You are on page 1of 20

1

΢ΤΜΒΟΛΗ ΕΙ΢ ΣΗΝ ΠΡΟΒΟΛΗΝ ΚΑΙ ΠΡΟΑ΢ΠΙ΢ΙΝ ΣΗ΢ ΑΛΗΘΕΙΑ΢


ΠΕΡΙ ΣΟΤ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΤ ΖΗΣΗΜΑΣΟ΢.

Ι΢ΣΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΝΕΤΜΑΣΙΚΗ ΘΕΩΡΗ΢Ι΢ ΑΤΣΟΤ, ΤΠΟ ΣΟ ΠΡΙ΢ΜΑ


ΣΟΤ ΑΓΙΟΠΑΣΕΡΙΚΟΤ ΛΟΓΟΤ

- Εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν εἶναι καταγεγραμέναι πολλαί ἔριδες,


ἀπό τούς πρώτους αἰώνας τῆς ἱδρύσεως τῆς ἀρχεγόνου Ἐκκλησίας.
Κυριωτέρα ἐξ αὐτῶν ἦτο ἡ ἔρις περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Χριστιανικοῦ
(Καινοῦ) Πάσχα, ὁ ὁποῖος ὡρίσθη ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι
«παρέδωκαν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαις», νά ἑορτάζεται τό
Χριστιανικόν Πάσχα «μετά ἐπίβασιν (παρέλευσιν) τῆς ἡμέρας, καθ’ ἧν
ἡ ἑαρινή ἰσημερία γίνεται, τουτέστιν τήν κά΄ (21ην) τοῦ ΚΑΣΑ
ΡΩΜΑΙΟΤ΢ Μαρτίου μηνός». (δηλαδή τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου).
(Πασχ. Φρον. PG. 92, 548).

- Αὐτός ὁ ὁρισμός ἐπεκράτησεν ὡς Ἀποστολική Παράδοσις τήν ὁποίαν


διεφύλαξεν καί ἠκολούθει ἡ πλειονότης τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς οἰκουμένης.
δηλαδή αἱ ἐκκλησίαι «τῶν ἀρκτώων (βορείων) καί μεσημβρινῶν
(νοτίων) καί τῶν κατά δύοντα ἥλιον (δυτικῶν) ἐθνῶν καί τινων
Ἐκκλησιῶν τῶν κατά τήν ἐώαν (ἀνατολήν) τόπων». «τῶν (τόπων) τῆς
κατά Ρωμαίων πόλεως, Ἰταλίας καί Ἀφρικῆς ἁπάσης, Αἰγύπτου,
΢πανίας, Γαλλίας, Βρεττανίας, Λιβύας καί τῆς ὅλης Ἑλλάδος, Ἀσιανῆς
τε διοικήσεως καί Ποντικῆς καί Κιλικίας», ὅπως ἀναφέρεται ἀπό τόν
Εὐσέβιον Καισαρείας (Β.Ε.Π.Ε.΢. 24, 89) καί ἀπό τόν Γελάσιον τόν
Κυζικηνόν (Πρακτ. Ἁγ. ΢υν., τ. Α΄, σ. 281 & 282).

- «Ἔκπαλαι (ἀπό πολλοῦ χρόνου) ὅμως καί ἀπό τῶν πρώην χρόνων
διέστη (διεχωρίσθη) ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ (ἑορτολογικῶς τό Πάσχα)
διαφόρως ἀγόμενον (ἑορταζόμενον)» ὑπό ὀλίγων ἐκκλησιῶν, τῆς Μικρᾶς
Ἀσίας, τῆς ΢υρίας καί τῆς Μεσοποταμίας, ὅπως διεσώθη ὑπό τοῦ
Ἐπιφανίου Κύπρου, τοῦ Πολυκράτους Ἐφέσου καί ὑπό τοῦ Μ. Ἀθανασίου,
παρά τό γεγονός πώς διά τοῦ – καθ’ ὑπαγόρευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος -
ὁρισμοῦ ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Χριστιανικοῦ
Πάσχα, ἐπεδιώχθη πρωταρχικῶς «ἵνα ΜΙΑ τις γένηται ΢ΤΜΥΩΝΙΑ καί
ΜΙΑ ΟΜΟΛΟΓΙΑ, ΜΙΑ ΕΟΡΣΗ ἐπιτελουμένη εἰς ΕΝΩ΢ΙΝ ΣΗ΢
ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢» καί ὄχι «ἡ ζήτησις» τῆς ἀστρονομικῆς καί φυσικῆς
«ἀκριβείας, ἀλλά ἡ ΟΜΟΝΟΙΑ», ὅπως ἀποκαλύπτει ὁ ἁγιοπατερικός
λόγος διά στόματος τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου. (PG.42, 357 & 42, 360).
2

- Δυό παράγοντες συνέβαλλον εἰς τήν ἑορτολογικήν διάστασιν τῶν


Ἐκκλησιῶν, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ εἰς τόν ἑορτασμόν τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα.

Ὁ εἷς ἦτο κάποια τοπική παράδοσις τήν ὁποίαν ἐπεκαλοῦντο αἱ


προαναφερθεῖσαι ἐκκλησίαι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τῆς ΢υρίας καί τῆς
Μεσοποταμίας, ἡ ὁποία ὑπαγόρευεν εἰς αὐτάς τόν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα
«τῇ Ἰουδαίων συνηθεία, τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ τοῦ (Ἰουδαϊκοῦ) μηνός
Νισάν» (Εὐσ. Καισ., Β.Ε.Π.Ε.΢. 24, 148), οἱανδήποτε ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος
καί ἄν συνέπιπτεν, ἀλλά μέ χριστιανικόν περιεχόμενον ὅπως προκύπτει
ἐκ τῆς «ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας» τοῦ Βασ. ΢τεφανίδου (σ.111). Ἀνήγαγον
δέ αὐτήν τήν παράδοσιν εἰς τήν ἐποχήν τοῦ Πολυκάρπου ΢μύρνης, ἀλλά
καί τῶν Ἀποστόλων Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καί Φιλίππου.

- Ὁ ἕτερος παράγων ἦτο ἡ, κατ’ ἐκείνους τούς χρόνους τῶν τριῶν πρώτων
αἰώνων μ. Χ., πληθυσμιακή ὑπερίσχυσις εἰς τούς προαναφερθέντας
τόπους τῆς Ἀνατολῆς, τῶν ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανῶν ἀλλά καί τῶν μή
πιστευσάντων εἰς τό Εὐαγγέλιον, Ἰουδαίων, ἔναντι τῶν ἐντοπίων, «ἐξ
ἐθνῶν» προερχομένων, Χριστιανῶν.

- Οὗτοι (οἱ Ἰουδαῖοι) ἕνεκα τῆς ἀδυναμίας των νά ἀπαγγιστρωθοῦν ἀπό


τόν Ἰουδαϊσμό, κατά τόν θρησκευτικόν αὐτοῦ χαρακτῆρα, (τελετουργικές
διατάξεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὅπως ἡ περιτομή, οἱ καθαρμοί κλπ.), -
περί τούτου βλέπε εἰς τό βιβλίον τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων», (αἱ
ὁποῖαι οὐσιαστικῶς ἀπεικονίζουν τήν πράξιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς τότε
γνωστῆς οἰκουμένης), (ιε΄, 5 & κα΄, 20-26) – ἐπέπιπτον κατά τῶν ἐξ Ἐθνῶν
Χριστιανῶν καί κατά τῶν, ἀπαγγιστρωθέντων ἀπό τάς Ἰουδαϊκάς
θρησκευτικάς συνηθείας, τηρούντων δέ τᾶς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί
διατάξεις, ὁμοεθνῶν των, «ὡς λύκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ
ποιμνίου», (Πράξ. κ΄ 29 καί κά΄, 27-32), ἐξαναγκάζοντες τούτους διά τῆς
βίας, εἰς τήν τήρησιν τῶν Ἰουδαϊκῶν θρησκευτικῶν ἐθίμων, συνεπῶς καί
εἰς τόν ἑορτασμόν (Ἰουδαϊκῶς) τοῦ Πάσχα.

- Προφανῶς διά τοῦτο τό αἴτιον, αὐτός ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἰς τας
δύο ἀπό τάς ἑπτά ἐπιστολάς Σου, τᾶς ὁποίας ἀπηύθυνεν διά τοῦ
Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «πρός τούς ἀγγέλους (ἐπισκόπους) τῶν
ἐκκλησιῶν» τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, χαρακτηρίζει αὐτούς (τούς Ἰουδαίους) ὡς
«λέγοντας Ἰουδαίους εἶναι ἑαυτούς, καί οὐκ εἰσιν, ἀλλά (εἶναι οὗτοι)
συναγωγή τοῦ σατανᾶ». (Ἀποκ. β΄, & γ΄, 9).
3

-Ἐξ αἰτίας τῶν δυό τούτων λόγων καί παρά τό γεγονός πώς οἱ Χριστιανοί
δέν ἐφησύχαζον ἕνεκα τοῦ διαφόρου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καί ἡ
Ἐκκλησία ἐταράσσετο μέχρι ΔΙΑΚΟΠΗ΢ ΚΟΙΝΩΝΙΑ΢, - «ἐν τοις χρόνοις
Πολυκάρπου (΢μύρνης) καί Βίκτωρος (Ρώμης), ἡ Ἀνατολή πρός τήν
Δύσιν διαφερομένη (ὡς πρός τόν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα), εἰρηνικά
(γράμματα) παρ’ ἀλλήλων οὐκ ἐδέχετο» (Ἁγίου Ἐπιφ. Κύπρου,
PG.42,356) - , ἐκρίθη ἀναγκαία καί εὔλογος ἡ ἐφαρμογή τῆς
ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ἐπί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, δηλαδή ὁ, κατά
συγκατάβασιν, ἑορτασμός, τοῦ Πάσχα, ὑπό τῶν προαναφερθεισῶν
ὀλίγων ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, τήν ἡμέραν «τῆς τεσσαρεσκαιδεκάτης
τοῦ Ἰουδαϊκοῦ μηνός Νισᾶν», ἕως ὅτου αὖται ἐπανέλθουν εἰς τήν τάξιν
τῆς ἀκριβείας τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, τήν ὁποίαν ἠκολούθει ἡ
πλειονότης τῶν Ἐκκλησιῶν.

- Ὄχι ὀλιγώτερον ὅμως, ἐκρίθη ἀναγκαιοτάτη καί ἐπιβεβλημένη ἡ


ἐορτολογική ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, διά τήν εἰρήνευσιν ἐκ τῆς διαρκοῦς
καί ἀκαταπαύστου ἀναταραχῆς Αὐτῆς.

Αὐτήν τήν εἰρήνευσιν κατόρθωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Ἁγίας


Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου, μέ τόν Ὅρον τοῦ Πάσχα, τόν ὁποῖον διετύπωσαν
ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν των μόνον τήν προαναφερθεῖσαν Ἀποστολικήν
παράδοσιν διά τῆς ὁποίας καθωρίσθη ὑπό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων,
θεοπνεύστως, ὁ ἑορτασμός τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα μετά τήν ἐαρινήν
ἰσημερίαν «τῆς κα΄ (21ης) τοῦ ΚΑΣΑ ΡΩΜΑΙΟΤ΢ Μαρτίου μηνός»,
δηλαδή τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου καί «ἐν Κυριακῇ μόνη»,
κατορθώσαντες παραλλήλως τήν ἔναρξιν τῆς οἰκοδομήσεως, τῆς
κατοχυρώσεως καί τῆς διασφαλίσεως τῆς – πρωτίστως καί κατ’
ἀποκλειστικότητα ἐπιδιωκομένης – ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν
Πίστιν καί εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, ὅπως καί «τό Πασχάλιον Φρονικόν
ἀναφέρει, (λέγει ὁ Μ. Φώτιος), ὅτι οἱ θεοφόροι τῆς Ἐκκλησίας
φωστῆρες καί διδάσκαλοι (τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου) πολλήν
πρόνοιαν ἐποιήσαντο ΤΠΕΡ ΣΗ΢ ΕΙΡΗΝΗ΢ ΚΑΙ ΟΜΟΝΟΙΑ΢ μετά τῆς
τῶν δογμάτων ὀρθότητος τῶν ἁγίων του Θεοῦ Ἐκκλησιῶν».

Μέ αὐτό τό πνεῦμα ἀναφέρει καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης πώς


«διά νά ἐορτάζωσιν οἱ Φριστιανοί τόν ΑΤΣΟΝ ΦΡΟΝΟΝ καί τήν
ΑΤΣΗΝ ΗΜΕΡΑΝ τό Ἅγιον Πάσχα, (σ.σ. καί κατ’ ἐπέκτασιν καί τάς
λοιπάς κινητάς καί ἀκινήτους ἐορτάς, αἱ ὁποῖαι κατά τήν προοδευτικήν
ἀνάπτυξιν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἑορτολογίου συνεδέθησαν ὑπό τῆς
4

Ἐκκλησίας, θεοπνεύστως καί ἀναποσπάστως μέ τόν Κανόνα τοῦ Πάσχα),


καί νά μή χρειάζονται κάθε χρόνον ἀστρονόμων καί συνόδων
συνήρμοσαν οἱ θεόσοφοι Πατέρες τό περί τοῦ Πάσχα κανόνιον»
(Πήδ., ὑποσ. 1, σ.8). προσδιορίσαντες ἡμερολογιακῶς κατά θετόν
καθορισμόν (σταθερῶς), - καί ὄχι κατά τόν ἀστρονομικόν –
ἐπιστημονιστικόν χαρακτῆρα αὐτῆς -, τήν ἐαρινήν ἰσημερίαν, εἰς τήν
«κα΄ (21ην) τοῦ ΚΑΣΑ ΡΩΜΑΙΟΤ΢ Μαρτίου μηνός», δηλαδή τοῦ
Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, τό ὁποῖον κατ’ αὐτόν τόν τρόπον ἐτέθη
θεοπνεύστως ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς
΢υνόδου, ὡς ὑπόβαθρον τοῦ Κανονίου (ἤ Ὄρου) τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα
καί ταυτοχρόνως κατεστάθη ὡς ΦΡΟΝΟ΢ ΣΗ΢ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢,
μαρτυρηθεῖς ὡς τοιοῦτος ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ
ὁποῖος εἰς τόν μνημειώδη λόγον αὐτοῦ πρός «τούς τά πρῶτα Πάσχα
νηστεύοντας», ἐλέγχει δριμύτατα τούς Πρωτοπασχῖτας πώς «δέν
προτιμοῦν ΣΟΤ ΦΡΟΝΟΤ ΣΗ΢ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ ΣΗΝ ΢ΤΜΥΩΝΙΑΝ» ἀλλά
«ἡμέρας παρατηροῦν καί μήνας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς» «πρός
ἀτίμωσιν τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς ΢υνόδου».

[Ἀποτελεῖ δέ χαρακτηριστικόν φαινόμενον τῆς ἐποχῆς μας, πώς τοῦτοι οἱ


λόγοι τοῦ Χρυσοστόμου διαστρέφονται πλήρως κατά τό ἀληθές νόημα
των, ὑπό τῶν ὑπερμαχούντων μέχρι τῶν ἡμερῶν ἠμῶν ὑπέρ τῆς
ἀντορθοδόξου καινοτομίας τῆς ἀνατροπῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
ἡμερολογίου – ἑορτολογίου, ἀποδιδόμενοι κατά τήν διάστροφον
ἑρμηνείαν των εἰς τούς ἐνισταμένους κατ’ αὐτῆς+.

- ΢υμπεραίνεται δέ ἐκ τῶν μέχρι τοῦδε γραφέντων, πώς τό Ἰουλιανόν


ἡμερολόγιον διά τῆς καταστάσεως αὐτοῦ ὡς χρόνου τῆς Ἐκκλησίας,
ὑποβάθρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου, φυσικῶ τῷ λόγῳ,
ἐνσωματώθη εἰς τήν Ἱεράν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, διότι τήν ἰδιότητα
Ἱερᾶς Παραδόσεως ἔχει καί τό Ἑορτολόγιον Αὐτῆς, δίχως μάλιστα νά
ἀναιρεῖται καί νά ἀκυροῦται αὐτή ἡ ἰδιότης του ἐκ τοῦ γεγονότος τῆς
μνημονεύσεως ὑπό μερικῶν Ἁγίων Πατέρων, (Μ. Ἀθανάσιος, Κύριλλος
Ἀλεξανδρείας), - «ἐξ ἄνωθεν συνηθείας» ὅπως πληροφορεῖ ὁ Ἅγιος
Κύριλλος περί τῶν Πασχαλίων λόγων αὐτοῦ -, κάποιων μηνῶν ἐκ τοῦ
Αἰγυπτιακοῦ καί ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἡμερολογίου, ἐν σχέσει πρός τό
Πάσχα καί κατ’ ἀντιστοιχίαν τῶν ἡμερομηνιῶν αὐτῶν τῶν μηνῶν πρός
τάς περί τοῦ Πάσχα ἡμερομηνίας τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου.
5

- Διαφαίνεται δέ ἡ ἐν λόγῳ ἡμερολογιακή ἀντιστοιχία, εἰς τήν


συμφωνίαν τῶν ἡμερομηνιῶν περί τοῦ Πάσχα, τῶν μηνῶν «Φαμενώθ» καί
«Φαρμουθί» τοῦ Αἰγυπτιακοῦ ἡμερολογίου, - ὅπως αὕται καταγράφονται
εἰς τάς πασχαλίους ἐπιστολάς ἤ λόγους τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου - , πρός τάς
περί τοῦ Πάσχα ἡμερομηνίας τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, αἱ ὁποῖαι
καταγράφονται εἰς τό Κανόνιον ἤ Ὄρον τοῦ Πάσχα, (ὅπου ἐμφανέστατα
καταδεικνύεται ἡ θεμελίωσις αὐτοῦ ἐπί τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου),
καθώς τοῦτο συμπεραίνεται καί ἀπό τούς ὑπολογισμούς καί ἀπό τά
συμπεράσματα τῶν κατεχόντων τήν ἐπιστημονικήν γνῶσιν καί
κατάρτισιν ἐπ’ αὐτοῦ.

Ἄλλωστε ὁ αὐτός Ἅγιος Κύριλλος γράφων πρός τούς ἐπισκόπους τῆς


Ἀφρικῆς περί τοῦ Πάσχα, πληροφορεῖ αὐτούς πώς τοῦτο τελεῖται «τῇ πρό
δεκαεπτά Καλανδῶν Μαΐων». (τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου) [PG. 77,
377].

- ΢υνεπῶς αἱ, ἐν λόγω ἐπιστολαί – ὁμιλίαι αὐτοῦ, ὡς ἔχουσαι μόνον


τοπικόν (διά τήν Ἀλεξάνδρειαν) χαρακτήρα, (διότι ως φαίνεται ἑκ τῶν
ως ἄνω, δέν χρησιμοποιεῖ ἐκτός τῆς Ἀλεξανδρείας, ὀνοματολογίας
τῶν περί τοῦ Πάσχα ἡμερομηνιῶν ἐκ τοῦ Αἰγυπτιακοῦ ἡμερολογίου),
δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν πώς ἀναιροῦν τήν ἰδιότητα πού προσέδωσαν
εἰς τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς
΢υνόδου, ὡς ὑποβάθρου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου καί συνάμα τῆς
ὑπ’ Αὐτῶν καταστάσεώς του ὡς ΦΡΟΝΟΤ ΣΗ΢ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢.

Καί συνεπῶς ὄχι μόνον δέν ἀκυρώνεται ἀλλά καθίσταται αὐτονόητος ἡ


συγκαταρίθμησις αὐτοῦ (τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου), μεταξύ τῶν Ἱερῶν
Παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας.

-Ὅμως παρεκτός τῶν ὅσων ἀνεφέρθησαν μέχρι τοῦδε, κρίνεται


ἀξιοσημείωτον, πώς εἰς τήν κατάστασιν ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων, τοῦ
Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου ως Χρόνου τῆς Ἐκκλησίας, συνηγορεῖ καί τό
γεγονός πώς ἡ Ἐκκλησία κατά τήν κατάρτισιν τοῦ ἑορτολογίου
Αὐτῆς, διέταξεν ἐν πάσῃ σοφία ἐπάνω εἰς τόν ἐτήσιον κύκλον τοῦ
Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου καί τάς ἀκινήτους καί τάς κινητάς ἐορτᾶς
Αὐτῆς, εἰς ἀπόλυτον ἐξάρτησιν ἀπό τόν Πασχάλιον Κανόνα, διά τῆς
ὁποίας διαφυλάσσεται ἀπαρασάλευτος εἰς τούς αἰώνας, ἡ ἁρμονία τῆς
ἐορτολογικῆς τάξεως Αὐτῆς καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ ἑνότης τῆς Πίστεως, ἡ
ὁποία (Πίστις) αἰσθητοποιεῖται εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, τήν
6

ἐπιτελουμένην κατά τήν, - ἐν τῇ πανορθοδόξῳ ΑΡΜΟΝΙΑ καί


΢ΤΜΥΩΝΙΑ αὐτῆς - , ἐορτολογικήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας.

- Δειγματοληπτικῶς, θά ἐξετασθῆ ἐν συνεχείᾳ, μόνον ἡ Ἑορτή τοῦ


Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, διότι αὐτή «ΑΡΦΗ ΟΤ΢Α ΚΑΙ
ΚΕΥΑΛΗ ΣΩΝ ΔΕ΢ΠΟΣΙΚΩΝ ΕΟΡΣΩΝ», ὅπως χαρακτηρίζει αὐτήν ὁ
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἰς τό ἑορτοδρόμιόν του, πληροῖ πᾶσας
τάς προϋποθέσεις πρός τεκμηρίωσιν τῆς ὡς ἄνω θέσεως.

- Ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἑορτάζεται ἀπό τήν


Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ως ἀκίνητος ἑορτή. Ὅμως αὐτή ἡ ἑορτή
συνδέεται μέ τήν ἀκολουθίαν τῶν κινητῶν ἑορτῶν, ἀλλά καί
ἀκινήτων ἑορτῶν, ὅπως ἡ ΢ύλληψις τοῦ Σιμίου Προδρόμου (κγ΄ (23)
΢επτεμβρίου) καί τό Γενέθλιον τοῡ Σιμίου Προδρόμου (κδ΄ Ἰουνίου).

Αἴτιον τῆς συνδέσεως τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου μέ τήν
ἀκολουθίαν τῶν κινητῶν ἑορτῶν, ἀποτελεῖ το γεγονός πώς καί ἡ
Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἐγένετο τήν εἰκοστήν πέμπτην του μηνός
Μαρτίου, (τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου), συμφώνως πρός τάς
ἀδιαψεύστους μαρτυρίας πολλῶν Πατέρων καί διδασκάλων τῆς
Ἐκκλησίας, μάλιστα δέ, κατά τόν Ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, ὁ
Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου ἐγένετο ἐν ἡμέρᾳ Κυριακή. (Βίος τῆς <
Θεοτόκου<, ἔκδ. κελ. Ἁγίου Νικολ. Μπουραζέρη, σ. 49).

-Εἰς τό Πασχάλιον Χρονικόν ἀναφέρεται ἡ ἡμερομηνία τῆς ἑορτῆς τοῦ


Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου: «Ἐν ταύτῃ τοίνυν τῇ ἡμέρα λέγω δέ τῇ
κέ΄ (25η) τοῦ ΚΑΣΑ ΡΩΜΑΙΟΤ΢ Μαρτίου μηνός, παραλαβοῦσα ἀπό
τῶν θεοφόρων διδασκάλων, ἑορτάζει τόν εὐαγγελισμόν τῆς Ἁγίας
Δεσποίνης ἠμῶν ἐνδόξου Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας ἡ τοῦ Θεοῦ
καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία». (Πασχ. Χρον. , PG. 92, 488C).

- Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νεοκαισαρείας ὁ θαυματουργός γράφει: «Σῷ


ἔκτῳ μηνί ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ πρός παρθένον
μεμνηστευμένην ἀνδρί, ὧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαβίδ.
καί τό ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ, καί τά λοιπά. Πρῶτος δέ μήν
οὗτος πρός τήν ἁγίαν Παρθένον<ἔκτος δέ μήν πρός Ζαχαρίαν. (σ.σ.
τόν πατέρα τοῦ Σιμίου Προδρόμου)». (PG. 10, 1164 CD).

-Εἰς τό χρονικόν Γεωργίου τοῦ Ἁμαρτωλοῦ ἀναφέρονται τά ἑξῆς: «Ἐπεί


κατά τόν καιρόν τοῦτον (σ.σ. τοῦ μηνός Μαρτίου) ὁ Θεός τήν κτίσιν
7

ἐδημιούργησεν< διά τοῦτο καί τόν Ἰσραήλ κατά τόν καιρόν τοῦτον
ἠλευθέρωσε τῆς Αἰγυπτιακῆς δουλείας καί τήν Παρθένον Γαβριήλ ὁ
Ἀρχάγγελος εὐηγγελίσατο: εἰκότως οὖν κατά τόν αὐτόν καιρόν καί ὁ
Φριστός ὑπέμεινεν τό σωτήριον πάθος». (PG. 110, 377 AB).

- ΢υμφώνως πρός τό περί τοῦ Ὀρθοδόξου Πάσχα Κανόνιον τό ὁποῖον


ἐκληροδότησαν εἰς ἡμᾶς οἱ Ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες τῆς Α΄
Οἰκουμενικῆς Ἁγίας ΢υνόδου, κατά χρονικά διαστήματα πεντακοσίων
τριάκοντα δύο (532) ἐτῶν, δώδεκα φοράς ἑορτάζεται τό Κύριον Πάσχα.
δηλαδή ἡ σύμπτωσις τῆς ἡμέρας τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέ τήν ἡμέραν τῆς Ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Φριστοῦ. Καί ἐπειδή τό παπικόν-Γρηγοριανόν
ἡμερολόγιον εὑρίσκεται εἰς πλήρη ἀντινομίαν μέ τᾶς θεοπνεύστους
θεσμοθεσίας τῶν Ἁγίων Πατέρων πασῶν τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν
΢υνόδων, οὐδέποτε θά συμβῆ μέ αὐτό, αὕτη ἡ σύμπτωσις τῶν δυό
κορυφαίων Ἑορτῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

- Ζωηράν ἐντύπωσιν προκαλεῖ ἡ κάτωθι ἀναφορά τοῦ Γεωργίου τοῦ


Κεδρηνοῦ, διά τό Κύριον Πάσχα, διά τῆς ὁποίας ἀποδεικνύεται, ἀφ’ ἑνός
μέν, ἡ στενή σχέσις – σύνδεσμος – τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς
Θεοτόκου μέ τήν ἑορτήν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ,
ἀποδεικνύεται τό γεγονός, πώς ἡ ΢ΤΖΕΤΞΙ΢ ΣΟΤ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ΣΙΚΟΤ
ΕΟΡΣΟΛΟΓΙΟΤ ΜΕ ΣΟ ΙΟΤΛΙΑΝΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ (τόν ΦΡΟΝΟΝ
τῆς ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢) ΑΠΟΣΕΛΕΙ ΙΕΡΑΝ ΠΑΡΑΔΟ΢ΙΝ ΑΤΣΗ΢.

Γεγονός τό ὁποῖον ἐμφαίνεται καί εἰς τήν ἀνωτέρω ἀναφοράν τοῦ


«Πασχαλίου Χρονικοῦ».

Λέγει, λοιπόν, ὁ Γεώργιος Κεδρηνός:

-«Σῷ δέ ἴθ΄ (19ω) ἔτει Σιβερίου Καίσαρος ὁ Κύριος ἐπί τό πάθος παρῆν,
ἔτος τοῦτο εφλθ΄, μηνί Μαρτίω κγ΄ (23) τοῦ αὐτοῦ Μαρτίου μηνός, ἐν
ᾧ χρόνω ἐτελέσθη ἡμέρα α΄. (σ.σ. προφανῶς ἐδῶ ἐννοεῖται ἡ
ἀναφερομένη εἰς τά ἱερά Εὐαγγέλια καί εἰς τήν Ὑμνολογίαν τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, « ἡ μία τῶν ΢αββάτων», ἡ Κυριακή). Ὅθεν καί
τό ΚΤΡΙΟΝ ΠΑ΢ΦΑ ΕΟΡΣΑΖΕΙΝ Η ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ ΠΑΡΕΙΛΗΥΕ (σ.σ.
δηλαδή παρέλαβεν, ἄρα πρόκειται περί Παραδόσεως) ΣΗ ΚΕ΄ (25η) τοῦ
Μαρτίου μηνός». (PG.121, 343).
8

- Εἰς τοῦτο τό πνεῦμα εὐθυγραμμίζεται καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ


Ἁγιορείτης ὁ ὁποῖος γράφει: «Καί κατά τήν εἰκοστήν Πέμπτην τοῦ
ἰδίου τούτου Μαρτίου, ἀνέστη ὁ Κύριος ἐκ τοῦ μνήματος ὅτε καί
Κύριον Πάσχα λέγεται». (΢υναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ
ἐναιαυτοῦ, τόμος Β΄, σελίς 174).

- Ἅπαντα δέ τά ἀνωτέρω συνοψίζονται εἰς τήν ΙΑ΄ ἐρώτησιν τοῦ


ἑορτοδρομίου τοῦ ΢εβαστοῦ του Σραπεζουντίου, ὡς ἑξῆς:

«Διά τοῦτο εἰς τήν αὐτήν ἡμέραν ὅπου ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμός (τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου), ἔγινε καί ἡ Ἀνάστασις (τοῦ Κυρίου) κε΄ (25ην)
Μαρτίου μηνός, διά νά φανερώση ὁ λόγος διά τῆς εἰς ταυτόν
συνδρομῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, πώς ὁ νοητός
Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης Φριστός< τελειώνοντας< τήν ἔνσαρκόν Σου
πάσαν οἰκονομίαν< ἀνέβηκε πάλιν ἀναληφθείς ἀφ’ ἡμῶν< ὅπου ἧν
τό πρότερον, τελειώνοντας τόν πνευματικόν τοῦτον κύκλον τῆς Θείας
Σου Οἰκονομίας<».

-Ἐν κατακλεῖδι, λοιπόν, τῶν ὅσων ἀνεφέρθησαν ἕως ἐδῶ, καί πρός
ὁλοκλήρωσιν τοῦ κεφαλαίου τούτου, συμπεραίνομεν:

- Ἡ ἀντορθόδοξος, κατά ἀθέτησιν (περιφρόνησιν) τῶν θεοπνεύστων


θεσμοθεσιῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί κατά οἰκουμενιστικήν
ἐπιδίωξιν, εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ – παπικοῦ ἡμερολογίου, (κατά
τόν ἀστρονομικόν – ἐπιστημονιστικόν χαρακτήρα αὐτοῦ καί ψευδῶς
χαρακτηρισθέντος ὡς «διορθωμένου Ἰουλιανοῦ» *!!!+), καί ἡ τοποθέτησις
αὐτοῦ εἰς ὄλας τᾶς ἡμερομηνίας τοῦ ἐνιαυσίου ἐκκλησιαστικοῦ
(Ὀρθοδόξου) ἑορτολογίου, ἐπιφέρει ἀνακατατάξεις, ἀναταράξεις καί
ἐορτολογικήν σύγχυσιν εἰς αὐτό (τό ἑορτολόγιο).

-«Ἐπιλείψει γάρ διηγούμενον ὁ χρόνος», ἐάν ἐπεκταθεῖ ὁ γράφων εἰς


ἀναφοράν περί τῆς διασπάσεως τοῦ συνδέσμου τῆς Ἑορτῆς τοῦ
Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καί τῆς χρονικῆς συνδέσεως καί
ἐορτολογικής ἀλληλοεξαρτίσεως αὐτῆς μέ ἀκινήτους ἐορτᾶς, (π.χ. τῆς
΢υλλήψεως καί τοῦ Γενεθλίου του Σιμίου Προδρόμου, *23 ΢επτεμβρίου καί
24 Ἰουνίου+), ἤ εἰς ἀναφοράν περί τῆς χρονικῆς μειώσεως ἕως καί
παντελοῦς καταργήσεως τῆς Ἀποστολοπαραδότου καί Πατροπαραδότου
νηστείας «τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων», ἤ εἰς ἀναφοράν εἰς τήν κατάργησιν
τοῦ ὁμοιομόρφου καί τοῦ ταυτοχρόνου χαρακτῆρος τῶν περιόδων τῶν
9

Ἁγίων νηστειῶν, ὁ ὁποῖος κατοχυρώνεται ἐμμέσως, ἀπό τόν Ν΢Σ (56ον)


Ἱερόν Κανόνα τῆς ΢Σ’ Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου, ὁ ὁποῖος ἐντέλεται «..μιᾷ
κατακολουθοῦσαν τάξιν τήν νηστείαν ἐπιτελεῖν<» (καί τοῦ ὁποίου τό
Πνεῦμα «στοχοποιεῖ» τήν ἐποχήν πού διανύουμε), καί ἀμέσως, ἀπό τήν
ἐπιστολήν τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Κωνσταντίνου πρός «<τοῖς
ἀπολειφθεῖσι τῇ (Α’ Οἰκουμενικῇ) ΢υνόδῳ ἐπισκόποις» (Γελασίου
Κυζικηνού, Πρακτ. Σῶν Ἁγ. καί Οικ. ΢υν., τόμος Α΄, σ. 281).

- Διά τοῦτο ἡ ἀναφορά μας ἐν προκειμένῳ περικλείει μόνον τήν Ἑορτήν


τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ὁποίας ἡ προσάρτησις
εἰς τό Γρηγοριανόν – παπικόν ἡμερολόγιον ἐπιφέρει ἀναστάτωσιν καί
σύγχισιν εἰς ὄλον τό Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιαστικόν Ἑορτολόγιον. Αὐτή ἡ
ἀδιάψευστος ἀλήθεια θεμελιώνεται εἰς τήν ἀκαταμάχητον θέσιν τοῦ
Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος γράφει τά κάτωθι, εἰς τά ὑπ’
αὐτοῦ Προλεγόμενα τοῦ Κανόνος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου:

- «Καί τοῦτο δέ προσημειοῦμεν, ὅτι ἡ ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (τῆς


Ὑπεραγίας Θεοτόκου) οὐδέποτε μετατίθεται εἰς ἄλλην ἡμέραν. ἀλλά
εἰς ὁποίαν ἡμέραν τύχη, εἰς ἐκείνην καί ἑορτάζεται καθώς ἅπαντα τά
Συπικά συμφώνως περί τούτου διορίζουσι< Ἐάν γάρ αὐτή Η ΑΡΦΗ
ΟΤ΢Α ΚΑΙ ΚΕΥΑΛΗ ΣΩΝ ΔΕ΢ΠΟΣΙΚΩΝ ΕΟΡΣΩΝ, μετατεθῆ, εἶναι
ἀνάγκη νά συμμετατεθοῦν καί ὅλαι αἱ ἄλλαι Δεσποτικαί ἑορταί, καί
οὕτω νά γίνη μία μεγάλη σύγχισις εἰς ὅλον τόν κύκλον τῶν
Δεσποτικῶν ἑορτῶν». (Ἑορτοδρόμιον, τόμος Α΄, σελ. 381).

- Ἡ μετάθεσις, λοιπόν, τῆς Ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας


Θεοτόκου ἀπό τόν – ἡμερολογιακῶς μόνον – καθορισθέντα ὑπό τῶν
Ἁγίων Πατέρων Φρόνον τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἀπό τό Ἰουλιανόν
Ἡμερολόγιον, εἰς τό ἀστρονομικόν Γρηγοριανόν – παπικόν ἡμερολόγιον,
δίχως (κατ’ εὐτυχίαν) νά κατορθωθῆ καί ἡ μετάθεσις τοῦ Πασχαλίου,
ἐπιφέρει τήν ἀναστάτωσιν καί τήν σύγχυσιν εἰς τό Ὀρθόδοξον
Ἑορτολόγιον κατά δυό τρόπους:

-Α΄) Μέ αὐτήν τήν ἀλλόκοτον σύζευξιν, (τοῦ Ὀρθοδόξου Πασχαλίου μέ τό


Γρηγοριανόν – παπικόν ἡμερολόγιον οὐδέποτε θά συμβῆ νά ἑορτασθῆ τό
Κύριον Πάσχα, (οἱ δύο Πασχαλιές, κατά τόν Ἅγιον Κοσμᾶν τόν
Αἰτωλόν) μέ συνδρομήν τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου, παρά τό γεγονός
πώς τό Κύριον Πάσχα ἔχει διά τούς Ὀρθοδόξους Φριστιανούς
10

ἰδιαιτέρως ἐξαιρετικήν σημασίαν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Θείαν Λατρείαν


ἕως τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.

-Β΄) Ἐνῶ ἡ Ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,


καθωρίσθη ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων νά ἑορτάζεται ἀπό τήν Πέμπτην της
Γ’ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν μέχρι τήν Σετάρτην της Διακαινησίμου
ἑβδομάδος, μέ τήν ἐτερόζυγον προσάρτησιν αὐτῆς εἰς τό Γρηγοριανόν –
παπικόν ἡμερολόγιον, ἐνδέχεται, (κατά τούς ὑπολογισμούς καί τά
συμπεράσματα τῶν κατεχόντων τήν ἐπιστημονικήν γνῶσιν καί
κατάρτισιν ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ζητήματος), νά ἑορτάζεται καί κατά τήν Ἅ΄
ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, ἤ, εἰς βάθος χρόνου καί πρό τῆς Ἁγίας
Σεσσαρακοστῆς.

- Ἄραγε ἕως πότε θά διαιροῦνται καί θά διχάζονται οἱ Ὀρθόδοξοι


χριστιανοί, ἐμπαιζόμενοι μέ τό, ἥθους καί δομῆς «πέμπτης φάλαγγος»,
ψεῦδος, περί δῆθεν «διορθωμένου» Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου;

Καί ἕως πότε θά ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, (καί ὄχι σχισματικοί ἤ


αἱρετικοί ὅπως κακῶς καί λανθασμένως κατενόησαν πώς τούς
ἐχαρακτηρίσαμε, ἀναρμόδιοι ὄντες πρός τοῦτο), οἱ ὁποῖοι, ἐνσυνειδήτως
ἤ ἀσυνειδήτως, θά ἐκφράζουν ἐπιθυμίαν ἐπιστροφῆς εἰς τάς ἐποχάς
τῶν ἐρίδων, τῶν διαιρέσων καί τῶν διαφωνιῶν τῆς ἀρχεγόνου
Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑνός μέν ἀκολουθοῦντες οἰκουμενιστικῆς δομῆς καί
ἐπιδιώξεων καινοτομίας, αἱ ὁποῖαι ἀπεδόμησαν τήν ἑνότητα τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ὑπερμαχοῦντες ὑπέρ αὐτῶν,
προβάλλουν κατ’ αὑτόν τόν τρόπον ἰσχυράν καί πείσμονα ἀντίστασιν εἰς
τό γεγονός πώς οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ΢υνόδων
μέσω τῶν θεοπνεύστων θεσμοθεσιῶν Αὐτῶν, τάς ὁποίας διετύπωσαν
εἰς τά ΕΓΓΡΑΥΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΣΑ ΣΩΝ, ἐπέτυχον τήν προοδευτικήν
διοργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπικράτησιν τῆς πρός πολλοῦ
χρόνου ἐπιδιωκομένης, κατ’ ἀποκλειστικήν προτεραιότητα ΕΙΡΗΝΗ΢
ΚΑΙ ΢ΤΜΥΩΝΙΑ΢ ΚΑΙ ΟΜΟΝΟΙΑ΢ εἰς Αὐτήν; «Ἀτιμάζοντες Αὐτούς»
(κατά τόν ἱερόν Φρυσόστομον), οἱ ὁποῖοι κατόρθωσαν τήν Ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν Πίστιν καί εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, εἰς τό
πλαίσιον μίας ὁλοκληρωμένης Ὀρθοδόξου Ἑνότητος
ἀνταποκρινομένης εἰς τό ΔΟΓΜΑ ΣΗ΢ ΕΝΟΣΗΣΟ΢ τό ὁποῖον
ἐκφράζεται εἰς τό ΢ύμβολον τῆς Πίστεως, διά τοῦ ἄρθρου «Πιστεύω <
εἰς ΜΙΑΝ< Ἐκκλησίαν»; Ἄς ἀναλογισθοῦν οἱ ἀδελφοί πώς ἐνδεχομένη
τοιαύτη ἀσυναίσθητος (εὐχόμεθα) «ἐπιθυμία» αὐτῶν, εἶναι δυνατόν νά
11

λογισθῆ, - κατά ὑποθετικόν καί οὐχί οὐσιώδη παραλληλισμόν - , ὡς


ὁμοιάζουσα πρός τάς δοξασίας κάποιων προτεσταντικῶν παραφυάδων,
«περί ἐπιστροφῆς εἰς τό βίον καί τήν ἀλήθειαν (κατ’ αὐτούς) τῆς
ἀρχεγόνου ἐκκλησίας» ὑπερπηδῶντες, (ἐννοεῖται πρός τά ὀπίσω), τήν
δισχιλιετή Ἱεράν Παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν,
ἄλλωστε, οὗτοι παραβλέπουν καί ἀποστρέφονται περιφρονητικῶς).

Καί, τέλος, ἕως πότε θά ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι θά


μέμφονται βλασφήμως τήν Ἁγίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ὡς
πορευομένην καί λειτουργοῦσαν ἐν μέσῳ μονίμου ἀκαταστασίας,
διαιρέσεως καί ἐρίδων – παρότι οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἐτακτοποίησαν καί
προοδευτικῶς ἀποκατέστησαν τήν τάξιν καί τήν ὁμόνοιαν ἐντός
Αὐτῆς – ἀντιλέγοντες ἀπαξιωτικῶς εἰς τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν
Φρυσόστομον, ὁ ὁποῖος διδάσκει πῶς «τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα,
΢ΤΜΥΩΝΙΑ΢ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΟΜΟΝΟΙΑ΢ Ε΢ΣΙ»; (Ε.Π.Ε. 20. σ.176)

-Εἶναι ἀξιοσημείωτον πώς ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ


Φρυσοστόμου, διά τοῦ ὁποίου ἐλέγχει δριμύτατα «τούς τά πρῶτα
Πάσχα νηστεύοντας» Πρωτοπασχίτας καί τοῦ ὁποίου διεστραμμένη ἡ
ἑρμηνεία τμήματος αὐτοῦ, ἀποδίδεται κατά τό ἀντίθετον νόημα, εἰς τούς
ἐνισταμένους κατά τῆς (οἰκουμενιστικῆς προπαρασκευαστικῆς)
καινοτομίας δηλαδή τῆς ἀνατροπῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἱερᾶς Παραδόσεως:
ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου – Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἐν τοῖς
πράγμασιν καί κατά ἀκρίβειαν ἑρμηνευόμενος, ἀπευθύνεται καί πρός
τούς πρωτοστατήσαντας εἰς τήν βιαίαν καί πραξικοπηματικήν ἐπιβολήν
αὐτῆς, κατ’ ἀκολουθίαν δέ και πρός τούς υἱοθετήσαντας καί διαρκῶς
ἀκολουθοῦντας αὐτήν, μάλιστα δέ ὑπερμαχούντας πεισμόνως ὑπέρ
αὐτῆς. (Εἶναι δέ ἄγνωστον, ἄν τοῦτο συμβαίνει ἐκ λανθασμένης
κατανοήσεως ἤ ἐκ λόγου ἀδυναμίας ἐμβαθύνσεως εἰς τό, διαχρονικῆς
διαστάσεως καί χαρακτῆρος, πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ λόγου, ἤ ἐκ λόγων
σκοπιμότητος. Καί θά παραμείνη μέχρι συντελείας αἰώνων ἄγνωστον,
διότι μόνον ὁ καρδιογνώστης Ἅγιος Σριαδικός Θεός γνωρίζει τήν
προαίρεσιν ἑκάστου, καθώς «ὁ λόγος αὐτοῦ (εἶναι) τομώτερος ὑπέρ
πάσαν μάχαιραν ὀξείαν καί δίστομον, διικνούμενος (διεισδύων) ἄχρι
μερισμοῦ ὀστέων καί ἀποκαλυπτικός ἐνθυμήσεων» κατά τόν
κορυφαῖον Ἀπόστολον Παῦλον.
12

-Πρός ἀπόδειξιν τῶν ως ἄνω, ἐπιβάλλεται ἡ κατάθεσις τούτου τοῦ


πολυσήμαντου τμήματος τοῦ λόγου τοῦ Ἁγίου ἐν συναρτήσει πρός τάς
ἐννοίας αἱ ὁποῖαι ὑποδηλοῦνται ὑπ’ αὐτοῦ.

-Λέγει ὁ Ἅγιος εἰς τοῦτο τό τμῆμα τοῦ λόγου αὐτοῦ: «Σριακόσιοι πατέρες
ἤ καί πλείους, εἰς τήν Βιθυνῶν χώραν συνελθόντες ταῦτα
ἐνομοθέτησαν. (σ.σ. δηλαδή, ὅσα ἐν ἐκτάσει προαναφέρθησαν περί τοῦ
Πάσχα καί κατά προέκτασιν, περί τῆς ἀρρήκτου συνδέσεως τοῦ ὅλου
ἑορτολογίου τῆς Ἐκκλησίας μέ αὐτό). καί πάντας ἀτιμάζεις ἐκείνους;
Δυοῖν γάρ θάτερον, ἤ ἄνοιαν αὐτῶν, ὡς οὐκ ἀκριβῶς εἰδότων,
καταγινώσκεις, ἤ δειλίαν, ὡς εἰδότων μέν, ὑποκριναμένων δέ καί
προδόντων τήν ἀλήθειαν. Ὅταν γάρ ΜΗ ΜΕΝΗ΢ ΕΥ’ ΟΙ΢
ΕΝΟΜΟΘΕΣΗ΢ΑΝ ΕΚΕΙΝΟΙ, ταῦτα ἕπεται πάντως». λέγει δέ ἐν
συνέχειᾳ: «<΢ύ δέ οὐ προτιμᾶς ΣΟΤ ΦΡΟΝΟΤ ΣΗ΢ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ ΣΗΝ
΢ΤΜΥΩΝΙΑΝ, ἄλλ΄ ΙΝΑ ΔΟΞΗ΢ ΗΜΕΡΑ΢ ΠΑΡΑΣΗΡΕΙΝ, εἰς τήν
κοινήν ἁπάντων ἡμῶν ἐμπαροινεῖς μητέρα» (σ.σ. δηλαδή κακοποιεῖς ὡς
μεθυσθείς ὑπό οἴνου τήν κοινήν μητέραν ὅλων ἠμῶν, ἥτοι τήν
Ἐκκλησίαν), ΚΑΙ ΣΗΝ ΑΓΙΑΝ ΔΙΑΣΕΜΝΕΙ΢ ΢ΤΝΟΔΟΝ»;

-Μία στοιχειώδης διείσδυσις καί εἰς τό γράμμα καί εἰς τό πνεῦμα τούτου
τοῦ λόγου, ἀποκαλύπτει μετ’ ἀπολύτου σαφηνείας τόν πολυσήμαντον
χαρακτήρα αὐτοῦ.

-Ἅ΄) Διά τῶν ἐκφράσεων «τριακόσιοι πατέρες ἤ καί πλείους εἰς τήν
Βιθυνῶν χώραν συνελθόντες ταῦτα ἐνομοθέτησαν< σύ δέ οὐ
προτιμᾶς τοῦ χρόνου ΣΗ΢ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢ τήν συμφωνίαν, ἀλλά < τήν
ἁγίαν διατέμνεις ΢ύνοδον», νοουμένων εἰς μίαν συνάφειαν,
ἀποδεικνύεται πώς εἰς τόν διορατικόν ὀπτικόν πνευματικόν ὁρίζοντα τοῦ
Ἁγίου, ὡς διαχρονική ἐκκλησία καθορίζεται ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων
Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Ἁγίας ΢υνόδου καί κατά τήν νοουμένην
φυσικήν διαδοχικήν ἀκολουθίαν, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πατέρων ΟΛΩΝ
τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Σοπικῶν ΢υνόδων, καί ὄχι ἡ, (κατά
σύγχρονον της ἐποχῆς μας ἔκφρασιν), «κρατοῦσα» Ἐκκλησία τῆς ἐποχῆς
τοῦ Ἁγίου, εἰς τήν ὁποίαν ἀναμφιβόλως περιλαμβάνοντο καί πολλοί
Ἅγιοι. Εἶναι δέ γνωστόν πώς ἡ ὁρισθεῖσα ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου ως διαχρονική Ἐκκλησία, Α΄ Οἰκουμενική ΢ύνοδος,
συνεκλήθη ἕναν αἰῶνα περίπου πρό τῆς ἐποχῆς αὐτοῦ.
13

-Β΄) Ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται εἰς «ΦΡΟΝΟΝ ΣΗ΢ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢», ὁ ὁποῖος,


ὅπως ἐν εὐρείᾳ ἐκτάσει προαπεδείχθη, εἶναι τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον,
μόνον κατά τόν ἡμερολογιακόν χαρακτήρα αὐτοῦ καί οὐχί κατά τόν
ἀστρονομικόν – ἐπιστημονιστικόν, σέ σύζευξιν μέ τό ἑορτολόγιον.

-Γ΄) Ἡ ἔκφρασις «< σύ δέ οὐ προτιμᾶς τοῦ χρόνου τῆς Ἐκκλησίας ΣΗΝ


΢ΤΜΥΩΝΙΑΝ» ἀποδεικνύει τήν κατόρθωσιν ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων
τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου, τῆς ἀρχικῆς θεμελιώσεως τοῦ
οἰκοδομήματος τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν Πίστιν καί εἰς τήν
Θείαν Λατρείαν, ἡ ὁποία ἐπεδιώκετο κατ’ ἀποκλειστικήν προτεραιότητα,
ἀπό τήν ἐποχήν ἀκόμη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί προοδευτικῶς
ἐπετεύχθη καί ἐπεκράτησεν ἐπί δέκα τέσσαρας περίπου αἰώνας, ὄχι ὡς
ἀνεκπλήρωτος ἐπιθυμία, ὅπως διατείνονται κάποιοι, ἀλλά ως
ἀπαρασάλευτος πραγματικότης. Ὑπό τήν αἴσθησιν αὐτῆς τῆς
πραγματικότητος ἐξεφράζετο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
διακηρύσσων πώς «τό τῆς Ἐκκλησίας ὄνομα, ΢ΤΜΥΩΝΙΑ΢ ΟΝΟΜΑ
ΚΑΙ ΟΜΟΝΟΙΑ΢ Ε΢ΣΙ». (Ε.Π.Ε. 20, σ.176).

Δι΄ αὐτήν τήν πραγματικότητα, τοῦ ὁλοκληρωμένου οἰκοδομήματος τῆς


Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν Πίστιν καί εἰς τήν Θείαν Λατρείαν,
πανηγυρίζοντες ἀγαλλιώμενοι οἱ Ἅγιοι πατέρες τῆς (Ζ΄) Ἑβδόμης
Οἰκουμενικῆς ΢υνόδου ἐκήρυξαν μεγάλη φωνή πώς: «ἀσπασίως τούς
θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καί ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ ΣΗΝ ΑΤΣΩΝ
ΔΙΑΣΑΓΗΝ ΚΑΙ Α΢ΑΛΕΤΣΟΝ ΚΡΑΣΤΝΩΜΕΝ, τῶν ἐκτεθέντων ὑπό
τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ
ἁγίων Οἰκουμενικῶν ΢υνόδων καί τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπί
ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καί τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν: ἐξ
ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες ὥρισαν τά
συμφέροντα». (Πηδ., σ. 322).

-Δ΄) Μέ τήν αὐτήν ἔκφρασιν, ἀποδεικνύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, πώς διά


τήν κατόρθωσιν τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν Πίστιν καί εἰς τήν
Θείαν Λατρείαν, ἐτοποθετήθη ὡς ὑπόβαθρον αὐτῆς, ὑπό τῶν Ἁγίων
Πατέρων, τό χαρακτηρισθέν ὑπ’ αὐτοῦ ὡς ΦΡΟΝΟ΢ ΣΗ΢ ΕΚΚΛΗ΢ΙΑ΢,
Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον, τό ὁποῖον εἰς ἀδιάσπαστον σύζευξιν μέ τό
Ἑορτολόγιον, ἀπετέλεσεν ἕναν ἐκ τῶν παραγόντων, οἱ ὁποῖοι συνέβαλλον
καθοριστικῶς εἰς τήν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
14

-Ἔ΄) Ἐλέγχων ὁ ἱερός Χρυσόστομος τούς Πρωτοπασχίτας τῆς ἐποχῆς του,


διά τῆς ἐκφράσεως «<σύ δέ οὐ προτιμᾶς τοῦ χρόνου τῆς Ἐκκλησίας
τήν συμφωνίαν ἀλλ’ ἵνα δόξης ἡμέρας παρατηρεῖν< τήν ΑΓΙΑΝ
ΔΙΑΣΕΜΝΕΙ΢ ΢ΤΝΟΔΟΝ», ἐγκαλεῖ αὐτούς ὡς προκαλέσαντες σχίσμα
εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἡ ὁποία περικλείεται εἰς τόν διορατικόν, πνευματικόν
ὀπτικόν ὁρίζοντα αὐτοῦ ὡς ἡ διαχρονική Ἐκκλησία. δηλαδή εἰς τήν πρό
ἑνός περίπου αἰῶνος συγκληθεῖσαν Α΄ Οἰκουμενικήν ΢ύνοδον. Εἰς τάς
θεοπνεύστους θεσμοθεσίας αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος ἀπαιτεῖ
ὑπακοήν.

- Ἐπί τῇ βάσει μίας νοητῆς προεκτάσεως τοῦ πνευματικοῦ ὀπτικοῦ


ὁρίζοντος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀναμαρτήτως ἐξάγεται τό
συμπέρασμα, πώς, ἀφ’ ἑνός μέν, τήν διαχρονικήν Ἐκκλησίαν τῶν Ἁγίων
Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν καί Σοπικῶν Ἁγίων ΢υνόδων, «διέτεμον»
(ἔσχισαν) οἱ ἀνατρέψαντες τήν Ἐκκλησιαστικήν Ἱεράν Παράδοσιν:
ὀρθοδόξου ἑορτολογίου – Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ, πώς τήν
«διατομήν» Αὐτῆς διαιωνίζουν εἰς ἑαυτούς, (ἐν ἐπιγνώσει ἤ
ἀνεπιγνώστως), οἱ υἱοθετήσαντες καί ἀκολουθοῦντες τό αἴτιον διά τοῦ
ὁποίου ἔσχισαν τήν Ἐκκλησίαν οἱ πρωτεργᾶται τοῦ σχίσματος, μάλιστα
δέ ὑπερμαχοῦντες ὑπέρ αὐτοῦ δυναμικῶς καί πεισμόνως, κατά τά
πρότυπα φιλοκαινοτόμων κληρικῶν, ὅπως ὁ π.Ἰωήλ Γιαννακόπουλος, ὁ.π.
Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος κ.ἄ. εἰς τούς ὁποίους, ἕνεκα τούτου, ἀρμόζει
εἰς τόν αὐτόν βαθμόν πού ἁρμόζει καί εἰς τούς καινοτόμους, ἡ ἔκφρασις
τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «< ἀλλ’ ἴνα δόξης ἡμέρας παρατηρεῖν< τήν
ἁγίαν διατέμνεις σύνοδον», δηλαδή τήν Ἐκκλησίαν.

- Ὡς ἄχρηστος περιττολογία κρίνεται ἡ ἐπέκτασις εἰς ἀναφορᾶς πρός


ἀπόδειξιν τοῦ γεγονότος, πώς ἡ ἀντορθόδοξος καινοτομία τῆς ἀνατροπῆς
τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως: Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου –
Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ὑπηγορεύθη ὑπό ἑνός ἀντιεκκλησιαστικοῦ
ἐπιστημονισμοῦ δυτικῆς (παπικῆς) προελεύσεως, διά τοῦ ὁποίου
ἐπεδιώκετο ἡ ἀστρονομική ἡμερολογιακή ἀκρίβεια, (ἡ ὁποία οὐδέποτε
ὑφίσταται, ἕνεκα τῶν διαρκῶν μεταβολῶν τῶν ἀστρονομικῶν
δεδομένων), ἐν συναρτήσει πρός τόν οἰκουμενιστικόν προσανατολισμόν
αὐτῆς.

Καί τοῦτο διότι: Α΄) Εἰς πολλά προπαρασκευαστικά τῆς καινοτομίας


συγγράμματά των, ὁμολογεῖται ὑπ’ αὐτῶν τῶν καινοτόμων ἡ ἐπιδίωξις
(προφασιστικῶς) τῆς ἀστρονομικῆς ἡμερολογιακῆς ἀκριβείας. Καί Β΄)
15

Διότι αὐτοί οἱ ἴδιοι ἀποκαλύπτουν ἐν ἐπιγνώσει καί ἀναισχύντως πώς


κίνητρον καί ὑπόβαθρον αὐτῆς ἀπετέλεσεν «ἡ μεγάλη ἡθική σημασία
(κατά τήν ἄποψιν των) καί ἐντύπωσις, ἧν θά παρήγαγεν εἰς ὅλον τόν
πεπολιτισμένον κόσμον, (σ.σ. τόν ἡθικῶς καί θρησκευτικῶς
παρηκμασμένον καί διεφθαρμένον δυτικόν κόσμον), ἡ διά τῆς ἀβιάστου
πρωτοβουλίας ταύτης προσέγγισης τῶν δυό Φριστιανικῶν κόσμων
τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσεως ἐν τῷ ἑορτασμῷ τῶν μεγάλων
Φριστιανικῶν ἑορτῶν». Αὐτήν δέ τήν οἰκουμενιστικοῡ προσανατολισμοῦ
καί χροιᾶς «προσέγγισιν», ἐθεμελίωσαν ἐπισήμως διά τοῦ ὁρισμοῦ περί
«ἀποδοχῆς κοινοῦ ἡμερολογίου<» τῆς οἰκουμενιστικῆς ἐγκυκλίου τοῦ
1920, ἡ ὁποία, ὅπως ἀπεφάνθη συμπερασματικῶς, εἰς ὁμιλίαν του ἡ ὁποία
εὑρίσκεται εἰς τό διαδίκτυον, ὁ λόγιος κληρικός π. Γεώργιος Μεταλληνός,
ἀποτελεῖ καθ’ ἑαυτήν, αἴτιον διακοπῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.

-Ἐκ τῶν ὡς ἄνω, λοιπόν, καθίσταται αὐτονόητο πώς εἰς αὐτούς (τούς
καινοτόμους) ἁρμόζει ἡ ἔκφρασις τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «ἴνα δόξῃς
ἡμέρας παρατηρείν (σ.σ., δηλαδή ἀστρονομικήν ἡμερολογιακήν
ἀκρίβειαν καί ἀστρονομικάς μεταβολάς), τήν ἁγίαν διατέμνεις
(σχίζεις) ΢ύνοδον» (δηλαδή τήν ἐκκλησίαν) «καί πάντας ἀτιμάζεις
ἐκείνους» (τούς Ἁγίους Πατέρας Αὐτῆς).. Σήν ὁποίαν (ἔκφρασιν), ὡς
προεγράφη, κατά διάστροφον ἑρμηνείαν, ἀποδίδουν εἰς τούς
ἐνιστάμενους κατά τῆς καινοτομίας, οἱ ὑπερμαχοῦντες ὑπέρ αὐτῆς μέχρι
τῆς σήμερον, τούς ὁποίους μάλιστα ἐκ δολίας οἰκουμενιστικῆς
ἐπιδράσεως χαρακτηρίζουν μέ τόν ἀκατανόητον-καί ἄνευ θεολογικοῦ
καί νοηματικοῦ ἀκόμη ἐρείσματος -ὅρον «παλαιοημερολογῖται» (!!!), τόν
ὁποῖον αὐτοί ἀκρίτως καί κακῶς ἀπεδέχθησαν καί υἱοθέτησαν εἰς
ἑαυτούς, παραλλήλως μέ τήν ἀποδοχήν τοῦ, ἐπίσης ἄνευ ἐρείσματος,
ὅρου «παλαιόν ἡμερολόγιον» (!!!)

- Ἐκ τῶν μέχρι τοῡδε γεγραμμένων, ἀπεδείχθη πώς ἡ κατορθωθεῖσα


ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν
Μεγάλων ΢υνόδων ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν καθοριστικῆς
σημασίας συμβολήν πρός τοῦτο, τῆς ΑΔΙΑΡΡΗΚΣΟΤ ΢ΤΖΕΤΞΕΩ΢
τοῦ ὀρθόδοξου ἑορτολογίου μέ τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον ἀποτελεῖ
ἱεράν Παράδοσιν Αὐτῆς ἡ ὁποία διατυπωθεῖσα εἰς τά ΕΓΓΡΑΥΑ
ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΣΑ Αὐτῶν, ἀνταποκρίνεται εἰς τό ΔΟΓΜΑ ΣΗ΢
ΕΝΟΣΗΣΟ΢ τό ὁποῖον ἐκφράζεται διά τοῦ ἄρθρου τοῦ ΢υμβόλου τῆς
Πίστεως: « Πιστεύω<εἰς ΜΙΑΝ..Ἐκκλησίαν». ΢υνεπῶς ἡ ἀνατροπή τοῦ
16

ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου –Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου συνιστᾶ ἀνατροπήν


ἱερᾶς Παραδόσεως, προκαλούσης συθέμελον κλονισμόν εἰς αὐτό τό
οἰκοδόμημα τῆς Ἐκκλησίας, πρός ζημίαν τοῦ Εὐαγγελίου.Σήν θέσιν
αὐτήν κατοχυρώνει ὡς ἀληθῆ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ως ἑξῆς:

-«Σῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καί κηρυγμάτων,


τά μέν ἐκ ΣΗ΢ ΕΓΓΡΑΥΟΤ ΔΙΔΑ΢ΚΑΛΙΑ΢ ΕΦΟΜΕΝ, τά δέ ἐκ ΣΗ΢
ΣΩΝ ΑΠΟ΢ΣΟΛΩΝ ΠΑΡΑΔΟ΢ΕΩ΢ ΔΙΑΔΟΘΕΝΣΑ ΗΜΙΝ ἐν
μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα, ἄπερ ἀμφότερα τήν αὐτήν ἰσχύν ἔχει
πρός τήν εὐσέβειαν. Καί τούτοις οὐδείς ἀντερεῖ οὐκοῡν, ὅστις γε κἄν
μικρόν γοῦν θεσμῶν Ἐκκλησίας πεπείραται εἰ γάρ ἐπιχειρήσαιμεν τά
ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς μή μεγάλην ἔχοντα τήν δύναμιν παραιτεῖσθαι,
λάθοιμεν ἄν εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό Εὐαγγέλιον» (Ε.Π.Ε. 3,
σελ. 62).

-΢χόλιον τοῦ συντάκτου: «Ἄν διά τῆς ἀπαξιώσεως τῶν «ἀγράφων


ἐθῶν» λαθεύομεν, «εἰς τά καίρια ζημιοῦντες τό εὐαγγέλιον», ἄραγε
πόσην, μεγαλυτέραν ζημίαν, προκαλουμεν εἰς Αὐτό διά τῆς ἀπαξιωτικῆς
ἀνατροπῆς ΕΓΓΡΑΥΩΝ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΣΩΝ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας;

-Καταδεικνύει δέ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τήν βαρύτητα τῶν


παραβάσεων τῶν Ἱερῶν Παραδόσεων καί τῶν ὀλεθρίων ἀποτελεσμάτων
αὐτῶν, (τῶν παραβάσεων), λέγων:

«Οὐ γάρ μικρόν τό μικρόν, ὅταν εἰς μέγα ἐκφέρη, ὅπου γε οὐδέ
σμικρόν τό παρεγχάραγμα, ἄνωθεν κεκρατηκυῖαν Ἐκκλησίας
ἀνατραπῆναι παράδοσιν, οἷα κατεγνωσμένων τῶν
προκαθηγησαμένων ἡμᾶς, ὧν ἐχρῆν ἀναθεωροῦντας τήν
ἀναστροφήν μιμεισθαι τήν πίστιν» (Ε.Π.Ε. 3 σελ. 22).

Δηλαδή: «Διότι τό μικρόν δέν εἶναι μικρόν, ὄταν προξενεῖ μέγα κακόν,
ὅπως δέν εἶναι μικρόν πράγμα (παρωνυχίς) τό νά ἀνατραπῆ ἡ
θεόπνευστος καί θεοδιδακτος παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, γεγονός τό
ὁποῖον κατεδικάσθη ὑπό τῶν προγενεστέρων ἡμῶν<(σ.σ. βλέπε
΢υνοδικόν της Ὀρθοδοξίας ,Σριώδιον β΄ἔκδοσις 1993 σ, 145 καί ἐγκύκλιον
τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1848}
17

Διά τῶν ὡς ἄνω δέ καθίσταται αὐτονόητον πώς ἡ οἱαδήποτε παράβασις


ἤ ἀπαξίωσις τῶν θεοπνεύστων καί θεοδίδακτων θεσπισμάτων τῶν Ἁγίων
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ χαρακτηρισθεῖσα ὑπό τοῦ ἱεροῦ
Χρυσοστόμου, ὡς «ἀτίμωσις αὐτῶν», διά τῆς ἀναγωγικῆς μεθόδου,
διαβαίνει εἰς αὐτόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν , κατά τόν λόγον
τόν ὁποῖον ἀπηύθυνε πρός τούς Ἁγίους Ἀποστόλους: «ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς,
ἐμέ ἀθετεῖ, (περιφρονεῖ), ὁ δέ ἐμέ ἀθετῶν ἀθετεῖ τόν ἀποστείλαντά με»
(Λούκ. Κ΄ι16) κατά διαδοχήν δέ καί πρός τούς Ἁγίους Πατέρας τῆς
Ἐκκλησίας , λέγων : «ἅ δέ λέγω ὑμῖν (τούς Ἀποστόλους ἐμοῦ) πᾶσι
λέγω».

-Κρίνεται ἀναγκαῖον, διά τήν ὁλοκλήρωσιν τοῦ παρόντος πονηματίου, νά


κατατεθῆ ὡς κίνητρον γονίμου, ἐν ταπεινώσει, ἐπωφελοῦς
προβληματισμοῦ, τό κάτωθι σχόλιον:

- Ἡ προσκύνησις τῶν Ἁγίων καί σεπτῶν εἰκόνων καί τῶν ἱερῶν


λειψάνων τῶν Ἁγίων, ἀποτελεῖ ἀρχαῖον ἐκκλησιαστικόν ἔθος διά τοῦ
ὁποίου καθίσταται ἔκδηλος ἡ εὐλάβεια τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματος
τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδή δέ κατ΄ ἐκκλησιαστικήν ἐπιταγήν «τό ἔθος ὡς
ἄγραφος νόμος ἰσχύει», ὁ ὁποῖος, ἐπιστηριζόμενος καί ἐπί τοῦ Θείου
θελήματος, καθίσταται ἱερά παράδοσις ἀμετάβλητος, οὕτω καί ἡ
προσκύνησις τῶν Ἁγίων εἰκόνων καί τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων,
κατέστη ἄγραφος ἱερά παράδοσις τῆς ἐκκλησίας, οὐδεμίαν μεταβολήν
ἐπιδεχομένη μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Καί παρά τό γεγονός πώς
Ἅγιοι Πατέρες ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀνέδειξαν τήν
θεολογικήν σημασίαν αὐτῆς τῆς προσκυνήσεως, αὐτή οὐδέποτε
συγκαταριθμήθη μεταξύ τῶν Δογμάτων τῆς πίστεως.

Ὅμως παρά ταῦτα ἡ –χαρακτηρισθεῖσα ὑπό τινων ὡς «ἐκκλησιαστική


μεταρρύθμισις» - εἰκονομαχία, διά μέσου τῆς ὁποίας ἐπλήγη αὐτή ἡ
ἄγραφος ἱερά παράδοσις, τῆς ὁποίας ἡ προσβολή δέν ἐνεῖχε
παραλλήλους πρός αὐτήν προεκτάσεις, ὅπως π.χ. ἡ ἄμεσος ἡ ἔμμεσος
πρόσκρουσις εἰς οἱονδήποτε ἐκκλησιαστικόν δόγμα, ἐχαρακτηρίσθη ὑπό
τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μεγάλη αἵρεσις καί ως τοιαύτη κατεδικάσθη ὑπ
Αὐτῆς ἐνῶ ἀποτελεῖ «κοινόν τόπον» πώς ὡς αἱρέσεις ἐχαρακτηρίσθησαν
καί καταδικάσθησαν αἱ κακοδοξίαι αἱ ὁποῖαι ἔπληξαν Δόγματα Πίστεως,
ἐπιφέρουσαι ἀλλοίωσιν εἰς αὐτά.
18

-Ἄραγε , συμφωνως πρός τοῦτο τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ – ὑπό


πολλῶν χαρακτηρισθεῖσα καί αὐτή ,ὡς «ἐκκλησιαστική μεταρρύθμισις»-,
ἀνατροπή τοῦ ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου-Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία
ἐπληξεν βαναύσως ἐκκλησιαστικάς θεοδιδάκτους θεσμοθεσίας, καθότι,
δί΄αὐτῆς ἀνετράπησαν καί περιφρονήθήσαν ἔγγραφα παραγγέλματα
καί ὁρισμοί τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐπλήγη τό περί
Ἐκκλησιαστικῆς Ἑνότητος Δόγμα, ἀνετράπησαν μέχρι ἐκμηδενίσεως
αὐτῶν, Ἀποστολοπαραδοτοι καί Πατροπαράδοτοι νηστειαι,
ἐπισυνέβη συγχισις εἰς τήν ἀρχαίαν θεοδίδακτον ἐορτολογικήν
Σάξιν τῆς Ἐκκλησίας, μέ παράλληλον, πρός αὐτήν ,ἀναστάτωσιν τῶν
ἐκκλησιαστικῶν Συπικῶν Διατάξεων, αἱ ὁποῖαι συμβάλλουν
οὐσιαστικῶς εἰς τήν εὐσχημονως καί ἁρμονικῶς τελούμενην Θείαν
Λατρείαν, ἐπεβλήθη ὁ, μετά τῶν αἱρετικῶν της Δύσεως,
συνεορτασμός μεγάλων ἑορτῶν κ.λ.π., ἄραγε, ἐπαναλαμβάνομεν,
πόσον ἀπέχει αὐτή ἡ καινοτομία ἀπό τοῦ νά ἀποτελεῖ μίαν μεγάλη
αἵρεσιν, λαμβανομένου ταυτοχρόνως ὕπ΄ ὄψιν, καί τοῦ γεγονότος τῆς
συμβολῆς αὐτῆς εἰς τήν εἰσαγωγήν τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας εἰς τήν
χειροτεραν αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν , τήν παναίρεσιν-πανθρησκειαν τοῦ
ἐπαράτου Οἰκουμενισμοῦ;

Ὁ Κύριος νά γίνει ἴλεως!

ΚΩΝ/ΝΟ΢ Λ. ΓΕΩΡΓΙΣ΢Η΢

ΜΩΛΟ΢ ΛΟΚΡΙΔΑ
19

Ἰδού οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ «πεπολιτισμένου κόσμου» τῆς Εὐρωπαϊκῆς-καί


ὄχι μόνον-Δύσεως, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐπηγασεν ἡ ὀλέθριος διά τήν ὀρθόδοξον
Ἐκκλησίαν καινοτομία τοῦ 1924, τοῦ ὁποίου «πεπολιτισμένου κόσμου»
(!!!) ἐπεδιώκετο « ὁ ἐντυπωσιασμός», (κατά τήν ἀναίσχυντον ὁμολογίαν
αὐτῶν τῶν πρωτεργατῶν τῆς καινοτομίας), ἀπό τήν, πρός αὐτόν
προσέγγισην τῆς ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, διά μέσου τῆς προδοσίας τῆς
Πίστεως, εἰς τήν ὁποίαν (προδοσίαν), ὡς εἷς ἐκ τῶν ἀρχικῶν θεμελίων
λίθων, ἐτέθη «ἡ παραδοχή κοινοῦ ἡμερολογίου<» (Οἰκουμενιστική
ἐγκύκλιος τοῦ 1920).

Κατόπιν αὐτῆς τῆς «ἀποκαλύψεως» (τῆς καλῆς καί ἐγκρίτου


ἐκκλησιαστικῆς ἐφημερίδος «΢τύλος ὀρθοδοξίας», ἡ ὁποία δέν
πρόσκειται εἰς τούς «ΓΟΧ»!!!), εὐελπιστεῖ ὁ γράφων πώς αἱ προσευχαί
20

αὐτοῦ διά τήν ἐπάνοδον τῶν ἀδελφῶν εἰς τήν ἀνακαινοτόμητον ὁδόν τῆς
διαχρονικῆς ὀρθοδοξίας, θά τύχουν καλῆς καρποφορίας .ΓΕΝΟΙΣΟ!

You might also like