You are on page 1of 2

Απ’ τον Σταυρό στην Ανάσταση

1. Κρεμασμένο Σε βλέπω, Χριστέ μου, 2. Στη νεκρή σιωπή και στο σκότος,
καρφωμένο ψηλά στον σταυρό. όπου καίει η μαύρη φωτιά,
Ποιος Σε μίσησε τόσο, Θεέ μου; σαν βημάτων ακούγεται κρότος
Ποιος Σου έκανε τέτοιο κακό; κι η ηχώ απαντάει ξανά:

Τα καρφιά Σε ματώνουν, Σε σφίγγουν «Ποιος στη γη την πικρή κατεβαίνει;


και το αίμα Σου κατρακυλά. Ποιος του Άδη τη χώρα πατά,
Τα αγκάθια το μέτωπο σχίζουν, όπου κλαίνε ψυχές, μα δεν πλένει
σχηματίζουν ρυάκια ερυθρά. αμαρτία, το δάκρυ, καμιά;»

Διψασμένος ζητάς να Σου δώσουν, Ο Αδάμ που παράμερα στέκει,


για να πιεις, δυο σταγόνες νερό στη γωνιά γερασμένος, σκυφτός,
κι ο λαός από κάτω κραυγάζουν: την παλάμη του ίσα που βλέπει,
«να κατέβεις, αν είσαι Θεός». της μιλάει και λέγει πικρώς:

Δυο ληστές παραδίπλα Σου έχεις, «Καημένο μου χέρι, θυμάσαι,


καρφωμένοι κι αυτοί σε σταυρό. όταν ήσουν σ’ εκείνη τη Γη,
Μα ο ένας «θυμήσου» Σου λέγει, που με νεύμα σου έλεγες «παύσε»
«στον Παράδεισο νά ‘μπω κι εγώ». και παντού απλωνόταν σιγή;

Ξαφνικά απ’ το πλήθος ακούω Τότε αμόλυντος ήταν ο κόσμος


μια μητέρα να κλαίει τον γυιο. από πάθη, κακίες, κλεψιές,
Η Μητέρα Σου είναι και σκύβω, δεν υπήρχανε πόλεμοι, πόνος
δεν μπορώ να τ’ αντέξω αυτό. ούτε μίση, που καίνε καρδιές.

Η στερνή αντηχάει στον αγέρα Κοντινά-κοντινά εφωλιάζαν


η κραυγή Σου και σπα τη σιγή το αρνάκι κι ο λύκος μαζί.
και ιδού κομματιάζει την πέτρα Οι αράχνες ιστούς βελονιάζαν
και αμέσως εσείσθη η γη. και η μύγα κοιμόταν εκεί.

Τις ακτίνες ο ήλιος τις κρύβει, Αλλ’ ανάθεμα κείνη την ώρα,
πικραμένος καθώς Σε κοιτά. που δοκίμασα μαύρο καρπό·
Η γειρτή κεφαλή Σου συντρίβει τη θυμάμαι σα νά ‘τανε τώρα,
και δακρύζει η κτίση… σαν καρφί μού τρυπά το μυαλό.

Του θανάτου κοιτούν τα σημεία Και, αλλοίμονο, σα να ακούω


οι στρατιώτες αυτοί που φυλούν. από βήματα χτύποι να ηχούν
«Αληθώς, η φύσις Του θεία», τώρα δα, και το στήθος μου κρούω
παραδέχονται κι ομολογούν. στης καρδιάς μου το κέντρο βαρούν.
Μου θυμίζουν τα βήματα εκείνα
που προχώραγαν, για να με βρουν,
και εγώ κρυβόμουν στα φύλλα
ενός θάμνου πυκνού, θαλερού.

Ποιος στη γη την πικρή κατεβαίνει;


Ποιος του Άδη τη χώρα πατά,
όπου κλαίνε ψυχές, μα δεν πλένει
αμαρτία, το δάκρυ, καμιά;»

3. Τα απόρθητα τείχη του Άδη


με τις χάλκινες πύλες βροντούν
και μεμιάς ξεριζώνονται άρδην,
των κερβέρων τα στίφη σκορπούν.

Φωτοφόρος πνοή ξεδιπλώνει


ένα άπλετο φως στη στιγμή,
τα δεσμά των δικαίων τα λειώνει
κι οι αλυσίδες πέφτουν στη γη.

Απ’ τον θρόνο ο Άδης φωνάζει


τυφλωμένος, με μάτια κλειστά:
«Ποιος τη χώρα μου τήνε ρημάζει;
Ποιος το κράτος μου καταπατά;»

Μια φωνή βροντερή και πραεία


απ’ τα άγια χείλη ηχεί:
«Στον Παράδεισο, η Βασιλεία
πού ‘χω, δόξα έχει και τιμή.»

Άνθισε και μην κλαις άλλο, φύση.


Ήλιε μου, ξαναρίξε το φως.
Χώματα, μη χτυπιέστε από θλίψη.
Σκούπισε τα ματάκια Σου, εμπρός!

Ας χαρεί κάθε πιστός· ανέστη Χριστός.

Νικόλαος Κ. Μινόπετρος

You might also like