Professional Documents
Culture Documents
Alexander Schmemann
Of Water and the Spirit
© St. Vladimir’s Seminary Press 1974
Ἑλληνικὴ μετάφραση:
Alexander Schmemann
Ἐξ Ὕδατος καὶ Πνεύματος
Πρώτη ἔκδοση, Ἀθήνα 1984
Πρώτη ἐπανέκδοση, Ἀθήνα 1990
Δεύτερη (παρούσα) ἐπανέκδοση, Ἀθήνα 2013
ISBN 960-7217-23-3
© Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1984
ΕΞ ΥΔΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Λειτουργικὴ μελέτη τοῦ Βαπτίσματος
Μετάφραση
Ἰωσὴφ Ροηλίδης
Ἐκδόσεις Δόμος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Αὔγουστος 1982
Alexander Schmemann
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
ἔργου, παρ᾿ ὅλο ὅτι ἡ μετάφρασή του εἶχε γίνει πρὶν πολὺ
καιρό. Διάφορες ἀντίξοες συνθῆκες δὲν τὸ ἐπέτρεψαν. Πρό-
λαβε ὅμως νὰ στείλει τὸν πρόλογο ποὺ γράφτηκε εἰδικὰ γιὰ
τὴν ἑλληνικὴ ἔκδοση. Τὸν εὐχαριστοῦμε. Ἂς εἶναι ἐλαφρὺ τὸ
χῶμα ποὺ τὸν σκεπάζει. Ὁ Θεὸς ἂς ἀναπαύσει τὴν ψυχή
του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
1. Ἡ πομπή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 157
2. Βάπτισμα καὶ Εὐχαριστία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 165
3. Οἱ τελετὲς τῆς ὄγδοης ἡμέρας . . . . . . . . . . . . . . . . . 173
4. Ἡ ἀπόλουση τοῦ ἁγίου Χρίσματος . . . . . . . . . . . . . 178
5. Ἡ κουρά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 181
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
Κατάληξη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 209
1.
2.
3.
2. Ἡ Κατήχηση
ποιῆσαι κατηχούμενον.
Λύει ὁ Ἱερεὺς τὴν ζώνην τοῦ μέλλοντος φωτισθῆναι, καὶ
ἀποδύει καὶ ὑπολύει αὐτόν· καὶ ἵστησιν αὐτὸν κατὰ Ἀνατολάς,
μονοχίτωνα, λυσίζωνον, ἀσκεπῆ καὶ ἀνυπόδετον, ἔχοντα τὰς
χεῖρας κάτω· καὶ ἐμφυσᾷ εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τρίς, καὶ
σφραγίζει αὐτοῦ τὸ μέτωπον καὶ τὸ στῆθος, ἐκ τρίτου, καὶ
ἐπιτίθησι τὴν χεῖρα ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ…
Πρέπει νὰ ἐπεξηγήσουμε αὐτὸ τὸ τυπικὸ καὶ νὰ
τοποθετήσουμε στὴ συνάφεια τῆς ὅλης προβαπτιστικῆς
προετοιμασίας τὶς τελετὲς ποὺ περιγράφει.
Στὴν πρώτη Ἐκκλησία, αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει
Χριστιανὸς ὁδηγεῖτο στὸν ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς
Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς ἀναδόχους του8, δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὰ τὰ
μέλη τῆς χριστιανικῆς κοινότητας ποὺ μποροῦσαν νὰ
ἐγγυηθοῦν γιὰ τὶς σοβαρὲς προθέσεις τοῦ ὑποψηφίου, γιὰ τὸ
γνήσιο χαρακτήρα τῆς μεταστροφῆς του. Φυσικά, αὐτὴ ἡ
ἴδια ἡ μεταστροφὴ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε ἐξήγηση. Τί
φέρνει ἕναν ἄνθρωπο στὸ Χριστό; Τί τὸν κάνει νὰ πιστέψει;
Σὲ πεῖσμα ὅλων τῶν προσπαθειῶν ποὺ γίνονται γιὰ νὰ
ταξινομήσουν καὶ νὰ περιγράψουν τοὺς διάφορους «τύπους»
μεταστροφῶν, παραμένει πάντοτε τὸ μυστήριο τῆς
μοναδικῆς σχέσης μεταξὺ Θεοῦ καὶ κάθε ἀνθρώπινου
προσώπου ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ τὸν Ἑαυτό Του.
Ἔτσι, ἡ ἐξήγησή μας ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ ἡ
μυστηριώδης πορεία ἔχει ὁδηγήσει σὲ μιὰ ἀντικειμενικὴ
ἀπόφαση: νὰ ζητᾶ τὸ Βάπτισμα, γιὰ νὰ εἰσέλθει στὴν
Ἐκκλησία.
Ὁ προσήλυτος ὁδηγεῖτο στὸν ἐπίσκοπο, ποὺ στὴν ἀρχαία
Ἐκκλησία ἦταν ὁ ἱερέας, ὁ ποιμένας καὶ ὁ διδάσκαλος τῆς
τοπικῆς χριστιανικῆς κοινότητας. Ἔχοντας βεβαιωθεῖ γιὰ
τὴ σοβαρότητα τῶν προθέσεων τοῦ προσηλύτου, ὁ ἐπίσκοπος
Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ 31
Καὶ ἔτσι, ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη εὐχή, ἀπὸ τὸ ξεκίνημα τῆς
ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος, μᾶς προσφέρονται οἱ
πραγματικὲς διαστάσεις, τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο τῆς
μεταστροφῆς. Καὶ πρῶτο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι τὸ φυγεῖν ἀπὸ
«αὐτὸν τὸν κόσμο» ποὺ τὸν ἔκλεψε ὁ ἐχθρὸς ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ
τὸν μετέτρεψε σὲ φυλακή. Ἡ μεταστροφὴ δὲν εἶναι ἕνα
γεγονὸς στὸ πεδίο καὶ στὸ ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν, ὅπως πολλοὶ
ἄνθρωποι νομίζουν σήμερα. Δὲν εἶναι ἡ ἐκλογὴ μιᾶς
«ἰδεολογίας», οὔτε ἀκόμη ἡ ἀπάντηση σὲ προβλήματα ―
μιὰ λέξη ποὺ τὴν ἀγνοοῦν τελείως ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία καὶ
ἡ Ἁγία Γραφή. Τὸ Βάπτισμα εἶναι ὄντως μιὰ ἀπόδραση ἀπὸ
τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀπελπισία. Ἔρχεται κάποιος στὸ Χριστὸ
γιὰ νὰ σωθεῖ, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἄλλη σωτηρία. Καὶ
ἡ πρώτη πράξη τῆς ἀκολουθίας τοῦ Βαπτίσματος εἶναι μιὰ
πράξη προστασίας: τὸ χέρι τοῦ ἐπισκόπου ―τὸ χέρι τοῦ ἴδιου
τοῦ Χριστοῦ― προστατεύει, σκεπάζει, «διαφυλάσσει ὑπὸ
τὴν σκέπην τῶν πτερύγων…». Γιατὶ τώρα πρόκειται νὰ
ἀρχίσει ἕνας θανάσιμος ἀγώνας καὶ αὐτὴ ἡ εὐχὴ μᾶς κάνει
λόγο γιὰ τὴ μεγάλη του σοβαρότητα.
Τώρα ὁ κατηχούμενος «ἐγγράφεται» στὴ Βίβλο Ζωῆς
καὶ σύντομα θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ποίμνῃ τῆς κληρονομίας τοῦ
Θεοῦ. Ταυτόχρονα πληροφορεῖται γιὰ τὸ ἔσχατο τέλος τοῦ
Βαπτίσματος ποὺ εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀληθινῆς
ζωῆς, τῆς ζωῆς ποὺ ἔχασε ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν ἁμαρτία.
Αὐτὴ ἡ ζωὴ περιγράφεται ὡς «ἀπόδοση δοξολογίας, ὕμνων,
λατρείας καὶ δόξης τῷ μεγάλω καὶ ὑπερυμνήτω
Ὀνόματι!»Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι μιὰ περιγραφὴ τῶν «Οὐρανῶν»
καὶ τῆς «αἰωνιότητος», ὅ,τι δηλαδή, σύμφωνα μὲ τὶς
Γραφές, οἱ οὐράνιες δυνάμεις κάνουν αἰώνια μπροστὰ στὸ
ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΙ 33
3. Ἐξορκισμοί
6. Ὁμολογία Πίστεως
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
τες…26.
Δημιουργία, Πτώση καὶ Λύτρωση, Ζωὴ καὶ Θάνατος,
Ἀνάσταση καὶ Αἰώνια Ζωή. Ἔτσι ὅλες οἱ οὐσιαστικὲς
διαστάσεις μαζὶ μὲ ὁλόκληρο τὸ περιεχόμενο τῆς
χριστιανικῆς πίστης συνδέονται καὶ «συν-οικοῦν» στὴν
ἐσωτερική τους ἀλληλεξάρτηση καὶ ἑνότητα μόνο μέσα σ᾿
αὐτὸ τὸ σύμβολο. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἀρχικὸ καὶ
οὐσιαστικὸ νόημα, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμη ἐπίσης αὐτοῦ τοῦ
συμβόλου ποὺ «κρατᾶ μαζί», «φέρνει μαζί» (ἀπὸ τὴ λέξη
συμβάλλω, βάζω μαζί), ἔσπασε, ἐκτοπίστηκε καὶ
μειώθηκε27. Ἀλλὰ ἂν τὸ ἀντιλαμβανόμαστε ἔτσι, τότε ἡ
εὐλογία τοῦ ὕδατος ποὺ προηγεῖται τοῦ Βαπτίσματος δὲν
μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ γίνεται πολὺ συχνά, δηλαδὴ ἕνα
εἶδος προκαταρκτικῆς καὶ προαιρετικῆς τελετῆς ποὺ
σκοπεύει στὴν παραγωγὴ τοῦ «ὑλικοῦ τοῦ μυστηρίου». Τὸ
νερὸ ξαναγίνεται αὐτὸ ποὺ ἦταν ἐξ ἀρχῆς: θεοφάνεια καὶ
ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τοῦ Βαπτίσματος ὡς
κοσμική, ἐκκλησιολογικὴ καὶ ἐσχατολογικὴ πράξη.
Κοσμικὴ γιατὶ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς καινούργιας
δημιουργίας· ἐκκλησιολογικὴ γιατὶ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς
Ἐκκλησίας· ἐσχατολογικὴ γιατὶ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς
Βασιλείας. Εἰσερχόμενοι σ᾿ αὐτὸ τὸ μυστήριον τοῦ ὕδατος,
ἀρχίζουμε νὰ καταλαβαίνουμε τὸ γιατί, γιὰ νὰ σώσουμε
ἕναν ἄνθρωπο, πρέπει πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα νὰ τὸν καταδύσουμε
στὸ νερό28.
Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν
αἰώνων. Σήμερα, μόνον τρεῖς ἀπὸ ὅλες τὶς ἀκολουθίες, τὸ
Βάπτισμα, ὁ Γάμος καὶ ἡ Λειτουργία, ἔχουν ὡς ἀρχή τους
αὐτὴ τὴ Δοξολογία. Ὅλες οἱ ἄλλες ἀκολουθίες ἀρχίζουν μὲ
τὸ Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν… Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ
ἰδιοτροπία τοῦ τυπικοῦ. Μᾶς θυμίζει ὅτι στὸ παρελθὸν τὰ
μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Γάμου ὄχι μόνον
ἐτελοῦντο σὲ σχέση μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη τῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἡ Εὐχαριστία ἦταν τὸ
αὐταπόδεικτο «τέλος» καὶ πλήρωμά τους. Γι᾿ αὐτὴ τὴν
ὀργανικὴ σύνδεση θὰ μιλήσουμε ἀργότερα. Ἀλλὰ ἀπὸ τώρα
κιόλας θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι αὐτὴ ἡ δοξολογία
ἀναγγέλλει ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ θέμα, τὸ
περιεχόμενο καὶ ὁ ἔσχατος σκοπὸς καὶ τέλος τοῦ
Βαπτίσματος. Πρέπει νὰ τὸ τονίσουμε αὐτό, ἐπειδὴ γιὰ πάρα
πολὺ καιρὸ εἶχε σκιαστεῖ ἡ σύνδεση μεταξὺ τῆς ἰδέας τοῦ
«μυστηρίου» καὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ κεν-
τρικὸ θέμα καὶ τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς
πίστης. Τὰ ἐγχειρίδια θεολογίας ὅριζαν τὰ μυστήρια ὡς «ἀ-
γωγοὺς χάριτος», ἀλλὰ λησμονοῦσαν κατὰ κάποιο τρόπο νὰ
ἀποκαλύψουν ὅτι ἡ «χάρις» τελικὰ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ
τὴ δωρεὰ τῆς «ἀναγγελθείσης» Βασιλείας, ποὺ
ἐγκαινιάστηκε καὶ δόθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό, ὅτι εἶναι ἡ
δυνατότητα νὰ τὴν γνωρίσουμε καὶ νὰ ζήσουμε μαζί της. Γι᾿
αὐτὸ παρέλειπαν νὰ ποῦν ὅτι κάθε μυστήριο, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ
φύση καὶ λειτουργία του, εἶναι ἕνα πραγματικὸ πέρασμα σ᾿
αὐτὴ τὴ Βασιλεία· ὅτι ἡ χάρη ποὺ μᾶς ἀποθέτει εἶναι ἡ
πραγματικὴ δύναμη ποὺ μεταμορφώνει τὴ ζωή μας,
κάνοντας τὴ συμμετοχή, προσκύνημα καὶ πορεία πρὸς τὴ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ὅτι τὸ θαῦμα τῆς χάρης εἶναι τὸ νὰ
κάνει πάντοτε τὴν καρδιά μας ἀγάπη, ἐπιθυμία καὶ ἐλπίδα
62 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
σωτηρίας αὐτοῦ…
τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ ζωή του περισσότερο ἀπὸ τὸ Θεό, γιατί
προτίμησε κάτι ἄλλο ἀπὸ τὸ Θεό. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι τὸ
ἀληθινὸ περιεχόμενο τῆς ἁμαρτίας του καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἡ
πνευματικὴ ρίζα τοῦ πνευματικοῦ του θανάτου, τὸ μεγάλο
του «κέντρον». Ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι φτιαγμένη
ἐντελῶς, ὁλοκληρωτικά, ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία
Του νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ
θάνατο στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μεταμόρφωσε τὴ ζωή του, νὰ
τὸν ἀποκαταστήσει σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ ποὺ ἔχασε ὁ ἄνθρωπος
ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἐπιθυμία Του νὰ σώσει εἶναι ἡ
μεγάλη κίνηση, ἡ μεγάλη δύναμη αὐτῆς τῆς τέλειας
ἀγάπης Του γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, αὐτῆς τῆς
ὁλοκληρωτικῆς ὑπακοῆς Του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἡ
ἀπόρριψή του ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία καὶ στὸ
θάνατο. Καὶ ἔτσι ὁλόκληρη ἡ ζωή Του εἶναι «ἀ-θάνατη».
Δὲν ὑπάρχει σ᾿ αὐτὴ θάνατος, γιατὶ δὲν ὑπάρχει «ἐπιθυμία»
γιὰ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὸ Θεό, γιατὶ ὅλη ἡ ζωή Του βρίσκεται
«ἐν τῷ Θεῷ» καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ἡ
ἐπιθυμία Του νὰ πεθάνει δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἔσχατη ἔκφραση
καὶ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἀγάπης καὶ ὑπακοῆς ―ἀφοῦ ὁ
θάνατός Του δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἀγάπη, τίποτε ἄλλο
ἀπὸ ἐπιθυμία νὰ καταστρέψει τὴ μοναξιά, τὸ χωρισμὸ ἀπὸ
τὴ ζωή, τὸ σκοτάδι καὶ τὴν ἀπελπισία τοῦ θανάτου, τίποτε
ἄλλο ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς πεθαμένους— δὲν ὑπάρχει
«θάνατος» στὸ θάνατό Του. Ὁ θάνατός Του, ποὺ ἔγινε ἡ
ἔσχατη φανέρωση τῆς ἀγάπης ὡς ζωῆς καὶ τῆς ζωῆς ὡς
ἀγάπης, ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ «κέντρον» τῆς ἁμαρτίας
καὶ καταστρέφει ἀληθινὰ τὸ θάνατο ὡς τὴ δύναμη τοῦ
Σατανᾶ καὶ τῆς ἁμαρτίας πάνω στὸν κόσμο.
Δὲν «καταργεῖ» οὔτε «καταστρέφει» τὸ φυσικὸ θάνατο,
γιατὶ δὲν «καταργεῖ» τοῦτον τὸν κόσμο γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ
96 ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
καὶ τὴν ἀλαζονείαν τοῦ βίου» (βλ. Α΄ Ἰωάν. 2,16) ποὺ τὸν
γεμίζει καὶ τὸν καθορίζει, καὶ ὡς πρὸς τὸν «πνευματικὸ
θάνατο» ποὺ τὸν κυριεύει. Εἶναι ἀδύνατο νὰ γνωρίσουμε τὸ
Χριστὸ χωρὶς νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ εἴμαστε μὲ Αὐτὸν ὅπου
Αὐτὸς εἶναι. Καὶ δὲν βρίσκεται σ᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο» ποὺ «ἡ
δόξα του παρέρχεται». Δὲν εἶναι τμῆμα του. Ἀναλήφθηκε
στοὺς Οὐρανούς, ὄχι σὲ κανένα «ἄλλον κόσμο», γιατὶ
οὐρανοὶ ―στὴ χριστιανικὴ πίστη― δὲν εἶναι ἕνα «ἔξω»,
ἀλλ᾿ αὐτὴ ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς «ἐν Θεῷ», μιᾶς
ζωῆς τελείως ἀπαλλαγμένης ἀπὸ τὴ θνητὴ ἁμαρτωλότητα
καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ θνητότητα, ἀπὸ τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸ Θεὸ
ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία «αὐτοῦ τοῦ κόσμου» καὶ τὸν
καταδικάζει σὲ θάνατο. Τὸ νὰ εἶσαι μὲ τὸ Χριστὸ σημαίνει
νὰ ἔχεις αὐτὴ τὴν καινούργια ζωή ―μὲ τὸ Θεὸ καὶ «ἐν τῷ
Θεῷ»― ποὺ δὲν εἶναι «τούτου τοῦ κόσμου». Καὶ αὐτὸ εἶναι
ἀδύνατο νὰ κατορθωθεῖ, ἐκτὸς ἂν κατὰ τὰ λόγια τοῦ
ἀποστόλου Παύλου, λόγια τόσο ἁπλὰ καὶ ὅμως τόσο
ἀκατανόητα στὸ σύγχρονο Χριστιανό: ἀπεθάνετε γάρ, καὶ ἡ
ζωὴ ἡμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ (Κολ.
3,3). Τελικὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ γνωρίζουμε τὸ Χριστὸ χωρὶς
νὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ πιοῦμε ἀπὸ τὸ ποτήρι ποὺ Ἐκεῖνος πίνει,
καὶ νὰ βαπτιστοῦμε μὲ τὸ Βάπτισμα ποὺ Ἐκεῖνος
βαπτίζεται (βλ. Ματθ. 20,22), μὲ ἄλλα λόγια χωρὶς νὰ
ἐπιθυμοῦμε αὐτὴ τὴν ἔσχατη ἀναμέτρηση καὶ μάχη μὲ τὴν
ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο ποὺ Τὸν ἔκανε νὰ «θέσει τὴ ζωή
Του» γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἔτσι, ἡ ἴδια ἡ πίστη ὄχι μόνο μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπιθυμία
τοῦ θανάτου μὲ τὸ Χριστό, ἀλλὰ εἶναι πράγματι αὐτὴ ἡ ἴδια
ἡ ἐπιθυμία. Καὶ χωρὶς αὐτήν, ἡ πίστη δὲν εἶναι πλέον πίστη
ἀλλὰ μιὰ ἁπλὴ «ἰδεολογία», τόσο προβληματική, τόσο
πιθανή, ὅσο καὶ κάθε ἄλλη «ἰδεολογία». Ἡ πίστη εἶναι αὐτὴ
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ 99
8. Βάπτισμα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
1. Ὁ λευκὸς χιτώνας
3. Ὁ Βασιλιάς
(Γέν. 1,27-28).
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὡς βασιλιὰς τῆς
δημιουργίας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ οὐσιαστικὴ ἀλήθεια
γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ πηγὴ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς
«πνευματικότητας». Ἀνήκει στὴ φύση του τὸ νὰ εἶναι
βασιλιάς, νὰ κατέχει τὸ δῶρο τῆς βασιλείας. Ὁ ἴδιος
προέρχεται ἄνωθεν, γιατὶ ἄνωθεν δέχεται τὴν εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ καὶ τὴ δύναμη νὰ κάνει τὴ δημιουργία αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς
θέλει νὰ εἶναι καὶ νὰ γίνει. Εἶναι ὁ φορέας θεϊκῆς δύναμης, ὁ
εὐεργέτης τῆς γῆς ποὺ τοῦ δόθηκε ὡς βασίλειο, πρὸς ὄφελός
του καὶ πλήρωμα. Αὐτὸς ὁ «ἀνθρωπολογικὸς
μαξιμαλισμὸς» πάντοτε τονιζόταν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη
παράδοση, ἡ ὁποία ἀμυνόταν ἐναντίον ὅλων τῶν
προσπαθειῶν νὰ «μειώσουν» τὸν ἄνθρωπο, ἐναντίον ὅλων
τῶν «ἀνθρωπολογικῶν μινιμαλισμῶν», εἴτε ἔρχονταν ἀπὸ
τὴν Ἀνατολή, εἴτε ἀπὸ τὴ Δύση. Ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ
στὴν πτώση του, κι ὅταν ἀκόμη παραιτεῖται ἀπὸ τὴ
βασιλεία του, φέρνει τὰ σημάδια τοῦ ἀρχικοῦ του βασιλικοῦ
ἀξιώματος.
Ἡ δεύτερη πνευματικὴ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι
ὅτι εἶναι ἕνας «πεπτωκὼς» βασιλιάς. Καὶ οὐσιαστικὰ ἡ
πτώση του εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς βασιλείας του. Ἀντὶ νὰ γίνει
ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας, ἔγινε ὁ σκλάβος της. Καὶ
γίνεται σκλάβος της γιατὶ ἀπορρίπτει τὴν ἄνωθεν δύναμη,
ἀποδιώχνει τὸ «χρίσμα» του. Ἀπορρίπτοντας τὴν ἄνωθεν
δύναμη, παύοντας νὰ εἶναι ὁ «χριστὸς» τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι
πλέον ὁ εὐεργέτης τῆς δημιουργίας· ἀντὶ νὰ τὴν ὁδηγήσει
στὸ πλήρωμά της, θέλει νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ αὐτήν, νὰ τὴν
ἔχει καὶ νὰ τὴν κατέχει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἐπειδὴ οὔτε
αὐτός, οὔτε ἡ κτίση, ἔχουν ζωὴ ἀφ᾿ ἑαυτῶν, ἡ πτώση του
ἐγκαινιάζει τὸ βασίλειο τοῦ θανάτου. Γίνεται ἕνας θνητὸς
Ο ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ 125
4. Ὁ σταυρωμένος Βασιλιάς
Ἂν μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἡ βασιλεία
ἀποκαθίσταται μέσα μας, αὐτὴ ἡ ἀποκατάσταση
πραγματοποιεῖται πάνω στὸ Σταυρό, ἀπὸ ἕναν σταυρωμένο
Βασιλιά. Καὶ ἂν στὸ τέλος ὁλόκληρης τῆς ἱστορίας τῆς
σωτηρίας μιὰ βασιλεία διατίθεται ἡμῖν (βλ. Λουκ. 22,29),
διακηρύσσεται ὅτι δὲν εἶναι «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», ἀλλὰ μιὰ
μελλοντικὴ βασιλεία.
Σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ἡ χριστιανικὴ
πνευματικότητα, ὅταν προκαλεῖται ἀπὸ τὴν οὐσιαστικὴ
ἀντινομία τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι καὶ ἡ δική
μας νέα βασιλεία «ἐν Χριστῷ», ἀπειλεῖται ἀπὸ δύο ἀμοιβαῖα
130 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
5. Ὁ Ἱερέας
6. Ὁ Προφήτης
150 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
7. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
1. Ἡ πομπή
5. Ἡ κουρά62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
μόνο γι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἴτε ἔχουν ξεχάσει εἴτε ἔχουν ἀποδιώξει
τὴ χριστιανικὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ χριστιανικὴ
κατανόηση τοῦ φύλου. Ἡ ἐποχή μας ―καὶ αὐτὸ πάνω ἀπὸ
ὅλα ἀποκαλύπτει τὸ ριζικό της ἀποχριστιανισμό―
χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὶς προσπάθειες νὰ ἀπελευθερώσει τὸ
σέξ, νὰ τὸ ἀπελευθερώσει κατὰ κύριο λόγο ἀπὸ ὅλες τὶς ἰδέες
τῆς ἁμαρτίας, ἐνοχῆς καὶ ντροπῆς. Τὸ σὲξ εἶναι «καλὸ»
ἐπειδὴ εἶναι «φυσικό»· μὲ τὸ νὰ εἶναι καλό, εἶναι «ἀθῶο»;
Αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ ἐξίσωση ποὺ περιλαμβάνεται στὴ
«σεξουαλικὴ ἀπελευθέρωση» τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ ἀκριβῶς
αὐτὴ τὴν ἐξίσωση ἀπορρίπτει ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἀκριβῶς
ἀπορρίπτει ἐπίσης τὴ μανιχαϊκὴ καὶ δυαλιστικὴ ταύτιση τοῦ
σὲξ μὲ τὸ κακό. Σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ κοσμοθεώρηση,
ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἂν καὶ εἶναι θεμελιακὰ ἢ
«ὀντολογικὰ» καλή, εἶναι πεπτωκυία καὶ ἔχει πέσει ὄχι μόνο
σὲ μερικὰ τμήματά της, ποὺ θὰ ἄφηναν μερικὲς ἰδιότητες
τοῦ ἀνθρώπου ἄθικτες καὶ ἀθῶες, ἀλλὰ στὴν ὁλότητά της.
Καὶ ἡ μοναδικότητα τοῦ σὲξ εἶναι ὅτι, συνδεδεμένο καθὼς
εἶναι ὀργανικὰ μὲ τὸ ὑψηλότερο ἀπὸ τὰ θεϊκὰ δῶρα τοῦ
ἀνθρώπου, τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης, γίνεται τὸ ἴδιο κέντρο αὐτῆς
τῆς τραγικῆς ἀμφιλογίας ποὺ βρίσκεται βαθιὰ μέσα στὴν
πεσμένη φύση τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι, ἀφενὸς τὸ σὲξ ὄχι
μόνον εἶναι ἔκφραση τῆς ἀγάπης, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἴδιο ἀγάπη.
Ἀφετέρου εἶναι ἡ ἔκφραση καὶ ὁ «τόπος» τῆς παράδοσης τοῦ
ἀνθρώπου στὴ ζωώδη κατάσταση, τὸ ριζικὸ κομμάτιασμα
τῆς φύσης καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀπώλεια τῆς
ὁλότητάς του. Οἱ δυὸ πόλοι καὶ «ὁδηγοὶ» τοῦ σέξ —ἀγάπη
καὶ ἐπιθυμία― εἶναι ἀξεδιάλυτα ἀνακατεμένοι, καὶ εἶναι
ἀδύνατο νὰ ξεχωρίσεις καὶ νὰ ἀπομονώσεις τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν
ἄλλο. Ἀπὸ ἐδῶ πηγάζει καὶ ὁ ἀληθινὰ ἀντινομικὸς
χαρακτήρας τῆς θεώρησης τοῦ σὲξ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ
200 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
σκοπεύσει κάπου πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, πέρα ἀπὸ τὴν
πεσμένη φύση, νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ γνωρίσει καὶ νὰ
ἐπιθυμήσει μιὰ ὑψηλότερη θέα ζωῆς. Κι ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸ
λόγο, ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει ὡς ἀληθινὰ δαιμονικὲς ὅλες
αὐτὲς τὶς ἰδέες καὶ τάσεις ποὺ μὲ διάφορους συνδυασμοὺς
προσκαλοῦν γιὰ μιὰ «σεξουαλικὴ ἀπελευθέρωση». Ἐὰν τὸ
«σέξ» ―ἡ κατανόηση καὶ ἡ «ἀξία» ποὺ τοῦ ἀποδίνεται―
ὑπῆρξε πάντοτε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ «λυδία λίθος» κάθε
ἀνθρώπινης ἠθικῆς, δὲν εἶναι ἐξαιτίας μιᾶς νοσηρῆς καὶ
ἔνοχης μονομανίας γιὰ τὴ σάρκα, ὅπως πολλοὶ ἄνθρωποι
νομίζουν σήμερα. Στὴν πραγματικότητα μιὰ τέτοια
νοσηρότητα, μιὰ τέτοια μονομερὴς ἀνία, γίνεται ὅλο καὶ πιὸ
πολὺ τὸ σῆμα κατατεθὲν τοῦ «ἀπελευθερωμένου ἔρωτα»,
ὅλων αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν νὰ κάνουν τὸ σέξ, καί μόνο τὸ
σέξ, τὸ μοναδικὸ «περιεχόμενο» τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ
τῆς ἀνθρώπινης ἀγάπης. Ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία
γνωρίζει τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀληθινή
του κλήση, γι᾿ αὐτὸ γνωρίζει ἐπίσης ὅτι αὐτὴ ἡ
«ἀπελευθέρωση» τελικὰ ὁδηγεῖ στὴν ὁλοκληρωτικὴ
ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν αὐτοκαταστροφή του
ὡς ἀνθρώπου.
Στὰ μάτια τῆς Ἐκκλησίας, ὅ,τι πρέπει νὰ κάνει ὁ ἄν-
θρωπος ποὺ τὸν κόσμον οἰκεῖ καὶ σάρκα φορεῖ, εἶναι νὰ
ἀποδεχθεῖ ―μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοή― τὸ νόμο ποὺ
ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ ὁ ὁποῖος, τουλάχιστον ὣς
ἕνα βαθμό, τὸν «ἀπελευθερώνει» ἀπὸ τὴ σκοτεινὴ καὶ ἄλογη
τυραννία τοῦ σέξ ― τὸ νόμο ποὺ μετατρέπει τὸ σὲξ σὲ
ὑπηρέτη τῆς ἀγάπης, ὁσοδήποτε ἀμφίλογο κι ἂν εἶναι, καὶ
ὄχι σὲ κύριο καὶ μοναδικὸ περιεχόμενό της. Ὁ νόμος οὔτε
«ἁγιάζει» τὸ σέξ, οὔτε τὸ «καταριέται». Ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ
ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ σέξ, γιὰ τὴν ἀξεπέραστη
202 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
κακό!
Ὅλα αὐτὰ ἀναλογίζεται καὶ ἀποκαλύπτει ἡ Ἐκκλησία
καθὼς στέκεται, στὸ πρόσωπο τοῦ ἱερέα, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς
μητέρας καὶ αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ καὶ τοὺς δίνει τὴν πρώτη της
εὐλογία, ἀναφέροντας ἔτσι αὐτὴ τὴν «πρώτη ἡμέρα» στὸ
μυστήριο τῆς σωτηρίας. Πῶς ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὴ
μητέρα, ποὺ ἡ ὀφειλή της σ᾿ «αὐτὸν τὸν κόσμο» εἶναι νὰ
δοκιμάζει τὴν παιδοποιΐα ἀκριβῶς ὡς «ἀδυναμία» καὶ
«ἀσθένεια», ὡς ὑποδούλωση στὴν πεσμένη φύση, παρὰ μὲ τὸ
νὰ ζητάει συγγνώμη, τὴ μόνη ἀληθινὴ θεραπεία, τὴ μόνη
ἀληθινὴ ἐπιστροφὴ στὴν ὁλότητα ποὺ ἔσπασε ἐξ αἰτίας τῆς
ἁμαρτίας; Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία δὲν ζητᾶ συγγνώμη γιὰ
καμιὰ ἰδιαίτερη ἁμαρτία, γιὰ καμιὰ ἰδιαίτερη «ἀκαθαρσία»,
ἀλλὰ γιὰ «ἀκούσιες καὶ ἑκούσιες» ἁμαρτίες, δηλαδὴ γιὰ τὴν
ἁμαρτία ὡς τὴν πραγματικότητα «αὐτοῦ τοῦ κόσμου», γιὰ
τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὴ μόλυνση ποὺ τὸν διαπερνάει
ὁλόκληρο. Καὶ τί ἄλλο μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ προσφέρει ἀπὸ
συγγνώμη, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε τὸ πέρασμα στὴ ζωὴ τὴ
λυτρωμένη ἀπὸ τὸ Χριστό, στὴ χαρὰ καὶ στὴν πληρότητα
ποὺ προστατεύουν «φαιδροὶ καὶ φωτεινοὶ Ἄγγελοι»; Τί ἄλλο
δῶρο μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ προσφέρει ἀπὸ τὸ νὰ
ἀποκαλύψει στὴ μητέρα ὅτι αὐτὴ ἡ γέννηση, ὅπως καὶ ἡ
γέννηση κάθε παιδιοῦ, καὶ ἡ ἴδια ἡ μητρότητα,
μεταμορφώνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία σὲ συμμετοχὴ στὴ
χαρὰ καὶ στὴν πληρότητα τῆς μοναδικῆς μητρότητας τῆς
Παναγίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ σωτηρία καὶ ἡ χαρὰ ἦρθαν σὲ
ὁλόκληρο τὸν κόσμο; Καὶ τελικά, μὲ τί ἄλλο μπορεῖ ἡ
Ἐκκλησία νὰ χαιρετίσει τὸ παιδί, παρὰ μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι
θὰ τὸ ὁδηγήσει στὴ δόξα τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ,
δηλαδὴ στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν κοινωνία μαζί Του,
ποὺ εἶναι ζωὴ αἰώνια;
204 Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
4. Ὁ ἐκκλησιασμός
εὐχή:
Αὐτὸς καὶ νῦν, ὁ φυλλάσσων τὰ νήπια, Κύριε, εὐλόγησον τὸ
παιδίον τοῦτο, ἅμα τοῖς γονεῦσι καὶ ἀναδόχοις αὐτοῦ· καὶ
καταξίωσον αὐτὸ ἐν καιρῷ εὐθέτω καὶ τῆς δι᾿ ὕδατος καὶ
Πνεύματος ἀναγεννήσεως· συγκαταρίθμησον αὐτὸ τῇ ἁγίᾳ
σου ποίμνῃ τῶν λογικῶν προβάτων, τῶν ἐπικεκλημένων τῷ
ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ σου…
Ἀλλὰ τὸ ἔσχατο νόημα καὶ τὴ χαρὰ αὐτῆς τῆς τελετῆς
―ὅπως τὰ κατανοεῖ καὶ τὰ ζεῖ ἡ Ἐκκλησία― πρέπει νὰ τὰ
βροῦμε στὸ φῶς καὶ στὴ χαρὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Μαρίας,
τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Καθὼς στέκεται ἡ μητέρα στὴν
εἴσοδο τῆς Ἐκκλησίας, κρατώντας τὸ παιδί της στὰ χέρια
της, ἕτοιμη νὰ τὸ προσφέρει στὸ Θεὸ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ τὴν
ἴδια τὴ μητρότητά της, στὴν πραγματικότητα ἀντιμετωπίζει
μιὰν ἄλλη Μητέρα μ᾿ ἕνα ἄλλο Παιδὶ στὰ χέρια της.
Ἀντικρίζει τὴν εἰκόνα τῆς Σάρκωσης καὶ τὴν ἀποδοχή της
ἀπὸ τὴν κτίση. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὶς εὐχές της ἑνώνει
αὐτὲς τὶς δυὸ μητρότητες, γεμίζει τὴν ἀνθρώπινη μητρότητα
μὲ τὴ μοναδικὴ χαρὰ καὶ πληρότητα τῆς θεϊκῆς
Μητρότητας τῆς Μαρίας. Τὸ Παιδὶ ποὺ γέννησε, μὲ τὸ
Ὁποῖο ὡς Μητέρα ἦταν πλήρως ἑνωμένη, καὶ ἦταν
ὁλόκληρη ἡ ζωή της, τὴν ἔκανε «πλήρη χάριτος». Καὶ τώρα
αὐτὴ ἡ χάρη γεμίζει τὴν Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὴ τὴ χάρη ―τὴ
χάρη τῆς Μαρίας, τὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας― παίρνει καὶ
μεταδίνει κάθε μητέρα καθὼς φέρνει τὸ παιδί της στὸ Θεό.
Ὁ ἐκκλησιασμὸς τελειώνει ἐδῶ μετὰ τὴν τέταρτη εὐχὴ
καὶ τὴ συνηθισμένη τελικὴ συναπτή. Καὶ στὸ φῶς τῶν ὅσων
εἴπαμε γι᾿ αὐτόν, μποροῦμε τώρα νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα
τῆς μετα-βαπτιστικῆς τελετῆς, ποὺ ἀκόμη καὶ τὰ
λειτουργικὰ τυπικὰ τὴν ἀναφέρουν σήμερα ὡς ἐκκλησιασμό,
ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἰδιαίτερη κατάληξη τοῦ
νηπιοβαπτισμοῦ, ποὺ δὲν ὑπάρχει στὴν ἀκολουθία τοῦ
Βαπτίσματος τῶν «ὡρίμων». Αὐτὴ ἡ ἀκολουθία, καθὼς
ξέρουμε, «τελείωνε» μὲ τὴν πορεία τῶν νεοφύτων ἀπὸ τὸ
βαπτιστήριο στὸ ναὸ καὶ τὴ συμμετοχή τους στὴ θεία
Εὐχαριστία. Ὅμως ἕνα παιδὶ δὲν μπορεῖ νὰ «πορευθεῖ» καὶ
πρέπει νὰ τὸ πάρουν καὶ νὰ τὸ φέρουν στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι
στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια πορεία, ἀλλὰ
προσαρμοσμένη σὲ συνθῆκες κατάλληλες γιὰ τὸ Βάπτισμά
του.
Λαβὼν ὁ Ἱερεὺς τὸ παιδίον, σχηματίζει Σταυρὸν μετ᾿ αὐτοῦ,
πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ Ναοῦ, λέγων· Ἐκκλησιάζεται ὁ δοῦλος
τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁ-
γίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Κατ᾿ ἀρχήν: ἡ πύλη. Τὸ Βάπτισμα ὡς εἴσοδος στὴν Ἐκ-
κλησία, καὶ μέσῳ αὐτῆς στὴν καινούργια ζωὴ τῆς Βασι-
λείας τοῦ Θεοῦ.
Εἴτα εἰσαγει αὐτὸ ἐν τῷ Ναῷ, λέγων· Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν
οἶκόν σου, Κύριε, προσκυνήσω πρὸς Ναὸν ἅγιόν σου.
Μετὰ τὴν εἴσοδο, ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς δοξολογία
καὶ λατρεία, ὡς χαρά, εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη τῆς Βασιλείας.
Καὶ εἰσέρχεται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Ναοῦ, λέγων· Ἐν μέσῳ Ἐκ-
κλησίας ὑμνήσω σε.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας (Ἑβρ. 13,8), τότε
πράγματι δὲν πιστεύουμε στὴν Ἐκκλησία, καὶ τὴν θεωροῦμε
εἴτε σὰν μιὰ πολύτιμη «πολιτιστικὴ κληρονομιὰ» ποὺ πρέπει
νὰ διατηρηθεῖ, εἴτε σὰν ἕνα ἀρχαϊκὸ παρελθὸν ποὺ πρέπει νὰ
ἀπορριφθεῖ.
Ἐὰν ὅμως πιστεύουμε στὴν Ἐκκλησία, τότε ἡ μελέτη
τοῦ παρελθόντος της ἔχει μόνον ἕνα σκοπό: νὰ
ἀνακαλύπτουμε καὶ νὰ ξανακάνουμε δικό μας αὐτὸ ποὺ
εἶναι ἀληθινὰ οὐσιαστικὸ στὴ διδασκαλία καὶ στὴ ζωή της,
δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἀκριβῶς ὑπερβαίνει τὶς κατηγορίες τοῦ
παρελθόντος, παρόντος καὶ μέλλοντος, καὶ ἔχει τὴ δύναμη
νὰ μεταμορφώνει τὴ ζωή μας σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ σὲ
ὅλες τὶς καταστάσεις. Κι ἂν ἡ μελέτη γιὰ τὸ Βάπτισμα
ἀποκαλύπτει μιὰ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ
παρόντος, δείχνει ὅμως ἐπίσης, ὅπως ἐλπίζουμε, ὅτι αὐτὴ ἡ
διαφορὰ δὲν ὀφείλεται, ὅπως πολλοὶ ἄνθρωποι νομίζουν
σήμερα, σὲ καμιὰ ριζικὴ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σὲ
καμιὰ «ἀσυνάφεια» τῶν ὑποτιθέμενων «πεπαλαιωμένων»
ἰδεῶν πρὸς τὸ «σύγχρονο ἄνθρωπο», ἀλλὰ ὅτι εἶναι ριζωμένη
σὲ μιὰ προοδευτικὴ ἀπόρριψη τῆς παράδοσης ἀπὸ τοὺς ἴδιους
τοὺς Χριστιανούς, ἀπόρριψη τῆς «κοσμοθεωρίας» ποὺ
ριζώνει στὴν πίστη τους καὶ ἐκφράζεται στὴ λατρεία τους.
Δὲν εἶναι πράγματι φανερὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, παρ᾿ ὅλες τὶς
ὑποτιθέμενες ριζικὲς ἀλλαγὲς στὶς ἰδέες του καὶ στὶς
θεωρίες του, παραμένει οὐσιαστικὰ ὁ ἴδιος; Ἀντιμετωπίζει τὰ
ἴδια προβλήματα, προκαλεῖται ἀπὸ τὰ ἴδια αἰώνια μυστήρια:
ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς γέννησης καὶ τοῦ θανάτου, τοῦ πόνου,
τῆς χαρᾶς, τῆς ἀγάπης, τῆς μοναξιᾶς καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα,
ἀπὸ τὸ μυστήριο γιὰ τὸ ἔσχατο νόημα τῆς ζωῆς του. Οἱ
φιλόσοφοι μπορεῖ νὰ ἔχουν ἀλλάξει τὴν ὁρολογία τους· στὴν
πραγματικότητα ὅμως συζητοῦν τὰ ἴδια προβλήματα. Ἡ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ 221
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
21904.
234 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 235
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Βιβλιογραφίας».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 237
23. Γιὰ τὴν redditio sympoli βλ. J. Kelly, ὅ.π., σελ. 32-37· Finn,
ὅ.π., σελ. 110.
24. Εἶναι πράγματι ἀρκετὰ χαρακτηριστικὸ τῆς σημερινῆς μας
καταστάσεως ὅτι ἐνῶ ὅλες οἱ προσπάθειες γιὰ ἕναν πιὸ λειτουργικὸ
ἑορτασμὸ τοῦ Βαπτίσματος συναντοῦν τὶς ὑποψίες μας, ἂν ὄχι καὶ
τὴν ἄμεση ἀντίθεσή μας («σκανδαλίζουν τὸν πιστό»), ἡ
παραμόρφωση καὶ τὰ πιὸ διαφορετικὰ τυπικὰ σχετικὰ μὲ τὸ
Βάπτισμα γίνονται ἀποδεκτὰ ὡς τελείως κανονικά. Κι αὐτὸ γίνεται
ἰδιαίτερα φανερὸ ὅσον ἀφορᾶ αὐτὸ τὸ ἀρχικὸ τυπικό, ποὺ ὅσο
διατηρεῖται στὰ λειτουργικά μας βιβλία τόσο καὶ θὰ καταδικάζει τὶς
ἰδιωτικές μας βαπτίσεις ὡς τελείως ἀντίθετες πρὸς τὴ λειτουργικὴ
παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
25. Γιὰ τὴ θρησκευτικὴ σημασία καὶ τὸ συμβολισμὸ τοῦ νεροῦ βλ.
G. van der Leeuw, Religion in Essence and Manifestation, Harper
Torchbooks, New York 1963· M. Eliade, The Sacred and the Profane:
The Nature of Religion, Harper Torchbooks, New York 1961· ἐπίσης
Patterns in Comperative Religion, ἀγγλ. μτφρ. Meridian Books, Cle-
veland 1963. Γιὰ τὸν ἀρχαῖο Χριστιανισμὸ βλ. H. Rahner, «The Chri-
stian Mystery and the Pagan Mysteries», στὸ The Mysteries, Papers
from the Eranos Yearbooks II, New York 1955· A. D. Nock, «Helleni-
stic Mysteries and Christian Sacraments», στὴ σειρὰ Mnemosyne, 4, 5
(1952)· γιὰ τὸ χριστιανικὸ Βάπτισμα καὶ τὴ χρήση τοῦ νεροῦ στὴ
Κοινότητα τῶν Ἐσσαίων, βλ. K. Stendahl, ed., The Scrolls and the
New Testament, New York 1957· J. Daniélou, Primitive Christian
Symbols, Baltimore 1964.
26. Γιὰ μιὰ λεπτομερὴ μελέτη αὐτοῦ τοῦ τριπλοῦ συμβολισμοῦ βλ.
Per Lundberg, La typologie baptismale dans l’ancienne Eglise, Uppsala
1942· ἐπίσης J. Daniélou, The Bible and the Liturgy.
27. Γιὰ τὸ νόημα καὶ τὸ συμβολισμὸ στὰ μυστήρια βλ. τὸ δοκίμιό
μου «Sacrament and Symbol», στὸ For the Life of the World, St.
Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, N.Y., ἀναθ. ἔκδ. 1973 (ἑλλ.
μτφρ. ὑπὸ Ζ. Λορεντζάτου, Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα
21987).
τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν ὕδατι ζῶντι (Διδαχὴ Δώδεκα
Ἀποστόλων, 7.1). Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας τεχνικὸς ὅρος ποὺ
δηλώνει τὸ τρεχούμενο νερὸ σὲ διάκριση ἀπὸ τὸ στάσιμο νερό. Καθὼς
ὁ O. Cullmann (Les sacraments dans l’Evangile Johannique, Paris
1951, σελ. 22), ὁ J. Daniélou («Living Water and the Fish», στὸ
Primitive Christian Symbols, σελ. 42) καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι ἔχουν δείξει,
μεταφέρει πολὺ πλούσιες βιβλικὲς ἀναφορὲς καὶ ἰδέες καὶ εἶναι
πράγματι ἕνα σύμβολο «συν-κρατητικὸ» καὶ ἀποκαλυπτικὸ τῶν
κοσμικῶν, λυτρωτικῶν καὶ ἐσχατολογικῶν διαστάσεων τοῦ
Βαπτίσματος. Γι᾿ αὐτὸ ὄχι μόνον ἡ κατανόηση τοῦ βαπτισματικοῦ
νεροῦ ὡς «ζῶντος ὕδατος» δὲν ἐξαφανίστηκε ὅταν σὲ μιὰ μᾶλλον
πρώιμη ἐποχὴ τὸ Βάπτισμα ἄρχισε νὰ γίνεται στὸ Βαπτιστήριο, ἀλλὰ
αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ κατανόηση καθόρισε τὴ μορφὴ καὶ τὴ θεολογία τῆς
«βαπτισματικῆς κολυμβήθρας», καὶ πιὸ συγκεκριμένα τὸ
ὀκταγωνικό της σχῆμα· βλ. F. J. Dölger, «Zur Symbolik des
altchristlichen Taufhauses», στὸ Antike und Christenium, 4 (1933),
153-87. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ «Βαπτιστηρίου» ἦταν ὅτι τὸ
νερὸ μεταφερόταν σ᾿ αὐτὸ μ᾿ ἕναν ἀγωγὸ καὶ ἔτσι παρέμενε «ζῶν
ὕδωρ». Βλ. T. Klauser, «Taufet in libendingem Wasser», στὸ Pisculi,
Münster 1969, σελ. 157-60. Ἡ ἔκφραση «εὐλογία τῆς βαπτισματικῆς
κολυμβήθρας» ἀναφέρεται ἔτσι στὴν εὐλογία τοῦ βαπτισματικοῦ
νεροῦ.
29. Γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς εὐχῆς βλ. H.
Scheidt, «Die Taufwasserweihegebete im Sinne vergleichender Litur-
gieforschung untersucht», στὸ Liturgiegeschichtliche Quellen und
Forschungen, 29 (1935).
30. Γιὰ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν καθαγιασμὸ τοῦ
βαπτισματικοῦ νεροῦ, βλ. J. Quasten, «The blessing of the Baptismal
Font in the Syrian Rite of the Fourth Century», στὸ Theological Stu-
dies, 7 (1946)· ἐπίσης F. Cabrol, «Epiclèse», στὸ Dictionnaire d’Ar-
chéologie Chrétienne et de Liturgie, 5.1, σελ. 142-82, κυρ. 143-4. Βλ.
ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: … ὅταν εἰσέλθῃς εἰς τὴν ἱερὰν
μυσταγωγίαν, οἱ μὲν ὀφθαλμοὶ τῆς σαρκὸς τὸ ὕδωρ ὁρῶσιν, οἱ δὲ
ὀφθαλμοὶ τῆς πίστεως τὸ πνεῦμα βλέπουσι (Κατηχήσεις, 12,3).
31. Ἂν καὶ ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἔχει ὑποταγεῖ στὴν ἐξουσία τοῦ
«ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου», τὸ νερὸ κατεξοχὴν ὡς τὸ πρωταρχικὸ
Α 245