You are on page 1of 254

ΕΞ ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Alexander Schmemann
Of Water and the Spirit
© St. Vladimir’s Seminary Press 1974
Ἑλληνικὴ μετάφραση:
Alexander Schmemann
Ἐξ Ὕδατος καὶ Πνεύματος
Πρώτη ἔκδοση, Ἀθήνα 1984
Πρώτη ἐπανέκδοση, Ἀθήνα 1990
Δεύτερη (παρούσα) ἐπανέκδοση, Ἀθήνα 2013
ISBN 960-7217-23-3
© Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1984

Στοιχειοθεσία καὶ ἐκτύπωση:


Τυπογραφικὸ ἐργαστήρι «Δόμος»
Alexander Schmemann

ΕΞ ΥΔΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Λειτουργικὴ μελέτη τοῦ Βαπτίσματος

Μετάφραση
Ἰωσὴφ Ροηλίδης

Ἐκδόσεις Δόμος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αἰσθάνομαι μεγάλη χαρὰ ποὺ βλέπω αὐτὸ τὸ βιβλίο νὰ κυ-


κλοφορεῖ στὰ ἑλληνικά, στὴν οὐσιαστικὴ αὐτὴ γλώσσα τῆς
Ὀρθόδοξης θεολογίας, λειτουργίας καὶ εὐσέβειας. Κάποτε ὁ
ἀείμνηστος πατὴρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ εἶχε πεῖ πὼς «ὁτι-
δήποτε στὴ θεολογία δὲν εἶναι μεταφράσιμο στὰ ἑλληνικά,
δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τελείως Ὀρθόδοξο». Μ᾿ αὐτὸ ἐννοοῦσε
φυσικὰ ὅτι κάθε ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη θεολογία ἐὰν δὲν βρίσκε-
ται σὲ πνευματικὴ καὶ δημιουργικὴ συνέχεια μὲ τὴ γλώσσα,
τὰ νοήματα καὶ τὶς μορφὲς σκέψης τῶν Πατέρων, κινδυ-
νεύει νὰ προδώσει τὴν καθολικότητα καὶ οἰκουμενικότητα
τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι᾿ αὐτὸ ἐλπίζω ὅτι αὐτὴ ἡ μετάφραση τοῦ
βιβλίου μου στὰ ἑλληνικὰ εἶναι συγχρόνως ἡ ἀπόδειξη τῆς
«μεταφρασιμότητάς» του καὶ συνεπῶς τῆς πιστότητάς του
στὴ γνήσια Ὀρθόδοξη παράδοση.
Σὲ ὅλη τὴ «θεολογική» μου ζωὴ εἶχα τὴ βαθιὰ πεποίθη-
ση ὅτι αὐτὸ ποὺ περισσότερο ἀπὸ καθετὶ ἄλλο χρειάζεται σή-
μερα ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἐπανασύνδεση τῆς θεολογίας μὲ
τὴ λειτουργία, τοῦ lex orandi μὲ τὸν lex credendi. Κι αὐτὸ
γιατὶ ἡ ἐκκοσμίκευση, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ μεγάλη αἵρεση τῆς
ἐποχῆς μας, εἶναι κυρίως ἡ ἄρνηση τοῦ χριστιανικοῦ ὁράμα-
τος τοῦ κόσμου, τῶν κοσμικῶν καὶ ἐσχατολογικῶν διαστά-
σεων τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἡ Ὀρθόδοξη λειτουργία εἶναι
τὸ αἰώνιο «μυστήριο» αὐτοῦ τοῦ ὁράματος, εἶναι δηλαδὴ ἡ
ἀποκάλυψη, ἡ παρουσία καὶ ἡ δωρεά. Γιὰ τοὺς Πατέρες, ἡ
λειτουργία ἦταν ἡ πηγὴ καὶ ὁ οὐσιαστικὸς χῶρος τῆς θεολο-
8 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

γικῆς τους προσφορᾶς. Σ᾿ αὐτὸ τὸ δράμα καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν


ἐμπειρία ὀφείλουμε νὰ ἐπιστρέψουμε, ὥστε νὰ γίνουμε μάρ-
τυρές του ὅταν, καὶ πάλι, κληθοῦμε νὰ κάνουμε τὴν πίστη
μας νίκην τὴν νικήσασαν τὸν κόσμον (Α΄ Ἰωάν. 5,4).
Ἐκφράζω τὴ βαθιά μου εὐγνωμοσύνη σὲ ὅλους αὐτοὺς
ποὺ πραγματοποίησαν τὴν ἑλληνικὴ αὐτὴ ἔκδοση, καὶ στέλ-
νω τοὺς χαιρετισμούς μου σὲ ὅλους τοὺς Ἕλληνες ἀναγνῶ-
στες, ἐλπίζοντας ὅτι, συγχωρώντας με γιὰ ὅσες ἐλλείψεις
ὑπάρχουν στὸ βιβλίο, θὰ μπορέσουν νὰ βροῦν σ᾿ αὐτὸ μία
ἐλάχιστη βοήθεια στὴ δική τους χριστιανικὴ μαρτυρία.

Αὔγουστος 1982
Alexander Schmemann
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

Κάθε βιβλίο τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν ἀποτελεῖ καὶ μία


ἔκπληξη. Προσφέρει τὸ εὐεργετικὸ ἐκεῖνο ράπισμα ποὺ μᾶς
βγάζει ἀπὸ τὴν πλήξη μιᾶς καθημερινῆς ρουτίνας λόγου καὶ
πράξης, ὅπου ὅσα συμβαίνουν γύρω μας καὶ διαδραματίζον-
ται μέσα μας ἐκλαμβάνονται ὡς δεδομένα, μὲ μιὰ μοιρολα-
τρική, θά ᾿λεγα, ἀποδοχή, χωρὶς καμιὰ ἀξίωση κριτικῆς
ἐναντίωσης ἀπέναντί τους. Παράλληλα ὅμως, τὸ κάθε βι-
βλίο του μᾶς ἀποκαλύπει καὶ τὸ βαθὺ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος
τοῦ συγγραφέα, τὸ εὐχαριστιακὸ ὅραμα τοῦ κόσμου ποὺ τὸν
διαποτίζει καὶ τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ὁποία ἀποδέχεται τὰ
στοιχεῖα τοῦ κόσμου γιὰ νὰ τὰ μεταμορφώσει σὲ ὑλικὸ τῆς
μέλλουσας Βασιλείας. Κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἴδιου, «ὁ Χριστὸς
ἦρθε νὰ σώσει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι μόνο ἕνα μέρος
του. Εἶναι ἀδύνατο νὰ τραβήξουμε μιὰ διαχωριστικὴ γραμ-
μὴ μεταξὺ κοσμικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς».
Τὸ βιβλίο Ἐξ Ὕδατος καὶ Πνεύματος, δὲν ἀποτελεῖ ἐξαί-
ρεση. Παρ᾿ ὅλο ποὺ διαπραγματεύεται ἕνα βαθιὰ θεολογικὸ
θέμα, τὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος,
δὲν εἶναι γραμμένο μὲ ἐκείνη τὴν ἐπιστημονίζουσα, ξερὴ καὶ
σχολαστικὴ γλώσσα τῶν θεολογικῶν σπουδαστηρίων, ποὺ
προορίζεται γιὰ τὸν εἰδήμονα καὶ ἀπωθεῖ τὸ μέσο ἀναγνώ-
στη. Ἡ δυνατότητα ποὺ ἔχει τὸ βιβλίο νὰ ἑλκύει τὸν καθένα
μας, ποὺ δὲν εἶναι ἐξοικειωμένος μὲ τὴ γλώσσα τῶν εἰδικῶν,
ἀλλὰ μολαταῦτα θέλει νὰ συμμετέχει στὶς θεολογικὲς ἐξελί-
ξεις, φανερώνει τὴ θαυμαστὴ ἱκανότητα τοῦ συγγραφέα νὰ
μετουσιώνει τὴ θεολογία σὲ ζωή, κίνηση, τρόπο, ἀναφορὰ
10 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

καὶ ἀνάληψη. Βαθὺς γνώστης τῶν πραγμάτων, δὲν ἐπανα-


παύεται σὲ μιὰ ἁπλὴ ἀντιπαράθεση στοιχείων, ἀλλὰ φανε-
ρώνει συνθετικὰ αὐτὸ ποὺ «πανταχοῦ, πάντοτε καὶ ὑπὸ πά-
ντων ἐπιστεύθη».
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ τὰ μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ
Χρίσματος, τοῦ Γάμου, ἀκόμη καὶ αὐτὸ τῆς Εὐχαριστίας,
ἔχουν καταντήσει μιὰ ἰδιωτικὴ-ἀτομικὴ ὑπόθεση, μιὰ τελε-
τὴ στὴν ὁποία παρευρίσκονται κατόπιν ἀτομικῆς προσκλή-
σεως λίγοι συγγενεῖς καὶ φίλοι, ἀποκομμένα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ
ἄλλο καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ-εὐχαριστιακὴ συνείδηση τῆς
Ἐκκλησίας, ἔρχεται τὸ βιβλίο αὐτὸ νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει
πρωταρχικὰ τὴν ἀρχαία πράξη καὶ τάξη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀρχαία μόνο κατὰ τὸν ἱστορικὸ χρόνο, συνεχῶς ὅμως καὶ
πάντοτε παρούσα δυνάμει καὶ ἀληθείᾳ, παρὰ τὴν ἱστορικὴ
ἀλλοτρίωσή της. Καὶ ὁ λόγος αὐτὸς τῆς ἀρχαίας Παράδο-
σης μᾶς λέει πὼς καὶ τὸ Βάπτισμα, καὶ ὁ Γάμος, καὶ ὁποια-
δήποτε ἄλλη ἁγιαστικὴ ἐνέργεια, δὲν εἶναι μιὰ ἰδιωτικὴ ὑπό-
θεση ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἀτομική μας εὐσέβεια στὴν καλύτερη
περίπτωση, ἢ τὸ κοινωνικό μας status καὶ αὐτοπροσδιορισμὸ
στὴ χειρότερη, ἀλλὰ εἶναι ἑνοποιὲς τῆς Ἐκκλησίας ἐνέργει-
ες καὶ ἀφοροῦν ὅλο τὸ πλήρωμα ποὺ συμμετέχει στὴν εὐχα-
ριστιακὴ σύναξη τοῦ Βαπτίσματος ἢ τοῦ Γάμου. Καὶ τότε
αὐτόματα καταργοῦνται οἱ τελετὲς διάφορων οἰκονομικῶν
δυνατοτήτων.
Ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἔφυγε ἀπὸ
κοντά μας τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1983, μετὰ ἀπὸ μακροχρόνια
πάλη μὲ τὸν καρκίνο. Ἡ φλόγα ὅμως τῆς καρδιᾶς του ἔμεινε
ἀναμμένη μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Ὑπέφερε τὸ μαρτύ-
ριο τῆς φοβερῆς καὶ ἀνίατης ἀρρώστιας του ἀγόγγυστα, μὲ
θαυμαστὴ καὶ ἀσκητικὴ ἐγκαρτέρηση καὶ ὑπομονή. Δὲν
πρόλαβε νὰ δεῖ σὲ βιβλίο τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ 11

ἔργου, παρ᾿ ὅλο ὅτι ἡ μετάφρασή του εἶχε γίνει πρὶν πολὺ
καιρό. Διάφορες ἀντίξοες συνθῆκες δὲν τὸ ἐπέτρεψαν. Πρό-
λαβε ὅμως νὰ στείλει τὸν πρόλογο ποὺ γράφτηκε εἰδικὰ γιὰ
τὴν ἑλληνικὴ ἔκδοση. Τὸν εὐχαριστοῦμε. Ἂς εἶναι ἐλαφρὺ τὸ
χῶμα ποὺ τὸν σκεπάζει. Ὁ Θεὸς ἂς ἀναπαύσει τὴν ψυχή
του.

Ἀθήνα, Πεντηκοστὴ 1984


Ἰωσὴφ Ροηλίδης

Σημείωση: Ὁρισμένα σημεῖα τοῦ βιβλίου θὰ πρέπει νὰ κατα-


νοηθοῦν σὲ σχέση μὲ τὶς λειτουργικὲς συνήθειες τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας τῆς Ἀμερικῆς, συνήθειες ποὺ δὲν ἀπαντῶνται στὰ τυ-
πικὰ τῆς δικῆς μας Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι, μεταξὺ ἄλλων, ἡ
χρήση ἐνίοτε προηγιασμένου νεροῦ στὸ Βάπτισμα, ἢ ἡ ἰδιαίτερη
ἀκολουθία τοῦ «ἐκκλησιασμοῦ» μετὰ τὸ Βάπτισμα.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος τοῦ συγγραφέα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7


Πρόλογος τοῦ μεταφραστῆ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ἂς ξαναβροῦμε τὸ νόημα τοῦ Βαπτίσματος . . . . . . . . 15


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

1. Ἡ σημασία τῆς προετοιμασίας . . . . . . . . . . . . . . . . 25


2. Ἡ Κατήχηση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 29
3. Ἐξορκισμοί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33
4. Ἀπόταξη τοῦ Σατανᾶ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 42
5. Ὑποταγὴ στὸ Χριστό . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 46
6. Ὁμολογία Πίστεως . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 49
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

1. Τὸ μυστήριο τοῦ ὕδατος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53


2. Ἡ εὐλογία τοῦ ὕδατος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 57
3. Ἡ μυστικὴ εὐχὴ τοῦ ἱερέα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 62
4. Καὶ ἀνάδειξον τὸ ὕδωρ τοῦτο… . . . . . . . . . . . . . . . 64
5. Ἔλαιον ἀγαλλιάσεως . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 72
6. «Μορφὴ» καὶ «Οὐσία» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 75
7. Ἐν ὁμοιώματι τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 85
8. Βάπτισμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 95
14 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

1. Ὁ λευκὸς χιτώνας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 101


2. Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου . . . . . . . . . . . . 107
3. Ὁ Βασιλιάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 116
4. Ὁ σταυρωμένος Βασιλιάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 122
5. Ὁ Ἱερέας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 134
6. Ὁ Προφήτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 142
7. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 148
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

1. Ἡ πομπή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 157
2. Βάπτισμα καὶ Εὐχαριστία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 165
3. Οἱ τελετὲς τῆς ὄγδοης ἡμέρας . . . . . . . . . . . . . . . . . 173
4. Ἡ ἀπόλουση τοῦ ἁγίου Χρίσματος . . . . . . . . . . . . . 178
5. Ἡ κουρά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 181
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

1. Τὸ παλαιὸ καὶ τὸ νέο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 185


2. Οἱ εὐχὲς τῆς πρώτης ἡμέρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . 188
3. Ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ παιδιοῦ . . . . . . . . . . . . . . . . . . 195
4. Ὁ ἐκκλησιασμός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 199

Κατάληξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 209

Ἐπιλογὴ βιβλιογραφίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 217


Σημειώσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 223
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ἂς ξαναβροῦμε τὸ νόημα τοῦ Βαπτίσματος

1.

Στὸ παρελθόν, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ «χρυσοῦ αἰώνα» τῆς


χριστιανικῆς λατρείας, τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος
ἐτελεῖτο τὴν πασχάλια νύκτα, ὡς ὀργανικὸ τμῆμα τῆς
μεγάλης ἐτήσιας ἑορτῆς τοῦ Πάσχα1. Ἀκόμη καὶ σήμερα,
ποὺ ἔχουν ἀποσυνδεθεῖ μεταξύ τους αὐτὰ τὰ δύο ἱερὰ
γεγονότα, τὰ τυπικὰ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς πασχάλιας
λειτουργίας κρατοῦν ἀκόμη ἀνεξίτηλα τὰ σημάδια τῆς
ἀρχικῆς τους σύνδεσης καὶ ἀλληλεξάρτησης2. Αὐτὸ ὅμως
δὲν τὸ ξέρουν πολλοὶ Χριστιανοί. Δὲν ξέρουν, παραδείγματος
χάρη, ὅτι ἡ Λειτουργία τοῦ Πάσχα εἶναι πρωταρχικὰ μιὰ
«βαπτιστικὴ» Λειτουργία· ὅτι τὴν παραμονὴ τοῦ Πάσχα,
ὅταν ἀκοῦν τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα γιὰ τὴ διάβαση τῆς
Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, ἢ γιὰ τοὺς «τρεῖς παῖδας ἐν τῇ
καμίνῳ», ἢ γιὰ τὸν Ἰωνᾶ «ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους»,
παρακολουθοῦν τὰ πιὸ ἀρχαῖα «παραδείγματα»
βαπτίσματος καὶ συμμετέχουν στὴ μεγάλη «βαπτιστικὴ»
ἀγρυπνία. Δὲν ξέρουν ὅτι ἡ χαρὰ ποὺ φωτίζει τὴν ἅγια
νύχτα, ὅταν ἀντηχεῖ τὸ δοξαστικὸ ἄγγελμα Χριστὸς
Ἀνέστη, εἶναι ἡ χαρὰ αὐτῶν ποὺ ἐβαπτίσθησαν ἐν Χριστῷ
καὶ ἐνεδύθησαν τὸν Χριστόν, αὐτῶν ποὺ τάφηκαν μ᾿ Αὐτὸν
ἐν τῷ Βαπτίσματι καί, ὅπως ὁ Χριστὸς ἠγέρθη ἐκ τῶν
νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, ἔτσι κι αὐτοὶ θὰ
16 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

περπατήσουν ἐν καινότητι ζωῆς (Ρωμ. 6,4). Καὶ πολλοὶ


Χριστιανοὶ δὲν ἔχουν διδαχθεῖ ὅτι τὸ Πάσχα ὡς λειτουργικὴ
γιορτή, καὶ ἡ Μ. Τεσσαρακοστὴ ὡς λειτουργικὴ
προετοιμασία γιὰ τὸ Πάσχα, ἀναπτύχθηκαν ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν
ἑορτασμὸ τοῦ Βαπτίσματος· ὅτι τὸ Πάσχα, ἡ ἑορτὴ ἑορτῶν,
εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ πλήρωση τοῦ Βαπτίσματος
καὶ ὅτι τὸ Βάπτισμα εἶναι κατεξοχὴν ἕνα πασχάλιο
μυστήριο.
Ἡ γνώση ὅμως ὅλων αὐτῶν εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ
τὸ νὰ μαθαίνουμε ἁπλῶς ἕνα ἐνδιαφέρον κεφάλαιο ἀπὸ τὴ
λειτουργικὴ ἀρχαιολογία. Ἡ γνώση αὐτὴ εἶναι πράγματι ὁ
μόνος τρόπος γιὰ μιὰ πληρέστερη κατανόηση τοῦ
Βαπτίσματος, τῆς σημασίας του στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
καὶ στὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας ὡς Χριστιανοῦ. Καὶ αὐτὴ τὴν
πληρέστερη κατανόηση τοῦ θεμελιακοῦ μυστηρίου τῆς
χριστιανικῆς πίστης καὶ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ποὺ
χρειαζόμαστε σήμερα, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο.
Γιατί; Διότι, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε πολὺ ἁπλά, τὸ Βάπτισμα
ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ ζωή μας. Βέβαια, ὅλοι τὸ δέχονται ὡς
μιὰ αὐταπόδεικτη ἀναγκαιότητα. Κανεὶς δὲν τὸ ἀμφισβητεῖ,
οὔτε τὸ ἀπορρίπτει. Ὅλες τὶς ὧρες τελεῖται στὶς ἐκκλησίες
μας. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀνήκει στὰ «δεδομένα». Καὶ ὅμως,
παρ᾿ ὅλα αὐτά, τολμῶ νὰ βεβαιώσω ὅτι στὴν
πραγματικότητα ἀπουσιάζει. Καὶ αὐτὴ ἡ «ἀπουσία» του
βρίσκεται στὴ ρίζα πολλῶν ἀπὸ τὶς τραγωδίες τῆς
Ἐκκλησίας σήμερα.
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, τὸ Βάπτισμα ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ
λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, ἐὰν μὲ τὴ λέξη αὐτὴ ἐννοήσουμε
αὐτὸ ποὺ πάντοτε σήμαινε ὁ ὅρος λειτουργία: μιὰ συλλογικὴ
πράξη στὴν ὁποία ἡ ὅλη Ἐκκλησία, δηλαδὴ ὅλη ἡ
κοινότητα, συμμετέχει πραγματικά. Δὲν εἶναι λοιπὸν
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 17

ἀλήθεια ὅτι, ἀπὸ λειτουργικὴ ἄποψη, τὸ Βάπτισμα σήμερα


ἔγινε κατὰ κανόνα μιὰ ἰδιωτικὴ οἰκογενειακὴ γιορτὴ ποὺ
τελεῖται ἔξω ἀπὸ τὴ συλλογικὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας,
ἀκριβῶς ἔξω ἀπὸ τὴ λειτουργία; Δὲν εἶναι ἀληθινὸ ὅτι
κάποιος μπορεῖ γιὰ χρόνια καὶ χρόνια νὰ πηγαίνει στὴν
ἐκκλησία χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ ἔχει παραβρεθεῖ σ᾿ ἕνα
βάπτισμα, χωρὶς ἀκόμη νὰ ξέρει πῶς τελεῖται;
Ἔτσι, ἀφοῦ τὸ Βάπτισμα ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ λειτουργία,
εἶναι φυσικὸ ὅτι ἀπουσιάζει καὶ ἀπὸ τὴν εὐσέβειά μας. Ὁ
Χριστιανὸς γνώριζε παλαιότερα ὅτι τὸ Πάσχα ἦταν κάθε
χρόνο ἡ γιορτὴ τοῦ δικοῦ του Βαπτίσματος, τῆς δικῆς του
εἰσόδου καὶ τῆς συμμετοχῆς του στὴ ζωὴ τοῦ Ἀναστημένου
Χριστοῦ. Γνώριζε ὅτι αὐτὴ ἡ πράξη τῆς ἀναγέννησης, μέσα
ἀπὸ τὴν ὁποία νέα μέλη ὁλοκληρώνονται στὴν «καινότητα
τῆς ζωῆς», ἀποκαλύπτει καὶ ξαναβεβαιώνει τὴν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ὁ σημερινὸς Χριστιανὸς δὲν συσχετίζει
μὲ τὸ Βάπτισμα οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε τὴν Ἐκκλησία.
Βέβαια, γνωρίζει ὅτι βαπτίσθηκε καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ Βάπτισμα
εἶναι μιὰ ἀναγκαία συνθήκη γιὰ νὰ εἶναι μέλος τῆς
Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ γνώση παραμένει ἀφηρημένη.
Δὲν ἀναφέρεται στὴν Ἐκκλησία, στὴν κοινότητα δηλαδὴ
αὐτῶν ποὺ πέθαναν μὲ τὸ Χριστὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ πῆραν
καινούργια ζωὴ ἐν Αὐτῷ. Ἔτσι, δὲν εἶναι πλέον ἡ εὐσέβειά
του βαπτιστική, ὅπως ἦταν ἡ εὐσέβεια τῶν πρώτων
Χριστιανῶν. Ἔχει πάψει τὸ Βάπτισμα νὰ εἶναι γι᾿ αὐτὸν μιὰ
μόνιμη πραγματικότητα καὶ ἐμπειρία ποὺ φωτίζει ὁλόκληρη
τὴ ζωή του, μιὰ σταθερὴ πηγὴ χαρᾶς καὶ ἐλπίδας. Εἶναι
γραμμένο σὲ κάποιο πιστοποιητικὸ βαπτίσματος, ἀλλὰ
σίγουρα ὄχι στὴ χριστιανική του μνήμη. Καὶ ἐπὶ πλέον δὲν
ζεῖ τὸ Πάσχα καὶ τὴν Πεντηκοστή, τὰ Χριστούγεννα καὶ τὰ
Θεοφάνεια καὶ ὁλόκληρη τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, στὴν
18 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ἄμεση σχέση τους μὲ τὸ Βάπτισμα, ὡς πραγματικοτήτων


ποὺ ἡ σημασία τους καὶ ἡ ἀποτελεσματικότητά τους μέσα
στὴν Ἐκκλησία ἐκπληρώνονται στὸ Βάπτισμα καὶ διὰ τοῦ
Βαπτίσματος.
Τελικά, τὸ Βάπτισμα, ἀφοῦ ἔπαψε νὰ τρέφει τὴ χριστιανικὴ
εὐσέβεια, ἔχασε προφανῶς τὴ δύναμη ποὺ εἶχε νὰ
διαμορφώνει τὴ χριστιανική μας θεώρηση τοῦ κόσμου,
δηλαδὴ τὶς βασικὲς στάσεις μας, τὰ κίνητρα καὶ τὶς
ἀποφάσεις. Δὲν ὑπάρχει σήμερα μιὰ χριστιανικὴ «φιλοσοφία
τῆς ζωῆς», ποὺ νὰ ἀγκαλιάζει τὸ σύνολο τῆς ὕπαρξής μας,
τὴν οἰκογένεια καὶ τὸ ἐπάγγελμα, τὴν ἱστορία καὶ τὴν
κοινωνία, τὴν ἠθικὴ καὶ τὴν πράξη. Ἁπλῶς δὲν ὑπάρχει
καμιὰ διαφορὰ μεταξὺ τῶν «ἀξιῶν» καὶ «ἰδανικῶν» ποὺ
ἀποδέχεται ἡ χριστιανικὴ κοινότητα ἀπὸ αὐτὲς ποὺ
ἀποδέχεται ὁ κόσμος. Ἕνας Χριστιανὸς σήμερα μπορεῖ νὰ
εἶναι ἕνας «καλοστεκούμενος ἐνορίτης» καὶ παράλληλα νὰ
ζεῖ μὲ τὰ πρότυπα καὶ τὶς φιλοσοφίες μιᾶς ζωῆς ποὺ δὲν ἔχει
τίποτε τὸ κοινὸ μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἂν δὲν εἶναι καὶ
φανερὰ ἀντίθετη.
Ἕνας Χριστιανὸς τοῦ παρελθόντος γνώριζε, ὄχι μόνον
γνωσιολογικὰ ἀλλὰ μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, ὅτι τὸ Βάπτισμα
τὸν τοποθέτησε σὲ μιὰ ριζικὰ καινούργια σχέση πρὸς ὅλες
τὶς ἀπόψεις τῆς ζωῆς καὶ πρὸς τὸν ἴδιο τὸν «κόσμο»· ὅτι
δέχθηκε μαζὶ μὲ τὴν πίστη του μιὰ ριζικὰ καινούργια
κατανόηση τῆς ζωῆς. Τὸ Βάπτισμα γι᾿ αὐτὸν ἦταν τὸ
ξεκίνημα καὶ συγχρόνως τὸ θεμέλιο γιὰ μιὰ χριστιανικὴ
«φιλοσοφία τῆς ζωῆς», ἕνα μόνιμο αἴσθημα καθοδήγησης,
ποὺ τὸν κατηύθυνε σταθερὰ ἀπαντώντας σὲ ὅλα του τὰ
ἐρωτήματα, λύνοντας ὅλα τὰ προβλήματά του.
Αὐτὸ τὸ θεμέλιο τὸ ἔχουμε ἀκόμη. Τὸ Βάπτισμα
τελεῖται. Ἀλλὰ πάψαμε νὰ τὸ κατανοοῦμε ὡς πύλη ποὺ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 19

ὁδηγεῖ σὲ μιὰ καινούργια ζωὴ καὶ ὡς δύναμη μὲ τὴν ὁποία


θὰ ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὴ διατήρηση καὶ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς
καινούργιας ζωῆς.

2.

Αὐτὴ εἶναι ἡ τραγικὴ συνέπεια τοῦ γεγονότος ποὺ πολλοὶ τὸ


θεωροῦν ὡς μιὰ δευτερεύουσα καὶ ἐντελῶς ἐξωτερικὴ
ἐξέλιξη: ἡ μεταμόρφωση τοῦ Βαπτίσματος σὲ μιὰ ἰδιωτικὴ
τελετή, ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς λατρείας
καὶ τῆς εὐσέβειας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ μιὰ καθαρὰ τυπικὴ
ἄποψη ―δογματικὴ ἢ κανονική― αὐτὸ ἴσως νὰ φαίνεται
χωρὶς ἐνδιαφέρον. Δὲν εἶναι μήπως τὸ Βάπτισμα ἔγκυρο,
ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πόσοι ἄνθρωποι τὸ παρακολουθοῦν, ἀπὸ
τὸ χρόνο καὶ τὸν τόπο ποὺ τελεῖται, καὶ ἀπὸ τὴν ποσότητα
τοῦ νεροῦ ποὺ χρησιμοποιεῖται; Ὅμως αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη
μιᾶς τέτοιας «ἄποψης» ἀποκαλύπτει πόσο βαθιὰ
διαζευγμένη ἀπὸ τὸ ἀληθινὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀληθινὴ
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σύγχρονη δογματικὴ καὶ
κανονικὴ συνείδησή μας, πόσο ριζικὰ ἀγνοεῖ τὴν παλαιὰ
ἀρχὴ lex orandi est credendi (ὁ κανὼν τῆς προσευχῆς εἶναι ὁ
κανὼν τῆς πίστεως).
Τὸ ἁπλὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι μιὰ τέτοια «ἄποψη», ποὺ
διδάσκεται σήμερα σὰν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, εἶναι τὸ
ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς «Δυτικῆς ψευδομορφώσεως» τῆς
Ὀρθόδοξης θεολογίας, ποὺ ἄρχισε μετὰ τὸ τέλος τῆς
πατερικῆς ἐποχῆς καὶ ποὺ δηλητηρίασε τὴν Ἐκκλησία μὲ
ἕνα νομικίστικο πνεῦμα, ἐντελῶς ξένο πρὸς τοὺς Πατέρες
καὶ τὴν Παράδοση. Αὐτὴ ἡ Δυτικὴ ἐπίδραση κατόρθωσε νὰ
περιορίσει τὴν οὐσιαστικὴ κατανόηση τοῦ Βαπτίσματος.
20 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πράγματι, μπορεῖς νὰ διαβάσεις καὶ νὰ ξαναδιαβάσεις


σύγχρονα ἐγχειρίδια Ὀρθόδοξης θεολογίας, χωρὶς ποτὲ νὰ
ἀνακαλύψεις γιατί χρησιμοποιεῖται νερὸ στὸ Βάπτισμα, ποιὰ
εἶναι ἡ σύνδεσή του μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ, γιατί μόνον ὁ Ἐπίσκοπος μπορεῖ νὰ καθαγιάσει τὸ
Ἅγιο Χρίσμα ― ἑρμηνεῖες ὁλοφάνερα οὐσιαστικὲς γιὰ τὴν
κατανόηση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Σὲ αὐτὰ τὰ
ἐγχειρίδια, τὸ Βάπτισμα ὁρίζεται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ὡς
«ἀπομάκρυνση» τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας καὶ ὡς
μετάδοση τῆς Χάρης, ἀφοῦ καὶ οἱ δύο αὐτὲς πράξεις εἶναι
«ἀναγκαῖες», μὲ τὸ δικανικὸ νόημα τῆς λέξης, γιὰ τὴ
σωτηρία3. Τὸ Βάπτισμα ὅμως, ὡς τὸ μυστήριο τῆς
ἀναγέννησης καὶ ἀναδημιουργίας, ὡς τὸ προσωπικὸ Πάσχα
καὶ ἡ προσωπικὴ Πεντηκοστὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ἡ
ἐνσωμάτωσή του μέσα στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὡς τὸ «πέρασμα»
ἀπὸ μιὰ παλαιὰ σὲ μιὰ καινούργια ζωή, καὶ τελικὰ ὡς
ἐπιφάνεια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ―σημασίες, ποὺ ἔκαναν
τὸ Βάπτισμα τόσο κεντρικὸ καὶ οὐσιαστικὸ στὴν εὐσέβεια
καὶ ἐμπειρία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας― οὐσιαστικὰ
ἀγνοεῖται, ἐπειδὴ ἀκριβῶς αὐτὲς οἱ σημασίες δὲν μποροῦν νὰ
ταιριάξουν μὲ τὸ νομικίστικο σκελετὸ ποὺ υἱοθετήθηκε ἀπὸ
τὴ Δύση.
Αὐτὸς ὁ τύπος τῆς θεολογίας ἔχει πεῖ οὐσιαστικὰ τὰ
πάντα γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων γενικὰ καὶ τοῦ
Βαπτίσματος ἰδιαίτερα. Τὸ μόνο ἐρώτημα ποὺ φαίνεται νὰ
μὴν τὸν ἐνδιαφέρει εἶναι: τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δίνει ἐγκυρότητα
στὸ Βάπτισμα; Καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ ἐπίσημη θεολογία
στὴν πραγματικότητα βοήθησε καὶ ἐπιτάχυνε τὴ
λειτουργικὴ παρακμή, καὶ σιγὰ σιγὰ ἀπόδιωξε τὸ Βάπτισμα
ἀπὸ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ μετέτρεψε σὲ μιὰ
ἰδιωτικὴ τελετή. Ἂν ἡ «ἐγκυρότητα» τοῦ μυστηρίου δὲν
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 21

ἀπαιτεῖ τίποτε παραπάνω ἀπὸ ἕναν κανονικὸ ἱερέα καὶ μιὰ


ἐλάχιστη ποσότητα νεροῦ καὶ ἄν, ἐπὶ πλέον, τίποτε ἄλλο δὲν
ἐνδιαφέρει ἐκτὸς ἀπὸ τὴν «ἐγκυρότητα», γιατί τότε δὲν
περιορίζουμε τὸ μυστήριο σ᾿ αὐτὰ τὰ οὐσιαστικὰ
ἀπαραίτητα; Γιατί νὰ μὴν ἔχουμε ἕτοιμο ἁγιασμένο νερὸ καὶ
λάδι γιὰ νὰ σώζουμε τὸν πολύτιμο χρόνο μας; Γιατί νὰ μᾶς
τυραννοῦν ἀρχαῖα τυπικὰ ποὺ παραγγέλνουν νὰ «ἅπτωνται
πάντα τὰ κηρία» καὶ ὁ ἱερέας νὰ εἶναι «ἐνδεδυμένος λευκὴν
ἱερατικὴν στολήν»; Γιατί νὰ ἐμπλέκομε τὴν ἐνορία, τὴν
κοινότητα, τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ σὲ ὅλα αὐτά; Κι ἔτσι σήμερα
χρειάζονται περίπου δεκαπέντε λεπτὰ γιὰ νὰ τελέσουμε σὲ
μιὰ σκοτεινὴ γωνιὰ τοῦ ναοῦ, μ᾿ ἕναν «ψάλτη» ποὺ δίνει τὶς
ἀπαντήσεις, μιὰ πράξη ποὺ σ᾿ αὐτὴν οἱ Πατέρες εἶδαν καὶ
διακήρυξαν τὴ βαθύτερη ἱερότητα τῆς Ἐκκλησίας: ἕνα
μυστήριο ποὺ γεμίζει μὲ χαρὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς
ἀρχαγγέλους καὶ ὅλες τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις καὶ τὰ
ἐπίγεια δημιουργήματα, ἕνα μυστήριο ποὺ γι᾿ αὐτὸ ἡ
Ἐκκλησία προετοιμάστηκε μὲ σαράντα μέρες νηστείας καὶ
ποὺ συνιστοῦσε τὴν οὐσία τῆς πασχάλιας χαρᾶς. Μιὰ
παρηκμασμένη λατρεία ποὺ τράφηκε ἀπὸ μιὰ
παρηκμασμένη θεολογία καὶ ὁδηγεῖ σὲ μιὰ παρηκμασμένη
εὐσέβεια: αὐτὴ εἶναι ἡ θλιβερὴ κατάσταση στὴν ὁποία
βρισκόμαστε σήμερα καὶ ἡ ὁποία πρέπει νὰ διορθωθεῖ, ἐὰν
ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία καὶ θέλουμε νὰ γίνει ξανὰ ἡ
δύναμη ποὺ μεταμορφώνει τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

3.

Πρέπει νὰ ἐπανεύρουμε τὸ Βάπτισμα, τὸ νόημά του, τὴ


δύναμή του, τὴν ἀληθινή του ἐγκυρότητα. Ὁ σκοπὸς αὐτοῦ
22 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

τοῦ βιβλίου εἶναι νὰ βοηθήσει σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνακάλυψη, ἢ


μᾶλλον νὰ καταγράψει τὶς βασικὲς προϋποθέσεις της.
Ἐπειδὴ ἡ πραγματικὴ ἀνακάλυψη πρέπει νὰ συμβαίνει κάθε
φορὰ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει αὐτὸ τὸ μεγάλο μυστήριο
καὶ κάνει ὅλους ἐμᾶς συμμέτοχους καὶ μάρτυρές του.
Σκοπὸς τῆς λειτουργικῆς θεολογίας, καθὼς δείχνει καὶ
τὸ ὀνομά της, εἶναι νὰ ξεπεράσει τὴ μοιραία διαίρεση μεταξὺ
θεολογίας, λατρείας καὶ εὐσέβειας ― μιὰ διαίρεση πού,
καθὼς ἤδη προσπαθήσαμε νὰ δείξουμε ἀλλοῦ4, εἶχε
καταστρεπτικὲς συνέπειες τόσο γιὰ τὴ θεολογία ὅσο καὶ γιὰ
τὴ λατρεία καὶ τὴν εὐσέβεια. Οἱ ἄνθρωποι ἔπαψαν νὰ
κατανοοῦν σωστὰ τὴ λατρεία καὶ ἄρχισαν νὰ βλέπουν σ᾿
αὐτὴν ὄμορφες καὶ μυστηριώδεις τελετὲς στὶς ὁποῖες, παρ᾿
ὅλο ὅτι τὶς παρακολουθοῦν, δὲν συμμετέχουν πραγματικά.
Ὁ χωρισμὸς αὐτὸς στέρησε τὴ θεολογία ἀπὸ τὶς ζωντανές
της πηγὲς καὶ τὴν μεταμόρφωσε σὲ μιὰ διανοητικὴ
ἐγκεφαλικὴ ἄσκηση γιὰ τοὺς διανοούμενους. Ἀποστέρησε
τὴν εὐσέβεια ἀπὸ τὸ ζωντανό της περιεχόμενο καὶ τὴ σχέση
της μὲ τὴ λατρεία. Ἀλλὰ δὲν συνέβαινε τὸ ἴδιο μὲ τοὺς
Πατέρες. Ἡ θεολογία τους εἶναι ἀκόμη γιὰ μᾶς τὸ κριτήριο
καὶ ἡ πηγὴ ἐμπνεύσεως, γιατὶ εἶναι ριζωμένη στὴ ζωντανὴ
ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, στὴ μεγάλη πραγματικότητα τῆς
λατρευτικῆς κοινότητας. Εἶναι πραγματικὰ πολὺ
ἀποκαλυπτικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ θεολογικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ
Βαπτίσματος εἶναι στὴν πραγματικότητα ὀργανικὸ τμῆμα
τῆς ἴδιας τῆς λατρείας. Ἡ θεολογία ἄρχισε ὡς μιὰ
ἐμπνευσμένη ἀνταπόκριση στὴ λατρεία, ὡς ἀποκάλυψη τοῦ
ἀληθινοῦ της νοήματος. Καὶ ὅταν διαβάζουμε τοὺς
Πατέρες, πόσο μακριὰ βρισκόμαστε ἀπὸ τὶς ἐπιπόλαιες
συμβολικὲς ἐξηγήσεις τῶν λειτουργικῶν τυπικῶν ―τόσο
χαρακτηριστικὲς τῆς μετα-πατερικῆς φιλολογίας― πόσο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23

μακριὰ ἀπὸ τοὺς ψυχροὺς δικανικοὺς ὁρισμοὺς τῶν


ἐγχειριδίων μας!
Σκοπὸς τῆς λειτουργικῆς θεολογίας εἶναι νὰ
κατανοήσουμε τὴ λειτουργία «ἐκ τῶν ἔνδον», νὰ
ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ βιώσουμε τὴν «ἐπιφάνεια» τοῦ Θεοῦ,
τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς ποὺ περιέχει καὶ μεταδίνει ἡ
λατρεία, νὰ συσχετίσουμε αὐτὸ τὸ δράμα καὶ αὐτὴ τὴ
δύναμη μὲ τὴ δική μας ὕπαρξη, μὲ ὅλα μας τὰ προβλήματα.
Ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὸ Βάπτισμα εἶναι ἀληθινὰ ἡ ἀρχή, τὸ
θεμέλιο καὶ τὸ κλειδί. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ριζωμένη στὴ Νέα Ζωὴ ποὺ ἐξέστραψε ἀπὸ τὸν τάφο
τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς νέας δημιουργίας. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ
καινούργια ζωὴ προσφέρεται μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ
ὁλοκληρώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἀρχίσαμε αὐτὴ τὴν εἰσαγωγὴ μὲ τὴν ὑπενθύμιση τῆς
ἀρχικῆς λειτουργικῆς σύνδεσης μεταξὺ Πάσχα καὶ
Βαπτίσματος. Ὁλόκληρη αὐτὴ ἡ μελέτη δὲν εἶναι τίποτε
ἄλλο παρὰ μιὰ προσπάθεια νὰ ἐξηγήσουμε τὴ σημασία
αὐτῆς τῆς σύνδεσης καὶ νὰ μεταδώσουμε, ὅσο εἶναι δυνατὸ
μὲ τὶς φτωχὲς ἀνθρώπινες λέξεις μας, τὴ χαρὰ ποὺ γεμίζει
τὴ χριστιανική μας ζωή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

1. Ἡ σημασία τῆς προετοιμασίας

Γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες τώρα ἡ Ἐκκλησία σχεδὸν


ἀποκλειστικὰ ἐφαρμόζει τὸ νηπιοβαπτισμό. Εἶναι ὅμως κάτι
τὸ πολὺ ἀξιοσημείωτο ὅτι λειτουργικὰ τὸ Βάπτισμα ἔχει
διατηρήσει τὴ μορφὴ καὶ τὴ δομὴ ποὺ εἶχε, ὅταν ἡ
πλειονότητα τῶν βαπτιζομένων ἦταν ἐνήλικες. Αὐτὸ εἶναι
ἰδιαίτερα φανερὸ στὶς προπαρασκευαστικὲς τελετές, ποὺ στὰ
σημερινὰ λειτουργικὰ βιβλία εἶναι συγκεντρωμένες μὲ τὴν
ὀνομασία: Εὐχαὶ εἰς τὸ ποιῆσαι κατηχούμενον5.
Αὐτὴ ἡ ἀκολουθία, σχετικὰ σύντομη σήμερα, εἶναι τὸ
τελευταῖο στοιχεῖο ποὺ ἐπέζησε ἀπὸ μιὰ μακρόχρονη
προετοιμασία γιὰ τὸ Βάπτισμα ― προετοιμασία ποὺ στὸ
παρελθόν, καὶ σὲ ἐξάρτηση ἀπὸ τὶς διάφορες τοπικὲς
παραδόσεις, διαρκοῦσε ἀπὸ ἕνα ὣς τρία χρόνια. Οἱ ὑποψήφιοι
γιὰ τὸ Βάπτισμα, ποὺ ὀνομάζονταν κατηχούμενοι,
προοδευτικὰ εἰσάγονταν στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ εἰδικὲς
τελετὲς ποὺ περιελάμβαναν ἐξορκισμούς, προσευχές,
ἐξηγήσεις τῶν θείων Γραφῶν, κλπ. Αὐτὴ ἡ προετοιμασία
ἀπασχολοῦσε ὁλόκληρη τὴν κοινότητα, ἡ ὁποία μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπο προετοιμαζόταν γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν νέων μελῶν
της. Ἀπὸ αὐτὴ λοιπὸν τὴ διπλὴ προετοιμασία ―τῶν
κατηχουμένων καὶ τῆς Ἐκκλησίας― προῆλθε ἡ προ-
πασχάλια λειτουργικὴ περίοδος ποὺ σήμερα τὴν ὀνομάζουμε
Μεγάλη Τεσσαρακοστή6. Ἦταν ὁ χρόνος τῆς ἔσχατης καὶ
ἐντατικῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν «ἁγίαν νύκτα», τῆς
26 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ὁποίας ἀκριβῶς κορυφὴ ἦταν ὁ «φωτισμὸς» αὐτῶν ποὺ


ἔρχονταν στὸ Χριστὸ καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ Αὐτὸν σωτηρία καὶ
καινούργια ζωή.
Ποιὸ εἶναι τὸ νόημα αὐτῆς τῆς προετοιμασίας; Ἡ
ἐρώτηση εἶναι σπουδαία, ἐφόσον σήμερα ἡ ἐπικράτηση τοῦ
νηπιοβαπτισμοῦ φαίνεται ὅτι ἔχει μεταβάλει σὲ ἄσχετους
ἀναχρονισμοὺς μερικὲς ἀπὸ τὶς προπαρασκευαστικὲς
τελετές. Ἀλλὰ ἡ ὁλοφάνερη σπουδαιότητα ποὺ εἶχαν γιὰ τὴν
ἀρχαία Ἐκκλησία ―καὶ ἔχουν ἀκόμη γιὰ τὴ λειτουργική
μας παράδοση― καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία διατήρησε
τὸ τυπικὸ Βαπτίσματος τῶν «ἐνηλίκων», δείχνουν καθαρὰ
ὅτι ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας αὐτὴ ἡ προετοιμασία εἶναι ἕνα
ἀκέραιο τμῆμα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος. Ὡς
ἀπάντηση λοιπὸν σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα πρέπει νὰ ἀρχίσουμε
τὶς ἐπεξηγήσεις γιὰ τὸ Βάπτισμα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο.
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ
προετοιμασία εἶναι μιὰ συνεχὴς καὶ οὐσιαστικὴ ὄψη τῆς
λατρείας τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινότητας. Εἶναι ἀδύνατο νὰ
μποῦμε στὸ πνεῦμα τῆς λατρείας, νὰ κατανοήσουμε τὸ
νόημά της καὶ νὰ συμμετάσχουμε ἀληθινὰ σ᾿ αὐτή, χωρὶς
πρῶτα νὰ προσέξουμε ὅτι εἶναι ἐξαρχῆς οἰκοδομημένη πάνω
στὸ διπλὸ ρυθμὸ τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς πλήρωσης, καὶ
ὅτι αὐτὸς ὁ ρυθμὸς εἶναι οὐσιαστικὸς γιὰ τὴ λατρεία τῆς
Ἐκκλησίας, γιατὶ ἀποκαλύπτει καὶ πληρώνει τὴ διπλὴ φύση
καὶ τὸ ἔργο τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας7.
Ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι προετοιμασία: μᾶς
«προετοιμάζει» γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Κι ἔτσι τὸ ἔργο της
εἶναι νὰ μεταμορφώσει ὅλη μας τὴ ζωὴ σὲ προετοιμασία. Μὲ
τὸ κήρυγμά της, τὸ δόγμα καὶ τὴν προσευχὴ μᾶς
ἀποκαλύπτει συνεχῶς ὅτι ἡ ἔσχατη «ἀξία» ποὺ δίνει νόημα
καὶ κατεύθυνση στὴ ζωή μας βρίσκεται στὸ «τέλος»,
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ 27

βρίσκεται στὸ «ἐρχόμενον», πρόκειται νὰ ἔλθει, τὴν


ἐλπίζουμε, τὴν ἀναμένουμε, τὴν προβλέπουμε. Καὶ χωρὶς
αὐτὴ τὴ βασικὴ διάσταση τῆς «προετοιμασίας» δὲν ὑπάρχει
ἁπλούστατα οὔτε Χριστιανισμὸς οὔτε Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἡ
λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρωταρχικὰ καὶ πάντοτε μιὰ
προετοιμασία: πάντοτε δείχνει καὶ τείνει πέρα ἀπὸ αὐτή,
πέρα ἀπὸ τὸ παρόν, καὶ τὸ ἔργο της εἶναι νὰ μᾶς κάνει νὰ
εἰσέλθουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν προετοιμασία· καὶ ἔτσι
μεταμορφώνει τὴ ζωή μας ἀναφέροντάς την στὸ πλήρωμά
της, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι
ἐπίσης καὶ οὐσιαστικὸ πλήρωμα. Τὰ γεγονότα ποὺ τὴν
γέννησαν καὶ ποὺ συνιστοῦν τὴν πηγὴ τῆς πίστεως καὶ τῆς
ζωῆς της ἔχουν γίνει. Ὁ Χριστὸς ἦλθε. Ἐν Αὐτῷ ὁ
ἄνθρωπος θεώθηκε καὶ ἀνέβηκε στὸν οὐρανό. Τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα ἦλθε καὶ ὁ ἐρχομός του ἐγκαινίασε τὴ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ. Ἡ Χάρη δόθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄντως «ὁ
οὐρανὸς ἐπὶ γῆς», ἐπειδὴ εἶναι εἴσοδος στὸ τραπέζι τοῦ
Χριστοῦ, στὴ Βασιλεία Του. Δεχθήκαμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
καὶ μποροῦμε νὰ συμμετέχουμε, ἐδῶ καὶ τώρα, στὴν
καινούργια ζωὴ καὶ νὰ κοινωνοῦμε μὲ τὸ Θεό.
Ἡ λειτουργία εἶναι αὐτὴ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ μᾶς
μεταδίνει αὐτὴ τὴ διπλὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ σκοπὸς
τῆς λειτουργίας εἶναι νὰ «κάνει» τὴν Ἐκκλησία
προετοιμασία καὶ νὰ τὴν ἀποκαλύπτει ὡς πλήρωμα. Ἔτσι
κάθε ἡμέρα, κάθε ἑβδομάδα, κάθε χρόνος μεταμορφώνεται
καὶ γίνεται αὐτὴ ἡ διπλὴ πραγματικότητα, ἕνας
συσχετισμὸς μεταξὺ τοῦ «ἤδη» καὶ τοῦ «ὄχι ἀκόμη». Δὲν θὰ
μπορούσαμε νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὴν «ἐρχόμενη»
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἂν αὐτὴ ἡ Βασιλεία δὲ μᾶς εἶχε «ἤδη»
δοθεῖ. Δὲν θὰ μπορούσαμε ποτὲ νὰ κάνουμε τὸ τέλος
ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλπίδας καὶ τοῦ πόθου μας, ἂν
28 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

δὲν μᾶς εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὡς ἔνδοξη καὶ φεγγοβόλα ἀρχή.


Δὲν θὰ εἴχαμε ποτὲ προσευχηθεῖ ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου, ἂν
δὲν εἴχαμε ἤδη τὴ γεύση τῆς κοινωνίας μὲ αὐτὴ τὴ
Βασιλεία. Ἂν ἡ λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶχε γίνει
«πλήρωμα», ἡ ζωή μας ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει
«προετοιμασία». Ἔτσι αὐτὸς ὁ διπλὸς ρυθμὸς τῆς
προετοιμασίας καὶ τῆς πλήρωσης ὄχι μόνον δὲν εἶναι
τυχαῖος, ἀλλὰ ἀπεναντίας συνθέτει τὴν οὐσία τῆς
λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, τῆς λειτουργίας ὄχι
μόνο στὴν καθολικότητά της, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ σὲ ὅλα τὰ
συνθετικά της μέρη ― σὲ κάθε ἐποχή, σὲ κάθε ἀκολουθία,
σὲ κάθε μυστήριο. Τί θὰ ἦταν τὸ Πάσχα χωρὶς τὴν ἡσυχία
τοῦ Μεγάλου καὶ Εὐλογημένου Σαββάτου; Τὸ ἱερὸ σκότος
τῆς Μ. Παρασκευῆς χωρὶς τὴ μεγάλη προετοιμασία τῆς Μ.
Τεσσαρακοστῆς; Καὶ δὲν μετατρέπει τὴ θλίψη τῆς Μ.
Τεσσαρακοστῆς σὲ «χαροποιὸν πένθος» τὸ φῶς ποὺ ἔρχεται
ἀπὸ τὸ Πάσχα, τὸ ὁποῖο αὐτὴ προετοιμάζει; Ἂν σήμερα ἡ
λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει πάψει νὰ εἶναι γιὰ πάρα
πολλοὺς ἀνθρώπους ἡ βαθύτατη ἀνάγκη καὶ χαρὰ τῆς ζωῆς
τους, εἶναι ἐπειδὴ πάνω ἀπὸ ὅλα ξέχασαν, ἢ ἴσως ποτὲ δὲν
γνώρισαν, τὸν οὐσιαστικὸ λειτουργικὸ νόμο τῆς
προετοιμασίας καὶ τοῦ πληρώματος. Δὲν ἔχουν ἐμπειρία τοῦ
πληρώματος γιατὶ ἀγνοοῦν τὴν προετοιμασία, καὶ ἀγνοοῦν
τὴν προετοιμασία ἐπειδὴ δὲν ποθοῦν τὸ πλήρωμα. Τότε
πράγματι ἡ λατρεία ἐμφανίζεται ὡς μιὰ ἄσχετη διατήρηση
ἀρχαϊκῶν μορφῶν, ποὺ ἀναζωογονοῦνται μὲ μερικὲς
«συναυλίες» ἢ τεχνητὴ καὶ ἄγευστη «ἱεροπρέπεια».
Τὸ Βάπτισμα δὲν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση αὐτῆς τῆς
θεμελιακῆς ἀρχῆς. Ἀπαιτεῖ προετοιμασία καὶ ὅταν ἀκόμη ἡ
ἀνθρώπινη ὕπαρξη ποὺ πρόκειται νὰ βαπτισθεῖ εἶναι μόνον
ὀλίγων ἡμερῶν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει αὐτὰ ποὺ θὰ
Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ 29

τῆς συμβοῦν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ποὺ ριζικὰ διαφέρει σ᾿


αὐτὸ ἀπὸ μερικὲς «λογοκρατικὲς» ὁμάδες, ποτὲ δὲν
ἀναζήτησε τὴν «κατανόηση» ὡς προϋπόθεση γιὰ τὸ
Βάπτισμα. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι μᾶλλον ἡ ἀληθινὴ
«κατανόηση» γίνεται δυνατὴ διὰ τοῦ Βαπτίσματος, εἶναι τὸ
ἀποτέλεσμα καὶ ὁ καρπός του, παρὰ ἡ προϋπόθεσή του.
Ἀπέχουμε πολὺ ἀπὸ τὴν ἰδέα ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γίνει
Βάπτισμα παρὰ μόνον ὅταν εἶναι «κατανοητὸ» καὶ
«ἀποδεκτό», καὶ γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ προσφέρεται μόνο στοὺς
«ἐνήλικες». Ἴσως ἡ ἔσχατη χάρη τοῦ Βαπτίσματος εἶναι
ὅτι μᾶς κάνει πραγματικὰ παιδιά, ὅτι ἀποκαθιστᾶ μέσα μας
αὐτὴ τὴν «παιδικότητα» ποὺ χωρὶς αὐτή, σύμφωνα μὲ τοὺς
λόγους τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀδύνατο νὰ δεχθοῦμε τὴ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ προετοιμασία δηλώνει μιὰ
καθολικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀνακεφαλαίωση ὅλων
αὐτῶν ποὺ καθιστοῦν δυνατὴ τὴν ἀναγέννηση διὰ τοῦ
Βαπτίσματος. Ἐπειδὴ ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀλλάζει,
πλουτίζεται καὶ πληρώνεται ὅταν κάποιο παιδὶ τοῦ Θεοῦ
ὁλοκληρώνεται στὴ ζωή της καὶ γίνεται μέλος τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως εἴπαμε, τὸ Βάπτισμα εἶναι ἕνα πασχάλιο
μυστήριο, καὶ Πάσχα σημαίνει «πέρασμα», «διάβαση».
Αὐτὸ τὸ πέρασμα ἀρχίζει μὲ τὶς προπαρασκευαστικὲς
τελετές, ποὺ γίνονται ἔτσι μιὰ ἀληθινὴ ἀρχὴ τοῦ μυστηρίου,
ἡ προετοιμασία γι᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ βρεῖ τὸ πλήρωμά του στὸ
μυστήριο τοῦ Ὕδατος καὶ τοῦ Πνεύματος.

2. Ἡ Κατήχηση

Ἡ ἀκόλουθη τυπικὴ διάταξη προηγεῖται τῆς εὐχῆς εἰς τὸ


30 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ποιῆσαι κατηχούμενον.
Λύει ὁ Ἱερεὺς τὴν ζώνην τοῦ μέλλοντος φωτισθῆναι, καὶ
ἀποδύει καὶ ὑπολύει αὐτόν· καὶ ἵστησιν αὐτὸν κατὰ Ἀνατολάς,
μονοχίτωνα, λυσίζωνον, ἀσκεπῆ καὶ ἀνυπόδετον, ἔχοντα τὰς
χεῖρας κάτω· καὶ ἐμφυσᾷ εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τρίς, καὶ
σφραγίζει αὐτοῦ τὸ μέτωπον καὶ τὸ στῆθος, ἐκ τρίτου, καὶ
ἐπιτίθησι τὴν χεῖρα ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ…
Πρέπει νὰ ἐπεξηγήσουμε αὐτὸ τὸ τυπικὸ καὶ νὰ
τοποθετήσουμε στὴ συνάφεια τῆς ὅλης προβαπτιστικῆς
προετοιμασίας τὶς τελετὲς ποὺ περιγράφει.
Στὴν πρώτη Ἐκκλησία, αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει
Χριστιανὸς ὁδηγεῖτο στὸν ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς
Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς ἀναδόχους του8, δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὰ τὰ
μέλη τῆς χριστιανικῆς κοινότητας ποὺ μποροῦσαν νὰ
ἐγγυηθοῦν γιὰ τὶς σοβαρὲς προθέσεις τοῦ ὑποψηφίου, γιὰ τὸ
γνήσιο χαρακτήρα τῆς μεταστροφῆς του. Φυσικά, αὐτὴ ἡ
ἴδια ἡ μεταστροφὴ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε ἐξήγηση. Τί
φέρνει ἕναν ἄνθρωπο στὸ Χριστό; Τί τὸν κάνει νὰ πιστέψει;
Σὲ πεῖσμα ὅλων τῶν προσπαθειῶν ποὺ γίνονται γιὰ νὰ
ταξινομήσουν καὶ νὰ περιγράψουν τοὺς διάφορους «τύπους»
μεταστροφῶν, παραμένει πάντοτε τὸ μυστήριο τῆς
μοναδικῆς σχέσης μεταξὺ Θεοῦ καὶ κάθε ἀνθρώπινου
προσώπου ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν Ἑαυτό Του.
Ἔτσι, ἡ ἐξήγησή μας ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ ἡ
μυστηριώδης πορεία ἔχει ὁδηγήσει σὲ μιὰ ἀντικειμενικὴ
ἀπόφαση: νὰ ζητᾶ τὸ Βάπτισμα, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὴν
Ἐκκλησία.
Ὁ προσήλυτος ὁδηγεῖτο στὸν ἐπίσκοπο, ποὺ στὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία ἦταν ὁ ἱερέας, ὁ ποιμένας καὶ ὁ διδάσκαλος τῆς
τοπικῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Ἔχοντας βεβαιωθεῖ γιὰ
τὴ σοβαρότητα τῶν προθέσεων τοῦ προσηλύτου, ὁ ἐπίσκοπος
Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ 31

ἔγραφε τὸ ὄνομά του στὸν πίνακα τῶν κατηχουμένων9. Ἔ-


πειτα ἔκανε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸ πρόσωπο
τοῦ κατηχουμένου καὶ ἔβαζε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι
του. Αὐτὲς οἱ πρῶτες τελετές, ποὺ ὀνομάζονται ἐγγραφή,
ὑποδηλώνουν ὅτι ὁ Χριστὸς κάνει κατοχὴ αὐτοῦ τοῦ
προσώπου, ὅτι τὸ ἐγγράφει στὴ «Βίβλο ζωῆς». Στὴν ἐποχὴ
τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου αὐτὴ ἡ «ἐγγραφὴ»
γινόταν στὴν ἀρχὴ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς10. Σήμερα
συνιστᾶ τὸ πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἴδιας τῆς ἀκολουθίας τοῦ
Βαπτίσματος καὶ βρίσκουμε τὸ νόημά της νὰ ἐκφράζεται
στὴν πρώτη εὐχὴ εἰς τὸ ποιῆσαι κατηχούμενον.
Ἐπὶ τῷ ὀνόματί σου, Κύριε, ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας, καὶ τοῦ
μονογενοῦς σου Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, ἐπιτίθημι
τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου, τὸν καταξιωθέντα καταφυγεῖν
ἐπὶ τὸ ἅγιον Ὄνομά σου, καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων σου
διαφυλαχθῆναι. Ἀπόστησον ἀπ᾿ αὐτοῦ τὴν παλαιὰν ἐκείνην
πλάνην, καὶ ἔμπλησον αὐτὸν τῆς εἰς σὲ πίστεως καὶ ἐλπίδος καὶ
ἀγάπης· ἵνα γνῷ, ὅτι σὺ εἶ Θεὸς μόνος, Θεὸς ἀληθινός, καὶ ὁ
μονογενής σου Υἱός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, καὶ τὸ
Ἅγιόν σου Πνεῦμα. Δὸς αὐτῷ ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς σου
πορευθῆναι καὶ τὰ ἀρεστά σοι φυλάξαι· ὅτι, ἐὰν ποιήσῃ αὐτὰ
ἄνθρωπος, ζήσεται ἐν αὐτοῖς. Γράψον αὐτὸν ἐν βίβλῳ ζωῆς σου,
καὶ ἕνωσον αὐτὸν τῇ ποίμνῃ τῆς κληρονομίας σου. Δοξασθήτω
τὸ Ὄνομά σου τὸ ἅγιον ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ τοῦ ἀγαπητοῦ σου Υἱοῦ,
Κυρίου δὲ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ ζωοποιοῦ σου
Πνεύματος. Ἔστωσαν οἱ ὀφθαλμοί σου ἀτενίζοντες εἰς αὐτὸν ἐν
ἐλέει διαπαντός, καὶ τὰ ὦτά σου τοῦ ἀκούειν τῆς φωνῆς τῆς
δεήσεως αὐτοῦ. Εὔφρανον αὐτὸν ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν
αὐτοῦ, καὶ ἐν παντὶ τῷ γένει αὐτοῦ· ἵνα ἐξομολογήσηταί σοι,
προσκυνῶν καὶ δοξάζων τὸ Ὄνομά σου τὸ μέγα καὶ ὕψιστον, καὶ
αἰνέσῃ σε διὰ παντὸς πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ. Σὲ γὰρ
ὑμνεῖ πᾶσα ἡ δύναμις τῶν οὐρανῶν, καὶ σοῦ ἐστιν ἡ δόξα τοῦ
Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ
32 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Καὶ ἔτσι, ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη εὐχή, ἀπὸ τὸ ξεκίνημα τῆς
ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος, μᾶς προσφέρονται οἱ
πραγματικὲς διαστάσεις, τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο τῆς
μεταστροφῆς. Καὶ πρῶτο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι τὸ φυγεῖν ἀπὸ
«αὐτὸν τὸν κόσμο» ποὺ τὸν ἔκλεψε ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ
τὸν μετέτρεψε σὲ φυλακή. Ἡ μεταστροφὴ δὲν εἶναι ἕνα
γεγονὸς στὸ πεδίο καὶ στὸ ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν, ὅπως πολλοὶ
ἄνθρωποι νομίζουν σήμερα. Δὲν εἶναι ἡ ἐκλογὴ μιᾶς
«ἰδεολογίας», οὔτε ἀκόμη ἡ ἀπάντηση σὲ προβλήματα ―
μιὰ λέξη ποὺ τὴν ἀγνοοῦν τελείως ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ
ἡ Ἁγία Γραφή. Τὸ Βάπτισμα εἶναι ὄντως μιὰ ἀπόδραση ἀπὸ
τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀπελπισία. Ἔρχεται κάποιος στὸ Χριστὸ
γιὰ νὰ σωθεῖ, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἄλλη σωτηρία. Καὶ
ἡ πρώτη πράξη τῆς ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος εἶναι μιὰ
πράξη προστασίας: τὸ χέρι τοῦ ἐπισκόπου ―τὸ χέρι τοῦ ἴδιου
τοῦ Χριστοῦ― προστατεύει, σκεπάζει, «διαφυλάσσει ὑπὸ
τὴν σκέπην τῶν πτερύγων…». Γιατὶ τώρα πρόκειται νὰ
ἀρχίσει ἕνας θανάσιμος ἀγώνας καὶ αὐτὴ ἡ εὐχὴ μᾶς κάνει
λόγο γιὰ τὴ μεγάλη του σοβαρότητα.
Τώρα ὁ κατηχούμενος «ἐγγράφεται» στὴ Βίβλο Ζωῆς
καὶ σύντομα θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ποίμνῃ τῆς κληρονομίας τοῦ
Θεοῦ. Ταυτόχρονα πληροφορεῖται γιὰ τὸ ἔσχατο τέλος τοῦ
Βαπτίσματος ποὺ εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀληθινῆς
ζωῆς, τῆς ζωῆς ποὺ ἔχασε ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν ἁμαρτία.
Αὐτὴ ἡ ζωὴ περιγράφεται ὡς «ἀπόδοση δοξολογίας, ὕμνων,
λατρείας καὶ δόξης τῷ μεγάλω καὶ ὑπερυμνήτω
Ὀνόματι!»Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι μιὰ περιγραφὴ τῶν «Οὐρανῶν»
καὶ τῆς «αἰωνιότητος», ὅ,τι δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὶς
Γραφές, οἱ οὐράνιες δυνάμεις κάνουν αἰώνια μπροστὰ στὸ
ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ 33

θρόνο τοῦ Θεοῦ. Σωτηρία, ἀποκατάσταση τῆς ζωῆς, τὸ δῶρο


τῆς αἰώνιας ζωῆς: αὐτὲς εἶναι οἱ διαστάσεις τοῦ
Βαπτίσματος καθὼς ἀποκαλύπτονται ἀπὸ αὐτὸ κιόλας τὸ
πρῶτο βῆμα τῆς ἀκολουθίας του. Ἔχει ἀρχίσει τὸ
ἀποφασιστικὸ γεγονός.
34 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

3. Ἐξορκισμοί

Ἡ προετοιμασία γιὰ τὸ βάπτισμα ἢ τὴν «κατήχηση»


περιελάμβανε τὴ διδασκαλία καὶ τοὺς ἐξορκισμούς11.
Ἐπειδὴ σήμερα, ἐξαιτίας τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, ἡ διδασκαλία
τῆς πίστεως ἔχει ἀναγκαστικὰ μετατεθεῖ στὸ χρόνο μετὰ τὸ
Βάπτισμα, γι᾿ αὐτὸ πρῶτα θὰ μιλήσουμε γιὰ τοὺς
ἐξορκισμούς, ποὺ στὸ σημερινὸ τυπικὸ τοῦ Βαπτίσματος
ἀκολουθοῦν ἀμέσως μετὰ τὴν εὐχὴ εἰς τὸ ποιῆσαι
κατηχούμενον.
Ὁ «σύγχρονος ἄνθρωπος», εἴτε Ὀρθόδοξος εἴτε ὄχι,
συχνὰ ἐκπλήσσεται ὅταν μαθαίνει ὅτι ἡ ἀκολουθία τοῦ
Βαπτίσματος ἀρχίζει μὲ λόγια ποὺ ἀπευθύνονται στὸ
Διάβολο. Πράγματι, ὁ Διάβολος δὲν ἔχει καμιὰ θέση στὸ
θρησκευτικὸ ὀπτικὸ πεδίο του· ἀνήκει στὴν πανοπλία τῶν
μεσαιωνικῶν προλήψεων καὶ σὲ μιὰ βαριὰ πρωτόγονη
νοημοσύνη. Πολλοὶ ἄνθρωποι λοιπόν, καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ
ἱερεῖς ἀκόμη, εἰσηγοῦνται εὐθέως τὴν ἀπόρριψη τῶν
ἐξορκισμῶν ὡς «ἄσχετων» καὶ ἄπρεπων πρὸς τὰ φῶτα μας
καὶ τὴ «σύγχρονη» θρησκεία. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τοὺς μὴ
Ὀρθοδόξους, αὐτοὶ προχωροῦν ἀκόμη πιὸ πέρα. Συμφωνοῦν
μὲ τὴν ἄποψη γιὰ τὴν «ἀπομυθοποίηση» τῆς ἴδιας τῆς
Καινῆς Διαθήκης, τὴν «ἀπελευθέρωσή» της ἀπὸ μιὰ
πεπαλαιωμένη κοσμοθεωρία τῆς ὁποίας ἡ «δαιμονολογία»
ἀποτελεῖ ἀκριβῶς μιὰ οὐσιαστικὴ ἔκφραση καὶ ἡ ὁποία
ἀμαυρώνει τὸ αὐθεντικὸ καὶ αἰώνιο μήνυμά της.
Δὲν εἶναι σκοπός μας ἐδῶ νὰ ὑπογραμμίσουμε, ἔστω καὶ
ἐπιπόλαια, τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιὰ τὸ Διάβολο.
Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν τὴν διατύπωσε
συστηματικὰ μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς σαφοῦς καὶ ἀκριβοῦς
«δόγματος». Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ μᾶς
ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ 35

εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία πάντοτε εἶχε τὴν ἐμπειρία τοῦ


δαιμονικοῦ, μὲ ἄλλα λόγια, πάντοτε εἶχε γνώση τοῦ
Διαβόλου. Ἐὰν αὐτὴ ἡ ἄμεση γνώση ποτὲ δὲν κατέληξε σ᾿
ἕνα σαφὲς καὶ κανονικὸ δόγμα, εἶναι ἐξαιτίας τῆς
δυσκολίας, ἂν ὄχι τῆς ἀδυναμίας, νὰ ὁρισθεῖ λογικὰ τὸ ἄ-
λογο. Καὶ τὸ δαιμονικὸ καί, γενικότερα, τὸ κακὸ εἶναι
ἀκριβῶς ἡ πραγματικότητα τοῦ ἀ-λόγου. Μερικοὶ θεολόγοι
καὶ φιλόσοφοι, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐξηγήσουν καὶ νὰ
«λογικοποιήσουν» τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ,
τὸ ἑρμήνευσαν ὡς ἀπουσία: ἡ ἀπουσία τοῦ καλοῦ. Ἐπὶ
παραδείγματι, τὸ συνέκριναν μὲ τὸ σκοτάδι ποὺ δὲν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἀπουσία τοῦ φωτὸς καὶ ποὺ
διασκορπίζεται ὅταν ἐμφανιστεῖ τὸ φῶς. Οἱ πανθεϊστὲς καὶ
οἱ ἀνθρωπιστὲς ὅλων τῶν ἀποχρώσεων, μὲ τὴ σειρά τους,
υἱοθέτησαν αὐτὴ τὴ θεωρία ποὺ ἀποτελεῖ πλέον ἑνιαῖο
τμῆμα τῆς σύγχρονης κοσμοθεωρίας. Σ᾿ αὐτὴ τὴν
περίπτωση ὁ «διαφωτισμὸς» καὶ ἡ «παιδεία» παρουσιάζονται
πάντοτε ὡς ἡ σωτηρία ἐναντίον τοῦ κακοῦ. Γιὰ παράδειγμα:
ἐξηγεῖστε στοὺς ἐφήβους τοὺς μηχανισμοὺς τοῦ σέξ,
ἀφαιρέστε τὸ «μυστήριο» καὶ τὰ «ταμπού», καὶ θὰ τὸ
χρησιμοποιήσουν λογικά, δηλαδὴ καλά. Πολλαπλασιάστε
τὸν ἀριθμὸ τῶν σχολείων καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἐκ
φύσεως καλός, θὰ ζεῖ καὶ θὰ συμπεριφέρεται ipso facto
λογικά, δηλαδὴ καλά.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι βέβαια αὐτὴ ἡ ἀντίληψη τοῦ κακοῦ στὴν
Ἁγία Γραφὴ οὔτε στὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ
κυρίως τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἀπουσία. Εἶναι ἀκριβῶς
μιὰ παρουσία: ἡ παρουσία κάποιου σκότους, ἀλόγου καὶ πολὺ
πραγματικοῦ, ἔστω κι ἂν ἡ προέλευση αὐτῆς τῆς παρουσίας
μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι τόσο σαφὴς καὶ ἄμεσα κατανοητή. Κι
ἔτσι τὸ μίσος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀπουσία ἀγάπης· εἶναι ἡ
36 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

παρουσία μιᾶς σκοτεινῆς δύναμης ποὺ μπορεῖ πράγματι νὰ


γίνει πολὺ ἐνεργητική, ἔξυπνη καὶ δημιουργικὴ ἀκόμη. Καὶ
βέβαια δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀγνοίας. Μπορεῖ νὰ γνωρίζουμε
καὶ ταυτόχρονα νὰ μισοῦμε. Μερικοὶ ἄνθρωποι ὅσο πιὸ πολὺ
γνώρισαν τὸ Χριστό, εἶδαν τὸ φῶς καὶ τὴν καλοσύνη Του,
τόσο πιὸ πολὺ τὸν μίσησαν. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τοῦ κακοῦ ὡς
ἄλογης δύναμης, ὡς κάτι ποὺ πράγματι μᾶς δαιμονίζει καὶ
κατευθύνει τὶς πράξεις μας, ἦταν πάντοτε ἡ ἐμπειρία τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐμπειρία ἐπίσης ὅλων ἐκείνων ποὺ
προσπαθοῦν, ἔστω καὶ λίγο, νὰ «καλυτερέψουν», νὰ ἀν-
τιταχθοῦν στὴ «φύση», ν᾿ ἀνεβοῦν σὲ μιὰ πνευματικότερη
ζωή.
Ἡ πρώτη μας λοιπὸν κατάφαση εἶναι ὅτι ὑπάρχει μιὰ
δαιμονικὴ πραγματικότητα. Τὸ κακὸ ὡς μιὰ σκοτεινὴ
δύναμη, ὡς παρουσία καὶ ὄχι μόνον ἀπουσία. Ἀλλὰ
μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε περισσότερο. Ὅπως ἀκριβῶς
δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀγάπη ἔξω ἀπὸ τὸν «ἀγαπῶντα»,
δηλαδὴ ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει
μίσος ἔξω ἀπὸ τὸν «μισοῦντα», δηλαδὴ ἕνα πρόσωπο ποὺ
μισεῖ. Κι ἂν τὸ ἔσχατο μυστήριο τῆς «καλοσύνης» βρίσκεται
στὸ πρόσωπο, πρέπει καὶ τὸ ἔσχατο μυστήριο τοῦ κακοῦ νὰ
εἶναι προσωπικό. Πίσω ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ καὶ ἄλογη παρουσία
τοῦ κακοῦ πρέπει νὰ ὑπάρχει πρόσωπο ἢ πρόσωπα. Πρέπει
νὰ ὑπάρχει ὁ προσωπικὸς κόσμος αὐτῶν ποὺ ἔχουν διαλέξει
νὰ μισοῦν τὸ Θεό, νὰ μισοῦν τὸ φῶς, νὰ εἶναι ἐναντίον. Ποιὰ
εἶναι αὐτὰ τὰ πρόσωπα; Πότε, πῶς καὶ γιατί διάλεξαν νὰ
εἶναι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ; Σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις ἡ
Ἐκκλησία δὲν δίνει ἀκριβεῖς ἀπαντήσεις. Ὅσο βαθύτερη
εἶναι ἡ πραγματικότητα τόσο λιγότερο μπορεῖ νὰ
παρασταθεῖ μὲ μορφὲς καὶ προτάσεις. Ἔτσι ἡ ἀπάντηση
κρύβεται σὲ σύμβολα καὶ εἰκόνες ποὺ μᾶς λένε γιὰ μιὰν
ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ 37

ἀρχικὴ ἀνταρσία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, μέσα στὸν πνευματικὸ


κόσμο ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, μεταξὺ ἀγγέλων ποὺ
ὁδηγήθηκαν σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνταρσία ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Ἡ
καταγωγὴ τοῦ κακοῦ δὲν θεωρεῖται ἐδῶ ὡς ἄγνοια ἢ
ἀτέλεια, ἀλλὰ ἀντίθετα ὡς γνώση καὶ ὡς σχετικὴ
τελειότητα ποὺ κάνει δυνατὸ τὸν πειρασμὸ τῆς
ὑπερηφάνειας. Ὁποιοσδήποτε κι ἂν εἶναι ὁ «Διάβολος», εἶναι
μεταξὺ τῶν πρώτων καὶ καλύτερων δημιουργημάτων τοῦ
Θεοῦ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἀρκετὰ τέλειος, ἀρκετὰ
σοφός, ἀρκετὰ δυνατός, καὶ σχεδὸν μποροῦμε νὰ ποῦμε
ἀρκετὰ θεῖος ὥστε νὰ γνωρίζει τὸ Θεὸ καὶ νὰ μὴν
ὑποτάσσεται σ᾿ Αὐτόν, νὰ Τὸν γνωρίζει καὶ ὅμως νὰ ἐνεργεῖ
ἐναντίον Του, νὰ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ Αὐτόν. Ἀλλὰ
ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀδύναμη ἐμπρὸς στὴν ἀγάπη
καὶ στὸ φῶς ποὺ πάντοτε ὁδηγεῖ στὸ Θεὸ καὶ σὲ ἐλεύθερη
ὑποταγὴ σ᾿ Αὐτόν, πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ γεμίσει μὲ
ἄρνηση, μίσος καὶ ἐπαναστατικότητα.
Φυσικά, αὐτὰ εἶναι φτωχὰ λόγια, σχεδὸν τελείως
ἀνίκανα νὰ ἐκφράσουν τὸ τρομερὸ μυστήριο. Ἐπειδὴ τίποτε
δὲν γνωρίζουμε γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀρχικὴ καταστροφὴ στὸν
πνευματικὸ κόσμο, δὲν ξέρουμε τίποτε γι᾿ αὐτὸ τὸ μίσος
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ποὺ ἄναψε ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ποὺ ἔφερε
στὸ φῶς αὐτὴ τὴν παράξενη καὶ κακὴ πραγματικότητα, τὴν
ὁποία οὔτε θέλησε οὔτε δημιούργησε ὁ Θεός. Ἤ, μᾶλλον,
γνωρίζουμε κάτι γι᾿ αὐτήν, μόνον ἀπὸ τὴ δική μας πείρα γι᾿
αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ἀπὸ τὴν πείρα τοῦ κακοῦ ποὺ
ἔχουμε. Πράγματι, αὐτὴ ἡ πείρα εἶναι πάντοτε ἡ ἐμπειρία
μιᾶς πτώσης, ἡ αἴσθηση γιὰ κάτι πολύτιμο καὶ τέλειο ποὺ
παρεξέκλινε καὶ πρόδωσε τὴν ἴδια του τὴ φύση, γι᾿ αὐτὸν τὸν
τελείως ἀφύσικο χαρακτήρα αὐτῆς τῆς πτώσης, ἡ ὁποία
ὅμως ἔγινε ἕνα ἀκέραιο καὶ «φυσικὸ» κομμάτι τῆς φύσης
38 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

μας. Καὶ ὅταν στοχαζόμαστε τὸ κακὸ μέσα μας καὶ ἔξω


ἀπὸ μᾶς στὸν κόσμο, πόσο ἀπίστευτα φτηνὲς καὶ ἐπιπόλαιες
φαίνονται ὅλες οἱ λογικὲς ἐξηγήσεις, ὅλες οἱ «ὑποτιμήσεις»
τοῦ κακοῦ σὲ συστηματικὲς καὶ λογικὲς θεωρίες. Ἐὰν
ὑπάρχει κάτι ποὺ πρέπει νὰ μάθουμε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ
ἐμπειρία, εἶναι ὅτι τὸ κακὸ δὲν πρέπει νὰ «ἐξηγηθεῖ» ἀλλὰ νὰ
ἀντιμετωπισθεῖ καὶ νὰ πολεμηθεῖ. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μὲ
τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀντιμετώπισε τὸ κακό. Δὲν τὸ ἐξήγησε.
Ἔστειλε τὸ Μονογενή του Υἱὸ νὰ σταυρωθεῖ ἀπ᾿ ὅλες τὶς
δυνάμεις τοῦ κακοῦ γιὰ νὰ τὶς καταστρέψει μὲ τὴν ἀγάπη
Του, τὴν πίστη Του καὶ τὴν ὑπακοή Του.
Αὐτὸς εἶναι λοιπὸν ὁ δρόμος ποὺ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ
ἀκολουθήσουμε. Σ᾿ αὐτὸ τὸ δρόμο ἀναπόφευκτα συναντοῦμε
τὸ Διάβολο, τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ παίρνουμε τὴν ἀπόφαση
νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ Χριστό. Στὴν τελετὴ τοῦ
Βαπτίσματος, ποὺ εἶναι μιὰ πράξη ἀπελευθέρωσης καὶ
νίκης, οἱ ἐξορκισμοὶ προηγοῦνται γιατὶ καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τὴν
κολυμβήθρα ἀναπόφευκτα «χτυπᾶμε» τὴ σκοτεινὴ καὶ
δυνατὴ μορφὴ ποὺ μᾶς κλείνει αὐτὸ τὸ δρόμο. Πρέπει νὰ
μετακινηθεῖ ἀπὸ ἐκεῖ, νὰ ἐκδιωχθεῖ, ἂν θέλουμε νὰ
προχωρήσουμε. Τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ χέρι τοῦ λειτουργοῦ
ἀγγίζει ἕνα παιδὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σημαδεύει μὲ τὸ σημεῖο
τοῦ Χριστοῦ, ὁ Διάβολος εἶναι ἐκεῖ ὑπερασπίζοντας αὐτὸ
ποὺ ἔκλεψε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὸ ἀπαιτεῖ ὡς ἰδιοκτησία του.
Μπορεῖ νὰ μὴν τὸν βλέπουμε, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι
εἶναι ἐκεῖ. Μπορεῖ νὰ μὴ βλέπουμε τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ
ὄμορφη καὶ ζεστὴ «οἰκογενειακὴ» ὑπόθεση, ἀλλὰ ἡ
Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι μιὰ θανάσιμη μάχη εἶναι ἕτοιμη νὰ
ἀρχίσει, ποὺ ὁ τελικός της σκοπὸς δὲν εἶναι ἐξηγήσεις καὶ
θεωρίες ἀλλὰ αἰώνια ζωὴ ἢ αἰώνιος θάνατος. Γιατὶ, εἴτε τὸ
θέλουμε εἴτε ὄχι, εἴτε τὸ γνωρίζουμε εἴτε ὄχι, ὅλοι μας
ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ 39

ἔχουμε ἐμπλακεῖ σ᾿ ἕναν πνευματικὸ πόλεμο ποὺ ἄρχισε νὰ


μαίνεται ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Σίγουρα ὁ Θεὸς ἔχει
κερδίσει μιὰ ἀποφασιστικὴ μάχη, ἀλλὰ ὁ Διάβολος δὲν ἔχει
ἀκόμη ὑποταχθεῖ. Ἀντίθετα, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή,
θὰ περάσει στὴν τελευταία καὶ πιὸ δυναμικὴ μάχη του ὅταν
πληγωθεῖ καὶ καταδικαστεῖ θανάσιμα. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει
τίποτε ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ πολλὰ μπορεῖ νὰ κάνει
ἐναντίον μας. Οἱ ἐξορκισμοὶ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς μάχης
ποὺ συνιστᾶ τὴν πρώτη καὶ οὐσιαστικὴ διάσταση τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς.
Μιλᾶμε στὸ Διάβολο! Ἐδῶ φανερώνεται ἡ χριστιανικὴ
ἀντίληψη γιὰ τὸ λόγο πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ὡς δύναμη. Στὴν
«ἀποϊεροποιημένη» καὶ «κοσμικὴ» ἀντίληψη τοῦ
«σύγχρονου» ἀνθρώπου, ὁ λόγος, ὅπως καὶ καθετὶ ἄλλο,
ἔχει «ὑποτιμηθεῖ», ἔχει περιορισθεῖ μόνο στὴ λογική του
ἔννοια. Ἀλλὰ στὴν ἁγιογραφικὴ ἀποκάλυψη, ὁ λόγος εἶναι
πάντοτε δύναμη καὶ ζωή. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο μὲ
τὸ Λόγο Του. Εἶναι δύναμη δημιουργίας ἀλλὰ καὶ δύναμη
καταστροφῆς, γιατὶ συνδέει ὄχι μόνον ἰδέες καὶ θεωρίες,
ἀλλὰ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα πνευματικὲς πραγματικότητες, τόσο
θετικὲς ὅσο καὶ ἀρνητικές. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς «κοσμικῆς»
ἀντίληψης τοῦ λόγου, δὲν εἶναι μόνον ἄχρηστο, ἀλλὰ καὶ
ἀνόητο συγχρόνως, τὸ νὰ «μιλᾶς» στὸ Διάβολο, γιατὶ εἶναι
ἀδύνατο νὰ γίνει ἕνας «λογικὸς διάλογος» μὲ τὸ φορέα τοῦ
ἀ-λόγου. Ἀλλὰ οἱ ἐξορκισμοὶ δὲν εἶναι ἐξηγήσεις, οὔτε
συζήτηση ποὺ σκοπεύει νὰ ἀποδείξει κάτι σὲ κάποιον ποὺ
αἰώνια μισεῖ, ψεύδεται καὶ καταστρέφει. Εἶναι, κατὰ τὰ
λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, «τρομερὲς καὶ
θαυμαστὲς ἐπικλήσεις»12, μιὰ πράξη «φοβερῆς καὶ
τρομερῆς» δύναμης ποὺ διαλύει καὶ καταστρέφει τὴν κακὴ
δύναμη τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου:
40 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

Ἐπιτιμᾷ σοι Κύριος, Διάβολε, ὁ παραγενόμενος εἰς τὸν κόσμον


καὶ κατασκηνώσας ἐν ἀνθρώποις, ἵνα τὴν σὴν καθέλῃ τυραννίδα
Μκαὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐξέληται· ὃς ἐπὶ ξύλου τὰς ἀντικειμένας
δυνάμεις ἐθριάμβευσεν, ἡλίου σκοτισθέντος καὶ γῆς σαλευομένης,
καὶ μνημάτων ἀνοιγομένων, καὶ σωμάτων Ἁγίων ἀνισταμένων·
ὃς ἔλυσε θανάτῳ τὸν θάνατον, καὶ κατήργησε τὸν τὸ κράτος
ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι σὲ τὸν Διάβολον. Ὁρκίζω σε κατὰ
τοῦ Θεοῦ τοῦ δείξαντος τὸ ξύλον τῆς ζωῆς καὶ τάξαντος τὰ
Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ρομφαίαν τὴν στρεφομένην
φρουρεῖν αὐτό. Ἐπιτιμήθητι καὶ ἀναχώρησον· κατ᾿ ἐκείνου γάρ
σε ὁρκίζω, τοῦ περιπατήσαντος, ὡς ἐπὶ ξηρᾶς, ἐπὶ νῶτα
θαλάσσης, καὶ ἐπιτιμήσαντος τῇ λαίλαπι τῶν ἀνέμων· οὗ τὸ
βλέμμα ξηραίνει ἀβύσσους καὶ ἡ ἀπειλὴ τήκει ὄρη. Αὐτὸς γὰρ
καὶ νῦν ἐπιτάσσει σοι δι᾿ ἡμῶν· Φοβήθητι, ἔξελθε, καὶ
ὑπαναχώρησον ἀπὸ τοῦ πλάσματος τούτου, καὶ μὴ ὑποστρέψῃς,
μηδὲ ὑποκρυβῇς ἐν αὐτῷ, μηδὲ συναντήσῃς αὐτῷ, ἢ ἐνεργήσῃς,
μὴ ἐν νυκτί, μὴ ἐν ἡμέρᾳ, ἢ ὥρᾳ, ἢ ἐν μεσημβρίᾳ· ἀλλὰ ἄπελθε
εἰς τὸν ἴδιον τάρταρον, ἕως τῆς ἡτοιμασμένης μεγάλης ἡμέρας
τῆς κρίσεως. Φοβήθητι τὸν Θεὸν τὸν καθήμενον ἐπὶ τῶν
Χερουβὶμ καὶ ἐπιβλέποντα ἀβύσσους· ὃν τρέμουσιν Ἄγγελοι,
Ἀρχάγγελοι, Θρόνοι, Κυριότητες, Ἀρχαί, Ἐξουσίαι, Δυνάμεις, τὰ
πολυόμματα Χερουβὶμ καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ· ὃν τρέμει ὁ
οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἡ θάλασσα καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς. Ἔξελθε,
καὶ ἀναχώρησον ἀπὸ τοῦ σφραγισθέντος νεολέκτου στρατιώτου
Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· κατ᾿ ἐκείνου γάρ σε ὁρκίζω, τοῦ
περιπατοῦντος ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων, τοῦ ποιοῦντος τοὺς
Ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργοὺς αὐτοῦ πῦρ
φλέγον· ἔξελθε καὶ ἀναχώρησον ἀπὸ τοῦ πλάσματος τούτου σὺν
πάσῃ τῇ δυνάμει καὶ τοῖς ἀγγέλοις σου!

Πράγματι οἱ ἐξορκισμοὶ εἶναι ἕνα ποίημα, μὲ τὴ


βαθύτερη σημασία τῆς λέξης, ποὺ στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει
δημιουργία. Πράγματι τὸ ποίημα φανερώνει καὶ
ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ 41

πραγματοποιεῖ ὅ,τι ἀναγγέλλει· καθιστᾶ δυνατὸ αὐτὸ ποὺ


ἀναφέρει· γεμίζει ξανὰ τὶς λέξεις μὲ τὴ θεία ἐνέργεια ἀπ᾿
ὅπου ριζώνουν. Καὶ οἱ ἐξορκισμοὶ πραγματώνουν ὅλα αὐτὰ
ἐπειδὴ προφέρονται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· εἶναι πράγματι
γεμάτοι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ «πολέμησε» μέσα
στὴν ἐχθρικὴ ἐπικράτεια, ἀνέλαβε τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ
ἔκανε δικό Του τὸν ἀνθρώπινο λόγο, ἐπειδὴ Αὐτὸς ἔχει ἤδη
καταστρέψει ἀπὸ μέσα τὴ δαιμονικὴ δύναμη.
Καὶ ἔτσι, ἔχοντας ἐξορκίσει αὐτὴ τὴ δαιμονικὴ δύναμη, ὁ
ἐξορκιστὴς προφέρει αὐτὴν τὴν ἱκεσία:
… ἐπίβλεψον ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου, ἐκζήτησον, ἐξερεύνησον καὶ
ἀπέλασον ἀπ᾿ αὐτοῦ πάντα τὰ ἐνεργήματα τοῦ Διαβόλου.
Ἐπιτίμησον τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασι, καὶ δίωξον αὐτά, καὶ
καθάρισον τὸ ἔργον τῶν χειρῶν σου, καὶ τῇ ὀξείᾳ σου
χρησάμενος ἐνεργείᾳ, σύντριψον τὸν Σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας
αὐτοῦ ἐν τάχει, καὶ δὸς αὐτῷ νίκας κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ τῶν
ἀκαθάρτων αὐτοῦ πνευμάτων· ὅπως, τοῦ παρὰ σοῦ ἐλέους
τυγχάνων, καταξιωθῇ τῶν ἀθανάτων καὶ ἐπουρανίων σου
Μυστηρίων. […] Πρόσδεξαι αὐτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν σου τὴν
ἐπουράνιον. Διάνοιξον αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας, εἰς
τὸ αὐγάσαι ἐν αὐτῷ τὸν φωτισμὸν τοῦ Εὐαγγελίου σου…

Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις εἶναι ἡ


ἀρχὴ τῆς ἀποκατάστασης τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πλήρωμά της
ὅμως εἶναι ἡ ἐπουράνια Βασιλεία, στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος
προσελήφθη ἐν Χριστῷ, ἔτσι ὥστε ἡ ἀνάληψη στὸν οὐρανό, ἡ
κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἡ θέωση νὰ ἀποτελοῦν πράγματι τὴν
ἔσχατη μοίρα καὶ κλήση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐνῶ ἐξορκίζεται ὁ κατηχούμενος, ὁ ἱερέας, σύμφωνα μὲ
τὸ τυπικό, ἐμφυσᾷ αὐτοῦ τὸ στόμα, τὸ μέτωπον καὶ τὸ
στῆθος, τρίς. Ἡ ἀναπνοὴ εἶναι ἡ οὐσιαστικότερη βιολογικὴ
λειτουργία ποὺ μᾶς κρατᾶ ζωντανούς, μιὰ λειτουργία ποὺ
42 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

μᾶς ἐξαρτᾶ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ ὁ κόσμος


εἶναι ἀπελπιστικὰ μολυσμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸ κακὸ
καὶ τὸ θάνατο. Στὴν πρωταρχικὴ χριστιανικὴ εἰκόνα γιὰ τὸν
κόσμο δὲν ὑπῆρχε χῶρος γιὰ τὴ σύγχρονη διχοτόμηση σὲ
«πνευματικὸ» καὶ σὲ «ὑλικό». Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τὸν
ἄνθρωπο μόνο στὴν ὁλότητά του, στὴν ὀργανικὴ ἑνότητα
καὶ ἀλληλεξάρτηση τοῦ πνευματικοῦ καὶ τοῦ φυσικοῦ μέσα
του. Ὅλος ὁ κόσμος εἶναι δηλητηριασμένος καὶ ἄρρωστος
καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ πράξη τῆς ἀπελευθέρωσης δὲν εἶναι μόνον
«πνευματικὴ» ἀλλὰ καὶ «φυσική»: εἶναι ἡ κάθαρση τοῦ ἀέρα
ποὺ ἀναπνέουμε καὶ πού, μὲ τὴν πράξη τοῦ ἐξορκισμοῦ,
γίνεται πάλι καθαρὸς καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἡ
ἀποκαταστημένη ζωὴ στὴν ἀρχική της πληρότητα ποὺ
ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ Θεό, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς
στὸν ἄνθρωπο στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας.
Καὶ ὁ ἱερέας συνεχίζει:
Ἐξέλασον ἀπ᾿ αὐτοῦ πᾶν πονηρὸν καὶ ἀκάθαρτον πνεῦμα,
κεκρυμμένον καὶ ἐμφωλεῦον αὐτοῦ τῇ καρδίᾳ. […] Πνεῦμα
πλάνης, πνεῦμα πονηρίας, πνεῦμα εἰδωλολατρίας καὶ πάσης
πλεονεξίας· πνεῦμα ψεύδους καὶ πάσης ἀκαθαρσίας, τῆς
ἐνεργουμένης κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Διαβόλου. Καὶ ποίησον
αὐτὸν πρόβατον λογικὸν τῆς ἁγίας ποίμνης τοῦ Χριστοῦ σου,
μέλος τίμιον τῆς Ἐκκλησίας σου, σκεῦος ἡγιασμένον, υἱὸν
φωτὸς καὶ κληρονόμον τῆς Βασιλείας σου· ἵνα, κατὰ τὰς
ἐντολάς σου πολιτευσάμενος, καὶ φυλάξας τὴν σφραγῖδα
ἄθραυστον, καὶ διατηρήσας τὸν χιτῶνα ἀμόλυντον, τύχῃ τῆς
μακαριότητος τῶν Ἁγίων ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου.
Οἱ ἐξορκισμοὶ τελείωσαν. Ἡ πρώτη ἀπελευθέρωση ἔγινε.
Ὁ ἄνθρωπος ἀποκαταστάθηκε ὡς ἐλεύθερη ὕπαρξη ἱκανὴ
γιὰ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία ― ὄχι αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς
ὀνομάζουμε ἐλευθερία καὶ ἡ ὁποία στὴν πραγματικότητα
ΑΠΟΤΑΞΗ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 43

κάνει τὸν ἄνθρωπο μόνιμο δοῦλο τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὀρέξεών

του, ἀλλὰ τὴν ἐλευθερία νὰ ξαναδεχθεῖ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ποὺ

προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὁδηγεῖ στὸ Θεό, τὴ δυνατότητα

νὰ κάνει τὴ μόνη ἐλεύθερη καὶ ἀληθινὰ λυτρωτικὴ ἐκλογή,

τὴν ἐκλογὴ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἐκλογὴ εἶναι ποὺ συνιστᾶ τὸ

ἑπόμενο βῆμα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος.


44 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

4. Ἀπόταξη τοῦ Σατανᾶ

Αὐτὴ ἡ διάταξη, καθὼς κι αὐτὴ ποὺ ἀμέσως ἀκολουθεῖ, ἡ


σύνταξη μὲ τὸ Χριστό, συνήθως ἐτελεῖτο λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ
ἴδιο τὸ Βάπτισμα, ἢ τὴ Μ. Παρασκευὴ ἢ τὸ Μέγα
Σάββατο13. Κι αὐτὸ γιατὶ ἀποτελοῦσε τὸ τέλος καὶ τὴν
ὁλοκλήρωση ὅλης τῆς κατηχητικῆς προετοιμασίας. Μὲ τὸ
σημερινὸ τυπικὸ διαβάζεται ἀμέσως μετὰ τοὺς ἐξορκισμούς.
Ἀποδυομένου δὲ καὶ ὑπολυομένου τοῦ βαπτιζομένου, στρέφει
αὐτὸν ὁ Ἱερεὺς ἐπὶ δυσμάς, ἄνω τὰς χεῖρας ἔχοντα.
… πρὸς δυσμάς. Ἡ δύση ἐδῶ εἶναι τὸ σύμβολο τοῦ
σκότους, ὁ «τόπος» τοῦ Σατανᾶ14. Ὁ κατηχούμενος τὸν
ἀντιμετωπίζει πραγματικὰ ἐπειδὴ οἱ ἐξορκισμοὶ τὸν ἔκαναν
ἐλεύθερο νὰ τὸν ἀπαρνηθεῖ, νὰ τὸν προκαλέσει καὶ νὰ τὸν
ἀπορρίψει. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἴδια ἡ στροφὴ πρὸς τὴ δύση εἶναι
μιὰ πράξη ἐλευθερίας, ἡ πρώτη ἐλεύθερη πράξη τοῦ
ἀνθρώπου ποὺ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ Σατανᾶ.
Ἀποδυομένου καὶ ὑπολυομένου, ἄνω τὰς χεῖρας ἔχοντα.
Ὁ κατηχούμενος στερεῖται ὅλων αὐτῶν ποὺ τοῦ ἔκρυβαν
τὴν κατάσταση τοῦ δούλου καὶ τὸν ἔκαναν νὰ φαίνεται σὰν
ἐλεύθερος ἄνθρωπος, ἐνῶ δὲν ἤξερε ἀκόμη τὴ δουλεία του,
τὴν ἀθλιότητα καὶ τὴ φυλακή του. Τώρα ὅμως γνωρίζει ὅτι
ἦταν ἕνας αἰχμάλωτος ― καὶ οἱ «αἰχμάλωτοι προχωροῦν
γυμνοὶ καὶ ἀνυπόδητοι»15. Ἔβαλε στὸ πλάι ὅλα αὐτὰ ποὺ
ἔκρυβαν τὴν αἰχμαλωσία του, τὴ δέσμευσή του ἀπὸ τὸ
Σατανᾶ. «Γνωρίζει ἀπὸ ποιὸ κακὸ ἐλευθερώθηκε καὶ σὲ ποιὸ
καλὸ σπεύδει…»16. Τὰ ὑψωμένα του χέρια δείχνουν ὅτι
ὑποτάσσεται στὸ Χριστό, θέλει τώρα νὰ γίνει αἰχμάλωτός
Του, ζητάει τὴν αἰχμαλωσία πού, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο
Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, «ἀλλάσσει τὴν δουλείαν εἰς
ΑΠΟΤΑΞΗ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 45

ἐλευθερίαν […] ὁδηγεῖ κάποιον ἀπὸ τὸ ξένο χῶμα εἰς τὴν


πατρίδα του, τὴν ἐπουράνιον Ἱερουσαλήμ…»17.
Καὶ ὁ Ἱερεὺς λέγει: Ἀποτάσσῃ τῷ Σατανᾷ, καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις
αὐτοῦ, καὶ πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ, καὶ πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ,
καὶ πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ;
Καὶ ἀποκρίνεται πρὸς ἕκαστον ὁ κατηχούμενος, ἢ ὁ ἀνάδοχος
αὐτοῦ, εἴ ἐστιν ὁ βαπτιζόμενος βάρβαρος ἢ παιδίον, καὶ λέγει·
Ἀποτάσσομαι.
Καὶ ὅταν εἴπῃ τρίς, ἐρωτᾷ πάλιν ὁ Ἱερεὺς τὸν βαπτιζόμενον·
Ἀπετάξω τῷ Σατανᾷ;
Καὶ ἀποκρίνεται πρὸς ἕκαστον ὁ κατηχούμενος, ἢ ὁ ἀνάδοχος·
Ἀπεταξάμην.
Καὶ ὅταν εἴπῃ τρίς, λέγει ὁ Ἱερεύς· Καὶ ἐμφύσησον, καὶ
ἔμπτυσον αὐτῷ.

Ὅταν ἐμφανίστηκε αὐτὴ ἡ διάταξη τῆς «ἀπόταξης», τὸ


νόημά της ἦταν αὐταπόδεικτο τόσο στὸν κατηχούμενο ὅσο
καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ κοινότητα. Ζοῦσαν μέσα σ᾿
ἕναν εἰδωλολατρικὸ κόσμο ποὺ τὴ ζωή του διαπερνοῦσε ἡ
pompa diaboli, δηλαδὴ ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων, ἡ συμμετοχὴ
στὴ λατρεία τοῦ αὐτοκράτορα, ἡ λατρεία τῆς ὕλης κλπ.18.
Δὲν γνώριζε μόνον τί ἀπαρνιόταν· γνώριζε ἐπίσης πολὺ κα-
λὰ σὲ τί «στενὴ ὁδό», σὲ τί δύσκολη ζωή ―ἀληθινὰ «ἀ-
συμμόρφωτη» καὶ ριζικὰ ἀντίθετη πρὸς τὸν «τρόπο ζωῆς»
τῶν γύρω του ἀνθρώπων― τὸν ὑποχρέωνε αὐτὴ ἡ
ἀπάρνηση.
Ὅταν ὁ κόσμος ἔγινε «χριστιανικὸς» καὶ ταυτίστηκε μὲ
τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ λατρεία, τότε ἄρχισε προοδευτικὰ
νὰ χάνεται τὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἀπάρνησης, ἔτσι ὥστε νὰ
φθάσουμε στὸ σημεῖο σήμερα νὰ τὴν βλέπουμε σὰν μιὰ ἀρ-
χαϊκὴ καὶ ἀναχρονιστικὴ τελετή, σὰν μιὰ παραξενιὰ ποὺ δὲν
πρέπει νὰ τὴν πάρουμε στὰ σοβαρά. Οἱ Χριστιανοὶ συνήθισαν
46 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

τόσο πολὺ τὸ Χριστιανισμὸ ὡς ἕνα ἀκέραιο κομμάτι τοῦ


κόσμου καὶ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἁπλῶς τὴ θρησκευτικὴ
ἔκφραση τῶν κοσμικῶν τους «ἀξιῶν», ὥστε ἐξαφανίστηκε
ἀπὸ τὴ ζωή τους ἡ ἰδέα μιᾶς ἔντασης ἢ μιᾶς σύγκρουσης
μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς τους πίστης καὶ τοῦ κόσμου.
Ἀκόμη καὶ σήμερα, μετὰ τὴν ἄθλια φθορὰ ὅλων τῶν
καλουμένων «χριστιανικῶν» κόσμων, αὐτοκρατοριῶν,
ἐθνῶν, πολιτειῶν, πάρα πολλοὶ Χριστιανοὶ εἶναι ἀκόμη
πεπεισμένοι ὅτι οὐσιαστικὰ δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ
λανθασμένο στὸν κόσμο καὶ ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ δέχεται
πολὺ εὐχάριστα στὴν «ὁδὸ τῆς ζωῆς» του ὅλες τὶς ἀξίες καὶ
«προτεραιότητες» τοῦ κόσμου, ἐνῶ ταυτόχρονα μπορεῖ νὰ
ἐκπληρώνει τὰ «θρησκευτικά του καθήκοντα». Ἀκόμη
περισσότερο, ὅταν θεωροῦμε τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν
ἴδιο τὸ Χριστιανισμὸ ὡς μέσα γιὰ τὴν κατάκτηση μιᾶς
πετυχημένης καὶ εἰρηνικῆς ἐγκόσμιας ζωῆς, ὡς
πνευματικὴ θεραπεία ποὺ λύνει ὅλες τὶς ἐντάσεις, ὅλες τὶς
περιπλοκές, ποὺ δίνει αὐτὴ τὴν «εἰρήνη τοῦ νοῦ» ποὺ
ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐπιτυχία, τὴ σταθερότητα καὶ τὴν εὐτυχία.
Ἡ κύρια ἰδέα ὅτι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἀπαρνηθεῖ κάτι καὶ
ὅτι αὐτὸ τὸ «κάτι» δὲν εἶναι μερικὲς φανερὰ ἁμαρτωλὲς καὶ
ἀνήθικες ἐνέργειες, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα μιὰ ὁρισμένη
θεώρηση τῆς ζωῆς, ἕνα «σύστημα προτεραιοτήτων», μιὰ
θεμελιακὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο, καὶ ἡ ἰδέα ὅτι ἡ
χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι πάντοτε ἕνα «στενὸ μονοπάτι» καὶ
μιὰ μάχη, ἔχουν κατ᾿ οὐσίαν προδοθεῖ καὶ δὲν βρίσκονται
πλέον στὸ κέντρο τῆς χριστιανικῆς κοσμοαντίληψης.
Ἡ τρομερὴ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ μέγιστη πλειονότητα τῶν
Χριστιανῶν ἁπλῶς δὲν βλέπει τὴν παρουσία καὶ δράση τοῦ
Σατανᾶ στὸν κόσμο καὶ ἔτσι δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ
ἀπαρνηθεῖ τὰ ἔργα αὐτοῦ καὶ τὴ λατρεία αὐτοῦ. Δὲν
ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ 47

διακρίνει τὴ φανερὴ εἰδωλολατρία ποὺ διαποτίζει τὶς ἰδέες


καὶ τὶς ἀξίες μὲ τὶς ὁποῖες ζοῦν οἱ ἄνθρωποι σήμερα καὶ ποὺ
σχηματίζουν, καθορίζουν καὶ ὑποδηλώνουν τὴ ζωή τους
πολὺ περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ ἀνοικτὴ εἰδωλολατρία τοῦ
ἀρχαίου παγανισμοῦ. Μένει τυφλὴ στὸ γεγονὸς ὅτι τὸ
«δαιμονικὸ» συνίσταται πρωταρχικὰ στὴν παραποίηση καὶ
στὸ κίβδηλο, στὴν παρέκκλιση ἀκόμη καὶ θετικῶν ἀξιῶν
ἀπὸ τὴν ἀληθινή τους σημασία, στὴν παραποίηση τοῦ
μαύρου σὲ ἄσπρο καὶ ἀντίστροφα, σ᾿ ἕνα πανοῦργο καὶ
διεφθαρμένο ψέμα καὶ σύγχυση. Δὲν καταλαβαίνει ὅτι
τέτοιες, παρόμοιες ἢ ἀκόμη καὶ χριστιανικὲς ἰδέες, ὅπως
«ἐλευθερία» καὶ «ἀπελευθέρωση», «ἀγάπη» καὶ «εὐτυχία»,
«ἐπιτυχία» καὶ «κατόρθωμα», «ἀνάπτυξη» καὶ
«αὐτοπλήρωση», ἰδέες πού, πράγματι, περιγράφουν τὸ
σύγχρονο ἄνθρωπο καὶ τὴ σύγχρονη κοινωνία, τὰ κίνητρά
του καὶ τὴν ἰδεολογία του, μποροῦν στὴν πραγματικότητα
νὰ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν πραγματική τους σημασία καὶ νὰ
γίνουν ὀχήματα τοῦ «δαιμονικοῦ».
Καὶ ἡ οὐσία τοῦ δαιμονικοῦ εἶναι πάντοτε ὑπερηφάνεια,
pompa diaboli. Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο
βρίσκεται στὸ γεγονὸς ὅτι, εἴτε εἶναι ἕνας νομιμόφρων
κομφορμιστὴς εἴτε ἕνας ἐπαναστάτης ἀντικομφορμιστής,
πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα εἶναι μιὰ ὕπαρξη γεμάτη ἀπὸ ὑπερηφάνεια,
σχηματισμένη ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ποὺ λατρεύει τὴν
ὑπερηφάνεια καὶ τὴν τοποθετεῖ στὴν κορυφὴ τῶν ἀξιῶν της.
Ἔτσι ἡ ἀπάρνηση τοῦ Σατανᾶ δὲν εἶναι ἡ ἀπόρριψη μιᾶς
μυθολογικῆς ὕπαρξης ποὺ κανεὶς δὲν πιστεύει ὅτι ὑπάρχει.
Εἶναι ἡ ἀπόρριψη μιᾶς ὁλόκληρης «κοσμοαντίληψης» ποὺ
εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ αὐτοδικαίωση, ἀπὸ
αὐτὴ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ τράβηξε τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ἀπὸ
τὸ Θεὸ καὶ τὴν μετέτρεψε σὲ σκοτάδι, θάνατο καὶ κόλαση.
48 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

Καὶ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι ὁ Σατανᾶς δὲν


θὰ ξεχάσει αὐτὴ τὴν ἀπάρνηση, τὴν ἀπόρριψη καὶ τὴν
πρόκληση. Καὶ ἐμφύσησον, καὶ ἔμπτυσον αὐτῷ. Ἕνας
πόλεμος ἀναγγέλλεται. Μιὰ μάχη ἀρχίζει ποὺ ἡ
πραγματική της ἔκβαση εἶναι ἢ αἰώνια ζωὴ ἢ αἰώνια
καταδίκη. Αὐτὸ εἶναι ὅλος ὁ Χριστιανισμός. Αὐτὸ σημαίνει
τελικὰ ἡ ἐκλογή μας.

5. Ὑποταγὴ στὸ Χριστό


Καὶ τοῦτο ποιήσαντος, στρέφει αὐτὸν ὁ Ἱερεὺς κατὰ
ἀνατολάς, κάτω τὰς χεῖρας ἔχοντα…
… στρέφει αὐτὸν κατὰ ἀνατολάς. Ἐὰν τὸ νὰ κοιτάζεις
τὴ δύση κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀπόταξης σημαίνει ὅτι
ἀντιμετωπίζεις τὸ Σατανᾶ καὶ τὸ σκοτάδι του, ἡ στροφὴ
τώρα πρὸς τὴν ἀνατολὴ δηλώνει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ
ἀνθρώπου στὸν Παράδεισο ποὺ φυτεύτηκε στὴν ἀνατολή, τὴ
μεταστροφή του στὸ Χριστό, ποὺ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων γράφει: Ὅτε οὖν τῷ
Σατανᾷ ἀποτάττῃ, πᾶσαν τὴν πρὸς αὐτὸν πατῶν
διαθήκην, λύεις τὰς παλαιὰς πρὸς τὸν ᾅδην συνθήκας,
ἀνοίγεταί σοι ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ, ὃν ἐφύτευσε κατὰ
ἀνατολάς, ὅθεν διὰ τὴν παράβασιν ἐξόριστος γέγονεν ὁ
ἡμέτερος προπάτωρ. Καὶ τούτου σύμβολον τὸ στραφῆναί
σε ἀπὸ δυσμῶν πρὸς ἀνατολάς, τοῦ φωτὸς τὸ χωρίον19.
… κάτω τὰς χεῖρας ἔχοντα. Ἡ ἐπανάσταση ἐναντίον
τοῦ Θεοῦ τώρα ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν ὑποταγή, τὴν
ὑπακοὴ καὶ τὴν εἰρήνη. «Στρέψε πρὸς ἀνατολάς, χαμήλωσε
τὰς χεῖράς σου, στῆθι ἐν σεβασμῷ». Αὐτὰ εἶναι τὰ λόγια
ποὺ ἀπευθύνει ὁ ἐπίσκοπος στοὺς κατηχουμένους κατὰ τὸ
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ 49

παλαιὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως20.


Τώρα λαμβάνει χώρα ἡ ὁμολογία τῆς ὑποταγῆς στὸ
Χριστό.
Συντάσσῃ τῷ Χριστῷ; Καὶ ἀποκρίνεται ὁ κατηχούμενος, ἢ ὁ
ἀνάδοχος, λέγων· Συντάσσομαι.
Συντάσση τῷ Χριστῷ; Ἡ λέξη ποὺ χρησιμοποιεῖται εἶ-
ναι ἡ «σύνταξη», ποὺ σημαίνει «προσκόλληση»,
«προσήλωση», καὶ ποὺ εἶναι ἡ ἐντελῶς ἀντίθετη τοῦ
«ἀπόσταση» (ἀπόταξη), ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν
ἀπάρνηση καὶ ποὺ κυριολεκτικὰ σημαίνει ἐνδίδειν,
διακόπτειν σχέσιν. Ἡ διατύπωση ἔτσι συνεπάγεται κάτι
περισσότερο ἀπὸ μιὰ μορφὴ ψυχολογικῆς «ἑνότητας». Εἶναι
ἡ ὁμολογία μιᾶς προσωπικῆς προσκόλλησης στὸ Χριστό,
μιᾶς ἐγγραφῆς στὶς τάξεις αὐτῶν ποὺ ὑπηρετοῦν τὸ Χριστό,
ἑνὸς ὅρκου παρόμοιου μ᾿ αὐτὸν ποὺ δίνουν οἱ στρατιῶτες21.
Εἶτα πάλιν λέγει αὐτῷ ὁ Ἱερεὺς ἐκ τρίτου· Συνετάξω τῷ
Χριστῷ;
Καὶ ἀποκρίνεται· Συνεταξάμην.
Καὶ πάλιν λέγει· Καὶ πιστεύεις αὐτῷ;
Καὶ ἀποκρίνεται· Πιστεύω αὐτῷ ὡς Βασιλεῖ καὶ Θεῷ.
Αὐτὴ ἡ ἀπόφαση καὶ ὁ ὅρκος παίρνονται μιὰ γιὰ πάντα.
Δὲν μποροῦν νὰ ἀναθεωροῦνται καὶ νὰ ξαναεκτιμοῦνται ἀπὸ
«καιροῦ εἰς καιρὸν» ἐπειδὴ οὐδεὶς ἐπιβαλῶν τὴν χεῖρα αὐτοῦ
ἐπ᾿ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετός ἐστιν εἰς τὴν
Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 9,62). Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ
δεύτερου ἐρωτήματος: τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν ἐνεστώτα χρόνο
στὸν παρωχημένο.
Στὴ χριστιανικὴ γλώσσα αὐτὴ ἡ ἀπόφαση λέγεται
πίστη. Καὶ ἡ πίστη ἔχει ἕνα νόημα πολὺ βαθύτερο ἀπὸ αὐτὸ
ποὺ τῆς δίνουν μερικοὶ ἄνθρωποι σήμερα, δηλαδὴ τὸ νόημα
50 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

μιᾶς διανοητικῆς εἰσόδου σ᾿ ἕνα σύστημα δογμάτων καὶ


προτάσεων. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα πίστη σημαίνει πιστότητα, ἄνευ
ὅρων προσχώρηση, ὁλοκληρωτικὴ ἀφοσίωση σὲ κάποιον ποὺ
πρέπει νὰ ὑπακοῦς καὶ νὰ ἀκολουθεῖς χωρὶς νὰ νοιάζεσαι τί
θὰ συμβεῖ.
Ὁ κατηχούμενος ὁμολογεῖ τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ ὡς
Βασιλέα καὶ Θεόν. Οἱ δυὸ αὐτοὶ τίτλοι δὲν εἶναι συνώνυμοι,
οὔτε ἐπαναληπτικοί. Δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ πιστεύεις στὸ
Χριστὸ ὡς Θεὸ ἐπειδὴ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες πιστεύουν σ᾿
Αὐτὸν (βλ. Ἰακ. 2,19). Νὰ τὸν δέχεσαι ὡς Βασιλέα καὶ
Κύριο σημαίνει ἀκριβῶς τὴν ἐπιθυμία καὶ τὴν ἀπόφαση νὰ
τὸν ἀκολουθήσεις, νὰ κάνεις ὁλόκληρη τὴ ζωή σου μιὰ
ὑπηρεσία σ᾿ Αὐτόν, νὰ ζήσεις σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Του.
Νά γιατί ἡ πρώτη χριστιανικὴ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ
ὁμολογία καὶ ἡ διακήρυξή Του ὡς Κυρίου, μὲ ἕναν ὅρο ποὺ
στὴ θρησκευτικὴ καὶ πολιτικὴ γλώσσα τῆς ἐποχῆς
συνεπαγόταν τὴν ἰδέα μιᾶς ἐνεργητικῆς καὶ ὁλοκληρωτικῆς
δύναμης ποὺ ἀπαιτεῖ μιὰ ἄνευ ὅρων ὑπακοή. Τοὺς
Χριστιανοὺς τοὺς δίωκαν καὶ τοὺς παρέδιδαν στὸ θάνατο
γιατὶ ἀρνοῦνταν ἀκριβῶς νὰ ἀποδώσουν τὸν τίτλο τοῦ
Κυρίου στὸ Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα. Σὺ εἶ μόνος Κύριος,
διακηρύσσει ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀρχαίους χριστιανικοὺς
ὕμνους, ἡ μεγάλη Δοξολογία ποὺ τὴν ψάλλουμε κάθε πρωὶ
χωρὶς νὰ κατανοοῦμε ὅτι περιέχει μιὰ πρόκληση πρὸς ὅλες
τὶς ἐπίγειες δυνάμεις καὶ τοὺς Κυρίους. Τὸ νὰ ὁμολογεῖς τὸ
Χριστὸ ὡς Βασιλέα σημαίνει ὅτι ἡ Βασιλεία ποὺ ἀπεκάλυψε
καὶ ἐγκαινίασε δὲν εἶναι μόνο μιὰ βασιλεία ἑνὸς μακρινοῦ
μέλλοντος, τοῦ «ἐπέκεινα», ποὺ ποτὲ δὲν συμπλέκεται ἢ δὲν
ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἐπίγειες «βασιλεῖες»
καὶ πίστεις μας. Ἀνήκουμε σ᾿ αὐτὴ τὴ Βασιλεία «ἐδῶ καὶ
τώρα», καὶ ἀνήκουμε καὶ τὴν ὑπηρετοῦμε πρὶν ἀπ᾿ ὅλες τὶς
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ 51

βασιλεῖες. Ἡ ἔνταξή μας, ἡ νομιμοφροσύνη μας σὲ


ὁτιδήποτε ἀνήκει σ᾿ αὐτὸν τὸν «κόσμο» ―εἴτε εἶναι
Πολιτεία, ἔθνος, οἰκογένεια, πολιτισμός, εἴτε ὁποιαδήποτε
ἄλλη «ἀξία»― ἰσχύει μόνο ἐφόσον δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση ἢ
δὲν μειώνει τὴν πρωταρχική μας πίστη καὶ «σύνταξη» στὴ
Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Στὸ φῶς αὐτῆς τῆς Βασιλείας καμιὰ
ἄλλη νομιμοφροσύνη δὲν εἶναι ἀπόλυτη, καμιὰ δὲν μπορεῖ νὰ
ἀποκτήσει τὴ δίχως ὅρους ὑπακοή μας, καμιὰ δὲν εἶναι ὁ
«Κύριος» τῆς ζωῆς μας. Ἔχει ἰδιαίτερη σπουδαιότητα νὰ τὸ
θυμόμαστε αὐτὸ σήμερα, ὅταν ὄχι μόνον ὁ «κόσμος» ἀλλὰ
καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Χριστιανοὶ τόσο συχνὰ ἀπολυτοποιοῦν τὶς
ἐπίγειες ἀξίες ―ἐθνικές, φυλετικές, πολιτικές,
πολιτιστικές― μὲ τὸ νὰ τὶς κάνουν τὸ κριτήριο τῆς
χριστιανικῆς τους πίστης, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὶς ὑποτάσσουν
στὸ μόνο ἀπόλυτο ὅρκο ποὺ ἔδωσαν τὴν ἡμέρα τοῦ
Βαπτίσματός τους, τῆς «ἐγγραφῆς» τους στὶς τάξεις αὐτῶν
γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος Βασιλιὰς καὶ
Κύριος.

6. Ὁμολογία Πίστεως

Καὶ λέγει τὸ Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν.


Ἐννοεῖ τὸ σύμβολο Πίστεως τῆς Νικαίας-
Κωνσταντινουπόλεως ποὺ υἱοθετήθηκε κατὰ τὴν Πρώτη
Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας (325), καὶ συμπληρώθηκε
κατὰ τὴ Δευτέρα, στὴν Κωνσταντινούπολη (381), καὶ ἀπὸ
τότε χρησιμεύει ὡς ἡ καθολικὴ ὁμολογία πίστεως τῆς
Ἐκκλησίας. Εἶναι ὅμως ἐνδιαφέρον νὰ τονίσουμε ὅτι οἱ
ὁμολογίες καὶ τὰ σύμβολα πίστεως ἐμφανίστηκαν καὶ
χρησιμοποιήθηκαν ἀρχικὰ σὲ σχέση μὲ τὴν προετοιμασία
52 Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

τοῦ Βαπτίσματος, ὡς περίληψη τῶν ὁδηγιῶν ποὺ δίνονταν


καθημερινὰ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐπρόκειτο νὰ βαπτιστοῦν κατὰ τὴ
διάρκεια τῶν ἑπτὰ ἑβδομάδων πρὶν ἀπὸ τὸν πασχάλιο
ἑορτασμὸ τοῦ Βαπτίσματος22. Ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα
μέρη αὐτῶν τῶν ὁδηγιῶν ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ δόγματος
καὶ τῆς μυσταγωγίας, ἡ ἐπεξήγηση τῶν λειτουργικῶν
μυστηρίων. Αὐτὴ ἡ traditio symboli (παράδοση τῶν
συμβόλων), ἡ παράδοση τῆς ζωῆς καὶ τῆς πίστεως τῆς
Ἐκκλησίας στοὺς κατηχουμένους, ἄρχιζε ἀπὸ τὶς πρῶτες
μέρες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καὶ ἔκλεινε τὴ Μ.
Παρασκευή, μετὰ τὴν «ἀπόταξη» τοῦ Σατανᾶ καὶ τὴ
«σύνταξη» μὲ τὸ Χριστό, μὲ τὴν redditio symboli 23, δηλαδὴ
τὸ ἱεροπρεπὲς διάβασμα τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως ἀπὸ τὸν
κατηχούμενο ὡς ἔκφραση τῆς καινούργιας του πίστης. Ὅ,τι
τοῦ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία τώρα τὸ ἐπιστρέφει στὴν Ἐκκλησία
ὅπου εἶναι ἕτοιμος νὰ εἰσέλθει. Τώρα ἡ γνώση περὶ τοῦ
Χριστοῦ πρόκειται νὰ γίνει γνώση τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἀλήθεια ἡ
διατηρημένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὴν παράδοσή της
πρόκειται νὰ γίνει ἡ πίστη καὶ ἡ ζωὴ τοῦ νέου μέλους τῆς
Ἐκκλησίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα, ὅταν
ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα ἀπαγγέλλει ἢ ψάλλει τὸ Σύμβολο τῆς
Πίστεως, δὲν ἀρχίζει μὲ τὴ λέξη «Πιστεύουμε» ἀλλὰ μὲ τὴ
λέξη «Πιστεύω». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σῶμα, ἕνας
ὀργανισμός, ἀλλὰ ἕνας ὀργανισμὸς ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ
πρόσωπα καὶ ἀπὸ τὶς προσωπικές τους ὑποσχέσεις. Ὅλη ἡ
πίστη δίνεται στὸν καθένα καὶ ὁ καθένας εἶναι ὑπεύθυνος
γιὰ ὅλη τὴν πίστη. Ὁτιδήποτε σὲ αὐτὴ τὴν ἀμετάβλητη καὶ
κοινὴ πίστη πρέπει νὰ ἀφομοιωθεῖ προσωπικά, νὰ γίνει ἡ
δύναμη ποὺ μεταμορφώνει τὴ ζωὴ τοῦ προσώπου.
Καὶ ὅταν πληρώσῃ τὸ ἅγιον Σύμβολον, λέγει πάλιν πρὸς αὐτὸν
ὁ Ἱερεὺς ἐκ τρίτου· Συνετάξω τῷ Χριστῷ; κλπ.,
ἀποκρινομένου καθ᾿ ἕκαστον τοῦ κατηχουμένου ἢ τοῦ
ἀναδόχου, ὡς εἴρηται. Ἐρωτηθέντος δὲ τρίς, καὶ ἐκ τρίτου
εἰπόντος τὸ ἅγιον Σύμβολον, ἐρωτᾷ αὐτὸν ἐκ τρίτου· Συνετάξω
τῷ Χριστῷ; Καὶ ἀποκρίνεται· Συνεταξάμην. Καὶ λέγει ὁ
Ἱερεύς· Καὶ προσκύνησον αὐτῷ. Καὶ προσκυνεῖ λέγων·
Προσκυνῶ Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα
ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον.
Ἡ ἀπάρνηση τοῦ Σατανᾶ «σφραγίστηκε» μὲ τὸ φύσημα
καὶ τὸ φτύσιμο ἐναντίον του. Ἡ ὑποταγή μας στὸ Χριστὸ
σφραγίζεται τώρα μὲ τὴν προσκύνηση τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ «προσκύνηση» εἶναι ἕνα πανάρχαιο καὶ παγκόσμιο
σύμβολο σεβασμοῦ, ἀγάπης καὶ ὑπακοῆς. Σήμερα
διδασκόμαστε ὅτι ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ
ἀνθρώπου συνίσταται ἀκριβῶς στὸ νὰ μὴν προσκυνᾶ
κάποιον ἢ κάτι, στὴ συνεχὴ διαβεβαίωση τοῦ ἀνθρώπου ὅτι ὁ
ἑαυτός του εἶναι ὁ μόνος του κύριος. Ἀλλὰ πόσο ἄθλια, πόσο
μηδαμινὴ εἶναι αὐτὴ ἡ «ἀξιοπρέπεια» καὶ αὐτὴ ἡ
«ἐλευθερία»! Τί καρικατούρα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι αὐτὸς ὁ
μικρὸς σύντροφος ποὺ λατρεύεται, φιλοφρονεῖται καὶ
κολακεύεται ἀπὸ ὅλο μας τὸν «πολιτισμὸ» καὶ ποὺ νομίζει
ὅτι γεμίζει μὲ αὐτὸν τὸν ἐγωισμό, τὴν αὐτάρκεια καὶ τὴν
αὐτοϊκανοποίηση. Καὶ πόσο ἀληθινὰ εὐγενικά, ἀληθινὰ
ἀνθρώπινοι καὶ γνήσια ἐλεύθεροι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκόμη
γνωρίζουν τί σημαίνει νὰ προσκυνᾶς τὸν Ὑψηλὸ καὶ Ἅγιο,
τὸν Ἀληθῆ καὶ Ὄμορφο· ποὺ γνωρίζουν τί εἶναι σεβασμὸς
καὶ ἐκτίμηση· ποὺ γνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ προσκυνᾶς τὸ Θεὸ
εἶναι ἡ ἀληθινὴ προϋπόθεση τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς
ἀξιοπρέπειας. Πράγματι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὰ
ἐλεύθερος, διότι ὑπάκουσε τὸν Πατέρα του μέχρι τέλους καὶ
δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα του. Ἡ
ἕνωση μὲ τὴν Ἐκκλησία πάντοτε σήμαινε τὴν εἴσοδο στὴν
54 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ὑπακοὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀνακάλυψη σ᾿ αὐτὴν τῆς


ἀληθινὰ θεϊκῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον. Ἡ γνώση τοῦ
Χριστοῦ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Πατέρα του καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τοῦ Θεοῦ ὡς Τριάδος. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελείωση
κάθε γνώσης καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καὶ
πάλι, πόσο σπουδαῖο εἶναι νὰ τὸ θυμόμαστε αὐτὸ σήμερα,
ὅταν ὁλοένα καὶ πιὸ πολλοὶ ἄνθρωποι κάνουν τὸ «Χριστὸ»
σύμβολο καὶ λάβαρο τῶν δικῶν τους «ἀνθρώπινων,
πανανθρώπινων» ἀξιῶν, φιλοδοξιῶν καὶ προαιρέσεων, ὅταν
μειώνουν τὸν «Ἰησοῦ» στὶς παρερχόμενες φαντασιοπληξίες
καὶ συναισθήματά τους. Ἂς ὁμολογήσουμε μὲ σταθερότητα
ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ «ἀναγέννηση» τῆς
πίστεως χωρὶς προηγουμένως μιὰ ἀναγέννηση τῆς πίστεως
στὸ Χριστό, καὶ τελικὰ πίστεως στὸν Πατέρα, ποὺ ὁ
Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱός του, καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ὁ Υἱὸς
στέλνει ἀπὸ τὸν Πατέρα Του. Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν θὰ ὑπάρξει
ἀναγέννηση χωρὶς τὴν ἐπιστροφὴ στὸ μυστήριο τῶν
μυστηρίων, τὴν ἀποκάλυψη τῶν ἀποκαλύψεων, τὸ δῶρο
ὅλων τῶν δώρων καὶ τὴ χαρὰ ὅλης τῆς χαρᾶς, στὸ μυστήριο
τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στὴν Ἁγία καὶ ζωοποιὸ Τριάδα, τὴν
ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη.
Τώρα ἡ προετοιμασία φθάνει στὸ τέλος της, Τώρα ὅλα
εἶναι ἕτοιμα γιὰ τὴν ἴδια τὴ μεγάλη πράξη: τὴν πράξη τοῦ
θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως «καθ᾿ ὁμοίωσιν» τοῦ Θανάτου
καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ πάντας ἀνθρώπους θέλων σωθῆ-
ναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν…, διακηρύσσει ὁ
ἱερέας, καὶ στὴν τελευταία εὐχὴ ἀπευθύνει μιὰ ἔσχατη
ἱκεσία στὸ Θεό:
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΥΔΑΤΟΣ 55

Δέσποτα, Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, προσκάλεσαι τὸν δοῦλόν σου


(τόνδε) πρὸς τὸ ἅγιόν σου φώτισμα, καὶ καταξίωσον αὐτὸν
τῆς μεγάλης ταύτης χάριτος τοῦ ἁγίου σου Βαπτίσματος.
Ἀπόδυσον αὐτοῦ τὴν παλαιότητα, καὶ ἀνακαίνισον αὐτὸν εἰς
τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, καὶ πλήρωσον αὐτὸν τῆς τοῦ Ἁγίου
σου Πνεύματος δυνάμεως, εἰς ἕνωσιν τοῦ Χριστοῦ σου· ἵνα
μηκέτι τέκνον σώματος ᾖ, ἀλλὰ τέκνον τῆς σῆς Βασιλείας.
Εὐδοκίᾳ καὶ χάριτι τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, μεθ᾿ οὗ
εὐλογητὸς εἶ, σὺν τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου
Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
56 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

1. Τὸ μυστήριο τοῦ ὕδατος


Στὰ λειτουργικά μας βιβλία ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου
Βαπτίσματος εἰσάγεται μὲ τὴν ἀκόλουθη τυπικὴ διάταξη:
Εἰσέρχεται ὁ Ἱερεύς, καὶ ἀλλάσσει λευκὴν ἱερατικὴν στολήν,
ἤτοι ἐπιτραχήλιον καὶ φελώνιον· καὶ ἁπτομένων πάντων τῶν
κηρῶν, λαβὼν θυμιατόν, ἀπέρχεται ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ καὶ
θυμιᾷ κύκλῳ καὶ ἀποδοὺς τὸ θυμιατόν, προσκυνεῖ.
Πόσοι ἄνθρωποι σήμερα ἀναγνωρίζουν ὅτι αὐτὸ τὸ τυπι-
κὸ εἶναι ὅ,τι ἀπέμεινε ὅλο κι ὅλο ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη ὅλων
τῶν τελετῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τὸν πασχάλιο
ἑορτασμὸ τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴ βαπτιστικὴ ἑορτὴ τοῦ
Πάσχα24; Τὸ τονίζουμε αὐτὸ ξανὰ ἐπειδή, ἂν καὶ εἶναι ἴσως
ἀδύνατο νὰ ξανασυνδέσουμε τελείως τὸ Βάπτισμα μὲ τὸ
Πάσχα, ὅμως ὁ πασχάλιος χαρακτήρας τοῦ Βαπτίσματος
―ἡ σύνδεση μεταξὺ Βαπτίσματος καὶ Πάσχα― παραμένει
τὸ κλειδὶ ὄχι μόνον τοῦ Βαπτίσματος ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης
τῆς χριστιανικῆς πίστης. Τὸ ἀρχικὸ αὐτὸ τυπικὸ μᾶς θυμίζει
ὅτι πρέπει νὰ διατηρήσουμε τὸν πασχάλιο χαρακτήρα τῆς
τελετῆς. Αὐτὸ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα σημαίνει ὅτι τὸ Βάπτισμα τὸ
ἑορτάζει ὅλη ἡ Ἐκκλησία, δηλαδὴ μὲ τὴ συμμετοχὴ ὅλου
του λαοῦ τοῦ Θεοῦ· εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ ὅλη ἡ Ἐκκλησία
τὸ ἀναγνωρίζει ὡς πέρασμα ―Πάσχα― ἀπὸ αὐτὸ τὸν
«κόσμο» στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς συμμετοχὴ στὰ
ἀποφασιστικὰ γεγονότα τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι ὁ κανονικὸς ἑορτασμὸς τοῦ
Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΥΔΑΤΟΣ 57

Βαπτίσματος εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀφετηρία ὅλης τῆς


λειτουργικῆς ἀνανέωσης καὶ ἀναβίωσης. Ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία
ἀποκαλύπτει στὸν ἑαυτό της τὴν ἰδιαίτερη φύση της, καὶ
συνεχῶς αὐτο-ανανεώνεται ὡς κοινότητα βαπτισμένων.
Καὶ στὸ φῶς αὐτῆς τῆς οὐσιαστικῆς λειτουργίας τοῦ
Βαπτίσματος ―νὰ ἀνανεώνει δηλαδὴ πάντοτε τὴν
Ἐκκλησία― πόσο ἀκατάλληλες καὶ λανθασμένες
ἐμφανίζονται οἱ σύντομες, «ἰδιωτικὲς» βαπτίσεις, ποὺ εἶναι
στερημένες ἀπὸ κάθε ἱεροπρέπεια, ποὺ τελοῦνται ἐν ἀπουσίᾳ
τῆς Ἐκκλησίας, μειωμένες σ᾿ ἕνα γυμνὸ «μίνιμουμ». Ἂς
θυμηθοῦμε τότε ὅτι ὁπουδήποτε καὶ ὁποτεδήποτε τελεῖται
ἕνα Βάπτισμα, βρισκόμαστε ―τουλάχιστον πνευματικά―
στὴν παραμονὴ τοῦ Πάσχα, στὸ τέλος τοῦ Μεγάλου καὶ
Ἁγίου Σαββάτου, στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς μοναδικῆς νύκτας
ποὺ κάθε χρόνο μᾶς κάνει νὰ εἰσερχόμαστε ἀληθινὰ στὴ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Βάπτισμα ἀρχίζει μὲ τὴν εὐχὴ εὐλογίας τοῦ ὕδατος.
Ἀλλὰ εἶναι τόσο βαθιὰ ἡ λειτουργική μας φθορά, ποὺ πολλοὶ
ἱερεῖς, μὲ τὴ μεγαλύτερη εὐκολία, παραλείπουν αὐτὴ τὴν εὐ-
χή. Γιατί ἀλήθεια πρέπει νὰ διαβάσουν ὅλη αὐτὴ τὴ σχετικὰ
μεγάλη ἀκολουθία, ὅταν εἶναι τόσο εὔκολο νὰ χύσουν λίγες
σταγόνες ἀπὸ τὸ προηγιασμένο νερὸ στὴν κολυμβήθρα καὶ
ἔτσι νὰ ἱκανοποιήσουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πάντοτε
ἐκλιπαροῦν γιὰ «συντομότερες ἀκολουθίες»; Σὲ μερικὲς
ἐκκλησίες μάλιστα δὲν ὑπάρχει οὔτε κολυμβήθρα· τὸ
Βάπτισμα τελεῖται ραντίζοντας τὸ παιδὶ μὲ λίγες σταγόνες
«ἡγιασμένου ὕδατος» καὶ αὐτὸ θεωρεῖται «ἀναγκαῖο καὶ
ἀρκετό». Δέκα λεπτὰ καὶ γίνεσαι Χριστιανός, ἕνα μέλος τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἕνα καθαγιασμένο σκεῦος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἕνας συμπολίτης τῶν Ἁγίων. Καὶ αὐτὸ μόνο
ποὺ ἀπομένει νὰ γίνει εἶναι ἡ ἔκδοση ἑνὸς πιστοποιητικοῦ
58 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

βαπτίσεως. Καμιὰ ἔκπληξη λοιπὸν γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλο


καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα μὲ μεγάλη εὐκολία
ἀπορρίπτουν ὄχι μόνον τὸ Βάπτισμα ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν
Ἐκκλησία μὲ τὶς ἀκατάληπτες καὶ ἀρχαϊκὲς τελετές της,
ποὺ τοὺς φαίνονται τελείως «ἄσχετες», καὶ ζητοῦν ἔτσι
ἀλλοῦ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ τροφὴ ποὺ χωρὶς αὐτὴν δὲν
μπορεῖ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος.
Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι τὸ ὕδωρ
εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴ σημασία τοῦ
Βαπτίσματος καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀποκάλυψη γίνεται μὲ τὸν
καθαγιασμὸ τοῦ ὕδατος πρὶν ἀπὸ τὸ Βάπτισμα. Ὄχι μόνον
τὸ Βάπτισμα ἀρχίζει μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ὕδατος, ἀλλὰ ἡ ἴδια
ἡ εὐλογία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀποκαλύπτει ὅλες τὶς διαστάσεις
τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, τὸ ἀληθινό του κοσμικὸ
περιεχόμενο καὶ βάθος. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ εὐλογία τοῦ
ὕδατος εἶναι αὐτὴ ποὺ φανερώνει τὴν παρουσία τοῦ
Βαπτίσματος, ἀποκαλύπτοντας τὴ σχέση του μὲ τὸν κόσμο
καὶ τὴν ὕλη, μὲ τὴ ζωὴ σὲ ὅλες της τὶς διαστάσεις. Κι ἂν
σήμερα, ἀκόμη καὶ στὰ θεολογικὰ ἐγχειρίδια, τὸ Βάπτισμα
παρουσιάζεται σὰν μιὰ σχεδὸν μαγικὴ πράξη καὶ ἔχει πάψει
νὰ εἶναι ἡ πηγή, ὁ συνεχὴς «ὅρος ἀναφορᾶς» στὴ λατρεία
καὶ στὴν εὐσέβεια, αὐτὸ ἀκριβῶς συμβαίνει ἐπειδὴ στὴν
πραγματικότητα ἔχει ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὸ «μυστήριον τοῦ
ὕδατος», ποὺ τὸ τοποθετεῖ στὴν πραγματική του συνάφεια
καὶ τοῦ δίνει τὴν ἀληθινή του σημασία. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν
ἀρχίζουμε τὶς ἐπεξηγήσεις μας μὲ τὸ μυστήριο τοῦ ὕδατος.
Ἀναμφίβολα τὸ νερὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα καὶ
παγκόσμια θρησκευτικὰ σύμβολα25. Ἀπὸ χριστιανικὴ
ἄποψη τρεῖς εἶναι οἱ οὐσιαστικές του διαστάσεις ποὺ μᾶς
ἐνδιαφέρουν. Ἡ πρώτη μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς
κοσμική. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ζωὴ χωρὶς νερὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ
Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΥΔΑΤΟΣ 59

ὁ «πρωτόγονος» ἄνθρωπος ταυτίζει τὸ νερὸ μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς


ζωῆς, βλέπει σ᾿ αὐτὸ τὴν prima essentia (πρώτη οὐσία) τοῦ
κόσμου: καὶ Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος
(Γέν. 1,2). Ἀλλὰ ἂν τὸ νερὸ συμβολίζει καὶ ἀντανακλᾶ τὸν
κόσμο ὡς «κόσμο» καὶ ζωή, εἶναι ἐπίσης καὶ σύμβολο τῆς
καταστροφῆς καὶ τοῦ θανάτου. Εἶναι τὸ μυστηριῶδες βάθος
ποὺ σκοτώνει καὶ ἐκμηδενίζει, ἡ σκοτεινὴ κατοικία τῶν
δαιμονικῶν δυνάμεων, ἡ καθαυτὴ εἰκόνα τοῦ ἄλογου,
ἀνεξέλεγκτου καὶ στοιχειακοῦ στὸν κόσμο. Ἡ ἀρχὴ τῆς
ζωῆς, ἡ ζωοδότρα δύναμη, καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου, ἡ
δύναμη τῆς καταστροφῆς: τέτοια εἶναι ἡ ἀσαφὴς
προαίσθηση γιὰ τὸ νερὸ στὸ θρησκευτικὸ κοσμοείδωλο τοῦ
ἀνθρώπου. Καὶ τελικὰ τὸ νερὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ καθαρμοῦ,
τοῦ καθαρισμοῦ, καὶ συνεπῶς τῆς ἀναδημιουργίας καὶ
ἀνανέωσης. Ξεπλένει τὶς κηλίδες, ἀναδημιουργεῖ τὴν ἀρχικὴ
καθαρότητα τῆς γῆς. Αὐτὸς εἶναι ὁ θεμελιακὸς
θρησκευτικὸς συμβολισμὸς τοῦ νεροῦ ― συμβολισμὸς ποὺ
ἔχει τὶς ρίζες του στὶς αὐταπόδεικτες καὶ φυσικὲς ἰδιότητές
του, ποὺ διαπερνᾶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ὁλόκληρη τὴ βιβλικὴ
ἱστορία τῆς δημιουργίας, τῆς πτώσης καὶ τῆς σωτηρίας.
Βρίσκουμε τὸ νερὸ στὴν ἀρχή, στὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς
Γενέσεως, ὅπου ἀντιπροσωπεύει τὴν ἴδια τὴ δημιουργία,
ὁλόκληρο τὸν «κόσμο» γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Δημιουργὸς χαίρεται
διότι ἀντανακλᾶ καὶ ὑπογραμμίζει τὴ Δόξα Του. Βρίσκουμε
τὸ νερὸ ὡς ὀργή, κρίση καὶ θάνατο στὴν ἐξιστόρηση τοῦ
κατακλυσμοῦ καὶ στὴν ἐκμηδένιση τοῦ Φαραὼ καὶ τῶν
ἁρματηλατῶν του κάτω ἀπὸ τὰ κύματα τῆς Ἐρυθρᾶς
Θαλάσσης. Καὶ τελικὰ τὸ βρίσκουμε ὡς μέσον καθαρμοῦ,
μετάνοιας καὶ συγγνώμης στὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου τοῦ
Προδρόμου, στὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη
καὶ στὴν ἔσχατη ἐντολή Του πορευθέντες… βαπτίζον-
60 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

τες…26.
Δημιουργία, Πτώση καὶ Λύτρωση, Ζωὴ καὶ Θάνατος,
Ἀνάσταση καὶ Αἰώνια Ζωή. Ἔτσι ὅλες οἱ οὐσιαστικὲς
διαστάσεις μαζὶ μὲ ὁλόκληρο τὸ περιεχόμενο τῆς
χριστιανικῆς πίστης συνδέονται καὶ «συν-οικοῦν» στὴν
ἐσωτερική τους ἀλληλεξάρτηση καὶ ἑνότητα μόνο μέσα σ᾿
αὐτὸ τὸ σύμβολο. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἀρχικὸ καὶ
οὐσιαστικὸ νόημα, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμη ἐπίσης αὐτοῦ τοῦ
συμβόλου ποὺ «κρατᾶ μαζί», «φέρνει μαζί» (ἀπὸ τὴ λέξη
συμβάλλω, βάζω μαζί), ἔσπασε, ἐκτοπίστηκε καὶ
μειώθηκε27. Ἀλλὰ ἂν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε ἔτσι, τότε ἡ
εὐλογία τοῦ ὕδατος ποὺ προηγεῖται τοῦ Βαπτίσματος δὲν
μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ γίνεται πολὺ συχνά, δηλαδὴ ἕνα
εἶδος προκαταρκτικῆς καὶ προαιρετικῆς τελετῆς ποὺ
σκοπεύει στὴν παραγωγὴ τοῦ «ὑλικοῦ τοῦ μυστηρίου». Τὸ
νερὸ ξαναγίνεται αὐτὸ ποὺ ἦταν ἐξ ἀρχῆς: θεοφάνεια καὶ
ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τοῦ Βαπτίσματος ὡς
κοσμική, ἐκκλησιολογικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ πράξη.
Κοσμικὴ γιατὶ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς καινούργιας
δημιουργίας· ἐκκλησιολογικὴ γιατὶ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς
Ἐκκλησίας· ἐσχατολογικὴ γιατὶ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς
Βασιλείας. Εἰσερχόμενοι σ᾿ αὐτὸ τὸ μυστήριον τοῦ ὕδατος,
ἀρχίζουμε νὰ καταλαβαίνουμε τὸ γιατί, γιὰ νὰ σώσουμε
ἕναν ἄνθρωπο, πρέπει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νὰ τὸν καταδύσουμε
στὸ νερό28.

2. Ἡ εὐλογία τὸν ὕδατος

Ἡ εὐλογία τοῦ ὕδατος ἀρχίζει μὲ τὴ Δοξολογία:


Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΥΔΑΤΟΣ 61

Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων. Σήμερα, μόνον τρεῖς ἀπὸ ὅλες τὶς ἀκολουθίες, τὸ
Βάπτισμα, ὁ Γάμος καὶ ἡ Λειτουργία, ἔχουν ὡς ἀρχή τους
αὐτὴ τὴ Δοξολογία. Ὅλες οἱ ἄλλες ἀκολουθίες ἀρχίζουν μὲ
τὸ Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν… Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ
ἰδιοτροπία τοῦ τυπικοῦ. Μᾶς θυμίζει ὅτι στὸ παρελθὸν τὰ
μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Γάμου ὄχι μόνον
ἐτελοῦντο σὲ σχέση μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη τῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ Εὐχαριστία ἦταν τὸ
αὐταπόδεικτο «τέλος» καὶ πλήρωμά τους. Γι᾿ αὐτὴ τὴν
ὀργανικὴ σύνδεση θὰ μιλήσουμε ἀργότερα. Ἀλλὰ ἀπὸ τώρα
κιόλας θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι αὐτὴ ἡ δοξολογία
ἀναγγέλλει ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ θέμα, τὸ
περιεχόμενο καὶ ὁ ἔσχατος σκοπὸς καὶ τέλος τοῦ
Βαπτίσματος. Πρέπει νὰ τὸ τονίσουμε αὐτό, ἐπειδὴ γιὰ πάρα
πολὺ καιρὸ εἶχε σκιαστεῖ ἡ σύνδεση μεταξὺ τῆς ἰδέας τοῦ
«μυστηρίου» καὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ κεν-
τρικὸ θέμα καὶ τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς
πίστης. Τὰ ἐγχειρίδια θεολογίας ὅριζαν τὰ μυστήρια ὡς «ἀ-
γωγοὺς χάριτος», ἀλλὰ λησμονοῦσαν κατὰ κάποιο τρόπο νὰ
ἀποκαλύψουν ὅτι ἡ «χάρις» τελικὰ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ
τὴ δωρεὰ τῆς «ἀναγγελθείσης» Βασιλείας, ποὺ
ἐγκαινιάστηκε καὶ δόθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό, ὅτι εἶναι ἡ
δυνατότητα νὰ τὴν γνωρίσουμε καὶ νὰ ζήσουμε μαζί της. Γι᾿
αὐτὸ παρέλειπαν νὰ ποῦν ὅτι κάθε μυστήριο, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ
φύση καὶ λειτουργία του, εἶναι ἕνα πραγματικὸ πέρασμα σ᾿
αὐτὴ τὴ Βασιλεία· ὅτι ἡ χάρη ποὺ μᾶς ἀποθέτει εἶναι ἡ
πραγματικὴ δύναμη ποὺ μεταμορφώνει τὴ ζωή μας,
κάνοντας τὴ συμμετοχή, προσκύνημα καὶ πορεία πρὸς τὴ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ὅτι τὸ θαῦμα τῆς χάρης εἶναι τὸ νὰ
κάνει πάντοτε τὴν καρδιά μας ἀγάπη, ἐπιθυμία καὶ ἐλπίδα
62 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

γιὰ τὸ νέο θησαυρὸ ποὺ φυτεύτηκε μέσα της. Ἔτσι τὸ


μυστήριο εἶναι ἕνα πέρασμα, ἕνα ταξίδι, καὶ ἡ ἀρχικὴ
δοξολογία ἀποκαλύπτει καὶ ἀναγγέλλει τὸν τελικό του
προορισμό, τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Στὴ Μεγάλη Λιτανεία ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ Δοξολογία,
ἔχουν προστεθεῖ εἰδικὲς αἰτήσεις:
Ὑπὲρ τοῦ ἁγιασθῆναι τὸ ὕδωρ τοῦτο, τῇ ἐπιφοιτήσῃ καὶ
δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…

Στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπεφέρετο


ἐπάνω τοῦ ὕδατος, δημιουργώντας τὸν κόσμο,
μεταμορφώνοντας τὸ χάος σὲ κόσμο. Ἡ κάθοδός Του, ἡ
δύναμή Του, ἡ ἐνέργειά Του εἶναι αὐτὰ ποὺ τώρα
ἀναδημιουργοῦν τὸν πεσμένο κόσμο, κάνοντάς τον ξανὰ
«κόσμο» καὶ ζωή.
Ὑπὲρ τοῦ καταπεμφθῆναι αὐτῷ τὴν χάριν τῆς ἀπολυτρώ-
σεως, τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἰορδάνου…

Τὸ νερὸ τώρα, καθαρισμένο καὶ ἀποκαταστημένο στὴν


ἀρχέγονη φύση του γίνεται κάτι περισσότερο. Ὁ Χριστὸς μὲ
τὴν κάθοδό Του στὸν Ἰορδάνη, μὲ τὸ Βάπτισμά Του, τὸ
μετέτρεψε σὲ δύναμη λυτρωτικὴ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
σὲ φορέα τῆς χάρης καὶ τῆς λύτρωσης στὸν κόσμο.
Ὑπὲρ τοῦ καταφοιτῆσαι τοῖς ὕδασι τούτοις τὴν καθαρτικὴν
τῆς ὑπερουσίου Τριάδος ἐνέργειαν…

Τὸ Βάπτισμα τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ἦταν ἡ πρώτη


φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸν κόσμο, τοῦ Πατρός, τοῦ
Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ σωτηρία λοιπὸν γιὰ
κάποιον σημαίνει νὰ ἀποδεχθεῖ αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη, νὰ
γνωρίσει τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ νὰ βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ 63

τὸν Τριαδικὸ Θεό.


Ὑπὲρ τοῦ φωτισθῆναι ἡμᾶς φωτισμὸν γνώσεως καὶ εὐσε-
βείας, διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…

Προσέξτε τὸν πληθυντικὸ τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας


ἡμᾶς, σ᾿ αὐτὴ τὴν αἴτηση. Τὸ Βάπτισμα δὲν εἶναι μιὰ ὑπό-
θεση μεταξὺ τοῦ ἱερέα καὶ τοῦ βαπτιζομένου. Ὅπως ἀκρι-
βῶς «τὸ ὕδωρ τοῦτο» ἀντικαθιστᾶ καὶ ἀντιπροσωπεύει
ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἔτσι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία δέχεται τὸ
φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὑπεισέρχεται σ᾿ αὐτὴ
τὴν πράξη τῆς ἀναδημιουργίας καὶ λύτρωσης.
Ὑπὲρ τοῦ ἀναδειχθῆναι τὸ ὕδωρ τοῦτο ἀποτρόπαιον πάσης
ἐπιβουλῆς ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν…
Μὲ τὴν ὑποδούλωσή του στὸν κόσμο καὶ στὸ ὑλικό του ὁ
ἄνθρωπος ἔγινε σκλάβος τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Ἡ ἀ-
πελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει μὲ τὴν ἀπελευθέρωση,
δηλαδὴ τὸν καθαρισμὸ καὶ τὴ λύτρωση τῆς ὕλης, τὴν
ἀποκατάστασή της στὸ πρωταρχικό της λειτούργημα,
δηλαδὴ στὸ νὰ εἶναι μέσο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ
συνεπῶς προστασία καὶ ἄμυνα ἐνάντια στὴν καταστροφικὴ
«δαιμονικὴ πραγματικότητα».
Ὑπὲρ τοῦ ἄξιον γενέσθαι τῆς ἀφθάρτου Βασιλείας τὸν ἐν αὐ-
τῷ βαπτιζόμενον…
Τὸ Βάπτισμα δὲν εἶναι μιὰ μαγικὴ πράξη ποὺ προσθέτει
μερικὲς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις στὶς φυσικές μας ἰδιότητες.
Εἶναι ἡ ἀρχὴ αὐτῆς τῆς αἰώνιας ζωῆς, ποὺ μᾶς ἑνώνει ἐδῶ,
σ᾿ αὐτὸν τὸν «παρόντα» κόσμο, μὲ τὸν «ἐρχόμενο» κόσμο
καὶ μᾶς κάνει ἀπὸ τώρα μετόχους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὑπὲρ τοῦ νῦν προσερχομένου τῷ ἁγίῳ Φωτίσματι καὶ τῆς
64 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

σωτηρίας αὐτοῦ…

Ὁ κόσμος, ἡ Ἐκκλησία, καὶ τώρα αὐτὸς ὁ ἕνας


ἄνθρωπος καὶ ἡ σωτηρία του! Ἀντίθετα ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες
ἰδεολογίες, ποὺ ἐνῶ δοξάζουν καὶ ἐξυμνοῦν τὸν ἄνθρωπο,
στὴν πραγματικότητα τὸν ὑποτάσσουν στὸν κόσμο καὶ τὸν
μειώνουν σὲ συλλογική, ἀπρόσωπη καὶ ἀφηρημένη
«ἀνθρωπότητα», τὸ Εὐαγγέλιο πάντοτε σκοπεύει στὸ
πρόσωπο. Εἶναι σὰν νὰ ἔχει δημιουργηθεῖ ὅλος ὁ κόσμος γιὰ
τὸν καθένα ἄνθρωπο καὶ ἡ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου
νὰ εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτιμότερη ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο.
Ὑπὲρ τοῦ ἀναδειχθῆναι αὐτὸν υἱὸν φωτὸς καὶ κληρονόμον
τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν…
«Υἱὸς φωτός», «κληρονόμος» ― δύο θεμελιακοὶ ὁρισμοὶ
γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν δοῦλοι καὶ
γι᾿ αὐτὸ παιδιὰ τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς φέρνει σὲ ὕπαρξη
ἕνα νέο γένος ποὺ ἡ κύρια ἀρχὴ τῆς ὕπαρξής του εἶναι ὅτι
ἔχει δεῖ τὸ φῶς, τὸ ἔχει λάβει καὶ τὸ ἔχει κάνει ζωή του: ἐν
αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων (Ἰωάν.
1,4). Σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν δικαιώματα, τοὺς δίνον-
ται δικαιώματα μὲ τὸ νὰ γίνουν μέτοχοι τῆς αἰώνιας
Βασιλείας.
Ὑπὲρ τοῦ γενέσθαι αὐτὸν σύμφυτον καὶ κοινωνὸν τοῦ
θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν…
Τὸ νερὸ ὡς θάνατος καὶ τὸ νερὸ ὡς ἀνάσταση: οὔτε
«φυσικὰ» οὔτε «μαγικά», ἀλλὰ μόνον τόσο ὅσο ὁ
βαπτιζόμενος θέλει, μὲ πίστη, ἀγάπη καὶ ἐλπίδα, νὰ πεθάνει
μὲ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ ἀναστηθεῖ μ᾿ Αὐτὸν ἀπὸ τοὺς νεκρούς,
ὅσο ὁ Θάνατος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Ἀνάστασή Του ἔχουν γίνει
γι᾿ αὐτὸν ἀποφασιστικὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του.
ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΟΝ ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟΥΤΟ 65

Ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι αὐτῷ τὴν στολὴν τοῦ


Βαπτίσματος καὶ τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος, ἄσπιλον
καὶ ἀμώμητον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ φοβερᾷ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν…
Γιὰ νὰ μένει πιστὸς στὸ Βάπτισμά του, νὰ παίρνει ἀπ᾿
αὐτὸ ζωή, νὰ τὸ κάνει πάντοτε πηγὴ καὶ δύναμη τῆς ζωῆς
του, μιὰ συνεχὴ κρίση, κριτήριο, ἔμπνευση, «κανόνα ζωῆς».
Ὑπὲρ τοῦ γενέσθαι αὐτῷ τὸ ὕδωρ τοῦτο λουτρὸν
παλιγγενεσίας, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ ἔνδυμα
ἀφθαρσίας…
Ὥστε ὅλα ὅσα ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ ἀποκαλύπτει
ὡς νόημα τοῦ Βαπτίσματος νὰ δοθοῦν καὶ νὰ ληφθοῦν, νὰ
πληρωθοῦν καὶ νὰ προσαρμοστοῦν σ᾿ αὐτὸ τὸ Βάπτισμα, σ᾿
αὐτὸ τὸ πρόσωπο.

3. Ἡ μυστικὴ εὐχὴ τοῦ ἱερέα

Τώρα ὁ ἱερέας προσεύχεται μυστικά:


Ὁ εὔσπλαχνος καὶ ἐλεήμων Θεός, ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ
νεφροὺς καὶ τὰ κρύφια τῶν ἀνθρώπων ἐπιστάμενος μόνος
[…] Ὁ γιγνώσκων τὰ κατ᾿ ἐμέ, μὴ βδελύξῃ με, μηδὲ τὸ
πρόσωπόν σου ἀποστρέψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλὰ πάριδέ μου τὰ
παραπτώματα ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ, ὁ παρορῶν ἀνθρώπων
ἁμαρτήματα εἰς μετάνοιαν, καὶ ἀπόπλυνόν μου τὸν ρύπον
τοῦ σώματος καὶ τὸν σπίλον τῆς ψυχῆς, καὶ ὅλον με ἁγίασον
ὁλοτελῆ τῇ δυνάμει σου τῇ ἀοράτῳ καὶ πνευματικῇ δεξιᾷ· ἵνα
μή, ἐλευθερίαν ἄλλοις ἐπαγγελλόμενος καὶ ταύτην παρέχων
πίστει τῇ ἠρτημένῃ τῆς σῆς ἀφάτου φιλανθρωπίας, αὐτὸς ὡς
δοῦλος ἁμαρτίας ἀδόκιμος γένωμαι. Μή, Δέσποτα, ὁ μόνος
ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, μὴ ἀποστραφείην τεταπεινωμένος
66 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

καὶ κατῃσχυμμένος· ἀλλ᾿ ἐξαπόστειλόν μοι δύναμιν ἐξ ὕψους,


καὶ ἐνίσχυσόν με πρὸς τὴν διακονίαν τοῦ προκειμένου σου
Μυστηρίου, τοῦ μεγάλου καὶ ἐπουρανίου. Καὶ μόρφωσόν σου
τὸν Χριστὸν ἐν τῷ μέλλοντι ἀναγεννᾶσθαι, διὰ τῆς ἐμῆς
ἐλεεινότητος· καὶ οἰκοδόμησον αὐτὸν ἐν τῷ θεμελίῳ τῶν
Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν σου· καὶ μὴ καθέλῃς, ἀλλὰ
φύτευσον αὐτὸν φύτευμα ἀληθείας ἐν τῇ Ἁγίᾳ σου Καθολικῇ
καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ μὴ ἐκτίλῃς. Ὅπως,
προκόπτοντος αὐτοῦ ἐν εὐσεβείᾳ, δοξάζηται καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸ
πανάγιον ὄνομά σου…
Αὐτὴ ἡ εὐχὴ εἶναι σημαντικὴ γιατὶ καταγγέλλει καὶ
διορθώνει τὴν τάση νὰ κατανοοῦμε τὰ μυστήρια κάπως
«μαγικά», μιὰ τάση πλατιὰ διαδεδομένη μεταξὺ τῶν
Ὀρθοδόξων, τῆς ὁποίας συχνὰ παραβλέπονται οἱ
πνευματικοί της κίνδυνοι καὶ οἱ συνέπειες στὴ ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας. Δεδομένου ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ἰσχὺς τῶν μυστηρίων κατὰ κανένα τρόπο δὲν
ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἁγιότητα ἢ ἀπὸ τὶς ἐλλείψεις αὐτῶν ποὺ
τὰ τελοῦν, ἔχουμε φθάσει σιγὰ σιγὰ στὸ σημεῖο νὰ θεωροῦμε
καὶ νὰ ὁρίζουμε τὰ μυστήρια ἀποκλειστικὰ μὲ ὅρους
«ἐγκυρότητας», σὰν νὰ μὴ συμβαίνει τίποτε ἄλλο. Ὅμως τὸ
ὅλο πρόβλημα εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ξεχωρίζει τὴν
ἐγκυρότητα ἀπὸ τὴν πληρότητα καὶ τελειότητα. Ἡ
«ἐγκυρότητα» εἶναι ἁπλῶς ἡ «προϋπόθεση» γιὰ τὴν
πληρότητα, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἀληθινὰ εἶναι ἡ
πληρότητα. Τὸ Βάπτισμα κάποιου ὅπως ὁ Στάλιν, ἦταν
πιθανῶς θαυμάσια πολὺ «ἔγκυρο». Γιατί ὅμως δὲν
πληρώθηκε στὴ ζωή του; Γιατί δὲν ἐμπόδισε τὸ Στάλιν ἀπὸ
τοῦ νὰ βυθιστεῖ σὲ μιὰ ἀπίστευτη βδελυγμία; Ἡ ἐρώτηση
δὲν εἶναι καθόλου ἀφελής. Ἐὰν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ποὺ
βαπτίστηκαν «ἔγκυρα» ἐγκατέλειψαν ―καὶ ἀκόμη
ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΟΝ ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟΥΤΟ 67

ἐγκαταλείπουν― τὴν Ἐκκλησία, ἐὰν τὸ Βάπτισμα δὲν


σημαίνει τίποτε γι᾿ αὐτούς, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα δὲν εἶναι ἐξαιτίας
μας, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας μας, τῶν ἐλλείψεων καὶ τῆς
ἀδιαφορίας μας, ἐξαιτίας τῆς συνεχοῦς προδοσίας τοῦ
Βαπτίσματος; Δὲν εἶναι ἐξαιτίας τοῦ ἀπίστευτα χαμηλοῦ
ἐπιπέδου ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔχει περιοριστεῖ σὲ λίγες
«ὑποχρεώσεις» καὶ ἔτσι ἔπαψε νὰ ἀντανακλᾶ καὶ νὰ
μεταδίνει τὴ δύναμη ἀνανέωσης καὶ ἁγιότητας; Φυσικὰ ὅλα
αὐτὰ ἐφαρμόζονται πάνω ἀπὸ ὅλα στοὺς κληρικούς, στοὺς
ἱερεῖς, στοὺς λειτουργοὺς τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐὰν οἱ ἴδιοι δὲν εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐν λόγῳ, ἐν
ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ (Α΄ Τιμ. 4,12), ποῦ θὰ μπορέσει νὰ δεῖ
ὁ ἄνθρωπος τὸ Χριστὸ καὶ πῶς νὰ τὸν ἀκολουθήσει; Ἔτσι,
τὸ νὰ μειώνουμε τὰ μυστήρια μόνο σὲ μιὰ ἀρχὴ
«ἐγκυρότητας» εἶναι σὰν νὰ φτιάχνουμε μιὰ καρικατούρα
τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὸν
κόσμο γιὰ νὰ τελοῦμε ἐμεῖς «ἔγκυρα» μυστήρια. Μᾶς ἔδωσε
ἔγκυρα μυστήρια γιὰ νὰ πληρωνόμαστε ὡς τέκνα φωτὸς
καὶ μάρτυρες τῆς Βασιλείας Του.
Ἡ «μυστικὴ» εὐχὴ τοῦ ἱερέα μᾶς θυμίζει αὐτὴ τὴν
τρομερὴ ὑπευθυνότητα τῆς ὁλικῆς μας ἐξάρτησης ἀπὸ τὸν
ἄλλο, γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ πλήρωση.
Ἀποκαλύπτει ὅτι τὸ Βάπτισμα δὲν εἶναι ἕνας «αὐτοσκοπὸς»
ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ μιᾶς πορείας στὴν ὁποία ὁλόκληρη ἡ
κοινότητα, καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἱερέας, πρόκειται νὰ ἔχουν
ἀποφασιστικὸ ρόλο. Εἶναι ἡ πορεία «τῆς δημιουργίας κατ᾿
εἰκόνα Χριστοῦ» τοῦ νεοφωτίστου, τῆς «ἀνοικοδομήσεώς»
του «ἐπὶ τοῦ θεμελίου τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν»,
δηλαδὴ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, εἶναι ἡ βοήθεια νὰ
μὴν «ἀπορριφθεῖ» ἀλλὰ νὰ «αὐξάνει σὲ θεοσέβεια».
Αὐτὸ ποὺ ξέρουμε ἤδη εἶναι ὅτι στὸ παρελθὸν ὄχι μόνον ὁ
68 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ὑποψήφιος ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία προετοιμαζόταν γιὰ


τὸ Βάπτισμα. Διότι γνώριζε ὅτι μὲ τὸ νὰ δεχθεῖ μέσα της
ἕνα καινούργιο μέλος, δεχόταν τὴν ὑπευθυνότητα γιὰ τὴν
αἰώνια σωτηρία του. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὴ τὴν ὑπευθυνότητα
ἀκοῦμε στὴν ἀρχὴ τῆς μυστηριακῆς πράξης:

4. Καὶ ἀνάδειξον τὸ ὕδωρ τοῦτο…


Τώρα εἴμαστε ἕτοιμοι. Καὶ ὁ ἱερέας, εὑρισκόμενος μπροστὰ
στὸ νερό, σὰν νὰ ἀντικρίζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο τὴν ἡμέρα
τῆς δημιουργίας, σὰν τὸν πρῶτο ἄνθρωπο ποὺ ἀνοίγει τὰ
μάτια του στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στοχάζεται ὅλα ὅσα ὁ
Θεὸς ἔκανε «ἐν Χριστῷ» γιὰ τὴ λύτρωση καὶ σωτηρία μας,
ἀναφωνεῖ:
Μέγας εἶ Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, καὶ οὐδεὶς λόγος
ἐξαρκέσει, πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου!

Τὴν εὐχὴ αὐτὴ τῆς εὐλογίας καὶ καθαγιασμοῦ τοῦ


ὕδατος μποροῦμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε εὐχαριστιακὴ
προσευχή 29. Εἶναι μιὰ μοναδικὴ πράξη δοξολογίας καὶ
εὐχαριστίας, μιὰ πράξη λατρείας μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος,
ἐκ μέρους ὅλου τοῦ κόσμου, ἀπαντᾶ στὸ Θεό. Καὶ αὐτὴ ἡ
εὐχαριστία καὶ λατρεία μᾶς φέρνει στὴν ἀρχή, μᾶς κάνει
πράγματι μάρτυρες τῆς δημιουργίας. Γιατὶ ἡ εὐχαριστία
εἶναι ἀληθινὰ ἡ πρώτη καὶ οὐσιαστικὴ πράξη τοῦ ἀνθρώπου,
ἡ πράξη μὲ τὴν ὁποία αὐτοπληρώνεται ὡς ἄνθρωπος. Αὐτὸς
ποὺ εὐχαριστεῖ δὲν εἶναι πλέον δοῦλος· δὲν ὑπάρχει στὴ
λατρεία οὔτε φόβος, οὔτε ἀνησυχία, οὔτε φθόνος.
Ἀποδίδοντας εὐχαριστίες στὸ Θεό, γίνεται ξανὰ ὁ ἄνθρωπος
ἐλεύθερος, ἐλεύθερος σὲ σχέση μὲ τὸ Θεό, ἐλεύθερος σὲ
σχέση μὲ τὸν κόσμο.
ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΟΝ ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟΥΤΟ 69

Σὺ γὰρ βουλήσει ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν τὰ


σύμπαντα, τῷ σῷ κράτει συνέχεις τὴν κτίσιν καὶ τῇ σῇ
προνοίᾳ διοικεῖς τὸν κόσμον. Σὺ ἐκ τεσσάρων στοιχείων τὴν
κτίσιν συναρμόσας, τέτταρσι καιροῖς τὸν κύκλον τοῦ
ἐνιαυτοῦ ἐστεφάνωσας. Σὲ τρέμουσιν αἱ νοεραὶ πᾶσαι
Δυνάμεις· σὲ ὑμνεῖ ἥλιος· σὲ δοξάζει σελήνη· σοὶ ἐντυγχάνει
τὰ ἄστρα· σοὶ ὑπακούει τὸ φῶς· σὲ φρίττουσιν ἄβυσσοι· σοὶ
δουλεύουσιν αἱ πηγαί. Σὺ ἐξέτεινας τὸν οὐρανὸν ὡσεὶ δέρριν·
σὺ ἐστερέωσας τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων· σὺ περιετείχισας
τὴν θάλασσαν ψάμμῳ· σὺ πρὸς ἀναπνοὰς τὸν ἀέρα ἐξέχεας.
Ἀγγελικαὶ Δυνάμεις σοὶ λειτουργοῦσιν, οἱ τῶν Ἀρχαγγέλων
χοροὶ σὲ προσκυνοῦσι, τὰ πολυόμματα Χερουβὶμ καὶ τὰ
ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, κύκλῳ ἑστῶτα καὶ περιϊπτάμενα,
φόβῳ τῆς ἀπροσίτου σου δόξης κατακαλύπτεται…

Αὐτὸς εἶναι ὁ Πρόλογος καὶ μοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον τὸν


πρόλογο ποὺ ἐγκαινιάζει πάντοτε τὴν εὐχαριστιακὴ
προσευχὴ γιὰ τὸν Ἄρτο καὶ τὸν Οἶνο. Πρόλογος, λατινικὰ
praefatio, σημαίνει κυριολεκτικὰ θεμέλιο, ἀρχή, αὐτὸ ἀπὸ τὸ
ὁποῖο ὅλα ἐξαρτῶνται, αὐτὸ ποὺ «κάνει δυνατὸ» ὁτιδήποτε
τὸ ἀκολουθεῖ. Καὶ πράγματι ἡ Εὐχαριστία εἶναι αὐτὴ ποὺ
μᾶς ξαναφέρνει στὸν Παράδεισο, γιατὶ ἀποκαθιστᾶ μέσα
μας τὴν πρώτη ἀρχὴ καὶ οὐσία τῆς ὕπαρξής μας, τῆς ζωῆς
καὶ τῆς γνώσης μας.
Καὶ ὁ ἱερέας συνεχίζει:
Σὺ γάρ, Θεὸς ὢν ἀπερίγραπτος, ἄναρχός τε καὶ
ἀνέκφραστος, ἦλθες ἐπὶ τῆς γῆς, μορφὴν δούλου λαβών, ἐν
ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος· οὐ γὰρ ἔφερες, Δέσποτα,
διὰ σπλάγχνα ἐλέους σου, θεᾶσθαι ὑπὸ τοῦ διαβόλου
τυραννούμενον τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἦλθες καὶ
ἔσωσας ἡμᾶς. Ὁμολογοῦμεν τὴν χάριν, κηρύττομεν τὸν
ἔλεον, οὐ κρύπτομεν τὴν εὐεργεσίαν. Τὰς τῆς φύσεως ἡμῶν
γονὰς ἠλευθέρωσας, παρθενικὴν ἡγίασας μήτραν τῷ τόκῳ
70 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

σου· πᾶσα ἡ κτίσις ὕμνησέ σε ἐπιφανέντα. Σὺ γάρ, ὁ Θεὸς


ἡμῶν, ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθης καὶ τοῖς ἀνθρώποις
συνανεστράφης. Σὺ καὶ τὰ Ἰορδάνεια ρεῖθρα ἡγίασας,
οὐρανόθεν καταπέμψας τὸ πανάγιόν σου Πνεῦμα, καὶ τὰς
κεφαλὰς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων…
Ἀπὸ τὸν Πρόλογο πηγαίνουμε στὴν Ἀνάμνηση, τὴν
ἀνακεφαλαίωση τῶν σωστικῶν γεγονότων μὲ τὰ ὁποῖα ὁ
Θεὸς ἀποκατέστησε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔσωσε τὸν κόσμο
καὶ φανέρωσε τὴ Βασιλεία του. Ὁ ἄνθρωπος ἀπέρριψε τὴ
ζωή, ὅπως τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ μὲ τὴν ἁμαρτία του
ὁδήγησε ὅλη τὴ δημιουργία σὲ καταπίεση ἀπὸ τὸ Διάβολο, σὲ
καταστροφὴ καὶ θάνατο. Τὸ σκοτάδι ἀντικατέστησε τὸ φῶς.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ξέχασε τὸν ἄνθρωπο. Ἐν Χριστῷ ἦλθε ὁ
ἴδιος γιὰ νὰ σώσει, νὰ ἀποκαταστήσει, νὰ ἀναδημιουργήσει.
Αὐτὸ τὸ γεγονός ―ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ― εἶναι ποὺ
κατεξοχὴν συνιστᾶ γιὰ πάντα τὴν ἀνάμνηση τοῦ ἀνθρώπου·
καὶ αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση, δηλαδὴ ἡ γνώση καὶ ἀποδοχὴ τοῦ
Χριστοῦ, ἡ πίστη σ᾿ Αὐτόν, ἡ κοινωνία μαζί Του, εἶναι ἡ
σωτηρία. Ὁμολογώντας τὴ χάρη Του, κηρύσσοντας τὸ ἔλεός
Του, μὴ κρύβοντας τὶς εὐεργεσίες Του, μὲ ἄλλα λόγια
κάνοντας ὁλόκληρη τὴ ζωή μας μιὰ ἀπάντηση στὸ Χριστό,
σωζόμαστε. Στὴν ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου ὅλη ἡ κτίση
ἀκόμη μιὰ φορὰ γίνεται ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ τόπος φανέρωσής
Του, τὰ Θεοφάνεια. Τὰ νερὰ τῆς δημιουργίας, σκοτισμένα καὶ
μολυσμένα ἀπὸ τὴν πτώση, τώρα ἀποκαλύπτονται σὰν τὰ
νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, ὡς ἀρχὴ τῆς ἀναδημιουργίας καὶ
σωτηρίας. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Ζωοποιόν, ποὺ ἐπεφέρετο
ἐπάνω τοῦ ὕδατος στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας,
ξανακατεβαίνει πάνω τους· καὶ αὐτά ―καὶ μέσῳ αὐτῶν ὁ
κόσμος― φανερώνονται ὅτι εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο
δημιουργήθηκαν καὶ προορίστηκαν νὰ εἶναι: ἡ ζωὴ τοῦ
ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΟΝ ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΟΥΤΟ 71

ἀνθρώπου ὡς κοινωνία μὲ τὸ Θεό! Ὁ καιρὸς τῆς σωτηρίας


ἀρχίζει ξανά, καὶ εἴμαστε μάρτυρες καὶ μέτοχοι αὐτῆς τῆς
ἀρχῆς καὶ εὐχαριστοῦμε γι᾿ αὐτὸ τὸ Θεό.
Αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ οὐσία καὶ ἡ λατρεία τῆς
Ἐκκλησίας, νὰ φανερώνει καὶ νὰ πληρώνει αὐτὴ τὴν ἀρχὴ
παντοῦ καὶ πάντοτε, νὰ ἀναδημιουργεῖ ―ἐν Χριστῷ καὶ
Ἁγίῳ Πνεύματι― τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ νὰ ἀναδημιουργεῖ
―ἐν Χριστῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι― τὸν κόσμο γι᾿ αὐτόν:
Αὐτὸς οὖν, φιλάνθρωπε Βασιλεῦ, πάρεσο καὶ νῦν διὰ τῆς
ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ ἁγίασον τὸ
ὕδωρ τοῦτο. Καὶ δὸς αὐτῷ τὴν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, τὴν
εὐλογίαν τοῦ Ἰορδάνου. Ποίησον αὐτὸ ἀφθαρσίας πηγήν,
ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων
ἀλεξιτήριον, δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσιν
ἀπρόσιτον, ἀγγελικῆς ἰσχύος πεπληρωμένον. Φυγέτωσαν ἀπ᾿
αὐτοῦ οἱ ἐπιβουλεύοντες τῷ πλάσματί σου· ὅτι τὸ ὄνομά σου,
Κύριε, ἐπεκαλεσάμην, τὸ θαυμαστὸν καὶ ἔνδοξον καὶ φοβερὸν
τοῖς ὑπεναντίοις.
Μετὰ τὴν Ἀνάμνηση, ἡ Ἐπίκληση, τὸ κάλεσμα τοῦ Ἁ-
γίου Πνεύματος, ποὺ μόνο αὐτὸ μπορεῖ νὰ γεμίσει μὲ
δύναμη καὶ πραγματικότητα αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε καὶ
ἐλπίζουμε, ποὺ ἐκπληρώνει τὴν πίστη μας, πραγματοποιεῖ
τὰ σύμβολά μας, δίνει χάριν ἀντὶ χάριτος, κάνει τὸ νερὸ νὰ
εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Ἴδιος ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι30:
Καὶ ἐμφυσᾷ εἰς τὸ ὕδωρ τρίς· καὶ σφραγίζει τῇ δεξιᾷ τρίτον καὶ
ἐπεύχεται, λέγων· Συντριβήτωσαν ὑπὸ τὴν σημείωσιν τοῦ
τύπου τοῦ τιμίου Σταυροῦ σου πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις!
Ξέρουμε ἤδη ὅτι ἡ σωτηρία καὶ ἡ ἀποκατάσταση
ἀρχίζουν μὲ μιὰ πράξη ἀπελευθέρωσης, δηλαδὴ μ᾿ ἕναν
ἐξορκισμό. Πρῶτα ὁ νεόφυτος ἐξορκίστηκε· τώρα
ἐξορκίζουμε τὸ νερό, τὸ σύμβολο τῆς ἐξάρτησής του ἀπὸ τὸν
72 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

κόσμο καὶ τῆς ὑποδούλωσής του στὶς δαιμονικὲς δυνάμεις31:


Ὑποχωρησάτωσαν ἡμῖν πάντα τὰ ἐναέρια καὶ ἀφανῆ
εἴδωλα, καὶ μὴ ὑποκρυβήτω τῷ ὕδατι τούτῳ δαιμόνιον
σκοτεινόν, μηδὲ συγκαταβήτω τῷ βαπτιζομένῳ, δεόμεθά σου,
Κύριε, πνεῦμα πονηρόν, σκότωσιν λογισμῶν καὶ ταραχὴν
διανοίας ἐπάγον.
Ὄχι, αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι κάποια ὑπολείμματα μιᾶς
κάποιας ἀρχαϊκῆς καὶ ἄσχετης μυθολογίας. Στὴ
χριστιανικὴ κοσμοαντίληψη ποτὲ ἡ ὕλη δὲν εἶναι κάτι τὸ
οὐδέτερο. Ἂν δὲν «ἀναφέρεται στὸ Θεό», δηλαδὴ ἂν δὲν
θεωρεῖται καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς τρόπος κοινωνίας μαζί
Του, ὡς ζωὴ «ἐν Αὐτῷ», τότε γίνεται φορέας καὶ τόπος τοῦ
δαιμονικοῦ. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ καὶ
τῆς θρησκείας στὴν ἐποχή μας ἔχει ἀποκρυσταλλωθεῖ ὡς
ὑλισμὸς ποὺ διακηρύσσει ὅτι εἶναι ἡ ἔσχατη ἐπιστημονικὴ
«ἀλήθεια», καὶ ὅτι στὸ ὄνομα τοῦ «ὑλισμοῦ» ἕνας πόλεμος
χωρὶς προηγούμενο διεξάγεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ
μαίνεται σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερα τμήματα τοῦ ὑποτιθέμενου
πολιτισμένου κόσμου. Ἀλλὰ ἐπίσης δὲν εἶναι καὶ τυχαῖο ὅτι
ἡ ψευδο-θρησκευτικότητα καὶ ἡ ψευδο-πνευματικότητα
τόσο συχνὰ συνίστανται στὴν ἀπόρριψη τῆς ὕλης καὶ
συνεπῶς τοῦ ἴδιου τοῦ κόσμου, ὅτι τόσο συχνὰ ταυτίζουν τὴν
ὕλη μὲ τὸ κακό, καὶ βλασφημοῦν ἔτσι τὴ δημιουργία τοῦ
Θεοῦ. Μόνον τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἡ χριστιανικὴ πίστη
ἀποκαλύπτουν καὶ βιώνουν τὴν ὕλη, ἀφενὸς μὲν ὡς
οὐσιαστικὰ καλή, ἀφετέρου ὡς τὸ ὄχημα τῆς πτώσης τοῦ
ἀνθρώπου καὶ τῆς ὑποδούλωσής του στὸ θάνατο καὶ τὴν
ἁμαρτία, ὡς τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σατανὰς ἔκλεψε τὸν
κόσμο ἀπὸ τὸ Θεό. Μόνο ἐν Χριστῷ καὶ μὲ τὴ δύναμή Του
μπορεῖ ἡ ὕλη νὰ ἀπελευθερωθεῖ καὶ νὰ γίνει ξανὰ τὸ σύμβολο
τῆς δόξας καὶ παρουσίας τοῦ Θεοῦ, τὸ μυστήριο τῆς
ΕΛΑΙΟΝ ΑΓΑΛΛΙΑΣΕΩΣ 73

ἐνέργειας καὶ κοινωνίας Του μὲ τὸν ἄνθρωπο.


Καὶ τελικὰ ὁ καθαγιασμός:
Ἀλλὰ σύ, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, ἀνάδειξον τὸ ὕδωρ τοῦτο,
ὕδωρ ἀπολυτρώσεως, ὕδωρ ἁγιασμοῦ, καθαρισμὸν σαρκὸς
καὶ πνεύματος, ἄνεσιν δεσμῶν, ἄφεσιν παραπτωμάτων,
φωτισμὸν ψυχῆς, λουτρὸν παλιγγενεσίας, ἀνακαινισμὸν
πνεύματος, υἱοθεσίας χάρισμα, ἔνδυμα ἀφθαρσίας, πηγὴν
ζωῆς. Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε· Λούσασθε, καὶ καθαροὶ γίνεσθε,
ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν. Σὺ ἐχαρίσω
ἡμῖν τὴν ἄνωθεν ἀναγέννησιν, δι᾿ ὕδατος καὶ Πνεύματος…
… ἀνάδειξον τὸ ὕδωρ τοῦτο. Ὁ καθαγιασμός, εἴτε
πρόκειται γιὰ τὸ νερὸ εἴτε γιὰ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ στὴ θεία
Λειτουργία (πρβλ. τὴν εὐχὴ τῆς εὐχαριστίας τοῦ Μ.
Βασιλείου: καὶ ἀνάδειξον τὸν ἄρτον τοῦτον αὐτὸ τὸ τίμιον
Σῶμα…) ποτὲ δὲν εἶναι ἕνα ὁρατό, «φυσικὸ» θαῦμα, μιὰ
ἀλλαγὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξεταστεῖ καὶ νὰ ἀποδειχθεῖ ἀπὸ τὶς
αἰσθήσεις μας. Μποροῦμε μάλιστα νὰ ποῦμε ὅτι γι᾿ αὐτὸ τὸν
«κόσμο», γιὰ τοὺς κανονικοὺς καὶ «ἀντικειμενικοὺς» νόμους
του, δὲν «συμβαίνει» τίποτε στὸ νερό, στὸ ψωμὶ ἢ στὸ κρασὶ
καὶ καμιὰ ἐργαστηριακὴ ἐξέταση δὲν θὰ μποροῦσε νὰ
ἀποκαλύψει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ καὶ ἀλλοίωση σ᾿ αὐτά·
ἀκόμη καὶ τὸ νὰ περιμένει κανεὶς νὰ δεῖ μιὰ τέτοια ἀλλαγή,
πάντοτε ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς βλασφημία καὶ
ἁμαρτία. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦλθε νὰ ἀντικαταστήσει τὸ
«φυσικὸ» ὑλικὸ μὲ κάποιο «ὑπερφυσικὸ» καὶ ἱερὸ ὑλικό, ἀλλὰ
νὰ τὸ ἐπανορθώσει καὶ νὰ τὸ πληρώσει ὡς μέσον κοινωνίας
μὲ τὸ Θεό. Τὸ εὐλογημένο νερὸ τοῦ Βαπτίσματος, τὸ ψωμὶ
καὶ τὸ κρασὶ στὴ θεία Εὐχαριστία, στέκονται γιὰ
λογαριασμό, δηλαδὴ ἀντιπροσωπεύουν ὁλόκληρη τὴ
δημιουργία, ἀλλὰ τὴ δημιουργία ὅπως θὰ εἶναι στὸ τέλος,
ὅταν θὰ τελειωθεῖ «ἐν τῷ Θεῶ», ὅταν Αὐτὸς θὰ πληρώσει τὰ
74 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

πάντα μὲ τὸν Ἑαυτό Του. Αὐτὸ τὸ τέλος ἀποκαλύπτεται,


προσαρμόζεται καὶ γίνεται ἤδη πραγματικὸ σ᾿ αὐτὸ τὸ
μυστήριο. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια τὰ μυστήρια μᾶς εἰσάγουν
στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ
μυστήριο αὐτοῦ τοῦ περάσματος καὶ μὲ καθένα ἀπὸ τὰ
μυστήριά της μᾶς ὁδηγεῖ ἐκεῖ, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ
ἴδια μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι τὸ νερὸ τοῦ Βαπτίσματος εἶναι
ἁγιασμένο, δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος· ὅτι τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ τῆς θείας
Εὐχαριστίας εἶναι ἀληθινά, δηλαδὴ πραγματικά, μὲ μιὰ
πραγματικότητα πιὸ πραγματικὴ ἀπ᾿ ὅλες τὶς
«ἀντικειμενικὲς» πραγματικότητες «τοῦ κόσμου τούτου»,
τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ παρουσία Του μεταξύ
μας. Ἔτσι ὁ καθαγιασμὸς εἶναι πάντοτε ἡ φανέρωση, ἡ
ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ τέλους, αὐτῆς τῆς ἔσχατης
πραγματικότητας γιὰ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ κόσμος,
μὲ τὴν ὁποία πληρώθηκε ἀπὸ τὸ Χριστὸ μὲ τὴ Σάρκωση, τὸ
Θάνατο, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Του, καὶ ποὺ τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἀποκαλύπτει σήμερα στὴν Ἐκκλησία καὶ
πρόκειται νὰ τελειωθεῖ στὴν «ἐρχόμενη» Βασιλεία.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ καθαγιασμὸς εἶναι πάντοτε ἡ
φανέρωση τοῦ τέλους ὅλων τῶν πραγμάτων, δὲν εἶναι ποτὲ
ἕνας «αὐτοσκοπός». Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ἀποκαλύπτονται
στὸν ἄνθρωπο ὡς «ἀληθῶς Σῶμα καὶ ἀληθῶς Αἷμα τοῦ
Χριστοῦ», ἔτσι ὥστε νὰ ἐπιτύχει ἀληθινὴ κοινωνία μὲ τὸ
Θεό. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει λατρεία Τιμίων
Δώρων καθ᾿ ἑαυτὰ καὶ δι᾿ ἑαυτά· ἡ πλήρωση τῆς
Εὐχαριστίας βρίσκεται στὴν κοινωνία καὶ μεταμόρφωση τοῦ
ἀνθρώπου γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ δίνονται. Τὸ νερὸ καθαγιάζεται
γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ καὶ νὰ γίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν, λύτρωση,
σωτηρία· γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλη ἡ ὕλη:
«ΜΟΡΦΗ» ΚΑΙ «ΟΥΣΙΑ» 75

ἕνα μέσο γιὰ τὸ τέλος, ποὺ εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ


γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του.
Ἐπιφάνηθι, Κύριε, τούτῳ· καὶ δὸς μεταποιηθῆναι τὸν ἐν αὐτῷ
βαπτιζόμενον, εἰς τὸ ἀποθέσθαι μὲν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον,
τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἐνδύσασθαι
δὲ τὸν νέον, τὸν ἀνακαινούμενον κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος
αὐτόν· ἵνα, γενόμενος σύμφυτος τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου
σου διὰ τοῦ Βαπτίσματος, κοινωνὸς καὶ τῆς Ἀναστάσεώς σου
γένηται· καὶ φυλάξας τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος,
καὶ αὐξήσας τὴν παρακαταθήκην τῆς χάριτος, δέξηται τὸ
βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως, καὶ συγκαταριθμηθῇ τοῖς
πρωτοτόκοις, τοῖς ἀπογεγραμμένοις ἐν οὐρανῷ, ἐν σοὶ τῷ
Θεῷ καὶ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ. Ὅτι σοὶ πρέπει δόξα,
κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνησις, ἅμα τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί,
καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν
καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς εὐλογίας τοῦ ὕδατος στὸ
Βάπτισμα. Εἶναι ἡ ἀναδημιουργία τῆς ὕλης καὶ δι᾿ αὐτῆς
τοῦ κόσμου ἐν Χριστῷ. Εἶναι τὸ δῶρο αὐτοῦ τοῦ κόσμου
στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι τὸ δῶρο τοῦ κόσμου ὡς κοινωνία μὲ τὸ
Θεό, ὡς ζωή, σωτηρία καὶ θέωση.
5. Ἔλαιον ἀγαλλιάσεως

Ὁ Ἱερεύς: Εἰρήνη πᾶσι.


Ὁ χορός: Καὶ τῷ πνεύματί σου.
Ὁ Διάκονος: Τὰς κεφαλὰς ἡμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνωμεν.
Ὁ Χορός: Σοὶ Κύριε.
Καὶ ἐμφυσᾷ ὁ Ἱερεὺς εἰς τὸ ἀγγεῖον τοῦ ἐλαίου βασταζόμενον
ὑπὸ τοῦ Διακόνου καὶ σφραγίζει τρίτον τοῦτο, ἤτοι τὸ ἔλαιον.

Ὅταν τὸ νερὸ ἔχει ἤδη εὐλογηθεῖ, μυρώνεται μὲ λάδι.


Ὅπως τὸ νερό, ἔτσι καὶ τὸ λάδι ὑπῆρξε ἀνέκαθεν ἕνα
οὐσιαστικὸ θρησκευτικὸ σύμβολο32 καὶ ἡ συμβολική του
76 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ἀξία, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ νεροῦ, εἶναι ριζωμένη


στὴν πρακτική του σημασία καὶ χρήση. Στὸν ἀρχαῖο κόσμο,
τὸ λάδι τὸ χρησιμοποιοῦσαν κυρίως ὡς φάρμακο. Ὁ καλὸς
Σαμαρείτης, στὸ Εὐαγγέλιο, χύνει οἶνον καὶ ἔλαιον στὶς
πληγὲς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ βρῆκε πεσμένο δίπλα στὸ δρόμο.
Τὸ λάδι ἦταν ἐπίσης μιὰ φυσικὴ πηγὴ φωτός, καὶ συνεπῶς
χαρᾶς. Ἀκόμη καὶ σήμερα τὸ πιὸ μεγαλειῶδες καὶ
χαρούμενο κομμάτι κατὰ τὴν ἀγρυπνία μιᾶς ἑορτῆς
καλεῖται πολυέλε(αι)ος, καὶ ὁ ὅρος αὐτὸς ἀναφέρεται
συγχρόνως στὴ λέξη ἔλεος (= συγγνώμη) ποὺ
ἐπαναλαμβάνεται πολλὲς φορὲς στὸν Ψαλμὸ 135 (136), καὶ
στὸ φωτισμὸ τοῦ ναοῦ μὲ ἄφθονο λάδι. Καὶ τελικὰ τὸ λάδι
―ποὺ συμβολίζει τὴ θεραπεία, τὸ φῶς καὶ τὴ χαρά― ἦταν
ἕνα σύμβολο συμφιλίωσης καὶ εἰρήνης. Τὸ περιστέρι ἔφερε
ἕνα κλαδὶ ἐλιᾶς στὸ Νῶε γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὴ
συγχώρηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συμφιλίωσή του μὲ τὸν
ἄνθρωπο μετὰ τὸν κατακλυσμό. Αὐτὸς ὁ «φυσικὸς»
συμβολισμὸς τοῦ λαδιοῦ ἐξ ἀρχῆς καθόρισε τὴ χρήση του
στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὸ πρὸ τοῦ Βαπτίσματος μύρωμα τοῦ νεροῦ καὶ
τοῦ σώματος τοῦ κατηχουμένου, τὸ λάδι εἶναι πρῶτα ἀπ᾿
ὅλα τὸ σύμβολο τῆς ζωῆς, ὄχι βέβαια ὡς ἁπλῆς ὕπαρξης,
ἀλλὰ ὡς πληρότητας, χαρᾶς καὶ συμμετοχῆς σ᾿ αὐτὴ τὴ
μυστηριώδη καὶ ἄρρητη οὐσία τῆς ζωῆς ποὺ τὴν
αἰσθανόμαστε ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸ σὲ στιγμὲς εὐτυχίας καὶ
ἀγαλλίασης· ζωῆς, ὅπως μιλάει γι᾿ αὐτὴν ἡ Ἁγία Γραφὴ
ὅταν τὴν ὀνομάζει δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Ζωῆς
Χορηγοῦ· ζωῆς, ὡς «φωτὸς τοῦ ἀνθρώπου»· ζωῆς ὄχι ὡς
συνωνύμου ἀλλὰ ὡς περιεχομένου τῆς ὕπαρξης· ζωῆς ὡς
συμμετοχῆς στὴν ἴδια τὴ θεία ζωή.
Καὶ πάλι ἀκολουθεῖται ἡ ἴδια τάξη. Πρῶτα, ὁ ἐξορκισμὸς
«ΜΟΡΦΗ» ΚΑΙ «ΟΥΣΙΑ» 77

τοῦ ἐλαίου, ἡ «ἀπελευθέρωσή» του, ἡ ἀποκατάστασή του


στὴν ἀληθινὴ λειτουργία του, ὅπως μᾶς τὴν ἀποκαλύπτει ὁ
«συμβολισμός» του. Αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία τοῦ
ἐμφυσήματος πάνω του καὶ ἡ τριπλὴ εὐλογία μὲ τὸ σημεῖο
τοῦ σταυροῦ. Κατόπιν, ἡ ἀνάμνηση — ἡ ἀνακεφαλαίωση τοῦ
νοήματος τοῦ ἐλαίου στὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας, καὶ ἡ
εὐχαριστία. Εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ πάνω ἀπὸ τὸ λάδι καὶ ἔτσι
τὸ ξανακάνουμε αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς τὸ ἔκανε, δηλαδὴ δῶρο
θεραπείας, δῶρο εἰρήνης, δῶρο πνευματικῆς δύναμης καὶ
ζωῆς.
Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ τοῖς ἐν τῇ
κιβωτῷ τοῦ Νῶε περιστερὰν ἀποστείλας, κάρφος ἐλαίας
ἔχουσαν ἐπὶ τοῦ στόματος, καταλλαγῆς σύμβολον, σωτηρίας
τε τῆς ἀπὸ τοῦ κατακλυσμοῦ, καὶ τὸ τῆς χάριτος μυστήριον
δι᾿ ἐκείνων προτυπώσας· ὁ καὶ τῆς ἐλαίας τὸν καρπὸν εἰς τὴν
πλήρωσιν τῶν ἁγίων σου μυστηρίων χορηγήσας, ὁ δι᾿ αὐτοῦ
καὶ τοὺς ἐν νόμῳ Πνεύματος Ἁγίου πληρώσας καὶ τοὺς ἐν
χάριτι τελειῶν· Αὐτὸς εὐλόγησον καὶ τοῦτο τὸ ἔλαιον, τῇ
δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ καὶ ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου σου
Πνεύματος, ὥστε γενέσθαι αὐτὸ χρῖσμα ἀφθαρσίας, ὅπλον
δικαιοσύνης, ἀνακαινισμὸς ψυχῆς καὶ σώματος, πάσης
διαβολικῆς ἐνεργείας ἀποτρόπαιον, εἰς ἀπαλλαγὴν κακῶν,
πᾶσι τοῖς χριομένοις αὐτῷ ἐν πίστει ἢ καὶ μεταλαμβάνουσιν
ἐξ αὐτοῦ. Εἰς δόξαν σήν, καὶ τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, καὶ τοῦ
παναγίου καὶ ἀγαθοῦ καὶ ζωοποιοῦ σου Πνεύματος, νῦν καὶ
ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Τελικὰ τὸ ἴδιο τὸ χρίσμα (μύρωμα):
Ὁ Ἱερεύς, ψάλλων τὸ Ἀλληλούια τρὶς σὺν τῷ λαῷ, ποιεῖ
σταυροὺς τρὶς μετὰ τοῦ ἐλαίου ἐν τῷ ὕδατι.
Ἀκόμη μιὰ φορὰ πραγματοποιεῖται καὶ τελειοποιεῖται ἡ
δημιουργία. Καὶ ἔρχεται τότε ἡ στιγμὴ ποὺ ὅλα αὐτὰ
78 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

«ξεσποῦν» σὲ χαρὰ καὶ εὐχαριστία, μαρτυροῦν τὴ δόξα


τοῦ Θεοῦ, ἀντανακλοῦν τὴν παρουσία καὶ δύναμή Του.
Αὐτὴ ἡ πληρότητα δὲν μπορεῖ νὰ ἀναλυθεῖ καὶ νὰ ὁρισθεῖ·
μπορεῖ μόνο νὰ ἀποδώσει εὐχαριστία καὶ νὰ διακηρυχθεῖ μὲ
τὴν κραυγὴ χαρᾶς ποὺ εἶναι τὸ Ἀλληλούια! Ἡ καινούργια
δημιουργία εἶναι ἐδῶ, παρούσα στὴν κολυμβήθρα, ἕτοιμη γιὰ
τὸν ἄνθρωπο ὡς δῶρο καινούργιας ζωῆς, φωτὸς καὶ
δύναμης. Ὁ ἱερέας λέγει: Εὐλογημένος ὁ Θεὸς ὁ φωτίζων
καὶ ἁγιάζων πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον,
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Καὶ σ᾿ αὐτὴ
τὴ θαυμάσια μαρτυρία ὁ λαὸς ἀπαντᾶ μὲ μιὰ μοναδικὴ
ἐπιβεβαίωση: Ἀμήν!
Καὶ προσφέρεται ὁ βαπτιζόμενος. Ὁ δὲ Ἱερεὺς λαμβάνει ἐκ
τοῦ ἁγίου ἐλαίου διὰ τῶν τριῶν δακτύλων τῆς δεξιᾶς καὶ ποιεῖ
Σταυροῦ τύπον ἐπὶ τοῦ μετώπου, καὶ τοῦ στήθους, καὶ τῶν
μεταφρένων τοῦ βαπτιζομένου, λέγων· Χρίεται ὁ δοῦλος τοῦ
Θεοῦ, ἔλαιον ἀγαλλιάσεως, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ
Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Καὶ σφραγίζων αὐτοῦ τὸ στῆθος καὶ τὰ μετάφρενα, λέγει· Εἰς
ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος.
Εἰς δὲ τὰς ἀκοάς· Εἰς ἀκοὴν πίστεως.
Εἰς τοὺς πόδας· Τοῦ πορεύεσθαι τὰ διαβήματά σου.
Εἰς τὰς χεῖρας· Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου· τοῦ σώματός
του, τῶν μελῶν του, τῶν αἰσθήσεών του. Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ
ἄνθρωπος συσκότισε μέσα του τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἄρρητη
δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔχασε τὴν πνευματική του ὀμορφιά· ἔσπασε
τὴν εἰκόνα. Πρέπει νὰ ἀνασχηματιστεῖ καὶ νὰ
ἀποκατασταθεῖ. Τὸ Βάπτισμα δὲν ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὴν
«ψυχή», ἀλλὰ μὲ τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Τὸ Βάπτισμα εἶναι
ἀκριβῶς ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὁλότητας, ἡ
«ΜΟΡΦΗ» ΚΑΙ «ΟΥΣΙΑ» 79

συμφιλίωση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. «Τὸ ἔλαιον τῆς


χαρᾶς»: τὸ ἴδιο λάδι στὸ νερὸ καὶ στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου
γιὰ συμφιλίωση μὲ τὸ Θεὸ καὶ «ἐν τῷ Θεῷ» μὲ τὸν κόσμο.
Τὸ ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἴδια ζωή, ἡ καταστροφὴ ὅλων τῶν
ψεύτικων διχοτομήσεων καὶ ψευδο-πνευματικοτήτων, ἡ
ἐπιστροφὴ στὸ αἰώνιο μυστήριο τῆς δημιουργίας, … καὶ εἶδεν
ὁ Θεὸς ὅτι καλόν… (Γέν. 1, passim)33.

6. «Μορφὴ» καὶ «Οὐσία»

Ἔχοντας ἤδη φθάσει στὸ κυριότερο σημεῖο τῆς ἀκολουθίας


τοῦ Βαπτίσματος, στὴν κατάδυση, στὸ ἴδιο τὸ Βάπτισμα,
πρέπει νὰ σταθοῦμε καὶ νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε
σ᾿ ἕνα ἐρώτημα, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀπάντησή του ἐξαρτᾶται
ὁλόκληρη ἡ κατανόηση αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς θέσης
του στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ζήτημα εἶναι τὸ ἑξῆς: ἂν
παντοῦ καὶ πάντοτε δέχτηκαν καὶ τέλεσαν τὸ Βάπτισμα ὡς
τὴν αὐταπόδεικτη ἀπαρχὴ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς
ζωῆς, ὅμως ἀπὸ πολὺ νωρὶς οἱ ἐπεξηγήσεις καὶ οἱ ἑρμηνεῖες
αὐτῆς τῆς θεμελιακῆς πράξης ἄρχισαν νὰ διαφέρουν ἡ μιὰ
ἀπὸ τὴν ἄλλη. Φαίνεται ὅτι οἱ θεολόγοι εὕρισκαν δυσκολίες
στὸ νὰ «συν-κρατήσουν» τὶς διάφορες ἀπόψεις γι᾿ αὐτὴ τὴν
πράξη, ὅτι οἱ ἀνθρώπινες λέξεις ἦταν ἀκατάλληλες γιὰ τὴν
καθολικότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Ἔτσι
ἐμφανίστηκε κάποια διαφορὰ ἀφενὸς μεταξὺ τοῦ
Βαπτίσματος ―τῆς ἀκολουθίας του, τῶν κειμένων του, τῶν
τυπικῶν καὶ συμβόλων του― ἀφετέρου μεταξὺ τῶν
διάφορων θεολογικῶν ἐπεξηγήσεων καὶ ὁρισμῶν τοῦ
Βαπτίσματος, μεταξὺ τῆς πράξης καὶ τῆς ἐξήγησής της,
τοῦ μυστηρίου καὶ τῆς κατανόησής του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι
80 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ἄν, ὅπως πιστεύουμε, ὁλόκληρη ἡ ζωή μας ὡς Χριστιανῶν


ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, μᾶς δίνεται σ᾿ αὐτὸ καὶ πρέπει
νὰ ἀναφέρεται συνέχεια σ᾿ αὐτό, τότε ἡ σωστὴ κατανόηση
αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου δὲν μπορεῖ ἁπλῶς νὰ εἶναι μιὰ
νοησιαρχικὴ ἀλλὰ μιὰ ἐντελῶς ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη γιὰ μᾶς.
Ἡ πιὸ ἐμφανὴς ὄψη αὐτῆς τῆς διαφορᾶς εἶναι ἡ
ἀνικανότητα τῆς σύγχρονης καὶ τῆς μετα-πατερικῆς
θεολογίας νὰ ἐξηγήσει τὴ σχέση μεταξὺ τοῦ Βαπτίσματος,
τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς
τὴν διαβεβαιώνει μὲ σαφήνεια καὶ ἡ λειτουργία καὶ ἡ
παράδοση. Ὄχι μόνον τὴν καταφάσκουν, ἀλλὰ καὶ τὴν
θεωροῦν ὡς τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ ἴδιο τὸ νόημα τοῦ
μυστηρίου. Βαπτιζόμαστε τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου
Αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως [τοῦ Χριστοῦ] […]·
συνετάφημεν οὖν Αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν
θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς
δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς
περιπατήσωμεν (Ρωμ. 6,4-5). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔμφαση στὴ
λειτουργικὴ παράδοση γιὰ τὴν ὀργανικὴ σύνδεση μεταξὺ τοῦ
Βαπτίσματος καὶ τοῦ Πάσχα, αὐτὸς εἶναι ὁ πασχάλιος
χαρακτήρας τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὸ βαπτιστικὸ
περιεχόμενο τοῦ Πάσχα στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία.
Αὐτὴ ἡ σαφὴς κατάφαση δὲν παρέμεινε ὡς κεντρικὸς
ἄξονας, ὅταν ἄρχισαν νὰ κατανοοῦν καὶ νὰ ἀναπτύσσουν τὴ
θεολογία ὡς μιὰ λογικὴ ἐξήγηση καὶ ἑρμηνεία τῆς
χριστιανικῆς πίστης. Τὰ χείλη συνέχισαν νὰ ἀπαγγέλλουν
τὸ «συμβολισμὸ» τοῦ Βαπτίσματος γιὰ τὸ θάνατο καὶ τὴν
ἀνάσταση, ἀλλὰ τὸ πραγματικὸ νόημα εἶχε διαφύγει. Στὴν
πραγματικότητα, σὲ κάθε ἐγχειρίδιο τῆς «συστηματικῆς»
θεολογίας μας οἱ δύο οὐσιαστικὲς ἀναφορὲς στὴν ἐξήγηση
τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἡ προπατορικὴ ἁμαρτία καὶ ἡ χάρις.
«ΜΟΡΦΗ» ΚΑΙ «ΟΥΣΙΑ» 81

Μᾶς λένε ὅτι τὸ Βάπτισμα ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο καὶ


τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία καὶ
ἀποθέτει συγχρόνως πάνω του τὴ θεία χάρη ποὺ εἶναι
ἀναγκαία γιὰ τὴ χριστιανικὴ ζωή. Ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα
μυστήρια, ἔτσι καὶ τὸ Βάπτισμα ὁρίζεται ὡς «ἀγωγὸς
χάριτος», ὡς ἕνα «ὁρατὸν σημεῖον τῆς ἀοράτου χάριτος».
Πρέπει νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι εἶναι ἀπόλυτα οὐσιαστικὸ
γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἀλλὰ δὲν παρουσιάζεται πλέον σ᾿
αὐτοὺς τοὺς ὁρισμοὺς καὶ τὶς ἐπεξηγήσεις ὅτι τὸ μυστήριο
αὐτὸ εἶναι ἀληθινά ―οὐσιαστικὰ καὶ ὄχι στὸν ἐξωτερικό του
συμβολισμό― ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση 34.
Νά λοιπὸν τὸ ἐρώτημα στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε:
τί σημαίνει, ὅπως ἡ παράδοση μαρτυρεῖ καὶ ἑρμηνεύει, ὅτι τὸ
Βάπτισμα γίνεται κατὰ τὴν ὁμοίωση καὶ κατὰ τὸ πρότυπο
τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ γιατί
στὴ σύγχρονη θεολογία φαίνεται ὅτι ἔχει χάσει αὐτὴ ἡ
μαρτυρία τὴν κεντρική της θέση; Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, μὲ τὴ
σειρά του, συνεπάγεται καὶ προϋποθέτει τὴν ἀπάντηση στὸ
πρόβλημα τῆς σχέσης μεταξὺ τῆς μορφῆς καὶ τῆς οὐσίας
τοῦ μυστηρίου, μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ―τοῦ
τυπικοῦ τῆς ἀκολουθίας― καὶ αὐτοῦ ποὺ ἡ Ἐκκλησία
πιστεύει ὅτι συμβαίνει καὶ ποὺ συμπληρώνεται μὲ τὰ μέσα
αὐτοῦ τοῦ «γεγονότος». Αὐτὸ πράγματι εἶναι τὸ κρίσιμο
ἐρώτημα, ποὺ γιὰ νὰ τοῦ δώσει ἀπάντηση ἡ μεταπατερικὴ
θεολογία, ἡ ὁποία ἀκόμη διαποτίζει τὰ ἐγχειρίδια καὶ τὶς
κατηχήσεις μας, πῆρε ἕνα δρόμο ποὺ τὴν ὁδήγησε μακριὰ
ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ δράση καὶ ἐμπειρία τῆς ἀρχαίας
Ἐκκλησίας καὶ ἄλλαξε βαθιά, ἂν ὄχι ριζικά, τὴν κατανόηση
τῶν μυστηρίων της καὶ τὴ θέση τους στὴ χριστιανικὴ ζωή.
Ὁ ἁπλούστερος τρόπος γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ἀρχικὴ
θεώρηση τῶν μυστηρίων, εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία
82 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ἀγνοοῦσε τὴ διχοτόμηση σὲ «μορφὴ» καὶ «οὐσία» καὶ


συνεπῶς ἀγνοοῦσε τὸ πρόβλημα ποὺ ἀργότερα ἔγινε τὸ
πρόβλημα τῆς θεολογίας τῶν μυστηρίων. Στὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία οἱ ὅροι «ὁμοίωσις» καὶ «πρότυπον» ἀναφέρονταν
προφανῶς στὴ «μορφὴ» τοῦ Βαπτίσματος, δηλαδὴ στὴν
κατάδυση τοῦ κατηχουμένου στὸ νερὸ καὶ στὴν ἀνάδυσή
του. Ἡ μορφὴ ὅμως εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀκριβῶς φανερώνει,
μεταδίνει καὶ πληρώνει τὴν «οὐσία», εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ
«ἀποκάλυψή» της, ἔτσι ὥστε ὁ ὅρος «ὁμοίωσις», ἐνῶ εἶναι ἡ
περιγραφὴ τῆς μορφῆς, εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ ἀποκάλυψη
τῆς «οὐσίας». Τὸ Βάπτισμα τελούμενο «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καὶ
«κατὰ τὸ πρότυπον» τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως,
εἶναι ὁ Θάνατος καὶ ἡ Ἀνάσταση. Καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία
πρὶν ἀκόμη ἐξηγήσει, κι ἂν ἐξηγεῖ κάπως αὐτὸ τὸ «γιατί»,
τὸ «τί» καὶ τὸ «πῶς» αὐτοῦ τοῦ βαπτισματικοῦ θανάτου καὶ
τῆς ἀνάστασης, ἁπλῶς γνώριζε ὅτι γιὰ νὰ ἀκολουθήσει
κάποιος τὸ Χριστὸ ἔπρεπε, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, νὰ πεθάνει καὶ
νὰ ἀναστηθεῖ «μὲ Αὐτὸν» καὶ «ἐν Αὐτῷ». Γνώριζε λοιπὸν
ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ ἀρχίζει ἀληθινὰ μ᾿ ἕνα γεγονὸς στὸ
ὁποῖο, ὅπως σ᾿ ὅλα τὰ γνήσια γεγονότα, αὐτὴ ἡ διάκριση
μεταξὺ «μορφῆς» καὶ «οὐσίας» δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἄσχετη
ἀφηρημένη ἔννοια. Στὸ Βάπτισμα ―ἐπειδὴ εἶναι ἕνα
γεγονός― ἡ μορφὴ καὶ ἡ οὐσία, τὸ «δεδομένο» καὶ τὸ
«συμβαῖνον», τὸ σημεῖο καὶ ἡ σημασία του, συμπίπτουν,
γιατὶ ὁ σκοπὸς τοῦ καθενὸς εἶναι ἀκριβῶς νὰ γίνει ὅ,τι εἶναι
τὸ ἄλλο, νὰ τὸ ἀποκαλύψει καὶ νὰ τὸ πληρώσει. Τὸ
Βάπτισμα εἶναι ὅ,τι ἀντιπροσωπεύει, ἐπειδὴ ὅ,τι
ἀντιπροσωπεύει ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση εἶναι ἀληθινά.
Εἶναι ἡ ἀντιπροσώπευση ὄχι μιᾶς «ἰδέας», ἀλλὰ αὐτοῦ τοῦ
ἴδιου τοῦ περιεχομένου καὶ τῆς πραγματικότητας τῆς ἴδιας
τῆς χριστιανικῆς πίστης. Πίστη στὸ Χριστὸ σημαίνει τὸ
«ΜΟΡΦΗ» ΚΑΙ «ΟΥΣΙΑ» 83

ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ


ἐν τῷ Θεῷ (Κολ. 3,3). Αὐτὴ εἶναι ἡ κεντρική,
ὑπερβάλλουσα καὶ καθολικὴ ἐμπειρία τῆς ἀρχαίας
Ἐκκλησίας, μιὰ ἐμπειρία τόσο αὐταπόδεικτη, τόσο ἄμεση,
ποὺ ἀρχικὰ ὄχι μόνο δὲν τὴν «ἐξηγεῖ», ἀλλὰ τὴν θεωρεῖ
μᾶλλον ὡς τὴν πηγὴ καὶ τὴ συνθήκη ὅλων της τῶν
ἐξηγήσεων, ὅλων της τῶν θεολογιῶν.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε, χωρὶς καμιὰ ὑπερβολή, ὅτι ἕνα
καινούργιο κεφάλαιο ἄρχισε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας
ὅταν ἡ θεολογία ἔσπασε τὴν «ὁλότητα» αὐτῆς τῆς ἀρχικῆς
δράσης τῶν μυστηρίων καὶ τῆς ἐμπειρίας, καὶ τὴν ἔσπασε
ἀκριβῶς θέτοντας ὡς προκαταρκτικὴ συνθήκη γιὰ τὴ
σωστὴ «κατανόηση» τῶν μυστηρίων τὴ διάκριση μεταξὺ
τῆς «μορφῆς» καὶ τῆς «οὐσίας». Μὲ ἄλλα λόγια, ὅταν
ἀποφάσισε ὅτι μποροῦμε καὶ ὅτι πρέπει νὰ γνωρίζουμε,
καθορίζουμε καὶ ὁρίζουμε τὴν «οὐσία» ἑνὸς μυστηρίου
χωριστὰ ἀπὸ τὴ «μορφή» του. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μικρὸ κείμενο δὲν
μποροῦμε νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τοὺς ἱστορικοὺς καὶ
πνευματικοὺς παράγοντες ποὺ ἔφεραν αὐτὴ τὴν
ἀποφασιστικὴ ἀλλαγή, αὐτὴ τὴν ―τουλάχιστον γιὰ τὰ
μάτια μας― «προπατορικὴ ἁμαρτία» ὅλης τῆς σύγχρονης,
μεταπατερικῆς, δυτικίζουσας θεολογίας. Αὐτὸ ποὺ μᾶς
ἐνδιαφέρει ἐμᾶς ἐδῶ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ προοδευτικὰ
ὁδήγησε σὲ μιὰ ἐντελῶς διαφορετικὴ κατανόηση τῶν
μυστηρίων γενικὰ καὶ τοῦ Βαπτίσματος ἰδιαίτερα.
Ἀσφαλῶς ἡ καινούργια θεώρηση διατήρησε τὴν κρίσιμη
σπουδαιότητα τῆς «μορφῆς» τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ γιὰ
λόγους ἀρκετὰ διαφορετικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς τῆς ἀρχαίας Ἐκ-
κλησίας. Στὴν ἀρχαία παράδοση ἡ μορφὴ ἐνδιαφέρει ἐπειδὴ
ἡ ἴδια ἡ φύση της καὶ ἡ λειτουργία της εἶναι «ἐπιφανική»,
καὶ ἀποκαλύπτει τὴν οὐσία, ἐπειδὴ εἶναι ἀληθινὰ καὶ γι᾿
84 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

αὐτὸ τὴν πληρώνει. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἡ «ἀποκάλυψη» τῆς


οὐσίας, ἡ μορφὴ εἶναι τὸ μέσον γιὰ τὴ γνώση καὶ ἐξήγησή
της. Στὴν καινούργια θεώρηση ἡ μορφὴ δὲν εἶναι πλέον ἡ
«ἀποκάλυψη», ἀλλὰ μόνον ἕνα ἐξωτερικὸ σημάδι καὶ μιὰ
ἐγγύηση ὅτι μιὰ ἰδιαίτερη «οὐσία» ἔχει ἀποτεθεῖ καὶ
μεταδοθεῖ κανονικά. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν
«οὐσία» μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ τὴν γνωρίζουμε ὄχι μόνο
χωριστὰ ἀπὸ τὴ «μορφὴ» ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτήν, γιατὶ
διαφορετικὰ δὲν θὰ γνωρίζαμε τί «σημαίνεται» καὶ τί μᾶς
δίδεται μέσῳ τῆς μορφῆς. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕναν ἀπὸ
τοὺς ὅρους-κλειδιὰ τῆς καινούργιας θεολογίας τῶν
μυστηρίων, ἡ μορφὴ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κάνει ἔγκυρο ἕνα
μυστήριο καὶ ὄχι ἡ ἀποκάλυψη ἐκείνου ποὺ γίνεται ἔγκυρο
στὸ μυστήριο.
Πράγματι, εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι κατ᾿ οὐσίαν ὅλες οἱ
διαμάχες ποὺ ἀφοροῦν τὴ μορφὴ τοῦ Βαπτίσματος ―τὴν
κατάδυση ἀντὶ τοῦ ραντισμοῦ, τὸ τυπικὸ τοῦ Βαπτίσματος
κλπ.― εἶχαν ὡς κέντρο τους σχεδὸν ἀποκλειστικὰ τὸ θέμα
τῆς ἐγκυρότητας καὶ ὄχι τὸ θέμα τοῦ νοήματος ἢ τῆς οὐ-
σίας35. Γιὰ παράδειγμα, ἀκόμη κι αὐτοὶ ποὺ ὑπερασπίζον-
ται, καὶ σωστὰ κάνουν, τὴν κατάδυση ὡς τὴν κανονικὴ
μορφὴ τοῦ Βαπτίσματος καὶ καταγγέλλουν ὡς «αἵρεση» τὸ
ράντισμα, τὸ κάνουν πάνω σὲ καθαρὰ μορφικὸ ἔδαφος: τὸ
ράντισμα εἶναι μιὰ ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν πράξη τῆς ἀρχαίας
Ἐκκλησίας, ποὺ θεωρεῖται ὡς ἡ ἀπόλυτη αὐθεντία καὶ ὁ
κανόνας ἐγκυρότητας. Ἡ θέση ὅμως αὐτῶν ποὺ εὐνοοῦν καὶ
ὑπερασπίζονται τὸ «ράντισμα», στὴν πραγματικότητα
ριζώνει ἀπὸ τὸν ἴδιο τύπο λογικῆς. Καθὼς λέγουν, ἡ ἀρχαία
Ἐκκλησία, ἐνῶ ἀδιαμφισβήτητα ἀσκοῦσε τὴν κατάδυση,
γνώριζε ἐπίσης καὶ τὸ ράντισμα σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις,
σὲ βαπτίσεις ἀσθενῶν κλπ.· γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ
ΕΝ ΟΜΟΙΩΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ 85

θεωρεῖται ἡ κατάδυση μόνον ὡς ὁ ὅρος ἐγκυρότητας. Τὸ


πρόβλημα λοιπὸν τῆς οὐσίας ἢ τοῦ νοήματος δὲν μπορεῖ νὰ
τοποθετηθεῖ πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο, γιατὶ κι οἱ δυὸ πλευρὲς
στὴν πραγματικότητα συμφωνοῦν πάνω σ᾿ αὐτὸ καὶ
συμφωνοῦν ἐπίσης ὅτι δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πρόβλημα τῆς
«μορφῆς». Καὶ ὅμως κάτι τέτοιες διαμάχες γιὰ τὴν
«ἐγκυρότητα» ἀποκαλύπτουν καλύτερα ἀπὸ καθετὶ ἄλλο τὴ
βαθιὰ ρήξη ποὺ προκάλεσε αὐτὴ ἡ καινούργια θεώρηση σὲ
ὁλόκληρη τὴ μυστηριακὴ δράση καὶ ἐμπειρία τῆς
Ἐκκλησίας.
Ἡ πραγματικὴ τραγωδία εἶναι ὅτι, ἐφαρμόζοντας τὴ
διχοτόμηση μεταξὺ «μορφῆς» καὶ «οὐσίας» στὰ μυστήρια,
καὶ μειώνοντας τὴν ἰδέα τῆς «μορφῆς» στὴν ἰδέα μιᾶς
«ἐγκυρότητας», αὐτὴ ἡ καινούργια θεολογία τῶν μυστηρίων
ἄλλαξε καὶ φτώχυνε βαθιὰ τὴν ἰδέα τῆς ἴδιας τῆς «οὐσίας».
Φαινομενικὰ δὲν ὑπῆρχε τίποτε τὸ καινούργιο στὸν ὁρισμὸ
τῆς οὐσίας ὡς χάριτος, ποὺ εἶναι πράγματι ἕνας πολὺ
βιβλικὸς καὶ παραδοσιακὸς ὅρος, καὶ ποὺ ἡ ἀρχαία
Ἐκκλησία τὸν χρησιμοποίησε ἐπίσης συχνὰ στὴν ἐξήγηση
τῶν μυστηρίων. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, αὐτὸς ὁ ὅρος
ἀπόκτησε νέες σημασίες κι ἕνα εἶδος «αὐτάρκειας» ποὺ δὲν
τὴν εἶχε πρὶν καὶ τὴν ἀπέκτησε ἀκριβῶς ἐπειδὴ ταυτίστηκε
μὲ τὴν «οὐσία» σὲ διάκριση ἀπὸ τὴ «μορφή». Στὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία «χάρις» σήμαινε κατεξοχὴν τὴ νίκη ἐναντίον
ὅλων τῶν διχοτομήσεων ―«μορφὴ» καὶ «οὐσία», «πνεῦμα»
καὶ «ὕλη», «σημεῖο» καὶ «πραγματικότητα»― καὶ
φανερώνεται στὸ μυστήριο καὶ σ᾿ ὅλη τὴ ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας, ποὺ τελικὰ εἶναι ἡ νίκη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ,
στὸν Ὁποῖο καὶ ἀπὸ τὸν Ὁποῖο μποροῦν ἀληθινὰ νὰ
ὑπάρχουν οἱ «μορφὲς» αὐτοῦ τοῦ κόσμου, νὰ ἐπικοινωνοῦν
ἀληθινὰ καὶ νὰ ἐκπληρώνουν ἀληθινὰ αὐτὸ ποὺ
86 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

«ἀντιπροσωπεύουν»: τὴ φανέρωση σ᾿ αὐτὸ τὸν «κόσμο» τῆς


Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς «νέας βιωτῆς». Ἔτσι, ἡ χάρη
τοῦ Βαπτίσματος ἦταν αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονός: ὁ θάνατος
καὶ ἡ ἔγερση ἑνὸς ἀνθρώπου «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καὶ κατὰ τὸ
«πρότυπον» τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ. Ἦταν τὸ δῶρο ὄχι γιὰ «κάτι» ποὺ ἀπέρρεε ἀπὸ τὰ
ἴδια τὰ γεγονότα, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ μοναδικὴ καὶ
ὁλοκληρωτικὰ καινούργια δυνατότητα: νὰ πεθάνει ἀληθινὰ
μὲ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ ἐγερθεῖ ἀληθινὰ πάλι μὲ Αὐτόν, ὥστε νὰ
περιπατήσῃ ἐν καινότητι ζωῆς. Χάρη εἶναι ὅλα αὐτά: ἡ
«ὁμοίωσις» ποὺ ἀποκαλύπτεται καὶ δοκιμάζεται ὡς
«πραγματικότητα», ὁ βαπτισματικὸς θάνατος ποὺ
φανερώνει ξανὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸ
Χριστό, ἡ βαπτισματικὴ ἀνάσταση ποὺ «ἐπαναβεβαιώνει»
τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ γίνεται τὸ μεγάλο δῶρο τῆς
καινούργιας ζωῆς ποὺ ἔλαμψε ἀπὸ τὸ μνῆμα. Ὅλα αὐτὰ
εἶναι χάρη. Καὶ ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ εἶναι χάρη, ἡ ἀρχαία
Ἐκκλησία ―ἐνῶ συνεχῶς τὴν διακήρυττε καὶ ἀνέφερε σ᾿
αὐτὴν ὅλη της τὴ ζωή― ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη
νὰ ἐξηγήσει τὴ χάρη καθ᾿ ἑαυτή, ὡς κάτι ποὺ ὑπάρχει, ποὺ
μπορεῖ νὰ γίνει γνωστό, νὰ ὁρισθεῖ καὶ νὰ μετρηθεῖ ἀκόμη
χώρια ἀπὸ τὶς «ἐμφανίσεις» της, ποὺ τὸ μοναδικό τους
νόημα καὶ σκοπὸς εἶναι νὰ ὑπερβοῦν καὶ νὰ θεραπεύσουν
κάθε «διάρρηξη», κάθε «διχοτόμηση», καὶ ἔτσι νὰ ἑνώσουν
ἀληθινὰ τὸ ἀνθρώπινο μὲ τὸ θεῖο στὴν «καινότητα τῆς
ζωῆς».
Βαθμιαῖα ὅμως ἄρχισε νὰ ἀλλάζει αὐτὴ ἡ κατανόηση
τῆς χάρης. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔγινε δεκτὴ ὡς κάτι τὸ
φυσικὸ καὶ αὐταπόδεικτο, ἡ διάκριση μεταξὺ «μορφῆς» καὶ
«οὐσίας» ―μεταξὺ τοῦ μυστηρίου ὡς «μέσου τῆς χάριτος»
καὶ τῆς ἴδιας τῆς χάρης―, ἡ «οὐσία» ἔπαψε νὰ γίνεται
ΕΝ ΟΜΟΙΩΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ 87

κατανοητὴ ὡς ἡ ἴδια ἡ πλήρωση καὶ ἡ πραγματοποίηση τοῦ


«μέσου» τῆς «ὁρατότητας» τοῦ ἀοράτου. Ἄρχισε νὰ
ἑρμηνεύεται, νὰ ὁρίζεται καὶ νὰ ἀναλύεται ὡς «οὐσία καθ᾿
ἑαυτήν», ὡς κάτι ποὺ δίνεται καὶ λαμβάνεται μὲ ὅλα τὰ εἴδη
«μέσων χάριτος», ποὺ διακρίνονται ὅμως τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ
ἄλλο36. Ἡ χριστιανικὴ Δύση, ἀπ᾿ ὅπου κατάγεται καὶ ὅπου
ἀναπτύχθηκε ὅλη αὐτὴ ἡ θεώρηση, τὴν ἔφερε στὸ λογικό
της συμπέρασμα: ὅπως εἶναι πολὺ γνωστὸ κατέληξε στὸν
ὁρισμὸ τῆς χάρης ὡς κτιστῆς οὐσίας, ποὺ διακρίνεται ἔτσι κι
ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἀπὸ τὸν κόσμο, ἂν καὶ σκοπεύει στὴν ἐγγύηση
κανονικῆς ἐπικοινωνίας μεταξύ τους. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν
ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἐνῶ καταγγέλλει τὸ δόγμα περὶ
«κτιστῆς χάριτος» ὡς δυτικὴ αἵρεση καὶ ἔτσι διατηρεῖ μιὰ
δογματικὴ Ὀρθοδοξία, στὴν πράξη ὅμως υἱοθέτησε γιὰ
ὅλους τοὺς σκοπούς της, στὴ δική της βαθιὰ δυτικοποιημένη
θεολογία, αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἴδια θεώρηση σχετικὰ μὲ τὰ
μυστήρια. Ἐδῶ ἐπίσης μιὰ ἀφηρημένη «χάρις»
ἀντικατέστησε τὸ συγκεκριμένο «γεγονὸς» ὡς τὸ κέντρο
τῶν θεολογικῶν ἐξηγήσεων γιὰ τὰ μυστήρια, ἀφήνοντας
στὴ «μορφή» τους, ποὺ εἶναι ἐξίσου ἀφηρημένη, τὸ ἔργο νὰ
ἐπιβεβαιώσει τὴν «ἐγκυρότητα».
Μποροῦμε τώρα νὰ καταλάβουμε γιατί σ᾿ αὐτὴ τὴν
καινούργια «συστηματικὴ θεολογία» οὐσιαστικὰ ἔχει
ἀπορριφθεῖ ἡ ἐξήγηση τοῦ Βαπτίσματος μὲ τοὺς ὅρους τοῦ
Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως, ὅρους ποὺ ἦταν τόσο
«αὐταπόδεικτοι» στὴν ἀρχαία παράδοση. Ὅλο τὸ ζήτημα
εἶναι ὅτι σ᾿ αὐτὴ τὴ νέα θεώρηση δὲν ὑπάρχει κανένα
ἐνδιαφέρον οὔτε γιὰ τὸ θάνατο οὔτε γιὰ τὴν ἀνάσταση.
Βέβαια δὲν εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ πεθαίνει, γιατὶ ἔχοντας
πεθάνει καὶ ἀναστηθεῖ ἅπαξ γιὰ ὅλους, οὐκέτι ἀποθνήσκει,
θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει (Ρωμ. 6,9). Καὶ δὲν εἶναι ὁ
88 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ἄνθρωπος ποὺ πεθαίνει, γιατὶ κι ἂν ἀκόμη τὸ Βάπτισμα


εἶναι «ἐν ὁμοιώματι» καὶ «κατὰ τὸ πρότυπον» τοῦ Θανάτου
καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅμως τὸ πραγματικό του
νόημα καὶ ἡ ἐγκυρότητα, σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ θεώρηση,
βρίσκεται στὴν ἀπόθεση τῆς «χάριτος». Αὐτὴ ἡ χάρη, ὅπως
καὶ ἡ «χάρις» ὅλων τῶν μυστηρίων, εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ὁ
καρπὸς τοῦ ἱλαστηρίου Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ
Χριστοῦ, ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ σωστική τους
δύναμη καὶ ἐνέργεια· δὲν εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ ἴδια ἕνα συμβὰν
ποὺ μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ὀνομαστεῖ, ὄχι συμβολικὰ ἢ
ἀλληγορικά, ἀλλὰ οὐσιαστικά, θάνατος καὶ ἀνάσταση.
Μποροῦμε τώρα νὰ καταλάβουμε γιατί ὀνομάζουμε
τραγωδία αὐτὴ τὴ θεώρηση καὶ βλέπουμε μέσα μας μιὰ
ριζικὴ κατάπτωση τῆς μυστηριακῆς δράσης καὶ ἐμπειρίας
τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν γιὰ τόσους πολλοὺς ἀνθρώπους σήμερα
τὰ μυστήρια ἔχουν γίνει ἀκατανόητες «ὑποχρεώσεις» ποὺ
πρέπει νὰ ἐκπληρώσουν, μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς μιὰ φορὰ σὲ ὅλη
τους τὴ ζωὴ καὶ μερικὲς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο· ἂν πολὺ λίγοι
χριστιανοὶ ἔχουν ἐμπειρία αὐτῶν τῶν μυστηρίων ὡς πηγὴ
χαρᾶς καὶ τροφὴ τῆς ζωῆς τους· ἂν στὴν πραγματικότητα
εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ρωτοῦν εὐθέως «γιατί νὰ ἔχουμε τὰ
μυστήρια», ἢ ζητοῦν νὰ τὰ «ἐπανεκτιμήσουν» μὲ ὅλων τῶν
εἰδῶν τὶς καινούργιες σημασίες καὶ σύμβολα, δὲν εἶναι ἐπει-
δὴ πρώτη ἡ ἴδια ἡ θεολογία τὰ μετέτρεψε σὲ τέτοιες
«ὑποχρεώσεις» καί, γιὰ νὰ μιλήσουμε εἰλικρινά, σὲ
ἀκατανόητα «μέσα» μιᾶς ἐξίσου ἀκατανόητης «χάριτος»;
Καὶ δὲν ἦρθε ὡς ἀποτέλεσμα τὸ ὅτι ἡ πίστη καὶ ἡ εὐσέβεια
ἔπαψαν νὰ τὰ ἀναγνωρίζουν καὶ νὰ τὰ δοκιμάζουν ὡς
ἀληθινὰ γεγονότα αὐτῆς τῆς «καινότητας ζωῆς» ἐν
Χριστῷ, ποὺ εἶναι ἡ χάρη; Ἐνῶ οἱ θεολόγοι ὅριζαν καὶ
μετροῦσαν τὴ χάρη καὶ τὶς «ἐνέργειές» της σὲ κάθε
ΕΝ ΟΜΟΙΩΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ 89

μυστήριο, ἐνῶ οἱ κανονολόγοι συζητοῦσαν τὶς μορφὲς καὶ


τοὺς ὅρους «ἐγκυρότητας», οἱ πιστοί ―κι αὐτὸ δὲν εἶναι
ὑπερβολή― «ἔχασαν τὸ ἐνδιαφέρον» τους γιὰ τὰ μυστήρια.
Ἀφοῦ τοὺς ἔχουν πεῖ ὅτι τὰ μυστήρια εἶναι ἀναγκαῖα, τὰ
δέχονται ὡς ἕναν αὐταπόδεικτο ἐκκλησιαστικὸ θεσμό· καὶ
ὄχι μόνο συνήθως δὲν τὰ γνωρίζουν, ἀλλά, τὸ σοβαρότερο,
δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ γνωρίσουν γιατί εἶναι πράγματι
ἀναγκαῖα. Κάνουν ὁτιδήποτε γιὰ νὰ βαπτισθοῦν τὰ παιδιά
τους καὶ νὰ «γίνουν» ἔτσι Χριστιανοί, ἀλλὰ πόσοι ἀπὸ
αὐτοὺς φροντίζουν ἀληθινὰ νὰ καταλάβουν πῶς τὸ
Βάπτισμα κάνει ἕναν Χριστιανό, τί πράγματι συμβαίνει στὸ
Βάπτισμα καὶ γιατί;

7. Ἐν ὁμοιώματι τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως


τοῦ Χριστοῦ

Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, εἶχε τὴ γνώση καὶ τὴν


εἶχε πρὶν ἀκόμη μπορέσει νὰ ἐκφράσει καὶ νὰ ἐξηγήσει αὐτὴ
τὴ γνώση μὲ λογικὲς καὶ συνεπεῖς πρὸς τοὺς νόμους τῆς
λογικῆς θεωρίες. Γνώριζε ὅτι στὸ Βάπτισμα πεθαίνουμε
ἀληθινὰ καὶ ἐγειρόμαστε ἀληθινὰ μὲ τὸ Χριστό, γιατὶ τὸ
ζοῦσε αὐτὸ στὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Πρέπει νὰ
ἐπιστρέψουμε σ᾿ αὐτὴ τὴ μυστηριακὴ γνώση ποὺ φώτιζε
ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας μὲ ἄρρητη χαρὰ
καὶ ποὺ τὴν ἔκανε ὁλόκληρη ἀληθινὰ πασχάλια καὶ
πραγματικὰ βαπτισματική, ἂν θέλουμε τὸ Βάπτισμα νὰ
ξαναβρεῖ τὴν ἀρχική του θέση καὶ τὴν ἀληθινή του
λειτουργία στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἔτσι μόνο μποροῦν νὰ
τεθοῦν τὰ ἔσχατα ἐρωτήματα: Πῶς πεθαίνουμε «καθ᾿
ὁμοίωσιν» τοῦ Θανάτου τοῦ Χριστοῦ; Πῶς ἐγειρόμαστε
90 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

κατὰ τὸ πρότυπον τῆς Ἀναστάσεώς Του; Καὶ γιατί τὸ


Βάπτισμα καὶ μόνον αὐτὸ εἶναι ἡ εἴσοδός μας στὴν
καινούργια ζωὴ «ἐν Αὐτῷ» καὶ μὲ Αὐτόν;
Ἡ ἀπάντηση σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα περιέχεται στὴν
οὐσιαστικὴ ἀλήθεια γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὡς ἑκούσιο
θάνατο. Ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω
αὐτὴν· οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν
ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω
πάλιν λαβεῖν αὐτήν (Ἰωάν. 10,17-18). Ἡ Ἐκκλησία
διδάσκει ὅτι κατὰ τὴν ἀναμάρτητη ἀνθρώπινη φύση του ὁ
Χριστὸς δὲν ὑπέκειτο «φυσικὰ» στὸ θάνατο, ἦταν ἐντελῶς
ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη θνησιμότητα ποὺ εἶναι ἡ κοινὴ
καὶ ἀξεπέραστη μοίρα μας. Μποροῦσε καὶ νὰ μὴν πεθάνει.
Ἂν πέθανε, αὐτὸ ἔγινε ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ἐπεθύμησε νὰ πεθάνει,
διάλεξε νὰ πεθάνει, ἀποφάσισε νὰ πεθάνει. Καὶ εἶναι ἡ
ἑκούσια φύση καὶ ὁ χαρακτήρας αὐτοῦ τοῦ θανάτου, τοῦ
θανάτου τοῦ Ἀθανάτου, ποὺ τὸν κάνει ἕνα σωστικὸ θάνατο,
τὸν κάνει σωτηρία μας, τὸν γεμίζει μὲ σωτήρια δύναμη.
Ἀλλὰ τότε, προτοῦ μπορέσουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὴν
ἐρώτηση γιὰ τὴ σχέση μεταξὺ τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καὶ
τοῦ δικοῦ μας βαπτισματικοῦ θανάτου, πρέπει νὰ
ξαναβροῦμε τὴν ἀληθινὴ σημασία τῆς ἐπιθυμίας τοῦ
Χριστοῦ νὰ πεθάνει.
Λέγω νὰ «ξαναβροῦμε», γιατὶ, ἂν καὶ φαίνεται
παράξενο, ἡ μεγάλη «αἵρεση» τῶν καιρῶν μας ἀφορᾶ
ἀκριβῶς τὸ θάνατο. Καὶ φαίνεται ὅτι σ᾿ αὐτὴ τὴν περιοχή,
τὴν ὁλοφάνερα τόσο κεντρικὴ γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν
εὐσέβεια, ἔχει συμβεῖ μιὰ παράδοξη καὶ σχεδὸν ἀσυνείδητη
μεταστροφή, ποὺ στὴν πράξη μετακίνησε ἀπὸ τὴν
κοσμοαντίληψή μας τὴν οὐσιαστικὴ χριστιανικὴ θέα καὶ
ἐμπειρία τοῦ θανάτου. Γιὰ νὰ τὸ θέσω ἁπλούστερα, ἂν ὄχι μὲ
ΕΝ ΟΜΟΙΩΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ 91

ὑπεραπλουστευμένους ὅρους, ἡ αἵρεση συνίσταται στὴν


προοδευτικὴ ἀπόρριψη, ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Χριστιανούς,
τοῦ πνευματικοῦ νοήματος καὶ περιεχομένου τοῦ θανάτου —
τοῦ θανάτου πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ὡς μιᾶς πνευματικῆς καὶ ὄχι
μόνο «βιολογικῆς» πραγματικότητας. Γιὰ τὴν πλειονότητα
τῶν Χριστιανῶν, θάνατος σημαίνει ἀποκλειστικὰ τὸ φυσικὸ
θάνατο, τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς. Πέρα ἀπὸ αὐτὸ τὸ τέλος,
ἡ πίστη τοποθετεῖ καὶ διαβεβαιώνει μιὰν ἄλλη, καθαρὰ
πνευματικὴ καὶ ἀτελείωτη ζωή ―τὴ ζωὴ τῆς ἀθάνατης
ψυχῆς― καὶ ἔτσι ὁ θάνατος γίνεται ἕνα φυσικὸ πέρασμα
ἀπὸ τὴ μιὰ στὴν ἄλλη. Σ᾿ αὐτὴ τὴ θεώρηση, ποὺ οὐσιαστικὰ
δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν πλατωνική,
ἰδεαλιστικὴ καὶ πνευματιστικὴ παράδοση, αὐτὸ ποὺ γίνεται
ὅλο καὶ λιγότερο «κατανοητό», ὅλο καὶ λιγότερο
«ὑπαρξιακό», ποὺ ὅλο καὶ λιγότερο διαπερνᾶ τὴν πίστη, τὴν
εὐσέβεια καὶ τὴ ζωή, εἶναι ἡ ἀρχικὴ χριστιανικὴ ἔμφαση
στὴν καταστροφὴ τοῦ θανάτου ἀπὸ τὸ Χριστό (θανάτῳ
θάνατον πατήσας), ἡ μοναδικὴ χριστιανικὴ χαρά, ἡ τόσο
φανερὴ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, γιὰ τὴν κατάργηση τοῦ
θανάτου (κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος. Ποῦ σου, θάνατε,
τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; — Α΄ Κορ. 15,54-55)
καὶ ποὺ εἶναι ἀκόμη τόσο πολὺ ἐμφανὴς στὴ λειτουργική
μας παράδοση (Χριστὸς ἐγερθεὶς καὶ οὐδεὶς ἐν τῷ
μνήματι). Σὰν νὰ ἦταν ὁ Θάνατος καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ «ξεχωριστὰ γεγονότα» γιὰ νὰ τὰ μνημονεύουμε, νὰ
τὰ γιορτάζουμε καὶ νὰ τὰ εὐφραινόμαστε ἰδιαίτερα τὴ Μ.
Παρασκευὴ καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ χωρὶς καμιὰ
«ὑπαρξιακὴ» σύνδεση μὲ τὸ δικό μας θάνατο καὶ
«μεταθάνατο», ποὺ τὸν πλησιάζουμε καὶ τὸν κατανοοῦμε μὲ
μιὰ τελείως διαφορετικὴ προοπτική, τὴν προοπτικὴ τοῦ
«φυσικοῦ» ἢ βιολογικοῦ θανάτου, καὶ μιὰ ἐξίσου «φυσική»,
92 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

ἂν καὶ «πνευματική», ἀθανασία. Ὁ θάνατος ἀφορᾶ τὸ


σῶμα· ἡ ἀθανασία ἀφορᾶ τὴν ψυχή. Καὶ ἕνας Χριστιανός,
ἐνῶ δὲν ἀπορρίπτει φανερὰ τὴν ἀρχικὴ πίστη τῆς
Ἐκκλησίας καὶ τὴν γιορτάζει κανονικά, στὴν
πραγματικότητα δὲν ξέρει τί νὰ πεῖ γιὰ τὴν «καταστροφὴ
τοῦ θανάτου» καὶ τὴν «ἀνάσταση τοῦ σώματος»· δὲν ξέρει
πῶς νὰ συσχετίσει αὐτὲς τὶς ἰδέες μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς δικῆς
του ζωῆς καὶ τὸ σύμπαν τοῦ δικοῦ του μυαλοῦ, ποὺ μπορεῖ
εὔκολα νὰ συνδυάσει (ὅπως γίνεται μὲ τὶς ψευδο-
πνευματικὲς ἀναγεννήσεις τοῦ καιροῦ μας) τὸ θετικισμὸ
καὶ τὸν πνευματικισμό, πράγματα ποὺ εἶναι ὅμως σχεδὸν
ἐξίσου κλειστὰ στὴν κοσμικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ ἐμπειρία
τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς διαφορᾶς, αὐτῆς τῆς διάχυτης καὶ
σχεδὸν ἀσυνείδητης «αἵρεσης», εἶναι φανεροί. Γιὰ νὰ
χρησιμοποιήσουμε ἕνα σύγχρονο ὅρο, εἶναι «σημαντικοί», ἂν
καὶ σὲ ἕνα πολὺ βαθὺ ψυχολογικὸ καὶ πνευματικὸ ἐπίπεδο.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἀκόμη κι ὁ Χριστιανός, ποὺ
κατανοεῖ τὸ θάνατο τελείως «βιολογικά», δὲν ἀκούει στὸ
Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν «καταστροφὴ» καὶ τὴν «κατάργηση»
τοῦ θανάτου, γιατὶ πράγματι στὸ «βιολογικὸ» ἐπίπεδο τίποτε
δὲν συνέβη στὸ θάνατο μετὰ τὸ Θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
θάνατος οὔτε ἔχει καταστραφεῖ, οὔτε ἔχει καταργηθεῖ.
Παραμένει ὁ ἴδιος ἀπαραβίαστος καὶ φυσικὸς νόμος γιὰ
ἁγίους καὶ ἁμαρτωλούς, γιὰ πιστοὺς καὶ ἀπίστους, ἡ ἴδια
ὀργανικὴ ἀρχὴ τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρξης τοῦ κόσμου. Δὲν
φαίνεται ὅτι τὸ χριστιανικὸ Εὐαγγέλιο μπορεῖ νὰ ἐφαρμοστεῖ
σχετικὰ μὲ τὸ θάνατο ὅπως τὸν καταλαβαίνει ὁ σύγχρονος
ἄνθρωπος, καὶ ἔτσι ἀπορρίπτει γρήγορα αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο
καὶ ἐπιστρέφει στὴν παλαιὰ καὶ πιὸ «ἀποδεκτὴ» διχοτόμηση:
θνητότητα τοῦ σώματος, ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Α 93

Αὐτὸ ποὺ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δὲν καταλαβαίνει, καὶ


μπροστά του στέκεται τυφλὸς καὶ κουφός, εἶναι ἡ
χριστιανικὴ θεμελιακὴ ὅραση τοῦ θανάτου, ὅπου ὁ
«βιολογικὸς» ἢ φυσικὸς θάνατος δὲν εἶναι ὁλόκληρος ὁ
θάνατος, οὔτε ἀκόμη ἡ ἔσχατη οὐσία του. Γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ
χριστιανικὴ θέα ὁ θάνατος εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα μιὰ
πνευματικὴ πραγματικότητα, στὴ ὁποία μπορεῖ κάποιος νὰ
μετάσχει ἐνῶ εἶναι ἀκόμη ζωντανὸς καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία
μπορεῖ κάποιος νὰ ἐλευθερωθεῖ ἐνῶ βρίσκεται στὸν τάφο. Ὁ
θάνατος, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, εἶναι ὁ
χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ζωή, ποὺ σημαίνει ἀπὸ τὸ
Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ζωοδότης, εἶναι ὁ ἴδιος ἡ Ζωή. Ὁ
θάνατος εἶναι ὁ ἀντίθετος ὅρος ὄχι τῆς ἀθανασίας ―ἐπειδὴ
ἀκριβῶς δὲν δημιουργήθηκε μόνος του ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει
καὶ τὴ δύναμη νὰ ἐκμηδενιστεῖ, νὰ ἐπιστρέψει σ᾿ αὐτὸ τὸ
μηδὲν ἀπ᾿ ὅπου ὁ Θεὸς τὸν κάλεσε στὴν ὕπαρξη, καὶ μὲ αὐτὴ
τὴν ἔννοια νὰ εἶναι ἀθάνατος― ἀλλὰ τῆς ἀληθινῆ ζωῆς ποὺ
ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων (Ἰωάν. 1,4). Ὁ ἄνθρωπος ἔχει
τὴ δύναμη νὰ ἀπορρίψει αὐτὴ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ἔτσι νὰ
πεθάνει, καὶ τότε ἡ «ἀθανασία» του γίνεται αἰώνιος
θάνατος. Καὶ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀκριβῶς ἔχει ἀπορρίψει. Αὐτὸ
εἶναι τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἡ ἀρχικὴ κοσμικὴ
καταστροφὴ τὴν ὁποία δὲν γνωρίζουμε «ἱστορικά», οὔτε
λογικά, ἀλλὰ μέσῳ αὐτῆς τῆς «θρησκευτικῆς αἴσθησης»,
αὐτῆς τῆς μυστηριώδους ἐσωτερικῆς βεβαιότητας στὸν
ἄνθρωπο, ποὺ καμιὰ ἁμαρτία δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ
καταστρέψει καὶ ποὺ τὸν κάνει νὰ ζητᾶ πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καὶ
πάντοτε τὴ σωτηρία.
Ἔτσι ὁλόκληρος ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ βιολογικὸ
φαινόμενο τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ
πραγματικότητα ποὺ κέντρο της εἶναι ἡ ἁμαρτία (βλ. Α΄
94 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

Κορ. 15,56) — ἡ ἀπόρριψη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῆς μόνης


ἀληθινῆς ζωῆς ποὺ τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἰς
τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος (Ρωμ.
5,12). Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς
ποὺ τὴν ἀπορρίπτει πεθαίνει, γιατὶ ἡ ζωὴ χωρὶς τὸ Θεὸ εἶναι
ὁ θάνατος. Αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, αὐτὸς ποὺ
γεμίζει ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ «θάνατο» καί,
ἀφοῦ εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸ Θεό, κάνει τὴ ζωή του
μοναξιὰ καὶ πόνο, φόβο καὶ αὐταπάτη, ὑποδούλωση στὴν
ἁμαρτία καὶ ἔχθρα, δίχως νόημα, διψασμένη καὶ ἄδεια.
Αὐτὸς ὁ πνευματικὸς θάνατος μετατρέπει τὸ φυσικὸ θάνατο
τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἀληθινὸ θάνατο, τελευταῖο καρπὸ τῆς
θανατωμένης ζωῆς του, σὲ τρόμο τῆς βιβλικῆς «Σεόλ»
(Ἅδης), ὅπου ἡ ἐπιβίωση, αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ «ἀθανασία», δὲν
εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ «παρουσία τῆς ἀπουσίας», ἕνας
ὁλοκληρωτικὸς χωρισμός, ὁλοκληρωτικὴ μοναξιά,
ὁλοκληρωτικὸ σκοτάδι. Καὶ ὅσο δὲν ἀνακαλύπτουμε αὐτὴ
τὴ χριστιανικὴ δράση καὶ «αἴσθηση» τοῦ θανάτου, τοῦ
θανάτου ὡς τοῦ τρομακτικοῦ καὶ ἁμαρτωλοῦ νόμου καὶ
περιεχομένου τῆς ζωῆς μας (καὶ ὄχι μόνο τοῦ «θανάτου»
μας), τοῦ θανάτου ὡς «βασιλείας» αὐτοῦ τοῦ κόσμου (Ρωμ.
5,14), τόσο θὰ ἀδυνατοῦμε νὰ καταλάβουμε τὴ σημασία τοῦ
θανάτου τοῦ Χριστοῦ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὸν κόσμο. Γιατὶ ὁ
Χριστὸς ἦλθε νὰ καταστρέψει καὶ νὰ καταργήσει αὐτὸ τὸν
πνευματικὸ θάνατο· ἦλθε νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ αὐτὸ τὸν
πνευματικὸ θάνατο.
Ἀφοῦ εἴπαμε ὅλα αὐτά, τώρα μόνο μποροῦμε νὰ
κατανοήσουμε τὴν κρίσιμη σημασία τοῦ ἑκούσιου θανάτου
τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐπιθυμία Του νὰ «πεθάνει». Ὁ ἄνθρωπος
πέθανε ἐπειδὴ ἐπεθύμησε τὴ ζωὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ
κλείστηκε στὸν ἑαυτό του, ἐπειδὴ μὲ ἄλλα λόγια ἀγάπησε
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ 95

τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ ζωή του περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεό, γιατί
προτίμησε κάτι ἄλλο ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι τὸ
ἀληθινὸ περιεχόμενο τῆς ἁμαρτίας του καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἡ
πνευματικὴ ρίζα τοῦ πνευματικοῦ του θανάτου, τὸ μεγάλο
του «κέντρον». Ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι φτιαγμένη
ἐντελῶς, ὁλοκληρωτικά, ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία
Του νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ
θάνατο στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μεταμόρφωσε τὴ ζωή του, νὰ
τὸν ἀποκαταστήσει σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ ποὺ ἔχασε ὁ ἄνθρωπος
ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἐπιθυμία Του νὰ σώσει εἶναι ἡ
μεγάλη κίνηση, ἡ μεγάλη δύναμη αὐτῆς τῆς τέλειας
ἀγάπης Του γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, αὐτῆς τῆς
ὁλοκληρωτικῆς ὑπακοῆς Του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἡ
ἀπόρριψή του ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ
θάνατο. Καὶ ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ζωή Του εἶναι «ἀ-θάνατη».
Δὲν ὑπάρχει σ᾿ αὐτὴ θάνατος, γιατὶ δὲν ὑπάρχει «ἐπιθυμία»
γιὰ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὸ Θεό, γιατὶ ὅλη ἡ ζωή Του βρίσκεται
«ἐν τῷ Θεῷ» καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ἡ
ἐπιθυμία Του νὰ πεθάνει δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἔσχατη ἔκφραση
καὶ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἀγάπης καὶ ὑπακοῆς ―ἀφοῦ ὁ
θάνατός Του δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἀγάπη, τίποτε ἄλλο
ἀπὸ ἐπιθυμία νὰ καταστρέψει τὴ μοναξιά, τὸ χωρισμὸ ἀπὸ
τὴ ζωή, τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀπελπισία τοῦ θανάτου, τίποτε
ἄλλο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς πεθαμένους— δὲν ὑπάρχει
«θάνατος» στὸ θάνατό Του. Ὁ θάνατός Του, ποὺ ἔγινε ἡ
ἔσχατη φανέρωση τῆς ἀγάπης ὡς ζωῆς καὶ τῆς ζωῆς ὡς
ἀγάπης, ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ «κέντρον» τῆς ἁμαρτίας
καὶ καταστρέφει ἀληθινὰ τὸ θάνατο ὡς τὴ δύναμη τοῦ
Σατανᾶ καὶ τῆς ἁμαρτίας πάνω στὸν κόσμο.
Δὲν «καταργεῖ» οὔτε «καταστρέφει» τὸ φυσικὸ θάνατο,
γιατὶ δὲν «καταργεῖ» τοῦτον τὸν κόσμο γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ
96 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

φυσικὸς θάνατος δὲν εἶναι μόνο ἕνα «μέρος», ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ


τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀνάπτυξή της ἀκόμη. Ἀλλὰ κάνει κάτι
ἄπειρα πιὸ μεγάλο. Ἀφαιρώντας ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ κεντρὶ
τῆς ἁμαρτίας, καταργώντας τὸ θάνατο ὡς πνευματικὴ
πραγματικότητα, γεμίζοντάς τον μὲ τὸν ἑαυτό Του, μὲ τὴν
ἀγάπη Του καὶ τὴ ζωή Του, μετατρέπει τὸ θάνατο ―ποὺ
εἶναι ἡ πραγματικότητα τοῦ χωρισμοῦ καὶ τῆς φθορᾶς τῆς
ζωῆς― σ᾿ ἕνα λαμπρὸ καὶ χαρούμενο «πέρασμα» (πάσχα)
σὲ μιὰ πληρέστερη ζωή, πληρέστερη κοινωνία, πληρέστερη
ἀγάπη. Ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: ἐμοὶ τὸ ζῆν
Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος (Φιλιπ. 1,21). Δὲν μιλάει
γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ γιὰ τὸ καινούργιο,
ὁλοκληρωτικὰ διαφορετικὸ νόημα καὶ διαφορετικὴ δύναμη
τοῦ θανάτου· τοῦ θανάτου νὰ «εἶσαι μὲ τὸ Χριστό», τοῦ
θανάτου ποὺ ἔγινε σ᾿ αὐτὸν τὸ θνητὸ κόσμο τὸ σημάδι καὶ ἡ
δύναμη τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν
στὸ Χριστὸ καὶ ζοῦν «ἐν Αὐτῷ», θάνατος οὐκέτι ἐστί, ὁ
θάνατος κατεπόθη εἰς νῖκος (Α΄ Κορ. 15,54) καὶ ὁ κάθε
τάφος δὲν εἶναι γεμάτος ἀπὸ θάνατο, ἀλλὰ ἀπὸ ζωή.
Μποροῦμε τώρα νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Βάπτισμα καὶ στὸ
ἐρώτημα γιὰ τὴν ὁμοίωση τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀνάστασης
τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὸ πραγματικὸ νόημα αὐτῆς τῆς
ὁμοίωσης. Γιατὶ μόνον τώρα μποροῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε
ὅτι ἡ ὁμοίωση, προτοῦ τὴν ἐκπληρώσει τὸ τυπικό, βρίσκεται
μέσα μας, στὴν πίστη μας στὸ Χριστό, στὴν ἀγάπη μας γι᾿
Αὐτόν, καὶ ὡς ἐκ τούτου στὴν ἐπιθυμία μας γιὰ ὅ,τι Αὐτὸς
ἐπεθύμησε. Νὰ πιστεύεις στὸ Χριστὸ σημαίνει, καὶ πάντοτε
σήμαινε, ὄχι μόνο νὰ Τὸν ὁμολογεῖς, ὄχι μόνο νὰ παίρνεις
ἀπ᾿ Αὐτόν, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα νὰ δίνεσαι σ᾿ Αὐτόν. Αὐτὴ
εἶναι ἡ σημασία τῆς ἐντολῆς Του γιὰ νὰ τὸν
ἀκολουθήσουμε. Καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ 97

πιστέψουμε σ᾿ Αὐτὸν παρὰ τὸ νὰ δεχτοῦμε τὴν πίστη Του ὡς


πίστη μας, τὴν ἀγάπη Του ὡς ἀγάπη μας, τὴν ἐπιθυμία Του
ὡς ἐπιθυμία μας. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει Χριστὸς «ἔξω» ἀπὸ
αὐτὴ τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐπιθυμία· μόνο μέσα ἀπὸ
αὐτὲς μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ
πίστη καὶ ἡ ὑπακοή, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐπιθυμία. Τὸ νὰ
πιστεύουμε σ᾿ Αὐτὸν καὶ νὰ μὴ πιστεύουμε σὲ ὅ,τι Αὐτὸς
πίστευε, τὸ νὰ μὴν ἀγαπᾶμε ὅ,τι Αὐτὸς ἀγαποῦσε, τὸ νὰ μὴν
ἐπιθυμοῦμε ὅσα Αὐτὸς ἐπιθυμοῦσε, εἶναι σὰν νὰ μὴν Τὸν
πιστεύουμε. Νὰ Τὸν χωρίζουμε ἀπὸ τὸ «περιεχόμενο» τῆς
ζωῆς Του, νὰ περιμένουμε ἀπὸ Αὐτὸν θαύματα καὶ βοήθεια
χωρὶς νὰ κάνουμε ὅ,τι Αὐτὸς ἔκανε καί, τελικά, νὰ Τὸν
καλοῦμε «Κύριο» καὶ νὰ Τὸν λατρεύουμε χωρὶς νὰ
ἐκπληρώνουμε τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα Του, εἶναι σὰν νὰ μὴν
Τὸν πιστεύουμε. Σωζόμαστε ὄχι γιατὶ πιστεύουμε στὶς
«ὑπερφυσικές» Του δυνάμεις ―τέτοια πίστη δὲν τὴν θέλει
ἀπὸ μᾶς― ἀλλὰ γιατὶ δεχόμαστε καὶ κάνουμε δική μας μὲ
ὅλη τὴν ὕπαρξή μας τὴν ἐπιθυμία ποὺ γεμίζει τὴ ζωή Του,
ποὺ εἶναι ἡ ζωή Του, καὶ ποὺ τελικὰ τὸν ἔκανε νὰ κατέλθει
στὸ θάνατο γιὰ νὰ τὸν καταργήσει.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἐκπλήρωση καὶ ἡ πραγματοποίηση τῆς
πίστης, ποὺ μπορεῖ ἀληθινὰ νὰ ὀνομαστεῖ καὶ νὰ βιωθεῖ ὡς
θάνατος καὶ ἀνάσταση, εἶναι ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ τὸ «ἔρ-
γον» τῆς ἴδιας τῆς πίστης, τῆς ὁμοίωσής της πρὸς τὴν
πίστη τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πράγματι ἀδύνατο νὰ γνωρίζουμε
τὸ Χριστὸ χωρὶς νὰ ἐπιθυμοῦμε μιὰ ριζικὴ ἀπελευθέρωση
ἀπὸ «τοῦτον τὸν κόσμο», πού, ὅπως ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε,
εἶναι ὑποδουλωμένος στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ θάνατο καὶ ὁ
Ἴδιος, ἐνῶ ζοῦσε σ᾿ αὐτόν, ἦταν ἀληθινὰ πεθαμένος γι᾿
αὐτόν: πεθαμένος ὡς πρὸς τὴν αὐτάρκειά του, ὡς πρὸς τὴν
«ἐπιθυμίαν τῆς σαρκὸς καὶ τὴν ἐπιθυμίαν τῶν ὀφθαλμῶν
98 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

καὶ τὴν ἀλαζονείαν τοῦ βίου» (βλ. Α΄ Ἰωάν. 2,16) ποὺ τὸν
γεμίζει καὶ τὸν καθορίζει, καὶ ὡς πρὸς τὸν «πνευματικὸ
θάνατο» ποὺ τὸν κυριεύει. Εἶναι ἀδύνατο νὰ γνωρίσουμε τὸ
Χριστὸ χωρὶς νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ εἴμαστε μὲ Αὐτὸν ὅπου
Αὐτὸς εἶναι. Καὶ δὲν βρίσκεται σ᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο» ποὺ «ἡ
δόξα του παρέρχεται». Δὲν εἶναι τμῆμα του. Ἀναλήφθηκε
στοὺς Οὐρανούς, ὄχι σὲ κανένα «ἄλλον κόσμο», γιατὶ
οὐρανοὶ ―στὴ χριστιανικὴ πίστη― δὲν εἶναι ἕνα «ἔξω»,
ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς «ἐν Θεῷ», μιᾶς
ζωῆς τελείως ἀπαλλαγμένης ἀπὸ τὴ θνητὴ ἁμαρτωλότητα
καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ θνητότητα, ἀπὸ τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸ Θεὸ
ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία «αὐτοῦ τοῦ κόσμου» καὶ τὸν
καταδικάζει σὲ θάνατο. Τὸ νὰ εἶσαι μὲ τὸ Χριστὸ σημαίνει
νὰ ἔχεις αὐτὴ τὴν καινούργια ζωή ―μὲ τὸ Θεὸ καὶ «ἐν τῷ
Θεῷ»― ποὺ δὲν εἶναι «τούτου τοῦ κόσμου». Καὶ αὐτὸ εἶναι
ἀδύνατο νὰ κατορθωθεῖ, ἐκτὸς ἂν κατὰ τὰ λόγια τοῦ
ἀποστόλου Παύλου, λόγια τόσο ἁπλὰ καὶ ὅμως τόσο
ἀκατανόητα στὸ σύγχρονο Χριστιανό: ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ
ζωὴ ἡμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ (Κολ.
3,3). Τελικὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ γνωρίζουμε τὸ Χριστὸ χωρὶς
νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ πιοῦμε ἀπὸ τὸ ποτήρι ποὺ Ἐκεῖνος πίνει,
καὶ νὰ βαπτιστοῦμε μὲ τὸ Βάπτισμα ποὺ Ἐκεῖνος
βαπτίζεται (βλ. Ματθ. 20,22), μὲ ἄλλα λόγια χωρὶς νὰ
ἐπιθυμοῦμε αὐτὴ τὴν ἔσχατη ἀναμέτρηση καὶ μάχη μὲ τὴν
ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο ποὺ Τὸν ἔκανε νὰ «θέσει τὴ ζωή
Του» γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἔτσι, ἡ ἴδια ἡ πίστη ὄχι μόνο μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπιθυμία
τοῦ θανάτου μὲ τὸ Χριστό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι αὐτὴ ἡ ἴδια
ἡ ἐπιθυμία. Καὶ χωρὶς αὐτήν, ἡ πίστη δὲν εἶναι πλέον πίστη
ἀλλὰ μιὰ ἁπλὴ «ἰδεολογία», τόσο προβληματική, τόσο
πιθανή, ὅσο καὶ κάθε ἄλλη «ἰδεολογία». Ἡ πίστη εἶναι αὐτὴ
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ 99

ποὺ ἐπιθυμεῖ τὸ Βάπτισμα· ἡ πίστη εἶναι αὐτὴ ποὺ ξέρει ὅτι


τὸ Βάπτισμα εἶναι ἀληθινὰ θάνατος καὶ ἀληθινὰ ἀνάσταση
μὲ τὸ Χριστό.
100 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

8. Βάπτισμα

Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία καὶ


νὰ τὴν ἐκπληρώσει. Αὐτὸς μόνο μπορεῖ νὰ χαριστεῖ στὶς
ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς μας καὶ νὰ πληρώσει ὅλο τὸ νοῦ μας.
Ὅπου δὲν ὑπάρχει πίστη καὶ ἐπιθυμία δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει
πλήρωμα. Τὸ πλήρωμα ὅμως πάντοτε εἶναι ἐλεύθερο δῶρο
τοῦ Θεοῦ: εἶναι χάρη μὲ τὸ βαθύτερο νόημα αὐτῆς τῆς
λέξης. Καὶ τότε τὸ μυστήριο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ἡ
ἀποφασιστικὴ ἀναμέτρηση τῆς πίστης καὶ ἡ θεία ἀπάντηση
σ᾿ αὐτήν, ἡ ἐκπλήρωση τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἡ πίστη ποὺ
γίνεται ἐπιθυμία κάνει δυνατὸ τὸ μυστήριο, γιατὶ χωρὶς
πίστη θὰ ἦταν κάτι τὸ «μαγικό», μιὰ ἐντελῶς ἐξωτερικὴ καὶ
αὐθαίρετη πράξη ποὺ καταστρέφει τὴν ἐλευθερία τοῦ
ἀνθρώπου. Ἀλλὰ μόνον ὁ Θεός, ἀπαντώντας στὴν πίστη,
ἐκπληρώνει αὐτὴ τὴ «δυνατότητα», τὴν κάνει ἀληθινὰ αὐτὸ
ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ πίστη: θάνατο καὶ ἀνάσταση μὲ τὸ Χριστό.
Μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη καὶ κυρίαρχη χάρη τοῦ Θεοῦ
γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸ τὸ ὕδωρ ἀληθῶς ἐστι δι᾿ ἡμᾶς τάφος
καὶ μήτηρ, κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Ἐδῶ μποροῦμε νὰ προβλέψουμε μιὰ ἀντίρρηση. Μποροῦν
νὰ ρωτήσουν μερικοί, πῶς ὅλα αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ
ἐφαρμοστοῦν στὸ νηπιοβαπτισμό, σὲ παιδιὰ ποὺ ὁλοφάνερα
δὲν ἔχουν οὔτε προσωπικὴ οὔτε συνειδητὴ πίστη, οὔτε
προσωπικὴ «ἐπιθυμία»; Στὴν πραγματικότητα εἶναι μιὰ
χρήσιμη ἀντίρρηση γιατὶ, μὲ τὸ νὰ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτή,
μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τὸ ἔσχατο νόημα καὶ βάθος τοῦ
μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα θὰ ἔπρεπε ἡ
ἐρώτηση νὰ μὴ συνδέεται μόνο μὲ τὰ παιδιά, ἀλλὰ νὰ
ἀναφέρεται σὲ κάθε Βάπτισμα. Ἂν κατανοούσαμε αὐτὰ ποὺ
μόλις τώρα εἴπαμε γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπιθυμία, ὅτι
δηλαδὴ ἡ πραγματικότητα καὶ ἡ ἀποτελεσματικότητα τοῦ
Βαπτίσματος ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν προσωπικὴ πίστη, καὶ ἀπὸ
τὴ συνειδητὴ ἐπιθυμία τοῦ ἀτόμου, τότε θὰ ἔπρεπε νὰ τεθεῖ
ὑπὸ ἀμφισβήτηση ἡ «ἐγκυρότητα» κάθε Βαπτίσματος, εἴτε
νηπίου εἴτε ἐφήβου. Γιατὶ σὲ ποιὸν δίνεται τὸ δικαίωμα νὰ
μετρήσει τὴν πίστη καὶ νὰ κρίνει τὸ βαθμὸ τῆς
«κατανόησης» καὶ τῆς «ἐπιθυμίας» γι᾿ αὐτὸ τὸ μυστήριο;
Ἂν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέμεινε ξένη πρὸς τὶς
ἀτέλειωτες δυτικὲς συζητήσεις γιὰ τὸ Βάπτισμα τῶν
νηπίων ἢ τῶν ἐφήβων, εἶναι γιατὶ κατὰ πρῶτον ποτὲ δὲν
δέχτηκε νὰ μειώσει τὴν πίστη σὲ μιὰ «ἀτομικὴ πίστη», τὸ
μόνο πράγμα ποὺ προκάλεσε ἀναπόφευκτα αὐτὴ τὴ
συζήτηση. Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἄποψη, τὸ οὐσιαστικὸ
πρόβλημα στὴ σχέση πίστης καὶ μυστηρίου εἶναι: ποιὰ
πίστη, καὶ ἀκόμη μὲ περισσότερη ἀκρίβεια: ποιανοῦ πίστη;
Καὶ ἡ ἐξίσου οὐσιαστικὴ ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ τὸ πρόβλημα:
εἶναι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς δόθηκε καὶ γίνεται ἡ
πίστη καὶ ἡ ἐπιθυμία μας, ἡ πίστη ποὺ δίνει τὴ δυνατότητα,
ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, κατοικῆσαι τὸν Χριστὸν
[…] ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ
τεθεμελιωμένοι, ἵνα ἐξισχήσητε καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι
τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος
(Ἐφεσ. 3,17-18). Ὑπάρχει μιὰ διαφορά, ὄχι μόνο στὸ βαθμὸ
ἀλλὰ ἐπίσης καὶ στὴν οὐσία, μεταξὺ τῆς πίστης ποὺ
μεταστρέφει ἕναν ἄπιστο ἢ ἕνα μὴ χριστιανὸ στὸ Χριστό,
καὶ τῆς πίστης ποὺ συνιστᾶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τῶν μελῶν της καὶ ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν
προσδιορίζει ὡς πρόσληψη τοῦ νοῦ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ
πρόσληψη τῆς πίστης Του, τῆς ἀγάπης Του, τῆς ἐπιθυμίας
Του. Καὶ οἱ δυὸ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἡ πρώτη εἶναι ἡ
ἀπάντηση στὴν κλήση, ἐνῶ ἡ δεύτερη εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ
102 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

πραγματικότητα τοῦ γεγονότος στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ


κλήση. Ὁ Γαλιλαῖος ψαρὰς ὁ ὁποῖος, τὴ στιγμὴ ποὺ
καλεῖται, ἐγκαταλείπει τὰ δίχτυα του καὶ ἀκολουθεῖ τὸν
Ἰησοῦ, τὸ κάνει μὲ πίστη· ἤδη πιστεύει σ᾿ Αὐτὸν ποὺ τὸν
κάλεσε ἀλλὰ δὲν γνωρίζει καὶ δὲν κατέχει ἀκόμη τὴν πίστη
Του. Εἶναι ἡ προσωπική του πίστη στὸ Χριστὸ ποὺ ὁδηγεῖ
τὸν κατηχούμενο στὴν Ἐκκλησία· εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ θὰ
τὸν οἰκοδομήσει καὶ θὰ τοῦ ἀποθέσει τὴν πίστη μὲ τὴν ὁποία
αὐτὴ ζεῖ. Ἡ πίστη μας στὸ Χριστό, ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ
μέσα μας: ἡ κάθε μιὰ εἶναι τὸ πλήρωμα τῆς ἄλλης, μᾶς
δίνεται γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴν ἄλλη. Ἀλλὰ ὅταν
μιλᾶμε γιὰ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ―μὲ τὴν ὁποία ζεῖ
καὶ ἡ ὁποία ἀληθινὰ εἶναι ἡ ζωή της― μιλᾶμε γιὰ τὴν
παρουσία σ᾿ αὐτὴν τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ, μιλᾶμε γι᾿ αὐ-
τὸν τὸν ἴδιο ὡς τὴν τέλεια πίστη, τὴν τέλεια ἀγάπη, τὴν
τέλεια ἐπιθυμία. Καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή, γιατὶ εἶναι ἡ
ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, γιατὶ πιστεύει αὐτὸ ποὺ Αὐτὸς
πιστεύει, ἀγαπᾶ αὐτὸ ποὺ Αὐτὸς ἀγαπᾶ, ἐπιθυμεῖ αὐτὸ ποὺ
Αὐτὸς ἐπιθυμεῖ. Καὶ Αὐτὸς δὲν εἶναι μόνο τὸ «ἀντικείμενο»
τῆς πίστης της, ἀλλὰ καὶ τὸ «ὑποκείμενο» ὁλόκληρης τῆς
ζωῆς της.
Μποροῦμε τώρα νὰ γυρίσουμε στὴν ἀντίρρηση ποὺ
ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω καὶ πού, ὅπως εἴδαμε, δὲν ἀφορᾶ τὸ
Βάπτισμα μόνον τῶν παιδιῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἐφήβων. Διότι
τώρα γνωρίζουμε γιατί τὸ Βάπτισμα δὲν «ἐξαρτᾶται», οὔτε
μπορεῖ πράγματι νὰ «ἐξαρτηθεῖ» (γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινὰ ὁ
θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασή μας μὲ τὸ Χριστό), ἀπὸ τὴν
ἀτομικὴ πίστη, ὁσοδήποτε «νεανικὴ» ἢ «ὥριμη» μπορεῖ νὰ
εἶναι. Αὐτὸ ὄχι ἐξαιτίας κάποιων ἐλλείψεων ἢ περιορισμῶν
αὐτῆς τῆς ἀτομικῆς πίστης, ἀλλὰ μόνον ἐπειδὴ τὸ Βάπτισμα
ἐξαρτᾶται ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν πίστη
Ο ΛΕΥΚΟΣ ΧΙΤΩΝΑΣ 103

τοῦ Χριστοῦ: εἶναι τὸ μεγάλο δῶρο τῆς πίστης Του, ἡ


ἀληθινή του χάρη. Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε,
Χριστὸν ἐνεδύσασθε (Γαλ. 3,27)· ἀλλὰ τί σημαίνει Χριστὸν
ἐνεδύσασθε, ἂν ὄχι ὅτι στὸ Βάπτισμα δεχόμαστε τὴ ζωή Του
ὡς ζωή μας, καὶ συνεπῶς καὶ τὴν πίστη Του, τὴν ἀγάπη
Του καὶ τὴν ἐπιθυμία Του ὡς «περιεχόμενο» τῆς ζωῆς μας;
Καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ παρουσία τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ
σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Δὲν ἔχει καμιὰ ἄλλη ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ
Χριστοῦ, καμιὰ ἄλλη πίστη, καμιὰ ἄλλη ἀγάπη, καμιὰ ἄλλη
ἐπιθυμία ἀπὸ τὴ δική Του· δὲν ἔχει κανένα ἄλλο καθῆκον
στὸν κόσμο ἀπὸ τοῦ νὰ μᾶς μεταδίνει τὸ Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ
εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε καλύτερα,
εἶναι ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ πίστη καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ
κάνει τὸ Βάπτισμα δυνατὸ καὶ πραγματικό, συμμετοχή μας
στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀνάστασή Του. Ἀπὸ τὴν
πίστη λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας «ἐξαρτᾶται» τὸ Βάπτισμα· ἡ
πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ποὺ γνωρίζει καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ
γίνει τὸ Βάπτισμα καὶ συνεπῶς τὸ μετατρέπει σὲ «τάφο» καὶ
«μητέρα».
Ὅλα αὐτὰ εἶναι φανερὰ στὴν παραδοσιακὴ τέλεση τοῦ
Βαπτίσματος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὄχι μόνο δέχεται
νεογέννητα παιδιά (δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν
«προσωπικὴ πίστη») στὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ ἐπιζητεῖ τὸ
νηπιοβαπτισμό. Καὶ ἐπίσης, δὲν βαπτίζει ὅλα τὰ παιδιά,
ἀλλὰ μόνον αὐτὰ ποὺ ἤδη τῆς ἀνήκουν, εἴτε μέσῳ τῶν
γονέων εἴτε μέσῳ τῶν ὑπεύθυνων ἀναδόχων, μέσῳ αὐτῶν
δηλαδὴ ποὺ παρίστανται στὸ Βάπτισμα ὡς μέλη τῆς
κοινότητας τῆς πίστης. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ
αὐτὰ τὰ παιδιὰ ὅτι τῆς ἀνήκουν ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν
τυπικὴ διάταξη γιὰ τὸν ἐκκλησιασμό, ποὺ ἂν κατανοηθεῖ
σωστὰ ἐφαρμόζεται ἀκριβῶς σὲ ἀβάπτιστα παιδιὰ
104 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

χριστιανῶν γονέων. Ἀλλὰ δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ


«κλέψει» παιδιὰ ἀπὸ μὴ χριστιανοὺς γονεῖς· δὲν θὰ μποροῦσε
νὰ τὰ βαπτίσει «πίσω ἀπὸ τὶς πλάτες τῶν γονιῶν τους»,
χωρὶς τουλάχιστο τὴ σαφὴ συμφωνία αὐτῶν ποὺ εἶναι
πράγματι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴ διατήρηση καὶ ἀνατροφή τους
μέσα στὴν Ἐκκλησία. Στὴν πραγματικότητα ἡ Ἐκκλησία
δὲν θὰ θεωροῦσε ὡς «ἔγκυρο» ἕνα τέτοιο Βάπτισμα. Γιατί;
Διότι ἂν ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
χρειάζονται τὸ Βάπτισμα, γνωρίζει ἐπίσης ὅτι ἡ «καινότητα
ζωῆς» ποὺ ἀποθέτει τὸ Βάπτισμα πραγματοποιεῖται μόνο
στὴν Ἐκκλησία. Ἢ μᾶλλον ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ἡ
ζωή, ἡ τόσο ριζικὰ διάφορη ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ «κόσμου», ὥστε
κέκρυπται σὺν Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ ― μὲ ἄλλα λόγια ὅτι τὸ
Βάπτισμα, ἂν καὶ ἀποτίθεται σ᾿ ἕνα πρόσωπο, ἔχει τὴν
Ἐκκλησία ὡς τὴν πραγματικότητα καὶ τὸ πλήρωμά του.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία βαπτίζει μόνον αὐτοὺς ποὺ ἡ ἔνταξή
τους σ᾿ αὐτὴν εἶναι σαφὴς καὶ μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ: εἶναι ἡ
«προσωπικὴ πίστη» καὶ ἡ ὁμολογία του στὴν περίπτωση τοῦ
κατηχουμένου· εἶναι, στὴν περίπτωση τῶν παιδιῶν, ἡ
ὑπόσχεση καὶ ἡ ὁμολογία ἐκείνων τῶν μελῶν τῆς
Ἐκκλησίας ―γονέων ἢ ἀναδόχων― ποὺ ἔχουν τὴ δύναμη
νὰ προσφέρουν τὸ παιδί τους στὸ Θεὸ καὶ εἶναι ἔτσι ὑπεύθυνοι
γιὰ τὴν αὔξησή του στὴν «καινότητα» τῆς ζωῆς.
Τώρα εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Βάπτισμα:
Καὶ ὅταν χρισθῇ ὅλον τὸ σῶμα, βαπτίζει αὐτὸν ὁ Ἱερεύς, ὄρ-
θιον αὐτὸν κατέχων, καὶ βλέποντα κατὰ ἀνατολάς, καὶ λέ-
γων· Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός,
Ἀμήν· καὶ τοῦ Υἱοῦ, Ἀμήν· καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν
(ἑκάστῃ προσρήσει κατάγων αὐτὸν καὶ ἀνάγων).
Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο: τὸ δῶρο τοῦ Θανάτου καὶ τῆς
Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ στὸν καθένα μας, τὸ δῶρο ποὺ εἶναι
Ο ΛΕΥΚΟΣ ΧΙΤΩΝΑΣ 105

ἡ χάρη τοῦ Βαπτίσματος. Εἶναι τὸ δῶρο, ἡ χάρη τῆς


συμμετοχῆς μας σ᾿ ἕνα γεγονὸς πού, ἐπειδὴ γίνεται γιὰ μᾶς
καὶ εἶναι ἡ σωτηρία μας, ἀπευθύνεται στὸν καθένα μας,
εἶναι ἐξ ἀρχῆς καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἕνα δῶρο ποὺ μπορεῖ καὶ
πρέπει νὰ ληφθεῖ, νὰ γίνει ἀποδεκτό, νὰ ἀγαπηθεῖ καὶ νὰ
οἰκειοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν καθένα μας. Στὸ Βάπτισμα ὁ Θάνατος
καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀληθινὰ ἐκπληρώνονται ὡς ὁ
Θάνατός Του γιὰ μένα, ἡ Ἀνάστασή Του γιὰ μένα καὶ
συνεπῶς ὁ θάνατός μου ἐν Χριστῷ καὶ ἡ ἀνάστασή μου ἐν
Αὐτῷ.
Τὸ «Ἀμήν», ποὺ μὲ αὐτὸ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία
«σφραγίζει» καθεμιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς καταδύσεις, εἶναι ἡ
μαρτυρία ὅτι εἴδαμε καὶ δοκιμάσαμε ἀκόμη μιὰ φορὰ ὅτι ὁ
Χριστὸς ἀληθινὰ πέθανε καὶ ἀληθινὰ ἀναστήθηκε «ἐκ
νεκρῶν», ἔτσι ὥστε πεθαίνοντας «ἐν Αὐτῷ» κατὰ τὴ θνητὴ
ζωή μας νὰ γίνουμε μέτοχοι ―ἐδῶ καὶ τώρα― τῆς
«ἀνεσπέρου ἡμέρας». Τί νόημα θὰ εἶχε πράγματι τὸ νὰ
πιστεύουμε στὴν ἀνάσταση τῆς ἔσχατης ἡμέρας ἂν δὲν
γευτοῦμε αὐτὸ ποὺ κάνει τὴν ἀνάσταση μιὰ χαρούμενη
βεβαιότητα;
Ἐπειδὴ εἴδαμε ὅλα αὐτὰ καὶ γίναμε ἀκόμη μιὰ φορὰ
μάρτυρες «αὐτῶν τῶν γεγονότων», ψέλνουμε τώρα τὸ
χαρούμενο Ψαλμὸ 31:
Μακάριοι, ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι, καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν
αἱ ἁμαρτίαι. Μακάριος ἀνήρ, ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος
ἁμαρτίαν, οὐδέ ἐστιν ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ δόλος…
Ἔτσι, ὁ Ψαλμὸς γίνεται ἡ συνέχεια καὶ ἡ ἐπέκταση τοῦ
«Ἀμήν». Ἀκόμη μιὰ φορὰ γινόμαστε μάρτυρες τοῦ θείου
ἐλέους καὶ συγγνώμης, τῆς ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ
τοῦ ἀνθρώπου «ἐν Αὐτῷ». Ἀκόμη μιὰ φορὰ βρισκόμαστε
106 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

στὴν ἀρχή, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος δημιουργημένος


πάλι καθ᾿ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ ποὺ τὸν ἔπλασε, σ᾿ ἕναν
καινούργιο κόσμο γεμάτο ἀπὸ θεϊκὴ δόξα37.
Εὐφράνθητε ἐπὶ Κύριον καὶ ἀγαλλιᾶσθε δίκαιοι, καὶ καυχᾶ-
σθε πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
ΣΦΡΑΓΙΣ ΔΩΡΕΑΣ 107

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

1. Ὁ λευκὸς χιτώνας

Ἀμέσως μετὰ τὴν τριπλὴ κατάδυση ὁ νεοφώτιστος ντύνεται


μὲ λευκὸ χιτώνα, ποὺ τὰ διάφορα τυπικὰ καὶ οἱ πατερικὲς
ἑρμηνεῖες τὸν ὀνομάζουν φωτεινὸ χιτώνα38, βασιλικὸ ἔνδυ-
μα39, χιτώνα ἀθανασίας40 κλπ.
Εἴτα ἐνδύων αὐτὸν τὸν χιτῶνα, λέγει· Ἐνδύεται ὁ δοῦλος τοῦ
Θεοῦ (ὁ δεῖνα), χιτῶνα δικαιοσύνης, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός,
καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἀμήν.
Καὶ ψάλλεται τροπάριον, εἰς ἦχον πλ. δ΄.
Χιτῶνά μοι παράσχου φωτεινόν, ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς
ἱμάτιον, πολυέλεε Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες τυπικὲς διατάξεις


τῆς ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος, καὶ κατεῖχε μιὰ ἀρκετὰ
σπουδαία θέση στὰ ἀρχαῖα ὑπομνήματα γιὰ τὸ Βάπτισμα41.
Μὲ τὸν καιρὸ ὅμως αὐτὲς οἱ ἑρμηνεῖες, ἡ βαθιὰ κατανόηση
τοῦ τυπικοῦ, ἐξέπεσαν καὶ περιορίσθηκαν σ᾿ ἕνα καθαρὰ
ἐξωτερικὸ συμβολισμό. Καὶ ὅπως συνήθως λέγεται, ὁ λευ-
κὸς χιτώνας συμβολίζει τὴν πνευματικὴ καθαρότητα καὶ τὴ
δικαιοσύνη, πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀγωνίζεται
κάθε Χριστιανὸς στὴ ζωή του. Ἂν καὶ τυπικὰ δὲν ὑπάρχει
κανένα λάθος σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐξήγηση, τὸ μειονέκτημά της
ὅμως, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι κοινὸ σὲ ὅλες αὐτὲς
τὶς συμβολικὲς ἐξηγήσεις, εἶναι ὅτι ἀφήνει ἀναπάντητο τὸ
κύριο ἐρώτημα: ποιὰ εἶναι ἡ φύση καὶ τὸ «περιεχόμενο»
αὐτῆς τῆς καθαρότητας καὶ δικαιοσύνης; Αὐτὸ ποὺ
108 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

χαρακτηρίζει τὴν οὐσία τῆς λατρείας, τοῦ τυπικοῦ καὶ τῆς


πράξης, πράγμα ποὺ τὸ ξέρουμε ἤδη, εἶναι ὅτι ἡ καθαρότητα
καὶ ἡ δικαιοσύνη ὄχι μόνο δὲν «συμβολίζουν» κάτι, ἀλλὰ
εἶναι ἡ ἀποκάλυψη καὶ τὸ δῶρο αὐτοῦ ποὺ συμβολίζουν.
Ἔτσι λοιπὸν ἡ τυπικὴ διάταξη τοῦ λευκοῦ χιτώνα δὲν εἶναι
ἁπλῶς μιὰ ὑπενθύμιση καὶ μιὰ κλήση γιὰ μιὰ καθαρὴ καὶ
δίκαιη ζωή, γιατὶ ἂν ἦταν μόνον αὐτό, στὴν
πραγματικότητα δὲν θὰ πρόσθετε τίποτε τὸ καινούργιο στὸ
Βάπτισμα: εἶναι αὐταπόδεικτο ὅτι βαπτιζόμαστε γιὰ νὰ
ζήσουμε μιὰ χριστιανικὴ ζωή, ποὺ μὲ τὴ σειρά της πρέπει νὰ
εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ «καθαρὴ» καὶ «δίκαιη». Αὐτὸ ὅμως
ποὺ ἀποκαλύπτει καὶ μεταδίνει εἶναι ἡ ριζικὴ καινότητα
αὐτῆς τῆς καθαρότητας καὶ δικαιοσύνης, αὐτῆς τῆς νέας
πνευματικῆς ζωῆς, στὴν ὁποία ὁ νεόφυτος ἀναγεννήθηκε μὲ
τὴ βαπτισματικὴ κατάδυση, μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ ἀποτεθεῖ τώρα
πάνω του ὡς σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου.
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀποδείξουμε ὅτι σήμερα ζοῦμε μέσα
σὲ μιὰ βαθιὰ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κρίση. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος
ἀκοῦμε «θρήνους» γιὰ τὴν «ἠθικὴ κρίση», καὶ φαίνεται ὅτι οἱ
ἴδιοι οἱ Χριστιανοὶ εἶναι βαθιὰ χωρισμένοι, ὅσον ἀφορᾶ τὴ
φύση της καὶ τὰ μέτρα ποὺ πρέπει νὰ ληφθοῦν γιὰ τὴ λύση
της. Διακρίνονται σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὑπερασπίζονται τὸν «καλό,
παλαιὸ» ἠθικὸ κώδικα καὶ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐπαναφορά
του, καὶ στοὺς ἀντίθετους ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ὑποκρισία καὶ
τὸ νομικισμό τους καὶ ἀναγγέλλουν μιὰ καινούργια ἠθική,
ποὺ τὴν ὀνομάζουν «ἠθικὴ τῆς καταστάσεως», «ἠθικὴ τῆς
ἀγάπης» κλπ. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, σήμερα
πραγματοποιεῖται μιὰ ἀξιοσημείωτη ἀναβίωση τοῦ
ἐνδιαφέροντος καὶ τῆς ἔρευνας γιὰ «πνευματικότητα». Αὐτὴ
ἡ λέξη καλύπτει μιὰ ἀπίστευτα μεγάλη ἔκταση καὶ γι᾿
αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο φανερώνει πνευματικὴ σύγχυση, ποὺ
ΣΦΡΑΓΙΣ ΔΩΡΕΑΣ 109

μὲ τὴ σειρά της γεννάει μεγάλη ποικιλία ἀπὸ ἀμφίβολες


πνευματικὲς «διδασκαλίες» καὶ «συνταγές». Ἔχουμε ἕνα
κόσμο ποὺ δέχεται τὴν πνευματικότητα («τὴ γιορτὴ τῆς
ζωῆς»), καὶ ἕναν κόσμο ποὺ ἀρνεῖται τὴν πνευματικότητα
(«τὸ τέλος τοῦ κόσμου»), τὴν ἐκστατικὴ «κίνηση τοῦ
Ἰησοῦ» καὶ τὴν ἐκστατικὴ «χαρισματικὴ κίνηση», τὸν
πολλαπλασιασμὸ ὅλων τῶν εἰδῶν τῶν «γερόντων» καὶ
«γκουρού», τὸν «ὑπερβατικὸ στοχασμό», τὰ «δῶρα τῆς
γλωσσολαλιᾶς», τὸν «Ἀνατολικὸ μυστικισμό», τὴν
ἐπανεύρεση τοῦ Διαβόλου καὶ τῆς «μαγείας», τὴ μονομανία
μὲ τοὺς «ἐξορκισμοὺς» κλπ. Καὶ στὸ ἐπίπεδο τῶν ἐνοριῶν
μας, ποὺ δὲν τὶς ἔχουν ἀγγίξει ἀκόμη αὐτὲς οἱ σύγχρονες
καὶ «πρωτοπορειακὲς» πνευματικὲς τάσεις, ἐμεῖς ἀκόμη
ἔχουμε τὸ ξεπερασμένο στένεμα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς σὲ
διάφορες ἐξωτερικὲς «ὑποχρεώσεις» καὶ «ταμπού», ποὺ ἡ
συμμόρφωση μὲ αὐτὰ δὲν ἐμποδίζει τουλάχιστον τὸν «καλό
μας κόσμο» ἀπὸ τὸ νὰ ζεῖ στὴν πραγματικότητα μιὰ τέλεια
ἐκκοσμικευμένη ζωή, μὲ κριτήρια καὶ κανόνες σχεδὸν
τελείως ξένα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὅλα αὐτά, ἐπαναλαμβάνω, ἀποκαλύπτουν μιὰ τέτοια
ἀβυσσαλέα σύγχυση, μιὰ τέτοια ἔλλειψη γνήσιων
πνευματικῶν κριτηρίων καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, μιὰ τέτοια
ἔλλειψη νηφαλιότητας, ἡ ὁποία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση
εἶναι πάντοτε ἡ conditio sine qua non, τὸ «ἐκ τῶν ὧν οὐκ
ἄνευ» κάθε γνήσιας πνευματικότητας, ἐκεῖ ὅπου ἀκόμη καὶ
ἡ αὐθεντικότερη ἀναζήτηση βρίσκεται στὸν κίνδυνο νὰ
παρασυρθεῖ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ πνευματικὴ καταστροφή. Ἡ
ἐποχή μας εἶναι ἐποχὴ ἀπάτης καὶ κίβδηλης
πνευματικότητας ποὺ παίρνει τὴ μορφὴ ἀγγέλου φωτός (βλ.
Β΄ Κορ. 11,14). Καὶ ὁ κύριος κίνδυνος, τὸ κύριο μειονέκτημα
ὅλου αὐτοῦ τοῦ φαινομένου, εἶναι ὅτι πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι
110 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

σήμερα, συμπεριλαμβανομένων καὶ αὐτῶν ποὺ φαινομενικὰ


εἶναι οἱ πιὸ παραδοσιακοὶ «ἐκπομπεῖς» πνευματικότητας,
φαίνεται νὰ θεωροῦν τὴν «πνευματικότητα» ὡς ἕνα εἶδος
ὕπαρξης ἀφ᾿ ἑαυτῆς, ποὺ ἔχει σχεδὸν τελείως ἀποσυνδεθεῖ
ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ θεώρηση καὶ ἐμπειρία τοῦ
Θεοῦ, τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν καθολικότητα
τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἔχω δεῖ νὰ διαβάζουν καὶ νὰ
ἀσκοῦν τὴ Φιλοκαλία ὁμάδες καὶ κύκλοι, ποὺ ἡ διδασκαλία
τους δὲν ἔχει κανένα κοινὸ σημεῖο καὶ ποὺ πολλὲς φορὲς
μάλιστα βρίσκεται σὲ διαμετρικὰ ἀντίθετη θέση μὲ τὴ
χριστιανικὴ κοσμοαντίληψη. Ἔτσι καὶ αὐτὴ ἡ
«πνευματικότητα», ποὺ ἔχει τὴν πιὸ παραδοσιακή, τὴν πιὸ
Ὀρθόδοξη ἐμφάνιση, ὅταν ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὴν
καθολικότητα τῆς πίστης βρίσκεται πάντοτε στὸν κίνδυνο νὰ
γίνει μονόπλευρη, ἀποσπασματική, καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια
αἱρετική (ἀπὸ τὴ λέξη αἵρεση: ἐκλογὴ καὶ ταυτόχρονα
μείωση), νὰ γίνει μὲ ἄλλα λόγια ψευδο-πνευματικότητα.
Πάντοτε ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος μιᾶς τέτοιας ψευδο-
πνευματικότητας. Ἤδη ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὴν
καταγγέλλει, παρακαλώντας τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μὴν
πιστεύουν σὲ κάθε πνεῦμα, ἀλλὰ νὰ δοκιμάζουν τὰ
πνεύματα ἐὰν εἶναι ἀπὸ Θεοῦ, καὶ καθορίζει τὸ βασικὸ
κανόνα γι᾿ αὐτὴ τὴ «δοκιμή». Γράφει: Πᾶν Πνεῦμα ὃ
ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ
ἐστι (Α΄ Ἰωάν. 4,1-2). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ κριτήριο γιὰ τὴν
«πνευματικότητα» πρέπει νὰ τὸ ἀναζητήσουμε στὴν
κεντρικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ Σάρκωση,
γιατὶ συνεπάγεται καὶ περιέχει ὁλόκληρη τὴ χριστιανικὴ
πίστη, ὅλες τὶς διαστάσεις τῆς χριστιανικῆς
κοσμοαντίληψης: δημιουργία, πτώση, λύτρωση, Θεό, κόσμο,
ἄνθρωπο. Καὶ ποῦ ἀλλοῦ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ
ΣΦΡΑΓΙΣ ΔΩΡΕΑΣ 111

πνευματικότητα, αὐτὴ ἡ καθολικὴ θέα τοῦ ἀνθρώπου, τῆς


φύσης καὶ τῆς κλήσης του, ποῦ ἀλλοῦ μπορεῖ νὰ
ἀποκαλυφθεῖ παρὰ στὸ μυστήριο ποὺ σκοπὸ ἔχει ἀκριβῶς νὰ
ξαναφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀληθινή του φύση, νὰ ἀποθέσει
πάνω του τὴν καινούργια ζωή, ἀναγεννώντας τον ἐξ
Ὕδατος καὶ Πνεύματος; Σ᾿ αὐτὴ τὴ συνάφεια τὸ τυπικὸ τοῦ
λευκοῦ χιτώνα, φαινομενικὰ τόσο δευτερεῦον ὥστε οὔτε ποὺ
μνημονεύεται στὰ ἐγχειρίδια τῆς δογματικῆς καὶ ἠθικῆς
θεολογίας, ἀποκτᾶ τὴν ἀληθινή του σημασία καὶ
ἀποκαλύπτει τὸ μυστηριακό του νόημα.
Ὁ θεμελιώδης κανόνας τῆς λειτουργικῆς θεολογίας,
ἕνας κανόνας ποὺ σπάνια ἐφαρμόζεται στὶς τεχνητὲς
«συμβολικὲς» ἐξηγήσεις τῆς λατρείας, εἶναι ὅτι τὸ ἀληθινὸ
νόημα κάθε λειτουργικῆς πράξης ἀποκαλύπτεται μέσα στὴ
συνάφειά της, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ θέση ποὺ ἔχει στὴν τάξη, τὴ
σειρὰ τῶν πράξεων ποὺ συνιστοῦν τὴ λατρεία. Αὐτὸ σημαίνει
ὅτι κάθε τυπικὴ διάταξη παίρνει τὸ νόημά της καὶ τὴ
«δύναμή» της ἐπίσης ἀπὸ αὐτὸ ποὺ προηγεῖται καὶ ἀπὸ αὐτὸ
ποὺ ἀκολουθεῖ. Ἔτσι, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ἡ τυπικὴ διάταξη
τοῦ λευκοῦ χιτώνα ὁλοκληρώνει καὶ σφραγίζει τὸ ἴδιο τὸ
Βάπτισμα προσφέροντας τὴν ἔνδυση μὲ τὸ «λευκὸ χιτώνα»,
τὸ «κάλυμμα φωτός», ὡς ἀπάντηση στὴ «μὴ-ἔνδυση» τοῦ
κατηχουμένου πρὶν ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, στὴ γύμνια του
καθὼς εἰσέρχεται στὸ νερὸ τῆς ἀπολύτρωσης· καὶ ἀπὸ τὸ
ἄλλο μέρος αὐτὴ ἡ τυπικὴ διάταξη ἐγκαινιάζει τὸ δεύτερο
μέρος τῆς ἀκολουθίας τῆς μύησης: τὸ χρίσμα μὲ τὸ ἅγιο
Μύρο, τὴν ἀπόθεση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν νεόφυτο.
Καὶ αὐτὴ ἡ διπλὴ λειτουργία τοῦ τυπικοῦ ἀποκαλύπτει τὸ
ἀληθινὸ περιεχόμενο τῆς καινούργιας ζωῆς, τὸ βαθὺ
περιεχόμενο τῆς καινότητάς της.
Ξέρουμε ἤδη ὅτι ἡ «ἀπέκδυση» τοῦ κατηχουμένου πρὶν
112 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ἀπὸ τὸ Βάπτισμα δείχνει τὴν ἀπόρριψη τοῦ «παλαιοῦ


ἀνθρώπου» καὶ τῆς «παλαιᾶς ζωῆς», τῆς ζωῆς τῆς
ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς. Ἡ ἁμαρτία ἦταν ἀκριβῶς αὐτὴ
ποὺ ἀπεκάλυψε στὸν Ἀδὰμ καὶ στὴν Εὔα τὴ γύμνια τους
καὶ τοὺς ἀνάγκασε νὰ τὴν κρύψουν μὲ ἐνδύματα42. Ἀλλὰ
γιατί δὲν ντρέπονταν γιὰ τὴ γύμνια τους πρὶν ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία; Γιατὶ ἦταν ντυμένοι μὲ θεία δόξα καὶ φῶς, μὲ τὸ
«ἄρρητο κάλλος» ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος χιτώνας ποὺ ἔχασαν καὶ ἔγνωσαν ὅτι
γυμνοὶ ἦσαν (Γέν. 3,7). Ἐπὶ πλέον, ἡ μετα-βαπτιστικὴ
ἔνδυση μὲ τὸ «ἔνδυμα φωτὸς» δείχνει πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὴν
ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ὁλοκλήρωση καὶ στὴν
ἀθωότητα ποὺ εἶχε στὸν Παράδεισο. Ὁ ἄνθρωπος
ξαναβρίσκει τὴν ἀληθινή του φύση, ἡ ὁποία εἶχε ἀμαυρωθεῖ
καὶ ἀκρωτηριασθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος
συγκρίνει τὸ χιτώνα τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὰ ἐνδύματα τοῦ
Χριστοῦ στὸ ὄρος Θαβώρ. Ὁ μεταμορφωμένος Χριστὸς
ἀποκαλύπτει μιὰ τέλεια καὶ ἀναμάρτητη ἀνθρωπότητα, ὄχι
«γυμνὴ» ἀλλὰ ντυμένη μὲ τοὺς «λευκοὺς ὡσεὶ χιόνα
χιτῶνες», στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θείας δόξας43. Ὁ
Παράδεισος ἀποκαλύπτει τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου
καὶ ὄχι ἡ ἁμαρτία· ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ Βάπτισμα ἐπιστρέφει
στὸν Παράδεισο, στὴν ἀληθινή του φύση καὶ στὰ
πρωταρχικά του ἐνδύματα τῆς δόξας.
Ἔτσι, τὸ τυπικὸ τοῦ λευκοῦ χιτώνα, ὡς πλήρωση τοῦ
Βαπτίσματος, ἐγκαινιάζει τὴν ἑπόμενη πράξη τῆς
ἀκολουθίας τῆς μυήσεως. Ντυνόμαστε μὲ αὐτὸ τὸ «φωτεινὸ
ἔνδυμα» γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ μυρωθοῦμε. Στὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχε ἀνάγκη ἐξηγήσεως τῆς ὀργανικῆς
καὶ αὐταπόδεικτης σύνδεσης μεταξὺ τῶν δύο τυπικῶν
διατάξεων. Ἡ Ἐκκλησία γνώριζε τὶς τρεῖς οὐσιαστικὲς
ΣΦΡΑΓΙΣ ΔΩΡΕΑΣ 113

ἰδέες αὐτῆς τῆς διπλῆς πράξης, ἀποκαλύπτοντας ἔτσι τὶς


τρεῖς θεμελιακὲς διαστάσεις τῆς «ὑψηλῆς κλήσεως» τοῦ
ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, τὴ βασιλική, τὴν ἱερατικὴ καὶ τὴν
προφητική. Τὸ λινὸ πανωφόρι τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ (βλ. Δ΄
Βασιλ. 6,14), τὰ ἱερατικὰ ἐνδύματα τοῦ Ἀαρὼν καὶ τῶν
υἱῶν του (βλ. Ἔξοδ. 28), ὁ μανδύας τοῦ Ἠλία (βλ. Β΄
Βασιλ. 2,14), ὁ «ἀφορισμὸς» τοῦ Βασιλιᾶ καὶ τοῦ Ἱερέα
μέσῳ τοῦ χρίσματος, τὸ προφητικὸ δῶρο ὡς «χρίσμα»: ὅλα
αὐτὰ πραγματώνονται ἐν Χριστῷ ποὺ μᾶς «κατέστησε
βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς» (βλ. Ἀποκ. 1,6), γένος ἐκλεκτόν,
βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον (Α΄ Πέτρ. 2,9), ποὺ στὶς
ἔσχατες ἡμέρες ἔχυσε στοὺς ἀνθρώπους τὸ Πνεῦμα του
ὥστε νὰ «προφητεύσουν» (βλ. Πράξ. 2,18). Ὁ ἄνθρωπος
τώρα ἀναγεννημένος στὴν κολυμβήθρα, «ἀνακαινισμένος
κατὰ τὴν εἰκόνα τοῦ δημιουργήσαντος αὐτόν»,
ἀποκαταστημένος στὸ «ἄρρητο κάλλος» του, εἶναι ἕτοιμος
νὰ «ἀφορισθεῖ» γιὰ τὴν καινούργια καὶ ὑψηλὴ κλήση του ἐν
Χριστῷ. Βαπτισμένος ἐν Χριστῷ, ντυμένος τὸ Χριστό, εἶναι
ἕτοιμος νὰ λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ,
τὰ ἴδια τὰ δῶρα τοῦ Χριστοῦ (Χριστός = αὐτὸς ποὺ ἔχει
χριστεῖ), τοῦ Βασιλιᾶ, τοῦ Ἱερέα καὶ τοῦ Προφήτη, τὸ
τριαδικὸ περιεχόμενο κάθε γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς, κάθε
χριστιανικῆς «πνευματικότητας».

2. Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου

Τώρα, μετὰ τὴν κατάδυση καὶ τὴν ἔνδυση μὲ τὸ λευκὸ


χιτώνα, ὁ νεόφυτος χρίεται ἤ, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὴ
γλώσσα τῆς ἀκολουθίας, σφραγίζεται μὲ τὸ ἅγιο Μύρο.
Καμιὰ ἄλλη λειτουργικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχει
114 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

προκαλέσει τόσες θεολογικὲς ἀντιλογίες ὅσο αὐτὸ τὸ


δεύτερο μυστήριο τῆς μύησης, καὶ σὲ καμιὰ ἄλλη δὲν ἔχει
δοθεῖ μεγαλύτερη ποικιλία ἑρμηνειῶν44. Καθὼς ξέρουμε,
στὴ Δύση ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία τὸ μετέτρεψε σὲ
«διαβεβαίωση», σὲ μυστηριακὴ ἐπικύρωση τῆς εἰσόδου τῶν
«ἐφήβων» στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔτσι διαχώρισε τὸ
λειτουργικό του σύνδεσμο ἀπὸ τὸ Βάπτισμα45. Ὅσο γιὰ τοὺς
Διαμαρτυρόμενους, ἀπέρριψαν τὸ μυστηριακό του
χαρακτήρα, γιατὶ δῆθεν μειώνει τὴν αὐτάρκεια τοῦ
Βαπτίσματος46. Μὲ τὴ σειρά της, αὐτὴ ἡ Δυτικὴ ἀνάπτυξη
ἐπηρέασε τὴν Ὀρθόδοξη «ἀκαδημαϊκὴ θεολογία», ἡ ὁποία
ὅπως ἤδη ξέρουμε υἱοθέτησε ἀρκετὰ πρώιμα τὸ πνεῦμα καὶ
τὶς μεθόδους τῆς δυτικῆς θεολογικῆς σκέψης. Ὅπως καὶ σὲ
τόσες ἄλλες περιοχές, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι κυρίως
πολεμικὴ στὴ μεταχείριση τοῦ χρίσματος. Ἐπὶ
παραδείγματι, ὁ ἐπίσκοπος Σίλβεστρος, ἕνας ἀπὸ τοὺς
μεγαλύτερους Ρώσους δογματικούς, ὁ ὁποῖος ἀφιερώνει γιὰ
τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος μόνον εἰκοσιεννιὰ σελίδες στὴν
πεντάτομη Δογματική του, περιορίζει ὁλόκληρη τὴν
παρουσίασή του σὲ δύο μόνο σημεῖα: στὴν ἄμυνα ἐναντίον
τῶν Καθολικῶν, γιὰ τὴ λειτουργικὴ σύνδεση τοῦ Χρίσματος
μὲ τὸ Βάπτισμα, καὶ στὴν ἄμυνα ἐναντίον τῶν
Διαμαρτυρομένων γιὰ τὴν «ἀνεξαρτησία τοῦ Μυστηρίου»
ἀπὸ τὸ Βάπτισμα47.
Αὐτὴ ἡ πολεμικὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν χρήσιμη καὶ
ἀκόμη ἀναγκαία, ἂν ταυτόχρονα ἀπεκάλυπτε τὴ θετικὴ
Ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ δεύτερου μυστηρίου, τὴ μοναδική
του σημασία στὴν πίστη καὶ στὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ τραγωδία ὅμως τῆς δυτικοποιημένης καὶ ἀκαδημαϊκῆς
θεολογίας μας εἶναι ὅτι κι ὅταν ἀκόμη καταγγέλλει καὶ
μάχεται τὰ Δυτικὰ λάθη, τὸ κάνει υἱοθετώντας τὶς ἴδιες
ΣΦΡΑΓΙΣ ΔΩΡΕΑΣ 115

ἀκριβῶς προϋποθέσεις καὶ τὴ θεολογικὴ πορεία ποὺ


ὁδήγησαν σ᾿ αὐτὰ τὰ λάθη. Στὴ Δύση οἱ ἀντιγνωμίες γιὰ τὴ
«διαβεβαίωση» ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα ἑνὸς εὐρύτερου
φαινομένου: τοῦ διαζυγίου μεταξὺ τοῦ lex orandi, δηλαδὴ τῆς
λειτουργικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τῆς
θεολογίας ― ποὺ ὅπως ἔχουμε ἤδη καταγγείλει, ἀποτελεῖ
τὸ «προπατορικὸ ἁμάρτημα» ὅλου τοῦ θεολογικοῦ
σχολαστικισμοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ θεολόγοι ἀντὶ νὰ
«πάρουν» τὸ νόημα τῶν μυστηρίων ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ
παράδοση, δημιούργησαν τοὺς δικούς τους ὁρισμοὺς τῶν
μυστηρίων καὶ κατόπιν, στὸ φῶς αὐτῶν τῶν ὁρισμῶν,
ἄρχισαν νὰ ἑρμηνεύουν τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, νὰ τὴν
«σφίγγουν» μέσα στὴ δική τους a priori θεώρηση.
Ξέρουμε ἤδη ὅτι αὐτοὶ οἱ ὁρισμοὶ ἦταν ριζωμένοι σὲ μιὰ
ἰδιαίτερη κατανόηση τῆς χάριτος καὶ τῶν μέσων τῆς
χάριτος· ἀπὸ αὐτὸν τὸν «ὁρισμὸ» τοῦ Χρίσματος, ὡς
μυστηρίου ποὺ ἀποθέτει στὸ νεοφώτιστο τὰ χαρίσματα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ χάρη, ἀναγκαία γιὰ τὴ
χριστιανικὴ ζωή, προῆλθε κι ὁ ὁρισμὸς ποὺ οὐσιαστικὰ
δίνεται σὲ ὅλα τὰ θεολογικὰ ἐγχειρίδια, τόσο τῆς Ἀνατολῆς
ὅσο καὶ τῆς Δυσης48. Ἀλλὰ τὸ πραγματικὸ ἐρώτημα, αὐτὸ
ποὺ ποτὲ δὲν τέθηκε, μολονότι οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι
μάχονται σὲ δύο μέτωπα ―μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ
Διαμαρτυρόμενους―, εἶναι ἂν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ὁρισμὸς εἶναι
ἐπαρκὴς ἢ ἀκόμη καὶ κατάλληλος. Γιατὶ, ὅπως τίθεται,
κάνει σαφέστατα ἀναπόφευκτο τὸ Δυτικὸ «δίλημμα».
Πράγματι, ἢ ἡ χάρη ποὺ δίνεται κατὰ τὸ Βάπτισμα κάνει
περιττὸ κάθε νέο δῶρο τῆς χάριτος (ἡ λύση τῶν
Διαμαρτυρομένων), ἢ ἡ χάρη ποὺ ἀποτίθεται στὸ δεύτερο
μυστήριο εἶναι μιὰ τελείως «διαφορετικὴ» χάρη καὶ ἔτσι ἡ
ἀπόθεσή της, δυνάμει αὐτῆς τῆς διαφορᾶς, ὄχι μόνο μπορεῖ
116 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ἀλλὰ καὶ πρέπει νὰ ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὸ Βάπτισμα (ἡ λύση


τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν). Ἀλλὰ τί πειράζει τὸ γεγονὸς ὅτι
αὐτὸ τὸ δίλημμα εἶναι λανθασμένο, ἕνα ψευτοδίλημμα, ὁ
καρπὸς λανθασμένων προϋποθέσεων καὶ ἀκατάλληλων
ὁρισμῶν; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἐρώτημα στὸ ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη
θεολογία μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀπαντήσει. Καὶ μπορεῖ νὰ τὸ
κάνει μόνον τότε, ὅταν ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴ Δυτικὴ
«ἀποσπασματικότητα» σχετικὰ μὲ τὰ μυστήρια· ὅταν
ἐπιστρέψει στὴ δική της οὐσιαστικὴ καὶ γνήσια πηγή: τὴ
λειτουργικὴ πραγματικότητα ποὺ ἐνσαρκώνει καὶ μεταδίνει
τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ λειτουργικὴ μαρτυρία εἶναι καθαρή. Τὸ Χρίσμα δὲν
εἶναι μόνον ἕνα ὀργανικὸ τμῆμα τοῦ μυστηρίου τοῦ
Βαπτίσματος, ἀλλὰ τελεῖται ὡς τὸ πλήρωμα τοῦ
Βαπτίσματος, ἀκριβῶς ὅπως ἡ ἑπόμενη πράξη αὐτοῦ τοῦ
μυστηρίου, ἡ συμμετοχὴ στὴ θεία Εὐχαριστία, εἶναι τὸ
πλήρωμα τοῦ Χρίσματος:
Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ διὰ τῆς κολυμβήθρας τὴν
οὐράνιον ἔλλαμψιν τοῖς βαπτιζομένοις παρέχων· ὁ
ἀναγεννήσας τὸν δοῦλόν σου τὸν νεοφώτιστον δι᾿ ὕδατος καὶ
πνεύματος, καὶ τὴν τῶν ἑκουσίων καὶ ἀκουσίων
ἁμαρτημάτων ἄφεσιν αὐτῷ δωρησάμενος, ἐπίθες αὐτῷ τὴν
χεῖρά σου τὴν κραταιάν, καὶ φύλαξον αὐτὸν ἐν τῇ δυνάμει τῆς
σῆς ἀγαθότητος· ἄσυλον τὸν ἀρραβῶνα διαφύλαξον· καὶ
ἀξίωσον αὐτὸν εἰς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, καὶ εἰς τὴν σὴν
εὐαρεστίαν. Ὅτι σὺ εἶ ὁ ἁγιασμὸς ἡμῶν, καὶ σοὶ τὴν δόξαν
ἀναπέμπομεν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι,
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀκόμη καὶ στὴ σημερινή μας λατρευτικὴ παράδοση, ποὺ


τόσο πολὺ διαφέρει σὲ πολλὰ σημεῖα ἀπὸ τὴν ἀρχαία, καὶ
τόσο πολὺ ἔχει φτωχύνει σὲ σύγκριση μὲ τὸ λαμπρὸ
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ 117

πασχάλιο ἑορτασμὸ τοῦ Βαπτίσματος, δὲν ὑπάρχει κανενὸς


εἴδους «χάσμα», καμιὰ διάσπαση μεταξὺ τῆς
βαπτισματικῆς κατάδυσης, τοῦ τυπικοῦ τοῦ λευκοῦ χιτώνα
καὶ τοῦ χρίσματος μὲ τὸ ἅγιο Μύρο. Δέχεσαι τὸ λευκὸ
χιτώνα ἐπειδὴ βαπτίζεσαι καὶ γιὰ νὰ χρισθεῖς.
Τὸ «σφράγισμα» μὲ τὸ ἅγιο Μύρο εἶναι ὁλοφάνερα μιὰ
καινούργια πράξη, ἡ ὁποία, ἂν καὶ προετοιμάζεται καὶ
γίνεται δυνατὴ «ἐν τῷ Βαπτίσματι», δίνει ὅμως στὴν
ἀκολουθία τῆς μύησης μιὰ διάσταση τόσο ριζικὰ
καινούργια, ὥστε ἀνέκαθεν ἡ Ἐκκλησία νὰ τὴν θεωρεῖ
ξεχωριστὸ «μυστήριο», ἕνα δῶρο καὶ ἕνα μυστήριο
διακεκριμένο ἀπὸ τὸ Βάπτισμα.
Αὐτὴ ἡ καινότητα ἀποκαλύπτεται πάνω ἀπ᾿ ὅλα στὴν
τυπικὴ διάταξη ποὺ ἀκολουθεῖ ὁ λειτουργός, καθὼς χρίει μὲ
μύρο ποιῶν Σταυροῦ τύπον ἐπὶ τοῦ μετώπου, καὶ τοῦ
στήθους, καὶ τῶν μεταφρένων τοῦ βαπτιζομένου, προσέτι δὲ
εἰς τὰς ἀκοάς, καὶ εἰς τοὺς πόδας, καὶ εἰς τὰς χεῖρας, καὶ
«σφραγίζει» ὁλόκληρο τὸ σῶμα μὲ τὸ πολύτιμο μύρο ποὺ
καθαγιάστηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο, λέγοντας: Σφραγὶς
δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου.
Ἂν ἡ ἀληθινὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ τύπου, ἢ μᾶλλον τοῦ
δώρου ποὺ ἀποκαλύπτει, παραμένει κρυμμένη ἀπὸ πάρα
πολλοὺς θεολόγους, εἶναι ἐπειδή, περιορισμένοι καθὼς εἶναι
στὶς δικές τους κατηγορίες σκέψης, ἁπλῶς δὲν ἀκοῦν τί λέει
ἡ Ἐκκλησία, δὲν βλέπουν τί πράττει. Εἶναι πράγματι ἀρ-
κετὰ ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῶ ἡ λέξη ποὺ
χρησιμοποιεῖ τὸ τυπικὸ εἶναι καὶ ἦταν πάντοτε στὸν ἑνικό,
«δωρεά», οἱ θεολόγοι χωρὶς σχεδὸν καμιὰ ἐξαίρεση ὅταν
«ὁρίζουν» τὸ μυστήριο μιλοῦν γιὰ δῶρα, «χαρίσματα», στὸν
πληθυντικό· λένε ὅτι τὸ μυστήριο ἀποθέτει στὸν νεόφυτο τὰ
«χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Γι᾿ αὐτοὺς οἱ δυὸ
118 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

λέξεις, ἡ μιὰ στὸν πληθυντικὸ κι ἡ ἄλλη στὸν ἑνικό, φαίνεται


ὅτι εἶναι ἐναλλακτικές. Τὸ ὅλο ζήτημα ὅμως εἶναι ὅτι στὴ
γλώσσα καὶ στὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δυὸ αὐτὲς
λέξεις ἀναφέρονται σὲ διαφορετικὲς πραγματικότητες. Ὁ
ὅρος «χαρίσματα» («δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»,
«πνευματικὲς δωρεές») εἶναι συχνὸς τόσο στὴν Καινὴ
Διαθήκη ὅσο καὶ στὴν ἀρχαία χριστιανικὴ παραδοση49.
Πράγματι, οἱ «διαιρέσεις χαρισμάτων» ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸ
ἴδιο Πνεῦμα (διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ
Πνεῦμα ― Α΄ Κορ. 12,4) εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς θεμελιωδέστερες
χαρούμενες ὄψεις τῆς πρώιμης ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας.
Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἐὰν ὁ εἰδικὸς σκοπὸς
τοῦ Χρίσματος ἦταν ἡ ἀπόθεση ἰδιαίτερων «δώρων» ἢ
«χάριτος» ἀναγκαίας γιὰ τὴ διατήρηση τοῦ ἀνθρώπου στὴ
χριστιανικὴ ζωή (ἡ χάρη ποὺ στὴν πραγματικότητα
ἀποτίθεται στὸ Βάπτισμα, τὸ μυστήριο τῆς ἀναγέννησης
καὶ τοῦ φωτισμοῦ), τότε ὁ τύπος θὰ ἦταν στὸν πληθυντικό.
Ἀλλὰ δὲν συμβαίνει αὐτό, γιατὶ ἡ καινότητα καὶ ἡ ριζικὴ
μοναδικότητα αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου εἶναι ὅτι δὲν ἀποθέτει
στὸν ἄνθρωπο κανένα ἰδιαίτερο δῶρο ἢ δῶρα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς δωρεά.
Ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς
δωρεά! Εἴμαστε ἀκόμη ἄξιοι νὰ κατανοήσουμε τὸ ἄρρητο
βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου, τὶς πραγματικές του
θεολογικὲς καὶ πνευματικὲς συνέπειες; Μποροῦμε νὰ
κατανοήσουμε ὅτι ἡ ἀσύγκριτη μοναδικότητα αὐτῆς τῆς
προσωπικῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ὅτι παίρνουμε ὡς δῶρο αὐτὸ
ποὺ ὁ Χριστὸς καὶ μόνον ὁ Χριστὸς ἔχει κατὰ φύσιν: τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, ποὺ αἰώνια ἀποτίθεται ἀπὸ τὸν Πατέρα στὸν Υἱὸ
καὶ τὸ ὁποῖο, στὸν Ἰορδάνη, κατέρχεται πάνω στὸ Χριστὸ
καὶ μόνο σ᾿ Αὐτόν, ἀποκαλύπτοντας τὸ Χριστὸ ὡς
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ 119

κεχρισμένον, ὡς τὸν ἀγαπητὸ Υἱὸ καὶ Σωτήρα; Ὅτι, μὲ


ἄλλα λόγια, δεχόμαστε ὡς δῶρο τὸ Πνεῦμα ποὺ ἀνήκει στὸ
Χριστὸ ὡς τὸ Πνεῦμα Του, ποὺ κατοικεῖ στὸ Χριστὸ ὡς ἡ
ζωή Του; Καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ χρίσμα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα κατέρχεται πάνω μας καὶ σκηνώνει μέσα μας ὡς
τὸ προσωπικὸ δῶρο τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα Του, ὡς τὸ
δῶρο τῆς ζωῆς Του, τῆς Υἱότητάς Του, τῆς κοινωνίας Του
μὲ τὸν Πατέρα Του. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μᾶς λέγει ὁ Χριστὸς
στὴν ὑπόσχεσή Του, ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ
ὑμῖν. Πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι
ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν (Ἰωάν. 16,14-15).
Καὶ παίρνουμε αὐτὸ τὸ προσωπικὸ δῶρο τοῦ Πνεύματος τοῦ
Χριστοῦ ὄχι μόνον ἐπειδὴ ἀνήκουμε στὸ Χριστὸ κατὰ τὴν
πίστη καὶ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ πίστη καὶ ἡ
ἀγάπη μᾶς ἔκαναν νὰ ἐπιθυμοῦμε τὴ ζωή Του, νὰ εἴμαστε
ἐν Αὐτῷ, ἐπειδὴ στὸ Βάπτισμα, ἔχοντας βαπτισθεῖ ἐν
Χριστῷ, ντυθήκαμε τὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς εἶναι
«κεχρισμένος» καὶ ἐμεῖς πήραμε τὸ χρίσμα Του. Ὁ Χριστὸς
εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ ἐμεῖς ἔχουμε υἱοθετηθεῖ ὡς υἱοί· ὁ Χριστὸς
ἔχει τὸ Πνεῦμα ὡς ζωή Του καὶ γίναμε συμμέτοχοι αὐτῆς
τῆς ζωῆς.
Ἔτσι, σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναδικό, θαυμάσιο καὶ ἀληθινὸ θεϊκὸ
χρίσμα, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπειδὴ εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ
Χριστοῦ, μᾶς δίνει τὸ Χριστό, καὶ ὁ Χριστός, ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα εἶναι ἡ ζωή Του, μᾶς δίνει τὸ Πνεῦμα: Τὸ τῆς
ἀληθείας Πνεῦμα, τὸ τῆς υἱοθεσίας χάρισμα, ὁ ἀρραβὼν
τῆς μελλούσης κληρονομίας, ἡ ἀπαρχὴ τῶν αἰωνίων
ἀγαθῶν, ἡ ζωοποιὸς δύναμις, ἡ πηγὴ τοῦ ἁγιασμοῦ (εὐχὴ
τῆς Ἀναφορᾶς, Λειτουργία Μ. Βασιλείου)· ἤ, ὅπως λέει ἕνας
ἄλλος ἀρχαῖος τύπος, ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, καὶ ἡ κοινωνία
120 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ δῶρο καὶ ἡ ἀποκάλυψη στὸν


ἄνθρωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση Του, ἡ
κοινωνία μαζί Του ὡς ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ αἰώνια
ζωή.
Πρέπει νὰ ἀποσαφηνισθεῖ ἐδῶ γιατί ἡ σφραγὶς δωρεᾶς
Πνεύματος Ἁγίου, ἀφενὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ
Βαπτίσματος, ἀφετέρου ἕνα νέο μυστήριο ποὺ ὁδηγεῖ τὸν
νεόφυτο πέρα ἀπὸ τὸ Βάπτισμα. «Πληρώνει» τὸ Βάπτισμα
ἐπειδὴ μόνον ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποκαταστάθηκε ἐν Χριστῷ
στὴν ἀληθινή του φύση, ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὸ «κέντρον τῆς
ἁμαρτίας», συμφιλιωμένος μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴ δημιουργία τοῦ
Θεοῦ, ταυτισμένος μὲ τὸν ἑαυτό του, μπορεῖ νὰ λάβει αὐτὸ
τὸ δῶρο καὶ νὰ προικισθεῖ μὲ μιὰ τέλεια κλήση. Ὅμως, εἶναι
συγχρόνως ἕνα νέο μυστήριο, εἶναι ἕτερον μυστήριο καὶ μιὰ
ἄλλη θεοφάνεια ἐπειδὴ τὸ δῶρο αὐτὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ
Χριστοῦ καὶ τῆς ὑψηλῆς κλήσης τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς
μιὰ δωρεά. Δὲν ἀνήκει σ᾿ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη φύση,
ἂν καὶ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ λάβει
αὐτὸ τὸ δῶρο. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς προετοίμασε καὶ ἔκανε δυνατὸ τὸ
Βάπτισμα, τὸ ὁποῖο «πληρώνει» τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁδηγεῖ
κατόπιν πέρα ἀπὸ τὴ «σωτηρία»· κάνοντάς τον «χριστὸ» «ἐν
τῷ Χριστῷ», χρίζοντάς τον μὲ τὸ χρίσμα τοῦ
«κεχρισμένου», ἀνοίγοντας στὸν ἄνθρωπο τὴ θύρα τῆς
θεώσεως.
Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τούτου τοῦ ἄρρητου μυστηρίου τῆς
σφραγῖδος. Στὴν πρώτη Ἐκκλησία ὁ ὅρος «σφραγὶς»50 εἶχε
πολλὲς δευτερεύουσες σημασίες. Ἀλλὰ ἡ οὐσιαστική του
σημασία, ὅπως ἀποκαλύπτεται στὸ χρίσμα μὲ τὸ ἅγιο Μύρο,
εἶναι σαφής: εἶναι ἡ ἀποτύπωση πάνω μας Αὐτοῦ ποὺ μᾶς
κατέχει· εἶναι ἡ σφραγὶς ποὺ διατηρεῖ καὶ ὑπερασπίζεται
πάνω μας τὸ πολύτιμο περιεχόμενο καὶ τὸ ἄρωμά Του· εἶναι
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ 121

τὸ σημεῖον τῆς ὑψηλῆς καὶ μοναδικῆς μας κλήσης. «Ἐν τῷ


Χριστῷ», ποὺ εἶναι σφραγὶς ἰσότυπος, ἀνήκουμε στὸν
Πατέρα καὶ εἴμαστε υἱοθετημένοι ὡς υἱοί. Ἐν τῷ Χριστῷ,
τῷ ἀληθεῖ καὶ μόνῳ Ναῷ, γινόμαστε ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. «Ἐν τῷ Χριστῷ» ποὺ εἶναι ὁ Βασιλιάς, ὁ
Ἱερέας καὶ ὁ Προφήτης, γινόμαστε βασιλεῖς, ἱερεῖς καὶ
προφῆτες καί, κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου, «ἀποκτοῦμε τέλεια ὄχι μόνο τὸ ἕνα, ἀλλὰ καὶ
τὰ τρία ἀξιώματα»51.
Βασιλεῖς, ἱερεῖς καὶ προφῆτες! Τέτοια ὅμως εἶναι ἡ
ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοση, ποὺ κανένα ἀπὸ
αὐτὰ τὰ «ἀξιώματα» δὲν εἶναι συνδεδεμένο στὴ σκέψη μας
μὲ τὸ δράμα καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς μας ζωῆς,
τῆς πνευματικότητάς μας. Τὰ ἐφαρμόζουμε μόνο στὸ
Χριστό: Αὐτὸς εἶναι ὁ Βασιλιάς, ὁ Ἱερέας καὶ ὁ Προφήτης.
Στὰ ἐγχειρίδια τῆς συστηματικῆς θεολογίας, ἡ διακονία τοῦ
Χριστοῦ συνήθως χωρίζεται στὶς τρεῖς αὐτὲς κατηγορίες: τὴ
βασιλική, τὴν ἱερατικὴ καὶ τὴν προφητική. Ἀλλὰ ὅταν αὐτὰ
τὰ «ἀξιώματα» ἀναφέρονται σ᾽ ἐμᾶς, στὴν καινούργια μας
ζωή, αὐτὴ ποὺ βεβαιώνουμε πὼς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ
μέσα μας, καὶ ἡ δική μας ἐν Χριστῷ, οὐσιαστικὰ
ἀγνοοῦνται. Στὴν πραγματικότητα ἀποδίδουμε τὴ βασιλεία
μόνο στὸ Χριστό· ταυτίζουμε τὴν ἱερωσύνη μόνο μὲ τὸν
κλῆρο· κι ὅσο γιὰ τὴν προφητεία, τὴν βλέπουμε σὰν ἕνα
«ἔκτακτο» δῶρο ποὺ ἀποτίθεται πάνω σὲ λίγους, καὶ ὄχι
βέβαια ὡς μιὰ οὐσιαστικὴ διάσταση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς
καὶ πνευματικότητας. Καὶ φυσικά, αὐτὴ εἶναι ἡ
πραγματικὴ αἰτία τοῦ γεγονότος ὅτι φθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ
θεωροῦμε τὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ κάποιο
τρόπο ὡς «βοηθητικὴ» πράξη, εἴτε ὑποταγμένη στὸ
Βάπτισμα (καὶ ταυτισμένη μὲ αὐτὸ στὴ χειρότερη
122 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

περίπτωση), ἢ τελείως ξεχωριστὴ ἀπὸ αὐτό, δηλαδὴ ὡς


«διαβεβαίωση». Κι αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του ἔχει ὁδηγήσει σὲ
μιὰ στενὴ καὶ φτωχὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία
καὶ τὴ ζωή μας σ᾿ αὐτήν. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ
προσπαθήσουμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ξαναβροῦμε, ὅσο τὸ
δυνατὸν περισσότερο, τὸ πραγματικὸ νόημα αὐτῶν τῶν
τριῶν οὐσιαστικῶν διαστάσεων τῆς γνήσιας χριστιανικῆς
«πνευματικότητας»: τὴ βασιλική, τὴν ἱερατικὴ καὶ τὴν
προφητική.
Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ 123

3. Ὁ Βασιλιάς

Ὁ Χριστὸς ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῶ καὶ


πατρὶ αὐτοῦ (Ἀποκ. 1,6)· «ἐν Αὐτῷ» γίναμε βασίλειον
ἱεράτευμα (Α΄ Πέτρ. 2,9). Τὸ ἐρώτημα εἶναι: τί σημαίνει
αὐτὸ γιὰ τὴ ζωή μας στὴν Ἐκκλησία, στὸν κόσμο, στὸ
συγκεκριμένο καὶ προσωπικὸ τρόπο τῆς ὕπαρξής μας;
Ἡ πρώτη καὶ οὐσιαστικὴ ἔννοια τῆς ἰδέας γιὰ τὴ
βασιλεία εἶναι ἡ ἔννοια τῆς δύναμης καὶ τοῦ κύρους, ἀλλὰ
τῆς δύναμης καὶ τοῦ κύρους ποὺ ἔχει ἀποτεθεῖ ἄνωθεν, ποὺ
ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ φανερώνει τὴ δύναμη Του52. Στὴν
Παλαιὰ Διαθήκη τὸ σύμβολο τῆς θεϊκῆς προέλευσης τῆς
βασιλείας εἶναι ἀκριβῶς τὸ «χρίσμα», ποὺ φανερώνει τὸ
βασιλιὰ ὡς φορέα καὶ ἐκτελεστὴ τῶν θείων ἀποφάσεων καὶ
ἐντολῶν. Μέσῳ αὐτοῦ τοῦ χρίσματος ὁ βασιλιὰς γίνεται ὁ
εὐεργέτης αὐτῶν ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴ δύναμή του,
αὐτῶν ποὺ τοῦ ἐμπιστεύονται τὴ ζωή τους γιὰ προστασία,
ἐπιτυχία, νίκη, εὐημερία καὶ εὐτυχία. Ἀλλὰ ἂν αὐτὴ ἡ
κατανόηση καὶ ἐμπειρία τοῦ βασιλιᾶ εἶναι κοινὴ σὲ ὅλες τὶς
«πρωτόγονες» κοινωνίες καὶ σὲ ὅλες τὶς «μοναρχίες», ἡ
μοναδικὴ ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ὅτι ἡ
«βασιλεία» ―προτοῦ καταντήσει νὰ γίνει τὸ ἰδιαίτερο μάννα
μερικῶν ἀνθρώπων― ἀνῆκε στὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο ὡς ἡ ἴδια
ἡ κλήση του καὶ τὸ ἀξίωμά του. Πράγματι, ὁ Θεὸς δίνει στὸν
ἄνθρωπο, δημιουργώντας τον, βασιλικὴ δύναμη: τὸν
δημιουργεῖ κατ᾿ εἰκόνα Του, καὶ αὐτὸ σημαίνει κατ᾿ εἰκόνα
τοῦ βασιλιᾶ τῶν βασιλέων, Αὐτοῦ ποὺ ἔχει ὅλη τὴ δύναμη
καὶ τὸ κύρος. Ἀπὸ ἐδῶ πηγάζει ἡ ἀρχικὴ δύναμη ποὺ δόθηκε
στοὺς ἀνθρώπους νὰ ἄρχουν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ
τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς
γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς
124 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

(Γέν. 1,27-28).
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὡς βασιλιὰς τῆς
δημιουργίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ οὐσιαστικὴ ἀλήθεια
γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ πηγὴ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς
«πνευματικότητας». Ἀνήκει στὴ φύση του τὸ νὰ εἶναι
βασιλιάς, νὰ κατέχει τὸ δῶρο τῆς βασιλείας. Ὁ ἴδιος
προέρχεται ἄνωθεν, γιατὶ ἄνωθεν δέχεται τὴν εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ καὶ τὴ δύναμη νὰ κάνει τὴ δημιουργία αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς
θέλει νὰ εἶναι καὶ νὰ γίνει. Εἶναι ὁ φορέας θεϊκῆς δύναμης, ὁ
εὐεργέτης τῆς γῆς ποὺ τοῦ δόθηκε ὡς βασίλειο, πρὸς ὄφελός
του καὶ πλήρωμα. Αὐτὸς ὁ «ἀνθρωπολογικὸς
μαξιμαλισμὸς» πάντοτε τονιζόταν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη
παράδοση, ἡ ὁποία ἀμυνόταν ἐναντίον ὅλων τῶν
προσπαθειῶν νὰ «μειώσουν» τὸν ἄνθρωπο, ἐναντίον ὅλων
τῶν «ἀνθρωπολογικῶν μινιμαλισμῶν», εἴτε ἔρχονταν ἀπὸ
τὴν Ἀνατολή, εἴτε ἀπὸ τὴ Δύση. Ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ
στὴν πτώση του, κι ὅταν ἀκόμη παραιτεῖται ἀπὸ τὴ
βασιλεία του, φέρνει τὰ σημάδια τοῦ ἀρχικοῦ του βασιλικοῦ
ἀξιώματος.
Ἡ δεύτερη πνευματικὴ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι
ὅτι εἶναι ἕνας «πεπτωκὼς» βασιλιάς. Καὶ οὐσιαστικὰ ἡ
πτώση του εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς βασιλείας του. Ἀντὶ νὰ γίνει
ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας, ἔγινε ὁ σκλάβος της. Καὶ
γίνεται σκλάβος της γιατὶ ἀπορρίπτει τὴν ἄνωθεν δύναμη,
ἀποδιώχνει τὸ «χρίσμα» του. Ἀπορρίπτοντας τὴν ἄνωθεν
δύναμη, παύοντας νὰ εἶναι ὁ «χριστὸς» τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι
πλέον ὁ εὐεργέτης τῆς δημιουργίας· ἀντὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει
στὸ πλήρωμά της, θέλει νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ αὐτήν, νὰ τὴν
ἔχει καὶ νὰ τὴν κατέχει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἐπειδὴ οὔτε
αὐτός, οὔτε ἡ κτίση, ἔχουν ζωὴ ἀφ᾿ ἑαυτῶν, ἡ πτώση του
ἐγκαινιάζει τὸ βασίλειο τοῦ θανάτου. Γίνεται ἕνας θνητὸς
Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ 125

δοῦλος στὸ βασίλειο τοῦ θανάτου.


Ἐδῶ βρίσκεται ἡ τρίτη οὐσιαστικὴ ἀλήθεια: ἡ λύτρωση
τοῦ ἀνθρώπου ὡς βασιλιᾶ. Ἐν Χριστῷ, ὡς Σωτῆρος καὶ
Λυτρωτῆ τοῦ κόσμου, ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στὴν
οὐσιαστική του φύση, κι αὐτὸ σημαίνει πὼς γίνεται πάλι
βασιλιάς. Συχνὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ τίτλος τοῦ Χριστοῦ ὡς
βασιλιᾶ, ὁ τίτλος ποὺ τὸν καταξιώνει ὅταν κάνει τὴ
θριαμβευτική του εἴσοδο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὸν
χαιρετίζουν ὡς τὸν «βασιλέα, τὸν ἐρχόμενον ἐν ὀνόματι
Κυρίου», ὁ τίτλος ποὺ ἀποδέχεται ὅταν στέκεται μπροστὰ
στὸν Πιλάτο: Σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ (Ἰωάν.
18,37) — εἶναι ὄχι μόνον ὁ θεῖος ἀλλὰ καὶ ὁ ἀνθρώπινός Του
τίτλος. Εἶναι ὁ βασιλιάς, καὶ φανερώνεται ὡς βασιλιὰς
γιατὶ εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ
ἐπανορθώνει «ἐν ἑαυτῷ» τὴν ἀνθρώπινη φύση στὴν ἄρρητη
δόξα καὶ δύναμή της.
Ὅλα αὐτὰ ἀποκαλύπτονται, φανερώνονται καὶ πληρώ-
νονται στὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Τὸ Βάπτισμα,
ἀναγεννώντας τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀναδημιουργεῖ ὡς βασιλιά,
γιατὶ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βασιλική. Κα-
θὼς ἤδη εἴπαμε, στὴν εὐχαριστιακὴ εὐλογία τοῦ νεροῦ
ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἀποκαλύπτεται πάλι ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ
στὸν ἄνθρωπο, ὡς τὸ βασίλειο τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ μύρωμα
μὲ τὸ «ἔλαιον χαρᾶς» ἡ καινούργια ζωὴ τοῦ νεοφύτου
ἀναγγέλλεται ὡς δύναμη καὶ κυριότητα. Ντύνεται ὁ
νεοφώτιστος μὲ βασιλικὰ ἐνδύματα καὶ δέχεται τὴν ἴδια τὴ
βασιλεία τοῦ Χριστοῦ στὴ «σφραγίδα» τοῦ ἁγίου
Χρίσματος. Ἔτσι, ἂν ἡ χριστιανικὴ ζωὴ καὶ
πνευματικότητα ἔχουν τὴν πηγή τους στὴν ἀναγέννηση διὰ
τοῦ Βαπτίσματος, καὶ ἂν ἡ πνευματικότητα πάνω ἀπ᾿ ὅλα
εἶναι ἡ ἐκπλήρωση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ δώρου ποὺ πῆρε στὸ
126 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Βάπτισμα, τότε ἐδῶ, σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ


ἀνθρώπου ὡς βασιλιᾶ, θεμελιώνεται ἡ πρώτη καὶ
οὐσιαστικὴ διάσταση καὶ βάση αὐτῆς τῆς
πνευματικότητας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρωταρχικὰ καὶ
οὐσιαστικὰ αὐτὴ ἡ πνευματικότητα εἶναι θετικὴ καὶ ὄχι ἀρ-
νητική· ὅτι ριζώνει στὴ χαρά, στὴν ὑποδοχὴ καὶ στὴν
κατάφαση καὶ ὄχι στὸ φόβο, στὴν ἀπόρριψη καὶ στὴν
ἄρνηση· ὅτι εἶναι κοσμικὴ καὶ δοξολογικὴ στὸ βαθύτερό της
περιεχόμενο καὶ προσανατολισμό.
Ἔχει σημασία αὐτὸ ποὺ λέμε, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ θετικὴ
πνευματικότητα πάντοτε εἶχε, καὶ ἔχει ἀκόμη καὶ στὸ
Χριστιανισμὸ σὰν σκιὰ καὶ κακέκτυπό της, μιὰ ἀρνητικὴ
πνευματικότητα ποὺ ἡ κύρια πηγή της εἶναι ἀκριβῶς ὁ
φόβος, ἡ ἀπόρριψη τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ὡς βασιλείου
τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μιὰ βαθιὰ ριζωμένη ἄρνηση γιὰ τὴν
ὀντολογικὴ «ἀγαθότητα» τῆς δημιουργίας. Ἡ ἐποχή μας
κυρίως εἶναι δεκτικὴ αὐτῆς τῆς ἀρνητικῆς
πνευματικότητας, καὶ τὰ αἴτια γι᾿ αὐτὸ εἶναι σαφῆ.
Κουρασμένος καὶ ἀπατημένος ἀπὸ τὸ χάος καὶ τὴ σύγχυση
ποὺ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἔφερε, χτυπημένος ἀπὸ τὴ δική του
«πρόοδο», τρομαγμένος ἀπὸ τὸ φαινομενικὰ θριαμβευτικὸ
κακό, μαγεμένος ἀπ᾿ ὅλες τὶς θεωρίες καὶ ἑρμηνεῖες,
ἀποπροσωποποιημένος καὶ σκλάβος τῆς τεχνολογίας, ὁ
ἄνθρωπος ἐνστικτωδῶς ζητᾶ νὰ δραπετεύσει, ψάχνει γιὰ μιὰ
«διέξοδο» ἀπὸ τὸν χωρὶς ἐλπίδα φθαρμένο κόσμο, γιὰ ἕναν
πνευματικὸ οὐρανό, γιὰ μιὰ «πνευματικότητα» ποὺ θὰ
καταφάσκει καὶ θὰ δικαιώνει τὴν ἀηδία του καὶ τὸ φόβο του
γιὰ τὸν κόσμο, ταυτόχρονα ὅμως θὰ τοῦ δίνει τὴν ἀσφάλεια
καὶ τὴν πνευματικὴ ἄνεση ποὺ ζητάει. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος
ποὺ σήμερα παρατηρεῖται αὐτὸς ὁ πολλαπλασιασμὸς καὶ ἡ
καταπληκτικὴ ἐπιτυχία κάθε εἴδους πνευματικοτήτων
Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ 127

φυγῆς, εἴτε χριστιανικῶν εἴτε μὴ χριστιανικῶν, ποὺ ἀκριβῶς


τὸ κοινὸ καὶ κύριο βάρος τους βρίσκεται στὴν ἄρνηση, στὸν
ἀποκαλυπτισμό, στὸ φόβο καὶ σὲ μιὰ ἀληθινὰ μανιχαϊκὴ
«ἀηδία» γιὰ τὸν κόσμο.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ «πνευματικότητα», κι ὅταν ἀκόμη
παίρνει χριστιανικὴ ἐμφάνιση καὶ ντύνεται μὲ χριστιανικὴ
ὁρολογία, δὲν εἶναι χριστιανικὴ πνευματικότητα· εἶναι μιὰ
πραγματικὴ προδοσία. Ἡ σωτηρία ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι
μιὰ «ἀπόδραση», μιὰ ἁπλὴ ἄρνηση, μιὰ αὐτοδικαιωμένη εὐ-
χαρίστηση σὲ μιὰ «ἀναχώρηση» ἀπὸ τὸν αἰσχρὸ κόσμο. Ὁ
Χριστὸς μᾶς σώζει ἀποκαθιστώντας τὴ φύση μας, ἡ ὁποία
ἀναπόφευκτα μᾶς κάνει μέρος τῆς Φύσης, καὶ μᾶς καλεῖ νὰ
γίνουμε οἱ βασιλεῖς της. Αὐτὸς εἶναι ὁ Λυτρωτὴς τοῦ
κόσμου, ὄχι ὁ Λυτρωτὴς ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ τὸν σώζει
κάνοντάς μας πάλι αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἴμαστε. Ἀλλὰ ἂν
εἶναι πράγματι ἔτσι, τότε ἡ οὐσιαστικὴ πνευματικὴ πράξη
―στὴν ὁποία ὁλόκληρη ἡ πνευματικότητα ριζώνει― δὲν
συνίσταται στὴν ταύτιση τοῦ κόσμου μὲ τὸ κακό, τῆς
οὐσίας τῶν πραγμάτων μὲ τὴν παρέκκλιση καὶ τὴν
προδοσία τους ἀπὸ αὐτὴ τὴν οὐσία, στὴν ταύτιση τῆς
ἔσχατης αἰτίας μὲ τὰ τεμαχισμένα καὶ κακὰ
ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς αἰτίας. Δὲν συνίσταται ἁπλῶς
στὴ διάκριση τοῦ «καλοῦ» ἀπὸ τὸ «κακό»· ἀλλὰ βρίσκεται
ἀκριβῶς στὴ διάκριση τῆς οὐσιαστικῆς ἀγαθότητας ὅλων
ὅσων ὑπάρχουν καὶ ἐνεργοῦν, ποὺ εἶναι ὅμως σπασμένα καὶ
ὑποταγμένα στὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου· καὶ ὁ κόσμος ὅλος
ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται (Α΄ Ἰωάν. 5,19), ἀλλὰ ὁ κόσμος ὁ ἴδιος
δὲν εἶναι τὸ κακό. Ἂν ὁ πρῶτος πνευματικὸς πειρασμὸς
συνίσταται στὴν ταύτιση τοῦ ἑνὸς μὲ τὸ ἄλλο, ἡ χριστιανικὴ
πνευματικότητα ἀρχίζει μὲ τὴ διάκριση. Ἀναμφισβήτητα
ζοῦμε σ᾿ ἕναν πονηρὸ κόσμο. Φαίνεται νὰ μὴν ὑπάρχει ὅριο
128 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

στὴν πονηρία του, στὸν πόνο καὶ στὴν ἀπανθρωπιά, στὴ


σύγχυση καὶ στὸ ψέμα, στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ ἔγκλημα,
στὴν ἀδικία καὶ στὴν τυραννία. Ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ ἀηδία
φαίνεται ὅτι δὲν χρειάζονται καμιὰ δικαίωση. Σχεδὸν
ἐμφανίζονται σὰν σημάδια τῆς σοφίας καὶ τῆς ἠθικῆς
σεμνότητας. Κι ὅμως, πράγματι ὁ πρῶτος καρπὸς αὐτῆς
τῆς ἀνορθωμένης βασιλείας μέσα μας, εἶναι νὰ χαιρόμαστε
(πράγμα ποὺ μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνουμε,
εὑρισκόμενοι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν πονηρὸ κόσμο) τὴν
οὐσιαστική του ἀγαθότητα καὶ νὰ κάνουμε αὐτὴ τὴ χαρά,
αὐτὴ τὴν εὐγνωμοσύνη, αὐτὴ τὴ γνώση γιὰ τὴν ἀγαθότητα
τῆς δημιουργίας, θεμέλιο τῆς ζωῆς μας. Γιατὶ πίσω ἀπ᾿
ὅλες τὶς παρεκκλίσεις, ἀπὸ ὅλο τὸ «σπάσιμο», ἀπὸ ὅλο τὸ
κακό, μποροῦμε νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν οὐσιαστικὴ φύση καὶ
κλήση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὅλων αὐτῶν ποὺ ὑπάρχουν καὶ
δόθηκαν στὸν ἄνθρωπο ὡς βασίλειό του. Ὁ ἄνθρωπος κάνει
κακὴ χρήση τῆς κλήσης του, καὶ μὲ αὐτὴ τὴν τρομακτικὰ
κακὴ χρήση, ἀκρωτηριάζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο·
ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ κλήση του εἶναι καλή. Στὴ συναναστροφή του
μὲ τὸν κόσμο, τὴ φύση καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὁ
ἄνθρωπος καταχρᾶται τὴ δύναμή του· ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ δύναμή
του εἶναι καλή. Ἡ κατάχρηση τῆς δημιουργικότητάς του
στὴν τέχνη, στὴν ἐπιστήμη, σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή, τὸν ὁδηγεῖ
σὲ σκοτεινὲς καὶ δαιμονικὲς νεκρὲς ἀπολήξεις· ἀλλὰ ἡ ἴδια
του ἡ δημιουργικότητα, ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔχει γιὰ ὀμορφιὰ καὶ
γνώση, γιὰ νόημα καὶ πληρότητα, εἶναι καλή. Ἱκανοποιεῖ
τὴν πνευματική του δίψα καὶ πείνα μὲ δηλητήριο καὶ ψέμα,
ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ δίψα καὶ πείνα εἶναι καλές. Λατρεύει εἴδωλα,
ἀλλὰ ἡ ἀνάγκη του γιὰ λατρεία εἶναι καλή. Δίνει
λανθασμένα ὀνόματα σὲ πράγματα καὶ παρεξηγεῖ τὴν
πραγματικότητα, ἀλλὰ τὸ δῶρο ποὺ πῆρε γιὰ ὀνοματοδοσία
Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ 129

καὶ κατανόηση εἶναι καλό. Καὶ τὰ ἴδια τὰ πάθη του ποὺ


τελικὰ τὸν καταστρέφουν δὲν εἶναι παρὰ δῶρα, δυνάμεις ποὺ
ἔχουν παρεκκλίνει, ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ καὶ ὁδηγηθεῖ
ἄσχημα. Κι ἔτσι μειωμένος καὶ παραμορφωμένος,
ματωμένος καὶ σκλαβωμένος, τυφλὸς καὶ κουφός, ὁ
ἄνθρωπος παραμένει ὁ παραιτημένος βασιλιὰς τῆς
δημιουργίας, αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀκόμη τὸ ἀντικείμενο τῆς
ἄπειρης ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ τὸ δεῖς, νὰ
τὸ ἀνακαλύψεις, νὰ χαίρεσαι γι᾿ αὐτὸ ἐνῶ θὰ κλαῖς γιὰ τὴν
πτώση, νὰ ἀποδίνεις εὐχαριστίες γι᾿ αὐτό, εἶναι στ᾿ ἀλήθεια
ἡ οὐσιαστικὴ πράξη τῆς γνήσιας χριστιανικῆς
πνευματικότητας, τῆς «νέας ζωῆς» μέσα μας.
Τί πρόκειται λοιπὸν νὰ κάνουμε, ἔχοντας μπροστά μας
αὐτὴ τὴν πράξη; Πῶς πρέπει νὰ ἐκπληρώσουμε αὐτὴ τὴ
βασιλεία; Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μᾶς φέρνει στὴν ἄλλη διάσταση,
ἢ μᾶλλον στὸ ἴδιο τὸ βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος:
στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ποὺ κατέχει τὴν κεντρικὴ θέση.

4. Ὁ σταυρωμένος Βασιλιάς
Ἂν μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἡ βασιλεία
ἀποκαθίσταται μέσα μας, αὐτὴ ἡ ἀποκατάσταση
πραγματοποιεῖται πάνω στὸ Σταυρό, ἀπὸ ἕναν σταυρωμένο
Βασιλιά. Καὶ ἂν στὸ τέλος ὁλόκληρης τῆς ἱστορίας τῆς
σωτηρίας μιὰ βασιλεία διατίθεται ἡμῖν (βλ. Λουκ. 22,29),
διακηρύσσεται ὅτι δὲν εἶναι «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», ἀλλὰ μιὰ
μελλοντικὴ βασιλεία.
Σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ἡ χριστιανικὴ
πνευματικότητα, ὅταν προκαλεῖται ἀπὸ τὴν οὐσιαστικὴ
ἀντινομία τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ δική
μας νέα βασιλεία «ἐν Χριστῷ», ἀπειλεῖται ἀπὸ δύο ἀμοιβαῖα
130 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ἀποκλειστικὲς μονομέρειες: τὴ μείωση αὐτῆς τῆς


ἀποκαταστημένης βασιλείας μόνο στὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ
κόσμου, ἢ τὴ μείωσή της μόνο στὴν ἐρχόμενη Βασιλεία.
Ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ μὲ χαρὰ θὰ ἐνστερνίζονταν ὅλα αὐτὰ
ποὺ εἰπώθηκαν παραπάνω γιὰ τὴ «βασιλική», θετικὴ καὶ
κοσμικὴ ἔμπνευση τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας, καὶ
ποὺ θὰ σχημάτιζαν ὅμως τὸ συμπέρασμα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὅτι
τὸ πρωταρχικό της ἐνδιαφέρον εἶναι γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ τὴ
δυνατότητα ποὺ δόθηκε στὸν ἄνθρωπο νὰ «ἀναπτύξει» τὸν
κόσμο πρὸς τὸ πλήρωμά του ὡς Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ
ὑπάρχουν αὐτοὶ πού, τονίζοντας πολὺ τὴν
«ἐξωκοσμικότητα» τῆς βασιλείας ποὺ μᾶς ἀνήγγειλε καὶ
μᾶς ὑποσχέθηκε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπορρίπτουν ὡς πειρασμὸ
κάθε πνευματικότητα «ἀναμίξεως» καὶ «δράσεως», αὐτοὶ
ποὺ κτίζουν ἕνα διαχωριστικὸ τοῖχο μεταξὺ τοῦ
«πνευματικοῦ» καὶ τοῦ «ὑλικοῦ». Δυὸ ὁράματα, δυὸ
δικαιώματα ἐκλογῆς, δυὸ «πνευματικότητες» ποὺ στὴν
πραγματικότητα συνεπάγονται δυὸ ριζικὰ διαφορετικὲς
κατανοήσεις τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς.
Ὁ Σταυρὸς ὅμως τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι καὶ οἱ
δυὸ αὐτὲς ἀντιλήψεις εἶναι ἀκριβῶς μειώσεις, γιατὶ τελικὰ
κι οἱ δυὸ συνιστοῦν τὴν ἀπόρριψη τοῦ Σταυροῦ, κάνοντάς
τον, κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κενόν (βλ. Α΄
Κορ. 1,17). Πράγματι, ἂν «ἐν τῷ Χριστῷ» ἀποκαθίσταμαι
στὴ βασιλεία, κι ὅμως ἡ βασιλεία ποὺ μοῦ «διατίθεται» δὲν
εἶναι «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», τότε τὸ ἐρώτημα ποὺ πάνω του
κρίνεται ὁλόκληρη ἡ ζωή μου εἶναι: πῶς θὰ μπορέσω νὰ συν-
κρατήσω αὐτὲς τὶς δυὸ πραγματικότητες, αὐτὲς τὶς δυὸ
καταφάσεις ποὺ ἐφαρμόζονται τόσο σ᾿ ἕνα μοναχὸ στὴν
ἔρημο ὅσο καὶ σ᾿ ἕνα Χριστιανὸ ποὺ ζεῖ στὸν κόσμο κι ἔχει
Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ 131

μιὰ «κοσμικὴ» κλήση; Πῶς μπορῶ ν᾿ ἀγαπῶ τὸν «κόσμο»


ποὺ τὸν δημιούργησε ὁ Θεὸς καὶ τόσον ἠγάπησεν, καὶ
ταυτόχρονα νὰ κάνω δική μου τὴν ἀποστολικὴ ἐντολὴ μὴ
ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ (Α΄ Ἰωάν.
2,15); Πῶς μπορῶ νὰ διαβεβαιώνω τὴν κυριότητα τοῦ
Χριστοῦ πάνω σὲ ὁτιδήποτε ὑπάρχει, καὶ ταυτόχρονα νὰ
βάζω ὅλη μου τὴν πίστη, ἀγάπη καὶ ἐλπίδα στὴν ἐρχόμενη
Βασιλεία; Πῶς πρέπει νὰ ἀναλάβω τὴ βασιλεία μου καὶ
ταυτόχρονα νὰ πεθάνω γιὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ κρύψω τὴ ζωή
μου σὺν Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ (Κολ. 3,3);
Στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, μὲ ὅρους καθαρὰ
λογικῶν κατηγοριῶν, μέσα στὶς ἀνθρώπινες
«πνευματικότητές» μας, δὲν ὑπάρχει ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ τὸ
ἀποφασιστικὸ ἐρώτημα· ἡ ἀντινομία δὲν ἔχει λύση. Νά γιατί
ἀκόμη κι οἱ πνευματικὲς καὶ θρησκευτικές μας ἐκλογές,
παρὰ τὴ χριστιανικὴ ἐμφάνιση ποὺ πολὺ εὔκολα υἱοθετοῦν,
στὴν πραγματικότητα παραμένουν προχριστιανικὲς ἢ μὴ
χριστιανικές, καὶ τόσο συχνὰ περιορίζονται εἴτε σὲ ἁπλὴ
φυγὴ εἴτε σὲ ἁπλὸ ἀκτιβισμό. Ἡ μοναδικὴ ἀπάντηση, ποὺ
πάντοτε εἶναι ἡ ἴδια καὶ ὅμως πάντοτε παραμένει
καινούργια γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, πηγάζει ἀπὸ τὸ μυστήριο,
τὸ ὁποῖο συνιστᾶ τὸ βάθος καὶ τὴν καρδιὰ τῆς χριστιανικῆς
ἀποκάλυψης. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς μᾶς ἀποκαλύπτεται τόσο
μόνο ὅσο τὸ δεχόμαστε, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ μειωθεῖ σὲ μιὰ
ἰδέα, μιὰ συνταγή, ἢ ἕναν ἠθικὸ κώδικα. Μιὰ ἀποκάλυψη
ποὺ μέσα της ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρέπει νὰ εἰσέλθουμε, ἂν θέλουμε
νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὸ νόημα καὶ τὴ δύναμή της: τὸ μυστήριο
τοῦ Σταυροῦ.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ νέα μας βασιλεία «ἐν
Αὐτῷ» ὄχι μόνο δὲν γίνονται κατανοητὲς καὶ δεκτὲς ξέχωρα
ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ εἶναι ὁ Σταυρός, καὶ
132 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

μόνον ὁ Σταυρός, ποὺ παραμένει γιὰ πάντα τὸ μόνο ἀληθινὸ


σύμβολο, δηλαδὴ φανέρωση καὶ δῶρο αὐτῆς τῆς Βασιλείας,
ἡ ἀποκάλυψη τῆς δύναμής της καὶ ἡ μετάδοση αὐτῆς τῆς
δύναμης σ᾿ ἐμᾶς. Τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ μόνον αὐτὸ
συν-βάλλει τὶς δυὸ αὐτὲς ἀντιφάσεις, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ
συμφιλιωθοῦν στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς: τῆς
μιᾶς γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ βασιλική του κλήση στὴ
δημιουργία τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς ἄλλης γιὰ τὴ Βασιλεία ποὺ δὲν
εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Καὶ τὶς συν-κρατεῖ γιατὶ
πάντοτε ἀποκαλύπτει τὸ Σταυρὸ ὡς τρόπο ζωῆς, ὡς τὴν
ἀήττητη καὶ ἄρρητη καὶ θεία δύναμη ποὺ γεμίζει τὴν πίστη
ὡς ζωὴ καὶ τὴ ζωὴ ὡς βασιλεία.
Πῶς; Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα μὲ τὸ νὰ γίνεται ὁ Σταυρὸς ἡ
ἀληθινὴ καὶ ἔσχατη ἀποκάλυψη αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὡς
«πεπτωκότος» κόσμου, ποὺ ἡ πτώση του, ἡ «πονηρία» του,
συνίσταται ἀκριβῶς στὴν ἀπὸ μέρους του ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ
καὶ τῆς Βασιλείας Του, στὴν ἀπόρριψη τῆς ἀληθινῆς ζωῆς,
ποὺ τοῦ δόθηκε κατὰ τὴ δημιουργία. Ἡ σταύρωση τοῦ
Χριστοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ φανερώνει πλήρως «αὐτὸν τὸν
κόσμο» καὶ ἀποκαλύπτει τὸ ἔσχατο νόημά του. Ὁ Γολγοθὰς
εἶναι ἀληθινὰ ἕνα μοναδικὸ γεγονός, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν ἔννοια
ποὺ κάθε γεγονός, ὁποιαδήποτε κι ἂν εἶναι ἡ
«σπουδαιότητά» του, μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς
«μοναδικό». Κάθε γεγονὸς περιορίζεται μόνο σ᾿ αὐτοὺς ποὺ
πῆραν μέρος σ᾿ αὐτό, σὲ μιὰ στιγμὴ τοῦ χρόνου, σ᾿ ἕνα
σημεῖο τοῦ διαστήματος, ἀφήνοντας ἔτσι «ἀθώους» ὅλους
τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Ὁ
Σταυρὸς εἶναι μοναδικὸ γεγονός, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ
ἀποφασιστικὴ καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἔκφραση, τὸ πραγματικὸ
«πλήρωμα» αὐτῆς τῆς ἀπόρριψης τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπο πού, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφές, ἄρχισε στὸν
Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ 133

Παράδεισο, καὶ μετέτρεψε τὸν κόσμο ποὺ δημιουργήθηκε


ἀπὸ τὸ Θεὸ σὲ «παρόντα κόσμο», σὲ κυριότητα τῆς
ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ ποὺ μετέτρεψε
τὴν «ἄνομη» ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ σὲ νόμο ὕπαρξης «αὐτοῦ
τοῦ κόσμου». Γι᾿ αὐτὸ ὁ Σταυρὸς ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ
ἁμαρτία, ποὺ διαπράττεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τοῦ
κόσμου, σὲ ὅλους τοὺς καιρούς, σὲ ὅλα τὰ μέρη, ἀπὸ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους, ἀδιάφορα ἂν ζοῦν πρὶν ἢ μετὰ τὸ Χριστό,
ἂν πιστεύουν ἢ ὄχι σ᾿ Αὐτόν, εἶναι ἡ ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ, ἡ
ἀποδοχὴ καὶ ἡ παράδοση στὴν πραγματικότητα τοῦ Κακοῦ,
ποὺ ἡ τελική του ἔκφραση εἶναι ἡ ἀπόρριψη καὶ ἡ σταύρωση
τοῦ Χριστοῦ. Ἄν, κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου,
αὐτοὶ ποὺ μετὰ τὴ Σταύρωση παραπεσόντες
ἀνασταυροῦσιν ἑαυτοῖς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἑβρ. 6,6),
ἂν κατὰ τὰ λόγια τοῦ Πασκὰλ ὁ Χριστὸς βρίσκεται σὲ
ἀγωνία μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου, εἶναι γιατὶ ὁ Σταυρὸς
ἀποκαλύπτει ὅτι τὸ περιεχόμενο κάθε ἁμαρτίας εἶναι ἡ
ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπόρριψη εἶναι ὁ νόμος
«αὐτοῦ τοῦ κόσμου».
Ἀλλὰ ὄντας ὁ Σταυρὸς ἡ ἔσχατη ἀποκάλυψη «αὐτοῦ τοῦ
κόσμου», ἡ ἀποκάλυψη τῆς «πονηρίας» του ―κι αὐτὴ εἶναι
ἡ δεύτερη διάσταση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ― γίνεται ἡ
ἀποφασιστικὴ καὶ τελική του καταδίκη. Γιατὶ, φανερώνον-
τας καὶ ἀποκαλύπτοντας τὸ κακὸ ὡς κακό, αὐτομάτως τὸ
καταδικάζει. Ἀποκαλύπτοντας «αὐτὸν τὸν κόσμο» ὡς
ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς ἁμαρτία, ἀποκαλύπτοντάς
τον ὡς ἀπόρριψη τῆς ζωῆς τῆς Ζωῆς, δηλαδὴ ὡς θάνατο, ὁ
Σταυρὸς τὸν καταδικάζει, γιατὶ ἡ ἁμαρτία δὲν μπορεῖ νὰ
«διορθωθεῖ» καὶ ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ «λυτρωθεῖ». Αὐτὸς
ὁ κόσμος καταδικάζεται ἐπειδὴ μὲ τὸ Σταυρὸ καταδικάζει
τὸν ἑαυτό του: φανερώνεται ὡς νεκρὸ τέλος, ποὺ δὲν ἔχει
134 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

τίποτε νὰ προσφέρει, τίποτε γιὰ νὰ ζήσει, ὡς παραλογισμὸς


τῆς θνητῆς ζωῆς καὶ παραλογισμὸς τοῦ θανάτου. Ἔτσι ὁ
Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει καὶ δείχνει σ᾿ «αὐτὸν τὸν
κόσμο» τὸ τέλος του καὶ τὸ θάνατό του.
Τώρα ὅμως εἰσερχόμαστε στὴν τρίτη, χαρούμενη καὶ ἔν-
δοξη διάσταση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ. Ἀποκαλύπτον-
τας «αὐτὸν τὸν κόσμο» ὡς ἁμαρτία καὶ θάνατο,
καταδικάζοντάς τον νὰ πεθάνει, ὁ Σταυρὸς γίνεται ἡ ἀρχὴ
τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐγκαίνια τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ. Σώζει τὸν κόσμο ἐλευθερώνοντάς τον ἀπὸ «αὐτὸν
τὸν κόσμο», ἀποκαλύπτοντας ὅτι «αὐτὸς ὁ κόσμος» δὲν
εἶναι ἡ οὐσία ἢ ἡ «φύση» τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἁπλῶς ἕνας
«τρόπος», μιὰ «μορφὴ» ὑπάρξεώς του, ἕνας τρόπος ποὺ τὸ
«τέλος του» (βλ. Α΄ Κορ. 7,31) πράγματι ἐγκαινιάζεται ἀπὸ
τὸ Σταυρό. Ὁ Σταυρὸς ἐγκαινιάζει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
φανερώνοντάς την ὄχι ὡς κάποιον «ἄλλο κόσμο», ὄχι σὰν
μιὰ ἄλλη δημιουργία ποὺ «ἀντικαθιστᾶ» τὴν παρούσα, ἀλλὰ
ὡς τὴν ἴδια τὴ δημιουργία, ποὺ εἶναι ὅμως ἐλευθερωμένη
ἀπὸ τὸν «Ἄρχοντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου», ἀποκαταστημένη
στὴν ἀληθινή της φύση καὶ στὸν ἔσχατό της προορισμό,
ὅταν ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι (Α΄ Κορ. 15,28).
Τώρα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε γιατί κατὰ τὴ
χριστιανικὴ πίστη, ὅπως μᾶς μεταδίνεται καὶ μᾶς
προσφέρεται ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ
Σταυρὸς εἶναι ἡ ἀληθινὴ φανέρωση τῆς δόξας καὶ
ἐνθρόνισης τοῦ Χριστοῦ ὡς βασιλιᾶ. Νῦν δεδόξασται ὁ Υἱὸς
τοῦ Ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν Αὐτῷ (Ἰωάν.
13,31). Μὲ αὐτὲς τὶς λέξεις ἡ Ἐκκλησία, στὸν Ὄρθρο τῆς
Μεγάλης Παρασκευῆς, ἀρχίζει νὰ ἑορτάζει τὸ Πάσχα.
Θέλω νὰ τὸ τονίσω ἀκόμη μιὰ φορά: ὄχι τῆς Κυριακῆς, ἀλλὰ
τῆς Μ. Παρασκευῆς, γιατὶ κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοση ὁ
Ο ΙΕΡΕΑΣ 135

ὅρος Πάσχα δηλώνει ὄχι μόνο τὴν Κυριακή, ὅπως σήμερα,


ἀλλὰ τὸ ἀδιαίρετο μυστήριο τοῦ triduum paschale, τῶν τριῶν
ἡμερῶν, τῆς Παρασκευῆς, τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς
Κυριακῆς. Κι αὐτὴ ἡ ἑνότητα, αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ
ἀλληλεξάρτηση τῆς ἡμέρας τοῦ Σταυροῦ, τῆς ἡμέρας τοῦ
Τάφου καὶ τῆς ἡμέρας τῆς Ἀνάστασης, εἶναι ἐκείνη ποὺ
μᾶς ἀποκαλύπτει τὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐνθρόνισή του
ὡς βασιλιᾶ, καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴ φύση τῆς βασιλείας
ποὺ ἀποθέτει πάνω μας.
Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ λειτουργικὴ φανέρωση, ἡ
Παρασκευή, ἡ ἡμέρα τῆς Σταύρωσης, εἶναι ἀληθινὰ ἡ
ἡμέρα «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», ἡ ἡμέρα τῆς τελικῆς του
αὐτοαποκάλυψης, τῆς φαινομενικῆς του νίκης καὶ τῆς
ἀποφασιστικῆς του ἥττας. Ἀπορρίπτοντας καὶ
καταδικάζοντας τὸ Χριστὸ «αὐτὸς ὁ κόσμος», ἀποκαλύπτει
τὴν ἔσχατή του πονηρία, ἀποκαλύπτεται ὡς κακό.
Φέρνοντάς Τον ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο του, στὸ θάνατο,
φαινομενικὰ θριαμβεύει. Ὅμως παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡττᾶται
ἀληθινὰ καὶ ἀποφασιστικά. Καθὼς ὁ Χριστὸς στέκεται
μπροστὰ στοὺς κριτές Του, καὶ καταδικάζεται, λοιδορεῖται,
προσβάλλεται, καρφώνεται στὸ Σταυρό, ὑποφέρει καὶ
πεθαίνει, εἶναι Αὐτὸς καὶ μόνον Αὐτὸς ποὺ θριαμβεύει. Γιατὶ
ἀποκαλύπτεται ὅτι ἡ ὑπακοή Του, ἡ ἀγάπη Του, ἡ
συγγνώμη Του, ὑπερβαίνουν «αὐτὸν τὸν κόσμο», καὶ ἀπὸ τὰ
βάθη τῆς φαινομενικῆς του ἥττας ἀκοῦμε τὴν πρώτη
ὁμολογία γι᾿ αὐτὸν ὡς Βασιλιά: στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Πιλάτου
στὸ Σταυρό, στὴν κραυγὴ τοῦ ληστῆ ποὺ πεθαίνει, στὸ
«πιστεύω» τοῦ ἑκατόνταρχου ― ἀληθῶς οὗτος ὁ ἄνθρωπος
Θεοῦ υἱὸς ἦν.
Κατόπιν ἔρχεται τὸ Μέγα καὶ Ἱερὸν Σάββατο,
«Σάββατον τὸ εὐλογημένον», ἡ ἡμέρα τῆς φαινομενικῆς
136 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

νίκης τοῦ θανάτου καὶ τῆς οὐσιαστικῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ.


Καὶ ἐνῶ ὁ θάνατος, ὁ μεγάλος νόμος «αὐτοῦ τοῦ κόσμου»,
φαίνεται ὅτι «καταπίνει» τὸ Χριστὸ καὶ ἔτσι κατορθώνει νὰ
ἐπιτύχει τὴν καθολική του κυριαρχία, ὁ ἴδιος ὁ θάνατος εἶναι
ποὺ κατεπόθη εἰς νῖκος (Α΄ Κορ. 15,54). Ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ
ἑκούσια παραδίνεται στὸ θάνατο, δὲν ἔχει μέσα του θάνατο
καὶ ἔτσι τὸν καταστρέφει «ἐκ τῶν ἔνδον» μὲ τὴ Ζωὴ καὶ τὴν
Ἀγάπη ποὺ εἶναι ὁ «θάνατος τοῦ θανάτου».
Καὶ ὅταν τὴν τρίτη ἡμέρα ὁ Θεὸς τὸν ἐγείρει ἀπὸ τοὺς
νεκρούς, ἡ Ζωή Του ―πάνω στὴν ὁποία θάνατος οὐκέτι
κυριεύει― φανερώνει τὴν παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ
εἰς τὸ μέσον ἡμῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ πασχάλια χαρά. Μέσα σ᾿
αὐτὸ τὸν κόσμο ἡ Βασιλεία, ἡ ὁποία οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ
κόσμου τούτου, ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται,
ἐγκαινιάζεται ὡς καινούργια ζωή· αὐτὸς ὁ κόσμος, τώρα
καὶ μέχρι τὴν τελική του τελείωση «ἐν τῷ Θεῶ», ἠχεῖ μὲ τὸ
θεϊκὸ «Χαίρετε!».
Τώρα, καὶ μόνον τώρα, μποροῦμε νὰ ἀπαντήσουμε στὴν
ἐρώτηση ποὺ τέθηκε στὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, γιὰ τὸ
νόημα τῆς καινούργιας βασιλείας ποὺ ἀποτέθηκε πάνω μας
μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Μποροῦμε νὰ ἀπαντήσουμε
γιατί στὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται τὸ
περιεχόμενο αὐτῆς τῆς βασιλείας καὶ μᾶς χαρίζεται ἡ
δύναμή της. Τὸ βασιλικὸ χρίσμα ἀληθινὰ μᾶς κάνει
βασιλεῖς, ἀλλὰ εἶναι ἡ σταυρωμένη βασιλεία τοῦ ἴδιου τοῦ
Χριστοῦ, εἶναι ὁ Σταυρὸς ὡς βασιλεία καὶ ἡ βασιλεία ὡς
Σταυρός, ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποθέτει πάνω μας. Ὁ
Σταυρός, ὄντας ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Χριστοῦ ὡς Βασιλιᾶ, μᾶς
ἀποκαλύπτεται ὡς ὁ μοναδικὸς δρόμος γιὰ τὴν ἐνθρόνισή
μας μὲ Αὐτόν, γιὰ τὴν ἀνόρθωσή μας ὡς βασιλέων.
Μιὰ τελειότερη περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ δρόμου δίνεται ἀπὸ
Ο ΙΕΡΕΑΣ 137

τὸν ἀπόστολο Παῦλο: ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰμὴ ἐν


τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ ἐμοὶ
κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ (Γαλ. 6,14). Αὐτὰ τὰ
λόγια ἐκφράζουν μιὰ ριζικὰ νέα καὶ μοναδικὴ χριστιανικὴ
θέα τοῦ ἴδιου τοῦ κόσμου, τῆς κλήσης καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀν-
θρώπου μέσα σ᾿ αὐτόν. Καὶ ἡ καινότητά της βρίσκεται
ἀκριβῶς σ᾿ αὐτό: ὅτι ὑπερβαίνει τὴν πόλωση, τὴν
ἀποσπασματικότητα, τὸ «εἴτε-εἴτε» ὅλων αὐτῶν τῶν
«πνευματικοτήτων» καὶ «κοσμοαντιλήψεων» ποὺ εἴτε
ἁπλῶς δέχονται, εἴτε ἁπλῶς ἀπορρίπτουν τὸν κόσμο καὶ
μετατρέπουν τὴ θρησκεία ἄλλοτε σ᾿ ἕναν «ἐγκόσμιο»
ἀκτιβισμό, καὶ ἄλλοτε σὲ μιὰ «ἐξωκόσμια» φυγή. Γιὰ ὅλες
αὐτὲς τὶς πνευματικότητες, γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς θρησκεῖες, ὁ
Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, εἶναι «ἀνενέργητος»· δὲν εἶναι ἀναγκαῖος, καὶ γι᾿
αὐτὸ τὸ λόγο μένει γιὰ πάντα, ἀκόμη καὶ μέσα στὴ
θρησκεία, πρόσκομμα γιὰ μερικοὺς καὶ μωρία γιὰ τοὺς
ἄλλους (βλ. Α΄ Κορ. 1,23).
Νὰ ἔχεις «σταυρωμένο» τὸν κόσμο μέσα σου, σημαίνει
πάνω ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἔχεις τὸ Σταυρὸ ὡς τὸ μόνο κριτήριο γιὰ
ὁτιδήποτε στὸν κόσμο, ὡς ἔσχατο μέτρο ὅλης τῆς ζωῆς καὶ
πράξης. Αὐτὸ σημαίνει τὸ νὰ ἀπορρίψεις τὸν κόσμο ὡς
«παρόντα κόσμο», δηλαδὴ ὡς ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου
στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ θάνατο, τὸν κόσμο ὡς «ἐπιθυμία τῆς
σαρκὸς καὶ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἀλαζονεία τοῦ
βίου». Τὴ φθορὰ καὶ πονηρία τοῦ κόσμου, ὡς «παρόντος
κόσμου», ἀπεκάλυψε ὁ Χριστὸς στὸ Σταυρό Του, ὁ ὁποῖος
παραμένει γιὰ πάντα ἡ κρίση καὶ ἡ καταδίκη του. «Αὐτὸς ὁ
κόσμος» ὅμως δὲν κρίνεται καὶ δὲν καταδικάζεται στὸ
ὄνομα καὶ γιὰ χάρη κάποιου ἄλλου κόσμου, ἀλλὰ γιὰ χάρη
τῆς δικῆς του ἀληθινῆς φύσης καὶ κλήσης, ποὺ
138 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ἀποκαλύφθηκαν ἐξίσου ἀπὸ τὸ Σταυρό, μέσα στὴν πίστη,


στὴν ἀγάπη καὶ στὴν ὑπακοὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου. Καὶ
ἔτσι ὁ Σταυρός, ἐνῶ ἀποκαλύπτει τὴν αὐτοκαταδίκη καὶ τὸ
τέλος «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», κάνει συγχρόνως δυνατὴ τὴν
ἀληθινὴ ἀποδοχὴ τοῦ κόσμου ὡς δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ὡς τὸ
ἀντικείμενο τῆς ἄπειρης ἀγάπης καὶ φροντίδας τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ σημασία τοῦ «ὁ κόσμος ἐσταύρωται ἐν ἐμοί».
Εἶναι μιὰ ἀληθινὰ ἀντινομικὴ συνύπαρξη, ἀλληλεξάρτηση
καὶ ἀλληλοπεριχώρηση, μέσα στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ στὴ
χριστιανικὴ κοσμοαντίληψη, ἡ ἀπόρριψη καὶ συγχρόνως ἡ
ἀποδοχὴ τοῦ κόσμου: ἀπόρριψη ὡς ὁ μόνος δρόμος γιὰ τὴν
ἀποδοχή, καὶ ἀποδοχὴ ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ ἀληθινὸ νόημα
καὶ τέρμα τῆς ἀπόρριψης.
Αὐτὴ ὅμως ἡ θεώρηση τοῦ κόσμου παραμένει
ἀντινομική, ἕνα ἁπλὸ «δόγμα», ἐκτὸς ἂν ἀποθάνῃ τῷ
κόσμῳ. Μόνο σ᾽ ἐμένα, στὴν πίστη μου, στὴ ζωή μου καὶ
στὴν πράξη μου μπορεῖ αὐτὸ τὸ δόγμα νὰ γίνει ζωὴ καὶ ὁ
Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνει δύναμη. Ἐπειδὴ γιὰ τὴ
χριστιανικὴ πίστη ὁ κόσμος δὲν εἶναι μιὰ «ἰδέα», ἕνα
ἀφηρημένο καὶ ἀπρόσωπο «ὅλον», ἀλλὰ πάντοτε παραμένει
τὸ μοναδικὸ δῶρο σὲ μιὰ μοναδικὴ ἀνθρώπινη ὕπαρξη: ὁ
κόσμος ποὺ μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς ζωή μου καὶ κλήση
μου, ἐργασία μου καὶ ὑπευθυνότητά μου. Καμιὰ ἰδέα καὶ
κανένα δόγμα δὲν μπορεῖ νὰ σώσει τὸν κόσμο, ποὺ
καταδικάζεται ὅμως ἢ σώζεται σὲ κάθε ἄνθρωπο. Καὶ
σώζεται κάθε φορὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὸ Σταυρὸ καὶ
τὴ σταύρωσή του τῷ κόσμῳ. Αὐτὸ σημαίνει μιὰ συνεχή,
ἀτελείωτη προσπάθεια διάκρισης, ἕναν ἀληθινὰ θανάσιμο
ἀγώνα γιὰ τὸ θρίαμβο τῆς ὑψηλῆς κλήσης τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὸ σημαίνει μιὰ συνεχὴ ἀπόρριψη τοῦ κόσμου ὡς
«παρόντος κόσμου», δηλαδὴ ἀπόρριψη τῆς αὐτάρκειας καὶ
Ο ΙΕΡΕΑΣ 139

τῆς ἐγωκεντρικότητάς του, τῆς πονηρίας καὶ τῆς φθορᾶς


του, ὅλα αὐτὰ ποὺ οἱ Γραφὲς ὀνομάζουν «ὑπερηφάνεια», καὶ
ἐπίσης μιὰ συνεχὴ ἀποδοχὴ τοῦ Κόσμου ὡς δώρου τοῦ Θεοῦ
πρὸς ἐμᾶς καὶ ὡς τρόπου ἀνάπτυξης «ἐν Αὐτῷ» καὶ
κοινωνίας μαζί Του.
Ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. Αὐτὴ πλέον
εἶναι ἡ ἀληθινὴ περιγραφὴ καὶ ὁ ὁρισμὸς τῆς βασιλείας μας,
ποὺ ἀποκαταστάθηκε μέσα μας μὲ τὸ βασιλικὸ χρίσμα, καὶ
ἀποτέθηκε πάνω μας ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πάντα ὑμῶν
ἐστιν, ὑμεῖς δὲ Χριστοῦ, Χριστὸς δὲ Θεοῦ (Α΄ Κορ. 3,23).
Π ά ν τ α: ὁ κόσμος εἶναι πάλι δικός μας καὶ μποροῦμε
ἀληθινὰ νὰ κυριαρχοῦμε πάνω του. Κάθε ἀνθρώπινη κλήση,
μοναδικὴ τελικά, ἀφοῦ ἡ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι
μοναδική, εὐλογεῖται καὶ ἁγιάζεται. Ὁτιδήποτε ἐκτὸς ἀπὸ
τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία γίνεται ἀποδεκτό, ὁτιδήποτε ποὺ
μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ μετατραπεῖ σὲ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ
κοινωνία μαζί Του, ἐκφράζει καὶ ἀντανακλᾶ τὴν
ἀγαθότητα, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ. Ὅμως ἀρκετὰ παράδοξος καὶ ἀνόητος, ὅπως πάντοτε
φαίνεται στὴ σοφία «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», ὁ ἐσώτερος νόμος
καὶ ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς βασιλείας ἀντιτίθεται ἀκριβῶς στὸ
νόμο ποὺ ἔχει γίνει ἀποδεκτὸς ὡς αὐταπόδεικτος ἀπὸ τὴν
«γενεὰν ταύτην».
Ἡ καινούργια καὶ ἀληθινὰ βασιλικὴ δύναμη ποὺ δόθηκε
ἀπὸ τὸ Χριστὸ στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ δύναμη νὰ ὑπερβεῖ καὶ
νὰ ὑπερπηδήσει τὸ ἀνέκκλητο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τοὺς
φυσικούς του περιορισμούς, τοὺς κλειστούς του ὁρίζοντες, ἡ
δύναμη νὰ ξανακάνει τὸν κόσμο θεϊκό, καὶ ὄχι τὸ Θεὸ
«ἐγκόσμιο». Εἶναι ἡ δύναμη νὰ «ἀπορρίπτει» συνέχεια αὐτὸ
τὸν κόσμο «ὡς τέλος καθ᾿ ἑαυτό», ὡς αὐτοαξία, ὡς
αὐτοομορφιὰ ἢ αὐτονόημα, ἡ δύναμη νὰ τὸν ἀναδημιουργεῖ
140 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

συνεχῶς ὡς ἄνοδο πρὸς τὸ Θεό. Ἐπειδὴ ἡ ἁμαρτία δὲν


συνίσταται ἁπλῶς σὲ μιὰ κακὴ χρήση αὐτῆς τῆς δύναμης,
οὔτε στὴ μερική της ἀπόκλιση καὶ ἔλλειψη, ἀλλὰ βρίσκεται
ἀκριβῶς στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ τὸν κόσμο γιὰ
χάρη του καὶ μετατρέπει ἀκόμη καὶ τὸ Θεὸ σὲ ὑπηρέτη
αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ. Δὲν ἀρκεῖ νὰ πιστεύεις στὸ Θεὸ καὶ νὰ
κάνεις «θρησκευτικὸ» αὐτὸ τὸν κόσμο. Ἡ ἀληθινὴ πίστη στὸ
Θεὸ καὶ ἡ ἀληθινὴ θρησκεία μᾶλλον συνίσταται στὴ
μυστηριώδη κι ὅμως αὐταπόδεικτη βεβαιότητα ὅτι ἡ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ―τὸ ἀντικείμενο ὅλης τῆς τελικῆς
ἐπιθυμίας, ἐλπίδας καὶ χαρᾶς― δὲν εἶναι, δὲν ἦταν καὶ οὔτε
θὰ εἶναι ποτὲ «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλὰ εἶναι τὸ Πέραν,
ποὺ μόνο αὐτὸ μπορεῖ νὰ δώσει νόημα καὶ ἀξία σὲ καθετὶ
στὸν κόσμο.
Ἔτσι, ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὡς βασιλιᾶ δὲν
σημαίνει ἁπλῶς τὸ νὰ τὸν ἐφοδιάσουμε μὲ κάποια
ὑπερφυσικὴ δύναμη καὶ ἱκανότητα, οὔτε νὰ τοῦ δώσουμε
ἁπλῶς ἕνα νέο προσανατολισμὸ στὴν ἐγκόσμια
δραστηριότητά του, οὔτε ἁπλῶς νὰ τὸν κάνουμε ἕναν
καλύτερο μηχανικό, γιατρὸ ἢ συγγραφέα. Σὲ ὅλα αὐτὰ οἱ
ἄθεοι πιθανὸν νὰ εἶναι, καὶ συνήθως εἶναι, πιὸ «ἔξυπνοι» ―
στὴν ἐπιστήμη, στὴν τεχνολογία, στὴν ἰατρικὴ κλπ. Νὰ
ἀποκαταστήσεις τὸν ἄνθρωπο ὡς βασιλιὰ σημαίνει, πρῶτα
ἀπ᾿ ὅλα καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, νὰ τὸν ἐλευθερώσεις ἀπὸ τὴν ἰδέα
ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ τελικὴ σημασία καὶ ἀξία τῆς
ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὁ μοναδικὸς ὁρίζοντας τῆς
ἀνθρώπινης ζωῆς. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ποὺ ἔχει
τόσο μεγάλη ἀνάγκη ὁ σύγχρονος κοσμικὸς ἄνθρωπος,
γιατὶ μολονότι ξέρει ὅλο καὶ καλύτερα πῶς νὰ «χειρίζεται τὰ
πράγματα», ἔχει ἤδη χάσει κάθε γνώση γιὰ τὸ τί εἶναι αὐτὰ
τὰ πράγματα, ἔχει γίνει σκλάβος τῶν εἰδώλων ποὺ ὁ ἴδιος
Ο ΙΕΡΕΑΣ 141

ἔφερε σὲ ὕπαρξη. Αὐτὴ τὴν ἐλευθερία, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴ


γνώση καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς βασιλείας ὄχι «αὐτοῦ τοῦ
κόσμου», χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος ―κι ὁλόκληρος ὁ κόσμος
μας― καὶ ὄχι τὶς ἄθλιες καὶ αὐτοαμυντικές μας προσφορὲς
γιὰ «ἀνάμιξη», οὔτε τὴν παράδοσή μας «σ᾿ αὐτὸν τὸν
κόσμο» μὲ τὶς περαστικές του φιλοσοφίες καὶ ἀσυναρτησίες.
Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος γευθεῖ στὰ χείλη του τὴ Βασιλεία,
τὰ πάντα σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο γίνονται ξανὰ ἕνα σημάδι, μιὰ
ὑπόσχεση, μιὰ δίψα καὶ μιὰ πείνα γιὰ τὸ Θεό. Μόνον ὅταν
ζητᾶμε «πρῶτον» τὴ Βασιλεία, ἀρχίζουμε ἀληθινὰ νὰ
ἀπολαμβάνουμε τὸν κόσμο, νὰ «κυριαρχοῦμε» ἀληθινὰ
πάνω του. Τότε ὅλα τὰ πράγματα γίνονται ξανὰ καθαρά, ἡ
θέα καὶ ἡ γνώση μας γι᾿ αὐτὰ ξανὰ καθαρή, καὶ ἡ χρήση
τους καλή. Δὲν ἐνδιαφέρει ποιὰ εἶναι ἡ κλήση μας ἢ τὸ
ἐπάγγελμά μας ―ἔνδοξο ἢ ταπεινό, σημαντικὸ ἢ ἀσήμαντο
γιὰ τὰ πρότυπα «αὐτοῦ τοῦ κόσμου»―: ἀποκτᾶ ὅμως τότε
«αὐτὸς ὁ κόσμος» νόημα, γίνεται χαρὰ καὶ πηγὴ χαρᾶς,
ἐπειδὴ ἀρχίζουμε νὰ τὸν διατρέχουμε καὶ νὰ τὸν
δοκιμάζουμε ὄχι γιὰ χάρη του, ἀλλὰ γιὰ τὸ Θεὸ καὶ ὡς
σημεῖον τῆς Βασιλείας Του. Πάντα γὰρ ὑμῶν ἐστιν […]
εἴτε κόσμος, εἴτε ζωή, εἴτε θάνατος, εἴτε ἐνεστῶτα, εἴτε
μέλλοντα, πάντα ὑμῶν ἐστιν, ὑμεῖς δὲ Χριστοῦ, Χριστὸς δὲ
Θεοῦ (Α΄ Κορ. 3,21-23).
Αὐτὴ εἶναι ἡ καινούργια βασιλεία ποὺ δεχόμαστε μὲ τὸ
βασιλικὸ χρίσμα τοῦ ἁγίου Μύρου, ἡ βασιλεία αὐτῶν γιὰ
τοὺς ὁποίους διετέθη βασιλεία (βλ. Λουκ. 22,29). Κι αὐτοὶ
ποὺ γεύτηκαν τὴ χαρά της, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ δικαιοσύνη
της μποροῦν νὰ ὑπερβοῦν αὐτὸ τὸν κόσμο μὲ τὴν ἔνδοξη
δύναμη τοῦ Σταυροῦ, μποροῦν νὰ τὸν προσφέρουν στὸ Θεὸ
καὶ ἔτσι ἀληθινὰ νὰ τὸν μεταμορφώσουν. Αὐτὸ τώρα μᾶς
φέρνει στὴ δεύτερη ἰδιότητα ποὺ μᾶς δίνεται μὲ τὸ μυστήριο
142 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: στὴν ἰδιότητα τοῦ ἱερέα.

5. Ὁ Ἱερέας

Ἡ ἰδέα τῆς ἱερατικῆς διάστασης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ποὺ


προσφέρεται ὡς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει ξεχαστεῖ,
ἀκόμη περισσότερο κι ἀπὸ τὴ διάσταση τῆς νέας βασιλείας
ποὺ δίνεται στὸν ἄνθρωπο «ἐν Χριστῷ». Καὶ ἔχει ξεχαστεῖ
ἐπειδὴ προοδευτικὰ ἀπορροφήθηκε καὶ οὐσιαστικὰ διαλύθηκε
μέσα στὴν παλαιά, προχριστιανικὴ διχοτόμηση μεταξὺ
κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, μιὰ διχοτόμηση ποὺ κυρίως ἔδινε
ἔμφαση στὴ μὴ ἱερατικὴ κλήση αὐτῶν ποὺ ὀνομάζονται
λαϊκοί. Ἡ χριστιανικὴ σκέψη, μὲ τὸ νὰ περιοριστεῖ σὲ
«παλαιὲς» φιλοσοφικὲς θεωρήσεις, μὲ τὸ νὰ ἀπορρίψει στὴν
πράξη τὴ μεταμόρφωση, δηλαδὴ τὴ ριζικὴ καινότητα ὅλων
τῶν πραγμάτων «ἐν τῷ Χριστῷ», ὅλων τῶν κατηγοριῶν
σκέψης καὶ τῆς ἴδιας τῆς «θρησκείας», ἔφθασε σὲ ἕνα
ψεύτικο δίλημμα: ἢ ἡ ἐγκαθιδρυμένη ἱερωσύνη ἀποκλείει
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κάθε ἰδέα γιὰ τὸν «ἱερατικὸ» χαρακτήρα
ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ἢ ὁ ἱερατικὸς χαρακτήρας τῶν
λαϊκῶν καὶ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας (ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν
Ἀπόστολο ὡς βασίλειον ἱεράτευμα) ὀφείλει νὰ ἀποκλείσει
τὴν ἐγκαθιδρυμένη ἱερωσύνη. Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ὅταν ἡ
καθαρὰ ἀνθρώπινη λογικὴ ἐφαρμόζεται στὸ μυστήριο τῆς
Ἐκκλησίας, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὸν ἀκρωτηριασμὸ αὐτοῦ
τοῦ μυστηρίου καὶ ὁδηγεῖ μὲ ἄκρα συνέπεια σὲ μιὰ
πτώχευση τῆς θεολογίας, τῆς λατρείας καὶ τῆς εὐσέβειας.
Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία γνώριζε σταθερὰ καὶ βίωνε τὴν ἐγ-
κατεστημένη ἱερωσύνη στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ βασίλειον
ἱεράτευμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τὶς δύο οὐσιαστικὲς καὶ συμ-
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ 143

πληρωματικὲς διαστάσεις τῆς ζωῆς της: οὐσιαστικὲς ἐπειδὴ


ριζώνουν στὴν ἐμπειρία της γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ μοναδική
Του ἱερωσύνη, καὶ συμπληρωτικὲς ἐπειδὴ ἀποκαλύπτουν μὲ
τὴν ἀμοιβαία τους σχέση τὴ θέση καὶ σημασία τῆς κάθε
μιᾶς στὴ ζωὴ καὶ στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας53.
Αὐτὸ ποὺ πρέπει λοιπὸν νὰ ξαναβροῦμε εἶναι τὸ ἀληθινὸ
νόημα τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ἡ ἱερωσύνη Του
ἄρχισε νὰ περιορίζεται σὲ «κληρικαλιστικὲς» κατηγορίες
σκέψης, ὅταν ἄρχισαν νὰ τὴν βλέπουν ὡς πηγὴ μόνο τῆς
«ἐγκαθιδρυμένης» ἱερωσύνης, ἐμφανίστηκε προοδευτικὰ ἡ
χειροτέρευση ποὺ ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω καὶ ὁδήγησε στὴ
διάσπαση τῆς ἀρχαίας ἐμπειρίας καὶ παράδοσης. Πρέπει νὰ
ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ἡ
Βασιλεία Του, καὶ ὅπως θὰ δοῦμε ἀργότερα καὶ τὸ προφητικό
του ἀξίωμα, εἶναι ριζωμένα πάνω ἀπ᾿ ὅλα στὴν ἀνθρώπινη
φύση Του, εἶναι ἕνα ἀκέραιο κομμάτι καὶ ἔκφραση τῆς
«ἀνθρωπότητάς» Του. Ὁ Χριστὸς εἶναι Βασιλιάς, Ἱερέας
καὶ Προφήτης, ἐπειδὴ εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ τέλειος
Ἄνθρωπος, ὁ ἀνορθωτὴς τοῦ ἀνθρώπου στὴν πληρότητα καὶ
καθολικότητά του. Στὴ θεολογικὴ γλώσσα, αὐτὸ σημαίνει
ὅτι ἡ σωτηριολογικὴ σημασία αὐτῶν τῶν τριῶν
«ἀξιωμάτων» θεμελιώνεται στὸν ὀντολογικό τους
χαρακτήρα, δηλαδὴ στὸ ὅτι ἀνήκουν στὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ
ἀνθρώπου ποὺ ὁ Χριστὸς προσέλαβε γιὰ τὴ σωτηρία του.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου ἔχει μιὰ ἱερατικὴ
διάσταση, ἡ ὁποία, ἂν καὶ προδομένη καὶ χαμένη μέσα στὴν
ἁμαρτία, ἀποκαθίσταται καὶ πληρώνεται «ἐν τῷ Χριστῷ».
Ἔτσι, τὸ πρῶτο ἐρώτημα εἶναι: τί σημαίνει γιὰ τὸν ἄνθρωπο
τὸ νὰ εἶναι ἱερέας; Μόνον ἀπαντώντας σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα
―ποὺ μᾶς δίνει τὴν ἀπάντηση γιὰ τὸ νόημα ποὺ ἔχει γιὰ
μᾶς ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ― μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε
144 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ἀφενὸς τὴ σημασία τοῦ «βασιλείου ἱερατεύματος» ὡς τὸν


πραγματικὸν τρόπο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἀφετέρου τὴ
σημασία τῆς «ἐγκαθιδρυμένης» ἱερωσύνης ὡς ἕνα
οὐσιαστικὸ σχῆμα τῆς Ἐκκλησίας.
Βασίλειον ἱεράτευμα ―οὔτε μόνο βασιλεία οὔτε μόνον
ἱερωσύνη, ἀλλὰ μιὰ συμπόρευση ὅπου τὸ καθένα εἶναι τὸ
πλήρωμα καὶ ἡ πραγματοποίηση τοῦ ἄλλου― αὐτὸ εἶναι τὸ
μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀποκαλύφθηκε ἐν Χριστῷ. Ἂν
οἱ ἰδιότητες τοῦ βασιλιᾶ εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ κυριότητα, ἡ
ἰδιότητα τοῦ ἱερέα εἶναι ἡ προσφορὰ θυσίας, δηλαδὴ ἡ
μεσιτεία μεταξὺ Θεοῦ καὶ δημιουργίας, ὁ «ἁγιασμὸς» τῆς
ζωῆς τοποθετημένης μέσα στὴ θεία θέληση καὶ τάξη. Αὐτὸ
τὸ διπλὸ λειτούργημα ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο ἐξαρχῆς καὶ
εἶναι ἀκριβῶς ἕνα λειτούργημα ὅπου ἡ φυσικὴ βασιλεία τοῦ
ἀνθρώπου πληρώνεται στὴν ἱερωσύνη, καὶ ἡ φυσική του
ἱερωσύνη τὸν κάνει βασιλιὰ τῆς δημιουργίας. Ἔχει «δύναμη
καὶ κυριότητα» πάνω στὸν κόσμο, καὶ ἐκπληρώνει αὐτὴ τὴ
δύναμη θυσιάζοντας τὸν κόσμο, «μεταβάλλοντάς» τον σὲ
κοινωνία μὲ τὸ Θεό. Ὄχι μόνον ἡ ἐξουσία του εἶναι ἀπὸ τὸ
Θεό, καὶ ὑπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ
τέλος της, αὐτὸ τὸ ἔσχατο καλὸ πού, ὅπως εἴδαμε, ἀποτελεῖ
τὸν ἐσωτερικὸ νόμο κάθε δύναμης. Αὐτὴ τὴ δύναμη λοιπὸν
φανερώνει ἡ θυσία, ἡ ὁποία πολὺ πρὶν γίνει σχεδὸν συνώνυμη
μὲ τὴν «ἐξιλέωση», ἦταν καὶ εἶναι ἀκόμη ἡ οὐσιαστικὴ ἔκ-
φραση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ κοινωνία μὲ τὸ Θεό, ὁ
πόθος τῆς δημιουργίας γιὰ τὴν πλήρωσή της «ἐν τῷ Θεῷ»,
καὶ ποὺ εἶναι οὐσιαστικὰ μιὰ κίνηση, μιὰ πράξη δοξολογίας,
εὐχαριστίας καὶ ἑνώσεως. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εἶναι Βασιλιὰς
καὶ Ἱερέας «ἐκ φύσεως καὶ κλήσεως».
Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται στὴν ἀπόρριψη αὐτῆς
τῆς ἱερατικῆς κλήσης, στὴν ἄρνησή του νὰ εἶναι ἱερέας. Ἡ
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ 145

προπατορικὴ ἁμαρτία συνίσταται στὴν ἐκλογὴ ἀπὸ τὸν ἄν-


θρωπο μιᾶς μὴ ἱερατικῆς σχέσης μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸν κόσμο.
Καὶ πιθανῶς καμιὰ λέξη δὲν ἐκφράζει καλύτερα αὐτὸν τὸ νέο
«πεπτωκότα» μὴ ἱερατικὸ δρόμο ζωῆς ἀπὸ ἐκείνη, ποὺ στὴν
ἐποχή μας ἔχει μιὰ ἐκπληκτικὰ ἐπιτυχημένη σταδιοδρομία,
καὶ ἔχει γίνει πράγματι τὸ σύμβολο τοῦ σύγχρονού μας
πολιτισμοῦ· εἶναι ἡ λέξη καταναλωτής. Ἀφοῦ δοξάστηκε ὡς
homo faber, ἔπειτα ὡς homo sapiens, ὁ ἄνθρωπος φαίνεται
ὅτι βρῆκε τὴν τελική του κλήση ὡς «καταναλωτής». Καὶ
ὑπάρχουν σήμερα ἄνθρωποι ποὺ βλέπουν μιὰ λαμπρὴ καὶ
ἡρωικὴ κλήση στὴν ὑπεράσπιση τῶν «δικαιωμάτων τοῦ
καταναλωτῆ». Χρειάζεται ἄραγε ἀπόδειξη τὸ γεγονὸς ὅτι
αὐτὸ τὸ «ἰδεῶδες» ἁπλούστατα ἀποκλείει τὴν ἰδέα τῆς
θυσίας, τῆς ἱερατικῆς κλήσης τοῦ ἀνθρώπου; Εἶναι
πράγματι τὸ λυπηρὸ κατόρθωμα τῆς ἐποχῆς μας ―ποὺ
εἶναι ἀρκετὰ τίμια σ’ αὐτό― νὰ διαβεβαιώνει περήφανα ὅ,τι
οἱ προηγούμενοι πολιτισμοὶ ὑποκριτικὰ προσπάθησαν νὰ
κρύψουν. Ἀλλὰ φυσικὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ
«καταναλωτὴς» δὲν γεννήθηκε στὸν εἰκοστὸ αἰώνα.
Πρῶτος καταναλωτὴς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀδάμ. Δὲν πλησίασε
τὸν κόσμο ὡς ἱερέας, ἀλλὰ ὡς καταναλωτής: προτίμησε
«νὰ φάει» ἀπὸ αὐτόν, νὰ τὸν χρησιμοποιήσει καὶ νὰ τὸν
κυριέψει γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ αὐτόν.
Προτίμησε νὰ μὴν προσφέρει, νὰ μὴ θυσιάσει, νὰ μὴν τὸν
ἔχει γιὰ τὸ Θεὸ καὶ «ἐν τῷ Θεῷ». Καὶ ὁ πιὸ τραγικὸς
καρπὸς αὐτῆς τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας εἶναι ὅτι
μετέβαλε ὁ ἄνθρωπος τὴν ἴδια τὴ θρησκεία σὲ
«καταναλωτικὸ ἀγαθὸ» προορισμένο νὰ ἱκανοποιήσει τὶς
«θρησκευτικές του ἀνάγκες», νὰ βοηθήσει ὡς σωσίβιο καὶ
θεραπεία, νὰ τὸν ἐφοδιάσει μὲ φτηνὴ αὐτοδικαίωση καὶ
φτηνὲς ἐγωκεντρικὲς καὶ αὐτο-εξυπηρετικὲς
146 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

«πνευματικότητες»· καὶ ὁ πλέον αὐταπόδεικτος ἐφοδιαστὴς


ὅλων αὐτῶν ἔγινε ὁ ἱερέας, ποὺ οἱ εἰδικὲς καὶ ἱερές του
δυνάμεις ὑπάρχουν γιὰ νὰ ἐγγυῶνται τὴ χρησιμότητα τῆς
θρησκείας σὲ μιὰ κοινωνία καὶ σ᾿ ἕναν πολιτισμό, ποὺ δὲν
ἔχουν τὸ παραμικρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ θεϊκὴ κλήση τοῦ
ἀνθρώπου καὶ ὅλης τῆς κτίσης.
Δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὴ οὔτε ἦταν οὔτε εἶναι ἡ
πραγματικὴ χριστιανικὴ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, τῆς
θρησκείας καὶ τῆς ἱερωσύνης. Μὲ τὴ Σάρκωσή Του, μὲ τὴν
αὐτοπροσφορά Του στὸ Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ὁ
Χριστὸς ἀπεκάλυψε τὴν ἀληθινή ―τὴν ἱερατική― φύση τοῦ
ἀνθρώπου, καὶ δωρίζοντάς μας τὴ ζωή Του ―μὲ τὸ
Βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα― μᾶς ἐπανορθώνει στὴν ἱερωσύνη
μας, μᾶς ξαναδίνει τὴ δύναμη νὰ παραστήσουμε τὰ
σώματα ἡμῶν θυσίαν ζῶσαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ (Ρωμ.
12,1), νὰ κάνουμε ὁλόκληρη τὴ ζωή μας μιὰ «λογικὴ
λατρεία» (βλ. Ρωμ. 12,1), προσφορά, θυσία, κοινωνία.
Ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνον εἶναι δῶρο καὶ παρουσία αὐτῆς
τῆς καινούργιας ζωῆς στὸν κόσμο, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι
εἶναι προσφορά, θυσία καὶ κοινωνία, ἀλλὰ εἶναι ἐπίσης
ἀναπόδραστα στὴν καθολικότητά της καὶ ἱερατικὴ ὡς
Σῶμα Χριστοῦ, καὶ στὸ κάθε μέλος της ὡς μέλος τοῦ
Σώματός της. Εἶναι ἱερατικὴ σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό της,
γιατὶ ἡ ζωή της πρέπει νὰ προσφερθεῖ στὸ Θεό, καὶ εἶναι
ἱερατικὴ σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο, γιατὶ ἡ ἀποστολή της εἶναι
νὰ προσφέρει τὸν κόσμο στὸ Θεὸ καὶ ἔτσι νὰ τὸν θυσιάσει. Τὰ
σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ
πάντα. Τὸ ὅτι ἡ προσφορὰ αὐτὴ εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς θείας
Εὐχαριστίας, τοῦ μυστηρίου στὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία πάντοτε
γίνεται «αὐτὸ ποὺ εἶναι», ὀφείλεται στὸ ὅτι ἐκφράζει καὶ
ἐκπληρώνει ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν οὐσία
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ 147

τῆς κλήσης τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο.


Αὐτὴ ἡ κλήση μας εἶναι νὰ θυσιάσουμε καὶ νὰ
μεταμορφώσουμε τόσο τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τὴ ζωή μας,
ὅσο καὶ τὸν κόσμο ποὺ δόθηκε στὸν καθένα μας ὡς
βασίλειο. Τοὺς ἑαυτούς μας, προσφέροντας συνεχῶς τὴ ζωή
μας, τὴν ἐργασία μας, τὶς χαρές μας καὶ τὶς λύπες μας στὸ
Θεό, κρατώντας ἀνοικτὴ τὴ ζωή μας στὸ θέλημα καὶ στὴ
χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε γίνει ἐν
Χριστῷ, ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· μεταμορφώνοντας τὴ
ζωή μας σ᾿ αὐτὸ ποὺ τὴν ἔκανε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, σὲ
«λειτουργία», σὲ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ κοινωνία μαζί Του.
Μεταμορφώνουμε τὸν κόσμο, μὲ τὸ νὰ γινόμαστε ἀληθινὰ
«ἄνθρωποι γιὰ τοὺς ἄλλους», ὄχι μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς
συνεχοῦς ἀνάμιξής μας στὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς
ὑποθέσεις, πράγμα στὸ ὁποῖο τόσο συχνὰ σήμερα
περιορίζουμε τὸ Χριστιανισμό, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ εἴμαστε πάν-
τοτε, παντοῦ καὶ σὲ ὅλα τὰ πράγματα μάρτυρες τῆς
ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ ζωή, καὶ
φορεῖς αὐτῆς τῆς θυσιαζόμενης ἀγάπης, ποὺ εἶναι ἡ ἔσχατη
οὐσία καὶ περιεχόμενο τῆς ἱερωσύνης τοῦ ἀνθρώπου.
Τελικά, μόνον ὑπὸ τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ «βασιλείου
ἱερατεύματος», ποὺ σ᾿ αὐτὸ ἀποκατασταθήκαμε καὶ τὸ
δεχθήκαμε μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μποροῦμε
νὰ κατανοήσουμε τὴν πραγματική, χριστιανικὴ καὶ
καινούργια σημασία τῆς «θεσμοποιημένης» ἱερωσύνης
ἐκείνων ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἐξαρχῆς «ἀφόρισε» καί, μὲ μιὰ
ἀδιάσπαστη ἑνότητα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, τοὺς χειροτονεῖ
γιὰ νὰ διακονοῦν ὡς ἱερεῖς, ποιμένες καὶ διδάσκαλοί της. Ἡ
Ἐκκλησία χρειάζεται ἱερεῖς ἀκριβῶς γιὰ χάρη τῶν μελῶν
της καὶ ὁλόκληρης τῆς ζωῆς της, γιὰ νὰ εἶναι ἱερατική, γιὰ
νὰ ἐκπληρώνεται ὡς «βασίλειον ἱεράτευμα». Ἂν ἡ ἴδια ἡ
148 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ κάθε ἀνθρώπινη κλήση


ἀποκαταστάθηκε στὴ βασιλικὴ ἱερωσύνη «ἐν τῷ Χριστῷ»,
καὶ γι᾿ αὐτὸ κάθε ἀνθρώπινη ζωὴ μπορεῖ καὶ εἶναι ἀληθινὰ
«ἱερατική», εἶναι ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει καμιὰ
ἄλλη κλήση, καμιὰ ἄλλη ζωὴ ἀπὸ τὸ νὰ ἀναγγέλλει στοὺς
ἀνθρώπους τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας, νὰ τοὺς
ἀποκαλύπτει τὴ θεϊκὴ ἀλήθεια, νὰ τοὺς παρέχει, μὲ τὴ θυσία
Του, ἄφεση ἁμαρτιῶν, σωτηρία, καὶ τὴ δωρεὰ τῆς
καινούργιας ζωῆς. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ ἱερωσύνη Του εἶναι
ἀληθινὰ μοναδικὴ καὶ προσωπική. Καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ
μοναδικὴ καὶ προσωπικὴ ἱερωσύνη καὶ θυσία, ὁ Χριστὸς
οἰκοδομεῖ τὴν Ἐκκλησία Του. Ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ νὰ εἶναι
καρπὸς καὶ δῶρο τῆς μοναδικῆς Του ἱερωσύνης καὶ θυσίας,
δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ κάτι γήινο ἢ ἀνθρώπινο, ἀπὸ τὰ μέτρα
τῆς ἀνταπόκρισής μας, ἀπὸ τὰ κατορθώματα καὶ τὴν
ἀνάπτυξή μας. Ὡς δῶρο εἶναι ἐξαρχῆς ἡ πληρότητα τῆς
χάρης καὶ τῆς ἀλήθειας· δὲν ὑπάρχει ἀλλαγὴ καὶ αὔξηση σ᾿
αὐτήν. Ὁ Χριστὸς παραμένει γιὰ πάντα ὁ μόνος της Ἱερέας,
Ποιμένας καὶ Διδάσκαλος. Καὶ ἐγκαθιστᾶ ἱερεῖς στὴν Ἐκ-
κλησία Του, γιὰ νὰ μπορεῖ αὐτὴ ἡ μοναδικὴ ἱερωσύνη, ποὺ
ἀνήκει ἀληθινὰ στὸ Χριστὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο εἶναι
ἀληθινὰ μοναδική, νὰ εἶναι πάντοτε παρούσα στὴν
Ἐκκλησία καὶ νὰ τὴν κάνει πάντοτε τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ
πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου (Ἐφεσ. 1,23). Ἡ ἱερωσύνη
τους δὲν εἶναι δική τους ἀλλὰ τοῦ Χριστοῦ, ἡ κλήση τους
εἶναι νὰ μὴν ἔχουν κλήση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσωπικὴ κλήση
τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐπιβεβαιώνουν τὴν παρουσία καὶ τὴ δύναμη
τῆς ἱερωσύνης Του στὴν Ἐκκλησία, τὴ συνέχειά της μέχρι
τὴν τελείωση ὅλων τῶν πραγμάτων «ἐν τῷ Θεῷ». Ὅπως ὁ
Πατὴρ στέλνει τὸν Υἱό Του νὰ σώσει τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ὁ
Υἱὸς διαλέγει καὶ στέλνει αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἐμπιστεύεται τὴ
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ 149

συνέχιση τῆς σωστικῆς Του διακονίας, τὴ δύναμη τῆς


μοναδικῆς Του ἱερωσύνης.
Ἡ μοναδικότητα αὐτῆς τῆς κλήσης βρίσκεται ἀκριβῶς
σ᾿ αὐτό: ὅτι δὲν εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες κλήσεις, ἀλλὰ
ὅτι εἶναι ἀληθινὰ κάτι τὸ ξεχωριστό — κάτι ποὺ δὲν
βρίσκεται πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὡς δύναμη, προνόμιο
καὶ δόξα, οὔτε σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτοὺς ὡς κάτι «ἱερὸ»
ἐναντίον «βεβήλου», ἀλλὰ ὡς κλήση ἡ ὁποία, κάνοντας
παρούσα τὴ μοναδικὴ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, κάνει ἀληθινὰ
ὅλες τὶς ἄλλες κλήσεις πλήρωμα τῆς βασιλικῆς ἱερωσύνης
τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἱερεῖς γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ
«πληροῦται» ὡς βασίλειον ἱεράτευμα. Καὶ ἐπειδὴ ἔχει ἱερεῖς
καὶ δι᾿ αὐτῶν τὴ μοναδικὴ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ καὶ
εἶναι ἀληθινὰ βασίλειον ἱεράτευμα. Εἶναι ἐπειδὴ ὁ ἱερέας, ὄχι
μὲ τὴ δική του θέληση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάδειξη καὶ τὴ δωρεὰ
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κάνει αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς καὶ
συνεχίζει νὰ κάνει μὲ τὴ βοήθειά του: νὰ κηρύττει τὸ
Εὐαγγέλιο, νὰ ἐκπληρώνει τὴν Ἐκκλησία στὰ Μυστήρια
καὶ νὰ «βόσκει τὰ ἀρνία», ἐπειδὴ στὸν ἱερέα ἡ Ἐκκλησία
παραμένει πάντοτε τὸ ἴδιο δῶρο, τοῦ ἴδιου Χριστοῦ, καὶ
μπορεῖ ἔτσι νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ τὸ σωτήριο
ἔργο ποὺ ἐκπλήρωσε στὸν κόσμο.
«Βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς…» Καὶ τώρα, τελικά, προφῆτες. Σ᾿
αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἀξίωμα, τὸ τρίτο δῶρο καὶ κλήση, ποὺ
ἀποκαλύφθηκε καὶ ἀποκαταστάθηκε ἐν Χριστῷ καὶ μᾶς
δόθηκε ἀπὸ Αὐτόν, πρέπει νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἔσχατη
διάσταση τῆς χριστιανικῆς «πνευματικότητας».

6. Ὁ Προφήτης
150 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Στὰ θεολογικὰ ἐγχειρίδια τὸ τρίτο ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ


ὀνομάζεται προφητικό. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ προφήτης, ἐπειδὴ
εἶναι τὸ πλήρωμα ὅλων τῶν προφητειῶν. Αὐτὸ ὅμως ποὺ
πρέπει νὰ καταλάβουμε ἀκόμη μιὰ φορά (ἐπειδὴ στὴν πράξη
τὸ ἀγνοοῦν τὰ ἐγχειρίδια θεολογίας), εἶναι ὅτι ἡ
«προφητεία», ἡ βασιλεία καὶ ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ
ἀποτελοῦν ὅλες μαζὶ τὸ πλήρωμα τῆς ἀνθρώπινης φύσης
Του, ὅτι δηλαδὴ εἶναι καὶ προφήτης ἐπειδὴ εἶναι πλήρης καὶ
τέλειος Ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος, δημιουργημένος ὡς
βασιλιὰς καὶ ἱερέας, ἔλαβε ταυτόχρονα καὶ τὴν «κλήση» νὰ
εἶναι προφήτης. Ἂν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη αὐτὸς ὁ τίτλος
φυλάγεται γιὰ μερικοὺς μόνον ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ἔχει
εἰδικὰ καλέσει ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἔχει προικίσει μὲ «ἔκτακτα»
δῶρα καὶ λειτουργήματα, εἶναι ἐπειδὴ μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ
ἄνθρωπος ἀπέρριψε καὶ ἔχασε τὸ «φυσικὸ» δῶρο τῆς
προφητείας, ἔπαψε νὰ εἶναι προφήτης. Ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ τῆς
δημιουργίας, στὸν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὁ Θεὸς μιλάει στὸν Ἀδὰμ
τὸ δειλινὸν (Γέν. 3,8) καὶ ὁ Ἀδὰμ ἀκούει τὴ φωνή Του· εἶναι
λοιπὸν φυσικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ
καὶ νὰ ἀπαντᾶ σ᾿ αὐτήν. Καὶ ἀκόμη περισσότερο, ἡ σωτηρία
ἀναγγέλλεται ὡς ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν
προφητική του κλήση: καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις,
λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν
σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες
ὑμῶν (Πράξ. 2,17· πρβλ. Ἰωὴλ 2,28).
Τί εἶναι ὅμως προφητεία; Ἀντὶ νὰ τὴν περιορίσουμε, ὅπως
συνήθως κάνουμε, σὲ μιὰ μυστηριώδη ἱκανότητα νὰ
προλέγουμε τὸ μέλλον, εἶναι καλύτερα νὰ δοῦμε τί μᾶς
ἀποκαλύπτει ἡ Γραφὴ γι᾿ αὐτήν. Εἶναι λοιπὸν ἡ δύναμη ποὺ
πάντοτε δίνεται στὸν ἄνθρωπο: νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀκούει τὴ φωνή Του καὶ νὰ εἶναι
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ 151

―στὴν κτήση, στὸν κόσμο― ἡ μαρτυρία καὶ ὁ φορέας τῆς


θείας Σοφίας. Προφήτης εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀκούει τὸ Θεὸ κι
ἔτσι μπορεῖ νὰ μεταφέρει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο,
αὐτὸς ποὺ «διαβάζει» ὅλα τὰ γεγονότα, ὅλες τὶς
«καταστάσεις» μὲ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, κι ἔτσι μπορεῖ νὰ
ἀναφέρει ὁτιδήποτε ἀνθρώπινο καὶ πρόσκαιρο σ᾿ αὐτὸ ποὺ
εἶναι θεϊκὸ καὶ αἰώνιο. Μὲ ἄλλα λόγια, προφήτης εἶναι
αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ κόσμος εἶναι διαφανὴς «ἐν Θεῷ». Καὶ
αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ κλήση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀληθινή του
φύση.
Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος ἀπέρριψε τὴ βασιλεία
καὶ τὴν ἱερωσύνη του, ἔτσι ἀκριβῶς ἀπέρριψε καὶ τὸ δῶρο
τῆς προφητείας. Μὲ τὴν περηφάνια του ―καὶ ἡ ἁμαρτία
εἶναι ὁ καρπὸς τῆς περηφάνιας τοῦ ὑμεῖς ἐστε Θεοί― ὁ ἄν-
θρωπος νομίζει ὅτι μπορεῖ ἀληθινὰ νὰ γνωρίζει τὸν κόσμο
καὶ νὰ τὸν κατέχει πραγματικὰ χωρὶς «προφητεία», δηλαδὴ
χωρὶς Θεό. Καὶ τελικὰ ἔχει φτάσει στὸ σημεῖο νὰ ὀνομάζει
«ἀντικειμενικὴ» αὐτὴ τὴ «μὴ-προφητικὴ» γνώση καὶ νὰ τὴν
βλέπει ὡς μοναδικὴ πηγὴ ὅλης τῆς ἀλήθειας.
Ἡ μιὰ γενιὰ μετὰ τὴν ἄλλη ἐγκαταλείπουν τὰ ὄνειρα καὶ
τὰ ὁράματα τῆς παιδικῆς ἡλικίας, γιὰ νὰ φοιτήσουν στοὺς
μεγαλοπρεπεῖς ναοὺς τῆς «ἀληθινῆς γνώσης»: στὰ σχολεῖα
καὶ στὰ πανεπιστήμια, ὅπου «δόκτορες» καὶ «προφεσόροι»
―βέβαιοι ὅτι κατέχουν τὴ μόνη εἴσοδο στὴν ἀλήθεια―
γρήγορα καταφέρνουν νὰ μεταμορφώνουν τοὺς ἀνθρώπους
σὲ τυφλοὺς λάτρεις τῆς «ἀντικειμενικότητας», ἐνῶ στὴν
πραγματικότητα τοὺς μεταμορφώνουν σὲ τυφλοὺς μαθητὲς
τυφλῶν δασκάλων. Δὲν νομίζουμε ὅτι ὑπάρχει καμιὰ
ἀνάγκη νὰ ἀποδείξουμε ὅτι, σ᾿ αὐτὸ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ
τραγικοῦ μας [20οῦ] αἰώνα, ἡ πραγματικὰ φανταστικὴ
συσσώρευση αὐτῆς τῆς «ἀντικειμενικῆς» γνώσης καὶ τῆς
152 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

τεχνικῆς ποὺ στηρίζεται πάνω της, ὄχι μόνο δὲν ἐμπόδισε


τὸν «πολιτισμὸ» ἀπὸ τοῦ νὰ γίνει μιὰ καθολικὴ κρίση —
κοινωνική, πολιτική, οἰκολογική, ἐνεργειακὴ κλπ.― ἀλλὰ
καὶ ὅτι ἡ ἴδια ἀποκαλύπτεται ὅλο καὶ περισσότερο ὡς ἡ
κύρια αἰτία αὐτῆς τῆς κρίσης. Οὔτε χρειάζεται νὰ
ἀποδειχθεῖ ὅτι, παρ᾿ ὅλο ποὺ ὅλη αὐτὴ ἡ γνώση καὶ ἡ
τεχνικὴ προορίζονται (γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ ἀγαπητὴ
ἔκφραση τῆς ἐποχῆς μας) νὰ ἐλευθερώσουν τὸν ἄνθρωπο,
αὐτὸς αἰσθάνεται περισσότερο σκλαβωμένος, περισσότερο
μόνος, χαμένος, ζαλισμένος καὶ ἄκεφος ἀπὸ ὁποιαδήποτε
ἄλλη περίοδο τῆς ἱστορίας του. Ὅτι ἕνα σκοτεινὸ σύννεφο
ἀπελπισίας, τὸ τρομακτικὸ αἴσθημα ἑνὸς ὁλοκληρωτικοῦ
κενοῦ, διαπερνᾶ τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ
διασκορπιστεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιπόλαιη εὐφορία τῆς
«καταναλωτικῆς κοινωνίας» μας. Ὅτι μιὰ χωρὶς νόημα
ἐπανάσταση προκαλεῖ μιὰ ἐξίσου χωρὶς νόημα ἀνάπτυξη ἐν
ὀνόματι ἀφηρημένων «ἀπελευθερώσεων», ποὺ τὸ
περιεχόμενό τους εἶναι τρόμος καὶ αἷμα, σὲξ καὶ δίψα, μίσος
καὶ φανατισμός.
Τὸ λυπηρὸ καὶ εἰρωνικὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι, ἔχοντας ὁ ἄν-
θρωπος ἀρνηθεῖ καὶ ἀπορρίψει τὸ δῶρο τῆς προφητείας ποὺ
τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ χάρη τῆς ἀληθινῆς γνώσης καὶ
τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ὑποδουλώθηκε σ᾿ ἕνα πλῆθος
ψεύτικων «προφητειῶν», ποὺ πρώτη ἀπὸ ὅλες εἶναι ἀκριβῶς
ἡ πίστη στὴν «ἀντικειμενικὴ γνώση» καὶ στὴν ἱκανότητά
της νὰ μεταμορφώσει καὶ νὰ σώσει τὸν κόσμο. Σπάνια στὸ
παρελθὸν ὁ κόσμος εἶχε τόσο πολὺ διαποτιστεῖ μὲ ἰδεολογίες
ποὺ ὑπόσχονταν τὴ λύση ὅλων τῶν προβλημάτων ὅσο
σήμερα· σπάνια πρὶν ὑπῆρξαν τόσες πολλὲς
«σωτηριολογίες» ποὺ ἐπεκαλοῦντο τὴ γνώση
―«ἐπιστημονικὰ» καὶ «ἀντικειμενικά»― γιὰ τὴ θεραπεία
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ 153

ὅλων τῶν κακῶν. Πράγματι, ἡ ἐποχή μας εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς


προφητικῆς ἀπάτης, τῆς ψευδοπροφητείας καὶ τοῦ
ψευδοπροφήτη στὴν «ἐπιστήμη» καὶ στὴ «θρησκεία». Ὅσο
πιὸ φανερὴ γίνεται ἡ ἀποτυχία τῆς ὀρθολογικῆς καὶ
ἐπιστημονικῆς ψευδοπροφητείας, τόσο πιὸ γρήγορα αὐξάνει
ἡ ἀναζήτηση μιᾶς ἄλογης, ψευδοθρησκευτικῆς
ψευδοπροφητείας, ποὺ τὸ ἀλάθητο σημάδι της εἶναι ἡ
ἐπανεμφάνιση ―στὴν τεχνολογικὴ καὶ ὀρθολογικὴ κοινωνία
μας― φαινομένων ὅπως ἡ ἀστρολογία, ἡ μαγεία, ὁ
ἐσωτερικισμὸς καὶ ὑπερφυσικὰ ἐνδιαφέροντα ὅλων τῶν
εἰδῶν, ποὺ ὅλα τους ἀποδείχνουν ὅτι αὐτὴ ἡ προφητεία
―καθόσον εἶναι «φυσικὴ» στὸν ἀνθρωπο― δὲν μπορεῖ νὰ
καταστραφεῖ μέσα του καὶ ὅτι, ὅταν καταστρέφεται ἡ
θετικὴ θεόσδοτη οὐσία της, τότε ἀναπόδραστα
ξαναεμφανίζεται ὡς πεσμένη, σκοτεινὴ καὶ δαιμονικὴ
μονομανία.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προφήτη,
ἀπὸ τὸ Χριστό, ὑπάρχει μέσα στὴ χριστιανικὴ ἰδέα τῆς
σωτηρίας. Τὸ δῶρο τῆς προφητείας ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι τὸ δῶρο μιᾶς παράξενης καὶ
θαυματουργικῆς δύναμης, μιᾶς «ὑπερφυσικῆς» γνώσης,
διαφορετικῆς καὶ ἀντίθετης ἀκόμη ἀπὸ τὴ φυσική. Δὲν εἶναι
μιὰ κάποια ἄλογη ἰδιότητα ποὺ ἐπιβάλλεται ἄνωθεν στὴν
ἀνθρώπινη λογική μας καὶ τὴν ἀντικαθιστᾶ μεταβάλλοντας
τὸ Χριστιανὸ σ᾿ ἕνα εἶδος «Νοστράδαμου», ἢ σ᾿ ἕνα
θρησκευτικὸ μάντη. Δὲν εἶναι ἡ ἐξύμνηση τῶν «ὁραμάτων»
καὶ τῶν «ὀνείρων» ὡς παραλογικῶν καὶ ἄλογων
ὑποκατάστατων τοῦ Λόγου, ὡς μυστικῶν «ἀποκαλύψεων»
καὶ «σημείων» ὅλων τῶν εἰδῶν. Πιθανὸν ὁ καλύτερος
τρόπος γιὰ νὰ ὁρίσουμε αὐτὸ τὸ δῶρο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι τὸ
περιεχόμενό του τὸ ἀποτελεῖ ἡ ἐγκράτεια, ποὺ ἡ χριστιανικὴ
154 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

ἀσκητικὴ γραμματεία τὴν θεωρεῖ ὡς τὸ πρῶτο καὶ


οὐσιαστικὸ θεμέλιο κάθε γνήσιας πνευματικότητας. Καὶ ἡ
ἐγκράτεια εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς «ψευδοπροφητείας», ποὺ
εἶναι πάντοτε καρπὸς μιᾶς ἐσωτερικῆς ἀταξίας τοῦ
ἀνθρώπου, ἡ διάσπαση τῶν διάφορων ἰδιοτήτων καὶ
χαρισμάτων του. Ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ ὁλότητα καὶ
ἀκεραιότητα, αὐτὴ ἡ ἁρμονία μεταξὺ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ
σώματος, τῆς λογικῆς καὶ τῆς καρδιᾶς, ποὺ μπορεῖ ἀπὸ
μόνη της νὰ διακρίνει καὶ συνεπῶς νὰ κατανοεῖ καὶ νὰ
κατακτᾶ ἔτσι τὴν πραγματικότητα στὸ σύνολό της, καθώς
ἐστι, καὶ μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴ μόνη ἀληθινὴ
«ἀντικειμενικότητα». Ἡ ἐγκράτεια κατανοεῖ ἐπειδὴ
διακρίνει στὸ καθετί, τόσο στὰ σχεδὸν ἀνεπαίσθητα
κινήματα τῆς ψυχῆς ὅσο καὶ στὰ «μεγάλα γεγονότα», τὸ
καλὸ καὶ τὸ κακό, ἐπειδὴ τὸ βλέμμα της «διαπερνᾶ» τὸ ἴδιο
τὸ κακὸ κι ὅταν ἀκόμη αὐτὸ εἶναι ντυμένο, ὅπως συνήθως
γίνεται, μὲ χιτώνα φωτός. Ἡ ἐγκράτεια εἶναι «κυριότης»
ἐπειδὴ εἶναι ἄνοιγμα ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεό, στὸ
θέλημά Του καὶ στὴν παρουσία Του, ἐπειδὴ εἶναι συνεχὴς
αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ κάνει ἔτσι τὸν ἄνθρωπο ἱκανὸ νὰ
δέχεται τὸ καθετὶ σὰν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ νὰ
ὁδηγεῖ σ᾿ Αὐτόν ― μὲ ἄλλα λόγια, δίνει σὲ καθετὶ νόημα καὶ
ἀξία.
Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ δῶρο τῆς προφητείας ποὺ παίρνουμε
μὲ τὸ ἅγιο Χρίσμα. Τὸ δῶρο τῆς διάκρισης καὶ κατανόησης,
τῆς ἀληθινῆς κυριαρχίας πάνω στὸν ἑαυτό μας καὶ στὴ ζωή
μας, ἐν Χριστῷ καὶ μαζὶ μὲ Αὐτόν. Διάκριση καὶ
κατανόηση δὲν σημαίνει νὰ γνωρίζεις τὸ καθετί. Συνεπῶς,
οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ
ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ (Πράξ. 1,7)· καὶ ἡ Ἐκκλησία πάν-
τοτε ὑπῆρξε ἐπιφυλακτικὴ ἀπέναντι σὲ ὅλα τὰ εἴδη
ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ 155

«μελλοντολογικῶν» προφητειῶν, ποὺ εἶναι τόσο δημοφιλεῖς


στοὺς «θρησκευτικοὺς» ἀνθρώπους. Οὔτε τὸ δῶρο τῆς
προφητείας μᾶς κάνει θαυματουργοὺς «εἰδικοὺς» σὲ ὅλα τὰ
πράγματα. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ
(Λουκ. 2,52) καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν διαβεβαιώνει ὅτι ἡ
ἀνθρώπινη λογικὴ εἶναι ἀπὸ τὶς ὑψηλότερες θεόσδοτες
ἰδιότητες, καὶ ἀφόρισε καὶ καταδίκασε κάθε ἐξύμνηση τοῦ
«ἀ-λόγου», κάθε περιφρόνηση τῆς γνώσης, τῆς ἐπιστήμης
καὶ τῆς σοφίας σὲ ὅλες τους τὶς ἐκφράσεις. Τὸ δῶρο τῆς
προφητείας δὲν εἶναι ἔξω καὶ πάνω ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ
ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἀνορθωμένη ἀπὸ τὸ Χριστό, ἀλλὰ
μᾶλλον εἶναι ἡ οὐσιαστική, ἡ κατακόρυφη διάσταση ὅλων
τῶν στοιχείων της, ὅλων τῶν ἀνθρώπινων χαρισμάτων καὶ
κλήσεων. Ἐν Χριστῷ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἡ οὐσιαστικὴ γνώση: ἡ
γνώση τῆς Ἀληθείας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν
κόσμο καὶ γιὰ τὸν τελικό του προορισμό. Καὶ αὐτὴ ἡ
Ἀλήθεια μᾶς κάνει ἀληθινὰ ἐλεύθερους, ἱκανοὺς νὰ
διακρίνουμε καὶ νὰ κατανοοῦμε, μᾶς προικίζει μὲ τὴ δύναμη
νὰ εἴμαστε σὲ ὅλες τὶς συνθῆκες καὶ σὲ ὅλες τὶς
καταστάσεις, σὲ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα καὶ σὲ ὅλες τὶς
κλήσεις, στὴ χρήση ὅλων τῶν ἀνθρώπινων χαρισμάτων μας,
παντοῦ καὶ πάντοτε, μαρτυρία Χριστοῦ, ποὺ εἶναι τὸ ἔσχατο
νόημα, περιεχόμενο καὶ τέλος ὅλων αὐτῶν ποὺ εἴμαστε,
ὅλων αὐτῶν ποὺ κάνουμε.
Ἔτσι τὸ χρίσμα μὲ τὸ ἅγιο Μύρο εἶναι ἡ ἁρπαγή μας
στὴ Βασιλεία, ἡ χειροτονία μας σὲ βασίλειον ἱεράτευμα, ἡ
ἀπόθεση πάνω μας τῶν προφητικῶν χαρισμάτων. Τὰ
παίρνουμε ὅλα αὐτὰ ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ δῶρο
ποὺ μᾶς πρόσφερε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ
Βασιλιάς, ὁ Ἱερέας καὶ ὁ Προφήτης. Τώρα ὅμως θὰ πρέπει
νὰ περάσουμε στὴ δεύτερη ὄψη τοῦ μυστηρίου: τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα ὡς τὸ δῶρο ποὺ μᾶς πρόσφερε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂν
ὁ Χριστὸς εἶναι Αὐτὸς ποὺ μᾶς προσφέρει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα,
ποὺ μὲ τὴν κάθοδό Του πάνω μας μᾶς κάνει μετόχους τῆς
ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μέλη τοῦ Σώματός Του, συνεργάτες τοῦ
σωτήριου ἔργου Του, εἶναι γιατὶ ὁ Χριστὸς μᾶς προσφέρει τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Πατέρα Του, ὡς ἔσχατο δῶρο καὶ
βαθιὰ πραγματικότητα τῆς Βασιλείας Του.

7. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα

Ἡ θεολογία ὁρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς


Ἁγίας Τριάδος· στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως τὸ ὁμολογοῦμε
ὡς «ἐκπορευόμενον» ἐκ τοῦ Πατρός· ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο
μαθαίνουμε ὅτι στέλνεται ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὡς Παράκλητος,
γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τὴν Ἀλήθειαν (Ἰωάν. 16,13)
καὶ νὰ μᾶς ἑνώσει μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὸν Πατέρα. Ἀρχίζουμε
τὴν κάθε ἀκολουθία μὲ προσευχὴ πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα,
ἀποκαλώντας το «Βασιλέα οὐράνιον, Παράκλητον, τὸ
Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸν πανταχοῦ παρόντα καὶ τὰ πάντα
πληροῦντα, τὸν θησαυρὸν τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγόν».
Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ ἐξηγεῖ ὅτι σκοπὸς τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ «ἀναζήτηση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει τὴ Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ ὡς δικαιοσύνην καὶ εἰρήνην καὶ χαρὰν ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ (βλ. Ρωμ. 14,17). Ὀνομάζουμε τοὺς
Ἁγίους φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θέλουμε ἡ ζωή μας
νὰ εἶναι πνευματική.
Πράγματι, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα βρίσκεται στὴν καρδιὰ τῆς
θείας Ἀποκάλυψης καὶ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Εἶναι ὅμως
πάρα πολὺ δύσκολο νὰ βροῦμε τὶς κατάλληλες λέξεις γιὰ νὰ
μιλήσουμε γι᾿ Αὐτό. Εἶναι μάλιστα τόσο δύσκολο, ὥστε γιὰ
πολλοὺς Χριστιανοὺς ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γι᾿ Αὐ-
τὸ ὡς πρόσωπο ἔχει χάσει ὅλη τὴ συγκεκριμένη, ὑπαρξιακὴ
σημασία της καὶ βλέπουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς μιὰ θεϊκὴ
δύναμη, ὄχι ὡς Αὐτό, ἀλλὰ μᾶλλον ὡς ἕνα θεῖο κάτι. Ἀκόμη
καὶ ἡ θεολογία, ἐνῶ φυσικὰ διατηρεῖ τὸ κλασικὸ δόγμα τῶν
τριῶν θείων Προσώπων ὅταν μιλᾶ γιὰ τὸ Θεό, προτιμᾶ
ὅμως, ὅταν ἀσχολεῖται μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ χριστιανικὴ
ζωή, νὰ μιλᾶ γιὰ μιὰ ἀόριστη χάρη καὶ ὄχι γιὰ μιὰ
προσωπικὴ γνώση καὶ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀλλὰ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Χρίσματος λαμβάνουμε τὸ ἴδιο
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὄχι ἁπλῶς μιὰ κάποια «χάρη». Αὐτὴ
ἦταν ἀνέκαθεν ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα καὶ ὄχι μιὰ κάποια θεία δύναμη, εἶναι αὐτὸ ποὺ
κατῆλθε στοὺς Ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς. Αὐτὸ καὶ ὄχι μιὰ κάποια «χάρη»
ἐπικαλούμαστε στὴν προσευχή μας καὶ τὸ ἀναζητοῦμε στὶς
πνευματικές μας προσπάθειες. Κι ἔτσι σαφέστατα, τὸ
ἔσχατο σημεῖο τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στὴ γνώση τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, στὴν ἀπόκτησή Του, στὴν κοινωνία μαζί
Του. Καὶ ἡ ἐκπλήρωση τοῦ Βαπτίσματος στὸ ἅγιο χρίσμα,
εἶναι ἡ προσωπικὴ ἔλευση καὶ ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο, τὸ γεγονὸς ὅτι «σκηνώνει ἐν
ἡμῖν». Ἀλλὰ τότε τὸ πραγματικὸ ἐρώτημα εἶναι: τί σημαίνει
γνώση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τί σημαίνει νὰ Τὸ κατέχουμε
καὶ νὰ εἴμαστε «ἐν Αὐτῷ»;
Ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτὸ τὸ
ἐρώτημα εἶναι νὰ συγκρίνουμε τὴ γνώση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος μὲ τὴ γνώση τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι αὐταπόδεικτο
ὅτι γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸ Χριστό, γιὰ νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε,
γιὰ νὰ Τὸν δεχτοῦμε ὡς ἔσχατο νόημα, περιεχόμενο καὶ
158 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

χαρὰ τῆς ζωῆς μας, πρέπει πρῶτα νὰ γνωρίσουμε κάτι γιὰ


Αὐτόν. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει στὸ Χριστὸ χωρὶς νὰ
ἔχει ἀκούσει γιὰ Αὐτὸν καὶ τὴ διδασκαλία Του· καὶ αὐτὴ τὴ
γνώση γιὰ τὸ Χριστὸ μᾶς τὴν προσφέρουν τὸ ἀποστολικὸ
κήρυγμα, τὰ Εὐαγγέλια καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ δὲν εἶναι
ὑπερβολὴ ἂν ποῦμε ὅτι μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα αὐτὴ ἡ σειρά
―γνώση γιὰ…, ἔπειτα γνώση τοῦ…, καὶ τελικὰ κοινωνία
μέ…— ἀναστρέφεται. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ μπορεῖ ἁπλῶς
νὰ εἶναι γνώση γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀκόμη καὶ ἡ μαρτυρία
αὐτῶν ποὺ Τὸ γνώρισαν ἀληθινὰ καὶ βρίσκονταν σὲ
κοινωνία μαζί Του, δὲν σημαίνει τίποτε γιὰ μᾶς ἂν δὲν
ἔχουμε τὴν ἴδια ἐμπειρία. Πράγματι, τί μπορεῖ νὰ σημαίνουν
τὰ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ἡ εὐχὴ τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ.
Βασιλείου μιλᾶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: Τὸ τῆς υἱοθεσίας
χάρισμα, ὁ ἀρραβὼν τῆς μελλούσης κληρονομίας, ἡ
ἀπαρχὴ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἡ ζωοποιὸς δύναμις, ἡ πηγὴ
τοῦ ἁγιασμοῦ…; Ὅταν ἕνας φίλος τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ
Σαρὼφ τὸν ρώτησε νὰ τοῦ «ἐξηγήσει» τί εἶναι τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, τότε ὁ ἅγιος δὲν ἔδωσε καμιὰ ἐξήγηση, ἀλλὰ τοῦ
ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ συμμεριστεῖ μιὰ ἐμπειρία ποὺ ὁ
ἴδιος ὁ φίλος του τὴν περιέγραψε ὡς «ἀσυνήθιστη
γλυκύτητα», «ἀσυνήθιστη χαρὰ σὲ ὅλη μου τὴν καρδιά»,
«ἀσυνήθιστη ζεστασιὰ» καὶ «ἀσυνήθιστη εὐωδία», καὶ τὰ
ὁποῖα εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπειδή, κατὰ
τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Σεραφείμ, «ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
κατεβαίνει στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν σκιάζει μὲ τὴν πληρότητα
τῆς ἔγχυσής Του, τότε ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ξεχειλίζει ἀπὸ
ἀνείπωτη χαρὰ γιατὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μετατρέπει σὲ
χαρὰ ὁτιδήποτε κι ἂν ἀγγίξει».
Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν ὅτι γνωρίζουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
μόνον ἀπὸ τὴν παρουσία Του μέσα μας. Καὶ ἡ παρουσία
Η ΠΟΜΠΗ 159

αὐτή, κατὰ κύριο λόγο, φανερώνεται ὡς ἄρρητη χαρά,


εἰρήνη καὶ πληρότητα. Ἀκόμη καὶ στὴ συνηθισμένη
ἀνθρώπινη γλώσσα, αὐτὲς οἱ λέξεις ―χαρά, εἰρήνη,
πληρότητα― ἀναφέρονται σὲ κάτι ποὺ ἀκριβῶς εἶναι
ἄρρητο, ποὺ ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση εἶναι πέρα ἀπὸ λέξεις,
ὁρισμοὺς καὶ περιγραφές. Ἀναφέρονται στὶς στιγμὲς ἐκεῖνες
τοῦ βίου ποὺ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι πλήρης ζωῆς, ποὺ δὲν
ὑπάρχει ἔλλειψη ἀπὸ τίποτε καὶ ἔτσι δὲν ὑπάρχει ἐπιθυμία
γιὰ τίποτε, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἀνησυχία, φόβος καὶ
ματαιότητα. Ὁ ἄνθρωπος πάντοτε μιλάει γιὰ εὐτυχία καὶ ἡ
ζωὴ πράγματι εἶναι μιὰ ἐπιδίωξη εὐτυχίας, ἕνας πόθος γιὰ
τὴν αὐτοπλήρωση τῆς ζωῆς. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ
παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας εἶναι τὸ πλήρωμα
τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ εὐτυχία δὲν
προέρχεται ἀπὸ καμιὰ ἐξωτερικὴ «αἰτία», ὅπως γίνεται μὲ
τὴ φτωχὴ καὶ εὔθραστη κοσμική μας εὐτυχία, ἡ ὁποία
ἐξαφανίζεται μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῆς αἰτίας ποὺ τὴν προκαλεῖ,
οὔτε προέρχεται ἀπὸ ὁτιδήποτε ἀνήκει σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο,
καὶ προκαλεῖ χαρὰ γιὰ τὸ καθετί, θὰ πρέπει αὐτὴ ἡ εὐτυχία
νὰ εἶναι καρπὸς τῆς ἐλεύσεως, τῆς παρουσίας, τῆς
ἐγκαθίδρυσης μέσα μας κάποιου ποὺ ὁ ἴδιος εἶναι Ζωή,
Χαρά, Εἰρήνη, Ὀμορφιά, Πληρότητα, Μακαριότητα.
Αὐτὸς ὁ Κάποιος εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Δὲν ὑπάρχει
εἰκόνα, οὔτε παράστασή Του, γιατὶ δὲν ἔγινε σάρκα οὔτε ἄν-
θρωπος. Ὅταν ὅμως ἔρχεται καὶ κατοικεῖ μέσα μας, καθετὶ
γίνεται εἰκόνα Του καὶ ἀποκάλυψή Του, κοινωνία μαζί Του
καὶ γνώση Του. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μεταβάλλει τὴ ζωὴ σὲ
Ζωή, τὴ χαρὰ σὲ Χαρά, τὴν ἀγάπη σὲ Ἀγάπη, τὴν ὀμορφιὰ
σὲ Ὀμορφιά· καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἡ Ζωὴ τῆς ζωῆς, ἡ Χαρὰ τῆς
χαρᾶς, ἡ Ἀγάπη τῆς ἀγάπης καὶ ἡ Ὀμορφιὰ τῆς ὀμορφιᾶς.
Αὐτὸ ποὺ βρίσκεται «ἐπέκεινα πάντων» μεταβάλλει
160 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

ὁλόκληρη τὴν κτίση σὲ σύμβολο, μυστήριο καὶ ἐμπειρία τῆς


παρουσίας Του, σὲ ἀναμέτρηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ καὶ
κοινωνία μαζί Του. Δὲν εἶναι ὁ «ἐκτός», γιατὶ εἶναι ὁ
Ἁγιαστὴς ὅλων τῶν πραγμάτων. Σ᾿ αὐτὸν ὅμως τὸν
«Ἁγιασμὸ» ἀποκαλύπτεται ὅτι βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὸν
κόσμο, πέρα ἀπὸ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει. Μέσῳ τοῦ ἐξαγιασμοῦ
Τὸ γνωρίζουμε ἀληθινὰ ὡς πρόσωπο καὶ ὄχι ὡς κάποιο
ἀπρόσωπο θεῖο Τι, ἂν καὶ καμιὰ ἀνθρώπινη λέξη δὲν μπορεῖ
νὰ ὁρίσει καὶ ἔτσι νὰ «ἀπομονώσει» ὡς ἀντικείμενο Αὐτὸ
ποὺ ἀποκαλύπτεται ἀκριβῶς ὡς πρόσωπο, ἀποκαλύπτει τὸ
καθετὶ ὡς μοναδικὸ καὶ προσωπικό, ὡς «ὑποκείμενο» καὶ
ὄχι ὡς «ἀντικείμενο», μεταβάλλει τὸ καθετὶ σὲ μιὰ
προσωπικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὸ ἄρρητο θεῖο Σύ.
Ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε ὡς πλήρωμα τοῦ σωτήριου ἔργου
Του τὴν κάθοδο, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ
Χριστὸς ἦρθε γιὰ νὰ μᾶς ἐπανορθώσει στὴ ζωὴ ποὺ χάσαμε
μὲ τὴν ἁμαρτία, νὰ μᾶς ξαναδώσει ζωήν […] καὶ ἵνα
περισσὸν ἔχωμεν (Ἰωάν. 10,10). Καὶ τὸ «περιεχόμενο»
αὐτῆς τῆς ζωῆς, συνεπῶς καὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἶναι
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν ἔρχεται «τὴν τελευταίαν καὶ
μεγάλην ἡμέραν» τῆς Πεντηκοστῆς, αὐτὰ ποὺ ἀληθινὰ
ἐγκαινιάζει, φανερώνει καὶ μᾶς μεταδίνει, εἶναι ἡ ἀφθονία
τῆς ζωῆς καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ὁ
Χριστὸς προαιωνίως ἔχει ὡς ζωή Του, μᾶς μεταδίνεται ὡς
ζωή μας. Παραμένουμε σ᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο» καὶ
συνεχίζουμε νὰ μοιραζόμαστε τὴ θνητὴ ὕπαρξή του· ἐπειδὴ
ὅμως λάβαμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἀληθινή μας ζωὴ
κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ (Κολ. 3,3), καὶ
εἴμαστε ἤδη ἀπὸ τώρα μέτοχοι τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ ποὺ γι᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο εἶναι ἀκόμη «ἐλευσόμενη».
Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί, ὅταν ἔρχεται τὸ Ἅγιο
Η ΠΟΜΠΗ 161

Πνεῦμα, μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ Χριστό, μᾶς μεταβάλλει σὲ Σῶ-


μα Χριστοῦ, σὲ συμμετόχους τῆς Βασιλείας, τῆς
Ἱερωσύνης καὶ τῆς Προφητείας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, ἐπειδὴ εἶναι Ζωὴ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὄντως καὶ ἡ ζωὴ
τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ ἕνα μοναδικὸ τρόπο εἶναι τὸ Πνεῦμα
Του. Ὁ Χριστός, δίνοντάς μας τὴ ζωή Του, μᾶς μεταδίνει τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, κατερχόμενο καὶ
σκηνώνοντας μέσα μας, μᾶς δίνει Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ Ζωή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ σημασία
τῆς προσωπικῆς μας Πεντηκοστῆς στὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου
Χρίσματος. Μᾶς σφραγίζει, δηλαδὴ μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ
μᾶς ἐπιβεβαιώνει ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σῶμα
Χριστοῦ, ὡς πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς μετόχους
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ μὲ αὐτὴ τὴ σφραγίδα μᾶς
μεταβάλλει ἀληθινὰ σὲ ἑαυτούς μας, «χειροτονεῖ» τὸν
καθένα μας σ᾿ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς προαιώνια θέλει νὰ εἴμαστε,
ἀποκαλύπτοντας τὴν ἀληθινὴ προσωπικότητά μας καί,
συνεπῶς, τὸ μοναδικό μας πλήρωμα.
Τὸ δῶρο δίνεται πλήρως, ἄφθονα καὶ «καθ᾿ ὑπερβολήν»·
οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα (Ἰωάν. 3,34)
καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ
χάριν ἀντὶ χάριτος (Ἰωάν. 1,16). Τώρα θὰ πρέπει νὰ Τὸ
δεχτοῦμε ἀληθινά, νὰ Τὸ κάνουμε δικό μας. Αὐτὸς εἶναι καὶ
ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Λέμε «χριστιανικὴ ζωὴ» καὶ ὄχι «πνευματικότητα»,
γιατὶ αὐτὸς ὁ ὅρος στὸν καιρό μας ἔχει γίνει πολὺ ἀμφίβολος
καὶ προκαλεῖ σύγχυση. Γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους σημαίνει
κάποια μυστηριώδη καὶ αὐτοτελὴ δραστηριότητα, ἕνα
μυστικὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκρυπτογραφηθεῖ μόνο μὲ τὴ
σπουδὴ κάποιων τρόπων «πνευματικῆς τεχνικῆς». Στὸν
κόσμο μας σήμερα κυριαρχεῖ ἕνα ἀκαταπόνητο ψάξιμο γιὰ
162 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

«πνευματικότητα» καὶ «μυστικισμό». Καθετὶ ὅμως σ᾿ αὐτὸ


τὸ ψάξιμο ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι ὑγιές, νὰ εἶναι
καρπὸς ἐκείνης τῆς πνευματικῆς ἐγκράτειας, ποὺ ἦταν
ἀνέκαθεν ἡ πηγὴ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς
πνευματικῆς παράδοσης. Τόσοι πολλοὶ αὐτοχειροτόνητοι
«γέροντες» καὶ «πνευματικοὶ διδάσκαλοι»,
ἐκμεταλλευόμενοι αὐτὸ ποὺ πιθανὸν νὰ εἶναι μιὰ γνήσια
πνευματικὴ δίψα καὶ πείνα, στὴν πραγματικότητα ὁδηγοῦν
τοὺς ἀκολούθους τους σὲ ἐπικίνδυνο καὶ πνευματικὰ
θανάσιμο τέλος.
Εἶναι σημαντικὸ λοιπὸν νὰ τονίσουμε ἀκόμη μιὰ φορὰ
στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου ὅτι, κατ᾿ οὐσίαν, ἡ
χριστιανικὴ πνευματικότητα ἀφορᾶ καὶ ἀγκαλιάζει
ὁλόκληρη τὴ ζωή. Ἡ νέα ζωή, ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν
ὁρίζει ὡς «ζωὴν ἐν Πνεύματι» καὶ «στοίχησιν ἐν Πνεύματι»
(βλ. Γαλ. 5,25), δὲν εἶναι μιὰ ἄλλη ζωή, οὔτε ἕνα
ὑποκατάστατο· εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ
τὸ Θεό, ἀλλὰ ἀνακαινισμένη, ἀλλαγμένη καὶ
μεταμορφωμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κάθε Χριστιανός,
ὁποιαδήποτε κι ἂν εἶναι ἡ κλήση του, εἴτε εἶναι μοναχὸς σ᾿
ἕνα ἐρημητήριο, εἴτε ἄνθρωπος ἀναμιγμένος μὲ τὴ
δραστηριότητα τοῦ κόσμου, δὲν καλεῖται νὰ «σχίσει» τὴ ζωή
του σὲ «πνευματικὴ» καὶ «ὑλική», ἀλλὰ νὰ τὴν ἐπανορθώσει
ὡς ὁλότητα, νὰ τὴν ἁγιάσει μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ἂν ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ εἶναι
εὐτυχισμένος σ᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο», ἂν ἡ ἐπίγεια ζωή του
τελικὰ γίνεται ἕνα λαμπρὸ ρεῦμα χαρᾶς, ἂν ἀληθινὰ
«εὐχαριστιέται» κάθε δέντρο καὶ κάθε ζῶο, ἂν χαίρεται τὸν
καθένα ποὺ τὸν πλησιάζει ἀποκαλώντας τον «χαρά μου»,
εἶναι ἐπειδὴ σὲ ὅλα αὐτὰ βλέπει καὶ ἀπολαμβάνει Αὐτὸν ποὺ
βρίσκεται ἄπειρα πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ ποὺ προκαλεῖ σὲ
Η ΠΟΜΠΗ 163

ὅλα αὐτὰ τὴν ἐμπειρία, τὴ χαρὰ καὶ τὴν πληρότητα τῆς


παρουσίας Του.
Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη,
μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγ-
κράτεια (Γαλ. 5,22). Αὐτὰ εἶναι τὰ συστατικὰ τῆς
ἀληθινῆς «πνευματικότητας», οἱ σκοποὶ κάθε ἀληθινῆς
πνευματικῆς προσπάθειας, ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἁγιότητα, ποὺ
εἶναι ὁ ἔσχατος σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Καὶ ὁ πιὸ
κατάλληλος χαρακτηρισμὸς τοῦ «Πνεύματος» εἶναι ἡ λέξη
«Ἅγιο», ἐπειδὴ ἡ Γραφὴ μιλάει ἐπίσης καὶ γιὰ «πονηρὰ
πνεύματα». Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ θείου
Πνεύματος, εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ ὁρίσουμε μὲ ἀνθρώπινους
ὅρους. Δὲν εἶναι συνώνυμο οὔτε μὲ τὴν τελειότητα, οὔτε μὲ
τὸ ἀγαθό, οὔτε μὲ τὴ δικαιοσύνη, οὔτε μὲ τὴν πίστη, ἂν καὶ
τὰ περιέχει καὶ τὰ ὑποδηλώνει ὅλα αὐτά. Εἶναι τὸ τέλος
ὅλων τῶν ἀνθρώπινων λόγων, γιατὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ
πραγματικότητα ποὺ πληρώνει καθετὶ ποὺ ὑπάρχει.
Μόνον εἷς Ἅγιος ὑπάρχει. Ὅμως τὴ δική Του ἁγιότητα
λάβαμε ὡς τὸ ἀληθινὰ καινούργιο περιεχόμενο τῆς ζωῆς
μας στὸ «χρίσμα» μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ αὐξανόμενοι
μέσα στὴν ἁγιότητά Του, μποροῦμε νὰ μεταβάλουμε καὶ νὰ
μεταμορφώσουμε ἀληθινὰ τὴ ζωὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός,
κάνοντάς την ὁλοκληρωμένη καὶ ἁγία.
164 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ
ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ 165

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

1. Ἡ πομπή

Τὸν παλαιὸ καιρὸ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα δὲν τὰ


τελοῦσαν στὸ ναὸ ἢ στὸ πρόπυλο, ἀλλὰ σὲ ἕνα ξεχωριστὸ
κτίσμα ποὺ ὀνομαζόταν βαπτιστήριο54. Ἔτσι, ἀμέσως μετὰ
τὸ Χρίσμα, οἱ νεόφυτοι, φορώντας λευκοὺς χιτῶνες καὶ μὲ
λαμπάδες στὰ χέρια τους, ὁδηγοῦνταν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο
καὶ τὸν Κλῆρο, ποὺ τὸν βοηθοῦσε στὴν τέλεση τοῦ
μυστηρίου, στὸ ναό, ὅπου ἡ συγκεντρωμένη κοινότητα
περίμενε τὸν ἐρχομό τους πρὶν ἀρχίσει ἡ τέλεση τῆς
πασχάλιας Εὐχαριστίας.
Τὰ παλαιὰ ὑπομνήματα παρουσιάζουν καὶ ἐξηγοῦν αὐτὴ
τὴν πομπὴ πάντοτε ὡς ἕνα οὐσιαστικὸ καὶ ἀναπόσπαστο
μέρος τῆς λειτουργίας τῆς μύησης, ὡς τὴν τελικὴ
«φανέρωση» τῆς σημασίας της55. Ἡ πομπὴ αὐτὴ παραμένει
ἀκόμη καὶ σήμερα, παρ᾿ ὅλες τὶς μεταμορφώσεις καὶ
μεταβολές, παρ᾿ ὅλο ἐπίσης τὸ λειτουργικὸ χωρισμὸ μεταξὺ
τῆς τέλεσης τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ
Πάσχα. Εἶναι σπουδαῖο λοιπὸν ποὺ ξαναβρίσκουμε τὸ νόημά
της κι ἔτσι ἀποκαθιστοῦμε τὸ Βάπτισμα στὸ σύνολό του.
Στὴ σημερινὴ λειτουργικὴ πράξη βρίσκουμε μιὰ πομπὴ
στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος καὶ βρίσκουμε
μιὰν ἄλλη πομπὴ στὴν ἀρχὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.
Πράγματι, πρὸς τὸ τέλος τῆς τέλεσης τοῦ Βαπτίσματος,
ἀμέσως μετὰ τὸ χρίσμα μὲ τὸ ἅγιο Μύρο, ὁ λειτουργὸς
ὁδηγεῖ τὸ νεοφώτιστο καὶ τοὺς ἀναδόχους του σὲ κυκλικὴ
166 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

πομπὴ γύρω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, ἐνῶ τὸ ἐκκλησίασμα


ψέλνει τὸ στίχο ἀπὸ τὴν Πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ
ἀποστόλου Παύλου: ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε,
Χριστὸν ἐνεδύσασθε, Ἀλληλούια (βλ. Γαλ. 3,27). Ὅσον
ἀφορᾶ τὴ λειτουργία τοῦ Πάσχα, ὁ καθένας γνωρίζει ὅτι
ἀρχίζει μὲ μιὰ πομπή: τὰ μεσάνυχτα πορευόμαστε γύρω ἀπὸ
τὸ ναὸ καὶ ἐμπρὸς στὴν κλειστὴ πύλη του ἀκοῦμε τὸ πρῶτο
ἄγγελμα γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἡ πλειονότητα τῶν πιστῶν δὲν γνωρίζει,
εἶναι ὅτι ἀρχικὰ αὐτὲς οἱ δυὸ πομπὲς δὲν ἦταν παρὰ μιὰ καὶ
ἡ ἴδια πομπή, ὅτι ἡ εἴσοδος τῶν νεοφωτίστων στὸ ναό, ποὺ
κατὰ τὴν ἀρχαία λειτουργικὴ παράδοση ἄνοιγε τὸν
ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ἦταν ἡ ἀληθινή τους ἀρχὴ ὄχι μόνο
«χρονολογικὰ» ἀλλὰ κυρίως πνευματικά. Μὲ ἄλλα λόγια,
τὸ κλειδὶ γιὰ τὴ σημασία τῆς μεταβαπτιστικῆς πομπῆς
πρέπει νὰ τὸ βροῦμε στὴ σύνδεσή της μὲ τὸ Πάσχα, στὸν
«προσανατολισμό» της πρὸς τὴν πασχάλια Εὐχαριστία,
ὅπως ἀκριβῶς τὸ κλειδὶ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα πρέπει
νὰ βρεθεῖ στὶς «ρίζες» του, στὸ Βάπτισμα. Ἀλλὰ ὅπως τόσο
συχνὰ συνέβη στὴν ἱστορία τῆς λατρείας, μόλις χανόταν τὸ
πρωταρχικὸ κλειδί, τότε ἐμφανίζονταν καινούργιες καί,
συνήθως, τεχνητὲς ἑρμηνεῖες αὐτῶν τῶν τυπικῶν.
Παραδείγματος χάρη, τὴν κυκλικὴ πομπὴ γύρω ἀπὸ τὴν
κολυμβήθρα τὴν ἐξηγοῦν σὰν τὸ σύμβολο τῆς πνευματικῆς
εὐφροσύνης, ἢ τῆς αἰωνιότητας, ἢ μιᾶς αἰώνιας τιμῆς πρὸς
τὴν Ἁγία Τριάδα κλπ. Καὶ ἡ πασχάλια πομπὴ γίνεται ἡ
συμβολικὴ ἀναπαράσταση τῶν μυροφόρων γυναικῶν στὸ
δρόμο τους πρὸς τὸν Τάφο. Ἡ σύγχυση μὲ αὐτὲς τὶς
ἐξηγήσεις, μὲ αὐτὸ τὸν «εἰκονιστικὸ» συμβολισμό, βρίσκεται
ὄχι μόνο στὸ ὅτι εἶναι ἀκατάλληλες κι ἀπὸ τὴν
«εἰκονιστική» τους ἄποψη (σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο οἱ
ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ 167

γυναῖκες δὲν πῆγαν στὸν Τάφο τὰ μεσάνυχτα, ἀλλὰ λίαν


πρωῒ […] ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου, καὶ βρῆκαν τὸν Τάφο
ἀνοιχτὸ κι ὄχι κλειστὸ κλπ.), ἀλλὰ κι ὅτι ἀμαυρώνουν καὶ
ἀκρωτηριάζουν τὸ ἴδιο τὸ νόημα τῆς λειτουργίας, τὴ
σημασία λατρευτικῶν πράξεων. Οἱ λατρευτικὲς πράξεις καὶ
οἱ τυπικὲς διατάξεις ἀντὶ νὰ εἶναι γεγονότα μὲ τὴν ἀληθινὴ
σημασία αὐτοῦ τοῦ ὅρου, δηλαδὴ κάτι ποὺ συμβαίνει
ἀληθινὰ σ᾽ ἐμᾶς καὶ στὴ ζωή μας, τρόποι ποὺ μᾶς εἰσάγουν
στὴν πραγματικότητα ποὺ ἐγκαινίασε καὶ μᾶς ἔδωσε ὁ
Χριστὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γίνονται ἁπλὲς
ἀναπαραστάσεις ποὺ παραμένουν ξένες σ᾽ ἐμᾶς, ὅπως
ἀκριβῶς παραμένει ἐξωτερικὸς ὁ ρόλος ποὺ ἀναλαμβάνει
ἕνας ἠθοποιὸς σ᾿ ἕνα θεατρικὸ ἔργο.
Αὐτὸ ποὺ πρέπει λοιπὸν νὰ κάνουμε, ἀφοῦ ξαναβρήκαμε
τὸ κατάλληλο «κλειδί», εἶναι νὰ ἀποκρυπτογραφήσουμε ὅ,τι
ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἱστορικοὺς καὶ τοὺς θεολόγους φαίνεται
σὰν μιὰ «τυχαία» περιπλοκή, ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ ὅλων
τῶν εἰδῶν τὶς καθαρὰ ἱστορικὲς διαδικασίες καὶ δὲν ἔχει
καμιὰ πραγματικὴ σημασία γιὰ τὸν lex credenti τῆς
Ἐκκλησίας.
Τὸ πρῶτο πρόβλημα σαφῶς ἀφορᾶ τὴν ἴδια τὴ
μεταβαπτιστικὴ πομπή. Στὴ σημερινὴ λειτουργικὴ πράξη
ἔπαψε νὰ εἶναι πομπὴ πρὸς τὸ ναὸ καὶ τὴ θεία Εὐχαριστία
καὶ ἔχει γίνει, στὸ νοῦ τῶν πολλῶν, ἕνα ἁπλὸ παράρτημα στὸ
τυπικὸ τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ δὲν προσθέτει τίποτε στὸ
νόημά του. Πρῶτο μας λοιπὸν καθῆκον εἶναι νὰ δείξουμε ὅτι
ἀκόμη καὶ στὴ σημερινή της μορφὴ ἡ μεταβαπτιστικὴ πομπὴ
παραμένει ἕνα οὐσιαστικὸ τμῆμα τῆς ἀκολουθίας τοῦ
Βαπτίσματος, ἡ ἔσχατη φανέρωση τοῦ νοήματός του.
Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε,
ψέλνει ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μεταβαπτιστικῆς
168 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

πομπῆς. Κι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὕμνος ἀντικαθιστᾶ τὸ Τρισάγιο στὴ


λειτουργία τοῦ Πάσχα (καὶ στὴ λειτουργία τῶν ἑορτῶν κατὰ
τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τελοῦσαν τὸ
Βάπτισμα, δηλαδὴ τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια καὶ τὸ
Σάββατο τοῦ Λαζάρου). Ἀλλὰ στὴν ἀρχαία λειτουργικὴ
πράξη τὸ Τρισάγιο (Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος
ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς) ἦταν ἀκριβῶς ὁ ὕμνος τῆς
εἰσόδου, ἡ εἴσοδος, ὁ εἰσοδικὸς ὕμνος, καὶ ψαλλόταν ἀπ᾿ ὅλο
τὸ ἐκκλησίασμα καθὼς ἔμπαινε στὸ ναὸ καὶ
προετοιμαζόταν γιὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν
τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἡ ἐκφώνηση τῶν τριῶν
ἀντιφώνων, ποὺ σήμερα προηγεῖται τῆς «μικρᾶς εἰσόδου»,
γινόταν σὲ ὁρισμένες μόνο περιπτώσεις, ἔξω ἀπὸ τὸ ναὸ καθ᾿
ὁδὸν πρὸς αὐτόν, ἔτσι ὥστε ἡ «Μικρὰ Εἴσοδος» ἦταν μιὰ
πραγματικὴ εἴσοδος στὸ ναὸ καὶ τὸ Τρισάγιο ἦταν ὁ ὕμνος
ποὺ ἐξέφραζε τὴ σημασία αὐτῆς τῆς εἰσόδου ὡς εἰσόδου στὰ
«ἅγια τῶν ἁγίων»56. Ἡ ἀντικατάσταση λοιπόν, κατὰ τὴν
ἡμέρα του Πάσχα, τοῦ Τρισαγίου μὲ τὸ Εἰσοδικὸ τοῦ
Βαπτίσματος δείχνει καθαρὰ ὅτι, στὸ νοῦ καὶ στὴν πράξη
τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τὸ Βάπτισμα ἦταν ὀργανικὰ
δεμένο μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, εὕρισκε τὸ πλήρωμά
του στὴν πράξη τῆς «εἰσόδου στὸ ναὸ» καὶ στὴν τέλεση τῆς
θείας Εὐχαριστίας. Δείχνει ἐπίσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴ μεταβαπτιστικὴ αὐτὴ
πομπὴ καὶ εἴσοδο, ἐγκαινιάζει τὸν ἑορτασμὸ τῆς
Εὐχαριστίας. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ καὶ στὸ σημερινὸ
τυπικὸ τοῦ Βαπτίσματος: ἀφενὸς ἡ πομπὴ γύρω ἀπὸ τὴν
κολυμβήθρα προηγεῖται τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Ἀποστόλου καὶ
τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ κανονικὰ συνιστοῦν τὸ πρῶτο μέρος
τῆς θείας Λειτουργίας, ἀφετέρου τὰ ἴδια τὰ κείμενα εἶναι
πασχάλια, τὰ ἴδια ποὺ διαβάζουμε κατὰ τὴν πασχάλια
ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ 169

Λειτουργία τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Σαββάτου.


Τελικὰ ἡ πασχάλια καὶ εὐχαριστιακὴ σημασία τῆς
μεταβαπτιστικῆς πομπῆς ἀποκαλύπτεται στὴ σημερινὴ
πομπὴ τοῦ Πάσχα. Τὸ σύμβολο-κλειδί, οὐσιαστικὸ γιὰ τὴν
κατανόησή της, εἶναι ἡ κλειστὴ πύλη. Ἂν δὲν
καταλαβαίνουμε πλέον αὐτὸ τὸ σύμβολο, ποὺ ὅπως εἴδαμε
ἔχει ἀντικατασταθεῖ μ᾿ ἕνα καθαρὰ εἰκονιστικὸ συμβολισμὸ
τῶν γυναικῶν στὸν τάφο, εἶναι ἐπειδή, σὲ μιὰ σχετικὰ
νεώτερη περίοδο, ἡ ὀνομασία «βασιλικὴ πύλη» μεταφέρθηκε
ἀπὸ τὴν πύλη τοῦ ναοῦ στὴν πύλη τοῦ εἰκονοστασίου. Στὴν
πρώτη περίοδο ὅμως, ὅταν ἡ Λειτουργία ἔφθασε στὴν πλήρη
πασχάλια ἔκφρασή της, ἡ κύρια πύλη τοῦ ναοῦ ὀνομάζεται
«βασιλικὴ πύλη», γιατὶ ὁλόκληρος ὁ ναός, καὶ ὄχι μόνο τὸ
Ἱερό, ἦταν γιὰ τὸν πιστὸ τὸ σύμβολο καὶ ἡ ἔκφραση τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὴν πύλη σ᾿ αὐτὴ τὴ Βασιλεία, τὴν
πύλη τὴν κλειστὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀποξένωση τοῦ
ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν ἀνοίγει ἡ ἀναγέννηση μὲ τὸ
Βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα, ποὺ προσφέρει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Τὸ Βάπτισμα, ὡς δῶρο καὶ ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι
ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ μόνη
«ὑπαρξιακὴ» ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστὸς πραγματικὰ
ἀναστήθηκε καὶ μεταδίνει τὴν ἀναστημένη Ζωή Του σ᾿
αὐτοὺς ποὺ Τὸν πιστεύουν. Ἔτσι, τὸ χαρούμενο ἄγγελμα
ἀκούγεται ἀπὸ τὸ νεοφώτιστο, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν πομπὴ ποὺ
πλησιάζει τὴν «κλειστὴ πύλη», καὶ ἡ μαρτυρία αὐτοῦ ποὺ
μόλις λίγο πρὶν ἔγινε στὸ Βάπτισμα, ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ
ἐγκαινιάζει τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Κι αὐτὸς ὁ ἑορτασμός, αὐτὴ ἡ μοναδικὴ
νύχτα πού, κατὰ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης,
«γίνεται λαμπροτέρα ἡμέρας», ποὺ ἀληθινὰ εἶναι τὸ
ἀποκορύφωμα, ὁ ἔσχατος σκοπός, τὸ ὑψηλότερο σημεῖο ὅλης
170 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἑορτασμὸς ὄχι μόνον ἑνὸς


γεγονότος τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ τῆς ἴδιας τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν ἐγκαινίασε αὐτὸ τὸ γεγονὸς καὶ τὴν
μετέβαλε σὲ ζωὴ καὶ χαρὰ τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἔτσι τὸ
Βάπτισμα ἐκπληρώνεται ἀληθινὰ ὡς πομπὴ πρὸς τὸ ναὸ καὶ
τὴ θεία Εὐχαριστία, ὡς μετοχὴ στὸ Πάσχα τοῦ Χριστοῦ
«ἐπὶ τῆς τραπέζης Αὐτοῦ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ» (βλ.
Λουκ. 22,30). Τὸ δεύτερο πρόβλημα ποὺ σχετίζεται μὲ τὴ
μεταβαπτιστικὴ πομπή, εἶναι ὁ φαινομενικὰ διπλὸς
ἑορτασμὸς τῆς Ἀνάστασης ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία: ὁ πρῶτος
τὴν παραμονὴ τοῦ Πάσχα, μὲ τὴ Λειτουργία τοῦ Μ.
Βασιλείου, μὲ τὸ τυπικὸ τῆς ἀλλαγῆς τῶν ἐνδυμάτων σὲ
λευκά, μὲ τὸ πασχάλιο λεξιλόγιο καὶ μὲ τὴ φανερὴ
πασχάλια χαρὰ ποὺ τὸν διαπερνάει· καὶ ὁ δεύτερος κατὰ τὴν
ἀναστάσιμη ἀκολουθία, τὰ μεσάνυχτα, ποὺ περιλαμβάνει
τὴν πασχάλια πομπή, τὸν Ὄρθρο καὶ τὴ Λειτουργία τοῦ
ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Αὐτὸς ὁ διπλὸς
ἑορτασμός, ποὺ τὸν βρίσκουμε ἐπίσης καὶ στὴν τάξη τῶν δύο
ἄλλων βαπτιστικῶν ἑορτῶν, τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν
Θεοφανείων, δὲν ἔχει ποτὲ ἑρμηνευτεῖ ἱκανοποιητικά. Ὅλες
οἱ ἑρμηνεῖες ποὺ δίνονται γι᾿ αὐτὸν εἶναι σχεδὸν
ἀποκλειστικὰ ἱστορικὲς κι ἀρχαιολογικές, ἐνῶ τὸ
κατάλληλο «κλειδὶ» γι᾿ αὐτὲς εἶναι καὶ πάλι θεολογικό.
Βρίσκεται στὴν ἀρχικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ
Βάπτισμα, ποὺ τὸ θεωροῦσε ὡς πασχάλιο μυστήριο, καὶ γιὰ
τὸ Πάσχα ὡς βαπτιστικὴ ἑορτή57.
Ὅπως ἀρκετὲς φορὲς εἴπαμε, στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τὸ
Βάπτισμα τῶν κατηχουμένων τὸ τελοῦσαν κατὰ τὴ διάρκεια
αὐτῆς τῆς μεγάλης πασχάλιας ὁλονυκτίας· ἦταν ἕνα
ἀκέραιο τμῆμα τῆς nox sancta (ἅγιας νύκτας). Πράγματι, ἡ
ἀγρυπνία ξεκίνησε ὡς κατάληξη τῆς κατήχησης, ὡς
ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ 171

προετοιμασία γιὰ τὸ Βάπτισμα. Κι αὐτὸ τὸ κατηχητικό,


προβαπτιστικὸ στοιχεῖο, εἶναι ἀκόμη φανερὸ στὸν Ἑσπερινὸ
τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Σαββάτου, ἰδιαίτερα στὰ δεκαπέντε
ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ εἶναι
«παραδείγματα» ὄχι μόνο τῆς Ἀναστάσεως ἀλλὰ καὶ τοῦ
Βαπτίσματος, καὶ ποὺ δείχνουν τὴ σωτηρία ὡς πέρασμα ἀπὸ
τὴ δουλεία στὴν ἐλευθερία, ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωή, ἀπὸ τὴ
γῆ στὸν οὐρανό. Μετὰ τὸ τέλος αὐτῆς τῆς τελευταίας καὶ
μοναδικῆς «κατήχησης», οἱ ὑποψήφιοι γιὰ τὸ Βάπτισμα
ὁδηγοῦνταν «ἐν πομπῇ» στὸ βαπτιστήριο, ἐνῶ τὸ
ἐκκλησίασμα συνέχιζε τὴν Ἀγρυπνία περιμένοντας τὴν
ἐπιστροφή τους καὶ τὴν εὐχαριστιακὴ πλήρωση τοῦ Πάσχα.
Κι ἔτσι ὑπῆρχε ἕνας ἑορτασμὸς ποὺ τὰ περιλάβαινε ὅλα: τὴν
Ἀγρυπνία, τὴν τέλεση τοῦ Βαπτίσματος, τὴν πομπὴ καί,
τελικά, τὴ θεία Εὐχαριστία.
Πράγματι, ὁ παράγοντας ποὺ ἄλλαξε αὐτὸ τὸν
ἑορτασμό, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρχικὰ ἕνας καὶ καθολικός, εἶναι
ἐξωτερικός, δηλαδὴ ἱστορικός, καὶ μετέβαλε τὴν ἑορτὴ σὲ
δύο ἀκολουθίες. Στὴν ἀκολουθία πού, σύμφωνα μὲ τὰ
τυπικά, πρέπει νὰ γίνει τὸ βράδυ τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου
Σαββάτου, δηλαδὴ τὴν παραμονὴ τοῦ Πάσχα, καὶ στὴν
ἄλλη, ποὺ σήμερα ἀποτελεῖ τὸν ἴδιο τὸν ἑορτασμὸ τῆς
ἡμέρας τοῦ Πάσχα. Αὐτὸς ὁ παράγοντας ἦταν ἡ πολὺ
μεγάλη αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κατηχουμένων, αὔξηση
ποὺ ἀκολούθησε τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ
τὴ μαζικὴ μεταστροφὴ τοῦ πληθυσμοῦ της. Προοδευτικὰ
ἔγινε ὅλο καὶ πιὸ δύσκολο νὰ βαπτίζονται ὅλοι οἱ ὑποψήφιοι
τὴν ἴδια ἡμέρα καὶ κατὰ τὴν ἴδια ἀκολουθία. Ὁ λόγος αὐτὸς
ὁδήγησε στὴν αὔξηση τῶν βαπτιστήριων ἡμερῶν, καὶ σ᾿
αὐτὴ τὴν ἐποχὴ τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὸ
Σάββατο τοῦ Λαζάρου καί, γιὰ λίγο, ἀκόμη καὶ ἡ
172 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

Πεντηκοστή, ἔγιναν «βαπτιστήριες ἑορτές». Αὐτὸ εἶχε ὡς


ἀποτέλεσμα τὴ διαμόρφωση τῆς ἴδιας τῆς πασχάλιας
Λειτουργίας, ποὺ χωρίστηκε σὲ δύο μέρη: στὸ βαπτιστικὸ
καὶ στὸ πασχάλιο. Αὐτὴ ἡ ρύθμιση ὅμως, ποὺ ἔγινε
ἀναγκαία γιὰ πρακτικοὺς λόγους, προκάλεσε μιὰ θεολογικὴ
καὶ πολὺ δημιουργικὴ ἐμβάθυνση στὴ λειτουργικὴ συνείδηση
τῆς Ἐκκλησίας. Ἔφερε στὸ φῶς μιὰ καινούργια πασχάλια
τάξη, ποὺ χωρὶς ἀμφιβολία ἀποτελεῖ τὸ ὑψηλότερο
πνευματικὸ ἔργο τέχνης τῆς βυζαντινῆς λειτουργικῆς
παράδοσης, μιὰ μοναδικὴ λειτουργικὴ «φανέρωση»
ὁλόκληρου τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας.
Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο δὲν ἀπέκλεισε τὸ
Βάπτισμα ἀπὸ τὸν πασχάλιο ἑορτασμὸ καὶ δὲν τὸ μετέτρεψε
σὲ ἀκολουθία μόνο γιὰ τοὺς «βαπτιζομένους» (μιὰ λύση ποὺ
υἱοθετήθηκε ἀργότερα, στὸν καιρὸ τῆς λειτουργικῆς φθορᾶς,
καὶ ἀκόμη κυριαρχεῖ στὴ λειτουργική μας πράξη), ἀλλὰ
ἔδωσε στὸν ἴδιο τὸν ἑορτασμὸ διπλὸ κέντρο, ἐκφράζοντας
ἔτσι τὴ διπλὴ ἐμπειρία τοῦ Πάσχα — τὴν ἐμπειρία τοῦ
Πάσχα ὡς τέλους καὶ ὡς ἀρχῆς. Τὸ Πάσχα εἶναι τὸ τέλος
τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας, τὸ τέρμα ὅλων αὐτῶν τῶν
περασμάτων ποὺ προετοιμάστηκαν καὶ βρῆκαν τὴν
πληρότητά τους στὸ ἔσχατο πέρασμα ποὺ τέλεσε ὁ Χριστὸς
καὶ μὲ Αὐτὸν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ Τὸν πιστεύουν, καὶ ἐπίσης εἶναι
ἡ ἀληθινὴ ἀρχὴ τῆς νέας ἀνεσπέρου ἡμέρας τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ.
Τὸ βράδυ τοῦ Μ. Σαββάτου ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει τὸ
«Πάσχα τοῦ τέλους». Αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ ἑβδόμη ἡμέρα,
Σάββατον τὸ εὐλογημένον, ἡ ἡμέρα τῆς ἀνάπαυσης, κατὰ
τὴν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀναπαύεται ἀφοῦ ἐξετέλεσε τὸ
ἔργο τῆς σωτηρίας καὶ ἀναδημιουργίας. Αὐτὴ εἶναι
πράγματι ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ παλαιοῦ χρόνου, τὸ τέλος
ΟΙ ΤΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΟΓΔΟΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 173

τοῦ παλαιοῦ κόσμου. Καὶ τὸ Βάπτισμα μᾶς κάνει μετόχους


αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τέλους. Τὸ πλήρωμα αὐτοῦ τοῦ
χρόνου καὶ ὅλης τῆς προετοιμασίας βρίσκεται στὴν καρδιὰ
αὐτῆς τῆς νυκτερινῆς γιορτῆς. Ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τὸ
βράδυ, τὸ τέλος μιᾶς ἡμέρας καὶ ἑνὸς κύκλου, εἶναι ἐπίσης ἡ
ἀναγγελία καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας. Γιορτάζοντας
τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς τέλος καὶ πλήρωμα, ἡ
Ἐκκλησία ἀναγγέλλει καὶ ἐγκαινιάζει τὸν ἑορτασμό της ὡς
ἀρχή. Γιατὶ πράγματι ἡ μεσονύκτια ἀκολουθία δὲν εἶναι
παρὰ μιὰ διαρκὴς ἔκρηξη χαρᾶς, κι αὐτὴ ἡ χαρά, σύμφωνα
μὲ τὰ λόγια τοῦ πασχάλιου Κανόνα, εἶναι ἄλλης βιωτῆς
τῆς αἰωνίου ἀπαρχή, ἡ ἀρχὴ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴ
ζωή μας. Ἔτσι τὸ Πάσχα, μὲ τὸ νυκτερινὸ καὶ τὸ
βαπτιστικό του ἑορτασμό, ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ χρόνος καὶ ἡ
ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνεχὴς «Θεοφάνεια», εἶναι τὸ
τέλος, καὶ μὲ τὸ νυκτερινὸ καὶ ἐσχατολογικό του ἑορτασμὸ
ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι συγχρόνως καὶ ἡ ἀρχή.
Αὐτὲς εἶναι οἱ θεολογικὲς καὶ πνευματικὲς προεκτάσεις
τῆς μεταβαπτιστικῆς πομπῆς. Σ᾿ αὐτὴ τὴν πομπὴ ἡ
καινούργια ζωὴ ποὺ δόθηκε στὸ Βάπτισμα καὶ σφραγίστηκε
μὲ τὸ ἅγιο Χρίσμα, ἀποκαλύπτει τὴ δυναμική, μὴ στατική
της οὐσία, ἀποκαλύπτεται ὡς τέλος, ποὺ πάντοτε
μεταμορφώνεται σὲ ἀρχή, ὡς πραγματικὸ πέρασμα, τὸ
«πάσχα» ἀπὸ «αὐτὸν τὸν κόσμο» στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ,
ὡς «πομπὴ» πρὸς τὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς αἰωνιότητας τοῦ
Θεοῦ. Ἡ πομπὴ αὐτὴ συνδέει τὸ Βάπτισμα, τὸ μυστήριο τῆς
ἀναγέννησης, μὲ τὴ θεία Εὐχαριστία, τὸ μυστήριο τῆς
Ἐκκλησίας, τὸ μυστήριο ποὺ χαρακτηρίζει τὴν Ἐκκλησία
ὡς παρουσία καὶ δῶρο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ σ᾿ «αὐτὸν
τὸν κόσμο». Αὐτὴ τὴ σύνδεση θὰ πρέπει τώρα νὰ
προσπαθήσουμε νὰ διευκρινίσουμε.
174 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

2. Βάπτισμα καὶ Εὐχαριστία

Ἡ τριπλὴ διάταξη τῆς ἀκολουθίας τῆς μυήσεως


―Βάπτισμα, Χρίσμα, θεία Εὐχαριστία― ποὺ τόσο καθαρὰ
φανερώνεται στὴν πρώιμη λειτουργικὴ παράδοση,
ἀπομακρύνθηκε καὶ ἀγνοήθηκε γιὰ πολὺ μακρὺ χρονικὸ
διάστημα ἀπὸ τὴ θεολογία καὶ τὴ λειτουργικὴ πράξη, ὥστε,
καὶ τὸ νὰ μιλᾶμε γι᾿ αὐτή, θεωρεῖται ἀπὸ πολλοὺς σὰν
ἐπικίνδυνη «καινοτομία». Εἶναι ὅμως ἀναγκαῖο νὰ τὸ
κάνουμε, ὄχι ἐξαιτίας κάποιας ρομαντικῆς καὶ
«ἀρχαιολογικῆς» ἀγάπης γιὰ τὸ παρελθόν, ἐξαιτίας μιᾶς
ἐπιθυμίας νὰ τὴν δοῦμε «ἀνορθωμένη» τεχνητά (κάθε
ἀνόρθωση εἶναι πάντοτε τεχνητή), ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς
βεβαιότητάς μας ὅτι μόνο μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀρχικὴ
σύνθεση θὰ μπορέσουμε νὰ συλλάβουμε καὶ νὰ
καταλάβουμε τὸ πλῆρες νόημα τοῦ Βαπτίσματος.
Στὴν ἀρχαία παράδοση τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ ἡ
Εὐχαριστία «συνανήκουν»58, σχηματίζουν μιὰ λειτουργικὴ
ἀκολουθία καὶ «τάξη», γιατὶ κάθε μυστήριο βρίσκει τὴν
πληρότητά του στὸ ἄλλο μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε εἶναι
ἀδύνατο νὰ καταλάβουμε πλήρως τὴ σημασία τοῦ ἑνὸς ὅταν
χωριστεῖ καὶ ἀπομονωθεῖ ἀπὸ τὰ ἄλλα δύο. Ἐάν, ὅπως
προσπαθήσαμε νὰ δείξουμε, τὸ Χρίσμα «πληρώνει» τὸ
Βάπτισμα, ἡ Εὐχαριστία τότε εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ
Χρίσματος. Τὸ πλήρωμα ἐδῶ δὲν σημαίνει «ἐγκυρότητα»,
δηλαδὴ ὅτι τὸ κάθε μυστήριο εἶναι αὐτοδίκαια «ἔγκυρο»,
ἀλλὰ τὸ δυναμικό, πνευματικὸ καὶ ὑπαρξιακὸ συσχετισμὸ
αὐτῶν τῶν μυστηρίων στὴν καινούργια ζωὴ ποὺ δόθηκε ἀπὸ
τὸ Χριστό. Στὸ Βάπτισμα ἀναγεννιόμαστε ἐξ ὕδατος καὶ
ΟΙ ΤΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΟΓΔΟΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 175

Πνεύματος, καὶ αὐτὴ ἡ γέννηση μᾶς κάνει ἀνοιχτοὺς στὸ


δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδὴ στὴν προσωπική μας
Πεντηκοστή. Καὶ τελικά, τὸ δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
μᾶς «ἀνοίγει» εἰσόδους στὴν Ἐκκλησία, στὸ τραπέζι τοῦ
Χριστοῦ, στὴ Βασιλεία Του. Βαπτιζόμαστε γιὰ νὰ λάβουμε
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· παίρνουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ γίνουμε
ζωντανὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ γιὰ νὰ
αὐξάνουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, στὴν πληρότητα τῆς
ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἂν πολλοὶ ἄνθρωποι φαίνεται νὰ μὴν καταλαβαίνουν αὐ-
τὴ τὴ μυστηριακὴ ἀλληλεξάρτηση, ἂν δὲν καταλαβαίνουν
γιὰ ποιὸ λόγο, κατὰ τοὺς Πατέρες, ἡ θεία Εὐχαριστία ἦταν
τὸ «μυστήριο τῶν μυστηρίων», δηλαδὴ ἡ αὐταπόδεικτη
πλήρωση τοῦ καθενὸς ἀπὸ αὐτά, αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδή,
ἐπηρεασμένοι ἀπὸ μιὰ ὁρισμένη θεολογία, δὲν
ἀντιλαμβάνονται τὸ νόημα ποὺ πραγματικὰ ἔχει ἡ
Εὐχαριστία γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ ζωή της. Γι᾿ αὐτοὺς ἡ
Εὐχαριστία εἶναι ἀκριβῶς ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια, ἕνας
«ἀγωγὸς χάριτος» μεταξὺ τῶν ἄλλων, ποὺ ὅπως ὅλα τὰ
ἄλλα σκοπεύει καὶ αὐτὸ στὸν ἀτομικὸ ἐξαγιασμὸ τοῦ
πιστοῦ. Αὐτὸ ποὺ δὲν κατανοοῦν εἶναι ὅτι τὸ ἀληθινὰ
μοναδικὸ νόημα τῆς Εὐχαριστίας εἶναι ὅτι ἀποτελεῖ τὸ
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴν πράξη στὴν ὁποία ἡ
Ἐκκλησία πάντοτε «γίνεται αὐτὸ ποὺ εἶναι», φανερώνεται
καὶ «πληρώνεται» ὡς Σῶμα Χριστοῦ καὶ Ναὸς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ὡς πραγματοποίηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ σ᾿
«αὐτὸν τὸν κόσμο». Καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουν, γιατὶ ἡ
δυτικοποιημένη νομικίστικη καὶ σχολαστικὴ θεολογία, ποὺ
σχημάτισε τὴ σύγχρονη ἀντίληψη γιὰ τὴν εὐχαριστιακὴ
πράξη καὶ εὐσέβεια, ἀπὸ παλιὰ μείωσε τὴ θεία Εὐχαριστία
σὲ μιὰ μόνη «πραγματικότητα»: τὴ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ
176 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ καὶ τὸν ἀποκλεισμὸ


ὅλων τῶν ἄλλων ὄψεων καὶ διαστάσεων τοῦ μυστηρίου. Ἡ
«μεταβολὴ» τῶν στοιχείων καὶ ἡ διανομή τους κατὰ τὴ
μετάληψη, προσωπικὴ καὶ ἀτομική, σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀξίζουν
καὶ θέλουν νὰ τὰ λάβουν, αὐτὲς εἶναι οἱ δύο ὄψεις τῆς
Εὐχαριστίας μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολοῦνται τὰ ἐγχειρίδια τῆς
θεολογίας μας. Νὰ μὴν ἐκπληττόμαστε λοιπὸν ἐπειδὴ
ἀγνοεῖται ὁ ὀργανικὸς σύνδεσμος τῆς Εὐχαριστίας μὲ τὰ
ἄλλα μυστήρια, καὶ εἰδικὰ μὲ τὸ Βάπτισμα, καὶ ἡ
Εὐχαριστία ἔπαψε στὴν πράξη νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἦταν γιὰ
τοὺς Πατέρες: τὸ «κέντρο», ἡ πηγὴ καὶ τὸ πλήρωμα ὅλης
―κι ὄχι μόνο τῆς «λειτουργικῆς»― ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας,
τὸ μυστήριο τῆς φανέρωσης καὶ τῆς οἰκοδομῆς τῆς
Ἐκκλησίας.
Στὴν πραγματικὰ Ὀρθόδοξη παράδοση ―ποὺ
ἀποκαλύπτεται, περισσότερο ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, στὴν
ἴδια τὴν Εὐχαριστία καὶ τὴ λειτουργική της τάξη―‚
βρίσκουμε μιὰ τελείως διαφορετικὴ ἄποψη. Ἐδῶ ἡ ἴδια ἡ
μεταβολή —ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου σὲ Σῶμα καὶ
Αἷμα Χριστοῦ― καὶ ἡ κοινωνία τῶν Τιμίων Δώρων,
θεωροῦνται ὡς τὸ πλήρωμα, τὸ ἀποκορύφωμα ὁλόκληρης
τῆς εὐχαριστιακῆς λειτουργίας, ποὺ ἡ σημασία της εἶναι
ἀκριβῶς ἡ πραγματοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς καινῆς
δημιουργίας, λυτρωμένης ἀπὸ τὸ Χριστό, συμφιλιωμένης μὲ
τὸ Θεό, ὁδηγημένης στὸν οὐρανό, γεμάτης ἀπὸ θεία Δόξα,
ἁγιασμένης ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κι ἔτσι ἱκανῆς νὰ μετάσχει
στὴ θεία Ζωή, στὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ
Χριστοῦ.
Βέβαια, μόνο μιὰ τέτοια κατανόηση καὶ ἐμπειρία
ἀποκαλύπτει τὴν Εὐχαριστία ὡς τὸ αὐταπόδεικτο καὶ
ἀναγκαῖο πλήρωμα τοῦ Βαπτίσματος. Λέγεται ὅτι τὸ
ΟΙ ΤΕΛΕΤΕΣ ΤΗΣ ΟΓΔΟΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 177

Βάπτισμα μᾶς ἐνσωματώνει στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ ἂν τὴν


ἔσχατη ὕπαρξη καὶ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἀποκαλύπτει
ἡ Εὐχαριστία, ἂν ἡ Εὐχαριστία εἶναι ἀληθινὰ τὸ μυστήριο
τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι μόνον ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας, τότε ἀναγκαστικὰ ἡ εἴσοδος στὴν Ἐκκλησία
σημαίνει εἴσοδο στὴν Εὐχαριστία, τότε ἡ Εὐχαριστία εἶναι
πράγματι τὸ πλήρωμα τοῦ Βαπτίσματος. Καὶ ὁ καλύτερος
τρόπος γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε εἶναι νὰ ἀκολουθήσουμε
τοὺς νεοφώτιστους ποὺ τώρα εἰσέρχονται στὴν Ἐκκλησία
«ἐν πομπῇ», ἑνώνονται μὲ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν καὶ μαζὶ μὲ
αὐτοὺς ἀρχίζουν νὰ συμμετέχουν στὸν εὐχαριστιακὸ
ἑορτασμό.
Πράγματι ἡ εἴσοδός τους, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, εἶναι μιὰ
πράξη σύνδεσης μὲ τὴ συγκεντρωμένη κοινότητα, τὴν
Ἐκκλησία μὲ τὴν πρώτη καὶ πιὸ κυριολεκτικὴ ἔννοια τῆς
ἀρχαίας ἑλληνικῆς λέξης «ἐκκλησία», ποὺ σημαίνει σύνοδο,
σύναξη. Ἡ πρώτη ἐμπειρία ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία δὲν
εἶναι ἡ ἐμπειρία μιᾶς ἀφηρημένης ἰδέας, ἀλλὰ μιᾶς
πραγματικῆς καὶ συγκεκριμένης ἑνότητας προσώπων πού,
ἐπειδὴ ὅλα εἶναι ἑνωμένα μὲ τὸ Χριστό, εἶναι ἑνωμένα καὶ
μεταξύ τους καὶ συνιστοῦν μιὰ οἰκογένεια, ἕνα σῶμα, μιὰ
κοινότητα. Ἡ Εὐχαριστία πρὶν ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο εἶναι
σύναξη, ἢ καλύτερα, ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἑνωμένη ἐν
Χριστῷ. Καὶ αὐτὴ ἡ σύναξη εἶναι μυστηριακή, ἐπειδὴ
ἀποκαλύπτει, κάνει ὁρατὴ καὶ «πραγματικὴ» τὴν ἀόρατη
ἑνότητα ἐν Χριστῷ, τὴν παρουσία Του μεταξὺ αὐτῶν ποὺ
Τὸν πιστεύουν, Τὸν ἀγαποῦν καὶ «ἐν Αὐτῷ» ἀγαποῦν ὁ ἕνας
τὸν ἄλλο. Καὶ ἐπίσης διότι αὐτὴ ἡ ἑνότητα εἶναι ἀληθινὰ
καινούργια ἑνότητα, ἡ ὑπέρβαση ἀπὸ τὸ Χριστὸ «αὐτοῦ τοῦ
κόσμου», ποὺ τὸ κακό του εἶναι ἀκριβῶς ἀποξένωση ἀπὸ τὸ
Θεὸ καὶ γιὰ τοῦτο διάσπαση, ἀποσπασματικότητα,
178 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

ἐχθρότητα καὶ χωρισμός.


Αὐτὴ ἡ καινούργια ἑνότητα, ποὺ ἀποκαλύπτει στοὺς
νεοφώτιστους ἡ κοινότητα μὲ τὴν ὁποία ἑνώθηκαν, δὲν
περιορίζεται μόνο στοὺς ἀνθρώπους. Ἀφήνοντας οἱ
νεοφώτιστοι τὸν κόσμο πίσω ἀπὸ τὶς πόρτες τοῦ ναοῦ,
βρίσκουν τὸν ἴδιο κόσμο, ἀλλὰ ἁγνισμένο, μεταμορφωμένο,
γεμάτο ξανὰ μὲ θεία ὀμορφιὰ καὶ νόημα, εἰκόνα τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι σύναξη μερικῶν «φυγάδων»
τοῦ κόσμου, ποὺ πικρὰ εὐχαριστοῦνται τὴ φυγή τους, καὶ
τρέφουν τὸ μίσος τους γιὰ τὸν κόσμο. Ἀκοῦστε τοὺς
ψαλμοὺς καὶ τοὺς ὕμνους τους, στοχαστεῖτε τὴ διάφανη
ὀμορφιὰ τῶν εἰκόνων τους, τῶν κινήσεών τους, ὁλόκληρης
τῆς γιορτῆς. Μία ἀληθινὴ κοσμικὴ χαρὰ τὰ διαπερνάει ὅλα
αὐτά. Ὁλόκληρη ἡ δημιουργία, ἡ ὕλη της καὶ ὁ χρόνος της,
οἱ ἦχοι της καὶ τὰ χρώματά της, τὰ λόγια της καὶ ἡ σιγή
της, δοξολογεῖ καὶ λατρεύει τὸ Θεό, καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ
δοξολογία γίνεται ξανὰ ὁ ἑαυτός της: ἡ Εὐχαριστία, τὸ
μυστήριο τῆς ἑνότητας, τὸ μυστήριο τῆς καινῆς κτίσης.
Κατόπιν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ: οἱ νεοφώτιστοι τὸν ἄκουσαν
ἐνῶ ἦταν ἀκόμη κατηχούμενοι. Ἀλλὰ τώρα γιὰ πρώτη φορὰ
τὸν ἀκοῦν ὄχι «ἔξωθεν», ὡς κλήση καὶ ὑπόσχεση, ὡς λόγο
γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ «ἔσωθεν», γιατὶ εἶναι ἤδη συμπολῖται τῶν
ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ (Ἐφεσ. 2,19) καὶ μποροῦν τώρα
νὰ ζήσουν μὲ τὸ Λόγο καὶ νὰ γίνουν ἱκανότεροι νὰ τὸν
κατανοοῦν: ἡ Εὐχαριστία ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν Ἐκκλησία
ὡς μυστήριο τοῦ Λόγου.
Ἡ προσφορὰ τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου: πρόκειται γιὰ τὴν
ἴδια τὴ ζωὴ ποὺ ἀποκαταστάθηκε ὡς θυσιαστικὴ κίνηση
πρὸς τὸ Θεό, μιὰ κίνηση ἕνωσής μας μὲ τὴν τέλεια θυσία
καὶ αὐτοπροσφορὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιλαμβάνει μέσα της
ὁλόκληρη τὴ ζωή μας καὶ τὴ ζωὴ ὅλου τοῦ κόσμου: ἡ
Η ΑΠΟΛΟΥΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ 179

Εὐχαριστία ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο


τῆς προσφορᾶς.
Ὁ ἀσπασμὸς τῆς εἰρήνης, ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως: ἡ
ἀντιμετάδοση αὐτῆς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκκέχυται ἐν
ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος
ἡμῖν (Ρωμ. 5,5), ἡ ὁμολογία αὐτῆς τῆς Ἀλήθειας ποὺ μόνη
μᾶς κάνει ξανὰ ἐλεύθερους, «υἱοὺς ἡμέρας», «υἱοὺς φωτός»:
ἡ Εὐχαριστία ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν Ἐκκλησία ὡς ἑνότητα
πίστεως καὶ ἀγάπης.
Καὶ τελικὰ ἡ ἀναφορά: εἶναι ἡ πλήρωση τῆς Ἐκκλησίας
καί, δι᾿ αὐτῆς, ὁλόκληρης τῆς κτίσης σὲ μιὰ καθολική,
ἀληθινὰ ἔσχατη πράξη εὐχαριστίας καὶ λατρείας,
ἀνάμνησης καὶ προεικόνισης· ἡ πράξη πού, συνοψίζοντας
ὅλη τὴ ζωή, ὅλο τὸ χρόνο, ὅλη τὴν ὕπαρξη, μᾶς φέρνει στὴν
αἰωνιότητα, μᾶς κάνει νὰ σταθοῦμε ―ἐν Χριστῷ― ἐμπρὸς
στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ Τοῦ προσφέρουμε τὴν αἰώνια
Εὐχαριστία τοῦ Χριστοῦ.
Τώρα ἡ Ἐκκλησία εἶναι στὴν πατρίδα της. Τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, κατερχόμενο ἐπάνω της, τὴν ἀνεβάζει στὸν
οὐρανό. Καὶ ἐκεῖ, στὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ, στὴ Βασιλεία
Του, γνωρίζει «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» ὅτι ὁ οἶνος καὶ ὁ ἄρτος
τῆς προσφορᾶς της ἔχουν ἀληθινὰ γίνει Σῶμα καὶ Αἷμα
Χριστοῦ, συμμετοχὴ στὴ θεωθεῖσα ἀνθρωπότητά Του,
κοινωνία τῆς θείας καὶ «ἀνεξάντλητης» Ζωῆς.
Οἱ νεοφώτιστοι ἔγιναν μέτοχοι ὅλων αὐτῶν.
Βαπτίσθηκαν, ὥστε πεθαίνοντας μὲ τὸ Χριστὸ νὰ
μπορέσουν νὰ συμμετάσχουν στὴν ἀναστημένη Του ζωή,
καὶ ἡ Εὐχαριστία αὐτὴ τὴν Ἀναστημένη Ζωὴ μεταδίνει
στὴν Ἐκκλησία, κάνοντας τὰ μέλη της μάρτυρες τῶν
«μελλόντων ἀγαθῶν».
Τώρα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε γιατί ὁ προοδευτικὸς
180 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

χωρισμὸς τοῦ Βαπτίσματος ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία, θεολογι-


κὸς καὶ λειτουργικός, εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ
καθαρὰ ἐξωτερικὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοση.
Στὴν πραγματικότητα ἀκρωτηριάζει καὶ τὰ δύο μυστήρια,
ὄχι φυσικὰ στὴ δεδομένη τους πληρότητα, ποὺ δὲν
ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὰ λάθη καὶ τὶς ἀτέλειές μας, ἀλλὰ στὴν
κατανόηση καὶ στὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς πληρότητας ἀπὸ
μᾶς. Τὸ Βάπτισμα, ἀλλαγμένο σὲ μιὰ «αὐτάρκη» καὶ
ἀπομονωμένη ἀκολουθία, δὲν βιώνεται πλέον ὡς ἀληθινὴ
εἴσοδος στὴν Ἐκκλησία, ὡς συνεχὴς πηγὴ τῆς ζωῆς της.
Ὅσο γιὰ τὴν Εὐχαριστία, αὐτὸς ὁ χωρισμός της καὶ ἡ
«ἀποκοπή» της ἀπὸ τὰ ἄλλα μυστήρια, εἶναι πιὸ πολὺ ἀπὸ
καθετὶ ἄλλο ὑπεύθυνη γιὰ τὴ μείωσή της στὴ θέση μιᾶς
ἀκολουθίας, ἑνὸς «ἀγωγοῦ χάριτος» μεταξὺ πολλῶν, γιὰ τὸ
ὅτι δηλαδὴ ἔπαψε νὰ κατανοεῖται καὶ νὰ δοκιμάζεται ὡς τὸ
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀκόμη ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴ σημερινή του μορφή, ἡ
ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος σκοπεύει πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό
της, καὶ ἔτσι μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ οὐσιαστικό της ἄνοιγμα
πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Βρίσκουμε αὐτὸ τὸ «πέρα», αὐτὸ τὸ
«ἄνοιγμα», στὰ κείμενα τῆς Γραφῆς ποὺ διαβάζονται
ἀμέσως μετὰ τὴν πομπὴ γύρω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα. Καὶ τὰ
δυό τους ―ὁ Ἀπόστολος (Ρωμ. 6,3-11) καὶ τὸ Εὐαγγέλιο
(Ματθ. 28, 16-20)— δὲν εἶναι μόνον «ἐπεξηγήσεις» τοῦ
Βαπτίσματος (τέτοιες βιβλικὲς ἐξηγήσεις δίνονταν πρὶν ἀπὸ
τὸ Βάπτισμα καὶ ἦταν οὐσιαστικὸ μέρος τῆς προετοιμασίας
γι᾿ αὐτό), ἀλλὰ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ ἀποκάλυψη αὐτῆς τῆς
«καινότητας ζωῆς», αὐτοῦ τοῦ νέου περιεχομένου τῆς ζωῆς
ποὺ λαβαίνει κάποιος στὸ Βάπτισμα. Ὁ καρπὸς τοῦ
Βαπτίσματος, τὸ ἀληθινό του πλήρωμα, εἶναι μιὰ
καινούργια ζωή. Ὄχι ἁπλῶς μιὰ καλύτερη, πιὸ ἠθικὴ ἢ
Η ΚΟΥΡΑ 181

ἀκόμη πιὸ εὐσεβὴς ζωή, ἀλλὰ μιὰ ζωὴ ὀντολογικὰ


διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν «παλαιά». Κι αὐτὴ ἡ διαφορά, τὸ
περιεχόμενο αὐτῆς τῆς «καινότητας», ἔγκειται στὸ ὅτι εἶναι
ζωὴ μὲ τὸ Χριστό: εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ,
πιστεύομεν ὅτι συζήσομεν αὐτῷ (Ρωμ. 6,8). Μᾶς δίνεται ἡ
Ἀναστημένη Του Ζωὴ «ἐν Θεῷ» καὶ γίνεται ἡ Ζωή μας καὶ
ἡ Ἀνάστασή μας. Ἀλλὰ ἡ ζωή Του ἐντός μας, ἡ ζωή μας ἐν
Αὐτῷ εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν
ἔχει ἀκριβῶς καμιὰ ἄλλη ὕπαρξη, κανένα ἄλλο σκοπὸ καὶ
ζωὴ παρὰ τοῦτο, νὰ εἶναι ὁ Χριστὸς ἐντός μας κι ἐμεῖς «ἐν
τῷ Χριστῷ». Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς
ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος (Ματθ. 28,20):
αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία· γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ μυστήριο τῆς
παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐρχομοῦ Του, τὸ μυστήριο τῆς
κοινωνίας στὴν ἀναστημένη Του ζωή, εἶναι ἀληθινὰ τὸ
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀληθινὰ τὸ πλήρωμα τοῦ
Βαπτίσματος.

3. Οἱ τελετὲς τῆς ὄγδοης ἡμέρας59

Σήμερα, οἱ τελευταῖες πράξεις τῆς ἀκολουθίας τοῦ


Βαπτίσματος ―ἡ ἀπόπλυση τοῦ ἁγίου Χρίσματος καὶ ἡ
κουρά― τελοῦνται μέσα στὴν ἴδια τελετὴ ἀμέσως μετὰ τὴν
ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλὰ τὰ διάφορα τυπικὰ τὶς
ὀνομάζουν Τελετὲς τῆς Ὀγδόης Ἡμέρας· καὶ στὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία, τότε ποὺ τὸ Βάπτισμα ἦταν κανονικὰ
συνδεδεμένο μὲ τὸ Πάσχα, τελοῦνταν τὴν ὄγδοη ἡμέρα,
δηλαδὴ τὴν Κυριακὴ ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸν πασχάλιο
ἑορτασμὸ τοῦ Βαπτίσματος. Ἂν καὶ σήμερα κανεὶς δὲν
φαίνεται νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τέτοια πράγματα, ὅμως, ἡ
182 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

ἀναφορὰ στὴν «ὄγδοη ἡμέρα» δίνει τὸ «κλειδὶ» γιὰ τὴ σωστὴ


κατανόηση αὐτῶν τῶν τελετῶν60.
Στὴν ἀρχαία λατρευτικὴ παράδοση, ἡ πασχάλια νύχτα
δὲν ἦταν τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος. Γιατὶ
ὁλόκληρη τὴν ἑβδομάδα ποὺ ἀκολουθοῦσε, οἱ νεόφυτοι
καθημερινὰ συνάζονταν στὸ ναὸ γιὰ τὴν καλούμενη
Μυσταγωγία, δηλαδὴ τὴ μεταβαπτιστικὴ κατήχηση ποὺ
κέντρο της εἶχε τὴν ἐξήγηση τῆς Εὐχαριστίας. Αὐτὸ τὸ
μέρος τῆς κατήχησης ἡ Ἐκκλησία δὲν τὸ ἔδινε πρὶν ἀπὸ τὸ
Βάπτισμα, γιατὶ, ὅπως πιστεύει, μόνον τὸ Βάπτισμα ―ποὺ
φωτίζει τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρωπου― τὸν κάνει
ἱκανὸ νὰ εἰσέλθει στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἱκανὸ νὰ
γευθεῖ καὶ νὰ δεῖ. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἡ λειτουργία τοῦ
triduum paschale ἀναπτύχθηκε σὲ σχέση μὲ τὶς τελετὲς τοῦ
Βαπτίσματος, ἔτσι κι αὐτὴ ἡ μυσταγωγικὴ ἑβδομάδα εἶναι
ἡ βάση τῆς Διακαινησίμου, μὲ τὸ μοναδικὸ λειτουργικό της
ὕφος ―τὴν ἐπανάληψη ὁλόκληρης τῆς πασχάλιας
λειτουργίας κάθε ἡμέρα, τὴν ἀλλαγὴ τοῦ «ἤχου» κάθε
ἡμέρα― καὶ ποὺ ὁλόκληρη ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας συντείνει
στὸ νὰ κάνει αὐτὴ τὴ μοναδικὴ ἑβδομάδα μιὰ συνεχὴ
χαρούμενη ἐπέκταση τοῦ ἴδιου τοῦ Πάσχα. Κι ἐδῶ
βρίσκεται τὸ «κλειδί»: αὐτὴ ἡ ἑβδομάδα δὲν εἶναι ἁπλῶς
χρόνος γιὰ μιὰ πρόσθετη διδασκαλία, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια
κομμάτι αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, «φανέρωση» τοῦ
οὐσιαστικοῦ νοήματος τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς
«καινότητας τῆς ζωῆς» ποὺ δόθηκε. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ
φανέρωση ἀφορᾶ ἀκριβῶς τὸ χρόνο, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μόνο
μέσῳ τοῦ χρόνου, ἢ μᾶλλον μέσῳ αὐτοῦ τοῦ βιβλικοῦ
ἀριθμητικοῦ συμβολισμοῦ τοῦ χρόνου, ποὺ χωρὶς αὐτὸν εἶναι
ἀδύνατο νὰ συλλάβουμε ἀληθινὰ τὴ λειτουργικὴ ἐμπειρία
τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Η ΚΟΥΡΑ 183

Στὴ βιβλικὴ ἀποκάλυψη ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ εἶναι τὸ


σύμβολο τοῦ κόσμου: τοῦ κόσμου ὅπως τὸν δημιούργησε ὁ
Θεός, τέλειο, πετυχημένο, καλὸν λίαν· τοῦ κόσμου ποὺ τὸν
ἔχει φθείρει ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἔχει γίνει «αὐτὸς ὁ
κόσμος», παραδομένος στὸ κακὸ καὶ στὸ θάνατο· τοῦ
κόσμου, τέλος, ὡς «ἱστορίας τῆς σωτηρίας», ὡς πεδίου
ἐνεργείας καὶ ἀντικειμένου τοῦ σωτήριου ἔργου τοῦ Θεοῦ. Ἡ
ἕβδομη ἡμέρα λοιπόν, αὐτὴ ποὺ μετρᾶ τὸ χρόνο τοῦ κόσμου
καὶ ποὺ «ὀργανώνει» τὴ ζωή του, εἶναι ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ
ἔκφραση ὅλων αὐτῶν. Εἶναι ἡ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς
ἀναπαύτηκε μετὰ τὴ Δημιουργία καὶ τὴν εὐλόγησε, εἶναι ἡ
ἡμέρα τῆς εὐφροσύνης τοῦ ἀνθρώπου «ἐν τῷ Θεῷ», τῆς
χαρᾶς του γιὰ τὴ Δημιουργία ὡς κοινωνίας μὲ τὸ Θεό. Ἡ
ἡμέρα αὐτὴ εἶναι μιὰ διακοπὴ τῆς ἐργασίας, καὶ ὄχι τὸ
πραγματικό της τέλος, μιὰ ἀνάπαυση ποὺ ἡ ἴδια ἡ ἐργασία
τὴν ἔκανε ἀναγκαία. Εἶναι ὅμως καὶ ἡ ἔκφραση τῆς
ὑποδούλωσης τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο. Καὶ τελικά, ἐπειδὴ
ὑπενθυμίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Θεὸ καὶ τοῦ ἀποκαλύπτει τὴν
ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ὑποδούλωσή του στὸν
κόσμο, αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς προσδοκίας, τῆς
ἐλπίδας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ λύτρωση καὶ ἀπελευθέρωση, γιὰ
τὴν ἡμέρα ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸ «ἑπτά», πέρα ἀπὸ τὴ χωρὶς
νόημα ἐπανάληψη τοῦ χρόνου τοῦ ὁποίου ὁ μόνος του
ὁρίζοντας εἶναι ὁ θάνατος καὶ ἡ καταστροφή.
Αὐτὴ ἡ καινούργια ἡμέρα ἦρθε, ἐγκαινιάσθηκε μὲ τὴν
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὴν
ἱστορία τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ ξαναδημιούργησε «ἐν ἑαυτῷ»
τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο, ἀφοῦ ἀναπαύτηκε τὸ
εὐλογημένο Σάββατο, ἀναστήθηκε πάλι ἀπὸ τοὺς νεκροὺς
τῇ μιᾷ Σαββάτων. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἄρχισε ἕνας
καινούργιος χρόνος πού, ἂν καὶ ἐξωτερικὰ παραμένει μέσα
184 Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ

στὸν «παλαιὸ» χρόνο αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ μετριέται ἀκόμη


σὲ σχέση μὲ τὸν ἀριθμὸ ἑπτά, ὁ πιστὸς νιώθει πράγματι πὼς
εἶναι καινούργιος: ἀνοικτὸς στὴν αἰωνιότητα, διάφανος στὴ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἡ παρουσία, ἡ δύναμη καὶ ἡ χαρά
της φανερώνονται σ᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο». Στὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία, στὰ γραπτὰ τῶν Πατέρων καὶ στὴ λατρευτικὴ
παράδοση, τὸ σύμβολο αὐτοῦ τοῦ νέου χρόνου εἶναι ὁ ἀριθμὸς
ὀκτώ. Μιὰ τέτοια ὄγδοη ἡμέρα φυσικὰ δὲν ὑπάρχει στὸ
χρόνο «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», στὸν παλαιὸ χρόνο ποὺ
ἀναπόδραστα ἀκόμη μετριέται μὲ τὸν ἀριθμὸ ἑπτά. Ὑπάρχει
ὅμως πραγματικὰ στὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ
ἀληθινὴ «ἑστία» αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας. Ἀπὸ τὴν ἵδρυση
κιόλας τῆς Ἐκκλησίας οἱ Χριστιανοὶ συνάζονταν τὴν πρώτη
ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας (δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν
ἕβδομη ἡμέρα) ὡς «Ἐκκλησία», γιὰ νὰ γιορτάσουν τὴν
Εὐχαριστία. Ἔτσι, σύμφωνα μὲ τοὺς ὅρους «αὐτοῦ τοῦ
κόσμου», ἦταν καὶ αὐτὴ μιὰ ἀπὸ τὶς ἑπτὰ ἡμέρες, καὶ ἀνῆκε
πλήρως στὸ χρόνο αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὁλόκληρο ὅμως τὸ
νόημα αὐτῆς τῆς σύναξης, αὐτῆς τῆς γιορτῆς, ὅπως τὸ
ἔχουμε ἤδη ἐξετάσει, εἶναι ὅτι κατ᾿ αὐτὴν ἡ Ἐκκλησία
λαβαίνει ἐμπειρία τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς ἀνόδου στὸν οὐρανό,
καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι πληρώνεται πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο,
παίρνοντας μέρος στὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς αἰώνιας
Βασιλείας Του. Γεύεται τὴν πρώτη ἡμέρα «αὐτοῦ τοῦ
κόσμου» ὡς ὄγδοη ἡμέρα ―ὡς ἡμέρα πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο,
πέρα ἀπὸ τὸ ἑπτά, πέρα ἀπὸ «αὐτὸν τὸν κόσμο»― ὡς
συμμετοχή της στὴν «ἀνέσπερη» ἡμέρα τῆς Βασιλείας.
Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία ―ποὺ ἐκφράζεται πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα στὸ
ρυθμὸ τῆς Ἡμέρας Κυρίου, τῆς ἀρχικῆς χριστιανικῆς
Κυριακῆς, τῆς ἡμέρας τῆς εὐχαριστιακῆς ἀνόδου τῆς Ἐκ-
κλησίας στὸν οὐρανό― σχημάτισε ὁλόκληρη τὴ λειτουργικὴ
ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὴν σχηματίζει,
κάτι πού, δυστυχῶς, ἀγνοεῖ ἡ πλειονότητα τῶν Χριστιανῶν.
Τώρα μποροῦμε νὰ γυρίσουμε στὴ Διακαινήσιμο
ἑβδομάδα καὶ στὴ σημασία της γιὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ
Βαπτίσματος. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ Διακαινήσιμος ἑβδομάδα
πρόσφερε στὸ νεοφώτιστο αὐτὴ τὴν ἐμπειρία τοῦ χρόνου, γι᾿
αὐτὸ ἦταν μιὰ «φανέρωση» καὶ ἕνα δῶρο. Ἦταν ἡ ἐμπειρία
τῆς καινούργιας ζωῆς ποὺ δὲν προέρχεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν
κόσμο, ἦταν τὸ δῶρο τῆς Ἐκκλησίας στὴν οὐράνια
πληρότητά της, ὡς δῶρο τῆς Βασιλείας. Ἑπτὰ ἡμέρες:
ὁλόκληρος ὁ χρόνος ποὺ πληρώνεται ὡς αἰωνιότητα, ἀφοῦ ὁ
ἴδιος ἔγινε ἕνα διαρκὲς Πάσχα, δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ
χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ (Ρωμ. 14,17). Ἀκόμη καὶ σήμερα,
ὅσοι ἔχουν τὴ χαρὰ νὰ συμμετέχουν στὶς ἀκολουθίες αὐτῆς
τῆς μοναδικῆς ἑβδομάδας, ξέρουν ὅτι σ᾿ αὐτὸ τὸ διαρκὲς
Πάσχα δοκιμάζουν τὴν ἔσχατη οὐσία τῆς Ἐκκλησίας,
γεύονται αὐτὸ ποὺ ὀφθαλμὸς ἀνθρώπου οὐκ εἶδε καὶ οὖς
οὐκ ἤκουσεν […] ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν
(Α´ Κορ. 2,9).
Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐμπειρία πρέπει νὰ τελειώσει· ὁ
νεοφώτιστος πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὸν κόσμο. Γιατὶ, ἂν καὶ
ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ὅμως ὁ
Χριστὸς τὴν ἐγκατέστησε «ἐν τῷ κόσμῳ» καὶ θέλει νὰ
παραμείνει σ᾿ αὐτὸν μέχρι τὴν τελείωση τοῦ ἴδιου τοῦ
κόσμου. Τὸ καθῆκον της εἶναι λοιπὸν νὰ γίνεται μαρτυρία
τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, νὰ συνεχίζει τὸ σωτήριο ἔργο Του
κάνοντάς Τον παρόντα, νὰ φανερώνει τὸ Λόγο Του καὶ νὰ
ἀναγγέλλει τὴ Βασιλεία Του. Ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶχε
ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς, ἂν δὲν εἶχε πληρωθεῖ ὡς Σῶμα
Χριστοῦ καὶ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἂν μὲ ἄλλα λόγια
δὲν εἶχε ἀφήσει «αὐτὸν τὸν κόσμο», ὅπου βρίσκεται σὲ
186 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

πορεία καὶ προσδοκία γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ εἶχε


τίποτα νὰ μαρτυρήσει. Χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιστρέψει στὸν
κόσμο, δὲν θὰ ἐκπλήρωνε τὴ θεία της ἀποστολή, θὰ ἔπαυε
νὰ εἶναι τὸ ἔργο καὶ ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ αὐτὸ
προέρχεται καὶ ὁ διπλὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ρυθμὸς τῆς ἀναχώρησης ἀπὸ «αὐτὸν τὸν κόσμο» καὶ τῆς
εἰσόδου της στὴν «ὄγδοη ἡμέρα» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ,
καὶ ὁ ρυθμὸς τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πραγματικότητα καὶ στὸ
χρόνο τῶν «ἑπτὰ ἡμερῶν». Ἀπὸ ἐδῶ προέρχεται τὸ κλείσιμο
τῆς ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος μὲ μιὰ διάταξη ποὺ
ἐκφράζει αὐτὴ τὴν ἐπιστροφή, ποὺ δείχνει τὴν ἀρχὴ τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς ὡς ἀποστολὴ καὶ μαρτυρία.
Αὐτὲς οἱ τελετὲς τελοῦνται τὴν ὄγδοη ἡμέρα μετὰ τὸ
Βάπτισμα. Τοῦτο σημαίνει ὅτι αὐτὴ ἡ ἀρχὴ εἶναι πράγματι
μιὰ ἐπιστροφή, μ᾿ ἄλλα λόγια ὅτι οἱ νεοφώτιστοι στέλνονται
στὸν κόσμο παρακινημένοι στὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὸ ἄρρητο
βάθος τῆς πασχάλιας ἐμπειρίας, ποὺ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἐμ-
πειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ χρόνος ἀρχίζει μετὰ τὸ Πάσχα,
καὶ τὸν διαπερνᾶ ἡ χαρὰ καὶ τὸ φῶς τοῦ Πάσχα, ἡ δύναμη
ποὺ ἀναβλύζει ἀπ᾿ αὐτό, κάνοντάς τον πηγὴ καὶ ἔσχατο
«σημεῖο ἀναφορᾶς» κάθε πράξης καὶ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.
Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ χρόνο, τὸ χρόνο τὸ δημιουργημένο ἀπὸ ἔν-
ταση καὶ ἀγώνα μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ —μέσα μας, στὸν
κόσμο καὶ στὴ ζωή― καὶ τοῦ νέου, στέλνονται τώρα οἱ
νεοφώτιστοι.

4. Ἡ ἀπόλουση τοῦ ἁγίου Χρίσματος

Ἡ πρώτη τελετὴ ποὺ προετοιμάζει τὸ νεοφώτιστο γι᾿ αὐτὴ


τὴ μάχη καὶ ποὺ τὴν φανερώνει ὡς τὸ περιεχόμενο τῆς
ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΟ 187

χριστιανικῆς ζωῆς, εἶναι ἡ Ἀπόλουση τοῦ ἁγίου Χρίσματος:


Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἑπτά, πάλιν φέρουσι τὸν νεόφυτον ἐν τῇ Ἐκ-
κλησίᾳ εἰς τὸ ἀπολοῦσαι.
Στὴν ἀρχαία πράξη, προηγεῖτο μιὰ ἄλλη τελετή, ἡ
ἐπίθεσις τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ
νεοφύτου, καὶ αὐτὴ ἡ διάταξη ἐπιπλέον ἀναφερόταν στὴν
πρώτη εὐχὴ τῆς ἀκολουθίας τῆς «ὄγδοης ἡμέρας». Ὁ νέος
Χριστιανὸς πρόκειται νὰ σταλεῖ στὸν κόσμο ὡς μάρτυρας
Χριστοῦ, ὡς βιαστὴς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς
μαχητὴς ἐναντίον τοῦ ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου. Ἡ ζωή
του θὰ εἶναι ἕνας συνεχὴς κίνδυνος καὶ ἕνας ἀτελείωτος
πειρασμός. Γιατὶ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ
ἐχθρός, νικημένος καθὼς εἶναι ἀπὸ τὸ Χριστό, διεξάγει μιὰ
τελικὴ καὶ ἀπελπισμένη μάχη ἐναντίον ὅσων ὁ Χριστὸς
«κέρδισε» ἀπὸ αὐτόν, ὥστε νὰ ἀπατήσει ἂν εἶναι δυνατὸν
ἀκόμη καὶ τοὺς ἐκλεκτούς (βλ. Ματθ. 24,24). Ὁ ἱστορικὸς
ὁρίζοντας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι καθετὶ ἄλλο παρὰ
αἰσιόδοξος, τελείως ξένος πρὸς τὸ σύγχρονο μύθο τῆς
προόδου: πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν
πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς; (Λουκ. 18,8). Ἡ ἔσχατη ἔκβαση τῆς
μάχης εἶναι αἰώνια ζωὴ ἢ αἰώνιος θάνατος, σωτηρία ἢ
καταδίκη. Ἀπὸ ἐδῶ πηγάζει καὶ ἡ «στρατιωτικὴ» γλώσσα
καὶ ὁ συμβολισμὸς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, πράγματα
τόσο ξένα στὸ «σύγχρονο» Χριστιανό, ποὺ εἶναι κυριευμένος
ἀπὸ διάφορα «προβλήματα». Θὰ ἦταν ἐνδιαφέρον νὰ
παρακολουθήσουμε αὐτὴ τὴν προοδευτικὴ μεταμόρφωση
τῆς χριστιανικῆς σκέψης, τὴν ἀπομάκρυνσή της ἀπὸ τὸ
ἀρχικό της σφρίγος. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἐνῶ ἡ ἀρχαία
Ἐκκλησία κατανοοῦσε τὸν ἑαυτό της ὡς militia Christi, ὡς
τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ στρατολογήθηκε γιὰ νὰ παλαίψει μὲ
188 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

τὸν Ἐχθρό, ὁ σύγχρονος Χριστιανὸς προτιμάει νὰ ταυτιστεῖ


ὄχι μ᾿ ἕναν πολεμιστὴ ποὺ στρατολογήθηκε γιὰ ἕναν
πολύχρονο πόλεμο, ἀλλὰ μ᾿ ἕναν ἀσθενὴ σὲ κλινική.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως τὶς τελετὲς τῆς ὄγδοης
ἡμέρας, πρέπει νὰ ξαναβροῦμε τὸ ἀρχικὸ «στρατιωτικὸ»
πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας. Πράγματι, ὁ Ἐπίσκοπος ποὺ τώρα
ἀντικρίζει τοὺς νεοφώτιστους, μοιάζει μὲ κάποιο στρατηγὸ
ποὺ παίρνει ὑπὸ τὶς διαταγές του τοὺς νεοσύλλεκτους. Αὐτοὶ
ἀκόμη φοροῦν τοὺς καινούργιους καὶ λαμπρούς τους χιτῶ-
νες, εἶναι γεμάτοι ἐνθουσιασμό, ἀνυπόμονοι ν᾿ ἀγωνιστοῦν
καὶ ν᾿ ἀναδειχθοῦν. Ἀλλὰ ὁ στρατηγὸς ξέρει ὅτι ἡ μάχη
πρόκειται νὰ εἶναι μεγάλη καὶ τρομακτική, ὅτι αὐτὸ ποὺ
περιμένει τοὺς ἄνδρες του εἶναι πόνος καὶ κόπος, καὶ μερικὲς
φορὲς ἀποθάρρυνση καὶ ἥττα. Κι ἔτσι ἡ πρώτη εὐχὴ ποὺ
διαβάζεται ἀπὸ τὸ λειτουργό, εἶναι μιὰ εὐχὴ ποὺ ζητάει
προστασία, θάρρος, πιστότητα, καρτερία:
Τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως αὐτοῦ ἀνεπιβούλευτον ἐχθροῖς
διατήρησον· τὸ τῆς ἀφθαρσίας ἔνδυμα, ὃ περιεβάλετο,
ἀρρύπωτον ἐν αὐτῷ καὶ ἀμόλυντον διαφύλαξον.
Κατόπιν, ἀφοῦ βάλει τὸ χέρι του στὸ κεφάλι του, λέγει:
… ἐπίθες αὐτῷ τὴν χεῖρά σου τὴν κραταιάν, καὶ φύλαξον αὐ-
τὸν ἐν τῇ δυνάμει τῆς σῆς ἀγαθότητος· ἄσυλον τὸν ἀρρα-
βῶνα διαφύλαξον· καὶ ἀξίωσον αὐτὸν εἰς τὴν ζωὴν τὴν
αἰώνιον, καὶ εἰς τὴν σὴν εὐαρεστίαν.
Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς διαφυλάξει στὶς δυσχέρειες
καὶ στὴν ἀπελπισία τοῦ ἐπίγειου ἀγώνα καὶ τῆς πορείας
μας. Κι ἔτσι αὐτὴ ἡ «ἐπίθεση» τῶν χεριῶν εἶναι ἡ
«ἀνάδειξη» τῶν καινούργιων ἀξιωματούχων, ἡ παράδοση
τῶν «ἐντολῶν», τὸ σημάδι καὶ τὸ δῶρο τοῦ ἡρωισμοῦ, ποὺ
χωρὶς αὐτὸν δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χριστιανικὴ ζωή.
ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 189

Ὁ νέος Χριστιανὸς δέχεται αὐτὴ τὴν ἐντολή: Τὰς κεφα-


λὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε…, λέει ὁ λειτουργός, καὶ ὁ
νεοφώτιστος σκύβοντας τὸ κεφάλι του ὑποδηλώνει τὴν
ὑπακοή του, τὴν ἑτοιμότητα νὰ ἀποδεχθεῖ τὴ μαθητεία τῆς
militia Christi, νὰ παραμείνει στὶς τάξεις, νὰ μὴ ζητάει τὴ
δική του δόξα καὶ ἱκανοποίηση ἀλλὰ τὴ νίκη τοῦ Κυρίου Του.
Καὶ ὁ λειτουργὸς εὔχεται:
Ὁ ἐνδυσάμενος σὲ τὸν Χριστὸν καὶ Θεὸν ἡμῶν, σοὶ ὑπέκλινε
σὺν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ κεφαλήν· ὃν διαφύλαξον ἀήττητον
ἀγωνιστὴν διαμεῖναι κατὰ τῶν μάτην ἔχθραν φερομένων
κατ᾿ αὐτοῦ τε καὶ ἡμῶν· τῷ δὲ σῷ ἀφθάρτῳ στεφάνῳ μέχρι
τέλους νικητὰς πάντας ἀνάδειξον. Ὅτι σόν ἐστι τὸ ἐλεεῖν, καὶ
σώζειν ἡμᾶς…
Τώρα τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα καὶ σύμβολα πρέπει νὰ
ἀφαιρεθοῦν, γιατὶ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς τίποτε τὸ ἁπλῶς
ἐξωτερικὸ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ βοηθήσει· μόνον ἡ ἐσωτερικὴ
οἰκειοποίηση τοῦ δώρου τῆς χάρης, τῆς πίστης καὶ τῆς
πιστότητας θὰ τὸν κρατήσει. Ὅταν ἀρχίσει ἡ πραγματικὴ
μάχη, τότε ἡ λαμπρὴ φορεσιὰ δὲν χρειάζεται πλέον καὶ
ἀντικαθίσταται ἀπὸ τοὺς μόχθους τῆς μάχης. Ἔτσι
ἀφαιρεῖται ὁ χιτώνας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ ὑπερβεῖ τὸν
Ἐχθρὸ παράτησε τὴν ἔνδοξη στολή Του, καὶ ἀνέλαβε τὴ
μορφὴ τοῦ δούλου. Πουθενὰ ὅμως ἀλλοῦ δὲν φανερώθηκε
τόσο πολὺ ἡ δόξα του, παρὰ ὅταν ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν
δούλου λαβών […] γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου,
θανάτου δὲ σταυροῦ (Φιλιπ. 1,8-9). Τότε ἐδοξάσθη ὁ Υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφαιρεῖται ὁ χιτώνας καὶ ἀπολούεται τοῦ
ἁγίου Χρίσματος, γιατὶ δὲν δόθηκαν ἁπλῶς γιὰ νὰ εἶναι
σημάδια, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα ποὺ δόθηκε
γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ ζωή. Αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ γιατί ὁ
λειτουργός, ἐνῶ ξεπλένει τὸ Χρίσμα ἀπὸ τὸ σῶμα,
190 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

ἀπευθύνεται στὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο:


Ἐδικαιώθης, ἐφωτίσθης.
Καὶ συνεχίζει: Ἐβαπτίσθης, ἐφωτίσθης, ἐμυρώθης, ἡγιάσθης,
ἀπελούσθης εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος61.
Τώρα ὁ νεόφυτος εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν
πρόκληση τοῦ κόσμου, νὰ ἀρχίσει τὴ μαρτυρία του.

5. Ἡ κουρά62

Ἡ κουρὰ εἶναι τὸ τελευταῖο μέρος τῆς ἀκολουθίας καὶ ὑπῆρ-


ξε μιὰ ἀπὸ τὶς θεμελιακὲς θρησκευτικὲς τελετές. Εἶναι τὸ
σύμβολο τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς θυσίας. Ἀπὸ ἀμνημόνευτα
ἀκόμη χρόνια ὁ ἄνθρωπος αἰσθανόταν τὰ μαλλιά του σὰν νὰ
ἔχουν ἕνα εἶδος «μάννα», σὰν ἕνα κέντρο ἐξουσίας καὶ
δύναμης. Ἕνα παράδειγμα αὐτῆς τῆς πίστης εἶναι ἡ βιβλικὴ
ἱστορία τοῦ Σαμψών. Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ σήμερα, κάτι
παραμένει ἀπὸ ἐκείνη τὴν πίστη σ᾿ αὐτὴ τὴ συνεχὴ
προκατάληψη ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ μαλλιά του καὶ τὸ
«χτένισμα». Τὰ μαλλιὰ εἶναι ἡ ἔκφραση, τὸ σύμβολο τῆς
ὀμορφιᾶς τοῦ ἀνθρώπου σὰν «δύναμη», τὸ σύμβολο τῆς
ἐθνικῆς ταυτότητάς του (πρβλ. τὸ στὺλ χτενίσματος
«Ἄφρο»), κι ἀκόμη τὸ σύμβολο κάποιας βαθιᾶς καὶ
παθολογικῆς παρέκκλισης στὸν ἄνθρωπο. Ὑπάρχει ἕνα
«μυστήριο τῶν μαλλιῶν» ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς θεμελιακοὺς
τρόπους αὐτοέκφρασης, αὐτοκατάφασης καὶ ταυτότητας. Ἡ
χριστιανικὴ τελετὴ τῆς κουρᾶς λοιπόν (ἡ ὁποία ἐκτὸς ἀπὸ
τὴν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος βρίσκεται καὶ στὴ
μοναχικὴ κουρὰ καὶ στὴ «χειροτονία» τῶν Ἀναγνωστῶν ποὺ
εἶναι κατώτερα μέλη τοῦ κλήρου) δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ
ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 191

καὶ αὐτὴ ὡς μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς ἄλλες «ἀρχαῖες καὶ


πολύτιμες» πράξεις ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ τελοῦνται (κανεὶς
δὲν ξέρει τὸ γιατί) σὰν ἕνα ἀκέραιο κομμάτι τῆς
«κληρονομιᾶς» μας. Στὴν Ἐκκλησία τὸ καθετὶ εἶναι πάν-
τοτε πραγματικό. Κάθε συμβολικὴ πράξη εἶναι συμβολικὴ
ἀκριβῶς γιατὶ ἀποκαλύπτει τὴν ἴδια τὴν Πραγματικότητα,
αὐτὸ τὸ βαθύτατο καὶ «ἄρρητο» στρῶμα της μὲ τὸ ὁποῖο
ἐπικοινωνοῦμε μέσῳ τῶν συμβόλων καὶ τελετῶν.
Ἡ κουρὰ μετὰ τὸ Βάπτισμα ἀρχίζει μὲ μιὰν εὐχὴ ποὺ
συνοψίζει τὴ σημασία τοῦ μυστηρίου: τὴν ἀποκατάσταση
τοῦ ἀνθρώπου ὡς τοῦ πιὸ τέλειου, τοῦ πιὸ ὄμορφου
δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία, ἔχοντας
ὁλοκληρώσει τὴν ἐργασία τῆς ἀποκατάστασης, κοιτάζει πιὰ
τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀναφωνεῖ μὲ μιὰ κραυγὴ χαρᾶς καὶ
ἀγαλλίασης: τί ὄμορφος ποὺ εἶναι!
Δέσποτα Κύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τῇ εἰκόνι σου τιμήσας τὸν
ἄνθρωπον, ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος εὐπρεποῦς
κατασκευάσας αὐτόν, ὡς ἂν τὸ σῶμα ἐξυπηρετῆσαι τῇ λογικῇ
ψυχῇ· κεφαλὴν μὲν ἐπὶ τῶν ὑψηλοτάτων θείς, καὶ ἐν αὐτῇ τὰς
πλεῖστας τῶν αἰσθήσεων καθιδρύσας […] ταῖς δὲ θριξὶ τὴν
κεφαλὴν ὀροφώσας […] καὶ πάντα τὰ μέλη αὐτῷ χρησίμως
ἐμφυτεύσας, ἵνα διὰ πάντων εὐχαριστῇ σοι τῷ ἀριστοτέχνῃ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἄρρητης δόξας καὶ
ὀμορφιᾶς τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ νὰ στοχαστεῖς καὶ νὰ χαρεῖς τὴν
ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ ἀποδώσεις εὐχαριστίες
στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Ἡ ὀμορφιά, ὅπως καὶ τὸ καθετὶ σ᾿ «αὐτὸν
τὸν κόσμο», ἔχει ἀμαυρωθεῖ, ἐξευτελισθεῖ, κολοβωθεῖ, ἔχει
γίνει ἕνα «πεπτωκὸς κάλλος». Καὶ ἡ τάση μας εἶναι πάν-
τοτε νὰ τὴν ἀπορρίπτουμε σὰν ἕνα δαιμονικὸ πειρασμό. Δὲν
εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς ὀμορφιᾶς ποὺ ἔχει ἡ
Ἐκκλησία. Ἡ ὀμορφιά, παρὰ τὸν ἐξευτελισμό της,
192 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

παραμένει πάντοτε θεϊκιά, εἶναι τὸ σημάδι τοῦ Θεοῦ στὸ


δημιούργημά Του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄμορφος καὶ πρέπει νὰ
ἀποκατασταθεῖ στὴν ὀμορφιά του, πρέπει νὰ χαρεῖ γι᾿ αὐτὴ
τὴν ὀμορφιὰ καὶ νὰ ἀποδώσει εὐχαριστίες στὸ Θεό, ὅπως
ἔκανε ἐκεῖνος ὁ ἅγιος Αἰγύπτιος μοναχός, τοῦ ὁποίου ἡ
καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του εἶδε τὴ θεϊκὴ ὀμορφιὰ ἀκόμη
καὶ σὲ μιὰ πόρνη.
Στὸν «πεπτωκότα» κόσμο μας ὁ δρόμος γιὰ τὴ θεϊκὴ
ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἀποκατάστασή της στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ
ὑπακοὴ καὶ ἡ θυσία. Κι ἔτσι ἡ καινούργια ζωὴ ἀρχίζει μὲ
μιὰ θυσία στὸ Θεό, δηλαδὴ παραδίνοντάς Του μὲ χαρὰ καὶ
εὐγνωμοσύνη αὐτὸ ποὺ ἔχει γίνει γι᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο» τὸ
σύμβολο τοῦ «πεπτωκότος κάλλους» τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ
εἶναι τὸ νόημα τῆς κουρᾶς μετὰ τὸ Βάπτισμα. Εἶναι ἡ
πρώτη ἐλεύθερη καὶ χαρούμενη θυσία τοῦ ἀνθρώπου στὸ
Θεό. Αὐτὸ τὸ νόημα γίνεται ἰδιαίτερα ἀληθινὸ καὶ ζωντανὸ
ὅταν ἕνα νεογέννητο βαπτίζεται. Πράγματι, δὲν ὑπάρχει
τίποτε ἄλλο ποὺ τὸ νεογέννητο μπορεῖ νὰ προσφέρει στὸ Θεό,
κι ἔτσι ἐμεῖς τοῦ παίρνουμε ἀπὸ τὰ λίγα μαλλιὰ ποὺ ἔχει! Ἡ
δοξασμένη ταπείνωση: ἡ ἀφετηρία τοῦ μοναδικοῦ ἀληθινοῦ
δρόμου γιὰ τὴν πραγματικὴ ὀμορφιά, τὴ χαρὰ καὶ τὴν
πληρότητα τῆς ζωῆς.
Τώρα ἡ ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος ὁλοκληρώθηκε καὶ
πληρώθηκε. Πρόκειται νὰ ἀρχίσει ἡ «κανονικὴ» ζωή. Ἀλλὰ
πόσο ριζικὰ διαφορετικὴ θὰ εἶναι ἀπὸ τὴν «κανονικότητα»
τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς προσφέρει καὶ μᾶς ἐπιβάλλει «αὐτὸς ὁ
κόσμος», ἂν τὸ Βάπτισμα παραμείνει ἡ κρυμμένη ἀλλὰ
πραγματικὴ πηγὴ καὶ δύναμή της! Ἀκριβῶς ὅπως
ὁλόκληρη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ριζώνει στὸ Πάσχα καὶ
μᾶς ὁδηγεῖ μέσα ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὸ χρόνο «μετὰ
τὴν Πεντηκοστὴ» σ᾿ ἕνα ἄλλο Πάσχα, ἔτσι καὶ ὁλόκληρη ἡ
ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 193

ζωή μας, ἔχοντας τὶς ρίζες της στὸ Βάπτισμα,


μεταβάλλεται σ᾿ ἕνα «πέρασμα», σὲ μιὰ πορεία καὶ μιὰ
ἀνάληψη πρὸς τὴν «ἀνέσπερη ἡμέρα» τῆς αἰώνιας
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ καθὼς προχωρᾶμε καὶ
ἀγωνιζόμαστε καὶ μοχθοῦμε, πάντοτε φωτίζει τὸ δρόμο μας
τὸ μυστηριακὸ φῶς αὐτῆς τῆς Ἡμέρας, λάμπει παντοῦ,
μεταμορφώνει τὸ καθετί, κάνει τὸ καθετὶ ζωὴ «ἐν τῷ Θεῷ»
καὶ δρόμο πρὸς Αὐτόν. Ὅταν ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἀκολουθία τοῦ
Βαπτίσματος, τὸ Βάπτισμα ἀρχίζει πλέον νὰ ἐργάζεται
μέσα μας.
194 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

1. Τὸ παλαιὸ καὶ τὸ νέο

Πρὶν κλείσουμε τὴ μελέτη μας, πρέπει νὰ στρέψουμε τὴν


προσοχή μας σὲ μιὰ σειρὰ εὐχῶν καὶ πράξεων οἱ ὁποῖες, ἂν
καὶ δὲν εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένες μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ
Βαπτίσματος, ἀποκαλύπτουν ὅμως ὁρισμένες οὐσιαστικὲς
διαστάσεις τοῦ μυστηρίου. Αὐτὲς εἶναι: Εὐχαὶ εἰς γυναῖκα
λεχώ, τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῆς γεννήσεως τοῦ παιδίου αὐτῆς,
Εὐχὴ εἰς τὸ κατασφραγίσαι παιδίον, λαμβάνον ὄνομα τῇ
ὀγδόῃ ἡμέρᾳ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ, καί, τελικά, ὁ
ὀνομαζόμενος Ἐκκλησιασμὸς τῆς μητέρας καὶ τοῦ παιδιοῦ
τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα63.
Σήμερα σπάνια τελοῦνται αὐτὲς οἱ τελετὲς καὶ πολλοὶ
Χριστιανοί, μεταξὺ αὐτῶν ἱερεῖς καὶ θεολόγοι, ἀναρωτιοῦνται
τί χρειάζονται ἀκόμη ὅλα αὐτά. Ὑποστηρίζουν ὅτι αὐτὲς οἱ
τελετὲς ἐκφράζουν ἕνα ἀρχαϊκὸ καὶ ἀπαρχαιωμένο
κοσμοείδωλο, ὅτι εἶναι μιὰ ἀδικαιολόγητη ἐπιβίωση μέσα
στὴν Ἐκκλησία πρωτόγονων ἰδεῶν καὶ πίστεων, ποὺ
προσβάλλουν ἰδιαίτερα τὴ γυναίκα καί, γενικότερα, τὴν ἴδια
τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Σ᾿ αὐτές, τὰ φυσικὰ φαινόμενα
παρουσιάζονται ὡς «ἀκαθαρσία», ἡ ἴδια ἡ μητρότητα ὡς
ἁμαρτία ποὺ πρέπει νὰ συγχωρεθεῖ καὶ νὰ «καθαρισθεῖ», καὶ
ἡ γυναίκα ὡς ἕνα «δευτερεῦον» μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ
τὴν ἄλλη πλευρά, αὐτὴ τὴ θεώρηση τὴν ἀντικρούουν οἱ
«παραδοσιακοί», ποὺ ἐπιμένουν στὸν ὑποχρεωτικὸ
χαρακτήρα τῶν τελετῶν γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶμε, ἀλλὰ τὶς
Η ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ 195

ὑπερασπίζονται γιὰ τοὺς ἴδιους ἀκριβῶς λόγους γιὰ τοὺς


ὁποίους τὶς ἀπορρίπτουν οἱ «προοδευτικοί». Ἐδῶ ἡ
λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸ «κοσμοείδωλο» τῆς
Ἐκκλησίας, πράγματι συλλαμβάνεται μέσα ἀπὸ τὶς
ἰδιότητες τοῦ «καθαροῦ» καὶ «ἀκαθάρτου», καὶ περιορίζεται
σ᾿ ἕνα δίκτυο ἀπὸ «ταμποὺ» καὶ πράξεις ποὺ πρέπει νὰ
τελέσουμε μὲ διάφορες τελετουργικὲς «καθάρσεις».
Καὶ οἱ δυὸ στάσεις εἶναι ριζικὰ λαθεμένες. Τὸ κοινὸ
λάθος καὶ στὶς δυὸ προέρχεται ἀπὸ τὴν παρεξήγηση ποὺ ἔχει
γίνει ὡς πρὸς τὴ συνέχεια ποὺ ἔχουν οἱ θεσμοὶ καὶ οἱ πράξεις
τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς θεσμοὺς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ
ὁποία πράγματι συνιστᾶ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν οὐσιαστικὴ μορφὴ
τῆς χριστιανικῆς λατρευτικῆς παράδοσης. Γιὰ νὰ
κατανοήσουμε ὅμως σωστὰ αὐτὴ τὴ συνέχεια, πρέπει νὰ τὴν
δοῦμε καὶ νὰ τὴν κατανοήσουμε στὸ φῶς μιᾶς ἐξίσου ριζικῆς
καὶ οὐσιαστικῆς ἀσυνέχειας. Αὐτὸ σημαίνει πώς, ἐνῶ ἡ
Ἐκκλησία συνεχίζει ἀληθινὰ τοὺς «θεσμοὺς» τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, οἱ θεσμοὶ αὐτοί, καθὼς γίνονται χριστιανικοί,
ἀποκτοῦν ἕνα ριζικὰ καινούργιο νόημα, ἀνανεώνονται
ἀληθινά. Γιατί ὑπάρχει αὐτὴ ἡ συνέχεια; Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν
ἦρθε νὰ καταλύσει τὸ Νόμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν πληρώσει (βλ.
Ματθ. 5,17), καὶ ἔτσι μόνο μὲ μιὰ συνεχὴ καὶ ζωντανὴ
ἀναφορὰ στὸ «παλαιὸ» μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τέλεια τὸ
«καινούργιο», νὰ τὸ κάνουμε δικό μας, μποροῦμε ἔτσι νὰ
ἀποδεχτοῦμε τὸ Χριστὸ ὡς πραγματικὸ πλήρωμα. Αὐτὸς
εἶναι ὁ ἐρχομός Του ποὺ κάνει τὰ πάντα καινά. Δὲν κάνει
καινούργια πράγματα, ἀλλὰ τὰ ἴδια τὰ πράγματα
καινούργια, δηλαδὴ τὰ πράγματα ἀποκαλύπτονται στὸ
ἔσχατο νόημά τους, γίνονται σημεῖα τῆς ἐρχόμενης
Βασιλείας. Κι ἔτσι ἡ «συνέχεια» ἐκπληρώνεται ὡς
ἀσυνέχεια, καὶ ἡ «ἀσυνέχεια», γιὰ νὰ γίνει πληρότητα καὶ
196 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

«ἀνανέωση», συνεπάγεται τὴ «συνέχεια».


Ὅταν τὰ ἐφαρμόσουμε ὅλα αὐτὰ στὶς τελετὲς τοῦ
«ἐξαγνισμοῦ», σημαίνει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ὅτι οἱ ἴδιες οἱ
ἰδιότητες τοῦ «καθαροῦ» καὶ «ἀκαθάρτου», ποὺ εἶναι
πράγματι κεντρικὲς πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστό, μεταμορφώνονται
ριζικὰ μὲ τὸν ἐρχομό Του, μεταμορφώνονται ἀλλὰ δὲν
καταργοῦνται: πάντα μὲν καθαρὰ τοῖς καθαροῖς· τοῖς δὲ
μεμιαμμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν (Τίτ. 1,15).
Χωρὶς τὴ διάκριση μεταξὺ «καθαροῦ» καὶ «ἀκαθάρτου»
―μιὰ διάκριση κατάλληλη γιὰ τὸν «παλαιὸ» ἄνθρωπο καὶ
τὴν «παλαιά» του θρησκεία― δὲν θὰ ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ ἰδέα καὶ
ἡ προαίσθηση τῆς «καθαρότητας» καὶ δὲν θὰ μποροῦσε ἔτσι
νὰ ἀποκαλυφθεῖ στὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ τελικό της νόημα.
Μόλις ὅμως αὐτὸ τὸ ἔσχατο νόημα ἀποκαλύφθηκε «ἐν
Χριστῷ», ἡ παλαιὰ διάκριση δὲν ἀποκαλύπτεται πλέον ὡς
«ὀντολογικὴ» ἀλλὰ ὡς «παιδαγωγική», ὡς ἕνας τρόπος ποὺ
ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ μυστήριο τῆς λύτρωσης. Ὅλα τὰ
πράγματα εἶναι καθαρὰ γιατὶ προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, εἶναι
κομμάτια τοῦ καλὰ λίαν τῆς θεϊκῆς δημιουργίας. Ὅλα τὰ
πράγματα εἶναι ἀκάθαρτα γιατὶ ὁ ἄνθρωπος τὰ «παρέκλινε»
ἀπὸ ὅ,τι τὰ δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ εἶναι. Ὅλα τὰ
πράγματα λυτρώνονται μὲ τὴ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ
Χριστό· ὅλα ξαναγίνονται «καθαρά», ἐπειδὴ τελικὰ ὅλα
ἔχουν δημιουργηθεῖ γιὰ νὰ εἶναι τρόποι ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τὸ Θεό, εἴσοδός του στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ ἡ οὐσιαστικὴ χριστιανικὴ θεώρηση τοῦ κόσμου, ὄχι
πλέον μὲ ὅρους «καθαροῦ» καὶ «ἀκαθάρτου», ἀλλὰ μὲ ὅρους
«παλαιοῦ» καὶ «νέου», ἀγνοεῖται καὶ προδίνεται κάθε φορὰ
ποὺ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μειώνεται, εἴτε μόνο σὲ συνέχεια
εἴτε σὲ ἀσυνέχεια. Ὁ καλύτερος τρόπος νὰ ξεπεράσουμε αὐ-
τὴ τὴ μείωση εἶναι νὰ καταλάβουμε καὶ νὰ ἀκούσουμε αὐτὰ
Η ΟΝΟΜΑΤΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ 197

ποὺ ἁπλῶς πράττει ἡ Ἐκκλησία, νὰ πάρουμε ἀπὸ αὐτὴ τὸ


πραγματικὸ νόημα τῶν τελετῶν της, παρὰ νὰ τῆς
ἐπιβάλουμε τὶς δικές μας προϋποθέσεις καὶ ἀπαγορεύσεις.
2. Οἱ εὐχὲς τῆς πρώτης ἡμέρας

Ἡ πρώτη πράξη ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς εὐχὲς ποὺ τὶς


διαβάζει ὁ ἱερέας τὴν πρώτη ἡμέρα, στὸ μέρος ποὺ
γεννήθηκε τὸ παιδί. Οἱ εὐχὲς αὐτὲς ἀφοροῦν πρωταρχικὰ τὴ
μητέρα. Καὶ ἐδῶ μερικοὶ ἀνακαλύπτουν μιὰ «προσβολὴ»
τῶν γυναικῶν γιὰ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἢ τὴ δικαίωση
τῆς δικῆς τους μείωσης στὴν ἀρχὴ «καθαρὸ-κατὰ-
ἀκαθάρτου». Ἀλλὰ ἂς ἀκούσουμε τὶς ἴδιες τὶς εὐχές.
Στὴν πρώτη καὶ μικρότερη, ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ ἀπὸ τὸ
Θεό, τὸν ἰώμενον πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν, νὰ
θεραπεύσει ἐπίσης τὴ δούλη Του τὴν σήμερον τέξασαν
παιδίον, καὶ νὰ τῆς χαρίσει ἀνάστασιν ἀπὸ τῆς κλίνης, ἧς
ἐπίκειται. Καὶ ἡ εὐχὴ προσθέτει: ὅτι, κατὰ τὸν τοῦ
προφήτου Δαβὶδ λόγον, ἐν ἀνομίαις συνελήφθημεν καὶ διὰ
ρύπου πάντες ἐσμέν ἐνώπιόν Σου…
Ἡ δεύτερη εὐχὴ ἀρχίζει μὲ μιὰ ἀναφορὰ στὴ γέννηση τοῦ
Χριστοῦ: ὁ τεχθεὶς ἐκ τῆς παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν
Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, καὶ ὡς νήπιον ἐν φάτνῃ
ἀνακλιθείς, καὶ ὡς βρέφος ἀναδειχθείς. Κατόπιν συνεχίζει:
Αὐτὸς καὶ τὴν παροῦσαν δούλην σου τὴν σήμερον τέξασαν τὸ
παρὸν παιδίον, ἐλέησον, καὶ συγχώρησον τὰ ἑκούσια καὶ τὰ
ἀκούσια αὐτῆς πταίσματα καὶ διαφύλαξον αὐτὴν ἀπὸ πάσης
τοῦ διαβόλου τυραννίδος. Καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς κυηθὲν νήπιον
διατήρησον ἀπὸ πάσης φαρμακείας, ἀπὸ πάσης
χαλεπότητος, ἀπὸ πάσης ζάλης τοῦ ἀντικειμένου, ἀπὸ
πνευμάτων πονηρῶν, ἡμερινῶν τε καὶ νυκτερινῶν. Ταύτην δὲ
διατήρησον ὑπὸ τὴν κραταιὰν χεῖρά σου, καὶ δὸς αὐτῇ
198 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

ταχινὴν ἐξανάστασιν, καὶ τοῦ ρύπου κάθαρον, καὶ τοὺς


πόνους θεράπευσον, καὶ ρῶσιν καὶ εὐρωστίαν ψυχῇ τε καὶ
σώματι δώρησαι, καὶ δι᾿ Ἀγγέλων φαιδρῶν καὶ φωτεινῶν
ταύτην περίθαλψον, καὶ περιφρούρησον ἀπὸ πάσης
ἐπελεύσεως τῶν ἀοράτων πνευμάτων. Ναί, Κύριε, ἀπὸ νόσου
καὶ μαλακίας, ἀπὸ ζήλου καὶ φθόνου, καὶ ὀφθαλμῶν
βασκανίας, καὶ ἐλέησον αὐτὴν καὶ τὸ βρέφος, κατὰ τὸ μέγα
σου ἔλεος· καὶ καθάρισον αὐτὴν ἀπὸ τοῦ σωματικοῦ ρύπου
καὶ τῶν ποικίλων αὐτῇ ἐπερχομένων σπλαγχνικῶν
ἐνοχλήσεων, καὶ ἔξαξον αὐτήν, διὰ τῆς ταχινῆς σου
ἐλεημοσύνης, ἐν τῷ ταπεινῷ αὐτῆς σώματι εἰς ἐπανόρθωσιν·
καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς κυηθὲν νήπιον ἀξίωσον προσκυνῆσαι τὸν
ἐπίγειον ναόν, ὃν ἡτοίμασας εἰς τὸ δοξολογεῖσθαι τὸ ὄνομά
σου τὸ ἅγιον…

Καὶ τελικὰ στὴν τρίτη εὐχή, μαζὶ μὲ τὰ θέματα τῆς


συγγνώμης καὶ θεραπείας, βρίσκουμε καὶ μιὰ ἀναφορὰ στὴν
παιδοποιΐα, ὡς ἐκπλήρωση τῆς ἀρχικῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ
πρὸς τὸν ἄνθρωπο:
Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε· Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε, καὶ
πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς. Διὰ τοῦτο
καὶ ἡμεῖς οἱ δοῦλοί σου δεόμεθα […] φόβῳ βοῶμεν πρὸς τὸ
τῆς Βασιλείας σου ἅγιον Ὄνομα· ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ, καὶ
ἴδε τὴν ἀσθένειαν ἡμῶν τῶν καταδίκων, καὶ συγχώρησον τῇ
δούλῃ σου, καὶ παντὶ τῷ οἴκῳ, ᾧ ἐγεννήθη τὸ παιδίον· καὶ
τοῖς ἁψαμένοις αὐτῆς, καὶ τοῖς ἐνθάδε εὑρισκομένοις πᾶσιν…

Κι ἔτσι τὸ πρῶτο, ἂν καὶ ὄχι ἀποκλειστικὸ θέμα αὐτῶν


τῶν τριῶν εὐχῶν, εἶναι μιὰ κραυγὴ γιὰ ἄφεση. Ἐν ἀνομίαις
συνελήφθην…: αὐτὴ ἡ φανερὴ ταύτιση τῆς σύλληψης, καὶ
ὡς ἐκ τούτου τοῦ φύλου, μὲ ἁμαρτία καὶ ἀκαθαρσία
φαίνεται ὅτι «σκανδαλίζει» τὸ σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀκόμη
καὶ ἕνα «σύγχρονο» Χριστιανό. Ἀλλὰ τὸ σκάνδαλο εἶναι
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ 199

μόνο γι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἴτε ἔχουν ξεχάσει εἴτε ἔχουν ἀποδιώξει
τὴ χριστιανικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ χριστιανικὴ
κατανόηση τοῦ φύλου. Ἡ ἐποχή μας ―καὶ αὐτὸ πάνω ἀπὸ
ὅλα ἀποκαλύπτει τὸ ριζικό της ἀποχριστιανισμό―
χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὶς προσπάθειες νὰ ἀπελευθερώσει τὸ
σέξ, νὰ τὸ ἀπελευθερώσει κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ ὅλες τὶς ἰδέες
τῆς ἁμαρτίας, ἐνοχῆς καὶ ντροπῆς. Τὸ σὲξ εἶναι «καλὸ»
ἐπειδὴ εἶναι «φυσικό»· μὲ τὸ νὰ εἶναι καλό, εἶναι «ἀθῶο»;
Αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ ἐξίσωση ποὺ περιλαμβάνεται στὴ
«σεξουαλικὴ ἀπελευθέρωση» τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ἀκριβῶς
αὐτὴ τὴν ἐξίσωση ἀπορρίπτει ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἀκριβῶς
ἀπορρίπτει ἐπίσης τὴ μανιχαϊκὴ καὶ δυαλιστικὴ ταύτιση τοῦ
σὲξ μὲ τὸ κακό. Σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ κοσμοθεώρηση,
ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἂν καὶ εἶναι θεμελιακὰ ἢ
«ὀντολογικὰ» καλή, εἶναι πεπτωκυία καὶ ἔχει πέσει ὄχι μόνο
σὲ μερικὰ τμήματά της, ποὺ θὰ ἄφηναν μερικὲς ἰδιότητες
τοῦ ἀνθρώπου ἄθικτες καὶ ἀθῶες, ἀλλὰ στὴν ὁλότητά της.
Καὶ ἡ μοναδικότητα τοῦ σὲξ εἶναι ὅτι, συνδεδεμένο καθὼς
εἶναι ὀργανικὰ μὲ τὸ ὑψηλότερο ἀπὸ τὰ θεϊκὰ δῶρα τοῦ
ἀνθρώπου, τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης, γίνεται τὸ ἴδιο κέντρο αὐτῆς
τῆς τραγικῆς ἀμφιλογίας ποὺ βρίσκεται βαθιὰ μέσα στὴν
πεσμένη φύση τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι, ἀφενὸς τὸ σὲξ ὄχι
μόνον εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἴδιο ἀγάπη.
Ἀφετέρου εἶναι ἡ ἔκφραση καὶ ὁ «τόπος» τῆς παράδοσης τοῦ
ἀνθρώπου στὴ ζωώδη κατάσταση, τὸ ριζικὸ κομμάτιασμα
τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπώλεια τῆς
ὁλότητάς του. Οἱ δυὸ πόλοι καὶ «ὁδηγοὶ» τοῦ σέξ —ἀγάπη
καὶ ἐπιθυμία― εἶναι ἀξεδιάλυτα ἀνακατεμένοι, καὶ εἶναι
ἀδύνατο νὰ ξεχωρίσεις καὶ νὰ ἀπομονώσεις τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν
ἄλλο. Ἀπὸ ἐδῶ πηγάζει καὶ ὁ ἀληθινὰ ἀντινομικὸς
χαρακτήρας τῆς θεώρησης τοῦ σὲξ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ
200 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

ἀδυναμία της νὰ μειώσει αὐτὴ τὴν ἀντινομία σὲ μιὰ ἁπλὴ


«καλοκομμένη» λύση.
Θὰ ἦταν πράγματι λάθος νὰ νομίσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία,
ἐνῶ καταγγέλλει καὶ καταδικάζει τὸ σὲξ σὰν «κακὸ» ἔξω
ἀπὸ τὸ γάμο, ἁπλῶς τὸ παραδέχεται σὰν «καλὸ» μέσα στὸ
γάμο. Τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι τὸ σέξ, εἴτε «ἔξω» εἴτε «μέσα»
εἶναι, γιὰ ὅσο χρόνο παραμένει ἐπιθυμία ἀνήκει
ὁλοκληρωτικὰ σ᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο», στὸν κόσμο ποὺ
«παρέρχεται», καὶ ὁ ὁποῖος στὴν παρούσα του «κατάσταση»
δὲν κληρονομεῖ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ τὸ σὲξ
εἶναι τὸ κέντρο, ἡ ἔκφραση τῆς ἐπιθυμίας τῆς σαρκὸς καὶ
τῆς ἐπιθυμίας τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς ἀλαζονείας τοῦ βίου,
αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ σχηματίζουν καὶ καθορίζουν τὴ ζωὴ
«αὐτοῦ τοῦ κόσμου», εἶναι ὑπὸ νόμον καὶ ὄχι ὑπὸ χάριν. Τὸ
ὅτι εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ νόμο δὲν σημαίνει ὅτι καταδικάζεται·
σημαίνει ἁπλῶς ὅτι τὸ νὰ ρυθμίζεται σὲ σχέση καὶ κάτω ἀπὸ
τὸ φῶς μιᾶς καθολικῆς θέας τῆς ζωῆς, τὸ νὰ ὑποτάσσεται
σὲ αὐτὴ τὴ θέα καὶ νὰ περιέχεται στὰ ὅριά της καὶ στὴν
τάξη, μπορεῖ τότε νὰ γίνει σ᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο» ἡ μοναδικὴ
προστασία ἐναντίον τῶν σκοτεινῶν καὶ ἄλογων δυνάμεων
αὐτοκαταστροφῆς. Ἐὰν τὸ σὲξ «ἀπαγορεύεται» ἔξω ἀπὸ τὸ
γάμο καὶ «ἐπιτρέπεται» μέσα σ᾿ αὐτόν, εἶναι ἐπειδὴ ὁ
γάμος, παρ᾿ ὅλη τὴ φθορὰ ποὺ ὑφίσταται στὸν πεσμένο
κόσμο μας, ἀνήκει σ᾿ αὐτὴ τὴν ὑψηλότερη θεώρηση καὶ
μπορεῖ νὰ «εἰσέλθει» στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἁπλὴ
ἱκανοποίηση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τῶν «φυσικῶν» του ὀρέξεων
καὶ παρ᾿ ὅλη τὴ «φυσικότητά» τους, ὄχι μόνο δὲν ἀνήκει σ᾿
αὐτὴ τὴ θέα ἄλλα τελικὰ τὸν ὁδηγεῖ στὴν καταστροφή του.
Ἔτσι, αὐτὴ ἡ ἱκανοποίηση φανερώνεται «παρὰ φύσιν». Ὁ
νόμος δὲν μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ καὶ νὰ λυτρωθεῖ. Μπορεῖ
ὅμως, θέτοντας ὅρια καὶ διατηρώντας μιὰ κάποια τάξη, νὰ
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ 201

σκοπεύσει κάπου πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, πέρα ἀπὸ τὴν
πεσμένη φύση, νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ γνωρίσει καὶ νὰ
ἐπιθυμήσει μιὰ ὑψηλότερη θέα ζωῆς. Κι ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸ
λόγο, ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει ὡς ἀληθινὰ δαιμονικὲς ὅλες
αὐτὲς τὶς ἰδέες καὶ τάσεις ποὺ μὲ διάφορους συνδυασμοὺς
προσκαλοῦν γιὰ μιὰ «σεξουαλικὴ ἀπελευθέρωση». Ἐὰν τὸ
«σέξ» ―ἡ κατανόηση καὶ ἡ «ἀξία» ποὺ τοῦ ἀποδίνεται―
ὑπῆρξε πάντοτε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ «λυδία λίθος» κάθε
ἀνθρώπινης ἠθικῆς, δὲν εἶναι ἐξαιτίας μιᾶς νοσηρῆς καὶ
ἔνοχης μονομανίας γιὰ τὴ σάρκα, ὅπως πολλοὶ ἄνθρωποι
νομίζουν σήμερα. Στὴν πραγματικότητα μιὰ τέτοια
νοσηρότητα, μιὰ τέτοια μονομερὴς ἀνία, γίνεται ὅλο καὶ πιὸ
πολὺ τὸ σῆμα κατατεθὲν τοῦ «ἀπελευθερωμένου ἔρωτα»,
ὅλων αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν νὰ κάνουν τὸ σέξ, καί μόνο τὸ
σέξ, τὸ μοναδικὸ «περιεχόμενο» τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ
τῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης. Ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία
γνωρίζει τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀληθινή
του κλήση, γι᾿ αὐτὸ γνωρίζει ἐπίσης ὅτι αὐτὴ ἡ
«ἀπελευθέρωση» τελικὰ ὁδηγεῖ στὴν ὁλοκληρωτικὴ
ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν αὐτοκαταστροφή του
ὡς ἀνθρώπου.
Στὰ μάτια τῆς Ἐκκλησίας, ὅ,τι πρέπει νὰ κάνει ὁ ἄν-
θρωπος ποὺ τὸν κόσμον οἰκεῖ καὶ σάρκα φορεῖ, εἶναι νὰ
ἀποδεχθεῖ ―μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοή― τὸ νόμο ποὺ
ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ ὁ ὁποῖος, τουλάχιστον ὣς
ἕνα βαθμό, τὸν «ἀπελευθερώνει» ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ καὶ ἄλογη
τυραννία τοῦ σέξ ― τὸ νόμο ποὺ μετατρέπει τὸ σὲξ σὲ
ὑπηρέτη τῆς ἀγάπης, ὁσοδήποτε ἀμφίλογο κι ἂν εἶναι, καὶ
ὄχι σὲ κύριο καὶ μοναδικὸ περιεχόμενό της. Ὁ νόμος οὔτε
«ἁγιάζει» τὸ σέξ, οὔτε τὸ «καταριέται». Ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ
ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ σέξ, γιὰ τὴν ἀξεπέραστη
202 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

καὶ τραγικὴ ἀμφιλογία του, βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ


διατηρήσει μέσα του τὸ ὅραμα τῆς ἀληθινῆς του φύσης καὶ
νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὴν «ὁλότητά» της ἤ, μὲ ἄλλα λόγια, τὸν
βοηθᾶ νὰ ζητάει τὴ χάρη.
Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ συνάφεια μέσα στὴν ὁποία πρέπει νὰ
«ἀκούσουμε» καὶ νὰ κατανοήσουμε τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκ-
κλησίας γιὰ τὴν εἴσοδο μιᾶς νέας ἀνθρώπινης ὕπαρξης στὸν
κόσμο. Αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτουν οἱ τρεῖς εὐχὲς τῆς πρώτης
ἡμέρας, εἶναι ἡ χαρὰ γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς εἰσόδου ἑνὸς ἄλλου
παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ στὸ «ἀνέσπερο φῶς» τῆς Βασιλείας Του.
Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ὅμως εἶναι καὶ λύπη γιὰ τὴ φθορὰ τοῦ
κόσμου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὸ μέγεθος τοῦ δώρου μᾶς κάνει
νὰ μετροῦμε καὶ νὰ ἀναγνωρίζουμε τὸ βάθος τῆς πτώσης
τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἂν αὐτὲς οἱ εὐχὲς εἶναι πρῶτα ἀπὸ ὅλα
μιὰ κραυγὴ γιὰ ἄφεση, εἶναι ἐπειδὴ μόνον ἡ θεία συγγνώμη,
ποὺ δόθηκε καὶ ἐκπληρώθηκε «ἐν τῷ Χριστῷ» καὶ μὲ τὸν
Ἐρχομό Του, μπορεῖ νὰ καθαρίσει αὐτὴ τὴ χαρά, νὰ τὴν
ἀποκαταστήσει στὸ ἀληθινό της πλήρωμα, νὰ κάνει τὴν
ἀρχὴ αὐτῆς τῆς ζωῆς ἀρχὴ σωτηρίας καὶ λύτρωσης. Ἀκόμη
μιὰ φορὰ ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἀποκαλύπτεται μὲ τὴν ἀληθινή
της θεϊκὴ δόξα καὶ ὀμορφιὰ καὶ συγχρόνως ἀναπόδραστα
ἐξαρτημένη ἀπὸ τοὺς «πεσμένους» νόμους «αὐτοῦ τοῦ
κόσμου». Ἡ σύλληψη ὄχι μόνο δὲν εἶναι ἁμαρτία· εἶναι
πράγματι ἡ πλήρωση τοῦ πιὸ ὄμορφου ἀπὸ τὰ θεϊκὰ δῶρα, ἡ
δύναμη νὰ δίνεις ζωή. Ὅμως ἐν ἀνομίαις συλληφθήκαμε,
γιατὶ ἡ «ἐπιθυμία» ἔχει γίνει τὸ ἀναπόδραστο στοιχεῖο τῆς
σύλληψης. Ἡ γέννα εἶναι χαρά, εἶναι ὅμως καὶ «ἀσθένεια»
καὶ «ἀδυναμία», μόχθος καὶ πόνος. Ἡ ζωὴ ποὺ ἀρχίζει εἶναι
ἀνοιχτὴ στὸ φῶς καὶ στὴ χαρά, ἀνοιχτὴ στὴν ἴδια τὴν
αἰωνιότητα· πόσο εὔθραυστη ὅμως εἶναι, πόσο πολὺ ἀνοιχτὴ
σὲ ὅλα τὰ εἴδη τῶν κινδύνων, πόσο ριζικὰ τὴν ἀπειλεῖ τὸ
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ 203

κακό!
Ὅλα αὐτὰ ἀναλογίζεται καὶ ἀποκαλύπτει ἡ Ἐκκλησία
καθὼς στέκεται, στὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέα, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς
μητέρας καὶ αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ καὶ τοὺς δίνει τὴν πρώτη της
εὐλογία, ἀναφέροντας ἔτσι αὐτὴ τὴν «πρώτη ἡμέρα» στὸ
μυστήριο τῆς σωτηρίας. Πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὴ
μητέρα, ποὺ ἡ ὀφειλή της σ᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο» εἶναι νὰ
δοκιμάζει τὴν παιδοποιΐα ἀκριβῶς ὡς «ἀδυναμία» καὶ
«ἀσθένεια», ὡς ὑποδούλωση στὴν πεσμένη φύση, παρὰ μὲ τὸ
νὰ ζητάει συγγνώμη, τὴ μόνη ἀληθινὴ θεραπεία, τὴ μόνη
ἀληθινὴ ἐπιστροφὴ στὴν ὁλότητα ποὺ ἔσπασε ἐξ αἰτίας τῆς
ἁμαρτίας; Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία δὲν ζητᾶ συγγνώμη γιὰ
καμιὰ ἰδιαίτερη ἁμαρτία, γιὰ καμιὰ ἰδιαίτερη «ἀκαθαρσία»,
ἀλλὰ γιὰ «ἀκούσιες καὶ ἑκούσιες» ἁμαρτίες, δηλαδὴ γιὰ τὴν
ἁμαρτία ὡς τὴν πραγματικότητα «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», γιὰ
τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὴ μόλυνση ποὺ τὸν διαπερνάει
ὁλόκληρο. Καὶ τί ἄλλο μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ προσφέρει ἀπὸ
συγγνώμη, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε τὸ πέρασμα στὴ ζωὴ τὴ
λυτρωμένη ἀπὸ τὸ Χριστό, στὴ χαρὰ καὶ στὴν πληρότητα
ποὺ προστατεύουν «φαιδροὶ καὶ φωτεινοὶ Ἄγγελοι»; Τί ἄλλο
δῶρο μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ προσφέρει ἀπὸ τὸ νὰ
ἀποκαλύψει στὴ μητέρα ὅτι αὐτὴ ἡ γέννηση, ὅπως καὶ ἡ
γέννηση κάθε παιδιοῦ, καὶ ἡ ἴδια ἡ μητρότητα,
μεταμορφώνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία σὲ συμμετοχὴ στὴ
χαρὰ καὶ στὴν πληρότητα τῆς μοναδικῆς μητρότητας τῆς
Παναγίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ σωτηρία καὶ ἡ χαρὰ ἦρθαν σὲ
ὁλόκληρο τὸν κόσμο; Καὶ τελικά, μὲ τί ἄλλο μπορεῖ ἡ
Ἐκκλησία νὰ χαιρετίσει τὸ παιδί, παρὰ μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι
θὰ τὸ ὁδηγήσει στὴ δόξα τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ,
δηλαδὴ στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν κοινωνία μαζί Του,
ποὺ εἶναι ζωὴ αἰώνια;
204 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

Δὲν θὰ πρέπει κάποιος ἁπλῶς νὰ βρίσκεται σὲ λάθος


ἀλλὰ νὰ εἶναι καὶ μικροπρεπὴς γιὰ νὰ βρίσκει ὅτι αὐτὲς οἱ
εὐχὲς ἀποτελοῦν «προσβολή», αὐτὲς ποὺ εἶναι τόσο πολὺ
γεμάτες ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄνθρωπο,
τόσο γεμάτες ἀπὸ τὸ μόνο γνήσιο καὶ ἀληθινὰ θεϊκὸ
σεβασμὸ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἀντὶ νὰ ἀκολουθοῦμε
τυφλὰ «αὐτὸν τὸν κόσμο» στὶς φτηνές του ἐπαναστάσεις
στὸ ὄνομα μερικῶν κούφιων δικαιωμάτων, μιᾶς ἀνόητης
«ἀξιοπρέπειας» καὶ μιᾶς μάταιης «εὐτυχίας», ὀφείλουμε νὰ
ξαναβροῦμε καὶ νὰ οἰκειοποιηθοῦμε ξανὰ τὸ ὅραμα τῆς
Ἐκκλησίας γιὰ τὴ ζωή. Τὴ ζωὴ ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει αὐτὸ
τὸ ὅραμα τὴν πρώτη ἡμέρα κάθε ἀνθρώπινης ζωῆς.

3. Ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ παιδιοῦ 64

Ἡ ἑπόμενη διάσταση αὐτοῦ τοῦ ὁράματος μᾶς δίνεται στὴν


Εὐχὴ εἰς τὸ κατασφραγίσαι παιδίον, λαμβάνον ὄνομα τῇ
ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἀπὸ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ. Ἂν οἱ εὐχὲς τῆς
πρώτης ἡμέρας εἶναι πρωταρχικὰ εὐχὲς γιὰ τὴ μητέρα,
τώρα τὸ κέντρο τῆς προσευχῆς τῆς Ἐκκλησίας μετατίθεται
στὸ παιδί.
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα θὰ πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ εὐχὲς
τῆς ὄγδοης ἡμέρας διαφέρουν ἀπὸ τὴν προηγούμενη πράξη
στὸ ὅτι ἔχουν λειτουργικὴ μορφή. Ἀρχίζουν μὲ τὴ
συνηθισμένη Δοξολογία, τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τὸ Τρισάγιο καὶ τὴν Κυριακὴ Προσευχή, καὶ
τελειώνουν μὲ τὴν ἀπόλυση τῆς Λειτουργίας. Αὐτὸ εἶναι μιὰ
ἔνδειξη ὅτι τώρα εἴμαστε στὸ δρόμο μας γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Οἱ πρῶτες εὐχὲς δὲν εἶναι παρὰ ἕνας ἀρχικὸς χαιρετισμός,
μιὰ πρώτη «ἀναμέτρηση»· τώρα ἡ ζωή, ποὺ μόλις ἄρχισε,
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ 205

μετατρέπεται σὲ πομπὴ πρὸς τὸν «ἐπίγειο ναό», ὅπου


πρόκειται νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ λύτρωση. Καὶ μετὰ ἀκολουθεῖ
αὐτὴ ἡ «ἀρχή»:
Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, σοῦ δεόμεθα καὶ σὲ παρακαλοῦμεν·
Σημειωθήτω τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου
(τόνδε), καὶ σημειωθήτω ὁ Σταυρὸς τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ
ἐν τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς διαλογισμοῖς αὐτοῦ, εἰς τὸ φυγεῖν τὴν
ματαιότητα τοῦ κόσμου, καὶ πᾶσαν τὴν πονηρὰν ἐπιβουλὴν
τοῦ ἐχθροῦ, ἀκολουθεῖν δὲ τοῖς προστάγμασί σου. Καὶ δός,
Κύριε, ἀνεξάρτητον μεῖναι τὸ Ὄνομά σου τὸ ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν,
συναπτόμενον ἐν καιρῷ εὐθέτῳ τῇ ἁγίᾳ σου Ἐκκλησίᾳ καὶ
τελειούμενον διὰ τῶν φρικτῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ σου·
ἵνα, κατὰ τὰς ἐντολάς σου πολιτευσάμενος, καὶ φυλάξας τὴν
σφραγῖδα ἄθραυστον, τύχῃ τῆς μακαριότητος τῶν ἐκλεκτῶν
ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου.
Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ λεξιλόγιο τῆς εὐχῆς ποὺ
ἀκολουθεῖ μᾶς θυμίζει τὶς εὐχὲς εἰς τὸ ποιῆσαι
Κατηχούμενον, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλήσαμε στὴν ἀρχὴ τῆς
μελέτης. Πράγματι, εἶναι τὸ ἴδιο τυπικό, μόνο ποὺ ἔχει
μετατεθεῖ κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς
συνθῆκες τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ. Εἶναι ἡ πράξη τῆς
Ἐκκλησίας καθὼς κάνει κατοχὴ τοῦ παιδιοῦ στὸ ὄνομα τοῦ
Χριστοῦ, καθὼς τὸ χαράζει μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τὸ
σημεῖο τῆς νίκης καὶ κυριότητας τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀρχίζει
ἔτσι νὰ τὸ προετοιμάζει γιὰ τὸ Βάπτισμα.
Τὸ μοναδικὸ νέο στοιχεῖο λοιπὸν εἶναι ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ
παιδιοῦ. Κανένα ὄνομα δὲν ἀπαγγέλθηκε κατὰ τὶς τελετὲς
τῆς πρώτης ἡμέρας. Ἀλλὰ τώρα φωνάζουν τὸ παιδὶ μὲ τὸ
ὄνομά του καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀναφέρεται στὸ Ἅγιο Ὄνομα
τοῦ Χριστοῦ: … καὶ δός, Κύριε, ἀνεξάρτητον μεῖναι τὸ
ὄνομά σου τὸ ἅγιον ἐπ᾿ αὐτόν. Τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου,
206 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

διακρίνοντάς τον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, τοῦ


δίνει ταυτότητα ὡς πρόσωπο καὶ διαβεβαιώνει τὴ
μοναδικότητά του. Ὁ σαρκωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει
ἀνθρώπινο ὄνομα γιατὶ εἶναι πλῆρες πρόσωπο καὶ ὄχι
«ἄνθρωπος γενικῶς», οὔτε ἕνας ἀφηρημένος καὶ ἀπρόσωπος
φορέας μιᾶς ἀφηρημένης ἀνθρώπινης φύσης. Ἡ ἀνθρώπινη
φύση δὲν ὑφίσταται ἔξω ἀπὸ τὰ πρόσωπα, καὶ τὸ κάθε
πρόσωπο γίνεται τότε ἕνας ἀληθινὰ μοναδικὸς καὶ τέλεια
προσωπικὸς τρόπος γιὰ τὴ σάρκωση καὶ πλήρωση τῆς
φύσης. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν στὴν τελετὴ τῆς ὀνοματοδοσίας ἡ
Ἐκκλησία ὁμολογεῖ τὴ μοναδικότητα αὐτοῦ τοῦ ἰδιαίτερου
παιδιοῦ καὶ τὸ θεϊκὸ δῶρο τῆς «προσωπικότητάς» του.
Ἀναφέροντάς το στὸ Ἅγιο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία
ἀποκαλύπτει τὸ κάθε ὄνομα ὡς ἅγιο, δηλαδὴ ἁγιασμένο ἀπὸ
τὸ ἀνθρώπινο ὄνομα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ἐν Χριστῷ τὸ
ὄνομα κάθε ἀνθρώπινης ὕπαρξης φανερώνεται ὡς ὄνομα
ἑνὸς παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ, δημιουργημένου καὶ προορισμένου γιὰ
μιὰ προσωπικὴ σχέση μὲ τὸ Θεό, γιὰ μιὰ προσωπικὴ
συμμετοχὴ στὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι γιὰ μιὰ
διάλυση σὲ κάποια ἀπρόσωπη «νιρβάνα». Τὸ ὄνομά μου εἶναι
τὸ «Ἐγὼ» τὸ ὁποῖο δημιουργεῖ ὁ Θεὸς μὲ τὸ νὰ τὸ προσφωνεῖ
ὡς «Σὺ» καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος τὸ ἀποκαλύπτει ὡς Πρόσωπο,
ὡς Ἅγιο Ὄνομα, ὡς τὸ Σὺ μιᾶς αἰώνιας ἀγάπης καὶ
κοινωνίας. Ἂν γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ ὅλους τοὺς Ἁγίους
της, γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἐμπειρία της, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶναι
παρὼν στὸ Ὄνομά Του Ἰησοῦς, ἂν αὐτὸ τὸ Ἅγιο Ὄνομα
εἶναι γιὰ μᾶς παρουσία, κοινωνία, χαρά, δύναμη, αὐτὸ
συμβαίνει γιατὶ τὸ ὄνομα εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ προσώπου, ἡ
φανέρωση, τὸ δῶρο τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας του.
Τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ κάνει ἅγιο τὸ ὄνομά μου, τὸ
μεταμορφώνει σὲ ἔκφραση, σὲ μυστήριο τοῦ προσώπου μου
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ 207

ἐν Χριστῷ γιὰ ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα. Καὶ στὴν


ἀκολουθία τῆς ὄγδοης ἡμέρας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ δῶρο τοῦ
ὀνόματός μου ἐν Χριστῷ, μοῦ χαρίζεται ὡς δῶρο αὐτὴ ἡ
«προσωπικότητα», ἡ δημιουργημένη ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ
ἀποκαθίσταται στὸ Βάπτισμα καὶ σώζεται γιὰ τὴ Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ.
Στὸ παρελθὸν τὸ ὄνομα κάθε Χριστιανοῦ ἀνεφερόταν ὡς
ἅγιο ὄνομα καὶ ὁ κάθε Χριστιανὸς διδασκόταν ἀπὸ πολὺ
μικρὴ ἡλικία νὰ τὸ σέβεται ὡς ἅγιο. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεώρηση
γιὰ τὴν ἱερότητα τοῦ ὀνόματος ἀναπτύχθηκε ἡ παράδοση νὰ
δίνουν στὸ παιδὶ τὸ ὄνομα ἑνὸς Ἁγίου, δηλαδὴ ἕνα ὄνομα ποὺ
ἤδη «ἐκπληρώθηκε» ὡς ἅγιο ἀπὸ ἕναν Χριστιανό. Αὐτὸ δὲν
ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀναζήτηση τῆς προστασίας κάποιου
«πολιούχου», ἀλλὰ ἦταν μᾶλλον ὁ καρπὸς μιᾶς ζωντανῆς
ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας ὡς «κοινωνίας Ἁγίων», ἡ
βεβαιότητα ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι ὁ μοναδικὸς προορισμὸς καὶ
κλήση τοῦ ἀνθρώπου. Κάτω ἀπὸ τὸ φῶς αὐτῆς τῆς
παράδοσης, πόσο λυπηρὴ κι ἀκόμη δαιμονικὴ εἶναι ἡ
σημερινὴ ἀποϊεροποίηση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀνθρώπου, ἡ
μείωσή του σὲ ὅλα τὰ εἴδη ἀπὸ ἀφελῆ «χαϊδευτικά», ἡ
αὔξηση τῆς ἀδιαφορίας γιὰ τὴ χριστιανικὴ κατανόηση τοῦ
λόγου γενικά, καὶ τοῦ ὀνόματος ἰδιαίτερα. Πόσο ὄμορφο θὰ
ἦταν ἐὰν ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ποὺ ζοῦμε στὴ Δύση,
ἀντὶ νὰ ἀκολουθοῦμε ἁπλῶς αὐτὴ τὴν προοδευτικὴ
κατάπτωση τοῦ ἀνθρώπινου ὀνόματος ―καὶ συνεπῶς τοῦ
προσώπου ποὺ τὸ ἔχει― προτιμούσαμε νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ τὴν
ἀποκατάσταση τοῦ ὀνόματος ὡς ἁγίου ὀνόματος: πρῶτα, νὰ
ἐπιστρέψουμε στὴ χρήση ὀνομάτων ποὺ τὰ ἁγίασε ἡ
ἁγιότητα τῶν Ἁγίων καὶ δεύτερο νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε μὲ
τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ σεβασμό, μὲ τὴν ὁποία ἐπικαλούμαστε τὸ
μοναδικὸ καὶ ἅγιο Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
208 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

Ἡ ὀνοματοδοσία τοῦ παιδιοῦ γίνεται τὴν ὄγδοη ἡμέρα


μετὰ τὴ γέννηση. Ξέρουμε ἤδη ὅτι ἡ ὄγδοη ἡμέρα εἶναι τὸ
σύμβολο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς οὐράνιας
πραγματικότητας, ποὺ βρίσκεται πέραν «αὐτοῦ τοῦ κόσμου»
στὴν ὁποία συμμετέχουμε μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα.
Σ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ μυστήρια σκοπεύει ἡ ἀκολουθία τῆς
ὀνοματοδοσίας. Ὄχι ἡ παλαιά, ἀλλὰ ἡ καινούργια καὶ
αἰώνια ζωὴ συνιστᾶ τὸν ὁρίζοντά της. Ἡ Ἐκκλησία κοιτάζει
πέρα ἀπὸ «αὐτὸν τὸν κόσμο» καθὼς χαιρετάει ἕνα παιδὶ
δημιουργημένο γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Καὶ ἐπειδὴ ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας
ἐκπληρώνεται κάθε φορὰ ποὺ ἕνα παιδὶ παραδίνεται στὸ
Χριστὸ καὶ στὴ Βασιλεία Του, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τελετὴ τῆς
ὀνοματοδοσίας τελειώνει μὲ τὸ τροπάριο τῆς ἑορτῆς τῆς
Ὑπαπαντῆς. Προσφέρουμε αὐτὸ τὸ παιδὶ στὸ Θεὸ μὲ τὸν ἴδιο
τρόπο ποὺ σὲ μιὰ μοναδικὴ στιγμὴ τοῦ χρόνου ἕνα μοναδικὸ
Παιδὶ προσφέρθηκε στὸ Θεό. Ἔγινε παιδὶ γιὰ νὰ μποροῦν
ἔτσι ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ
εἰσέλθουν στὴν ἄρρητη χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς Βασιλείας
τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσει ἔτσι κάθε παιδὶ νὰ φανερωθεῖ ὡς
μοναδικὸ ἀντικείμενο μοναδικῆς ἀγάπης. Τὸ παραδίνουμε
στὸ Θεό, σ᾿ Αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς παραδόθηκε
προαιώνια. Γιατὶ μόνο σ᾿ αὐτὴ τὴν παράδοση μπορεῖ νὰ βρεῖ
τὴν πληρότητά της ἡ μοναδικότητα κάθε ἀνθρώπινης ζωῆς.

4. Ὁ ἐκκλησιασμός

Σχετικὰ μὲ τὶς τελετὲς τῆς τεσσαρακοστῆς ἡμέρας


ἀναπτύχθηκε στὴν Ἐκκλησία μιὰ σύγχυση ποὺ πρέπει νὰ
ἐξαλειφθεῖ, ἂν πρόκειται νὰ ἀναλάβουν αὐτὲς οἱ πράξεις τὸ
κατάλληλο καὶ οὐσιαστικὸ λειτούργημά τους μέσα στὴ ζωὴ
τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι φανερὸ ὅτι στὴ ρίζα αὐτῆς τῆς σύγχυσης ὑπάρχει
μιὰ παρεξήγηση ποὺ ἀφορᾶ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἰδέα τοῦ ἐκ-
κλησιασμοῦ. Μποροῦμε νὰ κάνουμε τὴν ἐρώτηση: Ποιὸς
ἐκκλησιάζεται; Ἀφενός, εἶναι σαφέστατο ὅτι ὁ
ἐκκλησιασμὸς εἶναι ἡ τελετὴ τῆς ἐπιστροφῆς τῆς μητέρας
μετὰ τὴν ἀνάρρωσή της ἀπὸ τὴν «ἀσθένεια καὶ ἀδυναμία»
τῆς ἐγκυμοσύνης πρὸς τὴν πλήρη συμμετοχή της στὴ
μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἔτσι αὐτὸς εἶναι ὁ
ἐκκλησιασμός της. Ἀφετέρου, ἡ τελετὴ περιλαμβάνει εὐχὲς
καὶ γιὰ τὸ παιδὶ ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ, ἀλλὰ ὅπως δείχνουν τὰ
λόγια αὐτῶν τῶν εὐχῶν, τὸ παιδὶ δὲν ἔχει ἀκόμη βαπτισθεῖ.
Καὶ ἔτσι ἡ ἐπίσκεψη στὸ ναὸ ἀπὸ τὸ ἀβάπτιστο παιδὶ
ἀναφέρεται ὡς ἐκκλησιασμός:
Τῇ δὲ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ τὸ βρέφος προσάγεται πάλιν τῷ
Ναῷ ἐπὶ τὸ ἐκκλησιασθῆναι, ἤγουν ἀρχὴν λαβεῖν τοῦ
εἰσάγεσθαι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· προσάγεται δὲ παρὰ τῆς
μητρός…
Καὶ στὸ τέλος αὐτῆς τῆς τελετῆς βρίσκουμε ἕναν ἄλλον
ἐκκλησιασμό, ποὺ πρέπει ὅμως νὰ τελεστεῖ, ὅπως
σαφέστατα ἀναφέρει τὸ τυπικό, ὅτε τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος
καταξιωθῆ τὸ παιδίον.
Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε
εἶναι: Τί συνέβη; Γιατί αὐτὴ ἡ παράξενη σύγχυση καὶ
διαφωνία, ἡ τόσο φανερὴ ἀκόμη καὶ στὰ τυπικά;
… προσάγεται δὲ παρὰ τῆς μητρός, ἤδη κεκαθαρμένης καὶ
λελουμένης οὔσης, παρόντος καὶ τοῦ μέλλοντος ἀναδέχεσθαι
τοῦτο κατὰ τὸ Βάπτισμα.
Τὸ ἐρώτημα μπορεῖ νὰ φαίνεται δύσκολο, ἀλλὰ ἡ ἀπάν-
τηση εἶναι ἁπλή. Αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ δυὸ τυπικά, ποὺ
210 ΚΑΤΑΛΗΞΗ

ἦταν διακεκριμένα καὶ ἀνεξάρτητα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο,


ἑνώθηκαν μεταξύ τους, καὶ αὐτό, ἀκόμη μιὰ φορά, ὑπὸ τὴν
ἐπίδραση μιᾶς ἀνεπαρκοῦς θεολογίας τῶν μυστηρίων, ποὺ
ὡς ἀποτέλεσμα εἶχε μιὰ ἀνεπαρκὴ κατανόηση τῆς λα-
τρείας. Αὐτὲς οἱ τελετὲς εἶναι: ὁ προ-βαπτιστικὸς
ἐκκλησιασμὸς τῆς μητέρας καὶ τοῦ παιδιοῦ, καὶ ἡ μετα-
βαπτιστικὴ ἐπίσκεψη τοῦ παιδιοῦ στὸ ναό. Καὶ ἐνῶ μόνο ὁ
πρῶτος εἶναι καὶ ὀφείλει νὰ ὀνομάζεται ἐκκλησιασμός, στὴν
πραγματικότητα ὁ δεύτερος «μονοπώλησε» ―ἀπὸ
λαθεμένες αἰτίες― αὐτὸ τὸ ὄνομα, κι ἔτσι ὁδήγησε στὴ
σύγχυση ποὺ περιγράψαμε πιὸ πάνω.
Ξέρουμε ἤδη ὅτι ἡ ἀρχικὴ ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος,
ποὺ προοριζόταν κυρίως γιὰ τοὺς ὥριμους κατηχουμένους,
δὲν περιελάμβανε καμιὰ ἰδιαίτερη πράξη «ἐκκλησιασμοῦ».
Ἀκόμη καὶ σήμερα, ὅταν βαπτίζεται ἕνας μεγάλος, δὲν
«ἐκκλησιάζεται», καὶ ὁ λόγος γι᾿ αὐτὸ εἶναι φανερός. Τὸ ἴδιο
τὸ Βάπτισμα εἶναι ἐκκλησιασμὸς στὸ βαθύτερο καὶ
πληρέστερο νόημα τῆς λέξης. Εἶναι ἡ εἴσοδος καὶ ἡ
ὁλοκλήρωση μέσα στὴν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καὶ
Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἡ συμμετοχὴ στὴν
καινούργια ζωή. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἐμεῖς σήμερα ὀνομάζουμε
«ἐκκλησιασμό» ―τὴ μετα-βαπτιστικὴ τελετὴ ποὺ φέρνουν
τὸ παιδὶ στὸ ναό, καί, ἂν εἶναι ἀγόρι, ἀκόμη καὶ μέσα στὸ
ἱερό— δὲν εἶναι ἐκκλησιασμὸς καὶ δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται
ἔτσι. Γιὰ τὴ σημασία του θὰ μιλήσουμε ἀργότερα. Αὐτὸ ποὺ
θέλουμε νὰ τονίσουμε ἐδῶ εἶναι ὅτι μιὰ ξεχωριστὴ τελετὴ
ἐκκλησιασμοῦ ἐμφανίστηκε καὶ ἀναπτύχθηκε στὴν
Ἐκκλησία μόνο σὲ σχέση μὲ τὸ νηπιοβαπτισμὸ καὶ ἀκριβῶς
ὡς προ-βαπτιστικὴ τελετή. Αὐτὴ ἡ τελετὴ εἶναι ἡ
λειτουργικὴ ἔκφραση καὶ ἡ «ὑποδήλωση» πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα
ἑνὸς γεγονότος. Μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν πράξη ποὺ ἦταν στὸ
ΚΑΤΑΛΗΞΗ 211

παρελθὸν κοινὴ σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ὅταν ἡ μητέρα


ἔφερνε τὸ παιδί της, πρὶν ἀκόμη βαπτισθεῖ, στὴ λειτουργικὴ
σύναξη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ γεγονός, αὐτὴ τὴν
πρακτικὴ ἡ Ἐκκλησία «ἐπικύρωνε» στὴν τελετὴ τοῦ
ἐκκλησιασμοῦ, ποὺ ἡ οὐσιαστική της σημασία ἀφορᾶ ὄχι
μόνο τὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὸ πὼς κατανοεῖ ἡ
Ἐκκλησία τὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια.
Πράγματι, τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς τελετῆς
εἶναι ὅτι ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ εἶναι τελείως ἑνωμένοι,
σχηματίζουν, ὅπως λέμε, μιὰν ἀνθρώπινη πραγματικότητα
καὶ ἕνα ἀντικείμενο εὐλογίας, ἁγιασμοῦ καὶ προσευχῆς:
Καὶ κλινούσης τῆς μητρὸς τὴν κεφαλὴν ἅμα τῷ βρέφει, ποιεῖ ὁ
Ἱερεὺς τὴν τοῦ Σταυροῦ σφραγῖδα ἐπ᾿ αὐτῷ. Καὶ ἁπτόμενος
τῆς κεφαλῆς τῆς μητρός, λέγει τὴν Εὐχὴν ταύτην…

Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ «ἕνωση» ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ τυπικό,


ἀνήκει ἀληθινὰ στὴν ἴδια ζωή· εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλα ἡ
ἔκφραση κάποιου πραγματικοῦ. Ἡ ἰδιότητα τῆς παιδικῆς
ἡλικίας εἶναι ἡ καθολική, ἀκόμη καὶ ψυχολογικὴ ἐξάρτησή
της ἀπὸ τὴ μητέρα, καὶ ἡ ἰδιότητα τῆς μητρότητας,
τουλάχιστο στὸ ἀρχικό της στάδιο, εἶναι μιὰ ἐξίσου
ὁλοκληρωτικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ παιδί. Ὄχι ἁπλῶς ὁ ἕνας
χρειάζεται τὸν ἄλλον, ὄχι μόνον ἡ ζωὴ τοῦ ἑνὸς
«ἐμπλέκεται» στὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ ἔχουν τὴν ἴδια ζωή:
ἡ ζωὴ τοῦ ἑνὸς εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ ἄλλου. Δὲν πρέπει νὰ
ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἀντικατάσταση τοῦ φυσικοῦ θηλασμοῦ μὲ
τεχνητὸ θηλασμό, ὅπως καὶ ἡ «μπέϊμπυ-σίττερ», εἶναι
σχετικὰ πρόσφατες καινοτομίες. Στὰ παλαιὰ χρόνια ἦταν
ἀναγκαῖο καὶ κανονικό, νὰ κουβαλάει ἡ μητέρα τὸ παιδί της
ὁπουδήποτε κι ἂν πήγαινε, νὰ εἶναι πάντα ἕνα μὲ αὐτό. Στὴν
ἀρχὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, στὸ διαπλαστικό της στάδιο,
212 ΚΑΤΑΛΗΞΗ

μοιάζει σὰν ἡ μητέρα νὰ ἐκφράζει ἀληθινὰ τὸ πρόσωπο τοῦ


παιδιοῦ καὶ τὸ παιδὶ νὰ εἶναι ἀληθινὰ ἡ ζωὴ τῆς μητέρας ὡς
πρόσωπο.
Ἡ σύγχρονη θεολογία, ποὺ κατὰ πολλοὺς τρόπους ἔπαψε
νὰ εἶναι προσωπική, δηλαδὴ νὰ ἔχει τὸ κέντρο της στὴ
χριστιανικὴ ἐμπειρία τοῦ προσώπου, ἔχει γίνει τελείως
ἀτομικιστική, ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀποξένωσης. Βλέπει τὰ
πάντα μέσα στὴν Ἐκκλησία ―μυστήρια, τελετές, ἀκόμη κι
αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία― σὰν ἀτομικὰ «μέσα
χάριτος», ποὺ σκοπεύουν στὸ ἄτομο, γιὰ τὸν ἀτομικό του
ἐξαγνισμό. Ἔχασε ἐκεῖνες τὶς «κατηγορίες» σκέψης μὲ τὶς
ὁποῖες μπορεῖ νὰ ἐκφράζει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ ζωή της ὡς
αὐτὴ τὴν καινούργια πραγματικότητα, ἡ ὁποία ἀκριβῶς
ξεπερνᾶ καὶ ὑπερβαίνει ὅλο τὸν «ἀτομικισμό», ποὺ
μεταμορφώνει τὰ ἄτομα σὲ πρόσωπα, καὶ στὴν ὁποία οἱ
ἄνθρωποι εἶναι μόνον πρόσωπα γιατὶ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸ
Θεὸ καί, «ἐν Αὐτῷ», μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ
ὁλόκληρη τὴ ζωή.
Κι ἔτσι στὴ σημερινὴ πράξη, ποὺ σχηματίστηκε ἀπὸ
αὐτὴ τὴν ἀνεπάρκεια, τὴ μονόπλευρη καὶ «ἀτομικιστικὴ»
θεολογία καὶ ἐκκλησιολογία, ἡ μητέρα ἀρκετὰ συχνὰ
«λαμβάνει τὴν εὐχὴ» τῆς τεσσαρακοστῆς ἡμέρας μόνη της
σὰν νὰ ἀφορᾶ μόνον αὐτὴ τὴν ἴδια καὶ ὄχι τὴν «ἑνικότητά»
της μὲ τὸ παιδί, τὴν ἴδια τὴ μητρότητά της. Σὰν νὰ μὴν
ἀφορᾶ τὴν πραγματικότητα αὐτῆς τῆς ἑνότητας στὸν
κόσμο, μέσα στὴν ὁποία τὸ πρόσωπο ὁλοκληρώνεται
ἀναλαμβάνοντας νὰ εἶναι ἡ ζωὴ ἑνὸς ἄλλου προσώπου. Σὰν
νὰ μὴν εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς «ἐξαγνισμὸς» τῆς μητέρας τὸ
γεγονὸς ὅτι ὁδηγεῖ τὸ παιδί της στὴν Ἐκκλησία κι ἔτσι στὸ
Θεό.
Αὐτὸ θέλει νὰ μᾶς φανερώσει ἡ ἀκολουθία τῆς
ΚΑΤΑΛΗΞΗ 213

τεσσαρακοστῆς ἡμέρας, καὶ ὁ ταυτόχρονος ἐκκλησιασμὸς


τῆς μητέρας καὶ τοῦ ἀβάπτιστου παιδιοῦ. Καὶ μὲ τὸ νὰ
δέχεται αὐτὴ τὴν εἴσοδο τοῦ παιδιοῦ καὶ νὰ τὴν κάνει ἀρχὴ
τῆς ὕπαρξής του ἡ Ἐκκλησία, ἀποκαλύπτει συγχρόνως τὴν
ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια καὶ
γιὰ τὸ μοναδικό της «λειτούργημα» μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Γιατὶ δὲν «ἐκκλησιάζονται» μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅλα τὰ
παιδιά, ἀλλὰ μόνον αὐτὰ ποὺ γεννήθηκαν σὲ μιὰ χριστιανικὴ
οἰκογένεια ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι
γεννήθηκαν σὲ μιὰ οἰκογένεια, ἡ ὁποία ὡς οἰκογένεια ἀκρι-
βῶς ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, εἶναι μιὰ ὀργανικὴ ἑνότητα
μέσα στὴν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία οὐσιαστικὰ
πρέπει νὰ εἶναι καὶ νὰ φανερώνεται ὡς οἰκογένεια. Ἡ
ἀνθρωπότητα δημιουργήθηκε ὡς οἰκογένεια, ποὺ ἡ φυσική
της ἑνότητα ἐπρόκειτο νὰ ἐκπληρωθεῖ ὡς ἑνότητα μὲ τὸ
Θεό, ὡς συμμετοχὴ ὅλων στὸ ἴδιο θεϊκὸ δῶρο τῆς ζωῆς καὶ
τῆς ἀγάπης. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ πρῶτος καρπὸς
τῆς ἁμαρτίας παριστάνεται ὡς ἔγκλημα τοῦ ἑνὸς ἀδελφοῦ
κατὰ τοῦ ἄλλου, δηλαδὴ ὡς «σπάσιμο» τῆς οἰκογένειας καὶ
ἀρχὴ μιᾶς «μὴ-ἀδελφικῆς» ζωῆς. Καὶ ὡς ἐκ τούτου ὁ
ἄνθρωπος λυτρώνεται μόνο ὡς μέλος μιᾶς οἰκογένειας, καὶ
ἡ λύτρωσή του εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς
ὡς οἰκογένειας: … πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε (Ματθ.
23,8).
Αὐτὴ ἡ καινούργια οἰκογένεια εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Καὶ
ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, ἀποκαθιστᾶ καὶ
τὴ «φυσικὴ» οἰκογένεια, ἡ ὁποία, ὅπως καὶ καθετὶ σ᾿ «αὐτὸ
τὸν κόσμο», μοιράζεται τὴν πτώση του. Γιὰ νὰ πληρωθεῖ
ὅμως ἡ Ἐκκλησία ὡς οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται
συγχρόνως καὶ ἀπὸ τὴ λυτρωμένη οἰκογένεια τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐκκλησία λυτρώνει τὴ «φυσικὴ» οἰκογένεια σπάζοντας
214 ΚΑΤΑΛΗΞΗ

τὸν ἁμαρτωλὸ ἐγωισμό, τὴν ἐγωκεντρικότητα καὶ τὰ


κλειστὰ σύνορά της. Ἡ οἰκογένεια λυτρωμένη πλέον ἀρχίζει
νὰ ὑπηρετεῖ τὸ Θεό, κι αὐτὸ ἐκφράζεται στὸ μυστήριο τῆς
μητρότητας καὶ στὴν προσφορὰ τοῦ παιδιοῦ, τοῦ φυσικοῦ
καρποῦ καὶ πληρώματος τοῦ γάμου, στὸ Θεό. Καὶ ἔτσι ἡ
Ἐκκλησία ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὴ τὴ λυτρωμένη οἰκογένεια,
γιὰ νὰ πληρωθεῖ ὡς Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ἡ οἰκογένεια
παραμένει σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο ἡ μοναδικὴ θεϊκὰ θεσπισμένη
καὶ θεϊκὰ παραδομένη πηγὴ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς.
Τὸ νεογέννητο παιδὶ ἀνήκει στὴν οἰκογένεια. Δὲν ἔχει
κανενὸς εἴδους «αὐτόνομη» ὕπαρξη. Ἡ ζωή του
σχηματίζεται καὶ καθορίζεται ὁλοκληρωτικά, τόσο στὸ
παρὸν ὅσο καὶ στὸ ἄμεσο διαμορφωτικὸ καὶ ἀποφασιστικὸ
μέλλον, ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατοχή. Καὶ ἡ οἰκογένεια, ἐφόσον
εἶναι χριστιανική, ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, βρίσκει στὴν
Ἐκκλησία τὴν πηγή, τὸ περιεχόμενο καὶ τὸν ὑπερβατικὸ
σκοπὸ τῆς ὕπαρξής της ὡς οἰκογένεια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ παιδὶ
ποὺ ἀνήκει στὴν οἰκογένεια καί, μὲ τὴ συγκεκριμένη
βιολογικὴ ἔννοια, στὴ μητέρα, ἀνήκει γιὰ τοῦτο καὶ στὴν
Ἐκκλησία, εἶναι ἀληθινὰ παιδί της, ἔχει κιόλας προσφερθεῖ
καὶ ἀφιερωθεῖ στὸ Θεό. Τὸ παιδί, ἀντλώντας τὴ ζωὴ ἀπὸ τὴ
μητέρα του καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἕνα μὲ αὐτήν, ἀποδέχεται μιὰ
ζωὴ ἤδη ἁγιασμένη καὶ ἀνοιχτὴ στὴ χάρη, ὅπως ἀκριβῶς ὁ
κατηχούμενος προετοιμάζεται γιὰ τὸ Βάπτισμα
«προσερχόμενος τῇ Ἐκκλησίᾳ» (πρβλ. λειτουργία τῶν
Κατηχουμένων), ἔχοντας τὴν Ἐκκλησία, πρὶν ἀκόμη
βαπτισθεῖ, ὡς μητέρα καὶ ζωή.
Ὅλα αὐτὰ ἐκφράζονται στὴν εὐχὴ ποὺ διαβάζει ὁ ἱερέας
καθὼς «σκύβει» πρὸς τὴ μητέρα καὶ εὐλογεῖ τὸ παιδὶ ποὺ
κρατάει στὰ χέρια της.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ 215

Κύριε ὁ Θεός, ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Πατὴρ τὸν Κυρίου ἡμῶν


Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πᾶσαν φύσιν λογικήν τε καὶ ἄλογον διὰ τοῦ
λόγου σου δημιουργήσας […] σοῦ δεόμεθα καὶ σὲ
παρακαλοῦμεν, ἣν τῷ σῷ θελήματι διέσωσας δούλην σου,
καθάρισον ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀπὸ παντὸς ρύπου,
προσερχομένην τῇ ἁγίᾳ σου Ἐκκλησίᾳ· ἵνα ἀκατακρίτως
ἀξιωθῇ μετασχεῖν τῶν ἁγίων σου Μυστηρίων. Καὶ τὸ ἐξ
αὐτῆς τεχθὲν παιδίον εὐλόγησον, αὔξησον, ἁγίασον, συνέτισον,
σωφρόνισον, καλοφρόνισον· ὅτι σὺ παρήγαγες αὐτό, καὶ
ἔδειξας αὐτῷ τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν, ἵνα καὶ τοῦ νοητοῦ
καταξιωθῇ φωτὸς ἐν καιρῷ ᾧ προώρισας, καὶ
συγκαταριθμηθῇ τῇ ἁγίᾳ σου ποίμνῃ…

Γιὰ τὴ γυναίκα, ὁ ἐκκλησιασμὸς εἶναι ἡ ἐπιστροφή της


στὸ Ναὸ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο χωρίστηκε γιὰ
σαράντα ἡμέρες, λόγῳ τῆς «ἀσθενείας καὶ ἀδυναμίας» της,
ἡ ἐπιστροφή της στὴν Ἐκκλησία ὡς κοινωνίας μὲ τὸ Σῶμα
καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἰρήνη πᾶσι, λέγει ὁ ἱερέας, καὶ
αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἐκκλησιασμὸς γίνεται μέσα στὴ σύναξη
τῶν πιστῶν, εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τῆς γυναίκας στὴν ὁρατὴ
ἑνότητα τῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Κι ἔπειτα διαβάζει
τὴν εὐχὴ στὴν ὁποία ζητᾶ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ «ἀποπλύνει» αὐτὴν
ἀπὸ τὸν ρύπον τοῦ σώματος καὶ τὸν σπῖλον τῆς ψυχῆς καὶ
νὰ τὴν ἀξιώσει μεταλαβεῖν τοῦ τιμίου Σώματος καὶ
Αἵματος τοῦ Χριστοῦ…
Ὅσο γιὰ τὸ παιδί, ὁ ἐκκλησιασμός του συνίσταται στὸ
γεγονὸς ὅτι τὸ φέρνουν στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὸ
προσφέρουν στὸ Θεό, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐν
τεσσαράκοντα ἡμέραις, βρέφος τῷ νομικῷ Ναῷ προσήχθει
ὑπὸ Μαρίας […] καὶ ἐν ταῖς ἀγκάλαις τοῦ δικαίου Συμεὼν
ἐβαστάχθη… Εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς «πορείας» τοῦ παιδιοῦ πρὸς
τὸ Βάπτισμα, καθὼς σαφῶς τὸ ἀναφέρει ἡ τρίτη καὶ τελικὴ
216 ΚΑΤΑΛΗΞΗ

εὐχή:
Αὐτὸς καὶ νῦν, ὁ φυλλάσσων τὰ νήπια, Κύριε, εὐλόγησον τὸ
παιδίον τοῦτο, ἅμα τοῖς γονεῦσι καὶ ἀναδόχοις αὐτοῦ· καὶ
καταξίωσον αὐτὸ ἐν καιρῷ εὐθέτω καὶ τῆς δι᾿ ὕδατος καὶ
Πνεύματος ἀναγεννήσεως· συγκαταρίθμησον αὐτὸ τῇ ἁγίᾳ
σου ποίμνῃ τῶν λογικῶν προβάτων, τῶν ἐπικεκλημένων τῷ
ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ σου…
Ἀλλὰ τὸ ἔσχατο νόημα καὶ τὴ χαρὰ αὐτῆς τῆς τελετῆς
―ὅπως τὰ κατανοεῖ καὶ τὰ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία― πρέπει νὰ τὰ
βροῦμε στὸ φῶς καὶ στὴ χαρὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Μαρίας,
τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Καθὼς στέκεται ἡ μητέρα στὴν
εἴσοδο τῆς Ἐκκλησίας, κρατώντας τὸ παιδί της στὰ χέρια
της, ἕτοιμη νὰ τὸ προσφέρει στὸ Θεὸ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ τὴν
ἴδια τὴ μητρότητά της, στὴν πραγματικότητα ἀντιμετωπίζει
μιὰν ἄλλη Μητέρα μ᾿ ἕνα ἄλλο Παιδὶ στὰ χέρια της.
Ἀντικρίζει τὴν εἰκόνα τῆς Σάρκωσης καὶ τὴν ἀποδοχή της
ἀπὸ τὴν κτίση. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὶς εὐχές της ἑνώνει
αὐτὲς τὶς δυὸ μητρότητες, γεμίζει τὴν ἀνθρώπινη μητρότητα
μὲ τὴ μοναδικὴ χαρὰ καὶ πληρότητα τῆς θεϊκῆς
Μητρότητας τῆς Μαρίας. Τὸ Παιδὶ ποὺ γέννησε, μὲ τὸ
Ὁποῖο ὡς Μητέρα ἦταν πλήρως ἑνωμένη, καὶ ἦταν
ὁλόκληρη ἡ ζωή της, τὴν ἔκανε «πλήρη χάριτος». Καὶ τώρα
αὐτὴ ἡ χάρη γεμίζει τὴν Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὴ τὴ χάρη ―τὴ
χάρη τῆς Μαρίας, τὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας― παίρνει καὶ
μεταδίνει κάθε μητέρα καθὼς φέρνει τὸ παιδί της στὸ Θεό.
Ὁ ἐκκλησιασμὸς τελειώνει ἐδῶ μετὰ τὴν τέταρτη εὐχὴ
καὶ τὴ συνηθισμένη τελικὴ συναπτή. Καὶ στὸ φῶς τῶν ὅσων
εἴπαμε γι᾿ αὐτόν, μποροῦμε τώρα νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα
τῆς μετα-βαπτιστικῆς τελετῆς, ποὺ ἀκόμη καὶ τὰ
λειτουργικὰ τυπικὰ τὴν ἀναφέρουν σήμερα ὡς ἐκκλησιασμό,
ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἰδιαίτερη κατάληξη τοῦ
νηπιοβαπτισμοῦ, ποὺ δὲν ὑπάρχει στὴν ἀκολουθία τοῦ
Βαπτίσματος τῶν «ὡρίμων». Αὐτὴ ἡ ἀκολουθία, καθὼς
ξέρουμε, «τελείωνε» μὲ τὴν πορεία τῶν νεοφύτων ἀπὸ τὸ
βαπτιστήριο στὸ ναὸ καὶ τὴ συμμετοχή τους στὴ θεία
Εὐχαριστία. Ὅμως ἕνα παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ «πορευθεῖ» καὶ
πρέπει νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τὸ φέρουν στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι
στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια πορεία, ἀλλὰ
προσαρμοσμένη σὲ συνθῆκες κατάλληλες γιὰ τὸ Βάπτισμά
του.
Λαβὼν ὁ Ἱερεὺς τὸ παιδίον, σχηματίζει Σταυρὸν μετ᾿ αὐτοῦ,
πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ Ναοῦ, λέγων· Ἐκκλησιάζεται ὁ δοῦλος
τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁ-
γίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Κατ᾿ ἀρχήν: ἡ πύλη. Τὸ Βάπτισμα ὡς εἴσοδος στὴν Ἐκ-
κλησία, καὶ μέσῳ αὐτῆς στὴν καινούργια ζωὴ τῆς Βασι-
λείας τοῦ Θεοῦ.
Εἴτα εἰσαγει αὐτὸ ἐν τῷ Ναῷ, λέγων· Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν
οἶκόν σου, Κύριε, προσκυνήσω πρὸς Ναὸν ἅγιόν σου.
Μετὰ τὴν εἴσοδο, ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς δοξολογία
καὶ λατρεία, ὡς χαρά, εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη τῆς Βασιλείας.
Καὶ εἰσέρχεται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Ναοῦ, λέγων· Ἐν μέσῳ Ἐκ-
κλησίας ὑμνήσω σε.

Τελικά: ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ὡς πορεία καὶ ἀνάληψη στὸ


«ἐπέκεινα» τῆς Βασιλείας, στὴν ἔσχατη πλήρωση ὅλης τῆς
ζωῆς «ἐν τῷ Θεῷ».
Εἴτα προσάγει αὐτὸ πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ θυσιαστηρίου.
Καὶ ἡ τελετὴ κλείνει μὲ τὸν ἐσχατολογικὸ ὕμνο τοῦ ἁ-
γίου Συμεών: Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου Δέσποτα ἐν
εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ Σωτήριόν σου… Τὸ
218 ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Βάπτισμα μᾶς ὁδηγεῖ στὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἡ Ἐκκλησία,


ἐνῶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ, μᾶς κάνει ―τώρα,
σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή― μετόχους καὶ
μάρτυρες τοῦ Σωτηρίου ποὺ προετοίμασε ὁ Θεὸς καὶ βρῆκε
τὴν πληρότητά του στὸ Χριστό.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 219

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κλείνοντας αὐτὴ τὴ μελέτη μᾶς γεννιέται ὁπωσδήποτε ἕνα


ἐρώτημα: Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ
ζήσει καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόσει σήμερα, σ᾿ ἕνα κόσμο ποὺ
φαίνεται τόσο ριζικὰ διαφορετικὸς ἀπὸ ἐκεῖνον, στὴ διάρκεια
τοῦ ὁποίου γεννήθηκαν, ἀναπτύχθηκαν καὶ προφανῶς ἦταν
«οἰκεῖες» οἱ τελετὲς ποὺ περιγράψαμε;
Αὐτὴ ἡ ἀπορία εἶναι ἀναγκαία γιατὶ, ἀπὸ θρησκευτικὴ
ἄποψη, δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ βλαβερὸ ἀπὸ τοῦ νὰ ζεῖ κανεὶς
μὲ αὐταπάτες σ᾿ ἕνα τεχνητὰ ξαναδημιουργημένο παρελθόν,
ἀναζητώντας σὲ «ἀρχαῖες, σεβάσμιες καὶ πολύχρωμες
τελετὲς» μιὰ φυγὴ ἀπὸ τὸ πεζὸ καὶ φορτικὸ παρόν. Μιὰ
τέτοια θρησκευτικὴ στάση, ἀρκετὰ συνηθισμένη στὸν καιρό
μας, εἶναι ὁλοφάνερα ἀντίθετη πρὸς τὴ χριστιανικὴ πίστη, ἡ
ὁποία στόχο ἔχει τὴ μεταμόρφωση τῆς ζωῆς καὶ ὄχι τὴν
παροχὴ θρησκευτικῶν ὑποκατάστατων γιὰ τὴ ζωή. Θὰ
ἦταν παρεξήγηση νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴ μελέτη ἁπλῶς
σὰν μιὰ ἔκκληση νὰ ἐπανορθώσουμε τὸ παρελθόν, ἐπειδὴ δὲν
ὑπάρχει ἁπλὴ ἐπανόρθωση, οὔτε μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ποτέ.
Εἶναι ὅμως ἐξίσου βλαβερὴ ἡ στάση ποὺ ἀπορρίπτει τὸ
παρελθόν, ἁπλῶς ἐπειδὴ εἶναι παρελθόν, καὶ ἐπειδή, μὲ ἄλλα
λόγια, παίρνει «τοῖς μετρητοῖς» τὸ σύγχρονο κήρυγμα γιὰ
μιὰ ριζικὴ «ἐπανάσταση» στὴν κοσμοθεωρία τοῦ ἀνθρώπου,
ὁ ὁποῖος εἶναι ἀδύνατο νὰ «συνεχίσει» μὲ τὶς ἰδέες τοῦ
παρελθόντος. Ἂν δὲν πιστεύουμε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ
τὴν Ἐκκλησία σήμερα, ὅτι τὴν ὁδηγοῦσε χθὲς καὶ θὰ τὴν
ὁδηγεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι χθὲς
220 ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας (Ἑβρ. 13,8), τότε
πράγματι δὲν πιστεύουμε στὴν Ἐκκλησία, καὶ τὴν θεωροῦμε
εἴτε σὰν μιὰ πολύτιμη «πολιτιστικὴ κληρονομιὰ» ποὺ πρέπει
νὰ διατηρηθεῖ, εἴτε σὰν ἕνα ἀρχαϊκὸ παρελθὸν ποὺ πρέπει νὰ
ἀπορριφθεῖ.
Ἐὰν ὅμως πιστεύουμε στὴν Ἐκκλησία, τότε ἡ μελέτη
τοῦ παρελθόντος της ἔχει μόνον ἕνα σκοπό: νὰ
ἀνακαλύπτουμε καὶ νὰ ξανακάνουμε δικό μας αὐτὸ ποὺ
εἶναι ἀληθινὰ οὐσιαστικὸ στὴ διδασκαλία καὶ στὴ ζωή της,
δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἀκριβῶς ὑπερβαίνει τὶς κατηγορίες τοῦ
παρελθόντος, παρόντος καὶ μέλλοντος, καὶ ἔχει τὴ δύναμη
νὰ μεταμορφώνει τὴ ζωή μας σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ σὲ
ὅλες τὶς καταστάσεις. Κι ἂν ἡ μελέτη γιὰ τὸ Βάπτισμα
ἀποκαλύπτει μιὰ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ
παρόντος, δείχνει ὅμως ἐπίσης, ὅπως ἐλπίζουμε, ὅτι αὐτὴ ἡ
διαφορὰ δὲν ὀφείλεται, ὅπως πολλοὶ ἄνθρωποι νομίζουν
σήμερα, σὲ καμιὰ ριζικὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σὲ
καμιὰ «ἀσυνάφεια» τῶν ὑποτιθέμενων «πεπαλαιωμένων»
ἰδεῶν πρὸς τὸ «σύγχρονο ἄνθρωπο», ἀλλὰ ὅτι εἶναι ριζωμένη
σὲ μιὰ προοδευτικὴ ἀπόρριψη τῆς παράδοσης ἀπὸ τοὺς ἴδιους
τοὺς Χριστιανούς, ἀπόρριψη τῆς «κοσμοθεωρίας» ποὺ
ριζώνει στὴν πίστη τους καὶ ἐκφράζεται στὴ λατρεία τους.
Δὲν εἶναι πράγματι φανερὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, παρ᾿ ὅλες τὶς
ὑποτιθέμενες ριζικὲς ἀλλαγὲς στὶς ἰδέες του καὶ στὶς
θεωρίες του, παραμένει οὐσιαστικὰ ὁ ἴδιος; Ἀντιμετωπίζει τὰ
ἴδια προβλήματα, προκαλεῖται ἀπὸ τὰ ἴδια αἰώνια μυστήρια:
ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς γέννησης καὶ τοῦ θανάτου, τοῦ πόνου,
τῆς χαρᾶς, τῆς ἀγάπης, τῆς μοναξιᾶς καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα,
ἀπὸ τὸ μυστήριο γιὰ τὸ ἔσχατο νόημα τῆς ζωῆς του. Οἱ
φιλόσοφοι μπορεῖ νὰ ἔχουν ἀλλάξει τὴν ὁρολογία τους· στὴν
πραγματικότητα ὅμως συζητοῦν τὰ ἴδια προβλήματα. Ἡ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 221

ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ ἔχει ἀλλάξει ριζικὰ τὶς ἐξωτερικὲς


συνθῆκες τῆς ζωῆς· ἀλλὰ παραμένει ἀνήμπορη ―σήμερα
περισσότερο ἀπὸ ἄλλοτε― νὰ ἀπαντήσει στὰ οὐσιαστικὰ
ἐρωτήματα γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὴ ἡ
οὐσιαστικὴ «ὁμοιότητα» τοῦ ἀνθρώπου δὲν φανερώνεται
πουθενὰ ἀλλοῦ περισσότερο, παρὰ στὶς ἐπανειλημμένες
«ἐπιστροφές» του στὴ θρησκευτικότητα καὶ εὐπιστία, ποὺ
περιλαμβάνει σήμερα μαγεία λευκὴ καὶ μαύρη, μυστικισμὸ
ὅλων τῶν ἀποχρώσεων καὶ κλάδων, καὶ πρωτογονισμὸ ὅλων
τῶν γεύσεων.
Δὲν εἶναι ἐπίσης γνωστό, ὅτι τὸ χάσμα μεταξὺ τῆς Ἐκ-
κλησίας καὶ τοῦ κόσμου δὲν ἀνήκει μόνο στὴν ἐποχὴ καὶ
στὸν πολιτισμό μας, ἀλλὰ ὑπῆρχε πάντοτε, ἂν καὶ
ἐκφραζόταν μὲ διαφορετικοὺς τρόπους, ἐπειδὴ εἶναι ριζωμένο
στὴ φύση τῆς ἴδιας τῆς χριστιανικῆς πίστης;
Ἡ Ἀθηναϊκὴ «ἐλὶτ» γέλασε ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος
μίλησε γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Ὁ Ἑλληνορωμαϊκὸς πολιτισμὸς
κατάγγειλε τὸ Χριστιανισμὸ σὰν τὸ odium humani generis
(τὸ μίσος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους). Ἡ Ρωμαϊκὴ
Αὐτοκρατορία καταδίωξε τὸ Χριστιανισμὸ λέγοντας σ᾿
αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν: «Non licet vos esse» («Δὲν
ἐπιτρέπεται νὰ ὑπάρχετε!»). Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ μέσα στὸν
ὀνομαζόμενο χριστιανικὸ κόσμο, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ
χρυσοῦ αἰώνα μιᾶς φαινομενικὰ χριστιανικῆς κοινωνίας καὶ
πολιτισμοῦ, ὁ «κόσμος» ἀπέρριπτε ἀναπόφευκτα μὲ τὸν ἕνα
ἢ τὸν ἄλλο τρόπο αὐτὸν ποὺ θὰ ἔκανε προσπάθεια νὰ ζήσει
ἀληθινὰ τὴ χριστιανική του πίστη, καὶ νὰ ἀκολουθήσει
ἀληθινὰ τὸ Χριστό. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος παρέμεινε
οὐσιαστικὰ ὁ ἴδιος, ἔτσι καὶ ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦμε καὶ
εἶναι ἡ ζωή μας, ὅσο καὶ νὰ φαίνεται καινούργιος καὶ
διαφορετικός, εἶναι ὁ ἴδιος κόσμος ὅπου τὸ Χριστιανικὸ
Εὐαγγέλιο παραμένει πάντοτε σκάνδαλο καὶ μωρία.
Ἡ τραγωδία λοιπὸν δὲν εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπέτυχε νὰ
«κατανοήσει» τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσει σὲ ὅλες
του τὶς ψευδομεταμορφώσεις. Μᾶλλον ἡ τραγωδία βρίσκεται
στὸ γεγονὸς ὅτι ἀκολούθησε τὸν κόσμο περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι
ἔπρεπε καὶ υἱοθέτησε φιλοσοφίες καὶ συστήματα σκέψης ποὺ
τῆς εἶναι ξένα, γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὴν πίστη της, μολύνοντας
ἔτσι τὴν εὐσέβειά της μὲ τὴν παλαιά, προχριστιανικὴ
διχοτόμηση τοῦ «φυσικοῦ» μὲ τὸ «ὑπερφυσικό». Συσχέτισε
τὴ λατρεία της εἴτε μὲ νομικίστικες εἴτε μὲ μαγικὲς ἰδέες,
καὶ ἀπέρριψε ἔτσι αὐτὸ ποὺ βρισκόταν στὴν καρδιὰ τῆς
ἀρχαίας χριστιανικῆς πίστης, δηλαδὴ τὴν ἐμπειρία τῆς ἴδιας
τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἔντασης μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ καὶ τοῦ
νέου, μεταξὺ «αὐτοῦ τοῦ κόσμου» καὶ τοῦ «ἐρχόμενου
κόσμου», ὡς παρουσία καὶ οἰκειοποίηση τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ.
Σ᾿ αὐτὸν τὸ «σύγχρονο» κόσμο μας ―στὸν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ
Ὀρθόδοξοι εἴμαστε μιὰ μικρὴ μειονότητα, ἀπορριγμένοι καὶ
διωγμένοι, χωρισμένοι, διασπασμένοι, ἀνασφαλεῖς καὶ
ταυτόχρονα ἀπίστευτα αὐτοδικαιωμένοι καὶ θριαμβολόγοι,
ποὺ δοξάζουμε ἀτέλειωτα τὸ παρελθόν, ἐνῶ οἱ ἴδιοι τὸ ἔχουμε
προδώσει― χρειάζεται πράγματι μιὰ προσπάθεια γιὰ
ἐπανεύρεση, ποὺ πρέπει νὰ συνίσταται πρῶτα καὶ πάνω ἀπ᾿
ὅλα στὸ νὰ ἀνακαλύψουμε πάλι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τὸ δικό
μας νοῦ, τὴν ἴδια ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἡ μόνη
πηγὴ μιᾶς ἀληθινὰ Ὀρθόδοξης κοσμοθεώρησης καὶ μιᾶς
ἀληθινὰ χριστιανικῆς ζωῆς. Καὶ ἡ πάντοτε ζωντανὴ καὶ
ζωοδότρα πηγὴ εἶναι ἀκριβῶς τὸ Βάπτισμα, ὄχι σὰν ἕνα
ἀπομονωμένο «μέσο χάρης» μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, ὅπου τὸ
μόνο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀπομνημονεύσουμε τὶς
δυὸ γραμμὲς ὁρισμὸ ποὺ μᾶς δίνουν τὰ ἐγχειρίδια, ἀλλὰ τὸ
Βάπτισμα ὡς ἡ οὐσιαστικὴ πράξη μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία
πάντοτε ἀποκαλύπτει καὶ μεταδίνει τὴν πίστη της, τὴν «ἐμ-
πειρία» της γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο, γιὰ τὴ
δημιουργία, τὴν πτώση καὶ τὴ λύτρωση, γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ
τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ τὴν καινούργια ζωὴ καὶ τὴν «καινὴ
κτίση», τὶς πραγματικὲς πηγὲς ὁλόκληρης τῆς ζωῆς τῆς
Ἐκκλησίας καὶ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς τοῦ καθενός μας.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνει ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς
χριστιανικῆς ζωῆς βαπτιστική, δηλαδὴ γιὰ νὰ θεωρήσει τὸ
μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὡς πηγὴ καὶ τροφή της,
προϋποτίθεται ἡ ἀνακάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τοῦ
Βαπτίσματος. Τὸ ἴδιο τὸ Βάπτισμα μένει ἀπαράλλακτο μαζί
μας, ἀναλλοίωτο στὴν οὐσία του· οἱ τελετές του, ὅσο κι ἂν
εἶναι ἀκρωτηριασμένες, παραμένουν οὐσιαστικὰ οἱ ἴδιες, ἐνῶ
τὸ νόημά τους καὶ ἡ δύναμή τους ἔχουν χαθεῖ γιὰ μᾶς. Κι
αὐτὴ ἡ ἀνακάλυψη μπορεῖ νὰ γίνει μέσῳ τῆς παιδείας, ποὺ ἡ
ἀρχαία Ἐκκλησία τὴν κατανοοῦσε πάντοτε ὡς ἀδιαίρετη
ἑνότητα διδασκαλίας, λειτουργικῆς ἐμπειρίας καὶ
πνευματικῆς προσπάθειας. Αὐτὴ τὴν ἑνότητα περισσότερο
ἀπὸ καθετὶ ἄλλο χρειαζόμαστε σήμερα. Νὰ κάνουμε αὐτὸ
ποὺ πιστεύουμε, νὰ πιστεύουμε αὐτὸ ποὺ κάνουμε, νὰ ζοῦμε
σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ πιστεύουμε καὶ μὲ αὐτὸ ποὺ μᾶς
δόθηκε ὡς ζωὴ καὶ δύναμη μέσα ἀπὸ τὴν «πράξη».
Διδασκαλία: Προσπαθήσαμε νὰ δείξουμε ὅτι κάθε
τελετή, κάθε πράξη τῆς ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος εἶναι
ἡ ἐνσάρκωση, ἡ φανέρωση καὶ ἡ ἔκφραση τῆς πίστης τῆς
Ἐκκλησίας, τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ
κόσμου, ἔτσι ὥστε ἂν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πρέπει κάποιος νὰ
γνωρίζει καὶ νὰ ἔχει αὐτὴ τὴν πίστη, γιὰ νὰ «κατανοεῖ» τὴ
λατρεία, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ λατρεία «γεμίζει» ἀληθινὰ τὴν
πίστη, εἶναι ἡ «ὑπαρξιακὴ» φανέρωση καὶ τὸ δῶρο της. Ἀπὸ
224 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ἐδῶ προερχόταν κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους ὁ συσχετισμὸς


μεταξὺ διδασκαλίας καὶ λατρείας, ποὺ στὴν πιὸ
χαρακτηριστικὴ καὶ τυπικὴ ἔκφρασή του τὸν βρίσκουμε
στὴν προετοιμασία τῶν κατηχουμένων γιὰ τὸ Βάπτισμα καὶ
στὴν πασχάλια μυσταγωγία μετὰ τὸ Βάπτισμα. Αὐτὸ τὸν
κανόνα πρέπει νὰ ξαναφέρουμε στὴ «θρησκευτικὴ
ἐκπαίδευσή» μας, κάνοντάς τον «κέντρο» καὶ ἔμπνευση
ὅλης μας τῆς διδασκαλίας. Ὅσο στὴ διδασκαλία μας, ποὺ
γίνεται εἴτε στὰ θεολογικὰ σεμινάρια εἴτε στὰ
«Κατηχητικά», ἡ Ἁγία Γραφή, τὸ δόγμα, ἡ λειτουργία, ἡ
πνευματικότητα, παραμένουν στὴν πραγματικότητα
χωρισμένα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὅσο συνιστοῦν αὐτόνομες
«ἕδρες», ποὺ εἶναι χαλαρὰ ἑνωμένες σὲ μιὰ σχηματικὴ
«σειρὰ μαθημάτων», τόσο τὸ καθένα τους ὄχι μόνο θὰ τείνει
νὰ γίνει μιὰ διανοητικὴ ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλὰ καὶ κανένα
τους δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἀποκαλύψει τὴν πίστη στὴ ζωντανή,
συγκεκριμένη καὶ ἀληθινὰ ὑπαρξιακή της πληρότητα. Αὐτὴ
ἡ τεμαχισμένη Δυτικὴ «σειρὰ μαθημάτων» πράγματι
θριάμβευσε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶχε σὰν
ἀποτέλεσμα τὸν προοδευτικὸ χωρισμὸ τῆς θεολογίας ἀπὸ τὴ
λατρεία καί, ἐπιπλέον, μεταμόρφωσε τὴ θεολογία, δηλαδὴ τὴ
διδαχή, σ᾿ ἕνα ἀποκλειστικὰ διανοητικὸ ἐγχείρημα, ποὺ
σκοπεύει σὲ «διανοούμενους». Ὅλα αὐτὰ ὅμως οὐσιαστικὰ
ἀγνοήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ γίνει
λοιπόν, ἔχοντας τὸ Βάπτισμα ὡς αὐταπόδεικτη ἀφετηρία,
εἶναι νὰ «συντεθοῦν» ἡ διδασκαλία καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς
Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποκαλύπτεται καὶ μεταδίνεται στὴ
λατρεία της, ὥστε ἡ διδασκαλία νὰ γίνει ἡ ἐξήγηση αὐτῆς
τῆς ἐμπειρίας καὶ ἡ λατρεία νὰ γίνει ἡ πλήρωση τῆς πίστης.
Αὐτὸ ὅμως ἀπαιτεῖ νὰ εἶναι ἡ λατρεία γνήσια
ἐνσάρκωση καὶ ἔκφραση τοῦ lex orandi τῆς Ἐκκλησίας. Κι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 225

ἂν ἀκόμα αὐτὴ ἡ σύντομη μελέτη τῆς ἀκολουθίας τοῦ


Βαπτίσματος ἀποκαλύπτει τὶς κοσμικές, ἐκκλησιολογικὲς
καὶ ἐσχατολογικὲς διαστάσεις τῆς πίστης καὶ τῆς
«πνευματικότητάς» μας, πῶς μποροῦμε νὰ τὰ «βιώσουμε»
ὅλα αὐτὰ στὶς ἰδιωτικές μας καὶ τελείως περιποιημένες καὶ
ταχτοποιημένες «Βαπτίσεις», ποὺ ἀποδυναμώνουν καὶ
ἀντιπαλεύουν οὐσιαστικὰ κάθε διδαχὴ καὶ δίδαγμα τῶν
Πατέρων, ποὺ σκοτώνουν τὸ πνεῦμα ὅσο καὶ τὸ γράμμα τῆς
ἴδιας τῆς λατρευτικῆς παράδοσης; Δὲν χρειάζεται νὰ
«ξαναεφεύρουμε» τὴν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος. Εἶναι
ἐδῶ, τὴν περιέχουν καὶ τὴν ἐκφράζουν οἱ ἴδιες οἱ τελετές,
φωνάζει γιὰ τὴν ἀποκατάσταση καὶ τὸν καθαρισμό της. Κι
ἂν ἀκόμη εἶναι φανερὰ ἀδύνατο νὰ «ἐπιστρέψουμε» ἁπλῶς
στὸ μεγάλο πασχάλιο ἑορτασμὸ τοῦ Βαπτίσματος, καὶ στὸ
βαπτιστικὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ὅμως ἡ πασχάλια πίστη
τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀκόμη ἀποκαλύπτεται καὶ πληρώνεται
στὸ Βάπτισμα, πρέπει νὰ ἀποκατασταθεῖ στὴν ὀργανική της
ἑνότητα μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ ἀνάληψη, καὶ μὲ ὁλόκληρη
τὴν Ἐκκλησία, στὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ «ἐν τῇ Βασιλείᾳ
Του». Πότε οἱ Ὀρθόδοξοι, καὶ πρῶτοι ἀπ᾿ ὅλους ἐκεῖνοι ποὺ ἡ
Ἐκκλησία τοὺς ἔχει ἐμπιστευθεῖ τὴ φύλαξη τῆς Παράδοσης,
θὰ ἀναγνωρίσουν ὅτι ἡ περισσότερη ἀπὸ τὴν
«παραδοσιακότητά» μας ἀντανακλᾶ τὴν ὑποδούλωσή μας
σ᾿ ἕνα μὴ Ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἐνῶ τὸ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ
ποὺ καταγγέλλεται σὰν «καινοτομία» δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο
παρὰ δίψα καὶ πείνα γιὰ Ὀρθοδοξία στὴν πληρότητα τῆς
ἀλήθειας καὶ δύναμής της65;
Καὶ τελικὰ εἶναι καιρὸς πλέον νὰ ἐπιστρέψουμε στὶς
βαπτιστικὲς πηγὲς τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς
πνευματικότητας, νὰ ξαναεκτιμήσουμε ―στὸ φῶς τοῦ
μυστηρίου τῆς ἀναγέννησης «ἐξ Ὕδατος καὶ
226 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Πνεύματος»― τὴν πνευματικὴ σύγχυση τοῦ καιροῦ μας


καὶ τὶς ἀναρίθμητες ψευδοπνευματικὲς συνταγὲς ποὺ
προσφέρονται ὡς λύση καὶ θεραπεία της. Γιατὶ, ὅπως τὸ
δόγμα καὶ ἡ λατρεία, ἔτσι καὶ ἡ «πνευματικότητα» δὲν εἶναι
μιὰ ξεχωριστὴ καὶ αὐθύπαρκτη ἐπιδίωξη ποὺ ἡ τεχνική της
ἱκανοποίηση κυριαρχεῖ στὴν ἐπιτυχία της. Τελικὰ ἡ ἴδια ἡ
καινούργια ζωὴ ριζώνει στὴν Ἐκκλησία κι ἔχει τὶς πηγὲς
καὶ τὰ κριτήριά της ἐκεῖ ποὺ τὰ ἔχει κι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία.
Καὶ τὰ κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας τὰ προσφέρουν ὁ θάνατος
τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου «ἐν τῷ Χριστῷ», ἡ ἀνάσταση τῆς
καινούργιας ζωῆς «ἐν τῷ Χριστῷ», τὸ δῶρο τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ποὺ μᾶς κάνει «βασιλεῖς, ἱερεῖς καὶ προφῆτες»,
ἡ συμμετοχὴ στὴν κρυμμένη κι ὅμως πραγματικὴ ζωὴ τῆς
«ὄγδοης ἡμέρας», τῆς ἀνέσπερης ἡμέρας τῆς Βασιλείας.
Φυσικά, καμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς «ἀνακαλύψεις» ―ἡ
θεολογική, ἡ λατρευτική, ἡ πνευματική― δὲν μπορεῖ νὰ
εἶναι ἀκαριαία, καρπὸς ἁπλῶν ἐξωτερικῶν μεταρρυθμίσεων
καὶ «διευθετήσεων». Χρειαζόμαστε πιὸ ὑπομονετικὴ μελέτη,
περισσότερο ποιμαντικὸ ἐνδιαφέρον καὶ περισσότερη ἀγάπη.
Καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα χρειαζόμαστε μιὰ ἐμβάθυνση τῆς
ἐκκλησιαστικῆς μας συνείδησης, τοῦ ἴδιου τοῦ νοῦ τῆς
Ἐκκλησίας, μιὰ ἀληθινὴ δίψα καὶ πείνα γιὰ «ζωντανὸ
νερό». Ἀλλὰ εἶμαι ἀπόλυτα πεπεισμένος ὄχι μόνο ὅτι μιὰ
τέτοια ἀνακάλυψη εἶναι ἐπιθυμητὴ καὶ δυνατή, ἀλλὰ ὅτι
πράγματι μόνο μὲ αὐτή, μόνο μὲ μιὰ κοινὴ «ἐπανεύρευση»
τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τοῦ Βαπτίσματος, τῆς πληρότητάς
του, τῆς ὀμορφιᾶς, δύναμης καὶ χαρᾶς του, μποροῦμε νὰ
ξανακάνουμε τὴν πίστη μας νίκην τὴν νικήσασαν τὸν
κόσμον (Α΄ Ἰωάν. 5,4).
Αὐτὴ εἶναι ἡ πεποίθηση ποὺ ἐπιθύμησα νὰ ὁμολογήσω,
ἂν καὶ τόσο ἀδέξια, σ᾿ αὐτὴ τὴ μελέτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 227
228 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

1. Τὰ βιβλία καὶ τὰ ἄρθρα γιὰ τὸ Βάπτισμα, τὸ θεσμό του, τὴ


θεολογικὴ σημασία του καὶ τὴ λειτουργική του ἀνάπτυξη εἶναι
ἀναρίθμητα. Γιὰ βιβλιογραφικὲς ἐπισκοπήσεις παλαιότερων μελετῶν
πβ. J. Goblet, Histoire dogmatique, liturgique et archéologique du
sacrement de baptême, 2 τόμοι, Paris 1881· A. Almazov, Istoriia
chinoposledovanii kreshcheniia i miropomazoniia (Ἱστορία τῶν
μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος), Kazan 1885·
ἐπίσης ἄρθρα γιὰ τὸ Βάπτισμα τοῦ J. Bellamy, G. Bareille καὶ ἄλλων
στὸ Dictionnaire de Théologie Catholique, 2 (1923), σελ. 167-355· τοῦ
P. de Puniet στὸ Dictionnaire d’ Archéologie Chrétienne et de Liturgie,
2 (1925), 251-346, 685-713· τοῦ A. Vacant στὸ Dictionnaire de la
Bible, 1, 1433-1441· τοῦ A. d’Alès - J. Coppens στὸ Dictionnaire de la
Bible, Συμπλήρωμα 1 (1928), 852-924· καὶ τοῦ W. Deinhardt,
«Taufe», στὸ Lexicon für Theologie und Kirche, 9 (1937), 1007-
1018.
Βιβλιογραφίες πρόσφατων ἐργασιῶν: B. Neunheuser, Baptism and
Confirmation (μτφρ. J. Hughes, The Herder History of Dogma, New
York 1964)· Marion J. Hatchett, «An Introduction to Liturgical
Studies», στὸ The St. Luke’s Journal (The School of Theology of the
University of the South), 15.4. (1972), 19-158· J. Crehan, «Ten Years
Work on Baptism and Confirmation», στὸ Theological Studies, 17
(1956), 494-515· W. Flemington, «Baptism», στὸ The Interpreter’s
Dictionary of the Bible, 1 (1962), 345-53· A. Stenzel, Die Taufe. Eine
generische Erklärung der Taufliturgie, Innsbruck 1957· R. Béraudy,
«L’Initiation chrétienne», στὸ A. G. Martimort, L’Église en Prière.
Introduction à la liturgie, Paris 1961.
Γιὰ νέα βιβλία καὶ ἀναφορὲς βλ. τὰ περιοδικὰ Jahrbuch für Litur-
gik und Hymnologie (1955 κἑ.), La Maison Dieu, Revue de Pastorale
Liturgique (1945 κἑ.), Yearbook for Liturgical Studies (Notre Dame
1960 κἑ.), Studia Liturgica (Rotterdam, 1962 κἑ.).
2. Γιὰ τὸ Βάπτισμα στὶς Γραφὲς καὶ στὸν Ἰουδαιο-Χριστιανισμὸ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 229

πβ. J. Daniélou, The Theology of Jewish Christianity, Chicago 1964·


W. O. E. Oesterley, The Jewish Background of the Christian Liturgy,
Oxford 1925· F. Gavin, The Jewish Antecedents of Christian Sacra-
ments, London 1928· E. Goodenough, Jewish Symbols in the Graeca-
Roman World, 6 τόμοι, New York 1953-56· O. Cullmann, «Les Sacre-
ments dans l’Evangile Johannique», στὸ La Foi et le culte de l’Église
Primitive, Neuchâtel, 1963· A. Genge, ed., Baptism in the New Testa-
ment: A Symposium, Baltimore 1964· G. R. Beasley-Murray, Baptism
in the New Testament, London 1962· W. R. Flenington, The New
Testament Docrtine of Baptism, London 1957· R. Schnackenbarg, Ba-
ptism in the Thought of St. Paul (μτφρ. G. R. Beasley-Murray, New
York 1964)· R. Brown, «The Johannine Sacramentary», στὸ Liturgical
Studies, 23 (1962), 183-206· F. L. Cross, I. Peter: A Paschal Liturgy,
London 1954.
3. Γιὰ τὰ κύρια πατερικὰ κείμενα σχετικὰ μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ
σχετικὲς ἐργασίες πβ. G. Bareille, «Baptême d’après les Pères grecs et
latins», στὸ Dict. Théol. Cath., 21 (1905), 178-218· R. Bour, «Baptè-
me dans les monuments de l’antiquité chrétienne», Dict. Théol. Cath.,
21 (1905), 233-44· P. Palmer, ed., Sources of Christian Theology:
Sacraments and Worship, 1, Westminster Md. 1955· J. Daniélou, The
Bible and the Liturgy, Notre Dame 1956· A. Benoit, Le Bapteme Chré-
tien au II siècle. La Théologie des Pères, Paris 1953· L. Duchense,
Christian Worship: Its Origin and Development (μτφρ. Mc-Clure,
London 51949).
Πατερικὰ κείμενα: A. Hamman, ed., Baptism: Ancient Liturgies
and Patristic Texts, Alba, Staten Island 1967.
Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων (VII, IX, X, XIV), ΒΕΠΕΣ 2,
σελ. 217, 218, 220.
Ἁγίου Ἰουστίνου Μάρτυρος, Ἀπολογία Α΄, ΒΕΠΕΣ 3, σελ. 162-99.
Τερτυλλιανοῦ, De Baptismo, λατινικὸ κείμενο στὸ Corpus Chri-
stianorum, Series Latina, 1, Turnhout and Paris 1954· ἀγγλ. μτφρ. E.
Evans, Tertullian’s Homily on Baptism, London 1964.
Ἁγίου Ἱππολύτου Ρώμης, Traditio Apostolica, ἔκδ. B. Botte, στὸ
Liturgiewissenschaftliche Quellen und Forschungen 39, Münster, 1963·
ἀγγλ. μτφρ. στοῦ G. Dix, The Treatise on the Apostolic Tradition of
St. Hippolytus of Rome, London 1937.
230 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Didascalia Apostolorum, ἔκδ. R. Connoly, Oxford 1929.


Didascalia et Constitutiones Apostolorum, ἔκδ. F. Funk, Paderborn
1905· ἀγγλ. μτφρ. στὸ Library of Ante-Nicene Fathers 7· βλ. ἐπίσης
F. E. Warren, The Liturgy and the Ritual of the Ante-Nicene Church,
London 1897.
Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Προτρεπτικὸς εἰς τὸ ἅγιον
Βάπτισμα, Migne, P.G. 31, 1513-1628.
Ἁγίου Αὐγουστίνου, De catechizandis rubibus, Migne, P. L. 40, 309
-48· ἀγγλ. μτφρ. ὑπὸ J. Christopher στὸ Ancient Christian Writers 2.
Σαραπίωνος Θμούεως, Εὐχολόγιον, ΒΕΠΕΣ 43, σελ. 71 κἑ.
Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Προκατήχησις, ΒΕΠΕΣ 39, 41-7·
τοῦ ἴδιου, Μυσταγωγικαὶ Κατηχήσεις, αὐτόθι, 247-62.
Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ Βαπτίσματος, Migne, P.G. 46·
τοῦ ἴδιου, Εἰς τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, αὐτόθι 44.
Ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, Migne,
P.G. 36, 359-425.
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις, ἔκδ. A. Wenger, στὸ
Sources Chrétiennes 50, Paris 1957. Βλ. καὶ T. M. Finn, The Liturgy
of Baptism in the Baptismal Instructions of St. John Chrysostom,
Washington 1967, καὶ L. Mitchell, «The Baptismal Rite in
Chrysostom», στὸ Anglican Theological Review 43 (1961), 397-403.
Ἁγίου Ἀμβροσίου Μεδιολάνων, De Mysteriis, De Sacramentis, στὸ
Florilegium Partisticum 7, Bonn 1936· ἀγγλ. μτφρ. ὑπὸ T. Thompson,
St. Ambrose on the Sacraments and on the Mysteries, ἔκδ. J. H.
Srawley, London 21950.
Θεοδώρου Μοψουεστίας, Commentary on the Lord’s Prayer and on
the Sacraments of Baptism and the Eucharist, ἔκδ. καὶ μτφρ. ὑπὸ A.
Mignana στὸ Woodbrooke Studies 6, Cambridge, 1933. BÏ. âπ›Û˘ H.
Lietzmann, Die Liturgie des Theodor v. Mopsuestia, Berlin 1933, καὶ
J. Quasten, «The Liturgical Mysticism of Theodore of Mopsuestia»,
στὸ Theological Studies 15 (1954), 431-9.
Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, στὸ
Florilegium Patristicum 7, Bonn 1935.
Πρόκλου Κωνσταντινουπόλεως, Κατήχησις, ἔκδ. A. Wenger, στὸ
Sources Crétiennes 101, Paris 1957.
Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, Migne, P.G. 91.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 231

Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ὀρθοδόξου πίστεως, Migne,


P.G. 94, 790-1228.
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ· βλ. John Meyendorff, A Study of
Gregory Palamas, London 1946 (στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
γιὰ τὰ μυστήρια).
Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Migne, P.G. 150.
Βλ. ἐπίσης M. Lot-Borodine, Un Maître de la spiritualité byzantine au
XIV siècle. Nicolas Cabasilas, Paris 1958.
4. Πολὺ λίγες εἰδικὲς μελέτες στὴ μεταπατερικὴ Ὀρθόδοξη
θεολογία εἶναι ἀφιερωμένες στὴ μυστηριακὴ θεολογία ἐν γένει καὶ
ἰδιαίτερα στὸ Βάπτισμα. Πβ. τὰ κεφάλαια γιὰ τὸ Βάπτισμα σὲ
ἐγχειρίδια δογματικῆς θεολογίας: Χ. Ἀνδρούτσου, Δογματικὴ τῆς
Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι, 1907· Π. Ν. Τρεμπέλα,
Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμοι 3, Ἀθῆναι
1959 καὶ 1961· Makary, Pravoslavno-Dogmaticheskoe Bogoslvie
(Ὀρθόδοξη Δογματικὴ Θεολογία), τόμοι 4, St. Petersburg 1852·
ἐπισκόπου Sylvester, Opyt Pravoslavnago Dogmatischeskago
Bogosloviia (= Δοκίμιο Ὀρθόδοξης Δογματικῆς Θεολογίας), τόμοι 4,
Kiev 1897· V. Lossky, The Mystical Theology of the Eastern Church,
London 1957 (ἑλλ. μτφρ. ὑπὸ Στ. Κ. Πλευράκη: Vl. Lossky, Ἡ
Μυστικὴ Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη
1964).
Γιὰ τὰ μυστήρια πβ. Κ. Διοβουνιώτη, Τὰ μυστήρια τῆς
Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1912· Philaret of
Moscow, Istorikodogmaticheskoe obozrenie ucheniia o tainsivakh (=
Ἱστορικο-δογματικὴ ἀνασκόπηση τοῦ δόγματος τῶν Μυστηρίων),
ὁμιλίες τοῦ Φιλαρέτου, τοῦ 1819, ποὺ ἐκδόθηκαν ὡς συμπλήρωμα στὸ
Radost’ Khristianina (1900) 6 καὶ (1901) 1, 10 καὶ 11· T. Smirnov,
Proiskhozhdenie i liturgicheskhii kharakter tainstv’ (= Ἡ καταγωγὴ
καὶ ὁ λειτουργικὸς χαρακτήρας τῶν μυστηρίων), στὸ Trudy Kievsk.
Dukh. Akademii (1874) 12 καὶ (1875) 1· A. Katansky,
Dogmaticheskoe uchenie o semi tserkovnykh tainstvakh v ivoreniiakh
drevneishikh ottsov i pisatelei tserkvi do Origena vkluchitel’no (= Ἡ
δογματικὴ διδασκαλία περὶ τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων
στὶς συγγραφὲς τῶν ἀρχαίων Πατέρων καὶ διδασκάλων μέχρι τοῦ
Ὠριγένους), St. Petersburg 1877· M. Vastrebov, O Tainstvakh (= Περὶ
232 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Μυστηρίων), στὸ Trudy Kievsk. Dukh. Akad. (1907) 1, 2 καὶ (1908)


1· N. Afanassiev, Vstuplenie v Tserkov’ (= Εἴσοδος στὴν Ἐκκλησία),
πολυγραφημένη ἔκδοση, Paris 1951.
5. Μιὰ χρήσιμη συλλογὴ τῶν κύριων βαπτιστικῶν τελετουργιῶν
ἐκδόθηκε ὑπὸ E. C. Whitaker, Documents of the Baptismal Liturgy,
London 21970· ἐπίσης, P. F. Palmer, Sources of Christian Theology,
Sacraments and Worship 1, Westminster Md. 1955.
Μόνον ἕνα τυπικό ―τὸ «Βυζαντινό»― χρησιμοποιεῖται σήμερα σ᾿
ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Προέρχεται ἀπὸ τὴ Συριακὴ
λειτουργικὴ παράδοση καὶ μοιάζει πολὺ μὲ τὸ τυπικὸ ποὺ
περιγράφεται στὴ «Βαπτιστικὴ Διδαχὴ» τοῦ Χρυσοστόμου (πβ.
Thomas M. Finn, The Liturgy of Baptism in the Baptismal Istructions
of St. John Chrysostom, Washington 1967). Ἡ ἀρχαιότερη ἀναφορὰ
γιὰ τὸ τυπικὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως γίνεται στὸ Βαρβερινὸ
Εὐχολόγιο (περίπου 790 μ.Χ.). Ἐκδόθηκε ἀπὸ τοὺς Conybeare καὶ
McLean, Rituale Armenorum, Oxford 1905. Γιὰ τὴν ἀνάπτυξή του πβ.
A. Dimitrievsky, Opisanie liturgicheskikh rukopisei… pravoslavnago
Vostoka (= Περιγραφὴ τῶν λειτουργικῶν χειρογράφων… τῆς
Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς), τόμ. 2, Eukhologia, Kiev. 1901. Πβ.
Almazov, Istoria… Οἱ ἀγγλικὲς μεταφράσεις εἶναι πολυάριθμες.
Χρησιμοποιοῦμε κυρίως, ἀλλὰ ὄχι ἀποκλειστικά, αὐτὴν τοῦ I. F.
Hapgood, Service Book of the Holy Orthodox Catholic Apostolic
Church, New York 21922.
6. Μεταξὺ τῶν ἑρμηνειῶν τῶν βαπτιστικῶν τελετῶν οἱ πιὸ
γνωστὲς εἶναι: Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περὶ τῶν ἱερῶν τελετῶν,
Migne, P.G. 155· ρωσικὴ μτφρ. στὸ Pisania sviatykh Ottsov…, τόμ. 2,
St. Petersburg 1856· Π. Ρομπότου, Χριστιανικὴ Λειτουργική, Ἀθῆναι
1869· Ι. Ε. Μεσολωρᾶ, Ἐγχειρίδιον Λειτουργικῆς τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1895· ἐπισκόπου Benzamin, Novaia
Scrizhal’, Moscow 1803, 171908· K. Nikolsky, Posobie kizucheniiu
ustava bogosluzheniia pravoslavnoi Tserkvi (= Ἐγχειρίδιον τῆς τάξης
τῆς Ὀρθοδόξου Λατρείας), St. Petersburg, 51894· A. Jhelobvsky,
Kratkoe ob’iasnenie semi tainstv’ Khristovykh (= Σύντομη ἑρμηνεία
τῶν ἑπτὰ μυστηρίων), St. Petersburg 1900· ἐπισκόπου Hermogen, O
Sv. Tainstvakh prav. kat. vost. tserkvi (= Περὶ τῶν ἑπτὰ μυστηρίων
τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας), St. Petersburg
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 233

21904.
234 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 235

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Γιὰ τὴ λειτουργικὴ σύνδεση μεταξὺ Βαπτίσματος καὶ


ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα βλ. Τερτυλλιανοῦ, De Baptismo 19: «Τὸ
Πάσχα παρέχει στὴν ἡμέρα τὴ μεγάλη ἱερότητα ποὺ χρειάζεται τὸ
Βάπτισμα, γιατὶ τότε τελειώθηκε τὸ πάθος τοῦ Κυρίου μας στὸ ὁποῖο
ἐμεῖς βαπτιζόμαστε. […] Κατόπιν τούτου ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ
καταλληλότερη περίοδος γιὰ τὴν τέλεση τοῦ Βαπτίσματος, γιατὶ κατ᾿
αὐτὴν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας ἔγινε ἀρκετὲς φορὲς γνωστὴ
στοὺς μαθητὲς καὶ δόθηκε κατὰ πρῶτον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος…». Βλ. ἐπίσης μιὰ ἀπὸ τὶς πρῶτες περιγραφὲς τοῦ
πασχαλινοῦ Βαπτίσματος στὴν Ἱερουσαλὴμ στὸ Ὁδοιπορικὸ τῆς
Αἰθερίας, E. C. Whitaker, Documents of the Baptismal Liturgy,
London 21970, σελ. 41-4. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως
βλ. τὸν Βαρβερινὸ κώδικα, σελ. 260, καὶ Whitaker, σελ. 69. Στὰ τέλη
τοῦ τέταρτου αἰώνα, τὸ Βάπτισμα ἐτελεῖτο ἐπίσης τὰ Χριστούγεννα,
τὰ Θεοφάνεια καὶ τὴν Πεντηκοστή (βλ. A. Baumstrk, Comparative
Liturgy, μτφρ. F. Gross, ἀναθ. B. Botte, Westminster, Maryland 1958,
σελ. 158-9). Εἶναι ὅμως ἀξιοσημείωτο ὅτι λειτουργικὰ ὁ ἑορτασμὸς
τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων ἀκόμη καὶ σήμερα ἔχουν ὡς
πρότυπό τους τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ στὰ παλαιὰ τυπικὰ οἱ δυὸ
αὐτὲς ἑορτὲς ἀναφέρονται ὡς «Πάσχα - τριήμερος ἑορτασμός», ὅπου
ὁ ὅρος Πάσχα περιλαμβάνει ἐδῶ καὶ τὸ Βάπτισμα ὡς στοιχεῖο τοῦ
ἑορτασμοῦ του. Βλ. ἐπίσης L. Bouyer, The Paschal Mystery.
2. Πβ. τὸ βαπτιστικὸ χαρακτήρα τῶν ἀναγνωσμάτων ἀπὸ τὴν
Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τὸν ἑσπερινὸ τοῦ μεγάλου καὶ ἁγίου
Σαββάτου, ποὺ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῆς μεγάλης πασχαλινῆς ὁλονυκτίας
(βλ. P. Lundberg, La typologie baptismatle dans l’ancienne Église,
1942, καὶ J. Daniélou, Bibleand Liturgy, 1956)· τὴν ἀντικατάσταση
τοῦ Τρισαγίου (τοῦ παλιοῦ εἰσοδικοῦ ὕμνου) ἀπὸ τὸ στίχο: Ὅσοι εἰς
Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε, Ἀλληλούια· τὸ
ἀνάγνωσμα τῶν βαπτιστικῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης: Ρωμ.
6, Ματθ. 28 κλπ.
3. Βλ. τὰ ἐγχειρίδια δογματικῆς ποὺ ἀναφέρονται στὴν «Ἐπιλογὴ
236 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Βιβλιογραφίας».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 237

4. Βλ. τὸ βιβλίο μου Introduction to Liturgical Theology, Faith


Press, London 1966.
5. Βλ. The prayers at the Reception of the Cathechumens, I. F.
Hapwood, Service Book…, New York 21922, σελ. 271-5.
6. Βλ. τὸ βιβλίο μου Great Lent, St. Vladimir’s Seminary Press,
New York 1969, ἀναθ. ἔκδ. 1974, σελ. 14, 137 (ἑλλ. μτφρ. Ἡ μεγάλη
Τεσσαρακοστή, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1983). Γιὰ τὸ θεσμὸ τῆς
Κατήχησης βλ. H. Leclercq, «Catéchèse, catéchisme, catéchumène»,
στὸ Dictionnaire d’Archéologie Crétienne et de Liturgie 2,2 (1910),
2530-79· J. Daniélou, «L’institution catéchumenale aux premiers
siècles», στὸ Documentation catéchistique (Commission nationale de
l’enseignement religieux), Dijon 1957, σελ. 27-36. Ἐπίσης La Maison
Dieu 10 (1947): «L’initation chrétienne», καὶ 58 (1959): «Du
catéchumènate à la confirmation».
7. Γιὰ τὴ Λειτουργία ὡς προετοιμασία καὶ ἐκπλήρωση βλ. στὸ
βιβλίο μου Great Lent, ὅ.π., σελ. 45-55.
8. Εἶναι χρήσιμο νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα καὶ τὴ λειτουργία τοῦ
θεσμοῦ τῶν ἀναδόχων, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἔχει μείνει μόνον
κατ᾿ ὄνομα, τόσο στὸ παρελθὸν ὅσο καὶ σὲ μιὰ πιθανή, κατὰ τὴ
γνώμη μου, καὶ οὐσιαστικὴ χρήση του σήμερα. Ἤδη οἱ ἀνάδοχοι
ἀναφέρονται στὴν Traditio Apostolica τοῦ Ἱππολύτου, 15: «… καὶ ἂς
ἐξετασθοῦν (οἱ ὑποψήφιοι γιὰ τὸ Βάπτισμα) γιὰ τὴν αἰτία ποὺ τοὺς
ὁδήγησε στὴν πίστη. Κι αὐτοὶ ποὺ τοὺς προσάγουν θὰ μαρτυρήσουν
περὶ αὐτῶν, ἐὰν δύνανται νὰ ἀκούσουν (τὸν λόγο). Ἂς ἐξετασθεῖ ἡ
ζωή τους καὶ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους…».
Ὁ π. Finn στὸ βιβλίο του The liturgy of Baptism in the Baptismal
Instructions of St. John Chrysostom, γράφει: «Ἡ ἀνάγκη γιὰ
ἀναδόχους ἔγινε ἰδιαίτερα μεγάλη στὴν ἀρχὴ τοῦ τέταρτου αἰώνα καὶ
ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνθρώπων ποὺ προσήρχοντο
στὴν Ἐκκλησία αὐξήθηκε ἀπότομα. Σὲ μεγάλες πόλεις, ὅπως ἡ
Ἀντιόχεια, ἦταν ἁπλῶς ἀδύνατο νὰ γνωρίζουν οἱ ἐκπρόσωποι τῆς
Ἐκκλησίας τὸ χαρακτήρα καὶ τὶς διαθέσεις τῶν πολλῶν ὑποψηφίων
γιὰ τὸ Βάπτισμα, οὔτε καὶ μποροῦσαν νὰ ἀφιερώσουν τὴν ἀπαραίτητη
προσοχή, τὴν τόσο ἀναγκαία γιὰ τὴν πλήρη διαμόρφωση τοῦ
Χριστιανοῦ. Κι ἔτσι ὁ ἀνάδοχος δὲν ἦταν μόνον ἕνας ἐγγυητής, ἀλλὰ
ἐπιπλέον ἔγινε ὁ καθοδηγὸς καὶ ὁ διδάσκαλος…» (σελ. 54-55).
238 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας γράφει: «Ὅσον ἀφορᾶ ἐσένα […] ποὺ


προσέρχεσαι στὸ Βάπτισμα, ἕνα δεόντως καθορισμένο πρόσωπο ἐγ-
γράφει τὸ ὄνομά σου στὸ βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸ τοῦ
ἀναδόχου σου, ποὺ ἀπαντᾶ ἐκ μέρους σου, ποὺ γίνεται ὁ ὁδηγός σου
στὴν πόλη καὶ καθοδηγός σου στὴν πολιτεία σου. Κι αὐτὸ γίνεται γιὰ
νὰ γνωρίσεις ὅτι πολὺ πρὶν πληρωθεῖ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς σου καὶ ἐνῶ
εἶσαι ἀκόμη στὴ γῆ, εἶσαι ἐγγεγραμμένος στὸν οὐρανὸ καὶ ὅτι ὁ
ἀνάδοχός σου, ποὺ εἶναι ἤδη σ᾿ αὐτόν, ἔχει ὅλη τὴν ἀναγκαία
φιλοπονία νὰ διδάξει ἐσένα, ποὺ εἶσαι ξένος καὶ νεοφερμένος σ᾿ αὐτὴ
τὴ μεγάλη πόλη, ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἀνήκουν σ᾿ αὐτὴν καὶ στὴν
ὑπηκοότητά της, ἔτσι ὥστε νὰ καταστεῖς ἐντριβὴς μὲ τὴ ζωή της
χωρὶς ἀνωμαλία καὶ ἀνησυχία…» (Βαπτιστικὴ Διδαχή, 12, σὲ
παραπομπὴ τοῦ Finn, ὅ.π., σελ. 55).
Ὁ ἑλληνικὸς ὅρος «ἀναδεχόμενος» ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ ἐγ-
γυητῆ γιὰ ἕνα δανειζόμενο, «γι᾿ αὐτοὺς ποὺ προσφέρουν ἐγγύηση
στοὺς δανειζόμενους». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος τὸ ἐξηγεῖ
στοὺς ἀναδόχους: Βούλεσθε καὶ πρὸς τοὺς ἀναδεχομένους ὑμᾶς
μεταγάγωμεν τὸν λόγον, ἵνα εἰδέναι ἔχωσι κἀκεῖνοι οἵων μὲν
ἀξιοῦνται τῶν ἀμοιβῶν εἰ πολλὴν σπουδὴν περὶ ὑμᾶς ἐπιδείξαντο,
οἵα δὲ αὐτοῖς κατάγνωσις ἕπεται ρᾳθυμήσασιν; Ἐννόησόν μοι,
ἀγαπητέ, τοὺς ἐπὶ χρήμασί τινας ἀναδεχομένους ὅπως μᾶλλον τοῦ
ὑπευθύνου καὶ τὰ χρήματα δεχομένου ἐκεῖνοι πλείονα ὑφίστανται
τὸν ἀγῶνα. Ἄν τε γὰρ εὐγνώμων φανῇ ὁ δανεισάμενος τῷ
ἀναδεχομένῳ ἐπεκούφισε τὸ φορτίον, ἄν τε πάλιν ἀγνώμων γένηται
ἐκείνῳ πλείονα τὸν κρημνὸν κατεσκεύασε. Διὰ τοῦτο καί τις σοφὸς
παραινεῖ λέγων· Ἐὰν ἐγγυήσῃ ὡς ἀποτίσων φρόντιζε. Εἰ τοίνυν οἱ
ἐπὶ χρήμασί τινας ἀναδεχόμενοι τῷ παντὶ ὑπευθύνους ἑαυτοὺς
καθιστᾶσι, πολλῷ μᾶλλον οἱ ἐν τοῖς πνευματικοῖς καὶ εἰς τὸν τῆς
ἀρετῆς λόγον τινὰς ἀναδεχόμενοι πολλὴν τὴν ἀγρυπνίαν
ἐπιδείκνυσθαι ὀφείλουσι, παραινοῦντες καὶ συμβουλεύοντες,
διορθοῦντες, πατρικὴν φιλοστοργίαν ἐπιδεικνύμενοι. Καὶ μὴ
νομιζέτωσαν τὸ τυχὸν εἶναι τὸ γινόμενον ἀλλ᾿ εἰδέτωσαν ἀκριβῶς
ὅτι καὶ τῆς εὐδοκιμήσεως αὐτοὶ κοινωνοὶ γίνονται εἰ διὰ τῆς οἰκείας
νουθεσίας αὐτοὺς πρὸς τὴν τῆς ἀρετῆς ὁδὸν χειραγωγήσουσι καὶ ὅτι
ραθυμησάντων πάλιν αὐτῶν πολλὴ αὐτοῖς κείσεται ἡ κατάγνωσις.
Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ πατέρας ἔθος καλεῖν τοὺς τοιούτους
πνευματικούς, ἵνα δι᾿ αὐτῶν τῶν ἔργων μάθωσιν ὅσην ὀφείλουσι
φιλοστοργίαν ἐν τῇ τῶν πνευματικῶν διδασκαλίᾳ περὶ τοὺς
τοιούτους ἐπιδείκνυσθαι. Εἰ γὰρ τοὺς οὐδαμόθεν ἡμῖν προσήκοντας
ἐνάγειν εἰς τὸν τῆς ἀρετῆς ζῆλον καλόν, πολλῷ μᾶλλον ἐκεῖνον ὃν
εἰς χώραν τέκνου πνευματικοῦ ἀναδεχόμεθα, τὴν πρόσταξιν εἰς αὐ-
τὸν ἀποπληροῦν ὀφείλομεν. Ἐμάθετε καὶ οἱ ἀναδεχόμενοι ὡς οὐ
μικρὸς ὑμῖν ἐπήρτηται κίνδυνος ρᾳθυμήσασι (Κατηχήσεις, II, 15-6).
Σχολιάζοντας αὐτὸ τὸ κείμενο ὁ π. Finn γράφει: «Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ
νεοφώτιστου ἀπὸ τὸν ἀνάδοχο ὡς υἱοῦ του, συμβόλιζε καθαρὰ τὴν
ὑποχρέωσή του νὰ δεῖ τὴ συνεχὴ μόρφωση τοῦ “υἱοῦ” του στὴ
χριστιανικὴ ἀρετὴ μετὰ τὸ Βάπτισμα. Ἀτυχῶς, ὁ Χρυσόστομος δὲν
εἶναι ἀρκετὰ σαφὴς γιὰ τὰ καθήκοντα πρὶν τὸ Βάπτισμα. Ὅμως εἶναι
βέβαιο ἀπὸ τὶς ὁδηγίες ὅτι ὁ ἀνάδοχος ἐγγυήθηκε γιὰ τὸ χαρακτήρα,
τὴ διάθεση καὶ τὴ ζωὴ τοῦ πρὸς ἐγγραφὴν ὑποψηφίου, καὶ ὅτι
ἀνάδοχοι καὶ βαπτιζόμενοι παρακολουθοῦσαν μαζὶ τὴ διδασκαλία.
Ἐπὶ πλέον, ὅπως ἐξάγεται ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὁ ἀνάδοχος ἔπαιζε σπουδαῖο
ρόλο στὸν ἠθικὸ σχηματισμὸ τοῦ βαπτιζομένου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς
κατηχήσεως καὶ πιθανῶς διαδραμάτιζε κάποιο ρόλο στὴ δογματικὴ
καὶ λειτουργική του διδασκαλία» (ὅ.π., σελ. 57).
Σήμερα οἱ ἀνάδοχοι δὲν ἔχουν ἄλλες ὑποχρεώσεις ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς
τῆς ἀκολουθίας: νὰ κρατοῦν τὸ παιδὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τελετῶν
ποὺ προηγοῦνται τοῦ Βαπτίσματος, νὰ ἀπαντοῦν ἀντὶ αὐτοῦ, νὰ
ἀπαγγέλουν τὸ Πιστεύω καὶ νὰ παραλαμβάνουν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν
κολυμβήθρα. Ἡ ἐκλογὴ τῶν ἀναδόχων ἔχει γίνει μιὰ καθαρὰ
οἰκογενειακὴ ὑπόθεση καὶ πιὸ συχνὰ διαλέγονται γιὰ λόγους ποὺ δὲν
ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, τὴν πίστη της καὶ τὴν
πνευματικὴ ὑπευθυνότητα γιὰ τὸν βαπτιζόμενο. Καὶ καθὼς τίποτε
δὲν τοὺς ζητιέται καὶ κανεὶς δὲν τοὺς προκαλεῖ μὲ καθήκοντα καὶ
ὑπευθυνότητες, γι᾿ αὐτὸ καὶ φαίνεται σχεδὸν τελείως ἄσχετη ἡ τυπικὴ
ἀπαίτηση νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι. Κι ὅμως πιστεύω ὅτι ὁ θεσμὸς τῶν
ἀναδόχων χρειάζεται περισσότερο σήμερα παρὰ ποτέ. Δὲν ζοῦμε πλέον
σὲ μιὰ Ὀρθόδοξη κοινωνία καὶ πολιτισμό. Κι ἂν πρέπει, ὅπως
ἐπικρατεῖ, νὰ βαφτίζονται τὰ παιδιά, τὸ πρόβλημα νὰ τὰ κρατήσουμε
στὴν Ἐκκλησία, νὰ τὰ ἀναθρέψουμε καὶ νὰ τὰ ἐκπαιδεύσουμε
χριστιανικὰ ἔχει γίνει πράγματι πολὺ ἐπεῖγον. Ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη νὰ
παρακολουθοῦμε τὰ παιδιά, ἰδιαίτερα ὅταν, ἀφοῦ βαπτισθοῦν, ἁπλῶς
ἐξαφανίζονται ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, πράγμα ποὺ ὀφείλεται
στὴν ἀδιαφορία ἡ τὴν ἀμέλεια τῶν γονιῶν τους. Ὑπάρχει ἀνάγκη μιᾶς
συστηματικότερης διδασκαλίας τῆς πίστεως στοὺς μεταστρεφομένους
στὴν Ὀρθοδοξία. Καὶ τελικὰ ὑπάρχει ἀνάγκη γιὰ μιὰ στενότερη
σύνδεση μεταξὺ τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων τῆς ἐνορίας
(ἐκκκλησιαστικὰ σχολεῖα, συναντήσεις ἐνηλίκων, κλπ.) καὶ τῆς
μυστηριακῆς καὶ λειτουργικῆς ζωῆς. Ἀπὸ αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις
προέρχονται καὶ οἱ ἀκόλουθες εἰσηγήσεις, ποὺ ὀφείλουν βέβαια νὰ
συζητηθοῦν, νὰ μελετηθοῦν, κι ἂν βρεθοῦν χρήσιμες καὶ ἐφαρμόσιμες,
νὰ ὑποβληθοῦν γιὰ ἔγκριση στὴν Ἱεραρχία:
α) Τουλάχιστον τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο ἀναδόχους νὰ μὴ τὸν
ὑποδεικνύει ἡ οἰκογένεια ἀλλὰ ὁ ἱερέας, διαλέγοντάς τον ἀπὸ τοὺς πιὸ
ἐνεργητικοὺς καὶ μορφωμένους ἐνορίτες, καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ
καθιερώσει τὰ προσόντα τους γι᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὰ ὑπεύθυνο
ὑπούργημα.
β) Αὐτὸς ὁ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀναδεικνυόμενος ἀνάδοχος νὰ
ἐπιφορτισθεῖ μὲ τὴν παρακολούθηση τοῦ παιδιοῦ ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε
ἡ Ἐκκλησία καὶ νὰ ἀναφέρει ὅλα τὰ προβλήματα (ἀμέλεια στὴν
προσέλευση τοῦ παιδιοῦ στὰ μυστήρια, ἀμέλεια γιὰ τὴν ἐγγραφή του
στὸ σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας, τὴ μετακίνηση τῆς οἰκογενείας σὲ ἄλλο
μέρος, κλπ) στὸν ἱερέα.
γ) Παράλληλα μὲ τὸ κανονικὸ πρόγραμμα διδασκαλίας τῶν
μεταστραφέντων, μιὰ οἰκογένεια τῆς κοινότητας νὰ ἀναδεικνύεται ὡς
ἀνάδοχος τοῦ μεταστραφέντος γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὴν ὁλοκλήρωση
τῆς ζωῆς του στὴν κοινότητα.
δ) Μαζὶ μὲ τὰ συνηθισμένα ἔγγραφα τῆς ἐνορίας πρέπει νὰ
φυλάγεται κι ἕνα εἰδικὸ βιβλίο γιὰ τὸ Βάπτισμα, ὅπου θὰ ἀναφέρεται
ἡ θρησκευτικὴ ἱστορία κάθε βαπτισμένου παιδιοῦ, ὥστε νὰ
πληροφορεῖται ἐπαρκῶς κάθε νέος ἱερέας ἢ κάθε νέα ὁμάδα
ἐκκλησιαστικῶν δασκάλων.
Τὸ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο ὅλων αὐτῶν εἶναι ὅτι ὁ θεσμὸς τοῦ
ἀναδόχου εἶναι ἕνα σπουδαῖο πνευματικὸ λειτούργημα μέσα στὴν
Ἐκκλησία καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ τὸν ὁρίζει καὶ νὰ τὸν
ἐλέγχει καὶ ὄχι ἡ οἰκογένεια.
9. Αὐτὸ τὸ «βιβλίον τῆς Ζωῆς», ὅπως ὀνομάζεται στὸ σημερινὸ
τυπικό, ἢ «οὐράνιο βιβλίο» (ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος), ἢ «Ἐκ-
Α 241

κλησιαστικὸ βιβλίο» (Θεόδωρος Μοψουεστίας, βλ. J. Daniélou, The


Bible and the Liturgy, σελ. 19-23), εἶναι ἀκριβῶς τὸ βιβλίο τοῦ ὁποίου
εἰσηγοῦμαι τὴν ἐπανακαθιέρωσή του στὴν προηγούμενη σημείωση.
10. Βλ. Finn, ὅ.π., σελ. 50-51.
11. Γιὰ τοὺς ἐξορκισμοὺς βλ. F. J. Dölger, «Der Exorzismus im
altchristlichen Taufritual», στὸ Studien zum Geschichte und Kultur der
Alterthum, 3, 1-2, Paderborn 1909· H. Leclercq, «Exorcisme», «éxor-
ciste», στὸ Dictionnaire d’Archéologie Crétienne et de Liturgie, 2.2
(1910), 968-78· J. Forget, «Exorcisme, éxorciste», στὸ Dict. Théol.
Cath., 5.2 (1913), 1762-86· J. Daniélou, The Bible and the Liturgy,
σελ. 23-25.
12. Κατηχήσεις, 2.14 Ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχε ἕνα εἰδικὸ
ἀξίωμα γιὰ τὸν ἐξορκισμὸ ποὺ δὲν συνδεόταν ἀναγκαστικὰ μὲ τὴν
ἱερωσύνη. Οἱ Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων, 8,26 (P.G. 1, 1121),
περιλαμβάνουν τὸν ἀκόλουθο κανόνα: Ἐπορκιστὴς οὐ χειροτονεῖται.
Εὐνοίας γὰρ ἑκουσίου τὸ ἔπαθλον καὶ χάριτος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ,
ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ γὰρ λαβὼν χάρισμα ἰαμάτων,
δι᾿ ἀποκαλύψεως ὑπὸ Θεοῦ ἀναδείκνυται, φανερᾶς οὔσης πᾶσι τῆς
ἐν αὐτῷ χάριτος. Ἐὰν δὲ χρεία αὐτοῦ γένηται εἰς ἐπίσκοπον ἢ
πρεσβύτερον, ἢ διάκονον, χειροτονεῖται.
13. Βλ. ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: … μετὰ τὴν αὔριον τῇ
Παρασκευῇ, ὥρᾳ ἐνάτῃ, ἀνάγκη τινὰ ὑμᾶς ἀπαιτηθῆναι ρήματα καὶ
συνθήκας θέσθαι πρὸς τὸν δεσπότην. Οὐχ ἁπλῶς δὲ ὑμᾶς οὐδὲ τὴν
ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἀνέμνησα ταύτην· ἀλλὰ ἔστι καὶ ἀπὸ τούτων
μαθεῖν τι μυστικόν. Καὶ γὰρ τῇ Παρασκευῇ ἐνάτῃ ὥρᾳ, ὁ ληστὴς εἰς
τὸν παράδεισον εἰσῆλθε καὶ τὸ σκότος κατελύθη τὸ ἀπὸ τῆς ἕκτης
ὥρας ἕως τῆς ἐνάτης, καὶ τὸ αἰσθητὸν καὶ τὸ νοητὸν φῶς τότε ὑπὲρ
τῆς οἰκουμένης ἀνηνέχθη θυσία· τότε γάρ φησιν ὁ Χριστός· πάτερ,
εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμά μου. Τότε τὸν ἥλιον τῆς
δικαιοσύνης ἰδὼν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ λάμποντα ὁ αἰσθητὸς οὗτος
ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέστρεψεν (Κατηχήσεις, 11,19).
Βλ. ἐπίσης τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως
(Βαρβερινὸς κώδικας) μεταφρασμένο ἀπὸ τὸν π. Finn, ὅ.π., σελ. 114-
118: «ἡ ἀπάρνηση καὶ ἡ σύνταξη ποὺ διεξάγεται τὴ Μεγάλη
Παρασκευὴ τοῦ Πάσχα, μὲ πρόεδρο τὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ ὅλους τοὺς
κατηχουμένους συναγμένους στὴν ἁγία Ἐκκλησία…». Γιὰ τὰ
242 Α

προβλήματα σχετικὰ μὲ τὸ χρόνο τῆς ἀπάρνησης, βλ. Finn, αὐτόθι,


σελ. 88, καὶ A. Wenger, Jean Chrysostome. Huit catechéses
baptismales inédites, Sources Chrétiennes 50, Paris 1957, σελ. 80.
14. Βλ. ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυσταγωγικαὶ
Κατηχήσεις, 1, 4: Ἐπειδὴ τοῦ φαινομένου σκότους τόπος αἱ δυσμαί·
ἐκεῖνος δὲ σκότος τυγχάνων ἐν σκότῳ ἔχει καὶ τὸ κράτος· τούτου
χάριν συμβολικῶς πρὸς δυσμὰς ἀποβλέποντες, ἀποτάσσεσθε τῷ
σκοτεινῳ ἐκείνῳ καὶ ζοφερῷ ἄρχοντι (P.G. 33, 1069). Βλ. ἐπίσης J.
Daniélou, The Bible and the Liturgy, σελ. 27.
15. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις, 10,14.
16. Αὐτόθι, 10,15.
17. Αὐτόθι, 10,15.
18. Γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Σατανᾶ, τὴν pompa diaboli, βλ. H. Rahner,
«Pompa Diaboli», στὸ Zeitschrift für Katholische Theologie, 55
(1931), 239-73· J. Wazink, «Pompa Diaboli» στὸ Vigiliae Christiaae,
1 (1947), 13-41· J. Daniélou, «Le démon dans la littérature ecclé-
siastique jusqu’a Origène», στὸ M. Viller, Dictionnaire de la spiritualité,
3 (1957), 151-89· M. Boismard, «I Renounce Satan, his Pomps and his
Works», στὸ Baptism in the New Testament: A Symposium, Baltimore
1964, σελ. 107-14.
19. Ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Μυσταγωγικαὶ Κατηχήσεις,
1,9· βλ. ἐπίσης J. Daniélou, The Bible and the Liturgy, σελ. 32, καὶ
From Shadows to Reality, ἀγγλ. μτφρ. W. Hibberd, London 1960, σελ.
22-9 καὶ 57-65.
20. Finn, ὅ.π., σελ. 116.
21. Εἴτα μετὰ τὴν συνθήκην ταύτην καὶ τὴν ἀποταγὴν καὶ τὴν
συνταγήν, ἐπειδὴ ὡμολόγησας τὴν δεσποτείαν καὶ διὰ τῶν τῆς
γλώττης ρημάτων συνετάξω τῷ Χριστῷ […] ἀλείφει ἐπὶ τοῦ
μετώπου τῷ μύρῳ τῷ πνευματικῷ (Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις,
2,21). Γιὰ τὸ στρατιωτικὸ ὅρκο βλ. P. Harkins, στὰ σχόλιά του στὴν
ἀγγλικὴ μετάφραση τῶν Κατηχήσεων τοῦ Χρυσοστόμου, στὸ
Ancient Christian Writers 31, σελ. 214.
22. Γιὰ τὴν προέλευση καὶ τὴν πρώιμη ἀνάπτυξη τοῦ Πιστεύω βλ.
J. Kelly, Early Christian Creeds, London 21960· ἐπίσης V. Neufeld,
The Earliest Christian Confessions, London 1963· V. Jungmann,
Handing on the Faith, ἀγγλ. μτφρ. ὑπὸ A. Fuerst, New York 21959.
Α 243

23. Γιὰ τὴν redditio sympoli βλ. J. Kelly, ὅ.π., σελ. 32-37· Finn,
ὅ.π., σελ. 110.
24. Εἶναι πράγματι ἀρκετὰ χαρακτηριστικὸ τῆς σημερινῆς μας
καταστάσεως ὅτι ἐνῶ ὅλες οἱ προσπάθειες γιὰ ἕναν πιὸ λειτουργικὸ
ἑορτασμὸ τοῦ Βαπτίσματος συναντοῦν τὶς ὑποψίες μας, ἂν ὄχι καὶ
τὴν ἄμεση ἀντίθεσή μας («σκανδαλίζουν τὸν πιστό»), ἡ
παραμόρφωση καὶ τὰ πιὸ διαφορετικὰ τυπικὰ σχετικὰ μὲ τὸ
Βάπτισμα γίνονται ἀποδεκτὰ ὡς τελείως κανονικά. Κι αὐτὸ γίνεται
ἰδιαίτερα φανερὸ ὅσον ἀφορᾶ αὐτὸ τὸ ἀρχικὸ τυπικό, ποὺ ὅσο
διατηρεῖται στὰ λειτουργικά μας βιβλία τόσο καὶ θὰ καταδικάζει τὶς
ἰδιωτικές μας βαπτίσεις ὡς τελείως ἀντίθετες πρὸς τὴ λειτουργικὴ
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
25. Γιὰ τὴ θρησκευτικὴ σημασία καὶ τὸ συμβολισμὸ τοῦ νεροῦ βλ.
G. van der Leeuw, Religion in Essence and Manifestation, Harper
Torchbooks, New York 1963· M. Eliade, The Sacred and the Profane:
The Nature of Religion, Harper Torchbooks, New York 1961· ἐπίσης
Patterns in Comperative Religion, ἀγγλ. μτφρ. Meridian Books, Cle-
veland 1963. Γιὰ τὸν ἀρχαῖο Χριστιανισμὸ βλ. H. Rahner, «The Chri-
stian Mystery and the Pagan Mysteries», στὸ The Mysteries, Papers
from the Eranos Yearbooks II, New York 1955· A. D. Nock, «Helleni-
stic Mysteries and Christian Sacraments», στὴ σειρὰ Mnemosyne, 4, 5
(1952)· γιὰ τὸ χριστιανικὸ Βάπτισμα καὶ τὴ χρήση τοῦ νεροῦ στὴ
Κοινότητα τῶν Ἐσσαίων, βλ. K. Stendahl, ed., The Scrolls and the
New Testament, New York 1957· J. Daniélou, Primitive Christian
Symbols, Baltimore 1964.
26. Γιὰ μιὰ λεπτομερὴ μελέτη αὐτοῦ τοῦ τριπλοῦ συμβολισμοῦ βλ.
Per Lundberg, La typologie baptismale dans l’ancienne Eglise, Uppsala
1942· ἐπίσης J. Daniélou, The Bible and the Liturgy.
27. Γιὰ τὸ νόημα καὶ τὸ συμβολισμὸ στὰ μυστήρια βλ. τὸ δοκίμιό
μου «Sacrament and Symbol», στὸ For the Life of the World, St.
Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, N.Y., ἀναθ. ἔκδ. 1973 (ἑλλ.
μτφρ. ὑπὸ Ζ. Λορεντζάτου, Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα
21987).

28. Ἡ ἀρχαία χριστιανικὴ παράδοση παραγγέλλει νὰ γίνεται τὸ


Βάπτισμα σὲ ζῶν ὕδωρ: Περὶ δὲ τοῦ βαπτίσματος, οὕτω βαπτίσατε·
ταῦτα πάντα προειπόντες βαπτίσατε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ
244 Α

τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν ὕδατι ζῶντι (Διδαχὴ Δώδεκα
Ἀποστόλων, 7.1). Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας τεχνικὸς ὅρος ποὺ
δηλώνει τὸ τρεχούμενο νερὸ σὲ διάκριση ἀπὸ τὸ στάσιμο νερό. Καθὼς
ὁ O. Cullmann (Les sacraments dans l’Evangile Johannique, Paris
1951, σελ. 22), ὁ J. Daniélou («Living Water and the Fish», στὸ
Primitive Christian Symbols, σελ. 42) καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι ἔχουν δείξει,
μεταφέρει πολὺ πλούσιες βιβλικὲς ἀναφορὲς καὶ ἰδέες καὶ εἶναι
πράγματι ἕνα σύμβολο «συν-κρατητικὸ» καὶ ἀποκαλυπτικὸ τῶν
κοσμικῶν, λυτρωτικῶν καὶ ἐσχατολογικῶν διαστάσεων τοῦ
Βαπτίσματος. Γι᾿ αὐτὸ ὄχι μόνον ἡ κατανόηση τοῦ βαπτισματικοῦ
νεροῦ ὡς «ζῶντος ὕδατος» δὲν ἐξαφανίστηκε ὅταν σὲ μιὰ μᾶλλον
πρώιμη ἐποχὴ τὸ Βάπτισμα ἄρχισε νὰ γίνεται στὸ Βαπτιστήριο, ἀλλὰ
αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ κατανόηση καθόρισε τὴ μορφὴ καὶ τὴ θεολογία τῆς
«βαπτισματικῆς κολυμβήθρας», καὶ πιὸ συγκεκριμένα τὸ
ὀκταγωνικό της σχῆμα· βλ. F. J. Dölger, «Zur Symbolik des
altchristlichen Taufhauses», στὸ Antike und Christenium, 4 (1933),
153-87. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ «Βαπτιστηρίου» ἦταν ὅτι τὸ
νερὸ μεταφερόταν σ᾿ αὐτὸ μ᾿ ἕναν ἀγωγὸ καὶ ἔτσι παρέμενε «ζῶν
ὕδωρ». Βλ. T. Klauser, «Taufet in libendingem Wasser», στὸ Pisculi,
Münster 1969, σελ. 157-60. Ἡ ἔκφραση «εὐλογία τῆς βαπτισματικῆς
κολυμβήθρας» ἀναφέρεται ἔτσι στὴν εὐλογία τοῦ βαπτισματικοῦ
νεροῦ.
29. Γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς εὐχῆς βλ. H.
Scheidt, «Die Taufwasserweihegebete im Sinne vergleichender Litur-
gieforschung untersucht», στὸ Liturgiegeschichtliche Quellen und
Forschungen, 29 (1935).
30. Γιὰ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν καθαγιασμὸ τοῦ
βαπτισματικοῦ νεροῦ, βλ. J. Quasten, «The blessing of the Baptismal
Font in the Syrian Rite of the Fourth Century», στὸ Theological Stu-
dies, 7 (1946)· ἐπίσης F. Cabrol, «Epiclèse», στὸ Dictionnaire d’Ar-
chéologie Chrétienne et de Liturgie, 5.1, σελ. 142-82, κυρ. 143-4. Βλ.
ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: … ὅταν εἰσέλθῃς εἰς τὴν ἱερὰν
μυσταγωγίαν, οἱ μὲν ὀφθαλμοὶ τῆς σαρκὸς τὸ ὕδωρ ὁρῶσιν, οἱ δὲ
ὀφθαλμοὶ τῆς πίστεως τὸ πνεῦμα βλέπουσι (Κατηχήσεις, 12,3).
31. Ἂν καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἔχει ὑποταγεῖ στὴν ἐξουσία τοῦ
«ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου», τὸ νερὸ κατεξοχὴν ὡς τὸ πρωταρχικὸ
Α 245

στοιχεῖο καὶ ὡς «ἄβυσσος» παραμένει ὁ τόπος καὶ ἡ κατοικία αὐτῆς


τῆς ἐξουσίας. Κι ἔτσι τὸ νερὸ παριστάνει τὸ θάνατο, ἐνῶ τὸ βάπτισμα
τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς καθόδου Του στὸν Ἅδη, τῆς πάλης Του
μὲ τὸ θάνατο. Ὁ Ἰορδάνης συγκεφαλαιώνει ὅλο τὸ νερό: ἡ κάθαρση τοῦ
Ἰορδάνη εἶναι μιὰ κοσμικὴ νίκη. Γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ σχετίζονται
μὲ τὴ λειτουργία τῶν Θεοφανείων βλ. J. Lemarié, La manifestation du
Seigneur, Lex Orandi 23, Paris 1957, σελ. 305. Ἐπίσης J. Daniélou,
The Bible and the Liturgy, καὶ P. Lundberg, ὅ.π., σελ. 10.
32. Γιὰ τὸ νόημα καὶ τὶς χρήσεις τοῦ ἐλαίου στὸν ἀρχαῖο κόσμο
βλ. A. S. Pease, «Oleum», στὸ Pauly - Wissowa, Real Encyclopedie der
Classischen Altertumswisseschaft · στὴν Παλαιὰ Διαθήκη βλ. A. R.
S. Kennedy, «Anointing», στὸ Hasting’s Dictionary of the Bible. New
York 1909, σελ. 35· L. L. Mitchell, Baptismal Anointing, London 1966.
33. Τὸ νόημα αὐτοῦ τοῦ προβαπτισματικοῦ χρίσματος ὡς
ἀναδημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ὡς
θεραπείας, ἐκφράζεται θαυμάσια σὲ μιὰ εὐχὴ τοῦ ἐπισκόπου Θμούεως
Σαραπίωνος (4ος αἰώνας), μιὰ εὐχὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ ἄλειμμα μὲ
λάδι αὐτῶν ποὺ βαπτίζονται: Δέσποτα φιλάνθρωπε καὶ φιλόψυχε, οἰ-
κτίρμον καὶ ἐλεῆμον, Θεὲ τῆς ἀληθείας, ἐπικαλούμεθά σε
ἐξακολουθοῦντες καὶ πειθόμενοι ταῖς ἐπαγγελίαις τοῦ μονογενοῦς σου
εἰρηκότος· Ἐάν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· καὶ
ἀλείφομεν τῷ ἀλείμματι τούτῳ τοὺς προσιόντας (ἢ τὰς προσιούσας)
τῇ θείᾳ ταύτῃ ἀναγεννήσει, παρακαλοῦντες, ὥστε τὸν Κύριον ἡμῶν
Χριστὸν Ἰησοῦν ἐνεργῆσαι αὐτῷ ἰατικὴν καὶ ἰσχυροποιητικὴν
δύναμιν καὶ ἀποκαλύψαι μὲν διὰ τοῦ ἀλείμματος τούτου καὶ
ἀποθεραπεῦσαι ἀπὸ ψυχῆς σώματος πνεύματος αὐτῶν πᾶν σημεῖον
ἁμαρτίας καὶ ἀνομίας ἢ σατανικῆς αἰτίας, τῇ δὲ ἰδίᾳ χάριτι τὴν
ἄφεσιν αὐτοῖς παρασχέσθαι, ἵνα τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπογενόμενοι, τῇ
δικαιοσύνῃ ζήσουσι καὶ διὰ τῆς ἀλείψεως ταύτης ἀναπλασθέντες καὶ
διὰ τοῦ λουτροῦ καθαρισθέντες καὶ τῷ Πνεύματι ἀνανεωθέντες,
ἐξισχύσουσι κατανικῆσαι λοιπὸν τὰς προσβαλλούσας αὐτοῖς
ἀντικειμένας ἐνεργείας καὶ ἀπάτας τοῦ βίου τούτου καὶ οὕτως
συνδεθῆναι καὶ συνενωθῆναι τῇ ποίμνῃ τοῦ Κυρίου καὶ σωτῆρος
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ… (Εὐχολόγιον Σαραπίωνος, ΚΒ΄, ΒΕΠΕΣ 43,
σελ. 80).
Καθὼς θὰ δοῦμε καλύτερα πιὸ κάτω σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐργασία, ἡ ἀκρι-
246 Α

βὴς σημασία αὐτοῦ τοῦ προβαπτισματικοῦ χρίσματος ἔγινε τὸ


ἀντικείμενο μιᾶς ζωηρῆς διαμάχης μεταξὺ ἀρκετῶν Δυτικῶν
θεολόγων, κυρίως ἐξαιτίας τῆς ἀπουσίας ἀναφορῶν στὸ
μεταβαπτισματικὸ χρίσμα (Chrismation ἢ Confirmation) στὴν ἀρχαία
συριακὴ παράδοση: Χρυσόστομος (βλ. Finn, ὅ.π., σελ. 139), Διδαχὴ
τῶν Ἀποστόλων, Λειτουργικὲς ὁμιλίες τοῦ Ναρσῆ (βλ. R. Connolly,
Didascalia Apostolorum, σελ. 48-50· αὐτόθι, Lit. Hom. of Narsai, σελ.
42-49) καθὼς καὶ σὲ ἄλλα κείμενα (βλ. H. Green, «The significance
of the pre-baptismal Seal in St. John Chrysostom», στὸ Studia
Patristica, 6.6 (1962), σελ. 84-90). Αὐτὸς ὁ προβληματισμὸς μὲ τὴ
σειρά του ὁδήγησε σὲ μιὰ συζήτηση γιὰ τὴ διαβεβαίωση
(confirmation) στὴ σχέση της μὲ τὸ Βάπτισμα. Προσωπικὰ πιστεύω
ὅτι αὐτὴ ἡ συζήτηση βασίζεται σὲ ψευδεῖς προϋποθέσεις ποὺ ἁρμόζουν
στὴ Δυτικὴ προσέγγιση τῶν μυστηρίων γενικά, καὶ τοῦ Βαπτίσματος
ἰδιαίτερα. Ὅλο τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος βρίσκεται ἐν Πνεύματι
καὶ διὰ τοῦ Πνεύματος, ἔτσι ὥστε σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τρία στάδια
―προβαπτισματικὸ χρίσμα, Βάπτισμα καὶ Διαβεβαίωση― τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐνεργεῖ καὶ πληρώνει αὐτὴ τὴν τελετή. Ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ἀναδημιουργημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
(προβαπτισματικὸ χρίσμα), εἶναι αὐτὸς ποὺ πεθαίνει μὲ τὸν Χριστὸ
στὴ βαπτισματικὴ κολυμβήθρα καὶ ἀναγεννᾶται ἀπὸ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα (Βάπτισμα), ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσει νὰ δεχθεῖ τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα ὡς καινούργια καὶ ἀθάνατη ζωὴ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
(Chrismation). Ἡ κάθε πράξη, τὸ κάθε δῶρο τοποθετεῖ τὸ ἑπόμενο καὶ
πληρώνεται σ᾿ αὐτό, ὥστε μόνο στὴ συνολική της τάξη
ἀποκαλύπτεται ὅλο τὸ νόημα τῆς ἀκολουθίας.
34. Γιὰ τὸ Βάπτισμα στὴν ἀκαδημαϊκὴ θεολογία τοῦ δέκατου
ἔνατου αἰώνα, βλ. F. Gavin, Some aspects of Contemporary Greek Or-
thodox Thought, σελ. 306-316· ἐπισκόπου Sylvester, Opyt Pravoslav-
nogo Dogmatiches Kogo Bogosloviia (= Ὀρθόδοξη Δογματικὴ
Θεολογία), τόμ. 4, ἔκδ. 2, σελ. 422-5.
35. Γι᾿ αὐτὲς τὶς συζητήσεις βλ. A. Almazov, Istoriia, σελ. 283·
Τρεμπέλα Π., Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τόμ. 3, σελ. 99, ἐκδ. Ζωή, Ἀθῆναι 1959.
36. Ἐπὶ παραδείγματι γιὰ τὸν Τρεμπέλα, μόνο τὰ μυστήρια εἶναι
«μέσα τῆς χάριτος»: «Χωρὶς νὰ παραγνωρίζουμε τὴ δύναμη καὶ τὴν
Α 247

ἀναγκαιότητα τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ κηρύγματος τοῦ λόγου τοῦ


Θεοῦ, δὲν τὰ ἀπαριθμοῦμε ὅμως μεταξὺ τῶν εἰδικῶν μέσων
μεταφορᾶς τῆς χάριτος: μόνο θεϊκὰ θεσμοθετημένα μυστήρια εἶναι
τέτοια μέσα…» (ὅ.π., σελ. 9). Βλ. ἐπίσης Gavin, ὅ.π., σελ. 272.
37. Γιὰ τὴ χρήση αὐτοῦ τοῦ ψαλμοῦ βλ. Almazov, Istoriia, σελ.
426-427.
38. «Λαμπρὸν τὸ ἔσθημα», Wenger, Sources Chrétiennes, 50, 101.
39. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις, 2,25· Wenger,
αὐτόθι, σελ. 147.
40. Αὐτόθι, 8,25.
41. Βλ. Almazov, Istoriia, σελ. 430· Finn, ὅ.π., σελ. 191· Daniélou,
Bible and Liturgy, κεφ. 2· βλ. ἐπίσης E. Peterson, «Religion et vête-
ment», στὸ Rythmes du monde, 1946, καὶ Pour une théologie du vête-
ment, Lyon 1943.
42. Peterson, «Religion et vêtement», σελ. 4.
43. Ἁγίου Ἀμβροσίου, De Myst. 34. Βλ. ἐπίσης ἁγίου Γρηγορίου
Νύσσης, στοῦ Hamman. Baptism, σελ. 122.
44. Γιὰ τὴν ἱστορία τῶν ἀντιγνωμιῶν βλ. B. Neunheuser, Baptism
and Confirmation, μτφρ. J. Hughes, The Herder History of Dogma, New
York 1964. J. Grehan, S.J. «Ten Years, Work on Baptism and Con-
firmation: 1945-1955», στὸ Theological Studies, 17 (1956), 494-516.
45. B. Neunheuser, κεφ. 11.
46. B. Neunheuser, κεφ. 11.
47. Ἐπισκόπου Sylvester, ὅ.π., σελ. 425. Βλ. ἐπίσης Gavin, ὅ.π.,
σελ. 316· Τρεμπέλα, ὅ.π., σελ. 132.
48. Αὐτόθι καὶ ἐπίσης Gavin, σελ. 317.
49. Γιὰ τὸ δῶρο (δωρεὰ) τὸ ἄρθρο τοῦ F. Büchsel, «δίδωμι, δῶρον
[…] δωρεὰ κλπ.», στὸ G. Kittel, Theol. Dict. of the New Testament,
τόμ. 2, σελ. 166. Γιὰ τὶς δωρεὲς ὡς χαρίσματα, βλ. H. Conzelmann,
ἄρθρο «χάρισμα, χαρίσματα», στὸ G. Friedrich, Theol. Dict. of the
New Testament, τόμ. 9, σελ. 402.
50. Βλ. F. J. Dölger, Sphragis, Paderborn 1911. Ἐπίσης Daniélou,
Bible and Liturgy, κεφ. 3· J. Ysebaert, Greek Baptismal Terminology:
Its origin and early Development, Nijmegen (1962)· A Stenzel, Die
Taufe. Eine generische Erklärung der Taufliturgie, Innsbruck 1957.
51. Ὁμιλία εἰς τὴν Β΄ Πρὸς Κορινθίους, Γ΄, ε΄ (P.G. 61, 411): ἀλλ᾿
248 Α

ἡμεῖς οὐχ ἕν, ἀλλὰ τὰ τρία μεθ᾿ ὑπεροχῆς ἔχομεν ἀξιώματα.


52. Γιὰ τὴ θρησκευτικὴ καταγωγὴ καὶ τὶς σημασίες τῆς βασι-
λείας βλ. G. van der Leeuw, Religion in its Essence and Manifestations,
τόμ. 1, σελ. 13.
53. Βλ. Paul Daubin, S.J., Le Sacerdoce Royal des Fidèles dans la
tradition ancienne et moderne, Paris 1950.
54. Γιὰ τὸ βαπτιστήριο, τὸ νόημα καὶ τὴ θέση του στὴ
βαπτισματικὴ τελετή, βλ. F. J. Dölger, «Zur Sympolik des
Altchristlichen Taufhauses: Das Octagon und die Symbolik der
Achtzahl», στὸ Antike und Christenthum, 4 (1943), σελ. 153-87· H.
Leclercq, «Baptistère», στὸ Dictionnaire d’Archéologie Chrétienne et
de Liturgie 2, 1, 382-469· W. M. Bedard, Symbolism of the Baptismal
Font, Washington 1951.
55. Γιὰ τὴν προβαπτισματικὴ πομπή, βλ. ἁγίου Ἀμβροσίου, De
Myst. 43, ἁγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, P.G. 36, 425Α· Daniélou,
Bible and Liturgy.
56. Θὰ μιλήσω γιὰ τὸ προεισοδικὸ μέρος τῆς θείας Λειτουργίας
στὸ ἐρχόμενο βιβλίο γιὰ τὴν Εὐχαριστία. Βλ. τὸ ἄρθρο μου «Tainstvo
Vkhoda» («Τὸ μυστήριο τῆς Εἰσόδου») στὸ Vestnik Russkogo Studen-
cheskogo Khristianskogo Dvizheniia (= Ἀγγελιαφόρος τοῦ Ρωσικοῦ
Χριστιανικοῦ Μαθητικοῦ Κινήματος), 111 (Paris 1974).
57. Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει καμιὰ περιεκτικὴ μελέτη
γιὰ τὸν διπλὸ εὐχαριστιακὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Ἡ ἴδια ἀνάπτυξη
συνέβη καὶ στὴ Δύση: βλ. J. W. Tyrer, Historical Survey of Holy
Week, Its Services and Ceremonial, Alcuin Club Collections 29, Lon-
don 1932, σελ. 169. Ὅσο γιὰ τὴν Ἀνατολή, οἱ λειτουργιολόγοι
φαίνεται πὼς τὴν ἀγνοοῦν ὡς πρόβλημα: βλ. Lazar Mirkovich’s,
Kheortologiia (= Ἑορτολόγιο), στὰ σέρβικα, Belgrade 1961, σελ. 62.
Ἡ μεγαλύτερη δυσκολία εἶναι ὅτι ὅλα τὰ Τυπικὰ ποὺ ὑπάρχουν εἶναι
μεταγενέστερα ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς πρακτικῆς. Βλ. A.
Dimitrievsky, Opisanie liturgicheskikh rukopisei (= Περιγραφὴ
λειτουργικῶν χειρογράφων), τόμ. 1, Typika, Kiev 1895. Βλ. ἐπίσης
τοῦ ἰδίου, Bogosluzhenie strastnoi i paskhalnoi sedmits vo sv.
Ierusalime (Ἡ λειτουργία τῶν μεγάλων καὶ πασχαλινῶν ἑβδομάδων
στὴν Ἱερουσαλήμ, κατὰ τοὺς ἔνατο-δέκατο αἰῶνες), Kazan, 1894· G.
Oslov, Ob’iasnenie paskhalnogo bogosluzheniia (= Ἐξήγηση τῆς
Α 249

Πασχαλινῆς Λειτουργίας), Moscow 1898. Φαίνεται πιθανὸ ὅτι ὁ


διπλὸς ἑορτασμὸς τῆς πασχαλινῆς Εὐχαριστίας ποὺ ἀναφέρεται ἤδη
στὸ Ὁδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας (38) κατάγεται ἀπὸ τὴν Ἰερουσαλήμ.
Ἐλπίζω νὰ ἀσχοληθῶ μ᾿ αὐτὸ τὸ πρόβλημα σὲ μιὰ μελέτη μὲ τίτλο
Pascha and Pentecost.
58. Βλ. ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: μετὰ γὰρ τὴν ἐκεῖθεν
ἄνοδον εὐθέως ἐπὶ τὴν τράπεζαν ἄγονται τὴν φρικτὴν καὶ μυρίων
γέμουσαν ἀγαθῶν καὶ τοῦ σώματος ἀπογεύονται καὶ τοῦ αἵματος
τοῦ δεσποτικοῦ καὶ οἰκητήριον γίνονται τοῦ Πνεύματος
(Κατηχήσεις, 2,27). Μιὰ γενικὴ μελέτη αὐτῆς τῆς ἀλληλεξάρτησης
παρέχεται στὸ βιβλίο τοῦ Daniélou, Bible and Liturgy, κεφ. 9-10· βλ.
ἐπίσης Almazov, Istoriia, σελ. 438. Ἦταν ἀκόμη αὐταπόδεικτο γιὰ
τὸν Συμεὼν Θεσσαλονίκης (15ος αἰώνας), ποὺ γράφει: «Αὐτὸ
ἀποτελεῖ τὸ πλήρωμα ὅλων τῶν μυστηρίων, ὅτι ἐλευθερωμένοι ἀπὸ
τὴν ἁμαρτωλὴ ἀκαθαρσία, ἐξαγνισμένοι καὶ σφραγισμένοι ἐν Χριστῷ
καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, θὰ συμμετάσχουμε στὸ Σῶμα καὶ στὸ Αἷμα
τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἑνωθοῦμε σωματικὰ μαζί Του» (Pisania
Sv. Ottsov, Uchitelei Tserkvi, τόμ. 2, St. Petersburg 1856, σελ. 73, στὰ
ρωσικά). Ὅμως τὰ ἐγχειρίδια δογματικῆς ἁπλῶς τὰ ἀγνοοῦν ὅλα
αὐτὰ (βλ. Sylvester, ὅ.π., σελ. 455· Gavin, ὅ.π., σελ. 316. Τρεμπέλα,
ὅ.π., σελ. 139.).
59. Γιὰ τὶς τελετὲς τῆς Ὄγδοης Ἡμέρας, βλ. Almazov, Istoriia,
σελ. 466-75· Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὅ.π., σελ. 74-5· F. Cabrol, «La
Semaine Sainte et les origines de l’Année Liturgique», στὸ Les Origines
Liturgiques, Paris 1906.
60. Γιὰ τὴν Ὄγδοη Ἡμέρα στὴ χριστιανικὴ θεολογία καὶ
πνευματικότητα βλ. Le Jour du Seigneur (συλλογὴ κειμένων), Paris
1948, καὶ Daniélou, Bible and Liturgy, κεφ. 16: «The Eighth Day».
61. Ἐδικαιώθης, ἐφωτίσθης, ἡγιάσθης, ἀπελούσθης… Ἐδῶ,
γράφει ὁ ἐπίσκοπος Βενιαμίν, ὅλες οἱ λέξεις, μὲ ἐξαίρεση τὴν
τελευταία (ἀπελούσθης), ἀναφέρονται στὰ τρία μυστήρια ποὺ
πληρώθηκαν στὸν νεόφυτο. «Ἐδικαιώθης» σημαίνει ὅτι ἀφέθηκαν οἱ
ἁμαρτίες σου… «Ἐφωτίσθης» ἀναφέρεται στὸ Βάπτισμα…
«Ἐχρίσθης» στὸ Χρίσμα. Καὶ «ἡγιάσθης» στὴ θεία Κοινωνία
(Novaia Skrizhal’, St. Petersburg 141844, σελ. 364, στὰ ρωσικά).
62. Γιὰ τὴν κουρὰ βλ. Van der Leeuw, Religion, σελ. 42,3· Al-
250 Α

mazov, ὅ.π., σελ. 445.


63. Γιὰ τὸ γενικὸ θρησκευτικὸ ὑπόβαθρο αὐτῶν τῶν τελετῶν βλ.
M. Eliade, The Sacred and the Profane, New York 1959, καὶ ἰδιαίτερα
τὸ κεφ. 4: «Human Existence and Sanctified Life», σελ. 162. Ἐπίσης
ἀπὸ τὸν ἴδιο, Rites and Symbols of Initiation, New York 1958. Van der
Leeuw, Religion, τμῆμα 22: «The Sacred Life», καὶ τμῆμα 49: «Pu-
rification». Γιὰ τὴν τελετὴ βλ. Almazov, Istoriia, σελ. 476.
64. Γιὰ τὴ θρησκευτικὴ σημασία τῶν ὀνομάτων βλ. H. Usener,
Gotternamen, 1929· Van der Leeuw, Religion, τμῆμα 17.
65. Φυσικὰ τὸ κύριο πρόβλημα ἐδῶ εἶναι τὸ πῶς θὰ
ἐπανακαθιερωθεῖ ὁ λειτουργικὸς καὶ πνευματικὸς δεσμὸς μεταξὺ τοῦ
Βαπτίσματος καὶ τῆς Εὐχαριστίας, μεταξὺ τοῦ μυστηρίου τῆς εἰσόδου
στὴν Ἐκκλησία καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ παρελθόν,
ἀλλὰ καὶ κατόπιν, ὅταν ἡ σύνδεση τοῦ Βαπτίσματος μὲ τὸ Πάσχα (ἢ
τὶς ἄλλες βαπτισματικὲς ἑορτές: Χριστούγεννα, Θεοφάνια καὶ
Σάββατο τοῦ Λαζάρου) ἔσπασε, ἡ πρακτικὴ ἦταν νὰ δοθεῖ ἡ θεία
Κοινωνία στὸν νεοφώτιστο ἀπὸ τὰ προηγιασμένα (ἀδαπάνητα) θεῖα
δῶρα. Αὐτὸ δείχνει ὅτι τὸ Βάπτισμα ἐτελεῖτο ἀμέσως μετὰ τὴ
Λειτουργία (βλ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὅ.π., σελ. 73). Αὐτὴ ἡ
πρακτικὴ εἶναι ἀκόμη κοινὴ μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων. Ἀλλὰ ἂν καὶ
σαφῶς αὐτὴ ἡ πρακτικὴ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν ὁλικὴ ἀποσύνδεση
τοῦ Βαπτίσματος ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία, εἶναι ὅμως ἀκόμη ἐλλειπής.
Ἐλπίζω ὅτι ἔχουμε πεῖ ἀρκετὰ γιὰ νὰ δείξουμε πὼς ὄχι μόνο ἡ θεία
Κοινωνία ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ Εὐχαριστία εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ
μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Γι᾿ αὐτὸ ὡς μόνη κατάλληλη λύση
συνιστᾶται ἡ ἐπανόρθωση τῶν βαπτισματικῶν λειτουργιῶν, δηλ. ἡ
τέλεση τοῦ Βαπτίσματος πρὶν τὴ θεία Λειτουργία καὶ ἡ ὀργανικὴ
λειτουργικὴ σύνδεση μ᾿ αὐτὴ. Τὸ πῶς θὰ τὸ καταφέρουμε εἶναι ἕνα
ἀντικείμενο προσεκτικῆς μελέτης, συζήτησης καὶ τελικῆς ἐγκρίσεως
τῆς Ἱεραρχίας, χωρὶς τὴν ἐπικύρωση, τὴν ἄδεια καὶ τὴν εὐλογία τῆς
ὁποίας τίποτε δὲν πρέπει νὰ γίνεται στὴν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτὸ οἱ
ἀκόλουθες εἰσηγήσεις γίνονται δοκιμαστικά, ὡς ἀφετηρία γιὰ μιὰ
ἀναγκαία λειτουργικὴ καὶ ποιμαντικὴ συζήτηση.
α) Λογικὸ φαίνεται νὰ τελεῖται πρὶν τὴ Λειτουργία τὸ
προβαπτιστικὸ μέρος τῆς σημερινῆς ἀκολουθίας τῆς μυήσεως, δηλ. οἱ
Εὐχὲς εἰς τὸ ποιῆσαι κατηχούμενον, ποὺ περιλαμβάνουν τοὺς
Α 251

ἐξορκισμούς, τὴν ἀπάρνηση τοῦ Σατανᾶ, τὴ μεταστροφὴ στὸ Χριστὸ


καὶ τὴν ὁμολογία Πίστεως, τελετὲς ποὺ καθὼς γνωρίζουμε ἐτελοῦντο
εἴτε κατὰ τὴ διάρκεια ὁλόκληρης τῆς περιόδου τῆς κατήχησης εἴτε σὲ
μιὰ ἀκολουθία διακεκριμένη ἀπὸ τὸ Βάπτισμα. Ἔτσι, ἐπὶ
παραδείγματι, ἂν ἡ θεία Λειτουργία ἀρχίζει στὶς 10.00 π.μ., οἱ
προβαπτισματικὲς τελετὲς μποροῦν νὰ ὁρισθοῦν γιὰ τὶς 9.30 π.μ. Ὁ
τόπος γι᾿ αὐτὲς τὶς τελετὲς εἶναι ὁ νάρθηκας.
β) Προτείνω, ὅταν προηγεῖται τὸ Βάπτισμα τῆς Λειτουργίας, ἡ
μεγάλη Δοξολογία Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία… νὰ γίνεται ἀπὸ τὸ
λειτουργὸ μπροστὰ στὴ βαπτισματικὴ κολυμβήθρα καὶ νὰ τὴν
ἀκολουθεῖ ἀμέσως ἡ μεγάλη συναπτή, ποὺ θὰ τὴν συνοψίζουν οἱ
αἰτήσεις γιὰ τὸν καθαγιασμὸ τοῦ νεροῦ.
γ) Ἡ σειρὰ τῶν βαπτισματικῶν τελετῶν τότε θὰ εἶναι: ὁ
καθαγιασμὸς τοῦ νεροῦ, ἡ χρίση τοῦ νεροῦ καὶ τοῦ βαπτιζομένου μὲ τὸ
ἔλαιον τῆς χαρᾶς, ἡ κατάδυση, ἡ τελετὴ τοῦ λευκοῦ χιτώνα καὶ τὸ
Χρίσμα.
δ) Ἀμέσως μετὰ τὸ Χρίσμα, ὁ λειτουργὸς ὁδηγεῖ τὸν νεοφώτιστο
στὴν κυκλικὴ πομπὴ γύρω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, ἐνῶ ὁ λαὸς ψάλλει:
Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε… καὶ μετὰ τὸν τρίτο κύκλο τὸν
ὁδηγεῖ στὰ σκαλοπάτια τοῦ ἄμβωνα, ὅπου καὶ θὰ παραμείνει μὲ τοὺς
ἀναδόχους του μέχρι τὴ θεία Κοινωνία. Ὁ χορός: Δόξα… Χριστὸν
ἐνεδύσασθε. Καὶ μετὰ τὸ τελικὸ Ὅσοι…, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου
ὁ λειτουργὸς εἰσέρχεται στὸ Ἱερό, προσκυνᾶ τὴν ἁγία Τράπεζα καὶ
προχωρεῖ πρὸς τὴν Πρόθεση.
ε) Δύο προκείμενα: τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς ἡμέρας· δύο
εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα: τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς ἡμέρας.
³) Κατόπιν ἡ λειτουργία συνεχίζεται κανονικά. Γιὰ νὰ τονισθεῖ ἡ
ἰδιαίτερη σημασία αὐτοῦ του ἑορτασμοῦ, οἱ συναπτὲς καὶ οἱ εὐχὲς γιὰ
τοὺς κατηχουμένους δυνατὸν νὰ παραλειφθοῦν.
η) Ὁ νεοφώτιστος νὰ κοινωνήσει πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους.
θ) Οἱ μεταβαπτισματικὲς τελετές, ἂν γιὰ χάρη εὐκολίας πρέπει
νὰ γίνουν τὴν ἴδια μέρα, τελοῦνται μετὰ τὴν ἀπόλυση.
Ποιὲς μέρες πρέπει νὰ τελοῦνται οἱ βαπτισματικὲς λειτουργίες; Ἡ
Κυριακὴ μπορεῖ νὰ παρουσιάζει μερικὲς πρακτικὲς δυσκολίες. Γι᾿
αὐτό, κατ᾿ ἀναλογίαν τοῦ Πάσχα, ἡ καλύτερη μέρα κατὰ τὴ γνώμη
μου εἶναι τὸ Σάββατο. Ἡ μέρα θὰ πρέπει νὰ ἀναγγελθεῖ σ᾿ ὅλη τὴν
252 Α

ἐνορία, ὥστε νὰ παρακολουθήσουν τὸ μυστήριο τῆς νέας γέννησης καὶ


νὰ πάρουν μέρος σ᾿ αὐτὸ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα μέλη της.
Πρέπει ὅμως νὰ ξεκαθαρίσουμε ὅτι μιὰ τέτοια λειτουργικὴ
ἐπανόρθωση δὲν θὰ φέρει καρποὺς παρὰ μόνον ἀφοῦ προετοιμασθεῖ μὲ
τὴν κατάλληλη διδασκαλία καὶ τὸ κήρυγμα, δηλ. μὲ ἐμβάθυνση τῆς
ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης. Ἡ Λειτουργία πρέπει νὰ ἀποκαλύπτει
τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, νὰ τὴν ζωντανεύει. Κι ἔτσι καμιὰ
λειτουργικὴ ἀλλαγὴ δὲν θὰ φέρει ἀποτέλεσμα ἂν δὲν εἶναι ἔκφραση
καὶ πλήρωμα τῆς δικῆς μας μεταστροφῆς στὸ ἀληθινὸ νόημα καὶ
δύναμη τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας.
Α 253
254 Α

You might also like