You are on page 1of 26

İstanbul Α1

Αγαπητοί φίλοι,

έχετε μπροστά σας το πλήρες λεξιλόγιο του πρώτου βιβλίου που καλύ-
πτει το επίπεδο Α1 της σειράς İstanbul μεταφρασμένο στα ελληνικά.
Το γλωσσάριο περιέχει όχι μόνο όλες τις λέξεις (ρήματα, ουσιαστικά,
επίθετα) που εμφανίζονται στις 6 ενότητες του βιβλίου αλλά και τα συ-
νώνυμα, τα αντίθετα καθώς και εκφράσεις και παροιμίες που περιέχουν
τις λέξεις αυτές.
Όλα αυτά είναι ένα πολύτιμο και απαραίτητο βοήθημα για τον σπουδα-
στή της τουρκικής ώστε να αποκτήσει μία πλήρη και σφαιρική εικόνα
της γλώσσας.
Ευχαριστούμε το συνεργάτη-καθηγητή Γιάννη Πανουργιά που επιμε-
λήθηκε την εργασία αυτή.
Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας και την αγάπη με την οποία
έχετε από καιρό αγκαλιάσει τη σειρά İstanbul.

Τίνα Ζωγοπούλου
Ders Kitabı, A1
1η Ενότητα

ONOMATA
14. balık: ψάρι/ balıkçı (ψαράς, ιχθυοπώλης), balık
(Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.) lokantası (ψαροταβέρνα), balık tutmak (ψαρεύω),
Balık burcu (Ιχθείς, ζώδιο), balık baştan kokar (το ψάρι
1. ad (isim): όνομα/ Senin adın ne? Senin ismin ne?
βρωμάει από το κεφάλι)
(Πώς σε λένε;). Η αραβικής προέλευσης λέξη “isim”
αποβάλλει το τελευταίο της φωνήεν όταν ακολουθεί 15. banka: τράπεζα/ banka cüzdanı (τραπεζικό
κατάληξη η οποία αρχίζει από φωνήεν βιβλιάριο), banka hesabı (τραπεζικός λογαριασμός),
banka şubesi (τραπεζικό υποκατάστημα), bankacı
2. ağaç: δέντρο
(τραπεζίτης, τραπεζικός) bankadan para çekmek
3. akşam: 1. βράδυ, 2. απόγευμα/ İyi akşamlar (Κα- (κάνω ανάληψη), bankaya para yatırmak (κάνω κατά-
λησπέρα, καλό βράδυ), akşam yemeği (δείπνο) θεση)

4. alkol: 1. αλκοόλ, οινόπνευμα/ Αξίζει να σημειω- 16. bardak: ποτήρι


θεί ότι η λέξη “alkol” δεν ακολουθεί τους κανόνες
17. bay: κύριος/ Προηγείται του ονόματος, για πα-
φωνηεντικής αρμονίας ούτε στις καταλήξεις που
συγκολλούνται σε αυτή. Στην περίπτωση της Μεγά- ράδειγμα Bay Mehmet. Το Bey χρησιμοποιείται πε-
λης Φωνηεντικής Αρμονίας για παράδειγμα θα ακο- ρισσότερο απ’ότι το Bay
λουθεί πάντα κατάληξη που θα περιέχει το γράμμα
18. bayan: κυρία/ Προηγείται του ονόματος, για
“-e” (π.χ. alkoller) ενώ στην περίπτωση της Μικρής
παράδειγμα Bayan Fatma. Το Hanım χρησιμοποιεί-
Φωνηεντικής Αρμονίας θα περιέχει πάντα το γράμ-
ται περισσότερο απ’ό,τι το Bayan - bayanlar baylar!
μα “-ü”(π.χ. alkollü)
(κυρίες και κύριοι!)
5. Almanya: Γερμανία/ Alman (Γερμανός), Almanca
19. bayram: γιορτή/ Η λέξη bayram μπορεί να
(γερμανικά)
χρησιμοποιηθεί για θρησκευτικές αλλά και εθνικές
6. anneler günü: η γιορτή της μητέρας γιορτές. Ενώ οι εθνικές γιορτές στην Τουρκία έχουν
σταθερές ημερομηνίες με βάση το Γρηγοριανό ημε-
7. araba: αυτοκίνητο/ araba yolu (αυτοκινητόδρο- ρολόγιο, οι θρησκευτικές είναι κινητές με βάση το
μος), συν. otomobil (αυτοκίνητο). Στα τουρκικά το Ισλαμικό ημερολόγιο. bayramınız kutlu olsun (χρόνια
ρήμα “οδηγώ” είναι περιφραστικό: araba kullanmak/ πολλά, καλές γιορτές), Kurban Bayramı (η γιορτή της
sürmek. To “kullanmak” σημαίνει “χρησιμοποιώ”. Θυσίας), Ramazan Bayramı ή Şeker Bayramı (το Ραμα-
Το ρήμα “sürmek” σημαίνει “οδηγώ”, αλλά έχει και ζάνι)
άλλες σημασίες όπως “αλείφω”, “διαρκώ”
20. bebek: 1. μωρό, 2. κούκλα (παιχνίδι)/ göz bebeği
8. arkadaş: 1. φίλος, 2. σύντροφος/ kız arkadaş (κόρη οφθαλμού), bebek gibi (πολύ όμορφη)
(φίλη, αγαπημένη), erkek arkadaş (φίλος, αγαπημένος),
ev arkadaşı (συγκάτοικος), iş arkadaşı (συνάδελφος), 21. bey: 1. κύριος, 2. μπέης (τίτλος)/ 1. Χρησιμοποι-
συν. dost (φίλος, σύντροφος), αντ. düşman (εχθρός) είται μετά το όνομα, για παράδειγμα Mehmet Bey

9. avukat: δικηγόρος, συνήγορος/ Προέρχεται από 22. bilet: εισιτήριο/ öğrenci bileti (φοιτητικό εισιτή-
τα γαλλικά, γι’αυτό το λόγο όταν ακολουθεί κατά- ριο)
ληξη που αρχίζει από φωνήεν το τελικό -t της λέξης
δεν μετατρέπεται σε -d, συν. savunman (συνήγορος) 23. bilgisayar: υπολογιστής/ Προέρχεται από το
συνδυασμό των λέξεων “bilgi” (γνώση, πληρο-
10. Avusturya: Αυστρία/ Avusturyalı (Αυστριακός) φορία) και το τρίτο ενικό πρόσωπο του ρήματος
“saymak” (μετράω, υπολογίζω, θεωρώ)
11. az: λίγο, λίγος/ az sonra (σε λίγο), αντ. çok (πολύ)
24. bulaşık: λάντζα/ bulaşık yıkamak (πλένω τα πιά-
12. baba: πατέρας, μπαμπάς/ babaanne (γιαγιά από τα), bulaşık makinesi (πλυντήριο πιάτων)
τη μεριά του πατέρα)
25. büro: 1. γραφείο (δωμάτιο), 2. γραφείο (έπιπλο)/
13. bahçe: κήπος/ hayvanat bahçesi (ζωολογικός κήπος) συν. ofis, yazıhane
26. büyük: 1. μεγάλος, 2. ενήλικας/ büyük lokma 41. ders: μάθημα/ ders çalışmak (μελετάω), ders
ye büyük söz söyleme (μεγάλο λόγο μην πεις, μεγάλη vermek (διδάσκω), ders notları (σημειώσεις μαθήμα-
μπουκιά φάε), αντ. küçük τος), iyi dersler! (καλό μάθημα!), dershane (φροντιστή-
ριο), bu sana ders olsun (αυτό να σου γίνει μάθημα)
27. cami: τζαμί/ Süleymaniye Camii (το τζαμί του Σου-
λεϊμανιγιέ) - Αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι το τρίτο 42. doğum günü: γενέθλια/ doğum günün kutlu
ενικό κτητικό του cami είναι camisi, στις ονομασίες olsun! (χρόνια πολλά για τα γενέθλια σου!)
παραμένει όπως γραφόταν στα Οθωμανικά, δηλαδή
camii 43. doktor: 1. γιατρός, 2. δόκτορ/ συν. hekim

28. cevap: απάντηση/ cevap vermek (απαντώ), 44. dolap: ντουλάπι, ντουλάπα/ elbise dolabı (ντου-
cevaplamak (απαντώ), cevap anahtarı (λυσάρι), λάπα), buzdolabı (ψυγείο), προέρχεται από τις λέξεις
συν. yanıt “buz” (πάγος) και “dolap”

29. cetvel: 1. χάρακας 2. κλίμακα 45. düğün: γάμος, γαμήλια τελετή/ düğün salonu
(αίθουσα γαμήλιων τελετών)
30. ceviz: καρύδι/ cevizli baklava (μπακλαβάς με κα-
ρύδι) 46. eczane: φαρμακείο/ eczacı (φαρμακοποιός)

31. çamaşır: 1. ρούχα, 2. μπουγάδα, 3. εσώρου- 47. ekmek: ψωμί/ ekmekçi (αρτοποιός), ekmek
χο/ çamaşır makinesi (πλυντήριο ρούχων), çamaşır parası (τα προς το ζην, μεροκάματο), ekmeğimi
yıkamak (κάνω μπουγάδα), çamaşır asmak (απλώνω çıkarmak (βγάζω το ψωμί μου), ekmeğini kazanmak
μπουγάδα), iç çamaşırı (εσώρουχο) (κερδίζω το ψωμί μου)

32. çanta: τσάντα/ sırt çantası (τσάντα πλάτης) 48. elbise: 1. φόρεμα, 2. ρούχο, 3. φορεσιά

33. çarşı: αγορά/ Kapalı Çarşı (Κλειστή Αγορά) 49. elma: μήλο/ elma ağacı (μηλιά), bir elmanın iki
yarısı gibiler (μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό)
34. çay: 1. τσάι, 2. ποταμάκι/ çay bahçesi (κήπος
όπου σερβίρονται μη αλκοολούχα ροφήματα όπως 50. erkek: 1. άνδρας, 2. αρσενικός/ erkek erkeğe
τσάι, καφές κ.α.), çay bardağı (ποτήρι τσαγιού) (άνδρας προς άνδρα), αντ. 1. kadın (γυναίκα), 2. dişi
(θηλυκό)
35. çiçek: λουλούδι, άνθος/ çiçekçi (ανθοπώλης, αν-
θοπωλείο), çiçek açmak (ανθίζω), çiçek hastalığı (ευλο- 51. ev: σπίτι, κατοικία/ evli (παντρεμένος), ev hanımı
γιά), bir çiçekle bahar gelmez (ένα χελιδόνι δεν φέρνει (νοικοκυρά), ev ödevi (εργασία για το σπίτι), ev sahibi
την άνοιξη) (σπιτονοικοκύρης)

36. Çin: Κίνα/ Çinli (Κινέζος), Çince (Κινεζικά) 52. fare: ποντικός/ fare deliği (ποντικότρυπα), fare
kapanı (ποντικοπαγίδα), fare zehiri (ποντικοφάρμακο)
37. çocuk: παιδί/ çocuk bahçesi (παιδική χαρά), çocuk
53. fındık: φουντούκι/ fındıklı çikolata (σοκολάτα με
doktoru (παιδίατρος), çocuk yuvası (βρεφοκομείο), kız
φουντούκι)
çocuğu (κορίτσι), çocukluk (παιδική ηλικία), συν. evlat
54. fırça: βούρτσα/ diş fırçası (οδοντόβουρτσα)
38. çok: 1. πολύ, 2. πολύς/ çoktan beri (εδώ και πολύ
καιρό), çok fazla (πάρα πολύ), bu çok oldu (αυτό παρα- 55. film: ταινία, έργο, φιλμ/ film çekmek (τραβάω ται-
πάει), çoğu zaman (ως επί το πλείστον) νία), film yıldızı (κινηματογραφικός αστέρας)
39. defter: 1. τετράδιο, 2. βιβλιάριο/ hesap defteri 56. Fransa: Γαλλία/ Fransız (Γάλλος), Fransızca (Γαλλικά)
(βιβλιάριο τραπεζικού λογαριασμού), defterden silmek
(ξεγράφω κάποιον), defteri kapamak (κλείνω μια υπό- 57. futbolcu: ποδοσφαιριστής
θεση), defter tutmak (κρατάω τα λογιστικά βιβλία)
58. garson: σερβιτόρος
40. deniz: θάλασσα/ denizci (ναυτικός), deniz kenarı
(ακροθαλασσιά, ακτή), denizin ortasında (μεσοπέλα- 59. göz: μάτι/ göz doktoru (οφθαλμίατρος) gözlük
γα), denize açılmak (ανοίγομαι), denize dökmek (πε- (γυαλιά), göz alıcı (εκθαμβωτικός), mavi gözlü (γα-
τάω στη θάλασσα), Akdeniz (Μεσόγειος), Karadeniz λανομάτης), gözlerim dolmak (βουρκώνω), gözüm
(Μαύρη Θάλασσα), denize düşen yılana sarılır döndü (μου γύρισε το μάτι), gözüm görmesin! (να μη
(ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται) σε βλέπω μπροστά μου), Karagöz (Καραγκιόζης) προ-
έρχεται από τις λέξεις kara (μαύρος) και göz
77. iş: 1. δουλειά, εργασία, επάγγελμα, 2. πράξη,
60. gül: τριαντάφυλλο, ρόδο/ gül ağacı (τριανταφυλ- λειτουργία/ iş yeri (εργασιακός χώρος), iş görüşmesi
λιά), gülü seven dikenine katlanır (αυτός που αγαπάει (συνέντευξη για δουλειά), iş bölümü (μοιράζομαι τις
το τριαντάφυλλο ανέχεται τ’αγκάθι του) δουλειές), işe almak (προσλαμβάνω), işten kovulmak
(απολύομαι), işi bırakmak (παραιτούμαι), işten çıkmak
61. güzel: 1. όμορφος, ωραίος, 2. όμορφα, καλώς/ (σχολάω) işime gelir (με συμφέρει), işe yarar (εύχρη-
Με το επίθετο güzel δεν μπορούμε να χαρακτηρί- στος), işe yaramaz (άχρηστος), işine bak! (κοίτα τη δου-
σουμε όμορφο έναν άνδρα. Για τους άνδρες χρησι- λειά σου!)
μοποιείται το επίθετο yakışıklı που έχει τη σημασία
78. İtalya: Ιταλία / İtalyan (Ιταλός), İtalyanca (Ιταλικά)
“όμορφος, ωραίος”
79. Japonya : Ιαπωνία / Japon (Ιάπωνας), Japonca
62. hâl: 1. κατάσταση, 2. εμφάνιση/ o halde (τότε, σε
(Ιαπωνικά)
αυτήν την περίπτωση) - όπως ακριβώς όλες οι αραβι-
κής προέλευσης λέξεις, έτσι και το “hâl” ακολουθεί 80. jeton: κέρμα (ως εισιτήριο), μάρκα/ Τα μεταλ-
την αρμονία του -e, halsiz (άκεφος, χωρίς διάθεση) λικά κέρματα που πωλούνται σε διάφορα μηχανή-
ματα και γραφεία έκδοσης εισιτηρίων χρησιμοποι-
63. halı: χαλί/ halı sermek (στρώνω τα χαλιά)
ούνται σε μεταφορικά μέσα όπως το καράβι και
παλιότερα το μετρό από τους επιβάτες κατά την
64. hanım: 1. κυρία, 2. γυναίκα/ Χρησιμοποιείται
επιβίβαση τους. jeton düştü mü? (κατάλαβες;), jetonu
μετά το όνομα, για παράδειγμα Fatma Hanım
geç düştü (άργησε να καταλάβει)
65. hastalık: ασθένεια, αρρώστια, νόσος/ hasta (άρ-
81. jilet: ξυράφι
ρωστος, ασθενής), hastane (νοσοκομείο)
82. kadın: γυναίκα
66. havuç: καρότο
83. kafe: καφέ, καφετέρια
67. hayal: 1. όνειρο (μεταφορικό), 2. όραμα, 3. φα-
ντασία, φαντασίωση/ hayal etmek (ονειρεύομαι), 84. kahve: καφές/ kahveci (καφετζής), kahve rengi
hayal kurmak (κάνω όνειρα), hayal kırıklığı (απογοή- (καφέ χρώμα)
τευση), hayal kırıklığına uğramak (απογοητεύομαι). Σε
αντίθεση με το hayal που είναι το όνειρο που κάνου- 85. kalabalık: 1. πολυπληθής, 2. πλήθος, κόσμος,
με για το μέλλον ή για κάποιο πλάνο μας, το όνειρο συνωστισμός
που βλέπουμε στον ύπνο μας λέγεται rüya. Το düş
περικλείει και τις δύο έννοιες 86. kalem: 1. μολύβι, 2. στυλό/ kurşun kalem (μολύ-
βι), tükenmez kalem (στυλό)
68. hemşire: νοσοκόμα
87. kalp: 1. καρδιά (όργανο), 2. καρδιά (μεταφορι-
69. hiç: 1. καθόλου, 2. τίποτα, 3. ποτέ/ hiçbir şey κά)/ kalp atışı (καρδιοχτύπι), kalp hastalığı (καρδι-
(τίποτα), hiçbir zaman (ποτέ), hiç kimse (κανείς). Το οπάθεια), kalp krizi (καρδιακή προσβολή), iyi kalpli
hiç και τα σύνθετα του χρησιμοποιούνται πάντα με (καλόκαρδος), kalbini kırmak (πληγώνω). Επίσης αρα-
ρήμα σε αρνητική μορφή βικής προέλευσης η λέξη kalp, ακολουθεί την αρμο-
νία του -e. Υπάρχουν και οι συνώνυμες λέξεις gönül
70. ıspanak: σπανάκι / ıspanaklı börek (σπανακόπιτα) (1. καρδιά, 2. επιθυμία, 3. συναίσθημα) και yürek (1.
καρδιά, 2. ψυχή, 3. τόλμη, θάρρος).
71. ızgara: 1. ψητό, ψητός, 2. ψησταριά, 3. σχάρα
88. kapı: πόρτα, πύλη/ kapıcı (θυρωρός), kapı kolu
72. ideal: ιδανικός (πόμολο)

73. inek: 1. αγελάδα, 2. “φυτό”, σπασίκλας 89. kedi: γάτα/ kedi ile köpek gibi (σαν τον σκύλο με
τη γάτα)
74. İngiltere: Αγγλία/ İngiliz (Άγγλος), İngilizce (Αγγλικά)
90. kız: 1. κορίτσι, κοπέλα, 2. κόρη/ kız istemek (ζη-
75. insan: 1. άνθρωπος, 2. άτομο / συν. adam (άν- τάω το χέρι της κοπέλας)
θρωπος), kişi (άτομο)
91. kira: ενοίκιο/ kiralık (ενοικιαζόμενος), kiracı (ενοι-
76. İspanya: Ισπανία/ İspanyol (Ισπανός), İspanyolca κιαστής), kiralamak (ενοικιάζω ως ενοικιαστής), kiraya
(Ισπανικά) vermek (ενοικιάζω ως ιδιοκτήτης)
92. kişi: άτομο/ iki kişilik oda (δίκλινο δωμάτιο) 112. misal: παράδειγμα/ Πιο γνωστό και ευρύτερης
χρήσης είναι το συνώνυμο του örnek
93. kitap: βιβλίο/ kitaplık (βιβλιοθήκη), kitapçı (βι-
βλιοπωλείο, βιβλιοπώλης), kitap fuarı (έκθεση βιβλί- 113. mühendis: μηχανικός/ elektrik mühendisi (ηλε-
ου), kitap kapağı (εξώφυλλο βιβλίου) κτρολόγος μηχανικός), makine mühendisi (μηχανολό-
γος μηχανικός)
94. koltuk: 1. πολυθρόνα, καναπές/ koltuk altı (μασχάλη)
114. nar: ρόδι
95. Kore: Κορέα/ Koreli (Κορεάτης), Korece (Κορεά-
τικα), Kuzey Kore (Βόρειος Κορέα), Güney Kore (Νό- 115. Nijerya: Νιγηρία/ Nijeryalı (Νιγηριανός)
τιος Κορέα)
116. numara: 1. νούμερο, αριθμός, 2. κόλπο, τέχνα-
96. köpek: σκύλος/ köpeği gezdirmek (βγάζω βόλτα σμα/ numara yapmak (κάνω θέατρο, κοροϊδεύω)
το σκύλο), köpek balığı (σκυλόψαρο), köpek dişi (κυ-
νόδοντας), köpek yavrusu (κουτάβι) 117. oda: δωμάτιο, θάλαμος/ yatak odası (υπνοδω-
μάτιο)
97. köy: χωριό / köylü (χωριάτης, χωρικός). Αποτε-
λεί δεύτερο συνθετικό πολλών τοπωνυμίων στην 118. orman : δάσος, ζούγκλα
Κωνσταντινούπολη, όπως, Kadıköy, Ortaköy, Karaköy,
119. otel: ξενοδοχείο/ Hilton Oteli (Ξενοδοχείο Χίλτον)
Arnavutköy κ.α.
120. otobüs: λεωφορείο, πούλμαν
98. kuş: πουλί, πτηνό
121. öğrenci: μαθητής, φοιτητής/ öğrenci kimliği
99. kutu: κουτί (φοιτητική ταυτότητα)
100. kütüphane: βιβλιοθήκη (κτίριο) 122. öğretmen: δάσκαλος, καθηγητής/ Türkçe
öğretmeni (καθηγητής Τουρκικών)
101. lale: (και lâle) τουλίπα/ Αξίζει να σημειωθεί
ότι τα ποτήρια του τσαγιού που χρησιμοποιούν οι 123. ördek: πάπια
Τούρκοι έχουν το σχήμα της τουλίπας
124. paket: πακέτο, συσκευασία/ hediye paketi (πα-
102. limon: λεμόνι/ limonata (λεμονάδα) κέτο για δώρο)
103. lokanta: εστιατόριο, ταβέρνα, μαγειρείο/ balık 125. para: λεφτά, χρήματα/ para üstü (ρέστα), para
lokantası (ψαροταβέρνα) biriktirmek (μαζεύω λεφτά) para kazanmak (βγάζω
λεφτά), para çekmek (κάνω ανάληψη), para yatırmak
104. lütfen: παρακαλώ/ Χρησιμοποιείται όταν θέ- (κάνω κατάθεση), beş para etmez (δεν αξίζει πεντάρα),
λουμε να ζητήσουμε ευγενικά κάτι από κάποιον. parayla saadet olmaz (τα λεφτά δεν φέρνουν την ευ-
Στο βιβλίο συναντάται συχνά στις εκφωνήσεις των τυχία)
ασκήσεων
126. pardösü: ελαφρύ πανωφόρι
105. mağaza: μαγαζί, κατάστημα/ συν. dükkân
127. park: πάρκο/ Cihangir Parkı (το πάρκο του Τζι-
106. makas: ψαλίδι χάνγκιρ)

107. masa: τραπέζι 128. patates: πατάτα/ patates kızartması (πατάτες


τηγανητές)
108. merdiven: σκάλα/ basamak (σκαλοπάτι)
129. pencere: παράθυρο
109. meşgul: απασχολημένος, κατειλημμένος /
Επίσης λέξη αραβικής προέλευσης, πράγμα που ση- 130. petrol: πετρέλαιο/ Όπως ακριβώς και η λέξη
μαίνει ότι ακολουθεί την φωνηεντική αρμονία του ü, “alkol” δεν ακολουθεί τους κανόνες φωνηεντικής αρ-
για παράδειγμα “Çok meşgulüm (Είμαι πολύ απασχο- μονίας ούτε στις καταλήξεις που συγκολλούνται σε
λημένος)”, meşgul etmek (απασχολώ) αυτή, γι’αυτό και θα κάνει για παράδειγμα πληθυντικό
petroller
110. metro: μετρό
131. piyano: πιάνο/ piyanist (πιανίστας)
111. millet: 1. έθνος, 2. κόσμος, λαός, 3. θρησκευτι-
κή κοινότητα/ millî (εθνικός) 132. polis: 1. αστυνομικός, 2. αστυνομία/ karakol
(αστυνομικό τμήμα) sırasında (κατά τη διάρκεια), sırayla (με τη σειρά), sıraya
koymak (τοποθετώ στη σειρά)
133. portakal: πορτοκάλι/ portakal suyu (πορτοκα-
λάδα), portakal rengi (πορτοκαλί) 148. silgi: γόμα / silmek (1. σβήνω, διαγράφω, 2.
καθαρίζω μεγάλες επιφάνειες - για παράδειγμα πα-
134. postacı: ταχυδρόμος/ postane (ταχυδρομείο), ράθυρα, τραπέζι)
e-posta (e-mail)
149. sokak: 1. δρόμος, οδός, 2. στενό / ara sokak
135. radyo: ραδιόφωνο (στενοσόκακο), sokak köpeği (αδέσποτο σκυλί), sokak
çocukları (παιδιά των δρόμων)
136. resim: 1. εικόνα, 2. φωτογραφία, 3. πίνακας
ζωγραφικής, 4. ζωγραφιά/ Ανήκει στις λέξεις οι οποί- 150. soru: 1. ερώτηση, 2. απορία/ soru eki (ερωτη-
ες όταν ακολουθεί κάποια κατάληξη η οποία αρχίζει ματικό μόριο), soru işareti (ερωτηματικό), soru sormak
από φωνήεν γίνεται αποβολή του τελευταίου φωνή- (ρωτάω, κάνω ερώτηση)
εντος της λέξης, για παράδειγμα “Benim resmim (Η
φωτογραφία μου)”, ressam (ζωγράφος), resim yapmak 151. sorun: 1. πρόβλημα, σκοτούρα 2. θέμα, ζήτη-
(ζωγραφίζω) μα, 3. υπόθεση/ συν. problem (πρόβλημα), mesele
(θέμα, ζήτημα, πρόβλημα), dert (βάσανο, σκοτούρα)
137. rol: ρόλος/ Όπως ακριβώς και οι παραπάνω
λέξεις “alkol” και “petrol”, δεν ακολουθεί τους κανό- 152. sözlük: λεξικό/ Türkçe - Yunanca sözlük (Τουρκο
νες φωνηεντικής αρμονίας ούτε στις καταλήξεις που - Ελληνικό λεξικό)
συγκολλούνται σε αυτή, rol yapmak (προσποιούμαι),
başrol (πρωταγωνιστικός ρόλος) 153. Suriye: Συρία/ Suriyeli (Σύριος)

138. roman: μυθιστόρημα 154. şarkıcı: τραγουδιστής/ şarkı söylemek (τραγου-


δάω)
139. Rusya: Ρωσία / Rus (Ρώσος), Rusça (ρωσικά)
155. şemsiye: ομπρέλλα
140. saat: 1. ώρα, 2. ρολόι/ Αραβικής προέλευσης
λέξη η οποία δεν ακολουθεί τους κανόνες φωνηεντικής 156. şişe: μπουκάλι/ rakı şişesi (μπουκάλι ρακή)
αρμονίας στις καταλήξεις που συγκολλούνται σε αυτή,
saatlerce (με τις ώρες), duvar saati (ρολόι τοίχου), kol 157. tahta: 1. πίνακας (γραφής), 2. ξύλο (υλικό)
saati (ρολόι χειρός)
158. tavuk: 1. κότα, 2. κοτόπουλο (κρέας)/ tavuk
141. sabah: πρωί/ sabahları (τα πρωινά), sabaha karşı çorbası (κοτόσουπα), tavuk kanadı (φτερούγα κοτό-
(κατά το πρωί), sabaha doğru (κατά το πρωί), sabahtan πουλο)
akşama kadar (από το πρωί ως το βράδυ)
159. telefon: τηλέφωνο/ cep telefonu (κινητό τηλέ-
142. saç: μαλλιά/ saçlar (μαλλιά), saçlarımı kestirmek φωνο), telefon etmek (τηλεφωνώ), telefonu açmak
(κόβω τα μαλλιά μου στον κουρέα), saçlarımı kesmek (απαντώ το τηλέφωνο), telefon konuşması (τηλεφωνι-
(κόβω ο ίδιος τα μαλλιά μου) κή συνδιάλεξη), telefon rehberi (τηλεφωνικός κατάλο-
γος)
143. salon: 1. σαλόνι, 2. αίθουσα/ spor salonu (γυ-
μναστήριο) 160. temiz: 1. καθαρός, 2. αγνός / tertemiz (πεντα-
κάθαρος), temize çekmek (καθαρογράφω), temiz hava
144. sandalye: καρέκλα, κάθισμα almak (παίρνω καθαρό αέρα), συν. pak (καθαρός), saf
(αγνός), αντ. kirli (βρώμικος), pis (βρώμικος)
145. sembol: σύμβολο/ Ανήκει στην κατηγορία
λέξεων που αναφέρθηκαν παραπάνω όπως “alkol, 161. top: 1. μπάλλα, τόπι, 2. κανόνι / top oynamak
petrol, rol”, συν. simge (παίζω μπάλλα), topçu (πυροβολικό)

146. seyahat: 1. ταξίδι, 2. εκδρομή/ Δεν ακολουθεί 162. turist: τουρίστας


τους κανόνες φωνηεντικής αρμονίας στις καταλήξεις
που συγκολλούνται σε αυτή, seyahate çıkmak (ταξι- 163. Türkiye: Τουρκία/ Türk (Τούρκος), Türkçe (τουρ-
δεύω), seyahat etmek (ταξιδεύω), συν. yolculuk (ταξί- κικά), Türkiye Cumhuriyeti (Τουρκική Δημοκρατία)
δι), gezi (εκδρομή)
164. uçak: αεροπλάνο/ uçak kalkıyor (το αεροπλάνο
147. sıra: 1. σειρά, ουρά 2. θρανίο, 3. στίχος/ sıradan απογειώνεται), uçak iniyor (το αεροπλάνο προσγειώ-
(συνηθισμένος, της σειράς), sıradışı (ασυνήθιστος), νεται)
165. uçurtma: χαρταετός/ uçurtma uçurmak (πετάω 2. Afiyet olsun!: Καλή όρεξη, καλή χώνεψη/ Στην
χαρταετό) Τουρκία το afiyet olsun δεν χρησιμοποιείται μόνο
πριν γευματίσουμε, αλλά ακόμη και σε ροφήματα
166. üzüm : σταφύλι/ üzüm tanesi (ρώγα σταφύλι) όπως τσάι, καφές κ.α.

167. vagon : βαγόνι/ yataklı vagon (κλινάμαξα) 3. Bol şanslar!: Καλή τύχη

168. vazo : βάζο, ανθοδοχείο 4. Çok yaşa!: Γείτσες

169. yabancı : ξένος/ yabancı dil (ξένη γλώσσα) 5. Geçmiş olsun!: Περαστικά/ Το ”geçmiş olsun”
χρησιμοποιείται ως ευχή απέναντι σε κάποιον
170. yemek: φαγητό, γεύμα/ yemek yemek (τρώω φα- ασθενή αλλά επίσης και μετά από ένα δυσάρεστο ή
γητό), kahvaltı (πρωινό), öğle yemeği (μεσημεριανό), δύσκολο γεγονός όπως για παράδειγμα κάποιο ατύ-
akşam yemeği (βραδινό) χημα ή διαγώνισμα

171. yeni yıl: νέο έτος, Πρωτοχρονιά/ συν. yılbaşı 6. Görüşürüz!/ Görüşmek üzere!: Τα λέμε - Εις το
(Πρωτοχρονιά) επανιδείν

172. yıldız: 1. αστέρι, 2. σταρ 7. Güle güle!: γεια (όταν αποχωριζόμαστε με κά-
ποιον), στο καλό/ Υπάρχει ο άτυπος κανόνας ότι
173. yüzük: δαχτυλίδι/ yüzük parmağı (παράμεσος), εκείνος ο οποίος φεύγει λέει “Ηοşça kal”, ενώ εκεί-
yüzük takmak (αρραβωνιάζομαι) νος που μένει λέει “Güle güle”. Στον καθημερινό,
προφορικό λόγο δεν υπάρχει αυτός ο κανόνας
174. zeytin: ελιά/ zeytin ağacı (ελιά, ελαιόδεντρο),
zeytin yağı (ελαιόλαδο) 8. Günaydın!: Καλημέρα/ Το “Günaydın” χρησι-
μοποιείται όπως ακριβώς και στα ελληνικά, όταν
175. zürafa: καμηλοπάρδαλη μπαίνουμε σε κάποιο χώρο και ευχόμαστε καλημέρα
στον κόσμο. Το “İyi günler” το οποίο επίσης ση-
aΈχεις μάθει 175 Ονόματα! μαίνει “καλημέρα, καλή σας μέρα”, χρησιμοποιείται
και όταν μπαίνουμε σε έναν χώρο αλλά και όταν
φεύγουμε από αυτόν, δίνοντας την ευχή “καλή σας
μέρα”
ΡΗΜΑΤΑ
9. Hoş bulduk!: Καλώς σας βρήκα/ Η απάντηση στο
1. etmek: κάνω/ Το ρήμα etmek δεν χρησιμοποιεί- “Hoş geldin/ Hoş geldiniz”
ται μόνο του, αλλά σχηματίζει περιφραστικά ρήματα
και εκφράσεις σε συνδυασμό με άλλες λέξεις, όπως 10. Hoş geldin!: Καλώς ήρθες/ Όταν απευθυνόμα-
για παράδειγμα “devam etmek” (συνεχίζω), “yardım στε σε πρόσωπο με το οποίο χρειάζεται να χρησι-
etmek” (βοηθώ), “dikkat etmek” (προσέχω) κ.α. μοποιήσουμε πληθυντικό ευγενείας τότε λέμε “Hoş
geldiniz” (Καλώς ήρθατε)
2. gelmek: έρχομαι, φτάνω/ gelip gitmek (πηγαινοέρ-
χομαι), bana gelince (όσο αφορά εμένα) 11. Hoşça kal!: γεια (όταν αποχωριζόμαστε), αντίο/
Όταν θέλουμε να δηλώσουμε ευγένεια ή σεβασμό
3. görüşmek: 1. συζητώ, μιλώ, 2. συναντιέμαι, 3. απέναντι σε κάποιο πρόσωπο, χρησιμοποιούμε δεύ-
δίνω συνέντευξη τερο πληθυντικό πρόσωπο, “Hoşça kalın”
4. olmak: 1. γίνομαι, συμβαίνω 2. είμαι, 3. έχω 12. Lütfen!: Παρακαλώ/ Χρησιμοποιείται όταν θέ-
λουμε να ζητήσουμε ευγενικά κάτι από κάποιον.
Στο βιβλίο συναντάται συχνά στις εκφωνήσεις των
aΈχεις μάθει 4 Ρήματα! ασκήσεων

13. Merhaba!: Γεια, γεια σας/ Το “merhaba” παρό-


ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ τι σε ορισμένες περιπτώσεις είναι συνώνυμο του
“selam” (γεια), μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πε-
1. Affedersiniz!: Με συγχωρείτε, συγγνώμη/ Περί- ριπτώσεις όπου θέλουμε να δηλώσουμε ευγένεια ή
που συνώνυμη σημασία περιέχει το ”pardon”, το σεβασμό
οποίο είναι γαλλικής προέλευσης και χρησιμοποιεί-
ται ευρέως στην Τουρκική 14. Özür dilerim!: Συγγνώμη, ζητώ συγγνώμη, με
συγχωρείτε μοποιηθεί η έκφραση “Tebrik ederim!” (συγχαρητήρια,
σε/ σας συγχαίρω)
15. Rica ederim!: Παρακαλώ/ Είναι η απάντηση στο
“Teşekkür ederim”, “Teşekkürler”, και “Sağ ol”, τα οποία 18. Üzgünüm!: Λυπάμαι
σημαίνουν “Ευχαριστώ”

16. Tamam!: Εντάξει aΈχεις μάθει 18 Εκφράσεις!


17. Tebrikler!: Συγχαρητήρια/ Μπορεί επίσης να χρησι-

5
2η Ενότητα

ONOMATA
18. burada: εδώ/ buralar (αυτά τα μέρη), buralarda
(Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.) (σε αυτά τα μέρη)
1. aç: πεινασμένος/ açım (πεινάω), aç gözlü (αχόρτα- 19. bütün: όλος, ολόκληρος
γος, άπληστος), συν. acıkmak (πεινάω)
20. cesur: θαραλλέος, τολμηρός/ cesaret (1. θάρρος,
2. açık: 1. ανοιχτός, 2. ξεκάθαρος, σαφής/ açık
τόλμη, 2. θράσος), αντ. korkak (δειλός)
söylemek (λέω ξεκάθαρα), açıklamak (1. δηλώνω,
2. διευκρινίζω, 3. εξηγώ), açık hava sineması (θερινός 21. ciddi: σοβαρός/ ciddiye almak (παίρνω στα σοβα-
κινηματογράφος), açıkçası (για την ακρίβεια), αντ. ρά), ciddi söylemek (σοβαρολογώ)
kapalı (κλειστός)
22. çalışkan: 1. εργατικός, 2. επιμελής/ çalışmak
3. adres: διεύθυνση
(1. δουλεύω, εργάζομαι, 2. προσπαθώ), αντ. tembel
4. akşam: 1. βράδυ, 2. απόγευμα/ İyi akşamlar (Καλη- (τεμπέλης)
σπέρα, καλό βράδυ), akşam yemeği (δείπνο)
23. çarpı: επί (μαθηματικό σύμβολο)
5. alışveriş: 1. ψώνια, 2. συναλλαγή / alışverişe
24. çirkin: άσχημος/ αντ. güzel (όμορφος), yakışıklı
çıkmak (πάω για ψώνια), alışveriş yapmak (κάνω ψώ-
(όμορφος, ωραίος - για άνδρα)
νια, ψωνίζω)

6. alışveriş merkezi: εμπορικό κέντρο/ Cevahir 25. çöp kutusu: κάδος απορριμάτων/ çöp (σκουπί-
Alışveriş Merkezi (το εμπορικό κέντρο Cevahir) δι), çöpçü (σκουπιδιάρης)

7. alt: κάτω/ alt üst (άνω κάτω), alt üst olmak (γίνομαι 26. çünkü : γιατί, επειδή, διότι
άνω κάτω), αντ. üst (πάνω)
27. dağınık : ακατάστατος / αντ. düzenli
8. anahtar: κλειδί/ Προέρχεται από την ελληνική
28. dar: στενός / αντ. geniş (φαρδύς)
λέξη “ανοιχτήρι”, anahtarcı (κλειδαράς), anahtarlık
(μπρελόκ)
29. dergi: περιοδικό/ National Geographic dergisi
9. artı: συν (περιοδικό National Geographic)

10. ay: 1. φεγγάρι, 2. μήνας/ aylık (μηνιαίος), aylarca 30. dikkatli: προσεκτικός/ dikkat etmek (προσέχω),
(για μήνες), ayda bir (μια φορά το μήνα), dolunay dikkatsiz (απρόσεκτος)
(πανσέληνος)
31. dikkatsiz: απρόσεκτος/ αντ. dikkatli (προσεκτικός)
11. banka: τράπεζα/ banka cüzdanı (τραπεζικό βι-
βλιάριο), banka hesabı (τραπεζικός λογαριασμός), 32. doğum tarihi: ημερομηνία γέννησης
banka şubesi (τραπεζικό υποκατάστημα), bankacı
33. dolu: γεμάτος/ Στα τουρκικά το φαγητό dolma
(τραπεζίτης, τραπεζικός) bankadan para çekmek (κάνω
είναι τα γεμιστά,σε αντίθεση με τα ελληνικά που χρη-
ανάληψη), bankaya para yatırmak (κάνω κατάθεση)
σιμοποιούμε την ίδια λέξη για τους ντολμάδες, αντ.
12. bekâr: ανύπαντρος/ αντ. evli (παντρεμένος) boş (άδειος)

13. bina: κτίριο 34. domates: ντομάτα

14. birçok: πολλοί, ένα σωρό 35. dosya: 1. φάκελος, 2. ντοσιέ, 3. αρχείο (υπολογι-
στής)
15. boş: 1. άδειος, 2. ελεύθερος (για χρόνο)/ boş
zaman/ vakit (ελεύθερος χρόνος), boşu boşuna (μά- 36. durak: στάση/ durmak (σταματάω)
ταια, άσκοπα), boş ver (ξέχνα το, παράτα το), αντ. dolu
(γεμάτος), meşgul (απασχολημένος) 37. duvar: τοίχος

16. bölü: διά (μαθηματικό σύμβολο) 38. düzenli: τακτικός, οργανωμένος/ düzen (τάξη,
αρμονία), αντ. düzensiz (ακατάστατος, ανοργάνωτος),
17. bugün: σήμερα/ bugünlerde (αυτές τις μέρες) dağınık (ακατάστατος)
βδομάδα), her ay (κάθε μήνα), herşey (όλα, τα πάντα),
39. eczacı: φαρμακοποιός/ eczane (φαρμακείο), her yer (παντού), her neyse (τέλος πάντων)
προέρχεται από την αραβικής προέλευσης λέξη ecza
(φάρμακο), παρότι πλέον χρησιμοποιείται το ilaç 58. her zaman: πάντα / συν. daima (πάντα), αντ.
(φάρμακο) hiçbir zaman (ποτέ), asla (ποτέ)
40. eğlenceli: διασκεδαστικός/ eğlence (γλέντι, δια- 59. hızlı: γρήγορος/ hız (ταχύτητα), αντ. yavaş (αργός)
σκέδαση), eğlenmek (διασκεδάζω, γλεντώ)
60. içecek: ρόφημα/ içmek (πίνω), içki (αλκοολούχο
41. eksi: μείον, πλην (μαθηματικό σύμβολο) ποτό)
42. evli: παντρεμένος/ αντ. bekâr (ανύπαντρος) 61. istasyon: σταθμός/ metro istasyonu (σταθμός
μετρό)
43. fakir: φτωχός/ fakirlik (φτώχεια), συν. yoksul (φτω-
χός), αντ. zengin (πλούσιος) 62. kaç: πόσος/ kaç lira? (πόσες λίρες;), kaç yaşındasın?
(πόσο χρονών είσαι;)
44. fark: διαφορά/ farklı (διαφορετικός), fark etmek
(1. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, 2. διακρίνω), fark 63. kaçıncı: σε ποια σειρά (ζητάει τακτικό αριθμητι-
etmez (δεν έχει σημασία), farkındayım (το γνωρίζω) κό)/ kaçıncı katta? (σε ποιον όροφο;)
45. fırın: 1. φούρνος (κατάστημα), 2. φούρνος (της 64. kantin: καντίνα, κυλικείο
κουζίνας)/ fırında (στο φούρνο, ψητός)
65. kapalı: κλειστός/ αντ. açık (ανοιχτός)
46. gazete: εφημερίδα/ gazeteci (δημοσιογράφος),
gazetecilik (δημοσιογραφία), gazete satıcısı (εφημερι- 66. kasap: χασάπης
δοπώλης)
67. kasiyer: ταμίας
47. genç: νέος, νεαρός/ gençlik (νεανικά χρόνια, νε-
ότητα), genç göstermek (δείχνω νέος, φαίνομαι νέος), 68. kat: 1. όροφος, πάτωμα, 2. στρώση/ iki katlı (διώ-
αντ. yaşlı (ηλικιωμένος) ροφος), zemin kat (ισόγειο)

48. genellikle: 1. συνήθως, 2. γενικά/ συν. genelde 69. kırmızı: κόκκινος


(γενικά)
70. kıskanç: ζηλιάρης/ kıskançlık (ζήλεια), kıskanmak
49. geniş: φαρδύς, ευρύχωρος/ αντ. dar (στενός) (ζηλεύω)

50. güçlü: δυνατός/ güç (δύναμη), συν. kuvvetli (δυνα- 71. kibar: ευγενικός/ συν. nazik (ευγενικός), ince (1.
τός), αντ. güçsüz (αδύναμος), kuvvetsiz (αδύναμος) λεπτός, 2. κομψός, εκλεπτυσμένος, 3. ευγενικός), αντ.
kaba (αγενής)
51. güçsüz: αδύναμος/ συν. kuvvetsiz (αδύναμος),
αντ. güçlü (δυνατός), kuvvetli (δυνατός) 72. kilo: κιλό/ kilo almak (παίρνω κιλά, παχαίνω), kilo
vermek (χάνω κιλά, αδυνατίζω)
52. gün: ημέρα/ günden güne (από μέρα σε μέρα),
günde bir (μια φορά τη μέρα), gün boyu (όλη μέρα), 73. kitaplık : βιβλιοθήκη (έπιπλο)
günümüzde (στις μέρες μας), bu günlerde (αυτές τις
μέρες), son günlerde (τις τελευταίες μέρες), günlük 74. kolay: εύκολος/ Το kolay gelsin! (να σου’ρθει
(1. ημερήσιος, 2. ημερολόγιο), günübirlik (αυθημερόν) εύκολο!) είναι μία έκφραση την οποία λέμε σε κάποιον
άνθρωπο τη στιγμή που κάνει ή ξεκινάει να κάνει μια
53. gündüz: τη μέρα, κατά τη διάρκεια της ημέ- οποιαδήποτε δουλειά, αντ. zor (δύσκολος)
ρας/ gündüzleri (κατά τη διάρκεια της ημέρας), gece
gündüz (μέρα νύχτα) 75. komik: αστείος

54. hafta sonu: Σαββατοκύριακο/ hafta (εβδομάδα) 76. konuşkan: ομιλητικός/ konuşmak (μιλάω), αντ.
+ son (τέλος) = hafta sonu sessiz (1. ήσυχος, 2. αθόρυβος, 3. σιωπηλός)

55. hasta: άρρωστος, ασθενής 77. koridor: διάδρομος

56. hastane: νοσοκομείο 78. kötü: κακός/ αντ. iyi (καλός)

57. her: κάθε/ her gün (κάθε μέρα), her hafta (κάθε 79. kuaför: 1. κομμωτής, 2. κομμωτήριο
80. kuyumcu : 1. κοσμηματοπώλης, 103. resepsiyonist: ρεσεψιονίστ
2. κοσμηματοπωλείο/ mücevher (κόσμημα)
104. sakin: ήρεμος, ήσυχος/ sakinlik (ηρεμία, ησυχία),
81. lamba: λάμπα, φωτιστικό/ masa lambası αντ. sinirli (εκνευρισμένος)
(φωτιστικό γραφείου)
105. sayı: αριθμός
82. mahalle: 1. γειτονιά, 2. συνοικία
106. sehpa: τραπεζάκι σαλονιού
83. manav: 1. μανάβης, 2. μανάβικο
107. sekreter: γραμματέας
84. market: σούπερ μάρκετ
108. semt: 1. γειτονιά, 2. συνοικία, 3. περιοχή
85. mutfak: κουζίνα (δωμάτιο, μεταφορικά)/
Türk mutfağı (τουρκική κουζίνα) 109. sessiz: 1. ήσυχος, 2. αθόρυβος, 3. σιωπηλός/
αντ. konuşkan (ομιλητικός), gürültülü (θορυβώδης)
86. mutlu: ευτυχισμένος/ mutluluk (ευτυχία), αντ.
mutsuz (δυστυχισμένος) 110. sıcak: ζεστός/ sıcakkanlı (ζεστός), αντ. soğuk
(κρύος)
87. mutsuz: δυστυχισμένος/ αντ. mutlu
(ευτυχισμένος) 111. sıfat: επίθετο (συντακτικά)

88. nerede: πού; (με τοπική πτώση, στάση)/ nereye 112. sinirli: νευρικός, εκνευρισμένος/ sinir (νεύρο),
(πού, προς τα πού), nereden (από πού) sinirlenmek (εκνευρίζομαι), αντ. sakin (ήρεμος, ήσυχος)

89. nesne: αντικείμενο (συντακτικά) 113. sosyal: κοινωνικός/ sosyal sigorta (κοινωνική
ασφάλιση), sosyalleşmek (κοινωνικοποιούμαι), αντ.
90. niçin: γιατί/ συν. niye (γιατί), neden (γιατί) asosyal (ακοινώνητος)

91. ocak: 1. Ιανουάριος, 2. εστία (της κουζίνας), 3. 114. şehir: πόλη/ şehirler arası (υπεραστικός), συν.
τζάκι kent (πόλη)

92. ofis: γραφείο/ συν. büro 115. şimdi: τώρα/ şimdiden (από τώρα), şimdiye
kadar (μέχρι τώρα), şimdilik (για την ώρα), şimdiki
93. orada: εκεί (με τοπική πτώση, σε στάση)/ (τωρινός), Şimdiki Zaman (Ενεστώτας)
oralar (εκείνα τα μέρη), oralarda (σε εκείνα τα μέρη),
oraya (προς τα κει), oradan (από κει) 116. şişman: παχύς/ şişmanlamak (παχαίνω),
αντ. zayıf (αδύνατος)
94. öğleden sonra: μετά το μεσημέρι, μετά μεσημ-
βρίας/ öğlen (μεσημέρι), öğleyin (το μεσημέρι, κατά τη 117. tabak: πιάτο
διάρκεια του μεσημεριού)
118. tarih: ιστορία, ημερομηνία/ tarihi (ιστορικός -
95. önemli: σημαντικός, σπουδαίος/ önemli değil επίθετο), tarihçi (ιστορικός - επάγγελμα)
(δεν πειράζει, δεν έχει σημασία), önem (σημασία),
αντ. önemsiz (ασήμαντος) 119. tatil: 1. διακοπές, 2. αργία/ yaz tatili (καλοκαι-
ρινές διακοπές), Noel tatili (διακοπές Χριστουγέννων),
96. önemsiz: ασήμαντος/ αντ. önemli (σημαντικός) tatil yapmak (κάνω διακοπές), iyi tatiller! (καλές διακο-
πές!)
97. pahalı: ακριβός/ paha (αξία), αντ. ucuz (φτηνός)
120. tehlikeli: επικίνδυνος/ tehlike (κίνδυνος),
98. pastane: ζαχαροπλαστείο/ pasta (πάστα), tehlikeye atılmak/ girmek (ριψοκινδυνεύω), tehlikeyi
pastacı (ζαχαροπλάστης) atlatmak (ξεπερνώ τον κίνδυνο), αντ. tehlikesiz (ακίνδυ-
νος)
99. pembe: ροζ
121. tembel: τεμπέλης/ tembellik (τεμπελιά), αντ.
100. postane: ταχυδρομείο (βλ. 1η Ενότητα, çalışkan (εργατικός, επιμελής), hareketli
Ονόματα νο. 134) (δραστήριος)

101. projektör: προτζέκτορας 122. tezgâhtar: πωλητής

102. psikolog: ψυχολόγος 123. tuzlu: αλμυρός/ tuz (αλάτι), tuzluk (αλατιέρα),
αντ. tuzsuz (ανάλατος)
135. yıl: έτος, χρόνος/ bu yıl (φέτος), geçen yıl (πέρυ-
124. ucuz: φτηνός/ ucuza almak (παίρνω κάτι φτηνά), σι), gelecek yıl (του χρόνου), yıllardır (εδώ και χρόνια),
yıllarca (για χρόνια), yıllık (ετήσιος), yıldönümü (επέτει-
αντ. pahalı (ακριβός)
ος), συν. sene (έτος)
125. uzak: μακριά, μακρινός/ uzakta (μακριά), 136. yiyecek: φαγώσιμο
uzaktan (από μακριά), uzaklaşmak (απομακρύνομαι),
uzak durmak (απέχω), benden uzak (μακριά από μένα), 137. yoğun: 1. πυκνός, συχνός 2. πολύ απασχολη-
αντ. yakın (κοντά) μένος / yoğunum (έχω πολύ δουλειά), yoğun bakım
(εντατική, νοσοκομείο)
126. üst: πάνω/ üst üste (το ένα μετά το άλλο),
akşamüstü (το βραδάκι), üste çıkmak (βγαίνω από 138. yok: δεν υπάρχει/ yok etmek (εξαφανίζω), yok
πάνω), αντ. alt (κάτω) olmak (εξαφανίζομαι), yoksa (1. μήπως, 2. ή, 3. αλλιώς),
αντ. var (υπάρχει)
127. var: υπάρχει/ varlık (1. ον, 2. περιουσία), neyin
var? (τι έχεις;), αντ. yok (δεν υπάρχει) 139. yorgun : κουρασμένος/ yormak (κουράζω),
yorulmak (κουράζομαι), yorgunluk (κούραση), yorucu
128. yakın: κοντά, κοντινός/ yakında/ yakınlarda (σύ- (κουραστικός)
ντομα), pek yakında (σύντομα)
140. zamir: αντωνυμία
129. yastık: μαξιλάρι
141. zayıf: 1. αδύνατος, 2. αδύναμος/ zayıflamak
130. yaş: 1. ηλικία, 2. δάκρυ/ gözyaşı (δάκρυ), yaşlı (αδυνατίζω), αντ. şişman (παχύς)
(ηλικιωμένος), kaç yaşındasın (πόσο χρονών είσαι;),
30 yaşındayım (είμαι 30 χρονών), yaş pasta (τούρτα) 142. zengin: πλούσιος/ zenginlik (πλούτος),
αντ. fakir (φτωχός)
131. yaşlı: ηλικιωμένος/ yaşlılık (γηρατειά), συν.
ihtiyar (ηλικιωμένος), αντ. genç (νέος) aΈχεις μάθει 142 Ονόματα!
132. yavaş: αργός/ αντ. hızlı (γρήγορος)

133. yazı tahtası: πίνακας γραφής, μαυροπίνακας ΡΗΜΑΤΑ

134. yer: 1. μέρος, τόπος, χώρος, 2. έδαφος/ iş yeri 1. aramak: 1. ψάχνω, 2. παίρνω τηλέφωνο/ Ayşe’yi
(χώρος εργασίας), yeraltı (υπόγειος), yerli (ντόπιος, arıyorum (η πρόταση αυτή μπορεί να μεταφραστεί
γηγενής), yerel (τοπικός), yeryüzü (η γη, η επιφάνεια είτε ως “ψάχνω την Ayşe” είτε “παίρνω τηλέφωνο την
της Γης), yer almak (συμβαίνω, λαμβάνω μέρος), yerle Ayşe”)
bir olmak (ισοπεδώνομαι), yerleşmek (εγκαθίσταμαι),
benim yerime (στη θέση μου), keyfim yerinde (είμαι aΈχεις μάθει 1 Ρήμα!
ευδιάθετος)

5
3η Ενότητα

ONOMATA 18. eski: 1. παλιός, 2. πρώην / eskiden (παλιά), eskisi


(Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.) gibi (όπως παλιά), eski koca (πρώην σύζυγος), eskici
(παλαιοπώλης), αντ. yeni (καινούργιος)
1. açık büfe: ανοιχτός μπουφές
19. eş: 1. σύζυγος, 2. ταίρι/ eş anlamlı (συνώνυμος),
2. anne: μητέρα, μάνα, μαμά/ anneanne (γιαγιά από eşleştirmek (ταιριάζω, μεταβατικό)
τη μεριά της μητέρας), annelik (μητρότητα)
20. ev hanımı: νοικοκυρά
3. aynı: ίδιος/ aynı anda (την ίδια στιγμή), aynı
durumda (στην ίδια κατάσταση), aynı zamanda 21. fabrika: εργοστάσιο
(ταυτόχρονα, συνάμα, συγχρόνως), aynı fikirdeyim
(συμφωνώ), αντ. farklı (διαφορετικός) 22. farklı: διαφορετικός/ συν. değişik (διαφορετικός),
αντ. aynı (ίδιος)
4. bale: μπαλέτο/ bale okulu (σχολή μπαλέτου)
23. fikir: 1. ιδέα, 2. άποψη, γνώμη/ Ανήκει στις λέξεις
5. bavul: 1. βαλίτσα, αποσκευή, 2. μπαούλο/ οι οποίες όταν ακολουθεί κάποια κατάληξη η οποία
συν. valiz (βαλίτσα) αρχίζει από φωνήεν γίνεται αποβολή του τελευταίου
φωνήεντος της λέξης, για παράδειγμα “Bir fikrim
6. beraber: μαζί/ bununla beraber (μαζί μ’αυτό), var (Έχω μια ιδέα)”, fikrini almak (παίρνω την γνώμη
συν. birlikte (μαζί) κάποιου), hiçbir fikrim yok (δεν έχω την παραμικρή
ιδέα)
7. biletçi: εισπράκτορας/ bilet (εισιτήριο)
24. film: ταινία, έργο, φιλμ/ film çekmek (τραβάω
8. bilgisayar oyunu: παιχνίδι υπολογιστή ταινία), film yıldızı (κινηματογραφικός αστέρας)

9. borç: 1. χρέος, 2. δάνειο/ borç almak (δανείζομαι), 25. futbol: ποδόσφαιρο


borç istemek (ζητάω δανεικά), borç vermek (δανείζω),
borçluyum (είμαι υπόχρεος) 26. futbol maçı: ποδοσφαιρικός αγώνας

10. boş zaman: ελεύθερος χρόνος/ συν. boş vakit 27. geç: αργά/ geç kalkmak (σηκώνομαι αργά), geç
(ελεύθερος χρόνος) kalmak (αργώ), geç olsun da güç olmasın (κάλλιο αργά
παρά ποτέ), αντ. erken (νωρίς)
11. büfe: 1. ψιλικατζίδικο, 2. μπουφές / büfeci
(ψιλικατζής) 28. gezi: βόλτα, εκδρομή/ geziye çıkmak (πάω
εκδρομή), gezmek (κάνω βόλτα, περιηγούμαι)
12. dans: χορός (συνήθως δυτικός)/ dans etmek
(χορεύω), dansçı (χορευτής), dansör (χορευτής), dans 29. gitar: κιθάρα/ gitarist (κιθαρίστας)
okulu (σχολή χορού), συν. oyun (χορός), συνήθως για
τους δυτικούς χορούς χρησιμοποιούμε το ρήμα “dans 30. gösteri: 1. επίδειξη, 2. παράσταση,
etmek”, ενώ για τους παραδοσιακούς τουρκικούς (halk 3. διαδήλωση/ spor gösterisi (αθλητικές επιδείξεις),
oyunları) το ρήμα “oynamak” göstermek (1. δείχνω, 2. επιδεικνύω)

13. değişik: διαφορετικός/ değişiklik (αλλαγή), 31. hafta içi : μεσοβδόμαδα/ hafta (εβδομάδα)
değişmek (αλλάζω, αμετάβατο), değiştirmek (αλλάζω, + iç (μέσα) = hafta içi
μεταβατικό), συν. farklı (διαφορετικός), αντ. aynı (ίδιος)
32. hava: 1. καιρός, 2. αέρας/ hava almak (παίρνω
14. dışarı: έξω, εκτός/ dışarı(ya) çıkmak (βγαίνω έξω), αέρα), hava durumu (δελτίο καιρού), hava kuvvetleri
dışarıdayım (είμαι έξω), αντ. içeri (μέσα, εντός) (αεροπορία), havalimanı (αεροδρόμιο), havadan
sudan konuşmak (μιλάω περί ανέμων και υδάτων),
15. dizi: τηλεοπτική σειρά hava yolları (αερογραμμές)

16. ekonomi: οικονομία/ ekonomik (οικονομικός), 33. hayat: ζωή/ hayatımda (στη ζωή μου), ha-
συν. iktisat (οικονομία, χρησιμοποιείται περισσότερο yata dönmek (ξαναζωντανεύω), hayatta kalmak
για την επιστήμη) (επιβιώνω), παρότι δεν έχουν ακριβώς την ίδια
σημασία και χρήση, ενίοτε το “hayat” είναι συνώνυμο
17. erken: νωρίς/ erken kalkmak (σηκώνομαι νωρίς), με το “yaşam (1. ζωή, 2. διαβίωση)” και το “ömür
αντ. geç (αργά) (1. ζωή, 2. βίος)”, ενώ το καθένα χρησιμοποιείται με
συγκεκριμένες εκφράσεις ανάσα)

34. hazır: έτοιμος/ hazırlık (προετοιμασία, ετοιμασία), 56. normal: 1. φυσιολογικός, 2. κανονικός/ normal-
hazırcevap (ετοιμόλογος), hazırlamak (ετοιμάζω), de (κανονικά)
hazırlanmak (ετοιμάζομαι)
57. opera: όπερα
35. hediye: δώρο/ hediye etmek (δωρίζω), συν. ar-
mağan (δώρο) 58. öğlen: μεσημέρι/ συν. öğle (μεσημέρι)

36. heyecanlı: 1. ενθουσιασμένος, 2. αγχωμένος, 59. öğrenci işleri: φοιτητικές υποθέσεις/ öğrenci
με αγωνία/ heyecan (1. ενθουσιασμός, 2. άγχος, işleri bürosu (γραφείο που ασχολείται με φοιτητικές
3. αγωνία, 4. συγκίνηση, 5. αναστάτωση), heyecanlan- υποθέσεις)
mak (1. ενθουσιάζομαι, 2. αγχώνομαι, 3. αγωνιώ,
4. συγκινούμαι, 5. αναστατώνομαι) 60. pijama: πιτζάμα

37. hiçbir zaman : ποτέ/ συν. asla (ποτέ), αντ. her 61. restoran: εστιατόριο/ συν. lokanta (εστιατόριο,
zaman (πάντα), daima (πάντα) ταβέρνα, μαγειρείο)

38. hukuk: δίκαιο (νομικό)/ hukuk fakültesi (νομική) 62. sağlıklı: 1. υγιής, 2. υγιεινός/ sağlık (υγεία),
sağlıklı beslenmek (τρέφομαι υγιεινά)
39. içeri: μέσα, εντός/ αντ. dışarı (έξω, εκτός)
63. sergi: καλλιτεχνική έκθεση/ sergilemek (εκθέτω)
40. iş yeri: εργασιακός χώρος
64. site: ιστοσελίδα
41. işadamı: επιχειρηματίας
65. şarkı: τραγούδι/ şarkıcı (τραγουδιστής),
42. işçi: εργάτης/ İşçi Bayramı (Εργατική Πρωτομαγιά) şarkı söylemek (τραγουδάω)
43. kampus: πανεπιστημιακό κάμπους 66. şiir: 1. ποίημα, 2. ποίηση/ şair (ποιητής)
44. kanepe: καναπές 67. terlik : παντόφλα
45. kebap: κεμπάπ/ sebzeli kebap (κεμπάπ 68. tiyatro: θέατρο/ tiyatro oyunu (θεατρική
λαχανικών), Adana kebabı (κεμπάπ από τα Adana), παράσταση), tiyatro oyuncusu (θεατρικός ηθοποιός)
πολλές περιοχές στην Τουρκία έχουν τη δική τους
συνταγή για κεμπάπ, όπως για παράδειγμα Adana ke- 69. tur: 1. περιήγηση, βόλτα, 2. γύρος, τουρ/ tur at-
babı, Urfa kebabı, Manisa kebabı κ.α. mak (κάνω βόλτα), Boğaz turu (γύρος του Βοσπόρου)

46. kızgın: θυμωμένος/ kızmak (θυμώνω) 70. tür: είδος/ türlü türlü (λογιών λογιών)
47. konser: συναυλία/ konser vermek (δίνω συναυλία) 71. uygun: 1. κατάλληλος, 2. ταιριαστός,
3. σύμφωνος/ benim için uygun (είμαι εντάξει με αυτό)
48. kulüp: λέσχη, κλαμπ/ gece kulübü (νυχτερινό
κλαμπ), kayak kulübü (λέσχη σκι) 72. vapur: πλοίο, βαπόρι
49. litre: λίτρο 73. yalan: ψέμα/ yalan söylemek ( λέω ψέματα), yalan
çıkmak (διαψεύδομαι), yalancı (1. ψεύτης, 2. ψεύτικος),
50. maç: αθλητικός αγώνας
αντ. gerçek (αλήθεια)
51. memur: 1. υπάλληλος, 2. δημόσιος υπάλληλος
74. yanlış: λάθος/ yanlış anlamak (παρεξηγώ), yan-
52. mp3 çalar: mp3 player lış söylemek (λέω κάτι λάθος), yanlış yapmak (κάνω
λάθος), συν. hata (λάθος), αντ. doğru (σωστό)
53. müsait: διαθέσιμος, εύκαιρος/ αντ. meşgul
(απασχολημένος) 75. yemekhane: αίθουσα φαγητού, τραπεζαρία,
λέσχη
54. müşteri: πελάτης
76. yeni: 1. καινούργιος, 2. μόλις /yepyeni
55. nefes: ανάσα/ nefes almak (ανασαίνω, παίρνω (ολοκαίνουργιος), yeniden (πάλι, ξανά), yenilemek
ανάσα), nefes vermek (εκπνέω), nefes almadan (χωρίς (ανανεώνω), αντ. eski (παλιός)
77. yolcu: 1. επιβάτης, 2. ταξιδιώτης/ yolcu etmek 13. çıkmak: 1. βγαίνω, 2. ανεβαίνω, 3. πηγαίνω,
(ξεπροβοδίζω) 4. εμφανίζομαι/ merdivenden çıkmak (ανεβαίνω από
τις σκάλες), alışverişe çıkmak (πηγαίνω για ψώνια),
78. yorum: σχόλιο/ yorum yapmak (κάνω σχόλιο), işten çıkmak (φεύγω από τη δουλειά), ortaya çıkmak
yorumlamak (σχολιάζω), yorum yok (ουδέν σχόλιο), (εμφανίζομαι, βγαίνω στην επιφάνεια), çıkmaz sokak
yorumsuz (ασχολίαστος) (αδιέξοδο), çıkış (έξοδος), αντ. girmek (μπαίνω)

79. yurt: 1. πατρίδα, 2. φοιτητική εστία/ yurtsever 14. demek: 1. λέω, 2. σημαίνω/ bu ne demek? (τι
(πατριώτης), yurttaş (συμπατριώτης, συμπολίτης), σημαίνει αυτό;), ne demek (δεν κάνει τίποτα, σαν
συν. memleket (πατρίδα, γενέτειρα), vatan (πατρίδα) απάντηση στο “teşekkür ederim”), demek ki (πάει να
πει ότι, δηλαδή)
80. zaman: χρόνος, καιρός/ ne zaman? (πότε;),
zamanla (με τον καιρό), zamanında (στην ώρα του), 15. dinlemek: ακούω/ müzik dinlemek (ακούω
o zamandan beri (από τότε), zaman kaybetmek (χάνω μουσική), radyo dinlemek (ακούω ραδιόφωνο), din-
χρόνο), boş zaman (ελεύθερος χρόνος), uzun zaman- leyici (ακροατής)
dır (εδώ και πολύ καιρό), συν. vakit (χρόνος)
16. dinlenmek: ξεκουράζομαι
aΈχεις μάθει 80 Ονόματα! 17. dolaşmak: περιφέρομαι, τριγυρνώ, κάνω βόλτα

18. dönmek: 1. επιστρέφω, γυρίζω 2.


ΡΗΜΑΤΑ περιστρέφομαι, γυρίζω/ döner (γύρος, φαγητό)

1. açmak: ανοίγω/ gözümü açmak (ανοίγω τα μάτια 19. durmak: 1. σταματάω, 2. στέκομαι/ durmayan
μου) (ασταμάτητος), durup dururken (στα καλά καθούμενα),
durak (στάση)
2. anlamak: καταλαβαίνω
20. duş almak: κάνω ντους
3. bakmak: 1. κοιτάζω, 2. φροντίζω, προσέχω,
περιποιούμαι / kendine iyi bak! (να προσέχεις τον 21. fotoğraf çekmek: τραβάω φωτογραφία
εαυτό σου!), bakar mısınız? (χρησιμοποιείται όταν
είμαστε σε εστιατόριο, καφέ, σε κάποιο κατάστημα και 22. geçmek: 1. περνώ, 2. διασχίζω/ geçmiş olsun!
θέλουμε να μας εξυπηρετήσουν) (περαστικά!), aklımdan geçmek (μου περνάει από το
μυαλό), sınavı (-dan) geçmek (περνάω το διαγώνισμα),
4. banyo yapmak: κάνω μπάνιο (όχι στη θάλασσα) karşıya geçmek (περνάω απέναντι), geçmiş
(παρελθόν), geçen ay (ο περασμένος μήνας)
5. başlamak: αρχίζω (μεταβατικό και αμετάβατο)/
αντ. bitirmek (τελειώνω, μεταβατικό), bitmek 23. gezmek: κάνω βόλτα/ gezi (βόλτα, εκδρομή)
(τελειώνω, αμετάβατο)
24. girmek: μπαίνω, εισέρχομαι/ giriş (είσοδος),
6. bayılmak: 1. μου αρέσει πολύ, τρελαίνομαι για αντ. çıkmak (βγαίνω)
κάτι, 2. λιποθυμώ
25. gitmek: 1. πηγαίνω, 2. φεύγω/ nasıl gidiyor?
7. beslenmek: τρέφομαι, διατρέφομαι (πώς πάει;), hoşuma gitmek (μου αρέσει)

8. bilmek: γνωρίζω, ξέρω/ bilerek (επίτηδες), bil- 26. hazırlamak: 1. ετοιμάζω, 2. προετοιμάζω/
meden (άθελα, κατά λάθος), ne bileyim? (πού να ξέρω;) hazırlık (ετοιμασία, προετοιμασία), hazır (έτοιμος),
hazırcevap (ετοιμόλογος)
9. biriktirmek: μαζεύω, συγκεντρώνω/ para birik-
tirmek (μαζεύω λεφτά, αποταμιεύω) 27. hazırlanmak: 1. ετοιμάζομαι, 2. προετοιμάζομαι

10. bitmek: τελειώνω (αμετάβατο)/ αντ. başlamak 28. hoşlanmak: μου αρέσει/ συν. hoşuma gitmek
(αρχίζω) (μου αρέσει), beğenmek (μου αρέσει), sevmek (αγαπώ,
μου αρέσει)
11. buluşmak: συναντιέμαι, βρίσκομαι
29. internete girmek: μπαίνω στο ίντερνετ
12. çalışmak: 1. δουλεύω, εργάζομαι, 2. προσπαθώ,
3. δουλεύω, ενεργοποιούμαι/ ders çalışmak (μελετώ), 30. izlemek: 1. παρακολουθώ (κάποιο θέαμα), 2.
çalışkan (εργατικός, επιμελής) παρακολουθώ (κάποιον άνθρωπο), 3. ανιχνεύω/
συν. seyretmek (παρακολουθώ, κάποιο θέαμα)
51. sıkılmak: βαριέμαι/ sıkıcı (βαρετός)
31. kahvaltı etmek: προγευματίζω
52. sohbet etmek: κουβεντιάζω, συζητώ
32. kalkmak: 1. σηκώνομαι, 2. ξυπνάω, 3.
53. sormak: ρωτάω/ soru sormak (κάνω ερώτηση)
απογειώνομαι (αεροπλάνο), 4. επιχειρώ
54. söylemek: λέω/ yalan söylemek (λέω ψέματα),
33. kalmak: μένω, κατοικώ, απομένω/ bana kalır-
şarkı söylemek (τραγουδάω), yemek söylemek
sa (κατά τη γνώμη μου), zorunda kalmak (είμαι
(παραγγέλνω φαγητό)
υποχρεωμένος), συν. oturmak (μένω, κατοικώ)
55. spor yapmak: αθλούμαι
34. kapatmak: κλείνω, σφραγίζω/ αντ. açmak
(ανοίγω) 56. stres atmak: αποβάλλω το άγχος
35. kontrol etmek: ελέγχω 57. tanımak: γνωρίζω, αναγνωρίζω
36. konuşmak: μιλάω, συζητώ/ konuşma (ομιλία), 58. tanışmak: γνωρίζομαι
konuşkan (ομιλητικός), Ahmet ile konuşuyorum
(μιλάω με τον Αχμέτ) 59. tekrar etmek: επαναλαμβάνω

37. korkmak: φοβάμαι/ korku (φόβος, τρόμος) 60. temizlemek: καθαρίζω


korku filmi (ταινία τρόμου), korkak (δειλός), korkunç
(τρομακτικός) 61. tırmanmak: σκαρφαλώνω/ ağaca tırmanmak
(σκαρφαλώνω στο δέντρο)
38. koşmak: τρέχω/ ardından koşmak (τρέχω πίσω
από κάποιον) 62. uyumak: κοιμάμαι/ uyku (ύπνος),
uykucu (υπναράς)
39. koymak: τοποθετώ, βάζω/ ad koymak (δίνω
όνομα) 63. uzanmak: τεντώνομαι, ξαπλώνω

40. kullanmak: χρησιμοποιώ/ araba kullanmak 64. varmak: φτάνω (σε κάποιο μέρος)
(οδηγώ αυτοκίνητο)
65. vermek: δίνω
41. nefret etmek: μισώ/ αντ. sevmek (αγαπώ)
66. yapmak: κάνω, φτιάχνω
42. okumak: 1. διαβάζω, 2. σπουδάζω/ okuma
67. yardım etmek: βοηθώ/ συν. yardımcı olmak
(ανάγνωση) (βοηθώ)
43. oturmak: 1. κάθομαι, 2. κατοικώ, μένω/ nerede 68. yardım istemek: ζητάω βοήθεια
oturuyorsun? (πού μένεις;), oturma odası (καθιστικό),
oturma izni (άδεια παραμονής) 69. yaşamak: ζω, βιώνω/ çok yaşa! (γείτσες!), yaşasın!
(ζήτω), yaşam (ζωή)
44. oynamak: 1. παίζω, 2. χορεύω/ futbol oynamak
(παίζω ποδόσφαιρο) 70. yatmak: 1. ξαπλώνω, 2. κοιμάμαι/ hapiste yat-
mak (είμαι στη φυλακή)
45. öğrenmek: μαθαίνω/ öğrenci (μαθητής)
71. yazmak: γράφω/ yazar (συγγραφέας)
46. özlemek: επιθυμώ, νοσταλγώ, μου λείπει
72. yemek: τρώω/ yemek yapmak (μαγειρεύω),
47. para çekmek: κάνω ανάληψη yemeğe davet etmek (προσκαλώ για φαγητό), dayak
yemek (τρώω ξύλο)
48. pişirmek: 1. μαγειρεύω, 2. ψήνω/ yemek pişirmek
(μαγειρεύω φαγητό) 73. yorulmak: κουράζομαι/ yormak (κουράζω),
yorgun (κουρασμένος), yorucu (κουραστικός)
49. sanmak: νομίζω, θεωρώ
74. yürümek: περπατάω/ yürüyüş (περπάτημα,
50. sevmek: 1. αγαπώ, 2. μου αρέσει, 3. χαϊδεύω/ περίπατος)
en sevdiğim şarkı (το αγαπημένο μου τραγούδι),
seve seve (μετά χαράς) 75. yüzmek: κολυμπάω
aΈχεις μάθει 75 Ρήματα! 2. inşallah: μακάρι/ Το inşallah χρησιμοποιείται
πάντα με τον Geniş Zaman, τον οποίο διδασκόμαστε
στο Α2 επίπεδο
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ
1. bol bol: πολύ, άφθονο, μπόλικο/ bol bol meyve ve aΈχεις μάθει 2 Eκφράσεις!
sebze yiyorum (τρώω πολλά φρούτα και λαχανικά)

5
4η Ενότητα

ONOMATA “amca”, ως προσφώνηση σε μεγαλύτερους ηλικιακά


(Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.) άνδρες

1. abla: μεγαλύτερη αδερφή/ Χρησιμοποιείται 14. dede: παππούς/ Χρησιμοποιείται και για την
επίσης ως προσφώνηση σε μεγαλύτερες ηλικιακά μεριά του πατέρα και της μητέρας
γυναίκες, με τις οποίες υπάρχει μια οικειότητα, χωρίς
15. diş: δόντι/ diş fırçası (οδοντόβουρτσα), diş ma-
αυτό να δηλώνει έλλειψη σεβασμού
cunu (οδοντόκρεμα), diş doktoru (οδοντίατρος), dişçi
2. ağabey: μεγαλύτερος αδερφός/ Χρησιμοποιείται (οδοντίατρος), dişimi sıkmak (σφίγγω τα δόντια,
επίσης ως προσφώνηση σε άνδρες. Θα μπορούσαμε κάνω υπομονή)
να πούμε ότι αντιστοιχεί στο ελληνικό “αδερφέ”
16. erkek kardeş: αδερφός
3. ağız: στόμα/ Ανήκει στις λέξεις οι οποίες όταν
17. hala: θεία (αδερφή του πατέρα)
ακολουθεί κάποια κατάληξη η οποία αρχίζει από
φωνήεν γίνεται αποβολή του τελευταίου φωνήεντος 18. havuz: πισίνα
της λέξης, για παράδειγμα “ağzım (το στόμα μου)”,
ağızdan ağza (από στόμα σε στόμα), ağzım açık kaldı 19. ilkokul: δημοτικό σχολείο
(έμεινα με το στόμα ανοιχτό), ağzı var, dili yok (στόμα
έχει και μιλιά δεν έχει) 20. karı: (η) σύζυγος, γυναίκα/ karıkoca (ανδρόγυνο)

4. aile: οικογένεια/ aile problemleri (οικογενειακά 21. kız kardeş: αδερφή


προβλήματα), ailece (οικογενειακώς)
22. koca: (ο) σύζυγος, άνδρας
5. amca: θείος (αδερφός του πατέρα)/ χρησιμο-
ποιείται επίσης ως προσφώνηση σε μεγαλύτερους 23. kol: 1. χέρι, βραχίονας, 2. χερούλι, πόμολο,
ηλικιακά άνδρες, όπως ακριβώς το ελληνικό “θείε” 3. μανίκι/ kol saati (ρολόι χειρός), kapı kolu (πόμολο
πόρτας)
6. anadil: μητρική γλώσσα/ Συναντάται επίσης και ως
anadili 24. lise: λύκειο/ lise yılları (τα χρόνια του λυκείου),
liseli (μαθητής λυκείου)
7. anahtar: κλειδί (βλ. 2η ενότητα, Ονόματα νο. 8)
25. manto: μαντό, γυναικείο πανωφόρι
8. anaokulu: νηπιαγωγείο, παιδικός σταθμός/
ana (βασικός, μητέρα) + okul (σχολείο) 26. mektup: επιστολή, γράμμα

9. anneanne: γιαγιά (από τη μεριά της μητέρας) 27. omuz: ώμος/ Ανήκει στις λέξεις οι οποίες όταν
ακολουθεί κάποια κατάληξη η οποία αρχίζει από
10. babaanne: γιαγιά (από τη μεριά του πατέρα) φωνήεν γίνεται αποβολή του τελευταίου φωνήεντος
της λέξης, για παράδειγμα “Omzum (ο ώμος μου)”
11. boyun: 1. σβέρκος, 2. λαιμός/ Ανήκει στις λέξεις
οι οποίες όταν ακολουθεί κάποια κατάληξη η οποία 28. ortaokul: γυμνάσιο
αρχίζει από φωνήεν γίνεται αποβολή του τελευταίου
29. satranç: σκάκι
φωνήεντος της λέξης, για παράδειγμα “Boynum tutul-
du (πιάστηκε ο σβέρκος μου), boynuma binmek (μου
30. şirket: εταιρία/ συν. firma (εταιρία)
κάθεται στο σβέρκο), boynuna sarılmak (αγκαλιάζω)
31. teneffüs: διάλειμμα (σχολικό)
12. burun: μύτη/ Ανήκει στις λέξεις οι οποίες όταν
ακολουθεί κάποια κατάληξη η οποία αρχίζει από 32. teyze: θεία (αδερφή της μητέρας)/
φωνήεν γίνεται αποβολή του τελευταίου φωνήεντος Χρησιμοποιείται επίσης ως προσφώνηση σε
της λέξης, για παράδειγμα “Burnum tıkandı (είμαι μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες, όπως ακριβώς το
μπουκωμένος, βούλωσε η μύτη μου)”, burun deliği ελληνικό “θεία”
(ρουθούνι), burnu havada (ψηλομύτης), burnumu
sokmak (χώνω τη μύτη μου) 33. üniversite: πανεπιστήμιο/ İstanbul Üniversitesi
(Πανεπιστήμιο İstanbul)
13. dayı: 1. θείος (αδερφός της μητέρας), 2. νταής/
kabadayı (νταής), χρησιμοποιείται επίσης όπως το 34. ütü: σίδερο σιδερώματος/ ütü yapmak
(σιδερώνω), ütülemek (σιδερώνω), ütü masası χτυπάω (τηλέφωνο, πόρτα, κουδούνι)/ gitar çalmak
(σιδερώστρα) (παίζω κιθάρα), kapı çalmak (χτυπάει η πόρτα), kapıyı
çalmak (χτυπάω την πόρτα)
35. yabancı dil: ξένη γλώσσα
4. hissetmek: νιώθω, αισθάνομαι/ his (αίσθημα,
36. yaramaz: άτακτος, ζωηρός/ yaramazlık (αταξία) συναίσθημα)

37. zevkli: 1. απολαυστικός, ευχάριστος, 5. yazmak: γράφω (βλ. 3η Ενότητα, Ρήματα νο. 71)
2. καλόγουστος/ αντ. zevksiz (κακόγουστος)
6. göndermek: 1. στέλνω, 2. παραπέμπω/ mesaj
göndermek (στέλνω μήνυμα), συν. yollamak (στέλνω)
aΈχεις μάθει 37 Ονόματα!
7. oynamak: 1. παίζω, 2. χορεύω (βλ. 3η Ενότητα,
Ρήματα νο. 44)
ΡΗΜΑΤΑ
8. öğretmek: διδάσκω/ öğretmen (δάσκαλος,
1. almak: 1. παίρνω, 2. αγοράζω/ alışveriş (ψώνια), al καθηγητής)
birini vur ötekine (πάρ’τον ένα και χτύπα τον άλλο)
9. telefon etmek: τηλεφωνώ
2. dans etmek: χορεύω

3. çalmak: 1. κλέβω, 2. παίζω μουσικό όργανο, 3. aΈχεις μάθει 9 Ρήματα!

5
5η Ενότητα

ONOMATA 18. çeşitli: διάφορος/ çeşit (είδος), çeşit çeşit (λογιών


(Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.) λογιών)

1. ağustos: Αύγουστος 19. çeyrek: τέταρτο/ Saat altıyı çeyrek geçiyor (Η ώρα
είναι έξι και τέταρτο)
2. ajanda: ατζέντα
20. çorba: σούπα/ balık çorbası (ψαρόσουπα),
3. akıl: μυαλό, νους/ Ανήκει στις λέξεις οι οποίες mantar çorbası (μανιταρόσουπα), tavuk çorbası
όταν ακολουθεί κάποια κατάληξη η οποία αρχίζει από (κοτόσουπα)
φωνήεν γίνεται αποβολή του τελευταίου φωνήεντος
21. dakika: λεπτό/ bir dakika (ένα λεπτό), kırk da-
της λέξης, για παράδειγμα “Aklım yok (δεν έχω μυαλό)”,
kikalık bir konuşma (μία ομιλία διάρκειας σαράντα
akıl almak (συμβουλεύομαι), aklımdan çıkarmak
λεπτών), dakik (ακριβής στα ραντεβού του)
(βγάζω από το μυαλό μου), aklımdan geçmek (μου
περνάει από το μυαλό), aklıma gelmek (μου έρχεται 22. dilek: ευχή/ dilek tutmak (κάνω ευχή), dilemek
στο μυαλό), aklımda (το’χω στο νου μου, το ξέρω), aklı (εύχομαι)
başında (μυαλωμένος, σοβαρός), aklında olsun (να
το έχεις υπόψιν), akıl vermek (συμβουλεύω), aklımı 23. dini: (και dinî) θρησκευτικός/ din (θρησκεία),
yitirmek (χάνω τα λογικά μου) dini bayram (θρησκευτική γιορτή)

4. anma: μνεία 24. dişçi: οδοντίατρος

5. aralık: Δεκέμβριος 25. dolunay: πανσέληνος

6. ateş: 1. φωτιά, 2. πυρετός/ ateşim var (έχω 26. düğün: γάμος, γαμήλια τελετή (βλ. 1η Ενότητα,
πυρετό), ateş çıkmak (ξεσπάει φωτιά), ateşim düşmek Ονόματα νο. 45)
(μου πέφτει ο πυρετός), ateşim yükselmek (μου
ανεβαίνει ο πυρετός), ateş açmak (ανοίγω πυρ), ateş! 27. egemenlik: 1. ηγεμονία, 2. κυριαρχία/ egemen
(πυρ!), ateş kes! (παύσατε πυρ!), ateşkes (ανακωχή) (ηγεμόνας, κυρίαρχος)

7. balayı: μήνας του μέλιτος/ bal (μέλι) + ay (μήνας) 28. ekim: Οκτώβριος

29. evlilik: γάμος, έγγαμος βίος


8. biricik: μονάκριβος
30. eylül: Σεπτέμβριος
9. birlikte: μαζί/ Ayşe ile birlikte (μαζί με την Ayşe),
συν. beraber (μαζί) 31. galeri: γκαλερί
10. birliktelik: 1. συντροφιά, 2. ενότητα 32. gelecek: 1. μέλλον, 2. ερχόμενος/ gelecek ay
(ερχόμενος μήνας), geleceği düşünmek
11. boya: μπογιά/ boyacı (μπογιατζής), boyamak
(σκέφτομαι το μέλλον)
(βάφω)
33. gençlik: 1. νιάτα, 2. νεολαία/ gençlik yılları
12. buçuk: 1. μισή (για την ώρα) 2. μισός (για (τα χρόνια της νιότης)
ποσότητα πάνω από 1)/ Saat dört buçuk (Η ώρα είναι
τέσσερις και μισή) 34. geveze: φλύαρος

13. cimri: τσιγκούνης/ συν. pinti (τσιγκούνης) 35. harf: γράμμα της αλφαβήτου
αντ. cömert (ανοιχτοχέρης)
36. hazırlık: ετοιμασία, προετοιμασία
14. coşku: 1. ενθουσιασμός, 2. συγκίνηση/ coşkun
(ενθουσιασμένος) 37. haziran: Ιούνιος

15. cuma: Παρασκευή 38. hece: συλλαβή/ iki heceli (δισύλλαβος)

16. cumartesi: Σάββατο 39. heyecan: 1. ενθουσιασμός, 2. άγχος, 3. αγωνία,


4. συγκίνηση, 5. αναστάτωση (βλ. 3η Ενότητα,
17. çarşamba: Τετάρτη Ονόματα νο. 36)
κάποια κατάληξη η οποία αρχίζει από φωνήεν γίνεται
40. ilkbahar: άνοιξη/ συν. bahar (άνοιξη) αποβολή του τελευταίου φωνήεντος της λέξης,
για παράδειγμα “Ömrü boyunca…
41. kasım: Νοέμβριος
(για όλη του τη ζωή…)”, ömür boyu (για μια ζωή)
42. kaza: ατύχημα, δυστύχημα/ trafik kazası
61. palto: παλτό
(αυτοκινητιστικό ατύχημα), kaza geçirmek
(παθαίνω ατύχημα), kaza yapmak (παθαίνω ατύχημα), 62. pazar: 1. Κυριακή, 2. παζάρι, αγορά
kazayla (καταλάθος)
63. pazartesi: Δευτέρα
43. kış: χειμώνας/ kışın (το χειμώνα, κατά τη διάρκεια
του χειμώνα) 64. perşembe: Πέμπτη

44. kurum: ίδρυμα, φορέας 65. program: 1. πρόγραμμα, 2. τηλεοπτική,


ραδιοφωνική εκπομπή
45. kutlama: εορτασμός, γιορτή/ kutlamak
(γιορτάζω, συγχαίρω) 66. randevu: ραντεβού/ randevu almak (κλείνω
ραντεβού), randevu vermek (δίνω ραντεβού)
46. kültür: 1. πολιτισμός, 2. κουλτούρα/
kültürlü (πολιτισμένος, μορφωμένος) 67. resmi: (και resmî) επίσημος/ resmi tatil
(επίσημη αργία), resmi dil (επίσημη γλώσσα),
47. marş: εμβατήριο, (εθνικός) ύμνος/ milli marş resmi olarak (επισήμως)
(εθνικός ύμνος)
68. rezervasyon: κράτηση/ rezervasyon yaptırmak
48. mart: Μάρτιος (κάνω κράτηση)
49. mavi: μπλε/ masmavi (καταγάλανος), mavi 69. salı: Τρίτη
gözlü (γαλανομάτης)
70. saniye: δευτερόλεπτο
50. mayıs: Μάιος
71. sarı: κίτρινο/ sarı saçlı (ξανθός)
51. mevsim: εποχή/ av mevsimi (εποχή κυνηγιού)
72. saygıdeğer: αξιοσέβαστος
52. mezuniyet: αποφοίτηση/ mezun olmak
(αποφοιτώ) 73. sevgili: 1. αγαπημένος, -η, 2. φίλος, -η (για
σχέση), 3. αγαπητός
53. milli: (και millî) εθνικός (βλ. 1η Ενότητα,
Ονόματα νο 111)/ millî bayram (εθνική γιορτή) 74. sonbahar: φθινόπωρο

54. mola: διάλειμμα (από μια δουλειά)/ 75. sürpriz: έκπληξη/ sürpriz yapmak (κάνω έκπληξη)
mola vermek (κάνω διάλειμμα), teneffüs (διάλειμμα, σε
σχολείο, φροντιστήριο), συν. ara (ανάμεσα, διάστημα, 76. şubat: Φεβρουάριος
απόσταση, διάλειμμα)
77. temmuz: Ιούλιος
55. mor: μωβ
78. toplantı: συνάντηση, συνέλευση, συγκέντρωση,
56. nice: τόσος/ nice senelere! (να ζήσετε πολλά meeting
χρόνια)
79. ulusal: εθνικός/ ulus (έθνος), uluslararası
57. nikâh: γάμος, γαμήλια τελετή/ nikâh memuru (διεθνής)
(υπάλληλος δημαρχείου, υπεύθυνος των τελετών
γάμων), nikâh şahidi (μάρτυρας γάμου, κουμπάρος) 80. vakit: χρόνος, καιρός/ Ανήκει στις λέξεις οι οποίες
όταν ακολουθεί κάποια κατάληξη η οποία αρχίζει από
58. nisan: Απρίλιος/ 1 Nisan şakası φωνήεν γίνεται αποβολή του τελευταίου φωνήεντος
(πρωταπριλιάτικο αστείο) της λέξης, για παράδειγμα “Vaktim yok (δεν έχω
χρόνο)”, vaktinde (στην ώρα του), boş vakit (ελεύθερος
59. odun: ξύλο, κούτσουρο χρόνος), vaktini almak (τρώω τον χρόνο κάποιου),
συν. zaman (χρόνος, καιρός)
60. ömür: ζωή, βίος (βλ. 3η Ενότητα, Ονόματα
νο. 33)/ Ανήκει στις λέξεις οι οποίες όταν ακολουθεί 81. yaz: καλοκαίρι/ yaz tatili (καλοκαιρινές διακοπές),
yazlık ev αλλά και yazlık (εξοχικό σπίτι), yazın (το geç kalmak (αργώ, καθυστερώ, αργοπορώ)
καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού),
yazlık (καλοκαιρινός) 10. heyecanlanmak: 1. ενθουσιάζομαι,
2. αγχώνομαι, 3. αγωνιώ, 4. συγκινούμαι,
82. yeşil: πράσινο/ yeşillik (πρασινάδα, για φύση), 5. αναστατώνομαι (βλ. 3η Ενότητα, Ονόματα νο. 36)
(σαλατικά ως τροφή)
11. kapanmak: κλείνομαι, κλείνω (ως παθητικό)/
83. yılbaşı: Πρωτοχρονιά dükkân kapanmak (το κατάστημα κλείνει),
eve kapanmak (κλείνομαι στο σπίτι)
84. yıldönümü: επέτειος/ evlilik yıldönümü (επέτειος
γάμου) 12. karşılamak: 1. υποδέχομαι, 2. αντιμετωπίζω,
3. καλύπτω (για έξοδα)
85. zafer: θρίαμβος, νίκη
13. katılmak: 1. συμμετέχω, 2. συμβάλλω
86. zorluk: δυσκολία/ zorluk çekmek (περνάω
δυσκολίες) 14. korumak: προστατεύω, προφυλάσσω/
koruma (προστασία, προφύλαξη), Allah korusun!
(Θεός φυλάξοι!)
aΈχεις μάθει 86 Ονόματα!
15. kutlamak: 1. γιορτάζω, 2. συγχαίρω

16. öpmek: φιλώ/ öpücük (φιλί)


ΡΗΜΑΤΑ
17. satın almak: αγοράζω
1. asmak: κρεμάω, απλώνω (ρούχα)/
askı (κρεμάστρα) 18. sürmek: 1. διαρκώ, 2. αλείφω, 3. οδηγώ/
süre (διάστημα, απόσταση, χρόνος)
2. atlamak: πηδώ
19. toplamak: 1. μαζεύω, συμμαζεύω, 2.
3. beklemek: περιμένω/ dört gözle beklemek συγκεντρώνω/ odamı toplamak (μαζεύω/ συμμαζεύω
(περιμένω πώς και πώς) το δωμάτιο μου)
4. benzemek: μοιάζω 20. vedalaşmak: αποχαιρετιέμαι/
veda (αποχαιρετισμός)
5. devam etmek: συνεχίζω (μεταβατικό και
αμετάβατο) 21. yakmak: 1. καίω, 2. ανάβω
6. dilemek: 1. εύχομαι, 2. ζητώ/ özür dilemek 22. yaşlanmak: μεγαλώνω, γερνάω
(ζητώ συγγνώμη)
23. yenmek: 1. νικώ, 2. τρώγομαι
7. doğmak: γεννιέμαι/ doğum günü (γενέθλια),
doğum tarihi (ημερομηνία γέννησης), 24. yıkamak: πλένω
doğum yeri (τόπος γέννησης)
25. ziyaret etmek: επισκέπτομαι/ ziyaretçi
8. evlenmek: παντρεύομαι (επισκέπτης)

9. gecikmek: αργώ, καθυστερώ, αργοπορώ/ συν.


aΈχεις μάθει 25 Ρήματα!

5
6η Ενότητα

ONOMATA
20. iç: 1. μέσα, εντός, 2. εσωτερικός/ içinde
(Oυσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες κ.α.) (μέσα, εντός), içindekiler (περιεχόμενα), içe dönük
(εσωστρεφής) iç hatlar (πτήσεις εσωτερικού), içi içini
1. akıllı: 1. έξυπνος, 2. μυαλωμένος yemek (τρώει τα σωθικά του), içten söylemek
(το λέω από την καρδιά μου), αντ. dış (έξω)
2. akraba: συγγενής
21. iskele: αποβάθρα, σκάλα
3. alan: 1. πεδίο, τομέας, 2. περιοχή
22. karşı: 1. απέναντι, 2. ενάντια, 3. σε αντίθεση/
4. alt: κάτω (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 7) karşıda (απέναντι), sabaha karşı (κατά το πρωί),
karşı taraf (η απέναντι πλευρά), karşı çıkmak
5. arka: πίσω/ arkasından (πίσω από την πλάτη του),
(αντιλέγω, εναντιώνομαι)
arkama bakmadan gitmek (φεύγω χωρίς να κοιτάξω
πίσω μου), arkasından koşmak (τρέχω από πίσω του), 23. kibar: ευγενικός (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 71)
αντ. ön (μπροστά)
24. köprü: γέφυρα/ Boğaziçi Köprüsü
6. aşağı: κάτω/ aşağı yukarı (πάνω κάτω, περίπου), (η Γέφυρα του Βοσπόρου)
aşağıdaki (παρακάτω, που βρίσκεται από κάτω),
aşağılamak (υποβιβάζω, ταπεινώνω) 25. köşe: 1. γωνία, 2. στήλη (εφημερίδα)/ altı köşeli
(εξάγωνο), köşe yazarı (αρθρογράφος), bir köşeye at-
7. boyun: 1. σβέρκος, 2. λαιμός (βλ. 4η Ενότητα, mak (πετάω σε μια γωνία)
Ονόματα νο. 11)
26. kulak: αυτί/ kulaktan kulağa (από αυτί σε αυτί),
8. cadde: λεωφόρος/ İstiklâl Caddesi (λεωφόρος kulak misafiri olmak (κρυφακούω), kulak vermek
İstiklâl), cadde boyunca (κατά μήκος της λεωφόρου) (ακούω), bir kulaktan girip öbür kulaktan çıkmak (από
το ένα αυτί μπαίνει, από το άλλο βγαίνει)
9. cesur: θαρραλέος, τολμηρός (βλ. 2η Ενότητα,
Ονόματα νο. 20) 27. kuzen: ξάδερφος

10. çene: σαγόνι, πηγούνι/ kapa çeneni! 28. kütüphane: βιβλιοθήκη (κτίριο) (βλ. 1η
(κλείσ’το στόμα σου!) çenesi düşük (φλύαρος) Ενότητα, Ονόματα νο. 100)

11. çevre: 1. περιβάλλον, 2. περίγυρος 29. lezzetli: νόστιμος, γευστικός/ lezzet (γεύση)

12. çiftçi: αγρότης/ çiftlik (αγρόκτημα, φάρμα) 30. mahalle: 1. γειτονιά, 2. συνοικία (βλ. 2η Ενότητα,
Ονόματα νο. 82)
13. dış: 1. έξω, εκτός, 2. εξωτερικός/ dışında (έξω,
31. manzara: θέα/ deniz manzarası (με θέα τη
εκτός), bunun dışında (εκτός αυτού), dış hatlar
θάλασσα), manzaralı ev (σπίτι με θέα)
(πτήσεις εξωτερικού), dışa dönük (εξωστρεφής), yurt-
dışı (εξωτερικό) αντ. iç (μέσα) 32. marka: μάρκα/ araba markası (μάρκα
αυτοκινήτου)
14. emekli: συνταξιούχος/ emek (κόπος, μόχθος),
emekli maaşı (σύνταξη) 33. mercimek çorbası: φακές σούπα

15. enişte: γαμπρός, θείος (εξ αγχιστείας)/ η λέξη 34. meydan: πλατεία / Taksim Meydanı (Πλατεία
“enişte” χρησιμοποιείται ως “γαμπρός” μόνο για τη Taksim), meydana gelmek (συμβαίνω)
συγγένεια, ο “γαμπρός” στα Τουρκικά είναι “damat”
35. nehir: ποταμός/ Nil Nehri (Ποταμός Νείλος)
16. göl: λίμνη/ Van Gölü (η Λίμνη Βαν)
36. orta: μέση, κέντρο/ ortasında (
17. grip: γρίπη/ grip olmak (παθαίνω γρίπη), στη μέση, ανάμεσα), orta boylu (μεσαίου
grip salgını (επιδημία γρίπης) αναστήματος), orta yaşlı (μεσήλικας), ortadan
kaldırmak (βγάζω από τη μέση)
18. güler yüzlü: χαμογελαστός/ gülmek (γελάω)
37. ön: μπροστά/ önümüzdeki ay (ερχόμενος
19. halsiz: αδιάθετος μήνας), ön yargı (προκατάληψη), önde gelmek (είμαι
διακεκριμένος), αντ. arka (πίσω) 58. yukarı: πάνω/ yukarıdan aşağıya (από πάνω
προς τα κάτω)
38. parmak: δάχτυλο/ ayak parmağı (δάχτυλο ποδιού)

39. patlıcan: μελιτζάνα aΈχεις μάθει 58 Oνόματα!


40. plan: σχέδιο, πλάνο/ arka plan (φόντο),
plan yapmak (σχεδιάζω), planlamak (σχεδιάζω,
προγραμματίζω) ΡΗΜΑΤΑ

41. rapor: 1. αναφορά, 2. γνωμάτευση, 1. ağrımak: πονάω/ başım ağrıyor (με πονάει το
3. αναρρωτική άδεια κεφάλι)

2. anlaşmak: συνεννοούμαι, συμφωνώ/ anlaştık!


42. reçete: συνταγή (γιατρού)
(συνεννοηθήκαμε!, έγινε!), anlaşma (συμφωνία)
43. renk: χρώμα/ renkli (χρωματιστός), renksiz
3. bayılmak: 1. μου αρέσει πολύ, τρελαίνομαι για
(άχρωμος)
κάτι, 2. λιποθυμώ (βλ. 3η Ενότητα, Ρήματα νο. 6)
44. sağ: 1. δεξιός, 2. υγιής/ sağ salim (σώος
4. beğenmek: μου αρέσει/ συν. hoşlanmak (μου
και αβλαβής), sağcı (δεξιός, με δεξιές πολιτικές
αρέσει), sevmek (αγαπώ, μου αρέσει)
πεποιθήσεις), sağa sola sormak (ρωτάω δεξιά και
αριστερά), sağa dönmek (στρίβω δεξιά) 5. danışmak: συμβουλεύομαι/ danışman
(σύμβουλος), danışma (υποδοχή, πληροφορίες)
45. salıncak: κούνια
6. değiştirmek: αλλάζω (μεταβατικό) (βλ. 3η Ενότητα,
46. sol: αριστερός/ solcu (αριστερός, με αριστερές Ονόματα νο. 13)/ üstümü değiştirmek (αλλάζω ρούχα)
πολιτικές πεποιθήσεις), solumdan kalkmak (ξυπνάω
στραβά), sola dönmek (στρίβω αριστερά) 7. görüşmek: 1. συζητώ, 2. συναντιέμαι/ iş
görüşmesi (συνέντευξη για εργασία)
47. sözlük: λεξικό (βλ. 1η Ενότητα, Ονόματα νο. 152)
8. hissetmek: νιώθω, αισθάνομαι (βλ. 4η Ενότητα,
48. şeker: 1. ζάχαρη, 2. ζάχαρο/ şekerli (γλυκός, με Ρήματα νο. 4)
ζάχαρη), şeker hastalığı (διαβήτης, ασθένεια), şekerim
(γλυκέ μου, προσφώνηση) 9. ilgilenmek: ασχολούμαι, ενδιαφέρομαι/
ilgi (ενδιαφέρον), ilgili (σχετικός)
49. şikâyet: παράπονο/ şikâyet etmek
(παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι) 10. kaşınmak: ξύνομαι

50. tahmin: εικασία, πρόβλεψη, υπόθεση/ tahmin 11. katılmak: 1. συμμετέχω, 2. συμβάλλω (βλ. 5η
etmek (εικάζω, προβλέπω, υποθέτω, μαντεύω) Ενότητα, Ρήματα νο. 13)

51. tarihî: ιστορικός (επίθετο) (βλ. 2η Ενότητα, 12. kızarmak: κοκκινίζω


Ονόματα νο. 118)
13. sallanmak: κουνιέμαι, ταλαντεύομαι
52. ten: δέρμα, επιδερμίδα/ beyaz tenli (με λευκή
14. tanımak: γνωρίζω, αναγνωρίζω (βλ. 3η Ενότητα,
επιδερμίδα)
Ρήματα νο. 57)
53. terzi: ράφτης, μοδίστρα/ terzilik (ραπτική)
15. tansiyon ölçtürmek: μου μετράνε την πίεση
54. üst: πάνω (βλ. 2η Ενότητα, Ονόματα νο. 126)
16. tartılmak: ζυγίζομαι/ tartmak (ζυγίζω)
55. vücut: σώμα/ συν. beden (σώμα)
17. tedavi olmak: θεραπεύομαι/ tedavi (θεραπεία)
56. yaramaz: άτακτος, ζωηρός (βλ. 4η Ενότητα,
18. öksürmek: βήχω/ öksürük (βήχας), öksürük
Ονόματα νο. 36) şurubu (σιρόπι για το βήχα)
57. yenge: νύφη, θεία (εξ αγχιστείας)/ η λέξη “yenge”
χρησιμοποιείται ως “νύφη” μόνο για τη συγγένεια, η aΈχεις μάθει 18 Ρήματα!
“νύφη” στα Τουρκικά είναι “gelin”

You might also like