Professional Documents
Culture Documents
Κορνήλιος Σελαμσής, μόλις στα 34 του χρόνια προσμετρά ήδη στο βιογραφικό του
συνεργασίες με τους πλέον επιφανείς καλλιτέχνες της Ελλάδας και είναι υπεύθυνος για
τις πιό ενδιαφέρουσες μουσικές που ακούμε τα τελευταία χρόνια στο θέατρο. Μία
αναπολογητικά ιδιόρρυθμη φυσιογνωμία, την πρώτη φορά που τον γνώρισα ξόδεψε μισή
ώρα αναλύοντας πως ο ήχος από τα περαστικά αμάξια μπορεί να πυροδοτήσει μία
μουσική σύνθεση και πόσο χαρούμενο τον κάνει η λέξη «ευμάλακτος». Μετά απο
σχεδόν 4 χρόνια στενής φιλίας, ο Κορνήλιος βρέθηκε να μου μιλάει για την ζοφερή
ελληνική πραγματικότητα, τον χαρακτηρισμό του ως εστέτ και δυσπρόσιτου συνθέτη,
μία ακυρωμένη όπερα και τις θαυμάσιες Τρίτες Παράλληλες του Θεάτρου Πόρτα.
Είναι περίεργο καθώς δε μιλάμε για απλές συμπεριφορές, αλλά για ένα ολόκληρο
οικογενειακό μικροκλίμα πολλών αντικρουόμενων ενεργειών. Άνθρωποι τρομερά
κοσμοπολίτες, άνθρωποι πολύ απλούστεροι και άνθρωποι που ανήκουν στο στερεότυπο
του Ελληνικού συλλογικού ασυνείδητου. Αυτά ήταν στοιχεία που έβλεπα να
συγκρούονται καθημερινά, να ανταλλάσσουν ή να αποκρύπτουν πληροφορίες και να
φέρουν το εθνικό δίκαιο και τις αντιλήψεις του καθένα.
Η μουσική δεν υπήρχε πουθενά. Μπήκε στη ζωή μου, όπως και όλα τα πράγματα, σαν
ενδοβολές απο το εξωτερικό περιβάλλον, όπως το δώρο μιάς μελλόντικα στα πεντέμιση
μου. Υπήρχε όμως γύρω μου κλασική μουσική, η τηλεόραση δεν την απέφευγε,
συνέβαιναν περισσότερες συναυλίες. Παράλληλα, ο πατέρας μου έχοντας τη φιλοδοξία
του διαπρεπούς παιδαγωγού έφερνε πολλά και ετερόκλητα μουσικά ερεθίσματα, αλλά
εγώ δεν έχω καμία μουσική μνήμη πριν από αυτή τη μελλόντικα.
Ναι, είναι η πρώτη φορά που κατανοώ τον μηχανισμό και καταλαβαίνω οτι η μουσική
είναι κάτι που μπορώ να κάνω πολύ καλά και κάτι που έκανα μόνο για μένα. Μετά απο
αυτό παρεμβλήθηκαν μαθήματα πιάνου, όπου δεν έβρισκα καμία ικανοποίηση στον
τρόπο που εκπαιδευόμουν στη μουσική, δεν έβλεπα να έχω κάποια κατεύθυνση. Έβλεπα
ακόμα τη μουσική σαν κάτι τελείως ιδιωτικό. Ξεκινάω να φτιάχνω κάποιες απομιμήσεις
και στα 16 μου ανακοινώνω στους γονείς μου οτι θα γίνω μουσικός, όπου και
αντιμετωπίζομαι σα φαιδρό πρόσωπο. Συνειδητοποίω ότι οι ελλείψεις που έχω σαν
ακαδημαϊκος κλασικός μουσικός είναι σχεδόν αγεφύρωτες και έπειτα, μέσα απο
τρομερές ενδοοικογενειακές συγκρούσεις παρατάω το Γεωλογικό οπού φοιτούσα και
αρχίζω να βγάζω χρήματα κυνηγώντας όλα τα πράγματα που αγαπάω γύρω από τη
μουσική επαγγελματικά, χωρίς κάποια κατάρτιση. Κι έτσι ξεκινάν ουσιαστικά οι σπουδές
μου. Βρίσκω έναν πολύ φωτισμένο δάσκαλο στο πιάνο, τον Γιώργο Μάνεση που πέθανε
πέρυσι, ο οποίος μου μεταφέρει την προσοχή από το “δε μπορώ” στο “μπορώ”.
Περνάω μία μόνιμη περίοδο σύγχυσης, όπου δεν ξέρω τι ακριβώς κάνω και δεν υπάρχει
ένας στιβαρός πολιτισμός ή ένας κύκλος διανοουμένων στον οποίο να προσαρτηθώ ή τα
έργα των οποίων να παρακολουθήσω. Οπότε βρίσκεται η παρορμητική λύση της
Ολλανδίας. Κάνω μία μόνο αίτηση για σπουδές στο Κονσερβατόριο της Χάγης,
φαντάζομαι οτι λόγω υψηλού επιπέδου στη σχολή, δε θα περάσω και όλως παραδόξως με
δέχονται. Και εκεί γίνεται η μετάβαση από το ιδιωτικό στο δημόσιο. Ξαφνικά, παύουν τα
όνειρα και βρίσκομαι εν μέσω ανθρώπων που αναζητούν πράγματα πολύ πιο
προχωρημένα απο μένα και βρίσκομαι όπως ένα λαίμαργο παιδί να κολυμπάει σε έναν
ωκεανό από φαγητό. Και τρωώ σα να μην υπάρχει αύριο.
Όπως όλες οι αποφάσεις μου, πάρθηκε κι αυτή τελείως παρορμητικά. Είχα κάνει έναν
λάθος προγραμματισμό ωστέ να ζω ταυτόχρονα και στην Ελλάδα και στην Ολλανδία και
αυτό ξεκινάει να μη δουλεύει. Πάντα αισθανόμουν κοινωνικά περίεργα στα
περιβάλλοντα που φέρει η Ελλάδα και θεώρησα ενηλικίωση τη ζωή εδώ, την
αντιμετώπιση αυτής της κοινωνικής δυσκολίας και την απόσταση από την κλίμακα
καλλιτεχνικής ανέλιξης της Ολλανδίας. Οπότε η κοινωνική δυσκολία της Ελλάδας
αντισταθμιζόταν απο την εύκολη επαγγελματική ζωή μιας και είχα φτάσει κάπως στο
ταβάνι του τι μπορεί να κάνει βιοποριστικά και κοινωνικά ένας νέος συνθέτης.
Aρα προγειώνεσαι στη συγχρονη ελληνική πραγματικότητα μετά απο 6 χρόνια στη
“σχολή της Χάγης”. Τώρα που έχουν περάσει 6 χρόνια απο την επιστροφή σου, τι
σου μένει σαν κληροδότημα απο τη “σχολή της Αθήνας”;
Θα ήθελα πάρα πολύ να αποφοιτήσω και να γραφτώ στα μητρώα αρρένων μίας άλλης
σχολής. Για τον χαρακτήρα μου είναι σχεδόν αδύνατο να συνεχίσω να ζω εδώ. Το
ψυχολογικό κόστος της διάσπασης της προσοχής αγγίζει δυσθεώρητα ύψη για τις
αντοχές μου. Έχω δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερες επαγγελματικές εξαρτήσεις από ποτέ
εδώ, με άτομα και θεσμούς με τους οποίους αισθάνομαι μία βαθιά συγγένεια.
Παρόλαυτα, αυτό δε γίνεται να απομονωθεί από το χάος του να ζεις εδώ. Είμαι αρκετά
οριακά στο να κάνω μία “αίτηση” για το οποιοδήποτε “εκεί”.
Μιλάμε για την Ελλάδα της έλλειψης και της πενίας. Αυτές οι δυσκολίες μπορούν
να χρησιμοποιηθούν σαν εργαλεία μιας τρομερής εφευρετικότητας;
Οι ανάγκες της Ελλάδας για εφευρετικότητα είναι εξαντλητικές. Από την άλλη, το να
είμαι εδώ απομονωμένος ουσιαστικά από τους ομότεχνους μου κι από τα μεγάλα
παγκόσμια μουσικά δρώμενα, είτε γιατί δουλέυω ασταμάτητα, είτε γιατί δεν έχω
χρήματα για να τα παρακολουθήσω, με έχει κάνει έναν sui generis συνθέτη. Mε έχει
κρατήσει τόσο μακριά από αυτό που γίνεται τώρα ή παλιά κι έτσι ο δρόμος που αναζητώ
και διαχειρίζομαι είναι τρομερά ιδιωτικός κι αυτό μ’αρέσει. Η εργασία του συνθέτη για
μένα δεν είναι κοντά στην εργασία του διασκεδαστή, αλλά κοντά στην εργασία του
φιλοσόφου ή του ποιητή. Δεν έχει σημασία αν και ποιόν θα φτάσει το έργο σου.
Αντίθετα, κανείς πρέπει να εστιάζει κάπου και να σκάβει προς τα εκεί ασταμάτητα. Η
ελληνική κοινότητα είναι μια κοινότητα όπου ο άνθρωπος επαφίεται στις μοίρες της
κοινωνίας και των διδαγμάτων και της ηθικής που του έχει παραδοθεί. Σπάνια οι
άνθρωποι αφήνονται στην επίγνωση των εαυτών τους. Υπάρχει η αντίθεση του
συντηρητισμού και της χωρίς όρια ελευθερίας. Φτάνουμε σε τέτοια κοινωνική διάλυση
που κάποια στιγμή θα μπορούσαν όλα να βρεθούν σε ένα δυστοπικό μοντέλο
καπιταλισμού του προϊόντος.
Μα ναι, έχει να κάνει με έλλειψη συναίσθησης κι επίγνωσης. Δύο λέξεων που ευτυχώς
δεν τις έχουν χαλάσει ακόμα. Να φανταστείς, τώρα που τα λέμε αυτά, αισθάνομαι σα να
είμαστε δύο άνθρωποι κλεισμένοι μέσα στο σπίτι που ακούνε παράνομη
αντικαθεστωτική μουσική. (γέλια)
Που ζουν εδώ; (παύση) Και πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο. (γέλια) Υπάρχουν κάποιοι
άνθρωποι στον χώρο που έχουν αυτή τη διάθεση για διαρκή αυτοβελτίωση και εξέλιξη.
Για παράδειγμα, ο Δημήτρης Καμαρωτός, ο οποιός, παρότι έχει στο βιογραφικό του 120
παραστάσεις, συνεχίζει να ανασκάπτει τον εαυτό του και τολμάει να πετύχει ή να
αποτύχει. Αυτό είναι το ωραιότερο πράγμα για μένα. Είμαι τρομερά ευτυχισμένος όταν
κάτι δικό μου αποτυγχάνει παταγωδώς. Όχι όμως να είναι μέτριο, αλλά να αποτύχει
παντελώς.Υπάρχουν και άνθρωποι από άλλες τέχνες για τους οποίους αισθάνομαι
μεγάλη συγγένεια .
Έχει ένα μικρό κοινό που είναι ανένταχτο. Είναι αυτοί που μπορούν να διαβάσουν Anne
Carson και να ακούσουν ένα έργο του Salvatore Sciarrino και να το δουνε συνολικά σα
συγχρονικό φαινόμενο. Μου είχε πει ένας φίλος μου μία ιστορία για μία κοπέλα στην
καλών τεχνών που καθώς έκανε σύγχρονη απεικονιστική τέχνη, άκουγε στο ραδιόφωνο
βαριά λαϊκά με τον Γιάννη Πάριο. Και της λέει ο φίλος μου “Αυτό που κάνεις στον
καμβά με αυτό που ακούς είναι δύο κόσμοι εκ διαμέτρου αντίθετοι.” και του απάντησε
“Α, δεν πειράζει. Εμένα με χαλαρώνει.”. Εγω εκεί βλέπω κάτι περίεργο. Κάποιος που
διαβάζει Noam Chomsky ή Slavoj Žižek στην Ελλάδα, δε θα ξέρει και το έργο του
Tristan Murail που είναι ένας Γάλλος συνθέτης της φασματικής μουσικής. Δεν είμαστε
καθολικά αφυπνισμένοι. Παίρνουμε ό,τι μας χρησιμεύει. Γυρνάμε στην προαναφερθείσα
δυστοπία. Οπότε και δε με πειράζει αν με θεωρούν εστέτ γιατί με έναν τρόπο είμαι εστέτ
συνθέτης αν με κρίνεις με το πρίσμα του τι είναι αυτή τη στιγμή η χώρα μας.
Το πρόβλημα που εντοπίζω είναι οτι λείπουν οι πολλοί. Άνθρωποι που είναι κοντά
γνωστικά και ιδεολογικά, αλλά δε χρειάζεται να είναι κοντά κοινωνικά. Χρειάζεται μία
κοινότητα. Μία κοινότητα που δεν υπάρχει η έννοια της συνεργασίας ή της
συλλογικότητας απαραίτητα, αλλά με την έννοια της επικοινωνίας. Χωρίς να μιλάμε για
μια καλλιτεχνική ελίτ. Λείπει η επικοινωνία.
Ναι, είναι ακριβώς αυτό! Καταλήγουμε να μένουμε στα χαρακώματα μας. Κι όχι μόνο
στην περίπτωση εμού και των ανθρώπων των οποίων είμαι δορυφόρος ή των ανθρώπων
που είναι δορυφόροι μου, αλλά συμβαίνει και σε ανθρώπους σε άλλα πιστεύω. Αυτό
συμβαίνει γιατί δεν υπάρχει μία κοινή παιδεία ή μία κοινή αντίληψη, σχεδόν
Καλβινιστική. Πάλι είναι πολιτικό το ζήτημα. Ελλείψει κοινωνικού συμβολαίου, είναι
αδύνατο να μην υπάρχει αυτή η καλλιτεχνική διασπορά και έλλειψη συνεννόησης.
Για να γραφτεί αυτή η όπερα,κατά την αντίληψη μου, θα χρειαζόμουν τρία χρόνια
ουσιαστικής συγκεντρωμένης δουλειάς. Ξεκίνησα να δουλεύω σποραδικά μέχρι που το
πήρα απόλυτα σοβαρά και καταφέρνω να πείσω το φεστιβάλ να αγοράσει ένα τέτοιο
ακριβό πρότζεκτ και να το πληρωθώ και να επενδύσω σε αυτό. Οπότε ανγκάστηκα να
συμπυκνώσω όλον τον χαμένο χρόνο σε 7 μήνες εργασίας. Έφτασα να τελειώνω το έργο
σε μία κατάσταση απόλυτης σωματικής εξάντλησης πριν το δημοψήφισμα και όλοι οι
συντελεστές να βρίσκονται σε μία τελική ευθεία. Εκεί ακούω οτι δε μπορεί να γίνει και
αντιδρώ με μία έκφραση επαγγελματικής διαστροφής “ευτυχώς θα έχω κι άλλο χρόνο να
το γράψω όπως πρέπει”. Έπειτα, αρχίσα να συνειδητοποίω οτι δεν έχω πάρει κανένα
εύσημο για την τόση δουλεια. Δεν το έχει ακούσει κανείς, ούτε εγώ ο ίδιος και υπάρχει
μία αίσθηση ματαιότητας. Ερχεται και η γνώση ότι δε θα αμειφθώ για αυτόν τον όγκο
δουλειάς. Και περνάει απο το μυαλό μου η συνειδητοποίση οτι εργάζομαι και πρέπει να
πληρώνομαι. Τώρα που έχω πάρει μεγάλη απόσταση απ’όλα αυτό, το επεξεργάζομαι
ακόμα μέσα μου, ασυνείδητα σχεδόν, περιμένοντας πως και πως να γίνει του χρόνου.
Από την επιστροφή σου από την Ολλανδία μέχρι και σήμερα, διάγετε παράλληλους
καλλιτεχνικούς βίους με τον Θωμά Μοσχόπουλο για τον οποίο συνθέτεις τη μουσική
για τις θεατρικές του παραστάσεις σταθερά. Τι σας κάνει να επιμένετε σε αυτή τη
συνεργασία;
Με τον Θωμά έχουμε συνδεθεί πολύ από μία ανθρώπινη συνθήκη. Καταλαβαίνει πολύ
καλά τι ζόρι τραβάω. Αν ήμασταν δύο παιδιά που παίζουν σε μία αυλή, ο Θωμάς θα ήταν
το πιο παιχνιδιάρικο παιδί κι εγώ το πιο εσωστρεφές, αλλά είναι ο άνθρωπος που λόγω
κοινής παιδείας και τρομερής καλλιέργειας καταλαβαίνει αυτό το εσωστρεφές παιδί.
Είναι ένας άνθρωπος απίστευτα μορφωμένος και ουσιαστικά Ευρωπαίος. Είμαστε πολύ
βαθιά συγγενείς φύσεις, τρέφουμε πολύ βαθιά αλληλοεκτίμηση και έχουμε ανάγκη
σχεδόν ο ένας τον άλλον. Βρίσκουμε τρόπο, παρότι όντες δύο άνθρωποι με πολύ ισχυρή
άποψη για το πως πρέπει να γίνουν τα πράγματα, να χωρέσουμε να περάσουμε μέσα από
μία πόρτα.
Θέατρο Πόρτα λοιπόν. (γέλια) Ένα θέατρο που το χτίσατε ξανά από την αρχή. Πλέον
το Πόρτα διατηρεί την υπόσταστη του ως παιδικό θέατρο υπό την καλλιτεχνική
διεύθυνση της Ξένιας Καλογεροπούλου, αλλά τη συνδυάζει με τη θεατρική
οντότητα του Θωμά Μοσχόπουλου και τις δικές σου ιδιαίτερες υφές που συχνά
ξεστρατίζουν απο τον δρόμο του θεάτρου. Πιστεύεις πως το Πόρτα έχει πλέον
ταυτότητα;
Νομίζω πως η Πόρτα αποκτάει μία ταυτότητα. Όπως σε ένα παιδάκι χρείαζονται κάποια
χρόνια για να αναπτυχθεί ο χαρακτήρας του, έτσι συμβαίνει και τώρα με αυτό το θέατρο.
Τώρα διαμορφώνονται οι συμπεριφορές του και το μωρό αυτό λειτουργεί με μία
ουτοπική επιμονή να υπάρξει μέσα σε μία συγκυρία που δε θέλει να θεραπεύσει τις
τέχνες και δεν υπάρχει τρόπος να βεβαιωθεί κανείς οτι μπορεί να επιζήσει, όσο σοβαρή
προσπάθεια κι αν κάνει. Δε θα θέλαμε να παρουσιάζει μόνο τις δουλειές μας, αλλά να
παράγει και την επιβίωση των ανθρώπων που εργάζονται γι’αυτές. Ειδικά στο διοικητικό
και οργανωτικό τμήμα, ο Θωμάς, η Άννα Μιχελή κι εγώ εργαζόμαστε αμισθί για να
υπάρξει αυτό. Και κερδίζουμε βράδια κακού ύπνου, τρομερή σύγχυση και, στη δικιά μου
περίπτωση, φοβερές ψυχοσωματικές παθήσεις.
Αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον που το ρωτάς. Στο πρώτο βρεφικό που έκανε η Ξένια
Καλογεροπούλου, επειδή ακριβώς προοριζόταν για βρέφη, λειτούργησε σαν άλλοθι για
να φτιάξω μουσικές που εγώ θεωρούσα αρχετυπικά ενδιαφέρουσες. Ήταν τρομερά
περίπλοκες, πολύχρωμες και αφηρημένες και με ήχους στα άκρα του ηχητικού
φάσματος. Δε με απασχόλησε καθόλου το αισθητικό περιτύλιγμα. Αντίστοιχα στο
Χάμελιν, ήθελα να φτιάξω κάτι οικείο και γνώριμο. Κι όλοι έχουμε σχέση με αυτό,
μπορεί να το κάνει ο καθένας. Υπήρχε ένα κομμάτι δικιάς μου σπουδής πάνω σε
απομιμήσεις γνώριμων δομών. Από μαδριγάλια της Αναγέννησης, μέχρι και soul
τραγούδια μετά απο πρόταση του Θωμά, ένα είδος μουσικής με το οποίο δεν είχα καμία
τριβή μέχρι τότε. Και το διασκέδασα και πάρα πολύ. Έκανα πράγματα οικεία χωρίς να
αποτελούν μιμήσεις, αλλά απομιμήσεις, υπήρχε ένα στοιχείο του εαυτού μου μέσα τους.
Τα τελευταία δύο χρόνια είσαι υπεύθυνος για το πρόγραμμα των Τριτών
Παράλληλων στο Πόρτα. Μια jour fixe, κάθε Τρίτη, όπου παρουσιάζονται έργα
κλασικής, αλλά και μη, μουσικής. Πώς αντιμετώπισες τον ρόλο του καλλιτεχνικού
διευθυντή;
Μου αρέσει πάρα πολύ η ιδέα οτι προσκαλώ τρομερά προσφιλή πράγματα σε μένα και
στους οικείους μου και δημιουργώ μία γραμμική αφήγηση από συναυλίες. Ξεκινώντας,
νόμιζα οτι θα είναι περίπατος κι οτι αυτό θα κυλήσει από μόνο του, το οποίο δεν ίσχυσε.
Κάποια πράγματα πήγαν πολύ καλά, κάποια καθόλου. Μάθαμε όλοι πως οργανώνεις ένα
δρώμενο κι οτι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι εμπλεκόμενος κι αυτός σε αυτή τη
διαδικασία για να καταφέρουμε όλοι μαζί να έλξουμε την κοινότητα σε μας.
Την Άρτα και τα Γιάννενα. Φέτος έχουμε περισσότερες συναυλίες απο πέρυσι κι έχουν
μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ τους. Για μένα υπάρχει ένας υψηλότερος στόχος μέσα
σ’αυτό, συγκρότητηση μίας συνήθειας και η δημιουργία μίας ακροαματικής
κουλτούρας. Φέτος ξεκινάμε κάνοντας μία παρουσίαση του προγράμματος μας κι ένα
αφιέρωμα στον αρχιτέκτονα Le Corbusier και τη μουσική σε σθνεργασία με το Μετσόβιο
πολυτεχνείο και το Γαλλικό Ινστιτούτο. Στις συναυλίες πριν το Πάσχα έχουμε τον
Michael Chance, έναν πολύ διάσημο Άγγλο κόντρα τενόρο που έρχεται να τραγουδήσει
Γαλλική Αναγέννηση και Μπαρόκ, που έιναι μεγάλη μας τιμή. Έχουμε τον Μιχάλη
Σιγανίδη, έναν τρομερά ιδιάζων μουσικό και βαθύ διανοητή γύρω απο τη μουσική. Ένα
ρεσιτάλ πιάνου το Θόδωρου Κοτεπάνου. Το σπουδαίο σύνολο πνευστών Ventus που θα
κάνει δύο συναυλίες. Τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο που κάνει δύο συναυλιακές επιμέλειες
φέρνοντας κοντά μας το τραγούδι μ’έναν τρόπο ιδιωματικό. τον Δημήτρη Σκύλλα που θα
έρθει να μας κάνει μία συναυλία με δικά του έργα αλλά κι έργα άλλων πάνω στο Υψηλό,
μία εξαιρετική ιδέα του Δημήτρη. Τον Στέφανο Θεοδωρίδη τη Μεγάλη Τρίτη, που θα
πραγματοποιήση μία συναυλία πάνω στις ιδέες του Glenn Gould για τη μουσική, όπου θα
απαγορευτεί το χειροκρότημα και θα αποκρυφθεί η ταυτότητα του ερμηνευτή και το
ρεπερτόριο. Και μετα το Πάσχα έχουμε μία γνωστή Ελληνίδα ερμηνεύτρια σε συναυλία
έκπληξη. Είναι κρίμα που δε μπορώ να μιλήσω για όλες τις συναυλίες, αλλά η
συνέντευξη κοντεύει ήδη τις δεκαοχτώ σελίδες φαντάζομαι. (γέλια)