Professional Documents
Culture Documents
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Συντεταγμένες: 30°42′18″N 32°20′39″E
Πρόδρομοι
Αρχαιότητα
Η πρωταρχική σκέψη διάνοιξης διώρυγας στη περιοχή ήταν εκείνη που φέρεται να σχεδιάστηκε επί Φαραώ Σέτι Α΄ ή
Ραμσή Β΄ (σύμφωνα με κάποιο αρχαίο κείμενο) περί τον 13ο αιώνα π.Χ., που θα ένωνε το δέλτα του ποταμού Νείλου με την
Ερυθρά θάλασσα. Έπρεπε όμως να περάσουν 1000 ακόμη χρόνια για να επανέλθει το θέμα περί τον 8ο αιώνα π.Χ., επί του
Φαραώ Νεκώς, ο οποίος σκεφτόταν να φτιάξει ένα κανάλι παράλληλα με το Νείλο και να συνδέσει την Ερυθρά Θάλασσα
με ένα τμήμα του ποταμού, αλλά και πάλι το ενδιαφέρον αυτό ανακόπηκε, επειδή οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Αίγυπτο.
Έτσι το έργο σκέφθηκε να το συνεχίσει ο Δαρείος. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως είχε διασχίσει εκείνο το κανάλι σε διάστημα
τεσσάρων ημερών. Το πλάτος του είχε τη δυνατότητα να το διαπλέουν δύο πλοία παράλληλα. Οι Πτολεμαίοι το
συντήρησαν και ο Στράβων ανέφερε πως το είδε γεμάτο πλοία. Επί Ρωμαίων ονομάστηκε Διώρυγα του Τραϊανού, ενώ με
τις Αραβικές κατακτήσεις Διώρυγα των Χαλιφών ή Διώρυγα του Ηγεμόνος των Πιστών, επί Ομάρ. Άραβες ιστορικοί
κατέθεταν ο καθένας τη δική του εκδοχή επί του ποιος την πρωτοάνοιξε: από τους Άραβες το 33 έτος της Εγίρας, δηλαδή
το 589 μ.Χ. έλεγε ο Ελ Κέντι, αλλά ο Μακρίσι ισχυριζόταν πως φτιάχτηκε από κάποιον αρχαίο Αιγύπτιο βασιλιά.[1]
Νεώτεροι χρόνοι
Ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ' ενδιαφέρθηκε έντονα για τη διώρυγα. Ο Λάιμπνιτς είχε υποβάλει σχετικό υπόμνημα
και ο ηγεμόνας ζήτησε δια του πρέσβεως της χώρας του στην Υψηλή Πύλη να δεχθεί Γάλλοι μηχανικοί να το βελτιώσουν
το έργο. Όταν ο Ναπολέων πήγε στην Αίγυπτο αυτό το κανάλι δεν υπήρχε και έδωσε εντολή στους μηχανικούς του να
μελετήσουν τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια νέα διώρυγα που θα συνέδεε την Ερυθρά Θάλασσα με τη Μεσόγειο
αξιοποιώντας τις λίμνες Αμέρ, Τιμσάχ. Ο αρχιμηχανικός Λεπέρ διαπίστωσε όμως πως υπήρχε υψοσταθμική διαφορά 10
μέτρων μεταξύ των δύο θαλασσών και μόνο αν το κανάλι δεν γινόταν ευθύγραμμο ήταν δυνατή η κατασκευή του, το
κόστος του όμως θα αυξανόταν. Επί Λουδοβίκου Φιλίππου η διώρυγα σχεδιάστηκε να έχει μήκος 400 χιλιόμετρα, γεγονός
απαγορευτικό.[2]
Ιστορία
Πορεία εργασιών
Αρχικά κατασκευάστηκε λιμάνι στις εσχατιές της λιμνοθάλασσας Μενζαλέχ για την παραλαβή του μηχανικού υλικού.
Επίσης, κατασκευάστηκε αρτοποιείο για τη σίτιση των εργατών, ενώ παράγκες δημιουργήθηκαν γύρω από το λιμάνι για τα
γραφεία των μηχανικών και εργατών. Αποτέλεσε έτσι τον πυρήνα του Πορτ Σάιντ. Για τη μεταφορά πόσιμου νερού
δημιουργήθηκε κανάλι από το Νείλο προς την έδρα των συνεργείων. Υπολογίζεται πως καταναλώνονταν καθημερινά
200.000 λίτρα νερού.[6] Χωρίς μηχανικά μέσα ανοίχθηκε ένα πρώτο τμήμα 8 μέτρων πλάτους και 1,20 βάθους, κάτι που
διευκόλυνε την άφιξη βυθοκόρων και άλλων σκαφών για τον γενικότερο ανεφοδιασμό. To μαλακό έδαφος της περιοχής
από την λίμνη Τιμσάχ ως το Πορτ Σάιντ διευκόλυνε τις εργασίες. Όμως μεταξύ Τιμσάχ και Αμέρ, και Αμέρ και Σουέζ κάτω
από τη ρευστή και μαλακή άμμο το έδαφος αποτελείτο από σκληρά πετρώματα.[6] Οι γιγάντιοι εκσκαφείς κατόρθωναν να
μετακινούν 750 κυβικά μέτρα εδάφους, τα οποία άλλοτε χρησιμοποιούνταν για τη διαμόρφωση της όχθης της διώρυγας,
άλλοτε ρίχνονταν ή στην ανοιχτή θάλασσα ή χρησίμευαν για τη δημιουργία μόλων και προκυμαιών στο Πορτ Σάιντ και το
Σουέζ. Στις όχθες της λίμνης Τιμσάχ χτίστηκε επίσης μια ακόμα πόλη, συνέπεια της κατασκευής της διώρυγας, η
Ισμαηλία.[9]
Αποτίμηση έργου
Η σημασία της διώρυγας του Σουέζ για την παγκόσμια ναυσιπλοΐα είναι τεράστια.
Ενώνοντας τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα δημιούργησε μια πραγματικά εμπορική
αρτηρία Ευρώπης ΝΔ, Νότιας και ΝΑ Ασίας μέχρι Άπω Ανατολή. Η Μεσόγειος έπαψε να
είναι μια κλειστή λεκάνη και η Ερυθρά θάλασσα δεν ήταν ένας κλειστός υδάτινος θύλακας,
ενώ μια σειρά πόλεων όπως η Μασσαλία, η Γένοβα, η Νάπολη, ο Πειραιάς και η
Αλεξάνδρεια γνώρισαν νέα ακμή.[10]
Όπως είναι φυσικό η ιστορία της διώρυγας ταυτίσθηκε με εκείνη της Αιγύπτου. Ύστερα
από το πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις 23 Ιουλίου του 1952 και την αποχώρηση του
Βασιλέως Φαρούκ από τη χώρα, το Επαναστατικό Συμβούλιο έστρεψε αμέσως τη προσοχή
του στη βρετανική κατοχή της διώρυγας. Έτσι άρχισαν να εκδηλώνονται συνεχείς
αντιστασιακές ενέργειες με την υποστήριξη της στρατιωτικής κυβέρνησης. Οι ελπίδες των
Άγγλων ότι οι Αιγύπτιοι στρατιωτικοί θα έδειχναν περισσότερη κατανόηση της Αεροφωτογραφία της
διώρυγας
στρατηγικής παρουσίας τους και μάλιστα κατά τη διάρκεια του «ψυχρού πολέμου», τελικά
διαψεύστηκαν. Η ίδια η κυβέρνηση του Τσώρτσιλ αναγκάσθηκε να παραδεχτεί ότι η
παρουσία 80.000 στρατιωτών σε μια βάση περικυκλωμένη από εχθρικό πληθυσμό δεν μπορεί να παρέχει καμιά
στρατιωτική αξία. Το 1956 ο Νάσερ κρατικοποίησε τη διώρυγα θέτοντας τέρμα στη βρετανική κυριαρχία με συνέπεια ένα
αγγλογαλλικό εγχείρημα κατά της Αιγύπτου το οποίο απέτυχε μεν, αλλά κράτησε κλειστή τη διώρυγα μέχρι το 1957. Ένας
μεγάλος αριθμός πλοηγών και κατωτέρων υπαλλήλων της εταιρείας ήταν Έλληνες με πολύ μεγάλες αποδοχές.
Αργότερα στον Πόλεμο των έξι Ημερών τον Ιούνιο του 1967, κατά τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο, η διώρυγα έπαθε σοβαρές
ζημιές που την κράτησαν κλειστή επί επτά χρόνια μεσολαβούσης και της νεώτερης Ισραηλινοαιγυπτιακής σύγκρουσης τον
Οκτώβριο του 1973. Τελικά μετά και από αφιλοκερδή διάθεση κάποιων βυθοκόρων από τον Ι. Λάτση και άλλους Έλληνες
εφοπλιστές η διώρυγα καθαρίστηκε από τα ναυάγια και δόθηκε στην εξυπηρέτηση των θαλασσίων μεταφορών τον Μάιο
του 1975.
Τα πλοία που διέρχονται από τη διώρυγα καταβάλλουν στο αιγυπτιακό δημόσιο τέλη διέλευσης (διόδια) κατά κόρο
καθαράς χωρητικότητας που υπολογίζεται με βάση τη «χωρητικότητα διώρυγας Σουέζ» (Suez Canal Tonnage) περίπου
23% παραπάνω των βρετανικών υπολογισμών. Επίσης τα πλοία υποβάλλονται σε υποχρεωτική πλοήγηση από την είσοδο
μέχρι την έξοδό τους. Τα πλοία που διέρχονται σήμερα τη διώρυγα είναι μέχρι 150.000 dwt φορτωμένα, αλλά και
μεγαλύτερα εφόσον είναι κενά φορτίου, με επιτρεπτό έτσι βύθισμα. Ευνόητο είναι ότι τα δεξαμενόπλοια άνω των 150.000
dwt έμφορτα καθώς και εκείνα των 200, 300 και 400 χιλιάδων τόνων παραπλέουν το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος (Cap
Route) επιβαρυνόμενα σημαντικά από τη μεγάλη διαφορά απόστασης.
Σημειώνεται ότι αν και η διώρυγα του Σουέζ έχει χαρακτηριστεί ως ουδέτερη θάλασσα, ο χαρακτηρισμός
αυτός έχει παραβιαστεί δύο φορές πρώτα από την ίδια την Αίγυπτο το 1956 όσο και το 1967 κατά τον
Αραβοϊσραηλινό πόλεμο.
Διάταξη και λειτουργία
Διάφορα χαρακτηριστικά
Για την πληρέστερη κατανόηση της σημασίας της Διώρυγας Σουέζ κρίνεται αναγκαία η
παράθεση των ακόλουθων στοιχείων:
Πριν το κλείσιμο της διώρυγας το 1966, το μέσο βάθος κυμαινόταν στα 38 πόδια
και μέσο πλάτος αυτής στα 90 μέτρα. Μετά τον καθαρισμό, την εκβάθυνση,
διαπλάτυνση και την επαναλειτουργία της, σήμερα έχει μέσο βάθος 63 πόδια και
μέσο πλάτος τα 160 μέτρα που επιτρέπουν έτσι τη διέλευση έμφορτων πλοίων
των 150.000 τόνων d.w.
Γενικά η χρήση της διώρυγας του Σουέζ επιφέρει τις ακόλουθες μειώσεις
αποστάσεων:
Χάρτης της διώρυγας
1. Η απόσταση Περσικού ή Αραβικού Κ. - Μεσογείου (μέσω Ακρωτηρίου Αφρικής)
είναι 10.800 μίλια και Ευρώπης 11.100 μίλια. Μέσω Σουέζ η πρώτη είναι 4.700
μίλια και η δεύτερη 6.400 μίλια.
2. Η απόσταση Μεσογείου - Δυτικών ακτών Αμερικής είναι 12.000 μίλια, ενώ με χρήση της διώρυγας Σουέζ
μειώνεται στα 8.300 μίλια.
Επίσης με το κλείσιμο της διώρυγας το 1966 επήλθε μια περιορισμένη ναυτιλιακή κρίση κυρίως στους λιμένες της
Μεσογείου. Συγκεκριμένα από ναυτιλιακά στοιχεία της εποχής η κίνηση στον λιμένα της Τεργέστης από την Μέση Ανατολή
μειώθηκε κατά 30%, αλλά και στην Ελλάδα τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Περάματος αντιμετώπισαν μείωση
επισκευαστικών εργασιών τους κατά 6075%. Επίσης ενώ το 1965 μόνο 5 εκατομμύρια τόννοι πετρελαίου που
προορίζονταν για Χώρες της Ανατολικής Ευρώπης ακολουθούσαν την από Ακρωτηρίου θαλάσσια οδό, το 1966
τετραπλασιάσθηκαν οι μεταφορές απ΄ αυτή την οδό για να φθάσουν το 1972 τα διερχόμενα φορτία από το Ακρωτήριο της
Αφρικής το 85% του συνόλου του εξαγωγών ακαθάρτου πετρελαίου από τις Αραβικές Χώρες προς τη Βόρεια Αφρική,
Μεσόγειο, και Β. Ευρώπη. Από το τονάζ αυτό το 45% μετέφεραν πλέον δεξαμενόπλοια άνω των 200.000 τόνων d.w.
Ήταν η εποχή που ξεκινούσε ο γιγαντισμός των πλοίων.
Διέλευση ελληνικών πλοίων
Μία εικόνα για την σύγχρονη χρήση της διώρυγας αυτής (διελεύσεις) από ελληνικά πλοία είναι δυνατή από την παράθεση
των ακόλουθων στατιστικών στοιχείων έτους 1997:
Α. Διελεύσεις από Β. προς Ν. (από Μεσόγειο προς Ερυθρά)
Α΄ τρίμηνο: 53, Β΄ τρίμηνο: 61, Γ΄ τρίμηνο: 72, και Δ΄ τρίμηνο 63. Σύνολο έτους: 249. Εξ αυτών 174 ήταν φορτηγά, 69
Δεξαμενόπλοια, 2 Επιβατηγά και 4 διάφορα άλλα. Το προηγούμενο έτος (1996) είχαν διέλθει κατά ίδια διεύθυνση
συνολικά 263 ελληνικά πλοία.
Β. Διελεύσεις από Ν. προς Β. (από Ερυθρά προς Μεσόγειο)
A΄ τρίμηνο: 51, Β΄ τρίμηνο: 39, Γ΄ τρίμηνο: 52, και Δ΄ τρίμηνο: 56. Σύνολο έτους: 198. Εξ αυτών 112 ήταν φορτηγά, 70
Δεξαμενόπλοια, 7 Επιβατηγά και 9 διάφορα άλλα. Το προηγούμενο έτος (1996) είχαν διέλθει κατά ίδια διεύθυνση
συνολικά 184 ελληνικά πλοία.
Παραπομπές
1. Marc de Fondbrune, «Τα εκατό χρόνια της Διώρυγος του Σουέζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.16 (Οκτώβριος
1969), σελ.13-14
2. Marc de Fondbrune,«Τα εκατό χρόνια της Διώρυγος του Σουέζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.17 (Νοέμβριος
1969), σελ.14
3. Marc de Fondbrune, «Τα εκατό χρόνια της Διώρυγος του Σουέζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.16 (Οκτώβριος
1969), σελ.20
4. Marc de Fondbrune,«Τα εκατό χρόνια της Διώρυγος του Σουέζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.17 (Νοέμβριος
1969), σελ.15
5. Marc de Fondbrune, «Τα εκατό χρόνια της Διώρυγος του Σουέζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.16 (Οκτώβριος
1969), σελ.18
6. Marc de Fondbrune,«Τα εκατό χρόνια της Διώρυγος του Σουέζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.17 (Νοέμβριος
1969), σελ.16
7. Μιχ. Σκουλιός, Οι πρώτοι Κασιώτες στην Αίγυπτο, Έκδ. Σύλλογος Κασιωτών Ρόδου «Ο Χαδιώτης», Αθήνα
1997
8. Χρήστος Κοντός, «Βιβλιοκρισία του βιβλίου του Μήνου Κομνηνού, Κασιώτες καραβοκύρηδες στον 19ο-20ο
αιώνα, Αθήνα,1990»,Μνήμων,τχ.13(1991) σελ.398
9. Marc de Fondbrune,«Τα εκατό χρόνια της Διώρυγος του Σουέζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.17 (Νοέμβριος
1969), σελ.17
10. Marc de Fondbrune, «Τα εκατό χρόνια της Διώρυγος του Σουέζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ.16 (Οκτώβριος
1969), σελ.17
Πηγές
Χρήστος Κοντός, «Βιβλιοκρισία του βιβλίου του Μήνου Κομνηνού, Κασιώτες καραβοκύρηδες στον 19ο-20ο
αιώνα, Αθήνα 1990», Μνήμων, τχ. 13 (1991), σελ. 397-400
Marc de Fondbrune, «Τα εκατό χρόνια της Διώρυγος του Σουέζ», Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 16
(Οκτώβριος 1969), σελ. 12-20
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution-ShareAlike License· μπορεί να ισχύουν και
πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.