You are on page 1of 9

Εισαγωγή

Το φαινόμενο των πολιτικών ιδεολογιών, που πρωτοεμφανίστηκαν στην


βιομηχανοποιημένη Δύση, η εξέλιξη τους ως σήμερα και η βιωσιμότητά τους στο μέλλον,
απασχολούν σταθερά τους πολιτικούς φιλοσόφους. Η ιδεολογία, ως γλώσσα του παγκόσμιου
πολιτικού διαλόγου, επέφερε δραστικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στην ιστορία του
ανθρώπου. Αλλαγές άλλοτε απελευθερωτικές και δίκαιες κι άλλοτε καταπιεστικές,
μισαλλόδοξες και καταστροφικές. Θα εξετάσουμε αρχικά την έννοια του φαινομένου της
ιδεολογίας, επισημαίνοντας την κανονιστικότητα που την διέπει και την πολυεπίπεδη φύση
των ιδεολογιών. Θα δούμε την εξέλιξη και τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς που
ακολούθησαν οι ιδεολογίες στην μεταπολεμική εποχή κατά την μετάβαση στη
μετανεωτερικότητα, τις αντιθέσεις τους αλλά και τα εμπόδια στην εγγενή τάση κάθε ιδεολογίας
να επικρατήσει οικουμενικά. Στη συνέχεια θα θυμηθούμε τις θεωρίες για το «τέλος των
ιδεολογιών» ή «το τέλος της ιστορίας» που ανέκυψαν στις διάφορες πολιτικοκοινωνικές
συγκυρίες μετά τον 19ο αιώνα. Από τις θεωρήσεις «του τέλους» της ιδεολογικής ιστορίας των
Hegel, Marx, Bell και Fukuyama μέχρι τους μετα-ισμούς, την παγκοσμιοποίηση και τον
γκλομπαλισμό, θα εξετάσουμε την αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα, καθώς και τους
τελεολογικούς ισχυρισμούς τους, πριν κλείσουμε με κάποια συμπεράσματα.

Έννοια και φύση της ιδεολογίας

Η ιδεολογία, είναι ένα σύμφυτο χαρακτηριστικό της νόησης του ανθρώπου ως κοινωνικό
και πολιτικό ον, που ιστορικά διαμορφώθηκε από τις κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικές του
ανάγκες, τα δικαιώματα, τα συμφέροντα και τις επαναστάσεις του απέναντι σε εξουσίες. Οι
πολιτικές ιδεολογίες αποτελούν σύνθετα συστήματα ιδεών που υποστηρίζουν πολιτικές
δράσεις με σκοπό τη διατήρηση, την αλλαγή ή την ανατροπή της εγκατεστημένης εξουσίας.
Αν και δεν είναι εύκολος ένας καθολικός επιστημονικός ορισμός, ωστόσο κάθε ιδεολογία
απαραίτητα (α) παρέχει μία συγκεκριμένη κοσμοθεώρηση - εξήγηση της υπάρχουσας τάξης,
(β) αναπτύσσει ένα πρότυπο όραμα «καλύτερου» κόσμου και (γ) εμπεριέχει ένα πολιτικό
σχέδιο πραγμάτωσης της μετάβασης σε αυτό το καλύτερο μέλλον που οραματίζεται
(Heywood, 2007: 50).

Κατά συνέπεια η ιδεολογία συσσωματώνοντας θεωρία και πράξη, δεν είναι μόνο
περιγραφική, αλλά κυρίως κανονιστική: Συνθέτοντας την κατανόηση με την στράτευση, η
ιδεολογία συσπειρώνει τους ανθρώπους σε διακριτές κοινωνικές ομάδες κάτω από
κανονιστικές πεποιθήσεις πολιτικής διευθέτησης, όπου αναπόδραστα η πραγματικότητα τείνει
να μπερδεύεται με το ιδεατό και τα «γεγονότα» με τις «αξίες» (α με β). Η σύγχυση αυτή
αποδίδεται μεταξύ άλλων και στην ασαφή διάκριση μεταξύ ιδεολογίας και επιστήμης, για αυτό
είναι προτιμότερη η αντιμετώπιση των ιδεολογιών ως Παραδείγματα (κατά Kuhn), ή αλλιώς ως
διανοητικά πλαίσια που διαμορφώνουν τις ανθρώπινες αντιλήψεις σαν αόρατα φίλτρα,
νοηματοδοτώντας τον κόσμο μας (Heywood: 2007: 51).

Ταυτόχρονα, καθώς συνθέτουν σκέψη με δράση (β με γ), οι ιδεολογίες διαθέτουν ένα


θεμελιακό και ένα λειτουργικό επίπεδο, ενίοτε σε ανισοβαρή σχέση: Θεμελιώνονται σε
αφηρημένες φιλοσοφικές ιδέες και ιδεολογικές παραδόσεις, αλλά στην προσπάθεια
κατάκτησης της εξουσίας, λειτουργούν με απτές πολιτικές δράσεις, κόμματα, κινητοποιήσεις
και πολιτικές διακυβέρνησης1 Λόγω της πολυπλοκότητάς τους οι ιδεολογίες μπορεί να
μοιάζουν ρευστές, να φέρουν εσωτερικές συγκρούσεις και αντιθέσεις, να αλληλοεπηρεάζονται
συνθετικά ή και να υβριδίζουν μεταξύ τους μπροστά στο διακύβευμα της «πραγματικής
φύσης» τους.2 Επιπλέον, κάθε ιδεολογία μπορεί να αποδίδει διαφορετική και ιδιαίτερη χροιά
στις πάγια διαμφισβητούμενες έννοιες (της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, της
ισότητας), με αποτέλεσμα αυτές να αποστερούνται καθολικά αποδεκτών ορισμών (Heywood,
2007: 52-53).

Πόσο αντικειμενική ή πραγματική είναι όμως μπορεί να είναι μία ιδεολογία; Πότε χάνει
τον χαρακτήρα της και πότε (αν ποτέ) καταφέρνει να υπερκεράσει όλες τις άλλες; Σύμφωνα με
τον Freeden (1996) κάθε ιδεολογία αξιολογείται στη βάση των κεντρικών, προσκείμενων και
περιφερειακών προταγμάτων της, όπου τα πρώτα ορίζουν την αξιοπιστία της. Καθώς οι
απόψεις των ανθρώπων διαμορφώνονται (εκούσια ή ακούσια) από πολλούς διαφορετικούς
κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες - και άρα εκφράζουν υποκειμενικές αξίες και όνειρα- οι ιδέες
που παράγουν ιδεολογίες αλλά και αναπαράγονται μέσω αυτών, δεν είναι δυνατόν ποτέ να
εκτιμηθούν «έξω» από αυτές με επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο. Η κάθε ιδεολογία που
διεκδικεί «την αλήθεια της» επί των άλλων, γίνεται τελικά αποδεκτή, όχι επειδή θα άντεχε στον
επιστημονικό έλεγχο κάποιου εξωτερικού παρατηρητή, αλλά επειδή προσφέρει μια βολική,
πειστική αντίληψη του κόσμου και των (διαμφισβητούμενων) ιδανικών 3 στα οποία πιστεύουν
οι ακόλουθοί της (Heywood, 2007: 54-56).

1 Υπερτονίζοντας άλλοτε την θεωρία σε βάρος της λειτουργικότητας (βλ. σύγχρονος αναρχισμός) και άλλοτε
αντίστροφα (βλ. φασισμός).
2 π.χ. φιλελεύθερος συντηρητισμός, ριζοσπαστικός φεμινισμός, αναρχοκαπιταλισμός κ.α.
3 Της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, ερμηνευμένες ωστόσο πολυποίκιλα, κατά το
δοκούν της κάθε ιδεολογίας.
Ωστόσο, το κάθε ιδεολογικό «σύστημα αλήθειας» συνδέεται πάντοτε με ένα σύστημα
εξουσίας που προσπαθεί να επιβάλλει τις προτεραιότητές του. Έτσι ο ρόλος της ιδεολογίας
παραμένει ζωτικός για την εξουσία, την οποία είτε υποστηρίζει ως φυσική, νόμιμη ή δίκαιη,
είτε την αμφισβητεί ως καταπιεστική και τη διαβρώνει μέχρι την ανατροπή της (Heywood,
2007: 57).

Μεταβάσεις, ανταγωνισμοί και μετασχηματισμοί των σύγχρονων


ιδεολογιών
Η πορεία της ιστορίας των ιδεών τους τελευταίους δύο αιώνες 4 συγκριτικά με τη
σύγχρονη, ιδεολογικά χαοτική αβεβαιότητα, παρουσιάζει μία σχετικά σταθερή συνέχεια και –
τα τελευταία 200 χρόνια - μία τάση «επιτάχυνσης», μέσα από ραγδαίες πολιτικοκοινωνικές και
πολιτισμικές αλλαγές. Οι παλιότερα στιβαρές ιδεολογικές παραδόσεις αναπροσαρμόζονται και
επαναπροσδιορίζονται βάσει των συνεχών προκλήσεων της μεταβαλλόμενης παγκόσμιας
τάξης, της μετανεωτερικότητας των «μετα-ισμών» και της παγκοσμιοποίησης (Heywood, 2007:
62-63).

Οι αλλαγές στην παγκόσμια τάξη συνέβησαν σαν αποτέλεσμα του Ψυχρού Πολέμου
και της εμφάνισης της διεθνούς τρομοκρατίας. Η κατάρρευση του κομμουνισμού υποδείκνυε
αρχικά ως πιθανότερο «παγκόσμιο πρότυπο» τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ωστόσο, αντί για
περισσότερο φιλελευθερισμό, οδήγησε στην ανάδυση του εθνοτικού εθνικισμού και του
θρησκευτικού φονταμενταλισμού στα μετακομμουνιστικά καθεστώτα. Επηρέασε επίσης τον
δημοκρατικό σοσιαλισμό, που εξαναγκάστηκε σε συμβιβασμούς με τις οικονομικές αγορές. Ο
φιλελευθερισμός και ο συντηρητισμός, χάνοντας πλέον τη συσπείρωση τους ενάντια στον
παραδοσιακό κομμουνιστικό «κίνδυνο», απέμειναν περισσότερο άμορφοι και διασπασμένοι.
Η τρομοκρατική απειλή από την άλλη, προκάλεσε επιθετικότερη αμερικανική εξωτερική
πολιτική και νομιμοποίηση της κρατικής καταστολής στο όνομα της τάξης και της ασφάλειας,
ενισχύοντας έτσι την αντιαμερικανική και αντιδυτική αντίδραση, αλλά και τον μεσανατολικό
φονταμενταλισμό. Η συνακόλουθη περιστολή πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, σήμανε
ιδεολογικές υπαναχωρήσεις του φιλελευθερισμού στην κατεύθυνση του συντηρητισμού της
Νέας Δεξιάς (Heywood, 2007: 64-65).

Στη μετάβαση από τη βιομηχανική και ταξική νεωτερικότητα στην κατακερματισμένη και
πλουραλιστική μετανεωτερικότητα, οι τρεις μεγάλες ιδεολογίες του Διαφωτισμού 5
4 Από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914) μέχρι την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στις ΗΠΑ
(2001).
5 Φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός και συντηρητισμός.
μετασχηματίστηκαν δραστικά από τα νέα ιδεολογικά κινήματα που αναδύθηκαν μετά το 1960. 6
Νέες ιδεολογίες ήρθαν δυναμικά στο προσκήνιο, διευρύνοντας, ανατρέποντας ή
ανασχηματίζοντας τις κλασικές σε «μετα-φιλελευθερισμό», «μετα-φεμινισμό», «μετα-
μαρξισμό» και άλλους «μετα-ισμούς» (Heywood, 2007: 66-67). Ο μεταμοντερνισμός επέφερε
σοβαρή αμφισβήτηση και απομάκρυνση από την νεωτερική πολιτική σκέψη της
βιομηχανοποίησης και της ταξικής πάλης. Καθώς οι άνθρωποι από παραγωγοί έγιναν
καταναλωτές, ο ατομικισμός υποκατέστησε την αφοσίωσή τους σε τάξεις, θρησκείες, έθνη και
απόλυτες αλήθειες, ενώ ενίσχυσε την αμφισβήτηση των πάντων, υιοθετώντας την
τεκμηριωμένη διαφωνία και τον δημοκρατικό διάλογο (Heywood, 2007: 560).

Η παγκοσμιοποίηση, που στηρίζεται στην ευρεία διασύνδεση πληροφορίας,


κοινωνικού και οικονομικού χώρου, υπερβαίνοντας εδαφικά σύνορα και κρατικούς
περιορισμούς, επηρεάζει τις ιδεολογίες ποικιλότροπα: Αποδυναμώνει τον πολιτικό εθνικισμό
σε «μετα-κυριαρχικές» συνθήκες, αλλά παράλληλα ενισχύει τον εθνοτικό και θρησκευτικό
εθνικισμό. Αποδυναμώνει επίσης την σοσιαλδημοκρατία, τον συντηρητισμό και τον σύγχρονο
φιλελευθερισμό που στηρίζονταν παραδοσιακά στην εθνική οικονομική διαχείριση,
απομειώνοντας την σημαντικότητα εθνικών ταυτοτήτων και παραδόσεων. Εντούτοις, ούτε η
παγκοσμιοποίηση συνιστά μία αυτόνομη ιδεολογία, καθώς συμπορεύεται με τον
νεοφιλελευθερισμό και την ενίσχυση των αγορών σε βάρος των κρατικών οικονομιών. Έτσι
εγείρει αντιδράσεις, τόσο από φονταμενταλιστικά κινήματα, όσο και από αντικαπιταλιστικά /
αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα, απότοκα του αναρχισμού, του σοσιαλισμού, του φεμινισμού και
της οικολογίας (Heywood, 2007: 67-69).

Θεωρίες για το τέλος των ιδεολογιών και της ιστορίας

Ο Heywood χαρακτηρίζει αξιοσημείωτη τη συχνότητα με την οποία πολιτικοί διανοητές


έχουν διακηρύξει πως οι ιδεολογίες έφτασαν - ή πρέπει να φτάνουν - στο τέλος τους
(Heywood, 2007: 554). Γνωρίζοντας ωστόσο τη φύση της ιδεολογίας, μάλλον δεν προκαλεί
εντύπωση, αφού τέτοιες διακηρύξεις λειτουργούν ενισχυτικά για το κύρος των ιδεολογιών. Τον
19ο αιώνα ο Hegel πίστευε ότι η εξελικτική ιστορία του ανθρώπου είναι η αγωνιώδης
αναζήτηση της ελευθερίας και της Αλήθειας (του Λόγου), που ολοκληρώνεται όταν ιδέες και
πραγματικότητα συναντηθούν και ότι το πνεύμα είναι ελεύθερο «όταν και εάν κατέχει και
γνωρίζει τον κόσμο ως ιδιοκτησία του». Υπό αυτή την έννοια, ο Hegel θεώρησε ότι η

6 Κινήματα της ειρήνης, των γυναικών, των ομοφυλοφίλων, της οικολογίας κ.ο.κ.
κυριαρχική εδραίωση της μεσαίας τάξης έναντι της απαρχαιωμένης κοινωνικής διάρθρωσης,
σήμαινε το τέλος της πνευματικής προόδου φτάνοντας στον τελικό στόχο της, ανίκανης πια να
γεννήσει νέες ιδέες (Marcuse, 1985: 220-223). Ο Hegel αναγνώριζε πως με την υπεροχή του
φιλελεύθερου κράτους (εγγυητή της κυριαρχίας της τάξης του) δεν τελειώνει η ανθρώπινη
ιστορία, ωστόσο θεώρησε ότι «καθίστανται περιττές οι πολιτικές ιδεολογίες» (Marcuse, 1985:
182,187 & Fukuyama, 1993: 14). Κατά τον Hegel (και τον Marx όπως θα δούμε παρακάτω)
υπάρχει ένας άλλος ισχυρότερος, μη-υλιστικός παράγοντας, που κινεί την ιστορική εξέλιξη: Ο
«αγώνας για αναγνώριση και κυριαρχία» (Fukuyama, 1993: 14, 202, 212). Το πρόβλημα που
«παρέβλεψε» ο Hegel, ήταν πως δεν υπήρχε μόνο η μεσαία τάξη.

Ο Marx επίσης, θεώρησε την πρόοδο ως αγώνα κυριαρχίας, ανάμεσα σε


εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους. Υπέδειξε ένα ανάλογο του Hegel αλλά αντίστροφο
«τέλος των ιδεών», με την εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Ο Marx υποστήριξε
πως ο καπιταλισμός ήταν μοιραία καταδικασμένος από την εγγενή του αντίφαση να
ενσωματώνει τον εχθρό του, το προλεταριάτο. Ωστόσο η αταξική κοινωνία και η
κοινοκτημοσύνη του πλούτου που οραματίστηκε δεν πραγματοποιήθηκαν (Heywood, 2007:
238-239). Ο Marx απέρριπτε την ιδεολογία - ήδη συνδεδεμένη με τα συμφέροντα του
κεφαλαίου και της αστικής τάξης- λόγω των παραλογισμών, των προκαταλήψεων και της
υποκειμενικότητας που κουβαλάει, αντιπροτείνοντας τον επιστημονικό ιστορικό υλισμό.
Ωστόσο και η επιστήμη υπηρέτησε το κεφάλαιο, σε βαθμό να γίνεται η κυρίαρχη ιδεολογία της
βιομηχανικής κοινωνίας. (Heywood, 2007: 553-554).

Στη δεκαετία του ‘60 στο δοκίμιο Το τέλος της ιδεολογίας ο Αμερικανός κοινωνιολόγος
Daniel Bell (1919-2011) υποστήριξε πως, από τη στιγμή που ηττήθηκε ο φασισμός στο τέλος
του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και υπαναχώρησε ο κομμουνισμός στο Ανατολικό Μπλοκ,
οι πολιτικές ιδεολογίες αχρηστεύθηκαν και η αέναη διαμάχη τους ολοκληρώθηκε με τον
θρίαμβο της οικονομίας επί της πολιτικής, μέσω του «ελεγχόμενου» φιλελεύθερου
καπιταλισμού. Όμως η ευρεία συναινετική στροφή των φιλελεύθερων, σοσιαλιστικών και
συντηρητικών κομμάτων του μεταπολέμου στη φιλελεύθερη δημοκρατία εντός ενός
ελεγχόμενου καπιταλισμού7, ήταν βραχύβια και καθόλου «τελική». Ωστόσο, ο φιλελεύθερος
καπιταλισμός είναι από μόνος του μία ιδεολογία και δεν ήταν η μόνη. Στη δεκαετία του ‘60
αναδύθηκαν νέα ριζοσπαστικά κινήματα και ιδεολογικές εξελίξεις, τόσο εντός Δύσης
(νεομαρξισμός, φεμινισμός, οικολογία, αντιπολεμικό κίνημα των χίπις κλπ) όσο και εκτός

7 «Καπιταλισμός της πρόνοιας» ή σοσιαλδημοκρατία.


(φονταμενταλιστικά θρησκευτικά καθεστώτα Μέσης Ανατολής). Στην οικονομική ύφεση του
τέλους του ‘70, τα δόγματα της ελεύθερης αγοράς επανέκαμψαν. Παράλληλα, ο κομμουνισμός
συνέχιζε σε Ρωσία και Κίνα, ενώ αναδύονταν επαναστατικά κινήματα σε Αφρική, Ασία και
Λατινική Αμερική. (Heywood, 2007: 554-555).

Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με αφορμή την κομμουνιστική κατάρρευση του 1989,
ο Fukuyama8 υποστήριξε ότι η ιδεολογική διαμάχη τόσων αιώνων είχε πλέον «νικητή», τη
φιλελεύθερη δημοκρατία, άρα «η ιστορία των ιδεών έφτανε στο τέλος της». Η ανάπτυξη της
τεχνολογίας, ο ισοβαρής αμυντικός εκσυγχρονισμός, οι αυξανόμενες πολιτικές ελευθερίες και
η ευρεία οικονομική ευημερία της ελεύθερης αγοράς, καθιστούν για τον Fukuyama τη
φιλελεύθερη δημοκρατία μοναδική λογική πολιτική επιδίωξη. Καθώς όλο και περισσότερα
κράτη εκσυγχρονίζονται, θα πρέπει να ομογενοποιούνται και να διασυνδέονται στη βάση της
παγκόσμιας καταναλωτικής κουλτούρας και της ορθολογικής, διεθνιστικής
αποτελεσματικότητας, απαλλαγμένα από απαρχαιωμένα παραδοσιακά δόγματα αλλά και
ιμπεριαλιστικές παραβιάσεις αναμεταξύ τους. Ο Fukuyama πλάι στην οικονομική ευρωστία
και ασφάλεια, ξανατονίζει την ανάγκη για αναγνώριση του Hegel, που εξασφαλίζει ο
φιλελεύθερος δικαιωματισμός (Fukuyama, 1993: 16-17, 22-24). Στην παραπάνω
υπεραισιόδοξη θεώρηση, παραβλέπονται και πάλι οι εθνικιστικές και φονταμενταλιστικές
αντιδράσεις, η ανισομέρεια της τεχνολογικής ανάπτυξης και η ανισότητα κοινωνικής
κινητικότητας για τις μειονοτικές ομάδες εντός καπιταλισμού (Heywood, 2007: 557-558).
Παραβλέπει επίσης το γεγονός ότι ο φιλελευθερος καπιταλισμός συνεχίζει να στηρίζεται στην
ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση του Τρίτου Κόσμου.

Ο μεταμοντερνισμός, κατά μία άποψη, δηλώνει επίσης το «τέλος» των παλιών


ιδεολογιών και της νεοτερικής κοινωνικής οργάνωσης, θεωρώντας πλέον αδύνατες τις
ιδεολογίες ευρείας κλίμακας και αποδοχής. Δεν συνιστά όμως το τέλος της ιστορίας των ιδεών.
Αντίθετα, νέα τοπικά και ιδιαίτερα κινήματα αναδύονται συνεχώς για τον δικαιωματισμό, στη
βάση νέων αντιλήψεων της ταυτότητας και της διαφορετικότητας. Μεταμοντέρνα ιδεολογικά
παράγωγα είναι επίσης το αντικαπιταλιστικό κίνημα και το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης
(N. Klein, N. Chomsky), που επηρεάζουν δραστικά την παγκόσμια πολιτική σκέψη, χωρίς
όμως να υιοθετούνται οικουμενικά, καθώς το κίνημα υπέρ της παγκοσμιοποίησης είναι

8 Yoshihiro Francis Fukuyama (γεν. 1952): Νεαρός τότε πολιτικός επιστήμονας και υποδιευθυντής του State
Department των ΗΠΑ, που υποστήριξε το τέλος των ιδεών στο άρθρο του «Το Τέλος της Ιστορίας;» (The End
of History?), που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The National Interest, το καλοκαίρι του 1989, ως αποτέλεσμα
της ομότιτλης διάλεξής του στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και αποτέλεσε την απαρχή του βιβλίου του The End
of History and the Last Man (1992).
επίσης ισχυρό. Η όλο και περισσότερη απο-ιδεολογικοποίηση των πολιτικών διεκδικήσεων
τείνει στον πολιτικό συντηρητισμό και τον μανατζεριαλισμό 9 των κομμάτων, δίχως να
προσφέρει συνεκτικές προσεγγίσεις για ανατροπή και ανοικοδόμηση κάποιας εναλλακτικής
κοινωνίας ευταξίας. Ο ρεαλισμός του μεταμοντερνισμού, αντί ιδεολογικών οραμάτων,
προσφέρει εφήμερα κομματικά προϊόντα, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη αποχή των απλών
ψηφοφόρων, οδηγώντας ταυτόχρονα τους πιο παθιασμένους ιδεολόγους, που αποζητούν
ουσιαστικότερη πολιτική εμπλοκή, στον εξτρεμισμό (Heywood, 2007: 560-562).

Μία τελευταία απειλή της ιδεολογίας θα μπορούσε να αποτελέσει ο γκλομπαλισμός ως


ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, είτε στην νεοφιλελεύθερη εκδοχή, είτε στην εκδοχή της
κρατικής ασφάλειας απέναντι στην διεθνή τρομοκρατία. Αλλά δύσκολα θα γινόταν πραγματικά
οικουμενικός, λειτουργώντας υπό αμερικανική ηγεμονία.

Σε κάθε περίπτωση, όλες οι επιθέσεις στην ιδεολογία, παραμένουν καθεαυτόν


ιδεολογίες που προφητεύουν κάθε μία τον δικό της θρίαμβο, καταδεικνύοντας την
συνεχιζόμενη πάλη των ιδεολογιών (Heywood, 2007: 562-564).

Συμπεράσματα

Οι ιδεολογίες είναι σύμφυτες των ανθρώπινων κοινωνιών και του ανθρώπινου


πολιτισμού. Όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχουν και ιδεολογίες. Οι ιδεολογίες, σε άρρηκτη
σχέση με τις εξουσίες, μετασχηματίζουν τις ιστορικές πραγματικότητες και ταυτόχρονα
μετασχηματίζονται μέσα τους. Στη μετα-βιομηχανική, μετα-ιδεολογική, παγκοσμιοποιημένη και
πολυπολιτισμική εποχή που διανύουμε φαντάζει εξαιρετικά απίθανη η παγκόσμια συναίνεση
σε μία οικουμενική πολιτική ιδεολογία, για πολλούς λόγους. Ωστόσο, ακόμα κι αν αυτό
συνέβαινε, μέσω κάποιας οικουμενικής διακυβέρνησης, δε θα μπορούσε να σημαίνει το τέλος
της ιστορίας των ιδεών, αλλά θα συνιστούσε μία ακόμα ιδεολογία αφ’ εαυτής στη μεταβατική
συνέχεια της ιδεολογικής εξέλιξης. Ο άνθρωπος, ον κοινωνικό και σκεπτόμενο, δεν μπορεί
παρά να συνεχίσει να αναζητά στις ιδεολογίες αποτελεσματικούς τρόπους να επιβιώνει, να
συμβιώνει, να κυριαρχεί, να υποτάσσεται, να επαναστατεί και – ιδανικά - να
αυτοπραγματώνεται και να εξελίσσεται. Και αν κάποτε ο άνθρωπος φτάσει στο σημείο να
κάνει καθολικές αλλά αναποτελεσματικές για το είδος του ιδεολογικές επιλογές, αυτό δεν θα
σημαίνει μόνο «το τέλος της ιστορίας των ιδεών», αλλά το τέλος καθαυτού του ανθρώπινου
είδους._

9 Managerialism, διοικητισμός: η εξάρτηση του προγραμματισμού και της διοίκησης από επαγγελματίες
διαχειριστές (managers).
Βιβλιογραφικές αναφορές

 Ball, T., Dagger, R., O’Neill D. (2014). Political Ideologies and the Democratic Ideal.
New York: Pearson Longman.
 Fukuyama, F. (1993). Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος (μτγ. Α.
Φακατσέλης). Αθήνα: Λιβάνη.
 Heywood A., (2007). Πολιτικές Ιδεολογίες (μτφ. Χ. Κουτρής). Αθήνα: Επίκεντρο.
 Marcuse, H. (1985). Λόγος και Επανάσταση. Ο Χέγκελ και η γένεση της κοινωνικής
θεωρίας (μτφ. Γ. Λυκιαρδόπουλος). Αθήνα: Ύψιλον.

(σώμα κειμένου 2196 λέξεις)

You might also like