονται να ξεπουλάνε πατρίδες, έρωτες και οράματα...

Σελίδα 2 από 7
Η νύχτα των απο-θαμένων λοιπόν, όπως πολύ ωραία το έλεγαν κατι παλαιϊκοί Έλληνες,
που διύλιζαν τις λέξεις στον Νου, για να τις φερνουν στο φως πεντακάθαρες, χωρίς
διπλολαλιές και ήξεις-αφίξεις...    
Και σαν άλλος Αλεξανδρινός εκεί στον ανήσυχο ύπνο μου, άρχισα να ακούω "ιδανικές
φωνές κι αγαπημένες", φωνές ανθρώπων που αγάπησα αλλά και φωνές ανθρώπων που με
αγάπησαν, χωρίς ωστόσο εγώ να είμαι ικανός να ξεκρίνω τότε την αγάπη τους...

Και πρώτος απ' όλους ήρθε στον ύπνο μου ο παππούς μου, ο μαρμαρογλύπτης, που έχω και
τ' όνομα του και ζύγιαζε στα αργασμένα δάχτυλα του [πετσοκομένα από τις μαρμαρόλιμες
και τα σκαρπέλα της δουλειάς] δύο ζωές διαψεύσεις. Μία που έζησε εγκιβωτισμένος στα
μάρμαρα του εργαστηρίου του και μία που έζησε απελευθερωμένος στις μαρμάρινες
μορφές, όσες ο ίδιος ξεγέννησε μέσα από την πέτρα.
- Παππού τον αρωτάω, μίλησε μου για τη μοίρα που με περιμένει, σαν άλλος Κάλχας του
κάτω κόσμου...
Κι ο παππούλης μου ο Λευτέρης, έβανε τα γέλια!
- Βρε Λευτεράκη πρώτε εγγονέ μου, πες μου μωρέ... Θυμάσαι τι σου έλεγα, τότε που μου
βούταγες τον μαντρακά και το σκαρπέλο, για να σ' αφήσω σώνει και καλά να σκαλίσεις το
μάρμαρο;

Σελίδα 3 από 7
- Πως δεν θυμάμαι παππού, του λέω... Μου έλεγες: όχι ακόμα Λευτεράκη μου. Είσαι
άμαθος και θα το πονέσεις... Μα πονάει το μάρμαρο, παππού; Πονάει αγόρι μου... Πονάει
αυτό που κρύβει μέσα του... Αμ' πως δεν τα θυμάμαι, παππού... Όλα τα θυμάμαι, εξόν από
το ότι δεν τα καλοκατάλαβαινα...ΚΙ επειδή δεν τα καλοκαταλάβαινα, ήθελα να τα
αλλάξω...

Και να δείτε τώρα που ο παππους μου ο Λευτέρης πέθανε από άσθμα που του προκάλεσαν
οι μπουκωμένοι με μαρμαρόσκονη πνεύμονες. Το ίδιο και ο αδερφός του πατέρα μου, κι
αυτός μαρμαρογλυπτης και μαθητευόμενος του παππου. Το ίδιο και ο πατέρας μου.
Μαρμαράς και τούτος. 
Όλοι οι μαρμαράδες λένε πεθαίνουν από την ίδια αρρώστια - το άσθμα. Την κατάρα της
μαρμαρόσκονης...

Εγώ λοιπόν δεν συνέχισα την οικογενειακή παράδοση, Δεν έγινα μαρμαράς. Δεν ρόζιασα
τα χέρια μου με σφυριά και με λίμες. Έγινα χαρτογιακάς, "διανοούμενος"
Κι είχα να το λέγω, εννοώντας πως ήμουν άξιος να αποφύγω την οικογενειακή Μοίρα, σαν
αλαζόνας επαναστάτης, που τα γκρεμίζει όλα γύρω του για να χτίσει έναν αμφίβολο
κόσμο...
- Εγώ τουλάχιστον δεν θα πεθάνω από μπουκωμένα πνεμόνια. Γλιτωσα τη μαρμαροσκονη
και την προδιαγεγραμμένη μοιρα μου!
Και κοίτα να δεις που ο Θεός μου έστειλε έναν καρκίνο στον πνεύμονα! 

Ετσι με κοίταξε λυπημένος ο παππούς Λευτέρης και έβανε στο κοιμισμένο χέρι μου ένα
εισιτήριο χωρίς επιστροφή...
- Ξέρω ότι φοβάσαι το ταξίδι για να' ρθεις να μας βρεις, μουρμούρισε... Μην το φοβασαι
Λευτερακη μου... Ζωή ζούμε και εδώ, σαν τους σπορους που τους θάβουν για να
ανθισουν...
- Παππου του λέω... Δεν φοβαμαι το ταξιδι του θανατου. Φοβαμαι το κριμα μου για την
τοση αλαζονεια μου...
Κι ο παππους Λευτερης χαμογελασε...
- Δεν πειράζει... Ήσουν άμαθος όταν τόλμησες να παιξεις με τη Μοιρα και την πονεσες...
Τωρα εμαθες και σε σχωρναμε...

Σελίδα 4 από 7
Και μετά ήρθαν κι άλλες φωνές κι άλλες μνήμες κι άλλα φαντάσματα. Απο-θαμένοι που δεν
πρόκαμα να τους καταλάβω, να τους ζυγιάσω, να τους συμπονέσω ή να τους μισήσω...
Όλοι και όλες πλάσματα της δικιάς μου ζωής, όπως κι εγώ θα υπήρξα μια σκιά στη δικιά
τους ζωή, που είχαν πράγματα να μου πουν, και για τα περασμένα και για τα βιωμένα αλλά
προπαντός για τα α-βίωτα. Για όσα συνέβησαν σε εμάς, χωρίς εμάς...

Αχ βρε θεία Στέλλα από την Πόλη! Ήσουν έλεγαν η πιο όμορφη όλου του σογιού. Ανώνυμοι
πίνακες σου από περιπλανώμενους ζωγράφους κυκλοφορούσαν, χέρι με χέρι, στο Πέραν και
στον Γαλατά. Μυστικά όμως γιατί το όνομα της φαμίλιας σου ήταν σεβαστό στα πέριξ του
Βοσπόρου και δεν ήταν πρέπον μια κόρη σαν εσενα, να μαθεύεται πως κάθονταν να την
αποθανατίσουν οι ζωγράφοι και οι ποιητές [πάντα διψασμένοι για την Ομορφιά]
Βλέπεις θεία Στελλα, εκείνα τα χρόνια η Ωραιότητα ήταν ακριβοθώρητη κι ανήκε σε
ελάχιστους. Σε κείνους συγκεκριμένα που ήσαν πρόθυμοι να την πληρώσουν με τη ζωή τους.
Όπως ο άντρας σου, που σε έκλεψε από το χοροδιδασκαλείο και σε έφερε στην Αθήνα,
απιθώνοντας στα τορνευτά πόδια σου υποσχέσεις αιωνιότητας.

Μια αιωνιότητα που βαστάει ακόμα, καθώς μου εκμυστηρεύθηκες, όντας πλέον μόνον ψυχή

Σελίδα 5 από 7
χωρίς σώμα. Που να ξεραν οι ζωγράφοι που σε αποθανάτιζαν τότε, στις παρόδους της
λεωφόρου Ιστικλάλ, πως εκείνο που δι-έβλεπαν σε σένα και τους γοήτευε τόσο, δεν ήταν το
κορμί σου αλλά η ψυχή σου. Η απόφαση σου να λιώσεις το υπέροχο σώμα σου, μέσα σε μια
αδιαπραγμάτευτη αιωνιότητα.
Κρίμα που ήμουν ακόμα πολύ νέος και πολύ άμαθος από αιωνιότητες, για να το καταλάβω... 

Τέτοιες φωνές με συντρόφευσαν χτες στο όνειρο μου - "φωνές της πρώτης ποίησης μου"
Αυτηνής της ποίησης που όλοι μας την έχουμε γράψει κάποτε αλλά σπανίως την διαβάζουμε.
Κι αφήνουμε, καθώς λέγει ο Μέγας Αλεξανδρινός, να μας γλυστρά μέσα από τα
δάχτυλα, "...σαν μουσική τη νύχτα μακρυνή, που σβήνει...."

Σελίδα 6 από 7
Σημείωση
Όλοι οι πίνακες ειναι του Ουκρανού καλλιτέχνη Αλεξέι Κοντάκοφ

Σελίδα 7 από 7

You might also like