You are on page 1of 48

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

το μυστήριο
της Εκκλησίας

Ενθύμιον Κατασκηνωτικών Τριημέρων


Καλοκαίρι 2019
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ περιεχομενα
ΙΕΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Χαιρετισμός Προέδρου Συντονι-
Συμβουλευτική Επιτροπή: στικής Επιτροπής ΧΣΓ κ. Χαράς
π. Παναγιώτης Πίπης Δημοσθένους 1
π. Μιχάλης Μαλιάππης
Το Μυστήριο της Εκκλησίας,
π. Ιορδάνης Ιορδάνου
Επίσκοπος Καρπασίας
Ορθοδοξία Καλογήρου
κ. Χριστοφόρος 3

Διοικητικό Συμβούλιο Η Εκκλησία μέσα από την Παλαιά


Συντονιστικής Επιτροπής Διαθήκη, Πρωτ. Δημοσθένης
Χριστιανικών Συνδέσμων Δημοσθένους 9
Γυναικών (ΧΣΓ):
Αποστολικό Ανάγνωσμα: “Αὐτός
Πρόεδρος: Χαρά Δημοσθένους
ἐστι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος”,
Γραμματέας: Μαρία Παπαβασιλείου
Χαρά Δημοσθένους 12
Ταμίας: Μαρία Δημοσθένους
Μέλη: Ευανθία Αχιλλέως Αποστολικό Ανάγνωσμα:
Αναστασία Κυλίλη Η ενότητα των ανθρώπων,
Ευδοκία Παναγή Αντώνιος Χαραλάμπους 15

Επιμέλεια Εντύπου: Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: “Εκκλησία:


Πρωτ. Σωκράτης Ανδρέου η λογική ποίμνη του Χριστού”,
Χαρά Δημοσθένους Πρωτ. Σωκράτης Ανδρέου 20

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: “Συμφέρει


σε συνεργασία με το Γραφείο ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπέρ
Εκκλησιαστικής Κατηχήσεως και τοῦ λαοῦ”, Ευδόκιος Δημητρίου 25
Διακονίας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής
Κύπρου. Το έργο της Εκκλησίας,
Αρχιμ. Γρηγόριος Μουσουρούλης 29

Το Μυστήριο της Εκκλησίας μέσα


από την Υμνολογία της,
Πρωτ. Δημήτριος Δημοσθένους 32

“Στήκετε καί κρατεῖτε τάς


παραδόσεις”, Ευδόκιος Δημητρίου 37

Η Εκκλησία ναυς στον βίο,


Ευδόκιος Δημητρίου 44
Χαιρετισμός Προέδρου
Συντονιστικής Επιτροπής
Χριστιανικών Συνδέσμων Γυναικών
κ. Χαράς Δημοσθένους

Με τη βοήθεια του Θεού καταξιωθήκαμε να πραγματοποιήσουμε και φέτος


τα Κατασκηνωτικά Τριήμερα των Χριστιανικών Συνδέσμων Γυναικών στον
Άγιο Νικόλαο Στέγης στην Κακοπετριά, με θέμα: «Το Μυστήριο της Εκκλησίας».
Είναι γνωστό σε όλους τους πιστούς Χριστιανούς ότι η Εκκλησία δεν
είναι απλά και μόνο ο ναός στον οποίο προσερχόμαστε για να λατρεύσουμε
τον Τριαδικό μας Θεό, αλλά κάτι ευρύτερο, που πάντοτε όμως έχει ως
σημείο αναφοράς του ετούτον τον Ναό…
Η Εκκλησία δεν είναι κάποιο ίδρυμα, δεν είναι ένας θεσμός, δεν είναι
μια οργάνωση, αλλά αυτή η ίδια η Νύμφη του Χριστού. Η Εκκλησία ως
πραγματικότητα, φυσικά αποτελεί «προϊόν» της προαιώνιας βουλής του
Θεού, καθώς είναι ο χωρο - χρόνος όπου ο Θεός απεργάζεται τη σωτηρία του
ανθρώπου. Αν ο Χριστός είναι ο μόνος Σωτήρας του κόσμου, αυτό συμβαίνει,
γιατί είναι ο αρμός και ο ζωοδότης αυτής της Εκκλησίας. Γι’ αυτό όποιος
επιχειρεί να φθάσει στον Χριστό παρακάμπτοντας την Εκκλησία, ματαιοπονεί.

1
Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού και ο Χριστός η
κεφαλή του σώματος. Ούτε η κεφαλή μπορεί να νοηθεί
χωρίς το σώμα, αλλά ούτε και το σώμα χωρίς την κεφαλή.
Κεφαλή και σώμα δεν είναι δυνατόν να βρίσκονται ούτε
για μια στιγμή σε αντίθεση ή διάσταση. Ούτε η αμαρτία
των μελών του σώματος μπορεί να χωρίσει το σώμα από
την κεφαλή. Η Εκκλησία είναι «ιατρείον», ο χώρος της
μετάνοιας και της αφέσεως, για όσους βεβαίως επιθυμούν
να εισέλθουν σ’ αυτήν.
Η Εκκλησία ως σώμα του Χριστού, αποτελείται από όλους τους
βαπτισμένους Χριστιανούς οι οποίοι καλούνται να συμβαπτιστούν και να
συσταυρωθούν με τον Χριστό μυστηριακά και μυσταγωγικά. Με τη θεία
Ευχαριστία και όλη τη λειτουργική ζωή της, ολόκληρη η κτίση προσεύχεται
και ανάγεται ευχαριστιακά προς τον Τριαδικό μας Θεό με στόχο την
παροντική και μελλοντική βίωση του μυστηρίου της Βασιλείας του Θεού,
όπου ο Χριστός είναι «τα πάντα εν πάσι».
Αποστολή της είναι να μεταφέρει το μήνυμα της Βασιλείας, που βιώνει
μυστηριακά, σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, αυξάνοντας
έτσι «το πλήρωμα του εν πάσι πληρουμένου Χριστού εν Αγίω Πνεύματι». Το
μυστήριο της θείας οικονομίας δεν τελείωσε με την ανάσταση του Χριστού.
Η σταύρωση και η ανάσταση ήταν η κορύφωση της θείας συγκατάβασης
στην ιστορία του ανθρώπου, η οποία επεκτείνεται πάντοτε, νυν, και αεί και
εις τους αιώνας…
Έτσι έβλεπε ο ιερός Χρυσόστομος την Εκκλησία, και έτσι μας καλεί να τη
βλέπουμε, να τη βιώνουμε και να τη διακονούμε ο καθένας από το λειτούργημά
του. Είναι καιρός ο καθένας μας να ακούσει την προτροπή του Αγγέλου, όπως
την άκουσε και ο μεγαλοφωνότατος Ησαΐας: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά
φόβου…». «Στεκόμαστε» σίγουρα μέσα στην Εκκλησία, ως ενεργά μέλη της.
Στεκόμαστε όμως ΚΑΛΩΣ; Ας θυμηθούμε αγαπητοί μου ότι: Εκκλησία είσαι κι
εσύ κι εγώ κι όλοι μας, όσοι ορθοδόξως βαπτιστήκαμε
και πιστεύουμε και ομολογούμε και ζούμε εν ονόματι
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Η Εκκλησία ορθοτομεί τον λόγον της
αληθείας. Ο κύριος σκοπός της είναι λυτρωτικός.
Περιφρουρεί την ορθόδοξη πίστη του λαού
και τα ορθόδοξα ήθη. Αντιστρατεύεται κάθε
τι το οποίο είναι αντίθετο προς τον νόμο του
Ευαγγελίου και το θέλημα του Θεού.

2
Το μυστήριο της Εκκλησίας
του Επισκόπου Καρπασίας κ. Χριστοφόρου

Το μυστήριο της Εκκλησίας θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί αυτή


την ουσία της ύπαρξής μας. Έξω από την κατανόηση και τη βίωση του
μυστηρίου της Εκκλησίας δεν μπορεί κανείς να ολοκληρωθεί πνευματικά.
Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αυτό που έκανε ο Χριστός
με την ενανθρώπισή του ήταν να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την
ύπαρξή μας. Και μέσα από τη βίωση του μυστηρίου της Εκκλησίας να συνει-
δητοποιήσουμε την ύπαρξή μας, ποιοί είμαστε, και ποιος ο προορισμός μας.
Εστιάζοντας την προσοχή μας στο μυστήριο της Εκκλησίας ενθυμούμαστε
την ρύση του γνωστού τροπαρίου «οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν», και τούτο
διότι αποτελεί βίωμα πίστεως και αληθείας, «πίστει μόνῃ τοῦτο…». Όταν το
ζει κανείς δύναται να το γνωρίσει εκ πείρας, και δεν έχει ανάγκη να το ψάχνει
ή να το αιτιολογήσει, γιατί το ζει. Ξέρουμε ότι το μυστήριο της Εκκλησίας
είναι η αληθινή πραγματικότητα μέσα από την οποία πορευόμαστε. Οδηγός
μας μέσα σ’ αυτή την εξερεύνηση του μυστηρίου είναι ο απ. Παύλος ο οποίος
είναι ο εκκλησιολόγος όλων των εποχών, καθώς και ο ερμηνευτής του, ο
Ιερός Χρυσόστομος.
Ο Απόστολος Παύλος εναλλάσσει το Μυστήριο της Εκκλησίας με τους
όρους: το Μυστήριο του Χριστού, το Μυστήριο του Θεού, το Μυστήριο της
ευσεβείας και το Μυστήριο του θελήματος του Θεού. Οι έννοιες αυτές στον
Απόστολο Παύλο είναι ταυτόσημες. Ένα απόσπασμα από την προς Εφεσίους
επιστολή του αναφέρει: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ὁ εὐλογήσας ἡμᾶς ἐν πάσῃ εὐλογίᾳ πνευματικῇ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν
Χριστῷ, καθὼς καὶ ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου εἶναι ἡμᾶς
ἁγίους καὶ ἀμώμους κατενώπιον αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν
διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ, εἰς ἔπαινον
δόξης τῆς χάριτος αὐτοῦ, ἐν ᾗ ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς ἐν τῷ ἠγαπημένῳ, ἐν ᾧ ἔχομεν
τὴν ἀπολύτρωσιν διὰ τοῦ αἵματος αὐτοῦ, τὴν ἄφεσιν τῶν παραπτωμάτων, κατὰ
τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ, 8 ἧς ἐπερίσσευσεν εἰς ἡμᾶς ἐν πάσῃ σοφίᾳ
καὶ φρονήσει, γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ κατὰ τὴν
εὐδοκίαν αὐτοῦ, ἣν προέθετο ἐν αὐτῷ εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν
καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ

3
τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ, ἐν ᾧ καὶ ἐκληρώθημεν προορισθέντες κατὰ πρόθεσιν
τοῦ τὰ πάντα ἐνεργοῦντος κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ θελήματος αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι
ἡμᾶς εἰς ἔπαινον δόξης αὐτοῦ, τοὺς προηλπικότας ἐν τῷ Χριστῷ» (Εφ. 3-12).
Δοξολογεί εγκαρδίως ο απ. Παύλος τον Θεό καθώς ευλόγησε τον
κόσμο με ευλογία πνευματική που δεν είναι άλλη από την προσφορά του
μεγαλύτερου δώρου που μπορούσε να μας δώσει, δηλαδή τον Υιό του
τον Μονογενή. Μας ευλόγησες και μας χαρίτωσες εν τω ηγαπημένω σου
Υιό μέσα από αυτή την σχέση, δηλ. την κοινωνία μαζί του. Διότι από τον
ηγαπημένο έχουμε την απολύτρωση, την ελευθερία από την κυριαρχία του
διαβόλου, που επιτυγχάνεται δια του αίματος Αυτού και της άφεσης των
παραπτωμάτων ημών. Διά του ηγαπημένου Υιού του Θεού αποκαλύπτεται
σε μας ο πλούτος της χάριτος. Ο ηγαπημένος έρχεται και παρέχει σε μας
ευλογία πνευματική, μας χαριτώνει, μας αποκαλύπτει τον πλούτο της χάριτος
αυτού. Διά του αίματός του έρχεται μέσα μας αυτή η λύτρωση την οποία ο
απ. Παύλος εννοεί ως εσωτερική ελευθερία από τα πάθη και την κυριαρχία
του διαβόλου, και ότι μας κρατά δεμένους σ’ αυτόν τον κόσμο. Έτσι μ’ αυτόν
τον τρόπο αποκαλύπτει σε μάς το μυστήριο του θελήματος Του Θεού. Αυτό
είναι το μυστήριο το οποίο εμείς καλούμαστε να ζήσουμε και να βιώσουμε
παίρνοντας μια απόφαση προσωπική. Λέει ο Παύλος «τοῦτο ἐστί τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ἡμῶν». Πώς θα φτάσουμε σ’ αυτήν την αγιότητα;
Δεν έχει άλλο θέλημα ο Θεός παρά ο αγιασμός ημών ο οποίος βιώνεται
μέσα στην Εκκλησία και κατ’ επέκταση μέσα από την όλη προσωπική
πνευματική ζωή του καθενός μας.
Στη ζωή μας ο Θεός τον αγιασμό μας τον ενεργεί δια του Χριστού,
εν τω Χριστώ και αποβλέπει εις τον Χριστό. Οπότε κέντρο όλης της
ζωής της ύπαρξης, του αγιασμού, της ολοκλήρωσης, της πληρότητας
μας είναι ο Χριστός. Αυτό είναι το ευαγγέλιο της σωτηρίας μας. Εν
τω ηγαπημένω, δηλαδή τον Χριστό, η Αγία Τριάδα μας χαρίτωσε,
μας ευλόγησε, μας λύτρωσε, μας αποκάλυψε το μυστήριο του
θελήματος αυτού. στο οποίο εμείς επιστέψαμε. Δια της χάριτος
του Χριστού βιώσαμε την αγάπη του Θεού και Πατρός και κατ’
επέκταση το μέγα της ευσεβείας μυστήριο καθώς «ὅτι ἐν αὐτῷ
κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9).
Όλη η θεότητα είναι στον Χριστό και γι αυτό αξιωνόμαστε να
ζούμε ενωμένοι μαζί του πεπληρωμένοι αυτό το μυστήριο της
Εκκλησίας όπως αυτό αποκαλύπτεται μέσα από τη ενανθρώπηση
του ίδιου του Υιού και Λόγου του Θεού. Ο απ. Παύλος λέει
ότι Εκκλησία είναι ο Χριστός ενωμένος με τον άνθρωπο και ο

4
άνθρωπος ενωμένος με τον Χριστό, εμείς όλοι είμαστε Εκκλησία. Οι πιστοί
είναι το πλήρωμα του Χριστού.
Στην προς Εφεσίους επιστολή ο Απ. Παύλος λέγει τα εξής: «καὶ αὐτὸς
ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς
δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον
διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσωμεν οἱ
πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς
ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Εφ. 4,11-13).
Ποια είναι η ηλικία η πνευματική που αποτελεί το πλήρωμα του Χριστού;
Στην ίδια συνάφεια κειμένου, λίγους στίχους παρακάτω συμπληρώνει: Και
αυτόν δηλ. τον Θεάνθρωπο, έδωκε κεφαλή της Εκκλησίας, «ἥτις ἐστί τό
σῶμα αὐτού», το πλήρωμα του Χριστού, η Εκκλησία. Μια αρχική πρόσληψη
είναι δια του βαφτίσματος, αλλά το πλήρωμα η εκκλησία. Μια κεφαλή χωρίς
το σώμα δεν μπορεί να υπάρξει πληρότητα. Ούτε η κεφαλή μπορεί χωρίς
το σώμα, ούτε το σώμα χωρίς την κεφαλή. Τότε πληρούται η κεφαλή, τότε
τέλειο σώμα γίνεται όταν πάντες συνημμένοι και συγκεκολλημένοι εἰσί.
Ο Ιερός Χρυσόστομος φέρει παράδειγμα το ανθρώπινο σώμα και
διερωτάται ρητορικά: από πού παίρνουν ενέργεια τα μέλη του σώματος; Από
την κεφαλή. Αν κόψουμε το χέρι, δεν έχει πλέον κοινωνία με την κεφαλή ενώ
συνάμα δεν έχει ενέργεια ούτε και πνεύμα. Το ίδιο παθαίνει όταν αποκοπεί
από την κεφαλή καθώς δεν είναι πλέον ζωοποιημένο. Είναι έξω από την
εκκλησία, έξω από το σώμα. Γι’ αυτό είναι απαραίτητος ο εκκλησιασμός γιατί
αν δεν πάμε στο ναό πως θα βιώσουμε το μυστήριο της κοινωνίας με το
Χριστό και την Εκκλησία; Στη θεία ευχαριστία πληρούμαστε κι εμείς εν αυτώ
και ερχόμαστε σε αυτή την ενότητα την πνευματική. Όταν ομού πάντες είμαστε
συνημμένοι και συγκεκολλημένοι. Το μυστήριο αυτό πραγματοποιείται μέσα
στην Θεία Ευχαριστία. Ο Απ. Παύλος μας λέγει ότι η Εκκλησία είναι Σώμα
Χριστού, και μας οδηγεί αυτή η αντίληψη στην Κοινωνία ως Σώμα Χριστού.
Και λέγει ο Χρυσόστομος, όπως πήρε το σώμα που πήρε από την Παναγία μας,
ενώθηκε με τον Χριστό, έτσι και εμείς ενωνόμαστε με τον Χριστόν, διά του
Άρτου της Θείας Κοινωνίας. «Τί ἐστίν ὁ Ἄρτος» Σώμα Χριστού. «Τι γίνονται οι
μεταλαμβάνοντες;». Σώμα Χριστού. Δηλαδή όσοι κοινωνούν γίνονται Σώμα
Χριστού. Όχι σώματα πολλά, αλλά σώμα ένα. Και όλο αυτό το μυστήριο της
Εκκλησίας βιώνεται στην Ευχαριστιακή σύναξη, και όλοι στην ευχαριστιακή
σύναξη γινόμαστε εκ της σαρκός Αυτού και εκ των οστέων Αυτού.
Και έρχεται να μας πει ο Παύλος «παρέλαβα το μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας από τον Κύριο το οποίο και σας το παρέδωσα». Εδώ γεννάται ένα
ερώτημα. Αφού ο απ. Παύλος δεν ήταν στον Μυστικό Δείπνο, πώς λέγει ότι

5
το παρέλαβε από τον Κύριο; Το παρέλαβε μέσα από το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας και όλοι εμείς από εκεί το παραλαμβάνουμε και το βιώνουμε ως
το μυστήριο του θελήματος του Θεού, ο αγιασμός μας και το παραδίδουμε
παρακάτω. Όταν δίνεται η εντολή μέσα στην Θεία Λειτουργία με το «λάβετε
φάγετε…» και το «πίετε εξ αυτού πάντες…», από πού το παραλαμβάνουμε;
Από τον Χριστό που είναι η κεφαλή μας. Λέγει πιο κάτω «μεμνημένοι τοίνυν
της σωτηρίου ταύτης εντολής, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου
αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας και της
δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας». Πώς βιώνουμε την ένδοξη Δευτέρα
παρουσία του Χριστού, εφόσον δεν έγινε ακόμη; Πώς την βιώνουμε εφόσον
θα αποκαλυφθεί στην πληρότητά της η χάρις του Θεού, στην Δευτέρα
Παρουσία; Και όσοι τη βιώνουμε και τη ζούμε από αυτή τη ζωή ως Εκκλησία,
θα την καταλάβουμε και στη Δευτέρα Παρουσία; Γι’ αυτό λέγει ο απ. Παύλος
ότι «τώρα η ζωή μας» με ένα μυστηριακό τρόπο, κέκρυπται εις την ζωήν του
Χριστού, συν τω Θεώ. «Ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς
σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ» (Κολ. 3, 4).
Ξέρετε ποιος είναι φόβος εδώ; Να ζούμε έναν άλλον Χριστό, να έχουμε
μια άλλη σχέση με τον Χριστό, να αποκαλυφθεί τότε στη Δευτέρα Παρουσία
μέσα στη Δόξα Του και να μην πάρουμε είδηση. Γι’ αυτό λέγει στην ευχή της
Αναφοράς ότι ζούμε την Δευτέρα Παρουσία από τώρα. Μετά τον καθαγιασμό
ο ιερουργός εύχεται όπως η Θεία Κοινωνία γίνει για όσους Κοινωνήσουν, να
φθάσουν στην εσωτερική κατάνυξη και να φθάσουν σε αυτή τη συνείδηση
και συνειδητοποίηση του μυστηρίου του Θελήματος Αυτού. Οπότε έχουμε
άφεση αμαρτιών, κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, αλλά και πλήρωμα μέσα
μας, της Βασιλείας του Θεού, διά της Θείας Κοινωνίας. Γι’ αυτό στη Θεία
Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου παρακαλούμε όπως μεταλαμβάνουμε
του Σώματος και το Αίμα του Χριστού, αξίως μέχρι τελευταίας μας αναπνοής.
«Άχρις οὖ ἀνέλθη».
Άρα ο Χριστός βρίσκεται στη Θεία Ευχαριστία και είναι η καρδιά του
Μυστηρίου της Εκκλησίας. Εκεί φανερώνεται και πιστοποιείται η ζωή της
Εκκλησίας. Είναι η πηγή της ενότητας με τον Χριστό και είναι η πηγή της
ενότητας των μελών της Εκκλησίας με το Σώμα του Χριστού. Γι’ αυτό
αναφέρεται στην προς Κορινθίους επιστολή ότι «Τὸ ποτήριον τῆς εὐλογίας
ὃ εὐλογοῦμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; τὸν ἄρτον ὃν
κλῶμεν, οὐχὶ κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα
οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» (Κορ. Α΄ 10,16).
Οπότε το μυστήριο της ένωσής μας με τον Χριστό, είναι η Εκκλησία και αυτό
πραγματοποιείται στη Θεία Ευχαριστία στην κατεξοχήν πραγματική ένωσή

6
μας μ’ αυτόν, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο.
Ο Απ. Παύλος φέρνει ως παράδειγμα, του γεγονότος ότι είμαστε πολλά
πρόσωπα και είμαστε ενωμένοι με τον Χριστό, το ίδιο το ψωμί. Το ψωμί
αποτελείται από πολλούς κόκκους σίτου. Αυτούς τους κόκκους τους ενώνουμε
και γίνεται ένας άρτος. Διακρίνονται οι κόκκοι μεταξύ τους όταν ενωθούν και
γίνουν άρτος; Φυσικά όχι. «Οὕτω καί ἀλλήλοις καί τῷ Χριστῷ ἑνωνόμεθα». Ο
άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας λέγει ότι κάθε φορά που Κοινωνούμε,
δεν προσλαμβάνουμε εμείς τον Χριστό. Μας προσλαμβάνει ο ίδιος ο Χριστός
και έτσι κάθε φορά που Κοινωνούμε γινόμαστε το Σώμα του Χριστού. Γίνεται
μια αλληλοπεριχώρηση μεταξύ ημών, του Χριστού και με τους αδελφούς
μας. Δεν ήταν αρκετό απλώς ο Χριστός να γίνει άνθρωπος στην επί γης
παρουσία Του. Ήρθε ο Χριστός για να μας κατασκευάσει σε δικό Του Σώμα.
Οπόταν όπου είναι ο Χριστός εκεί μυστηριακά, εκεί βρισκόμαστε και εμείς.
Λέγει ο Ι. Χρυσόστομος ότι «όπως ο Χριστός πήρε τη δική μας φύση από
την Παναγία, έτσι και εμείς κοινωνούμε της δικής Του Θεότητος, και όταν
κοινωνούμε ενωνόμαστε μαζί Του, έτσι μας ενώνει μαζί Του». Γι’ αυτό και ο
Απ. Παύλος λέγει ότι είμαστε «μέλης ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ και ἐκ τῶν ὀστέων
αὐτοῦ». Επίσης ο Χρυσόστομος λέγει ότι στη Θ. Ευχαριστία, εκείνη τη στιγμή

7
που κοινωνούμε γινόμαστε «Θεοπόθητοι». Δηλαδή στην Εκκλησία πάμε για
να κοινωνήσουμε, και εφόσον ποθούμε αυτή την Κοινωνία με τον Χριστό, και
εμάς ο Θεός μας ποθεί και γινόμαστε και εμείς Θεοπόθητοι, συγγενείς του
Χριστού. Τότε η Εκκλησία αποκαλύπτεται ως Σώμα Χριστού, γιατί η Εκκλησία
αποκαλύπτεται ως μυστήριο συγκέντρωσης και συνάθροισης «σύν πάσι τοῖς
Ἁγίοις». Δεν εννοούνται μόνον οι άγιοι όσους τους τιμούμε ως Αγίους, αλλά
και όσοι φθάνουν να ζήσουν τον Αγιασμό και την Κοινωνία με τον Χριστό. Γι’
αυτό αναφέρεται σε μια ευχή στην Θεία Λειτουργία. «Πρόσχες Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου και ἀπό θρόνου δόξης τῆς
βασιλείας σου, και ἐλθέ εἰς το ἁγιᾶσαι ἡμᾶς, ὁ ἄνῳ τῷ Πατρί συγκαθήμενος και
ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνῶν…». Και πριν τον Χερουβικό ύμνο διαβάζει μυστικά
μια ευχή ο ιερέας που λέγει ότι «εσύ (ο Χριστός) είσαι ο προσφέρων και
προσφερόμενος και διαδιδόμενος».
Η Εκκλησία και η Θεία Ευχαριστία υπάρχουν γιατί ενώνονται μυστικά στο
Χριστό και είναι αδύνατο να υπάρχει η μια χωρίς την άλλη. Και λέγει ο Απ.
Παύλος «ἐάν κάποιος ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἐσθίει τόν ἄρτον τοῦτον ἤ
πίνει τό ποτήριον τοῦτο, κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει, μή διακρίνων τό σῶμα καί τό αἷμα
τοῦ Κυρίου». Σε ευχή στη Θεία Λειτουργία παρακαλούμε όπως Κοινωνήσουμε
«μή εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα». Το «μή διακρίνων» που αναφέρει του Απ.
Παύλου, εκτός από την ηθική προετοιμασία, επιπλέον είναι και ο πιστός να
μην έχει συναίσθηση ότι αυτό που κοινωνεί είναι το Σώμα και το Αίμα του
Χριστού, και μετέχει με ανευλάβεια.
Τελειώνουμε με το εξής: ότι το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί
την μεγαλύτερη ενότητα με τον Χριστό και την ένωση μεταξύ των πιστών.
Μέσα στη Θεία Λειτουργία αναφέρεται «την ἐνότητα τῆς πίστεως και την
κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοῦς και ἀλλήλους και πάσαν
την ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Δηλαδή είμαστε όλοι εμείς το
Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Όλα τα πιο πάνω είναι το μυστήριο του Θεού,
το Μυστήριο της Εκκλησίας.

8
Η Εκκλησία
μέσα από την Παλαιά Διαθήκη
του Πρωτ. Δημοσθένη Δημοσθένους, Δρ Θεολογίας

Εκκλησία σημαίνει συνάθροισης πιστών,


σημαίνει λαός χριστιανών πιστών που
εμφορείται από την κοινή σε όλους
ορθόδοξη πίστη. Δεν είναι μάζα ατόμων
διότι έτσι περιλαμβάνει το απρόσωπο, ούτε
είναι ακαθόριστα η ανθρωπότητα. Εκκλησίες –
ναοί, στολίζουν ολόκληρο τον ελληνικό αλλά και
παγκόσμιο γεωγραφικό χώρο σε κάθε γωνιά της γης.
Η Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης προσωποποιημένη
στα πρόσωπα των δικαίων και ενδόξων προπατόρων, προτυπώνει αλλά και
εκφράζει την κοινή πίστη και αφοσίωση στον ένα και παντοδύναμο δημιουργό
του κόσμου. Η σωτηρία από την δουλεία και τη σκλαβιά της Αιγύπτου είναι η
απαρχή της σωτηρίας από την νοητή και εφάμαρτη περιπέτεια του Χριστιανού.
Ο θείος νόμος καθοδηγεί τον νομαδικό λαό του εκλεκτού Ισραήλ, και τον
οδηγεί διαρκώς και ακατάπαυστα στην προσωπική και αγαπητική σχέση
με το Θεό. Εκεί στο σημείο τομής της Διαθήκης του Θεού με τον Λαό του,
αποκαλύπτεται ξεκάθαρα και αληθινά η πραγματικότητα και οι ασύλληπτες
διαστάσεις της Βασιλείας του Θεού μέσα στον κόσμο. Η ανθρωπότητα
που επηρεάζεται συστηματικά από το «ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το
φως ή το σκότος…» περιμένει στην ουσία τη βοήθεια του λυτρωμένου
συνόλου των ανθρώπων που με συνέπεια ζει το πρόγραμμα της σωτηρίας
και βιώνει τον αγώνα ανάδειξης του σωτήρος Χριστού σαν αποκλειστικού
σωτήρα της ανθρωπότητας μέσα από την Εκκλησία, την Αγία μας Εκκλησία.
Ο εσώτερος αναστεναγμός της καρδίας του βασιλιά Δαυίδ προς τον Θεό
δεν αποτελεί διαμαρτυρία εναντίον του Θεού, αλλά παρόλη τη φαινομενική
αποξένωση Του από τον Δαυίδ, εντούτοις φανερώνει την παιδαγωγία του
Θεού προς το πλάσμα του. «Ἔως πότε, Κύριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος; ἕως
πότε ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ; ἕως τίνος θήσομαι βουλὰς ἐν
ψυχῇ μου, ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου ἡμέρας καὶ νυκτός; ἕως πότε ὑψωθήσεται
ὁ ἐχθρός μου ἐπ’ ἐμέ;» (Ψαλμ. ΙΒ’1-3). Διερωτάται ο ψαλμωδός αλλά και

9
ο δοκιμαζόμενος χριστιανός της κάθε
εποχής γι’ αυτό που τόσο συστηματικά
αντιμετωπίζει σαν άνθρωπος του Θεού.
Ξεπερνώντας ο υμνωδός τις επίγειες
μέριμνες και τις ανησυχίες, που έχουν σαν
συνέχεια την λύπη στην διαπίστωση του
πνευματικού κενού, καταφέρνει να δει
νηφαλιότερα τον κίνδυνο, τον οποιοδήποτε
κίνδυνο που όσο και αν φαίνεται
φυσικός έχει πνευματικές διαστάσεις και
αντιμετωπίζεται ίσως πιο απειλητικός με
τη λογική της εκκλησιαστικής συνείδησης.
Και η απάντηση και ο χώρος συνάντησης
Θεού και ανθρώπων βρίσκεται μέσα από
το μέγα Μυστήριο της Εκκλησίας. Στον
Μυστικό Δείπνο, ο Κύριός μας καθιέρωσε
το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και
μαζί με τη Γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας,
την Πεντηκοστή, συναντούμε τη σωτηρία μας να μας μεταδίδεται στη διάρκεια
του κάθε εκκλησιασμού μας. Βιώνουμε το Μυστήριο της Εκκλησίας αφού
αναγνωρίζουμε τις ανεπαρκείς ικανότητές μας ώστε να σωθούμε από μόνοι
μας. Λέγει χαρακτηριστικά ο Απόστολος των Εθνών Παύλος: «Πεποίθησιν
δὲ τοιαύτην ἔχομεν διὰ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Θεόν. Οὐχ ὅτι ἱκανοί ἐσμεν ἀφ’
ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν, ἀλλ’ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ
ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλὰ πνεύματος·
τὸ γὰρ γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β΄ Κορ. 3, 4-6).
Οφείλουμε λοιπόν να συνομιλούμε συνεχώς με τον Θεό. Να
προσερχόμαστε και να μετέχουμε στα μυστήρια της Εκκλησίας, να μελετούμε
και να εφαρμόζουμε το νόμο του Θεού έχοντας πάντοτε πρότυπό μας τον
αρχιποίμενα Χριστό. Ζούμε το φωτισμό του Θεού εφ’ όσον βρισκόμαστε
εν μετανοία και ζητούμε τη βοήθεια του με καθαρή καρδία. Πάντα
χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον! Το εκ του Πατρός εκπορευόμενον και
εν Υιώ αναπαυόμενον, αιώνια μέσα στην Αγία του Χριστού Εκκλησία.
Έτσι αυτός που είναι όντως ελεύθερος είναι εκείνος που γνώρισε
και βίωσε τη χάρη του Θεού μέσα από τα μυστήρια, τη μελέτη των
Γραφών, την επαγρύπνηση της ψυχής, την εγκράτεια και
τις άλλες αρετές. Ο νόμος του Αγίου Πνεύματος είναι
ζωή και δίνει ζωή. Είναι αυτός που ελευθέρωσε και τον

10
απόστολο Παύλο από τον νόμο της αμαρτίας και του θανάτου (Ρωμ. 8, 2).
Το Μυστήριο της Εκκλησίας προέρχεται από τον Τριαδικό Θεό και
η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής
συμπληρώνει τους αποστόλους σε διαπρύσιους κήρυκες του Ευαγγελίου και
του ονόματος του Σωτήρος Χριστού. Με τη γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας οι
Απόστολοι μπορούν πλέον να κατανοήσουν την διδασκαλία και το παράδειγμα
του Χριστού όταν τους ένιψε τα πόδια, λίγες ώρες πριν τα άγια πάθη.
Η Μία, Αγία και Αποστολική Εκκλησία μας δια των σωστικών της
μυστηρίων, προσφέρει τον μόνο βέβαιο τρόπο για τη σωτηρία του
ανθρώπου και τη δυνατότητά του να γίνει κληρονόμος της αιωνίου ζωής.
Γι’ αυτό η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, παρότι είναι πολεμουμένη είναι
και θριαμβέβουσα. Οι διώκτες αυτοκράτορες και όχι μόνο, παρά τη δύναμη
και τη δόξα που είχαν εξωτερικά, είχαν και τις εποπτικές θέσεις ως τάχα
επίγειοι κριτές ώστε να αποφασίζουν κατά καιρούς για τη ζωή ή τον θάνατο.
Εντούτοις η μισαλλοδοξία τους κατέστει άκαρπη και μάλλον ευεργετική
προς τα πιστά τέκνα της Εκκλησίας. Το ίδιο και οι κατά καιρούς αιρετικοί,
που ο ένας μετά τον άλλον βυθίζονταν στην εγωκεντρική τους αφάνεια
αφού επέλεγαν να αποσχιστούν από το σώμα της Εκκλησίας. Οι δήθεν
σοφοί κατά κόσμον αποδεικνύονται πολλάκις άσοφοι και διεφθαρμένοι
αντιστρατευόμενοι την Εκκλησία ως ένα πανομοιότυπο μ’ αυτούς ιδεολόγημα!

11
Αποστολικό Ανάγνωσμα
“ΑΥΤΟΣ ΕΣΤΙΝ Η ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ”
της Χαράς Δημοσθένους, Θεολόγου

Πρωτότυπο Κείμενο (Κολοσσαείς 1, 9-20):


«Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἀφ’ ἧς ἡμέρας ἠκούσαμεν, οὐ παυόμεθα ὑπὲρ
ὑμῶν προσευχόμενοι καὶ αἰτούμενοι ἵνα πληρωθῆτε τὴν ἐπίγνωσιν
τοῦ θελήματος αὐτοῦ ἐν πάσῃ σοφίᾳ καὶ συνέσει πνευματικῇ,
περιπατῆσαι ὑμᾶς ἀξίως τοῦ Κυρίου εἰς πᾶσαν ἀρέσκειαν, ἐν παντὶ
ἔργῳ ἀγαθῷ καρποφοροῦντες καὶ αὐξανόμενοι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ
Θεοῦ, ἐν πάσῃ δυνάμει δυναμούμενοι κατὰ τὸ κράτος τῆς δόξης αὐτοῦ
εἰς πᾶσαν ὑπομονὴν καὶ μακροθυμίαν, μετὰ χαρᾶς εὐχαριστοῦντες τῷ
Θεῷ καὶ πατρὶ τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τὴν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων
ἐν τῷ φωτί, ὃς ἐρρύσατο ἡμᾶς ἐκ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους καὶ μετέστησεν εἰς
τὴν βασιλείαν τοῦ υἱοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ, ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν ἀπολύτρωσιν, τὴν
ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν·῞Ος ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος
πάσης κτίσεως, ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ
τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε
ἐξουσίαι· τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται· καὶ αὐτός ἐστι πρὸ πάντων,
καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκε, καὶ αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος,
τῆς ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν
πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων, ὅτι ἐν αὐτῷ εὐδόκησε πᾶν τὸ πλήρωμα κατοικῆσαι καὶ
δι’ αὐτοῦ ἀποκαταλλάξαι τὰ πάντα εἰς αὐτόν, εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος
τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ, δι’ αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».

Απόδοση στη Δημοτική:


«Γι’ αυτό και εμείς, αφότου μάθαμε τα νέα σας, δεν παύουμε να
προσευχόμαστε για σας και να παρακαλούμε το Θεό να σας δώσει όλη τη
σοφία και τη σύνεση που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα, ώστε να γνωρίσετε στην
εντέλεια το θέλημά του. Για να ζείτε με τρόπο αντάξιο του Κυρίου και κατά
πάντα ευάρεστο σ’ αυτόν, να έχετε σαν καρπό κάθε λογής καλά έργα και να
προοδεύετε στη βαθιά γνώση του Θεού, παίρνοντας δύναμη από τον ισχυρό
και δοξασμένο Θεό. Έτσι θα έχετε σε κάθε περίσταση υπομονή και μακροθυμία,
και χαρούμενοι θα ευχαριστείτε το Θεό και Πατέρα, που σας αξίωσε να

12
έχετε μερίδιο στην κληρονομία των αγίων του που ζουν μέσα στο φώς. Ο
Θεός πατέρας μας λύτρωσε από τη σκοτεινή εξουσία του σατανά και μας
πολιτογράφησε στη βασιλεία του αγαπητού Υιού του, ο οποίος μας έδωσε την
απολύτρωση, μας συγχώρησε τις αμαρτίες. Αυτός είναι εικόνα του αοράτου
Θεού, πριν από κάθε πλάσμα γεννημένος. Γιατί τα πάντα δι’ αυτού ήρθαν στην
ύπαρξη, όσα στον ουρανό κι όσα στη γη, τα ορατά και τα αόρατα, θρόνοι,
κυριότητες, αρχές και εξουσίες, ό,τι υπάρχει είναι πλασμένο δι’ αυτού κι αυτόν
έχει σκοπό του. Υπάρχει αυτός πριν από καθετί κι αυτός τα πάντα συγκρατεί, για
να μπορούν να υπάρχουν. Αυτός είναι η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησία,
αυτός αρχή της νέας ανθρωπότητας απ’ τους νεκρούς ο πρωταναστημένος,
ώστε να γίνει σ’ όλα εκείνος πρώτος. Γιατί μέσα σε εκείνον η θεότητα έστερξε
ολάκερη να κατοικήσει, κι όλα όσα στη γη κι όσα στον ουρανό μαζί της να
συμφιλιώσει δι’ αυτού, που την ειρήνη έφερε με του σταυρού του το αίμα».

Ερμηνευτική Προσέγγιση:
Ο απόστολος Παύλος θέλοντας να κατηχήσει και να συμπαρασταθεί
πατρικά και προς την εκκλησία των Κολοσσών, παρόλο που δεν τους
έχει επισκεφθεί, αποστέλλει την επιστολή αυτή προς την κοινότητά τους
δια μέσου του συνακόλουθού του Επαφρά, τον οποίο ο ίδιος ο Παύλος
απέστειλε προς αυτούς για να τους κατηχήσει στην εν Χριστώ νέα ζωή.
Το αποστολικό αυτό ανάγνωσμα αφορά την αρχή της επιστολής όπου
ο απόστολος των εθνών ανακεφαλαιώνει τις βασικές αλήθειες του
ευαγγελίου και με ποιους τρόπους αυτές οι αρχές κοσμούν και πλουτίζουν
την ηθική και ενάρετη ζωή της Χριστιανικής κοινότητας των Κολοσσών.
Είναι φανερό ότι ο απόστολος Παύλος απευθύνεται καθολικά προς όλα
τα μέλη της Εκκλησίας των Κολοσσών, εκδηλώνοντας άμεσα το προσωπικό
του ενδιαφέρον για αυτούς. Θυμίζουμε ότι πρόκειται για τα πρώτα δύσκολα
χρόνια της ευαγγελικής διαφώτισης των εθνών από τους αποστόλους με
όλα τα συνεπακόλουθα προβλήματα που είχαν να συναντήσουν είτε από
τους Ιουδαίους , είτε από τους εθνικούς. Ο απόστολος στηρίζει λοιπόν στην
πίστη τους πιστούς Χριστιανούς των Κολοσσών μεσιτεύοντας γι’ αυτούς
πατρικά με τις προσευχές του προς τον Θεό, αλλά και νουθετώντας τους
αγαπητικά με σκοπό να ενδυναμώσουν την πνευματική εν Χριστώ ζωή τους.
Το θέλημα του Θεού στη ζωή των πιστών είναι το ζητούμενο, μόνον όταν
γίνει πραγματικό αίτημα προσευχητικής διάθεσης και στάσης. Ο ενάρετος
και ηθικός εν Χριστώ άνθρωπος ζητάει τη μεσιτεία και το έλεος του Θεού
και Αυτός το προσφέρει πλουσιοπάροχα στον καθένα σύμφωνα με το

13
συμφέρον της ψυχής του.
Τα καλά έργα είναι μια από τις προϋποθέσεις για να συναντήσει τον Θεό. Η
σχέση όμως που οικοδομεί ο κάθε πιστός σε σχέση με τον Θεό θεμελιώνεται
στην συνάντηση και γνωριμία μαζί Του. Εκείνος τρέφει, ζωογονεί, καθιστά
τον καθένα ισχυρό και δυνατό διότι αποκαλύπτεται εκουσίως προς το
πλάσμα που τόσο αγαπά. Σ’ αυτόν όμως ανήκει και η τελική συγκομιδή της
σποράς αφού η γνωριμία μας μαζί του δεν εξαντλείται μονάχα στη δική
μας προσπάθεια και υπομονή, αλλά στην αμέτρητη και άπειρη ευσπλαχνία
Του. Δια της ενανθρωπίσεώς και της αναστάσεώς Του Υιού και Λόγου του
Θεού, η ανθρωπότητα ολόκληρη γίνεται μέτοχος της πιο σωτήριας και
βαρυσήμαντης κληρονομιάς, της βασιλείας των Ουρανών.
Οικοδόμημα του Θεού στους αιώνες είναι η Εκκλησία. Δεν γκρεμίζεται,
διότι είναι θεμελιωμένη στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού Λόγου. Όσοι
σεισμοί κι αν συμβούν, η Εκκλησία παραμένει ασάλευτη. Όσες στάσεις και
επαναστάσεις και διωγμοί, απ’ έξω και από μέσα, κι αν γίνουν, η Εκκλησία
παραμένει αμετακίνητη και ακέραια. Στην οικοδομή της Εκκλησίας
οικοδομούνται όλοι οι Χριστιανοί ως μέλη της Εκκλησίας. Η συμμετοχή
στο θεάρεστο έργο της Εκκλησίας συντελείται με την ένωση των πιστών
Χριστιανών με τον Χριστό: «ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον
τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι» (Εφ. Β΄ 22). Όπως δεν υπάρχει εκκλησία χωρίς
θεμέλιο τον ίδιο τον Θεό Λόγο, έτσι δεν υπάρχει ορθόδοξος Χριστιανός
χωρίς θεμέλιο το Χριστό. Ο πιστός ολοκληρώνεται μέσα στη ζωή της
εκκλησίας. Η εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού. Ο Χριστός η κεφαλή
της εκκλησίας και μέλη του σώματος του όλοι οι πιστοί και βαπτισμένοι
Χριστιανοί.
Μέσα στον Χριστό κατοικεί όλο το πλήρωμα της θεότητας. Αυτός υπάρχει
πάντοτε, «αεί ων, ωσαύτως ων». Είναι η αιτία και ο σκοπός της δημιουργίας
αφού «τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται». Είναι η αρχή και το τέλος,
το Α και το Ω. (Αποκ. 22, 13). Ο Χριστός ως νέος Αδάμ, ανάπλασε και
αναζωογόνησε μέσα από την ενανθρώπισή του τον κόσμο. Οι άγγελοι
παντοτινά και ακατάπαυστα τον δοξολογούν. Οι άνθρωποι σ’ Αυτόν
βρίσκουν την τελείωση τους. Η κτίση αναπλάθεται και ζωντανεύει μέσα
από το νεύμα και την απέραντη πρόνοιά του. Δια της αναστάσεώς και του
θανάτου Του, αξιωνόμαστε κι εμείς την απολύτρωσή μας, την άφεση των
αμαρτιών μας, τη δικαίωση και τη δόξα στην βασιλεία του Υιού της αγάπης
του Θεού.

14
Αποστολικό Ανάγνωσμα
η ενοτητα των ανθρωπων
του Αντώνιου Χαραλάμπους, Θεολόγου

Πρωτότυπο Κείμενο (Πράξ. 17, 22-32):


«Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου ἔφη· Ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ· διερχόμενος γὰρ καὶ
ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, Ἀγνώστῳ
θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. ὁ Θεὸς ὁ
ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος
ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων
θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ
πάντα· ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς
κατοικίας αὐτῶν, ζητεῖν τὸν Κύριον εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν,
καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ
κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ
καὶ γένος ἐσμέν. 29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν
χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ
θεῖον εἶναι ὅμοιον. 30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τὰ
νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31 διότι ἔστησεν
ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν
παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 32 Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν
νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου».

Απόδοση στη Δημοτική:


«Τότε ο Παύλος στάθηκε στο μέσο του Αρείου Πάγου και είπε: «Άνδρες
Αθηναίοι, βλέπω ότι είστε από πάσης άποψης πολύ θρήσκοι. Διότι καθώς
περνούσα και κοίταζα τα ιερά σας, βρήκα κι ένα βωμό, στον οποίο υπήρχε
επιγραφή ‘Εις τον άγνωστον Θεόν’. Αυτόν λοιπόν που λατρεύετε, χωρίς να τον
ξέρετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω. Ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο και όλα
όσα είναι στον κόσμο, και ο οποίος είναι Κύριος ουρανού και γης, δεν κατοικεί
σε ναούς κατασκευασμένους από χέρια ανθρώπων, ούτε εξυπηρετείται από
χέρια ανθρώπων σαν να είχε ανάγκη από κάτι, αυτός που δίνει σε όλους ζωή

15
και πνοή και γενικώς όλα. Δημιούργησε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος από
ένα αίμα για να κατοικεί σε όλη τη γη, αφού όρισε ορισμένες εποχές και τα
όρια της κατοικίας τους, για να ζητούν τον Κύριο μήπως τον ψηλαφήσουν και
τόν βρούν, αν και δεν είναι μακρυά από καθένα από μας. Διότι μέσα σ’ Αυτόν
ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, καθώς και μερικοί από τους ποιητές
σας έχουν πει: ‘Είμαστε και γένος Του’. Αφού λοιπόν είμαστε γένος του Θεού,
δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η θεότητα μοιάζει με χρυσό ή ασήμι ή πέτρα,
σκαλιστό έργο τέχνης και ανθρώπινης σύλληψης. Τους χρόνους εκείνους της
αγνοίας παρέβλεψε ο Θεός και τώρα παραγγέλλει σε όλους τους ανθρώπους
παντού να μετανοήσουν, διότι όρισε μέρα, κατά την οποία μέλλει να κρίνει
την οικουμένη με δικαιοσύνη, με άνδρα τον οποίο όρισε. Γι’ Αυτόν έδωσε
βεβαίωση σε όλους ανασταίνοντάς Τον από τους νεκρούς. Όταν άκουσαν
ανάσταση νεκρών, μερικοί ειρωνεύονταν, και άλλοι είπαν ‘θα σε ακούσουμε
και πάλι για το ζήτημα αυτό».

Ερμηνευτική Προσέγγιση:
Όταν κλήθηκε ο απόστολος Παύλος από τους Στωικούς και
Επικούρειους φιλοσόφους για να μιλήσει στον Άρειο Πάγο στην Αθήνα,
ξεκίνησε την ομιλία του αναφερόμενος στον άγνωστο Θεό, αφού καθώς
περιερχόταν την πόλη βρήκε βωμό αφιερωμένο σ’ αυτόν. Αυτόν τον
άγνωστο Θεό, τον οποίο οι Αθηναίοι λάτρευαν παρότι τον αγνοούσαν,
κηρύττει ο απόστολος Παύλος. Είναι ο Κύριος του ουρανού και της
γης, Αυτός που δημιούργησε τον κόσμο και δίνει ζωή στα πάντα. Αυτός
δημιούργησε τον άνθρωπο «ἐξ ἑνός αἵματος» για να κατοικεί σε όλη τη γη.
Αυτός ο «άγνωστος Θεός» για τους Αθηναίους είναι ο αληθινός Θεός.
Δημιουργώντας τον άνθρωπο όρισε και για κάθε έθνος τον χρόνο και τα όρια
(οροθέσια) όπου θα μένει, με σκοπό ο κάθε άνθρωπος να αναζητήσει τον
Θεό, να τον ψηλαφήσει και να τον βρει, αφού ο Θεός δεν βρίσκεται μακρυά
από μας, αλλά μάλλον εμείς ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε μέσα σ’
Αυτόν. Γι’ αυτό καλεί ο απόστολος Παύλος τους Αθηναίους να μετανοήσουν
και να λατρεύσουν τον αληθινό Θεό, αφού πλησιάζει η μέρα της κρίσης του
κόσμου από τον Χριστό, ο οποίος αναστήθηκε από τους νεκρούς. Μόλις οι
Αθηναίοι άκουσαν για ανάσταση νεκρών, κάποιοι απ’ αυτούς χλεύασαν τον
απόστολο και κάποιοι άλλοι του είπαν «Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου».
Από όλα αυτά που λέγει ο απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο, εμείς
θα αναλύσουμε λίγο τη φράση «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος
ἀνθρώπων». Η συνείδηση της κοινής ανθρώπινης φύσης και της ενότητας

16
που αυτή συνεπάγεται βλέπουμε ότι βρίσκεται πολλές φορές στο περιθώριο
καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας. Φόνοι, αντιδικίες,
ζήλειες, μνησικακίες, όλα αυτά φανερώνουν την απόσταση που υπάρχει
μεταξύ των ανθρώπων. Μια απόσταση που πολλές φορές γίνεται χάσμα.
Ο Θεός, όμως, έπλασε τον άνθρωπο «ἐξ ἑνός αἵματος», με μία κοινή φύση
για όλους, ώστε να μπορεί ο κάθε ένας, ευρισκόμενος σε κοινωνία με τους
άλλους, να κάνει πραγματικότητα την ενότητα της ανθρώπινης φύσης
και να λατρεύει τον αληθινό Θεό. Όπως ο Θεός είναι τρία πρόσωπα –
Πατέρας, Υιός και Άγιον Πνεύμα – και ταυτόχρονα ένας Θεός, έτσι και οι
άνθρωποι καλούνται, παρότι είναι πάρα πολλά πρόσωπα, να φθάσουν στην
ενότητα. Αυτή η ενότητα αποτελεί και τον κεντρικό άξονα της αρχιερατικής
προσευχής του Χριστού στη Γεθσημανή: «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμὲν,
ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ιωάν. ιζ΄, 22-23).
Πού στηρίζεται η ενότητα της ανθρώπινης φύσης; Σ’ αυτό το σημείο
θα μας βοηθήσει ένας λόγος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τίτλο:
«Περί τῆς πρός ἀλλήλους εἰρήνης»: «Εμείς ως άνθρωποι και ως Χριστιανοί
είμαστε ενωμένοι. Είμαστε ενωμένοι πρώτα-πρώτα, διότι είμαστε ποιήματα
ενός Δημιουργού. Αλλά αυτό μας κάνει να είμαστε ενωμένοι και με την άλογη
κτίση, διότι και η άλογη κτίση τον ίδιο Ποιητή έχει και Δημιουργό. Να ο
πρώτος λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι είμαστε ένα, ένα γένος, μία φύση.

17
Αλλά υπάρχει και δεύτερος λόγος. Ότι εμείς εκτός του ότι είμαστε από τον
ίδιο Δημιουργό, είμαστε και από το ίδιο ανθρώπινο ζευγάρι που έπλασε ο
Θεός, τον Αδάμ και την Εύα. Και γι’ αυτό έχουμε οικειότητα και με τους μη
Χριστιανούς, αρκεί να είναι άνθρωποι. Αφού είναι άνθρωποι, καταγόμαστε όλοι
από το ίδιο ανθρώπινο ζευγάρι και έχουμε μία κοινότητα, μία ενότητα. Αλλά
εμείς, οι κατοικούντες στην πόλη αυτή της Θεσσαλονίκης, έχουμε επιπλέον
και κάτι άλλο που μας ενώνει. Ότι είμαστε συγκάτοικοι στην ίδια πόλη και
επιπλέον είμαστε και όλοι μέλη του Σώματος του Χριστού. Ο Χριστός μας
ενώνει. Μας ενώνει πρώτα-πρώτα, γιατί είναι ο Πατέρας μας. Όλους εμάς μας
εγέννησε με την ίδια Χάρη με το άγιο Βάπτισμα. Και έτσι γίναμε όλοι αδελφοί
και Πατέρα έχουμε τον Χριστό. Με τη Χάρη του αναγεννηθήκαμε. Δεύτερο, ο
Χριστός μας ενώνει, γιατί είναι ο Αδελφός μας. Δεν είναι μόνο Πατέρας μας,
είναι και Αδελφός μας, όπως λέγει σε αρκετά σημεία η Καινή Διαθήκη, ότι
είναι αδελφός μας ο Χριστός. Και εμείς είμαστε οι νεώτεροι αδελφοί Του. Και
τρίτος λόγος, ότι ο Χριστός δεν είναι μόνο Πατέρας και Αδελφός μας, αλλά
είναι και η Κεφαλή μας. Είναι η κεφαλή του Σώματος της Εκκλησίας. Εμάς
μας πήρε ένα-ένα και μας έκανε μέλη του Σώματός Του· και όλοι είμαστε
μέλη του Σώματος του Χριστού και αλλήλων μέλη. Πώς λοιπόν να μην
έχουμε την μεταξύ μας ενότητα, ειρήνη και αγάπη, αφού τέτοιοι δεσμοί άγιοι,
πνευματικοί, στενώτατοι μας ενώνουν μεταξύ μας;» Γι’ αυτό και στη συνέχεια
κάνει έκκληση ο άγιος Γρηγόριος στους Θεσσαλονικείς να ειρηνεύουν,
να δέχεται ο ένας τον άλλο και να καλλιεργούν και να αυξάνουν την εν
Χριστώ ενότητα και την εν Χριστώ ειρήνη, που είναι προϋπόθεση για να
έχουν την χάρη του Θεού στην πόλη της Θεσσαλονίκης και στις καρδιές
τους. (Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, Ομιλίες σε εορτές του Τριωδίου
και περί αρετών, έκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2017, σσ. 65-66).
Η ενότητα των ανθρώπων μεταξύ τους πραγματοποιείται με την αγάπη.
Αγάπη σε τέτοιο μήκος και πλάτος, βάθος και ύψος, όπως αυτή του Χριστού
προς τους μαθητές Του. «Καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς·
μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. Ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ
μου, καθὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν
τῇ ἀγάπῃ» (Ιωάν. 15, 9-10). Καλούμαστε να αποκτήσουμε όχι οποιαδήποτε
αγάπη, αλλά την αγάπη του Χριστού, που είναι αγάπη θυσιαστική, σταυρωμένη,
ταπεινή. Και μάλιστα, όχι απλώς να την αποκτήσουμε, αλλά να μείνουμε
στην αγάπη του Χριστού με την τήρηση των εντολών Του και να γίνουμε
αγάπη. Να βάλουμε τον Θεό μέσα στην καρδιά μας, να πλατυνθεί η ύπαρξή
μας και να περιλάβει μέσα της τον «όλο Αδάμ», ολόκληρη την ανθρωπότητα.

18
Να ζούμε πλέον, να εργαζόμαστε, να
χαιρόμαστε, να προσευχόμαστε όχι ως
άτομα, αλλά ως πρόσωπα, ως άνθρωποι
που φέρουν μέσα τους τον Χριστό.
Όταν ο άνθρωπος λειτουργήσει ως
πρόσωπο, τότε η συνείδηση μέσα του τόν
πληροφορεί πως κάθε αρετή ή αμαρτία δεν
αφορά μόνο αυτόν που την διαπράττει, αλλά αναφέρεται
σε όλη την ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό και οι άγιοι
θρηνούσαν όχι μόνο για τις δικές τους αμαρτίες, αλλά
και για τις αμαρτίες των άλλων, γιατί είναι κοινή η
αμαρτάνουσα φύση και κοινός ο Πατέρας και Θεός,
προς τον οποίο αμαρτάνουμε (άγιος Νεόφυτος
ο Έγκλειστος). Έλεγε χαρακτηριστικά ο άγιος
Σεραφείμ του Σάρωφ: «ειρήνευσε εσύ μέσα σου
και χιλιάδες γύρω σου θα βρουν την ειρήνη». Κάθε
αρετή ή αντίστροφα κάθε κακία επηρεάζει όλη
την ανθρωπότητα. Έτσι, λοιπόν, λόγω της ομοουσιότητας της ανθρώπινης
φύσης, η θέωση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού είναι θέωση όλης της
ανθρωπότητας. Όπως μέσω του Αδάμ όλοι οι άνθρωποι κληρονομούν τον
θάνατο, έτσι μέσω του Χριστού, μέσα στο σώμα του Χριστού -την Εκκλησία -
ζωοποιούνται όλοι (Α΄ Κορ. 15, 22). Η ανάσταση του Χριστού είναι ανάσταση
όλης της ανθρώπινης φύσης και ο Χριστός γίνεται «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν».
Κλείνοντας, για να βιώσει ο άνθρωπος την ενότητα με τους άλλους
ανθρώπους χρειάζεται να έρθει σε κοινωνία και να ενωθεί με τον
τέλειο άνθρωπο, τον Θεάνθρωπο Χριστό. Μέσω της μετάνοιας και
της τήρησης των εντολών ο άνθρωπος γίνεται κατοικητήριο του
Τριαδικού Θεού και ολοκληρώνεται, αγιάζεται η ύπαρξή του. Τότε,
βιώνει αληθινά μέσα του την ενότητα των πάντων στο πρόσωπο
του Χριστού και τότε ο άλλος δεν είναι ξένος, αλλά αδελφός.

19
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
ΕΚΚΛΗΣΙΑ: “Η ΛΟΓΙΚΗ ΠΟΙΜΝΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ”
του Πρωτ. Σωκράτη Ανδρέου, Δρ Θεολογίας

Πρωτότυπο Κείμενο (Κατά Ιωάννου 10, 1-18):


«ΑΜΗΝ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν
προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· ὁ δὲ
εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. Τούτῳ ὁ θυρωρὸς
ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ
κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά, καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν
αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν
αὐτοῦ· ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι
οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ
᾿Ιησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. Εἶπεν οὖν πάλιν
αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων.
Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ’ οὐκ ἤκουσαν
αὐτῶν τὰ πρόβατα. Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι’ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ
εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ
μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν
ἔχωσιν. Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν
ὑπὲρ τῶν προβάτων. Ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα
ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ
λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δἑ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι
μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ
καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν, καθὼς γινώσκει
με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν
προβάτων, καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά
με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς
ποιμήν. Διὰ τοῦτο ὁ πατήρ με ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν
λάβω αὐτήν. Οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ’ ἐμαυτοῦ·
ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν
ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου».

20
Απόδοση στη Δημοτική:
«Σας βεβαιώνω: εκείνος που δεν μπαίνει από την πόρτα στη μάνδρα των
προβάτων, αλλά πηδάει μέσα απ’ αλλού, είναι κλέφτης και ληστής. Αυτός
που μπαίνει από την πόρτα είναι ο βοσκός των προβάτων. Ο φύλακας που
ανοίγει την πόρτα, και τα πρόβατα αναγνωρίζουν τη φωνή του, τα φωνάζει το
καθένα με τ’ όνομά του και τα οδηγεί έξω. Όταν τα βγάλει όλα έξω, μπαίνει
αυτός μπροστά και τα πρόβατα τον ακολουθούν, γιατί αναγνωρίζουν τη φωνή
του, τον ξένο δεν τον ακολουθούν, αλλά θα φύγουν μακριά του, γιατί δεν
αναγνωρίζουν τη φωνή των ξένων. Αυτή την παραβολή τους είπε ο Ιησούς,
εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν για ποιο πράγμα τους μιλούσε. Τους είπε λοιπόν
πάλι ο Ιησούς: Σας βεβαιώνω πως εγώ είμαι η πόρτα για τα πρόβατα. Όλοι
όσοι ήρθαν πριν από μένα ήταν κλέφτες και ληστές, έτσι τα πρόβατα δεν τους
αναγνώριζαν. Εγώ είμαι η θύρα, όποιος περάσει από μένα θα βρει σωτηρία και
θα μπαίνει και θα βγαίνει και θα βρίσκει βοσκή. Ο κλέφτης δεν έρχεται παρά
μόνο για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρέψει, εγώ όμως ήρθα για να έχουν
τα πρόβατά μου ζωή και μάλιστα ζωή περίσσια. Εγώ είμαι ο καλός ποιμένας,
ο καλός ποιμένας θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων. Ο μισθωτός,
όμως, που δεν είναι ο βοσκός και στον οποίο τα πρόβατα δεν του ανήκουν,
βλέπει το λύκο να έρχεται και αφήνει τα πρόβατα και φεύγει, έτσι ο λύκος τ’
αρπάζει και τα διασκορπίζει. Ο μισθωτός φεύγει, γιατί είναι μισθωτός και δεν
τον νοιάζει για τα πρόβατα. Εγώ είμαι ο καλός βοσκός και γνωρίζω τα πρόβατα
που είναι δικά μου και τα δικά μου με αναγνωρίζουν, όπως με αναγνωρίζει ο
Πατέρας, κι εγώ αναγνωρίζω τον Πατέρα, και θυσιάζω τη ζωή μου για χάρη
των προβάτων. Έχω και άλλα πρόβατα, που δεν ανήκουν σ’ αυτή τη μάντρα,
και πρέπει και αυτά να με ακολουθήσουν, και όταν ακούσουν τη φωνή μου
θα με αναγνωρίσουν και θα γίνουν ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα. Γι’ αυτό ο
Πατέρας με αγαπάει, γιατί εγώ θυσιάζω τη ζωή μου, ώστε να την ξαναπάρω.
Κανείς δε μου την παίρνει, αλλά εγώ από μόνος μου την προσφέρω. Από μένα
εξαρτάται να την προσφέρω κι από μένα εξαρτάται να την ξαναπάρω. Αυτήν
την εντολή έλαβα από τον Πατέρα μου».

Ερμηνευτική Προσέγγιση:
Το παραπάνω κείμενο από το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, αποτελεί
μέρος μιας εκτενούς συζήτησης του Ιησού με τους Ιουδαίους και
μάλιστα είναι συνέχεια της θαυματουργικής θεραπείας του εκ γενετής
τυφλού στην Ιερουσαλήμ. Αφού λοιπόν, οι Γραμματείς πέταξαν έξω τον
τυφλό που ομολόγησε την Θεότητα του Ιησού Χριστού, θέλησαν και

21
πάλι να προκαλέσουν τον Χριστό με τα ειρωνικά τους σχόλια, κάνοντας
λόγο για πνευματική τυφλότητα. Έτσι ο Χριστός απαντώντας σ’ αυτούς
αινιγματικά, συνεχίζει την ρύμη του λόγου Του αφηγούμενος την πολύ
γλαφυρή και συνάμα αληθινή, παραβολή του ποιμένα και των προβάτων.
Η παραβολή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος περιγράφει την
άρρηκτη και αγαπητική σχέση του ποιμένα με τα πρόβατα μέσα και έξω από
την ποίμνη. Αρχίζοντας την παραβολή ο Χριστός κάνει λόγο για τη μάντρα
των προβάτων η οποία παραβιάζεται από κλέπτη και ληστή. Από την πόρτα
εισέρχεται ο βοσκός των προβάτων του οποίου ανοίγει ο θυρωρός που
φυλάσσει τα πρόβατα. Μόλις ο βοσκός μιλήσει, τα πρόβατα αναγνωρίζουν
τη φωνή του και τον ακολουθούν. Το πιο χαρακτηριστικό στην περίπτωση
αυτού του βοσκού είναι ότι οδηγεί το κοπάδι των προβάτων με συνοχή,
χωρίς να συνάζει τα πρόβατα ως μια μάζα ζώων, αλλά απευθύνεται
προσωπικά στον καθένα με τ’ όνομά του. Προπορεύεται της πορείας έξω
από την ποίμνη και αυτά Τον ακολουθούν πιστά καθώς αναγνωρίζουν τη
φωνή Του. Κάθε ξένος που προσπαθεί να τα παραπλανήσει δεν γίνεται
απ’ αυτά αποδεκτός γιατί δεν τον γνωρίζουν και έτσι δεν τον ακολουθούν.
Το δεύτερο μέρος, αποτελεί επεξήγηση και ερμηνεία
του πρώτου από τον ίδιο τον Χριστό, καθώς όπως
λέει ο ευαγγελιστής δεν κατάλαβαν για ποιο
πράγμα μιλούσε. Οι παραπάνω συμβολισμοί
της παραβολικής εικόνας ζωντανεύουν μέσα
στην αληθινή πραγματικότητα της ζωής.
Βεβαιώνει τους Ιουδαίους ο Χριστός,
ότι ο ίδιος είναι η θύρα της ποίμνης
από όπου εισέρχονται και εξέρχονται τα
πρόβατα. Όσοι δοκίμασαν προηγουμένως
να παραβιάσουν την ποίμνη και να εισέλθουν
σ’ αυτήν τους χαρακτηρίζει κλέπτες και ληστές,
γιατί η πρόθεσή τους δεν ήταν να καθοδηγήσουν
τα πρόβατα στη σωτηρία, αλλά να τα παρασύρουν
στην εξολόθρευση, το θάνατο και τη σφαγή. Μάταια
όμως φαίνεται να έπραξαν διότι τα πρόβατα δεν
υπάκουσαν σ’ αυτούς αφού δεν αναγνώρισαν
τη φωνή τους. Ο Χριστός παρομοιάζεται με την
παντοτινά ορθάνοιχτη θύρα από όπου εισέρχονται
και εξέρχονται τα πρόβατά του ασφαλισμένα και
ελεύθερα για να βοσκήσουν. Εγγύηση της

22
ασφάλειας τους είναι η σωτηρία της ζωής τους. Αυτή η εγγύηση όμως δεν
είναι απλά στα λόγια. Είναι έμπρακτη, αληθινή, προφητική. Επισφραγίζεται
από τον «καλό ποιμένα», όπως ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται, δια μέσου
της δικής του θυσίας για την αγάπη και σωτηρία των προβάτων του. Ο
μισθωτός εργάτης της ποίμνης δεν νοιάζεται αληθινά για τη ζωή των
προβάτων πράγμα που φαίνεται όταν ο λύκος εισέρχεται στην ποίμνη για να
διασκορπίσει και να κατασπαράξει τα πρόβατα. Αντίθετα, ο καλός ποιμένας,
ο Χριστός, νοιάζεται γι’ αυτά διότι δεν είναι απλά κτήμα και περιουσία του,
αλλά κάτι παραπάνω. Γνωρίζει ο ίδιος τα πρόβατα, αλλά συνάμα και αυτά
τον αναγνωρίζουν. Δεν πρόκειται απλά και μόνο για μια σχέση φροντίδας και
διαφύλαξης, αλλά κάτι πιο αληθινό, και βαθύ. Είναι μια σχέση πεπληρωμένη
με το μεγαλειώδες μυστήριο της σωτηρίου Οικονομίας καθώς αυτή η σχέση
αλληλογνωριμίας παραλληλίζεται προς τη σχέση του Πατρός με τον Υιό.
Το πιο εντυπωσιακό της αφήγησης είναι ότι ο Χριστός, ως καλός ποιμήν,
δεν περιορίζεται μονάχα στα υγιή και φιλακόλουθα πρόβατα που τον
αναγνωρίζουν, αλλά προεκτείνει την ποιμαντική του αγωνία και αγάπη
και προς τα πρόβατα που είναι πέρα από αυτή τη μάντρα και τα οποία
ευελπιστεί ότι και εκείνα πρέπει να τον ακολουθήσουν και να γνωρίσουν
τη φωνή του και να γίνουν όλοι ένα μέσα σε μία ποίμνη με ένα ποιμένα.
Είναι προφανές ότι η ποίμνη για την οποία μιλάει ο Χριστός στους
Ιουδαίους είναι η καινή εν Χριστώ Εκκλησία που εγκαινίασε ο Χριστός δια
της ενανθρώπισής Του μέσα στο χρόνο και την ιστορία. Η πρώην Συναγωγή
του Ιουδαϊκού θρησκευόμενου λαού του Θεού, καλείται να μεταστοιχειωθεί
στην καινή και εν Χριστώ Εκκλησία.. Ο Χριστός καλεί ανοιχτά τους
Ιουδαίους να εισέλθουν στην ποίμνη του και να γίνουν λογικά πρόβατα
της Εκκλησίας, με σκοπό τη σωτηρία της ψυχής τους. Μάλιστα, πολύ
διακριτικά και σχεδόν ανεπαίσθητα, ο Χριστός τους χαράσσει τις βασικές
προεκτάσεις αυτής της λογικής – μυστηριακής ένωσής τους μαζί του.
Τα πρόβατα της ποίμνης είναι αυτά που αποτελούν και συγκροτούν
την ποιμαινομένη ποίμνη του Χριστού, δηλαδή την Εκκλησία. Γνωρίζουν
πολύ καλά τον ποιμένα τους γιατί σ’ αυτόν βρίσκουν ασφάλεια, στήριγμα,
παραμυθία και προ πάντων το μέγιστο αγαθό της σωτηρίας. Η προσωπική
σχέση που έχει καλλιεργήσει ο ποιμένας Χριστός με τον κάθε άνθρωπο
(=πρόβατο) ξεχωριστά, διατρανώνει όχι μόνο τις βασικές αξίες της ζωής,
της ελευθερίας και της καλής διαβίωσης, αλλά συνάμα τροφοδοτεί και
συνέχει διαρκώς και ατελεύτητα την πνευματική τρυφή της παρουσίας
του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων. Η Εκκλησία, ως ενιαίο σώμα
Χριστού, μπολιάζεται και αγιάζεται άρτια και μυσταγωγικά επειδή άγεται

23
και φέρεται από την χάρη της παρουσίας του Χριστού εντός αυτής. Η
αλήθεια αυτή όμως δεν αποτελεί προέκταση μιας αυταρχικής παρέμβασης
του Θεού επί των κτισμάτων του, αλλά αντίθετα, προϋποθέτει αυτήν την
εμπιστοσύνη και την αγάπη που πηγάζει μέσα από τον κάθε άνθρωπο
χωριστά. Η πίστη και η αφοσίωση στο θέλημα του Θεού εκ μέρους των
λογικών προβάτων είναι αυτή η κινητήρια δύναμη δια της οποίας ο Θεός
αποκαλύπτεται και μερίζεται αμερίστως στο πλήρωμα της Εκκλησίας.
Βέβαια, επειδή η ποίμνη είναι εκτεθειμένη μέσα σε αναρίθμητους
κινδύνους και έξωθεν επιβουλές, καθώς η Εκκλησία είναι εντός του κόσμου,
ο Κύριος – ως βοσκός της ποίμνης μεριμνά και φροντίζει να προστατεύει από
τους κινδύνους και τις οποιεσδήποτε επεμβάσεις και αλλότριες δυνάμεις
αποσκοπούν να προξενήσουν κακό στο ποίμνιο. Μάλιστα, μέσα στην
ποίμνη υπάρχουν κάποιοι θυρωροί και φύλακες που έχουν ευθύνη για τη
διαφύλαξη των προβάτων, και ορισμένοι απ’ αυτούς όντες «μισθωτοί», δεν
ενδιαφέρονται πραγματικά και ουσιαστικά για την αποστολή τους καθώς
αφήνουν τους λύκους να εισέλθουν στην ποίμνη και να διασκορπίσουν
τα πρόβατα. Αυτοί οι λύκοι, μέσα στην πορεία της Εκκλησίας ταυτίστηκαν
με διάφορες ομάδες αιρετικών ή εξωεκκλησιαστικών ομάδων που στόχο
τους είχαν να πολεμήσουν την ενότητα και τη συνοχή της Εκκλησίας. Αυτή
την ενότητα του σώματος του Χριστού, δηλ. της Εκκλησίας, φρόντισε να
διαφυλάξει μέσα στους αιώνες ο Χριστός μέσα από τη σταυρική του θυσία
και την εκ νεκρών ανάστασή του. Μάλιστα το αίμα του έγινε λύτρο σωτηρίας
από την τυραννία του Άδου, ενώ η μυστηριακή παρακαταθήκη που άφησε
στους μαθητές και αποστόλους Του, θεμελιώνει τους βασικούς πυλώνες της
οργάνωσης και συγκρότησης της Εκκλησίας του Χριστού εις τους αιώνας.
Η ποίμνη του Χριστού δεν είναι μονάχα μια κοινότητα, ή μια περιοχή μέσα
στις αχανείς εκτάσεις της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Εκκλησία είναι όλος
ο κόσμος, όλη η οικουμένη, όλη η ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και τα όριά της
ποτέ δεν περιορίζονται, ούτε και καθορίζονται νομοτελειακά, αλλά συνεχώς
αυξάνονται μέσα στον κόσμο με στόχο να φανερωθεί η οικουμενική
διάσταση του ιερού ευαγγελίου. Ο «καλός ποιμήν» δεν μπορεί να ξεχάσει
τα λοιπά πρόβατα που ενδεχομένως βρίσκονται στη λήθη και την άγνοια,
ή και τα υπόλοιπα που λόγω απερισκεψίας και ανωριμότητας έχασαν τον
δρόμο τους για τον γυρισμό. Βγαίνει έξω και ψάχνει διαρκώς το απολωλός
πρόβατο για να το σώσει και να το περιλάβει στην επίγεια ποίμνη Του,
δίδοντας του την ευκαιρία να γίνει μέτοχος της βασιλείας των ουρανών.

24
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
“συμφερει ημιν ινα εισ ανθρωποσ αποθανη
υπερ του λαου”
του Ευδόκιου Δημητρίου, Θεολόγου

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 11,47-53):


«Συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον· τί
ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω,
πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ
τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος. εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας, ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ
ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν, οὐδὲ διαλογίζεσθε ὅτι συμφέρει
ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται.
τοῦτο δὲ ἀφ’ ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου
προεφήτευσεν ὅτι ἔμελλεν ὁ Ἰησοῦς ἀποθνήσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους, καὶ οὐχ ὑπὲρ
τοῦ ἔθνους μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγῃ
εἰς ἕν. Ἀπ’ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας συνεβουλεύσαντο ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν».

Απόδοση στη Δημοτική:


Συγκάλεσαν τότε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συμβούλιο και έλεγαν: «Τι
να κάνουμε; Πολλά σημεία κάνει αυτός ο άνθρωπος. Αν τον αφήσουμε να
συνεχίσει έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν και τότε θα επέμβουν οι Ρωμαίοι
και θα καταστρέψουν και τον ναό μας και το έθνος μας». Τότε ένας απ’ αυτούς,
ο Καϊάφας, που ήταν αρχιερέας για εκείνη τη χρονιά, τους είπε: «Μιλάτε σαν
να μην καταλαβαίνετε τίποτε. Και δεν σκέφτεστε πως είναι συμφέρον μας να
πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού, για να μην αφανιστεί ολόκληρο το
έθνος». Αυτό, βέβαια, δεν το είπε από μόνος του, αλλά ως αρχιερέας εκείνης της
χρονιάς, προφήτευσε πως ο Ιησούς θα πέθαινε για χάρη του έθνους, κι όχι μόνο
για χάρη του έθνους, αλλά για να συνάξει σε μια ενότητα και τα διασκορπισμένα
παιδιά του Θεού. Από εκείνη την ημέρα, λοιπόν, αποφάσισαν να τον θανατώσουν.

Ερμηνευτική Προσέγγιση:
Ανοίγει ο καθένας μας την Καινή Διαθήκη και αρχίζει να μελετά
το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, ο οποίος εξηγεί από την αρχή ότι «ἦλθεν εἰς
μαρτυρίαν ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός» (Ιω. 1,7). Στο τέλος του βιβλίου

25
έρχεται ο Ιησούς, το φως που περιέγραψε ο Ευαγγελιστής στις σελίδες που
μεσολάβησαν, και προσκαλεί στη δόξα Του: «Ἀκολούθει μοι» (Ιω. 21,19),
λέει στον απόστολο Πέτρο. Έτσι, στις ενδιάμεσες σελίδες βρίσκουμε τον
τρόπο του Θεού που μας μεταδίδει τη δόξα του, δηλαδή πώς μπορούμε
να καταλάβουμε όσα ο Ευαγγελιστής γράφει περὶ τοῦ φωτός και να
το προσλάβουμε στη ζωή μας, ώστε να λάβουμε κι εμείς αυτή τη δόξα.
Ανάμεσα στα πολλά που περιγράφονται στο Ευαγγέλιο, είναι και μια
σύναξη των αρχιερέων του Ισραήλ με τους Φαρισαίους. Συγκεντρώθηκαν
για να συναποφασίσουν τι θα κάνουν με τον Ιησού που κερδίζει ανθρώπους
με το κήρυγμα και τα θαύματά του. Εξέφρασαν τους φόβους τους ότι αν
εξαπλωθεί η διδασκαλία Του θα πιστέψουν πολλοί σ’ αυτόν, με αποτέλεσμα
να θορυβηθούν με τη σειρά τους οι Ρωμαίοι και να καταστρέψουν τον ναό και
τον λαό τους. «Αν τον αφήσουμε να συνεχίσει έτσι...», έλεγαν, ενώ ο σκοπός
τους ήταν να τον εμποδίσουν να συνεχίσει έτσι... Σκέφτονταν διάφορα για
να σταματήσουν τον Χριστό να μεταδίδει το φως στους ανθρώπους· δεν
τους άρεσε που οι άνθρωποι μπορούσαμε να ζουμε πια στο φως και ήταν
διατεθειμένοι να κάμουν το παν για να μας κρατήσουν στο σκοτάδι. Τότε ο
αρχιερέας που προήδρευε των συνάξεων εκείνης της χρονιάς, ο Καϊάφας,
τους παρατήρησε αυστηρά, λέγοντάς τους: «Εσείς δεν καταλάβατε τίποτε!
Ούτε που σκέφτεστε ότι μας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για τον λαό
και να μη χαθεί ολόκληρο το έθνος». Πρότεινε να σκοτώσουν τον Χριστό,
η ιδέα άρεσε στους λοιπούς αρχιερείς και Φαρισαίους και συμφώνησαν.
Όμως πάλι δεν σκέφτηκαν καλά αυτά που προφήτευσε ο Καϊάφας· θα
πέθαινε ο Ιησούς ὑπὲρ τοῦ ἔθνους και μετά; Μετά όλα τα τέκνα του Θεού,
όπου κι αν είναι διασκορπισμένα, θα τα συγκεντρώσει και θα τα ενώσει.
Οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι πέτυχαν την απόφασή τους, σταύρωσαν
τον Χριστό. Όμως δεν αρκεί να κερδηθεί μόνο μια μάχη για να κερδηθεί
όλος ο πόλεμος. Κέρδισαν τη μάχη, αλλά έχασαν τον πόλεμο. Ο ναός του
Σολομώντα σήμερα δεν υπάρχει και ο λαός του Ισραήλ ήταν σκορπισμένος
μέχρι που ιδρύθηκε το κράτος τους το 1948. Άρα εκείνο που φοβούνταν, έγινε
πραγματικότητα, παρόλο που σταύρωσαν με τους Ρωμαίους τον Χριστό.
Απέτυχαν, διότι ο Χριστός δεν ψάρευε κόσμο με τα λόγια του. Αν ήταν
μόνο τα λόγια, πόσοι και πόσοι διανοητές πέθαναν και μετά από λίγα
χρόνια ξεχάστηκαν και τα λόγια τους! Ο Χριστός μπαίνει στις καρδιές
μας, γλυκαίνει την κάθε μέρα μας, γίνεται σκέψη και λόγος και πράξη
και ήθος μας και αδελφός μας. Είναι το φως, για το οποίο μας μιλά
ο άγιος Ιωάννης στο Ευαγγέλιο. Το φως που φωτίζει τον δρόμο
προς τη δόξα Του. Μπορεί κανείς να σκοτώσει το φως; «Τον ήλιον

26
με (το) φύσημαν μπορείς να τον ισβήσεις;» (Β.Μιχαηλίδη, 9η Ιουλίου 1821).
Σκότωσαν έναν άνθρωπο, τον Έναν Θεό. «συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος
ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ», όντως. Έγινε μάρτυρας ο Χριστός για όλους τους
ανθρώπους, «μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται», για να μη χαθεί ολόκληρο το έθνος
της Εκκλησίας. Θυσιάστηκε, λοιπόν, ο Θεάνθρωπος για να ωφεληθεί το σύνολο
του κόσμου. Αυτό όταν το κάνουν οι άνθρωποι ονομάζεται αυταπάρνηση
και αυτοθυσία. Όταν το κάνει ο Θεός ονομάζεται αγάπη και σωτηρία.
Παραμονές της 9ης Ιουλίου 1821 ο καλόψυχος Τούρκος Κκιόρ-ογλου
έτρεξε στην Αρχιεπισκοπή, προειδοποίησε τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό
ότι σχεδιάζει ο αγάς της Κύπρου να τον σκοτώσει και του πρότεινε να
τον φυγαδεύσει για να γλυτώσει. Όμως ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε την
κολακευτική πρόταση, διότι αν έφευγε η συμφορά θα ήταν μεγαλύτερη:
«Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν,
γιατί αν φύω, το κακόν εν’ να γινή περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλου, τζι ας πα’ να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι οι άλλοι να γλυτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
εν’ να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν’ κάλλιον του ’πισκόπου».
Βασίλης Μιχαηλίδης, «9η Ιουλίου 1821», Απόσπασμα παραγράφου 20

Προτίμησε ο Εθνομάρτυς Κυπριανός να μη γλυτώσει το τομάρι του, να


γλυτώσει ο κόσμος. Πρόταξε το συμφέρον του συνόλου, παρά να ζήσει ο
ίδιος μια βολεμένη συμβατική ζωή ακόμα 20-30 χρόνων. Όταν το απαίτησαν
οι περιστάσεις έκανε ένα βήμα μπροστά και προχώρησε· όταν τον ζήτησε η
Ιστορία απάντησε «παρών!». Ένα βήμα μπροστά για να γλυτώσει ο κόσμος.
Σήμερα ποιος κάνει αυτό το βήμα μπροστά για να γλυτώσει ο κόσμος;
Σήμερα, κάθε μέρα που ψάχνει η Ιστορία ανθρώπους να σταθούν στο
συμφέρον του κόσμου, ποιος δηλώνει παρών και προχωρά εκείνο το ένα
βήμα μπροστά; Οι προκλήσεις της καθημερινότητάς μας, τα προβλήματα της
ανθρωπότητας, η θλίψη του συμμαθητή, η δυσκολία του άλλου, το αδιέξοδο
του ξένου... ακούμε και γι’ αυτά τη φωνή της Ιστορίας του ανθρώπου
να ψάχνει παρόντες, να γυρεύει κάποιους να κάνουν το βήμα μπροστά.
Σαν άλλος παραλυτικός, παράλυτη η Ιστορία διαμαρτύρεται «ἄνθρωπον
οὐκ ἔχω» και δεν βρίσκει έναν άνθρωπο για... να γλυτώσει ο κόσμος.
Ο μεγάλος κόσμος μας πάσχει από τόσα προβλήματα και υπάρχουν
περισσότεροι πρόθυμοι να τον σπρώξουν στην καταστροφή, παρά να τον

27
γλυτώσουν. Μα «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή», πρέπει να εργαστούν
κάποιοι, να σηκώσουν τον νου πάνω από το ερμητικά κλειστό «εγώ», να δουν
το «εμείς», να κοπιάσουν για το σύνολο, ν’ αγωνιστούν για όλο τον κόσμο.
Στον μικρόκοσμο της ψυχής μας, στα βάθη του είναι μας, ένας παρόμοιος
πόλεμος επιτελείται. Αρχιερείς και Φαρισαίοι οι λογισμοί και τα πάθη μας
ψάχνουν τον τρόπο πώς να μην αφήσουν τον Χριστό να συνεχίσει («ἐὰν
ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν»). Αρχιερείς και Φαρισαίοι
οι λογισμοί και τα πάθη μας προσπαθούν να σκοτώσουν τον Χριστό μέσα
μας και η μικρή μας ιστορία, η προσωπική Ιστορία καθενός, ψάχνει τον μικρό
ήρωα που βρίσκεται μέσα μας, να κάνει το βήμα μπροστά... για να γλυτώσει
ο μικρόκοσμος της ψυχής μας. Υπάρχει κανείς εκεί; Είναι κανείς να σταθεί
ολόρθος και να απαντήσει παρόντας στο κάλεσμα; Αυτοθυσία για εμάς.
Αυτοθυσία και για την κοινωνία. Στα προβλήματα του κόσμου,
σαν άλλος Εθνομάρτυς, σας μάρτυς συνειδήσεως ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, να
συλλογιστεί «δεν θέλω εγιώ να φύω (...), γιατί, αν φύω, το κακόν εννα
γινεί περίτου. (...) ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι’ οι άλλοι να γλυτώσουν».
Πρότυπο αυτοθυσίας και αγάπης ο Εσταυρωμένος Κύριος. Αλλά ο
ίδιος ο Ευαγγελιστής μας τονίζει ότι ο Χριστός ήλθε «οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους
μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν».
Μάζεψε όχι μόνο τον λαό του Ισραήλ, αλλά και από παντού όλα τα τέκνα
του Θεού. Δυστυχώς δεν Τον αναγνωρίζει και δεν τον θεωρεί άνθρωπο
δικό του το σύνολο του κόσμου μας. «ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’
αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν, καὶ οἱ ἴδιοι
αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Αλλά «ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν
τέκνα θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Ιω. 1,12).
Είναι εξουσία ιερή, λοιπόν, να είμαστε τέκνα του Θεού. Κι όσοι
έχουμε αυτή την εξουσία, συναγόμαστε σε ένα, γράφει ο Ευαγγελιστής.
Ενωνόμαστε στην Εκκλησία, γινόμαστε ένα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ
τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... τιμούμε και κοινωνούμε τον Χριστό,
διότι στ’ αλήθεια, μας συμφέρει να πεθάνει ένας για όλο τον λαό. Τέκνα του
Θεού, να διδασκόμαστε και να μιμούμαστε τον Χριστό στην αυτοθυσία, διότι
ψάχνει η Ιστορία άνθρωπον... για να γλυτώσει ο κόσμος. Είναι κανείς εκεί;

28
“ΤΟ ΕΡΓΟ τησ εκκληΣΙΑΣ”
του Αρχιμ. Γρηγορίου Μουσουρούλη, Θεολόγου

Πολλοὶ πολλὰ καὶ διάφορα λένε κατὰ καιροὺς γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ. Τὴν Ἐκκλησία μας, τὴν πνευματικὴν μας μητέρα καὶ τροφό. Τὰ
λένε καὶ τὰ διατυμπανίζουν χωρὶς ὅμως νὰ ξέρουν ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθὴς
ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἄν θέλετε καὶ ποιό εἶναι τὸ ἔργο της. Ἔτσι
δημιουργεῖται σύγχυση ἀντιλήψεων καὶ παρανοήσεις ὡς πρὸς τὸ ἔργο τῆς
Ἐκκλησίας. Κρίνουμε λοιπὸν ἀναγκαῖο μέσα ἀπὸ τὶς λίγες γραμμὲς τοῦ ἄρθρου
αὐτοῦ νὰ ὑπογραμμίσουμε κάποια βασικὰ στοιχεῖα τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν θὰ θέλαμε μὲ λίγες λέξεις νὰ περιγράψουμε τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τὴν ἀποστολή της στὸν κόσμο, θὰ λέγαμε ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει
γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν ἄνθρωπο. Ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Ἐνανθρωπήσαντα
Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ «διακονήσῃ» τοὺς
ἀνθρώπους (Ματθ. κ΄28), καὶ ἔχει ὡς σκοπό της νὰ συνεχίζει τὸ ἔργο
Του μέσα στοὺς αἰῶνες. Νὰ προσφέρει δηλαδὴ στὸν ἄνθρωπο τὴν ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ. Νὰ τοῦ συμπαρίσταται στὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει.
Δυστυχίες ἤ ἀσθένειες τοῦ σώματος καὶ πολὺ περισσότερο τῆς ψυχῆς.
Σαφὴ εἰκόνα τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἱεράρχησης τοῦ
θέματος βρίσκουμε στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καὶ
συγκεκριμένα στὸ ἕκτο κεφάλαιο. Ἐκεῖ, λοιπόν, τότε ποὺ δημιουργήθηκε
θέμα μεταξὺ τῶν χριστιανῶν ἐξ Ἰουδαίων καὶ ἐθνικῶν σχετικὰ μὲ τὴ
διανομὴ τῶν ὑλικῶν βοηθημάτων, ἅγιοι Ἀπόστολοι τήρησαν μιὰ στάση
πολὺ συνετή. Εἶπαν στοὺς χριστιανοὺς ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι «τῇ
προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν» (Πράξ. στ΄4).
Ἕνα λοιπὸν ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνο τῆς προσευχῆς.
Καὶ ὅταν οἱ Ἀπόστολοι μιλᾶνε ἐδῶ γιὰ προσευχὴ ἐννοοῦν κυρίως τὴ
δημόσια προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ
δημόσια λοιπὸν χριστιανικὴ λατρεία, μὲ τὶς διάφορες ἀκολουθίες, καὶ
πολὺ περισσότερο μὲ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καὶ μάλιστα τοῦ
Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία, εἶναι, ἕνα
ἀπὸ τὰ κυριώτερα ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Διότι μὲ αὐτὰ δημιουργεῖται καὶ
συντηρεῖται ἡ ἐπικοινωνία τῶν πιστῶν μὲ τὸν Θεό. Δι’αὐτῶν ἀνέρχονται οἱ

29
ψυχὲς πρὸς τὸν οὐρανὸ. Καὶ ζοῦν ἔτσι μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸν κόσμο
τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων. Κάτι ποὺ εἶναι κατ’ἐξοχὴν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν
πνευματικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ
ἐπικοινωνία ἐξασφαλίζει τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ψυχὴ
κάθε χριστιανοῦ. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐπικοινωνία ζητεῖται ὁ φωτισμός, ἡ δύναμη
τοῦ Κυρίου, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τῶν ὁποίων ἐξαγιάζονται
οἱ πιστοί, στηρίζονται στὸν ἀγώνα τους κατὰ τῆς ἁμαρτίας, τοῦ κόσμου καὶ
τοῦ διαβόλου καὶ προχωροῦν πρὸς τὴν κατάκτηση τῆς οὐράνιας βασιλείας
καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Χωρὶς αὐτὰ πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ
ὑπάρξει. Ἡ ψυχὴ ξηραίνεται, ἀποδυναμώνεται, καταντᾶ ἀναιμικὴ καὶ
βαδίζει δυστυχῶς σὲ κατάσταση χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς
ζωῆς. Γι’αὐτὸ καί ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς ζωῆς της μέχρι
σήμερα θεωρεῖ πρώτιστο καὶ κύριο ἔργο της τὴν λατρεία, τὴν προσευχή,
ὅπως τὴν χαρακτήρισαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἄλλωστε δὲν εἶναι δυνατὸ
νὰ ὑπάρξει Ἐκκλησία χωρὶς τὸν πλοῦτο τῆς λατρείας. Γι’ αὐτὸ καὶ κύριο
ἔργο τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διακονία τους ὡς στόματος
τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Θεὸ διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς λατρείας.

***
Στὸν στίχο τῶν Πράξεων πού ἀναφέραμε προηγουμένως οἱ ἅγιοι Ἀπό-
στολοι διακηρύσσουν σταθερὰ ὅτι θὰ «προσκαρτερήσουν», θὰ ἀφοσιωθοῦν
καὶ στὴν διακονία τοῦ λόγου. Στὴ διακονία τοῦ κηρύγμνατος τοῦ Εὐαγγελίου
τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο κύριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν
διακόνων της. Τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο ὁ Κύριος ἀνέθεσε στὴν Ἐκκλησία Του, ὅταν
ἔδωσε τὴν ἐντολή: «κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μκ. 16,15). Καὶ
εἶναι κύριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου, διότι μέσα ἀπὸ τὶς
Γραφὲς ὁμιλεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς πρὸς τὸν λαό Του. Ἀποκαλύπτει δι’αὐτοῦ τὸ
ἅγιο θέλημά Του. Κατευθύνει τοὺς πιστοὺς πρὸς τὴν ἀλήθειά Του, ἐφ’ὅσον
Αὐτὸς εἶνια «ἡ Ἀλήθεια». Δημιουργεῖ τὴν πίστη στὶς ψυχές. «Πῶς πιστεύσουσιν
οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς
κηρύσσοντος;» ἐρωτᾶ ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος (Ρωμ. 10,14). Καὶ προσθέτει: «ἡ
πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος
Θεοῦ» (Ρωμ. 10,17). Πρέπει λοιπὸν νὰ
ὑπάρξει κήρυγμα γιὰ νὰ ὑπάρξουν
πιστοί. Καὶ ὅταν ὑπάρξουν πιστοί,
τότε θὰ ὑπάρξει καὶ ἡ λατρεία. Διὰ
τοῦ θείου κηρύγματος γίνεται καὶ ἡ

30
καλλιέργεια τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐμβάθυνση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,
ἡ ἐνίσχυση γιὰ τὴν ἐφαρμογή του. Ἀλλὰ καὶ ἡ διάδοσή του σ’ἐκείνους ποὺ
τὸ ἀγνοοῦν. Ὅταν οἱ χριστιανοὶ ἀκοῦνε πλούσιο κήρυγμα, τότε γίνονται
καλύτεροι καὶ πιό συνεπεῖς στὴ ζωή τους. Γίνονται συνειδητοὶ καὶ ζωντανοί.
Γι’αὐτὸ καί πάλιν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παροτρύνει τὰ πιστὰ μέλη τῆς
Ἐκκλησίας: «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνοικείτω ἐν ὑμῖν πλουσίως» (Κολ. γ΄16).
Γι’αὐτὸ καὶ ὅταν ἡ Ἐκκλησία καλλιεργοῦσε τὴ διακονία τοῦ λόγου, βρισκόταν
σὲ ἀκμὴ καὶ δόξα. Μαζὶ μάλιστα καὶ μὲ τὴν προσευχὴ ἡ Ἐκκλησία ἐπιτυγχάνει τὴ
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν αἰώνια πλησίον τοῦ Θεοῦ ἀποκατάστασή του.

***
Ἴσης ὅμως ἀξίας καὶ σημασίας εἶναι καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης πρὸς
τὸν πλησίον. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔργο εἶναι ἀπὸ τὰ βασικὰ χαρακτηριστικά τῆς
Ἐκκλησίας μας. Καὶ τοῦτο διότι ἀποτελεῖ ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τοῦ
Κυρίου: «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Γι’αὐτὸ πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὶς
δυνάμεις της, συμπαρίσταται καὶ βοηθεῖ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη,
τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς φτωχούς. Μάλιστα ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς
ἱδρύσεώς της. Οἱ μεγάλοι Πατέρες ἄσκησαν πολύπλευρο καὶ πλούσιο ἔργο
ἀγάπης. Στὰ χρόνια ὄχι μόνο τῆς Βυζαντινῆς δόξας, ἀλλὰ καὶ στὰ χρόνια τῆς
Τουρκοκρατίας ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔπαυσε νὰ ἐργάζεται τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης
καὶ νὰ συντρέχει στὶς ἀνάγκες τῶν πιστῶν. Ἡ ἴδια παράδοση συνεχίζεται
καὶ σήμερα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ νησιοῦ μας βρίσκεται πάντα στὶς
ἐπάλξεις. Στάθηκε κοντὰ στὸ λαὸ καὶ στὶς μαῦρες ἡμέρες τῆς βάρβαρης
τουρκικῆς εἰσβολῆς τοῦ 1974, στάθηκε δίπλα του καὶ στὶς ἡμέρες τῆς κρίσης
καὶ τοῦ «κουρέματος», στέκεται καὶ σήμερα μὲ βοηθήματα πρὸς πάσχοντες
ἀδελφούς μας, μέ ὑποτροφίες σὲ φτωχὰ παιδιά, ὥστε νὰ μὴ στερηθοῦν τοῦ
ἀγαθοῦ τῆς μορφώσεως ἐξ αἰτίας οἰκνομικῆς δυσπραγίας τῆς οἰκογένειάς
τους, μὲ τὴν ἐξασφάλιση στέγης ἀντὶ μικροῦ χρηματικοῦ ποσοῦ καὶ τόσα ἄλλα.

***
Ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας λοιπόν, ἄς ἔχουμε ξεκαθαρισμένο στὴ ψυχή μας
τὸ κύριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ πρῶτον νὰ μὴ παρασυρόμαστε ἀπὸ
διάφορες ἀντιλήψεις, ποὺ ἀκούονται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν γνωρίζουν
καλὰ ἤ καὶ ἀγνοοῦν τὰ πράγματα. Δεύτερον νὰ ἐνισχύουμε τὸ ἔργο τῆς
Ἐκκλησίας μὲ τὴ συμμετοχή μας τόσο στὴ λατρευτική της ζωή, ὅσο καὶ
στὴν ἀκρόαση καὶ τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης.

31
το μυστηριο τΗσ Εκκλησίασ
μέσα από την υμνολογια τησ
του Πρωτ. Δημητρίου Δημοσθένους, Θεολόγου

«Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί…» (Εφ. 5,32) γράφει μέσα στην προς
Εφεσίους επιστολή του ο Απ. Παύλος εννοώντας το μυστήριο της σχέσεως
της νύμφης Εκκλησίας με το Νυμφίο Χριστό. Στην προαναφερθείσα επιστολή
ο Απόστολος των Εθνών, κάνει ένα παραλληλισμό της σχέσεως νυμφίου και
νύμφης με τη σχέση Χριστού ως του μόνου και αληθινού Νυμφίου και της
Εκκλησίας ως της μόνης και αληθινής νύμφης του Χριστού. Προσπαθεί έτσι
μέσα από αυτή την περιγραφή να δώσει στους Εφεσίους να καταλάβουν, κατά
το δυνατόν, τη σχέση της Εκκλησίας με τον Χριστό. Εμείς δεν θα προσπαθήσουμε
να δούμε το τι λέγει από την προαναφερθείσα επιστολή του, για το θέμα, ο
Απόστολος Παύλος, αλλά θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε μέσα από
την υμνολογία της Εκκλησίας μας το θέμα που θα διαπραγματευτούμε.

«Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον.


Βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,
ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τον θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁμοούσιε καί ὁμόθρονε τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ, Παράκλητε, δόξα σοι».
7ο ιδιόμελο Εσπερίων εορτής Πεντηκοστής
Ο πιο πάνω ύμνος ερμηνεύει, θα τολμούσαμε να πούμε, αυτό το οποίο
ονομάζουμε μυστήριο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία συγκροτείται, κατά το πιο
πάνω ιδιόμελο, από το Πνεύμα το Άγιον, το οποίο χορηγεί τα πάντα. Ποια είναι
αυτά τα «πάντα» που χορηγεί το Άγιο Πνεύμα; Σύμφωνα με
τον ύμνο το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο που τελειοποιεί
τους ιερείς της, που διδάσκει τους αγράμματους
την αληθινή σοφία, που ανέδειξε θεολόγους
ψαράδες και που όλους τους πιο πάνω, τους
γεμίζει στον μέγιστο βαθμό με την προφητεία
δηλαδή με την ικανότητα να κηρύττουν
το λόγο του Θεού. Ιδιαίτερης αναφοράς
τυγχάνει το γεγονός ότι το Άγιο Πνεύμα είναι
εκείνο που συνέχει τον θεσμό της Εκκλησίας.

32
Στο ιδιόμελο είναι απαραίτητο να σχολιαστούν τα «ιερέας
τελειοῖ», «ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν», «ἀλιεῖς θεολόγους
ἀνέδειξεν» και μάλιστα πρέπει να σχολιαστούν με ιστορική σειρά.
Αναφέροντας το ιδιόμελο ότι το Άγιο Πνεύμα «ἀλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν»,
φυσικά όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι μας, αναφέρεται στους μαθητές του
Χριστού και μετέπειτα Αποστόλους, οι οποίοι από το επάγγελμα του αλιέα,
δηλαδή του ψαρά, αναδεικνύονται σε σπουδαίους θεολόγους, οι οποίοι
έσπειραν το λόγο του Ευαγγελίου, σε όλα τα έθνη. Άλλωστε η κλήση του
Κυρίου στους πρώτους μαθητές, «δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἀλιεῖς
ἀνθρώπων» (Μκ. 1,17) συμφωνεί απόλυτα με αυτό το κομμάτι του ύμνου.
Μάλιστα η επομένη Κυριακή των Αγίων Πάντων, από αυτήν της Πεντηκοστής
που ψάλλεται ο παρών ύμνος, αναφέρεται στα αποτελέσματα του κηρύγματος
των αλιέων οι οποίοι με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, αναδείχθηκαν σε
σπουδαίους θεολόγους. Ύμνο τον οποίο και αυτόν θα αναλύσουμε πιο κάτω.
Στο ιδιόμελο του εσπερινού της Πεντηκοστής αναφέρεται ότι το Άγιο
Πνεύμα «ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν». Για να κατανοήσουμε σωστά τη
φράση αυτή του ύμνου, θα πρέπει να δούμε το τι σημαίνει η λέξη «σοφία»,
μέσα από την Καινή Διαθήκη. Στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο ακούμε τον
Χριστό να αναφέρει στους μαθητές Του, λίγο πριν το πάθος του, αυτά
που θα συναντήσουν στην ζωή τους, εξαιτίας του ότι είναι μαθητές Του.
Συγκεκριμένα τους λέγει ότι «ἐπιβαλοῦσι γάρ ἐφ’ ὑμᾶς τάς χείρας αὐτῶν καί
διώξουσι, παραδιδόντες εἰς συναγωγάς και φυλακάς, ἀγομένους ἐπί βασιλεῖς
καί ἠγεμόνας ἔνεκεν τοῦ ὀνόματός μου. ἀποβήσεται δε ὑμῖν εἰς μαρτύριον.
Θέσθε οὖν εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, μη προμελετᾶν ἀπολογηθῆναι» (Λκ. 21,12-14).
Και στη συνέχεια λέγει ο Κύριος «ἐγώ γάρ δώσω ὑμῖν στόμα καί σοφίαν, ἥ οὐ
δυνήσονται ἀντειπεῖν οὐδέ ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ὑμῖν» (Λκ. 21,15).
Ποια είναι αυτή η σοφία την οποία θα δώσει ο Χριστός στους μαθητές Του, έτσι
ώστε να μην μπορούν να αντισταθούν σε αυτά που λένε όσοι είναι αντίθετοι
με τους πιστούς του; Φυσικά η σοφία για την οποία μιλά εδώ ο Χριστός, δεν
έχει σχέση με την οποιαδήποτε κοσμική σοφία η οποία κοσμική σοφία είναι
«ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης» (Ιακ. 3,15). Η σοφία με την οποία θα γεμίσει
τους μαθητές του ο Χριστός προέρχεται «ἄνωθεν», είναι αγνή, ειρηνική,
επιεικής, επειθής, ελεήμων και γεμάτη με αρετές σαν καρπούς αγαθούς
(Πρβλ, Ιακ. 3,17). Αυτή τη σοφία λοιπόν διδάσκει το Άγιο Πνεύμα στους
μαθητές του Χριστού, με την οποία σοφία θα αναμετρηθούν με τους δυνατούς
της γης και θα τους κατατροπώσουν, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Το ιδιόμελο το οποίο αναλύουμε, αναφέρει πως το Άγιο Πνεύμα «τελειοῖ»
τους ιερείς. Τι σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα τελειοί τους ιερείς; Στην δεύτερη

33
ευχή της εις πρεσβύτερον χειροτονίας λέει ο χειροτονών επίσκοπος: «…
ὅν εὐδόκησας τον τοῦ Πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρεᾶς, ἵνα γένηται ἄξιος παρεστάναι ἀμέμπτως τῷ
θυσιαστηρίῳ σου, κηρύσσειν τό Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τον
λόγον τῆς ἀληθείας σου…» (Μέγα Ευχολόγιον, σ. 165, εκδ. Αστέρος 1992). Ο
επίσκοπος δέεται προς τον Κύριο έτσι ώστε να γεμίσει τον χειροτονούμενον
πρεσβύτερον με την χάρη του Αγίου Πνεύματος, έτσι ώστε να είναι άξιος
να παρίσταται αμέμπτως μπροστά από το άγιο θυσιαστήριο, να κηρήττει το
ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού και να ιερουργεί το λόγο της αληθείας. Έτσι
μέσα από την ευχή της εις πρεσβύτερον χειροτονίας, καταλαβαίνουμε αυτό
που λέγει το ιδιόμελο του τροπάριου που αναλύουμε, πως το Άγιο Πνεύμα,
«τελειοῖ» τους ιερείς. Οι ιερείς διά της επιθέσεως της χείρας του Επισκόπου
κατά τη στιγμή της χειροτονίας, γεμίζουν με την χάρη του Αγίου Πνεύματος,
έτσι ώστε οι ιερείς να μπορούν ανεμπόδιστα να επιτελούν τα μυστήρια
της Εκκλησίας και να κηρύττουν το Ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού.
Όσα αναφέρονται στο στιχηρό ιδιόμελο κεκραγάριο της Κυριακής της
Πεντηκοστής και που και εμείς κάναμε μια σύντομη ερμηνεία, είναι αυτά τα
οποία το Άγιο Πνεύμα «συνέχει», δηλαδή τα συνδέει και όλα τα πιο πάνω
αποτελούν τον θεσμό της Εκκλησίας, δηλαδή το ιερό οικοδόμημα όπου
ο άνθρωπος μέσα από αυτό αγιάζεται και συνδέεται με τον αληθινό Θεό.
Όπως είπαμε σε ένα σημείο πιο πάνω, το αποτέλεσμα του κηρύγματος
των αλιέων μαθητών του Χριστού, οι οποίοι αναδείχθηκαν σπουδαίοι
θεολόγοι, αναφέρεται σε ένα στιχηρό εσπέριο προσόμοιο της Κυριακής των
Αγίων Πάντων, η οποία είναι η επομένη Κυριακή από αυτήν της Κυριακής της
Πεντηκοστής και που τον ύμνο αναλύσαμε πιο πάνω. Το τροπάριο λέγει τα εξής:

«Οἱ πνευματορήτορες, οἱ Μαθηταί τοῦ Σωτήρος,


τοῦ Πνεύματος ὄργανα, πίστει χρηματίσαντες,
διεσπάρησαν, εἰς τά γῆς πέρατα, τό σεπτόν
κήρυγμα, ὀρθοδόξως κατασπείροντες, ἐξ ὧν ἐβλά-
στησαν, θείᾳ γεωργία καί χάριτι, Μαρτύρων τά
στρατεύματα, πάθος τό σεπτόν εἰκονίζοντες, διά
πολυτρόπων, στρεβλώσεων μαστίγων καί πυρός,
καί παῤῥησίᾳ πρευσβέουσιν ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»
(Α΄ στιχηρό προσόμοιο εσπερίων Κυριακής Αγίων Πάντων).

Το προσόμοιο του εσπερινού της Κυριακής των Αγίων Πάντων,


χαρακτηρίζει τους μαθητές του Σωτήρος δηλαδή τους Αποστόλους, ως
πνευματορήτορες, δηλαδή ρήτορες του Αγίου Πνεύματος. Αυτοί οι μαθητές

34
του Σωτήρος, εκτός από πνευματορήτορες,
ανεδείχθησαν όργανα του Αγίου Πνεύματος,
οι οποίοι υπηρέτησαν με πίστη το μυστήριο της
αποκαλύψεως του Θεού στη γη και εφόσον
απεστάλησαν στα πέρατα της γης, έσπειραν
με το ορθόδοξο κήρυγμα στην οικουμένη. Ως
αποτέλεσμα αυτής τους της αποστολής, με
τη χάρη και πρόνοια του Θεού, βλάστησαν
σαν ευκλεείς καρποί τα στρατεύματα των
μαρτύρων, οι οποίοι μάρτυρες απεικονίζουν
το πάθος του Χριστού με τα πολύτροπα
βάσανα τα οποία υπέστησαν. Αυτοί λοιπόν
οι μάρτυρες με τους πνευματορήτορες
αποστόλους, πρεσβεύουν με παρρησία για τη σωτηρία των ψυχών μας.
Το πιο πάνω τροπάριο γράφει για τα απτά αποτελέσματα του
κηρύγματος των πνευματορητόρων Αποστόλων. Και τα απτά
αποτελέσματα του κηρύγματός τους είναι οι μάρτυρες, οι οποίοι
εικονίζουν το μαρτύριο του ιδίου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Αυτός
ο «θεῖος χορός» των μαρτύρων, είναι «τῆς Ἐκκλησίας ἡ βάσις, τοῦ
Εὐαγγελίου ἡ τελείωσις» (Δοξαστικό Εσπερίων Κυριακής Αγίων Πάντων).
Μέσα από τα δυο πιο πάνω τροπάρια της Κυριακής των Αγίων Πάντων,
διαφαίνεται αυτή η μυστική σχέση μεταξύ του Αγίου Πνεύματος το οποίο
ανέδειξε σε πνευματορήτορες τους μαθητές του Χριστού, το οποίο Άγιο
Πνεύμα συνέχει και συγκροτεί το θεσμό της Εκκλησίας, το οποίο Άγιο
Πνεύμα βρύει προφητείες, τελειοποιεί τους ιερείς, τους αγράμματους τους
διδάσκει την σοφία, αναδεικνύει θεολόγους τους ψαράδες, όπως αναφέρει
το ιδιόμελο τροπάριο της Πεντηκοστής και τελικά ενδυναμώνει τους
μάρτυρες να ομολογήσουν την ακλόνητη αγάπη και πίστη τους στον μόνο
αληθινό Θεό, όπως γράφει το προσόμοιο της Κυριακής των Αγίων Πάντων.
Όμως το μυστήριο της Εκκλησίας που φανερώνεται επίσημα την ημέρα της
Πεντηκοστής με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, διακηρύττεται σε όλα
τα μήκη και πλάτη της γης από τους Αποστόλους και ποτίζεται με το αίμα των
μαρτύρων της Εκκλησίας, δεν σταματά εκεί. Το μυστήριο της Εκκλησίας είναι
και οι ιεράρχες και θαυμαστοί ποιμένες οι οποίοι, με την ορθόδοξη διδασκαλία
τους, φωτίζουν την Εκκλησία του Χριστού (Γ΄ Τροπάριο Η΄ Ωδής κανόνα
εορτής 318 Θεοφόρων Πατέρων της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου,
«Ἱεράρχαι ποιμένες οἱ ἀξιάγαστοι, την Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, καταφωτίζουσιν,
ἄλλοι άλλαχοῦ ταύτην καταφαιδρύναντες, καί ὑπερηψοῦντες εἰς πάντας

35
τους αἰῶνας»). Στο δοξαστικό των Αίνων στις Κυριακές που γιορτάζουμε
τον χορό των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι από τα πέρατα της
οικουμένης συνάγονται για να ορθοτομήσουν Συνοδικώς τα δόγματα της
Εκκλησίας αναφέρεται το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι Πατέρες, δογμάτισαν
την μία ουσία και φύση του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
(Πρβλ. Δοξαστικό αίνων εορτής 318 θεοφόρων Πατέρων, Ά Οικουμενικής
Συνόδου). Όμως αυτός ο δήμος των θεοφόρων Πατέρων δεν παρέμεινε
μόνο στην δογματική διατύπωση αυτής της δογματικής αλήθειας της Αγίας
Τριάδος. Προχώρησε ο θεοσύλλεκτος αυτός δήμος, στην παράδοση αυτής
της αλήθειας στην Εκκλησία, δηλαδή στη διδασκαλία αυτής της αλήθειας
στο σώμα των πιστών. Οι Πατέρες αυτοί είναι τα πάγχρυσα στόματα του
Λόγου, τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου, οι πολύφωτοι αστέρες του
νοητού στερεώματος και το αγλάισμα της οικουμένης (Δοξαστικό αίνων
εορτής 318 θεοφόρων Πατέρων, Ά Οικουμενικής Συνόδου), που συνέβαλαν
και συμβάλλουν ενεργά στο μυστήριο αυτό που ονομάζουμε Εκκλησία.
«Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί…». Είναι γεγονός ότι μέσα σε λίγες γραμμές
είναι αδύνατο κάποιος να γράψει για το μυστήριο της Εκκλησίας. Μέσα από
κάποιους ύμνους προσπαθήσαμε να ψηλαφίσουμε το
θέμα για το μυστήριο αυτό. Όμως αληθινό είναι
το γεγονός ότι, όπως η νύμφη Εκκλησία είναι
μυστικώς ενωμένη μετά του
Νυμφίου Χριστού, έτσι και
εμείς οι πιστοί, κωφεύοντας
στις οποιεσδήποτε σειρήνες
προσπαθούν να μας απομα-
κρύνουν από την Εκκλησία,
θα πρέπει να παραμείνουμε
ενωμένοι μαζί της, για να
γευθούμε την παρουσία
Του μέσα στις ψυχές μας.

36
“στηκετε και κρατειτε τασ παραδοσεισ”
του Ευδόκιου Δημητρίου, Θεολόγου

Όταν ήρθε στην Κύπρο ο Απόστολος Βαρνάβας για να μεταδώσει


το ευαγγελικό μήνυμα του Ιησού, βάπτισε και χειροτόνησε
Επισκόπους τον Ηρακλείδιο στην Ταμασό, τον Επαφρά
στην Πάφο, τον Τυχικό στη Νεάπολη, τον Αυξίβιο στους
Σόλους. Έτσι κληροδοτήθηκε η χριστιανική παράδοση στους
κατοίκους του Νησιού μας κι από τότε βιώνεται εδώ η εμπειρία του Χριστού.
«Παράδοση», λοιπόν, είναι ό,τι παραδίδεται· έχει κληροδότη και
κληρονόμο, χορηγό και αποδέκτη. Εκείνο που βίωσαν οι πρόγονοί μας σε
αυτό τον τόπο, μεταδόθηκε διαδοχικά ως εμάς, το βιώνουμε κι εμείς σήμερα.
Η Θεία Ευχαριστία είναι η πολυτιμότερη κληρονομιά που άφησε ο Κύριος,
λέγοντας στον Μυστικό Δείπνο περί του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων
«Λάβετε φάγετε... Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες... τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμῆν ἀνάμνησιν».
Έχοντας παραδόσει ο Χριστός το Μυστήριο στους Αποστόλους,
κατά το γραφόμενο του ευαγγελιστή Ιωάννη, αυτοί το μετάφεραν
«ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα, καί
αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν» (Α΄ Ιω. 1,1). Ό,τι ακούσαμε, ό,τι είδαμε
με τα μάτια μας, ό,τι γίναμε αυτόπτες από κοντά κι ό,τι ψηλάφησαν
τα χέρια μας. Αυτά μας παρέδωσαν οι άγιοι Απόστολοι και γι’ αυτό
η Εκκλησία της Κύπρου σεμνύνεται για την αποστολικότητά της.
Πέρασαν αιώνες κι η αγιοτόκος γη μας καρποφόρησε αδιάκοπα αγίους
για να μνημονεύει η οικουμένη Σπυρίδωνα Τριμυθούντος, Πανάρετο Πάφου,
Τριφύλλιο Λευκωσίας, Λαμπαδιστή Ιωάννη, Νεόφυτο Έγκλειστο και τόσους
αγίους, που χάρισαν στον τόπο μας τον χαρακτηρισμό «Νήσος Αγίων».
Βέβαια η ταυτότητά μας χρωματίζεται και από την εθνική μας καταγωγή.
Ο αποικισμός της Μεγαλονήσου προ του 11ου αι. π.Χ. από τους Αχαιούς,
ήταν το σημείο από το οποίο άρχισε να ξετυλίγεται το νήμα της μακραίωνης
ελληνικής Ιστορίας μας. Με την απόρριψη της ειδωλολατρίας, οι γηγενείς
κάτοικοι της Κύπρου διατηρήσαμε τον δικό μας τρόπο ζωής ανανεωμένο
με το χριστιανικό ήθος. Μ’ αυτή την παράδοση είμαστε εστεμμένοι
και φέρουμε το βάρος της ευθύνης να την παραλάβουμε πλήρη, να τη
διατηρήσουμε ατόφια και να την παραδώσουμε ζώσα και ανόθευτη. Να

37
την παραλάβουμε από τους παλαιότερους και να την παραδώσουμε στους
επόμενους, μεταδίδοντάς το στέμμα της εθνικής κληρονομιάς μας και
μεταφέροντάς τους την ευθύνη της φύλαξής της ως κόρην οφθαλμού.
Το φορτίο της ευθύνης είναι σημαντικό, αν και μετέχουμε της παράδοσης
με ευχαρίστηση, όπως το διδάσκει ο Χριστός: «ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό
φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Μτθ. 11,30). Είναι ελαφρόν, διότι η άρση του
φορτίου, αυτής της πολύτιμης κληρονομιάς, ωφελεί, καλλιεργεί, δυναμώνει
την ψυχή. Κι ό,τι δυναμώνει την ψυχή, αναπαύει τελικά, ευχαριστεί.
Τόσους αιώνες, εμείς ως κληρονόμοι στολίσαμε κάστρα φύλαξης αυτής
της παράδοσης τους ναούς στο κέντρο των κοινοτήτων μας, στο κέντρο
των χωριών και της καρδιάς μας. Μέσα στον ναό ευλογείται ο μόχθος του
γεωργού, του αμπελουργού και του ελαιοπαραγωγού, ευλογώντας τον
άρτο, τον οίνο και το έλαιον· μέσα στον ναό ευλογείται η ζωή στο οκταήμερο
εκκλησίασμα του νεογέννητου βρέφους και στη Βάφτισή του, αλλά και ο
θάνατος του κεκοιμημένου· μέσα στον ναό ευλογείται η γαμήλια σχέση
των ανθρώπων, η ιεροσύνη, τελεσιουργείται η αγάπη προς τους αγίους
μας καθημερινά. Γύρω από τον ναό πανηγυρίζουμε τη μνήμη των αγίων
και αραιότερα πια, συνεχίζουμε τη χαρά του Γάμου με το παραδοσιακό
γλέντι. Έτσι, κέντρο της ζωής μας, από την αρχή και ως το τέλος της,
τίθεται ο Χριστός· στη χαρά και στη θλίψη μας ρυθμιστής είναι Αυτός.
Κέντρο, λοιπόν, της ελληνικής μας παράδοσης και φορέας της
ακριβής τούτης κληρονομιάς είναι η Εκκλησία και οι ναοί. Εισερχόμενοι
σ’ αυτούς δοξολογούμε τον Θεό για το τι είμαστε, Τον ευχαριστούμε και
Τον παρακαλούμε για τη ζωή μας· ερχόμαστε δηλαδή σε επαφή μαζί Του.
Εμπόδιο είναι η κατοχή στη συνέχιση αυτής της κληρονομιάς και
στην τουρκοκρατούμενη Πατρίδα μας. Και τούτο διότι οι κατακτητές
μετέτρεψαν τους ναούς μας σε αποθήκες σανού και πατατών, σχολές χορού,
σκουπιδότοπους, στάβλους, ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις. Μετέτρεψαν
τα σεβαστά αγιάσματα των Αγίων μας σε αποχετεύσεις. Ξεντύσανε τους
τοίχους από τις θαυμάσιες τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά και τα πούλησαν
σε ιερόσυλους λαθρεμπόρους. Μερικούς τους μετέβαλαν σε τζαμιά, θέλοντας
να δείξουν ότι διά πυρός και σιδήρου μπορούν να αλλάξουν τον χαρακτήρα
μας, να αλλοιώσουν την ταυτότητά μας, να παραχαράξουν την Ιστορία μας.
Σε κάποια χωριά, οι προσκυνητές δεν βρίσκουν πλέον τον
ναό, επειδή οι καταπατητές Τούρκοι τον κατεδάφισαν.
Γεννηθήκαμε στην ανατολικότερη εσχατιά της
Μεσογείου κληρονόμοι της ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Οι άρπαγες ξένοι και οι ξεχασιάρηδες συμπατριώτες μας

38
μάς ωθούν στο να ξεχάσουμε, να μην έχουμε μνήμη της ιερής κληρονομιάς
μας. Μας υποβάλλουν σε μια ανίερη αμνησία για να ξεχάσουμε το ΔΕΝ
ΞΕΧΝΩ, που δεν ξεχνιέται ενόσω πληγώνει τη γη μας το συρματόπλεγμα
και ώσπου καταπατούνται τα στοιχειώδη μας δικαιώματα. Οι αγνοούμενοι,
οι πρόσφυγες, οι ήρωες της Ελευθερίας, περιμένουν δικαίωση. Κι η
δικαίωση δεν έρχεται μόνη της. Δύο ποιητές θα μας πουν τα υπόλοιπα...

«Αν λαχταράς τη Λευτεριά σε ξένους μην ελπίζεις.


Μόνος σου πάρ’ την αν μπορείς, αλλιώς δεν την αξίζεις».
Νίκος Καζαντζάκης

Ακούς; Εκείνοι που μας εχθρεύονται βρίσκουν μπροστά τους εμάς, τούτα
τα κορμιά...

«Ἡ γῆς δέν ἔχει κρικέλια γιά νά τήν πάρουν στόν ὦμο καί νά φύγουν
μήτε μποροῦν, ὅσο κι ἂν εἶναι διψασμένοι
νά γλυκάνουν τό πέλαγο μέ νερό μισό δράμι.
Καί τοῦτα τά κορμιά, πλασμένα ἀπό ἕνα χῶμα πού δέν ξέρουν, ἔχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα γιά νά τίς ἀλλάξουν, δέ θά μπορέσουν-
μόνο θά τίς ξεκάμουν ἂν ξεγίνουνται οἱ ψυχές».
Γιώργος Σεφέρης

39
Κατεστραμμένη Τοιχογραφία της Πλατυτέρας,
Ιερός Ναός Αρχαγγέλου Αντιφωνητή, Καλογραία, Κερύνεια

Συλημένο Κοιμητήριο, Μαραθόβουνος, Αμμόχωστος

40
“Τά ἅγια τοῖς κυσί”. Ο Ναός του Θεού ως αποθήκη σανού.
Ιερός Ναός Παναγίας Χρυσελεούσης, Κερύνεια

Κατεστραμμένος ο Ιερός Ναός Παναγίας, Τραχώνι, Κυθρέα.


(Κατόπιν αποκαταστάθηκε από διακοινοτική Τεχνική Επιτροπή)

41
η Εκκλησία ναυσ στον βιο
(Αποσπάσματα)
του Ευδόκιου Δημητρίου, Θεολόγου

(...) Πῶς ἰμπορῶ τά τοῦ Θεοῦ νά οἰκειοποιοῦμαι


τζιαί ὅτι ρίζω, τάχατες, ἐγιώ νά προσποιοῦμαι;
Ἔν ἔχω ἔτσι δύναμιν, ὅσον τζι’ ἄν δοτζιμάσω,
ἀπό τήν Χάρην τοῦ Θεοῦ κάτι νά ἀποσπάσω,
διότι οὕλλ’ ἀνήκουν Του, «σά ἐκ τῶν σῶν» λαλοῦμεν·
πού τζεῖνα δανειζούμαστεν τζιαί χρησιμοποιοῦμεν.
Ἐξόν τοῦ Πλάστη χάννουσιν τά πάντα τήν οὐσίαν·
νά ζιεῖ κάποιος αὐθύπαρκτος δέν ἔχει ἐξουσίαν.
Ποιός στέκει ’τζεῖ πού τόν Θεόν μόνος τζι’ ἀποκομμένος;
ὁ ξένος πού τήν Χάρην Του γένεται ’ποριμμένος.
«Ὁ Ὡν ἐγιώ εἰμί» λαλεῖ, ἐν Τζεῖνος πού ὑπάρχει.
Τοῦτον σημαῖνει πώς μακράν μόνον τό χάος ἄρχει.
Τζι’ ὅποιος κρατᾶ ἀπόστασιν πού τήν Ζωήν πού εἶπεν
«ἐγιώ ἀλήθκεια τζιαί Ζωή», μακράν ζωῆς ἐφκῆκεν.
Στόν κόσμον οὕλλα ἔνουσιν χτίσματα τοῦ Κυρίου·
τά κύτταρα – τά μόρια ἐν σκεύη Μυστηρίου.
Ἄν πεῖς νά σβήσεις τόν Θεόν πού κρύφκεται στήν φύσην,
ἔσβησες τό Μυστήριον, ὁ ἥλιος πᾶ’ νά δύσει.
Ἐν πρέπον ν’ ἀναφέρουμεν στόν Πλάστην κάθε πρᾶμαν,
γιατί ὕλη τζιαί ἔλεος εἶναι ἐν τέλει κρᾶμαν.
Τό καθετί στά σιέρκα Του ν’ ἀφήννουμεν μέ πίστην,
τοῦ δώρου Του ἡ απόλαυσις νά μᾶς ἰβρίσκει μύστην.
Τζι’ οὕλες τές θείες δωρεές πού μᾶς διᾶ καπάλιν,
μέ σέβας νά δεχούμαστεν, χρῆστες σεμνοί τζιαί πάλιν.
Πιάννουμεν κάτι ἱερόν νά μεταχειριστοῦμεν,
τά πάντα νά σεβούμαστεν, νά τά ἱερουργοῦμεν.
Ἀφοῦ τά πάντα ἐν τοῦ Θεοῦ, οἱ κόλλες, τά λεμόνια,
τό φῶς, οἱ κάττοι, τό νερόν, οἱ ἄθρωποι, τά σιόνια,
ἐκ φύσεως ἐν ἱερά, πρέπει νά τ’ ἀγαποῦμεν
τζιαί μέ ἱεροπρέπειαν κάμνει νά τά βαστοῦμεν.

42
Τζι’ ὁ βίος μας ἐν ἱερός, καθένας ἄς γνωρίζει,
τόν χρόνον του νά τόν μετρᾶ, νά μέν τόν χαρραμίζει.
Ὁ βίος μας ἐν τοῦ Θεοῦ, νά Τόν εὐκαριστοῦμεν,
«Δόξα σοι ἅγιε Θεέ» συχνά νά Τοῦ λαλοῦμεν.
Ἀκούω κάποτε νά λέν «Εἴμαστεν Ἐκκλησία»
τζιαί ἐννοοῦν πώς εἴμαστεν οὕλλοι μιά κοινωνία
ἀθρώπων π’ ἀγωνίζουνται, κινοῦνται ἐν πορείᾳ
τζιαί πολεμοῦν μέ προσοχήν τζιαί ἅγιαν μετανοίαν.
Οὕλλοι μας ἕναν σύνολον, καθένας ἐν πλησίον,
τό πρόσωπον τοῦ διπλανοῦ εἶναι ὑπέρ χρυσίον.
Μέλη τοῦ ἴδιου σώματος, ἀντάν πονεῖ πονῶ τον,
σάν χαίρεται χαίρω τζι’ ἐγιώ τζι’ ἄν φταῖει συγχωρῶ τον.
Ὅμως ἄν δῶ τήν βόλην μου τζιαί κάτσω στά βραστά μου
νά πίννω τούς καφέδες μου, τές μπύρες, τά καπνά μου,
τζι’ ἀρκέψω νά ’περαγαπῶ τ’ ἀπόλυτον «ἐγώ» μου,
κατάντησα τόν κόσμον μου εἰρκτήν ἑνός ἀτόμου.
Ἀμέσως μεταβλήθηκα σέ ἄφροναν πλησίον
τζι’ ἐγίνην ἡ καρτοῦλλα μου πού ζεστασιά ψυγεῖον.
Ἡ ἀπολυτοποίηση τῶν ὑλικῶν πραμάτων
καθέναν σαντανώννει τον τζιαί ρίφκει τον στόν πάτον,
ξένον Χριστοῦ τόν καθιστᾶ, φουσκώννει τά μυαλά του
τζι’ ἀποχαυνώννει τήν ψυσιήν, ρουφᾶ τοῦ την κρυφά του.
Γι’ αὐτόν, τά τόσα περιττά, ἔχω τήν ὑποψίαν,
θαρκοῦμαι ἐν πνευματική τ’ ἀθρώπου μυωπία.
Θολώννει τά πραγματικά. Στραώννει τήν ἀλήθκειαν
τζιαί κάμνει ἄλλα ὁρατά, ἄς ἔν τζιαί παραμύθκια.
(...) Τά χρόνια τά ἐπίγεια γεμώννουν μ’ εὐτυχίαν
ἀντάν τζιαί ζιοῦμεν οὕλλοι μας ὡς μία κοινωνία,
νά ξισιειλᾶ ἡ ἔννοια μας πού καθενοῦ τά στήθκια
τζι’ ἀχώρετη νά γίνεται μές στά κλειστά τά σπίθκια,
νά φκαίννει νά ἀναζητᾶ κάποιους νά βοηθήσει
τζιαί ’τζεῖ ὡς τ’ ἄστρα ν’ ἀνεβεῖ γιά νά τούς ἐντοπίσει,
νά μοιραστεῖ τό γέλιον της, νά δώκει τούς παλμούς της,
νά στάξει νά ξεδιψαστοῦν τά δάκρια – τούς κρουνούς της.
(...) Θνήσκουν οἱ σχέσεις πό’ καμα, φεύκουν τζι’ αὐτές μιτά μου.
Ἡ κοινωνία τῶν θνητῶν παρέρχεται τζιαί φεύκει,
γι’ αὐτόν, οὐδεῖς τόν χρόνον του μέν τόν καταησιεύκει.

43
Τζεῖνον πού ἐν ἀθάνατον στήν κυριολεξίαν,
πού δέν χωρεῖ στά σύμπαντα, μήτε στήν Ἱστορίαν,
ἀλλά μεινίσκει αἰώνιον τζι’ ἀμείωτα ὡραῖον
εἶναι ἡ σχέση πό’ ’χουμεν μόν’ μέ τόν Ναζοραῖον.
(...) Ἄμα τελειώσ’ ἡ βάρδια μας, τελέψει ἡ πορεία,
θωροῦμεν ποῦ ἐφτάσαμεν, ποιά ἔμεινεν οὐσία,
ζυάζουμεν τό τέρμαν μας γιά τήν ποιότητάν του,
τοῦ βίου τό απόσταγμαν, τήν χρησιμότητάν του...
Τζι’ ἄν οὕλλα πού ἐκάμαμεν μέ ἀνοιχτήν καρδίαν
ἦταν γιά χάριν τοῦ Θεοῦ - τοῦ κόσμου διακονίαν,
τότες οἱ ἄθρωποι γυρόν θά ’χουν εὐγνωμοσύνην
τζιαί ὁ ἀθάνατος Θεός θά δώκει ἁγιοσύνην.
Ἁγιοσύνης χορηγός στό σύμπαν ἐν ὁ Πλάστης.
Τό μόνον διαχρονικόν ἔνει ἄν ἁγιάστης,
μεινίσκεις ἀνεξίτηλος ἄν σύν Θεῷ δοξάστης
παρ’ ἄν ὁλόκληρης ζωῆς τόν χρόνον καταχράστης.
(...) Γι’ ἀυτόν τζιαί θέλει προσοχήν ποῦ πλέει τό σκαρίν μας,
μές στήν αἰωνιότηταν ἄν θά ’ν’ Θεός μαζίν μας.
Γιατ’ ἡ αἰωνιότητα μέ λείφκει, μέ περνιέται.
Παράδεισος ἤ κόλαση ποττέ δέν καταλυέται.
Λιμάνιν στό ταξίδιν μας νά ’νει ἡ Ἐκκλησία
πού μαλακώννει τήν καρκιάν τζιαί κάμνει τήν ἁγίαν.
Νά ’ν’ Ναυπηγός μας ὁ Χριστός, ἐμεῖς καπεταναίοι
τζιαί στῆς ζωῆς τό πλήρωμαν ὅλοι ἐν ἀναγκαιοι. (...)

Καλοκαίρι 2015

44
“γνώρισόν μοι, Κύριε,
ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι,
ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν
ψυχήν μου”.
Ψαλμ. 142,8

46

You might also like