You are on page 1of 61

Χείλων

ΘΡΗΣΚΕΙΑ,ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Ιερά Εξέταση

Αναρτήθηκε από τον/την ΠΥΘΕΥΣ στις 18/02/201626/09/2017


Στο εξώφυλλο απεικονίζεται το έµβληµα της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης_wikimedia

Γράφουν οι Πυθεύς – Χείλων

Εξαιτίας της φύσεως του θέµατος, η αµεροληψία είναι ευθέως ανάλογη της επιλογής αναφορών. Μέχρι πρόσφατα η Προτεσταντική
γραµµατεία για την Ιερά Εξέταση, έτεινε να τηρεί εχθρική στάση απέναντι στην Καθολική Εκκλησία, ενώ η βιβλιογραφία της τελευταίας
χαρακτηριζόταν από εσωστρέφεια, όντας απολογητική και δικαιολογητική. Ισορροπηµένη εισαγωγή στην πρώιµη περίοδο αποτελεί το
έργο του Bernard Hamilton, The Medieval Inquisition (New York: Holmes & Meier, 1981). Ειλικρινή Καθολική συζήτηση του θέµατος και των
προβληµάτων του προσφέρει ο John A. O’Brien, µε το έργο The Inquisition (New York: Macmillan; London: Collier Macmillan, 1973).
Περισσότερο ιστοριογραφική προσέγγιση αποτελεί το έργο του Edward Peters, Inquisition (New York: Free Press; London: Collier Macmillan,
1988). Τέλος, την Ιερά Εξέταση και τις διαδικασίες της στην Ιταλία την εποχή του Γαλιλαίου, περιγράφει ενδελεχώς το έργο του John
Tedeschi, The Prosecution of Heresy: Collected Studies on the Inquisition in Early Modern Italy (Binghamton, NY: Center for Medieval and Early
Renaissance Studies, 1991). Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε συγκερασµός αρκετών διαφορετικών απόψεων µε στόχο
την εγγύτερη αντικειµενική προσέγγιση των γεγονότων και γνώµονα την ιστορική συνέπεια.

Διαθέσιµα βιβλία (ελεύθερης πρόσβασης) σε ηλεκτρονική µορφή:

A History of The Inquisition of The Middle Ages; volume I, by Henry Charles Lea (h p://www.gutenberg.org/files/39451/39451-h/39451-
h.htm#page_498)
The Medieval Inquisition; by Bernard Hamilton (h p://jcs.oxfordjournals.org/content/23/2/365.2.extract)
Διάφοροι τίτλοι (h p://onlinebooks.library.upenn.edu/webbin/book/browse?
type=title&index=23053&key=history%20of%20the%20inquisition%20of%20spain&c=c?ref=driverlayer.com/web)

Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ (1198-1246)

Οι δώδεκα πρώτοι αιώνες

«Όποιος επιχειρεί να διαµορφώσει µια προσωπική άποψη περί του Θεού η οποία είναι αντίθετη µε το Εκκλησιαστικό δόγµα πρέπει να
καίγεται χωρίς οίκτο» Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ

Xίλια εκατό χρόνια πριν την διατύπωση του εµβληµατικού αυτού αποφθέγµατος, παρόλο που οι Απόστολοι ήσαν πλήρως εµβαπτισµένοι
στην πεποίθηση ότι όφειλαν να µεταβιβάσουν την κληρονοµιά της Πίστεως αµόλυντη στις επόµενες γενεές και ότι κάθε διδασκαλία
διαφορετική από τη δική τους, ακόµη κι αν αποδιδόταν σε Άγγελο εξ᾽ Ουρανού θα συνιστούσε αξιόποινο αδίκηµα, ο Απόστολος Παύλος,
στην περίπτωση των αιρετικών Αλεξάνδρου και Υµεναίου, δεν επέβαλε ποινές που προέβλεπε η Παλαιά Διαθήκη, αλλά θεώρησε ότι
επαρκούσε ο αποκλεισµός από την εκκλησιαστική κοινότητα. Πράγµατι, από τους Χριστιανούς των τριών πρώτων αιώνων, δύσκολα θα
µπορούσε να υιοθετηθεί κάποια διαφορετική στάση απέναντι σ᾽αυτούς που έσφαλλαν σε ζητήµατα πίστεως. Ο Τερτυλλιανός (155 – 240
µ.X.) ενδεικτικά αναφέρει:

«η νοµοτέλεια της φύσεως επιτρέπει στους ανθρώπους ν´ ακολουθούν µόνον τη φωνή της ατοµικής τους συνείδησης για την πρακτική της
θρησκείας, καθώς η αποδοχή της είναι θέµα ελεύθερης βούλησης και όχι καταναγκασµού»

Αποκρινόµενος στις κατηγορίες του Κέλσου, βασισµένες στην Παλαιά Διαθήκη, ότι οι Χριστιανοί διώκουν τους διαφωνούντες µε θάνατο,
κάψιµο και βασανιστήρια, ο Ωριγένης αρκείται στο να εξηγήσει ότι ο καθένας όφειλε να διακρίνει το Μωσαϊκό νόµο των Εβραίων από
αυτόν που κληροδότησε στους Χριστιανούς ο Ιησούς. Ο πρώτος δέσµευε τους Εβραίους ενώ ο τελευταίος τους Χριστιανούς. Εβραίοι
Χριστιανοί, ειλικρινά, δε θα µπορούσαν πλέον να συµµορφωθούν πλήρως µε τους νόµους που παρέδωσε ο Μωυσής· ως εκ τούτου δε θα
είχαν την ευχέρεια να θανατώνουν τους εχθρούς τους, όπως επίσης να καίνε ή να λιθοβολούν τους παραβάτες των Χριστιανικών νόµων.

Οι Χριστιανοί διδάσκαλοι της ίδιας περιόδου επέµεναν, όπως ήταν φυσικό γι αυτούς, στην πλήρη θρησκευτική ελευθερία· επιπλέον δεν
προωθούσαν µόνο την βασική αξία ότι το θρήσκευµα δεν µπορούσε να επιβάλλεται σε άλλους —αρχή που ακολουθείτο πάντα από την
Εκκλησία στις σχέσεις της µε τους αβάπτιστους— αλλά, όταν συνέκριναν το Μωσαϊκό Νόµο µε τον Χριστιανισµό, δίδασκαν ότι ο
τελευταίος ήταν ικανοποιηµένος µε τον αφορισµό, πνευµατική τιµωρία των αιρετιστών, ενώ ο Ιουδαϊσµός ήταν αναγκασµένος ν᾽ απαντά
στους αντιτιθεµένους µε βασανιστήρια και θάνατο.

Σε αντίθεση µε πολλές άλλες θρησκείες (για παράδειγµα Βουδισµός, Ιουδαϊσµός) η Χριστιανική Καθολική Εκκλησία ήταν ιεραρχικά
διαρθρωµένη µε κεντρική διοίκηση. Στα χρόνια της, υπήρχαν πολλές σέκτες που αυτοαποκαλούνταν Χριστιανικές. Αλλά µετά την
αναγνώριση του Χριστιανισµού ως επίσηµη θρησκεία της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α´ (περ. 280-337
µ.Χ) και την συσσωµάτωση των διοικητικών δοµών σ´ ένα διαβαθµισµένο κέντρο µε έδρα τη Ρώµη, τις δογµατικές διαφορές διευθετούσαν
οι Εκκλησιαστικές Σύνοδοι, αρχής γενοµένης από αυτή της Νίκαιας το 325 (κατά την οποία συνοµολογήθηκε το Σύµβολο της Νικαίας
ή Πίστεως). Εκείνοι των οποίων οι πεποιθήσεις ή οι πρακτικές παρέκκλιναν αρκετά από την ορθοδοξία των Συνόδων, γίνονταν πλέον
αντικείµενα προσηλυτισµού. Η αντίσταση συχνά οδηγούσε σε διώξεις.

Οι αιρέσεις αποτέλεσαν από την αρχή πρόβληµα για την Εκκλησία. Τους πρώτους αιώνες υπήρχαν Αρειανιστές και Μανιχαϊστές, το
Μεσαίωνα, Καθαροί και Βαλδένσιοι, κατά την Αναγέννηση δε, Χουσίτες, Λουθηρανοί, Καλβινιστές και Ροδόσταυροι. Οι
αυτοκρατορικοί διάδοχοι του Κωνσταντίνου, δεν άργησαν να αυτοθεωρηθούν ως θεϊκά διορισµένοι παγκόσµιοι επίσκοποι,
θεµατοφύλακες άχρονων και υλικών συστατικών της Εκκλησίας. Παράλληλα διατήρησαν τις παραδοσιακές εξουσίες του Υπάτου
Ποντίφηκα και µε τον τρόπο αυτό η πολιτική εξουσία συχνά έτεινε να ταυτίζεται µε τις συνήθειες των Αρείων ιεραρχών, διώκοντας
ορθοδόξους επισκόπους µε φυλάκιση κι εξορία. Κάποιοι από αυτούς αντέδρασαν δυναµικά στη χρήση οποιασδήποτε µορφής βίας σε
ζητήµατα που αφορούσαν είτε στον Χριστιανισµό είτε στη διαφύλαξη της πίστης. Διακήρυτταν επανειλληµένα ότι οι αυστηρές ποινές της
Παλαιάς Διαθήκης είχαν παραµερισθεί από τους ήπιους κι ευγενικούς νόµους του Ιησού.
Όµως, οι συνεχιστές του Κωνσταντίνου παρέµεναν ανέκαθεν πεπεισµένοι ότι πρώτο µέληµα της αυτοκρατορικής εξουσίας ήταν η
προστασία της θρησκείας κι έτσι µε τροµερή κανονικότητα, εξέδωσαν πολλά ποινικά διατάγµατα εναντίον των αιρετιστών. Σε διάστηµα
57 ετών, προωθήθηκαν 68 θεσπίσµατα. Πάσης φύσεως αιρετικοί επλήγησαν από αυτά τα νοµοθετήµατα µε διάφορους τρόπους, όπως
εξορία, δήµευση περιουσίας ή θάνατο. Ωστόσο, η εσχάτη των ποινών υπαγορευόταν µόνο από συγκεκριµένα είδη αιρέσεων. Στις διώξεις
τους οι Χριστιανοί αυτοκράτορες υπολείπονταν της δριµύτητας του Διοκλητιανού, ο οποίος το 287 καταδίκασε στην πυρά τους ηγέτες των
Μανιχαίων, επιβάλλοντας στους οπαδούς τους τη θανατική ποινή µε αποκεφαλισµό και µερικώς µε καταναγκαστικά έργα στα κρατικά
ορυχεία.

Παράλληλα µε το κατηγορητικό σύστηµα της Ρωµαϊκής δικαιοσύνης, αναπτύχθηκε ανακριτική διαδικασία η οποία επέτρεψε στους
δικαστικούς να διερευνούν εγκλήµατα δίχως να έχουν υποπέσει στην αντιληψή τους επίσηµες κατηγορίες. Ο κάθε δικαστής µπορούσε
πέραν των δικών του αρµοδιοτήτων, να συνδυάζει αυτές του ερευνητή και του κατηγόρου. Παράλληλα µε την επέκταση της νέας αυτής
πρακτικής σε πολιτικές κι εγκληµατολογικές ανακρίσεις, ακολούθησε η χρήση βασανιστηρίων ως µεθόδος αποκάλυψης της αλήθειας κι
απόσπασης εξοµολογήσεων, η οποία µεταφέρθηκε από τις υποθέσεις εσχάτης προδοσίας σε άλλα αδικήµατα κι από τους σκλάβους στους
Ρωµαίους πολίτες.
Ιουστινιάνειος Κώδικας_nieuwsbronnen.com
Η ανακριτική αυτή διαδικασία ήταν ήδη σε χρήση όταν η Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία ασπάσθηκε το Χριστιανισµό τον 4ο αιώνα και οι
Χριστιανοί αυτοκράτορες από τον Κωνσταντίνο και µετά την χρησιµοποιούσαν για να καταστέλλουν αιρέσεις οι οποίες παρόλο που τις
προσδιόριζαν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, λογίζονταν σε µεγάλο βαθµό απειλές για τη συνοχή του κοινωνικού ιστού του Λατινόφωνου
Χριστιανισµού. Όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, οι επίσκοποι µπορούσαν ν’ αναλάβουν ρόλο πολιτικού δικαστή διεκπεραιώνοντας
ανακρίσεις. Οι διαδικασίες τυποποιήθηκαν µε την έκδοση του Ιουστινιάνειου Κώδικα το 534 και παρέµειναν απαράλλακτες ακόµη και
κατά τους αιώνες των Γερµανικών κατακτητικών εισβολών που ακολούθησαν τη συντριβή της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, παρόλο που η
εφαρµογή τους σπάνιζε.

Ενδεικτικά, αυτές οι νοµοθετηµένες πρακτικές ακολουθήθηκαν στα εκχριστιανισµένα κράτη. Όµως η στάση των εκπροσώπων της
Εκκλησίας απεναντί τους, διαφοροποιείται αισθητά. Από τα τέλη του 4ου και κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, οι Μανιχαϊσµός,
Δονατισµός και Πρισκιλλιανισµός, ήσαν οι κυρίαρχες αιρέσεις. Εκδιωχθείς από τη Ρώµη, ο Μανιχαϊσµός αναζήτησε καταφύγιο στην
Αφρική. Παρόλο που οι οπαδοί του ενοχοποιήθηκαν για απεχθείς διδασκαλίες και παραπτώµατα, η Εκκλησία αρνήθηκε να επικαλεστεί
την βοήθεια της πολιτικής εξουσίας εναντίον τους· πράγµατι ο σπουδαίος επίσκοπος Αυγουστίνος Ιππώνος, απέρριψε ρητά την χρήση
βίας. Επεδίωξε την επιστροφή τους µόνο µέσω δηµοσίων και ιδιωτικών πράξεων (αιτήσεων επιστροφής) εθελουσίας υπαναχώρησης και οι
προσπάθειές του φαίνεται να ευωδόθηκαν.

Απ᾽αυτόν µάθαµε ότι οι Δονατιστές ήταν οι πρώτοι που απηύθυναν έκκληση στην πολιτεία να τους προστατεύσει από την Εκκλησία.
Ωστόσο έµελλε να έχουν την τύχη των κατηγόρων του Δανιήλ: τα λιοντάρια στράφηκαν εναντίον τους. Η κρατική παρέµβαση δεν
ανταποκρινόταν στις επιθυµίες τους και οι αρµόζουσες ποινές που επιβλήθηκαν στις βίαιες υπερβολές των Αγωνιστών [Circumcellions,
όνοµα που είχαν δώσει οι Δονατιστές στους οπαδούς τους που γύριζαν από πόλη σε πόλη διαδίδοντας το δόγµα του Δονάτου] ανάγκασαν
τους Δονατιστές να παραπονεθούν µε πικρία για τη βαναυσότητα της διοικητικής εξουσίας. Ο Επίσκοπος Οπτάτος Μιλέβης ωστόσο, την
υπερασπίζεται:

«…τάχα δεν τους επιτρεπόταν να πορευθούν ως εκδικητές του Θεού και να επιβάλλουν την ποινή του θανάτου… µα, θα λέγατε, το κράτος
δεν µπορεί να τιµωρεί στό όνοµα του Θεού. Αλλά δεν ήταν στ᾽όνοµά Του η καταδίκη σε θάνατο των πιστών του Χρυσού Μόσχου και αυτών
που αποστρέφονταν την αληθινή θρησκεία, από τους Μωυσή και Φινέα;»
Επίσκοπος Οπτάτος Μιλέβης

Ήταν η πρώτη φορά που Καθολικός επίσκοπος, προασπιζόταν την αποφασιστική εµπλοκή του Κράτους σε θρησκευτικά ζητήµατα και το
δικαίωµά του να επιβάλλει το θάνατο στους αιρετικούς. Επίσης για πρώτη φορά γινόταν επίκληση της Παλαιάς Διαθήκης, παρόλο που
τέτοιου είδους αναφορές είχαν προηγουµένως απορριφθεί από Χριστιανούς διδασκάλους. Συνοψίζοντας τα εκκλησιαστικά ιδανικά για
τους πέντε πρώτους αιώνες θα µπορούσαµε να καταλήξουµε στα εξής:

Η Εκκλησία δεν έπρεπε να προκαλεί αιµατοχυσίες


Ορισµένοι διδάσκαλοι πίστευαν ότι η πολιτεία όφειλε να επιβάλλει την ποινή του θανάτου σε περιπτώσεις που το απαιτούσε το κοινό
αίσθηµα
Η πλειοψηφία έκρινε ότι η εσχάτη των ποινών εφόσον δεν συνιστούσε ποινικό αδίκηµα, ήταν ασυµβίβαστη µε το πνεύµα του
Χριστιανισµού

Ο άγιος Αυγουστίνος, ενίοτε εκφραστής της δυτικής εκκλησιαστικής σκέψης, λέγει:

«τους θέλουµε διορθωµένους όχι νεκρούς· επιθυµούµε την δόξα της (εκκλησιαστικής) πειθαρχίας, όχι τις ποινές του θανάτου που τους
αναλογούν»

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστοµος, υποστηρίζει ουσιαστικά κάτι παρόµοιο εκφράζοντας την ανατολική σκέψη:

«µε το να παραδίδεις έναν αιρετικό στο θάνατο, διαπράττεις αδίκηµα που δεν εξιλεώνεται»
και
«ο Θεός απαγορεύει την εκτέλεσή τους, αλλά δεν συµβαίνει το ίδιο µε την απώθηση, την στέρηση της ελευθερίας του λόγου ή την
αποτροπή των συναθροίσεών τους»

Εντούτοις, το χέρι βοηθείας που παρείχε η πολιτεία, δεν απορρίφθηκε ολοκληρωτικά· αντιθέτως όσο συχνά η Χριστιανική κοινή γνώµη,
σύσσωµη ή αποσπασµατικά, το απαιτούσε, οι αρχηγέτες των Χριστιανών έσπευδαν να ξορκίσουν το κακό λαµβάνοντας τα κατάλληλα
µέτρα. Βέβαια η άποψη κάποιων ιστορικών της Ιεράς Εξέτασης ότι η εκκλησία επεδίωκε την πάταξη των αιρετιστών ανεξαρτήτως
µεθόδων, δεν τεκµηριώνεται επαρκώς, καθώς υπάρχουν αποδείξεις προερχόµενες από εκείνη την περίοδο που συγκλίνουν στην θεώρηση
ότι η ποινή του θανάτου εναντιωνόταν στο νόηµα των Ιερών Ευαγγελίων, ενώ οι ίδιοι οι ιεράρχες τάσσονταν κατά των εκτελέσεων.

Εν ολίγοις, καµία µοµφή δεν προσάπτεται στην Εκκλησία για τη στάση της απέναντι στις αιρέσεις εκείνες τις ηµέρες της ντροπής.
Ανάµεσα στους επισκόπους της εποχής, όσο αυτό µπορεί να εξακριβωθεί, µόνον ο Theodwin της Λιέγης, διάδοχος του Wazo και
προκάτοχος του Adalbero II, αποτάνθηκε στην πολιτειακή εξουσία για την τιµωρία των αιρετιστών, δίχως ωστόσο ν᾽ απαιτήσει την ποινή
του θανάτου ή οποία µέθοδος είχε απορριφθεί απ᾽όλους αυτούς που έχαιραν µεγαλύτερης εκτίµησης από τον Peter Canter, τον πλέον
πολυµαθή άνθρωπο της περιόδου και τον St. Bernard of Clairvaux, µε τον πρώτο να υποστηρίζει:

«Είτε καταδικαστούν για σφάλµα είτε οµολογήσουν αβίαστα την ενοχή τους, οι Καθαροί δεν πρόκειται να θανατωθούν, τουλάχιστον όσοι
απέχουν από ένοπλες επιθέσεις εναντίον της Εκκλησίας. Παρόλο που ο Απόστολος Παύλος συνέστησε την αποποµπή κάποιου
αµετανόητου αιρετικού µετά από τρείς επιπλήξεις, δεν είπε σκοτώστε τον. Ρίξτε τον στη φυλακή αλλά µη τον θανατώσετε».
Οι Σύνοδοι, στη Ρενς το 1049, στην Τουλούζη το 1119 και η 2η του Λατερανού, ουσιαστικά υιοθετούν όρους του τύπου: µε την πειθώ κι όχι
τη βία κερδίζουν οι άντρες την Πίστη. Κι αν κάποιοι κατηγορούνται γι᾽απροσεξία επειδή αλεπούδες αφάνισαν τον αµπελώνα, το
καλύτερο θα ήταν να µην ασκηθεί αλόγιστη βία, αλλά να συλληφθούν βάσει στοιχείων, ν´ αφορισθούν κι αν είναι αναγκαίο ν᾽
αποµονωθούν για το καλό των υπολοίπων. Εποµένως, οι περιστασιακές εκτελέσεις αιρετικών την περίοδο αυτή πρέπει να επιµεριστούν
στην αυθαίρετη δράση µεµονωµένων ηγετών, στα υπερβάλλοντος ζήλου ξεσπάσµατα φανατικών οµάδων, καθώς και σε επιπόλαιους
εκκλησιαστικούς νόµους ή ιεράρχες. Αληθεύει ότι υπήρχαν ήδη νοµοθέτες που παραχώρησαν στην Εκκλησία το δικαίωµα επιβολής της
θανατικής ποινής στους αιρετικούς· όµως το ζήτηµα αντιµετωπίσθηκε ακαδηµαϊκά και η θεωρία εφαρµόσθηκε εικονικά, δίχως
επιπτώσεις στην πραγµατικότητα. Αφορισµός, προγραφή, φυλάκιση κλπ επιβλήθηκαν πράγµατι, αλλά λογίζονταν περισσότερο ως
µορφές εξιλέωσης, παρά πραγµατικές τιµωρίες, ενώ δε συγκρίνονταν µε τη θανατική καταδίκη. Το απόφθεγµα του Cantor παρέµενε
επίκαιρο:

«Έστω κι αν επιβληθεί θεία δίκη στους Καθαρούς, δεν πρέπει να τιµωρηθούν µε θάνατο»

Το δεύτερο ήµισυ του 12ου αιώνα ωστόσο, η αίρεση των Καθαρών εξαπλώθηκε σε ανησυχητικά επίπεδα και δεν απείλησε µόνο την
οντότητα της Εκκλησίας, αλλά υπονόµευσε τα ίδια τα θεµέλια της Χριστιανικής κοινότητας. Αντίθετα µ᾽αυτή την προπαγάνδα
αναπτύχθηκε ένα είδος περιοριστικής νοµοθεσίας, τουλάχιστον σε Γερµανία, Γαλλία και Ισπανία, η οποία εξιλέωνε τις αιρέσεις στην
πυρά. Η Αγγλία παρέµεινε εξ᾽ολοκλήρου ακηλίδωτη από αιρέσεις. Όταν, το 1166, περίπου 30 γραµµατείς ακολούθησαν αιρετική πορεία, ο
Ερρίκος Β´ διέταξε να σηµαδευτούν στο µέτωπο µε πυρωµένο σίδερο, να ραβδισθούν δηµοσίως και µετά να εκδιωχθούν. Επιπροσθέτως
απαγόρευσε στους υπολοίπους να τους προσφέρουν καταφύγιο ή οποιαδήποτε βοήθεια, µε αποτέλεσµα να πεθάνουν αφενός από την
πείνα κι αφετέρου από το κρύο του χειµώνα. Ο Φίλιππος της Αλσατίας, κόµης της Φλάνδρας, µε την αρωγή του William of the White
Hand [Guillaume aux Blanches Mains], αρχιεπισκόπου της Ρενς, υπήρξαν ιδιαίτερα σκληροί προς τους αιρετικούς. Οδήγησαν πολλούς
πολίτες της δικαιοδοσίας τους, ευγενείς και κοινούς θνητούς, κληρικούς, ιππότες, χωριάτες, άγαµες χήρες και παντρεµένες γυναίκες,
ζωντανούς στην πυρά, αφού πρώτα δήµευσαν και καταχράστηκαν τις περιουσίες τους. Τα γεγονότα αυτά σηµάδεψαν το 1183.
Σύµβολο των Καθαρών

Μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνα συνέβησαν πολλά παρόµοιας σκληρότητας περιστατικά µε διάφορους πρωταγωνιστές και την Εκκλησία
να τα θεωρεί µεµονωµένα, αξιώνοντας την κατευναστική στάση των µελών της. Με τον ερχοµό του Πάπα Ιννοκέντιου Γ´ στην ηγεσία
της Καθολικής Εκκλησίας επιχειρήθηκε η διατήρηση του υπάρχοντος καταστατικού σχετικά µε τις αιρέσεις. Όµως οι δράσεις που
συνοµολογήθηκαν στην 4η Λατερανή Σύνοδο και παρείχαν διευρυµένες δικαιοδοσίες στους υφισταµένους του Πάπα, δεν
ευθυγραµµίζονταν µε κάποια προσπάθεια άµβλυνσης των σχέσεων εκκλησίας-αιρετικών.
Πράγµατι όµως, εξυπηρετούσε κατά µια έννοια τους αιρετιστές, εισάγοντας διαδικασίες καταστολής αυθαιρεσιών, πάθους και αδικίας
που σηµειώνονταν σε πολιτικά δικαστήρια της Ισπανίας, Γαλλίας και Γερµανίας. Για όσο χρονικό διάστηµα παρέµειναν σε ισχύ οι οδηγίες
του Πάπα, δεν συνέβησαν µαζικές καταδίκες ή εκτελέσεις ούτε στήθηκαν ικριώµατα πυράς δηµοσίως. Βέβαια, κατά το πρώτο έτος της
εξουσίας του, αναφέρθηκε µε δογµατισµό στους αιρετικούς, επικαλούµενος το Ρωµαϊκό Δίκαιο και τις ποινές που προέβλεπε για
εγκλήµατα κατά της ανώτατης αρχής, ενώ το συµπέρασµα ότι οι αιρετικοί άξιζαν να θανατωθούν στην πυρά θεωρήθηκε ακραία
υπερβολικό, καθώς αργότερα µε τις πράξεις του κατάφερε ν᾽ αποδυναµώσει τον ποινικό κώδικα.

Συνοπτική ιστορία της Ιεράς Εξέτασης

Η κατάσταση άρχισε ν᾽αλλάζει προς τα τέλη του 12ου αιώνα µετά τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, Φρειδερίκο Α´
Μπαρµπαρόσσα και τον Πάπα Αλέξανδρο Γ’, οπότε κατέληξαν σε συµφωνία συµβιβασµού των αντίστοιχων εξουσιών τους µε τη
Συνθήκη της Βενετίας. Το 1184, ο Πάπας Λούκιος Γ´ εξέδωσε το διάταγµα Ad abolendam [αρχή της φράσης Ad abolendam diversam
haeresium pravitatem=πρός εξάλειψη ποικίλων κακοήθων αιρέσεων] το οποίο ορισµένοι αποκάλεσαν «ιδρυτικό καταστατικό της Ιεράς
Εξέτασης» δεδοµένου ότι διέτασσε τους επισκόπους ν᾽αναλάβουν ενεργό ρόλο στον εντοπισµό και την δίωξη αιρέσεων που υπάγονταν
στη δικαιοδοσία τους. Η ρητή ταύτιση της αίρεσης µε την προδοσία και οι απαγγελίες κατηγοριών σύµφωνα µε τις επιταγές του Ρωµαϊκού
δικαίου, επισηµοποιήθηκαν το 1199 από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, όπως προαναφέρθηκε. Η ίδρυση ενδεών θρησκευτικών ταγµάτων,
ιδιαίτερα των Δοµινικανών, τις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα παρείχαν απόθεµα παπικών ανακριτών, οι οποίοι µπορούσαν
ν᾽αποσταλλούν σε περιοχές αιρετικών επιρροών, ωστόσο η Ιερά Εξέταση ως θεσµός, δεν υπήρχε.

Αλλά τελικά, µε τη Χριστιανική Ευρώπη να βρίσκεται σε κίνδυνο διάσπασης από τις αιρέσεις και την ποινική νοµοθεσία που αφορούσε
στους Καθαρούς να έχει οδηγηθεί στα όριά της, φάνηκε ως πολιτική αναγκαιότητα. Το 1231, ο Πάπας Γρηγόριος Θ’, εξέδωσε διάταγµα
σύµφωνα µε το οποίο στους αιρετικούς που εξοµολογούνταν και εξιλεώνονταν µετανοώντας, άρµοζε η ισόβια φυλάκιση, ενώ επέβαλλε τη
θανατική ποινή σε όσους επέµεναν. Την πραγµάτωση της ετυµηγορίας αναλάµβανε η πολιτική εξουσία. Απάλλαξε επισκόπους και
αρχιεπισκόπους απ᾽αυτή την υποχρέωση την οποία όρισε καθήκον του Τάγµατος των Δοµινικανών, παρότι αρκετοί απ᾽τους ανακριτές
ήταν µέλη άλλων ταγµάτων ή του κοσµικού ιερατείου. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, η Ιερά Εξέταση είχε καθιερωθεί θεσµικά σε όλες τις
χώρες της δικαιοδοσίας του Πάπα και η εκπνοή του 13ου αιώνα τη βρίσκει να έχει αποκτήσει ιεραρχικά δοµηµένο κέντρο σε κάθε περιοχή,
ώστε να διευκολύνεται η δράση της. Οι κανονισµοί που προώθησε το Συµβούλιο της Ταρραγόνα το 1242, είχαν αποτέλεσµα την
οργάνωση των αποσπασµατικών κινήσεων, αποσαφηνίζοντας επίσης ότι η αίρεση συνιστούσε αδίκηµα που επισύρει την ποινή του
θανάτου· παρ᾽ όλα αυτά δε θα ήταν δόκιµο να εξισώσουµε αυτές τις ενέργειες της Μεσαιωνικής εκκλησίας µε τις θεσµοθετηµένες
ανακρίσεις που αναδύθηκαν περί τα τέλη του 15ου αιώνα. Πράγµατι, στόχοι τους ήταν κατά βάση να εµποδίσουν τη θέρµη του
φανατισµού που επεδείκνυαν µεµονωµένοι επίσκοποι διώκοντας αιρετιστές και να επιβάλλουν διαδικασίες που αποσκοπούσαν στη
µετάνοια, παρά αυστηρά και µόνο στην καταστολή. Με τον καιρό συντάχθηκαν εγχειρίδια τέτοιων διαδικασιών, όπως για παράδειγµα το
Directorium Inquisitorum του Nicholas Eymeric, ο οποίος υπήρξε αρχιεξεταστής σε παπική οργάνωση στ᾽ανατολικά τµήµατα της Ισπανίας
από το 1537.
Nicholas Eymeric

Δικαστής ή ανακριτής µπορούσε ν᾽ασκήσει αγωγή εναντίον οποιουδήποτε. Ο κατηγορούµενος όφειλε να καταθέσει εναντίον του εαυτού
του, δίχως να έχει το δικαίωµα ν᾽ αντιµετωπίσει ή να θέσει ερωτήµατα στον κατήγορό του. Ήταν θεµιτό να γίνονται αποδεκτές µαρτυρίες
από εγκληµατίες, άτοµα µε κακή φήµη, αφορισµένους κι αιρετικούς. Ο κατηγορούµενος δεν είχε το δικαίωµα υποστήριξης από νοµικό
σύµβουλο, οι πρώτου βαθµού συγγενείς δεν εξαιρούνταν από τη θέση του ενάγοντος και οι ποινές δεν ήταν εφέσιµες. Μερικές φορές οι
εξεταστές ανέκριναν ολόκληρες οµάδες πληθυσµού της αρµοδιότητός τους. Η ανάκριση γινόταν παρουσία τουλάχιστον δύο µαρτύρων. Ο
κατηγορούµενος λάµβανε σύνοψη των καταγγελιών και όφειλε να ορκισθεί ότι θα έλεγε την αλήθεια. Χρησιµοποιήθηκαν διάφορα µέσα
που στόχευαν στη συνεργασιµότητά του. Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε παράδοση µαρτυρίων στο Χριστιανικό εκκλησιατικό δίκαιο, τα
βασανιστήρια ήρθαν στο προσκήνιο περί τα µέσα του 13ου αιώνα.
Τα ευρήµατα της Ιεράς Εξέτασης διαβάζονταν µεγαλόφωνα µπροστά σε πολυπληθές ακροατήριο· οι µετανοούντες αποκήρυτταν
πεποιθήσεις και πεπραγµένα γονατιστοί µε το ένα χέρι πάνω στη Βίβλο που κρατούσε ο ανακριτής. Οι ποινές ξεκινούσαν από επισκέψεις
σε εκκλησίες, προσκυνήµατα και µετά από εξευτελιστική πορεία κατέληγαν στη φυλακή (συνήθως ισοβίως, αν και συχνά οι ποινές
µειώνονταν) ή (εφόσον ο κατηγορούµενος επέµενε) στο θάνατο. Την εσχάτη των ποινών αναλάµβανε να εκτελέσει η πολιτική εξουσία
στην πυρά. Σε κάποιες σοβαρές περιπτώσεις, αν ο κατηγορούµενος πέθαινε προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία, µπορούσε να γίνει εκταφή
της σορού και εκ των υστέρων αποτέφρωση. Αµφότερες τις ποινές, θανάτου ή ισόβιας φυλάκισης, ακολουθούσε πάντα η κατάσχεση κάθε
περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουµένου.

Οι σπουδαιότερες υποτιθέµενες αιρετικές απειλές είχαν εξαπλωθεί στο νότο της Γαλλίας (Λανγκντόκ) και στη βορειοανατολική Ισπανία
(Αραγονία). Πρωταρχικοί στόχοι ήταν οι Καθαροί (επίσης γνωστοί ως Αλβιγηνοί), οι οποίοι είχαν καταδικάσει ανοικτά εξουσίες και
δόγµατα της Λατινικής Εκκλησίας, δευτερευόντως δε, ακολουθούσαν οι Βαλδένσιοι. Ωστόσο, ενώ ο βασιλέας Αλφόνσος Ι´(ο Σοφός)
µπορούσε να καυχηθεί ότι Εβραίοι και Μουσουλµάνοι ζούσαν ειρηνικά µαζί µε τους Χριστιανούς στην Ισπανία, οι οικονοµικές και φυσικές
καταστροφές που επέφερε ο Μαύρος Θάνατος (1348-49) διατάραξαν την ισορροπία, µε αποτέλεσµα οι Εβραίοι να γίνονται ολοένα πιο
απεχθείς εξαιτίας των καθηκόντων τους ως φοροεισπράκτορες και χρηµατοδότες. Μέχρι το τέλος του αιώνα, φοβεροί διωγµοί άφησαν
πίσω τους χιλιάδες νεκρούς ή εκχριστιανισµένους Εβραίους, οι απόγονοι των οποίων, γνωστοί ως κονβέρσοι, στη διάρκεια του 15ου αιώνα
έζησαν σε περιβάλλον αυξανόµενης καχυποψίας εναντίον τους. Μανιφέστο φανατισµού, η πραγµατεία του Alfonso de Espina, Fortalitium
Fidei [περιφρούρηση της πίστεως], που εµφανίστηκε το 1460, πιστοποιεί το διογκούµενο κύµα αντισηµιτισµού.

Τελικά το 1478, ο Φερδινάνδος Β´ της Αραγονίας και η σύζυγός του Ισαβέλλα Α´, βασίλισσα της Καστίλης, των οποίων η συνδυασµένη
κυριαρχία σε περιοχές της Ισπανίας και η αφοσίωση τους σε συµβούλους από το χώρο της εκκλησίας, τους απέφερε τη διάκριση Καθολικοί
Μονάρχες [Reyes Catolicos] εκλιπάρησαν τον Πάπα Σίξτο Δ´ να τους παραχωρήσει την εξουσία να διορίσουν εξεταστές που θα
καταπιάνονταν µε το ζήτηµα των κονβέρσων, οι οποίοι τελούσαν κρυφά εβραϊκές τελετές. Το αίτηµά τους έγινε αποδεκτό· η Ιερά Εξέταση
της χώρας ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Ρώµη. Οι χειρισµοί των εκχριστιανισµένων Μουσουλµάνων, Εβραίων ακόµη και των
Πεφωτισµένων, συνέταξαν ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία της Ιεράς Εξέτασης.

Στη βόρεια Ευρώπη η δράση της οργάνωσης ήταν πολύ πιο ήπια: στην Αγγλία δε συστάθηκε ποτέ, ενώ στη Σκανδιναβία δεν είχε σχεδόν
καµία επίπτωση. Oι πρώτοι ανακριτές που δραστηριοποιήθηκαν στη Σεβίλλη αποδείχθηκαν τόσο ανάλγητοι που ο ίδιος ο Πάπας
επιχείρησε να περιορίσει τις εξουσίες τους. Οι προσπάθειές του ωστόσο ήσαν σε µεγάλο βαθµό ανεπιτυχείς και το 1483 παρακινήθηκε εκ
νέου να επιτρέψει στην Ισπανική κυβέρνηση να διορίσει αρχιεξεταστή και ανώτατο συµβούλιο που θα επέβλεπαν τις τοπικές οργανώσεις
της Καστίλης, Αραγονίας, Βαλένθιας και Καταλονίας. Εκείνη τη χρονιά ο Φερδινάνδος επέλεξε για πρώτο Ιεροεξεταστή τον Δοµινικανό
µοναχό Tomás de Torquemada, του οποίου τ᾽όνοµα έκτοτε συνυφάνθηκε µε τη σκληρότητα και τον τρόµο που επέδειξε το ίδρυµα.

Έτσι, όταν εκδόθηκε το οριστικό διάταγµα απέλασης των Εβραίων από την Ισπανία το 1492, η Ισπανική Ιερά Εξέταση ήταν έτοιµη
ν᾽αντιµετωπίσει κάθε θρησκευτική παρέκκλιση που θα σηµειωνόταν στους κόλπους της Χριστιανικής κοινότητας. Το συµβούλιο ενέκρινε
για έµβληµα του, στίχο από τον Ψαλµό #73: «Exurge Domine et judica causam tuam» [Rise Up, O Lord, and Judge Thine Own Cause :
Ανάστα, Θεέ· δίκασον την δίκην σου· µνήσθητι του ονειδισµού, τον οποίον εις σε κάµνει ο άφρων όλην την ηµέραν. ψ74.22
(h ps://www.bibleonline.ru/bible/ell/19/74/#22-23)]. Συνήθιζαν να συγκεντρώνουν τους αιρετικούς σε ειδικά οργανωµένες δηµόσιες τελετές,
γνωστές ως autos-da-fé [πράξεις πίστης] όπου ορίζονταν οι ποινές τους. Σε όσους ήταν δύσκολο να επηρεαστούν και ν᾽ αποκηρύξουν
τ᾽αδικήµατά τους, επιβάλλονταν ποινές που κυµαίνονταν από τον εξευτελισµό στην δήµευση των περιουσιακών τους στοιχείων και τον
ξυλοδαρµό, ενώ οι πλέον απείθαρχοι παραδίνονταν στις βασιλικές αρχές, οι οποίες εκτελούσαν τις ποινές του θανάτου στην πυρά. Τον
16ο αιώνα, τοπικά δικαστήρια Ιεράς Εξέτασης ιδρύθηκαν στην επικράτεια της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, συµπεριλαµβανοµένου του
Μεξικού και του Περού. Απαρτίζονταν τυπικά από δύο ανακριτές, νοµικό σύµβουλο, αστυφύλακα, υπεύθυνο οικονοµικών ή εισαγγελέα—
όλοι τους προερχόµενοι από τις τάξεις του κλήρου— και µεγάλο αριθµό βοηθών από το λαό, που αποκαλούνταν familiares [οικείοι] οι
οποίοι αποκτούσαν τη θέση αυτή είτε κληρονοµικά είτε αγοράζοντάς την, απολαµβάνοντας ιδιαίτερα πολιτικά προνόµια.
João III της Πορτογαλίας

Η Ισπανική Ιερά Εξέταση εισήχθει στη Σικελία (που αργότερα συνασπίσθηκε µε την Ισπανία) το 1517, αλλά οι προσπάθειες να
εγκαθιδρυθεί στη Νάπολη και το Μιλάνο απέτυχαν. Από την αρχή της βασιλείας του το 1521 κι αργότερα µε την υποστήριξη του
Καρόλου Κουίντου της Ισπανίας, ο βασιλέας João III της Πορτογαλίας, προέτρεπε τον Πάπα να επιτρέψει τη σύσταση αυτόνοµης
οργάνωσης για την αντιµετώπιση συγκεκριµµένων απειλών που συνιστούσαν για τη χώρα του οι όψιµοι Χριστιανοί Ιουδαϊστές. Η
πολιτική που έδραζε στην υπόθεση ότι οι Εβραίοι οι οποίοι είχαν εξαναγκασθεί ν᾽ αλλαξοπιστήσουν µε διάταγµα που εκδόθηκε το 1497, θ
´αφοµοιώνονταν σταδιακά από την Χριστιανική κοινότητα της Πορτογαλίας, θεωρήθηκε αποτυχηµένη· οι Νεο-Χριστιανοί
εξακολουθούσαν να διαχωρίζουν την στάση τους και να αντιστέκονται στην κυβερνητική εξουσία. Παρά την ηρωική τους αντίσταση και
την παπική απροθυµία, Πορτογαλική Ιερά Εξέταση συστάθηκε στα µέσα της δεκαετίας του 1530. Μεταξύ της πρώτης πράξης πίστεως που
έγινε το 1540 και της αποδυνάµωσης των εξουσιών της το 1760, εκτιµάται ότι εκδικάστηκαν περί τις τριάντα χιλιάδες υποθέσεις, κοντά
1200 Ιουδαϊστές καταδικάστηκαν σε θάνατο και άλλοι 600 αποτεφρώθηκαν. Παρόλο που οι αριθµοί ήταν σχετικά µικρότεροι, ο δείκτης
των θανατικών ποινών στην πραγµατικότητα ήταν υψηλότερος από την Ισπανική Ιερά Εξέταση και σταθερά επικεντρωµένος σε
κονβέρσους και κρυφο-Εβραίους.

Εν τω µεταξύ η Ρώµη, αφενός αναγνωρίζοντας τα πλεονεκτήµατα µιας θεσµοθετηµένης Ιεράς Εξέτασης στον αγώνα τους εναντίον των
Προτεσταντών και αφετέρου εξακολουθώντας να επιθυµούν τον περιορισµό των υπερβολών της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης, αποφάσισε
να ιδρύσει τη δική της. Έτσι, το 1542, ως µέρος σχεδίου ευρύτερης εκκλησιαστικής µεταρρύθµισης, ο Πάπας Παύλος Γ´ ίδρυσε, το 1542,
µόνιµη επιτροπή στελεχωµένη από καρδιναλίους και άλλους αξιωµατούχους, καθήκον της οποίας ήταν να διατηρήσει και να
υπερασπιστεί την ακεραιότητα της πίστεως, όπως επίσης να εξετάζει ψευδή δόγµατα. Αυτό το σώµα, η Σύνοδος της Ιεράς Έδρας, στις
µέρες µας Σύνοδος για το Δόγµα της Πίστεως, µέρος της Ρωµαϊκής Κουρίας, επέβλεπε τις τοπικές Ιερές Εξετάσεις. Ο ίδιος ο Πάπας ενώ
κατείχε τον τίτλο του τέλειου, ουδέποτε διοίκησε το σώµα αυτό, αλλά όριζε στη θέση του έναν από τους καρδιναλίους να προεδρεύει στις
συνεδριάσεις. Συνήθως συµµετείχαν στη Σύνοδο δέκα ακόµη καρδινάλιοι, καθώς κι ένας ιεράρχης µε δύο βοηθούς, όλοι τους επιλεγµένοι
από τις τάξεις των Δοµινικανών.

Η Ιερά Σύνοδος διέθετε επίσης, διεθνή οµάδα συµβούλων, έµπειρων ακαδηµαϊκών θεολόγων και νοµικών, η οποία παρείχε συµβουλές σε
ορισµένα ζητήµατα. Την ίδια χρονιά εµφανίστηκε στη Ρώµη ο πρώτος Κατάλογος Απαγορευµένων Βιβλίων, εξαιτίας δογµατικού
περιεχοµένου ή κριτικής προς τη Λατινική Εκκλησία. Αποτέλεσµα της Συνόδου του Τριδέντου, η οποία συνεδρίασε αρκετές φορές την
περίοδο 1545-1563, ήταν ν᾽ αντικατασταθεί από τον πιο εµπεριστατωµένο Κατάλογο Απαγορευµένων Συγγραφέων και Βιβλίων, ο
οποίος µετά το 1571 ενηµερωνόταν από την διακριτή αλλά συγγενική Επιτροπή για τον Κατάλογο. Το 1616 γνωµοδότησαν για τις
προτάσεις αφενός της ακινησίας του ήλιου στο κέντρο του σύµπαντος κι αφετέρου για την περιφορά της γής γύρω του, κρίνοντας και τις
δύο «φιλοσοφικά ανόητες και άτοπες», ενώ θεολογικά η πρώτη χαρακτηρίστηκε «τυπικά αιρετική» και η δεύτερη, «τουλάχιστον
εσφαλµένη πίστη». Η εκτίµηση αυτή κατέταξε το έργο του Κοπέρνικου De Revolutionibus Orbium Coelestium στον Κατάλογο , µέχρι που
αναθεωρήθηκε και ο Γαλιλαίος επιπλήχθηκε για τον Κοπερνικισµό του. Ήταν το ίδιο σώµα που δίκασε τον Γαλιλαίο το 1633.

Η υπόθεση Γαλιλαίου
Ο Γαλιλαίος ως ένας από τους πλέον φηµισµένους επιστήµονες της εποχής του, προβληµάτιζε µε τις απόψεις του θετικά ή αρνητικά, όχι
µόνον τους µαθητές του, αλλά αξιωµατούχους της Εκκλησίας και το κοινό γενικότερα. Αυτό τον κατέστησε στόχο πολλών καταγγελιών
κατά των θεωριών του, αλλά και του δόγµατος Κοπέρνικου, το οποίο υποστήριζε.

Το 1611 ο Γαλιλαίος προσελκύει για πρώτη φορά την προσοχή της Ιεράς Εξέτασης, όσον αφορά στις απόψεις του για τον Κοπέρνικο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ένας Δοµινικανός µοναχός, ο Niccolo Lorini, ο οποίος είχε νωρίτερα επικρίνει την άποψη του Γαλιλαίου σε
ιδιωτικές συνοµιλίες, καταθέτει γραπτή καταγγελία στην Ιερά Εξέταση κατά των απόψεων του Γαλιλαίου για τον Κοπέρνικο. Σε
απάντηση ο Γαλιλαίος καταθέτει µια µακρά επιστολή στον Καρδινάλιο Piero Dini (υψηλόβαθµο στέλεχος του Βατικανού)
υπερασπιζόµενος την θεωρία του, καθώς και επιστολή προς την Μεγάλη Δούκισσα Χριστίνα υποστηρίζοντας την ελευθερία της έρευνας
και ταξιδεύει στην Ρώµη για να υπερασπιστεί τις ιδέες του.

Το 1616, η Επιτροπή του Καταλόγου, πέραν των προαναφερθέντων για την ηλιοκεντρική θεωρία του σύµπαντος, είχε γνωµοδοτήσει υπέρ
της αιρετικότητάς της. Κατόπιν εντολής του Πάπα Παύλου V, ο καρδινάλιος Βελλαρµίνος καλεί τον Γαλιλαίο στην κατοικία του και τον
προειδοποιεί να µην διαδίδει, ή υπερασπίζεται την θεωρία του Κοπέρνικου και του απαγορεύει να συζητά την θεωρία προφορικώς ή
γραπτώς. Ταυτόχρονα καθησυχάζεται από τον Πάπα Παύλο V και τον Βελλαρµίνο ότι δεν κινδυνεύει να προσαχθεί σε δίκη από την Ιερά
Εξέταση. Το 1624 ο Γαλιλαίος συναντώµενος επανειληµµένα µε τον φίλο και προστάτη του (την εποχή εκείνη) Πάπα Ουρβανό VIII, του
επιτρέπεται να γράφει για την θεωρία του Κοπέρνικου εφ’ όσον την αντιµετωπίζει ως µαθηµατική υπόθεση.
Πίνακας του Cristiano Banti του 1857 ο οποίος απεικονίζει τον Γαλιλαίο ενώπιον
της Ρωµαϊκής Ιεράς Εξέτασης.

Το 1625 κατατίθεται στην Ιερά εξέταση από άγνωστο πρόσωπο καταγγελία εναντίον του Γαλιλαίου για την δηµοσίευση του έργου του ο
Δοκιµαστής. Η καταγγελία του προσάπτει το γεγονός ότι σε αυτό το βιβλίο ασπάζεται την ατοµιστική θεωρία η οποία δεν συµβιβάζεται
µε το επίσηµο δόγµα της εκκλησίας σχετικά µε την Θεία Ευχαριστία, σύµφωνα µε την οποία ο άρτος και το κρασί «µετουσιώνονται» στην
σάρκα και το αίµα του Χριστού. Κατόπιν έρευνας από την ιερά εξέταση, ο Γαλιλαίος απαλλάσσεται.

Το 1630 ολοκληρώνει το βιβλίο «Διάλογος σχετικά µε τα δυο κυρίαρχα συστήµατα του κόσµου» στο οποίο συζητώνται και
συγκρίνονται τα µοντέλα του Πτολεµαίου του Κοπέρνικου και λαµβάνει την έγκριση να το εκδώσει (υπό όρους) από το Βατικανό.. Το
βιβλίο τυπώθηκε το 1632, αλλά ο Πάπας Ουρβανός, πειθόµενος από τα επιχειρήµατα των διαφόρων εκκλησιαστικού οργάνων, σταµατά
την διανοµή – η υπόθεση παραπέµπεται στην Ιερά Εξέταση και ο Γαλιλαίος καλείται στην Ρώµη.
Ο Γαλιλαίος ανακρίνεται το 1633 επί 18 ηµέρες και στις 30 Απριλίου οµολογεί ότι ίσως υπήρξε υπερβολικός όσον αφορά στην θεωρία του
Κοπέρνικου, προσφερόµενος να την αντικρούσει στο επόµενο βιβλίο του. Ασυγκίνητος, όµως ο Πάπας αποφασίζει ότι ο Γαλιλαίος πρέπει
να φυλακισθεί και λίγο καιρό µετά εξετάζεται από την Ιερά Εξέταση και καταδικάζεται σε φυλάκιση και θρησκευτικές µετάνοιες, ενώ την
ποινή υπογράφουν οι έξι από τους δέκα ιεροεξεταστές. Σε επίσηµη τελετή στην εκκλησία της Santa Maria Sofia Minerva, ο Γαλιλαίος
αποκηρύσσει τα σφάλµατά του. Κατόπιν τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισµό στην Σιέννα και µετά από πολλές ταλαιπωρίες αρχίζει την
συγγραφή του βιβλίου του «Οµιλίες και Μαθηµατικές αποδείξεις που αφορούν σε δύο νέες επιστήµες». Ο Γαλιλαίος, παρά τα πολλά
προβλήµατα υγείας παρέµεινε υπό κράτηση µέχρι τον θάνατό του το 1642. Η Εκκλησία το 1983 αποδέχθηκε ότι τελικά είχε δίκιο.

Διαδικασίες Ιεράς Εξέτασης

Αναφερόµενη στην Ιερά Εξέταση, η Helen Ellerbe αναφέρει ότι το ίδιο άτοµο ήταν εισαγγελέας και δικαστής αποφασίζοντας ταυτόχρονα
για την καταδίκη της αίρεσης. Όταν ένας Ιεροεξεταστής έφτανε σε µια πληττόµενη από αίρεση περιοχή, έδιδε αρχικά µια περίοδο
χάριτος 40 ηµερών, προκειµένου όσοι επιθυµούν να οµολογήσουν την πίστη τους. Με το πέρας αυτής, οι κάτοικοι καλούντο να
παρουσιαστούν ενώπιον του ανακριτή. Οι πολίτες που κατηγορούνταν ως αιρετικοί συλλαµβάνονταν, δένονταν, φιµώνονταν και
µεταφέρονταν στο Ιερό Εξεταστήριο για ανάκριση.

Το 1244, το Συµβούλιο της Harbonne όρισε ότι ουδείς οίκτος υπάρχει…..ούτε χάριν του συζύγου προς την σύζυγο ή αντίστροφα, ούτε
του γονέα προς το παιδί και το αντίστροφο. Τα θύµατα οδηγούντο ενώπιον του δικαστή, ενώ αυτός µελετούσε τα έγγραφα κατηγορίας.
Κατά την πρώτη εξέταση, αρκετά από τα περιουσιακά τους στοιχεία κατάσχονταν, προκειµένου να καλυφθούν τα έξοδα της
προκαταρκτικής έρευνας.
Practica Inquisitionis

Ο κατηγορούµενος στη συνέχεια υποβάλλονταν σε ερωτήσεις, ως επί το πλείστο παραπλανητικές και διφορούµενες, προκειµένου µε τις
απαντήσεις να επιβαρύνει την θέση του. Οι περισσότεροι εξεταστές χρησιµοποιούσαν το εγχειρίδιο ανάκρισης του Bernardus Guidonis,
συγγραφέα του Practica Inquisitionis (Πρακτική της Ιεράς Εξέτασης) και το Directorium Inquisitorum (Κατευθυντήρια γραµµή για
Ιεροεξεταστές) του Nicolaus Eymerich, Μεγάλου Ιεροεξεταστή της Αραγονίας. Αυτά ήσαν τα πρώτα αυθεντικά κείµενα – βιβλία για
χρήση από τους ιεροεξεταστές, µέχρι την έκδοση των Οδηγιών Torkemada το 1483, που ήταν ολοκληρωµένο και πλήρες εγχειρίδιο
ανάκρισης.

Το κεφάλαιο του εγχειριδίου που έχει τίτλο «Τα βασανιστήρια» περιέχει τα κάτωθι αποσπάσµατα:

«Τα βασανιστήρια δεν αποτελούν αλάνθαστη µέθοδο για να αποκοµίσεις την αλήθεια. Υπάρχουν ορισµένοι άνδρες τόσο µικρόψυχοι που
στο πρώτο σύµπτωµα πόνου θα οµολογήσουν εγκλήµατα που δεν διέπραξαν ποτέ. Άλλοι είναι τόσο γενναίοι και δυνατοί ώστε υποφέρουν
τα πλέον σκληρά βασανιστήρια»
Ο συγγραφέας δίδει περαιτέρω κατευθύνσεις:

«Αφού καθορισθεί το είδος των βασανιστηρίων και πριν τα εφαρµόσει ο δήµιος, ο ανακριτής πρέπει να κάνει συνεχείς προσπάθειες
προκειµένου να πείσει τον κατηγορούµενο να οµολογήσει την αλήθεια. Οι δήµιοι και οι βοηθοί τους κατά την προετοιµασία πρέπει να
επιδεικνύουν σηµάδια λύπης και οίκτου, προκειµένου να επιτείνουν τον φόβο του και όταν αυτός είναι τελείως γυµνός οι εξεταστές πρέπει
να τον προτρέπουν να οµολογήσει υποσχόµενοι να του χαρίσουν την ζωή, εφόσον δεν είναι υπότροπος»

Αργότερα µετά τον 16ο αιώνα, ο Καρδινάλιος Giovanni Caraffa, ζηλωτής της καθαρότητας του Καθολικισµού, ο οποίος αργότερα έγινε
Πάπας, υιοθέτησε επίσης αυστηρή και σκληρή συµπεριφορά έναντι των αιρετικών. Το 1542, διορίστηκε από τον Πάπα Παύλο III
διαχειριστής της Ιεράς Εξέτασης. Η βιογραφία του Caraffa αναφέρει τους ακόλουθους κανόνες που συνέταξε ο ίδιος:

«Πρώτον, όταν αµφισβητείται η πίστη δεν πρέπει να υπάρξει καθυστέρηση. Με την παραµικρή υποψία, θα πρέπει να ληφθούν αυστηρά
µέτρα. Δεύτερον, δεν υπάρχει ευνοϊκή µεταχείριση στους αξιωµατούχους, όσο υψηλή και αν είναι η θέση τους. Τρίτον, συνίσταται να
τηρηθεί ακραία συµπεριφορά εναντίον εκείνων που προσπαθούν να προστατευθούν, θέτοντας τον εαυτό τους υπό την προστασία κάποιου
ηγεµόνα και τέταρτον, ουδείς άνθρωπος πρέπει να χαλαρώνει τις αντιστάσεις του, δείχνοντας ανοχή προς τους πάσης φύσεως
αιρετικούς»

Οι περισσότεροι κατηγορούµενοι οµολογούσαν προκειµένου να ξεφύγουν από την αγωνία και τα βασανιστήρια. Μόλις εκρίνοντο ένοχοι
παρεδίδοντο στις αρχές για να καούν στην πυρά. Οι αρνούµενοι να οµολογήσουν κατά την πρώτη ακρόαση, προφυλακίζονταν για
αρκετούς µήνες. Τα κελιά ήσαν υπόγεια, ώστε οι κραυγές του θύµατος να µην ακούγονται στα υπόλοιπα τµήµατα του κτιρίου. Σε
ορισµένα κελιά, οι κρατούµενοι δένονταν µεταξύ τους, ή µε αλυσίδες, ώστε να µην µπορούν να κινηθούν αναγκαζόµενοι να κοιµούνται
όρθιοι ή στο έδαφος. Σε ορισµένες περιπτώσεις, δεν υπήρχε φως ή εξαερισµός, κρατούνταν πεινασµένοι και διατηρούντο αποµονωµένοι
στο σκοτάδι χωρίς να επιτρέπεται η επαφή µε τον έξω κόσµο, µεταξύ των οποίων και η οικογένειά τους.

Το 1252, ο Πάπας Ιννοκέντιος IV ενέκρινε την δηµιουργία των διαβόητων θαλάµων βασανιστηρίων της Ιεράς Εξέτασης και την
δυνατότητα καταδίκης σε φυλάκιση, ή θάνατο των υπόπτων, χωρίς την συγκατάθεση των επισκόπων. Η αθώωση των κατηγορουµένων
ήταν πλέον αδύνατη. Έτσι οι Εξεταστές ήσαν ελεύθεροι να εξαντλήσουν όλη τη σκληρότητα και αυστηρότητα που απαιτείτο προκειµένου
να οµολογήσουν τα θύµατά τους. Ντυµένοι στα µαύρα µε κουκούλες µπορούσαν να αποσπάσουν οµολογίες από τον οποιονδήποτε. Η
Ιερά Εξέταση εφηύρε κάθε δυνατή συσκευή η οποία µπορούσε να προκαλέσει πόνο, προκειµένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της.

Ακόµα και η καταγγελία εις βάρος κάποιου και η κλήση από την Ιερά Εξέταση ήταν αρκετή για να προκαλέσει τρόµο στον γενναιότερο
άνθρωπο. Όσοι διέβησαν τις πόρτες του µαρτυρίου και κατόρθωσαν να επιζήσουν, κατέληξαν σωµατικά ακρωτηριασµένοι, ή διανοητικά
διαταραγµένοι για πάντα. Εκείνοι που παρέµειναν φυλακισµένοι στα µπουντρούµια τρελάθηκαν, ή αυτοκτόνησαν, προκειµένου να
λυτρωθούν από τα µαρτύρια.
Οι κατηγορούµενοι ήταν πρόθυµοι να ενοχοποιήσουν τον εαυτό τους για να ξεφύγουν από τη φρίκη, διότι όπως περιγράφει ο Henry
Charles Lea, µία από τις προϋποθέσεις αποφυγής των κυρώσεων ήταν ότι εφόσον οµολογήσουν, µπορούσαν να αναφέρουν άλλους
αιρετικούς και αποστάτες που γνώριζαν, ακόµη και φίλους γνωστούς, αλλά και αγαπητούς συγγενείς, γονείς, παιδιά, αδελφούς και
αδελφές.

Εκείνες τις εποχές ο ιερέας, ήταν κάτι λιγότερο από Θεός, µια κατάρα από τα χείλη του ήταν συχνά περισσότερο τροµακτική από τα
σωµατικά βασανιστήρια. Προκειµένου να στοιχειοθετηθεί κατηγορία για έναν επίσκοπο απαιτούνταν 72 µάρτυρες – για διάκονο 27
µάρτυρες – για αξιωµατούχο 7 µάρτυρες και για πολίτες αρκούσαν 2 µαρτυρίες.

Κατά τη διάρκεια της Εξέτασης οι κατηγορούµενοι δεν είχαν δικαίωµα σε νοµική αρωγή, ή συµβουλή και στερούνταν του δικαιώµατος να
γνωρίσουν τα ονόµατα των κατηγόρων τους. Δεν επιτρέπονταν µάρτυρες υπεράσπισης και δεν αναγνωρίζονταν ελαφρυντικά. Σε κάθε
περίπτωση, αυτός που µιλούσε υπέρ του κατηγορουµένου συλλαµβάνετο ως συνεργός. Ουδέποτε κατηγορούµενος της Ιεράς Εξέτασης
είδε τον κατήγορό του.
Henry Charles Lea

Ο Henry Charles Lea περιγράφει ότι γίνονταν δεκτές καταθέσεις ατόµων, τα οποία σε καµία άλλη δίκη θα γινόντουσαν δεκτοί ως
µάρτυρες, όπως εγκληµατίες, άλλοι αιρετικοί, ακόµη και ανήλικα παιδιά. Ο Ιεροεξεταστής Jean Bodin (1529-1596) συγγραφέας του De La
Demonomanie des Sorciers (Δαιµονοµανία των Μαγισσών) εκτιµούσε ιδιαίτερα τις µαρτυρίες παιδιών για την εκµαίευση οµολογιών. Τα
παιδιά όµως, δεν αποτελούσαν εξαίρεση όταν επρόκειτο να κατηγορηθούν, ή βασανισθούν. Η δε «θεραπεία» των νεαρών µαγισσών ήταν
ιδιαίτερα βίαιη.

Η υποψία και µόνο δικαιολογούσε βασανιστήρια. Μόλις ένα κορίτσι έκλεινε τα 9 ½ έτη και ένα αγόρι τα 10 ½ υπόκειντο σε έρευνα. Τα
µικρότερα από αυτή την ηλικία παιδιά, υπήρχε πιθανότητα να βασανισθούν προκειµένου να αποσπασθούν µαρτυρίες για να
χρησιµοποιηθούν εναντίον των γονέων τους. Ένας διάσηµος Γάλλος δικαστής ήταν γνωστό ότι είχε µετανοιώσει που είχε δείξει επιείκεια,
όταν αντί να κατηγορήσει τα παιδιά για µαγεία τα καταδίκασε µόνο να µαστιγωθούν, ενώ έβλεπαν τους γονείς τους να καίγονται.

Τα παιδιά των γονέων οι οποίοι σκοτώνονταν, ήσαν αναγκασµένα να επαιτούν στους δρόµους, ενώ ουδείς τολµούσε να τους δώσει τροφή
ή καταφύγιο. Η υποψία ήταν αρκετή για να διώξει ακόµη και τους πιο κοντινούς συγγενείς και φίλους του άτυχου παιδιού. Ακόµη και η
συµπάθεια προς αυτά ερµηνευόταν ως συµπάθεια προς την αίρεση τους.

Παπική Ιερά Εξέταση (1233)


ου
Στο τέλος του 12 αιώνα, οι αιρέσεις εξαπλώνονταν ταχύτατα στη Νότια Γαλλία. Προς τούτο στάλθηκαν στην περιοχή απεσταλµένοι
του Πάπα Ιννοκέντιου ΙΙΙ µε αποστολή να εντείνουν την αυστηρότητα των κατασταλτικών µέτρων κατά των Καθαρών (Χριστιανικό
κίνηµα του Μεσαίωνα, µέλη του οποίου εξακολουθούν να υπάρχουν µέχρι σήµερα σε διάφορες χώρες). Το 1200, ο Peter του Castelnau
διορίζεται ιεροεξεταστής στη νότια Γαλλία. Οι αρµοδιότητες των Παπικών απεσταλµένων ενισχύονται ώστε να µην υπάρχουν
προβλήµατα από µη συµµορφούµενους επισκόπους. Επίσκοποι όπως ο Diego και ο Dominec έρχονται στο προσκήνιο.

Το 1207 ο κόµης Raymond της Τουλούζης αυτοκαθαιρείται, πριν ο Peter του Castelnau αποφασίσει να εξοντώσει τους αιρετικούς που είχε
υπερασπισθεί. Ο Dominec εισηγείται σταυροφορία εναντίον των Αλβιγηνών. Οι Ιεροεξεταστές του Πάπα καταδίκασαν και τιµώρησαν
επιβάλλοντας την θανατική ποινή στους υπερασπιστές των αιρετικών µε τη σύµφωνη γνώµη των πολιτικών δυνάµεων.

Η Ιερά Εξέταση, επρόκειτο να καταστεί µόνιµος θεσµός στηριζόµενη στην δύναµη και την επιτυχία της Παπικής Λεγατινής Ιεράς
Εξέτασης. Η 4η Σύνοδος του Λατερανού µε πρόεδρο τον Πάπα Ιννοκέντιο ΙΙΙ έκανε τα πρώτα βήµατα. Τα συνοδικά δικαστήρια
απέκτησαν χαρακτήρα ανακριτικών δικαστηρίων. Οι Σύνοδοι πραγµατοποιούνταν σε κάθε επαρχία σε ετήσια βάση και οι παραβιάσεις
του Λατερανού κανόνα τιµωρούνταν αυστηρά. Οι καταδικασθέντες αφήνονταν στην δικαιοδοσία της κοσµικής εξουσίας και οι περιουσίες
τους κατάσχονταν. Οι κοσµικές εξουσίες έπρεπε να νουθετούν και σε περίπτωση ανάγκης, να εξαντλούν τα όρια της εξουσίας τους,
προκειµένου να εξοντώσουν όλους όσους είχαν επισηµανθεί ως αιρετικοί από την εκκλησία.
Οποιαδήποτε άρνηση αξιωµατούχου να καθαρίσει την επαρχία του από αιρέσεις είχε ως επακόλουθο τον αφορισµό του. Αν επέµενε,
γινόταν καταγγελία στον Πάπα, ο οποίος του αφαιρούσε την εξουσία και κατόπιν έθετε την περιοχή υπό τον έλεγχο των Καθολικών,
προκειµένου να εξοντώσουν τους αιρετικούς. Όσοι συµµετείχαν στην εκστρατεία για την εξόντωση των αιρετικών είχαν την ίδια
µεταχείριση µε τους Σταυροφόρους που πήγαν στους Αγίους Τόπους.

Το Συµβούλιο της Τουλούζης το 1229 ενέκρινε µια σειρά κανόνων οι οποίοι προσέδιδαν µόνιµο χαρακτήρα στην Ιερά Εξέταση, ως
θεσµικό όργανο. Συγκεκριµένα καθιέρωσε – υπέδειξε τις διαδικασίες που χρησιµοποιούνταν για ανάκριση, καταδίκη και τιµωρία. Οι
αιρετικοί στερούντο ιατρικής φροντίδας – τα σπίτια στα οποία κατοικούσαν ισοπεδώνονταν – έπρεπε να παραδοθούν στον επίσκοπο, ή τις
τοπικές αρχές – η έκπτωση από τα δηµόσια δικαιώµατα γινόταν κατόπιν Παπικής έγκρισης. Όποιος επέτρεπε σε αιρετικό να παραµένει
στην περιοχή του, ή τον προστάτευε κατ’ ελάχιστο, έχανε την περιουσία και το αξίωµά του (εφόσον κατείχε). Το τοπικό δικαστικό σώµα
συµµετείχε στις έρευνες για τους αιρετικούς και οι µεν άνδρες από την ηλικία των 14 οι δε γυναίκες από την ηλικία 12 ετών έπρεπε να
δώσουν όρκο τον οποίον ανανέωναν, κάθε δύο χρόνια, ότι θα ενηµερώνουν τις αρχές σχετικά µε τους αιρετικούς.

Αυτό κατέστησε κάθε άτοµο άνω των ηλικιών αυτών, υποψήφιο «κυνηγό» µε αποστολή να παρακολουθεί, να βασανίζει και να σκοτώνει.
Επιπλέον τοπικά συµβούλια προστέθηκαν σε αυτούς τους κανονισµούς, πάντα προς την κατεύθυνση της αυστηρότητας. Η οργανική
ανάπτυξη της Παπικής Ιεράς Εξέτασης προχώρησε γρήγορα. Διαπιστώθηκε ότι οι επίσκοποι, για διάφορους λόγους, δεν εφάρµοζαν
πάντα τους σκληρούς κανόνες των συµβουλίων. Έτσι ο Πάπας Γρηγόριος IX, τον Αύγουστο του 1231, έθεσε την Ιερά Εξέταση υπό τον
έλεγχο των Δοµινικανών, για την υπεράσπιση της εκκλησίας κατά των αιρέσεων. Προς τούτο διορίστηκαν Δοµινικανοί ανακριτές στην
Αραγονία, την Γερµανία, την Αυστρία, την Λοµβαρδία και στην Νότια Γαλλία.

Το χρονικό του ανακριτή Guilhem Pelhisso περιγράφει τα πιο τραγικά επεισόδια που διαδραµατίζονταν στη Γαλλία επί έναν αιώνα. Οι
Guillaume Arnaud, Peter Cella, Bernard of Caux, Jean de St Pierre, Nicholas of Abbeville, Foulques de St Georges, ήσαν οι επικεφαλής
ανακριτές µε απόλυτη δικαιοδοσία για την καταδίκη των αιρετικών σε θανάτωση δια πυράς.
Konrad_von_Marburg

Ένας από τους κορυφαίους ιεροεξεταστές της Γερµανίας ήταν ο Conrad του Marburg ο οποίος ήταν τέρας ψυχραιµίας, στενόµυαλος και
λέγεται ότι η µισαλλοδοξία του άγγιζε την παραφροσύνη. Ο Conrad κλήθηκε από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΧ «να µην τιµωρήσει το κακό,
αλλά να βλάψει την αθωότητα µε φόβο» και του δόθηκε πλήρης εξουσία χωρίς την υποχρέωση να ακούει τις περιπτώσεις, αλλά να
εκδίδει απόφαση, η οποία ήταν οριστική χωρίς δυνατότητα έφεσης.
Ήταν εξουσιοδοτηµένος να διοικεί τον κοσµικό βραχίονα, να αφορίζει προστάτες της αίρεσης και να θέτει απαγορεύσεις σε ολόκληρες
περιοχές. Κατά τη θητεία του, ο ίδιος υποστήριξε ότι είχε αποκαλύψει εστίες «σατανιστών». Παρακινούµενοι από αυτό το παράδειγµα,
πολλοί Δοµινικανοί και Φραγκισκανοί ενώθηκαν µε αυτόν και έγιναν πρόθυµοι βοηθοί του. Είχε επίσης καταδικάσει την «γάτα» µε
σκοπό να θεωρηθεί ως σύµβολο µαγείας. Χαρακτηριστικά κάποτε κατά τη διάρκεια της δίωξης των αιρέσεων στη Ρηνανία από τον
Conrad, ένας καταδικασµένος, δεν καιγόταν στην πυρά παρά τις προσπάθειες από τους φανατισµένους δήµιους. Τότε ένας προνοητικός
ιερέας έφερε στην πυρά καθαγιασµένα όστια. Αυτά αµέσως διέλυσαν τα ξόρκια της µαγείας και ο άτυχος αιρετικός µετατράπηκε σε
στάχτη.

Άλλοι διάσηµοι ιεροεξεταστές ήσαν ο Peter στην Βερόνα, ο Robert ο Βούλγαρος στη βορειοανατολική Γαλλία, και ο Bernardus Guidonis
στην Τουλούζη. Ο Γκουιντονί θεωρούνταν ο πιο έµπειρος ιεροεξεταστής έχοντας καταδικάσει 900 περίπου αιρετικούς, µε
καταγεγραµµένες θανατικές καταδίκες, 89 ατόµων εντός 15 ετών. Η περιουσία τους όχι µόνο κατασχόταν και οι κληρονόµοι τους έχαναν
κάθε δικαίωµα διεκδίκησης, αλλά υφίσταντο περαιτέρω ποινές. Στα βόρεια της Γαλλίας η Ιερά Εξέταση σηµαδεύτηκε από µία σειρά
ζοφερών γεγονότων. Ο Ροβέρδος της Μπουγκρ, πέρασε έξι χρόνια, περνώντας µέσα από τη Νιβέρν, τη Βουργουνδία, τη Φλαµανδία και
τη Σαµπαίϊν, καίγοντας στη πυρά άτυχους που τους καταδίκαζε χωρίς ετυµηγορίες.

Ισπανική Ιερά Εξέταση (1478-1834)

Το 1478 µε την έγκριση του Πάπα Σίξτου IV, καθιερώθηκε η Ισπανική Ιερά Εξέταση η οποία ήταν ουσιαστικά αναπροσαρµογή και
επέκταση ενός αρχαίου δικαστηρίου που υπήρχε από τον 13ο αιώνα κυρίως για να ανακαλύπτει και να εξοντώνει Εβραίους και
Μουσουλµάνους οι οποίοι ασκούσαν κρυφά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Η λειτουργία αυτού του «αγίου γραφείου» εξασθένησε και αποδεκάτισε κατά πολύ τον πληθυσµό της Ισπανίας. Θεωρείται η πιο
θανατηφόρα και διαβόητη Ιερά Εξέταση, καθώς πρώτα από όλα, ήταν η πιο οργανωµένη και δεύτερον, ήταν πολύ πιο επιρρεπής και
ανοικτή στην θανατική ποινή από την Παπική Ιερά Εξέταση. Το άγιο γραφείο καλύφθηκε µε µυστικότητα, χωρίς δισταγµό κρατούσε
κρυφά, παραποιούσε, απέκρυπτε και πλαστογραφούσε αναφορές από χιλιάδες δίκες.
Ο Φερδινάνδος στα αριστερά µε την Ισαβέλλα στα δεξιά.
Η εκχάραξη άνωθεν τους προσδιορίζει ως Λόρδος
Φερδινάνδος και Λαίδη Ισαβέλλα Βασιλείς της Καστίλης
και της Αραγωνίας_wikipedia

Οι δύο πρώτοι Ιεροεξεταστές της περιφέρειας της Σεβίλλης διορίστηκαν από τον βασιλέα Φερδινάνδο και την βασίλισσα Ισαβέλλα µε
σκοπό να συγκεντρώσουν τους πλουσιότερους αιρετικούς. Ο λόγος που έγινε αυτό ήταν πως η περιουσία των κατηγορουµένων
διανεµόταν σε ίσα µέρη ανάµεσα στον Καθολικό θρόνο και τους Δοµινικανούς.
Η Καθολική Ισπανική κυβέρνηση πλήρωνε επίσης άµεσα τα έξοδα και λάµβανε το καθαρό κέρδος κατευθείαν από τους
κατηγορούµενους. Σύµφωνα µε τον αστικό κώδικα, στους ανθρώπους που καταδικάζονταν για θρησκευτική προδοσία τους
επιβάλλονταν θανατική ποινή και τα αγαθά τους κατάσχονταν ενώ η Καθολική Εκκλησία κέρδιζε από τις περιουσίες τους.
Τοποθετήθηκαν επιπλέον Ιεροεξεταστές, ανάµεσα τους ο Τόµας Τορκεµάδα, που την επόµενη χρονιά διορίστηκε Γενικός Ιεροεξεταστής
ολόκληρης της Ισπανίας.

Ο Τορκεµάδα, του οποίου καθήκον ήταν να οργανώσει τους κανόνες των διαδικασιών της Ιεράς Εξέτασης στις Σεβίλλη, Καστίλλη και
Αραγονία, πίστευε πως η τιµωρία των αιρετικών ήταν ο µόνος τρόπος να επιτευχθεί πολιτική και θρησκευτική ενότητα στην Ισπανία.
Όσοι αρνούνταν να ασπαστούν τον Καθολικισµό οδηγούνταν στην πυρά και καιγόταν ζωντανοί σε µια Καθολική διαδικασία και τελετή
γνωστή ως «auto da fe» (πράξη πίστης).

Ρωµαϊκή Ιερά Εξέταση (1542-1700)

Στις αρχές του 16ου και 17ου αιώνα η Καθολική Εκκλησία υπέστη ανασχηµατισµό ο οποίος περιελάµβανε δύο ενέργειες:
– Αµυντική αντίδραση κατά της Μεταρρύθµισης, µιας κίνησης που ξεκίνησε από τον Μαρτίνο Λούθηρο το 1517 και δηµιούργησε
τον Προτεσταντισµό.
– Αναµόρφωση του Καθολικισµού βάσει της οποίας οι Προτεστάντες ήσαν πολέµιοι των Καθολικών.

Η Ρωµαϊκή Καθολική Εκκλησία συγκάλεσε το συµβούλιο της Τρεντ ως πράξη άµυνας στον Προτεσταντισµό. Το 1542, ο Πάπας Παύλος
ΙΙΙ (1534-49) όρισε το Άγιο Γραφείο ως το υπέρτατο δικαστήριο σε δίκες που αφορούσαν αιρέσεις. Η Εκκλησία επίσης εξέδωσε κατάλογο
απαγορευµένων βιβλίων. Τα αιρετικά βιβλία πέρασαν στη παρανοµία και προς τούτο γινόταν έρευνα κατ’ οίκον. Κάθε βιβλίο που
βρισκόταν εξεταζόταν λεπτοµερώς προκειµένου να βρεθεί κάποιο εδάφιο που µπορούσε να ερµηνευθεί ως αντίθετο στις αρχές ή τα
συµφέροντα της Καθολικής πίστης.

Ο µη κληρικός βοηθός δεν επιτρεπόταν να µάθει να διαβάζει ή να γράφει χωρίς άδεια. Ουδείς κατώτερος σε βαθµό µπορούσε να
επηρεάσει κάποιον ανώτερο. Η εκκλησία χρησιµοποίησε αυτόν τον κανόνα ως µέσο ελέγχου των υφισταµένων της.

Η λογοκρισία των βιβλίων είχε τρεις µορφές:


– Πλήρη καταδίκη και καταστροφή.
– Αφαίρεση συγκεκριµένων αµφισβητούµενων εδαφίων ή παραγράφων.
– Διόρθωση παραγράφων ή διαγραφή συγκεκριµένων λέξεων.

Κάθε χρόνο εκδιδόταν κατάλογος των βιβλίων που ενέπιπταν σε έναν από τους παραπάνω τρόπους λογοκρισίας και µετά την έκδοση
όποιος βρισκόταν να έχει στην κατοχή του απαγορευµένο, ή µη λογοκριµένο, ή µη διορθωµένο αντίτυπο, κρινόταν ένοχος και υπόκειτο σε
αυστηρές τιµωρίες. Ο συγγραφέας και ο εκδότης τέτοιου βιβλίου συνήθως περνούσαν το υπόλοιπο της ζωής τους στα µπουντρούµια της
Ιεράς Εξέτασης. Ο τελικός σκοπός ήταν να εξαλειφθούν οι επιρροές του Προτεσταντισµού στην Ευρώπη.
Αρκετοί πόλεµοι ξεκίνησαν ως αποτέλεσµα της θρησκευτικής διαµάχης, καθώς οι Καθολικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να σταµατήσουν
την εξάπλωση του Προτεσταντισµού στην χώρα. Αυτές οι προσπάθειες εξάπλωσης οδήγησαν σε εµφύλιο πόλεµο στην Γαλλία από το
1562 ως το 1598 και σε εξέγερση στις Κάτω Χώρες στα έτη 1565 ως 1648. Η θρησκεία ήταν η κύρια αιτία πολέµου µεταξύ της Ισπανίας και
της Αγγλίας από το 1585 ως το 1604.

Ήταν επίσης η αιτία του Τριακονταετούς Πολέµου από το 1618 ως 1648 που επικεντρώθηκε στη Γερµανία στον οποίο τελικά συµµετείχαν
όλα τα µεγάλα έθνη της Ευρώπης και ο οποίος είχε ως αποτέλεσµα να µειωθεί ο πληθυσµός στο ήµισυ. Η εκτίµηση του αριθµού των
θανάτων κατά τη διάρκεια των Ιερών Εξετάσεων κυµαίνεται σε παγκόσµια κλίµακα από 600.000 µέχρι εκατοµµύρια και καλύπτει
διάρκεια περίπου έξι αιώνων.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ υπολόγισε τα θύµατα της Ιεράς Εξέτασης σε πέντε εκατοµµύρια, όπως λέγεται και σαφώς ο αριθµός είναι
µεγαλύτερος αν λάβουµε υπ’ όψιν, τις/τους συζύγους, τους γονείς και παιδιά, τα αδέρφια και άλλους συγγενείς αυτών που βασανίστηκαν
και σφαγιάστηκαν από τον θεσµό. Σε αυτά τα εκατοµµύρια θα πρέπει να προστεθούν και άλλοι που σκοτώθηκαν σε πολέµους οι οποίοι
προσπαθούσαν να επιβάλλουν την Ιερά Εξέταση σε κατοίκους διαφόρων χωρών, όπως οι Κάτω Χώρες και η Γερµανία.

Τα βασανιστήρια

«Ο φόβος είναι η βάση των πάντων – φόβος του αγνώστου, φόβος της ήττας, φόβος του θανάτου. Ο φόβος είναι ο γονέας της σκληρότητας
και γι’ αυτό δεν είναι παράξενο που σκληρότητα και θρησκεία έχουν βαδίσει πλάι – πλάι» Μπερτράντ Ρουσέλ

Μεσαιωνικές Μηχανές Βασανιστηρίων

Φτάνοντας στο απόγειο τους τον 12ο αιώνα, τα βασανιστήρια χρησιµοποιήθηκαν σε µεγάλες υποθέσεις καθώς και εναντίον
υποτιθέµενων αιρετικών. Από τα µέσα του 14ου αιώνα µέχρι το τέλος του 18ου τα βασανιστήρια αποτελούσαν κοινή και καθιερωµένη
νοµική διαδικασία των περισσοτέρων Ευρωπαϊκών κρατών σε περιπτώσεις αιρέσεων. Οι πιο συνήθεις τεχνικές βασανιστηρίων ήταν το
κάψιµο, ο ξυλοδαρµός και η ασφυξία, όµως παρακάτω αναφέρονται ορισµένες από τις πλέον εξωφρενικές και αποτρόπαιες τεχνικές.
Το ράφι

Το ράφι

Το ράφι ήταν σύνηθες όργανο βασανιστηρίων κατά των Μεσαίωνα και δηµοφιλές µέσον απόσπασης οµολογιών. Το θύµα δενόταν σε
σανίδα από τους καρπούς και τους αστράγαλους, ενώ κύλινδροι σε κάθε άκρη στρέφονταν τεντώνοντας το σώµα σε αντίθετες
κατευθύνσεις µέχρι να υποστούν ρήξη όλες οι αρθρώσεις. Σύµφωνα µε τον Puigblanch στην Ιστορία της Ιεράς Εξέτασης του Μέισον:

«Με αυτόν τον τρόπο το θύµα υφίσταντο οκτώ ισχυρές συσπάσεις στα άκρα του, δύο στα χέρια πάνω και κάτω από τους αγκώνες, δύο
στους µηρούς και άλλες δύο χαµηλά στα πόδια»

Έτσι δεµένος ο αιρετικός µπορούσε να υποβληθεί και σε επιπλέον βασανιστήρια µέχρι να παραδεχθεί την πίστη του. Ο τροχός
χρησιµοποιήθηκε εκτεταµένα κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης. Άλλες µέθοδοι βασανισµού περιλάµβαναν το δέσιµο του
κρατουµένου από τη πλάτη σε µία ράβδωση του τραπεζιού. Από πάνω του βρισκόταν ένα τεράστιο εκκρεµές, η άκρη του οποίου ήταν
αιχµηρή και το εκκρεµές επιµηκυνόταν σε κάθε ταλάντωση. Το θύµα έβλεπε την αιχµή να ταλαντώνεται σε µικρή απόσταση από τα
µάτια του. Κάποια στιγµή όταν η αιχµή πλησίαζε αρκετά, άρχιζε να κόβει το δέρµα συνεχίζοντας όλο και βαθύτερα µέχρι να τερµατιστεί
η ζωή του θύµατος.

Το σκαρί

Το σκαρί

Το θύµα τοποθετείτο µε τα πόδια εγκλωβισµένα στο ύψος των αστραγάλων σε δύο ξύλινες σανίδες Με τα πόδια των θυµάτων στο σκαρί,
δύο ξύλα συσφιγµένα µεταξύ τους και στα δύο τους πόδια πάνω από τους αστραγάλους. Κατόπιν εφαρµοζόταν στα πέλµατα φλεγόµενο
µαγκάλι αφού πρώτα είχαν αλειφθεί µε λαρδί και αυτά στην αρχή γέµιζαν φουσκάλες και µετά ψήνονταν. Στα µεσοδιαστήµατα του
βασανισµού, µία σανίδα έµπαινε ανάµεσα στη φωτιά και τα πόδια η οποία αφαιρούνταν µόλις τα θύµατα δεν υπάκουγαν τις εντολές να
οµολογήσουν την ενοχή τους για την οποία είχαν κατηγορηθεί. Αυτό το βασανιστήριο ήταν πιο επώδυνο, αλλά λιγότερο θανατηφόρο από
τον τροχό και εφαρµοζόταν όταν το θύµα βασανισµού ήταν γυναίκα. Ήταν προτιµητέο επίσης όταν έπρεπε να πειστούν παιδιά να
καταθέσουν κατά των γονιών τους. Ελαφρύτερα βασανιστήρια ήταν το δέσιµο ενός κοµµατιού σίδερου σε ένα άκρο και η τοποθέτηση ενός
συστροφέα για να ωθείται µέσα στη σάρκα, ή η πίεση των δακτύλων µε ράβδους, ή η αφαίρεση ενός νυχιού από τα δάκτυλα του χεριού ή
του ποδιού, όλα χρησιµοποιούµενα κατά ανθρώπων που δεν είχαν την ψυχική δύναµη να αντέξουν τα προηγούµενα βασανιστήρια.
Υδάτινο βασανιστήριο

Υδάτινο βασανιστήριο

Τα ρουθούνια του θύµατος έκλειναν και οκτώ τέταρτα του γαλονιού (λίτρα) ριχνόταν στον φάρυγγα του θύµατος µέσω ενός χωνιού.
Χρησιµοποιούτανκαι άλλες τεχνικές, συµπεριλαµβανοµένης της βίαιης εισδοχής ενός υφάσµατος στον φάρυγγα κατά τη διάρκεια ρίψης
νερού, που έκανε το αντανακλαστικό της κατάποσης να το φέρνει όλο και πιο κοντά στο στοµάχι παράγοντας όλες της αγωνίες της
ασφυξίας µέσω πνιγµού µέχρι το θύµα να χάσει τις αισθήσεις του. Σε µερικές περιπτώσεις, αντί για νερό, το βασανιστήριο διεξαγόταν µε
βραστό νερό ή ξύδι. Ο θάνατος συνέβαινε λόγω τεντώµατος ή σκίσιµο του στοµαχιού. Μία από τις πολλές καταγεγραµµένες υποθέσεις
της Ιεράς Εξέτασης ήταν το 1598 που αφορούσε έναν συλληφθέντα άντρα που είχε κατηγορηθεί ως «λυκάνθρωπος» και πως είχε
«καταληφθεί από δαίµονα» όσο βρισκόταν στη φυλακή. Η επίσηµη αναφορά δηλώνει πως ήταν τόσο διψασµένος που ήπιε ένα τεράστιο
δοχείο νερό και έτσι η κοιλιά του διογκώθηκε και µετά πέθανε.
Το πηρούνι των αιρετικών

Το όργανο αυτό αποτελούταν από δύο µικρά πιρούνια τοποθετηµένα το ένα απέναντι από το άλλο, µε τις τέσσερεις αιχµές τους χωµένες
µέσα στη σάρκα, κάτω από το σαγόνι και πάνω από το στήθος, µε τα χέρια δεµένα γερά πίσω από την πλάτη. Ένα µικρό κολάρο
υποστήριζε το όργανο µε τέτοιο τρόπο που τα θύµατα συνήθως ήταν αναγκασµένα να κρατούν τα κεφάλια τους ανασηκωµένα,
εµποδίζοντας κάθε κίνηση. Τα πιρούνια δεν τρυπούσαν ζωτικά σηµεία, επιµηκύνοντας έτσι το βασανιστήριο και ο θάνατος σχεδόν πάντα
αποφεύγονταν. Τα δόντια των πιρουνιών σε κάθε άκρο καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε οµιλία ή κίνηση των ατόµων. Το πιρούνι των
Αιρετικών ήταν πολύ διαδεδοµένο κατά την κορύφωση της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης.
Το αχλάδι_wikipedia

Το αχλάδι

Το αχλάδι ήταν µια µηχανή βασανιστηρίων που χρησιµοποιούνταν σε γυναίκες. Η µηχανή εισερχόταν στον κόλπο ή στο στόµα του
θύµατος και µετά διογκωνόταν µέσω κοχλία επιτυγχάνοντας το µέγιστο δυνατό άνοιγµα της κοιλότητας των θυµάτων. Η κοιλότητα
διεσπάτο ανεπανόρθωτα, σχεδόν θανάσιµα, σκίζοντας τους ιστούς, την σάρκα και τις µεµβράνες. Η συσκευή χρησιµοποιήθηκε
εκτεταµένα κατά της διάρκεια της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης για την απόσπαση οµολογιών από γυναίκες που είχαν κατηγορηθεί για
µαγεία.
Η µεταλλική µάσκα

Η µεταλλική µάσκα

Η Μεταλλική Μάσκα, πολλές φορές αποκαλούµενη Χαλινάρι της Ντάµας ή Χαλινάρι Επίπληξης, αποτελείτο από µία µεταλλική µάσκα
προσώπου και φίµωτρο µε καρφιά και τοποθετούνταν στις συζύγους µέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Πολλοί κληρικοί υποστήριζαν το
δικαίωµα των αντρών να µεταχειρίζονται έτσι τις συζύγους τους και να χρησιµοποιούν «σωτήριους περιορισµούς σε περίπτωση κακής
συµπεριφοράς» χωρίς τη παρέµβαση που κάποια δικαστικά αρχεία του 1824 αναφέρουν ως «κακόβουλες διώξεις». Γενικά το µόνο που
χρειαζόταν ένας σύζυγος ήταν να κατηγορήσει την γυναίκα του πως διαφωνεί µε τις αποφάσεις του και η Μεταλλική Μάσκα µπορούσε
να τοποθετηθεί. Το υποκείµενο τότε παρέλαυνε στους δρόµους ή δενόταν στο σταυροδρόµι της αγοράς για δηµόσια διαπόµπευση.
Τροχός

Τροχός

Ο Τροχός ήταν µία από τις δηµοφιλέστερες και ύπουλες µεθόδους βασανισµού και εκτέλεσης. Ένας γιγάντιος τροχός από καρφιά
κυλούσε µπροστά προκαλώντας έτσι τον πιο αγωνιώδη και βασανιστικό θάνατο. Άλλες παραλλαγές περιλάµβαναν τον «πλεγµένο»
τροχό, όπου το θύµα δενόταν σε αποβάθρα ή πλατφόρµα. Τα άκρα του άνοιγαν διάπλατα και δενόταν µε σιδερένιους κρίκους στο έδαφος.
Κοµµάτια ξύλο τοποθετούνταν στις κύριες αρθρώσεις, καρπούς, αστράγαλους, γόνατα, ισχία, και αγκώνες. Ο εκτελεστής τότε έσπαζε
κάθε άρθρωση µε τη σιδερένια επικάλυψη της άκρης του Τροχού, αποφεύγοντας τα θανάσιµα κτυπήµατα, ώστε να επιφέρει στο θύµα
έναν επίπονο θάνατο.
Μαστεκτοµέας_wikipedia

Μαστεκτοµέας

Το όνοµα αυτής της συσκευής µιλά από µόνο του. Οι γυναίκες που κατηγορούνταν για αίρεση, βλασφηµία, απιστία και µαγεία, ένιωθαν
τις συνέπειες της συσκευής, καθώς αυτή απέκοπτε τον µαστό από το στήθος τους. Η συσκευή χρησιµοποιήθηκε εκτεταµένα κατά τη
σφαγή των Δανών.
Κρεµαστά Κλουβιά_wikipedia

Κρεµαστά Κλουβιά

Αυτά τα κλουβιά κρέµονταν συνήθως σε δηµαρχεία και παλάτια αρχόντων. Βρισκόταν επίσης κοντά σε δικαστήρια και σε Καθεδρικούς
ναούς (sic). Το θύµα, γυµνό και εκτεθειµένο, έσβηνε αργά από πείνα και δίψα. Τα καιρικά φαινόµενα βοηθούσαν στον θάνατο του
θύµατος, από θερµοπληξία και εγκαύµατα το καλοκαίρι και κρύο τον χειµώνα. Τα θύµατα και τα πτώµατα συνήθως ακρωτηριάζονταν
πριν τοποθετηθούν στα κλουβιά για να αποτελέσουν χαρακτηριστικό παράδειγµα τιµωρίας. Τα πτώµατα έµεναν στα κλουβιά µέχρι
κυριολεκτικά να σαπίσουν.
Κολάρο στραγγαλισµού_wikipedia

Κολάρο στραγγαλισµού

Αρχικά το Κολάρο ήταν απλώς κρέµασµα µε διαφορετική ονοµασία. Όµως, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι εκτελεστές άρχισαν να
βελτιώνουν την χρήση του σχοινιού µέχρι που αποτέλεσε ισάξιο φόβητρο όπως και όλες οι άλλες σοβαρές τιµωρίες. Στην αρχή οι
εκτελεστές χρησιµοποίησαν το Κολάρο για να τερµατίσουν τα δεινά των αιρετικών που είχαν συνθλιβεί στον Τροχό, αλλά στις αρχές του
18ου αιώνα χρησιµοποιήθηκε ως µέθοδος αργού στραγγαλισµού. Στην αρχή τα κολάρα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από όρθια δοκάρια
µε µια οπή. Το θύµα στεκόταν ή καθόταν µπροστά στο δοκάρι ενώπιον πλήθους που επευφηµούσε και ένα σχοινί δενόταν γύρω από τον
λαιµό του. Οι άκρες των κορδονιών περνούσαν µέσα από την τρύπα του δοκαριού. Ο εκτελεστής τότε τραβούσε και τις δύο άκρες, ή τις
έστρεφε σαν τουρνικέ στραγγαλίζοντας σιγά σιγά το θύµα. Αργότερα έγιναν τροποποιήσεις που περιελάµβαναν ένα καρφί
τοποθετηµένο στο ξύλινο πλαίσιο πίσω από τον λαιµό του θύµατος, σπάζοντας τους σπονδύλους καθώς το σχοινί έσφιγγε.

Κεφαλοθραύστης
Κεφαλοθραύστης

Με το σαγόνι του θύµατος τοποθετηµένο σε σανίδα, µια βίδα έσπρωχνε την εσοχή κάτω προς το κρανίο του θύµατος. Τα δόντια του
θύµατος θρυµµατίζονταν και οι κόγχες των µατιών έλιωναν τα γύρω κόκκαλα. Τα µάτια συµπιεζόταν έξω από τις κόγχες τους και ο
εγκέφαλος έξω από το σπασµένο σε κοµµάτια κρανίο. Αυτή η συσκευή, παρόλο που δεν χρησιµοποιείται για εκτέλεση θανατικής ποινής,
είναι ακόµη σε χρήση ως ανακριτική µέθοδος. Ήταν σχεδιασµένη να επιφέρει µέγιστη αγωνία και σοκ, αφήνοντας το θύµα στην αρπάγη
για ώρες. Άλλες µέθοδοι συµπεριλάµβαναν µια βίδα στο κεφάλι που τοποθετούνταν γύρο από το µέτωπο και συσφίγγονταν. Οι
κατηγορούµενοι παραφρονούσαν τόσο από τον τροµερό πανικό τους να συνθλιβεί το κεφάλι τους που οµολογούσαν σε οποιαδήποτε
κατηγορία.

Κάψιµο στην Πυρά (auto da fe=πράξη πίστης)_wikipedia

Κάψιµο στην Πυρά (auto da fe=πράξη πίστης)

Ο Ιεροεξεταστής καταδίκαζε τον αιρετικό, ή την µάγισσα σε θάνατο µε κάψιµο στην πυρά παρουσία κοινού. Από τον προβληµατισµό
σχετικά µε τις εν λόγω πράξεις και το γεγονός ότι ήσαν νόµιµες, µπορεί κάποιος να αντιληφθεί τον τρόπο µε τον οποίο ο Τόµας Χόµπς
(Άγγλος φιλόσοφος) κατέληξε στα συµπεράσµατά του σχετικά µε την ανθρώπινη φύση.
«Αν ο άνθρωπος είναι ικανός για τόση βία και απανθρωπιά σε κατάσταση πολιτισµού, για τι θα ήταν ικανός αν δεν υπήρχαν νόµοι και δεν
υπήρχε οργανωµένη κοινωνία;» _Κάρολ Ντ. Μπος

Στο δεξιό τµήµα της εικόνας απεικονίζεται η Σιδηρά


παρθένα_wikipedia

Σιδηρά παρθένα (Παρθένα της Νυρεµβέργης)


Η Σιδερένια Παρθένα ή Παρθένα της Νυρεµβέργης ήταν δοχείο σε µέγεθος φερέτρου µε αναδιπλούµενες πόρτες όπου στο εσωτερικό των
θυρών υπήρχαν αιχµηρά καρφιά. Καθώς ο αιχµάλωτος κλεινόταν µέσα, τα καρφιά εισχωρούσαν στο σώµα του. Τα εν λόγω καρφιά δεν
ήσαν σχεδιασµένα να επιφέρουν ακαριαίο θάνατο και έτσι το θύµα αφηνόταν να ξεψυχήσει µε φρικτούς πόνους. Κάποια µοντέλα της
µηχανής περιλάµβαναν δύο καρφιά που έµπαιναν στα µάτια προκαλώντας τύφλωση. Μία από αυτές τις µηχανές παρουσιάστηκε το 1892.

Strappado_wikipedia

Μηχανή δεσίµατος (Strappado)


Μία από τις πιο συνηθισµένες τεχνικές βασανισµού. Το µόνο που χρειαζόταν για να στηθεί η µηχανή ήταν µία ανθεκτική δοκός και ένα
σχοινί. Οι καρποί του θύµατος δενόταν πίσω από τη πλάτη και το σχοινί πεταγόταν πάνω από τη δοκό. Το θύµα αφηνόταν
επανειληµµένα να πέσει από ύψος µέχρι τα χέρια και οι ώµοι του να εξαρθρωθούν. Την εν λόγω τιµωρία επέβαλε το Μυστικό Δικαστήριο
µέχρι το 1820.
Bootikens_wikipedia

Οι µπότες

Επίσης γνωστές και ως bootikens… Τα πόδια του θύµατος τοποθετούνταν συνήθως µεταξύ δύο σανίδων ξύλου και δενόταν µεταξύ τους
µε κορδόνια και σφήνες. Ο βασανιστής τότε χρησιµοποιούσε ένα τεράστιο βαρύ σφυρί για να κτυπάει τις σφήνες, φέρνοντας έτσι κοντά
την µία στην άλλη.
Το λίκνο του Ιούδα

Το λίκνο του Ιούδα

Το θύµα ξεγυµνωνόταν, υψωνόταν και κρεµόταν µε τα πόδια τεντωµένα εµπρός και τους αστραγάλους δεµένους. Ο βασανιστής τότε
έριχνε τον κατηγορούµενο στην πυραµίδα διατρυπώντας τον.
Γκιλοτίνα_wikipedia

Η γκιλοτίνα
Η Γκιλοτίνα θεσπίστηκε ως επίσηµο µέσο εκτέλεσης στην Γαλλία το 1792 κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Η συσκευή
ονοµάστηκε έτσι από τον Ιωσήφ Ιγνάτιο Γκιλοτίνο (1734-1814) µέλος της Επαναστατικής επιτροπής. Θεωρούσε την συσκευή ως έναν
γρήγορο και ελεήµονα τρόπο εκτέλεσης. Η γκιλοτίνα αποτελούνταν από δύο δοκάρια ενωµένα µε µια τραβέρσα στην κορυφή. Μια
βαριά ατσάλινη λεπίδα µε κοφτερή άκρη έµπαινε σε αυλάκια στα ξύλα και ένα σχοινί κρατούσε την λεπίδα στην θέση της. Όταν ο
εκτελεστής έκοβε το σχοινί, η λεπίδα έπεφτε και έκοβε το κεφάλι του θύµατος. Ήταν σε χρήση µέχρι το 1981, οπότε η Γαλλία κατήργησε
την θανατική ποινή και έπαυσε η χρήση της γκιλοτίνας. Η οικογένεια Γκιλοτίν αναγκάστηκε αργότερα να αλλάξει το επώνυµο της ως
αποτέλεσµα αυτής της εφεύρεσης.

Οι διώξεις µαγισσών

Ο όρος µάγισσα (αγγλικά witch) προέρχεται από την αρχαία Αγγλική λέξη wicca από την Γερµανική ρίζα wic, που σηµαίνει σκύβω ή
γυρνάω. Περιπτώσεις µαγείας εντοπίζονται στην αρχαιότητα, από τη Μήδεια που επιστράτευσε τις δυνάµεις της για να βοηθήσει τον
Ιάσωνα να πάρει το Χρυσόµαλλο Δέρας, µέχρι την µάγισσα του Ένδορ στην Παλαιά Διαθήκη την οποία συµβουλευόταν ο βασιλιάς
Σαούλ. Η µεγαλύτερη δικαιολογία της δίωξης των µαγισσών στην Ευρώπη αργότερα βασίστηκε σε βιβλικές αντιλήψεις και αποδόσεις
όπως :

«Δεν θα υποφέρεις αν αφήσεις µια µάγισσα να ζει;» (Έξοδος 22.18)


ή
«αυτά τα οποία οι µη Εβραίοι θυσιάζουν στους δαίµονες και όχι στον Θεό έτσι και εγώ δεν θέλω και δεν πρόκειται να έχω τέτοια σχέση µε
τους δαίµονες» (1 Προς Κορινθίους 10:20)

Αυτές οι αποδόσεις από τον 8ο αιώνα και εντεύθεν, συσχέτισαν την µαγεία µε την αποστασία, ξεκινώντας εκτεταµένες βίαιες
εκστρατείες για να παταχθεί η εξάπλωσή της.

Στο έργο «Σκοτεινή Πλευρά της Χριστιανικής Ιστορίας», η Έλεν Ελέρµπ παρέχει µια βάση δεδοµένων µιας περιόδου 300 χρόνων
ο ο
κυνηγιού µαγισσών από τον 15 µέχρι τον 18 αιώνα, την οποία ο R.H. Ρόµπινς ονοµάζει «ο σοκαριστικός εφιάλτης, το χειρότερο
έγκληµα και η βαθύτερη ντροπή του δυτικού πολιτισµού». Η Εκκλησία δηµιούργησε µια λεπτοµερή αντίληψη της λατρείας του
διαβόλου και µετά χρησιµοποίησε διωγµούς για να εξαλείψει την αντιγνωµία, να υποτάξει τους ανεξάρτητους σε απολυταρχικό έλεγχο
και να δυσφηµίσει τις γυναίκες.
ο
Τον 2 αιώνα ο Άγιος Κληµέντιος της Αλεξάνδρειας έγραφε:

«Κάθε γυναίκα θα πρέπει να είναι γεµάτη ντροπή µε τη σκέψη πως είναι γυναίκα»

Ο φιλόσοφος του 6ου αιώνα, Βοέθιους, έγραψε στην Παρηγοριά της Φιλοσοφίας:

«Η γυναίκα είναι ένας ναός κτισµένος επάνω σε βόθρο»


ο ο
Οι επίσκοποι του Συµβουλίου του Μακόν τον 6 αιώνα ψήφισαν αν οι γυναίκες είχαν ψυχή. Τον 10 αιώνα ο Όντο του Κλούνι διακήρυξε:

«Το να αγκαλιάζεις µια γυναίκα είναι σαν να αγκαλιάζεις ένα τσουβάλι κοπριά…»
ο
Τον 13 αιώνα ο άγιος Θωµάς Ακουίνας εκτιµούσε πως ο Θεός είχε κάνει λάθος όταν δηµιούργησε την γυναίκα:

«Τίποτε ελαττωµατικό ή σκάρτο δεν έπρεπε να είχε δηµιουργηθεί στον πρώτο καθορισµό του κόσµου, έτσι οι γυναίκες δεν θα είχαν
δηµιουργηθεί τότε»

Οι Ιεροεξεταστές που έγραψαν το Malleus Maleficarum, εξήγησαν πως είναι πιθανότερο οι γυναίκες να γίνουν µάγισσες, παρά οι άντρες,
διότι το θηλυκό φύλο ενδιαφέρεται περισσότερο για θέµατα της σάρκας από τους άντρες. Έχοντας δηµιουργηθεί από το πλευρό του
άντρα, είναι απλώς ατελή ζώα και ανέντιµα, ενώ οι άντρας ανήκει στο προνοµιούχο φύλο από το οποίο προήλθε ο Χριστός. Ο βασιλιάς
Τζέιµς Α’ υπολόγισε πως η αναλογία γυναικών και αντρών που εξασκούσαν µαγεία ήταν είκοσι προς ένα. Από τους ανθρώπους που
επίσηµα κατηγορούνταν για µαγεία, περίπου το 80 µε 90 τις εκατό ήταν γυναίκες. Οι διωγµοί της µαγείας επέτρεψαν στην εκκλησία να
αυξήσει τα οικονοµικά οφέλη της Ιεράς Εξέτασης. Η Ιερά Εξέταση είχε καταστρέψει οικονοµικά ολόκληρες περιοχές σε τέτοιο σηµείο,
ώστε ο ιεροεξεταστής Ευµέρικος παραπονείτο:

«Στις µέρες µας δεν υπάρχουν πλέον πλούσιοι αιρετικοί… είναι κρίµα που µία Ιερά Εξέταση τόσο ευπρόσδεκτη όσο η δική µας, έχει τόσο
αβέβαιο µέλλον»
Κάψιµο τριών µαγισσών στο Μπάντεν της Ελβετίας το 1582_συλλογή Johann Jakob
Wick.

Η συγγραφέας Barbara Walker σηµειώνει:


«Τα θύµατα χρεώνονταν τα σχοινιά που δένονταν, ακόµη και τα ξύλα που τους έκαιγαν. Κάθε διαδικασία βασανιστηρίου είχε και το
κόστος της. Μετά την εκτέλεση µιας πλούσια µάγισσας, οι κρατικοί λειτουργοί συνήθως έκαναν ένα πλούσιο γεύµα µε έξοδα της
περιουσίας του θύµατος»

Κονδυλώµατα, φακίδες και σηµάδια από γέννα θεωρούνταν σηµάδια άνοµης σχέσης µε τον Σατανά. Αν µια γυναίκα δεν παρουσίαζε
ενδείξεις µάγισσας, η ενοχή µπορούσε να στοιχειοθετηθεί µε µεθόδους όπως τρύπηµα των µατιών µε βελόνες. Η οµολογία τότε
αποσπάτο µε τις επαχθείς µεθόδους βασανιστηρίων που ήδη αναπτύχθηκαν.

«Αηδιάζω όταν οµολογούν χωρίς βασανιστήρια» έγραψε ο βασιλιάς Τζέιµς Α’ στην Δαιµονολογία.

Η µάγισσα οδηγούνταν στην πυρά, εκτός αν πέθαινε στα βασανιστήρια. Εφόσον πολλές εκτελέσεις µε κάψιµο γινόταν σε δηµόσιες
πλατείες, οι Ιεροεξεταστές απέτρεπαν στα θύµατα να µιλάνε στο κοινό χρησιµοποιώντας ξύλινα φίµωτρα, ή κόβοντας τη γλώσσα.

«Ποια η διαφορά αν πρόκειται για σύζυγο ή µητέρα; Παραµένει η Εύα µε τον πειρασµό που πρέπει να προσέχουµε σε όλες τις γυναίκες»
«Δεν µπορώ να διακρίνω τη χρησιµότητα της γυναίκας στον άντρα, αν εξαιρέσει κανείς τη λειτουργία της κυοφορίας» – Άγιος
Αυγουστίνος (κύριος πνευµατικός καθοδηγητής της Δυτικής θεολογίας)

Ορισµένοι κανόνες συγχωρούσαν τη σεξουαλική κακοποίηση επιτρέποντας σε άντρες που θεωρούνταν «ζηλωτές Καθολικοί» να
επισκέπτονται γυναίκες κρατούµενες στην αποµόνωση, ενώ δεν επιτρέπονταν γυναίκες επισκέπτες. Οι κάτοικοι της Τουλούζης πίστευαν
ότι ο Ιεροεξεταστής Φουλκ ντε Σαιντ Τζωρτζ προσήγαγε γυναίκες µε µοναδικό σκοπό να της κακοποιήσει σεξουαλικά, διότι
προσπάθησαν να συγκεντρώσουν αποδείξεις εναντίον του. Ηλικιωµένες, σοφές γυναίκες, θεραπεύτριες αποτελούσαν επίσης στόχο για
τους κυνηγούς µαγισσών.

Ο Reginald Sco έγραψε το 1584:

«Αυτές τις µέρες, δεν έχει διαφορά το να πεις στην αγγλική γλώσσα είναι µάγισσα µε το είναι µια σοφή γυναίκα»

Οι καθηµερινοί άνθρωποι της Ευρώπης πριν τη Μεταρρύθµιση βασίζονταν στις σοφές γυναίκες και άντρες για την θεραπεία από
ασθένειες και όχι σε κληρικούς, µοναχούς ή γιατρούς. Ο Ρόµπερτ Μπάρτον το 1621 έγραψε:

«Οι µάγοι είναι τόσο συνηθισµένοι. Πονηροί άντρες, µάγοι και λευκοί µάγοι, όπως τους αποκαλούν σε κάθε χωριό, αν βρεθούν, θα
βοηθήσουν σε σχεδόν όλες τις ασθένειες σώµατος και µυαλού»

Συνδυάζοντας τις γνώσεις τους από ιατρικά βότανα µαζί µε επίκληση θεϊκής βοήθειας, αυτοί οι θεραπευτές παρείχαν την πιο προσιτή και
πολλές φορές την πιο αποτελεσµατική ιατρική θεραπεία που µπορούσε να βρεθεί. Οι κληρικοί της Μεταρρύθµισης έφεραν αντιρρήσεις
ως προς τη µαγική φύση αυτού του είδους θεραπείας και στην προτίµηση που της είχαν οι άνθρωποι από τις θεραπείες που πρόσφεραν οι
εξουσιοδοτηµένοι από την Εκκλησία γιατροί και ως προς τη δύναµη που έδινε στις γυναίκες. Ως υποπροϊόν του κυνηγιού µαγισσών, το
πεδίο της πρώιµης ιατρικής µεταφέρθηκε αποκλειστικά στα χέρια των αντρών και η δυτική κουλτούρα βοτανολογίας υπέστη µεγάλη
καταστροφή.

Εν µέσω της δηµιουργηθείσας σύγχυσης & αναταραχής, Προτεστάντες και Καθολικοί βρέθηκαν σε αντιπαλότητα . Οι µάγισσες δεν
καίγονταν πλέον µόνες τους ή ανά δυάδες, αλλά αριθµούσαν εκατοντάδες. Λέγεται πως ένας επίσκοπος της Γενεύης έκαψε πεντακόσιες
µέσα σε τρεις µήνες, ένας επίσκοπος στο Μπάµπουργκ εξακόσιες, ένας επίσκοπος του Βουρζµπουργκ εννιακόσιες. Ο Νικόλαος
Ρεµίγκιους, ο ποινικός δικαστής της Λωρραίνης, καυχόταν πως σε 15 χρόνια είχε καταδικάσει σε θάνατο 900 ανθρώπους για το αδίκηµα
της µαγείας. Σε διάστηµα ενός έτους είχε αναγκάσει 16 µάγισσες να αυτοκτονήσουν.

Ο Αρχιεπίσκοπος του Τρεβς έκαψε 118 γυναίκες και δύο άντρες, επειδή τα ξόρκια τους είχαν παρατείνει τον χειµώνα. Ο Πάραµο
καυχιέται πως µέσα σε ενάµιση αιώνα από την έναρξη της σέκτας το 1404, η Αγία Έδρα είχε κάψει τουλάχιστον 30.000 µάγισσες. Ο
Κοµάνος, στην Ιταλία, έκαψε 41 γυναίκες σε µία µόνο επαρχία. Στο Στρασβούργο κάηκαν 5.000 σε µια περίοδο 20 ετών. Έχει καταγραφεί
πως το 1518 όταν ενηµερώθηκε επίσηµα η Γερουσία της Βαλκαµόνικα, ο ιεροεξεταστής έκαψε 70 µάγισσες, ενώ είχε άλλες τόσες στις
φυλακές και συνολικά αυτές που ήσαν ύποπτες, ή είχαν κατηγορηθεί αριθµούσαν τις 5.000, το ένα τέταρτο δηλαδή των κατοίκων. Στη
Γερµανία κάηκαν πεντακόσιες κατά τα έτη 1515 και 1516, ενώ 1000 γυναίκες που κατηγορήθηκαν ως µάγισσες πέθαναν στο Κόµο και για
αρκετά χρόνια ο αριθµός των θυµάτων ξεπερνούσε τα 100 ανά έτος.

Στη Γαλλία, γύρω στο 1520, οι φλόγες εκτέλεσης των µαγισσών έκαιγαν σχεδόν σε κάθε πόλη. Στην πόλη του Πιενµόντ δεν υπήρχε ούτε
µία οικογένεια που να µην είχε χάσει τουλάχιστον ένα µέλος της. Στην Βερνίλ οδηγήθηκαν στην πυρά γυναίκες που είχαν κατηγορηθεί
πως µεταµορφώνονταν σε γάτες. Η πλάνη αυτή µεταδόθηκε σαν επιδηµία στα γειτονικά χωριά. Πολλές γυναίκες δολοφονήθηκαν από
τον όχλο. Στο Ληθ της Σκωτίας το 1664, κάηκαν 9 γυναίκες.

Τερµατισµός της Ιεράς Εξέτασης

Υπό την εξουσία του Πάπα Παύλου Γ´ και του διαδόχου του, Ιουλίου Γ´ όπως επίσης της πλειοψηφίας των µεταγενέστερων Παπών,
εξαιρουµένου του Παύλου IV´ (1555-1559) —ο οποίος είχε υπηρετήσει στην Επιτροπή της Ιεράς Εξέτασης επί Πάπα Παύλου Γ´ και στην
πραγµατικότητα είχε ασκήσει πίεση για τη σύστασή της— και τον Πάπα Πίο V´ (1566-1572), η δραστηριότητα της Ρωµαϊκής Ιεράς
Εξέτασης ήταν σχετικά περιορισµένη. Ο Ιούλιος Γ´, αποφάνθηκε ότι παρά το γεγονός της διεθνούς δικαιοδοσίας της, όφειλε να περιορίσει
τις επιχειρήσεις της στα Παπικά Κράτη της Ιταλίας. Επιπλέον, σε αντίθεση µε τις Ισπανικές οργανώσεις, οι δίκες διεξάγονταν
περισσότερο ιδιωτικά παρά σε δηµόσια θέα, οι ποινές δε, συχνά έτειναν να είναι πιο επιεικείς αφότου ο Προτεσταντισµός αναχαιτίστηκε,
καθώς οι λαϊκές προλήψεις και η µαγεία, λογίζονταν ως απειλές ήσσονος σηµασίας για την κοινωνική τάξη σε σχέση µε τον µεγάλο
πληθυσµό κονβέρσων.
Πάπας Παύλος ΙΙΙ
Η Ισπανική Ιερά Εξέταση καταλύθηκε το 1808 από τον αδελφό του Ναπολέοντα, Ιωσήφ Βοναπάρτη, ο οποίος είχε διορισθεί βασιλέας
µετά την κατάληψη της Ισπανίας από τα Γαλλικά στρατεύµατα. Οι µεταρρυθµιστές οι οποίοι τελικά απελευθέρωσαν την Ισπανία από
τους Γάλλους το 1813, αναζοπύρωσαν το καθεστώς των απαγορεύσεων, αλλά οι δράσεις τους ανατράπηκαν τον επόµενο χρόνο, µε την
επάνοδο του Φερδινάνδου Ζ΄ στην εξουσία. Οι Πόλεµοι Ανεξαρτησίας των πρώην Ισπανικών αποικιών στην Αµερική ολοκληρώθηκαν
µε την κατάργηση της Ιεράς Εξέτασης σε κάθε περιοχή της Ισπανικής Αµερικής µεταξύ 1813 και 1825. Στην Πορτογαλία, στον απόηχο
της Φιλελεύθερης Επανάστασης του 1820, τα «Γενικά Έκτακτα και Συντακτικά Δικαστήρια του Πορτογαλικού έθνους» κατήργησαν
την Πορτογαλική Ιερά Εξέταση το 1821.
Ιωσήφ Βοναπάρτης

Η τελευταία εκτέλεση συνέβη στην Ισπανία το 1826. Ήταν η εκτέλεση µε κολάρο στραγγαλισµού του δάσκαλου Cayetano Ripoll για
διδασκαλία Ντεϊσµού στο σχολείο του (Ντεϊσµός= θεωρία σύµφωνα µε την οποία περισσότερο η λογική, παρά η θεία αποκάλυψη, ή
η παράδοση, πρέπει να θεωρούνται βάση της πίστης µας στον Θεό. Οι Ντεϊστές απορρίπτουν την οργανωµένη θρησκεία και
προωθούν την λογική ως βασικό παράγοντα στην λήψη ηθικών αποφάσεων). Η αναβίωση της Ιεράς Εξέτασης ωστόσο, δεν διήρκεσε
πολύ· καταργήθηκε επίσηµα και οριστικά το 1834.

Στην Ιταλία, µετά την εγκαθίδρυση του Πάπα ως κυβερνήτη του Παπικού κράτους το 1814, η δραστηριότητα της Παπικής Ιεράς Εξέτασης
ου
Εξέταση συνεχίστηκε µέχρι τα µέσα του 19 αιώνα, κυρίως λόγω της δηµοσιότητας του Ζητήµατος Mortara (1858 – 1870) κατά το οποίο ο
Edgardo Levi Mortara (Μπολόνια – 27 Αυγούστου 1851 – Λιέγη 11 Μαρτίου 1940) γεννηθείς ως Ιταλο Εβραίος, κατέστη το επίκεντρο
διεθνούς διαµάχης, όταν απήχθη από τις Παπικές αρχές και ανετράφη ως Καθολικός, καταλήγοντας ιερέας του Αυγουστινιανού
τάγµατος. Ο Mortara µεγάλωσε ως Εβραίος κατά τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του και αποσπάσθηκε από την οικογένειά του από τις
εκκλησιαστικές αρχές, όταν έµαθαν ότι είχε βαπτισθεί από ηµεδαπό υπάλληλο κατά τη διάρκεια µιας σοβαρής βρεφικής ασθένειας. Στο
Παπικό κράτος ήταν παράνοµο για τους µη Καθολικούς να ανατρέφουν Καθολικά παιδιά. Ο Mortara υιοθετήθηκε από τον Πάπα Πίο ΙΧ
και εισήλθε στην ιερατική σχολή στην εφηβεία του.

Το 1908, ο Πάπας Πίος X´ , την µετονόµασε Ιερά Σύνοδο του Ιερού Γραφείου και λίγα χρόνια αργότερα οι αρµοδιότητές της
συνδυάστηκαν µε αυτές της Επιτροπής για τον Κατάλογο. Το 1965 ο Πάπας Παύλος VI αναδιοργάνωσε την Ιερά Έδρα και άλλαξε το
όνοµά της σε Ιερά Επιτροπή για το Δόγµα της Πίστεως, όπως διατηρείται στις µέρες µας. Ακολούθως, τον επόµενο χρόνο, εξάλειψε και
τον Κατάλογο. Ως εκ τούτου, δεν διεσώθη κάτι από την αρχική µορφή των Ιερών Εξετάσεων, παρά µόνον τα αρχεία τους, οι µνήµες και οι
µύθοι που ακόµη τις περιβάλλουν, εξάπτοντας νού, φαντασία και συναισθήµατα.

Απολογισµός
ο
Αρχής γενοµένης από τον 19 αιώνα οι ιστορικοί εκπόνησαν στατιστικές αξιοποιώντας διασωθέντα αρχεία των δικαστηρίων, από τις
οποίες προέκυψαν εκτιµήσεις για τον αριθµό των θυµάτων, συνδυάζοντας τον καταγεγραµµένο αριθµό των καταδικαστικών αποφάσεων
και τον µέσο όρο απωλειών για κάθε χρονική περίοδο. Ο García Cárcel εκτιµά ότι ο συνολικός αριθµός των ανθρώπων που προσήχθησαν
σε δίκη από τα ανακριτικά δικαστήρια ήταν περίπου 150.000, εκ των οποίων εκτελέστηκαν περίπου 3.000 – ήτοι το 2% του συνολικού
αριθµού. Οι Gustav Henningsen και Jaime Contreras οι οποίοι µελέτησαν τα αρχεία της Ισπανικής Ιεράς Εξέτασης, κατέγραψαν 44.674
περιπτώσεις εκ των οποίων οι 826 ήσαν πραγµατικές εκτελέσεις και 778 εικονικές (κάηκε οµοίωµα στην θέση του προσώπου). Ο William
Monter εκτιµά ότι έλαβαν χώρα 1.000 εκτελέσεις κατά το χρονικό διάστηµα 1530 – 1630 και 250 µεταξύ των ετών 1630-1730. Ο Jean-Pierre
Dedieu µελέτησε τα αρχεία του δικαστηρίου του Τολέδο, το οποίο προσήγαγε 12.000 άτοµα σε δίκη. Για την περίοδο πριν το 1530, ο Henry
Kamen εκτιµά ότι υπήρξαν περίπου 2.000 εκτελέσεις σε όλα τα δικαστήρια της Ισπανίας.

Βιβλιογραφία

Miroslav Hroch & Anna Skybova. Ecclesia Militans: The Inquisition Dorset Press, 1988.
Holman Bible Dictionary. Parsons Technology, 1995.
Holy Bible – New International Version. Zondervan Publishing House, 1973
Zoe Oldenbourg. Massacre at Montsegur. Dorset press, 1959.
English Dominican Translation of Aquinas begun in 1911. Summa Theologica – Thomas Aquinas. Ages Software, 1997.
Will Durant. The Age of Faith. MJF Books, 1950.
William Jones. The History of the Christian Church. Ages Software, 1997.
Bernard Hamilton. The Medieval Inquisition. Holmes & Meier, 1981.
Will Durant. The Reformation. MJF Books, 1957.
Cecil Roth. The Spanish Inquisition. W.W. Norton & Co., 1964.
The Waldensians. Christian History, Issue 22, 1989.
A History of the inquisition of the Middle Ages. Henry Charles Lea

Διαδικτυακές αναφορές

Catholic Encyclopedia
Inquisition:Introduction by David Burr, Fordham University
The Horrors of the Church and its Holly Inquisition
The Galileo Project_Rice University: Inquisition
University of Notre Dame: A Brief History of the Inquisition

(h p://www.researchblogging.org)

Chilon-Pitheys (2016). Η Ιερά Εξέταση Chilon

Γαλιλαίος Ιερά Εξέταση αιρέσεις αιρετικοί µάγισσες µεσαίωνας

2 Σχόλια

1. Ο/Η GIORGOS λέει:


26/09/2017 στο 11:46
Eνα µικρό άπόσπασµα, σχετικά µέ τήν Ιερά Εξέταση, από τό βιβλίο «Η Ανατολική Μεσόγειος ώς Ευρωπαϊκή Ιστορία»
«Μερικοί συγγραφείς καταδικάζουν άπερίφραστα τήν Ιερά Εξέταση, συσχετίζοντάς την µέ τίς άρχές τού όλοκληρωτικού κράτους, άπό τό
σύνολο όµως τής µακράς έπ’ αύτής φιλολογίας πρέπει νά ύποµνησθή ότι ή Ι. Εξέταση είναι ένα σύνθετο ίστορικό φαινόµενο, µή
προσφερόµενο σέ εύκολες σηµερινές άποτιµήσεις. Οί αίρετικοί τού µεσαίωνα δέν άπειλούσαν µόνο τά θρησκευτικά θεµέλια τής
χριστιανικής κοινωνίας, άλλά όλόκληρη τήν πολιτικο-κοινωνική δοµή, διότι άπέρριπταν τόν όρκο, ό όποίος άποτελούσε τήν βάση τών
σχέσεων τού φεουδαλικού συστήµατος καί µέ τήν άντίθεση των πρός τά δικαστήρια , πού τά έθεωρούσαν προιόντα τού κακού Θεού,
έσταµατούσαν κάθε έξέλιξη τής έννοίας τού δικαίου.
Τό κάψιµο έφαρµόσθηκε πρώτα άπό τούς πολιτικούς ήγέτες, ίδιαίτερα στήν βόρεια Εύρώπη πού έπικρατούσε καισαροπαπισµός, ή δέ
έκκλησία κατ’ άρχήν άντιστάθηκε στό έθιµο αύτό, έπρεπε όµως ταυτόχρονα νά διατηρήση τήν δικαιοδοσία της άπό άπόψεως δικαίου έπί
τών βασιληάδων. Πρό τού 1200 ό ίδιος ό λαός προέβαινε σέ έκτελέσεις συλληφθέντων αίρετικών, διότι έφοβείτο ότι ό κλήρος θά
έδειχνόταν πολύ µαλακός.
Καί δέν ήταν µόνο ό καθολικισµός, άλλά σύνολη ή έξουσία τότε, έξ ίσου καί οί προτεστάντες άργότερα, πού έσυµµερίζονταν τήν
διαδικασία αύτή καί έπαιρναν µέρος σέ έκτελέσεις µαγισσών.
Οί αίρέσεις στόν πρώιµον µεσαίωνα είχαν καί µιάν άλλη κοσµοιστορικής σηµασίας συνέπεια: ότι έπετάχυναν τήν διαδικασία σχέσεων
έκκλησίας καί κράτους, ή όποία έξεφράσθη διά τού άγώνος µεταξύ τού Πάπα Γρηγορίου VII καί τού Ερρίκου V. Τό Βατικανό έπρεπε νά
έπιζητήση τήν ίδεολογική διαχείριση τών θρησκευτικών πραγµάτων µέσα στό αίρετικογενές σώµα τών τότε Γερµανών καί τής βορείου
Εύρώπης γενικώτερα, στό όποίο ή άνάµιξη τών λαικών στά θρησκευτικά πράγµατα θά είχε ώς φυσική συνέπεια τήν κοµµατικοποίηση
τών αίρέσεων, δηλ. τήν έπαύξηση των καί συνεπώς τήν ένδυνάµωση τού κινδύνου διαλύσεως όλοκλήρου τού δυτικού θρησκευτικού
όργανισµού. Μία άπόδειξη τού γεγονότος αύτού είναι ή άποψη ή θεωρούσα ότι ή διαµάχη τού Πάπα µέ τόν Ερρίκο έδυνάµωσε τίς
αίρέσεις, διότι αύτό πού θέλησε ν’ άποφύγη ό Πάπας, ήτοι τήν άνάµιξη τών λαικών, έσυνέβη άφ’ έαυτού στό έπίπεδο τού λαού, λόγω τής
έπακολουθησάσης διαµάχης τής τακτικής τού έπιστρέψαντος Ροβέρτου Γυισκάρδου– τού γνωστού άρχηγού τών Νορµανδών, ό όποίος
πέθανε στήν Κεφαλλονιά καί πρός τιµήν τού όποίου ώνοµάσθη ή γνωστή µας πόλη Φισκάρδο — µή βοηθούσης γιά µιάν κατάπαυση τών
πνευµάτων.
Κατά τό µέτρο πού αύτή ή γνώµη εύσταθεί γιά τήν διαµάχη Πάπα καί γερµ. Αυτοκράτορα , κατά µεγαλύτερο ποσοστό θά ίσχυε στις
διενέξεις µεταξύ Αύτοκράτορα καί φεδουαρχών, όπως άλλωστε άπέδειξαν καί άφ’ έαυτών τά πράγµατα.
Αύτό ίσως πού θάπρεπε ίδιαίτερα νά σηµειωθή είναι ότι, παρά τίς περιπέτειες αύτές τού δυτικού θρησκευτικού σώµατος, οί Πάπες δέν
άνέκοψαν µιάν άλλη ίστορική διαδικασία, ή όποία βασικά δέν τούς έξυπηρετούσε στήν δίωξη τών αίρέσεων, άφού µπορούσε ίδεολογικά
νά τίς ένισχύση.
Εννοούµε τό κίνηµα τού Ούµανισµού, δηλ. τήν µεταφορά τής έλληνικής παιδείας τής Ανατολής πρός τίς δυτικές κοινωνίες , ή όποία σέ
άλλη θέση θά ίδούµε πώς καί βάσει ποίων διαδικασιών έτελέσθη.
Οί Πάπες µπορεί νά έκαιγαν αίρετικούς, άλλά ούτ’ έπί στιγµή διανοήθηκαν νά σταµατήσουν τήν καλλιέργεια τών γραµµάτων καί τήν
µορφωτική διαδικασία, όσο καί άν δέν τούς έξυπηρετούσε.
Βέβαια οί θρησκευτικές δράσεις, δηλ. οί άρχέγονες ίστορικές µεταβλητές, έχουν τούς δικούς των νόµους πού δύσκολα µπορεί νά
διαγνώση κανείς. Καί σήµερα άν προσέξη κανείς τούς έπαγγελµατικούς χαρακτηρισµούς γιά τήν πολιτική τού Βατικανού, θά τούς βρή
ταυτόσηµους µέ τήν µαύρη µαγεία.

2. Παράθεµα: Επιµύθια – Χείλων


Τα σχόλια έχουν κλείσει.

Powered by WordPress.com.

You might also like