Professional Documents
Culture Documents
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης
ΤΟ
ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ
∞
ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ
[2] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
E-mail: exagorarakis@gmail.com
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [3]
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΞΑΓΟΡΑΡΑΚΗΣ
ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ
ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ
Αναλυτική θεωρία
[4] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
Το παρόν σύγγραμμα διατίθεται και στην Αγγλική στο Amazon.com και Amazon Europe,
καταχωρημένο στο όνομα του συγγραφέα: Emmanuel Xagorarakis
This manuscript is also available in English on Amazon.com and Amazon Europe. It is registered in
author’s name: Emmanuel Xagorarakis
http://sorites.org/room/Manolis.htm
Εκδόσεις Σαΐτα
Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα
Τ.: 2510 831856
Κ.: 6977 070729
e-mail: info@saitapublications.gr
website: www.saitapublications.gr
Στην Κλειώ,
την (πνευματική) Μάνα μου
[8] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [9]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΟΙΜΙΟ...............................................................................................................................................11
ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ.......................................................................................................13
1. Η αριθμητική ταυτότητα και η πλήρης απουσία σχέσης μεταξύ των αριθμών .....13
2. Η σχέση μεταξύ δύο αριθμών ως σχέση “συνθέτω” με “αποσυνθέτω”....................18
3. Ο ορισμός του, π.χ., 3 ως 1+1+1 το μολογεί ως μονομερές. .........................................26
4. Οι δεκαδικοί αριθμοί ...........................................................................................................35
5. Η διάταξη και ακολουθία των αριθμών..........................................................................36
6. Η κατά προσέγγιση διατύπωση των αριθμών. Η λύση του προβλήματος P Vs NP.
Η απόδειξη του ότι ο συντομότερος δρόμος ανάμεσα σε δύο σημεία είναι η ευθεία
γραμμή..............................................................................................................................................42
7. Η περίπτωση των αρνητικών αριθμών...........................................................................47
8. Οι Πρώτοι Αριθμοί ...............................................................................................................48
9. Οι άγνωστες (μη αριθμημένες) μονομερείς οντότητες (αριθμοί)..............................52
10. Η σχέση του Ανυπόστατου του Απείρου με τη Γεωμετρία και τη Φυσική. Η
διαφορά με την Περατοκρατία [16]. Η απόδειξη του Ευκλείδειου Χώρου [17]. Η
απόδειξη του ότι ο κύκλος δεν είναι Ευκλείδειος και, βάσει αυτού, το πώς ο κύκλος
μετράται αυθεντικά. Η απάντηση στο πώς λειτουργεί το ποδήλατο..................................56
11. Η λύση των παραδόξων του αρχαίου Ζήνωνα: Ο Αχιλλέας και η χελώνα, η
Διχοτομία και το Βέλος. Η λύση του παραδόξου του Σωρείτη.............................................65
12. Γιατί συγκεκριμένες αριθμητικές γενικεύσεις και νόμοι ισχύουν, ενώ
προσπάθειες για άλλες (π.χ. η Εικασία του Goldbach, η Εικασία των Birch και
Swinnerton-Dyer και η Υπόθεση του Riemann) αποτυγχάνουν .........................................67
13. Η άπειρη συνέχεια των δεκαδικών αριθμών.................................................................69
ΕΠΙΛΟΓΟΣ................................................................................................................................................71
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ .......................................................................................................................................73
[10] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
∞
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [11]
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Η παρούσα θεωρία αποτελεί καθαρά προσωπικό πόνημά μου και δε βασίζεται
σε κανενός είδους προϋπάρχουσα γνώση – είναι παρθενογένεση. Αυτό σημαίνει ότι ο
αναγνώστης δεν απαιτείται να έχει την οποιαδήποτε επιστημονική εκπαίδευση
προκειμένου να κατανοήσει το σύγγραμμα. Επιπλέον συνιστά την πρώτη περίπτωση
στην Ιστορία όπου έχουμε καταγραφή αμιγώς επιστημονικής και ορθολογικής
αποδεικτικής γνώσης, η οποία δε βασίζεται καθόλου σε αξιώματα. Κι αυτό διότι όλη
η λογική και οι αποδείξεις του παρόντος συγγράμματος βασίζονται αποκλειστικά
στην αριθμητική ταυτότητα, η οποία είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει και δε νοείται με
τρόπο αξιωματικό. Το αξίωμα είναι μια λογική/επιστημονική αξίωση, δηλαδή
αυθαίρετη παραδοχή, ανεξάρτητα από το αν η παραδοχή είναι όντως σωστή ή λάθος.
Ως εκ τούτου, η παρούσα θεωρία δε διατρέχει τον κίνδυνο της ελάχιστης λογικής
αυθαιρεσίας, άρα η γνώση που προσφέρει έχει φύση απόλυτη και τέλεια.
Από τον τίτλο της θεωρίας “Το Ανυπόστατο του Απείρου” ενδέχεται να
συμπεράνει κανείς ότι, αν όντως ο τίτλος ισχύει, το καθετί (ο χώρος, ο χρόνος, η
μάζα, η ενέργεια, κλπ.) έχει ένα ύστατο τέλος/τέρμα. Παρόλα αυτά, οι ίδιες
αποδείξεις που καταργούν το άπειρο εισάγουν εντελώς νέα θεώρηση στην έννοια
της μέτρησης και σε αυτό που αποκαλούμε όριο. Η έννοια του “ύστατου τέλους” δεν
έχει τόπο στο παρόν σύγγραμμα, και συγκεκριμένα, μέσα στο παρόν σύγγραμμα,
αναφερόμαστε στη διαφορά του Ανυπόστατου του Απείρου με την “Περατοκρατία”, η
οποία δεν αποδεικνύει τίποτα.
Σε αυτή τη θεωρία –Το Ανυπόστατο του Απείρου– αποδεικνύουμε ότι η
αριθμητική υπόσταση του απείρου, άρα το άπειρο εν γένει, δεν υπάρχει. Δηλαδή,
τίποτα δεν θεωρείται ως απείρου μεγάλης ή απείρου μικρής ποσότητας. Αυτό
καθίσταται ξεκάθαρο και οριστικό από την αποκάλυψη της μοναδικής ποιότητας και
φύσης του αριθμού∙ της ποιότητας η οποία είναι άγνωστη από τότε που ο Άνθρωπος
άρχισε να αναλογίζεται τους αριθμούς και την αριθμητική. Η φύση του αριθμού
είναι το ότι είναι μονομερής∙ αμέριστος, αδιαίρετος. Ως εκ τούτου, οι αριθμοί δεν
μπορούν να έχουν τίποτα από κοινού μεταξύ τους, εφόσον, το να είναι εν μέρει
όμοιοι (ή διαφορετικοί) απαιτεί το να επιμερίζονται, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται
αδύνατο από αυτή τη θεωρία. Ως ε τούτου, π.χ., ο 3 και ο 4 δεν μπορούν να
συμπεριληφθούν σε έναν ορισμό διότι ο κοινός ορισμός τους απαιτεί κάποιο κοινό
στοιχείο μεταξύ τους. Άρα ο πιο κοινός και θεμελιακός ορισμός του απείρου “για
κάθε αριθμό ν ισχύει ν+1” δεν μπορεί να ισχύει διότι, για να επιτευχθεί, χρειάζεται
ένας ορισμός για κάθε αριθμό του. Δεν υπάρχει η πιθανότητα να κάνουμε απείρως
πολλούς ορισμούς. Και, επιπλέον, ο ορισμός του απείρου “για κάθε αριθμό ν ισχύει
ν+1” συνιστά κάποιου είδους αριθμοσύνολο. Αλλά ένα σύνολο αριθμών είναι
[12] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
Κάθε αριθμός είναι μοναδικός και πλήρως διαφορετικός από όλους τους
άλλους. Αυτό σημαίνει ότι π.χ. ο 3 δεν μπορεί να σχετιστεί με τον 5 ατά κανένα
τρόπο, άρα δε νοείται ούτε ως μέρος αυτού. Αν πούμε ότι ο 3 σχετίζεται με τον 5 ως
μέρος του, τότε ουσιαστικά εννοούμε ότι αν προσθέσουμε 2 μονάδες στον 3,
προκύπτει ο 5, ή αν αφαιρέσουμε 2 μονάδες από τον 5, προκύπτει ο 3. Έτσι, η
συσχέτιση που επιχειρούμε να αποδείξουμε έγκειται στις ταυτότητες/ισότητες i)
3+2=5 και ii) 5–2=3, όπου 2=1+1, 3=1+1+1 και 5=1+1+1+1+1. Οι δύο αριθμοί, ο 3 και ο 5,
μπορούν να συσχετιστούν μόνο στα πλαίσια των ως ανωτέρω
ταυτοτήτων/ισοτήτων. Αλλά το 5 στην (i) σχετίζεται με το 3+2 και όχι με το 3. Το 3+2
είναι μια ενέργεια, ένας αριθμός ο οποίος ταυτίζεται με το 5. Έτσι, το 5 σχετίζεται
(ταυτίζεται) μόνο με τον εαυτό του. Με αυτό εννοούμε ότι, εφόσον μόνο το όλο 3+2
σχετίζεται με το 5, και όχι μόνο το 3 ή το 2, και το 3+2 δεν μπορεί παρά μόνο να
ταυτίζεται με το 5, είναι σαν να λέμε ότι το 5 σχετίζεται μόνο με τον εαυτό του.
Μπορούμε να πούμε 5>3, άρα το 5 έχει σχετιστεί με το 3 καθαυτό. Όμως δεν
μπορούμε να αγνοήσουμε το 5=3+2. Αυτή η ταυτότητα είναι η απόλυτη προϋπόθεση
για να ισχύει 5>3. Από την άλλη, ο τρόπος που νοούμε το 5>3 ταυτίζεται με το 5=3+2∙
το ότι το 5 είναι μεγαλύτερο του 3 σημαίνει ότι το 5 αποτελείται από περισσότερες
μονάδες από ό,τι το 3, το οποίο σημαίνει ότι ισχύει 5=3+χ. Αλλά το χ δε θα μπορούσε
να είναι άλλο από το 2. Έτσι, το σχήμα 5>3 ταυτίζεται με την ταυτότητα 5=3+2. Άρα,
το 2, παρόλο που δεν είναι εμφανές στην 5>3, ουσιαστικά υπάρχει σε αυτήν. Άρα και
πάλι οδηγούμαστε στην ταυτότητα ως το μόνο τρόπο συσχέτισης. Εφόσον η
ταυτότητα είναι ο μόνος τρόπος να σχετιστεί το 3 με το 5, η σχέση τους, για να
υπάρχει, θα πρέπει να είναι σχέση ταύτισης. Και, δεδομένου του ότι κάτι τέτοιο δεν
μπορεί να υπάρξει, δεν μπορεί να υπάρξει σχέση μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση,
βάσει του σχήματος 5>3, στο 5 αποδίδεται χαρακτηρισμός ο οποίος δηλώνει σύγκριση
και διαφορά έναντι του 3, και όχι ομοιότητα. Αυτό ισχύει διότι, βάσει του 5>3,
κανένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στο 5 και το 3 δεν προκύπτει. Ενώ το 5 σε αυτή τη
σχέση χαρακτηρίζεται απλά και μόνο ως “μεγαλύτερο” (περισσότερο μεγάλο), το 3
δεν αναφέρεται ως “μεγαλύτερο” (η μεγάλο) ούτως ώστε να ομοιάσει έστω εν μέρει
με το 5. Και, εφόσον η 5>3 δε δίνει τίποτα άλλο από το χαρακτηριστικό
“μεγαλύτερο”, το οποίο συνιστά διάκριση και όχι ομοιότητα, είναι προφανές ότι το 5
δεν μπορεί να έχει τίποτα από κοινού με το 3.
Στην 5>3, εκτός από το ότι το “μεγαλύτερο” που αποδίδεται στο 5, δεν μπορεί
να θεωρηθεί για το 3 –άρα δεν μπορεί να είναι κοινό χαρακτηριστικό τους–
[14] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
αυτά, είναι σωστό μόνο το να πούμε ότι το 3+2 είναι ενέργεια του 5∙ όχι το 3 καθαυτό
(μόνο του). Και αυτό διότι το 3 καθαυτό δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με το 5. Αν
αναλογιστούμε τη σχέση του 3 με το 5, μπορούμε μόνο να πούμε: 3 ≠ 5, άρα κάνουμε
λόγο για απουσία σχέσης. Και πάλι, αν πούμε 3=5–2, δε σχετίζουμε το 3 με το 5, αλλά
με το 5–2, άρα οδηγούμαστε στο ίδιο συμπέρασμα.
Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το 3 ως ενέργεια του 5 σκεπτόμενοι με την
κοινή λογική. Οι αριθμητικές λειτουργίες είναι μόνο η πρόσθεση και αφαίρεση, και ο
πολλαπλασιασμός και διαίρεση. Αυτές είναι οι στοιχειώδεις, και οποιαδήποτε άλλη
λειτουργία η οποία εκφράζει αριθμητικές πράξεις με απόλυτους τρόπους, δηλαδή
μέσω εξισώσεων που προσφέρουν ακρίβεια, βασίζεται αποκλειστικά στις
αναφερθείσες, καθότι κατ’ ουσίαν αναλύεται σε αυτές και αποδεικνύεται επί τη
βάσει αυτών [2]. Άρα, το 3, αν είναι ενέργεια π.χ. πρόσθεσης, τότε θα πρέπει να είναι
για παράδειγμα η ενέργεια 2+1=3, και με κανένα τρόπο η ενέργεια 5, η οποία ισούται
με το 3+2 ή με το 4+1, κλπ.
Αν πούμε ότι το 3 είναι μέρος του 5, τότε, όπως είπαμε, οδηγούμαστε
αναγκαστικά στη σχέση 3=5–2. Με άλλα λόγια, η μόνη σχέση μεταξύ αριθμών, την
οποία παρέχει η Αριθμητική, είναι η σχέση της ταύτισης (ταυτότητας). Και αυτό είναι
κρίσιμο διότι η Αριθμητική είναι η απόλυτα έγκυρη (η μόνη) επιστήμη των αριθμών.
Οποιαδήποτε άλλη σχέση μεταξύ αριθμών, μερική και όχι ταύτισης, στα πλαίσια της
αριθμητικής και των καθαρών αριθμών, δεν υπάρχει. Και, εν πάση περιπτώσει, η
σχέση 5>3 ισοδυναμεί και πηγάζει από τη σχέση 5=3+2.
Παρόλο που δεν μπορούμε να πούμε ότι ένας αριθμός είναι μέρος ενός άλλου
αριθμού, μπορούμε να πούμε ότι δύο οντότητες που δεν είναι αριθμοί έχουν το
χαρακτηριστικό η μία να είναι μέρος της άλλης∙ συνθετικό στοιχείο της. Π.χ. η
οντότητα “πράσινο χρώμα” μπορεί να είναι μέρος (στοιχείο) της οντότητας “μήλο”
ούτως ώστε να κάνουμε λόγο για ένα “πράσινο μήλο”. Δεδομένου του ότι το πράσινο
χρώμα και το μήλο δεν είναι αριθμοί, άρα δεν μπορούν να δομήσουν μια
ταυτότητα/ισότητα όπως Α∙Β=Γ ή Α+Β=Γ, όπου Α = πράσινο χρώμα, Β = τα υπόλοιπα
στοιχεία και Γ = πράσινο μήλο, ο κίνδυνος του να μη μπορεί το πράσινο χρώμα να
είναι μέρος του μήλου αποφεύγεται.
Βέβαια, δε θα πρέπει να κάνουμε το λάθος να ταυτίσουμε το πράσινο χρώμα
με τον αριθμό 1 σκεπτόμενοι ότι συνιστά συνθετικό 1 στοιχείο του μήλου, και το
μήλο με τον αριθμό 10 σκεπτόμενοι ότι πιθανώς αποτελείται από 10 στοιχεία, από τα
οποία το 1 είναι το πράσινο χρώμα. Αυτό θα ήταν ασυναρτησία διότι σε αυτή την
περίπτωση αναλογιζόμαστε τη φυσική ποιότητα του πράσινου χρώματος και όχι την
αριθμητικά του υπόσταση.
Παρόλα αυτά, μια εύλογη απορία προκύπτει∙ λέγοντας ότι διαιρούμε το 6 σε
δύο μέρη, πώς μπορεί αυτή η λογική να είναι λάθος, δεδομένου του ότι κάθε μέρος
(το οποίο είναι το 3) φαίνεται να είναι μέρος του 6; Σε αυτό απαντούμε ότι η
[16] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
μπορεί να νοηθεί πράξη διαίρεσής της, επειδή αυτό θα απαιτούσε την όλη ύπαρξή
της. Αυτό σημαίνει ότι μια τέτοια πράξη θα μετέτρεπε την όλη υπόσταση της
οντότητας, άρα δε θα υπήρχε κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς επί του οποίου ο
μερισμός θα μπορούσε θα επιτελεστεί [8]. Αν πριν το μερισμό έχουμε μια μερίσιμη
(διαιρέσιμη) υπόσταση χ, τότε μετά το μερισμό θα πρέπει να έχουμε μια μερισμένη
(διαιρεμένη) υπόσταση χ. Αν μετά το μερισμό η υπόσταση χ σταματά να είναι χ και
γίνεται π.χ. χ/2=ψ, τότε η υπόσταση χ παύει να υπάρχει. Έτσι, δεν μπορούμε να
κάνουμε λόγο για μερισμό υπόστασης, δηλαδή για το μερισμό πάνω στη βάση μιας
υπόστασης και το μερισμό ως χαρακτηριστικό μιας υπόστασης, διότι ο μερισμός δεν
μπορεί να είναι ποιότητα της χ, εφόσον η μερισμένη υπόσταση είναι ψ και όχι χ.
Επιπλέον, ο όρος “αριθμός” ή “ποσότητα” δεν μπορούν να θεωρηθούν ως
απαράλλαχτο σημείο αναφοράς κατά την αοσύνθεση του “συνθέτω” (αριθμού). Αυτό
σημαίνει ότι δεν μπορούμε να πούμε ότι το “συνθέτω” –6– έχει με το “αποσυνθέτω”
–2– κοινή την υπόσταση της ποσότητας ή του αριθμού, διότι αυτοί οι όροι είναι μόνο
συμβατικοί και το περιεχόμενό τους ταυτίζεται με το 6 ή το 2, και δεν αποτελεί
επιμέρους χαρακτηριστικό τους. Για αυτό δεν υπάρχει σημείο αναφοράς κατά την
“αποσύνθεση” του “συνθέτω”.
Έτσι, το “συνθέτω” ταυτίζεται με αυτό που αποκαλούμε ποσότητα ή αριθμό.
Επιπλέον, το ρήμα που προέρχεται από το ουσιαστικό “αριθμός” –αριθμώ– έχει το
ίδιο νόημα με το “συνθέτω” γιατί η σύνθεση (ή το συνθέτειν), είναι ένας αριθμός,
μια ποσότητα οντοτήτων. Ή, για να το πούμε καλύτερα, είναι η ποσότητα που
συνοδεύει τις οντότητες [9].
Άρα το 6, ως “συνθέτω”, είναι ολοκληρωτικά απόν από το 2 – “αποσυνθέτω”.
Και αυτό είναι βέβαιο διότι το “αποσυνθέτω” είναι εξ ορισμού αντίθετο στο
“συνθέτω”. Έτσι, το 2 δεν μπορεί να είναι μέρος του 6.
Μπορούμε μόνο να θεωρήσουμε το θέμα ως εξής: Στη φράση “έξι αμάξια” ο
όρος “αμάξια” έχει την ποιότητα του σύνθετου, διότι τίθεται μαζί με τον αριθμό 6.
Αν κάναμε λόγο για ένα αμάξι, τότε το σύνολο των αμαξιών δε θα είχε την ποιότητα
“σύνθετο”. Έτσι, το 6 είναι αυτό καθαυτό η ποιότητα “σύνθετο”. Έτσι, το 6 δεν μπορεί
να θεωρηθεί σύνθετο, δηλαδή να λάβει αυτή την ποιότητα, διότι αυτό θα ήταν
πλεονασμός και ανυπόστατος συλλογισμός. Αυτό σημαίνει ότι θα μιλούσαμε για μια
“σύνθετη σύνθεση”, πράγμα ασυνάρτητο, όπως είναι η “καλή καλοσύνη” ή η “ταχεία
ταχύτητα”.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, αν το 2 είναι ένα “αποσυνθέτω” του “συνθέτω”
που είναι το 6, τότε το 1 είναι ένα μεγαλύτερο “αποσυνθέτω” διότι προκύπτει από
την περεταίρω αποσύνθεση της αποσύνθεσης 6/3=2, δηλαδή την 2/2=1. Άρα, το 1
είναι ισχυρότερο “αποσυνθέτω” σε σχέση με το “συνθέτω” –6– έναντι του
“αποσυνθέτω” – 2. Άρα, η διαφορά του 6 από το 2 είναι μια μερική διαφορά, εφόσον
υπάρχει μια ισχυρότερη διαφορά η οποία είναι η διαφορά του 6 από το 1.
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [23]
μόνο αποσύνθεση. Αυτό είναι έτσι επειδή αποσύνθεση και σύνθεση είναι ομόλογες
υποστάσεις, αφ’ ης στιγμής ταυτίζονται και οι δύο με τον αριθμό, κι έτσι ό,τι ισχύει
για τη μία ισχύει και για την άλλη.
Μια “αποσύνθετη αποσύνθεση” του 6, δηλαδή η 2/2=1, όχι μόνο αποτυγχάνει
να διαφοροποιήσει τη σχέση 6 με 1 από τη σχέση 6 με 6/3=2, δηλαδή τη (σκέτη)
“αποσύνθεση”, μόνο σε επίπεδο λειτουργίας (ποιότητας), αλλά επίσης σε επίπεδο
ποσότητας (γιατί, ούτως ή άλλως, ποιότητα και ποσότητα του αριθμού είναι το ίδιο
πράγμα: ένας αριθμός είναι μόνο μια ποσοτική οντότητα): Αν πούμε ότι το 1 έχει
μεγαλύτερη διαφορά από το 6, από αυτή που έχει το 2 από το 6, η μεγαλύτερη
διαφορά είναι μόνο διαφορά ποσότητας. Άρα, συγκρίνουμε δύο ποσοτικές διαφορές
και η σύγκριση (η διαφορά των διαφορών) είναι ποσοτική διαφορά – ποσότητα.
Έτσι, η ποσοτική διαφορά του 1 από το 6 διαφέρει μόνο από άποψη ποσότητας από
αυτήν του 2 από το 6. Συνεπώς, εφόσον η διαφορά των ποσοτήτων είναι ποσότητα,
το μόνο χαρακτηριστικό που μπορούμε να αποδώσουμε στη σύγκριση των σχέσεων
μεταξύ αριθμών είναι ο εαυτός τους: η ποσότητα. Συνεπώς, το 6 έχει την ίδια
διαφορά (σχέσης) από το 1 με τη διαφορά που έχει από το 2.
Το γεγονός ότι, όπως έχουμε πει, το συνθέτειν και το αποσυνθέτειν είναι
ομόλογα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το ένα είναι αντίθετο του άλλου, τα
καθιστά εντελώς ανόμοια μεταξύ τους, με το ένα να είναι η ολική απουσία του
άλλου. Για να το καταλάβουμε αυτό, ας πάρουμε δύο άλλες ομόλογες υποστάσεις: τις
2 και 1/2. Αυτές οι υποστάσεις είναι ομόλογες ως προς το ότι είναι η μονάδα διπλή.
Αλλά η μία είναι διπλή με τον αντίστροφο τρόπο από την άλλη∙ το 2 είναι διπλό υπό
την έννοια ότι πολλαπλασιάζουμε το 1 με το 2, ενώ το 1/2 είναι διπλό υπό την
έννοια ότι το 1 διαιρείται με το 2. Το ότι το 2 είναι η ολική απουσία (ή άρνηση) του
1/2 είναι εμφανές αν τα θέσουμε μαζί. Τότε εξουδετερώνονται: (2∙1)/2=1. Δηλαδή
έχασαν το διττό τους χαρακτήρα και έγιναν ουδέτερα∙ έγιναν ενικά (το 1 παρήχθη).
Ομοίως, οι αριθμοί +1 και –1, οι οποίοι είναι ομόλογοι από την άποψη ότι
είναι μια μονάδα μακριά από το μηδέν, δεδομένου ότι ο ένας είναι θετική και ό
άλλος είναι αρνητική ποσότητα (το οποίο σημαίνει ότι ο ένας είναι η άρνηση του
άλλου), ο ένας είναι ολοκληρωτικά απών από τον άλλον εφόσον, τεθειμένοι μαζί,
καταργούνται τελείως: +1 –1 = 0. Αυτό σημαίνει ότι η ιδιότητά τους να είναι μια
μονάδα απόσταση από το μηδέν χάθηκε.
Έτσι, επίσης η υπόσταση του συνθέτειν, δεδομένου ότι είναι ομόλογη του
αποσυνθέτειν, είναι εντελώς απούσα από αυτήν. Αυτό σημαίνει ότι δύο ομόλογες
υποστάσεις, όταν είναι αντίθετες, η ποιότητά τους που χαρακτηρίζεται ως ομόλογη,
είναι καθολικά απούσα από τη μία σε σχέση με την άλλη. Αυτό είναι έτσι διότι είναι
εντελώς αντίστροφες μεταξύ τους, εφόσον προκύπτει ολική εξουδετέρωση και
απώλεια όταν τεθούν μαζί (σχετιστούν) [10]. Έτσι, η μία είναι ολοκληρωτικά
αντίθετη της άλλης, το οποίο σημαίνει ότι το αποσυνθέτειν (2) είναι ολοκληρωτικά
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [25]
αντίθετο στο συνθέτειν (6) και δεν συνιστά μερική άρνησή του (απουσία του). Και, το
2, σχετιζόμενο με το με το 6, δεν μπορεί να έχει και κανένα άλλο κοινό στοιχείο,
εφόσον η όλη υπόσταση του 6 είναι το συνθέτειν και η όλη υπόσταση του 2 είναι το
(απο)συνθέτειν. Εδώ σημειώνουμε ότι ο χαρακτηρισμός του 1 και του 2 και συνεπώς
του 6 ως ποσοτήτων δεν καθιστά το 1, το 2 και το 6 ταυτιζόμενες υποστάσεις, διότι
αυτός ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται απλά για να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε
το χαρακτηριστικό που έχουν τα 1, 2 και 6: το ότι δεν έχουν χαρακτηριστικά εκτός
από τον εαυτό τους, ο οποίος δεν μπορεί να χωριστεί σε άλλα χαρακτηριστικά. Ως εκ
τούτου, τα 1, 2 και 6 θεωρούνται όμοια. Και είναι αυτή η συγκεκριμένη ομοιότητα η
οποία μας ωθεί, έστω και συμβατικά, να τα θεωρήσουμε με τον κοινό όρο
“ποσότητα”.
[26] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
εφόσον η τριμέρεια είναι το ίδιο το 3, τότε ένα τριμερές 3 είναι ένα τριπλό 3, δηλαδή
3∙3. Έτσι, έχουμε 3∙3=9, άρα ένα τριπλό 3 είναι 9 και όχι 3. Το τριπλό, σε σχέση με το
3, στην πραγματικότητα χαρακτηρίζει το 9 και όχι το 3. Έτσι, το 3, ως η καθαυτή
έννοια του συνθέτειν (τριμέρεια), δεν μπορεί να είναι σύνθετο, και συνεπώς είναι
απλό∙ μονομερές. Σύμφωνα με ό,τι έχουμε ως τώρα διατυπώσει, αν προσάψουμε το
“τριπλό” στο 3, η υπόστασή του χάνεται και αντιμετωπίζουμε πλεονασμό (διότι
3∙3=9, όπου, αν μη τι άλλο, το 9 είναι πλεονάζουσα –μεγαλύτερη– ποσότητα σε σχέση
με το 3). Αλλά αν προσάψουμε σε αυτό το χαρακτηριστικό “μονομερές”, τότε ισχύει,
αντίστοιχα, 1∙3=3. Άρα, η μονομέρεια, ως ποιότητα του 3, είναι απόλυτα σωστή, διότι
το να αποδίδεται το μονομερές στο 3, σημαίνει ότι όντως αποδόθηκε σε αυτό (διότι
1∙3=3) και δεν καταλήγει να αποδίδεται σε άλλον αριθμό (όπως στο 3∙3=9).
Αυτό το φαινόμενο, το οποίο προκύπτει από την προσπάθειά μας να
αποδώσουμε την ποιότητα “σύνθετος” στον αριθμό, δε συμβαίνει με τις άλλες
υποστάσεις. Η υπόσταση “μήλο” ή “μήλα” μπορεί να είναι τριπλή δηλαδή μπορούμε
να έχουμε 3 μήλα χωρίς το 3 να ταυτίζεται με κανένα τρόπο με τα “μήλα” και χωρίς
ένα “τριπλό μήλο” να δομεί μια υπόσταση διαφορετική από το “μήλο” – αντίθετα με
τον 3, ο οποίος με αυτό τον τρόπο περιγράφει κάτι άλλο από τον 3, δηλαδή τον 9.
Άρα δύο αριθμοί, π.χ. ο 3 και ο 9, είναι απλές και αδιαίρετες υποστάσεις και,
ως προφανώς διαφορετικοί μεταξύ τους, είναι απόλυτα διαφορετικοί, και όχι
μερικώς. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας από αυτούς νοείται (και ορίζεται) με εντελώς
διαφορετικό τρόπο. Έτσι, για κάθε αριθμό, απαιτείται ένας εντελώς διαφορετικός
και μοναδικός ορισμός. Άρα, προκειμένου να συλλάβουμε μια Α ποσότητα αριθμών,
χρειαζόμαστε Α ποσότητα ορισμών. Για να συλλάβουμε (δηλαδή να ορίσουμε, να
διατυπώσουμε, να υποθέσουμε, κλπ) μια άπειρη ποσότητα αριθμών, χρειαζόμαστε
άπειρη ποσότητα (πλήθος) ορισμών, και όχι έναν ορισμό όπως: για κάθε αριθμό ν
ισχύει ν+1. Άρα, η έννοια του απείρου δεν υπάρχει πιθανότητα να οριστεί, άρα είναι
εντελώς ανυπόστατη.
Εκτός αυτού, το ότι για να νοήσουμε την άπειρη ποσότητα αριθμών –
συνεπώς την ίδια την υπόσταση του απείρου– απαιτείται άπειρος αριθμός ορισμών,
σημαίνει ότι για να συλλάβουμε το άπειρο, πρέπει να συλλάβουμε το άπειρο. Αυτό
είναι κυκλικό επιχείρημα το οποίο επίσης καθιστά το άπειρο ανυπόστατο.
Επίσης, στα πλαίσια του απείρου, αντιλαμβανόμαστε τους αριθμούς ως ένα
σύνολο∙ ένα σύνολο απείρως πολλών αριθμών, ή μιας απείρως μεγάλης ακολουθίας
αριθμών, η οποία είναι ένα σύνολο. Και, οι αριθμοί, ως εντελώς διαφορετικοί μεταξύ
τους, δεν μπορούν να συνιστούν σύνολο. Έτσι, το άπειρο δεν ορίζεται.
Όπως είπαμε, η υπόσταση των μονάδων είναι απόλυτα ενωμένη με την
υπόσταση της σύνθεσης, ούτως ώστε αυτές οι δύο υποστάσεις να είναι κυριολεκτικά
μία υπόσταση –μία μονομερής υπόσταση– διότι η καθεμία ταυτίζεται με την άλλη,
ούτως ώστε δε συνιστούν δύο (χωριστά, διακριτά) μέρη. Άρα, αν θεωρήσουμε τις
[28] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
υπόσταση προς ορισμό και διευκρίνηση. Έτσι, αυτό που προκύπτει είναι ο ορισμός:
“ο 3 είναι η μονάδα αναφερόμενη”. Άρα το μόνο στοιχείο που ορίζει το 3 είναι η
αναφορά της μονάδας. Με το ίδιο σκεπτικό, επίσης αποδεικνύουμε λάθος το
υποτιθέμενο χαρακτηριστικό του σχήματός μας, δηλαδή τη μονάδα
“επαναλαμβανόμενη”. Και αυτό, διότι (ως νόημα) η επανάληψη της μονάδας
ταυτίζεται με το ότι επαναλαμβάνεται κάποιες φορές. Αυτό επιβεβαιώνει το σχήμα
που αναφέραμε, και το οποίο ορίζει τον 3, το οποίο είναι το “μονάδα, μονάδα,
μονάδα”.
Πράγματι, αυτό το σχήμα δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο
από την αναφορά της μονάδας. Καμία άλλη υπόσταση δεν αναφέρεται (ή
καταγράφεται) σε αυτό, όπως αυτό που ονομάζουμε “κάποιες (ή τρεις) φορές”. Άρα,
το 3 δεν υπάρχει περίπτωση να ορίζεται από οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο από αυτό
που ονομάζουμε “η αναφορά της μονάδας”. Έτσι, το 3 είναι μονομερές κα αδιαίρετο,
ως δομούμενο μόνο από τη μονάδα∙ αποτελείται αυστηρά και μόνο από τη μονάδα.
Έτσι, λέμε ότι το 3 είναι η αναφορά της μονάδας διότι “η μονάδα 3 φορές” ή
“3 μονάδες” είναι πλεονασμός καθότι το 3 χρησιμοποιείται για να ορίσει το 3. Και αν
ορίσουμε το 3 ως “τη μονάδα κάποιες φορές” ή “κάποιες μονάδες”, αυτό δεν είναι
καθόλου διαφορετικό από το “η μονάδα 3 φορές” ή “3 μονάδες”, διότι το “κάποιες”
δεν μπορεί παρά να είναι το 3∙ προφανώς δε θα μπορούσε να είναι το 4 ή το 6, κλπ.
Αυτό είναι σημαντική διευκρίνιση διότι ο ορισμός του 3 ως “κάποιες μονάδες” θα
μπορούσε να μην είναι πλεονασμός∙ εδώ δεν έχουμε πλεονασμό: το “κάποιες” είναι
διαφορετικό από το “τρεις”. Έτσι, το 3 ως “κάποιες μονάδες” θα μπορούσε να είναι
σύνθετο, διότι “κάποιες μονάδες” είναι πλήθος μονάδων. Αλλά κάποιος θα
μπορούσε να ισχυριστεί ότι το 3 είναι κάποιες μονάδες χωρίς το “κάποιες” (μονάδες)
απαραίτητα να ταυτίζεται με το “3” (μονάδες) έτσι ώστε δε χρειάζεται να ταυτίσουμε
το 3 είναι κάποιες μονάδες με το 3 είναι 3 μονάδες. Δηλαδή, δεν είναι απαραίτητο ότι το
“κάποιες” δε θα μπορούσε παρά να είναι το 3 απλά και μόνο επειδή (στον ορισμό του
3) σίγουρα δεν μπορεί να είναι το 4 ή το 5, κλπ. Μπορούμε να πούμε ότι το “κάποιες”
σε αυτή την περίπτωση είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται γα να ορίσει το 3, και
με αυτό τον τρόπο είναι λάθος να αντικαταστήσουμε το “κάποιες” με το “τρεις”.
Αλλά είναι αλήθεια ότι τα συνθετικά στοιχεία που ορίζουν αυτό που ορίζεται, είναι
πιο θεμελιακά (είναι πρότερα, προηγούνται) από το αντικείμενο (στόχο) του
ορισμού. Και, προκειμένου να συλλάβουμε “κάποιον” αριθμό, πρέπει πρώτα να
διατυπώσουμε 1, 2, 3, 4, 5,κλπ. Αυτό σημαίνει ότι το “κάποιο” είναι μια επιλογή από
τα 1, 2, 3, 4, 5, κλπ, τα οποία έχουμε ήδη διατυπώσει έτσι ώστε να μπορούμε να
διαλέξουμε ένα από αυτά. Δεν μπορούμε να έχουμε “κάποιο” χωρίς τα 1, 2, 3, 4, 5,
κλπ, διότι “κάποιος” (αριθμός) ορίζεται ως επιλογή ανάμεσα σε αριθμούς. Και, αν
δεν έχουμε τους αριθμούς, πώς μπορούμε να διαλέξουμε έναν από αυτούς; Επιπλέον,
δεδομένου του ότι δεν έχουμε διατυπώσει (θέσει) απολύτως κανέναν αριθμό,
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [31]
δηλαδή αν δεν έχουμε διατυπώσει “1+1+1…”, πώς μπορούμε να μιλάμε για κάποιον
αριθμό; Οι αριθμοί σε κάθε περίπτωση νοούνται ως “1+1+1…”. Έτσι, έχοντας κατά
νου το παραπάνω, δηλαδή το ότι τα συνθετικά στοιχεία που ορίζουν αυτό που
ορίζεται πρέπει να είναι πιο θεμελιακά (πρότερα) του αντικειμένου του ορισμού, δεν
μπορούμε να έχουμε το “κάποιο” να δομεί το 3 στο “3 είναι κάποιες μονάδες” διότι
το 3 –ή το 4, ή το 5, κλπ.– προηγείται του “κάποιου”. Έτσι, ισχύει ότι το κάποιο
αναφέρεται στο 3, και όχι αντίθετο∙ όχι το 3 στο κάποιο. Και, ως εκ τούτου, δεν
μπορούμε να διατυπώσουμε “3 είναι κάποιες μονάδες”. Ή, αν πρόκειται να το
διατυπώσουμε αυτό, είναι υποχρεωτικό ότι το “κάποιες” αναφέρεται συγκεκριμένα
στο 3 ή το 4 ή το 5, κλπ. (και, εν προκειμένω, η σωστή αναφορά είναι ασφαλώς μόνο
το 3) απλά επειδή το “κάποιες” δεν προηγείται αυτών∙ δεν μπορεί να αυτονομηθεί
και να θεωρηθεί χωριστά από αυτά.
Είπαμε ότι το “3” είναι πρότερο του “κάποιου”. Δηλαδή, οι αριθμημένοι
(συγκεκριμένοι) αριθμοί (3, 4) προηγούνται των αφηρημένων (“κάποιων”). Όμως
αυτό δε σημαίνει ότι αν δεν έχουμε διασαφηνίσει το μέγεθος ενός αριθμού, τότε
αυτός ο αριθμός δεν μπορεί να οριστεί ή, ακόμα, να είναι ανύπαρκτος. Απλά και
μόνο, είναι ότι εδώ ασχολούμαστε με τη διαδικασία του ορισμού του π.χ. 3. Άρα,
μπορούμε να υποθέσουμε έναν αφηρημένο (μη μετρημένο) αριθμό “να” για τον
οποίο λέμε ότι ορίζεται ως “κάποιες μονάδες”. Όμως, ο “να” είναι καθαυτός και από
μόνος του “κάποιος” αριθμός (και όχι ο 3 ο οποίος είναι περισσότερο “3” παρά
“κάποιος”). Έτσι “κάποιος” αριθμός ορίζεται ως “κάποιες” μονάδες, το οποίο είναι
επίσης πλεονασμός, και το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο να (ή κάποιος ν)
είναι “η αναφορά της μονάδας”. Σε αυτό τον ορισμό επίσης καταλήξαμε για το 3 ή το
4, κλπ. Επιπρόσθετα, στον ορισμό του να, θα ήταν πιο σωστό να κάνουμε διάκριση
ανάμεσα στις “να” μονάδες και στις “κάποιες” μονάδες. Στον ορισμό του 3, το
“κάποιες” μονάδες δεν είναι σωστό με την έννοια ότι το “κάποιες” δεν είναι μια
συγκεκριμένη επιλογή (ή αριθμός) μονάδων. Πρέπει να επιλέξουμε έναν
συγκεκριμένο αριθμό από τους πολλούς, και έτσι ν πούμε ο 3 είναι 3 μονάδες, διότι
το “κάποιος” δεν είναι ένας συγκεκριμένος αριθμός∙ δεν είναι μια επιλογή από τους
αριθμούς, αλλά μάλλον οποιοσδήποτε πιθανός αριθμός. Έτσι, το “κάποιος” στον
ορισμό του “να”, επειδή –πιο σχολαστικά– σημαίνει οποιοσδήποτε ν και όχι ο να που
λαμβάνουμε, πρέπει να αντικατασταθεί με τον “να”. Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι “ο
να είναι να μονάδες” (το οποίο επίσης πάλι είναι πλεονασμός, όπως στο “ο 3 είναι 3
μονάδες”, άρα “ο να είναι η αναφορά της μονάδας”). Όπως το 3 προηγείται του
“κάποιου”, έτσι και το “να” προηγείται του “κάποιου”. Δεν κάνει διαφορά το
γεγονός ότι ο να είναι αγνώστου τιμής. Δεν είναι αναγκαίο η επιλογή του αριθμού
να είναι από κάποιους αριθμημένους αριθμούς, όπως 1, 2, 3, 4, 5, όπως αναφέραμε
στην παραπάνω παράγραφο. Αυτό διότι, όπως γράφουμε σε προηγούμενη
παράγραφο: Αυτό σημαίνει ότι το “κάποιο” είναι μια επιλογή από τα 1, 2, 3, 4, 5, κλπ, τα
[32] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
οποία έχουμε ήδη διατυπώσει έτσι ώστε να μπορούμε να διαλέξουμε ένα από αυτά. Δεν
μπορούμε να έχουμε “κάποιο” χωρίς τα 1, 2, 3, 4, 5, κλπ, διότι “κάποιος” (αριθμός) ορίζεται
ως επιλογή ανάμεσα σε αριθμούς. Και, αν δεν έχουμε τους αριθμούς, πώς μπορούμε να
διαλέξουμε έναν από αυτούς; Έτσι, το “κάποιο” είναι μια επιλογή από τα 1, 2, 3, 4, 5,
κλπ. Αλλά τι είναι αυτό που καθιστά απαραίτητο η επιλογή να είναι από το 1, το 2,
το 3, κλπ; Δε θα μπορούσε εξίσου να είναι μια επιλογή από τα νχ, νψ και νζ; Το
γεγονός ότι αυτοί οι αριθμοί δεν είναι μετρημένοι δεν είναι πρόβλημα διότι αυτό
που αποδεικνύουμε δεν έχει να κάνει με το αν οι αριθμοί είναι μετρημένοι ή όχι. Και
αυτό είναι η λογική και η νοοτροπία του ότι δεν μπορούμε να έχουμε το “κάποιο” χωρίς
να έχουμε διατυπώσει συγκεκριμένους (αριθμημένους ή μη) αριθμούς διότι το “κάποιο”
είναι μια επιλογή ανάμεσα σε αριθμούς, και αν δεν έχουμε τους αριθμούς, πώς μπορούμε
να επιλέξουμε έναν από αυτούς;
Παραπάνω γράψαμε: Έτσι, το “κάποιος” στον ορισμό του “να”, επειδή –πιο
σχολαστικά– σημαίνει οποιοσδήποτε ν και όχι ο να που λαμβάνουμε, πρέπει να
αντικατασταθεί με τον “να”. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να
πούμε “οποιοσδήποτε ν”, δηλαδή να ορίσουμε (να αναφέρουμε) τον οποιοδήποτε ν
και όχι μόνο ένα ν (όπως να) ως ν μονάδες. Αυτό γίνεται απλά με το να πούμε
“οποιοσδήποτε ν είναι οποιεσδήποτε ν μονάδες”. Είναι το ίδιο με το να πούμε “να
είναι να μονάδες”. Η λέξη “οποιεσδήποτε” εδώ, ως εκ της διατύπωσης, δεν ορίζει τις
μονάδες, αλλά μάλλον τον ν, δηλαδή περισσότερους από έναν ν, ή, για να το πούμε
καλύτερα, περισσότερους από έναν ορισμούς των ν. Και, φυσικά, (η λέξη
“οποιεσδήποτε”) επίσης προσάπτεται στις “ν μονάδες” ως “ν”=“ν μονάδες”. Αλλά,
εδώ επίσης το “ν είναι ν μονάδες” ή το “οποιοσδήποτε ν είναι οποιεσδήποτε ω
μονάδες”, είναι πλεονασμοί, κι έτσι μπορούμε μόνο να πούμε “ο ν είναι η αναφορά
της μονάδας” και “οποιοσδήποτε ν είναι οποιαδήποτε αναφορά της μονάδας”. Αλλά,
σύμφωνα με το συμπέρασμα, όπως αυτό είναι, σε αυτό το μέρος της θεωρίας μας, από
τον ορισμό του αριθμού ως “η αναφορά της μονάδας”, δεν μπορούμε να κάνουμε
λόγο για “οποιοδήποτε αριθμό”. Αυτό σημαίνει ότι οι αριθμοί δεν μπορούν να
συνιστούν σύνολο ή συνεχές ή να θεωρούνται από κοινού, με αφηρημένο τρόπο. Και
αυτό, διότι ένας αριθμός, καθώς αποτελείται μόνο από τη μονάδα (ενικότητα ή
απλότητα), μπορεί να είναι μόνο μονομερής (ενικός, απλός). Και, οι μονομερείς
οντότητες, καθώς δεν μπορούν να μεριστούν, δεν μπορούν να έχουν κανένα μέρος
κοινό μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εκλαμβάνονται μαζί (ως σύνολο,
ως συνεχές, κλπ).
Τώρα, αναφορικά με το σχήμα “μονάδα, μονάδα, μονάδα”, δεν μπορούμε να
πούμε ότι, επειδή η λέξη “μονάδα” καταγράφεται 3 φορές, το σχήμα περιέχει την
υπόσταση του 3 (ως μέρος του) διότι αυτή η παρατήρηση αφορά στον τύπο και όχι
στο νόημα του σχήματος. Και αυτό διότι επίσης η φράση “γρήγορο τρέξιμο”, ως προς
τον τύπο της, έχει την υπόσταση (αριθμό) 2 διότι αποτελείται από δύο λέξεις. Αλλά,
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [33]
αυτό που είναι σωστό να εκτιμήσουμε είναι το νόημα και όχι ο τύπος του σχήματος
(φράσης), το οποίο δεν έχει τίποτα να κάνει με αυτό που περιγράφεται, δηλαδή το
γρήγορο τρέξιμο. Επίσης, αν αναλογιστούμε το σχήμα “μονάδα, μονάδα, μονάδα”
τυπολογικά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι περιέχει τον αριθμό 20 διότι
αποτελείται από 18 γράμματα και δύο κόμματα, πράγμα το οποίο είναι ασυνάρτητο.
Στο σχήμα των μονάδων η μόνη υπόσταση που αναφέρεται είναι η μονάδα,
και ο 3 ταυτίζεται με το όλο σχήμα και δε συνιστά μέρος του, αλλά ορίζεται από
αυτό. Άρα, η υπόσταση 3 πηγάζει από το νόημα –τη λειτουργία– του σχήματος
“μονάδα, μονάδα, μονάδα”, και όχι από τον τύπο του∙ την κωδική του μορφή. Αυτό
σημαίνει ότι το 3 είναι το εξαγόμενο αποτέλεσμα της λειτουργίας του σχήματος και
όχι ένα μορφολογικό χαρακτηριστικό [4]. Είναι σημαντικό να μη σκοντάφτουμε στα
μορφολογικά χαρακτηριστικά του σχήματος, διότι τότε συνειδητοποιούμε ότι κάθε
λέξη του σχήματος “μονάδα, μονάδα, μονάδα” δεν ταυτίζεται με την υπόσταση της
μονάδας, αλλά απλά την αντιπροσωπεύει. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε,
αντί ενός σχήματος, 3 μήλα μπροστά μας, όπου το καθένα συμβολίζει μία μονάδα
του αριθμού 3. Ένα μήλο και η λέξη “μονάδα” είναι ίδιας φύσης∙ είναι και οι δυο
φυσικές οντότητες εφόσον τις συλλαμβάνουμε με την όρασή μας. Έτσι, με τον τρόπο
που κάθε μήλο δεν ταυτίζεται με το νόημα της μονάδας, αλλά απλά τη συμβολίζει
(οπτικά, υλικά), με τον ίδιο τρόπο η λέξη “μονάδα” απλά συμβολίζει τη μονάδα και
δεν ταυτίζεται με αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, το σχήμα των μονάδων είναι 3 λέξεις.
Και, όπως τα τρία μήλα δεν ταυτίζονται με τον αριθμό 3, έτσι και οι 3 λέξεις δεν
ταυτίζονται με τον αριθμό 3.
Αν πούμε ότι ο 3 είναι 3 μονάδες διατυπώνουμε πλεονασμό διότι ο 3 δομείται
από μονάδες. Άρα, το να συνδυάσουμε τον 3 με τη λέξη μονάδες, ισοδυναμεί με το
να συνδυάσουμε τις μονάδες με τις μονάδες – όπου οι δεύτερες μονάδες δομούν το
νόημα των πρώτων μονάδων. Έτσι, είτε θα πούμε ότι το 3 είναι το 3 –άρα το ότι το 3
είναι μονομερές διασφαλίζεται αφού αυτός ο ορισμός δε συνιστά ανάλυση (διαίρεση,
μερισμό) του 3– είτε θα πούμε ότι το 3 είναι η αναφορά της μονάδας, άρα το 3 και
πάλι είναι μονομερές ως οριζόμενο και συνιστώμενο μόνο από τη μονάδα.
Το ότι το 3 και το 4 δεν είναι αντίστοιχα “τρεις μονάδες” και “τέσσερις
μονάδες”, αλλά είναι είτε “τρία” και “τέσσερα”, είτε “μονάδες” και “μονάδες”, αυτό
θέτει όρια στη σκέψη μας και μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι το 3 και το 4 δεν
έχουν από κοινού το χαρακτηριστικό “μονάδες” διότι αυτό θα απαιτούσε οι
“μονάδες” να είναι μέρος του 3 και του 4, και όχι η όλη ύπαρξή τους: αν είναι να
σχετίσουμε το 3 με το 4, αυτά θα πρέπει να είναι μερικώς και όχι ολικά ίσα (διότι δεν
μπορεί να ισχύει 4=3). Αλλά μια τέτοια μερική σχέση, ή διαφορά, δεν μπορεί να
υπάρχει.
Αντιθέτως, δύο άλλες οντότητες, π.χ. “3 μήλα” και “4 μήλα”, μπορούν
πραγματικά να είναι μερικώς διαφορετικές μεταξύ τους – όπου η μία είναι μέρος της
[34] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
άλλης, όχι επειδή το 3 είναι μέρος του 4, αλλά επειδή έχουν από κοινού το μέρος
“μήλα”. Απλά ονομάζουμε το 3 “μέρος του 4” επειδή είναι δύσκολο να διακρίνουμε
ανάμεσα στις υποστάσεις “4” και “μήλα” ή στις “3” και “μήλα”, δεδομένου του ότι
πάντα παρουσιάζονται και υπάρχουν ως αδιαχώριστα ενωμένα. Έτσι, αντί να λέμε
ότι το κοινό μέρος είναι τα “μήλα”, λέμε λανθασμένα ότι ο 3 είναι μέρος του 4.
Το να ορίσουμε το 3 ως “τρεις μονάδες” είναι πλεονασμός. Αλλά, αν είναι
έτσι, τότε πώς περιγράφεται η ισότητα 3∙1=3; Δεν είναι το 1∙3 η μονάδα (1) τρεις
φορές (∙3);
Σε αυτό απαντούμε ότι, στην έκφραση “τρεις μονάδες”, η οποία συμβολίζεται
ως 1∙3, ο όρος “μονάδες” περιγράφει ένα ουδέτερο και άνευ νοήματος
χαρακτηριστικό, αφού 1∙3=3, άρα το “∙1” δεν προσθέτει τίποτα. Ενώ, λέγοντας ότι το
3 είναι απλά “μονάδες” (ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, “η αναφορά της μονάδας”),
δεν εννοούμε “∙1” αλλά “1+1+1”, διότι, σε κάθε περίπτωση, το 3 δεν μπορεί να
ταυτίζεται με το 1. Σε αυτή την περίπτωση, το 1+1+1 είναι το όλο 3 και όχι κάτι
ανόητο. Και, σε αυτή την περίπτωση, είναι πράγματι πλεονασμός το να ορίσουμε το 3
ως “τρεις μονάδες” διότι θα είχαμε 3(1+1+1)=9. Αντιθέτως, το 3 ως “τρεις μονάδες”
(3=3∙1) δεν χωρίζεται σε “τρεις” και “μονάδες” εφόσον το “μονάδες” δε φέρει αξία.
Άρα, είναι το ίδιο με το να πούμε “το τρία είναι το τρία”, άρα –με αυτόν τον σκέτα
δηλωτικό τρόπο– δεν έχουμε να κάνουμε με ανάλυση (επεξήγηση, περιγραφή) του
τρία.
Βασιζόμενοι στη φύση των αριθμών ως μονομερών οντοτήτων, μπορούμε να
απαντήσουμε το πώς ο πιο κοινός ορισμός (αλλά όχι απόδειξη) του αριθμητικού
συνεχούς αποδεικνύεται λάθος. Έτσι, έχουμε: 0=κενό σύνολο, 1={0}, 2={0, 1}, 3={0, 1,
2}, κλπ. Έτσι κάθε αριθμός είναι το σύνολο που περιέχει όλους τους προηγούμενούς
του. Όμως εδώ καταργούμε με απόδειξη τη σύνθετη φύση του αριθμού, όπως και το
αποκαλούμενο αριθμοσύνολο. Έτσι, π.χ. ο 3 δεν μπορεί ν περιέχει τους αριθμούς 0, 1
και 2.
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [35]
4. Οι δεκαδικοί αριθμοί
είναι ένα περιττό σύνολο διότι αν διαιρεθούν με το 2, η μία από αυτές χάνει την
ακεραιότητα (αρτιότητά) της, εφόσον προκύπτουν 2,5 καρέκλες.
Όπως γράφουμε παραπάνω, ο 5, ως η ιδιότητα της πεμπτότητας (πλήθους 5),
χαρακτηρίζεται με τον ίδιο τρόπο και “περιττότητα”. Όμως αποδώσαμε στον 5 –
πεμπτότητα– ένα διαφορετικό όνομα, άλλο από τον εαυτό του: περιττότητα. Άρα,
μήπως ο 5 έχει δύο υποστάσεις – τη μία που λέγεται πεμπτότητα και την άλλη που
λέγεται περιττότητα; Η απάντηση σε αυτό είναι όχι, διότι όπως γράφουμε
παραπάνω, ο 3 ονομάζεται περιττός, η πρώτος, διότι είναι πρώτος μετά τον πρώτο
δεύτερο αριθμό – τον 2. Αυτό μόνο σημαίνει ότι ο 3 είναι μια μονάδα μεγαλύτερος
από τον 2. Έτσι, αν ο 3 είναι η τρισσότητα και επίσης η περιττότητα, τότε: η
τρισσότητα είναι 2+1 όπως 3=2+1, και η περιττότητα –3– ως μία μονάδα μεγαλύτερη
από το 2, διατυπώνεται μόνο ως: περιττότητα=2+1. Και, περιττότητα=
=2+1=τρισσότητα. Έτσι, η τρισσότητα ταυτίζεται με την περιττότητα, και δε συνιστά
επιπλέον χαρακτηριστικό του 3. Κατ’ επέκταση, το ίδιο ισχύει για το 5 και για έναν
άλλο αριθμό που μπορεί να ονομάσουμε περιττό, καθώς και για τους άρτιους
αριθμούς. Και, εφόσον η περιττότητα και η τρισσότητα ταυτίζονται, καθώς το 3 είναι
μη περιγράψιμο (μη αναλύσιμο, μονομερές), τότε η περιττότητα είναι μη
περιγράψιμη, ώστε δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για να τη χαρακτηρίσουμε. Και,
όπως το 6 και το 7 ορίζονται με τον κοινό ορισμό “η αναφορά της μονάδας” (βλ. κεφ.
3), αλλά δε μοιράζονται την ίδια φύση, παρόλο που ονομάζονται με τον ίδιο τρόπο,
έτσι το 4 και το 6 μπορούν να ονομάζονται από κοινού “άρτιοι” και να μην νοούνται
από κοινού. Αυτό διότι, όπως είπαμε, αρτιότητα, περιττότητα και πλήθος ή αριθμός,
ταυτίζονται ως υποστάσεις∙ είναι μονομερείς και απερίγραπτες.
Έτσι, ενώ (όπως αναφέρουμε παραπάνω) το 5 δεν είναι περιττό, οι 5
καρέκλες είναι ένα περιττό σύνολο, διότι αν τις διαιρέσουμε με το 2, τότε στις 2,5
καρέκλες συναντούμε μια καρέκλα η οποία έχει χάσει την ακεραιότητά της. Άρα,
τέσσερις καρέκλες είναι ένα άρτιο σύνολο από καρέκλες και 5 καρέκλες είναι ένα
είναι ένα περιττό σύνολο από αυτές. Και εφόσον η περιττότητα και η αρτιότητα
πηγάζουν αποκλειστικά από τον αριθμό των καρεκλών, και το “καρέκλες”
παραμένει απαράλλαχτο ανάμεσα στις 4 και τις 5 καρέκλες, με το μόνο που αλλάζει
να είναι ο αριθμός, τότε μήπως δεν αποδίδεται η διαφορά ανάμεσα στην περιττότητα
και την αρτιότητα στους αριθμούς; Και, εφόσον η διαφορά ανάμεσα στην
περιττότητα και την αρτιότητα οφείλεται αποκλειστικά στους αριθμούς, τότε πώς οι
αριθμοί δεν φέρουν το χαρακτηριστικό περιττός ή άρτιος; Η απάντηση σε αυτό είναι
ότι κάνουμε λάθος να πούμε ότι ο παράγοντας “καρέκλες” είναι απαράλλαχτος. Στις
2,5 καρέκλες μία καρέκλα έχασε την ακεραιότητα, το οποίο σημαίνει ότι αυτή η
καρέκλα, ως μονάδα, παύει να υπάρχει. Και αυτό δεν είναι ποσοτική (αριθμητική)
ενέργεια, δηλαδή 1 καρέκλα διαιρούμενη με το 2: ½ καρέκλα. Αυτό που λέμε είναι
ότι η όλη καρέκλα δεν είναι διαφορετική από τη μισή καρέκλα απλά και μόνο στην
[38] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
Όσον αφορά στη φιλοσοφία των αριθμών και τη θεωρία αριθμών, όπου
συγκεκριμένοι τρόποι χρησιμοποιούνται για τη συσχέτιση μεταξύ αριθμών και την
εύρεση αριθμοσυνόλων, έχουμε να πούμε τα παρακάτω:
Οι αποδείξεις και συσχετίσεις κρύβουν τα στοιχεία του εμπειρικού και του
τυχαίου. Δηλαδή, όταν π.χ. χρησιμοποιούμε τα κλάσματα προκειμένου να βρούμε
σχέσεις μεταξύ αριθμών μέσω των ομοιοτήτων στους αριθμητές τους ή στους
παρονομαστές τους, ουσιαστικά βασιζόμαστε σε οντότητες (τα κλάσματα) που
εμπεριέχουν τον εμπειρισμό και την τυχαιότητα. Έτσι, μπορούμε να ισχυριστούμε
ότι, για παράδειγμα, παίρνοντας το 3/8 και το 5/8 μαζί, μπορούμε να πούμε ότι
έχουν από κοινού τον παρονομαστή (8). Επίσης, τα 4/5 και 4/7 φαίνεται να έχουν
κάποια σχέση διότι ο αριθμητής (4) είναι ο ίδιος και στα δύο κλάσματα.
Αλλά αυτοί οι συνδυασμοί δεν μπορούν να είναι έγκυροι. Και, αυτό είναι έτσι
διότι για τον ορισμό π.χ. της τιμής του 6/2 χρησιμοποιούμε τη μέθοδο της “δοκιμής
και λάθους” μέχρι να εντοπίσουμε πόσες φορές χωράει το 2 στο 6. Έτσι, έχουμε το 2
και, με μέσον την πρόσθεση, λέμε: 2+2=4, και μετά λέμε 4+2 (δηλαδή 2+2+2) ισούται
με 6. Αλλά αυτή η προσπάθειά μας είναι ουσιαστικά η λειτουργία της πρόσθεσης.
Έτσι, η πρόσθεση έχει πάρει τη θέση του πολλαπλασιασμού προκειμένου να
επαληθεύσουμε το ότι το 2 χωράει 3 φορές στο 6. Δε θα μπορούσαμε να βρούμε
ακλόνητο αποτέλεσμα με μέσο τη διαίρεση ή τον πολλαπλασιασμό.
Άρα, η διατύπωση του κλάσματος δεν οδηγεί σε μια αριθμητική τιμή με
τρόπο ο οποίος είναι απόλυτος και εκ των προτέρων εγγυημένος. Αυτό σημαίνει ότι
οι συσχετίσεις ανάμεσα στα κλάσματα δεν έχουν βάση διότι οι διατυπώσεις των
κλασμάτων δεν προσφέρουν ακρίβεια [14].
Ασφαλώς χρησιμοποιούμε τα κλάσματα στις διάφορες εξισώσεις και έχουμε
συμπαγή αποτελέσματα. Όμως αυτό δεν εμπεριέχει τη μελέτη και τη σπουδή της
φύσης των κλασμάτων. Στις εξισώσεις απλά μετράμε προκειμένου να βρούμε μια
τελική τιμή (λύση). Και, σίγουρα, οι εξισώσεις είναι εμπειρικές διαδικασίες. Δεν είναι
κάποια φιλοσοφική (αυστηρά θεωρητική) μελέτη της φύσης των αριθμών. Και,
σίγουρα, μπορεί να έχουμε ήδη βρει ότι 6/2 ισούται με 3 με εμπειρικό τρόπο. Όμως
αυτό δε σημαίνει ότι κατοχυρώσαμε το 6/2 ως αριθμητική τιμή, άρα και ως απόλυτη
(αυστηρά θεωρούμενη) οντότητα. Είναι απλά και μόνο η μνήμη μιας εμπειρικής
διαδικασίας, η οποία μας πληροφορεί για την τιμή του 6/2. Και η καθαυτή μνήμη (ή
κάποιου είδους καταγραφή) δεν είναι αρκετά αδιαμφισβήτητη ώστε να κάνουμε
λόγο για το (οντολογικό) θεμέλιο του 6/2, βασιζόμενοι στη μνήμη.
Η ουσία αυτού που λέμε και αποδεικνύουμε εδώ είναι ότι, το γεγονός ότι π.χ.
το 3/8 και το 5/8 έχουν ως κοινό μέρος τον παρονομαστή (8), θέτει τους δύο
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [43]
αριθμούς ως σύνθετους –ως έχοντες ένα κοινό στοιχείο– και αυτό δεν συμφωνεί με
την απόλυτη απόδειξη, σε αυτή τη θεωρία, ότι ένας αριθμός δεν μπορεί να έχει μέρη
και να είναι σύνθετος. Αν μη τι άλλο, είναι η ίδια η ουσία του πολλαπλασιασμού η
οποία υπαγορεύει ότι ο αριθμός πολλαπλασιάζεται∙ αλλά ο αριθμός έχει αποδειχτεί
μη-πολλαπλός, δηλαδή απλός, σε αυτή τη θεωρία. Με την ίδια λογική, η διαίρεση
υπαγορεύει ότι ο αριθμός διαιρείται∙ όμως ο αριθμός είναι αδιαίρετος, δηλαδή απλός∙
μονομερής οντότητα (βλ. κεφ. 3). Και, ως εκ τούτου, η παραγοντική διατύπωση των
αριθμών (ο πολλαπλασιασμός και η διαίρεση, και οτιδήποτε προέρχεται από αυτές
τις λειτουργίες) δεν διατυπώνει τον αριθμό σε συμφωνία με τη φύση του, η οποία
είναι το ότι ο αριθμός είναι μονομερής, απλός, αδιαίρετος και μη δομούμενος.
Παρόλα αυτά, ακόμα κι αν πάρουμε ως δεδομένη τη διατύπωση του αριθμού ως
κλάσματος, αυτό δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει οποιαδήποτε σχέση
ανάμεσα σε κλάσματα. Στο κεφάλαιο 2 αναφερόμαστε στη σχέση δύο αριθμών ως
“συνθέτω” με “αποσυνθέτω” στην περίπτωση της διαίρεσης. Έτσι, ανάμεσα σε δύο
κλάσματα, π.χ. 4/2 και 8/2, το πρώτο από αυτά (4/2) είναι ένα απλούστερο
“αποσυνθέτω” από ό,τι το δεύτερο “αποσυνθέτω” (8/2). Η σχέση τους είναι
(4:2)=(8:2):2. Έτσι, τα δύο κλάσματα σχετίζονται ως “συνθέτω” με “αποσυνθέτω”, και
αυτό απαγορεύει την οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους (βλ. κεφ. 2). Με διαφορετικό
τρόπο από ό,τι στα κεφάλαια 1 και 3 της θεωρίας μας, στα πλαίσια της απόδειξης του
κεφαλαίου 2 δεν προσπαθούμε να δούμε και να αποδείξουμε ότι ένας αριθμός δεν
έχει κανένα κοινό μέρος με έναν άλλο αριθμό. Ο τρόπος με τον οποίο αποδεικνύουμε
την πλήρη απουσία σχέσης μεταξύ δύο αριθμών, στο κεφάλαιο 2, έχει να κάνει με τη
σχέση του “συνθέτω” με “αποσυνθέτω”, και όχι με το γεγονός ότι ένας αριθμός δεν
επιμερίζεται.
Έτσι, εφόσον το 6/2 δεν εκφράζει με απόλυτο τρόπο μια αριθμητική τιμή
(έναν αριθμό), άρα, ως αριθμός, δεν είναι απόλυτα ισχύων, αλλά ισχύει μόνο με
εμπειρικό τρόπο, άρα με τρόπο όχι επαρκώς έγκυρο. Και αυτό απλά σημαίνει ότι η
διατύπωση ενός συγκεκριμένου αριθμητή (6) και ενός συγκεκριμένου παρονομαστή
(2) διεξάγονται κατά κάποιον τρόπο τυχαία, εφόσον η διατύπωσή τους ως κλάσμα
ισούται με το 3 τυχαία.
Τώρα, ίσως κάποιος θα έλεγε ότι δεν μας ενδιαφέρει η τιμή του 6/2, αλλά το
6/2 καθαυτό. Όμως, αυτός ο τρόπος σκέψης δεν έχει βάση διότι το 6/2 ως εκ της
διατύπωσής του, φέρει και ενέχει τη λειτουργία της διαίρεσης, την 6:2.
Και, η διαίρεση, ως εκ φύσεως, στοχεύει σε ένα αριθμητικό αποτέλεσμα. Αν
το αποτέλεσμα δεν είναι δεδομένο (παγιωμένο) τότε η κλασματική διατύπωση
επίσης δεν είναι δεδομένη ή έγκυρη.
Με άλλα λόγια, η επιλογή του αριθμητή και του παρονομαστή είναι θέμα
τύχης, αφού αυτοί οι δύο ορίζουν το αποτέλεσμα της διαίρεσης, το οποίο εντοπίζεται
βάσει αυτών των δύο με τυχαίο τρόπο.
[44] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
Το γεγονός ότι, όπως έχουμε εδώ πει, οι αριθμητικές λειτουργίες –οι οποίες
είναι σύνθετες και ενέχουν κάποιο είδος περιγραφής προκειμένου να οριστούν και
να διεξαχθούν (τα κλάσματα, κλπ)– νοούνται με τρόπο που δεν είναι ακριβής και
γίνονται στην τύχη, αυτό το γεγονός είναι ουσιαστικά η λύση στο Πρόβλημα P Vs NP
[15]: Όταν ο υπολογισμός που διεξάγεται από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή
ακολουθεί το σχήμα “μονάδα, μονάδα, μονάδα, μονάδα, μονάδα”, δηλαδή μονάδα=1
και μετά μονάδα, μονάδα=2 και μετά μονάδα, μονάδα, μονάδα=3 και μετά μονάδα,
μονάδα, μονάδα, μονάδα=4 και μετά μονάδα, μονάδα, μονάδα, μονάδα, μονάδα=5,
αυτό σημαίνει ότι ο υπολογιστής λειτουργεί ως 1 2 3 4 5. Έτσι, στα πλαίσια της
υπολογιστικής λειτουργίας, αυτό είναι ακριβές και δε γίνεται με τυχαίο τρόπο. Αλλά
όταν αντί του 1 2 3 4 5, έχουμε 12,345, εφόσον αυτό είναι κλάσμα (όπως γράφουμε
παραπάνω), διεξάγεται τυχαία. Και, αυτό διαφωνεί (δεν είναι συμβατό) με τις
αποδείξεις αναφορικά με την αριθμητική φύση (βλ. κεφ. 1, 2 και 3) και με την (όπως
είναι εδώ αποδεδειγμένη) κατάργηση της αφηρημένης αναφοράς στους αριθμούς,
καθώς και με την κατάργηση του αριθμητικού συνεχούς (κεφ. 10). Λόγω αυτών, ο
ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν μπορεί να λύσει (διεξάγει) την παραπάνω
αναφερθείσα λειτουργία με κανένα άμεσο τρόπο, διότι η ακριβής μέτρηση (η οποία
είναι συμβατή με την αριθμητική φύση) δεν είναι αυτή που διεξάγεται στην τύχη,
και συνεπώς, όπως γράφουμε παραπάνω, δεν είναι έγκυρη, παρά μπορεί μόνο να
αναφερθεί στην απλή αρίθμηση (1+1+1+1+1) ώστε να αποκτήσει την οντολογική αξία
της (και να επαληθευτεί από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή). Ως εκ τούτου, η λύση στο
Πρόβλημα P Vs NP δίδεται εδώ: P ≠ NP. Παραπέμπουμε επίσης στο κεφάλαιο 12 του
παρόντος συγγράμματος.
Η λογική που λύνει τα ανωτέρω αναφερθέντα προβλήματα είναι ουσιαστικά
η απόδειξη ότι ο παραγοντισμός (πολλαπλασιασμός και διαίρεση), όντας σύνθετος,
δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ακριβής ή να διεξαχθεί (λειτουργήσει) με ακριβή τρόπο.
Αυτό είναι έτσι διότι ο παραγοντισμός δε συμφωνεί με την απλή φύση του αριθμού,
η οποία έχει αποδειχτεί ότι είναι απλή μέσω της διαδικασίας της πρόσθεσης, και ως
εκ τούτου, η πρόσθεση, ως αποδεικνύουσα την αριθμητική φύση, θεωρείται ακριβής
και μη σύνθετη: Το 1+1+1+1 είναι ένα σχήμα το οποίο εκφράζει μία μη σύνθετη
έννοια. Και πράγματι, 1+1+1+1 ταυτίζεται με το 4, το οποίο είναι μη σύνθετο. Η
απόδειξη ότι ο συντομότερος δρόμος ανάμεσα σε δύο σημεία είναι η ευθεία γραμμή
έγκειται σε αυτή τη λογική. Η ευθεία γραμμή είναι ένα μονοδιάστατο γεωμετρικό
αντικείμενο, ενώ μια γραμμή με γωνίες ή καμπύλες είναι περισσότερο από
μονοδιάστατη (δισδιάστατη ή περισσότερων διαστάσεων). Στην περίπτωση του
μονοδιάστατου αντικειμένου έχουμε να κάνουμε με τη διαστατική ενικότητα, όπου
η πρόσθεση των μεγεθών (συνθετικών στοιχείων) χρησιμοποιείται για τη μέτρηση,
ενώ στη διαστατική πολλαπλότητα (περισσότερες από μία διαστάσεις),
χρησιμοποιούμε παραγοντικές διαδικασίες (πολλαπλασιασμό, διαίρεση) για τη
[46] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
μέτρηση των συνθετικών στοιχείων και του μεγέθους. Άρα, η απόδειξη στο
πρόβλημα (το εν λόγω αξίωμα του Ευκλείδη) είναι προφανής: Η πολλαπλότητα έχει
ως εκ φύσεως περισσότερα στοιχεία και συνθετικά μέρη από ό,τι έχει η ενικότητα.
Συγκεκριμένα, η ενικότητα είναι η κατάσταση που υπάρχει ως ένα συνθετικό
στοιχείο, ενώ η πολλαπλότητα είναι η κατάσταση που υπάρχει ως περισσότερα από
ένα συνθετικά στοιχεία.
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [47]
Όπως έχουμε αποδείξει, ένας αριθμός δεν μπορεί να σχετίζεται με έναν άλλο
αριθμό με κανέναν τρόπο. Αλλά αναλογιζόμενοι έναν αρνητικό αριθμό, π.χ. τον –3,
φαίνεται να έχει έναν αντίστοιχο θετικό αριθμό, δηλαδή τον 3. Δηλαδή, για –3 λέμε
ότι η απόλυτη τιμή του είναι 3. Συνεπώς, μπορεί αυτό να είναι ένας τρόπος
συσχετισμού δύο αριθμών; Η απάντηση σε αυτό είναι απλή αναφορικά με αυτά που
έχουμε ήδη αποδείξει. Το μέγεθος (τιμή) του 3 ορίζεται ως η απόσταση που έχει το 3
από το μηδέν. Και, αυτή η απόσταση ορίζεται ως το συνεχές 0 → 1 → 2 → 3. Αλλά,
όπως αποδεικνύουμε, αυτό δεν μπορεί να είναι συνεχές ή οποιοδήποτε είδος
συνόλου (βλ. κεφ. 5). Άρα, βασιζόμενοι στην απόδειξη για την αριθμητική φύση, η
έννοια αυτού που ονομάζεται “μέγεθος” δε χρησιμεύει κατά κανένα τρόπο
προκειμένου να υποθέσουμε μια ομοιότητα ανάμεσα σε δύο αριθμούς. Ο άλλος
τρόπος που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να συσχετίσουμε το –3 με το 3 είναι
ο πολλαπλασιασμός: (−3)∙(−1)=3. Αυτό μεταφράζεται ως η άρνηση του αρνητικού
αριθμού, η οποία καταλήγει στην θετικοποίηση του ίδιου αριθμού. Παρόλα αυτά, στο
κεφάλαιο 6 αποδεικνύουμε ότι η λειτουργία του πολλαπλασιασμού δε συμφωνεί με
την αριθμητική φύση, όπως αυτή είναι αποδεδειγμένη στην παρούσα θεωρία, αλλά ο
πολλαπλασιασμός πρέπει να μεταφραστεί ως πρόσθεση προκειμένου να αποκτήσει
το κύρος του. Και αυτό μας οδηγεί στο να μεταφράσουμε το (−3)∙(−1)=3 ως −3+6=3.
Παρόλα αυτά, αναλογιζόμενοι την απόδειξη του κεφαλαίου 1 του παρόντος
συγγράμματος, είναι ξεκάθαρο ότι στην παραπάνω διατυπωμένη ισότητα, το –3 δεν
μπορεί να σχετιστεί με το 3 κατά κανένα τρόπο. Ως συμπέρασμα, είμαστε σε θέση να
πούμε ότι ένας αριθμός δεν μπορεί να έχει κανένα είδος σχέσης με οποιονδήποτε
άλλο αριθμό.
[48] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
8. Οι Πρώτοι Αριθμοί
ατομικότητα. Αλλά αυτή η “ένωση” απηχεί στις επιστήμες της Φυσικής ή της
Βιολογίας ή της Ανθρωπολογίας, κλπ, και όχι στη θεωρία αριθμών. Ένα άτομο είναι
μια οντότητα που εντοπίζεται στο φυσικό χώρο. Οι αριθμοί, από την άλλη, έχουμε
αποδείξει ότι είναι μονομερείς – απερίγραπτοι, άρα χωρίς φυσικές ποιότητες.
Απολύτως καμία φυσική ποιότητα δεν μπορεί να αποδοθεί στους αριθμούς (όπως η
ατομικότητα ή η ολότητα – και η πρωτότητα είναι μια έκφραση της ολότητας). Και
εφόσον έχουμε αποδείξει αυτό, δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στο όλο c, δηλαδή στο
φυσικό κόσμο, προκειμένου να αποδείξουμε κατ’ αντιστροφή (από το όλο c, πίσω
στους αριθμούς) ότι υπάρχουν αριθμητικές ποιότητες. Απλά, επειδή εδώ αποσπάσαμε
τους αριθμούς από το φυσικό κόσμο, για αυτό δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
τη φυσική για να υποστηρίξουμε και να αποδώσουμε ποιότητες στους αριθμούς,
διότι αυτό θα ήταν η επανασύνδεση της φυσικής με τους αριθμούς (και είναι ανόητο
να κάνουμε την επανασύνδεση γιατί βασιστήκαμε στην ακύρωση της σύνδεσης για
να καταλήξουμε στα συμπεράσματά μας).
Άρα, είναι προφανές ότι ένα από τα δύο ισχύει: είτε η συμπερίληψη των
αριθμών στη φυσική (περίπτωση Β) ή ο διαχωρισμός αυτών των δύο πλευρών
(περίπτωση Α). Ο διαχωρισμός είναι αποδεδειγμένος από το κεφάλαιο 3 – το
μονομερές του αριθμού. Η συμπερίληψη δεν έχει να κάνει με απόδειξη, αλλά είναι
απλά μια ανάγκη η οποία προέρχεται από την παρατήρηση του όλου c. Και, σε κάθε
περίπτωση, ο ορισμός του 3 ως 3=1+1+1 (βλ. απόδειξη, κεφ. 1) είναι απόλυτος και
σίγουρα προηγείται της παρατήρησης που μας λέει ότι μπορούμε να διαιρέσουμε το 5
μόνο με το 5 και το 1 ώστε να έχουμε έναν ακέραιο. Πολύ απλά: πρέπει να
διατυπώσουμε 5=1+1+1+1+1 (απόδειξη, κεφ. 3) ούτως ώστε να έχουμε εξ αρχής το 5.
Έτσι, αυτό έχει την προτεραιότητα – προηγείται της παρατήρησης της πρωτότητας
του 5. Έτσι, η περίπτωση Α είναι δυνατότερη από την περίπτωση Β, και, εφόσον
πρέπει είτε να ισχύει η περίπτωση Α είτε να ισχύει η περίπτωση Β, άρα μόνο η
περίπτωση Α ισχύει. Ως εκ τούτου, το κριτήριο του “c” σχετικά με τη διάκριση
ανάμεσα στους πρώτους και τους μη πρώτους αριθμούς, δεν μπορεί να ισχύει. Έτσι,
δεν υπάρχουν Πρώτοι Αριθμοί.
[52] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
και l2 είναι ευθείες γραμμές. Αν οι l1 και l2 δεν έχουν κοινό σημείο, αυτό σημαίνει
ότι είναι παράλληλες (διότι αυτός είναι ο ορισμός των παράλληλων ευθέων
γραμμών). Αν, όπως υποθέσαμε, οι l1 και l2 δεν παραγοντοποιούνται (το οποίο
σημαίνει ότι είναι ευθείες), αυτό σημαίνει δεν έχουν κοινό σημείο. Ο μη
παραγοντισμός εγγυάται την απουσία κοινού σημείου (i). Η απουσία κοινού σημείου
ορίζει την κατάσταση τα παραλληλότητας μεταξύ ευθέων γραμμών, και το
αντίστροφο: οι ευθείες γραμμές είναι παράλληλες όταν δεν μοιράζονται σημείο (ii).
Όπως γράψαμε πριν, σύμφωνα με την απόδειξή μας κεφ. 6), ο μη παραγοντισμός
οδηγεί στην ευθύτητα της γραμμής: ο μη παραγοντισμός (ενική διάσταση) και η
ευθύτητα είναι ουσιαστικά το ένα και το αυτό. Άρα, η (i) συνιστά τόσο τον μη
παραγοντισμό όσο συνιστά την ευθύτητα. Ως εκ τούτου, όταν δύο ευθείες γραμμές
δεν παραγοντοποιούνται μεταξύ τους, δεν έχουν κοινό σημείο (i). Αν οι ευθείες
γραμμές δεν έχουν κοινό σημείο, είναι παράλληλες, και, ισοδύναμα, αν οι ευθείες
γραμμές είναι παράλληλες, δεν έχουν κοινό σημείο (ii).
Ο μη παραγοντισμός στην Ευκλείδεια Γεωμετρία προέρχεται από τον ορισμό
του εμβαδού: μήκος επί πλάτος. Έτσι έχουμε το τετράγωνο σχήμα του οποίου το ένα
ζεύγος παραλλήλων πλευρών μπορούν να είναι γραμμές όπου η μία από αυτές είναι
τμήμα της l1 (l1sq) και η άλλη είναι τμήμα της l2 (l2sq). Το άλλο ζεύγος των
γραμμών είναι δύο παράλληλες γραμμές ίσου μήκους και κάθετες στις l1sq και l2sq.
Οι l1sq και l2sq συμπεριλαμβάνονται στη μία διάσταση του τετραγώνου, δηλαδή
συνιστούν το πλάτος του. Άρα, οι l1sq και l2sq του τετραγώνου δεν
παραγοντοποιούνται κα συνιστούν ευθείες γραμμές (iii) εφόσον ο μη παραγοντισμός
αποδεικνύει την ευθύτητα (iv) (απόδειξη στο κεφ. 6 του παρόντος συγγράμματος).
Έτσι, στο Ευκλείδειο τετράγωνο οι παράλληλες γραμμές l1sq και l2sq είναι ευθείες
(v). Και οι l1 και l2 είναι, όπως γράψαμε, ευθείες. Ο συνδυασμός του (i) με το (iii)
παράγει την απουσία κοινού σημείου μεταξύ παραλλήλων γραμμών στον Ευκλείδειο
χώρο. Δηλαδή, ο συνδυασμός του (i) με το (iii) εγγυάται τη μη σύμπτωση στο
Ευκλείδειο τετράγωνο. Εφόσον οι l1sq και l2sq περιλαμβάνονται στις l1 και l2
αντίστοιχα, επεκτείνουμε τη μη σύμπτωση στη σχέση στη σχέση των l1 και l2 με το
να συνδυάσουμε το (iv) με το (v) και έτσι αποδεικνύουμε το (ii) δηλαδή έχουμε
απουσία κοινού σημείου μεταξύ δύο παράλληλων ευθέων γραμμών. Και αυτό είναι η
απόδειξη στο αντίστροφο του αξιώματος της παραλληλότητας του Ευκλείδη [21].
Τώρα, σχετικά με το αρχικό αξίωμα, το αξίωμα της παραλληλότητας [21],
δηλαδή σχετικά με την αντίστροφη περίπτωση αυτού που αποδείξαμε, όπου δύο
ευθείες γραμμές διατέμνονται από μία γραμμή η οποία σχηματίζει δύο εσωτερικές
γωνίες της ίδιας πλευράς, των οποίων το άθροισμα είναι λιγότερο από δύο καθέτων
γωνιών, και έτσι έχουμε ένα τρίγωνο (ή, τουλάχιστον, ένα τρίγωνο του οποίου
βλέπουμε μόνο τις δύο προαναφερθείσες γραμμές), σκεπτόμαστε ως εξής: Εφόσον οι
δύο ευθείες γραμμές δεν είναι παράλληλες) δηλαδή οι γωνίες έχουν άθροισμα
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [61]
λιγότερο των δύο καθέτων γωνιών) και συνεπώς δεν έχουμε απουσία
παραγοντισμού, αλλά παρουσία παραγοντισμού, αυτό σημαίνει ότι οι δύο γραμμές
επειδή συμπεριφέρονται ως παράγοντες, παράγουν διάσταση. Δηλαδή σε αυτή την
περίπτωση δεν έχουμε μόνο τη διάσταση του μήκους, αλλά επίσης τη διάσταση του
πλάτους, άρα την εμφάνιση του εμβαδού ως τη διάσταση η οποία παράγεται. Ως εκ
τούτου, οι γραμμές, προκειμένου να συστήσουν το εμβαδόν, πρέπει νε συμπέσουν
μεταξύ τους, άρα να σχηματίσουν ένα κλειστό σχήμα, έτσι ώστε να υπάρχει η
δυνατότητα να συνδυάζονται, δηλαδή να μεταφράζονται ως μήκος επί πλάτος.
Στο κεφάλαιο 6 αποδεικνύουμε ότι ο συντομότερος δρόμος ανάμεσα σε δύο
σημεία είναι η ευθεία γραμμή, πράγμα το οποίο συνιστά την ενική διάσταση. Αυτό
σημαίνει ότι αυτό είναι η απόδειξη του ορισμού της πρώτης διάστασης στον
Ευκλείδειο χώρο. Έχοντας αποδείξει το αξίωμα της παραλληλότητας (παραπάνω),
ουσιαστικά θέτουμε την απόδειξη των δύο διαστάσεων στον Ευκλείδειο χώρο:
εφόσον οι δύο παράλληλες ευθείες γραμμές δε συναντώνται ποτέ, ο εσωτερικός
χώρος μεταξύ τους πάντα θα διατέμνεται από κάθετα ευθύγραμμα τμήματα ίσων
μηκών, άρα το Ευκλείδειο εμβαδόν αποτελείται από (τέλεια) τετράγωνα σε όλο το
μέγεθός του. Αυτό είναι κρίσιμο, διότι το τετράγωνο συνιστά τη δομική μονάδα στην
Ευκλείδεια επιφάνεια (εμβαδόν). Και, για την εισαγωγή της τρίτης διάστασης (ύψος)
ακολουθείται η ίδια λογική με αυτή της εισαγωγής της δεύτερης διάστασης (πλάτος)
– δηλαδή μέσω του παραγοντισμού. Αυτό σημαίνει ότι η εισαγωγή της τρίτης
διάστασης ακολουθεί ακριβώς την ίδια λογική με αυτή της εισαγωγής της δεύτερης
διάστασης, προκειμένου να αποδειχτεί. Ως εκ τούτων, ο Ευκλείδειος χώρος [17]
αποδείχτηκε εδώ.
Όσον αφορά την περίπτωση του γεωμετρικού αντικειμένου το οποίο είναι ο
κύκλος, έρχεται ως άμεση συνέπεια από τα παραπάνω γραμμένα, ότι ο κύκλος δεν
είναι Ευκλείδειο αντικείμενο. Ο Ευκλείδειος χώρος συντίθεται από τον
παραγοντισμό της διαστατικής ενικότητας, η οποία έχουμε αποδείξει ότι είναι η
ευθεία γραμμή και μόνο η ευθεία γραμμή. Και έχουμε αποδείξει την έννοια της
ευθείας γραμμής (βλ. το (iv) παραπάνω, και το κεφ. 6). Ο κύκλος δε δομείται και δε
νοείται ως ευθύς κατά κανένα τρόπο. Άρα, ως μη Ευκλείδειο αντικείμενο, ο κύκλος
δεν μπορεί να οριστεί και να υπολογιστεί (μετρηθεί) με τους όρους της Ευκλείδειας
Γεωμετρίας. Προφανώς, το ίδιο ισχύει και για τη σφαίρα, καθώς και για όλα τα
αντικείμενα (σχήματα) που δεν αποτελούνται από μόνο ευθείες γραμμές. Η εξήγηση
του γιατί η περιφέρεια του κύκλου δεν είναι ευθεία γραμμή, στην ολότητά της και
στο κάθε τμήμα της, είναι απλή με βάση ό,τι έχουμε αποδείξει. Η κυκλική περιφέρεια
ορίζεται, δομείται και συλλαμβάνεται (νοείται) ως η γραμμή η οποία παράγεται από
μόνο μία ευθεία γραμμή – την ακτίνα. Στην περίπτωση του κύκλου, η ακτίνα δεν
παραγοντίζεται, δηλαδή δε συνδυάζεται με καμία άλλη γραμμή η οποία να την
τέμνει. Ο τρόπος που η ακτίνα παράγει τον κύκλο είναι μέσω της περιστροφής. Αυτό
[62] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρχει μία συγκεκριμένη γωνία είναι δεδομένη (έχει
τεθεί) για δύο διαφορετικές θέσεις της ακτίνας. Αυτό σημαίνει ότι το εμβαδόν δεν
είναι δεδομένο (τεθειμένο) με συγκεκριμένο τρόπο από την ακτίνα. Έτσι δεν έχουμε
έναν τεθειμένο, δηλαδή δεδομένο, παραγοντισμό. Άρα, δεν έχουμε έναν τεθειμένο
(δηλαδή δεδομένο) παραγοντισμό. Άρα δεν μπορούμε θα θεωρήσουμε τον
Ευκλείδειο δισδιάστατο χώρο στην περίπτωση του κύκλου. Αυτό σημαίνει ότι ο
κύκλος δεν μπορεί να μετρηθεί ως ένα Ευκλείδειο δισδιάστατο αντικείμενο, παρόλο
που διαγράφεται και τοποθετείται στο εμβαδόν. Αυτό το εμβαδόν, όταν έχουμε την
περίπτωση του κύκλου, δεν είναι ευκλείδεια επιφάνεια – προφανώς!
Στα πλαίσια της Ευκλείδειας λογικής, είναι αρκετό να θεωρήσουμε ή να
σημειώσουμε δύο διαφορετικά σημεία, και αυτομάτως μία ευθεία γραμμή έρχεται σε
ύπαρξη. Και έπειτα θεωρούμε ένα σημείο έξω από αυτή τη γραμμή, κι έτσι η έννοια
και η ύπαρξη της γωνίας κάνει την εμφάνισή της, άρα έχουμε το σχήμα και το
μέγεθος μιας (Ευκλείδειας) επιφάνειας. Ως εκ τούτων, και έχοντας αποδείξει την
Ευκλείδεια λογική και χώρο, έχουμε ουσιαστικά αποδείξει ότι η έννοια της ευθείας
γραμμής και της γωνίας υπάρχουν όχι μόνο ως αντικείμενα, αλλά επίσης ως
θεωρητικά και αφηρημένα-λογικά αντικείμενα. Στην περίπτωση του κύκλου η
γραμμή δεν τίθεται με κανένα αφηρημένο και θεωρητικά συμπαγή τρόπο, όπως
γράφουμε παραπάνω σχετικά με την περιστροφή της ακτίνας. Και νομιμοποιούμαστε
λογικά να το πούμε αυτό διότι, έχοντας αποδείξει την Ευκλείδεια λογική,
καθίσταται σίγουρο ότι ο κύκλος δεν ακολουθεί αυτή τη λογική, η οποία είναι η
λογική ενός αντικειμένου το οποίο δεν υπάρχει μόνο φυσικά, δηλαδή ως σχήμα,
αλλά και μέσω της θεωρητικής και αφηρημένης λογικής η οποία, ασφαλώς,
προκύπτει από απόδειξη.
Άρα, ο κύκλος, καθώς δεν είναι ένα αφηρημένο θεωρητικό αντικείμενο,
αλλά μόνο ένα φυσικό και εμπειρικά υπαρκτό αντικείμενο, μπορεί μόνο να δομηθεί
και να μετρηθεί με τον φυσικό-εμπειρικό τρόπο. Και αυτός ο τρόπος δεν μπορεί να
είναι άλλος από την καθαυτή φυσική διαδικασία όπου κρατούμε το διαβήτη και τον
περιστρέφουμε με το γνωστό τρόπο. Έτσι εδώ έχουμε να κάνουμε με τη Φυσική:
αναλογιζόμαστε τις έννοιες της απόστασης, του χρόνου και της ταχύτητας. Όπως
έχουμε ήδη πει, προκύπτει από την απόδειξη του Ευκλείδειου χώρου η γνώση ότι ο
κύκλος είναι μόνο ένα φυσικό/εμπειρικό αντικείμενο και όχι ένα
θεωρητικό/αφηρημένο αντικείμενο. Ως εκ τούτου, κάνουμε λόγο μόνο για τη
φυσική σχηματοποίηση/διαμόρφωση του κύκλου. Άρα, στα πλαίσια αυτής της
σχηματοποίησης, αναλογιζόμαστε την ταχύτητα και το χρόνο της διαδικασίας και
έτσι μετρούμε το μήκος της κυκλικής περιφέρειας. Τώρα, για το μέγεθος της
κυκλικής επιφάνειας, εφόσον αυτή είναι επίσης –και προφανώς– όχι
αφηρημένη/θεωρητική, αλλά μονάχα ένα φυσικό σχήμα και μέγεθος, τότε σίγουρα
δεν μπορεί να εκληφθεί ως μία καθαρά δισδιάστατη επιφάνεια με μηδενικό πάχος.
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [63]
Άρα, αναλογιζόμαστε τις φυσικές έννοιες του όγκου, της μάζας και της πυκνότητας,
και με αυτόν τον τρόπο διεξάγεται η μέτρηση.
Μία απρόσμενα και περιέργως αναπάντητη ως τώρα ερώτηση είναι το πώς
λειτουργεί το ποδήλατο, δηλαδή πώς μένει όρθιο και δεν καταρρέει όταν το
οδηγούμε. Αλλά δεν είναι και απορίας άξιον το ότι αυτή η ερώτηση έχει σταθεί
αδύνατο να απαντηθεί αν αναλογιστούμε τη ριζική αλλαγή της αντίληψης για τη
φύση του κύκλου όπως εδώ την έχουμε αποδείξει: καμία αφηρημένη γεωμετρική
λύση δεν μπορεί να δοθεί για τον κύκλο (τουτέστιν για τους τροχούς του
ποδηλάτου), απλά διότι, όπως έχει εδώ αποδειχτεί, ο κύκλος δεν είναι αφηρημένο
(Ευκλείδειο) αντικείμενο. Και, κατά την περίπτωση όπου πραγματευόμαστε τους
νόμους της Φυσικής με βάση/κριτήριο τις αυστηρά αφηρημένες αρχές της
γεωμετρίας, τότε η Φυσική δεν μπορεί να δώσει την εν λόγω απάντηση.
Έτσι, η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο κύκλος είναι πάντα
φυσικός/πραγματικός. Έτσι, οι τροχοί του ποδηλάτου νοούνται και εκλαμβάνονται
κυριολεκτικά και ακριβώς ως κύκλοι. Το ποδήλατο, ως γνωστόν, παραμένει
ισόρροπο/σταθερό μέσω της αστάθειας. Μία ευθεία (Ευκλείδεια) γραμμή δεν συνιστά
κατά κανένα τρόπο πορεία/τροχιά για το ποδήλατο. Οι ακτίνες των τροχών (άρα
των κύκλων) είναι κάθετες ως προς το έδαφος σε οποιαδήποτε στιγμή ή σημείο
επαφής τους με το έδαφος. Έτσι η κάθετη θέση είναι σταθερά (i). Και εφόσον οι
κύκλοι (τροχοί) είναι φυσικοί/πραγματικοί, αυτό σημαίνει ότι στην πραγματικότητα
προσαρμόζονται (ii) στο οριζόντιο (ευθύ) έδαφος, το οποίο είναι οριζόντιο υπό την
έννοια ότι οι ακτίνες των τροχών είναι πάντα κάθετες ως προς αυτό (δηλαδή κατά
τη δυναμική της κίνησης). Έτσι, κατά την κίνηση, η σταθερή θέση (i) προσαρμόζεται
με πραγματική και κυριολεκτική προσαρμογή (ii) στην πρόοδο (οδήγηση) διότι οι
τροχοί δεν θεωρούνται, με καμία έννοια, θεωρητικά ή αφηρημένα (ευκλείδεια) ως
κύκλοι. Άρα μοιράζονται την ίδια φύση με το έδαφος (φυσική/πραγματική και όχι
ευκλείδεια φύση/έννοια), άρα η (κυκλική) περιστροφή τους κυριολεκτικά
εφαρμόζεται στο έδαφος και μεταφράζεται ως έδαφος, και στην οριζόντια (ευθεία)
κατεύθυνση/μορφή του εδάφους. Αυτή η προσαρμογή, όπως αναφέραμε, δεν θα
μπορούσε ποτέ να νοηθεί μέσω της (ευκλείδειας) γεωμετρικής σκέψης. Και οι
περιστρεφόμενοι τροχοί (κύκλοι) συνεχώς ανακυκλώνουν (ανα-κυκλίζουν) την
προαναφερθείσα προσαρμογή στο οριζόντιο (στιγμιαία ευθύ) έδαφος, κι έτσι
εξηγείται η (ασταθής) ευστάθεια του ποδηλάτου. Το ποδήλατο είναι ευσταθές με
ασταθή τρόπο διότι η ευθύτητα του εδάφους δεν είναι ευκλείδεια (βλέπε το [ii]
παραπάνω), κι έτσι η ευστάθεια δεν είναι ευκλείδεια, δηλαδή δεν είναι αφηρημένη,
αλλά ατελής, δηλαδή φυσική/πραγματική. Το ότι η προσαρμογή/εφαρμογή (ii) είναι
συνεχής και σταθερά (i) εξηγείται με φυσικούς όρους άψογα, από το Νόμο δράσης-
αντίδρασης του Νεύτωνα. Αλλά αυτό ισχύει μόνο και απόλυτα επειδή η
προσαρμογή/εφαρμογή είναι πραγματική και κατά κανένα τρόπο ευκλείδεια. Έτσι,
[64] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
11. Η λύση των παραδόξων του αρχαίου Ζήνωνα: Ο Αχιλλέας και η χελώνα,
η Διχοτομία και το Βέλος. Η λύση του παραδόξου του Σωρείτη.
αναφορές. Έτσι, στη στιγμή Α της πορείας του βέλους, η απόσταση που έχει
καλυφθεί θα είναι μία συγκεκριμένη απόσταση Αd. Για μία διαφορετική στιγμή Β, η
απόσταση είναι διαφορετική: Bd. Αυτό διασφαλίζει το ότι το βέλος πραγματικά
διανύει απόσταση και συνεπώς κινείται.
Η κατάργηση της αφηρημένης μέτρησης –σε θέματα και προβλήματα όπου η
συνεχής μέτρηση φυσικών μεγεθών είναι το θέμα– επίσης θέτει τη λύση του
παράδοξο του Σωρείτη: απλά επειδή το πρόβλημα ανακύπτει από αόριστους (δηλαδή
αφηρημένους) ισχυρισμούς [24].
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [67]
Πρώτα από όλα, οποιοδήποτε αξίωμα στο πεδίο των Μαθηματικών (στην
Αριθμητική), το οποίο είναι αδιαμφισβήτητα έγκυρο, είναι όπως το θεώρημα των
αρτίων αριθμών, το οποίο είναι από τα πιο βασικά:
Ένας άρτιος αριθμός είναι το αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού
οποιουδήποτε ακεραίου με το 2. Αυτό σημαίνει ότι αν ακέραιος χ, και άρτιος ψ, τότε
(i) ψ=2χ.
Ομοίως, απόλυτη προϋπόθεση για την αντίληψη ενός αρτίου αριθμού είναι, ο
αριθμός αυτός διαιρούμενος με το δύο, να παράγει έναν ακέραιο. Δηλαδή (ii) ψ/2=χ.
Είναι προφανές ότι και το (i) και το (ii) είναι ίσης αποδεικτικής εγκυρότητας.
Και εφόσον δεν υπάρχει άλλος ορισμός για τους άρτιους αριθμούς, τότε αρκούμαστε
στα (i) και (ii), τα οποία έχουν την ιδιαιτερότητα το καθένα να είναι το αποτέλεσμα
του άλλου. Δηλαδή θεμελιώσαμε το ψ ως 2χ. Όμως, χ=ψ/2 => ψ=2ψ/2 => ψ=ψ. Το
ψ=ψ είναι απλά δηλωτικό και, συνεπώς, χωρίς καμία αποδεικτική αξία. Ως εκ
τούτου, το αξίωμα για το οποίο κάνουμε λόγο δεν είναι αξίωμα ως απόδειξη, αλλά
μια διατύπωση μηδενικής λογικής ανάλυσης και δομής.
Αν θεωρήσουμε καθένα από τα αξιώματα της Αριθμητικής, το οποίο είναι
αδιαμφισβήτητα έγκυρο, θα δούμε ότι αναφέρεται στην ταυτότητα ψ=ψ ή Α=Α. Αυτός
είναι ο λόγος της ανικανότητάς μας να τα αναλύουμε και να τα αποδεικνύουμε είτε
σωστά είτε λάθος, και απλά τα αποδεχόμαστε ως έχουν. Αυτό είναι φυσικό κι
επόμενο, καθότι η Α=Α είναι απλά δηλωτική. Όλα αυτά τα αξιώματα δεν συνιστούν
αποδείξεις με οποιαδήποτε λογική αξία [25].
Από τη θεωρία και τη φιλοσοφία της Αριθμητικής, οι περιγραφικές σπουδές,
δηλαδή αυτές που δεν έχουν μόνο δηλωτικό χαρακτήρα (ο οποίος, ως εκ των
ανωτέρω, έχει αποδειχτεί ανυπόστατος), αλλά αναλυτικό, είναι μόνο οι θεωρίες
συνόλων, και γενικά οποιαδήποτε θεωρία στην οποία χρησιμοποιείται η έννοια του
αριθμοσυνόλου. Αλλά, μήπως δεν ισχύει ότι η έννοια του αριθμητικού συνόλου δε
συνδέεται άρρηκτα με λογικά και μαθηματικά παράδοξα και αντιφάσεις που
κυριαρχούν στο πεδίο εδώ και χιλιετίες;
Ας σημειώσουμε ότι παράδοξα όπως του Ζήνωνα, τα οποία είναι παρόντα στη
λογική και τα μαθηματικά εδώ και χιλιετίες, και η λύση τους στάθηκε αδύνατη
ακόμα και για τις μεγαλύτερες των διανοιών ανά τους αιώνες, είναι λυμένα με τον
πλέον φυσικό και λογικά καθαρό τρόπο, πάνω στη βάση της κατάργησης του
αφηρημένου συνεχούς, το οποίο προκύπτει από την κατάργηση του αριθμητικού
συνόλου.
Τώρα, ίσως κάποιος θα ήθελε να ρωτήσει πώς γίνεται η Εικασία του Goldbach
[26] να αποδεικνύεται πάντα σωστή εμπειρικά, και να μην είναι δυνατό να
[68] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
γενικευτεί στο θεωρητικό πεδίο, δηλαδή να αποδειχτεί θεωρητικά. Πρώτα από όλα,
να πούμε ότι, όπως είναι εύκολο να συμπεράνουμε, η εν λόγω εικασία δεν μπορεί ως
λογική να καταλήξει στο A=A. Και αυτό διότι δεν μπορεί να υπάρχει συγκεκριμένη
αριθμητική (ποσοτική) συσχέτιση μεταξύ των μερών της εικασίας, αντίθετα με τα (i)
και (ii) παραπάνω, έτσι ώστε να καταλήξουμε σε ταυτότητα. Όσον αφορά την, με
κάθε συγκεκριμένη φορά προσπάθεια, αποδεδειγμένη ως αληθινή εικασία ας
δώσουμε μία παράλληλη περίπτωση, η οποία, επίσης, συνιστά τη βάση της θεωρίας
αριθμών: “Αν σε οποιοδήποτε αριθμό προστεθεί η μονάδα, ή οποιοσδήποτε άλλος
αριθμός, το αποτέλεσμα είναι αριθμός” [27]. Αυτό είναι στα σίγουρα αληθινό, ή, αν
μη τι άλλο, έχει ως τώρα αποδειχθεί αληθινό με τον εμπειρικό τρόπο…
Είναι, όμως, Το Ανυπόστατο του Απείρου, το οποίο θέτει τις νέες, υγιείς
λογικές τόσο στο (αριθμο)θεωρητικό πεδίο, όσο και στο εμπειρικό πεδίο, διότι είναι
αλήθεια ότι η αληθινή θεωρία δεν συγκρούεται και δεν αντιφάσκει με την πράξη!
Σύμφωνα με την αποκάλυψη της αριθμητικής φύσης από την παρούσα
θεωρία και, ως άμεση συνέπεια από αυτό, την κατάργηση του αριθμητικού συνόλου
και της αφηρημένης αριθμητικής αναφοράς (ή αρίθμησης), δεν μπορούμε να
αναφερόμαστε σε “κάποιους” αριθμούς, αλλά σε απόλυτα διακριτές και ξέχωρες
αριθμητικές οντότητες οι οποίες δεν σχηματίζουν σύνολα μεταξύ τους. Τώρα,
ισχυριζόμενοι ότι, από εμπειρική σκοπιά, προσθέτοντας τη μονάδα στον
οποιοδήποτε αριθμό, προκύπτει αριθμός, αυτό είναι απόλυτα σύμφωνο με την εδώ
αποδεδειγμένη έννοια και αντίληψη του αριθμού – στα πλαίσια του Ανυπόστατου
του Απείρου. Αυτό διότι, εφόσον η μονάδα θα έχει ήδη προστεθεί, ουσιαστικά θα έχει
υπάρξει μία συγκεκριμένη αριθμητική πράξη. Δηλαδή, αν π.χ. έχουμε το 3 (όπου
3=1+1+1) και προσθέσουμε τη μονάδα, έχουμε το συγκεκριμένο (και όχι με
αφηρημένο τρόπο “εμπειρικό”) αριθμό 4, όπου 4=3+1 => 4=1+1+1+1. Συνεπώς, αν για
το 3 δεν κάνουμε τη “+1” υπόθεση, τότε κυριολεκτικά δεν έχουμε καν υποθέσει ότι
το 3 ακολουθείται από έναν αριθμό! Αν μη τι άλλο, η αφηρημένη και σε σύνολα
αρίθμηση δεν είναι η εμπειρικά αποδεδειγμένη, διότι εισάγει το αφηρημένο και το
άπειρο.
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [69]
αριθμός. Έτσι, το γεγονός ότι με την κάθε αύξηση (συγκεκριμένη, διακριτή αύξηση)
προκύπτει ένας νέος αριθμός, αυτό δεν αντιβαίνει στην απόρριψη του αφηρημένου
αριθμού. Αυτό διότι, με κάθε αύξηση του αριθμού, προκύπτουν συγκεκριμένοι νέοι
αριθμοί.
Όμως, το θέμα είναι το αν κάνουμε την αύξηση συγκεκριμένα ή με
αφηρημένο τρόπο. Με τη συγκεκριμένη αύξηση έχουμε διακριτούς αριθμούς, οι
οποίοι δεν συμπεριλαμβάνονται σε σύνολα. Με λίγα λόγια, μπορούμε να αυξήσουμε
τον 3,333… με το (συγκεκριμένο) πλήθος των, ας πούμε, τριών χιλιάδων 3αριών. Και
έπειτα, έχοντας συλλάβει ότι μπορεί να υπάρξει μία περεταίρω αύξηση, προσθέτουμε
περισσότερα 3άρια. Αλλά αυτό το κάνουμε κάθε φορά με συγκεκριμένο και διακριτό
τρόπο. Και έτσι δεν έχουμε ανάγκη να πούμε ότι τα 3άρια είναι απείρως πολλά.
Εδώ υπενθυμίζουμε ότι, βάσει του απείρου, σε κάθε περίπτωση, η τιμή του
10/3 δεν εξαντλείται όταν ο αριθμός διατυπώνεται με τη δεκαδική μορφή. Απλά και
μόνο, χωρίς το άπειρο, η πρόοδος των 3αριών γίνεται με κάθε φορά διακριτή
μέτρηση.
Όλα αυτά ισχύουν επίσης για τους αρρήτους αριθμούς. Το γεγονός ότι τα
δεκαδικά τους νούμερα δεν επαναλαμβάνονται περιοδικά, προφανώς δεν εισάγει
κάτι το οποίο να καλεί για περεταίρω μελέτη και διευκρίνηση.
Και ας θυμηθούμε τι έχουμε αποδείξει για τη φύση του πολλαπλασιασμού και
της διαίρεσης (στο κεφ. 6). Η διατύπωση 10/3 έχει το χαρακτήρα του εμπειρισμού και
την κατάσταση της τυχαιότητας. Άρα, για το 3,333…, ο κάθε φορά εντοπισμός ενός
ακόμα ψηφίου, δε διαφωνεί με τη φύση που φέρει το 10/3 (ως διατύπωση
διαίρεσης). Η κατάσταση του 10/3 είναι η κατάσταση της τυχαιότητας, ως
αριθμητικής διατύπωσης, παρόλο που το να διατυπώσουμε 10/3 φαίνεται να είναι
κάτι απολύτως ακριβές. Αυτό συμφωνεί απόλυτα με τον κάθε (διακριτή) φορά
εντοπισμό ενός ακόμα δεκαδικού ψηφίου 3, ως μία εμπειρική διαδικασία.
∞
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [71]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα θεμέλια της Αριθμητικής και της Ευκλείδειας Γεωμετρίας
Η γνώση της ελευθερίας, την οποία παρέχει η απόδειξη του P≠NP
Η γενική ιδέα αυτής της θεωρίας είναι το γεγονός ότι κάθε αριθμός είναι
ολοκληρωτικά διαφορετικός από τους άλλους, κι έτσι ορίζεται και νοείται με τρόπο
καθολικά διαφορετικό και μοναδικό. Άρα, για να θεωρήσουμε μια άπειρη ποσότητα
αριθμών (το οποίο σημαίνει να θεωρήσουμε το ίδιο το άπειρο) χρειαζόμαστε άπειρο
πλήθος ορισμών. Άρα, δεν υπάρχει η πιθανότητα να έχουμε ποτέ την ευκαιρία να
ορίσουμε το άπειρο.
Το ότι κάθε αριθμός είναι εντελώς διαφορετικός από όλους τους άλλους,
καθιστά ανυπόστατη –εκτός από την υπόσταση του απείρου– επίσης την έννοια
αυτού που ονομάζουμε σύνολο αριθμών. Αυτό είναι έτσι διότι, προκειμένου να
εκλάβουμε δύο ή περισσότερους αριθμούς ως σύνολο οποιουδήποτε είδους, αυτοί οι
αριθμοί θα πρέπει να έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, και αυτό δεν μπορεί να υπάρχει.
Αυτό σημαίνει ότι η οποιαδήποτε θεωρία στα μαθηματικά, η οποία
ασχολείται με σύνολα αριθμών, είναι λάθος τουλάχιστον στο βαθμό που βασίζεται
σε αυτά τα σύνολα. Έτσι, για παράδειγμα, είναι παράλογο να αναρωτηθούμε αν οι
δεκαδικοί από το μηδέν ως το δέκα είναι περισσότεροι από ό,τι είναι οι ακέραιοι από
το μηδέν ως το δέκα. Αυτό έχει έτσι διότι η “ποσότητα” του δέκα δεν μπορεί να είναι
σύνθετη. Άρα, δεν μπορούν να νοηθούν π.χ. οι δέκα ακέραιοι που το απαρτίζουν. Η
αποκάλυψη της αριθμητικής φύσης και η κατάργηση του αριθμητικού συνόλου σε
αυτή θεωρία αποτελούν απόλυτες αλήθειες, εφόσον, αν μη τι άλλο, το γεγονός της
απουσίας σχέσης μεταξύ των αριθμών είναι απόλυτο, και η φύση του αριθμού είναι
απόλυτα απλή (μονομερής οντότητα). Ως εκ τούτου, προκύπτει φυσικά το ότι άλυτα
θεμελιακά προβλήματα, που αφορούν στους αριθμούς και στις υποτιθέμενες
ιδιότητες τους, λύνονται πλήρως εδώ: η Υπόθεση του Ρήμαν είναι ένα παράδειγμα
σε αυτή την περίπτωση. Και η εφαρμογή της αριθμητικής φύσης στη λογική των
προβλημάτων όπως το Πρόβλημα P Vs NP, αποδεικνύεται ότι είναι απόλυτα
αποτελεσματική για τη λύση αυτών των προβλημάτων – διότι η εφαρμογή της
(απόλυτης) αριθμητικής φύσης γίνεται με απόλυτο τρόπο. Επίσης, εφαρμόζοντας την
αριθμητική φύση στη Φυσική, άλυτα θεμελιακά προβλήματα στη Μαθηματική
Φυσική, όπως τα Ζηνώνια παράδοξα, όπου έχουμε παρουσία υπολογισμού (calculus),
λύνονται μέσω του εντελώς νέου τρόπου θεώρησης του υπολογισμού σε αυτή τη
θεωρία.
Στη βάση αυτών, είναι εμφανές ότι τα νέα Θεμέλια της Αριθμητικής δεν
ενέχουν αντιφάσεις, και προβλήματα εν γένει, διότι τα όποια προβλήματα πηγάζουν
από αυτό που ονομάζεται αριθμοσύνολο!
[72] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
Τώρα, όσον αφορά την Ευκλείδεια Γεωμετρία, η αριθμητική φύση όπως είναι
αποδεδειγμένη σε αυτή τη θεωρία, παίζει τον θεμελιακό ρόλο εφαρμοζόμενη στα
αξιώματα του Ευκλείδειου Χώρου και τα αποδεικνύει, κι έτσι αποδείχτηκε ο
Ευκλείδειος Χώρος.
Σε αυτή τη θεωρία δίνουμε τη λύση στο θεμελιώδες πρόβλημα το οποίο
διατυπώνεται ως P Vs NP, αποδεικνύοντας ότι P≠NP. Αυτό εξασφαλίζει ότι τώρα
γνωρίζουμε ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί, τα απόρρητα έγγραφα κυβερνήσεων
κρατών και υπηρεσιών, κλπ, είναι ασφαλή. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα προβλήματα
της τάξης NP δε γίνεται να είναι προβλήματα της τάξης P, σημαίνει ότι δε γίνεται να
υπάρξει ένας τρόπος αποκωδικοποίησης και ελέγχου πεδίων της ζωής, όπως τα
κοινωνικά κινήματα και η ανθρώπινη συμπεριφορά και σκέψη, με τη χρήση
καθολικά αυτόματων (υπολογιστικών) τρόπων. Τώρα γνωρίζουμε ότι η
Ανθρωπότητα δεν θα απειληθεί ποτέ πραγματικά από τον αυτοματισμό.
∞
Εμμανουήλ Ξαγοραράκης ∞ [73]
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Αριστοτέλης, Κατηγορίες, Μέρος 6, παράγραφοι 1, 2 και 3
2. a) Knopp K. (1996) Algebraic Functions, Part II, pp. 119-134, Ch. 5 in theory of
Functions, Parts I and II, Two Volumes Bound as One, Dover, New York
b) Koch H., Algebraic Functions of One Variable, Ch.
6 in Number Theory: Algebraic Numbers and Functions, pp. 141-170,
Amer. Math.Soc., Providence, RI (2000)
c) Newmann J. R (ed.) (1956) The World of Mathematics, p. 1754,
Simon and Schuster, New York
3. Conway J. H. and Guy R. K. (1996) Cantor’s Ordinal Numbers,In The Book of Numbers, pp.
266-267 and 272, Springer-Verlag, New York
4. Gottlob, Grege (1953) The Foundations of Arithmetic, pp. 70-72, Basil Blackwell & Mott,
Ltd.
5. Gottlob, Grege (1953) The Foundations of Arithmetic, pp. 67-69, Basil Blackwell & Mott,
Ltd.
6. Gottlob, Grege (1953) The Foundations of Arithmetic, p. 25, Basil Blackwell & Mott, Ltd.
7. Tait W.W., Frege versus Cantor and Dedekind: On the Concept of Number, pp. 26-28
8. Hume, David (1910) An Enquiry concerning Human Understanding, paragraph 75,
Harvard Classics, Volume 37, P.F. Collier & Son
9. Kant, Immanuel (1855) The Critique of Pure Reason, Section III, Of the Pure Conceptions of
the Understanding, or Categories, SS 6, paragraphs 4 and 5, translated from the
German by J. M. D. Meiklejohn
10. Papoulis A. (1984) Probability, Random Variables and Stochastic Processes, 2nd ed, pp. 37-
38, McGraw-Hill, New York
11. Tait W.W., Frege versus Cantor and Dedekind: On the Concept of Number, pp. 22-26
12. Mac Kenna, Stephen and B. S. Page (1917-1930) The Enneads of Plotinus, The Fifth
Ennead, Fifth Tractate, Section 5, translated into English
13. Mosselmans, Bert, William Stanley Jevons and the Extent of Meaning in Logic and
Economics, cap. 2, pp. 4-8, Free University of Brussels (VUB)
14. Wittgenstein, Ludwig, Remarks on the Foundations of Mathematics, third edition, p. 140,
paragraph 54, edited by G. H. von Wright, R. Rhees, G. E. M. Anscomble, Translated
by G. E. M. Anscomble, Third edition, revised and reset, 1978, Basil Blackwell
Oxford, printed in Great Britain by Athenaeum Press Ltd, Gateshead, Tyne and
Wear
15. Borwein J., and Bailey D. (2003) Mathematics by Experiment: Plausible Reasoning in the
21st Century, pp.4-5 Wellesley, MA: A. K. Peters
16. Temple Bell, Eric (1986) Men of Mathematics, p. 477, Simon and Schuster, New York
[74] ∞ Το Ανυπόστατο του Απείρου
Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με
πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα συγγραφέων
θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό.
Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση
της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να
επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη,
καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την
ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως
προϋποθέσεις και περιορισμούς.
∞
αποδείξεις είναι η αριθμητική ταυτότητα. Το τι είναι αριθμός ορίζεται με απόδειξη
για πρώτη φορά στην Ιστορία. Σε αυτή τη θεωρία, εισάγονται τα νέα Θεμέλια της
Αριθμητικής. Βάσει της αριθμητικής φύσης, ο Ευκλείδειος Χώρος έχει εδώ
αποδειχθεί: η έννοια και οντότητα της ευθείας γραμμής, της γωνίας και του
τετραγώνου, έχουν εδώ αποδειχθεί. Ως συνέπεια αυτού, ο κύκλος έχει αποδειχθεί
ως μη Ευκλείδειος, και κατά συνέπεια δίδεται η απόδειξη για την αυθεντική
μέτρηση του κύκλου. Αυτό οδηγεί και στην απάντηση της –περιέργως μη
απαντημένης– ερώτησης του πώς λειτουργεί το ποδήλατο.
ISBN: 978-618-5147-12-9