Professional Documents
Culture Documents
Έργο
3
1. Η πολιτική καλής νομοθέτησης: στόχοι της πολιτικής και
κριτήρια ελέγχου της ποιότητας των ρυθμίσεων
Οι προσπάθειες για τη βελτίωση της ποιότητας των νόμων συνυπάρχουν με τους
ίδιους τους νόμους. Πολλές είναι οι ιδέες, οι έννοιες και οι τεχνικές που έχουν
προταθεί και χρησιμοποιηθεί από την επιστήμη, τους νομοθέτες, ποικίλα
φιλοσοφικά ρεύματα και πάσης φύσεως ιδεολογίες και θρησκείες στο πέρασμα των
αιώνων.
Σήμερα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η βελτίωση της ποιότητας των νόμων που
εμφανίζεται υπό τον μανδύα της πολιτικής για την «καλή νομοθέτηση»,
αποτελούσε κεντρική προτεραιότητα για την επίτευξη των στόχων της Λισσαβόνας1
και έχουν ενσωματωθεί στην ατζέντα EU2020 που αποτελεί το επόμενο ορόσημο.
Πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο όρος «ρύθμιση» που εφεξής θα
χρησιμοποιείται, αντικαθιστά τους όρους «νόμος», «προεδρικό διάταγμα»,
«υπουργική απόφαση», αφού ως ρύθμιση εννοιολογείται κάθε κανονιστικό
κείμενο το οποίο η κυβέρνηση και κάθε άλλο εξουσιοδοτημένο όργανο, σε
οποιοδήποτε επίπεδο διακυβέρνησης, χρησιμοποιεί προκειμένου να ικανοποιήσει
αιτήματα των επιχειρήσεων και των πολιτών, αλλά και να λύσει διαχειριστικά
προβλήματα των ίδιων των νομοθετών (OECD 1997).
1
Advancing regulatory reform in Europe: A joint statement of the Irish, Dutch, Luxemburg, UK,
Austrian and Finnish presidencies of the European Union, December 2004
4
κανονιστικών ρυθμίσεων, αλλά και των θεσμών και της διαδικασίας παραγωγής
τους.
5
Διαστάσεις της ποιότητας των ρυθμίσεων: σχεδιασμός, ρυθμιστική δράση, αποτελέσματα
Σχεδιασμός: Η ποιότητα που αφορά στη φάση του σχεδιασμού μιας ρυθμιστικής
παρέμβασης, αναφέρεται στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως έμμεση ένδειξη της ρυθμιστικής ποιότητας, μιας και εξετάζει
περισσότερο τα εισερχόμενα στο νομοπαραγωγικό σύστημα, παρά τα τελικά
αποτελέσματα. Οι καλά οργανωμένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων (π.χ. αφού έχει
προηγηθεί μελέτη και αξιολόγηση του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου) συνδέονται
άμεσα με την ποιότητα της τελικής απόφασης και προβάλλουν εκείνα τα σημεία στα οποία
η κυβέρνηση μπορεί να παρέμβει για να τα βελτιώσει.
Ρυθμιστική δράση. Η ποιότητα που αφορά στη ρυθμιστική δράση του κράτους είναι
ενδιαφέρουσα γιατί απεικονίζει το επίπεδο της προσπάθειας κάθε κυβέρνησης να ρυθμίσει
ορισμένα πεδία πολιτικής ή να βελτιώσει τα υφιστάμενα ρυθμιστικά πλαίσια. Δείκτες που
συνήθως χρησιμοποιούνται για να μετρηθεί η ποιότητα της ρυθμιστικής δράσης είναι ο
αριθμός των σελίδων των νόμων, ο αριθμός και η διάρκεια των διαβουλεύσεων που έχουν
προηγηθεί, η αναλογία χρήσης εναλλακτικών τρόπων ρύθμισης κ.λπ.
Αποτελέσματα: Αυτή είναι η πιο δύσκολη κατηγορία για να κρίνει κανείς την ποιότητα γιατί
απαιτεί τη χρήση δεδομένων σχετικά με τις πραγματικές επιπτώσεις της ρύθμισης τα οποία
συχνά δεν είναι διαθέσιμα. Συχνά για την αξιολόγηση της ποιότητας των αποτελεσμάτων
μιας ρύθμισης χρησιμοποιούνται οι μετρήσεις της αντίληψης των υποκειμένων της
ρύθμισης για τις επιπτώσεις της. Εκείνο που θα μπορούσε να μετρηθεί είναι τα ποσοστά
συμμόρφωσης με τη ρύθμιση, αλλά οι κυβερνήσεις είναι διστακτικές προς μια τέτοιου
είδους μέτρηση η οποία θα πρόβαλλε ενδεχόμενα ελλείμματα σχεδιασμού πολιτικής.
6
Mandelkern), στο πλαίσιο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καλή
νομοθέτηση. Και οι δύο προσεγγίσεις σκιαγραφούν, με μικρές διαφοροποιήσεις,
τις αρχές από τις οποίες θα πρέπει να εμφορείται κάθε προσπάθεια για καλή
νομοθέτηση και υποδεικνύουν στα όργανα της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας
τα κριτήρια και τα μέσα προς επίτευξή της. Αυτά συνοψίζονται, σε γενικές
γραμμές, στα ακόλουθα:
2
Ως τέτοιες καλές πρακτικές έχουν καταγραφεί διεθνώς συστήματα εφαρμογών των νέων
τεχνολογιών με την υποστήριξη των οποίων κάθε νέα ρύθμιση που τροποποιεί κάποια υφιστάμενη
ενσωματώνεται σε ενιαίο κείμενο όπου αποτυπώνονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.
7
Ένωση, η επιτροπή Mandelkern αναδεικνύει σε δείκτη επιτυχίας της κανονιστικής
μεταρρύθμισης, επιπλέον, την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη-
μέλη και την εναρμόνιση των εθνικών δικαίων με αυτό.
8
Τη διεύρυνση της δημοκρατίας και της κοινωνικής συμμετοχής στη
διαδικασία παραγωγής ρυθμίσεων.
Την αναβάθμιση του Κοινοβουλίου και των λοιπών οργάνων που είναι
εξουσιοδοτημένα με την έκδοση ρυθμίσεων.
Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η καλή νομοθέτηση (που αποτελεί την
Ευρωπαϊκή ετικέτα στην Αγγλοσαξωνική «κανονιστική μεταρρύθμιση» («regulatory
reform»3) επιδιώκει να επιτύχει, συνάμα, παλιότερους και γνωστούς από τη νομική
επιστήμη και τη νομοθετική τεχνική στόχους καθώς και νεότερους από την
οικονομία και τη διοικητική επιστήμη. Στην «καλή νομοθέτηση» συνυπάρχουν
αξιώματα και προτεραιότητες της νομοθετικής τεχνικής και της δημόσιας
πολιτικής4, όπως:
• η αρχή της οικονομικότητας,
• η ακρίβεια και σαφήνεια της έκφρασης,
• η συστηματική κατάταξη της κανονιστικής ύλης,
• η προσήκουσα γνωστοποίησή της, και
• η ολοκληρωμένη και εποπτική μορφή της ρύθμισης.
Μετά από περισσότερο από δύο δεκαετίες πειραματισμών σε σχέση με τα
κατάλληλα εργαλεία που θα μας επιτρέψουν να διασφαλίσουμε την καλύτερη
ποιότητα των ρυθμίσεων, αυτά φαίνεται να οριοθετούνται στα εξής τέσσερα:
• Ανάλυση Επιπτώσεων,
• Απλούστευση (διαδικασιών),
• Κωδικοποίηση, και
• Εναρμόνιση.
Τα ανωτέρω εργαλεία έχουν ενσωματώσει διάφορα επιμέρους εργαλεία που έχουν,
κατά καιρούς, προταθεί στη βιβλιογραφία και, πιλοτικά και περιορισμένα, έχουν
χρησιμοποιηθεί από ορισμένες νομοθετικές τάξεις. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί
3
Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει εναλλακτικά αυτούς τους δύο όρους, αφού δεν έχουν καμία
διαφορά ως προς το περιεχόμενό τους. Αναλυτικά, για τα θέματα της ορολογίας καθώς και για τις
διαφορές μεταξύ τους, βλ. Καρκατσούλης Π., Το κράτος σε μετάβαση, Αθήνα, 2004, σελ.129επ.
4
Μεταξύ άλλων, βλ. Isensee J., Mehr Recht durch weniger Gesetze?, στο: Zeitschrift fuer
Rechtspolitik, 18/1985, σσ. 139-145, Noll P., Gesetzgebungslehre, Reinbek, Hamburg 1973, Schneider
η
H., Gesetzgebung. Ein Lehrbuch, 2 έκδ., Mueller Verlag, Heidelberg 1991, Schaeffer H., Wege zum
besseren Gesetz. Ueberlegungen zur Verbesserung der Gesetzgebung, στο: Zeitschrift fuer
Gesetzgebung, 4/1984.
9
ότι διατυπώνονται αντιφατικές ή και συγκεχυμένες απόψεις σε σχέση με τον
προσδιορισμό των μέσων της καλής νομοθέτησης, αφού αυτά άλλοτε
εκλαμβάνονται ως πεδία κι άλλοτε ως μέσα εφαρμογής. Η ανάλυση επιπτώσεων, η
απλούστευση, η κωδικοποίηση και η εναρμόνιση αποτελούν μέσα για την επίτευξη
καλύτερων ρυθμίσεων κι όχι αυτοτελείς πολιτικές.
Η ενσωμάτωση των άνω εργαλείων στις εθνικές έννομες τάξεις δεν έχει, πάντως,
αμιγώς τεχνικό χαρακτήρα, αφού σ’ αυτά υποκρύπτονται αξιολογήσεις και
εννοιολογικές παραδοχές συνδεδεμένες με τον ιδιαίτερο νομικό, οικονομικό και
κοινωνικό πολιτισμό κάθε χώρας. Η συζήτηση για τα μέσα της καλής νομοθέτησης
είναι, συχνά, μια συζήτηση για τη σύγκλιση των θεμελιακών αξιών και αρχών
συγκρότησης του κράτους και του δικαίου. Στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία -και
κατανοούμε την καλή νομοθέτηση ως τη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη θεωρία του
νομοθετείν- μαθαίνουμε, στο πλαίσιο ενός ενιαίου υποδείγματος, από τους άλλους.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία μόνον θετικά, τουλάχιστον σε πληροφοριακό και
γνωστικό επίπεδο, μπορούν να προκύψουν.
2. Η ανάλυση επιπτώσεων
5. Η ανάλυση κόστους-ωφέλειας που είναι ευρέως διαδεδομένη στις Η.Π.Α. έχει θωρακιστεί
θεσμικά, ιδίως, επί Προεδρίας Reagan και Clinton. Bλ. την Exec.Order 12.291/1981 όπως
τροποποιήθηκε με την Exec. Order No 12.866/1993. Σήμερα, παράγονται από εξειδικευμένα κέντρα,
αναλύσεις και οδηγίες που βοηθούν τις υπηρεσίες να εκτιμήσουν το κόστος κάθε ομοσπονδιακής ή
περιφερειακής, πρωτογενούς ή παράγωγης, ρύθμισης. Βλ., για παράδειγμα, Hahn, R. W., An
Assessment of OMB’s Draft of Guidelines to Help Agencies Estimate the Benefits and Costs of Federal
Regulation, στο: Joint Center, AEI-Brookings Joint Center for Regulatory Studies, December 1999,
www.brookings.edu, ιδίου & Litan, R. E., An Analysis of the Second Government Draft Report on the
Costs and Benefits of Federal Regulations, στο: Joint Center, AEI-Brookings Joint Center for Regulatory
Studies, September 1998, www.brookings.edu.
10
• Η Ανάλυση Επιπτώσεων συγκροτεί ένα ευρύτερο πλαίσιο αξιολόγησης από
εκείνο της ανάλυσης κόστους-οφέλους, αφού σ’ αυτή υπολογίζονται οι
κανονιστικές συνέπειες σε περισσότερα κοινωνικά υπο-συστήματα και όχι
μόνον στο οικονομικό.
6
Ο όρος «επιπτώσεις» αναφέρεται εδώ ενσωματώνοντας τόσο πιθανά αρνητικά όσο και θετικά
αποτελέσματα μιας ρύθμισης.
7
EU (2000), ‘Joint practical guide of the European Parliament, the Council and the Commission, for
persons involved in the drafting of legislation within the Community institutions”, Brussels, ISBN 92-
894-4063-5
11
των επιπτώσεων της ρύθμισης στο περιβάλλον τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και
μακρυπρόθεσμα8.
8
Κατά τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής της ανάλυσης επιπτώσεων, ιδίως στα αγγλοσαξωνικά
πολιτικοδιοικητικά συστήματα, αυτή αμφισβητήθηκε έντονα από τα κινήματα προστασίας του
περιβάλλοντος που εμφανίζονταν εκείνη την εποχή. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το
πόρισμα της επιτροπής Roskill σχετικά με τη χωροταξική τοποθέτηση του τρίτου αεροδρομίου του
Λονδίνου, στια αρχές της δεκαετίας του ’70. Η επιτροπή, στηριζόμενη στα στοιχεία της ανάλυσης
επιπτώσεως, συνέστησε την ανέγερση του αεροδρομίου σε μία περιοχή σχετικά κοντά στο κέντρο
και σε κατοικημένη περιοχή, αντί σε μια άλλη περιοχή που είχε προταθεί, η οποία ήταν πιο
απομακρυσμένη και βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα. Η επιτροπή Roskill αποτίμησε σε χρηματικά
δεδομένα από τη μία το κόστος μεταφοράς των επιβατών και των εργαζόμενων στο αεροδρόμιο σε
μία όχι τόσο κοντινή απόσταση και από την άλλη το «χρηματικό αποτύπωμα» της αύξησης του
θορύβου που θα είχε ως αποτέλεσμα η ανέγερση του αεροδρομίου κοντά σε κατοικημένη περιοχή.
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις της εποχής διαμαρτυρήθηκαν διατυπώνοντας την άποψη ότι δεν
πρέπει να τίθενται χρηματικές τιμές και να ποσοτικοποιούνται αξίες που έχουν να κάνουν με την
ποιότητα του περιβάλλοντος. Η συζήτηση από τότε έχει εξελιχθεί πολύ, με αποτέλεσμα σήμερα οι
περιβαλλοντικές οργανώσεις να χρησιμοποιούν τη μεθοδολογία της ανάλυσης επιπτώσεων για την
τεκμηρίωση των θέσεών τους (βλ. π.χ. τη συζήτηση περί «ανθρακικού αποτυπώματος» (carbon
footprint) της ανθρώπινης δραστηριότητας.
9
Η διαβούλευση πρέπει να είναι καλά οργανωμένη για να είναι αποτελεσματική. Κάτι τέτοιο σε
πρακτικούς όρους μεταφράζεται στο ότι δεν είναι δυνατό να διαβουλεύονται όλοι με όλους. Είναι
προτιμότερο να μετέχουν στη διαβούλευση περισσότεροι από όσους είναι απαραίτητοι παρά
λιγότεροι.
Απαιτείται ισχυρή δέσμευση και ενεργός συμμετοχή κατά την φάση της διαμόρφωσης της πολιτικής
σε όλα τα επίπεδα: Από τους πολιτικούς μέχρι τους απλούς δημόσιους υπαλλήλους. Για το σκοπό
αυτό θα πρέπει οι στόχοι της διαβούλευσης να είναι σαφώς διατυπωμένοι. Οι ρόλοι, η ευθύνη και οι
αρμοδιότητες των συμμετεχόντων στη διαβούλευση πρέπει να είναι ξεκάθαροι. Πρέπει να υπάρχουν
κάποια κείμενα αναφοράς στα οποία θα βασίζεται η διαβούλευση. Κατ΄ αυτό τον τρόπο θα μπορούν
οι συμμετέχοντες να κάνουν συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες παρεμβάσεις. Πρέπει να έχει ορισθεί
ένας ελάχιστος χρόνος διαβούλευσης. Πρέπει να δίνεται επαρκής χρόνος στους διαβουλευόμενους
12
Σήμερα, έχουμε αναπτύξει αρκετά το τεχνικό μέρος της Ανάλυσης Επιπτώσεων10.
Μπορεί να αποτελείται από μια συνοπτική- αλλά ουσιώδη- δήλωση περί των
πιθανολογούμενων επιπτώσεων της ρύθμισης μέχρι μια εξαντλητική ανάλυση όλων
εκείνων των παραμέτρων που θα συνεργήσουν στην πρόκληση αποτελεσμάτων και
επιπτώσεων11. Τομεακές Αναλύσεις Επιπτώσεων, σύντομες προκαταρκτικές
Αναλύσεις Επιπτώσεων καθώς βεβαίως και ολοκληρωμένες πλήρεις Αναλύσεις
Επιπτώσεων συμβάλλουν στην πληρέστερη κατανόηση ενός προβλήματος και τη
διαμόρφωση αξιόπιστων εναλλακτικών για την επίλυσή του.
να ετοιμάσουν τις θέσεις τους. Η διαβούλευση πρέπει να ξεκινάει νωρίς – ήδη από το στάδιο της
διαμόρφωσης της πολιτικής. Η διαβούλευση είναι μια συνεχής διαδικασία:
• Πρέπει να γίνει πριν την υιοθέτηση του σχεδίου νόμου
• Κατά την εφαρμογής των διατάξεών του και κατά την φάση της αξιολόγησής του.
Οι πληροφορίες που παρέχονται από την διοίκηση στους διαβουλευόμενους πρέπει να είναι
αντικειμενικές, πλήρεις και κατανοητές. Πρέπει να ισχύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Επιπλέον
πρέπει να αντιμετωπιστούν τα συνήθη προβλήματα που προκύπτουν κατά την διαβούλευση. Τα
προβλήματα αυτά μπορούν να αντιμετωπιστούν ως προβλήματα του καλούντος στη διαβούλευση
και ως προβλήματα των μετεχόντων σε αυτή.
10
Η Ανάλυση επιπτώσεων έχει αναπτυχθεί τόσο διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας έχουν δοθεί
υποδείγματα και οδηγίες σύνταξης αυτής από την Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης. Αυτά είναι
διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της (www.ggk.gr), στην ενότητα «κανονιστική μεταρρύθμιση».
11
Mandelkern report, pp.82: “Regulatory Impact assessment is a structured framework for informing
the consideration of the range of options available for handling policy problems and the advantages
and disadvantages associated with each. A good RIA should consider all kinds of impact”.
13
Την ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων, παλαιότερων και
νεότερων. Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται στους κλάδους της «Νέας Οικονομίας»
(παραγωγή λογισμικού, επικοινωνιακή και πληροφορική τεχνολογία, ιατρική
και βιο-ιατρική τεχνολογία και ενέργεια).
Κεντρικές έννοιες για την αξιολόγηση των άμεσων και έμμεσων συνεπειών των
ρυθμίσεων είναι η διακινδύνευση που αναλαμβάνεται με τη ρύθμιση, το όφελος
και το κόστος που συνεπάγεται η ρύθμιση.
Όσον αφορά το όφελος, αυτό εκτιμάται, κάθε φορά, σε πέντε (5) διαφορετικά
στάδια:
14
διαδικασία άτυπης διαβούλευσης με εκείνους που αναμένεται να ωφεληθούν
και παρέχονται σ’ αυτούς οι σχετικές πληροφορίες ώστε να μπορούν, στη
συνέχεια, να κάνουν χρήση των ωφελημάτων που θα προκύψουν από την
εφαρμογή της ρύθμισης.
Η μέτρηση και αξιολόγηση του κόστους αποτελεί την επόμενη κεντρική έννοια στην
αξιολόγηση των επιπτώσεων της ρύθμισης. Αυτή γίνεται μέσα από τον
15
προσδιορισμό της ταυτότητας εκείνου/ων που αναλαμβάνουν το κόστος της
ρύθμισης (είδος και μέγεθος της επιχείρησης ή της κοινωνικής και επαγγελματικής
ομάδας, κ.λπ.), τη συγκεκριμενοποίηση του κόστους ανά κοινωνική ή
επαγγελματική κατηγορία και την ποσοτικοποίησή του. Ιδιαίτερη σημασία
αποδίδεται στην εκτίμηση του κόστους της ρύθμισης στην απασχόληση και στο
έμμεσο κόστος με το οποίο μπορεί να επιβαρύνονται κοινωνικές ομάδες και
επαγγελματικές κατηγορίες15.
Η εξειδίκευση του κόστους ανά κοινωνική – επαγγελματική ομάδα γίνεται μέσα από
τη σύγκριση του εκτιμώμενου κόστους με εκείνο που αναλαμβάνει μια «τυπική»
επιχείρηση. Η διαμόρφωση των τυπολογιών γίνεται με αρκετά ευέλικτα κριτήρια
που να μπορούν να προσαρμόζονται στις διαφορετικές κοινωνικές και οικονομικές
συνθήκες της χώρας και της δημόσιας διοίκησης που εφαρμόζει την Ανάλυση
Επιπτώσεων. Σε ότι αφορά την αρμοδιότητα των ανάπτυξης των τυπολογιών, αυτή
μπορεί να έχει ανατεθεί κεντρικά σε έναν φορέα (όπως π.χ. το Office of
Management and Budget στις Η.Π.Α.) ή να διαμορφώνονται κάθε φορά από τον
φορέα που διεξάγει την ανάλυση επιπτώσεων. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να
γίνεται σαφή αναφορά της μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε.
Όπως και στην περίπτωση του οφέλους, στην ποσοτικοποίηση του κόστους δεν
ακολουθείται μια ενιαία μεθοδολογία ή τεχνική. Χρησιμοποιούνται εκείνες οι
μέθοδοι που θεωρούνται, εκάστοτε, οι καταλληλότερες για τις συγκεκριμένες
συνθήκες. Συνήθως, γίνεται μια εκτίμηση και ένας επιμερισμός του κόστους της
ρύθμισης ανά έτος. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί το οργανωτικό κόστος που θα
προκληθεί από την εφαρμογή της ρύθμισης, δηλαδή, το κόστος δημιουργίας και
λειτουργίας ειδικών επιτροπών ή σωμάτων για την εφαρμογή της ρύθμισης από τη
διοίκηση.
Εκτιμάται, επίσης, το άμεσο και έμμεσο κόστος στη λειτουργία των επιχειρήσεων
και, ιδιαίτερα, οι επαχθείς συνέπειες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ δίδεται
ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή ανισοτήτων σε βάρος κατηγοριών πληθυσμού με
περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες.
15
Για τον λόγο αυτό, η άτυπη ενημέρωση των ομάδων που θα αναλάβουν το κόστος της ρύθμισης ή
θα επηρεαστούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, απ’ αυτό, θεωρείται επιβεβλημένη.
16
Αν και η Ανάλυση Επιπτώσεων δεν συγκροτεί από μόνη της δημόσια πολιτική
(American Enterprise Institute for Public Policy Research, 1996), μπορεί, εν τούτοις,
να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της επιχειρηματολογίας για την ανάγκη
ανάληψης μιας συγκεκριμένης δράσης και, συνακόλουθα, στη βελτίωση της
ποιότητας της ρύθμισης.
Στην Ελλάδα μετά και την εγκύκλιο Υ190/2006 για την καλή νομοθέτηση,
εφαρμόζεται η Ανάλυση Επιπτώσεων με βάση το υπόδειγμα και τον οδηγό
συμπλήρωσης που βρίσκονται αναρτημένα στην ιστοσελίδα της Γενικής
Γραμματείας της Κυβέρνησης (www.ggk.gr), στη διαδρομή «κανονιστική
μεταρρύθμιση».
3. Κοινωνική διαβούλευση
17
μέσω μηχανισμών διαβούλευσης θεωρείται πλέον αναγκαιότητα. Τις τελευταίες
δύο δεκαετίες παρατηρείται διάχυση των διαδικασιών διαβούλευσης τόσο στις
δυτικές κοινωνίες (π.χ. ΗΠΑ, Μ. Βρεττανία, Καναδάς), όσο και στα πλαίσια
διακρατικών και διεθνών οργανισμών (π.χ. ΟΟΣΑ, ΕΕ με COM, 2002/ 704). Στην
Ελλάδα, η συζήτηση περί διαβούλευσης έχει αρχίσει να εντείνεται τα τελευταία
χρόνια, αλλά οι πρακτικές είναι ακόμα περιορισμένες. Το ΕΠ Διοικητικής
Μεταρρύθμισης αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία εδραίωσης του θεσμού της
διαβούλευσης και στην Ελλάδα, καθώς προβλέπει «τη διοικητική και επιχειρησιακή
ενίσχυση των δομών κοινωνικής διαβούλευσης».
• Δημόσια Επικοινωνία: Η ροή της επικοινωνίας είναι από την κυβέρνηση προς
τους πολίτες και δεν υπάρχει άμεση συμμετοχή των πολιτών καθώς η αντίδραση
στην πληροφορία δεν είναι το ζητούμενο και άρα δεν έχουν αναπτυχθεί οι
ανάλογοι μηχανισμοί.
• Δημόσια Διαβούλευση: Η ροή της επικοινωνίας είναι από τους πολίτες προς την
κυβέρνηση μέσω της χρήσης μηχανισμών που έχει θέσει σε λειτουργία η ίδια η
κυβέρνηση. Η δυνατότητα πραγματικού διαλόγου μεταξύ πολιτών και
κυβέρνησης είναι περιορισμένη.
• Άμεση Δημόσια Συμμετοχή: Η ροή της επικοινωνίας είναι διττή, δηλαδή και από
την κυβέρνηση προς τους πολίτες, αλλά και από τους πολίτες προς την
κυβέρνηση. Στην περίπτωσης αυτή, υπάρχει δυνατότητα κάποιας μορφής
διαλόγου.
18
Η υιοθέτηση μηχανισμών δημόσιας επικοινωνίας από μια κυβέρνηση είναι
το πιο απλό και σύνηθες και ακολουθεί η υιοθέτηση μηχανισμών δημόσιας
διαβούλευσης και δημόσιας άμεσης συμμετοχής.
19
3.3 Τύποι και Πρακτικές Δημόσιας Συμμετοχής
20
απαντήσεις) οργανωτές παρουσιάζουν τις
πληροφορίες που επιθυμούν να
διαφοροποιούν λίγο ανάλογα με
αυτά που ζητάει το κοινό. Οι
δημόσιες ακροάσεις
χρησιμοποιούνται κυρίως πριν
από την εφαρμογή ενός μεγάλου
κυβερνητικού προγράμματος ή
πριν τη νομοθετική διαδικασία.
Οι δημόσιες συναντήσεις μπορεί
να οργανωθούν αυτόβουλα από
κάποιο δημόσιο οργανισμό ή ως
απάντηση σε ανησυχίες των
πολιτών.
21
Δημόσια Επικοινωνία 4 Τηλεφωνικές Άλλος ένας μηχανισμός που
γραμμές βασίζεται στη χρήση του από το
πληροφοριών κοινό. Η πληροφορία είναι
(Hotline) ευέλικτη και εξαρτάται από τις
ερωτήσεις των πολιτών. Οι
πολίτες μπορούν να τηλεφωνούν
και να ζητούν πληροφορίες που
είτε τους δίνονται άμεσα, είτε
αργότερα πάλι μέσω
τηλεφώνου.
22
3 διαβούλευση διαδικασία είναι πιο ανοιχτή. Το
κείμενο αναρτάται στην
ιστοσελίδα του δημόσιου
οργανισμού με συγκεκριμένο
χρονικό πλαίσιο και η απάντηση
μπορεί να προέρχεται από
οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο.
Χρησιμοποιείται ευρέως από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
23
που θέλουν να συζητήσουν σε
μικρότερες ομάδες εργασίας,
που στο τέλος
ξανασυναντιούνται στη γενική
συνέλευση.
24
καλούνται να λύσουν ένα
πρόβλημα.
25
που υπήρξαν, δεν υπάκουαν σ’ έναν ευρύτερο στόχο, όπως εκείνος της καλής
νομοθέτησης. Συχνά, τα μέσα της καλύτερης νομοθέτησης, όπως ήδη αναφέρθηκε,
θεωρούνται ως αυτοσκοποί, ως αυτοτελείς πολιτικές, με αποτέλεσμα ακόμη κι όταν
είναι επιτυχημένες να μην είναι βιώσιμες16.
Η έλλειψη αυτή οδήγησε, πολλές φορές στον ετεροκαθορισμό των μέσων άσκησης
πολιτικής. Η συνήθης πρακτική, ιδιαίτερα, κατά τη δεκαετία του ’80, ήταν ο
δανεισμός εργαλείων πολιτικής από άλλες επιστημονικές πειθαρχίες. Η
«απορρύθμιση» (Deregulation), για παράδειγμα, που αποτελεί βασικό εργαλείο της
οικονομικής πολιτικής, έγινε, εκείνη την περίοδο, συνώνυμο της απλούστευσης των
διαδικασιών. Τι έχουμε, λοιπόν, εννοήσει ως απλούστευση διαδικασιών κατά τις
τελευταίες δεκαετίες; Και τι εννοούμε σήμερα ως απλούστευση διαδικασιών; Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι στη σύγχρονη θεωρία, τέσσερα πεδία δράσεων
συνθέτουν την απλούστευση των διαδικασιών:
16
Οι αναλύσεις του ΟΟΣΑ για την αναγκαιότητα μετάβασης από σημειακές παρεμβάσεις σε μια
πολιτική κανονιστικής μεταρρύθμισης είναι, κατά την κρίση μας, πρωτοποριακές. Στη συνέχεια, η
ευθεία σύνδεση των κανονιστικών πολιτικών με τα θέματα της Διακυβέρνησης αποτελεί μια ακόμη
πρόοδο, η οποία μας οδηγεί εγγύτερα στους αρχικούς στόχους της καλής νομοθέτησης Βλ. για την
προηγούμενη προβληματική OECD, Regulatory Policies in OECD Countries. From Intervention to
Regulatory Governance, PUMA/REG (2001)10.
26
πολιτική της οργανωτικής αναδιάρθρωσης, η οποία μεταφράζεται,
μονόπλευρα, ως μείωση των υφιστάμενων οργανωτικών μονάδων, σε
αδιέξοδο και, συχνά, στο ακριβώς αντίθετό της, δηλαδή, στον
πολλαπλασιασμό των οργανωτικών δομών.
3. Η χρήση των νέων τεχνολογιών επιφέρει, κατά τεκμήριο, αναγκαστικού
χαρακτήρα απλουστεύσεις που συνδέονται είτε με την κατάργηση περιττών,
λόγω μηχανοργάνωσης, δικαιολογητικών είτε με την απάλειψη οικονομικού
χαρακτήρα βαρών του διοικητικού εγγράφου (χαρτόσημα, παράβολα, κλπ.),
είτε με την εξοικονόμηση ανθρώπινων πόρων, αφού περισσότερες και
σύνθετες διαδικασίες μπορούν να εξυπηρετηθούν από υπηρεσίες μιας
στάσης (φυσικές ή ηλεκτρονικές).
4. Η τέταρτη μορφή απλούστευσης είναι εκείνη που εκφράζεται μέσα από
πολιτικές αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού. Η ενίσχυση των
γνώσεων και των δεξιοτήτων των υπαλλήλων, η στήριξη των πρωτοβουλιών
και η διεύρυνση των δυνατοτήτων συμμετοχής τους στο διοικητικό
γίγνεσθαι και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καταργεί ιεραρχικές
πυραμίδες, και κατ’ ακολουθία, διαδικασίες που καθορίζονται από
κανονιστικές ρυθμίσεις.
5. Μια άλλη δράση απλούστευσης που απαντάται σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ,
είναι η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης. Συχνά, η πολιτική
απλούστευσης είναι συνώνυμη με την απλοποίηση των διαδικασιών
αδειοδότησης παντός είδους, κατά την οποία όλες οι γνωστές μορφές
απλούστευσης εφαρμόζονται σωρευτικά.
6. Μια, επίσης, διαδεδομένη μορφή απλούστευσης είναι η θέσπιση χρονικών
ορίων εντός των οποίων πρέπει να ληφθεί μια απόφαση. Η απλή, αλλά και
αποτελεσματική αυτή μέθοδος, είναι ευρέως διαδεδομένη και ένα από τα
αξιώματά της, το «silent is consent» -«η σιωπή είναι συμφωνία», έχει
υιοθετηθεί από πολλές χώρες του κόσμου. Να σημειωθεί ότι η εφαρμογή
της αρχής αυτής, με την οποία μετακυλίεται το βάρος επίσπευσής της στη
διοίκηση, συνδέεται με πολιτικές βελτίωσης της ποιότητας των υπηρεσιών,
όπως είναι η καταβολή αποζημίωσης, η έκφραση συγγνώμης προς τον
διοικουμένο, κλπ.
27
Ιδιαίτερα σημαντική και με κρίσιμες οικονομικές επιπτώσεις, είναι η υποστήριξη
που παρέχεται προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η εφαρμογή όλων των
προηγούμενων μορφών απλούστευσης στην περίπτωση των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων, είναι κρίσιμη για τη βελτίωση των επιδόσεων τους, ενώ μεγάλη
βαρύτητα έχουν, ιδίως, τα προγράμματα απλούστευσης που ακολουθούνται στις
Ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά
της οικονομίας τους.
5. Η κωδικοποίηση
Για τις χώρες με παράδοση θετικού δικαίου, η κωδικοποίηση έχει μια μακρά και λαμπρή
ιστορία. Από τις μνημειώδεις κωδικοποιήσεις («monumental codifications») και τους
μεγάλους θεωρητικούς των κωδικοποιήσεων που δεσπόζουν στο στερέωμα της νομικής
28
επιστήμης μέχρι τις μέρες μας, με τη συνταγματική κατοχύρωση της κωδικοποίησης σε
διάφορες έννομες τάξεις, η κωδικοποίηση δεν θεωρείται, απλά, μια υπόθεση τεχνικών και
εμπειροκρατών αλλά μια υπόθεση ανθρώπων με βαθιά νομική παιδεία και εμπειρία, οι
οποίοι ανασυγκροτούν το σύστημα της έννομης τάξης σ’ ένα συγκεκριμένο τομέα
ρυθμιστικών παρεμβάσεων. Με την κωδικοποίηση θέλουν να αποκαταστήσουν την ισχύ
των κανονιστικών και των νομοθετικών ρυθμίσεων στον συγκεκριμένο τομέα, πράγμα που
σημαίνει να διευκολύνουν την κατανόηση των διατάξεων και να τις καταστήσουν εύκολες
στην εφαρμογή τους.
Σήμερα, όταν αναφερόμαστε στην κωδικοποίηση, στη θέση του ενός και μόνου όρου τον
οποίο χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα, δηλαδή του όρου «κωδικοποίηση» (παρά το διπλό του
περιεχόμενο ως «διοικητική» και «συνταγματική») στην Ευρωπαϊκή συζήτηση
χρησιμοποιούνται τρεις όροι (Mandelkern Report, σελ. 52) :
29
νομοθέτηση. Μόνο που, στην πράξη, η κατοχύρωση της αρχής και της ευχής να μπορεί ο
καθένας να έχει πρόσβαση στο δίκαιο γίνεται ολοένα και περισσότερο δύσκολη αλλά και,
ταυτόχρονα, ευκολότερη- κι’ αυτό το αντιφατικό δίπολο που περιγράφει τη σημερινή
παραδοξότητα της γνώσης και της άγνοιας του δικαίου. Από τη μια, είναι γεγονός ότι η
ταχύτατη οικονομική, κοινωνική εξέλιξη στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον προκαλούν
ακατάσχετο νομοθετικό πληθωρισμό με σκοπό την νομική αντιμετώπιση τρεχόντων
θεμάτων. Είναι προφανές ότι ο όγκος των άπειρων λεπτομερειακών ρυθμίσεων δεν μπορεί
να αποστηθηστεί από κανένα έλλογο όν. Είναι, όμως, εξίσου σωστό, ότι η ανάπτυξη των
ηλεκτρονικών τεχνολογιών μας έχει σήμερα εξοπλίσει με αδιανόητη, για πριν από μερικά
χρόνια, δυνατότητες μνήμης. Κάθε πολίτης μπορεί, χρησιμοποιώντας γενικές και
εξειδικευμένες βάσεις δεδομένων που δημιουργούνται και τηρούνται από επιστημονικές
ενώσεις και επαγγελματικές ομάδες να έχει πρόσβαση στο ειδικό κομμάτι της νομικής ύλης
που τον ενδιαφέρει. Και είναι βέβαιο και κοινή υπόδειξη της καλής νομοθέτησης ότι όσες
περισσότερες βάσεις δεδομένων δημιουργούνται και όσο η πρόσβαση των πολιτών σ’
αυτές είναι απρόσκοπτη τόσο περισσότερο δίνουμε υπόσταση και νόημα στην ίση
δυνατότητα πρόσβασης των πολιτών στις νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις.
Επικουρικά στις νέες τεχνολογίες μπορεί να συμβάλλουν οι διάφορες μορφές
κωδικοποίησης με σκοπό να διασφαλίσουν τη συνοχή, την σαφήνεια και τον τύπο των
ρυθμίσεων. Και οι τρεις αυτοί στόχοι επιτυγχάνονται ιδίως μέσα από τη σωστή χρήση της
γλώσσας, γι αυτό και, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι πολύ σημαντική η
ανάκληση/χρησιμοποίηση των σωστών υποδείξεων της παραδοσιακής νομοτεχνικής και
τούτο αποτελεί μια από τις πάγιες υποδείξεις της καλής νομοθέτησης.
Μια ιδιαίτερα σημαντική αρχή των σύγχρονων κωδικοποιήσεων είναι εκείνη σύμφωνα με
την οποία σημαντική παράμετρο για την διαμόρφωση του τελικού κειμένου της ρύθμισης
αποτελεί ο βαθμός κατανόησης και συμμόρφωσης του μέσου ανθρώπου. Για να μπορέσει
τούτο να αποτελέσει κοινή βάση προσανατολισμού όλων όσων ασχολούνται με τις
κωδικοποιήσεις, θα πρέπει να γίνουν έρευνες για τον βαθμό εφαρμογής των κανονιστικών
ρυθμίσεων, επικεντρωμένες στις δυσκολίες κατανόησής τους και, στη συνέχεια, να γίνει η
συγχώνευση/κωδικοποίησή τους στη βάση αυτών των ευρημάτων.
30
κωδικοποιημένων κειμένων. Η ηλεκτρονική υποστήριξη των εργασιών κωδικοποίησης σ’
όλες τις φάσεις της αποτελεί μια σταθερή υπόδειξη της καλής νομοθέτησης.
Μιλώντας για την καλύτερη νομοθέτηση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν μπορεί να αφήσει
κανείς έξω από τη συζήτηση τη διαδικασία της εναρμόνισης της κοινοτικής νομοθεσίας
στην εθνική. Αφού διευκρινίσουμε, εξαρχής, ότι ο τρέχων όρος «εναρμόνιση» αποδίδει
μόνο τη μια από τις δύο διαδικασίες ενσωμάτωσης του κοινοτικού δικαίου στις εθνικές
έννομες τάξεις, εκείνη, δηλαδή, κατά την οποία η ενσωμάτωση της κοινοτικής νομοθεσίας
γίνεται με ταυτόχρονες αλλαγές στην εθνική νομοθεσία, θα πρέπει να τονίσουμε την
κρισιμότητα της ευθυγράμμισης και του συντονισμού των χρησιμοποιούμενων μέσων
προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστο της αποτελεσματικότητας της κοινοτικής νομοθεσίας
στα κράτη μέλη.
Τα ιδιαίτερα ζητήματα που συνδέονται με την ορθή εναρμόνιση είναι εκείνα που
προκύπτουν από τη μεταφορά του κοινοτικού δικαίου στις εθνικές έννομες τάξεις όταν
γίνεται με τρόπο τέτοιο, ώστε να δημιουργούνται, κατά την εφαρμογή των διατάξεων,
ερμηνευτικά προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά μπορεί να προέρχονται από:
31
Οι υποδείξεις που η καλύτερη νομοθέτηση κάνει σε σχέση με τις προηγούμενες ελλείψεις
είναι προφανείς:
Οι υποδείξεις της καλής νομοθέτησης για την υπέρβαση των προβλημάτων που συνδέονται
με την χρονική καθυστέρηση της εναρμόνισης είναι αντίστοιχα:
1. Η αλλαγή πολιτικής των κρατών μελών, ώστε να δίνουν προτεραιόττηα στην
εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.
2. Η εναρμόνιση να γίνεται με βάση ένα στοιχειώδη χρονικό προγραμματισμό που να
επιτρέπει στο κράτος μέλος να αρχίζει τη διαδικασία σχετικά νωρίς και όχι να
επισπεύδει με το πλήρωμα του χρόνου.
32
3. Τα κράτη μέλη να δίνουν πρώτη προτεραιότητα στους εκπροσώπους τους στις
διαδικασίες διαπραγμάτευσης.
4. Τα κράτη-μέλη να ενθαρρύνονται για τη συμμετοχή τους σε διαδικασίες αμοιβαίας
ενημέρωσης και ανταλλαγής απόψεων, με αποτέλεσμα, τη δημιουργία κοινών
βάσεων δεδομένων, ή ενός συστήματος online notification από κάθε κράτος μέλος.
33
7. Η πολιτική καλής νομοθέτησης στην Ελλάδα
Η νομοπαρασκευαστική διαδικασία στην Ελλάδα είναι πολυσχιδής και
εμπλέκεται σε αυτήν μεγάλος αριθμός φορέων. Ενώ η διαδικασία αυτή
καθορίζεται σε πολύ γενικές γραμμές από το Σύνταγμα, ειδικότερες διαδικασίες
δεν προβλέπονται σε νομοθετικά κείμενα.
Για την εκπόνηση του σχεδίου αυτού λήφθηκαν υπόψη τα πορίσματα των
κυριότερων εκθέσεων εμπειρογνωμόνων από τις αρχές της δεκαετίας του 50
(Εκθέσεις Βαρβαρέσου, 1952, Langrod, 1964, Κανελλόπουλου, 1990, Επιτροπής
Σπράου, 1997), καθώς και οι διεθνείς προτάσεις-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και του ΟΟΣΑ για την καλή νομοθέτηση. Βασικό πλεονέκτημα του σχεδίου είναι ότι
δεν μένει σε αόριστες διαπιστώσεις ή γενικόλογους κανόνες, αλλά προχωρά σε
επιλογές συγκεκριμένων ρυθμίσεων στα τρία αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα της
34
οργάνωσης του ελέγχου ποιότητας των νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων,
της θέσπισης διαδικασίας ελέγχου, καθώς και της διαδικασίας αξιολόγησης
αποτελεσμάτων εφαρμογής.
Οι δύο βασικοί οργανωτικοί κανόνες που τίθενται είναι, αφενός, ότι ο έλεγχος και η
αξιολόγηση της ποιότητας δεν αφορά όλες τις κανονιστικές πράξεις αλλά μόνον
εκείνες που εκπορεύονται από την Κεντρική Διοίκηση (νομοσχέδια, προσθήκες ή
τροπολογίες, κανονιστικά διατάγματα, πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου, αποφάσεις
Πρωθυπουργού, υπουργικές αποφάσεις) και, αφετέρου ότι ο έλεγχος διενεργείται
σε δύο επίπεδα, ένα Κεντρικό, εκπροσωπούμενο από ειδική Υπηρεσία Ελέγχου
Ποιότητας Ρυθμίσεων, που προτείνεται να δημιουργηθεί και να υπαχθεί στη Γενική
Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, και ένα Περιφερειακό, αφού σε κάθε
Υπουργείο προτείνεται να συσταθεί μία ειδική Υπηρεσιακή Μονάδα.
17
Η εγκύκλιος είναι διαθέσιμη στον ιστοτόπο της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης
http://www.ggk.gov.gr/?page_id=45
35
Στην εγκύκλιο έχουν ενσωματωθεί σχεδόν όλα τα πορίσματα της έκθεσης της
επιτροπής Βροντάκη που αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά η απουσία συντονισμένης
υποστήριξης της εφαρμογής της κατά την περίοδο αμέσως μετά την κυκλοφορία
της, περιόρισε την απόκριση των Υπουργείων στα εντελλόμενα σε αυτήν.
Στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης έχει επίσης συσταθεί και λειτουργεί από το
2003 Η Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης, η οποία είναι αρμόδια για την
κωδικοποίηση του ισχύοντος δικαίου. Η ΚΕΚ έχει επίσης εκπονήσει εγχειρίδιο με
πρακτικές οδηγίες προς όσουν εμπλέκονται στη διαδικασία κωδικοποίησης της
νομοθεσίας18.
8. Καταληκτικές παρατηρήσεις
18
Το εγχειρίδιο είναι διαθέσιμο στον ιστοτόπο της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης
http://www.ggk.gov.gr/?page_id=45
36
πολιτικής ευθύνης να σχεδιαστούν πολιτικές καλής νομοθέτησης και να ξεκινήσει
άμεσα η εφαρμογή τους.
Το πρόβλημα, πάντως, δεν είναι τεχνικό, δεν έχει να κάνει μόνο με ζητήματα
συντονισμού. Είναι, προεχόντως, πρόβλημα αντίληψης του ρόλου των κανονιστικών
ρυθμίσεων στις σύγχρονες κοινωνίες.
9. Βιβλιογραφία
1. Το Κράτος σε μετάβαση», Π.Καρκατσούλης, εκδόσεις Σιδέρη, 2004
10. Fuguitt Diana and Wilcox Shanton, Cost-Benefit Analysis for Public Sector
Decision Makers, Quorum Books, 1999
37
38