Professional Documents
Culture Documents
τις κωμικοτραγικές περιπέτειες των Ρενέ Γκοσινί και Αλμπέρ Ουντερζό, για
τους αρχαίους προγόνους μας αποτέλεσαν όμως μια ασύμμετρη απειλή που
εμφανίστηκε με σκοπό να λεηλατήσει, να καταστρέψει και να εγκατασταθεί
πιθανότατα στα εδάφη τους.
Τους αντιμετώπισε αποφασιστικά στην πρώτη αυτή φάση της εισβολής τους ο
Σωσθένης, εκείνοι αναδιπλώθηκαν όμως και επέστρεψαν ακόμα πιο δυνατοί,
φτάνοντας ως τη Θεσσαλία, καθώς ο στόχος ήταν ο πλούτος του Μαντείου των
Δελφών. Απέναντί τους θα έβρισκαν τώρα την οργανωμένη αντίσταση των
Ελλήνων, πολεμιστές από την Αθήνα, τα Μέγαρα, τη Φωκίδα, την Αιτωλία και τη
Βοιωτία, που με αρχηγό τον αθηναίο στρατηγό Κάλλιππο είπαν να ζήσουν τις
δεύτερες Θερμοπύλες της Ελλάδας, 201 χρόνια μετά τις πρώτες και εξόχως
ένδοξες.
Την ίδια ώρα, οι Kέλτες δεν ήταν καθόλου άγνωστοι στους Έλληνες. Τους
Kέλτες της Aδριατικής είχε απωθήσει αποφασιστικά ο Μέγας Αλέξανδρος,
αναγκάζοντάς τους να ορκιστούν αιώνια φιλία, όπως μας παραδίδει ο
γεωγράφος Στράβωνας και ο ιστορικός Αρριανός.
Αλλά και κέλτες μισθοφόροι υπηρετούσαν για περισσότερο από έναν αιώνα στις
πόλεις-κράτη της Mεγάλης Eλλάδας και ένα σώμα τους είχε σταλεί μάλιστα από
τον Διονύσιο τον Πρεσβύτερο (τύραννος των Συρακουσών) το 369 π.Χ. να
συνδράμει τους Λακεδαιμόνιους στη διαμάχη τους με τους Βοιωτούς, όπως μας
καταμαρτυρεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Μόνο που οι παλιοί φίλοι θα εξελίσσονταν τελικά σε έναν μεγάλο εχθρό,
βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στην αποδυναμωμένη -από τις μάχες Λυσίμαχου
και Σέλευκου- Μακεδονία.
Ο στρατός τους χωρίστηκε στα τρία: ένα τμήμα -υπό τον Kερέθριο- επιτέθηκε
στη Θράκη, ένα δεύτερο -υπό τον Βρέννο- εισέβαλε στην Παιονία και το τρίτο
-υπό τον Βέλγιο- επιτέθηκε σε Μακεδονία και Ιλλυρία. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός
υπέστη συντριπτική ήττα καβάλα στον ελέφαντά του, μιας και υποτίμησε το
μέγεθος της απειλής, και έπεσε στα χέρια των Γαλατών, που τον αποκεφάλισαν
και παλούκωσαν το κρανίο του σε ένα δόρυ, περιφέροντάς το παντού στη
Μακεδονία ως τρόπαιο ζηλευτό.
Και τα κατάφερε, πείθοντάς τους πως η Ελλάδα είχε απίστευτο πλούτο στα
ταμεία της και χρυσό με το τσουβάλι στους Δελφούς. Με τον Ακιχώριο στο
πλευρό του και 200.000 στρατό, ήταν έτοιμος το 279 π.Χ. να εκστρατεύσει εκ
νέου, αυτή τη φορά στα νοτιότερα της Ελλάδας. Μαζί του είχε και γυναικόπαιδα
και ηλικιωμένους, καθώς ο στόχος ήταν πια η δημιουργία μόνιμης βάσης. Τόσο
ο περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας όσο και ο ρωμαίος ιστορικός Ιουστίνος
έχουν εξιστορήσει με λεπτομέρειες τη δεύτερη αυτή κάθοδο των Γαλατών.
Οι κέλτικες ορδές του Βρέννου Β’ δέχτηκαν μεν το πρώτο πλήγμα και πάλι από
τον Σωσθένη, κατάφεραν ωστόσο να διαπεράσουν την αμυντική του γραμμή και
να ξεχυθούν στη θεσσαλική γη, μετρώντας πάντως ηχηρές απώλειες.
Αναγκάζοντας τους Έλληνες να πιάσουν τα όπλα. Μας λέει εδώ ο Παυσανίας
στο «Ελλάδος Περιήγησις»:
«Tο ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές, ωστόσο η δύναμη
του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να
πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δεν γινόταν για την ελευθερία τους,
όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν
γη και ύδωρ. Τα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, τη Θράκη και την
Παιονία ήταν ακόμη νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν
πλέον χώρα στη Θεσσαλία. Kάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη
συνολικά συνειδητοποιούσαν ότι οι Έλληνες θα έπρεπε είτε να ανταπεξέλθουν
στις περιστάσεις είτε να αφανιστούν».
Ήταν ώρα για τις δεύτερες Θερμοπύλες του ελληνισμού απέναντι σε ξένο
εχθρό (γιατί υπήρχε εμβόλιμη και η αναχαίτιση των Μακεδόνων από τους
Αθηναίους στα στενά των Θερμοπυλών 128 χρόνια μετά τις Θερμοπύλες του
Λεωνίδα)…
Η στενή πύλη που αποτελούσε πέρασμα προς τα νότια της Ελλάδας επιλέχθηκε
για άλλη μια φορά ως το ιδανικό σημείο οχύρωσης του ενωμένου ελληνικού
στρατού, καθώς η ενέδρα των Ελλήνων στον Σπερχειό στέφθηκε από αποτυχία.
Ο Βρέννος, μετά τις περιπέτειες με τον Σωσθένη, είχε στις τάξεις του 152.000
οπλίτες και 24.400 ιππείς (οι ιππείς ήταν τριπλάσιοι σε αριθμό, καθώς καθένας
από αυτούς συνοδευόταν από δύο έφιππους δούλους), βρίσκοντας απέναντί του
τον αθηναίο στρατηγό Κάλλιππο και τους 26.000 γενναίους του. Αλλά και
αρκετά πλοία που είχαν ήδη παραταχθεί στα στενά.
Οι περισσότεροι ήταν μάλιστα Βοιωτοί (10.000 οπλίτες και 500 ιππείς), ενώ
άλλοι 7.000 οπλίτες ήταν Αιτωλοί. Οι Φωκείς έστειλαν 3.000 οπλίτες και 500
ιππείς, οι Λοκροί 700 στρατιώτες και οι Μεγαρείς άλλους 400. Οι Μακεδόνες
έστειλαν 500 άντρες και άλλοι 500 ήρθαν από την Αντιόχεια της Μικράς Ασίας.
Οι υπόλοιποι ήταν Αθηναίοι, όπως και οι τριήρεις, όπως υπολογίζει τους
αριθμούς τους ο Παυσανίας. Οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι δεν
απέστειλαν βοήθεια, καθώς ένιωθαν ασφαλείς χάρη στις οχυρώσεις του Ισθμού
της Κορίνθου.
Η μάχη δόθηκε σε ένα έλος που υπήρχε στα στενά των Θερμοπυλών, όπου οι
Έλληνες κατάφεραν σημαντικό πλήγμα στον υπέρτερο γαλατικό στρατό. Ο
ελληνικός στρατός περίμενε σιωπηλά τους Γαλάτες και μόλις αυτοί
εμφανίστηκαν, το πεζικό παραμέρισε αφήνοντας τους ελαφρά οπλισμένους να
εκτοξεύουν ακόντια, βέλη και πέτρες, καθώς το ιππικό ήταν παροπλισμένο
λόγω της μορφολογίας του εδάφους. Βέλη εκτοξεύονταν και από τις αθηναϊκές
τριήρεις, που σύρθηκαν με χίλιους κόπους ως την ακροθαλασσιά.
Ο Βρέννος αναδιπλώθηκε μετά την ήττα και εφαρμόζοντας έναν τακτικό ελιγμό,
έστειλε εφτά μέρες αργότερα ένα μέρος του εκστρατευτικού του σώματος
(40.000 οπλίτες και 800 ιππείς) ανατολικά, προς την Αιτωλία, για να αναγκάσει
τους Αιτωλείς να εγκαταλείψουν τα στενά και να προστατεύσουν τις εστίες
τους.
Οι Γαλάτες έσβησαν ολοσχερώς από τον χάρτη το Κάλλιον (το σημερινό Κλαυσί
κοντά στο Καρπενήσι), μια σημαντική πόλη στα σύνορα Ευρυτανίας και
Αιτωλίας, επιδιδόμενοι σε ανείπωτες φρικαλεότητες. Μας παραδίδεται ότι
έσφαξαν όλους τους κατοίκους και προέβησαν σε πράξεις κανιβαλισμού, όπως
αποκαλύπτει ο Παυσανίας στο δέκατο βιβλίο (Φωκικά) της «Ελλάδος
Περιήγησις»:
«Οι πιο ανήκουστες και τρομακτικές πράξεις που είχα ακούσει ποτέ να γίνονται
... Οι Γαλάτες έσφαξαν όλους τους άνδρες της φυλής, πίνοντας το αίμα και
τρώγοντας τη σάρκα των σφαγιασμένων βρεφών. Mόλις η πόλη έπεσε, οι
περήφανες γυναίκες της προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να πέσουν
ζωντανές στα χέρια του εχθρού. Oι Γαλάτες δεν έδειξαν να αποθαρρύνονται από
αυτή την εξέλιξη: ασέλγησαν πάνω στις ετοιμοθάνατες γυναίκες, ακόμη και σε
αυτές που ήταν ήδη νεκρές».
Οι Αιτωλείς, μαθαίνοντας τα τραγικά νέα, αποσύρθηκαν πράγματι από τις
Θερμοπύλες άρον-άρον για να διώξουν τη φριχτή απειλή από τα εδάφη τους. Η
νέα αντιπαράθεση έγινε στα σημερινά Κοκκάλια, μια θέση που οφείλει την
ονομασία της στα διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που συναντούσαν
για χρόνια οι ντόπιοι στο χώμα, διαχρονικά σημάδια της τρομακτικής μάχης που
έλαβε χώρα.
Οι Εφιάλτες δεν έλειπαν όμως ποτέ από την ελληνική ιστορία και όπως
ακριβώς στις πρώτες ένδοξες Θερμοπύλες, έτσι και πάλι λιποτάκτες Έλληνες
(Ηρακλειώτες και Αινιάνες) υπέδειξαν στον Βρέννο την παράκαμψη, τον ίδιο
κρυφό δρόμο που ακολούθησε και ο Πέρσης Υδάρνης δηλαδή περικυκλώνοντας
τον Λεωνίδα!
Ο ελληνικός στρατός πρόλαβε τους Κέλτες την επομένη και τους περικύκλωσε
μέσα στη θεομηνία, καθώς οι Φωκείς κατέβηκαν τον Παρνασσό και χτύπησαν
από πίσω τον Βρέννο. Οι Γαλάτες μάχονταν γενναία, μας λέει ο Παυσανίας, ο
Βρέννος τραυματίστηκε όμως και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν.
Πανικοβλημένοι, στρέφονταν τώρα ο ένας κατά του άλλου, λέει πάντα ο
Παυσανίας, και οι Φωκείς πληροφόρησαν τους άλλους Έλληνες για τον
γενικευμένο πανικό που επικρατούσε στις τάξεις του εχθρού.
Περίπου 6.000 Kέλτες χάθηκαν στη μάχη και άλλοι 10.000 μέσα στη σύγχυση και
τους βράχους που έπεφταν διαρκώς από τις κατολισθήσεις του βουνού. Ο
Βρέννος φέρεται να αυτοκτόνησε, αν και Παυσανίας, Ιουστίνος και Διόδωρος
δεν συμφωνούν για τον τρόπο. Είναι πιθανό πάντως να έδωσε τέλος στη ζωή
του καθώς υπέφερε από βαριά τραύματα και οι Κέλτες το συνήθιζαν να
αυτοκτονούν όταν δεν μπορούσαν να πολεμήσουν άλλο, θεωρώντας προσβολή
και ατίμωση τον αργό και μαρτυρικό θάνατο.
Μαθαίνοντας τις θετικές εξελίξεις, οι Αθηναίοι βγήκαν ξανά από την πόλη τους,
ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Bοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν
λυσσαλέα τους Γαλάτες, οι οποίοι εγκλωβίστηκαν κάποια στιγμή, έχοντας από
την άλλη πλευρά Αιτωλούς, Θεσσαλούς και Mαλιείς.
Το ελληνικό πνεύμα, παρά τη φθορά και την παρακμή του, παρά τις εμφύλιες
συρράξεις και τον αλληλοσπαραγμό, τα έβαλε με έναν εξόχως δυνατό και
υπέρτερο εχθρό και επικράτησε κατά κράτος. Και όπως διατείνονται πολλοί
ιστορικοί, αυτός ο άθλος των αποδυναμωμένων Ελλήνων κατά των πανίσχυρων
Γαλατών είναι ίσως ακόμα μεγαλύτερος από την αναχαίτιση των Περσών από
μια Ελλάδα που άκμαζε τότε και μεγαλουργούσε…
ΡΟ
18 σχόλια