Professional Documents
Culture Documents
8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1912
8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1912
ΚΑΙ
ΛΕΥΤΕΡΩΝΕΤΑΙ ΤΟ ΝΗΣΙ ΜΑΣ...
Ο Κλαπάδος είναι εγκαταλειμμένο αγροτικό χωριό στην περιοχή του οποίου έγιναν οι
τελευταίες νικηφόρες μάχες των Ελλήνων στρατευμάτων κατά των Τούρκικών, το
Δεκέμβριο του 1912 για την απελευθέρωση της Λέσβου. Κοντά στο ξωκλήσι του Αγίου
Αλέξανδρου βρίσκονται ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού, καθώς και λάρνακα από γκρίζο
τραχείτη όπου, πιθανότατα, ενταφιάστηκε ο ασκητής 'Αγιος Αλέξανδρος.
Ο Κλαπάδος ήταν ένα χωριό, απέναντι σχεδόν από τη Στύψη. Οι κάτοικοί του ήταν οι
περισσότεροι Τούρκοι μουσουλμάνοι και οι λιγώτεροι Έλληνες. Γύρω στις 80 τούρκικες
οικογένειες. Ήταν όμως όλοι αγάδες, δυνατοί. Είχαν ξεχωριστά νεκροταφεία και ξεχωριστά
καφενεία.
Σήμερα σώζονται κάποια ερείπια και κυρίως το χαμάμ που είναι σε καλύτερη κατάσταση.
Σπίτια δεν σώζονται. Κάποια ερείπια μόνο μαρτυρούν παλιές δόξες. Οι τελευταίοι
Κλαπαδιώτες εγκατέλειψαν το χωριό μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει προ
πολλού εννοείται. Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στα Δάφια, την Καλλονή και λιγότεροι στη
Στύψη. Ωστόσο μέχρι το 1960 είχαν μείνει τρεις οικογένειες στο άδειο πια χωριό. Τις
πληροφορίες αυτές μου έδωσε ο Αντώνης Αλετράς, που έχει χωράφια εκεί γύρω.
Στο βιβλίο του Οικονόμου Τάξη "Συνοπτική ιστορία και Τοπογραφία της Λέσβου - έκδοση
2α εν Καίρω του 1909", διαβάζουμε για τον Κλαπάδο δυό γραμμές όλες κι όλες:
"Κλαπάδος: Οθωμανικόν χωρίον έχον οικογενείας περί τας 60 μετά τεμένους και σχολείου
παρ' αυτώ".
Περισσότερα για τον Κλαπάδο υπάρχουν στο βιβλίο του Μακη Αξιώτη "Περπατώντας τη
Λέσβο" τόμος Α' Έκδοση 1992:
Ωστόσο, ο Μάκης Αξιώτης, πηγαίνοντας πιο πίσω βρήκε και καταγράφει στο βιβλίο του κι
άλλα στοιχεία για τον Κλαπάδο.
"Γύρω στα 1640 ο Κλαπάδος είχε δύο εκκλησίες του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού και
της Αγίας Παρασκευής. Είχε 15 σπίτια χριστιανών και 15 "αγαρηνών". Ισα - ίσα
μοιρασμένος δηλαδή. Το 1850 ο Κλαπάδος κατοικείται μόνο από Τούρκους".
Στο βιβλίο του Σταυράκη Αναγνώστη "Λεσβιάς ωδή 1850" αναφέρεται και η εξής
παράδοση:
"Αδεται ότι οι κάτοικοι του Κλαπάδου, Χριστιανοί όντες, δι' υπερβολήν αθλιότητος,
παρεδέχθησαν πανδημεί τον Ισλαμισμόν, προ μίας και ημισείας, ή και επέκεινα
εκατονταετηρίδος, ελπίζοντας τρόπον τιμά, ανακούφισιν, δι' αυτού του μέσου, των
δεινοπαθειών των. Η αθλιότης αυτών ην τοσούτον μεγάλη, ώστε και παροιμία περί αυτής
επεκράτησεν έκτοτε επί της Νήσου. Εις τον Κλαπάδον γνωρίζουν να κατασκευάσωσιν
εύμορφα μακαρόνια, αλλ' όμως στερούνται πρώτού ύλης και αλεύρου".
Έμεινε το όνομα σε τούτο το χωριό. Ότι αλλαξοπίοτησε μαζί τους κι ο παπάς. Αυτά βέβαια
είναι η άγραφη παράδοση. Το πιο πιθανό ίσως είναι ότι οι Χριστιανοί κάτοικοί του, σιγά -
σιγά εγκατέλειψαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν αλλού. Όπως εξάλλου και οι Τούρκοι
συγκεντρώνονταν στα μεγάλα χωριά που υπήρχε ασφάλεια.
Ο Οικονόμου Τάξης όπως προαναφέραμε το 1909 (κοντά στην απελευθέρωση) μιλά για 60
οικογένειες Οθωμανών με τζαμί και σχολείο, που το 1912 έχει 25 παιδιά.
Το 1920 ο Κλαπάδος είχε 283 κατοίκους, ενώ το 1928 κατεβαίνει στους 96. Το 1940
αναφέρονται 101 κάτοικοι, προφανώς πρόσφυγες.
Ο πρώην Δήμος Πέτρας με την υποστήριξη του κοινοτικού προγράμματος LEADER ΙΙ έβγαλε
ένα φυλλάδιο που ενημερώνει τους φυσιολάτρες για την "οικολογική διαδρομή" Κλαπάδος
- Λαφιώνα - Αγ. Αλέξανδρος.
Στη διαδρομή έχουν τοποθετηθεί 4 κιόσκια για την ανάπαυση των περιπατητών, 4
πετρόκτιστες κρήνες με νερό, παγκάκια και τραπεζοκαθίσματα για ξεκούραση. Πρώτος
σταθμός είναι ο παλιός ερειπωμένος "Κλαπάδος".
Η όλη Θέα της διαδρομής είναι μοναδική, αφού μέσα από τα δάση μπορεί κανείς να
αντικρίσει στο βάθος όλες τις παραλίες και τα χωριά του βόρειου τμήματος του νησιού μας
(από το ακρωτήρι Πετεινός - Αναξος - Πέτρα - Μήθυμνα - Εφταλού ως τη Συκαμιά).
Νοτιοδυτικά βλέπουμε τον Κόλπο της Καλλονής, ενώ ανατολικά φαίνεται ο απέραντος
κάμπος των ελαιοκτημάτων της περιοχής Στύψης - Αγ. Παρασκευής. Διασχίζοντας τον
όμορφο οικισμό της Λαφιώνας, απ' όπου κανείς μπορεί να οδηγηθεί στην Πέτρα, διαμέσου
της επαρχιακής οδού, ή στην Αναξο από τους αγροτικούς δρόμους, φτάνουμε στην
αρχαιολογική περιοχή παλαιοχριστιανικών εκκλησιών και του βυζαντινού οικισμού .·Αγ.
Αλέξανδρος·.
(1) Με την κήρυξιν του Βαλκανικού πολέμου το 1912 μία εκ τών βλέψεων της Ελληνικής
Κυβερνήσεως ήτο η απελευθέρωσις των νήσων του Αιγαίου μεταξύ των οποίως
συμπεριλαμβάνετο και η ΛΕΣΒΟΣ. Τούτο θα επιχε΄ρείτο μετά την απελευθέρωσιν της
Μακεδονίας και Θράκης, ότε θα ήτο δυνατή η διάθεσις τών απαιτουμένων δυνάμεων.
Δύο περιστατικά υποχρέωσαν την Κυβέρνησιν να επισπεύσει την διάθεσιν τμημάτων πρός
τον ανωτέρω σκοπόν. Ταύτα ήσαν:
(α) Η παρουσίασις εις τον εν Μούδρω της Λήμνου ευρισκόμενον Ναμαρχον Κουντουριώτην
επιτροπή Πλωμαριωτών, αιτήσασα όπλα και διαβεβαιώσασα ότι άμα τη εμφανίσει των
Ελληνικών Δυνάμεων άπαντες οι κάτοικοι θα ξεσηκωθούν κατα των Τούρκων και
(β) Αί εκ τού εξωτερικού πληροφορίαι περί επικειμένης ανακωχής και περί ικανοποιήσεως
των αξιώσεων της Ελλάδος.
Ούτω τήν 1ην Νοεμβρίου 1912 ελήφθη η απόφασις και διετάχθη η ΙΙ Μερ/ρχία να διαθέση
ένα Σύνταγμα Πεζικού και μία Πυροβολαρχία, παραλλήλως δε διετάσσετο η συγκρότησις
δυνάμεων όσον το δυνατόν μεγαλυτέρων εκ Ναυτικών αγημάτων και εκ των εμπέδων
Αθηνών, πρός άμεσον έναρξιν της επιχειρήσεως δια την απελευθέρωσιν της Λέσβου.
(α) Την 7ην ώραν της 8ης Νοεμβρίου 1912 κατέπλευσαν εις τον λιμένα της Μυτιλήνης τα
πλοία ΑΒΕΡΩΦ, ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΑΙ, ΨΑΡΑ, ΙΕΡΑΞ, ΑΣΠΙΣ, ΚΑΝΑΡΗΣ και ΠΕΛΟΨ μεταφέροντα
αγήματα Ναυτικού και εν Τάγμα Πεζικού, άπαντα υπό Ναύμαρχον Παύλον Κουντουρίωτην
και την 12.30 ώρα ήρχισεν η αποβίβασις των δυνάμεων.
(β) Ο Τουρκικός Στρατός υπό τον Αβδούλ - Γκανή Μπέη μη δυνάμενος ν' αντιταχθή, αλλά
και επιθυμών ως ισχυρίσθη να αποφύγη την αιματοχυσίαν εντός της πόλεως.
Ήταν 8 ώρα το πρωί της 8ης Νοεμβρίου 1912. Στο γραφείο του ο Τούρκος Νομάρχης
Αρχιπελάγους Εκρέμ Μπέη συγκάλεσε σύσκεψη. Στη σύσκεψη αυτή έλαβαν μέρος :
4) Ο Τούρκος Μουφτής.
5) Ο Δήμαρχος Μυτιλήνης Βασιλείου.
Στη σύσκεψη αυτή συμφωνήθηκε η άμεση παράδοση της Μυτιλήνης για να μη γίνει
άσκοπη αιματοχυσία. Όμως ο φρούραρχος Γκανή δήλωσε ότι δεν είχε καμιά τέτοια διαταγή
και γι’ αυτό έπρεπε να αντισταθεί. Όλοι τότε αντέδρασαν έντονα και αποχώρησαν. Την ίδια
στιγμή μια ατμάκατος από το θωρηκτό «Αβέρωφ» μπήκε στο λιμάνι της Μυτιλήνης έχοντας
ανυψωμένη την Ελληνική σημαία. Προσέγγισε στην αποβάθρα στο Κουμερκάκι. Από την
ατμάκατο βγήκε ο αξιωματικός Βασίλειος Καραμούζης για να ζητήσει τη παράδοση της
Μυτιλήνης.
Λίγη ώρα αργότερα στις 10.30πμ ανέβηκαν στη ναυαρχίδα «Αβέρωφ» ο Βαλής του Αιγαίου
με τον Διοικητή Εράμ Πασά, τον Μητροπολίτη Κύριλλο. Προσήλθαν επίσης και οι ξένοι
Πρόξενοι. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης απέρριψε τις αντιπροτάσεις του φρούραρχου Γκανή.
Στις 12.30 πεζοναύτες και στρατιώτες επιβιβάστηκαν με όλο τον οπλισμό τους στις
φορτηγίδες και αποβιβάστηκαν στη προκυμαία της Μυτιλήνης μέσα σε ζητωκραυγές του
Μυτιληνιού λαού. Έγινε η κατάληψη των Δημοσίων κτιρίων αναίμακτα ενώ συνελήφθησαν
αιχμάλωτοι ο Βαλής και Μουτεσαρίφης. Διοικητής της πόλης της Μυτιλήνης τοποθετήθηκε
ο υποπλοίαρχος Κωνσταντίνος Μελάς.
Η μάχη
Όσο περνούσαν οι μέρες τόσο η αγωνία των χριστιανών κατοίκων των γύρω χωριών
μεγάλωνε. Στα υψώματα του Κλαπάδου είχε οχυρωθεί ο Τουρκικός στρατός. Μετά τις 28
Νοεμβρίου έφθασαν στη Λέσβο αρκετοί Έλληνες στρατιώτες. Ήδη ο αριθμός τους
ξεπερνούσε τους 3.175 άνδρες. Ο Διοικητής αντισυνταγματάρχης Απόστολος Συρμακέζης
χώρισε τους άνδρες σε δύο φάλαγγες. Η μία φάλαγγα κινήθηκε προς Καλλονή. Η άλλη προς
Αγία Παρασκευή. Στις 4 Δεκεμβρίου 1912 οι δυο φάλαγγες συνάντησαν τους Τούρκους
κοντά στη περιοχή της Αρίσβης. Τα Υψώματα «Κουκουβαγιές» του Κλαπάδου Πράγματι
απώθησαν τους εχθρούς προς τα υψώματα «Κουκουβαγιές» πέρα από το λόφο Τυρανίδι.
Την ίδια μέρα έγιναν ταραχές στη Πέτρα. Οι Τούρκοι φενταϊδες λεηλάτησαν το χωριό.
Έντρομοι οι κάτοικοι κατέφυγαν στο οπλιταγωγό ΑΘΗΝΑΙ. Στις 6 Δεκεμβρίου το πρωί άρχισε
η μάχη του Κλαπάδου που απλώθηκε από τον Πετσοφά ως το Σκοτεινοβούνι.
Στις 14.00μμ οι Έλληνες κατέλαβαν το Σκοτεινοβούνι. Η περιοχή γύρω από τα υψώματα του
Κλαπάδου όπου έγινε η φονική μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων το πρωί της 6ης και 7ης
Δεκεμβρίου 1912. Αργά το βράδυ στις 10.00μμ οι Τούρκοι έστειλαν απεσταλμένο τους με
αίτηση παραδόσεως. Η αίτηση έγινε δεκτή. Η Μάχη του Κλαπάδου έληξε με νίκη των
Ελλήνων στρατιωτών.
Όσοι Έλληνες στρατιώτες σκοτώθηκαν στον Πετσοφά τους έθαψαν στο νεκροταφείο
Καλλονής. Όσοι έπεσαν στα Υψώματα Αχλαδιές, Τυραννίδι και Οξειά Πέτρα τους έθαψαν
στη Μονή Λειμώνος. Η Οξειά Πέτρα βρίσκεται αριστερά του δρόμου Καλλονή-Φίλια. Η
περιοχή της Μονής Παναγίας της Μυρσινιώτισσας στις υπώρειες των υψωμάτων του
Κλαπάδου. Στον μικρό αυτό οικίσκο του Πετσοφά υπογράφηκε το πρωτόκολλο της
παράδοσης του Τουρκικού στρατού στους Έλληνες μετά τη Μάχη του Κλαπάδου το 1912. Το
πρωτόκολλο παράδοσης των Τουρκικών δυνάμεων υπογράφηκε στο Πετσοφά. Την ίδια
μέρα άρχισε στο χωριό Κλαπάδος η παράδοση του Τουρκικού οπλισμού. Η αναμνηστική
στήλη πεσόντων στη Μάχη του Κλαπάδου το 1912 βρίσκεται στο Λόφο Τυραννίδι,
(α) Ελλήνων
Αι αρχικώς αποβιβασθείσαι Δυνάμεις εκρίθησαν ανεπαρκείς, διό εστάλησαν ενισχύσεις
αποτελούμεναι εκ τών κατωτέρω τμημάτων:
Ούτο η συνωλική δύναμις ανήλθεν εις 3175 άνδρας με 6 ορειβ. πυρ/λα και δύο τοιαύτα
Ναυτικού
(β) Τούρκων
. Κατόπιν τού-του την 8ην ώραν της 8ης Δεκεμβρίου 1912 υπεγράφη το πρωτόκολλον
παραδόσεως τών Τουρκικών Δυνάμεων, ήτις συνετελέσθη μέχρι των μεσημβρινών ωρών.
Ούτω έληξεν η επιχείρησις διά της οποίας ελευθερώθη η ΛΕΣΒΟΣ και η οποία είχεν
συνολικάς απωλείας: Νεκροί: Αξ/κοί 1 -- Οπλίται 16 -- Ναύται: 4 και είς Μοναχός της Μονής
Λειμώνος. Τραυματίαι: αξ/κοί 1-- Οπλίται 80.
Η πατρίς εις μνήμην των νεκρών της μάχης και της υπογραφής της απελευθερώσεως της
ΛΕΣΒΟΥ ήγειρεν (δαπάναις Πολεμικού Μουσείου) εν έτει 1979 επί του Λόφου ΤΥΡΑΝΝΙΔΙΟΥ
κειμένου 800 μ. Β. Μονής Λειμώνος ηρώον και αναστήλωσεν τον οικίσκον κείμενον εις
θέσιν ΠΕΤΣΟΦΑ εντός του οποίου υπεγράφη το πρωτόκολον παραδόσεως των Τουρκικών
Δυνάμεων και όπου τοποθετήθησαν μαρμάριναι πλάκες επί των οποίων έχουν αναγραφεί
άπαντα τα έγγραφα.
Το φθινόπωρο του 1912 έφερε στη Λέσβο την άνοιξη. Έβλεπαν οι χριστιανοί ότι η μεγάλη
στιγμή για την απελευθέρωση πλησιάζει. Πίστευαν στον καινούργιο κυβερνήτη της
Ελλάδας, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον άνθρωπο που ήταν γιομάτος φως κι αξιοσύνη, ότι θα
έκανε πραγματικότητα τον πόθο των Λεσβίων, για τη λύτρωσή τους από τη βάρβαρη
τουρκική κατοχή. Στις 26 Οκτωβρίου 1912 ο ηρωικός ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την
πρωτεύουσα της Μακεδονίας, την πολυτραγουδισμένη από το λαό μας Θεσσαλονίκη.
Η Λέσβος ολόκληρη βρισκόταν σε έξαρση προετοιμασίας για τη μεγάλη ώρα που πλησίαζε.
Η Μήθυμνα ζούσε έντονα την προσμονή της μεγάλης στιγμής της απελευθέρωσης από την
αξημέρωτη νύχτα της τουρκικής κατοχής. Ένας νεαρός ιχθυοπώλης από τη Μήθυμνα, ο
Μιχάλης Σαβάδας, με το συνεταίρο του Μουσταφά Εφέντη, βρέθηκαν με τη βάρκα τους στο
απέναντι από τη Μήθυμνα χωριό της Μ. Ασίας Μπαμπά-Καλέ. Ήταν οι πρώτες μέρες του
Νοεμβρίου του 1912.
Στον όρμο του Μπαμπά-Καλέ είχαν πέσει γουφάρια. Φόρτωσαν λοιπόν γουφάρια και σε
λίγες ώρες τα έφεραν να τα πουλήσουν στη Μήθυμνα.
O μικρός Μιχάλης Σαβάδας είπε στους χωριανούς τους τι άκουσαν από τους
τρομοκρατημένους Τούρκους ψαράδες του Μπαμπά-Καλέ. Ελληνικά καράβια με τον
ατρόμητο «Αβέρωφ» γύριζαν μπροστά στον Ελλήσποντο κι ετοιμάζονταν να καταλάβουν τη
Λέσβο.
Το νέο, πετώντας από στόμα σε στόμα, πήγε και στ’ αφτιά του καϊμακάμη, ο οποίος διέταξε
και συνέλαβαν το νεαρό Μιχάλη. Αρχισαν τις ανακρίσεις με ραβδισμούς. Ευτυχώς έτρεξε ο
συνεταίρος του Μουσταφάς και τον γλίτωσε, λέγοντας στις αρχές ότι τα νέα τα άκουσαν
από τις λιμενικές αρχές του Μπα-μπά Καλέ.
Σε λίγες μέρες, το πρωί της 8-11-1912 διαδόθηκε πάλι το μήνυμα της κίνησης του ελληνικού
στόλου στα λεσβιακά νερά. Αυτή την είδηση την πήρε με τον τηλέγραφο ο διευθυντής του
τηλεγραφείου Μήθυμνας Εμίν Εφέντης, που επικοινωνούσε με τις τουρκικές αρχές της
Μυτιλήνης. Βρισκόμασταν στην αυγή της πολυπόθητης λευτεριάς. Μετά από λίγες ώρες
ήλθε το μεγάλο, το πολυπόθητο μήνυμα. Η πόλη της Μυτιλήνης απελευθερώθηκε από τη
σκοτεινή τουρκική κατοχή, με τα ελληνικά δοξασμένα καράβια, μ’ αρχηγό το θωρηκτό
Αβέρωφ.
Οργανώθηκαν επιτροπές στη Μυτιλήνη και στο Πλωμάρι και ρίχτηκαν στον αγώνα για
γρήγορη επέμβαση του στόλου. Οι Λέσβιοι αγρυπνούσαν και περίμεναν τα τιμημένα
ελληνικά καράβια, με τον άρχοντα του Αιγαίου «Αβέρωφ», να έρθουν και να σκορπίσουν
την αξημέρωτη νύχτα της τουρκικής κατοχής, που τους καταπλάκωνε 450 ολόκληρα χρόνια.
Η επιτροπή Πλωμαρίου κατόρθωσε να φθάσει με το δικό της καΐκι στο Μούδρο της
Λήμνου, να συναντήσει το ναύαρχο Κουντουριώτη, τον αρχηγό του ελληνικού στόλου.
Οι Πλωμαρίτες, εκτός την παράκληση, πίεσαν όσο μπόρεσαν τον Κουντουριώτη γι’ αυτόν το
σκοπό.
Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι η κίνηση αυτή των Πλωμαριτών απέδωσε θετικά.
Αποφασίστηκε να γίνει η κατάληψη της Λέσβου στις 8 Νοεμβρίου, λίγο πιο γρήγορα απ’ ό,τι
έλεγαν τα επιτελικά σχέδια του ελληνικού στρατού, λίγο πιο αργά από τις προσδοκίες των
Μυτιληνιών. Στην πόλη της Μυτιλήνης, εκτός από την κρυφή ελληνική επιτροπή του αγώνα,
συστήνεται μια μεικτή φιλειρηνική επιτροπή από χριστιανούς και μουσουλμάνους για την
αποφυγή αιματοχυσίας στη Μυτιλήνη. Εκ μέρους των χριστιανών ο μητροπολίτης Κύριλλος,
ο δήμαρχος Βασιλείου και άλλοι δημογέροντες και εκ μέρους των ιθαγενών Τούρκων της
Μυτιλήνης ο μουφτής, ο Μπεκίρ μπέης και άλλοι αξιωματούχοι Τούρκοι της Μυτιλήνης. Οι
εκπρόσωποι των δύο εθνοτήτων αποφάσισαν να σταθούν ψύχραιμοι σ’ αυτές τις δύσκολες
ώρες. Αυτή η επιτροπή ζήτησε από το βαλή, αν τυχόν και έρθουν τα ελληνικά πολεμικά για
την παράδοση του νησιού, ν’ απομακρύνει την τουρκική φρουρά από την πόλη, για ν’
αποφευχθεί το αιματοκύλισμα.
O βαλής υποσχέθηκε ότι θα διατάξει την απομάκρυνση της φρουράς και δήλωσε πως θα
κρατήσει το λόγο του. Μονάχα ο φρούραρχος, ταγματάρχης Αμπτούλ Γκανί, είχε
αντιρρήσεις και άρχισε να οργανώνει όσο μπορούσε πιο γρήγορα τη φρουρά του.
Ξημέρωσε η άγια μέρα της 8ης Νοεμβρίου 1912 και στις 7 ώρα το πρωί μπροστά στη
Μυτιλήνη βρίσκεται ο ελληνικός στόλος: Τα θωρηκτά «Αβέρωφ», «Σπέτσαι», «Ύδρα»,
«Ψαρά», τα αντιτορπιλικά «Ιέραξ», «Νίκη», «Ασπίς», τα τορπιλοβόλα «12» και «14», το
πλοίο εφοδιασμού «Κανάρης» και το επίτακτο «Πέλοψ». Αργότερα έφθασαν το
«Καλουτάς», το «Ισμήνη», το εύδρομο «Αρκαδία» και άλλα βοηθητικά πολεμικά.
Οι Έλληνες της Μυτιλήνης ξεχύνονται στους δρόμους, πλησιάζουν τις ακρογιαλιές, στα
Τσαμάκια, στο λιμάνι, στο Κιόσκι, κι ακούνε από την μπάντα του «Αβέρωφ» το εμβατήριο
«Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» και η καρδιά τους γεμίζει από ξέφρενη χαρά και
μεγαλείο. Το παραλήρημα του πλήθους από ενθουσιασμό είναι αφάνταστα μεγάλο.
Χαιρετίζουν την πολυπόθητη λευτεριά. Χιλιάδες ελληνικές σημαίες στόλισαν τα χριστιανικά
σπίτια, τα δημόσια κτήρια, το δημοτικό κήπο και την προκυμαία.
Εκείνη την ώρα οι τοπικοί άρχοντες, Τούρκοι και Έλληνες, συσκέπτονταν στην έδρα του
βαλή για όσο το δυνατόν αναίμακτη διαδοχή της αρχής της Μυτιλήνης.
Από το θωρηκτό «Αβέρωφ» έρχεται μια ατμάκατος στο λιμάνι, προς το Κουμερκάκι, με
λευκή σημαία στην πλώρη και με ελληνική στην πρύμνη. Όρθιος ο Βασίλειος Καραμούζος,
αξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού και πρώην πλοίαρχος της Ατμοπλοίας Χατζή Δαούτ. O
κόσμος τον γνώριζε και τον αγαπούσε. Στο αντίκρισμά του άκρατος ενθουσιασμός
επικρατεί. O Καραμούζος κατευθύνεται στο Διοικητήριο και παραδίδει τελεσίγραφο του
ναυάρχου Κουντουριώτη στο μουτεσαρίφη Εράμ Μπέη, για την παράδοση της πόλης εντός
τριών ωρών. Αυτή την πρόταση τη δέχτηκαν όλοι, εκτός από το φρούραρχο Αμπντούλ Γκανί,
που δήλωσε ότι θα αντιτάξει άμυνα μέσα στην πόλη. Ζωηρές υπήρξαν οι διαμαρτυρίες των
αντιπροσώπων των δύο κοινοτήτων και των προξένων της Μυτιλήνης.
1ο. Ζήτησε εικοσιτετράωρη προθεσμία, για να συνεννοηθεί με την κυβέρνησή του στην
Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτή την πρόταση συμφώνησε και ο φρούραρχος ταγματάρχης
Αμπντούλ Γκανί ότι εάν διαταχθεί θα παρέδινε την πόλη χωρίς άμυνα.
2ο. Σε περίπτωση που δε θα γινόταν δεκτή αυτή η πρόταση εκ μέρους του διοικητή του
ελληνικού στόλου, να επιτραπεί τότε στον τουρκικό στρατό να περάσει στην αντίπερα
Ανατολή με τον οπλισμό και με τα πολεμοφόδιά του. Η μεταφορά αυτή να γίνει από ένα
ελληνικό μεταγωγικό πλοίο.
3ο. Σε περίπτωση που η πρόταση αυτή ήθελε απορριφθεί, τότε να επιτραπεί στον τουρκικό
στρατό ν’ αποχωρήσει στο εσωτερικό του νησιού, για ν’ αντιτάξει την άμυνά του.
Στις 11 η ώρα επιτροπή από το Μητροπολίτη Κύριλλο, το βαλή Εκρέμ μπέη και τους
προξένους των ξένων δυνάμεων, έφθασε στο θωρηκτό «Αβέρωφ» και έθεσε τις προτάσεις
στο ναύαρχο Κουντουριώτη.
Από την πρώτη στιγμή απέρριψε τις δύο πρώτες προτάσεις, την τρίτη όμως τη δέχτηκε, για
να μη συμβεί κακό στους κατοίκους της Μυτιλήνης. Τους δήλωσε ότι μπορεί ν’ αποσυρθεί
στο εσωτερικό του νησιού ο τουρκικός στρατός και να κάνει ό,τι θέλει για την άμυνά του.
Έδωσε ακόμα μία ώρα προθεσμία και στη 1:30 άρχισε η νικηφόρα αποβίβαση του
ελληνικού στρατού σε διάφορα μέρη ταυτόχρονα. Στο λιμάνι, στην Πετρόσκαλα και στην
Επάνω Σκάλα. Ύστερα από 450 χρόνια σκλαβιάς οι Μυτιληνιοί ζούσαν την όμορφη ώρα του
λυτρωμού τους.
Η εφημερίδα «Λαϊκός Αγών» της 8 Νοεμβρίου 1912 γράφει: «O ένδοξος ελληνικός στρατός,
το καμάρι μας, αποβιβάζεται εκ των πολεμικών μας πλοίων. Είναι ακριβώς μία και ημίσεια
ώρα και οι πεζοναύτες και οι πεζοί στρατιώτες μας, με τον ωραίον οπλισμόν των μάνλιχερ
και με όλας τας αποσκευάς των, επιβιβάζονται και στοιβάζονται εις τας φορτηγίδας και τας
λέμβους, που πρόθυμα προσεφέρθησαν από τους Μυτιληνιούς ιδιοκτήτες».
Η εφημερίδα «Λέσβος» της 8 Νοεμβρίου 1912 γράφει: «Η αυγή ομοία ταύτης ποτέ άλλοτε
δεν θ’ ανατείλη, επρόβαινε εις τον ορίζοντα και ήρξαντο να διαλύουσαι τα βαθέα σκότη και
το χλωμόν της φως, το ολοέν εντονώτερον καθιστάμενον. Από την Πετρόσκαλαν
εχαιρετίσαμεν την εμφάνιση του ελληνικού στόλου. Στις μία και ημίσεια ώρα στην
Πετρόσκαλαν απεβιβάσθη το πρώτο ελληνικό άγημα. Προηγούντο δύο μυδραλιοβόλα
“μαξίμ” και έπετο το άγημα με μίαν πελώρια ελληνική σημαίαν. Ηγείτο δε αυτού ο κ.
Καραμούζας, ο συμπαθής γνώριμος των νησιών του Αιγαίου και καλός φίλος μας.
Υπό την οδηγία του κ. Καραμούζου το άγημα ακολούθησε την παραλιακήν οδόν άγουσαν
προς το Καστράκι και εκείθεν ανήλθεν προς το θέρετρο του Νομάρχου.
Πάραυτα το άγημα έκαμε κατοχήν του κυβερνητικού κτιρίου και επί του εξώστου αυτού,
του βλέποντος προς την θάλασσαν, υψώθη υπερήφανος, ως εν εξαίσιον σύμβολον
πολιτισμού και ελευθερίας, η σημαία του αιωνίου πεπρωμένου του Ελληνικού έθνους,
χαιρετισθείσα υπό του στόλου δια είκοσι και ενός κανονιοβολισμών, υπό τας επευφημίας
του πλήθους και τα δάκρυα του».
Η Ελληνική δύναμη κατοχής στις 8 Νοεμβρίου 1912 ήταν 1096 στρατιώτες του τάγματος
Μανουσάκη και 300 πεζοναύτες του αγήματος Κ. Μελά, αδελφού του ήρωα
Μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Η απελευθέρωση της πόλης της Μυτιλήνης ήταν πια
γεγονός, ήταν η ένδοξη μέρα, η 8 Νοεμβρίου 1912.
O αρχηγός του στόλου του Αιγαίου Παύλος Κουντουριώτης απηύθυνε το πρώτο ελληνικό
διάγγελμα.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Α’
Ημείς, ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, αρχηγός του στόλου του Αιγαίου, προς τους
κατοίκους της Νήσου Μυτιλήνης Διακηρύσσομεν και διατάσσομεν.
1) Η Νήσος Μυτιλήνη μεθ’ όλων των εν αυτή πόλεων, κωμών και συνοικισμών, μετά των
λιμένων και των ακτών αυτής, κατελήφθη υφ’ ημών και διατελεί από τούδε εις την κατοχήν
μας.
3) O επίτροπος ημών έχει την εξουσίαν να χρησιμοποίηση διά την διοίκησιν τους ήδη
υπάρχοντας Οθωμανούς υπαλλήλους δύναται όμως να αντικαθιστά αυτούς κατά τας
ανάγκας και τα συμφέροντα της υπηρεσίας.
4) Αι υποθέσεις τοπικής φύσεως διεξάγωνται μέχρι νεωτέρας διαταγής ημών, όπως και
μέχρι τούδε, και υπό των αυτών τοπικών υπαλλήλων, αλλά υπό την ανωτέραν εποπτείαν
του ημετέρου Επιτρόπου, έχοντος το δικαίωμα να αντικαθιστά τους κακούς ή αμελείς.
7) Την προφύλαξιν των ως άνω δικαιωμάτων κατά παντός κινδύνου προσβολής αυτών
αναθέτομεν εις τον ημέτερον Επίτροπον ενεργούντα την αστυνομίαν της νήσου δια του
Στρατού
της κατοχής και έχοντα την εξουσίαν να εκδίδη αστυνομικάς διαταγάς οιουδήποτε
περιεχομένου αλλά γενικάς δι’ όλους τους κατοίκους και επιβαλλούσας ίσας υποχρεώσεις
εις αυτούς αδιακρίτως φυλετικής καταγωγής ή θρησκεύματος.
8) Ρητώς απαγορεύομεν εις πάντας τους κατοίκους της Νήσου την οπλοφορίαν,
υποχρεούνται δε πάντες εντός της υπό του ημετέρου Επιτρόπου ορισθησομένης
προθεσμίας να παραδώσωσιν τα όπλα εις τον στρατόν της κατοχής. Προς εκτέλεσιν του
αφοπλισμού επιτρέπομεν εις τον ημέτερον Επίτροπον να επιβάλλη τας αυστηροτέρας
ποινάς και να λαμβάνη τα αυστηρότερα μέτρα, ακόμη και εναντίον ολοκλήρων χωρίων.
Επίσης υποχρεούνται οι κάτοικοι και τα χωρία να καταβάλλουν και τας εκτάκτους εις είδος
ή εις χρήμα εισφοράς, όσας ήθελε διάταξη ο ημέτερος Επίτροπος, όστις έχει και το
δικαίωμα της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως έναντι αποζημιώσεως.
10) Καλούμεν πάντας τους κατοίκους της Νήσου να συνεχίσουν εν ειρήνη και τάξει τας
ιδιωτικάς αυτών υποθέσεις, υπακούοντες εις τους Νόμους και εις τας διαταγάς του
ημετέρου
11) Πάσα πράξις ή απόπειρα πράξεως θέτουσα εις κίνδυνον την ασφάλειαν του Στρατού
της κατοχής, του Στόλου ή και εν γένει τα συμφέροντα της Ελλάδος, θα δικάζεται
στρατιωτικώς ως έγκλημα εσχάτης προδοσίας και θα τιμωρήται με θάνατον 24 ώρας μετά
την απόφασιν.
Το βράδυ της 8 Νοεμβρίου 1912 ο στόλος ανεχώρησε για την απελευθέρωση της Χίου.
Έμειναν λίγα καράβια στο νησί.
Στις 9 Νοεμβρίου έφθασε στην Πέτρα το τορπιλοβόλο «14» με πλοίαρχο τον Π.
Αργυρόπουλο και διαβεβαίωσε τους Πετριάνους ότι θα παρέμενε εκεί το πλοίο, μέχρι να
έλθει ο ελληνικός στρατός. O κόσμος ενθουσιάστηκε. Αλλά τη νύχτα το καράβι πήρε σήμα
για ένταξή του σε νηοπομπή κι έφυγε σύμφωνα με τη διαταγή. Τότε επέστρεψαν οι Τούρκοι
χωροφύλακες μαζί με φενταήδες (ατάκτους) και λεηλάτησαν την Πέτρα. Σκότωσαν τον
Ελευθέριο Τατά, το δημογέροντα Φωτιάδη, δύο ακόμα Πετριανούς, τραυμάτισαν σοβαρά
τον καθηγητή Πανεπιστημίου Ν. Ελευθεριάδη και ξυλοκόπησαν πολλούς Πετριανούς.
Στις 10 Νοεμβρίου ελληνικά πλοία κατέλαβαν το Πλωμάρι, που στο μεταξύ είχε διώξει την
τουρκική φρουρά.
Στη μεταβατική περίοδο του ενός μήνα, από τις 8 Νοεμβρίου έως τις 8 Δεκεμβρίου, που
υπογράφτηκε το πρωτόκολλο παράδοσης του τουρκικού στρατού στο ύψωμα Πετσοφάς,
μετά την πολύνεκρη μάχη, και απελευθερώθηκε ολόκληρη η Λέσβος, στην ύπαιθρο έγιναν
τρομερά κακουργήματα από Τούρκους ατάκτους, με αρχηγό τους τον Κεμάλ αγά, πρώην
αστυνομικό στην Καλλονή. Συνελάμβαναν χριστιανούς, τους ξυλοκοπούσαν άγρια και τους
αποσπούσαν χρηματικά ποσά. Σκότωναν, ρήμαζαν χριστιανικά χωριά και ήταν ο τρόμος και
ο φόβος από όπου περνούσαν.
Αυτή την περίοδο ο αγροτικός πληθυσμός την ονομάτισε τα «φόβια». Όμως τα γεγονότα
βίας και η εγκληματικότητα θα ήταν πολλαπλάσια, εάν δεν επενέβαινε ο διοικητής του
τουρκικού στρατού Αμπτούλ Γκανί, τίμιος στρατιωτικός. Καταδίκασε τη συμπεριφορά του
Κεμάλ αγά και περιόρισε όσο μπόρεσε την απάνθρωπη δράση τους. Και από την πλευρά
όμως των χριστιανών έγιναν άγρια εγκλήματα με τη δικαιολογία της άμυνάς τους, ενώ
βαθύτερο κίνητρο στις πράξεις τους ήταν η εκδίκηση.
Στις 2 Δεκεμβρίου 1912 το ελληνικό πολεμικό «Αρκαδία» εμφανίστηκε μπροστά στο λιμάνι
της Μήθυμνας. Μέσα στο λιμάνι βρίσκονταν πολλά καΐκια χριστιανών και τούρκων. O
διοικητής του «Αρκαδία», επειδή υποψιαζόταν πως αυτά τα καΐκια θα μπορούσαν να τα
χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι, για να μεταφέρουν ενισχύσεις από τη Μ. Ασία, έστειλε ένα
σημαιοφόρο με μια βενζίνα με λευκή σημαία και ζήτησε από τις τουρκικές αρχές της
Μήθυμνας να του παραδώσουν τα τιμόνια των καϊκιών του λιμανιού. Οι τουρκικές αρχές
αρνήθηκαν.
Κατατρόμαξαν οι Τούρκοι με την επιτυχία και ακρίβεια των ελληνικών βολών. Με την
πρώτη βολή κόπηκε στα δύο ο ιστός του Λιμεναρχείου, όπου κυμάτιζε η τουρκική σημαία.
Τα άτακτα στοιχεία των Τούρκων, οι φενταήδες, μαζί με τους φανατικούς Τούρκους της
Μήθυμνας επεχείρησαν να τη λεηλατήσουν. Στη Μήθυμνα όμως υπήρχαν δύο κέντρα, που
κατεύθυναν εκείνες τις μέρες τα γεγονότα.
Από την τουρκική πλευρά η Λέσχη των Νεότουρκων, που είχαν τα γραφεία τους στο κτήριο
του Μαλέργου, απέναντι από το μεγάλο λουτρό, και που αρχηγός τους ήταν ο Τζελάλ
μπέης, ο ιδιοκτήτης του αρχοντικού, όπου στεγάζεται σήμερα ο Δήμος Μήθυμνας.
Από τη χριστιανική πλευρά το καφενείο του Δανιήλ, αυτό που έχει σήμερα ο Λάμπρος
Χαβουτσιώτης. Στο ιδιαίτερο δωμάτιο του γίνονταν οι συναντήσεις και αρχηγός τους ήταν ο
δικηγόρος Δημήτριος Σάββας, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός βουλευτής στο τουρκικό
κοινοβούλιο, γιατί οι Τούρκοι, με διάφορους εκλογικούς νόμους που μαγείρεψαν,
κατόρθωσαν να μην εκλεγεί Χριστιανός βουλευτής, εκτός από τον πανέξυπνο Μηθυμναίο
Δημήτριο Σάββα, που αποκαλούνταν «βόρεια αλώπηξ».
Μέσα σ’ αυτό το μίσος που επικρατούσε στη Μήθυμνα ξεπετάχτηκε ο καλόψυχος μουφτής
της Μήθυμνας Νουχ εφέντης και οι δύο μετριοπαθείς Τούρκοι Μπέηδες και σε συνεργασία
με το Δημήτριο Σάββα κατόρθωσαν ν’ αποφύγει η Μήθυμνα τη λεηλασία.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν πάρθηκαν δύο πρωτοβουλίες από τη μετριοπαθή πτέρυγα
των Τούρκων και χριστιανών, που πάσχιζαν να κρατήσουν τη Μήθυμνα μακριά από την
αιματοχυσία στις δύσκολες αυτές ώρες.
O μουφτής Νουχ εφέντης, γνωστός του διοικητή του τούρκικου στρατού στο στρατόπεδο
του Κλαπάδου, και ο Δημήτριος Σάββας, βουλευτής του τουρκικού κοινοβουλίου, άριστος
γνώστης της τουρκικής γλώσσας, έγραψαν ένα γράμμα και παρακαλούσαν το διοικητή
Γκανί μπέη ν’ απομακρύνει τους φενταήδες από τη Μήθυμνα.
Οι απεσταλμένοι, όταν έφτασαν κοντά στη Λαφιώνα, με τα άσπρα μαντίλια τους, είδαν τα
τουρκικά φυλάκια από μακριά. Τα καραούλια τους σταμάτησαν, τους έδεσαν τα μάτια και
τους οδήγησαν στο στρατόπεδο στον Κλαπάδο, στο διοικητή τους Γκανί μπέη. Διάβασε
εκείνος το γράμμα, διέταξε και τους έδωσαν συσσίτιο, τους κράτησαν μέχρι να σκοτεινιάσει
και τους άφησαν να γυρίσουν στη Μήθυμνα.
O Γκανί μπέης τους είπε πηγαίνετε τα σεβάσματά μου στο μουφτή και στο φίλο μου
Δημήτριο Σάββα και τούτο μονάχα πέστε τους. «Αλαχίν γκενί-γι-ολούρ» (του Θεού θα
γίνει).
Συγχρόνως μια επιτροπή από το Δημήτριο Σάββα και τους δύο μετριοπαθείς μπέηδες,
επιβιβάστηκε σε μια βάρκα και συνάντησε τα ελληνικά πολεμικά πλοία στον όρμο της
Πέτρας. Έδωσε έγγραφο της Δημογεροντίας της Μήθυμνας, στον επικεφαλής του στόλου
πλοίαρχο Δαμιανό, όπου παρακαλούσαν την άμεση κατάληψη της Μήθυμνας από τον
ελληνικό στόλο.
Στις 5 Δεκεμβρίου ήλθε στη Μήθυμνα ο Αμπντούλ Γκανί και σύστησε σε όλους ψυχραιμία
και λογική σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες. O Αμπντούλ Γκανί επέστρεψε στο στρατόπεδο του
στον Κλαπάδο, όπου στις 6 και 7 Δεκεμβρίου έγινε η ηρωική επίθεση του ελληνικού
στρατού στα υψώματα «Τυραννίδι» και «Πετσοφάς», κοντά στο μοναστήρι του Λειμώνος.
Με την ακράτητη επίθεση του ελληνικού στρατού και με τον αδιάκοπο βομβαρδισμό των
ελληνικών καραβιών από τον όρμο της Πέτρας, οι Τούρκοι υπέκυψαν και στις 8 Δεκεμβρίου
στο ύψωμα «Πετσοφάς» υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης του τουρκικού στρατού.
Τους Λέσβιους Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες, αφού τους αφόπλισαν τους
έστειλαν στα σπίτια τους.
Το βράδυ της 8 Δεκεμβρίου όλος ο τουρκικός στρατός μεταφέρθηκε στο λιμάνι της
Μήθυμνας. Τους τραυματίες την ίδια βραδιά τους έστειλαν με καΐκια στην πατρίδα τους τη
Μικρά Ασία.
Όλους τους άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες, σύνολο 1500, τους έστειλαν με
ατμόπλοια στον Πειραιά ως αιχμάλωτους πολέμου.