You are on page 1of 211

Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ – ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ – Π.Μ.Σ.
ΤΟΜΕΑΣ ∆ΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Χαρίδηµος Α. Κουτρής
(ΑΕΜ: 1291)

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ


ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ∆ΑΜΑΣΚΗΝΟ

ΤΡΙΜΕΛΗΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ


ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ (Καθ.)
ΜΕΛΗ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ (Καθ.)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕΣ (Επ. Καθ.)

Θεσσαλονίκη 2010

1
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Η Έννοια του Αυτεξουσίου


στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Η έννοια της ελευθερίας της βουλήσεως, ήτοι του αυτεξουσίου, αποτελεί
διαχρονικά αντικείµενο έρευνας και συζητήσεων µεταξύ των υποστηρικτών
διαφόρων φιλοσοφικών συστηµάτων, ιδεολογιών και θρησκειών, καθώς και των
θεολόγων του ίδιου του Χριστιανισµού. Ο άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός,
συνοψίζοντας την προγενέστερη Πατερική παράδοση, αποδεικνύει φιλοσοφικά και
βιβλικά την αυτεξουσιότητα του άκτιστου Θεού και των κτιστών «κατ’ εικόνα»
δηµιουργηµάτων του, τους αγγέλους και τον άνθρωπο. Η παρούσα µελέτη
παρουσιάζει τις θέσεις του ιερού συγγραφέα ως προς την ύπαρξη ή την απουσία
αυτεξουσίου στις διάφορες βαθµίδες των όντων, καθώς και τις συνέπειες της
ορθής ή εσφαλµένης χρήσης του. Παράλληλα τίθενται ερωτήµατα και
προβληµατισµοί µε βάση τα σύγχρονα επιστηµονικά δεδοµένα, ενώ επιχειρείται η
παροχή απαντήσεων και προτάσεων κατά τα πρότυπα του Ιωάννη ∆αµασκηνού.
Μέσα από την προσπάθεια αυτή εκφράζεται η ελπίδα να καταδειχτούν η
σπουδαιότητα του αυτεξουσίου, τα όρια και οι δυνατότητες που το χαρακτηρίζουν,
η προσωπική ευθύνη απέναντι σε κάθε ζήτηµα, αλλά και να επιτευχθεί η προβολή
και επανεξέταση των θέσεων της Ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας µε στόχο τη
δηµιουργική τους αξιοποίηση από το σύγχρονο κόσµο.

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Ιωάννης ∆αµασκηνός, αυτεξούσιο, λογικό, Θεός, άγγελοι,


δαίµονες, άνθρωπος, Χριστός, κτίση, κατ’ εικόνα, καθ’ οµοίωση, πτώση,
κτιστότητα, φθαρτότητα, τρεπτότητα

ABSTRACT:
The notion of free will (“αὐτεξούσιον” [afteksúsion]) has always been a subject of
discussion among the supporters of several philosophical systems, ideologies and
religions, as well as of Christian theologians. Saint John Damascene summarizes
the previous patristic tradition and proves both biblically and philosophically the
existence of free will in the uncreated God and the beings created “in His image”,
the angels and the humans. This study presents the holy writer’s views on the
existence of free will in beings, as well as the consequences of its correct or
incorrect use. Furthermore it poses questions on the basis of current scientific
knowledge and attempts to provide answers, following the method of Saint John
Damascene. It is hoped that this effort will demonstrate the importance of free
will, its limits and its potential, the personal responsibility, and that it will also
present and review the Eastern Orthodox views on the subject aiming to their
creative use by the modern world.

KEYWORDS: John Damascene, free will, reason, God, angels, demons, human,
Jesus Christ, creation, in His image, to His likeliness, Fall, buildability,
corruptibility, changeability

2
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Στους ανθρώπους µου…

3
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η παρούσα έρευνα πραγµατεύεται την έννοια του αυτεξουσίου, όπως αυτή
παρουσιάζεται στα έργα του Ιωάννη ∆αµασκηνού, ενώ παράλληλα θέτει
ορισµένους προβληµατισµούς µε βάση τα σύγχρονα επιστηµονικά δεδοµένα
ανάλυσης και ερµηνείας του κόσµου. Ζητούµενο είναι αφ’ ενός να εκτεθούν οι
θέσεις του ιερού συγγραφέα γύρω από ένα τόσο σηµαντικό θέµα και αφ’ ετέρου να
εξαχθούν χρήσιµα συµπεράσµατα που δύνανται να αξιοποιηθούν κατάλληλα από
τους σύγχρονους ερευνητές, αλλά και τους λιγότερο ειδικευµένους αναγνώστες,
που ενδέχεται να ενδιαφερθούν για το περιεχόµενο της παρούσας µελέτης.
∆εδοµένης όµως της επιθυµίας του γράφοντος να παράσχει µια πληρέστερη εικόνα
για τις συνθήκες που τον ώθησαν στη συγγραφή αυτού του έργου, κρίνεται
σκόπιµο να παρατεθούν στο σηµείο αυτό µερικές συµπληρωµατικές πληροφορίες.

Κατ’ αρχάς, το παρόν πόνηµα αποτελεί προϊόν προσωπικού


προβληµατισµού και συζητήσεων µε φίλους -θεολόγους και µη- γύρω από την
ανθρώπινη ελευθερία, τα όρια της, το ρόλο του Θεού σε σχέση µε αυτήν, καθώς
και την επίδραση άλλων παραγόντων, υλικών ή νοερών. Μάλιστα δεν θα ήταν
υπερβολή να ειπωθεί πως κάθε επί µέρους ενότητα υπήρξε κατά καιρούς
αντικείµενο συζήτησης, πολύ πριν αποφασιστεί η συγγραφή µιας συστηµατικής
µελέτης πάνω στο συγκεκριµένο θέµα. Η εργασία λοιπόν συνιστά µια προσπάθεια
να απαντηθούν οι προβληµατισµοί αυτοί µέσα από την παράθεση των θέσεων του
Ιωάννη ∆αµασκηνού, δεδοµένου ότι πρόκειται για έναν πολυπράγµονα
εκκλησιαστικό συγγραφέα που συνοψίζει την προγενέστερη πατερική διδασκαλία
και κατά συνέπεια αποτελεί µία από τις πλέον ενδεδειγµένες πηγές για την εξέταση
των θέσεων της Εκκλησίας γύρω από κάποιο ζήτηµα.

Σηµαντικό κίνητρο για την επιλογή του συγκεκριµένου θέµατος, αλλά και
τη γενικότερη ενασχόληση του γράφοντος µε τη θεολογία, είναι παράλληλα η
επιθυµία παρουσίασης ενός διαφορετικού τρόπου θεώρησης των πραγµάτων στο
σύγχρονο κόσµο. Παρά την φαινοµενική κυριαρχία της αδικίας, της κακίας, του
µίσους, του πόνου, των προβληµάτων και της δυστυχίας, ή µε απλά λόγια της
φαινοµενικής απουσίας του Θεού από έναν κόσµο που στερείται τη θεία πρόνοια
και δικαιοσύνη, έρχεται η θεολογία και κάνει λόγο για έναν κόσµο αγάπης, ζωής,
αγαθότητας και αναστάσεως. Έναν κόσµο δηµιουργηµένο «λίαν καλώς», όπου τα
πάντα υπάρχουν και συνέχονται χάρη στην αγάπη και την καλοσύνη του
δηµιουργού Θεού. Έναν κόσµο που δύσκολα αναγνωρίζει κανείς τριγύρω. Έναν
κόσµο που, καίτοι χαρακτηρίζεται από τη φθορά και τον θάνατο, δεν κυριαρχείται

4
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

από αυτά. Έναν κόσµο στον οποίο τίποτε δεν τελειώνει µε τη διάλυση του
ανθρώπινου σώµατος, αλλά που ουσιαστικά αποτελεί τη συνέχιση µιας πορείας σε
κάτι ωραιότερο. Θαρρώ πως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο µεγαλύτερος φόβος του
ανθρώπου δεν είναι ο ίδιος ο θάνατος, αλλά η επιστροφή στο «μὴ ὄν», στην

απόλυτη ανυπαρξία απ’ όπου προήλθαν τα πάντα χάρη στη δηµιουργική αγάπη του
Θεού. Αυτόν λοιπόν τον κόσµο της αγάπης, της αγαθότητας και της αναστάσιµης
ελπίδας θέλησε να µοιραστεί µε τον υπόλοιπο κόσµο ο συγγραφέας της παρούσας
µελέτης.

Την οµορφιά αυτή όµως για να µπορέσει να τη δει κανείς χρειάζεται να έχει
γεγυµνασµένα αισθητήρια. Είναι χαρακτηριστική άλλωστε η ρήση του T.Wilder στο
έργο του µε τίτλο Η µικρή µας πόλη, όπου αναφέρει «µόνο οι άγιοι και οι ποιητές
τη νιώθουν κάπως». Γνωρίζοντας λοιπόν ο γράφων πως δεν ανήκει ούτε στην
πρώτη κατηγορία, αλλά ούτε στη δεύτερη, κι επειδή δυσκολεύεται να δει την
οµορφιά του κόσµου αυτού, έµαθε να της ρίχνει κλεφτές µατιές σαν από
παράθυρο, µέσα από τα έργα των Πατέρων της εκκλησίας, αλλά και των
καθηγητών του στη σχολή. Όντες άνθρωποι όλοι, παρά τις όποιες αδυναµίες και
αστοχίες τους, αποκαλύπτουν έναν κόσµο διαφορετικό. Όχι µέλλοντα ή επόµενο
σε µία άλλη ζωή, αποκοµµένη από την παρούσα, αλλά ήδη παρόντα και βιώσιµο σε
αυτή τη γη.

Θα ήθελα λοιπόν να εκφράσω τις ευχαριστίες µου στους καθηγητές µου για
το λόγο αυτό, καθώς και για το γεγονός ότι στάθηκαν πάντοτε δίπλα µου πρόθυµοι
να ακούσουν τους προβληµατισµούς µου και να µε βοηθήσουν να τους αξιοποιήσω
δηµιουργικά µέσα από την έρευνα. Παράλληλα, θέλω να ευχαριστήσω τους φίλους
µου – θεολόγους και µη –, οι συζητήσεις µε τους οποίους έδωσαν το έναυσµα για
τη συγγραφή της παρούσας µελέτης, καθώς και τα µέλη της οικογένειάς µου, που
προσπάθησαν να µε στηρίξουν «ἕκαστο κατὰ δύναμιν». Τέλος, θέλω να εκφράσω

την ευγνωµοσύνη µου στη σύντροφό µου, η παρουσία της οποίας κατέστησε τα
πάντα δυνατά. Σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, που επιχειρώ να συµπεριλάβω
µέσα από τον «ιδιαίτερο» -για µένα- χαρακτηρισµό ως «ανθρώπους µου» θα ήθελα
να αφιερώσω την παρούσα εργασία µε την ελπίδα να φάνει αντάξια των
προσδοκιών τους και του χρόνου που εκείνοι πρώτοι αφιέρωσαν σε µένα.

Και κάτι τελευταίο… Κατά τη διάρκεια της έρευνάς µου και των
µεταπτυχιακών µου σπουδών στη θεολογία, χρειάστηκε πολλές φορές να
ανατρέξω στα βιβλία ενός καθηγητή µου που δεν βρίσκεται πλέον µαζί µας. Ο
λόγος για τον Νίκο Ματσούκα, τα βιβλία του οποίου µου ξύπνησαν πάρα πολλές

5
Χαρίδημου Α. Κουτρή

αναµνήσεις από τις µέρες που συγκεντρωνόµασταν στις αίθουσες, ως προπτυχιακοί


τότε φοιτητές, για να παρακολουθήσουµε τα µαθήµατά του. Μολονότι γνωρίζω ότι
ο ίδιος συνεχίζει να ζει µέσα από τα έργα του στον κόσµο αυτό, αλλά και µέσω της
κοινωνίας του µε τον Θεό στον άλλο κόσµο, θα ήθελα από την πλευρά µου να τον
ευχαριστήσω για όλα όσα προσέφερε και να του ευχηθώ εκείνο που και ο ίδιος
ευχήθηκε κατά την αφιέρωσή του στον απελθόντα φίλο του Βασίλη Στογιάννο.

Αιωνία του η µνήµη στο φως το αληθινό, στην άκτιστη δόξα του καινούριου
κόσµου.

Κουτρής Χαρίδηµος

6
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 4
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 10

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Ο ΘΕΟΣ 19
1. ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ 25
1. ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ 28
2. ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ 29
α. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ 36
β. Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ 37

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ 43
1. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 43
2. ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 47
α. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ 48
β. ΣΥΝΔΕΣΗ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ» 53
i. ΤΟ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ» ΚΑΙ «ΚΑΘ’ ΟΜΟΙΩΣΙΝ» ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ 53
ii. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ» 58
γ. Ο ΤΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ 61
i. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 61
ii. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ 62
δ. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ 64
i. Η ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ 64
– Η ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΗΣ «ΟΙΚΕΙΑΣ ΦΥΣΗΣ» 65
– Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ 66
ii. Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ 68
– ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 68
iii. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ 86
iv. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΓΝΩΜΙΚΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ
ΤΟ «ΚΑΤΑ ΦΥΣΗ» ΣΤΟ «ΠΑΡΑ ΦΥΣΗ» 86
– ΤΟ «ΦΥΣΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ» («ΘΕΛΗΣΗ») 88
– Η «ΖΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΟΡΕΚΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ» («ΟΡΕΞΗ») 89

7
Χαρίδημου Α. Κουτρή

– Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ ΟΡΟΙ 90


– ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ 93
v. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ 94
ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 96
3. Ο ΛΟΓΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΟΥ
ΜΕ ΤΗΝ ΚΤΙΣΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΡΕΠΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ 98
4. ΤΑ ΟΡΙΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ 102
5. Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΥ 108
6. Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ 115
7. Η ΟΡΘΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ 118
α. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ 118
β. Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ 119
γ. Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ 121
8. Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΩΝ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 122
α. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ 122
β. Η ΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ 124
γ. ΤΟ «ΠΕΡΙ ΤΙΜΩΡΟΥ ΘΕΟΥ» ΕΡΩΤΗΜΑ 125
δ. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ 128
9. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 131

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ 134
1. ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 135

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Η ΚΤΙΣΗ 155
1. Η ΚΤΙΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ 155
2. Η ΚΤΙΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ 157
3. Η «ΛΙΑΝ ΚΑΛΗ» ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ 159
4. Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΗΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ 161
5. ΤΟ «ΠΕΡΙ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΗΣ» ΕΡΩΤΗΜΑ 163
6. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ 166
α. Η ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ 167
β. Η ΚΟΙΝΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΤΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 168
γ. ΤΟ «ΠΕΡΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ» ΕΡΩΤΗΜΑ 168
δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 170
7. ΕΠΙΛΟΓΟΣ 171
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 173

8
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 180
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 189

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ-ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ 198


ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΞΕΝΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 207
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 208

9
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

MANSI JD.Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio


PG Patrologia Graeca, J.P.Migne
SC Sources Chrétiennes
TLG Thesaurus Linguae Graecae
ΑΠΘ Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης
ΒΕΠΕΣ Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων
Ε.Κ.∆. Ερµηνεία Καινής ∆ιαθήκης
ΕΕΘΣΑΠΘ Επιστηµονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ
ΠΙΜΠ Πατριαρχικό Ίδρυµα Πατερικών Μελετών
ΠΜΣ Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών
Φ.Θ.Β. Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη

10
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παρούσα µελέτη πραγµατεύεται την έννοια του αυτεξουσίου στα έργα
του αγίου Ιωάννη του ∆αµασκηνού. Ο λόγος επιλογής του συγκεκριµένου θέµατος
έγινε προκειµένου να καταδειχθεί η σηµαντική θέση που κατέχει στον Χριστιανισµό
η ελευθερία του ανθρώπου, αλλά και η προσωπική ευθύνη που εκείνος φέρει για
τις εκάστοτε επιλογές του σε σχέση µε τον Θεό, τους ανθρώπους, την κτίση, αλλά
και τον ίδιο του τον εαυτό. Ιδιαίτερη έµφαση δίνεται στη διασφάλιση της
αγαθότητας τόσο της κτίσεως, όσο και του άκτιστου δηµιουργού της, ενώ
παράλληλα τονίζεται η ανεξαρτησία του από συγκεκριµένες επιρροές, καθώς και ο
περιορισµός του από δεδοµένες συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, η έννοια του
αυτεξουσίου διαποτίζει ολόκληρη τη Θεολογία, τη Χριστολογία, την
Ανθρωπολογία, τη Σωτηριολογία και την Εσχατολογία της Εκκλησίας, ενώ το «περί
ελευθερίας της βουλήσεως» ερώτηµα ανέκαθεν αποτελεί αντικείµενο έρευνας,
προβληµατισµού και διαλόγου µεταξύ των διαφόρων φιλοσοφικών, θρησκευτικών
και ιδεολογικών ρευµάτων1.

1 Βλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Το πρόβλημα του Κακού, Φ.Θ.Β. 5, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σ.

58εξ· Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.Βασιλείου, Φ.Θ.Β. 10, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 27· A.PROKHOROV, Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια,
Τόμος 10, εκδ. Ακάδημος, Αθήνα 1979, σ. 512-513· Σ.ΓΚΙΚΑ, Λεξικό Ιδεών και Ιδεολογιών:
Πολιτική-Κοινωνιολογία-Ψυχολογία-Φιλοσοφία, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1992, σ. 87-88·
Π.ΔΡΑΝΔΑΚΗ, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδοση Β΄, Τόμος 6, εκδ. Φοίνιξ, Αθήνα
[195-? - 1964?], σ. 239· Τόμος 7, εκδ. Φοίνιξ, Αθήνα [195-? - 1964?], σ. 693-694· Θ.ΠΕΛΕΓΡΙΝΗ,
Λεξικό της Φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ. 118. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ,
Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, Φ.Θ.Β.
41, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 111-112· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη
τον Δαμασκηνό, Πρακτικά Κ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός»,
Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 158· I.AB ARNIM, Stoicorum veterum fragmenta, Vol. ΙΙ,
Stuttgart 1968, σ. 284, απόσπ. 975· σ. 290, απόσπ. 990. ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ, Διατριβαί 4, 1, 56· 62· 68· 100.
ΠΛΩΤΙΝΟΥ, Εννεάδες Ι, 4, 8· ΙΙΙ, 2, 4· 10, IV, 3, 16· VI, 8, 3-8· 10· 15· 20. Πρβλ. Κ.ΚΡΙΜΠΑ,
Δαρβινισμός και η ιστορία του έως τις μέρες μας, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2009, σ. 658-659·
D.DENNETT, Freedom Evolves, εκδ. Viking Books, 2003. Σύμφωνα μάλιστα με τον Γ.Μαρτζέλο, ο
Δαμασκηνός στηρίζεται στο Νεμέσιο Εμέσης για την ανάπτυξη της έννοιας και της σχέσης
ανάμεσα σε λογικό και αυτεξούσιο, ενώ και ο Νεμέσιος στηρίζεται με τη σειρά του στον
στωικό φιλόσοφο Ποσειδώνιο. Για τη σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης, δηλαδή λογικού και
αυτεξουσίου, αλλά και για την επίδραση της στωικής φιλοσοφίας στο έργο του Δαμασκηνού,
βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής
θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 118· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ.
παρ., σ. 162· Νους και βούληση κατά τον ιερό Αυγουστίνο και την ελληνική πατερική παράδοση
(υπό δημοσίευση στον Τόμο των Πρακτικών του 11ου Διαχριστιανικού Συμποσίου με θέμα «Ο
ιερός Αυγουστίνος στη δυτική και ανατολική παράδοση», που διοργάνωσε μεταξύ 3-5
Σεπτεμβρίου 2009 στη Ρώμη το Πανεπιστήμιο Ateneum Antonianum της Ρώμης σε συνεργασία
με το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ), σ. 1-11, http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/105.doc

11
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Ο λόγος επιλογής του Ιωάννη ∆αµασκηνού για τη συγκεκριµένη µελέτη


οφείλεται στο γεγονός ότι ζει σε µια περίοδο αρκετά µεταγενέστερη από αυτή των
υπόλοιπων Πατέρων των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας2, τους οποίους και
συνοψίζει αντλώντας από διάφορες πηγές3. Όπως επισηµαίνει άλλωστε και ο ίδιος
χαρακτηριστικά: «Ἐρῶ τοιγαροῦν ἐμὸν μὲν οὐδέν, τὰ δὲ σποράδην θείοις τε καὶ

σοφοῖς ἀνδράσι λελεγμένα συλλήβδην ἐκθήσομαι»4. Παράλληλα πρόκειται για


έναν συγγραφέα που ξεχωρίζει για την επιστηµονικότητά του και την ευρεία του
αντίληψη, αφού δεν διστάζει να παρουσιάσει ποικίλες απόψεις –Χριστιανικές και
µη– για κάθε θέµα που επεξεργάζεται, χαρακτηριστικά γνωρίσµατα που
δικαιολογούν τη θέση του ως εξέχοντα δογµατολόγου στη συνείδηση της
Εκκλησίας. Όπως εύκολα µπορεί να διαπιστώσει κανείς, δεν είναι λίγες οι φορές
που ο ∆αµασκηνός χρησιµοποιεί τη φιλοσοφία, τη βιολογία, την ανθρωπολογία,
την αστρονοµία, τη φυσική και πολλές ακόµη επιστήµες της εποχής του
προκειµένου να στηρίξει και να εκφράσει τη θεολογία του, αλλά και να ερµηνεύσει
τον κόσµο γύρω του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο5.

[προσπ. 29/04/2010]· W.JAEGER, Nemesios von Emesa. Quellenforschungen zum Neoplatonismus und
seinen Anfängen bei Poseidonios, Berlin 1914. I.AB ARNIM, όπ. παρ., Vol. Ι, Stuttgart 1968, σ. 50,
απόσπ. 202· Vol. II, σ. 43, απόσπ. 135· Vol. III, σ. 42, απόσπ. 175· σ. 79, απόσπ. 323· σ. 134εξ., απόσπ.
495. J.HIRSCHBERGER, Geschichte der Philosophie, I (Alterum und Mittelalter), Basel – Freiburg –
Wien 1974, σ. 180· 258εξ· πρβλ. Ι.ΛΙΛΗ, Ο θεωρητικός και ο πρακτικός άνθρωπος στα κείμενα του
Βυζαντινού πολιτισμού, (Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της
Κρήτης Απόστολος Τίτος, περίοδος Γ΄, τεύχος 8, Δεκέμβριος 2007 σ. 93–102)·
http://www.aeahk.gr/anagnwsthrio/theorhtikos%20kai%20praktikos%20an8rwpos%20sto%20byzanti
o.doc [προσπ. 29/04/2010]· ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Μετά τα φυσικά Ε, 1, 1025Β, 20-25. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ
ΛΑΕΡΤΙΟΥ, Βίοι Φιλοσόφων VΙΙ, 1, 130.
2 Βλ. Δ.ΤΣΑΜΗ, Εκκλησιαστική Γραμματολογία: Από την αποστολική εποχή ως την άλωση της

Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 207-209.


3 Για τη χρήση της Αγίας Γραφής στο έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού, βλ. Ι.ΓΑΛΑΝΗ, Η Αγία Γραφή

στο έργο του Ιωάννη του Δαμασκηνού, Πρακτικά Κ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «ο άγιος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός», Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 71-83.
4 Βλ. Πηγή Γνώσεως 1, PG 94, 533Α.

5 Ο Δαμασκηνός, πέραν από το ότι αντλεί επιχειρήματα από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες,

καταφεύγει αρκετές φορές και στους «έξω σοφούς», δηλαδή τους φιλοσόφους. Χαρακτηριστική
είναι άλλωστε η χρήση όρων της αριστοτελικής φιλοσοφίας στην οποία προβαίνει για να
ερμηνεύσει τα Δόγματα και να διορθώσει τη λανθασμένη χρήση των όρων από τους αιρετικούς.
Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές που δημιουργεί καινούργιους όρους, εμπλουτίζοντας έτσι το
λεξιλόγιο τόσο της θεολογίας, όσο και της φιλοσοφίας. Βλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Φιλοσοφία και
Δογματική Διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, ΕΕΘΣΑΠΘ, Τόμος ΙΔ΄, Ανάτυπον, Θεσσαλονίκη
1969, σ. 256-257 και 266-267· Λ.ΣΙΑΣΟΥ, Τα όρια της κατηγορικής σημαντικής στη θεολογία του
Ιωάννη Δαμασκηνού, τόμος 27, ΕΕΘΣΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 342εξ.· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο
δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 117-118·
Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 162.

12
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

* * *

Αναφορικά µε τη µεθοδολογία της παρούσας έρευνας, γίνεται προσπάθεια να


ακολουθηθεί η µέθοδος του Ιωάννη ∆αµασκηνού και να µελετηθούν συστηµατικά οι
πηγές µε στόχο τον εντοπισµό της έννοιας του αυτεξουσίου µέσα στα συγγράµµατα
του ιερού συγγραφέα, ενώ παράλληλα τίθενται διάφορα ερωτήµατα που προκύπτουν
από τα σύγχρονα επιστηµονικά δεδοµένα µε στόχο τη δηµιουργική αξιοποίησή τους.

Το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας µελέτης επικεντρώνεται στην ύπαρξη


αυτεξουσίου στον άκτιστο Θεό, ενώ τα επόµενα στην αυτεξουσιότητα της κτίσης και
του σαρκωµένου Λόγου. Πιο συγκεκριµένα, το δεύτερο κεφάλαιο ερευνά την ύπαρξη
αυτεξουσίου στους αγγέλους, το τρίτο στον άνθρωπο, το τέταρτο στον θεάνθρωπο
Χριστό, ενώ το πέµπτο κεφάλαιο ασχολείται µε το ερώτηµα αν η άλογη κτίση
χαρακτηρίζεται από κάποια µορφή αυτεξουσιότητας. Στη θέση επιλόγου της εργασίας
καταγράφονται τα συµπεράσµατα της έρευνας, ενώ στο τελευταίο µέρος του
παρόντος πονήµατος ο αναγνώστης µπορεί να βρει όλα τα χωρία του Ιωάννη
∆αµασκηνού που αφορούν στον όρο αυτεξούσιο, καθώς και τη θεολογική, αλλά και
«θύραθεν» βιβλιογραφία που χρησιµοποιήθηκε για την εξέταση και καλύτερη
κατανόηση του παρόντος θέµατος. Συµπληρωµατικά παρατίθενται ευρετήρια µε
σκοπό την παροχή δυνατότητας στον αναγνώστη να εντοπίσει ευκολότερα τα
ονόµατα και τις έννοιες της προτίµησής του.

Οι πηγές µε τα έργα του ∆αµασκηνού που χρησιµοποιούνται για την παρούσα


έρευνα είναι η Ελληνική Πατρολογία του J.P.Migne (MIGNE, Patrologia Graeca, Τόµοι
94-96), ο Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας (Thesaurus Linguae Graecae 8.0), οι
πέντε τόµοι του B.Kotter “Die Schriften des Johannes von Damaskos” , καθώς και
δύο εκδόσεις σε κείµενο, µετάφραση, εισαγωγή και σχόλια του Ν.Ματσούκα µε τίτλο
“Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως” και “Ι.Κατά Μανιχαίων ∆ιάλογος, ΙΙ.Προς
τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας λόγοι τρεις”. Ωστόσο για λόγους ευχρηστίας και
δίκην συντοµίας στις υποσηµειώσεις αναφέρεται ως παραποµπή στο πρωτότυπο
µονάχα η Patrologia Graeca (PG), που απετέλεσε και τη βασικότερη πηγή της έρευνας
αυτής, ενώ για την αποκατάσταση των κειµένων που απουσιάζουν από τους τόµους
του Migne, χρησιµοποιήθηκε ο Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας (TLG 8.0).

Οι παραποµπές που αφορούν στα έργα του Ιωάννη ∆αµασκηνού παραθέτουν


ολόκληρο το αναφερόµενο χωρίο, ώστε να παρέχεται στον αναγνώστη η δυνατότητα
εξακρίβωσης των γραφοµένων από πλευράς του ερευνητή, αλλά και να γίνεται κατ’
αυτόν τον τρόπο ευκολότερη η άµεση παρακολούθηση του διαλόγου µε τις θέσεις του
αγίου Ιωάννη ∆αµασκηνού. Από την άλλη, για λόγους οικονοµίας χώρου, συνήθως

13
Χαρίδημου Α. Κουτρή

απουσιάζει το πρωτότυπο κείµενο των υπόλοιπων συγγραφέων, το οποίο όµως ο


αναγνώστης µπορεί να εντοπίσει ακολουθώντας τις σχετικές παραποµπές.

Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια αντικειµενικής εξέτασης των πηγών και


κριτικής θεώρησής τους, γεγονός που αποδεικνύεται από την παράθεση ποικίλλων,
και µερικές φορές αντικρουόµενων, απόψεων των ερευνητών γύρω από κάθε θέµα.
Ζητούµενο είναι η, όσο το δυνατόν, πληρέστερη εξέταση του θέµατος από τον
ερευνητή και όχι η προώθηση της µίας ή της άλλης ερµηνείας. Λάθη ή αβλεψίες που
ενδέχεται να παρατηρηθούν οφείλονται στην ανθρώπινη οριακότητα του συγγραφέα,
πλην όµως έχουν γίνει ακούσια και χωρίς καµία σκοπιµότητα.

Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριµένη εργασία αποτελεί προϊόν προσωπικής


έρευνας και συγγραφής, παρατηρείται µία «ιδιορρυθµία» στον τρόπο εκφοράς του
λόγου. Συχνά χρησιµοποιείται το τρίτο ενικό πρόσωπο της παθητικής φωνής, διότι
ταιριάζει περισσότερο στο δεδοµένο τρόπο γραφής και εκφράζει καλύτερα την
καταβαλλόµενη από τον συγγραφέα προσπάθεια αντικειµενικής θεωρήσεως των
πηγών. Ωστόσο ενέχει τον κίνδυνο οι θέσεις που διατυπώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο
να θεωρηθούν ως αντικειµενικές αλήθειες, τη στιγµή που ο γράφων γνωρίζει πολύ
καλά τους περιορισµούς της ανθρώπινης γνωστικής ικανότητας και την πιθανότητα
ολίσθησης σε σφάλµα. Από την άλλη, αποφεύγεται το πρώτο ενικό πρόσωπο λόγω
της «αµηχανίας» που προκαλεί στον γράφοντα, ενώ στη θέση του προτιµάται το
πρώτο πληθυντικό. Ο λόγος σαφώς δεν εντοπίζεται στην απουσία προσωπικής
απόψεως ή σε κάποια πιθανολογούµενη επιθυµία αποποίησης ευθυνών µέσα από την
καταφυγή σε γενικές και αόριστες συλλογικότητες, αλλά στο γεγονός ότι κατ’ αυτόν
τον τρόπο ο συγγραφέας νιώθει πιο οικεία τον αναγνώστη και τον θεωρεί
συνοδοιπόρο στην εξέλιξη της παρούσας µελέτης. Άλλωστε, η επώνυµη κατάθεση
προς κρίση µιας ερευνητικής διατριβής συνεπάγεται αυτοµάτως την ανάληψη της
ευθύνης του ερευνητή για τα γραφόµενά του. Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο
πληθυντικό είναι το πρόσωπο που χρησιµοποιείται κατά κόρον και από τον ίδιο τον
Ιωάννη ∆αµασκηνό και εποµένως κρίθηκε σκόπιµη η διατήρησή του σε συγκεκριµένα
σηµεία του έργου προκειµένου να υπάρξει πιστότερη απόδοση του ύφους του ιερού
συγγραφέα.

Εν κατακλείδι, εκφράζεται η ελπίδα ότι η εργασία αυτή θα µπορέσει να


καταδείξει µε πληρότητα και σαφήνεια τις θέσεις του αγίου Ιωάννη του ∆αµασκηνού
γύρω από την έννοια του αυτεξουσίου, να τονίσει τον χαρακτήρα της προσωπικής
ελευθερίας µέσα από το πρίσµα του Χριστιανισµού, ενώ παράλληλα να δώσει το
έναυσµα για γόνιµο προβληµατισµό µε βάση τα σύγχρονα επιστηµονικά δεδοµένα.

14
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

* * *

Προτού ξεκινήσουµε µε την παρουσίαση της έρευνας, κρίνουµε σκόπιµο


να παραθέσουµε ορισµένα στοιχεία που θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να
γνωρίσει καλύτερα το πρόσωπο του Ιωάννη ∆αµασκηνού, να τον εντάξει µέσα
στο ιστορικό του πλαίσιο, αλλά και να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους,
καίτοι σχετικά λιγότερο γνωστός στο ευρύ κοινό σε σχέση µε άλλους Πατέρες,
κατέχει εξέχουσα θέση για την Ορθόδοξη Εκκλησία και δη για τον κλάδο της
∆ογµατικής θεολογίας6.

Γεννηµένος στη ∆αµασκό της Συρίας κατά τον 7ο - 8ο αιώνα (πιθανώς


γύρω στο 680) και προερχόµενος από χριστιανική οικογένεια ελληνοσυριακής
καταγωγής, διετέλεσε υπουργός οικονοµικών του Χαλίφη, ακολουθώντας τα
βήµατα του πατέρα του. Έτυχε σπουδαίας και πολύπλευρης παιδείας, αφού
σπούδασε αριθµητική, γεωµετρία, µουσική, αστρονοµία, ρητορική, διαλεκτική και
ηθική κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. ∆εδοµένου όµως ότι η ∆αµασκός
τελούσε υπό κατοχή ήδη από το 634 -οπόταν παραδόθηκε µε συνθήκη από τους
Βυζαντινούς στους Άραβες- η κατάσταση άρχισε να γίνεται έκρυθµη µεταξύ
Χριστιανών και Αράβων, γεγονός που οδήγησε τον ∆αµασκηνό στην παραίτησή
του από το αξίωµα του υπουργού και στην καταφυγή του στη Μονή του αγίου
Σάββα, όπου αρχικά εκάρη µοναχός και αργότερα (730) χειροτονήθηκε
πρεσβύτερος.

Τα χρόνια που ακολούθησαν µέχρι το θάνατό του (749), αγωνίστηκε για


την διαφύλαξη της ορθής πίστεως απέναντι σε εσωτερικούς και εξωτερικούς
εχθρούς. Συµµετείχε ενεργά στην υπεράσπιση των ιερών εικόνων κατά τη
διάρκεια της εικονοµαχικής έριδας που είχε ξεσπάσει στη Βυζαντινή
αυτοκρατορία ήδη από το 726, ενώ παράλληλα δεν δίστασε να συνδιαλεχτεί µε
την πρώιµη Ισλαµική σκέψη της εποχής του υποστηρίζοντας τον Χριστιανισµό.
Για τις υπέρ των εικόνων θέσεις του υπέστη διώξεις και καταδικάστηκε από την
εικονοµαχική σύνοδο της Ιέρειας (754), η οποία τον αναθεµάτισε µε την
κατηγορία της επιρρέπειας στο Μωαµεθανισµό, της διάδοσης ασεβών

6 Η συγγραφή της βιογραφίας του Ιωάννη Δαμασκηνού στηρίχτηκε στα εξής βοηθήματα:
Π.ΧΡΗΣΤΟΥ, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Ε΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 312-344.
Δ.ΤΣΑΜΗ, Εκκλησιαστική Γραμματολογία: Από την αποστολική εποχή ως την άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως, όπ. παρ., σ.207-209. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου
πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, εκδ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1992, σ. 12-25. A.LOUTH, St. John Damascene. Tradition and Originality in Byzantine
Theology, Oxford University Press, New York 2002, σ. 3-28. π.Θ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Βίος και
συγγράμματα αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Πρακτικά Κ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «ο
άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 229-239.

15
Χαρίδημου Α. Κουτρή

διδασκαλιών και της διαστρέβλωσης των Γραφών. Ωστόσο, η Ζ΄ Οικουµενική


Σύνοδος (787) ακύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας, τον αναγνώρισε
ως ορθόδοξο και µάλιστα θεµελίωσε πάνω στα έργα του ολόκληρη τη διδασκαλία
της Εκκλησίας για τις εικόνες. Το πλούσιο θεολογικό και υµνολογικό συγγραφικό
του έργο δίκαια τον ανακηρύσσει ως έναν από τους σπουδαιότερους
δογµατολόγους και υµνολόγους της Εκκλησίας, ενώ η µνήµη του τιµάται στις 4
∆εκεµβρίου.

* * *

Σε ό,τι αφορά τώρα στη συγγραφική του δραστηριότητα, ο Ιωάννης


∆αµασκηνός αποτελεί ουσιαστικά τον πρώτο Πατέρα που παρουσιάζει µε τρόπο
αυστηρά συστηµατικό και συγκροτηµένο τη δογµατική διδασκαλία της Εκκλησίας. Τα
σπουδαιότερα έργα του είναι η Πηγή Γνώσεως, οι τρεις Υπέρ εικόνων λόγοι του και ο
Κατά Μανιχαίων διάλογος. Πιο συγκεκριµένα, τα έργα του διακρίνονται σε δογµατικά,
αντιρρητικά, απολογητικά, ηθικά, οµιλίες, ερµηνευτικά, αγιολογικά και υµνογραφικά.

Στα ∆ογµατικά του έργα ανήκουν: α) η Πηγή Γνώσεως (περιλαµβάνει τα


Φιλοσοφικά Κεφάλαια, το Περί αιρέσεων και το Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου
Πίστεως), που αποτέλεσε το κύριο όπλο των υπερασπιστών της τιµής των εικόνων
απέναντι στους εικονοµάχους· β) ο Λίβελλος περί Ορθού Φρονήµατος και γ) η
Εισαγωγή δογµάτων στοιχειώδης.

Στα Αντιρρητικά του έργα, όπου και πάλι υπερασπίζεται την ορθόδοξη πίστη
απέναντι στις αιρέσεις, ανήκουν τα: α) Κατά της Αιρέσεως των Νεστοριανών· β) Περί
πίστεως κατά Νεστοριανών· γ) Περί συνθέτου φύσεως κατά ακεφάλων· δ) Κατά
Ιακωβιτών· ε) Περί του τρισαγίου Ύµνου· στ) Περί των εν Χριστώ δύο θεληµάτων και
ενεργειών και λοιπών φυσικών ιδιωµάτων· και φυσικά ζ) οι τρείς Περί εικόνων λόγοι
του, στους οποίους εκθέτει τον σωστό τρόπο απόδοσης τιµής στις ιερές εικόνες.

Στα Απολογητικά του έργα κατατάσσονται: α) ο ∆ιάλογος κατά Μανιχαίων,


όπου διευκρινίζει ότι κυρίαρχος στον κόσµο είναι µονάχα ο αγαθός Θεός και ότι δεν
υπάρχουν δύο ίσες και αντίθετες δυνάµεις (καλό-κακό) και β) η ∆ιάλεξις Χριστιανού
και Σαρακηνού, όπου ουσιαστικά διαλέγεται µε την πρώιµη θεολογική σκέψη του
Ισλάµ για θέµατα όπως η θεία πρόνοια και το αυτεξούσιο7.

7 Βλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 81· πρβλ. A.T.KHOURY, Les Théologiens byzantins et

l'Islam: Textes et auteurs (VIIIe–XIIIe S.), 2nd edn., Louvain: Éditions Nauwelaerts/Paris: Béatrice-
Nauwelaerts, 1969, σ. 71. M.A.HALEEM, ‘Early kalam’, στο Nasr and Leaman 1996, σ. 79–80.

16
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Στα Ηθικά του έργα µπορεί κανείς να υπολογίσει: α) τα Ιερά Παράλληλα και β)
το Περί των Αγίων νηστειών, ενώ έχει γράψει και οκτώ Οµιλίες8, ένα Ερµηνευτικό
έργο9, τέσσερα Αγιολογικά10 και διάφορα Υµνογραφικά11. Τέλος, στο ∆αµασκηνό
αποδίδονται και αρκετά νόθα12, ανέκδοτα13 και αµφιβαλλόµενα έργα14.

Γίνεται εποµένως αντιληπτός ο λόγος που ο ιερός συγγραφέας χαίρει τόσης


εκτίµησης και αποδοχής από την Εκκλησία και την ακαδηµαϊκή θεολογία15.

8 Βλ. Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου, Εις το Γενέσιον της Θεοτόκου, Εις τον ευαγγελισμόν, Εις την
Μεταμόρφωσην του Κυρίου, Εις την ξηρανθήσαν συκήν, Εις το Μέγα Σάββατον, Εις την Χριστού
Γέννησιν, Εις την Υπαπαντήν.
9 Βλ. Εις τας επιστολάς του Παύλου.

10 Βλ. Εγκώμιον εις τον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, Εγκώμιον εις την Αγίαν Βαρβάραν, Μαρτύριον

Αγίας Αικατερίνης, Υπόμνημα εις τον Άγιον Αρτέμιον.


11 Βλ. Πασχαλινός κανών.

12 Βλ. Περί Αγίας Τριάδος, Περί εξομολογήσεως, Περί αζύμων, Περί αχράντου σώματος, Λίβελλος

Ορθοδοξίας, Περί φύσεως Χριστού, Περί θεολογίας, Περί μερών ψυχής, Περί φύσεως ανθρώπου,
Περί δικαιοσύνης, Περί υποσταστικής ενώσεως, Περί ορθοδόξους πίστεως, Περί Θεοτόκου, Περί
Προνοίας, Περί της εικονίσεως Θεού, Λόγος αποδεικτικός περί των Αγίων εικόνων, Κατά
εικονοκλαστών διάλογος στηλιτευτικός, Επιστολής προς Θεόφιλον, Περί των οκτώ πονηρίας
πνευμάτων, Εις τα νήπια, Εις τη μετακομιδήν της χειρός του Βαπτιστού, Είς την κρίσιν, Εις την
Μεγάλην Παρασκευήν, Εις την σύλληψην της Άννης, Εις το Γενέσιον της Θεοτόκου, Μαρτύριον
Ιωάννου Καλυβίτου, Μαρτύριον των Εξήκοντα, Περί γενέσεως ανθρώπου, Περί δρακόντων, Περί
στριγγών, Σύνοψις της Παλαιάς Διαθήκης.
13 Βλ. Περί μονοφυσιτών και μονοθελητών, Αναίρεσις Σαρακηνών, Εις την Τεσσαρακοστήν, Εις το

θαύμα Μιχαήλ εν Χώνοις, Εις τον Σταυρόν, Εις την παρουσίαν.


14 Βλ. Έκθεσις και δήλωσις της πίστεως, Περί των εν πίστει κεκοιμημένων, Κατά Σεβήρου, Αποκρίσεις

προς Ιουδαίους, Διάλεξις Ιωάννου Ορθοδόξου προς Μανιχαίους, Περί αρετών και κακιών, Περί
νήψεως ψυχής, Περί προσευχής Κυρίου, Περί παρθενίας, Εις την παρουσίαν, Ομιλίαι εις την
εξαήμερον, Εγκώμιον εις την Αγίαν Αναστασίαν, Εγκώμιον εις τον Μελέτιον Αντιοχείας, Μαρτύριον
Αγίας Παρασκευής, Μαρτύριον Αγίου Πέτρου Καπιτωλίας, και φυσικά το Ιστορία ψυχοφελής, αλλιώς
γνωστό και ως Βίος Βαρλαάμ και Ιωασάφ. Μολονότι είμαστε γνώστες της όλης συζήτησης γύρω
από το θέμα τη γνησιότητας του έργου όσον αφορά τόσο στην απόδοσή του στον Δαμασκηνό, την
ομοιότητα ή ακόμη και την ταύτιση του αγ.Ιωασάφ με τον Βούδα, όσο και στην όποια σχέση του
έργου με την απολεσθείσα Απολογία του Αριστείδη, θεωρήσαμε σκόπιμο να το συμπεριλάβουμε
στην υπό εξέταση βιβλιογραφία του Δαμασκηνού, αφού η θεολογία του έργου συμπίπτει με τη
θεολογία των υπόλοιπων έργων του Δαμασκηνού ως προς την έννοια του αυτεξουσίου. Για το
ζήτημα γύρω από την γνησιότητα του έργου Βαρλαάμ και Ιωασάφ, βλ. F.DÖLGER, Der griechische
Barlaam-Roman ein Werk des H. Johannes von Damaskos, Studia Patristica et Byzantina, I, Ettal: Buch-
Kunstverlag 1953· Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 21εξ.· B.KOTTER, ‘Johannes von
Damaskos’ στο Gerhard Müller (εκδ.), Theologische Realenzyklopädie, xvii, Berlin and New York: Walter
de Gruyter, 1988, σ. 127-132· Π.ΧΡΗΣΤΟΥ, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Ε΄, όπ. παρ., σ. 325-326· πρβλ.
F.CAVALLERA, Πίνακες Ελληνικής Πατρολογίας, μτφ. Β.Φανουργάκη, εκδ. Κέντρο Πατερικών
Μελετών, Αθήνα 2008. σ. 187. π.Θ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Βίος και συγγράμματα αγίου Ιωάννου του
Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 237-238.
15 Για τον εντοπισμό και την κατηγοριοποίηση των έργων του Δαμασκηνού χρησιμοποιήθηκαν τα

παρακάτω βοηθήματα: Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ.· B.KOTTER, ‘Johannes von Damaskos’,
όπ. παρ., σ. 127-132· Π.ΧΡΗΣΤΟΥ, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Ε΄, όπ. παρ., σ. 325-326· πρβλ.
F.CAVALLERA, Πίνακες Ελληνικής Πατρολογίας, μτφ. Β.Φανουργάκη, εκδ. Κέντρο Πατερικών
Μελετών, Αθήνα 2008. σ. 187. π.Θ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Βίος και συγγράμματα αγίου Ιωάννου του
Δαμασκηνού, σ. 237-238.

17
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

18
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Ο ΘΕΟΣ

Έχοντας πλέον αναφερθεί στο βίο, τα έργα και το ιστορικό πλαίσιο του
Ιωάννη ∆αµασκηνού, µπορούµε πλέον να προχωρήσουµε στην εξέταση του
θέµατός µας που είναι η έννοια του αυτεξουσίου στο έργο του ιερού συγγραφέα.
Μία από τις κυριότερες θέσεις της Πατερικής διδασκαλίας είναι το γεγονός ότι ο
άνθρωπος και οι άγγελοι αποτελούν «κατ’ εικόνα» Θεού δηµιουργήµατα, ενώ η
εικόνα αυτή, όπως θα δούµε παρακάτω, εντοπίζεται κυρίως στην ύπαρξη λογικού
και αυτεξουσίου. Αξίζει εποµένως να αφιερώσουµε λίγο χώρο προκειµένου να
δώσουµε µια περιγραφή της αυτεξουσιότητας του Θεού προτού αναφερθούµε στην
αυτεξουσιότητα των υπόλοιπων όντων.

1. ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ο ∆αµασκηνός αναφέρει ξεκάθαρα πως ένα από τα χαρακτηριστικά


ιδιώµατα της θείας φύσεως είναι η αυτεξουσιότητα που διακρίνει τον άκτιστο,
άναρχο, αθάνατο, άφθαρτο και αγαθό ∆ηµιουργό Θεό16. Την αυτεξουσιότητα αυτή
ο Θεός τη διατηρεί από την ίδια του τη φύση, χωρίς δηλαδή να του την παρέχει
κάποιος άλλος παράγοντας, ενώ το ίδιο ισχύει και για όλα τα ιδιώµατα του Θεού.
Τα υπόλοιπα όντα, από τη στιγµή που είναι κτιστά δηµιουργήµατα, µπορούν «κατὰ

χάριν ἐν τῇ φύσει» να οµοιάζουν σε κάποιες από τις θείες ιδιότητες και να


µετέχουν στις θείες ενέργειες ανάλογα µε τη δεκτικότητα και την προαίρεση του
καθενός17. Παράλληλα, το γεγονός ότι αποτελούν κτιστά δηµιουργήµατα τα κάνει

16Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 14, PG 94, 860ΑΒ: «Τὸ ἄκτιστον, τὸ ἄναρχον, τὸ
ἀθάνατον καὶ ἀπέραντον καὶ αἰώνιον, τὸ ἄυλον, τὸ ἀγαθόν, τὸ δημιουργικόν, τὸ δίκαιον, τὸ
φωτιστικόν, τὸ ἄτρεπτον, τὸ ἀπαθές, τὸ ἀπερίγραπτον, τὸ ἀχώρητον, τὸ ἀπεριόριστον, τὸ ἀόριστον,
τὸ ἀσώματον, τὸ ἀόρατον, τὸ ἀπερινόητον, τὸ ἀνενδεές, τὸ αὐτοκρατὲς καὶ αὐτεξούσιον, τὸ
παντοκρατορικόν, τὸ ζωοδοτικόν, τὸ παντοδύναμον, τὸ ἀπειροδύναμον, τὸ ἁγιαστικὸν καὶ
μεταδοτικόν, τὸ περιέχειν καὶ συνέχειν τὰ σύμπαντα καὶ πάντων προνοεῖσθαι·»· Περί των εν τω
Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 141Β: «to\ au)tecou/sion kai\ pantecou/sion, to\
eu)ergetiko/n, to\ metadotiko\n, to\ fwtistiko/n, to\ a)o/raton, to\ a)nafe/j, to\ u(pe/rqeon, to\ u(perou/sion,
kai\ a(plw=j ei)pei=n, pa/nta, o(/sa e)/xei o( path/r, tou= ui(ou= ei)sin plh\n th=j a)gennhsi/aj»· Ιερά
Παράλληλα, PG 96, 532C: «Τὸ Κύριος ὄνομα, καθὸ ἄρχει καὶ ἡγεμονεύει, δυναστείᾳ κράτους
αὐτεξουσίου χρώμενος· τὸ δὲ Θεὸς, καθὸ ἀγαθότητι καὶ χρηστότητι.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς,
Φ.Θ.Β. 38, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 76εξ.
17 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 14, PG 94, 860Β: «πάντα ταῦτα καὶ τοιαῦτα φύσει ἔχει

οὐκ ἄλλοθεν εἰληφυῖα, ἀλλ᾿ αὐτὴ μεταδιδοῦσα παντὸς ἀγαθοῦ τοῖς οἰκείοις ποιήμασι κατὰ τὴν
ἑκάστου δεκτικὴν δύναμιν.»· 86, PG 94, 1136C-1137Α: «Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα
κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι· αὐτὸς γάρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ εἶναι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ
εἰσι τὰ ὄντα, οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν, ἀλλ᾿ ὅτι ἡ αὐτοῦ
ἐνέργεια τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ συνέχει· ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα· κατά τε γὰρ τὸ εἶναι
καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ ἀγαθοῦ. Τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ προειρημένα μέν, οὐ

19
Χαρίδημου Α. Κουτρή

αυτοµάτως να είναι και τρεπτά, αφού όπως θα δούµε αργότερα, η τρεπτότητα είναι
άρρηκτα συνδεδεµένη µε την κτιστότητα των όντων18. Αντιθέτως, ο ∆ηµιουργός

μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικόν, καὶ ταῦτα μᾶλλον· οἰκειότερα γάρ πώς εἰσι πρὸς αὐτόν, εἰ καὶ
πάντων οὗτος ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568BC: «Manixai=oj: )/Wfeilen ou)=n
tou\j me/llontaj e)nare/touj e)/sesqai mo/nouj poih=sai, i(/na mo/non v)= to\ a)gaqo\n kai\ mo/nh h( a)reth\
politeu/htai. )Orqo/docoj: Te/leion a)gaqo\n o( qeo\j mo/noj, tv= de\ pro\j au)to\n sugkri/sei pa/nta a)telh=,
kata\ tou=to o)/nta kai\ lego/mena a)gaqa/, kaq' o(/son au)tou= mete/xousi, kai\ tv= pro\j a)/llhla sugkri/sei.
(/Oper ga\r ple/on mete/xei tou= a)gaqou=, ple/on a)gaqo\n e)/sti te kai\ le/getai: o(/per de\ e)/latton, e)/latton:
o(/per de\ ou)d' o(/lwj, a)gaqo\n ou)d' o(/lwj. To\ de\ ou)d' o(/lwj a)gaqo/n, pantelw=j kako/n. Kai\ au)to\ de\ to\
ei)=nai, a)gaqo/n: e)k qeou= ga\r tou= a)gaqou= to\ ei)=nai, w(/ste w)\n o( dia/boloj kat' au)to\ to\ ei)=nai a)gaqo/j
e)sti.»· PG 94, 1572ΑΒ: «Au)tecou/sioi ga\r geno/menoi e)cousi/an e)/xomen kaqa=rai e(autou\j e)k tw=n
ai)sxi/stwn paqw=n kai\ molu=nai e(autou/j. (/Omwj pa/ntaj o( qeo\j a)gaqou\j e)poi/hsen. Au)to\j me\n ou)=n kai\
to\ ei)=nai kai\ to\ eu)= ei)=nai pa=si pare/xei w(/sper h(/lioj e)faplw=n ta\j a)kti=naj th=j a)gaqo/thtoj au)tou=
e)pi\ pa/nta ta\ e)/rga au)tou=. Kai\ to\ me\n ei)=nai ou)k e)/stin e)f' h(mi=n labei=n, to\ de\ eu)= ei)=nai e)f' h(mi=n
e)stin. )\An toi/nun qelh/swmen kai\ poqh/swmen, mete/xomen th=j a)gaqo/thtoj au)tou= kai\ e)n fwti\ ei)j
ai)w=naj e)so/meqa. )Ea\n de\ r(aqumh/swmen kai\ e(autou\j tuflw/swmen kai\ mh\ poqh/swmen au)to/n,
a)me/toxoi au)tou= e)so/meqa.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1109D: «Θέλουσιν ὑμῖν εὖ πράττειν, Θεὸς
ἕτοιμος εἰς τὸ παρέχειν.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1272D-1273A: «Πότε γενήσῃ Χριστιανός; πότε σε
γνωρίσομεν ὡς ἡμέτερον; Πέρυσι τὸν παρόντα καιρὸν ἐξεδέχου· νῦν πάλιν ἀναμένεις τὸν ἐπιόντα.
Ὅρα μὴ εὑρεθῇς μακροτέρας τῆς ζωῆς τὰς ὑποσχέσεις ποιούμενος. Οὐκ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα.
Μὴ ἐπαγγέλλου τὰ μὴ σά. Ἐπὶ ζωήν σε καλοῦμεν, ἄνθρωπε· τί ἀποφεύγεις τὴν κλῆσιν; ἐπὶ ἀγαθῶν
μετουσίαν· τί ὑπερβαίνεις τὴν δωρεάν; Βασιλεία οὐρανῶν ἤνοικται· ὁ καλῶν ἀψευδὴς, ἡ ὁδὸς ῥᾳδία·
οὐ χρόνου, οὐ δαπάνης, οὐ πραγματείας χρεία· τί ἀναδύῃ; τί φοβῇ τὸν ζυγὸν, ὥσπερ δάμαλις
ἀπειρόζυγος; χρηστός ἐστιν, ἐλαφρός ἐστιν, οὐ τρίβει τὸν αὐχένα, ἀλλὰ δοξάζει. Οὐ γὰρ δεσμεῖται
ἡ ζεύγλη περὶ τὸν τράχηλον. Αὐτεξούσιον ἐπιζητεῖ τὸν ὑφέλκοντα.»· Ιερά Παράλληλα, PG 96, 468Β:
«Θέλουσι γὰρ ἡμῖν εὖ πράττειν, Θεὸς ἕτοιμος εἰς τὸ παρέχειν.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 997A:
«οὕτως αὐτεξουσίως βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν
τις προαιρῆται, κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας
ἐπιτηδεύμασι·»· πρβλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 865B: «Ἄγγελος τοίνυν
ἐστὶν οὐσία νοερά, ἀεικίνητος, αὐτεξούσιος, ἀσώματος, Θεῷ λειτουργοῦσα, κατὰ χάριν ἐν τῇ φύσει
τὸ ἀθάνατον εἰληφυῖα, ἧς οὐσίας τὸ εἶδος καὶ τὸν ὅρον μόνος ὁ Κτίστης ἐπίσταται.» και PG 94, 868B:
«Ἀθάνατος οὐ φύσει, ἀλλὰ χάριτι· πᾶν γὰρ τὸ ἀρξάμενον καὶ τελευτᾷ κατὰ φύσιν. Μόνος δὲ ὁ
Θεὸς ἀεὶ ὤν, μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ τὸ ἀεί· οὐχ ὑπὸ χρόνον γάρ, ἀλλ᾿ ὑπὲρ χρόνον ὁ τῶν χρόνων
ποιητής.»· 26, PG 94, 925A: «Ἀσώματα δὲ καὶ ἀόρατα καὶ ἀσχημάτιστα κατὰ δύο τρόπους νοοῦμεν·
τὰ μὲν κατ᾿ οὐσίαν, τὰ δὲ κατὰ χάριν· καὶ τὰ μὲν φύσει ὄντα, τὰ δὲ πρὸς τὴν τῆς ὕλης παχύτητα.
Ἐπὶ Θεοῦ μὲν οὖν φύσει, ἐπὶ δὲ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων καὶ ψυχῶν χάριτι, καὶ ὡς πρὸς τὴν τῆς ὕλης
παχύτητα λέγεται ἀσώματον.»· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως,
Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 470-471· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ,
Ιστορία της Φιλοσοφίας, Φ.Θ.Β. 6, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 270-277.
18 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, PG 94, 796ΑΒC: «Πάντα τὰ ὄντα ἢ κτιστά ἐστιν ἢ

ἄκτιστα. Εἰ μὲν οὖν κτιστά, πάντως καὶ τρεπτά· ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ
τροπῇ ὑποκείσεται πάντως ἢ φθειρόμενα ἢ κατὰ προαίρεσιν ἀλλοιούμενα. Εἰ δὲ ἄκτιστα, κατὰ τὸν
τῆς ἀκολουθίας λόγον, πάντως καὶ ἄτρεπτα. Τίς οὖν οὐ συνθήσεται πάντα τὰ ὄντα, ὅσα ὑπὸ τὴν
ἡμετέραν αἴσθησιν, ἀλλὰ μὴν καὶ ἀγγέλους τρέπεσθαι καὶ ἀλλοιοῦσθαι καὶ πολυτρόπως κινεῖσθαι
καὶ μεταβάλλεσθαι; Τὰ μὲν νοητά, ἀγγέλους φημὶ καὶ ψυχὰς καὶ δαίμονας, κατὰ προαίρεσιν τήν τε
ἐν τῷ καλῷ προκοπὴν καὶ τὴν ἐκ τοῦ καλοῦ ἀποφοίτησιν, ἐπιτεινομένην τε καὶ ὑφιεμένην· τὰ δὲ
λοιπὰ κατά τε γένεσιν καὶ φθορὰν αὔξησίν τε καὶ μείωσιν καὶ τὴν κατὰ ποιότητα μεταβολὴν καὶ
τὴν τοπικὴν κίνησιν. Τρεπτὰ τοίνυν ὄντα πάντως καὶ κτιστά.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο
θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161Β: «(=Wn ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato, trepta\ kata\ fu/sin
e)sti/: troph\ de/ e)stin h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Θεολογία,
Κτισιολογία, Εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον: Σημεία πατερικής και οικουμενικής
θεολογίας, Φ.Θ.Β. 46, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 9-11· Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία
στην Εξαήμερο του Μ.Βασιλείου, όπ. παρ., σ. 177εξ.

20
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Θεός ως άκτιστος δεν χαρακτηρίζεται από τροπή και εποµένως το αυτεξούσιό του
παραµένει άτρεπτο19.

Η αυτεξουσιότητα αυτή ερµηνεύεται κατά βάση ως ελευθερία θέλησης και


εποµένως είναι χρήσιµο να αναφερθούµε στο θέληµα και τη βούληση της Αγίας
Τριάδος, προκειµένου να έχουµε µία πληρέστερη εικόνα του πώς συνδυάζεται η
αυτεξουσιότητα του ενός Θεού µε την ύπαρξη τριών υποστάσεων. Σύµφωνα
λοιπόν µε τον ∆αµασκηνό και την υπόλοιπη πατερική θεολογία, υπάρχουν δύο είδη
θελήµατος στη φύση:

α) το «φυσικό», που χαρακτηρίζει τη φύση όλων των όντων που ανήκουν


στο ίδιο είδος και

β) το «γνωµικό/υποστατικό», που χαρακτηρίζει τα διαφορετικά πρόσωπα-


υποστάσεις που ανήκουν στο ίδιο είδος και εποµένως διαφέρει από
πρόσωπο σε πρόσωπο.

Το γεγονός ότι το «γνωµικό/υποστατικό θέληµα», σε αντίθεση µε το


«φυσικό», αποτελεί χαρακτηριστικό της υπόστασης προκύπτει από την
παρατήρηση ότι όλοι οι άνθρωποι, αν και έχουν µία φύση, χαρακτηρίζονται από
διαφορετικά γνωµικά θελήµατα, από διαφορετικές δηλαδή γνώµες. Εποµένως, αν
υποθέσουµε ότι και το θέληµα της Αγίας Τριάδας είναι «υποστατικό», τότε αυτό
σηµαίνει πως το θέληµα του Πατέρα θα πρέπει να είναι διαφορετικό από το θέληµα
του Υιού και του Αγίου Πνεύµατος, υπόθεση που ουσιαστικά θα εισήγαγε τρία
διαφορετικά θελήµατα στην Τριάδα και θα προκαλούσε διάσπαση στον ένα Θεό20.

Στην Αγία Τριάδα ωστόσο, µολονότι κάνουµε λόγο για τρεις υποστάσεις, η
θέλησή τους παραµένει µία. Εκεί υπάρχει µονάχα µία φύση, οι υποστάσεις δεν
διαιρούνται και δεν αποχωρίζονται η µία την άλλη και εποµένως και το θελητό
τους δεν διαιρείται. Έχουν µία φύση, µία φυσική θέληση, ένα θελητό και µία
κίνηση κοινή21. Αυτή η διαπίστωση οδηγεί στο συµπέρασµα ότι το θείο θέληµα δεν

19Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, PG 94, 796ΑΒ: «Πάντα τὰ ὄντα ἢ κτιστά ἐστιν ἢ
ἄκτιστα. Εἰ μὲν οὖν κτιστά, πάντως καὶ τρεπτά· ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ
τροπῇ ὑποκείσεται πάντως ἢ φθειρόμενα ἢ κατὰ προαίρεσιν ἀλλοιούμενα. Εἰ δὲ ἄκτιστα, κατὰ τὸν
τῆς ἀκολουθίας λόγον, πάντως καὶ ἄτρεπτα·»· 58, PG 94, 1041C: «Δεῖ δὲ εἰδέναι, ὡς αὐτεξουσιότης
ὁμωνύμως λέγεται, ἄλλως μὲν ἐπὶ Θεοῦ, ἄλλως δὲ ἐπὶ ἀγγέλων, καὶ ἄλλως ἐπὶ ἀνθρώπων. Ἐπὶ
Θεοῦ μὲν γὰρ ὑπερουσίως»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161Β: «Kai\
h( qei/a fu/sij a)nama/rthtoj kai\ au)tecou/sioj qe/lhsij, a)ll' ou) trepth/, a)ll' a)/treptoj. (H me\n ou)=n
qei/a fu/sij qelhtikh\ kai\ au)tecou/sioj kai\ a)nama/rthtoj kai\ a)/treptoj.».
20 Για τη διάκριση μεταξύ «φυσικού» και «γνωμικού/υποστατικού θελήματος» γίνεται εκτενέστερα

λόγος παρακάτω.
21 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948AΒ: «Ἡ γὰρ γνώμη συνδιαιρεῖται ταῖς

ὑποστάσεσι πλὴν τῆς ἁγίας καὶ ἁπλῆς καὶ ἀσυνθέτου καὶ ἀδιαιρέτου θεότητος· ἐκεῖ γὰρ τῶν
ὑποστάσεων μὴ εἰς ἅπαν διαιρουμένων καὶ διισταμένων, οὐδὲ τὸ θελητὸν διαιρεῖται. Κἀκεῖ μέν,

21
Χαρίδημου Α. Κουτρή

συνδέεται αµέσως µε τις υποστάσεις της Τριάδος, αλλά αναφέρεται στην κοινή
τους φύση και εποµένως χαρακτηρίζεται ως ένα και κοινό «φυσικό θέληµα» κατά
τον ίδιο τρόπο που µία και κοινή είναι και η φύση των τριών υποστάσεων της
Αγίας Τριάδος22.

Επιπλέον, ο τριαδικός Θεός έχει «βούληση», χωρίς όµως να έχει στην


κυριολεξία «προαίρεση», γιατί σύµφωνα µε τον ∆αµασκηνό η «προαίρεση», όπως
και η «βουλή», αφορούν στην επεξεργασία σκέψεων, είναι δηλαδή αποτελέσµατα
της άγνοιας. Για παράδειγµα, όταν κάποιος δεν γνωρίζει τι είναι καλύτερο να
επιλέξει, τότε σκέφτεται τις διαθέσιµες επιλογές που έχει και διαλέγει µία από
αυτές. Ο παντογνώστης όµως Θεός δεν µπορεί να χαρακτηρίζεται από άγνοια και
εποµένως από «βουλή» ή «προαίρεση». Αντιθέτως, γνωρίζει τα πάντα µε απλό
τρόπο και δεν επεξεργάζεται τις σκέψεις23. Σε κάθε περίπτωση, οι έννοιες αυτές,
όπως και αυτή του αυτεξουσίου, θα αναλυθούν εκτενέστερα παρακάτω. Στο
σηµείο αυτό απλώς επιχειρείται να δοθεί µία περιγραφή της αυτεξουσιότητας του
Θεού βάσει της οποίας είναι δηµιουργηµένη ολόκληρη η κτίση.

ἐπειδὴ μία ἡ φύσις, μία καὶ ἡ φυσικὴ θέλησις· ἐπειδὴ δὲ καὶ αἱ ὑποστάσεις ἀδιάστατοί εἰσιν, ἓν καὶ
τὸ θελητὸν καὶ μία ἡ κίνησις τῶν τριῶν ὑποστάσεων.»· 58, PG 94, 1033CD: «Διὸ δὴ ἐπὶ μὲν Πατρὸς
καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τῆς ταυτότητος τῆς τε ἐνεργείας καὶ τοῦ θελήματος τὴν
ταυτότητα τῆς φύσεως ἐπιγινώσκομεν. Ἐπὶ δὲ τῆς θείας οἰκονομίας ἐκ τῆς διαφορᾶς τῶν ἐνεργειῶν
καὶ τῶν θελημάτων καὶ τὴν τῶν φύσεων διαφορὰν ἐπιγινώσκομεν καὶ τὴν τῶν φύσεων διαφορὰν
εἰδότες συνομολογοῦμεν καὶ τὸ τῶν θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν διάφορον.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ,
Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, Φ.Θ.Β. 60,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 171 και 190εξ. «Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ.
Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», στο: Θεολογία 78,1 (2007), σ. 95-143:
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]. Για τη σύνδεση φύσεως και
ενεργειών στην Αγία Τριάδα, αλλά και γενικότερα για το ζήτημα των θείων ενεργειών στην
Πατερική θεολογία, βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Περί Φωτός, Λειμών Αμφιλαφής 4, εκδ. Παλίμψηστον,
Θεσσαλονίκη 1999, σ. 33-64.
22 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1040Β: «Εἰ φυσικὸν οὐκ ἔστι τὸ θέλημα, ἢ

ὑποστατικὸν ἔσται ἢ παρὰ φύσιν· ἀλλ᾿ εἰ μὲν ὑποστατικόν, ἑτερόβουλος οὕτω γε ἔσται ὁ Υἱὸς τῷ
Πατρί· μόνης γὰρ ὑποστάσεως χαρακτηριστικὸν τὸ ὑποστατικόν· εἰ δὲ παρὰ φύσιν, ἔκπτωσις τῆς
φύσεως ἔσται τὸ θέλημα· φθαρτικὰ γὰρ τῶν κατὰ φύσιν τὰ παρὰ φύσιν. Ὁ τῶν ὅλων Θεὸς καὶ
Πατὴρ ἤ καθὸ Πατὴρ θέλει ἢ καθὸ Θεός. Ἀλλ᾿ εἰ μὲν καθὸ Πατήρ, ἄλλο αὐτοῦ ἔσται παρὰ τὸ τοῦ
Υἱοῦ θέλημα· οὐ γὰρ Πατὴρ ὁ Υἱός. Εἰ δὲ καθὸ Θεός, Θεὸς δὲ ὁ Υἱός, Θεὸς δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον, ἄρα τὸ θέλημα φύσεως, ἤγουν φυσικόν.» πρβλ. Λ.ΣΙΑΣΟΥ, Τα όρια της κατηγορικής
σημαντικής στη θεολογία του Ιωάννη Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 369εξ.· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Περί Φωτός,
όπ. παρ., σ. 116. ΕΙΡ.ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, Το μυστήριον της εν τη Αγία Τριάδι διακρίσεως της θείας ουσίας
και ενεργείας κατά τον άγιον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν (Α.Β. 39), εκδ. Πατριαρχικού Ιδρύματος
Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 103.
23 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945CD: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι ἐπὶ Θεοῦ

βούλησιν μὲν λέγομεν, προαίρεσιν δὲ κυρίως οὐ λέγομεν· οὐ γὰρ βουλεύεται ὁ Θεός. Ἀγνοίας γάρ
ἐστι τὸ βουλεύεσθαι· περὶ γὰρ τοῦ γινωσκομένου οὐδεὶς βουλεύεται. Εἰ δὲ ἡ βουλὴ ἀγνοίας, πάντως
καὶ ἡ προαίρεσις. Ὁ δὲ Θεὸς πάντα εἰδὼς ἁπλῶς οὐ βουλεύεται.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ.
παρ., σ. 76εξ. Για την απόδοση του «βουλεύεται» ως «επεξεργάζεται τις σκέψεις» βλ. Ιωάννου
Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια
Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 178-179.

22
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Σε κάθε περίπτωση, ο ∆αµασκηνός σπεύδει να διευκρινίσει πως το


αυτεξούσιο του Θεού δεν θα πρέπει να συγχέεται µε το αυτεξούσιο των υπόλοιπων
λογικών όντων, αφού ο ίδιος είναι υπερούσιος και το αυτεξούσιό του υφίσταται
χωρίς περιορισµούς24. Επειδή όµως στο µυαλό των ανθρώπων η παντοδυναµία
συνδυάζεται µερικές φορές ασυναίσθητα µε την επιβολή δύναµης και την
ισοπεδωτική βία, οφείλουµε να ξεκαθαρίσουµε ότι ο ίδιος ο Θεός αδυνατεί
οντολογικά, ως άκρως ελεύθερος, να νικήσει την ελευθερία των δηµιουργηµάτων
του25.

24 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1041C: «Δεῖ δὲ εἰδέναι, ὡς αὐτεξουσιότης
ὁμωνύμως λέγεται, ἄλλως μὲν ἐπὶ Θεοῦ, ἄλλως δὲ ἐπὶ ἀγγέλων, καὶ ἄλλως ἐπὶ ἀνθρώπων. Ἐπὶ
Θεοῦ μὲν γὰρ ὑπερουσίως, ἐπὶ δὲ ἀγγέλων ὡς συντρεχούσης τῇ ἕξει τῆς προχειρήσεως καὶ
παρενθήκην ὅλως χρόνου μὴ παραδεχομένης· ἔχων γὰρ φυσικῶς τὸ αὐτεξούσιον ἀπαρεμποδίστως
τούτῳ κέχρηται, μηδὲ τὴν ἐκ σώματος ἀντιπάθειαν ἔχων μηδὲ τὸν προσβάλλοντα. Ἐπὶ δὲ
ἀνθρώπων ὡς χρονικῶς τῆς ἕξεως προεπινοουμένης τῆς ἐγχειρήσεως· αὐτεξούσιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ
ἄνθρωπος καὶ φυσικῶς ἔχει τὸ αὐτεξούσιον, ἔχει δὲ καὶ τὴν ἐκ τοῦ Διαβόλου προσβολὴν καὶ τὴν
τοῦ σώματος κίνησιν. Διὰ οὖν τὴν προσβολὴν καὶ τὸ βάρος τοῦ σώματος ἐφυστερίζει ἡ προχείρησις
τῆς ἕξεως.».
25 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924ΑΒ: «Ἀναμάρτητον δέ φημι οὐχ ὡς μὴ

ἐπιδεχόμενον ἁμαρτίαν –μόνον γὰρ τὸ θεῖον ἁμαρτίας ἐστὶν ἀνεπίδεκτον–, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ἐν τῇ
φύσει τὸ ἁμαρτάνειν ἔχοντα, ἐν τῇ προαιρέσει δὲ μᾶλλον, ἤτοι ἐξουσίαν ἔχοντα μένειν καὶ
προκόπτειν ἐν τῷ ἀγαθῷ τῇ θείᾳ συνεργούμενον χάριτι, ὡσαύτως καὶ τρέπεσθαι ἐκ τοῦ καλοῦ καὶ
ἐν τῷ κακῷ γίνεσθαι, τοῦ Θεοῦ παραχωροῦντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον·»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς
τοῦ Θεοῦ παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν.»· Εις προς
Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 532B: «To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.»· PG 95, 536C: «(/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j pa/qh a)timi/aj, kai\ to\, )Etu/flwse ta\
noh/mata tw=n a)pi/stwn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n sugxw/rhsin au)tou= e(ka/st% w(j
bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au)tecou/sion: ou(/twj kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\,
sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/fuktoj a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/sthsen e)/legxon. ga\r
a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\ au)tecou/sion.»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ
και Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ ἀποστερεῖ τινα τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται τοὺς ἑκουσίως τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος
ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει, ἕως ἐν τῷ παρόντι βίῳ ἐστί.». Πρβλ. ΓΡ.ΝΥΣΣΗΣ, Εξήγησις ακριβής
εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, PG 44, 665B: «μόνου Θεοῦ τὸ δυνηθῆναι τοῦτο· μᾶλλον δὲ
οὐδὲ αὐτοῦ σχεδὸν τοῦ Θεοῦ»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 85. Για το Θεό της δύναμης,
αλλά και της αδυναμίας, μπορεί κανείς να διαβάσει περισσότερα και στο ΣΤ.ΡΑΜΦΟΥ, Το Μυστικό
του Ιησού, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2006, σ. 109-131 και 485-505. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον,
Ορθόδοξη Μαρτυρία 87, εκδ. Ακρίτα, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 161· Κυρίλλου Αλεξανδρείας: Κατά
ανθρωπομορφιτών, εκδ. Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 154· Έρως και Θάνατος, Ορθόδοξη
Μαρτυρία 114, εκδ. Ακρίτα, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 254-255· Σχόλιο στο βιβλίο του Πάπα Βενέδικτου
ΙΣΤ΄ (Γιόζεφ Ράτζινγκερ), Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ Α΄: Από τη βάπτιση στον Ιορδάνη έως τη
Μεταμόρφωση, μτφ. Σ.Δεσπότης, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2007, Σύναξη 107 [2008], σ. 94· πρβλ.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Κατά ανθρωπομορφιτών, 13, PG 76,1100Α και ΙΣΙΔΩΡΟΥ
ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗ, Επιστολές 2, 117, PG 78, 557BC· πρβλ. Σ.ΣΑΧΑΡΩΦ, The Risk in Creation,
http://www.pigizois.net/agglika/sofronios/03.htm [προσπ. 29/04/2010].

23
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

24
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ

Σύµφωνα µε την Βιβλική και την Πατερική διδασκαλία, σε ολόκληρη την


κτιστή δηµιουργία εντοπίζονται δύο είδη λογικών και αυτεξούσιων όντων,
πλασµένων «κατ’ εικόνα» του ∆ηµιουργού τους: α) οι άγγελοι και β) ο
άνθρωπος26. Οι άγγελοι είναι αγαθά δηµιουργήµατα του Θεού και µολονότι δεν
έχουν υλικό σώµα, χαρακτηρίζονται κι αυτοί από την κτιστότητα και την
τρεπτότητα που διέπει ολόκληρη την κτίση, µιας και η δηµιουργία τους προέρχεται
από το «μὴ ὄν»27.

Ο ∆αµασκηνός τους χαρακτηρίζει ως «ουσίες νοερές και αυτεξούσιες»,


ασώµατες και αθάνατες, που βρίσκονται συνέχεια σε κίνηση και δηµιουργήθηκαν
αγαθές για να υπηρετούν τον Θεό. Τα χαρακτηριστικά τους όµως αυτά διαφέρουν
από τα αντίστοιχα του Θεού, αφού εκείνος τα διατηρεί «κατὰ φύσιν», ενώ ο ίδιος

τα παρέχει «κατὰ χάριν ἐν τῇ φύσει» στα κτιστά δηµιουργήµατα28. Είναι δηλαδή

εµφανής η οντολογική διαφορά µεταξύ Θεού και δηµιουργηµάτων, µεταξύ δηλαδή


κτιστού-ακτίστου. Όλα τα κτίσµατα έχουν δηµιουργηθεί από τον Θεό,

26 Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως ο Δαμασκηνός, μολονότι χαρακτηρίζει τους αγγέλους «κατ’

εικόνα» Θεού δημιουργήματα, εντούτοις αποφεύγει να τους προσδώσει και το «καθ’ ομοίωσιν»,
ιδιότητα που φαίνεται να αναφέρεται αποκλειστικά στον άνθρωπο.
27 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 865A: «Αὐτὸς τῶν ἀγγέλων ἐστὶ ποιητὴς

καὶ Δημιουργὸς, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν αὐτούς, κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα κτίσας
αὐτοὺς φύσιν ἀσώματον»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1537C: «Ta\ ou)=n logika\ dektika\ me/n e)sti
troph=j dia\ th\n e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/n, a)ll' au)tecou/sia dia\ to\ logika\ ei)=nai.
Au)tecou/sia de\ me/nei, kaqw\j ge/gone, toute/stin a)gaqa/, dou=la kai\ e)pignw/mona kai\ u(ph/koa tou=
pepoihko/toj, o(/per e)sti\ tv= ktistv= fu/sei: a)reth\ ga/r e)sti to\ me/nein e)n toi=j o(/roij th=j oi)kei/aj
fu/sewj.»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ
τοῦτό ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95,
168BC: «Kata\ po/souj tro/pouj le/getai to\ "kat' ei)ko/na"; Kata\ to\ logiko\n kai\ noero\n kai\
au)tecou/sion, kata\ to\ genna=n to\n nou=n lo/gon kai\ proba/llein pneu=ma· kata\ to\ a)rxiko/n. Kata\
tau=ta kai\ oi( a)/ggeloi kai\ oi( a)/nqrwpoi kat' ei)ko/na»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 1188C: «ἐκ μὴ
ὄντων τὰ πάντα παραγαγὼν ὁ Δημιουργός»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Θεολογία, Κτισιολογία,
Εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον, όπ. παρ., σ. 9-11.
28 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 865B: «Ἄγγελος τοίνυν ἐστὶν οὐσία νοερά,

ἀεικίνητος, αὐτεξούσιος, ἀσώματος, Θεῷ λειτουργοῦσα, κατὰ χάριν ἐν τῇ φύσει τὸ ἀθάνατον


εἰληφυῖα, ἧς οὐσίας τὸ εἶδος καὶ τὸν ὅρον μόνος ὁ Κτίστης ἐπίσταται.» και PG 94, 868B: «Ἀθάνατος
οὐ φύσει, ἀλλὰ χάριτι· πᾶν γὰρ τὸ ἀρξάμενον καὶ τελευτᾷ κατὰ φύσιν. Μόνος δὲ ὁ Θεὸς ἀεὶ ὤν,
μᾶλλον δὲ καὶ ὑπὲρ τὸ ἀεί· οὐχ ὑπὸ χρόνον γάρ, ἀλλ᾿ ὑπὲρ χρόνον ὁ τῶν χρόνων ποιητής.»· 26, PG
94, 925A: «Ἀσώματα δὲ καὶ ἀόρατα καὶ ἀσχημάτιστα κατὰ δύο τρόπους νοοῦμεν· τὰ μὲν κατ᾿
οὐσίαν, τὰ δὲ κατὰ χάριν· καὶ τὰ μὲν φύσει ὄντα, τὰ δὲ πρὸς τὴν τῆς ὕλης παχύτητα. Ἐπὶ Θεοῦ μὲν
οὖν φύσει, ἐπὶ δὲ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων καὶ ψυχῶν χάριτι, καὶ ὡς πρὸς τὴν τῆς ὕλης παχύτητα
λέγεται ἀσώματον.»· 58, PG 94, 1041C: «Δεῖ δὲ εἰδέναι, ὡς αὐτεξουσιότης ὁμωνύμως λέγεται, ἄλλως
μὲν ἐπὶ Θεοῦ, ἄλλως δὲ ἐπὶ ἀγγέλων, καὶ ἄλλως ἐπὶ ἀνθρώπων. Ἐπὶ Θεοῦ μὲν γὰρ ὑπερουσίως, ἐπὶ
δὲ ἀγγέλων ὡς συντρεχούσης τῇ ἕξει τῆς προχειρήσεως καὶ παρενθήκην ὅλως χρόνου μὴ
παραδεχομένης· ἔχων γὰρ φυσικῶς τὸ αὐτεξούσιον ἀπαρεμποδίστως τούτῳ κέχρηται, μηδὲ τὴν ἐκ
σώματος ἀντιπάθειαν ἔχων μηδὲ τὸν προσβάλλοντα.»· πρβλ. Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το προπατορικό
αμάρτημα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001, σ. 124εξ.

25
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ζωοποιούνται και συντηρούνται από αυτόν, ενώ αφήνονται ελεύθερα να επιλέξουν


το βαθµό µετοχής τους στις ενέργειες του Θεού, µέσα από τη χρήση του
αυτεξουσίου τους29.

Υπάρχουν δύο περιστατικά που µαρτυρούν την ύπαρξη αυτεξουσίου στους


αγγέλους, µέσα από τα οποία καταδεικνύεται και η ορθή ή η εσφαλµένη χρήση της
αυτεξουσιότητας τους: α) η πτώση του Εωσφόρου και των δαιµόνων και β) η
παγίωση των αγγέλων στο αγαθό και η χαρισµατική τους ιεραρχία, για τα οποία θα
µιλήσουµε εκτενέστερα παρακάτω.

Σε γενικές γραµµές πάντως, οι άγγελοι ως κτιστά δηµιουργήµατα του Θεού,


χαρακτηρίζονται από τρεπτότητα, την οποία όµως και µπορούν να εξουσιάσουν
µέσω της λογικής και της αυτεξουσιότητάς τους. Αυτός είναι ο λόγος που
ονοµάζονται από τον ∆αµασκηνό «εθελότρεπτοι»30. Μάλιστα ο ιερός συγγραφέας
συνδέει τη λογική µε την αυτεξουσιότητα τονίζοντας πως κάθε λογικό ον είναι και
αυτεξούσιο31. Η αυτεξουσιότητα αυτή ερµηνεύεται ως η δυνατότητα όλων των

29 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 86, PG 94, 1136C-1137Α: «Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ᾿
αὐτοῦ γενόμενα κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι· αὐτὸς γάρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ
εἶναι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ εἰσι τὰ ὄντα, οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν,
ἀλλ᾿ ὅτι ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ συνέχει· ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα·
κατά τε γὰρ τὸ εἶναι καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ ἀγαθοῦ. Τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ
προειρημένα μέν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικόν, καὶ ταῦτα μᾶλλον· οἰκειότερα γάρ πώς εἰσι
πρὸς αὐτόν, εἰ καὶ πάντων οὗτος ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 997A:
«οὕτως αὐτεξουσίως βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν
τις προαιρῆται, κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας
ἐπιτηδεύμασι·»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 1188CD: «ἐκ μὴ ὄντων τὰ πάντα παραγαγὼν ὁ
Δημιουργός, κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ πλάσας τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦτον τῷ αὐτεξουσίῳ
τιμήσας, τῶν ἐν παραδείσῳ καλῶν μετέχειν πεποίηκεν, ἀπέχεσθαι τούτου μόνου κελεύσας ὅπερ
ἦν τὸ ξύλον τῆς γνώσεως»· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο
– Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 464-465.
30 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 868A: «Ἔστι τοίνυν φύσις λογικὴ νοερά τε

καὶ αὐτεξούσιος, τρεπτὴ κατὰ γνώμην, ἤτοι ἐθελότρεπτος· πᾶν γὰρ κτιστὸν καὶ τρεπτόν, μόνον δὲ
τὸ ἄκτιστον ἄτρεπτον.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1537CD: «)Agaqo\j ou)=n w)\n o( qeo\j kai\ a)i/dioj ou)x
u(pome/nei troph/n, a)ll' a)ei\ a)gaqo/j e)sti kai/, a(\ de\ poiei=, a)gaqa/ e)stin: e)k ga\r tou= a)gaqou= ou)k
e)gxwrei= kaka\ gi/nesqai, o(/mwj de\ trepta/, e)peidh\ e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai para/gei. Ta\ ou)=n
logika\ dektika\ me/n e)sti troph=j dia\ th\n e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/n, a)ll'
au)tecou/sia dia\ to\ logika\ ei)=nai. Au)tecou/sia de\ me/nei, kaqw\j ge/gone, toute/stin a)gaqa/, dou=la kai\
e)pignw/mona kai\ u(ph/koa tou= pepoihko/toj, o(/per e)sti\ tv= ktistv= fu/sei: a)reth\ ga/r e)sti to\ me/nein e)n
toi=j o(/roij th=j oi)kei/aj fu/sewj.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ· Θεολογία,
Κτισιολογία, Εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον, όπ. παρ., σ. 9-11· Επιστήμη Φιλοσοφία και
Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.Βασιλείου, όπ. παρ., σ. 177εξ·.
31 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568AB: «Manixai=oj: Kai\ dia\ ti/ e)poi/hsen au)to\n au)tecou/sion kai\

trepto/n; )Orqo/docoj: Trepto\n me\n a(/pan kti/sma kata\ fu/sin: w(=n ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato,
tau=ta a)na/gkh kata\ fu/sin trepta\ ei)=nai. )=H ou) troph\ h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/;
Mo/non ou)=n fu/sei a)/trepton to\ qei=on w(j a)/ktiston kai\ a)ei\ o)/n. Ta\ de\ kti/smata, o(/sa me\n logika/,
e)qelo/trepta, t%= qelh/mati trepo/mena, ta\ de\ loipa\ kata\ sw=ma.»· PG 94, 1568B: «Au)tecou/sion de/, o(/ti
ou)k e)c a)na/gkhj: pa=n ga\r logiko\n au)tecou/sion. Ei)j ti/ ga\r t%= logik%= xrh/shtai mh\ w)\n
au)tecou/sioj; )\H pw=j e)n a)retv= genh/setai h)\ a)gaqo\j e)/stai mh\ w)\n au)tecou/sioj;»· Εισαγωγή δογμάτων
στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»·

26
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

λογικών όντων, και φυσικά και των αγγέλων, να κινηθούν προς το Θεό ή να
στραφούν προς την αντίθετη κατεύθυνση και να αποµακρυνθούν από αυτόν32.

Μάλιστα η απουσία σώµατος τους επιτρέπει να έχουν µεγαλύτερη ελευθερία


άσκησης του αυτεξουσίου τους, αφού δεν περιορίζονται από την δυσκινησία του
υλικού σώµατος και τα πάθη της σαρκός. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, µόλις επιλέξουν
να κάνουν κάτι, το πραγµατοποιούν αµέσως και συνεπώς η έξη τους συµβαδίζει µε
την εκλογή αυτή της πράξης τους33.

Είναι γεγονός πάντως πως η δυνατότητα αλλαγής φοράς στην κίνηση των
αγγέλων υφίστατο τον πρώτο καιρό της δηµιουργίας τους. Ύστερα από την πτώση
των δαιµόνων επήλθε κάποια παγίωση ως προς τη φορά τους και έτσι έµειναν
στραµµένοι µονίµως προς µία κατεύθυνση, είτε κινούµενοι διαρκώς προς το
αγαθό, είτε µακριά από αυτό. Αν και υπήρξε δηλαδή σταθεροποίηση της φοράς
τους, δεν υπήρξε και στάση αφού µονίµως πλέον ακολουθούν µία πορεία θετικής ή
αρνητικής αλλοίωσης. Η θέση αυτή του ∆αµασκηνού και των υπόλοιπων Πατέρων
είναι πολύ σηµαντική ώστε να συνειδητοποιήσει κανείς ότι ο Παράδεισος και η
Κόλαση δεν αποτελούν στατικές καταστάσεις, αλλά συνεχείς δυναµικές πορείες
προς την τελείωση ή την επιδείνωση34.

Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161Β: «(=Wn ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j
h)/rcato, trepta\ kata\ fu/sin e)sti/: troph\ de/ e)stin h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/.»·
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ·. Για τη σύνδεση λογικού και αυτεξουσίου στον
Ιωάννη Δαμασκηνό, βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 107-126· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ.
Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 155-168. Πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου 2,
PG 40, 588A· ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΟΣ, Τις ο σωζόμενος πλούσιος 14, PG 9, 617CD.
Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Κατά Αρειανών 3 61, PG 26, 460B. Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο
Θεός 6, PG 31, 344Β· Εις τον 48 ψαλμόν 8, PG 29, 449C· Επιστολή 8, Τοις Καισαρεύσιν απολογία περί
της αποχωρήσεως και περί πίστεως, 9, PG 32, 261B. ΓΡ.ΝΥΣΣΗΣ, Εξήγησις ακριβής εις τον
Εκκλησιαστήν του Σολομώντος 2, PG 44, 640A· Εξήγησις ακριβής εις τα Άσματα των ασμάτων 2, PG
44, 796CD· Εις την προσευχήν 4, PG 44, 1165D-1168A· Λόγος κατηχητικός ο μέγας 30, PG 45, 77A.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Διάλογος περί Αγίας τε και Ομοουσίου Τριάδος 2, PG 75, 776B.
ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Εις την Γένεσιν, ερώτ. 36, PG 80, 132B. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Ζήτησις
μετά Πύρρου, PG 91, 304C.
32 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 868A: «Καί πᾶν λογικὸν αὐτεξούσιον. ῾Ως

μὲν οὖν λογικὴ καὶ νοερὰ αὐτεξούσιός ἐστιν· ὡς δὲ κτιστὴ τρεπτή, ἔχουσα ἐξουσίαν καὶ μένειν καὶ
προκόπτειν ἐν τῷ ἀγαθῷ καὶ ἐπὶ τὸ χεῖρον τρέπεσθαι.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 113εξ· Λογικό και
αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 159εξ· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ,
Περί φύσεως ανθρώπου 2, PG 40, 588A.
33 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1041C: «ἐπὶ δὲ ἀγγέλων ὡς συντρεχούσης

τῇ ἕξει τῆς προχειρήσεως καὶ παρενθήκην ὅλως χρόνου μὴ παραδεχομένης· ἔχων γὰρ φυσικῶς τὸ
αὐτεξούσιον ἀπαρεμποδίστως τούτῳ κέχρηται, μηδὲ τὴν ἐκ σώματος ἀντιπάθειαν ἔχων.»
34 Περισσότερα για τους αγγέλους βλέπε Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄,

Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία – Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής


διδασκαλίας, Φ.Θ.Β. 34, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 185-192· Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ·

27
Χαρίδημου Α. Κουτρή

1. ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

Σε ό,τι αφορά τώρα στο αυτεξούσιο των αγγέλων, ο ∆αµασκηνός αναφέρει


πως όλοι οι άγγελοι, κατά τη στιγµή της δηµιουργίας τους, ήταν αγαθοί και
δυσκίνητοι προς το κακό35. Μετά το περιστατικό της πτώσης των δαιµόνων όµως,
οι άγγελοι άρχισαν να απολαµβάνουν κάποιο είδος ακινησίας, τουλάχιστον ως
προς τη φορά τους προς το αγαθό και τη µη τροπή τους στο κακό36. Αυτό
πρακτικά σηµαίνει ότι οι άγγελοι πλέον δεν µπορούν να πέσουν, αλλά µένουν
παγιωµένοι κοντά στον αγαθό Θεό, µία παγίωση που φέρουν «οὐ φύσει, ἀλλὰ

χάριτι», δεδοµένης της ανάγκης τους για συνεχή αγιασµό από το Άγιο Πνεύµα
προκειµένου να µπορούν να διατηρούνται στις θέσεις τους37. Χάρη σε αυτόν τον
αγιασµό και την έξη προς το αγαθό ο ∆ιάβολος δεν µπορεί πλέον να τους
πειράξει38. Μολονότι όµως η παγίωσή τους ως προς τη φορά είναι σταθερή, η
ταχύτητα της κίνησής τους και η πρόοδός τους άλλοτε αυξάνει και άλλοτε
ελαττώνεται, σύµφωνα πάντοτε µε τον ιερό συγγραφέα39.

Η ύπαρξη αυτεξουσίου στους αγγέλους µαρτυρείται και από ένα ακόµη


γεγονός. Η διαρκής προκοπή τους στον αγιασµό συνεχίζει να εξαρτάται από τους
ίδιους, συµπέρασµα στο οποίο οδηγείται ο ∆αµασκηνός επηρεαζόµενος από τον
∆ιονύσιο τον Αρεοπαγίτη40. Σύµφωνα λοιπόν µε τον άγιο, οι άγγελοι χωρίζονται σε

Δ.ΤΣΑΜΗ, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2000, σ. 153-156· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, Τόμος 1, εκδ. Ζωή, Αθήνα 1959, σ. 404εξ.·
ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. Συνοδινού, Αθήνα
1962, σ. 57-59· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 207-208.
35 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 872B: «Δυσκίνητοι πρὸς τὸ κακὸν ἀλλ᾿ οὐκ

ἀκίνητοι».
36 Σύμφωνα με τον A.Louth, στον ισχυρισμό αυτό του Δαμασκηνού είναι εμφανής η επίδραση των

Γρ.Θεολόγου και Νεμεσίου Εμέσης. Βλ. Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 124.
37 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 872B: «νῦν δὲ καὶ ἀκίνητοι, οὐ φύσει, ἀλλὰ

χάριτι καὶ τῇ τοῦ μόνου ἀγαθοῦ προσεδρείᾳ.»· 44, PG 94, 977ΒC: «Ἐκεῖνος γάρ διὰ τὸ ἄφθαρτον
μετὰ τὴν ἐκ προαιρέσεως ἔκπτωσιν τὴν ἐν τῷ κακῷ ἀμεταμέλητον ἔσχε καὶ ἄτρεπτον παγιότητα,
ὥσπερ αὖ πάλιν καὶ οἱ ἄγγελοι, μετὰ τὴν ἐκ προαιρέσεως τῆς ἀρετῆς ἐκλογὴν, τὴν ἐν τῷ καλῷ διὰ
τῆς χάριτος ἀμετακίνητον ἵδρυσιν»· Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 124.
38 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1041C: «ἐπὶ δὲ ἀγγέλων ὡς συντρεχούσης

τῇ ἕξει τῆς προχειρήσεως καὶ παρενθήκην ὅλως χρόνου μὴ παραδεχομένης· ἔχων γὰρ φυσικῶς τὸ
αὐτεξούσιον ἀπαρεμποδίστως τούτῳ κέχρηται, μηδὲ τὴν ἐκ σώματος ἀντιπάθειαν ἔχων μηδὲ τὸν
προσβάλλοντα.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Β: «(Wj ga\r oi( dai/monej meta\ th\n e)/kptwsin ou)
metanoou=sin ou)de\ oi( a)/ggeloi nu=n ou)x a(marta/nousi, a)ll' a)mfo/teroi e)/sxon to\ a)/trepton, ou(/tw kai\
oi( a)/nqrwpoi meta\ qa/naton to\ a)/trepton e)/xousi».
39 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, PG 94, 796Β: «Τίς οὖν οὐ συνθήσεται πάντα τὰ

ὄντα, ὅσα ὑπὸ τὴν ἡμετέραν αἴσθησιν, ἀλλὰ μὴν καὶ ἀγγέλους τρέπεσθαι καὶ ἀλλοιοῦσθαι καὶ
πολυτρόπως κινεῖσθαι καὶ μεταβάλλεσθαι; Τὰ μὲν νοητά, ἀγγέλους φημὶ καὶ ψυχὰς καὶ δαίμονας,
κατὰ προαίρεσιν τήν τε ἐν τῷ καλῷ προκοπὴν καὶ τὴν ἐκ τοῦ καλοῦ ἀποφοίτησιν, ἐπιτεινομένην τε
καὶ ὑφιεμένην».
40 Βλ. Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 123.

28
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

τάξεις ανάλογα µε την αξία και τη χάρη τους. Οι τάξεις αυτές, όσο πιο κοντά
βρίσκονται στον Θεό, τόσο περισσότερο µετέχουν στον αγιασµό του, ενώ
παράλληλα οι ανώτεροι άγγελοι µεταδίδουν τον φωτισµό και τη γνώση τους στους
κατώτερους41.

Τέλος, η παγίωση των αγγέλων και η µετοχή τους στην αγαθότητα του
Θεού θα συνεχιστεί και µετά τη ∆ευτέρα Παρουσία και την Ηµέρα της Κρίσεως
όπου οι άγιοι και αγαθοί άνθρωποι θα ενωθούν µαζί τους και όλοι µαζί θα
δοξολογούν τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύµα, απολαµβάνοντας τη θέα του
Θεού και την ατελείωτη χαρά που αυτός προσφέρει42. Αυτά είναι τα βασικά σηµεία
στα οποία στηρίζει ο ∆αµασκηνός την ύπαρξη αυτεξουσίου στους αγγέλους, ενώ
παράλληλα αποφεύγει να µπει σε περισσότερες λεπτοµέρειες, αφού όπως
παραδέχεται οι ανθρώπινες γνωστικές και αντιληπτικές ικανότητες είναι εξαιρετικά
περιορισµένες, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει µε τον τρόπο ύπαρξης των αγγελικών
δυνάµεων43.

2. ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

Προηγουµένως κάναµε λόγο για την πτώση των αγγέλων, µία πτώση που
ουσιαστικά αποτέλεσε συνειδητή επιλογή τους και ήρθε ως φυσιολογική συνέπεια
της εκούσιας αποµάκρυνσής τους από τον αγαθό Θεό και τη µετατροπή τους σε
δαίµονες. Το γεγονός αυτό, αποτελεί µία ακόµη απόδειξη της κατοχής αυτεξουσίου
από τους αγγέλους και µάλιστα της κακής του χρήσης. Αξίζει εποµένως να

41 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 869A: «Διὰ τοῦ Λόγου τοίνυν ἐκτίσθησαν
πάντες οἱ ἄγγελοι καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐτελειώθησαν, κατ᾿ ἀναλογίαν
τῆς ἀξίας καὶ τῆς τάξεως τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς χάριτος μετέχοντες.» και PG 94, 869C-872A:
«Διαφέροντες δὲ ἀλλήλων τῷ φωτισμῷ καὶ τῇ στάσει, εἴτε πρὸς τὸν φωτισμὸν τὴν στάσιν ἔχοντες ἢ
πρὸς τὴν στάσιν τοῦ φωτισμοῦ μετέχοντες καὶ ἀλλήλους φωτίζοντες διὰ τὸ ὑπερέχον τῆς τάξεως ἢ
φύσεως. Δῆλον δέ, ὡς οἱ ὑπερέχοντες τοῖς ὑποβεβηκόσι μεταδιδόασι τοῦ τε φωτισμοῦ καὶ τῆς
γνώσεως.». Μάλιστα, όπως σημειώνει ο Ν.Ματσούκας, είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτήν την
κοινωνία απουσιάζει η ισοπεδωτική ομοιομορφία. Κάθε ον προκόβει σύμφωνα με τη χρήση του
αυτεξουσίου του. Θα μπορούσε ενδεχομένως να πει κανείς πως η αγγελική κοινωνία αποτελεί
παράδειγμα προς μίμηση, αφού σε αυτήν κυριαρχεί η χαρισματική ιεραρχία, ενώ αντιθέτως στις
κοινωνίες των ανθρώπων επικρατούν η κυριαρχικότητα και η βία. Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού,
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου
Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 465.
42 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1228A: «Οἱ δὲ τὰ ἀγαθὰ πράξαντες

ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος σὺν ἀγγέλοις εἰς ζωὴν αἰώνιον σὺν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, ὁρῶντες
αὐτὸν ἀεί, καὶ ὁρώμενοι καὶ ἄληκτον τὴν ἀπ᾿ αὐτοῦ εὐφροσύνην καρπούμενοι, αἰνοῦντες αὐτόν
σύν τῷ Πατρί καί Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τούς ἀπείρους αἰῶνας τῶν αἰώνων.»
43 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 869C: «Εἴτε ἴσοι κατ᾿ οὐσίαν εἴτε

διαφέροντες ἀλλήλων, οὐκ ἴσμεν. Μόνος δὲ ὁ ποιήσας αὐτοὺς Θεὸς ἐπίσταται, ὁ καὶ τὰ πάντα
εἰδώς».

29
Χαρίδημου Α. Κουτρή

αναφέρουµε αρκετές από τις πληροφορίες που παραθέτει ο ιερός συγγραφέας και
που αφορούν στη «δηµιουργία», ή καλύτερα στην προέλευση, των δαιµόνων µέσα
από την άσκηση του αυτεξουσίου τους.

Κατ’ αρχάς ο ∆αµασκηνός στηριζόµενος στο Γεν. 1,31 τονίζει ότι ο αγαθός
Θεός δηµιουργεί µονάχα «λίαν καλά» δηµιουργήµατα44. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και
οι δαίµονες δηµιουργήθηκαν όντες αγαθοί αρχικά και µη έχοντας ίχνος κακίας
µέσα τους. Μάλιστα στον αρχηγό αυτών, τον Εωσφόρο, είχε ανατεθεί η φύλαξη
της γης και όσων βρίσκονται γύρω από αυτήν45. Ο ίδιος όµως δεν αρκέστηκε στο
φωτισµό και την τιµή που του παρείχε ο Θεός και θέλησε να τον υποκαταστήσει.
Γι’ αυτό το λόγο και επέλεξε αυτεξούσια να αποµακρυνθεί από τον αγαθό Θεό,
ακολουθώντας την αντίθετη φορά προς το «λιγότερο καλό», δηλαδή προς το
κακό46 γενόµενος κατ’ αυτόν τον τρόπο Σατανάς-∆ιάβολος47.

44 Βλ. Γέν. 1,31: «καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» και Έκδοσις Ακριβής
της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 876A.
45 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 874C-876A: «Ἐκ τούτων τῶν ἀγγελικῶν

δυνάμεων πρωτοστάτης τῆς περιγείου τάξεως καὶ τῆς γῆς τὴν φυλακὴν ἐγχειρισθεὶς παρὰ Θεοῦ οὐ
φύσει πονηρὸς γεγονώς, ἀλλ᾿ ἀγαθὸς ὢν καὶ ἐπ᾿ ἀγαθῷ γενόμενος καὶ μηδ᾿ ὅλως ἐν ἑαυτῷ παρὰ
τοῦ Δημιουργοῦ κακίας ἐσχηκὼς ἴχνος».
46 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 876Α: «μὴ ἐνέγκας τόν τε φωτισμὸν τήν τε

τιμήν, ἣν αὐτῷ ὁ Δημιουργὸς ἐδωρήσατο, αὐτεξουσίῳ προαιρέσει ἐτράπη ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν εἰς τὸ
παρὰ φύσιν καὶ ἐπήρθη κατὰ τοῦ πεποιηκότος αὐτὸν Θεοῦ, ἀντᾶραι αὐτῷ βουληθεὶς, καὶ πρῶτος
ἀποστὰς τοῦ ἀγαθοῦ ἐν τῷ κακῷ ἐγένετο·»· 93, PG 94, 1196C-1197Α: «Πόθεν οὖν ἡ ἁμαρτία; Τῆς
αὐτεξουσίου γνώμης τοῦ Διαβόλου εὕρημα. Κακὸς οὖν ὁ Διάβολος; Καθὸ μὲν γέγονεν, οὐ κακός,
ἀλλ᾿ ἀγαθός· ἄγγελος γὰρ λαμπρὸς καὶ φωτεινὸς ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ ἔκτισται, αὐτεξούσιος ὡς
λογικός, ἑκουσίως τε τῆς κατὰ φύσιν ἀρετῆς ἀπεφοίτησε καὶ ἐν τῷ ζόφῳ τῆς κακίας γέγονε, Θεοῦ
μακρυνθεὶς τοῦ μόνου ἀγαθοῦ καὶ φωτοποιοῦ· ἐξ αὐτοῦ γὰρ πᾶν ἀγαθὸν ἀγαθύνεται». Ιερά
Παράλληλα, PG 95, 1408D-1409A: «Πόθεν πονηρὸς ὁ διάβολος; ἐκ τῆς οἰκείας προαιρέσεως.
Αὐθαίρετον γὰρ ἔχων τὴν ζωὴν, καὶ ἐπ' αὐτῷ κειμένην τὴν ἐξουσίαν, ἢ παραμένειν τῷ Θεῷ, ἢ
ἀλλοτριωθῆναι τοῦ ἀγαθοῦ, Γαβριὴλ ἄγγελος, καὶ παρέστηκε τῷ Θεῷ διηνεκῶς, ὁ Σατανᾶς
ἄγγελος, καὶ ἐξέπεσε τῆς οἰκείας τάξεως. Κἀκεῖνον μὲν ἡ προαίρεσις διεφύλαξε τοῖς ἄνω, καὶ
τοῦτον κατέῤῥιψε τῆς γνώμης τὸ αὐτεξούσιον. Ἠδύνατο γὰρ κἀκεῖνος ἀποστῆναι, καὶ οὗτος μὴ
ἐκπεσεῖν· ἀλλὰ τὸν μὲν διεσώσατο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τὸ ἀκόρεστον, τὸν δὲ ἀπόβλητον ἔδειξεν ἡ
ἐκ Θεοῦ ἀναχώρησις.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 908A: «εἷς δὲ τῶν εἰρημένων ἀγγελικῶν
δυνάμεων, μιᾶς στρατιᾶς πρωτοστάτης, οὐδόλως ἐν ἑαυτῷ παρὰ τοῦ Δημιουργοῦ κακίας φυσικῆς
ἐσχηκὼς ἴχνος ἀλλ' ἐπ' ἀγαθῷ γενόμενος, αὐτεξουσίῳ προαιρέσει ἐτράπη ἐκ τοῦ καλοῦ εἰς τὸ
κακόν, καὶ ἐπήρθη τῇ ἀπονοίᾳ, ἀντᾶραι βουληθεὶς τῷ Δεσπότῃ καὶ Θεῷ. διὸ ἀπεβλήθη τῆς τάξεως
αὐτοῦ καὶ τῆς ἀξίας, καί, ἀντὶ τῆς μακαρίας δόξης ἐκείνης καὶ ἀγγελικῆς ὀνομασίας, διάβολος
ἐκλήθη καὶ Σατανᾶς προσωνόμασται. ἔρριψε γὰρ αὐτὸν ὁ Θεὸς ὡς ἀνάξιον τῆς ἄνωθεν δόξης·».
47 Η λέξη Σατανάς προέρχεται από το εβραϊκό ha-Satan ( ‫ ) הַשָׂ טָ ן‬που σημαίνει «κατήγορος»,

αντίστοιχο της ελληνικής λέξης Διάβολος-διαβολέας. Για τη σύνδεση των όρων στην Αγία Γραφή,
βλέπε ενδεικτικά Σοφ.Σολ. 2,24: «φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον»· Ησ. 14,12:
«πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωΐ ἀνατέλλων; συνετρίβη εἰς τὴν γῆν ὁ
ἀποστέλλων πρὸς πάντα τὰ ἔθνη»· Λουκ. 13,18: «Εἶπε δὲ αὐτοῖς· Ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς
ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα»· 22,3-4: «Εἰσῆλθε δὲ ὁ σατανᾶς εἰς Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον
Ἰσκαριώτην, ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα, καὶ ἀπελθὼν συνελάλησε τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ
γραμματεῦσι καὶ στρατηγοῖς τὸ πῶς αὐτόν παραδῷ αὐτοῖς»· Αποκ. 12,9: «καὶ ἐβλήθη ὁ δράκων, ὁ
ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς»· 20,2: «καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα,

30
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Μάλιστα, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, το κακό δεν είναι τίποτε περισσότερο


από τη στέρηση του αγαθού, ενώ παράλληλα χρησιµοποιεί τον γνωστό πατερικό
παραλληλισµό του αγαθού µε το φως και του κακού µε το σκότος. Όπως δηλαδή
κάποιος που αποµακρύνεται από το φως καταλήγει στο σκοτάδι, έτσι και ο
Εωσφόρος αποµακρυνόµενος από το αγαθό κατέληξε στο κακό. Αυτά είναι και τα
δύο άκρα, θα µπορούσε κανείς να πει, µέσα στα οποία κινείται το αυτεξούσιο όλων
των λογικών όντων, ενσώµατων και ασώµατων: το αγαθό και το κακό, το φως και
το σκοτάδι48.

Την ίδια µε τον Εωσφόρο πορεία της πτώσης και της αποµάκρυνσης από το
αγαθό προς το κακό ακολούθησε και πλήθος άλλων εκπεσόντων αγγέλων, οι
οποίοι αυτεξούσια µετατράπηκαν από αγγέλους σε δαίµονες49. Είναι προφανές για
ποιους λόγους τονίζει ο ∆αµασκηνός ότι η πτώση του Εωσφόρου και των αγγέλων
του αποτελεί ξεκάθαρα εκούσια επιλογή τους µέσα από τις δυνατότητες χρήσης
του αυτεξουσίου που δώρισε ο αγαθός Θεός σε όλα τα ελεύθερα και λογικά όντα.
∆ιασφαλίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο τόσο η αγαθότητα του Θεού, όσο και η
αγαθότητα ολόκληρης της δηµιουργίας, συµπεριλαµβανοµένων και των
50
δαιµόνων . Εκτός αυτού, καθίσταται φανερή και η προσωπική ευθύνη που φέρει

τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ πλανῶν οἰκουμένην, καὶ ἔδησεν αὐτὸν
χίλια ἔτη».
48 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 876Α: «οὐδὲν γὰρ ἕτερόν ἐστι τὸ κακὸν εἰ

μὴ τοῦ ἀγαθοῦ στέρησις, ὥσπερ καὶ τὸ σκότος φωτός ἐστι στέρησις. Τὸ γὰρ ἀγαθὸν φῶς
ἐστι νοητόν· ὁμοίως καὶ τὸ κακὸν σκότος ἐστὶ νοητόν.»· 44, PG 94, 973A-976Α: «ἡ γὰρ κακία οὐδὲν
ἕτερόν ἐστιν, εἰ μὴ ἀναχώρησις τοῦ ἀγαθοῦ, ὥσπερ καὶ τὸ σκότος τοῦ φωτός ἐστιν ἀναχώρησις.
Μένοντες οὖν ἐν τῷ κατὰ φύσιν ἐν τῇ ἀρετῇ ἐσμεν, ἐκκλίνοντες δὲ ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν, ἤγουν ἐκ τῆς
ἀρετῆς, εἰς τό παρὰ φύσιν ἐρχόμεθα καὶ ἐν τῇ κακίᾳ γινόμεθα.»· Για το πρόβλημα του κακού βλ.
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Το πρόβλημα του Κακού, όπ. παρ.· Ο Σατανάς, όπ. παρ.· Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος
Θεολογίας Α΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 187εξ.· Η Θεοδικία ως θέμα σύγχρονου
θεολογικού προβληματισμού, στο Εισηγήσεις μαθημάτων θεολογικού κύκλου «Ανοιχτού
Πανεπιστημίου» Δήμου Θεσσαλονίκης 2004-2005, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 145-188. ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Το
αίνιγμα του κακού, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2008.
49 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 876ΑΒ: «Συναπεσπάσθη δὲ καὶ

ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ συνέπεσε πλῆθος ἄπειρον τῶν ὑπ᾿ αὐτῷ τεταγμένων ἀγγέλων. Τῆς αὐτῆς
τοιγαροῦν φύσεως τοῖς ἀγγέλοις ὑπάρχοντες, κακοὶ γεγόνασι, τὴν προαίρεσιν ἑκουσίως ἐκ τοῦ
ἀγαθοῦ πρὸς τὸ κακὸν ἐκκλίναντες»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 908AΒ: «συναπεσπάσθη δὲ αὐτῷ
καὶ συναπεβλήθη καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ ὑπ' αὐτὸν τάγματος τῶν ἀγγέλων, οἵτινες, κακοὶ γεγονότες
τὴν προαίρεσιν, καί, ἀντὶ τοῦ ἀγαθοῦ τῇ ἀποστασίᾳ ἐξακολουθήσαντες τοῦ ἄρχοντος αὐτῶν,
δαίμονες ὠνομάσθησαν, ὡς πλάνοι καὶ ἀπατεῶνες».
50 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 865A: «Αὐτὸς τῶν ἀγγέλων ἐστὶ ποιητὴς

καὶ Δημιουργὸς, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν αὐτούς, κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα κτίσας
αὐτοὺς φύσιν ἀσώματον»· 86, PG 94, 1136C-1137Α: «Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα
κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι· αὐτὸς γάρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ εἶναι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ
εἰσι τὰ ὄντα, οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν, ἀλλ᾿ ὅτι ἡ αὐτοῦ
ἐνέργεια τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ συνέχει· ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα· κατά τε γὰρ τὸ εἶναι
καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ ἀγαθοῦ. Τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ προειρημένα μέν, οὐ
μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικόν, καὶ ταῦτα μᾶλλον· οἰκειότερα γάρ πώς εἰσι πρὸς αὐτόν, εἰ καὶ

31
Χαρίδημου Α. Κουτρή

κάθε λογικό ον, το οποίο πλέον αυτεξούσια κινείται προς το αγαθό ή προς το κακό.

Άλλωστε βάση της Ορθόδοξης θεολογίας είναι η παραδοχή ότι ο Τριαδικός


Θεός είναι Θεός αγάπης και όχι Θεός τιµωρός51. Σύµφωνα µε αυτήν τη θεώρηση, ο

πάντων οὗτος ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως»· Περί των οκτώ της πονηρίας πνευμάτων, PG 95, 97Β: «Kai\
to\ me\n kat' ei)ko/na, pa=j a)/nqrwpoj ke/kthtai: a)metame/lhta ga\r ta\ xari/smata tou= Qeou=.».
Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ
κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «Kata\
po/souj tro/pouj le/getai to\ "kat' ei)ko/na"; Kata\ to\ logiko\n kai\ noero\n kai\ au)tecou/sion, kata\ to\
genna=n to\n nou=n lo/gon kai\ proba/llein pneu=ma· kata\ to\ a)rxiko/n. Kata\ tau=ta kai\ oi( a)/ggeloi kai\
oi( a)/nqrwpoi kat' ei)ko/na»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 997A: «οὕτως αὐτεξουσίως βουλευομένων
τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν τις προαιρῆται, κατὰ τοσοῦτον καὶ
μετέχει τοῦ θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας ἐπιτηδεύμασι». Μολονότι ο
Δαμασκηνός δεν παίρνει θέση για το ζήτημα, θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί στο συμπέρασμα
ότι ακόμη και οι δαίμονες παραμένουν αγαθοί και «κατ’ εικόνα» Θεού, δεδομένου ότι το «κατ’
εικόνα» των όντων συνδέεται με τη λογικότητα και την αυτεξουσιότητά τους, ενώ είναι σαφές ότι ο
Θεός δεν ανακαλεί τις δωρεές του. Άλλωστε, όπως αναφέρει και ο ιερός συγγραφέας, ο Θεός
πάντοτε προσφέρει απλόχερα τα δώρα του. Το ερώτημα είναι το πόσο κανείς επιθυμεί αυτεξούσια
να μετέχει σε αυτά. Με βάση τα παραπάνω επομένως το ζητούμενο δεν είναι η διατήρηση ή η
απώλεια του «κατ’ εικόνα», αλλά ο βαθμός διατήρησης ή αμαύρωσής του και η προσπάθεια
αποκατάστασής του. Σε ό,τι αφορά τώρα στο ερώτημα που ενδεχομένως να προκύπτει για το αν οι
δαίμονες διατηρούν την αυτεξουσιότητά τους μετά την πτώση τους, οφείλουμε και πάλι να
ξεκαθαρίσουμε ότι ο Δαμασκηνός δεν το δηλώνει ξεκάθαρα. Ωστόσο όμως από τη στιγμή που στα
συγγράμματά του γίνεται σαφής σύνδεση της λογικότητας με την αυτεξουσιότητα, μπορεί κανείς
να συμπεράνει ότι οι δαίμονες ως λογικά όντα παραμένουν αυτεξούσιοι και μετά την πτώση τους.
Τα άλογα όντα δεν φέρουν ευθύνη των πράξεών τους και συνεπώς δεν μπορεί να τους
καταλογιστεί η αμαρτία που καταλογίζεται στους δαίμονες. Θα μπορούσαμε επομένως να
κάνουμε λόγο για διατήρηση του αυτεξουσίου των αγγέλων και μετά την πτώση, παράλληλα όμως
και για παγίωση της φοράς του σε μία μόνιμη αποδοχή του Θεού ή σε μία μόνιμη άρνησή του.
Άλλωστε δεν είναι λίγες οι φορές που ο Δαμασκηνός τονίζει ότι η παγίωση του Διαβόλου
συνδέεται άμεσα με την αμετανοησία του και όχι με κάποια οντολογική του αδυναμία να
επιστρέψει στον Θεό. Τέλος, προς την κατεύθυνση της διατήρησης της αυτεξουσιότητας των
αγγέλων και των δαιμόνων ακόμη και μετά την πτώση, δείχνει και η θέση του Δαμασκηνού ότι η
πρόοδος τους στην αγαθότητα ή η επιδείνωση τους στην κακία δεν γίνεται με σταθερό ρυθμό.
Άλλες φορές επιταχύνεται και άλλες φορές επιβραδύνεται. Βλ. χαρακτηριστικά Έκδοσις Ακριβής
της Ορθοδόξου Πίστεως 3, PG 94, 796Β: «Τίς οὖν οὐ συνθήσεται πάντα τὰ ὄντα, ὅσα ὑπὸ τὴν
ἡμετέραν αἴσθησιν, ἀλλὰ μὴν καὶ ἀγγέλους τρέπεσθαι καὶ ἀλλοιοῦσθαι καὶ πολυτρόπως κινεῖσθαι
καὶ μεταβάλλεσθαι; Τὰ μὲν νοητά, ἀγγέλους φημὶ καὶ ψυχὰς καὶ δαίμονας, κατὰ προαίρεσιν τήν τε
ἐν τῷ καλῷ προκοπὴν καὶ τὴν ἐκ τοῦ καλοῦ ἀποφοίτησιν, ἐπιτεινομένην τε καὶ ὑφιεμένην·»· Κατά
Μανιχαίων, PG 94, 1569BC: «(O qeo\j kai\ t%= diabo/l% a)ei\ pare/xei ta\ a)gaqa/, a)ll' e)kei=noj ou) qe/lei
labei=n. Kai\ e)n t%= me/llonti ai)w=ni pa=si di/dwsin o( qeo\j ta\ a)gaqa/: phgh\ ga/r e)sti tw=n a)gaqw=n pa=si
bru/ousa th\n a)gaqo/thta, e(/kastoj de/, kaqw\j e(auto\n kateskeu/ase dektiko/n, mete/xei tou= a)gaqou=.
)Entau=qa me\n ou)=n peri\ a)/lla th\n o)/recin e)/xontej kai\ e)pitugxa/nontej ka)\n posw=j h(dw/meqa, e)kei=se
de/, o(/tan "o( qeo\j ei)/h ta\ pa/nta e)n pa=si", mh\ brw/sewj ou)/shj, mh\ po/sewj mhde/ tinoj sarkikh=j
h(donh=j mhde/ tinoj a)diki/aj oi( mhde\ ta\j sunh/qeij h(dona\j e)/xontej mhde\ tw=n e)k qeou= dektikoi\ o)/ntej
o)dunw=ntai a)nhke/stwj, ou) tou= qeou= ko/lasin poih/santoj, a)lla\ h(mw=n e(autoi=j th\n ko/lasin
eu)trepisa/ntwn, e)pei\ ou)de\ qa/naton o( qeo\j e)poi/hse, a)ll' h(mei=j e(autoi=j tou=ton e)pespasa/meqa.»·
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 189εξ.
51Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Α: «Au)to\j me\n ou)=n o( qeo\j fu/sei a)gaqo\j kai\ sumpaqh\j w)\n ou)
qe/lei th\n a(marti/an, ou) qe/lei to\n qa/naton tou= a(martwlou= ou)de\ te/rpetai e)p' a)pwlei/# zw/ntwn ou)de\
pa/qei o)rgh=j kate/xetai h)\ kola/zei, a)lla\ pa=si bru/ei ta\ a)gaqa/.»· PG 94, 1577C: «)All' ou)de\ ai(
timwri/ai h(mw=n to\n qeo\n e)/xousin ai)/tion. Ou) ga\r o( krith/j e)sti th=j timwri/aj tou= ponhrou= ai)/tioj,
ei) kai\ au)to\j qe/lwn kri/nei, a)ll' ai)/tioj me/n e)stin o( ptai/saj th=j e(autou= timwri/aj, o( de\ krith\j th=j
dikaiosu/nhj ai)/tioj: a)gaqo\n de\ h( dikaiosu/nh.»· πρβλ. Ιεζ. 33,11-16· Σοφ.Σολ. 1,13· Ματθ. 7,8·

32
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

αγαθός Θεός δεν τιµωρεί κανέναν. Ούτε καν τον Σατανά. Τα ίδια τα όντα είναι που
επιλέγουν να τον πλησιάσουν ή να αποµακρυνθούν από κοντά του. Ας µην
ξεχνάµε εποµένως ότι τόσο στην περίπτωση του Εωσφόρου και των δαιµόνων του,
όσο και στην περίπτωση του ανθρώπου, είναι περισσότερο δόκιµο να κάνουµε
λόγο για Πτώση και όχι για τιµωρία, δεδοµένου ότι η πτώση από τη φύση της
αποτελεί φυσική συνέπεια των πράξεων των αυτεξούσιων όντων και όχι κάποια
ποινή που επιβάλλεται εξωτερικά από µία θεία δύναµη52.

Αυτή η «ἐκ προαιρέσεως» λοιπόν πτώση του Εωσφόρου και των δαιµόνων

συνοδεύτηκε από την αµεταµέλητη και άτρεπτη παγιότητα στο κακό, γεγονός που
ουσιαστικά αποτελεί και τον λόγο µη επιστροφής τους στον αγαθό Θεό53. Την
παγίωση αυτή ο ∆αµασκηνός τη στηρίζει στο γεγονός ότι οι άγγελοι και οι δαίµονες
είναι ασώµατοι και εποµένως µε το που επιθυµήσουν το αγαθό ή το κακό, µπορούν
αυτοµάτως να κινηθούν προς αυτό54. Η απουσία δηλαδή σώµατος δεν δίνει λόγο
στους δαίµονες να µετανοήσουν, ενώ παράλληλα τους αφαιρεί και το
«ελαφρυντικό» της αδύναµης, φθαρτής και ευπαθούς σάρκας, που έχουν οι
άνθρωποι55. Γι’ αυτό και ο ∆αµασκηνός παροµοιάζει την πτώση των δαιµόνων µε

Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 237· J.RATZINGER, Einfürhung in das Christentum,
München 1969, σ. 231.
52 Παρ’ όλα αυτά οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι δεν είναι λίγες οι φορές που ο ίδιος ο

Δαμασκηνός χρησιμοποιεί ορολογία που αποδίδει την ενέργεια της απομάκρυνσης του Εωσφόρου
και των Πρωτόπλαστων στον ίδιο τον Θεό ως Κριτή. Βλ. Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 908AΒ:
«ἔρριψε γὰρ αὐτὸν ὁ Θεὸς ὡς ἀνάξιον τῆς ἄνωθεν δόξης· συναπεσπάσθη δὲ αὐτῷ καὶ
συναπεβλήθη καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ ὑπ' αὐτὸν τάγματος τῶν ἀγγέλων, οἵτινες, κακοὶ γεγονότες
τὴν προαίρεσιν, καί, ἀντὶ τοῦ ἀγαθοῦ τῇ ἀποστασίᾳ ἐξακολουθήσαντες τοῦ ἄρχοντος αὐτῶν,
δαίμονες ὠνομάσθησαν, ὡς πλάνοι καὶ ἀπατεῶνες.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1164D: «Πρώτην
ὤφλησε τιμωρίαν ὁ ἄνθρωπος τῷ Θεῷ, ὅτι ἀπέστησεν ἑαυτὸν τοῦ ποιήσαντος, καὶ πρὸς τὸν
ἐναντίον ἀπηυτομόλησεν, δραπέτης τοῦ κατὰ φύσιν ∆εσπότου, καὶ ἀποστάτης γενόμενος.
∆ευτέραν δὲ, ὅτι τὴν πονηρὰν τῆς ἁμαρτίας δουλείαν ἀντὶ τῆς αὐτεξουσίου ἐλευθερίας ἠλλάξατο,
καὶ προετίμησεν τοῦ δουλεύειν Θεῷ τὸ τυραννεῖσθαι ἀπὸ τῆς καταφθειρούσης δυνάμεως.»·
Ωστόσο, όπως θα δούμε και παρακάτω, δεν πρόκειται για τιμωρία, ούτε καν για αποκατάσταση
της θείας δικαιοσύνης ύστερα από κάποια διατάραξή της, αλλά περισσότερο για εκούσια
εκχώρηση του αγαθού Θεού να επιτρέψει στο πλάσμα του να ακολουθήσει ελεύθερα τον δρόμο
που επέλεξε, ανεξαρτήτως των όποιων συνεπειών μπορεί αυτό να έχει για το ίδιο.
53 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977ΒC: «Ἐκεῖνος γάρ διὰ τὸ ἄφθαρτον

μετὰ τὴν ἐκ προαιρέσεως ἔκπτωσιν τὴν ἐν τῷ κακῷ ἀμεταμέλητον ἔσχε καὶ ἄτρεπτον παγιότητα,
ὥσπερ αὖ πάλιν καὶ οἱ ἄγγελοι, μετὰ τὴν ἐκ προαιρέσεως τῆς ἀρετῆς ἐκλογὴν, τὴν ἐν τῷ καλῷ διὰ
τῆς χάριτος ἀμετακίνητον ἵδρυσιν»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Β: «(Wj ga\r oi( dai/monej meta\ th\n
e)/kptwsin ou) metanoou=sin ou)de\ oi( a)/ggeloi nu=n ou)x a(marta/nousi, a)ll' a)mfo/teroi e)/sxon to\
a)/trepton, ou(/tw kai\ oi( a)/nqrwpoi meta\ qa/naton to\ a)/trepton e)/xousi.»· πρβλ. Κατά Μανιχαίων, PG
94, 1569B: «(O qeo\j kai\ t%= diabo/l% a)ei\ pare/xei ta\ a)gaqa/, a)ll' e)kei=noj ou) qe/lei labei=n».
54 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1041C: «ἐπὶ δὲ ἀγγέλων ὡς συντρεχούσης

τῇ ἕξει τῆς προχειρήσεως καὶ παρενθήκην ὅλως χρόνου μὴ παραδεχομένης· ἔχων γὰρ φυσικῶς τὸ
αὐτεξούσιον ἀπαρεμποδίστως τούτῳ κέχρηται, μηδὲ τὴν ἐκ σώματος ἀντιπάθειαν ἔχων».
55 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 868B: «Ἀνεπίδεκτος μετανοίας, ὅτι καὶ

ἀσώματος· ὁ γὰρ ἄνθρωπος διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀσθένειαν τῆς μετανοίας ἔτυχεν».

33
Χαρίδημου Α. Κουτρή

το σαρκικό θάνατο του ανθρώπου, µια κατάσταση δηλαδή ύστερα από την οποία
επέρχεται η παγίωση και δεν καθίσταται δυνατή η µετάνοια56.

Όπως και στην περίπτωση των αγγέλων, έτσι και σε αυτή των δαιµόνων, η
παγίωσή τους θα συνεχιστεί και µετά τη ∆ευτέρα Παρουσία και την Ηµέρα της
Κρίσης, οπόταν και θα παραδοθούν µαζί µε τον ∆ιάβολο, τον Αντίχριστο και τους
αµαρτωλούς ανθρώπους στο αιώνιο πυρ57.

Έχοντας πλέον παρουσιάσει τη θέση του ∆αµασκηνού για το αυτεξούσιο


των δαιµόνων και την εσφαλµένη χρήση του από τους ίδιους, κρίνεται σκόπιµο
στο σηµείο αυτό να γίνουν δύο πολύ λεπτές διευκρινίσεις, για την αποφυγή
ενδεχόµενων παρερµηνειών:

α) ο λόγος για τον οποίο οι δαίµονες δεν µετανοούν και δεν επιστρέφουν
στο αγαθό δεν έχει να κάνει µε το ότι ο Θεός τους στερεί τη δυνατότητα
αυτή. Ο Θεός όντας φύσει αγαθός και συγχωρητικός δεν χαίρεται µε
την απώλεια κανενός δηµιουργήµατός του58 και δεν αρνείται ποτέ τη
µετάνοια κανενός59. Οι ίδιοι οι δαίµονες και ο Εωσφόρος είναι που δεν
θέλουν να επιστρέψουν και ο Θεός απλά σέβεται την αυτεξούσια αυτή
επιλογή τους εκχωρώντας τους το δικαίωµα να τον αρνηθούν και να
αποµακρυνθούν από κοντά του60.

56 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 877C: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι, ὅπερ ἐστὶ
τοῖς ἀνθρώποις ὁ θάνατος, τοῦτο τοῖς ἀγγέλοις ἡ ἔκπτωσις. Μετὰ γὰρ τὴν ἔκπτωσιν οὐκ ἔστιν
αὐτοῖς μετάνοια, ὥσπερ οὐδὲ τοῖς ἀνθρώποις μετὰ τὸν θάνατον.»· πρβλ. Λουκ. 13,18: "Εἶπε δὲ
αὐτοῖς· Ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα".
57 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1228A: «καὶ παραστησόμεθα τῷ φοβερῷ

τοῦ Χριστοῦ βήματι· καὶ παραδοθήσεται ὁ Διάβολος καὶ οἱ δαίμονες αὐτοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτοῦ,
ἤγουν ὁ Ἀντίχριστος, καὶ οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, οὐχ ὑλικὸν, οἷον τὸ
παρ᾿ ἡμῖν, ἀλλ᾿ οἷον εἰδείη Θεός». Η χρήση του όρου «ἁμαρτωλοὶ» δεν γίνεται εδώ για να δηλώσει
όσους ανθρώπους έχουν αμαρτήσει, αφού «ουδείς αναμάρτητος», αλλά αναφέρεται σε αυτούς που
καίτοι αμαρτάνουν, δεν μετανοούν, σε αυτούς δηλαδή που εμμένουν στη φαυλότητα και στην
παρά φύση χρήση του αυτεξουσίου τους και απομακρύνονται ακόμη περισσότερο από τον Θεό.
58 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Α: «75. Au)to\j me\n ou)=n o( qeo\j fu/sei a)gaqo\j kai\ sumpaqh\j w)\n ou)

qe/lei th\n a(marti/an, ou) qe/lei to\n qa/naton tou= a(martwlou= ou)de\ te/rpetai e)p' a)pwlei/# zw/ntwn ou)de\
pa/qei o)rgh=j kate/xetai h)\ kola/zei, a)lla\ pa=si bru/ei ta\ a)gaqa/.»· πρβλ. Ιεζ. 33,11-16· Σοφ.Σολ. 1,13·
Ματθ. 7,8.
59 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Β: «meta\ de\ qa/naton ou)ke/ti troph/, ou)ke/ti meta/noia, ou)xi\ tou=

qeou= mh\ dexome/nou meta/noian®au)to\j ga\r e(auto\n a)rnh/sasqai ou) du/natai ou)de\ a)poba/lletai th\n
sumpa/qeian®.»· πρβλ. Β΄ Τιμ. 2,13· πρβλ. π.Σ.ΤΟΛΙΟΥ, Η εσχατολογία του αγίου Ιωάννου του
Δαμασκηνού, Πρακτικά Κ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός»,
Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 291-299.
60 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1569BC: «(O qeo\j kai\ t%= diabo/l% a)ei\ pare/xei ta\ a)gaqa/, a)ll' e)kei=noj

ou) qe/lei labei=n. Kai\ e)n t%= me/llonti ai)w=ni pa=si di/dwsin o( qeo\j ta\ a)gaqa/: phgh\ ga/r e)sti tw=n
a)gaqw=n pa=si bru/ousa th\n a)gaqo/thta, e(/kastoj de/, kaqw\j e(auto\n kateskeu/ase dektiko/n, mete/xei
tou= a)gaqou=. )Entau=qa me\n ou)=n peri\ a)/lla th\n o)/recin e)/xontej kai\ e)pitugxa/nontej ka)\n posw=j
h(dw/meqa, e)kei=se de/, o(/tan "o( qeo\j ei)/h ta\ pa/nta e)n pa=si", mh\ brw/sewj ou)/shj, mh\ po/sewj mhde/ tinoj
sarkikh=j h(donh=j mhde/ tinoj a)diki/aj oi( mhde\ ta\j sunh/qeij h(dona\j e)/xontej mhde\ tw=n e)k qeou=

34
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

β) ακόµη και στη χειρότερη εφαρµογή του αυτεξουσίου ενός λογικού


όντος, όπως οι δαίµονες, ο Θεός συνεχίζει να χορηγεί τις ενέργειές του
και να ζωοποιεί όλα του τα δηµιουργήµατα, ανεξαρτήτως του βαθµού
έκπτωσής τους, γεγονός που φυσικά αποτελεί µία ακόµη απόδειξη της
αγαθότητας και της αγάπης του Θεού για ολόκληρη την κτίση61.

dektikoi\ o)/ntej o)dunw=ntai a)nhke/stwj, ou) tou= qeou= ko/lasin poih/santoj, a)lla\ h(mw=n e(autoi=j th\n
ko/lasin eu)trepisa/ntwn, e)pei\ ou)de\ qa/naton o( qeo\j e)poi/hse, a)ll' h(mei=j e(autoi=j tou=ton
e)pespasa/meqa.»· Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924ΑΒ: «Ἀναμάρτητον δέ φημι
οὐχ ὡς μὴ ἐπιδεχόμενον ἁμαρτίαν –μόνον γὰρ τὸ θεῖον ἁμαρτίας ἐστὶν ἀνεπίδεκτον–, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς
ἐν τῇ φύσει τὸ ἁμαρτάνειν ἔχοντα, ἐν τῇ προαιρέσει δὲ μᾶλλον, ἤτοι ἐξουσίαν ἔχοντα μένειν καὶ
προκόπτειν ἐν τῷ ἀγαθῷ τῇ θείᾳ συνεργούμενον χάριτι, ὡσαύτως καὶ τρέπεσθαι ἐκ τοῦ καλοῦ καὶ
ἐν τῷ κακῷ γίνεσθαι, τοῦ Θεοῦ παραχωροῦντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον·»· 44, PG 94, 977ΒC: «Ἐκεῖνος
γάρ διὰ τὸ ἄφθαρτον μετὰ τὴν ἐκ προαιρέσεως ἔκπτωσιν τὴν ἐν τῷ κακῷ ἀμεταμέλητον ἔσχε καὶ
ἄτρεπτον παγιότητα, ὥσπερ αὖ πάλιν καὶ οἱ ἄγγελοι, μετὰ τὴν ἐκ προαιρέσεως τῆς ἀρετῆς
ἐκλογὴν, τὴν ἐν τῷ καλῷ διὰ τῆς χάριτος ἀμετακίνητον ἵδρυσιν»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς τοῦ
Θεοῦ παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν.»· Εις προς Ρωμαίους
Επιστολήν, PG 95, 532B: «To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.»· PG 95, 536C: «(/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j pa/qh a)timi/aj, kai\ to\, )Etu/flwse ta\
noh/mata tw=n a)pi/stwn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n sugxw/rhsin au)tou= e(ka/st% w(j
bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au)tecou/sion: ou(/twj kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\,
sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/fuktoj a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/sthsen e)/legxon. ga\r
a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\ au)tecou/sion.»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ
και Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ ἀποστερεῖ τινα τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται τοὺς ἑκουσίως τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος
ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει, ἕως ἐν τῷ παρόντι βίῳ ἐστί.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ.,
σ. 189εξ.
61 Γι’ αυτό άλλωστε και ο Δαμασκηνός, αλλά και ολόκληρη η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση,

κάνει λόγο για «πῦρ τὸ αἰώνιον» και όχι για παύση της ύπαρξης, που αυτομάτως θα σήμαινε και
άρση της δημιουργικής ενέργειας του Θεού. Για το θέμα αυτό όμως θα μιλήσουμε εκτενέστερα σε
επόμενο κεφάλαιο. Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1228A: «καὶ
παραστησόμεθα τῷ φοβερῷ τοῦ Χριστοῦ βήματι· καὶ παραδοθήσεται ὁ Διάβολος καὶ οἱ δαίμονες
αὐτοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτοῦ, ἤγουν ὁ Ἀντίχριστος, καὶ οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸ πῦρ τὸ
αἰώνιον, οὐχ ὑλικὸν, οἷον τὸ παρ᾿ ἡμῖν, ἀλλ᾿ οἷον εἰδείη Θεός.»· πρβλ. Ματθ. 18,8: «Εἰ δὲ ἡ χείρ σου ἢ
ὁ πούς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν
ζωὴν κυλλὸν ἢ χωλόν, ἢ δύο χεῖρας ἢ δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.»· 25,41:
«Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων, Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ [οἱ] κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ
ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»· 25,46: «καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν
αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.»· Αποκ. 14,11: «καὶ ὁ καπνὸς τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν εἰς
αἰῶνας αἰώνων ἀναβαίνει, καὶ οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καὶ νυκτός οἱ προσκυνοῦντες τὸ
θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ, καὶ εἴ τις λαμβάνει τὸ χάραγμα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ»· 20,10: «καὶ ὁ
διάβολος ὁ πλανῶν αὐτοὺς ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ θείου, ὅπου καὶ τὸ θηρίον καὶ
ὁ ψευδοπροφήτης, καὶ βασανισθήσονται ἡμέρας καὶ νυκτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Περισσότερα για τους δαίμονες βλέπε Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄,
Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία – Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής
διδασκαλίας, όπ. παρ., σ. 185-192· Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ· Δ.ΤΣΑΜΗ, Εισαγωγή στη σκέψη των
Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ. παρ., σ. 165-169· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, όπ. παρ., σ.
437εξ.· ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ., σ. 59-60· J.MEYENDORFF, Byzantine Theology: Historical
Trends and Doctrinal Themes, εκδ. Mowbrays, London & Oxford 1974, σ. 26.

35
Χαρίδημου Α. Κουτρή

α. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Η εσφαλµένη ή άστοχη62 χρήση του αυτεξουσίου από πλευράς των


δαιµόνων και των ανθρώπων χαρακτηρίζεται ως αµαρτία, ενώ πρωταίτιος και
εφευρέτης της αµαρτίας θεωρείται από τον ∆αµασκηνό και τους Πατέρες ο
Εωσφόρος. Ο ίδιος, αν και ήταν δηµιουργηµένος αρχικά ως αγαθός, αποτέλεσε το
πρώτο λογικό ον που χρησιµοποίησε εσφαλµένα το αυτεξούσιό του προκειµένου
να κινηθεί µακριά από τον Θεό63. Η αποµάκρυνση αυτή από τη µοναδική πηγή
αγαθότητας είχε ως συνέπεια και την αυτεξούσια στέρηση της θείας χάριτος. Είναι
αυτονόητο βεβαίως πως η αποµάκρυνση αυτή δεν νοείται τοπικά, αφού ο Θεός
είναι πανταχού παρών, αλλά µονάχα κατά τη γνώµη, δηλαδή κατά το ότι επιλέγει
µονίµως να σκέφτεται, να ζει και να δρα µε τρόπο διαφορετικό του καλού64.

Άλλωστε για τον ∆αµασκηνό, αλλά και για ολόκληρη την Πατερική

62 Για την αντίληψη της αμαρτίας ως αστοχίας, βλ. ενδεικτικά Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και
Συμβολική Θεολογία Β΄, Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική χριστιανοσύνη,
Φ.Θ.Β. 3, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 212εξ. Π αράλληλα ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει:
«Το προπατορικό αμάρτημα είναι ένα οδυνηρό επειδόσιο βεβαίως, αλλά τα μεταπατορικά
αμαρτήματα αποτελούν μια διαρκή πρόκληση για άσκηση και πραγμάτωση αγαθών έργων στις
συγκεκριμένες σχέσεις της ζωής και της ιστορίας.» (σ. 213-214).
63 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 93, PG 94, 1196C-1197Α: «Πόθεν οὖν ἡ ἁμαρτία; Τῆς

αὐτεξουσίου γνώμης τοῦ Διαβόλου εὕρημα. Κακὸς οὖν ὁ Διάβολος; Καθὸ μὲν γέγονεν, οὐ κακός,
ἀλλ᾿ ἀγαθός· ἄγγελος γὰρ λαμπρὸς καὶ φωτεινὸς ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ ἔκτισται, αὐτεξούσιος ὡς
λογικός, ἑκουσίως τε τῆς κατὰ φύσιν ἀρετῆς ἀπεφοίτησε καὶ ἐν τῷ ζόφῳ τῆς κακίας γέγονε, Θεοῦ
μακρυνθεὶς τοῦ μόνου ἀγαθοῦ καὶ φωτοποιοῦ· ἐξ αὐτοῦ γὰρ πᾶν ἀγαθὸν ἀγαθύνεται»· Διάλεξις
Σαρακηνού και Χριστιανού, PG 94, 1589B: «Erwthqei\j o( Xristiano\j para\ Sarakhnou=: Ti/na le/geij
ai)/tion kalou= kai\ kakou=; o( Xristiano/j: Pa/ntwn tw=n a)gaqw=n ou)de/na fame\n ai)/tion ei)=nai ei) mh\ to\n
qeo/n, kakw=n de\ ou)/. Kai\ a)pokriqei\j o( Sarakhno\j ei)=pen: Ti/na le/geij ai)/tion tw=n kakw=n; (O
Xristiano/j: To\n a)po\ gnw/mhj o)/nta dia/bolon dhlono/ti kai\ h(ma=j tou\j a)nqrw/pouj. (O Sarakhno/j:
Xa/rin ti/noj; (O Xristiano/j: Dia\ to\ au)tecou/sion.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 1029C: «πίστευε μὴ
οὐσίαν τινὰ εἶναι τοῦ κακοῦ ἢ βασιλείαν, μηδὲ ἄναρχον αὐτὴν ὑπολάμβανε ἢ παρ' ἑαυτῆς
ὑποστᾶσαν, ἢ παρὰ τοῦ Θεοῦ γενομένην· ἄπαγε τῆς ἀτοπίας· ἀλλ' ἡμέτερον ἔργον τοῦτο καὶ τοῦ
διαβόλου, ἐκ τῆς ἡμετέρας ἀπροσεξίας ἐπεισελθὸν ἡμῖν διὰ τὸ αὐτεξουσίους ἡμᾶς γεγενῆσθαι, καὶ
αὐτοπροαιρέτῳ βουλήσει τοῦτο ἐκλέγεσθαι, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε καὶ φαῦλον.»· Ιερά Παράλληλα, PG
95, 1109D-1112A: «Τὰ ἐν ᾄδου κακὰ, οὐχὶ Θεὸν ἔχει τὸν αἴτιον, ἀλλ' ἡμᾶς αὐτούς. Ἀρχὴ γὰρ καὶ ῥίζα
πάσης ἁμαρτίας τὸ ἐφ' ἡμῖν, καὶ τὸ αὐτεξούσιον». Πρβλ. ΓΡ.ΝΥΣΣΗΣ, Εξήγησις ακριβής εις τον
Εκκλησιαστήν του Σολομώντος, PG 44, 665B: «μόνου Θεοῦ τὸ δυνηθῆναι τοῦτο· μᾶλλον δὲ οὐδὲ
αὐτοῦ σχεδὸν τοῦ Θεοῦ»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 85. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και
Θάνατος, όπ. παρ., σ. 254-255· Σχόλιο στο βιβλίο του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄, όπ. παρ., σ. 94. Στο
σημείο αυτό θαρρούμε πως είναι καλό να γίνει μία απαραίτητη διευκρίνιση. Όταν ο Δαμασκηνός
κάνει λόγο για την αμαρτία ως «τοῦ Διαβόλου εὕρημα», δεν εννοεί πως ο Διάβολος, που στερείται
δημιουργικής ικανότητας, δημιούργησε κάτι διαφορετικό από το κατά φύση και το προσέθεσε
πάνω στη φύση του ανθρώπου. Περισσότερο, θα λέγαμε, έχει την έννοια πως ο Διάβολος
αποκαλύπτει το «παρά φύση», ενώ ο Θεός σεβόμενος την ελευθερία και την αυτεξουσιότητα των
λογικών του δημιουργημάτων, τους παραχωρεί τη δυνατότητα να τον αρνηθούν και να
απομακρυνθούν από αυτόν. Ο Θεός δηλαδή επιτρέπει στα λογικά όντα να αμαρτήσουν και ο
Εωσφόρος είναι ο πρώτος που έδειξε τον δρόμο. Καθίσταται επομένως σαφές ότι το αυτεξούσιο
αποτελεί φύση του ανθρώπου, ενώ η αμαρτία όχι.
64 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 93, PG 94, 1197Α: «καὶ καθόσον ἐξ αὐτοῦ μακρύνεται

γνώμῃ· οὐ γὰρ τόπῳ· ἐν τῷ κακῷ γέγονεν».

36
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

παράδοση, το κακό δεν νοείται ως τίποτε άλλο παρά στέρηση του αγαθού και
εκτροπή από το «κατά φύση» στο «παρά φύση»65. Εφόσον δηλαδή ολόκληρη η
κτίση είναι δηµιουργηµένη από τον Θεό ως «λίαν καλή», όλα τα όντα είναι αγαθά
όταν διατηρούν το «κατά φύση» τους. Αντιθέτως, όταν αυτεξούσια επιλέγουν τα
κινηθούν προς το «παρά φύση», τότε αποµακρύνονται από το αγαθό και
βρίσκονται στο κακό66. Η κακία και η αµαρτία δεν είναι αυθύπαρκτες ουσίες, όπως
το αγαθό, αλλά ουσιαστικά προκύπτουν ως συµβάντα, ως απουσία δηλαδή του
αγαθού67, κατά τον ίδιον τρόπο που και το σκοτάδι προκύπτει µέσα από την
απουσία του φωτός68.

β. Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Είναι γεγονός πως πολλές φορές, ακόµη και στον σύγχρονο κόσµο, γίνεται
λόγος για επήρεια του Σατανά και των δαιµόνων πάνω στον άνθρωπο, σε βαθµό
που πολλές φορές µοιάζει να πλήττεται το ίδιο το αυτεξούσιο των ανθρώπων, για
το οποίο θα µιλήσουµε παρακάτω. Θεωρούµε εποµένως σκόπιµο να αναφερθούµε
στο θέµα αυτό µέσα από τα συγγράµµατα του Ιωάννη ∆αµασκηνού, ώστε να
καταδειχτεί η ύπαρξη ή η απουσία της εξουσίας αυτής. Ο ιερός συγγραφέας είναι
ξεκάθαρος στα λεγόµενά του και φροντίζει να διαφυλάξει την αυτεξουσιότητα του
ανθρώπου από τη στρεβλότητα και την κακότητα των δαιµόνων, αλλά και από τις
διάφορες δοξασίες της εποχής του, περιγράφοντας τα όρια της δικαιοδοσίας των
δαιµόνων πάνω στον άνθρωπο και την υπόλοιπη κτίση.

65 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 93, PG 94, 1196Β: «Φαμὲν οὖν, ὅτι τὸ κακὸν οὐδὲν
ἕτερόν ἐστιν εἰ μὴ τοῦ ἀγαθοῦ στέρησις καὶ ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν εἰς τὸ παρὰ φύσιν παρατροπή».
66 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 93, PG 94, 1196ΒC: «οὐδὲν γὰρ κακὸν κατὰ φύσιν.

Πάντα γάρ, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός, καλὰ λίαν, καθὸ γέγονεν. Οὕτω τοίνυν μένοντα, καθὼς ἔκτισται,
καλὰ λίαν εἰσίν· ἑκουσίως δὲ ἀνεκφοιτῶντα ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν καὶ εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἐρχόμενα, ἐν
τῷ κακῷ γίνονται. Κατὰ φύσιν μὲν οὖν πάντα δοῦλα καὶ ὑπήκοα τοῦ Δημιουργοῦ. Ὅταν οὖν
ἑκουσίως τι τῶν κτισμάτων ἀφηνιάσῃ καὶ παρήκοον τοῦ ποιήσαντος αὐτὸ γένηται, ἐν ἑαυτῷ
συνεστήσατο τὴν κακίαν».
67 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 93, PG 94, 1196C: «κακία γὰρ οὐκ οὐσία τίς ἐστιν,

οὐδὲ οὐσίας ἰδίωμα, ἀλλὰ συμβεβηκὸς, ἤτοι ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἑκούσιος
παρατροπή, ὅπερ ἐστὶν ἡ ἁμαρτία».
68 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 876Α: «οὐδὲν γὰρ ἕτερόν ἐστι τὸ κακὸν εἰ

μὴ τοῦ ἀγαθοῦ στέρησις, ὥσπερ καὶ τὸ σκότος φωτός ἐστι στέρησις. Τὸ γὰρ ἀγαθὸν φῶς
ἐστι νοητόν· ὁμοίως καὶ τὸ κακὸν σκότος ἐστὶ νοητόν.»· 44, PG 94, 973A-976Α: «ἡ γὰρ κακία οὐδὲν
ἕτερόν ἐστιν, εἰ μὴ ἀναχώρησις τοῦ ἀγαθοῦ, ὥσπερ καὶ τὸ σκότος τοῦ φωτός ἐστιν ἀναχώρησις.
Μένοντες οὖν ἐν τῷ κατὰ φύσιν ἐν τῇ ἀρετῇ ἐσμεν, ἐκκλίνοντες δὲ ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν, ἤγουν ἐκ τῆς
ἀρετῆς, εἰς τό παρὰ φύσιν ἐρχόμεθα καὶ ἐν τῇ κακίᾳ γινόμεθα.»· Για το πρόβλημα του κακού βλ.
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Το πρόβλημα του Κακού, όπ. παρ.· Ο Σατανάς, όπ. παρ.· Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος
Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 187εξ.· Η Θεοδικία ως θέμα σύγχρονου θεολογικού προβληματισμού, όπ.
παρ., σ. 145-188· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 218εξ.

37
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Σύµφωνα λοιπόν µε τον ∆αµασκηνό, οι δαίµονες δεν έχουν από µόνοι τους
καµία εξουσία και καµία δύναµη πάνω σε κανένα ον, άνθρωπο ή ζώο. Η µοναδική
περίπτωση για να µπορέσουν να προσβάλλουν κάποιον είναι να τους επιτραπεί από
το ίδιο το Θεό κι αυτό πάλι µονάχα εφόσον εξυπηρετεί την εκπλήρωση του σχεδίου
της θείας Οικονοµίας69. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συνέβη στην ιστορία του Ιώβ70,
αλλά και στο περιστατικό του δαιµονισµού των χοίρων στην περιοχή των
Γαδαρηνών71.

Ακόµη όµως και όταν δοθεί η άδεια στους δαίµονες να προσβάλλουν τους
ανθρώπους, η προσβολή αυτή περιορίζεται στη διάσταση της φαντασίας,
72
διευκρινίζει ο ∆αµασκηνός . Συνεπώς, όπως παρατηρεί ο Ν.Ματσούκας, όσοι
πλήττονται από τους δαίµονες σε επίπεδο κυριαρχίας (δαιµονισµού) ή σε επίπεδο
σατανοφάνειας, αυτό συµβαίνει µονάχα στη φαντασία τους. Παρ’ όλα αυτά, οι
συνέπειες της εµπειρίας αυτής είναι πραγµατικές για τον ίδιο τον ασθενή73.

69 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 877A: «Οὐκ ἔχουσι τοίνυν ἐξουσίαν κατά

τινος οὐδὲ ἰσχὺν, εἰ μὴ ἐκ Θεοῦ οἰκονομικῶς συγχωρούμενοι, ὡς ἐπὶ τοῦ Ἰώβ, καθάπερ ἐπὶ τῶν
χοίρων ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ γέγραπται».
70 Βλ. Ιώβ 1,12: «τότε εἶπεν ὁ κύριος τῷ διαβόλῳ ἰδοὺ πάντα ὅσα ἔστιν αὐτῷ δίδωμι ἐν τῇ χειρί σου

ἀλλὰ αὐτοῦ μὴ ἅψῃ καὶ ἐξῆλθεν ὁ διάβολος παρὰ τοῦ κυρίου».


71 Βλ. Ματθ 8,31-32: «οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἀπόστειλον

ἡμᾶς εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τοὺς
χοίρους· καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν
τοῖς ὕδασιν»· Μαρκ. 5,12-13: «καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν λέγοντες· πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα
εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν. καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον
εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς δισχίλιοι, καὶ
ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ.»· Λουκ. 8,33: «ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς
τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.»· βλ. και
Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 969Β: «Προνοεῖ δὲ ὁ Θεὸς πάσης τῆς κτίσεως καὶ
διὰ πάσης τῆς κτίσεως εὐεργετῶν καὶ παιδεύων καὶ δι᾿ αὐτῶν πολλάκις τῶν δαιμόνων ὡς ἐπὶ τοῦ
Ἰὼβ καὶ τῶν χοίρων».
72 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 933BC: «Παραχωρήσεως δὲ Θεοῦ

γινομένης καὶ ἰσχύουσι καὶ μεταβάλλονται καὶ μετασχηματίζονται, εἰς οἷον θέλουσι σχῆμα κατὰ
φαντασίαν.». Για την λειτουργία της φαντασίας κατά τον Δαμασκηνό, βλέπε Έκδοσις Ακριβής της
Ορθοδόξου Πίστεως 31, PG 94, 877A: «Φανταστικόν ἐστι δύναμις τῆς ἀλόγου ψυχῆς διὰ τῶν
αἰσθητηρίων ἐνεργοῦσα, ἥτις λέγεται αἴσθησις. Φανταστὸν δὲ καὶ αἰσθητὸν τὸ τῇ φαντασίᾳ καὶ τῇ
αἰσθήσει ὑποπῖπτον· ὡς ὅρασις μὲν αὐτὴ ἡ ὀπτικὴ δύναμις, ὁρατὸν δὲ τὸ ὑποπῖπτον τῇ ὁράσει,
λίθος τυχὸν ἤ τι τῶν τοιούτων. Φαντασία δέ ἐστι πάθος τῆς ἀλόγου ψυχῆς ὑπὸ φανταστοῦ τινος
γινόμενον, φάντασμα δὲ πάθος διάκενον ἐν τοῖς ἀλόγοις τῆς ψυχῆς ἀπ᾿ οὐδενὸς φανταστοῦ
γινόμενον. Ὄργανον δὲ τοῦ φανταστικοῦ ἡ ἐμπρόσθιος κοιλία τοῦ ἐγκεφάλου.». Πρβλ. Ι.ΠΛΕΞΙΔΑ,
Πρόσωπο και φύση. Προβληματισμοί γύρω από την έννοια του προσώπου στη σκέψη του Ιωάννη
Δαμασκηνού, εκδ. Νησίδες, Σκόπελος 2001, σ. 167εξ· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ.
182-183.
73 Πιο συγκεκριμένα, ο Ν.Ματσούκας αναφέρει: «Ποτέ δεν μπορούν να συμβούν σατανοφάνειες

κατά τον τύπο των αγγελοφανειών. Ο Σατανάς και οι δαίμονες δεν είναι δημιουργοί. Έτσι οι
δεχόμενοι τις ισχυρές σατανικές προσβολές κυριαρχούνται απ’ αυτές λίγο ή πολύ, αρκετές φορές,
μόνο στη διάσταση τη φαντασίας. Οι προσβολές βέβαια και η κυριαρχία είναι πραγματικές». Βλ.
Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή –

38
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Ενδεχοµένως µάλιστα ο δαιµονισµός να µπορούσε να παραλληλιστεί µε το


φαινόµενο της αυθυποβολής ή διάφορες άλλες ψυχολογικές ασθένειες, όπου ο
ψυχικά ασθενής παρουσιάζει ασυνήθιστες και ακραίες αντιδράσεις σωµατικά και
πνευµατικά74. Χωρίς βέβαια αυτό να σηµαίνει ότι το φαινόµενο του δαιµονισµού
µπορεί να ερµηνευτεί εξ’ ολοκλήρου µακριά από τη θεολογική θεώρησή του.
Άλλωστε για την Ορθόδοξη Χριστιανική θεολογία, κάθε καταστροφική πράξη του
ανθρώπου, είτε στρέφεται ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, είτε απέναντι στο
περιβάλλον και τους συνανθρώπους του, αποτελεί πάντοτε ενέργεια δαιµονική και
«παρά φύση» κατάσταση75. Βασική πτυχή της θαυµατουργικής δράσης του
Χριστού και της θεραπείας των δαιµονισµένων ήταν η αποκατάσταση του
ανθρώπου στην «κατά φύση» κατάστασή του και η αποκάλυψη της δόξας του
Θεού και της νέας εν Χριστώ πραγµατικότητας, που επιτελείται µέσα από το
γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως76.

Το ερώτηµα εποµένως που τίθεται εδώ δεν είναι το αν υπάρχουν


δαιµονισµοί77, αλλά το κατά πόσο ο ∆ιάβολος µπορεί να επηρεάσει τον άνθρωπο

Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 465· πρβλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία
Γ΄, Ανακεφαλαίωση και Αγαθοτοπία – Έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής
διδασκαλίας, όπ. παρ., σ. 191-192.
74 Για το φαινόμενο της αυθυποβολής (placebo effect), βλ. F.BENEDETTI, Placebo Effects: Understanding

the Mechanisms in Health and Disease, New York, Oxford University Press, 2009·
http://www.livepedia.gr/index.php/Αυθυποβολή [προσπ. 29/04/2010]· Σ.ΓΚΙΚΑ, Λεξικό Ιδεών και
Ιδεολογιών, όπ. παρ., σ. 85· ΧΡ.ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, Λεξικόν της Φιλοσοφίας, Έκδοση Β΄, εκδ.
Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 348. Για την ψύχωση και παραπλήσιες ασθένειες της σκέψης
και της αντίληψης, βλ. Ν.ΜΑΝΟΥ, Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής, εκδ. University Studio
Press, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 100εξ·, ενώ για τη σχιζοφρένεια και άλλες ψυχωτικές διαταραχές, βλ.
σ. 131εξ. Για μια εναλλακτική θεώρηση των δαιμονισμών, βλέπε Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Το πρόβλημα του
Κακού, όπ. παρ., σ. 58εξ· ΣΤ.ΡΑΜΦΟΥ, Το Μυστικό του Ιησού, όπ. παρ., σ. 388-401. Σε κάθε
περίπτωση το φαινόμενο των δαιμονισμών χρήζει περαιτέρω διερεύνησης από την θεολογία, μέσα
από την αξιολόγηση των πορισμάτων των σύγχρονων επιστημών που ασχολούνται με τον
άνθρωπο και τις ψυχικές νόσους. Καθίσταται επομένως κατανοητό πως μία τέτοια διερεύνηση
είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί στην εργασία αυτή.
75 Βλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Το πρόβλημα του Κακού, όπ. παρ., σ. 76εξ.

76 Βλ. Ι.ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, Ε.Κ.Δ. 2, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη

2001, σ. 81-91.
77 Κάτι τέτοιο άλλωστε βεβαιώνεται από τα λόγια του ίδιου του Χριστού και των Ευαγγελιστών. Βλ.

χαρακτηριστικά: Ματθ. 8,16-17: "Ὀψίας δὲ γενομένης προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους


πολλούς, καὶ ἐξέβαλεν τὰ πνεύματα λόγῳ, καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν"· Ματθ.
8,28-33: "Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο
δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ
τῆς ὁδοῦ ἐκείνης … οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ
τὰ τῶν δαιμονιζομένων"· Ματθ. 9,32-33 "Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ
ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός."· Ματθ.
12,22: "Τότε προσηνέχθη αὐτῷ δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ κωφός, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν, ὥστε
τὸν τυφλὸν καὶ κωφὸν καὶ λαλεῖν καὶ βλέπειν"· Ματθ. 12,28: εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω
τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ."· Ματθ. 15,22: "καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία
ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ

39
Χαρίδημου Α. Κουτρή

και να τον αναγκάσει να αµαρτήσει. Ο ∆αµασκηνός, λοιπόν, είναι εξαιρετικά σαφής


στο συγκεκριµένο ζήτηµα αφού τονίζει ότι µολονότι οι δαίµονες έχουν επινοήσει
την κακία και τα ακάθαρτα πάθη78, εντούτοις η εξουσία τους στον άνθρωπο
περιορίζεται απλά και µόνο σε επίπεδο «προσβολής». ∆ηλαδή οι δαίµονες µπορούν
απλώς να βάλουν τον άνθρωπο στον πειρασµό να αµαρτήσει, χωρίς όµως να

θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται"· Μάρκ. 1,23-26: "Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν
πνεύματι ἀκαθάρτῳ, καὶ ἀνέκραξε λέγων· Ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι
ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων· Φιμώθητι καὶ ἔξελθε
ἐξ αὐτοῦ. καὶ σπαράξαν αὐτὸν τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν φωνῇ μεγάλῃ ἐξῆλθεν ἐξ
αὐτοῦ."· Μάρκ. 1,34: "καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις, καὶ δαιμόνια
πολλὰ ἐξέβαλε, καὶ οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι ᾔδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι."· Μάρκ. 1,39:
"καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων."·
Μάρκ, 5,2-13: "καὶ ἐξελθόντος αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων
ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ ... καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ
πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν
θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ."· Μάρκ. 7,25-26: "ἀκούσασα γὰρ
γυνὴ περὶ αὐτοῦ, ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τοὺς
πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει· καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον
ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς."· Μάρκ. 9,38-40: "Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰωάννης λέγων· Διδάσκαλε,
εἴδομέν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν, καὶ ἐκωλύσαμεν
αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Μὴ κωλύετε αὐτόν· οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει
δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί με· ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ’ ἡμῶν, ὑπὲρ
ἡμῶν ἐστιν."· Λουκ. 4,33-35: "Καὶ ἐν τῇ συναγωγῇ ἦν ἄνθρωπος ἔχων πνεῦμα δαιμονίου
ἀκαθάρτου, καὶ ἀνέκραξε φωνῇ μεγάλῃ, λέγων· Ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες
ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ. καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων· Φιμώθητι
καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ. καὶ ῥίψαν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον εἰς τὸ μέσον ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ, μηδὲν βλάψαν
αὐτόν."· Λουκ. 8,27-33: "ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς
εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν
τοῖς μνήμασιν ... ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ
ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη."· Λουκ. 9,39-42: "καὶ ἰδοὺ πνεῦμα
λαμβάνει αὐτόν, καὶ ἐξαίφνης κράζει, καὶ σπαράσσει αὐτὸν μετὰ ἀφροῦ καὶ μόγις ἀποχωρεῖ ἀπ’
αὐτοῦ συντρῖβον αὐτόν … ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ
συνεσπάραξεν· ἐπετίμησε δὲ ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ, καὶ ἰάσατο τὸν παῖδα καὶ
ἀπέδωκεν αὐτὸν τῷ πατρὶ αὐτοῦ"· Λουκ. 10,17-20: "Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς
λέγοντες· Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου … πλὴν ἐν τούτῳ μὴ
χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται· χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς
οὐρανοῖς."· Λουκ. 13,11-20: "καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν
συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές.".
78 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 877B: «Πᾶσα οὖν κακία ἐξ αὐτῶν

ἐπενοήθη καὶ τὰ ἀκάθαρτα πάθη.»· Διάλεξις Σαρακηνού και Χριστιανού, PG 94, 1589B: «Erwthqei\j
o( Xristiano\j para\ Sarakhnou=: Ti/na le/geij ai)/tion kalou= kai\ kakou=; o( Xristiano/j: Pa/ntwn tw=n
a)gaqw=n ou)de/na fame\n ai)/tion ei)=nai ei) mh\ to\n qeo/n, kakw=n de\ ou)/. Kai\ a)pokriqei\j o( Sarakhno\j
ei)=pen: Ti/na le/geij ai)/tion tw=n kakw=n; (O Xristiano/j: To\n a)po\ gnw/mhj o)/nta dia/bolon dhlono/ti
kai\ h(ma=j tou\j a)nqrw/pouj. (O Sarakhno/j: Xa/rin ti/noj; (O Xristiano/j: Dia\ to\ au)tecou/sion.»·
Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 1029C: «πίστευε μὴ οὐσίαν τινὰ εἶναι τοῦ κακοῦ ἢ βασιλείαν, μηδὲ
ἄναρχον αὐτὴν ὑπολάμβανε ἢ παρ' ἑαυτῆς ὑποστᾶσαν, ἢ παρὰ τοῦ Θεοῦ γενομένην· ἄπαγε τῆς
ἀτοπίας· ἀλλ' ἡμέτερον ἔργον τοῦτο καὶ τοῦ διαβόλου, ἐκ τῆς ἡμετέρας ἀπροσεξίας ἐπεισελθὸν
ἡμῖν διὰ τὸ αὐτεξουσίους ἡμᾶς γεγενῆσθαι, καὶ αὐτοπροαιρέτῳ βουλήσει τοῦτο ἐκλέγεσθαι, εἴτε
ἀγαθόν, εἴτε καὶ φαῦλον.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1109D-1112A: «Τὰ ἐν ᾄδου κακὰ, οὐχὶ Θεὸν ἔχει
τὸν αἴτιον, ἀλλ' ἡμᾶς αὐτούς. Ἀρχὴ γὰρ καὶ ῥίζα πάσης ἁμαρτίας τὸ ἐφ' ἡμῖν, καὶ τὸ αὐτεξούσιον».

40
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

µπορούν να τον εξαναγκάσουν79 στερώντας του το αυτεξούσιο. Συνεπώς, οι


δαίµονες απλά δείχνουν τον δρόµο της πτώσης στον άνθρωπο, αλλά δεν
«βιάζουν» την ελευθερία του80. Η αµαρτία παραµένει αυτεξούσια επιλογή του
ανθρώπου µέσα από το δίληµµα του αν θα υποκύψει ή αν θα ξεπεράσει τους
πειρασµούς που του δηµιουργεί ο ∆ιάβολος81. Είναι προφανές εποµένως το πόσο
σηµαντική είναι η θέση αυτή του ∆αµασκηνού για τη διαφύλαξη του αυτεξουσίου
του ανθρώπου και την προσωπική ευθύνη απέναντι στην αµαρτία82.

79 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 877B: «Καὶ προσβάλλειν μὲν τῷ ἀνθρώπῳ
συνεχωρήθησαν, βιάζεσθαι δέ τινα οὐκ ἰσχύουσιν».
80 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 972A-973A: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι ἡ μὲν

ἀρετὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη ἐν τῇ φύσει καὶ αὐτός ἐστι παντὸς ἀγαθοῦ ἀρχὴ καὶ αἰτία καὶ ἐκτὸς τῆς
αὐτοῦ συνεργίας καὶ βοηθείας ἀδύνατον ἀγαθὸν θελῆσαι ἢ πρᾶξαι ἡμᾶς. Ἐφ᾿ ἡμῖν δέ ἐστιν ἢ
ἐμμεῖναι τῇ ἀρετῇ καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Θεῷ πρὸς ταύτην καλοῦντι ἢ ἀποφοιτῆσαι τῆς ἀρετῆς, ὅπερ
ἐστὶν ἐν τῇ κακίᾳ γενέσθαι καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Διαβόλῳ πρὸς ταύτην καλοῦντι ἀβιάστως·»· 64, PG
94, 1081B: «Αὕτη γὰρ οὐ φυσική ἐστιν οὐδὲ ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ ἡμῖν ἐνσπαρεῖσα, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς τοῦ
διαβόλου ἐπισπορᾶς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ αὐτεξουσίῳ προαιρέσει ἑκουσίως συνισταμένη, οὐ βίᾳ ἡμῶν
κρατοῦσα».
81 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 877B: «ἐν ἡμῖν γάρ ἐστι δέξασθαι τὴν

προσβολὴν ἢ μὴ δέξασθαι.». Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε και το παράδειγμα του Ιούδα, ο οποίος
μπήκε σε πειρασμό από τον Σατανά και τελικώς υπέκυψε, καταλήγοντας να προδώσει τον Ιησού
και να φέρει πάνω του το βάρος της προσωπικής ευθύνης. Βλ. Λουκ. 22,3-4: «Εἰσῆλθε δὲ ὁ σατανᾶς
εἰς Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Ἰσκαριώτην, ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα, καὶ ἀπελθὼν
συνελάλησε τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ στρατηγοῖς τὸ πῶς αὐτόν παραδῷ αὐτοῖς».
82 Περισσότερα για την εξουσία των δαιμόνων πάνω στον άνθρωπο, βλέπε Δ.ΤΣΑΜΗ, Εισαγωγή

στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ. παρ., σ. 169-173.

41
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

42
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Έχοντας πλέον περιγράψει επαρκώς την αυτεξουσιότητα του Θεού, των


αγγέλων και των δαιµόνων, ήρθε πλέον η στιγµή να καταγράψουµε τις αναφορές
του ∆αµασκηνού για την ύπαρξη αυτεξουσίου στους ανθρώπους83, τους λόγους για
τους οποίους αυτό δόθηκε84, τα όρια άσκησης του αυτεξουσίου85, τη σχέση µεταξύ
πρόνοιας του Θεού και αυτεξουσίου των ανθρώπων, τη διαφορά µεταξύ
προγνώσεως και προορισµού από πλευράς του Θεού, τον τρόπο ορθής χρήσης του
αυτεξουσίου του ανθρώπου, καθώς και την κατάληξη των αυτεξούσιων επιλογών
του86.

Μάλιστα ο ∆αµασκηνός, προκειµένου να καλύψει το θέµα από όλες τις


πλευρές, το εξετάζει µέσα από δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Από τη µια
χρησιµοποιεί τη συλλογιστική οδό της φιλοσοφίας, ώστε να δώσει απαντήσεις στη
φιλοσοφική και λοιπή επιστηµονική σκέψη της εποχής του, ενώ από την άλλη
χρησιµοποιεί τη βιβλική και πατερική παράδοση, για να διαφυλάξει την ορθή
διδασκαλία από τις διάφορες αιρέσεις της εποχής του, αλλά και για να περιγράψει
µε ακρίβεια την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία στους σύγχρονούς του.

1. ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Αρχικά, ο ∆αµασκηνός καταδεικνύει την ύπαρξη αυτεξουσίου στους


ανθρώπους εκθέτοντας τη φιλοσοφική σκέψη της εποχής, την οποία και αντικρούει
µε τα επιχειρήµατά του87. Σύµφωνα λοιπόν µε τους φιλοσόφους, οι αιτίες όλων
όσων γίνονται στον κόσµο αποδίδονται άλλες φορές στον Θεό, άλλες στην

83 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 956B: «Ὁ περὶ τοῦ αὐτεξουσίου λόγος,
τουτέστι τοῦ ἐφ᾿ ἡμῖν, πρώτην μὲν ἔχει ζήτησιν, εἰ ἔστι ἐφ᾿ ἡμῖν· πολλοὶ γὰρ οἱ πρὸς τοῦτο
ἀντιβαίνοντες».
84 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 956B: «Τρίτην τὴν αἰτίαν ἐξετάσαι, δι᾿ ἣν ὁ

ποιήσας ἡμᾶς Θεὸς αὐτεξουσίους ἐποίησεν.»


85 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 956B: «Δευτέραν δέ, τίνα ἐστὶ τὰ ἐφ᾿ ἡμῖν

καὶ τίνων ἐξουσίαν ἔχομεν».


86 Στο έργο του Δαμασκηνού Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, υπάρχουν κεφάλαια εξ’

ολοκλήρου αφιερωμένα στο αυτεξούσιο των ανθρώπων. Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου
Πίστεως 39, PG 94, 956B-957D: «Περὶ τοῦ ἐφ᾿ ἡμῖν, τουτέστι τοῦ αὐτεξουσίου»· 40, PG 94, 957D-960Β:
«Περὶ τῶν γινομένων»· 41, PG 94, 960Β-961Β: «Περὶ τοῦ, διὰ ποίαν αἰτίαν αὐτεξούσιοι γεγόναμεν»·
42, PG 94, 961ΒC: «Περὶ τῶν οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν»· 43, PG 94, 964A-969B: «Περὶ προνοίας»· 44, PG 94, 969Β-
980A: «Περὶ προγνώσεως καὶ προορισμοῦ». Ωστόσο, από τη στιγμή που το παρόν πόνημα εξετάζει
την έννοια του αυτεξουσίου συνολικά στον Δαμασκηνό, κρίνουμε σκόπιμη την παρουσίαση μίας
ευρύτερης και συνολικότερης καταγραφής του όρου, όπως αυτός εντοπίζεται και στα υπόλοιπα
έργα του συγγραφέα.
87 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 956B-957D: «Περὶ τοῦ ἐφ᾿ ἡμῖν, τουτέστι

τοῦ αὐτεξουσίου»·

43
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ανάγκη, στην ειµαρµένη, στη φύση ή στην τύχη, ενώ κάποια πράγµατα γίνονται
αυτόµατα88. Πιο συγκεκριµένα:

α) έργο του Θεού είναι η ύπαρξη των όντων και η πρόνοια γι’ αυτά89·

β) έργο της ανάγκης η κίνηση όσων µένουν πάντοτε τα ίδια90·

γ) έργο της «ειµαρµένης» (µοίρας) όσα γίνονται κατ’ ανάγκη, αφού έτσι
είναι γραπτό να γίνει91·

δ) έργο της φύσης η γένεση, η αύξηση, η φθορά, τα φυτά και τα ζώα92·

ε) έργο της τύχης όσα συµβαίνουν σπάνια και απροσδόκητα, όπως καθετί
απρόβλεπτο93,

στ) ενώ έργο του «αυτοµάτου» είναι τα συµπτώµατα των άψυχων και τον
άλογων όντων94.

Εποµένως ο ∆αµασκηνός αναρωτιέται για το πού θα µπορούσαµε άραγε να


κατατάξουµε τα έργα των ανθρώπων, αν µε βάση τα όσα υποστηρίζουν οι
φιλόσοφοι ο άνθρωπος δεν είναι αυτεξούσιος95; Και ευθύς αµέσως απαντά:

α) Στον Θεό δεν γίνεται να αποδοθούν, γιατί ο Θεός δεν προβαίνει σε

88 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 956B-957A: «Ἀναλαβόντες οὖν περὶ τοῦ
πρώτου, πρῶτον εἴπωμεν ἀποδεικνύντες, ὅτι ἔστι τινὰ ἐφ᾿ ἡμῖν, ἐκ τῶν παρ᾿ ἐκείνοις
ὁμολογουμένων, καὶ εἴπωμεν οὕτως. Τῶν γινομένων πάντων ἢ Θεόν φασιν αἴτιον εἶναι ἢ ἀνάγκην
ἢ εἱμαρμένην ἢ φύσιν ἢ τύχην ἢ τὸ αὐτόματον».
89 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957A: «Ἀλλὰ τοῦ μὲν Θεοῦ ἔργον οὐσία καὶ

πρόνοια».
90 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957A: «τῆς δὲ ἀνάγκης τῶν ἀεὶ ὡσαύτως

ἐχόντων ἡ κίνησις·».
91 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957A: «τῆς δὲ εἱμαρμένης τὸ ἐξ ἀνάγκης τὰ

δι᾿ αὐτῆς ἐπιτελεῖσθαι. Καὶ γὰρ αὕτη τῆς ἀνάγκης ἐστί»· πρβλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις
ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ.
παρ., σ. 472.
92 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957A: «τῆς δὲ φύσεως γένεσις, αὔξησις,

φθορά, φυτὰ καὶ ζῷα».


93 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957AB: «τῆς δὲ τύχης τὰ σπάνια καὶ

ἀπροσδόκητα· ὁρίζονται γὰρ τὴν τύχην σύμπτωσιν καὶ συνδρομὴν δύο αἰτίων ἀπὸ προαιρέσεως
τὴν ἀρχὴν ἐχόντων, ἄλλο τι, παρ᾿ ὃ πέφυκεν, ἀποτελούντων, ὡς τάφρον ὀρύσσοντα θησαυρὸν
εὑρεῖν· οὔτε γὰρ ὁ θεὶς τὸν θησαυρὸν οὕτως ἔθηκεν, ὥστε ἄλλον τοῦτον εὑρεῖν, οὔτε ὁ εὑρὼν οὕτως
ὤρυξεν, ὡς εὑρεῖν θησαυρόν, ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἵν᾿ ὅταν θέλῃ, ἀνέληται, ὁ δὲ ἵνα τάφρον ὀρύξῃ· συνέπεσε
δὲ ἄλλο τι, παρ᾿ ὃ προῃροῦντο ἀμφότεροι».
94 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957B: «Τοῦ δὲ αὐτομάτου τὰ τῶν ἀψύχων ἢ

ἀλόγων συμπτώματα ἄνευ φύσεως καὶ τέχνης. Οὕτως αὐτοί φασι».


95 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957B: «Τίνι τοίνυν τούτων ὑπαγάγωμεν τὰ

διὰ τῶν ἀνθρώπων, εἴπερ ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστιν αἴτιος καὶ ἀρχὴ πράξεως;».

44
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

άδικες και αµαρτωλές πράξεις96.

β) Ούτε στην ανάγκη µπορούν να αποδοθούν, γιατί οι ανθρώπινες


πράξεις δεν ανήκουν στην κατηγορία των πραγµάτων που βρίσκονται
µόνιµα στην ίδια κατάσταση97.

γ) Στην «ειµαρµένη» δεν εντάσσονται, γιατί εκεί ανήκουν όσα πρόκειται


υποχρεωτικά να συµβούν98.

δ) Ούτε και στη φύση οφείλονται, γιατί σε αυτήν ανήκουν τα φυτά και τα
ζώα99.

ε) Οι πράξεις των ανθρώπων όµως δεν µπορούν να αποδοθούν ούτε


στην τύχη, αφού δεν πρόκειται για σπάνιες ή απροσδόκητες
100
ενέργειες .

στ) Τέλος, ούτε και «αυτόµατες» µπορούν να θεωρηθούν, αφού οι


αυτόµατες πράξεις αποτελούν χαρακτηριστικό των άψυχων και των
άλογων ζώων101.

∆ιά της εις άτοπον απαγωγής, εποµένως, ο ∆αµασκηνός καταλήγει στο


συµπέρασµα πως το µόνο που αποµένει είναι να αποδώσουµε την ευθύνη των
ανθρώπινων πράξεων στον ίδιο τον άνθρωπο και στην ικανότητά του να δρα και
να πράττει αυτεξούσια102.

Εξάλλου, προσθέτει ο ∆αµασκηνός, αν ο άνθρωπος δεν ήταν αυτεξούσιος,


τότε ποιος ο λόγος ύπαρξης της «βουλής»; Γιατί η «βουλή», όπως θα δούµε και
παρακάτω, έχει άµεση σχέση µε τον προς επίτευξη στόχο. Αν λοιπόν δεν είναι ο
άνθρωπος που αποφασίζει για τις πράξεις του, τότε η σκέψη και η «βουλή» τού
είναι απλά άχρηστες. Από τη στιγµή όµως που έχουν δοθεί στον άνθρωπο ως δώρο
από τον Θεό, αυτό σηµαίνει πως υπάρχουν για να χρησιµοποιούνται· για να µπορεί

96 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957B: «Οὐδὲ γὰρ Θεῷ θεμιτὸν ἐπιγράφειν
αἰσχρὰς ἔσθ᾿ ὅτε πράξεις καὶ ἀδίκους».
97 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957B: «οὐδὲ ἀνάγκῃ· οὐ γὰρ τῶν ἀεὶ

ὡσαύτως ἐχόντων ἐστίν».


98 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957B: «οὐδὲ εἱμαρμένῃ· οὐ γὰρ τῶν

ἐνδεχομένων, ἀλλὰ τῶν ἀναγκαίων τὰ τῆς εἱμαρμένης λέγουσιν».


99 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957B: «οὔτε φύσει· φύσεως γὰρ ἔργα ζῷα

καὶ φυτά».
100 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957B: «οὐδὲ τύχῃ· οὐ γὰρ σπάνιοι καὶ

ἀπροσδόκητοι τῶν ἀνθρώπων αἱ πράξεις».


101 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957B: «οὔτε τῷ αὐτομάτῳ· ἀψύχων γὰρ

λέγουσιν ἢ ἀλόγων συμπτώματα τοῦ αὐτομάτου».


102 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957BC: «Λείπεται δὴ αὐτὸν τὸν πράττοντα

καὶ ποιοῦντα ἄνθρωπον ἀρχὴν εἶναι τῶν ἰδίων ἔργων καὶ αὐτεξούσιον».

45
Χαρίδημου Α. Κουτρή

να σκέφτεται δηλαδή ο άνθρωπος τις διαθέσιµες επιλογές του και αυτεξουσίως να


αποφασίζει ποια από αυτές θα πραγµατοποιήσει103.

Η άρρηκτη σύνδεση µεταξύ λογικού και αυτεξουσίου104 οδηγεί στο


συµπέρασµα πως από τη στιγµή που όλοι οι άνθρωποι είναι λογικά όντα, είναι και
αυτεξούσια105. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ∆αµασκηνός, το λογικό µέρος της
ψυχής διαιρείται στον «ενδιάθετο λόγο» και στον «προφορικό». Η ύπαρξη
«ενδιάθετου λόγου» µαρτυράται από το γεγονός ότι πολλές φορές κάνουµε
σκέψεις που δεν τις εκφράζουµε, ενώ η ύπαρξη «προφορικού λόγου» φαίνεται µε
την εξωτερίκευση των σκέψεων αυτών µέσω της οµιλίας µας106. Το ότι υπάρχουν
όµως άνθρωποι που, εξαιτίας κάποιας ασθένειας, στερούνται της ικανότητας για

103 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 39, PG 94, 957C: «Ἔτι, εἰ μηδεμιᾶς ἐστιν ἀρχὴ
πράξεως ὁ ἄνθρωπος, περιττῶς ἔχει τὸ βουλεύεσθαι· εἰς τί γὰρ χρήσεται τῇ βουλῇ μηδεμιᾶς ὢν
κύριος πράξεως; Πᾶσα γὰρ βουλὴ πράξεως ἕνεκα. Τὸ δὲ κάλλιστον καὶ τιμιώτατον τῶν ἐν
ἀνθρώπῳ περιττὸν ἀποφαίνειν τῶν ἀτοπωτάτων ἂν εἴη. Εἰ τοίνυν βουλεύεται, πράξεως ἕνεκα
βουλεύεται· πᾶσα γὰρ βουλὴ πράξεως ἕνεκα καὶ διὰ πρᾶξιν»· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί
φύσεως ανθρώπου 39, PG 40, 764BC· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 109-111· Λογικό και αυτεξούσιο
κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 156-157· Για τη διατήρηση του όρου «βουλή» και στο
νεοελληνικό κείμενο, βλ. τη μετάφραση Ν.Ματσούκα στο Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής
της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ.
190-191. Ενώ για το ακριβές περιεχόμενο του όρου και τη διαφορά μεταξύ «βουλής» και
«βούλησης», βλ. σελ. 90: «Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ ΟΡΟΙ» του παρόντος πονήματος.
104 Περισσότερα για το θέμα βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.

Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 107-126· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ.
Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 155-168. Πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου 2,
PG 40, 588A· ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΟΣ, Τις ο σωζόμενος πλούσιος 14, PG 9, 617CD.
Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Κατά Αρειανών 3 61, PG 26, 460B. Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο
Θεός 6, PG 31, 344Β· Εις τον 48 ψαλμόν 8, PG 29, 449C· Επιστολή 8, Τοις Καισαρεύσιν απολογία περί
της αποχωρήσεως και περί πίστεως, 9, PG 32, 261B. ΓΡ.ΝΥΣΣΗΣ, Εξήγησις ακριβής εις τον
Εκκλησιαστήν του Σολομώντος 2, PG 44, 640A· Εξήγησις ακριβής εις τα Άσματα των ασμάτων 2, PG
44, 796CD· Εις την προσευχήν 4, PG 44, 1165D-1168A· Λόγος κατηχητικός ο μέγας 30, PG 45, 77A.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Διάλογος περί Αγίας τε και Ομοουσίου Τριάδος 2, PG 75, 776B.
ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Εις την Γένεσιν, ερώτ. 36, PG 80, 132B. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Ζήτησις
μετά Πύρρου, PG 91, 304C.
105 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό

ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 136C:
«Ei)de/nai de\ xrh/, o(/ti pa=sa a)nqrw/pwn u(po/stasij e)/xei to/ te ei)=nai kai\ to\ e)k mh\ o)/ntwn ei)j to\ ei)=nai
e)k tou= dhmiourgou= parh=xqai, toute/sti to\ ktisto\n to/ te zwtiko\n kai\ e)nerghtiko/n, ai)sqhtiko/n te
kai\ noero\n kai\ logiko\n kai\ o)rektiko\n to\ kat' ai)/sqhsin kai\ lo/gon, toute/sti to\ au)tecousi/wj
qelhtiko/n, kai\ to\ e)c ou)si/aj kai\ sumbebhko/twn u(fi/stasqai.»· PG 95, 148ΒC: «Kai\ ga\r o( nou=j
au)tecousi/wj o)rego/menoj kai\ logikw=j kai\ nohtikw=j o)rektikw=j noei= kai\ ske/ptetai kai\ zhtei= kai\
bouleu/etai kai\ diakri/nei kai\ diati/qetai pro\j to\ kriqe\n kai\ proairei=tai kai\ o(rm#= pro\j th\n
pra=cin: fu/sei ga\r kata/rxei tou= a)lo/gou to\ logiko/n»· PG 95, 148C: «O
) rektiko\j ou)=n kai\ logiko\j
kai\ nohtiko\j w)\n o)rektikw=j noei= kai\ logi/zetai kai\ logikw=j kai\ nohtikw=j au)tecousi/wj o)re/getai.»
106 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 35, PG 94, 940ΒC: «Πάλιν δὲ διαιρεῖται τὸ λογικὸν

τῆς ψυχῆς εἴς τε τὸν ἐνδιάθετον λόγον καὶ εἰς τὸν προφορικόν. Ἔστι δὲ ἐνδιάθετος μὲν λόγος
κίνημα ψυχῆς ἐν τῷ διαλογιστικῷ γινόμενον ἄνευ τινὸς ἐκφωνήσεως· ὅθεν πολλάκις καί
σιωπῶντες λόγον ὅλον παρ᾿ ἑαυτοῖς διεξερχόμεθα καὶ ἐν τοῖς ὀνείροις διαλεγόμεθα. Κατὰ τοῦτο δὲ
μάλιστα λογικοὶ πάντες ἐσμέν».

46
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

οµιλίας (πχ. κωφάλαλοι), τούτο δεν σηµαίνει ότι στερούνται και του ενδιάθετου
λόγου, ότι είναι δηλαδή λιγότερο λογικοί από τους οµιλώντες107. Συνεπώς, για τον
∆αµασκηνό, όλοι οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από τον ίδιο βαθµό λογικότητας και
αυτεξουσιότητας108.

2. ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Στη συνέχεια, ο ∆αµασκηνός καταφεύγει στην Πατερική παράδοση και στη


βιβλική διήγηση της δηµιουργίας του ανθρώπου, προκειµένου να κατοχυρώσει
βιβλικά την ύπαρξη αυτεξουσίου στον άνθρωπο.

107 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 35, PG 94, 940C: «καὶ γὰρ οἱ ἐκ γενετῆς κωφοὶ ἢ οἱ
διά τι νόσημα ἢ πάθος τὴν φωνὴν ἀποβαλόντες οὐδὲν ἧττον λογικοί εἰσιν».
108 Είναι προφανές ότι η θέση αυτή που παίρνει ο Δαμασκηνός γίνεται για να διαφυλάξει την

ισότητα όλων των ανθρώπων απέναντι στις προκαταλήψεις της εποχής του. Η ίδια θέση όμως
δύναται να εγείρει διάφορα ερωτηματικά στις μέρες μας. Αναμφισβήτητα όλοι οι άνθρωποι
χαρακτηρίζονται από λογική και αυτεξουσιότητα, είναι όμως όλοι οι άνθρωποι το ίδιο λογικοί και
αυτεξούσιοι, όπως δηλώνει ο ιερός συγγραφέας; Τι γίνεται δηλαδή με τις περιπτώσεις των
ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές και νοητικές ασθένειες (πχ. σύνδρομο Down, νόσος
Αlzheimer, αυτισμός κλπ); Δεδομένου ότι λογική και νοημοσύνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες
(χωρίς ωστόσο να ταυτίζονται), η παραδοχή ύπαρξης διαφορετικών βαθμίδων νοημοσύνης μπορεί
ενδεχομένως να οδηγήσει και στην αποδοχή διαφορετικών βαθμίδων λογικότητας και
αυτεξουσιότητας. Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι τόσο παράδοξο, φτάνει κανείς να αναλογιστεί ότι
και στη διάρκεια ανάπτυξης ενός υγιούς ανθρώπου τα επίπεδα νοημοσύνης, λογικότητας και
αυτεξουσιότητας διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία και τις συνθήκες στις οποίες βρίσκεται. Είναι
σαφές πως δεν έχουν τον ίδιο βαθμό λογικότητας και αυτεξουσιότητας ένα έμβρυο, ένα παιδί και
ένας ενήλικας. Αναμφισβήτητα είναι όλοι τους άνθρωποι πλασμένοι «κατ’ εικόνα» και «καθ’
ομοίωση» του Θεού και συνεπώς προικισμένοι με λογικό και αυτεξούσιο, ο βαθμός όμως της
λογικότητας και της αυτεξουσιότητάς τους αυτής εξαρτάται από πάρα πολλούς εξωγενείς και
ενδογενείς παράγοντες, που εκ των πραγμάτων δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ. Για τη σχέση
λογικής-νοημοσύνης, βλ. L.S.GOTTFREDSON et al., “Mainstream Science on Intelligence” στο Wall
Street Journal (13-12-1994)· U.NEISSER, "Intelligence: Knowns and Unknowns" στο Annual Progress in
Child Psychiatry and Child Development (1997), σ. 95εξ· R.PERLOFF et al., "Intelligence: knowns and
unknowns", στο American Psychologist (1996), σ. 51. Για ασθένειες που επηρεάζουν τη λογική και
νοητική ικανότητα, βλ. ενδεικτικά Μ.ΚΩΣΤΑ-ΤΣΟΛΑΚΗ, “Παθολογία Γνωστικών Λειτουργιών”
στο Θέματα Γηροψυχολογίας και γεροντολογίας, επιμ. Α.Κωσταρίδου-Ευκλείδη, εκδ. Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 1999, σ. 317-402. D.CICCHETTI, M.BEEGHLY, Children with Down Syndrome: A
Developmental Perspective, Cambridge University Press, 1990. Μ.ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΕΑ, “Παιδικός
Αυτισμός” στο Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής, Τόμος Β΄, Μέρος Α΄, επιμ. Γ.Τσιάντης-
Σ.Μανωλόπουλος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001, σ. 156-202. Χ.ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ, “Νοητική
Καθυστέρηση” στο Σύγχρονα Θέματα Παιδοψυχιατρικής, Τόμος Β΄, Μέρος Α΄, επιμ. Γ.Τσιάντης-
Σ.Μανωλόπουλος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001, σ. 127-155. Για τα στάδια της ηθικής και
γνωστικής ανάπτυξης του ατόμου, βλ. Δ.ΜΑΡΚΟΥΛΗ, Ε.ΓΩΝΙΔΑ, Σημειώσεις στο Μάθημα –
Κοινωνικό-γνωστική Ανάπτυξη (436), ΑΠΘ Τμήμα Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 2004-2005.
W.C.CRAIN, Theories of Development, Prentice-Hall, 1985, σ. 118-136. M.COLE, S.R.COLE, Η ανάπτυξη
των παιδιών – Γνωστική και Ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και μέση παιδική ηλικία, μτφ.
Σόλμαν Μαρία, Τόμος Β΄, εκδ. τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδάνος, Αθήνα 2001, σ. 117εξ. και 335εξ·
Ι.ΚΟΓΚΟΥΛΗ, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική, έκδοση Ε΄, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 205εξ.
πρβλ. Κ.ΚΡΙΜΠΑ, Δαρβινισμός και η ιστορία του έως τις μέρες μας, όπ. παρ., σ. 646εξ.

47
Χαρίδημου Α. Κουτρή

α. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Σύµφωνα λοιπόν µε τον ∆αµασκηνό, ο άνθρωπος αποτελεί «λίαν καλό»


δηµιούργηµα του Θεού, «κατ’ εικόνα» και «καθ’ οµοίωση» του ∆ηµιουργού του,
πλασµένο µε ψυχή και σώµα, ώστε να συγγενεύει τόσο µε την αόρατη και την
ορατή κτίση, όσο και µε τη λογική και την άλογη109. Εποµένως δίκαια
χαρακτηρίζεται ως µικρόκοσµος, µικτός προσκυνητής, επόπτης της ορατής
δηµιουργίας, µέτοχος στα µυστήρια της αόρατης δηµιουργίας, επίγειος βασιλιάς
κυβερνώµενος από ψηλά, ταυτόχρονα επίγειος και ουράνιος, πρόσκαιρος και
αθάνατος, ορατός και νοητός, ενδιάµεσος µεταξύ µεγαλείου και µικρότητος,
αποτελούµενος συγχρόνως από πνεύµα και σάρκα110. Η σάρκα έχει δοθεί στον

109Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 917D-920A: «Οὕτω μὲν οὖν τὴν νοητὴν
οὐσίαν ὑπεστήσατο ὁ Θεός, ἀγγέλους φημὶ καὶ πάντα τὰ κατ᾿ οὐρανὸν τάγματα –ταῦτα γὰρ
ἀριδήλως νοερᾶς ἐστι καὶ ἀσωμάτου φύσεως· ἀσωμάτου δέ φημι συγκρινομένης πρὸς τὴν τῆς ὕλης
παχύτητα· μόνον γὰρ ὄντως τὸ θεῖον ἄυλόν τε καὶ ἀσώματον–, ἔτι δὲ καὶ τὴν αἰσθητήν, οὐρανόν τε
καὶ γῆν καὶ τὰ τούτων ἐν μέσῳ κείμενα· καὶ τὴν μὲν οἰκείαν (οἰκεία γὰρ Θεῷ ἡ λογικὴ φύσις καὶ νῷ
μόνῳ ληπτή, τὴν δὲ πάντῃ που πορρωτάτω κειμένην, ὡς ὑπὸ τὴν αἴσθησιν δηλαδὴ πίπτουσαν.»· 26,
PG 94, 925C: «Χρὴ γινώσκειν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ τοῖς ἀψύχοις κοινωνεῖ καὶ τῆς τῶν ἀλόγων
μετέχει ζωῆς καὶ τῆς τῶν λογικῶν μετείληφε νοήσεως. Κοινωνεῖ γὰρ τοῖς μὲν ἀψύχοις κατὰ τὸ
σῶμα καὶ τὴν ἀπὸ τῶν τεσσάρων στοιχείων κρᾶσιν, τοῖς δὲ φυτοῖς κατά τε ταῦτα καὶ τὴν
θρεπτικὴν καὶ αὐξητικὴν καὶ σπερματικὴν, ἤγουν γεννητικὴν δύναμιν, τοῖς δὲ ἀλόγοις καὶ ἐν
τούτοις μέν, ἐξ ἐπιμέτρου δὲ κατὰ τὴν ὄρεξιν, ἤγουν θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν καὶ κατὰ τὴν αἴσθησιν
καὶ κατὰ τὴν καθ᾿ ὁρμὴν κίνησιν.»· PG 94, 928A: «Συνάπτεται δὲ διὰ τοῦ λογικοῦ ταῖς ἀσωμάτοις
καὶ νοεραῖς φύσεσι λογιζόμενος καὶ νοῶν καὶ κρίνων ἕκαστα καὶ τὰς ἀρετὰς μεταδιώκων καὶ τῶν
ἀρετῶν τὸν κολοφῶνα, τὴν εὐσέβειαν, ἀσπαζόμενος·»· 86, PG 94, 1136C-1137Α: «Πάντα μὲν οὖν τὰ
ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι· αὐτὸς γάρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ
εἶναι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ εἰσι τὰ ὄντα, οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν,
ἀλλ᾿ ὅτι ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ συνέχει· ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα·
κατά τε γὰρ τὸ εἶναι καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ ἀγαθοῦ. Τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ
προειρημένα μέν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικόν, καὶ ταῦτα μᾶλλον· οἰκειότερα γάρ πώς εἰσι
πρὸς αὐτόν, εἰ καὶ πάντων οὗτος ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων
και ενεργειών, PG 95, 144ΒC: «Koinwnei= ou)=n toi=j me\n a)yu/xoij sw/masi kata\ th\n e)k tw=n tessa/rwn
stoixei/wn kra=sin kai\ su/nqesin, toi=j de\ futoi=j kata/ te tau=ta kai\ kata\ th\n qreptikh\n kai\
au)chtikh\n du/namin, e)/ti de\ kai\ th\n spermatikh/n, toi=j de\ a)lo/goij z%/oij kai\ e)n tou/toij me/n, a)lla\
kai\ kata\ to\ zwtiko\n kai\ kata\ th\n a)/logon o)/recin h)/goun qumo\n kai\ e)piqumi/an, kata/ te to\
fantastiko\n kai\ mnhmoneutiko\n kai\ kata\ th\n ai)/sqhsin kai\ th\n kaq' o(rmh\n ki/nhsin kaq' o(rmh\n
de\ ki/nhsi/j e)stin h( ki/nhsij o(/lou tou= sw/matoj kai\ to\ fwnhtiko\n kai\ a)napneustiko\n kai\ e)k to/pou
ei)j to/pon metabatiko/n. Sunaptetai de\ tai=j a)swma/toij kai\ noerai=j duna/mesi dia\ tou= logikou= kai\
th=j logikh=j tou= nou= o)re/cewj, h(/tij e)sti\ qe/lhsij, h( prw/th tou= nou= ki/nhsij»· βλ. και Γέν. 1,31: «καὶ
εἶδεν ὁ θεὸς τὰ πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» και Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου
Πίστεως 93, PG 94, 1196ΒC: «οὐδὲν γὰρ κακὸν κατὰ φύσιν. Πάντα γάρ, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός, καλὰ
λίαν, καθὸ γέγονεν. Οὕτω τοίνυν μένοντα, καθὼς ἔκτισται, καλὰ λίαν εἰσίν· ἑκουσίως δὲ
ἀνεκφοιτῶντα ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν καὶ εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἐρχόμενα, ἐν τῷ κακῷ γίνονται. Κατὰ
φύσιν μὲν οὖν πάντα δοῦλα καὶ ὑπήκοα τοῦ Δημιουργοῦ. Ὅταν οὖν ἑκουσίως τι τῶν κτισμάτων
ἀφηνιάσῃ καὶ παρήκοον τοῦ ποιήσαντος αὐτὸ γένηται, ἐν ἑαυτῷ συνεστήσατο τὴν κακίαν·»· πρβλ.
Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 18, PG 94, 876A.
110 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 921A: «Ἐποίησεν οὖν ὁ Θεὸς τὸν

ἄνθρωπον ἄκακον, εὐθῆ, ἐνάρετον, ἄλυπον, ἀμέριμνον, πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένον, πᾶσιν
ἀγαθοῖς κομῶντα, οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μεγάλῳ μικρόν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητὴν
μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενον

48
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

άνθρωπο για να του θυµίζει ότι είναι φθαρτός και έτσι να προστατεύεται από την
έπαρση και την αλαζονεία που οδήγησε τους ασώµατους δαίµονες στην πτώση,
ενώ το πνεύµα τού έχει δοθεί για να δοξάζει τον Θεό111. Είναι ζώσα ύπαρξη που
ενώ ζει κατ’ οικονοµία στην παρούσα ζωή, προορίζεται για τη µέλλουσα112. Στο
τέλος της πορείας του αυτής, στο «τέλος του µυστηρίου» θεώνεται µε την κίνησή
του προς το Θεό και τη µετοχή του στο θείο φωτισµό, χωρίς όµως να µεταβάλλεται
σε θεία ουσία, όπως επισηµαίνει ο ∆αµασκηνός113.

Παράλληλα, όπως και στην περίπτωση της δηµιουργίας των αγγέλων, έτσι
και σε αυτήν του ανθρώπου, ο ∆αµασκηνός σπεύδει να διαφυλάξει την αγαθότητα
τόσο του Θεού, όσο και ολόκληρης της δηµιουργίας, τονίζοντας πως ο Θεός
έπλασε τον άνθρωπο όχι µόνο αυτεξούσιο, αλλά και αναµάρτητο114. Αυτό βέβαια

ἄνωθεν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, μέσον μεγέθους
καὶ ταπεινότητος, τὸν αὐτὸν πνεῦμα καὶ σάρκα.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και
ενεργειών, PG 95, 144Β: «(O a)/nqrwpoj toi/nun mikro\j ko/smoj e)sti/n.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1112A:
«Ἡ ψυχὴ τὸ βασιλικόν τε καὶ ἐπηρμένον αὐτόθεν δείκνυσι, πόῤῥω τῆς ἰδιωτικῆς ταπεινότητος
κεχωρισμένον, ἐκ τοῦ ἀδέσποτον αὐτὴν εἶναι καὶ αὐτεξούσιον, ἰδίοις θελήμασιν αὐτοκρατορικῶς
διοικουμένην. Τίνος γὰρ τοῦτο, εἰ οὐχὶ βασιλέως ἐστίν; Ἀγαπήσωμεν τὴν εὐλογίαν, καὶ φύγωμεν
τὴν κατάραν. Ἐφ' ἡμῖν γάρ ἐστιν ἑλέσθαι κατ' ἐξουσίαν ἑκάτερον, πρὸς ὅπερ ἐν τῇ προθυμίᾳ
ῥέψωμεν.»· PG 96, 532C: «Τὸ Κύριος ὄνομα, καθὸ ἄρχει καὶ ἡγεμονεύει, δυναστείᾳ κράτους
αὐτεξουσίου χρώμενος· τὸ δὲ Θεὸς, καθὸ ἀγαθότητι καὶ χρηστότητι.». Ο άνθρωπος, παρ’ ότι είναι
ένα μικτό δημιούργημα του Θεού, αποτελούμενος από δύο αρκετά διαφορετικές πραγματικότητες,
το υλικό σώμα και την άυλη ψυχή, εντούτοις όμως παραμένει μία ενιαία οντότητα, γιατί τόσο η
ψυχή, όσο και το σώμα αποτελούν κτιστές πραγματικότητες δημιουργημένες εκ του μηδενός σε
σχέση με τον άκτιστο Θεό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται αντιληπτο πως στην Πατερική θεολογία
δεν υφίσταται κανενός είδους διαρχία, αφού και η ψυχή και το σώμα αποτελούν μέρος της ίδιας της
κτίσης που συνεργάζονται από κοινού προκειμένου να φτάσουν και οι δύο στη θέωση και τη χάρη.
Βλέπε Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 470-471.
111 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 921AB: «σάρκα διὰ τὴν ἔπαρσιν, πνεῦμα

διὰ τὴν χάριν· τὸ μὲν ἵνα πάσχῃ καὶ πάσχων ὑπομιμνήσκηται καὶ παιδεύηται, τὸ δὲ ἵνα μένῃ καὶ
δοξάζῃ τὸν εὐεργέτην, τῷ μεγέθει φιλοτιμούμενον»· 44, PG 94, 977Β: «Οὐ γὰρ ἦν λυσιτελὲς
ἀπείραστον ἔτι τυγχάνοντα καὶ ἀδόκιμον τῆς ἀφθαρσίας τυχεῖν, ἵνα μὴ εἰς τῦφον ἐμπέσῃ καὶ
κρῖμα τοῦ Διαβόλου»· PG 94, 980A: «Φθόνῳ τοίνυν Διαβόλου ἡττήθη ὁ ἄνθρωπος· οὐ γὰρ ἔφερεν ὁ
φθονερὸς καὶ μισόκαλος δαίμων αὐτὸς διὰ τὴν ἔπαρσιν κάτω γενόμενος ἡμᾶς τῶν ἄνω τυχεῖν,
ὅθεν καὶ θεότητος ἐλπίδι ὁ ψεύστης δελεάζει τὸν ἄθλιον καὶ πρὸς τὸ ἴδιον τῆς ἐπάρσεως ὕψος
ἀναγαγὼν, πρὸς τὸ ὅμοιον καταφέρει τῆς πτώσεως βάραθρον.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα
και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 141-142· «Η
ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία
του», όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010].
112 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 921B-924Α: «ζῷον ἐνταῦθα

οἰκονομούμενον τουτέστιν ἐν τῷ παρόντι βίῳ, καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον ἐν τῷ αἰῶνι τῷ


μέλλοντι».
113 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924A: «καί πέρας τοῦ μυστηρίου τῇ πρὸς

Θεὸν νεύσει θεούμενον· θεούμενον δὲ τῇ μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως καὶ οὐκ εἰς τὴν θείαν
μεθιστάμενον οὐσίαν».
114 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924Α: «Ἐποίησε δὲ αὐτὸν φύσιν

ἀναμάρτητον καὶ θέλησιν αὐτεξούσιον.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG

49
Χαρίδημου Α. Κουτρή

σε καµιά περίπτωση δεν σηµαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ανεπίδεκτος αµαρτίας. Η


ιδιότητα αυτή ανήκει µονάχα στον ίδιο τον άκτιστο Θεό. Απλά η αναµαρτησία του
ανθρώπου έγκειται στο γεγονός ότι η αµαρτία δεν βρίσκεται στη φύση του, αλλά
στην προαίρεσή του. Άλλωστε αυτό αποτελεί και απαραίτητη παραχώρηση από
πλευράς του Θεού προκειµένου ο άνθρωπος να µπορέσει να ασκεί ελεύθερα το
αυτεξούσιό του και κατ’ αυτόν τον τρόπο είτε να προκόβει προς το αγαθό
συνεργαζόµενος µε τη θεία χάρη, είτε να κινείται προς το κακό κατά παραχώρηση
του Θεού, που σέβεται την επιθυµία και το δικαίωµα του ανθρώπου να τον
αρνηθεί115. Είναι αυτονόητο φυσικά πως είναι αδύνατη η χρήση του αυτεξουσίου
εν τη απουσία επιλογών, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν θεωρείται αρετή το
αποτέλεσµα µιας πράξης που προήλθε από τον εξαναγκασµό116.

95, 161Α: «)En a)rxv= ga\r pla/saj o( qeo\j to\n a)/nqrwpon "e)poi/hsen au)to\n fu/sin a)nama/rthton, kai\
qe/lhsin au)tecou/sion", kaqw/j fhsin o( i(ero\j )Aqana/sioj».
115 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924ΑΒ: «Ἀναμάρτητον δέ φημι οὐχ ὡς μὴ

ἐπιδεχόμενον ἁμαρτίαν –μόνον γὰρ τὸ θεῖον ἁμαρτίας ἐστὶν ἀνεπίδεκτον–, ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ἐν τῇ
φύσει τὸ ἁμαρτάνειν ἔχοντα, ἐν τῇ προαιρέσει δὲ μᾶλλον, ἤτοι ἐξουσίαν ἔχοντα μένειν καὶ
προκόπτειν ἐν τῷ ἀγαθῷ τῇ θείᾳ συνεργούμενον χάριτι, ὡσαύτως καὶ τρέπεσθαι ἐκ τοῦ καλοῦ καὶ
ἐν τῷ κακῷ γίνεσθαι, τοῦ Θεοῦ παραχωροῦντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον·»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς
τοῦ Θεοῦ παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν.»· Εις προς
Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 532B: «To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.»· PG 95, 536C: «(/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j pa/qh a)timi/aj, kai\ to\, )Etu/flwse ta\
noh/mata tw=n a)pi/stwn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n sugxw/rhsin au)tou= e(ka/st% w(j
bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au)tecou/sion: ou(/twj kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\,
sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/fuktoj a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/sthsen e)/legxon. ga\r
a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\ au)tecou/sion.»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ
και Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ ἀποστερεῖ τινα τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται τοὺς ἑκουσίως τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος
ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει, ἕως ἐν τῷ παρόντι βίῳ ἐστί».
116 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924Β: «οὐκ ἀρετὴ γὰρ τὸ βίᾳ γινόμενον.»·

43, PG 94, 969Β: «Τῶν δὲ ἐφ᾿ ἡμῖν τὰ μὲν ἀγαθὰ προηγουμένως θέλει καὶ εὐδοκεῖ, τὰ δὲ πονηρὰ καὶ
ὄντως κακὰ οὔτε προηγουμένως οὔτε ἑπομένως θέλει· παραχωρεῖ δὲ τῷ αὐτεξουσίῳ· τὸ γὰρ κατὰ
βίαν γινόμενον οὐ λογικὸν, οὐδὲ ἀρετή.»· 44, PG 94, 969Β-972A: «Χρὴ γινώσκειν, ὡς πάντα μὲν
προγινώσκει ὁ Θεός, οὐ πάντα δὲ προορίζει· προγινώσκει γὰρ καὶ τὰ ἐφ᾿ ἡμῖν, οὐ προορίζει δὲ αὐτά·
οὐ γὰρ θέλει τὴν κακίαν γενέσθαι οὐδὲ βιάζεται τὴν ἀρετήν.»· 44, PG 94, 972A-973A: «Χρὴ δὲ
γινώσκειν, ὅτι ἡ μὲν ἀρετὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη ἐν τῇ φύσει καὶ αὐτός ἐστι παντὸς ἀγαθοῦ ἀρχὴ καὶ
αἰτία καὶ ἐκτὸς τῆς αὐτοῦ συνεργίας καὶ βοηθείας ἀδύνατον ἀγαθὸν θελῆσαι ἢ πρᾶξαι ἡμᾶς. Ἐφ᾿
ἡμῖν δέ ἐστιν ἢ ἐμμεῖναι τῇ ἀρετῇ καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Θεῷ πρὸς ταύτην καλοῦντι ἢ ἀποφοιτῆσαι
τῆς ἀρετῆς, ὅπερ ἐστὶν ἐν τῇ κακίᾳ γενέσθαι καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Διαβόλῳ πρὸς ταύτην καλοῦντι
ἀβιάστως·»· 58, PG 94, 1041Β: «Οὐ μόνον γὰρ ἡ θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει,
ἀλλ᾿ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή.»· 64, PG 94, 1081B: «Αὕτη γὰρ οὐ φυσική ἐστιν οὐδὲ ὑπὸ τοῦ
Δημιουργοῦ ἡμῖν ἐνσπαρεῖσα, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου ἐπισπορᾶς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ αὐτεξουσίῳ
προαιρέσει ἑκουσίως συνισταμένη, οὐ βίᾳ ἡμῶν κρατοῦσα»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς τοῦ Θεοῦ
παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94,
1568B: «To\ ga\r bi/# gino/menon h)\ a)na/gkv fu/sewj ou)k a)reth/»· Περί των οκτώ της πονηρίας
πνευμάτων, PG 95, 96D: «)Areth\ de\ kalei=tai, dia\ to\ ai(rei=sqai: ai(reth\ ga\r kai\ qelhth\, dia\ to\
ai(retw=j kai\ au)tecousi/wj to\ a)gaqo\n poiei=n h(ma=j, ou)xi\ a)boulh/twj kai\ a)nagkastw=j.»· Εις προς
Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 532B: «To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.»· PG 95, 536C: «(/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j pa/qh a)timi/aj, kai\ to\, )Etu/flwse ta\
noh/mata tw=n a)pi/stwn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n sugxw/rhsin au)tou= e(ka/st% w(j

50
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Ακολούθως, ο ∆αµασκηνός προχωρά σε µία περισσότερο λεπτοµερή


περιγραφή του σώµατος117 και της ψυχής του ανθρώπου, για την οποία αναφέρει
πως είναι ζωντανή ύπαρξη, απλή, ασώµατη και ασχηµάτιστη, αόρατη για τα
ανθρώπινα µάτια, λογική και νοερή, που χρησιµοποιεί για όργανό της το σώµα118.
Η ψυχή είναι που παρέχει στο σώµα τη ζωή και τη δυνατότητα να αυξάνεται, να
αισθάνεται και να γεννά, ενώ έχει ως καθαρότερο µέρος της το νου. Ο νους, µε τη
σειρά του, δίνει στην ψυχή τη δυνατότητα να είναι αυτεξούσια, θελητική και
ενεργητική, καθώς και εθελότρεπτη, χαρακτηριστικό που, όπως και στην
περίπτωση των αγγέλων, συνδυάζεται άµεσα µε την κτιστότητα και τη λογικότητά
της119. Όλες αυτές οι ιδιότητες της ψυχής αποτελούν το «κατά φύση» της και τις
έχει πάρει, όπως και την ίδια της την ύπαρξη, από τη χάρη του δηµιουργού της120.
Εποµένως αποτελεί και αυτή ένα αγαθό και «λίαν καλό» δηµιούργηµα. Βέβαια στο
σηµείο αυτό, ο ∆αµασκηνός φροντίζει να θέσει τα πράγµατα στη σωστή τους
διάσταση αναφέροντας ότι οι ιδιότητες της ψυχής, όπως και αυτές των ασωµάτων,
συναντιούνται στα κτιστά όντα «χάριτι», ενώ µονάχα στον άκτιστο Θεό υφίστανται

bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au)tecou/sion: ou(/twj kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\,
sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/fuktoj a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/sthsen e)/legxon. ga\r
a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\ au)tecou/sion.»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ
και Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ ἀποστερεῖ τινα τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται τοὺς ἑκουσίως τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος
ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει, ἕως ἐν τῷ παρόντι βίῳ ἐστί.»· PG 96, 997A: «οὕτως αὐτεξουσίως
βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν τις προαιρῆται,
κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας ἐπιτηδεύμασι·».
117 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 925ΑΒ: «Σῶμά ἐστι τὸ τριχῇ διαστατὸν

ἤγουν τὸ ἔχον μῆκος καὶ πλάτος καὶ βάθος, ἤτοι πάχος. Πᾶν δὲ σῶμα ἐκ τῶν τεσσάρων στοιχείων
συνίσταται, τὰ δὲ τῶν ζῴων σώματα ἐκ τῶν τεσσάρων χυμῶν».
118 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924Β: «Ψυχὴ τοίνυν ἐστὶν οὐσία ζῶσα,

ἁπλῆ, ἀσώματος, σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς κατ᾿ οἰκείαν φύσιν ἀόρατος, λογική τε καὶ νοερά,
ἀσχημάτιστος, ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι».
119 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924Β: «ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καὶ

τούτῳ ζωῆς, αὐξήσεώς τε καὶ αἰσθήσεως καὶ γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ᾿
ἑαυτὴν τὸν νοῦν, ἀλλὰ μέρος αὐτῆς τὸ καθαρώτατον· ὥσπερ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐν σώματι, οὕτως ἐν
ψυχῇ νοῦς· αὐτεξούσιος, θελητική τε καὶ ἐνεργητική, τρεπτὴ, ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καὶ κτιστή.»·
Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1537CD: «Ta\ ou)=n logika\ dektika\ me/n e)sti troph=j dia\ th\n e)k tou= mh\
o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/n, a)ll' au)tecou/sia dia\ to\ logika\ ei)=nai. Au)tecou/sia de\ me/nei, kaqw\j
ge/gone, toute/stin a)gaqa/, dou=la kai\ e)pignw/mona kai\ u(ph/koa tou= pepoihko/toj, o(/per e)sti\ tv=
ktistv= fu/sei: a)reth\ ga/r e)sti to\ me/nein e)n toi=j o(/roij th=j oi)kei/aj fu/sewj.»· Κατά Μανιχαίων, PG
94, 1568AB: «Manixai=oj: Kai\ dia\ ti/ e)poi/hsen au)to\n au)tecou/sion kai\ trepto/n; )Orqo/docoj: Trepto\n
me\n a(/pan kti/sma kata\ fu/sin: w(=n ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato, tau=ta a)na/gkh kata\ fu/sin
trepta\ ei)=nai. )=H ou) troph\ h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/; Mo/non ou)=n fu/sei a)/trepton
to\ qei=on w(j a)/ktiston kai\ a)ei\ o)/n. Ta\ de\ kti/smata, o(/sa me\n logika/, e)qelo/trepta, t%= qelh/mati
trepo/mena, ta\ de\ loipa\ kata\ sw=ma.»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ
λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων
και ενεργειών, PG 95, 144Β: «)Ofqalmo\j ga\r kai\ to\ kaqarw/taton th=j yuxh=j e)stin o( nou=j»·
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ.
120 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924Β-925Α: «Πάντα ταῦτα κατὰ φύσιν ἐκ

τῆς τοῦ δημιουργήσαντος αὐτὴν χάριτος εἰληφυῖα, ἐξ ἧς καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ φύσει οὕτως εἶναι
εἴληφεν».

51
Χαρίδημου Α. Κουτρή

«φύσει»121.

Είναι γεγονός πάντως πως ο τρόπος που είναι δηµιουργηµένος ο άνθρωπος


του δίνει τη δυνατότητα να κοινωνεί µε τα άψυχα, να µετέχει στη ζωή των άλογων
όντων, αλλά και να έρχεται σε επαφή µε τους ασώµατους µέσω της νοητικής του
ικανότητας122. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλές φορές χαρακτηρίζεται από τον
∆αµασκηνό και τους Πατέρες «κόσµος δεύτερος, µικρός µέσα σε µεγάλο»123 και
«σύνδεσµος µεταξύ ορατής και αοράτου – δηλαδή αισθητής και νοητής –
κτίσεως»124. Γίνεται εποµένως αντιληπτή η ξεχωριστή θέση του ανθρώπου σε

121 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 14, PG 94, 860Β: «πάντα ταῦτα καὶ τοιαῦτα φύσει
ἔχει οὐκ ἄλλοθεν εἰληφυῖα, ἀλλ᾿ αὐτὴ μεταδιδοῦσα παντὸς ἀγαθοῦ τοῖς οἰκείοις ποιήμασι κατὰ
τὴν ἑκάστου δεκτικὴν δύναμιν.»· 26, PG 94, 925A: «Ἀσώματα δὲ καὶ ἀόρατα καὶ ἀσχημάτιστα κατὰ
δύο τρόπους νοοῦμεν· τὰ μὲν κατ᾿ οὐσίαν, τὰ δὲ κατὰ χάριν· καὶ τὰ μὲν φύσει ὄντα, τὰ δὲ πρὸς τὴν
τῆς ὕλης παχύτητα. Ἐπὶ Θεοῦ μὲν οὖν φύσει, ἐπὶ δὲ ἀγγέλων καὶ δαιμόνων καὶ ψυχῶν χάριτι, καὶ
ὡς πρὸς τὴν τῆς ὕλης παχύτητα λέγεται ἀσώματον.»· πρβλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής
της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ.
470-471.
122 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 925C: «Χρὴ γινώσκειν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος καὶ

τοῖς ἀψύχοις κοινωνεῖ καὶ τῆς τῶν ἀλόγων μετέχει ζωῆς καὶ τῆς τῶν λογικῶν μετείληφε νοήσεως.
Κοινωνεῖ γὰρ τοῖς μὲν ἀψύχοις κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ἀπὸ τῶν τεσσάρων στοιχείων κρᾶσιν, τοῖς δὲ
φυτοῖς κατά τε ταῦτα καὶ τὴν θρεπτικὴν καὶ αὐξητικὴν καὶ σπερματικὴν, ἤγουν γεννητικὴν
δύναμιν, τοῖς δὲ ἀλόγοις καὶ ἐν τούτοις μέν, ἐξ ἐπιμέτρου δὲ κατὰ τὴν ὄρεξιν, ἤγουν θυμὸν καὶ
ἐπιθυμίαν καὶ κατὰ τὴν αἴσθησιν καὶ κατὰ τὴν καθ᾿ ὁρμὴν κίνησιν.»· PG 94, 928A: «Συνάπτεται δὲ
διὰ τοῦ λογικοῦ ταῖς ἀσωμάτοις καὶ νοεραῖς φύσεσι λογιζόμενος καὶ νοῶν καὶ κρίνων ἕκαστα καὶ
τὰς ἀρετὰς μεταδιώκων καὶ τῶν ἀρετῶν τὸν κολοφῶνα, τὴν εὐσέβειαν, ἀσπαζόμενος·»· 86, PG 94,
1136C-1137Α: «Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ
εἶναι· αὐτὸς γάρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ εἶναι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ εἰσι τὰ ὄντα, οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ
ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν, ἀλλ᾿ ὅτι ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ
συνέχει· ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα· κατά τε γὰρ τὸ εἶναι καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ
ἀγαθοῦ. Τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ προειρημένα μέν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικόν, καὶ ταῦτα
μᾶλλον· οἰκειότερα γάρ πώς εἰσι πρὸς αὐτόν, εἰ καὶ πάντων οὗτος ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως»· Περί
των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 144ΒC: «Koinwnei= ou)=n toi=j me\n a)yu/xoij
sw/masi kata\ th\n e)k tw=n tessa/rwn stoixei/wn kra=sin kai\ su/nqesin, toi=j de\ futoi=j kata/ te tau=ta
kai\ kata\ th\n qreptikh\n kai\ au)chtikh\n du/namin, e)/ti de\ kai\ th\n spermatikh/n, toi=j de\ a)lo/goij
z%/oij kai\ e)n tou/toij me/n, a)lla\ kai\ kata\ to\ zwtiko\n kai\ kata\ th\n a)/logon o)/recin h)/goun qumo\n
kai\ e)piqumi/an, kata/ te to\ fantastiko\n kai\ mnhmoneutiko\n kai\ kata\ th\n ai)/sqhsin kai\ th\n kaq'
o(rmh\n ki/nhsin kaq' o(rmh\n de\ ki/nhsi/j e)stin h( ki/nhsij o(/lou tou= sw/matoj kai\ to\ fwnhtiko\n kai\
a)napneustiko\n kai\ e)k to/pou ei)j to/pon metabatiko/n. Suna/ptetai de\ tai=j a)swma/toij kai\ noerai=j
duna/mesi dia\ tou= logikou= kai\ th=j logikh=j tou= nou= o)re/cewj, h(/tij e)sti\ qe/lhsij, h( prw/th tou= nou=
ki/nhsij».
123 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 921A: «Ἐποίησεν οὖν ὁ Θεὸς τὸν
ἄνθρωπον ἄκακον, εὐθῆ, ἐνάρετον, ἄλυπον, ἀμέριμνον, πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένον, πᾶσιν
ἀγαθοῖς κομῶντα, οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μεγάλῳ μικρόν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητὴν
μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενον
ἄνωθεν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον, μέσον μεγέθους
καὶ ταπεινότητος, τὸν αὐτὸν πνεῦμα καὶ σάρκα.»· PG 94, 925C: «διὸ καὶ μικρὸς κόσμος ἐστιν ὁ
ἄνθρωπος.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 144Β: «(O a)/nqrwpoj toi/nun
mikro\j ko/smoj e)sti/n».
124 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 920A: «ὥς φησιν ὁ θεηγόρος Γρηγόριος,

οἷόν τινα σύνδεσμον ‘τῆς ὁρατῆς τε καὶ ἀοράτου φύσεως’»· ΓΡ.ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εις τα Θεοφάνια, PG 36,
321CD· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 144Β: «)/Exei ga\r yuxh\n kai\

52
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

σχέση µε την υπόλοιπη κτίση, όχι τόσο από πλευράς κυριαρχίας του πάνω στην
ορατή δηµιουργία, όσο από πλευράς οντολογίας βάσει του γεγονότος πως είναι το
µοναδικό δηµιούργηµα του Θεού που αποτελείται συγχρόνως από ψυχή και σώµα,
από ορατή και αόρατη «κτίση»125. Άλλωστε για τον ∆αµασκηνό, ο οποίος
παραπέµπει και πάλι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο, η µίξη ορατής και αόρατης
φύσης καταδεικνύει τη µεγαλύτερη σοφία και πολυτέλεια µε την οποία είναι
δηµιουργηµένος ο άνθρωπος126, αφού σε σύγκριση µε τους αγγέλους και τους
δαίµονες, υπερτερεί λόγω του σώµατός του, ενώ συγκρινόµενος µε την άλογη και
άψυχη φύση, υπερτερεί χάρη στην ψυχή και τη λογική του127.

β. ΣΥΝΔΕΣΗ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»

i. ΤΟ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ» ΚΑΙ «ΚΑΘ’ ΟΜΟΙΩΣΙΝ» ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Αναµφίβολα, το σηµαντικότερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι το ότι


αποτελεί δηµιούργηµα του Θεού «κατ’ εικόνα» και «καθ’ οµοίωση» του
∆ηµιουργού του, ο οποίος αφού το έπλασε από τη γη, του εµφύσησε ψυχή λογική
και νοερή128.

sw=ma kai\ me/soj e(/sthke nou= kai\ u(/lhj: su/ndesmoj ga/r e)stin o(rath=j kai\ a)ora/tou h)/toi ai)sqhth=j
kai\ nohth=j kti/sewj».
125 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 909D-912Α: «Ἐπειδὴ δὲ ἔμελλεν ὁ Θεὸς ἐξ
ὁρατῆς τε καὶ ἀοράτου κτίσεως πλαστουργεῖν τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα τε καὶ ὁμοίωσιν».
126 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 920A: «Ἔδει δὲ ἐξ ἀμφοτέρων μίξιν

γενέσθαι, καί σοφίας μείζονος γνώρισμα καὶ τῆς περὶ τὰς φύσεις πολυτελείας, ὥς φησιν ὁ
θεηγόρος Γρηγόριος»· ΓΡ.ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εις τα Θεοφάνια, PG 36, 321CD.
127 Περισσότερα για τον προπτωτικό άνθρωπο, βλέπε Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός

προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 19-49· «Το προπατορικό αμάρτημα
κατά την Ορθόδοξη Παράδοση», στο: Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής (Νέα σειρά), Τμήμα
Θεολογίας, 16 (2006), σ. 155-174· http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ. 4-9 [προσπ.
29/04/2010]· Δ.ΤΣΑΜΗ, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ. παρ., σ. 174-183·
J.MEYENDORFF, όπ. παρ., σ. 138εξ. Για τη θεώρηση του ίδιου θέματος από μερίδα της Ορθόδοξης
θεολογίας, αλλά και από τις υπόλοιπες ομολογίες βλέπε Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική Θεολογία και
Πνευματικότητα: Σημειώσεις από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις, ΑΠΘ, εκδ. Υπηρεσία
Δημοσιευμάτων, Θεσσαλονίκη, σ. 28εξ· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, όπ. παρ., σ. 456εξ. και 494εξ.·
ΧΡ.ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, Συμβολική εξ επόψεως ορθοδόξου, εκδ. Ρηγόπουλου 1963, σ. 159-179·
ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ., σ. 60εξ· Ι.ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, Συμβολική εξ επόψεως ορθοδόξου, εκδ.
Πουρναρά [19--?], σ. 191εξ· Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το προπατορικό αμάρτημα, όπ. παρ., σ. 156εξ.
128 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 909D-912Α: «Ἐπειδὴ δὲ ἔμελλεν ὁ Θεὸς ἐξ

ὁρατῆς τε καὶ ἀοράτου κτίσεως πλαστουργεῖν τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα τε καὶ ὁμοίωσιν»·
Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας 3, PG 94, 1340D: «ei(=j a)/nqrwpoj, kai\ kata\ to\ au)tecou/sion
kai\ to\ a)rxiko/n: le/gei ga\r o( qeo/j: "Poih/swmen a)/nqrwpon kat' ei)ko/na h(mete/ran kai\ kaq'
o(moi/wsin"»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 165D: «Kat' ei)ko/na qeou=
gego/namen kata\ to\ noero\n kai\ au)tecou/sion.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 905ΒC: «εἶτα δημιουργεῖ
τὸν ἄνθρωπον χερσὶν ἰδίαις, χοῦν μὲν λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς εἰς διάπλασιν τοῦ σώματος, τὴν δὲ
ψυχὴν λογικὴν καὶ νοερὰν διὰ τοῦ οἰκείου ἐμφυσήματος αὐτῷ δούς, ἥτις κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν

53
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Ο ∆αµασκηνός και η πλειοψηφία των Πατέρων129 εντοπίζουν το «κατ’


εικόνα» του ανθρώπου κυρίως στη νοερή και αυτεξούσια φύση του, ενώ το «καθ’
οµοίωση» στη δυνατότητά του να οµοιάσει «κατά χάρη» στο ∆ηµιουργό Θεό µέσα
από µία διαρκή πορεία τελειώσεως130, στην ελευθερία δηλαδή του ανθρώπου να
κινηθεί αυτεξούσια είτε προς την αρετή, είτε προς την κακία131. Η διπλή αυτή

τοῦ Θεοῦ δεδημιουργῆσθαι γέγραπται· κατ' εἰκόνα μέν, διὰ τὸ νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον, καθ'
ὁμοίωσιν δὲ διὰ τὴν τῆς ἀρετῆς κατὰ τὸ δυνατὸν ὁμοίωσιν. τοῦτον τὸν ἄνθρωπον αὐτεξουσιότητι
καὶ ἀθανασίᾳ τιμήσας·»· PG 96, 1188CD: «ἐκ μὴ ὄντων τὰ πάντα παραγαγὼν ὁ Δημιουργός, κατ'
εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ πλάσας τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦτον τῷ αὐτεξουσίῳ τιμήσας, τῶν ἐν
παραδείσῳ καλῶν μετέχειν πεποίηκεν»· πρβλ. Γέν. 1,26-28: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν
ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ
τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν
ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς. καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν,
ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς
θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων
τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς».
129 Βλ. Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις τον 48 ψαλμόν 8, PG 29, 449BC Εις το ‘Πρόσεχε σεαυτώ’ 6, PG 31, 212BC·

Περί ευχαριστίας 2, PG 31, 221C· Ομιλία εν λιμώ και αυχμώ 5, PG 31, 317A· Ότι ουκ έστιν αίτιος των
κακών ο Θεός 6, PG 31, 344BC· Όροι κατά πλάτος 2, 3, PG 31, 913B· Επιστολή 233, Αμφιλοχίω
ερωτήσαντι, 1, PG 32, 864C. ΓΡ.ΝΥΣΣΗΣ, Περί κατασκευής ανθρώπου 11, PG 44, 156B· 12, 44, 161C,
164A, 16, PG 44, 184B, 185C· Λόγος κατηχητικός ο μέγας 5, PG 45, 24C· 21, PG 45, 57CD· Περί
παρθενίας 12, PG 46, 369C· ΓΕΛΑΣΙΟΥ ΚΥΖΙΚΗΝΟΥ, Των κατά την εν Νικαία σύνοδον πραχθέντων
σύνταγμα 2,1 PG 85, 1260AB.
130 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 909D-912Α: «Ἐπειδὴ δὲ ἔμελλεν ὁ Θεὸς ἐξ

ὁρατῆς τε καὶ ἀοράτου κτίσεως πλαστουργεῖν τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα τε καὶ ὁμοίωσιν»·
26, PG 94, 920Β: «Ἐπεὶ δὲ ταῦτα οὕτως εἶχεν, ἐξ ὁρατῆς τε καὶ ἀοράτου φύσεως δημιουργεῖ τὸν
ἄνθρωπον οἰκείαις χερσὶ κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα τε καὶ ὁμοίωσιν· ἐκ γῆς μὲν τὸ σῶμα διαπλάσας,
ψυχὴν δὲ λογικὴν καὶ νοερὰν διὰ τοῦ οἰκείου ἐμφυσήματος δοὺς αὐτῷ, ὅπερ δὴ θείαν εἰκόνα
φαμέν· τὸ μὲν γὰρ κατ᾿ εἰκόνα τὸ νοερὸν δηλοῖ καὶ αὐτεξούσιον, τὸ δὲ καθ᾿ ὁμοίωσιν τὴν τῆς ἀρετῆς
κατὰ τὸ δυνατὸν ὁμοίωσιν.»· Περί των οκτώ της πονηρίας πνευμάτων, PG 95, 97A: «Kat' ei)ko/na me\n
le/getai pa=j a)/nqrwpoj, kata\ to\ tou= noo\j a)ci/wma, kai\ to\ th=j yuxh=j, h)/toi to\ a)kata/lhpton, to\
a)qew/rhton, to\ a)qa/naton, to\ au)tecou/sion, nai\ mh\n kai\ to\ a)rxhgo\n, kai\ teknogoniko\n, kai\
oi)kodomiko/n. kaq' o(moi/wsin de\, kata\ to\n th=j a)reth=j lo/gon, kai\ ta\j qewnu/mouj tau/taj kai\
qeomimh/touj pra/ceij, h)/goun kata\ to\ filanqrw/pwj pro\j to\ o(mogene\j diakei=sqai: oi)ktei/rein te kai\
e)leei=n, kai\ a)gap#=n to\ o(mo/doulon, eu)splagxni/an te pa=san kai\ sumpa/qeian e)ndei/knusqai.»·
Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ
κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 905C: «καθ' ὁμοίωσιν δὲ διὰ τὴν τῆς ἀρετῆς κατὰ τὸ
δυνατὸν ὁμοίωσιν.»· PG 96, 1188CD: «ἐκ μὴ ὄντων τὰ πάντα παραγαγὼν ὁ Δημιουργός, κατ' εἰκόνα
καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ πλάσας τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦτον τῷ αὐτεξουσίῳ τιμήσας, τῶν ἐν παραδείσῳ
καλῶν μετέχειν πεποίηκεν, ἀπέχεσθαι τούτου μόνου κελεύσας ὅπερ ἦν τὸ ξύλον τῆς γνώσεως»·
Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής
θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 109· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ.
156· Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ.
παρ., σ. 27εξ και 189εξ.
131 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό

ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 144Β: «Ou(/tw
dh\ kai\ o( a)/nqrwpoj ou) du/natai o(ra=n h)\ noei=n h)\ au)tecousi/wj qe/lein h)\ e)nergei=n, ei) mh\ e(ka/stou th\n
du/namin e)/labe fusikw=j para\ tou= dhmiourgou=.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και
ενεργειών, PG 95, 149C: «(/Wste to\ au)tecou/sion prw=ton a)gaqo\n tv= logikv= fu/sei pre/pon,»· Βαρλαάμ
και Ιωασάφ, PG 96, 996Β: «Τοῦ δὲ Ἰωάσαφ πυθομένου Τί τὸ αὐτεξούσιον καὶ τί προαίρεσις, φησὶν ὁ
γέρων· Αὐτεξουσιότης μέν ἐστι ψυχῆς λογικῆς θέλησις, ἀκωλύτως κινουμένη πρὸς ὅπερ ἂν

54
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

διάσταση του «κατ’ εικόνα» και του «καθ’ οµοίωση» είναι που κάνουν τον
∆αµασκηνό να δηλώσει ότι µολονότι όλοι οι άνθρωποι διατηρούν το «κατ’ εικόνα»,
δεδοµένου ότι τα δώρα του Θεού είναι αµετάκλητα132, ελάχιστοι είναι αυτοί που
διατηρούν το «καθ’ οµοίωση» και πρόκειται για τους ανθρώπους που κάνουν ορθή
χρήση του αυτεξουσίου τους και διάγουν ζωή αγία και ενάρετη133.

Ο λόγος για τον οποίο ο ∆αµασκηνός, αλλά και οι υπόλοιποι Πατέρες,


εστιάζουν τόσο πολύ στον εντοπισµό του «κατ’ εικόνα» στην αυτεξουσιότητα και
το νου του ανθρώπου είναι διπλός: α) αφ’ ενός γιατί ο νους θεωρείται το πιο
καθαρό και εκλεκτό κοµµάτι του ανθρώπου, και β) αφ’ ετέρου για να
κατοχυρώσουν τη σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου κατά την πρόσληψή του από
τον Θεό Λόγο ενάντια στις αιρέσεις134. Όπως µάλιστα αναφέρουν χαρακτηριστικά,
ο Λόγος ενανθρώπησε προκειµένου να αποκαταστήσει στον άνθρωπο το

βούλοιτο, εἴτε ἀρετὴν εἴτε κακίαν, οὕτως ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ γενομένης. αὐτεξουσιότης αὖθίς ἐστι
νοερᾶς ψυχῆς κίνησις αὐτοκρατής.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 109εξ και 121-122· Λογικό και
αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 156εξ και 165-166· Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 27εξ·
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 194εξ.· Δογματική και Συμβολική
Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ. 196· Το πρόβλημα του Κακού, όπ. παρ., σ. 58εξ· Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Χάρη και
Ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ΙΔ΄ αιώνα. Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 39-51. Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το προπατορικό αμάρτημα,
όπ. παρ., σ. 129εξ.· Δ.ΤΣΑΜΗ, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ.
παρ., σ. 183-192· J.MEYENDORFF, όπ. παρ., σ. 140εξ. Για τη θεώρηση του ίδιου θέματος από μερίδα
της Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και από τις υπόλοιπες Ομολογίες βλέπε Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική
Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 28εξ· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, όπ. παρ., σ. 488εξ·
ΧΡ.ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, Συμβολική, όπ. παρ., σ. 160εξ· ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ., σ. 65εξ·
Ι.ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, όπ. παρ., σ. 196. Σύμφωνα με τον Χ.Σταμούλη, το ζήτημα εντοπισμού του «κατ’
εικόνα» στον άνθρωπο από τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι πολύ μεγάλο με αρκετές συγκλίσεις
και αποκλίσεις στις απόψεις τους. Βλ. σχετικά ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 166-
168, 174, 203-204.
132 Βλ. Περί των οκτώ της πονηρίας πνευμάτων, PG 95, 97Β: «Kai\ to\ me\n kat' ei)ko/na, pa=j a)/nqrwpoj

ke/kthtai: a)metame/lhta ga\r ta\ xari/smata tou= Qeou=».


133 Βλ. Περί των οκτώ της πονηρίας πνευμάτων, PG 95, 97Β: «to\ de\ kaq' o(moi/wsin, spa/nioi, kai\ mo/noi

oi( e)na/retoi kai\ a(/gioi, kai\ th\n tou= Qeou= a)gaqo/thta kata\ to\ dunato\n a)nqrw/poij mimou/menoi».
134 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924Β: «ὀργανικῷ κεχρημένη σώματι καὶ

τούτῳ ζωῆς, αὐξήσεώς τε καὶ αἰσθήσεως καὶ γεννήσεως παρεκτική, οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ᾿
ἑαυτὴν τὸν νοῦν, ἀλλὰ μέρος αὐτῆς τὸ καθαρώτατον· ὥσπερ γὰρ ὀφθαλμὸς ἐν σώματι, οὕτως ἐν
ψυχῇ νοῦς· αὐτεξούσιος, θελητική τε καὶ ἐνεργητική, τρεπτὴ, ἤτοι ἐθελότρεπτος, ὅτι καὶ κτιστή»·
Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 144Β: «O ) fqalmo\j ga\r kai\ to\
kaqarw/taton th=j yuxh=j e)stin o( nou=j»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG
95, 165D: «Kat' ei)ko/na qeou= gego/namen kata\ to\ noero\n kai\ au)tecou/sion … Ei) ou)=n nou=n kai\
qe/lhsin au)tecou/sion ou)k a)ne/laben, ou)k a)ne/labe to\ kat' ei)ko/na:»· PG 95, 168AB: «)Alla/ fasin: Ou)
kata\ fu/sin e)do/qh t%= a)nqrw/p% to\ au)tecou/sion, a)lla\ kata\ timh\n e)n t%= fa/nai to\n qeolo/gon
Grhgo/rion: "T%= au)tecousi/% timh/saj au)to/n. «)All' a)/koue pa/lin tou= patro/j: "Tou=ton lo/g% kai\
ei)ko/ni qeou= tetimhme/non". Ou)kou=n ou)de\ to\ logiko\n e(/cei kata\ fu/sin, a)lla\ kata\ timh/n, kai\ w(/ra
soi le/gein, w(j ou) logikh\n yuxh/n, a)ll' a)/logon o( ku/rioj prosh/kato.»· Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού,
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου
Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 482.

55
Χαρίδημου Α. Κουτρή

αµαυρωµένο «κατ’ εικόνα», δηλαδή το νοερό και το αυτεξούσιο του ανθρώπου,


και να τον επαναφέρει από το «παρά φύση» στο «κατά φύση», στο «καθ’
οµοίωση» για το οποίο τον δηµιούργησε135. Είναι σαφές εποµένως πως, µολονότι
κάθε άνθρωπος είναι λογικός και αυτεξούσιος, χρειάζεται τη βοήθεια του Θεού για
να ξεπεράσει την αµαρτία136.

Εξάλλου είναι προφανές ότι ο άνθρωπος χωρίς τη λογική και αυτεξούσια


ψυχή θα αποτελούσε απλώς ένα άψυχο, απρόσωπο και ανελεύθερο αντικείµενο137.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο ∆αµασκηνός ενισχύει ακόµη
περισσότερο τη σύνδεση του «κατ’ εικόνα» µε τη λογικότητα του ανθρώπου µέσα
από την εξής παραλληλισµό: όπως ο νους-Πατέρας, ο Λόγος-Υιός και το Άγιο
Πνεύµα αποτελούν έναν Θεό, έτσι και στους ανθρώπους ο νους, ο λόγος και το
πνεύµα αποτελούν έναν άνθρωπο138.

Μία ακόµη διάσταση του «κατ’ εικόνα» του Θεού στον άνθρωπο που
συνδέεται µε το αυτεξούσιό του εντοπίζεται στην εξουσία του ανθρώπου πάνω στο
σώµα του, αλλά και πάνω στην άλογη και άψυχη φύση γενικότερα139. Το γεγονός

135 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 77, PG 94, 1108Α: «Ἐνηνθρώπησε δὲ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
ἵνα, ἐφ᾿ ὅπερ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον, πάλιν αὐτῷ χαρίσηται· ἐποίησε γὰρ αὐτὸν κατ᾿ εἰκόνα
ἑαυτοῦ, νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, ἤτοι ἐν ἀρεταῖς τέλειον, ὡς ἐφικτὸν ἀνθρώπου
φύσει·»· 86, PG 94, 1137ΑΒ: «Ἐπειδὴ τοίνυν ἐν παραβάσει τῆς τοῦ πεποιηκότος αὐτὸν ἐντολῆς
γέγονε καὶ θανάτῳ καὶ φθορᾷ ὑποπέπτωκεν, ὁ Ποιητὴς καὶ Δημιουργὸς τοῦ γένους ἡμῶν διὰ
σπλάγχνα ἐλέους αὐτοῦ ὡμοιώθη ἡμῖν κατὰ πάντα γενόμενος ἄνθρωπος χωρὶς ἁμαρτίας καὶ
ἡνώθη τῇ ἡμετέρᾳ φύσει. Ἐπειδὴ γὰρ μετέδωκεν ἡμῖν τῆς ἰδίας εἰκόνος καὶ τοῦ ἰδίου πνεύματος καὶ
οὐκ ἐφυλάξαμεν, μεταλαμβάνει αὐτὸς τῆς πτωχῆς καὶ ἀσθενοῦς ἡμῶν φύσεως, ἵνα ἡμᾶς καθάρῃ
καὶ ἀφθαρτίσῃ καὶ μετόχους πάλιν τῆς αὑτοῦ καταστήσῃ θεότητος».
136 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό

ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Εις προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 488A: «" (Uphkou/sate de\ e)k
kardi/aj, ei)j o(\n paredo/qhte tu/pon didaxh=j." To\ me\n, e)k kardi/aj, to\ au)tecou/sion dhloi=: to\
paredo/qhte, th\n para\ tou= Qeou= boh/qeian ai)ni/ttetai.»· PG 95, 496CD: «"Ou) ga\r o(\ qe/lw, tou=to
pra/ssw, a)ll' o(\ misw=, tou=to poiw=. Ei) de\ o(\ ou) qe/lw, tou=to poiw=, su/mfhmi t%= no/m% o(/ti kalo/j.
Nuni\ de\ ou)ke/ti e)gw\ katerga/zomai au)to\, a)ll' h( oi)kou=sa e)n e)moi\ a(marti/a." To\ qe/lein to\ kalo\n,
kai\ misei=n to\ ponhro\n, gnw/sewj a)phrtisme/nhj e)sti/n: o(/qen dh=lon o(/ti kai\ to\, ou) qe/lw, ei)/rhken, ou)
to\ au)tecou/sion a)nairw=n, ou)de\ a)na/gkhn tina\ ei)sa/gwn biastikh\n, a)lla\ to\ mh\ e)painei=n ta\ gino/mena.
Ti/ ou)=n e)sti to\, ou) qe/lw; a)nti\ tou=, ou)k e)painw=, o(\ ou)k a)pode/xomai»· Ρωμ. 6,17· 7,15-17.
137 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 470.
138 Βλ. Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας 3, PG 94, 1340D: «(/Wsper ga\r nou=j (o( path\rŸ kai\

lo/goj (o( ui(o\jŸ kai\ pneu=ma to\ a(/gion ei(=j qeo/j, ou(/tw kai\ nou=j kai\ lo/goj kai\ pneu=ma ei(=j
a)/nqrwpoj»·
139 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 909D-912Α: «Ἐπειδὴ δὲ ἔμελλεν ὁ Θεὸς ἐξ

ὁρατῆς τε καὶ ἀοράτου κτίσεως πλαστουργεῖν τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα τε καὶ ὁμοίωσιν,
ὥσπερ τινὰ βασιλέα καὶ ἄρχοντα πάσης τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν αὐτῇ»· Προς τους διαβάλλοντας τας
αγίας εικόνας 3, PG 94, 1340D: «ei(=j a)/nqrwpoj, kai\ kata\ to\ au)tecou/sion kai\ to\ a)rxiko/n: le/gei ga\r
o( qeo/j: "Poih/swmen a)/nqrwpon kat' ei)ko/na h(mete/ran kai\ kaq' o(moi/wsin", kai\ eu)qe/wj e)ph/gage: "Kai\
a)rxe/twsan tw=n i)xqu/wn th=j qala/sshj kai\ tw=n peteinw=n tou= ou)ranou=", kai\ pa/lin "kai\ a)/rxete tw=n
i)xqu/wn th=j qala/sshj kai\ tw=n peteinw=n tou= ou)ranou= kai\ pa/shj th=j gh=j kai\ katakurieu/sate
au)th=j."»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «fu/sei ga\r e)/xei
dou=lon h( yuxh\ to\ sw=ma kai\ e)cousia/zei au)tou=·»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1112A: «Ἡ ψυχὴ τὸ

56
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

αυτό αποτελεί έναν ακόµη λόγο για τον οποίο δηλώνει ο ∆αµασκηνός ότι οι
άνθρωποι αποτελούν περισσότερο «κατ’ εικόνα» Θεού δηµιουργήµατα από τους
αγγέλους140.

Ωστόσο η ολοκληρωµένη Πατερική θεώρηση του «κατ’ εικόνα», όπως την


εκφράζει και ο ίδιος ο ∆αµασκηνός, προκρίνει την απόδοσή του σε ολόκληρο τον
άνθρωπο ως ψυχοσωµατική οντότητα και όχι σε µία µόνο ιδιότητά του141. Ο
ενιαίος δηλαδή άνθρωπος, τόσο στην ψυχική, όσο και στη σωµατική του διάσταση,
αποτελεί ολόκληρος εικόνα Θεού. Εξάλλου, όχι µόνο δεν υφίστανται άνθρωποι
χωρίς σώµατα, αλλά και η ύπαρξη ενός λογικού όντος, πλασµένου µεν «κατ’
εικόνα» Θεού, χωρίς σάρκα δε, αυτοµάτως θα µας ανάγκαζε να µιλήσουµε για µία

βασιλικόν τε καὶ ἐπηρμένον αὐτόθεν δείκνυσι, πόῤῥω τῆς ἰδιωτικῆς ταπεινότητος κεχωρισμένον,
ἐκ τοῦ ἀδέσποτον αὐτὴν εἶναι καὶ αὐτεξούσιον, ἰδίοις θελήμασιν αὐτοκρατορικῶς διοικουμένην.
Τίνος γὰρ τοῦτο, εἰ οὐχὶ βασιλέως ἐστίν; Ἀγαπήσωμεν τὴν εὐλογίαν, καὶ φύγωμεν τὴν κατάραν.
Ἐφ' ἡμῖν γάρ ἐστιν ἑλέσθαι κατ' ἐξουσίαν ἑκάτερον, πρὸς ὅπερ ἐν τῇ προθυμίᾳ ῥέψωμεν.»· PG 96,
532C: «Τὸ Κύριος ὄνομα, καθὸ ἄρχει καὶ ἡγεμονεύει, δυναστείᾳ κράτους αὐτεξουσίου χρώμενος· τὸ
δὲ Θεὸς, καθὸ ἀγαθότητι καὶ χρηστότητι.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 905ΒC: «κατ' εἰκόνα μέν,
διὰ τὸ νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον, καθ' ὁμοίωσιν δὲ διὰ τὴν τῆς ἀρετῆς κατὰ τὸ δυνατὸν ὁμοίωσιν.
τοῦτον τὸν ἄνθρωπον αὐτεξουσιότητι καὶ ἀθανασίᾳ τιμήσας, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς κατέστησεν·»·
πρβλ. Γέν. 1,26-28: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿
ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν
κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς. καὶ ἐποίησεν ὁ
Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. καὶ
εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ
κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ
πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς»
140 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 144D-145Α: «Kai\ pro\ tou/twn

i)dikw/taton yuxh=j xwri/zon au)th\n e)k th=j tw=n a)gge/lwn ou)si/aj to\ e)n sw/mati politeu/esqai kai\
tou/t% metadido/nai zwh=j kai\ kinh/sewj kai\ to\ au)tecousi/wj kat' oi)kei/an o)/recin h)/toi qe/lhsin a)/gein
to\ sw=ma kai\ th\n a)/logon o)/recin, e)piqumi/an kai\ qumo\n kai\ th\n kaq' o(rmh\n ki/nhsin, kai\ fusikw=j
a)/rxein w(j i)di/ou fusikou= dou/lou tou= oi)kei/ou sw/matoj. Dio\ kai\ ple/on tw=n a)gge/lwn kat' ei)ko/na o(
a)/nqrwpoj: o( ga\r a)/ggeloj ou)k e)/xei fusiko\n dou=lon ou)de\ fusikw=j e)sti despo/thj.»· Για τον
Γρ.Παλαμά, όπως με έμφαση σημειώνει ο Χρ.Σταμούλης, η υπεροχή αυτή του ανθρώπου έναντι
των αγγέλων ως προς το «κατ’ εικόνα» στηρίζεται και σε έναν ακόμη παράγοντα, τη
δημιουργικότητα του ανθρώπου. Βλ. ΓΡ.ΠΑΛΑΜΑ, Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα. Φυσικά και
θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά και καθαρτικά της βαρλααμίτιδος λύμης, Συγγράμματα, εκδ.-
επιμ. Π.Χρήστου, τόμος Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 71· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ.
167--172· Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 196.
141 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 13, PG 94, 853Α: «Ἡ δὲ ψυχὴ συνδέδεται τῷ σώματι

ὅλη ὅλῳ καὶ οὐ μέρος μέρει καὶ οὐ περιέχεται ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἀλλὰ περιέχει αὐτό, ὥσπερ πῦρ σίδηρον,
καὶ ἐν αὐτῷ οὖσα τὰς οἰκείας ἐνεργείας ἐνεργεῖ.»· «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι ὅταν ἐννοήσω τὸν
θάνατον, καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα»
(ιδιόμελο του Ι.Δαμασκηνού που ψάλλεται κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία)· ΚΥΡΙΛΛΟΥ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ερμηνεία ή υπόμνημα Εις το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον, PG 74, 276D-277A·
ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ, Κατά αιρέσεων PG 42, 344Β· Αγκυρωτός 88, PG 43, 180D· ΓΡ.ΝΥΣΣΗΣ,
Περί κατασκευής ανθρώπου PG 44, 233Β-236Α· ΓΡ.ΠΑΛΑΜΑ, Προσωποποιίαι PG 150, 1361BC·
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ. 196-197· Θεολογία, Κτισιολογία,
Εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον, όπ. παρ., σ. 205· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ.
παρ., σ. 174-177· Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 306· Ν.ΧΑΣΟΥΡΑΚΗ, Η φύση του ανθρώπου κατά
τον Γρηγόριο Νύσσης, Διπλωματική Εργασία ΠΜΣ ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 56-67.

57
Χαρίδημου Α. Κουτρή

εντελώς διαφορετική τάξη της δηµιουργίας, η οποία δεν θα το κατέτασσε στους


ανθρώπους, αλλά ενδεχοµένως στους ασώµατους αγγέλους ή δαίµονες142. Είναι
χαρακτηριστική εξάλλου η έµφαση που δίνει ο ∆αµασκηνός, απέναντι στις θεωρίες
του Ωριγένη, ο οποίος αρνούταν τη διδασκαλία ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο
από ψυχή και σώµα ταυτόχρονα143. Καθίσταται εποµένως σαφής για ακόµη µία
φορά η θέση της Ορθόδοξης θεολογίας που κάνει λόγο για υπέρβαση
οποιασδήποτε διαλεκτικής και διαρχικής αντιµετώπισης µεταξύ ύλης και
πνεύµατος, ενώ τίθεται στο περιθώριο οποιαδήποτε πλατωνική διδασκαλία µιας
«καλής» ψυχής φυλακισµένης µέσα σε ένα «κακό» σώµα144.

ii. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ «ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ»

Μέχρι στιγµής έχουµε αναφέρει αρκετές φορές ότι ο ∆αµασκηνός εντοπίζει


το «κατ’ εικόνα Θεού» των λογικών όντων –των ανθρώπων και των αγγέλων–
κυρίως στην ύπαρξη λογικού και αυτεξουσίου. Ωστόσο ο ίδιος ο ∆αµασκηνός
δηλώνει αρκετές φορές ότι ο άνθρωπος αποτελεί περισσότερο ή ακόµη και το
µοναδικό «κατ’ εικόνα Θεού» δηµιούργηµα. Κρίνεται εποµένως σκόπιµο να
αφιερώσουµε λίγο χώρο παρακάτω προκειµένου να παρουσιάσουµε συνοπτικά και
συγκεντρωτικά τη σκέψη του συγγραφέα γύρω από το συγκεκριµένο θέµα145.

Κατ’ αρχάς, υπάρχουν πέντε χαρακτηριστικά του «κατ’ εικόνα» που είναι
κοινά σε ανθρώπους και αγγέλους146. Αµφότεροι είναι πλασµένοι έχοντας: α)

142Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 865A: «Αὐτὸς τῶν ἀγγέλων ἐστὶ ποιητὴς
καὶ Δημιουργὸς, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παραγαγὼν αὐτούς, κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα κτίσας
αὐτοὺς φύσιν ἀσώματον»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν
αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και
ενεργειών, PG 95, 165D: «Kat' ei)ko/na qeou= gego/namen kata\ to\ noero\n kai\ au)tecou/sion.»· PG 95,
168BC: «Kata\ po/souj tro/pouj le/getai to\ "kat' ei)ko/na"; Kata\ to\ logiko\n kai\ noero\n kai\
au)tecou/sion, kata\ to\ genna=n to\n nou=n lo/gon kai\ proba/llein pneu=ma· kata\ to\ a)rxiko/n. Kata\
tau=ta kai\ oi( a)/ggeloi kai\ oi( a)/nqrwpoi kat' ei)ko/na». Μια λεπτομερέστερη καταγραφή των
πληροφοριών που μας παρέχει ο Δαμασκηνός σε σχέση με την ύπαρξη του «κατ’ εικόνα» Θεού
τόσο στον άνθρωπο, όσο και στους αγγέλους και τους δαίμονες, επιχειρείται στην αμέσως επόμενη
ενότητα.
143 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 921A: «Ἅμα δὲ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ

πέπλασται· οὐ τὸ μὲν πρῶτον, τὸ δὲ ὕστερον κατὰ τὰ ᾿Ωριγένους ληρήματα.»· Α.LOUTH, St. John
Damascene, όπ. παρ., σ. 133· πρβλ. J.MEYENDORFF, όπ. παρ., σ. 140εξ.
144 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –

Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 470. Για αντίστοιχα προβλήματα που προκύπτουν
από τον υπερτίμηση της ψυχής και την υποτίμηση του σώματος, βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και
Θάνατος, όπ. παρ., σ. 150-203εξ.· Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 187εξ.
145 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «Kata\ po/souj tro/pouj

le/getai to\ "kat' ei)ko/na";».


146 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «Kata\ tau=ta kai\ oi(

a)/ggeloi kai\ oi( a)/nqrwpoi kat' ei)ko/na».

58
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

λογικό147, β) νοερό148, γ) αυτεξούσιο149, δ) νου µε τον οποίο γεννούν λόγο και


προβάλουν το πνεύµα150 και ε) την ιδιότητα του «αρχικού»151.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν και εφτά ακόµη γνωρίσµατα, κατά τον
∆αµασκηνό, για τους οποίους ο άνθρωπος αποτελεί περισσότερο «κατ’ εικόνα
Θεού» δηµιούργηµα από τους αγγέλους: α) η «περιουσία»152, β) η «αγεννησία»,
αφού ο Αδάµ είναι αγέννητος, όπως και ο Θεός Πατέρας153· γ) το «γεννητό»,
αφού ο Άβελ γεννήθηκε, όπως γεννάται ο Υιός και Θεός Λόγος154· δ) το
«εκπορευτό», αφού η Εύα προήλθε από το πλευρό του Αδάµ, ενώ και το Άγιο
Πνεύµα εκπορεύεται από τον Πατέρα155· ε) το «εξουσιαστικό-κυριαρχικό»156, αφού
η ψυχή έχει ως όργανο το σώµα για να το εξουσιάζει157, ενώ και ο άνθρωπος έχει

147 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό
ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 165D: «Kat'
ei)ko/na qeou= gego/namen kata\ to\ noero\n kai\ au)tecou/sion.»· PG 95, 168BC: «Kata\ to\ logiko\n kai\
noero\n kai\ au)tecou/sion».
148 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό

ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 165D: «Kat'
ei)ko/na qeou= gego/namen kata\ to\ noero\n kai\ au)tecou/sion»· PG 95, 168BC: «Kata\ to\ logiko\n kai\
noero\n kai\ au)tecou/sion».
149 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό

ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 165D: «Kat'
ei)ko/na qeou= gego/namen kata\ to\ noero\n kai\ au)tecou/sion.»· PG 95, 168BC: «Kata\ to\ logiko\n kai\
noero\n kai\ au)tecou/sion».
150 Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «kata\ to\ genna=n to\n nou=n

lo/gon kai\ proba/llein pneu=ma»· πρβλ. Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας 3, PG 94, 1340D:
«(/Wsper ga\r nou=j (o( path\rŸ kai\ lo/goj (o( ui(o\jŸ kai\ pneu=ma to\ a(/gion ei(=j qeo/j, ou(/tw kai\ nou=j kai\
lo/goj kai\ pneu=ma ei(=j a)/nqrwpoj».
151 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «kata\ to\ a)rxiko/n»·

Αντιθέτως για τον Χρ. Σταμούλη, ο οποίος παραθέτει χωρίο του Γρ.Παλαμά, οι άγγελοι στερούνται
του «αρχικού». Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 207-208.
152 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «)/Eti de\ kai\ e)k

periousi/aj oi( a)/nqrwpoi».


153 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «kata\ to\ a)ge/nnhton th\n

u(po\ tou= )Ada/m».


154 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «kai\ gennhto\n th\n u(po\

tou= )/Abel».
155 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «kai\ e)kporeuto\n th\n u(po\

th=j Eu)/aj».
156 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168BC: «kata\ to\ fu/sei a)rxiko/n·

fu/sei ga\r e)/xei dou=lon h( yuxh\ to\ sw=ma kai\ e)cousia/zei au)tou=·»· PG 95, 144D-145Α: «Kai\ pro\
tou/twn i)dikw/taton yuxh=j xwri/zon au)th\n e)k th=j tw=n a)gge/lwn ou)si/aj to\ e)n sw/mati politeu/esqai
kai\ tou/t% metadido/nai zwh=j kai\ kinh/sewj kai\ to\ au)tecousi/wj kat' oi)kei/an o)/recin h)/toi qe/lhsin
a)/gein to\ sw=ma kai\ th\n a)/logon o)/recin, e)piqumi/an kai\ qumo\n kai\ th\n kaq' o(rmh\n ki/nhsin, kai\
fusikw=j a)/rxein w(j i)di/ou fusikou= dou/lou tou= oi)kei/ou sw/matoj. Dio\ kai\ ple/on tw=n a)gge/lwn kat'
ei)ko/na o( a)/nqrwpoj: o( ga\r a)/ggeloj ou)k e)/xei fusiko\n dou=lon ou)de\ fusikw=j e)sti despo/thj.»· πρβλ.
Π.ΝΕΛΛΑ, Ζώον θεούμενον, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2000, σ. 97.
Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 144D-145Α: «Kai\ pro\ tou/twn
157

i)dikw/taton yuxh=j xwri/zon au)th\n e)k th=j tw=n a)gge/lwn ou)si/aj to\ e)n sw/mati politeu/esqai kai\
tou/t% metadido/nai zwh=j kai\ kinh/sewj kai\ to\ au)tecousi/wj kat' oi)kei/an o)/recin h)/toi qe/lhsin a)/gein
to\ sw=ma kai\ th\n a)/logon o)/recin, e)piqumi/an kai\ qumo\n kai\ th\n kaq' o(rmh\n ki/nhsin, kai\ fusikw=j
a)/rxein w(j i)di/ou fusikou= dou/lou tou= oi)kei/ou sw/matoj. Dio\ kai\ ple/on tw=n a)gge/lwn kat' ei)ko/na o(

59
Χαρίδημου Α. Κουτρή

τεθεί επικεφαλής ολόκληρης της κτίσεως158· στ) το ότι ο άνθρωπος ενώνει


µέσα του ολόκληρη την κτίση, όντας πλασµένος υλικός και άυλος, από σώµα
και ψυχή159· και τέλος ζ) το ότι ο Υιός του Θεού επέλεξε να γίνει «κατ’
εικόνα» του ανθρώπου για να τον σώσει και όχι των «κατ’ εικόνα» των
αγγέλων160.

Αυτές είναι, σύµφωνα µε τον ∆αµασκηνό, οι βασικές οµοιότητες και


διαφορές ανθρώπων και αγγέλων ως προς το «κατ’ εικόνα», αλλά και η
σύνδεση του «κατ’ εικόνα» µε την αυτεξουσιότητα των λογικών όντων. Στην
παρακάτω παράγραφο παρατίθεται βήµα προς βήµα η περιγραφή του
∆αµασκηνού για τη δηµιουργία του ανθρώπου και την τοποθέτησή του στον
πρώτο τόπο άσκησης του αυτεξουσίου του, τον κήπο της Εδέµ.

a)/nqrwpoj: o( ga\r a)/ggeloj ou)k e)/xei fusiko\n dou=lon ou)de\ fusikw=j e)sti despo/thj.»· PG 95, 168BC:
«fu/sei ga\r e)/xei dou=lon h( yuxh\ to\ sw=ma kai\ e)cousia/zei au)tou=·»· Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το
Άγιον, όπ. παρ., σ. 203.
158 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 909D-912Α: «Ἐπειδὴ δὲ ἔμελλεν ὁ Θεὸς ἐξ

ὁρατῆς τε καὶ ἀοράτου κτίσεως πλαστουργεῖν τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ οἰκείαν εἰκόνα τε καὶ ὁμοίωσιν,
ὥσπερ τινὰ βασιλέα καὶ ἄρχοντα πάσης τῆς γῆς καὶ τῶν ἐν αὐτῇ»· Προς τους διαβάλλοντας τας
αγίας εικόνας 3, PG 94, 1340D: «ei(=j a)/nqrwpoj, kai\ kata\ to\ au)tecou/sion kai\ to\ a)rxiko/n: le/gei ga\r
o( qeo/j: "Poih/swmen a)/nqrwpon kat' ei)ko/na h(mete/ran kai\ kaq' o(moi/wsin", kai\ eu)qe/wj e)ph/gage: "Kai\
a)rxe/twsan tw=n i)xqu/wn th=j qala/sshj kai\ tw=n peteinw=n tou= ou)ranou=", kai\ pa/lin "kai\ a)/rxete tw=n
i)xqu/wn th=j qala/sshj kai\ tw=n peteinw=n tou= ou)ranou= kai\ pa/shj th=j gh=j kai\ katakurieu/sate
au)th=j."»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 905ΒC: «κατ' εἰκόνα μέν, διὰ τὸ νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον, καθ'
ὁμοίωσιν δὲ διὰ τὴν τῆς ἀρετῆς κατὰ τὸ δυνατὸν ὁμοίωσιν. τοῦτον τὸν ἄνθρωπον αὐτεξουσιότητι
καὶ ἀθανασίᾳ τιμήσας, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς κατέστησεν·»· πρβλ. Γέν. 1,26-28: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός·
ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς
θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν
ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς. καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ
ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων·
αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν
ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς
καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς».
159 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168C: «kai\ kata\ to\ suna/gein

pa=san th\n kti/sin®e)/n te ga\r t%= qe%= e(nou=tai pa=sa h( kti/sij kai\ e)n t%= a)nqrw/p%: su/ndesmoj ga/r
e)sti nohth=j kai\ ai)sqhth=j kti/sewj».
160 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168C: «kai\ o(/ti kat' ei)ko/na, ou(=
e)/melle gi/nesqai o( ui(o\j tou= qeou=: ou) ga\r a)/ggeloj ge/gonen, a)ll' a)/nqrwpoj.»· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ,
Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 206-209. Εξάλλου, όπως είδαμε και προηγουμένως, ο Γρ.Παλαμάς και
δι’ αυτού ο Χρ.Σταμούλης αποδίδουν την υπεροχή του ανθρώπου έναντι των αγγέλων ως προς το
«κατ’ εικόνα» και στη δημιουργικότητα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Βλ. ΓΡ.ΠΑΛΑΜΑ,
Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα. Φυσικά και θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά και καθαρτικά της
βαρλααμίτιδος λύμης, Συγγράμματα, εκδ.-επιμ. Π.Χρήστου, τόμος Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 71·
ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 167--172· Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 196.

60
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

γ. Ο ΤΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ

Από τη στιγµή που ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο λογικό και αυτεξούσιο,
δηµιούργησε γι’ αυτόν µία κατοικία, ένα «βασίλειο» όπως χαρακτηρίζει ο
∆αµασκηνός τον κήπο της Εδέµ161, µέσα στο οποίο θα µπορούσε ο Αδάµ να µένει
ευτυχισµένος162 και παράλληλα να ασκεί το αυτεξούσιό του.

i. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Στον παράδεισο ο Θεός τοποθέτησε δύο δέντρα: το δέντρο της ζωής και το
δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού163. Τα δέντρα αυτά δεν ήταν τα
µοναδικά, αφού ο Θεός έδωσε όνοµα και σε άλλα δέντρα164, παρέχοντας στον
Αδάµ έναν τόπο µέσα στον οποίο να είναι απαλλαγµένος από κάθε πάθος και κάθε
βιοτική µέριµνα165. Το µόνο που χρειαζόταν να κάνει ο νεότευκτος Αδάµ ήταν να
µετέχει στη ζωή του Θεού, να τον υµνεί και να απολαµβάνει την κοινωνία µαζί
του, όπως οι ασώµατοι άγγελοι166.

Αξίζει στο σηµείο αυτό να σηµειωθεί πως ο ∆αµασκηνός, πιστός πάντοτε


στην προσπάθειά του να δει ένα θέµα όσο πιο σφαιρικά γίνεται και να εκθέσει όλες
τις απόψεις που έχει στη διάθεσή του, παραθέτει µια διπλή ερµηνεία για το δέντρο
της ζωής. Αναφέρει πως ονοµάζεται έτσι, είτε γιατί έδινε ζωή σε όσους έτρωγαν

161 Ο όρος Εδέμ, όπως μας πληροφορεί ο Δαμασκηνός, σημαίνει «τρυφή», δηλαδή ευφροσύνη και
χαρά. Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 912Α: «Ἐδὲμ γὰρ τρυφὴ ἑρμηνεύεται»
162 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 912A-913A: «προκαθίστησιν αὐτῷ οἷόν τι

βασίλειον, ἐν ᾧ διαιτώμενος μακαρίαν καὶ πανολβίαν ἕξει ζωήν. Οὗτός ἐστιν ὁ θεῖος παράδεισος,
Θεοῦ χερσὶν ἐν Ἐδὲμ πεφυτευμένος, εὐφροσύνης καὶ θυμηδίας ἁπάσης ταμιεῖον. Ἐδὲμ γὰρ τρυφὴ
ἑρμηνεύεται. Ἐν τῇ ἀνατολῇ μὲν πάσης τῆς γῆς ὑψηλότερος κείμενος, εὐκραὴς δὲ καὶ ἀέρι λεπτῷ
καὶ καθαρωτάτῳ περιλαμπόμενος, φυτοῖς ἀειθαλέσι κομῶν, εὐωδίας πλήρης, φωτὸς ἔμπλεως,
ὥρας ἁπάσης αἰσθητῆς καὶ κάλλους ὑπερβαίνων ἐπίνοιαν, θεῖον ὄντως χωρίον καὶ ἄξιον τοῦ κατ᾿
εἰκόνα Θεοῦ ἐνδιαίτημα, ἐν ᾧ οὐδὲν τῶν ἀλόγων ηὐλίζετο, μόνος δὲ ὁ ἄνθρωπος, τῶν θείων χειρῶν
τὸ πλαστούργημα.»· A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 131-133.
163 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 913D: «Ἐν μέσῳ τούτου ξύλον ζωῆς ὁ

Θεὸς φύτευσεν καὶ ξύλον τῆς γνώσεως».


164 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 913D: «Ὃ δὴ καὶ πᾶν ξύλον ὁ Θεὸς

ἐκάλεσεν».
165 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 913Β: «οὐκ ἐβούλετο γὰρ ὁ κτίσας ἡμᾶς

Θεὸς μεριμνᾶν καὶ περὶ πολλὰ τυρβάζεσθαι, οὐδὲ φροντιστὰς καὶ προνοητὰς τῆς ἰδίας ζωῆς
γενέσθαι.»· A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 131.
166 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 913Β-916Α: «Τοιούτους δὲ ἀπαθεῖς

ἐβούλετο εἶναι ἡμᾶς ὁ Θεός· ἀπαθείας γὰρ ἄκρας τοῦτό ἐστιν. Ἔτι δὲ καὶ ἀμερίμνους, ἓν ἔργον
ἔχοντας, τὸ τῶν ἀγγέλων, ὑμνεῖν ἀλήκτως καὶ ἀδιαλείπτως τὸν κτίσαντα, καὶ τῆς αὐτοῦ
κατατρυφᾶν θεωρίας καὶ αὐτῷ ἐπιρρίπτειν τὴν ἑαυτῶν μέριμναν.» και 25, PG 94, 916BC: «τῇ ψυχῇ
ἐν ὑπερτέρῳ καὶ ἀσυγκρίτῳ καὶ περικαλλεστέρῳ τόπῳ διέτριβε Θεὸν ἔχων οἶκον τὸν ἔνοικον καὶ
αὐτὸν ἔχων εὐκλεὲς περιβόλαιον καὶ τὴν αὐτοῦ περιβεβλημένος χάριν καὶ τοῦ μόνου γλυκυτάτου
καρποῦ τῆς αὐτοῦ θεωρίας κατατρυφῶν, οἷά τις ἄγγελος ἄλλος καὶ ταύτῃ τρεφόμενος».

61
Χαρίδημου Α. Κουτρή

από τους καρπούς του, είτε γιατί από τους καρπούς του έτρωγαν µονάχα όσοι
άξιζαν την αθανασία167. Η ουσία είναι πάντως πως είτε ως απροϋπόθετο δώρο, είτε
ως επιβράβευση της προσπάθειας τους, όσοι έτρωγαν από τους καρπούς του
δέντρου της ζωής µετείχαν στη ζωή και την κοινωνία µε τον Θεό, και παρέµεναν
αθάνατοι168. Είναι χαρακτηριστικό µάλιστα το γεγονός πως αµφότερες οι ερµηνείες
εστιάζουν στη διαρκή ανάγκη για λήψη τροφής από το δέντρο της ζωής και την
κοινωνία µε το Θεό προκειµένου οι πρωτόπλαστοι να µένουν αθάνατοι, άποψη που
εναρµονίζεται απολύτως µε την προηγούµενη δήλωση του ∆αµασκηνού ότι ο
άνθρωπος δηµιουργήθηκε φθαρτός µε στόχο να κερδίσει την αθανασία µέσα από
την ορθή χρήση του αυτεξουσίου του169.

ii. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Είναι αυτονόητο πως η άσκηση του αυτεξουσίου ενός λογικού όντος


προϋποθέτει την ελευθερία του µέσα από την παροχή εναλλακτικών επιλογών.
Αυτή η δυνατότητα δόθηκε στους πρωτόπλαστους µε την τοποθέτηση στον κήπο
της Εδέµ ενός ακόµη δέντρου, του δέντρου της γνώσης του καλού και του
κακού170 και την παράλληλη προειδοποίηση ότι σε περίπτωση που γευτούν τον
καρπό αυτό, θα πεθάνουν171. Είναι σαφές πως ο Θεός δεν απειλεί τους
πρωτόπλαστους µε κάποια «τιµωρία» σε περίπτωση που «παραβούν» κάποια
εντολή του. Περισσότερο, θα λέγαµε, πως θέλει να τους προφυλάξει,

167 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 916Β: «Τὸ δὲ τῆς ζωῆς ξύλον ἢ ξύλον ἔχον
ἐνέργειαν ζωῆς παρεκτικὴν ἢ τοῖς τῆς ζωῆς ἀξίοις καὶ τῷ θανάτῳ οὐχ ὑποκειμένοις μόνοις
ἐδώδιμον»· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 144-145.
168 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 916C: «Ὅπερ δὴ καὶ ξύλον ζωῆς ἀξίως

ὠνόμασται· ζωῆς γὰρ θανάτῳ μὴ διακοπτομένης ἡ γλυκύτης τῆς θείας μεθέξεως τοῖς
μεταλαμβάνουσι μεταδίδωσιν». Η μετοχή αυτή στη ζωή και την κοινωνία με τον Θεό δεν
ερμηνεύεται ως κατάσταση στασιμότητας, αλλά ως πορεία διαρκούς τελείωσης και ολοκλήρωσης,
ωρίμανσης και προόδου για τον άνθρωπο. Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της
ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 469.
169 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 921AB: «σάρκα διὰ τὴν ἔπαρσιν, πνεῦμα

διὰ τὴν χάριν· τὸ μὲν ἵνα πάσχῃ καὶ πάσχων ὑπομιμνήσκηται καὶ παιδεύηται, τὸ δὲ ἵνα μένῃ καὶ
δοξάζῃ τὸν εὐεργέτην, τῷ μεγέθει φιλοτιμούμενον»· 44, PG 94, 977Β: «Οὐ γὰρ ἦν λυσιτελὲς
ἀπείραστον ἔτι τυγχάνοντα καὶ ἀδόκιμον τῆς ἀφθαρσίας τυχεῖν, ἵνα μὴ εἰς τῦφον ἐμπέσῃ καὶ
κρῖμα τοῦ Διαβόλου».
170 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 913AB: «Ἐν μέσῳ τούτου ξύλον ζωῆς ὁ

Θεὸς ἐφύτευσεν καὶ ξύλον τῆς γνώσεως».


171 Βλ. Γέν. 2,16-17: «καὶ ἐνετείλατο κύριος ὁ θεὸς τῷ αδαμ λέγων ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ

παραδείσῳ βρώσει φάγῃ ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν οὐ φάγεσθε ἀπ'
αὐτοῦ ᾗ δ' ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ' αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.» και Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου
Πίστεως 25, PG 94, 916C και 917C· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 1188CD: «τῶν ἐν παραδείσῳ καλῶν
μετέχειν πεποίηκεν, ἀπέχεσθαι τούτου μόνου κελεύσας ὅπερ ἦν τὸ ξύλον τῆς γνώσεως».

62
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

διευκρινίζοντάς τους τα όρια του αυτεξουσίου τους και καθιστώντας τους σαφείς
τις επιπτώσεις που θα έχει η κάθε δυνατή επιλογή, ούτως ώστε να είναι πλήρως
ενήµεροι για τις συνέπειες των πράξεών τους172. Ο Θεός εποµένως, δεν παίζει
παιχνίδια µε τον νεότευκτο άνθρωπο προσπαθώντας να τον κάνει να υπακούσει
µέσα από το δουλικό φόβο µιας επερχόµενης τιµωρίας, αλλά αντιθέτως τον αφήνει
πλήρως ελεύθερο να αποφασίσει, γνωστοποιώντας του και εκ των προτέρων τα
επακόλουθα των επιλογών του.

Ως γνωστόν, σύµφωνα µε τη βιβλική διήγηση της Γενέσεως, οι


πρωτόπλαστοι –υποκύπτοντας στην παρότρυνση του ∆ιαβόλου– τελικώς επέλεξαν
να αψηφήσουν την προειδοποίηση του Θεού και να γευτούν τον καρπό του
δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού µε αποτέλεσµα να «διανοιχτούν οι
οφθαλµοί τους»173 και ακολούθως να αποµακρυνθούν από τον κήπο της Εδέµ174.

172 Βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής

θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 32-34· «Το προπατορικό αμάρτημα κατά την Ορθόδοξη Παράδοση», όπ.
παρ., σ. 155-174· http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ. 8 [προσπ. 29/04/2010].
173 Βλ. Γέν. 3,1-7: «'Ο δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, ὧν ἐποίησε

Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ
παραδείσου; καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα, ἀπὸ δὲ
τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, οὐ δὲ
μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἀποθάνητε. καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει
γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς
θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν. καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι
ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ
ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον. καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν
δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.».
Σύμφωνα με τον A.Louth, στις περιγραφές του Δαμασκηνού για την πτώση απουσιάζει
οποιαδήποτε αναφορά στην Εύα και επομένως οποιαδήποτε ανάλυση της σχέσης των
πρωτόπλαστων. Αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στη μοναστική αντίληψη του Δαμασκηνού, από
την οποία απουσιάζει το θηλυκό στοιχείο ή σε μια προσπάθειά του να προφυλάξει την Εύα από το
να θεωρηθεί η ίδια ως υπαίτια της πτώσης. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο Δαμασκηνός, σε άλλα έργα
του, αναφέρεται στη σχέση Αδάμ και Εύας και την περιγράφει σαν τη σχέση ενός παρθενικού
ζευγαριού. Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 97, PG 94, 1208AΒ: «ἐκ μόνου Ἀδὰμ ἡ Εὔα
ἔκτισται, ἐν παραδείσῳ παρθενία ἐπολιτεύετο»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ.
132.
174 Περισσότερα για την πτώση, βλέπε Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός

προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 19-49· «Το προπατορικό
αμάρτημα κατά την Ορθόδοξη Παράδοση», όπ. παρ., σ. 155-174·
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ. 1-17 [προσπ. 29/04/2010]· Α.LOUTH, St. John
Damascene, όπ. παρ., σ. 143-144· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ.
202εξ.· Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ. 200· Το πρόβλημα του Κακού, όπ. παρ., σ.
72εξ· Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το προπατορικό αμάρτημα, όπ. παρ., σ. 153εξ.· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το
Άγιον, όπ. παρ., σ. 160εξ· Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 174εξ., 218εξ.· Δ.ΤΣΑΜΗ, Εισαγωγή στη
σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ. παρ., σ. 193-199· J.MEYENDORFF, όπ. παρ., σ.
143εξ. Για τη θεώρηση του ίδιου θέματος από μερίδα της Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και από τις
υπόλοιπες Ομολογίες βλέπε Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ.
28εξ· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, όπ. παρ., σ. 514εξ· ΧΡ.ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, Συμβολική, όπ. παρ., σ.
179εξ· ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ., σ. 67εξ· Ι.ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, όπ. παρ., σ. 198εξ.

63
Χαρίδημου Α. Κουτρή

δ. ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ

i. Η ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ

Σύµφωνα µε τον ∆αµασκηνό λοιπόν, το δέντρο της γνώσης του καλού και
του κακού απετέλεσε για τους πρωτόπλαστους το µέσο άσκησης του αυτεξουσίου
τους. Ο λόγος που ονοµάστηκε έτσι ήταν γιατί έδινε µεγάλη γνωστική δύναµη σε
αυτούς που γεύονταν τους καρπούς του, γεγονός που αφ’ ενός ήταν εξαιρετικά
καλό για όσους ήταν τέλειοι και ώριµοι, αλλά από την άλλη εξαιρετικά επικίνδυνο
και κακό για όσους ήταν ατελέστεροι και ανέτοιµοι175. Ο ιερός συγγραφέας
µάλιστα, προκειµένου να κάνει πιο κατανοητή την περιγραφή αυτή, δίνει και ένα
παράδειγµα λέγοντας πως πρόκειται για το ίδιο πράγµα που συµβαίνει στα µωρά.
Το να προσπαθούν να τραφούν µε ξηρά τροφή τη στιγµή που έχουν ακόµη ανάγκη
από γάλα θέτει σε κίνδυνο την υγεία τους· όχι γιατί η ξηρά τροφή είναι κακή, αλλά
γιατί αυτά τα ίδια δεν είναι ακόµη έτοιµα να την επεξεργαστούν176.

175Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 913ΑΒ: «Τὸ μὲν ξύλον τῆς γνώσεως
ἀπόπειράν τινα καὶ δοκιμὴν καὶ γυμνάσιον τῆς τοῦ ἀνθρώπου ὑπακοῆς καὶ παρακοῆς. Διὸ καὶ
ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν κέκληται, ἢ ὅτι δύναμιν ἐδίδου γνωστικὴν τοῖς
μεταλαμβάνουσι τῆς οἰκείας φύσεως, ὅπερ καλὸν μὲν τοῖς τελείοις, κακὸν δὲ τοῖς ἀτελεστέροις, ἔτι
καὶ τὴν ἔφεσιν λιχνοτέροις,»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1537D: «Au)tecousi/wj ou)=n e)tra/ph o( a)/nqrwpoj
mega/lou e)piqumh/saj, ou) kalw=j de/: me/ga ga\r to\ ei)=nai qeo/n, a)lla\ kako\n t%= mh\ o)/nti qe%=
a)gnwmonei=n t%= poih/santi kai\ u(perbai/nein th\n oi)kei/an fu/sin kai\ qe/lein ei)=nai, o(\ gene/sqai au)to\n
a)du/naton: a)du/naton ga\r to\n mh\ a)/narxon ei)=nai qeo\n h)\ to\n h)rgme/non ei)=nai a)/narxon. )/Agei ou)=n tw=n
o)/ntwn th\n ste/rhsin h( tou= mh\ prosh/kontoj zh/thsij.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1112C: «Πλάσας ὁ
Θεὸς κατ' ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, τῆς γνώμης αὐτοῦ τὰ τῆς φύσεως ἀπῃώρησεν, ἐντολὴν μίαν
ποιησάμενος τὴν διὰ πεῖραν· φυλάξαντα μὲν γὰρ ταύτην, τῆς ἀθανάτου λήξεως πεποίηκεν
ἔσεσθαι· παραβάντα δὲ, τῆς ἐναντίας.»· PG 95, 1112D-1113A: «Ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον
ἐλεύθερον καὶ αὐτεξούσιον, ἵνα ὃ ἑαυτῷ ἐποίησεν δι' ἀμελείας καὶ παρακοῆς, τοῦτο αὐτῷ γοῦν ὁ
Θεὸς δωρῆται διὰ φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης, ὑπακούοντος αὐτῷ τοῦ ἀνθρώπου. Καθάπερ
γὰρ παρακούσας ὁ ἄνθρωπος, θάνατον ἑαυτῷ ἐπεσπάσατο, οὕτως ὑπακούων τῷ βουλήματι τοῦ
Θεοῦ, δύναται περιποιήσασθαι ἑαυτῷ τὴν αἰώνιον ζωήν. ∆έδωκε γὰρ ἡμῖν ὁ Θεὸς ἐντολὰς ἁγίας,
ἃς πᾶς ὁ ποιῶν, δύναται σωθῆναι, καὶ ἀναστάσεως τυχὼν κληρονομήσει τὴν ἀφθαρσίαν.»·
A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 132.
176 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 913Β: «ὥσπερ στερεὰ τροφὴ τοῖς ἀπαλοῖς ἔτι

καί δεομένοις γάλακτος·»· A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 132. Για τις συνέπειες της πτώσης
στους πρωτόπλαστους, βλέπε Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 19-49· «Το προπατορικό αμάρτημα κατά την
Ορθόδοξη Παράδοση», όπ. παρ., σ. 155-174· http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ. 7εξ.
[προσπ. 29/04/2010]· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 202εξ.·
Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ. 200· Το πρόβλημα του Κακού, όπ. παρ., σ. 72εξ·
Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το προπατορικό αμάρτημα, όπ. παρ., σ. 158εξ.· Πατερική Θεολογία, εκδ.
Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 9· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 160εξ· Έρως
και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 174εξ., 218εξ.· Δ.ΤΣΑΜΗ, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπ. παρ., σ. 199εξ.· J.MEYENDORFF, όπ. παρ., σ. 143εξ. Για τη θεώρηση του
ίδιου θέματος από μερίδα της Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και από τις υπόλοιπες Ομολογίες βλέπε
Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 28εξ· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική,
όπ. παρ., σ. 514εξ· ΧΡ.ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, Συμβολική, όπ. παρ., σ. 179εξ· ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ.
παρ., σ. 67εξ· Ι.ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, όπ. παρ., σ. 198εξ.

64
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

– Η ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΗΣ «ΟΙΚΕΙΑΣ ΦΥΣΗΣ»

Στην περίπτωση των πρωτόπλαστων το πρόβληµα δεν ήταν η γνώση αυτή


καθαυτή, αλλά το µέγεθος της γνώσης. Η γεύση από το δέντρο της γνώσης του
καλού και του κακού ισοδυναµούσε, κατά τον ∆αµασκηνό, µε την επίγνωση της
οικείας φύσης177. Η γνώση αυτή ήταν καλή και ωφέλιµη για τους τέλειους και
όσους µπορούσαν να αναγνωρίσουν το µεγαλείο του Θεού βλέποντάς την178. Από
την άλλη όµως, η ίδια γνώση, αν και φύσει καλή, µπορούσε να καταστεί επιβλαβής
σε όσους δεν ήταν ακόµη έτοιµοι να τη διαχειριστούν και όσους δεν είχαν ακόµη
διασφαλιστεί από τον κίνδυνο της πτώσης προς το κακό179. Ήταν δηλαδή αναγκαίο
για τους πρωτόπλαστους να αποκτήσουν την γνώση αυτή σταδιακά και µέσα από
µία διαδικασία ωρίµανσης, που έδινε τη δυνατότητα της έξης στους ώριµους και
τους επέτρεπε να αποφεύγουν τους κινδύνους της πτώσης180.

Με πιο απλά λόγια, θα µπορούσε κανείς να πει πως ο λόγος για τον οποίο
έπεσαν οι πρωτόπλαστοι ήταν το ότι δεν είχαν ακόµη ωριµάσει αρκετά ώστε να
αποκτήσουν τη διαρκή αλλοίωση προς το καλό, που είχαν οι άγγελοι. Όπως γίνεται
αντιληπτό, το πρόβληµα δεν ήταν καν αυτή καθαυτή η επιθυµία του ανθρώπου για
γνώση και θέωση. Άλλωστε πρόκειται για µία κλίση και επιθυµία που ο ίδιος ο Θεός

177 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 916D: «Τὸ δὲ τῆς τοῦ καλοῦ τε καὶ κακοῦ

γνώσεως ξύλον ἡ τῆς πολυσχεδοῦς θεωρίας διάγνωσις. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ τῆς οἰκείας ἐπίγνωσις
φύσεως»· 917ΑΒ: «Δυνατὸν δὲ νοῆσαι πᾶν ξύλον τὴν ἐκ πάντων τῶν κτισμάτων τῆς θείας δυνάμεως
γινομένην ἐπίγνωσιν, ὥς φησιν ὁ θεῖος ἀπόστολος· “Τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς
ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται”. Πασῶν δὲ τῶν ἐννοιῶν καὶ θεωριῶν τούτων ἡ καθ᾿ ἡμᾶς ὑψηλοτέρα
πέφυκεν, ἡ τῆς ἡμετέρας φημὶ συστάσεως, ὥς φησιν ὁ θεῖος Δαυίδ· «Ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσίς σου ἐξ
ἐμοῦ», τουτέστιν ἐκ τῆς ἐμῆς κατασκευῆς. Ἐπισφαλὴς δὲ αὕτη τῷ Ἀδὰμ ὑπῆρχε νεοπαγεῖ ὄντι, δι᾿ ἃς
εἴπομεν αἰτίας». Σύμφωνα με τον Ν.Ματσούκα, η επίγνωση της «οικείας φύσης» που απέκτησαν οι
πρωτόπλαστοι ήταν τα όρια της κτιστότητάς τους· η γνώση δηλαδή πως όλα τα κτίσματα
ακολουθούν μία δυναμική πορεία ανάμεσα στο μηδέν και την τελείωση. Η αυτοσυνειδησία αυτή
ήταν απολύτως φυσιολογική και ωφέλιμη για τους αγγέλους, που αν και γνώριζαν τη δυνατότητα
φοράς τους προς το μηδέν, είχαν αυτεξούσια επιλέξει την πορεία τελείωσης προς τον Θεό. Για τον
άνθρωπο όμως, αυτή ακριβώς η επίγνωση και αυτοσυνειδησία που του επέτρεπε να διακρίνεται από
τα υπόλοιπα άλογα και άψυχα κτίσματα του Θεού, ήταν η ίδια ακριβώς που μπορούσε να τον
τρομοκρατήσει και να τον οδηγήσει ακόμη περισσότερο προς το μηδέν. Είναι η ίδια γνώση που και
σήμερα δίνει τη δυνατότητα στους πνευματικά ώριμους να πλησιάζουν το Θεό μέσα από τη
φθαρτότητα και την αδυναμία τους και να δοξολογούν το μεγαλείο του, αλλά και που απελπίζει τους
αδύναμους και ατελείς βυθίζοντάς τους ακόμη περισσότερο στο κακό και στην απόγνωση. Βλ.
Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή –
Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 469.
178 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 916D: «ἥτις καλὴ μὲν τοῖς τελείοις καὶ ἐν

τῇ θείᾳ θεωρίᾳ βεβιωκόσιν, ἐξ ἑαυτῆς τὴν τοῦ Δημιουργοῦ μεγαλουργίαν δημοσιεύουσα».


179 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 917Α: «οὐ καλὴ δὲ τοῖς νέοις ἔτι καὶ τὴν

ἔφεσιν λιχνοτέροις, οὓς διὰ τὸ ἀβέβαιον τῆς ἐν τῷ κρείττονι διαμονῆς καὶ μήπω παγίως
ἐνεδρασθῆναι τῇ τοῦ μόνου καλοῦ προσεδρείᾳ ἡ τοῦ οἰκείου κηδεμονία σώματος πρὸς ἑαυτὴν
ἀνθέλκειν καὶ περισπᾶν πέφυκεν».
180 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 916D-917Α: «τοῖς μὴ δεδιόσι μετάπτωσιν

διὰ τὸ ἐκ τοῦ χρόνου εἰς ἕξιν τινὰ τῆς τοιαύτης ἐληλακέναι θεωρίας».

65
Χαρίδημου Α. Κουτρή

δώρισε στον άνθρωπο µέσα από το «καθ’ οµοίωση». Το πρόβληµα ήταν ο τρόπος
της θέωσης αυτής. Το ότι δηλαδή ο άνθρωπος, αντί να τη δεχτεί ως δώρο από το
Θεό ύστερα από µία περίοδο δοκιµασίας, προσπάθησε αλαζονικά να υπερβεί τη
φύση του, υποσκελίζοντας τον ίδιο το Θεό181.

– Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ

Σε κάθε περίπτωση, ο ∆αµασκηνός, πιστός όπως πάντοτε στην


επιστηµονικότητα και τον προβληµατισµό του, παραθέτει και µία εναλλακτική
ερµηνεία των αιτίων της πτώσης του ανθρώπου. Σύµφωνα λοιπόν µε τον ιερό
συγγραφέα, το δέντρο της ζωής συµβολίζει τη δυνατότητα του ανθρώπου να
αντιληφθεί ότι ολόκληρη η πραγµατικότητα γύρω του αποτελεί δηµιουργία του
Θεού και µέσω αυτής της επίγνωσης να αναγνωρίσει το µεγαλείο του Κτίστη, να
τον προσεγγίσει και να µετάσχει ακόµη περισσότερο στη ζωή του, γενόµενος έτσι
αθάνατος182.

Από την άλλη, το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού συµβολίζει
τη δυνατότητα του ανθρώπου, όχι απλά να παρατηρήσει τη φύση και την υπόλοιπη
αισθητή πραγµατικότητα, αλλά να εστιάσει και να περιοριστεί σε αυτήν, χάνοντας

181Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, TLG 004 25b,9-24: «Ἔδει οὖν τὸν Ἀδὰμ διὰ τῆς
ἀδιακρίτου ὑπακοῆς ἑνωθῆναι θεῷ καὶ πλουτῆσαι τῇ ἑνώσει τὴν θέωσιν ἐν καιρῷ, ὅτε ὁ φύσει θεὸς
ηὐδόκει, καὶ πάντων τὴν ἀληθῆ γνῶσίν τε καὶ διάκρισιν καὶ τὴν ἀπέραντον ζωήν. …
Προσβαλόντος οὖν τοῦ πονηροῦ διὰ τοῦ ὄφεως καὶ εἰπόντος· «ἔσεσθε ὡς θεοὶ γινώσκοντες καλὸν
καὶ πονηρόν», ἐὰν φάγητε, ἐπίστευσε τῇ ἰδίᾳ διακρίσει, καὶ ἔδοξεν αὐτῷ καλὸν ἡ θέωσις καὶ ἡ
γνῶσις. … ᾜδει δὲ ὁ ἐχθρὸς ἐκ τῆς πείρας, ὅτι τὸ προσεδρεύειν θεῷ θεώσεως καὶ ζωῆς αἰωνίου
γίνεται πρόξενον.»· 26, PG 94, 924A: «καί πέρας τοῦ μυστηρίου τῇ πρὸς Θεὸν νεύσει θεούμενον·
θεούμενον δὲ τῇ μετοχῇ τῆς θείας ἐλλάμψεως καὶ οὐκ εἰς τὴν θείαν μεθιστάμενον οὐσίαν»· Κατά
Μανιχαίων, PG 94, 1537D: «Au)tecousi/wj ou)=n e)tra/ph o( a)/nqrwpoj mega/lou e)piqumh/saj, ou) kalw=j
de/: me/ga ga\r to\ ei)=nai qeo/n, a)lla\ kako\n t%= mh\ o)/nti qe%= a)gnwmonei=n t%= poih/santi kai\
u(perbai/nein th\n oi)kei/an fu/sin kai\ qe/lein ei)=nai, o(\ gene/sqai au)to\n a)du/naton: a)du/naton ga\r to\n mh\
a)/narxon ei)=nai qeo\n h)\ to\n h)rgme/non ei)=nai a)/narxon. )/Agei ou)=n tw=n o)/ntwn th\n ste/rhsin h( tou= mh\
prosh/kontoj zh/thsij».
182Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 24, PG 94, 917B: «Ἤ ξύλον μὲν ζωῆς τὴν ἐκ πάντων
τῶν αἰσθητῶν ἐγγινομένην θειοτέραν ἔννοιαν καὶ τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐπὶ τὸν ἁπάντων γενεσιουργόν τε
καὶ δημιουργὸν καὶ αἴτιον ἀναγωγήν, ὅπερ καὶ πᾶν ξύλον ὠνόμασε, τὸ πλῆρες καὶ ἀδιαίρετον,
μόνην τε τοῦ καλοῦ φέρων τὴν μέθεξιν»· 44, PG 94, 976C-977A: «Τοῦτον ἔθετο ἐν τῷ παραδείσῳ τῷ
τε νοητῷ καὶ τῷ αἰσθητῷ· ἐν μὲν γὰρ τῷ αἰσθητῷ ἐπὶ γῆς σωματικῶς διαιτώμενος ψυχικῶς τοῖς
ἀγγέλοις συνανεστρέφετο θείας γεωργῶν ἐννοίας καὶ ταύταις τρεφόμενος, γυμνὸς τῇ ἁπλότητι
καὶ ἀτέχνῳ ζωῇ πρὸς μόνον τὸν Δημιουργὸν διὰ τῶν κτισμάτων ἐναγόμενος καὶ τῇ αὐτοῦ θεωρίᾳ
ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος». Σύμφωνα με τον Ν. Ματσούκα: «Η απουσία της φθοράς και
του θανάτου δείχνει τη στενή σχέση των δύο κτιστών πραγματικοτήτων, του αισθητού και του
νοητού κόσμου. Έτσι απουσιάζει κάθε ίχνος διαρχίας. Η αποτυχία στην τελειωτική κίνηση, στα
ευκίνητα όρια του νοητού κόσμου, προκάλεσε την υποδούλωση στα δυσκίνητα όρια του αισθητού
κόσμου. Αυτή είναι η υποδούλωση στο σώμα και η δουλεία σε αυτό κατά τη χριστιανική άποψη».
Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 474.

66
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

έτσι την ευκαιρία να κοινωνήσει µε τον δηµιουργό και ζωοδότη Θεό183. Το


πρόβληµα δεν είναι ότι η φύση είναι τάχα κακή, µιας και έχει αναφερθεί πολλές
φορές ότι αποτελεί κι αυτή «λίαν καλή» δηµιουργία του Θεού. Το πρόβληµα
προκύπτει από το γεγονός ότι ως δηµιούργηµα είναι κτιστή και φθαρτή και
συνεπώς αδυνατεί να παράσχει στον άνθρωπο την αφθαρσία, χαρακτηριστικό που
οντολογικά ανήκει µονάχα στον άκτιστο Θεό184.

183 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 24, PG 94, 917C: «ξύλον δὲ γνώσεως καλοῦ καὶ
πονηροῦ τὴν αἰσθητὴν καὶ ἐνήδονον βρῶσιν, τὴν τῷ δοκεῖν μὲν γλυκαίνουσαν, τῷ ὄντι δὲ ἐν
μετουσίᾳ κακῶν τὸν μετέχοντα καθιστῶσαν· φησὶ γὰρ ὁ Θεός· «Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ
παραδείσῳ βρώσει φαγῇ», διὰ πάντων, οἶμαι, τῶν κτισμάτων ἐπ᾿ ἐμὲ τὸν ποιητὴν ἀναβιβάσθητι,
λέγων, καὶ ἕνα καρπὸν ἐκ πάντων κάρπωσαι, ἐμὲ τὴν ὄντως ζωήν. Πάντα σοι ζωὴν
καρποφορείτωσαν, καὶ τὴν ἐμὴν μέθεξιν ποιοῦ τῆς οἰκείας ὑπάρξεως σύστασιν· οὕτω γὰρ ἔσῃ
ἀθάνατος.»
184 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 917CD: «Ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν

καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ. ᾟ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
φυσικῶς γὰρ ἡ αἰσθητὴ βρῶσις τοῦ ὑπεκρεύσαντός ἐστιν ἀναπλήρωσις καὶ εἰς ἀφεδρῶνα χωρεῖ καὶ
φθοράν· καὶ ἀμήχανον ἄφθαρτον διαμένειν τὸν αἰσθητῆς βρώσεως ἐν μετουσίᾳ γινόμενον»· πρβλ.
Ρωμ. 1, 21-25: «διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ’ ἐματαιώθησαν
ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοὶ
ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ
ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν.Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς
ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὑτοῖς,
οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ
κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.». Μια παραπλήσια
αντιμετώπιση σχετικά με την ανάγκη να ξεπεράσει ο άνθρωπος τη φύση και να ενωθεί με τον Θεό
έχουν και δύο μεγάλες θρησκείες της Ανατολής, ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός. Για τον Ινδουισμό, ο
κόσμος θεωρείται ψευδαίσθηση (māyā) και ο άνθρωπος οφείλει να απολυτρωθεί (mokṣa) από τον
αιώνιο κύκλο των μετενσαρκώσεων (saṃsāra) και να ενωθεί με την θεία πραγματικότητα
(Bráhman). Από την άλλη, στον Βουδισμό ο κόσμος δεν είναι ψευδαίσθηση, αλλά ασταθής, φθαρτός
και ανυπόστατος (anattā) και γι’ αυτόν το λόγο συνοδεύεται από συνεχή πόνο (duḥkha). Ο
άνθρωπος οφείλει μέσω της νιρβάνα (nirvāṇa) να ξεπεράσει τον κόσμο αυτό και τη δίψα για τη ζωή
(taṇhā) και να πετύχει τον φωτισμό (bodhi) γενόμενος βούδας–φωτισμένος (buddha). Για
περισσότερα βλέπε ΓΡ.ΖΙΑΚΑ, Ιστορία των Θρησκευμάτων Α΄: Τα Ινδικά Θρησκεύματα, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 269-279 και 301-332 αντίστοιχα. Παρά την όποια φαινομενική
όμως ομοιότητα ανάμεσα στον Χριστιανισμό, τον Ινδουισμό και τον Βουδισμό, υπάρχει και μία
μεγάλη ειδοποιός διαφορά. Το γεγονός ότι σε αντίθεση με τις άλλες δύο θρησκείες, στον
Χριστιανισμό ο κόσμος θεωρείται λίαν καλός και οφείλει να αντιμετωπίζεται από τον άνθρωπο με
σεβασμό, αγάπη και φροντίδα. Απλά ο κόσμος αυτός, ως κτιστός και φθαρτός, αποδεικνύεται
ανεπαρκής να χαρίσει στον άνθρωπο την αιώνια ζωή και την αφθαρσία, δώρα που ουσιαστικά
μπορεί να παράσχει μονάχα ο άκτιστος Θεός. Ενώ στις άλλες δηλαδή θρησκείες έχουμε να
κάνουμε με κλήση για ξεπέρασμα του φθαρτού κόσμου και ένωση με τη θεότητα, στον
Χριστιανισμό έχουμε κλήση για δημιουργική πρόσληψη του παρόντος κόσμου και ανακαίνισή του
προκειμένου να αναχθεί ο άνθρωπος στο Θεό μέσα από τον κόσμο αυτό. Εξάλλου αυτή η διαφορά
στις κοσμολογικές και τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των θρησκειών μεταξύ τους είναι που
κάνει τις άλλες θρησκείες να αντιμετωπίζουν ως πόνο την ίδια τη ζωή και να καλούν τον άνθρωπο
σε υπέρβασή της, την στιγμή που για τη βιβλική και την πατερική θεολογία η δίψα όλων των
όντων για ζωή είναι η πρώτη θετική αντίδραση κατά του μηδενός και η πρώτη δημιουργική
συνεργασία με το Θεό ενάντια σε οποιαδήποτε μηδενιστική φθορά. Αυτός άλλωστε είναι και ο
λόγος που το κακό εντοπίζεται στην άρνηση της ζωής που μας παρέχει ο Θεός. Βλ. Έκδοσις Ακριβής
της Ορθοδόξου Πίστεως 67, PG 94, 1088C: «Εἰ γὰρ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήχθη ὑπὸ τοῦ

67
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ii. Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Η απόκτηση όµως της γνώσης του καλού και του κακού δεν ήταν η
µοναδική συνέπεια για τους πρωτόπλαστους. Σύµφωνα µε την βιβλική περιγραφή
η αυτεξούσια επιλογή τους να αγνοήσουν την προειδοποίηση του Θεού και να
γευτούν τον καρπό του δέντρου οδήγησε στην έξοδό τους από τον παράδεισο, τη
διακοπή της θρέψης τους από το δέντρο της ζωής και τη διατάραξη της κοινωνίας
τους µε το Θεό. Η διατάραξη αυτή, µεταφραζόµενη ως άρνηση µετοχής τους στις
θείες ενέργειες, είχε ως επακόλουθο την απώλεια της αφθαρσίας και την παράδοση
του ανθρώπου στη φθορά και τον θάνατο185.

– ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Με βάση τα ανωτέρω γίνεται σαφές ότι ο ∆αµασκηνός φαίνεται να συνδέει


τον θάνατο του ανθρώπου µε τη διήγηση της πτώσης και το προπατορικό
αµάρτηµα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όµως προκύπτουν διάφορα ερωτήµατα που
χρήζουν διερεύνησης. Αν προβούµε σε µία κυριολεκτική ερµηνεία της Γενέσεως,
τότε οφείλουµε να αποδεχτούµε ότι ο λόγος που οι άνθρωποι πεθαίνουν είναι το
ότι κληρονόµησαν από τον Αδάµ τις συνέπειες της πτώσης, δηλαδή τη φθορά και
το θάνατο. Μία τέτοια ερµηνεία προφανώς θα διαφοροποιούταν σηµαντικά από τις
σύγχρονες θετικές επιστήµες186. Από την άλλη, αν δεχτούµε την πτώση ως
συµβολική περιγραφή187, τότε δηµιουργείται το ερώτηµα πώς γίνεται µία

Δημιουργοῦ τὰ πάντα, τοῦ εἶναι καὶ οὐ τοῦ μὴ εἶναι τὴν ἔφεσιν ἔχει φυσικῶς.»· Βαρλαάμ και
Ιωασάφ, PG 96, 1188C: «ἐκ μὴ ὄντων τὰ πάντα παραγαγὼν ὁ Δημιουργός»· Ιωάννου Δαμασκηνού,
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου
Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 483· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Το πρόβλημα του Κακού, όπ. παρ., σ. 70εξ.
185 Βλ. Γέν. 3,21-24: «Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους

καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς. καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ
πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ
ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς
ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη. καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ
παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ρομφαίαν τὴν στρεφομένην
φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς».
186 Βλ. ενδεικτικά Κ.ΚΡΙΜΠΑ, όπ. παρ., σ. 560εξ., 114εξ. και 130εξ. Για τη σχέση μεταξύ θρησκείας

και θεωρίας της εξέλιξης βλ. όπ.παρ., σ. 450εξ., καθώς και S.C.BARTON, Reading Genesis after Darwin,
Oxford University Press US, 2009· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 251.
187 Βλ. S.C.BARTON, όπ. παρ. Πρβλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ.

παρ., σ. 126, 172-173, 383-384· Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.Βασιλείου, όπ.
παρ.· Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ. 319εξ.· Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Ο άνθρωπος και το
περιβάλλον: Ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, Πρακτικά του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου
«Επιστήμες Τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002. Για το πρόβλημα της
«ιστορικότητας» της πτώσης, βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 234εξ.·
Α.ΒΛΕΤΣΗ, Το προπατορικό αμάρτημα στη θεολογία Μαξίμου του Ομολογητού. Έρευνα στις

68
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

«συµβολική διήγηση» να έχει οντολογικές συνέπειες πάνω στη φύση του


ανθρώπου µε αποτέλεσµα ο άνθρωπος να πεθαίνει.

Ευθύς εξαρχής οφείλουµε να τονίσουµε ότι τόσο ο ∆αµασκηνός, όσο και οι


υπόλοιποι Πατέρες ήταν άνθρωποι που µέσα από τη θεοπνευστία τους
προσπαθούσαν να εξηγήσουν τον κόσµο γύρω τους µε βάση τα επιστηµονικά
δεδοµένα της εποχής τους. Όταν αυτά µεταβάλλονταν, λογικό ήταν και οι Πατέρες
να αναπροσαρµόζουν τις απόψεις τους. Πάντοτε φυσικά ως προς το «πώς» της
δηµιουργίας και όχι ως προς το «ποιος». Για τον A.Louth η πλειοψηφία των
Πατέρων ερµηνεύει τη Γένεση κυριολεκτικά188, ενώ υπάρχουν και οι εξαιρέσεις,
όπως ο Γρηγόριος Νύσσης, που την ερµηνεύουν µεταφορικά189. Μολονότι ο
∆αµασκηνός γνωρίζει και τους δύο τρόπους ερµηνείας, εντούτοις δεν τοποθετείται
ξεκάθαρα για το ποια ερµηνεία προκρίνει για την Γένεση190. Αξίζει εποµένως να
αφιερώσουµε λίγο χώρο προκειµένου να παρουσιάσουµε συγκεντρωτικά τις θέσεις
του ιερού συγγραφέα για την πτώση, αφού η αποµάκρυνση του ανθρώπου από
την πηγή της ζωής, δηλαδή τον Θεό, αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό
παράδειγµα κακής χρήσης του αυτεξουσίου του.

Παράλληλα, για το θέµα αυτό υπάρχει ποικιλία απόψεων191, περιγραφών

απαρχές μιας οντολογίας των κτιστών, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1998. Α.ΜΕΣΚΟΥ, Ο πλανήτης της
θεολογίας, εκδ. Ι.Μ.Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Σοχός 2002, σ. 69-83. ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Οντολογία
της σχέσης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2004, σ. 184-191· Ενάντια στη θρησκεία, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2006, σ.
270-272.
188 Βλ. Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 131-132· “Paradies: IV Theologiegeschichtlich”.

Theologische Realenzyklopädie 25. Hg. v. Gerhard Müller, Berlin and New York: Walter de Gruyter 1995, σ.
714-719.
189 Βλ. Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 131-132.

190 Σαφώς και υπάρχουν φορές που ο ιερός συγγραφέας προκρίνει τη συμβολική ερμηνεία κάποιων

περιγραφών της Αγίας Γραφής, στο θέμα ερμηνείας της Γενέσεως όμως δεν τοποθετείται με
σαφήνεια. Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 841ΑΒ: «Ἐπεὶ δὲ πλεῖστα περὶ Θεοῦ
σωματικώτερον ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ συμβολικῶς εἰρημένα εὑρίσκομεν, εἰδέναι χρή, ὡς ἀνθρώπους
ὄντας ἡμᾶς καὶ τὸ παχὺ τοῦτο σαρκίον περικειμένους τὰς θείας καὶ ὑψηλὰς καὶ ἀΰλους τῆς
θεότητος ἐνεργείας νοεῖν ἢ λέγειν ἀδύνατον, εἰ μὴ εἰκόσι καὶ τύποις καὶ συμβόλοις τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς
χρησαίμεθα.». Πρβλ. Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 131-132.
191 Ως γνωστό, οι όποιες επί μέρους διαφοροποιήσεις μεταξύ των Πατέρων Ανατολής και Δύσης

οφείλονται στο γεγονός ότι ξεκινούν από διαφορετικές θεολογικές προϋποθέσεις και εξυπηρετούν
τις διαφορετικές θεολογικές ανάγκες της κάθε εποχής. Παρ’ όλα αυτά, μεταξύ των Πατέρων της
Ανατολής υπάρχει το consensus patrum. Περισσότερα για το θέμα βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο
δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 19-49· «Το
προπατορικό αμάρτημα κατά την Ορθόδοξη Παράδοση», όπ. παρ., σ. 155-174·
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ. 1-17 [προσπ. 29/04/2010]· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ,
Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 223-248· πρβλ. H.ALFEYEV, The Patristic Heritage and Modernity, The
Ecumenical Review 54, 1 (2002), σ. 91-111· Α.ΒΛΕΤΣΗ, «Για την οικονομία του χρόνου, αφού “ο Λόγος
σαρξ εγένετο” και “εν αυτώ ζωή ην”», Σύναξη 97 (2006), σ. 90· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και
Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 428εξ· πρβλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθοδοξία και Σύγχρονοι
Διάλογοι, Φ.Θ.Β. 61, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 142-143 και 180-185.

69
Χαρίδημου Α. Κουτρή

και διατυπώσεων από τους Πατέρες και τους σύγχρονους θεολόγους, τις οποίες θα
µπορούσαµε να συνοψίσουµε σχηµατικά ως εξής192:

α) για τον Αυγουστίνο και τη ∆υτική θεολογία, ο άνθρωπος δηµιουργήθηκε


άφθαρτος και ο θάνατος αποτελεί την τιµωρία του Θεού στους
πρωτόπλαστους για την παράβαση της θείας εντολής και την προσβολή
της θείας δικαιοσύνης193.

β) αρκετοί Πατέρες της Ανατολής υποστηρίζουν την άποψη ότι ο άνθρωπος


δηµιουργήθηκε άφθαρτος, αλλά πλανεµένος από τον ∆ιάβολο επέλεξε
εκούσια την αποµάκρυνσή του από την πηγή της ζωής µε αποτέλεσµα
να οδηγηθεί στην απώλεια της αφθαρσίας και το θάνατο. Εξ’ αρχής ο
αγαθός Θεός είχε προειδοποιήσει τους πρωτόπλαστους για τις συνέπειες
της επιλογής τους. Παρ’ όλα αυτά όφειλε να σεβαστεί το αυτεξούσιο του
ανθρώπου και να του επιτρέψει να τον αρνηθεί194.

γ) για τον Μάξιµο τον Οµολογητή195, αλλά και για αρκετούς σύγχρονους

192 Είναι σαφές ότι για ένα τόσο μεγάλο θέμα χρειάζεται μια εκτεταμένη μελέτη, ενώ η
οποιαδήποτε ομαδοποίηση των παρατιθέμενων απόψεων ενέχει τον κίνδυνο της γενίκευσης.
Ωστόσο κρίνεται αναγκαία μία συνοπτική παρουσίαση του θέματος, ώστε να γίνει ευκολότερα
αντιληπτή η άποψη του Δαμασκηνού για το θάνατο.
193 Βλ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, City of God and Christian Doctrine by Philip Schaff, Book XIII, Christian Classics

Ethereal Library, New York: The Christian Literature Publishing Co., 1890, σ. 393εξ.·
http://www.ccel.org/ccel/schaff/npnf102.pdf [προσπ. 29/04/2010]· On Merit and the Forgiveness of Sins,
and the Baptism of Infants, Book I: http://www.newadvent.org/fathers/15011.htm [προσπ. 29/04/2010]·
πρβλ. Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 28εξ· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ,
Δογματική, όπ. παρ., σ. 456εξ. και 494εξ.· ΧΡ.ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, Συμβολική, όπ. παρ., σ. 159-179·
ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ., σ. 60εξ· Ι.ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, όπ. παρ., σ. 191εξ· Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το
προπατορικό αμάρτημα, όπ. παρ., σ. 7εξ.· 153εξ.· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ.
249.
194 Βλ. Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, 7, PG 31, 345Α· ΓΡ.ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Εις τα

Θεοφάνια, 12, PG 36, 324D· ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Κατά ανθρωπομορφιτών 8, PG 76, 1092AB·
ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 417Α· πρβλ. Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το προπατορικό
αμάρτημα, όπ. παρ., σ. 156εξ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 19-49· «Το προπατορικό αμάρτημα κατά την
Ορθόδοξη Παράδοση», όπ. παρ., σ. 155-174· http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ.
1-17 [προσπ. 29/04/2010]· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 249εξ. Μάλιστα όπως
αναφέρει χαρακτηριστικά ο π.Ι.Ρωμανίδης: «Στέρησις της μετά του Θεού και του πλησίον
κοινωνίας ανιδιοτελούς αγάπης σημαίνει στέρησιν της ηθικής τελειώσεως. Στέρησις δε της ηθικής
τελειώσεως είναι στέρησις της όντως αθανασίας της ψυχής με αποτέλεσμα την φθοράν και τον
θάνατον του σώματος. Ο χωρισμός από του Θεού είναι θάνατος. Ούτως ο Θεός δεν εποίησε τον
θάνατον. Πρόξενοι αυτού είναι κατά πρώτον λόγον ο σατανάς και κατά δεύτερον λόγον ο
άνθρωπος.» Βλ. Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, όπ.παρ., σ. 158.
195 Βλ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 628AB· Περί διαφόρων αποριών, PG 91,

1104AB· 1321ΑΒ· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 256εξ·. Πρβλ. G.FLOROVSKY,
Δημιουργία και απολύτρωση, μτφ. Π.Πάλλη, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 97εξ.

70
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

θεολόγους, ο Θεός έφτιαξε εξ’ αρχής τον άνθρωπο φθαρτό196.

δ) άλλοι υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος δηµιουργήθηκε θνητός στη φύση


του, αλλά αθάνατος κατά χάρη. Με άλλα λόγια, οι πρωτόπλαστοι ήταν
δηµιουργηµένοι θνητοί και φθαρτοί, αλλά θα µπορούσαν να κερδίσουν
την αφθαρσία και την αθανασία αν δεν αµάρταναν, οπότε η πτώση
οδήγησε τους πρωτόπλαστους στην απώλεια της δυνατότητας για
αφθαρσία197.

ε) παράλληλα υπάρχει και η άποψη ότι οι πρωτόπλαστοι δηµιουργήθηκαν


«θνητοί, χωρίς να υπόκεινται στην ανάγκη να πεθάνουν και εποµένως
χωρίς να είναι υπό το κράτος του θανάτου»198

στ) άλλοι, όπως ο Θεόφιλος Αντιοχείας, προσπαθούν να συνδυάσουν όλες


τις απόψεις υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος δεν δηµιουργήθηκε ούτε
φθαρτός, ούτε άφθαρτος, αλλά δεκτικός και των δύο199.

ζ) ενώ τέλος, η λύση στην οποία φαίνεται να συµφωνούν όλοι, είναι το


βιβλικό «ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ»200, που εστιάζει στον προορισµό του

196 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 258εξ: «Εάν πούμε ότι ο θάνατος δεν είναι
κακό, και αναφέρομαι πάντα και σαφώς στον βιολογικό θάνατο, τότε απενοχοποιούμε πλήρως τον
άνθρωπο – ο άνθρωπος δεν μπορούσε να εισάγει και δεν εισήγαγε τον θάνατο – και δείχνουμε ως
αρχή του και αιτία του τον Θεό» (σ. 258) και «ο Θεός ως αναίτιος αίτιος του θανάτου» (σ. 262).
Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 204: «ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο φθαρτό και
οριακό». Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο, Συζήτηση ολομέλειας, (Πρακτικά
Ημερίδας), εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1999, σ. 167-168: «η φύση του ανθρώπου και γενικά η
δημιουργία εμπεριέχει από την αρχή τη φθορά και συνεπώς και τη νόσο». Παράλληλα, αξίζει να
σημειωθεί ότι για αυτή τη θέση καταδικάστηκε ο Πελάγιος το 411 στην τοπική Σύνοδο της
Καρχηδόνος, ο οποίος υποστήριζε ότι ο θάνατος δεν είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, αλλά της
φύσης του ανθρώπου. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 258εξ.· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ,
Δογματική, όπ. παρ., σ. 542εξ.· ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, On the Grace of Christ, and on Original Sin, Books I-II:
http://www.newadvent.org/fathers/1506.htm [προσπ. 29/04/2010]. Ο Ν.Ματσούκας όμως έχει
διαφορετική άποψη, υποστηρίζοντας πως άλλοι ήταν οι λόγοι που καταδικάστηκε ο Πελάγιος στην
Ανατολή και άλλοι στη Δύση. Βλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ.,
σ. 269εξ., 524· Β.ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ, Εκκλησιαστική ιστορία, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1959, σ. 251. πρβλ.
B.R.REES, Pelagius: Life and Letters, εκδ. Boydell & Brewer Ltd, Rochester, NY 1998.
197 Βλ. Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 28εξ· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ,

Δογματική, όπ. παρ., σ. 496, 510-511· ΧΡ.ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ, Συμβολική, όπ. παρ., σ. 179εξ·
Ι.ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ, όπ. παρ., σ. 195· ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ., σ. 65.
198 ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ, Αμφιβαλλόμενον, Αποκρίσεις προς Ορθοδόξους, Ερώτησις 32΄, ΒΕΠΕΣ, τομ. 4, εκδ.

Αποστολική Διακονία, Αθήναι 1955, σ. 88· Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το προπατορικό αμάρτημα, όπ. παρ., σ.
160.
199 Βλ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Προς Αυτόλυκον, 2, PG 6, 1093B· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και

Θάνατος, όπ. παρ., σ. 249· Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το προπατορικό αμάρτημα, όπ. παρ., σ. 160· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ,
Δογματική, όπ. παρ., σ. 511.
200 Σοφ.Σολ. 2,23-24: «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος

ἐποίησεν αὐτόν· φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον»· ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΟΣ, TLG 004 6.12.97.1.2· Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί σαρκώσεως του Κυρίου ημών Ιησού

71
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ανθρώπου για αφθαρσία και υπέρβαση του θανάτου.

Η παραπάνω άποψη, δηλαδή της «ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ» δηµιουργίας του

ανθρώπου φαίνεται να κυριαρχεί και στα έργα του ∆αµασκηνού201, ο οποίος


παράλληλα συµπληρώνει ότι ο Θεός τίµησε τον άνθρωπο µε αυτεξουσιότητα και
αθανασία202. Για να κερδίσει όµως ο άνθρωπος την αθανασία αυτή όφειλε πρώτα
να δοκιµαστεί εξασκώντας το αυτεξούσιό του203. ∆εν ήταν ωφέλιµο να γίνει κατ’
ευθείαν και χωρίς πειρασµούς άφθαρτος, προκειµένου να προφυλαχθεί από την
αλαζονεία και την αµαρτία στην οποία υπέπεσε ο ∆ιάβολος και που τον οδήγησε
τελικά στην αµετανοησία και την παγίωσή του στο κακό204. Όπως έχει ήδη

Χριστού κατά Απολλινάριου, PG 26, 1105A· 1120B· Εις τους Ψαλμούς, PG 27, 93AB· 393C·
Ι.ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την μέσην εβδομάδα των νηστειών, PG 59, 704· ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ,
Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, PG 74, 789A· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 19-49· «Το
προπατορικό αμάρτημα κατά την Ορθόδοξη Παράδοση», όπ. παρ., σ. 155-174·
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ. 1-17 [προσπ. 29/04/2010]· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ,
Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 249εξ.
201 Βλ. Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1099B: «ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπί ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς

ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν·»· Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 77, PG 94, 1108Β: «Ἐν
κοινωνίᾳ μὲν οὖν ἑαυτοῦ καταστήσας τὸν ἄνθρωπον –“ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ γὰρ τοῦτον ἐποίησε”–, διὰ δὲ
τῆς ἑαυτοῦ κοινωνίας ἀνήγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸ ἄφθαρτον. Ἐπειδὴ δὲ διὰ τῆς παραβάσεως τῆς
ἐντολῆς τοὺς τῆς θείας εἰκόνος χαρακτῆρας ἐζοφώσαμέν τε καὶ συνεχέαμεν καὶ ἐν κακίᾳ
γενόμενοι τῆς θείας κοινωνίας ἐγυμνώθημεν –“τίς γὰρ μετουσία πρὸς σκότος φωτί;”– καὶ ἔξω τῆς
ζωῆς γενόμενοι τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ ὑπεπέσαμεν»· 82, PG 94, 1120BC: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ
πεποίηκεν ἡμᾶς ὁ Θεός, παραβάντας δὲ τὴν σωτήριον αὐτοῦ ἐντολὴν φθορᾷ θανάτου κατεδίκασεν,
ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν, συγκαταβὰς τοῖς δούλοις ὡς εὔσπλαγχνος καὶ καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενος
τῆς φθορᾶς διὰ τοῦ ἰδίου πάθους ἐλυτρώσατο, ἐπήγασεν ἡμῖν ἐκ τῆς ἁγίας καὶ ἀχράντου αὐτοῦ
πλευρᾶς πηγὴν ἀφέσεως·»· Parallela Ruperfucaldina, PG 96, 468C: «Peri\ tou= a)nqrw/pou: o(/ti e)p'
a)fqarsi/# kai\ a)qanasi/# kata\ qei/an dwrea\n pro\j tou= Qeou= diepla/sqh, e)ntolh=j qei/aj dhladh\
fulattou/shj th\n xa/rin».
202 Βλ. Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 905ΒC: «εἶτα δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπον χερσὶν ἰδίαις, χοῦν μὲν
λαβὼν ἀπὸ τῆς γῆς εἰς διάπλασιν τοῦ σώματος, τὴν δὲ ψυχὴν λογικὴν καὶ νοερὰν διὰ τοῦ οἰκείου
ἐμφυσήματος αὐτῷ δούς, ἥτις κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ δεδημιουργῆσθαι γέγραπται· κατ'
εἰκόνα μέν, διὰ τὸ νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον, καθ' ὁμοίωσιν δὲ διὰ τὴν τῆς ἀρετῆς κατὰ τὸ δυνατὸν
ὁμοίωσιν. τοῦτον τὸν ἄνθρωπον αὐτεξουσιότητι καὶ ἀθανασίᾳ τιμήσας».
203 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977C: «Ἔδει τοίνυν πρότερον

δοκιμασθέντα τὸν ἄνθρωπον –ἀνήρ γάρ ἀπείραστος καί ἀδόκιμος, οὐδενός λόγου ἄξιος– καὶ τῇ
πείρᾳ διὰ τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τελειωθέντα, οὕτω τὴν ἀφθαρσίαν ἀρετῆς κομίσασθαι
ἔπαθλον·». Βλ. και μετάφραση Ν.Ματσούκα: «Έπρεπε λοιπόν ο άνθρωπος, αφού πρώτα δοκιμαστεί
και με την πείρα, ύστερα από την τήρηση της εντολής, τελειωθεί, έτσι να πάρει την αφθαρσία σαν
έπαθλο αρετής»· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο –
Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 207· πρβλ. Έκδοσις Ακριβής της
Ορθοδόξου Πίστεως 25, TLG 004 25b.1-24: «Ἢ ξύλον μὲν ζωῆς ἡ μετοχὴ τοῦ θεοῦ, δι᾿ ἧς καὶ οἱ
ἄγγελοι τρέφονται, δι᾿ ἧς τὴν ἀφθαρσίαν λαμβάνειν ἠμέλλομεν· ἔδει γὰρ ἡμᾶς πρῶτον ἀδιακρίτως
ὑποταγῆναι τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ, ἕως εἰς τελείαν ἕξιν τῆς ἀρετῆς ἤλθομεν, καὶ οὕτως δῶρον παρὰ
θεοῦ λαβεῖν τὴν διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ, ὅπερ ἐστὶ ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ κακόν.
Οὐκ ἀσφαλὴς γὰρ τῷ ἀρτιπαγεῖ ἡ διάκρισις τῶν λογισμῶν καὶ τὸ ἀντιρρητικὸν διὰ τὸ ἐμπαθῆ ἔτι
καὶ ἡδυπαθῆ ἔχειν τὸν λογισμόν».
204 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977ΒC: «Οὐ γὰρ ἦν λυσιτελὲς ἀπείραστον

ἔτι τυγχάνοντα καὶ ἀδόκιμον τῆς ἀφθαρσίας τυχεῖν, ἵνα μὴ εἰς τῦφον ἐμπέσῃ καὶ κρῖμα τοῦ

72
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

προαναφερθεί, η δοκιµασία αυτή για τους πρωτόπλαστους ήταν να µην γευθούν


τον καρπό του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού205.

Είχε δηλαδή ο νεότευκτος άνθρωπος τη δυνατότητα να επιλέξει αυτεξούσια


αν θα παραµείνει κοντά στον Θεό, µετέχοντας στην αγιότητα και την αγαθότητά
του και κερδίζοντας εν τέλει ως έπαθλο την αφθαρσία και την παγίωση στο καλό,
ή αν θα αποµακρυνθεί από αυτόν –ακολουθώντας το δρόµο του ∆ιαβόλου και των
δαιµόνων– παραδίδοντας εκούσια τον εαυτό του στη φθορά και το θάνατο206. Η
δοκιµασία του Αδάµ στηριζόταν στην ορθή χρήση της λογικής και του αυτεξουσίου
του. Μπορούσε να τα χρησιµοποιήσει σωστά και να κυριαρχήσει πάνω στην ψυχή
και το σώµα του, ερχόµενος έτσι πιο κοντά στο Θεό και αποκτώντας σταδιακά την

Διαβόλου. Ἐκεῖνος γάρ διὰ τὸ ἄφθαρτον μετὰ τὴν ἐκ προαιρέσεως ἔκπτωσιν τὴν ἐν τῷ κακῷ
ἀμεταμέλητον ἔσχε καὶ ἄτρεπτον παγιότητα, ὥσπερ αὖ πάλιν καὶ οἱ ἄγγελοι, μετὰ τὴν ἐκ
προαιρέσεως τῆς ἀρετῆς ἐκλογὴν, τὴν ἐν τῷ καλῷ διὰ τῆς χάριτος ἀμετακίνητον ἵδρυσιν». Βλ. και
μετάφραση Ν.Ματσούκα: «Γιατί δεν συνέφερε, ενώ ήταν ακόμη απείραστος και αγύμναστος, να
πάρει την αφθαρσία, για να μην πέσει στην αλαζονεία και το κρίμα του Διαβόλου. Εκείνος,
εξαιτίας της άμεσης αφθαρσίας, μετά την πτώση του, με τη δική του προαίρεση, στερεώθηκε
αμετάκλητα και αμετανόητα στο κακό, όπως οι άγγελοι πάλι μετά την εκλογή της αρετής, με τη
δική τους προαίρεση, στερεώθηκαν στο καλό αμετακίνητα με τη χάρη»· Ιωάννου Δαμασκηνού,
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου
Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 205-207· πρβλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, TLG 004 25b.1-24:
«Ἢ ξύλον μὲν ζωῆς ἡ μετοχὴ τοῦ θεοῦ, δι᾿ ἧς καὶ οἱ ἄγγελοι τρέφονται, δι᾿ ἧς τὴν ἀφθαρσίαν
λαμβάνειν ἠμέλλομεν· ἔδει γὰρ ἡμᾶς πρῶτον ἀδιακρίτως ὑποταγῆναι τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ, ἕως εἰς
τελείαν ἕξιν τῆς ἀρετῆς ἤλθομεν, καὶ οὕτως δῶρον παρὰ θεοῦ λαβεῖν τὴν διάκρισιν καλοῦ τε καὶ
κακοῦ, ὅπερ ἐστὶ ξύλον τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ κακόν. Οὐκ ἀσφαλὴς γὰρ τῷ ἀρτιπαγεῖ ἡ
διάκρισις τῶν λογισμῶν καὶ τὸ ἀντιρρητικὸν διὰ τὸ ἐμπαθῆ ἔτι καὶ ἡδυπαθῆ ἔχειν τὸν λογισμόν».
205 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977A: «Ἐπειδὴ τοίνυν αὐτὸν αὐτεξουσίῳ

θελήματι φυσικῶς κατεκόσμησε, δίδωσι νόμον αὐτῷ μὴ γεύσασθαι τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως. Περὶ
οὗ ξύλου αὐταρκῶς ἐν τῷ περὶ παραδείσου κεφαλαίῳ κατά γε τὴν ἡμετέραν εἰρήκαμεν δύναμιν.»·
Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 1188CD: «ἐκ μὴ ὄντων τὰ πάντα παραγαγὼν ὁ Δημιουργός, κατ'
εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ πλάσας τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦτον τῷ αὐτεξουσίῳ τιμήσας, τῶν ἐν
παραδείσῳ καλῶν μετέχειν πεποίηκεν, ἀπέχεσθαι τούτου μόνου κελεύσας ὅπερ ἦν τὸ ξύλον τῆς
γνώσεως».
206 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977C: «Ἔδει τοίνυν πρότερον

δοκιμασθέντα τὸν ἄνθρωπον –ἀνήρ γάρ ἀπείραστος καί ἀδόκιμος, οὐδενός λόγου ἄξιος– καὶ τῇ
πείρᾳ διὰ τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τελειωθέντα, οὕτω τὴν ἀφθαρσίαν ἀρετῆς κομίσασθαι
ἔπαθλον· μέσος γὰρ Θεοῦ καὶ ὕλης γενόμενος, διὰ μὲν τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς μετὰ τὴν
ἀπαλλαγὴν τῆς πρὸς τὰ ὄντα φυσικῆς σχέσεως, ἑνωθεὶς τῷ Θεῷ καθ᾿ ἕξιν, τὴν περὶ τὸ καλὸν
παγιότητα λαμβάνειν ἀμετακίνητον ἔμελλε»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1112C: «Πλάσας ὁ Θεὸς κατ'
ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, τῆς γνώμης αὐτοῦ τὰ τῆς φύσεως ἀπῃώρησεν, ἐντολὴν μίαν ποιησάμενος
τὴν διὰ πεῖραν· φυλάξαντα μὲν γὰρ ταύτην, τῆς ἀθανάτου λήξεως πεποίηκεν ἔσεσθαι· παραβάντα
δὲ, τῆς ἐναντίας.»· PG 95, 1112D-1113A: «Ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ
αὐτεξούσιον, ἵνα ὃ ἑαυτῷ ἐποίησεν δι' ἀμελείας καὶ παρακοῆς, τοῦτο αὐτῷ γοῦν ὁ Θεὸς δωρῆται
διὰ φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης, ὑπακούοντος αὐτῷ τοῦ ἀνθρώπου. Καθάπερ γὰρ παρακούσας
ὁ ἄνθρωπος, θάνατον ἑαυτῷ ἐπεσπάσατο, οὕτως ὑπακούων τῷ βουλήματι τοῦ Θεοῦ, δύναται
περιποιήσασθαι ἑαυτῷ τὴν αἰώνιον ζωήν. ∆έδωκε γὰρ ἡμῖν ὁ Θεὸς ἐντολὰς ἁγίας, ἃς πᾶς ὁ ποιῶν,
δύναται σωθῆναι, καὶ ἀναστάσεως τυχὼν κληρονομήσει τὴν ἀφθαρσίαν».

73
Χαρίδημου Α. Κουτρή

παγίωση προς το αγαθό και την αφθαρσία207. Μπορούσε όµως και να αφήσει τις
άλογες ορµές και επιθυµίες του να κυριαρχήσουν πάνω στη λογική και το
αυτεξούσιό του και κατ’ αυτόν τον τρόπο να οµοιάσει στα άλογα ζώα γενόµενος
«παθητὸς» αντί για «ἀπαθής» και «θνητὸς» αντί για «ἀθάνατός»208. Κατ’ αυτόν

τον τρόπο ο Αδάµ, αν και «φύσει» θνητός, διατηρούταν στη ζωή «ὑπὲρ φύσιν»

για όσο διάστηµα βρισκόταν ενωµένος µε το Θεό διαµέσου της «θεωρίας»209.

Ως γνωστόν, οι πρωτόπλαστοι επέλεξαν να αψηφήσουν την προειδοποίηση


του Θεού και να υποκύψουν στην επιθυµία τους να γευθούν τον καρπό του
δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού και αυτό είχε ως αποτέλεσµα να
αποµακρυνθούν από τον παράδεισο και το δέντρο της ζωής και να υποκύψουν στη
φθορά και το θάνατο210. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο ∆αµασκηνός, επειδή ο Θεός
µας δηµιούργησε «ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ», µας «κατεδίκασε»211 σε θάνατο για να µην

γίνει το κακό αθάνατο212. Η φιλανθρωπία του Θεού όµως δεν περιορίστηκε στην
παραχώρησή του να τον αρνηθούµε και να αποµακρυνθούµε από αυτόν.

207 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977AΒ: «Ταύτην τὴν ἐντολὴν αὐτῷ
δίδωσιν ἐπαγγειλάμενος, ὡς, εἰ μὲν φυλάξοι τὸ τῆς ψυχῆς ἀξίωμα τῷ λόγῳ τὴν νίκην διδούς,
ἐπιγινώσκων τὸν κτίσαντα καὶ τούτου φυλάττων τὸ πρόσταγμα, τῆς ἀιδίου μεθέξει μακαριότητος
καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα κρείττων θανάτου γενόμενος».
208 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977ΒCD: «Εἰ δέ γε τὴν ψυχὴν ὑποτάξει τῷ

σώματι καὶ τὰ τοῦ σώματος προτιμήσει τερπνὰ, τὴν οἰκείαν τιμὴν ἀγνοήσας καὶ τοῖς ἀνοήτοις
παρεικασθεὶς κτήνεσι, τοῦ πεποιηκότος τὴν ζεύγλην ἀποσεισάμενος καὶ τὸ θεῖον αὐτοῦ παριδὼν
ἐπίταγμα, θανάτῳ ἔσται ὑπεύθυνος καὶ φθορᾷ καὶ πόνῳ καθυποβληθήσεται τὸν ταλαίπωρον
ἕλκων βίον ... διὰ δὲ τῆς παραβάσεως πρὸς τὴν ὕλην μᾶλλον κινηθεὶς καὶ τῆς αὐτοῦ αἰτίας, τοῦ
Θεοῦ φημι, ἀποσπάσας τὸν νοῦν, τῇ φθορᾷ προσοικειοῦσθαι, καὶ παθητὸς ἀντὶ ἀπαθοῦς καὶ
θνητὸς ἀντὶ ἀθανάτου γίνεσθαι καὶ συνδυασμοῦ καὶ ῥευστῆς γεννήσεως ἐπιδέεσθαι καὶ τῇ ἐφέσει
τῆς ζωῆς τῶν μὲν ἡδέων, ὡς δῆθεν ταύτην συνιστώντων ἀντέχεσθαι».
209 Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1569C: «Fu/sei me\n ga\r pa=n su/nqeton dialu/etai, a)ll' o(/son qe%= dia\

qewri/aj h(/nwto o( )Ada/m, e)n e(aut%= ei)=xe th\n zwh\n u(pe\r fu/sin zwopoiou=san th\n qnhth\n au)tou=
fu/sin.». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Ι.Κατά Μανιχαίων Διάλογος· ΙΙ.Προς τους διαβάλλοντας τας
αγίας εικόνας λόγοι τρεις, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, Φ.Θ.Β. 8,
εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 141.
210 Βλ. Γέν. 3,21-24: «Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους

καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς. καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ
πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ
ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς
ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη. καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ
παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ρομφαίαν τὴν στρεφομένην
φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς».
211 Όπως σημειώνει ο Ν.Ματσούκας: «Βασική και χαρακτηριστική άποψη της πατερικής θεολογίας·

ο θάνατος δεν είναι τιμωρία με την καθαρή νομική έννοια, αλλά μια έσχατη παραχώρηση της
θείας φιλανθρωπίας, ώστε το κακό να μη γίνει αθάνατο». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις
ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ.
παρ., σ. 485.
212 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 82, PG 94, 1120BC: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ

πεποίηκεν ἡμᾶς ὁ Θεός, παραβάντας δὲ τὴν σωτήριον αὐτοῦ ἐντολὴν φθορᾷ θανάτου κατεδίκασεν,
ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν».

74
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Αντιθέτως, επειδή «δι' ἀνθρώπου» εισήλθε ο θάνατος έπρεπε «δι' ἀνθρώπου» να

έρθει και η ανάσταση213 και γι’ αυτό ο ίδιος ενανθρώπησε και έπαθε για να
λυτρώσει τον άνθρωπο από τη φθορά και το θάνατο214.

Μέσα από όλα αυτά όµως γεννάται ενδεχοµένως το ερώτηµα: «είναι άραγε
ο άνθρωπος δηµιουργός του θανάτου;». Για να δοθεί απάντηση θα πρέπει να
απαντήσουµε πρώτα σε ένα άλλο ερώτηµα, που είναι το «για τι είδους θάνατο
µιλάµε;». Προκειµένου να διευκολύνουµε την έρευνά µας θα αναγκαστούµε να
κάνουµε µια διάκριση ανάµεσα στα σωµατικό/βιολογικό και πνευµατικό θάνατο215.
Ο ∆αµασκηνός, µέσα από την περιγραφή του επεισοδίου της πτώσης, φαίνεται να
αναφέρεται στο σωµατικό θάνατο του ανθρώπου και θεωρεί ως υπαίτιο της
κατάστασης αυτής τον ίδιο τον άνθρωπο και την αυτεξούσια επιλογή του να
αρνηθεί τον Θεό και να αποµακρυνθεί από την πηγή της ζωής216.

Είναι όµως ο άνθρωπος εκείνος που εισάγει τον θάνατο σε ολόκληρη την
κτίση; Σε αυτήν την ερώτηση είναι δύσκολο να πάρει κανείς θέση µε απόλυτη

213Βλ. Λόγος εις το άγιον Σάββατον, PG 96, 617ΑΒ: «iq§. )Epeidh\ ga\r di' a)nqrw/pou o( qa/natoj, e)/dei di'
a)nqrw/pou dwrhqh=nai th\n a)na/stasin. )Epeidh\ yuxh\ noera\ au)tecousi/% qelh/mati e)nh/rghse th\n
para/basin, e)/dei yuxh\n noera\n fusik%= kai\ au)tecousi/% qelh/mati th\n u(pakoh\n e)nergh=sai tou=
Kti/santoj, kai\ th\n swthri/an e)panelqei=n, di' w(=n o( qa/natoj th\n zwh\n e)cwstra/kisen, i(/na mh\
turannei=sqai nomi/sv o( qa/natoj to\n a)/nqrwpon.»· πρβλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 42,
PG 94, 961ΒC: «Ἡ μὲν γὰρ γένεσις πάντων ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἡ δὲ φθορὰ διὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν
ὑπεισήχθη πρὸς τιμωρίαν καὶ ὠφέλειαν. ”Θεὸς γὰρ θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿
ἀπωλείᾳ ζώντων”· δι᾿ ἀνθρώπου δὲ μᾶλλον θάνατος, τουτέστι τῆς τοῦ Ἀδὰμ παραβάσεως, ὁμοίως
καὶ αἱ λοιπαὶ τιμωρίαι.»· πρβλ. Σοφ.Σολ. 1,13.
214 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 82, PG 94, 1120C: «συγκαταβὰς τοῖς δούλοις ὡς

εὔσπλαγχνος καὶ καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενος τῆς φθορᾶς διὰ τοῦ ἰδίου πάθους ἐλυτρώσατο, ἐπήγασεν
ἡμῖν ἐκ τῆς ἁγίας καὶ ἀχράντου αὐτοῦ πλευρᾶς πηγὴν ἀφέσεως·»· 71, PG 94, 1096C: «Ἀναμάρτητος
ὢν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός –«ἁμαρτίαν γὰρ οὐκ ἐποίησεν, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ
κόσμου, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»– οὐχ ὑπέκειτο θανάτῳ, εἴπερ διὰ τῆς ἁμαρτίας
εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν ὁ θάνατος. Θνῄσκει τοίνυν τὸν ὑπὲρ ἡμῶν θάνατον ἀναδεχόμενος καὶ
ἑαυτὸν τῷ Πατρὶ προσφέρει θυσίαν ὑπὲρ ἡμῶν».
215 Μια τέτοια διάκριση χαρακτηρίζεται ως «σχολαστική» και «διαρχική» από το Ν.Ματσούκα, ο

οποίος υποστηρίζει ότι ο θάνατος αφορά τόσο στην ψυχή, όσο και στο σώμα του ανθρώπου, αφού ο
άνθρωπος δημιουργείται και ζει ως ενιαίο ον. Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της
ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 474.
Ωστόσο ο Χρ.Σταμούλης έχει διαφορετική άποψη και παραπέμποντας στον Μ.Βασίλειο κάνει σαφή
διάκριση μεταξύ σωματικού και πνευματικού θανάτου. Βλ. Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ εστίν αίτιος των
κακών ο Θεός, PG 31, 329A-353A· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 252, 267.
216 Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1569C: «Fu/sei me\n ga\r pa=n su/nqeton dialu/etai, a)ll' o(/son qe%= dia\

qewri/aj h(/nwto o( )Ada/m, e)n e(aut%= ei)=xe th\n zwh\n u(pe\r fu/sin zwopoiou=san th\n qnhth\n au)tou= fu/sin.
( te de\ a)pe/sth th=j pro\j th\n zwh\n h)/goun to\n qeo\n e(nw/sewj, h)=lqen e)k th=j u(pe\r fu/sin a)fqarsi/aj
/O
ei)j th\n kata\ fu/sin tou= sunqe/tou dia/lusin, o(/per e)sti\ qa/natoj.»· Βλ. Λόγος εις το άγιον Σάββατον,
PG 96, 617ΑΒ: «iq§. )Epeidh\ ga\r di' a)nqrw/pou o( qa/natoj, e)/dei di' a)nqrw/pou dwrhqh=nai th\n
a)na/stasin. )Epeidh\ yuxh\ noera\ au)tecousi/% qelh/mati e)nh/rghse th\n para/basin, e)/dei yuxh\n noera\n
fusik%= kai\ au)tecousi/% qelh/mati th\n u(pakoh\n e)nergh=sai tou= Kti/santoj, kai\ th\n swthri/an
e)panelqei=n, di' w(=n o( qa/natoj th\n zwh\n e)cwstra/kisen, i(/na mh\ turannei=sqai nomi/sv o( qa/natoj to\n
a)/nqrwpon».

75
Χαρίδημου Α. Κουτρή

βεβαιότητα. Ο ∆αµασκηνός, στηριζόµενος στο Σοφ.Σολ. 1,13, υποστηρίζει ότι ο


Θεός δεν δηµιούργησε το θάνατο και ότι ο θάνατος και η φθορά προέκυψαν ως
αποτέλεσµα της κακίας µας µε σκοπό την τιµωρία και την ωφέλειά µας217. Από την
άλλη όµως η φθαρτότητα αποτελεί ενδογενές χαρακτηριστικό της τρεπτότητας και
της κτιστότητας των άψυχων και άλογων όντων218, προς τα οποία κινήθηκε ο
άνθρωπος «προσοικειούμενος» τη φθορά219. Παράλληλα ο ∆αµασκηνός, όπως

είδαµε προηγουµένως, κάνει λόγο για άνθρωπο δηµιουργηµένο µε «θνητή

φύση»220 και µε δυνατότητα να κερδίσει την αφθαρσία ύστερα από τη δοκιµασία

217 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 42, PG 94, 961ΒC: «Ἡ μὲν γὰρ γένεσις πάντων ἐκ τοῦ
Θεοῦ, ἡ δὲ φθορὰ διὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν ὑπεισήχθη πρὸς τιμωρίαν καὶ ὠφέλειαν. ”Θεὸς γὰρ
θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων”· δι᾿ ἀνθρώπου δὲ μᾶλλον θάνατος,
τουτέστι τῆς τοῦ Ἀδὰμ παραβάσεως, ὁμοίως καὶ αἱ λοιπαὶ τιμωρίαι»· πρβλ. Σοφ.Σολ. 1,13.
218 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, PG 94, 796ΑΒC: «Εἰ μὲν οὖν κτιστά, πάντως καὶ

τρεπτά· ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ τροπῇ ὑποκείσεται πάντως ἢ φθειρόμενα ἢ
κατὰ προαίρεσιν ἀλλοιούμενα· … τὰ δὲ λοιπὰ κατά τε γένεσιν καὶ φθορὰν αὔξησίν τε καὶ μείωσιν
καὶ τὴν κατὰ ποιότητα μεταβολὴν καὶ τὴν τοπικὴν κίνησιν. Τρεπτὰ τοίνυν ὄντα πάντως καὶ
κτιστά»· 41, PG 94, 960ΒC: «Φαμὲν τοίνυν εὐθέως τῷ λογικῷ συνεισέρχεσθαι τὸ αὐτεξούσιον καί
τοῖς γεννητοῖς συμπεφυκέναι μεταβολήν και τροπήν. Πᾶν γὰρ γεννητὸν καὶ τρεπτόν ἐστιν. Ὧν
γὰρ ἡ ἀρχὴ τῆς γενέσεως ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ἀνάγκῃ ταῦτα τρεπτὰ εἶναι. Τροπὴ δέ ἐστι τὸ ἐκ μὴ
ὄντων εἰς τὸ εἶναι παραχθῆναι καὶ τὸ ἐξ ὑποκειμένης ὕλης ἕτερόν τι γενέσθαι. Τὰ μὲν οὖν ἄψυχα
καὶ ἄλογα τρέπονται κατὰ τὰς προειρημένας σωματικὰς ἀλλοιώσεις, τὰ δὲ λογικὰ κατὰ
προαίρεσιν»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1537CD: «)Agaqo\j ou)=n w)\n o( qeo\j kai\ a)i/dioj ou)x u(pome/nei
troph/n, a)ll' a)ei\ a)gaqo/j e)sti kai/, a(\ de\ poiei=, a)gaqa/ e)stin: e)k ga\r tou= a)gaqou= ou)k e)gxwrei= kaka\
gi/nesqai, o(/mwj de\ trepta/, e)peidh\ e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai para/gei. Ta\ ou)=n logika\ dektika\
me/n e)sti troph=j dia\ th\n e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/n, a)ll' au)tecou/sia dia\ to\ logika\
ei)=nai. Au)tecou/sia de\ me/nei, kaqw\j ge/gone, toute/stin a)gaqa/, dou=la kai\ e)pignw/mona kai\ u(ph/koa
tou= pepoihko/toj, o(/per e)sti\ tv= ktistv= fu/sei: a)reth\ ga/r e)sti to\ me/nein e)n toi=j o(/roij th=j oi)kei/aj
fu/sewj.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568AB: «Manixai=oj: Kai\ dia\ ti/ e)poi/hsen au)to\n au)tecou/sion kai\
trepto/n; )Orqo/docoj: Trepto\n me\n a(/pan kti/sma kata\ fu/sin: w(=n ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato,
tau=ta a)na/gkh kata\ fu/sin trepta\ ei)=nai. )=H ou) troph\ h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/;
Mo/non ou)=n fu/sei a)/trepton to\ qei=on w(j a)/ktiston kai\ a)ei\ o)/n. Ta\ de\ kti/smata, o(/sa me\n logika/,
e)qelo/trepta, t%= qelh/mati trepo/mena, ta\ de\ loipa\ kata\ sw=ma.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο
θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161Β: «Pa=sa de\ h( kti/sij a)nama/rthtoj para\ qeou= e)ge/neto® "pa/nta
ga/r, o(/sa e)poi/hsen o( qeo/j, kala\ li/an"®, a)lla\ trepth//. (=Wn ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato, trepta\
kata\ fu/sin e)sti/: troph\ de/ e)stin h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/.»· πρβλ.
ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 261-262· Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Θεολογία και ψυχιατρική σε
διάλογο, όπ. παρ., σ. 167-168· πρβλ. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στο
πρόβλημα της Οικολογίας, εκδ. Ακρίτα, Αθήνα 1992, σ. 117-118.
219 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977ΒCD: «Εἰ δέ γε τὴν ψυχὴν ὑποτάξει τῷ

σώματι καὶ τὰ τοῦ σώματος προτιμήσει τερπνὰ, τὴν οἰκείαν τιμὴν ἀγνοήσας καὶ τοῖς ἀνοήτοις
παρεικασθεὶς κτήνεσι, τοῦ πεποιηκότος τὴν ζεύγλην ἀποσεισάμενος καὶ τὸ θεῖον αὐτοῦ παριδὼν
ἐπίταγμα, θανάτῳ ἔσται ὑπεύθυνος καὶ φθορᾷ καὶ πόνῳ καθυποβληθήσεται τὸν ταλαίπωρον
ἕλκων βίον ... διὰ δὲ τῆς παραβάσεως πρὸς τὴν ὕλην μᾶλλον κινηθεὶς καὶ τῆς αὐτοῦ αἰτίας, τοῦ
Θεοῦ φημι, ἀποσπάσας τὸν νοῦν, τῇ φθορᾷ προσοικειοῦσθαι, καὶ παθητὸς ἀντὶ ἀπαθοῦς καὶ
θνητὸς ἀντὶ ἀθανάτου γίνεσθαι καὶ συνδυασμοῦ καὶ ῥευστῆς γεννήσεως ἐπιδέεσθαι καὶ τῇ ἐφέσει
τῆς ζωῆς τῶν μὲν ἡδέων, ὡς δῆθεν ταύτην συνιστώντων ἀντέχεσθαι».
220 Βλ. ενδεικτικά Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1569C: «Fu/sei me\n ga\r pa=n su/nqeton dialu/etai, a)ll'

o(/son qe%= dia\ qewri/aj h(/nwto o( )Ada/m, e)n e(aut%= ei)=xe th\n zwh\n u(pe\r fu/sin zwopoiou=san th\n
qnhth\n au)tou= fu/sin.». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Ι.Κατά Μανιχαίων Διάλογος· ΙΙ.Προς τους
διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας λόγοι τρεις, όπ. παρ., σ. 141· πρβλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου
Πίστεως 44, PG 94, 977ΒC: «Οὐ γὰρ ἦν λυσιτελὲς ἀπείραστον ἔτι τυγχάνοντα καὶ ἀδόκιμον τῆς

76
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

στον κήπο της Εδέµ221. Εκτός αυτού, σε άλλα σηµεία ο συγγραφέας αναφέρει ότι ο
θάνατος εισήλθε «δι᾿ ἀνθρώπου»222 και ότι ο άνθρωπος υποδουλώθηκε στη

φθορά223. Τέλος, η ίδια η προειδοποίηση του Θεού προς τους πρωτόπλαστους ότι
αν φάνε από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού θα πεθάνουν224,

ἀφθαρσίας τυχεῖν, ἵνα μὴ εἰς τῦφον ἐμπέσῃ καὶ κρῖμα τοῦ Διαβόλου.»· Ιωάννου Δαμασκηνού,
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου
Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 205.
221 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, TLG 004 25b.1-24: «Ἢ ξύλον μὲν ζωῆς ἡ μετοχὴ

τοῦ θεοῦ, δι᾿ ἧς καὶ οἱ ἄγγελοι τρέφονται, δι᾿ ἧς τὴν ἀφθαρσίαν λαμβάνειν ἠμέλλομεν· ἔδει γὰρ
ἡμᾶς πρῶτον ἀδιακρίτως ὑποταγῆναι τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ, ἕως εἰς τελείαν ἕξιν τῆς ἀρετῆς ἤλθομεν,
καὶ οὕτως δῶρον παρὰ θεοῦ λαβεῖν τὴν διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ, ὅπερ ἐστὶ ξύλον τοῦ
γινώσκειν καλὸν καὶ κακόν. Οὐκ ἀσφαλὴς γὰρ τῷ ἀρτιπαγεῖ ἡ διάκρισις τῶν λογισμῶν καὶ τὸ
ἀντιρρητικὸν διὰ τὸ ἐμπαθῆ ἔτι καὶ ἡδυπαθῆ ἔχειν τὸν λογισμόν.»· 44, PG 94, 977ABC: «Ταύτην τὴν
ἐντολὴν αὐτῷ δίδωσιν ἐπαγγειλάμενος, ὡς, εἰ μὲν φυλάξοι τὸ τῆς ψυχῆς ἀξίωμα τῷ λόγῳ τὴν
νίκην διδούς, ἐπιγινώσκων τὸν κτίσαντα καὶ τούτου φυλάττων τὸ πρόσταγμα, τῆς ἀιδίου μεθέξει
μακαριότητος καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα κρείττων θανάτου γενόμενος.…Ἔδει τοίνυν πρότερον
δοκιμασθέντα τὸν ἄνθρωπον –ἀνήρ γάρ ἀπείραστος καί ἀδόκιμος, οὐδενός λόγου ἄξιος– καὶ τῇ
πείρᾳ διὰ τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τελειωθέντα, οὕτω τὴν ἀφθαρσίαν ἀρετῆς κομίσασθαι
ἔπαθλον·»· 77, PG 94, 1108Β: «Ἐν κοινωνίᾳ μὲν οὖν ἑαυτοῦ καταστήσας τὸν ἄνθρωπον –“ἐπ᾿
ἀφθαρσίᾳ γὰρ τοῦτον ἐποίησε”–, διὰ δὲ τῆς ἑαυτοῦ κοινωνίας ἀνήγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸ ἄφθαρτον.
Ἐπειδὴ δὲ διὰ τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοὺς τῆς θείας εἰκόνος χαρακτῆρας ἐζοφώσαμέν τε καὶ
συνεχέαμεν καὶ ἐν κακίᾳ γενόμενοι τῆς θείας κοινωνίας ἐγυμνώθημεν –“τίς γὰρ μετουσία πρὸς
σκότος φωτί;”– καὶ ἔξω τῆς ζωῆς γενόμενοι τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ ὑπεπέσαμεν»· Ιερά Παράλληλα,
PG 95, 1112CD-1113A: «Πλάσας ὁ Θεὸς κατ' ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, τῆς γνώμης αὐτοῦ τὰ τῆς φύσεως
ἀπῃώρησεν, ἐντολὴν μίαν ποιησάμενος τὴν διὰ πεῖραν· φυλάξαντα μὲν γὰρ ταύτην, τῆς ἀθανάτου
λήξεως πεποίηκεν ἔσεσθαι· παραβάντα δὲ, τῆς ἐναντίας. … Ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον
ἐλεύθερον καὶ αὐτεξούσιον, ἵνα ὃ ἑαυτῷ ἐποίησεν δι' ἀμελείας καὶ παρακοῆς, τοῦτο αὐτῷ γοῦν ὁ
Θεὸς δωρῆται διὰ φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης, ὑπακούοντος αὐτῷ τοῦ ἀνθρώπου. Καθάπερ
γὰρ παρακούσας ὁ ἄνθρωπος, θάνατον ἑαυτῷ ἐπεσπάσατο, οὕτως ὑπακούων τῷ βουλήματι τοῦ
Θεοῦ, δύναται περιποιήσασθαι ἑαυτῷ τὴν αἰώνιον ζωήν. ∆έδωκε γὰρ ἡμῖν ὁ Θεὸς ἐντολὰς ἁγίας,
ἃς πᾶς ὁ ποιῶν, δύναται σωθῆναι, καὶ ἀναστάσεως τυχὼν κληρονομήσει τὴν ἀφθαρσίαν».
222 Βλ. Λόγος εις το άγιον Σάββατον, PG 96, 617ΑΒ: «iq§. )Epeidh\ ga\r di' a)nqrw/pou o( qa/natoj, e)/dei di'

a)nqrw/pou dwrhqh=nai th\n a)na/stasin. )Epeidh\ yuxh\ noera\ au)tecousi/% qelh/mati e)nh/rghse th\n
para/basin, e)/dei yuxh\n noera\n fusik%= kai\ au)tecousi/% qelh/mati th\n u(pakoh\n e)nergh=sai tou=
Kti/santoj, kai\ th\n swthri/an e)panelqei=n, di' w(=n o( qa/natoj th\n zwh\n e)cwstra/kisen, i(/na mh\
turannei=sqai nomi/sv o( qa/natoj to\n a)/nqrwpon». Προφανώς στο συγκεκριμένο χωρίο ο Δαμασκνός
εννοεί ότι ο θάνατος εισχώρησε μέσω του ανθρώπου στην άνθρωπινη φύση (και όχι στη φύση
γενικότερα), αφού «δι’ ανθρώπου» θα δωρηθεί και η ανάσταση (ενν. και πάλι στη φύση του
ανθρώπου).
223 Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 77, PG 94, 1108Β: «Ἐν κοινωνίᾳ μὲν οὖν ἑαυτοῦ

καταστήσας τὸν ἄνθρωπον –“ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ γὰρ τοῦτον ἐποίησε”–, διὰ δὲ τῆς ἑαυτοῦ κοινωνίας
ἀνήγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸ ἄφθαρτον. Ἐπειδὴ δὲ διὰ τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοὺς τῆς θείας
εἰκόνος χαρακτῆρας ἐζοφώσαμέν τε καὶ συνεχέαμεν καὶ ἐν κακίᾳ γενόμενοι τῆς θείας κοινωνίας
ἐγυμνώθημεν –“τίς γὰρ μετουσία πρὸς σκότος φωτί;”– καὶ ἔξω τῆς ζωῆς γενόμενοι τῇ τοῦ θανάτου
φθορᾷ ὑπεπέσαμεν»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1112D-1113A: «Καθάπερ γὰρ παρακούσας ὁ
ἄνθρωπος, θάνατον ἑαυτῷ ἐπεσπάσατο, οὕτως ὑπακούων τῷ βουλήματι τοῦ Θεοῦ, δύναται
περιποιήσασθαι ἑαυτῷ τὴν αἰώνιον ζωήν. ∆έδωκε γὰρ ἡμῖν ὁ Θεὸς ἐντολὰς ἁγίας, ἃς πᾶς ὁ ποιῶν,
δύναται σωθῆναι, καὶ ἀναστάσεως τυχὼν κληρονομήσει τὴν ἀφθαρσίαν». Οι συγκεκριμένες
διατυπώσεις φαίνεται να ευνοούν τη θεωρία της προΰπαρξης του θανάτου στη φύση.
224 Βλ. Γέν. 2,16-17: «καὶ ἐνετείλατο κύριος ὁ θεὸς τῷ αδαμ λέγων ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ

παραδείσῳ βρώσει φάγῃ ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν οὐ φάγεσθε ἀπ'
αὐτοῦ ᾗ δ' ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ' αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».

77
Χαρίδημου Α. Κουτρή

προϋποθέτει κάποιο είδος γνώσης από πλευράς πρωτοπλάστων ως προς το τι είναι


ο θάνατος ως γεγονός225· σε αντίθετη περίπτωση, η προειδοποίηση αυτή θα
αποδεικνύετο ασαφής και δυσνόητη.

Με βάση όλα τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι για τον ∆αµασκηνό ο


άνθρωπος δηµιουργήθηκε φθαρτός και θνητός µε προοπτική να κερδίσει την
αφθαρσία ύστερα από µία περίοδο δοκιµασίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της
περιόδου ο ίδιος απολάµβανε µία «ὑπὲρ φύσιν» αφθαρσία µέσα από τη «θεωρία»

του Θεού και στην οποία σταδιακά θα παγιωνόταν αν επέλεγε να παραµείνει σε


αυτήν την κατάσταση κάνοντας ορθή χρήση του αυτεξουσίου του. Ο ίδιος όµως
επέλεξε εκούσια να αψηφήσει την προειδοποίηση του Θεού και να αφήσει τις
επιθυµίες του να επικρατήσουν πάνω στη λογική του, µε αποτέλεσµα να οµοιάσει
περισσότερο προς τα άλογα ζώα και να παραδοθεί στο θάνατο. Ο φιλάνθρωπος
Θεός σεβάστηκε την επιλογή αυτή του δηµιουργήµατος του, ενώ παράλληλα του
χάρισε την αφθαρσία και την αθανασία µέσα από τη σάρκωση, το πάθος και την
ανάσταση του θεανθρώπου Χριστού.

Υπάρχει άραγε πρόβληµα να υποστηρίξουµε τη θέση ότι ο Θεός είναι αυτός


που έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να πεθάνει και συνεπώς να
παραδεχτούµε ότι ο Θεός είναι ουσιαστικά ο «δηµιουργός» του θανάτου; Το
ερώτηµα αυτό συνδέεται άµεσα µε το ζήτηµα αν ο θάνατος είναι κακός. Για να
απαντηθεί θα χρειαστεί και πάλι να καταφύγουµε στη διάκριση µεταξύ σωµατικού
και πνευµατικού θανάτου.

225Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 917CD: «Ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν
καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ. ᾟ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
φυσικῶς γὰρ ἡ αἰσθητὴ βρῶσις τοῦ ὑπεκρεύσαντός ἐστιν ἀναπλήρωσις καὶ εἰς ἀφεδρῶνα χωρεῖ καὶ
φθοράν· καὶ ἀμήχανον ἄφθαρτον διαμένειν τὸν αἰσθητῆς βρώσεως ἐν μετουσίᾳ γινόμενον»· 44, PG
977AΒ: «Ταύτην τὴν ἐντολὴν αὐτῷ δίδωσιν ἐπαγγειλάμενος, ὡς, εἰ μὲν φυλάξοι τὸ τῆς ψυχῆς
ἀξίωμα τῷ λόγῳ τὴν νίκην διδούς, ἐπιγινώσκων τὸν κτίσαντα καὶ τούτου φυλάττων τὸ πρόσταγμα,
τῆς ἀιδίου μεθέξει μακαριότητος καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα κρείττων θανάτου γενόμενος. Εἰ δέ γε
τὴν ψυχὴν ὑποτάξει τῷ σώματι καὶ τὰ τοῦ σώματος προτιμήσει τερπνὰ, τὴν οἰκείαν τιμὴν
ἀγνοήσας καὶ τοῖς ἀνοήτοις παρεικασθεὶς κτήνεσι, τοῦ πεποιηκότος τὴν ζεύγλην ἀποσεισάμενος
καὶ τὸ θεῖον αὐτοῦ παριδὼν ἐπίταγμα, θανάτῳ ἔσται ὑπεύθυνος καὶ φθορᾷ καὶ πόνῳ
καθυποβληθήσεται τὸν ταλαίπωρον ἕλκων βίον.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1112CD-1113A:
«Πλάσας ὁ Θεὸς κατ' ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, τῆς γνώμης αὐτοῦ τὰ τῆς φύσεως ἀπῃώρησεν, ἐντολὴν
μίαν ποιησάμενος τὴν διὰ πεῖραν· φυλάξαντα μὲν γὰρ ταύτην, τῆς ἀθανάτου λήξεως πεποίηκεν
ἔσεσθαι· παραβάντα δὲ, τῆς ἐναντίας. … Ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ
αὐτεξούσιον, ἵνα ὃ ἑαυτῷ ἐποίησεν δι' ἀμελείας καὶ παρακοῆς, τοῦτο αὐτῷ γοῦν ὁ Θεὸς δωρῆται
διὰ φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης, ὑπακούοντος αὐτῷ τοῦ ἀνθρώπου. Καθάπερ γὰρ παρακούσας
ὁ ἄνθρωπος, θάνατον ἑαυτῷ ἐπεσπάσατο, οὕτως ὑπακούων τῷ βουλήματι τοῦ Θεοῦ, δύναται
περιποιήσασθαι ἑαυτῷ τὴν αἰώνιον ζωήν. ∆έδωκε γὰρ ἡμῖν ὁ Θεὸς ἐντολὰς ἁγίας, ἃς πᾶς ὁ ποιῶν,
δύναται σωθῆναι, καὶ ἀναστάσεως τυχὼν κληρονομήσει τὴν ἀφθαρσίαν».

78
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Ο πνευµατικός θάνατος, ως αµετανόητη άρνηση µετοχής στις ενέργειες του


Θεού, αντιµετωπίζεται ως κακός και η ευθύνη για αυτόν τον θάνατο βαρύνει
αποκλειστικά τον άνθρωπο και όχι τον Θεό226. Από την άλλη, ο
σωµατικός/βιολογικός θάνατος «δεν είναι πονηρός»227 και «δεν ταυτίζεται με το

κακό»228, σύµφωνα µε τον Χρ.Σταµούλη229 που παραπέµπει στους Μ.Βασίλειο και


Ι.Χρυσόστοµο230. Είναι σαφές, βεβαίως, ότι εδώ γίνεται λόγος για τον θάνατο ως
γνώρισµα του µεταπτωτικού ανθρώπου, για τον οποίο µπορεί η αιτιότητα να
αποδίδεται στο Θεό, εντούτοις όµως ο ίδιος δεν επιθυµούσε εξ’ αρχής αυτήν την
εξέλιξη231. Από την άλλη, όπως αναφέρθηκε και προηγουµένως, ο Μάξιµος ο
Οµολογητής προχωρά ένα βήµα παραπάνω και υποστηρίζει ότι ο Θεός,
προγνωρίζοντας την πτώση, δηµιούργησε εξ’ αρχής τον άνθρωπο φθαρτό232. Η
διαπίστωση αυτή, σε συνδυασµό µε τη φθαρτότητα που αποτελεί χαρακτηριστικό
της ύλης εξαιτίας της κτιστότητάς της –δηλαδή της προελεύσεώς της από το «μὴ

ὄν»–, µας επιτρέπει να αποσυνδέσουµε τη φθορά και τον θάνατο από το


περιστατικό της πτώσης233.

226 Βλ. Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ εστίν αίτιος των κακών ο Θεός, PG 31, 341CD· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως

και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 252.


227 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 252.

228 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 251.

229 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 251εξ.

230 Βλ. Ι.ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Υπόμνημα εις την προς Φιλιππησίους επιστολήν 1, 3, PG 62, 202-203·

Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ εστίν αίτιος των κακών ο Θεός, PG 31, 332CD· πρβλ. Ο.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ-
ΤΣΑΝΑΝΑ, Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Βασιλείου, Ανάλεκτα Βλατάδων 7, ΠΙΜΠ, Θεσσαλονίκη
1970, σ. 76εξ.
231 Βλ. Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ εστίν αίτιος των κακών ο Θεός, PG 31, 332CD-333C· 341ΒC·

ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 254-255· πρβλ. Ο.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΤΣΑΝΑΝΑ,


Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Βασιλείου, όπ. παρ., σ. 76εξ.
232 Βλ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 628AB· Περί διαφόρων αποριών, PG 91,

1104AB· 1321ΑΒ· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 256εξ·. Πρβλ. G.FLOROVSKY,
Δημιουργία και απολύτρωση, όπ. παρ., σ. 97εξ. Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ.
204· Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο, όπ. παρ., σ. 167-168· Η κτίση ως ευχαριστία,
όπ. παρ., σ. 117-118.
233 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 261εξ. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Θεολογία και

ψυχιατρική σε διάλογο, όπ. παρ., σ. 167-168: «Ανήκω σ’ εκείνους, που πιστεύουν ότι προ της
δημιουργίας του ανθρώπου υπήρξε ζωή και θάνατος και φθορά και πάλη των ειδών, ας τα πούμε
έτσι σε Δαρβινική γλώσσα. Διότι, ναι μεν όπως υπαινίχθηκα στην ομιλία μου, η φύση του
ανθρώπου και γενικά η δημιουργία εμπεριέχει από την αρχή τη φθορά και συνεπώς και τη νόσο.
Αλλά δεν τα εμπεριέχει ως στοιχεία της τελικής οντολογίας της. Δεν είναι δηλαδή αυτό το αληθινό
της είναι. Το αληθινό είναι της δημιουργίας βρίσκεται στην υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου
διά της ελεύσεως του ανθρώπου… Μιλάμε για προπτωτική κατάσταση ιδεατή, χωρίς φθορά και
θάνατο και δεν σκεπτόμαστε τι γινόταν αυτές τις έξι ημέρες. Ήταν αθάνατα τα όντα; Όχι. Ο
άνθρωπος έρχεται ακριβώς για να άρει τη θνητότητα και τη φθορά, η οποία υπήρχε ήδη, για να
ενώσει το κτιστό με το άκτιστο… –π.Φιλόθεος Φάρος: Ότι δια του ανθρώπου θα επέλθει η
θεραπεία το καταλαβαίνω, αλλά η φθορά δεν είναι συνέπεια της επιλογής; –Σεβασμιώτατος
Περγάμου κ. Ιωάννη: Όχι. Όχι, σας είπα ότι η φθορά και ο θάνατος είναι εγγενείς στην κτιστότητα

79
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Κατά συνέπεια µπορούµε να πούµε ότι: α) αν προβούµε σε µία


κυριολεκτική ερµηνεία της Γενέσεως (και η πτώση όντως συνέβη), τότε ο λόγος
που πεθαίνουµε δεν είναι ότι επιλέξαµε τον θάνατο, αλλά ότι «λόγω της πτώσεως

δεν έγινε η υπέρβαση της φθοράς, κι έτσι από δυνατότητα, (…) έγινε

πραγματικότητα, η φθορά και ο θάνατος»234· β) αν από την άλλη προχωρήσουµε


σε µία συµβολική ερµηνεία της Γενέσεως και το προπατορικό αµάρτηµα δεν
συνέβη ποτέ, τότε ο λόγος που πεθαίνουµε είναι απλά το γεγονός ότι είµαστε
κτιστοί και φθαρτοί εξαιτίας της δηµιουργίας µας «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος»235. Μία τέτοια

ερµηνεία σαφώς και αποτελεί την αποδοχή του «μυστηρίου της κτιστότητας»,

δηλαδή την «κατάφαση στη θνητότητα» από τη µια, και την αναγνώριση ότι ο

άνθρωπος είναι φτιαγµένος «για αφθαρσία και ζωή» από την άλλη236.

Σε κάθε περίπτωση, είτε προκρίνει κάποιος την κυριολεκτική ερµηνεία της


Γενέσεως, είτε την συµβολική, ο βιολογικός θάνατος του ανθρώπου παραµένει
γεγονός αναµφισβήτητο. Πρόκειται για θάνατο του σώµατος και αλλοίωση της
ύλης από την οποία αυτό αποτελείται, ενώ παράλληλα ερµηνεύεται ως οδυνηρή
διάσπαση της ψυχοσωµατικής ενότητας του ανθρώπου µέσα από τον βίαιο
αποχωρισµό της αθάνατης ψυχής από το φθαρτό σώµα237. Τον ίδιο βιολογικό

διότι τα κτιστά προήλθαν από το μηδέν. Οι Πατέρες λέγουν ότι είναι τρεπτά τα κτιστά όχι διότι
“έπεσε” ο άνθρωπος αλλά διότι προήλθαν από το μηδέν. Η τρεπτότητα οφείλεται στο μηδέν, δεν
οφείλεται στην “πτώση του ανθρώπου”. Αλλά τι συμβαίνει; Γιατί συνδέεται ο θάνατος με την
“πτώση”; Εδώ είναι ένα παράδοξο. Συνδέεται διότι λόγω της πτώσεως δεν έγινε η υπέρβαση της
φθοράς, κι έτσι από δυνατότητα, όπως είπα, έγινε πραγματικότητα, η φθορά και ο θάνατος!»·
πρβλ. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία, όπ. παρ., σ. 117-118.
234 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 262. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Θεολογία και ψυχιατρική

σε διάλογο, όπ. παρ., σ. 168· πρβλ. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία, όπ. παρ., σ. 117-118.
235 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 262εξ. Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄,

όπ. παρ., σ. 204εξ. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο, όπ. παρ., σ. 168· πρβλ.
Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία, όπ. παρ., σ. 117-118.
236 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 261. πρβλ. Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος

Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 204εξ. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο, όπ. παρ., σ. 167-
168· Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία, όπ. παρ., σ. 117-118.
237 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 60, PG 94, 1064Α: «Ὁ μὲν καθ᾿ ἕκαστα ἄνθρωπος ἐκ

δύο συγκείμενος φύσεων, ψυχῆς τε καὶ σώματος, καὶ ταύτας ἀμεταβλήτους ἔχων ἐν ἑαυτῷ δύο
φύσεις εἰκότως λεχθήσεται· σῴζει γὰρ ἑκατέρων καὶ μετὰ τὴν ἕνωσιν τὴν φυσικὴν ἰδιότητα. Οὔτε
γὰρ τὸ σῶμα ἀθάνατον ἀλλὰ φθαρτόν, οὔτε ἡ ψυχὴ θνητὴ ἀλλ᾿ ἀθάνατος, οὔτε τὸ σῶμα ἀόρατον,
οὔτε ἡ ψυχὴ σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς ὁρατή, ἀλλ᾿ ἡ μὲν λογικὴ καὶ νοερὰ καὶ ἀσώματος, τὸ δὲ παχύ
τε καὶ ὁρατὸν καὶ ἄλογον. Οὐ μιᾶς δὲ φύσεως τὰ κατ᾿ οὐσίαν ἀντιδιαιρούμενα· οὐ μιᾶς ἄρα οὐσίας
ψυχή τε καὶ σῶμα.». Όπως επισημαίνει ο Ν.Ματσούκας: «Σύμφωνα με τη βάση της πατερικής
θεολογίας και φυσικά του Δαμασκηνού (…) κάθε κτιστή πραγματικότητα είναι φθαρτή και μετέχει
κατά χάρη στη θεία αφθαρσία. Εδώ η διάκριση ανάμεσα στο σώμα, ως θνητό, και στην ψυχή, ως
αθάνατη είναι σχηματική και περισσότερο θέλει να επισημάνει τη διαφορά των δύο στοιχείων
(σώματος και ψυχής) ως προς τα όρια κινητικότητος και δυνατότητος μεθέξεως στη θέωση της
χάριτος. Το σώμα μένει προσωρινά, μετά τον θάνατο μακριά από την ψυχή και έξω από την αγαθή

80
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

θάνατο βίωσε εκούσια238 και ο Χριστός ως άνθρωπος239. Όπως θα δούµε και


παρακάτω, ο άνθρωπος δεν µπορεί να τον αποφύγει τον θάνατο, ακριβώς λόγω
της κτιστής και φθαρτής του φύσης240· τόσο η αφθαρσία, όσο και η αθανασία
έρχονται µονάχα ως δωρεές της θείας χάρης και ως επιβράβευση της ανθρώπινης
προσπάθειας να πετύχει το «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Άλλωστε, αν ο άνθρωπος µπορούσε

να υπερβεί ή να µεταβάλλει µόνος του τη φθαρτότητα και την κτιστότητά του, τότε
δεν θα ήταν κτιστός, αλλά άκτιστος, δεν θα ήταν δηλαδή άνθρωπος, αλλά Θεός,
το οποίο φυσικά και δεν ισχύει. Όταν εποµένως κάνουµε λόγο για αθανασία και
αφθαρσία, δεν εννοούµε την υπέρβαση του σωµατικού θανάτου, όπως τον

ή κακή επιρροή της. Μόνο λοιπόν με την έννοια αυτή καλείται θνητό και φθαρτό, αφού μάλιστα
οδηγείται στη διαφθορά και την τέλεια αποσύνθεση». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής
της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ.
482. Γι’ αυτό και όταν κάνουμε λόγο για ανάσταση νεκρών, σύμφωνα με τον Δαμασκηνό,
αναφερόμαστε σε ανάσταση σωμάτων, δεδομένου ότι οι ψυχές ως αθάνατες δεν ανασταίνονται.
Πρόκειται δηλαδή για μία νέα συνάφεια ψυχής και σώματος, για μία ανασύσταση και
αφθαρτοποίηση του ανθρώπου. Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1220ΑΒ:
«Πιστεύομεν δὲ καὶ εἰς ἀνάστασιν νεκρῶν. Ἔσται γάρ, ὄντως ἔσται νεκρῶν ἀνάστασις. Ἀνάστασιν
δὲ λέγοντες σωμάτων φαμὲν ἀνάστασιν. Ἀνάστασις γάρ ἐστι δευτέρα τοῦ πεπτωκότος στάσις· αἱ
γὰρ ψυχαὶ ἀθάνατοι οὖσαι πῶς ἀναστήσονται; Εἰ γὰρ θάνατον ὁρίζονται χωρισμὸν ψυχῆς ἀπὸ
σώματος, ἀνάστασίς ἐστι πάντως συνάφεια πάλιν ψυχῆς καὶ σώματος καὶ δευτέρα τοῦ
διαλυθέντος καὶ πεσόντος ζῴου στάσις. Αὐτὸ οὖν τὸ σῶμα τὸ φθειρόμενον καὶ διαλυόμενον, αὐτὸ
ἀναστήσεται ἄφθαρτον· οὐκ ἀδυνατεῖ γὰρ ὁ ἐν ἀρχῇ ἐκ τοῦ χοὸς τῆς γῆς αὐτὸ συστησάμενος
πάλιν ἀναλυθὲν καὶ ἀποστραφὲν εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη κατὰ τὴν τοῦ Δημιουργοῦ ἀπόφασιν,
πάλιν ἀναστῆσαι αὐτό.»· 1221D-1224A: «δῆλον, ὡς ἀνάστασιν ἐμφαίνει σωμάτων· οὐ γὰρ δήπου τις
φήσειε τὰς ψυχὰς ἐν γῆς χώματι καθεύδειν. Ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ Κύριος ἐν τοῖς ἱεροῖς Εὐαγγελίοις τὴν
τῶν σωμάτων ἀριδήλως ἀνάστασιν παραδέδωκεν … Ἐν τοῖς μνημείοις δὲ τὰς ψυχάς ποτε τῶν εὖ
φρονούντων εἴποι τις οὐκ ἄν;»· πρβλ. Γέν. 9,3-6· Ψαλμ. 103,29-30· Ησ. 26,19· Ιεζ. 37,7-9· Δαν. 12,1-3·
Ματθ. 22, 32· Ιω. 5,28-29. Για τη διατήρηση του «κατ’ εικόνα» μετά θάνατον, βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ,
Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 209-224.
238 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 64, PG 94, 1084Α: «οὐδὲν γὰρ ἠναγκασμένον ἐπ᾿

αὐτοῦ θεωρεῖται, ἀλλὰ πάντα ἑκούσια· θέλων γὰρ ἐπείνασε, θέλων ἐδίψησε, θέλων ἐδειλίασε,
θέλων ἀπέθανεν».
239 Σύμφωνα πάντοτε με το Δαμασκηνό, κατά το θάνατο του Χριστού η αγία ψυχή του

αποχωρίστηκε από το άχραντο σώμα του. Η θεότητά του όμως παρέμεινε αχώριστη και από τα
δύο, αφού επρόκειτο για μία υπόσταση, αυτή του Θεού Λόγου. Άλλωστε, ούτε η ψυχή, ούτε το
σώμα του είχαν ποτέ ξεχωριστή υπόσταση, παράλληλη προς αυτή του Θεού Λόγου. Συνεπώς, αν
και υπήρξε τοπικός αποχωρισμός ψυχής και σώματος, τα δυο τους παρέμεναν υποστατικά
ενωμένα στο πρόσωπο του Θεού Λόγου. Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 71, PG 94,
1097ΑΒ: «Εἰ καὶ τέθνηκε τοιγαροῦν ὡς ἄνθρωπος καὶ ἡ ἁγία αὐτοῦ ψυχὴ τοῦ ἀχράντου διῃρέθη
σώματος, ἀλλ᾿ ἡ θεότης ἀχώριστος ἀμφοτέρων διέμεινε, τῆς τε ψυχῆς φημι καὶ τοῦ σώματος, καὶ
οὐδὲ οὕτως ἡ μία ὑπόστασις εἰς δύο ὑποστάσεις διῃρέθη· τό τε γὰρ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ κατὰ ταὐτὸν
ἐξ ἀρχῆς ἐν τῇ τοῦ Λόγου ὑποστάσει ἔσχον τὴν ὕπαρξιν καὶ ἐν τῷ θανάτῳ ἀλλήλων διαιρεθέντα
ἕκαστον αὐτῶν ἔμεινε τὴν μίαν ὑπόστασιν τοῦ Λόγου ἔχοντα. Ὥστε ἡ μία τοῦ Λόγου ὑπόστασις
τοῦ τε Λόγου καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ὑπῆρχεν ὑπόστασις· οὐδέποτε γὰρ οὔτε ἡ ψυχή, οὐδὲ
τὸ σῶμα ἰδίαν ἔσχον ὑπόστασιν παρὰ τὴν τοῦ Λόγου ὑπόστασιν· μία δὲ ἀεὶ ἡ τοῦ Λόγου ὑπόστασις
καὶ οὐδέποτε δύο. Ὥστε μία ἀεὶ τοῦ Χριστοῦ ἡ ὑπόστασις. Εἰ γάρ καὶ τοπικῶς ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος
κεχώριστο, ἀλλ᾿ ὑποστατικῶς διὰ τοῦ Λόγου ἥνωτο».
240 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 944C-945Α: «Βουλόμεθα δὲ τυχὸν καὶ μηδέποτε

ἀποθανεῖν· τοῦτο τῶν ἀδυνάτων ἐστίν»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.

81
Χαρίδημου Α. Κουτρή

γνωρίζουµε τώρα. Η υπέρβαση αυτή δεν βρίσκεται µέσα στα όρια του αυτεξουσίου
του ανθρώπου, όπως θα δούµε και παρακάτω. Είναι µια υπέρβαση που µόνο ο
ενανθρωπήσας Θεός µπορούσε να κάνει µέσα από την δική του τέλεια
Ανάσταση241. Άλλωστε και οι άνθρωποι που ανέστησε ο θεάνθρωπος Χριστός
«πρὸς ἔνδειξιν τῆς οἰκείας θεότητος καὶ πίστωσιν τῆς αὐτοῦ τε καὶ ἡμῶν

ἀναστάσεως», τελικά επέστρεψαν και πάλι στο θάνατο, ως αποτέλεσµα της


φθαρτής τους φύσης242. Μολονότι δηλαδή ήρθε ο Χριστός και νίκησε το θάνατο, οι
άνθρωποι συνεχίζουν να πεθαίνουν243.

Μήπως όµως αναδεικνύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ο θάνατος ως τελικός


νικητής επί της ζωής και του ανθρώπου; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική, αφού
όπως αναφέρει ο ∆αµασκηνός, ο φιλάνθρωπος Θεός σαρκώθηκε και «καθ᾿ ἡμᾶς

γενόμενος» µας λύτρωσε µε το πάθος του από τη φθορά και το θάνατο244.


Άλλωστε είναι κοινή παραδοχή, τόσο του ∆αµασκηνού, όσο και των υπόλοιπων
Πατέρων της εκκλησίας, πως ο άνθρωπος είναι εξ’ αρχής δηµιουργηµένος «ἐπ᾿

ἀφθαρσίᾳ»245. Μην ξεχνάµε πως ακόµη και όταν γίνεται λόγος για θάνατο του

241 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1224BC: «Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος ἀπαρχὴ τῆς
τελείας καὶ μηκέτι θανάτῳ ὑποπιπτούσης ἀναστάσεως γέγονε. Διὸ δὴ καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος
Παῦλος ἔλεγεν· «Εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται. Ἄρα οὖν ματαία ἡ πίστις ἡμῶν·
ἄρα ἔτι ἐσμὲν ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν». Καὶ ὅτι «Χριστὸς ἐγήγερται, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων».
Καί· «Πρωτότοκος ἐκ νεκρῶν». Καὶ πάλιν· «Εἰ γὰρ πιστεύομεν, ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη,
οὕτω καί ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ». «Οὕτως» ἔφη, ὡς ὁ Κύριος
ἀνέστη.»· Α΄ Κορινθ. 15, 16-20· Α΄ Θεσ. 4,14.
242 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1224AΒ: «Οὐ λόγῳ δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ

ἔργῳ τὴν τῶν σωμάτων ὁ Κύριος ἀνάστασιν ἐφανέρωσε. Πρῶτον μὲν τεταρταῖον καὶ ἤδη
φθαρέντα καὶ ὀδωδότα ἐγείρας τὸν Λάζαρον· οὐ ψυχὴν γὰρ ἐστερημένην σώματος, ἀλλὰ καὶ σῶμα
σὺν τῇ ψυχῇ, καὶ οὐχ ἕτερον, ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ φθαρὲν ἤγειρε. Πῶς γὰρ ἂν ἐγινώσκετο ἢ ἐπιστεύετο ἡ
τοῦ τεθνεῶτος ἀνάστασις μὴ τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς ὑποστάσεως ἰδιωμάτων ταύτην
συνιστώντων; Ἀλλὰ Λάζαρον μὲν πρὸς ἔνδειξιν τῆς οἰκείας θεότητος καὶ πίστωσιν τῆς αὐτοῦ τε
καὶ ἡμῶν ἀναστάσεως ἤγειρε, πάλιν ὑποστρέφειν μέλλοντα εἰς θάνατον»· πρβλ. Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ,
Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 229.
243 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 251· Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄,

όπ. παρ., σ. 225.


244 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 82, PG 94, 1120C: «συγκαταβὰς τοῖς δούλοις ὡς

εὔσπλαγχνος καὶ καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενος τῆς φθορᾶς διὰ τοῦ ἰδίου πάθους ἐλυτρώσατο, ἐπήγασεν
ἡμῖν ἐκ τῆς ἁγίας καὶ ἀχράντου αὐτοῦ πλευρᾶς πηγὴν ἀφέσεως·»· 71, PG 94, 1096C: «Ἀναμάρτητος
ὢν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός –«ἁμαρτίαν γὰρ οὐκ ἐποίησεν, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ
κόσμου, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ»– οὐχ ὑπέκειτο θανάτῳ, εἴπερ διὰ τῆς ἁμαρτίας
εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν ὁ θάνατος. Θνῄσκει τοίνυν τὸν ὑπὲρ ἡμῶν θάνατον ἀναδεχόμενος καὶ
ἑαυτὸν τῷ Πατρὶ προσφέρει θυσίαν ὑπὲρ ἡμῶν».
245 Βλ. Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1099B: «ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπί ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς

ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν·»· Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 77, PG 94, 1108Β: «Ἐν
κοινωνίᾳ μὲν οὖν ἑαυτοῦ καταστήσας τὸν ἄνθρωπον –“ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ γὰρ τοῦτον ἐποίησε”–, διὰ δὲ
τῆς ἑαυτοῦ κοινωνίας ἀνήγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸ ἄφθαρτον. Ἐπειδὴ δὲ διὰ τῆς παραβάσεως τῆς
ἐντολῆς τοὺς τῆς θείας εἰκόνος χαρακτῆρας ἐζοφώσαμέν τε καὶ συνεχέαμεν καὶ ἐν κακίᾳ

82
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ανθρώπου, ο θάνατος αυτός δεν ταυτίζεται µε την ανυπαρξία. Ο άνθρωπος


συνεχίζει να υπάρχει και «μετά θάνατον» ως ψυχή χωρίς σώµα περιµένοντας την

ανάσταση όλων των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων246. Είναι δηλαδή τέτοια η
αγάπη του Θεού για όλα του τα δηµιουργήµατα που κανένα ον, όσο φαύλο και
αµαρτωλό κι αν είναι, δεν µπορεί να αναιρέσει τις οντολογικές ενέργειες του Θεού
και να αφαιρέσει την ύπαρξή του επιστρέφοντας στο «μὴ ὄν». «Ἀμεταμέλητα γὰρ

τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ»247.

γενόμενοι τῆς θείας κοινωνίας ἐγυμνώθημεν –“τίς γὰρ μετουσία πρὸς σκότος φωτί;”– καὶ ἔξω τῆς
ζωῆς γενόμενοι τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ ὑπεπέσαμεν»· 82, PG 94, 1120BC: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ
πεποίηκεν ἡμᾶς ὁ Θεός, παραβάντας δὲ τὴν σωτήριον αὐτοῦ ἐντολὴν φθορᾷ θανάτου κατεδίκασεν,
ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν, συγκαταβὰς τοῖς δούλοις ὡς εὔσπλαγχνος καὶ καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενος
τῆς φθορᾶς διὰ τοῦ ἰδίου πάθους ἐλυτρώσατο, ἐπήγασεν ἡμῖν ἐκ τῆς ἁγίας καὶ ἀχράντου αὐτοῦ
πλευρᾶς πηγὴν ἀφέσεως·»· Parallela Ruperfucaldina, PG 96, 468C: «Peri\ tou= a)nqrw/pou: o(/ti e)p'
a)fqarsi/# kai\ a)qanasi/# kata\ qei/an dwrea\n pro\j tou= Qeou= diepla/sqh, e)ntolh=j qei/aj dhladh\
fulattou/shj th\n xa/rin.»· πρβλ. Σοφ.Σολ. 2,23-24: «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ
καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν· φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν
κόσμον»· ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΟΣ, TLG 004 6.12.97.1.2· Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί σαρκώσεως
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά Απολλινάριου, PG 26, 1105A· 1120B· Εις τους Ψαλμούς, PG 27,
93AB· 393C· Ι.ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την μέσην εβδομάδα των νηστειών, PG 59, 704· ΚΥΡΙΛΛΟΥ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, PG 74, 789A· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ,
Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ.
19-49· «Το προπατορικό αμάρτημα κατά την Ορθόδοξη Παράδοση», όπ. παρ., σ. 155-174·
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ. 1-17 [προσπ. 29/04/2010]· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ,
Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 249εξ.
246 Βλ. Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 226.

247 Βλ. Περί των οκτώ της πονηρίας πνευμάτων, PG 95, 97Β. Υπό αυτή τη λογική, ακόμη και ο

διάβολος παρά την άκρα φαυλότητά του, δεν μπορεί να θέσει εαυτόν έξω της αγάπης του Θεού και
να αναιρέσει την ύπαρξη του επιστρέφοντας στο «μὴ ὄν». Άλλωστε «(O qeo\j kai\ t%= diabo/l% a)ei\
pare/xei ta\ a)gaqa/, a)ll' e)kei=noj ou) qe/lei labei=n. Kai\ e)n t%= me/llonti ai)w=ni pa=si di/dwsin o( qeo\j
ta\ a)gaqa/: phgh\ ga/r e)sti tw=n a)gaqw=n pa=si bru/ousa th\n a)gaqo/thta, e(/kastoj de/, kaqw\j e(auto\n
kateskeu/ase dektiko/n, mete/xei tou= a)gaqou=. )Entau=qa me\n ou)=n peri\ a)/lla th\n o)/recin e)/xontej kai\
e)pitugxa/nontej ka)\n posw=j h(dw/meqa, e)kei=se de/, o(/tan "o( qeo\j ei)/h ta\ pa/nta e)n pa=si", mh\ brw/sewj
ou)/shj, mh\ po/sewj mhde/ tinoj sarkikh=j h(donh=j mhde/ tinoj a)diki/aj oi( mhde\ ta\j sunh/qeij h(dona\j
e)/xontej mhde\ tw=n e)k qeou= dektikoi\ o)/ntej o)dunw=ntai a)nhke/stwj, ou) tou= qeou= ko/lasin poih/santoj,
a)lla\ h(mw=n e(autoi=j th\n ko/lasin eu)trepisa/ntwn, e)pei\ ou)de\ qa/naton o( qeo\j e)poi/hse, a)ll' h(mei=j
e(autoi=j tou=ton e)pespasa/meqa.» (Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1569BC)· πρβλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο
Σατανάς, όπ. παρ., σ. 189εξ. Στα πλαίσια εξάλλου της ορθόδοξης θεολογίας υπάρχει η διδασκαλία
της αποκαταστάσεως των πάντων, που καίτοι θεολογούμενο βρίσκεται εντούτοις στην καρδιά της
ορθόδοξης παράδοσης. Υποστηρικτές της, έστω και με διαφορετικό τρόπο, υπήρξαν οι Ωριγένης,
Γρηγόριος Νύσσης και Μάξιμος ο Ομολογητής. Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή, το κακό καίγεται
και εξαλείφεται στο τέλος, επιστρέφοντας στο μηδέν. Η κακότητα αίρεται και όσοι την επέλεξαν
εξαγιάζονται. Με βάση αυτή τη λογική, ο Εωσφόρος συνεχίζει να υπάρχει, αλλά όχι πλέον ως
«διάβολος». Βλ. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Κατά Κέλσου 5,15, PG 11, 1204A· Περί αρχών, 2,10,8, Die griechischen
christlichen Schriftsteller der ersten drei Jahrhunderte, τόμος Ε΄, Leipzig 1913, σ. 182-183· ΓΡ.ΝΥΣΣΗΣ,
Περί ψυχής και αναστάσεως, PG 46, 100A· 100D-100ABC· ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Πεύσεις και
αποκρίσεις και ερωτήσεις, PG 90, 796AC. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ.
παρ., σ. 549-553· Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ. 312-317· Το πρόβλημα του Κακού,
όπ. παρ., σ. 198-208· Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 211-226. Χαρακτηριστική εξάλλου προς την κατεύθυνση
της μετοχής όλων στην αγαθότητα του Θεού είναι και η θέση του Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Βλ.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί Θείων Ονομάτων 4, 20, PG 3, 720C· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το

83
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Ποια είναι εποµένως τα όρια χρήσης του αυτεξουσίου του ανθρώπου, που
τον οδηγούν στη ζωή ή στον θάνατο και για τι είδους θάνατο µιλάµε, την στιγµή
που όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν ενσώµατοι και θα υπάρχουν για πάντα µέσα
από τη συνεκτική και αγαπητική δύναµη του Θεού; Ο θάνατος στον οποίο
αναφερόµαστε και στον οποίο οδηγείται ο άνθρωπος µέσα από την άστοχη χρήση
του αυτεξουσίου του είναι ο ίδιος θάνατος για τον οποίο κάναµε λόγο και
προηγουµένως: ο πνευµατικός θάνατος ως απουσία σχέσης και κοινωνίας µε τον
αγαθό Θεό, ως ελάχιστη µετοχή στις θείες ενέργειες248. ∆εν πρόκειται δηλαδή για
απουσία ύπαρξης σωµατικής ή πνευµατικής, γιατί πολύ απλά η αγάπη του Θεού
είναι τέτοια που χαρίζει αµετάκλητα στον άνθρωπο το «εἶναι» και του δίνει τη

δυνατότητα για το «εὖ εἶναι»249. Αντιθέτως πρόκειται για θάνατο ως απουσία

Άγιον, όπ. παρ., σ. 154-156· Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 263-264. Πρβλ. G.FLOROVSKY, Collected
Works of Georges Florovsky, Vol. III, Creation and Redemption, Nordland Publishing Company, Belmont,
Mass, 1976, σ. 213-265· Σ.ΣΑΧΑΡΩΦ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς έστι, εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου,
Έσσεξ Αγγλία 1993, σ. 176εξ· Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 300-303. Σε κάθε
περίπτωση είναι άκρως ενδιαφέρουσα η διάκριση που κάνει ο π.Ι.Ρωμανίδης σε ό,τι αφορά την
αθανασία: «Παρά το γεγονός ότι ο σατανάς και οι άδικοι θα υπάρξουν αιωνίως εν τη κολάσει,
τούτο δεν σημαίνει ότι είναι φύσει αθάνατοι, ούτε ότι μετέχουν της θείας αθανασίας. Ο χωρισμός
από του Θεού είναι θάνατος. Άλλο, λοιπόν, είναι η αθάνατος εν τη κολάσει ύπαρξις και τιμωρία
των αδίκων και άλλο η αθανασία των δικαίων». Βλ. Ι.ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Το προπατορικό αμάρτημα, όπ.
παρ., σ. 157· πρβλ. G.FLOROVSKY, The Idea of Creation in Christian Philosophy, στο “The Eastern
Churches Quarterly”, vol. III, No 3, Sup. London 1949, σ. 76εξ.
248 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 86, PG 94, 1136C-1137Α: «Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ᾿

αὐτοῦ γενόμενα κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι· αὐτὸς γάρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ
εἶναι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ εἰσι τὰ ὄντα, οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν,
ἀλλ᾿ ὅτι ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ συνέχει· ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα·
κατά τε γὰρ τὸ εἶναι καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ ἀγαθοῦ. Τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ
προειρημένα μέν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικόν, καὶ ταῦτα μᾶλλον· οἰκειότερα γάρ πώς εἰσι
πρὸς αὐτόν, εἰ καὶ πάντων οὗτος ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 997A:
«οὕτως αὐτεξουσίως βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν
τις προαιρῆται, κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας
ἐπιτηδεύμασι».
249 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568BC: «Manixai=oj: )/Wfeilen ou)=n tou\j me/llontaj e)nare/touj

e)/sesqai mo/nouj poih=sai, i(/na mo/non v)= to\ a)gaqo\n kai\ mo/nh h( a)reth\ politeu/htai. )Orqo/docoj:
Te/leion a)gaqo\n o( qeo\j mo/noj, tv= de\ pro\j au)to\n sugkri/sei pa/nta a)telh=, kata\ tou=to o)/nta kai\
lego/mena a)gaqa/, kaq' o(/son au)tou= mete/xousi, kai\ tv= pro\j a)/llhla sugkri/sei. (/Oper ga\r ple/on
mete/xei tou= a)gaqou=, ple/on a)gaqo\n e)/sti te kai\ le/getai: o(/per de\ e)/latton, e)/latton: o(/per de\ ou)d'
o(/lwj, a)gaqo\n ou)d' o(/lwj. To\ de\ ou)d' o(/lwj a)gaqo/n, pantelw=j kako/n. Kai\ au)to\ de\ to\ ei)=nai, a)gaqo/n:
e)k qeou= ga\r tou= a)gaqou= to\ ei)=nai, w(/ste w)\n o( dia/boloj kat' au)to\ to\ ei)=nai a)gaqo/j e)sti.»· PG 94,
1572ΑΒ: «Au)tecou/sioi ga\r geno/menoi e)cousi/an e)/xomen kaqa=rai e(autou\j e)k tw=n ai)sxi/stwn paqw=n
kai\ molu=nai e(autou/j. (/Omwj pa/ntaj o( qeo\j a)gaqou\j e)poi/hsen. Au)to\j me\n ou)=n kai\ to\ ei)=nai kai\ to\
eu)= ei)=nai pa=si pare/xei w(/sper h(/lioj e)faplw=n ta\j a)kti=naj th=j a)gaqo/thtoj au)tou= e)pi\ pa/nta ta\
e)/rga au)tou=. Kai\ to\ me\n ei)=nai ou)k e)/stin e)f' h(mi=n labei=n, to\ de\ eu)= ei)=nai e)f' h(mi=n e)stin. )\An toi/nun
qelh/swmen kai\ poqh/swmen, mete/xomen th=j a)gaqo/thtoj au)tou= kai\ e)n fwti\ ei)j ai)w=naj e)so/meqa. )Ea\n
de\ r(aqumh/swmen kai\ e(autou\j tuflw/swmen kai\ mh\ poqh/swmen au)to/n, a)me/toxoi au)tou= e)so/meqa.»·
Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1109D: «Θέλουσιν ὑμῖν εὖ πράττειν, Θεὸς ἕτοιμος εἰς τὸ παρέχειν.»· Ιερά
Παράλληλα, PG 96, 468Β: «Θέλουσι γὰρ ἡμῖν εὖ πράττειν, Θεὸς ἕτοιμος εἰς τὸ παρέχειν.»· Ιερά
Παράλληλα, PG 95, 1272D-1273A: «Πότε γενήσῃ Χριστιανός; πότε σε γνωρίσομεν ὡς ἡμέτερον;
Πέρυσι τὸν παρόντα καιρὸν ἐξεδέχου· νῦν πάλιν ἀναμένεις τὸν ἐπιόντα. Ὅρα μὴ εὑρεθῇς

84
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

σχέσης µε την πηγή της ζωής, τον Θεό της αγάπης· και αυτός ο θάνατος επηρεάζει
ολόκληρο τον άνθρωπο ως ψυχοσωµατική οντότητα.

Γίνεται εποµένως αντιληπτό ότι το ερώτηµα δεν είναι η ύπαρξη ή το


ξεπέρασµα του βιολογικού θανάτου, αφού αυτά τα έχουµε εξασφαλισµένα χάρη
στην αγάπη του Θεού και την ενσάρκωση, τη σταύρωση και την ανάστασή του
θεανθρώπου Χριστού. Το ερώτηµα λοιπόν είναι ο τρόπος της ύπαρξης, δηλαδή ο
βαθµός µετοχής στις ενέργειες του αγαθού Θεού και αυτό είναι ξεκάθαρα θέµα που
άπτεται της χρήσης του αυτεξουσίου των ανθρώπων250. Το αν θα επιλέξει δηλαδή
µία ζωή συνεχούς αγιασµού και τελείωσης µέσα από την στροφή του προς το
αγαθό ή αν θα επιλέξει µία ζωή κακότητας και ελαχιστότατης µετοχής στις
ενέργειες του Θεού251.

μακροτέρας τῆς ζωῆς τὰς ὑποσχέσεις ποιούμενος. Οὐκ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα. Μὴ ἐπαγγέλλου
τὰ μὴ σά. Ἐπὶ ζωήν σε καλοῦμεν, ἄνθρωπε· τί ἀποφεύγεις τὴν κλῆσιν; ἐπὶ ἀγαθῶν μετουσίαν· τί
ὑπερβαίνεις τὴν δωρεάν; Βασιλεία οὐρανῶν ἤνοικται· ὁ καλῶν ἀψευδὴς, ἡ ὁδὸς ῥᾳδία· οὐ χρόνου,
οὐ δαπάνης, οὐ πραγματείας χρεία· τί ἀναδύῃ; τί φοβῇ τὸν ζυγὸν, ὥσπερ δάμαλις ἀπειρόζυγος;
χρηστός ἐστιν, ἐλαφρός ἐστιν, οὐ τρίβει τὸν αὐχένα, ἀλλὰ δοξάζει. Οὐ γὰρ δεσμεῖται ἡ ζεύγλη περὶ
τὸν τράχηλον. Αὐτεξούσιον ἐπιζητεῖ τὸν ὑφέλκοντα.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ιστορία της Φιλοσοφίας, όπ.
παρ., σ. 270-277.
250 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 86, PG 94, 1136C-1137Α: «Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ᾿

αὐτοῦ γενόμενα κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι· αὐτὸς γάρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ
εἶναι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ εἰσι τὰ ὄντα, οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν,
ἀλλ᾿ ὅτι ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ συνέχει· ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα·
κατά τε γὰρ τὸ εἶναι καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ ἀγαθοῦ. Τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ
προειρημένα μέν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικόν, καὶ ταῦτα μᾶλλον· οἰκειότερα γάρ πώς εἰσι
πρὸς αὐτόν, εἰ καὶ πάντων οὗτος ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 997A:
«οὕτως αὐτεξουσίως βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν
τις προαιρῆται, κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας
ἐπιτηδεύμασι».
251 Αναφερόμενος στο επεισόδιο της πτώσης, αλλά και στο κατά πόσο αυτό επηρεάζει τον

σύγχρονο άνθρωπο, ο Ν.Ματσούκας εύστοχα επισημαίνει: «κατά την ορθόδοξη θεολογία τα


πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά· ούτε κληρονόμηση ενοχής υπάρχει ούτε το προπατορικό
αμάρτημα είναι το κέντρο στην ιστορία της σωτηρίας και στο γεγονός της ενανθρώπησης. Η
ενανθρώπηση μάλιστα αυτή η ίδια είναι το κέντρο της όλης πορείας των κτιστών όντων, και όχι
μονάχα η ιστορία του σαρκωμένου Λόγου, αλλά και του άσαρκου της Π.Διαθήκης. Έτσι το
προπατορικό αμάρτημα απλώς είναι ένα επεισόδιο και ένα τραύμα· κυρίως ο θάνατος, ως φοβερός
εχθρός, πρέπει να εξουδετερωθεί. Αλλά τον κυρίαρχο ρόλο στην όλη ιστορία της θείας οικονομίας
τον διαδραματίζει η φανέρωση της δόξας του Θεού, διαμέσου του άσαρκου και του σαρκωμένου
Λόγου, και κατά βάση το “μεταπατορικό” αμάρτημα, δηλαδή η συνεχής πολεμική των δυνάμεων
του κακού κατά του αγαθού, δηλαδή της θείας ζωής. Το μεταπατορικό αμάρτημα πρέπει να
εξαλείφεται συνεχώς και να συντελείται η προκοπή και η τελείωση των λογικών όντων. Και
χρειάζεται συμμόρφωση μέσα στον ίδιο τον ζωτικό χώρο, προς το θείο θέλημα και άσκηση για την
κράτυνση του αγωνιστικού φρονήματος. Κάτι τέτοιο έχει ολόκληρη η ιστορία της Π.Διαθήκης». Βλ.
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 210.

85
Χαρίδημου Α. Κουτρή

iii. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ

Επιστρέφοντας στη διήγηση της Γενέσεως, σύµφωνα µε τον ∆αµασκηνό, η


φθορά και ο θάνατος δεν ήταν οι µοναδικές συνέπειες της αυτεξούσιας
αποµάκρυνσης του ανθρώπου από τον Θεό. Η απώλεια της αφθαρσίας ανάγκασε
τον άνθρωπο να πασχίζει προκειµένου να διατηρηθεί στη ζωή, αφού πλέον αυτή
δεν είναι δεδοµένη252. Επιπλέον, η αποµάκρυνσή του από το «αληθινό ή όντως
αγαθό» τον κάνει να λαθεύει και να προσκολλάται όλο και περισσότερο προς το
«νοµιζόµενο αγαθό»253, δηλαδή στα υλικά αγαθά και στην πρόσκαιρη ευηµερία της
επίγειας ζωής. Στην προσπάθειά του αυτή λειτουργεί εις βάρος της φύσης, την
οποία αντί να την διαχειρίζεται συνετά, την εκµεταλλεύεται και την αποµυζεί όσο
περισσότερο µπορεί, ενώ παράλληλα παραµένει τυφλός ως προς τον εντοπισµό
του πραγµατικού εχθρού του. Αντί δηλαδή να στραφεί ενάντια σε αυτόν που τον
παρέσυρε στην πτώση, δηλαδή τον ∆ιάβολο, και να προσεγγίσει τον Θεό, συνεχίζει
να κάνει κακή χρήση του αυτεξουσίου του και να στρέφεται ενάντια στον
συνάνθρωπό του, εξαιτίας της πλεονεξίας του και του φόβου του ότι ο πλησίον του
µπορεί να του στερήσει κάτι από τη ζωή ή την ευηµερία του254.

Η ερµηνεία αυτή του ∆αµασκηνού για το επεισόδιο της πτώσης του


ανθρώπου συνοψίζει πολύ όµορφα την κύρια γραµµή της Πατερικής θεολογίας και
δίνει την ευκαιρία για περαιτέρω θεολογική σκέψη και προβληµατισµό σε σχέση µε
τις καταστάσεις που αντιµετωπίζει ο άνθρωπος σήµερα στην καθηµερινή του ζωή.

iv. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΓΝΩΜΙΚΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ

ΤΟ «ΚΑΤΑ ΦΥΣΗ» ΣΤΟ «ΠΑΡΑ ΦΥΣΗ»

Η σύγχυση της κριτικής ικανότητας των ανθρώπων και η διαφοροποίησή


τους ως προς το «νοµιζόµενο αγαθό»255 οφείλεται στην αποµάκρυνσή τους από το

252 Βλ. Γέν. 3,8-20.


253 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1560C: «"Pa/ntwn ou)=n kai\ tw=n kalw=n kai\ tw=n kakw=n a)rxh\ kai\
te/loj e)sti\ to\ a)gaqo/n: tou= ga\r a)gaqou= e(/neka pa/nta, kai\ o(/sa a)gaqa\ kai\ o(/sa e)nanti/a: kai\ ga\r kai\
tau=ta pra/ttomen to\ a)gaqo\n poqou=ntej. Ou)dei\j ga\r ei)j to\ kako\n a)poble/pwn poiei=, a(/per poiei=. Dio\
ou)de\ u(po/stasin e)/xei to\ kako/n, a)lla\ parupo/stasin, tou= a)gaqou= e(/neka kai\ ou)x e(autou= gino/menon:"
pa=n ga\r gino/menon h)\ di' a)gaqo\n gi/netai h)\ dia\ nomizo/menon a)gaqo/n.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική
και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 212-213· Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ.
220-221. Πρβλ. Κ.ΚΡΙΜΠΑ, όπ. παρ., σ. 654εξ.
254 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977D-980A: «πρὸς δὲ τοὺς τούτων

προμηθουμένους τὴν στέρησιν ἀδεῶς ἀπεχθάνεσθαι· καὶ τὴν μὲν ἔφεσιν ἐκ Θεοῦ πρὸς τὴν ὕλην,
τὸν δὲ θυμὸν ἐκ τοῦ τῆς σωτηρίας ὄντως ἐχθροῦ μεταφέρειν πρὸς τὸ ὁμόφυλον».
255 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1560C: «"Pa/ntwn ou)=n kai\ tw=n kalw=n kai\ tw=n kakw=n a)rxh\ kai\

te/loj e)sti\ to\ a)gaqo/n: tou= ga\r a)gaqou= e(/neka pa/nta, kai\ o(/sa a)gaqa\ kai\ o(/sa e)nanti/a: kai\ ga\r kai\
tau=ta pra/ttomen to\ a)gaqo\n poqou=ntej. Ou)dei\j ga\r ei)j to\ kako\n a)poble/pwn poiei=, a(/per poiei=. Dio\

86
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

«φυσικό θέληµα» και την επικράτηση του «γνωµικού» τους θελήµατος, µιας
έννοιας που ο ∆αµασκηνός αντλεί από το Μάξιµο τον Οµολογητή και η οποία
συνδέεται µε την αµαρτία256. Προτού προβούµε όµως στην εξέταση του γνωµικού
θελήµατος κρίνουµε σκόπιµη την ανάλυση των όρων που συνδέονται γενικά µε τη
βουλητική ικανότητα του ανθρώπου και την αυτεξουσιότητά του. Στις περιγραφές
του αυτές ο ∆αµασκηνός στηρίζεται αρκετά στο «Περί φύσεως ανθρώπου» του
Νεµεσίου Εµέσης257 και εξηγεί τον τρόπο µε τον οποίο ο άνθρωπος χρησιµοποιεί το
αυτεξούσιό του για να προβεί σε λογικές επιλογές, εισάγοντας ουσιαστικά και την
ορολογία που επέτρεψε στους Ορθοδόξους να υπερασπιστούν και να κατανοήσουν
το δόγµα των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων του Χριστού258.

ou)de\ u(po/stasin e)/xei to\ kako/n, a)lla\ parupo/stasin, tou= a)gaqou= e(/neka kai\ ou)x e(autou= gino/menon:"
pa=n ga\r gino/menon h)\ di' a)gaqo\n gi/netai h)\ dia\ nomizo/menon a)gaqo/n.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική
και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 212-213· Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ.
220-221.
256 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 156D: «u(postatikh\ de\ kai\

gnwmikh\ qe/lhsij o)/recij kaq' h(donh\n kai\ kat' oi)kei/an gnw/mhn th=j kexrhme/nhj u(posta/sewj kai\ ou)
kata\ no/mon qeou= kai\ tro/poj xrh/sewj th=j fusikh=j qelh/sewj kata\ gnw/mhn th=j kexrhme/nhj
u(posta/sewj.»· πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Εκ των περί θελημάτων αυτού συλλογισμών· τί
φυσικόν θέλημα και τί γνωμικόν, PG 91, 280A· Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά 1, 47,
PG 90, 1196C.· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 171 και 190εξ.· «Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ.
Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-143:
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]· Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 117· Λογικό και
αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 162· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Κόσμος, άνθρωπος,
κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1980, σ. 258εξ.· A.LOUTH, St. John
Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139· πρβλ. Β.ΤΑΤΑΚΗ, Η βυζαντινή φιλοσοφία, μτφ. Ε.Καλπουρτζή,
εποπτ. Λ.Μπενάκη, Αθήνα 1977, σ. 122.
257 Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Γ.Μαρτζέλος: «είναι αξιοπερίεργο ότι, παρά την πληθωρική και

πολλές φορές κατά λέξη, όπως θα δούμε, εξάρτησή του από το Νεμέσιο, ο Δαμασκηνός δεν
αναφέρει ούτε μια φορά το όνομα του Νεμεσίου». Βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 109-110· Λογικό και
αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 157· Ενώ και πάλι σύμφωνα με τον
Γ.Μαρτζέλο «σχετικά με την πολλαπλή επίδραση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στο έργο του
Νεμεσίου Εμέσης», βλ. W.JAEGER, όπ. παρ.· H.A.KOCH, Quellenuntersuchung zu Nemesius von Emesa,
Berlin 1921· G.VERBEKE, “Foi et culture chez Némésius d'Émèse”, στο Paradoxos Politeia, Milano 1980,
σ. 507εξ.· Π.ΧΡΗΣΤΟΥ, Ελληνική Πατρολογία, τόμος Γ΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 295·
Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής
θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 117· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ.
161-162.
258 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 57, PG 94, 1033A: «ἔχειν δὲ αὐτὸν καταλλήλως ταῖς

δύο φύσεσι διπλᾶ τὰ τῶν δύο φύσεων φυσικά· δύο θελήσεις φυσικάς, τήν τε θείαν καὶ τὴν
ἀνθρωπίνην, καὶ ἐνεργείας δύο φυσικάς, θείαν τε καὶ ἀνθρωπίνην, καὶ αὐτεξούσια δύο φυσικά,
θεῖόν τε καὶ ἀνθρώπινον, καὶ σοφίαν καὶ γνῶσιν, θείαν τε καὶ ἀνθρωπίνην.»· 58, PG 94, 1036C:
«Ἐπειδὴ τοίνυν εἷς μέν ἐστιν ὁ Χριστὸς καὶ μία αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις, εἷς καὶ ὁ αὐτός ἐστιν ὁ θέλων
καὶ ἐνεργῶν θεϊκῶς τε καὶ ἀνθρωπίνως. Ἐπειδὴ δὲ δύο φύσεις ἔχει θελητικὰς ὡς λογικάς –πᾶν γὰρ
λογικὸν θελητικόν τε καὶ αὐτεξούσιον–, δύο θελήσεις, ἤτοι θελήματα φυσικὰ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐροῦμεν.
Θελητικὸς γάρ ἐστιν ὁ αὐτὸς κατ᾿ ἄμφω τάς αὐτοῦ φύσεις· τὴν γὰρ φυσικῶς ἐνυπάρχουσαν ἡμῖν
θελητικὴν δύναμιν ἀνέλαβε.»· Περί της Αγίας Τριάδος, PG 95, 17Α: «)En tv= tou= Qeou= Lo/gou

87
Χαρίδημου Α. Κουτρή

– ΤΟ «ΦΥΣΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ» («ΘΕΛΗΣΗ»)

Σύµφωνα µε το ∆αµασκηνό, το «φυσικό θέληµα» ή «θέληση» είναι η


λογική ορεκτική δύναµη που χαρακτηρίζει τη φύση των ανθρώπων και την οποία
εµφύτευσε ο Θεός στον άνθρωπο κατά τη δηµιουργία του259. Η «φυσική θέληση»
ενυπάρχει σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους και µάλιστα στον ίδιο βαθµό260.
Χαρακτηριστικό της παράδειγµα είναι η δίψα όλων των ανθρώπων για τη ζωή, τη
διατήρηση και τη διαιώνισή της. Είναι µία από τις πλέον θεµελιώδεις δυνάµεις και
ορέξεις της ανθρώπινης φύσης που δόθηκε από τον Θεό για να βοηθήσει το
δηµιούργηµά του να προστατευθεί από τις αλλοιωτικές τάσεις που ενέχει η
κτιστότητά του και η προέλευσή του από το µηδέν261.

u(posta/sei mi/an fu/sin sesarkwme/nhn kai\ proskunoume/nhn, mi/an prosku/nhsin, e)pei\ e)k du/o
sunelqousw=n e(\n to\ proskunou/menon pro/swpon. Ou)si/ai du/o, e)ne/rgeiai du/o, qelh/mata du/o,
au)tecou/sia du/o: pentaxw=j de\ h( u(po/stasij: u(po/stasij, kai\ pro/swpon, kai\ xarakth\r, kai\ i)/dion, kai\
a)/tomon.»· Λόγος εις το άγιον Σάββατον, PG 96, 617ΑΒ: «iq§. )Epeidh\ ga\r di' a)nqrw/pou o( qa/natoj, e)/dei
di' a)nqrw/pou dwrhqh=nai th\n a)na/stasin. )Epeidh\ yuxh\ noera\ au)tecousi/% qelh/mati e)nh/rghse th\n
para/basin, e)/dei yuxh\n noera\n fusik%= kai\ au)tecousi/% qelh/mati th\n u(pakoh\n e)nergh=sai tou=
Kti/santoj, kai\ th\n swthri/an e)panelqei=n, di' w(=n o( qa/natoj th\n zwh\n e)cwstra/kisen, i(/na mh\
turannei=sqai nomi/sv o( qa/natoj to\n a)/nqrwpon.»· Εγκώμιον εις τον άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, PG
96, 765ΑB: «telei/wj e)/xousan e(ka/sthn kata\ to\n o(/ron te kai\ lo/gon to\n e(auth=j, th\n me\n a)/narxo/n
te kai\ a)/ktiston, th\n de\ h)rgme/nhn te kai\ e)ktisme/nhn th\n me\n a)paqh=, a)o/raton, a)nafh=,
a)peri/grapton, th\n de\ paqhth/n te kai\ o(rwme/nhn, kai\ a(pth\n, kai\ perigrapth/n: qelhtikh\n e(kate/ran,
kai\ au)tecou/sion, kai\ e)nerghtikh\n, au)to\j tou=to ka)kei=no telw=n, o( ei(=j Xristo\j, kai\ Ui(o\j, kai\
Ku/rioj: th=j me\n o)rganikw=j leitourghsa/shj, th=j de\ despotikw=j e)nerghsa/shj: e(kate/raj th\n
oi)kei/an e)ne/rgeia/n te kai\ au)tecou/sion ki/nhsin e)xou/shj: au)tou= de\ tou= e(no\j tou=to ka)kei=no
telou=ntoj, di' a)mfoi=n th\n h(mw=n katergasame/nou swth/rion a)nakai/nisin, e)f' %(= sumpaqw=j e(auto\n
keke/nwke.»· A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-138· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 109εξ.· Λογικό και
αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 156εξ.· Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170εξ· «Η ενανθρώπηση του
Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-
143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010].
259 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 109D: «Θέλησίς ἐστι φυσικὴ λογικὴ ὄρεξις. Καὶ

πάλιν θέλησίς ἐστι φυσικὴ λογικὴ καὶ αὐτεξούσιος ὀρεκτικὴ τοῦ νοῦ κίνησις.»· PG 95, 112Α:
«Θέλησις οὖν ἐστι φυσικὴ ἢ λογικὴ καὶ αὐτεξούσιος ὀρεκτικὴ δύναμίς τε καὶ κίνησις.»· Περί των εν
τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 144C: «h(/tij e)sti\ qe/lhsij, h( prw/th tou= nou=
ki/nhsij: o)rego/menoj ga\r kinei=tai pro\j no/hsin kai\ o)rego/menoj logi/zetai kai\ o)rego/menoj kri/nei.
Au(/th de\ h( o)/recij au)tecou/sio/j e)stin: au)tecousi/wj ga\r o)rego/menoj noei= kai\ logi/zetai kai\ kri/nei»·
PG 95, 161Α: «"Qe/lhsij toi/nun e)sti\" kata\ to\n maka/rion Klh/menta "du/namij tou= kuri/wj o)/ntoj
o)rektikh/", kai\ pa/lin "o)/recij tv= tou= logikou= fu/sei kata/llhloj", kai\ pa/lin "au)tokra/toroj nou=
ki/nhsij au)tecou/sioj»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 113.· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη
τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 159.
260 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1040A: «Ἔτι δὲ εἰ πᾶσιν ἀνθρώποις

ἐνυπάρχει τὸ θέλειν καὶ οὐ τοῖς μὲν ἐνυπάρχει, τοῖς δὲ οὐκ ἐνυπάρχει, τὸ δὲ κοινῶς πᾶσιν
ἐνθεωρούμενον φύσιν χαρακτηρίζει ἐν τοῖς ὑπ᾿ αὐτὸ ἀτόμοις, ἄρα φύσει θελητικὸς ὁ ἄνθρωπος.
Καὶ αὖθις· εἰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἡ φύσις οὐκ ἐπιδέχεται, ἐπίσης δὲ πᾶσιν ἐνυπάρχει τὸ θέλειν καὶ
οὐ τοῖς μὲν πλέον, τοῖς δὲ ἔλαττον, ἄρα φύσει θελητικὸς ὁ ἄνθρωπος».
261 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 941C: «Χρὴ γινώσκειν, ὅτι τῇ ψυχῇ

ἐνέσπαρται φυσικῶς δύναμις ὀρεκτικὴ τοῦ κατὰ φύσιν ὄντος καὶ πάντων τῶν οὐσιωδῶς τῇ φύσει
προσόντων συνεκτική, ἥτις λέγεται θέλησις· ἡ μὲν γὰρ οὐσία τοῦ τε εἶναι καὶ ζῆν καὶ κινεῖσθαι

88
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

– Η «ΖΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΟΡΕΚΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ» («ΟΡΕΞΗ»)

Μολονότι ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από «φυσικό θέληµα» ή «θέληση»,


δεν ισχύει το ίδιο και για τα άλογα όντα, αφού εκείνων η «ορεκτική ικανότητα»
δεν κυριαρχείται από τη λογική και εποµένως µε βάση τα ανωτέρω δεν µπορεί να
ονοµαστεί «θέληση»262. Βεβαίως, τόσο τα ζώα όσο και ο άνθρωπος
χαρακτηρίζονται από τη «ζωτική και αισθητική όρεξη», που τους βοηθάει να
εκπληρώνουν τις στοιχειώδεις τους ανάγκες για επιβίωση, αναπαραγωγή κλπ263. Η
διαφορά ωστόσο έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται και από
λογική και αυτεξούσια θέληση που τον βοηθά να κυριαρχεί πάνω στις φυσικές του
ορέξεις και να λειτουργεί «κατά φύση». Αντιθέτως όταν ο άνθρωπος φέρεται και
άγεται από τις ορέξεις του, τότε κινείται προς το «παρά φύση»264. Η

κατὰ νοῦν τε καὶ αἴσθησιν ὀρέγεται, τῆς οἰκείας ἐφιεμένη φυσικῆς καὶ πλήρους ὀντότητος. Διόπερ
καὶ οὕτως ὁρίζονται τοῦτο τὸ φυσικὸν θέλημα· θέλημά ἐστιν ὄρεξις λογική τε καὶ ζωτικὴ ἐκ μόνων
ἠρτημένη τῶν φυσικῶν. Ὥστε ἡ μὲν θέλησίς ἐστιν αὐτὴ ἡ φυσικὴ καὶ λογικὴ ὄρεξις πάντων τῶν
τῆς φύσεως συστατικῶν, ἡ ἁπλῆ δύναμις· ἡ γὰρ τῶν ἀλόγων ὄρεξις μὴ οὖσα λογικὴ οὐ λέγεται
θέλησις.»· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 472· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ.,
σ. 137-139.
262 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 941C: «ἡ γὰρ τῶν ἀλόγων ὄρεξις μὴ οὖσα

λογικὴ οὐ λέγεται θέλησις.»· PG 94, 945Β: «Διὸ οὐδὲ θέλησις λέγεται ἡ τῶν ἀλόγων ὄρεξις, οὐδὲ
βούλησις·»· 58, PG 94, 1037C: «Καὶ πάλιν· εἰ κατ᾿ εἰκόνα τῆς μακαρίας καὶ ὑπερουσίου θεότητος ὁ
ἄνθρωπος γεγένηται, αὐτεξούσιος δὲ φύσει καὶ θελητικὴ ἡ θεία φύσις, ἄρα καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὡς
αὐτῆς εἰκὼν, αὐτεξούσιος φύσει καὶ θελητικός· τὸ γὰρ αὐτεξούσιον θέλησιν ὡρίσαντο οἱ πατέρες.»·
62, PG 94, 1076B: «λόγου γὰρ ἀμοιροῦντα οὐ δύναται ἄγειν, ἀλλ᾿ ἄγεται ὑπὸ τῆς φυσικῆς ὀρέξεως.»·
πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο
Γ.Μαρτζέλος: «Είναι χαρακτηριστικό ότι, καίτοι ο Δαμασκηνός διευκρινίζει ότι “τὸ γὰρ
αὐτεξούσιον θέλησιν ὡρίσαντο οἱ πατέρες”, εντούτοις προτιμά τον όρο “αὐτεξούσιον” περισσότερο
από τους όρους “θέλησις” ή “βούλησις”, προφανώς γιατί, παρά τη στωϊκή και νεοπλατωνική
προέλευσή του, χρησιμοποιήθηκε και καθιερώθηκε πλέον ως terminus technicus από τους
προγενέστερους Πατέρες, αλλά και γιατί, όπως πιστεύουμε, ως όρος πλεονεκτεί έναντι των όρων
“θέλησις” ή “βούλησις”, γιατί περιέχει τη έννοια της ελευθερίας της λογικής και νοερής φύσης
έναντι της ανάγκης που χαρακτηρίζει την αισθητή και άλογη φύση. Πιθανότατα αυτός είναι ο
λόγος που έκανε και τους προγενέστερους Πατέρες να υιοθετήσουν το φιλοσοφικό αυτό όρο και να
τον καθιερώσουν στη θεολογία τους. Γι’ αυτό και, όταν χρησιμοποιεί μερικές φορές ο Δαμασκηνός
τον όρο “θέλησις”, δεν παραλείπει κατά κανόνα – προκειμένου να υπογραμμίσει την ελευθερία
της θελήσεως – να τονίζει ότι η “θέλησις” αυτή είναι αυτεξούσιος»· πρβλ. Έκδοσις Ακριβής της
Ορθοδόξου Πίστεως 12, PG 94, 924Α· 22, PG 94, 945BC· Εισαγωγή Δογμάτων Στοιχειώδης 10, PG 95,
109D· 112A. Βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 111-112· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον
Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 158.
263 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 156CD: «Qe/lhsij toi/nun e)sti\n

o)/recij zwtikh/ te kai\ logikh/: h( de\ zwtikh/, pa/ntwj kai\ ai)sqhtikh/. Ta\ me\n ou)=n a)/loga ai)sqhtikw=j
o)re/getai, a)ll' ou) logikw=j ou)de\ au)tecousi/wj: o( de\ a)/nqrwpoj z%=on u(pa/rxwn logiko\n w(j me\n z%=on
zwtikw=j kai\ ai)sqhtikw=j o)re/getai, w(j de\ logiko\j logikw=j kai\ au)tecousi/wj»· PG 95, 161Β: «a)ll' ou)
pa=sa h( kti/sij qe/lhsij au)tecou/sioj».
Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1076C: «Ἡ δὲ λογικὴ φύσις ἔχει μὲν τὴν
264

φυσικὴν ὄρεξιν κινουμένην, ὑπὸ δὲ τοῦ λόγου ἀγομένην τε καὶ ῥυθμιζομένην ἐπὶ τῶν

89
Χαρίδημου Α. Κουτρή

αυτεξουσιότητά του αυτή είναι άλλωστε και ο λόγος που ο άνθρωπος ξεχωρίζει
από την άλογη φύση, µε συνέπεια να επαινείται όταν λειτουργεί ενάρετα και να
τιµωρείται όταν προβαίνει σε κακές πράξεις265.

– Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ ΟΡΟΙ

Ο ∆αµασκηνός προχωρά ακόµη παραπέρα και διακρίνει µεταξύ «θέλησης»


και «βούλησης». Η «θέληση» («φυσικό θέληµα») είναι απλά η επιθυµία. Η
«βούληση» επικεντρώνεται προς έναν συγκεκριµένο στόχο, αποτελεί δηλαδή τη
θέληση για κάτι συγκεκριµένο («θελητό»)266. Βεβαίως ο ίδιος ο ιερός συγγραφέας
σπεύδει να διευκρινίσει πως υπάρχουν φορές που ο όρος «θέληµα»
χρησιµοποιείται για να δηλώσει τη «θελητική δύναµη», δηλαδή το «φυσικό
θέληµα» («θέληση»), ενώ άλλες φορές το «θελητό», δηλαδή το «γνωµικό
θέληµα» («γνώµη»)267.

φυλασσόντων τὸ κατὰ φύσιν· τοῦ γὰρ λόγου τὸ προτέρημα τοῦτό ἐστιν, ἡ αὐτεξούσιος θέλησις,
ἥντινα φυσικὴν ἐν τῷ λογικῷ φαμεν κίνησιν».
265 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1076C: «Διὸ καὶ ὡς ἀρετὴν μετιοῦσα

ἐπαινεῖται καὶ μακαρίζεται καὶ ὡς κακίαν μετιοῦσα κολάζεται.»· 38, PG 94, 953Α: «δεῖ εἰδέναι, ὅτι
πρᾶξίς ἐστιν ἐνέργεια λογική, ταῖς δὲ πράξεσιν ἕπεται ἔπαινος ἢ ψόγος·»· 40, PG 94, 957D-960A:
«Τῶν γινομένων τὰ μέν εἰσιν ἐφ᾿ ἡμῖν, τὰ δὲ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν. Ἐφ᾿ ἡμῖν μὲν οὖν εἰσιν, ὧν ἡμεῖς ἐσμεν
αὐτεξούσιοι ποιεῖν τε καὶ μὴ ποιεῖν, τουτέστι πάντα τὰ δι᾿ ἡμῶν ἑκουσίως πραττόμενα· οὐ γὰρ
ἑκουσίως ἐλέγετο πράττεσθαι τῆς πράξεως οὐκ οὔσης ἐφ᾿ ἡμῖν· καὶ ἁπλῶς, οἷς ἕπεται ψόγος ἢ
ἔπαινος καὶ ἐφ᾿ οἷς ἐστι προτροπὴ καὶ νόμος.»· 41, PG 94, 960D-961A: «Ὅθεν καὶ τὰ ἄλογα οὔκ εἰσιν
αὐτεξούσια· ἄγονται γὰρ μᾶλλον ὑπὸ τῆς φύσεως ἤπερ ἄγουσι· διὸ οὐδὲ ἀντιλέγουσι τῇ φυσικῇ
ὀρέξει, ἀλλ᾿, ἅμα ὀρεχθῶσί τινος, ὁρμῶσι πρὸς τὴν πρᾶξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, λογικὸς ὢν, ἄγει
μᾶλλον τὴν φύσιν, ἤπερ ἄγεται· διὸ καὶ ὀρεγόμενος, εἴπερ ἐθέλοι, ἐξουσίαν ἔχει τὴν ὄρεξιν
ἀναχαιτίσαι ἢ ἀκολουθῆσαι αὐτῇ. Ὅθεν τὰ μὲν ἄλογα οὐδὲ ἐπαινεῖται οὐδὲ ψέγεται, ὁ δὲ
ἄνθρωπος καὶ ἐπαινεῖται καὶ ψέγεται.»· Περί των οκτώ της πονηρίας πνευμάτων, PG 95, 96D: «)Areth\
de\ kalei=tai, dia\ to\ ai(rei=sqai: ai(reth\ ga\r kai\ qelhth\, dia\ to\ ai(retw=j kai\ au)tecousi/wj to\ a)gaqo\n
poiei=n h(ma=j, ou)xi\ a)boulh/twj kai\ a)nagkastw=j.»· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως
ανθρώπου 29, PG 40, 717C· ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 689D-692A· Έτερα
Κεφάλαια, PG 90, 1401B, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1032Α· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 115-116· Λογικό και
αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 160-161.
266 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948CD: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὡς ἕτερον μέν

ἐστιν ἡ θέλησις, ἕτερον δὲ βούλησις, ἕτερον δὲ τὸ θελητὸν καὶ ἕτερον τὸ θελητικὸν καὶ ἕτερον ὁ
θέλων. Θέλησις μὲν γάρ ἐστιν αὐτὴ ἡ ἁπλῆ δύναμις τοῦ θέλειν, βούλησις δὲ ἡ περί τι θέλησις,
θελητὸν δὲ τὸ ὑποκείμενον τῇ θελήσει πρᾶγμα, ἤγουν ὅπερ θέλομεν· οἷον κινεῖται ἡ ὄρεξις πρὸς
βρῶσιν· ἡ μὲν ἁπλῶς ὄρεξις ἡ λογικὴ θέλησίς ἐστιν, ἡ δὲ πρὸς βρῶσιν ὄρεξις βούλησίς ἐστιν, αὐτὴ
δὲ ἡ βρῶσις θελητόν ἐστι, θελητικὸν δὲ τὸ ἔχον τὴν θελητικὴν δύναμιν, οἷον ὁ ἄνθρωπος. Θέλων δὲ
αὐτὸς ὁ κεχρημένος τῇ θελήσει».
267 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948Β: «Ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ μὲν

ἡ φύσις μία, μία καὶ ἡ φυσικὴ θέλησις· ἐπειδὴ δὲ αἱ ὑποστάσεις κεχωρισμέναι εἰσὶ καὶ διεστήκασιν
ἀλλήλων κατά τε τόπον καὶ χρόνον καὶ τὴν πρὸς τὰ πράγματα διάθεσιν καὶ ἕτερα πλεῖστα, τούτου
ἕνεκα διάφορα τὰ θελήματα καὶ αἱ γνῶμαι.»· 948D-949A: «Δεῖ εἰδέναι, ὡς τὸ θέλημα, ποτὲ μὲν τὴν
θέλησιν δηλοῖ, ἤτοι τὴν θελητικὴν δύναμιν καὶ λέγεται θέλημα φυσικόν, ποτὲ δὲ τὸ θελητὸν καὶ

90
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Σε γενικές γραµµές πάντως θα λέγαµε πως η «βούληση» είναι είδος φυσικής


θέλησης και αποτελεί τη φυσική και κυρίως λογική όρεξη του ανθρώπου για κάποιο
πράγµα. Υπάρχει έµφυτη στην ψυχή των ανθρώπων, δεδοµένου ότι αποτελεί
χαρακτηριστικό της φύσης τους να επιθυµούν πράγµατα µε λογικό τρόπο και
συνδέεται άµεσα µε το αυτεξούσιο γιατί χάρη σε αυτό µπορούν να χρησιµοποιήσουν
µε λογική τις ορέξεις τους και να τις εκφράσουν ως «βουλήσεις»268.

Στο σηµείο αυτό όµως ο ∆αµασκηνός κάνει µία ακόµη πολύ χρήσιµη διάκριση
αναφέροντας πως οι «βουλήσεις» δεν περιορίζονται µονάχα σε όσα πράγµατα
µπορεί να κάνει ο άνθρωπος, αλλά εκτείνονται και σε εκείνα που δεν µπορεί να
κάνει269. Ο άνθρωπος µπορεί, για παράδειγµα, χάρη στο αυτεξούσιό του να επιλέξει
αν θα πραγµατοποιήσει τη βούλησή του για ύπνο και για τροφή ή για το αν θα
αµαρτήσει, εντούτοις όµως δεν εξαρτάται από τον ίδιο η βούλησή του να µην

λέγεται θέλημα γνωμικόν.»· 58, 1036ΑΒC: «Ἰστέον γάρ, ὡς οὐ ταὐτόν ἐστι, θέλειν καὶ πῶς θέλειν·
τὸ μὲν γὰρ θέλειν φύσεως, ὥσπερ καὶ τὸ ὁρᾶν –πᾶσι γὰρ ἀνθρώποις πρόσεστι–, τὸ δὲ πῶς θέλειν
οὐ φύσεως, ἀλλὰ τῆς ἡμετέρας γνώμης, ὥσπερ καὶ τὸ πῶς ὁρᾶν, καλῶς ἢ κακῶς –οὐ γὰρ πάντες
ἄνθρωποι ὁμοίως θέλουσιν οὐδ᾿ ὁμοίως ὁρῶσι. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἐνεργειῶν δώσομεν· τὸ γὰρ πῶς
θέλειν, πῶς ὁρᾶν, ἤ πῶς ἐνεργεῖν, τρόπος ἐστὶ τῆς τοῦ θέλειν καὶ ὁρᾶν καὶ ἐνεργεῖν χρήσεως, μόνῳ
τῷ κεχρημένῳ προσὸν καὶ τῶν ἄλλων αὐτὸν κατὰ τὴν κοινῶς λεγομένην διαφορὰν χωρίζον.
Λέγεται οὖν τὸ μὲν ἁπλῶς θέλειν θέλησις, ἤτοι ἡ θελητικὴ δύναμις, λογικὴ οὖσα ὄρεξις καὶ
θέλημα φυσικόν· τὸ δὲ πῶς θέλειν, ἤτοι τὸ τῇ θελήσει ὑποκείμενον, θελητὸν καὶ θέλημα γνωμικόν·
θελητικὸν δε ἐστι τὸ πεφυκὸς θέλειν, οἷον θελητική ἐστιν ἡ θεία φύσις, ὡσαύτως καὶ ἡ ἀνθρωπίνη·
θέλων δέ ἐστιν ὁ κεχρημένος τῇ θελήσει, ἤτοι ἡ ὑπόστασις, οἷον ὁ Πέτρος»· Εισαγωγή δογμάτων
στοιχειώδης 10, PG 95, 112ΑΒ: «Τὰ δὲ τῇ θελήσει ὑποκείμενα, ὧν ἐφίεται ἡ θέλησις, λέγονται
θελήματα γνωμικά· οἰκείᾳ γὰρ γνώμῃ ὁρμᾷ πρὸς τὴν τούτων χρῆσιν ὁ νοῦς αὐτεξούσιος ὤν. Ταῦτα
δέ εἰσιν οἷον φαγεῖν-μὴ φαγεῖν, πιεῖν-μὴ πιεῖν, ὁδεῦσαι-μὴ ὁδεῦσαι, γῆμαι- μὴ γῆμαι καὶ τὰ
τοιαῦτα, ἅτινα ἐφ᾿ ἡμῖν εἰσιν, ἅτινα καὶ αὐτὰ δυνάμεθα καὶ τὰ ἀντικείμενα αὐτοῖς.»· B.KOTTER,
Die Schriften des Johannes von Damaskos, II, Berlin – New York 1973, σ. 92, 138εξ.· IV, Berlin – New York
1981, σ. 204εξ., 213εξ.· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 190εξ.· «Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ.
Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-143:
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]· Ιωάννου Δαμασκηνού,
Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου
Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 480· πρβλ. Λ.ΣΙΑΣΟΥ, Τα όρια της κατηγορικής σημαντικής στη θεολογία του
Ιωάννη Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 369εξ.
268 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 944C: «Βούλησις δέ ἐστι ποιὰ φυσικὴ

θέλησις, ἤγουν φυσικὴ καὶ λογικὴ ὄρεξίς τινος πράγματος. Ἔγκειται μὲν γὰρ τῇ τοῦ ἀνθρώπου
ψυχῇ δύναμις τοῦ λογικῶς ὀρέγεσθαι. Ὅτε οὖν φυσικῶς κινηθῇ αὕτη ἡ λογικὴ ὄρεξις πρός τι
πρᾶγμα, λέγεται βούλησις· βούλησις γάρ ἐστιν ὄρεξις καὶ ἔφεσίς τινος πράγματος λογική»· πρβλ.
Λόγος εις το άγιον Σάββατον, PG 96, 616C: «Qe/lhsij ga/r e)sti fusikh\, logikh/ te, kai\ au)tecou/sioj
o)/recij.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 112-113· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον
Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 158-159· A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.
269 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 944C: «Λέγεται δὲ βούλησις καὶ ἐπὶ τῶν

ἐφ᾿ ἡμῖν καὶ ἐπὶ τῶν οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν, τουτέστι καὶ ἐπὶ τῶν δυνατῶν καὶ ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων.»· πρβλ.
A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.

91
Χαρίδημου Α. Κουτρή

πεθάνει270. Υπάρχει εποµένως σύνδεση «βούλησης» και αυτεξούσιας χρήσης της,


χωρίς ωστόσο να υπάρχει ταύτιση µεταξύ τους.

Η «βούληση» πάντως αναφέρεται στο σκοπό («βουλητό») που


271
επιθυµούµε και όχι στα µέσα µε τα οποία θα τον πραγµατοποιήσουµε
(«βουλευτό»)272, γι’ αυτό και µετά τη «βούληση» ακολουθεί η «ανα-ζήτηση» και η
«σκέψη»273. Αν µέσω αυτής της διεργασίας καταλήξουµε στο συµπέρασµα ότι αυτό
το οποίο επιθυµούµε εξαρτάται από εµάς, τότε έρχεται η «βουλή/βούλευση»274.
Ενώ δηλαδή η «βούληση» αφορά σε κάποιον σκοπό (εφικτό ή µη), η
«βουλή/βούλευση» επικεντρώνεται µονάχα σε όσα µπορούν να γίνουν275.

Αφού πρώτα σκεφτεί κανείς µέσω της «βουλής/βούλευσης» όσα µπορούν


να γίνουν, τότε καλείται µέσω της «κρίσης» να επιλέξει το καλύτερο από αυτά276.
Επιπλέον, όταν τοποθετείται ως προς το γιατί θεωρεί καλύτερη τη µία επιλογή από
την άλλη, η τοποθέτησή του αυτή ονοµάζεται «γνώµη»277. Η τελική επιλογή

270 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 944C-945Α: «Βουλόμεθα γὰρ πολλάκις
πορνεῦσαι ἢ σωφρονῆσαι ἢ ὑπνῶσαι ἤ τι τῶν τοιούτων· καὶ ταῦτα τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν εἰσι καὶ δυνατά.
Βουλόμεθα δὲ καὶ βασιλεῦσαι· τοῦτο οὐκ ἔστι τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν. Βουλόμεθα δὲ τυχὸν καὶ μηδέποτε
ἀποθανεῖν· τοῦτο τῶν ἀδυνάτων ἐστίν.»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πολλοὶ
γὰρ ταύτην τῷ ἡγεμόνι λόγῳ νικήσαντες ἑκουσίως ἐχώρησαν πρὸς τὸν θάνατον καὶ τροφῆς ὄρεξιν
ἀνεβάλοντο καὶ ὕπνου καὶ τῶν λοιπῶν, ἄγοντες τὴν φύσιν τῷ αὐτεξουσίῳ λόγῳ, οὐχ ὑπὸ ταύτης
ἀγόμενοι.»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.
271 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Α: «Ἔστι δὲ ἡ βούλησις τοῦ τέλους, οὐ

τῶν πρὸς τὸ τέλος. Τέλος μὲν οὖν ἐστι τὸ βουλητὸν ὡς τὸ βασιλεῦσαι, ὡς τὸ ὑγιᾶναι·»· πρβλ.
A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.
272 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Α: «πρὸς τὸ τέλος δὲ τὸ βουλευτὸν,

ἤγουν ὁ τρόπος, δι᾿ οὗ ὀφείλομεν ὑγιᾶναι ἢ βασιλεῦσαι»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ.
παρ., σ. 137-139.
273 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Α: «εἶτα μετὰ τὴν βούλησιν ζήτησις

καὶ σκέψις.»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.
274 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Α: «Καὶ μετὰ ταῦτα, εἰ τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν

ἐστι, γίνεται βουλὴ, ἤγουν βούλευσις.»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.
275 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Α: «Βουλὴ δέ ἐστιν ὄρεξις ζητητικὴ

περὶ τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν πρακτῶν γινομένη· βουλεύεται γάρ, εἰ ὤφειλε μετελθεῖν τὸ πρᾶγμα ἢ οὔ.»· πρβλ.
ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου 39, PG 40, 764BC· A.LOUTH, St. John Damascene, όπ.
παρ., σ. 137-139· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 110· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό,
όπ. παρ., σ. 157. Για τη σύνδεση «λογικής» και «βουλήσεως» στην ελληνική γλώσσα και την
αρχαιοελληνική φιλοσοφία μέσα από τα ρήματα «βουλεύεσθαι» και «βούλεσθαι», βλ. Ορθόδοξο
δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 118-119·
Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 162-163· πρβλ.
Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής
θεολογίας A΄, Φ.Θ.Β. 25, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 69εξ.
276 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Α: «Εἶτα κρίνει τὸ κρεῖττον, καὶ λέγεται

κρίσις.»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.


277 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945ΑΒ: «Εἶτα διατίθεται καὶ ἀγαπᾷ τὸ ἐκ

τῆς βουλῆς κριθέν, καὶ λέγεται γνώμη· ἐὰν γὰρ κρίνῃ καὶ μὴ διατεθῇ πρὸς τὸ κριθὲν, ἤγουν
ἀγαπήσῃ αὐτό, οὐ λέγεται γνώμη.»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.

92
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ονοµάζεται «προαίρεση»278 και η κίνηση του ανθρώπου προς την πράξη λέγεται
«ορµή»279. Τέλος, αφ’ ότου ο άνθρωπος προβεί σε «χρήση» και εκπλήρωση του
σκοπού του, η όρεξη που δηµιούργησε όλην αυτήν τη διεργασία ικανοποιείται,
καταλαγιάζει και παύει να υπάρχει280.

Αν θα θέλαµε πάντως να παραστήσουµε σχηµατικά τη λειτουργία της


ανθρώπινης βουλητικής ικανότητας, τότε αυτή θα µπορούσε να έχει την παρακάτω
µορφή:

θέληση => βούληση => ζήτηση και σκέψη => βουλή/βούλευση =>

κρίση => γνώµη => προαίρεση/επιλογή => ορµή => χρήση281

– ΤΟ ΓΝΩΜΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ

Μέχρι στιγµής έχουµε αναφερθεί αρκετές φορές στον όρο «γνωµικό θέληµα»,
τόσο στο κεφάλαιο περί αυτεξουσιότητας του Θεού, όσο και σε αυτό της
αυτεξουσιότητας του ανθρώπου. Ο όρος χρησιµοποιείται εκτενώς και στη Χριστολογία
του ∆αµασκηνού, οπότε και θα τον συναντήσουµε παρακάτω, στο κεφάλαιο που
αναφέρεται στην ύπαρξη αυτεξουσίου στον Χριστό. Κρίνουµε εποµένως σκόπιµο να
µην επεκταθούµε περαιτέρω εδώ και απλά να αρκεστούµε στη γενική περιγραφή του.

Σύµφωνα λοιπόν µε τον ∆αµασκηνό, µολονότι όλοι οι άνθρωποι


χαρακτηρίζονται από µία κοινή φύση και εποµένως µία κοινή «φυσική θέληση», οι
υποστάσεις τους παραµένουν αποχωρισµένες και διαφορετικές µεταξύ τους (τοπικά
και χρονικά) και έτσι καταλήγουν να έχουν διαφορετικές γνώµες, δηλαδή διαφορετικά
«γνωµικά θελήµατα»282.

278 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Β: «Εἶτα μετὰ τὴν διάθεσιν γίνεται
προαίρεσις, ἤγουν ἐπιλογή· προαίρεσις γάρ ἐστι δύο προκειμένων τὸ αἱρεῖσθαι καὶ ἐκλέγεσθαι
τοῦτο πρὸ τοῦ ἑτέρου»· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου 12, PG 40, 660B·
A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 110· Λογικό και αυτεξούσιο κατά
τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 157.
279 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Β: «Εἶτα ὁρμᾷ πρὸς τὴν πρᾶξιν, καὶ

λέγεται ὁρμή.»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.
280 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Β: «Εἶτα κέχρηται, καὶ λέγεται χρῆσις.

Εἶτα παύεται τῆς ὀρέξεως μετὰ τὴν χρῆσιν.»· πρβλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 137-139.
281 Βλ. A.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 139.

282 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948Β: «Ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ μὲν

ἡ φύσις μία, μία καὶ ἡ φυσικὴ θέλησις· ἐπειδὴ δὲ αἱ ὑποστάσεις κεχωρισμέναι εἰσὶ καὶ διεστήκασιν

93
Χαρίδημου Α. Κουτρή

v. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Επανερχόµενοι πλέον στις συνέπειες της κακής χρήσης του αυτεξουσίου


των πρωτόπλαστων, θα λέγαµε πως ανάµεσα σε αυτές, σύµφωνα πάντοτε µε την
οπτική του ∆αµασκηνού, συγκαταλέγεται και η δηµιουργία της γυναίκας. Βεβαίως
η Εύα προϋπήρχε της πτώσης, ο ιερός συγγραφέας ωστόσο αποδίδει τη δηµιουργία
της στην Πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο.

Πιο συγκεκριµένα, ο Θεός ως παντογνώστης προγνώριζε ότι ο άνθρωπος θα


κάνει κακή χρήση του αυτεξουσίου του και θα οδηγούταν στην πτώση, όποτε και
δηµιούργησε τη γυναίκα προκειµένου να επιτευχθεί η διαιώνιση του ανθρώπινου
είδους. Μέσα από την αναπαραγωγή θα µπορούσαν οι πρωτόπλαστοι να νικήσουν
το θάνατο και να συµµετέχουν και οι ίδιοι ενεργά στο δηµιουργικό έργο του Θεού
που ξεκίνησε µε τη γένεση του ανθρώπου και συνεχίζεται µέχρι τις µέρες µας µέσα
από τον αδιάκοπο κύκλο των γεννήσεων283. Η αλήθεια είναι πάντως ότι ο

ἀλλήλων κατά τε τόπον καὶ χρόνον καὶ τὴν πρὸς τὰ πράγματα διάθεσιν καὶ ἕτερα πλεῖστα,
τούτου ἕνεκα διάφορα τὰ θελήματα καὶ αἱ γνῶμαι.»· Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου
Πίστεως 36, PG 94, 948D-949A: «Δεῖ εἰδέναι, ὡς τὸ θέλημα, ποτὲ μὲν τὴν θέλησιν δηλοῖ, ἤτοι
τὴν θελητικὴν δύναμιν καὶ λέγεται θέλημα φυσικόν, ποτὲ δὲ τὸ θελητὸν καὶ λέγεται θέλημα
γνωμικόν.»· 58, 1036ΑΒC: «Ἰστέον γάρ, ὡς οὐ ταὐτόν ἐστι, θέλειν καὶ πῶς θέλειν· τὸ μὲν γὰρ
θέλειν φύσεως, ὥσπερ καὶ τὸ ὁρᾶν –πᾶσι γὰρ ἀνθρώποις πρόσεστι–, τὸ δὲ πῶς θέλειν οὐ
φύσεως, ἀλλὰ τῆς ἡμετέρας γνώμης, ὥσπερ καὶ τὸ πῶς ὁρᾶν, καλῶς ἢ κακῶς –οὐ γὰρ πάντες
ἄνθρωποι ὁμοίως θέλουσιν οὐδ᾿ ὁμοίως ὁρῶσι. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἐνεργειῶν δώσομεν· τὸ γὰρ
πῶς θέλειν, πῶς ὁρᾶν, ἤ πῶς ἐνεργεῖν, τρόπος ἐστὶ τῆς τοῦ θέλειν καὶ ὁρᾶν καὶ ἐνεργεῖν
χρήσεως, μόνῳ τῷ κεχρημένῳ προσὸν καὶ τῶν ἄλλων αὐτὸν κατὰ τὴν κοινῶς λεγομένην
διαφορὰν χωρίζον. Λέγεται οὖν τὸ μὲν ἁπλῶς θέλειν θέλησις, ἤτοι ἡ θελητικὴ δύναμις,
λογικὴ οὖσα ὄρεξις καὶ θέλημα φυσικόν· τὸ δὲ πῶς θέλειν, ἤτοι τὸ τῇ θελήσει ὑποκείμενον,
θελητὸν καὶ θέλημα γνωμικόν· θελητικὸν δε ἐστι τὸ πεφυκὸς θέλειν, οἷον θελητική ἐστιν ἡ
θεία φύσις, ὡσαύτως καὶ ἡ ἀνθρωπίνη· θέλων δέ ἐστιν ὁ κεχρημένος τῇ θελήσει, ἤτοι ἡ
ὑπόστασις, οἷον ὁ Πέτρος.»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112ΑΒ: «Τὰ δὲ τῇ
θελήσει ὑποκείμενα, ὧν ἐφίεται ἡ θέλησις, λέγονται θελήματα γνωμικά· οἰκείᾳ γὰρ γνώμῃ
ὁρμᾷ πρὸς τὴν τούτων χρῆσιν ὁ νοῦς αὐτεξούσιος ὤν. Ταῦτα δέ εἰσιν οἷον φαγεῖν-μὴ φαγεῖν,
πιεῖν-μὴ πιεῖν, ὁδεῦσαι-μὴ ὁδεῦσαι, γῆμαι- μὴ γῆμαι καὶ τὰ τοιαῦτα, ἅτινα ἐφ᾿ ἡμῖν εἰσιν,
ἅτινα καὶ αὐτὰ δυνάμεθα καὶ τὰ ἀντικείμενα αὐτοῖς.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 190εξ.· «Η
ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη
Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc
[προσπ. 29/04/2010]· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο –
Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 480· πρβλ. Λ.ΣΙΑΣΟΥ, Τα όρια
της κατηγορικής σημαντικής στη θεολογία του Ιωάννη Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 369-370.
283 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 976Β: «Εἰδὼς δὲ ὁ προγνώστης Θεός,

ὡς ἐν παραβάσει γενήσεται καὶ τῇ φθορᾷ ὑποπεσεῖται, ἐποίησεν ἐξ αὐτοῦ τὸ θῆλυ, βοηθὸν


αὐτῷ κατ᾿ αὐτόν· βοηθὸν δὲ πρὸς τὴν διὰ γεννήσεως μετὰ τὴν παράβασιν τοῦ γένους ἐκ
διαδοχῆς σύστασιν. Ἡ γὰρ πρώτη πλάσις γένεσις λέγεται καὶ οὐ γέννησις·»· 97, PG 94,
1208AΒ: «Καὶ μετὰ τὴν παράβασιν, ὅτε ἤκουσε «ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ», ὅτε διὰ τῆς
παραβάσεως θάνατος εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε, τότε «ἔγνω Ἀδὰμ Εὔαν τὴν γυναῖκα
αὐτοῦ, καὶ συνέλαβε καὶ ἐγέννησεν». Ὥστε διὰ τὸ μὴ ἐκτριβῆναι καὶ ἀναλωθῆναι τὸ γένος
ὑπὸ τοῦ θανάτου ὁ γάμος ἐπινενόηται, ὡς ἂν διὰ τῆς παιδοποιίας τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων

94
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

∆αµασκηνός, όπως και η πλειοψηφία της Πατερικής θεολογίας, αν και δεν θεωρεί
τις γεννήσεις (και κατά συνέπεια τη γενετήσια ικανότητα και επιθυµία του
ανθρώπου) ως κάτι κακό ή παράνοµο, εντούτοις τονίζει πως αποτελεί φυσιολογική
συνέπεια της «καταδίκης», όπως αναφέρει, του θανάτου που επιβλήθηκε στον
άνθρωπο εξαιτίας της παρακοής της θείας εντολής284.

Σε κάθε περίπτωση όµως αποτελεί κι αυτή δώρο του Θεού στον άνθρωπο,
προκειµένου να τον βοηθήσει να νικήσει το θάνατο. Αυτός είναι και ο λόγος που η
Εκκλησία έχει εντάξει τον γάµο στα µυστήριά της, αφού µέσα σε αυτόν σώζονται
τα πρόσωπα, ενώ παράλληλα διατηρείται στο σώµα της και η κοινωνία των
προσώπων285.

διασῴζηται. … Ἀλλ᾿ εἰδὼς ὁ Θεὸς τῇ προγνώσει αὐτοῦ, “ὁ πάντα εἰδὼς πρὶν γενέσεως
αὐτῶν”, ὡς μέλλουσιν ἐν παραβάσει γίνεσθαι καὶ θανάτῳ κατακρίνεσθαι, προλαβὼν
ἐποίησε τὸ ἄρρεν καὶ θῆλυ καὶ αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθαι προσέταξεν»· Γέν. 2,18: «Καὶ
εἶπε Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿
αὐτόν»· πρβλ. Διάλεξις Σαρακηνού και Χριστιανού, PG 94, 1593A: « )I dou\ kai\ e)g w/ , kaqa\ prw/ hn
e) /f hn, au)t ecou/s ioj w) /n , e)n oi(= j mo/ noij proei= pa, o( / pou e)a \ n spei/r w ka) \ n ei)j i) di/ an gunai=ka, ka) \n
ei)j a) llotri/a n tv= e)c ousi/# mou xrw/ menoj, a)nablasta/ nei kai\ gi/ netai t%= prw/ t% prosta/g mati
tou= qeou= u(pakou/ ousa,»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 905C: «ἐποίησε δὲ ἐξ αὐτοῦ τὸ θῆλυ,
βοηθὸν αὐτῷ κατ' αὐτόν.».
284 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 976Β: «γένεσις μὲν γάρ ἐστιν ἡ ἐκ
Θεοῦ πρώτη πλάσις, γέννησις δὲ ἡ ἐκ καταδίκης τοῦ θανάτου διὰ τὴν παράβασιν ἐξ
ἀλλήλων διαδοχή.»· 97, PG 94, 1208AΒ: «ἐκ παρθένου γὰρ γῆς ὁ ἄνθρωπος πεπλαστούργηται,
ἐκ μόνου Ἀδὰμ ἡ Εὔα ἔκτισται, ἐν παραδείσῳ παρθενία ἐπολιτεύετο… ὅτε διὰ τῆς
παραβάσεως θάνατος εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε, τότε «ἔγνω Ἀδὰμ Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ…
Ὥστε διὰ τὸ μὴ ἐκτριβῆναι καὶ ἀναλωθῆναι τὸ γένος ὑπὸ τοῦ θανάτου ὁ γάμος ἐπινενόηται,
ὡς ἂν διὰ τῆς παιδοποιίας τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων διασῴζηται… Ἐδύνατο γὰρ ὁ Θεὸς καὶ
ἑτέρῳ τρόπῳ τὸ γένος πληθῦναι, εἰ τὴν ἐντολὴν μέχρι τέλους ἐτήρησαν ἀπαραχάρακτον.
Ἀλλ᾿ εἰδὼς ὁ Θεὸς τῇ προγνώσει αὐτοῦ, ὁ πάντα εἰδὼς πρὶν γενέσεως αὐτῶν, ὡς μέλλουσιν
ἐν παραβάσει γίνεσθαι καὶ θανάτῳ κατακρίνεσθαι, προλαβὼν ἐποίησε τὸ ἄρρεν καὶ θῆλυ
καὶ αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθαι προσέταξεν»· Ι.ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εις την Γένεσιν, PG 53,
125· Περί παρθενίας, PG 48, 544· ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε
και οικονομικά, PG 90, 1325B· ΓΡ.ΝΥΣΣΗΣ, Περί κατασκευής ανθρώπου, PG 44, 189C·
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ. 208-209.
285 Για το ζήτημα της σεξουαλικότητας, της πτώσης και του κακού, βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως

και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 174-202. Σύμφωνα με τον Ν.Ματσούκα, αυτή η νίκη επί του
θανάτου είναι εφικτή ακόμη και στη μοναχική κοινωνία, όπου ο άνθρωπος τελειώνεται
προσωπικά και ενώνεται με τον τριαδικό Θεό. Σε αυτήν την περίπτωση ο γάμος παίρνει μία
πιο πνευματική και υψηλή μορφή. Εξάλλου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η διάκριση του
θανάτου σε σωματικό και πνευματικό θάνατο θεωρείται από τον Ν.Ματσούκα ως άκρως
σχολαστική, μιας και ο άνθρωπος δημιουργείται και ζει ως ενιαίο ον και επομένως θα
πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε διαρχική αντιμετώπιση του ζητήματος. Ο θάνατος
αφορά τόσο στην ψυχή, όσο και στο σώμα του ανθρώπου. Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις
ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα,
όπ. παρ., σ. 474.

95
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ε. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Έχοντας πλέον παρουσιάσει εκτενώς τον τρόπο µε τον οποίο ο ∆αµασκηνός


κατοχυρώνει βιβλικά και πατερικά την ύπαρξη αυτεξουσίου στον άνθρωπο, αλλά
και το περιεχόµενο της έννοιας αυτής, κρίνουµε σκόπιµο να συνοψίσουµε τις
παραπάνω θέσεις προτού προχωρήσουµε στα υπόλοιπα θέµατα που αφορούν στην
αυτεξουσιότητα του ανθρώπου.

Ο ιερός συγγραφέας αναφέρει πως ο άνθρωπος αποτελεί «λίαν καλό»


δηµιούργηµα του Θεού «κατ’ εικόνα» και «καθ’ οµοίωση» του ∆ηµιουργού του,
ενώ είναι παράλληλα πλασµένος µε σώµα έµψυχο, µε ψυχή νοερή και αυτεξούσια.
Χάρη στην ψυχή και στο σώµα του, συγγενεύει τόσο µε την αόρατη, όσο και µε
την ορατή κτίση, ενώ παράλληλα κοινωνεί τόσο µε τη λογική, όσο και την
άλογη286. Η ύπαρξη του «κατ’ εικόνα Θεού» στον άνθρωπο, όπως και στους
αγγέλους, εκφράζεται κυρίως µέσα από την ύπαρξη λογικού και αυτεξουσίου287.

Ο Θεός δηµιούργησε τον άνθρωπο φθαρτό288, αλλά του έδωσε τη


δυνατότητα να κερδίσει επάξια την αφθαρσία µέσα από την ορθή χρήση του
αυτεξουσίου του. Γι’ αυτό δηµιούργησε τον κήπο της Εδέµ289 και τοποθέτησε στο
κέντρο του δύο δέντρα: το δέντρο της ζωής290 και το δέντρο της γνώσης του
καλού και του κακού291. Παράλληλα προειδοποίησε τους πρωτόπλαστους ότι ενώ
µπορούν να τραφούν από όλα τα δέντρα του παραδείσου, αν δοκιµάσουν τον
καρπό του δέντρου της γνώσης, θα πεθάνουν.

Οι πρωτόπλαστοι όµως, πειραζόµενοι από τον ∆ιάβολο, έκαναν λανθασµένη


χρήση του αυτεξουσίου τους και επέλεξαν να αγνοήσουν την προειδοποίηση του
Θεού, µε αποτέλεσµα να επωµιστούν τις συνέπειες των πράξεών τους292, που κατά
βάση είναι: α) η απόκτηση της γνώσης του καλού και του κακού293· β) η
αποµάκρυνση από την πηγή της ζωής294· γ) ο αγώνας για τη ζωή και η σύγχυση
της κριτικής τους ικανότητας295· δ) η γένεση του «γνωµικού θελήµατος» και η

286 Βλ. σελ. 48: «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ».


287 Βλ. σελ. 53: «ΣΥΝΔΕΣΗ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ».
288 Βλ. σελ. 68: «ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ».

289 Βλ. σελ. 61: «Ο ΤΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ».

290 Βλ. σελ. 61: «ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ».

291 Βλ. σελ. 62: «ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ».

292 Βλ. σελ. 64: «ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ».

293 Βλ. σελ. 64: «Η ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ».

294 Βλ. σελ. 68: «Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ».

295 Βλ. σελ. 86: «Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΥΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ».

96
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

έκπτωσή τους από το «κατά φύση» στο «παρά φύση»296, ενώ τέλος ε) ο Θεός
προγνωρίζοντας όλα αυτά, φρόντισε να δηµιουργήσει τη γυναίκα για να
µπορέσουν οι άνθρωποι να νικήσουν τον θάνατο, συµµετέχοντας στο δηµιουργικό
έργο του Θεού297.

Σε κάθε περίπτωση εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι το γεγονός ότι η


πτώση των πρωτόπλαστων υπήρξε αποτέλεσµα της αυτεξούσιας επιλογής τους να
αγνοήσουν την προειδοποίηση του Θεού, µε αποτέλεσµα να αποµακρυνθούν από
τον παράδεισο και την κοινωνία τους µε την πηγή της ζωής. Ούτε ο Θεός, ούτε το
δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού φέρουν κάποια ευθύνη για την
εξέλιξη αυτή, αφού τα πάντα εξαρτήθηκαν αποκλειστικά από τη διαχείριση του
αυτεξουσίου των ίδιων των ανθρώπων. Γι’ αυτό και είναι σφάλµα να
αντιµετωπίζουµε την πτώση σαν να ήταν τάχα αποτέλεσµα µίας «θεϊκής τιµωρίας»
που επιβλήθηκε στον άνθρωπο εξαιτίας της παράβασης κάποιας θεϊκής εντολής ή
της διασάλευσης της θείας δικαιοσύνης. Μην ξεχνάµε άλλωστε ότι ο ίδιος ο Θεός
είχε προειδοποιήσει τους πρωτόπλαστους για τις συνέπειες της πράξης τους.

Αντιθέτως οφείλουµε να εστιάσουµε περισσότερο στο γεγονός ότι η πτώση


ήταν απλά η συνέπεια της εκούσιας απόφασης του ανθρώπου να επιλέξει µια
κατάσταση που προγνώριζε πού θα τον οδηγήσει, εφόσον είχε ήδη ενηµερωθεί
από τον ίδιο το Θεό. Και από τη στιγµή που ο Θεός δηµιούργησε τον άνθρωπο
«κατ’ εικόνα» του, λογικό και αυτεξούσιο, όφειλε ως Θεός ελευθερίας και αγάπης
να σεβαστεί την επιλογή του ανθρώπου να τον αρνηθεί και να αποµακρυνθεί από
κοντά του. Ας µην ξεχνάµε άλλωστε ότι η αρχική επιθυµία του Θεού ήταν να
µετέχει ο άνθρωπος, αλλά και ολόκληρη η κτίση, στην αγαθότητά του, τη ζωή και
την κοινωνία µαζί του και γι’ αυτό τον δηµιούργησε «λίαν καλό» και αναµάρτητο
και τον τοποθέτησε στον κήπο της Εδέµ, ώστε να ζει εκεί ευτυχισµένος και
απαλλαγµένος από κάθε βιοτική µέριµνα298.

Τέλος, θαρρώ πως οφείλουµε να είµαστε ειλικρινείς και να παραδεχτούµε


και κάτι ακόµη. Θέλοντας ο Θεός να δηµιουργήσει ελεύθερα όντα, ήταν
απαραίτητη προϋπόθεση η παροχή σε αυτά της δυνατότητας να ασκήσουν την
ελευθερία τους µέσα από τη χρήση του αυτεξουσίου τους. Ελευθερία και

296 Βλ. σελ. 86: «Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΓΝΩΜΙΚΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΤΟ
ΚΑΤΑ ΦΥΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΑ ΦΥΣΗ».
297 Βλ. σελ. 94: «Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ».

298 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 913Β: «οὐκ ἐβούλετο γὰρ ὁ κτίσας ἡμᾶς

Θεὸς μεριμνᾶν καὶ περὶ πολλὰ τυρβάζεσθαι, οὐδὲ φροντιστὰς καὶ προνοητὰς τῆς ἰδίας ζωῆς
γενέσθαι» και «Τοιούτους δὲ ἀπαθεῖς ἐβούλετο εἶναι ἡμᾶς ὁ Θεός· ἀπαθείας γὰρ ἄκρας τοῦτό
ἐστιν. Ἔτι δὲ καὶ ἀμερίμνους, ἓν ἔργον ἔχοντας, τὸ τῶν ἀγγέλων, ὑμνεῖν ἀλήκτως καὶ ἀδιαλείπτως
τὸν κτίσαντα, καὶ τῆς αὐτοῦ κατατρυφᾶν θεωρίας καὶ αὐτῷ ἐπιρρίπτειν τὴν ἑαυτῶν μέριμναν».

97
Χαρίδημου Α. Κουτρή

αυτεξουσιότητα που να οδηγούν στην ωριµότητα και την τελείωση ελλείψει όµως
διαθέσιµων επιλογών, απλά δεν υφίσταται. Ο Θεός της αγάπης και της ελευθερίας
επιλέγει να έρθει αντιµέτωπος µε το ρίσκο να τον αρνηθούν τα ίδια του τα
δηµιουργήµατα και να αποµακρυνθούν από κοντά του, µόνο και µόνο για να τους
παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσουν ελεύθερα το αυτεξούσιό τους και να
αποφασίσουν τα ίδια για την τύχη τους299.

3. Ο ΛΟΓΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΟΥ

ΜΕ ΤΗΝ ΚΤΙΣΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΡΕΠΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ

Με δεδοµένη την ύπαρξη αυτεξουσίου στα όρια κατανόησης της φιλοσοφίας


και της θεολογικής σκέψης, κατέστη σαφές το πόσο σηµαντικό είναι το δώρο του
αυτεξουσίου στη λογική κτίση. ∆ηµιουργείται ενδεχοµένως το ερώτηµα: «γιατί
προικίσε ο Θεός τον άνθρωπο µε ένα τόσο σηµαντικό δώρο και δεν τον έφτιαξε
όπως και την υπόλοιπη άλογη κτίση;»300.

Για τον Ιωάννη ∆αµασκηνό το αυτεξούσιο συνδέεται άµεσα µε τη


λογικότητα, την κτιστότητα και την τρεπτότητα των όντων301. Επειδή όµως
ολόκληρη η δηµιουργία χαρακτηρίζεται από διάφορες µορφές ύπαρξης, άλλες

299 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 262-264. Για την ανάληψη ενός αντίστοιχου
ρίσκου από τον θεάνθρωπο Χριστό κατά την Ανάστασή του με στόχο το σεβασμό στην ελευθερία και
την αυτεξουσιότητα των δημιουργημάτων του, βλ. ΣΤ.ΡΑΜΦΟΥ, Το Μυστικό του Ιησού, όπ. παρ., σ.
512-514· πρβλ. Σ.ΣΑΧΑΡΩΦ, The Risk in Creation, http://www.pigizois.net/agglika/sofronios/03.htm
[προσπ. 29/04/2010].
300 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 41, PG 94, 960Β-961Β: «Περὶ τοῦ, διὰ ποίαν αἰτίαν

αὐτεξούσιοι γεγόναμεν».
301 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1537CD: «)Agaqo\j ou)=n w)\n o( qeo\j kai\ a)i/dioj ou)x u(pome/nei troph/n,

a)ll' a)ei\ a)gaqo/j e)sti kai/, a(\ de\ poiei=, a)gaqa/ e)stin: e)k ga\r tou= a)gaqou= ou)k e)gxwrei= kaka\ gi/nesqai,
o(/mwj de\ trepta/, e)peidh\ e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai para/gei. Ta\ ou)=n logika\ dektika\ me/n e)sti
troph=j dia\ th\n e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/n, a)ll' au)tecou/sia dia\ to\ logika\ ei)=nai.
Au)tecou/sia de\ me/nei, kaqw\j ge/gone, toute/stin a)gaqa/, dou=la kai\ e)pignw/mona kai\ u(ph/koa tou=
pepoihko/toj, o(/per e)sti\ tv= ktistv= fu/sei: a)reth\ ga/r e)sti to\ me/nein e)n toi=j o(/roij th=j oi)kei/aj
fu/sewj.»· PG 94, 1568AB: «Manixai=oj: Kai\ dia\ ti/ e)poi/hsen au)to\n au)tecou/sion kai\ trepto/n;
O
) rqo/docoj: Trepto\n me\n a(/pan kti/sma kata\ fu/sin: w(=n ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato, tau=ta
a)na/gkh kata\ fu/sin trepta\ ei)=nai. )=H ou) troph\ h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/; Mo/non
ou)=n fu/sei a)/trepton to\ qei=on w(j a)/ktiston kai\ a)ei\ o)/n. Ta\ de\ kti/smata, o(/sa me\n logika/,
e)qelo/trepta, t%= qelh/mati trepo/mena, ta\ de\ loipa\ kata\ sw=ma.»· PG 94, 1568B: «Au)tecou/sion de/, o(/ti
ou)k e)c a)na/gkhj: pa=n ga\r logiko\n au)tecou/sion. Ei)j ti/ ga\r t%= logik%= xrh/shtai mh\ w)\n
au)tecou/sioj; )\H pw=j e)n a)retv= genh/setai h)\ a)gaqo\j e)/stai mh\ w)\n au)tecou/sioj;»· Εισαγωγή δογμάτων
στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»·
Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161Β: «(=Wn ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j
h)/rcato, trepta\ kata\ fu/sin e)sti/: troph\ de/ e)stin h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/.»·
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ· Το πρόβλημα του Κακού, όπ. παρ., σ. 58εξ· Θεολογία,
Κτισιολογία, Εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον, όπ. παρ., σ. 9-11· Επιστήμη Φιλοσοφία και
Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.Βασιλείου, όπ. παρ., σ. 27 και 177εξ· ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ.
παρ., σ. 54.

98
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

λογικές και αυτεξούσιες και άλλες όχι, κρίνουµε σκόπιµο να κάνουµε µία πιο
συγκεκριµένη και συγκριτική ανάλυση.

Καταρχάς, όλα τα δηµιουργήµατα είναι τρεπτά, αφού έχουν προέλθει από


το «μὴ ὄν» στο «εἶναι». Η κτιστότητα δηλαδή των όντων συνδέεται άµεσα µε την

τρεπτότητά τους302. Στα άψυχα και άλογα όντα, η τρεπτότητα αυτή παρατηρείται
στις σωµατικές τους αλλοιώσεις και τη φθαρτότητά τους, ενώ στα λογικά όντα
(τους ασώµατους και τον άνθρωπο) η τρεπτότητα αφορά στην προαίρεσή τους303.
Τα λογικά όντα έχουν δηλαδή τη δυνατότητα να συλλογιστούν για τις ενδεχόµενες
πράξεις τους και µέσω της «βουλής» να επιλέξουν αυτεξούσια αυτές που θα
πραγµατοποιήσουν304. Γίνεται εποµένως αντιληπτός ο λόγος της άµεσης σύνδεσης

302 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, PG 94, 796ΑΒ: «Πάντα τὰ ὄντα ἢ κτιστά ἐστιν ἢ

ἄκτιστα. Εἰ μὲν οὖν κτιστά, πάντως καὶ τρεπτά· ὧν γὰρ τὸ εἶναι ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ταῦτα τῇ
τροπῇ ὑποκείσεται πάντως ἢ φθειρόμενα ἢ κατὰ προαίρεσιν ἀλλοιούμενα. Εἰ δὲ ἄκτιστα, κατὰ τὸν
τῆς ἀκολουθίας λόγον, πάντως καὶ ἄτρεπτα·»· 41, PG 94, 960ΒC: «Φαμὲν τοίνυν εὐθέως τῷ λογικῷ
συνεισέρχεσθαι τὸ αὐτεξούσιον καί τοῖς γεννητοῖς συμπεφυκέναι μεταβολήν και τροπήν. Πᾶν γὰρ
γεννητὸν καὶ τρεπτόν ἐστιν. Ὧν γὰρ ἡ ἀρχὴ τῆς γενέσεως ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ἀνάγκῃ ταῦτα
τρεπτὰ εἶναι. Τροπὴ δέ ἐστι τὸ ἐκ μὴ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παραχθῆναι καὶ τὸ ἐξ ὑποκειμένης ὕλης
ἕτερόν τι γενέσθαι.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1537CD: «)Agaqo\j ou)=n w)\n o( qeo\j kai\ a)i/dioj ou)x
u(pome/nei troph/n, a)ll' a)ei\ a)gaqo/j e)sti kai/, a(\ de\ poiei=, a)gaqa/ e)stin: e)k ga\r tou= a)gaqou= ou)k
e)gxwrei= kaka\ gi/nesqai, o(/mwj de\ trepta/, e)peidh\ e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai para/gei. Ta\ ou)=n
logika\ dektika\ me/n e)sti troph=j dia\ th\n e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/n, a)ll'
au)tecou/sia dia\ to\ logika\ ei)=nai. Au)tecou/sia de\ me/nei, kaqw\j ge/gone, toute/stin a)gaqa/, dou=la kai\
e)pignw/mona kai\ u(ph/koa tou= pepoihko/toj, o(/per e)sti\ tv= ktistv= fu/sei: a)reth\ ga/r e)sti to\ me/nein e)n
toi=j o(/roij th=j oi)kei/aj fu/sewj.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568AB: «Manixai=oj: Kai\ dia\ ti/ e)poi/hsen
au)to\n au)tecou/sion kai\ trepto/n; )Orqo/docoj: Trepto\n me\n a(/pan kti/sma kata\ fu/sin: w(=n ga\r h(
ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato, tau=ta a)na/gkh kata\ fu/sin trepta\ ei)=nai. )=H ou) troph\ h( e)k tou= mh\
o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/; Mo/non ou)=n fu/sei a)/trepton to\ qei=on w(j a)/ktiston kai\ a)ei\ o)/n. Ta\ de\
kti/smata, o(/sa me\n logika/, e)qelo/trepta, t%= qelh/mati trepo/mena, ta\ de\ loipa\ kata\ sw=ma.»·
Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ
κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161Β: «Pa=sa de\ h(
kti/sij a)nama/rthtoj para\ qeou= e)ge/neto® "pa/nta ga/r, o(/sa e)poi/hsen o( qeo/j, kala\ li/an"®, a)lla\
trepth//. (=Wn ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato, trepta\ kata\ fu/sin e)sti/: troph\ de/ e)stin h( e)k tou=
mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ· Το πρόβλημα του
Κακού, όπ. παρ., σ. 38εξ.
303 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, PG 94, 796ΒC: «Τίς οὖν οὐ συνθήσεται πάντα τὰ

ὄντα, ὅσα ὑπὸ τὴν ἡμετέραν αἴσθησιν, ἀλλὰ μὴν καὶ ἀγγέλους τρέπεσθαι καὶ ἀλλοιοῦσθαι καὶ
πολυτρόπως κινεῖσθαι καὶ μεταβάλλεσθαι; Τὰ μὲν νοητά, ἀγγέλους φημὶ καὶ ψυχὰς καὶ δαίμονας,
κατὰ προαίρεσιν τήν τε ἐν τῷ καλῷ προκοπὴν καὶ τὴν ἐκ τοῦ καλοῦ ἀποφοίτησιν, ἐπιτεινομένην τε
καὶ ὑφιεμένην· τὰ δὲ λοιπὰ κατά τε γένεσιν καὶ φθορὰν αὔξησίν τε καὶ μείωσιν καὶ τὴν κατὰ
ποιότητα μεταβολὴν καὶ τὴν τοπικὴν κίνησιν. Τρεπτὰ τοίνυν ὄντα πάντως καὶ κτιστά.»· 41, PG 94,
960C: «Τὰ μὲν οὖν ἄψυχα καὶ ἄλογα τρέπονται κατὰ τὰς προειρημένας σωματικὰς ἀλλοιώσεις, τὰ
δὲ λογικὰ κατὰ προαίρεσιν».
304 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 41, PG 94, 960C: «Τοῦ γὰρ λογικοῦ τὸ μέν ἐστι

θεωρητικόν, τὸ δὲ πρακτικόν. Θεωρητικὸν μὲν τὸ κατανοοῦν, ὡς ἔχει τὰ ὄντα, πρακτικὸν δὲ τὸ


βουλευτικόν, τὸ ὁρίζον τοῖς πρακτοῖς τὸν ὀρθὸν λόγον. Καὶ καλοῦσι τὸ μὲν θεωρητικὸν νοῦν, τὸ δὲ
πρακτικὸν λόγον· καὶ τὸ μὲν θεωρητικὸν σοφίαν, τὸ δὲ πρακτικὸν φρόνησιν. Πᾶς οὖν ὁ
βουλευόμενος ὡς ἐπ᾿ αὐτῷ τῆς αἱρέσεως οὔσης τῶν πρακτέων βουλεύεται, ἵνα τὸ προκριθὲν ἐκ τῆς
βουλῆς ἕληται καὶ ἑλόμενος πράξῃ·» πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΣ ΕΜΕΣΗΣ Περί φύσεως ανθρώπου, PG 40,
764BC, 773ΒC· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα

99
Χαρίδημου Α. Κουτρή

του λογικού µε το αυτεξούσιο. Αν υπάρχει λογική, υπάρχει και αυτεξουσιότητα,


ενώ ενδεχόµενη απουσία της µιας, δηλώνει αυτοµάτως και απουσία της άλλης305.
Ίσως µάλιστα να µπορούσαµε να κάνουµε λόγο και για άµεση συνάρτηση του
βαθµού λογικότητας των όντων µε το βαθµό αυτεξουσιότητάς τους.

Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που τα άλογα όντα δεν είναι αυτεξούσια.
Εκείνα οδηγούνται περισσότερο από τη φύση τους, παρά την καθοδηγούν. Γι’ αυτό
και, σύµφωνα πάντα µε τον ∆αµασκηνό, δεν αντιστέκονται στις φυσικές τους
ορέξεις και ορµούν κατευθείαν στην πράξη, αµέσως µόλις επιθυµήσουν κάτι.
Αντιθέτως ο άνθρωπος, όντας λογικός έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τη φύση του
και τις επιθυµίες του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι µπορεί να
κυριαρχήσει στις ορµές και τις ορέξεις του και να διαλέξει αν θα τις
πραγµατοποιήσει ή όχι306.

Μάλιστα ο ιερός συγγραφέας αναφέρει ως χαρακτηριστικά παραδείγµατα


ελέγχου της φυσικής όρεξης από πλευράς των ανθρώπων τη δυνατότητά τους να
παραδίδονται εκούσια στον θάνατο, να µην τρώνε µολονότι πεινάνε, να µην
κοιµούνται όταν νυστάζουν και γενικά να εξουσιάζουν οι ίδιοι τη φύση τους αντί
να εξουσιάζονται από αυτήν307. Αυτοί είναι οι λόγοι που διαφοροποιούν τον
άνθρωπο από την άλογη κτίση, σύµφωνα πάντοτε µε τον ∆αµασκηνό.

Η αυτεξουσιότητα εποµένως είναι σύµφυτο χαρακτηριστικό της


λογικότητας, κατά τον ίδιο τρόπο που υπάρχει η φυσική όρεξη σε κάθε αισθητική
φύση308. Όπως τα ζώα έχουν την άλογη όρεξη για να συντηρούνται και να ζουν309,

δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 110, 116· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον
Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 157, 161.
305 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 41, PG 94, 960D: «εἰ δὲ τοῦτο, ἐξ ἀνάγκης

παρυφίσταται τῷ λογικῷ τὸ αὐτεξούσιον· ἢ γὰρ οὐκ ἔσται λογικόν, ἢ λογικὸν ὂν κύριον ἔσται
πράξεων καὶ αὐτεξούσιον».
306 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «Ἡ δὲ λογικὴ φύσις ἐξουσίαν ἔχει ὑποκύψαι

τῇ φυσικῇ ὀρέξει καὶ μὴ ὑποκύψαι ἀλλὰ νικῆσαι, καὶ δηλοῖ ἡ φύσις ζωῆς ἔφεσις φυσικὴ οὖσα καὶ
ὑποκύπτουσα τῷ λόγῳ.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 115· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη
τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 160-161.
307 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πολλοὶ γὰρ ταύτην τῷ ἡγεμόνι λόγῳ

νικήσαντες ἑκουσίως ἐχώρησαν πρὸς τὸν θάνατον καὶ τροφῆς ὄρεξιν ἀνεβάλοντο καὶ ὕπνου καὶ
τῶν λοιπῶν, ἄγοντες τὴν φύσιν τῷ αὐτεξουσίῳ λόγῳ, οὐχ ὑπὸ ταύτης ἀγόμενοι.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ,
Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ.
115· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 160-161.
308 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «Ὥσπερ οὖν ἡ φυσικὴ ὄρεξις πάσῃ

αἰσθητικῇ φύσει ἔγκειται, οὕτως ἡ αὐτεξουσιότης πάσῃ λογικῇ φύσει ἔγκειται· πᾶν γὰρ λογικὸν
αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 115· Λογικό και αυτεξούσιο κατά
τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 160-161.

100
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

έτσι έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο την λογική και αυτεξούσια όρεξη, ακριβώς για να
συντηρείται και να ζει, αλλά και για να εξουσιάζει τις άλογες ορέξεις310. Από τη στιγµή
µάλιστα που του έχει ανατεθεί η εξουσία πάνω στα άλογα όντα, επόµενο είναι να του
έχει δοθεί και η εξουσία πάνω στο ίδιο του το σώµα311. Άλλωστε, ας µην ξεχνάµε πως
αυτός είναι και ο λόγος που τα άλογα δεν επαινούνται και δεν κατακρίνονται, ενώ
αντιθέτως οι επιλογές του ανθρώπου κρίνονται θετικά ή αρνητικά312.

Στα λογικά όµως όντα, όπως έχουµε ήδη αναφέρει αρκετές φορές, ανήκουν
και οι ασώµατοι, δηλαδή οι άγγελοι και οι δαίµονες. Εκείνοι, παρόλο που δεν

309 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 148B: «(H me\n ou)=n a)/logoj o)/recij
pro\j su/stasin th=j z%w/douj ou)si/aj de/dotai»· PG 95, 156CD: «Qe/lhsij toi/nun e)sti\n o)/recij zwtikh/
te kai\ logikh/: h( de\ zwtikh/, pa/ntwj kai\ ai)sqhtikh/. Ta\ me\n ou)=n a)/loga ai)sqhtikw=j o)re/getai, a)ll'
ou) logikw=j ou)de\ au)tecousi/wj».
310 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 148B: «h( de\ logikh\ kai\
au)tecou/sioj, o(/pwj au)tecousi/wj xalinagwgh/sv pa=san fusikh\n ki/nhsin kai\ u(potagv= kai\ u(pota/cv
t%= no/m% tou= kti/santoj. Sune/zeuktai toi/nun h( no/hsij kai\ h( o)/recij e)n t%= a)nqrw/p%, o(/pwj mh\
a)kousi/wj pa/sxwmen ta\ tw=n a)lo/gwn logikoi\ o)/ntej»· PG 95, 156CD: «o( de\ a)/nqrwpoj z%=on u(pa/rxwn
logiko\n w(j me\n z%=on zwtikw=j kai\ ai)sqhtikw=j o)re/getai, w(j de\ logiko\j logikw=j kai\
au)tecousi/wj».
311 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 148C: «fu/sei ga\r kata/rxei tou=
a)lo/gou to\ logiko/n. Ei) ou)=n w(j logiko\j pa/shj a)lo/gou kti/sewj basileu\j e)dhmiourgh/qh o(
a)/nqrwpoj, pw=j ou)k e)/stai tw=n e)n au)t%= a)lo/gwn paqw=n au)tecou/sioj;».
312 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 38, PG 94, 953Α: «δεῖ εἰδέναι, ὅτι πρᾶξίς ἐστιν ἐνέργεια

λογική, ταῖς δὲ πράξεσιν ἕπεται ἔπαινος ἢ ψόγος·»· 40, PG 94, 957D-960A: «Τῶν γινομένων τὰ μέν εἰσιν
ἐφ᾿ ἡμῖν, τὰ δὲ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν. Ἐφ᾿ ἡμῖν μὲν οὖν εἰσιν, ὧν ἡμεῖς ἐσμεν αὐτεξούσιοι ποιεῖν τε καὶ μὴ ποιεῖν,
τουτέστι πάντα τὰ δι᾿ ἡμῶν ἑκουσίως πραττόμενα· οὐ γὰρ ἑκουσίως ἐλέγετο πράττεσθαι τῆς πράξεως
οὐκ οὔσης ἐφ᾿ ἡμῖν· καὶ ἁπλῶς, οἷς ἕπεται ψόγος ἢ ἔπαινος καὶ ἐφ᾿ οἷς ἐστι προτροπὴ καὶ νόμος.»· 41, PG
94, 960D-961A: «Ὅθεν καὶ τὰ ἄλογα οὔκ εἰσιν αὐτεξούσια· ἄγονται γὰρ μᾶλλον ὑπὸ τῆς φύσεως ἤπερ
ἄγουσι· διὸ οὐδὲ ἀντιλέγουσι τῇ φυσικῇ ὀρέξει, ἀλλ᾿, ἅμα ὀρεχθῶσί τινος, ὁρμῶσι πρὸς τὴν πρᾶξιν. Ὁ δὲ
ἄνθρωπος, λογικὸς ὢν, ἄγει μᾶλλον τὴν φύσιν, ἤπερ ἄγεται· διὸ καὶ ὀρεγόμενος, εἴπερ ἐθέλοι, ἐξουσίαν
ἔχει τὴν ὄρεξιν ἀναχαιτίσαι ἢ ἀκολουθῆσαι αὐτῇ. Ὅθεν τὰ μὲν ἄλογα οὐδὲ ἐπαινεῖται οὐδὲ ψέγεται, ὁ
δὲ ἄνθρωπος καὶ ἐπαινεῖται καὶ ψέγεται.»· 62, PG 94, 1076C: «Ὅθεν οὔτε ὡς ἀρετὴν μετιόντα ἐπαινεῖται
καὶ μακαρίζεται οὔτε ὡς κακίαν πράττοντα κολάζεται … Διὸ καὶ ὡς ἀρετὴν μετιοῦσα ἐπαινεῖται καὶ
μακαρίζεται καὶ ὡς κακίαν μετιοῦσα κολάζεται.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568B: «o(/qen ou)de\ e)/xei
a)reth\n ta\ a)/loga.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 149Α: «ta\ ga\r a)/loga mh\
e)/xonta to\n h(gemo/na nou=n to\n au)tecou/sion qumou= kai\ e)piqumi/aj ou)k e)/labe no/mon»· PG 95, 149ΑΒ:
«Fu/sei toigarou=n tou= dhmiourgou= dou=loi u(pa/rxontej kai\ to\ au)tecou/sion e)/xontej, to\ th=j a)reth=j
sustatiko/n, (ou) ga\r a)reth\ ou)de\ terpno\n to\ bi/# gino/menon) no/mon e)la/bomen, o(/pwj e)pignw=men, o(/ti
despo/thn e)/xomen, ®i(/na mh\ e)n sko/tei diaporeuo/menoi bo/qroij peripe/swmen»· Ιερά Παράλληλα, PG 95,
1113Β: «Ὁ γὰρ Θεὸς αὐτεξούσιον ἔδωκε τὴν προαίρεσιν τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ὑπέδειξεν αὐτῷ τὴν ὁδὸν τοῦ
φωτὸς καὶ τοῦ σκότους.»· PG 95, 1272D-1273A: «Πότε γενήσῃ Χριστιανός; πότε σε γνωρίσομεν ὡς
ἡμέτερον; Πέρυσι τὸν παρόντα καιρὸν ἐξεδέχου· νῦν πάλιν ἀναμένεις τὸν ἐπιόντα. Ὅρα μὴ εὑρεθῇς
μακροτέρας τῆς ζωῆς τὰς ὑποσχέσεις ποιούμενος. Οὐκ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα. Μὴ ἐπαγγέλλου τὰ
μὴ σά. Ἐπὶ ζωήν σε καλοῦμεν, ἄνθρωπε· τί ἀποφεύγεις τὴν κλῆσιν; ἐπὶ ἀγαθῶν μετουσίαν· τί
ὑπερβαίνεις τὴν δωρεάν; Βασιλεία οὐρανῶν ἤνοικται· ὁ καλῶν ἀψευδὴς, ἡ ὁδὸς ῥᾳδία· οὐ χρόνου, οὐ
δαπάνης, οὐ πραγματείας χρεία· τί ἀναδύῃ; τί φοβῇ τὸν ζυγὸν, ὥσπερ δάμαλις ἀπειρόζυγος; χρηστός
ἐστιν, ἐλαφρός ἐστιν, οὐ τρίβει τὸν αὐχένα, ἀλλὰ δοξάζει. Οὐ γὰρ δεσμεῖται ἡ ζεύγλη περὶ τὸν
τράχηλον. Αὐτεξούσιον ἐπιζητεῖ τὸν ὑφέλκοντα.»· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου
29, PG 40, 717C· ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 689D-692A· Έτερα Κεφάλαια, PG
90, 1401B, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1032Α· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 115-116· Λογικό και αυτεξούσιο κατά
τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 160-161.

101
Χαρίδημου Α. Κουτρή

έχουν υλικό σώµα, παραµένουν κτιστά δηµιουργήµατα και συνεπώς τρεπτά, ενώ
µπορούν να εκφράσουν τη λογικότητά τους µέσα από την ορθή ή λανθασµένη
χρήση του αυτεξουσίου τους και αναλόγως να τραπούν προς το «ὄν» ή το «μὴ

ὄν». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Εωσφόρος και οι δαίµονές του, µολονότι
δηµιουργήθηκαν αγαθοί, επέλεξαν αυτεξούσια την πτώση και την τροπή προς το
κακό, ενώ αντιθέτως οι άγγελοι διάλεξαν επίσης αυτεξούσια την πάγια φορά και
αλλοίωσή τους προς το αγαθό313.

Τέλος, όπως έχει αναφερθεί και προηγουµένως, είναι σαφές πως η


δυνατότητα άσκησης του αυτεξουσίου οφείλει πάντοτε να συνοδεύεται από την
ύπαρξη διαθέσιµων επιλογών. Η αυτεξουσιότητα δηλαδή αποτελεί δοµικό
χαρακτηριστικό της ελευθερίας µε την οποία προίκισε ο δηµιουργός Θεός όλα τα
λογικά όντα.

4. ΤΑ ΟΡΙΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ

Μέχρι στιγµής έχει καταδειχτεί, µε βάση τα συγγράµµατα του


∆αµασκηνού, τόσο η ύπαρξη αυτεξουσίου στον άνθρωπο, όσο και η
σπουδαιότητά του. Μάλιστα έχει δοθεί ιδιαίτερη έµφαση στην προσωπική ευθύνη
που φέρει ο κάθε άνθρωπος απέναντι στο Θεό, τους συνανθρώπους του, αλλά
και την άλογη κτίση γενικότερα, µέσα από κάθε ενέργεια και πράξη που επιτελεί
στη ζωή του. Μήπως όµως αυτό το θείο δώρο σηµαίνει ότι ξαφνικά έγινε ο
άνθρωπος παντοδύναµος όπως ο Θεός; Αντιθέτως, όσο ισχυρό εφόδιο κι αν είναι
το αυτεξούσιο, τόσο περιορισµένο και αδύναµο παραµένει εξαιτίας της
φθαρτότητας και της θνητότητας του ανθρώπου, αλλά και εξαιτίας των
αµαρτητικών του ροπών. Κρίνεται σκόπιµο εποµένως να περιγραφούν τα όρια
της δράσης του αυτεξουσίου των ανθρώπων, όπως τα παρουσιάζει ο ιερός
συγγραφέας στα έργα του314.

313 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 41, PG 94, 961ΑΒ: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι καὶ οἱ ἄγγελοι,
λογικοὶ ὄντες, αὐτεξούσιοι ὑπάρχουσι, καὶ ὡς κτιστοὶ καὶ τρεπτοί. Καὶ ἔδειξεν ὁ μὲν Διάβολος ἀγαθὸς ὑπὸ
τοῦ Δημιουργοῦ γενόμενος, αὐτεξουσίως δὲ τῆς κακίας εὑρετὴς γεγονώς, καὶ αἱ σὺν αὐτῷ ἀποστατήσασαι
δυνάμεις, ἤγουν οἱ δαίμονες, τὰ δὲ λοιπὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων ἐν τῷ ἀγαθῷ διαμείναντα.»· Ιερά
Παράλληλα, PG 95, 1408D-1409A: «Πόθεν πονηρὸς ὁ διάβολος; ἐκ τῆς οἰκείας προαιρέσεως. Αὐθαίρετον
γὰρ ἔχων τὴν ζωὴν, καὶ ἐπ' αὐτῷ κειμένην τὴν ἐξουσίαν, ἢ παραμένειν τῷ Θεῷ, ἢ ἀλλοτριωθῆναι τοῦ
ἀγαθοῦ, Γαβριὴλ ἄγγελος, καὶ παρέστηκε τῷ Θεῷ διηνεκῶς, ὁ Σατανᾶς ἄγγελος, καὶ ἐξέπεσε τῆς οἰκείας
τάξεως. Κἀκεῖνον μὲν ἡ προαίρεσις διεφύλαξε τοῖς ἄνω, καὶ τοῦτον κατέῤῥιψε τῆς γνώμης τὸ αὐτεξούσιον.
Ἠδύνατο γὰρ κἀκεῖνος ἀποστῆναι, καὶ οὗτος μὴ ἐκπεσεῖν· ἀλλὰ τὸν μὲν διεσώσατο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
τὸ ἀκόρεστον, τὸν δὲ ἀπόβλητον ἔδειξεν ἡ ἐκ Θεοῦ ἀναχώρησις».
314 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 40, PG 94, 957D-960Β: «Περὶ τῶν γινομένων».

102
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Αναφέρει λοιπόν ο ∆αµασκηνός πως από όλα όσα συµβαίνουν γύρω µας,
κάποια βρίσκονται υπό τον έλεγχό µας («ἐφ᾿ ἡμῖν») και κάποια όχι («οὐκ ἐφ᾿

ἡμῖν»). Τα «ἐφ᾿ ἡμῖν» είναι αυτά για τα οποία µπορούµε να επιλέξουµε αν θα τα


πράξουµε ή όχι, οι εκούσιες δηλαδή επιλογές. Είναι οι ίδιες πράξεις που, εφόσον
πραγµατοποιηθούν, συνοδεύονται από έπαινο ή κατάκριση και στις οποίες
βρίσκουν εφαρµογή η προτροπή και ο νόµος315. Καθίσταται εµφανές για ακόµη µία
φορά η άµεση σύνδεση της λογικότητας των ανθρώπων µε την αυτεξούσια
πρακτική της εφαρµογή, αφού ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι κάθε πράξη είναι
λογική ενέργεια και γι’ αυτό οι πράξεις των ανθρώπων συνοδεύονται από έπαινο ή
κατάκριση316.

315 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 40, PG 94, 957D-960A: «Τῶν γινομένων τὰ μέν εἰσιν
ἐφ᾿ ἡμῖν, τὰ δὲ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν. Ἐφ᾿ ἡμῖν μὲν οὖν εἰσιν, ὧν ἡμεῖς ἐσμεν αὐτεξούσιοι ποιεῖν τε καὶ μὴ
ποιεῖν, τουτέστι πάντα τὰ δι᾿ ἡμῶν ἑκουσίως πραττόμενα· οὐ γὰρ ἑκουσίως ἐλέγετο πράττεσθαι
τῆς πράξεως οὐκ οὔσης ἐφ᾿ ἡμῖν· καὶ ἁπλῶς, οἷς ἕπεται ψόγος ἢ ἔπαινος καὶ ἐφ᾿ οἷς ἐστι προτροπὴ
καὶ νόμος.»· 38, PG 94, 953Α: «δεῖ εἰδέναι, ὅτι πρᾶξίς ἐστιν ἐνέργεια λογική, ταῖς δὲ πράξεσιν ἕπεται
ἔπαινος ἢ ψόγος·»· 41, PG 94, 960D-961A: «Ὅθεν καὶ τὰ ἄλογα οὔκ εἰσιν αὐτεξούσια· ἄγονται γὰρ
μᾶλλον ὑπὸ τῆς φύσεως ἤπερ ἄγουσι· διὸ οὐδὲ ἀντιλέγουσι τῇ φυσικῇ ὀρέξει, ἀλλ᾿, ἅμα ὀρεχθῶσί
τινος, ὁρμῶσι πρὸς τὴν πρᾶξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, λογικὸς ὢν, ἄγει μᾶλλον τὴν φύσιν, ἤπερ ἄγεται·
διὸ καὶ ὀρεγόμενος, εἴπερ ἐθέλοι, ἐξουσίαν ἔχει τὴν ὄρεξιν ἀναχαιτίσαι ἢ ἀκολουθῆσαι αὐτῇ. Ὅθεν
τὰ μὲν ἄλογα οὐδὲ ἐπαινεῖται οὐδὲ ψέγεται, ὁ δὲ ἄνθρωπος καὶ ἐπαινεῖται καὶ ψέγεται.»· 62, PG 94,
1076C: «Διὸ καὶ ὡς ἀρετὴν μετιοῦσα ἐπαινεῖται καὶ μακαρίζεται καὶ ὡς κακίαν μετιοῦσα
κολάζεται.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 149ΑΒ: «Fu/sei toigarou=n
tou= dhmiourgou= dou=loi u(pa/rxontej kai\ to\ au)tecou/sion e)/xontej, to\ th=j a)reth=j sustatiko/n, (ou)
ga\r a)reth\ ou)de\ terpno\n to\ bi/# gino/menon) no/mon e)la/bomen, o(/pwj e)pignw=men, o(/ti despo/thn e)/xomen,
®i(/na mh\ e)n sko/tei diaporeuo/menoi bo/qroij peripe/swmen»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1113Β: «Ὁ γὰρ
Θεὸς αὐτεξούσιον ἔδωκε τὴν προαίρεσιν τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ὑπέδειξεν αὐτῷ τὴν ὁδὸν τοῦ φωτὸς καὶ
τοῦ σκότους.»· PG 95, 1272D-1273A: «Πότε γενήσῃ Χριστιανός; πότε σε γνωρίσομεν ὡς ἡμέτερον;
Πέρυσι τὸν παρόντα καιρὸν ἐξεδέχου· νῦν πάλιν ἀναμένεις τὸν ἐπιόντα. Ὅρα μὴ εὑρεθῇς
μακροτέρας τῆς ζωῆς τὰς ὑποσχέσεις ποιούμενος. Οὐκ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα. Μὴ ἐπαγγέλλου
τὰ μὴ σά. Ἐπὶ ζωήν σε καλοῦμεν, ἄνθρωπε· τί ἀποφεύγεις τὴν κλῆσιν; ἐπὶ ἀγαθῶν μετουσίαν· τί
ὑπερβαίνεις τὴν δωρεάν; Βασιλεία οὐρανῶν ἤνοικται· ὁ καλῶν ἀψευδὴς, ἡ ὁδὸς ῥᾳδία· οὐ χρόνου,
οὐ δαπάνης, οὐ πραγματείας χρεία· τί ἀναδύῃ; τί φοβῇ τὸν ζυγὸν, ὥσπερ δάμαλις ἀπειρόζυγος;
χρηστός ἐστιν, ἐλαφρός ἐστιν, οὐ τρίβει τὸν αὐχένα, ἀλλὰ δοξάζει. Οὐ γὰρ δεσμεῖται ἡ ζεύγλη περὶ
τὸν τράχηλον. Αὐτεξούσιον ἐπιζητεῖ τὸν ὑφέλκοντα».
316 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 38, PG 94, 953Α: «δεῖ εἰδέναι, ὅτι πρᾶξίς ἐστιν

ἐνέργεια λογική, ταῖς δὲ πράξεσιν ἕπεται ἔπαινος ἢ ψόγος·»· 40, PG 94, 957D-960A: «Τῶν γινομένων
τὰ μέν εἰσιν ἐφ᾿ ἡμῖν, τὰ δὲ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν. Ἐφ᾿ ἡμῖν μὲν οὖν εἰσιν, ὧν ἡμεῖς ἐσμεν αὐτεξούσιοι ποιεῖν
τε καὶ μὴ ποιεῖν, τουτέστι πάντα τὰ δι᾿ ἡμῶν ἑκουσίως πραττόμενα· οὐ γὰρ ἑκουσίως ἐλέγετο
πράττεσθαι τῆς πράξεως οὐκ οὔσης ἐφ᾿ ἡμῖν· καὶ ἁπλῶς, οἷς ἕπεται ψόγος ἢ ἔπαινος καὶ ἐφ᾿ οἷς
ἐστι προτροπὴ καὶ νόμος.»· 41, PG 94, 960D-961A: «Ὅθεν καὶ τὰ ἄλογα οὔκ εἰσιν αὐτεξούσια·
ἄγονται γὰρ μᾶλλον ὑπὸ τῆς φύσεως ἤπερ ἄγουσι· διὸ οὐδὲ ἀντιλέγουσι τῇ φυσικῇ ὀρέξει, ἀλλ᾿,
ἅμα ὀρεχθῶσί τινος, ὁρμῶσι πρὸς τὴν πρᾶξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, λογικὸς ὢν, ἄγει μᾶλλον τὴν φύσιν,
ἤπερ ἄγεται· διὸ καὶ ὀρεγόμενος, εἴπερ ἐθέλοι, ἐξουσίαν ἔχει τὴν ὄρεξιν ἀναχαιτίσαι ἢ
ἀκολουθῆσαι αὐτῇ. Ὅθεν τὰ μὲν ἄλογα οὐδὲ ἐπαινεῖται οὐδὲ ψέγεται, ὁ δὲ ἄνθρωπος καὶ ἐπαινεῖται
καὶ ψέγεται.»· 62, PG 94, 1076C: «Ὅθεν οὔτε ὡς ἀρετὴν μετιόντα ἐπαινεῖται καὶ μακαρίζεται οὔτε ὡς
κακίαν πράττοντα κολάζεται … Διὸ καὶ ὡς ἀρετὴν μετιοῦσα ἐπαινεῖται καὶ μακαρίζεται καὶ ὡς
κακίαν μετιοῦσα κολάζεται.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568B: «o(/qen ou)de\ e)/xei a)reth\n ta\ a)/loga.»· Περί
των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 149Α: «ta\ ga\r a)/loga mh\ e)/xonta to\n h(gemo/na

103
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Στα «ἐφ᾿ ἡμῖν» συγκαταλέγονται κυρίως οι ενέργειες της ψυχής και οι

σκέψεις των ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και για τη «βουλή», αλλά και για όσα
µπορούν να γίνουν, δηλαδή τις ενδεχόµενες επιλογές που έχει ο καθένας στη
διάθεσή του. Αρχή των επιλογών και των πράξεων του ανθρώπου είναι ο νους317 και
εποµένως εκεί βρίσκεται και η έδρα του αυτεξουσίου, αφού από τη διανοητική
ικανότητα του ανθρώπου εξαρτώνται οι κρίσεις, οι συγκαταθέσεις, οι ορµές προς µία
πράξη, αλλά και οι αφορµές προς αποφυγή µίας άλλης πράξεως318. Στο διανοητικό
ανήκουν επιπλέον η «βουλευτική» και «προαιρετική» ικανότητα του ανθρώπου,
όπως και οι νοήσεις των νοητών, οι αρετές, οι επιστήµες και οι λόγοι των τεχνών319.

Συνεπώς καθίσταται εµφανής και πάλι η άµεση σύνδεση µεταξύ λογικού και
αυτεξουσίου320. Μάλιστα ο ∆αµασκηνός φροντίζει να παραθέσει και µία σειρά από

nou=n to\n au)tecou/sion qumou= kai\ e)piqumi/aj ou)k e)/labe no/mon»· PG 95, 149ΑΒ: «Fu/sei toigarou=n tou=
dhmiourgou= dou=loi u(pa/rxontej kai\ to\ au)tecou/sion e)/xontej, to\ th=j a)reth=j sustatiko/n, (ou) ga\r
a)reth\ ou)de\ terpno\n to\ bi/# gino/menon) no/mon e)la/bomen, o(/pwj e)pignw=men, o(/ti despo/thn e)/xomen, ®i(/na
mh\ e)n sko/tei diaporeuo/menoi bo/qroij peripe/swmen»· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως
ανθρώπου 29, PG 40, 717C· ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Προς Θαλάσσιον, PG 90, 689D-692A· Έτερα
Κεφάλαια, PG 90, 1401B, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1032Α· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 115-116· Λογικό και
αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 160-161· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Φιλοσοφία και
Δογματική Διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 288.
317 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 40, PG 94, 960A: «Κυρίως δὲ ἐφ᾿ ἡμῖν ἐστι τὰ ψυχικὰ

πάντα καὶ περὶ ὧν βουλευόμεθα· ἡ δὲ βουλὴ τῶν ἐπίσης ἐνδεχομένων ἐστίν. Ἐπίσης δὲ
ἐνδεχόμενόν ἐστιν, ὃ αὐτό τε δυνάμεθα, καὶ τὸ ἀντικείμενον αὐτῷ· ποιεῖται δὲ τούτου τὴν αἵρεσιν ὁ
νοῦς ὁ ἡμέτερος, καὶ οὗτός ἐστιν ἀρχὴ πράξεως».
318 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 33, PG 94, 937C: «Τοῦ δὲ διανοητικοῦ εἰσιν αἵ τε

κρίσεις καὶ αἱ συγκαταθέσεις καὶ αἱ ὁρμαὶ αἱ πρὸς τὴν πρᾶξιν καὶ αἱ ἀφορμαὶ καὶ αἱ ἀποφυγαὶ τῆς
πράξεως·»· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου 12, PG 40, 660Β· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ,
Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ.
110· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 157.
319 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 33, PG 94, 937C: «ἰδικῶς δὲ αἵ τε νοήσεις τῶν νοητῶν

καὶ αἱ ἀρεταὶ καὶ αἱ ἐπιστῆμαι καὶ τῶν τεχνῶν οἱ λόγοι καὶ τὸ βουλευτικὸν καὶ τὸ προαιρετικόν.
Τούτου δέ ἐστι τὸ καὶ διὰ τῶν ὀνείρων θεσπίζον ἡμῖν τὸ μέλλον, ἥνπερ μόνην ἀληθῆ μαντείαν οἱ
Πυθαγόρειοι λέγουσιν εἶναι, τοῖς ῾Εβραίοις ἀκολουθήσαντες. Ὄργανον δὲ καὶ τούτου ἡ μέση κοιλία
τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τὸ ψυχικὸν πνεῦμα τὸ ἐν αὐτῇ»· 40, PG 94, 960AΒ: «καὶ ὅσα τοιαῦτα, ἐν οἷς ἐστι
τὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας ἔργα· τούτων γάρ ἐσμεν αὐτεξούσιοι. Τῶν δὲ ἐπίσης ἐνδεχομένων εἰσὶ
καὶ αἱ τέχναι· ἐφ᾿ ἡμῖν γάρ ἐστι μετελθεῖν, ἣν ἂν θελήσωμεν, καὶ μὴ μετελθεῖν.»· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ
ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου 12, PG 40, 660Β· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 110· Λογικό και αυτεξούσιο κατά
τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 157.
320 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 41, PG 94, 960D: «ἐξ ἀνάγκης παρυφίσταται τῷ λογικῷ

τὸ αὐτεξούσιον·»· 58, PG 94, 1041Β: «Φυσικὸν δὲ τὸ θέλημα λέγοντες, οὐκ ἠναγκασμένον τοῦτό φαμεν,
ἀλλ᾿ αὐτεξούσιον· εἰ γὰρ λογικόν, πάντως καὶ αὐτεξούσιον»· 62, PG 94, 1076Β: «πάσῃ γὰρ λογικῇ
φύσει πάντως ἐμπέφυκε τὸ αὐτεξούσιον θέλημα. Εἰς τί γὰρ ἕξει τὸ λογικὸν μὴ αὐτεξουσίως
λογιζομένη;»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1537C: «Ta\ ou)=n logika\ dektika\ me/n e)sti troph=j dia\ th\n e)k
tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/n, a)ll' au)tecou/sia dia\ to\ logika\ ei)=nai.»· PG 94, 1568B:
«Au)tecou/sion de/, o(/ti ou)k e)c a)na/gkhj: pa=n ga\r logiko\n au)tecou/sion. Ei)j ti/ ga\r t%= logik%=
xrh/shtai mh\ w)\n au)tecou/sioj; )\H pw=j e)n a)retv= genh/setai h)\ a)gaqo\j e)/stai mh\ w)\n au)tecou/sioj;»·
Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ

104
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

παραδείγµατα, προσδιορίζοντας ακόµη περισσότερο τις περιοχές δράσης της


αυτεξουσιότητας αυτής. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι στα «ἐφ᾿ ἡμῖν» ανήκει η

επιλογή του ανθρώπου να κινηθεί ή να µην κινηθεί, να υπακούσει σε µια ορµή ή


όχι, να επιθυµήσει ή να µην επιθυµήσει όσα δεν του είναι απαραίτητα, να πει
ψέµατα ή αλήθεια, να προσφέρει ή να µην προσφέρει κάτι, να χαρεί µε το καλό ή
το κακό και λοιπά321. Με λίγα λόγια, στο αυτεξούσιο του ανθρώπου υπάγονται όλα
εκείνα τα έργα της αρετής και της κακίας, καθώς και οι τέχνες, αφού και για
εκείνες µπορεί ο άνθρωπος να επιλέξει «αν» και «πώς» θα ενεργήσει.

Στο σηµείο αυτό όµως, ο ιερός συγγραφέας φροντίζει να κάνει και µια
χρήσιµη διάκριση. Το αυτεξούσιο του ανθρώπου αφορά στην επιλογή για το «αν
θα κάνει µια πράξη ή όχι», χωρίς όµως αυτό να σηµαίνει ότι η επιλογή αυτή θα
σηµάνει και την «τελική εκτέλεση της πράξεως». Μπορεί δηλαδή πολλές φορές ο
άνθρωπος να επιλέξει αυτεξούσια να κάνει κάτι, εντούτοις όµως αυτό να
εµποδιστεί για λόγους που εξαρτώνται από τη θεία πρόνοια322, την οποία και θα
αναλύσουµε παρακάτω. Συνεπώς, όταν ένας άνθρωπος επιλέγει να
πραγµατοποιήσει µια καλή ή µια κακή πράξη, κρίνεται µε βάση την προαίρεση που
διατηρεί µέχρι την τελευταία στιγµή, ασχέτως µε το αν η πράξη αυτή τελικά δεν
επιτελεστεί εξαιτίας κάποιου εξωγενούς παράγοντα323.

Άλλωστε δεν είναι λίγα εκείνα που βρίσκονται έξω από τα όρια του
αυτεξουσίου του ανθρώπου και συνεπώς δεν µπορούν να ελεγχθούν από αυτόν324.

κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 113εξ· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό,
όπ. παρ., σ. 159εξ· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου 2, PG 40, 588A· ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΟΣ, Τις ο σωζόμενος πλούσιος 14, PG 9, 617CD. Μ.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Κατά Αρειανών 3 61, PG
26, 460B. Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός 6, PG 31, 344Β· Εις τον 48 ψαλμόν 8, PG
29, 449C· Επιστολή 8, Τοις Καισαρεύσιν απολογία περί της αποχωρήσεως και περί πίστεως, 9, PG 32,
261B. ΓΡ.ΝΥΣΣΗΣ, Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολομώντος 2, PG 44, 640A· Εξήγησις
ακριβής εις τα Άσματα των ασμάτων 2, PG 44, 796CD· Εις την προσευχήν 4, PG 44, 1165D-1168A· Λόγος
κατηχητικός ο μέγας 30, PG 45, 77A. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Διάλογος περί Αγίας τε και
Ομοουσίου Τριάδος 2, PG 75, 776B. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Εις την Γένεσιν, ερώτ. 36, PG 80, 132B.
ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Ζήτησις μετά Πύρρου, PG 91, 304C.
321 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 40, PG 94, 960A: «Ταῦτα τοίνυν ἐστὶ τὰ ἐφ᾿ ἡμῖν, τὰ

ἐπίσης ἐνδεχόμενα, οἷον τὸ κινεῖσθαι καὶ μὴ κινεῖσθαι, ὁρμᾶν καὶ μὴ ὁρμᾶν, ὀρέγεσθαι τῶν μὴ
ἀναγκαίων καὶ μὴ ὀρέγεσθαι, ψεύδεσθαι καὶ μὴ ψεύδεσθαι, διδόναι καὶ μὴ διδόναι, χαίρειν ἐφ᾿ οἷς
δεῖ καὶ μὴ χαίρειν ὁμοίως, καὶ ἐφ᾿ οἷς οὐ δεῖ»· Ιερά Παράλληλα, PG 96, 485C: «Ὁ μὲν τῆς ἀληθείας
λόγος ἐστὶν ἐλεύθερος καὶ αὐτεξούσιος».
322 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 40, PG 94, 960Β: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὡς ἡ μὲν αἵρεσις

τῶν πρακτῶν ἀεὶ ἐφ᾿ ἡμῖν ἐστιν· ἡ δὲ πρᾶξις πολλάκις κωλύεται κατά τινα τρόπον τῆς προνοίας».
323 Ενδεχομένως γι’ αυτό και ο Ιησούς αναφέρει στο Ματθ. 5,27-28: «Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Οὐ

μοιχεύσεις. ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν
αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ».
324 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 42, PG 94, 961ΒC: «Περὶ τῶν οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν».

105
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Στα «οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν» εντάσσονται όσα γεγονότα συµβαίνουν, χωρίς να υπάγονται

απόλυτα στον έλεγχό του. Εντούτοις, από αυτά κάποια έχουν την αρχή τους στο
Θεό και άλλα οφείλονται στους ανθρώπους. Για παράδειγµα, µολονότι ο άνθρωπος
δεν ελέγχει τη «μετά θάνατον» κρίση, ωστόσο είναι οι δικές του πράξεις που

λαµβάνονται υπ’ όψη από τον Θεό κατά την απόδοση αµοιβής. Πέραν αυτών, όλα τα
υπόλοιπα εξαρτώνται από τη θεία βούληση325.

Στα ίδια πλαίσια αντιµετωπίζει ο ∆αµασκηνός και τη φθαρτότητα αποδίδοντας


την ευθύνη στον άνθρωπο µέσα από την προσπάθειά του να διαφυλάξει την
αγαθότητα του Θεού. Αναφέρει δηλαδή πως µολονότι ο Θεός είναι ο δηµιουργός
των πάντων, η φθορά προκλήθηκε από τους ανθρώπους ως αποτέλεσµα της κακίας
τους. Ο Θεός απλώς επέλεξε να επιτρέψει στον άνθρωπο να παραδοθεί στη φθορά,
ώστε µέσω της «τιµωρίας» αυτής να τον βοηθήσει να οδηγηθεί στην ωφέλειά του326,
δηλαδή στη σωτηρία και την επιστροφή στο Θεό. Μάλιστα για να στηρίξει ο
συγγραφέας τη θέση του αυτή ανατρέχει στη Σοφία Σολοµώντος, όπου αναφέρει
πως ο Θεός δεν δηµιούργησε τον θάνατο, ούτε και χαίρεται µε την απώλεια των
ζωντανών327. Ο θάνατος λοιπόν και οι υπόλοιπες «τιµωρίες» εισήχθησαν στον κόσµο
των ανθρώπων µέσα από την παράβαση του Αδάµ328.

Σε κάθε περίπτωση, όλα τα υπόλοιπα γεγονότα της ζωής που δεν εξαρτώνται
από τον άνθρωπο, τα αποδίδουµε στο Θεό. Στα «οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν» ανήκουν η γένεση

του ανθρώπου, ως αποτέλεσµα της δηµιουργικής δυνάµεως του Θεού, η διατήρησή


του στη ζωή ως έργο της συνεκτικής δυνάµεως του Θεού και η διακυβέρνηση του
ανθρώπου ως προϊόν της προνοητικής δυνάµεως του Θεού, δηλαδή της θείας
πρόνοιας, στην οποία θα αναφερθούµε εκτενέστερα παρακάτω329.

325 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 42, PG 94, 961Β: «Τῶν δὲ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν τὰ μὲν ἐκ τῶν
ἐφ᾿ ἡμῖν ἔχει τὰς ἀρχὰς, ἤτοι τὰς αἰτίας, τουτέστιν αἱ ἀμοιβαὶ τῶν πράξεων ἡμῶν ἔν τε τῷ παρόντι
καὶ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι, τὰ δὲ λοιπὰ πάντα τῆς θείας βουλῆς ἐξήρτηται».
326 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 42, PG 94, 961Β: «Ἡ μὲν γὰρ γένεσις πάντων ἐκ τοῦ

Θεοῦ, ἡ δὲ φθορὰ διὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν ὑπεισήχθη πρὸς τιμωρίαν καὶ ὠφέλειαν».
327 Βλ. Σοφ.Σολ. 1,13: «ὅτι ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων»·

Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 42, PG 94, 961ΒC· πρβλ. Σοφ.Σολ. 2,23-24: «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε
τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν· φθόνῳ δέ διαβόλου
θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον».
328 Βλ. Ρωμ. 5,12: «Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι' ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς

ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ' ᾧ πάντες ἥμαρτον»·
Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 42, PG 94, 961C: «δι᾿ ἀνθρώπου δὲ μᾶλλον θάνατος, τουτέστι
τῆς τοῦ Ἀδὰμ παραβάσεως, ὁμοίως καὶ αἱ λοιπαὶ τιμωρίαι. Τὰ δὲ λοιπὰ πάντα τῷ Θεῷ ἀναθετέον».
329 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 42, PG 94, 961C: «ἥ τε γὰρ γένεσις ἡμῶν τῆς

δημιουργικῆς αὐτοῦ δυνάμεώς ἐστι, καὶ ἡ διαμονὴ τῆς συνεκτικῆς δυνάμεως αὐτοῦ, καὶ ἡ
κυβέρνησις καί σωτηρία τῆς προνοητικῆς αὐτοῦ δυνάμεως καί ἡ τῶν ἀγαθῶν αἰωνία ἀπόλαυσις

106
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Γίνεται εποµένως αντιληπτό ότι µπορεί το αυτεξούσιο να αποτελεί


χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων, οι δυνατότητες όµως άσκησής του εξαρτώνται
από διάφορους παράγοντες, όπως η λογική ικανότητα, ο τόπος, ο χρόνος, οι
περιορισµένες δυνάµεις του ανθρώπου, η φθαρτότητά του, καθώς και οι διαθέσιµες
επιλογές την εκάστοτε χρονική στιγµή. Είναι σαφές πάντως ότι, σύµφωνα µε τον
∆αµασκηνό, το αυτεξούσιο συνοδεύει τον άνθρωπο από την πρώτη στιγµή της
δηµιουργίας του και γι’ αυτό αποτελεί γνώρισµα τόσο του προπτωτικού, όσο και του
µεταπτωτικού ανθρώπου330. Απλώς στο µεταπτωτικό άνθρωπο, το αυτεξούσιο
παρουσιάζεται εξασθενηµένο, αφ’ ενός λόγω των αµαρτητικών ροπών του
331
πεπτωκότος ανθρώπου και αφ’ ετέρου εξαιτίας των περιορισµένων του
332
δυνατοτήτων λόγω της φθοράς και του θανάτου .

Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να µην απολυτοποιείται το αυτεξούσιο, αφού η


ανθρώπινη ελευθερία δεν συνιστά θεϊκή παντοδυναµία. Αντιθέτως οι επιλογές του
ανθρώπου είναι πάντοτε περιορισµένες και υφίστανται στα όρια του να πράξει κανείς
το καλό ή το κακό. Το αυτεξούσιο του ανθρώπου λοιπόν είναι άρρηκτα συνδεδεµένο
µε τα όρια της κτιστής δηµιουργίας και της ανθρώπινης φύσης, τα οποία ο άνθρωπος
δεν να µπορεί να ξεπεράσει333. Παρ’ όλα αυτά παραµένει στο χέρι του ανθρώπου η
δυνατότητα αποδοχής ή απόρριψης της παρεχόµενης από το Θεό σωτηρίας334.

τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ, τοῖς φυλάσσουσι τό κατά φύσιν, ἐφ’ ᾧ καί ἐπλάσθημεν. Ἐπειδὴ δέ τινες
ἀντιλέγουσι τῇ προνοίᾳ, εἴπωμεν λοιπὸν ὀλίγα καὶ περὶ προνοίας».
330 Βλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Φιλοσοφία και Δογματική Διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 288.

331 Για το ζήτημα της ισχύος της αυτεξουσιότητας του ανθρώπου σε σχέση με τον πειρασμό και τις

αμαρτητικές ροπές μπορεί κανείς να ανατρέξει στη σελ. 37: «Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ
ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ». Σχολιάζοντας τον Δαμασκηνό ο Ν.Ματσούκας, επισημαίνει ότι
μολονότι είναι αναμφισβήτητη η αυτεξουσιότητα του ανθρώπου και η προσωπική του ευθύνη
απέναντι στο Θεό και την αμαρτία, είναι εντούτοις σαφές ότι όσο περισσότερο αμαρτάνει ο
άνθρωπος και όσο περισσότερο παραδίδεται εκούσια στην εξουσία του Διαβόλου, τόσο
περισσότερο εξασθενεί και το αυτεξούσιό του καθιστώντας ουσιαστικά όλο και πιο δύσκολη τη
μετάνοιά του και την επιστροφή στο Θεό. Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου
πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 473.
332 Για το πρόβλημα της φθοράς και του θανάτου μπορεί κανείς να ανατρέξει στη σελ. 68: «ΤΟ

ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ».


333 Βλ. Διάλεξις Σαρακηνού και Χριστιανού, PG 94, 1589C: «(O Sarakhno/j: Ti/ ou)=n: Au)tecou/sioj ei)=

kai/, o(/sa qe/leij, du/nasai poiei=n kai\ poiei=j; (O Xristiano/j: Ei)j du/o mo/na pe/plasmai u(po\ tou= qeou=
au)tecou/sioj. (O Sarakhno/j: Poi=a tau=ta; (O Xristiano/j: Kakopragei=n kai\ a)gaqopragei=n, o(/ e)sti
kalo\n kai\ kako/n. Xa/rin tou/tou kaka\ me\n pra/ttwn timwrou=mai u(po\ no/mou tou= qeou=, a)gaqa\ de\
pra/ttwn ou) fobou=mai to\n no/mon, a)lla\ kai\ timw=mai kai\ e)leou=mai u(po\ tou= qeou=. (Omoi/wj kai\ o(
dia/boloj pro\ tw=n a)nqrw/pwn au)tecou/sioj pe/plastai u(po\ tou= qeou= kai\ h(ma/rthsen, kai\ o( qeo\j th=j
i)di/aj ta/cewj e)ce/wsen au)to/n». Για τον Ν.Ματσούκα τα όρια του αυτεξουσίου των ανθρώπων
βρίσκονται μεταξύ της κινήσεώς τους ή προς το Θεό ή προς το μηδέν, ενώ η ελευθερία ερμηνεύεται
ως νίκη κατά των μηδενιστικών ροπών και διεύρυνση των ορίων, αλλά όχι και κατάργησή τους. Βλ.
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ· Θεολογία, Κτισιολογία, Εκκλησιολογία κατά τον
Μέγαν Αθανάσιον, όπ. παρ., σ. 9-11. Για τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας, βλ. και
ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 267-273.
334 Βλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Φιλοσοφία και Δογματική Διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 288.

107
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Τέλος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η λανθασµένη χρήση του αυτεξούσιου


του ανθρώπου σε καµιά περίπτωση δεν ερµηνεύει την ουσία του κακού και τη
γένεσή του στον κόσµο, καθότι αυτό προϋπήρχε της δηµιουργίας των ανθρώπων,
γεγονός που αποδεικνύεται από την αυτεξούσια πτώση του Εωσφόρου και των
δαιµόνων. Γενικά, για την Πατερική θεολογία και τον ∆αµασκηνό, όλες οι «παρά
φύση» καταστάσεις έχουν τη ρίζα τους στο Σατανά και όχι στο Θεό ή στον
άνθρωπο335.

5. Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ

ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Μέχρι στιγµής έχουν παρουσιαστεί οι θέσεις του ∆αµασκηνού σε σχέση


µε την αυτεξουσιότητα του ανθρώπου και τα πράγµατα που βρίσκονται στον
έλεγχό του. Ωστόσο όµως, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, υπάρχει και µία
κατηγορία γεγονότων που δεν ανήκουν στα «ἐφ᾿ ἡμῖν», αλλά στα «οὐκ ἐφ᾿

ἡμῖν». Πρόκειται για όσα εξαρτώνται από το Θεό, ο οποίος άλλες φορές
επιτρέπει στους ανθρώπους να πραγµατοποιήσουν τις επιθυµίες τους και άλλες
φορές τους εµποδίζει για λόγους θείας Πρόνοιας. Πόσο παρεµβατική είναι όµως
αυτή η Πρόνοια του Θεού, πόσο περιορίζει την ελεύθερη άσκηση του
αυτεξουσίου του ανθρώπου και γιατί336;

Ο ∆αµασκηνός περιγράφει ως «πρόνοια» τη φροντίδα του Θεού για όλα


τα όντα ή αλλιώς τη βούλησή του µέσα από την οποία τα όντα εξοπλίζονται
αποτελεσµατικά στην πορεία τους337. Εφόσον λοιπόν ο Θεός είναι αυτός που
δηµιουργεί και φροντίζει για τα πάντα, επόµενο είναι ολόκληρη η κτίση να
θεωρείται δηµιουργηµένη όσο καλύτερα γίνεται338. Από τη στιγµή µάλιστα που

335 Όπως έχει προαναφερθεί, για αρκετούς Πατέρες ως «παρά φύση» κατάσταση δεν θεωρείται
μονάχα το κακό, αλλά και η ίδια η φθορά και ο θάνατος. Βλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Φιλοσοφία και
Δογματική Διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 289.
336 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 964A-969B: «Περὶ προνοίας».

337 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 964A: «Πρόνοια τοίνυν ἐστὶν ἐκ Θεοῦ

εἰς τὰ ὄντα γινομένη ἐπιμέλεια. Καὶ πάλιν· Πρόνοιά ἐστι βούλησις Θεοῦ, δι᾿ ἣν πάντα τὰ ὄντα
τὴν πρόσφορον διεξαγωγὴν λαμβάνει».
338 Βλ. Γέν. 1,31: «καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν»· Έκδοσις Ακριβής

της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 964A: «Εἰ δὲ Θεοῦ βούλησίς ἐστιν ἡ πρόνοια, πᾶσα ἀνάγκη
πάντα τὰ τῇ προνοίᾳ γινόμενα κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον κάλλιστά τε καὶ θεοπρεπέστατα
γίνεσθαι καὶ ὡς οὐκ ἔνι κρείττω γενέσθαι.»· 93, PG 94, 1196ΒC: «οὐδὲν γὰρ κακὸν κατὰ φύσιν.
Πάντα γάρ, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός, καλὰ λίαν, καθὸ γέγονεν. Οὕτω τοίνυν μένοντα, καθὼς

108
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ο Θεός είναι παντοδύναµος, είναι λογικό να είναι ο ίδιος που δηµιουργεί τα


όντα, τα συντηρεί και προνοεί για αυτά µέσα από την αγαθή του θέληση339.

Μία ακόµη απόδειξη της θείας πρόνοιας στηρίζεται και στο γεγονός ότι
µονάχα ο τριαδικός Θεός είναι «κατά φύση» αγαθός και σοφός. Σε αυτό το
συµπέρασµα οδηγείται κανείς εύκολα αν παρατηρήσει ότι τόσο οι άνθρωποι,
όσο και τα άλογα όντα, είναι φτιαγµένοι ώστε από τη φύση τους να προνοούν
για τα παιδιά τους. Γι’ αυτό και όποιος δεν προνοεί, κατακρίνεται. Εποµένως θα
ήταν παράλογο ο Θεός, όντας ο µόνος «κατά φύση» αγαθός, να µην προνοεί
για τα όντα που ο ίδιος δηµιούργησε. Μάλιστα, όχι απλά προνοεί λόγω της
αγαθότητάς του, αλλά φροντίζει να δίνει στο καθένα από αυτά ό,τι καλύτερο
του αρµόζει, χάρη στη σοφία του340.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι οφείλουν να θαυµάζουν τα


πάντα γύρω τους και να τα επαινούν, ενώ παράλληλα να δέχονται
αδιαµαρτύρητα όσες δοκιµασίες στέλνονται από τον Θεό, γιατί µολονότι
µοιάζουν φαινοµενικά άδικες, εντούτοις πρόκειται για αποφάσεις της θείας του
πρόνοιας, ασχέτως του γεγονότος ότι το πεπερασµένο της ανθρώπινης φύσεως
αδυνατεί να συλλάβει τους λόγους για τους οποίους ο Θεός πράττει το
καθετί341. Αυτό βεβαίως αφορά σε όσα δεν περνούν από το χέρι του ανθρώπου,
όσα δηλαδή δεν βρίσκονται µέσα στο πεδίο δράσης του αυτεξουσίου του και

ἔκτισται, καλὰ λίαν εἰσίν· ἑκουσίως δὲ ἀνεκφοιτῶντα ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν καὶ εἰς τὸ παρὰ φύσιν
ἐρχόμενα, ἐν τῷ κακῷ γίνονται. Κατὰ φύσιν μὲν οὖν πάντα δοῦλα καὶ ὑπήκοα τοῦ
Δημιουργοῦ. Ὅταν οὖν ἑκουσίως τι τῶν κτισμάτων ἀφηνιάσῃ καὶ παρήκοον τοῦ ποιήσαντος
αὐτὸ γένηται, ἐν ἑαυτῷ συνεστήσατο τὴν κακίαν».
339 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 964AΒ: «Ἀνάγκη γὰρ τὸν αὐτὸν εἶναι

ποιητὴν τῶν ὄντων καὶ προνοητήν· οὔτε γὰρ πρέπον οὔτε ἀκόλουθον ἄλλον μὲν ποιητὴν εἶναι
τῶν ὄντων, ἄλλον δὲ προνοητήν· οὕτω γὰρ ἐν ἀσθενείᾳ πάντως εἰσὶν ἀμφότεροι, ὁ μὲν τοῦ
ποιεῖν, ὁ δὲ τοῦ προνοεῖν. Ὁ Θεὸς τοίνυν ἐστὶν ὅ τε ποιητὴς καὶ προνοητής, καὶ ἡ ποιητικὴ δὲ
αὐτοῦ δύναμις καὶ ἡ συνεκτικὴ καὶ ἡ προνοητικὴ ἡ ἀγαθὴ αὐτοῦ θέλησίς ἐστι· πάντα γάρ, ὅσα
ἠθέλησεν, ὁ Κύριος ἐποίησεν ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ, καὶ τῷ θελήματι αὐτοῦ οὐδεὶς
ἀνθέστηκεν. ᾿Ηθέλησε γενέσθαι τὰ πάντα, καὶ γέγονε· θέλει συνίστασθαι τὸν κόσμον, καὶ
συνίσταται, καὶ πάντα, ὅσα θέλει, γίνεται».
340 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 964ΒC: «Ὅτι δὲ προνοεῖ καὶ ὅτι καλῶς

προνοεῖ, ὀρθότατα σκοπήσειεν ἄν τις οὕτως· Μόνος ὁ Θεός ἐστι φύσει ἀγαθὸς καὶ σοφός· ὡς
οὖν ἀγαθὸς προνοεῖ· ὁ γὰρ μὴ προνοῶν οὐκ ἀγαθός· καὶ γὰρ καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ἄλογα
τῶν οἰκείων τέκνων προνοοῦνται φυσικῶς, καὶ ὁ μὴ προνοῶν ψέγεται· ὡς δὲ σοφὸς ἄριστα τῶν
ὄντων ἐπιμελεῖται».
341 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 964C: «Χρὴ τοίνυν τούτοις

προσέχοντας πάντα θαυμάζειν, πάντα ἐπαινεῖν, πάντα ἀνεξετάστως ἀποδέχεσθαι τὰ τῆς


προνοίας ἔργα, κἂν φαίνηται τοῖς πολλοῖς ἄδικα διὰ τὸ ἄγνωστον καὶ ἀκατάληπτον εἶναι τοῦ
Θεοῦ τὴν πρόνοιαν καί τούς λογισμούς ἡμῶν καί τάς πράξεις καί τά μέλλοντα αὐτῷ μόνῳ
γνωστά».

109
Χαρίδημου Α. Κουτρή

δεν εξαρτώνται από τον ίδιο342. Σε γενικές γραµµές πάντως, δύο είναι οι λόγοι
που ο Θεός επιτρέπει να γίνονται κάποια πράγµατα µέσα από την πρόνοιά του.
Ο πρώτος είναι «κατ’ εὐδοκίαν» για όσα είναι καλά και ο δεύτερος «κατά

συγχώρησιν» για όσα δεν είναι343.

Θέλοντας δηλαδή ο ∆αµασκηνός να δώσει µια πειστική εξήγηση για τις


συµφορές και τη δυστυχία που υπάρχουν σε έναν κόσµο που καθοδηγείται από
την πρόνοια του Θεού, προβαίνει σε µία περιγραφή διαφόρων δυσάρεστων
περιστατικών σε πρόσωπα της Παλαιάς και της Καινής ∆ιαθήκης, στα οποία ο
Θεός επέτρεψε να συµβεί προσωρινά κάτι φαινοµενικά κακό, αλλά που τελικώς
οδήγησε σε κάτι καλό. Σύµφωνα δηλαδή µε τον συγγραφέα, ο Θεός µερικές
φορές επιτρέπει λόγω πρόνοιας να συµβούν διάφορες συµφορές σε κάποιους
ανθρώπους προκειµένου µέσα από αυτές να αναδειχθεί η αρετή τους, όπως
έγινε στην περίπτωση του Ιώβ344. Άλλες φορές πάλι γίνεται κάτι φαινοµενικά
παράλογο, ο ίδιος όµως ξέρει γιατί το κάνει. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι
το γεγονός ότι µέσω του σταυρού ήρθε στον κόσµο η σωτηρία των
ανθρώπων345.

Πολλές φορές µάλιστα επιτρέπει στους καλούς ανθρώπους να


υποφέρουν, ενώ δεν το αξίζουν, προκειµένου να τους προστατέψει από την
αλαζονεία, όπως έγινε στην περίπτωση της ασθένειας του Παύλου346, ενώ άλλες
πάλι, µπορεί να εγκαταλείψει κάποιους ανθρώπους προκειµένου να δώσει την
ευκαιρία στους συνανθρώπους τους να χρησιµοποιήσουν το αυτεξούσιό τους
για να τους βοηθήσουν και όλοι να διαπαιδαγωγηθούν µέσα από το περιστατικό
αυτό. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό της φύσης του ανθρώπου, ακριβώς όπως
τη δηµιούργησε ο Θεός, το να συγκινείται κάποιος όταν βλέπει έναν

342 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 964C: «Πάντα δὲ λέγω τὰ οὐκ ἐφ᾿
ἡμῖν· τὰ γὰρ ἐφ᾿ ἡμῖν οὐ τῆς προνοίας ἐστίν, ἀλλὰ τοῦ ἡμετέρου αὐτεξουσίου».
343 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 965A: «Τῆς δὲ προνοίας τὰ μὲν κατ᾿

εὐδοκίαν ἐστί, τὰ δὲ κατὰ συγχώρησιν. Κατ᾿ εὐδοκίαν μέν, ὅσα ἀναντιρρήτως εἰσὶν ἀγαθά,
κατὰ συγχώρησιν δὲ ὅσα εἰσί πονηρά.»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς τοῦ Θεοῦ παραχωρήσαντος
διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν».
344 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 965A: «Συγχωρεῖ γὰρ πολλάκις καὶ

τὸν δίκαιον περιπεσεῖν συμφοραῖς, ἵνα τὴν ἐν αὐτῷ λανθάνουσαν ἀρετὴν δείξῃ τοῖς ἄλλοις, ὡς
ἐπὶ τοῦ Ἰώβ». Για το θέμα της θεοδικίας στο σύγχρονο θεολογικό προβληματισμό, βλ.
Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Η Θεοδικία ως θέμα σύγχρονου θεολογικού προβληματισμού, όπ. παρ., σ. 145-
188.
345 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 965A: «Ἄλλοτε συγχωρεῖ τῶν ἀτόπων

τι πραχθῆναι, ἵνα διὰ τῆς πράξεως τῆς δοκούσης ἀτόπου μέγα τι καὶ θαυμαστὸν κατορθωθῇ
ὡς διὰ τοῦ σταυροῦ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων».
346 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 965A: «Κατ᾿ ἄλλον τρόπον συγχωρεῖ

τὸν ὅσιον πάσχειν κακῶς, ἵνα μὴ ἐκ τοῦ ὀρθοῦ συνειδότος ἐκπέσῃ ἢ καὶ ἐκ τῆς δοθείσης αὐτῷ
δυνάμεώς τε καὶ χάριτος εἰς ἀλαζονείαν ἐκπέσῃ ὡς ἐπὶ τοῦ Παύλου».

110
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

συνάνθρωπό του να υποφέρει. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αυτής της


347
περίπτωσης είναι η ιστορία του άφρονα πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου .

Υπάρχουν και φορές που κάποιος εγκαταλείπεται προσωρινά, όχι επειδή


φταίει, αλλά επειδή µέσω αυτού µπορεί να αποκαλυφθεί η δόξα του Θεού, όπως
στην περίπτωση του θαύµατος του εκ γενετής τυφλού348, ή ακόµη και για να
αποτελέσει αυτός ο άνθρωπος παράδειγµα δύναµης και αγωνιστικότητας για
τους άλλους ανθρώπους, όπως γίνεται στην περίπτωση των µαρτύρων349.

Τέλος, ο Θεός µπορεί να επιτρέψει σε κάποιον να αµαρτήσει προκειµένου


µέσω της πτώσης του αυτής να συνειδητοποιήσει την αµαρτωλότητά του και να
διορθώσει κάποιο άλλο πάθος του. Για παράδειγµα, κάποιος που γίνεται
αλαζόνας για τις αρετές του, µπορεί να του επιτραπεί να υποπέσει στο
αµάρτηµα της πορνείας ώστε να συναισθανθεί την αδυναµία του και να
ταπεινωθεί, επιστρέφοντας µέσα από την εξοµολόγηση στο δρόµο του Θεού350.

Σε κάθε περίπτωση όµως, ξεκαθαρίζει ο ∆αµασκηνός, η εκλογή του αν


θα πράξουµε το καλό ή το κακό αποτελεί αυτεξούσια επιλογή του ανθρώπου.
Απλώς όταν πρόκειται για αγαθή πράξη ο Θεός συνεργάζεται και ενισχύει τον
άνθρωπο, ενώ όταν πρόκειται για κακή, ο Θεός κατά παραχώρηση το επιτρέπει
και προσωρινά τον εγκαταλείπει δίκαια, σεβόµενος την ελευθερία και την
αυτεξουσιότητα του ανθρώπου351. Υπάρχουν δηλαδή δύο είδη εγκατάλειψης

347 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 965A: «Ἐγκαταλείπεταί τις πρὸς
καιρὸν πρὸς διόρθωσιν ἄλλου, ἵνα τὸ κατ᾿ αὐτὸν σκοποῦντες οἱ ἄλλοι παιδεύωνται, ὡς ἐπὶ τοῦ
Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου· φυσικῶς γὰρ ὁρῶντές τινας πάσχοντας συστελλόμεθα».
348 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 965B: «Ἐγκαταλείπεταί τις καὶ εἰς

ἄλλου δόξαν, οὐ δι᾿ οἰκείας ἢ γονέων ἁμαρτίας ὡς ὁ ἐκ γενετῆς τυφλὸς εἰς δόξαν τοῦ υἱοῦ τοῦ
ἀνθρώπου». Ο συγγραφέας αναφέρεται εδώ στα θαύματα του Χριστού μέσω των οποίων
αποκαλυπτόταν η μεταμορφωτική δύναμη του έργου της σωτηρίας και τα οποία αποτελούσαν
σημεία αλλαγής του φθαρτού κόσμου· βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της
ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ.
473.
349 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 965B: «Πάλιν συγχωρεῖταί τις παθεῖν

εἰς ἄλλου ζῆλον, ἵνα τῆς δόξης τοῦ παθόντος μεγαλυνθείσης ἄοκνον τὸ πάθος τοῖς ἄλλοις
γένηται ἐλπίδι τῆς μελλούσης δόξης καὶ ἐπιθυμίᾳ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ὡς ἐπὶ τῶν
μαρτύρων».
350 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 965BC: «Παραχωρεῖταί τις καὶ εἰς

αἰσχρὰν ἐμπεσεῖν πρᾶξιν ἐνίοτε εἰς διόρθωσιν ἑτέρου χείρονος πάθους· οἷον, ἔστι τις
ἐπαιρόμενος ἐπὶ ταῖς ἀρεταῖς καὶ τοῖς κατορθώμασιν αὐτοῦ· παραχωρεῖ τοῦτον ὁ Θεὸς εἰς
πορνείαν ἐμπεσεῖν, ὅπως διὰ τοῦ πτώματος εἰς συναίσθησιν τῆς οἰκείας ἀσθενείας ἐλθὼν
ταπεινωθῇ καὶ προσελθὼν ἐξομολογήσηται τῷ Κυρίῳ».
351 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 968A: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι ἡ μὲν

αἵρεσις τῶν πρακτῶν ἐφ᾿ ἡμῖν ἐστι, τὸ δὲ τέλος τῶν μὲν ἀγαθῶν τῆς τοῦ Θεοῦ συνεργίας
δικαίως συνεργοῦντος τοῖς προαιρουμένοις τὸ ἀγαθὸν ὀρθῷ τῷ συνειδότι κατὰ τὴν πρόγνωσιν
αὐτοῦ, τῶν δὲ πονηρῶν τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ Θεοῦ πάλιν κατὰ τὴν πρόγνωσιν αὐτοῦ
δικαίως ἐγκαταλιμπάνοντος.»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς τοῦ Θεοῦ παραχωρήσαντος διὰ τὸ

111
Χαρίδημου Α. Κουτρή

από πλευράς του Θεού, σύµφωνα µε τον ιερό συγγραφέα. Η «προσωρινή και
µερική εγκατάλειψη» που γίνεται για λόγους οικονοµίας και διαπαιδαγώγησης
του πιστού, και η «τέλεια εγκατάλειψη» κατά την οποία µολονότι ο Θεός έχει
κάνει τα πάντα για τη σωτηρία του ανθρώπου, ο ίδιος ο άνθρωπος επιλέγει
αυτεξούσια να µείνει αµετανόητος µακριά από τον Θεό. Χαρακτηριστικό
παράδειγµα αυτής της περίπτωσης είναι ο Ιούδας ο οποίος και διάλεξε εκούσια
να ακολουθήσει τον δρόµο της τέλειας απώλειας352.

Για να µπορέσει ο ∆αµασκηνός να εξηγήσει το πώς γίνεται ο Θεός να


δηµιουργεί όλα τα όντα αγαθά και να επιθυµεί τη σωτηρία τους, ενώ
παράλληλα να υπάρχουν όντα που τελικώς οδηγούνται στην απώλεια παρά τη
φροντίδα που ο ίδιος δείχνει για αυτά, προβαίνει σε µια ιδιαίτερη διάκριση.
Αναφέρει πως Θεός έχει δύο θελήµατα, ένα «προηγούµενο» και ένα «επόµενο».
Το «πρώτο θέληµά» του Θεού είναι αυτό που προηγείται της δηµιουργίας των
όντων, βάσει του οποίου ο Θεός επιθυµεί να σωθούν οι πάντες, ενώ το
«δεύτερο θέληµά» του αφορά στην παραχώρηση που κάνει απέναντι στις
επιλογές του ανθρώπου και σύµφωνα µε τις οποίες εγκαταλείπει τον άνθρωπο
είτε προσωρινά, για λόγους διαπαιδαγωγήσεως και µετάνοιας, είτε µόνιµα όταν
ο ίδιος ο άνθρωπος έχει επιλέξει να αποµακρυνθεί οριστικά από κοντά του 353.

αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν.»· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ.
161.
352 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 968AΒ: «Τῆς δὲ ἐγκαταλείψεώς εἰσιν

εἴδη δύο· ἔστι γὰρ ἐγκατάλειψις οἰκονομικὴ καὶ παιδευτικὴ καὶ ἔστιν ἐγκατάλειψις τελεία
ἀπογνωστική. Οἰκονομικὴ μὲν καὶ παιδευτικὴ ἡ πρὸς διόρθωσιν καὶ σωτηρίαν καὶ δόξαν τοῦ
πάσχοντος γινομένη ἢ καὶ πρὸς ἄλλων ζῆλον καὶ μίμησιν ἢ καὶ πρὸς δόξαν Θεοῦ· ἡ δὲ τελεία
ἐγκατάλειψις, ὅτε τοῦ Θεοῦ πάντα πρὸς σωτηρίαν πεποιηκότος ἀνεπαίσθητος καὶ
ἀγιάτρευτος, μᾶλλον δὲ ἀνίατος ἐξ οἰκείας προθέσεως διαμείνῃ ὁ ἄνθρωπος· τότε παραδίδοται
εἰς τελείαν ἀπώλειαν ὡς ὁ Ἰούδας. Φείσοιται ἡμῶν ὁ Θεὸς καὶ ἐξελοῖτο τῆς τοιαύτης
ἐγκαταλείψεως». Για τη σωτηρία του ανθρώπου στον Ιωάννη Δαμασκηνό, βλ.
συμπληρωματικά Γ.ΜΕΤΑΛΛΙΔΗ, Η σωτηρία του ανθρώπου κατά τον άγιο Ιωάννη το
Δαμασκηνό, Διατριβή επί διδακτορία ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2002. Ενώ για τη νεότερη κατανόηση
και επέκταση της θεοεγκατάλειψης βλ. Σ.ΣΑΧΑΡΩΦ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς έστι, εκδ.
Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλία 1993, σ. 193εξ· πρβλ. Α.ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Πάθη και
αρετές στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1986, σ. 46·
Ν.ΣΑΧΑΡΩΦ, Το άκτιστο φως στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και στον γέροντα Σωφρόνιο, Ο
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην Ιστορία και το παρόν: πρακτικά διεθνών επιστημονικών
συνεδρίων Αθηνών (13-15 Νοεμβρίου 1998) και Λεμεσού (5-7 Νοεμβρίου 1999), Άγιον Όρος: Ιερά
Μονή Βατοπαιδίου 2000, σ. 310· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 271-272·
Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 300-303.
353 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 969A: «Λέγεται οὖν τὸ μὲν πρῶτον

προηγούμενον θέλημα καὶ εὐδοκία, ἐξ αὐτοῦ ὄν, τὸ δὲ δεύτερον ἑπόμενον θέλημα καὶ
παραχώρησις, ἐξ ἡμετέρας αἰτίας. Καὶ αὕτη διττή· ἡ μὲν οἰκονομικὴ καὶ παιδευτικὴ πρὸς
σωτηρίαν, ἡ δὲ ἀπογνωστικὴ πρὸς τελείαν κόλασιν, ὡς εἰρήκαμεν. Ταῦτα δὲ ἐπὶ τῶν οὐκ ἐφ᾿
ἡμῖν»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς τοῦ Θεοῦ παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ
ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν».

112
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Σε καµία περίπτωση όµως ο Θεός δεν επιθυµεί το κακό, ούτε και


αρέσκεται µε τις κακές πράξεις. Αντιθέτως, χαίρεται µε τις καλές και τις
ενισχύει. Υπάρχει δηλαδή µία πολύ λεπτή ισορροπία την οποία τηρεί ο Θεός µε
την πρόνοιά του και µέσα από αυτήν φροντίζει να δίνει πολλές ευκαιρίες σε
όλους τους ανθρώπους για µετάνοια και επιστροφή, ενώ παράλληλα σέβεται τη
λογική και αυτεξούσια ικανότητα που τους έχει δωρίσει, αφού οτιδήποτε γίνεται
µέσω εξαναγκασµού δεν µπορεί να θεωρείται ούτε λογική, ούτε ενάρετη
πράξη354. Μπορεί δηλαδή ο ίδιος ο Θεός να έχει δηµιουργήσει αγαθούς όλους
τους ανθρώπους και να θέλει όλοι τους να σωθούν και να µετάσχουν στην
αγαθότητά του355, ωστόσο φροντίζει παράλληλα να σέβεται και την αυτεξούσια

354Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924Β: «οὐκ ἀρετὴ γὰρ τὸ βίᾳ γινόμενον.»·
43, PG 94, 969Β: «Τῶν δὲ ἐφ᾿ ἡμῖν τὰ μὲν ἀγαθὰ προηγουμένως θέλει καὶ εὐδοκεῖ, τὰ δὲ πονηρὰ
καὶ ὄντως κακὰ οὔτε προηγουμένως οὔτε ἑπομένως θέλει· παραχωρεῖ δὲ τῷ αὐτεξουσίῳ· τὸ
γὰρ κατὰ βίαν γινόμενον οὐ λογικὸν, οὐδὲ ἀρετή»· 44, PG 94, 969Β-972A: «Χρὴ γινώσκειν, ὡς
πάντα μὲν προγινώσκει ὁ Θεός, οὐ πάντα δὲ προορίζει· προγινώσκει γὰρ καὶ τὰ ἐφ᾿ ἡμῖν, οὐ
προορίζει δὲ αὐτά· οὐ γὰρ θέλει τὴν κακίαν γενέσθαι οὐδὲ βιάζεται τὴν ἀρετήν»· 44, PG 94,
972A-973A: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι ἡ μὲν ἀρετὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη ἐν τῇ φύσει καὶ αὐτός ἐστι
παντὸς ἀγαθοῦ ἀρχὴ καὶ αἰτία καὶ ἐκτὸς τῆς αὐτοῦ συνεργίας καὶ βοηθείας ἀδύνατον ἀγαθὸν
θελῆσαι ἢ πρᾶξαι ἡμᾶς. Ἐφ᾿ ἡμῖν δέ ἐστιν ἢ ἐμμεῖναι τῇ ἀρετῇ καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Θεῷ πρὸς
ταύτην καλοῦντι ἢ ἀποφοιτῆσαι τῆς ἀρετῆς, ὅπερ ἐστὶν ἐν τῇ κακίᾳ γενέσθαι καὶ ἀκολουθῆσαι
τῷ Διαβόλῳ πρὸς ταύτην καλοῦντι ἀβιάστως·»· 58, PG 94, 1041Β: «Οὐ μόνον γὰρ ἡ θεία καὶ
ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή.»· 64, PG 94, 1081B:
«Αὕτη γὰρ οὐ φυσική ἐστιν οὐδὲ ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ ἡμῖν ἐνσπαρεῖσα, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς τοῦ
διαβόλου ἐπισπορᾶς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ αὐτεξουσίῳ προαιρέσει ἑκουσίως συνισταμένη, οὐ βίᾳ
ἡμῶν κρατοῦσα»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς τοῦ Θεοῦ παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον
καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568B: « To\ ga\r bi/# gino/menon h)\
a)na/gkv fu/s ewj ou)k a)r eth/» · PG 94, 1577CD: «Ei) ga\r qe/lwn kri/nei, a)ll' ou) kata\
prohgou/menon qe/lhma, a)lla\ kata\ to\ e(po/menon. Prohgou/menon ou)=n e)s ti qe/lhma, o(/per tij a)f'
e(autou= qe/lei, e(po/menon de/, o(/per e)k th=j tw=n ginome/nwn ai)ti/aj: prohgoume/nwj ga\r e)c e(autou=
"qe/lei o( qeo\j pa/ntaj a)nqrw/pouj swqh=nai kai\ ei)j e)pi/g nwsin a)lhqei/aj e)lqei=n". (Amartano/ntwn
de\ h(mw=n qe/lei paideu/esqai h(ma=j pro\j to\ sumfe/ron. Kai\ to\ me\n prohgou/menon qe/lhma tou=
qeou= th=j a)gaqo/thto/j e)s ti, to\ de\ e(po/menon th=j dikaiosu/nhj au)tou=.»· Περί των οκτώ της
πονηρίας πνευμάτων, PG 95, 96D: «)Areth\ de\ kalei=tai, dia\ to\ ai(rei=sqai: ai(reth\ ga\r kai\
qelhth\, dia\ to\ ai(r etw=j kai\ au)tecousi/wj to\ a)g aqo\n poiei=n h(ma=j, ou)xi\ a)boulh/twj kai\
a)nagkastw=j.»· Εις προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 532B: «To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\
kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\ au)tecou/s ion.»· PG 95, 536C: « (/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j
pa/qh a)timi/aj, kai\ to\, )Etu/flwse ta\ noh/mata tw=n a)pi/stwn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\,
dia\ th\n sugxw/r hsin au)tou= e(ka/s t% w(j bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\
au)tecou/sion: ou(/twj kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\, sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/f uktoj
a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/s thsen e)/legxon. ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n
a)nairou=ntoj to\ au)tecou/s ion.»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ
ἀποστερεῖ τινα τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται
τοὺς ἑκουσίως τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει,
ἕως ἐν τῷ παρόντι βίῳ ἐστί.»· PG 96, 997A: «οὕτως αὐτεξουσίως βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων
καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν τις προαιρῆται, κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ
θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας ἐπιτηδεύμασι».
355 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 968C-969A: «Χρὴ εἰδέναι, ὡς ὁ Θεὸς

προηγουμένως θέλει πάντας σωθῆναι καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ τυχεῖν· οὐ γὰρ ἐπὶ τὸ κολάσαι
ἔπλασεν ἡμᾶς, ἀλλὰ πρὸς τὸ μετασχεῖν τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ, ὡς ἀγαθός. ῾Αμαρτάνοντας δὲ
θέλει κολάζεσθαι ὡς δίκαιος».

113
Χαρίδημου Α. Κουτρή

επιλογή κάποιων ανθρώπων να τον αρνηθούν και να αποµακρυνθούν από


κοντά του356.

Τέλος, ο ∆αµασκηνός παραδέχεται ότι πολλές φορές ο Θεός προσπαθεί


να διαπαιδαγωγήσει τους ανθρώπους χρησιµοποιώντας ολόκληρη την κτίση,
συµπεριλαµβανοµένων των άψυχων και άλογων όντων, και µερικές φορές
ακόµη και των ίδιων των δαιµόνων, όπως στις περιπτώσεις του Ιώβ357 ή των
χοίρων358 στην περιοχή των Γαδαρηνών359. Το βέβαιο είναι ότι οι τρόποι της
θείας Πρόνοιας δεν περιορίζονται στους προαναφερθέντες. Αντιθέτως είναι
τόσοι πολλοί που δεν µπορούν ούτε στο νου του ανθρώπου να χωρέσουν, ούτε
και να ερµηνευτούν από αυτόν360. Σε κάθε περίπτωση, η ουσία παραµένει µία.
Ασχέτως µε το πόσα κακά µπορούν να συµβούν κατά τη διάρκεια της ζωής ενός
ανθρώπου είναι προσωπική ευθύνη του καθενός να τα αντιµετωπίσει µε θετική
διάθεση και να τα χρησιµοποιήσει ως µέσα διαπαιδαγώγησης για να βγάλει από
αυτά κάτι καλό και ωφέλιµο για τη σωτηρία του361.

356 Εις προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 532B: « To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n
a)nairou=ntoj to\ au)tecou/s ion.»· PG 95, 536C: «(/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j pa/qh a)timi/aj, kai\
to\, )E tu/f lwse ta\ noh/mata tw=n a)pi/s twn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n
sugxw/r hsin au)tou= e(ka/s t% w(j bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au)tecou/s ion: ou(/twj
kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\, sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/f uktoj a)r #=: dio\ to\n th=j
a)peiqei/aj kate/s thsen e)/legxon. ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ ἀποστερεῖ τινα
τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται τοὺς ἑκουσίως
τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει, ἕως ἐν τῷ
παρόντι βίῳ ἐστί».
357 Βλ. Ιώβ 1,12: «τότε εἶπεν ὁ κύριος τῷ διαβόλῳ ἰδοὺ πάντα ὅσα ἔστιν αὐτῷ δίδωμι ἐν τῇ χειρί

σου ἀλλὰ αὐτοῦ μὴ ἅψῃ καὶ ἐξῆλθεν ὁ διάβολος παρὰ τοῦ κυρίου».
358 Βλ. Ματθ 8,31-32: «οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς,

ἀπόστειλον ἡμᾶς εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες
ἀπῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν
θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν»· Μαρκ. 5,12-13: «καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν λέγοντες·
πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν. καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. καὶ
ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ
τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς δισχίλιοι, καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ.»· Λουκ. 8,33:
«ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ
ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη».
359 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 969Β: «Προνοεῖ δὲ ὁ Θεὸς πάσης τῆς

κτίσεως καὶ διὰ πάσης τῆς κτίσεως εὐεργετῶν καὶ παιδεύων καὶ δι᾿ αὐτῶν πολλάκις τῶν
δαιμόνων ὡς ἐπὶ τοῦ Ἰὼβ καὶ τῶν χοίρων».
360 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 968Β: «Χρὴ δὲ εἰδέναι, ὡς πολλοί εἰσιν

οἱ τρόποι τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας, καὶ μήτε λόγῳ ἑρμηνευθῆναι, μήτε νῷ περιληφθῆναι
δυνάμενοι».
361 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 43, PG 94, 968Β: «Δεῖ γινώσκειν, ὡς πᾶσαι αἱ

σκυθρωπαὶ ἐπιφοραὶ τοῖς μετ᾿ εὐχαριστίας δεχομένοις πρὸς σωτηρίαν ἐπάγονται καὶ πάντως
ὠφελείας γίνονται πρόξενοι.». Η αντίληψη ότι το κακό μπορεί να αποτελέσει μέσο
παιδαγωγίας και άσκησης για τον αληθινό Χριστιανό, την ίδια στιγμή που αποτελεί αιτία
απογοήτευσης και περαιτέρω σκλήρυνσης για τον αμετανόητο, είναι βασική θέση της
Πατερικής θεολογίας απέναντι στα δεινά του κόσμου· βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις

114
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

6. Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ

Μολονότι µέχρι στιγµής έχουµε αναφερθεί εκτενώς στις λεπτές ισορροπίες


που φροντίζει να κρατά ο Θεός µεταξύ θείας πρόνοιας και αυτεξουσίου, αλλά και
στο πώς γίνεται να υπάρχουν όντα που καίτοι δηµιουργηµένα αγαθά καταλήγουν
στην απώλεια, γεννάται από ορισµένους ανθρώπους το ερώτηµα: «εφόσον ο
παντογνώστης Θεός γνωρίζει εκ των προτέρων ποιοι θα χαθούν και ποιοι θα
σωθούν, πώς ξέρουµε ότι δεν είναι ο ίδιος ο Θεός που προορίζει εξ’ αρχής κάποιους
ανθρώπους για τη σωτηρία τους και κάποιους άλλους για την απώλειά τους;»362.

Πράγµατι, σύµφωνα µε τον ∆αµασκηνό, ο Θεός προγνωρίζει όλες τις


πράξεις των ανθρώπων, τόσο τις καλές, όσο και τις κακές. Παρ’ όλα αυτά δεν τις
προορίζει, αφού ο αγαθός Θεός δεν µπορεί να είναι αίτιος κακών πράξεων, αλλά
και οι καλές πράξεις δεν µπορούν να χαρακτηριστούν ως καλές αν αποτελούν
προϊόν εξαναγκασµού363. Ωστόσο γνωρίζει όλα όσα πρόκειται να γίνουν από τους

ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα,
όπ. παρ., σ. 473. Περισσότερα για την Πρόνοια του Θεού, βλέπε Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και
Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 165-166· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, όπ. παρ., σ. 390-404·
ΑΘ.ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ., σ. 51-57.
362 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 969Β-980A: «Περὶ προγνώσεως καὶ

προορισμοῦ»· Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 143. Για τη διαφορά μεταξύ προγνώσεως
και προορισμού, βλ. και ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα, Λειμών Αμφιλαφής 1, εκδ.
Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 38εξ.
363 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924Β: «οὐκ ἀρετὴ γὰρ τὸ βίᾳ γινόμενον.»·

43, PG 94, 969Β: «Τῶν δὲ ἐφ᾿ ἡμῖν τὰ μὲν ἀγαθὰ προηγουμένως θέλει καὶ εὐδοκεῖ, τὰ δὲ πονηρὰ καὶ
ὄντως κακὰ οὔτε προηγουμένως οὔτε ἑπομένως θέλει· παραχωρεῖ δὲ τῷ αὐτεξουσίῳ· τὸ γὰρ κατὰ
βίαν γινόμενον οὐ λογικὸν, οὐδὲ ἀρετή»· 44, PG 94, 969Β-972A: «Χρὴ γινώσκειν, ὡς πάντα μὲν
προγινώσκει ὁ Θεός, οὐ πάντα δὲ προορίζει· προγινώσκει γὰρ καὶ τὰ ἐφ᾿ ἡμῖν, οὐ προορίζει δὲ αὐτά·
οὐ γὰρ θέλει τὴν κακίαν γενέσθαι οὐδὲ βιάζεται τὴν ἀρετήν.»· 44, PG 94, 972A-973A: «Χρὴ δὲ
γινώσκειν, ὅτι ἡ μὲν ἀρετὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη ἐν τῇ φύσει καὶ αὐτός ἐστι παντὸς ἀγαθοῦ ἀρχὴ καὶ
αἰτία καὶ ἐκτὸς τῆς αὐτοῦ συνεργίας καὶ βοηθείας ἀδύνατον ἀγαθὸν θελῆσαι ἢ πρᾶξαι ἡμᾶς. Ἐφ᾿
ἡμῖν δέ ἐστιν ἢ ἐμμεῖναι τῇ ἀρετῇ καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Θεῷ πρὸς ταύτην καλοῦντι ἢ ἀποφοιτῆσαι
τῆς ἀρετῆς, ὅπερ ἐστὶν ἐν τῇ κακίᾳ γενέσθαι καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Διαβόλῳ πρὸς ταύτην καλοῦντι
ἀβιάστως·»· 58, PG 94, 1041Β: «Οὐ μόνον γὰρ ἡ θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει,
ἀλλ᾿ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή.»· 64, PG 94, 1081B: «Αὕτη γὰρ οὐ φυσική ἐστιν οὐδὲ ὑπὸ τοῦ
Δημιουργοῦ ἡμῖν ἐνσπαρεῖσα, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου ἐπισπορᾶς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ αὐτεξουσίῳ
προαιρέσει ἑκουσίως συνισταμένη, οὐ βίᾳ ἡμῶν κρατοῦσα»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς τοῦ Θεοῦ
παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94,
1568B: «To\ ga\r bi/# gino/menon h)\ a)na/gkv fu/sewj ou)k a)reth/»· Περί των οκτώ της πονηρίας
πνευμάτων, PG 95, 96D: «)Areth\ de\ kalei=tai, dia\ to\ ai(rei=sqai: ai(reth\ ga\r kai\ qelhth\, dia\ to\
ai(retw=j kai\ au)tecousi/wj to\ a)gaqo\n poiei=n h(ma=j, ou)xi\ a)boulh/twj kai\ a)nagkastw=j.»· Εις προς
Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 532B: «To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.»· PG 95, 536C: «(/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j pa/qh a)timi/aj, kai\ to\, )Etu/flwse ta\
noh/mata tw=n a)pi/stwn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n sugxw/rhsin au)tou= e(ka/st% w(j
bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au)tecou/sion: ou(/twj kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\,
sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/fuktoj a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/sthsen e)/legxon. ga\r
a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\ au)tecou/sion.»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ
και Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ ἀποστερεῖ τινα τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς

115
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ανθρώπους και φροντίζει να προορίσει αναλόγως τα «οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν» µε στόχο να

παράσχει στον άνθρωπο όσο το δυνατόν περισσότερες ευκαιρίες για να σωθεί,


αλλά και παράλληλα να µην παραβιάσει την αυτεξουσιότητά του και την ελευθερία
του να απορρίψει τις ευκαιρίες αυτές364.

Ο ∆αµασκηνός πάντως ξεκαθαρίζει ότι ο άνθρωπος, καίτοι δηµιουργηµένος


από τη φύση του αγαθός, αδυνατεί µόνος του να πράξει το καλό χωρίς τη
συνεργία του µόνου αληθινά αγαθού, δηλαδή του Θεού. Ωστόσο, είναι στο χέρι
του κάθε ανθρώπου το αν θα εκπληρώσει την επιθυµία του Θεού για συµµετοχή
στην αγαθότητά του ή αν θα τον αρνηθεί και θα αποµακρυνθεί από αυτόν. Γι’ αυτό
άλλωστε και έχει δώσει το δώρο του αυτεξουσίου σε όλους τους ανθρώπους,
ούτως ώστε ο καθένας να επιλέγει εκούσια και αβίαστα το αν θα κινηθεί προς το
καλό ή προς το κακό365.

δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται τοὺς ἑκουσίως τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος
ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει, ἕως ἐν τῷ παρόντι βίῳ ἐστί.»· PG 96, 997A: «οὕτως αὐτεξουσίως
βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν τις προαιρῆται,
κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας ἐπιτηδεύμασι·»·
Γ.ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 57-58.
364 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 972A: «Ὥστε τῆς θείας προγνωστικῆς

κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός. Προορίζει δὲ τὰ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν κατὰ τὴν πρόγνωσιν αὐτοῦ· ἤδη
γὰρ κατὰ τὴν πρόγνωσιν αὐτοῦ προέκρινε πάντα ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν δικαιοσύνην
αὐτοῦ.»· Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, όπ. παρ., σ. 396-398.
365 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 924Β: «οὐκ ἀρετὴ γὰρ τὸ βίᾳ γινόμενον.»·

43, PG 94, 969Β: «Τῶν δὲ ἐφ᾿ ἡμῖν τὰ μὲν ἀγαθὰ προηγουμένως θέλει καὶ εὐδοκεῖ, τὰ δὲ πονηρὰ καὶ
ὄντως κακὰ οὔτε προηγουμένως οὔτε ἑπομένως θέλει· παραχωρεῖ δὲ τῷ αὐτεξουσίῳ· τὸ γὰρ κατὰ
βίαν γινόμενον οὐ λογικὸν, οὐδὲ ἀρετή.»· 44, PG 94, 969Β-972A: «Χρὴ γινώσκειν, ὡς πάντα μὲν
προγινώσκει ὁ Θεός, οὐ πάντα δὲ προορίζει· προγινώσκει γὰρ καὶ τὰ ἐφ᾿ ἡμῖν, οὐ προορίζει δὲ αὐτά·
οὐ γὰρ θέλει τὴν κακίαν γενέσθαι οὐδὲ βιάζεται τὴν ἀρετήν.»· 44, PG 94, 972A-973A: «Χρὴ δὲ
γινώσκειν, ὅτι ἡ μὲν ἀρετὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη ἐν τῇ φύσει καὶ αὐτός ἐστι παντὸς ἀγαθοῦ ἀρχὴ καὶ
αἰτία καὶ ἐκτὸς τῆς αὐτοῦ συνεργίας καὶ βοηθείας ἀδύνατον ἀγαθὸν θελῆσαι ἢ πρᾶξαι ἡμᾶς. Ἐφ᾿
ἡμῖν δέ ἐστιν ἢ ἐμμεῖναι τῇ ἀρετῇ καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Θεῷ πρὸς ταύτην καλοῦντι ἢ ἀποφοιτῆσαι
τῆς ἀρετῆς, ὅπερ ἐστὶν ἐν τῇ κακίᾳ γενέσθαι καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Διαβόλῳ πρὸς ταύτην καλοῦντι
ἀβιάστως·»· 58, PG 94, 1041Β: «Οὐ μόνον γὰρ ἡ θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει,
ἀλλ᾿ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή.»· 64, PG 94, 1081B: «Αὕτη γὰρ οὐ φυσική ἐστιν οὐδὲ ὑπὸ τοῦ
Δημιουργοῦ ἡμῖν ἐνσπαρεῖσα, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου ἐπισπορᾶς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ αὐτεξουσίῳ
προαιρέσει ἑκουσίως συνισταμένη, οὐ βίᾳ ἡμῶν κρατοῦσα»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς τοῦ Θεοῦ
παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94,
1568B: «To\ ga\r bi/# gino/menon h)\ a)na/gkv fu/sewj ou)k a)reth/»· Περί των οκτώ της πονηρίας
πνευμάτων, PG 95, 96D: «)Areth\ de\ kalei=tai, dia\ to\ ai(rei=sqai: ai(reth\ ga\r kai\ qelhth\, dia\ to\
ai(retw=j kai\ au)tecousi/wj to\ a)gaqo\n poiei=n h(ma=j, ou)xi\ a)boulh/twj kai\ a)nagkastw=j.»· Εις προς
Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 532B: «To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.»· PG 95, 536C: «(/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j pa/qh a)timi/aj, kai\ to\, )Etu/flwse ta\
noh/mata tw=n a)pi/stwn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n sugxw/rhsin au)tou= e(ka/st% w(j
bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au)tecou/sion: ou(/twj kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\,
sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/fuktoj a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/sthsen e)/legxon. ga\r
a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\ au)tecou/sion.»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ
και Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ ἀποστερεῖ τινα τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται τοὺς ἑκουσίως τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος

116
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Μάλιστα, προκειµένου ο ∆αµασκηνός να καταστήσει ακόµη περισσότερο


σαφές το ότι η πρόγνωση του Θεού για τις πράξεις των ανθρώπων δεν σηµαίνει και
προορισµό τους, προβαίνει και σε µία πολύ λεπτή, πλην όµως αναγκαία διευκρίνιση.
Αναφέρει ότι η προγνωστική δύναµη του Θεού – ως ιδιότητα – δεν έχει την αιτία της
στον άνθρωπο. Η πρόγνωση όµως του Θεού για όσα θα πράξει ο άνθρωπος
εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο. Με πιο απλά λόγια, ο Θεός ως παντογνώστης
γνωρίζει τις πράξεις των ανθρώπων ακριβώς επειδή οι άνθρωποι πρόκειται να τις
πράξουν· το τι θα πράξει όµως ο καθένας δεν επηρεάζεται από την πρόγνωσή του
Θεού366. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα που χρησιµοποιεί ο ∆αµασκηνός. Το
ότι ένας γιατρός µπορεί χάρη στις ιατρικές του γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει
τη γένεση και την πορεία µιας ασθένειας, αυτό δεν σηµαίνει πως ο γιατρός είναι
εκείνος που προκαλεί την ασθένεια367. Πόσω µάλλον όταν προσπαθεί να παράσχει
στον ασθενή την ίαση και ο ασθενής αρνείται να τη δεχτεί, επειδή αυτεξούσια
επιλέγει να µείνει άρρωστος και να ζει µε τρόπο που να οδηγεί στην επιδείνωση368.

Καθίσταται εποµένως σαφές ότι η σωτηρία ή η απώλειά του κάθε ανθρώπου


εξαρτάται σε πάρα πολύ µεγάλο βαθµό από τον ίδιο του τον εαυτό, αφού ο Θεός
καλεί συνεχώς κοντά του όλους τους ανθρώπους και τους δίνει πάρα πολλές
ευκαιρίες για να µετανοήσουν. Το θέµα είναι το αν οι άνθρωποι αντιληφθούν τις
ευκαιρίες αυτές και θελήσουν να τις χρησιµοποιήσουν ωφέλιµα και δηµιουργικά
ούτως ώστε να αποδεχθούν το δώρο της σωτηρίας και να προσεγγίσουν τον Θεό.

ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει, ἕως ἐν τῷ παρόντι βίῳ ἐστί.»· PG 96, 997A: «οὕτως αὐτεξουσίως
βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν τις προαιρῆται,
κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας ἐπιτηδεύμασι·».
366 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1577ΑB: «79 Proeidw\j ou)=n o( qeo\j ta\ e)so/mena u(f' h(mw=n e(kousi/wj

h)/goun ta\ e)f' h(mi=n, a)reth/n fhmi kai\ kaki/an, proori/zei ta\ ou)k e)f' h(mi=n. Kai\ h( me\n prognwstikh\
du/namij tou= qeou= ou)k e)c h(mw=n e)/xei th\n ai)ti/an, to\ de\ prognw=nai, a(\ me/llomen poiei=n, e)c h(mw=n: ei)
ga\r mh\ e)me/llomen poiei=n, ou)de\ au)to\j proegi/nwske to\ mh\ e)so/menon. Kai\ h( me\n pro/gnwsij tou=
qeou= a)lhqh/j e)sti kai\ a)para/batoj, a)ll' ou)k au)th/ e)stin h( ai)ti/a tou= gene/sqai pa/ntwj to\ e)so/menon,
a)ll', o(/ti me/llomen poiei=n to/de h)\ to/de, proginw/skei. Proginw/skei de\ polla/, a(\ ou)k e)/stin au)t%=
a)resta/, kai\ ou)k au)to\j ai)/tioj tou/twn.»· Ιωάννου Δαμασκηνού, Ι.Κατά Μανιχαίων Διάλογος· ΙΙ.Προς
τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας λόγοι τρεις, όπ. παρ., σ. 152.
Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1577BC: «(Wj ou)de\ i)atro\j ai)/tioj th=j no/sou, ei) prognw=, o(/ti me/llei
367

tij nosei=n, a)lla\ to\ me\n nosh=sai a)/llhj ai)ti/aj th=j poiou/shj th\n no/son, h( de\ pro/gnwsij tou=
i)atrou= th=j e)n au)t%= te/xnhj: ou(/tw kai\ to\ e)so/menon u(f' h(mw=n ou)k e)k tou= qeou= th\n ai)ti/an e)/xei,
a)lla\ to\ au)tecou/sion h(mw=n qe/lhma: ou) kako\n de\ to\ au)tecou/sion, ei), w(j e)do/qh h(mi=n kai\ e)f' %(=
e)do/qh, xrhso/meqa au)t%=. To\ de\ prognw=nai to\n qeo\n th=j prognwstikh=j au)tou= duna/mewj. )All' ou)de\
ai( timwri/ai h(mw=n to\n qeo\n e)/xousin ai)/tion. Ou) ga\r o( krith/j e)sti th=j timwri/aj tou= ponhrou=
ai)/tioj, ei) kai\ au)to\j qe/lwn kri/nei, a)ll' ai)/tioj me/n e)stin o( ptai/saj th=j e(autou= timwri/aj, o( de\
krith\j th=j dikaiosu/nhj ai)/tioj: a)gaqo\n de\ h( dikaiosu/nh».
Βλέπουμε εδώ χαρακτηριστικά πως για ακόμη μία φορά ο Δαμασκηνός, αλλά και οι υπόλοιποι
368

Πατέρες, κάνουν χρήση της ιατρικής ορολογίας –και όχι της δικανικής– για να περιγράψουν τη
σχέση Θεού-ανθρώπου.

117
Χαρίδημου Α. Κουτρή

7. Η ΟΡΘΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ

Μέχρι στιγµής έχουµε αναφερθεί εκτενώς σε όλες σχεδόν τις πτυχές του
αυτεξουσίου του ανθρώπου, αλλά και στις συνέπειες της κακής χρήσης του τόσο
από τους πρωτόπλαστους, όσο και από τον σύγχρονο άνθρωπο. Ποια είναι όµως η
ορθή χρήση του αυτεξουσίου, σύµφωνα µε τον Ιωάννη ∆αµασκηνό;

Κατ’ αρχάς οφείλουµε να πούµε πως ο βασικός άξονας είναι η εκπλήρωση


του στόχου για τον οποίο είναι δηµιουργηµένος ο άνθρωπος. Η κίνηση δηλαδή από
το «κατ’ εικόνα Θεού» στο «καθ’ οµοίωση» και η επάνοδος ολόκληρου του
ανθρώπου από το «παρά φύση» στο «κατά φύση» µέσα από την αποδοχή του
δώρου της σωτηρίας και τη βοήθεια της θείας χάρης.

α. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Η επίτευξη του «καθ’ οµοίωση», κατά τον ∆αµασκηνό, πραγµατοποιείται µε


την άσκηση του ανθρώπου στις αρετές. Οι αρετές είναι φυσικές και υπάρχουν σε
όλους τους ανθρώπους, αποτελώντας µέρος του «κατά φύση» τους. Μολονότι
αποτελούν συστατικό της ανθρώπινης φύσης, ο άνθρωπος δεν τις ασκεί πάντοτε
εξαιτίας του ότι διατηρεί φθαρµένο το «κατ’ εικόνα» µιας κι έχει επιλέξει αυτεξούσια
να κινείται στο «παρά φύση». Γι’ αυτό και η πραγµατοποίηση του καλού και της
αρετής είναι τόσο δύσκολη πολλές φορές. Όχι γιατί πρόκειται για προσπάθεια
απόκτησης της αρετής σαν να ήταν κάποια εξωτερική κατάσταση διαφορετική από
τη φύση του ανθρώπου, αλλά γιατί ο άνθρωπος προσπαθεί ουσιαστικά να αποβάλει
την κακία που προστέθηκε πάνω στη φύση του και να αναδείξει το «κατ’ εικόνα»
που απεκατέστησε ο Χριστός µε την ενσάρκωσή του369. Μάλιστα ο ∆αµασκηνός
χρησιµοποιεί ένα πολύ όµορφο παράδειγµα προκειµένου να εξηγήσει καλύτερα τα
λεγόµενά του. Σύµφωνα µε τον συγγραφέα, το «κατ’ εικόνα» µοιάζει µε τον σίδηρο
και η κακία µε τη σκουριά που επικάθεται στον σίδηρο και τον καλύπτει. Η άσκηση
της αρετής εποµένως είναι αυτή ακριβώς η προσπάθεια αφαίρεσης της κακίας
(σκουριάς) από το «κατ’ εικόνα» του ανθρώπου370.

369 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1045Α: «φυσικαὶ γάρ εἰσιν αἱ ἀρεταὶ καὶ
φυσικῶς καὶ ἐπίσης πᾶσιν ἐνυπάρχουσιν, εἰ καὶ μὴ πάντες ἐπίσης ἐνεργοῦμεν τὰ τῆς φύσεως· ἐκ
τοῦ κατὰ φύσιν γὰρ εἰς τὸ παρὰ φύσιν διὰ τῆς παραβάσεως ἠλάσαμεν. Ὁ δὲ Κύριος ἐκ τοῦ παρὰ
φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἡμᾶς ἐπανήγαγε· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν». Καὶ ἡ
ἄσκησις δὲ καὶ οἱ ταύτης πόνοι οὐ πρὸς τὸ ἐπικτήσασθαι τὴν ἀρετὴν ἔξωθεν ἐπείσακτον οὖσαν
ἐπενοήθησαν, ἀλλὰ πρὸς τὸ τὴν ἐπείσακτον καὶ παρὰ φύσιν κακίαν ἀποβαλέσθαι».
370 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1045Α: «ὥσπερ καὶ τὸν τοῦ σιδήρου ἰὸν οὐ

φυσικὸν ὄντα, ἀλλ᾿ ἐξ ἀμελείας ἐπιγενόμενον, διὰ μόχθου ἀποβάλλοντες τὴν φυσικὴν τοῦ σιδήρου

118
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

β. Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ

Βασικός τρόπος άσκησης της αρετής αποτελεί η εξουσία του ανθρώπου


πάνω στη φθαρτή του φύση και η δηµιουργική της χρήση προκειµένου να
προσεγγίσει το Θεό και να µετάσχει στις θείες ενέργειες. Η φύση αυτή όµως
εξαιτίας της φθαρτότητάς της χαρακτηρίζεται από τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη,
όπως η πείνα, η δίψα, ο θυµός, η επιθυµία, ο κόπος, ο πόνος, τα δάκρυα, η
φθορά, η δειλία, η αγωνία, ακόµη και η βοήθεια από τους αγγέλους λόγω του
ασθενούς της ανθρώπινης φύσεως371. Σύµφωνα µε τον ∆αµασκηνό, τα πάθη αυτά
είναι εγγενή χαρακτηριστικά της πεπτωκυίας φύσης του ανθρώπου και εισήλθαν
στη ζωή του εξαιτίας της παράβασης της θεϊκής εντολής372. ∆εδοµένου ότι είναι
δοσµένα από τον Θεό θεωρούνται καλά και «ἐπ᾿ ἀγαθῷ ὑπὸ τοῦ ἀγαθοῦ

δεδωρημένα». Άλλωστε πρόκειται για τα ίδια πάθη που προσέλαβε ο σαρκωθείς


Λόγος κατά την ενανθρώπησή του για να τα αγιάσει373.

λαμπρότητα ἐμφανίζομεν». Σύμφωνα μάλιστα με τον Ν.Ματσούκα, η θέση αυτή του Δαμασκηνού
είναι πάρα πολύ σημαντική για την ορθή κατανόηση της «οργανικής σχέσεως φυσικής και
υπερφυσικής αποκάλυψης σε μια δυναμική εξέλιξη και πορεία. Πολλοί λένε ότι η χριστιανική
αρετή είναι καρπός του πνεύματος, που χορηγεί ο Θεός, και όχι έργο της φύσεως του ανθρώπου,
προφανώς θέλοντας να πολεμήσουν τον ανθρωπισμό του Διαφωτισμού. Η διατύπωση αυτή είναι
σωστή, αλλά χρειάζεται προσοχή και διευκρίνιση αυτής της θέσεως. Η χάρη αποκαθιστά τη φύση
και τα έργα της φύσεως είναι πάλι έργα δικά της, βγαλμένα από τη δική της δομή. Η υπερφυσική
αποκάλυψη δεν προστίθεται στη φυσική ούτε απλώς τη συμπληρώνει, αλλά την τοποθετεί στη
σωστή της πορεία». Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο –
Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 481. Για τη σχέση υπερφυσικής-
φυσικής αποκάλυψης βλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 58εξ·
Για τη σωτηρία του ανθρώπου στον Ιωάννη Δαμασκηνό, βλ. συμπληρωματικά Γ.ΜΕΤΑΛΛΙΔΗ, Η
σωτηρία του ανθρώπου κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, όπ. παρ.
371 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 64, PG 94, 1081B: «Φυσικὰ δὲ καὶ ἀδιάβλητα πάθη …

οἷον πεῖνα, δίψα, κόπος, πόνος, τὸ δάκρυον, ἡ φθορά, ἡ τοῦ θανάτου παραίτησις, ἡ δειλία, ἡ ἀγωνία
(ἐξ ἧς οἱ ἱδρῶτες, οἱ θρόμβοι τοῦ αἵματος), ἡ διὰ τὸ ἀσθενὲς τῆς φύσεως ὑπὸ τῶν ἀγγέλων βοήθεια
καὶ τὰ τοιαῦτα, ἅτινα πᾶσι τοῖς ἀνθρώποις φυσικῶς ἐνυπάρχουσι».
372 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 64, PG 94, 1081B: «Φυσικὰ δὲ καὶ ἀδιάβλητα πάθη

εἰσὶ τὰ οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν, ὅσα ἐκ τῆς ἐπὶ τῇ παραβάσει κατακρίσεως εἰς τὸν ἀνθρώπινον εἰσῆλθε βίον·»
373 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 64, PG 94, 1081ΑΒC: «Ὁμολογοῦμεν δέ, ὅτι πάντα τὰ

φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου ἀνέλαβεν. Ὅλον γὰρ τὸν ἄνθρωπον καὶ πάντα τὰ τοῦ
ἀνθρώπου ἀνέλαβε πλὴν τῆς ἁμαρτίας· … Πάντα τοίνυν ἀνέλαβεν, ἵνα πάντα ἁγιάσῃ.»· 11, PG 94,
814B: «αὐτὸς γὰρ πάντα τὸν ἄνθρωπον διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἀνεδέξατο, ψυχὴν νοερὰν καὶ
σῶμα καὶ τὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἰδιώματα τά τε φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη»· «Ἡ μὲν γὰρ
θεία αὐτοῦ θέλησις ἄναρχός τε ἦν καὶ παντουργός, ἑπομένην ἔχουσα τὴν δύναμιν καὶ ἀπαθής, ἡ
δὲ ἀνθρωπίνη αὐτοῦ θέλησις ἀπὸ χρόνου τε ἤρξατο καὶ αὐτὴ τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη
ὑπέμεινε καὶ φυσικῶς οὐ παντοδύναμος ἦν, ὡς δὲ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀληθῶς καὶ κατὰ
φύσιν γενομένη καὶ παντοδύναμος»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 150· «Η ενανθρώπηση του
Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-
143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010].

119
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Ακριβώς όµως επειδή είναι κοινά στη φύση όλων των ανθρώπων, η κατοχή
τους από µόνη της δεν θεωρείται ούτε αρετή, ούτε κακία374. Εκείνο που έχει
σηµασία και που ουσιαστικά υπόκειται στο αυτεξούσιο του ανθρώπου είναι ο τρόπος
χρήσης και εκπλήρωσης των παθών αυτών. Το αν δηλαδή θα τα εξουσιάσουµε,
υπακούοντας στο θέληµα του Θεού και πραγµατοποιώντας έτσι την αρετή375 που
οδηγεί στην αιώνια τρυφή ή αν θα υποκύψουµε σε αυτά και στις πρόσκαιρες ηδονές,
υποτασσόµενοι δηλαδή στην κακία και οδηγούµενοι στο θάνατο376. Τέλος, η
ραθυµία και η µη άσκηση της αρετής θεωρείται επίσης κακία377.

Βλέπουµε δηλαδή πως η αυτεξουσιότητα του ανθρώπου, σύµφυτο


χαρακτηριστικό µε τη λογικότητά του, συνδέεται άµεσα µε τον έλεγχο που ασκεί ο
άνθρωπος πάνω στο ίδιο του το σώµα και τις ανάγκες του. Το ερώτηµα εποµένως
είναι το αν θα κυριαρχήσει ο άνθρωπος στην ψυχή και το σώµα του και αν θα τα
χρησιµοποιήσει για να οµοιάσει προς το Θεό· ή αν αντιθέτως θα υποταχθεί στις
άλογες ορµές και απολαύσεις, παραµερίζοντας τη λογική του, και οµοιάσει κατ’
αυτόν τον τρόπο στα άλογα ζώα. Πρόκειται για την ίδια απόφαση που περιγράφεται
στο περιστατικό της Γενέσεως όπου οι πρωτόπλαστοι επέλεξαν να υποτάξουν τη
λογική τους στις επιθυµίες τους και κατ’ αυτόν τον τρόπο κατέστησαν υπόδουλοι
στο φθαρτό τους σώµα, υποκείµενοι στη φθορά και τον θάνατο378. Αυτή είναι η

374 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 148D-149A: «Tau=ta pa/nta fusika/
ei)si kai\ a)dia/blhta para\ tou= dhmiourgou= tv= fu/sei tw=n a)nqrw/pwn dedwrhme/na. Au)to\j ga\r kai\ to\
ei)=nai kai\ to\ ou(/twj ei)=nai e)dwrh/sato, kai\ ou)k e)/stin a)nqrw/pwn ou)dei/j, o(\j tou/twn a)me/toxoj ge/gone.
To\ de\ e)/xein tau=ta th\n me\n tou= dhmiourgou= sofi/an kai\ a)reth\n pari/sthsin, h(mi=n de\ ou)/te a)reth\ ou)/te
kaki/a logi/zetai: kala\ me\n ga/r ei)si kai\ e)p' a)gaq%= u(po\ tou= a)gaqou= dedwrhme/na».
375 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 149A: «o( de\ tro/poj th=j xrh/sewj
au)tw=n a)reth\n kai\ kaki/an suni/sthsin. )\An me\n ga\r u(potagv= to\ qe/lhma t%= no/m% tou= qeou= kai\ kata\
to\n no/mon au)tou= o( nou=j kubernh/sv ta\ u(ph/koa au)t%=, pa/saj fhmi\ ta\j yuxika\j kinh/seij, kat'
e)cai/reton de\ qumo\n kai\ e)piqumi/an· tau=ta ga\r u(ph/koa t%= lo/g%· a)reth\n ei)rgasa/meqa kai\ dikaiosu/nhn
e)plhrw/samen. )Epi\ tou/t% ga\r e)la/bomen th\n tou/twn e)cousi/an kai\ w(j e)cousi/an labo/ntej kai\ no/mon
e)deca/meqa kai\ u(po\ no/mon gego/namen»· PG 95, 149C: «kai\ to\ kexrh=sqai t%= au)tecousi/% kai\
katecousia/zein kai\ kratei=n tw=n a)lo/gwn paqw=n, qumou= le/gw kai\ e)piqumi/aj, a)reth/».
376 Βλ. Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1109D: «Τέθεικα, φησὶ, πρὸ προσώπου σου τὴν ζωὴν καὶ τὸν
θάνατον, τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ κακὸν, δύο ἀντικειμένας φύσεις. Ἀντιστάθμησον αὐτὰς ἐπὶ τοῦ
σεαυτοῦ κριτηρίου· ζυγοστάτησον ἀκριβῶς, τί σοι λυσιτελέστερον, τὴν πρόσκαιρον ἑλέσθαι
ἡδονὴν, καὶ δι' αὐτῆς τὸν αἰώνιον λαβεῖν θάνατον, ἢ τὴν ἐν τῇ ἀσκήσει τῆς ἀρετῆς ἑλόμενον
κακοπάθειαν, ταύτῃ προξένῳ χρήσασθαι τῆς αἰωνίου τρυφῆς».
377 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568B: «To\ de\ dia/ tina r(aqumi/an a)nelei=n th\n tw=n a)gaqw=n a)reth/n,

ou) dikai/ou».
378 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977AΒ: «Ταύτην τὴν ἐντολὴν αὐτῷ

δίδωσιν ἐπαγγειλάμενος, ὡς, εἰ μὲν φυλάξοι τὸ τῆς ψυχῆς ἀξίωμα τῷ λόγῳ τὴν νίκην διδούς,
ἐπιγινώσκων τὸν κτίσαντα καὶ τούτου φυλάττων τὸ πρόσταγμα, τῆς ἀιδίου μεθέξει μακαριότητος
καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα κρείττων θανάτου γενόμενος. Εἰ δέ γε τὴν ψυχὴν ὑποτάξει τῷ σώματι
καὶ τὰ τοῦ σώματος προτιμήσει τερπνὰ, τὴν οἰκείαν τιμὴν ἀγνοήσας καὶ τοῖς ἀνοήτοις
παρεικασθεὶς κτήνεσι, τοῦ πεποιηκότος τὴν ζεύγλην ἀποσεισάμενος καὶ τὸ θεῖον αὐτοῦ παριδὼν
ἐπίταγμα, θανάτῳ ἔσται ὑπεύθυνος καὶ φθορᾷ καὶ πόνῳ καθυποβληθήσεται τὸν ταλαίπωρον
ἕλκων βίον.»· 977CD: «διὰ δὲ τῆς παραβάσεως πρὸς τὴν ὕλην μᾶλλον κινηθεὶς καὶ τῆς αὐτοῦ αἰτίας,

120
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

επιλογή και η ευθύνη που καλείται να αναλάβει και σήµερα ο κάθε άνθρωπος
προκειµένου να µην επαναλάβει µεταπατορικά το προπατορικό αµάρτηµα και να
ασκήσει ορθά το αυτεξούσιό του379.

γ. Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Ο άνθρωπος, µολονότι δηµιουργήθηκε αγαθός και αναµάρτητος, αδυνατεί


όπως είδαµε να λειτουργήσει «κατά φύση» ακριβώς λόγω των αµαρτητικών του
ροπών και της αδυναµίας του σώµατός του. Αυτή όµως η αδυναµία είναι που,
σύµφωνα µε το ∆αµασκηνό, δίνει στον άνθρωπο και το δικαίωµα της µετάνοιας.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιερός συγγραφέας πως από ολόκληρη την ορατή και
αόρατη κτίση, µονάχα ο άνθρωπος µπορεί να µετανοήσει, ακριβώς λόγω του ότι
έχει ένα σώµα που είναι αδύναµο, φθαρτό και υποκείµενο στα πάθη, συνθήκες που
καθιστούν ευκολότερη την αµαρτία για τους ανθρώπους380.

Η µετάνοια όµως και η επαναφορά από το «παρά φύση» στο «κατά φύση»
είναι µία πολύ δύσκολη υπόθεση και επιτυγχάνεται µονάχα µέσα από κόπο και
άσκηση, ώστε να καταφέρει ο άνθρωπος να επιστρέψει κοντά στον Θεό και να
ξεφύγει από το δρόµο της απώλειας, που πρώτος χάραξε ο ∆ιάβολος381. Γι’ αυτό
και η πραγµατική µετάνοια, σύµφωνα µε τον Ν.Ματσούκα, «δεν είναι απλή
µεταµέλεια για ορισµένες πράξεις ούτε κάποια παθητική αναγνώριση των
σφαλµάτων ούτε πολύ περισσότερο υποκριτική ανάκληση προσβλητικών λόγων ή
ενεργειών εις βάρος τρίτων, αλλά εύρεση του Θεού που γίνεται µε επίπονη

τοῦ Θεοῦ φημι, ἀποσπάσας τὸν νοῦν, τῇ φθορᾷ προσοικειοῦσθαι, καὶ παθητὸς ἀντὶ ἀπαθοῦς καὶ
θνητὸς ἀντὶ ἀθανάτου γίνεσθαι καὶ συνδυασμοῦ καὶ ῥευστῆς γεννήσεως ἐπιδέεσθαι καὶ τῇ ἐφέσει
τῆς ζωῆς τῶν μὲν ἡδέων, ὡς δῆθεν ταύτην συνιστώντων ἀντέχεσθαι».
379 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 86, PG 94, 1137Α: «Ὁ μέντοι ἄνθρωπος λογικὸς καὶ

αὐτεξούσιος γενόμενος, ἐξουσίαν εἴληφεν ἀδιαλείπτως διὰ τῆς οἰκείας προαιρέσεως ἑνοῦσθαι τῷ
Θεῷ, εἴ γε διαμένει ἐν τῷ ἀγαθῷ, τουτέστι τῇ τοῦ κτίσαντος ὑπακοῇ.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96,
952A: «τὸ γὰρ βάπτισμα τῶν μὲν προημαρτημένων πάντων τὰ χειρόγραφα, τῷ ὕδατι ἐνθάπτον,
παντελεῖ ἀφανισμῷ παραδίδωσι, καὶ εἰς τὸ ἑξῆς τεῖχος ἡμῖν ἐστιν ἀσφαλὲς καὶ προπύργιον καὶ
ὅπλον κραταιὸν εἰς τὴν τοῦ ἐχθροῦ παράταξιν· οὐ μὴν δὲ ἀναιρεῖ τὸ αὐτεξούσιον, οὔτε τῶν μετὰ τὸ
βάπτισμα ἁμαρτανομένων ἔχει συγχώρησιν, οὔτε δευτέρας κολυμβήθρας κατάδυσιν. ἓν γὰρ
ὁμολογοῦμεν βάπτισμα· καὶ χρὴ πάσῃ φυλακῇ τηρεῖν ἑαυτούς, μὴ δευτέροις ἐμπεσεῖν μολυσμοῖς,
ἀλλὰ τῶν ἐντολῶν ἐπιλαβέσθαι τοῦ Κυρίου»· πρβλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική
Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 210.
380 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 868B: «Ἀνεπίδεκτος μετανοίας, ὅτι καὶ

ἀσώματος· ὁ γὰρ ἄνθρωπος διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀσθένειαν τῆς μετανοίας ἔτυχεν.»· 58, PG 94,
1041C: «Ἐπὶ δὲ ἀνθρώπων ὡς χρονικῶς τῆς ἕξεως προεπινοουμένης τῆς ἐγχειρήσεως·αὐτεξούσιος
μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἄνθρωπος καὶ φυσικῶς ἔχει τὸ αὐτεξούσιον, ἔχει δὲ καὶ τὴν ἐκ τοῦ Διαβόλου
προσβολὴν καὶ τὴν τοῦ σώματος κίνησιν. Διὰ οὖν τὴν προσβολὴν καὶ τὸ βάρος τοῦ σώματος
ἐφυστερίζει ἡ προχείρησις τῆς ἕξεως».
381 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 976A: «Μετάνοιά ἐστιν ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν

εἰς τὸ κατὰ φύσιν καὶ ἐκ τοῦ Διαβόλου πρὸς τὸν Θεὸν ἐπάνοδος δι᾿ ἀσκήσεως καὶ πόνων».

121
Χαρίδημου Α. Κουτρή

προσπάθεια. Έτσι και το πένθος ή τα δάκρυα της µετάνοιας είναι έκφραση του
πόνου για την απώλεια του Θεού. Πρόκειται για µια επαναστατική πράξη του
ανθρώπου, για ριζική αλλαγή φρονήµατος και για επάνοδο στην κατά φύση
κατάσταση. Γι’ αυτό ακριβώς η µετάνοια συνδέεται µε τον ερχοµό της βασιλείας
του Θεού· αλλιώτικα είναι αδιανόητη και αδύνατη»382.

8. Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΩΝ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Έχοντας αναλύσει το θέµα του αυτεξουσίου µε βάση τον ∆αµασκηνό, µένει


να καταδείξουµε τις τελικές συνέπειες των επιλογών που κάνει ο άνθρωπος «ἐν

ζωῇ» και το πόσο αυτές καθορίζουν τη «μετά θάνατον» κρίση του· ήτοι να
εξεταστεί το πού εν τέλει οδηγούν οι επιλογές αυτές και γιατί είναι σηµαντικό το
ζήτηµα της αυτεξουσιότητας του ανθρώπου.

α. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Όπως έχει προαναφερθεί, ασχέτως του τρόπου χρήσης του αυτεξουσίου


από κάθε άνθρωπο, όλοι οι άνθρωποι έρχονται κάποια στιγµοί αντιµέτωποι µε τον
σωµατικό/βιολογικό θάνατο383, που χαρακτηρίζεται από την οδυνηρή διάσπαση της
ψυχοσωµατικής ενότητας του ανθρώπου και τον βίαιο αποχωρισµό της αθάνατης
ψυχής από το φθαρτό σώµα384.

382 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 473-474.
383 Με εξαίρεση ίσως αυτούς που θα είναι ζωντανοί κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οι οποίοι

σύμφωνα με τον Απόστολο Παύλο δεν θα πεθάνουν, αλλά θα μεταμορφωθούν και θα


αφθαρτοποιηθούν. Βλ. Α΄ Κορινθ. 15, 50-53: «Τοῦτο δέ φημι, ἀδελφοί, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα βασιλείαν
Θεοῦ κληρονομῆσαι οὐ δύνανται, οὐδὲ ἡ φθορὰ τὴν ἀφθαρσίαν κληρονομεῖ. ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν
λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ
ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. δεῖ
γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν».
384 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 60, PG 94, 1064Α: «Ὁ μὲν καθ᾿ ἕκαστα ἄνθρωπος ἐκ

δύο συγκείμενος φύσεων, ψυχῆς τε καὶ σώματος, καὶ ταύτας ἀμεταβλήτους ἔχων ἐν ἑαυτῷ δύο
φύσεις εἰκότως λεχθήσεται· σῴζει γὰρ ἑκατέρων καὶ μετὰ τὴν ἕνωσιν τὴν φυσικὴν ἰδιότητα. Οὔτε
γὰρ τὸ σῶμα ἀθάνατον ἀλλὰ φθαρτόν, οὔτε ἡ ψυχὴ θνητὴ ἀλλ᾿ ἀθάνατος, οὔτε τὸ σῶμα ἀόρατον,
οὔτε ἡ ψυχὴ σωματικοῖς ὀφθαλμοῖς ὁρατή, ἀλλ᾿ ἡ μὲν λογικὴ καὶ νοερὰ καὶ ἀσώματος, τὸ δὲ παχύ
τε καὶ ὁρατὸν καὶ ἄλογον. Οὐ μιᾶς δὲ φύσεως τὰ κατ᾿ οὐσίαν ἀντιδιαιρούμενα· οὐ μιᾶς ἄρα οὐσίας
ψυχή τε καὶ σῶμα». Πρβλ. σελ. 80 (υποσημείωση 237) του παρόντος πονήματος, και Ιωάννου
Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια
Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 482.

122
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Όσο βέβαιος όµως είναι ο θάνατος, τόσο βέβαιη είναι και η ανάστασή
όλων των ανθρώπων, δικαίων και αδίκων385. Άλλωστε, αν δεν υπάρχει
ανάσταση για τους ανθρώπους, τότε δεν διαφέρουµε καθόλου από τα άλογα
ζώα και εποµένως, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος, ας φάµε και ας πιούµε,
γιατί αύριο θα πεθάνουµε386. Για τι είδους ανάσταση όµως µιλάµε; Σύµφωνα
µε τον ∆αµασκηνό, όταν κάνουµε λόγο για ανάσταση νεκρών αναφερόµαστε
σε ανάσταση σωµάτων, δεδοµένου ότι οι ψυχές ως αθάνατες δεν
ανασταίνονται. Πρόκειται δηλαδή για µία νέα συνάφεια ψυχής και σώµατος,
για µία ανασύσταση και αφθαρτοποίηση του ανθρώπου387. Από τη στιγµή
δηλαδή που ψυχή και σώµα δηµιουργούνται µαζί, πορεύονται µαζί « ἐν ζωῇ»

και συµµετέχουν από κοινού στην άσκηση της αρετής και της κακίας, ενώ στο
τέλος βίωνουν µαζί την οδύνη του θανάτου, επόµενο είναι να ανασταίνονται
µαζί. Κατά την ανάσταση λοιπόν των ανθρώπων οι ψυχές θα ενωθούν ξανά µε
τα σώµατά τους και θα αφθαρτοποιηθούν, αποβάλλοντας τη φθορά που
κυριαρχούσε µέχρι τότε388. Όπως πολύ όµορφα σηµειώνει ο π.Αλ.Σµέµαν, «η
τελευταία λέξη ανήκει στον Θεό και όχι στον ∆ιάβολο. Ο θάνατος δεν είναι µια
κατάρρευση στον κόσµο της ανυπαρξίας, στη Σεόλ (των Εβραίων) και στο
κακό»389.

385 Βλ. Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 226.


386 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1220Β: «Εἰ γὰρ μὴ ἔστιν ἀνάστασις,
«φάγωμεν καὶ πίωμεν», τὸν ἐνήδονον καὶ ἀπολαυστικὸν βίον μετέλθωμεν. Εἰ οὐκ ἔστιν ἀνάστασις,
ἐν τίνι τῶν ἀλόγων διαφέρομεν; Εἰ οὐκ ἔστιν ἀνάστασις, μακαρίσωμεν τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ τὸν
ἄλυπον ἔχοντα βίον»· πρβλ. Α΄ Κορινθ. 15,32: «εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν,
αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν».
387 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1220ΑΒ: «Πιστεύομεν δὲ καὶ εἰς

ἀνάστασιν νεκρῶν. Ἔσται γάρ, ὄντως ἔσται νεκρῶν ἀνάστασις. Ἀνάστασιν δὲ λέγοντες σωμάτων
φαμὲν ἀνάστασιν. Ἀνάστασις γάρ ἐστι δευτέρα τοῦ πεπτωκότος στάσις· αἱ γὰρ ψυχαὶ ἀθάνατοι
οὖσαι πῶς ἀναστήσονται; Εἰ γὰρ θάνατον ὁρίζονται χωρισμὸν ψυχῆς ἀπὸ σώματος, ἀνάστασίς
ἐστι πάντως συνάφεια πάλιν ψυχῆς καὶ σώματος καὶ δευτέρα τοῦ διαλυθέντος καὶ πεσόντος ζῴου
στάσις. Αὐτὸ οὖν τὸ σῶμα τὸ φθειρόμενον καὶ διαλυόμενον, αὐτὸ ἀναστήσεται ἄφθαρτον· οὐκ
ἀδυνατεῖ γὰρ ὁ ἐν ἀρχῇ ἐκ τοῦ χοὸς τῆς γῆς αὐτὸ συστησάμενος πάλιν ἀναλυθὲν καὶ ἀποστραφὲν
εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη κατὰ τὴν τοῦ Δημιουργοῦ ἀπόφασιν, πάλιν ἀναστῆσαι αὐτό»· 1221D-
1224A: «δῆλον, ὡς ἀνάστασιν ἐμφαίνει σωμάτων· οὐ γὰρ δήπου τις φήσειε τὰς ψυχὰς ἐν γῆς
χώματι καθεύδειν. Ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ Κύριος ἐν τοῖς ἱεροῖς Εὐαγγελίοις τὴν τῶν σωμάτων ἀριδήλως
ἀνάστασιν παραδέδωκεν … Ἐν τοῖς μνημείοις δὲ τὰς ψυχάς ποτε τῶν εὖ φρονούντων εἴποι τις οὐκ
ἄν;»· πρβλ. Γέν. 9,3-6· Ψαλμ. 103,29-30· Ησ. 26,19· Ιεζ. 37,7-9· Δαν. 12,1-3· Ματθ. 22, 32· Ιω. 5,28-29.
π.Σ.ΤΟΛΙΟΥ, Η εσχατολογία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 291-299.
388 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1228A: «Ἀναστησόμεθα τοιγαροῦν τῶν

ψυχῶν πάλιν ἑνουμένων τοῖς σώμασιν ἀφθαρτιζομένοις καὶ ἀποδυομένοις τὴν φθορὰν».
389 Βλ. π.Α.ΣΜΕΜΑΝ, Ημερολόγιο, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002, σ. 315· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το

Άγιον, όπ. παρ., σ. 214· πρβλ. Δ.ΚΑΪΜΑΚΗ, Θέματα Παλαιοδιαθηκικής Θεολογίας, εκδ. Simbo,
Θεσσαλονίκη 1999, σ. 132.

123
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Η πορεία όµως αυτή µέσα από τη δηµιουργία, τη ζωή, τον θάνατο και την
ανάσταση, είναι πορεία που χαρακτηρίζει όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους και που
δωρίζεται από το Θεό (όπως άλλωστε και η ίδια η ύπαρξη) «απροϋπόθετα» και
ανεξάρτητα από την ορθή ή εσφαλµένη χρήση του αυτεξουσίου τους. Εκείνο για το
οποίο είναι αποκλειστικός υπεύθυνος ο άνθρωπος και το οποίο επαφίεται στην
αυτεξουσιότητά του είναι η «μετά θάνατον» κρίση του µε βάση την «ἐν ζωῇ»

άσκηση της αρετής. Καθίσταται εποµένως κατανοητό πως οι αυτεξούσιες επιλογές του
ανθρώπου είναι που καθορίζουν την κατάληξη στη ζωή της ατέρµονης τρυφής και του
αγιασµού κοντά στον αγαθό Θεό ή στη διαρκή ύπαρξη µακριά του, µέσα στην κακία
και τη δυστυχία.

β. Η ΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Κατά τη ∆ευτέρα Παρουσία θα υπάρξει η γενική ανάσταση των κεκοιµηµένων


όπου θα λάβει χώρα και τη Τελική Κρίση µπροστά στο βήµα του Χριστού. Εκεί θα
βρεθούν όλοι οι άνθρωποι προκειµένου να κριθούν για τις πράξεις τους και ο καθένας
να έχει την τύχη που του αρµόζει. Όπως προαναφέραµε, ψυχή και σώµα συµµετέχουν
από κοινού «ἐν ζωῇ» στην άσκηση της αρετής ή της κακίας και εποµένως από κοινού

θα απολάβουν και «μετά θάνατον» τις «αµοιβές» ή τις «κολάσεις» τους390.

Κατά τον ∆αµασκηνό, ο ∆ιάβολος, οι δαίµονες, ο Αντίχριστος και οι αµαρτωλοί


θα παραδοθούν στο «πῦρ τὸ αἰώνιον»391, ενώ οι άγιοι και οι αγαθοί θα λάµψουν

όπως οι άγγελοι και θα ακολουθήσουν το Χριστό στην αιώνιο ζωή, όπου θα


απολαµβάνουν τη θέα του και την ατελείωτη χαρά που ο ίδιος προσφέρει, ενώ θα τον
δοξολογούν µαζί µε τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύµα στην αιωνιότητα392.

390 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1220C: «Εἰ μὲν οὖν ἡ ψυχὴ μόνη τοῖς τῆς
ἀρετῆς ἀγῶσιν ἐνήθλησε, μόνη καὶ στεφανωθήσεται. Καὶ εἰ μόνη ταῖς ἡδοναῖς ἐνεκυλίσθη, μόνη
δικαίως ἂν ἐκολάζετο· ἀλλ᾿ ἐπεὶ μήτε τὴν ὕπαρξιν κεχωρισμένην ἔσχον μήτε τὴν ἀρετὴν μήτε τὴν
κακίαν ἡ ψυχὴ μετῆλθε δίχα τοῦ σώματος, δικαίως ἄμφω ἅμα καὶ τῶν ἀμοιβῶν τεύξονται».
391 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1228A: «καὶ παραστησόμεθα τῷ φοβερῷ

τοῦ Χριστοῦ βήματι· καὶ παραδοθήσεται ὁ Διάβολος καὶ οἱ δαίμονες αὐτοῦ καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτοῦ,
ἤγουν ὁ Ἀντίχριστος, καὶ οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, οὐχ ὑλικὸν, οἷον τὸ
παρ᾿ ἡμῖν, ἀλλ᾿ οἷον εἰδείη Θεός».
392 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1228A: «Οἱ δὲ τὰ ἀγαθὰ πράξαντες

ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος σὺν ἀγγέλοις εἰς ζωὴν αἰώνιον σὺν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, ὁρῶντες
αὐτὸν ἀεί, καὶ ὁρώμενοι καὶ ἄληκτον τὴν ἀπ᾿ αὐτοῦ εὐφροσύνην καρπούμενοι, αἰνοῦντες αὐτόν
σύν τῷ Πατρί καί Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τούς ἀπείρους αἰῶνας τῶν αἰώνων». Για τη σωτηρία του
ανθρώπου στον Ιωάννη Δαμασκηνό, βλ. συμπληρωματικά Γ.ΜΕΤΑΛΛΙΔΗ, Η σωτηρία του
ανθρώπου κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, όπ. παρ.

124
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

γ. ΤΟ «ΠΕΡΙ ΤΙΜΩΡΟΥ ΘΕΟΥ» ΕΡΩΤΗΜΑ

Ωστόσο, µέσα από αυτές τις περιγραφές, δηµιουργείται ενδεχοµένως το


ερώτηµα αν τελικά ο Τριαδικός Θεός είναι Θεός τιµωρός και όχι Θεός της αγάπης,
αφού µετά την Τελική Κρίση οδηγεί στην Κόλαση τους κακούς και τους δαίµονες,
ενώ διατηρεί κοντά του µονάχα τους καλούς και τους άγιους. Το θέµα αυτό το
αναλύσαµε εν συντοµία και στην ενότητα όπου γίνεται λόγος για το αυτεξούσιο
των δαιµόνων και την τελική τους κατάληξη. Κρίνουµε όµως σκόπιµο να κάνουµε
εδώ µία πιο συγκεντρωτική αναφορά των θέσεων του ∆αµασκηνού για το
συγκεκριµένο θέµα, προκειµένου να µην υπάρχουν αµφιβολίες.

Κατ’ αρχάς, όπως έχουµε ήδη τονίσει πολλές φορές, ο Θεός της αγάπης δεν
είναι ένας Θεός τιµωρός393. Φύσει αγαθός και συγχωρητικός δεν χαίρεται ούτε µε
την αµαρτία, ούτε µε την τιµωρία και την απώλεια των αµαρτωλών394. Η όποια
ανταµοιβή ή τιµωρία είναι απλά αποτέλεσµα της καλής ή κακής χρήσης του
αυτεξουσίου των ανθρώπων. Όποιος θέλει να είναι αγαθός µπορεί ελεύθερα να
είναι, ενώ όποιος επιθυµεί να γίνει κακός, µπορεί επίσης ελεύθερα να το
επιλέξει395. Γι’ αυτό και είναι εσφαλµένος ο ισχυρισµός ότι ο Θεός τιµωρεί396, τη

393Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 42, PG 94, 961Β: «Ἡ μὲν γὰρ γένεσις πάντων ἐκ τοῦ
Θεοῦ, ἡ δὲ φθορὰ διὰ τὴν ἡμετέραν κακίαν ὑπεισήχθη πρὸς τιμωρίαν καὶ ὠφέλειαν»· PG 94, 961C:
«δι᾿ ἀνθρώπου δὲ μᾶλλον θάνατος, τουτέστι τῆς τοῦ Ἀδὰμ παραβάσεως, ὁμοίως καὶ αἱ λοιπαὶ
τιμωρίαι. Τὰ δὲ λοιπὰ πάντα τῷ Θεῷ ἀναθετέον»· 94, PG 94, 1197Β: «Ἡ γὰρ τῆς οἰκείας γνώμης
ῥαθυμία ἄχρηστον αὐτῷ τὴν τοῦ Δημιουργοῦ εὐεργεσίαν ἐποίησεν, ὥσπερ ἄν, εἴ τις πλοῦτον καὶ
ἀρχὴν παρὰ βασιλέως ἐγχειρισθεὶς τυραννήσει τὸν εὐεργέτην, ὃν ἀξίως χειρωσάμενος
τιμωρήσεται, εἰ μέχρι τέλους τῇ τυραννίδι κατίδοι τοῦτον ἐναπομένοντα»· Κατά Μανιχαίων, PG 94,
1573Α: «Au)to\j me\n ou)=n o( qeo\j fu/sei a)gaqo\j kai\ sumpaqh\j w)\n ou) qe/lei th\n a(marti/an, ou) qe/lei to\n
qa/naton tou= a(martwlou= ou)de\ te/rpetai e)p' a)pwlei/# zw/ntwn ou)de\ pa/qei o)rgh=j kate/xetai h)\ kola/zei,
a)lla\ pa=si bru/ei ta\ a)gaqa»· PG 94, 1577C: «)All' ou)de\ ai( timwri/ai h(mw=n to\n qeo\n e)/xousin ai)/tion.
Ou) ga\r o( krith/j e)sti th=j timwri/aj tou= ponhrou= ai)/tioj, ei) kai\ au)to\j qe/lwn kri/nei, a)ll' ai)/tioj
me/n e)stin o( ptai/saj th=j e(autou= timwri/aj, o( de\ krith\j th=j dikaiosu/nhj ai)/tioj: a)gaqo\n de\ h(
dikaiosu/nh»· Διάλεξις Σαρακηνού και Χριστιανού, PG 94, 1589C: «(O Sarakhno/j: Ti/ ou)=n:
Au)tecou/sioj ei)= kai/, o(/sa qe/leij, du/nasai poiei=n kai\ poiei=j; (O Xristiano/j: Ei)j du/o mo/na
pe/plasmai u(po\ tou= qeou= au)tecou/sioj. (O Sarakhno/j: Poi=a tau=ta; (O Xristiano/j: Kakopragei=n kai\
a)gaqopragei=n, o(/ e)sti kalo\n kai\ kako/n. Xa/rin tou/tou kaka\ me\n pra/ttwn timwrou=mai u(po\ no/mou
tou= qeou=, a)gaqa\ de\ pra/ttwn ou) fobou=mai to\n no/mon, a)lla\ kai\ timw=mai kai\ e)leou=mai u(po\ tou=
qeou=. (Omoi/wj kai\ o( dia/boloj pro\ tw=n a)nqrw/pwn au)tecou/sioj pe/plastai u(po\ tou= qeou= kai\
h(ma/rthsen, kai\ o( qeo\j th=j i)di/aj ta/cewj e)ce/wsen au)to/n»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1164D: «Πρώτην
ὤφλησε τιμωρίαν ὁ ἄνθρωπος τῷ Θεῷ, ὅτι ἀπέστησεν ἑαυτὸν τοῦ ποιήσαντος, καὶ πρὸς τὸν
ἐναντίον ἀπηυτομόλησεν, δραπέτης τοῦ κατὰ φύσιν ∆εσπότου, καὶ ἀποστάτης γενόμενος.
∆ευτέραν δὲ, ὅτι τὴν πονηρὰν τῆς ἁμαρτίας δουλείαν ἀντὶ τῆς αὐτεξουσίου ἐλευθερίας ἠλλάξατο,
καὶ προετίμησεν τοῦ δουλεύειν Θεῷ τὸ τυραννεῖσθαι ἀπὸ τῆς καταφθειρούσης δυνάμεως»· πρβλ.
Ιεζ. 33,11-16· Σοφ.Σολ. 1,13· Ματθ. 7,8· Ι.ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕ, Λόγος Θεολογίας Α΄, όπ. παρ., σ. 237·
J.RATZINGER, όπ. παρ., σ. 231.
394 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Α: «75. Au)to\j me\n ou)=n o( qeo\j fu/sei a)gaqo\j kai\ sumpaqh\j w)\n ou)

qe/lei th\n a(marti/an, ou) qe/lei to\n qa/naton tou= a(martwlou= ou)de\ te/rpetai e)p' a)pwlei/# zw/ntwn ou)de\
pa/qei o)rgh=j kate/xetai h)\ kola/zei, a)lla\ pa=si bru/ei ta\ a)gaqa/.»· πρβλ. Ιεζ. 33,11-16· Σοφ.Σολ. 1,13·
Ματθ. 7,8.
395 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Α: «(O poqw=n lamba/nei kai\ o( a)gaqo\j a)gaqw=n tugxa/nei».

125
Χαρίδημου Α. Κουτρή

στιγµή µάλιστα που κατά τη διάρκεια ολόκληρής της ζωής των ανθρώπων, αλλά
ακόµη και µέχρι την τελευταία τους στιγµή397, ο Θεός τους παρέχει πλείστες όσες
ευκαιρίες για µετάνοια και επιστροφή κοντά του398.

Ουσιαστικά δηλαδή δεν είναι ο Θεός που τιµωρεί τους αµαρτωλούς µετά
τον θάνατο, αφού ακριβώς λόγω της σπλαχνικότητάς του ποτέ δεν αρνείται τη
µετάνοια399. Το πρόβληµα είναι ότι η ψυχή τους πλέον αποκτά το «άτρεπτο», αφού
εν τη απουσία φθαρτού και ασθενούς σώµατος, οι αµαρτωλοί δεν έχουν πλέον
λόγο ή τρόπο για να µετανοήσουν και αποκτούν την παγίωση προς το κακό, ενώ
από την άλλη οι αγαθοί αποκτούν την παγίωση προς το καλό400. Πρόκειται για το
ίδιο «άτρεπτο» προς το αγαθό που χαρακτηρίζει τους αγγέλους, και προς το κακό
και την αµετανοησία που χαρακτηρίζει τους δαίµονες ύστερα από την πτώση
τους401.

Μάλιστα, ο ∆αµασκηνός γίνεται ακόµη πιο συγκεκριµένος ως προς την


«κόλαση» των αµαρτωλών διερωτώµενος ρητορικά «τι γάρ ἔστι κόλασις εἰ μή τοῦ

ποθουμένου στέρησις;»402. Βλέπουµε δηλαδή πως η κόλαση συνδέεται άµεσα µε


το αντικείµενο της επιθυµίας, το να επιθυµεί κάποιος µε όλη του την ψυχή κάτι και
να µην µπορεί να το αποκτήσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δίκαιοι που ποθούν το
Θεό διατηρούνται ευτυχισµένοι όντες διαρκώς κοντά του403, ενώ αντιθέτως οι

396 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1577C: «)All' ou)de\ ai( timwri/ai h(mw=n to\n qeo\n e)/xousin ai)/tion. Ou)
ga\r o( krith/j e)sti th=j timwri/aj tou= ponhrou= ai)/tioj, ei) kai\ au)to\j qe/lwn kri/nei, a)ll' ai)/tioj me/n
e)stin o( ptai/saj th=j e(autou= timwri/aj, o( de\ krith\j th=j dikaiosu/nhj ai)/tioj: a)gaqo\n de\ h(
dikaiosu/nh».
397 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Β: «)(Omoi/wj kai\ o( a(martwlo/j, e)a\n metanoh/sv kai\ e)n tv=
metanoi/# au)tou= a)poqa/nv, ou) mh\ mnhsqw=sin ai( a(marti/ai au)tou=.»· πρβλ. Ιεζ. 33,11-16· Ιωάννου
Δαμασκηνού, Ι.Κατά Μανιχαίων Διάλογος· ΙΙ.Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας λόγοι
τρεις, όπ. παρ., σ. 146.
398 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573ΑΒ: «kai\ e)n me\n t%= bi/% tou/t% oi)konomi/a ti/j e)sti kai\

kube/rnhsij kai\ pro/noia a)/rrhtoj pro\j e)pistrofh\n kai\ meta/noian kalou=sa tou\j a(marta/nontaj.»·
πρβλ. Λουκ. 5,32.
399 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Β: «meta\ de\ qa/naton ou)ke/ti troph/, ou)ke/ti meta/noia, ou)xi\ tou=

qeou= mh\ dexome/nou meta/noian®au)to\j ga\r e(auto\n a)rnh/sasqai ou) du/natai ou)de\ a)poba/lletai th\n
sumpa/qeian®.»· πρβλ. Β΄ Τιμ. 2,13· πρβλ. π.Σ.ΤΟΛΙΟΥ, Η εσχατολογία του αγίου Ιωάννου του
Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 291-299.
400 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Β: «a)ll' h( yuxh\ ou)ke/ti tre/petai»· Έκδοσις Ακριβής της
Ορθοδόξου Πίστεως 17, PG 94, 868B: «ὁ γὰρ ἄνθρωπος διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀσθένειαν τῆς
μετανοίας ἔτυχεν.» πρβλ. Ιεζ. 33,11-16· Ιωάννου Δαμασκηνού, Ι.Κατά Μανιχαίων Διάλογος· ΙΙ.Προς
τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας λόγοι τρεις, όπ. παρ., σ. 146.
401 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Β: «(Wj ga\r oi( dai/monej meta\ th\n e)/kptwsin ou) metanoou=sin ou)de\

oi( a)/ggeloi nu=n ou)x a(marta/nousi, a)ll' a)mfo/teroi e)/sxon to\ a)/trepton, ou(/tw kai\ oi( a)/nqrwpoi meta\
qa/naton to\ a)/trepton e)/xousi.»· π.Σ.ΤΟΛΙΟΥ, Η εσχατολογία του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, όπ.
παρ., σ. 291-299.
402 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573C: «Ti/ ga/r e)sti ko/lasij ei) mh\ tou= poqoume/nou ste/rhsij;».

403 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573Β: «kai\ oi( me\n di/kaioi poqou=ntej to\n qeo\n kai\ e)/xontej au)to\n

a)ei\ e)n au)t%= eu)frai/nontai».

126
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

άδικοι δυστυχούν ακριβώς επειδή συνεχίζουν να ποθούν το αντικείµενο της


αµαρτίας τους χωρίς όµως να µπορούν να εκπληρώσουν «μετά θάνατον» τον

πόθο αυτό404. Ποιος είναι όµως ο λόγος που οι αµαρτωλοί στερούνται το


αντικείµενο της επιθυµίας τους και δυστυχούν; Είναι το γεγονός ότι η αµαρτία δεν
αποτελεί δηµιούργηµα του Θεού, αλλά επίκτητο χαρακτηριστικό που προστέθηκε
στη φύση του ανθρώπου ύστερα από την παράβαση και την κακή χρήση του
αυτεξουσίου του405. Η απουσία αυτή του αντικειµένου της αµαρτίας τους και η µη
εκπλήρωση του πόθου τους είναι που φέρνει τη δυστυχία στους κολασµένους.
Παράλληλα, σύµφωνα µε τον ∆αµασκηνό, και η «μετά θάνατον» ανταπόδοση θα

είναι ανάλογη της επιθυµίας των ανθρώπων406. Όσο περισσότερο δηλαδή ποθεί
κάποιος τον Θεό, τόσο περισσότερο θα ευτυχεί εκπληρώνοντας την επιθυµία
του407, ενώ όσο περισσότερο κάποιος ποθεί την αµαρτία, τόσο περισσότερο θα
δυστυχεί επειδή θα αδυνατεί να την εκπληρώσει408.

Καθίσταται εποµένως σαφής η προσωπική ευθύνη του καθενός για την


πορεία της επίγειας, αλλά και της «μετά θάνατον» ζωής του, µέσα από την ορθή ή

την εσφαλµένη χρήση του αυτεξουσίου του. Ο Θεός είναι πάντοτε εκεί και
προσφέρει απλόχερα τα αγαθά και τη σωτηρία, παραµένει ωστόσο θέµα
προσωπικής επιλογής η αποδοχή ή η απόρριψη της δωρεάς αυτής. Άλλωστε, «ὁ

Θεὸς καὶ τῷ διαβόλῳ ἀεὶ παρέχει τὰ ἀγαθὰ, ἀλλ’ ἐκεῖνος οὐ θέλει λαβεῖν»409.

404Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573ΒC: «oi( de\ a(martwloi\ poqou=ntej th\n a(marti/an kai\ mh\ e)/xontej
ta\j u(/laj th=j a(marti/aj, w(j u(po\ puro\j kai\ skw/lhkoj katesqio/menoi, kola/zontai mhdemi/an
parhgori/an e)/xontej».
405 Βλ. Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας 1, PG 94, 1245CD: «Mo/non de\ a)/timon, o(\ mh\ th\n
ai)ti/an e)/sxen e)k qeou=, a)ll' h(me/tero/n e)stin eu(/rema tv= e)k tou= kata\ fu/sin ei)j to\ para\ fu/sin
au)tecousi/% e)kkli/sei te kai\ r(opv= tou= qelh/matoj, toute/stin h( a(marti/a».
406 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573C: «Kata\ th\n a)nalogi/an ou)=n tou= po/qou».
407 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573C: «oi(/ te to\n qeo\n poqou=ntej eu)frai/nontai …: kai\ ga\r oi(
e)pitugxa/nontej tou= poqoume/nou kata\ to\ me/tron tou= po/qou eu)frai/nontai».
408 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573C: «oi( th\n a(marti/an poqou=ntej kola/zontai … oi( a)potugxa/nontej

kata\ to\ me/tron tou= po/qou o)dunw=ntai».


409
Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1569BC: «(O qeo\j kai\ t%= diabo/l% a)ei\ pare/xei ta\ a)gaqa/, a)ll' e)kei=noj ou)
qe/lei labei=n. Kai\ e)n t%= me/llonti ai)w=ni pa=si di/dwsin o( qeo\j ta\ a)gaqa/: phgh\ ga/r e)sti tw=n
a)gaqw=n pa=si bru/ousa th\n a)gaqo/thta, e(/kastoj de/, kaqw\j e(auto\n kateskeu/ase dektiko/n, mete/xei
tou= a)gaqou=. )Entau=qa me\n ou)=n peri\ a)/lla th\n o)/recin e)/xontej kai\ e)pitugxa/nontej ka)\n posw=j
h(dw/meqa, e)kei=se de/, o(/tan "o( qeo\j ei)/h ta\ pa/nta e)n pa=si", mh\ brw/sewj ou)/shj, mh\ po/sewj mhde/ tinoj
sarkikh=j h(donh=j mhde/ tinoj a)diki/aj oi( mhde\ ta\j sunh/qeij h(dona\j e)/xontej mhde\ tw=n e)k qeou=
dektikoi\ o)/ntej o)dunw=ntai a)nhke/stwj, ou) tou= qeou= ko/lasin poih/santoj, a)lla\ h(mw=n e(autoi=j th\n
ko/lasin eu)trepisa/ntwn, e)pei\ ou)de\ qa/naton o( qeo\j e)poi/hse, a)ll' h(mei=j e(autoi=j tou=ton
e)pespasa/meqa»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 189εξ.

127
Χαρίδημου Α. Κουτρή

δ. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ

Παρότι έχει πλέον καταδειχτεί το γεγονός πως ο Θεός δεν ευθύνεται


καθόλου για τις επιλογές των ανθρώπων ή για τη «μετά θάνατον» τύχη τους,

αφού αυτές άπτονται της χρήσης του αυτεξουσίου κάθε ανθρώπου, γεννάται
ενδεχοµένως το ερώτηµα «γιατί ο αγαθός και παντογνώστης Θεός δηµιουργεί
τους αµαρτωλούς, ενώ γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα χρησιµοποιήσουν
εσφαλµένα το αυτεξούσιό τους και θα οδηγηθούν στην απώλεια;».

Η απάντηση του ∆αµασκηνού είναι εξαιρετικά απλή και ορθή.


Γνωρίζουµε ότι ο Θεός όντας κατ’ εξοχήν αγαθός δηµιουργεί όλα τα όντα αγαθά
προκειµένου να συµµετέχουν στην αγαθότητά του. Αν ο Θεός απέφευγε να τα
δηµιουργήσει προκειµένου να τα αποτρέψει από το να γίνουν αυτεξουσίως
κακά, τότε το κακό θα νικούσε την αγαθότητα του Θεού καθιστώντας την
ανενεργή και έτσι θα επέβαλε περιορισµούς στον απεριόριστο Θεό410.

Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, µολονότι ο Θεός δηµιουργεί εξ’


αρχής όλα τα όντα αγαθά, σέβεται απολύτως την αυτεξουσιότητα των λογικών
όντων και την επιλογή τους να τον προσεγγίσουν ή να αποµακρυνθούν από
αυτόν411. Αυτός είναι και ο λόγος που δηµιούργησε από αγαθότητα τον
∆ιάβολο, έστω και αν προγνώριζε την πτώση του412. Μην ξεχνάµε άλλωστε πως
ο Εωσφόρος ήταν δηµιουργηµένος αγαθός µέχρι που ο ίδιος επέλεξε

410 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 94, PG 94, 1197ΑΒ: «Ὁ Θεὸς δι᾿ ἀγαθότητα ἐκ τοῦ μὴ

ὄντος εἰς τὸ εἶναι παράγει τὰ γινόμενα καὶ τῶν ἐσομένων προγνώστης ἐστίν. Εἰ μὲν οὖν μὴ
ἔμελλον ἔσεσθαι, οὐδ᾿ ἂν κακοὶ ἔμελλον ἔσεσθαι, οὐδ᾿ ἂν προεγινώσκοντο. Τῶν γὰρ ὄντων αἱ
γνώσεις, καὶ τῶν πάντως ἐσομένων αἱ προγνώσεις· πρῶτον γὰρ τὸ εἶναι, καὶ τότε τὸ καλὸν ἢ κακὸν
εἶναι. Εἰ δὲ μέλλοντας ἔσεσθαι διὰ τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα τὸ κακοὺς ἐξ οἰκείας προαιρέσεως
μέλλειν ἔσεσθαι ἐκώλυσεν αὐτοὺς γενέσθαι, τὸ κακὸν ἐνίκα ἂν τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητα.»· Κατά
Μανιχαίων, PG 94, 1572Β: «Ou)k e)/dei ou)=n dia\ th\n h(mete/ran r(aqumi/an au)to\n a)meta/doton gene/sqai
tw=n th=j a)gaqo/thtoj au)tou= dwrew=n, w(=n prw/th e)sti\ to\ ei)=nai, ou)de\ e)/dei th\n h(mete/ran kaki/an
nikh=sai kai\ a)nene/rghton poih=sai th\n a)gaqo/thta au)tou=».
411 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 94, PG 94, 1197Β: «Ποιεῖ τοιγαροῦν ὁ Θεὸς ἀγαθὰ
ἅπαντα, ἃ ποιεῖ· ἕκαστος δὲ ἐξ οἰκείας προαιρέσεως καλός τε καὶ κακὸς γίνεται.»· Εις προς
Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 532B: «To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.»· PG 95, 536C: «(/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j pa/qh a)timi/aj, kai\ to\, )Etu/flwse ta\
noh/mata tw=n a)pi/stwn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n sugxw/rhsin au)tou= e(ka/st% w(j
bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au)tecou/sion: ou(/twj kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\,
sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/fuktoj a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/sthsen e)/legxon. ga\r
a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\ au)tecou/sion»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ και
Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ ἀποστερεῖ τινα τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται τοὺς ἑκουσίως τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος
ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει, ἕως ἐν τῷ παρόντι βίῳ ἐστί».
412 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568A: «69. Manixai=oj: Dia\ ti/ proginw/skwn o( qeo\j to\n dia/bolon,

o(/ti e)/melle tre/pesqai e)k tou= a)gaqou= ei)j to\ kako\n kai\ a)poba/llesqai to\ a)gaqo\n kai\ e)n a)nuparci/#
tou= a)gaqou= ei)=nai, o(/per e)sti\ kako/n, e)poi/hsen au)to/n; )Orqo/docoj Ei) proegi/nwsken au)to/n, w(j
pa/ntwj e)so/menon proegi/nwsken au)to/n: h( ga\r mh\ pa/ntwj e)some/nou pro/gnwsij ou) pro/gnwsi/j e)stin,
a)ll' a)gnwsi/a kai\ pla/nh. Manixai=oj: Qe/lwn e)poi/hsen au)to\n o( qeo/j; )Orqo/docoj: Nai/, qe/lwn».

128
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

αυτεξούσια να αποµακρυνθεί από το Θεό και να γίνει κακός413. Κατά τον ίδιο
τρόπο, ο Θεός δηµιουργεί όλους τους ανθρώπους, τόσο αυτούς που θα γίνουν
δίκαιοι, όσο και αυτούς που θα γίνουν άδικοι. ∆εν είναι όµως ο Θεός αυτός που
τους κάνει δικαίους ή αδίκους αντίστοιχα. Πρόκειται για αυτεξούσια επιλογή
τους 414.

Άλλωστε, αν ο αγαθός Θεός όφειλε να µην δηµιουργήσει τους


αµαρτωλούς επειδή επρόκειτο να χαθούν, τότε θα όφειλε να µην δηµιουργήσει
κανέναν, αφού κανένα ον δεν είναι πραγµατικά αγαθό σε σύγκριση µε την
αγαθότητα του Θεού 415. Από την άλλη, ακριβώς εξαιτίας της απέραντης
αγαθότητάς του, ίσως να ήταν ακόµη σωστότερο να δηµιουργήσει τους πάντες
και να τους εντάξει όλους στον Παράδεισο, ασχέτως µε την επιλογή τους να
γίνουν καλοί ή κακοί416. Σε αυτήν την περίπτωση όµως δεν θα σεβόταν την
αυτεξούσια επιλογή των δηµιουργηµάτων του να τον αρνηθούν και να
αποµακρυνθούν από κοντά του.

Γι’ αυτό ο ∆αµασκηνός δηλώνει ότι είναι η κακή χρήση του αυτεξουσίου
του ανθρώπου που αχρηστεύει την ευεργεσία του ∆ηµιουργού και που οδηγεί
τελικά στην απώλεια417. Εξάλλου, προηγείται η αγαθή δηµιουργία των όντων
από το «μὴ ὄν» στο «εἶναι» και έπεται η επιλογή τους για κίνηση προς το

413 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568A: «Manixai=oj: Kai\ dia\ ti/ h)qe/lhse poih=sai au)to\n a)gaqo\j w)/n,
to\n kako\n e)so/menon; )Orqo/docoj: )Epoi/hsen au)to\n o( qeo\j kalo/n: au)to\j de\ e(kousi/wj e)tra/ph kai\
a)peba/leto to\ a)gaqo/n. Manixai=oj: Dia\ ti/ a)peba/leto to\ a)gaqo/n; )Orqo/docoj: (/Oti au)tecou/sioj
e)ge/neto.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1408D-1409A: «Πόθεν πονηρὸς ὁ διάβολος; ἐκ τῆς οἰκείας
προαιρέσεως. Αὐθαίρετον γὰρ ἔχων τὴν ζωὴν, καὶ ἐπ' αὐτῷ κειμένην τὴν ἐξουσίαν, ἢ παραμένειν
τῷ Θεῷ, ἢ ἀλλοτριωθῆναι τοῦ ἀγαθοῦ, Γαβριὴλ ἄγγελος, καὶ παρέστηκε τῷ Θεῷ διηνεκῶς, ὁ
Σατανᾶς ἄγγελος, καὶ ἐξέπεσε τῆς οἰκείας τάξεως. Κἀκεῖνον μὲν ἡ προαίρεσις διεφύλαξε τοῖς ἄνω,
καὶ τοῦτον κατέῤῥιψε τῆς γνώμης τὸ αὐτεξούσιον. Ἠδύνατο γὰρ κἀκεῖνος ἀποστῆναι, καὶ οὗτος μὴ
ἐκπεσεῖν· ἀλλὰ τὸν μὲν διεσώσατο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τὸ ἀκόρεστον, τὸν δὲ ἀπόβλητον ἔδειξεν ἡ
ἐκ Θεοῦ ἀναχώρησις».
414 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1572Α: «Au)to\j me\n ga/r e)stin o( poiw=n tou/j te dikai/ouj kai\ tou\j

a(martwlou/j®a)ll' ou)k au)to\j poiei= au)tou\j dikai/ouj h)\ a(martwlou/j®h)\ timi/ouj h)\ a)ti/mouj:.»·
415 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1572Β: «Ei) ga\r tou=to h)=n, ou)de\n a)\n tw=n o)/ntwn e)ge/neto: ou)de\n ga\r

tw=n o)/ntwn a)ci/wj politeu/etai th=j a)gaqo/thtoj au)tou=. Dikai/wj ga\r pro\j au)to\n sugkrino/mena ta\
pa/nta a)na/cia tou= ei)=nai/ ei)sin».
416 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1572C: «Ei) me\n w)/feile di' a)gaqo/thta mh\ poih=sai tou\j
kolazome/nouj, ma=llon di' u(perba/llousan a)gaqo/thta w)/feile kai\ poih=sai au)tou\j kai\ mh\ kola/sai,
a)lla\ sugxwrh=sai au)toi=j a(marta/nousin: au)to\j ga\r ku/rioj a)mfote/rwn e)sti/, kai\ tou= poih=sai kai\
tou= sugxwrh=sai».
417Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 94, PG 94, 1197Β: «Ἡ γὰρ τῆς οἰκείας γνώμης
ῥαθυμία ἄχρηστον αὐτῷ τὴν τοῦ Δημιουργοῦ εὐεργεσίαν ἐποίησεν, ὥσπερ ἄν, εἴ τις πλοῦτον καὶ
ἀρχὴν παρὰ βασιλέως ἐγχειρισθεὶς τυραννήσει τὸν εὐεργέτην, ὃν ἀξίως χειρωσάμενος
τιμωρήσεται, εἰ μέχρι τέλους τῇ τυραννίδι κατίδοι τοῦτον ἐναπομένοντα».

129
Χαρίδημου Α. Κουτρή

«καλὸν» ή το «κακὸν εἶναι»418.

Σε κάθε περίπτωση οφείλουµε να µην παραβλέπουµε κι ένα ακόµη πολύ


σηµαντικό γεγονός, που αναφέραµε και προηγουµένως. Πέρα από το ότι ο Θεός
δηµιουργεί όλα τα όντα «αγαθά» και «λίαν καλά» µε στόχο τη µετοχή τους

στις αγαθές του ενέργειες και πέρα από το ότι σέβεται την αυτεξουσιότητά τους
και την επιλογή τους να αποµακρυνθούν από κοντά του, είναι τέτοια η αγάπη
του για όλα τα δηµιουργήµατά του που συνεχίζει να τα ζωοποιεί και να τα
διατηρεί στην ύπαρξη, ακόµη και όταν τον έχουν αρνηθεί, όπως συµβαίνει στην
περίπτωση των αµαρτωλών και των δαιµόνων. Το ερώτηµα εποµένως δεν είναι
τόσο η µετοχή των λογικών όντων στις ενέργειες του Θεού, όσο ο βαθµός
µετοχής τους σε αυτές µέσα από τη χρήση του αυτεξουσίου τους419.

418 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 94, PG 94, 1197Α: «πρῶτον γὰρ τὸ εἶναι, καὶ τότε τὸ

καλὸν ἢ κακὸν εἶναι».


419 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 86, PG 94, 1136C-1137Α: «Πάντα μὲν οὖν τὰ ὑπ᾿

αὐτοῦ γενόμενα κοινωνοῦσι τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος κατὰ τὸ εἶναι· αὐτὸς γάρ ἐστι τοῖς πᾶσι τὸ
εἶναι, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ εἰσι τὰ ὄντα, οὐ μόνον ὅτι αὐτὸς ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι αὐτὰ παρήγαγεν,
ἀλλ᾿ ὅτι ἡ αὐτοῦ ἐνέργεια τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα συντηρεῖ καὶ συνέχει· ἐκ περισσοῦ δὲ τὰ ζῷα·
κατά τε γὰρ τὸ εἶναι καὶ κατὰ τὸ ζωῆς μετέχειν κοινωνοῦσι τοῦ ἀγαθοῦ. Τὰ δὲ λογικὰ καὶ κατὰ τὰ
προειρημένα μέν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ λογικόν, καὶ ταῦτα μᾶλλον· οἰκειότερα γάρ πώς εἰσι
πρὸς αὐτόν, εἰ καὶ πάντων οὗτος ὑπέρκειται ἀσυγκρίτως»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568BC:
«Manixai=oj: )/Wfeilen ou)=n tou\j me/llontaj e)nare/touj e)/sesqai mo/nouj poih=sai, i(/na mo/non v)= to\
a)gaqo\n kai\ mo/nh h( a)reth\ politeu/htai. )Orqo/docoj: Te/leion a)gaqo\n o( qeo\j mo/noj, tv= de\ pro\j
au)to\n sugkri/sei pa/nta a)telh=, kata\ tou=to o)/nta kai\ lego/mena a)gaqa/, kaq' o(/son au)tou= mete/xousi,
kai\ tv= pro\j a)/llhla sugkri/sei. (/Oper ga\r ple/on mete/xei tou= a)gaqou=, ple/on a)gaqo\n e)/sti te kai\
le/getai: o(/per de\ e)/latton, e)/latton: o(/per de\ ou)d' o(/lwj, a)gaqo\n ou)d' o(/lwj. To\ de\ ou)d' o(/lwj a)gaqo/n,
pantelw=j kako/n. Kai\ au)to\ de\ to\ ei)=nai, a)gaqo/n: e)k qeou= ga\r tou= a)gaqou= to\ ei)=nai, w(/ste w)\n o(
dia/boloj kat' au)to\ to\ ei)=nai a)gaqo/j e)sti.»· PG 94, 1572ΑΒ: «Au)tecou/sioi ga\r geno/menoi e)cousi/an
e)/xomen kaqa=rai e(autou\j e)k tw=n ai)sxi/stwn paqw=n kai\ molu=nai e(autou/j. (/Omwj pa/ntaj o( qeo\j
a)gaqou\j e)poi/hsen. Au)to\j me\n ou)=n kai\ to\ ei)=nai kai\ to\ eu)= ei)=nai pa=si pare/xei w(/sper h(/lioj
e)faplw=n ta\j a)kti=naj th=j a)gaqo/thtoj au)tou= e)pi\ pa/nta ta\ e)/rga au)tou=. Kai\ to\ me\n ei)=nai ou)k e)/stin
e)f' h(mi=n labei=n, to\ de\ eu)= ei)=nai e)f' h(mi=n e)stin. )\An toi/nun qelh/swmen kai\ poqh/swmen, mete/xomen
th=j a)gaqo/thtoj au)tou= kai\ e)n fwti\ ei)j ai)w=naj e)so/meqa. )Ea\n de\ r(aqumh/swmen kai\ e(autou\j
tuflw/swmen kai\ mh\ poqh/swmen au)to/n, a)me/toxoi au)tou= e)so/meqa.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1109D:
«Θέλουσιν ὑμῖν εὖ πράττειν, Θεὸς ἕτοιμος εἰς τὸ παρέχειν.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1272D-1273A:
«Πότε γενήσῃ Χριστιανός; πότε σε γνωρίσομεν ὡς ἡμέτερον; Πέρυσι τὸν παρόντα καιρὸν ἐξεδέχου·
νῦν πάλιν ἀναμένεις τὸν ἐπιόντα. Ὅρα μὴ εὑρεθῇς μακροτέρας τῆς ζωῆς τὰς ὑποσχέσεις
ποιούμενος. Οὐκ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα. Μὴ ἐπαγγέλλου τὰ μὴ σά. Ἐπὶ ζωήν σε καλοῦμεν,
ἄνθρωπε· τί ἀποφεύγεις τὴν κλῆσιν; ἐπὶ ἀγαθῶν μετουσίαν· τί ὑπερβαίνεις τὴν δωρεάν; Βασιλεία
οὐρανῶν ἤνοικται· ὁ καλῶν ἀψευδὴς, ἡ ὁδὸς ῥᾳδία· οὐ χρόνου, οὐ δαπάνης, οὐ πραγματείας χρεία·
τί ἀναδύῃ; τί φοβῇ τὸν ζυγὸν, ὥσπερ δάμαλις ἀπειρόζυγος; χρηστός ἐστιν, ἐλαφρός ἐστιν, οὐ τρίβει
τὸν αὐχένα, ἀλλὰ δοξάζει. Οὐ γὰρ δεσμεῖται ἡ ζεύγλη περὶ τὸν τράχηλον. Αὐτεξούσιον ἐπιζητεῖ
τὸν ὑφέλκοντα.»· Ιερά Παράλληλα, PG 96, 468Β: «Θέλουσι γὰρ ἡμῖν εὖ πράττειν, Θεὸς ἕτοιμος εἰς τὸ
παρέχειν.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 997A: «οὕτως αὐτεξουσίως βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων
καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν τις προαιρῆται, κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ
θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας ἐπιτηδεύμασι»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ιστορία της
Φιλοσοφίας, όπ. παρ., σ. 270-277.

130
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

9. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Συνοψίζοντας επιγραµµατικά τα προαναφερθέντα µπορεί κανείς να


420
διαπιστώσει πως ο ∆αµασκηνός αποδεικνύει τόσο φιλοσοφικά , όσο και
βιβλικά421, την αυτεξουσιότητα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αποτελεί δηµιούργηµα
του Θεού «κατ’ εικόνα» και «καθ’ οµοίωση» του δηµιουργού του422,
χαρακτηριστικά που εντοπίζονται κυρίως στην αγαθότητα του ανθρώπου, τη
λογική και την αυτεξουσιότητά του, ώστε µέσα από την ορθή χρήση τους να
οµοιάσει προς το Θεό και να κερδίσει «κατά χάρη» τη θέωση, την αφθαρσία και
την αθανασία423.

Με βάση τη βιβλική περιγραφή της Γενέσεως, ο Θεός δίνει τη δυνατότητα


στους ανθρώπους να ασκήσουν ελεύθερα το αυτεξούσιό τους τοποθετώντας τους
στον κήπο της Εδέµ και απαλλάσσοντάς τους από κάθε βιοτική µέριµνα και
ανάγκη424. Οι πρωτόπλαστοι όµως επιλέγουν εκούσια να αποµακρυνθούν από το
Θεό, µε αποτέλεσµα να παραδοθούν στη φθορά και το θάνατο425. Η παροχή αυτής
της δυνατότητας από πλευράς του άκτιστου και άτρεπτου Θεού στους κτιστούς και
τρεπτούς ανθρώπους κρίνεται ως απαραίτητη προκειµένου να τους επιτραπεί να
τον προσεγγίσουν ελεύθερα ή να τον αρνηθούν µέσα από τη χρήση της λογικής
και του αυτεξουσίου τους426. Ο άνθρωπος παραµένει αυτεξούσιος ακόµη και µετά
την πτώση του, µόνο που οι δυνατότητές του είναι περιορισµένες αφού έρχεται
αντιµέτωπος µε τη φθορά, το θάνατο και τις αµαρτητικές του ροπές427.

Παρ’ όλα αυτά, ο Θεός συνεχίζει να προνοεί για τον άνθρωπο και να του
παρέχει συνεχώς ευκαιρίες για µετάνοια, ενώ και πάλι παραµένει στην αυτεξούσια
κρίση του ανθρώπου το αν θα τις αποδεχτεί ή αν θα τις απορρίψει428. Ο
παντογνώστης Θεός, µολονότι προγνωρίζει τις επιλογές του ανθρώπου, εντούτοις
δεν τις προορίζει, ενώ παράλληλα τηρεί µια πολύ λεπτή ισορροπία ανάµεσα στη
φροντίδα των ανθρώπων, αλλά και τον σεβασµό στην αυτεξουσιότητά τους429.

Σε κάθε περίπτωση είναι στο χέρι του κάθε ανθρώπου η ορθή ή η

420 Βλ. σελ. 43: «ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ».
421 Βλ. σελ. 47: «ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ».
422 Βλ. σελ. 48: «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

423 Βλ. σελ. 53: «ΣΥΝΔΕΣΗ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΕΙΚΟΝΑ».

424 Βλ. σελ. 61: «Ο ΤΟΠΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ».

425 Βλ. σελ. 64: «ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΩΝ».

426 Βλ. σελ. 98: «Ο ΛΟΓΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ

ΚΤΙΣΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΡΕΠΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ».


427 Βλ. σελ. 102: «ΤΑ ΟΡΙΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ».

428 Βλ. σελ. 108: «Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ».

429 Βλ. σελ. 115: «Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΓΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΥ».

131
Χαρίδημου Α. Κουτρή

εσφαλµένη άσκηση του αυτεξουσίου του430, ενώ και η «μετά θάνατον» κρίση

αποτελεί απλώς προέκταση των αυτεξούσιων επιλογών που κάνει ο καθένας «ἐν

ζωῇ»431. Το αυτεξούσιο και η ελευθερία αποτελούν «λίαν καλά» δώρα του Θεού
στον άνθρωπο, αλλά επαφίεται στην ανθρώπινη κρίση και επιλογή ο τρόπος
χρήσης τους ως προς την επιτέλεση της αρετής ή της κακίας. Εν κατακλείδι, θα
µπορούσε κανείς να πει ότι το αυτεξούσιο είναι ένα πάρα πολύ χρήσιµο εργαλείο
που χαρίστηκε στον άνθρωπο από τον Θεό προκειµένου να µπορέσει ο άνθρωπος
να τον προσεγγίσει ελεύθερα και συνειδητά. Συνεπώς το πρόβληµα της απώλειας
των αµαρτωλών δεν έγκειται στο αυτεξούσιο αυτό καθαυτό, αλλά στον τρόπο
χρήσης του432.

430 Βλ. σελ. 118: «Η ΟΡΘΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΥ»


431 Βλ. σελ. 122: «Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΩΝ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
432 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1577C: «ou) kako\n de\ to\ au)tecou/sion, ei), w(j e)do/qh h(mi=n kai\ e)f' %(=

e)do/qh, xrhso/meqa au)t%=.»·

132
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄

133
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

Είναι γνωστό πως εξαιτίας της αδυναµίας του ανθρώπου να κερδίσει µόνος
του τη σωτηρία, ο Θεός Λόγος ενανθρώπησε για να αποκαταστήσει το αµαυρωµένο
«κατ’ εικόνα» και να σώσει τον άνθρωπο. Ο ∆αµασκηνός αναπτύσσει αρκετά τη
Χριστολογία του προκειµένου να διαφυλάξει το ορθόδοξο δόγµα από διάφορες
αιρετικές αποκλίσεις και ιδιαίτερα από τους Μονοθελήτες433. Μέσα σε αυτά τα
πλαίσια αναφέρεται στην ύπαρξη στο Χριστό δύο τέλειων φύσεων θελητικών,
ενεργητικών και αυτεξούσιων434. Η Χριστολογία του ∆αµασκηνού είναι άρρηκτα

433 Οι Μονοφυσίτες και ο Νεστόριος υποστήριζαν ότι φύση και υπόσταση ταυτίζονται, γεγονός που
τους οδηγούσε στο λογικό σφάλμα ότι δύο φύσεις θα σήμαιναν αυτόματα και δύο υποστάσεις.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι Μονοθελήτες, ενάντια στους οποίους γράφει ο Δαμασκηνός, υποστήριζαν
πως εφόσον φύση και υπόσταση ταυτίζονται, τότε «φυσικό θέλημα» και «γνωμικό/υποστατικό
θέλημα» επίσης ταυτίζονται. Άρα το ένα πρόσωπο είναι μία υπόσταση με ένα θέλημα.
Περισσότερα για το θέμα βλέπε Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 190 εξ· «Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ.
Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-143:
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]· Ιστορία της Ορθόδοξης
Θεολογίας και Πνευματικότητας, όπ. παρ. 2000-2001, σ. 62· 69εξ.
434 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1033A: «Ἐπειδὴ μὲν οὖν δύο φύσεις τοῦ

Χριστοῦ, δύο αὐτοῦ καὶ τὰ φυσικὰ θελήματα καὶ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας φαμέν. Ἐπειδὴ δὲ μία
τῶν δύο αὐτοῦ φύσεων ἡ ὑπόστασις, ἕνα καὶ τὸν αὐτόν φαμεν θέλοντά τε καὶ ἐνεργοῦντα
φυσικῶς κατ᾿ ἄμφω, ἐξ ὧν καὶ ἐν αἷς καὶ ἅπερ ἐστὶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· θέλειν δὲ καὶ ἐνεργεῖν
οὐ διῃρημένως, ἀλλ᾿ ἡνωμένως· θέλει γὰρ καὶ ἐνεργεῖ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου
κοινωνίας»· 1033D-1036A: «Ὥσπερ γὰρ τῶν τοῦ αὐτοῦ καί ἑνὸς Χριστοῦ φύσεων ὁ ἀριθμὸς
εὐσεβῶς νοούμενός τε καὶ λεγόμενος οὐ διαιρεῖ τὸν ἕνα Χριστόν, ἀλλὰ σῳζομένην καὶ ἐν τῇ
ἑνώσει παρίστησι τῶν φύσεων τὴν διαφοράν, οὕτω καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν οὐσιωδῶς προσόντων ταῖς
αὐτοῦ φύσεσι θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν –κατ᾿ ἄμφω γὰρ τὰς φύσεις θελητικὸς ἦν καὶ
ἐνεργητικὸς τῆς ἡμῶν σωτηρίας– οὐ διαίρεσιν εἰσάγει –μὴ γένοιτο–, ἀλλὰ τὴν αὐτῶν δηλοῖ καὶ
μόνον, κἂν τῇ ἑνώσει, φυλακὴν καὶ σωτηρίαν· φυσικὰ γὰρ καὶ οὐχ ὑποστατικά φαμεν τὰ
θελήματα καὶ τὰς ἐνεργείας.»· 2, PG 94, 793A: «καὶ ἄνθρωπος τέλειος ἐξ αὐτῆς γέγονε· καὶ ὅτι ὁ
αὐτὸς Θεὸς τέλειός ἐστιν ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπος τέλειος, ἐκ δύο φύσεων,θεότητός τε καὶ
ἀνθρωπότητος, καὶ ἐν δύο φύσεσι νοεραῖς θελητικαῖς τε καὶ ἐνεργητικαῖς καὶ αὐτεξουσίοις καὶ
ἁπλῶς εἰπεῖν, τελείως ἐχούσαις κατὰ τὸν ἑκάστῃ πρέποντα ὅρον τε καὶ λόγον, θεότητί τε καὶ
ἀνθρωπότητί φημι, μιᾷ δὲ συνθέτῳ ὑποστάσει»· Κατά Ιακωβιτών, PG 94, 1480CD: «ei(=j ga/r e)sti
tou=to ka)kei=no, qeo/j te kai\ a)/nqrwpoj, qeo\j te/leioj kai\ a)/nqrwpoj te/leioj, pa/nta fe/rwn ta\ th=j
qeo/thtoj i)diw/mata, th\n qeo/thta, to\ a)/narxon, to\ a)qa/naton, th\n kurio/thta, th\n pantodu/namon
qe/lhsin kai\ e)ne/rgeian, kai\ pa=san fe/rwn th\n th=j sarko\j ou)si/an a)nellipw=j, yuxh/n, sw=ma, nou=n
kai\ ta\ tou/twn fusika\ kai\ a)dia/blhta pa/qh kai\ i)diw/mata, th\n au)tecou/sion qe/lhsin kai\
e)ne/rgeian, th\n pei=nan, th\n di/yan, to\ da/kruon, th\n lu/phn, th\n a)dhmoni/an, th\n a)gwni/an, to\n
qa/naton.»· Περί της Αγίας Τριάδος, PG 95, 17Α: «)En tv= tou= Qeou= Lo/gou u(posta/sei mi/an fu/sin
sesarkwme/nhn kai\ proskunoume/nhn, mi/an prosku/nhsin, e)pei\ e)k du/o sunelqousw=n e(\n to\
proskunou/menon pro/swpon. Ou)si/ai du/o, e)ne/rgeiai du/o, qelh/mata du/o, au)tecou/sia du/o: pentaxw=j
de\ h( u(po/stasij: u(po/stasij, kai\ pro/swpon, kai\ xarakth\r, kai\ i)/dion, kai\ a)/tomon.»· Βαρλαάμ και
Ιωασάφ, PG 96, 1028C-1029A: «καὶ ἄνθρωπος τέλειος γενόμενος, καὶ ὅτι αὐτὸς Θεὸς τέλειός ἐστι
καὶ ἄνθρωπος τέλειος, γενόμενος ἐκ δύο φύσεων, θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ ἐν δύο
φύσεσι νοεραῖς, θελητικαῖς τε καὶ ἐνεργητικαῖς καὶ αὐτεξουσίοις, καὶ κατὰ πάντα τελείως
ἐχούσαις κατὰ τὸν ἑκάστῃ πρέποντα ὅρον τε καὶ λόγον, θεότητι, φημί, καὶ ἀνθρωπότητι, μιᾷ δὲ
συνθέτῳ ὑποστάσει.»· πρβλ. JD.MANSI, Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, Τόμος Ε΄,
Akademische Druck- u. Verlagsanstalt, 1960-1961, σ. 1277· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170εξ· «Η

134
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

συνδεδεµένη µε τη Θεολογία και την Ανθρωπολογία του, ενώ στην όλη του
προσπάθεια ο ιερός συγγραφέας χρησιµοποιεί πληθώρα επιχειρηµάτων. Ας δούµε
όµως αναλυτικότερα τη σκέψη του.

1. ΤΟ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Κατ’ αρχάς, ο ∆αµασκηνός κάνει διάκριση µεταξύ «φυσικού» και


«γνωµικού/υποστατικού θελήµατος». Το «φυσικό θέληµα» είναι η λογική και
αυτεξούσια ορεκτική δύναµη και κίνηση της φύσης και εποµένως το θέληµα αυτό
είναι κοινό για όλα τα όντα που έχουν την ίδια φύση. Από την άλλη, το
«γνωµικό/υποστατικό θέληµα» αναφέρεται στο «θελητό», δηλαδή στο τι θέλει ο
κάθε άνθρωπος και στο πώς το θέλει, γι’ αυτό και διαφέρει από άνθρωπο σε
άνθρωπο µιας και αποτελεί χαρακτηριστικό του προσώπου435. Το
«γνωµικό/υποστατικό θέληµα» είναι άµεσα συνδεδεµένο µε την αµαρτία, αφού
αυτή είναι ουσιαστικά η αιτία της διάσπασης µεταξύ των ανθρώπων436.

Παράλληλα, όπως ο τριαδικός Θεός χαρακτηρίζεται από «βούληση», αλλά


όχι από «βουλή» και «προαίρεση»437, έτσι και η ψυχή του Χριστού438, αν και είχε
«βούληση», δεν είχε «βουλή» και «προαίρεση» που αποτελούν χαρακτηριστικά

ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία
του», όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]·
Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή
– Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 480· Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική Θεολογία και
Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 34.
435 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948Β: «Ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ μὲν

ἡ φύσις μία, μία καὶ ἡ φυσικὴ θέλησις· ἐπειδὴ δὲ αἱ ὑποστάσεις κεχωρισμέναι εἰσὶ καὶ διεστήκασιν
ἀλλήλων κατά τε τόπον καὶ χρόνον καὶ τὴν πρὸς τὰ πράγματα διάθεσιν καὶ ἕτερα πλεῖστα, τούτου
ἕνεκα διάφορα τὰ θελήματα καὶ αἱ γνῶμαι.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170 εξ. πρβλ. Λ.ΣΙΑΣΟΥ, Τα
όρια της κατηγορικής σημαντικής στη θεολογία του Ιωάννη Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 369εξ.
436 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948 A – 949 A· 58, 1036 ABC· Περί των εν τω

Χριστώ δύο θελημάτων 22, PG 95 152 C, 153 CD· 24, 156 A – 157 A· 28, 164 D – 165 B· 40, 180 B·
Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας
Γ΄, όπ. παρ., σ. 190εξ. «Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία
της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc
[προσπ. 29/04/2010].
437 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945CD: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι ἐπὶ Θεοῦ

βούλησιν μὲν λέγομεν, προαίρεσιν δὲ κυρίως οὐ λέγομεν· οὐ γὰρ βουλεύεται ὁ Θεός. Ἀγνοίας γάρ
ἐστι τὸ βουλεύεσθαι· περὶ γὰρ τοῦ γινωσκομένου οὐδεὶς βουλεύεται. Εἰ δὲ ἡ βουλὴ ἀγνοίας, πάντως
καὶ ἡ προαίρεσις. Ὁ δὲ Θεὸς πάντα εἰδὼς ἁπλῶς οὐ βουλεύεται.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ.
παρ., σ. 76εξ.
438 Βλ. Λόγος εις το άγιον Σάββατον, PG 96, 617ΑΒ: «iq§. )Epeidh\ ga\r di' a)nqrw/pou o( qa/natoj, e)/dei di'

a)nqrw/pou dwrhqh=nai th\n a)na/stasin. )Epeidh\ yuxh\ noera\ au)tecousi/% qelh/mati e)nh/rghse th\n
para/basin, e)/dei yuxh\n noera\n fusik%= kai\ au)tecousi/% qelh/mati th\n u(pakoh\n e)nergh=sai tou=
Kti/santoj, kai\ th\n swthri/an e)panelqei=n, di' w(=n o( qa/natoj th\n zwh\n e)cwstra/kisen, i(/na mh\
turannei=sqai nomi/sv o( qa/natoj to\n a)/nqrwpon.».

135
Χαρίδημου Α. Κουτρή

της άγνοιας439. Όντας ο Χριστός τέλειος άνθρωπος, η ανθρώπινή του φύση θα


µπορούσε να χαρακτηρίζεται από άγνοια, κάτι όµως που δεν συνέβαινε αφού η
ανθρώπινη φύση ήταν υποστατικά ενωµένη µε τον Θεό Λόγο και έτσι είχε την
παντογνωσία, όχι «χάριτι» αλλά ακριβώς «διὰ τὴν καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν»440.

Για τον ίδιο λόγο ο Χριστός, αν και είχε ανθρώπινη «φυσική θέληση» δεν
είχε «γνωµικό θέληµα». Όντας δηλαδή τέλειος άνθρωπος, είχε την ίδια «φυσική
θέληση» που χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους, όπως την επιθυµία για τροφή,
για ύπνο, χωρίς όµως «γνωµικό θέληµα», αφού δεν προσέλαβε ξεχωριστό
ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά ήταν ο ίδιος το πρόσωπο του Θεού Λόγου που
ενανθρώπησε441. Ο Λόγος πήρε όλα τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη του ανθρώπου,

439 Όπως παρατηρεί ο A.Louth (σε ελεύθερη μετάφραση): «η ιδέα ότι ο Χριστός δεν είχε βουλή
μοιάζει παράδοξη στον μετά-Διαφωτιστικό (και ειδικά τον μετά-Καντιανό) δυτικό άνθρωπο, από
τη στιγμή που το να αναλογίζεται κανείς τις διαθέσιμες επιλογές, προτού αποφασίσει, θεωρείται
γνώρισμα της ελεύθερης βούλησης. Όπως όμως σημειώνει η Iris Murdoch, κατά τη διάρκεια της
κριτικής της για τις σύγχρονες τάσεις της ηθικής φιλοσοφίας, στο έργο της The Sovereignty of Good (η
Κυριαρχία του Αγαθού): ‘η ελευθερία δεν αφορά τόσο στην άσκηση της βούλησης, όσο στην
εμπειρία της ακριβούς οράσεως η οποία, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ενεργοποιεί τη δράση’.
Από αυτήν την άποψη, η βούλευση είναι ουσιαστικά η λειτουργία στην οποία καταφεύγουμε όταν
η όρασή μας είναι θολή και συγκεχυμένη· αποτελεί δηλαδή γνώρισμα της έλλειψης ελευθερίας και
όχι της άσκησής της.». Βλ. Α.LOUTH, St. John Damascene, όπ. παρ., σ. 168· I.MURDOCH, The
Sovereignty of Good, Routledge and Kegan Paul, London 1970, σ. 67· Κ.ΚΡΙΜΠΑ, Δαρβινισμός και η
ιστορία του έως τις μέρες μας, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2009, σ. 658-659· D.DENNETT, Freedom Evolves,
εκδ. Viking Books, 2003. πρβλ. Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ.
440 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948A: «Οὔτε δὲ ἐπὶ τῆς τοῦ Κυρίου ψυχῆς

φαμεν βουλὴν ἢ προαίρεσιν· οὐ γὰρ εἶχεν ἄγνοιαν. Εἰ γὰρ καὶ τῆς ἀγνοούσης τὰ μέλλοντα φύσεως
ἦν, ἀλλ᾿ ὅμως καθ᾿ ὑπόστασιν ἑνωθεῖσα τῷ Θεῷ Λόγῳ πάντων τὴν γνῶσιν εἶχεν οὐ χάριτι, ἀλλ᾿, ὡς
εἴρηται, διὰ τὴν καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν· ὁ αὐτὸς γὰρ ἦν καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος.»· 58, PG 94, 1044C-
1045Α: «Γνώμην δὲ καὶ προαίρεσιν ἐπὶ τοῦ Κυρίου λέγειν ἀδύνατον, εἴπερ κυριολεκτεῖν βουλόμεθα. Ἡ
γνώμη γὰρ μετὰ τὴν περὶ τοῦ ἀγνοουμένου ζήτησιν καὶ βούλευσιν, ἤτοι βουλὴν καὶ κρίσιν πρὸς τὸ
κριθέν ἐστι διάθεσις· μεθ᾿ ἣν ἡ προαίρεσις ἐκλεγομένη καὶ αἱρουμένη πρὸ τοῦ ἑτέρου τὸ ἕτερον. Ὁ δὲ
Κύριος οὐ ψιλὸς ὢν ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεὸς καὶ πάντα εἰδὼς ἀνενδεὴς σκέψεως καὶ ζητήσεως καὶ
βουλῆς ὑπῆρχε καὶ κρίσεως καὶ φυσικῶς τήν τε πρὸς τὸ καλὸν εἶχεν οἰκείωσιν καὶ τὴν πρὸς τὸ κακὸν
ἀλλοτρίωσιν. Οὕτω γοῦν καὶ Ἡσαΐας φησίν, ὅτι «πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον ἢ προελέσθαι πονηρά,
ἐκλέξεται τὸ ἀγαθόν· διότι πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἀπειθεῖ πονηρίᾳ τοῦ
ἐκλέξασθαι τὸ ἀγαθόν». Τὸ γὰρ «πρὶν» δηλοῖ, ὅτι οὐ καθ᾿ ἡμᾶς ζητήσας καὶ βουλευσάμενος, ἀλλὰ
Θεὸς ὢν καὶ θεϊκῶς καὶ τὸ κατὰ σάρκα ὑποστάς, τουτέστι καθ᾿ ὑπόστασιν ἡνωμένος τῇ σαρκί, αὐτῷ
τῷ εἶναι καὶ τὸ πάντα εἰδέναι τὸ ἐκ φύσεως εἶχεν ἀγαθόν·»· πρβλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα
και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 171· «Η
ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του»,
όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010].
441 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948A: «Διὸ οὐδὲ γνωμικὸν εἶχε θέλημα.

Θέλησιν μὲν γὰρ εἶχε τὴν φυσικὴν, τὴν ἁπλῆν, τὴν ἐν πάσαις ταῖς ὑποστάσεσι τῶν ἀνθρώπων
ὁμοίως θεωρουμένην, τὴν δὲ γνώμην, ἤγουν τὸ θελητὸν»· 1036ΑΒC: «Ἰστέον γάρ, ὡς οὐ ταὐτόν
ἐστι, θέλειν καὶ πῶς θέλειν· τὸ μὲν γὰρ θέλειν φύσεως, ὥσπερ καὶ τὸ ὁρᾶν –πᾶσι γὰρ ἀνθρώποις
πρόσεστι–, τὸ δὲ πῶς θέλειν οὐ φύσεως, ἀλλὰ τῆς ἡμετέρας γνώμης, ὥσπερ καὶ τὸ πῶς ὁρᾶν,
καλῶς ἢ κακῶς –οὐ γὰρ πάντες ἄνθρωποι ὁμοίως θέλουσιν οὐδ᾿ ὁμοίως ὁρῶσι. Τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν
ἐνεργειῶν δώσομεν· τὸ γὰρ πῶς θέλειν, πῶς ὁρᾶν, ἤ πῶς ἐνεργεῖν, τρόπος ἐστὶ τῆς τοῦ θέλειν καὶ
ὁρᾶν καὶ ἐνεργεῖν χρήσεως, μόνῳ τῷ κεχρημένῳ προσὸν καὶ τῶν ἄλλων αὐτὸν κατὰ τὴν κοινῶς

136
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

εκτός από την αµαρτία, µιας και αυτή δεν αποτελεί κοµµάτι της δηµιουργηµένης
από το Θεό ανθρώπινης φύσης και συνεπώς δεν ανήκει στο «κατά φύση» του
ανθρώπου442.

Έτσι και ο Χριστός, µολονότι είχε δύο «φυσικές θελήσεις» αντίστοιχες προς
τις δύο φύσεις του (τη θεία και την ανθρώπινη), όντας ένα πρόσωπο είχε ένα µόνο
«θέληµα», οπωσδήποτε όχι υποστατικό, αλλά εξάπαντος φυσικό, δηλαδή το
θέληµα της θείας φύσης του Θεού Λόγου, που ήταν κοινό µε αυτό των άλλων δύο
προσώπων της Αγίας Τριάδας443. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ανθρώπινη θέληση του

λεγομένην διαφορὰν χωρίζον. Λέγεται οὖν τὸ μὲν ἁπλῶς θέλειν θέλησις, ἤτοι ἡ θελητικὴ δύναμις,
λογικὴ οὖσα ὄρεξις καὶ θέλημα φυσικόν· τὸ δὲ πῶς θέλειν, ἤτοι τὸ τῇ θελήσει ὑποκείμενον,
θελητὸν καὶ θέλημα γνωμικόν· θελητικὸν δε ἐστι τὸ πεφυκὸς θέλειν, οἷον θελητική ἐστιν ἡ θεία
φύσις, ὡσαύτως καὶ ἡ ἀνθρωπίνη· θέλων δέ ἐστιν ὁ κεχρημένος τῇ θελήσει, ἤτοι ἡ ὑπόστασις, οἷον
ὁ Πέτρος.»·· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112ΑΒ: «Τὰ δὲ τῇ θελήσει ὑποκείμενα, ὧν
ἐφίεται ἡ θέλησις, λέγονται θελήματα γνωμικά· οἰκείᾳ γὰρ γνώμῃ ὁρμᾷ πρὸς τὴν τούτων χρῆσιν ὁ
νοῦς αὐτεξούσιος ὤν. Ταῦτα δέ εἰσιν οἷον φαγεῖν-μὴ φαγεῖν, πιεῖν-μὴ πιεῖν, ὁδεῦσαι-μὴ ὁδεῦσαι,
γῆμαι- μὴ γῆμαι καὶ τὰ τοιαῦτα, ἅτινα ἐφ᾿ ἡμῖν εἰσιν, ἅτινα καὶ αὐτὰ δυνάμεθα καὶ τὰ ἀντικείμενα
αὐτοῖς.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 156D: «u(postatikh\ de\ kai\
gnwmikh\ qe/lhsij o)/recij kaq' h(donh\n kai\ kat' oi)kei/an gnw/mhn th=j kexrhme/nhj u(posta/sewj kai\ ou)
kata\ no/mon qeou= kai\ tro/poj xrh/sewj th=j fusikh=j qelh/sewj kata\ gnw/mhn th=j kexrhme/nhj
u(posta/sewj.»· 157D-160A: «Ta\ de\ para\ fu/sin mo/na e)sti\n e)nanti/a t%= qei/% qelh/mati, o(/per e)sti\n h(
kat' oi)kei/an gnw/mhn kai\ a(marthtikw=n h(donw=n o)/recij, toute/stin h( a(marti/a. Tau/thn o( ku/rioj ou)k
a)ne/laben: (A
« marti/an ga\r ou)k e)poi/hsen ou)de\ eu(re/qh do/loj e)n t%= sto/mati au)tou=.»· PG 95, 180Β: «dia\
tou=to o( ui(o\j tou= qeou= patro\j eu)doki/# geno/menoj a)/nqrwpoj fu/sin me\n a)nqrwpi/nhn a)ne/labe kai\
fusikh\n a)nqrwpi/nhn qe/lhsin, u(po/stasin de\ a)nqrwpi/nhn ou)k a)ne/laben, i(/n' h( fusikh\ th=j
a)nqrwpo/thtoj qe/lhsij mh\ kata\ oi)kei=on u(postatiko\n kai\ gnwmiko\n qe/lhma politeu/shtai e)nanti/wj
tou= qei/ou qelh/matoj, a)ll' au)tecousi/wj kata\ pa/nta u(ph/kooj ge/nhtai kai\ ou(/twj luqv= h( a)rxai/a
para/basij.»· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 480. Για το γνωμικό θέλημα, βλέπε επίσης
ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Εκ των περί θελημάτων αυτού συλλογισμών· τι φυσικόν θέλημα και τι
γνωμικόν, PG 91, 280A· Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά 1, 47, PG 90, 1196C.·
Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής
θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 171εξ. και 190εξ.· «Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη
Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-143:
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Κόσμος,
άνθρωπος, κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, όπ. παρ., σ. 258εξ.· A.LOUTH, St. John Damascene,
όπ. παρ., σ. 137-139· πρβλ. Λ.ΣΙΑΣΟΥ, Τα όρια της κατηγορικής σημαντικής στη θεολογία του Ιωάννη
Δαμασκηνού, όπ. παρ., σ. 369εξ.
442 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 64, PG 94, 1081ΑB: «Ὁμολογοῦμεν δέ, ὅτι πάντα τὰ

φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου ἀνέλαβεν. Ὅλον γὰρ τὸν ἄνθρωπον καὶ πάντα τὰ τοῦ
ἀνθρώπου ἀνέλαβε πλὴν τῆς ἁμαρτίας».
443 Όπως παρατηρεί ο Γ.Μαρτζέλος: «Καίτοι το πρόσωπο και η υπόσταση του Χριστού είναι ο Θεός

Λόγος, το θέλημα του Λόγου δεν είναι προσωπικό ή υποστατικό ή, όπως αλλιώς το αποκαλεί ο
Δαμασκηνός, γνωμικό, αλλά είναι φυσικό, γιατί συνιστά το θέλημα της θείας φύσης του, και ως εκ
τούτου είναι κοινό με τον Πατέρα και το Άγ. Πνεύμα. Απλώς το θέλημα αυτό, όπως άλλωστε και
το ανθρώπινο, εκδηλωνόταν διά μέσου του θείου προσώπου του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήταν
προσωπικό ή γνωμικό. … Ο Χριστός όμως δεν προσέλαβε ούτε ανθρώπινο πρόσωπο ούτε την
εγγενή σε αυτό αμαρτία, και κατά συνέπεια δεν είχε υποστατικό ή γνωμικό θέλημα, αλλά μόνο
δύο φυσικά θελήματα και δύο φυσικές ενέργειες». Βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 171-172· «Η
ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία
του», όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]·

137
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Χριστού ακολουθούσε και ήθελε αυτά που ήθελε η θεία θέληση και η θεία θέληση
επέτρεπε στην ανθρώπινη να πάσχει τα δικά της µε φυσικό τρόπο444. Με άλλα
λόγια, αµφότερα τα θελήµατα (το θείο και το ανθρώπινο) που είχε ο Χριστός ήταν
σύµφωνα µεταξύ τους αφού και τα δύο ήταν «κατά φύση»445. Αντιθέτως, το
«γνωµικό θέληµα» δεν προσελήφθη από τον Χριστό γιατί αποτελεί «παρά φύση»
χαρακτηριστικό και συνδέεται άµεσα µε την αµαρτία446.

πρβλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948 ΑΒ. B.KOTTER, Die Schriften des
Johannes von Damaskos, II, όπ.παρ., σ. 91εξ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG
95, 156Α, 177D–180B· B.KOTTER, Die Schriften des Johannes von Damaskos, IV, όπ.παρ., σ. 206. 224εξ.·
ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Εκ των περί θελημάτων αυτού συλλογισμών. τί φυσικόν θέλημα και τί
γνωμικόν, PG 91, 280Α. Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονομικά 1, 47, PG 90, 1196C·
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, όπ. παρ., σ. 258 εξ.
444 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948AΒC: «οὐκ εἶχεν ἡ ἁγία αὐτοῦ ψυχὴ

ἐναντίον τοῦ θείου αὐτοῦ θελήματος οὐδὲ ἄλλο παρὰ τὸ θεῖον αὐτοῦ θέλημα. Ἡ γὰρ γνώμη
συνδιαιρεῖται ταῖς ὑποστάσεσι πλὴν τῆς ἁγίας καὶ ἁπλῆς καὶ ἀσυνθέτου καὶ ἀδιαιρέτου
θεότητος· ἐκεῖ γὰρ τῶν ὑποστάσεων μὴ εἰς ἅπαν διαιρουμένων καὶ διισταμένων, οὐδὲ τὸ θελητὸν
διαιρεῖται. Κἀκεῖ μέν, ἐπειδὴ μία ἡ φύσις, μία καὶ ἡ φυσικὴ θέλησις· ἐπειδὴ δὲ καὶ αἱ ὑποστάσεις
ἀδιάστατοί εἰσιν, ἓν καὶ τὸ θελητὸν καὶ μία ἡ κίνησις τῶν τριῶν ὑποστάσεων. Ἐπὶ δὲ τοῦ Κυρίου
ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ μὲν διάφοροι αἱ φύσεις, διάφοροι καὶ αἱ θελήσεις αἱ φυσικαὶ τῆς
αὐτοῦ θεότητος καὶ τῆς αὐτοῦ ἀνθρωπότητος, ἤγουν αἱ θελητικαὶ δυνάμεις· ἐπειδὴ δὲ μία ἡ
ὑπόστασις καὶ εἷς ὁ θέλων, ἓν καὶ τὸ θελητὸν, ἤγουν τὸ γνωμικὸν θέλημα, τῆς ἀνθρωπίνης
αὐτοῦ θελήσεως ἑπομένης δηλαδὴ τῇ θείᾳ αὐτοῦ θελήσει καὶ ταῦτα θελούσης, ἃ ἡ θεία αὐτοῦ
ἤθελε θέλησις θέλειν αὐτήν.»· 62, PG 94, 1073Β: «Εἶχε μὲν οὖν φυσικῶς καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς
ἄνθρωπος τὸ θέλειν, εἵπετο δὲ καὶ ὑπετάσσετο τῷ αὐτοῦ θελήματι τό ἀνθρώπινον μὴ
κινούμενον γνώμῃ ἰδίᾳ, ἀλλὰ ταῦτα θέλον, ἃ τὸ θεῖον αὐτοῦ ἤθελε θέλημα. Παραχωρούσης γὰρ
τῆς θείας θελήσεως ἔπασχε τὰ ἴδια φυσικῶς.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170εξ· «Η ενανθρώπηση του
Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-
143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]· Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ,
Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 34.
445 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 157D: «Kata\ me\n ou)=n th\n

fusikh\n diafora\n du/o qelh/mata e)pi\ tou= kuri/ou h(mw=n )Ihsou= Xristou= ou)k e)nanti/a. Ou)de\ ga\r
e)nanti/on t%= qei/% qelh/mati to\ fusiko\n tou= a)nqrw/pou qe/lhma ou)/te h( fusikh\ qelhtikh\ du/namij
ou)/te ta\ fusikw=j au)tv= u(pokei/mena ou)/te h( fusikh\ xrh=sij th=j qelh/sewj: pa/ntwn ga\r tw=n fusikw=n
to\ qei=on qe/lhma dhmiourgo/n».
446Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 156D: «u(postatikh\ de\ kai\
gnwmikh\ qe/lhsij o)/recij kaq' h(donh\n kai\ kat' oi)kei/an gnw/mhn th=j kexrhme/nhj u(posta/sewj kai\
ou) kata\ no/mon qeou= kai\ tro/poj xrh/sewj th=j fusikh=j qelh/sewj kata\ gnw/mhn th=j kexrhme/nhj
u(posta/sewj.»· 157D-160A: «Ta\ de\ para\ fu/sin mo/na e)sti\n e)nanti/a t%= qei/% qelh/mati, o(/per e)sti\n
h( kat' oi)kei/an gnw/mhn kai\ a(marthtikw=n h(donw=n o)/recij, toute/stin h( a(marti/a. Tau/thn o( ku/rioj
ou)k a)ne/laben: «(Amarti/an ga\r ou)k e)poi/hsen ou)de\ eu(re/qh do/loj e)n t%= sto/mati au)tou=.»· PG 95,
180Β: «dia\ tou=to o( ui(o\j tou= qeou= patro\j eu)doki/# geno/menoj a)/nqrwpoj fu/sin me\n a)nqrwpi/nhn
a)ne/labe kai\ fusikh\n a)nqrwpi/nhn qe/lhsin, u(po/stasin de\ a)nqrwpi/nhn ou)k a)ne/laben, i(/n' h(
fusikh\ th=j a)nqrwpo/thtoj qe/lhsij mh\ kata\ oi)kei=on u(postatiko\n kai\ gnwmiko\n qe/lhma
politeu/shtai e)nanti/wj tou= qei/ou qelh/matoj, a)ll' au)tecousi/wj kata\ pa/nta u(ph/kooj ge/nhtai kai\
ou(/twj luqv= h( a)rxai/a para/basij.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 171εξ· «Η ενανθρώπηση του
Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-
143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]· Είναι αλήθεια πως η
θέση αυτή του Δαμασκηνού, φέροντας σαφείς τις επιδράσεις του Μαξίμου του Ομολογητού, θα
μπορούσε να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις, αν απολυτοποιηθεί. Από τη στιγμή δηλαδή
που το θείο θέλημα είναι απλό και το ανθρώπινο θέλημα υφίσταται κατά φύση, μονάχα όταν

138
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Σε ό,τι αφορά στα «ιδιώµατα» των δύο φύσεων του Χριστού, ο ∆αµασκηνός
αναφέρει ότι ο Χριστός, ως τέλειος Θεός, κατείχε όλα τα «ιδιώµατα» του Θεού
Πατέρα «πλὴν τῆς ἀγεννησίας», ενώ παράλληλα ως τέλειος άνθρωπος κατείχε όλα

τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά «δίχα μόνης τῆς ἁμαρτίας»· είχε δηλαδή σώµα

εµψυχωµένο µε ψυχή λογική και νοερή447. Αυτό φυσικά είχε ως επακόλουθο στο

εναρμονίζεται με το θείο, αυτομάτως καθιστά όλες τις εναλλακτικές επιλογές του γνωμικού
θελήματος ως κακές. Αυτό σημαίνει πολύ απλά πως δεν υπάρχουν «ηθικά ουδέτερες» επιλογές
ή ενέργειες και επομένως η ίδια η διαφορετικότητα της γνώμης στους ανθρώπους θεωρείται ως
προϊόν της αμαρτίας και της διάσπασης. Το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει μόνο μία ορθή άποψη
και μονάχα ένας αληθινός δρόμος που οδηγεί στο Θεό και όχι επιμέρους οπτικές της ίδιας
ενιαίας πραγματικότητας. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτόν τον δρόμο συνεπάγεται
διαφοροποίηση από το θείο θέλημα και συνεπώς πτώση. Βεβαίως, προτού προτρέξουμε σε τέτοια
βεβιασμένα συμπεράσματα, καλό είναι να σκεφτούμε πως η θεώρηση αυτή του Δαμασκηνού
στηρίζεται σε μία αντίληψη ότι ο Θεός μας έφτιαξε άφθαρτους και αθάνατους και ότι το θέλημά
μας οφείλει να είναι πάντοτε εναρμονισμένο με το θείο θέλημα. Η σωστή θεώρηση του θέματος
όμως νομίζουμε ότι προκρίνει να εστιάσουμε αλλού. Η παρέκκλιση από το θείο θέλημα, δηλαδή
τη μετοχή του ανθρώπου στην κοινωνία με το Θεό, συνδέεται περισσότερο με τον τελικό στόχο
και λιγότερο με τον δρόμο που θα ακολουθηθεί. Διαφορετικές πορείες (ως προς την ταχύτητα
και τη θέση μέσα στον ίδιο δρόμο) μπορεί να οδηγούν στο ίδιο σημείο, κατά τον ίδιο τρόπο που ο
ίδιος δρόμος αν ακολουθηθεί προς την αντίθετη φορά οδηγεί στην αρχή του και όχι στο τέρμα
του. Το γνωμικό, επομένως, θέλημα εστιάζει στην απόκλιση από τον στόχο, δηλαδή την
κοινωνία με τον Θεό, και όχι στην ύπαρξη επιμέρους προτιμήσεων που έχουν ως στόχο τον ίδιο
τον Θεό ή την κάλυψη των βιολογικών μας αναγκών. Αν θεωρηθεί η φθαρτότητα ως συνέπεια
της αμαρτίας, τότε και η διαφορετικότητα (ως προς τις επιμέρους επιλογές) είναι αμαρτία. Αν
όμως η διαφορετικότητα αυτή θεωρηθεί ως μία φυσιολογική κατάσταση του τρόπου με τον οποίο
μας δημιούργησε ο Θεός, συνοδευόμενη από μία ενδεχόμενη άγνοια που οδηγεί στην αναζήτηση
του ίδιου του Θεού, τότε και η ίδια η διαφορετικότητα των ανθρώπων αποτελεί δείγμα του
πλουραλισμού και της σοφής δημιουργικότητας του Θεού. Το ζητούμενο επομένως είναι η
κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό μέσω του θεανθρώπου Χριστού, ενώ η αναστροφή της πορείας
αυτής είναι που συνδέεται με την αμαρτία και το γνωμικό θέλημα. Η επιμέρους διαφορετικότητα
είναι απολύτως σεβαστή και αποδεκτή, εφ’ όσον γίνεται πάντοτε μέσα στον ίδιο δρόμο και
κοιτώντας προς την ίδια κατεύθυνση. Για τη σχέση «γνωμικού/υποστατικού» και «φυσικού»
θελήματος, βλέπε και π.Ν.ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ, Η ελευθερία στην ορθόδοξη πνευματική ζωή, Ομιλία
στη Διακίδειο σχολή Πατρών, Διοργάνωση: Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων (Παράρτημα
Πατρών), Πάτρα, 15 Μαρτίου 2008, http://manitaritoubounou.wordpress.com/2008/03/27/eley8eria-
or8odoxia-loydobikos-1/#more-447 [προσπ. 29/04/2010].
447 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 57, PG 94, 1033A: «Τέλειον δὲ Θεὸν ὁμολογοῦντες

τὸν αὐτὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καὶ τέλειον ἄνθρωπόν φαμεν τὸν αὐτὸν πάντα ἔχειν, ὅσα
ὁ Πατήρ, πλὴν τῆς ἀγεννησίας, καὶ πάντα ἔχειν, ὅσα ὁ Ἀδὰμ ὁ πρῶτος, δίχα μόνης τῆς ἁμαρτίας,
ἅτινά ἐστι σῶμα καὶ ψυχὴ λογική τε καὶ νοερά·»· 58, PG 94, 1033A: «Ἐπειδὴ μὲν οὖν δύο φύσεις τοῦ
Χριστοῦ, δύο αὐτοῦ καὶ τὰ φυσικὰ θελήματα καὶ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας φαμέν. Ἐπειδὴ δὲ μία τῶν
δύο αὐτοῦ φύσεων ἡ ὑπόστασις, ἕνα καὶ τὸν αὐτόν φαμεν θέλοντά τε καὶ ἐνεργοῦντα φυσικῶς κατ᾿
ἄμφω, ἐξ ὧν καὶ ἐν αἷς καὶ ἅπερ ἐστὶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· θέλειν δὲ καὶ ἐνεργεῖν οὐ διῃρημένως,
ἀλλ᾿ ἡνωμένως· θέλει γὰρ καὶ ἐνεργεῖ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας»· 1033D-1036A:
«Ὥσπερ γὰρ τῶν τοῦ αὐτοῦ καί ἑνὸς Χριστοῦ φύσεων ὁ ἀριθμὸς εὐσεβῶς νοούμενός τε καὶ
λεγόμενος οὐ διαιρεῖ τὸν ἕνα Χριστόν, ἀλλὰ σῳζομένην καὶ ἐν τῇ ἑνώσει παρίστησι τῶν φύσεων
τὴν διαφοράν, οὕτω καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν οὐσιωδῶς προσόντων ταῖς αὐτοῦ φύσεσι θελημάτων καὶ
ἐνεργειῶν –κατ᾿ ἄμφω γὰρ τὰς φύσεις θελητικὸς ἦν καὶ ἐνεργητικὸς τῆς ἡμῶν σωτηρίας– οὐ
διαίρεσιν εἰσάγει –μὴ γένοιτο–, ἀλλὰ τὴν αὐτῶν δηλοῖ καὶ μόνον, κἂν τῇ ἑνώσει, φυλακὴν καὶ
σωτηρίαν· φυσικὰ γὰρ καὶ οὐχ ὑποστατικά φαμεν τὰ θελήματα καὶ τὰς ἐνεργείας.»· 2, PG 94, 793A:
«καὶ ἄνθρωπος τέλειος ἐξ αὐτῆς γέγονε· καὶ ὅτι ὁ αὐτὸς Θεὸς τέλειός ἐστιν ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπος

139
Χαρίδημου Α. Κουτρή

πρόσωπο του Χριστού να συνδυάζονται δύο «φυσικές θελήσεις» (µία θεία και µία
ανθρώπινη), δύο «φυσικές ενέργειες» (µία θεία και µία ανθρώπινη), σοφία και
γνώση (θεία και ανθρώπινη) και τέλος δύο «φυσικά αυτεξούσια» (ένα θείο και ένα
ανθρώπινο)448. Όντας οµοούσιος προς τον Πατέρα, ήθελε και ενεργούσε αυτεξούσια

τέλειος, ἐκ δύο φύσεων,θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ ἐν δύο φύσεσι νοεραῖς θελητικαῖς τε
καὶ ἐνεργητικαῖς καὶ αὐτεξουσίοις καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, τελείως ἐχούσαις κατὰ τὸν ἑκάστῃ πρέποντα
ὅρον τε καὶ λόγον, θεότητί τε καὶ ἀνθρωπότητί φημι, μιᾷ δὲ συνθέτῳ ὑποστάσει»· Κατά Ιακωβιτών,
PG 94, 1480CD: «ei(=j ga/r e)sti tou=to ka)kei=no, qeo/j te kai\ a)/nqrwpoj, qeo\j te/leioj kai\ a)/nqrwpoj
te/leioj, pa/nta fe/rwn ta\ th=j qeo/thtoj i)diw/mata, th\n qeo/thta, to\ a)/narxon, to\ a)qa/naton, th\n
kurio/thta, th\n pantodu/namon qe/lhsin kai\ e)ne/rgeian, kai\ pa=san fe/rwn th\n th=j sarko\j ou)si/an
a)nellipw=j, yuxh/n, sw=ma, nou=n kai\ ta\ tou/twn fusika\ kai\ a)dia/blhta pa/qh kai\ i)diw/mata, th\n
au)tecou/sion qe/lhsin kai\ e)ne/rgeian, th\n pei=nan, th\n di/yan, to\ da/kruon, th\n lu/phn, th\n
a)dhmoni/an, th\n a)gwni/an, to\n qa/naton.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 1028C-1029A: «καὶ ἄνθρωπος
τέλειος γενόμενος, καὶ ὅτι αὐτὸς Θεὸς τέλειός ἐστι καὶ ἄνθρωπος τέλειος, γενόμενος ἐκ δύο
φύσεων, θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ ἐν δύο φύσεσι νοεραῖς, θελητικαῖς τε καὶ ἐνεργητικαῖς
καὶ αὐτεξουσίοις, καὶ κατὰ πάντα τελείως ἐχούσαις κατὰ τὸν ἑκάστῃ πρέποντα ὅρον τε καὶ λόγον,
θεότητι, φημί, καὶ ἀνθρωπότητι, μιᾷ δὲ συνθέτῳ ὑποστάσει.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 150, 170εξ· «Η
ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία
του», όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]·
Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 33εξ.
448 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 57, PG 94, 1033A: «ἔχειν δὲ αὐτὸν καταλλήλως ταῖς

δύο φύσεσι διπλᾶ τὰ τῶν δύο φύσεων φυσικά· δύο θελήσεις φυσικάς, τήν τε θείαν καὶ τὴν
ἀνθρωπίνην, καὶ ἐνεργείας δύο φυσικάς, θείαν τε καὶ ἀνθρωπίνην, καὶ αὐτεξούσια δύο φυσικά,
θεῖόν τε καὶ ἀνθρώπινον, καὶ σοφίαν καὶ γνῶσιν, θείαν τε καὶ ἀνθρωπίνην.»· 58, PG 94, 1036C:
«Ἐπειδὴ τοίνυν εἷς μέν ἐστιν ὁ Χριστὸς καὶ μία αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις, εἷς καὶ ὁ αὐτός ἐστιν ὁ θέλων
καὶ ἐνεργῶν θεϊκῶς τε καὶ ἀνθρωπίνως. Ἐπειδὴ δὲ δύο φύσεις ἔχει θελητικὰς ὡς λογικάς –πᾶν γὰρ
λογικὸν θελητικόν τε καὶ αὐτεξούσιον–, δύο θελήσεις, ἤτοι θελήματα φυσικὰ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἐροῦμεν.
Θελητικὸς γάρ ἐστιν ὁ αὐτὸς κατ᾿ ἄμφω τάς αὐτοῦ φύσεις· τὴν γὰρ φυσικῶς ἐνυπάρχουσαν ἡμῖν
θελητικὴν δύναμιν ἀνέλαβε.»· Περί της Αγίας Τριάδος, PG 95, 17Α: «)En tv= tou= Qeou= Lo/gou
u(posta/sei mi/an fu/sin sesarkwme/nhn kai\ proskunoume/nhn, mi/an prosku/nhsin, e)pei\ e)k du/o
sunelqousw=n e(\n to\ proskunou/menon pro/swpon. Ou)si/ai du/o, e)ne/rgeiai du/o, qelh/mata du/o,
au)tecou/sia du/o: pentaxw=j de\ h( u(po/stasij: u(po/stasij, kai\ pro/swpon, kai\ xarakth\r, kai\ i)/dion, kai\
a)/tomon.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 157D: «Kata\ me\n ou)=n th\n
fusikh\n diafora\n du/o qelh/mata e)pi\ tou= kuri/ou h(mw=n )Ihsou= Xristou= ou)k e)nanti/a. Ou)de\ ga\r
e)nanti/on t%= qei/% qelh/mati to\ fusiko\n tou= a)nqrw/pou qe/lhma ou)/te h( fusikh\ qelhtikh\ du/namij
ou)/te ta\ fusikw=j au)tv= u(pokei/mena ou)/te h( fusikh\ xrh=sij th=j qelh/sewj: pa/ntwn ga\r tw=n fusikw=n
to\ qei=on qe/lhma dhmiourgo/n.»· PG 95, 181BC: «Ei)=xe me\n ou)=n th\n qei/an qe/lhsin, kaq' h(\n w(j qeo\j ta\
qei=a h)/qele su\n patri\ kai\ t%= pneu/mati: w(=n w(j mi/a fu/sij, ou(/twj kai\ h( kat' au)th\n qe/lhsij. Ei)=xe de\
kai\ a)nqrwpi/nhn fusikh\n qe/lhsin, toute/sti fusikh\n qelhtikh\n du/namin, w(j geno/menoj te/leioj
a)/nqrwpoj, w(j h( mh/thr: w(=n w(j mi/a fu/sij, ou(/tw mi/a kai\ h( qe/lhsij. Ei)=xe kai\ th\n qei/an e)ne/rgeian,
kaq' h(\n au)tecousi/wj qe/lwn e)nh/rgei ta\ qei=a su\n t%= patri\ kai\ t%= pneu/mati: ei)=xe kai\ a)nqrwpi/nhn
e)ne/rgeian, kaq' h(\n au)tecousi/wj qe/lwn e)nh/rgei ta\ a)nqrw/pina.»· Λόγος εις το άγιον Σάββατον, PG 96,
617ΑΒ: «iq§. )Epeidh\ ga\r di' a)nqrw/pou o( qa/natoj, e)/dei di' a)nqrw/pou dwrhqh=nai th\n a)na/stasin.
) peidh\ yuxh\ noera\ au)tecousi/% qelh/mati e)nh/rghse th\n para/basin, e)/dei yuxh\n noera\n fusik%= kai\
E
au)tecousi/% qelh/mati th\n u(pakoh\n e)nergh=sai tou= Kti/santoj, kai\ th\n swthri/an e)panelqei=n, di' w(=n
o( qa/natoj th\n zwh\n e)cwstra/kisen, i(/na mh\ turannei=sqai nomi/sv o( qa/natoj to\n a)/nqrwpon.»·
Εγκώμιον εις τον άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, PG 96, 765ΑB: «telei/wj e)/xousan e(ka/sthn kata\ to\n
o(/ron te kai\ lo/gon to\n e(auth=j, th\n me\n a)/narxo/n te kai\ a)/ktiston, th\n de\ h)rgme/nhn te kai\
e)ktisme/nhn th\n me\n a)paqh=, a)o/raton, a)nafh=, a)peri/grapton, th\n de\ paqhth/n te kai\ o(rwme/nhn, kai\
a(pth\n, kai\ perigrapth/n: qelhtikh\n e(kate/ran, kai\ au)tecou/sion, kai\ e)nerghtikh\n, au)to\j tou=to
ka)kei=no telw=n, o( ei(=j Xristo\j, kai\ Ui(o\j, kai\ Ku/rioj: th=j me\n o)rganikw=j leitourghsa/shj, th=j de\
despotikw=j e)nerghsa/shj: e(kate/raj th\n oi)kei/an e)ne/rgeia/n te kai\ au)tecou/sion ki/nhsin e)xou/shj:
au)tou= de\ tou= e(no\j tou=to ka)kei=no telou=ntoj, di' a)mfoi=n th\n h(mw=n katergasame/nou swth/rion
a)nakai/nisin, e)f' %(= sumpaqw=j e(auto\n keke/nwke.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170εξ· «Η ενανθρώπηση του

140
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ως Θεός, και όντας οµοούσιος προς εµάς, ήθελε και ενεργούσε αυτεξούσια ως
άνθρωπος449. Η ύπαρξη δύο φύσεων, δύο θελήσεων και δύο θεληµάτων στον
Χριστό συναποδεικνύεται από το γεγονός ότι ως άνθρωπος πεινούσε και ήθελε να
φάει, δεδοµένου ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τροφή, ενώ ως Θεός ενσαρκώθηκε
και θαυµατουργούσε, αφού ως άνθρωπος δεν είχε τέτοια δυνατότητα450. Όλες του

Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-
143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]· Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική
Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 34εξ.
449 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 57, PG 94, 1033A: «Ὁμοούσιος γὰρ ὢν τῷ Θεῷ καὶ

Πατρὶ αὐτεξουσίως θέλει καὶ ἐνεργεῖ ὡς Θεός, ὁμοούσιος δὲ ὢν καὶ ἡμῖν αὐτεξουσίως θέλει καὶ
ἐνεργεῖ ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός·»· 58, PG 94, 1033A: «Ἐπειδὴ μὲν οὖν δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, δύο
αὐτοῦ καὶ τὰ φυσικὰ θελήματα καὶ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας φαμέν. Ἐπειδὴ δὲ μία τῶν δύο αὐτοῦ
φύσεων ἡ ὑπόστασις, ἕνα καὶ τὸν αὐτόν φαμεν θέλοντά τε καὶ ἐνεργοῦντα φυσικῶς κατ᾿ ἄμφω, ἐξ
ὧν καὶ ἐν αἷς καὶ ἅπερ ἐστὶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· θέλειν δὲ καὶ ἐνεργεῖν οὐ διῃρημένως, ἀλλ᾿
ἡνωμένως· θέλει γὰρ καὶ ἐνεργεῖ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας»· 1033D-1036A:
«Ὥσπερ γὰρ τῶν τοῦ αὐτοῦ καί ἑνὸς Χριστοῦ φύσεων ὁ ἀριθμὸς εὐσεβῶς νοούμενός τε καὶ
λεγόμενος οὐ διαιρεῖ τὸν ἕνα Χριστόν, ἀλλὰ σῳζομένην καὶ ἐν τῇ ἑνώσει παρίστησι τῶν φύσεων
τὴν διαφοράν, οὕτω καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν οὐσιωδῶς προσόντων ταῖς αὐτοῦ φύσεσι θελημάτων καὶ
ἐνεργειῶν –κατ᾿ ἄμφω γὰρ τὰς φύσεις θελητικὸς ἦν καὶ ἐνεργητικὸς τῆς ἡμῶν σωτηρίας– οὐ
διαίρεσιν εἰσάγει –μὴ γένοιτο–, ἀλλὰ τὴν αὐτῶν δηλοῖ καὶ μόνον, κἂν τῇ ἑνώσει, φυλακὴν καὶ
σωτηρίαν· φυσικὰ γὰρ καὶ οὐχ ὑποστατικά φαμεν τὰ θελήματα καὶ τὰς ἐνεργείας.»· 2, PG 94, 793A:
«καὶ ἄνθρωπος τέλειος ἐξ αὐτῆς γέγονε· καὶ ὅτι ὁ αὐτὸς Θεὸς τέλειός ἐστιν ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπος
τέλειος, ἐκ δύο φύσεων,θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ ἐν δύο φύσεσι νοεραῖς θελητικαῖς τε
καὶ ἐνεργητικαῖς καὶ αὐτεξουσίοις καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, τελείως ἐχούσαις κατὰ τὸν ἑκάστῃ πρέποντα
ὅρον τε καὶ λόγον, θεότητί τε καὶ ἀνθρωπότητί φημι, μιᾷ δὲ συνθέτῳ ὑποστάσει»· Κατά Ιακωβιτών,
PG 94, 1480CD: «ei(=j ga/r e)sti tou=to ka)kei=no, qeo/j te kai\ a)/nqrwpoj, qeo\j te/leioj kai\ a)/nqrwpoj
te/leioj, pa/nta fe/rwn ta\ th=j qeo/thtoj i)diw/mata, th\n qeo/thta, to\ a)/narxon, to\ a)qa/naton, th\n
kurio/thta, th\n pantodu/namon qe/lhsin kai\ e)ne/rgeian, kai\ pa=san fe/rwn th\n th=j sarko\j ou)si/an
a)nellipw=j, yuxh/n, sw=ma, nou=n kai\ ta\ tou/twn fusika\ kai\ a)dia/blhta pa/qh kai\ i)diw/mata, th\n
au)tecou/sion qe/lhsin kai\ e)ne/rgeian, th\n pei=nan, th\n di/yan, to\ da/kruon, th\n lu/phn, th\n
a)dhmoni/an, th\n a)gwni/an, to\n qa/naton.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG
95, 141Β: «to\ au)tecou/sion kai\ pantecou/sion, to\ eu)ergetiko/n, to\ metadotiko\n, to\ fwtistiko/n, to\
a)o/raton, to\ a)nafe/j, to\ u(pe/rqeon, to\ u(perou/sion, kai\ a(plw=j ei)pei=n, pa/nta, o(/sa e)/xei o( path/r, tou=
ui(ou= ei)sin plh\n th=j a)gennhsi/aj»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170εξ· «Η ενανθρώπηση του
Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-
143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010]· πρβλ. JD.MANSI, όπ.
παρ., σ. 1277· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση
– Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 480· Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική Θεολογία και
Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 34.
450 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1036C-1037A: «Καὶ ἐπειδὴ εἷς ἐστιν ὁ

Χριστὸς καὶ ὁ αὐτὸς ὁ θέλων καθ᾿ ἑκατέραν φύσιν, τὸ αὐτὸ θελητὸν λέξομεν ἐπ᾿ αὐτοῦ οὐχ ὡς
μόνα θέλοντος, ἃ φυσικῶς ὡς Θεὸς ἤθελεν –οὐ γὰρ θεότητος τὸ θέλειν φαγεῖν, πιεῖν καὶ τὰ
τοιαῦτα–, ἀλλὰ καὶ τὰ συστατικὰ τῶν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, οὐκ ἐναντιότητι γνώμης, ἀλλ᾿ ἐν
ἰδιότητι φύσεων· τότε γὰρ ταῦτα φυσικῶς ἤθελεν, ὅτε ἡ θεία αὐτοῦ θέλησις ἤθελε καὶ παρεχώρει
τῇ σαρκὶ πάσχειν καὶ πράττειν τὰ ἴδια.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG
95, 168ABC: «Ou)k e)/sti qei/aj qelh/sewj to\ e)fi/esqai brw/sewj, po/sewj kai\ to/pouj e)k to/pwn
a)mei/bein kai\ ta\ toiau=ta, a)ll' a)nqrwpi/nhj, ei) kai\ a)nqrwpi/nv qelh/sei kat' eu)doki/an patrikh\n
tau=ta o( Xristo\j h)qe/lhsen.»· PG 95, 181C: «Ou) ga\r qei/# qelh/sei h)/qele laqei=n, kai\ ou)k h)du/nato,
ou)de\ fagei=n kai\ piei=n· tau=ta ga\r a)nqrwpi/nhj fu/sewj qelhta\ kai\ ou) qei/aj· ou)de\ qei/# e)nergei/#
periepa/tei h)\ ta\j xei=raj e)ce/teinen: ou) ga\r qei/aj fu/sewj h)\ e)nergei/aj peripatei=n kai\ e)ktei/nein
xei=raj. (/Omwj e(kate/ra tw=n e)n Xrist%= fu/sewn meta\ th=j qate/rou koinwni/aj h)/qele kai\ e)nh/rgei
tou=q', o(/per i)/dion e)/sxhken, e)cuphretoume/nhj th=j a)nqrwpi/nhj qelh/sewj kai\ e)nergei/aj au)tou= tv=

141
Χαρίδημου Α. Κουτρή

οι πράξεις όµως και τα θελήµατα ήταν κοινά, επειδή το ανθρώπινο θέληµα υπάκουε
στο θείο, µε συνέπεια οι δύο διαφορετικές φύσεις και ενέργειες να εκφράζονται µέσα
από το ίδιο πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ίδιος ήταν που
θαυµατουργούσε και ο ίδιος ήταν που έπαθε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε451.

Το γεγονός ότι ο Χριστός είχε δύο «φυσικά θελήµατα» φαίνεται και µέσα από
τη σύνδεση λογικού και αυτεξουσίου452. Τόσο το θέληµα του Θεού, όσο και των

qei/# au)tou= qelh/sei kai\ e)nergei/#.»· Κατά Νεστοριανών, PG 95, 217D: «Ei)pw/n: «(/Wsper o( path\r
e)gei/rei tou\j nekrou\j kai\ zwopoiei=", e)ph/gage: "Ou(/twj kai\ o( ui(o/j, ou(\j qe/lei, zwopoiei=" deiknu/j,
o(/ti au)tecousi/wj kai\ fu/sei e)sti\ zwopoio\j o( ui(o\j w(j kai\ o( path\r kai\ ou) xa/riti.»· Λόγος εις το
άγιον Σάββατον, PG 96, 616BC: «iz§. Ei) de\ kai\ a)/moiron fusikou= kai\ au)tecousi/ou qelh/matoj kata\
to\ a)nqrw/pinon au)to\n u(pola/bwmen, pou= th\n th=j trofh=j kai\ tw=n loipw=n fusikh\n qh/somen
e)/fesin, u(/pnou fhmi\, kai\ po/tou, kai\ tw=n toiou/twn; Tau=ta ga\r fu/sewj no/m% kinou/mena, th\n me\n
a)/logon yuxh\n kat' e)cousi/an a)/gei pro\j th\n e)kplh/rwsin: o(/qen kai\ tv= o)re/cei sumparomartei= kai\
h( pro\j th\n pra=cin o(rmh/: a)/gei ga\r h( fu/sij ta\ a)/loga, dio\ kai\ a)neu/quna, mhdeni\ u(pokei/mena
tro/p% kola/sewj: oi(=j de\ lo/goj pro/sestin, au)tecousi/wj kinou/mena, a)/gei ma=llon th\n fu/sin, kat'
e)cousi/an e)/xonta e(/pesqai/ te kai\ e)pe/xein th\n o)/recin. Qe/lhsij ga/r e)sti fusikh\, logikh/ te, kai\
au)tecou/sioj o)/recij.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170εξ· «Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον
Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-143:
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010].
451 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 57, PG 94, 1033A: «αὐτοῦ γὰρ τὰ θαύματα, αὐτοῦ καὶ

τὰ παθήματα.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 160AB: «)Epeidh\ de\ mi/a
tou= Xristou= u(po/stasij kai\ ei(=j o( Xristo/j, ei(=j o( qe/lwn kat' a)/mfw ta\j fu/seij, w(j qeo\j eu)dokw=n
kai\ w(j a)/nqrwpoj u(ph/kooj geno/menoj, eu)dokw=n w(j qeo\j su\n patri\ kai\ t%= pneu/mati t%= patrik%=
kai\ qei/% qelh/mati, w(j a)/nqrwpoj de\ u(ph/kooj geno/menoj tou= qei/ou kai\ patrikou= au)tou= qelh/matoj
t%= h(mete/r% qelh/mati. Ou) ga\r kata\ to\ qei=on au)tou= qe/lhma ge/gonen u(ph/kooj t%= patri/: to\ ga\r
qei=on qe/lhma ou)/te u(ph/koon ou)/te parh/koon. "Tau=ta ga\r tw=n u(po\ xei=ra", w(/j fhsin o( qeolo/goj
Grhgo/rioj, kai\ th=j tou= dou/lou morfh=j tou= e)c h(mw=n proslh/mmatoj. Ge/gone de\ u(ph/kooj fusikw=j
kata\ to\ a)nqrw/pinon au)tou= qe/lhma: u(pakoh\ ga\r au)tecou/sioj kai\ a)bi/astoj u(potagh\ qelh/mato/j
e)stin e(te/r% qelh/mati.»· PG 95, 164C: «Dio\ tv= patrikv= eu)doki/# u(ph/kooj me/xri qana/tou geno/menoj
kai\ ai)sxu/nhj katafronh/saj do/cv kai\ a)fqarsi/aj timv= th\n fu/sin h(mw=n e)stefa/nwsen.\»· PG 95, 168A:
«ei) kai\ a)nqrwpi/nv qelh/sei kat' eu)doki/an patrikh\n tau=ta o( Xristo\j h)qe/lhsen.»· PG 95, 180Α:
«Ei)=xen me\n ou)=n th=j a)nqrwpi/nhj au)tou= yuxh=j th\n qelhtikh\n du/namin kai\ kata\ tau/thn h)/qele ta\
a)nqrw/pina kai\ kata\ th\n yuxikh\n au)tou= qe/lhsin e)kinei=to pro\j ta\ a)nqrw/pina, w(/sper tv= qei/#
qelh/sei ta\ qei=a h)/qelen o( ei(=j kai\ o( au)to\j ui(o\j tou= qeou= Xristo/j, o( qeo\j te/leioj kai\ te/leioj
a)/nqrwpoj, a)ll' ou)k e)nantio/thti gnw/mhj: u(peta/sseto ga\r au)tecousi/wj h( a)nqrwpi/nh au)tou= qe/lhsij
t%= qei/% au)tou= kai\ patrik%= qelh/mati kai\ tau=ta h)/qelen, a(\ h)/qelen h( qei/a au)tou= qe/lhsij qe/lein
au)th/n.»· PG 95, 180Β: «dia\ tou=to o( ui(o\j tou= qeou= patro\j eu)doki/# geno/menoj a)/nqrwpoj fu/sin me\n
a)nqrwpi/nhn a)ne/labe kai\ fusikh\n a)nqrwpi/nhn qe/lhsin, u(po/stasin de\ a)nqrwpi/nhn ou)k a)ne/laben,
i(/n' h( fusikh\ th=j a)nqrwpo/thtoj qe/lhsij mh\ kata\ oi)kei=on u(postatiko\n kai\ gnwmiko\n qe/lhma
politeu/shtai e)nanti/wj tou= qei/ou qelh/matoj, a)ll' au)tecousi/wj kata\ pa/nta u(ph/kooj ge/nhtai kai\
ou(/twj luqv= h( a)rxai/a para/basij.»· PG 95, 184ΒC: «ou(/tw kai\ e)pi\ tou= kuri/ou h(mw=n )Ihsou= Xristou=
e(kate/ra fu/sij e)nergei= ta\ i)/dia meta\ th=j qate/rou koinwni/aj, kai\ ou) mi/a ai( du/o ou)de\ tw=n du/o e(\n
a)pote/lesma, a)lla\ th=j me\n a)nqrwpi/nhj au)tou= fu/sewj to\ au)tecousi/wj u(pakou/ein kai\
e)cuphretei=sqai t%= qei/% qelh/mati kai\ qelh/mati oi)kei/% e)ktei/nein th\n xei=ra kai\ a(/ptesqai th=j
paido\j kaq' u(pakoh\n tou= qei/ou qelh/matoj kai\ u(phresi/an, th=j de\ qeo/thtoj th\n th=j paido\j e)/gersin
e)nergou/shj dia\ th=j a(fh=j. (/Wste th=j me\n a)nqrwpi/nhj e)nergei/aj pe/raj h( e(kou/sioj th=j xeiro\j
e)/ktasij kai\ a(fh/, th=j de\ qei/aj h( th=j paido\j e)/gersij.». Για την ύπαρξη δύο θελήσεων και δύο
ενεργειών στον Χριστό με βάση τη Χριστολογία του Ι.Δαμασκηνού, βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο
δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170εξ.· «Η
ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία
του», όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010].
452 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 41, PG 94, 960D: «ἐξ ἀνάγκης παρυφίσταται τῷ λογικῷ

τὸ αὐτεξούσιον·»· 58, PG 94, 1041Β: «Φυσικὸν δὲ τὸ θέλημα λέγοντες, οὐκ ἠναγκασμένον τοῦτό φαμεν,
ἀλλ᾿ αὐτεξούσιον· εἰ γὰρ λογικόν, πάντως καὶ αὐτεξούσιον»· 62, PG 94, 1076Β: «πάσῃ γὰρ λογικῇ

142
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ανθρώπων, χαρακτηρίζεται ως «φυσικό» γιατί δεν επιβάλλεται από καµία ανάγκη453.


Συνεπώς το «φυσικό θέληµα» χαρακτηρίζεται λογικό και αυτεξούσιο454. Άλλωστε ο
Θεός είναι «φύσει ἀγαθὸς» και «φύσει δημιουργὸς» και «φύσει Θεὸς»
απαλλαγµένος από κάθε ανάγκη455, ενώ και ο άνθρωπος όντας δηµιουργηµένος
«κατ’ εικόνα Θεού» είναι επίσης λογικός και αυτεξούσιος.

φύσει πάντως ἐμπέφυκε τὸ αὐτεξούσιον θέλημα. Εἰς τί γὰρ ἕξει τὸ λογικὸν μὴ αὐτεξουσίως
λογιζομένη;»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1537C: «Ta\ ou)=n logika\ dektika\ me/n e)sti troph=j dia\ th\n e)k
tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/n, a)ll' au)tecou/sia dia\ to\ logika\ ei)=nai.»· PG 94, 1568B:
«Au)tecou/sion de/, o(/ti ou)k e)c a)na/gkhj: pa=n ga\r logiko\n au)tecou/sion. Ei)j ti/ ga\r t%= logik%=
xrh/shtai mh\ w)\n au)tecou/sioj; )\H pw=j e)n a)retv= genh/setai h)\ a)gaqo\j e)/stai mh\ w)\n au)tecou/sioj;»·
Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ
κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.» Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 113εξ· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό,
όπ. παρ., σ. 159εξ· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου 2, PG 40, 588A.
453 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1041Β: «Οὐ μόνον γὰρ ἡ θεία καὶ ἄκτιστος

φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή.»· 26, PG 94, 924Β: «οὐκ ἀρετὴ γὰρ τὸ
βίᾳ γινόμενον.»· 43, PG 94, 969Β: «Τῶν δὲ ἐφ᾿ ἡμῖν τὰ μὲν ἀγαθὰ προηγουμένως θέλει καὶ εὐδοκεῖ,
τὰ δὲ πονηρὰ καὶ ὄντως κακὰ οὔτε προηγουμένως οὔτε ἑπομένως θέλει· παραχωρεῖ δὲ τῷ
αὐτεξουσίῳ· τὸ γὰρ κατὰ βίαν γινόμενον οὐ λογικὸν, οὐδὲ ἀρετή.»· 44, PG 94, 969Β-972A: «Χρὴ
γινώσκειν, ὡς πάντα μὲν προγινώσκει ὁ Θεός, οὐ πάντα δὲ προορίζει· προγινώσκει γὰρ καὶ τὰ ἐφ᾿
ἡμῖν, οὐ προορίζει δὲ αὐτά· οὐ γὰρ θέλει τὴν κακίαν γενέσθαι οὐδὲ βιάζεται τὴν ἀρετήν.»· 44, PG 94,
972A-973A: «Χρὴ δὲ γινώσκειν, ὅτι ἡ μὲν ἀρετὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐδόθη ἐν τῇ φύσει καὶ αὐτός ἐστι
παντὸς ἀγαθοῦ ἀρχὴ καὶ αἰτία καὶ ἐκτὸς τῆς αὐτοῦ συνεργίας καὶ βοηθείας ἀδύνατον ἀγαθὸν
θελῆσαι ἢ πρᾶξαι ἡμᾶς. Ἐφ᾿ ἡμῖν δέ ἐστιν ἢ ἐμμεῖναι τῇ ἀρετῇ καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ Θεῷ πρὸς
ταύτην καλοῦντι ἢ ἀποφοιτῆσαι τῆς ἀρετῆς, ὅπερ ἐστὶν ἐν τῇ κακίᾳ γενέσθαι καὶ ἀκολουθῆσαι τῷ
Διαβόλῳ πρὸς ταύτην καλοῦντι ἀβιάστως·»· 64, PG 94, 1081B: «Αὕτη γὰρ οὐ φυσική ἐστιν οὐδὲ ὑπὸ
τοῦ Δημιουργοῦ ἡμῖν ἐνσπαρεῖσα, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου ἐπισπορᾶς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ αὐτεξουσίῳ
προαιρέσει ἑκουσίως συνισταμένη, οὐ βίᾳ ἡμῶν κρατοῦσα»· 92, PG 94, 1192C: «ἀλλ᾿ ὡς τοῦ Θεοῦ
παραχωρήσαντος διὰ τὸ αὐτεξούσιον καὶ τὸ ἀβίαστον εἶναι τὸ καλόν.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94,
1568B: «To\ ga\r bi/# gino/menon h)\ a)na/gkv fu/sewj ou)k a)reth/»· Περί των οκτώ της πονηρίας
πνευμάτων, PG 95, 96D: «)Areth\ de\ kalei=tai, dia\ to\ ai(rei=sqai: ai(reth\ ga\r kai\ qelhth\, dia\ to\
ai(retw=j kai\ au)tecousi/wj to\ a)gaqo\n poiei=n h(ma=j, ou)xi\ a)boulh/twj kai\ a)nagkastw=j.»· Εις προς
Ρωμαίους Επιστολήν, PG 95, 532B: «To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.»· PG 95, 536C: «(/Wsper ga\r to\, Pare/dwken ei)j pa/qh a)timi/aj, kai\ to\, )Etu/flwse ta\
noh/mata tw=n a)pi/stwn, ei)j to\n Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n sugxw/rhsin au)tou= e(ka/st% w(j
bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au)tecou/sion: ou(/twj kai\ e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\,
sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/fuktoj a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/sthsen e)/legxon. ga\r
a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\ au)tecou/sion.»· Ρωμ. 11,8· 11,32· Βαρλαάμ
και Ιωασάφ, PG 96, 996AΒ: «οὔτε γὰρ ἀποστερεῖ τινα τῶν βουλομένων αὐτῷ ἐνατενίζειν ὁ ἥλιος τῆς
δικαιοσύνης, οὔτε μὴν βιάζεται τοὺς ἑκουσίως τὸ σκότος ἐκλεγομένους· ἀλλὰ τῇ ἰδίᾳ ἕκαστος
ἐφεῖται αὐτεξουσίῳ προαιρέσει, ἕως ἐν τῷ παρόντι βίῳ ἐστί.»· PG 96, 997A: «οὕτως αὐτεξουσίως
βουλευομένων τῶν ἀνθρώπων καὶ αὐτεξουσίως προαιρουμένων, καθ' ὅσον ἄν τις προαιρῆται,
κατὰ τοσοῦτον καὶ μετέχει τοῦ θείου φωτὸς καὶ προκόπτει ἐν τοῖς τῆς φιλοσοφίας ἐπιτηδεύμασι·».
454 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1041Β: «Φυσικὸν δὲ τὸ θέλημα λέγοντες,

οὐκ ἠναγκασμένον τοῦτό φαμεν, ἀλλ᾿ αὐτεξούσιον· εἰ γὰρ λογικόν, πάντως καὶ αὐτεξούσιον»·
Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής
θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 113εξ· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ.,
σ. 159εξ· πρβλ. ΝΕΜΕΣΙΟΥ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου 2, PG 40, 588A.
455 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1041Β: «Τοῦτο δὲ δῆλον· φύσει γὰρ ὢν

ἀγαθὸς ὁ Θεὸς καὶ φύσει δημιουργὸς καὶ φύσει Θεὸς οὐκ ἀνάγκῃ ταῦτά ἐστι· τίς γὰρ ὁ τὴν
ἀνάγκην ἐπάγων;»

143
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Εποµένως, από τη στιγµή που κάθε φύση χαρακτηρίζεται από το δικό της
θέληµα, αυτό σηµαίνει ότι και ο Χριστός έχοντας δύο φύσεις είχε και δύο
αυτεξούσια θελήµατα. ∆ιαφορετικά, αν υποστηρίζαµε ότι ο Χριστός είχε µονάχα
ένα θέληµα (το θείο), αυτό θα σήµαινε και ότι είχε µονάχα µία φύση (τη θεία)456
που συνεπάγεται πολύ απλά ότι ο Θεός Λόγος δεν ενανθρώπησε.

Το κυριότερο όµως επιχείρηµα που χρησιµοποιεί ο ∆αµασκηνός για να


καταδείξει την ύπαρξη δύο φύσεων, δύο ενεργειών και συνεπώς δύο αυτεξουσίων
στον Χριστό βασίζεται στον σκοπό της ενανθρώπησης του Θεού Λόγου, δηλαδή
στην πρόσληψη και αποκατάσταση του αµαυρωµένου «κατ’ εικόνα». Ο άνθρωπος
είναι δηµιουργηµένος λογικός και αυτεξούσιος, όπως λογικός και αυτεξούσιος είναι
ο ίδιος ο Θεός. Επιπλέον ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από τη «νόηση» ως φυσική
λειτουργία που εκφράζεται µέσα από τη λογική και αυτεξούσια ζωή457. Αν λοιπόν ο
Λόγος δεν προσέλαβε το λογικό και το αυτεξούσιο, δεν προσέλαβε ούτε το «κατ’
εικόνα», δηλαδή µε απλά λόγια δεν προσέλαβε τον άνθρωπο458.

Από τη στιγµή µάλιστα που ο Αδάµ πρώτα θέλησε να γευτεί τον καρπό της
γνώσης του καλού και του κακού και ύστερα επέλεξε να κινηθεί µε το σώµα του,
αυτό σηµαίνει ότι πρώτα αµάρτησε η θέλησή του και ύστερα το σώµα του. Γι’
αυτόν τον λόγο η θέλησή του ανθρώπου χαρακτηρίζεται «πρωτοπαθής»459. Αν

456 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1040C: «Ἔτι, εἰ κατὰ τοὺς πατέρας, ὧν τὸ
θέλημα ἕν, τούτων καὶ ἡ οὐσία μία, ἓν δὲ θέλημα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπότητος
αὐτοῦ, ἄρα μία καὶ ἡ αὐτὴ τούτων ἔσται καὶ ἡ οὐσία. Καὶ πάλιν· εἰ κατὰ τοὺς πατέρας ἡ τῆς φύσεως
διαφορὰ τῷ ἑνὶ θελήματι οὐ διαφαίνεται, ἀνάγκη ἢ ἓν θέλημα λέγοντας φυσικὴν ἐν Χριστῷ μὴ
λέγειν διαφορὰν ἢ φυσικὴν λέγοντας διαφορὰν ἓν θέλημα μὴ λέγειν».
457 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 37, PG 94, 952B: «Ἐνέργεια φύσεώς ἐστι πρώτη καὶ

μόνη καὶ ἀληθὴς, ἡ αὐθαίρετος, ἤτοι λογικὴ καὶ αὐτεξούσιος ζωὴ καὶ τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς εἴδους
συστατική·»· 59, PG 94, 1048Β: «Δεῖ δὲ γινώσκειν, ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ ἐνέργειά ἐστι καὶ ἡ τροπὴ τοῦ ζῴου
ἐνέργεια, καὶ πᾶσα ἡ τοῦ ζῴου οἰκονομία, ἥ τε θρεπτικὴ καὶ αὐξητικὴ, ἤγουν φυτικὴ, καὶ ἡ καθ᾿
ὁρμὴν κίνησις, ἤγουν αἰσθητικὴ καὶ ἡ νοερὰ καὶ αὐτεξούσιος κίνησις.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο
θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 148Α: «Dokei= de\ ma=llon h( no/hsij ei)=nai e)ne/rgeia, h( de\ o)/recij
pa/qoj: pa=n ga\r o)rego/menon pa/sxei. Le/gomen de\ au)th\n logikh\n o)/recin th\n e)ne/rgeian, dio/ti
au)tecou/sio/j e)stin, e)cousia/zousa tw=n a)lo/gwn paqw=n kai\ kri/nousa kai\ kubernw=sa kai\
xalinagwgou=sa tau=ta, qumo\n kai\ e)piqumi/an kai\ ai)/sqhsin kai\ th\n kaq' o(rmh\n ki/nhsin».
458 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1037C: «Καὶ πάλιν· εἰ κατ᾿ εἰκόνα τῆς
μακαρίας καὶ ὑπερουσίου θεότητος ὁ ἄνθρωπος γεγένηται, αὐτεξούσιος δὲ φύσει καὶ θελητικὴ ἡ
θεία φύσις, ἄρα καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὡς αὐτῆς εἰκὼν, αὐτεξούσιος φύσει καὶ θελητικός· τὸ γὰρ
αὐτεξούσιον θέλησιν ὡρίσαντο οἱ πατέρες.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών,
PG 95, 165D: «Ei) ou)=n nou=n kai\ qe/lhsin au)tecou/sion ou)k a)ne/laben, ou)k a)ne/labe to\ kat' ei)ko/na:».
459 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 50, PG 94, 1005Β: «Ὅλον γὰρ ὅλος ἀνέλαβέ με, καὶ

ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλῳ τὴν σωτηρίαν χαρίσηται· τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον. Ἥνωται
τοίνυν σαρκὶ διὰ μέσου νοῦ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μεσιτεύοντος Θεοῦ καθαρότητι καὶ σαρκὸς
παχύτητι.»· 58, PG 94, 1041D: «Εἰ οὖν θέλων ὁ Ἀδὰμ ὑπήκουσε καὶ θελήσας ἔφαγεν, ἄρα
πρωτοπαθὴς ἐν ἡμῖν ἡ θέλησις· εἰ δὲ πρωτοπαθὴς ἡ θέλησις, ταύτην δὲ μετὰ τῆς φύσεως ὁ Λόγος
σαρκωθεὶς οὐκ ἀνέλαβεν, οὐκ ἄρα ἔξω τῆς ἁμαρτίας γεγόναμεν.»· Βλέπουμε στο σημείο αυτό ότι ο
Δαμασκηνός χρησιμοποιεί τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα και την ίδια ορολογία που χρησιμοποιεί

144
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

λοιπόν ο σαρκωµένος Λόγος προσέλαβε µονάχα σάρκα, χωρίς ανθρώπινη θέληση


και αυτεξούσιο, τότε πολύ απλά ο άνθρωπος δεν λυτρώθηκε από την επιρροή της
αµαρτίας460, γιατί όπως λέει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος «τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον

ἀθεράπευτον»461.

Εξάλλου, αν η αυτεξουσιότητα του ανθρώπου αποτελεί δώρο του Θεού


στον άνθρωπο και βασικό συστατικό του «κατ’ εικόνα» και παρ’ όλα αυτά ο
σαρκωθείς Λόγος επέλεξε να µην τα προσλάβει, τότε αυτό θα σήµαινε ή ότι ο ίδιος
ο Θεός καταδίκασε τη δηµιουργία του σαν «µη καλή» ή ότι φθόνησε τον άνθρωπο
για τη θεραπεία της και του την στέρησε. Μία τέτοια υπόθεση θα καταδείκνυε έναν
Θεό κυριαρχούµενο από πάθη, που ή δεν θέλει ή δεν µπορεί να λυτρώσει τέλεια

και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος απέναντι στον Απολλινάριο για να κατοχυρώσει την πρόσληψη νου
από πλευράς του σαρκωμένου Λόγου. Βλ. Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 122-124· Λογικό και αυτεξούσιο
κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 165-166· Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και
Πνευματικότητας, όπ. παρ., σ. 60-66· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 176.
460 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 50, PG 94, 1005Β: «Ὅλον γὰρ ὅλος ἀνέλαβέ με, καὶ

ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλῳ τὴν σωτηρίαν χαρίσηται· τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον. Ἥνωται
τοίνυν σαρκὶ διὰ μέσου νοῦ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μεσιτεύοντος Θεοῦ καθαρότητι καὶ σαρκὸς
παχύτητι.»· 58, PG 94, 1041D: «Εἰ οὖν θέλων ὁ Ἀδὰμ ὑπήκουσε καὶ θελήσας ἔφαγεν, ἄρα
πρωτοπαθὴς ἐν ἡμῖν ἡ θέλησις· εἰ δὲ πρωτοπαθὴς ἡ θέλησις, ταύτην δὲ μετὰ τῆς φύσεως ὁ Λόγος
σαρκωθεὶς οὐκ ἀνέλαβεν, οὐκ ἄρα ἔξω τῆς ἁμαρτίας γεγόναμεν.»· 62, PG 94, 1072C: «Ὅτι δὲ
λογικὸν καὶ νοερὸν ζῷον ὁ ἄνθρωπος, οὐδεὶς ἀντερεῖ. Πῶς οὖν ἄνθρωπος γέγονεν, εἰ σάρκα
ἄψυχον ἢ ψυχὴν ἄνουν ἀνέλαβεν; Οὐ τοῦτο γὰρ ἄνθρωπος. Τί δὲ καὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως
ἀπωνάμεθα τοῦ πρωτοπαθήσαντος μὴ σεσωσμένου μηδὲ τῇ συναφείᾳ τῆς θεότητος
ἀνακεκαινισμένου τε καὶ νενευρωμένου; Τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον. Ἀναλαμβάνει τοίνυν
ὅλον τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸ τούτου κάλλιστον ὑπὸ ἀρρωστίαν πεσόν, ἵνα ὅλῳ τὴν σωτηρίαν
χαρίσηται.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 165D: «Ei) ou)=n nou=n kai\
qe/lhsin au)tecou/sion ou)k a)ne/laben, ou)k a)ne/labe to\ kat' ei)ko/na:»· Λόγος εις το άγιον Σάββατον, PG
96, 612C: «ib§. Te/leioj toi/nun e)sti\ Qeo/j: e)n au)t%= ga\r katoikei= pa=n to\ plh/rwma th=j qeo/thtoj
swmatikw=j: te/leioj a)/nqrwpoj, i(/n' o(/lon sw/sv to\n a)/nqrwpon: to\ ga\r a)pro/slhpton, a)qera/peuton:
ei(=j kai\ au)to\j e)n dusi\ telei/aij tai=j fu/sesin, a)/neu th=j oi(asou=n sundiaire/sewj gnwrizo/menoj: kaq'
u(po/stasin me\n tv= i)di/# sarki\ tautizo/menoj, fusikw=j de\, t%= me\n Patri\ kai\ t%= Pneu/mati oi(=a Qeo\j
o(moou/sioj: kai\ h(mi=n w(j a)/nqrwpoj gegonw\j sumfuh\j kai\ o(mo/fuloj, pa=san e)n au)t%= th\n tou=
prw/tou )Ada\m fe/rwn ou)si/an, e)c w(=n, kai\ e)n oi(=j kai\ a(/per e)sti\n a)/nqrwpoj, sw=ma qnhto\n, kai\ yuxh\n
noera\n kai\ a)qa/naton, logikh\n, au)tecou/sion, qelhtikh/n te kai\ e)nerghtikh/n»· PG 96, 617ΑΒ: «iq§.
)Epeidh\ ga\r di' a)nqrw/pou o( qa/natoj, e)/dei di' a)nqrw/pou dwrhqh=nai th\n a)na/stasin. )Epeidh\ yuxh\
noera\ au)tecousi/% qelh/mati e)nh/rghse th\n para/basin, e)/dei yuxh\n noera\n fusik%= kai\ au)tecousi/%
qelh/mati th\n u(pakoh\n e)nergh=sai tou= Kti/santoj, kai\ th\n swthri/an e)panelqei=n, di' w(=n o( qa/natoj
th\n zwh\n e)cwstra/kisen, i(/na mh\ turannei=sqai nomi/sv o( qa/natoj to\n a)/nqrwpon.»· Περί των εν τω
Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161CD: «Ei) a)nqrw/pinon ou)k a)ne/labe qe/lhma, ou)
ge/gonen te/leioj a)/nqrwpoj. Ei) a)nqrw/pinon ou)k a)ne/labe qe/lhma, to\ prwtopaqh=san e)n h(mi=n ou)k
i)a/sato. "To\ ga\r a)pro/slhpton a)qera/peuton", w(j o( qeolo/goj e)/fh Grhgo/rioj. Ti/ ga\r to\ ptai=san ei)
mh\ to\ qe/lhma; Ti/ to\ a(marth=san ei) mh\ to\ qe/lhma; (/Oper ou)=n e)/ptaisen, o(/per h(/marten, au)to\ ma=llon
e)dei=to th=j qerapei/aj. Ei) de\ le/geij, o(/ti to\ a(marth=san ou)k a)ne/laben, ou)de\ th\n a(marth/sasan kai\
nosh/sasan fu/sin a)ne/laben. Ei) de\ tou=to ou)k a)ne/laben, ou)de\ th\n fu/sin th=j a)nqrwpo/thtoj: au(/th
ga\r h(/marten.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 122-124· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον
Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 165-166· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 176.
461 Βλ. ΓΡ.ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Επιστολή 101, PG 37, 181C.· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της

ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 479.

145
Χαρίδημου Α. Κουτρή

τον άνθρωπο462. Γίνεται εποµένως κατανοητό πως ο Θεός Λόγος κατά τη σάρκωσή
του προσλαµβάνει ολόκληρο το φθαρµένο «κατ’ εικόνα» του ανθρώπου, δηλαδή
νου και αυτεξούσια θέληση, προκειµένου να το ανακαινίσει και να σώσει ολόκληρο
τον άνθρωπο. Οποιοσδήποτε αντίθετος ισχυρισµός –ότι δηλαδή ο Χριστός
στερούταν ανθρώπινου νου, ανθρώπινης θέλησης και αυτεξουσίου– θα σήµαινε
πολύ απλά ότι ο Λόγος προσέλαβε σάρκα και ψυχή άλογου ζώου και όχι κανονικού
ανθρώπου463. Άλλωστε θα ήταν παράλογο να ισχυριστεί κανείς ότι ενώ ο Χριστός
ανέλαβε όλες τις άλογες ορέξεις του σώµατος (όπως η πείνα, η δίψα, η νύστα
κλπ), δεν ανέλαβε τη λογική που ελέγχει τις ορέξεις αυτές, δηλαδή το νου και το
αυτεξούσιο464.

Προχωρώντας ακόµη παραπέρα, ο ιερός συγγραφέας κάνει χρήση της


Αριστοτελικής φιλοσοφίας465 προκειµένου να καταστήσει φανερή την
αυτεξουσιότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού µέσα από την απόδειξη της
αυτεξουσιότητας του ανθρώπου σε σχέση µε την υπόλοιπη κτίση. Αναφέρει λοιπόν
ότι υπάρχουν τρία είδη ζωής στην κτίση: α) η «φυτική», που χαρακτηρίζεται από
τη θρεπτική, την αυξητική και τη γεννητική κίνηση· β) η «αισθητική», που

462 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1044Α: «Ἔτι δὲ εἰ ἔργον αὐτοῦ ἡ
αὐτεξούσιος τῆς φύσεως ὑπάρχει δύναμις, ταύτην δὲ οὐκ ἀνέλαβεν, ἢ καταγνοὺς τῆς οἰκείας
δημιουργίας ὡς οὐ καλῆς ἢ φθονήσας ἡμῖν τῆς κατ᾿ αὐτὴν θεραπείας, ἡμᾶς μὲν τῆς παντελοῦς
ἀποστερῶν θεραπείας, ἑαυτὸν δὲ ὑπὸ πάθος ὄντα δεικνὺς τῷ μὴ θέλειν ἢ τῷ μὴ δύνασθαι τελείως
σῴζειν».
463 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1072C-1073A: «Ἀναλαμβάνει τοίνυν ὅλον

τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸ τούτου κάλλιστον ὑπὸ ἀρρωστίαν πεσόν, ἵνα ὅλῳ τὴν σωτηρίαν χαρίσηται.
Νοῦς δὲ ἄσοφος ἐστερημένος τε γνώσεως οὐκ ἂν εἴη ποτέ· εἰ γὰρ ἀνενέργητος καὶ ἀκίνητος, καὶ
ἀνύπαρκτος πάντως. Τὸ κατ᾿ εἰκόνα ἀνακαινίσαι βουλόμενος ὁ Θεὸς Λόγος γέγονεν ἄνθρωπος. Τί
δὲ τὸ κατ᾿ εἰκόνα εἰ μὴ ὁ νοῦς; Τὸ κρεῖττον οὖν παρεὶς τὸ χεῖρον ἀνέλαβε; Νοῦς γὰρ ἐν μεταιχμίῳ
ἐστὶ Θεοῦ καὶ σαρκός, τῆς μὲν ὡς σύνοικος, τοῦ Θεοῦ δὲ ὡς εἰκών. Νοῦς οὖν νοῒ μίγνυται, καὶ
μεσιτεύει νοῦς Θεοῦ καθαρότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι· εἰ γὰρ ψυχὴν ἄνουν ὁ Κύριος ἀνέλαβεν,
ἀλόγου ζῴου ψυχὴν ἀνέλαβεν.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 165D:
«Ei) ou)=n nou=n kai\ qe/lhsin au)tecou/sion ou)k a)ne/laben, ou)k a)ne/labe to\ kat' ei)ko/na:»· PG 95, 168AB:
«)Alla/ fasin: Ou) kata\ fu/sin e)do/qh t%= a)nqrw/p% to\ au)tecou/sion, a)lla\ kata\ timh\n e)n t%= fa/nai
to\n qeolo/gon Grhgo/rion: "T%= au)tecousi/% timh/saj au)to/n. «)All' a)/koue pa/lin tou= patro/j: "Tou=ton
lo/g% kai\ ei)ko/ni qeou= tetimhme/non". Ou)kou=n ou)de\ to\ logiko\n e(/cei kata\ fu/sin, a)lla\ kata\ timh/n,
kai\ w(/ra soi le/gein, w(j ou) logikh\n yuxh/n, a)ll' a)/logon o( ku/rioj prosh/kato.»· Περί των εν τω
Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 177C: «Ei) ga\r a)/noun kai\ a)/logon fu/sin a)ne/laben, ou)k
a)/nqrwpon, a)ll' a)/logon a)ne/labe. Noera\ ga\r kai\ logikh\ fu/sij o( a)/nqrwpoj.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ,
Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ.
123-124· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 166.
464 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 165CD: «Ou) ga\r ge/gone/ pote

a)/nqrwpoj a)neqe/lhtoj. )/Ara fusikh\ h( qe/lhsij. Ei) h( pei=na kai\ h( di/ya kai\ h( tou= u(/pnou e)/fesij
o)re/ceij ou)=sai a)/logoi fusikai/ ei)sin, h( tou= nou= logikh\ o)/recij h( au)tecou/sioj ou)k e)/stai fusikh/;»
\ ·
PG 95, 177C: «Ei) ou)=n to\n kat' ei)ko/na au)tou= geno/menon a)ne/laben a)/nqrwpon h)/toi fu/sin
a)nqrwpo/thtoj, pa/ntwj noera\n kai\ logikh\n fu/sin a)ne/laben. )Ane/labe de\ kai\ qe/lhsin au)tecou/sion.
/(Wsper ga\r th\n a)/logon a)ne/laben o)/recin th\n e)pipeiqh= lo/g%, ou(/tw kai\ th\n logikh/n: ou) ga\r a)/noun
kai\ a)/logon fu/sin a)ne/laben».
465ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Ηθικά Νικομάχεια Α, 1102ab· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της
ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 480.

146
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

χαρακτηρίζεται από το ένστικτο και γ) η «λογική και νοερή», που διακρίνεται από
τις υπόλοιπες για την αυτεξουσιότητά της, δηλαδή για την ελεύθερη θέλησή της.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν ιδιώµατα της κάθε φύσης και εποµένως
και ο Λόγος όταν σαρκώθηκε, προσέλαβε σάρκα έµψυχη, νοερή και αυτεξούσια,
έγινε δηλαδή θελητικός466.

Μία ακόµη απόδειξη ότι ο Χριστός, πέραν από θεία θέληση, είχε και
ανθρώπινη, φαίνεται από το ότι κάθε άνθρωπος γεννιέται έχοντας θέληση,
γεγονός που εύκολα κανείς διαπιστώνει αναλογιζόµενος ότι κανένας δεν διδάσκει
στον άνθρωπο να θέλει, όπως κανένας δεν διδάσκει στον άνθρωπο να ζει, να
πεινά, να διψά ή να κοιµάται467. Τα ίδια χαρακτηριστικά παρατηρούνται και στο
ζωικό βασίλειο, µε µία όµως διαφορά. Στα άλογα ζώα, η φυσική τους όρεξη για
εκπλήρωση των παραπάνω αναγκών είναι αυτή που τα αναγκάζει να σπεύδουν
προκειµένου να τις εκπληρώσουν. Αντιθέτως ο άνθρωπος, ως λογικό ον, έχει την
δυνατότητα να επιλέξει αν θα εκπληρώσει τις ανάγκες αυτές ή όχι και αυτός είναι ο
λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται αυτεξούσιος, ενώ τα ζώα
χαρακτηρίζονται «υπεξούσια»468.

Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη δύο θεληµάτων-αυτεξουσίων στο Χριστό,


αντίστοιχων προς τις δύο φύσεις του, µαρτυράται και από την ίδια την Καινή

466 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1037AΒ: «Ὅτι δὲ φυσικῶς πρόσεστι τῷ
ἀνθρώπῳ ἡ θέλησις, ἐντεῦθεν δῆλον. Ὑπεξαιρουμένης τῆς θείας τρία εἴδη ζωῆς εἰσιν· ἡ
φυτική, ἡ αἰσθητική, ἡ νοερά. Τῆς μὲν οὖν φυτικῆς ἴδιον ἡ θρεπτική, ἡ αὐξητική, ἡ γεννητικὴ
κίνησις· τῆς δὲ αἰσθητικῆς ἡ καθ᾿ ὁρμὴν κίνησις, τῆς δὲ λογικῆς καὶ νοερᾶς ἡ αὐτεξούσιος. Εἰ
οὖν κατὰ φύσιν πρόσεστι τῇ φυτικῇ ἡ θρεπτικὴ καὶ τῇ αἰσθητικῇ ἡ καθ᾿ ὁρμὴν κίνησις, κατὰ
φύσιν ἄρα πρόσεστι καὶ τῇ λογικῇ καὶ νοερᾷ ἡ αὐτεξούσιος· αὐτεξουσιότης δὲ οὐδὲν ἕτερόν
ἐστιν, εἰ μὴ ἡ θέλησις· γεγονὼς τοίνυν ὁ Λόγος σὰρξ ἔμψυχος, νοερὰ καὶ αὐτεξούσιος, γέγονε
καὶ θελητικός.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 145εξ. και 188εξ. «Η ενανθρώπηση του
Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ.
95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010].
467 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1037Β: «Ἔτι δὲ καὶ ἀδίδακτά εἰσι τὰ

φυσικά· οὐδεὶς γὰρ λογίζεσθαι ἢ ζῆν ἢ πεινῆν ἢ διψῆν ἢ ὑπνοῦν μανθάνει. Οὔτε δὲ θέλειν
μανθάνομεν· ὥστε φυσικὸν τὸ θέλειν».
468 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1037Β: «Καὶ πάλιν· εἰ ἐν τοῖς ἀλόγοις

ἄγει μὲν ἡ φύσις, ἄγεται δὲ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐξουσιαστικῶς κατὰ θέλησιν κινουμένῳ, ἄρα
φύσει θελητικὸς ὁ ἄνθρωπος.»· 41, PG 94, 960D-961A: «Ὅθεν καὶ τὰ ἄλογα οὔκ εἰσιν
αὐτεξούσια· ἄγονται γὰρ μᾶλλον ὑπὸ τῆς φύσεως ἤπερ ἄγουσι· διὸ οὐδὲ ἀντιλέγουσι τῇ
φυσικῇ ὀρέξει, ἀλλ᾿, ἅμα ὀρεχθῶσί τινος, ὁρμῶσι πρὸς τὴν πρᾶξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, λογικὸς
ὢν, ἄγει μᾶλλον τὴν φύσιν, ἤπερ ἄγεται· διὸ καὶ ὀρεγόμενος, εἴπερ ἐθέλοι, ἐξουσίαν ἔχει τὴν
ὄρεξιν ἀναχαιτίσαι ἢ ἀκολουθῆσαι αὐτῇ. Ὅθεν τὰ μὲν ἄλογα οὐδὲ ἐπαινεῖται οὐδὲ ψέγεται, ὁ
δὲ ἄνθρωπος καὶ ἐπαινεῖται καὶ ψέγεται.»· 62, PG 94, 1076B: «λόγου γὰρ ἀμοιροῦντα οὐ δύναται
ἄγειν, ἀλλ᾿ ἄγεται ὑπὸ τῆς φυσικῆς ὀρέξεως.»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95,
112Α: «Διὸ οὐκ αὐτεξούσιά εἰσιν, ἀλλ᾿ ὑπεξούσια.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και
θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 115· Λογικό και
αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 160.

147
Χαρίδημου Α. Κουτρή

∆ιαθήκη. Το ανθρώπινο θέληµα του Χριστού φαίνεται στο περιστατικό της Τύρου
και της Σιδώνος όπου ο Χριστός ήθελε να περάσει απαρατήρητος από το πλήθος,
αλλά δεν τα κατάφερε469. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο να ειπωθεί για το
παντοδύναµο θείο του θέληµα, ήταν φυσιολογικό όµως να συµβεί για το
ανθρώπινο470. Επίσης, κατά τη Σταύρωση ο Χριστός δίψασε, αλλά αφού γεύτηκε
την χολή µε το κρασί δεν θέλησε να πιει471. Αν δίψασε ως Θεός, τότε ως Θεός
υπόκειται στα πάθη της δίψας και της γεύσης, που φυσικά δεν ισχύει. Αν λοιπόν
δεν υπόκειται ως Θεός, τότε σίγουρα υπόκειται ως θελητικός άνθρωπος472.
Εξάλλου και ο ίδιος ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Χριστός παρέµεινε
υπάκουος µέχρι τον θάνατό του στον σταυρό473 και η φύση της υπακοής είναι
τέτοια που προϋποθέτει την υποταγή του θελήµατος ενός λογικού όντος σε ένα
άλλο. Η υπακοή, σύµφωνα µε τον ∆αµασκηνό, δεν υφίσταται στα άλογα όντα,
αφού δεν αποτελεί ενσυνείδητη και αυτεξούσια εκχώρησή τους. Ενώ είναι
αδιανόητο να υποστηρίξει κανείς ότι ο Χριστός υπάκουσε ως Θεός Λόγος στον Θεό

469 Βλ. Μαρκ. 7,24: «Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν
εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν».
470 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1040CD: «Καὶ αὖθις· εἰ, καθώς φησι τὸ

θεῖον Εὐαγγέλιον, ἐλθὼν ὁ Κύριος εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος «καὶ εἰσελθὼν εἰς οἶκον οὐδένα
ἠθέλησε γνῶναι καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν», εἰ τὸ θεῖον αὐτοῦ θέλημα παντοδύναμον, θελήσας δὲ
λαθεῖν οὐ δεδύνηται, ἄρα καθὸ ἄνθρωπος θελήσας οὐκ ἠδυνήθη καὶ θελητικὸς ἦν καὶ καθὸ
ἄνθρωπος.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 168ABC: «Kai\ pw=j
ei)selqw\n ei)j oi)ki/an kai\ qelh/saj laqei=n ou)k h)dunh/qh; Ou)kou=n ou) pantodu/namon to\ qei=on qe/lhma,
a)lla\ a)du/naton. Pau=sai, w)= a)/nqrwpe, tau=ta lhrw=n.»· PG 95, 180C: «Kai\ pa/lin: Ei)=xe me\n ou)=n
a)nqrwpi/nhn qe/lhsin kata\ Ma/rkon to\n eu)aggelisth/n, o(/ti "ei)selqw\n ei)j oi)=kon h)qe/lhse laqei=n kai\
ou)k e)dunh/qh". Pantodu/namoj a)/ra h( qei/a qe/lhsij kai\ ou)k a)du/namoj, a)du/namoj de\ h( a)nqrwpi/nh.
)Anqrwpi/nv ou)=n qelh/sei h)qe/lhse, th=j qei/aj au)tou= qelh/sewj eu)dokhsashj kai\ kairo\n dedwkui/aj tv=
a)nqrwpi/nv au)tou= fu/sei xrh/sasqai toi=j i)di/oij, qelh=sai le/gw kai\ mh\ dunhqh=nai.»· PG 95, 181C: «Ou)
ga\r qei/# qelh/sei h)/qele laqei=n, kai\ ou)k h)du/nato».
471 Βλ. Ιω. 19,28: «Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή,
λέγει· Διψῶ.»· Ματθ. 27,34: «ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν οἶνον μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ
ἠθέλησεν πιεῖν».
472 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1040D-1041A: «Καὶ πάλιν· Ἐλθών, φησίν,

εἰς τὸν τόπον εἶπε· Διψῶ. Καὶ ἔδωκαν αὐτῷ οἶνον μετὰ χολῆς μεμιγμένον, καὶ γευσάμενος οὐκ
ἠθέλησε πιεῖν». Εἰ μὲν οὖν καθὸ Θεὸς ἐδίψησε, καὶ γευσάμενος οὐκ ἠθέλησε πιεῖν, ἐμπαθὴς ἄρα
καθὸ Θεός· πάθος γὰρ ἥ τε δίψα καὶ ἡ γεῦσις. Εἰ δὲ οὐ καθὸ Θεός, πάντως καθὸ ἄνθρωπος ἐδίψησε
καί θελητικὸς ἦν καί καθό ἄνθρωπος.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG
95, 165D: «met' o)li/ga de\ mikra\ kai\ peri\ tou= kat' ei)ko/na dialhyo/meqa. Ei) a)nqrwpi/nhn ou)k a)ne/labe
qe/lhsin, pa/nta, o(/sa h)qe/lhsen o( Xristo/j, qei/% h)qe/lhse qelh/mati»· PG 95, 168ABC: «Ou)k e)/sti qei/aj
qelh/sewj to\ e)fi/esqai brw/sewj, po/sewj kai\ to/pouj e)k to/pwn a)mei/bein kai\ ta\ toiau=ta, a)ll'
a)nqrwpi/nhj, ei) kai\ a)nqrwpi/nv qelh/sei kat' eu)doki/an patrikh\n tau=ta o( Xristo\j h)qe/lhsen.»· PG 95,
181C: «Ou) ga\r qei/# qelh/sei h)/qele laqei=n, kai\ ou)k h)du/nato, ou)de\ fagei=n kai\ piei=n· tau=ta ga\r
a)nqrwpi/nhj fu/sewj qelhta\ kai\ ou) qei/aj· ou)de\ qei/# e)nergei/# periepa/tei h)\ ta\j xei=raj e)ce/teinen: ou)
ga\r qei/aj fu/sewj h)\ e)nergei/aj peripatei=n kai\ e)ktei/nein xei=raj. (/Omwj e(kate/ra tw=n e)n Xrist%=
fu/sewn meta\ th=j qate/rou koinwni/aj h)/qele kai\ e)nh/rgei tou=q', o(/per i)/dion e)/sxhken,
e)cuphretoume/nhj th=j a)nqrwpi/nhj qelh/sewj kai\ e)nergei/aj au)tou= tv= qei/# au)tou= qelh/sei kai\
e)nergei/#».
Βλ. Φιλιπ. 2, 8: «καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος
473

μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ».

148
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Πατέρα, γιατί η υπακοή είναι συµπεριφορά ενός κατώτερου όντος προς ένα
ανώτερο, το οποίο είναι άτοπο τη στιγµή που έχουµε να κάνουµε µε τον έναν και
τριαδικό Θεό. Εποµένως η υπακοή του Χριστού ήταν υπακοή του ανθρώπινου
θελήµατός του στο θείο του θέληµα474. Χαρακτηριστικό άλλωστε γεγονός είναι και

474Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1041A: «Καὶ ὁ μακάριος δὲ Παῦλος ὁ
ἀπόστολος· Γενόμενος, φησίν, ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Ἡ ὑπακοὴ τοῦ ὄντος
θελήματός ἐστιν ὑποταγή, ἤ τοῦ μὴ ὄντος· οὐ γὰρ τὸ ἄλογον ὑπήκοον ἢ παρήκοον λέξομεν·
ὑπήκοος δὲ γενόμενος τῷ Πατρὶ ὁ Κύριος οὐ καθὸ Θεὸς γέγονεν, ἀλλὰ καθὸ ἄνθρωπος. Καθὸ γὰρ
Θεὸς οὔτε ὑπήκοος οὔτε παρήκοος· τῶν ὑπὸ χεῖρα γὰρ ταῦτα, καθὼς ὁ θεηγόρος ἔφη Γρηγόριος.
Θελητικὸς ἄρα καὶ καθὸ ἄνθρωπος ὁ Χριστός.»· ΓΡ.ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Θεολογικός 4, 6, PG 36, 109C·
Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 948C: «ἐπειδὴ δὲ μία ἡ ὑπόστασις καὶ εἷς ὁ
θέλων, ἓν καὶ τὸ θελητὸν, ἤγουν τὸ γνωμικὸν θέλημα, τῆς ἀνθρωπίνης αὐτοῦ θελήσεως ἑπομένης
δηλαδὴ τῇ θείᾳ αὐτοῦ θελήσει καὶ ταῦτα θελούσης, ἃ ἡ θεία αὐτοῦ ἤθελε θέλησις θέλειν αὐτήν.»·
62, PG 94, 1073Β: «Εἶχε μὲν οὖν φυσικῶς καὶ ὡς Θεὸς καὶ ὡς ἄνθρωπος τὸ θέλειν, εἵπετο δὲ καὶ
ὑπετάσσετο τῷ αὐτοῦ θελήματι τό ἀνθρώπινον μὴ κινούμενον γνώμῃ ἰδίᾳ, ἀλλὰ ταῦτα θέλον, ἃ τὸ
θεῖον αὐτοῦ ἤθελε θέλημα. Παραχωρούσης γὰρ τῆς θείας θελήσεως ἔπασχε τὰ ἴδια φυσικῶς.»· 62,
PG 94, 1076Β: «Ἐπειδὴ γὰρ ὁ αὐτὸς ὅλος ἦν Θεὸς μετὰ τῆς ἀνθρωπότητος αὐτοῦ καὶ ὅλος ἄνθρωπος
μετὰ τῆς αὐτοῦ θεότητος, αὐτὸς ὡς ἄνθρωπος ἐν ἑαυτῷ καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ ὑπέταξε τὸ ἀνθρώπινον τῷ
Θεῷ καὶ Πατρὶ τύπον ἡμῖν ἑαυτὸν ἄριστον καὶ ὑπογραμμὸν διδοὺς καὶ ὑπήκοος τῷ Πατρὶ
γέγονεν.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 160AB: «)Epeidh\ de\ mi/a tou=
Xristou= u(po/stasij kai\ ei(=j o( Xristo/j, ei(=j o( qe/lwn kat' a)/mfw ta\j fu/seij, w(j qeo\j eu)dokw=n kai\
w(j a)/nqrwpoj u(ph/kooj geno/menoj, eu)dokw=n w(j qeo\j su\n patri\ kai\ t%= pneu/mati t%= patrik%= kai\
qei/% qelh/mati, w(j a)/nqrwpoj de\ u(ph/kooj geno/menoj tou= qei/ou kai\ patrikou= au)tou= qelh/matoj t%=
h(mete/r% qelh/mati. Ou) ga\r kata\ to\ qei=on au)tou= qe/lhma ge/gonen u(ph/kooj t%= patri/: to\ ga\r qei=on
qe/lhma ou)/te u(ph/koon ou)/te parh/koon. "Tau=ta ga\r tw=n u(po\ xei=ra", w(/j fhsin o( qeolo/goj
Grhgo/rioj, kai\ th=j tou= dou/lou morfh=j tou= e)c h(mw=n proslh/mmatoj. Ge/gone de\ u(ph/kooj fusikw=j
kata\ to\ a)nqrw/pinon au)tou= qe/lhma: u(pakoh\ ga\r au)tecou/sioj kai\ a)bi/astoj u(potagh\ qelh/mato/j
e)stin e(te/r% qelh/mati.»· PG 95, 160B: «)/Hqele toi/nun kai\ qe/lei w(j qeo\j ta\ qei=a kai\ h)/qele kai\ qe/lei
w(j a)/nqrwpoj ta\ a)nqrw/pina ou)k e)nantio/thti gnw/mhj, a)ll' i)dio/thti tw=n fu/sewn. )/Hqele ga\r kai\
qe/lei ta\ a)nqrw/pina, w(j hu)do/kei h( qei/a au)tou= qe/lhsij kai\ o(/te kai\ o(/per, au)tecousi/wj
u(potassome/nhj th=j a)nqrwpi/nhj au)tou= qelh/sewj tv= qei/# au)tou= qelh/sei.»· PG 95, 164Α: «Ei) to\
a)nqrw/pinon ou)k a)ne/labe qe/lhma, pw=j "pri\n h)\ gnw=nai kalo\n kai\ ponhro/n, a)peiqei= ponhri/# tou=
e)kle/casqai to\ a)gaqo/n"; Ou) ga\r to\ qei=on qe/lhma a)peiqei= h)\ pei/qetai h)\ e)kle/getai. )Apeiqei= toi/nun
ponhri/# kai\ e)kle/getai to\ a)gaqo\n u(pakou/wn au)tecousi/wj w(j a)/nqrwpoj t%= patrik%= qelh/mati: h(
ga\r e)klogh\ au)tecousi/ou qelh/matoj»· πρβλ. Ησ. 7,16· PG 95, 164C: «Dio\ tv= patrikv= eu)doki/# u(ph/kooj
me/xri qana/tou geno/menoj kai\ ai)sxu/nhj katafronh/saj do/cv kai\ a)fqarsi/aj timv= th\n fu/sin h(mw=n
e)stefa/nwsen.\»· PG 95, 168A: «ei) kai\ a)nqrwpi/nv qelh/sei kat' eu)doki/an patrikh\n tau=ta o( Xristo\j
h)qe/lhsen.»· PG 95, 180Α: «Ei)=xen me\n ou)=n th=j a)nqrwpi/nhj au)tou= yuxh=j th\n qelhtikh\n du/namin kai\
kata\ tau/thn h)/qele ta\ a)nqrw/pina kai\ kata\ th\n yuxikh\n au)tou= qe/lhsin e)kinei=to pro\j ta\
a)nqrw/pina, w(/sper tv= qei/# qelh/sei ta\ qei=a h)/qelen o( ei(=j kai\ o( au)to\j ui(o\j tou= qeou= Xristo/j, o( qeo\j
te/leioj kai\ te/leioj a)/nqrwpoj, a)ll' ou)k e)nantio/thti gnw/mhj: u(peta/sseto ga\r au)tecousi/wj h(
a)nqrwpi/nh au)tou= qe/lhsij t%= qei/% au)tou= kai\ patrik%= qelh/mati kai\ tau=ta h)/qelen, a(\ h)/qelen h( qei/a
au)tou= qe/lhsij qe/lein au)th/n.»· PG 95, 180Β: «dia\ tou=to o( ui(o\j tou= qeou= patro\j eu)doki/# geno/menoj
a)/nqrwpoj fu/sin me\n a)nqrwpi/nhn a)ne/labe kai\ fusikh\n a)nqrwpi/nhn qe/lhsin, u(po/stasin de\
a)nqrwpi/nhn ou)k a)ne/laben, i(/n' h( fusikh\ th=j a)nqrwpo/thtoj qe/lhsij mh\ kata\ oi)kei=on u(postatiko\n
kai\ gnwmiko\n qe/lhma politeu/shtai e)nanti/wj tou= qei/ou qelh/matoj, a)ll' au)tecousi/wj kata\ pa/nta
u(ph/kooj ge/nhtai kai\ ou(/twj luqv= h( a)rxai/a para/basij.»· PG 95, 184ΒC: «ou(/tw kai\ e)pi\ tou= kuri/ou
h(mw=n )Ihsou= Xristou= e(kate/ra fu/sij e)nergei= ta\ i)/dia meta\ th=j qate/rou koinwni/aj, kai\ ou) mi/a ai(
du/o ou)de\ tw=n du/o e(\n a)pote/lesma, a)lla\ th=j me\n a)nqrwpi/nhj au)tou= fu/sewj to\ au)tecousi/wj
u(pakou/ein kai\ e)cuphretei=sqai t%= qei/% qelh/mati kai\ qelh/mati oi)kei/% e)ktei/nein th\n xei=ra kai\
a(/ptesqai th=j paido\j kaq' u(pakoh\n tou= qei/ou qelh/matoj kai\ u(phresi/an, th=j de\ qeo/thtoj th\n th=j
paido\j e)/gersin e)nergou/shj dia\ th=j a(fh=j. (/Wste th=j me\n a)nqrwpi/nhj e)nergei/aj pe/raj h( e(kou/sioj
th=j xeiro\j e)/ktasij kai\ a(fh/, th=j de\ qei/aj h( th=j paido\j e)/gersij.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα
και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170εξ· «Η
ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία
του», όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010].

149
Χαρίδημου Α. Κουτρή

η προσευχή του Ιησού στον κήπο της Γεθσηµανή κατά την οποία, ύστερα από
παραχώρηση της θείας του θελήσεως, ο Χριστός κατελήφθη από αγωνία και φόβο
και ζήτησε να αποφύγει το θάνατο, ως κανονικός άνθρωπος. Αµέσως όµως
εναρµονίστηκε η ανθρώπινή του θέληση µε τη θεία και έτσι παραδόθηκε εκούσια
στο θάνατο ως Θεός και ως άνθρωπος, γι’ αυτό και χάρισε στους ανθρώπους την
τόλµη κατά του θανάτου475.

Θέλοντας τέλος ο ∆αµασκηνός να µην αφήσει περιθώριο για οποιεσδήποτε


παρερµηνείες που θα µπορούσαν να οδηγήσουν σε αίρεση, αποκλείει και την
πιθανότητα ύπαρξης ενός «σύνθετου θελήµατος» στον σαρκωθέντα Λόγο. Αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι αν κάνουµε λόγο για ένα «σύνθετο θέληµα» αυτοµάτως
θα πρέπει να µιλήσουµε και για «σύνθετες ενέργειες» και «σύνθετες φύσεις»,
παραδοχή η οποία πολύ απλά οδηγεί στην εισαγωγή µιας τρίτης οντολογικής
κατηγορίας µεταξύ κτιστού-ακτίστου476. Κάτι τέτοιο όµως θα ήταν άτοπο. Εκτός
αυτού, η αποδοχή ενός «σύνθετου θελήµατος» θα διαφοροποιούσε και θα χώριζε
το «σύνθετο» θέληµα του Χριστού από το «µη σύνθετο» θέληµα του Πατέρα477.

475 Βλ. Ματθ. 26,39: «καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καὶ λέγων,

Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστιν, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω ἀλλ’
ὡς σύ»· Μαρκ. 14,36: «καὶ ἔλεγεν· Ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι, παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ'
ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ' οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ' εἴ τι σύ.» Λουκ. 22,42: «λέγων· Πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν
τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ' ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω.»· Έκδοσις Ακριβής της
Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1073Β: «Ὅτε μὲν γὰρ παρῃτεῖτο τὸν θάνατον, φυσικῶς τῆς θείας
αὐτοῦ θελησάσης θελήσεως καὶ παραχωρησάσης παρῃτήσατο τὸν θάνατον, ἠγωνίασέ τε καὶ
ἐδειλίασε. Καὶ ὅτε ἤθελεν ἡ θεία αὐτοῦ θέλησις αἱρεῖσθαι τὴν ἀνθρωπίνην αὐτοῦ θέλησιν τὸν
θάνατον, ἑκούσιον αὐτῇ τὸ πάθος ἐγίνετο· οὐ γὰρ καθὸ Θεὸς μόνον ἑκουσίως ἑαυτὸν παρέδωκεν
εἰς θάνατον, ἀλλὰ καὶ καθὸ ἄνθρωπος· ὅθεν τὴν κατὰ τοῦ θανάτου τόλμαν καὶ ἡμῖν ἐχαρίσατο.»·
Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 180CD: «Kai\ pa/lin: "Pa/ter, ei)
dunato/n, parelqe/tw a)p' e)mou= to\ poth/rion tou=to", toute/sti to\ tou= qana/tou. )Idou\ h( fusikh\ th=j
zwh=j o)/recij kai\ e)piqumi/a, h(\n fusikw=j logika/ te kai\ a)/loga z%=a ke/kthntai. "Plh\n mh\ to\ e)mo\n
gene/sqw qe/lhma, a)lla\ to\ so/n." )Idou\ h( fusikh\ kai\ logikh\ tou= nou= o)/recij h( au)tecou/sioj kai\
kritikh\ kai\ xalinagwgo\j th=j a)lo/gou o)re/cewj. "Mh\ to\ e)mo\n gene/sqw qe/lhma, a)lla\ to\ so/n." "To\
e)mo/n", to\ a)nqrw/pinon, kaq' o(\ ou) koinwno/j sou/ ei)mi: ou)de\ ga\r a)/nqrwpoj su\ kaqw\j e)gw\ ge/gonaj,
toute/stin e)fa/milloj, ou)de\ pa/qh a)nqrw/pina a)nede/cw. «)Alla\ to\ so/n", to\ koino\n e)mou= te kai\ sou=, ou(=
koinwno/j ei)mi w(j kai\ th=j fu/sewj th=j qeo/thtoj.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός
προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 170εξ· «Η ενανθρώπηση του
Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-
143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ. 29/04/2010].
476 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1044ΑΒ: «Ἀδύνατον δὲ ἕν τι σύνθετον ἐκ

τῶν δύο θελημάτων λέγειν, ὥσπερ ἐκ τῶν φύσεων σύνθετον τὴν ὑπόστασιν. Πρῶτον μὲν ὅτι αἱ
συνθέσεις τῶν ἐν ὑποστάσει ὄντων καὶ οὐ τῶν ἑτέρῳ λόγῳ καὶ οὐκ ἰδίῳ θεωρουμένων εἰσί·
δεύτερον δέ, ὅτι, εἰ τῶν θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν σύνθεσιν λέξομεν, καὶ τῶν ἄλλων φυσικῶν
ἰδιωμάτων σύνθεσιν εἰπεῖν ἀναγκασθησόμεθα, τοῦ ἀκτίστου καὶ τοῦ κτιστοῦ, τοῦ ἀοράτου καὶ
ὁρατοῦ καὶ τῶν τοιούτων. Πῶς δὲ καὶ τὸ ἐκ τῶν θελημάτων σύνθετον θέλημα προσαγορευθήσεται;
Ἀδύνατον γὰρ τὸ σύνθετον τῇ τῶν συντεθέντων ὀνομάζεσθαι προσηγορίᾳ, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐκ τῶν
φύσεων σύνθετον φύσιν προσαγορεύσομεν καὶ οὐχ ὑπόστασιν;».
477 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1044Β: «Ἔτι δὲ καὶ εἰ ἓν σύνθετον θέλημα

ἐπὶ Χριστοῦ λέξομεν, θελήματι τοῦ Πατρὸς αὐτὸν χωρίζομεν· οὐ γὰρ σύνθετον τὸ τοῦ Πατρὸς
θέλημα».

150
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Συνεπώς, η µοναδική ορθή λύση είναι να παραδεχτούµε ότι ο Χριστός έχει µια
υπόσταση σύνθετη και κοινή µε δύο φύσεις και δύο φυσικά και αυτεξούσια
θελήµατα478.

Συµπερασµατικά έχει γίνει πλέον κατανοητό ότι ο Χριστός πέραν από δύο
φύσεις, είχε και δύο θελήσεις λογικές, φυσικές και αυτεξούσιες, µε αποτέλεσµα
αυτεξούσια να θέλει κατά το θείο θέληµα και αυτεξούσια κατά το ανθρώπινο479. Τα
κυριότερα επιχειρήµατα που χρησιµοποιεί ο ∆αµασκηνός για να στηρίξει αυτήν την
άποψη έχουν να κάνουν µε το ότι κάθε φύση χαρακτηρίζεται από το δικό της
«φυσικό θέληµα», που σηµαίνει ότι ο Χριστός ως Θεός και ως άνθρωπος είχε δύο
αυτεξούσια. Επιπλέον ο σκοπός της ενανθρώπησης του Θεού Λόγου ήταν η
πρόσληψη ολόκληρου του ανθρώπου για να τον σώσει και η αποκατάσταση του
αµαυρωµένου «κατ’ εικόνα» στην πρότερή του κατάσταση. Έτσι λοιπόν η ψυχή
του Χριστού ήθελε αυτεξούσια εκείνα τα οποία ήθελε η θεία θέληση480, αφού ο
Θεός Λόγος δεν κινούσε τη σάρκα του µε νεύµα, σαν να επρόκειτο για κάποιο
άψυχο και άβουλο ον, αλλά κινούταν όντας τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος481.

478 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1044Β: «Λείπεται τοίνυν εἰπεῖν μόνην τὴν
ὑπόστασιν τοῦ Χριστοῦ σύνθετον καὶ κοινὴν, ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω καὶ τῶν φυσικῶν αὐτοῦ».
479 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1076Β: «Αὐτεξουσίως δὲ ἤθελε τῷ τε θείῳ

καὶ τῷ ἀνθρωπίνῳ θελήματι·»· Εγκώμιον εις τον άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, PG 96, 765ΑB: «telei/wj
e)/xousan e(ka/sthn kata\ to\n o(/ron te kai\ lo/gon to\n e(auth=j, th\n me\n a)/narxo/n te kai\ a)/ktiston, th\n
de\ h)rgme/nhn te kai\ e)ktisme/nhn th\n me\n a)paqh=, a)o/raton, a)nafh=, a)peri/grapton, th\n de\ paqhth/n te
kai\ o(rwme/nhn, kai\ a(pth\n, kai\ perigrapth/n: qelhtikh\n e(kate/ran, kai\ au)tecou/sion, kai\
e)nerghtikh\n, au)to\j tou=to ka)kei=no telw=n, o( ei(=j Xristo\j, kai\ Ui(o\j, kai\ Ku/rioj: th=j me\n
o)rganikw=j leitourghsa/shj, th=j de\ despotikw=j e)nerghsa/shj: e(kate/raj th\n oi)kei/an e)ne/rgeia/n te
kai\ au)tecou/sion ki/nhsin e)xou/shj: au)tou= de\ tou= e(no\j tou=to ka)kei=no telou=ntoj, di' a)mfoi=n th\n
h(mw=n katergasame/nou swth/rion a)nakai/nisin, e)f' %(= sumpaqw=j e(auto\n keke/nwke.»· Εγκώμιον εις τον
άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, PG 96, 765ΑB: «telei/wj e)/xousan e(ka/sthn kata\ to\n o(/ron te kai\ lo/gon
to\n e(auth=j, th\n me\n a)/narxo/n te kai\ a)/ktiston, th\n de\ h)rgme/nhn te kai\ e)ktisme/nhn th\n me\n
a)paqh=, a)o/raton, a)nafh=, a)peri/grapton, th\n de\ paqhth/n te kai\ o(rwme/nhn, kai\ a(pth\n, kai\
perigrapth/n: qelhtikh\n e(kate/ran, kai\ au)tecou/sion, kai\ e)nerghtikh\n, au)to\j tou=to ka)kei=no telw=n,
o( ei(=j Xristo\j, kai\ Ui(o\j, kai\ Ku/rioj: th=j me\n o)rganikw=j leitourghsa/shj, th=j de\ despotikw=j
e)nerghsa/shj: e(kate/raj th\n oi)kei/an e)ne/rgeia/n te kai\ au)tecou/sion ki/nhsin e)xou/shj: au)tou= de\ tou=
e(no\j tou=to ka)kei=no telou=ntoj, di' a)mfoi=n th\n h(mw=n katergasame/nou swth/rion a)nakai/nisin, e)f' %(=
sumpaqw=j e(auto\n keke/nwke».
480Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1076C: «Ὥστε ἤθελε μὲν αὐτεξουσίως
κινουμένη ἡ τοῦ Κυρίου ψυχή, ἀλλ᾿ ἐκεῖνα αὐτεξουσίως ἤθελεν, ἃ ἡ θεία αὐτοῦ θέλησις ἤθελε
θέλειν αὐτήν·»· Λόγος εις το άγιον Σάββατον, PG 96, 617ΑΒ: «iq§. )Epeidh\ ga\r di' a)nqrw/pou o(
qa/natoj, e)/dei di' a)nqrw/pou dwrhqh=nai th\n a)na/stasin. )Epeidh\ yuxh\ noera\ au)tecousi/% qelh/mati
e)nh/rghse th\n para/basin, e)/dei yuxh\n noera\n fusik%= kai\ au)tecousi/% qelh/mati th\n u(pakoh\n
e)nergh=sai tou= Kti/santoj, kai\ th\n swthri/an e)panelqei=n, di' w(=n o( qa/natoj th\n zwh\n
e)cwstra/kisen, i(/na mh\ turannei=sqai nomi/sv o( qa/natoj to\n a)/nqrwpon».
481Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1076CD: «οὐ γὰρ νεύματι τοῦ Λόγου ἡ
σὰρξ ἐκινεῖτο· καὶ Μωσῆς γὰρ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι νεύματι θείῳ ἐκινοῦντο· ἀλλ᾿ ὁ αὐτὸς εἷς ὢν
Θεός τε καὶ ἄνθρωπος κατά τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην ἤθελε θέλησιν.»· Έκδοσις Ακριβής
της Ορθοδόξου Πίστεως 58, PG 94, 1033A: «Ἐπειδὴ μὲν οὖν δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, δύο αὐτοῦ καὶ
τὰ φυσικὰ θελήματα καὶ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας φαμέν. Ἐπειδὴ δὲ μία τῶν δύο αὐτοῦ φύσεων ἡ
ὑπόστασις, ἕνα καὶ τὸν αὐτόν φαμεν θέλοντά τε καὶ ἐνεργοῦντα φυσικῶς κατ᾿ ἄμφω, ἐξ ὧν καὶ ἐν
αἷς καὶ ἅπερ ἐστὶ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· θέλειν δὲ καὶ ἐνεργεῖν οὐ διῃρημένως, ἀλλ᾿ ἡνωμένως·

151
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Είχε εποµένως δύο θελήσεις που διέφεραν µεταξύ τους, όχι ως προς τη γνώµη,
αλλά ως προς τη φυσική τους δύναµη. Η θεία του θέληση ήταν άναρχη,
παντοδύναµη και απαθής, ενώ η ανθρώπινη είχε χρονική αφετηρία τη γέννησή του
και δέχτηκε τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη. Εκτός αυτού, ούσα πλήρως
ανθρώπινη, δεν ήταν παντοδύναµη από τη φύση της, αλλά έγινε παντοδύναµη
ύστερα από την υποστατική της ένωση µε τη θεία θέληση στο πρόσωπο του Ιησού
Χριστού482.

Τέλος, ο ∆αµασκηνός συµπληρώνει πως τα χαρακτηριστικά αυτά του


Χριστού διατηρούνται και µετά το θάνατό του. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο ιερός
συγγραφέας, κατά το θάνατο του Χριστού η θεωµένη του ψυχή κατέβηκε στον
Άδη και πραγµατοποίησε την ίδια δράση που είχε και στη γη, προκειµένου να
σωθούν και όσοι ήταν ήδη νεκροί. Αφότου τελείωσε το έργο του εκεί, αναστήθηκε

θέλει γὰρ καὶ ἐνεργεῖ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας»· 1033D-1036A: «Ὥσπερ γὰρ
τῶν τοῦ αὐτοῦ καί ἑνὸς Χριστοῦ φύσεων ὁ ἀριθμὸς εὐσεβῶς νοούμενός τε καὶ λεγόμενος οὐ
διαιρεῖ τὸν ἕνα Χριστόν, ἀλλὰ σῳζομένην καὶ ἐν τῇ ἑνώσει παρίστησι τῶν φύσεων τὴν διαφοράν,
οὕτω καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν οὐσιωδῶς προσόντων ταῖς αὐτοῦ φύσεσι θελημάτων καὶ ἐνεργειῶν –κατ᾿
ἄμφω γὰρ τὰς φύσεις θελητικὸς ἦν καὶ ἐνεργητικὸς τῆς ἡμῶν σωτηρίας– οὐ διαίρεσιν εἰσάγει –
μὴ γένοιτο–, ἀλλὰ τὴν αὐτῶν δηλοῖ καὶ μόνον, κἂν τῇ ἑνώσει, φυλακὴν καὶ σωτηρίαν· φυσικὰ
γὰρ καὶ οὐχ ὑποστατικά φαμεν τὰ θελήματα καὶ τὰς ἐνεργείας.»· 2, PG 94, 793A: «καὶ ἄνθρωπος
τέλειος ἐξ αὐτῆς γέγονε· καὶ ὅτι ὁ αὐτὸς Θεὸς τέλειός ἐστιν ὁμοῦ καὶ ἄνθρωπος τέλειος, ἐκ δύο
φύσεων,θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ ἐν δύο φύσεσι νοεραῖς θελητικαῖς τε καὶ
ἐνεργητικαῖς καὶ αὐτεξουσίοις καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, τελείως ἐχούσαις κατὰ τὸν ἑκάστῃ πρέποντα
ὅρον τε καὶ λόγον, θεότητί τε καὶ ἀνθρωπότητί φημι, μιᾷ δὲ συνθέτῳ ὑποστάσει»· Κατά
Ιακωβιτών, PG 94, 1480CD: «ei(=j ga/r e)sti tou=to ka)kei=no, qeo/j te kai\ a)/nqrwpoj, qeo\j te/leioj kai\
a)/nqrwpoj te/leioj, pa/nta fe/rwn ta\ th=j qeo/thtoj i)diw/mata, th\n qeo/thta, to\ a)/narxon, to\
a)qa/naton, th\n kurio/thta, th\n pantodu/namon qe/lhsin kai\ e)ne/rgeian, kai\ pa=san fe/rwn th\n th=j
sarko\j ou)si/an a)nellipw=j, yuxh/n, sw=ma, nou=n kai\ ta\ tou/twn fusika\ kai\ a)dia/blhta pa/qh kai\
i)diw/mata, th\n au)tecou/sion qe/lhsin kai\ e)ne/rgeian, th\n pei=nan, th\n di/yan, to\ da/kruon, th\n
lu/phn,th\n a)dhmoni/an, th\n a)gwni/an, to\n qa/naton.»· Εγκώμιον εις τον άγιον Ιωάννην
Χρυσόστομον, PG 96, 765ΑB: «telei/wj e)/xousan e(ka/sthn kata\ to\n o(/ron te kai\ lo/gon to\n e(auth=j,
th\n me\n a)/narxo/n te kai\ a)/ktiston, th\n de\ h)rgme/nhn te kai\ e)ktisme/nhn th\n me\n a)paqh=,
a)o/raton, a)nafh=, a)peri/grapton, th\n de\ paqhth/n te kai\ o(rwme/nhn, kai\ a(pth\n, kai\ perigrapth/n:
qelhtikh\n e(kate/ran, kai\ au)tecou/sion, kai\ e)nerghtikh\n, au)to\j tou=to ka)kei=no telw=n, o( ei(=j
Xristo\j, kai\ Ui(o\j, kai\ Ku/rioj: th=j me\n o)rganikw=j leitourghsa/shj, th=j de\ despotikw=j
e)nerghsa/shj: e(kate/raj th\n oi)kei/an e)ne/rgeia/n te kai\ au)tecou/sion ki/nhsin e)xou/shj: au)tou= de\
tou= e(no\j tou=to ka)kei=no telou=ntoj, di' a)mfoi=n th\n h(mw=n katergasame/nou swth/rion
a)nakai/nisin, e)f' %(= sumpaqw=j e(auto\n keke/nwke.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 1028C-1029A: «καὶ
ἄνθρωπος τέλειος γενόμενος, καὶ ὅτι αὐτὸς Θεὸς τέλειός ἐστι καὶ ἄνθρωπος τέλειος, γενόμενος
ἐκ δύο φύσεων, θεότητός τε καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ ἐν δύο φύσεσι νοεραῖς, θελητικαῖς τε καὶ
ἐνεργητικαῖς καὶ αὐτεξουσίοις, καὶ κατὰ πάντα τελείως ἐχούσαις κατὰ τὸν ἑκάστῃ πρέποντα
ὅρον τε καὶ λόγον, θεότητι, φημί, καὶ ἀνθρωπότητι, μιᾷ δὲ συνθέτῳ ὑποστάσει.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ,
Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ.,
σ. 170εξ· «Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη Δαμασκηνό και η σημασία της για τη
Θεολογία του», όπ. παρ., σ. 95-143: http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ.
29/04/2010]· Δ.ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Δυτική Θεολογία και Πνευματικότητα, όπ. παρ., σ. 34.
482 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1076D-1077Α: «Διὸ οὐ γνώμῃ, φυσικῇ δὲ

μᾶλλον δυνάμει αἱ δύο τοῦ Κυρίου θελήσεις διέφερον ἀλλήλων. Ἡ μὲν γὰρ θεία αὐτοῦ θέλησις
ἄναρχός τε ἦν καὶ παντουργός, ἑπομένην ἔχουσα τὴν δύναμιν καὶ ἀπαθής, ἡ δὲ ἀνθρωπίνη αὐτοῦ
θέλησις ἀπὸ χρόνου τε ἤρξατο καὶ αὐτὴ τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη ὑπέμεινε καὶ φυσικῶς οὐ
παντοδύναμος ἦν, ὡς δὲ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀληθῶς καὶ κατὰ φύσιν γενομένη καὶ παντοδύναμος».

152
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

και άνοιξε το δρόµο της αναστάσεως για όλους τους ανθρώπους483. Η Ανάσταση
του Χριστού ήταν επανένωση της αθάνατης ψυχής µε το σώµα του, που
αφθαρτοποιήθηκε484. Ακόµη όµως και µετά την Ανάσταση από τον Άδη και την
Ανάληψή του στους ουρανούς, ο Χριστός διατηρεί τις δύο του θελήσεις και
συνεπώς και τα δύο αυτεξούσια, το θείο και το ανθρώπινο, ούτως ώστε να θέλει
και να ενεργεί θεϊκά και ανθρώπινα για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων
καθήµενος στα δεξιά του Πατρός485.

483 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 73, PG 94, 1101Α: «Κάτεισιν εἰς ᾅδην ψυχὴ
τεθεωμένη, ἵνα, ὥσπερ τοῖς ἐν γῇ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἀνέτειλεν ἥλιος, οὕτω καὶ τοῖς ὑπὸ γῆν ἐν
σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις ἐπιλάμψῃ τὸ φῶς· ἵνα, ὥσπερ τοῖς ἐν γῇ εὐηγγελίσατο
εἰρήνην, αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, καὶ τοῖς πιστεύσασι γέγονεν αἴτιος σωτηρίας
αἰωνίου, τοῖς δὲ ἀπειθήσασιν ἔλεγχος ἀπιστίας, οὕτω καὶ τοῖς ἐν ᾅδου· ἵνα αὐτῷ κάμψῃ πᾶν γόνυ
ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ οὕτω τοὺς ἀπ᾿ αἰῶνος λύσας πεπεδημένους αὖθις ἐκ
νεκρῶν ἀνεφοίτησεν ὁδοποιήσας ἡμῖν τὴν ἀνάστασιν.»· J.MEYENDORFF, όπ. παρ., σ. 162-163.
484 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1224CD: «Ὅτι δὲ ἡ τοῦ Κυρίου ἀνάστασις

σώματος ἀφθαρτισθέντος καὶ ψυχῆς ἕνωσις ἦν (ταῦτα γὰρ τὰ διαιρεθέντα), δῆλον· ἔφη γάρ·
«Λύσατε τὸν ναόν, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομήσω αὐτόν». Μάρτυς δὲ ἀξιόπιστος τὸ ἱερὸν
Εὐαγγέλιον, ὡς περὶ τοῦ ἰδίου ἔλεγε σώματος. «Ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε», φησὶ, τοῖς οἰκείοις
μαθηταῖς ὁ Κύριος πνεῦμα δοκοῦσιν ὁρᾶν, «ὅτι ἐγώ εἰμι καὶ οὐκ ἠλλοίωμαι· ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ
ὀστέα οὐκ ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα». «Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν
πλευρὰν» καὶ τῷ Θωμᾷ προτείνει πρὸς ψηλάφησιν. Ἆρα οὐχ ἱκανὰ ταῦτα τὴν τῶν σωμάτων
πιστώσασθαι ἀνάστασιν;»· πρβλ. Λουκ. 24, 39-40· Ιω. 2,19· 20,20· 20,27.
485 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 74, PG 94, 1104Α: «οὐδὲν δὲ τῶν τῆς φύσεως μερῶν

ἀπέθετο, οὐ σῶμα, οὐ ψυχήν, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν λογικήν τε καὶ νοεράν, θελητικήν τε
καὶ ἐνεργητικὴν κέκτηται, καὶ οὕτως ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός καθέζεται, θέλων θεϊκῶς τε καὶ
ἀνθρωπίνως τὴν ἡμῶν σωτηρίαν καὶ ἐνεργῶν, θεϊκῶς μὲν τὴν τῶν ὅλων πρόνοιάν τε καὶ
συντήρησιν καὶ κυβέρνησιν, ἀνθρωπίνως δὲ μεμνημένος τῶν ἐπὶ γῆς διατριβῶν, ὁρῶν τε καὶ
γινώσκων, ὡς ὑπὸ πάσης προσκυνεῖται τῆς λογικῆς κτίσεως.»· Κατά Νεστοριανών, PG 95, 209D:
«Ou(/tw ga/r, "ei) kai\ e)staurw/qh e)c a)sqenei/aj sarko\j" kata\ to\n a)po/stolon, "a)lla\ zv= e)k duna/mewj
qeou=" kai\ e)gh/gertai para\ tou= patro\j kai\ e(auto\n e)cane/sthse kai\ a)nei/lhptai kai\ au)tecousi/wj
a)/neisi kai\ keka/qiken "e)n deci#= tou= patro\j e)n toi=j e)pourani/oij u(pera/nw pa/shj a)rxh=j kai\
e)cousi/aj kai\ kurio/thtoj kai\ panto\j o)no/matoj o)nomazome/nou".»· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον,
όπ. παρ., σ. 199-200.

153
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄

154
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Η ΚΤΙΣΗ

Έχοντας πλέον παρουσιάσει τις θέσεις του ∆αµασκηνού για την ύπαρξη
αυτεξουσίου σε όλα τα λογικά όντα απέµεινε µονάχα µία παράµετρος στην οποία
δεν έχουµε αναφερθεί εκτενώς και η οποία άπτεται έµµεσα ή άµεσα του υπό
εξέταση θέµατος. Η παράµετρος αυτή έχει να κάνει µε την ορατή κτίση και το
περιβάλλον µέσα στο οποίο ζει και δρα ο άνθρωπος και µέσα στο οποίο ασκεί το
αυτεξούσιό του.

1. Η ΚΤΙΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ

Οµολογουµένως ο ∆αµασκηνός δεν παραθέτει κάποια αναλυτική περιγραφή


της φύσης πριν από την πτώση των πρωτόπλαστων. Εντούτοις θα προσπαθήσουµε
να παρουσιάσουµε όσο πληρέστερα γίνεται την εικόνα που παρέχει, προκειµένου
να διαπιστώσουµε το αν και κατά πόσο η κτίση486 επηρεάζει την αυτεξουσιότητα
του ανθρώπου.

Κατ’ αρχάς ο ιερός συγγραφέας αναφέρει πως ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ’


εικόνα» του Θεού, λογικός και αυτεξούσιος και σε αυτόν παραχωρήθηκε η εξουσία
πάνω σε ολόκληρη την άλογη και άψυχη φύση487. Μάλιστα ο παντογνώστης Θεός
προγνώριζε την αυτεξούσια πτώση του ανθρώπου και την παράδοσή του στη
φθορά, γι’ αυτό και εξ’ αρχής δηµιούργησε ολόκληρη την κτίση κατά τέτοιον

486 Προς αποφυγή παρεξηγήσεων κρίνουμε σκόπιμο να σημειώσουμε το εξής. Ως γνωστόν ο όρος
«κτίση» αναφέρεται σε ολόκληρη την κτιστή πραγματικότητα, ορατή και αόρατη. Ωστόσο για
λόγους ευχέρειας ο όρος χρησιμοποιείται στο παρόν κεφάλαιο για να περιγράψει την άλογη και
άψυχη ορατή κτίση, χωρίς δηλαδή να αναφέρεται στον άνθρωπο και στους αγγέλους.
487 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 24, PG 94, 909Α: «Πρὸ μὲν οὖν τῆς παραβάσεως,

πάντα ὑποχείρια τῷ ἀνθρώπῳ ἦν· ἄρχοντα γὰρ αὐτὸν κατέστησεν ὁ Θεὸς πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ καὶ
τῶν ἐν τοῖς ὕδασι.»· 44, PG 94, 976AΒ: «Τοῦτον τοίνυν τὸν ἄνθρωπον ὁ Δημιουργὸς ἄρρενα
κατεσκεύασε, μεταδοὺς αὐτῷ τῆς ἑαυτοῦ θείας χάριτος καὶ ἐν κοινωνίᾳ ἑαυτοῦ διὰ ταύτης αὐτὸν
ποιησάμενος· ὅθεν καὶ τὴν τῶν ζῴων ὀνομασίαν προφητικῶς, ὡς δούλων αὐτῷ δοθέντων,
δεσποτικῶς ἐποιήσατο. Κατ᾿ εἰκόνα γὰρ Θεοῦ λογικός τε καὶ νοερὸς καὶ αὐτεξούσιος γενόμενος,
εἰκότως τὴν τῶν ἐπιγείων ἀρχὴν ἐνεχειρίζετο ὑπὸ τοῦ κοινοῦ τῶν ἁπάντων Δημιουργοῦ τε καὶ
Δεσπότου.»· Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1112A: «Ἡ ψυχὴ τὸ βασιλικόν τε καὶ ἐπηρμένον αὐτόθεν
δείκνυσι, πόῤῥω τῆς ἰδιωτικῆς ταπεινότητος κεχωρισμένον, ἐκ τοῦ ἀδέσποτον αὐτὴν εἶναι καὶ
αὐτεξούσιον, ἰδίοις θελήμασιν αὐτοκρατορικῶς διοικουμένην. Τίνος γὰρ τοῦτο, εἰ οὐχὶ βασιλέως
ἐστίν; Ἀγαπήσωμεν τὴν εὐλογίαν, καὶ φύγωμεν τὴν κατάραν. Ἐφ' ἡμῖν γάρ ἐστιν ἑλέσθαι κατ'
ἐξουσίαν ἑκάτερον, πρὸς ὅπερ ἐν τῇ προθυμίᾳ ῥέψωμεν.»· PG 96, 532C: «Τὸ Κύριος ὄνομα, καθὸ
ἄρχει καὶ ἡγεμονεύει, δυναστείᾳ κράτους αὐτεξουσίου χρώμενος· τὸ δὲ Θεὸς, καθὸ ἀγαθότητι καὶ
χρηστότητι.»· Βαρλαάμ και Ιωασάφ, PG 96, 1188CD: «ἐκ μὴ ὄντων τὰ πάντα παραγαγὼν ὁ
Δημιουργός, κατ' εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ πλάσας τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦτον τῷ αὐτεξουσίῳ
τιμήσας, τῶν ἐν παραδείσῳ καλῶν μετέχειν πεποίηκεν».

155
Χαρίδημου Α. Κουτρή

τρόπο που να εξυπηρετεί τις ανάγκες του ανθρώπου488.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο ∆αµασκηνός επιλέγει να


διαφοροποιηθεί από τη βιβλική περιγραφή, την πατερική παράδοση, αλλά και το
σύνολο των συναξαρικών κειµένων δηλώνοντας πως στον κήπο της Εδέµ δεν
υπήρχαν άλογα όντα µε τα οποία να συναναστρέφεται ο Αδάµ489. Αντιθέτως, σε
άλλο σηµείο του έργου του δηλώνει πως ο άνθρωπος γνώριζε τα άλογα όντα, τα
είχε υπό την εξουσία του, ενώ είχε και κάποια παραπάνω οικειότητα µε το φίδι,
του οποίου τη µορφή πήρε ο Σατανάς προκειµένου να πλησιάσει τον άνθρωπο και
να τον βάλει σε πειρασµό490.

Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που είναι σαφές είναι το γεγονός ότι στον
άνθρωπο δόθηκε η δυνατότητα να επιλέξει αν θα οµοιάσει προς το Θεό
εξασκώντας την αρετή και κυριαρχώντας πάνω στα άλογα πάθη του, ή αν θα
οµοιάσει προς την άλογη κτίση, υποτάσσοντας την ύπαρξή του στις άλογες ορµές
και απολαύσεις, χαραµίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το δώρο της λογικής και της

488 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 24, PG 94, 908D: «Ὁ γὰρ τὰ πάντα πρὶν γενέσεως
αὐτῶν ἐπιστάμενος εἰδώς, ὡς μέλλει ἐν αὐτεξουσίῳ παραβάσει ὁ ἄνθρωπος γενέσθαι καὶ τῇ
φθορᾷ παραδίδοσθαι, πάντα πρὸς εὔκαιρον χρῆσιν αὐτοῦ, τά τε ἐν τῷ στερεώματι τά τε ἐν τῇ γῇ
καὶ τὰ ἐν ὕδασιν ἔκτισε.»
489 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 25, PG 94, 913A: «Οὗτός ἐστιν ὁ θεῖος παράδεισος,

Θεοῦ χερσὶν ἐν Ἐδὲμ πεφυτευμένος, εὐφροσύνης καὶ θυμηδίας ἁπάσης ταμιεῖον. Ἐδὲμ γὰρ τρυφὴ
ἑρμηνεύεται. Ἐν τῇ ἀνατολῇ μὲν πάσης τῆς γῆς ὑψηλότερος κείμενος, εὐκραὴς δὲ καὶ ἀέρι λεπτῷ καὶ
καθαρωτάτῳ περιλαμπόμενος, φυτοῖς ἀειθαλέσι κομῶν, εὐωδίας πλήρης, φωτὸς ἔμπλεως, ὥρας
ἁπάσης αἰσθητῆς καὶ κάλλους ὑπερβαίνων ἐπίνοιαν, θεῖον ὄντως χωρίον καὶ ἄξιον τοῦ κατ᾿ εἰκόνα
Θεοῦ ἐνδιαίτημα, ἐν ᾧ οὐδὲν τῶν ἀλόγων ηὐλίζετο, μόνος δὲ ὁ ἄνθρωπος, τῶν θείων χειρῶν τὸ
πλαστούργημα.». Όπως έχουμε ήδη αναφέρει πολλές φορές, τέτοιου είδους εκούσιες ή ακούσιες
διαφοροποιήσεις από πλευράς Δαμασκηνού, ελάχιστη σημασία έχουν, αφού ο συγγραφέας γράφει
κάθε φορά με σκοπό να αντιμετωπίσει συγκεκριμένες ανάγκες που προκύπτουν κατά την περίοδο
στην οποία ζει και φυσικά ελάχιστα τον ενδιαφέρει η συστηματική παρουσίαση και ακρίβεια σε
οτιδήποτε δεν άπτεται δογματικών ζητημάτων. Για αντίστοιχες διαφοροποιήσεις μεταξύ των
Πατέρων, βλέπε ενδεικτικά Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 19-21· «Το προπατορικό αμάρτημα κατά την
Ορθόδοξη Παράδοση», όπ. παρ., σ. 155-174· http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ. 1-2
[προσπ. 29/04/2010]· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 167εξ· Έρως και Θάνατος, όπ. παρ.,
σ. 223-234.
490 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 24, PG 94, 909Α: «Πρὸ μὲν οὖν τῆς παραβάσεως,

πάντα ὑποχείρια τῷ ἀνθρώπῳ ἦν· ἄρχοντα γὰρ αὐτὸν κατέστησεν ὁ Θεὸς πάντων τῶν ἐν τῇ γῇ καὶ
τῶν ἐν τοῖς ὕδασι. Καὶ ὁ ὄφις δὲ συνήθης τῷ ἀνθρώπῳ ἦν, μᾶλλον τῶν ἄλλων αὐτῷ
προσερχόμενος καὶ τερπνοῖς προσομιλῶν τοῖς κινήμασιν. Ὅθεν δι᾿ αὐτοῦ τὴν κακίστην ὁ
ἀρχέκακος Διάβολος ὑποθήκην τοῖς προπάτορσιν εἰσηγήσατο.»· A.LOUTH, St. John Damascene, όπ.
παρ., σ. 132-133. Για τη σύνδεση του φιδιού με τον Σατανά στην Αγία Γραφή βλέπε και Αποκ. 12,9:
«καὶ ἐβλήθη ὁ δράκων, ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς»· 20,2: «καὶ
ἐκράτησε τὸν δράκοντα, τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ πλανῶν
οἰκουμένην, καὶ ἔδησεν αὐτὸν χίλια ἔτη».

156
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

αυτεξουσιότητας491. Τελικώς ο άνθρωπος επέλεξε να υποκύψει στον πειρασµό και


να γευτεί από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, µία απόφαση που
τον οδήγησε στην αποµάκρυνσή του από το δέντρο της ζωής και στην απώλεια της
αφθαρσίας.

2. Η ΚΤΙΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ

Η διατάραξη αυτή της κοινωνίας του ανθρώπου µε το Θεό είχε ως


φυσιολογική συνέπεια τη διατάραξη των σχέσεων του ανθρώπου µε τη φύση, η
οποία επαναστάτησε εναντίον του και από ‘κει που ήταν υποχείριά του, πλέον ο
άνθρωπος αγωνίζεται για να την υποτάξει492. Είναι τόσο έντονη και
ανθρωποµορφική µια τέτοια περιγραφή που ενδεχοµένως κάποιος να αναρωτηθεί
αν η άλογη και άψυχη κτίση χαρακτηρίζεται από αυτεξουσιότητα που να της
επιτρέπει να επαναστατεί απέναντι στον άνθρωπο. Ωστόσο, όπως έχει ήδη
αναφερθεί, ο ∆αµασκηνός αποκλείει κατηγορηµατικά ένα τέτοιο ενδεχόµενο493.

Στην πραγµατικότητα, η αυτεξούσια επιλογή του ανθρώπου να


αποµακρυνθεί από τον Θεό και τον «κατά φύση» τρόπο ύπαρξης είχε ως συνέπεια
τη στροφή του προς το «παρά φύση». Εποµένως δεν είναι η φύση που εξεγείρεται

491 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 44, PG 94, 977AΒ: «Ταύτην τὴν ἐντολὴν αὐτῷ
δίδωσιν ἐπαγγειλάμενος, ὡς, εἰ μὲν φυλάξοι τὸ τῆς ψυχῆς ἀξίωμα τῷ λόγῳ τὴν νίκην διδούς,
ἐπιγινώσκων τὸν κτίσαντα καὶ τούτου φυλάττων τὸ πρόσταγμα, τῆς ἀιδίου μεθέξει μακαριότητος
καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα κρείττων θανάτου γενόμενος. Εἰ δέ γε τὴν ψυχὴν ὑποτάξει τῷ σώματι
καὶ τὰ τοῦ σώματος προτιμήσει τερπνὰ, τὴν οἰκείαν τιμὴν ἀγνοήσας καὶ τοῖς ἀνοήτοις
παρεικασθεὶς κτήνεσι, τοῦ πεποιηκότος τὴν ζεύγλην ἀποσεισάμενος καὶ τὸ θεῖον αὐτοῦ παριδὼν
ἐπίταγμα, θανάτῳ ἔσται ὑπεύθυνος καὶ φθορᾷ καὶ πόνῳ καθυποβληθήσεται τὸν ταλαίπωρον
ἕλκων βίον.»· 977CD: «διὰ δὲ τῆς παραβάσεως πρὸς τὴν ὕλην μᾶλλον κινηθεὶς καὶ τῆς αὐτοῦ αἰτίας,
τοῦ Θεοῦ φημι, ἀποσπάσας τὸν νοῦν, τῇ φθορᾷ προσοικειοῦσθαι, καὶ παθητὸς ἀντὶ ἀπαθοῦς καὶ
θνητὸς ἀντὶ ἀθανάτου γίνεσθαι καὶ συνδυασμοῦ καὶ ῥευστῆς γεννήσεως ἐπιδέεσθαι καὶ τῇ ἐφέσει
τῆς ζωῆς τῶν μὲν ἡδέων, ὡς δῆθεν ταύτην συνιστώντων ἀντέχεσθαι».
492 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 24, PG 94, 909ΑΒ: «ἐπανέστη τῷ ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ

χειροτονηθέντι ἄρχοντι ἡ ὑποχείριος κτίσις, καί ἐτάγη ἐν ἱδρῶτι ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς
ἐλήφθη».
493 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 41, PG 94, 960D-961A: «Ὅθεν καὶ τὰ ἄλογα οὔκ εἰσιν

αὐτεξούσια· ἄγονται γὰρ μᾶλλον ὑπὸ τῆς φύσεως ἤπερ ἄγουσι· διὸ οὐδὲ ἀντιλέγουσι τῇ φυσικῇ
ὀρέξει, ἀλλ᾿, ἅμα ὀρεχθῶσί τινος, ὁρμῶσι πρὸς τὴν πρᾶξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, λογικὸς ὢν, ἄγει
μᾶλλον τὴν φύσιν, ἤπερ ἄγεται· διὸ καὶ ὀρεγόμενος, εἴπερ ἐθέλοι, ἐξουσίαν ἔχει τὴν ὄρεξιν
ἀναχαιτίσαι ἢ ἀκολουθῆσαι αὐτῇ. Ὅθεν τὰ μὲν ἄλογα οὐδὲ ἐπαινεῖται οὐδὲ ψέγεται, ὁ δὲ
ἄνθρωπος καὶ ἐπαινεῖται καὶ ψέγεται.»· 58, PG 94, 1037Β: «Καὶ πάλιν· εἰ ἐν τοῖς ἀλόγοις ἄγει μὲν ἡ
φύσις, ἄγεται δὲ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐξουσιαστικῶς κατὰ θέλησιν κινουμένῳ, ἄρα φύσει θελητικὸς ὁ
ἄνθρωπος.»· 62, PG 94, 1076B: «λόγου γὰρ ἀμοιροῦντα οὐ δύναται ἄγειν, ἀλλ᾿ ἄγεται ὑπὸ τῆς
φυσικῆς ὀρέξεως.»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «Διὸ οὐκ αὐτεξούσιά εἰσιν,
ἀλλ᾿ ὑπεξούσια.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 115· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό,
όπ. παρ., σ. 160.

157
Χαρίδημου Α. Κουτρή

απέναντι στον άνθρωπο, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος που ζώντας και ενεργώντας
«παρά φύση» δυσκολεύεται να προσαρµοστεί και να συνυπάρξει αρµονικά µε την
υπόλοιπη «κατά φύση» και «λίαν καλή» δηµιουργία494. Ο φόβος του θανάτου,
µάλιστα, είναι που οδηγεί τον άνθρωπο στην υπερεκµετάλλευση και την
αποµύζηση της φύσεως µέσα από την προσπάθειά του να διατηρηθεί στη ζωή. Η
επιθυµία του αυτή και η παράλληλη αστοχία του να κινηθεί προς το «αληθινό ή
όντως αγαθό» είναι που τον κάνουν να προσκολλάται όλο και περισσότερο στο
«νοµιζόµενο αγαθό»495, δηλαδή στα υλικά αγαθά και στην πρόσκαιρη ευηµερία της
παρούσας ζωής. Αυτή είναι και η ρίζα του υπερκαταναλωτισµού που οδηγεί στην
έξαρση του οικολογικού προβλήµατος. Η όποια αντίδραση της φύσης απέναντι
στον άνθρωπο αποτελεί απλώς φυσιολογική συνέπεια της ίδιας της δαιµονικής και
αυτοκαταστροφικής ενέργειας του ανθρώπου µέσα από τις κλιµατικές αλλαγές και
την περιβαλλοντική καταστροφή που έχει ο ίδιος αυτεξούσια προκαλέσει496.

Η φύση, τόσο πριν όσο και µετά την πτώση, παραµένει πάντοτε «λίαν
καλή» δηµιουργία του Θεού. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που προξενεί στον άνθρωπο
είναι στο χέρι του ανθρώπου το αν θα τη χρησιµοποιήσει γόνιµα και δηµιουργικά
προκειµένου να βοηθηθεί στο να προσεγγίσει το Θεό, ή αν θα εστιάσει και θα

494 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 468.
495 Βλ. Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1560C: «"Pa/ntwn ou)=n kai\ tw=n kalw=n kai\ tw=n kakw=n a)rxh\ kai\

te/loj e)sti\ to\ a)gaqo/n: tou= ga\r a)gaqou= e(/neka pa/nta, kai\ o(/sa a)gaqa\ kai\ o(/sa e)nanti/a: kai\ ga\r kai\
tau=ta pra/ttomen to\ a)gaqo\n poqou=ntej. Ou)dei\j ga\r ei)j to\ kako\n a)poble/pwn poiei=, a(/per poiei=. Dio\
ou)de\ u(po/stasin e)/xei to\ kako/n, a)lla\ parupo/stasin, tou= a)gaqou= e(/neka kai\ ou)x e(autou= gino/menon:"
pa=n ga\r gino/menon h)\ di' a)gaqo\n gi/netai h)\ dia\ nomizo/menon a)gaqo/n.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική
και Συμβολική Θεολογία Β΄, όπ. παρ., σ. 212-213· Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, όπ. παρ., σ.
220-221. Πρβλ. Κ.ΚΡΙΜΠΑ, όπ. παρ., σ. 654εξ.
496 Για τη θεώρηση του οικολογικού προβλήματος από πλευράς ορθόδοξης θεολογίας, βλ.

ενδεικτικά Γ.ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Χριστιανική Ηθική Ι, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 219εξ·


Ι.ΠΕΤΡΟΥ, Το οικολογικό πρόβλημα μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας, στο «Ορθοδοξία και Φυσικό
περιβάλλον», Διατμηματικό Συμπόσιο που διοργανώθηκε από τα Τμήματα Θεολογίας,
Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας και Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΠΘ, 3-4
Απριλίου 1997, σ. 183εξ.· Κοινωνική θεωρία και σύγχρονος πολιτισμός, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη
2005, σ. 244· Β.ΓΙΟΥΛΤΣΗ, Κοινωνικές συνέπειες της οικολογικής αναστροφής, στο «Ορθοδοξία και
Φυσικό περιβάλλον», Διατμηματικό Συμπόσιο που διοργανώθηκε από τα Τμήματα Θεολογίας,
Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας και Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΠΘ, 3-4
Απριλίου 1997, σ. 50· Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία, όπ. παρ., σ. 113· Α.ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΥ,
Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, εκδ. Δόμος, Αθήνα
1992, σ. 17· Ι.ΜΟΥΡΤΖΙΟΥ, Ερμηνευτικές Μελέτες στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη Α΄, εκδ.
Πουρναρά 2000, σ. 341εξ· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός.
Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, όπ. παρ., σ. 31εξ· «Το προπατορικό αμάρτημα κατά την
Ορθόδοξη Παράδοση», όπ. παρ., σ. 155-174· http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc, σ.
7-8 [προσπ. 29/04/2010]· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 241εξ· Έρως και Θάνατος, όπ.
παρ., σ. 304εξ.· Από την παθολογική συναισθηματικότητα στον οικολογικό ρεαλισμό της ευθύνης, 6ο
Πανελλήνιο Συνέδριο Περιβάλλοντος – Ολοκληρωμένη ανάπτυξη και περιβάλλον, 09-12
Δεκεμβρίου 2004, Θεσσαλονίκη-Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ.

158
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

περιοριστεί σε αυτήν ή –ακόµη χειρότερα– αν θα αποµακρυνθεί τόσο από τη φύση,


όσο και από τον ίδιο το Θεό. Εποµένως αποδεικνύεται και πάλι καθοριστική η
προσωπική στάση του ανθρώπου απέναντι στα πράγµατα µέσα από τη χρήση του
αυτεξουσίου του. Άλλωστε, όπως έχουµε ήδη αναφέρει, οι ίδιες δυσκολίες που
κάνουν τον αµετανόητο να σκληρύνει ακόµη περισσότερο τη στάση του και να
κινηθεί προς το κακό, είναι αυτές που αντιµετωπίζονται από κάποιον άλλον ως
µέσα ασκήσεως και πνευµατικής προόδου που µπορούν να τον φέρουν ακόµη πιο
κοντά στον Θεό497.

3. Η «ΛΙΑΝ ΚΑΛΗ» ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ

Τόσο στην προηγούµενη παράγραφο, όσο και σε ολόκληρη την έρευνα,


αναφερθήκαµε στη δυνατότητα του ανθρώπου να χρησιµοποιήσει το αυτεξούσιό
του προκειµένου να οµοιάσει στο Θεό και να θεωθεί «κατά χάρη» ή να υποκύψει
στα άλογα πάθη και να οµοιάσει στην άλογη κτίση, υποπίπτοντας σε αµαρτία που
θα τον οδηγήσει στην απώλεια. Μάλιστα ο ίδιος ο ∆αµασκηνός αναφέρει ότι η
αµαρτία για τον άνθρωπο έχει δύο διαστάσεις: α) όταν υποτάσσει τη φυσική
θέληση στο γνωµικό-οικείο θέληµα αντί στο θείο498 και β) όταν δεν ελέγχει τις
άλογες ορέξεις του σώµατός του και οµοιάζει στην άλογη φύση499. ∆ηµιουργείται
εποµένως το ερώτηµα: είναι άραγε τόσο κακό να απολαµβάνει κανείς το σώµα του,
να υποκύπτει στα πάθη του και να ελέγχεται από τις άλογες ορέξεις του, όπως
συµβαίνει στην περίπτωση των ζώων; Η ίδια η κτίση δεν είναι που θεωρείται
αγαθή, αναµάρτητη και «λίαν καλή» δηµιουργία του Θεού; Ποιο είναι εποµένως το
πρόβληµα του «καθ’ οµοίωση» στην άλογη κτίση;

Η αλήθεια είναι πως ο ∆αµασκηνός τονίζει πολλές φορές ότι τα αδιάβλητα


και φυσικά πάθη (όπως η πείνα, η δίψα, ο θυµός, η επιθυµία κλπ) χαρακτηρίζονται
ως ηθικά αδιάφορα, αφού η ύπαρξή τους δεν συνιστά αυτοµάτως αρετή ή αµαρτία,
ενώ παράλληλα αποτελούν κι αυτά λειτουργίες της «λίαν καλής» φύσεως που

497 Βλ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 468-469· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Το πρόβλημα του Κακού,
όπ. παρ., σ. 58εξ.
498 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 149C: «Ei) ga\r mh\ u(potagv= h(

qe/lhsij h(mw=n t%= qei/% qelh/mati, a)lla\ kat' oi)kei/an gnw/mhn kai\ ai(/resin xrh/shtai o( au)tecou/sioj
nou=j qum%= kai\ e)piqumi/# kaki/an ei)rga/sato: kaki/a ga\r ou)de\n e(/tero/n e)stin ei) mh\ a(marti/a kai\
a)potuxi/a kai\ parakoh\ tou= despotikou= no/mou».
499Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 149CD: «to\ de\ prodido/nai to\
au)tecou/sion kai\ h(tta=sqai toi=j a)lo/goij pa/qesi kai\ a)lo/gwj kai\ kthnwdw=j biou=n, tou=to kaki/a,
tou=to a(marti/a».

159
Χαρίδημου Α. Κουτρή

δώρισε ο Θεός στον άνθρωπο500. Εξάλλου, τόσο το σώµα του ανθρώπου, όσο και
ολόκληρη η κτίση (λογική, άλογη και άψυχη) αποτελεί «λίαν καλή» δηµιουργία
του αγαθού Θεού και συνεπώς «κατά φύση» αναµάρτητη501.

Το πρόβληµα της αµαρτίας έγκειται στον τρόπο χρήσης και εκπλήρωσης


των φυσικών επιθυµιών του ανθρώπου και στο αν αυτές οδηγούν τον άνθρωπο
στο «καθ’ οµοίωση» µε το Θεό ή στο «καθ’ οµοίωση» µε την άλογη κτίση502.
Μπορεί δηλαδή η άλογη φύση και τα σωµατικά πάθη να µην θεωρούνται κακά503,
όπως έχουµε ήδη αναφέρει πολλές φορές, η εκτροπή όµως συνίσταται στο
χαράµισµα του δώρου του αυτεξουσίου που έχει προσφέρει απλόχερα και
απροϋπόθετα ο Θεός στο άνθρωπο. Πρόβληµα δηλαδή αποτελεί η χρήση του
αυτεξουσίου προκειµένου ο άνθρωπος να κινηθεί προς µία κατώτερη βαθµίδα της
δηµιουργηµένης κτίσης και όχι προς τον άκτιστο δηµιουργό Θεό.

Άλλωστε, όπως έχει προαναφερθεί, η δηµιουργία ως κτιστή και


προερχόµενη από το «μὴ ὄν» χαρακτηρίζεται κι αυτή από την ίδια τρεπτότητα και

φθαρτότητα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο και αποδεικνύεται συνεπώς ανεπαρκής


να τον σώσει504. Η λύση της σωτηρίας, της αφθαρσίας και της αθανασίας βρίσκεται
µονάχα στον άκτιστο δηµιουργό Θεό. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος καλείται να
συµµετάσχει κατά βούληση στην αγαθοεργία του Θεού, τη συνεργασία µαζί του, τη
διαφύλαξη του «κατὰ φύσιν» και τελικώς την επιβράβευσή του µε το «ὑπὲρ

φύσιν», δηλαδή την αφθαρσία και τη θέωση505.

500 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 148D-149A: «Tau=ta pa/nta
fusika/ ei)si kai\ a)dia/blhta para\ tou= dhmiourgou= tv= fu/sei tw=n a)nqrw/pwn dedwrhme/na. Au)to\j ga\r
kai\ to\ ei)=nai kai\ to\ ou(/twj ei)=nai e)dwrh/sato, kai\ ou)k e)/stin a)nqrw/pwn ou)dei/j, o(\j tou/twn a)me/toxoj
ge/gone. To\ de\ e)/xein tau=ta th\n me\n tou= dhmiourgou= sofi/an kai\ a)reth\n pari/sthsin, h(mi=n de\ ou)/te
a)reth\ ou)/te kaki/a logi/zetai: kala\ me\n ga/r ei)si kai\ e)p' a)gaq%= u(po\ tou= a)gaqou= dedwrhme/na»·
501 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161ΑΒ: «Kai\ fu/sij me\n
a)nama/rthtoj pa=sa h( kti/sij logikh/ te kai\ a)/logoj, ai)sqhth\ kai\ a)nai/sqhtoj kai\ a)/zwoj,»· Περί των
εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161Β: «Pa=sa de\ h( kti/sij a)nama/rthtoj para\
qeou= e)ge/neto® "pa/nta ga/r, o(/sa e)poi/hsen o( qeo/j, kala\ li/an"».
502 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 149A: «o( de\ tro/poj th=j xrh/sewj
au)tw=n a)reth\n kai\ kaki/an suni/sthsin. )\An me\n ga\r u(potagv= to\ qe/lhma t%= no/m% tou= qeou= kai\ kata\
to\n no/mon au)tou= o( nou=j kubernh/sv ta\ u(ph/koa au)t%=, pa/saj fhmi\ ta\j yuxika\j kinh/seij, kat'
e)cai/reton de\ qumo\n kai\ e)piqumi/an· tau=ta ga\r u(ph/koa t%= lo/g%· a)reth\n ei)rgasa/meqa kai\ dikaiosu/nhn
e)plhrw/samen. )Epi\ tou/t% ga\r e)la/bomen th\n tou/twn e)cousi/an kai\ w(j e)cousi/an labo/ntej kai\ no/mon
e)deca/meqa kai\ u(po\ no/mon gego/namen»· PG 95, 149C: «kai\ to\ kexrh=sqai t%= au)tecousi/% kai\
katecousia/zein kai\ kratei=n tw=n a)lo/gwn paqw=n, qumou= le/gw kai\ e)piqumi/aj, a)reth/».
503 Για το ζήτημα των σωματικών παθών από πλευράς ορθόδοξης θεολογίας, βλ.
Α.ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ.· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 174εξ.· πρβλ.
π.Θ.ΖΗΣΗ, Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρακτικά Κ΄ Θεολογικού
Συνεδρίου με θέμα «ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός», Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 85-93.
504 Βλέπε χαρακτηριστικά σελ. 67, υποσημειώσεις 183 και 184.

505 Βλ. Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 149BC: «au)to\j ga\r h(mi=n th\n

du/namin th=j a)gaqoergi/aj e)dwrh/sato. Au)tecousi/ouj de\ h(ma=j e)poi/hsen, i(/na e)c au)tou= kai\ e)c h(mw=n

160
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

4. Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΗΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Ένα ακόµη πρόβληµα που άπτεται της ικανότητας του ανθρώπου για
άσκηση του αυτεξουσίου του εντός των ορίων της ορατής κτίσεως εντοπίζεται στο
ερώτηµα αν η άλογη και άψυχη κτίση διατηρεί οποιαδήποτε µορφή εξουσίας πάνω
του.

Όπως στην περίπτωση της επιρροής του ανθρώπου από τους δαίµονες, έτσι
και εδώ, ο ∆αµασκηνός σπεύδει και πάλι να διαφυλάξει την αυτεξουσιότητα του
ανθρώπου απέναντι στις διάφορες ειδωλολατρικές δοξασίες της εποχής του, οι
οποίες ισχυρίζονταν ότι οι κινήσεις των αστέρων, του ηλίου και της σελήνης
καθορίζουν τη ζωή και τις πράξεις των ανθρώπων506. Άλλωστε οι ίδιες δοξασίες
υπάρχουν ακόµη και σήµερα, τόσους αιώνες αργότερα, µε τη µορφή της
αστρολογίας, της οποίας οι προβλέψεις χαίρουν πολλές φορές ευρείας εκτίµησης
µεταξύ των ανθρώπων ανεξαρτήτως θρησκείας, εκπαίδευσης, νοητικού ή βιοτικού
επιπέδου. Αξίζει εποµένως να δούµε τη θέση του Χριστιανισµού, έτσι όπως
εκφράζεται µέσα από τα έργα του ίδιου του ιερού συγγραφέα.

Ο ∆αµασκηνός δηλώνει πως η ορατή κτίση επηρεάζει σε κάποιο βαθµό τη


ζωή του ανθρώπου, αλλά σε καµιά περίπτωση δεν την καθορίζει. Οι καιρικές
συνθήκες, η διαδοχή ηµέρας και νύχτας, η υγρασία και η ξηρασία, το κρύο και η
ζέστη ενδέχεται να προκαλούνται από τις κινήσεις των πλανητών και να ασκούν
επίδραση πάνω στις διαθέσεις των ανθρώπων507. Ωστόσο δεν εξουσιάζουν τους
ανθρώπους και δεν καθοδηγούν τις πράξεις τους, αφού όλοι οι άνθρωποι έχουν
πλαστεί αυτεξούσιοι. Άλλωστε, όπως έχει ήδη αναφερθεί πολλές φορές, κανένας
άνθρωπος δεν µπορεί να επαινείται ή να κατακρίνεται για πράξεις των οποίων δεν
έχει τον έλεγχο508. Εκτός αυτού, ενδεχόµενη απόδοση των ανθρωπίνων πράξεων

to\ a)gaqo\n ge/noito: panti\ ga\r t%= proairoume/n% to\ a)gaqo\n o( qeo\j sunergei= ei)j to\ a)gaqo/n, o(/pwj
to\ kata\ fu/sin fula/cantej tw=n u(pe\r fu/sin tu/xwmen· th=j a)fqarsi/aj kai\ th=j qew/sewj e)k th=j pro\j
to\ qei=on e(nw/sewj dia\ th=j kata\ du/namin tou= qelh/matoj pro\j au)to\ o(moiw/sewj· o(/pwj mh\ tai=j
fusikai=j duna/mesin a)lo/gwj xrw/menoi parasumblhqw=men toi=j a)noh/toij kth/nesi kai\ o(moiwqw=men
au)toi=j».
506 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 21, PG 94, 893Α: «Οἱ μὲν οὖν Ἕλληνες διὰ τῆς τῶν
ἄστρων τούτων ἡλίου τε καὶ σελήνης ἀνατολῆς καὶ δύσεως καὶ συγκρούσεώς φασι πάντα
διοικεῖσθαι τὰ καθ᾿ ἡμᾶς· περὶ ταῦτα γὰρ ἡ ἀστρολογία καταγίνεται.»· πρβλ. Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εις
την Εξαήμερον, PG 29, 128ABC, 132C· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Επιστήμη Φιλοσοφία και Θεολογία στην
Εξαήμερο του Μ.Βασιλείου, όπ. παρ., σ.190.
507 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 21, PG 94, 893Α: «Ἡμεῖς δέ φαμεν, ὅτι σημεῖα μὲν ἐξ

αὐτῶν γίνονται, ὄμβρου καὶ ἀνομβρίας, ψύξεώς τε καὶ θέρμης, ὑγρότητος καὶ ξηρότητος καὶ
ἀνέμων καὶ τῶν τοιούτων, τῶν δὲ ἡμετέρων πράξεων οὐδαμῶς.»· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Επιστήμη
Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήμερο του Μ.Βασιλείου, όπ. παρ., σ. 190.
508 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 21, PG 94, 893Α: «Ἡμεῖς γὰρ αὐτεξούσιοι ὑπὸ τοῦ

Δημιουργοῦ γενόμενοι κύριοι τῶν ἡμετέρων ὑπάρχομεν πράξεων. Εἰ γὰρ ἐκ τῆς τῶν ἀστέρων

161
Χαρίδημου Α. Κουτρή

στα φυσικά φαινόµενα µεταθέτει αυτοµάτως την ευθύνη στον ίδιο το Θεό, αφού
αυτός είναι που τα έχει δηµιουργήσει και τα καθοδηγεί. Από τη στιγµή δηλαδή που
ο Θεός καθορίζει τις κινήσεις των σωµάτων αυτών, αυτό σηµαίνει ότι µέσω αυτών
καθορίζει και τις πράξεις των ανθρώπων, συµπέρασµα που όµως δεν ισχύει γιατί
πολύ απλά όλοι οι άνθρωποι έχουν πλαστεί λογικοί και αυτεξούσιοι, όπως έχει ήδη
προαναφερθεί πολλές φορές. ∆εν θα υπήρχε άλλωστε λόγος για το Θεό να
προικίσει τον άνθρωπο µε τα δώρα αυτά, αν δεν του έδινε και την ελευθερία να τα
χρησιµοποιήσει509.

Παράλληλα, για να εξαλείψει και τις τελευταίες αµφιβολίες σχετικά µε την


επίδραση των ουρανίων σωµάτων πάνω στους ανθρώπους, συµπληρώνει ότι
µπορεί η ακριβής φύση και σύστασή τους να παραµένει άγνωστη, εντούτοις όµως
είναι σαφές πως πρόκειται για άψυχα αντικείµενα, υποκείµενα και αυτά στους
νόµους της φθοράς, της αλλοίωσης και της τρεπτότητας510. Εποµένως, ο
άνθρωπος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τις πράξεις του µέσα από τη χρήση
της λογικής και του αυτεξουσίου του. Η όποια επιρροή των ουρανίων σωµάτων και
των καιρικών συνθηκών περιορίζεται µονάχα σε επίπεδο διάθεσης, φαινόµενο που

φορᾶς πάντα πράττομεν, κατ᾿ ἀνάγκην πράττομεν, ἃ πράττομεν· τὸ δὲ κατ᾿ ἀνάγκην γινόμενον
οὔτε ἀρετὴ οὔτε κακία ἐστίν. Εἰ δὲ μήτε ἀρετὴν μήτε κακίαν κεκτήμεθα, οὔτε ἐπαίνων καὶ
στεφάνων, οὔτε ψόγων ἢ κολάσεων ὑπάρχομεν ἄξιοι».
509 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 21, PG 94, 893Β: «εὑρεθήσεται δὲ καὶ ὁ Θεὸς ἄδικος

τοῖς μὲν ἀγαθά, τοῖς δὲ θλίψεις διδούς. Ἀλλ᾿ οὐδὲ κυβέρνησιν, οὐδὲ τῶν ἑαυτοῦ κτισμάτων ὁ Θεὸς
ποιήσεται πρόνοιαν, εἰ κατ᾿ ἀνάγκην ἄγονται τὰ πάντα καὶ φέρονται. Καὶ τὸ λογικὸν δὲ περιττὸν
ἐν ἡμῖν ἔσται· μηδεμιᾶς γὰρ ὄντες πράξεως κύριοι περιττῶς βουλευόμεθα. Τὸ δὲ λογικὸν πάντως
τῆς βουλῆς ἡμῖν ἕνεκεν δέδοται· ὅθεν πᾶν λογικὸν καὶ αὐτεξούσιον.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο
δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 113εξ·
Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 159εξ.
510 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 3, PG 94, 796ΒC: «τὰ δὲ λοιπὰ κατά τε γένεσιν καὶ

φθορὰν αὔξησίν τε καὶ μείωσιν καὶ τὴν κατὰ ποιότητα μεταβολὴν καὶ τὴν τοπικὴν κίνησιν. Τρεπτὰ
τοίνυν ὄντα πάντως καὶ κτιστά.»· 21, PG 94, 896C: «ὡς τρεπτά εἰσι καὶ ἀλλοιωτά. Πᾶν δὲ τρεπτὸν οὐ
Θεός· κατὰ τὴν ἰδίαν γὰρ φύσιν φθαρτὸν ἅπαν τρεπτόν.»· PG 94, 897B «Δῆλον δὲ ὡς σύνθετός ἐστιν
ὅ τε ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, καὶ φθορᾷ κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν ὑπόκεινται. Τὴν δὲ τούτων
φύσιν οὐκ ἴσμεν». 41, PG 94, 960ΒC: «Πᾶν γὰρ γεννητὸν καὶ τρεπτόν ἐστιν. Ὧν γὰρ ἡ ἀρχὴ τῆς
γενέσεως ἀπὸ τροπῆς ἤρξατο, ἀνάγκῃ ταῦτα τρεπτὰ εἶναι. Τροπὴ δέ ἐστι τὸ ἐκ μὴ ὄντων εἰς τὸ
εἶναι παραχθῆναι καὶ τὸ ἐξ ὑποκειμένης ὕλης ἕτερόν τι γενέσθαι. Τὰ μὲν οὖν ἄψυχα καὶ ἄλογα
τρέπονται κατὰ τὰς προειρημένας σωματικὰς ἀλλοιώσεις, τὰ δὲ λογικὰ κατὰ προαίρεσιν»· Κατά
Μανιχαίων, PG 94, 1568AB: «Manixai=oj: Kai\ dia\ ti/ e)poi/hsen au)to\n au)tecou/sion kai\ trepto/n;
O
) rqo/docoj: Trepto\n me\n a(/pan kti/sma kata\ fu/sin: w(=n ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato, tau=ta
a)na/gkh kata\ fu/sin trepta\ ei)=nai. )=H ou) troph\ h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/; Mo/non
ou)=n fu/sei a)/trepton to\ qei=on w(j a)/ktiston kai\ a)ei\ o)/n. Ta\ de\ kti/smata, o(/sa me\n logika/,
e)qelo/trepta, t%= qelh/mati trepo/mena, ta\ de\ loipa\ kata\ sw=ma.»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης
10, PG 95, 112Α: «πᾶν γὰρ λογικὸν αὐτεξούσιον, καὶ τοῦτό ἐστι τὸ κατ᾿ εἰκόνα θεοῦ.»· Περί των εν
τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95, 161Β: «(=Wn ga\r h( ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato,
trepta\ kata\ fu/sin e)sti/: troph\ de/ e)stin h( e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai paragwgh/.»·
Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο Σατανάς, όπ. παρ., σ. 76εξ.

162
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

φυσικά και µπορεί να ελεγχθεί από τους ανθρώπους511. Εν τέλει, συµπληρώνοντας


τον ∆αµασκηνό θα µπορούσε κανείς να πει ότι η άλογη και άψυχη φύση ασκεί
στον άνθρωπο την επίδραση που ο ίδιος ο άνθρωπος της επιτρέπει να ασκήσει.
Άλλωστε, όπως αναφέραµε και προηγουµένως, ο άνθρωπος έχει πάντοτε τη
δυνατότητα να επιλέξει αν θα υποδουλωθεί σε αυτήν ή αν θα την ελέγξει και θα τη
χρησιµοποιήσει δηµιουργικά προκειµένου να προσεγγίσει περισσότερο το Θεό.

5. ΤΟ «ΠΕΡΙ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΗΣ» ΕΡΩΤΗΜΑ

Μέχρι στιγµής καταδείξαµε και αναλύσαµε τις θέσεις του ∆αµασκηνού για
την ύπαρξη αυτεξουσίου σε όλες τις µορφές των λογικών όντων, όπως στο Θεό,
στους ασώµατους αγγέλους και δαίµονες, στους ανθρώπους και στο θεάνθρωπο
Χριστό, ενώ είπαµε πως η άψυχη και άλογη κτίση, στερούµενη λογικής στερείται
και αυτεξουσιότητας.

Στο σηµείο αυτό όµως δηµιουργείται ένα ερώτηµα. Αν τελικά εκλάβουµε τη


διήγηση της Γενέσεως ως συµβολική512 και θεωρήσουµε ότι µε βάση τις σύγχρονες
εξελικτικές θεωρίες ο άνθρωπος, αλλά και όλα τα έµβια όντα, προήλθαν από έναν
κοινό οργανισµό513 και σταδιακά εξελίχτηκαν στις µορφές που γνωρίζουµε σήµερα,
«µήπως και τα ζώα έχουν αυτεξούσιο;»514.

511 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 21, PG 94, 893C: «ἄλλως καὶ ἄλλως διαφόρους
κράσεις καὶ ἕξεις καὶ διαθέσεις συνίστησιν. Αἱ δὲ ἕξεις τῶν ἐφ᾿ ἡμῖν· κρατοῦνται γὰρ τῷ λόγῳ καὶ
ἄγονται τρεπόμεναι».
512 ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 234εξ.· Α.ΒΛΕΤΣΗ, Το προπατορικό αμάρτημα

στη θεολογία Μαξίμου του Ομολογητού, όπ. παρ. Α.ΜΕΣΚΟΥ, Ο πλανήτης της θεολογίας, όπ. παρ.,
σ. 69-83. ΧΡ.ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Οντολογία της σχέσης, όπ. παρ., σ. 184-191· Ενάντια στη θρησκεία, όπ. παρ.,
σ. 270-272.
513 Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στην προέλευση των

ανθρώπων και των πιθήκων από έναν κοινό πρόγονο, τους ανθρωπίδες, αλλά στην προέλευση
όλων των οργανισμών από έναν μικροοργανισμό μέσα από μία διαδοχική εξέλιξη. Βλ. σχετικά
Κ.ΚΡΙΜΠΑ, όπ. παρ., σ. 560εξ., 114εξ. και 130εξ. S.C.BARTON, όπ. παρ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και
Θάνατος, όπ. παρ., σ. 261-262· Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο, όπ. παρ., σ. 167-
168· πρβλ. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία, όπ. παρ., σ. 117-118. Άλλωστε, όπως εύστοχα
σημειώνει ο Ν.Γ.Πεντζίκης: «Δεν μας ενδιαφέρει καθόλου, αν καταγόμεθα ή όχι από τους
πιθήκους. Πλάσματα κι εκείνα τα ζώα, όπως και ο άνθρωπος, αμαρτωλά [sic]. Το σημαντικό
είναι να κατανοήσουμε ότι άπασα η κτίση των φυσικώς ορατών προσβλέπει τον κεκοσμημένο
νυμφώνα του Σωτήρος». Βλ. Ν.Γ.ΠΕΝΤΖΙΚΗ, Σημειώσεις εκατό ημερών, εκδ. Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη 1988, σ. 73.
514 Εξ’ αρχής νιώθουμε την ανάγκη να δηλώσουμε ότι το συγκεκριμένο ερώτημα αποτελεί

«υπόθεση εργασίας» προκειμένου να καλυφθεί όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα το θέμα της
έννοιας του αυτεξουσίου στο έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού. Είναι σαφές ότι στην παρούσα φάση
είναι δύσκολο να πάρουμε ξεκάθαρη θέση ως προς την εγκυρότητα της εξελικτικής βιολογίας,
δεδομένου ότι δεν τυγχάνει καθολικής αποδοχής από την σύγχρονη επιστημονική κοινότητα.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον Κ.Κριμπά: «Σήμερα δεν μιλάμε πια για θεωρία της εξελίξεως – πέρασε

163
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Ο ∆αµασκηνός είναι εξαιρετικά σαφής ως προς το συγκεκριµένο ζήτηµα.


Από τη στιγµή που υπάρχει άρρηκτη ενότητα µεταξύ λογικής και αυτεξουσίου,
αυτό σηµαίνει ότι τα άλογα όντα, στερούµενα λογικής, στερούνται και την
αυτεξουσιότητα. Βέβαια ο προνοητής Θεός τους έδωσε τη φυσική όρεξη για να τα
οδηγεί στη «σύσταση» της φύσεώς τους515. Η όρεξη αυτή όµως είναι άλογη, αφού
τα ζώα οδηγούνται από αυτήν µε αποτέλεσµα µόλις τους παρουσιαστεί η όρεξη για
κάτι, να ορµούν άµεσα προς εκπλήρωση της επιθυµίας τους516. Στα ζώα δηλαδή
απουσιάζει το όργανο της λογικής –ο νους– που θα εξουσιάσει τις ορέξεις τους, γι’
αυτό και ο ∆αµασκηνός τα ονοµάζει «υπεξούσια», και όχι αυτεξούσια517. Είναι
άλλωστε ο ίδιος λόγο που τα ζώα δεν επαινούνται και δεν τιµωρούνται, οι πράξεις
τους δεν διακρίνονται σε κακές ή ενάρετες, ενώ και ολόκληρη η ζωή τους δεν
χαρακτηρίζεται από την θέσπιση και την υπακοή σε νόµους και κανόνες518.

το στάδιο της υπόθεσης ή της αμφισβήτησης, όσο τούτο είναι δυνατό στην επιστήμη. Μιλάμε για
εξελικτική, κεντρικό κλάδο της βιολογίας. “Τίποτα δεν μπορεί να κατανοηθεί στη βιολογία αν δεν
ιδωθεί με τη ματιά της εξελίξεως”, είπε ο Dobzhansky και σήμερα όλοι τον θυμούνται περισσότερο
για αυτή του τη ρήση. Το ίδιο έγινε και με τη θεωρία του ατόμου στη φυσική. Σήμερα δεν μιλάμε
για θεωρία του ατόμου αλλά για ατομική φυσική.». Βλ. Κ.ΚΡΙΜΠΑ, όπ. παρ., σ. 17. Για τις
αντιπαραθέσεις και τις αντιρρήσεις γύρω από τη θεωρία της εξέλιξης, καθώς και για την στάση
της Εκκλησίας στο ίδιο θέμα, βλ. όπ.παρ. σ. 125εξ. και 450εξ.
515 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1076B: «Τὴν μὲν γὰρ φυσικὴν ὄρεξιν καὶ

τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ὁ Δημιουργὸς ἐνέσπειρε πρὸς σύστασιν τῆς οἰκείας φύσεως αὐτὰ ἄγουσαν».
516 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945Β: «Ἐπὶ μὲν οὖν τῶν ἀλόγων ὄρεξις

γίνεταί τινος, καὶ εὐθέως ὁρμὴ πρὸς τὴν πρᾶξιν· ἄλογος γάρ ἐστιν ἡ ὄρεξις τῶν ἀλόγων, καὶ
ἄγονται ὑπὸ τῆς φυσικῆς ὀρέξεως. Διὸ οὐδὲ θέλησις λέγεται ἡ τῶν ἀλόγων ὄρεξις, οὐδὲ βούλησις·»·
62, PG 94, 1076BC: «Ὅθεν ἅμα ἡ ὄρεξις γένηται, εὐθέως καὶ ἡ πρὸς τὴν πρᾶξιν ὁρμή· οὐ γὰρ λόγῳ ἢ
βουλῇ ἢ σκέψει ἢ κρίσει κέχρηται.»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 109D-112Α: «Τὰ μὲν
γὰρ ἄλογα οὐκ αὐτεξουσίως κινεῖται πρὸς ὄρεξιν· φυσικῶς γὰρ κινουμένης ἐν αὐτοῖς τῆς ὀρέξεως
μὴ ἔχοντα ἐπιστατοῦντα τὸν λόγον ἄγονται ὑπὸ τῆς φύσεως, τῇ ταύτης ὀρέξει ἡττώμενα. Ὅθεν
εὐθέως ὁρμᾷ πρὸς τὴν πρᾶξιν, εἰ μὴ ὑφ᾿ ἑτέρου κωλυθῇ».
517 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 62, PG 94, 1076B: «λόγου γὰρ ἀμοιροῦντα οὐ δύναται

ἄγειν, ἀλλ᾿ ἄγεται ὑπὸ τῆς φυσικῆς ὀρέξεως.»· 41, PG 94, 960D-961A: «Ὅθεν καὶ τὰ ἄλογα οὔκ εἰσιν
αὐτεξούσια· ἄγονται γὰρ μᾶλλον ὑπὸ τῆς φύσεως ἤπερ ἄγουσι· διὸ οὐδὲ ἀντιλέγουσι τῇ φυσικῇ
ὀρέξει, ἀλλ᾿, ἅμα ὀρεχθῶσί τινος, ὁρμῶσι πρὸς τὴν πρᾶξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, λογικὸς ὢν, ἄγει
μᾶλλον τὴν φύσιν, ἤπερ ἄγεται· διὸ καὶ ὀρεγόμενος, εἴπερ ἐθέλοι, ἐξουσίαν ἔχει τὴν ὄρεξιν
ἀναχαιτίσαι ἢ ἀκολουθῆσαι αὐτῇ. Ὅθεν τὰ μὲν ἄλογα οὐδὲ ἐπαινεῖται οὐδὲ ψέγεται, ὁ δὲ
ἄνθρωπος καὶ ἐπαινεῖται καὶ ψέγεται.»· 58, PG 94, 1037Β: «Καὶ πάλιν· εἰ ἐν τοῖς ἀλόγοις ἄγει μὲν ἡ
φύσις, ἄγεται δὲ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐξουσιαστικῶς κατὰ θέλησιν κινουμένῳ, ἄρα φύσει θελητικὸς ὁ
ἄνθρωπος.»· Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «Διὸ οὐκ αὐτεξούσιά εἰσιν, ἀλλ᾿
ὑπεξούσια.»· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα
δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 115· Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό,
όπ. παρ., σ. 160· πρβλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 172.
518 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 41, PG 94, 960D-961A: «Ὅθεν καὶ τὰ ἄλογα οὔκ εἰσιν

αὐτεξούσια· ἄγονται γὰρ μᾶλλον ὑπὸ τῆς φύσεως ἤπερ ἄγουσι· διὸ οὐδὲ ἀντιλέγουσι τῇ φυσικῇ
ὀρέξει, ἀλλ᾿, ἅμα ὀρεχθῶσί τινος, ὁρμῶσι πρὸς τὴν πρᾶξιν. Ὁ δὲ ἄνθρωπος, λογικὸς ὢν, ἄγει
μᾶλλον τὴν φύσιν, ἤπερ ἄγεται· διὸ καὶ ὀρεγόμενος, εἴπερ ἐθέλοι, ἐξουσίαν ἔχει τὴν ὄρεξιν
ἀναχαιτίσαι ἢ ἀκολουθῆσαι αὐτῇ. Ὅθεν τὰ μὲν ἄλογα οὐδὲ ἐπαινεῖται οὐδὲ ψέγεται, ὁ δὲ
ἄνθρωπος καὶ ἐπαινεῖται καὶ ψέγεται.»· 62, PG 94, 1076C: «Ὅθεν οὔτε ὡς ἀρετὴν μετιόντα

164
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Επιπλέον η όρεξη των ζώων δεν µπορεί να ονοµαστεί ούτε «θέληση», ούτε
«βούληση», αφού αυτές είναι πάντοτε λογικές και αποτελούν χαρακτηριστικά των
λογικών και αυτεξούσιων όντων519. Η «θέληση» («φυσικό θέληµα») εδρεύει στην
ψυχή του ανθρώπου και αποτελεί όρεξη λογική και αυτεξούσια, γιατί οι άνθρωποι
µε τη βοήθεια της λογικής τους µπορούν και ελέγχουν τις φυσικές τους ορέξεις,
επιλέγοντας αυτεξούσια αν θα τις πραγµατοποιήσουν ή όχι. Γι’ αυτό και ο
άνθρωπος, όπως αναφέρει ο ιερός συγγραφέας, «αὐτεξουσίως οὖν ὀρέγεται καὶ

αὐτεξουσίως βούλεται καὶ αὐτεξουσίως ζητεῖ καὶ σκέπτεται καὶ αὐτεξουσίως

βουλεύεται καὶ αὐτεξουσίως κρίνει καὶ αὐτεξουσίως διατίθεται καὶ αὐτεξουσίως

προαιρεῖται καὶ αὐτεξουσίως ὁρμᾷ καὶ αὐτεξουσίως πράττει ἐπὶ τῶν κατὰ φύσιν

ὄντων»520. Μάλιστα, χρησιµοποιεί και συγκεκριµένα παραδείγµατα ελέγχου της


φυσικής ορέξεως από πλευράς των ανθρώπων, όπως το γεγονός ότι οι άνθρωποι
έχουν τη δυνατότητα να παραδίδονται εκούσια στον θάνατο, να µην τρώνε αν και
πεινάνε, να µην κοιµούνται όταν νυστάζουν και γενικά να εξουσιάζουν οι ίδιοι τη
φύση τους αντί να εξουσιάζονται από αυτήν521.

Εν κατακλείδι, καθίσταται σαφές πως για τον Ιωάννη ∆αµασκηνό υπάρχει


ουσιώδης διαφορά µεταξύ ανθρώπου και ζώων, αφού ο άνθρωπος αποτελεί το
µοναδικό λογικό και αυτεξούσιο ον στην ορατή κτίση522.

ἐπαινεῖται καὶ μακαρίζεται οὔτε ὡς κακίαν πράττοντα κολάζεται.»· Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1568B:
«o(/qen ou)de\ e)/xei a)reth\n ta\ a)/loga.»· Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών, PG 95,
149Α: «ta\ ga\r a)/loga mh\ e)/xonta to\n h(gemo/na nou=n to\n au)tecou/sion qumou= kai\ e)piqumi/aj ou)k
e)/labe no/mon».
519 Βλ. σελ. 88, «ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΘΕΛΗΜΑ (ΘΕΛΗΣΗ)» και σελ. 90, «Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ ΟΡΟΙ»

520 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 36, PG 94, 945C: «Θελήσις γάρ ἐστι λογικὴ καὶ

αὐτεξούσιος φυσικὴ ὄρεξις. Ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων λογικῶν ὄντων ἄγεται μᾶλλον ἡ φυσικὴ ὄρεξις
ἤπερ ἄγει· αὐτεξουσίως γὰρ καὶ μετὰ λόγου κινεῖται, ἐπειδὴ συνεζευγμέναι εἰσὶν αἱ γνωστικαὶ καὶ
ζωτικαὶ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. Αὐτεξουσίως οὖν ὀρέγεται καὶ αὐτεξουσίως βούλεται καὶ αὐτεξουσίως
ζητεῖ καὶ σκέπτεται καὶ αὐτεξουσίως βουλεύεται καὶ αὐτεξουσίως κρίνει καὶ αὐτεξουσίως
διατίθεται καὶ αὐτεξουσίως προαιρεῖται καὶ αὐτεξουσίως ὁρμᾷ καὶ αὐτεξουσίως πράττει ἐπὶ τῶν
κατὰ φύσιν ὄντων.»· Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Κείμενο –
Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, όπ. παρ., σ. 179· Γ.ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ, Ορθόδοξο
δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας Β΄, όπ. παρ., σ. 114-115·
Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό, όπ. παρ., σ. 160.
521 Βλ. Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης 10, PG 95, 112Α: «πολλοὶ γὰρ ταύτην τῷ ἡγεμόνι λόγῳ

νικήσαντες ἑκουσίως ἐχώρησαν πρὸς τὸν θάνατον καὶ τροφῆς ὄρεξιν ἀνεβάλοντο καὶ ὕπνου καὶ
τῶν λοιπῶν, ἄγοντες τὴν φύσιν τῷ αὐτεξουσίῳ λόγῳ, οὐχ ὑπὸ ταύτης ἀγόμενοι».
522 Διαβάζοντας κανείς τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Δαμασκηνός για να αποδείξει τη

διαφορά μεταξύ ανθρώπων και ζώων ως προς τη λογική και το αυτεξούσιο, ενδεχομένως
σκέφτεται ότι υπάρχουν ζώα που επιδεικνύουν αντίστοιχες συμπεριφορές. Ανεξάρτητα δηλαδή
από την άποψη του ιερού συγγραφέα, υπάρχουν ζώα τα οποία αυτοθυσιάζονται για να σώσουν
κάποιο άλλο ζώο ή άνθρωπο, συγκρατούν την επιθυμία τους για τροφή προκειμένου να
διασφαλίσουν τη σωματική τους ακεραιότητα, ενώ υπάρχουν φορές που μολονότι νυστάζουν,

165
Χαρίδημου Α. Κουτρή

6. Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ

Με βάση τα προαναφερθέντα, είναι προφανές πως για τον ιερό συγγραφέα


η κτίση στερούµενη λογικής, στερείται και αυτεξουσιότητας. Αυτό έχει ως συνέπεια
να υπάρχει και να συµµετέχει στην αγαθότητα του Θεού κατά το «εἶναι», ενώ

παράλληλα σύµφωνα µε την βιβλική διήγηση και την Πατερική παράδοση υπάρχει
για να υπηρετεί τον άνθρωπο, είτε προσφέροντάς του τα προς το ζην, είτε
βοηθώντας τον να αναγνωρίσει το µεγαλείο της και να πλησιάσει το Θεό.

επαγρυπνούν σε επιφυλακή για χάρη των αναγκών της αγέλης. Παράλληλα, αν και δεν έχουν
γραπτούς νόμους και κανόνες, τα περισσότερα είδη διακρίνονται από μία αυστηρή κοινωνική δομή
και ιεραρχία, τη σύνθεση της οποίας σέβονται όλα τα μέλη σε κάθε κοινωνική τους δραστηριότητα
(θρέψη, αναπαραγωγή κλπ). Βλ. Κ.ΚΡΙΜΠΑ, όπ. παρ., σ. 643εξ Συνεπώς ο ισχυρισμός ότι τα ζώα
δεν ελέγχουν καθόλου τις φυσικές τους ορέξεις και συνεπώς στερούνται λογικής και
αυτεξουσιότητας, φαντάζει ενδεχομένως απόλυτος και κατάτι «άδικος» ή «υποτιμητικός» για τα
ζώα. Η σύγχρονη θεολογία φαίνεται περισσότερο έτοιμη να δεχτεί τη θεωρία ότι η κτίση
χαρακτηρίζεται από βαθμίδες λογικότητας και ότι στα χαρακτηριστικά μεταξύ ανθρώπου και
ζώων δεν υπάρχει ποιοτική, αλλά ποσοτική διαφορά. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ι.Ζηζιούλα: «Η
διαφορά ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο είναι διαφορά βαθμού και όχι είδους. Έτσι ο
άνθρωπος επανήλθε στην οργανική του θέση στη φύση». Βλ. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία,
όπ. παρ. και Κ.ΚΡΙΜΠΑ, όπ.παρ., σ. 333εξ. και σ. 450εξ. Μάλιστα, για τον Χρ.Σταμούλη, και τα ζώα
«έχουν μια μορφή λογικότητας, αλλά δεν έχουν ελευθερία, δεν έχουν αυτεξουσιότητα και τη
μοναδική δημιουργικότητα που αυτή η κατ’ εικόνα Θεού πλάση του ανθρώπου γεννά». Βλ.
ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 172. Κι αν κάποιος θεωρήσει εσφαλμένα ότι με την
άποψη περί βαθμίδων λογικότητας και επαναφοράς του ανθρώπου στην οργανική του θέση,
δηλαδή μέσα στη φύση, υποβιβάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος και κινδυνεύει να ομοιάσει στο βαθμό
λογικότητας των ζώων, τότε να διευκρινίσουμε το αυτονόητο. Η διαφορά ως προς τη λογική
ικανότητα ενός ανθρώπου και ενός χιμπατζή είναι τόσο μεγάλη που ένας χιμπατζής, ύστερα από
αρκετά χρόνια σκληρής δουλειάς μπορεί να μάθει να επικοινωνεί με μερικές δεκάδες σύμβολα, τη
στιγμή που ένα μικρό παιδί μαθαίνει χιλιάδες λέξεων, χωρίς ιδιαίτερη εκπαίδευση. Βλ. M.COLE,
S.R.COLE, Η ανάπτυξη των παιδιών – Γνωστική και Ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και
μέση παιδική ηλικία, μτφ. Σόλμαν Μαρία, Τόμος Β΄, εκδ. τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδάνος, Αθήνα 2001,
σ. 91εξ.· πρβλ. P.M.GREENFIELD, E.S.SAVAGE-RUMBAUGH, Grammatical combination in Pan
paniscus: Processes of learning an invention in the evolution and development of language, στο
S.T.PARKER & K.R.GIBSON (eds.), Language and intelligence in monkeys and apes. Cambridge: Cambridge
University Press, 1990. E.S.SAVAGE-RUMBAUGH, D.M.RUMBAUGH, The emergence of language,
στο K.R.GIBSON & T.INGOLD (eds.), Tools, language and cognition in human evolution, Cambridge,
England: Cambridge University Press, 1993. Γίνεται επομένως σαφές ότι το ερώτημα δεν είναι η
παρουσία ή η απουσία ενός χαρακτηριστικού (λογική, αυτεξουσιότητα κλπ) στη σύγκριση μεταξύ
ανθρώπου και ζώων, αλλά ο βαθμός ή το ποσοστό παρουσίας του χαρακτηριστικού αυτού σε κάθε
είδος. Γιατί παρ’ όλες τις ομοιότητες μεταξύ ανθρώπων-ζώων, η ανάπτυξη και η πολυπλοκότητα
που παρουσιάζεται σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής (πχ. πολιτισμός, ομιλία, επιστήμες,
θρησκευτικότητα κλπ) δεν συγκρίνεται με την υποτυπώδη ανάπτυξη που συναντάται στο ζωικό
βασίλειο. Αναμφισβήτητα δηλαδή οι ομοιότητες ανθρώπου και κτίσης είναι υπαρκτές, όσο
υπαρκτές είναι και οι διαφορές τους. Το ερώτημα είναι το πού επιλέγει ο καθένας να εστιάσει και
σε τι αποσκοπεί. Αν θα εστιάσει δηλαδή στις υπάρχουσες διαφορές προκειμένου να καταδείξει την
ιδιαίτερη θέση και ευλογία που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο σε σχέση με την υπόλοιπη κτίση ή
αν θα εστιάσει στις ομοιότητες για να τονίσει ότι παρά την όποια ανωτερότητα του ανθρώπου, η
θέση του παραμένει εντός της κτιστής πραγματικότητας και όχι έξω και πάνω από αυτήν σαν να
επρόκειτο για μία τρίτη, ξεχωριστή οντολογική κατηγορία μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Κι αυτή
ακριβώς η επιλογή εστίασης είναι θέμα που επαφίεται ξεκάθαρα στην αυτεξουσιότητα του κάθε
ανθρώπου.

166
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Οι θέσεις όµως αυτές ίσως να εγείρουν µερικές «ενστάσεις», αφ’ ενός γιατί
προβάλλουν µια –κατά τα φαινόµενα– «χρησιµοθηρική» θεώρηση της φύσεως για
χάρη του ανθρώπου, ενώ αφ’ ετέρου τίθεται και το ερώτηµα αν η κτίση σώζεται.
Ποια είναι δηλαδή η «μετά θάνατον» τύχη της, από τη στιγµή που τα έµβια, πλην

όµως άλογα, όντα στερούνται της δυνατότητας επιλογών να προσεγγίσουν το Θεό


ή να αποµακρυνθούν από αυτόν ακριβώς λόγω της απουσίας αυτεξουσίου;
∆εδοµένου µάλιστα ότι ο ∆αµασκηνός αναφέρει πως τα άλογα όντα δεν έχουν
ψυχή, µήπως εποµένως όλα επιστρέφουν στο «μὴ ὄν» µετά τη διάλυση της

φθαρτής υλικής τους υπόστασης;

α. Η ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ

Κατ’ αρχάς οφείλουµε να είµαστε ξεκάθαροι και να δηλώσουµε πως ο


∆αµασκηνός δεν τοποθετείται εκτενώς στο συγκεκριµένο θέµα, αφού τα
ενδιαφέροντά του εστιάζουν αλλού.

Από τη µία, θέλοντας να βεβαιώσει την ανάσταση των ανθρώπων


στηρίζεται στο Α΄ Κορινθ. 15,32 και προσθέτει πως αν δεν υπάρχει ανάσταση δεν
διαφέρουµε σε τίποτα από τα άλογα ζώα523, ισχυρισµός που οδηγεί στο
συµπέρασµα ότι τα ζώα δεν ανασταίνονται.

Από την άλλη όµως, ο ίδιος είναι που υποστηρίζει ότι τα δώρα του Θεού
είναι αµετάκλητα και αναφαίρετα524, οπότε βάσει τούτου µπορούµε να
συµπεράνουµε πως άπαξ η κτίση ήρθε στο «ὄν» ο Θεός φροντίζει να τη συντηρεί

για να µην επιστρέψει στο «μὴ ὄν». Συνεπώς η κτίση θα συνεχίσει να υφίσταται

και µετά τη διάλυσή της, έστω και µε µία διαφορετική, µη-υλική µορφή. Στην
άποψη αυτή µάλιστα συνηγορούν και άλλες πηγές, πέραν του ∆αµασκηνού.
Χαρακτηριστικά, ο απόστολος Πέτρος αναφέρεται σε ανακαίνιση ολόκληρης της
κτίσεως κατά τη ∆ευτέρα Παρουσία του Χριστού525, ο απόστολος Παύλος σε

523 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1220Β: «Εἰ γὰρ μὴ ἔστιν ἀνάστασις,
«φάγωμεν καὶ πίωμεν», τὸν ἐνήδονον καὶ ἀπολαυστικὸν βίον μετέλθωμεν. Εἰ οὐκ ἔστιν ἀνάστασις,
ἐν τίνι τῶν ἀλόγων διαφέρομεν; Εἰ οὐκ ἔστιν ἀνάστασις, μακαρίσωμεν τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ τὸν
ἄλυπον ἔχοντα βίον.»· πρβλ. Α΄ Κορινθ. 15,32: «εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν,
αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν».
524 Βλ. Περί των οκτώ της πονηρίας πνευμάτων, PG 95, 97Β: «a)metame/lhta ga\r ta\ xari/smata tou=

Qeou=».
525 Βλ. Β΄ Πέτρ. 3,13: «καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν,

ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ».

167
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ανακαίνιση της κτίσεως στο πρόσωπο του Χριστού526, ενώ ο όσιος Θαλάσσιος σε
σωτηρία ολόκληρης της κτίσεως527.

β. Η ΚΟΙΝΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΤΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Η κύρια βιβλική και Πατερική γραµµή, ερµηνεύοντας κυριολεκτικά το


επεισόδιο της πτώσης των πρωτόπλαστων, θεωρεί ότι την αυτεξούσια πορεία του
Αδάµ ακολούθησε η «υπεξούσια» σε αυτόν κτίση, η οποία και υπετάγη στη φθορά
και τη θνητότητα. Γι’ αυτό «συστενάζει καὶ συνωδίνει» µαζί µε τον άνθρωπο και

αποζητά τη λύτρωση. Η έλευση του θεανθρώπου Χριστού όµως έδωσε τη


δυνατότητα ανακαίνισης της κτίσεως κατά τη ∆ευτέρα Παρουσία και τη συνέχεια
της ύπαρξής της σε µία διαφορετική µη-υλική κατάσταση, απελευθερωµένη από τη
φθορά και το θάνατο528.

γ. ΤΟ «ΠΕΡΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ» ΕΡΩΤΗΜΑ

Η προηγούµενη θέση, το ότι δηλαδη η φύση δηµιουργήθηκε για να


υπηρετεί τον άνθρωπο και εποµένως τον ακολουθεί στην πορεία της πτώσης και
της αποκατάστασής του συνεχίζει να δίνει στη φύση µία εργαλειακή και
χρησιµοθηρική διάσταση, που µέσα στην έντονη ανθρωποκεντρικότητά της ίσως
να κρύβει ασυναίσθητα τον κίνδυνο υποτίµησης της κτίσεως σε σχέση µε τον
άνθρωπο529. Επιπλέον, η ανακαίνιση και τελείωση της κτίσεως µπορεί να ιδωθεί
µονάχα µέσα από την Ανάσταση του Χριστού, δεδοµένου ότι η προσωπική πορεία

526 Βλ. Β΄ Κορ. 5,17: «ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ
πάντα».
527 Βλ. ΟΣΙΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ, Φιλοκαλία, τόμος Β', σ. 208, 61: «σωτηρία ὑπάρχει πάσης κτίσεως»·

πρβλ. Ι.ΒΛΑΧΟΥ, Η ζωή μετά τον θάνατο, εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 2003.
528 Βλ. Ρωμ. 8,19-22: «ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ

ἀπεκδέχεται. τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ'
ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς
δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ
νῦν·»· πρβλ. ΓΡ.ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Φιλοκαλία τόμος Δ΄, 32, ια΄· ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑΙΓΥΠΤΙΟΥ, Φιλοκαλία
Νηπτικών και ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος Ζ΄, σ. 184· Sources Chrétiennes 122, εκδ.
Les Éditions du Cerf, Paris, σ. 190-220· ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Χρηστοήθεια των
Χριστιανών, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 398-399. Περισσότερα για το θέμα βλ.
Α.ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ., σ. 17· Γ.ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Χριστιανική Ηθική ΙΙ, όπ. παρ., σ. 57-58·
ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 311· Ι.ΒΛΑΧΟΥ, όπ. παρ.
529 Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 241εξ· Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 304εξ.·

Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία, όπ. παρ., σ. 113εξ· πρβλ. Ι.ΠΕΤΡΟΥ, Κοινωνική θεωρία και
σύγχρονος πολιτισμός, όπ. παρ., σ. 244· Φ.ΣΕΡΡΑΡΝΤ, Θάνατος και Ανάσταση της ιερής κοσμολογίας,
μτφ. Π.Σουλτάνης, επιμ. έκδ. Β.Αργυριάδης, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2009, σ. 14-15 και 271.

168
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

του κάθε ανθρώπου δεν καθορίζει την τύχη της άψυχης και άλογης κτίσης µετά τη
διάλυσή της. Μολονότι για τη Γένεση και τον απόστολο Παύλο, η πτώση των
πρωτόπλαστων υπέταξε τη φύση στη φθορά και το θάνατο, και παρά το γεγονός
ότι οι αυτεξούσιες επιλογές των ανθρώπων επηρεάζουν καθοριστικά την «ἐν ζωῇ»

πορεία της κτίσης, εντούτοις η «μετά θάνατον» τύχη της δεν καθορίζεται από τη

«μετά θάνατον» τύχη των ανθρώπων, αφού η ίδια θα ανακαινιστεί «ἐν Χριστῷ»

στα έσχατα. Με βάση δηλαδή τα παραπάνω, υπάρχουν ενδείξεις ότι η φύση δε


µοιάζει να είναι απόλυτα συνδεδεµένη µε τον άνθρωπο και να εξαρτάται από
αυτόν.

Συνεπώς ίσως να είναι απαραίτητη µία διαφορετική, και συνάµα λιγότερο


ανθρωποκεντρική, θεώρηση του όλου ζητήµατος. Στα προηγούµενα κεφάλαια
τονίστηκε αρκετές φορές το γεγονός πως ο Θεός δηµιουργεί τα όντα για να
µετέχουν στην αγαθότητα και τις ενέργειές του, κάποια κατά το «εἶναι» και κάποια

άλλα κατά το «εὖ εἶναι». Επίσης, τόσο η αόρατη όσο και η ορατή κτίση

δηµιουργήθηκαν πριν από τον άνθρωπο και υπήρχαν για κάποιο διάστηµα χωρίς
αυτόν530. Ακόµη και µετά τη δηµιουργία του ανθρώπου, η κτίση συνεχίζει να
υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, δεδοµένου ότι µε βάση τις επιστηµονικές
ανακαλύψεις των τελευταίων δεκαετιών το σύµπαν, ή µε άλλα λόγια η άψυχη και
άλογη κτίση, συνεχίζει να υπάρχει σε µέρη που ο άνθρωπος ίσως να µην φτάσει
ποτέ531. Συνεπώς η άποψη ότι ολόκληρο το σύµπαν υπάρχει µε µοναδικό σκοπό να
παρέχει ένα οικοσύστηµα που να συντηρεί τον άνθρωπο µοιάζει υπερβολικά
ανθρωποκεντρική και παραπέµπει έντονα την ανθρωπική αρχή532.

530 Ωστόσο, σύμφωνα με τον Χρ.Σταμούλη, που ακολουθεί πιστά τον Γρηγόριο Παλαμά, τόσο η
αόρατη, όσο και η ορατή κτίση «φτιάχτηκαν εξαρχής, πριν από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο».
Βλ. ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Κάλλος το Άγιον, όπ. παρ., σ. 204-205.
531 Σύμφωνα με μετρήσεις του 2004, το παρατηρήσιμο σύμπαν (πόσω μάλλον το μη παρατηρήσιμο)

αριθμεί περί τους 70 επτακισεκατομμύρια (722 ή αλλιώς 70.000.000.000.000.000.000.000) πλανήτες


οργανωμένους σε περισσότερους από 80 δισεκατομμύρια γαλαξίες και ακόμη περισσότερα ηλιακά
συστήματα. Για να καταλάβει κανείς τα μεγέθη για τα οποία μιλάμε, μπορεί να αναλογιστεί ότι
πρόκειται για έναν αριθμό 10 φορές μεγαλύτερο από όλους τους κόκκους άμμου που βρίσκονται
πάνω στη γη. Βλ. Astrobiology Magazine, Cosmic Evolution, Three Tough Questions, 25-04-2004,
http://www.astrobio.net/exclusive/938/three-tough-questions# [προσπ. 29/04/2010]· πρβλ. American
Museum & Natural History, Hayden Planitarium, Digital Universe Atlas,
http://www.haydenplanetarium.org/universe/ [προσπ. 29/04/2010].
532 Βλ. J.BARROW & F.TIPLER, The Anthropic Cosmological Principle. στο: Review, Reason Papers,

No.13, (1988), σ. 217-223· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 300εξ.· Ν.ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ο
Σατανάς, όπ. παρ., σ. 73· F.BERTOLA-U.CURI (εκδ.), Η ανθρωπική αρχή (Εργασίες του Δεύτερου
Συνεδρίου για την Κοσμολογία και τη Φιλοσοφία), μτφ. Π.Αδαμόπουλος, εκδ. Σύναλμα, Αθήνα
1999, σ. 8· πρβλ. D.DENNETT, Απομυθοποίηση. Καταρρίπτοντας το μύθο της θρησκείας, μτφ.
Α.Ζάβαλος, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007, σ. 302-303.

169
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Τέλος, η ύπαρξη της αόρατης δηµιουργίας, δηλαδή των αγγέλων και των
δαιµόνων, ως ανεξάρτητης από την ύπαρξη του ανθρώπου, θα µπορούσε να
αποτελέσει οδοδείκτη για την αποσύνδεση (τουλάχιστον σε κάποιο βαθµό) και της
ορατής δηµιουργίας από τη στυγνή εργαλειακή της χρήση εκ µέρους του
ανθρώπου533. Σε κάθε περίπτωση είναι χρήσιµο να έχουµε πάντοτε κατά νου ότι
«η κτίση δεν ανήκει σε µας, αλλά στο Θεό, ο οποίος είναι ο µόνος ιδιοκτήτης
της»534.

δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Καθίσταται σαφές πως οι ανθρώπινες δυνάµεις είναι πολύ περιορισµένες για


να γνωρίσουν και να αντιληφθούν πλήρως τα µυστήρια της δηµιουργίας του Θεού.
Μονάχα ο ίδιος ο Θεός γνωρίζει πλήρως τους λόγους που δηµιουργεί το κάθε τι και
τη θέση που του δίνει στην κτιστή πραγµατικότητα. Εκείνος ξέρει γιατί
δηµιούργησε τόσο τους ανθρώπους και τους αγγέλους, όσο και την άλογη και
άψυχη κτίση, και γιατί έχει τοποθετήσει το κάθε δηµιούργηµά του στην οντολογική
κατηγορία που αυτό ανήκει.

Συνεπώς, η διδασκαλία ότι η φύση πλάστηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο,


πέραν από τη βιβλική και την Πατερική της βάση, είναι µια προσπάθεια θεολογικής
ερµηνείας της αποκάλυψης και του υπάρχοντος κόσµου στον όποιο ζουν οι
άνθρωποι κάθε εποχής. Το ότι ενδεχοµένως να προκρίνεται µια ανθρωποκεντρική
ή χρησιµοθηρική-εργαλειακή θεώρηση της κτίσεως µία δεδοµένη χρονική στιγµή,
δεν σηµαίνει ότι αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δηµιουργήθηκε η φύση από
τον Θεό535. Άλλωστε ο ίδιος ο ∆αµασκηνός είναι που αναγνωρίζει τους

533 Σαφώς και υπάρχουν βιβλικά και πατερικά κείμενα που υποστηρίζουν το αντίθετο, το ζήτημα
όμως της θεοπνευστίας και της κυριολεκτικής ερμηνείας των γραφών είναι πάρα πολύ μεγάλο για
να αναλυθεί εδώ. Άλλωστε έχουμε ήδη αναφερθεί συνοπτικά για αυτό σε προηγούμενες
υποσημειώσεις.
534 Βλ. Ι.ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Η κτίση ως ευχαριστία, όπ. παρ., σ. 120· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος,

όπ. παρ., σ. 312.


535 Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο να γίνει η εξής διευκρίνιση, προς αποφυγή ενδεχόμενων

παρερμηνειών: είναι σαφές ότι τόσο για τους Πατέρες, όσο και για τη σύγχρονη θεολογία, ισχύει το
«η κτίση για εμάς και εμείς για τον Χριστό». Στόχος μας δεν είναι να αμφισβητήσουμε την
παρούσα θέση, ούτε και φυσικά να πάμε κόντρα στις σύγχρονες επιστήμες που αναγνωρίζουν την
ύπαρξη ενός κύκλου της ζωής με συνεχείς γεννήσεις και θανάτους, αλλά και μιας τροφικής
αλυσίδας που έχει στην κορυφή της τον άνθρωπο. Επιδίωξή μας είναι να καταστεί σαφές ότι ο
άνθρωπος έχει δημιουργηθεί, ζει και δρα εντός της φύσεως και όχι έξω από αυτήν. Είναι άλλο
πράγμα να φέρεται κανείς στη φύση με σεβασμό και να τη χρησιμοποιεί για να συντηρείται, κι
άλλο να την απομυζεί και να την εξαθλιώνει. Ή πιο απλά, είναι άλλο πράγμα να θεωρεί ο
άνθρωπος εαυτόν οικονόμο και επιστάτη- διαχειριστή της φύσεως και άλλο πράγμα να τον θεωρεί
ιδιοκτήτη στη θέση του Θεού.

170
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

περιορισµούς των ανθρώπινων γνωστικών ικανοτήτων και διευκρινίζει τη διαφορά


µεταξύ του τρόπου ύπαρξης των όντων και του τρόπου αντίληψής τους από τον
άνθρωπο536.

Για µία ακόµη φορά εποµένως τίθεται το ερώτηµα του σκοπού που υπηρετεί
η κάθε θεώρηση και του πώς αυτή χρησιµοποιείται από τον κάθε άνθρωπο. Αν
δηλαδή χρησιµοποιείται για να προσεγγίσει ο άνθρωπος το Θεό ή για να
αποµακρυνθεί από αυτόν, καταστρέφοντας δαιµονικά τα δηµιουργήµατά του. Σε
κάθε περίπτωση, η αλήθεια παραµένει µία. Η ορατή κτίση, είτε δηµιουργηµένη για
τον άνθρωπο, είτε δηµιουργηµένη ανεξάρτητα από αυτόν, αποτελεί «λίαν καλό»

δηµιούργηµα του Θεού, ο οποίος έχει ήδη φροντίσει για την τύχη της στα έσχατα
και την ανακαίνισή της. Άλλωστε, «την έσχατη ηµέρα, µαζί µε το ανθρώπινο σώµα,
θα µεταµορφωθεί και το σύνολο της δηµιουργηµένης κτιστής
537
πραγµατικότητας» .

7. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συνοψίζοντας τα προαναφερθέντα σε σχέση µε την ορατή κτίση, µπορούµε


να εστιάσουµε στα παρακάτω. Για το ∆αµασκηνό και τους Πατέρες, η άλογη και
άψυχη κτίση δηµιουργήθηκε πριν από τον άνθρωπο ως «λίαν καλή» και

παραδόθηκε σ’ αυτόν για να την εξουσιάζει, να αποκοµίζει τα προς το ζην και να


συνυπάρχει αρµονικά µαζί της538. Η αυτεξούσια όµως αποµάκρυνση του ανθρώπου
από τον Θεό επέφερε και την αναπόφευκτη σύγκρουσή του µε τη φύση την οποία
και δυσκολεύεται πλέον να υποτάξει για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του539. Παρ’

536 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 1, PG 94, 789A-792A: «Ὅτι ἀκατάληπτον τὸ θεῖον καὶ
ὅτι οὐ δεῖ ζητεῖν καὶ περιεργάζεσθαι τὰ μὴ παραδεδομένα ἡμῖν ὑπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ
ἀποστόλων καὶ εὐαγγελιστῶν … ῾Ως οὖν πάντα εἰδὼς καὶ τὸ συμφέρον ἑκάστῳ προμηθούμενος,
ὅπερ συνέφερεν ἡμῖν γνῶναι ἀπεκάλυψεν, ὅπερ δὲ οὐκ ἐδυνάμεθα φέρειν, ἀπεσιώπησε. Ταῦτα
ἡμεῖς στέρξωμεν καὶ ἐν αὐτοῖς μείνωμεν μὴ μεταίροντες ὅρια αἰώνια, μηδὲ ὑπερβαίνοντες τὴν
θείαν παράδοσιν.»· 2, PG 94, 792B-793B: «Περὶ ῥητῶν καὶ ἀρρήτων καὶ γνωστῶν καὶ ἀγνώστων. Χρὴ
οὖν τὸν περὶ Θεοῦ λέγειν ἢ ἀκούειν βουλόμενον σαφῶς εἰδέναι, ὡς οὐδὲ πάντα ἄρρητα οὐδὲ πάντα
ῥητά, τά τε τῆς θεολογίας τά τε τῆς οἰκονομίας· οὔτε μὴν πάντα ἄγνωστα, οὔτε πάντα γνωστά·
ἕτερον δέ ἐστι τὸ γνωστὸν καὶ ἕτερον τὸ ῥητόν, ὥσπερ ἄλλο τὸ λαλεῖν καὶ ἄλλο τὸ γινώσκειν.
Πολλὰ τοίνυν τῶν περὶ Θεοῦ ἀμυδρῶς νοουμένων οὐ καιρίως ἐκφρασθῆναι δύναται, ἀλλὰ τὰ καθ᾿
ἡμᾶς ἀναγκαζόμεθα ἐπὶ τῶν ὑπὲρ ἡμᾶς λέγειν … Οὐ δυνατὸν οὖν τι παρὰ τὰ θειωδῶς ὑπὸ τῶν
θείων λογίων τῆς τε Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης ἡμῖν ἐκπεφασμένα, ἤτοι εἰρημένα καὶ
πεφανερωμένα, εἰπεῖν τι περὶ Θεοῦ ἢ ὅλως ἐννοῆσαι».
537 Βλ. Α.ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. παρ., σ. 17· ΧΡ.ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Έρως και Θάνατος, όπ. παρ., σ. 311.

538 Βλ. σελ. 155: «Η ΚΤΙΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ».

539 Βλ. σελ. 157: «Η ΚΤΙΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ».

171
Χαρίδημου Α. Κουτρή

όλα αυτά η ίδια παραµένει «λίαν καλή» δηµιουργία του Θεού540, ενώ καίτοι επιδρά

πάνω στον άνθρωπο, δεν τον εξουσιάζει541. Επιπλέον, αν και δεν χαρακτηρίζεται
από λογικότητα και αυτεξουσιότητα542, υπάρχει βεβαιότητα για την ανακαίνιση και
την τελείωσή της χάρη στις θείες ενέργειες και την ενανθρώπηση του Θεού
Λόγου543.

Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται σαφές και πάλι πως ο πανάγαθος Θεός


φροντίζει µόνιµα για όλα του τα δηµιουργήµατα από την πρώτη στιγµή της
δηµιουργίας τους. Όλα τα όντα µετέχουν στις θείες ενέργειες κατά το βαθµό που
επιθυµούν και δύνανται από τη φύση τους. Η ορατή κτίση, είτε δηµιουργηµένη για
να υπηρετεί τον άνθρωπο, είτε για να υπάρχει ανεξάρτητα από αυτόν, αποτελεί
«λίαν καλό» δηµιούργηµα του Θεού και συµµετέχει στη σωτηρία που προσφέρει ο

Θεός. Ο άνθρωπος, από την πλευρά του, οφείλει να αναγνωρίζει τις περιορισµένες
γνωστικές του ικανότητες και να αποδέχεται τις επιλογές του παντογνώστη Θεού,
ενώ παράλληλα να δείχνει τον δέοντα σεβασµό σε κάθε ον που υπάρχει γύρω του
(έµψυχο ή άψυχο), δεδοµένου ότι αποτελεί κι αυτό «λίαν καλό» δηµιούργηµα του
Θεού. Μέσω της αναγνώρισης του µεγαλείου της κτίσεως ο άνθρωπος µπορεί να
οδηγηθεί σταδιακά στην αναγνώριση του µεγαλείου του Κτίστη544.

540 Βλ. σελ. 159: «Η ΛΙΑΝ ΚΑΛΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ»


541 Βλ. σελ. 161: «Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΚΤΙΣΗΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ»
542 Βλ. σελ. 163: «ΤΟ ΠΕΡΙ ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΗΣ ΕΡΩΤΗΜΑ»

543 Βλ. σελ. 166: «Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ»

544 Βλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 24, PG 94, 917B: «Ἤ ξύλον μὲν ζωῆς τὴν ἐκ πάντων

τῶν αἰσθητῶν ἐγγινομένην θειοτέραν ἔννοιαν καὶ τὴν δι᾿ αὐτῶν ἐπὶ τὸν ἁπάντων γενεσιουργόν τε
καὶ δημιουργὸν καὶ αἴτιον ἀναγωγήν, ὅπερ καὶ πᾶν ξύλον ὠνόμασε, τὸ πλῆρες καὶ ἀδιαίρετον,
μόνην τε τοῦ καλοῦ φέρων τὴν μέθεξιν»· 44, PG 94, 976C-977A: «Τοῦτον ἔθετο ἐν τῷ παραδείσῳ τῷ
τε νοητῷ καὶ τῷ αἰσθητῷ· ἐν μὲν γὰρ τῷ αἰσθητῷ ἐπὶ γῆς σωματικῶς διαιτώμενος ψυχικῶς τοῖς
ἀγγέλοις συνανεστρέφετο θείας γεωργῶν ἐννοίας καὶ ταύταις τρεφόμενος, γυμνὸς τῇ ἁπλότητι
καὶ ἀτέχνῳ ζωῇ πρὸς μόνον τὸν Δημιουργὸν διὰ τῶν κτισμάτων ἐναγόμενος καὶ τῇ αὐτοῦ θεωρίᾳ
ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος.».

172
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μέσα από την έρευνα της έννοιας του αυτεξουσίου στα έργα του αγίου
Ιωάννη του ∆αµασκηνού, ενός από τους µεγαλύτερους δογµατολόγους της
Εκκλησίας, καθίσταται σαφής ο σηµαντικός ρόλος που διαδραµατίζει το
αυτεξούσιο, τόσο για τη χριστιανική θεολογία, όσο και για τον σύγχρονο κόσµο.
Στη θέση ενός τιµωρού, εκδικητικού ή δυνάστη Θεού, βλέπουµε έναν Θεό αγάπης,
αγαθότητας και ελευθερίας, που έχει δηµιουργήσει τα πάντα «λίαν καλώς» και «ἐκ

τοῦ μὴ ὄντος», προνοεί διαρκώς για αυτά και τα συνέχει, ενώ παράλληλα παρέχει

σε όλα ανεξαιρέτως τις ζωοποιές του ενέργειες για να διατηρούνται στο «εἶναι»

και δίνει στα λογικά όντα τη δυνατότητα µετοχής στο «εὖ εἶναι» ανάλογα µε την

προαίρεσή τους.

1. Αναφερόµενοι στα ιδιώµατα του Θεού, σηµειώσαµε πως πλάι σε αυτά της
αθανασίας, της αφθαρσίας, της αγαθότητας και άλλα, ανήκει και αυτό της
αυτεξουσιότητας. Η αυτεξουσιότητα του Θεού, εκφραζόµενη ως ελευθερία
βουλήσεως, αποτελεί χαρακτηριστικό της θείας του φύσεως και ο Θεός τη διατηρεί
υπερούσια σε σύγκριση µε τα υπόλοιπα όντα. Ως παντοδύναµος Θεός ουσιαστικά
είναι το µοναδικό απόλυτα ελεύθερο ον του οποίου η ύπαρξη και οι ενέργειες δεν
υπόκεινται σε αναγκαιότητες ή περιορισµούς. Η αυτεξουσιότητά του αυτή, σε
συνδυασµό µε την απέραντη αγάπη και αγαθότητά του αποτελούν τα βασικά
κίνητρα για τα οποία έφερε όλα τα όντα από το «μὴ εἶναι» στο «εἶναι», δίνοντάς

τους τη δυνατότητα µετοχής στις θείες και αγιαστικές του ενέργειες ανάλογα µε τη
δεκτικότητα ή την προαίρεση του καθενός. Όντας άκτιστος διακρίνεται οντολογικά
από τη δηµιουργηθείσα κτίση, η οποία είναι απόλυτα εξαρτηµένη από τον άναρχο,
αΐδιο και άφθαρτο Θεό ώστε να καταφέρνει να διατηρείται στην ύπαρξη και να µην
επιστρέφει στο «μὴ ὄν» λόγω της φθαρτότητας και της τρεπτότητάς της, εγγενών

χαρακτηριστικών κάθε κτιστού όντος. Η ύπαρξη ενός και µόνου αγαθού και
παντοδύναµου Θεού συνεπάγεται την απουσία µίας δεύτερης αρχής στο σύµπαν,
γεγονός που σε συνδυασµό µε την ύπαρξη µιας «λίαν καλής» δηµιουργίας οδηγεί
στο συµπέρασµα ότι το κακό δεν υπάρχει, ή µάλλον για να είµαστε ακριβείς,
υπάρχει µονάχα ως «παρ’ υπόσταση» πραγµατικότητα, δηλαδή µια
πραγµατικότητα που προκύπτει µέσα από την απουσία του καλού, κατά τον ίδιο
τρόπο που το σκοτάδι προκύπτει κατά την αποµάκρυνση από το φως.

173
Χαρίδημου Α. Κουτρή

2. Στη «λίαν καλώς» δηµιουργηµένη κτίση, ο Θεός τοποθέτησε κάθε είδους όντα,
ορατά και αόρατα, λογικά και άλογα, έµψυχα και άψυχα. Όλα τους, καθότι κτιστά
και προερχόµενα από το «μὴ ὄν», χαρακτηρίζονται από τους νόµους της τροπής

και της φθοράς, άλλα κατά την ύλη τους και άλλα κατά την προαίρεσή τους. Στην
αόρατη δηµιουργία ανήκουν οι ασώµατοι άγγελοι, ενώ στην ορατή η άψυχη και
άλογη φύση. Μεταξύ των δύο αυτών διαφορετικών πραγµατικοτήτων, ο Θεός
έπλασε τον άνθρωπο αποτελούµενο από ορατή και αόρατη φύση, προκειµένου να
µπορεί να κοινωνεί τόσο µε την ορατή άψυχη και άλογη δηµιουργία, όσο και µε τη
λογική και αόρατη.

3. Οι άγγελοι είναι δηµιουργηµένοι «κατ’ εικόνα» Θεού, λογικοί και αυτεξούσιοι,


ενώ µέσα από την κοινωνία τους µαζί του καταφέρνουν και διατηρούνται αθάνατοι
«κατὰ χάριν ἐν τῇ φύσει». Η αυτεξουσιότητά τους αποδεικνύεται από το γεγονός

ότι καίτοι δηµιουργηµένοι όλοι τους ως αγαθοί, τους δόθηκε από το Θεό η
δυνατότητα να τον προσεγγίσουν ελεύθερα ή να αποµακρυνθούν από κοντά του.
Μέσα από αυτήν την ελευθερία επιλογής κάποιοι προτίµησαν να αρνηθούν το
δηµιουργό τους και να εκπέσουν από την µετοχή τους στην αγαθότητά του
γενόµενοι δαίµονες. Άλλοι πάλι επέλεξαν αυτεξούσια να µείνουν κοντά στον αγαθό
Θεό και να συνεχίσουν την κοινωνία µαζί του. Ύστερα από αυτήν την πτώση του
Εωσφόρου και των δαιµόνων επήλθε µία κάποια παγίωση στις τάξεις των
ασωµάτων, που πλέον επιτρέπει στους αγγέλους να παραµένουν στον αγιασµό του
Αγίου Πνεύµατος προκειµένου να µπορούν να διατηρούνται στις θέσεις τους. Η
χαρισµατική τους ιεραρχία, διακρινόµενη σε κατώτερες και ανώτερες τάξεις µε
βάση τη µετοχή τους στον αγιασµό, αποτελεί µία ακόµη απόδειξη της ύπαρξης
αυτεξουσίου στους αγγέλους. Αυτή η «οὐ φύσει, ἀλλὰ χάριτι» προσεδρεία τους

στο αγαθό όµως δεν συνιστά και στάση. Καίτοι πρόκειται για παγίωση της φοράς
τους και αµετακινησία τους στο αγαθό, η ίδια αποτελεί µία δυναµική πορεία
προκοπής, η ταχύτητα της οποίας άλλοτε αυξάνεται και άλλοτε µειώνεται.

4. Η ίδια παγίωση που χαρακτηρίζει τις αγγελικές δυνάµεις, χαρακτηρίζει και τους
δαίµονες. Μόνο που η συνεχής κακή τους αλλοίωση δεν οφείλεται σε µία
κατάσταση που τους έχει επιβάλει ο Θεός, αλλά επέρχεται ως συνέπεια της
αµετανοησίας τους και της άρνησής τους να επιστρέψουν στο αγαθό. Ο Θεός της
αγάπης, φύσει πανάγαθος και συγχωρητικός, τους δίνει πάντοτε ευκαιρίες για
µετάνοια τις οποίες οι ίδιοι απορρίπτουν συνεχώς µέσα από την κακή χρήση του

174
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

αυτεξουσίου τους. Ο Θεός, παρά το γεγονός ότι θέλει να σωθούν και να


επιστρέψουν κοντά του, σέβεται τις επιλογές τους και την ελευθερία τους και
συνεχίζει να τους διατηρεί στην ύπαρξη, έστω και στη βαθµίδα της ελάχιστης
µετοχής στις ενέργειές του. Είναι τέτοια η αγάπη του για όλα του τα
δηµιουργήµατα, που ακόµη και όταν τον αρνούνται, εξακολουθεί να τα ζωοποιεί
και να τα συνέχει, προκειµένου να µην επιστρέψουν στο «μὴ ὄν» και στην

απόλυτη ανυπαρξία. Αυτή ακριβώς η απέραντη αγάπη και ελευθερία που


χαρακτηρίζει τον Θεό είναι που τον οδηγεί να αναλάβει το «ρίσκο της
δηµιουργίας»· το να δηµιουργήσει όντα αγαθά τα οποία, καίτοι προγνωρίζει ότι θα
τον αρνηθούν, προτιµά όχι απλά να τα φέρει στο «ὄν», αλλά και να συνεχίσει να

τα συντηρεί στο «εἶναι» παρέχοντάς τους την ελευθερία της άρνησης, ελπίζοντας

όµως πάντοτε στη µετάνοιά τους και την τελική τους επιστροφή στην αγαπητική,
αγιαστική και ζωοποιό κοινωνία µαζί του. «Ὁ Θεὸς καὶ τῷ διαβόλῳ ἀεὶ παρέχει τὰ

ἀγαθὰ, ἀλλ’ ἐκεῖνος οὐ θέλει λαβεῖν» (Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1569BC).

5. Μέρος της «λίαν καλής» δηµιουργίας αποτελεί και ο άνθρωπος, που


χαρακτηρίζεται ως το τελειότερο δηµιούργηµα του Θεού, πλασµένος από ορατή και
αόρατη φύση, ώστε να κοινωνεί µε όλα τα όντα, είτε πρόκειται για τις νοερές και
αόρατες δυνάµεις, είτε για την ορατή άλογη και άψυχη κτίση. Η εξέχουσα θέση
του στη δηµιουργία οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελεί το µοναδικό «κατ’ εικόνα»
και «καθ’ οµοίωσιν» δηµιούργηµα του Θεού, καθώς και στο ότι ο Θεός Λόγος
επέλεξε να σαρκωθεί γενόµενος τέλειος άνθρωπος, αντί για ζώο ή άγγελος. «Κατ᾿

εἰκόνα, οὗ ἔμελλε γίνεσθαι ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ: οὐ γὰρ ἄγγελος γέγονεν,

ἀλλ᾿ ἄνθρωπος» (Περί των εν τω Χριστώ δύο θεληµάτων και ενεργειών, PG 95,
168C).

6. Όπως και στους αγγέλους, έτσι και στον άνθρωπο, το «κατ’ εικόνα» εντοπίζεται
κυρίως στην ύπαρξη λογικού και αυτεξουσίου. Το «καθ’ οµοίωσιν» αφορά στη
δυνατότητα του ανθρώπου να οµοιάσει στην αγαθότητα του Θεού µέσα από την
άσκηση της αρετής και την κυριαρχία του πάνω στις άλογες ορέξεις του σώµατός
του. Είτε τοποθετηµένος στον κήπο της Εδέµ ή ως αποτέλεσµα µιας µακρόχρονης
εξελικτικής διαδικασίας, παραµένει δηµιουργηµένος «ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ» µε τελικό

προορισµό τη θέωση και τη µέγιστη δυνατή µετοχή στις θείες ενέργειες. Όντας

175
Χαρίδημου Α. Κουτρή

κτιστός και προερχόµενος από το «μὴ ὄν» χαρακτηρίζεται από τρεπτότητα, που

ερµηνεύεται ως υλική φθορά του σώµατός του και αυτεξούσια τροπή της
προαιρέσεώς του προς το αγαθό ή το κακό.

7. Χάρη στη λογική και το αυτεξούσιό του έχει τη δυνατότητα να επιλέξει αν θα


µετέχει στην αγαπητική κοινωνία µε τον αγαθό Θεό ή αν θα προτιµήσει εκούσια το
δρόµο της απώλειας, της ακοινωνησίας και της αιώνιας αµετανοησίας που χάραξε
πρώτος ο ∆ιάβολος. Όπως και στην περίπτωση του ∆ιαβόλου, έτσι και σε αυτή του
ανθρώπου, ο Θεός µολονότι προγνωρίζει την κατάληξη όλων των δηµιουργηµάτων
του, δεν την προορίζει, αφού δηµιουργεί τους πάντες αγαθούς και τους αφήνει
ελεύθερους να επιλέξουν αν θα τον δεχτούν ή αν θα τον απορρίψουν. Η
αυτεξουσιότητα αυτή του ανθρώπου, συνάµα, δεν θα πρέπει να εκλαµβάνεται σαν
παντοδυναµία, αφού ο άνθρωπος παραµένει φθαρτός και αδύναµος εξαιτίας της
υλικότητας του σώµατός του και των αµαρτητικών του ροπών. Ούτε βέβαια θα
πρέπει να θεωρηθεί ότι ο Θεός δηµιουργεί τον άνθρωπο και τον εγκαταλείπει
αβοήθητο, αφού ανεξάρτητα από τις αυτεξούσιες επιλογές του ανθρώπου, ο Θεός
συνεχίζει να τον ζωοποιεί και να τον διατηρεί στο «ὄν». Παράλληλα όντας

αγαπητικός, αγαθός και φύσει συγχωρητικός, του παρέχει πλείστες όσες ευκαιρίες
για µετάνοια προκειµένου να τον βοηθήσει να επιστρέψει κοντά του σε µια
κοινωνία αγάπης και αγιασµού µέσα από τη µετοχή στις θείες ενέργειες.

8. Ακόµη και στην περίπτωση της άρνησης του Θεού από τον άνθρωπο, ο Θεός
σέβεται την επιλογή του δηµιουργήµατός του και του επιτρέπει να αποµακρυνθεί
από κοντά του. Η αποµάκρυνση αυτή γίνεται, όπως είναι λογικό, κατά προαίρεση
και όχι τοπικά, αφού ο Θεός είναι πανταχού παρών. Πρόκειται για αποµάκρυνση
από την αγαπητική κοινωνία µε το Θεό και προσκόλληση του ανθρώπου στην
αµαρτία, που έχει ως αποτέλεσµα τη δυστυχία και τη «μετά θάνατον» κόλαση. Ο

λόγος έγκειται στο γεγονός ότι και «μετά θάνατον» οι άνθρωποι συνεχίζουν να

επιθυµούν αυτό που ποθούσαν περισσότερο «ἐν ζωῇ» µε αποτέλεσµα οι άγιοι να

ευφραίνονται µέσω της κοινωνίας τους µε το Θεό, ενώ οι αµαρτωλοί να δυστυχούν


λόγω της απουσίας του αντικειµένου του πόθου τους και της µη δυνατότητας
εκπλήρωσης της επιθυµίας τους αυτής. «Τι γάρ ἔστι κόλασις εἰ μή τοῦ

ποθουμένου στέρησις;» (Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1573C).

176
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

9. Καθίσταται εποµένως σαφές πως ο Θεός της αγάπης δεν τιµωρεί κανέναν και ότι
οι «μετά θάνατον» ανταποδόσεις ουσιαστικά αποτελούν επέκταση ή φυσιολογική

κατάληξη των αυτεξούσιων επιλογών που κάνουν οι άνθρωποι «ἐν ζωῇ». Ξέχωρα

όµως από τα πράγµατα που άπτονται της αυτεξουσιότητας των ανθρώπων,


υπάρχουν άλλα που δεν εξαρτώνται καθόλου από τους ίδιους και συνεπώς
παραµένουν αναπόφευκτα για όλους τους ανθρώπους. Χαρακτηριστικότερο
παράδειγµα όλων είναι ο σωµατικός/βιολογικός θάνατος και ο βίαιος αποχωρισµός
του φθαρτού σώµατος από την άφθαρτη ψυχή. Και πάλι όµως η αγάπη του Θεού
είναι τέτοια που δεν άφησε το δηµιούργηµά του αβοήθητο υπό το κράτος του
θανάτου. Ο Θεός Λόγος προσέλαβε στην υπόστασή του την ανθρώπινη φύση και ως
Χριστός µέσα από τα πάθη, τη σταύρωση και την ανάστασή του άνοιξε το δρόµο της
αναστάσεως για όλους τους ανθρώπους, δικαίους και αδίκους. Καίτοι οι άνθρωποι
συνεχίζουν να πεθαίνουν, εντούτοις γνωρίζουν (ασχέτως αν πολλές φορές το
ξεχνούν ή δεν το πιστεύουν) πως ο βιολογικός θάνατος είναι µια προσωρινή
κατάσταση, αποτέλεσµα της φθαρτότητας, που αποτελεί δοµικό στοιχείο του
ανθρώπου. Στο τέλος της πορείας αυτής υπάρχει η ανάσταση, που βεβαιώνεται µέσα
από την τέλεια Ανάσταση του θεανθρώπου Χριστού. ∆ιαφορετικά «εἰ νεκροὶ οὐκ

ἐγείρονται, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν» (Α΄ Κορινθ. 15,32·
πρβλ. Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 100, PG 94, 1220Β).

10. Η Ανάσταση αυτή του θεανθρώπου Χριστού είναι που αποτελεί το κεντρικό
µήνυµα των Ευαγγελίων και που εκφράζεται ως νίκη επί του θανάτου και του
∆ιαβόλου. Ο Θεός Λόγος σαρκώνεται, προσλαµβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο και τον
ανακαινίζει, χαρίζοντάς του την ανάσταση και την αιώνια ζωή και λυτρώνοντάς τον
από την αµαρτία, τη φθορά και τον θάνατο. Αυτή η εξ’ ολοκλήρου πρόσληψη
σηµαίνει πως ο Χριστός ήταν τέλειος θεός και τέλειος άνθρωπος, έχοντας δύο
τέλειες φύσεις υποστατικά ενωµένες στο πρόσωπο του Θεού Λόγου. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο είχε δύο φυσικές θελήσεις, δύο φυσικές ενέργειες και συνεπώς δύο φυσικά
αυτεξούσια, το θείο και το ανθρώπινο. Όντας οµοούσιος προς τον Πατέρα, ήθελε και
ενεργούσε αυτεξούσια ως Θεός, και όντας οµοούσιος προς τον άνθρωπο, ήθελε και
ενεργούσε αυτεξούσια ως άνθρωπος. Όλες του οι πράξεις όµως και τα θελήµατα
ήταν κοινά, επειδή το ανθρώπινο θέληµα υπάκουε στο θείο, µε συνέπεια οι δύο
διαφορετικές φύσεις και ενέργειες να εκφράζονται µέσα από το ίδιο πρόσωπο, τον
Ιησού Χριστό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ίδιος ήταν που θαυµατουργούσε και ο ίδιος
που έπαθε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, χαρίζοντας στον άνθρωπο την αιώνια ζωή.

177
Χαρίδημου Α. Κουτρή

11. Τόσο η «κατ’ εικόνα» και «καθ’ οµοίωσιν» δηµιουργία του ανθρώπου ως
λογικού και αυτεξουσίου, όσο και η ενσάρκωση, η σταύρωση και η ανάσταση του
θεανθρώπου Χριστού υπάρχουν για να θυµίζουν στον άνθρωπο τον «ἐπ᾿

ἀφθαρσίᾳ» προορισµό του και για να τονίζουν την ελευθερία του. Μια ελευθερία,
που παρόλη την οριακότητά της λόγω της φθαρτότητας, δεν µπορεί να καταλυθεί
από κανένα άλλο κτιστό ον, νοερό ή υλικό, έµψυχο ή άψυχο, λογικό ή άλογο,
εκτός και αν ο ίδιος ο άνθρωπος επιλέξει αυτεξούσια να θέσει εαυτόν υπό του
κράτος τους. Η αυτεξουσιότητα του ανθρώπου, εγγενές χαρακτηριστικό της «κατ’
εικόνα» δηµιουργίας του αποτελεί «ἀμεταμέλητο χάρισμα» του Θεού στον

άνθρωπο, µία δωρεά που ούτε ο ίδιος ο άκτιστος Θεός δεν επεµβαίνει για να την
καταλύσει, δεχόµενος την άρνηση του δηµιουργήµατός του και σεβόµενος
απόλυτα την ελευθερία του.

12. Όλες οι αυτεξούσιες επιλογές του ανθρώπου κινούνται εντός των ορίων της
κτιστότητάς του και εντός της «λίαν καλώς» δηµιουργηµένης κτίσεως µε την οποία
βρίσκεται σε διαρκή σχέση και εξάρτηση. Εξαιτίας της υλικότητας του σώµατός του
ο ίδιος αποτελεί µέλος της ορατής κτίσεως, ενώ και η ορατή κτίση αποτελεί µέρος
του ανθρώπου. Η άψυχη και άλογη φύση, στερούµενη λογικότητας και
αυτεξουσιότητας τελεί υπεξούσια του ανθρώπου και εξαρτάται άµεσα ή έµµεσα από
τις επιλογές του. Ο άνθρωπος καλείται να την αξιοποιήσει δηµιουργικά για να
πλησιάσει τον Θεό. Όντας το µοναδικό «κατ’ εικόνα» και «καθ’ οµοίωσιν»
δηµιούργηµα το Θεού στη γη, έχει τεθεί οικονόµος της κτίσεως την οποία οφείλει
να αντιµετωπίζει µε σεβασµό και φροντίδα, αντί να την υπερεκµεταλλεύεται και να
την αποµυζεί µένοντας προσηλωµένος στο «νοµιζόµενο αγαθό», δηλαδή τις υλικές
απολαύσεις, και αστοχώντας έτσι στην πορεία του προς το «όντως αγαθό», δηλαδή
τον Θεό και την αιώνια ζωή. Άλλωστε ο άνθρωπος είναι «ζῷον ἐνταῦθα

οἰκονομούμενον τουτέστιν ἐν τῷ παρόντι βίῳ, καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον ἐν τῷ

αἰῶνι τῷ μέλλοντι» (Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 26, PG 94, 921B-
924Α).

178
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Έχοντας πλέον πραγµατευτεί την έννοια του αυτεξουσίου µέσα από τα έργα του
αγίου Ιωάννη του ∆αµασκηνού, καθίσταται πλέον σαφής η θέση που εκφράστηκε
στην εισαγωγή του παρόντος πονήµατος, βάσει της οποίας υποστηρίξαµε ότι το
ζήτηµα της ελευθερίας των όντων διαποτίζει ολόκληρη τη Θεολογία, τη
Χριστολογία, την Ανθρωπολογία, τη Σωτηριολογία και την Εσχατολογία της
Εκκλησίας. Οι θέσεις του ιερού συγγραφέα αποδεικνύονται πάντοτε επίκαιρες και
αξιοποιήσιµες από τη σύγχρονη έρευνα, ενώ σε συνδυασµό µε τις εκάστοτε
επιστηµονικές ανακαλύψεις µπορούν να δώσουν απαντήσεις και διεξόδους στα
προβλήµατα που παρουσιάζονται µέσα σε έναν κόσµο που τείνει όλο και
περισσότερο προς το «νοµιζόµενο αγαθό», τον άκρατο υλισµό και ταυτόχρονα
αντι-υλισµό, καθώς και την ολοένα αυξανόµενη στέρηση των προσωπικών
ελευθεριών και της αυτεξουσιότητας του ανθρώπου, µέσα από ποικίλες µορφές και
τεχνάσµατα «θύραθεν» και «οἴκοθεν».

179
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ο παρακάτω πίνακας περιλαµβάνει τα χωρία των έργων του αγίου Ιωάννη του ∆αµασκηνού
στα οποία χρησιµοποιείται ο όρος «αυτεξούσιο», όπως αυτά εντοπίζονται στην Patrologia
Graeca (PG) του J.P.Migne και στο Thesaurus Linguae Graecae 8.0 (TLG).

Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως


PG 94, 793A e)stin o(mou= kai\ a)/nqrwpoj te/leioj, e)k du/o fu/sewn, qeo/thto/j te kai\
a)nqrwpo/thtoj, kai\ e)n du/o fu/sesi noerai=j qelhtikai=j te kai\
e)nerghtikai=j kai\ au)
autecousi/
)tecousioij
tecousi /oij kai\ a(plw=j ei)pei=n telei/wj e)xou/saij kata\
to\n e(ka/stv pre/ponta o(/ron te kai\ lo/gon, qeo/thti/ te kai\ a)nqrwpo/thti/
fhmi, mi#= de\ sunqe/t% u(posta/sei, o(/ti te e)pei/nhse kai\ e)di/yhse kai\
PG 94, 860ΑΒ Τὸ ἄκτιστον, τὸ ἄναρχον, τὸ ἀθάνατον καὶ ἀπέραντον καὶ αἰώνιον, τὸ
ἄυλον, τὸ ἀγαθόν, τὸ δημιουργικόν, τὸ δίκαιον, τὸ φωτιστικόν, τὸ
ἄτρεπτον, τὸ ἀπαθές, τὸ ἀπερίγραπτον, τὸ ἀχώρητον, τὸ ἀπεριόριστον,
τὸ ἀόριστον, τὸ ἀσώματον, τὸ ἀόρατον, τὸ ἀπερινόητον, τὸ ἀνενδεές, τὸ
αὐτοκρατὲς καὶ αὐτεξούσιον, τὸ παντοκρατορικόν, τὸ ζωοδοτικόν, τὸ
παντοδύναμον, τὸ ἀπειροδύναμον, τὸ ἁγιαστικὸν καὶ μεταδοτικόν, τὸ
περιέχειν καὶ συνέχειν τὰ σύμπαντα καὶ πάντων προνοεῖσθαι·
PG 94, 868A )/Esti toi/nun fu/sij logikh\ noera/ te kai\ au) autecou/
)tecousioj,
tecou /sioj trepth\ kata\
sioj
gnw/mhn h)/toi e)qelo/treptoj: pa=n ga\r ktisto\n kai\ trepto/n, mo/non de\ to\
a)/ktiston a)/trepton, kai\ pa=n logiko\n au) autecou/
)tecou
tecousion.
/sion
sion. (Wj me\n ou)=n logikh\
kai\ noera\ au)autecou/
)tecousio/
tecou /sioj
sio / e)stin, w(j de\ ktisth\ trepth/, e)/xousa e)cousi/an kai\
me/nein kai\ proko/ptein e)n t%= a)gaq%= kai\ e)pi\ to\ xei=ron tre/pesqai.
PG 94, 876A a)ll' a)gaqo\j w)\n kai\ e)p' a)gaq%= geno/menoj kai\ mhd' o(/lwj e)n e(aut%= para\
tou= dhmiourgou= kaki/aj e)sxhkw\j i)/xnoj, mh\ e)ne/gkaj to/n te fwtismo\n
th/n te timh/n, h(\n au)t%= o( dhmiourgo\j e)dwrh/sato, au) autecousi/
)tecousi/% proaire/sei
tecousi
e)tra/ph e)k tou= kata\ fu/sin ei)j to\ para\ fu/sin kai\ e)ph/rqh kata\ tou=
pepoihko/toj au)to\n qeou= a)nta=rai au)t%= boulhqei\j
PG 94, 876AB Fw=j ou)=n ktisqei\j u(po\ tou= dhmiourgou= kai\ a)gaqo\j gegonw/j ®"kai\ ga\r
ei)=den o( qeo\j pa/nta, o(/sa e)poi/hse, kai\ i)dou\ kala\ li/an"® au) autecousi/
)tecousi/%
tecousi
qelh/mati sko/toj e)ge/neto. Sunapespa/sqh de\ kai\ h)kolou/qhsen au)t%= kai\
sune/pese plh=qoj a)/peiron tw=n u(p' au)t%= tetagme/nwn a)gge/lwn.
PG 94, 893A shmei=a me\n e)c au)tw=n gi/nontai, o)/mbrou kai\ a)nombri/aj, yu/cew/j te kai\
qe/rmhj, u(gro/thtoj kai\ chro/thtoj kai\ a)ne/mwn kai\ tw=n toiou/twn, tw=n de\
h(mete/rwn pra/cewn ou)damw=j: h(mei=j ga\r au) autecou/
)tecousioi
tecou /sioi u(po\ tou= dhmiourgou=
geno/menoi ku/rioi tw=n h(mete/rwn u(pa/rxomen pra/cewn.
PG 94, 893B Kai\ to\ logiko\n de\ peritto\n e)n h(mi=n e)/stai: mhdemia=j ga\r o)/ntej
pra/cewj ku/rioi perittw=j bouleuo/meqa. To\ de\ logiko\n pa/ntwj th=j
boulh=j h(mi=n e(/neken de/dotai: o(/qen pa=n logiko\n kai\ au)tecou/sion. ion
PG 94, 908D ou)de\ futo/n, e)n %(= ou)k e)ne/rgeia/n tina tv= tw=n a)nqrw/pwn xrei/#
xrhsimeu/ousan o( dhmiourgo\j e)nape/qeto: o( ga\r ta\ pa/nta pri\n gene/sewj
au)tw=n e)pista/menoj ei)dw/j, w(j me/llei e)n au) autecousi/
)tecousi/% paraba/sei o(
tecousi
a)/nqrwpoj gene/sqai kai\ tv= fqor#= paradi/dosqai, pa/nta pro\j eu)/kairon
xrh=sin au)tou=, ta/ te e)n t%= sterew/mati e)/n te tv= gv= kai\ ta\ e)n u(/dasin
PG 94, 920B to\ sw=ma diapla/saj, yuxh\n de\ logikh\n kai\ noera\n dia\ tou= oi)kei/ou
e)mfush/matoj dou\j au)t%=, o(/per dh\ qei/an ei)ko/na fame/n: to\ me\n ga\r "kat'
ei)ko/na" to\ noero\n dhloi= kai\ au)tecou/sion, ion to\ de\ "kaq' o(moi/wsin" th\n
th=j a)reth=j kata\ to\ dunato\n o(moi/wsin.
PG 94, 924A )Epoi/hse de\ au)to\n fu/sin a)nama/rthton kai\ qe/lhsin au)tecou/sion. ion
)Anama/rthton de/ fhmi ou)x w(j mh\ e)pidexo/menon a(marti/an mo/non ga\r
to\ qei=on a(marti/aj e)sti\n a)nepi/dektonŸ, a)ll' ou)k e)n tv= fu/sei to\
a(marta/nein e)/xonta
PG 94, 924B e)n t%= a)gaq%= tv= qei/# sunergou/menon xa/riti, w(sau/twj kai\ tre/pesqai e)k
tou= kalou= kai\ e)n t%= kak%= gi/nesqai tou= qeou= paraxwrou=ntoj dia\ to\
au)
autecou/
)tecousion:
tecou /sion ou)k a)reth\ ga\r to\ bi/# gino/menon.
sion
PG 94, 924B ou)x e(/teron e)/xousa par' e(auth\n to\n nou=n, a)lla\ me/roj au)th=j to\
kaqarw/taton w(/sper ga\r o)fqalmo\j e)n sw/mati, ou(/twj e)n yuxv= nou=j,
au)
autecou/
)tecousioj,
tecou /sioj qelhtikh/ te kai\ e)nerghtikh/, trepth\ h)/toi e)qelo/treptoj, o(/ti
sioj
kai\ ktisth/, pa/nta tau=ta kata\ fu/sin e)k th=j tou= dhmiourgh/santoj au)th\n
xa/ritoj ei)lhfui=a

180
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

PG 94, 945C a)/logoj ga/r e)stin h( o)/recij tw=n a)lo/gwn, kai\ a)/gontai u(po\ th=j fusikh=j
o)re/cewj. Dio\ ou)de\ qe/lhsij le/getai h( tw=n a)lo/gwn o)/recij ou)de\ bou/lhsij:
qelh/sij ga/r e)sti logikh\ kai\ au)tecou/sioj fusikh\ o)/recij. )Epi\ de\ tw=n
a)nqrw/pwn logikw=n o)/ntwn a)/getai ma=llon h( fusikh\ o)/recij h)/per a)/gei:
au)tecousi/wj ga\r kai\ meta\ lo/gou kinei=tai, e)peidh\ sunezeugme/nai ei)si\n
ai( gnwstikai\ kai\ zwtikai\ duna/meij e)n au)t%=. Au)tecousi/wj ou)=n o)re/getai
kai\ au)tecousi/wj bou/letai kai\ au)tecousi/wj zhtei= kai\ ske/ptetai kai\
au)tecousi/wj bouleu/etai kai\ au)tecousi/wj kri/nei kai\ au)tecousi/wj
diati/qetai kai\ au)tecousi/wj proairei=tai kai\ au)tecousi/wj o(rm#= kai\
au)tecousi/wj pra/ttei e)pi\ tw=n kata\ fu/sin o)/ntwn.
PG 94, 952B )Ene/rgeia fu/sew/j e)sti prw/th kai\ mo/nh kai\ a)lhqh\j h( au)qai/retoj h)/toi
logikh\ kai\ au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj zwh\ kai\ tou= kaq' h(ma=j ei)/douj sustatikh/: h(=j
a)posterou=ntej to\n ku/rion, ou)k oi)=da, o(/pwj au)to\n qeo\n e)nanqrwph/santa
le/gousin.
PG 94, 956B Dei= de\ pa/ntwj boulh\n prohgei=sqai th=j proaire/sewj, kaqw\j ei)/rhtai.
{1Peri\ tou= e)f' h(mi=n, toute/sti tou= au)tecousi/ou}1 u (O peri\ tou= au)tecousi/ou
lo/goj toute/sti tou= e)f' h(mi=n prw/thn me\n e)/xei zh/thsin, ei) e)/sti e)f' h(mi=n:
polloi\ ga\r oi( pro\j tou=to a)ntibai/nontej. Deute/ran de/, ti/na e)sti\ ta\ e)f'
h(mi=n kai\ ti/nwn e)cousi/an e)/xomen. Tri/thn th\n ai)ti/an e)ceta/sai, di' h(\n o(
poih/saj h(ma=j qeo\j au)tecousi/ouj e)poi/hsen.
PG 94, 957C ou)/te t%= au)toma/t% a)yu/xwn ga\r le/gousin h)\ a)lo/gwn sumptw/mata tou=
au)toma/touŸ. Lei/petai dh\ au)to\n to\n pra/ttonta kai\ poiou=nta a)/nqrwpon
a)rxh\n ei)=nai tw=n i)di/wn e)/rgwn kai\ au)tecou/sion. ion
PG 94, 957D Tw=n ginome/nwn ta\ me/n ei)sin e)f' h(mi=n, ta\ de\ ou)k e)f' h(mi=n. )Ef' h(mi=n me\n
ou)=n ei)sin, w(=n h(mei=j e)smen au)autecou/
)tecousioi
tecou /sioi poiei=n te kai\ mh\ poiei=n, toute/sti
pa/nta ta\ di' h(mw=n e(kousi/wj pratto/mena ou) ga\r e(kousi/wj e)le/geto
pra/ttesqai th=j pra/cewj ou)k ou)/shj e)f' h(mi=nŸ kai\ a(plw=j, oi(=j e(/petai
PG 94, 960B dido/nai kai\ mh\ dido/nai, xai/rein e)f' oi(=j dei= kai\ mh\ xai/rein o(moi/wj kai\
e)f' oi(=j ou) dei=, kai\ o(/sa toiau=ta, e)n oi(=j e)sti ta\ th=j a)reth=j kai\ th=j
kaki/aj e)/rga: tou/twn ga/r e)smen au) autecou/
)tecousioi.
tecou /sioi
sioi Tw=n de\ e)pi/shj
e)ndexome/nwn ei)si\ kai\ ai( te/xnai: e)f' h(mi=n ga/r e)sti metelqei=n, h(\n a)\n
qelh/swmen, kai\ mh\ metelqei=n.
PG 94, 960D w(j e)p' au)t%= th=j ai(re/sewj ou)/shj tw=n praktw=n bouleu/etai, i(/na to\
prokriqe\n e)k th=j boulh=j e(/lhtai kai\ e(lo/menoj pra/cv: ei) de\ tou=to, e)c
a)na/gkhj parufi/statai t%= logik%= to\ au) autecou/
)tecousion:
tecou /sion h)\ ga\r ou)k e)/stai
sion
logiko/n, h)\ logiko\n o)\n ku/rion e)/stai pra/cewn kai\ au) autecou/
)tecousion.
tecou /sion (/Oqen
sion
kai\ ta\ a)/loga ou)/k ei)sin au)tecou/sia: ia a)/gontai ga\r ma=llon u(po\ th=j
fu/sewj h)/per a)/gousi: dio\ ou)de\ a)ntile/gousi tv= fusikv= o)re/cei, a)ll', a(/ma
o)rexqw=si/ tinoj, o(rmw=si pro\j th\n pra=cin.
PG 94, 961A a)/loga ou)de\ e)painei=tai ou)de\ ye/getai, o( de\ a)/nqrwpoj kai\ e)painei=tai kai\
ye/getai. Xrh\ de\ ginw/skein, o(/ti kai\ oi( a)/ggeloi logikoi\ o)/ntej
au)tecou/sioi u(pa/rxousi kai\ w(j ktistoi\ kai\ treptoi/. Kai\ e)/deicen o( me\n
dia/boloj a)gaqo\j u(po\ tou= dhmiourgou= geno/menoj, au)tecousi/wj de\ th=j
kaki/aj eu(reth\j gegonw/j
PG 94, 964C Pa/nta de\ le/gw ta\ ou)k e)f' h(mi=n: ta\ ga\r e)f' h(mi=n ou) th=j pronoi/aj
e)sti/n, a)lla\ tou= h(mete/rou au)tecousi/ou. u Th=j de\ pronoi/aj ta\ me\n kat'
eu)doki/an e)sti/, ta\ de\ kata\ sugxw/rhsin.
PG 94, 969B Paraxwrei= de\ t%= au)tecousi/%: to\ ga\r kata\ bi/an gino/menon ou) logiko\n
ou)de\ a)reth/.
PG 94, 976B Kat' ei)ko/na ga\r qeou= logiko/j te kai\ noero\j kai\ au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj
geno/menoj ei)ko/twj th\n tw=n e)pigei/wn a)rxh\n e)nexeiri/zeto u(po\ tou=
koinou= tw=n a(pa/ntwn dhmiourgou= te kai\ despo/tou.
PG 94, 977A )Epeidh\ toi/nun au)to\n au) autecousi/
)tecousi/% qelh/mati fusikw=j kateko/smhse,
tecousi
di/dwsi no/mon au)t%= mh\ geu/sasqai tou= cu/lou th=j gnw/sewj.
PG 94, 1033A dipla= ta\ tw=n du/o fu/sewn fusika/: du/o qelh/seij fusika/j, th/n te qei/an
kai\ th\n a)nqrwpi/nhn, kai\ e)nergei/aj du/o fusika/j, qei/an te kai\
a)nqrwpi/nhn, kai\ au) autecou/
)tecousia
tecou /sia du/o fusika/, qei=o/n te kai\ a)nqrw/pinon, kai\
sofi/an kai\ gnw=sin, qei/an te kai\ a)nqrwpi/nhn. (Omoou/sioj ga\r w)\n t%=
qe%= kai\ patri\ au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj qe/lei kai\ e)nergei= w(j qeo/j, o(moou/sioj de\ w)\n
kai\ h(mi=n au)autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj qe/lei kai\ e)nergei= w(j a)/nqrwpoj o( au)to/j: au)tou=
ga\r ta\ qau/mata, au)tou= kai\ ta\ paqh/mata
PG 94, 1033B {1Peri\ qelhma/twn kai\ au) autecousi/
)tecousiwn
tecousi /wn tou= kuri/ou h(mw=n )Ihsou= Xristou=}1

PG 94, 1036C ) peidh\ de\ du/o fu/seij e)/xei qelhtika\j w(j logika/j
E pa=n ga\r logiko\n
qelhtiko/n te kai\ au)
autecou/
)tecousionŸ,
tecou /sion
sion du/o qelh/seij h)/toi qelh/mata fusika\ e)p'
au)tou= e)rou=men.

181
Χαρίδημου Α. Κουτρή

PG 94, 1037AB Th=j me\n ou)=n futikh=j i)/dion h( qreptikh/, h( au)chtikh/, h( gennhtikh\
ki/nhsij: th=j de\ ai)sqhtikh=j h( kaq' o(rmh\n ki/nhsij: th=j de\ logikh=j kai\
noera=j h( au) autecou/
)tecousioj.
tecou /sioj Ei) ou)=n kata\ fu/sin pro/sesti tv= futikv= h(
sioj
qreptikh\ kai\ tv= ai)sqhtikv= h( kaq' o(rmh\n ki/nhsij, kata\ fu/sin a)/ra
pro/sesti kai\ tv= logikv= kai\ noer#= h( au) autecou/
)tecousioj:
tecou /sioj au)
sioj autecousio/
)tecousiothj
tecousio /thj de\
ou)de\n e(/tero/n e)stin ei) mh\ h( qe/lhsij: gegonw\j toi/nun o( lo/goj sa\rc
e)/myuxoj, noera\ kai\ au) autecou/
)tecousioj,
tecou /sioj ge/gone kai\ qelhtiko/j.
sioj
PG 94, 1037C Ei) kat' ei)ko/na th=j makari/aj kai\ u(perousi/ou qeo/thtoj o( a)/nqrwpoj
gege/nhtai, au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj de\ fu/sei kai\ qelhtikh\ h( qei/a fu/sij, a)/ra kai\ o(
a)/nqrwpoj w(j au)th=j ei)kw\n au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj fu/sei kai\ qelhtiko/j. To\ ga\r
au)
autecou/
)tecousion
tecou /sion qe/lhsin w(ri/santo oi( pate/rej.
PG 94, 1041B Qelhtiko\j a)/ra kai\ kaqo\ a)/nqrwpoj o( Xristo/j. Fusiko\n de\ to\ qe/lhma
le/gontej, ou)k h)nagkasme/non tou=to/ famen, a)ll' au)tecou/sion: ion ei) ga\r
logiko/n, pa/ntwj kai\ au)tecou/sion. ion
PG 94, 1041C Dei= de\ ei)de/nai, w(j au) autecousio/
)tecousiothj
tecousio /thj o(mwnu/mwj le/getai, a)/llwj me\n e)pi\
qeou=, a)/llwj de\ e)pi\ a)gge/lwn, kai\ a)/llwj e)pi\ a)nqrw/pwn. )Epi\ qeou= me\n
ga\r u(perousi/wj, e)pi\ de\ a)gge/lwn w(j suntrexou/shj tv= e(/cei th=j
proxeirh/sewj kai\ parenqh/khn o(/lwj xro/nou mh\ paradexome/nhj e)/xwn
ga\r fusikw=j to\ au) autecou/
)tecousion
tecou /sion a)parempodi/stwj tou/t% ke/xrhtai, mhde\ th\n
e)k swma/twn a)ntipa/qeian e)/xwn mhde\ to\n prosba/llontaŸ, e)pi\ de\
a)nqrw/pwn w(j xronikw=j th=j e(/cewj proepinooume/nhj th=j e)gxeirh/sewj:
au)
autecou/
)tecousioj
tecou /sioj me\n ga/r e)stin o( a)/nqrwpoj kai\ fusikw=j e)/xei to\
au)
autecou/
)tecousion,
tecou /sion e)/xei de\ kai\ th\n e)k tou= diabo/lou prosbolh\n kai\ th\n tou=
sion
sw/matoj ki/nhsin.
PG 94, 1041D-1044A )/Eti de\ ei) e)/rgon au)tou= h( au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj th=j fu/sewj u(pa/rxei du/namij,
tau/thn de\ ou)k a)ne/laben, h)\ katagnou\j th=j oi)kei/aj dhmiourgi/aj w(j ou)
kalh=j h)\ fqonh/saj h(mi=n th=j kat' au)th\n qerapei/aj,
PG 94, 1048B e)ne/rgeia, kai\ pa=sa h( tou= z%/ou oi)konomi/a h(/ te qreptikh\ kai\ au)chtikh\
h)/goun futikh\ kai\ h( kaq' o(rmh\n ki/nhsij h)/goun ai)sqhtikh\ kai\ h( noera\
kai\ au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj ki/nhsij. Duna/mewj de\ a)pote/lesma h( e)ne/rgeia. Ei) ou)=n
tau=ta pa/nta qewrou=men e)n t%= Xrist%=, a)/ra kai\ a)nqrwpi/nhn e)ne/rgeian
e)p' au)tou= fh/somen.
PG 94, 1072B Eti peri\ qelhma/twn kai\ au)tecousi/wn now=n te kai\ gnw/sewn kai\
sofiw=n}
PG 94, 1076B u(pe/tace to\ a)nqrw/pinon t%= qe%= kai\ patri\ tu/pon h(mi=n e(auto\n a)/riston
kai\ u(pogrammo\n didou\j kai\ u(ph/kooj t%= patri\ ge/gonen. Au)tecousi/wj de\
h)/qele t%= te qei/% kai\ t%= a)nqrwpi/n% qelh/mati: pa/sv ga\r logikv= fu/sei
pa/ntwj e)mpe/fuke to\ au)tecou/sion qe/lhma. Ei)j ti/ ga\r e(/cei to\ logiko\n
mh\ au)tecousi/wj logizome/nh;
PG 94, 1076C fusikh\n o)/recin kinoume/nhn, u(po\ de\ tou= lo/gou a)gome/nhn te kai\
r(uqmizome/nhn e)pi\ tw=n fulasso/ntwn to\ kata\ fu/sin: tou= ga\r lo/gou to\
prote/rhma tou=to/ e)stin, h( au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj qe/lhsij, h(/ntina fusikh\n e)n t%=
logik%= famen ki/nhsin. Dio\ kai\ w(j a)reth\n metiou=sa e)painei=tai kai\
makari/zetai kai\ w(j kaki/an metiou=sa kola/zetai..
(/Wste h)/qele me\n au)tecousi/wj kinoume/nh h( tou= kuri/ou yuxh/, a)ll'
e)kei=na au)tecousi/wj h)/qelen, a(\ h( qei/a au)tou= qe/lhsij h)/qele qe/lein au)th/n:
ou) ga\r neu/mati tou= lo/gou h( sa\rc e)kinei=to
PG 94, 1081B a)nqrw/pou a)ne/labe plh\n th=j a(marti/aj: au(/th ga\r ou) fusikh/ e)stin ou)de\
u(po\ tou= dhmiourgou= h(mi=n e)nsparei=sa, a)ll' e)k th=j tou= diabo/lou
(TLG 004 64.6) e)pispora=j e)n tv= h(mete/r# au) autecousi/
)tecousi/% proaire/sei e(kousi/wj sunistame/nh,
tecousi
ou) bi/# h(mw=n kratou=sa.
PG 94, 1108A )Enhnqrw/phse de\ o( ui(o\j tou= qeou=, i(/na, e)f' o(/per e)poi/hse to\n a)/nqrwpon,
pa/lin au)t%= xari/shtai: e)poi/hse ga\r au)to\n kat' ei)ko/na e(autou= noero\n
kai\ au) autecou/
)tecousion
tecou /sion kai\ kaq' o(moio/thta h)/toi e)n a)retai=j te/leion w(j
e)fikto\n a)nqrw/pou fu/sei: au(=tai ga\r oi(onei\ xarakth=rej th=j qei/aj
u(pa/rxousi fu/sewj: to\ a)me/rimnon kai\ a)peri/spaston kai\ a)ke/raion,
PG 94, 1137A (O me/ntoi a)/nqrwpoj logiko\j kai\ au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj geno/menoj e)cousi/an
ei)/lhfen a)dialei/ptwj dia\ th=j oi)kei/aj proaire/sewj e(nou=sqai t%= qe%=, ei)/
ge diame/nei e)n t%= a)gaq%=, toute/sti tv= tou= kti/santoj u(pakov=.
PG 94, 1192C o)fqalmou\j tou= mh\ ble/pein kai\ w)=ta tou= mh\ a)kou/ein", tau=ta pa/nta ou)x
w(j tou= qeou= e)nergh/santoj e)klhpte/on, a)ll' w(j tou= qeou=
paraxwrh/santoj dia\ to\ au) autecou/
)tecousion
tecou /sion kai\ to\ a)bi/aston ei)=nai to\ kalo/n.
PG 94, 1196D Po/qen ou)=n h( a(marti/a; ®Th=j au)tecousi/ou gnw/mhj tou= diabo/lou eu(/rhma.
®Kako\j ou)=n o( dia/boloj; ®Kaqo\ me\n ge/gonen, ou) kako/j, a)ll' a)gaqo/j:
a)/ggeloj ga\r lampro\j kai\ fwteino\j u(po\ tou= dhmiourgou= e)/ktistai,
au)tecou/sioj w(j logiko/j,

182
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας


PG 94, 1245CD Mo/non de\ a)/timon, o(\ mh\ th\n ai)ti/an e)/sxen e)k qeou=, a)ll' h(me/tero/n e)stin
eu(/rema tv= e)k tou= kata\ fu/sin ei)j to\ para\ fu/sin au)tecousi/% e)kkli/sei
te kai\ r(opv= tou= qelh/matoj, toute/stin h( a(marti/a.
PG 94, 1340D o( ui(o\j kai\ pneu=ma to\ a(/gion ei(=j qeo/j, ou(/tw kai\ nou=j kai\ lo/goj kai\
pneu=ma ei(=j a)/nqrwpoj, kai\ kata\ to\\ au)
autecou/
)tecousion
tecou /sion kai\ to\ a)rxiko/n: le/gei
ga\r o( qeo/j: "Poih/swmen a)/nqrwpon kat' ei)ko/na h(mete/ran kai\ kaq'
o(moi/wsin"

Κατά Ιακωβιτών
PG 94, 1480D du/namon qe/lhsin kai\ e)ne/rgeian, kai\ pa=san fe/rwn th\n th=j sarko\j
ou)si/an a)nellipw=j, yuxh/n, sw=ma, nou=n kai\ ta\ tou/twn fusika\ kai\
a)dia/blhta pa/qh kai\ i)diw/mata, th\n au)tecou/sion qe/lhsin kai\ e)ne/rgeian,
th\n pei=nan, th\n di/yan, to\ da/kruon, th\n lu/phn, th\n a)dhmoni/an, th\n
a)gwni/an, to\n qa/naton.

Κατά Μανιχαίων
PG 94, 1537CD o(/mwj de\ trepta/, e)peidh\ e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai para/gei. Ta\ ou)=n
logika\ dektika\ me/n e)sti troph=j dia\ th\n e)k tou= mh\ o)/ntoj ei)j to\ ei)=nai
paragwgh/n, a)ll' au)tecou/sia dia\ to\ logika\ ei)=nai. Au)tecou/sia de\ me/nei,
kaqw\j ge/gone, toute/stin a)gaqa/, dou=la kai\ e)pignw/mona kai\ u(ph/koa tou=
pepoihko/toj, o(/per e)sti\ tv= ktistv= fu/sei: a)reth\ ga/r e)sti to\ me/nein e)n
toi=j o(/roij th=j oi)kei/aj fu/sewj. Au)tecousi/wj ou)=n e)tra/ph o( a)/nqrwpoj
mega/lou e)piqumh/saj, ou) kalw=j de/: me/ga ga\r to\ ei)=nai qeo/n, a)lla\ kako\n
t%= mh\ o)/nti qe%= a)gnwmonei=n t%= poih/santi kai\ u(perbai/nein th\n oi)kei/an
PG 94, 1568A au)to\n a)gaqo\j w)/n, to\n kako\n e)so/menon; )Orqo/docoj: )Epoi/hsen au)to\n o(
qeo\j kalo/n: au)to\j de\ e(kousi/wj e)tra/ph kai\ a)peba/leto to\ a)gaqo/n.
Manixai=oj: Dia\ ti/ a)peba/leto to\ a)gaqo/n; )Orqo/docoj: (/Oti au)tecou/sioj
e)ge/neto. Manixai=oj: Kai\ dia\ ti/ e)poi/hsen au)to\n au)tecou/sion kai\
trepto/n; )Orqo/docoj: Trepto\n me\n a(/pan kti/sma kata\ fu/sin: w(=n ga\r h(
ge/nesij a)po\ troph=j h)/rcato, tau=ta a)na/gkh kata\ fu/sin trepta\ ei)=nai.
PG 94, 1568B Au)tecou/sion de/, o(/ti ou)k e)c a)na/gkhj: pa=n ga\r logiko\n au)tecou/sion.
ion Ei)j
ti/ ga\r t%= logik%= xrh/shtai mh\ w)\n au)tecou/sioj; ioj )\H pw=j e)n a)retv=
(TLG 012 69.19) genh/setai h)\ a)gaqo\j e)/stai mh\ w)\n au)tecou/sioj; ioj )\H pw=j e)n a)retv=
genh/setai h)\ a)gaqo\j e)/stai mh\ w)\n au)tecou/sioj;
ioj To\ ga\r bi/# gino/menon h)\
a)na/gkv fu/sewj ou)k a)reth/: o(/qen ou)de\ e)/xei a)reth\n ta\ a)/loga. To\ de\ dia/
tina r(aqumi/an a)nelei=n th\n tw=n a)gaqw=n a)reth/n, ou) dikai/ou.
PG 94, 1572A fhsi\ ga\r o( au)to\j a)po/stoloj e)n tv= pro\j Timo/qeon e)pistolv=,
proariqmh/saj ta\j kaki/aj, e)pa/gei le/gwn: " (/Ostij ou)=n e)kkaqa/rv e(auto\n
e)k tou/twn, ge/gone skeu=oj e)klogh=j." Au) Autecou/
)tecousioi
tecou /sioi ga\r geno/menoi
e)cousi/an e)/xomen kaqa=rai e(autou\j e)k tw=n ai)sxi/stwn paqw=n kai\ molu=nai
e(autou/j. (/Omwj pa/ntaj o( qeo\j a)gaqou\j e)poi/hsen.
PG 94, 1577C o(/ti me/llei tij nosei=n, a)lla\ to\ me\n nosh=sai a)/llhj ai)ti/aj th=j poiou/shj
th\n no/son, h( de\ pro/gnwsij tou= i)atrou= th=j e)n au)t%= te/xnhj: ou(/tw kai\
to\ e)so/menon u(f' h(mw=n ou)k e)k tou= qeou= th\n ai)ti/an e)/xei, a)lla\ to\
au)tecou/sion h(mw=n qe/lhma: ou) kako\n de\ to\\ au)tecou/sion, ion ei), w(j e)do/qh
h(mi=n kai\ e)f' %(= e)do/qh, xrhso/meqa au)t%=.

Διάλεξις Σαρακηνού και Χριστιανού


PG 94, 1589 BC Kai\ a)pokriqei\j o( Sarakhno\j ei)=pen: Ti/na le/geij ai)/tion tw=n kakw=n; (O
Xristiano/j: To\n a)po\ gnw/mhj o)/nta dia/bolon dhlono/ti kai\ h(ma=j tou\j
a)nqrw/pouj. (O Sarakhno/j: Xa/rin ti/noj; (O Xristiano/j: Dia\ to\
au)tecou/sion.
ion (O Sarakhno/j: Ti/ ou)=n: Au)tecou/sioj ei)= kai/, o(/sa qe/leij,
du/nasai poiei=n kai\ poiei=j; (O Xristiano/j: Ei)j du/o mo/na pe/plasmai u(po\
tou= qeou= au)tecou/sioj.
ioj (O Sarakhno/j: Poi=a tau=ta; (O Xristiano/j:
Kakopragei=n kai\ a)gaqopragei=n, o(/ e)sti kalo\n kai\ kako/n. Xa/rin tou/tou
kaka\ me\n pra/ttwn timwrou=mai u(po\ no/mou tou= qeou=, a)gaqa\ de\ pra/ttwn
ou) fobou=mai to\n no/mon, a)lla\ kai\ timw=mai kai\ e)leou=mai u(po\ tou= qeou=.
(Omoi/wj kai\ o( dia/boloj pro\ tw=n a)nqrw/pwn au)tecou/sioj pe/plastai u(po\
tou= qeou= kai\ h(ma/rthsen, kai\ o( qeo\j th=j i)di/aj ta/cewj e)ce/wsen au)to/n.

183
Χαρίδημου Α. Κουτρή

PG 94, 1593A sperome/nh a)nablasta/nei, mh\ plattome/nh u(po/ tinoj, a)lla\ t%= prw/t%
prosta/gmati tou= qeou= u(pakou/ousa. )Idou\ kai\ e)gw/, kaqa\ prw/hn e)/fhn,
au)
autecou/
)tecousioj
tecou /sioj w)/n, e)n oi(=j mo/noij proei=pa, o(/pou e)a\n spei/rw ka)\n ei)j i)di/an
gunai=ka, ka)\n ei)j a)llotri/an tv= e)cousi/# mou xrw/menoj, a)nablasta/nei
kai\ gi/netai t%= prw/t% prosta/gmati tou= qeou= u(pakou/ousa, ou)x o(/ti kai\

Περί της Αγίας Τριάδος


PG 95, 17Α proskunoume/nhn, mi/an prosku/nhsin, e)pei\ e)k du/o sunelqousw=n e(\n to\
proskunou/menon pro/swpon. Ou)si/ai du/o, e)ne/rgeiai du/o, qelh/mata du/o,
au)tecou/sia du/o: pentaxw=j de\ h( u(po/stasij: u(po/stasij, kai\ pro/swpon,
kai\ xarakth\r, kai\ i)/dion, kai\ a)/tomon.

Περί των οκτώ της πονηρίας πνευμάτων


PG 95, 96D )Areth\ de\ kalei=tai, dia\ to\ ai(rei=sqai: ai(reth\ ga\r kai\ qelhth\, dia\ to\
ai(retw=j kai\ au)tecousi/wj to\ a)gaqo\n poiei=n h(ma=j, ou)xi\ a)boulh/twj kai\
a)nagkastw=j
PG 95, 97A a)/nqrwpoj, kata\ to\ tou= noo\j a)ci/wma, kai\ to\ th=j yuxh=j, h)/toi to\
a)kata/lhpton, to\ a)qew/rhton, to\ a)qa/naton, to\ au)tecou/sion,
ion nai\ mh\n kai\
to\ a)rxhgo\n, kai\ teknogoniko\n, kai\ oi)kodomiko/n: kaq' o(moi/wsin de\,
kata\ to\n th=j a)reth=j lo/gon

Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης


PG 95, 109D Peri\ qelh/matoj. Qe/lhsi/j e)sti fusikh\ logikh\ o)/recij. Kai\ pa/lin
qe/lhsi/j e)sti fusikh\ logikh\ kai\ au)tecou/sioj o)rektikh\ tou= nou= ki/nhsij.
Ta\ me\n ga\r a)/loga ou)k au)tecousi/wj kinei=tai pro\j o)/recin: fusikw=j ga\r
kinoume/nhj e)n au)toi=j th=j o)re/cewj mh\ e)/xonta e)pistatou=nta to\n lo/gon
a)/gontai u(po\ th=j fu/sewj, tv= tau/thj o)re/cei h(ttw/mena.
PG 95, 112Α au)toi=j th=j o)re/cewj mh\ e)/xonta e)pistatou=nta to\n lo/gon a)/gontai u(po\
th=j fu/sewj, tv= tau/thj o)re/cei h(ttw/mena. (/Oqen eu)qe/wj o(rm#= pro\j th\n
pra=cin, ei) mh\ u(f' e(te/rou kwluqv=. Dio\ ou)k au)tecou/sia/ ia ei)sin, a)ll'
u(pecou/sia
PG 95, 112ΑB lo/g% nikh/santej e(kousi/wj e)xw/rhsan pro\j to\n qa/naton kai\ trofh=j
o)/recin a)neba/lonto kai\ u(/pnou kai\ tw=n loipw=n, a)/gontej th\n fu/sin t%=
au)
autecousi/
)tecousi/% lo/g%, ou)x u(po\ tau/thj a)go/menoi. (/Wsper ou)=n h( fusikh\ o)/recij
tecousi
pa/sv ai)sqhtikv= fu/sei e)/gkeitai, ou(/twj h( au) autecousio/
)tecousiothj
tecousio /thj pa/sv logikv=
fu/sei e)/gkeitai: pa=n ga\r logiko\n au) autecou/
)tecousion,
tecou /sion kai\ tou=to/ e)sti to\ kat'
sion
ei)ko/na qeou=. Qe/lhsij ou)=n e)sti fusikh\ h)\ logikh\ kai\ au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj
o)rektikh\ du/nami/j te kai\ ki/nhsij. Ta\ de\ tv= qelh/sei u(pokei/mena, w(=n
e)fi/etai h( qe/lhsij, le/gontai qelh/mata gnwmika/: oi)kei/# ga\r gnw/mv o(rm#=
pro\j th\n tou/twn xrh=sin o( nou=j au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj w)/n. Tau=ta de/ ei)sin oi(=on
fagei=n®mh\ fagei=n, piei=n®mh\ piei=n, o(deu=sai®mh\ o(deu=sai, gh=mai® mh\ gh=mai
kai\ ta\ toiau=ta, a(/tina e)f' h(mi=n ei)sin,

Περί των εν τω Χριστώ δύο θελημάτων και ενεργειών


PG 95, 136C kai\ logiko\n kai\ o)rektiko\n to\ kat' ai)/sqhsin kai\ lo/gon, toute/sti to\\
au)
autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj qelhtiko/n, kai\ to\ e)c ou)si/aj kai\ sumbebhko/twn u(fi/stasqai.
PG 95, 141B to\ pantepoptiko/n, to\ tw=n mello/ntwn prognwstiko/n, to\ periektiko\n
tw=n pa/ntwn h)/toi perilhptiko/n, to\ a)me/toxon, meqekto\n de\ th=j
e)nergei/aj, ou) fu/sewj: to\ au)tecou/sion kai\ pantecou/sion, to\ eu)ergetiko/n,
to\ metadotiko\n, to\ fwtistiko/n, to\ a)o/raton, to\ a)nafe/j, to\ u(pe/rqeon, to\
u(perou/sion, kai\ a(plw=j ei)pei=n, pa/nta, o(/sa e)/xei o( path/r, tou= ui(ou= ei)sin
PG 95, 144B labo\n du/namin, ou) xersai=on badi/zein, ou)x e(rpeto\n e(/rpein, ei) mh\
e(/kaston th\n toiau/thn e)/labe du/namin. Ou(/tw dh\ kai\ o( a)/nqrwpoj ou)
du/natai o(ra=n h)\ noei=n h)\ au)tecousi/wj qe/lein h)\ e)nergei=n, ei) mh\ e(ka/stou
th\n du/namin e)/labe fusikw=j para\ tou= dhmiourgou=.
PG 95, 144C h(/tij e)sti\ qe/lhsij, h( prw/th tou= nou= ki/nhsij: o)rego/menoj ga\r kinei=tai
pro\j no/hsin kai\ o)rego/menoj logi/zetai kai\ o)rego/menoj kri/nei. Au(/th de\
h( o)/recij au)tecou/sio/j e)stin: au)tecousi/wj ga\r o)rego/menoj noei= kai\
logi/zetai kai\ kri/nei.

184
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

PG 95, 145A i)dikw/taton yuxh=j xwri/zon au)th\n e)k th=j tw=n a)gge/lwn ou)si/aj to\ e)n
sw/mati politeu/esqai kai\ tou/t% metadido/nai zwh=j kai\ kinh/sewj kai\ to\
au)
autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj kat' oi)kei/an o)/recin h)/toi qe/lhsin a)/gein to\ sw=ma kai\ th\n
a)/logon o)/recin, e)piqumi/an kai\ qumo\n kai\ th\n kaq' o(rmh\n ki/nhsin, kai\
fusikw=j a)/rxein w(j i)di/ou fusikou= dou/lou tou= oi)kei/ou sw/matoj.
PG 95, 148A Dokei= de\ ma=llon h( no/hsij ei)=nai e)ne/rgeia, h( de\ o)/recij pa/qoj: pa=n ga\r
o)rego/menon pa/sxei. Le/gomen de\ au)th\n logikh\n o)/recin th\n e)ne/rgeian,
dio/ti au)tecou/sio/j e)stin, e)cousia/zousa tw=n a)lo/gwn paqw=n kai\ kri/nousa
kai\ kubernw=sa kai\ xalinagwgou=sa tau=ta, qumo\n kai\ e)piqumi/an kai\
ai)/sqhsin kai\ th\n kaq' o(rmh\n ki/nhsin.
PG 95, 148B (H me\n ou)=n a)/logoj o)/recij pro\j su/stasin th=j z%w/douj ou)si/aj de/dotai, h(
de\ logikh\ kai\ au) autecou/
)tecousioj,
tecou /sioj o(/pwj au)
sioj autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj xalinagwgh/sv pa=san
fusikh\n ki/nhsin kai\ u(potagv= kai\ u(pota/cv t%= no/m% tou= kti/santoj.
Sune/zeuktai toi/nun h( no/hsij kai\ h( o)/recij e)n t%= a)nqrw/p%, o(/pwj mh\
a)kousi/wj pa/sxwmen ta\ tw=n a)lo/gwn logikoi\ o)/ntej.
PG 95, 148BC Kai\ ga\r o( nou=j au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj o)rego/menoj kai\ logikw=j kai\ nohtikw=j
o)rektikw=j noei= kai\ ske/ptetai kai\ zhtei= kai\ bouleu/etai kai\ diakri/nei
kai\ diati/qetai pro\j to\ kriqe\n kai\ proairei=tai kai\ o(rm#= pro\j th\n
pra=cin.
PG 95, 148C fu/sei ga\r kata/rxei tou= a)lo/gou to\ logiko/n. Ei) ou)=n w(j logiko\j pa/shj
a)lo/gou kti/sewj basileu\j e)dhmiourgh/qh o( a)/nqrwpoj, pw=j ou)k e)/stai tw=n
e)n au)t%= a)lo/gwn paqw=n au) autecou/
)tecousioj;
tecou /sioj )Orektiko\j ou)=n kai\ logiko\j kai\
sioj
nohtiko\j w)\n o)rektikw=j noei= kai\ logi/zetai kai\ logikw=j kai\ nohtikw=j
au)
autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj o)re/getai.
PG 95, 149AB )Epi\ tou/t% ga\r e)la/bomen th\n tou/twn e)cousi/an kai\ w(j e)cousi/an
labo/ntej kai\ no/mon e)deca/meqa kai\ u(po\ no/mon gego/namen: ta\ ga\r a)/loga
mh\ e)/xonta to\n h(gemo/na nou=n to\n au) autecou/
)tecousion
tecou /sion qumou= kai\ e)piqumi/aj ou)k
e)/labe no/mon. Fu/sei toigarou=n tou= dhmiourgou= dou=loi u(pa/rxontej kai\
to\ au)tecou/
ecou/sion e)/xontej, to\ th=j a)reth=j sustatiko/n, ®ou) ga\r a)reth\ ou)de\
terpno\n to\ bi/# gino/menon®no/mon e)la/bomen, o(/pwj e)pignw=men, o(/ti
despo/thn e)/xomen.
PG 95, 149B Au)tecousi/ouj u de\ h(ma=j e)poi/hsen, i(/na e)c au)tou= kai\ e)c h(mw=n to\ a)gaqo\n
ge/noito: panti\ ga\r t%= proairoume/n% to\ a)gaqo\n o( qeo\j sunergei= ei)j to\
a)gaqo/n.
PG 95, 149C Ei) ga\r mh\ u(potagv= h( qe/lhsij h(mw=n t%= qei/% qelh/mati, a)lla\ kat'
oi)kei/an gnw/mhn kai\ ai(/resin xrh/shtai o( au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj nou=j qum%= kai\
e)piqumi/# kaki/an ei)rga/sato: kaki/a ga\r ou)de\n e(/tero/n e)stin ei) mh\
a(marti/a kai\ a)potuxi/a kai\ parakoh\ tou= despotikou= no/mou. (/Wste to\
au)tecou/sion prw=ton a)gaqo\n tv= logikv= fu/sei pre/pon, kai\ to\ kexrh=sqai
t%= au)tecousi/
ecousi/% kai\ katecousia/zein kai\ kratei=n tw=n a)lo/gwn paqw=n,
qumou= le/gw kai\ e)piqumi/aj, a)reth/, to\ de\ prodido/nai to\ au)tecou/sion kai\
h(tta=sqai toi=j a)lo/goij pa/qesi kai\ a)lo/gwj kai\ kthnwdw=j biou=n, tou=to
kaki/a, tou=to a(marti/a.
PG 95, 156C Qe/lhsij toi/nun e)sti\n o)/recij zwtikh/ te kai\ logikh/: h( de\ zwtikh/,
pa/ntwj kai\ ai)sqhtikh/. Ta\ me\n ou)=n a)/loga ai)sqhtikw=j o)re/getai, a)ll' ou)
logikw=j ou)de\ au) autecousi/
)tecousiwj:
tecousi /wj o( de\ a)/nqrwpoj z%=on u(pa/rxwn logiko\n w(j
wj
me\n z%=on zwtikw=j kai\ ai)sqhtikw=j o)re/getai, w(j de\ logiko\j logikw=j kai\
au)
autecousi/
)tecousi
tecousiwj.
/wj
wj Qe/lhsij ou)=n e)sti fusikh\ o)/recij logikh/ te kai\ zwtikh/,
mo/nwn h)rthme/nh tw=n fusikw=n.
PG 95, 160B Ge/gone de\ u(ph/kooj fusikw=j kata\ to\ a)nqrw/pinon au)tou= qe/lhma: u(pakoh\
ga\r au)tecou/sioj kai\ a)bi/astoj u(potagh\ qelh/mato/j e)stin e(te/r%
qelh/mati.
PG 95, 160B )/Hqele ga\r kai\ qe/lei ta\ a)nqrw/pina, w(j hu)do/kei h( qei/a au)tou= qe/lhsij
kai\ o(/te kai\ o(/per, au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj u(potassome/nhj th=j a)nqrwpi/nhj au)tou=
qelh/sewj tv= qei/# au)tou= qelh/sei.
PG 95, 161A "Qe/lhsij toi/nun e)sti\" kata\ to\n maka/rion Klh/menta "du/namij tou=
kuri/wj o)/ntoj o)rektikh/", kai\ pa/lin "o)/recij tv= tou= logikou= fu/sei
kata/llhloj", kai\ pa/lin "au)tokra/toroj nou= ki/nhsij au) autecou/
)tecousioj."
tecou /sioj )En
sioj
a)rxv= ga\r pla/saj o( qeo\j to\n a)/nqrwpon "e)poi/hsen au)to\n fu/sin
a)nama/rthton, kai\ qe/lhsin au)tecou/sion", ion kaqw/j fhsin o( i(ero\j
)Aqana/sioj.
PG 95, 161B a)ll' ou) pa=sa h( kti/sij qe/lhsij au)tecou/sioj. ioj Kai\ h(( qei/a fu/sij
a)nama/rthtoj kai\ au)tecou/sioj qe/lhsij, a)ll' ou) trepth/, a)ll' a)/treptoj.
(H me\n ou)=n qei/a fu/sij qelhtikh\ kai\ au)tecou/sioj kai\ a)nama/rthtoj kai\
a)/treptoj. Pa=sa de\ h( kti/sij a)nama/rthtoj para\ qeou= e)ge/neto® "pa/nta
ga/r, o(/sa e)poi/hsen o( qeo/j, kala\ li/an"®, a)lla\ trepth/.

185
Χαρίδημου Α. Κουτρή

PG 95, 164A a)peiqei= ponhri/# tou= e)kle/casqai to\ a)gaqo/n"; Ou) ga\r to\ qei=on qe/lhma
a)peiqei= h)\ pei/qetai h)\ e)kle/getai. )Apeiqei= toi/nun ponhri/# kai\ e)kle/getai
to\ a)gaqo\n u(pakou/wn au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj w(j a)/nqrwpoj t%= patrik%= qelh/mati: h(
ga\r e)klogh\ au) autecousi/
)tecousiou
tecousi /ou qelh/matoj, a)ll' ou) kaq' h(ma=j bouleuo/menoj
kai\ kri/nwn kai\ a)mfo/tera ta\ e)nanti/a, a)reth/n fhmi kai\ kaki/an,
logizo/menoj kai\ e)n gnw/sei tou/twn gino/menoj
PG 95, 165D Ou) ga\r ge/gone/ pote a)/nqrwpoj a)neqe/lhtoj. )/Ara fusikh\ h( qe/lhsij. Ei) h(
pei=na kai\ h( di/ya kai\ h( tou= u(/pnou e)/fesij o)re/ceij ou)=sai a)/logoi fusikai/
ei)sin, h( tou= nou= logikh\ o)/recij h( au)tecou/sioj ou)k e)/stai fusikh/;
Kat' ei)ko/na qeou= gego/namen kata\ to\ noero\n kai\ au)tecou/sion. ion Ei) ou)=n
nou=n kai\ qe/lhsin au)tecou/sion ou)k a)ne/laben, ou)k a)ne/labe to\ kat'
ei)ko/na: met' o)li/ga de\ mikra\ kai\ peri\ tou= kat' ei)ko/na dialhyo/meqa. Ei)
a)nqrwpi/nhn ou)k a)ne/labe qe/lhsin, pa/nta, o(/sa h)qe/lhsen o( Xristo/j, qei/%
h)qe/lhse
PG 95, 168AB ei) kai\ a)nqrwpi/nv qelh/sei kat' eu)doki/an patrikh\n tau=ta o( Xristo\j
h)qe/lhsen. )Alla/ fasin: Ou) kata\ fu/sin e)do/qh t%= a)nqrw/p% to\
au)
autecou/
)tecous
tecou / ion,
ion a)lla\ kata\ timh\n e)n t%= fa/nai to\n qeolo/gon Grhgo/rion:
"T%= au)autecousi/
)tecousi
tecousi/% timh/saj au)to/n. " )All' a)/koue pa/lin tou= patro/j:
"Tou=ton lo/g% kai\\ ei)ko/ni qeou= tetimhme/non". Ou)kou=n ou)de\ to\ logiko\n
e(/cei kata\ fu/sin, a)lla\ kata\ timh/n, kai\ w(/ra soi le/gein, w(j ou) logikh\n
yuxh/n, a)ll' a)/logon o( ku/rioj prosh/kato.
PG 95, 168B Kata\ to\ logiko\n kai\ noero\n kai\ au) autecou/
)tecousion,
tecou /sion kata\ to\ genna=n to\n
sion
nou=n lo/gon kai\ proba/llein pneu=ma, kata\ to\ a)rxiko/n. Kata\ tau=ta kai\
oi( a)/ggeloi kai\ oi( a)/nqrwpoi kat' ei)ko/na.
PG 95, 177C Ei) ou)=n to\n kat' ei)ko/na au)tou= geno/menon a)ne/laben a)/nqrwpon h)/toi
fu/sin a)nqrwpo/thtoj, pa/ntwj noera\n kai\ logikh\n fu/sin a)ne/laben.
)Ane/labe de\ kai\ qe/lhsin au)tecou/sion. ion (/Wsper ga\r th\n a)/logon a)ne/laben
o)/recin th\n e)pipeiqh= lo/g%, ou(/tw kai\ th\n logikh/n: ou) ga\r a)/noun kai\
a)/logon fu/sin a)ne/laben. Ei) ga\r a)/noun kai\ a)/logon fu/sin a)ne/laben, ou)k
a)/nqrwpon,
PG 95, 180A qei/# qelh/sei ta\ qei=a h)/qelen o( ei(=j kai\ o( au)to\j ui(o\j tou= qeou= Xristo/j, o(
qeo\j te/leioj kai\ te/leioj a)/nqrwpoj, a)ll' ou)k e)nantio/thti gnw/mhj:
u(peta/sseto ga\r au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj h( a)nqrwpi/nh au)tou= qe/lhsij t%= qei/% au)tou=
kai\ patrik%= qelh/mati kai\ tau=ta h)/qelen, a(\ h)/qelen h( qei/a au)tou= qe/lhsij
qe/lein au)th/n.
PG 95, 180B ou)k a)ne/laben, i(/n' h( fusikh\ th=j a)nqrwpo/thtoj qe/lhsij mh\ kata\ oi)kei=on
u(postatiko\n kai\ gnwmiko\n qe/lhma politeu/shtai e)nanti/wj tou= qei/ou
qelh/matoj, a)ll' au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj kata\ pa/nta u(ph/kooj ge/nhtai kai\ ou(/twj
luqv= h( a)rxai/a para/basij.
PG 95, 80CD "Plh\n mh\ to\ e)mo\n gene/sqw qe/lhma, a)lla\ to\ so/n." )Idou\ h( fusikh\ kai\
logikh\ tou= nou= o)/recij h( au) autecou/
)tecousioj
tecou /sioj kai\ kritikh\ kai\ xalinagwgo\j th=j
a)lo/gou o)re/cewj. "Mh\ to\ e)mo\n gene/sqw qe/lhma, a)lla\ to\ so/n." "To\
e)mo/n", to\ a)nqrw/pinon, kaq' o(\ ou) koinwno/j sou/ ei)mi: ou)de\ ga\r a)/nqrwpoj
su\ kaqw\j e)gw\ ge/gonaj,
PG 95, 181BC Ei)=xe kai\ th\n qei/an e)ne/rgeian, kaq' h(\n autecousi/ )tecousiwj
tecousi /wj qe/lwn e)nh/rgei ta\
qei=a su\n t%= patri\ kai\ t%= pneu/mati: ei)=xe kai\ a)nqrwpi/nhn e)ne/rgeian,
kaq' h(\n au)
autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj qe/lwn e)nh/rgei ta\ a)nqrw/pina.
PG 95, 184B e)pi\ tou= kuri/ou h(mw=n )Ihsou= Xristou= e(kate/ra fu/sij e)nergei= ta\ i)/dia meta\
th=j qate/rou koinwni/aj, kai\ ou) mi/a ai( du/o ou)de\ tw=n du/o e(\n a)pote/lesma,
a)lla\ th=j me\n a)nqrwpi/nhj au)tou= fu/sewj to\ au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj u(pakou/ein kai\
e)cuphretei=sqai t%= qei/% qelh/mati kai\ qelh/mati oi)kei/% e)ktei/nein th\n
xei=ra kai\ a(/ptesqai th=j paido\j kaq' u(pakoh\n tou= qei/ou qelh/matoj

Κατά Νεστοριανών
PG 95, 209D "ei) kai\ e)staurw/qh e)c a)sqenei/aj sarko\j" kata\ to\n a)po/stolon, "a)lla\ zv=
e)k duna/mewj qeou=" kai\ e)gh/gertai para\ tou= patro\j kai\ e(auto\n
e)cane/sthse kai\ a)nei/lhptai kai\ au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj a)/neisi kai\ keka/qiken "e)n
deci#= tou= patro\j e)n toi=j e)pourani/oij u(pera/nw pa/shj a)rxh=j kai\
e)cousi/aj kai\ kurio/thtoj kai\ panto\j o)no/matoj o)nomazome/nou".
PG 95, 217D Ei)pw/n: " (/Wsper o( path\r e)gei/rei tou\j nekrou\j kai\ zwopoiei=", e)ph/gage:
"Ou(/twj kai\ o( ui(o/j, ou(\j qe/lei, zwopoiei=" deiknu/j, o(/ti au)
autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj kai\
fu/sei e)sti\ zwopoio\j o( ui(o\j w(j kai\ o( path\r kai\ ou) xa/riti. Ei)=ta e)pa/gei:
(/Oti ou(=toj o( ui(o\j tou= qeou= o( fu/sei zwopoio\j "ui(o\j a)nqrw/pou e)sti/n."
Ou)k ei)=pe: Ui(o\j a)nqrw/pou le/getai, a)ll' "e)/sti"

186
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Εις προς Ρωμαίους Επιστολήν


PG 95, 488A " (Uphkou/sate de\ e)k kardi/aj, ei)j o(\n paredo/qhte tu/pon didaxh=j." To\ me\n,
e)k kardi/aj, to\ au)tecou/sion dhloi=: to\ paredo/qhte, th\n para\ tou= Qeou=
boh/qeian ai)ni/ttetai.
PG 95, 496D To\ qe/lein to\ kalo\n, kai\ misei=n to\ ponhro\n, gnw/sewj a)phrtisme/nhj
e)sti/n: o(/qen dh=lon o(/ti kai\ to\, ou) qe/lw, ei)/rhken, ou) to\ au)tecou/sion
a)nairw=n, ou)de\ a)na/gkhn tina\ ei)sa/gwn biastikh\n, a)lla\ to\ mh\ e)painei=n
ta\ gino/mena.
PG 95, 532B To\ ga\r a)/kontaj e(/lkein ei)j to\ kalo\n, tou=to h)=n a)nairou=ntoj to\
au)tecou/sion.
ion
PG 95, 536C Qeo\n a)nafe/rei h( Grafh\, dia\ th\n sugxw/rhsin au)tou= e(ka/st% w(j
bou/letai pra/ttein, kai\ mh\ kwlu/ein dia\ to\ au) autecou/
)tecousion:
tecou /sion ou(/twj kai\
sion
e)ntau=qa nohqei/h d' a)\n to\, sune/kleisen, kai\ e)pi\ tou= sunei=xen a)/fuktoj
a)r#=: dio\ to\n th=j a)peiqei/aj kate/sthsen e)/legxon.

Ιερά Παράλληλα
PG 95, 1112Α Ἀρχὴ γὰρ καὶ ῥίζα πάσης ἁμαρτίας τὸ ἐφ' ἡμῖν, καὶ τὸ αὐτεξούσιον. Ἡ
ψυχὴ τὸ βασιλικόν τε καὶ ἐπηρμένον αὐτόθεν δείκνυσι, πόῤῥω τῆς
ἰδιωτικῆς ταπεινότητος κεχωρισμένον, ἐκ τοῦ ἀδέσποτον αὐτὴν εἶναι καὶ
αὐτεξούσιον, ἰδίοις θελήμασιν αὐτοκρατορικῶς διοικουμένην.
PG 95, 1112D Ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ αὐτεξούσιον, ἵνα ὃ
ἑαυτῷ ἐποίησεν δι' ἀμελείας καὶ παρακοῆς, τοῦτο αὐτῷ γοῦν ὁ Θεὸς
δωρῆται διὰ φιλανθρωπίας καὶ ἐλεημοσύνης, ὑπακούοντος αὐτῷ τοῦ
ἀνθρώπου.
PG 95, 1113B Ὁ γὰρ Θεὸς αὐτεξούσιον ἔδωκε τὴν προαίρεσιν τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ
ὑπέδειξεν αὐτῷ τὴν ὁδὸν τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ σκότους.
PG 95, 1164 D ∆ευτέραν δὲ, ὅτι τὴν πονηρὰν τῆς ἁμαρτίας δουλείαν ἀντὶ τῆς αὐτεξουσίου
ἐλευθερίας ἠλλάξατο, καὶ προετίμησεν τοῦ δουλεύειν Θεῷ τὸ τυραννεῖσθαι
ἀπὸ τῆς καταφθειρούσης δυνάμεως.
PG 95, 1273A Οὐ γὰρ δεσμεῖται ἡ ζεύγλη περὶ τὸν τράχηλον. Αὐτεξούσιον ἐπιζητεῖ
τὸν ὑφέλκοντα.
PG 95, 1408D Αὐθαίρετον γὰρ ἔχων τὴν ζωὴν, καὶ ἐπ' αὐτῷ κειμένην τὴν ἐξουσίαν, ἢ
παραμένειν τῷ Θεῷ, ἢ ἀλλοτριωθῆναι τοῦ ἀγαθοῦ, Γαβριὴλ ἄγγελος,
καὶ παρέστηκε τῷ Θεῷ διηνεκῶς, ὁ Σατανᾶς ἄγγελος, καὶ ἐξέπεσε τῆς
οἰκείας τάξεως. Κἀκεῖνον μὲν ἡ προαίρεσις διεφύλαξε τοῖς ἄνω, καὶ
τοῦτον κατέῤῥιψε τῆς γνώμης τὸ αὐτεξούσιον. Ἠδύνατο γὰρ κἀκεῖνος
ἀποστῆναι, καὶ οὗτος μὴ ἐκπεσεῖν·.
PG 96, 485C Ὁ μὲν τῆς ἀληθείας λόγος ἐστὶν ἐλεύθερος καὶ αὐτεξούσιος.
PG 96, 532C Τὸ Κύριος ὄνομα, καθὸ ἄρχει καὶ ἡγεμονεύει, δυναστείᾳ κράτους
αὐτεξουσίου χρώμενος· τὸ δὲ Θεὸς, καθὸ ἀγαθότητι καὶ χρηστότητι.

Λόγος εις το άγιον Σάββατον


PG 96, 612C tou= prw/tou )Ada\m fe/rwn ou)si/an, e)c w(=n, kai\ e)n oi(=j kai\ a(/per e)sti\n
a)/nqrwpoj, sw=ma qnhto\n, kai\ yuxh\n noera\n kai\ a)qa/naton, logikh\n,
au)
autecou/
)tecousion,
tecou /sion qelhtikh/n te kai\ e)nerghtikh/n
sion
PG 96, 616B iz§. Ei) de\ kai\ a)/moiron fusikou= kai\ au)tecousi/ou qelh/matoj kata\ to\
a)nqrw/pinon au)to\n u(pola/bwmen, pou= th\n th=j trofh=j kai\ tw=n loipw=n
PG 96, 616C a)/gei ga\r h( fu/sij ta\ a)/loga, dio\ kai\ a)neu/quna, mhdeni\ u(pokei/mena tro/p%
kola/sewj: oi(=j de\ lo/goj pro/sestin, au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj kinou/mena, a)/gei
ma=llon th\n fu/sin, kat' e)cousi/an e)/xonta e(/pesqai/ te kai\ e)pe/xein th\n
o)/recin. Qe/lhsij ga/r e)sti fusikh\, logikh/ te, kai\ au)tecou/sioj o)/recij.
PG 96, 617A iq§. )Epeidh\ ga\r di' a)nqrw/pou o( qa/natoj, e)/dei di' a)nqrw/pou dwrhqh=nai
th\n a)na/stasin. )Epeidh\ yuxh\ noera\ au) autecousi/
)tecousi/% qelh/mati e)nh/rghse th\n
tecousi
para/basin, e)/dei yuxh\n noera\n fusik%= kai\ au) autecousi/
)tecousi/% qelh/mati th\n
tecousi
u(pakoh\n e)nergh=sai tou= Kti/santoj, kai\ th\n swthri/an e)panelqei=n,

187
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Εγκώμιον εις τον άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον


PG 96, 765B a)paqh=, a)o/raton, a)nafh=, a)peri/grapton, th\n de\ paqhth/n te kai\ o(rwme/nhn,
kai\ a(pth\n, kai\ perigrapth/n: qelhtikh\n e(kate/ran, kai\ au)autecou/
)tecousion,
tecou /sion kai\
sion
e)nerghtikh\n, au)to\j tou=to ka)kei=no telw=n, o( ei(=j Xristo\j, kai\ Ui(o\j, kai\
Ku/rioj: th=j me\n o)rganikw=j leitourghsa/shj, th=j de\ despotikw=j
e)nerghsa/shj: e(kate/raj th\n oi)kei/an e)ne/rgeia/n te kai\ au) autecou/
)tecousion
tecou /sion
ki/nhsin e)xou/shj: au)tou= de\ tou= e(no\j tou=to ka)kei=no telou=ntoj, di'
a)mfoi=n th\n h(mw=n katergasame/nou swth/rion

Βαρλαάμ και Ιωασάφ


PG 96, 905C kat' ei)ko/na kai\ o(moi/wsin tou= Qeou= dedhmiourgh=sqai ge/graptai: kat'
ei)ko/na me/n, dia\ to\ noero\n kai\ au) autecou/
)tecousion,
tecou /sion kaq' o(moi/wsin de\ dia\ th\n
sion
th=j a)reth=j kata\ to\ dunato\n o(moi/wsin. tou=ton to\n a)/nqrwpon
au)
autecousio/
)tecousiothti
tecousio /thti kai\ a)qanasi/# timh/saj, basile/a tw=n e)pi\ gh=j kate/sthsen
PG 96, 908A mia=j stratia=j prwtosta/thj, ou)do/lwj e)n e(aut%= para\ tou= Dhmiourgou=
kaki/aj fusikh=j e)sxhkw\j i)/xnoj a)ll' e)p' a)gaq%= geno/menoj, au) autecousi/
)tecousi/%
tecousi
proaire/sei e)tra/ph e)k tou= kalou= ei)j to\ kako/n, kai\ e)ph/rqh tv= a)ponoi/#,
a)nta=rai boulhqei\j
PG 96, 952A h(mi=n e)stin a)sfale\j kai\ propu/rgion kai\ o(/plon krataio\n ei)j th\n tou=
e)xqrou= para/tacin: ou) mh\n de\ a)nairei= to\ au) autecou/
)tecousion,
tecou /sion ou)/te tw=n meta\ to\
sion
ba/ptisma a(martanome/nwn e)/xei sugxw/rhsin, ou)/te deute/raj kolumbh/qraj
kata/dusin.
PG 96, 996B ou)/te mh\n bia/zetai tou\j e(kousi/wj to\ sko/toj e)klegome/nouj: a)lla\ tv= i)di/#
e(/kastoj e)fei=tai au)autecousi/
)tecousi/% proaire/sei, e(/wj e)n t%= paro/nti bi/% e)sti/.
tecousi
Tou= de\ )Iwa/saf puqome/nou Ti/ to\\ au) autecou/
)tecousion
tecou /sion kai\ ti/ proai/resij, fhsi\n
o( ge/rwn: Au)
Autecousio/
)tecousiothj
tecousio /thj me/n e)sti yuxh=j logikh=j qe/lhsij, a)kwlu/twj
kinoume/nh pro\j o(/per a)\n bou/loito, ei)/te a)reth\n ei)/te kaki/an, ou(/twj u(po\
tou= Dhmiourgou= genome/nhj. au) autecousio/
)tecousiothj
tecousio /thj au)=qi/j e)sti noera=j yuxh=j
ki/nhsij au)tokrath/j.
PG 96, 997A kuri/wj ga\r e)f' h(mi=n e)sti ta\ yuxika\ pa/nta kai\ peri\ w(=n bouleuo/meqa.
ou(/twj au)
autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj bouleuome/nwn tw=n a)nqrw/pwn kai\ au) autecousi/
)tecousiwj
tecousi /wj
proairoume/nwn, kaq' o(/son a)/n tij proairh=tai, kata\ tosou=ton kai\
mete/xei tou= qei/ou fwto\j kai\ proko/ptei e)n toi=j th=j filosofi/aj
PG 96, 1028C-1029A geno/menoj e)k du/o fu/sewn, qeo/thto/j te kai\ a)nqrwpo/thtoj, kai\ e)n du/o
fu/sesi noerai=j, qelhtikai=j te kai\ e)nerghtikai=j kai\ au) autecousi/
)tecousioij,
tecousi /oij, kai\
oij
kata\ pa/nta telei/wj e)xou/saij kata\ to\n e(ka/stv pre/ponta o(/ron te kai\
lo/gon, qeo/thti,
PG 96, 1029C a)ll' h(me/teron e)/rgon tou=to kai\ tou= diabo/lou, e)k th=j h(mete/raj
a)proseci/aj e)peiselqo\n h(mi=n dia\ to\ au) autecousi/
)tecousiouj
tecousi /ou h(ma=j gegenh=sqai, kai\
ou
au)toproaire/t% boulh/sei tou=to e)kle/gesqai, ei)/te a)gaqo/n, ei)/te kai\
fau=lon. pro\j tou/toij o(molo/gei
PG 96, 1188CD ta\ pa/nta paragagw\n o( Dhmiourgo/j, kat' ei)ko/na kai\ o(moi/wsin au)tou=
pla/saj to\n a)/nqrwpon kai\ tou=ton t%= au) autecousi/
)tecousi/% timh/saj, tw=n e)n
tecousi
paradei/s% kalw=n mete/xein pepoi/hken, a)pe/xesqai tou/tou mo/nou
keleu/saj o(/per h)=n to\ cu/lon

188
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. ΠΗΓΕΣ
α. ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
–, Novum Testamentum Greace, εκδ. E.Nestle-K.Aland, Stuttgart, 1995
–, Septuaginta, id est Vetus Testamentum Greace iuxta LXX
interpretes, εκδ. A.Ralphs, Stuttgart, 2 vols in 1, 1935
–, Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή ∆ιαθήκη): Μετάφραση από τα
πρωτότυπα κείµενα, εκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα, 1997

β. ΕΡΓΑ & ΠΗΓΕΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ


ΙΩΑΝΝΗΣ ∆ΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Parallela Ruperfucaldina, PG 96, 441-856
– Βαρλαάµ και Ιωασάφ, PG 96, 857-1246
– ∆ιάλεξις Σαρακηνού και Χριστιανού, PG 94, 1585-1598
– Εγκώµιον εις τον άγιον Ιωάννην Χρυσόστοµον, PG 96, 761-782
– Εις προς Ρωµαίους Επιστολήν, PG 95, 441-570
– Εισαγωγή δογµάτων στοιχειώδης, PG 95, 97-112
– Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 781-1228
– Ιερά Παράλληλα, PG 95, 1039 – 96, 442
– Κατά Ιακωβιτών, PG 94, 1433-1502
– Κατά Μανιχαίων, PG 94, 1503-1584
– Κατά Νεστοριανών, PG 95, 187-224
– Λόγος εις το άγιον Σάββατον, PG 96, 601-644
– Περί της Αγίας Τριάδος, PG 95, 9-18
– Περί των εν τω Χριστώ δύο θεληµάτων και ενεργειών, PG 95, 127-
186
– Περί των οκτώ της πονηρίας πνευµάτων, PG 95, 79-98
– Πηγή Γνώσεως, PG 94, 521-676
– Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, PG 94, 1227-1420
–, Thesaurus Linguae Graecae 8.0 (TLG)
DÖLGER F., Der griechische Barlaam-Roman ein Werk des H. Johannes von
Damaskos, Studia Patristica et Byzantina, I, Ettal: Buch-Kunstverlag
1953

KOTTER B., ‘Johannes von Damaskos’ στο Gerhard Müller (εκδ.), Theologische
Realenzyklopädie, xvii, Berlin and New York: Walter de Gruyter,
1988

– Die Schriften des Johannes von Damaskos, II, Berlin – New York
1973· IV, Berlin – New York 1981
MANSI J.D., έκδ. Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio, Τόµος Ε΄,
Akademische Druck- u. Verlagsanstalt, 1960-1961
MIGNE J.P., έκδ. S.P.N. Joanni Damasceni Monachi et Presbyteri Hierosolymitani,
Opera Omnia Quae Exstant, vol. 94-96, Patrologiae, Cursus
Completus, Series Greaca, Paris, 1857-1912
ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ Ν., Ιωάννου ∆αµασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως,
Κείµενο – Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992
– Ιωάννου ∆αµασκηνού, Ι.Κατά Μανιχαίων ∆ιάλογος· ΙΙ.Προς τους
διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας λόγοι τρεις, Κείµενο – Μετάφραση –
Εισαγωγή – Σχόλια Νίκου Ματσούκα, Φ.Θ.Β. 8, εκδ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 1988

189
Χαρίδημου Α. Κουτρή

γ. ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ & ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ


– Sources Chrétiennes, εκδ. Les Éditions du Cerf, Paris
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, Εις τους Ψαλµούς, PG 27, 59-1344
– Κατά Αρειανών, PG 26, 9-526
– Περί σαρκώσεως του Κυρίου ηµών Ιησού Χριστού κατά Απολλινάριου,
PG 26, 1091-1032
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ηθικά Νικοµάχεια
– Μετά τα φυσικά
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΙΕΡΟΣ, City of God and Christian Doctrine by Philip Schaff, Book XIII,
Christian Classics Ethereal Library, New York: The Christian
Literature Publishing Co., 1890,
http://www.ccel.org/ccel/schaff/npnf102.pdf [προσπ. 29/04/2010]
– On Merit and the Forgiveness of Sins, and the Baptism of Infants,
Book I: http://www.newadvent.org/fathers/15011.htm [προσπ.
29/04/2010]

– On the Grace of Christ, and on Original Sin, Books I-II:


http://www.newadvent.org/fathers/1506.htm [προσπ. 29/04/2010]
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, Εις την Εξαήµερον, PG 29, 3-208
– Εις το ‘Πρόσεχε σεαυτώ’, PG 31, 197-218
– Εις τον 48 ψαλµόν, PG 29, 431-460
– Επιστολή 8, Τοις Καισαρεύσιν απολογία περί της αποχωρήσεως και
περί πίστεως, PG 32, 245-268
– Επιστολή 233, Αµφιλοχίω ερωτήσαντι, PG 32, 863-868
– Οµιλία εν λιµώ και αυχµώ, PG 31, 303-328
– Όροι κατά πλάτος, PG 31, 905-1306
– Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, PG 31, 329-354
– Περί ευχαριστίας, PG 31, 217-238
ΓΕΛΑΣΙΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΣ, Των κατά την εν Νικαία σύνοδον πραχθέντων σύνταγµα, PG 85,
1185-1360
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Εις τα Θεοφάνια, PG 36, 311-334
– Επιστολή 101, PG 37, 175-194
– Θεολογικός, PG 36, 9-172
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Εις την προσευχήν, PG 44, 1119-1194
– Εξήγησις ακριβής εις τα Άσµατα των ασµάτων, PG 44, 755-1120
– Εξήγησις ακριβής εις τον Εκκλησιαστήν του Σολοµώντος, PG 44, 615-
754
– Λόγος κατηχητικός ο µέγας, PG 45, 9-106
– Περί κατασκευής ανθρώπου, PG 44, 123-256
– Περί παρθενίας, PG 46, 317-416
– Περί ψυχής και αναστάσεως, PG 46, 11-160
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα. Φυσικά και θεολογικά, ηθικά τε και
πρακτικά και καθαρτικά της βαρλααµίτιδος λύµης, Συγγράµµατα,
εκδ.-επιµ. Π.Χρήστου, τόµος Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992
– Προσωποποιίαι, PG 150, 1347-1372
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Φιλοκαλία τόµος ∆΄
∆ΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Βίοι Φιλοσόφων
∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ Περί Θείων Ονοµάτων, PG 3, 585-996
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ,
ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, ∆ιατριβαί
ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ Αγκυρωτός, PG 43, 11-236
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ,
– Κατά αιρέσεων, PG 41, 173 - 42, 832
ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΟΣΙΟΣ, Φιλοκαλία, τόµος Β'
ΘΕΟ∆ΩΡΗΤΟΣ ΚΥΡΟΥ, Εις την Γένεσιν, PG 80, 77-226
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Προς Αυτόλυκον, PG 6, 1023-1166

190
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ, Αµφιβαλλόµενον, Αποκρίσεις προς Ορθοδόξους, Ερώτησις 32΄,


ΒΕΠΕΣ, τοµ. 4, εκδ. Αποστολική ∆ιακονία, Αθήναι 1955
ΙΣΙ∆ΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ, Επιστολές, PG 78, 177-1646
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εις την Γένεσιν, PG 53, 21 - 54, 580
– Εις την µέσην εβδοµάδα των νηστειών, PG 59, 701-704
– Περί παρθενίας, PG 48, 533-596
– Υπόµνηµα εις την προς Φιλιππησίους επιστολήν, PG 62, 177-298
ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΕΑΣ, Τις ο σωζόµενος πλούσιος, PG 9, 603-652
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΕΙΑΣ, ∆ιάλογος περί Αγίας τε και Οµοουσίου Τριάδος, PG 75, 657-1190
– Ερµηνεία εις την προς Ρωµαίους επιστολήν, PG 74, 773-856
– Ερµηνεία ή υπόµνηµα Εις το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιον, PG 74, 276D-
277A
– Κατά ανθρωποµορφιτών, PG 76, 1065-1132
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος Παλαµάς»,
τόµος Ζ΄
ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Εκ των περί θεληµάτων αυτού συλλογισµών. τί φυσικόν θέληµα και τί
γνωµικόν, PG 91, 280
– Έτερα Κεφάλαια, PG 90, 1401-1461
– Ζήτησις µετά Πύρρου, PG 91, 287-354
– Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε και οικονοµικά, PG 90, 1177-1392
– Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1031-1418
– Πεύσεις και αποκρίσεις και ερωτήσεις, PG 90, 785-856
– Προς Θαλάσσιον, PG 90, 243-786
ΝΕΜΕΣΙΟΣ ΕΜΕΣΗΣ, Περί φύσεως ανθρώπου, PG 40, 483-818
ΝΙΚΟ∆ΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Χρηστοήθεια των Χριστιανών, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1974
ΠΛΩΤΙΝΟΣ, Εννεάδες
ΩΡΙΓΕΝΗΣ, Κατά Κέλσου, Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten
drei Jahrhunderte, τόµος Ε΄, Leipzig 1913
– Περί αρχών, Die griechischen christlichen Schriftsteller der ersten
drei Jahrhunderte, τόµος Ε΄, Leipzig 1913

2. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
α. ΞΕΝΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
ALFEYEV H., The Patristic Heritage and Modernity, The Ecumenical Review 54, 1
(2002)
ARNIM I.AB, Stoicorum veterum fragmenta, Vol. Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, Stuttgart 1968
BARROW J. & TIPLER F., The Anthropic Cosmological Principle. στο: Review, Reason Papers,
No.13, (1988)
BARTON S.C., Reading Genesis after Darwin, Oxford University Press US, 2009
BENEDETTI F., Placebo Effects: Understanding the Mechanisms in Health and
Disease, New York, Oxford University Press, 2009
CICCHETTI D., Children with Down Syndrome: A Developmental Perspective,
BEEGHLY M., Cambridge University Press, 1990
CRAIN W.C., Theories of Development, Prentice-Hall, 1985
DENNETT D., Freedom Evolves, εκδ. Viking Books, 2003

FLOROVSKY G., Collected Works of Georges Florovsky, Vol. III, Creation and
Redemption, Nordland Publishing Company, Belmont, Mass, 1976
– The Idea of Creation in Christian Philosophy, στο “The Eastern
Churches Quarterly”, vol. III, No 3, Sup. London 1949
GOTTFREDSON L.S. et al., “Mainstream Science on Intelligence” στο Wall Street Journal (13-
12-1994)

191
Χαρίδημου Α. Κουτρή

GREENFIELD P.M., Grammatical combination in Pan paniscus: Processes of learning an


SAVAGE-RUMBAUGH invention in the evolution and development of language, στο
E.S., S.T.PARKER & K.R.GIBSON (eds.), Language and intelligence in
monkeys and apes. Cambridge: Cambridge University Press, 1990.
HALEEM M.A., ‘Early kalam’, στο Nasr and Leaman 1996

HIRSCHBERGER J., Geschichte der Philosophie, I (Alterum und Mittelalter), Basel –


Freiburg – Wien 1974
JAEGER W., Nemesios von Emesa. Quellenforschungen zum Neoplatonismus und
seinen Anfängen bei Poseidonios, Berlin 1914
KHOURY Α.Τ., Les Théologiens byzantins et l'Islam: Textes et auteurs (VIIIe–XIIIe
S.), 2nd edn., Louvain: Éditions Nauwelaerts/Paris: Béatrice-
Nauwelaerts, 1969
KOCH H.A., Quellenuntersuchung zu Nemesius von Emesa, Berlin 1921
LOUTH Α., “Paradies: IV Theologiegeschichtlich”. Theologische Realenzyklopädie
25. Hg. v. Gerhard Müller, Berlin and New York: Walter de Gruyter
1995

– St. John Damascene. Tradition and Originality in Byzantine


Theology, Oxford University Press, New York 2002
MEYENDORFF J., Byzantine Theology: Historical Trends and Doctrinal Themes, εκδ.
Mowbrays, London & Oxford 1974
MURDOCH I., The Sovereignty of Good, Routledge and Kegan Paul, London 1970
NEISSER U., "Intelligence: Knowns and Unknowns" στο Annual Progress in Child
Psychiatry and Child Development (1997)
PERLOFF R. et al., "Intelligence: knowns and unknowns", στο American Psychologist
(1996)
RATZINGER J., Einfürhung in das Christentum, München 1969
REES B.R., Pelagius: Life and Letters, εκδ. Boydell & Brewer Ltd, Rochester, NY
1998
SAVAGE-RUMBAUGH E.S., The emergence of language, στο K.R.GIBSON & T.INGOLD (eds.),
RUMBAUGH D.M., Tools, language and cognition in human evolution, Cambridge,
England: Cambridge University Press, 1993

VERBEKE G., “Foi et culture chez Némésius d'Émèse”, στο Paradoxos Politeia,
Milano 1980

β. ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΤΙΤΛΟΙ
BERTOLA F.-CURI U., Η ανθρωπική αρχή (Εργασίες του ∆εύτερου Συνεδρίου για την
Κοσµολογία και τη Φιλοσοφία), µτφ. Π.Αδαµόπουλος, εκδ. Σύναλµα,
Αθήνα 1999

CAVALLERA F., Πίνακες Ελληνικής Πατρολογίας, µτφ. Β.Φανουργάκη, εκδ. Κέντρο


Πατερικών Μελετών, Αθήνα 2008
COLE Μ., COLE S.R., Η ανάπτυξη των παιδιών – Γνωστική και Ψυχοκοινωνική ανάπτυξη
κατά τη νηπιακή και µέση παιδική ηλικία, µτφ. Σόλµαν Μαρία, Τόµος
Β΄, εκδ. τυπωθήτω-Γιώργος ∆αρδάνος, Αθήνα 2001

DENNETT D., Αποµυθοποίηση. Καταρρίπτοντας το µύθο της θρησκείας, µτφ.


Α.Ζάβαλος, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007
FLOROVSKY G., ∆ηµιουργία και απολύτρωση, µτφ. Π.Πάλλη, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1983
ΑΝ∆ΡΟΥΤΣΟΣ ΧΡ. Συµβολική εξ επόψεως ορθοδόξου, εκδ. Ρηγόπουλου 1963
ΒΛΑΧΟΣ Ι., Η ζωή µετά τον θάνατο, εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου
(Πελαγίας), 2003
ΒΛΕΤΣΗΣ Α., Το προπατορικό αµάρτηµα στη θεολογία Μαξίµου του Οµολογητού.
Έρευνα στις απαρχές µιας οντολογίας των κτιστών, εκδ. Τέρτιος,
Κατερίνη 1998

192
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

– «Για την οικονοµία του χρόνου, αφού “ο Λόγος σαρξ εγένετο” και “εν
αυτώ ζωή ην”», Σύναξη 97 (2006),
ΓΑΛΑΝΗΣ Ι., Η Αγία Γραφή στο έργο του Ιωάννη του ∆αµασκηνού, Πρακτικά Κ΄
Θεολογικού Συνεδρίου µε θέµα «ο άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός»,
Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000

ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΧΡ., Ενάντια στη θρησκεία, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2006


– Οντολογία της σχέσης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2004
– Το αίνιγµα του κακού, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2008
ΓΙΟΥΛΤΣΗΣ Β., Κοινωνικές συνέπειες της οικολογικής αναστροφής, στο «Ορθοδοξία
και Φυσικό περιβάλλον», ∆ιατµηµατικό Συµπόσιο που διοργανώθηκε
από τα Τµήµατα Θεολογίας, Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας
και ∆ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΑΠΘ, 3-4 Απριλίου 1997
ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ Ι., Η κτίση ως ευχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στο πρόβληµα της
Οικολογίας, εκδ. Ακρίτα, Αθήνα 1992
– Θεολογία και ψυχιατρική σε διάλογο, Συζήτηση ολοµέλειας,
(Πρακτικά Ηµερίδας), εκδ. Αποστολική ∆ιακονία, Αθήνα 1999
– Ο άνθρωπος και το περιβάλλον: Ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση,
Πρακτικά του διεθνούς επιστηµονικού συνεδρίου «Επιστήµες
Τεχνολογίες αιχµής και Ορθοδοξία», 4-8 Οκτωβρίου 2002

ΖΗΣΗΣ Θ., Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του αγίου Ιωάννου ∆αµασκηνού,
Πρακτικά Κ΄ Θεολογικού Συνεδρίου µε θέµα «ο άγιος Ιωάννης ο
∆αµασκηνός», Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000

ΖΙΑΚΑΣ ΓΡ., Ιστορία των Θρησκευµάτων Α΄: Τα Ινδικά Θρησκεύµατα, εκδ.


Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001
ΚΑΪΜΑΚΗΣ ∆., Θέµατα Παλαιοδιαθηκικής Θεολογίας, εκδ. Simbo, Θεσσαλονίκη 1999
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ Ι., Συµβολική εξ επόψεως ορθοδόξου, εκδ. Πουρναρά [19--?]
ΚΑΡΑΒΙ∆ΟΠΟΥΛΟΣ Ι., Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, Ε.Κ.∆. 2, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
2001
ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Α., Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον. Σπουδή στον άγιο Συµεών το Νέο
Θεολόγο, εκδ. ∆όµος, Αθήνα 1992
– Πάθη και αρετές στη διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαµά,
εκδ. ∆όµος, Αθήνα 1986
ΚΟΓΚΟΥΛΗΣ Ι., Εισαγωγή στην Παιδαγωγική, έκδοση Ε΄, εκδ. Κυριακίδη,
Θεσσαλονίκη 2003
ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕΣ Ι., Η Θεοδικία ως θέµα σύγχρονου θεολογικού προβληµατισµού, στο
Εισηγήσεις µαθηµάτων θεολογικού κύκλου «Ανοιχτού
Πανεπιστηµίου» ∆ήµου Θεσσαλονίκης 2004-2005, Θεσσαλονίκη 2006
– Λόγος Θεολογίας Α΄, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009
ΚΡΙΜΠΑΣ Κ., ∆αρβινισµός και η ιστορία του έως τις µέρες µας, εκδ. Ωκεανίδα,
Αθήνα 2009
ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΕΑ Μ., “Παιδικός Αυτισµός” στο Σύγχρονα Θέµατα Παιδοψυχιατρικής, Τόµος
Β΄, Μέρος Α΄, επιµ. Γ.Τσιάντης-Σ.Μανωλόπουλος, εκδ. Καστανιώτη,
Αθήνα 2001
ΚΩΣΤΑ-ΤΣΟΛΑΚΗ Μ., “Παθολογία Γνωστικών Λειτουργιών” στο Θέµατα Γηροψυχολογίας
και γεροντολογίας, επιµ. Α.Κωσταρίδου-Ευκλείδη, εκδ. Ελληνικά
Γράµµατα, Αθήνα 1999

ΛΙΛΗΣ Ι., Ο θεωρητικός και ο πρακτικός άνθρωπος στα κείµενα του Βυζαντινού
πολιτισµού, (Μελέτη που δηµοσιεύθηκε στο επίσηµο δελτίο της
Εκκλησίας της Κρήτης Απόστολος Τίτος, περίοδος Γ΄, τεύχος 8,
∆εκέµβριος 2007 σελ. 93–102)·
http://www.aeahk.gr/anagnwsthrio/theorhtikos%20kai%20praktikos
%20an8rwpos%20sto%20byzantio.doc [προσπ. 29/04/2010]
ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘ., ∆ογµατική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εκδ. Συνοδινού,
Αθήνα 1962

193
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΛΟΥ∆ΟΒΙΚΟΣ Ν., Η ελευθερία στην ορθόδοξη πνευµατική ζωή, Οµιλία στη ∆ιακίδειο
σχολή Πατρών, ∆ιοργάνωση: Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων
(Παράρτηµα Πατρών), Πάτρα, 15 Μαρτίου 2008,
http://manitaritoubounou.wordpress.com/2008/03/27/eley8eria-
or8odoxia-loydobikos-1/#more-447 [προσπ. 29/04/2010]

ΜΑΝΟΣ Ν., Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής, εκδ. University Studio Press,
Θεσσαλονίκη 1997
ΜΑΝΤΖΑΡΙ∆ΗΣ Γ., Χριστιανική Ηθική Ι, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002
– Χριστιανική Ηθική ΙΙ, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003
ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ ∆., ΓΩΝΙ∆Α Ε., Σηµειώσεις στο Μάθηµα – Κοινωνικό-γνωστική Ανάπτυξη (436), ΑΠΘ
Τµήµα Ψυχολογίας, Θεσσαλονίκη 2004-2005
ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ Γ., «Η ενανθρώπηση του Λόγου κατά τον Αγ. Ιωάννη ∆αµασκηνό και η
σηµασία της για τη Θεολογία του», στο: Θεολογία 78,1 (2007),
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/74.doc [προσπ.
29/04/2010]
– «Το προπατορικό αµάρτηµα κατά την Ορθόδοξη Παράδοση», στο:
Επιστηµονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής (Νέα σειρά), Τµήµα
Θεολογίας, 16 (2006),
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/80.doc [προσπ.
29/04/2010]
– Ιστορία της Ορθόδοξης Θεολογίας και Πνευµατικότητας: Σηµειώσεις
από τις πανεπιστηµιακές παραδόσεις, ΑΠΘ, εκδ. Υπηρεσία
∆ηµοσιευµάτων, Θεσσαλονίκη 2000-2001

– Λογικό και αυτεξούσιο κατά τον αγ. Ιωάννη τον ∆αµασκηνό,


Πρακτικά Κ΄ Θεολογικού Συνεδρίου µε θέµα «ο άγιος Ιωάννης ο
∆αµασκηνός», Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000

– Νους και βούληση κατά τον ιερό Αυγουστίνο και την ελληνική
πατερική παράδοση (υπό δηµοσίευση στον Τόµο των Πρακτικών του
11ου ∆ιαχριστιανικού Συµποσίου µε θέµα «Ο ιερός Αυγουστίνος στη
δυτική και ανατολική παράδοση», που διοργάνωσε µεταξύ 3-5
Σεπτεµβρίου 2009 στη Ρώµη το Πανεπιστήµιο Ateneum Antonianum
της Ρώµης σε συνεργασία µε το Τµήµα Θεολογίας του ΑΠΘ),
http://users.auth.gr/~martzelo/index.files/docs/105.doc [προσπ.
29/04/2010]
– Ορθοδοξία και Σύγχρονοι ∆ιάλογοι, Φ.Θ.Β. 61, εκδ. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη 2008

– Ορθόδοξο δόγµα και θεολογικός προβληµατισµός. Μελετήµατα


δογµατικής θεολογίας A΄, Φ.Θ.Β. 25, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1993

– Ορθόδοξο δόγµα και θεολογικός προβληµατισµός. Μελετήµατα


δογµατικής θεολογίας Β΄, Φ.Θ.Β. 41, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
2000

– Ορθόδοξο δόγµα και θεολογικός προβληµατισµός. Μελετήµατα


δογµατικής θεολογίας Γ΄, Φ.Θ.Β. 60, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
2007

ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ Ν., ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία Β΄, Έκθεση της ορθόδοξης πίστης
σε αντιπαράθεση µε τη δυτική χριστιανοσύνη, Φ.Θ.Β. 3, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999
– ∆ογµατική και Συµβολική Θεολογία Γ΄, Ανακεφαλαίωση και
Αγαθοτοπία – Έκθεση του οικουµενικού χαρακτήρα της χριστιανικής
διδασκαλίας, Φ.Θ.Β. 34, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005

– Επιστήµη Φιλοσοφία και Θεολογία στην Εξαήµερο του Μ.Βασιλείου,


Φ.Θ.Β. 10, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1990
– Θεολογία, Κτισιολογία, Εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιον:
Σηµεία πατερικής και οικουµενικής θεολογίας, Φ.Θ.Β. 46, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001

– Ιστορία της Φιλοσοφίας, Φ.Θ.Β. 6, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη


1997

194
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

– Κόσµος, άνθρωπος, κοινωνία κατά τον Μάξιµο Οµολογητή, εκδ.


Γρηγόρη, Αθήνα 1980
– Ο Σατανάς, Φ.Θ.Β. 38, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999
– Το πρόβληµα του Κακού, Φ.Θ.Β. 5, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
1992
– Φιλοσοφία και ∆ογµατική ∆ιδασκαλία του Ιωάννου ∆αµασκηνού,
ΕΕΘΣΑΠΘ, Τόµος Ι∆΄, Ανάτυπον, Θεσσαλονίκη 1969
ΜΕΣΚΟΣ Α., Ο πλανήτης της θεολογίας, εκδ. Ι.Μ.Μεταµορφώσεως του Σωτήρος,
Σοχός 2002
ΜΕΤΑΛΛΙ∆ΗΣ Γ., Η σωτηρία του ανθρώπου κατά τον άγιο Ιωάννη το ∆αµασκηνό,
∆ιατριβή επί διδακτορία ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2002
ΜΟΥΡΤΖΙΟΣ Ι., Ερµηνευτικές Μελέτες στην Παλαιά και την Καινή ∆ιαθήκη Α΄, εκδ.
Πουρναρά 2000
ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ ΕΙΡ., Το µυστήριον της εν τη Αγία Τριάδι διακρίσεως της θείας ουσίας και
ενεργείας κατά τον άγιον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν (Α.Β. 39),
εκδ. Πατριαρχικού Ιδρύµατος Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη
1983

ΝΕΛΛΑΣ Π., Ζώον θεούµενον, εκδ. Αρµός, Αθήνα 2000


ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΣ Θ., Βίος και συγγράµµατα αγίου Ιωάννου του ∆αµασκηνού, Πρακτικά Κ΄
Θεολογικού Συνεδρίου µε θέµα «ο άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός»,
Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000

ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΥ- Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Βασιλείου, Ανάλεκτα Βλατάδων 7,


ΤΣΑΝΑΝΑ Ο., ΠΙΜΠ, Θεσσαλονίκη 1970
ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ Ν.Γ., Σηµειώσεις εκατό ηµερών, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988
ΠΕΤΡΟΥ Ι., Κοινωνική θεωρία και σύγχρονος πολιτισµός, εκδ. Βάνιας,
Θεσσαλονίκη 2005
– Το οικολογικό πρόβληµα µιας πολυπολιτισµικής κοινωνίας, στο
«Ορθοδοξία και Φυσικό περιβάλλον», ∆ιατµηµατικό Συµπόσιο που
διοργανώθηκε από τα Τµήµατα Θεολογίας, Ποιµαντικής και
Κοινωνικής Θεολογίας και ∆ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος
ΑΠΘ, 3-4 Απριλίου 1997
ΠΛΕΞΙ∆ΑΣ Ι., Πρόσωπο και φύση. Προβληµατισµοί γύρω από την έννοια του
προσώπου στη σκέψη του Ιωάννη ∆αµασκηνού, εκδ. Νησίδες,
Σκόπελος 2001

ΡΑΜΦΟΣ ΣΤ., Το Μυστικό του Ιησού, εκδ. Αρµός, Αθήνα 2006


ΡΩΜΑΝΙ∆ΗΣ Ι., Πατερική Θεολογία, εκδ. Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004
– Το προπατορικό αµάρτηµα, εκδ. ∆όµος, Αθήνα 2001
ΣΑΧΑΡΩΦ Ν., Το άκτιστο φως στον άγιο Γρηγόριο Παλαµά και στον γέροντα
Σωφρόνιο, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαµάς στην Ιστορία και το παρόν:
πρακτικά διεθνών επιστηµονικών συνεδρίων Αθηνών (13-15
Νοεµβρίου 1998) και Λεµεσού (5-7 Νοεµβρίου 1999), Άγιον Όρος:
Ιερά Μονή Βατοπαιδίου 2000
ΣΑΧΑΡΩΦ Σ., The Risk in Creation,
http://www.pigizois.net/agglika/sofronios/03.htm [προσπ.
29/04/2010]

– Οψόµεθα τον Θεόν καθώς έστι, εκδ. Ι.Μ.Τιµίου Προδρόµου, Έσσεξ


Αγγλία 1993
ΣΕΡΡΑΡΝΤ Φ., Θάνατος και Ανάσταση της ιερής κοσµολογίας, µτφ. Π.Σουλτάνης,
επιµ. έκδ. Β.Αργυριάδης, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2009
ΣΙΑΣΟΣ Λ., Τα όρια της κατηγορικής σηµαντικής στη θεολογία του Ιωάννη
∆αµασκηνού, τόµος 27, ΕΕΘΣΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1982
ΣΜΕΜΑΝ Α, Ηµερολόγιο, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2002

195
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ ΧΡ., Από την παθολογική συναισθηµατικότητα στον οικολογικό ρεαλισµό


της ευθύνης, 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Περιβάλλοντος –
Ολοκληρωµένη ανάπτυξη και περιβάλλον, 09-12 ∆εκεµβρίου 2004,
Θεσσαλονίκη-Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ.

– Έρως και Θάνατος, Ορθόδοξη Μαρτυρία 114, εκδ. Ακρίτα,


Θεσσαλονίκη 2009
– Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγµα, Λειµών Αµφιλαφής 1, εκδ.
Παλίµψηστον, Θεσσαλονίκη 2003
– Κάλλος το Άγιον, Ορθόδοξη Μαρτυρία 87, εκδ. Ακρίτα, Θεσσαλονίκη
2005
– Κυρίλλου Αλεξανδρείας: Κατά ανθρωποµορφιτών, εκδ. Παλίµψηστον,
Θεσσαλονίκη 1993
– Περί Φωτός, Λειµών Αµφιλαφής 4, εκδ. Παλίµψηστον, Θεσσαλονίκη
1999
– Σχόλιο στο βιβλίο του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄ (Γιόζεφ Ράτζινγκερ), Ο
Ιησούς από τη Ναζαρέτ Α΄: Από τη βάπτιση στον Ιορδάνη έως τη
Μεταµόρφωση, µτφ. Σ.∆εσπότης, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2007,
Σύναξη 107 [2008]
ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ Χ., “Νοητική Καθυστέρηση” στο Σύγχρονα Θέµατα Παιδοψυχιατρικής,
Τόµος Β΄, Μέρος Α΄, επιµ. Γ.Τσιάντης-Σ.Μανωλόπουλος, εκδ.
Καστανιώτη, Αθήνα 2001

ΣΤΕΦΑΝΙ∆ΗΣ Β., Εκκλησιαστική ιστορία, εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1959


ΤΑΤΑΚΗΣ Β., Η βυζαντινή φιλοσοφία, µτφ. Ε.Καλπουρτζή, εποπτ. Λ.Μπενάκη,
Αθήνα 1977
ΤΟΛΙΟΣ Σ., Η εσχατολογία του αγίου Ιωάννου του ∆αµασκηνού, Πρακτικά Κ΄
Θεολογικού Συνεδρίου µε θέµα «ο άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός»,
Ι.Μ.Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000
ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ Π., ∆ογµατική, Τόµος 1, εκδ. Ζωή, Αθήνα 1959
ΤΣΑΜΗΣ ∆., Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000
– Εκκλησιαστική Γραµµατολογία: Από την αποστολική εποχή ως την
άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996
ΤΣΕΛΕΓΓΙ∆ΗΣ ∆., ∆υτική Θεολογία και Πνευµατικότητα: Σηµειώσεις από τις
πανεπιστηµιακές παραδόσεις, ΑΠΘ, εκδ. Υπηρεσία ∆ηµοσιευµάτων,
Θεσσαλονίκη

– Χάρη και Ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του Ι∆΄ αιώνα.
Συµβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002

ΧΑΣΟΥΡΑΚΗΣ Ν., Η φύση του ανθρώπου κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, ∆ιπλωµατική
Εργασία ΠΜΣ ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2005
ΧΡΗΣΤΟΥ Π., Ελληνική Πατρολογία, τόµος Γ΄, εκδ. Κυροµάνος, Θεσσαλονίκη 1987

– Ελληνική Πατρολογία, τόµος Ε΄, εκδ. Κυροµάνος, Θεσσαλονίκη 1992

γ. ΛΕΞΙΚΑ, ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ


–, American Museum & Natural History, Hayden Planitarium, Digital
Universe Atlas, http://www.haydenplanetarium.org/universe/
[προσπ. 29/04/2010]

–, Astrobiology Magazine, Cosmic Evolution, Three Tough Questions,


25-04-2004, http://www.astrobio.net/exclusive/938/three-tough-
questions# [προσπ. 29/04/2010]

–, http://www.livepedia.gr/index.php/Αυθυποβολή [προσπ.
29/04/2010]

196
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

PROKHOROV A., Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, Τόµος 10, εκδ. Ακάδηµος, Αθήνα
1979
ΑΝ∆ΡΟΥΤΣΟΣ ΧΡ., Λεξικόν της Φιλοσοφίας, Έκδοση Β΄, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη
1965
ΓΚΙΚΑΣ Σ., Λεξικό Ιδεών και Ιδεολογιών: Πολιτική-Κοινωνιολογία-Ψυχολογία-
Φιλοσοφία, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1992
∆ΡΑΝ∆ΑΚΗΣ Π., Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Έκδοση Β΄, Τόµος 6, εκδ. Φοίνιξ,
Αθήνα [195-? - 1964?]
ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ Θ., Λεξικό της Φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράµµατα, Αθήνα 2004

197
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ-ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

C άκτιστος, 11, 13, 19, 21, 25, 49-51,


67, 79, 81, 131, 150, 160, 166,
consensus patrum, 69 173, 178
αλαζονεία, 49, 66, 72-73, 110-111
Α αλλοίωση, 27, 65, 80, 88, 99, 102,
162, 174
άβουλο, 151
άλογος, 13, 32, 44-45, 48, 52-53,
αγαθό,
56, 65, 74, 76, 78, 89-90, 96,
- νοµιζόµενο, 86, 158, 178-179 98-102, 109, 114, 120, 123,
- όντως, 86, 158, 178 146-148, 155-157, 159-161,
αγαθοεργία, 160 163-164, 167, 169, 170-171,
174-175, 178
αγαθός, 16, 19, 25-34, 36-37,
50-51, 70, 74, 80, 84-86, 102, αµάρτηµα, 36, 111
109, 111-113, 115-116, 119, 121, - µεταπατορικό, 36, 121
124-130, 143, 158-160, 172-176 - προπατορικό, 68, 80, 85, 121
αγαθότητα, 11, 29, 31-32, 35-36, αµαρτητικός, 102, 107, 121, 131,
49, 73, 83, 97, 106, 109, 113, 176
116, 128-129, 131, 166, 169,
αµαρτία, 32, 34, 36-37, 40-41, 50,
173-175
56, 71-72, 87, 91, 107, 111, 121,
αγάπη, 32, 35, 67, 70, 83-85, 97-98, 125, 127, 135, 137-139, 144-145,
125, 130, 173-177 159-160, 176-177
άγγελοι, 13, 19, 25-29, 31-34, 43, αµαρτωλός, 34, 45, 83, 111, 124-
49, 51, 53, 57-61, 65, 73, 96, 130, 132, 176
101-102, 119, 124, 126, 155, 163,
αµαύρωση, 32, 56, 134, 144, 151
170, 174-175
αµετακινησία, 28, 73, 174
αγγελοφάνεια, 38
αµεταµέλητος, 33, 83, 178
αγεννησία, 59, 139
αµετανοησία, 32, 34, 72-73, 79, 112,
αγιασµός, 28, 29, 83, 85, 119, 124,
114, 126, 159, 174, 176
174, 176
ανάγκη, 28, 40-41, 44-45, 50, 62,
αγιαστικός, 173, 175
64-65, 67, 71, 86, 89, 113, 115,
άγιοι, 73, 125 120, 131, 139, 141, 143, 147,
αδιάβλητα πάθη, 156, 170, 173
βλέπε πάθη αδιάβλητα ανα-ζήτηση / ζήτηση,
άδικοι, 45, 83-84, 109, 123, 127, βλέπε ζήτηση / ανα-ζήτηση
129, 177 ανακαίνιση, 67,146, 167-169,
αδυναµία, 23, 32-34, 65, 67, 102, 171-172, 177
109, 111, 116, 121, 127, 134, 176 Ανάληψη, 153
αθανασία, 19, 25, 48, 62, 66, 70-72, αναµαρτησία, 34, 49-50, 97, 121,
74, 78-81, 84, 122-123, 131, 139, 159-160
153, 160, 173-174
αναπαραγωγή, 89, 94, 166
αθεράπευτος, 144-145
ανάσταση, 81-85, 98, 123-124, 142,
αισθητός, 51-52, 66, 89 152-153, 167-168, 177-178
αισθητικός, 89, 100 ανασύσταση, 81, 123
ακοινωνησία, 176 ανελευθερία, 56
ακούσιος, 14, 156 ανενεργός, 128
ανθρωπική αρχή, 169

198
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ανθρωποκεντρικότητα, 168-170 άσκηση, 27, 30, 36, 43, 50, 60-62,


ανταµοιβή, 106, 124-125 64, 85, 97-98, 102, 107-108, 114,
118-121, 123-124, 131-132, 136,
ανταπόδοση, 127, 177
155, 159, 161, 163, 175
ανυπαρξία, 83, 123, 175
αστέρες, 161
ανυπόστατος, 67
αστοχία, 36, 84, 158, 178
αόρατος, 48, 51-53, 96, 121, 155,
αστρολογία, 161
169-170, 174-175
αστρονοµία, 12, 15
απάθεια, 74, 152
ασώµατος, 25, 31, 33, 49, 51-52, 58,
απελπισία, 65
61, 99, 101, 163, 174
απόγνωση, 65
ατελής, 64-65
απογοήτευση, 114
άτρεπτο, 21, 33, 126, 131
αποδοχή, 17, 32, 47, 80, 107, 118,
άυλος, 25, 49, 60, 102
127, 150, 172
αυτόµατο, 44-45
αποκάλυψη, 39, 111, 170
αυτοσυνειδησία, 65
- υπερφυσική, 119
αφθαρσία, 19, 67-68, 70-74, 76,
- φυσική, 119
78-81, 86, 96, 122-123, 131, 139,
αποκατάσταση, 13, 32-33, 39, 55, 153, 157, 160, 173, 177
118, 134, 144, 151, 168
άψυχος, 44-45, 52-53, 56, 65, 76,
- των πάντων, 83 99, 114, 151, 155, 157, 160-163,
αποµάκρυνση, 27, 29-31, 33-34, 169-172, 174-175, 178
36-37, 63, 69-70, 73-75, 86,
96-98, 112, 114, 116, 128-131,
157, 159, 167, 171, 173-174, 176 Β
απόρριψη, 107, 116, 127, 131, 174, βαθµίδα / βαθµός, 26, 32, 37, 47,
176 85, 88, 100, 117, 130, 160-161,
αποτυχία, 66 166, 170, 172, 175
απουσία, 14, 27, 29, 33, 37, 50, 66, βιβλικός, 25, 43, 47, 63, 67-68, 71,
84, 100, 126, 127, 164, 166-167, 96, 131, 156, 166, 168, 170
173, 176 Βουδισµός, 67
απρόσληπτο, 144-145 βουλή/βούλευση, 22, 45-46, 92-93,
απρόσωπος, 56 99, 104, 135-136, 165
απώλεια, 32, 34, 68, 70-71, 86, 106, βούληση, 11, 21-22, 87, 89-93, 106,
112, 115, 117, 121-122, 125, 108, 135-136, 160, 165, 173
128-129, 132, 157, 159, 176
αρετή, 50, 54-55, 72-73, 90,
104-105, 110-111, 113,
Γ
118-120, 123-124, 132, 156, 159, γάµος, 95
164, 175 γενετήσια ικανότητα, 95
αριστοτελική φιλοσοφία, γέννηση, 51, 59, 75, 94-95, 147,
βλέπε φιλοσοφία αριστοτελική 152, 170
άρνηση, 32, 34, 36, 50, 67-68, 70, γνώµη, 21, 36, 90, 92-93, 152
74-75, 79, 97-98, 114, 116-117, γνωµικό/υποστατικό θέληµα,
126, 129-131, 174-176, 178 βλέπε θέληµα γνωµικό/υποστατικό
αρχαιοελληνική φιλοσοφία, γνώση, 29, 61, 64-66, 68, 77,
βλέπε φιλοσοφία αρχαιοελληνική 96-97, 140, 144, 157
ασθενής, 38-39, 46-47, 71, 79, 107, γνωστική ικανότητα, 14, 29, 47, 64,
110, 117, 119, 126 171-172
γυναίκα, 94, 97

199
Χαρίδημου Α. Κουτρή

∆ δύναµη, 23, 33, 38, 64, 84, 88, 90,


111, 117, 135, 152
δαίµονες, 26-41, 43, 49, 53, 58, 73,
101-102, 108, 114, 124-126, 130, δυναµικός, 27, 65, 119, 174
158, 161, 163, 170-171, 174 δυνατότητα, 13, 26-27, 31, 34, 36,
δαιµονισµός, 38-39 51-52, 54, 62-63, 65-66, 73, 76,
78, 80, 84, 96-100, 102, 107,
δέντρο, 131, 141, 147, 156, 159, 163,
- γνώσης καλού και κακού, 165, 167-168, 173-176
61-66, 73-74, 77, 96-97, δυσκινησία, 27-28, 66
157
δωρεά / χάρισµα, 31-32, 45, 55, 62,
- ζωής, 61-62, 66, 68, 74, 96, 66-67, 78, 81, 83-84, 95, 98, 102,
157 116-119, 132, 145, 150, 156, 160,
δηµιούργηµα, 19, 22-23, 25-26, 30, 162, 167, 177-178
34-37, 48-49, 51-53, 57-59, 62,
67, 70-71, 75, 78, 82-83, 88, 96,
98-99, 102, 108, 115-116, 118, Ε
121, 127-131, 143-144, 168-178 εθελότρεπτος, 26, 51
δηµιουργία, 25, 27-28, 30-31, 36, εικονοµαχία, 15-16
41, 47-49, 53, 58, 60-61, 66-67,
ειµαρµένη / µοίρα, 44-45
69, 71-72, 74, 76, 79-80, 88,
93-94, 96-98, 106-110, 112-113, εἶναι, 79, 84, 99, 129, 166, 169,
123-124, 128-130, 139, 145, 155, 173, 175
158-160, 162, 169-170, 172-176, ἐκ τοῦ µὴ ὄντος, 80, 173
178
Εκκλησία, 11-12, 15-17, 55, 82, 95,
δηµιουργική ενέργεια Θεού, 164, 173, 179
- άρση της, 35 εκούσιος, 29, 31, 33, 70, 73, 78, 81,
δηµιουργικός, 13, 36, 67, 94, 97, 97, 100, 103, 107, 112, 116, 131,
106, 117, 119, 158, 163, 178 150, 156, 165, 176
δηµιουργικότητα, 57, 60, 166 εκτροπή, 37, 160
δηµιουργός, 11, 19-20, 25, 38, 48, εκχώρηση, 33-34, 148
51, 53-54, 67, 75, 78, 96, 102, ελευθερία, 11, 14, 21, 23, 26-27, 31,
106, 129, 131, 143, 160, 174 33, 36, 41, 50, 54, 62-63, 89,
δι’ ανθρώπου, 75, 77 97-98, 102, 107-108, 111, 116,
125, 131-132, 136, 147, 162, 166,
διανοητικός, 104
168, 173-176, 178-179
διαπαιδαγώγηση, 110, 112, 114
ελπίδα, 14, 175
διατήρηση, 19, 25, 28, 32, 37, 46,
έµψυχος, 96, 139, 147, 172, 174, 178
55, 74, 81, 86, 88, 95, 105-106,
118, 125-126, 130, 152-153, 158, ἐν ζωῇ, 122-124, 132, 169, 176-177
161, 173-176 ἐν Χριστῷ, 39, 169
δίκαιοι, 83-84, 123, 126, 129, 177
ενανθρώπηση, 39, 55, 75, 82, 85,
δικαιοσύνη, 33, 70, 97 119, 134, 136, 144, 151, 172
δόγµα, 12, 87, 134 ενέργεια, 19, 22, 26, 33, 35, 39, 45,
δογµατική, 15-16, 156 68, 79, 83-85, 102-105, 119, 130,
δογµατολόγος, 12, 16, 173 137, 139-142, 144, 153, 158, 169,
172-173, 175-177
δουλεία, 66
- σύνθετη, 150
δουλικός, 63
ενεργητικός, 51, 134
δράση, 36, 39, 45, 102, 105, 109,
136, 152, 155, 170 ενσάρκωση / σάρκωση, 13, 78, 82,
85, 118-119, 141, 145-147, 150,
175, 177-178

200
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

ένστικτο, 147 Ζ
εξέλιξη, 68, 79, 119, 163-164, 175 ζήτηση / ανα-ζήτηση, 92-93, 139,
έξη, 27-28, 65 165
εξοµολόγηση, 111 ζώα, 38, 44-45, 74, 78, 89, 100,
εξουσία, 26, 38, 40-41, 56, 59, 120, 123, 147, 159, 163-167, 175
100-101, 107, 119-120, 155, 156, ζωή, 36, 51-52, 55, 61-62, 66-67,
161, 164-165, 171-172 69-70, 74-75, 79-80, 84-86, 88-
εξουσιαστικό, 59 89, 96-97, 102, 106, 114, 119,
έξω σοφοί, 12 124, 126-127, 144, 158, 161, 164,
166, 170
ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ, 71-72, 74, 82, 175, 178
- αισθητική, 146
έπαινος, 90, 101, 103, 109, 161, 164
- αιώνια, 67, 124, 177-178
επανάσταση, 122, 157
- λογική, 147
επάνοδος, 118, 122
επιβολή, 23, 33, 95, 97, 143, 174
- µέλλουσα, 49

επιβράβευση, 62, 72, 81, 160 - νοερή, 147


επιβραδύνση, 32 - παρούσα, 49, 158
επίγνωση, 65-66 - φυτική, 146
επιδείνωση, 27, 32, 117 - επίγεια, 86
επιθυµία, 14, 32-33, 50, 65, 74, - τρία είδη, 146
78-79, 90-92, 95, 97, 105, 100, ζωοποίηση, 26, 35, 67, 130, 173,
108, 112-113, 116, 119-120, 175-176
125-127, 136, 158-160, 164-165,
172, 176
επιλογή, 11-12, 22, 26-27, 29-31, Η
33-34, 36-37, 41, 43, 46, 50, 60, ηθική, 15-16, 70, 136, 139, 159
62-63, 65, 68, 70, 73-75, 78-80,
ηθική φιλοσοφία,
83, 85, 87, 91-93, 96-99,
βλέπε φιλοσοφία ηθική
101-107, 111-112, 114, 116-118,
120-122, 124-125, 127-132, 136, Ηµέρα Κρίσεως / Τελική Κρίση, βλέπε
139, 144-145, 147, 156-157, 163, Κρίση Τελική / Ηµέρα Κρίσεως
165-166-167, 169, 172, 174-178
επιστροφή, 32-33, 82-83, 106-107, Θ
111, 113, 121, 126, 167, 174-176
θάνατος, 62, 68-71, 73-86, 92,
- µη επιστροφή, 34, 167, 173, 94-97, 100, 106-108, 120,
175 122-124, 126, 131, 148, 150, 152,
επιτάχυνση, 32 158, 165, 168-170, 177
εργαλειακός, 132, 168, 170 - πνευµατικός, 75, 78-79, 84
εστίαση, 55, 62, 66, 71, 97, 139, - σωµατικός/βιολογικός, 34, 71,
158, 166-167, 171 75, 78-81, 85, 122, 177
έσχατα, 11, 169, 171, 179 θεάνθρωπος, 13, 78, 82, 85, 98,
εὖ εἶναι, 84, 169, 173 139, 163, 168, 177-178
ευθύνη, 11, 14, 31-32, 41, 45, 79, θέληµα, 21, 85, 87, 90, 93, 96, 120,
97, 102, 106-107, 114, 121, 127- 134-139, 141-142, 144, 147-149,
128, 162 151, 159, 177
ευκινησία, 66 - γνωµικό/υποστατικό, 21, 87,
90, 93, 96, 134-139, 159
ἐφ᾿ ἡμῖν, 103-105, 108
- Θεού, δύο, 112
- Θεού, επόµενο/δεύτερο, 112

201
Χαρίδημου Α. Κουτρή

- Θεού προηγούµενο/πρώτο, κακός, 29, 64, 67, 69, 78-79, 81, 86,
112 90, 94, 105, 111, 113, 115, 118,
- µη σύνθετο, 150 125, 127, 129, 139, 164, 174
- σύνθετο, 150 καλό, 14, 16, 30, 36, 61-66, 68,
73-74, 77, 96-97, 105, 107, 110-
- φυσικό, 21, 135, 137, 142,
111, 114, 116, 118-119, 126, 130,
151, 165
139, 144, 157, 173
θέληση, 21, 87-90, 93, 109,
καλός, 58, 65, 92, 105, 108-110,
137-138, 141-142, 144-147,
113, 115, 125, 129, 145
150-153, 165
- φυσική, 137, 140, 151, 159, κατ’ εικόνα, 19, 25, 32, 47-48,
177 53-60, 81, 96-97, 118, 131, 134,
143-146, 151, 155, 166, 174-175,
θελητικός, 51, 90, 134, 147-148
178
θελητό, 21, 90, 135
κατ’ εὐδοκίαν, 110
θεοεγκατάλειψη, 110-112, 176
- προσωρινή-µερική, 112
κατά συγχώρησιν, 110
- τέλεια, 112 κατὰ φύσιν, 25, 36-37, 39, 51, 56,
θέωση, 49, 65-66, 80, 131, 152, 89, 97, 109, 118, 121-122, 137-
159-160, 175 138, 157-158, 160, 165
θεωρία Θεού, 74, 78 κατὰ χάριν, 54, 71, 80, 131, 159
θνητός, 71, 74, 76, 78, 80- 81 κατὰ χάριν ἐν τῇ φύσει, 19, 25, 174
θνητότητα, 79, 102, 168 καταδίκη, 74, 95, 145
- κατάφαση στη, 80 κατάκριση, 101, 103, 109, 161
θρέψη, 62, 68, 91, 136, 141, καταστροφή, 39, 171
165-166, 170 - αυτοκαταστροφή, 158
- περιβαλλοντική, 158
Ι κίνηση, 21, 25, 27-28, 34, 36-37,
ιδιώµατα, 19, 139, 147, 173 44, 49, 55, 67, 76, 81, 93, 105,
107, 116, 118, 129, 135, 145,
ιεραρχία, 166
159-162, 173
- χαρισµατική, 26, 29, 174
- αυξητική, 146
Ινδουισµός, 67
- γεννητική, 146
ισότητα, 47
- θρεπτική, 146
κληρονοµιά, 68, 85
Κ κοινωνία, 29, 52, 61-62, 67-68, 70,
καθ’ ομοίωσιν, 25, 47-48, 53-56, 84, 95-97, 139, 157, 166,
174-176
66, 81, 96, 118, 131, 159-160,
175, 178, βλέπε και οµοίωση - µοναχική, 95
καθ᾿ ἡμᾶς γενόμενος, 82 κρίση, 92-93, 104, 106, 122, 124,
131-132, 165
καθ᾿ ὑπόστασιν ἕνωσιν, 136
Κρίση Τελική / Ηµέρα Κρίσεως, 29,
κακία/κακότητα, 30, 32, 37, 40, 54, 34, 124-125, 132
76, 83, 85, 105-106, 118, 120, κτίση, 11, 13, 22, 25, 35, 37, 48-49,
123-124, 132 52-53, 60, 75, 96-98, 100, 102,
κακό, 16, 28, 30-33, 37, 50, 58, 108, 114, 121, 146, 155-157,
64-65, 67-68, 71-74, 79, 83, 95, 159-161, 163, 165-175, 178
102, 105, 107-108, 110-111, κτιστός, 19, 25-26, 49, 51, 65, 67,
113-114, 116, 123, 126, 128, 130, 79-81, 85, 102, 107, 131, 155,
144, 159-160, 173, 176 160, 166, 170-171, 174, 176, 178

202
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

Κτίστης, 66, 172 µοναστικός / µοναχικός, 63, 95


κτιστό, 25, 79, 150, 166, 173, 178 Μονοθελητισµός, 134
κτιστότητα, 20, 25, 51, 65, 76, 79, Μονοφυσιτισµός, 134
81, 88, 98-99, 178
- µυστήριο της, 80
Ν
κυριαρχία, 16, 38, 53, 73-74, 89,
100, 120, 123, 145, 156, 175 Νεοπλατωνισµός,
βλέπε φιλοσοφία νεοπλατωνική
κυριαρχικό, 59
νοερό, 56, 59, 178
κυριαρχικότητα, 29
νοερός, 25, 51, 53-54, 89, 96, 139,
147, 175
Λ νοηµοσύνη, 47
λίαν καλός, 30, 37, 48, 51, 67, 96, νόηση, 47, 52, 104, 144
97, 130, 132, 158-160, 171-175, νοητός, 48, 52, 66, 104
178
νοµιζόµενο αγαθό,
λογική / λογικό / λογικότητα / λόγος, βλέπε αγαθό νοµιζόµενο
11, 19, 23, 25-27, 31-32, 35-36,
νοµική έννοια, 74
46-48, 51, 53, 56-62, 69, 73-74,
78, 85, 87-89, 91-92, 96-104, 107, νόµος, 103, 162, 164, 166, 174
109, 113, 120, 128, 130-131, 135, νους, 51, 55-56, 59, 104, 114, 145-
139, 142-144, 146-148, 151, 155- 146, 164
156, 160, 162-166, 172-176, 178
λυτρώση, 75, 82, 145, 168, 177
Ξ
ξεπέρασµα / υπέρβαση,
Μ βλέπε υπέρβαση / ξεπέρασµα
µεγαλείο, 48, 65-66, 166, 172
μετά θάνατον, 81, 83, 106, 122,
Ο
124, 127-128, 132, 167, 169,
176-177 οικολογικό πρόβληµα, 158
µεταµόρφωση, 111, 122 οικονόµος / επιστάτης / διαχειριστής,
170, 178
µετάνοια, 33-34, 107, 112-113, 117,
121-122, 126, 131, 174-176 οµοίωση, 19, 54, 74, 78, 120, 131,
156, 159, 166, 175, βλέπε και
µεταπατορικό αµάρτηµα,
καθ’ οµοίωση
βλέπε αµάρτηµα µεταπατορικό
οµοιοµορφία ισοπεδωτική, 29
µεταπτωτικός, 79, 107, 158
µετοχή / συµµετοχή, 19, 26, 29, 32, ὄν, 102, 167, 175-176
48-49, 52, 61-62, 66, 68, 73, 79- όντα, 19-21, 23, 25-27, 31-33,
80, 83-85, 94, 97, 113, 119, 123- 35-38, 44, 46, 51-52, 57-58, 60,
124, 128, 130, 139, 160, 166, 62, 67, 75-76, 79, 83, 85, 89, 95,
169, 172-176 97-102, 108-109, 112, 114-115,
128-130, 135, 147-149, 151, 155-
μὴ εἶναι, 173
156, 163-165, 167, 169, 171-175,
μὴ ὄν, 25, 79, 83, 99, 102, 129, 178-179
160, 167, 173-176 όντως αγαθό,
µηδέν, 49, 65, 67, 80, 83, 88, 107 βλέπε αγαθό όντως
µικρόκοσµος, 48 ορατός, 48, 52-53, 96, 121, 155,
µικρότητα, 48 161, 163, 165, 169-172, 174-175,
178
µοίρα / ειµαρµένη,
βλέπε ειµαρµένη / µοίρα

203
Χαρίδημου Α. Κουτρή

όρεξη, 88-89, 91, 93, 100-101, 135, 96, 108, 114, 117, 156, 166, 168,
146-147, 159, 164-165, 175 170-171
ορθή χρήση, 26, 43, 55, 62, 73, 78, πειρασµός, 28, 40-41, 72, 96, 107,
96, 102, 118, 121, 124, 127, 131, 156, 157
139 περιβάλλον, 39, 155
όρια, 37, 43, 63, 65-66, 80, 82, 84, πλάνη, 70
98, 102, 105, 107, 161, 178
πλανήτες, 161
οριακότητα, 14, 71, 178
πλατωνικός, 58
ορµή, 74, 93, 100, 104-105, 120,
πλεονεξία, 86
156, 164-165
πνεύµα, 48-49, 56, 58-59, 119
ορολογία
πνευµατικός, 39, 65, 75, 78-79, 84,
- δικανική, 117 95, 159
- ιατρική, 117 ποινή, 33
οὐκ ἐφ᾿ ἡμῖν, 103, 106, 108, 116 πονηρός, 79
ουράνια σώµατα, 162 πράξη, 27, 32-33, 39, 45, 50, 63,
90, 93, 96-97, 99-100, 102-107,
109, 111, 113, 115-117, 121-122,
Π 124, 142, 161-162, 164-165, 177
παγίωση / παγιότητα, 26-29, 32-34, - σχέση µε θεωρία, 11
72-74, 78, 126, 174
προαίρεση, 19, 22, 33, 36, 50, 73,
πάθη, 27, 40, 61, 74-75, 78, 82, 93, 99, 104-105, 135, 165,
111, 119-121, 142, 145, 148, 156, 173-174, 176
159-160, 177
πρόγνωση, 43, 79, 94, 97, 115, 117,
- αδιάβλητα, 119, 136, 152, 128, 131, 155, 175-176
159
προκοπή, 28-29, 50, 85, 174
παιδαγωγία,
πρόνοια, 16, 43-44, 94, 105-106,
βλέπε διαπαιδαγώγηση
108-110, 113-115, 131, 164, 173
παντογνωσία, 22, 94, 115, 117, 128,
πρόοδος, 62, 159
131, 136, 155, 172
προορισµός, 43, 49, 71, 115-117,
παντοδυναµία, 23, 102, 107, 109,
131, 175-176, 178
148, 152, 173, 176
προπατορικό αµάρτηµα,
παρ’ υπόσταση, 173 βλέπε αµάρτηµα προπατορικό
παρά φύση, 34, 36-37, 39, 56, 89, προπτωτικός, 79, 107, 158
97, 108, 118, 121, 138, 157-158 προσέγγιση, 33, 65-66, 86, 117,
παράβαση, 62, 70, 97, 106, 119, 127 119, 128, 131-132, 158, 163,
Παράδεισος, 27, 129 166-167, 171, 174, 178
παράδοση, 35, 68, 107, 150, 155, πρόσληψη, 55, 67, 119, 136-137,
171 144-147, 151, 177
παράδοση Πατερική, 37, 43, 47, 156, προσοικείωση, 76
166 προσωπικός, 11, 14, 31, 41, 102,
παραχώρηση, 36, 50, 74, 111, 112, 107, 114, 127, 137, 159, 168, 179
150, 155 πρόσωπο, 21, 81, 95, 134, 135-137,
παρθενία, 63 140, 142, 152, 168, 177
Παρουσία ∆ευτέρα, 29, 34, 122, 124, προτροπή, 103
167-168 πρωτοπαθής, 144
Πατέρες, 12, 15-16, 19, 21-22, 25, πρωτόπλαστοι, 33, 62-65, 68, 70-71,
27, 31, 36, 43, 47, 49, 52, 54-55, 73-74, 77-78, 94, 96-97, 118,
57, 67, 69-70, 80, 82, 86, 89, 95- 120, 131

204
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό

πτώση, 33, 35, 41, 65, 97, 111, 139 σύσταση, 162, 164
- ανθρώπου, 63, 65-66, 68-69, σφάλµα, 12, 14, 26, 34, 36, 96-97,
71, 75, 79-80, 86, 94-95, 102, 108, 121, 124-125, 127-128,
97, 107, 119, 131, 155, 132, 134
158, 168-169 σώµα, 25, 27, 31, 33, 48-49, 51, 53,
- δαιµόνων, 26-29, 31-33, 49, 56-60, 66, 70, 73, 75, 80-81,
73, 102, 108, 126, 128, 174 83-84, 95-96, 101-102, 120-124,
126, 139, 144, 146, 153, 159-160,
πυρ αιώνιο, 34-35, 84, 124
162, 171, 175-178
- υποτίµηση, 58
Ρ σωµατικός, 39, 57, 84, 95, 99, 160,
ρίσκο, 165
- Θεού, 98, 175 σώµατα ουράνια,
- Χριστού, 98 βλέπε ουράνια σώµατα
σωτηρία, 55, 60, 85, 95, 106-107,
110-119, 124, 127, 134, 146,
Σ 151-153, 160, 163, 167-168, 172,
σάρκα, 27, 33, 48, 57, 145, 146, 175
147, 151 Σωτηριολογία, 11, 163, 179
σάρκωση / ενσάρκωση,
βλέπε ενσάρκωση / σάρκωση
Τ
σατανοφάνεια, 38
ταχύτητα, 28, 139, 174
σεβασµός, 34, 36, 50, 67, 70, 78,
97-98, 111, 113, 128-131, 166, τέλειος, 64-65, 134, 136, 139, 151,
170, 172, 175-176, 178 175, 177
σεξουαλικότητα, 95 τελείωση, 27, 54, 62, 65-66, 70, 85,
95, 98, 168, 172
σκέψη, 22, 36, 39, 45-46, 92-93,
104, 165 Τελική Κρίση / Ηµέρα Κρίσεως, βλέπε
Κρίση Τελική / Ηµέρα Κρίσεως
σκοτάδι / σκότος, 31, 37, 173
τέχνες, 104-105
στασιµότητα, 62
τιµωρία, 32-33, 62-63, 70, 74, 76,
σταύρωση, 85, 110, 142, 148, 177- 84, 90, 97, 106, 125-126, 164,
178 173, 177
στέρηση, 31, 36-37, 41, 46-47, 59, τρεπτός, 20, 80, 99, 102, 131
70, 86, 126-127, 145-146, 163-
164, 166-167, 176, 178-179 τρεπτότητα, 20, 25-26, 76, 80,
98-99, 160, 162, 173, 176
στωϊκή φιλοσοφία,
βλέπε φιλοσοφία στωική τροπή, 21, 28, 102, 174, 176
συγχώρηση, 34, 110, 125, 174, 176 τρυφή, 61, 120, 124
συµµετοχή / µετοχή,
βλέπε µετοχή / συµµετοχή Υ
συνάφεια νέα, 81, 123 ύλη, 58, 79-80, 174
σύνδεσµος, 52 υλικός, 27, 49, 60, 86, 102, 158,
συνείδηση, 27, 29, 111, 132 167-168, 176, 178
συνεργασία / συνεργία, 49-50, 67, υλικότητα, 176, 178
111, 116, 160 υλισµός, 179
συνοχή, 173, 175 υπακοή, 63, 105, 120, 142, 148-149,
συντήρηση, 26, 100-101, 109, 167, 164, 177
169-170, 175 υπεξούσιος, 147, 164, 168, 178

205
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ὑπὲρ φύσιν, 74, 78, 160 107, 109-110, 116, 118-120, 127,
134-137, 139, 141-142, 144,
υπέρβαση / ξεπέρασµα, 41, 56, 58,
146-148, 150-152, 155, 157-160,
66-67, 72, 79-82, 85, 107
162-166, 168-175, 177-178
υπερούσιος, 23, 173
φυσικός/-ή/-ό, 12, 16, 21-22, 87-91,
υποδούλωση, 66, 77, 120, 163 93, 100, 118-119, 134-137, 140,
υπόσταση, 21-22, 81, 93, 134, 137, 142-144, 147, 151-152, 159-160,
167, 177 162, 164-166, 177
- σύνθετη, 151 - θέληση, 88-89, 91, 93, 136, 165
υποστατικό/γνωµικό θέληµα, - θέληµα, 22, 87-90, 135, 139,
βλέπε θέληµα γνωµικό/υποστατικό 143, 151
υποστατικός, 21, 81, 136-137, 152, 177 φυτά, 44-45
φως, 31, 37, 173
φωτισµός, 29-30, 49, 67
Φ
φαντασία, 38
φαυλότητα, 34, 83 Χ
φθαρµένος, 118, 146 χάρη, 29, 36, 49-51, 73, 80-81,
φθαρτός, 33, 49, 62, 67, 71, 78-82, 118-119
96, 111, 119-122, 126, 167, χάρισµα / δωρεά,
176-177 βλέπε δωρεά / χάρισµα
φθαρτότητα, 65, 76, 79, 81, 99, 102, χαρισµατική ιεραρχία,
106-107, 119, 139, 160, 173, βλέπε ιεραρχία χαρισµατική
177-178 χάριτι, 28, 51, 136, 174
φθόνος, 145
χρήση ορθή,
φθορά, 44, 66-68, 70-71, 73-77, 79- βλέπε ορθή χρήση
82, 86, 106-108, 119-120, 123,
χρησιµοθηρία, 167-168, 170
131, 155, 162, 168-169, 174,
176-177 Χριστολογία, 11, 93, 134, 142, 179
φιλανθρωπία, 74, 78, 82
φιλοσοφία, 11-12, 43-44, 87, 89, 92, Ψ
98, 131, 136, 146
ψυχή, 46, 48-49, 51, 53, 56, 58-60,
- αριστοτελική, 12, 15, 146 70, 73, 75, 80-81, 83, 91, 95-96,
- αρχαιοελληνική, 92 104, 120, 122-124, 126, 135, 139,
- έξω σοφοί, 12 146, 151-153, 165, 167, 177
- ηθική, 136 - υπερτίµηση, 58
- νεοπλατωνική, 89 ψυχικός, 39, 57
- πλατωνική, 15, 58 ψυχολογικός, 39
- στωική, 11, 89 ψυχοσωµατικός, 57, 80, 85, 122
φόβος, 63, 86, 150, 158 ψύχωση, 39
φορά, 27-28, 30, 32, 102, 65, 139, 174
φύσει, 52, 65, 74, 125, 143, 174, 176 Ω
φύση, 16, 19, 21-22, 33, 36, 44-45, ωριµότητα, 62, 64-65, 98
50, 53-54, 56, 65-67, 69, 71, ωφέλεια, 65
76-77, 79, 81-82, 86-91, 93, 100,

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Τα λήµµατα «αυτεξούσιο, αυτεξουσιότητα» δεν καταχωρίζονται για ευνόητους λόγους.

206
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΞΕΝΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

A K
ALFEYEV H., 69 KHOURY Α.Τ., 16
ARNIM I.AB, 11-12 KOCH H.A., 87
KOTTER B., 17, 91, 138
B
BARROW J., 169 L
BARTON S.C., 68, 163 LOUTH Α., 15-17, 28, 58, 61, 63-64,
BEEGHLY M., 47 69, 81, 87-89, 91-93, 115, 136-
137, 156
BENEDETTI F., 39
BERTOLA F., 169
M
C MANSI J.D., 134, 141
MEYENDORFF J., 35, 53, 55, 58, 63-
CAVALLERA F., 17
64, 153
CICCHETTI D., 47
MURDOCH I., 136
COLE M., 47, 166
COLE S.R., 47, 166
CRAIN W.C., 47
N
NEISSER U., 47
CURI U., 169

D P
PERLOFF R., 47
DENNETT D., 11, 136, 169
PROKHOROV A., 11
DÖLGER F., 17

F R
RATZINGER J., 33, 125
FLOROVSKY G., 70, 79, 84
REES B.R., 71
RUMBAUGH D.M., 166
G
GOTTFREDSON L.S., 47
GREENFIELD P.M., 166
S
SAVAGE-RUMBAUGH E.S., 166

H
HALEEM M.A., 16
T
TIPLER F., 169
HIRSCHBERGER J., 12

J V
VERBEKE G., 87
JAEGER W., 12, 87

207
Χαρίδημου Α. Κουτρή

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Α ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, 28, 83

Α∆ΑΜ, 59, 61, 63, 68, 73-74, 106, ∆ΡΑΝ∆ΑΚΗΣ Π., 11


144, 156, 168
Α∆ΗΣ, 152-153 Ε
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, 27, 46, 71, Ε∆ΕΜ ΚΗΠΟΣ, 60-63, 68, 74, 77, 96-
83, 105 97, 131, 156, 175
ΑΝ∆ΡΟΥΤΣΟΣ ΧΡ., 39, 53, 55, 63-64, ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ, 11
70-71
ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ, 57
ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ, 34, 124
ΕΥΑ, 59, 63, 94
ΑΠΟΛΛΙΝΑΡΙΟΣ, 145
ΕΩΣΦΟΡΟΣ, 26, 30-31, 33-34, 36,
ΑΡΙΣΤΕΙ∆ΗΣ, 17 83, 102, 108, 128, 174
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, 12, 15, 146 βλέπε και ∆ΙΑΒΟΛΟΣ / ΣΑΤΑΝΑΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΙΕΡΟΣ, 70-71

Ζ
Β ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ Ι., 68, 71, 76, 79-80,
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, 27, 46, 54, 70, 158, 163, 166, 168, 170
75, 79, 105, 161 ΖΗΣΗΣ Θ., 160
ΒΛΑΧΟΣ Ι., 168 ΖΙΑΚΑΣ ΓΡ., 67
ΒΛΕΤΣΗΣ Α., 68-69, 163

Θ
Γ ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΟΣΙΟΣ, 168
ΓΑΛΑΝΗΣ Ι., 12 ΘΕΟ∆ΩΡΗΤΟΣ ΚΥΡΟΥ, 27, 46, 105
ΓΕΘΣΗΜΑΝΗ, 150 ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, 71
ΓΕΛΑΣΙΟΣ ΚΥΖΙΚΗΝΟΣ, 54
ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΧΡ., 31, 69, 163
Ι
ΓΙΟΥΛΤΣΗΣ Β., 158
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ, 71
ΓΚΙΚΑΣ Σ., 11, 39
ΙΣΙ∆ΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ, 23
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, 28, 52-53,
70, 145, 149 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, 72, 79,
83, 95
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, 23, 27, 36, 46,
54, 57, 69, 83, 95, 105 ΙΩΒ, 38, 110, 114
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, 57, 59-60,
169 Κ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, 168
ΚΑΪΜΑΚΗΣ ∆., 123
ΓΩΝΙ∆Α Ε., 47
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ Ι., 53, 55, 63, 64, 70-
71
∆ ΚΑΡΑΒΙ∆ΟΠΟΥΛΟΣ Ι., 39
∆ΙΑΒΟΛΟΣ / ΣΑΤΑΝΑΣ, 28, 30, ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Α., 112, 158, 160,
32-34, 36-39, 41, 63, 70, 72-73, 168, 171
83-84, 86, 96, 107-108, 121, ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΕΑΣ, 27, 46, 71,
123-124, 127-128, 156, 175-177 83, 105
βλέπε και ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΚΟΓΚΟΥΛΗΣ Ι., 47
∆ΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, 12 ΚΟΛΑΣΗ, 27, 84, 124-127, 176

208
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό

ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕΣ Ι., 31, 33, 37, 58, Ν


71, 79, 80, 82-84, 110, 112, 123,
125 ΝΕΛΛΑΣ Π., 59
ΚΡΙΜΠΑΣ Κ., 11, 47, 68, 86, 136, ΝΕΜΕΣΙΟΣ ΕΜΕΣΗΣ, 11, 27-28, 46,
158, 163-164, 166 87, 90, 92-93, 101, 104-105, 143
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΕΙΑΣ, 23, 27, ΝΕΣΤΟΡΙΟΣ, 134
46, 57, 70, 72, 83, 105 ΝΙΚΟ∆ΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, 168
ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΕΑ Μ., 47
ΚΩΣΤΑ-ΤΣΟΛΑΚΗ Μ., 47 Π
ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΣ Θ., 15, 17
Λ ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΥ-ΤΣΑΝΑΝΑ Ο., 79
ΛΙΛΗΣ Ι., 12 ΠΑΥΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, 110, 122-123,
ΛΟΓΟΣ, 13, 55-56, 59, 81, 134, 148, 167, 169
136-137, 144-148, 150-151, 172 ΠΕΛΑΓΙΟΣ, 71
- ΑΣΑΡΚΟΣ, 85 ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ Θ., 11
- ΣΑΡΚΩΜΕΝΟΣ, 13, 78, 82, ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ Ν.Γ., 163
85, 118-119, 145-147, 150, ΠΕΤΡΟΥ Ι., 158, 168
175, 177-178 ΠΛΑΤΩΝΑΣ, 15, 58
ΛΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘ., 28, 35, 53, ΠΛΕΞΙ∆ΑΣ Ι., 38
55, 63-64, 70-71, 98, 115
ΠΛΩΤΙΝΟΣ, 11
ΛΟΥ∆ΟΒΙΚΟΣ Ν., 139
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΙΟΣ, 11

Μ Ρ
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ, 168
ΡΑΜΦΟΣ ΣΤ., 23, 39, 98
ΜΑΝΟΣ Ν., 39
ΡΩΜΑΝΙ∆ΗΣ Ι., 25, 53, 55, 63-64,
ΜΑΝΤΖΑΡΙ∆ΗΣ Γ., 116, 158, 168 70-71, 84
ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, 27, 46, 70,
79, 83, 87, 90, 95, 101, 104-105,
137-138 Σ
ΜΑΡΚΟΥΛΗΣ ∆., 47 ΣΑΤΑΝΑΣ / ∆ΙΑΒΟΛΟΣ,
ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ Γ., 11-12, 21, 27, 46, βλέπε ∆ΙΑΒΟΛΟΣ / ΣΑΤΑΝΑΣ
49, 53-55, 63-64, 69-70, 72, 83, βλέπε και ΕΩΣΦΟΡΟΣ
87-94, 99-101, 104-105, 119, ΣΑΧΑΡΩΦ Ν., 112
134-138, 140-143, 145-147, 149- ΣΑΧΑΡΩΦ Σ., 23, 84, 98, 112
150, 152, 156-158, 162, 164-165
ΣΕΡΡΑΡΝΤ Φ., 168
ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ Ν., 11-13, 19-20, 22-
ΣΙΑΣΟΣ Λ., 12, 22, 91, 94, 135, 137
23, 25-27, 29, 31-32, 35-39, 46,
51, 55, 57, 63-66, 68-69, 71-75, ΣΜΕΜΑΝ Α., 123
80, 83, 85-87, 95, 98-99, 104, ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ ΧΡ., 22-23, 28, 36-38,
107-108, 115, 119, 121-122, 127, 55, 57-60, 63-64, 68-72, 75-76,
130, 135-138, 158-159, 161-162, 79-83, 95, 98, 107, 112, 115,
169 123, 145, 153, 156, 158, 160,
ΜΕΣΚΟΣ Α., 69, 163 163-164, 166, 168-171
ΜΕΤΑΛΛΙ∆ΗΣ Γ., 112, 119, 124 ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗ Χ., 47
ΜΟΥΡΤΖΙΟΣ Ι., 158 ΣΤΕΦΑΝΙ∆ΗΣ Β., 71
ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ ΕΙΡ., 22

209
Χαρίδημου Α. Κουτρή

Τ Χ
ΤΑΤΑΚΗΣ Β., 87 ΧΑΣΟΥΡΑΚΗΣ Ν., 57
ΤΟΛΙΟΣ Σ., 34, 123, 126 ΧΡΗΣΤΟΥ Π., 15, 17, 87
ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ Π., 27, 35, 53, 55, 63- ΧΡΙΣΤΟΣ, 13, 39, 41, 78, 81-82, 85,
64, 70-71, 115-116 87, 111, 118, 124, 134-142, 144,
ΤΣΑΜΗΣ ∆., 12, 15, 27, 35, 41, 53, 146-153, 163, 170, 177-178
55, 63-64
ΤΣΕΛΕΓΓΙ∆ΗΣ ∆., 53, 55, 63-64, 70-
71, 135, 138, 140-141, 152

ΩΡΙΓΕΝΗΣ, 58, 83

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Το λήµµα «ΙΩΑΝΝΗΣ ∆ΑΜΑΣΚΗΝΟΣ» δεν καταχωρίζεται για ευνόητους λόγους.

210
Η έννοια του Αυτεξουσίου στον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 211
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

You might also like