You are on page 1of 45

ΤΑ ΜΗ ΛΕΧΘΕΝΤΑ

Τα πράγματα που οι άνθρωποι και οι περιστάσεις


έλεγα πως δεν μ'άφηναν να ξεστομίσω
άραγε είχαν πάρει οριστικό περίγραμμα
ή έσβηναν πριν κάν σχηματιστούν
μέσα σε νοερές,μεταβαλόμενες επαναλήψεις;
::::::::::::::::::::::::::

ΑΝΤΟΧΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ


Ίσως από το σώμα
εκείνο που περισσότερο ξεχνιέται
να είναι η ηδονή.
::::::::::::::::::::::::::

ΕΤΗ ΦΩΤΟΣ
Οι απέραντες εκτάσεις μετρημένες
μ'έτη φωτός,δεν μου λένε τίποτα.
Εσύ ήσουνα λίγα μέτρα μακριά
και δεν μπορούσα να σ'αγγίξω
σαν απλησίαστο απλανή αστέρα.

Ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου


(από τη συλλογή "Μαθητεία 1952-1962", Πρίσμα, 1978)

Από την ενότητα "Χρόνια της πέτρας":


Βορεινή πύλη, Προσχέδια για τη Μακρόνησο, Γράμματα μετάνοιας, 'Ισως ένα
ποτάμι, Φάση μιας μάχης, Δυο άνθρωποι, Αμετάθετο όραμα, Στάσεις
Από την ενότητα "Χρόνια της ασφάλτου":
Επιστροφή ενός εξόριστου, Τα λόγια, Η πόλη που γεννήθηκα
Από την ενότητα "Αντιδικίες"
Τέλος μιας ηλικίας, Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη,
Από την ενότητα "Οι ρίζες κι η βροχή"
Οφειλή, Μπροστά στους νεκρούς
Από την ενότητα "Το δάσος και τα δέντρα" (στον Κώστα Κουλουφάκο):
Πορεία

Βορεινή πύλη

'Ισως από την πρώτη μέρα να μην το 'ξερες


πως η θητεία τούτη δε θα τέλειωνε ποτέ.
Το δέχτηκες, όταν στα μαύρα χρόνια απάνω,
φάνηκε καθαρά πως άλλα, πιο μαύρα, θα σωριάζονταν.
Αυτό το ελάχιστο φλούδι της ζωής σου που συνεχώς μεταβαλόταν
ανάμεσα σ' εξωτερικές πιέσεις κι αντίδραση προσωπική,
είχε αποχτήσει πια κάποια συνείδηση, και διάλεγε.
'Ετσι κι αν άλλαζες τοποθεσίες, περιβολή και ιδιότητες,
κι αν γύρναγε ασταμάτητα ο τροχός προσώπων που βουλιάζαν
σε σκιές, σκιών που λευτερώνονταν σε πρόσωπα,
πάντα σε κάποια πύλη βορεινή ξαγρύπναγες σκοπός
ενάντια στο θάνατο με τ' όρθιο τρίχωμα που ορμούσε απ' έξω
στον άθλιο θάνατο που ξεπετιόταν από μέσα μας
στο θάνατο τον πιο πικρό που λούφαζε στις καρδιές κάποιων
συντρόφων,
εκεί και συ ένας φαντάρος όμοιος με τους άλλους. Μόνο
που αντί για κάνα ξεροκόμματο, άλεθες μες στα δόνιτα
σκόρπιους στίχους, μην τύχει και λίγο ξεχαστείς
μην τύχει μια στιγμή και σε νικήσει ο φόβος, η κούραση, ο ύπνος,
μέσα στις ανελέητες ώρες της νυχτερινής σου βάρδιας.

Προσχέδια για τη Μακρόνησο

Ι
Με το μελτέμι σου που δυναμώνει τη νύχτα
με τη νύχτα σου που δυναμώνει τη σιωπή
και μ' ένα συρματόπλεγμα τριγύρω στην καρδιά σου

Νησί που κανείς σεισμός


δε θα σε καταπιεί
μακρύ σαν πέτρινη μαγνητική βελόνη
να δείχνεις το βοριά και το νότο
της πορείας μας
της ιστορίας
του χρόνου

Κ' η θάλασσα κυλάει και φεύγει


κυλάει και φεύγει
δεν τ' αντέχει αυτά τα βράχια
κυλάει και φεύγει

ΙΙ
ΒΕΤΟ, ΑΕΤΟ, ΓΕΤΟ, ΣΦΑ, το Γάμμα Κέντρο
απ' την κορφή ως τα νύχια πέτρα
τ' αντίσκηνα σα σβώλοι λάσπη
ένα κομμάτι λάσπη οι άνθρωποι
τρεμόσβηνε η ψυχή γινόταν χώμα
φασματικές λάμπες κόβανε τα πρόσωπα
φωτίζοντας μάτια τρελλών
στόματα που ξεχύναν έντομα
κι ο άνεμος με τις χοντρές αρβύλες του βασανιστή
μαστίγωνε το άγριο βουνό με τη ζωστήρα του.

ΙΙΙ
Πηχτά σκουλήκια των στρατιωτικών αποχωρητήριων
από τους βόθρους γιγάντια ποντίκια
όλη τη νύχτα σκάβουν την κουραμάνα τους γυλιούς
γλυστρούν πάνω στα πρόσωπα
το φαγωμένο πρόσωπο μιας γάτας.
Κουρνιάζει σαν κοράκι η μέρα στο βουνό
και πέφτει η νύχτα που οι φαντάροι αυνανίζονται
νύχτα με τα περίπολα τα κινητά ουραία.
Πίσω απ' τα αποχωρητήρια
δυο ασελγούσαν μες στο φεγγαρόφωτο
ο ένας είχε γυναίκα και παιδιά.
Κι ένας Σκαρβέλας
χώνοντας τη σάπια μούρη του στον ύπνο μου
να δει αν τραγουδάω.

ΙV
Κυλιόνταν στους λασπόδρομους οι μεθυσμένοι
ο γερο-αντάρτης τραγουδούσε μες σε λυγμούς και σάλια
"Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα"
ώσπου τον έπιασαν οι αλφαμίτες.
Ο Σοφιανός σερνόταν δίπλα μου
βρωμοκοπώντας ούζο φωνάζοντας στον άδειο θάλαμο
"Εγώ είμαι χαφιές έγινα χαφιές
για μια σαρανταοχτάωρη άδεια
διώξε με από κοντά σου, διώξε με".
Κ' εγώ τον κράταγα απ' το κούτελο
για να ξεράσει.

V
'Ετσι έμαθα πόσο βαρειά είναι η άμμος
πόσο σκληρή είναι η πέτρα που δε σπάει
πως ξερριζώνονται τα σκοίνα κ' οι αφάνες.
Η άμμος έμεινε για πάντα μες στο στόμα μου
η πέτρα για πάντα στην καρδιά μου
τ' αγκάθια μείναν για πάντα καρφωμένα μες στα νύχια μου.

Γράμματα μετάνοιας

Οταν του ζήτησε ο στρατιώτης Ακριβόπουλος


Γεώργιος, χωρίον Κέδρος Θεσσαλίας,
να γράψει για λογαριασμό του
γράμματα μετανοίας στο χωριό, τινάχτηκε.
Κι ο στρατιώτης Ακριβόπουλος Γεώργιος,
παλιός κατάδικος σε θάνατο, πρόωρα γερασμένος
από έξη χρόνια στο βουνό, με τη μισή του φαμέλια
ξεκληρισμένη, του 'πε κλαίγοντας:
"Εσύ θα μπόραγες να τ' αλαφρώσεις λίγο".
Τότε,
πρώτη φορά κατάλαβε,
τι σήμαινε ήττα του κινήματος.

'Ισως ένα ποτάμι

Μ' άρπαξε από τ' αμπέχωνο πάνω στα πυρωμένα βράχια.


"Τα ποτάμια στέρεψαν" μου φώναξε "στέρεψαν οι πηγές.
Ακόμα κ' οι αγέρηδες χάσανε το δρόμο".
Την άλλη μέρα μου ψιθύρισε στην αγγαρεία:
"'Ισως υπάρχει πάντα μες στα χέρια μας ένα ποτάμι".
Είταν η εποχή της πέτρας και της δίψας.
Πολλοί τρελλαίνονταν. Πολλοί προδίνανε τη μάνα τους
για μια γουλιά νερό. 'Οταν τον πήρανε
πρόφτασε να μου πει: "Οι αγέρηδες χάνουνε το δρόμο
όταν αφήνουμε το δρόμο μας να χορταριάζει,
ν' αποκοιμιέται στο πλευρό των χωραφιών".
'Επειτα ήραν κι άλλες νύχτες κυκλωμένες θάλασσα
οι ξιφολόγχες χώριζαν τον ύπνο μας στα τέσσερα, στα δέκα.
Αργότερα πολύ έμαθα πως αυτός, ο τόσο αδύνατος,
είχε κρατήσει ως το τέλος.

Φάση μιας μάχης

Είμαστε φάτσα με φάτσα


με τον εχθρό μου.
�Ενα γραφείο μονάχα μας χωρίζει
σα χαράκωμα ή σαν τάφος.
Πίσω απ� τις αξιοπρεπείς μας μάσκες
από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος.
Και να που τούτη τη στιγμή,
τώρα που παίζεται η ζωή μου,
ανακαλύπτω στη μορφή του πως
θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει.
Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει
στη μορφή μου
πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει.

Δυο άνθρωποι

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου


δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν αποκλείεται ο ένας να είμουν εγώ
που με ξαναστέλναν εξορία.
Και κείνο το πρωί είχα και σένα
τόσα όνειρα
για τη δουλειά που θα �βρισκα,
για έναν περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο ήλιο...
Και κείνος
που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε και κείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον πήρανε χαράματα στις έξη από τη γυναίκα του).

'Οταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους


με χειροπέδες
μη νομίσεις τίποτα περισσότερο
μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.

Δυο άνθρωποι.
Σαν και σένα.

Αμετάθετο όραμα

Και μ� όλες τις αναστολές που πήραν τα όνειρά μας


πάντα θα σκέφτομαι μιαν υψικάμινο, πολύξερη
με χιλιάδες εργάτες να της καθαρίζουν τα δόντια
να την ταίζουν σίδερο και κάρβουνο.
Μιαν υψικάμινο που θα καπνίζει
όσο δεν καπνίσαμε όλα τα τελευταία χρόνια,
που δε θα κόβει το τσιγάρο της στα δυο,
που δε θ� αφήνει τη λαχτάρα της στη μέση,
κι όλο θα βγάζει ατσάλι
να δένονται οι μεγάλες σκαλωσιές
που παν να φτάσουνε τον ουρανό.

Στάσεις

Από τη στάση μου


προς τη ζωή
βγαίνουν
τα ποιήματά μου.

Μόλις υπάρξουν
τα ποιήματά μου
μια στάση μου επιβάλλουν
αντίκρυ στη ζωή.

Επιστροφή ενός εξόριστου


Σ� ένα χαράκωμα ζήσαμε χρόνια
στριμωγμένοι, άγρυπνοι, πάντα έτοιμοι
γιατί από παντού ερχόταν ο εχθρός.
Και κάθε μέρα πληθαίναν οι νεκροί.
�Αλλοι σκοτώνονταν από τις σφαίρες,
άλλοι πεθαίναν απ' αρρώστειες,
άλλοι χάνονταν σε μυστικές αποστολές
δεν ξανακούγονταν ποτέ.
Κι όμως είχαμε συνηθίσει.
Στενός ο χώρος, πολύς ο θάνατος, μεγάλη η πίστη
οι κινήσεις σχεδόν καθορισμένες
οι συνομιλίες χαμηλόφωνες μα προσιτές
ισοπεδωμένες ανάγκες κι απολαύσεις -

Και τώρα εδώ πώς ξαναρχίζεις;


Σ� αυτή την άπλα που σε πνίγει
εδώ μέσα στο πλήθος που βασιλεύει η μοναξιά
που οι χειρονομίες είναι απεριόριστες
και δεν υπάρχει παραλήπτης,
άοπλος, αβοήθητος, χωρίς το σώμα
έστω και του νεκρού συντρόφου σου που σε προφύλαγε
μες στις ατέλειωτες επιθυμίες
και τους πολύπλοκους κοινωνικούς μηχανισμούς.

Εδώ, στην πόλη αυτή, πώς συνηθίζεις;

Τα λόγια

"Μάνα," της είπα μέσα απ' τα κάγκελα του κρατητήριου,


"σου 'χω μιλήσει τόσο λίγο... 'Οταν θα βγω...".
Δίπλα στεκότανε ο χωροφύλακας.
Αντιμετώπιζα την περίπτωση
να μην την ξαναδώ ποτέ.
Σαν έπειτα από χρόνια πήγα σπίτι
έπεσε μες στην αγκαλιά μου κ' έκλαιγε,
όμως τα λόγια πάλι βγήκανε φτωχά.
Και πήρα τα ξυριστικά μου σύνεργα
να κάνω μπάνιο και να ξυριστώ.

Η πόλη που γεννήθηκα

Αγγίζω τους τοίχους των σπιτιών


δεν αποκρίνεται κανείς.
Βρέθηκα σε μια πόλη δίχως όνομα.
Ψάχνω τον ουρανό να βρω το στίγμα της
και με τυφλώνουν ρεκλάμες.
Η πόλη που γεννήθηκα είχε δυο απλές συντεταγμένες.
Βόρειο πλάτος, αίμα.
Βόρειο μήκος, θάνατο.

Τέλος μιας ηλικίας

Καθώς διάσχιζε τον κεντρικό διάδρομο με τους καθρέφτες


-στο τέρμα, λέγαν, είταν το γραφείο του διευθυντή-
βρέθηκε μονομιάς στα πρόθυρα των γερατειών.
'Ορμησε τότε προς την έξοδο κινδύνου, βγήκε
στο πιο ψηλό διάζωμα κι άρχισε να φωνάζει:
"Διώχτε από μπρος μου το πνιγμένο πρόσωπό της,
με κυνηγάει σα μέδουσα, οι σάπιες τρύπες του κολλάν απάνω μου,
βυζαίνουν τα δίκαια όνειρά μου.
Δεν είναι αυτή η μοίρα μου. Γλυτώστε με. Δεν είναι".
'Οταν τον πρόλαβαν, είχε περίπου ηρεμήσει.
'Ηπιε λίγο νερό, μιαν ασπιρίνη,
του τίναξαν τους ασβέστες απ' τα ρούχα, τις στάχτες από τα μαλλιά...
Λίγον καιρόν αργότερα
σβήσαν κ' οι τελευταίες ανυπόταχτες χειρονομίες.
Είπανε μερικοί πως συμβιβάστηκε,
άλλοι μιλήσαν για λύσεις πανικού,
δυο-τρεις επέμεναν πως αναγνώρισε επί τέλους τις ευθύνες του.
Κανείς δεν έμαθε.
'Ηρθε η ζωή όπως συνήθως έρχεται και τα σκέπασε όλα.

Μπαλλάντα ενός μικρού γραφειοκράτη

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.


'Αλλοτες έλεγε τ' όνομα του Στάλιν
δυο-τρεις φορές την ώρα.
Τώρα θυμάται λίγο ξεχασμένο Μαρξ και Λένιν
μα πιο πολύ κουβέντες
συγχρόνων ηγετών της μόδας.

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.


'Αλλοτε τολμηρός πολύ
να κριτικάρει τους πιο κάτω.
Τώρα μιλάει πού και πού
για κριτική και προς τα πάνω
και ξεσκονίζει λίγο πιο διακριτικά.

'Ανθρωπος καθώς λεν πολύ συνειδητός.


'Αλλοτες έτοιμος να καταγγείλει όποιον διαφωνούσε
χαφιέ, τσιράκι της Ασφάλειας, όργανο της Ιντέλλιτζενς.
Τώρα, αληθινά αλλαγμένος,
τον βγάζει μόνο ρεβιζιονιστή, οππορτουνιστή,
κ' επιεικώς, χαλαρό ηθικά.
'Ανθρωπος πραγματικά συνειδητός
που τώρα όπως και πριν
στο κίνημα αφιερώνει
τη ζωή του ολόκληρη
έχοντας τη ματιά του προσηλωμένη
στις πρώτες θέσεις στις εξέδρες.

Οφειλή

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,


πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
'Ετσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

Μπροστά στους νεκρούς

Μέσα στα σπασμένα λαρύγγια των νεκρών μας


μένουν ακόμα άλυωτες οι τελευταίες τους λέξεις:
"Ζήτω ο Στάλιν"
"Ζήτω ο τάδε αρχηγός"
"Ζήτω η τάδε απόφαση".
Ποιος έχει το κουράγιο τώρα μπροστά τους να σταθεί
και να τους πει - αυτός που έζησε...
Μ' αυτός έζησε, εμείς ζήσαμε, πώς να σας πούμε για τα λάθη
σ' όσους τα ξέρατε ή δεν τα ξέρατε, τι να σας πούμε,
και φεύγατε μες στην πικρή σας περηφάνεια
χωρίς ούτε ένα κούνημα του κεφαλιού.

Πορεία

Τότε ήρθε στη συνεδρίαση ο Χαρίλαος,


πραγματικό του όνομα Γεράσιμος,
και είπε:
"Συναγωνιστές θα νικήσουμε".
Τον σκότωσαν έπειτα από δυο μέρες.
Και ήρθε στη θέση του ο Αλέξης,
όνομα πραγματικό του Νίκος,
και είπε:
"Συναγωνιστές θα νικήσουμε".
Στο τρίτο κύμα της τρομοκρατίας
έπιασε θέση λογιστή.
Τότε ήρθε στη θέση του ο Γρηγόρης,
επιλεγόμενος Αρμένης, πραγματικό του όνομα άγνωστο
κ' είπε:
"Αδέρφια, θα περάσουμε πολλές δοκιμασίες
μα θα νικήσουμε".
Αργότερα ανέλαβε πιο υπεύθυνη δουλειά.
Κ' ήρθε στη θέση του η Ρόζα,
πραγματικό της όνομα Φανή,
κ' είπε:
"Θα πρέπει τώρα να προσαρμοστούμε
στις νέες συνθήκες".
'Οταν την πιάσαν ήρθε στη θέση της ο Πέτρος,
πραγματικό του όνομα Θανάσης
κ' είπε:
"Ο δείχτης των απεργιών ανέβηκε".
Πέθανε αργότερα στο σανατόριο.
Κ' ήρθαμε με τη σειρά μου εγώ κι ο Πελοπίδας κι ο Στρατής
ήρθαν παιδιά καινούργια, οι καταδίκες ηγετών
ήρθανε τα πεντάχρονα, τα εφτάχρονα, οι αλλεπάλληλες επαναστάσεις
ήρθανε τα συνέδρια, η αποκατάσταση νεκρών ηρώων
ο θάνατος από τα γερατειά
σκοτείνιασε η σειρά των ονομάτων, μπερδεύτηκε η συνέχεια...
Και είπε ο νέος εργάτης στη νέα συνεδρίαση:
"Σύντροφοι θα νικήσουμε".

Διέξοδο Πατρίκιος Tίτος

Ήθελε να κερδίσει την ελευθερία της-


έτσι έλεγε τουλάχιστον,
γεμάτη περιφρόνηση γι' αυτό που ήταν ο κόσμος της
γεμάτη φόβο για ό,τι δεν ήταν κόσμος της.
Ένα διάστημα σχετίστηκε με καλλιτέχνες
κι αριστερούς διανοούμενους.
Έγκαιρα δέχτηκε πως η ελευθερία
εξαρτιόταν από οικονομικούς παράγοντες
(η ομορφιά της μόλις που άρχιζε να φθείρεται).
Παντρεύτηκε στην πρώτη σίγουρη ευκαιρία
και κάθε βράδυ, στο παγωμένο της κρεβάτι
βρίσκει πως η ζωή είναι παράλογη, εχθρική και σύντομη.

(από το Mαθητεία ξανά, Διάττων 1991)


Δυο Ναυαγοί Πατρίκιος Tίτος

Ξύλα, κουπιά σπασμένα,


δυο ναυαγοί σ' ένα μαδέρι
παλεύοντας ποιος τον άλλονε να πνίξει...

Ήταν αυτό που απόμενε


απ' το μεγάλο στόλο της εφηβικής φιλίας.

(από το Mαθητεία ξανά, Διάττων 1991)

Ιακώβ Καλλιεργητής Πατρίκιος Tίτος

Δούλεψε εφτά χρόνια


τη χέρσα γη του Λάβαν
κι εκείνος αντί για τη Pαχήλ
του έδωσε τη Λεία.
Δούλεψε άλλα εφτά για τη Pαχήλ.
Όταν την πήρε την αγαπούσε πάντα
όμως κι η άσκημη αδελφή της
είχε αποκτήσει πια μια θέση στην καρδιά του.
Δεκατέσσερα χρόνια, μια ζωή
για δυο γυναίκες που δε γνώρισε ποτέ.
Kοίταξε μακριά τα στάχυα
το μοναδικό καρπό του
κι είπε πως τελικά είχε κερδίσει.

(από την Προαιρετική στάση, Γνώση 1981)


Μυστική Ζωή Πατρίκιος Tίτος

Σου μίλαγα για τη μυστική ζωή μας


μα εσύ την ήξερες από ξενόγλωσσα βιβλία.
Xρονολογίες, περιστατικά, εξηγήσεις -
μπροστά σε τέτοιες βεβαιότητες
τα μυστικά μου γίνονταν υποθέσεις εργασίας.

(από την Προαιρετική στάση, Γνώση 1981)

Δυο άνθρωποι

Αν είδες ποτέ στη μέση του δρόμου


δυο ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες

δεν αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ

που με ξαναστέλναν εξορία.

Και κείνο το πρωί είχα σαν και σένα

τόσα όνειρα

για τη δουλειά που θα ‘βρισκα

για έναν περίπατο στα φώτα και στην άσφαλτο,

για λίγο ήλιο...

Και κείνος

που ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί του

είχε κι εκείνος χαραγμένα τα όνειρά του

στο αυστηρό του πρόσωπο.

(Τον πήρανε χαράματα στις έξι από τη γυναίκα του.)

Όταν βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους

με χειροπέδες

μη νομίσεις τίποτα περισσότερο

μη νομίσεις τίποτα λιγότερο.

Δυο άνθρωποι

σαν και σένα.

Τίτος Πατρίκιος, Γραφομηχανή

Γραφομηχανή

Τικ, τακ-τακ, τσαφ, κρουτσουντόκ, ντοκ-ντοκ, πλιτς,

κι η μέρα, κλοπ, ντροπ, κ’ η μέρα πάει χαμένη


με φραγκοδίφραγκα στα βρώμικα παγκάρια, φραγκ, ντριγκ,

με πείνα, με λύσσα, με μάταιη απληστία για τις απρόσιτες βιτρίνες

και σπάνε γρήγορα τα νύχια, λυώνει το κρέας, σχεδιάζονται τα κόκκαλα

σαν πλήκτρα χαλασμένου πιάνου, φαγωμένα δάχτυλα

απ’ την πλύση, την έλλειψη μιας άλλης σάρκας, φαγωμένα

απ’ αυτόν τον γεμάτο στρόντιο 90 άνεμο, κραυγές πνιγμένες,

κάποιο παλιό χαστούκι, την καινούργια γραβάτα του προϊστάμενου,

τις καλτσοδέτες που σφίγγουν κάτω από το γόνατο, την πρόωρη

εμμηνόπαυση. Όταν σκοτώθηκε ο Αργύρης, τότε που πέφταν όλμοι

κ’ οι πρόσφυγες πλημμύριζαν τον έρημο σταθμό

μη με κρατάτε, ούρλιαζε, αφήστε με να σκοτωθώ, αφήστε με,

αφήστε κύριε τα τάλληρά σας, τον ξάπλωσαν στο παρατημένο πιάνο

κάποιος πάτησε τα παράφωνα πλήκτρα, τσαφ-κρακ,

δεν πειράζει κύριε, εύκολα σβήνεται ένα λάθος

αφήστε το καπέλο σας, που πια δεν έχει στόμα και μυαλό

μου φαίνεται πως μοιάζω στο καπέλο σας, το καπέλο, τοκ,

τοκ-τοκ, πέφτουν τα δόντια μου σαν κουρελιασμένα πλήκτρα

ορθώνονται τα μαλλιά σ’ άγρια σύρματα, μοχλοί ξεφρενιασμένοι

των άλλων οι έτοιμες κουβέντες, ταινίες των λέξεων, καρούλια,

σβήνεται εύκολα μια ζωή, η γομολάστιχα, το αντίγραφο,

αφήστε κύριε το καπέλο σας, τα κόκκαλα της νύστας,

τα κοκ, τακ-τοκ, χροκ, ξεγρόκ.

(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 89, Μάιος 1962, σελ. 538)


Τίτος Πατρίκιος, "Οφειλή"

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,


πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
'Ετσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

Τίτος Πατρίκιος, ''Ο ίλιγγος'', στον τόμο: Η ηδονή των παρατάσεων, Αθήνα , εκδ.
Διάττων, 1992, σ. 35.

Τ' αγάλματα που μας κοιτάνε

από τις μορφές μνημειακών κτιρίων

δεν νιώθουν ίλιγγο ποτέ;

'Η μήπως κι εκείνα αναλογίζονται

αν έχουμε ίλιγγο στο έδαφος εμείς

που τα κοιτάμε προς τα πάνω;

'Αραγε τ' αγάλματα

νιώθουν ίλιγγο σαν άνθρωποι ή σαν αγάλματα;

Τίτος Πατρίκιος, ''Ο εντοιχισμένος'', στον τόμο: Αντικριστοί καθρέφτες, Αθήνα,


εκδ. Στιγμή, 1988, σ. 43.

Απόλυτη ακινησία όπως σε παλιό φωτογραφείο

για να πετύχει ο εντοιχισμός

να μείνει το αρνητικό της τελευταίας έκφρασης

που γι' άλλους θα 'ναι η πρώτη


άμμος κι ασβέστης, νερό, χαλίκι

παχύ τσιμέντο που καλύπτει τα κυρτώματα

σκεπάζει την κάθε χαραγή.

'Επειτα λιώνοντας αργά μέσα στον τοίχο

πίσω από πλίθρες, κοτρώνια, τούβλα

πελεκημένες πέτρες, μαρμαρόπλακες

ή από την καλή μεριά πίσω απ' το κονίαμα

τις ριπολίνες, τους σαγρέδες, τα πλαστικά

φτάνεις να γίνεις όχι μια μαλακή φουσκάλα

σαν κι αυτές που σπάγαμε όταν φούσκωνε η μπογιά

μα ένα κενό κορμιού με χτιστό περίβλημα.

Υπάρχουμε έτσι σαν ανθρωπόμορφα κοιλώματα

στο εσωτερικό μαντρότοιχων, Μακρών Τειχών

ή μεσοτοιχιών διαμερισμάτων -το γκρέμισμά τους

αντί να μας ελευθερώνει μας εξαφανίζει.

Τίτος Πατρίκιος, ''Πριν απ' τη σιωπή'', στον τόμο: Αντιδικίες, Αθήνα, εκδ.
ύψιλον/βιβλία, 1981, σ. 41.

Αυτός ο πάγος που αποδέχτηκα

όλο κι απλώνει

μέσα κι έξω.

Απ' το γυμνό βουνό μου

πάνω από συνωστισμούς σωμάτων κι αισθημάτων

κερδίζοντας τα σύνολα που θέλησα

βλέποντας μόνο δάση

πάλι πεθαίνω για ένα δέντρο.


'Ενα δέντρο... ένα πρόσωπο...

Και πια δεν ξέρω

αν διάλεξα τη μοναξιά

ή αν μου την επιβάλατε.

Καθώς απλώνει ο πάγος

δεν καταδέχομαι

να ζητήσω τη βοήθειά σας.

Τίτος Πατρίκιος, ''Η πόρτα'', στον τόμο: Μαθητεία ξανά, Αθήνα, εκδ. Διάττων,
1991, σ. 174.

Ο ποιητής εξηγούσε τους μυστικούς συμβολισμούς

τη διαλεχτική του ποιήματός του.

Η πόρτα, έλεγε, είναι το μυστήριο της επικοινωνίας

του μέσα με το έξω, μιας επικοινωνίας που

εναλλάσσεται, αντιστρέφεται, αναχαιτίζεται,

αναιρείται, υποτροπιάζει, τελικά επέρχεται,

γι' αυτό κι η πόρτα είναι μια πόρτα

που αναλώνει την πόρτα

που υπερβαίνει την ανάγκη της πόρτας

και μέσα από την αυτοκαταργημένη πόρτα

μπορεί κανείς να βυθομετράει, να βυθράει

να βεθλάει, να βουθλουβάει...

Γύρω οι θαυμαστές νιώθανε μια βαθιά δροσιά

καθώς τους ψέκαζαν τα σάλια.


Τίτος Πατρίκιος

Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος

Τίτος Πατρίκιος
Titos Patrikios
Τίτος Πατρίκιος
Τίτος Πατρίκιος
I. Δ ε σταματάν ποτέ οι μηχανές

οι βάρδιες εναλάσσονται ολοένα


τα πλοία στο λιμάνι πάνε κι έρχονται
σωροί το κάρβουνο.
Σαν πάρει να δροσίσει
πάλι οι γριές κάθονται μπροστά στις πόρτες
Κοιμήθηκε το εγγονάκι
πλύθηκαν τα πιάτα
έτοιμο και το δέμα για το Γιώργη.
Απόκαμαν οι δρόμοι από τ' ασταμάτητα βήματα.
Μια γερασμένη πρωϊνή εφημερίδα
ανασηκώνεται απ' τ' αγέρι
— "Κρυώνεις;"
Κάτω απ' τις σιδερένιες γέφυρες
ξεψυχάνε τ' αργοπορημένα τρένα.
Κανόνια και σφαίρες.
"Ο εχθρός απειλεί το έθνος".
Και το νοίκι;
Χρωστάμε το νοίκι και το ηλεκτρικό.
Ανάμεσα στις βαθουλωμένες πλάκες
ένα ρυάκι μπουγαδόνερα.
Δεν έχει πια παρόδους να στρίψεις, να γλυτώσεις
παντού σκοτάδι καραδοκεί να βυθιστείς.
Έτσι μοιράστηκε κι η τελευταία προκήρυξη.
Μπλεγμένα κορμιά έιμαστε
κι όλοι κρατάμε ένα μαχαίρι την οργή μας
κι όλοι χαράξαμε στο μπράτσο
το αστέρι αυτό το κόκκινο.

II. Κέντρα διασκεδάσεως


μεγάφωνα, ορχήστρες
κοιτάνε οι φαντάροι από μακριά.
Βόλτα της Κυριακής.
Ένας τους έχει βαθά μέσα στην τσέπη
μαζί με τις αναμνηστικές φωτογραφίες
στίχους του Μαγιακόφσκι.
Πηγαινοέρχονται οι κοπέλες
πιασμένες μπράτσο-μπράτσο.
Σιωπηλός κι ο στραγαλατζής
η ζυγαριά καλογυαλισμένη.
Σιωπηλά τα δένδρα του πάρκου
δίχως τη σκεφτική συντροφιά
δύο τέως ερωτευμένων.
Απέναντι χορεύουν.

— "Έλα, μες στο στενό κανείς δε θα μας δεί".


Πράσινη, κίτρινη ξεφτισμένη ψάθα
πράσινα κίτρινα κόκκινα φώτα
απέναντι χορεύουν.
— "Οχτώ χιλιάδες μεροκάματο".
Μισοτελειωμένη πολυκατοικία
σκελετός από μπετό κι ατσάλι
μυρωδιά φρέσκια του γιαπιού.
Πράσινα κίτρινα κόκκινα φώτα.
Έξω απ' τα νοσοκομεία
σειρά τ' ασθενοφόρα.
Έξω απ' τις φυλακές
σειρά οι κλούβες.
Έξω απ' τους στρατώνες
σειρά τα καμιόνια.
Τα νερά περάσανε την ίσαλο γραμμή
της καρδιάς μας.

III. Σύννεφο, καλό μου σύννεφο


σύννεφο θαμπό του βραδινού ουρανού
έλα κάτω να μιλήσουμε
σα φίλοι
μαζί να διασχίσουμε
την πόλη.
Δε θα χάσουμε το δρόμο.
Θα μας οδηγούν οι φωνές
από μια παλιά διαδήλωση
η μνήμη των σκοτωμένων συντρόφων
η ανάσα των εργαζομένων.
Είναι με το μέρος μας
οι έρημες αντλίες της μπενζίνας
τα μοτέρ που ασίγαστα δουλεύουν
τα δίχως αστυφύλακες της τροχαίας σταυροδρόμια.
Είναι δικές μας οι κλειστές πόρτες των σπιτιών
οι φρεσκοποτισμένες γλάστρες
δικό μας και το νερό που στάζει απ' τα μπαλκόνια.
Ακούς τα πέταλα στην άσφαλτο;
Ίσως αυτή η βιαστική σούστα
να μεταφέρει κάποιο μήνυμα.
Και δίπλα μας οι άνθρωποι
που όλο ματώνουνε
κι όλο για νέο πόλεμο κινούν.
Καλό μου σύννεφο
φέρε μια φούχτα ύπνο
να τη σκορπίσεις καθώς θα σεργιανάμε
σ' όλους που άγρυπνοι μένουν απ' τις έγνοιες
σ' όλους που βγάζουν τα παπούτσια μ' άλυτα κορδόνια
κόκκινα και σφιγμένα πόδια, ορθοστασία,
σ' όλους που πέφτουν στο κρεβάτι με νεκρές τις κλειδώσεις
με μηχανόλαδα στα νύχια
με χέρια λερωμένα από μπογιές κι από μελάνι.
Μια φούχτα ύπνο
στα νοτισμένα σεντόνια, στα υγρά κορμία
για όλους.

IV. Γέμισαν σκόνη τα παπούτσια μου


βακέτα και λάστιχο αυτοκινήτου.
Απόκαμα.
— "Πρόσεχε μη μας δούνε
το φαρμακείο δίπλα διανυχτερεύει".
Ανεβαίνουμε μαζί στη ζεστή κάμαρα
δυο φέτες ψωμί
αυγό στο σαγανάκι
και χτεσινά μακαρόνια.
ψίχουλα στο πάτωμα
μιά μπατανία στο ταρατσάκι.

— "Τότε κι εγώ
τη μαγκώνω και τη φιλάω".
Ένα τσαμπί σταφύλι
στο πήλινο πιάτο
σφουγγαρισμένο πλακόστρωτο.
— "Τότε μου δίνει το μπιστόλι...".
Σιγά.
— "Λοιπόν, αύριο...".
Σιγά.
Δροσερό
σφουγγαρισμένο πλακόστρωτο
ασβεστωμένοι τοίχοι.
Κι αύριο ξέρω τι θα κάνεις.
Δώσε μου το χέρι σου
με το δικό μου να σφίξω.
Κοιμάσαι;
Ανεβοκατεβαίνει το στήθος
ν' ακουμπήσω το μάγουλο στις πλάκες
τ' αυτί μου στην καρδιά σου.
Χτυπάει.
Τώρα θα σου πω ένα μυστικό:
έτσι χτυπάει κι η δικιά μου.

V. Περπατάμε
χιλιάδες μαζί βγαίνουμε απ' τα εργοστάσια και τα γραφεία
τα μαγαζιά
βγαίνουμε απ' τους κινηματογράφους
τα γήπεδα του ποδοσφαίρου
τις συναυλίες
τα σχολεία, τους στρατώνες
Περπατάμε.
Πολλοί μαζί
μπουλούκια, παρέες κουβεντιάζουμε.
Ανάμεσα στο πλήθος
ξεχωρίζουμε οι φίλοι κι οι εχθροί
ξεχωρίζω τους συντρόφους μου κι εκείνοι εμένα.
Προχωρώ με τους φίλους μου
νιώθω τυλιγμένος ανθρώπινα κορμιά
νιώθω το κορμί μου να τυλίγει ανθρώπους
φωνές μπλέκονται στα μαλλιά μου
οι ανάσες ζεσταίνουν το βλέμμα μου.

Ανεβαίνω δυο σκαλιά να δώ.


Όσο φτάνει η ματιά μου άνθρωποι.
— "Στάσου, εσύ κι εγώ είμαστε φίλοι
κι εσύ, κι εσύ.
Πάμε".
Χτυπάνε στα παγούρια οι ξιφολόγχες
το χαλάζι στα πρόσωπα
λίγες ελιές στο γυλιό.
"Οι βραδυπορούντες να επιταχύνουν...".

VI. Πολυθρόνες, παγωτά


αξιοπρεπή γκαρσόνια
—"Αρραβωνιάστηκαν σου λέω".
Τεζαριστά φουστάνια
χαμηλά φώτα
η τραγουδίστρια της μόδας.
—"Πρώτα σε δικηγορικό γραφείο για την άδεια
κι έπειτα στο εξωτερικό για τις σπουδές".
—"Εγώ σε πέντε χρόνια παίρνω προαγωγή
και σ' άλλα πέντε άλλη".
Τεζαριστά φουστάνια, μνηστείες
προβιβασμοί
έπειτα σπίτι δίχως ενοικιοστάσιο
το βράδι συζητήσεις για τον Έλιοτ και το σοσιαλισμό
και σε πέντε χρόνια...
Σε πέντε χρόνια;
Απόψε είχαν μια είδηση τα φύλλα:
"Η απεργία ουδέν σημείον κάμψεως
παρουσιάζει..."

"LARGO" ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΘΕΜΈΛΙΟ 1990, ΣΕΛ. 49

VII. Δυο δίχτυα ψώνια


ασήκωτα στα χέρια σου
γυναίκα εσύ του μόχθου
μάνα ή αγαπητικιά.
Κουρασμένο το κεφάλι
ακουμπάει στο σίδερο του τραμ
κουρασμένο και το χέρι του εισπράκτορα.
Σιδερένιο κουτί όλο ανθρώπινες ιστορίες
που ταξιδεύουμε όλοι μαζί.

You might also like