You are on page 1of 92

ΤΟΥ ΕΝ ΟΣΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ

ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΒΙΟΣ , ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΡΩΣΙΚΗ και ΣΧΟΛΙΑ
ΜΟΝΑΧΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ GROLIMUND

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'. - Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'. - Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ 1433 - 7η ΜΑΪΟΥ 1508
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'. - ΠΑΛΙΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΖ' ΑΙΩΝΑ
Α) Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ
Β) Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ
Γ) Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ
ΔΙΠΤΥΧΑ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ

ΛΟΓΟΙ

ΛΟΓΟΣ Α'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί διαφοράς των εναντίον ημών νοητών πολέμων, περί νίκης και
ήττας και ότι πρέπει επιμελώς να εναντιωνόμαστε στα πάθη)
ΛΟΓΟΣ Β'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί της κατ' αυτών πάλης ημών και ότι δια της μνήμης του Θεού
και δια της φυλακής της καρδίας, τουτέστιν δια της προσευχής και της ησυχίας του νοός, πρέπει να νικήσουμε αυτά και περί του πώς
πρέπει να ενεργήσουμε ταύτα. Ωσαύτως και περί χαρισμάτων)
ΛΟΓΟΣ Γ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί τον πώς και δια ποιου μέσου πρέπει να ενισχυθούμε κατά την
απειλή των πολέμων του νοητού αγώνος)
ΛΟΓΟΣ Δ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί του κεφαλαίου πάσης εργασίας εν τη πολιτεία ημών)
ΛΟΓΟΣ Ε'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί της διαφοράς της πάλης και της νίκης ημών κατά των οκτώ
πρωταρχικών εμπαθών λογισμών και των λοιπών)
ΛΟΓΟΣ ΣΤ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί όλων των λογισμών εν γένει.)
ΛΟΓΟΣ Ζ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί της μνήμης του θανάτου και της φοβεράς κρίσεως, πώς πρέπει
να μελετώμαι περί τούτων, δια να αποκτήσωμεν τον λογισμό τούτον εν ταις καρδίαις ημών)
ΛΟΓΟΣ Η'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί δακρύων και τι πρέπει να πράξουν οι επιθυμούντες να
αποκτήσουν αυτά)
ΛΟΓΟΣ Θ'. - ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί της φυλάξεως των επιτευχθέντων δακρύων μετά ταύτα)
ΛΟΓΟΣ Ι'. (10). ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί αποκοπής τον ιδίου θελήματος και αληθούς αμεριμνίας,
ήτις είναι η νέκρωσις από πάντων)
ΛΟΓΟΣ ΙΑ'. (11). ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ (Περί του ότι πρέπει να πράξωμεν τας εργασίας ταύτας όχι
προ του δέοντος καιρού και κατά τα αρμόζοντα μέτρα)

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ

α') Επιστολή προς τον Γέροντα Βασσιανόν Πατρικιέγιεφ


β') Επιστολή προς τον Γέροντα Γουρίαν Τούσιν
γ') Επιστολή προς τον Γέροντα Γερμανόν Ποντόλνυ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟ ΤΑΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΑΣ ΠΡΟΣ ΑΔΕΛΦΟΝ, ΘΛΙΒΟΜΕΝΟΝ ΕΝ ΤΑΙΣ ΝΗΣΟΙΣ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΙΝΑ ΑΔΕΛΦΟΝ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
Προσευχή και ευχαριστία προς τον Θεόν ημών, έχουσα μετάνοια και έξομολόγησιν των
αμαρτημάτων και παθών.
ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΥ ΚΟΜΕΛΣΚΥ
«ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ»
ΤΗΝ Ζ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΜΑΪΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'.
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ

Ο ΙΕ' αιών είναι εποχή μεταβατική για όλη την Ευρώπη. Αποτελεί το μεταίχμιο
μεταξύ Μεσαίωνας και Αναγεννήσεως. Δια το Βυζάντιο σημαίνει το τραγικό τέλος
της μακροχρονίου λαμπράς αυτοκρατορίας, ή οποία ως θεοκρατία προσπάθησε,
παρ' όλες της ανθρώπινες ελλείψεις, να πραγματοποίηση την Βασιλεία του Θεού
επί της γης. Οι τελευταίοι δύο εκατονταετίες του Βυζαντίου παρουσιάζουν, παρά
της εξωτερικές αποτυχίες και ήττες, μία μεγάλη άνθηση σε όλους τους τομείς της
πνευματικής ζωής, χαρακτηριζόμενη ως Παλαιολόγεια Αναγέννηση ή
Προαναγέννηση, γιατί αποβαίνει αφετηρία του μεγάλου πνευματικού κινήματος
της Αναγέννησης και του Ανθρωπισμού στην Ιταλία και στην συνεχεία σε όλη την Ευρώπη. Καθ'
όλη την βυζαντινή ιστορία παρατηρείται μία ζώσα συνέχεια της αρχαίας ελληνικής παιδείας,
τελούσης όμως υπό το φως της εν Χριστώ πίστεως και τελειουμένης υπό της Θείας Χάριτος.
Παρόλο αυτά δεν λείπουν οι κατά καιρούς συγκρούσεις μεταξύ ελληνιζόντων φιλοσόφων,
κυρίως νεο-πλατωνιζόντων, και της υπό της Εκκλησίας κηρυττομένης ορθοδόξου διδασκαλίας
(π.χ. οί Ιωάννης Ιταλός και Γεώργιος Γεμιστός Πληθών). Άλλα οι μεμονωμένοι και κατά την
Παλαιολόγειο περίοδο αυξανόμενες περιπτώσεις αυτές δεν κατόρθωσαν να διασείσουν την βαθιά
πίστιν του λαού και να κλονίσουν σοβαρός το κύρος της Εκκλησίας. Μετά την άλωση της
Βασιλευούσης των πόλεων οί φορείς της ελληνιζούσης τάσεως βυζαντινοί λόγιοι βρίσκουν
άσυλο κυρίως στην Ιταλία, όπου οί πρόσφυγες αναπτύσσουν και διαδίδουν πλέον άνευ
περιορισμών της ιδέες τους, οι οποίες σπείρονται σε γόνιμο έδαφος.
Η επιστροφή στο πνεύμα της αρχαίας Ελλάδος, ό θαυμασμός δια το κάλλος των αρχαίων έργων
τέχνης και ή ενθουσιώδης μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων και ποιητών χαρακτηρίζουν αυτήν
την Αναγέννηση της κλασσικής ελληνορωμαϊκής αρχαιότητος. Ή θεοκεντρική κοσμοθεωρία του
Βυζαντίου και του δυτικού Μεσαίωνα παραμερίζεται από τον Ανθρωποκεντρισμό των
Ουμανιστών της Αναγεννήσεως. Ή ένότης μεταξύ χριστιανικής πίστεως, κοσμοθεωρίας και ζωής
βαθμιαίως διασπάται. Κατ' αρχάς ή πίστη στον Θεόν δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, άλλ' απλώς
μετατίθεται στην περιφέρεια του ενδιαφέροντος. Από την Αναγέννηση μέχρι του Κ' αιώνος
δυνάμεθα να διαπιστώσουμε μία βραδεία, αλλά συνεχώς αύξουσα εκκοσμίκευση και
αποχριστοποίηση της όλης πνευματικής ζωής του Ευρωπαίου άνθρωπου. Κατά τον ΙΗ' αιώνα οι
αντιχριστιανικές ιδέες της ψευδωνύμου Διαφωτίσεως κυριαρχούν στα σαλόνια και στην ανωτέρα
παιδεία και οδηγούν κατά τον επόμενο αιώνα με εσωτερική συνέπεια στον υλισμό και την αθεΐα,
ή οποία, αποτελούσα κατ' αρχάς ιδεολογία των φιλοσόφων και διανοουμένων, διακηρύττεται εν
τέλει μετά πάσης χυδαιότητας στις μάζες του λαού. Εν ονόματι της ελευθερίας, του
ανθρωπισμού, της προόδου και της επιστήμης γίνονται φρικτοί πόλεμοι και απάνθρωπα
ανοσιουργήματα, και ή αξία του άνθρωπου πατείτε από τα ποδιά των «ελευθερωτών» του.

Ο μέγας αυστριακός δραματουργός και ποιητής FRANZ GRILLPARZER (1791-1872)


παρακολούθησε και περιέγραψε την εξέλιξη αυτή με προφητικό βλέμμα «Ή οδός προς την νέα
παιδεία οδηγεί από τον ανθρωπισμό δια μέσου του εθνικισμού στην θηριωδία».

Πράγματι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το περιβόητο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του
Μπούχενβαλντ ένας από τους φρικτούς τόπους ακατονόμαστων κακουργημάτων του
βαρβαρικωτάτου Εθνικοσοσιαλισμού, απέχει μόνον λίγα χιλιόμετρα από την Βειμάρη, την Αθήνα
της ανθρωπιστικής παιδείας και λογοτεχνίας του γερμανικού Κλασικισμού (τέλη ΙΗ' -αρχάς ΙΘ'
αιώνος). Δεν θέλομε να επιβαρύνουμε της ευγενείς μορφές των ποιητών και στοχαστών της
εποχής εκείνης με την ευθύνη δια τα απεχθή εγκλήματα του φρενιτικού χιτλερικού Φασισμού,
αλλά δεν δυνάμεθα να αρνηθούμε, ότι και ούτοι ασυνείδητος χρημάτισαν κρίκοι μιας μοιραίας
αλυσίδας, η οποία συνεχώς περισσότερο σφίγγει και υποδουλώνει τον από τον Θεό
απομακρυθέντα άνθρωπο. Ούτως ό Ανθρωπισμός της Αναγεννήσεως, ή θεοποιήσεις του
«αυτονόμου» άνθρωπου και ή άρνηση του Θεανθρώπου Χριστού οδήγησαν την ανθρωπότητα
σε μία πνευματική Οδύσσεια, ή οποία θα τερματισθεί μόνο, όταν ό άνθρωπος θα επιστρέψει εν
πνεύματι ταπεινοφροσύνης και μετανοίας στον Θεό, στο λιμένα της Εκκλησίας.

Εξ αιτίας της εκκοσμίκευση όλης της δημοσίας ζωής και παιδείας (υπό την ευρεία έννοια της
λέξεως) περιορίσθηκε ή πνευματική επίδραση της Εκκλησίας κατά τους τελευταίους αιώνας, ενώ
ταυτοχρόνως εμφανίσθηκε μία νέα ειδωλολατρία της ύλης, της τεχνικής προόδου και των
πολιτικών ιδεολογιών. Ή Εκκλησία εισήλθε ήδη στην Μετακωνσταντίνειον εποχή, ή οποία
δύναται ίσως να χαρακτηριστεί ως εποχή της Αποστασίας, γιατί πολλοί χριστιανοί,
επηρεαζόμενοι από το υλιστικό πνεύμα, ψυχραίνονται κατά την πίστη και διακόπτουν της
σχέσεις τους με την Εκκλησία. Η τέτοιου είδους αθόρυβος αποστασία είναι ένα βραδύ και
σχεδόν απαρατήρητο φαινόμενο. Ενίοτε όμως ή φαινομενική γαλήνη διαταράττεται από βιαίας
εκστρατείας και αγρίους διωγμούς κατά της Εκκλησίας. Άλλα το πνεύμα της αποστασίας δεν
παρασύρει μόνον τα χλιαρά ή και ήδη νεκρά μέλη αυτής. Εισέρχεται και εντός αυτών των
κόλπων της Εκκλησίας, όπου ή βαθμιαία εκκοσμίκευση συνεπάγεται την εξασθένηση της
πίστεως και της ευσέβειας, την χαλάρωση των ηθών και την εν γένει πνευματική νωθρότητα και
νάρκη. Πρόκειται περί μιας επικινδύνου αλλοιώσεως των πνευματικών διαστάσεων του
Ευαγγελίου χάριν ενός εύκολου και άνετου «Χριστιανισμού της Κυριακής» κατά τα μέτρα και
της ανάγκες των πνευματικών (μικρό-) αστών, οι οποίοι αντικαθιστούν τις εντολές του Χριστού
με ανώδυνους κανόνας καλής συμπεριφοράς και νομίζουν ότι τοιουτοτρόπως εξασφαλίζουν την
σωτηρία της ψυχής των χωρίς αγώνα και άσκηση.
Η εσωτερική εκκοσμίκευση και αποσύνθεση της Εκκλησίας απειλεί εξ ίσου και τον κλήρο και τον
λαό και αποτελεί κίνδυνο κατά πολύ μεγαλύτερο των εξωτερικών διωγμών, διότι οι συνήθως
μικρές παραχωρήσεις γίνονται πολλάκις υπό το πρόσχημα ευλόγου οικονομίας ή μένουν τελείως
απαρατήρητοι χωρίς να ταράξουν την ησυχία τους μακαρίως κοιμωμένων και ανοίγουν θύρας
και παραθύρια δια την ανεμπόδιστο είσοδο μεγαλυτέρων κακών και παρανομιών, αίτινες, μη
υπαρχούσης υγιούς αντιδράσεως και αντιστάσεως, θα οδηγήσουν αυτήν στην πλήρη μαρασμό
και τελεία αχρηστία, ώστε αντί Νύμφη Χριστού να αποβεί πόρνη της Αποκαλύψεως. Και ούτως ό
πανούργος διάβολος θα κατορθώσει με την μεθοδία του «πεφωτισμένου ανθρωπισμού» και της
υπό το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού εκκοσμικεύσεως ότι δεν κατόρθωσαν επί αιώνας δια
μέσου των Ηρωδών και Νερώνων...

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ή κίνηση της Αναγεννήσεως και του Ουμανισμού είχε μεν ως
πρώτη αφετηρία το Βυζάντιο, ανεπτύχθη δε κυρίως στην Ιταλία και δυτική Ευρώπη. Εκ πρώτης
όψεως τούτο ίσως προξενεί έκπληξη. Όταν αναζητήσουμε όμως τις βαθύτερες αιτίας, θα
παρατηρήσουμε ότι ή ορθόδοξος Εκκλησία είχε την πνευματική δύναμη να αντιμετώπιση τον
κίνδυνο της ελληνιζούσης τάσεως των φιλοσόφων ορθώς και αποτελεσματικός χάρις στην
ζώσαν και γνήσια θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Οι άγιοι Πατέρες, και προ πάντων οι μεγάλοι θεολόγοι μεταξύ αυτών, δεν ήσαν βάρβαροι και
άγευστοι της θύραθεν παιδείας. Αντιθέτως ήσαν βαθύτατοι γνώστες της αρχαίας φιλοσοφίας και
των κλασσικών συγγραφέων, άλλα είχαν πάντοτε ως κριτήριο της ανθρωπινής γνώσεως την
υπό του Θεού αποκαλυφθείσα αλήθεια της πίστεως, ή οποία τους έδωσε την δυνατότητα,
ελλαμφθέντες υπό του Αγίου Πνεύματος να χρησιμοποιούν την αρχαία σοφία κατά τρόπο
γόνιμο, αξιοποιώντας τα θετικά της στοιχεία και φυλατόμενοι από τις πλάνες.

Κατά τον ΙΔ' αιώνα υπάρχει στο Βυζάντιο μία άνθηση του μοναχισμού, ή οποία συνδέεται με το
γνωστόν κίνημα των ησυχαστών και αποτελεί μία ανανέωση του αναχωρητικού και ασκητικού
βίου με έντονο θεωρητικό χαρακτήρα. Σημειώνεται δηλαδή μία επιστροφή στο πνεύμα των
παλαιών αβάδων της ερήμου, της Παλαιστίνης και του Σινά, ενώ κατά τους προηγουμένους
αιώνας δέσποζε κυρίως το κοινόβιο χάρις στους κανονισμούς του Μεγάλου Βασιλείου και στις
μεταρρυθμίσεις του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Αναχωρητές υπήρχαν βεβαίως και κατά
τους χρόνους εκείνους, ενώ και κατά τον ΙΔ' αιώνα εξακολουθούν να ανθούν παλαιά και να
ιδρύονται νέα κοινοβιακά μοναστήρια. Αυτοί είναι τόποι ασκήσεις των λεγομένων πρακτικών
αρετών, δηλαδή της κοινής λατρείας και ψαλμωδίας, της προς τον πλησίον αγάπης, της
υπακοής, της υπομονής και των σωματικών κόπων, πάντοτε από κοινού τελουμένων. Αντιθέτως
ό αναχωρητικός βίος παρέχει την δυνατότητα της σχεδόν απολύτου απομονώσεως, της εν
ησυχία νοεράς εργασίας, δηλαδή της φυλακής του νοός από τους εμπαθείς λογισμούς και της
αδιάλειπτου προσευχής, κατά την οποίαν ό νους ενώνεται με την καρδίαν (εξ ου λέγεται και
καρδιακή προσευχή) και, αφού καθαριστή από τα πάθη και φωτιστή υπό της Χάριτος του Θεού,
φθάνει στην Θεωρία των αρρήτων μυστηρίων και αξιώνεται της θέας του ακτίστου Θαβωρίου
Φωτός. Ή νοερά προσευχή βεβαίως δεν είναι προνόμιο των ερημιτών ή και των μοναχών, άλλ' ή
τελεία εξωτερική ησυχία είναι ή ιδεώδης προϋπόθεση για την επίτευξη της, και των ανωτέρων
βαθμών της. Ή αναβίωση του αναχωρητικού μοναχισμού είναι πιθανώς ένα αποτέλεσμα των
κατά την Παλαιολόγειο Αναγέννηση παρατηρουμένων τάσεων της εξατομικεύσεως της ζωής και
του ενδιαφέροντος για τις ψυχικές καταστάσεις, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως έκδηλοι στα
αριστουργήματα της εικονογραφίας της εποχής εκείνης. Γνωρίζομε ότι οί μοναχοί-ησυχαστές
ήλθον σε σύγκρουση με τους οπαδούς των συγχρόνων φιλοσοφικών και ορθολογιστικών
ρευμάτων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να δεχθούν την δυνατότητα της θεωρίας του ακτίστου
Θείου Φωτός και γενικότερα την κοινωνία και μέθεξη του Θεού υπό του ανθρώπου μέσω των
ακτίστων Θείων Ενεργειών, οι οποίες ακτινοβολούνε αιωνίως από την Θεία Ουσία, όμως
παραμένει πάντοτε αμέθεκτος και υπερβατική.
Η τελική νίκη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των ησυχαστών δεν είναι απλώς ή νίκη μιας
θεολογικής σχολής ή μία νίκη του μοναχισμού, άλλ' είναι ή νίκη της ορθοδόξου πατερικής
θεολογίας κατά των νεωτέρων ορθολογιστικών και ανθρωπιστικών τάσεων. Σπουδαιότατο ρόλο
έπαιξε στους υπέρ της αληθείας αγώνας ή υπό των Πατέρων χρησιμοποιηθείσα θεολογική
μέθοδος του αποφατισμού, ή οποία θέτει όρια στην ορθολογιστική έρευνα και «γνώσιν» του
Θεού, διότι αυτή παραμένει πάντοτε ατελής και εκ μέρους, ενώ ή πραγματική και κατά μέθεξη
γνώση και βίωση του Θεού επιτυγχάνεται δια μέσου της πίστεως στην Θεία αποκάλυψη, δια της
ασκήσεως και της καθάρσεως της ψυχής και της Χάριτι Θεού φωτίσεως και ενώσεως της με τον
Θεό.

Αυτή ή υγιής θεολογία με την ισορροπία μεταξύ αποφατισμού και βιβλικού καταφατισμού, ή
οποία ακολούθησε και συνέχισε με εσωτερική συνέπεια την Παράδοση των μεγάλων Πατέρων,
και ή ύπαρξη ενός πνευματικός ισχυρού και ανθούντος μοναχισμού έδωσαν στην ορθόδοξο
Εκκλησία τα όπλα και την δύναμιν να πολεμήση και να νικήσει τον πειρασμόν του Ανθρωπισμού
της Αναγεννήσεως.

Αντιθέτως ή Δυτική Εκκλησία είχε προ πολλού αλλοιώσει την Ιερά Παράδοση της αρχαίας
Καθολικής Εκκλησίας με τις γνωστές καινοτομίες της (Φιλιόκβε πρωτείο του πάπα υπό την
ρωμαϊκή του έννοια κ.λ.π.), και με την σχολαστική της θεολογία είχε εισαγάγει τον αριστοτελικό
ορθολογισμό στον χώρον των αρρήτων μυστηρίων της πίστεως. Ταυτοχρόνως ό κλήρος και οι
ιεράρχες είχαν βαθύτατα εκκοσμικευθεί λόγω της υπ' αυτών εξασκουμένης κοσμικής εξουσίας,
αν και κατά καιρούς γίνονταν αξιόλογοι προσπάθειες μεταρρυθμίσεων. Όθεν οι πάπες, οι
πλείστοι καρδινάλιοι και επίσκοποι όχι μόνον δεν αντετάσσοντο στο πνεύμα του Ανθρωπισμού
και της Αναγεννήσεως, αλλά προθύμως μετεβλήθησαν σε ενθουσιώδεις φορείς του.

Συνέπεια της πνευματικής και ηθικής καταπτώσεως της Δυτικής Εκκλησίας ήταν ή θρησκευτική
Μεταρρύθμιση των Διαμαρτυρομένων, ή οποία όμως παρά την καλήν διάθεση ων ηγετών της
δεν κατόρθωσε να επανέλθει στην Παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, αλλά κατά τρόπον τραγικό
απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο απ' αυτήν λόγω του κυριαρχούντος πνεύματος του
Ανθρωπισμού και του υποκειμενισμού. Από την Δύση ό ανθρωποκεντρικός Ουμανισμός με την
εκκοσμίκευση του διεδίδετο και διαδίδεται σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στους μη χριστιανικούς
λαούς. Κατά την περίοδο της εξ αιτίας των δεινών της τουρκοκρατίας επελθούσης παρακμής της
εκκλησιαστικής ζωής και της θεολογικής σκέψεως διείσδυσε και στον χώρον της ορθοδόξου
Ανατολής. Ή εισβολή αύτη των αντιχριστιανικών ιδεών προκάλεσε όμως την αντίσταση και την
αντίδραση αγίων ανδρών, οι οποίοι με ζήλο Θεού μάχοντο κατά της γενικευμένης απιστίας και
χλιαρότητας και κατά της καταπτώσεως του βίου της Εκκλησίας και στήριζαν και ενίσχυαν την
ασθενούσαν πίστη των αδελφών. Παραδείγματα τέτοιων ανδρών για την ελληνική Εκκλησία
είναι μεταξύ άλλων ό άγιος Κοσμάς ό Αιτωλός και ό όσιος Νικόδημος ό Αγιορείτης. Άλλα και οι
άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν να παρουσιάσουν πλήθη Αγίων, οί οποίοι με την ζωή και τα
έργα των έδωσαν λαμπρά μαρτυρία της εν Χριστώ πίστεως και αγάπης κατά του εισβάλλοντος
πνεύματος της απιστίας. Μία απ' αυτάς της μεγάλες πνευματικές μορφές της ρωσικής Εκκλησίας
είναι ό όσιος Νείλος Σόρσκυ, ό όποιος έζησε στην αρχήν αυτής της περιόδου της διεισδύσεως
του πνεύματος του Ανθρωπισμού και της εκκοσμικεύσεως και ήταν μεταξύ των πρώτων, οί
οποίοι με οξυδέρκεια διέγνωσαν τους τεραστίους πνευματικούς κινδύνους τους. Για αυτό ο
Μέγας Γέρων, όπως αποκαλείται, με διάκριση και σύνεση πολέμησε αυτούς κατά τρόπο
υπερβαίνοντα τα στενά όρια των προβλημάτων της εποχής του, ώστε και σήμερον οί
θεόπνευστοι λόγοι του να διατηρούν όλη την πνευματική δύναμιν και επικαιρότητα τους.
Πριν να εκθέσομε τον Βίο του οσίου Νείλου
πρέπει να στρέψομε το βλέμμα μας προς την χωρά και τους χρόνους του, δηλαδή την Ρωσία
του ΙΕ' αιώνος. Κατά τα έτη 1237-1240 ή Ρωσία του Κιέβου με τον λαμπρό, εμπνεόμενο από το
Βυζάντιο πολιτισμό της είχε κατακτηθεί υπό των Τατάρων της Χρυσής Ορδής, οι οποίοι, αφού
δεινώς λεηλάτησαν και έκαψαν την χωράν και ανηλεώς έχυσαν το αίμα των κατοίκων της,
κράτησαν την κυριαρχία επί της Ρωσικής Γης, επιβάλλοντας σε αυτήν τεραστία φορολογία, άλλα
ταυτοχρόνως ανεχόντουσαν μία σχετική αυτοδιοίκηση των Ρώσων ηγεμόνων. Ή σκοτεινή
περίοδος αύτη της ρωσικής ιστορίας είναι γνωστή υπό την ονομασία του «Ταταρικού ζυγού» και
δύναται παρά τις διαφοράς να παρομοιαστεί με τον τουρκικό ζυγόν των Ελλήνων και των
νοτιοσλαβικών λαών των Βαλκανίων. Ή αφάνταστος βαρβαρότητα και ωμότητα των Τατάρων
είχε ολέθριας συνεπείας στην εξέλιξη των ηθών και του πολιτισμού της χώρας.
Επέφερε δε και σημαντικές αλλαγές στην πολιτική ζωή.

Η περίδοξος πόλη του Κιέβου, ή έδρα του Μεγάλου Ηγεμόνα της Ρωσίας, είχε γίνει ερείπιο. Άλλ'
ήδη προ της υπό των Τατάρων αλώσεως ή «Μήτηρ των ρωσικών πόλεων» είχε υποστεί την κατά
το έτος 1169 κατάκτηση της Σουζδαλίας Ανδρέου Μπογκολιούμπσκυ ό όποιος λεηλάτησε την
πόλη και σφετερίστηκε τον τίτλο του Μεγάλου Ηγεμόνος. Μετά πολλάς έριδας περιήλθε το
υψηλό αξίωμα τούτο τελικώς στην ηγεμονία της Σουζδαλίας - Βλαδίμηρου. Ή βαρυσήμαντη
μετάβαση του κέντρου της πολιτικής εξουσίας από της ανοικτές πεδιάδες προς τις
βορειοανατολικές δασώδεις περιοχές δεν ήταν τυχαία, άλλ' ακολούθησε ένα αποικιακό ρεύμα
του πληθυσμού προς εκείνα τα μέρη, τα όποια προσέφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια από τις
συνεχείς επιδρομές των νομάδων των νοτίων στεπών και εν συνεχεία των Τατάρων. Έπειτα
μετεφέρθη και ή έδρα του Μητροπολίτου στην πόλη του Βλαδίμηρου (1299), άλλ' ό
Μητροπολίτης εξακολουθεί να τιτλοφορείται «ό Κιέβου και πάσης Ρωσίας».
Ο Μέγας Ηγεμών Ιβάν Καλίτα (= το βαλάντιον) (1325-1341) διέκρινε με πολιτική μεγαλοφυΐα
την στρατηγική σημασία της τότε μικρής κεντρικής πόλεως της Μόσχας και την κατέστησε νέα
πρωτεύουσα και κέντρο της εξουσίας. Γεννάται ή νέα ηγεμονία της Μόσχας, ή οποία συνεχώς
αυξάνεται και συν τω χρόνο υποτάσσει τις άλλες τοπικές ηγεμονίες υπό την κυριαρχία της.
Ο άγιος Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας Πέτρος (1308-1326) μετέφερε την έδρα του
από το Βλαδίμηρο στην νέα πρωτεύουσα (1326) και συνετέλεσε κατ' αυτόν τον τρόπον στην
επίσημη αναγνώριση και περαιτέρω άνοδο της Μόσχας, οί ηγεμόνες της οποίας ολοκληρώνουν
με επιμονή και επιτυχία το έργον τους ως «συλλεκτών της Ρωσικής Γης». Ή Εκκλησία
υπεστήριξε αυτήν την συγκεντρωτική τάση, γιατι ή διαίρεση της χώρας σε πολλές
αλληλομαχόμενες τοπικές ηγεμονίας με τους ατελείωτους εμφυλίους πολέμους υπήρξε μάστιγα
για τον δοκιμαζόμενο λαό και απετέλεσε την κυρία αιτία για την υπό των Τατάρων κατάκτηση
της χώρας. Προϋπόθεση λοιπόν της απελευθερώσεως από τον ταταρικό ζυγόν ήταν ή ενότητα
του ρωσικού κράτους.

Κατά το έτος 1380 ό Μέγας Ηγεμόνας Δημήτριος Ντονσκόι (1359-1389) νίκησε για πρώτη φορά
τους τατάρους επί του πεδίου των Κολυριώνων παρά τον ποταμόν Ντον . Ή νίκη αυτή ακόμη
δεν σήμαινε την απελευθέρωση από τους Τατάρους, οί οποίοι με σκληρότητα εκδικήθηκαν και
με νέας επιδρομές τιμώρησαν τους επαναστάτες, άλλ' απέβη αφετηρία του ανοικτού αγώνος
κατά των ξένων δυναστών, ή δύναμη των οποίων βαθμιαίως μειώνεται.

Σύν τω χρόνο ή χώρα συνέρχεται από τάς πληγάς της πρώτης και φοβερότερες επιδρομής. Οι
κατεστραμμένες πόλεις ανεγείρονται από την τέφρα, και ή πνευματική και καλλιτεχνική ζωή
τρέφεται και αναζωογονείται πάλιν από την ακτινοβολούσαν Παλαιολόγεια Αναγέννηση, είτε απ'
ευθείας από το Βυζάντιο, είτε δια μέσου των νοτίων Σλάβων, δηλαδή των Βουλγάρων και
Σέρβων. Οι επικοινωνίες Ρώσων με το Βυζάντιο και τους λαούς τούτους αυξάνονται σημαντικός
κατά τον ΙΔ' και ΙΕ' αιώνα. Ρώσοι μοναχοί ζουν στο Αγιον Όρος και στην Κωνσταντινούπολη σε
διάφορα μοναστήρια, ιδιαιτέρως όμως στην περίφημη μονή του Στουδίου.
Οι μοναχοί αυτοί όχι μόνο επιδίδονται με ζήλο στην άσκηση, άλλ' επιτελούν ταυτοχρόνως και
ένα σπουδαιότατο πολιτιστικό έργον: Μεταφράζουν τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και
άλλα εκκλησιαστικά βιβλία στην σλαβική γλώσσα, είτε για πρώτη φορά, είτε εκ νέου, Όταν οι
προηγούμενες μεταφράσεις δεν τους ικανοποιούν. Πολλές μεταφράσεις παραλαμβάνονται από
τους Βουλγάρους και Σέρβους και επεξεργάζονται και αντιγράφουν αυτές και αποστέλλουν τα
νέα βιβλία στα Μοναστήρια της πατρίδος τους κατά αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μία μεγάλη
θεολογική και φιλολογική κίνηση, ή όποια σπουδαίος συντελεί στην άνοδο της πνευματικής
ζωής στη Ρωσία. Πολλοί μέχρι τότε άγνωστοι θησαυροί από τον πλούτο της πατερικής σοφίας
ανοίγονται τώρα στους φιλομαθείς Ρώσους μοναχούς. Δεν έρχονται μόνον μοναχοί από την
χωρά του Βορρά, άλλα και κληρικοί και λαϊκοί προσκυνητές, ακόμη και έμποροι, οί οποίοι όλοι
με θαυμασμό δέχονται την επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού.
Από την άλλη πλευρά παρατηρείται ρεύμα βυζαντινών και νοτιοσλάβων μοναχών και
καλλιτεχνών και εμπόρων προς την Ρωσία, όπου πολλοί απ' αυτούς ιδρύουν μοναστήρια ή
αναπτύσσουν σημαντική καλλιτεχνική δράση, όπως π.χ. ο μέγας εικονογράφος Θεοφάνης ό
Γραικός (περίπου 1330-1410) ή ο Σέρβος Παχώμιος ο Λογοθέτης, ο αγιοβιογράφος (περίπου
1410-1486). Υπάρχουν διάφορες εστίες βυζαντινής παιδείας, πρωτίστως στη Μόσχα, όπου
ευρίσκεται και ή έδρα του Μητροπολίτου, ό όποιος πολλάκις είναι Έλληνας ή τουλάχιστον
ελληνομαθής. Κατά τον ΙΔ' αιώνα και οι επίσημοι σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Ρωσίας
αναζωογονούνται και φέρουν ευεργετικά αποτελέσματα και στις δυο πλευρές

Ούτως ή αναγέννηση του βυζαντινού μοναχισμού επεκτείνεται προς Βορρά. Σε αυτό συντελούν
και οί συμπαθώς προς τους ησυχαστές διακείμενοι μητροπολίτες και επίσκοποι. Τα πρώτα
μοναστήρια της Ρωσίας βρίσκονταν συνήθως εντός ή πλησίον των πόλεων, άλλ' από τον ΙΔ'
αιώνα αρχίζει ένα νέο κίνημα ιδρύσεων μονών στους έρημους τόπους μακρά πάσης ανθρωπινής
κατοικίας. Οι κτήτορες κατά κανόνα είναι ερημίτες και δεν έχουν σκοπό να ιδρύσουν μονάς,
αλλά ή αγιότητα του βίου των προσελκύει μαθητές, και κατ' αυτόν τον τρόπον αναγκάζονται να
διευρύνουν τα ερημητήριά τους, τα όποια ταχέως μεταβάλλονται σε μεγάλα μοναστήρια.
Βραδύτερο άλλοι μοναχοί, οί οποίοι επιθυμούν των μονήρη βίον, αφήνουν τα μοναστήρια τους
και προχωρούν σε απώτερα και αγριότερα μέρη εν μέσω των απέραντων δασών του και της
ανατολής, μέχρις ότου φθάσουν στην Βόρεια Θάλασσα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του οσίου Σεργίου του Ράντονεζ (περίπου 1314-1392), ή
μονή του οποίου γίνεται αφετηρία ιδρύσεως τουλάχιστον άλλων 20 μονών υπό αμέσων ή
εμμέσων μαθητών του. Είναι γνωστές οι σχέσεις του Αγίου με τους ησυχαστές πατριάρχες
Κωνσταντινουπόλεως, οί οποίοι ως γνήσιοι φορείς του χριστιανικού πνεύματος και συνεχιστές
της υπερεθνικής παραδόσεως του Βυζαντίου διευρύνουν και εμβαθύνουν τις πνευματικές
σχέσεις με τις σλαβικές Εκκλησίας και συντελούν κατ' αυτόν τον τρόπον στην διατήρηση της
γνήσιας καθολικότητας και του όντως οικουμενικού χαρακτήρας του πατριαρχείου τους, άλλα
και στην διάδοση του πνεύματος του ησυχασμού στους Σλάβους. Κατά αυτών τον τρόπο το
κίνημα του ησυχασμού προσλαμβάνει χαρακτήρα πανορθόδοξο.
Καθ' όλον τον ΙΕ' αιώνα αυτή ή επίδραση του ησυχασμού συνεχίζεται και εμβαθύνετε παρά το
τραγικό γεγονός της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της κατακτήσεως των
νοτιοσλαβικών χωρών υπό των Τούρκων. Ή προδοσία όμως της Ορθοδοξίας στην ατυχή σύνοδο
της Φλωρεντίας και Φερράρας κατά την 5ην Ιουλίου 1439 κλονίζει βαθύτατα την εμπιστοσύνη
των Ρώσων και γίνεται αφορμή της εκκλησιαστικής ανεξαρτητοποιήσεώς τους. Προς το τέλος
του αιώνος παρατηρείται στην Ρωσία μία κρίση της Παραδόσεως, εκδηλουμένη μέσω ορισμένων
κατ' ουσία ασήμαντων ερίδων περί μερικών διαφορών του τυπικού, π.χ., αν οι λιτανείες πέριξ
του ναού πρέπει να ακολουθούν την πορεία του ηλίου ή να γίνονται κατά την αντίθετο
κατεύθυνση, αν το Αλληλούια πρέπει να ψάλετε δύο ή τρεις Φοράς κ.τ.λ. Σοβαρότερο
πρόβλημα αποτελεί ή εμφάνιση της λεγομένης αιρέσεως των Ιουδαιζόντων εν Νόβοκοροντ Περί
της προελεύσεως και ονομασίας της κινήσεως αυτής υπάρχουν διάφοροι θεωρίες, με τις οποίες
δεν θα ασχοληθούμε εδώ.
Σημασία έχει το γεγονός ότι ή διδασκαλία της ήταν ένα αλλόκοτο κράμα από ορθολογισμό και
δεισιδαιμονία και αντιεκκλησιαστικό πνεύμα: Απορρίπτει μεν την στην Άγίαν Τριάδα πίστη, την
Θεότητα του Χριστού, τα αγία Μυστήρια και την ιεραρχία της Εκκλησίας, τις αγίες εικόνες του
Σωτήρος και των Αγίων, αποδέχεται δε την περιτομή, ορισμένα απόκρυφα και «φιλοσοφικά»
βιβλία με μυστηριώδες περιεχόμενο, την αστρολογία κ.τ.λ. Θυμίζει ορισμένες άλλες μεσαιωνικές
αιρέσεις ως π.χ. την των Βογόμιλων, των Καθαρών, των Ουσιτών και προ παντός την
ελευθεροφροσύνη της Αναγεννήσεως.
Πράγματι ή αίρεση αυτή αποτελεί μία από τις εισβολές του δυτικού κινήματος του Ουμανισμού
στην Ρωσία, και ειδικά στο Νόβγκοροντ, το όποιον πάντοτε διετήρει στενότερες σχέσεις με την
Δύση. Τα μέλη της αιρέσεως ως επί το πλείστον δεν είναι Εβραίοι, άλλ' ορθόδοξοι χριστιανοί,
μεταξύ των οποίων και αρκετοί διάκονοι και ιερείς. Αυτοί επισήμως δεν αποσχίζονται από την
Εκκλησία και διατηρούν τις θέσεις τους, αλλά κρυφά πιστεύουν και ακολουθούν τις διδασκαλίες
της αιρέσεως, ή οποία τοιουτοτρόπως διαδίδεται ανεξέλεγκτος και κυρίως στα ανώτερα
στρώματα της κοινωνίας και τυγχάνει και ευμενούς υποδοχής και στην αυλή του Μεγάλου
Ηγεμόνος της Μόσχας.
Την επιτυχία αυτή οι αιρετικοί οφείλουν στην κατά το έτος 1492 (= 7000 από κτίσεως κόσμου)
γενικώς αναμενόμενη και μη επελθούσα Δευτέρα Παρουσία του Χριστού επί τη συμπληρώσει της
Ζ' χιλιετηρίδας καθώς και στην αμάθεια και ηθική κατάπτωση του κλήρου. Επίσης παρατηρείται
προς το τέλος του ΙΕ' αιώνος παρά την επίδραση του ησυχασμού μία παρακμή της μοναχικής
ζωής και χαλάρωση της πειθαρχίας σε πολλά μοναστήρια. Τούτο είναι κυρίως το αποτέλεσμα
του μεγάλου πλούτου των μονών, οι οποίες λόγω των γενναίων δωρεών ταχέως εξελίχθησαν σε
μεγάλα φεουδαρχικά κέντρα και ταυτοχρόνως υπέστησαν την επίδραση του κοσμικού
πνεύματος.

Κατά τους αυτούς χρόνους ό Μέγας Ηγεμών Ίβάν Γ Βασίλιεβιτς (1462-1504), αναπτύσσει τις
σχέσεις με την Δύση, κυρίως με την Ιταλία, δηλαδή με το κέντρο της Αναγεννήσεως, πράγμα το
όποιον μεγάλως συμβάλλει στην διάδοση των νέων ιδεών στην Ρωσία. Ό Τσάρος καλεί Ιταλούς
αρχιτέκτονας και τεχνίτες δια να κτίσουν τους μεγαλοπρεπείς ναούς, τα παλάτια και οχυρώματα
του Κρεμλίνου, καθώς και ιατρούς και άλλους επιστήμονας. Οι επικοινωνίες με την Ιταλία
εξελίσσονται τόσον θετικώς, ώστε ό πάπας Σίξτος Δ' (1471-84) να προτείνει στον χηρεύσαντα
Μέγα Ηγεμόνα το χέρι της Ζωής Παλαιολόγου, της ανεψιάς του τελευταίου Βασιλέως του
Βυζαντίου και κόρης του Δεσπότου του Μιστρά Θωμά Παλαιολόγου, ή οποία ανετράφη στην
Ρώμη υπό την προσωπική κηδεμονία του Πάπα και του καρδιναλίου Βησσαρίωνος κατά το
ρωμαϊκό δόγμα.
Ό λατινικός γάμος τελείται με μεγαλοπρέπεια ενώπιον του Πάπα, άλλ' ερήμην του συζύγου στη
Ρώμη, και έπειτα ή νεαρή πριγκίπισσα μεταβαίνει με μεγάλη συνοδεία στην Ρωσία. Εκ μέρους
του Ποντιφικούς την συνοδεύει ένας επίσκοπος. Ό Σίξτος Δ' ελπίζει ότι ή τροφός του θα
εργαστεί για την ένωση της Ρωσικής Εκκλησίας με την Ρώμην ή τουλάχιστον για την υποστήριξη
των πολιτικών του ενδιαφερόντων. Εκείνη όμως, μόλις εισήλθε στην ορθόδοξο χωρά, λησμονεί
τον παλαιόν ευεργέτη της και ασπάζεται την Ορθοδοξία, μετονομαζόμενη Σοφία. Οι γάμοι με
τον Μέγα Ηγεμόνα τελούνται στη Μόσχα κατά την 12ην Νοεμβρίου 1472.

Η παρουσία της ανεψιάς του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορας στην Ρωσία ενισχύει την
αυτοπεποίθηση του Μεγάλου Ηγεμόνος Ίβάν Γ' Βασίλιεβιτς, ό όποιος εισάγει την εθιμοτυπία του
αυτοκρατορικού παλατιού στο Κρεμλίνο, προσλαμβάνει τον δικέφαλο αετό στον θυρεό του
κράτους και πρώτος αυτοτιτλοφορείται ως Τσάρος και Αυτοκράτωρ (1485). Αυτή ή αλλαγή
ανταποκρίνεται προς τις ριζικές εσωτερικές μεταβολές της χώρας κατά την διάρκεια της
πολυετούς ηγεμονίας του ενεργητικού, συνετού, διπλωματικού άλλα δολίου και βίαιου ανδρός
τούτου: Κατόρθωσε να υπόταξη και να ένωση σχεδόν όλες τις τοπικές ηγεμονίας με την Μόσχα,
συμπεριλαμβανομένου και του παλαιού αντιπάλου της, δηλαδή του Μεγάλου Νόβγκοροντ (1471
και 1478).
Κατά το τέλος της ζωής του αφήνει στον διάδοχό του ένα ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος, ή
επιφάνεια του οποίου είχε τετραπλασιασθεί. Επί του πεδίου της εξωτερικής πολιτικής ό Ίβάν Γ'
σημειώνει επιτυχίας κατά της Λιθουανίας (1503) και ελευθερώνει την χωράν πλέον τελικώς από
τον μακροχρόνιο ταταρικό ζυγό (1480). Λόγω της φιλαρχίας και σκληρότητας του ήδη ό Τσάρος
ούτος επονομάζεται υπό των συγχρόνων «ό Τρομερός», πολύ προ του διαβόητου εγγονού του
Ίβάν Δ' (1533-84), ή ωμότατη και μανιώδης τρομοκρατία του οποίου επισκιάζει πάντα τα
προηγούμενα.

Στην υπό του Μεγάλου Ηγεμόνος αποδοχή της ιδέας της βυζαντινής θεοκρατίας και
αυτοκρατορίας συντελεί και ή ρωσική Εκκλησία. Κατά την θεωρία αυτήν ή εξουσία του
Αυτοκράτορας περιορίζεται μόνον υπό του Θεού και υπό του Θείου Νόμου. Υπό την επίδραση
νοτιοσλάβων προσφύγων ό Γέρων Φιλόθεος του Πσκώφ διατυπώνει την γνωστή περί Τρίτης
Ρώμης ιδεολογία: «'Όλαι αι χριστιανικέ Βασιλείες παρήλθαν. Άντ' αυτών υπάρχει μόνον ή
Βασιλεία του Δεσπότου ημών κατά τα προφητικά βιβλία. Είναι ή ρωσική Βασιλεία. Δύο Ρώμες
έπεσαν, άλλ' ή Τρίτη έστηκε, και τετάρτη δεν θα υπάρξει» Σημειωτέον ότι οι λόγοι αυτοί
απευθύνονται στον Τσάρο όχι για να του παράσχουν απεριόριστο εξουσία και αυθαιρεσία, αλλά
για να τονίσουν την μεγάλη ευθύνη, την οποίαν έχει ως μόνος χριστιανός μονάρχης και
προστάτης της Εκκλησίας. Είναι όμως γεγονός οφθαλμοφανές ότι ή εσχατολογική θεώρηση
αυτή παραμερίζεται ταχέως από τα δεδομένα μιας πραγματιστικής πολιτικής της ισχύος. Εν
τούτοις ή θεοκρατική θεμελίωση της εξουσίας έχει μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη της νέας
αυτοσυνειδήσεις και αυτοπεποιθήσεις του Τσάρου και για την διαμόρφωση της αντιλήψεως περί
του ρόλου του ρωσικού κράτους στην συνείδηση των Ρώσων της εποχής εκείνης καθώς και για
την ρωσική Εκκλησία, ή οποία στην θεοκρατία αυτή κατέχει εξέχουσα και προνομιούχων θέση,
την οποίαν πληρώνει όμως με την ελευθερία της, δεχόμενη τις συχνές και αυξανόμενος
αναμίξεις του Τσάρου στα εσωτερικά της θέματα.
Ή αποδοχή της βυζαντινής θεοκρατίας δεν μπορούσε βεβαίως να προφυλάξει την Ρωσία από τα
διεισδύοντα ρεύματα του συγχρόνου ευρωπαϊκού Ανθρωπισμού. Από του τέλους του ΙΕ' αιώνος
παρατηρείται και μία σχετική εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και των μοναστηριών, μία
εξωτερίκευση της θρησκευτικής ζωής, μία τυπική μάλλον ευλάβεια με λαμπρά μεν λατρείαν,
αλλά και με κάποιον παραμερισμό της εσωτερικής πνευματικότητος και της ηθικής.
Ορθώς ό Γ. Π. Φεντότωφ επισημαίνει το γεγονός ότι ή Ρωσία μέχρι του τέλους του ΙΕ' αιώνος
είναι «Αγία Ρωσία», ενώ τώρα γίνεται «Ορθόδοξων Βασίλειον», όπου οί Άγιοι σπανίζουν, αν και
Χάριτι Θεού και κατά τους επόμενους αιώνας θα εκλάμψουν μεγάλοι φωστήρες στο στερέωμα
της ρωσικής Εκκλησίας, άλλ' εν συγκρίσει με την παλαιοτέρα εποχή είναι ολιγότεροι. (Το αυτό
φαινόμενο παρατηρείται δυστυχώς και σε άλλες κατά τόπους ορθοδόξους Εκκλησίας).
Ή λανθάνουσα εκκοσμίκευση ετοιμάζει σιωπηλώς το έδαφος δια την ανοικτή αμφιβολία και
απιστία, ή οποία θα φανερωθεί μόλις κατά τας αρχάς του ΙΗ' αιώνος επί Πέτρου του Μεγάλου
(1682-1725). Ή εξωτερικώς ανθούσα θεοκρατία δεν δύναται λοιπόν να εκτόπιση την
πνευματική κρίση της εποχής, την κρίση της Παραδόσεως. Περί της κατά διαφόρους τρόπους
αντιμετωπίσεως του καίριου προβλήματος τούτου θα μιλήσουμε εν τω Βίο του οσίου Νείλου,
δεδομένου ότι ό Άγιος λαμβάνει ενεργό μέρος στην προσπάθεια επιλύσεως των ζωτικών
προβλημάτων της εκκλησιαστικής ζωής της εποχής του. Εδώ αρκούμεθα σε ένα γενικότατο
σχεδιάγραμμα των κυριότερο πνευματικών ρευμάτων της εποχής, χρησίμευαν κατά κάποιον
τρόπο ως βάθος του πίνακας επί του οποίου θα ζωγραφιστεί ή φωτεινή εικόνα του Αγίου.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ 1433 - 7η ΜΑΊΌΥ 1508

Ο παλαιός Βίος του Όσιου κατά μεταγενέστερα είδηση κάηκε εξ αιτίας μιας
επιδρομής των Τατάρων του Καζάν κατά τον ΙΣΤ' αιώνα. Αντίγραφα δυστυχώς
δεν σώζονται. Υπάρχουν διεσπαρμένες πληροφορίές μας δίνουν τα εξής
βιογραφικά στοιχεία:
Ο Άγιος γεννάται πιθανώς κατά το έτος 1433 στη Μόσχα. Το βαπτιστικό του
όνομα παραμένει άγνωστο, το δε οικογενειακό είναι Μάικωφ. Τυγχάνει ευγενούς
καταγωγής, ανήκων πιθανώς στην τάξη των βογιάρων, αν και ό ίδιος από
ταπεινοφροσύνη ισχυρίζεται ότι είναι αγράμματος και χωρικός. Ως νέος εξασκεί το επάγγελμα
του ταχυγράφου στην υπηρεσία του Μεγάλου Ήγεμόνος, πιθανώς ως γραμματέας δικαστηρίου.
Εκ των ιστορικών πηγών γνωρίζομε, ότι ό Ανδρέας Φεόδωροβιτς Μάικο ο οποίος χρημάτισε
γραμματέας του υπουργείου εξωτερικών και απεβίωσε περί τα τέλη του έτους 1502 - αρχάς
1503, είναι αδελφός του οσίου.

Συνεπώς ό πατήρ του ονομάζεται Θεόδωρος.


Νωρίς όμως ό Όσιος εγκαταλείπει την ματαιότητα μιας κατά κόσμο λαμπράς σταδιοδρομίας και
εισέρχεται ως δόκιμος στην μονήν του οσίου Κυρίλλου στη περιοχή της Λευκής Λίμνης .
Βρίσκομε την υπογραφή του μεταξύ άλλων ονομάτων επί εγγράφων της μονής αυτής
αναγομένων στα έτη 1448-1460. Δεν γνωρίζομε, αν ή απόφαση του είναι ή τελική εξέλιξη μιας
εξ απαλών ονύχων ευλαβούς ζωής ή αν ή Χάρις του Θεού τον οδήγησε μέσω ενός
συγκλονιστικού γεγονότος ή μιας ιδιαιτέρας κλήσεως στην ισάγγελος πολιτεία. Ή εκλογή του
τόπου της μετανοίας του μας αποκαλύπτει όμως τις πνευματικές του αναζητήσεις.

Ο προ λίγο ετών σε βαθύ γήρας κοιμηθείς ιδρυτής της μονής όσιος Κύριλλος του Μπιελοζέρσκ
(1337-1427) ήταν μία έξοχη μορφή μεταξύ των Ρώσων ησυχαστών του ΙΔ' - ΙΕ' αιώνος και
χρημάτισε μαθητής του οσίου Σεργίου του Ράντονεζ, ό όποιος τον επισκεπτόταν οσες φορές
έρχονταν στην Μόσχα, οπού μόνασε ό Κύριλλος, στη μονή του Σίμωνος, προτού αναχώρηση
στην έρημο του Βορρά. Εκεί έζησε κατ' αρχάς ως ερημίτης στην περιοχή της Λευκής Λίμνης και
στη συνεχεία οί προσκληθέντες από τις αρετές του μαθητές τον ανάγκασαν να ίδρυση την
περίφημο μονή του. Ήταν αυστηρός υπερασπιστής του κοινοβιακού βίου και της υπακοής ως
πρώτης μοναχικής αρετής. Αγάπα την νηστεία και σιωπή και είχε το χάρισμα της κατανύξεως.
Με θέρμη δίδασκε τους μοναχούς του, και ορισμένες κατηχήσεις του σώζονται μέχρι σήμερα.

Ταυτοχρόνως δεν δίσταζε να νουθέτηση και να ελέγχει τους ισχυρούς του κόσμου τούτου. Στην
επιστολή του προς τον ηγεμόνα Ανδρέα του Μοζάισκ τον τοπικό ηγεμόνα της περιοχής της
Λευκής Λίμνης, εξεδήλωσε το ζωηρό του ενδιαφέρον δια την από χριστιανική ευθύνη
εμπνεόμενη διακυβέρνηση του κράτους και δεν φοβήθηκε να ζήτηση από τον ηγεμόνα
κοινωνική και διοικητική δικαιοσύνη. Οι ιστορικές πηγές μας δίνουν την εντύπωση ότι ο Όσιος
Κύριλλος δεν επιθυμούσε την απεριόριστο τουλάχιστον αύξηση του πλούτου της μονής,
ιδιαιτέρως στην γήν και υπόδουλους χωρικούς. Παρά όλα αυτά το μοναστήρι είχε γίνει ήδη ένας
από τους μεγαλύτερους φεουδάρχες της περιοχής της Βόλογκντας όταν μόνασε εκεί ό όσιος
Νείλος, άλλ' εν γένει οι παραδόσεις της πειθαρχίας του οσίου Κυρίλλου ήσαν ακόμη ζωντανές.

Κατά το β' ήμισυ του αιώνος παρατηρούνται όμως έριδες μεταξύ των μοναχών, πιθανώς όχι
τόσον εξ αιτίας του ζητήματος του περιορισμού του πλούτου, όσον δια την εκ μέρους ορισμένων
μοναχών προσπάθεια εισαγωγής της ιδιορρυθμίας, ή οποία διαδίδεται κατά τους χρόνους
εκείνους στα βυζαντινά και τα ρωσικά μοναστήρια παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις των Ιερών
Κανόνων και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας . Εν τούτοις δεν δύναται να γίνει λόγος περί
πλήρους καταπτώσεως της μοναστηριακής πειθαρχίας στη μονή του οσίου Κυρίλλου. Ό
σύγχρονος του Νείλου όσιος Ιωσήφ του Βόλοτσκ ή Βολοκολάμσκ (1440-1515), ό άλλος
αγωνιστής δια την ανύψωση της μοναχικής ζωής της εποχής εκείνης, επισκέπτεται την μονήν
του οσίου Κυρίλλου περί το 1478 κατά την διάρκεια μιας ανωνύμου ξενιτιάς ανά τα ρωσικά
μοναστήρια και παραμένει ένα διάστημα εκεί. Στο γνωστόν Ι' κεφάλαιο της διαθήκης του, το
όποιον αποτελεί τρόπον τινά μία ιστορία των Ρωσικών μοναστηριών, ό άνανεωτής του αυστηρού
κοινοβίου δίνει μία εν γένει ζοφερά εικόνα περά της καταστάσεως των άλλων μονών, ενώ περί
της μονής του οσίου Κυρίλλου γράφει τους έξης επαίνους: « Επίσης ακούσαμε περί του
μακαρίου Σεργίου και των λοιπών αγίων από αψευδείς μάρτυρας, οί οποίοι έζησαν στους
χρόνους εκείνων, ότι είχαν τόση εγρήγορση και τόσο ζήλο για το ποίμνιο, ώστε μια μικρά
αμέλεια η παρακοή δεν ήθελαν να παραβλέψουν, γιατί ήσαν ελεήμονες, όταν έπρεπε, και
αυστηροί, όταν χρειαζόταν, ελέγχοντες και βιάζοντας τους αμαρτάνοντας στο αγαθό τους δε μη
υπακούοντας δεν άφηναν να ακολουθήσουν το δικό τους θέλημα, αλλά με πολλούς τρόπους
εμπόδιζαν αυτούς και αφόριζαν αυτούς από την Έκκλησίαν και την Τράπεζαν. Είχαν τόση
πτωχεία και ακτημοσύνη ώστε στη μονή του μακαρίου Σεργίου αυτά τα βιβλία δεν έγραφαν επί
χάρτου, άλλ' επί φλοιού της σημύδας. Ό δε μακάριος Σέργιος ό ίδιος φορούσε τόσον ευτελή και
ρακώδη ιμάτια, ώστε πολλάκις δεν γνωριζόταν υπό των προσερχόμενων, οί οποίοι νόμιζαν ότι
ήταν ένας από τους επαίτες. Διακοσμείτω με όλες τις αρετές της ψυχής, λέγω και του σώματος.
Για αυτό αξιώθηκαν από το Κύριο μεγάλων χαρισμάτων. Περί δε του αγίου Κυρίλλου τι έχω να
γράψω ή να πω; Πόση μέριμνα είχε περί όλων αυτών μαρτυρούν και τώρα οι εν τη μονή του
φυλασσόμενες παραδόσεις και διδαχές, οι οποίες ως φως επί της λυχνίας φωτίζουν και στους
παρόντές καιρούς. Και όπως ό ίδιος ό μακάριος Κύριλλος είχε ακριβή φροντίδα περί της ευταξίας
της μονής και των μοναχών, ούτως ήσαν και οί μετ' αυτόν μαθητές του και αυτοί μιμούντουσαν
αυτόν και τηρούσαν τις παραδόσεις του στις καρδίες τους και με κανένα τρόπο δεν
ανεχόντουσαν τους άτακτους και υπερήφανους και αυτών που δεν φυλάγουν τις παραδόσεις
του αγίου Κυρίλλου. «Όθεν αγωνίζονταν όχι μόνο εναντίον των ομοίων προς αυτούς μοναχών,
αλλά και κατά των προεστώτων, όταν έβλεπαν ότι κάτι έγινε κατά τρόπον πονηρό και
διεστραμμένο και όχι κατά την συνήθεια των πατρικών παραδόσεων». Εν συνεχεία ό Όσιος
Ιωσήφ παραθέτει μερικά παραδείγματα διαφωνιών μεταξύ των Γερόντων της μονής και
ορισμένων ηγουμένων, προσελθόντων από άλλα μοναστήρια οί οποίοι ήθελαν να αλλάξουν τις
παραδόσεις του αγίου Κυρίλλου και προκάλεσαν την σθεναρά αντίσταση των μονάχων και
συνεχίζει. «Ή δε τάξις του μοναστηριού τούτου ήταν η εξής. Στο κελί τους δεν έτρωγαν, ούτε
έπιναν, ούτε έβγαιναν από την μονή χωρίς ευλογία του προεστώτος και δεν ζούσαν νεαροί
εντός του μοναστηρίου, ούτε στις αυλές του μοναστηρίου, αλλά τα πάντα γινόντουσαν από
αυτούς κατά την μαρτυρία των Θείων Γραφών και των παραδόσεων των κοινοβίων».

Χωρίς υπερβολή δυνάμεθα λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι ό Όσιος Νείλος επίλεξε το καλύτερο
μοναστήρι της εποχής του για να αφιέρωση εκεί την ζωήν του ολοτελώς στον Κύριο. Οι
αρχάριοι μοναχοί τελούν κατά την παράδοσιν υπό την ιδιαιτέρα επίβλεψη και καθοδήγηση ενός
μεγαλυτέρου Γέροντος, ό όποιος έχει ήδη ικανή εμπειρία και διάκριση να μύηση τον υποτακτικό
στην πνευματική ζωήν του μοναχού, στον διαρκή αόρατο πόλεμο κατά των ποικίλων πειρασμών
του διαβόλου, ό όποιος διεγείρει τα πάθη της ψυχής και με τους διαφόρους λογισμούς
προσπαθεί να τον παραπλάνηση από την ευθείαν όδόν της σωτηρίας. Για αυτό ό Γέρων ακούει
με υπομονή και προσοχή την καθημερινή εξαγόρευση των λογισμών και με αγάπη, σύνεση και
διάκριση συμβουλεύει και καθοδηγεί τον μαθητή του. Εκείνος δε αποδέχεται τις νουθεσίες με
ταπείνωση και υπακοή και βαδίζει με ασφάλειαν την στενή και τεθλιμμένη όδόν. Ό Παΐσιος
Γιαροσλάβωφ (+ 22α ή 23η Δεκ. 1501) είναι αυτός ό Γέρων και πατρικός φίλος του Νείλου.
Δυστυχώς δεν γνωρίζομε, πόσα έτη ό Όσιος παραμένει στην υπακοή του, γιατί βραδύτερο ό
Παΐσιος ευρίσκεται για άγνωστους λόγους στην περίφημη μονή του οσίου Σεργίου και της Αγίας
Τριάδος πλησίον της Μόσχας, όπου αντιγράφει για τον εκεί ηγούμενο Σπυρίδωνα (1467-1474)
τον βίο του οσίου Κυρίλλου της Λευκής Λίμνης. Η φήμη του ενάρετου γέροντος φθάνει μέχρι
αυλής του Τσάρου, την επιθυμία του οποίου εκλέγεται κατά το έτος 1479 ηγούμενος του
ιστορικού μοναστηρίου τούτου, και ό ίδιος ό Ίβάν Γ' τον παρακαλεί να αναδεχθεί τον υιόν του
Βασίλειον από την κολυμβήθρα.
Επί πλέον θέλει να τον αναβίβαση στον μητροπολιτικό θρόνο της Μόσχας, αφού ήλθε σε ρήξη
με τον μητροπολίτη Γερόντιο για το ζήτημα της κατευθύνσεως των λιτανειών κατά την πορεία
του ηλίου ή εναντίον της (1484). Άλλ' ό εραστής της ησυχίας δεν ανταλλάσσει την γαλήνη της
έρημου και του κελιού του με την εφήμερο δόξα και την μεγάλη ν ευθύνη του πρωθιεράρχου
της Ρωσίας. Ή ηγουμενεία του διαρκεί μόνον περί τα δύο έτη. Το Β' Χρονικό της Αγίας Σοφίας
του Νόβγκοροντ μας πληροφορεί την αιτία της παραιτήσεως του: «Επειδή ό Μέγας Ηγεμών τον
ανάγκασε νωρίτερα να γίνει ηγούμενος στην μονή του οσίου Σεργίου και δεν μπορούσε να
φέρει τους μοναχούς στον δρόμο του Θεού, στη προσευχή, νηστεία και εγκράτεια, αλλά ήθελαν
να τον φονεύσουν... αυτός εγκατέλειψε την ηγουμενεία, και για αυτό δεν ήθελε και τον
μητροπολιτικό θρόνο». Δεν γνωρίζομε ακριβώς, πότε επιστρέφει στην περιοχή πέραν του
Βόλγα, πάντως το 1489 ευρίσκεται πάλιν εκεί, όπως πληροφορούμεθα από ένα γράμμα του
αρχιεπισκόπου Γενναδίου του Νόβγκοροντ προς τον αρχιεπίσκοπο Ίωάσαφ του Ροστώφ, τον
όποιον παρακαλεί να τον φέρει σε επαφή με τους Γέροντας Παϊσιο και Νείλο δια το ζήτημα της
αιρέσεως των Ιουδαιζόντων. Και στα αλλά έγγραφα τα ονόματα τους μνημονεύονται συνεχεία
πράγμα το όποιον φανερώνει πόσον διαρκής και βαθύς παραμένει ό πνευματικός τους
σύνδεσμος.

Ίσως ό Παΐσιος μονάζει κατά τον καιρόν τούτο όχι στην μονή του οσίου Κυρίλλου, άλλ' στην
γειτονική μονή του Σωτήρος επί της Πέτρας ή Σωτηροπέτρας. Πάντως συγγράφει την ιστορία
του μοναστηρίου τούτου.

Οι σχέσεις του Παϊσίου με την μονή αυτή έχουν ιδιαιτέρα σημασία για τον Νείλο, γιατι αυτή έχει
στενές επαφές με το Βυζάντιο.

Ο ηγούμενος της Διονύσιος (περίπου 1389-1418) καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ήλθε
από το Αγιον Όρος, όπου είχε καρεί μοναχός, και παρέδωσε στην μονή του το Τυπικόν του
Αγίου Όρους. Και κατά τους μεταγενεστέρους χρόνους οι σχέσεις εξακολουθούν να παραμένουν
ζωντανές, γιατί ό ηγούμενος Κασσιανός μετέβη δύο φοράς στην Κωνσταντινούπολη «για την
διόρθωση της Εκκλησίας». Πιθανώς το πνεύμα του Παΐσιου και της μονής της Σωτηροπέτρας
υποβάλλουν στον όσιο Νείλο την επιθυμία ενός προσκυνήματος στον Άθωνα.

Άλλωστε ό ηγούμενος Κασσιανός χρημάτισε νωρίτερα ηγούμενος της μονής του οσίου Κυρίλλου
κατά τα έτη 1448-1469, δηλαδή ακριβώς κατά τους χρόνους της εκεί εγκαταβίωσεις του Νείλου,
και στη συνεχεία ανέλαβε την ηγουμενεία στη μονή της Σωτηροπέτρας. Αυτός διατήρησε κατά
τρόπον εξαιρετικό την παράδοση του οσίου Κυρίλλου και των αμέσων μαθητών του, να
αντιγράφουν βιβλία και να φροντίζουν για τον καταρτισμό της βιβλιοθήκης. Κατά αυτών τον
τρόπο ή βιβλιοθήκη της μονής του οσίου Κυρίλλου έγινε μία εκ των πλουσιοτέρων και
μεγαλυτέρων της Ρωσίας του ΙΕ' αιώνος. Ίσως και ή εκεί επίσκεψις του Σέρβου αγιοβιογράφου
Παχωμίου Λογοθέτου, ο οποίος με εντολή του Κασσιανού συγγράφει τον βίο του ιδρυτού της,
παρακινεί τον Νείλο να μεταβεί και αυτός στην Γήν της επαγγελίας της μοναχικής πολιτείας. Ο
ίδιος ό Όσιος ομιλεί περί του προσκυνήματος του εις το Αγιον Όρος και «τας χώρας της
Κωνσταντινουπόλεως». Δεν είναι όμως ακριβώς σαφές τι σημαίνει ή έκφραση αυτή. Πιθανώς ό
Νείλος και ό συνοδεύων αυτόν Ιννοκέντιος Όχλιέμπινιν επισκέπτονται και τις εκκλησίες και τα
μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως. Δεν γνωρίζομε πότε αναχωρούν οί δύο προσκυνητές από
την μονή του οσίου Κυρίλλου και πότε ανακάμπτουν σε αυτήν και πόσον παραμένουν στο
Άθωνα. Πιθανώς το προσκύνημα λαμβάνει χωρά μεταξύ των ετών 1460-1480. Ίσως ή διαμονή
τους στον Άθωνα διαρκεί μερικά έτη. Διάφοροι Ρώσοι συγγραφείς εξέφρασαν την εύλογο γνώμη
ότι ό Νείλος και ό Ιννοκέντιος ησυχάζουν αυτό το διάστημα στη σκήτη του Ξυλουργού, ή οποία
ήταν από το 1016 μέχρι του έτους 1169 το πρώτον ρωσικό μοναστήρι στο Άγιο Όρος και ανήκει
μέχρι σήμερον στην ρωσική μονή του Αγίου Παντελεήμονος.

Δεν υπάρχει όμως ουδεμία ιστορική μαρτυρία περί τούτου ή περί άλλων τόπων διαμονής των
δύο Ρώσων στον περίβολο της Παναγίας. Ασφαλώς επισκέπτονται όλα τα μοναστήρια κατά
σειράν για να προσκυνήσουν τα Ιερά και όσια και ως μέλισσες φιλόπονοι να συλλέξουν το
νέκταρ από τα εκεί απαντώμενα πνευματικά άνθη. Κατ' αυτόν τον τρόπον ευρίσκουν ένα η και
περισσοτέρους τόπους όπου αναπαύονται και ωφελούνται ιδιαιτέρως, και παρατείνουν εκεί την
διαμονή τους περισσότερο. Είναι γνωστόν ότι κατά τον ΙΕ' αιώνα ή κατά το έτος 1375 ιδρυθείσα
μονή του οσίου Διονυσίου βρίσκεται σε πλήρη ακμή και αποτελεί ένα σπουδαίο κέντρον του
ησυχασμού, όπως μαρτυρούν οί εκεί διαλάμψαντες Άγιοι και τα εκεί σωζόμενα πολυάριθμα
χειρόγραφα. Για αυτό είναι λίαν πιθανόν οι δύο Ρώσοι προσκυνητές να παρέμειναν ένα διάστημα
εντός αυτού του μοναστηρίου ή πλησίον του σε ησυχαστήριο για να μαθητεύσουν παρά τους
πόδας των κορυφαίων της νοεράς εργασίας. Αν και δεν έχουμε ιστορικές αποδείξεις για την
στήριξη της υποθέσεως αυτής η ύπαρξη σλαβικών χειρογράφων στην βιβλιοθήκη της μονής
αυτής μαρτυρεί πάντως ότι κατά τους χρόνους εκείνους εκεί μία έστω μικρά σλαβική αποικία, ή
οποία τω λόγω ήδύνατο να προσέλκυση και να φιλοξενήσουν τους δύο ομόγλωσσους τούτους.
Άλλωστε κατά την εποχή αυτή το πνεύμα του Φυλετισμού και του σοβινιστικού Εθνικισμού ήταν
ξένο προς τους ησυχαστές του Αθωνος. Τα αγιορείτικα μοναστήρια δεν ήσαν αποκλειστικώς
περιορισμένα σε μία μόνο εθνικότητα, άλλα αποτελούσαν κέντρα γνήσιας χριστιανικής
Καθολικότητας, όπου πολλάκις συνασκήτευαν και συμπροσευχόταν Έλληνες, Σέρβοι,
Βούλγαροι, Βλάχοι, Ρώσοι, Άραβες και Ίβηρες (Γεωργιανοί) σε μία στέγη, αν και πιθανώς μία
πλειονότητα έδιδε σε κάθε μονή τον ιδιάζοντα χαρακτήρα. Τούτο το γεγονός είχε ιδιαιτέρα
σημασία για την μετάδοση του θεολογικού πλούτου της βυζαντινής Εκκλησίας προς τους
Σλάβους, Ίβηρες και άλλους λαούς.

Γνωρίζουμε π.χ. ότι στη Λαύρα του Οσίου Αθανασίου υπήρχε ομάδα Σλάβων μοναχών, οι οποίοι
μετάφραζαν και αντίγραφαν τα έργα των αγίων Πατέρων στην γλώσσα τους. Αυτό προϋποθέτει
ότι πρώτον είχαν μάθει την ελληνική, πράγμα για το όποιον τους προσέφεραν την δυνατότητα
ακριβώς τα μοναστήρια αυτά.

Δεν γνωρίζομε, μέχρι ποίου βαθμού ό όσιος Νείλος κατείχε την ελληνική, δηλαδή αν έφθασε
στο σημείο να μελετήσει τους Πατέρας στο πρωτότυπο. Τούτο φαίνεται όμως πιθανόν από τα
αποτελέσματα των ερευνών των χειρογράφων των έργων του, όπου διάφορα σχόλια μαρτυρούν
περί διορθώσεως του κειμένου της μεταφράσεως βάσει του ελληνικού πρωτοτύπου. Ό φίλος του
Γουρίας Τούσιν γράφει σε δύο αντίγραφα ενός χειρογράφου του Όσιου το εξής σχόλιο: «Ούτοι
οι βίοι και ταύτα τα Μαρτύρια εγράφησαν από το βιβλίο Γέροντος Νείλου κατά την γραφή και
την διόρθωση διότι πολλούς κόπους έδειξε ό Γέρων Νείλος δια τας γραφάς ταύτας». Μετά τον
επίλογο των ιδίων κωδίκων υπάρχει ή εξής υπογραφή:
«αμαρταλος νηλ και ασύνετος»στην ελληνική. Ή γραφή αμαρταλός ανταποκρίνεται προς την
ρωσική προφορά, καθ' ην το μη τονιζόμενο ο προφέρεται ως α. Και το νηλ αντιστοιχεί προς την
ρωσική γραφή του ονόματος. Εξ αλλού τέτοια λάθη, δηλαδή ή χρήση του η αντί ει,
συναντώνται και στα πλείστα ελληνικά χειρόγραφα. Από την σύγκριση των χειρογράφων του
Νείλου με αλλά χειρόγραφα περιέχοντα τα ίδια έργα προκύπτει ότι το κείμενον του Νείλου είναι
πλησιέστερο προς το ελληνικό πρωτότυπο. Τούτο σημαίνει ότι ό Όσιος τουλάχιστο ελέγχει και
διορθώνει τις υπάρχουσες μεταφράσεις, αν δεν μεταγλωττίζει το κείμενον εκ νέου. Συνεπώς
δυνάμεθα να συμπεράνουμε ότι ό Γέρων είχε τουλάχιστον στοιχειώδεις, ίσως και ικανοποιητικές
γνώσεις της ελληνικής, τις οποίας απέκτησε κατά την διάρκεια της εν Αθω και
Κωνσταντινούπολη παραμονής του.

Δυστυχώς αγνοούμε τελείως τις περιπέτειας των δύο προσκυνητών κατά την μακράν αποδημία
τους. Ό δρόμος δεν ήταν εύκολος κατά τους χρόνους εκείνους. Το Βυζάντιο προ ολίγου είχε
κατακτηθεί από τους βαρβάρους Τούρκους. Κατά την θάλασσαν υπήρχε ό κίνδυνος των
πειρατών. Παρά τις αντιξοότητες αυτές οί δύο προσκυνητές επιστρέφουν σώοι στην πατρίδα
τους, προστατευόμενοι υπό του Θεού και φυλασσόμενοι υπό την σκέπη της Ύπεραγίας
Θεοτόκου. Πάντως το προσκύνημα τούτο άσκησε βαθύτατη επίδραση επί του οσίου Νείλου και
έχει αποφασιστική σημασία για την περαιτέρω ζωή του. Ή συνάντηση με τους αναχωρητές και
ησυχαστές του Αγίου Όρους αποτελεί το μέγα ορόσημο στον βίο του Όσίου. Αποβαίνει πηγή
εμπνεύσεως για την διαμόρφωση της εντεύθεν και έξης πολιτείας του. Δεδομένου ότι ό Γέρων
υπέγραψε μοναστηριακό έγγραφο χρονολογούμενο μεταξύ των ετών 1471-1475 περίπου, ή
αποδημία έλαβε χωρά είτε νωρίτερα, είτε μετά το διάστημα τούτο. Ή τελευταία υπόθεση
φαίνεται πιθανότερα.

Συνεπώς οί δύο πατέρες επέστρεψαν ίσως περί το 1480 στην μονή της μετανοίας των. Ό Νείλος
όμως δεν εγκατεβίωσε πλέον στο κοινόβιο, αλλά ό πόθος της ησυχίας έχει τόσον αυξηθεί στην
ψυχήν του, ώστε να κτίση πλησίον του μοναστηρίου ένα κελί σε έρημο τόπο, για να επιδοθεί
εκεί όλοτελώς στην νοερά εργασία και τον θεωρητικό βίον. Ίσως στην απόφαση αυτή συμβάλλει
και το γεγονός ότι κατά τους χρόνους εκείνους ή μονή του οσίου Κυρίλλου δοκιμαζόταν από
εσωτερικές ταραχές εξ αιτίας των πολιτικών διαμαχών μεταξύ του Μεγάλου Ηγεμόνας της
Μόσχας και του τοπικού Ήγεμόνος Ανδρέου Μιχαήλοβιτς. Συγκεκριμένως πρόκειται περί έριδος
για την φεουδαρχική κυριαρχία επί της μονής μεταξύ του οικείου επισκόπου Βασσιανού του
Ροστώφ και του τοπικού ηγεμόνα.

Κινούμενος από την γνωστή του συγκεντρωτική πολιτική ό Ίβάν Γ' τάσσεται υπέρ του
επισκόπου και κατά του τοπικού ηγεμόνα, ή περιοχή του οποίου άλλωστε εντός ολίγου θα
προσαρτισθεί στην ηγεμονία της Μόσχας. Ό Μητροπολίτης Γερόντιος, εχθρός της
αντιφεουδαρχικής συγκεντρωτικής πολιτικής του Μεγάλου Ηγεμόνος, υποστηρίζει τον Ανδρέα
Μιχαήλοβιτς. Εξ αλλού κατά την μεταξύ Τσάρου και Μητροπολίτου έριδα για το ζήτημα της
κατευθύνσεως των λιτανειών ό επίσκοπος Βασσιανός τάσσεται υπέρ του Ίβάν και κατά του
Γερόντιου. Είναι φυσικό οι διαμάχες αυτές να ταράσσουν και τους ιδίους τους μοναχούς, οί
οποίοι διαιρούνται σε δύο ομάδας. Δεν είναι όμως πολιτικό μόνο το ζήτημα, το όποιον χωρίζει
τους πατέρες. Υπάρχουν και δύο τάσεις αντίθετοι ως τα κτήματα της μονής. Ή μεν επιδιώκει την
συνεχή κατά το δυνατόν αύξηση της ακινήτου περιουσίας του μοναστηριού, το όποιον ως μέγας
φεουδάρχης κατέχει ήδη τεραστίας εκτάσεις και περί τα 50 χωρία, ή δε άλλη είναι τουλάχιστον
υπέρ του περιορισμού, αν όχι υπέρ της ελαττώσεως ή της καταργήσεως των κτημάτων. Φαίνεται
ότι ήδη ό Όσιος Κύριλλος θέλησε τον περιορισμό της ακινήτου περιουσίας, προβλέποντας τους
κινδύνους της εκκοσμικεύσεως και των μερίμνων, τους οποίους συνεπιφέρει ό πλούτος. Εντός
της αδελφότητας υπάρχουν σοβαρές ταραχές το 1482 παύεται βιαίως ό ηγούμενος Νήφων, τον
όποιον υποστηρίζει ό ηγεμών Ανδρέας, και εγκαθίσταται ό ηγούμενος Σεραπίων, αλλά και αυτός
αναγκάζεται μετά ένα έτος σε παραίτηση. Κατά το έτος 1483 15 μοναχοί εγκαταλείπουν την
μονή σε ένδειξη διαμαρτυρίας, εντός ολίγου όμως νίκα πάλιν ή μερίδα του ηγεμόνας Ανδρέου
και ως νέος ηγούμενος εκλέγεται ό Γουρίας Τούσιν, ένας φίλος και μαθητής του οσίου Νείλου.
Ασφαλώς οι ταραχές και διαμάχες αυτές δεν ευνοούν την πνευματική ζωή και κυρίως τον
θεωρητικό βίο του ησυχαστού, ό όποιος φεύγει τους θορύβους του κόσμου. Φαίνεται ότι ό όσιος
Νείλος δεν ετάχθη υπέρ ουδεμιάς των εριζουσών μερίδων, αλλά πιθανώς εξ αφορμής των
ανωμαλιών τούτων αναχωρεί οριστικώς και από το ησυχαστήριο πλησίον της μονής. Ό ίδιος
αιτιολογεί την αναχώρηση του «για την ελλιπή ωφέλεια της ψυχής και για κανένα άλλον
λόγον». Ίσως ή νόθευση των παραδόσεων του οσίου Κυρίλλου, περί της οποίας γράφει ό Όσιος
Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ, είναι ή εισαγωγή της ιδιορρυθμίας. Εν πάσει περιπτώσει ό Νείλος
αγωνίζεται υπέρ «της πολιτείας των θείων εντολών κατά τας Αγίας Γραφάς και την Παράδοσιν
των αγίων Πατέρων», ασχέτως περί ποίου συγκεκριμένου ζητήματος πρόκειται.

Η συνέχεια της πνευματικής πορείας του Όσίου μοιάζει με την περίπτωση τόσων άλλων
ερημιτών, οι οποίοι παρέμειναν επί πολλά έτη στο κοινόβιο και, αφού πρόκοψαν στης πρακτικές
αρετές, πεθύμησαν τ ην τελειότητα του εν ησυχία θεωρητικού βίου και αναχώρησαν με την
ευλογία του πνευματικού πατρός των στην έρημο. Κατ' αυτόν τον τρόπον και ό Όσιος Νείλος
«εμάκρυνε φυγαδεύων και ηυλίσθη εν τη ερήμω», όπως λέγει ό ψαλμωδός. «Με τη Χάριν του
Θεού εύρον ένα τόπον κατά τον νουν μου, διότι τα τέκνα του κόσμου δυσκόλως αποπλανώνται
μέχρις εδώ, όπως συ ό ίδιος είδες», γράφει προς τον Γέροντα Γερμανό. Ιδού πως περιγράφει
ένας επισκέπτης του ΙΘ' αιώνος αυτό το μέρος: «15 βέρστια (= 15,9 χμ.) από τη πόλη Κιρίλλωφ
βρίσκεται το ερημητήριο του Νείλου Σόρσκυ ή πρώην σκήτη του Νείλου Σόρσκυ.

Ο κατά την αρχή ανοικτός δρόμος παρακάμπτει μερικές λίμνές και έπειτα διέρχεται δια μέσου
βουνών και δάσους. όχι μακρά της σκήτης υπάρχει μία πολύ ευρεία και γραφική λίμνη.
Ονομάζεται Σόρσκοιε από τον ποταμίσκο Σόραν ό όποιος εισβάλλει σε αυτήν. Άγριος, έρημος και
σκοτεινός είναι εκείνος ό τόπος, όπου ό Νείλος ίδρυσε την σκήτη του. Το έδαφος είναι ισόπεδο,
αλλά τελματώδες. Πέριξ υπάρχει δάσος. Περισσότερα είναι τα ακανθοφόρα παρά τα φυλλοφόρα
δένδρα. Ό ποταμίσκος Σόρας ή Σόρκας, ό όποιος έδωσε στον θεράποντα του Θεού το επώνυμο,
δεν ελίσσεται, αλλά σύρεται δια μέσου του τόπου τούτου και περισσότερο ομοιάζει προς ένα
λιμνάζον τέλμα παρά προς ρέοντα ύδατα. Μεταξύ των χόρτων, τα όποια φύονται στις όχθες,
συναντάται και ή κόκκινη βατόμουρα, ό νόστιμος και εβωδιάζων καρπός του τόπου. Είναι το
μοναδικό γλυκύ πράγμα το οποίων δύναται να συνάντηση κανείς δε τούτο το άγριο μέρος.
Μεταξύ των διαφόρων γαιών, των οποίων έχει τόση δαψίλεια η ιλαρά φύση χωρών της Λευκής
Λίμνης, είναι δύσκολο να βρεθεί καταφύγιο μελαγχολικότερων και ερημικότερο της ερήμου
αυτής.

Δύναται να φαντασθεί κανείς, ποία λόχμη υπήρχε εδώ περί το τέλος ΙΕ' – αρχές ΙΣΤ' αιώνος,
όταν ό Νείλος Σόρσκυ έζησε εδώ. Ή θέα του τόπου δίδει εκ πρώτης όψεως μία ιδέα περί του τι
ζήτησε ό Όσιος εδώ....

Ο ερημικός τόπος αυτός αποτελεί λοιπόν την ιδεώδη παλαίστρα για τους πνευματικούς άθλους
του ησυχαστού. Με τον πιστό μαθητή του Ιννοκέντιο υψώνει ένα σταυρόν, ανοίγει ένα φρέαρ
και κτίζει καλύβας από ξύλο. Τα κελιά των υποτακτικών του κτίζονται σε απόσταση της ακοής
μιας βοής ή ενός λίθου βολής από το δικό του, ώστε έκαστος να ησυχάζει χωρίς ενόχληση και
σε ανάγκη να καλέσει τους αδελφούς σε βοήθεια. Οί πατέρες επισωρεύουν ένα λοφίσκο από
γήν, Επί του οποίου ανεγείρουν ένα ξύλινο ναό στη τιμή της Υπαπαντής του Χριστού με
παρεκκλήσι του αγίου Εφραίμ του Σύρου. Επίσης κατά την παράδοσιν του ΙΘ' αιώνος ό Άγιος
κτίζει ιδιοχείρως ένα μύλο παρά τον ποταμίσκο για τις κοινές ανάγκες της σκήτης. Κατά μία
άλλη παράδοση ό Όσιος κατ' αρχάς ζει τελείως μόνος ως ερημίτης και συν τω χρόνο
προσέρχονται άλλοι αδελφοί ως μαθηταί, τους οποίους ό Γέρων δέχεται με πολύν δισταγμό
λόγω της μεγάλης του ταπεινοφροσύνης, αλλά και για τον πόθο της ησυχίας, ή οποία
διαταράσσεται από την προσέλευση πολλών υποτακτικών, εχόντων διάφορα προβλήματα. Ή
αγάπη όμως τον παρακινεί να κατεβεί από την ΙΒ' βαθμίδα της τελειότητας για να επιμελείται
την πρόνοια των αδελφών και την διακονίαν του λόγου, ευρισκόμενος στην ΙΑ' βαθμίδα, όπως
λέγει ό άγιος Μακάριος.

Η συνάθροιση περισσοτέρων αδελφών αναγκάζει τον Γέροντα να διοργάνωση την ζωή της
μικρής αδελφότητας και να της δώσει ένα τυπικό. Προσπαθώντας να μείνει πιστός στο ιδεώδες
της ερημικής και ησυχαστικής- πολιτείας και να ανταποκριθεί προς τις ανάγκες της μικρής
ποίμνης, ό Όσιος επιλέγει την μέση και βασιλική οδό μεταξύ κοινοβίου και τελείου
αναχωρητισμού δηλαδή τον ασκητικό τρόπον ζωής. Ούτος συνδυάζει τα πλεονεκτήματα του
κοινοβίου και της ησυχίας και μετριάζει τους κινδύνους του μονήρους βίου.

Ο Νείλος δεν είναι —όπως πολλάκις λέγεται— ό εισαγωγές του σκητικού τυπικού στη Ρωσία. Το
τυπικό τούτο συναντάται ήδη στα χειρόγραφα των αρχών του ΙΕ' αιώνος και στη μονή του
οσίου Κυρίλλου, ο οποίος πιθανώς κατά τα πρώτα έτη ακολούθησε αυτό. Συνεπώς υπήρξαν
υποτυπώδεις σκήτες στη Ρωσία πολύ προ του οσίου Νείλου. Εν τούτοις ούτος είναι ό ιδρυτής
της πρώτης γνωστής σκήτης, ή οποία συνειδητά παραμένει σκήτη και δεν μεταβάλλεται σε
μοναστήρι, αν και κατά τον ΙΘ' αιώνα εξελίχθη σε κοινόβιο, το οποίο διετήρει μερικά στοιχεία
σκητικής ζωής. Με την «Παράδοσιν» του ό Όσιος αφήνει στους μαθητές του ένα στοιχειώδες
γραπτό τυπικό της σκήτης, το οποίο ρυθμίζει διάφορα ζητήματα της κοινής ζωής, ενώ για τις
εκκλησιαστικές συνάξεις εφαρμόζει το ήδη υπάρχον κατά το πλείστον λειτουργικό τυπικό των
σκητών. Συμφώνως προς τις διατάξεις τούτου οί πατέρες της σκήτης συνέρχονται δύο φοράς
την εβδομάδα στην κοινή λατρεία εν τω ναό της σκήτης. Την εσπέρα του Σαββάτου και της
Τετάρτης τελούν ολονύκτια αγρυπνία, ή οποία το πρωί λήγει με την Θεία Λειτουργία και την
κοινή τράπεζα των αδελφών. Τις άλλες ημέρας οί πατέρες παραμένουν εντός των κελιών τους
και τελούν τις ακολουθίας και τον κανόνα τους κατά μόνας εναλλάξ με αναγνώσματα από την
Αγία Γραφή και τους Πατέρας και με το υποχρεωτικό εργόχειρο, από το οποίο πορίζονται τα
προς το ζην. όταν τύχη εορτή κατά την διάρκεια της εβδομάδος η αγρυπνία της Τετάρτης
μεταφέρεται στην εορτή. Ή αγρυπνία της σκήτης διαφέρει κατά πολύ από την μοναστηριακή
ακολουθία με την καλλιτεχνική και μεγαλοπρεπή ψαλμωδία. Συνίσταται κυρίως από την
ανάγνωση του ψαλτηρίου, ή οποία διακόπτεται κατά διαστήματα από αναγνώσματα εκ των
συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων και από πνευματικός συνομιλίας μεταξύ των μοναχών, οί
οποίοι δύνανται να εκφράσουν τις απορίες των και να συζητήσουν διάφορα πνευματικά θέματα.
Μετά τον κοινό εσπερινό παρέχεται στους βουλωμένους ή δυνατότητα να φάγουν στην τράπεζα.
Έπειτα αρχίζει ή αγρυπνία. Ή ψαλμωδία, τα τροπάρια και οί κανόνες περιορίζονται στο ελάχιστο
κατά το παράδειγμα των παλαιών Πατέρων της ερήμου, οί οποίοι έλεγαν ότι τα αυτά δεν
αρμόζουν στους μοναχούς, διότι εκδιώκουν την κατάνυξη. Στην Θεία Λειτουργία ψάλλουν
μόνον τον τρισάγιο ύμνο, το Αλληλούια, τον χερουβικό ύμνο και το Άξιον εστίν, ενώ όλα τα
άλλα απλώς απαγγέλλονται. Υπάρχει λοιπόν μεγάλη απλότητα και λιτότητα στις ακολουθίας της
σκήτης, στις οποίας κυρίαρχο θέση κατέχουν το ψαλτήριο και τα διάφορα πατερικά
αναγνώσματα με πνευματικές συνομιλίας.

Παρά την απομάκρυνση και απομόνωση του από τον κόσμον ή φήμη της αρετής και της
θεολογικής μορφώσεως του Αγίου φθάνει στα μεγάλα κέντρα της Ρωσίας. Όταν στο
Νόβγκοροντ αναφύεται και διαδίδεται ή αίρεση των Ιουδαιζόντων, ό αρχιεπίσκοπος Γεννάδιος
απευθύνεται κατά το 1489 προς τον εφησυχάζοντα στην μονή του οσίου Θεράποντος πρώην
αρχιεπίσκοπο του 'Ροστώφ Ίωάσαφ με την παράκλησιν να συσκεφθεί με τους Γέροντες Παΐσιο
και Νείλο.

Στην επιστολή του γράφει σχετικώς με το αναμενόμενο τέλος του κόσμου: «Και να στείλεις
προς τον Παίσιο και τον Νείλο, και να συσκεφθείς με αυτούς περί τούτου: Θα παρέλθουν και ή
εβδόμη χιλιάδα θα τελείωση». Άλλ' ακόμη περισσότερο θα ήθελε να συνάντηση τους ιδίους
προσωπικώς «Και περί τούτου να μου αποκριθείς: Είναι δυνατόν να παρευρεθούν έπ' ολίγο
πλησίον μου ό Παισιος και ο Νείλος δια να μιλήσουμε με αυτούς περί των αιρέσεων;». Δεν
γνωρίζουμε, αν ή συνάντηση αυτή έλαβε χωρά. Πάντως κατά το επόμενο έτος οί Γέροντες
Παισιος και Νείλος συμμετέχουν στην εν Μόσχα σύνοδο κατά των αιρετικών. Το Δ' Χρονικό του
Νόβγκοροντ μας πληροφορεί τα έξης: «Τούτο το φθινόπωρο, την 16ην Οκτωβρίου (1490)
συνήλθαν κατά το πρόσταγμα του ευσεβούς και φιλοχρίστου γνησίου προμάχου της
Ορθοδοξίας, Μεγάλου Ηγεμόνος Ίβάν Βασίλιεβιτς, του Αυθέντου πάσης Ρωσίας και
Αυτοκράτορας πολλών άλλων χωρών, ή Αύτου Αγιότητα ό Δεσπότης ό Μητροπολίτης Ζωσιμάς
πάσης Ρωσίας, ό αρχιεπίσκοπος Τυχών του Ροστώφ, οί επίσκοποι Νήφων του Σουζντάλ, Συμεών
του Ριάζαν, Βασσιανός του Τβιέρ, Πρόχορος του Σαραιου, Φιλόθεος του Πέρμ, οί αρχιμανδρίτες
και ηγούμενοι, ό ηγούμενος της μονής της Αγίας Τριάδος του οσίου Σεργίου και οί Γέροντες
Παΐσιος και Νείλος, οί πρωτοπρεσβύτεροι και οί ιερείς και οί διάκονοι και όλη ή Ιερά Σύνοδος
της ρωσικής Μητροπόλεως στη συνεδρίαση κατά των νοθευτών της χριστιανικής πίστεως, κατά
του μοναχού Ζαχαρίου και των εταίρων αυτού» Ή σχετικώς μετριοπαθής και αντικειμενική
καταδίκη των αιρετικών υπό της συνόδου στον αφορισμό, καθαίρεση και αναθεματισμό και
εξορία οφείλεται μεταξύ άλλων και στην παρουσία των δύο Γερόντων. Ό αρχιεπίσκοπος
Γεννάδιος και ο Όσιος Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ δεν αρκούνται απλώς στην καταδίκη και την
εξορία των αιρετικών, αλλά ζητούν και την αναζήτηση των υπόπτων και την καταδίκη των
ενόχων, επειδή κατά την γνώμη των η μετάνοια των αιρετικών δεν είναι ειλικρινής. Επαινούν
τον βασιλέα της Ισπανίας, ό οποίος με την Ιερά Εξέταση φρόντιζε ενεργώς και δραστικώς για
την καθαρότητα της πίστεως. Προφανώς ή ύπαρξης της Ιεράς Εξετάσεως έγένετο γνωστή στον
αρχιεπίσκοπο Γεννάδιο υπό του Δομινικανού Ιερομόναχου Βενιαμίν, ό οποίος βρίσκεται κατ'
εκείνους τους χρόνους στο Νόβγκοροντ και συμμετέχει στον αγώνα κατά των Ιουδαιζόντων και
στην υπό του Γενναδίου έκδοση της πρώτης πλήρους σλαβικής μεταφράσεως ολοκλήρου της
Βίβλου. Συγγράφει επίσης διάφορα έργα περί της ανωτερότητας της ιεροσύνης και της
εκκλησιαστικής εξουσίας απέναντι της κοσμικής, βασιζόμενος επί της γνωστής λατινικής
πλαστογραφίας της Ψευδοκωνσταντινείου Δωρεάς. Ό Γεννάδιος, ό οποίος είναι και παραμένει
κατά πάντα ορθόδοξος, δημιουργεί τοιουτοτρόπως ένα νέον ρεύμα στην ρωσική θεολογία,
δηλαδή την δυτικίζουσα τάση, ή οποία δανείζεται την θεολογική μέθοδο και τα επιχειρήματα από
την Εσπερία, χωρίς όμως να αρνείται τυπικώς τα ορθόδοξα δόγματα. Το φαινόμενο τούτο δεν
είναι μία αποκλειστική εξέλιξη της ρωσικής θεολογικής σκέψεως, αλλά παρατηρείται περίπου
κατά την ιδίαν εποχή και στην ελληνική και τις άλλες ορθοδόξους Εκκλησίας και διευρύνεται και
κυριαρχεί Επί αιώνας. Ή αιτία της «Λατινοκρατίας» αυτής είτε υπό ρωμαϊκή, είτε υπό
προτεσταντική μορφή οφείλεται προφανώς στον λόγω των δυσμενέστατων εξωτερικών
συνθηκών παρακμή της ιδίας ορθοδόξου πατερικής θεολογικής σκέψεως και στο ανώτερο
επιστημονικό και πολιτιστικό επίπεδο των τότε δυτικών θεολόγων και την εν γένει αυξημένη
διείσδυση του δυτικού πολιτισμού στην Ανατολή.

Ένα άλλο ρεύμα στην πνευματική ζωή της Ρωσίας εμπνέεται αντιθέτως από την ιδίαν
εκκλησιαστική παράδοση, ή οποία τώρα γίνεται συνειδητή για της αντιμετωπίσεως των ξένων
επιδράσεων.

Κατά τον ΙΖ' το εθνικό, συντηρητικό και ξενόφοβο πνεύμα θα διαδραματίσει ένα σημαντικό
ρόλο στην δημιουργία του σχίσματος των λεγομένων Παλαιοπίστων . Ό όσιος Νείλος δεν ανήκει
ούτε στην πρώτη, ούτε στην δευτέρα μερίδα, άλλ' είναι εκπρόσωπος ενός τρίτου κινήματος,
δηλαδή του ελληνικού —οικουμενικού και αθωνικού — κωνσταντινουπολιτικού, το οποίων
συνειδητός συνεχίζει την βυζαντινή παράδοση και στο οποίων ανήκουν οί πολυάριθμοι μοναχοί,
οι οποίοι πορεύονται ως προσκυνητές στο Αγιον Όρος και στους Αγίους Τόπους, καθώς και οί
Βυζαντινοί πρόσφυγες, εγκαθίστανται στην Ρωσία. Αυτό το ρεύμα διατηρεί την αληθινή
καθολικότητα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και των Ησυχαστών του ΙΔ', αιώνος, οί
οποίοι ως γνήσιοι μαθητές του Κυρίου ήσαν αλλότριοι του πνεύματος του Φυλετισμού και πάσης
άλλης εθνιστικής αποκλειστικότητας. Για όλα τα ζητήματα, τα όποια τον απασχολούν, ό όσιος
Νείλος ανατρέχει στις Θείας Γραφές, δηλαδή στην Αγία Γραφή της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης
και στα συγγράμματα των Θεοφόρων Πατέρων, το πνεύμα των οποίων του δίνει την ικανότητα
να αντιμετώπιση τα σύγχρονα προβλήματα κατά τρόπον δημιουργικό και να ανάδειξη τις
εμπνεόμενες από το Ευαγγέλιο λύσεις. Τα χωρία των Πατερών, τα οποια χρησιμοποιεί ευρύτατα,
δεν είναι απλώς διακοσμητικά στοιχεία ενός λαμπρού ρητορικού πυροτεχνήματος ή
επιχειρήματα μέσω των οποίων υποστηρίζει τις προσωπικές του γνώμες, αλλά χάρις στην βαθιά
του μελέτη των πατερικών κειμένων έχει πλήρως αφομοιώσει το πνεύμα των Πατέρων και
σκέπτεται και εκφράζεται και ζει και αυτός κατά τρόπο αγιοπατερικό όργανον γενόμενος του
Αγίου Πνεύματος. Ακολουθούντος την σύνεση και διάκριση των Πατέρων, οι Γέροντες Νείλος
και Παΐσιος θεωρούν επαρκή την καταδίκη των αιρετικών και είναι κατά των σωματικών ποινών
των, οι οποίοι είναι ανίκανοι να φέρουν τους πεπλανημένους σε επίγνωση της αληθείας και
μετάνοια, αλλά μάλλον αυξάνουν το πείσμα και την εμμονή των σφαλλόντων.
Γνωρίζουν ότι ή Ορθοδοξία δεν υπερασπίζεται υπό των χωροφυλάκων, ούτε έχει ανάγκη
τυφλού φανατισμού, ό όποιος άλλωστε είναι ξένος προς το πνεύμα του Χριστού, αλλά
μαρτυρείτε και διακηρύσσεται πειστικότερο από την Ορθοπραξία των πιστών της —κλήρου και
λαού—, από την ακτινοβολία της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Πολλές φορές ή εμφάνιση
μιας αίρεσης και ή επιτυχία της σε βάρος της Εκκλησίας δεν αποτελεί ένα τυχαίο και άσχετο
γεγονός, άλλ' οφείλεται σε ορισμένες ανωμαλίες εντός αυτής της ζωής της ορθοδόξου
Εκκλησίας, ή οποία εν προκειμένω δεν εκπληρώνει εξ ολοκλήρου την αποστολή της, την οποίαν
της ανέθεσε ό Κύριος, και δεν ικανοποιεί όλες τις θρησκευτικές ανάγκές του λαού, ό όποιος για
τούτο δελεάζεται και δηλητηριάζεται από διάφορα έξωθεν προσφερόμενα απατηλά
υποκατάστατα.

Για αυτό ή διάδοση μιας αίρεσης αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα χρεόγραφο σε βάρος της
Εκκλησίας και των ποιμένων της, είναι ό πυρετός, ό όποιος ειδοποιεί ότι ένας οργανισμός είναι
άρρωστος. Ό όσιος Νείλος διαπιστώνει τα φαινόμενα και με πνευματική οξυδέρκεια αναζητεί τις
βαθύτερες αιτίες του κάκου για να διαμόρφωση αναλόγως τον αντιαιρετικό του αγώνα. Βλέπει
τα κακώς κείμενα εντός της Εκκλησίας, τα όποια προκαλούν την κριτική και επίθεση των
αιρετικών, οί οποίοι στρέφονται κυρίως κατά της ανηθικότητας, της φιλαργυρίας και της
αγραμματοσύνης του κλήρου και των μοναχών. Δεν του διαφεύγει ό μέγας κίνδυνος του
πλούτου δια την μοναχική ζωή, προ παντός υπό την μορφή της μοναστηριακής φεουδαρχίας, ή
οποία βύθισε τους μοναχούς σε βιοτικές μέριμνες και βλαβερές συντυχίας με τους κοσμικούς και
οδήγησε αναπόφευκτος στην χαλάρωση της μοναστηριακής πειθαρχίας. Παρατηρείται το εξής
παράδοξο φαινόμενο: οί μοναχοί έρχονται στην μονή για να αρνηθούν τον κόσμο και τα πλούτη
του, και εν τούτοις γίνονται φεουδάρχες όχι μόνον επί τεραστίων εκτάσεων κτημάτων, αλλά και
επί χωριών, οί κάτοικοι των οποίων είναι υπόδουλοι στους μοναχούς, εργάζονται δι' αυτούς και
δικάζονται ύπ' αυτών. Το επιχείρημα ότι ή προσωπική ακτημοσύνη του μονάχου παραμένει
άθικτος από την κοινήν περιουσία της μονής είναι αληθές, άλλ' ή πραγματικότης αποδεικνύει ότι
κατά κανόνα ό πλούτος οδηγεί στην πολυτέλεια και παρακμή της πνευματικής ζωής, σε
αστικοποίηση των μοναχών και εισαγωγή της ιδιορρυθμίας. Από την άλλην πλευρά ό πλούτος
δίδει στα μοναστήρια μία αυτάρκεια και την δυνατότητα ευρείας ασκήσεως της φιλανθρωπίας
και άλλων κοινωφελών έργων. Το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και ή λύση του δεν είναι του
παρόντος. Πάντως στην Ρωσία του ΙΕ' αιώνος είχε προσλάβει ιδιαιτέρα οξύτητα, δεδομένου ότι
ένα τεράστιο μέρος της καλλιεργούμενης γης είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία των μοναστηριών.
Πιθανώς ή γνώμη ότι τα μοναστηριακά κτήματα ανήρχοντο περίπου στο ένα τρίτον της χώρας
είναι υπερβολική, φανερώνει όμως την οξύτητα του προβλήματος και για το κράτος, το όποιον
στερείται φόρων και κτημάτων, με τα όποια κυρίως αμείβει τους λειτουργούς του. Επίσης
δημιουργείται ένα ηθικόν πρόβλημα: Οί μοναχοί δεν ζουν πλέον από τους ιδίους κόπους, άλλ'
από τους κόπους των υποδούλων χωρικών, τους οποίους όχι σπανίως εκμεταλλεύονται και
κακομεταχειρίζονται προς μέγιστο σκανδαλισμό των ψυχών. Ακόμη και μεταξύ των μονών
δημιουργούνται έριδες για περιουσιακά ζητήματα και δεν διστάζουν οι μοναχοί να καταφεύγουν
σε κοσμικά δικαστήρια.

Όλα αυτά οδήγησαν τον άγιον Νείλο στην απόφαση να καθιέρωση για την σκήτη του την πλήρη
ακτημοσύνη και να την απαιτεί και για τα μοναστήρια. Για πρώτη φοράν τίθεται δημοσία κατά
της ακινήτου περιουσίας των μονών στην σύνοδο του έτους 1503, ή οποία ασχολείται κυρίως με
το ζήτημα των χηρευόντων κληρικών, οι οποίοι συζούν με συνεισάκτους γυναίκας. Το γεγονός
ότι ό Όσιος πάλιν συμμετέχει στην σύνοδο δεικνύει την εκτίμηση εκ μέρους του Τσάρου και των
Ιεραρχών και το κύρος της γνώμης του για τα διάφορα εκκλησιαστικά προβλήματα. Ίσως εάν
συνεννοηθεί με τον Μέγαν Ηγεμόνα, τον όποιον το θέμα ενδιαφέρει δια πολιτικοοικονομικούς
λόγους, ό Νείλος θέτει περί το τέλος της συνόδου το ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας.
Δυστυχώς δεν σώζονται τα πρακτικά της συνόδου και οι ιστορικά πηγές είναι πενιχροί σε
ειδήσεις περί της εξελίξεως των πραγμάτων. Μία πηγή κάπως μεταγενέστερα μας πληροφορεί
ότι ό Όσιος κατά τρόπον απροσδόκητο θέτει το ερώτημα περί των μοναστηριακών κτημάτων,
αφού ή σύνοδος έφθασε σχεδόν στο τέλος και μερικοί ήδη αναχώρησαν: «Και ήρχισε να λέγει ό
Γέρων Νείλος τα μοναστήρια να μη έχουν χωρία και οι μοναχοί να ζουν εις τας έρημους και να
τρέφονται από τα εργόχειρα. Και με αυτόν ήσαν οί ερημίτες της περιοχής της Λευκής Λίμνης».
Ό μαθητής του Νείλου Βασσιανός Πατρικιέγιεφ μας διηγείται το εξής:

«Κατά το Β' έτος ό Μέγας Ηγεμών Ιβάν Βασίλιεβιτς διέταξε τους Ιεράρχες και τον Νείλο να
έλθουν στην Μόσχα..• δια τους ιερείς, οί οποίοι είχον συνεισάκτους, δηλαδή μάλλον ήθελε να
αφαίρεση από τις αγίας Εκκλησίας καν τα μοναστήρια τα χωρία». Σημειωτέον ότι ό Όσιος και οί
ομόφρονές του δεν είναι κατά της εκκλησιαστικής περιουσίας εν γένει, αλλά μόνον κατά της
φεουδαρχίας των μοναστηριών. Φαίνεται ότι δέχονται την ύπαρξη μερικών – αγρών και
κτημάτων καλλιεργούμενων υπό των ίδιων των μοναχών για τις ανάγκες τους. Τάσσονται όμως
σφοδρώς κατά της κυριαρχίας επί χωρίων και κατά των περιττών κτημάτων. ότι δεν είναι κατά
της εκκλησιαστικής περιουσίας προκύπτει από τα συγγράμματα του μαθητού του μονάχου
Βασσιανού, ό όποιος εκφράζει την γνώμη ότι κατά τους κανόνας των Οικουμενικών Συνόδων ή
Εκκλησία έχει το δικαίωμα να αποκτά γήν. Εν τούτοις ούτε ό επίσκοπος, ούτε οί πρεσβύτεροι
δεν πρέπει να την κυριαρχούν, άλλ' ό οικονόμος να διοικεί όλη την εκκλησιαστική περιουσία και
με την άδεια του επισκόπου να δίδει στους κληρικούς τα αναγκαία και να βοηθεί τους πτωχούς
και να εξαγοράζει τους αιχμαλώτους.

Η πρόταση του οσίου Νείλου δεν γίνεται δεκτή από τα περισσότερα μέλη της συνόδου. Ό
Μητροπολίτης Σίμων και οί ιεράρχες σφοδρώς αντιτάσσονται σε αυτήν την σκέψη της
μοναστηριακής ακτημοσύνης, αν και κατά το παρελθόν διάφοροι Ρώσοι Άγιοι είχαν κηρύξει ή
πραγματοποιήσει παρομοίους ιδέας, όπως π.χ. οί Όσιοι Θεοδόσιος Πετσέρσκυ του Κιέβου,
Σέργιος του Ράντονεζ και ό Μητροπολίτης Κυπριανός Τσάμπλακ . Διαισθανόμενοι τον κίνδυνο
μιας νίκης της μερίδας των ακτημόνων, οί οποίοι χαίρονται της συμπαθείας και υποστηρίξεως
του Τσάρου, αποστέλλουν αγγελιοφόρους για να επιστρέψουν στην σύνοδο τον ηγούμενο
Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ. Τούτον τον ενεργητικό αναδιοργανωτή του αυστηρού κοινοβίου και
λόγιον μαχητή κατά των αιρετικών θεωρούν ως πλέον αρμόδιο να υποστηρίξει με πειστικά
επιχειρήματα το δικαιώματα των μονών να έχουν ακίνητη περιουσία. Αυτός προβάλει τους εξής
λόγους υπέρ των κτημάτων: Τα κτήματα είναι απαραίτητα για την υλική ύπαρξη των
μοναστηριών. Στα μοναστήρια δεν πρέπει μόνον να χτιστούν ναοί, αλλά και να συντηρούνται
διαρκώς. Εντός των ναών τελείται ή λατρεία —αυτό απαιτεί ώρισμένα έξοδα. Για την τέλεση της
λατρείας χρειάζονται ιεροτελεστές— και αυτοί πρέπει να είναι εξασφαλισμένοι κατά τις βιοτικές
τους ανάγκες. Τα μοναστηριακά κτήματα ουδόλως εμποδίζουν τους μοναχούς να φθάσουν στην
αιώνιο σωτηρία. Και νωρίτερα σώζονταν και τώρα δύναται κανείς να σωθεί στα φεουδαρχικά
μοναστήρια... Τα μοναστήρια ετοιμάζουν για την Εκκλησία τους μέλλοντες ιεράρχες. όταν τα
μοναστήρια δεν θα έχουν χωρία και όλοι οί μοναχοί θα συντηρούνται από τους ιδίους κόπους
και από τα εργόχειρα, πως θα καρεί τότε μοναχός ένας έντιμος και ευγενής άνθρωπος; Και αν
δεν θα υπάρξουν έντιμοι Γέροντες, από πού θα ληφθούν τότε οί υποψήφιοι δια την μητρόπολη,
ή οί αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι; Και όταν δεν θα υπάρξουν Γέροντες έντιμοι και ευγενείς, τότε
θα ταλαντευθή ή πίστη... Οί κτήτορες και αφιερωτές, οί οποίοι έκτισαν τα μοναστήρια και
αφιέρωσαν τις δωρεάς, είχαν επίσης υπ' όψη, ότι αυτά δύνανται να υποδέχονται τους ξένους,
να τρέφουν τους πτωχούς, να βοηθούν τους αρρώστους και τους πάσης φύσεως δυστυχείς.
Στερηθέντα των κτημάτων, τα μοναστήρια δεν θα είναι σε θέση να εκπληρούν τον σκοπό τούτο.

Ειδικώς για τον Τσάρο οί πατέρες της συνόδου συντάσσουν ένα υπόμνημα με όλα τα
επιχειρήματα και τας αποδείξεις περί του άθικτου και ανεκποίητου της εκκλησιαστικής
περιουσίας. Ό Ίβάν Γ' δεν τολμά να προχώρηση στην δήμευση των εκκλησιαστικών ή
μοναστηριακών κτημάτων, και τοιουτοτρόπως ή πρόταση του οσίου Νείλου καταψηφίζεται υπό
των «φιλοκτημόνων»• αγώνας όμως θα συνεχιστεί μεταξύ των δύο μερίδων, δηλαδή των
Γερόντων πέραν του Βόλγα οί πρεσβεύουν την διδασκαλία του Όσίου, και των Ιωσηφιτών οι
οποίοι υπερασπίζουν τα μοναστηριακά και συν τω χρόνο επικρατούν στην ρωσική εκκλησία .
Κατά το επόμενο έτος 1504 μία νέα σύνοδος λαμβάνει σκληρά μέτρα κατά των Ιουδαιζόντων,
ακόμη και σωματικές ποινές και βασανιστήρια. Ό Νείλος ήδη δεν μετέχει στην σύνοδο ταύτην.

Βαθμηδόν οί Ιωσηφίτες επιβάλλουν την επιρροή τους στους Μεγάλους Ηγεμόνας, εξολοθρεύουν
τους αιρετικούς και εξασφαλίζουν τα προνόμια και την εξωτερική δύναμη της Εκκλησίας. Την
Πύρρειο νίκη ταύτην πληρώνουν όμως με την πνευματική ελευθερία της Εκκλησίας, ή οποία
μεταβάλλεται σε πειθήνιο όργανο των Τσάρων και αντί πινακίου φακής ανταλλάσσει την
ανεξαρτησία της. Παρά την νίκη κατά των Ιουδαιζόντων το πνεύμα της Αναγεννήσεως διεισδύει
—αν και με καθυστέρηση— και στην Μοσχοβίαν, και στην Έκκλησίαν παρατηρείται από τον ΙΣΤ'
αιώνα μία αυξανομένη εκκοσμίκευση, την οποίαν αναστέλλουν οι επανειλημμένες προσπάθειες
μεταρρυθμίσεων, χωρίς όμως να φέρουν αξιόλογα αποτελέσματα.

Μετά την απόρριψη της προτάσεως του ό όσιος Νείλος επιστρέφει πάλιν στην έρημο του. Ό
άγων για την ακτημοσύνη δεν είναι το μόνον μέσον με το όποιον επιδιώκει να ανύψωση την
πνευματική ζωή των συγχρόνων μοναχών. Ως ταλαντούχος συγγραφεύς συντάσσει με πολλή
χάρι και διάκριση ασκητικά εγχειρίδια και συγγράμματα, τα όποια αποπνέουν το άρωμα και τον
εσωτερικό πλούτο της ψυχής του και αποτελούν τρόπον τινά μια ανακεφαλαίωση της
διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας περί της μοναχικής πολιτείας. Με διάφορες επιστολές
άπαντα στις απορίας των πνευματικόν του τέκνων και νουθετεί και παρηγορεί αυτά. Ό ίδιος
ασχολείται και με την αντιγραφή χειρογράφων. Σώζονται μερικά αυτόγραφα βιβλία του Όσίου,
με αξιόλογο φιλολογικό πνεύμα συγκρίνει τις διάφορες χειρόγραφες παραδόσεις και προσπαθεί
να διόρθωση τα εισαχθέντα λάθη και να αποκαταστήσει κατά το δυνατόν το αρχικό κείμενον,
παραβάλλων εν ανάγκη τις μεταφράσεις με το ελληνικό πρωτότυπο. Οί κώδικες, τους οποίους
αντιγράφει ό Όσιος Γέρων, περιέχουν είτε έργα των Πατέρων, είτε βίους Αγίων.

Σώζονται συλλογές βίων οσίων ησυχαστών, τους οποίους ιδιαιτέρως τίμα και προβάλλει στους
μαθητές του ως τύπους και υπογραμμούς προς μίμηση.

Τα τελευταία έτη του αγίου Πατρός παρέρχονται εν τελεία ησυχία κάί γαλήνη. Δεν αναμιγνύεται
πλέον στις έριδες μεταξύ «Ακτημόνων» και «Φιλοκτημόνων», στις οποίες θα εμπλακούν μερικοί
μαθηταί του μετά την κοίμηση του. Ό ίδιος πιστεύει ότι με την πρόταση του έπραξε το καθήκον
του και αφήνει τα περαιτέρω στην πρόνοια του πανσόφου Θεού. Ενώ ή μακαριά ψυχή του
αναβαίνει συνεχώς της βαθμίδες της τελειότητος και φθάνει στην πνευματική της ωριμότητα και
ακμή, το σώμα του υφίσταται την φθορά του χρόνου και τας ασθενείας του γήρατος. Με πλήρη
συνείδηση και διαύγεια πνεύματος αναμένει εν ψυχική ιλαρότητα το τέλος της επιγείου ζωής για
να είσέλθη στην χαράν του Κυρίου του. Με αναστάσιμο αγαλλίαση παραδίδει την φωτεινή του
ψυχήν εις χείρας του Πατρός των Φώτων κατά την 7ην Μαΐου του έτους 1508, ήμέραν Κυριακή
των Μυροφόρων. εις την διαθήκη του ό Όσιος ζητεί να ριφθεί το σώμα του στην έρημο, δια να
καταβροχθισθεί από τα θηρία και τα όρνεα, διότι, όπως γράφει, «επιδιώκω Κατά την δύναμίν
μου να μη καταξιωθώ ουδεμιάς τιμής και δόξης του αιώνος τούτου, τόσον εν τω βίω τούτω,
όσον και μετά τον θάνατον». Αν και οί μαθηταί του δεν ξεπλήρωσαν τελείως την επιθυμία του
και τον κήδευσαν εντίμως στην σκήτη, παρά ταύτα ό πόθος του να μείνει και αφανής
εξεπληρώθη. Δεν γνωρίζομε, αν και ποτε ανακηρύχθηκε επισήμως Άγιος, ενώ ή κανονική
αγιοποιήσει του οσίου Ιωσήφ του Βολολάμσκ έγένετο δια συνοδικής αποφάσεως ήδη κατά το
έτος 1589. Σώζονται όμως τροπάρια προς τιμήν του οσίου Νείλου, συγγραφέντα κατά την ιδίαν
εποχή, τα όποια φανερώνουν, ότι ό Άγιος ετιμάτο τουλάχιστον τοπικός. Ή σκήτη του διατηρεί
και εν συνεχεία τον ίδιον ταπεινόν και ασκητικό χαρακτήρα και μόλις κατά τον ΙΘ' αιώνα
υφίσταται μίαν ανακαινιση και μεταβολή σε μικρό κοινόβιο. Είναι αξιοσημείωτο το παράδοξο
γεγονός ότι τότε στην μονή του οσίου Ιωσήφ επεκράτησε ή ιδιορρυθμία, ή οποία όμως νωρίς
είχε εισέλθει στο περίφημο κοινόβιο τούτο. Κατά το έτος 1515 ή σκήτη του οσίου Νείλου είχε
δώδεκα Γέροντας, ένα ιερομόναχο και ένα ιεροδιάκονο. Φαίνεται ότι πιθανότατα και ό Άγιος
ήταν Ιερομόναχος, αν και δεν σώζονται ιστορικές μαρτυρίες περί της χειροτονίας του.

Ό αριθμός των μελών της σκήτης πρέπει να ήτο περίπου ό ίδιος κατά τα τελευταία έτη του
μεγάλου Πατρός.

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ό αγώνας του οσίου Νείλου απέτυχε λόγω της πανηγυρικής και
ολοκληρωτικής νίκης των Ιωσηφιτών. Εν τούτοις ή ευρύτατη διάδοση των συγγραμμάτων του
σε πλείστα χειρόγραφα μαρτυρεί περί της μεγάλης εκτιμήσεως, της οποίας απολαμβάνουν τα
ασκητικά του έργα ακόμη και στη μονή του όσιου Ιωσήφ, ό όποιος άλλωστε συμφωνεί με τον
Γέροντα Νείλο σε όλα τα ουσιαστικά θέματα εκτός των επίμαχων ζητημάτων των
μοναστηριακών κτημάτων και τις απέναντι των αιρετικών στάσεως. Ή νίκη των Ίωσηφιτων
διατηρεί την Ρωσία ακόμη επί δύο περίπου αιώνες στην μεσαιωνική της κατάστασιν και την
προφυλάσσει από την ανοικτή εισβολή του ανθρωποκεντρικού πνεύματος της Αναγεννήσεως.
Δεν την προστάτευε όμως από την κρυφή διείσδυση τούτου και δεν της δίδει την δυνατότητα να
λύση τα άλυτα προβλήματα κατά τρόπον δημιουργικό και οργανικό, άλλ' ή αναβολή επαυξάνει
την οξύτητα των και οδηγεί στις βιαίας και εσπευσμένες μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου, οι
οποίες ανοίγουν πλέον θύρας και παράθυρα εις το αντιχριστιανικό πνεύμα της δυτικής
Διαφωτίσεως.

Στην συνεχεία επακολουθούν, κατά λογική συνέπεια, όχι μόνον ή δήμευση του μεγαλυτέρου
μέρους της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας, άλλα και ή κοσμικοποιήσεις πολλών
μικρών μοναστηριών ήδη επί Αικατερίνης Β' (1762-1796) κυρίως δια των μεταρρυθμίσεων του
έτους 1764. Κατά την ιδίαν εποχή αναζωπυρούται όμως το ενδιαφέρον για τον όσιο Νείλο και τα
έργα του εντός των μοναχικών κύκλων του Γέροντος Παϊσίου Βελιτσκόβσκυ (1722-1794), ό
όποιος μεταφέρει τον φιλοκαλικό Νεοησυχασμόν του Αγίου Όρους στους Ρουμάνους και Ρώσους
και γίνεται ή αφετηρία μιας νέας ακμής του μοναχισμού στις χώρες αυτές . Δεν Σώζονται μόνο
πολλά χειρόγραφα των έργων του Όσίου, γραφέντα κατά τα έτη εκείνα, αλλά κατά τον ΙΘ'
αιώνα τα συγγράμματα του εκδίδονται πολλάκις δια του τύπου είτε στην αρχαία εκκλησιαστική
σλαβική γλώσσα, είτε μεταφρασθέντα στην σύγχρονη ρωσική. Επίσης κυκλοφορούν οι πρώτες
ιστορικό-φιλολογικές και θεολογικές μελέτες περί του Αγίου. Το κίνημα των Σλαβόφιλων
παρουσιάζει τον Όσιο τρόπον τινά ως πνευματικό του πρόγονο, ως οπαδό του Φιλελευθερισμού,
της ανεξιθρησκίας, του κριτικού και πεφωτισμένου πνεύματος, ενώ τον αντίπαλό του όσιο
Ιωσήφ χαρακτηρίζει ως αντιδραστικό, συντηρητικό, φανατικό και εν γένει σκοτεινό πρόσωπον.
Ή νεωτέρα ερευνά απέδειξε ότι ή αύτη δεν είναι αντικειμενική και ότι υπάρχουν πλείστα όσα
κοινά μεταξύ των δύο Αγίων. Κατά τις ημέρας μας το ενδιαφέρον για τον όσιο Νείλο δεν
ελαττώθηκε. Και στην σύγχρονο Ρωσία και στην Δύση εκδόθηκαν αξιόλογες μελέτες περί του
οσίου και των έργων του, τα όποια μάλιστα μεταφράσθηκαν στην Γερμανική, Αγγλική και
Γαλλική. Οι ιδέες του μεγάλου Γέροντος σήμερον είναι ιδιαιτέρως επίκαιρες, γιατί
ανταποκρίνονται κατ' εξοχήν προς τις πνευματικές ανάγκες της εποχής μας, αλλά και προς τα
ιστορικά δεδομένα αυτής. Ή επανάσταση του Οκτωβρίου του 1917 είχε ως επακόλουθο τον
χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους και την κρατικοποίηση όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας,
συμπεριλαμβανομένης και της μοναστηριακής . Ούτος ή πρότασης του οσίου Νείλου
πραγματοποιείται μετά τεσσάρας εκατονταετηρίδας κατά τρόπον ριζικό και απροσδόκητο.
Σήμερον τα ελάχιστα εναπομείναντα μοναστήρια της Ρωσίας ζουν και συντηρούνται
αποκλειστικώς από τις εθελοντικές δωρεάς των πιστών και από τα εργόχειρα των μοναχών. Και
στις άλλες χώρας λόγω των διαφόρων δημεύσεων της εκκλησιαστικής περιουσίας ό
φεουδαρχικός τύπος των μοναστηριών ανήκει πλέον —παρά τας τυχόν υπάρχουσας ελάχιστες
εξαιρέσεις— στο παρελθόν. Κρίμασιν οίς οίδεν ό Κύριος, πολλά εκ των περίφημων μοναστικών
κέντρων της Ορθοδοξίας σήμερον είναι ακατοίκητα και έρημα ή και τελείως ερείπια. Άλλα και τα
επιβιώσαντα ιστορικά μοναστήρια αντιμετωπίζουν πολλά πρόβλημα-Η επίπονος και δαπανηρά
συντήρησης των μεγάλων αρχιτεκτονικών συγκροτημάτων με τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς
επιβαρύνει πολύ τις μοναστικές αδελφότητες οι οποίες επί πλέον πολλές φορές ενοχλούνται και
απειλούνται συνεχώς από τον αυξανόμενο τουρισμό με όλα τα ολέθρια δια την πνευματική ζωή
επακόλουθά του.

Εδώ οι διδασκαλίες και το παράδειγμα του οσίου Νείλου προσφέρουν στους σύγχρονους
εραστές της ησυχίας μία διέξοδο με την ίδρυση μικρών αδελφοτήτων σε ερημητήρια και σκήτες
μακρά του κόσμου, ή απλότητα και ταπεινότητα των οποίων δεν απαιτούν ολικά πλούτη, ούτε
προκαλούν το ενδιαφέρον του μαζικού τουρισμού. Ίσως και ή μεγαλύτερα ελευθερία και
ευκαμψία του τυπικού των σκητών ανταποκρίνεται περισσότερο προς την κλίση και
ιδιοσυγκρασία πολλών συγχρόνων ανθρώπων, οι οποίοι, αν και σεβόμενοι την λειτουργική
παράδοση και το τυπικό της Εκκλησίας, αισθάνονται την ανάγκην να επιδίδονται μάλλον στην
νοερά προσευχή και την μελέτη των αγίων Πατέρων παρά στις καθημερινές μακρές ακολουθίες
κατά τα περίπλοκα τυπικά των μοναστηριών. Μεγαλυτέρα ακόμη επικαιρότητα έχει ή διαπίστωση
του οσίου Γέροντος ότι σπάνισαν οί αληθινοί διδάσκαλοι και οδηγοί της πνευματικής ζωής. Για
τούτο ή προτροπή του να μελετώμαι και να ακολουθούμε τις Θείες Γραφές της Βίβλου και των
αγίων Πατέρων, ισχύει τόσο περισσότερο στην πνευματική πανέρημο του συγχρόνου κόσμου
και αποβαίνει σωσίβιο για τους υπό της θύελλας των ποικίλων πλανών κλυδωνιζόμενους
χριστιανούς Φαίνεται λοιπόν ότι ο Όσιος Νείλος είχε ένα προφητικό χάρισμα με το όποιον
προέβλεψε τις πνευματικές ανάγκες της εποχής μας και με αγάπη και διάκριση προτείνει τα μέσα
για μία αναζωογόνηση του μοναχισμού και της εν γένει πνευματικής ζωής. Ήταν ένας
πνευματικός πρωτοπόρος, το μέγεθος και το βάθος του οποίου οι περισσότεροι σύγχρονοι του
δεν ήσαν ικανοί να κατανοήσουν και να εκτιμήσουν πλήρως. τούτο οδήγησε στην τραγική
διαίρεση του μοναχισμού στη Ρωσία, ή ιστορία και ή πνευματική ζωή της οποίας θα ήταν δυνατό
να ακολουθήσουν άλλη πορεία.
Άλλ' ο Θεός, ο καθελών δυνάστας και υψώσας ταπεινούς, επέβλεψε και Επί την ταπείνωση του
δούλου αυτού Νείλου και υπερύψωσε αυτόν εις γενεάν και γενεάν, και περισσότερο και στην
εσχάτη γενιά αυτή. Ανύψωσε το υπό τον μόδιον κρυπτόμενο φως ως επί την λυχνίαν, για να
φώτιση πάντας τους εν σκότη και σκιά κρατουμένους με την φωτεινή του διδασκαλία και τον
λαμπρό του βίον.
Είθε Χάριτι Χρίστου να φωτισθούμε και ημείς οι αμαρτωλοί και να αξιωθούμε της μεσιτείας και
των ακαταπαύστων πρεσβειών του οσίου πατρός ημών Νείλου Σόρσκυ προς τον εν Τριάδι
ελεήμονα και φιλάνθρωπον Θεόν, ο πρέπει πάσα δόξα και τιμή εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ.
ΠΑΛΙΕΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ

Συλλογή Α'.
Περί των θαυμάτων του οσίου Πατρός ημών Νείλου του ερημίτου παρά το Σόρα.
Θαύμα Α'. Κάποιος άνθρωπος βρισκόταν σε αιχμαλωσία. Του φανερωθή οφθαλμοφανώς ό όσιος
Πατήρ ημών Νείλος, τον διέταξε να φυγή από την αιχμαλωσία στην βασιλεύουσα πόλιν της
Μόσχας και του παρήγγειλε: «Όπως με είδες τώρα, έτσι να γράψεις την εικόνα μου και να
συνοδεύσεις αυτήν προς την Λευκή Λίμνη, στην περιοχή της μονής του Κυρίλλου, στην σκήτη
του Νείλου!». Ό δε άνθρωπος εκείνος, αφού ελευθερώθηκε από τους βαρβάρους, ήλθε στα ίδια
και διηγήθηκε στη γυναικά του τα της απελευθερώσεως του και ότι του παρήγγειλε ό Όσιος να
γράψει την εικόνα του κατά το είδος του. Δεν έπραξε όμως το διατεταγμένο και πέθανε. Μετά
τον θάνατον του ή γυναίκα του θυμήθηκε παρ αυτού ακουσθέντα, δηλαδή ότι ό Όσιος του είχε
αναγγείλει περί της εικόνας. Απήλθε λοιπόν στην αγορά και ζήτησε εικονογράφο. Αυτός όμως
λόγω αγνοίας της υποθέσεως αυτής της έδωσε τη εικόνα του οσίου Νείλου Στολμπένσκυ και η
γυναίκα συνόδευσε τη εικόνα αυτή στη σκήτη του Νείλου ήτις εικόνα εκείτο επί πολλά έτη επί
της σορού του.

Στην περιοχή του Νόβγκοροντ ασθένησε στους οφθαλμούς ή κόρη ενός ευγενούς. Αυτός
προσευχόταν με τη σύζυγό του στον πανοικτίρμονα Θεό και στη πανάχραντο Μητέρα Του. Κατά
δε τον ύπνο φανερώθη ό όσιος Πατήρ ημών Νείλος στη μητέρα της και διηγήθηκε ποίος είναι
και που ευρίσκεται το σώμα του και έδωσε τη υγειά στους οφθαλμούς της κόρης του. Τότε ό
ευγενής ανέστη με όλον τον οίκον του και ήλθε στη σκήτη του Νείλου με πολύ πίστη. Και
άρχισαν να ψάλλουν Παράκληση οί εκεί μοναχοί, και μετά τη απόλυση της Παρακλήσεως ή
μήτηρ της κόρης εκείνης θέλησε να ασπασθεί τη ανωτέρω μνημονευθείσα εικόνα του Νείλου
Στολμπένσκυ και μας είπε: «Αυτή ή εικόνα δεν είναι του εδώ Θαυματουργού. Δεν μου
έφανερώθη με αυτήν τη μορφή». Τούτο ακούσαμε κατ' αλήθεια από τα χείλη της και δοξάσαμε
τον Θεό και τον θεράποντα Του, τον όσιο Πατέρα ημών Νείλο τον Θαυματουργό.

Πάλι ακούσαμε κατ' αλήθεια από κάποιο χωρικό: Κατά διαβολική υποβολή ή γυνή του
φαρμακώθηκε από φίδι και σε αυτή τη νόσο υπέφερε πολλά έτη και υπεσχέθη ότι θα πορευθεί
στη σκήτη να προσευχηθεί στον όσιο Νείλο. Κατά τη οδοιπορία της αισθάνθηκε μέσα της ένα
υπό τη επιδερμίδα έρποντα όφι και άρχισε να τρέχει αίμα και ήλθε στη σκήτη. Προσευχήθηκε
στον όσιο Πατέρα ημών Νείλο τον θαυματουργό και έλαβε χώμα από τον τάφον του και ήπιε
από το πηγάδι του νερό και έλουσε όλο το σώμα της. Ο όφις εξήλθε νεκρός από τη έξοδο του
ύδατος. Ή δε γυνή ήτο έκτοτε υγιής. Ό τούτο γράψας άκουσε τα χείλη των διηγούμενων τα υπό
του τελεσθέντα θαύματα.

Και τούτο διηγούμαι εγώ περί του εαυτού μου. Όταν ήλθα για να πολιτεύομαι στη σκήτη
πλησίον του Οσίου όταν ήδη παρήλθαν όχι μακρύ δρόμο, φύσηξε μπροστά μου ό άνεμος κατά
πρόσωπο και από αυτό άρχισαν οι οφθαλμοί μου να πονούν και ακαίρως να χύνουν δάκρυα. Και
όταν έφθασα στη σκήτη, διηγήθηκα στους εκεί μοναχούς τα όσα μου συνέβησαν. Αυτοί δε μου
συνέστησαν να λάβω χώμα από τον τάφον του Όσίου και να πλυθώ. Εγώ έπραξα λοιπόν το
διατεταγμένο και έγινα υγιής, δι' ευχών του οσίου Πατρός ημών Νείλου.

Και ακόμη μου διηγηθεί κάποιος: «Όταν κινδύνευσα να πνιγώ στη λίμνη, ανεβόησα εκ βάθους
καρδίας και ζήτησα τη βοήθεια του οσίου Πατρός Νείλου, και ωσάν βοηθηθείς αοράτος υπό
τίνος, ταχέως ελευθερώθηκα από τον καταποντισμό».

Ένας μοναχός ήλθε από μακρινές χώρας και μας διηγήθηκε περί του εαυτού του ότι κατά
προαίρεση Θεού ή γλωσσά του δέθηκε. Και αυτός ήρχισε να προσεύχηται στον όσιο Πατέρα
ημών Νείλο και υποσχέθηκε ότι θα πορευθεί στην μονήν του. Και πάλιν προσευχήθηκε, και ή
γλωσσά του λύθηκε. Περί τούτου ό ίδιος μας μίλησε, και εμείς δοξάσαμε τον Θεό, τον ποιούντα
παράδοξα θαύματα δια του θεράποντος Του.

Συλλογή Β
Έκθεση κατά μέρος των θαυμάτων του οσίου Πατρός ημών Νείλου του θαυματουργού.
Μετά τη κοίμηση του οσίου Νείλου του Θαυματουργού ήλθε προς την Λευκή Λίμνη στην μονή
του Κυρίλλου ο ευσεβής Τσάρος και Μέγας Ηγεμών Ιβάν Βασίλιεβιτς (δηλαδή ο Ιβάν Δ ο
τρομερός) και τελείσαι στο μοναστήρι του Κυρίλλου Παράκληση. Και είδε τον ερημικό τόπο, ό
οποίος προκαλεί σε όλους μελαγχολία και λύπη. Και μετέβη στη σκήτη του Νείλου του
Θαυματουργού και έψαλε Παράκλησιν προς ψυχική ωφέλεια, και δόξασε τον Θεόν και θαύμασε
το βίον του Θαυματουργού και διέταξε να κτιστή λίθινος ναός. Και κατ' εκείνον τον καιρόν
φανερώθη σε αυτόν ο Νείλος ό Θαυματουργός και διέταξε να μη κτίση λίθινη εκκλησία, και να
μη γίνει οποιαδήποτε διακόσμηση ούτε στις εκκλησίες, ούτε στα κελιά, εκτός της αναγκαιας
χρείας, επειδή προείδε ό Όσιος, ότι έμελλε να συμβεί αρπαγή από κλέφτες. Και έτσι έγινε μέχρι
σήμερα. Μετά τη φανέρωση ταύτη ό ευσεβής Τσάρος Ιβάν Βασίλιεβιτς έδωσε στη σκήτη
χαριστήριο έγγραφο από τη τσαρική του χείρα, για του οποίου παραχωρούσε μία ρόγα σίτου και
μία δωρεά χρημάτων για τη διατροφή των αδελφών. Και το έγγραφο τούτο βρίσκεται μέχρι
σήμερον στο σκευοφυλάκιο.

Θαύμα του οσίου Πατρός ημών Νείλου του Θαυματουργού περί της εικόνος του, πως ήρχισε να
ιστορείτε μετά τη φανέρωσή του.

Υπήρξε κάποιος αιχμάλωτος εκ του κράτους της Μόσχας, ό οποίος πολλά χρόνια ήταν
αιχμάλωτος στη τουρκική γη. Και πολύ προσευχόταν προς τον Θεό και επικαλούσε τους
Θεράποντες του Θεού, για να τον ελευθέρωση ό Θεός από τη αιχμαλωσία, και λυπόταν για τον
οίκον του, τη γυναίκα και τα τέκνα, επειδή ήταν λίαν πλούσιος, και είχε όχι μικρά λύπη και
στενοχωριόταν με μεγάλη θλίψει. Και φανερώθη σε αυτόν τη νύκτα ό Νείλος ό Θαυματουργός
και του ζήτησε να υποσχεθεί ότι θα γράψει τη εικόνα του οσίου Νείλου. «Και θα είσαι εν τω
οίκω σου απελευθερωθείς από τη αιχμαλωσία». Και ανεπήδησε ό άνθρωπος εκείνος από ένα
λεπτό ύπνο και θέλησε να τον προσκύνηση και να τον ερώτηση του πρακτέου, άλλ' ό Όσιος
μετεβλήθη σε φως μέγα.

Ο άνθρωπος Αυτός ευρέθη σε μεγάλη εφορία και διελογίσθη στον εαυτόν του: «Ποίος είναι ό
όσιος Νείλος, δεν γνωρίζω, και δεν άκουσα που βρίσκεται. Και μετά τη σκέψη αυτή άρχισε να
προσεύχεται και να επικαλείται τη βοήθεια του Νείλου του Θαυματουργού και υποσχέθηκε ότι
θα εκτέλεση το διατεταγμένο σε αυτόν. «Δεν γνωρίζω ποία εικόνα να γράψω και σε ποία
περιοχή να τη στείλω». Και έκλαψε πικρώς εκ βάθους της καρδίας του, πώς θα μπορούσε να
ελευθερωθεί από τη αιχμαλωσία των ειδωλολατρών (510)• Και την άλλη νύκτα εφάνη σε αυτόν
πάλιν ό Όσιος και είπε «Στη περιοχή της Λευκής Λίμνης, είμαι ό Νείλος του Σόρα, από το
μοναστήρι του Κυρίλλου 12 βέρστια». Και αναπήδησε ταχέως από τη κλίνη, θέλησε ό άνθρωπος
Αυτός να δη τον Όσιο οφθαλμοφανώς και να τον προσκύνηση και να τον ερώτηση λεπτομερώς
—και έγινε φως μέγα και ευωδιά ουκ λίγη, όπως και τη πρώτη φοράν.

Και άρχισε ό άνθρωπος Αυτός να κράζει με μεγάλη φωνή και είπε: «Κύριε ό Θεός μου, αληθώς
μου έστειλες εις βοήθειαν τον Όσιων Σου». Και έκλαυσε και όλη τη νύκτα παρέμεινε άγρυπνος
και εβόησε λέγων «Κατά ποια ομοίωσιν να γράψω τη εικόνα; Διότι δεν είδον το πρόσωπον σου
αισθητώς». Και έπειτα του ρφανερώθη δια τρίτη φοράν ό Όσιος και του προσέφερε ένα σχέδιο
της εικόνος επί φύλλου χάρτου και το κατέθεσε στο προσκέφαλό του και του είπε «Άνθρωπε
του Θεού, λάβε τούτο το φύλλο και πορεύου στη ρωσική γη!». Αυτός δε ανέστη ταχέως και
εύρε παρά το προσκέφαλό του το φύλλο με το σχεδιάγραμμα και ή καρδία του χάρηκε χαρά
ανεκλάλητη και ευχαρίστησε , τον Θεό για το μεγάλο θαύμα πως ο Θεός δοξάζει τον Θεράποντα
Του. Και ήρχισε να σκέφτεται πως θα ήταν δυνατό να αναχωρήσει ελπίζοντας στο Θεό και στον
Θεράποντα του Νείλο τον Θαυματουργό.

Πλην δεν γνώριζε πώς να αναχωρήσει, πώς να διέλθει τη στέπα. Και έπειτα άρχισε να
προσεύχηται στον Θεό και εις τον Θεράποντα του Θεού με δάκρυα και στεναγμούς εξ όλης της
καρδίας του, πώς να γνωρίσει τον δρόμο και να διαφυλαχθεί από τη τιμωρία των απίστων. Και
εν εκείνη τη ώρα άκουσε μίαν φωνή «Άνθρωπε, άπελθε τη νύκτα στη στέπα και θα είναι
έμπροσθεν σου αστέρι φωτίζων, και πορεύου όπισθεν του και θα διαφυλαχθείς από τους άθεους
Αγαρηνούς!». Και άκουσε εκείνος ό φιλόθεος άνθρωπος τη φωνή αυτή και ενισχύθηκε και
πείσθηκε. Και απήλθε τη νύκτα εστη στέπα και του φάνηκε ένας φωτεινό αστέρι , το οποίο
πορεύετο μπροστά του. Και αυτός ακολούθησε όπισθεν και αδιαλείπτως επικαλείτο τον Θεό και
τον Θεράποντα Του Νείλο τον Θαυματουργό. Με δύναμιν και παρρησία πορεύετο δια μέσου της
άγνωστου στέπας, συναποκομίσας λίγη τροφή για την ανάγκη.
Και έγινε ημέρα και ιδού οι άθεοι Αγαρηνοί έφιπποι ταχέως κατέφθασαν με τους σκύλους τα
ίχνη του στη στέπα. Και είδε εκείνος ό άνθρωπος πίσω του τη των αθλίων βαρβάρων καταδίωξη
και ότι με γυμνά ξίφη έτρεχαν πίσω του, θέλοντας να τον κατακόψουν. Αυτός δε από τον φόβο
και τον τρόμο του έπεσε κάτω στη γην και έκλαψε πικρώς και μετανόησε ενώπιον του Θεού για
τάς αμαρτίας του και συνεχωρήθη με όλους τους ορθοδόξους Χριστιανούς, απελπισθείς για τη
ζωή του. Και είδε ό Κύριος τον μετανοήσαντα και τον σκέπασε με τη αόρατο δύναμη Του, και
υπερπήδησαν αυτόν οι ίπποι και οι σκύλοι των και καθόλου δεν τον έβλαψαν, και εβόησαν
εκείνοι οι άθλιοι ό ένας προς τον άλλον λέγοντες• «Πώς τον είδομε και δεν γνωρίζομε που
εκρύβη αφ' ημών;». Και πολύ τον ανεζήτησαν και δεν τον βρήκαν και επέστρεψαν οπίσω. Όταν
δε ό ανήρ εκείνος είδε ότι επέστρεψαν, ανέστη από τη γήν, περιέβλεψε όλα από εδώ και από
εκεί και δεν είδε κανένα.

Και μεγάλως ευχαρίστησε τον ύψιστο Θεό και τον Θεράποντα Του Νείλο τον Θαυματουργό,
χάρηκε και λούσθηκε με πολλά δάκρια για τη λύτρωση του από τον άδικο θάνατο. Και
πορεύθηκε στη όδόν του χαίρων. Ημέραν και νύχτα-πορεύθηκε και δεν έδωσε ανάπαυση στον
εαυτόν διαβαίνω την στέπα, και έφθασε σε κάποιο ποταμό. Ό δε ποταμός Αυτός ήταν λίαν
βαθύς και ταχύς άλλ' όχι παρά πολύ πλατύς, και δια μέσου του ουδαμού υπήρχε πορθμείο, ή
πόρος, και αυτός ρέει δια μέσου όλης της στέπας μέχρι της θαλάσσης. Και εκείνοι οι άθεοι
βάρβαροι γνώριζαν εκείνον τον ποταμόν, ότι κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει πέραν τούτου, και
κατεδίωξαν τα ίχνη του μέχρι του πόταμου τούτου. Δεν υπήρχε τόπος εκεί να κρύβει, και εκείνοι
όρμισαν ταχέως και ανέσπασαν τα ξίφη των δια να τον κατακόψουν. Και αυτός είδε ότι εν τέλει
ήδη έπεσε στις χείρας των, αλλά δεν ήθελε να παραδοθεί στας ύπ' αυτών βασάνους και τον υπ'
αυτών πικρό θάνατον, και σημειώθηκε με το σημείο του σταυρού και ερρίφθη εις τον ποταμόν.
Και το ύδωρ τον μετέφερε ταχέως ως πτηνό. Αυτός δε εκείτο επάνω εις το ύδωρ πλέων με το
ρεύμα του πόταμου ωσάν να βρίσκετε επάνω σε σανίδα. Και εκείνοι οι κακοί άνθρωποι άρχισαν
από τη όχθη να τοξεύουν επάνω του, αλλά με κανένα τρόπον και με κανένα μέσον δεν
μπορούσαν να τον βλάψουν, και ούτως σώθηκε Χάριτι Θεού και πρεσβείαις του Νείλου του
Θαυματουργού. Και εκείνοι οι άθεοι Αγαρηνοί τον ανεζήτησαν μακρύτερα, πλησίον του πόταμου
και νόμισαν ότι ήδη πνίγηκε, και επέστρεψαν στα ίδια. Εκείνο δε τον άνθρωπον έφερε το
ρεύμα , του ποταμού επί πολύ ώρα και μετέφερε στη άλλη όχθη πόταμου. Ιδών δε ότι ευρέθη
πλησίον της όχθης κρατήθηκε και εξήλθε στη ξηρά, και μεγάλως σε τον Θεόν και τον
Θεράποντα Του Νείλο τον Θαυματουργό. Και πορεύετο χωρίς φόβο ημέρα νύκτα ανεπιστρεπτί,
και ετρέφετο από βότανα και της στέπας. Και έφθασε μέχρι των πόλεων της Ρωσίας και
διηγήθηκε σε όλους τα περί εαυτού, και σαν εις αυτόν από τόπον εις τόπον άμαξας και συνοδού
Και εισήλθε στη Μόσχα σώος και αβλαβής, αν και είχε υποφέρει πολλά παθήματα και θλίψεις και
ανάγκες. Και έφθασε στον οίκον του, όμως δεν εισήλθε άλλ' απήλθε ταχέως προς τον
εικονογράφο και του έδωσε το φύλλο με το σχέδιο του Νείλου του Θαυματουργού και
παρήγγειλε να γράψει τη εικόνα του Όπως ήταν σχεδιασμένη επί του φύλλου και ποίον να είναι
το μήκος και το πλάτος της σανιδάς και έπειτα εισήλθε στον οίκο του, χαίρων κατά τη ψυχή και
πνευματικός αγαλλόμενος κατά τη καρδία. Και συνεκάλεσε ιερά σύναξη και τέλεσε Παρακλητικό
Κανόνα και διέταξε να παρατεθεί μεγάλη τράπεζα και συγκέντρωσε πολλούς πτωχούς και
φιλοξένησε πάντας με βρώση και πόση και ελεημοσύνη. Και ήταν χαρά μεγάλη στον οίκω του.
Και διηγηθεί σε όλους περί των συμβάντων του, πώς εξήλθε από τη αιχμαλωσία, και οι
ακούσαντες αυτά έλεγαν πάντες το «Κύριε ελέησον» και μεγάλως θαύμασαν τούτο το θαύμα. Ό
δε εικονογράφος έγραψε τη εικόνα του οσίου Νείλου του Θαυματουργού και τη έφερε εις
τούτον τον φιλόθεον. Αυτός δε έλαβε με πολύν ζήλο και φόβον τη εικόνα του αγίου Νείλου και
τη περιέλουσε με δάκρυα και χαρά ότι ό Θεός τον αξίωσε να δει την εικόνα του Θεράποντος του
Θεού Νείλου του Θαυματουργού. Ό άνθρωπος εκείνος χάρισε στον εικονογράφο παντός είδους
δώρα και τον απέλυσαν στον οίκον του. Και μετά από αυτά τέλεσε μεγάλη πανήγυρη και
εόρτασε τη εορτή του Νείλου του Θαυματουργού και έψαλε Παρακλητικό Κανόνα. Τη δε εικόνα
συνόδευσε στη σκήτη του Νείλου και τη απέστειλε με τους δούλους Με παντός είδους
αφιερώματα δια τας ανάγκες της εκκλησίας. Και την προσκόμισε και τη κατέθεσε στο τάφο του
οσίου Νείλου του Θαυματουργού, όπου και σήμερον κείται ή εικόνα αυτή επί της σωρού του και
δίδει ίαση στους με πίστη προσερχόμενους. Και από την αγία εικόνα αυτή γίνονται και μέχρι
τώρα πολλά θαύματα. Και εμείς οί αμαρτωλοί μοναχοί του ερημητηρίου τούτου είδαμε πολλά
θαύματα και δοξάζομε τη Αγίαν Τριάδα, Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, νυν και αεί και εις
τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Θαύμα του οσίου Πατρός ημών Νείλου του Θαυματουργού, πώς ελευθέρωσε ένα νεαρό από
ακάθαρτα πνεύματα.

Υπήρχε κάποτε στη σκήτη του Νείλου ένας Ιερομόναχος ονόματι Αδάμ, και με αυτό ζούσε ό γιο
του, ό νεαρός Μιχαήλ. Και αυτός ό ιερομόναχος τον έστειλε προς τον προσμονάριο για μίαν
ανάγκη της εκκλησίας. Αυτός δε απήλθε. Ήταν ακόμη νέος Όταν ήλθε στην σκήτη. Και όταν
έφθασε στον προσμονάριο, ιδού, έξαφνα ήλθε προς αυτόν κάποιος άγριος άνθρωπος και τον
άρπαξε ως δια μέσου ανέμου και τον μετέφερε σε αδιάβατους λόχμες και δάση και τον έφερε
εντός της κατοικίας του, σε μέγα καταγώγιο, και τον κατέθεσε εν μέσω της Καλύβης εκείνης
απέναντι του παραθύρου. Και εδώ ό γέρων, ό οποίος έφερε τον νεαρό εδώ, είπε στη
γυναίκα•«Τρέφετε αυτόν!». Και του προσέφεραν παντός είδους μαγικά βοτάνια από τη έρημο,
και τον ανάγκασαν να φάγει και να πιει. Άλλ' αυτός, δεν γεύθηκε τίποτε και ύστατο ακίνητος
στον ίδιο τόπο, όπου στάθηκε, μόνο έκλεγε και θρηνούσε πικρώς. Ό Ιερομόναχος εκείνος
αμέσως ανεζήτησε τον γιο του και ρώτησε όλους στην σκήτη. Μετά από λίγο τον ανεζήτησε και
πανταχού στους γύρω τόπους αλλά δεν το βρήκε πουθενά. Και επέστρεψε στην σκήτη και
συνεκάλεσε τους αδελφούς του της σκήτης εκείνης και εισήλθε με όλους στον παρεκκλήσιο, το
όποια βρίσκεται όχι μακριά απ' αυτούς στο δάσος, όπου υπάρχει ή θαυματουργός εικόνα της
Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας, και άρχισαν να ψάλλουν τον Παρακλητικό Κανόνα και με
δάκρυα να επικαλούνται τη βοήθεια του οσίου Νείλου του Θαυματουργού. Και εν εκείνη τη ώρα
ήλθε ό όσιος Νείλος προς τον νεανία στη βοήθεια και στάθηκε προ του καταγωγίου εκείνου,
όπου ό νεαρός ύστατο απέναντι του παραθύρου και κτύπησε με τη ράβδο του στο παράθυρο,
και σείστηκε το καταγώγιο εκείνο, και όλα τα ακάθαρτα πνεύματα έπεσαν κάτω στην γήν. Ό
νεαρός όμως ύστατο και έκλαιε, και είδε τον Νείλο τον Θαυματουργό, όπως στάθηκε προ του
παραθύρου και είπε «Ω άθλια και ακάθαρτα πνεύματα! Δια τι επιτίθεστε στην σκήτη μου;
Επιστρέψατε τον παίδα τούτο στην σκήτη μου, όπου τον αρπάζατε, και καταθέσατε τον στον
ίδιον τόπον!». Και ταύτα είπεν ό Άγιος και έγινε άφαντος. Και άρχισαν τα ακάθαρτα πνεύματα
να κραυγάζουν μεταξύ των «Ουαί εις ημάς τους απολυμένους! Λάβε ταχέως και επιστρέψω τον
νέον εκεί όπου τον ήρπασας». Ό δε άγριος εκείνος κράτησε τον νεαρό και τον μετέφερε στην
σκήτη ωσάν δια μέσου ανέμου, και τον έφερε μέχρι του μύλου της σκήτης Και δεν τόλμησε να
τον φέρει εντός της σκήτης, και τον άφησε επάνω στον αχυρώνα και έγιναν άφαντος. Ό νεανίας
ήρχισε να κραυγάζει επάνω στον αχυρώνα και κατά τη ιδίαν ώρα ήλθαν ό ιερομόναχος και οι
αδελφοί από το παρεκκλήσιο μετά τον Παρακλητικό Κανόνα και άκουσαν τον παίδι να φωνασκεί
στην έρημο και ακολούθησαν τη φωνή και είδαν τον νεαρό ότι ύστατο επάνω στον αχυρώνα.
Και δόξασαν τον Θεό και τον Θεράποντα του Θεού Νείλο τον Θαυματουργό, και άρχισαν να
ρωτάν τον παίδι. Ό δε νεαρός διηγηθεί σε αυτούς όλα όσα , του συνέβησαν ότι είδε και άκουσε.
Και απ' αυτόν τον καιρό ο νεαρός κατεβλήθη πολύ, ωσάν να ήταν έξω φρενών. Ο δε
ιερομόναχος από τον φόβο αυτό απήλθε από τη σκήτη με το γιο του.

Εμείς δε οι αμαρτωλοί μοναχοί της σκήτης εκείνης είδαμε και ακούσαμε αυτά λεπτομερώς από
τον νεαρό εκείνον και έγράψα λίγο από τα πολλά σε ανάμνηση για τους αδελφούς μας προς
ωφέλεια των αγαπώντων τον Θεόν και δοξαζόντων την Αγίαν Τριάδα πατέρα Υίον και Αγιον
Πνεύμα νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΖ' ΑΙΩΝΑ

Διήγηση περί του οσίου Πατρός ημών Γέροντος Νείλου και της τιμίας αυτού μονής, η
οποία βρίσκεται στην περιοχή της Λευκής Λίμνης, στην έρημο του Σόρα. Σε αυτή
υπάρχει το πολίτευμα των σκητών κατά το τυπικό των Αγίων και παλαιών Πατέρων.
Εξ αρχής λοιπόν, όταν ό άνθρωπος παρέβη την εντολή του Θεού, ό εχθρός τον πλάνησε και
αυτόν τον κυρίευσε και του αφήρεσε την εξουσία. Διότι στην αρχή ό άνθρωπος είχε κατασταθεί
υπό του Θεού άρχων και δεσπότης του κόσμου τούτου. Έτσι ούτε το πυρ είχε δύναμη εναντίον
του, ούτε το ύδωρ τον έπνιγε, ούτε ένα θηρίο τον έβλαπτε, ούτε το δηλητηριώδες στοιχείο ήταν
δραστικό πάνω του. Άλλ' έκτοτε αφού τυλίχθηκε στην πλάνη παρέδωσε την εξουσία του στον
πλάνο και κατεβλήθη στο βάθος της πλάνης και κατοίκησε στην αυλή του Άδη. Και εξαιτίας της
μεγάλης και υπέρμετρου αποστάσεως η οποία διαχώρισε την
ψυχήν από τον Θεό ήταν σε αυτή αδύνατο να προσέγγιση και να γνωρίσει τον Κτίστη της. Δια
τούτο όμως ό Θεός την έστρεψε και την ανακάλεσε προς τον Εαυτόν Του τον μεν δια μέσου των
Προφητών, και την είλκυσε στην επίγνωσίν Του, έπειτα δε ήλθε Αυτός ό ίδιος και ήρε μεν την
λήθη, ήρε δε και την πλάνη, και διέρρηξε τις πύλες του αδου, εισήλθε προς την πλανηθείσα
ψυχή και της έδωσε το υπόδειγμα, κατά το όποιον ήταν δυνατό να ευαρεστήσει σε Αυτόν.
Επίσης της έδειξε του Αποστόλους και τους Μάρτυρες και τους Ιεράρχες και πλήθος Αγίων και
Όσίων ανά την Οικουμένη και κατά τας διαφόρους χώρας, οι οποίοι λάμπουν ως αστέρες με
πολυποίκιλο μεγαλείο εν τη δόξη των, δια να δη ή ψυχή αυτούς, οι οποίοι είναι όμοιοι με αυτήν,
πώς λάμπουν εν θεία δόξη και ανθρωπινή τιμή, και να ύψωση τον εαυτόν της παντοιοτρόπως
προς τον Θεόν. Και επειδή εκείνοι λοιπόν οι όσιοι Πατέρες ήσαν υπήκοοι στον Δεσπότη και
Κτίστη των και ανεπιστρεπτί και ολοψύχως υπηρετούν εις Αυτόν, άφησαν πόλεις και χωρία και
αγρούς και όλα τα λοιπά τα κατά την Οικουμένη, και κρύφτηκαν από τον κόσμο εις τας έρημους
και εις τα όρη και εις τας φάραγγας των ορέων δια την αγάπη του Θεού, άλλοι δε σε άλλους
τόπους όχι μακράν του κόσμου ευρισκόμενους. Απομονώθηκαν όχι επειδή δεν αγαπούσαν τους
ανθρώπους, άλλ' επειδή θεωρούν τον εαυτόν των ανάξιο της μετά των ανθρώπων συμβιώσεως,
και μάλλον προτίμησαν να ζουν με τα άγρια ζώα στις ερήμους σκεπτόμενοι ότι πριν ζούσαν εν
τω κοσμώ κατά τρόπο κτηνώδη. Και τοιουτοτρόπως ταπείνωσαν και εξευτέλιζαν και απέκρυψαν
τον εαυτόν των από τον κόσμο• Αλλ' ό Θεός τους δόξασε ως Θεράποντος Του. Άλλοι μεν ήσαν
πριν σε σκήτες, Άλλοι δε εξέλεξαν τον κατά μόνας εγκλεισμό σε οίκους και εκεί ταπείνωσαν
περαιτέρω το σώμα των και το άφησαν εν σιωπή να εκπληρώσει τον κανόνα του με παντός
είδους κόπους, αλλά και βαρείς νόσους οι οποίες τους προσέβαλαν, υπέμειναν με ευχαρίστηση
καθ όλον τον βίον των. Και εξ αιτίας αυτών δεν μπορούσαν να σταθούν επί των ποδών των ή
να προσφέρουν την συνηθισμένη προσευχή , ή να δοξολογούν με τα χείλη τους άλλ' ούτε
ψαλμό, ούτε άλλο τι από τα εν σώματι τελούμενα έπραξαν. Αρκούσε σε αυτούς μόνη ή
σωματική ασθένεια και ή Ησυχία αντί άλλων των κανόνων.
Και τοιούτος είναι ό τρόπος της ασκήσεως των καθ' όλας' τας ημέρας των και εις όλη την
νομιζόμενη αργία των. Και ούτως αγωνίσθηκαν δια την σωτηρία των καθ' όσον ηδύνατο να
χωρούν κατά την δύναμίν των.

Νομίζω δε ότι είναι ιδιαιτέρως αναγκαίο, ω αγαπητοί μου, να μη αποκρύψω και τούτο από σας,
δηλαδή τα περί του αγίου Γέροντος Νείλου. Επειδή λοιπόν ό άγιος Γέρων ούτος, αν και ζούσε
κατά τους έσχατους χρόνους, εν τούτοις δεν υστέρησε από εκείνους τους μεγάλους άνδρας και
παλαιούς αγίους και Θεοφόρους Πατέρας εις ουδέν κατά την ανδρεία, κατά τους πνευματικούς
άθλους και κατά το θάρρος εναντίον των δαιμόνων και κατά την σοφία του λόγου. Την εν αυτώ
υπάρχουσα πνευματική σοφία του λόγου και την αρετή του βίου φανερώνουν τα κεφάλαια των
συγγραμμάτων του και ή αγία και τίμια μονή εκείνη, εν τη οποία ό μέγας Γέρων ούτος με
πολλούς κόπους και κατά τρόπον θεάρεστο. Δια τούτο άπ' εδώ αρχίζω εις εσάς τους μιμητάς και
εραστές του ερημικού και ήσυχου βίου και ασπαζόμενους την μετάνοια να διηγούμαι περί του
θαυμάσιου ερημητήριου εκείνου.

Κατά την βόρια πλευρά του Ρωσικού και Σλαβικού κράτους στην περιοχή την Λευκής Λίμνης,
υπάρχει ερημητήριο του Σόρα επικαλούμενο. Σε αυτό το ερημητήριο υπάρχει εκκλησία του
Ιωάννου τού Προδρόμου και εν αυτή ευρίσκονται τα άγια λείψανα του αγίου Πατρός ημών
Νείλου, τα όποια σκεπάζονται από την γην και δεν βλέπονται υπό ουδενός.

Ούτος λοιπόν ό όσιος Πατήρ ημών Νείλος ποίους γονείς είχε ή ποία πόλη είχε πατρίδα ή σε ποία
ηλικία έφυγε από τον κόσμον, αυτό αξιόπιστος δεν γνωρίζομε, αλλά μόνον εξ ακοής
παραλάβομε ότι εγεννήθη και ανετράφη στην βασιλεύουσα πόλη της Μόσχας και είχε το αξίωμα
του δικαστικού γραμματέως αυτής της βασιλευούσης πόλεως της Μόσχας. Το μοναχικό σχήμα
έλαβε εν τη λαύρα του Κυρίλλου της Λευκής Λίμνης του Θαυματουργού. Και μετά ταύτα απήλθε
λοιπόν προς την βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη και ήλθε μέχρι του Όρους Άθω και επέστρεψε
πάλιν εις Ρωσία. Και ήλθε υπό του Θεού καθοδηγούμενος εις το ανωτέρω μνημονευθέν
ερημητήριό παρά τον Σόραν. Και έζησε εν αύτω ορισμένο χρόνο, ευάρεστων εις Κύριον τον
Θεόν με νηστεία και προσευχή και αποχή από πάντα τα κακά. Και μετά ταύτα λοιπόν Όρους
άγιος ούτος Γέρων και όσιος Πατήρ ημών Νείλος εκοιμήθη εν Κυρίω τον αιώνιο ύπνο κατά το
έτος 7016 (1508), την 7ην ημέραν του Μαΐου.

Και έκτοτε κατά την ευδοκία του Θεού και δι' ευχών του οσίου Πατρός ημών Γέροντος Νείλου
εγκαταστάθηκε λοιπόν εν τω ερημητήριο το πολίτευμα των σκητών κατά το τυπικό και την
παράδοση των παλαιών Πατέρων, το όποιον τηρείται και μέχρι την σημερινή ήμέρα εις δόξα του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του μόνου Θεού, και της Υπεραγίας Αυτού
Θεομήτορος, της Δεσποινίς ημών και Κυρίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας.

Έχει δε το ερημητήριο εκείνο και μερικά δένδρα, —έλατα μόνον και λίγες βετούλες και πεύκα,
και μεγάλα και αδιάβατα βρύα. Ευρίσκονται εν τω ερημητήριο και οι εξής καρποί: το ξυνόμουρο
και το κράνον, το βατόμουρο και το μύρτιλλο. Αλλά δένδρα ή οπώρα καθ' όλου δεν δύνανται να
ευρεθούν εις το ερημητήριο εκείνο.

Δεν υπάρχουν δε εις το ερημητήριο τούτο ούτε κατά το ελάχιστον τα πράγματα εκείνα, τα όποια
συνήθως ευρίσκονται απαραιτήτως και είναι ευάρεστα εις τους αγαπώντας τον βίον του κόσμου
τούτου, διότι δεν βλέπει κανείς εκεί τίποτε, το όποιον ανακινεί σε ομιλίες ή κραυγές και σε
λοιπές εμπλοκές του κόσμου του, επειδή δεν έχουν στο ερημητήριο εκείνο ούτε κτήνη, ούτε
όνων, ούτε υπηρετούντες, ούτε υπηρετούμενους, ούτε οικετία, ούτε κάτι άλλο από τα
υπάρχοντα στα κοινόβια. Διότι ούτως ήθελε Ο όσιος Πατήρ ημών Νείλος, ακόμη πριν ή εξέλθει
του βραχυχρόνιου βίου τούτου, και ευλόγησε και μετά τον θάνατον του οι ομότροποί του
μαθηταί να ζουν στο ερημητήριο του κατά τούτον τον τρόπον και να συνευδοκούν στο θέλημα
του, να μη έχουν καθ' όλου πράγματα των κοινοβίων. Διέταξε να απομακρυνθούν από την
εργασία και τους θορύβους, τα όποια γίνονται δια τις σωματικές πλεονεξίες, διότι αυτά μας
χωρίζουν από τον Θεό. Νομοθέτησε δε να τρέφονται μόνον από το εργόχειρο των. Εάν κανείς
δεν διδάχθηκε τις τέχνες του κόσμου τούτου και είναι ανίκανος να τρέφει τον εαυτόν του από
το έργον των χειρών του, ό αυτός λοιπόν να δέχεται λίγη ελεημοσύνη από όπου ή Χάρις του
Θεού θα οικονομήσει. Από δε το περιττό να απέχουν παντελώς. Διέταξε δε και οι γυναίκες να μη
έχουν καθ' όλου είσοδο στο ερημητήριο του, επίσης και οι έχοντες νεανική όψιν και ηλικία
άνδρες και τα κτήνη τα όποια γενούν, διότι με όλα αυτά ό κοινός ημών εχθρός του μοναχικού
τάγματος διάβολος, σφοδρώς πολεμά από τον φθόνο του τους μοναχούς. Διότι αγωνίζεται να
μολύνει τον μοναχό περισσότερο με αμαρτήματα παρά φύση.

Η ακολουθία της Εκκλησίας τελείται εν τω ερημητήριο του Σόρα κατά τον εξής τρόπον: Δύο
φοράς καθ' εκάστη εβδομάδα συνέρχονται εις την έκκλησίαν και τελούν ολονυκτία αγρυπνία,
την Κυριακή και την Τετάρτην από εσπέρας μέχρι της αυγής της Πέμπτης. Εάν κατά την
εβδομάδα τύχη εορτή δεσποτική ή ενός των μεγάλων Αγίων, οι οποίοι έχουν αγρυπνία, τότε
αφήνουν την αγρυπνία κατά την εσπέρα της Τετάρτης και τελούν την της Κυριακής και της
εορτής, ώστε να τελούνται μόνον δύο αγρυπνίες καθ' εκάστη εβδομάδα. Τις λοιπές μέρες
ασκούνται στο κελί τους και έκαστος μερίμνα περί της σωτηρίας του, όπως δύναται, κατά την
δύναμη του. Διότι δεν έχουν πάντες τον ίδιον ζήλο ή την ιδίαν ποσότητα του κανόνος στα κελιά
τους, αλλά καθ' όσον αυξάνει κανείς κατά την εις τον Θεόν πίστη, τόσον περισσότερο
παρίσταται ενώπιον Του και εν τη προσευχή.

Δια την ζωήν στα κελιά έχουν την εξής συνήθεια: Σε ένα κελί καθ' όλου δεν ζουν δύο αδελφοί.
Αν ύπαρξη κανείς έστω από τους ένδοξους του κόσμου τούτου καταγόμενος και έντιμος
άνθρωπος τυγχάνω, ό οποίος όμως δεν έμαθε γράμματα, δεν τον δέχονται στο ερημητήριο
τούτο. Άλλ' ανά ένας ζουν οί αδελφοί στο κελί, όπως καθορίζει το πολίτευμα των σκητών των
παλαιών αγίων Θεοφόρων Πατέρων, και μόνον αυτοί που μαθαίνουν γράμματα πολιτεύονται
εκεί. Τα δε κελιά απέχουν τόσο, ώστε ό ένας να μη ακούσει τον άλλον, τι έκαστος κάμνει στο
κελί του ή πώς αγωνίζεται για τον Θεό. Μόνον ένα κελί βλέπει κανείς από ένα άλλο κελί. Από
ένα κελί είναι αδύνατον να βλέπει κανείς όλα τα κελιά, διότι το δάσος είναι λεία υψηλό και
μεταξύ των κελιών υπάρχει λόχμη. Ρέουν και δύο ποταμοί δια μέσου του ερημητήριου τούτου.
Φυλάττουν και την εξής παράδοσιν από τους παλαιοτέρους πατέρας οι εκεί ζώντες μοναχοί: Εις
τον τόπον πέριξ του κελιού δεν κόπτουν καθ` όλα ξύλα για καμία χρήσιν της σκήτης, αλλά
μακρύτερα από την σκήτη κόπτουν ξύλα, δια να μη φανεί έκαστο κελίον στα άλλα κελιά.

Επίσης έχουν ένα και μόνον φύλακα, ό οποίος κανονίζει το ωρολόγιο και εν καιρώ χειμώνας
θερμαίνει τη εκκλησία του ναού και καθ' έκάστη ημέραν επισκέπτεται τους αδελφούς και βλέπει,
αν είναι υγιείς. Και μετά από αυτά έρχεται προς , τον πρωεστώτα και ειδοποιεί αυτόν περί της
υγείας των. Όταν ένας αδελφός τύχη να πέσει σε ασθένεια, τότε υπηρετεί τον αδελφό εκείνον
μέχρι της ανάρρωσης του.

Έχουν δε τροφεία από το ταμείο του Μεγάλου Ηγεμόνος του Τσάρου των Σλάβων και Ρώσων
και πολλών άλλων εθνών και κρατών Δυνάστου και Αυτοκράτορος, τα όποια είναι τόσον
επαρκή, ώστε δύναται έκαστος μοναχός να διατρέφει το σώμα του. Απ' αυτά λαμβάνουν την
σύνταξη και τα ενδύματα, με τα όποια σκεπάζουν την γυμνότητα του σώματος των, μάλλον δε
με την ενδυμασία των αγαθών δωρημάτων του Θεού.

Και πόσες θλίψεις συμβαίνουν σε αυτούς από ακηδία και ανθρώπινη άγνοια, αυτό είναι
αδύνατον να λεχθεί με ένα λόγον ή να γνωρισθεί υπό των σαρκικός φρονούντων, αλλά μόνον
εκείνοι το γνωρίζουν, οί οποίοι έχουν πάντοτε μνήμη των νοερών πραγμάτων. Αυτοί λοιπόν
εννοούν τον λόγον τούτον, διότι και σε αυτούς δεν υπήρχε ή δεν υπάρχει ή θεία χαρά πάντοτε
καθ' ομοίων τρόπον. Συμβαίνει εις αυτούς λοιπόν ότι συμβαίνει σε εκείνους, οί οποίοι
μετέρχονται το εμπόριο. Ενίοτε μεν χαίρουν βλέποντες τα κέρδη των, ενίοτε δε λυπούνται δια
την απώλεια.

Το ίδιον γίνεται εις τους πνευματικούς, οι οποίοι μετέρχονται το εμπόριο. Όσοι πωλούν την
σάρκα δια τον χρυσόν των εντολών είναι όμοιοι με εκείνους, οι οποίοι αγοράζουν το πνεύμα.
Αυτοί λοιπόν ενίοτε προσεγγίζουν τον Θεό και ευφραίνονται, όπως ό προφήτης λέγει:
«Εμνήσθην του Κυρίου και ευφράνθει», «Η καρδία μου και ή σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν
ζώντα» ενίοτε δε απομακρύνονται απ' Αυτόν και πίπτουν σε ακηδία. Δια τούτο εκεί καθ' όλου
δεν τελούν μοναχική κουρά εις κανένα αρχάριο, αλλά προσδέχονται μόνο εκείνους, οι οποίοι
προηγουμένως εις κοινόβια εξέμαθαν και γνωρίζουν του σταδίου την δυσχέρεια. Άλλα και σε
αυτούς συμβαίνει τούτο, όταν κάποιος απ' αυτούς αφήσει τον κανόνα του κελιού του. Ό
τοιούτος λοιπόν ταχέως εκδιώκεται υπό του πνεύματος της ακηδίας από την σκήτη και
απέρχεται εις περιοχή κατοικημένη. Και τα έσχατα του είναι χειρότερα των πρώτων, επειδή
συμβαίνει εις αυτόν κατά την ζωήν του να αφήσει τελείως την εκτέλεση του κανόνος του και
άλλα κακά να επακολουθούν εις τούτο. ταύτα λοιπόν γίνονται, διότι δεν υπέμεινε την ησυχία.
Όταν όμως ό απελθών από την σκήτη αδελφός γίνει επιμελής κατά την ψυχήν και θερμός κατά
την πίστιν και ενθυμηθεί τον πρώτον ζήλο της αρχής και τους ένθερμους λογισμούς του, με
τους οποίους αναχώρησε πριν από τον οίκον του, και επιστρέψει πάλιν εις την σκήτη, τότε οί
μοναχοί του ερημητήριου εκείνου παρά τον Σόραν ως έμπειροι αγωνιστές ταχέως υποδέχονται
τον αδελφό τούτον με χαράν, επειδή και οί ίδιοι πάντοτε υπό του διαβόλου πειράζονται, όπως
και ό Απόστολος λέγει• «εν ω γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις
βοηθήσαι» και ορίζουν να ζήση κατά την πρώτη συνήθεια. Αυτός δε θερμός ων κατά την πίστιν,
επιδίδεται εις τον πρώτον αγώνα, ένδυναμούμενος υπ του Θεού και του οσίου Πατρός ημών
Νείλου συνεργούντος. Διότι αν και ό άγιος Πατήρ ημών Νείλος κατά το σώμα απήλθε άφ' ημών,
κατά το πνεύμα όμως ευρίσκεται πάντοτε μεθ' ημών και μας βοηθεί πάντοτε στους πειρασμούς
και χαίρει ως γνήσιος πατήρ δια την μικρά βλέπων ένα έκαστο ημών με σπουδή να εργάζεται
την σωτήρια την ψυχής του. Και όταν κάποιος έλθει δια πρώτη φορά προς αυτούς και
επιθυμήσει να συμπολιτεύεται με αυτούς τότε ο προεστός και όλοι οι αδελφοί συνέρχονται σε
ένα κελί και εξετάζουν , τον αδελφό εκείνο αν θα δυνηθεί με αυτούς να ζήσει εις ένα κελίον
κατά μονάς. Στην αρχή τα πράγματα δεν είναι ευχάριστα δια τον αδελφό εκείνο Δεν πράττουν
όμως τούτο από κακία, αλλά γνωρίσουν την υπομονή του αδελφού εκείνου. Και Όταν ιδούν ότι
είναι δυνατός να ζήση με αυτούς κατά μόνας στο κελίον, τότε ό προεστός προσλαμβάνει αυτόν
εις το κελίον του και τον αναπαύει, μέχρις ότου ό αδελφός ούτος κτίση το δικό του κελίον. Δεν
το κτίζει όμως εκ θεμελίων, διότι σε όσους προσέρχονται εκεί δίδονται έτοιμα κελιά με αγίας
εικόνας και βιβλία και με όλα τα σκεύη και τα πράγματα του κελιού. Έπειτα δε οι εκεί ζώντες
αδελφοί αναπαύουν καθ' εκάστη ημέραν τον άρτι προσελθόντα αδελφό στα κελιά των και
διηγούνται σε αυτόν όλα τα υπό του διαβόλου κατ' αυτών επαγόμενα. «Περισσότερο πάντων, ω
αδελφέ, —λέγουν—, πολεμά ό διάβολος τους εδώ ζώντας με οκνηρία και χαυνότητα, δια να
τους καταβάλει με αυτά. Τους αποσπά από την σωματική προσευχή, ή εγκατάλειψης-τής οποίας
προξενεί εις τον μοναχό πολλάς και μεγάλες πτώσεις κατά τον νουν». Από τούτο λοιπόν
προσπαθούμε με σπουδή να φυλάμε, Χάριτι και Φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος
ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα και τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω
Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ

Όταν αναγινώσκει κανείς τα συγγράμματα του οσίου Νείλου, θα διαπίστωση αμέσως το πλήθος
των ρητών «εκ των Θείων Γραφών». Τα έργα του μοιάζουν σχεδόν με συρραφή ή μωσαϊκό από
χωρία διαφόρων βιβλικών, πατερικών και λειτουργικών κειμένων. Ή παρατήρηση αυτή είναι
ορθή. Πρέπει όμως να προσδιορίσούμε ότι δεν πρόκειται περί μιας φύρδην μίγδην
επισωρεύσεως ποικίλων και άσχετων ρητών, άλλ' ό Άγιος εκλέγει με βαθιά γνώση και διάκριση
τα χωρία και συνθέτει αυτά κατά τρόπο οργανικό σε μια νέα ενότητα και ολότητα. Σε τούτο
έγκειται και ή πρωτοτυπία του, δηλαδή στο τον τρόπον της εκλογής του υλικού του από τον
πλούτο της πατερικής Παραδόσεως και της υπ' αυτού συνθέσεως νέου ασκητικού εγχειριδίου
βάσει της προσωπικής του εμπειρίας και της υπ' αυτού βιώσεως της πατερικής σοφίας. Ό Όσιος
κατέχει το υλικό του πλήρως και το χειρίζεται με μεγάλη άνεση. Προξενεί την εντύπωση ότι ό
συγγραφεύς προσπαθεί να κρυφτεί όπισθεν των Πατέρων, ότι ή βαθύτατη ταπεινοφροσύνη του
τον εμποδίζει να προβάλει τον εαυτόν του και τίς προσωπικός του σκέψεις, άλλα πάσας τας
διδασκαλίας του λόγον των αγίων Πατέρων, το κύρος των οποίων
αναμφίβολων. Το ύφος του Νείλου έχει θαυμάσια σαφήνεια και ακρίβεια και χαρακτηρίζεται από
την λιτά του. Όλο το έργο του ακτινοβολεί την γοητεία της προσωπικότητας του.
Υπό τον όρο «Θείαι Γραφαί» ό Όσιος και οί σύγχρονοι του εννοούν όχι μόνο την Άγία Γραφή,
δηλαδή τα βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αλλά και τα συγγράμματα των αγίων
Πατέρων, τους ύμνους, τα λειτουργικά κείμενα και την εν γένει εκκλησιαστική γραμματεία. Για
την γνωριμία της προσωπικότητας και της πνευματικότητος του οσίου Νείλου ιδιαίτερη σημασία
έχει ό τρόπος της εκλογής των πατερικών χωρίων, διότι αυτές οι προτιμήσεις του φανερώνουν
τις προσωπικές του κλίσεις και συμπάθειες. Ή στατιστική των υπό του Αγίου χρησιμοποιηθέντων
ρητών παρουσιάζει την εξής εικόνα:

Παλαιά Διαθήκη περίπου 45 Καινή Διαθήκη περίπου 65 Υμνολογία 10 Αποφθέγματα των


Πατέρων (Γεροντικό):
Αγαθών 2
Μέγας Αντώνιος 2
Αρσένιος 2
Δανιήλ ό Σκητεώτης 2
Αγία Ευγενία 1 (Βίος)
Μέγας Παχώμιος 1 (Βίος)
Ανώνυμα «οί Πατέρες» 31
Ανώνυμα «οί Άγιοι» 7
Ανδρέας ό Κρήτης 1
ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ ό Μέγας 6
Βασίλειος ό Μέγας 11
Γερμανός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως 1
Γρηγόριος πάπας Ρώμης ό Διάλογος 2
Γρηγόριος Θεολόγος 2
Γρηγόριος Σιναΐτης περίπου 25
Διάδοχος ο Φωτικής (κατά Γρηγόριο τον Σιναίτης).
Άββα Δωρόθεος 2
Θεόδωρος ό Στουδίτης 1.
Εφραίμ ο Σύρος 3
Ησύχιος της Βάτου 4
Ισαάκ ό Σύρος 37
Ιωάννης ό της Κλίμακος 38
Ιωάννης ό Χρυσόστομος 2
Μακάριος ό Μέγας 6
Μάξιμος ο Ομολογητής 3
Άββάς Μάρκος 1
Νείλος ό Σιναΐτης 5
Νικήτας ό Στηθάτος 2
Πέτρος ό Δαμασκηνός 3
Συμεών ό Νέος Θεολόγος 15 + 6 νόθα
Συμεών ό Στουδίτης ό Ευλαβής 1 (Βίος)
Φιλόθεος ό Σιναΐτης 6

Η στατιστική αυτή ασφαλώς δεν είναι πλήρης, δεδομένου ότι ό Όσιος χρησιμοποιεί τα ρητά
πολλάκις χωρίς να ένδειξη τάς πηγάς του, αλλά κατά τρόπον φυσιολογικό καί αυθόρμητο, διότι
είχε αφομοιώσει τον τρόπον σκέψεως καί εκφράσεως των Πατέρων. Παρ' ολας τας επιφυλάξεις
ως προς την άξία των στατιστικών ό ανώτερο πίνακας μας φανερώνει τις κυριότερες πήγες του
οσίου Νείλου.

Είναι οι γέροντες της ερήμου διάφοροι νηπτικοί πατέρες και κυρίως οι κλασσική της ορθόδοξης
ασκητικής ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ο Αββας Ισαάκ ο Σύρος, ο Όσιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης,
ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, άλλα και ο νομοθέτης του κοινοβίου Μέγας Βασίλειος, αυτοί
είναι οι εμπνευστές και διδάσκαλοι του μεγάλου Ρώσου Γέροντα ο οποίος ακολουθεί και
συνεχίζει την ασκητική και πνευματική παράδοση της Παλαιστίνης και του Σινά και την
συνδυάζει με την παιδαγωγική και την συνετή μετριότητα του Μεγάλου Βασιλείου. Άλλωστε ό
Νείλος δεν ήταν εχθρός του κοινοβίου και πολλά εκ των υπό του Μεγάλου Ίεράρχου
διδαχθέντων ισχύουν και δια τους μοναχούς των σκητών και της ερήμου. Εάν δυνάμεθα
γενικότερο να χαρακτηρίσομε τον Όσιο του Σόρα ως συνεχιστή της ασκητικής σχολής της
έρημου και του Σινά, τούτο ισχύει και ειδικότερα για τον Ησυχασμό του. Ή προσευχή του Ιησού,
ή μονολόγιστος ευχή του «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησαν με» (ή «ελέησαν με τον
αμαρτωλό») ήταν ήδη γνωστή εις τους πρώτους μοναχούς της Ρωσίας κατά τον Γ - ΙΑ' αιώνα.
Το Πατερικό της Λαύρας του Σπηλαίου του Κιέβου μαρτυρεί ότι ό ηγεμών - μοναχός Νικόλαος
Σβιατόσα έλεγε την προσευχή ταύτην. Και εν συνεχεία δεν εκλείπουν οι μαρτυρίες περί της
πρακτικής της ευχής στη Ρωσία.

Φαίνεται όμως ότι ό όσιος Νείλος ήταν ό πρώτος Ρώσος συγγραφεύς, ό οποίος συνέστησε την
ευχή του Ιησού εν συνδυασμό με την γνωστή ψυχοφυσική μέθοδο, ή οποία επιδιώκει την
ένωση της ευχής με την αναπνοή και τον κτύπο της καρδίας. Πιθανώς όμως ή μέθοδος αυτή
ήταν γνωστή και οικεία στους Ρώσους μοναχούς πολύ προ του αγίου Νείλου, διότι τα έργα του
Γρηγορίου του Σιναΐτου και του Συμεών του Νέου Θεολόγου είχαν μεταφραστή ήδη κατά τον
ΙΔ' αιώνα εις την σλαβική και συνεπώς οι διδαχές αυτές ήταν προσιτά στους Ρώσους ησυχαστές
νωρίτερα. Έκτος τούτου διεδόθη ή μέθοδος αύτη και δια μέσου προσωπικών συναντήσεων και
προφορικής, διδασκαλίας. Όσον άφορα στην ψυχοφυσική μέθοδο όπως διδάσκεται υπό της
εσφαλμένως εις τον Συμεών τον Νέον Θεολόγο αποδεχομένης «Μεθόδου της ιεράς προσευχής
και νίψεως» καν υπό του Νικηφόρου του Ησυχαστού ή Αθωνίτου εν τω έργω του «Περί νίψεως
και φυλακής καρδίας» και υπό του Γρηγορίου του Σιναΐτου εις το σύγγραμμα «Περί ησυχίας και
των δύο τρόπων της προσευχής», ό Νείλος ακολουθεί στην περιγραφή του τον Ψευδό-Συμεών
και τον όσιο Γρηγόριο, άλλ' είναι λιτότερος καν συντομότερος. Περιορίζεται στας οδηγίας ως
προς την αναπνοή και την στάση του σώματος (υπόκλιση των ώμων παρά τον αρχικό πόνο) και
ως προς τον εγκλεισμό του νοός εις την καρδίαν. Λείπουν σι περίγραφαν των ψυχολογικών
ενεργειών της ευχής, της καταστάσεως της καρδίας, της εναλλαγής ψύχους και θέρμης εντός
της καρδίας δια μέσου της αναπνοής και της χαράς, την οποίαν δοκιμάζει ό ησυχαστής δια της
κρατήσεως της αναπνοής εντός της καρδίας, πράγματα τα όποια περιγράφει ό Νικηφόρος ό
Αγιορείτης. Ό Νείλος εγνώρισε το έργον του Νικηφόρου υπό το όνομα του ιδιαιτέρως αγαπητού
εις αυτόν Συμεών του Νέου Θεολόγου. Φαίνεται λοιπόν ότι ή παράλειψη αυτή είναι εσκεμμένη
και αποβλέπει στην προφύλαξη των αναγνωστών του —και δη καν των αρχαρίων— από
ενδεχόμενος πλάνας. Ό Όσιος του Σόρα απόφευγε να διδάξει «αιώνιου, μάλλον δε ουρανίου
βιοτής επιστήμη, ή μάλλον μέθοδο, άκοπος εις τον της άπαθείας λιμένα και ανίδρωτη τον
ταύτης εργάτη εισάγουσα, μηδεμίαν πλάνη ή πτόησιν εκ δαιμόνων δειματουμένην» καν δεν
γνώριζε «τέχνη πνευματική», δηλαδή μετάφερε τον μετερχόμενιον ταύτην επί της
συντομότατης οδού στην θεωρία του Θεού.

Αντιθέτως στο έργον του Νείλου ή νοερά προσευχή ειναι άρρηκτος συνδεδεμένη με την
περιγραφή του αγώνος κατά των πονηρών λογισμών καν των παθών. Ή ευχή ουδόλως
αντικαθιστά τα παλανόθεν δεδοκιμασμένα μέσα της ασκήσεως, άλλ' αποτελεί ένα τρόπον του
άθλου τούτου, σημαντικό μεν, άλλ' όχι μοναδικό. Ή «μέθοδος» της προσευχής δια τον Νείλο
δεν είναι αποκλειστική και μαγική, δεν επιφέρει μόνη την νίκη κατά των παθών, άλλα παραμένει
ένα μέσον μεταξύ άλλων δια την φυλακήν του νοός και την νίψη της καρδίας. Ή νοερά ή
καρδιακή προσευχή δεν ταυτίζεται με την νοερά εργασία, άλλ' είναι ένα από τα στοιχειά της. Ή
άσκηση της φυλακής του νοός και της νίψις είναι πολύ παλαιοτέρα της ειδικής ψυχοτεχνικής
μεθόδου προσευχής και κατέχει κεντρική θέση στο έργον του οσίου Νείλου, όπως και στα έργα
του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, του Άββά Ισαάκ του Σύρου, του Ησυχίου της Βάτου και του
Φιλόθεου του Σιναΐτου. Άλλα και τα έργα του Γρηγορίου του Σιναΐτου, όστις εξ άλλου παρέμεινε
επί πολλά έτη εις το θεοβάδιστο Όρος, και ή Μέθοδος του Ψευδό-Συμεών του Νέου Θεολόγου
έχουν σιναϊτική χροιά. Είναι χαρακτηριστικό δια τον Νείλο Σόρσκυ ότι ούτος ενισχύει ακόμη
περισσότερο τα σιναϊτικά στοιχεία με όλον τον τρόπον της εκθέσεως του. Ή λιτότητά του στην
περιγραφή της μεθόδου της ησυχαστικής προσευχής βεβαίως δεν σημαίνει ουσιαστική διαφωνία
με τους άλλους νηπτικούς συγγραφείς, άλλ' εξηγείται από τους κινδύνους, τους οποίους
διέβλεπε δια τους ολιγότερων έμπειρους στα πνευματικά μαθητές του, οίτινες θα ήδύναντο να
μετέρχονται την προσευχή κατά τρόπον μηχανικό ως μίαν «τεχνική» και τοιουτοτρόπως να
φθάσουν εις ανεξέλεγκτους ψυχικάς καταστάσεις, οι οποίες θα κατέληγαν στην πλάνη και την
πλήρη σκοτώσει του νοός των. Τοιούτου είδους «τεχνικές» της προσευχής χρησιμοποιούν ως
γνωστόν και μερικοί ινδουιστές και μωαμεθανοί μυστικοί, οίτινες τοιουτοτρόπως φθάνουν εις
διαφόρους εκστάσεις, οι οποίες-αν δεν πρόκειται απλώς περί δαιμονικής πλάνης- ανήκουν στον
χώρο της φυσικής θρησκείας και δεν δύνανται καν να συγκρίνονται προς τα χαρίσματα του
Αγίου Πνεύματος, τα όποια επιτυγχάνονται μόνον δια της αληθούς εις Χριστόν πίστεως. Οί δε
σύγχρονοι ημών Γέροντες και διδάσκαλοι της νοεράς προσευχής γνωρίζουν τον κίνδυνο τούτον
του υπερβολικού ενδιαφέροντος δια την «τεχνική πλευρά» της προσευχής και με έμφαση
ζητούν την αναγκαία ενότητα μεταξύ ευχής και εν γένει ασκητικής και μυστηριακής ζωής του
μοναχού.

Μερικοί σύγχρονοι δυτικοί θεολόγοι ορθώς επεσήμαναν την στάση ταύτην, όπως επίσης
διαπίστωσαν το γεγονός ότι ό όσιος Νείλος καθόλου δεν αναφέρεται στον άγιο Γρηγόριο
Παλαμά καί ότι φαίνεται πώς δεν υπέστη την επίδραση της θεολογίας του. Εξ άλλου τονίζουν
την μεταξύ των δύο Γρηγορίων πράγματι υφισταμένη διαφορά, ή οποία όμως δεν ήταν
ουσιώδης, ούτε κατέληξε σε ανοικτή αντίθεσιν ή πολεμική, αλλά μάλλον εξηγείται από την
διαφορά χαρακτήρων και ιδιοσυγκρασιών του Παλαμά καί του Σιναΐτου. Ίσως ή διαφορά μεταξύ
των δύο Πατέρων οφείλεται στην διάφορον αφετηρία των ως προς την διδασκαλία περί της
μεθόδου της προσευχής. Ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης αναφέρεται εις την μέθοδο του Ψευδό-
Συμεών, την οποίαν ακολουθεί, διδάσκων μερικά στοιχεία εξ αυτής περί των φυσικών ενεργειών
της προσευχής, αλλά μη εκθέτων τις τεχνικές λεπτομέρειας, τις οποίες περιγράφει ό Νικηφόρος
ό Ησυχαστής, ό διδάσκαλος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Οι παλαμισταί Ιγνάτιος και
Κάλλιστος Ξανθόπουλοι ρητώς αναφέρονται στον Νικηφόρο και αυτό μόνο αποκαλούν
διδάσκαλο του μεγάλου Ίεράρχου, ό οποίος εξ αλλού δικαιολογεί τις ψυχοσωματικές ασκήσεις
των ησυχαστών στους απολογητικούς λόγους του «Περί των ιερώς ησυχαζόντων».
Δεν είναι του παρόντος να λύσούμε τούτο το πρόβλημα ή αίνιγμα της λεπτής διαφοράς αυτής
μεταξύ των δύο Αγίων, στην οποίαν οι δυτικοί ερευνητές έχουν τάση να προσδίδουν σημασία
υπέρ το δέον ή να την μεγαλοποιούν. Συνήθως οι φαινομενικές διαφορές ή αντιρρήσεις μεταξύ
των Πατέρων της εκκλησίας εξηγούνται και λύονται δια της ευρύτερος βαθυτέρας μελέτης των
έργων των και των ιστορικών συνθηκών υπό τας οποίας εγράφησαν, και απλώς σφραγίζουν την
εν γένει μεταξύ των υπάρχουσα ενότητα και ομόνοια. Για αυτό και ή απουσία χωρίων ή θέσεων
του αγίου Γρηγορίου Παλαμά στο έργο του οσίου Νείλου δεν πρέπει να μας οδήγηση σε
βεβιασμένα συμπεράσματα. Ως γνωστόν, ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης ίδρυσε κατά τα τελευταία έτη
της ζωής του την σκήτη της Παρορίας στα σύνορα Βυζαντίου και Βουλγαρίας. Μεταξύ των
μαθητών του υπήρξαν πολλοί Βούλγαροι και άλλοι Σλάβοι, οι οποίοι νωρίτερα μετέφρασαν τα
έργα του στην σλαβική και διέδωσαν αυτά ευρέως στις χώρες τους. Αντιθέτως τα συγγράμματα
του αγίου Γρηγορίου Παλαμά μεταφράσθηκαν μόνον κατά σχετικώς μικρόν μέρος, και μεταξύ
τούτων κυρίως τα κατά των Λατίνων και λίγα κατά Βαρλαάμ και Ακίνδυνου, καθώς και
ελάχιστες ομιλίες. Δεδομένου ότι οι ησυχαστικές έριδες δεν τάραξαν τις σλαβικές Εκκλησίας, δεν
υφίστατο ανάγκη να μεταφρασθούν όλα τα κατά των Βαρλααμιτών αντιρρητικά έργα, αλλά μία
μικρά αντιπροσωπευτική εκλογή έφτασε για την γενικότερα ενημέρωση.
Οι μοναχοί και ιδικά οί Σλάβοι της εποχής εκείνης δεν ενδιαφέρονται τόσο για την θεολογική
θεμελίωση του Ησυχασμού με τας περί του κτιστού ή άκτίστου των Θείων Ενεργειών δογματικές
συζητήσεις, άλλα δεχόμενοι τις ορθοδόξους αποφάσεις των παλαμικών συνόδων, περισσότερο
έτι διδόντι στην πρακτική άσκηση της Ησυχίας για γίνουν θεατές του Θείου Φωτός και Χάριτι
Θεού να φτάσουν στην Θέωση. Κατά τους χρόνους του οσίου Νείλου ή θεολογία του Αγίου
Γρηγορίου του Παλαμά προ πολλού ή επικρατούσα και καθολικώς διαδεδομένη επίσημος
διδασκαλία της ορθοδόξου Εκκλησίας. Δια τον όσιο Γέροντα επομένως ούτε καν ετέθη το
πρόβλημα να λάβει προσωπική στάση εις τάς προ πολλού τερματισθήσας έριδας, άλλ' ως πιστόν
τέκνον της Εκκλησίας εδέχθη η τα υπ' αυτής κηρυσσόμενα Θεία Δόγματα, όπως άλλωστε ρητώς
ομολόγησε. Τα έργα του είναι ασκητικά συγγράμματα έχοντα ως πρακτικό σκοπό την
πνευματική καθοδήγηση και οικοδομή των μαθητών του και δεν περιλαμβάνουν καθόλου
δογματικά θέματα. Το γεγονός ότι ό Νείλος χρησιμοποιεί τον όρο «παντενέργεια» επιτρέπει το
πιθανόν συμπέρασμα ότι ήταν ενήμερος και οπαδός των θεολογικών ιδεών του μεγάλου
Ιεράρχου της Θεσσαλονίκης, τας οποίας ηδυνήθη τουλάχιστον κατά την εν Aγίω Όρη παραμονή
του να γνωριστεί και να μελετήσει. Πάντως ή χρήση παλαμικής ορολογίας υπό αντιφρονούντος
θα ήταν τελείως παράλογος και εξωφρενική. Είναι απορίας άξιο γιατί οι μέχρι τώρα σοβαροί
ερευνητές δεν επέσυραν την προσοχή των στον όρο τούτο, ό οποίος μάλιστα ευρίσκεται ευθύς
στην αρχήν της «Παραδόσεως προς τους μαθητές του».

Β) Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος διαθέτω
τα υπάρχοντα μου εις τους οικείους μου κυρίους και αδελφούς, τους
ομότροπους μου. Παρακαλώ υμάς, ρίψατε το σώμα μου εις την έρημο,
δια να το καταφάουν τα θηρία και τα πτηνά, επειδή αμάρτησα πολύ εις
τον Θεόν και είναι ανάξιο ταφής. Αν δεν θα πράξετε ούτω, τότε
ανασκάψαντες λάκκο εις τον τόπον, όπου ζούμε, θάψατε με, με πάσαν
ατιμία. Φοβείστε δε τους λόγους, τους οποίους διέθεσε ό Μέγας
Αρσένιος εις τους μαθητές του λέγων: «Εις την δίκη θα σταθώ εναντίον
σας, αν θα δώσετε το σώμα μου εις τίνα».
Καθ' όλη μου την δύναμιν επιδιώκω να μη αξιωθώ ουδεμιάς τιμής και
δόξης του αιώνος τούτου καθώς εν τω βίω τούτω, ούτω και μετά τον
θάνατον. Παρακαλώ δε πάντας να προσεύχονται υπέρ της αμαρτωλού
μου ψυχής και ζητώ συγχώρεση από πάντας.
Και εκ μέρους μου έχετε συγχώρεση, ό Θεός να συγχωρήσει πάντας.

Τον μέγαν σταυρόν, εις τον όποιον υπάρχει λίθος από τον τόπον των
Παθών του Κυρίου και επίσης τα βιβλιάρια, τα όποια έγραψα εγώ o
ίδιος, ταύτα κληροδοτώ εις τους κυρίους και αδελφούς μου, οι όποιοι
μέλλουν να υπομένουν εις τον τόπον τούτον.
Σπεύσατε να τελέσετε μετά τον θάνατον μου την Ιερά Λειτουργία
τεσσαρακοστής ημέρας.
Περί τούτου μεγάλος αιτούμαι.
Τα μικρά βιβλιάρια του Ιωάννου του Δαμάσκηνου το ευχολόγιο, το
ειρμολόγιον, το οποίον είναι επίσης εδώ το ψαλτήριο εις τέταρτον της
γραφής του Ιγνατίου διαθέτω εις το μοναστήρι του Κυρίλλου.
Και τα λοιπά βιβλία και πράγματα του μοναστηρίου του Κυρίλλου τα οποία μου έδωσαν δια την
αγάπη του Θεού, και αυτά να αποδοθούν εις εκείνους, των οποίων ήσαν καθ' έκαστο ή εις τους
πτωχούς ή εις κάποιον μοναστήρι ή εις κάποιον από οπουδήποτε προερχόμενον φιλόχριστο, ό
oποίος θα είναι παρών, εις αυτόν και να τα αποδώσετε.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΕΙΛΟΥ

Παράδοση του Γέροντος Νείλου του ερημίτη προς τους μαθητές του, πρώτον τους ζώντας εν τη
ερήμω του, έπειτα και προς πάντας τους λοιπούς ερημίτες δια να έχουν αυτήν ως πρότυπο περί
της πολιτείας των αγίων Πατέρων .

Με την παντενέργεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και με την βοήθεια
της πανάχραντου Αυτού Μητρός έγραψα ένα ψυχωφελές σύγγραμμα δια τον εαυτόν μου και δια
τους κυρίους οικείους αδελφούς μου, τους ομότροπους μου.
Ούτω λοιπόν σας ονομάζω και όχι μαθητές, διότι ένας είναι ό διδάσκαλος ημών, ό Κύριος
Ιησούς Χριστός, ό Υιός του θεού, ο οποίος μας έδωσε τας Θείας Γραφάς και οι άγιοι Απόστολοι
και οι όσιοι Πατέρες, οι οποίοι δίδαξαν και διδάσκουν το ανθρώπινο γένος τα προς σωτηρία,
διότι όλοι αυτοί έπραξαν πρώτον το καλόν και ούτως δίδαξαν τους άλλους.
Εγώ όμως δεν πράττω κανένα καλόν, αλλά κηρύττω μόνον τας Θείας Γραφάς εις όσους
αποδέχονται αυτάς και θέλουν να σωθούν.
Και επειδή ή θεία Γραφή λέγει ότι εδώ είμεθα παρεπίδημοι και πάροικοι, εκεί δε μετά τον
θάνατον υπάρχει ζωή αιώνιος και βίος ατελεύτητος —είτε εν αναπαύσει, είτε εν κολάσει,
αναλόγως με ότι θα ανταποδώσει ό Θεός εις ένα έκαστο κατά τα έργα του—, δια τούτο πρέπει
να μεριμνούμε δι' εκείνο τον μετά θάνατο βίο.
Και εγώ δι' αυτό παρέδωσα το σύγγραμμά μου εις τους κυρίους και αδελφούς μου δια την
σωτήρια του εαυτού μου και πάντων των προαιρουμένων ίνα ανυψώσουμε την συνείδηση ημών
προς το κρείττον και φυλασσόμεθα από την αμέλεια και τον κακόν βίον και από την αιτία των τα
κακά και σαρκικά φρονούντων ανθρώπων και από παραδόσεις πονηράς και ματαίας, οι οποίες
προέρχονται εκ μέρους του κοινού ημών εχθρού και πλάνου και από την οκνηρία ημών.

Εν αρχή δε φρονώ ότι είναι αρμόζον να θέσω τα περί της πίστεως: Πιστεύω εις ένα Θεόν εν
Τριάδι δοξαζόμενο, Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιων και αδιαίρετων.
Επίσης πιστεύω εις την ενσάρκωση του Υιού του Θεού και ομολογώ ότι αυτός είναι τέλειος Θεός
και τέλειος άνθρωπος. Και πάσαν την λοιπή ομολογία της Ορθόδοξου Πίστεως ασπάζομαι και
ομολογώ εξ όλης της ψυχής μου. Επίσης ομολογώ και μεγαλύνω και δοξάζω με πολλή πίστιν και
αγάπη την Κυρία μου την Αγίαν, Πανάχραντο και όντως Θεοτόκο. Και πάντας τους Αγίους τιμώ
και αποδέχομαι και δοξάζω Και Χάριτι Χριστού ενώνομαι και προστρέχω ολοψύχως εις την
Αγίαν, Καθολική και Αποστολική Εκκλησίαν.
Και πάσας τας διδασκαλίας, τας οποίας παρέλαβε από τον Κύριον και από τους αγίους
Αποστόλους και από τους αγίους Πατέρας των Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων και από τους
λοιπούς αγίους Πατέρας και αποδέχεται ή αγία Εκκλησία και μας παραδίδει περί της Ορθόδοξου
Πίστεως και περί των πρακτικών διατάξεων, ταύτα πάντα ασπάζομαι και τιμώ με πολλή πίστιν
και αγάπη.
Πάσας δε τις αιρετικές διδαχές και παραδόσεις ψευδωνύμων διδασκάλων καταρώμεθα εγώ και οι
συν εμοί αδελφοί και πάντες οι αιρετικοί να είναι αλλότριοι προς ημάς.

Επειδή πολλοί και ευλαβείς αδελφοί έρχονται προς εμέ και θέλουν να ζουν παρ' ημίν και εγώ επί
πολύ ηρνήθην να τους δεχθώ —διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και ασύνετος και ασθενής κατά
την ψυχήν και το σώμα—, αλλ' οι ύπ' εμού αποτρεπόμενοι δεν με αφήνουν ήσυχο, ούτε παύουν
να με ενοχλούν, δια τούτο έχομεν διαφόρους συγχύσεις.
Και διέκρινα ότι —αν είναι θέλημα του θεού να έλθουν προς ημάς— πρέπει να φυλάττουν τας
Παραδόσεις των Αγίων και να εφαρμόζουν τας εντολάς του θεού και να εκπληρώνουν τας
διατάξεις των αγίων Πατέρων και να μη εισάγουν δικαιολογίας και να μη προφασίζονται
προφάσεις εν αμαρτίαις και να μη λέγουν: «Τώρα είναι αδύνατον να ζούμε κατά την Γραφή και
να ακολουθούμε τους αγίους Πατέρας».
Αλλά, αν και είμεθα αδύνατοι, πρέπει κατά δύναμιν να γίνουμε όμοιοι προς αυτούς και να
ακολουθήσομε τους αείμνηστους και μακάριους Πατέρας, καίτοι δεν είναι δυνατόν να φθάσουμε
εις ομοίωσιν με αυτούς. Αν κανείς δεν έχει προαίρεσιν εις αυτά, αυτός είθε να παύση να
ενόχληση την αθλιότητα μου, διότι αποπέμπω τους τοιούτους άπρακτους, όπως είπον
προηγουμένως.
Δεν έρχομαι εγώ προς αυτούς με την επιθυμία να γίνω προεστός των, αλλ' οι προς εμέ
ερχόμενοι με αναγκάζουν εις τούτο. Εάν δε και οι παρ' ημίν διαμένοντες δεν φυλάξουν ταύτα με
σπουδή και δεν υπακούσουν εις τον λόγον ημών, τον οποίον κηρύττομε εις αυτούς εκ των
Θείων Γραφών, εγώ δεν θέλω να δώσω λόγον περί αυτών δια την ιδιορρυθμία των και είμαι
αναίτιος.
Εάν όμως θελήσουν ελευθέρως και αβιάστως να ζουν κατά τούτον τον τρόπον, τότε τους
προσδέχομαι και τους κηρύττω τον λόγον του θεού, αν και εγώ ό ίδιος δεν τον πράττω, αλλ'
όπως ίσως και εγώ Χάριτι Χριστού και δι' ευχών των ωφεληθέντων του υπό της θείας Κλίμακας
λεχθέντος ρήματος, ότι κείνοι, οι οποίοι βυθίστηκαν στον πηλό, διδάξαν με τον τρόπον της εκεί
καταποντίσεως τους παρερχομένους, πραγματευμένοι εις αυτούς περί της σωτηρίας, δια να μη
βυθισθούν και αυτοί εις τον ίδιον πηλό.
Και δια την σωτηρία εκείνων λύτρωσε ό Κύριος και αυτούς από τον πηλό». Και πάλιν λέγει: «Μη
θέλεις να είσαι πικρός δικαστής των διδασκόντων μόνον με τον λόγον, βλέπων ότι περί το
έργον διάκεινται οκνηρότερο». Πάλιν δε κατ' άλλον τρόπον λέγει ό άγιος Μάξιμος ο
Ομολογητής, φοβούμενος την αμαρτία και πολύ αγωνιζόμενος να την αποτρέψει: «Πολλοί
είμεθα οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες».
Κανείς λοιπόν δεν πρέπει να κρύψει τον λόγον του Θεού με την αμέλεια του, άλλα να
εξομολογηθεί την αδυναμία του και να μη απόκρυψη την θεία αλήθεια, δια να μη γίνω μεν ομού
μετά της παραβάσεως ένοχοι και της ετεροδιδασκαλίας του λόγου του Θεού. Ταύτα λοιπόν είναι
τα λόγια των αγίων Πατέρων, και πλείστα άλλα, και εξ αιτίας τούτων ερευνήσαμε τις Θείες
Γραφές και παραδίδομε αυτά εις όσους έρχονται προς ημάς και ζητούν αυτά. Μάλλον δε όχι
ημείς, διότι είμεθα ανάξιοι, αλλ' οι μακάριοι άγιοι Πατέρες παραδίδουν αυτά εκ των Θείων
Γραφών, και όσοι διαμένουν παρ' ημίν πρέπει με σπουδή και επιμέλεια να φυλάττουν αυτά.
Διότι ούτω προαιρούμεθα και αγαπώμεν.

Όταν κάποιος από τους αδελφούς από νωθρότητα ή αμέλεια εκπέσει εις κάποιον σημείο από τα
προς αυτόν παραδεδομένα, τότε οφείλει να εξομολογηθεί αυτό εις τον πρωεστώτα, και εκείνος
θα διορθώσει τα παραπτώματα καθώς πρέπει. Και αν συμβεί το παράπτωμα εντός του κελιού ή
κάπου εκτός κατά την έξοδο, πρέπει ούτω να το διορθώσει με την εξομολόγησιν.
Πολλή προσοχή πρέπει να έχει εκείνος, ό οποίος εξέρχεται από το κελίον εις κάποιον τόπον, και
ακόμη περισσότερο πρέπει να τηρήσει τα παραδοθέντα. Διότι εις πολλούς είναι μισητή η κατά
Θεόν εκκοπή του ιδίου θελήματος, αλλ' έκαστος επιδιώκει με πλεονεξία το ιδικόν του δικαίωμα.
Περί των τοιούτων ή Θεία Κλίμαξ λέγει• «Καλύτερον είναι να διώξουμε κάποιον παρά να
αφήσουμε αυτόν να πράξη το ίδιον θέλημα. Διότι ό διώξας πολλάκις έκαμνε τον διωχθέντα να
γίνει ταπεινότερος και να περικόψει το λοιπόν το ίδιον θέλημα. Εκείνος όμως, ό οποίος κατά το
φαινόμενο κάμνει εις τους τοιούτους φιλανθρωπία και συγκατάβαση, έγινε αφορμή εν καιρώ
εξόδου να τον καταραστούν ελεεινός, διότι μάλλον τους απάτησε και δεν τους ωφέλησε».

Τούτο μας παρέδωσαν οί άγιοι Πατέρες με ακρίβεια, ότι ό Κύριος και ή Πανάχραντος Αυτού
Μήτηρ πορίζοντο την καθημερινή τροφή και τις λοιπές αναγκαίες χρείας των από τους δικαίους
κόπους του εργόχειρου και της εργασίας των, πράγμα το όποιον καθορίζουν και δι' ημάς, διότι
«ό μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω», λέγει ό Απόστολος. Θέλει λοιπόν ή διαμονή και αί ανάγκαις
ημών να πληρωθούν άπ' αυτά. Πρέπει δε να κάμνομε τοιούτου είδους εργασίας, οι οποίες
εκτελούνται υπό την στέγη Εάν εις τα κοινόβια είναι επαινετό εν ανάγκη και εν καιρώ καύσωνας
να στείλουν ζεύγος βοών δια να οργώσουν και να κάμουν άλλα επίπονα από τα έργα των, αυτά
είναι επίμεμπτα δια τους κατά μονάς ζώντας, λέγει ή Θεία Γραφή. Εάν λόγω ασθενείας ημών ή
δι' άλλην εύλογων αιτία δεν δυνάμεθα να πληρώσομε τας ανάγκες ημών με την εργασία ημών,
τότε δυνάμεθα να λάβουμε από τους φιλόχριστους λίγη ελεημοσύνη, αλλά μόνον τα αναγκαία
και όχι περιττά. Το δε να συγκεντρώνουμε περιουσίες, οι οποίες συνάγονται με την από ξένους
κόπους, δεν είναι καθόλου προς όφελος ημών. Διότι πώς δυνάμεθα να τηρούμε τις εντολές του
Κυρίου, οι οποίες λέγουν τούτο «Τω θέλοντί σοι κριθηναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αύτω
και το ιμάτιον» και τα λοιπά όσα τοιαύτα, έφ' όσον είμεθα εμπαθείς και αδύνατοι; αλλ' ως
δηλητήριο θανατηφόρο πρέπει να αποφεύγουμε και να αποδιώκομε ταύτα.

Κατά την αγορά των αναγκαίων ημών και κατά την πώληση των εργόχειρων ημών πρέπει να μη
ζημιώσωμεν τον αδελφό, μάλλον δε ημείς να δεχθούμε την ζημία. Επίσης αν τύχη να
εργασθούν παρ' ημίν κοσμικοί, δεν πρέπει να τους αδικήσουμε κατά τον οφειλόμενο μισθό, αλλ'
αντιθέτως να τους δώσουμε αυτόν με ευλογία και να τους απολύσουμε εν ειρήνη. Δεν αρμόζει
να έχομεν περιττά. «Και εάν είναι εγγραμμένο ότι πρέπει να δώσει κανείς εις τους επαιτούντας
και να μη αποστραφεί τους δανειζόμενους, τούτο είναι προστεταγμένο εις τους πονηρούς»,
λέγει ό Μέγας Βασίλειος, «διότι ό μη έχων περισσότερα της αναγκαίας χρείας δεν οφείλει να
κάμει τοιαύτας δωρεάς». «Και όταν λέγει δεν έχω, δεν εψεύσθη», λέγει ό Μέγας Βαρσανούφιος,
«διότι αυτός είναι καταφανής μοναχός, εις τον όποιον δεν προσήκει να κάμνει ελεημοσύνες.
Αυτός δύναται λοιπόν να λέγει με ανοικτό πρόσωπον: Ιδού ημείς αφήκαμε πάντα και
ηκολουθήσαμεν σοι». Ό άγιος Ισαάκ γράφει• «Ή ακτημοσύνη είναι ανωτέρα των τοιούτων
δωρεών, διότι ή ελεημοσύνη των μοναχών είναι το να βοηθήσει κανείς τον αδελφό με ένα
λόγον εν καιρώ ανάγκης και να παρηγορήσει την θλίψιν του με πνευματικήν διάκρισιν, αλλά και
τούτο είναι μόνον έργον των δυναμένων». «Έργον δε των αρχαρίων είναι να υποφέρουν την
θλίψιν, την ατιμίαν και τας μομφάς του αδελφού. Και αυτό είναι ή ψυχική ελεημοσύνη. Και
τόσον είναι ανωτέρα της σωματικής, όσο ή ψυχή είναι ανωτέρα του σώματος», λέγει ό άγιος
Δωρόθεο. Όταν έλθει κάποιος ξένος προς ημάς πρέπει να τον αναπαύσουμε κατά την δύναμιν
ημών και έπειτα —αν ζητήσει— να του δώσομε μίαν ευλογία άρτου και να τον απολύσουμε.
Εξόδους από τας μονάς ημών δεν πρέπει να κάμνωμεν απλώς και ως έτυχε, αλλά μόνον τας
διατεταγμένες και αναγκαίας. Το να εξέλθωμεν από τα κελιά ημών ακαίρως και χωρίς εύλογον
αιτία, δεν είναι πρέπον, όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος• «Ό προεστός με ευταξία να καθορίσει εις
τους αδελφούς τας μερίδας της εργασίας. Επίσης εις έκαστο να διάταξη την αρμόζουσα και
πρέπουσα έξοδο και ό αποστελλόμενος να μη αρνηθεί την εν Κυρίω υπακοή, μόνον να μη
νομίσει το διακόνημα ως αιτία ανεργίας, άλλα να στερεωθεί με φόβον θεού και πολλή νήψιν δια
να προξενηθεί όφελος εις αυτόν τον ίδιον και εις τους συντυγχάνοντας με αυτόν»

Θέλω πάντα όσα έγραψα εις το σύγγραμμα μου να γίνουν κατ' αυτόν τον τρόπον έφ' όσον
χρόνον ζήσω και μετά τον θάνατον μου. Εν τοις κελλίοις ημών πρέπει να απευθύνουν λόγους
προς τους αδελφούς και ξένους εκείνοι, περί των οποίων πληροφορούμεθα ότι διεξάγουν την
ομιλία προς οίκοδομήν και διόρθωσιν των ψυχών και έχουν την δύναμιν με εμπειρία να
ακούουν και να λέγουν ωφέλιμα. ταύτα δε πάντα, τα όποια έγραψα, αν είναι προς ευαρέσκεια
του θεού και ωφελείαν των ψυχών, να πράττωμεν κατά τούτον τον τρόπον. Αν όχι, ας γίνει το
καλύτερον, το όποιον να είναι αρεστό εις τον Θεό και ωφέλιμο δια τας ψυχάς.

Περί της διακοσμήσεως της εκκλησίας γράφει ο αγνός Ιωάννης ό Χρυσόστομος• «Αν σε
συμβουλευθεί κάποιος, όστις θέλει να προσφέρει εις την εκκλησία ιερά σκεύη ή οποιανδήποτε
άλλην διακόσμηση, διάταξον αυτόν να τα διαδώσει εις τους πτωχούς, διότι κανείς δεν κατεκρίθη
ποτέ επειδή δεν διακόσμησε την εκκλησία».
Και οι λοιποί Άγιοι ούτω λέγουν.
Και ή Οσία μάρτυς Ευγενία δεν εδέχθη τα προσφερθέντα εις αυτήν αργυρά Ιερά σκεύη, λέγουσα
«Εις τους μοναχούς δεν αρμόζει να κατέχουν αργυρών». Δια τούτο και εις ημάς δεν αρμόζει να
έχομεν σκεύη χρυσά και αργυρά, ακόμη και τα πλέον Ιερά, ούτε τις λοιπές περιττές
διακοσμήσεις, αλλά να προσφέρομαι εις την εκκλησίαν μόνον τα απαραίτητα. Ό δε Μέγας
Παχώμιος και αυτό το κτίριο της εκκλησίας δεν ήθελε να είναι διακεκοσμημένο, διότι Όταν
ίδρυσε την εκκλησίαν εις την εν Μόχω μονήν και έκτισε εντός αυτής στύλους από πλίνθους
κατά τρόπον εύρυθμο, σκέφθηκε έπειτα ότι δεν είναι πρέπον να θαυμαστεί δια το έργον των
ανθρωπίνων χειρών και να μεγαλυνθεί δια το κάλλος των κτιρίων του, έλαβε σχοινί, έδεσε τους
στύλους και διέταξε εις τους αδελφούς να σύρουν με όλη την ισχύ, μέχρις ότου παρέκκλιναν και
έγιναν άσχημοι οι στύλοι. Και είπεν ότι έπραξε αυτό «Δια να μη εξολισθήση ό νους εξ αιτίας των
επαίνων δια την τέχνη και να μη γίνει λεία του διαβόλου, διότι πολλαί είναι οι μεθοδείες του».
Και εάν ούτος ό μέγας Άγιος μίλησε και έπραξε κατά τούτον τον τρόπον, πόσο μάλλον πρέπει
ημείς να φυλασσώμεθα από τοιαύτα πράγματα, επειδή είμεθα ασθενείς και εμπαθείς και
ολισθήσαντες κατά τον νουν.

Περί τροφής και πόσεως έκαστος να έχει την διαχείρισιν κατά την δύναμιν του σώματος και της
ψυχής του, αποφεύγω τον υπερχορτασμόν και την φιληδονία. Δεν πρέπει να πίνούμε απολύτως
κανένα μεθυστικό ποτό. Οι μεν υγιείς και νέοι πρέπει να καταπονούν τα σώματα με νηστεία και
δίψα και κόπο κατά το δυνατόν, οι δε ηλικιωμένοι και ασθενείς πρέπει να το αναπαύουν ολίγον.

Εις τα κελιά ημών δεν πρέπει να έχομεν σκεύη και λοιπά πράγματα πολύτιμα και
διακεκοσμημένο. Επίσης και τα κτίρια των κελιών και τα λοιπά οικήματα της κατοικίας ημών
πρέπει όλα να έχομεν όχι πολυτελή και όχι διακεκοσμημένο, όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος «τα
πανταχού ευρισκόμενα και ευτελώς αγοραζόμενα».

Αι γυναίκες δεν πρέπει να εισέρχονται προς ημάς εις την σκήτη, ούτε πρέπει να έχομεν
οποιαδήποτε άλογα ζώα θηλυκού φύλου προς υπηρεσία ή προς κάποιαν άλλην ανάγκην. Και
αυτό λοιπόν μας είναι απαγορευμένο. Επίσης δεν αρμόζει να κρατούμε νεαρούς προς υπηρεσία
και παντοιοτρόπως πρέπει να φυλασσώμεθα από τα λεία και γυναικοειδή πρόσωπα.

Δίπτυχα των κεκοιμημένων


Ποίημα Γέροντος Νείλου. Πρόσεχε ακριβώς τα λεγόμενα

Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των κεκοιμημένων δούλων σου, των γεννηθέντων εκ των δια
χειρός Θεού πλασθέντων ανθρώπων, του εκ γης προπάτορας ημών Αδάμ και της συζύγου αυτού
προμήτορος ημών Εύας και γνωρισάντων σε, τον Ποιητήν και Δημιουργόν των απάντων ως
αληθινό Θεό, και εν τω βίω αυτών πίστη δουλευσάντων σοι υπό τον νόμον και προ του νόμου
κατά το θέλημα σου και δοξασάντων σου το μεγαλοπρεπές όνομα του Πατρός και του Υιού και
του Αγίου Πνεύματος, Τριάδα ομοούσιων και αδιαίρετων, και πάντων των απ' αιώνος εν
ευσέβεια τεθνεώτων.

Μνήσθητι, Κύριε, των ορθοδόξων Βασιλέων και Βασιλισσών και των ευσεβών τέκνων αυτών.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των παναγιότατων Οικουμενικών Πατριαρχών των ορθοδόξων.
Μνήσθητι Κύριε, των ψυχών των πιστότατων και ευσεβών Μεγάλων Ηγεμόνων και Ηγεμονίδων
και των τέκνων αυτών και πάντων των ορθοδόξων συγγενών αυτών.
Μνήσθητι, Κύριε, των πανιερωτάτων μητροπολιτών και πάντων των θεοφιλέστατων
αρχιεπισκόπων και επισκόπων.
Μνήσθητι, Κύριε, των εκκλησιαστικών σου λειτουργών, αρχιμανδριτών και ηγουμένων και
ιερομόναχων, και των μεγαλόσχημων και πάντων των μοναχών.
Μνήσθητι, Κύριε, των μεγαλόσχημων μοναστριών και των μοναζουσών και των
μελανειμονουσών.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των αρχιερέων και των Ιερομόναχων, και των διακόνων, των εν
ευσέβεια βιωσάντων, και πάντων των κληρικών της αγίας Εκκλησίας.

Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των υπέρ της αγίας Εκκλησίας αγωνισαμένων και υπέρ της
ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως τα αίματα αυτών ακχεάντων και υπέρ όλου του κόσμου την
ζωήν αυτών θεμένων.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών παντός του γένους των ορθοδόξων, των εν πολέμοις
φονευθέντων και εν μάχαις τραυματισθέντων νεκρών, και των εν πόλεσι και χωρίοις πυρί
κατακαέντων και εν όπλω και μαχαίρα αναιρεθέντων και παντοίος απολεσθέντων δια χειρών
των άθεων, και των δι' εμφυλίου πολέμου εν ευσέβεια βίαιων θάνατον λαβόντων.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν οδοίς και πλατιές υπό των Τατάρων και αλλοεθνών
φονευθέντων, και των υπό ληστών και εν πάση βία βιαίως αποθανόντων.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν δεσμοίς και φυλακές κατακλεισθέντων κεκοιμημένων.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν δριμύς και τέλμα και λόχμες πλανηθέντων και των εις
φρέατα και λάκκους πεσόντων νεκρών.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των υπό θηρίων και ερπετών διασχισθέντων και τοις κερασί
διατρηθέντων και υπό των όρνέων καταβρωθέντων τεθνεώτων.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν τω βυθώ της θαλάσσης καταποντισθέντων και υπό των
ιχθύων διαμελισθέντων ορθοδόξων νεκρών.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εν πείνα και δίψα και γυμνότητα τελευτησάντων.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών των εκουσίως και ακουσίως εκ του κόσμου τούτου μεταστάντων
και παντοίως αιφνίδιο θάνατον λαβόντων ορθοδόξων.
Μνήσθητι, Κύριε, των ψυχών πάντων των ορθοδόξων, των ανά την ύπ' ούρανόν και κατά πάσας
τάς επτά χιλιετηρίδας επί γης ευσεβώς βιωσάντων και των ανά την υφήλιο και ανά πάντα τα
πέρατα της οικουμένης παντοίες θλίψεσι και ανάγκαις και νόσοις βιαίως κρατηθέντων και
αποθανόντων ορθοδόξων απάντων, γερόντων και νεανίδων πλουσίων και πενήτων, ελευθέρων
και δούλων, άρρενος και γυναικείου φύλου.
Πάσας τας εν ευσέβεια βιώσασας γενεάς και γενεάς των προς σε μεταστάντων Άναπαυσον,
Κύριε, τους ενθάδε κείμενους, τους απανταχού και εν παντί τόπο της δεσποτείας σου
ορθοδόξους, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν.
ΛΟΓΟΣ Α'.
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί διαφοράς των εναντίον ημών νοητών πολέμων, περί νίκης και ήττας και ότι πρέπει
επιμελώς να εναντιωνόμαστε στα πάθη.

«Διάφορα λοιπόν είναι ό εναντίον ημών πόλεμος του νοερού αγώνος, οι νίκες και οι ήττες, —
είπαν οί Πατέρες—, πρώτον ή προσβολή, έπειτα ό συνδυασμός, μετά από αυτά ή συγκατάθεση,
έπειτα ή αιχμαλωσία και μετά ταύτα το πάθος».

«Προσβολή» λοιπόν ονόμασαν οί άγιοι Πατέρες Ιωάννης της Κλίμακος καί Φιλόθεος ό Σιναΐτης
«κάποιον ψιλό λογισμό, ή εικόνα του τυχόντος πράγματος, ή οποία νεοφανώς εισφέρεται στην
καρδία και εμφανίζεται στο νουν». Ό δε Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει: «Προσβολή είναι ή παρά
του εχθρού γινομένη υπόμνησης, π.χ. Κάμε τούτο ή εκείνο, όπως επί του Κυρίου και Θεού
ημών: Είπε ίνα οί λίθοι ούτοι άρτοι γένονται. Απλώς ειπείν, τούτο είναι οποιοσδήποτε λογισμός,
ο οποίος προσφέρεται στον νουν του ανθρώπου. «Και τούτο, —λέγουν—, είναι χωρίς αμαρτία
και δεν έχει« ούτε έπαινο, ούτε μομφή, επειδή δεν είναι εντός ημών». Διότι είναι αδύνατον να
μη μας έλθει προσβολή , του εχθρικού λογισμού, όπως λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος: «Προς
τούτο εύρε ό διάβολος με τους δαίμονας του είσοδον αφού έκαμε τον άνθρωπον να εκδιωχθεί
από τον Παράδεισο και από τον Θεό εξ αιτίας της παρακοής στον να σαλεύει το λογικό έκαστου
με τους λογισμούς. Διότι των προκοψάντων και των τελείων είναι το να παραμένουν ασάλευτοι.
«Άλλα και εις τούτους συμβαίνει κατά καιρόν να σαλευτούν», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ.

«Συνδυασμός» —όπως λέγουν—, είναι όταν συνομιλήσει κανείς προς το εμφανισθέν με


εμπάθεια ή απαθώς, δηλαδή ή πρόσληψις του υπό του εχθρού προσφερομένου λογισμού,
τουτέστιν, όταν γίνει μελέτη και συνομιλία με αυτόν εκ προαιρέσεως ημών». Τούτο είναι το να
λογισθεί κανείς οποιανδήποτε σκέψη εισφερόμενη εις τον νουν του. «Αυτό, —είπον—, δεν είναι
παντελώς αναμάρτητο. Έχει δε έπαινο, όταν καταταχθεί θεαρέστως». Το κατατάσσομε λοιπόν
ούτος: Αν κανείς δεν αποκόψει την προσβολή του πονηρού λογισμού, αλλά συνομιλήσει ολίγον
με αυτόν, ό εχθρός μεν του επιβάλλει να έχη εμπαθή λογισμό, αυτός δε πρέπει να επιδίωξη να
τον μεταβολή εις καλόν. Περί του πώς πρέπει να τους μεταβάλλούμε σε καλούς λογισμούς, θα
μιλήσουμε, αργότερα αν ό Θεός μας δώσει τον λόγο.

«Συγκατάθεση» δε λέγουν την ενήδονο κλίση της ψυχής προς τον εμφανισθέντα λογισμό ή
προς την εμφανιζόμενη εικόνα, τουτέστιν, ‘όταν κανείς προσδεχόμενος τους λογισμούς ή τάς
εικόνας, οι οποίες παρίστανται υπό του εχθρού, και συνομιλούν με αυτούς, νοερός συγκατατεθεί
ολίγον να γίνει ούτος, όπως λέγει ό λογισμός του εχθρού. «Τούτο, —λέγουν—, «είναι ανάλογο
προς την κατάσταση του αθλούντα». Τοιαύτη δε είναι ή κατάστασης εκάστου των αθλούντων:
Εάν μεν έφθασε κανείς εις προκοπή και έλαβε παρά του Θεού την βοήθεια να δίωξη τους
λογισμούς, αυτός αν ολιγωρήσει και εξ αμελείας δεν επιδίωξη να αποτρέψει τους πονηρούς
λογισμούς, δεν είναι χωρίς αμαρτία. Εάν δε κανείς είναι αρχάριος και αδύνατος να εκδίωξη τις
προσβολές του πονηρού, αυτός αν συγκατατεθεί έπ' ολίγον στον πονηρό λογισμό, άλλ' ευθύς
εξομολογηθεί στον Κύριον, μετανοών και αυτομεμφόμενος, και όταν επικαλείται Αυτών σε
βοήθεια, —όπως είναι γεγραμμένο «Εξομολογείστε τω Κυρίω και επικαλείστε το όνομα το αγιον
Αυτού» —και εις αυτόν συγχωρεί ό Θεός ένεκεν του ελέους Του δια την ασθένειά του. Τούτο δε
ελέχθη υπό των Πατέρων περί της συγκαταθέσεως του λογισμού, όταν ακου¬σίως νικηθεί
κανείς υπό του λογισμού, ευρισκόμενος στον αγώνα. Ή δε ρίζα του νοός του είναι στερεωμένη
στο να μη αμαρτάνει και να μη πράττει ενεργώς την ανομία. Ό δε Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει•
«Ύστερον ακολουθούν τα πάθη μετά την πάλη και την συγκατάθεση». Και εννοείται ότι περί της
συγκαταθέσεως ταύτης είπεν ό Άγιος ούτος, ότι «όποιος προσδέχεται τους λογισμούς του
εχθρού εκουσίως και συνομιλεί και συνδυάζε¬ται με αυτούς, αυτός νικάτε ύπ' αυτών και προς
τούτοις ήδη δεν παλαίει ενάντια του πάθους, άλλα συγκατατίθεται έσωθέν του να πράξη με
βεβαιότητα την αμαρτία ή αν και θεληματικώς επιζήτηση να πράξη ενεργώς εκείνο, εις το όποιον
συγκατετέθη με τον λογισμό του, αλλά κωλυθή είτε λόγω του τόπου ή δι' ωρισμένα άλλες
αιτίας: τούτο είναι βαρύτατο και κατατάσσεται στα απαγορευμένα»

Ή δε αιχμαλωσία ή επίμονος συνουσία προς το τυχόν και αφανιστική της αρίστης ημών
καταστάσεως είναι ή βιαία και ακουσία απαγωγή της καρδίας, όταν ό νους αιχμαλωτισθεί υπό
των λογισμών, τουτέστιν, με την βία απαχθεί σε πονηρούς λογισμούς, και χωρίς να το θελήσεις
άλλ' αιφνιδίως του Θεού βοηθούντος, επιστρέψεις εις τον εαυτόν σου. Όταν κανείς ωσάν υπό
της θύελλας και των κυμάτων φερόμενος και από την καλή κατάσταση απαγόμενος προς τους
πονηρούς λογισμούς, δεν δύναται να έλθει σε γαλήνια και ειρηνική κατάσταση, —τούτο
συμβαίνει μάλιστα από τον θόρυβο και από τις πολλές και ανωφελείς ομιλίας— αυτή είναι ή
επίμονος συνουσία προς το τυχόν και αφανιστική της καλής ημών καταστάσεως. τούτο κρίνεται
άλλως αν συμβεί εν καιρώ προσευχής και άλλως αν όχι εν καιρώ προσευχής και άλλως αν
πρόκειται περί ουδετέρων και άλλως αν πρόκειται περί πονηρών λογισμών. όταν λοιπόν
αιχμαλωτισθεί κανείς εν καιρώ προσευχής υπό πονηρών λογισμών, αυτό είναι βαρύτατο, διότι
εν καιρώ προσευχής πρέπει να συνάγωμεν τον νουν επί τον Θεόν και να προσέχουμε στην
προσευχή και να αποτρέπομαι τους παντός είδους λογισμούς. Αν συμβεί όχι εν καιρώ προσευχής
και ως προς τας εν τω βίω αναγκαίας χρείας, τα τοιαύτα είναι χωρίς αμαρτία, επειδή και οί Άγιοι
πλήρωσαν τας εν τω βίω τούτω αναγκαίας χρείας κατά τρόπον εύλογων. Εις οποιονδήποτε
λοιπόν λογισμό ευρίσκεται ό νους με ευσεβή γνώμη, είναι με τον Θεόν. Τους δε πονηρούς
λογισμούς πρέπει πάντοτε να αποστρεφώμεθα.

Πάθος δε αληθώς λέγουν εκείνο, το όποιον εμφωλεύει επί μακρόν χρόνον εν τη ψυχή και
οδηγεί αυτήν ωσάν εις έξιν δια της προς αυτό συνήθειας. Και όταν αυτή λοιπόν έλθει
αυθαιρέτως και οικειοθελώς εις αυτό, σαλεύει αυτήν συνεχώς με εμπαθείς λογισμούς, οίτινες
έμβάλλονται υπό του εχθρού, αφού στερεώθηκε από τον συνδυασμό και από την συχνή
συνομιλία και κατάντησε σε συνήθεια δια της πολλής μελέτης και φαντασίας. τούτο δε
συμβαίνει, όταν ό εχθρός παραστήσει εις τον άνθρωπον οποιονδήποτε εμπαθές πράγμα επί
μέρους και ανάψει αυτόν εις έρωτα αυτού πλέον των άλλων, και είτε θέλει, είτε δεν θέλει,
νικηθεί ύπ' αυτού νοερός. Αυτό δε συμβαίνει προ παντός, όταν ό άνθρωπος πριν εξ αμελείας επί
πολύ συνεδυάσθη και συνομίλησε με τον λογισμό, δηλαδή, αφού εκ προαιρέσεως έσκέφθη
απρεπώς περί του πράγματος τούτου. Αυτό όμως υπόκειται εν πάσιν είτε στην σύμμετρο
μετάνοια, είτε έστιν μέλλουσα κόλασιν, δηλαδή, πρέπει να μετανοήσει και να προσευχηθεί
κανείς υπέρ της απελευθερώσεως από το τοιούτο πάθος. Διότι στην μέλλουσα κόλασιν υπόκειται
κανείς δια το αμετανόητο, όχι δια τον πόλεμο. Αν θα συνέβαινε τούτο, δεν θα ήτο δυνατόν να
λάβουν μερικοί άφεσιν χωρίς τελεία απάθεια, καθώς λέγει ό Πέτρος ό Δαμασκηνός. «Αρμόζει δε
εις τον πολεμούμενο από οποιονδήποτε πάθος να εναντιωθεί επιμελώς εις αυτό», είπον οί
Πατέρες. όπως θα πούμε περί του πάθους της πορνείας, όταν κανείς πολεμείται από ένα πάθος
προς ένα πρόσωπον, πρέπει παντί τρόπω να απομακρυνθεί απ' αυτό και να αποφυγή τις
συνομιλίες και τας συντυχίες και την επαφή των ματιών και την οσμή του. Διότι «οποίος δεν
φυλάσσεται από όλα αυτά, αυτός εργάζεται το πάθος και πορνεύει διά των λογισμών εν τη
καρδία», είπον οί Πατέρες. Αυτός μόνος-ανάφτει την κάμινο των παθών και εισάγει ως θηρία
τους πονηρούς λογισμούς.

ΛΟΓΟΣ Β'
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί της κατ' αυτών πάλης ημών και ότι δια της μνήμης του Θεού και δια της φυλακής της
καρδίας, τουτέστιν δια της προσευχής και της ησυχίας του νοός, πρέπει να νικήσουμε αυτά και
περί του πώς πρέπει να ενεργήσουμε ταύτα. Ωσαύτως και περί χαρισμάτων.

Την πάλη κατά τούτων καθορίζουν οι Πατέρες αναλόγων με την δύναμιν του παλαίοντας, ό
οποίος με την θέληση του είτε νίκα, είτε δέχεται την ήττα νοερός. Απλώς ειπείν, πρέπει να
εναντιωνώμεθα στους πονηρούς λογισμούς με όση δύναμη έχομεν. Τούτο γίνεται αίτιον
στεφάνων ή βασάνων: οι μεν στέφανοι ανήκουν στους νικήσαντες, οι δε βάσανοι στους
αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες εν τω βίω τούτω.

«Αυτό δε είναι αμάρτημα, το όποιον είναι κολάσεων αίτιον, —λέγει ό Πέτρος ό Δαμασκηνός—,
όταν φθάσει κανείς εις την πράξη. Εις δε τους ρωμαλέος παλαίοντας και μη ολιγωρούντας κατά
τον σφοδρό πόλεμο του εχθρού πλέκονται υπέρλαμπροι στέφανοι». Ή δε νοερά και αρίστη
πάλη, λέγουν οι Πατέρες, είναι το να αποκόψει κανείς την αρχήν του προσελθόντος λογισμού,
—ό οποίος λέγεται προσβολή—, και να προσεύχηται αδιαλείπτως. Διότι όστις εναντιούται εις τον
πρώτον, τουτέστιν εις την προσβολή του λογισμού, αυτός απέκοψε όλα τα επακόλουθα δια μιας,
επειδή νοερός παλαιών κατά της μητρός των κακών, δηλαδή της πονηράς προσβολής, αναιρεί
αυτήν με τον λογισμό. Και πρέπει να αγωνιστή να παραστήσει τον νουν κωφόν και άλαλο κατά
τον καιρόν της προσευχής», όπως είπεν ό Νείλος ό Σιναΐτης, «και να έχει την καρδίαν
ησυχάζουσαν από παντός λογισμού, και αν αυτός φανεί οπωσδήποτε καλός», λέγει ό Ησύχιος ό
Ιεροσολυμίτης, «διότι εις τους απαθείς λογισμούς —είπεν— ακολουθούν οι εμπαθείς, όπως είναι
γνωστόν εκ της πείρας και ή είσοδος των πρώτων γίνεται αιτία στους δεύτερους». Και επειδή
ελέχθη ότι «ακολουθούντες τους καλούς λογισμούς εισέρχονται και οι πονηροί εντός ημών»,
δια τούτο πρέπει να επιδιώξουμε να σιωπούμε με την σκέψη και από τους νομιζόμενους δεξιούς
λογισμούς και να βλέπουμε συνεχώς στο βάθος της καρδίας και να λέγουμε το «Κύριε Ιησού
Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με» όλον Ενίοτε δε μόνον το ήμισυ «Κύριε Ιησού Χριστέ,
ελεησόν με». Και πάλιν, αλλάζοντας τις λέξεις «Υιέ του Θεού, ελέησον με», «το οποίο είναι και
ευκολότερο στους αρχαρίους», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. «Δεν πρέπει όμως, —είπε—, να
αλλάζουμε συχνάκις, άλλα βραδέως». Τώρα δε προσθέτουν οι Πατέρες εις την προσευχή μία
λέξη αφού πουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με», λέγουν αμέσως «τον
αμαρτωλό». Και τούτο είναι δεκτό. Μάλιστα δε αρμόζει Εις ημάς τους αμαρτωλούς. Και ούτω
λέγε επιμελώς, είτε ιστάμενος, είτε καθήμενος, είτε και ανακλινόμενος, και κλείσε τον νουν σου
στην καρδίαν και κρατεί την αναπνοή σου, όσον δυνατόν να μη αναπνέεις συχνάκις, όπως
λέγουν ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος και ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. Προσκαλεί τον Κύριον Ιησού με
πόθο και καρτερία και αναμονή, αποστρεφόμενος πάντας τους λογισμούς. Και ότι είπον οι
Πατέρες ούτοι, ότι πρέπει κανείς να κράτη την αναπνοή, ώστε να μη αναπνέει συχνάκις, θα
διδάξει ή πείρα ταχέως, διότι αυτό λίαν ωφελεί την σύναξη του νοός. Εάν όμως δεν δύνασαι να
προσευχηθείς χωρίς λογισμούς εν τη ησυχία της καρδίας σου, άλλ' δεις ότι αυτοί
πολλαπλασιάζονται εν¬τός του νοός σου, τότε μη ολιγοψυχήσεις δι' αυτό, άλλ' επίμενε παρά
ταύτα εις την προσευχή. Διότι ό μακάριος Γρηγόριος ό Σιναΐτης, γνωρίζων ακριβώς, ότι εις ημάς
τους εμπαθείς είναι αδύνατον να νικήσουμε τους πονη¬ρούς λογισμούς, είπε το έξης• «Ουδείς
των αρχαρίων κρατεί του νοός και εκδιώκει τους λογισμούς, αν ό Θεός δεν κράτηση αύτού και
εκδίωξη τους λογισμούς του. Διότι των δυνατών είναι το να κρατούν του νοός και να εκδιώκουν
τους λογισμούς, αλλά και αυτοί δεν τους εκδιώκουν Αφ' εαυτών, αλλά συν Θεώ αθλούνται εις
τον ε¬ναντίον τούτων πόλεμο, ενδεδυμένοι την χάριν και την πανοπλία Του». «Συ δε, —λέγει
—, όταν δεις την ακαθαρσία των πονηρών πνευμάτων, δηλαδή τους εν τη διάνοια σου
εγειρομένους λογισμούς, μη φοβηθείς, μηδέ εκθαμβηθής. Και αν σου εμφανισθούν μερικά καλά
νοήματα κάποιων πραγμάτων, μη προσεχής εις αυτά, άλλα κρατών την αναπνοή όσο δυνατόν
και συγκλείων τον νουν εν τη καρδία, αντί όπλου επικάλεσε τον Κύριον Ιησού συνεχώς και
επιμελώς, και θα αποδράσουν, υπό του θείου ονόματος ως δια πυρός αοράτος κατακαέντες».
Όταν όμως οι λογισμοί σε θλίψουν πολύ, τότε αναστάς προσευχήσου εναντίον των και πάλιν
κράτησον με δύναμιν την πρώτη εργασία. Πώς δε να προσευχώμεθα εναντίον των λογισμών;
Τούτο Θεού βοηθούντος θα είπωμεν εν συνεχεία. Όταν όμως, και Αφ' ου προσευχηθείς εναντίον
των, παρά ταύτα αναισχυντήσουν και πολλαπλασιασθούν τόσον, ώστε να μη δυνηθείς με τον
νουν να τηρήσεις την καρδίαν, τότε λέγε την προσευχή επί πολύ αδιαλείπτως, ρωμαλέος και
καρτερικός με το στόμα. Όταν όμως σε καταλάβουν ή οκνηρία και ή κόπωσης, προσκάλεσαν τον
Θεόν εις βοήθεια και βίασον τον εαυτόν σου κατά δύναμιν να μη παύσης την προσευχή, και
ευθύς θα απέλθουν όλα ταύτα παντελώς υπό της θείας βοηθείας αποδιωκόμενα. Όταν δε ό νους
γαληνεύσει από τους λογισμούς, τότε πάλιν πρόσεχε εις την καρδίαν και λέγε την ευχή ψυχικώς
ή νοερός. Πολλαί μεν ενάρετοι εργασίες υπάρχουν, άλλ' είναι επί μέρους. «Ή δε καρδιακή
προσευχή είναι πηγή παντός αγαθού και αρδεύει την ψυχήν ωσάν τα φυτά», λέγει ό Γρηγόριος
ό Σιναΐτης1. Και συμπεριλαβών αυτό από τα συγγράμματα όλων των θεοφόρων Πατέρων και
ακολουθών τους λοιπούς, ό μακάριος διατάσσει να έχομεν επιμελή μέριμνα περί της προσευχής,
απέχοντες εν αύτη πάντων των λογισμών, ει δυνατόν όχι μόνον των κακών, αλλά και των
νομιζόμενων καλών. «Διότι ή ησυχία, λέγει, είναι απόθεσης των νοημάτων μέχρι καιρού, δία να
μη, προσεχών εις αυτά ως εις καλά, απολέσεις το μεγαλύτερο». «Και να ζητήσεις εντός της
καρδίας τον Κύριον όπερ είναι το να τηρήσεις με τον νουν την καρδίαν εν τη προσευχή και να
περιστρέφεσαι πάντοτε εντός αυτής», καθώς είπεν ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος.
«Αυτή δε ή εργασία, —λέγει—, το να τήρηση κανείς τον νουν εν τη καρδία χωρίς πάντων των
λογισμών, είναι λίαν επίμοχθος εις τους μη εθισμένους, όχι μόνον εις τους αρχαρίους, αλλά και
εις τους βραδύνοντας εργάτες, οίτινες ακόμη δεν εδέχθησαν και δεν κράτησαν από την ενέργεια
της Χάριτος την ηδονή της προσευχής εντός της καρδίας. Και από την εμπειρία είναι μεν
γνωστόν, διότι στους αδυνάτους ή εργασία αυτή φαίνεται ακόμη λίαν σκληρά και δύσκολος.
Όταν δε βρει κανείς την Χάριν, τότε προσεύχεται άκοπος και με αγάπη, παρηγορούμενος υπό
της Χάριτος». «Διότι όταν έλθει ή ενέργεια της προσευχής, τότε εκείνη αληθώς κρατεί τον νουν
εντός του εαυτού του και ευφραίνει και ελευθερώνει αυτόν από την αιχμαλωσία», λέγει ό
Σιναΐτης. Τούτου ένεκα πρέπει να καρτερεί κανείς εν τη προσευχή, αποστρεφόμενος πάντας
τους λογισμούς όσο είναι δυνατόν, και να μη άνοστη προ καιρού δια να ψάλει. «Διότι εν
υπομονή, —λέγει—, να είναι το κάθισμα σου δια τον ειπόντα -τη προσευχή καρτερούντες-, και
μη άνοστης ταχέως δια την ακηδία του πόνου και δια την νοερά βοή του νοός». Και αναφέρεται
Εις το ρητό του προφήτου• «Ωδίνες ώσπερ ώδινούσης και μελλούσης τίκτει» και στον άγιο
Έφραίμ, όστις λέγει• «Πόνει τον πόνο με πόνο, δια να διαφυγής των ματαίων πόνων τους
πόνους». Και διατάσσει ότι κλίναντες τους ώμους και την κεφαλήν και αλγούντες πρέπει
πολλάκις με πόθο να καρτερώ-μεν εις αυτά, επικαλούμενοι Εις βοήθεια τον Κύριον Ιησού,
κύπτοντες κάτω και συνάγοντες τον νουν, αν και αυτός διασκορπιστεί. ταύτα λέγει και
αναφέρεται στον ίδιον τον Κύριον, τον ειπόντα ότι «ή Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και
βιασταί άρπάζουσιν αυτήν». «Με την βία, —λέγει—, ό Κύριος υπέδειξε τον περί τούτων ζήλο και
πόνο». Όταν όμως ό καλών νους θλίβει και αποκάμει και το σώμα και ή καρδία αλγήσουν από
την σφοδρά και συχνή επίκληση του Κυρίου Ιησού, τότε πρέπει να τον απολύσουμε στην
ψαλμωδία, ώστε να του δώσομε λίγη άνεση και ανάπαυση. «Ή τάξις αυτή —είπεν—, είναι αρίστη
και διδαχή σοφότατων ανδρών». Και διατάσσει να πράττει κανείς ούτος είτε κατά μονάς, είτε με
μαθητή. «Αν λοιπόν έχεις πιστόν μαθητή, —λέγει—, τότε εκείνος να απαγγείλει τους ψαλμούς,
συ δε πρόσεχε στην καρδίαν, μη δεχόμενος καθ' όλου κανένα είδος φαντασιών και καμία εικόνα
οπτασιών δια να μη πλανηθείς». «Υπάρχουν και μετεωρισμοί της διανοίας και καθ' ον χρόνον ό
νους ίσταται εν τη καρδία και ενεργεί την προσευχή, —είπε—, και δεν υποτάσσονται αυτοί σε
κανένα, ει μη στους τελείους εν Πνεύματι Άγίω, οίτινες έφθασαν το αμετεώριστο εν Χριστώ
Ιησού»..
Και αυτό λοιπόν λέγει ό Όσιος ούτος, επειδή ό ίδιος κατενόησε ταύτα εκ πείρας, ότι πρέπει να
έχομεν πάσα την σπουδή στην προσευχή, και λίγη επιμέλεια των ψαλμών δια την ακηδία, και να
απαγγέλλομαι τροπάρια κατανυκτικά άνευ μέλους κατά τους λόγους του Κλίμακος, ότι «δεν θα
μελωδήσουν οι τοιούτοι δηλαδή οι ησυχαστές ». «Διότι αρκεί σε αυτούς εις ευφροσύνη ό πόνος
της καρδίας, ό υπέρ ευσέβειας γινόμε¬νος», όπως λέγει ό άγιος Μάρκος, «και ή θέρμη του
Πνεύματος, ήτις δίδεται σε αυτούς προς χαρά και παρηγοριά». Διατάσσει δε να λέγουν το
Τρισάγιο εις πάσαν ψαλμωδία και το Αλληλούια πάντοτε, κατά την τάξιν των παλαιών πατέρων
Βαρσανουφίου και Διαδόχου και των λοιπών. «Και όταν ενίοτε —λέγει— καθορίζεις ως κανόνα
των εργασιών μίαν ώραν να προσευχηθείς, μίαν ώραν να ανάγνωσης, μίαν ωραν να ψάλεις και
ούτω να διέλθεις την ήμέραν, αυτό είναι καλόν, —λέγει—, κατά τον καιρόν και την δύναμη
εκάστου των αθλούντων». Και έθεσεν Εις την προαίρεσίν των είτε να φυλάττουν Τούτο, είτε να
τηρούν αδιάλειπτο συνέχεια, τουτέστιν πάντοτε να παραμένουν Εις το έργον του Θεού. Όταν δε
δια της Χάριτος του Θεού έλθει ή ήδύτης της προσευχής και ενεργήσει εν τη καρδία, προτάσσει
να επιδοθούμε αυτή τα μέγιστα. «Εάν βλέπεις, —λέγει—, ότι ή ευχή ενεργεί εν τη καρδία σου
και δεν παύει να κινείται, τότε μη άφήσης αυτήν ποτέ και μη άνοστης να ψάλεις, αν δεν σε
καταλείψει κατ' οικονομία. Διότι καταλιπών τον Θεον έσωθεν, επικαλείσαι Αυτόν έ¬ξωθεν, από
τα υψηλά προς τα χαμαιπετή παρεκκλίνων. Άλλα και σύγχυσιν προξενείς και ταράζεις τον νουν
από την γαλήνη του, διότι ή ησυχία επωνομάσθη με το όνομα της, επειδή την έχει κανείς εν
ειρήνη και γαλήνη, —ο δε Θεός είναι ειρήνη—, ανώτερος του θορύβου και της κραυγής». «οι δε
μη γνωρίζοντες την προσευχή, ή¬τις είναι αρετών πηγή, κατά τους λόγους του Κλίμακος ,
αρδεύουσα ταύτας ως τα φυτά της ψυχής, πρέπει να ψάλλουν πολύ και χωρίς μέτρον και
πάντοτε να ευρίσκονται εν ποικιλία πολλών και διαφόρων εργασιών. Άλλη μεν είναι ή πράξης
της ησυχίας, έτερα δε ή του κοινοβίου. Διότι παν μέτρον άριστον κατά τους σοφούς. Όθεν
ο¬φείλει λοιπόν ό ησυχαστής συμμέτρως να ψάλλει, καθώς είπον οι Πατέρες, ως επί το
πλείστον ασκούμενος εν τη προσευχή. Όταν όμως ραθυμήσει, τότε να ψάλει ή να α¬νάγνωση
τους πρακτικούς βίους των πατέρων. Διότι το πλοίων δεν έχει ανάγκην κόπων, όταν ό άνεμος
τείνει τα Ιστία και το μεταφέρει επί της θαλάσσης των παθών, άλλ' όταν σταθεί, τότε
μετακινείται με κώπας ή με ρυμουλκό πλοιάριο. Σε εκείνους, οίτινες φιλόνικος προβάλλουν τους
αγίους Πατέρας ή μερικούς από τους ενταύθα, ότι έκαμναν παννύχιον στάση και αδιάλειπτο
ψαλμωδία, διατάσσει να αποκριθούμε από την Γραφή ούτω• Δεν είναι τα πάντα των πάντων
τέλεια δια την έλλειψη του ζήλου και δια την εξασθενίσει της δυνάμεως, άλλα τα μεν μικρά
παρά τοις μεγάλοις δεν είναι παντελώς μικρά, τα δε μεγάλα παρά τοις μικροίς δεν είναι
παντελώς τέλεια, διότι όχι πάντες ήσαν πάντοτε πρακτικοί, ούτε πάντες βάδισαν τώρα ή
παλαιότερα τον ίδιον δρόμο ή τον κράτησαν μέχρι τέλους».

Περί δε των εν προκοπή όντων και φθασάντων εις τον φωτισμό είπεν «αυτοί δεν χρειάζονται να
λέγουν ψαλμούς, αλλά να έχουν σιωπή και αδιάλειπτο προσευχή και θεωρία, διότι αυτοί είναι
ηνωμένοι με τον Θεόν και δεν έχουν χρείαν να αποσπάσουν τον νουν των άπ' Αυτόν και να τον
εμβάλουν Εις σύγχυση. Διότι μοιχεύει ό νους των τοιούτων, όταν αποχωριστή από την μνήμην
του Θεού και κατασχεθεί υπό έρωτος δι' ευτελέστατα πράγματα». Ό δε άγιος Ισαάκ, γράφων
περί τούτων ύψιστα, εξηγεί ούτος•
« Όταν εις αυτούς επέλθει ή ανέκφραστος εκείνη χαρά, και ή προσευχή εκκοπή από τα χείλη,
τότε λοιπόν, —λέγει—, παύουν το στόμα και ή γλώσσα και ή καρδία, ό ταμιούχος των λογισμών,
και ό νους, ό κυβερνήτης των αισθήσεων και ή διάνοια, το ταχυπετές και αναιδές πτηνό. Και
προς τίποτε ή διάνοια δεν έχει προσευχή, ούτε κίνηση, ούτε αυτεξούσιων, αλλά καθοδηγείται
υπό την οδηγία ετέρας δυνάμεως, και δεν οδηγεί. Και κρατείται ύπ' αιχμαλωσία κατά την ώραν
εκείνη και διατρίβει εις τα ασύλληπτα πράγματα, ένθα δεν γνωρίζει». και ονομάζει τούτο
έκστασιν και θεωρία της προσευχής, και όχι προσευχή. Και ό νους δεν προσεύχεται την
προσευχή, άλλ' ευρίσκεται υπεράνω της προσευχής. Και κατά την εύρεση του κρείττονος
εγκαταλείπεται ή προσευχή και περιέρχεται εις έκστασιν και δεν έχει επιθυμία κανενός
πράγματος κατά τον λόγον του Αποστόλου, «είτε εν σώματι, ουκ οίδα, είτε εκτός του σώματος,
ουκ οίδα». Την μεν προσευχή ονόμασε σπόρον, ταύτην δε, δηλαδή την έκστασιν, άρση των
δραγμάτων, κατά την οποίαν ό θερίζων εκπλήττεται από την ανέκφραστο θέα, πώς εκ των
ελαχίστων και γυμνών κόκκων, τους οποίους έσπειρε, βλάστησαν έμπροσθεν του έξαφνα
τοιούτοι ανθηροί στάχυες.
«Προσευχή την ονομάζουν οι Πατέρες, επειδή έχει την αφορμή της από την προσευχή και εν
καιρώ προσευχής δίδεται Εις τους Αγίους αυτή ή ανέκφραστος δωρεά, και την επονομάζουν
όπως θέλουν, δια να στερεώσουν τους λογισμούς της ψυχής. Τα δε ονόματα της δεν γνωρίζει
κανείς ακριβώς. Όταν μεν ή ψυχή κινηθεί με την ενέργεια του Πνεύματος προς εκείνο το Θείον
και κατασταθεί όμοία προς την Θεότητα δια της ακατάληπτου ενώσεως και φωτιστή δια της
ακτίνας του υψηλού φωτός Εις τας κινήσεις της, και Όταν αξιωθεί ό νους να αισθανθεί την
μέλλουσα μακαριότητα, τότε λησμονεί και τον εαυτόν του και πάντα τα παρόντα και δεν έχει
πλέον κίνηση προς τίποτε». Και αλλαχού λέγει ότι «εν καιρώ προσευχής ό νους αρπάζεται άνευ
της θελήσεως Εις εννοίας των ασωμάτων, τα όποια δεν επετράπη να ερμηνεύσουν οι αισθήσεις.
Τότε εξάπτεται εντός σου εξαίφνης χαρά, ήτις κατασιγάζει την γλώσσα εις την ανόμοιο τρυφή
της. Βρύει από την καρδίαν πάντοτε κάποια ηδονή και προσελκύει τον ανθρωπον όλον εξ όλου.
Ανεπαισθήτως κατά καιρόν και καιρόν εμπίπτει εις όλον το σώμα κάποια τρυφή και αγαλλίασης,
όπως σαρκική γλώσσα δεν δύναται να τας εκφράσει, μέχρις ότου θεώρηση όλα τα γήινα ως
σποδόν και σκύβαλα εν τη μνήμη ταύτη». «Και Όταν επέλθει εις τον ανθρωπον, —λέγει—,
εκείνη ή τρυφή, ή οποία σφύζει εις όλον του το σώμα, τότε νομίζει εν εκείνη τη ώρα ότι δεν
είναι τίποτε άλλο ή Βασιλεία του Θεού, ή μη μόνον Τούτο».
Και πάλιν αλλαχού λέγει «Ό εύρων την εν Θεώ χαράν όχι μόνον δεν θα προσβλέψει εις τα
πάθη, άλλ' ούτε εις την ζωήν του δεν θα επιστρέψει. Ή αγάπη του Θεού είναι γλυκύτερα της
ζωής, και ή κατά Θεόν σύνεσης γλυκύτερα μέλιτος και κηρίου. Εξ αυτής δε τίκτεται ή αγάπη».
Άλλα ταύτα είναι άρρητα και ανεκλάλητα, όπως λέγει ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος• «Ποία
γλώσσα θα λαλήσει; ποίος δε νους θα ερμηνεύσει; ποίος λόγος θα το έκφραση; Διότι φρικτό, εν
αλήθεια φρικτό και υπέρ λόγον είναι το ότι βλέπω το φως, το όποιον δεν έχει ό κόσμος, εν
μέσω του κελιού μου, επί της κλίνης καθήμενος. Εντός μου βλέπω τον Ποιητήν του κόσμου, και
ομιλώ και φιλώ και τρώγω και τρέφομαι καλώς με μόνη την θεωρία Του. Και συνηνωμένος με
Αυτόν υπερβαίνω τους ουρανούς. Και τούτο γνωρίζω ακριβώς και αληθώς. Που όμως ευρίσκεται
τότε το σώμα, δεν γνωρίζω». Και ομιλών περί του Κυρίου είπεν «Αυτός με αγαπά, και εντός του
ιδίου του εαυτού Του με λαμβάνει, και εν αγκάλες με σκεπάζει. Εν ουρανώ ων, υπάρχει και εν
τη καρδία μου, εδώ και εκεί μου είναι ορατός».
Και πάλιν λέγει προς το πρόσωπον του Κυρίου• «Τούτο, Δέσποτα, με αναδεικνύει ίσον προς
τους αγγέλους, και με καθίστα ανώτερων εκείνων, διότι εις αυτούς είσαι αόρατος κατά την
ουσία, κατά δε την φύσιν απρόσιτος, εις έμέ όμως γίνεσαι πάντως ορατός, και με την φύσιν σου
μειγνύεται ή ουσία μου». ταύτα δε γράφων, εξηγεί «Οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και
επί καρδίαν σαρκική ουκ ανέβει». Και Εις ταύτα παραγενόμενος όχι μόνον δεν θέλει να εξέλθει
του κελιού, αλλά και να είναι κεκρυμμένος εντός λάκκου, εσκαμμένου υπό την γήν, «όπως, εκεί
διάγων, —λέγει—, έξω από όλον τον κόσμον, βλέπω τον άθανατον Δεσπότη μου και Κτίστη».
Και προς ταύτα συμφωνών λέγει ό άγιος Ισαάκ• «Όταν αρθεί το κάλυμμα των παθών από τους
οφθαλμούς της διανοίας του ανθρώπου και δη αυτός την δόξα εκείνη, ευθύς θα ανυψωθεί ή
διάνοια του εν εκπλήξει. Και εάν ό Θεός δεν είχε θέσει όριο εις τα τοιαύτα πράγματα κατά την
ζωήν ταύτην, πόσον αρμόζει να παραμείνει κανείς εις αυτά, —και όμως, ον επιτρέπετε στον
άνθρωπο να παραμείνει εις αυτά καθ' όλη την ζωή του, δεν θα ήθελε να εξέλθει εκείθεν από την
θαυμάσια θεωρία τούτων». Άλλ' ό Θεός πράττει τούτο δια το έλεος Του, το να ελάττωση κατά
καιρόν τας χάριτας από τους Αγίους, δια να χουν και εκείνοι την πρόνοια και μέριμνα περί των
αδελφών και την διακονίαν του λόγου, ήτις είναι παραίνεσης προς ευσέβεια, όπως λέγει ό άγιος
Μακάριος περί των εις τα μέτρα της τελειότητας φθασάντων «Θα ήθελε ό άνθρωπος ούτος όλος
να καταναλωθεί από την αγάπη και γλυκύτητα των θαυμάσιων εκείνων θεωριών». «Και εάν θα
είχε την Χάριν πάντοτε κατά τούτον τον ίδιον τρόπον, είπε, δεν θα ήτο δυνατόν να υποφέρει
την οικονομία και το βάρος του λόγου, ούτε να ακούσει ή να ειπεί κάτι από τα παρόντα, ή να
μεριμνήσει περί τούτων έστω το ελάχιστον».
Και ομίλησεν εν παραβολή περί των τελειωθέντων δια της Χάριτος, ότι «αναβαίνουν δώδεκα
βαθμίδας, ή Χάρις υποχωρεί, —λέγει—, και κατέβασα μίαν βαθμίδα, ίσταται ούτος ειπείν επί της
ενδέκατης. Και δια Τούτο το μέτρον της τελειότητας δεν κρατείται ύπ' αυτών, δια να έχουν
χρόνον να ασχολούνται και με τους αδελφούς και να προνοούν την διακονίαν του λόγου» .
Άλλα τι να είπωμεν περί εκείνων, οίτινες γεύθηκαν έτι εν τω θνητό τούτω σώματι της αθανάτου
τρυφής, και έτι εν τω ολιγοχρόνιο κόσμο τούτω αξιώθηκαν εν μέρει εκείνης της χαράς, ή οποία
απόκειται εν τη ουράνια πατρίδα; Αυτοί ούτε προσκολλώνται Εις τα καλά και τερπνά του κόσμου
τούτου, ούτε φοβούνται τα θλιβερά και δεινά, αλλά με τον Απόστολων παρρησιάζονται να
λέγουν «Ουδέν χωρίσει ημάς από της αγάπης του Θεού» και τα λοιπά.
Αυτό λοιπόν είναι, κατά τον λόγον του αγίου Ισαάκ, «έργον εκείνων, οι όποιοι έγιναν θεαταί και
λειτουργοί τούτου του πράγματος ή των υπό τοιούτων Πατέ¬ρων παιδευθέντων και
διδαχθέντων την αλήθεια από τα στόματα εκείνων και διαπερασάντων τον βίον των εις ταύτας
και τοιαύτας αναζητήσεις».

Ημείς όμως οι αχρείοι, υπαίτιοι όντες Εις πολλάς αμαρτίας και πλήρεις παθών, ένεκα τούτου δεν
είμεθα άξιοι ούτε καν να ακούσουμε τοιούτους λόγους. Αλλ' ελπίζω στην Χάριν του Θεού,
τόλμησα επί μέρους να αναφερθώ εις ταύτα τα άγια γραπτά των πνευματοφόρων λόγων, δια να
γνωρίσωμεν έστω εν ολίγο από ποία αθλιότητα συνεχόμεθα και σε ποια άνοια παραδιδόμεθα,
Όταν επιδιώκουμε την επικοινωνία και προκοπή του κόσμου τούτου και όταν αποκτούμε
πράγματα φθαρτά, και όταν εισερχόμεθα δια ταύτα σε περισπασμούς και διαμάχες και
προξενούμε ζημία στις ψυχές ημών. Και τούτο πράττοντας, νομίζουμε ότι αγαθοποιούμε και
λογιζόμεθα αυτό εις έπαινο του εαυτού μας.
Αλλά «ουαί εις ημάς, ότι δεν γνωρίζουμε τας ψυχάς ημών, ούτε εννοούμε, εις ποια πολιτεία
εκλήθημεν», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ, «και νομίζομε ότι ό βίος του κόσμου τούτου ή αι θλίψεις
του ή αι αναπαύσεις του είναι κάτι»• Και από την οκνηρία και κοσμοφιλία και αμέλεια ημών
λέγομε ότι ταύτα άρμοσαν στους παλαιούς Πατέρας. Εις ημάς όμως αυτά δεν είναι αναγκαία,
ούτε είναι δυνατά. Άλλα δεν έχει ούτω το πράγμα, δεν έχει! Αδύνατα είναι μεν Εις εκείνους, οι
όποιοι αυτοπροαιρέτως ρίπτουν τον εαυτόν των Εις τα πάθη και δεν θέλουν να μετανοήσουν
αληθώς και με σπουδή να καταγίνονται Εις το έργον του Θεού και οι όποιοι αγαπούν τας
ανωφελείς μεριμνάς του κόσμου τούτου. Πάντας δε τους θερμώς μετανοούντα ελεεί ό Κύριος,
και ευεργετεί και δοξάζει τους μετά πολλής αγάπης και φόβου ζητούντα Αυτόν και προς Αυτόν
μόνον αποβλέποντας και ποιούντα τας εντολάς Του.
Ούτω μας πληροφορεί όλη ή Θεία Γραφή. Διότι πολλοί παλαιοί Πατέρες ήσαν εργάται και
διδάσκαλοι τούτων, και ό ένας οικοδόμησε και ενδυνάμωσε τον άλλον. Τώρα όμως, Αφ' ου
σπάνισαν οι τοιούτοι, αν θέληση κανείς με σπουδή να επιδοθεί στο έργον του Θεού, τον
παιδαγωγεί κυρίως ή Χάρις και τον βοηθεί από του νυν και έως του αιώνος.
Όσοι όμως δεν έχουν προαίρεσιν να αγωνισθούν και οδηγούν και άλλους Εις αμέλεια και
απελπισία και λέγουν, ότι τώρα υπό του Θεού δεν χορηγούνται αι δωρεαί των παλαιών
χαρισμάτων, αυτούς ονομάζει πλανωμένους και πλανώντας τους άλλους. Άλλα μερικοί δεν
θέλουν ούτε να ακούσουν ότι υπάρχει. Χάρις Εις τον παρόντα καιρόν. «Ούτοι είναι από την
πολλή αναισθησία και αφροσύνη και ολιγοπιστία σκοτισμένοι», λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης.
Ημείς όμως έγνωρίσαμεν ταύτα πάντα από τας Αγίας Γραφάς, και εάν θέλουμε να έχουμε
αληθινή επιμέλεια δια το έργον του Θεού, απομακρυνόμεθα πρώτον όσον δυνατόν από την
ματαιότητα του κόσμου τούτου και αγωνιζόμεθα να μειώσουμε τα πάθη, τουτέστιν να τηρούμε
την καρδίαν από τους πονηρούς λογισμούς. Και εν τούτω να εκτελούμε τας εντολάς. Και με την
φυλακήν της καρδίας να έχομεν πάντοτε την ευχή. «Ούτος λοιπόν είναι ό πρώτος βαθμός της
μοναχικής ηλικίας, και κατ' άλλον τρόπον είναι αδύνατον να μειωθούν τα πάθη», λέγει ό
Συμεών ό Νέος Θεολόγος. Και μάλιστα κατά τας νύκτας αρμόζει να καταγινώμεθα με σπουδή εις
την εργασία ταύτην, είπον οι Πατέρες.
Όθεν λέγει ό μακάριος Φιλόθεος ό Σιναΐτης ότι «κατά τας νύκτας μάλλον πρέπει να καθαριστή ό
νους». Και ό άγιος Ισαάκ λέγει «Έκαστη προσευχή, την οποίαν προσφέρεις κατά την νύκτα, να
είναι εν τοις οφθαλμοίς σου τιμιότερα πασών των πράξεων της ημέρας. Διότι ή ήδύτης, ήτις
δίδεται εις τους ασκητές κατά την ήμέραν, πηγάζει από το φως της νυκτερινής εργασίας».
Και οι λοιποί Άγιοι συμφωνούν ως προς αυτό. Δια Τούτο ό της Κλίμακος λέγει «κατά την νύκτα
δίδε το περισσότερο εις την προσευχή, το δε ολιγότερων εις την ψαλμωδία». Και αλλαχού λέγει
«Αποκαμών ό εργάτης, αναστάς θα προσευχηθεί».
Ούτω πρέπει και ημείς να πράξουμε, Όταν ό νους κοπιάσει εν τη προσευχή, να τον αφήσουμε
λίγο στην ψαλμωδία, την οποίαν έχει κανείς ως κανόνα, είτε ψαλμούς, είτε ορισμένα τροπάρια,
είτε κάτι άλλο. «Ή μεν πολυλογία πολλάκις διασκόρπισε τον νουν εν τη προσευχή ή δε
ολιγολογία πολλάκις συνήγαγε αυτόν», λέγει ό ίδιος ό Ιωάννης της Κλίμακος. Κατά τον
διασκορπισμών των λογισμών πρέπει να επιδοθεί κανείς περισσότερο Εις την ανάγνωση, όπως
λέγει ό Ισαάκ «Εν καιρώ κατά τον όποιον ή διάνοια σου είναι διασκορπισμένη, περισσότερο να
επιδοθείς στην ανάγνωση παρά στην προσευχή». Ή εις το εργόχειρο, όπως ό άγγελος παρέδωσε
στον Μέγα Αντώνιο. Διότι Εις τους αρχαρίους κατά την επιδρομή μεν των λογισμών το
εργόχειρο με την ευχή ή κάποια διακονία είναι λίαν ωφέλιμα, είπον οι Πατέρες, μάλιστα δε εν
καιρώ θλίψεως και ακηδίας των λογισμών αυτά είναι χρήσιμα.
Ό δε μακάριος Ησύχιος ό Ιεροσολυμίτης ορίζει Εις την νοερά εργασία ταύτην τεσσάρας τρόπους
«'Ή το να παρατηρήσει κανείς τις προσβολές, η το να έχει κανείς την καρδία βαθέως σιωπώσα
από παντός λογισμού και να εύχεται, ή το να επικαλείται κανείς τον Κύριον Ιησού Χριστόν σε
βοήθεια, ή το να έχει κανείς μνήμη θανάτου. Αυτοί πάντες οι τρόποι εμποδίζουν τας πονηράς
εννοίας». Και εν οποιοδήποτε τούτων αν ευρέθη κανείς, ταύτα πάντα λέγονται νίψις, δηλαδή
νοερά εργασία.
Αφ' ου ταύτα πάντα είδαμε, ας αθλήση έκαστος ημών κατά την αρμόζουσα σε αυτόν τάξιν.

ΛΟΓΟΣ Γ'
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί τον πώς και δια ποίου μέσου πρέπει να ενισχυθούμε κατά την απειλή των πολέμων του
νοητού αγώνος.

Αυτή είναι ή ενίσχυσης στον πόλεμο του αγώνος ημών, περί της οποίας γίνεται λόγος σε όλες
τις Γραφές, το να μη ολιγοψυχήσομε, μήτε να ακηδιάσουμε όταν πολεμούμεθα δεινώς από
πονηρούς λογισμούς, μήτε να παύσουμε να τρέχουμε τον δρόμο εν τω σταδίω.
Και αυτή μεν είναι ή δολιότητα της κακίας του διαβόλου, το να μας βάλει σε ντροπή δια τις
ήττες υπό των αισχρών λογισμών, ώστε να αισχυνθούμε να αναβλέψουμε δια της μετανοίας
προς το Θεό και να προσευχηθούμε εναντίον των. Αλλά δια της συνεχούς μετανοίας και
αδιάλειπτου προσευχής νικούμε αυτούς και δεν δίδομε τον νότων στους εχθρούς, —αν και
λαμβάνουμε παρ' αυτών χιλίας πληγάς καθ' έκαστη ημέρα—, και αποφασίζομε μέχρις ότου
αποθάνουμε να μη αποστατήσουμε επ' ουδενί λόγω από την ζωηφόρον εργασία ταύτην.
Διότι μετά τούτων γίνεται εις ημάς τους εμπαθείς και αδυνάτους κρυφίως ή επίσκεψις του θείου
ελέους, επειδή όχι μόνον εις ημάς, αλλά και εις τους εν τη υψηλή τάξει της καθαρότητας
ισταμένους και εις τους εν βίω αξίων επαίνων «εντός της πολιτείας της ησυχίας υπό τον
βραχίονα της γνώσεως του Θεού διάγοντας συμβαίνουν νοερές πτώσεις και μετά ταύτας ειρήνη
και παρηγοριά και λογισμοί σωφροσύνης και πραότητας», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ.
Διότι όταν ένας άνθρωπος άχρηστος και ανελλιπώς από την αγυμνασία του κεντριζόμενος και
καταρριπτόμενος, και εν παντί καιρώ εν αδυναμία τελών, αρπάζει την σημαία εκ των χειρών της
στρατιάς των υιών των γιγάντων, τότε το όνομα του εξαίρεται και επαινείται πλέον του
ονόματος των άθλούντων και γνωριζομένων εν ταίς νίκες, και αυτός λαμβάνει στέφανον και
δώρα πολυτιμότερα πάντων των εταίρων του. Και τούτο μας δεικνύουν σαφώς οι άγιοι και
αφαιρούν την αμφιβολία από την διάνοια ημών, δια να μη εκλυθούμε κατά τον νου στον νοερό
πόλεμο, και εν καιρώ ταραχής από τις επιθέσεις των αισχρών λογισμών, και να μη αποκλίνουμε
σε απόγνωση. Και πάλιν, όταν γίνει ή επίσκεψις της Χάριτος, να μη αμεριμνήσης, μήτε να
επαρθείς, άλλ' εξομολογήσου εις τον Θεόν και ευχαρίστησαν Αυτόν και πρόσπεσαν εις Αυτόν επί
τη μνήμη των αμαρτημάτων σου, τα οποία σου συνέβησαν εν τω καιρώ της παραχωρήσεως.
Που κατέβεις τότε και πώς απέκτησες νουν κτηνώδη; Και μνημόνευσαν της αθλιότητας της
φύσεως σου και διάκριναν τους ακάθαρτους λογισμούς και τα άσχημα είδωλα, τα οποία
ανυψώθηκαν στην διάνοια σου εν καιρώ χειμώνας και εν ώρα συγχύσεως και αταξίας των
λογισμών, οίτινες εν τη αβλεψία της αμαυρώσεως επανέστησαν προ ολίγου εναντίον σου.
Πόσον ταχέως εξέκλινας προς τα πάθη και συνομίλησες με αυτά εν τη σκοτώσει του νοός! Και
ταύτα ενθυμούμενος, μετανόησον και μέμψου τον εαυτόν σου! Κατανόησον, ότι ταύτα πάντα ή
Θεία Πρόνοια επάγει εις ημάς δια να ταπεινωθώμεν.
Διότι ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης λέγει «Εάν ό άνθρωπος δεν εγκαταλειφθεί και δεν νικηθεί και δεν
κυριευθεί και δεν καταδουλωθεί υπό παντός πάθους, νικώμενος κατά τον λογισμό και κατά το
πνεύμα και μη εύρίσκων βοήθεια ούτε εκ των έργων, ή εκ του Θεού, ή εκ τίνος άλλου δια
παντός, ώστε παρ' ολίγον λοιπόν να έλθει εις απελπισία, καταδυναστευόμενος κατά πάντα, δεν
δύναται να συντριβή και να έχει τον εαυτόν του υποκάτω πάντων και έσχατον δούλον πάντων
και χειρότερο ακόμη των ιδίων των δαιμόνων, ως όλοτελώς ύπ' αυτών τυραννούμενος και
νικώμενος. Και αυτή είναι ή της προνοίας οικονομική και παιδευτική ταπείνωσης.
Δι' αυτής δίδεται παρά του Θεού ή δευτέρα και υψηλή, ήτις είναι θεία δύναμις, ή ενεργούσα και
επιτελούσα τα πάντα. Δι' αυτής βλέπει τον εαυτόν του πάντοτε ως όργανον ταύτης και δι' αυτής
εργάζεται τα θαυμάσια του Θεού». Πρόσεχε δε τούτο μετά φόβου εάν δεν ταπείνωσης το
φρόνημα σου, ή Χάρις θα σε εγκατάλειψη, και θα πέσεις τελείως εις εκείνα τα πράγματα, εις τα
οποία πειράζεσαι τώρα μόνο με τους λογισμούς. Διότι το να σταθείς εν αρετές δεν είναι δικό σου
κατόρθωμα, αλλά ή Χάρις είναι εκείνη, ή οποία σε βαστάζει επί της παλάμης των χειρών της και
σε φυλάσσει από πάντα τα εναντία. Πρέπει όμως να προσέχουμε ακριβώς να μη δημιουργηθεί
διόλου εκ μέρους ημών αιτία να ενδυναμωθούν εναντίον ημών οι πονηροί λογισμοί, επειδή δεν
βαδίζομε ορθώς την οδόν του Θεού, αλλά κατά τρόπον διεφθαρμένο και απρόσεκτο.
Πρέπει λοιπόν κατά δύναμιν να διάγει πολιτεία σύμφωνων προς πάσας τας Θείας Γραφάς εν
κεφαλαίο με πολλή προθυμία και σπουδή και πάντα να πράττει με ευσέβεια και ταπείνωση
εκείνος, όστις θέλει να παραδοθεί , εις την αγάπη του Θεού και αληθώς να σωθεί, και χωρίς
ακηδία και με επιμέλεια να επιτελή πάντοτε το έργον του Κυρίου.

ΛΟΓΟΣ Δ'
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί του κεφαλαίου πάσης εργασίας εν τη πολιτεία ημών.

Το κεφάλαιο εν τη πολιτεία ημών είναι τούτο• να παραμένουμε πάντοτε και εν πάσι και εν παντί
επιτηδεύματι με ψυχή και σώμα, με λόγο και έργο και διάνοια κατά δύναμη εν τω έργω του
Θεού.
Διότι «όπως ζήσαμε πρώτον εν τω κοσμώ, εν τη ματαιότητα του, και κατά δουλωθήκαμε με όλο
τον νου και τις αισθήσεις στην απάτη της αμαρτίας, —λέγει ο μακάριος Φιλόθεος—, ούτω πάλιν
πρέπει προσελθόντες εις τον κατά Θεόν βίο να δουλεύσουμε με όλον τον νουν και τας αισθήσεις
εις τον ζώντα και αληθινό Θεόν και εις την δικαιοσύνη και το θέλημα του Θεού» και να
πράττομε τας αγίας εντολές Του, και να απέχουμε παντοιοτρόπως από πάντα τα μη αρεστά εις
τον Θεό κατά την Γραφή, την λέγουσα «Προς πάσας τας εντολάς σου κατωρθούμην, πάσαν
οδόν αδικίας εμίσησα».
Και εξ ύπνου ανάστατες πρέπει πρώτον μεν να δοξολογούμε τον Θεόν, έπειτα δε να
εξομολογούμεθα σε αυτόν. Μετά ταύτα, ακολουθούν οι εξής: εργασία, προσευχή, ψαλμωδία,
ανάγνωσης, εργόχειρο και οποιαδήποτε άλλη εργασία.
Πάντοτε δε πρέπει να έχω μεν τον νουν εν πολλή ευλάβεια και ελπίδι Θεού κρεμάμενο και
πάντα οφείλομε να πράττωμεν προς ευαρέσκειά Του, και όχι δια την κενοδοξία, ούτε δια την
ανθρωπαρέσκεια, γνωρίζοντας σαφώς, ότι πάντοτε είναι μεθ' ημών ό πανταχού παρών και τα
πάντα πληρών.
Διότι «O φυτεύσας το ους ακούει πάντα, και ό πλάσας τον οφθαλμόν βλέπει πανταχού».
Και αν τύχη συνομιλία, πρέπει να επιτελούμε και ταύτα κατά Θεόν, φυλατούμενοι από γογγυσμό
και κατάκριση και αργολογία και φιλονικία.
Επίσης και στην τροφή και πόσι: και ταύτα μετά φόβου Θεού.
Εν καιρώ ύπνου δε προ παντός πρέπει να διάγουμε ευλαβώς, έσωθεν νοερός, έξωθεν δε εις όλα
τα μέλη καλώς συνεσταλμένοι. Διότι ό ολιγοχρόνιος ύπνος ούτος είναι τύπος του αιωνίου
ύπνου, δηλαδή του θανάτου, και την επί της κοίτης κατάκλιση πρέπει να λογιζόμεθα ως
κατάθεση στον τάφο.
Και εις πάντα ταύτα πρέπει να έχομεν τον Θεόν προ οφθαλμών, κατά το ρητό του Δαυίδ•
«Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ».
Όστις λοιπόν πράττει ούτος, είναι πάντοτε εν προσευχή.
Και αν κανείς έχει σώμα υγιές, πρέπει να το δαμάσει με νηστεία και αγρυπνία και έργα κοπιώδη.
Εάν αρμόζει να επιτελούμε τας μετανοίας και το εργόχειρο με κόπο, ό λόγος είναι δια να
δουλωθεί το σώμα εις την ψυχήν και να ελευθερωθεί Χάριτι Χριστού από τα πάθη.
Εάν όμως το σώμα είναι αδύνατον, οφείλομε να το τρέφουμε κατά την δύναμίν του. Πάντοτε
πρέπει να μη αμελούμε την προσευχή, είτε υγιαίνοντας, είτε ασθενούντες, ακόμη και εις την
αναγκαία χρείαν πρέπει ό νους κρυφίως να μελετά. Και με φόβον πρέπει να επιτελούμε και
τούτο. Ή μεν σωματική εργασία ζητείται εκ μέρους των υγιών και ισχυρών κατά το σώμα
αναλόγως με την δύναμίν ενός εκάστου• ή δε νοερά, δηλαδή το να τηρεί κανείς τον νουν εν
ευλάβεια και eλπίδι Θεού και να παραμένει εν τη αγάπη Του, είναι κοινό χρέος πάντων, ακόμη
και εν μεγάλη νόσο.
Ωσαύτως και προς τους πλησίον ημών οφείλομε να έχομεν αγάπη κατά την εντολή του Κυρίου.
Και αν αυτοί ευρεθούν εγγύς ημών, πρέπει να δείξομε ταύτην με λόγον και έργον, εάν
δυνάμεθα και να φυλάξομε και την αγάπη του Θεού. Αν όμως ευρίσκονται μακράν ημών, πρέπει
με αγάπη νοερός να συνδεθούμε με εκείνους και να εκδιώξομε από τας καρδίας ημών πάσαν
μνησικακία, την οποίαν έχομεν εναντίον των, και με ταπείνωση να υποτάξομε εις αυτούς την
ψυχήν ημών και με την καλήν προαίρεσιν να είμεθα ευάρεστοι εις αυτούς . Όταν δε ό Κύριος
ιδεί ότι είμεθα τοιούτοι, τότε θα συγχωρήσει και τα ημέτερα αμαρτήματα, και θα δεχθεί τας
προσευχάς ημών ως δώρο καλόν και θα μας δώσει πλούσια τα ελέη Αυτού.

Αναπαράστασης των προηγουμένων και αφήγησης των μετά ταύτα Χάριτι Θεού είπωμεν εκ των
Αγίων Γραφών εν ολίγοις περί της νοεράς εργασίας και περί των εν αύτη διαφορών των
εναντίον ημών πολέμων του εχθρού και περί της πάλης ημών κατά τούτων.
Και ότι αρίστη πάλη είναι το να έχομεν την καρδίαν εις την προσευχή χωρίς λογισμούς. Και
μίλησα λοιπόν περί της ενεργείας τούτων. Και εις ταύτα είχον την παρρησία επί μέρους να
επισημάνομε κατά τας Αγίας Γραφάς, ποίας Χάριτος αξιώνονται οι εργάται τούτων, αν και είμαι
ανάξιος ούτε καν να άπτομαι των τοιούτων. Και ακόμη είπωμεν με ποίον τρόπον να ενδυναμωτή
ό κοπιών εις αυτά και πώς να διέλθει εν γένει τον βίον του ό επιδιδόμενος με σπουδή εις ταύτην
την αρίστην και πρώτιστη πάλη της μεγάλης νίκης, τουτέστιν της ησυχίας του νοός και της
αληθινής προσευχής.
Έπειτα, μετά ταύτα, Θεού συνετίζοντας, θα μιλήσομε και περί των λοιπών τρόπων της νίκης εις
τους διαφόρους πολέμους.

ΛΟΓΟΣ Ε'
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί της διαφοράς της πάλης και της νίκης ημών κατά των οκτώ πρωταρχικών
εμπαθών λογισμών και των λοιπών.

Οι διάφοροι τρόποι πάλης, με τους οποίους πρέπει να στήσουμε την νίκη κατά των πονηρών
λογισμών αναλόγως με το μέτρον εκάστου αγωνιζομένου, λέγουν οι Πατέρες, είναι οι εξής: το
να προσευχηθεί κανείς κατά των λογισμών και το να αντιλογήσει προς αυτούς, και το να
εξουθένωση αυτούς και να αποδιώξει αυτούς. Και το μεν να εξουθένωση και να αποδιώξει
αυτούς είναι των τελείων, αλλά και το να μιλήσει κανείς εναντίον των, και τούτο είναι των
προκοψάντων. Των δε αρχαρίων και των αδυνάτων είναι το να προσευχηθούν εναντίον των και
να επιφέρουν καλούς λογισμούς κατά των πονηρών, επειδή ό άγιος Ισαάκ διατάσσει• «με το
σχήμα των αρετών εις τον νουν να υποκλέψουμε τα πάθη». Και ό Πέτρος ό Δαμασκηνός λέγει•
«την αγαθή προσβολή των λογισμών να έχομεν εργασία τετελεσμένη». Και άλλοι Πατέρες είπον
ούτος. Όθεν και ημείς όταν καταδυναστευώμεθα υπό των λογισμών και δεν δυνάμεθα να
προσευχηθούμε εν ταπεινώσει και εσωτερική γαλήνη, πρέπει να προσευχηθούμε εναντίον των
και να μεταβάλομε αυτούς εις ωφελίμους. Πώς δε να προσευχηθούμε και να τους μεταβάλομε
εις ωφελίμους, και περί τούτου θα παραθέσουμε τας Αγίας Γραφάς. Διότι «οκτώ λογισμοί είναι
περιεκτικοί, —είπον οί Πατέρες— και εξ αυτού γεννώνται και οι λοιποί πολλοί λογισμοί•
1. της γαστριμαργίας.
2. της πορνείας
3. της φιλαργυρίας
4. της οργής
5. της λύπης.
6. της ακηδίας.
7. της κενοδοξίας.
8. της υπερηφάνειας.
Και ως πρώτον πάντων έθεσε λοιπόν την γαστριμαργία. Και ημείς πρώτον θα ομιλήσουμε περί
ταύτης, δια να μη παρέλθομε την τάξιν των σοφών ημείς οί άφρονες, άλλ' ακολουθούμε στους
λόγους των αγίων Πατέρων πράττομε αυτό.

Ι) Πρώτος λογισμός ό της γαστριμαργίας.


Όταν μας ενοχλεί ό λογισμός της γαστριμαργίας, υπενθυμίζοντας διάφορα ευχάριστα και
πολυτελή φαγητά, δια να φάγουμε εκτός ανάγκης και εν μη καιρώ και υπέρ μέτρον, τότε πρέπει
προ πάντων να μνημονεύσουμε των υπό του Κυρίου ρηθέντων λόγων «Μη ποτέ βαρηθώσιν
υμών αι καρδίαι εν αδηφαγία και μέθη». Και Αυτόν τον Κύριον παρακαλούντες και εις βοήθεια
επικαλούμενοι, οφείλομε να συλλογισθούμε το υπό των Πατέρων λεχθέν, ότι «το πάθος τούτο
είναι δια τους μοναχούς ρίζα παντός κάκου, μάλιστα δε της πορνείας». Και ε στην αρ¬χήν του
βίου του ανθρωπίνου γένους έγινε απ' αυτό ή παράβαση του προπάτορος ημών και πρώτου
ανθρώπου Αδάμ. Διότι ψαύσας την μη επιτετραμμένη βρώσιν, εξέπεσε του παραδείσου και
επέφερε σε όλον το ανθρώπινο γένος τον θάνατον, καθώς είναι γεγραμμένο «ωραίος κατά την
όψιν και καλός εις βρώσιν ήτο ό έμέ θανατώσας καρπός». Έκτοτε δε και μέχρι σήμερον πολλοί
υποταχθέντες στην κοιλίαν έπεσον την μεγάλη πτώση όπως διηγείται ή Αγία Γραφή• «Μάθε δε,
ότι ή ηδύτης και η ευωδιά των τροφών μετά από λίγο θα μεταβληθούν σε δυσωδία και κόπρο
και δεν θα έχουν τίποτα το ωφέλιμο.» Λέγει ο αββας ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ.
Και αυτό κατενόησε μέμψου, τον εαυτό σου ότι επιθυμείς εκείνα τα οποία από ηδύτητα και
ευωδιά ταχέως μεταβάλλονται εις ταύτην δυσωδία. Και ούτω νικήσαν τα πάθος μεταλαμβάνων
τροφής εν μέτρο και εν καιρώ κατάλληλο.

α) Περί του μέτρου της τροφής.


Τοιούτον δε είναι το μέτρον της τροφής, είπον οι Πατέρες, όταν καθορίσει κανείς, πόσον τρώγει
την ήμέραν, και αν καταλάβει ότι είναι πολύ και επιβαρύνει αυτόν, τότε ευθύς θα αφαίρεση απ'
αυτό. Όταν όμως δη ότι είναι ολίγον και δεν δύναται με αυτό να διευθέτηση το σώμα του, τότε
ευθύς θα πρόσθεση λίγο και ούτος, αφ' ου δοκίμασε καλώς, καθορίζει τόσο, όσον δύναται να
στερεώσει την δύναμη του σώματος του, όχι δια την ηδονή, άλλα δια την χρείαν του, και ούτω
προσλαμβάνει την τροφή, ευχάριστων τω Θεώ. Να κατακρίνει δε τον εαυ¬όν του, ότι είναι
ανάξιος και αυτής της μικρής παρακλήσεως. Πάσαι δε οι φύσεις να περιληφθούν υπό ένα
κανόνα είναι αδύνατον, διότι τα σώματα έχουν μεγάλην διαφορά ως προς την δύναμίν τους,
όπως και ό χαλκός και ό σίδηρος διαφέρουν από το κηρίον. Εν κεφαλαίο το μεν μέτρον των
αρχαρίων είναι να τελειώσουν ολίγον πεινώντας. όταν κανείς λαβή μέχρι κόρου, και τούτο είναι
αναμάρτητο. όταν όμως χόρταση κανείς κάποτε ολίγον υπέρ το δέον, αυτός να μεμφθεί τον
εαυτόν του. Και τοιουτοτρόπως εξ αιτίας των πτώσεων εγείρει την νίκη.

β) Περί του καιρόν της τροφής.


Περί του χρόνου της καθυστερήσεως του φαγητού είπον οί Πατέρες, ότι πρέπει να νηστεύει
κανείς μέχρι της ενάτης ώρας. Αν θέληση κανείς να αφήσει περισσότερο χρόνο, αυτό είναι στην
προαίρεσίν του. Εν κεφαλαίο όμως νομοθέτησαν ότι όταν κλίνη ή ήμερα και δύο ώρας αφ' ου ό
ήλιος διήλθε την μεσημβρία, τότε είναι ή ενάτη ώρα κατά τον καιρόν της εαρινής και
φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή κατά το θέρος και κατά τον χειμώνα εις τας βορείους χώρας ή
ήμερα και ή νύχτα αυξάνονται και σμικρύνονται κατά πολλάς ώρας, όχι όπως στα μεσόγεια, —
στην Παλαιστίνη ή στην Κωνσταντινούπολη—, δια τούτο πρέπει να ρυθμίζουμε την ώραν του
φαγητού κατά τον καιρόν, όπως είναι πρέπον. Κατά τας μη νηστευσίμους ημέρας αρμόζει να
συντομεύσομε την αναμονή της ώρας του φαγητού και, εάν χρειασθεί, εν καιρώ του δείπνου να
γευθούμε λίγη τροφή.

γ) Περί διαφοράς των τροφών.


Περί δε της διαφοράς των τροφών πρέπει να γνωρίσωμεν ότι δέον από πάντα τα ευρισκόμενα
ηδέα φαγητά να λαμβάνομαι λίγο. «Αύτη είναι ή διάκριση των φρονίμων—, λέγει ό Γρηγόριος ό
Σιναΐτης, —και δεν πρέπει τα μεν να εκλέξομε, τα δε να αποβάλλομαι, δια να ευχαριστείται και ό
Θεός και να κατορθωθεί ή μη έπαρσης της ψυχής. Διότι τοιουτοτρόπως αποφεύγομε τον τύφο
και δεν βδελυσσόμεθα τα αγαθά κτίσματα του Θεού. εις δε τους ασθενούντες κατά την πίστιν ή
κατά την ψυχήν ή αποχή από τα εδέσματα είναι ωφέλιμος, επειδή δεν πιστεύουν —λέγει— ότι
φυλάσσονται υπό του Θεού. εις τούτους ό Απόστολος κέλευσε να τρώγουν λάχανα». Εάν κανείς
βλάπτεται από κάποιο φαγητό, είτε λόγω αρρώστιας τινός, είτε εξ αιτίας της φύσεως, δεν πρέπει
να βιάση τον εαυτόν του στην μετάληψη τούτου, αλλά να λαβή ότι ωφελεί αυτόν, διότι ό Μέγας
Βασίλειος λέγει, ότι «δεν αρμόζει με τις τροφές μεν να ενισχύομε το σώμα, με αυτές δε πάλιν να
το πολεμούμε».

δ) Περί διαφοράς των σωμάτων.


Όστις έχει σώμα υγιές και ισχυρό, πρέπει να το κοπιάσει κατά το δυνατόν, δια να ελευθερωθεί
από τα πάθη και Χάριτι Χριστού να δουλωθεί εις την ψυχήν. Όστις έχει σώμα αδύνατον και
ασθενές, πρέπει ολίγον να το αναπαύσει, δια να μη εκπέσει μέχρι τέλους. Ό αθλητής πρέπει να
βρίσκεται σε ένδεια, μη χορταζόμενος δίδει στο σώμα την χρείαν μόνο κατ' ολίγον, όσον το
φαγητό, τόσο και στο ποτό. Μάλιστα 'δέ εν καιρώ σωματικού πολέμου του εχθρού οφείλομε να
κάνουμε εγκράτεια. Διότι πολλοί, οι οποίοι δεν κράτησαν τής γαστρός, έπεσον εις πάθη ατιμίας
και εις τον ανεκλάλητο βόθρο της ασέλγειας. εις δε τον εν τη ευταξία της εγκράτειας της κοιλίας
τελούντα γίνεται ή είσοδος όλων των αρετών καθολικώς. Όθεν λέγει ό Μέγας Βασίλειος-«Εάν
κρατήσεις της κοιλίας, θα εισέλθεις εις τον παράδεισο. Εάν όμως δεν κρατήσεις, έγινες
κατανάλωμα του θανάτου. Όταν κανείς δια τον κόπο της οδοιπορίας ή λόγω άλλου τίνος
βαρύτατου έργου συγκαταβή ολίγον προς το σώμα και πρόσθεση ολίγον προς την συνήθη
χρείαν, αυτό δεν είναι επιμεμπτό και εις την τροφή και εις την πόσιν και εις πάσαν ανάπαυσιν,
έφ' όσον πράξη τούτο με διάκρισιν κατά την δύναμίν του».

2) Δεύτερος λογισμός ό της πορνείας.


Μέγας είναι ό άγων ημών κατά του πνεύματος της πορνείας, και λίαν οξύς, διότι έχει διπλούν
πόλεμο, εις την ψυχήν και εις το σώμα. Όθεν πρέπει πάντοτε να έχομε πολλή προθυμία
εγρηγόρως και νηφάλιος να φυλάγουμε την καρδίαν ημών από πάντα λογισμό, μάλιστα δε κατά
τας αγίας συνάξεις, όταν θέλομε να μεταλάβομε των ηγιασμένων Δώρων. Διότι τότε ο εχθρός
ε¬πιδιώκει παντοιοτρόπως να μολύνει την συνείδηση ημών. Και όταν οι λογισμοί ούτοι μας
προσβάλλουν, τότε πρέπει να έχομεν φόβον Θεού και να ενθυμηθούμε ότι τίποτε δεν δύναται
να κρυφτεί από τον Θεόν, ακόμη και μέχρι του ψιλού διαλογισμού της καρδίας, και ότι πάντων
του των δικαστής και εξεταστής είναι ό Κύριος. Πρέπει δε να μνημονεύσομε και της υποσχέσεως
ημών, την όποια ομολογήσαμε ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, ότι θα παραμείνουμε εν
σωφροσύνη και αγνεία. Σωφροσύνη δε και αγνεία δεν είναι μόνον ο εξωτερικός βίος, άλλ' ό
απόκρυφος της καρδίας άνθρωπος, όταν παραμένει καθαρός αφού τους ρυπαρούς λογισμούς.
τούτο είναι πολύτιμο και προσφιλές στο Θεόν. «Ό δε εκ προαιρέσεως συνδυαζόμενος επί πολύ
με τον λογισμό της πορνείας και μολύνω των εαυτόν του, αυτός πορνεύει εν τη καρδία του»,
είπον οί Πατέρες. Συμβαίνει δε ίσως και να προχωρήσει κανείς και στην πράξη, και όταν φθάσει
στην πράξει, τότε πρέπει να εννοήσωμεν, ποία συμφορά μας αναμένει μετά την εκτέλεση του
πράγματος, ότι περί ουδενός άλλου αμαρτήματος οί Πατέρες δεν μίλησαν όπως περί του
αμαρτήματος τούτου. Διότι πτώση το ονόμασαν, επειδή καθιστά τον πεσόντα απαρρησίαστο και
τον ωθεί στην απόγνωση. Ωφέλιμο είναι, νομίζω, εν καιρώ πολέμου της πορνείας να
διαλογιστούμε εντός του εαυτού μας, εις ποίον σχήμα και ποια τάξιν ευρισκόμεθα, ότι
περιπατούμε στο αγγελικό σχήμα, και πώς δυνάμεθα να καταπατήσουμε την συνείδηση ημών
και να ονειδίσουμε τούτο το άγιον σχήμα με αυτό το βδέλυγμα. Ομοίως δε πρέπει να
ενθυμηθούμε την αισχύνη και ντροπή εκ μέρους των ανθρώπων, δια να δυνηθούμε ίσως και με
αυτό να απορρίψούμε τον άπρεπη λογισμό τούτον. Διότι εάν θα εβλεπόμεθα εις την ασελγεία
ταύτην ύπο των ανθρώπων, δεν θα προετιμώμεν μάλλον να αποθάνωμεν παρά να ευρεθώμεν
εις την αισχύνη ταύτην; Και ούτως είναι παντοιοτρόπως δυνατό με σπουδή να εκκόψη κανείς
τον λογισμό τούτον. Δυνάμεθα δε να έχουμε πάντοτε ταύτην την μεγάλην και φοβερά νίκη
εναντίων των, όταν προσευχώμεθα επιμελώς προς τον Θεό όπως διδάσκουν οί άγιοι Πατέρες. Ό
μεν Μάξιμος ο Ομολογητής λαβών εκ των υπό του Δαυίδ λεχθέντων συμβουλεύει ούτι να
προσευχώμεθα κατά των λογισμών της πορνείας- «Εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν με, το
αγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από των κύκλωσα με». Ό δε Ιωάννης της Κλίμακος λέγει περί το
«Ό Θεός εις την βοήθειά μου πρόσχες» και όμοια ταύτα . Παρουσιάζει ως μάρτυρα του ότι
πρέπει να προσευχώμεθα κατά τούτων των λογισμών εκείνον, Όστις λέγε ταύτα. Είναι ανάγκη
να επικαλώμεθα εις βοήθεια τους αθλήσαντας υπέρ σωφροσύνης και αγνείας, καθώς ή Δανιήλ ό
Σκητεώτης παρήγγειλε εις τον υπό της πορνείας πολεμούμενον αδελφό να προσεύχηται και να
επικαλείται την βοήθειά της μάρτυρος Θωμαΐδος, ήτις φονεύθη δια την σωφροσύνη της, και να
λέγει ως εξής-«Ω Θεέ, δι' ευχών της μάρτυρος Θωμαΐδος βοήθει μοι!». Και ευθύς απηλλάγη από
το πάθος της πορνείας, άφ' ου προσηυχήθη παρά τον τάφον της. Έχοντες τας μαρτυρίας
ταύτας, πρέπει και ημείς ούτω να προσευχώμεθα και να επικαλώμεθα την βοήθειά εκείνων, τους
οποίους ευρίσκομε εις τας Αγίας Γραφάς ως αθλήσαντας υπέρ σωφροσύνης και αγνείας. Όταν
επίκειται σφοδρός πόλεμος, πρέπει ευθύς αναστάντες και επάραντες τας χείρας και τους
οφθαλμούς προς τον ούρανόν να προσευχηθώμεν, —όπως παραγγέλλει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης
—, «και ό Θεός —λέγει— αποδιώκει αυτούς». Να προσευχηθεί δε κανείς ούτος, όπως λέγει ό
άγιος Ισαάκ• «Σύ είσαι ό δυνατός, Κύριε, και ιδικός σου είναι ό άγων. Σύ, Κύριε, πολέμησον και
νίκησον εν αύτω υπέρ ημών». Και όπως ό Ιωάννης της Κλίμακος διδάσκει, λέγων «Βόησον προς
τον δυνάμενον να σώσει, όχι με λόγους σεσοφισμένους, αλλά με ταπεινά λόγια ελέησόν με,
Κύριε, ότι ασθενής ειμί! Και τότε θα γνωρίσεις την δύναμιν του Υψίστου και θα δίωξης τα
αόρατα αοράτος». «Πάντοτε δε μάστιζε τους πολεμίους με το όνομα του Ιησού, διότι ισχυρότατο
του όπλου τούτου δεν θα ευρείς ούτε εν τω ουρανό ούτε επί της γης». «Παρατηρεί δε ό δαίμων
τους και¬ρούς δια τας επιθέσεις εναντίον ημών όταν δεν δυνάμεθα να προσευχώμεθα
σωματικός κατ' αυτού, -λέγει ο ίδιος ο Κλίμακος και τότε μάλιστα μας πολεμάει». Πρόσεχε
λοιπόν ακριβώς ω μοναχέ και μη αμελής να προσεύχεσαι πάντοτε εν καιρώ σφοδρού πολέμου
των αισχρών λογισμών, καθ' ον τρόπον διετυπώσαμεν προηγουμένως. Ανύψωσαν τους
οφθαλμούς σωματικός ή ψυχικώς, αναλόγως με το μέτρον της δυνάμεως σου. Και όταν γίνεις
εργάτης τούτων των λεχθέντων, θα γνωρίσεις και εκ πείρας, ότι με την αόρατο βοήθειά της
δυνάμεως του Υψίστου νικώνται ταύτα τελείως εκ της προαιρέσεως ημών. Εάν όμως οκνήσεις,
θα καταισχυνθείς εν συνεχεία, διότι θα έχεις την συνείδησιν μεμολυσμένην, άφ' ου ενικήθης ύπ'
αυτών. «Πρέπει δε να κατανοήσωμεν και ταύτην την πανουργία του διαβόλου, —είπον οί
Πατέρες, —αν κάποτε συμβεί να εισαγάγει εις τον λογισμό ημών ενθυμήσεις εύμόρφων
γυναικείων και νεανικών προσώπων — αν και πρόκειται περί τίνων ευσεβών και αν και δεν
θεωρώνται εμπαθείς — πρέπει ταχέως να αποκόψωμεν αύτάς. Διότι εάν χρονίσωμεν εις αύτάς, ό
πονηρός πλανευτής ευθύς θα μεταβολή και θα κατακρημνίσει τον λογισμό εις ρυπαράς και
αισχράς επιθυμίας. Συμβαίνει δε ενίοτε και ημείς οί ίδιοι να πικραινώμεθα δια τους λογισμούς
της πορνείας και διαλογιζόμενοι περί τούτων να περιφρονώμε τον εαυτόν μας, διότι
επιθυμούμεν τα βδελυρά ταύτα, τα όποια «αρμόζουν μόνον εις τα αλόγα κτήνη», όπως λέγουν
οί Πατέρες. Εάν συμβεί και εις τα παρά φύσιν, τούτο είναι ξένον και εις αυτά τα κτήνη, ημείς
όμως πολεμούμεθα υπό αυτών. Άλλα προ πάντων εις τούτους τους λογισμούς πρέπει να
φυλασσώμεθα ημείς οί αρχάριοι, να μη χρονίσομε κάπως εις αυτούς, έστω και νομιζοντες ότι
παλαίομεν με αυτούς, για να μην βρεθούμε εργαζόμενοι το πάθος. Δια τούτο είναι πάντως
καλύτερο να αποκόψωμεν τας προσβολάς, οι οποίες είναι ή αρχή του λογισμού. Διότι το να
συμπλέκωνται με αυτούς και να κατατάσσουν τους λογισμούς τούτους κατά τρόπον ευάρεστων
είναι έργον των δυνατών. Συ δε φυλάττου από τας συνομιλίας με τας γυναίκας και από την θέα
των και φεύγε την συντυχία με τους νέους και την θέα γυναικοειδών και λείων προσώπων. Διότι
«αυτή είναι ή παγίδα του διαβόλου εναντίον των μοναχών», είπον μερικοί εκ των Πατέρων.
«Και ει δυνατόν να μη ευρισκόμεθα με αυτούς κατ' ιδίαν, —όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος—,
ούτε εις τίνα αναγκαία χρείαν. Διότι ουδέν, —λέγει—, είναι αναγκαιότερο της ψυχής, όπερ της
οποίας ό Χριστός απέθανε και ανέστη». Και μη θέλεις να ακούσεις παρά τίνος απρεπείς ομιλίας,
οι οποίαι διεγείρουν τα πάθη.

3) Τρίτος λογισμός ό της φιλαργυρίας


«Ή δε νόσος της φιλαργυρίας προέρχεται έξωθεν της φύσεως ημών από ολιγοπιστία και άνοια»,
είπον οί Πατέρες. Διό και ό κατ' αυτής άγων δεν είναι πολύς δι' όσους προσέχουν τον εαυτόν
των με φόβον Θεού και θέλουν αληθώς να σωθούν. Όταν αυτή όμως παγιωθεί εντός ημών,
γίνεται χειρότερα πάντων. Και Όταν υποταχθώμεν εις αυτήν, οδηγεί εις τοσαύτη απώλεια, ώστε
ό Απόστολος να την ονομάσει όχι μόνον ρίζαν παντός κακού, του θύμου και της λύπης και των
λοιπών, αλλά να την χαρακτηρίζει και ως είδωλολατρείαν. Διότι πολλοί εξ αιτίας της
φιλαργυρίας όχι μόνον έξέπεσον του βίου της ευσεβείας, άλλ' ασφαλών και περί την πίστιν και
έπασχον κατά την ψυχήν και το σώμα, όπως διηγείται ή Αγία Γραφή. Ελέχθη δε υπό των
Πατέρων, ότι ό συνάγων χρυσόν και άργυρο και έλπίζων έπ' αυτά δεν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός
μερίμνων περί αυτού. Και τούτο λέγει ή Αγία Γραφή• εάν κανείς κυριευθεί υπό υπερηφάνειας ή
φιλαργυρίας, —υφ' ενός οιουδήποτε των παθών τούτων αυτόν ό δαίμων δεν θα πολεμήσει με
άλλο πάθος, επειδή αυτό μόνον το ένα αρκεί δια την απώλεια του.
Δια τούτο πρέπει να φυλασσώμεθα από τούτο το ολέθριο και ψυχοφθόρο πάθος και να
προσευχώμεθα προς Κύριον τον Θεόν, να δίωξη άφ' ημών το πνεύμα της φιλαργυρίας. Δεν
πρέπει να απέχωμεν μόνον από την ιδιοκτησία χρυσού και αργύρου, αλλά και πάντων των
πραγμάτων εκτός της αναγκαιας χρείας, και εις τα ιμάτια και εις τα υποδήματα και εις την
οικοδομήν του κελιού και εις τα σκεύη και εις πάντα τα εργαλεία. Και πάντα ταύτα πρέπει να
έχομεν όχι πολύτιμα και διακεκοσμημένα, άλλ' ευτελώς έχοντα και μη εμβάλλοντα ημάς εις
ταραχάς, δια να μη εμπέσωμεν δια ταύτα εις κοσμικάς περιπλοκάς. Ή δε αληθινή απομάκρυνσης
από την φιλαργυρίαν και την πραγματοφιλίαν είναι όχι μόνον το να μη έχομεν ιδιοκτησία, αλλά
το ούτε καν να επιθυμώμεν να αποκτήσωμεν κάτι Τούτο οδηγεί ημάς εις την καθαρότητα της
ψυχής.

4) Τέταρτος λογισμός ό του θυμού


Όταν το πνεύμα του θύμου βασανίσει ημάς, αναγκάζουν να κρατήσουμε την μνησικακία και
παροξύνουν ημάς εις οργή να ανταποδώσομε το κακόν εις τον θλίψαντα, τότε πρέπει να
ενθυμηθώμεν τον υπό του Κυρίου λεχθέντα λόγον «Εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφό αύτού
από των καρδιών υμών τα παραπτώματα, και ό Πα¬τήρ μου ό επουράνιος ουκ αφήσει υμίν τα
παραπτώματα υμών». Έκαστος λοιπόν όστις θέλει να λαβή άφεσιν των παραπτωμάτων του,
οφείλει πρώτον να αφήσει από καρδίας εις τον αδελφό του. Διότι ούτος είναι διατεταγμένων
υπό του Κυρίου να ζητούμε αφεσιν των οφειλημάτων: «ως και ημείς αφίεμεν».
Και εάν ημείς οί ίδιοι δεν αφήσομε, είναι φανερό ότι και εις ημάς δεν θα αφεθεί. Και πρέπει να
εννοήσωμεν ότι Όταν πράξομε και κάτι κατά τα φαινόμενα καλόν, αλλά δεν αφήσομε τον θυμό,
δεν είναι δεκτό. Διότι ελέχθη υπό των Πατέρων «Ό οργίλος καν νεκρούς αναστήσει, ή προσευχή
του είναι απρόσδεκτος». Τούτο δε είπον οί Πατέρες, όχι επειδή ο οργίλος τάχα δύναται να
αναστήσει νεκρό, άλλ' δήλωσαν ότι ή προσευχή τούτου είναι βδέλυγμα. Όθεν πρέπει παντί
τρόπω να μη οργιζώμεθα, να μη κάμνομε κακόν εις τον αδελφό, όχι μόνον με το έργο και τον
λόγο, αλλά και με το πρόσωπο, διότι δύναται κανείς και μόνον με το βλέμμα να λύπηση τον
αδελφό του, όπως είπον οί Πατέρες, και τους λογισμούς του θυμού να εκβάλομε από την
καρδίαν. Και αύτη είναι ή άφεσης από καρδίας, τούτο δε αποτελεί την μεγάλην νίκη κατά των
λογισμών της οργής: το να προσευχώμεθα υπέρ του θλίψαντος αδελφού, όπως παρήγγειλε ό
αββάς Δωρόθεος, και να λέγωμεν ούτω• «Βοήθησον, Κύριε, τω αδελφό μου δείνι, και δι' ευχών
αυτού ελέησόν με τον αμαρτωλό!». Και αύτη είναι ή αγάπη και ή συμπάθεια, το να
προσευχώμεθα δια τον αδελφό. Και το να έπικαλώμεθα την βοήθεια των ευχών του, τούτο είναι
ταπείνωσης. Πρέπει δε κατά δύναμιν να κάμνομε εις αυτόν το καλόν. Και ούτως εκπληρώνονται
αί έντολαί του Κυρίου, αί οποίαι λέγουν «Αγαπάτε τους εχθρούς ημών, ευλογείτε τους
καταρωμένους υμίν, ευ ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, εύχεσθε υπέρ των αδικούντων υμάς».
Τόσον δε μεγάλην ανταπόδοση υπεράνω των άλλων υπεσχέθη εις τούτους ο Κύριος, διότι δεν
είπε μόνον, Βασιλείαν των ουρανών, ούτε παρηγοριά και δωρεάν τίνα, καθώς και εις τους
λοιπούς, αλλά υιοθεσία, «όπως γένησθε —είπεν— υιοί του Πατρός υμών του εν ουρανοίς».
Αυτός δε ό Κύριος και Θεός ημών Ιησούς Χριστός, Όστις νομοθέτησε την εντολή ταύτην και
υπεσχέθη την μεγάλην ανταπόδοση ταύτην, έπραξε ότι δίδαξε και μας έδωσε το υπόδειγμα δια
να γίνωμεν και ημείς κατά δύναμιν μιμείται εις ταύτα. Διότι πόσα κακά δεν υπέμεινε παρά των
Ιουδαίων δι' ημάς τους αμαρτωλούς! Και όχι μόνον δεν ωργίσθη εναντίον των, αλλά και
προσευχηθεί υπέρ αυτών εις τον Πατέρα, λέγων «Πάτερ, άφες αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην».
Και πάντες οί Άγιοι, βαδίσαντες την όδον ταύτην, εύρον Χάριν, διότι όχι μόνον δεν
ανταπέδωσαν το κακόν εις τους θλίψαντας, αλλά και εποίησαν εις αυτούς το καλόν και
προσευχήθηκαν υπέρ αυτών και σκέπασαν τα ελαττώματα των, χαίροντες δια την διόρθωση
των, άφ' ου ήλθον εις αίσθησιν των κακών των και νουθέτησαν αυτούς με αγάπη και
συμπάθεια.
5) Πέμπτος λογισμός ό της λύπης.
Δεν είναι μικρός ο άγων ημών κατά του πνεύματος της θλίψεως, διότι εμβάλλει την ψυχήν εις
απώλεια και απόγνωση. Και όταν ή θλίψις προξενηθή υπό των ανθρώπων, πρέπει να την
υπομείνωμεν εύψυχος και να προσευχηθώμεν υπέρ των θλιψάντων, όπως και ανωτέρω ελέχθη,
γνωρίζοντες σαφώς, ότι πάντα μας συμβαίνουν όχι χωρίς την Θείαν Πρόνοιαν, και πάντα μας
στέλλει ό Θεός προς ωφελείαν και σωτηρία των ψυχών ημών. Αν και κατά τον παρόντα καιρόν
δεν μας φαίνονται ωφέλιμα, άλλ' εν συνεχεία θα βεβαιωθεί, ότι ούτως είναι ωφέλιμα, όπως ο
Θεός ορίζει, και όχι όπως ημείς θέλομε. Δια τούτο δεν πρέπει να παρασυρώμεθα από
ανθρωπίνους λογισμούς, αλλά να πιστεύωμεν ολοψύχως ότι ό παντεπόπτης οφθαλμός του Θεού
βλέπει τα πάντα και χωρίς το θέλημα Του δεν δύναται τίποτε να μας συμβεί, και ότι ένεκα του
ελέους Του μας στέλλει ταύτα, δια να στεφανωθώμεν ύπ' Αυτού, άφ' ου επειράσθημεν εις αυτά
και υπεμείναμεν, επειδή άνευ πειρασμών ουδείς εστεφανώθη ποτέ. Όθεν πρέπει δια πάντα
ταύτα να αναπέμπομε ευχαριστία προς τον Κύριο ως αγαθοδότη και σωτήρα ημών. Διότι «το
στόμα, το όποιον πάντοτε ευχαριστεί, δέχεται ευλογία παρά του Θεού, και εις την καρδίαν, ήτις
ευχαριστεί, εμπίπτει ή Χάρις», λέγει ό άγιος Ισαάκ. Πρέπει λοιπόν να φυλασσώμεθα από τον
γογγυσμό κατά των θλιψάντων, διότι αυτός ό ίδιος λέγει• «Πάσας τας ασθενείας του άνθρωπου
βαστάζει ό Θεός• Τον δε πάντοτε γογγύζοντας δεν υπομένει, εάν δεν τον παίδευση». Πρέπει δε
να έχομε θλίψιν την ωφέλιμο δια τας αμαρτίας μετά της δι' αγαθής ελπίδος προς τον Θεόν
μετανοίας, γνωρίζοντες σαφώς, ότι δεν υπάρχει αμαρτία, ήτις νικά την φιλανθρωπία του Θεού,
αλλά πάντα συγχωρεί εις τους μετανοούντος και προσευχομένους. Ή μεν θλίψις αυτή είναι
ανάμικτος με χαράν και καθιστά τον άνθρωπον πρόθυμο προς πάν αγαθόν και καρτερικό εις
πάντα πόνο.
«Ή γαρ κατά Θεόν λύπη —λέγει ό Απόστολος— μετάνοια εις σωτηρία αμεταμέλητων
κατεργάζεται». Την δε εναντία λύπη, την παρά των δαιμόνων εις ημάς επιφερομένη, πρέπει με
σπουδή να εκβάλουμε από την καρδίαν, καθώς και τα λοιπά πονηρά πάθη, και δια προσευχής
και αναγνώσεως και συναναστροφής και συνομιλίας μετά πνευματικών ανθρώπων πρέπει να την
καταργήσουμε, επειδή είναι αιτία παντός κακού. Διότι όταν χρονίσει εντός ημών, ενδύεται την
απόγνωση και οκνηρία προς προσευχή και ανάγνωση.

6) Έκτος λογισμός ό της ακηδίας.


Όταν ή ακηδία δυναμωθεί κατά πολύ εναντίον ημών, τότε ή ψυχή επάγεται εις μέγαν αγώνα:
δινών είναι τούτο το πνεύμα και βαρύτατο, συνεζευγμένο και συνεργό με το πνεύμα της λύπης.
Εις τους εν ησυχία όντας επιφέρεται ούτος ό πόλεμος με σφοδρότητα. Όταν ταύτα τα σκληρά
κύματα επαναστατούν κατά της ψυχής, εν εκείνη τη ώρα ό άνθρωπος νομίζει ότι δεν θα
λυτρωθεί ουδέποτε απ' αυτά, άλλ' επιβάλλει ό εχθρός εις αυτόν τοιούτους λογισμούς, ότι
σήμερον υπάρχει τόσον κακόν, και εν συνεχεία θα γίνει χειρότερο κατά τας εξής ημέρας. Και
υποβάλλει εις αυτόν ότι είναι εγκαταλελειμμένος υπό του Θεού, και ότι Εκείνος δεν μεριμνά περί
αυτού ή ότι αυτά συμβαίνουν τυχαίως χωρίς την Θεία Πρόνοια, και εις αυτόν μόνον γίνονται
ταύτα, εις δε τους λοιπούς ούτε έγιναν, ούτε γίνονται. Άλλα δεν έχουν ούτω τα πράγματα δεν
έχουν! Διότι όχι μόνον εις ημάς τους αμαρτωλούς, άλλα και εις τους απ' αιώνος ευαρεστήσαντας
Αυτόν Αγίους Του προσφέρει ό Θεός, ως ό φιλότεκνος πατήρ εις τα παιδία του, εξ αγάπης την
πνευματικήν ράβδο δια την προκοπή των αρετών. Ταχέως όμως ακολουθεί ή απαραίτητος
απαλλαγή από τούτων και μετά ταύτα ή επίσκεψις και το έλεος του Θεού και ή παρηγοριά, διότι
εν εκείνη τη δεινότατη ώρα ό άνθρωπος δεν λογίζεται ότι πρέπει να καρτερήσει εις τον αγώνα
της καλής πολιτείας, άλλ' ό εχθρός του δεικνύει πάντα τα καλά ως βδελυρά. ούτω μετά την
απαλλαγή από τούτων πάντα τα καλά του φαίνονται πάλιν αρεστά, και πάντα τα γενόμενα
θλιβερά ότι ήσαν μηδέν. Και πάλιν ευρίσκεται πρόθυμος εις το αγαθόν, και θαυμάζει την αλλαγή
προς την βελτίωση, και ουδαμώς δεν θέλει να αποχώρηση από την οδόν των αρετών, και εννοεί
ότι από το έλεος Του ό Θεός του ετοιμάζει ταύτα προς ωφελείαν, και ότι από αγάπη προσφέρει
τα τοιαύτα προς παιδαγώγηση. Και εξάπτεται εις θείον έρωτα, γνωρίζων σαφώς, ότι ό Κύριος
είναι πιστός και ουδέποτε επιτρέπει εναντίον ημών πειρασμούς υπέρ την δύναμιν ημών. Ό δε
εχθρός δεν δύναται ουδόλως να πράξη τίποτε εναντίον ημών χωρίς την θεία παραχώρηση. Διότι
εκείνος δεν θλίβει την ψυχήν κατά το δικό του θέλημα, αλλά καθ' όσον παραχωρείται υπό του
Θεού. Και κατανοήσας τούτο εκ της πείρας, σοφίζεται από τας προηγουμένας απαλλαγάς και
υπομένει γενναίως την επιφοράν των δεινών τούτων, γνωρίζων ότι εν τούτω φανερώνεται ή
αγάπη του μονάχου προς τον Θεόν, Όταν γενναίως υπομείνει ταύτα, και εκ τούτου έρχεται εις
προκοπή. Διότι «τίποτε άλλο δεν προξενεί εις τον μοναχό τόσους στεφάνους, ως ή ακηδία, Όταν
βιάση τον εαυτόν του άκαμπτος εις την θείαν εργασίαν», λέγει ό Ιωάννης της Κλίμακος. "Όταν
όμως υπάρχει ούτος ό φοβε¬ρός πόλεμος, τότε πρέπει ισχυρώς να οπλιστεί κατά του πνεύματος
της αχαριστίας και να φοβηθεί και την βλασφημίαν. Διότι με πάντα ταύτα πολεμεί ό εχθρός κατά
τον καιρόν εκείνον, και τότε ό άνθρωπος πληρούται αμφιβολίας και φόβου. Και του εμβάλλει ό
εχθρός τον λογισμό ότι δεν είναι δυνατόν αυτός να ελεηθεί υπό του Θεού και να λαβή
συγχώρησιν των αμαρτιών του και να λυτρωθεί από την αίώνιον κόλασιν και να σωθεί. Και
γίνεται επιδρομή άλλων τινών κακών λογισμών, τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παραδώσει
κανείς εις την γραφή. Και είτε ανάγνωση, είτε εκτέλεση το διακόνημα, δεν τον αφήνουν. Τότε
λοιπόν πρέπει να κρατήσομε ρωμαλέος τούτο: να μη παραμείνομε εις την απόγνωση και να μη
αμελήσομε την προσευχή κατά δύναμιν. Καν εάν δύναται κανείς να πέσει κατά πρόσωπον εις
την προσευχή, και αυτό είναι λίαν αρμόζον. Και να προσευχηθεί ούτος, όπως λέγει ό μέγας
Βαρσανούφιος• «Κύριε, ίδε την θλίψιν μου και ελέησον με. Θεέ, βοήθησαν μοι το άμαρτωλώ».
Και όπως ό άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος παραγγέλλει• «Μη άφήσης εναντίον μου, Δέσποτα,
πειρασμόν ή θλίψιν ή πόνο υπέρ την δύναμίν μου, άλλα χά¬ριζε μοι πάντοτε την έκβασιν και
την ισχύν εις το να δύναμαι να υπομένω ταύτα μετ' ευχαριστίας». Ενίοτε δε πρέπει να
επαίρωμεν τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και να εκτείνωμεν τας χείρας εις το ύψος και να
προσευχώμεθα καθ' ον τρόπον ό μακάριος Γρηγόριος ό Σιναΐτης διέταξε να προσευχώμεθα κατά
του πάθους τούτου. Διότι ταύτα τα δύο πάθη ονόμασε σκληρά, την πορνεία, λέ¬γω, και την
ακηδία. Και ούτος αγωνιζόμενος, επιμελού όσο δυνατόν την ανάγνωση και βιάσου εις το
ερχόχειρον, διότι ταύτα είναι μεγάλοι βοηθοί εις εκείνη την ανάγκην. Συμβαίνει δε ενίοτε και
όταν καταγίνηται κανείς εις ταύτα, να μη εγκαταλειφθεί από εκείνα. Τότε χρειάζεται μεγάλη βία
και πολλή ισχύς, και με όλη την δύναμη και με σπουδή να επιδοθεί κανείς εις την προσευχή.
Κατά δε του πνεύματος της αχαριστίας και της βλασφημίας πρέπει να λέγει τούτο• «Υπάγε
οπίσω μου σατανά. Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αύτω μόνω λατρεύσω, και πάντα τα
οδυνηρά και θλιβερά δέχομαι μετ' ευχαριστίας ως ύπ' αυτού αποσταλέντα προς θεραπεία των
παραπτωμάτων μου, καθώς είναι γεγραμμένο «οργή Κυρίου ύποίσω ότι ήμαρτον Αυτό». Επί σε
δε να επιστρέψει ή αχαριστία και ή βλασφημία εις την κεφαλήν σου και προς σε έγραψε ό
Κύ¬ριος ταύτα. «Ύπαγε λοιπόν απ' εμού, ό Θεός ό πλάσας με κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσίν Του
να σε εξουθενώσει!». Εάν όμως και μετά ταύτα ακόμη σε ενοχλήσει, μετάθεσε τους λογισμούς
εις άλλο τι θείον ή ανθρώπινο πράγμα. «Υπομονή τε και ελπίδα πρέπει προ πάντων να έχει ή
ψυχή, ήτις θέλει να ευαρεστήσει εις τον Θεόν, —όπως γράφει ό άγιος Μακάριος—, διότι τούτο
είναι το τέχνασμα της κακίας του εχθρού, το να εμβάλει εις ημάς την ακηδία, δια να
αποστατήσει ή ψυχή από την ελπίδα εις τον Θεόν. Διότι ουδέποτε παραχωρεί ό Θεός μία ψυχή
ελπίζουσα εις Αυτόν να νικηθεί από τους πειρασμούς, επειδή γνωρίζει πασαν την ασθένεια
ημών. Διότι αν εις τους ανθρώπους δεν είναι άγνωστο πόσον φορτίο δύνανται να βαστάζουν ό
ημίονος, πόσον ό όνος και πόσον ή κάμηλος, και εις έκαστο επιθέτουν το δυνατόν, ούτος είναι
και εις τον κεραμέα γνωστόν, πόσον χρόνον πρέπει να παραδώσει τα σκεύη εις το πυρ, ώστε
ούτε να παραμείνουν πλέον του δέοντος, και να υποστούν ρήξιν, ούτε πάλιν να εξαχθούν προ
της επαρκούς εψήσεως και να αχρηστευθούν. Και αν οι άνθρωποι έχουν τόση γνώσιν, δεν
γνωρίζει ο Θείος Νους πολύ περισσότερο και αμέτρως περισσότερο, πόση δοκιμασία πρέπει να
επιφέρει εις εκάστη ψυχή, δια να γίνει δόκιμος και κα¬άλληλος προς την Βασιλείαν των
ουρανών και να αξιωθεί όχι μόνον της μελλούσης δόξης, άλλα και εδώ της παρακλήσεως του
πανάγαθου Πνεύματος;» Ταύτα γνωρίζοντες πρέπει να υπομένωμεν ανδρείως, εντός των πυλών
ησυχάζοντες. Συμβαίνει δε ενίοτε να έχει κανείς χρείαν ενός άνθρωπου ακριβέστατου κατά την
πολιτεία και ωφελιμότατου κατά την ομιλία, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος• «διότι πολλάκις, —
λέγει—, την ακηδία την ενυπάρχουσαν εν τη ψυχή δύνανται ή εύκαιρος και ανεπίληπτος προς
τους τοιούτους έξοδος και ή εν μετρώ συνομιλία να διαλύσουν. Και άφ' ου παράσχουν λίγη
ενίσχυση και ανάπαυση, δίδουν την δυνατότητα να προσέλθομε προθυμότατα εις τους υπέρ της
ευσέβειας αγώνας». Άλλα το να παραμείνομε τότε εις την ησυχία χωρίς έξοδο, είναι καλύτερον,
λέγουν οι Πατέρες, εξ ιδίας πείρας κατανοήσαντες.

7) Έβδομος λογισμός ό της κενοδοξίας.


Πολλής νίψεως έχομεν ανάγκην κατά του πνεύματος της κενοδοξίας, επειδή κρυφίως και με
πάμπολλα τεχνάσματα κλέπτει την προαίρεσιν ημών και καθίστα τον μοναχό άνευ προκοπής.
Και με σπουδή επιβουλεύεται το έργον ημών, δια να μη γίνει κατά Θεόν, αλλά δια την κενοδοξία
και ανθρωπαρέσκεια. Όθεν πρέπει εν παντί καιρώ να εξετάζομε τον εαυτόν μας ακριβώς κατά
τας αισθήσεις και τους λογισμούς, δια να γίνει το έργον ημών κατά Θεον και προς ωφελείαν της
ψυχής, και να αποφεύγομε εν πάσι τα ανθρώπινα, έχοντες πάντοτε προ οφθαλμών το υπό του
αγίου Δαυίδ λεχθέν «Κύριος διασκόρπισεν οστά ανθρωπαρέσκων». Και ούτω πρέπει πάντοτε να
απορρίπτει κανείς τους λογισμούς των επαινούντων αυτόν και των αναγκαζόντων αυτόν να
πράξη κάτι προς ανθρωπαρέσκεια, και ολοψύχως πρέπει να στερεώσωμεν τον λογισμό δια να
πράττωμεν τα πάντα κατά Θεόν. Διότι όταν κανείς έχει την προαίρεσιν βεβαίαν εις τον Θεόν και
νικηθεί κάποτε εξ αδυναμίας ακουσίως υπό του λογισμού, άλλ' εξομολογηθεί προσευχόμενος εις
τον Κύριον και μετάθεση τους λογισμούς από την κενοδοξία, αυτός ευθύς συγχωρείται και
επαινείται ύπ' Εκείνου, Όστις γνωρίζει τας προθέσεις και τας καρδίας ημών. Τούτο δε πρέπει να
πράξωμεν, αν ποτέ αρχίσωμεν να επινοήσωμεν κάτι προς κενοδοξίαν: Να ενθυμηθώμεν τον
θρήνο και την κατά την ιδιαίτερα προσευχή έμφοβον παράσταση ημών, αν έχομεν ταύτα. Ει δε
μη, ας λάβωμεν κατά νουν την σκέψη περί της εξόδου ημών από την ζωήν ταύτην και ως
αντιλογήσωμεν παντοδαπώς εις την αναίσχυντων κενοδοξίαν. Εάν δεν δυνάμεθα να πράξωμεν
ούτε κατά τούτον τον τρόπον, ας προσέχομε τουλάχιστον την αισχύνη, ήτις ακολουθεί την
κενοδοξίαν. Διότι «ό υψών εαυτόν ταπεινωθήσετα' πάντως και εδώ προ του μέλλοντος αιώνος».
ταύτα λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος. "Αν ποτέ κανείς αρχίσει να επαινεί ημάς ή όταν ό νους
ημών υποστεί παρά των αοράτων εχθρών την προσβολή του λογισμού της κενοδοξίας, όστις
μας αναδεικνύει άξιους του μεγαλείου της τιμής και του ύψους των θρόνων, επειδή είμεθα
δήθεν ανώτεροι των άλλων, τότε πρέπει εν τη διάνοια ημών να μνημονεύσωμεν ταχέως του
πλήθους και του βάρους των παραπτωμάτων ημών, ή ενός εκ των χειρότερων αυτών. Και
κρατών αυτό εις την διάνοια, λέγε• άραγε οι τα τοιαύτα εργαζόμενοι είναι άξιοι των επαίνων
τούτων; Και αμέσως ευρίσκομεν τους εαυτούς μας αναξίους εκείνων των ανθρωπίνων επαίνων,
και οί δαιμονικοί λογισμοί εξαφανίζονται τροχάδην, «και δεν θα μας ενοχλήσουν πλέον με
δύναμιν προς τούτο», λέγει. ό Νικήτας Στηθάτος. «Εάν όμως —λέγει— δεν έχεις καμία φαύλον
πράξη εις την συνείδησίν σου, τότε λογίσου τουλάχιστον την τελειότητα των εντολών και θα
εύρης τον εαυτόν σου ανεπαρκή, όπως μία κολυμβήθρα είναι μικρά δια να δεχθεί το μέγεθος
της θαλάσσης». Και πάντοτε ούτω πράττοντες θα φυλαττώμεθα παντοιοτρόπως από την
κενοδοξίαν. Εάν όμως δεν νήψωμεν, αλλά συνδυασθώμεν επί πολύ με τους λογισμούς της
κενοδοξίας, ευθύς θα στερεωθούν και θα γεννήσουν την υπεροψία και την υπερηφάνειαν, ήτις
είναι αρχή και τέλος πάντων των κακών.

8) Όγδοος λογισμός ό της υπερηφάνειας.


Και τι να λέγωμεν περί της υπεροψίας και υπερηφάνειας; Διότι αν και διαφέρουν τα ονόματα,
άλλ' εις μίαν έννοια ανάγονται. Και έπαρσις και υψηλοκαρδία και φυσίωσις και ούτω καθεξής
ονομάζεται υπό των Πατέρων. Πάντα ταύτα είναι αθλιότατα, διότι ή Γραφή λέγει• «Κύριος
υπερηφάνοις αντιτάσσεται» και «βδελυκτός παρά Κυρίω πας υψηλοκάρδιος» και ακάθαρτος
ονομάζεται. Έφ' όσον λοιπόν έχει τον Θεόν εναντίον και είναι βδελυκτός εις Αυτόν και
ακάθαρτος ενώπιον Του, πότε και εις τι και που ελπίζει ότι θα εύρει κάτι καλόν; Και υπό τίνος θα
ελεηθεί; Και τίς θα τον καθαρίσει; Και το να ομιλήσει κανείς περί τούτων είναι οδυνηρό. Ό υπό
τούτων νικώμενος είναι δια τον εαυτόν του και δαίμων και πολέμιος και πάντοτε έχει την
απώλεια έτοιμη εντός του εαυτού του. Όθεν πρέπει να φοβώμεθα και να τρέμωμεν πάντοτε το
πάθος της υπερηφάνειας και να φεύγωμεν αυτήν, λογιζόμενοι τούτο εντός ημών, ότι ουδέν
καλόν δύναται να πραχθεί χωρίς την βοήθεια του Θεού. Άλλ' όταν εγκαταλειφθώμεν υπό του
Θεού, τότε ταρασσόμεθα υπό του διαβόλου ως φύλλον ριπιζόμενον ή ως κόνις υπό του ανέμου
αναστροβιλιζομένη και καταντώμεν εις εμπαιγμό) του εχθρού και εις κλαυθμό των ανθρώπων.
Εννοήσαντες τούτο, διερχόμεθα τον βίον οπωσδήποτε εν ταπεινώσει. Αύτη δε είναι ή αρχή
τούτου• το να έχομεν τον εαυτόν μας κάτωθεν πάντων των ανθρώπων, τουτέστιν το να
νομίσωμεν τον εαυτόν μας αμαρτωλότερον και ευτελέστερον πάντων των ανθρώπων και
αισχρότερο πάντων των κτισμάτων, ως εις τα παρά φύσιν όντα και χειρότερο αυτών των
δαιμόνων, ως ύπ' αυτών βιαζόμενο και νικώμενον. Και πρέπει να πράττωμεν το εξής• πάντοτε
να εκλέγωμεν μεταξύ των αδελφών την τελευταία θέση και εις τας τράπεζας και εις τας
συνάξεις, και να φορώμεν τα ευτελέστερα Ιμάτια και να αγαπώμεν τας ατιμοτέρας εργασίας και
να προλαμβάνωμεν τους αδελφούς κατά τας συναντήσεις με εδαφιαίαν και άοκνων
προσκύνησιν, και να άγαπώμεν την σιωπή και να μη επαιρώμεθα εις τας ομιλίας, και να μη
είμεθα φιλόνικοι εις τους λόγους, και να μη είμεθα αναίσχυντοι, ούτε φιλεπιδεικτικοί, και να μη
θέλωμεν να επιβάλλομε τον δικό μας λόγον, και αν φανεί ότι είναι καλός. Διότι οί Πατέρες
είπον, ότι εις τους αρχαρίους ό εσωτερικός άνθρωπος συμμορφώνεται προς τον εξωτερικό.
«Όστις δεν φυλάσσεται έξωθεν, μη πιστεύεις ότι έσωθεν είναι εύτακτος», λέγει ό Μέγας
Βασίλειος. Με ταύτα δε νικώνται ή κενοδοξία και αί υπερηφάνειαι και έρχεται ή ταπείνωσης: με
το να μεμφώμεθα τον εαυτόν μας και να λέγωμεν, όπως έγραψε ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης• «Που
γνωρίζω εγώ ακριβώς τας αμαρτίας των ανθρώπων, Ποίαι και πόσαι είναι; Εάν υπερβαίνουν
άραγε ή αν συγκρίνονται με τας ιδικάς μου ανομίας; Και δια την άγνοια, ω ψυχή, είμαι κάτωθεν
πάντων των ανθρώπων, ως γη και σποδός κάτωθεν των ποδών αυτών. Πώς δε να μη έχω τον
εαυτόν μου αισχρότερο πάντων των κτισμάτων, τα όποια είναι εις το κατά φύσιν, ενώ εγώ δια
τας αμέτρητους μου ανομίας κατήντησα εις το παρά φύσιν; Κατ' αλήθεια λοιπόν και τα θηρία και
τα κτήνη είναι καθαρότερα εμού του αμαρτωλού. Και ένεκα τούτου είμαι κάτωθεν πάντων,
ευρίσκομαι ωσάν προ του θανάτου καταχθεις εις τον Άδη. Τίς δε δεν γνωρίζει εν αισθήσει, ότι ό
αμαρτωλός είναι και των δαιμόνων χειρότερος, ως δούλος και υπήκοος εκείνων, και εντεύθεν με
εκείνους εις το σκότος της αβύσσου κλειόμενος; Κατ' αλήθεια χειρότερος των δαιμόνων είναι ό
ύπ' αυτών καταδυναστευόμενος, και δια τούτο εκληρονόμησας με αυτούς την άβυσσο, ω αθλία
ψυχή! Επί γης δε και προ του θανάτου ζεις εις τον Άδη και εις την άβυσσο, πώς ονομάζεις τον
εαυτόν σου δίκαιον και πλανάσαι τον νουν, άφ' ου με τα κακά σου έργα κατέστησες τον εαυτόν
σου αμαρτωλό και ρυπαρό ως δαίμονα; Φευ της παγίδος του σκανδάλου σου και της πλάνης
σου, κακοδαιμόνιε, ακάθαρτε και παμμίαρε κύων, ό δια ταύτα εις το πυρ και εις το σκότος
αποστελλόμενος!». Τούτο δε λέγεται περί της υπερηφάνειας των μοναχών: δια τους πολλούς
κόπους και άθλους, τους οποίους κατώρθωσεν ό άνθρωπος, και δια τας κακώσεις, τας οποίας
υπέμεινε δια την αρετή, προσβάλλει αυτόν ό λογισμός της υπερηφάνειας δια τον ευ¬λαβή βίον
του. Άλλα το να καυχάται κανείς ότι έχει το όνομα του καλυτέρου μοναστηρίου λόγω της
τοποθε¬σίας και του πλήθους των αδελφών, αυτό είναι της υπε¬ηφάνειας των κοσμικών, ειπον
οι Πατέρες. Ή κατά την επικρατήσασα τώρα συνήθεια, λόγο της κτήσεως των γαιών και της
προσκτήσεως πολλών κτημάτων και λόγω της επιτυχίας των παρά τοις επισήμοις του κόσμου.
Και περί τούτων τι να είπωμεν; Υπάρχουν δε μερικοί, οί οποίοι επαίρονται χωρίς να έχουν κάτι,
δηλαδή μόνον δια την καλλιφωνία της ψαλμωδίας ή δια την ευγλωττία εις την ψαλμωδία και εις
την ομιλία και εις την ανάγνωση. Διότι ποίον έπαινο από τον Θεόν έχει ό άνθρωπος εις ταύτα,
τα όποια δεν κατορθώνονται από την προαίρεσιν, άλλ' ονομάζονται ύπο των Πατέρων φυσικά;
Έτεροι δε υπερηφανεύονται δια την τέχνη του εργόχειρου. Και τούτο είναι όμοιων με εκείνο.
Υπάρχουν δε και τοιούτοι, οί οποίοι φυσιούνται αν κατάγηται κανείς από γονείς επιφανείς του
κόσμου, ή αν έχει συγγενείς μεταξύ των προεχόντων εις την δόξα του κόσμου, ή αν ό ίδιος
κατείχε κάποιον αξίωμα ή απελάμβανε τιμής εν τω κόσμο. Και ταύτα είναι άνοια. Διότι ταύτα
πρέπει να αποκρύπτει κανείς. "όταν κανείς αποδεχθεί εν τη πολιτεία της άποταγής του δόξα και
τιμήν παρά των ανθρώπων, αυτό είναι αισχύνη• δια ταύτα πρέπει μάλλον να εντραπεί κανείς
παρά να καυχηθεί. "Όσοι λοιπόν δοξάζονται δια ταύτα, ή δόξα των είναι αισχύνη. "όταν όμως,
όπως ελέχθη, δια τον ενάρετον βίον αναισχυντήση να μας προσβολή ό λογισμός της κενοδοξίας
και της υπερηφάνειας, και κατά του τοιούτου δεν υπάρχει νίκη ει μη μόνον με το να
προσευχώμεθα εις τον Θεόν και να λέγωμεν «Κύριε και Δέσποτα και Θεέ μου, πνεύμα
κενοδοξίας και υπερηφάνειας εκδίωξον απ' εμού, πνεύμα δε ταπεινώσεως δώρησαί μοι τω σώ
δούλω!» Και να μεμφώμεθα τον εαυτόν μας, όπως εγράφη λοιπόν και ανωτέρω. Διότι ό της
Κλίμακος, ωσάν εκ προσώπου της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας ομιλών, λέγει• «"όταν
συχνάκις μέμφεσαι τον εαυτόν σου ενώπιον του Κυρίου, τότε λογίσου ημάς ως αράχνην».
«Υπερηφάνεια δε είναι, —λέγει ό άγιος Ισαάκ—, όχι όταν εν τη διάνοια διέλθει ό ταύτης
λογισμός, ούτε όταν νικηθεί κανείς ύπ' αυτής κατά καιρόν». Διότι δια μόνην την κίνησιν του
ακουσίου λογισμού δεν τιμωρεί, ούτε κατακρίνει ο Θεός τον άνθρωπο, ούτε αν καθ' ώραν
συμφωνήσωμεν με αυτόν, εάν κατ' εκείνη την ώραν κεντρίσωμεν το πάθος. Ό Κύριος ούτε
καταλογίζει, ούτε μας ελέγχει δια την τοιαύτην αμέλεια, άλλα δι' εκείνο, το όποιον πράγματι
δέχεται ή διάνοια ως υπόδειγμα και ωφελούν αυτήν και δεν εννοεί ότι αυτό βλάπτει αυτήν
δεινώς. Μάλιστα δε όταν κανείς παραστήσει με λόγον και έργον το πάθος, αυτός κατακρίνεται.
τούτο λέγουν οι Πατέρες και περί της κενοδοξίας και περί παντός πάθους

ΛΟΓΟΣ ΣΤ'
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί όλων των λογισμών εν γένει.

«Εναντίον δε πάντων των κακών λογισμών πρέπει να επικαλώμεθα τον Θεόν εις βοήθειαν,
επειδή δεν έχομε πάντοτε την δύναμιν να εναντιωθούμε εις τους πονηρούς λογισμούς», όπως
λέγει ό άγιος Ισαάκ.
Αλλά και δεν υπάρχει άλλη τοιαύτη βοήθεια όπως ό Θεός.
Δια τούτο πρέπει ούτω να προσευχώμεθα επιμελώς προς τον Δεσπότην Χριστόν με στεναγμούς
και δάκρυα, λέγει ό Νείλος ό Σιναΐτης• «Ελέησοοόν με Κύριε, και μη δώσεις να απολεσθώ!
Ελέησόν με Κύριε, ότι είμαι ασθενής! Καταίσχυνον Κύριε, τον δαίμονα της αυτοπεποιθήσεως!
Επισκίαζον την κεφαλήν μου εν ημέρα δαιμονικού πολέμου! Τον πολεμούντα με εχθρόν
πολέμησαν, Κύριε! Τους κλυδωνίζοντας με λογισμούς καταπράυνον δια της γαλήνης σου, Λόγε
του Θεού!».
Ό δε Θεόδωρος ό Στουδίτης, παραλαβών από τον Δαυίδ, διέταξε να προσευχώμεθα ούτω κατά
των ακαθάρτων λογισμών «Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντάς με και πολέμησαν τους
πολεμούντάς με» και τα λοιπά του ψαλμού.
Και καθώς οί υμνογράφοι έγραψαν «Τον διεσκορπισμένον μου νουν συνάγαγε Κύριε και την
χερσωθείσαν μου καρδίαν καθάρισον, ως τω Πέτρω δός μοι μετάνοιαν, ως τω τελώνη
στεναγμόν, ως τη πόρνη δάκρυα, ίνα κραυγάζω σοι, βοήθει μοι, εκ των ρυπαρών λογισμών
ρύσαι με, ότι ως κύματα θαλάσσης επανέστησαν έπ' εμέ αι ανομίαι μου, ως σκάφος εν πελάγει
χειμάζομαι υπό των λογισμών μου• άλλ' εις εύδιον λιμένα οδήγησόν με, Κύριε, δια της
μετανοίας και σώσόν με. Σφοδρώς γαρ θλίβομαι δια την ασθένειαν του νοός μου, ως μη θέλων
πάσχω την ακούσιων προς την αλήθειαν αλλοίωσιν. Διό κράζω σοι, Θεαρχική Τριάς αγία, βοήθει
μοι, εν τη στάσει των αγαθών κατάταξόν με!».
Λέγοντες ταύτα και τα εκ των Αγίων Γραφών όμοια προς ταύτα, τα εις έκαστο λογισμό επιτήδεια
και εις έκαστο καιρό αναγκαία, επικαλούμεθα δι' όλους τον Θεόν εις βοήθειαν, και Εκείνος θα
εξολοθρεύσει αυτούς. Εάν δε και τούτο είναι ενίοτε αρμόζον και εις ημάς τους αδυνάτους, όταν
μας θλίβουν οι πονηροί λογισμοί, το να επιτημήσωμεν και να αντιλογήσωμεν εις αυτούς και να
τους αποδιώξωμεν, και αυτό πρέπει να γίνει όχι απλώς και ως έτυχε, άλλ' επίσης με το όνομα
του Θεού. Εκ των λόγων των Θείων Γραφών και κατά το παράδειγμα των αγίων Πατέρων
λέγομε εις έκαστο λογισμό ούτος• «Έπιτιμήσαι σοι Κύριος!». Και πάλιν «Άπόστητε άπ' εμού
πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν και εκκλίνατε άπ' εμού, πονηρευόμενοι, όπως εξερευνήσω
τάς εντολάς του Θεού μου».
Και κατά το παράδειγμα ενός Γέροντος, όστις έλεγε «Άπελθε, ελεεινέ, πρόσελθε, ηγαπημένε!».
Καί ότε ήκουσε ταύτα ένας αδελφός και νόμισε ότι μίλησε με κάποιο και ρώτησε αυτόν «Μετά
τίνος ομιλείς, Πάτερ;». Αυτός είπε• «Τους κακούς λογισμούς απεδίωξα και τους καλούς
προσεκάλεσα».
Και εάν τούτο είναι ωφέλιμο και εις ημάς, ας λέγωμεν ταύτα και όμοια προς αυτά .

ΛΟΓΟΣ Ζ'
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί της μνήμης του θανάτου και της φοβεράς κρίσεως, πως πρέπει να
μελετώμαι περί τούτων, δια να αποκτήσωμεν τον λογισμό τούτον εν ταις
καρδίαις ημών.

Λέγουν δε οι Πατέρες, ότι εις την εργασίαν ημών είναι λίαν αναγκαίων και ωφέλιμων να έχομεν
παντοιοτρόπως την μνήμην του θανάτου και της φοβέρας κρίσεως. Και ό μεν Φιλόθεος ό
Σιναΐτης καθορίζει εις την εργασίαν ταύτην τρόπον τινά κάποιαν τάξιν «διότι από την πρωίαν, —
λέγει—, πρέπει να καταγινώμεθα εις την μνήμην του Θεού, τουτέστιν, εις την προσευχή και την
φυλακήν της καρδίας μέχρι του καιρού του φαγητού.
Έπειτα δε, αφού ευχαριστήσομε τον Θεόν, πρέπει να μελετώμαι περί του θανάτου και της
κρίσεως». Και όταν λοιπόν επιδιδώμεθα με σπουδή εις τούτο, πρέπει πλέον πάντων να έχομεν
κατά νουν τον υπό του Κυρίου ρηθέντα λόγον «Ταύτη τη νυκτί οι άγγελοι την ψυχήν σου
απαιτούσιν πό σου». Και είπεν ότι θα αποδώσομε λόγον περί παντός ρήματος αργού εν ημέρα
κρίσεως, και ότι ο διαλογισμός της καρδίας κοινοί τον ανθρωπον. Πρέπει να μνημονεύσωμεν
του ρητού των αγίων Αποστόλων, ότι «πάντων δε το τέλος ήγγικε» και «ήξει δε ή ημέρα Κυρίου
ως κλέπτης εν νυκτί»6. Πάντες θα παραστούμε ενώπιον του δικαστηρίου του Χριστού και ό
Λόγος του Θεού δεν θα κρίνει μόνον τα έργα και τους λόγους, αλλά και τους διαλογισμούς της
καρδίας.
Ό δε καθηγητής των Πατέρων Μέγας Αντώνιος λέγει• «Πρέπει να έχομεν πάντοτε εντός ημών
την σκέψη ότι δεν θα διέλθωμεν όλη την ήμέραν ταύτην εν ταύτη τη ζωή».
Και ό Ιωάννης της Κλίμακας λέγει• «Μνημόνευε των εσχάτων σου, και εις τον αιώνα δεν θα
αμαρτήσεις». Και αλλαχού λέγει ό ίδιος- «Ή μνήμη του θανάτου να είναι πάντοτε μετά σου».
Και ό Ισαάκ ό Σύρος λέγει• «Πάντοτε μνημόνευε εν τη καρδία σου, ω άνθρωπε, ότι θα
απέλθεις».
Και πάντες οι Άγιοι όχι μόνον είχον την εργασίαν ταύτην, αλλά και ανακήρυξαν την μνήμην του
θανάτου εξωτερικό όρο της φιλοσοφίας. Τι δε να πράξωμεν ημείς οι εμπαθείς και αδύνατοι; Πώς
να μάθομε την εργασία ταύτην, δια να εδραιώσομε τούτον τον λογισμό έστω έπ' ολίγον εν τη
καρδία ημών; Διότι «το να αποκτήσομε την μνήμην ταύτην εντός ημών κατά τρόπον τέλειον,
είναι δωρεά του Θεού και Χάρις θαυμαστή», όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ. Ό μετεωρισμός όμως του
νοός ημών και ή συσκοτισθείσα λήθη δεν αφήνουν ημάς να παραμένομεν και να μελετώμεν εις
αυτά. Διότι πολλάκις διαλογιζόμεθα ταύτα και συνομιλούμεν μετ' αλλήλων περί του θανάτου, εν
τούτοις δεν δυνάμεθα να εμβαθύνωμεν και να εδραιώσομε τους λόγους τούτους εντός της
καρδίας ημών. Αλλά δεν μικροψυχούμε δι' αυτό, ούτε παραιτούμεθα από την εργασία ταύτην,
διότι με την βοήθειαν του Θεού, με τον κόπο και με τον χρόνον εισερχόμεθα εις αυτήν.
Και αν κανείς έχει προαίρεσιν, ας πράττει ούτω και ας ενθυμείται τα ανωτέρω γεγραμμένα
λόγια, εννοιών πόσον αναγκαία και ωφέλιμος είναι ή εργασία αυτή. Διότι καθώς πασών των
τροφών αναγκαιότερα είναι ό άρτος, ούτω και ή μνήμη του θανάτου είναι αναγκαιότερα των
λοιπών αρετών. «Και όπως είναι αδύνατον εις τον πεινώντα να μη ενθυμείτε τον άρτον, ούτω
και εις τον θέλοντα να σωθεί, να μη μνημονεύει του θανάτου», είπον οί Πατέρες.
Έπειτα ας συναγάγει τον νουν εις όσα είπον οι Άγιοι εις τα συγγράμματά των, περί των
διαφόρων φοβερών θανάτων, όπως ό μακάριος Γρηγόριος ό Διάλογος και άλλοι πολλοί.
Ωφέλιμων νομίζω και τούτο: Το να ενθυμώμεθα τους διαφόρους θανάτους, τους οποίους
είδομεν και περί των οποίων ηκούσαμεν, οίτινες συνέβησαν εν ταις ημέρες ημών. Διότι πολλοί,
όχι μόνον κοσμικοί, αλλά και μοναχοί, διήγον εν ευημερία και ηγάπων την ζωήν του κόσμου
τούτου και είχον την ελπίδα των εις την μακρότητα των ημερών των, και δεν είχον φθάσει εις
το γήρας, άλλ' αιφνιδίως θερίσθησαν υπό του θανάτου.
Τινές εξ αυτών δεν ηδυνήθησαν κατά την ώραν εκείνη ούτε να αποχαιρετίσουν κανένα, άλλ'
ούτος απλώς ιστάμενοι ή καθήμενοι αφηρπάσθησαν.
Και έτεροι εξέπνευσαν τρώγοντες και πίνοντες.
Άλλοι έξαφνα απέθαναν πορευόμενοι εν όδώ.
Έτεροι κατέκλιναν επί της κλίνης, νομίζοντας ότι θα ανέπαυαν το σώμα με τον ολίγον και
πρόσκαιρο ύπνο τούτον, και ούτος εκοιμήθησαν τον αιώνιο ύπνο.
Τινές δε εξ αυτών είχον να υπομείνουν κατά την τελευταία ώραν εκείνη φοβέρας εξετάσεις και
φρικτούς τρόμους και δεινούς εκφοβισμούς, καθώς γνωρίζομε. Των οποίων και μόνον αι
υπομνήσεις δύνανται ουκ ολίγον να μας φοβερίσουν.
Και φέροντες πάντα ταύτα εις την μνήμην, διαλογιζόμεθα• Που είναι οι φίλοι και οι γνωστοί
ημών; Και Τι κέρδισαν εκ τούτου, αν κανείς εξ αυτών ήτο έντιμος και ένδοξος και άρχων εν τω
κοσμώ τούτω, ή αν είχε πλούτο ή πολλή σωματική τρυφή; Δεν μετεβλήθησαν αυτά εις φθορά
και δυσωδία και κονιορτό; Και ας ενθυμηθώμεν τους υμνογράφους, οίτινες λέγουν περί τούτων
«Ποία του βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Ή ποία δόξα έστηκε επί γης αμετάθετος; Αλλά
πάντα σκιάς ασθενέστερα και ονείρου απατηλότερα, μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος
διαδέχεται. Εν αληθεία λοιπόν, πάσα ματαιότης εν τω βίω τούτω, όσα έχομεν, δεν θα
παραμείνουν μεθ' ημών μετά τον θάνατον, διότι δεν θα μεταβεί εκεί ό πλούτος του βίου τούτου,
ούτε θα συνοδεύσει ημάς ή δόξα του αιώνος τούτου, αλλ' επελθών ό θάνατος θα αφανίσει
πάντα ταύτα».
Και ούτω κατανοήσαντες την ματαιότητα του αιώνος τούτου, Τι ταρασσόμεθα ματαίως
ασχολούμενοι περί τα βιοτικά; Διότι ή οδός, επί της οποίας τρέχομε, είναι βραχεία. Καπνός είναι
ό βίος ούτος, ατμός, κονιορτός και σποδός.
Έπ' ολίγον εμφανίζεται και ταχέως αφανίζεται «και είναι ευτελέστερος μιας οδοιπορίας», όπως
λέγει ο Ιωάννης ό Χρυσόστομος. Διότι ο βαδίζων την οδόν οδοιπόρος, όταν θελήσει να πορευθεί
εις τίνα χώραν, πορεύεται. Και όπου δεν θέλει, δεν πορεύεται. Ότε δε κατοικεί εν τω
ξενοδοχείο, γνωρίζει πότε έφθασε και πότε θέλει να αναχωρήσει: εάν έφθασε την εσπέρα, θα
αναχωρήσει το πρωί. Έχει δε και την εξουσίαν να βραδύνει περισσότερο εν τω ξενοδοχείο.
Ημείς όμως και θέλοντες και μη θέλοντες, εξερχόμεθα του βίου τούτου. Και δεν γνωρίζομε, πότε
θα εξέλθωμεν, ούτε έχομεν την εξουσίαν, εάν θελήσωμεν να παραμείνομε ακόμη εδώ, αλλ'
αιφνιδίως θα επέλθει το κατ' αλήθειαν φοβερό μυστήριον του θανάτου και ή ψυχή θα χωρισθεί
βιαίως από το σώμα, θα αφαιρεθεί από τους αρμούς και τας συνθέσεις του φυσικού συνδέσμου
δια του θελήματος του Θεού. Και Τι θα πράξωμεν τότε, αν προ της ώρας εκείνης δεν θα έχομεν
ούτε φροντίσει, ούτε μελετήσει περί τούτων και ευρεθώμεν τότε ανέτοιμοι;
Εν εκείνη τη ώρα θα εννοήσωμεν με πικρία, ποίον αγώνα έχει ή ψυχή όταν χωρισθεί από το
σώμα. Ουαί, πόσον θα θλιβεί τότε και δεν θα υπάρξει κανείς να την ελεήσει!
Προς τους Αγγέλους θα υψώσει τους οφθαλμούς, άπρακτος θα προσευχηθεί.
Προς τους ανθρώπους θα εκτείνει τας χείρας και δεν θα έχει κανένα να την βοηθήσει, μόνον τα
συν Θεώ καλά έργα.
Όθεν εννοούντες το βραχύ της ζωής ημών, ας φροντίσομε περί της ώρας εκείνης του θανάτου,
μη επιδιδόμενοι εις τους θορύβους του κόσμου τούτου και εις μέριμνας ανωφελείς• Διότι
«μάτην ταράσσεται πας γηγενής», όπως-λέγει ή Γραφή.
Διότι αν και κερδίσομε όλον τον κόσμον, θα κατοικήσομε εν τω τάφω, μηδέν αποκομίσαντες εκ
του κόσμου τούτου, ούτε κάλλος, ούτε δόξα, ούτε εξουσίαν, ούτε τιμήν, ούτε οιανδήποτε άλλην
τρυφή του βίου.
Ιδού λοιπόν, ας βλέψωμεν εις τους τάφους και ας δούμε το κτιστό ημών κάλλος άσχημο και
άδοξων, μη έχον είδος. Και βλέποντες λοιπόν τα γεγυμνωμένα οστά, ας είπωμεν προς τον
εαυτόν μας•
Τις είναι βασιλεύς ή πτωχός, ένδοξος ή άδοξος;
Που είναι το κάλλος και ή τρυφή του κόσμου τούτου;
Δεν είναι πάντα ασχημοσύνη και δυσωδία;
Και ιδού, τα πολύτιμα και περιπόθητα του κόσμου τούτου περιήλθαν όλος δι' όλου εις αχρηστία
και εξέπεσαν ως άνθος μαρανθέν.
Και όπως ή σκιά παρέρχεται, ούτω θα καταργηθεί πάν το ανθρώπινο. Και ας θαυμάσωμεν ταύτα,
λέγοντες προς τον εαυτόν μας περί του θαύματος τούτου• Τι είναι τούτο το περί ημάς
τελούμενο μυστήριον; Πώς παρεδόθημεν εις την φθοράν; Πώς συνεζεύχθημεν με τον θάνατον;
Όντως με την διαταγή του Θεού, όπως γράφει ό υμνογράφος•
«Δια την παράβασιν της εντολής εγένετο εις τον Αδάμ ή πάλαι εν Εδέμ γεύσης του ξύλου νόσος
θανάσιμος, ότε ο όφις εξήμεσε τον ιόν. Δια τούτο λοιπόν εισήλθε ο θάνατος, παγγενή
καταναλίσκον τον άνθρωπον. Άλλ' ό Δεσπότης, όστις δια βάθους της αρρήτου σοφίας Του
έδωσε εις ημάς όρους ζωής και προέβλεψε τον θάνατον, ήλθε, κατέβαλε τον όφιν, χάρισε εις
ημάς την ανάσταση και μετοικίζει τους δούλους Του εις την άλλην ζωήν».
Και ούτως ας λάβωμεν κατά νουν την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου και την έγερσιν ημών
και την φοβεράν κρίσιν, παραθέτοντες αυτά τα ευαγγελικά λόγια του Κυρίου, τα οποία έγραψε ο
θεόφθογγος Ματθαίος• «Και μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων, —γράφει—, ο ήλιος
συσκοτισθήσεται και ή σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής και οι αστέρες πεσούνται από του
ουρανού και αι δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται. Και τότε φανήσεται το σημείον του Υιού
του ανθρώπου εν το ουρανώ και τότε κόψονται πάσαι αι φυλαί της γης και όψονται τον Υιόν του
ανθρώπου ερχόμενων επί των νεφελών του ουρανού μετά δυνάμεως και δόξης πολλής.
Και αποστέλλει τους Αγγέλους αυτού μετά σάλπιγγος φωνής μεγάλης και επισυνάξουσιν τους
εκλεκτούς αυτού εκ των τεσσάρων ανέμων απ' ακρών ουρανών έως ακρών αυτών».
Ό δε ηγαπημένος μαθητής του Κυρίου Ιωάννης, ούτος έγραψε τους λόγους αυτού• «Έρχεται
ώρα, εν ή πάντες οι εν τοις μνημείοις νεκροί ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού και οι
ακούοντες ζήσονται. Και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασην ζωής, οι δε τα
φαύλα πράξαντες εις ανάστασην κρίσεως». Και πάλιν ό Ματθαίος• «όταν δε έλθει ό Υιός του
ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι Άγγελοι μετ' αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου
δόξης αυτού και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη και αφοριεί αυτούς άπ'
αλλήλων, ώσπερ ό ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων.
Τότε αίρει ό βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού, Δεύτε οί ευλογημένοι του Πατρός μου,
κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.. Τοις δε εξ ευωνύμων
αυτού αίρει• 'Πορεύεσθε άπ' εμού οί κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω
διαβόλω Και τοις άγγέλοις αυτού...' Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οί δε δίκαιοι εις
ζωήν αιώνιον».
Και Τι αδελφοί, θα είναι χειρότερο και χαλεπώτερο από την φοβερά και φρικτή απολογία εκείνη
και από το θέαμα εκείνο, όταν θα ίδωμεν όλους τους αμαρτήσαντες και μη μετανοήσαντες υπό
της δικαίας κρίσεως του Θεού εις τας αιωνίους κολάσεις αποπεμπόμενους και φρίττοντας δεινώς
και κράζοντας και άπρακτος κλαίοντας; Πώς να μη κλαύσωμεν και να μη θρηνήσομε, όταν
λάβωμεν κατά νουν τας φοβέρας και φρικτάς κολάσεις εκείνας, τας οποίας αναφέρει ή Γραφή το
αιώνιον πυρ, το σκότος το εξώτερον, την βαθείαν άβυσσο, τον δεινόν ακοίμητων σκώληκα, τον
βρυγμό των οδόντων και πάσας τας λοιπάς βασάνους, αι οποίαι θα αναμένουν τους πολλά
αμαρτήσαντες και κακώς εξοργίσαντας τον πανάγαθο Θεόν με την πονηρά αυτών διαγωγή, «ων
πρώτος ειμί εγώ» ό άθλιος; Ποίον φόβον λοιπόν, ω αδελφοί, θα έχομεν τότε, όταν θα στηθούν
οι θρόνοι και θα ανοιχθούν τα βιβλία και ο Θεός θα καθίσει προς κρίσιν και όταν και αυτοί οι
Άγγελοι θα παρίστανται εν τρόμω; Και Τι θα πράξωμεν τότε ημείς οι εν πολλαίς αμαρτίαις ένοχοι
άνθρωποι, όταν ακούσωμεν Αυτόν όπως καλεί μεν τους ευλογημένους του Πατρός εις την
Βασιλείαν, αποπέμπει δε τους αμαρτωλούς εις την κόλασιν και αφορίζει αυτούς από τους
εκλεκτούς; Και τίνα αποκριθώμεν ή να απολογηθώμεν λοιπόν τότε, όταν πάντα τα έργα ημών
θα παρασταθούν προς έλεγχο ημών και όταν θα φανερωθούν όλα τα κρυπτά ημών, τα οποία
ημαρτήσαμεν εν ημέρα και νυκτί, εν λόγω και έργω και διάνοια; Και ποια αισχύνη θα μας
καταλάβει τότε, επειδή κανείς δεν θα δυνηθεί να απαρνηθεί τας αμαρτίας του, διότι ή αλήθεια
θα ελέγξει και φόβος μέγιστος θα κατάσχει τον ανθρωπον! Εν χαρά και ευφροσύνη όμως θα
εισέλθουν οι δίκαιοι εις τον ουράνιον νυμφώνα, λαμβάνοντες τον μισθό των αγαθών των
έργων.

Και τις θα εκτραγωδήση, ω αδελφοί, τον φόβον εκείνον και τον τρόμο της Δευτέρας Παρουσίας
του Κυρίου και της φοβεράς εκείνης και αδέκαστου κρίσεως, ώστε κάποιος από τους Πατέρας να
λέγει• «Εάν θα ήτο δυνατόν τότε να αποθάνει κανείς, όλος ό κόσμος θα απέθνησκεν από τον
φόβον εκείνον. Δια τούτο ας φοβηθώμεν και ας φρίξωμεν και ας λάβωμεν ταύτα κατά νουν,
έστω και αν ή καρδία δεν θελήσει, ας βιάσωμεν αυτήν να σκεφτεί ταύτα και ας είπωμεν προς
την ψυχήν ημών «Οίμοι σκοτεινή ψυχή, σε προσήγγισεν ή από του σώματος έξοδος! Έως πότε
δεν θα απαρνηθής τα κακά; Έως πότε θα αναπαύεσαι εις την ραθυμία; Τι δεν σκέπτεσαι την
φοβεράν ώραν του θανάτου; Τι δεν τρέμεις το φοβερό βήμα του Σωτήρος; Τι αποκρίνεσαι
λοιπόν ή πώς απολογείσαι• Διότι ιδού, τα έργα σου παρίστανται και σε ελέγχουν και κατηγορούν
εναντίον σου.
Λοιπόν, ω ψυχή, έως ότου έχεις καιρόν, άφες τα αισχρά έργα, ανάλαβε βίον καλόν, δράμε,
πρόλαβε και μετά πίστεως αναβόησον Ήμαρτον Κύριε, ήμαρτόν σοι κακώς. Αλλά γνωρίζω την
ευσπλαχνία σου, Φιλάνθρωπε, δια τούτο προσπίπτω και δέομαι της αγαθοσύνης σου, ίνα έλθει
έπ' εμέ το έλεός σου, Δέσποτα, ότι τεταραγμένη είναι ή ψυχή μου και τεθλιμμένη δια την έξοδό
της εκ του αθλίου μου σώματος, μήπως ή βουλή του πονηρού εχθρού υπαντήσει και κρατήσει
αυτήν εν τω σκότει δια τάς εν γνώσει και αγνοία κατά τον βίον τούτον πεπραγμένος αμαρτίας
μου. Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα και να μη ίδη ή ψυχή μου την σκοτεινή όψιν των πονηρών
δαιμόνων, αλλά να παραλάβουν αυτήν οι υπέρλαμπροί σου Άγγελοι. Ως έχων την εξουσίαν της
αφέσεως των αμαρτιών, «άνες μοι, ίνα αναψύξω», και ίνα μη ευρέθη ενώπιον σου ή αμαρτία
μου, την οποίαν ήμαρτον δια την ασθένειαν της φύσεως ημών εν λόγω, έργω και διάνοια, εν
γνώσει και αγνοία, ίνα ευρεθώ ενώπιον σου κατά την άαπέκδυσιν του σώματός μου άνευ ρύπου
τινός επί της μορφής της ψυχής μου και όπως μη παραλαβή εμέ τον αμαρτωλών ή σκοτεινή χειρ
του άρχοντος του κόσμου τούτου, ίνα με καταρρίψει εις βυθόν Άδου. Άλλα παράστηθί μοι και
γενού μοι Σωτήρ και αντιλήπτωρ! Ελέησον Κύριε, την ρυπωθείσαν τοις πάθεσι του βίου τούτου
ψυχήν μου και καθαράν αυτήν δια της μετανοίας και εξομολογήσεως παράλαβε και δια της
δυνάμεώς σου ανάγαγέ με επί την θείαν σου κρίσιν! Και όταν έλθεις Θεέ, επί γης μετά δόξης και
καθίσεις, Ελεήμον, επί του θρόνου σου να κρίνεις την δικαίαν σου κρίσιν και ημείς πάντες
παραστώμεν γυμνοί ως κατάκοιτοι εν τη αδέκαστο κρίση σου, τότε θα αρχίσεις να εξετάζεις τα
αμαρτήματα ημών, τα οποία ημάρτομεν εν λόγω και έργω και διάνοια. Τότε Πανάγαθε, μη
ελέγξεις τα κρυπτά μου και μη καταισχύνης με ενώπιον Αγγέλων και ανθρώπων, αλλά φείσαι
μου Θεέ, και Ελέησόν με! Διότι διαλογίζομαι το φοβερό σου κριτήριο Θεέ,και φρίττω την
φοβεράν ημέραν της κρίσεως και τρέμω υπό της συνειδήσεως μου ελεγχόμενος και θλίβομαι
δεινώς δια τας πονηράς μου πράξεις και απορώ πώς θα απολογηθώ ενώπιόν σου, του αθανάτου
Βασιλέως, ως ούτω πικρώς παροργίσας σε.
Με ποια παρρησία θα προσβλέψω εις σε τον φοβερόν κριτήν εγώ ό αισχρός και πόρνος; Αλλά
Κύριε, ό εν δόξη εύσπλαχνος, Πατήρ και Υιός μονογενής και Άγιον Πνεύμα, Ελέησόν με και
ρύσαι με τότε του άσβεστου πυρός και αξίωσόν με της εκ δεξιών σου στάσεως, Κριτά δίκαιε!».

ΛΟΓΟΣ Η'
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί δακρύων και τι πρέπει να πράξουν οι επιθυμούντες να αποκτήσουν αυτά.

Όταν ταύτα και όμοια προς ταύτα λέγοντες και διαλογιζόμενοι, εύρωμεν Χάριτι Θεού δια μέσου
τούτων δάκρυα, τότε πρέπει να κλαύσωμεν με όση δύναμιν και ισχύν έχομεν. «Διότι με τον
θρήνο, —είπον οι Πατέρες—, θα λυτρωθούμε από το αιώνιο πυρ και τας λοιπάς κολάσεις». Εάν
όμως δεν δυνάμεθα να κλαύσωμεν επί πολύ, ας βιάσωμεν τον εαυτόν μας να εκβάλωμεν έστω
ολίγας μικράς σταγόνας μετά πόνου. «Διότι πάντως κρίνεται υπό του καλού ημών Κριτού, —
λέγει ό Κλίμακος—, όπως εις πάντα, ούτω και εις τα δάκρυα, ή δύναμις της φύσεως. Διότι είδον,
—λέγει—, μικράς σταγόνας δίκη αίματος προχεομένας και είδον πηγάς άνευ πόνου
προερχόμενος. Εγώ δε έκρινα τους κοπιώντας μάλλον κατά τον πόνο και όχι κατά τα δάκρυα,
νομίζω δε και ο Θεός».
Όταν όμως ενίοτε δεν δυνάμεθα να εύρωμεν ούτε έστω ολίγον δάκρυο δια την αδυναμία και
αμέλεια ημών ή δι' άλλας τινάς αιτίας, τότε δεν πρέπει να παύσουμε, ούτε να ολιγοψυχήσωμεν,
αλλά να πενθήσωμεν και να στενάξωμεν και να θρηνήσωμεν και να λυπηθώμεν δια την
αναζήτησιν ταύτην μετά χρηστής ελπίδος «διότι ή λύπη της διανοίας αναπληρώνει το μέτρον
πάντων των σωματικών έργων», λέγει ό άγιος Ισαάκ.
Και πάλιν ό Κλίμακος είπεν «Εκείνοι, οι οποίοι διό την ζήτησιν των δακρύων ταλανίζουν και
καταδικάζουν το εαυτόν των με σκυθρωπότητα των στεναγμών και βαθύν οδυρμό και απορία,
αυτοί δύνανται να αναπληρώσουν ακινδύνως τον τόπον των δακρύων -ταύτα-, αν και αυτά θα
θεωρηθούν ύπ' αυτών ως «μηδέν».
Συμβαίνει δε ενίοτε να μη υπάρχουν δάκρυα ω ασθενείας, -όπως λέγει ο άγιος Ισαάκ-, όχι μόνο
εις τον ζητούντα αυτά, αλλά και εις τον ευρόντα και λαβόντα το δώρον των δακρύων παύουν
ταύτα και ή θέρμη ψυχραίνεται δια σωματική ασθένεια».
Και ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος, ομιλών περί των δακρύων και διδάσκων ότι πρέπει πάντοτε να
κλαίωμεν, λέγει• «αν και τούτο δια τίνα άρρητον οικονομία ή ενόχλησιν αιτίας τινός συμβαίνει
εις τίνα σπανίως». Και πάλιν λαβών από τας Γραφάς, δίδαξε ούτω, —και εκτός τούτων ό Δαυίδ
είπε• «Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ό
Θεός ουκ εξουδενώσει». Και πρεπόντως είπεν. Όθεν οφείλομεν με πνεύμα και καρδίαν
συντετριμμένα και τεταπεινωμένα να θλιβώμεθα εις τον νουν και να λυπώμεθα και να ζητώμεν
τα δάκρυα.
Αν λοιπόν αληθώς θελήσωμεν να ζητήσωμεν ταύτα, πρέπει κατά τον τρόπον εκείνον, τον
οποίον διατάσσει ή Αγία Γραφή. Προ πάντων ο Συμεών ό Νέος Θεολόγος γράφει περί τούτων
λεπτομερώς και υπενθυμίζει τα ρητά του Δαυίδ και παραθέτων το απόσπασμα από το
ανάγνωσμα του Κλίμακος δια την Τετάρτην, το οποίον έχει ούτω• «Δίψα και αγρυπνία
εξέθλιψαν καρδίαν, καρδίας δε θλιβείσης, εξεπήδησαν ύδατα», λέγει• «Όστις θέλει να μάθει όσα
άλλα μας διαλέγεται περί τούτων, ας εγκύψει εις το ίδιο το βιβλίο». Άλλα πρέπει να θλίψωμεν το
σώμα μόνον όταν δεν καταπονείται ή του σώματος, επειδή τότε δεν είναι ωφέλιμων να
πολεμήσωμεν την φύσιν, «διότι όταν βιάσης σώμα ασθενές εις έργον υπέρ την δύναμίν του,
τότε επιφέρεις σκότωσιν επί σκότωσειν στην ψυχήν και επιβάλλεις εις αυτήν μάλον σύγχυσιν»,
λέγει Όστις άγιος Ισαάκ και οι λοιποί Πατέρες συμφωνούν προς αυτό. Τούτο δε ελέχθη υπό των
Πατέρων περί της αληθούς ασθενείας, όχι περί της προσποιητής, ήτις είναι ασθένεια του
λογισμού.
Εις δε τα λοιπά καλόν είναι να βιάσωμεν τον εαυτόν μας, όπως λέγει ό άγιος Συμεών. Διότι
αυτός έγραψε και αλλά περί τούτων, λέγων «Όταν ή ψυχή ημών ευρέθη εν τοιαύτη κατάσταση,
δεν θα παρέλθει ουδέποτε χωρίς δάκρυα». Ημείς δε αν δεν δυνάμεθα να αναγάγωμεν τον
εαυτόν μας εις τοιαύτα μέτρα, ας σπουδάσωμεν να φθάσωμεν εκείνα έστω εν μικρό μέρει και ας
ζητήσωμεν ταύτα μετά πόνου καρδίας παρά Κυρίου του Θεού. Διότι οι άγιοι Πατέρες λέγουν, ότι
ή Χάρις των δακρύων είναι ένα εκ των μεγάλων χαρισμάτων του Θεού και προστάσσουν να το
ζητήσωμεν από τον Κύριον.
Ο μεν όσιος Νείλος ό Σιναΐτης λέγει• «Προ πάντων δια την λήψιν των δακρύων προσεύχου!».
Ο δε μακάριος Γρηγόριος Όστις αγιότατος πάπας 'Ρώμης γράφει• «Εάν τίνες παραμένουν εις τα
καλά έργα και ηξιώθησαν των λοιπών χαρισμάτων, αλλά δεν έλαβον τα δάκρυα, αυτοί πρέπει να
ζητήσουν ταύτα, δια να κλαύσουν τα πριν ύπ' αυτών πεπραγμένα κακά είτε δια τον φόβον της
κρίσεως, είτε δια την αγάπη της Βασιλείας των ουρανών και ούτω λοιπόν θα εισέλθουν και ούτοι
εκεί, όπου διαμένουν οι μεγάλοι και ζέοντες από την αγάπη».
Και αναφέρει την εξής παραβολή της Αγίας Γραφής•
Η Ασχά, ή θυγάτηρ του Χάλεβ, καθήμενη επί του οναρίου και αναστενάξασα, ζήτησε από τον
πατέρα της γη υδρευόμενη, λέγουσα ότι• «ξηράν μου έδωσας, πρόσθες εις έμέ και
υδρευόμενη!». Και της έδωσε ό πατήρ της υδρευόμενη, ή οποία είναι άνω και υδρευόμενη, ή
οποία είναι κάτω. Και ή μεν Ασχά συμβολίζει την ψυχήν καθήμενη επί του οναρίου, τουτέστιν
επί των αλόγων σαρκικών κινήσεων. Το δε «αναστενάξασα εζήτησεν από τον πατέρα της γήν
υδρευόμενη» σημαίνει ότι πρέπει να ζητήσωμεν την δωρεάν των δακρύων μετά μεγάλου
στεναγμού παρά του Κτιστού ημών. Και οι λοιποί Άγιοι συμφωνούν προς τούτο.
Πώς όμως να ζητήσωμεν και να προσευχηθώμεν δια ταύτα; Και από που να βάλωμεν αρχήν, ει
μη από τας Θείας Γραφάς; Διότι δεν είμεθα ικανοί από τον εαυτόν μας να επινοήσωμεν κάτι,
άλλ' ή ικανότης ημών είναι αί θεόπνευστοι Γραφαί, όπως έγραψαν οί Άγιοι.

Του Ανδρέου Κρήτης. «Πόθεν να αρχίσω να θρηνώ τας πράξεις του εμπαθούς μου βίου; Ποίαν
αρχήν να βάλω εις την παρούσα θρηνωδία; Άλλ' ως εύσπλαχνος δός μοι Κύριε δάκρυα
κατανύξεως, ίνα κλαύσω σοι τω Ποιητή των απάντων και εξομολογήσωμαί σοι τω Κτίστη ημών
Θεώ όσα ήμαρτόν σοι δια της αθλίας μου ψυχής και της ρυπαράς μου σαρκός, ίνα τη βοήθεια
σου δυναμούμενος, απέχομε το λοιπόν της προτέρας μου αλογίας και προσάγω σοι της
μετανοίας τα δάκρυα».

Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως. «Θεέ μου, Ποιητά παντός του κόσμου, πλαστουργέ μου, ό
πάλαι πηγάσας υδάτων πηγάς εξ αλατομήτου πέτρας, ό τα πικρά ύδατα γλυκάνας, δός δάκρυα
ταις κόραις των οφθαλμών μου. Πλήρωσαν την κεφαλήν μου καθαρτικών υδάτων και ποίησον
τα βλέφαρα μου νεφέλας αειρρύτους. Διότι ή αιχμαλωσία του λογισμού και ό ρύπος της ψυχής
χρήζουσι, Δέσποτα,του υσσώπου της φιλανθρωπίας σου. Τοις οφθαλμοίς δός καρδιακά ύδατα,
τοις δάκρυσιν αέναους όμβρους ή πηγάς καθαρτικάς των ψυχών!».

Του Έφραίμ του Σύρου «Δώρησαι ούν, Δέσποτα, έμοί τω αναξίω δάκρυα αεί εις φωτισμόν της
καρδίας, ίνα φωτισθείς την καρδίαν, βρύω πηγάς δακρύων μετά γλυκύτητος εν προσευχή
καθαρά, όπως εξαλειφθεί το μέγα χειρόγραφο των αμαρτιών μου δι' ολίγων δακρύων καί
σβεσθή εκεί δια του μικρού τούτου κλαυθμού το πυρ το καιόμενον»

Του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου• «Κύριε και Κτιστά των απάντων, Αυτός δός μοι χείρα
βοηθείας και καθάρισαν τον ρύπον της ψυχής μου, και χάρισαί μοι δάκρυα μετανοίας, δάκρυα
ερωτικά, δάκρυα σωτηρίας, δάκρυα καθαίροντα τον ζόφο του νοός μου και λαμπρόν με
ποιούντα άνωθεν, όπως ιδώ σε, το Φως του κόσμου, τον φωτισμών των αθλίων μου
οφθαλμών».
Του υμνογράφου• «Ω Χριστέ, Βασιλεύ των απάντων, δός μοι δάκρυα θερμά ίνα θρηνήσω την
ψυχήν μου, ην κακώς απώλεσα. Ως οικτίρμων δώρησαί μοι, Χριστέ, νεφέλην δακρύων θείας
κατανύξεως, ίνα κλαύσω και αποπλύνω τον εκ των ηδονών μου ρύπον και αναδειχθώ σοι
καθαρός. Δός μοι δάκρυα, Θεέ, ως πάλαι τη γυναικί τη αμαρτωλώ».

Και τα υπόλοιπα των στίχων και άλλα όμοια προς ταύτα, τα οποία ευρίσκονται εις τας Αγίας
Γραφάς, πρέπει κατά την ζήτησιν των δακρύων επιμελώς να λέγωμεν εκ βάθους καρδίας και
«συνεχώς να προσευχώμεθα προς τον Κύριον, —όπως λέγει Όστις άγιος Ισαάκ—, να μας δώσει
την Χάριν ταύτην των δακρύων, την καλύτερα των λοιπών χαρισμάτων και υπερβάλλουσα.
Διότι Όταν λάβωμεν ταύτην, εισερχόμεθα εις την καθαρότητα της ψυχής και θα λάβωμεν πάντα
τα πνευματικά αγαθά». Υπάρχουν δε τίνες, οί οποίοι ακόμη δεν απέκτησαν τελείως το δώρων
των δακρύων, και άλλος αποκτά ταύτα κατ' άλλους τρόπους: ο μεν εκ της θεωρίας των
μυστηρίων της οικονομίας της φιλανθρωπίας του Κυρίου, ό δε εκ της αναγνώσεως των
διηγήσεων των βίων και αγώνων και των διδασκαλιών των Αγίων, άλλος μεν εκ της
μονολογίστου ευχής του Ιησού, άλλος δε έρχεται εις συντριβή εκ τίνων κανόνων και
τροπαρίων, έτερος ενθυμούμενος τας αμαρτίας του και άλλος από την μνήμην του θανάτου και
της κρίσεως, και άλλος από τον πόθον της μελλούσης τρυφής ή από διάφορα άλλα μέσα.
Εν τούτοις, αν κανείς εύρει αυτά με οποιονδήποτε τρόπον, πρέπει να μετέρχηται τούτον και να
κρατήσει τον κλαυθμόν μέχρις ότου παρέλθει. «Διότι, —είπον οί Πατέρες—, ό θέλων να
ελευθερωθεί από τας αμαρτίας, θα ελευθερωθεί άπ' αυτάς δια του κλαυθμού και Όστις θέλων να
μη αποκτήσει αυτάς, δια του κλαυθμού δεν αποκτά αυτάς». Διότι αυτή είναι ή οδός της
μετανοίας και ό καρπός της και δια πάντα καθ' ημών επαγόμενο πειρασμόν και δια πάντα
εχθρικό λογισμό πρέπει να κλαύσωμεν ενώπιον της αγαθότητας του Θεού, δια να μας βοηθήσει,
και θα μας αναπαύσει ταχέως, Όταν προσευχηθώμεν μετά γνώσεως.
Ό Συμεών Όστις Νέος Θεολόγος ονομάζει πάσας τας αρετάς στρατιάν, βασιλέα δε και στρατηγόν
το πένθος και τον κλαυθμόν, «διότι εκείνος, —λέγει—, εξοπλίζει και ενισχύει και διδάσκει τον
στρατόν, πώς να μάχηται με τον εχθρόν εις πάσας τας επιχειρήσεις και φυλάττει αυτόν από τας
επιδρομές του αντιπάλου». Αν ποτέ Όστις νους ημών ευρέθη εις λογισμούς μη επαινετούς ή
εναντίους, είτε προερχομένους από την ακοήν ή από την δράσιν, αν κρατήται από την αγάπη
προς τα φυσικά πράγματα ή από θλίψιν ανωφελή και αν εύρωμεν εις τα τοιαύτα δάκρυα, πρέπει
να τα μεταβάλωμεν εις ωφέλιμα ή εις δοξολογίαν του Θεού ή εις εξομολόγησιν, ή να τα
μεταφέρωμεν εις τον θάνατον και την δική και τας κολάσεις και τα λοιπά και ούτω να
κλαύσωμεν. Διότι ό της Κλίμακος λέγει• «Το να μεταβάλωμεν τα δάκρυα από εναντία ή φυσικά
εις πνευματικά είναι αξιέπαινο». Όταν όμως Χάριτι Θεού ή ψυχή ημών κατανυχθή και δακρύσει
αυτομάτως χωρίς την πρόθεσιν και σπουδήν ημών, ταύτα είναι επίσκεψις του Κυρίου και
δάκρυα ευλαβή, τα οποία πρέπει να φυλάξωμεν ως κόρην οφθαλμού μέχρις ότου
υποχωρήσουν, επειδή έχουν μεγάλην ισχύν προς εξάλειψιν των αμαρτιών και των παθών,
περισσότερον από τα δάκρυα, τα οποία γίνονται δια της ιδίας ημών σπουδής. Όταν δε δια της
προσοχής, τουτέστιν της φυλακής της καρδίας, φανεί εν τη προσευχή από την Θείαν Χάριν ή
πνευματική ενέργεια, ήτις εμβάλλει θερμή θάλπουσαν την καρδίαν και παρηγορεί την ψυχήν και
αφράστως αναφλέγει αυτήν προς Θείαν και ανθρώπινη αγάπη και ευφραίνει τον νουν και δίδει
την έσωθεν γλυκύτητα και χαράν, τότε τα δάκρυα προχέονται αυτομάτως και αβιάστως
αναπηγάζουν άφ' εαυτών και παρηγορούν την επίπονων ψυχήν, ήτις «δική νηπίου κλαίει καθ'
έαυτήν και συνάμα μειδιάται φαιδρώς», όπως λέγει ό της Κλίμακας.
Τούτων των δακρύων είθε να μας αξιώσει ό Κύριος, επειδή δι' ημάς τους αρχαρίους και έτι
απείρους άλλη μεγαλύτερα παρηγοριά από ταύτην δεν υπάρχει.
Διότι όταν με την Θείαν Χάριν αυξηθεί το χάρισμα Τούτο εντός ημών, τότε θα επέλθει
ανακούφισης από τους πολέμους και γαλήνευσης από τους λογισμούς εις τον νουν, όστις
τρέφεται και ευφραίνεται από την προσευχή ως από δαψιλή τροφή, ενώ εκ της καρδίας
αναπηγάζει ανέκφραστος τις γλυκύτης και προχέεται εις όλον το σώμα και μεταβάλλει εις όλα τα
μέλη τον πόνο εις γλυκύτητα.
«Αυτή είναι ή παράκλησις ή τικτομένη εκ του κλαυθμού—, λέγει Όστις άγιος Ισαάκ, —ή οποία
δίδεται εις έκαστων κατά την δοθείσαν εις αυτόν Χάριν συμφώνως προς τον λόγον του Κυρίου.
Τότε ό άνθρωπος είναι εν τοιαύτη χαρά, οποία δεν ευρίσκεται εν τω αιώνι τούτω και ουδείς
γνωρίζει ταύτα ει μη όστις εξέδωκεν εαυτόν εξ όλης ψυχής εις το έργον τούτο»

ΛΟΓΟΣ Θ'
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί της φυλάξεως των επιτευχθέντων δακρύων μετά ταύτα.


Όταν Ο Κύριος μας αξιώσει με την Χάριν του να εύρωμεν δάκρυα και να κλαύσωμεν ή να
προσευχηθώμεν καθαρώς, τότε πρέπει παντοιοτρόπως να φυλαττώμεθα από το πνεύμα της
οργής και τους λοιπούς απρεπείς λογισμούς.
Διότι ό εχθρός θα επιδιώξει τότε είτε με εσωτερικούς λογισμούς να μας συγχέει, είτε θα
μηχανευθεί να επαγάγει έξωθεν ταραχή και πόλεμο, προσπαθών να καταστήσει την εργασία
ημών επίμεμπτον, όπως λέγει ό της Κλίμακος· «Όταν προσευχηθείς νηφάλιος, θα πολεμηθείς
ταχέως εις οργή, διότι τούτο είναι ό σκοπός των εχθρών ημών. Όθεν, —λέγει—, ας εργαζώμεθα
πάσαν αρετή, μάλιστα δε την προσευχή, πάντοτε με πολλή αίσθησιν». Ωσαύτως πρέπει και μετά
την προσευχή να σπουδάζωμεν να είμεθα ισχυρότεροι του θυμού και της οργής και των λοιπών
ψυχοφθόρων παθών, διότι διδάσκει ότι «ή αοργησία των αρχαρίων είναι συνδεδεμένη με τα
δάκρυα ωσάν δια τίνος χαλινού και όταν χαλαρώσωμεν τον χαλινόν και δεν κυβερνήσωμεν
καλώς, ευθύς θα ατακτήσει».
Ούτω λέγει και ό Νείλος ό Ασκητής· «Λίαν φθονεί ό δαίμων άνθρωπον προσευχόμενον και με
πάσαν μηχανουργίαν επιδιώκει να εμποδίσει τον σκοπόν του. Δεν παύει λοιπόν να κινεί τα
νοήματα των πραγμάτων δια μέσου της μνήμης και να αναμοχλεύει όλα τα πάθη δια μέσου της
σαρκός, δια να δυνηθεί να εμποδίσει τον καλόν αυτού δρόμο και την προς Θεόν εκδημία». Όταν
όμως ό πονηρότατος δαίμων, άφ' ου έπραξε πολλά, δεν δυνηθεί να εμποδίσει την προσευχή του
προθύμου, τότε ολίγον χαλαρώνει και μετέπειτα τον εκδικείται άφ' ου τελειώσει την προσευχή
είτε τον εξάπτει εις οργή και αφανίζει την εκ της ευχής εν αυτώ γενόμενη καλήν κατάστασιν,
είτε τον ερεθίζει προς αλογόν τίνα ηδονή και υβρίζει τον νουν του.
«Δια τούτο, —λέγει—, άφ' ου προσηυχήθης όπως πρέπει, προσδοκεί τα μη πρέποντα και στήθι
ανδρείως, φυλάττω την σάρκα σου· διότι εις τούτο εξ αρχής ετάχθης, εις το «εργάζεσθαι και
φυλάττειν», δια να μη αφήσεις εργαζόμενος μεν, το πόνημά σου αφύλακτο, ειδεμή δεν θα
ωφεληθείς καθ' όλου προσευχόμενος».
Και τούτο λοιπόν ανέφερε ό άγιος ούτος εκ των Παλαιών Γραφών, το «εργάζεσθαι και
φυλάττειν». Διότι ή Γραφή λέγει, ότι «έπλασε ό Θεός τον Αδάμ και έθετο αυτόν εν τω
παραδείσω της τρυφής εις το εργάζεσθαι αυτόν και φυλάττειν τον παράδεισον».
Και εδώ ονόμασε την μεν εργασίαν του παραδείσου προσευχή, την δε φυλακήν μετά την
προσευχή τήρησιν εκ των απρεπών λογισμών.
Και Όταν μας επισκεφθεί λοιπόν ό Κύριος εις τα τοιαύτα, ας φυλασσώμεθα παντοιοτρόπως από
τους απρεπείς λογισμούς, μάλλον δε από τους τοιούτους λόγους και τα έργα και ας τηρώμεν
τότε ακριβώς τας αισθήσεις, δια να μη ανακινηθεί εκ τούτων πόλεμος εναντίον ημών. Εάν όμως
από την βίαν των ή ψυχή εμπέσει εις τους λογισμούς, πρέπει ευθύς να καταφύγωμεν με την
ευχή προς τον Ποιήσαντα αυτήν και Εκείνος θα καταστείλει ταύτα πάντα.
Δεν υπάρχει εργασία καλύτερα και πλέον αμέριμνος ταύτης και Ούτω Θεού ενισχύοντας θα
φυλάξωμεν τας ψυχάς ημών εν τω φόβω αυτού, μη αφήνοντες τον νουν να διαχυθεί από
λογισμούς αδυναμίας, ούτε ματαία χαρά να τον αρπάσει και ή ψυχή να απολέσει την απόκτησιν
της κατανύξεως δια την αστάθεια του αδυνάτου λογισμού.
Αλλά και μετά τα δάκρυα και την προσευχή πρέπει να φυλάσσωμεν τον εαυτόν μας εν τω αυτώ
φρονήματι.

ΛΟΓΟΣ Ι' (10)


ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί αποκοπής τον ιδίου θελήματος και αληθούς αμεριμνίας, ήτις είναι η νέκρωσις από πάντων.

Αύται αι θαυμασταί εργασίαι, περί ων ωμιλήσαμεν, εξ άπαντος απαιτούν την αποκοπήν και
αμεριμνίαν, ήτις είναι ή νέκρωσις από πάντων και την ενασχόλησιν και προσοχήν εις μόνον το
έργον του Θεού, όπως ειπόν οί γνωρίσαντες τούτο εκ της αποκτήσεως της σοφίας μεγάλοι
Πατέρες.
Ό μεν μέγας Μακάριος λέγει• «Όστις θέλει να προσέλθει προς τον Κύριον και να αξιωθεί της
αιωνίου ζωής και να γίνει κατοικητήριο του Χριστού και να εμπλησθή από το Άγιον Πνεύμα δια
να δυνηθεί να φέρει τους καρπούς του Πνεύματος καθαρώς και αμέμπτως κατά πάσας τας
έντολάς του Κυρίου, αυτός πρέπει ούτω να αρχίσει• πρώτον πρέπει να έχη βεβαίαν πίστιν εις
τον Κύριον και να επιδώσει όλο τον εαυτόν του εις τους λόγους των εντολών Αυτού, να
απαρνηθεί τον κόσμον κατά πάντα, δια να μη ασχολείται ό νους του ούτε με ένα από τα ορατά,
αλλά μόνον να έχει προ οφθαλμών αυτόν μόνον τον Κύριον και τας εντολάς Αυτού και να
επιδιώκει εις Αυτόν μόνον να είναι αρεστός, και να προσκαρτερή πάντοτε εν τη προσευχή,
ελπίζων εις την επίσκεψιν του Θεού και εις την βοήθειαν Αυτού, έχων τον νουν του πάντοτε εν
τούτω και να βιάζει τον εαυτόν του πάντοτε εις πάν αγαθόν και εις πάσας τας εντολάς του
Κυρίου κατά δύναμιν, και μη θελούσης της καρδίας δια την κατέχουσαν αυτήν αμαρτίαν,
πιστεύων ότι ελθών ό Κύριος θα ενοικήση εντός Αυτού και θα τον τελείωση και θα τον
ενδυνάμωση εις την κατόρθωσιν όλων των εντολών και oτι αυτός ό Κύριος θα γίνει οικητήριον
της ψυχής. Και να μνημονεύει του Κυρίου πάντοτε, προσδοκών Αυτόν εν αγάπη πολλή. Τότε
βλέπων ό Κύριος την τοιαύτην καλήν προαίρεσιν και σπουδήν, θα ποίηση το έλεος Αυτού με
αυτόν και θα τον λύτρωση από την εν αυτώ ζώσαν αμαρτία και θα τον γεμίσει με Πνεύμα Άγιον.
Και ούτω αυτός θα πράττει καθ' έξης πάντα τα του Κυρίου χωρίς βίαν και κόπο, μόνον από την
αλήθεια, μάλλον δε ό Κύριος εν αυτώ. Και τότε θα φέρει τους καρπούς του Πνεύματος
καθαρώς».
Και ό Μέγας Βασίλειος λέγει ότι «ή αρχή της καθαρότητας της ψυχής είναι ή ησυχία».
Και ό Ιωάννης της Κλίμακος είπε• «Το έργον της ησυχίας είναι ή αμεριμνία των ευλόγων και
αλόγων πραγμάτων, δεύτερον ή άοκνος προσευχή και τρίτον ή άσυλος εργασία της καρδίας».
Ευλόγα δε πράγματα δεν ονομάζει εκείνα, τα όποια έχομεν τώρα ως συνήθεια εν σχέση προς
την απόκτησιν χωρίων και την κατοχή πολλών κτημάτων και τας συμπλοκάς με τον κόσμον,
διότι ταύτα είναι άλογα, άλλα τας ομιλίας, αι οποίαι γίνονται υπό καλόν πρόσχημα και νομίζονται
προς σωτήρια της ψυχής. Και ταύτας λοιπόν πρέπει να κάμνομε κατά τον πρέποντα τρόπον και
εν μετρώ με πνευματικούς και ευλαβείς πατέρας και αδελφούς. Διότι όταν κάμωμεν αυτάς
αφυλάκτως, θα πέσωμεν κατά πάσαν ανάγκην εις τα δεύτερα, δηλαδή τα άλογα πράγματα. Και
ιδού, τα μεν πρώτα ωνομάσαμεν ευλόγα• δεύτερα δε τας φιλονεικείας και αντιλογίας, τους
γογγυσμούς και τας κατακρίσεις και τους εξευτελισμούς και τας ύβρεις και τα λοιπά κακά, εις τα
όποια εμπίπτομεν από τα προηγούμενα ευλόγα. «Αδύνατον μεν, —λέγει—, είναι εις τον μη
μαθόντα γράμματα κατά τρόπον φυσικό να μελετήσει εις τα βιβλία.
Αδυνατώτερον δε εις τον μη αποκτήσαντα το πρώτον να μετέλθη τα δύο με λόγον». Και δια να
είπωμεν τούτο με κοινήν και απλήν γλώσσα αδύνατον είναι εις τον μη μαθόντα γράμματα να
απαγγείλει και να αναγνώσει και να κανοναρχήσει από τα βιβλία. Αδυνατώτερον δε εις τον μη
αποκτήσαντα το πρώτον, δηλαδή την αμεριμνίαν των ευλόγων και αλόγων πραγμάτων, ήτις
είναι ή νέκρωσις από παντός πράγματος, να μετέρχηται την ψαλμωδία εις τον νουν χωρίς
οκνηρία και την προσευχή με προσοχή, τουτέστιν την καρδιακή εργασία, διότι την μεν
προσευχή ονομάζει εδώ άοκνο στάση της ψαλμωδίας, την δε καρδιακή εργασία καθέδρα της
προσευχής και τήρησιν του νοός. Και αλλαχού• «Μικρά θρίξ ταράττει τον όφθαλμόν, και μικρά
φροντίς αφανίζει την ησυχίαν». Και πάλιν «Όστις εγεύθη της προσευχής, πολλάκις μόλυνε τον
νουν με ένα μόνον λόγον προερχόμενον, και παραστάς εν προσευχή, δεν εύρε το ποθούμενον
ως συνήθως». ούτω λέγει Και ό Συμεών ό Νέος Θεολόγος• «Να είναι ή ζωή σου ήσυχος Και
αμέριμνος, νεκρωθείσα από πάντων». Και άφ' ου διετύπωσε τούτο, διδάσκει έπειτα τα περί
προσευχής και προσοχής. Και ό Ισαάκ λέγει προς όσους θέλουν αληθώς να ησυχάζουν και να
καθαρίζουν τον νουν εν προσευχή• «Μάκρυναν τον εαυτόν σου από την θέα του κόσμου και
έκκοψον τας συντυχίας και μη θέλεις να υποδέχεσαι τους κατά συνήθεια φίλους εν τω κελλίω
σου, ούτε υπό το πρόσχημα της χρηστότητας, αλλά μόνον τους ομότροπους και ομογνώμονας
και συμμύστας σου. Και φόβου την σύγχυσιν της ψυχικής συντυχίας, ήτις συνηθίζει ακουσίως
να κινείται και άφ' ου εξεκόπη και διελύθη ή εξωτερική συντυχία». Και λέγει εκείνο, το οποίον
γνωρίζομεν εκ πείρας. Διότι όταν παύσωμεν από τας τοιαύτας ομιλίας, έστω και αν νομίζωνται
καλαί, ευθύς μετά την παύσιν των ομιλιών είμεθα παρά την θέλησιν ημών τεταραγμένοι κατά
την ψυχήν, και αύται κινούνται ακουσίως εντός ημών και παραμένουν προσκεκολλημέναι εις
ημάς επί ουκ ολίγον χρόνον, επειδή και τα προς τους πλησίον και ηγαπημένους ημών περιττό
Και άκαιρα λόγια προξενούν ταραχήν και δεινώς φθείρουν την φυλακήν του νοός και την
κρυπτήν μελέτη. αλλαχού δε λέγει εναντίον τούτων πάλιν αυστηρότατα τα έξης• «Ω, τι κακόν
είναι ή θέα και ή ομιλία δια τους εν ησυχία διάγοντας! Αληθώς, ω αδελφοί, πλέον των
λελυμένων της ησυχίας! Διότι καθώς η σφοδρότης του πάγου όταν επιπέσει εις τα άκρα των
φυτών, ξηραίνει αυτά, ούτω και αι συντυχίαι των ανθρώπων, και αν είναι παντελώς μικραι Και
διεξάγονται κατά το φαινόμενον προς το αγαθόν, ξηραίνουν τα άνθη των αρετών, τα όποια
προσφάτως εξήνθησαν εκ της συγκράσεως της ησυχίας Και περικυκλώνουν με απαλότητα και
τρυφερότητα το φυτόν της ψυχής, το φυτευθέν επί τας διεξόδους των υδάτων της μετανοίας.
Και όπως ή σφοδρότης της πάχνης καταλαμβάνει τα προσφάτως βλαστήσαντα και κατακαίγει
αυτά, ούτω και ή συντυχία των ανθρώπων την ρίζαν του νου, ήτις ήρχισε να χλοηφορή την
χλόην των αρετών. Και εάν ή ομιλία των εν μέρει μεν εγκρατευομένων, εν μέρει δε εχόντων
μικρά ελαττώματα, συνηθίζει να βλάπτει την ψυχήν, πόσω μάλλον ή θέα και λαλιά των ιδιωτών
και μωρών, δια να μη ειπώ των κοσμικών; Διότι όπως ένας ευγενής και έντιμος άνθρωπος, όταν
μεθύσι, λησμονεί την ευγένεια του και ατιμάζεται το αξίωμα του και καταγελάτε ή τιμή του υπό
των αλλότριων λογισμών, οίτινες εισήλθαν εις αυτόν από την δύναμιν του οίνου, ούτω
θολώνεται και ή σωφροσύνη της ψυχής υπό της θέας και ομιλίας των ανθρώπων και λησμονεί
τον τρόπον της φυλακής της και εξαλείφεται από την διάνοια της ή τήρησης του θελήματος και
εκθεμελιώνεται απ' αυτήν πασά οικοδομή της επαινετής καταστάσεως. Και εάν λοιπόν ή
συντυχία Και ό πλατυσμός εν το μετεωρισμό, όταν επισυμβούν εις τον εν ησυχία όντα —ή και ή
προσέγγισης τού των, ώστε να βλέπει και να ακούει—•, επαρκούν ώστε τα δια των πυλών της
οράσεως Και ακοής εισερχόμενα να προξενήσουν εις αυτόν ψυχρότητα και θόλωσιν της διανοίας
από τα θεία εξ αιτίας της πολλής θέας και ακοής, και εάν εν μικρά ώρα επιφέρουν τοσαύτη
ζημιά, τι να είπωμεν περί της διηνεκούς συναντήσεως τούτων και της πολλής χρονοτριβής εντός
τούτων;». Και αλλαχού λέγει ό ίδιος• «Ό αγαπών την ομιλία του κόσμου, αυτός στερείται της
ζωής, και δεν έχω τι να ειπώ περί Αυτού, άλλα μόνον μετά κλαυθμού να πενθήσω πένθος
απαραμύθητον, του οποίου ή ακοή συντρίβει τας καρδίας των ακουόντων». Και πάλιν αλλαχού
λέγει ότι «μόνη ή θέα των κοσμικών δύναται να δώση δύναμιν εις τα πάθη, ώστε να χαυνώσουν
τον ασκητή και να αλλοιώσουν την σύνεσιν και την προαίρεσίν του. Δια τούτο ό μοναχός δεν
πρέπει να συναναμιχθή μετά των πολεμούντων αυτόν, αλλά να απομακρυνθεί από την
προσέγγισιν πάντων εκείνων, εκ των οποίων πειράζεται ή ελευθερία του.
Διότι όταν έλθει ό άνθρωπος προς τον Θεόν, συνάπτει διαθήκη μετά του Θεού, ότι όχι μόνον θα
απέχει από πάντα ταύτα, αλλά και δεν θα βλέπει πάσαν τάξιν των κοσμικών, ούτε θα ακούει
τους λόγους των, ούτε τα περί αυτών». Και πολλά ακόμη Και όμοια προς ταύτα γράφουν ό
Άγιος ούτος και άλλοι Άγιοι.
Και ούτω πιστεύονται ως αναντιρρήτως αληθινά.

ΛΟΓΟΣ ΙΑ'. (11)


ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΙΛΟΥ

Περί του ότι πρέπει να πράξωμεν τας εργασίας ταύτας όχι προ του δέοντος καιρού και κατά τα
αρμόζοντα μέτρα.

Και αυτάς δε ταύτας τας καλάς και θεοπρεπές εργασίας πρέπει να πράττωμεν με διάκρισιν και εν
ευθέτω καιρώ και κατά τα αρμόζοντα μέτρα, όπως λέγει ό Μέγας Βασίλειος• «Πάντων των
πραττομένων πρέπει να προηγείται ή φρόνησης, διότι άνευ φρονήσεως και το καλόν γίνεται εις
κακίαν ένεκα της ακαιρίας και αμετρίας. Όταν όμως ή φρόνησης καθορίσει τον καιρόν και το
μέτρον δια τα καλά, τότε υπάρχει θαυμαστόν κέρδος».
Και ό της Κλίμακος, λαβών από τας Γραφάς, λέγει• «Καιρός τω παντί πράγματι υπό τον
ούρανόν, και εις πάντα τα της ιεράς ημών πολιτείας υπάρχει καιρός δι' έκαστο πράγμα», είπε.
Και ολίγον τι προχωρών λέγει κατά λέξιν «Υπάρχει καιρός της ησυχίας και καιρός απερίσπαστου
περισπασμού, καιρός αδιάλειπτου προσευχής και καιρός ανυπόκριτου διακονίας. Μη ζητήσωμεν
λοιπόν εξ υπερήφανου προθυμίας απατώμενοι προ του καιρού τα του καιρού, και εν καιρώ δεν
θα λάβωμεν αυτά. Διότι υπάρχει καιρός εις το να σπείρωμεν τους πόνους και καιρός να
θερίσωμεν τας άρρητους Χάριτας». Αλλαχού δε έγραψε την εξής παραβολή «Δεν είναι ασφαλές
δια τον άπειρον να αποχωρισθεί από το πλήθος των στρατιωτών προς μονομαχίαν, και δεν είναι
ακίνδυνον δια τον μοναχό προ πείρας και γυμνασίας πολλής κατά των ψυχικών παθών να
αρχίσει την ησυχία ότι ό μεν εκτίθεται εις σωματικούς, ό δε εις ψυχικούς κινδύνους»• Διότι των
σπανίων είναι το να μετέρχονται την αληθινή ησυχία, και εκείνων μόνον, οίτινες έλαβον την
θεία παρηγορίαν εις άνάπαυσιν των κόπων και βοήθειαν εν τω πολεμώ.
Και ό μέγας Βαρσανούφιος, —ανταποκρινόμενος προς αδελφό αναγνώσαντα εν τω Πατερικώ ότι
«όστις θέλει κατ' άλήθειαν να σωθεί, πρέπει πρώτον να υπομένει τας παρά των ανθρώπων
ύβρεις και ονειδισμούς και ατιμίας και τα λοιπά κατά το παράδειγμα του Κυρίου, και ούτω να
προσέλθει εις την τέλεια ησυχία, ήτις είναι ανάβασης εις τον σταυρόν, τουτέστιν εις την
νέκρωσιν από πάντων», —είπεν ό Γέρων «Καλώς είπον οι Πατέρες, και δεν έχει άλλως». Και
προς άλλον τινά είπεν ότι «ή πρόφασης της ησυχίας οδηγεί εις υψηλοφροσύνη, αν ό άνθρωπος
προηγουμένως δεν κέρδισε τον εαυτόν του. Κέρδος δε του εαυτού του σημαίνει το να είναι
κανείς άμεμπτος εις την ταπείνωσιν». Και πάλιν είπεν «Όταν τολμήσεις να προχώρησης πέραν
του μέτρου σου, τότε θα μάθεις, ότι απώλεσας και ότι είχες. Άλλα συ κρατεί την μέσην όδόν,
προσεχών εις το θέλημα του Θεού». Διότι Όταν θέληση κανείς να αμεριμνήση προ του δέοντος
καιρού, ό κοινός εχθρός του ετοιμάζει περισσοτέρα ταραχή παρά γαλήνη και τον οδηγεί στο να
λέγει• Καλύτερον θα ήτο δι' εμέ εάν δεν είχον γεννηθεί».
Τούτο δε είπεν ό Άγιος, επειδή πολλαί πλάναι ακολουθούν εις αυτά, καθώς λέγει ό Γρηγόριος ό
Σιναΐτης• «εις πολλούς απείρους εν τη ησυχία συνέβη παλαιότερον και τώρα να πέσουν εις
πλάνας. Αυτό γίνεται και μετά πολλούς κόπους, μάλλον δε εις τους αρχαρίους και ιδιορρύθμους.
Και ανόητος ομιλών προξενεί ό πλανώμενος εις τους ησυχάζοντας όνειδος και γέλωτα. Διότι ή
μνήμη του Θεού, —είπεν—, ή νοερά προσευχή, είναι ή υψηλότερα πασών των εργασιών και ή
κεφαλή των αρετών ως αγάπη Θεού. Και όστις θέλει αναιδώς και θρασέως να εισέλθη προς τον
Θεόν και συχνάκις να ομιλεί μετ' Αυτού και βιαζόμενος να απόκτηση Αυτόν εντός του εαυτού
του, εκείνος ευκόλως θανατώνεται υπό των δαιμόνων, όταν παραχωρηθεί εις αυτούς. Διότι ό
αυθάδης και υπερήφανος όστις αναζητεί πράγματα ανώτερα του ιδίου μέτρου και της
καταστάσεως του, επιδιώκει με αλαζονεία να φθάσει ταύτα προ του δέοντος καιρού. Διότι των
δυνατών και τελείων είναι το να μονομαχούν με τους δαίμονας και να ανασπάσουν εναντίον
αυτών την μάχαιραν, ήτις είναι ό λόγος του Θεού. Οί δε ασθενείς και αρχάριοι, ωσάν εις το
οχύρωμα της ευλάβειας και του φόβου καταφεύγοντες, παραιτούνται από τον πόλεμο και μη
τολμώντες προ του δέοντος καιρού να πολεμήσουν, διαφεύγουν τον θάνατον». ταύτα
ακούοντες πρέπει να φυλασσώμεθα να μη τολμήσωμεν προ του δέοντος καιρού εις τα υψηλά,
δια να μη ζημιωθεί κανείς και απολέσει την ψυχήν. 'Αλλά πρέπει να προχωρήσωμεν εν ευθέτω
καιρώ και κατά το μέσον μέτρον, όπως φαίνεται ότι είναι ευκολώτερον και μαρτυρείτε υπό της
Γραφής ότι ή μέση οδός είναι ή άπτωτος. Και ίκανόν χρόνον πρέπει λοιπόν να γυμναζώμεθα με
τους ανθρώπους. Ή δε μέση οδός είναι ό βίος με ένα ή το πολύ δύο αδελφούς, όπως λέγει και ό
Ιωάννης της Κλίμακος, στις διατάσσει εις εκείνους, οί όποιοι θέλουν να δουλεύουν εις τον
Χριστόν γνησιώτερον, να επιλέξουν τους καταλλήλους «τόπους και τρόπους και καθίσματα».
Και εις τρεις καταστάσεις συνίσταται το γενναίων περιεχόμενον της μοναχικής πολιτείας• ή ,ή
μεμονωμένη αναχώρησις, ή το να ησυχάζει κανείς με ένα ή το πολύ δύο αδελφούς, ή το
κοινόβιο. Και αναφέρει από την Γραφή «Μη εκκλίνης εις τα δεξιά, μηδέ εις τα αριστερά», «αλλά
όδώ βασιλική πορεύου», επειδή ή μέση των ανωτέρω λεχθεισών ήτο δια πολλούς ή αρμόδιος,
δηλαδή ή ησυχία με ένα ή δύο. Διότι λέγει• «Ουαί τω ενί», όταν πέση εις ακηδία ή ύπνων ή
ραθυμία ή απόγνωσιν, δεν υπάρχει ό εγείρων αυτόν μεταξύ των ανθρώπων». Και προσάγει το
ρητό αυτού του Κυρίου, το λέγον «Ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί
ειμί εν μέσω αυτών». 'Αλλαχού λέγει ή Γραφή• «Αγαθοί οί δύο υπέρ τον ένα', τουτέστιν, καλόν
είναι δια τον πατέρα να αγωνίζηται μετά του υιού δι' ενεργείας Θείου Πνεύματος κατά των
προλήψεων». Και μετ' ολίγον «όστις επιχειρεί άνευ βοηθείας να προσπαλαίση με τα πνεύματα,
θανατούται ύπ' αυτών». Απαριθμών τα καλά ήθη μερικών, είπε- «Εις τούτους παντελώς
αντίκειται ή μετά των ανθρώπων συνδιατριβή, διότι δύνανται με τον οδηγούντα να ανέρχωνται
εκ της ησυχίας ως εκ λιμένος εις τον ούρανόν και να παραμένουν ανενδεής και άπειροι των
κοινοβιακών θορύβων και σκανδάλων». «Οί υπό των ψυχικών παθών νικώμενοι ούτε καν να
άπτονται της ησυχίας, —διέταξαν οί Πατέρες—, μάλιστα δε της κατά μονάς». Ψυχικά πάθη είναι
ή κενοδοξία, ή οιήσεις, ή πονηρία και τα λοιπά, τα οποία προέρχονται εκ τούτων. «Ό εκ τούτων
πάσχων και την ησυχίαν αρχίζων είναι όμοιος προς εκείνον, όστις απεπήδησεν από το πλοιον
και νομίζει, ότι επί σανίδος θα εξέλθει ακινδύνως εις την γήν», λέγει ό της Κλίμακος. «Όσοι δε
με τον πηλόν μάχονται, τουτέστιν με τα σωματικά πάθη, και αυτοί δεν πρέπει απλώς και ως
έτυχε να αρχίσουν την ησυχία άλλ' εν καιρώ οικείο και όχι την κατά μονάς ησυχίαν, αλλά μόνον
όταν έχουν οδηγόν, διότι ή κατά μονάς ησυχία απαιτεί αγγελικήν ίσχύν». Και άφ' ου
μνημόνευσεν ακόμη μερικά ψυχικά πάθη, λέγει• «Μη τολμήσει ό υπό τούτων ενοχλούμενος να
ιδεί ίχνος ησυχίας, δια να μη πάθη έκστασιν». Και αλλά πολλά ευρίσκομεν εις τας Αγίας Γραφάς,
τα όποια οί θαυμαστοί και μεγάλοι Πατέρες ούτως δίδαξαν και έπραξαν.
Διότι ό άγιος Ισαάκ μακάρισε την ησυχία και ωνόμασε τον μέγαν Αρσένιον τέλειον ησυχαστή•
και αυτός ούτος είχε υποτακτικό και μαθητές. Ωσαύτως και ό Νείλος ό Σιναΐτης και ό Δανιήλ ό
Σκητεώτης είχον μαθητές, όπως διηγούνται αί Γραφαί περί αυτών, και άλλοι πολλοί. Και
πανταχού επαινείται εις τας Αγίας Γραφάς ή μεθ' ενός ή δύο ησυχία, καθώς και είδομεν ως
αυτόπται εν τω Άγίω Όρει Άθω και εν ταίς χώραις της Κωνσταντινουπόλεως. Και εις άλλους
τόπους υπάρχουν διαμοναί κατά τον έξης τρόπον όταν κάπου υπάρχη πνευματικός Γέρων έχων
ένα ή δύο μαθητές, και αν έχη χρείαν ενίοτε και τρίτον, και όταν μερικοί ησυχάζουν πλησίον,
προσέρχονται εν οικείο καιρό και διαφωτίζονται με πνευματικός ομιλίας. Ημείς δε οί άφρονες
συνετιζόμεθα και στηριζόμεθα ύπ' αλλήλων, καθώς είναι γεγραμμένον «Αδελφός ύπ' αδελφού
βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», και έχομεν ως απλανή διδάσκαλον τας θεοπνεύστους Γραφάς.
Δια τούτο μας φαίνεται εύλογος ή εν τω έργω του Θεού διαμονή με ένα ή δύο πιστούς και
ομόφρονος αδελφούς δια να διδασκώμεθα από τας Αγίας Γραφάς το θέλημα του Θεού - και αν ό
Θεός δώση εις κάποιον να κατανόηση περισσότερα, ό αδελφός εκείνος να οικοδόμηση τον
αδελφό και ό ένας να βοηθήση τον άλλον «πολεμούμενοι υπό των δαιμόνων και θλιβόμενοι υπό
των παθών», όπως λέγει ό άγιος Έφραίμ, και ούτω Χάριτι Θεού κατευθυνόμεθα προς έργα
καλά. «Προ παντός δε πρέπει να προπαρασκευασθώμεν με την προσευχή, όταν θέλωμεν να
κτίσωμεν το οικητήριον της ησυχίας, δια να μας δώση ό Θεός τα προς τελείωσιν ιδιώματα», —
καθώς λέγει ό της Κλίμακος—, «το όποιον είναι το καρτερικόν κάθισμα, δια να μη γίνωμεν μετά
την καταβολήν του θεμελίου γέλως εις τους εχθρούς και εμπόδιον εις τους άλλους εργάτες»,
αλλά να φυλαττώμεθα εις έργα καλά Χάριτι του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού,
πρεσβείαις της πανάχραντου Δεσποινίς ημών Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, των εν εργασίες
των αρετών διαλαμψάντων.

Και τούτο εννοούμεν λοιπόν, ότι «όχι δια να πράξωμεν τα περιττά έργα των κανόνων εκλέγομεν
την κατοίκησιν της ησυχίας», —όπως λέγει ό άγιος Ισαάκ—«διότι είναι γνωστόν ότι ή μετά των
πολλών κοινωνία μάλλον χείρα παρέχει εις τούτο». Άλλα δια να αναχωρήσωμεν από τας
ταραχάς και ανωφελείς θορύβους και τα λοιπά μη αρεστά εις τον Θεόν και δια να παραμένωμεν
εις τας έντολάς Του, αποκτώντες την αναγκαιαν χρείαν εκ των ιδίων κόπων. Εάν όχι, τότε να
λαμβάνωμεν λίγη ελεημοσύνη, οθενδήποτε οικονομήσει ή Αγαθότης Του, από δε τα περιττά
πρέπει παντελώς να απέχωμεν. —Μάχας δε και δίκας και έριδας δια τας σωματικάς πλεονεξίας
αποφεύγουμε ως θανατηφόρο ιόν. Και πράττομε τας εργασίας ταύτας, άιτινες είναι άρεσται εις
τον Θεόν ψαλμωδία, προσευχή, άνάγνωσιν και μελέτην περί των πνευματικών πραγμάτων,
εργόχειρον και την διακονίαν οποιουδήποτε έργου, και γινόμεθα εις τον εσωτερικό άνθρωπον
κατά δύναμιν κοινωνοί του Θεού. Και ούτως αναπέμπομεν δι' έργων καλών δόξαν τω Πατρί και
τω Υιό και τω Άγίω Πνεύματι, τω εν Τριάδι μόνω Θεώ, νυν και αεί και εις τους αιώνας των
αιώνων. Αμήν.

Ταύτα λοιπόν εγράψαμεν ημείς οί άφρονες κατά το μέτρον της ευτέλειας ημών προς υπόμνησιν
του εαυτού μου και των ομοίων μου, οίτινες ευρίσκονται εν τη τάξει των διδασκομένων, εάν
έχουν και προαίρεσιν. Δεν έγραψα ταύτα από τον εαυτόν μου, καθώς και ειπών εν τη αρχή του
συγγράμματος τούτου, άλλ' από τας Θεόπνευστους Γραφάς των αγίων Πατέρων, των
φωτισθέντων την διάνοιαν. Πάντα λοιπόν τα εδώ ευρισκόμενα δεν είναι χωρίς την μαρτυρίαν
των Θείων Γραφών. Και αν ευρέθη εις αυτά κάτι το μη αρεστόν εις τον Θεόν και ανωφελές δια
την ψυχήν εξ αιτίας της αφροσύνης ημών, ας μη γίνη τούτο αλλά το θέλημα του Θεού ας γίνη
τέλειον και ευπρόσδεκτον. Εγώ δε ζητώ συγχώρεση. Εάν κανείς γνωρίσει περί τούτων
περισσότερα και ωφελιμότερα, ας πράξη ούτως όπως νομίζει, και ημείς χαίρομεν δι' αυτό Αν
κανείς όμως εύρει ωφελείαν εκ τούτων των παρόντων, ας προσευχηθή και υπέρ εμού του
αμαρτωλού, δια να εύρω έλεος ενώπιον του Κυρίου

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
α') Επιστολή προς τον Γέροντα Βασσιανόν Πατρικιέγιεφ .

Επιστολή τον Γέροντος Νείλου προς αδελφό, ερωτήσαντα αυτόν περί των λογισμών.
Επιθυμία επαινετή διήγειρας, ω αγαπητέ, διότι ζητείς να ακούσης τον λόγον του Θεού προς
στερέωσίν σου, προς διαφύλαξιν από τα κακά και προς μελέτην επί τα αγαθά. Άλλα πρέπον θα
ήτο να μάθεις ταύτα από τους καλώς κατανοούντας. Σύ όμως απαιτείς αυτά άπ' έμέ τον
ασύνετον και αμαρτωλόν. Διότι εγώ είμαι και εις την τάξιν των διδασκομένων αχρείος. Όθεν
ηρνούμην και ανέβαλλον επί πολύ, όχι επειδή δεν θα ήθελον να προσφέρω υπηρεσίαν εις την
καλήν σου προαίρεσιν, άλλα δια την αφροσύνην και τάς αμαρτίας μου. Τι να ειπώ λοιπόν, άφ'
ου εγώ ό ίδιος δεν έπραξα τίποτε καλόν; Ποία είναι ή γνώσις του αμαρτωλού; Μόνον τα
αμαρτήματα! Άλλ' επειδή πολλάκις με εβίαζες προς τούτο, δηλαδή το να σου γράψω λόγον προς
οίκοδομήν της αρετής, δια τούτο και απετόλμησα να σου γράψω ταύτα, τα όποια είναι υπέρ τα
μετρά μου, επειδή δεν ηδυνήθην να παραβλέψω την αιτησίν σου, διά να μη θλιβής
περισσότερον.

Το ερώτημα σου ήτο περί των επερχομένων εκ του παρελθόντος κοσμικού βίου λογισμών. Και
συ ό ίδιος εκ πείρας γνωρίζεις, πόσας θλίψεις και διαστροφάς έχει ούτος ό παρερχόμενος
κόσμος και πόσας κακοπαθείας κατεργάζεται εις τους αγαπώντας αυτόν και πώς καταγελά
αυτούς• απομακρυνόμενος από τους δουλεύοντας εις αυτόν, φαίνεται εις αυτούς γλυκύς, και
θωπεύων αυτούς με τα πράγματα, γίνεται εν συνεχεία πικρός. Διότι όσον φαίνονται τα αγαθά
του τι πολλαπλασιάζονται, όταν κατέχονται ύπ' αυτών, τόσον αυξάνονται εις αυτούς αι θλίψεις.
Και τα φαινόμενα αγαθά του είναι λοιπόν μόνον κατά την όψιν αγαθά, έσωθεν δε γέμουν
πολλών κακών. Εντεύθεν δεικνύει ό κόσμος τον εαυτόν του καταφανώς εις τους έχοντας νουν
όντως καλόν, δια να μη αγαπηθεί ύπ' αυτών. Μετά δε την πάροδον από τον βίον τούτον Τι
συμβαίνει; Βάλε τον νουν σου με προσοχήν εις τα λεγόμενα• με Τι ωφέλησε ό κόσμος τους
ακολουθούντας εις αυτόν; Εάν κανείς είχε και δόξας και τιμάς και πλούτον, μήπως ταύτα πάντα
δεν έγιναν μηδέν και δεν παρήλθον ως σκιά και δεν εξέλιπον ως καπνός; Και πολλοί, οίτινες
εστρέφοντο προς τα πράγματα του κόσμου τούτου και ηγάπων την τύρβην του, εθερίσθησαν εν
τω καιρώ της νεότητος και της ευημερίας των υπό του θανάτου ως άνθη του αγρού
εξανθήσαντες και έξέπεσον και μη θέλοντες απήχθησαν εντεύθεν. Και οτε παρέμειναν εν τω
κόσμο τούτω, δεν κατενόησαν την δυσωδίαν του, αλλά με σπουδή επεδόθησαν εις τον στολισμό
και την άνάπαυσιν του σώματος, εφευρίσκοντες λόγους επιτηδείους προς την απόκτησιν του
κόσμου τούτου, και εις τάς μελετάς των μετήρχοντο εκείνα, τα όποια στέφουν το σώμα εις
τούτον τον αιώνα, τον παρερχόμενον. Και εάν ταύτα πάντα έλαβον, αλλά δεν φρόντισαν δια
την μέλλουσα και ατελεύτητον μακαριότητα, Τι να σκεφθώμεν περί των τοιούτων; Μόνον, ότι
«τούτων αφρονεστέρους ό κόσμος δεν έχει», όπως είπε κάποιος σοφώτατος Άγιος. Τινές δε εκ
τούτων ήσαν ευλαβέστατοι και έστρεψαν τον νουν των εις λογισμούς επιθυμίας της σωτηρίας
της ψυχής και διήγον αγώνα κατά των παθών και ειργάζοντο τα είδη των αρετών κατά το
δυνατόν, θέλοντες να ελευθερωθούν και να αναχωρήσουν από τον κόσμον τούτον, αλλά δεν
ηδυνήθησαν να αποσπασθούν από τάς παγίδας του και να διαφύγουν τα τεχνάσματα του.

Σε όμως ηγάπησεν ό Θεός και σε εξήρεσεν από τον κόσμον τούτον και σε κατέστησεν εις την
τάξιν της λατρείας Του ένεκα του ελέους και της οικονομίας Αυτού. Όθεν οφείλεις τα μέγιστα να
ευχάριστης το έλεος Του και να πράττης πάντα τα κατά δύναμιν προς ευαρέστησίν Του και προς
σωτηρίαν της ψυχής σου, λησμονών τα προηγούμενα κοσμικά πράγματα ως άχρηστα και
ορμώμενος προς τάς έμπροσθεν αρετάς ως προξενούσας την αίώνιον ζωήν. Χαίρε, βάδιζε προς
το βραβείων της ανωτέρας κλήσεως, το όποιον θησαυρίζεται εις την ουράνιον πατρίδα δια τους
άθλήσαντας.

Και όσα μου είπες περί των ακαθάρτων λογισμών, οίτινες επιφέρονται υπό του εχθρού των
ψυχών ημών, δια τούτους μη αναλωθείς υπερβολικός υπό της θλίψεως, μήτε φοβηθείς, επειδή
όχι μόνον ημείς οί αδύνατοι και εμπαθείς υφιστάμεθα τον παρ' αυτών σκανδαλισμό, λέγουν οί
Πατέρες, αλλά και οί εν προκοπή και βίω άξιο επαίνων διάγοντες και της Χάριτος του Πνεύματος
επί μέρους καταξιωθέντες. Και ούτοι έχουν ισχυρό πόλεμο από τους τοιούτους λογισμούς, και
ευρίσκονται εις μέγαν αγώνα εξ αιτίας των και μόλις με την Χάριν του Θεού αποδιώκουν
τούτους, πάντοτε με σπουδήν επιδιδόμενοι εις την αποκοπήν των. Και συ, παρηγορούμενος άπ'
αυτό, απόκοπτε επιμελώς τους πονηρούς λογισμούς! Έχε εναντίον των συνεχή νίκη την
προσευχή, επικαλούμενος τον Κύριον Ιησούν! Διότι με ταύτην την επίκλησιν διωκόμενοι,
αποχωρούν τροχάδην, καθώς λέγει ό Ιωάννης της Κλίμακος• «Με το όνομα του Ιησού μάστιζε
τους πολεμίους, διότι ισχυρότερον όπλον τούτου δεν υπάρχει». Όταν οί πολεμούντές σε
ενδυναμωθούν σφοδρότερο, τότε άνάστηθι και έπαρον τους οφθαλμούς και τάς χείρας σου
προς τον ούρανόν και είπε προθύμως με κατάνυξιν «Ελέησαν με, Κύριε, ότι είμαι ασθενής, Σύ,
Κύριε, είσαι δυνατός και ιδικός σου είναι ό άγων. Σύ πολέμησον υπέρ ημών και νίκησον,
Κύριε». Και Όταν θα πράξης τούτο αόκνως, θα μάθεις πάντως από την πείρα, πώς νικώνται
αυτοί από την δύναμιν του Υψίστου. Εργάσου δε και οποιονδήποτε εργόχειρο, διότι και με αυτό
αποδιώκονται οί πονηροί λογισμοί. Και τούτο είναι παράδοσις αγγελική προς κάποιον εκ των
μεγάλων Αγίων. Και αποστήθισαν κάτι από τάς Γραφάς, εμβάλλων τον νουν σου εις αυτό. Και
ταύτα κωλύουν την προς ημάς είσοδον της δαιμονικής επιδρομής. Και τούτο είναι εφεύρεσης
των αγίων Πατέρων. Φυλάττου δε από τάς ομιλίας, τάς άκοάς και τάς οράσεις των άπρεπων,
άιτινες διεγείρουν τα πάθη και ενισχύουν τους ακάθαρτους λογισμούς, και ό Θεός θα σε
βοηθήσει.

Ως προς την δειλίαν, περί της οποίας ομιλείς, αύτη είναι νηπιώδης συνήθεια μιας άνανδρου
ψυχής. Εις σε όμως τούτο δεν είναι οικείων. Και Όταν σου συμβούν τα τοιαύτα, αγωνίσου να μη
σε κυριαρχήσουν και στερέωσαν την καρδίαν σου να ελπίζει επί τον Κύριον και λέγε εντός σου
ούτος• «Έχω τον Κύριον φυλάσσοντά με και χωρίς την θέλησίν Του κανείς δεν δύναται να με
βλάψη εις τίποτε. Ει δε μη, αν παραχώρηση κάτι εναντίον μου να υποφέρω, εγώ δε δεν θα
δεχθώ αυτό βαρέως και δεν θα θελήσω να ματαιώσω το θέλημα Του, επειδή ό Κύριος
περισσότερον εμού γνωρίζει και θέλει τα δι' έμέ ωφέλιμα. Και εγώ ευχαριστώ το έλεος Αυτού
πάντων ένεκεν». Και ούτω Χάριτι Θεού θα είσαι ευθαρσής. Και κατά τούτου οπλίζου πάντοτε με
την προσευχή. Και Όταν αυτό σου συμβαίνει εις ορισμένους τόπους, επιδίωκε να διέλθεις εκεί
εξεπίτηδες και εκτείνας τάς χείρας εις τύπον σταυρού, επικαλού τον Κύριον Ιησού. και με την
βοήθειαν του Υψίστου δεν θα φοβηθής «από φόβου νυκτερινού και βέλους πετομένου ημέρας».
Και ταύτα λοιπόν περί τούτων.

Τα δε λοιπά πάντα, οσα είναι επαινετά και καθαρά και ενάρετα, ταύτα λογίζου και πράττε, σοφός
ων εν τω αγαθό, μισών δε πάσαν κακία. Έχε υπακοή προς τον πρωεστώτα και τους λοιπούς
αδελφούς εν Κυρίω εις πάν έργον αγαθόν. Την διακονίαν, ήτις τώρα σου είναι εμπεπιστευμένη ή
Όταν περιέλθης εις άλλην, διακονεί με ιλαράν πρόθεσιν και με ευσχήμονα σπουδήν, ωσάν εις
αυτόν τον Χριστόν, έχων πάντας τους αδελφούς ως Αγίους. Όταν σου τύχη να απευθύνεις
λόγον ερωτήσεως ή αποκρίσεως προς τίνα, κάμε την ομιλία εύλαλον και γλυκεια μετ' αγάπης
πνευματικής και αληθινής ταπεινώσεως, άνευ αμελείας και καταφρονήσεως του αδελφού.
Προσκολλήσου εις τους ευλαβείς πατέρας —και τούτο εν καιρώ και εν μετρώ. Από τους μη
τοιούτους άπεχε, φυλάττου δε και επιδίωκε να μη μεμφθείς, μήτε κατακρίνεις κανένα δι'
ό,τιδήποτε, και αν κάτι σου φανεί όχι καλόν. Άλλα νόμιζε τον εαυτόν σου αμαρτωλών και
αδόκιμων εν όλο. Όταν θα έχεις χρείαν πράγματος τίνος από τον πρωεστώτα ή τους λοιπούς
διωρισμένους προς τούτο πατέρας, τότε προσευχήσου πριν και διαλογίσου εντός σου αν είναι
ωφέλιμο, και έπειτα ζήτησον. Όταν δεν θα σε κανονίσει, όπως θέλεις συ, μη πικρανθής, μήτε
σκληρυνθής δια το ότι δεν έπραξαν κατά το θέλημα σου, —αν και σου φαίνηται καλόν, όπως το
θέλεις συ—, αλλά πάρελθε με υπομονή και εκτέλεσον όλα με γαλήνη και αναμονή. Και εάν
κατευθύνεσαι προς ευαρέστησιν του Θεού και προς σωτηρία της ψυχής σου, θα πληροφόρηση ό
Θεός πάντως κάποιον αναλόγως προς την ανάγκην σου και θα δώσει και καιρόν και χείρα
βοηθείας.

Έσο δε επιμελής εις την ακοήν των Θείων Γραφών και πότιζε την ψυχήν σου με τα λόγια των
ωσάν με ύδωρ ζωής και επιδίωκε κατά δύναμιν να εφαρμόσεις αυτάς εν τη πράξει. Επίσης δε εις
τους έχοντας γνώσιν των Θείων Γραφών και φρόνημα πνευματικό και πολιτεία μαρτυρουμένη
εν αρεταίς, εις τους τοιούτους σπεύδε να υποταγής και να γίνεις μιμητής του βίου των. Έχε
υπομονή εις τάς θλίψεις και προσεύχου υπέρ των λυπησάντων σε και έχε αυτούς ως εύεργέτας.

Και κατανόησον αυτό, το όποιον σου λέγω, το όποιον είναι το νόημα των Θείων Γραφών, αίτινες
μας αναγγέλλουν την βουλήν της ευεργεσίας του Θεού, ότι οι άπ' αιώνος άγιοι ειργάσθησαν την
δικαιοσύνην και έλαβον την επαγγελίαν, βαδίσαντες τάς οδούς των αρετών, και δεν υπέμειναν
μόνον ανάγκες και θλίψεις, άλλ' ή τρίβος των οδήγησε και δια μέσου σταυρού και θανάτου. Και
τούτο είναι σημείον της αγάπης του Θεού, όταν εις κάποιον προσφέρονται θλίψεις δια την
εργασία της δικαιοσύνης. Και τούτο ονομάζεται δώρον του Θεού, όπως γράφει ό Απόστολος•
«Τούτο ημίν εχαρίσθη από του Θεού, ου μόνον εις Χριστόν πιστεύειν, άλλα και το υπέρ Αυτού
πάσχειν». Αυτό λοιπόν καθιστά τον άνθρωπον «κοινωνόν των παθημάτων του Χριστού» και
όμοιο προς τους Αγίους, οίτινες υπέμειναν θλίψεις δια το όνομα Του. Και ό Θεός ευεργετεί τους
αγαπώντας Αυτόν όχι κατ' άλλον τρόπον, μόνον στέλλει εις αυτούς πειρασμόν θλίψεων. Και εν
τούτω διαφέρουν οί αγαπητοί του Θεού από τους λοιπούς• ότι αυτοί μεν ζουν εν θλίψεσι, οί δε
αγαπόντες τον κόσμον τούτον ευφραίνονται εν τρυφη και αναπαύσει. Και αύτη είναι ή οδός της
δικαιοσύνης —το να υπομένωμεν τους πειρασμούς των θλίψεων δια την ευσέβεια. Και
κατευθύνων αυτούς εις την όδόν ταύτην, ό Θεός οδηγεί τους άθλητάς του εις την αίώνιον ζωήν,
και δια τούτο πρέπει με χαράν να βαδίζωμεν άμωμος την όδόν ταύτην, πορευόμενοι εν ταίς
εντολαίς του Κυρίου, ευχαριστούντες Αυτόν εξ όλης καρδίας ότι αγαπήσας ημάς μας έστειλε την
Χάριν ταύτην, και αδιαλείπτως να προσευχώμεθα προς την Αγαθότητα Του, ενθυμούμενοι το
τέλος της θλιβεράς ημών ζωής και την ατελεύτητον μακαριότητα του μέλλοντος αιώνος. Και ο
Θεός θα παρηγόρηση την καρδίαν σου με πάσαν χαράν και παράκλησιν και θα σε φύλαξη εν τω
φόβω Αυτού πρεσβείαις της πανάχραντου Θεοτόκου και πάντων των αγίων
Διά τον Κύριον εν ταίς προσευχές σου έχε αλησμόνητο και εμέ τον αμαρτωλό, όστις σου λέγω
καλά, άλλα δεν τα πράττω, δια να με εξαγάγει ό Κύριος από τον κατακλυσμό των παθών και
από τον βόρβορον των αμαρτημάτων

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
β') Επιστολή προς τον Γέροντα Γουρίαν Τούσιν

Του αυτού μεγάλου Γέροντος επιστολή προς άλλον αδελφό περί ωφελείας.

Αυτό, το οποίον μου ωμίλησεν ή αγνότης σου από στόματος προς στόμα, ω τιμιώτατε πάτερ,
περί τούτου μου έστειλας και γράμματα: Ζητείς από την ευτέλειάν μου να σου στείλω γραπτόν
λόγον ωφελείας προς εύαρέστησιν του Θεού και προς ωφέλεια της ψυχής. Και εγώ μεν ως
άνθρωπος αμαρτωλός και άφρων και νικώμενος υπό πάντων των παθών εφοβήθη να
επιχειρήσω τοιούτο πράγμα. Δια τούτο ηρνήθην και ανέβαλαν. Άλλ' επειδή , ή πνευματική σου
αγάπη με παρακίνησε να έχω παρρησίας υπέρ το μέτρον μου, δια να σου γράψω τα δέοντα, διό
τούτο επείσθην εις αυτό.

Ερώτησής σου πρώτη, περί των λογισμών της πορνείας και πώς πρέπει να εναντιωθώμεν εις
αυτούς.
Και περί τούτων δεν έχεις μόνον συ κόπων και αγώνα, αλλά και πάντες οί συν Θεώ
αγωνιζόμενοι, επειδή ή πάλη αυτή είναι μεγάλη, λέγουν οί Πατέρες, και έχει διπλούν πόλεμων
—εις την ψυχήν και εις το σώμα— και ή φύσις ημών δεν έχει τίποτε το βιαιότερον τούτων. Όθεν
πρέπει με δύναμιν να κοπιώμεν και νηφαλίως καί άγρυπνος να τηρώμεν την καρδίαν ημών από
τους λογισμούς τούτους, καί έχοντες τον φόβον του Θεού προ οφθαλμών να ενθυμώμεθα τας
υποσχέσεις ημών, τας οποίας ωμολογήσαμεν: το να παραμένωμεν εν σωφροσύνη καί άγνεία.
Σωφροσύνη δε καί άγνεία δεν αφορούν μόνον, τον εξωτερικόν βίον, άλλ' εις τον απόκρυφων
ανθρώπων τής καρδίας, όταν είναι καθαρός από τους αισχρούς , λογισμούς τούτους. Ταύτην
την μεγάλην νίκη εναντίων τούτων θα κατορθώσωμεν, όταν προσευχώμεθα επιμελώς προς τον
Θεόν, καθώς παρέδωσαν οί άγιοι Πατέρες με διαφόρους τύπους, αλλά με μίαν έννοια. Ό μεν,
παραλαβών από τον Δαυίδ, είπε να προσευχώμεθα ούτω• «Έκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσάν
με». «Το άγαλλίαμά μου, λύτρωσαί με από των κυκλωσάντων με». Ό δε ομίλησε περί τούτων
ούτος• «Ό Θεός μου εις την βοήθειάν μου πρόσχες» και όμοια προς αυτά. Άλλος δε πάλιν εξ
εκείνων είπε• «Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντας με και πολέμησον τους πολεμούντας με», καί
τα λοιπά του ψαλμού. Επικαλού λοιπόν εις βοήθειάν και οσα Ακούεις εις τας γραφάς των
αθλησάντων υπέρ τής σωφροσύνης και αγνείας. όταν επίκειται εις σε σφοδρός πόλεμος, τότε
ευθύς ανάστηθι και ύψωσαν τους οφθαλμούς και τας χείρας σου προς τον ούρανόν καί
προσεύχου ούτω• «Σύ είσαι δυνατός, Κύριε, και ιδικός σου είναι ο άγων. Σύ πολέμησον και
νίκησον εν αύτω υπέρ ημών, Κύριε!». Και βόα προς τον εν βοηθείαις Παντοδύναμον με ταπεινά
λόγια• «Ελέησον με, Κύριε, ότι είμαι ασθενής!». Διότι τούτο είναι παράδοσης των Αγίων. Καί
όταν διέλθεις ταύτα τα παλαίσματα, θα γνωρίσεις από την πείρα ότι με την Χάριν του Θεού
ταύτα νικώνται άπ' εκείνας τας προσευχάς κατά κράτος.
Πάντοτε μάστιζε τους πολεμίους με το όπλον του ονόματος του Ιησού, διότι ισχυρότερα τής
νίκης ταύτης δεν υπάρχει.
Φυλάττου δε από την δρασιν τοιούτων προσώπων και από την άκοήν τοιούτων ομιλιών, αί
οποίαι ανακινούν τα πάθη καί διεγείρουν ακάθαρτους λογισμούς. Και ό Θεός θα σε φύλαξη. Καί
ταύτα λοιπόν περί τούτων.

Δευτέρα σου ερώτησης, περί του λογισμού της βλασφημίας.


Και ούτος ό λογισμός είναι λίαν αναιδής και δεινός. Ενοχλεί δε ισχυρώς και όχι συνεχώς, και δεν
συναντάται μόνον τώρα, αλλά και παλαιότερον υπήρξε και εις τους μεγάλους Πατέρας και εις
τους αγίους μάρτυρας και κατ' εκείνον τον καιρόν, ότε οι βασανισται ήθελον να παραδώσουν τα
σώματα των εις πληγάς και πικρούς θανάτους δια την ομολογία της πίστεως εις Κύριον τον Θεόν
ημών Ιησούν Χριστόν.
Και εναντίον του λογισμού τούτου δυνάμεθα νά έχομεν την νίκη ούτος, ώστε όχι ή ψυχή ημών,
άλλ' ό δαίμων να είναι αίτιος αυτού. Πρέπει να λέγωμεν κατά του πνεύματος της βλασφημίας
ταύτα• «"Υπάγε οπίσω μου, σατανά, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνώ και Αύτω μόνω λατρεύω.
Εις σε δε να επιστρέψει ή βλασφημία σου επί την κεφαλήν σου, και εις σε να καταγράψη ταύτην
ό Κύριος. Άπελθε λοιπόν άπ' εμού. Ό Θεός, ό πλάσας με κατ' εικόνα και καθ' όμοίωσιν αυτού,
να σε εξουθένωση!». Αν σε ενοχλήσουν και μετά ταύτα αναίσχυντος, τότε μετάφερε τον
λογισμό εις άλλο τι θείον ή ανθρώπινο πράγμα —αν δεν είναι εκτός των πρεπόντων. Φυλάττου
δε από την υπερηφάνειαν και επιδίωκε να βαδίζεις επί των οδών της ταπεινώσεως. Διότι ελέχθη
υπό των Πατέρων ότι «από την ύπερηφάνειαν τίκτονται οί βλάσφημοι λογισμοί. Συμβαίνει δε και
από τον φθόνο των δαιμόνων. Και αν από τούτο ή εκείνο προέρχονται —αλλά όπως ή δορκάς
είναι καταστρεπτική δια τα ίοβόλα θηρία, ούτος είναι και ή ταπείνωσις καταστρεπτική δια το
πάθος τούτο. όχι μόνον δι' αυτό, αλλά και δια τα υπόλοιπα», είπον οί άγιοι Πατέρες.

Τρίτη ερώτησης, περί αναχωρήσεως και ησυχίας.


Και ότι έρευνας πώς να αναχώρησης από τον κόσμον, —και αυτή ή προθυμία σου είναι καλή.
Άλλ' επιδίωκε να αποτελειώσεις αυτό δια του έργου εν τω εαυτό σου κατά τον εξής τρόπον.
Διότι αυτή είναι ή πνευματική οδός προς την αίώνιον ζωήν. Ταύτην δε βάδισαν, δια της
αποκτήσεως της σοφίας γνωρίσαντες, οί όσιοι Πατέρες. Ή αναχώρησης από τον κόσμον αρμόζει
μάλιστα εις εκείνον, εις τον όποιον ή μετά του κόσμου συντυχία έγινε συνήθεια. Διότι αν δεν θα
αναχώρηση, θα ανανεωθούν πάλιν τα ως εικόνες τινές και παραστάσεις εν αύτω προϋπάρχοντα
από την άκοήν και την δρασιν των κοσμικών πραγμάτων. Και δεν δύναται να παραμείνει
νηπτικός εις την προσευχή και να μελετήσει τα θεία βουλήματα. Όστις όμως θέλει να μελετήσει
τα προς εύαρέστησιν του Θεού, οφείλει να αναχώρηση από τον κόσμον.

Μη θέλησης να δέχεσαι τας ομιλίας των οικείων φίλων, οί όποιοι φρονούν τα του κόσμου και
ασχολούνται με άλογους μεριμνάς, δηλαδή με τα προς αύξησιν του μοναστηριακού πλούτου και
τα προς απόκτησιν κτημάτων, τα όποια κατά το φαινόμενο πράττουν υπό το σχήμα της
χρηστότητας και εξ αγνοίας των Θείων Γραφών ή εκ των ιδίων εμπαθειών, νομίζοντες ότι τάχα
μετέρχονται την αρετή. Και συ, άνθρωπε του Θεού, μη έχεις κοινωνίαν με τους τοιούτους! Δεν
πρέπει όμως και να επιπηδήσωμεν εναντίον των τοιούτων με λόγους, ούτε να τους υβρίσωμεν,
ούτε να τους μεμφθώμεν, αλλά να αφήσωμεν αυτά εις τον Θεόν. Διότι δυνατός είναι ό Θεός να
διόρθωση αυτούς.

Φυλάττου δε εν πάσιν από την παρησίαν! Διότι ή παρρησία είναι —όπως εγράφη— όμοία προς
μέγα πυρ, από το πρόσωπον του οποίου πάντες φεύγουν, όταν καίη. Και αποστρέφου το να
ακούεις ή να βλέπεις τα πράγματα των αδελφών και τα κρυπτά των και τας πράξεις των. Διότι
τούτο καθιστά την ψυχήν κενή από παντός κάλου και οδηγεί εις το να παρατηρήσωμεν τα
ελαττώματα του πλησίον και να παύσωμεν να κλαύσωμεν τας ιδίας ημών αμαρτίας.

Και μη σπεύδης να είσαι ταχύλογος εις τας ομιλίας με τους αδελφούς, και αν ακόμη φαίνηται
ωφέλιμων Άλλ' εάν κάποιος αδελφός εχη πληροφορία δι' ημάς και πράγματι ζήτηση τον λόγον
του Θεού και εάν τον έχομεν, όφείλομεν να του δώσωμεν όχι μόνον τον λόγον του Θεού, κατά
την μαρτυρίαν του Αποστόλου, αλλά και την ψυχήν ημών. Συναναστρέφου δε με τοιούτους και
συνευδόκει εις τα έργα με εκείνους, οίτινες φρονούν τα του Πνεύματος, οί όποιοι είναι τέκνα
των μυστηρίων του Θεού. Αί δε μετά των μη τοιούτων ομιλίαι, και αν είναι βραχείαι,
αποξηραίνουν τα άνθη των αρετών, τα όποια προσφάτως εξήνθησαν από την σύστασιν της
ησυχίας και περικυκλώνουν με απαλότητα και χλωρότητα το δένδρον της ζωής, το φυτευθέν επί
τας διεξόδους των υδάτων της μετανοίας, όπως είπεν ένας σοφώτατος Άγιος.

Τετάρτη ερώτησης, περί της απλανούς οδού της αληθείας.


Και όσα ζητείς περί του πώς να μη αποπλανηθώμεν από την όδόν της αληθείας, και περί τούτων
θα σου δώσω συμβουλήν καλήν.

Δέσμευε τον εαυτόν σου με τους νόμους των Θείων Γραφών και ακολουθεί αύτάς, δηλαδή τας
αληθινάς Θείας Γραφάς. Διότι υπάρχουν πολλαί γραφαί, αλλά δεν είναι ολαι Θείαι. Σύ δε ερεύνα
ακριβώς τας αληθινάς δια μέσου των αναγνώσεων τούτων και των ομιλιών με συνετούς και
πνευματικούς άνδρας, —διότι όχι πάντες, άλλ' οί συνετοί κατανοούν αύτάς—και άνευ της
μαρτυρίας των τοιούτων Γραφών μη πράττεις τίποτε, καθώς και εγώ. Περί του εαυτού μου σου
διηγούμαι, επειδή ή κατά Θεόν αγάπη σου με καθίστα άφρονα ώστε να ομιλήσω περί του εαυτού
μου. Άλλ' όπως ελέχθη• «Τα μυστήρια μου αποκαλύπτω εις τους αγαπώντας με». Δια τούτο σου
λέγω αυτό.

Εγώ λοιπόν δεν πράττω τίποτε χωρίς την μαρτυρία των Θείων Γραφών, αλλά, ακολουθών κατά
τας Θείας Γραφάς, πράττω τα κατά δύναμιν. όταν μεν πρέπει να πράξω κάτι, ερευνώ πρώτον
τας Θείας Γραφάς. Και όταν δεν εύρω χωρία σύμφωνα με τον λογισμόν μου προς έπιχειρησιν
του έργου, αναβάλλω αυτό μέχρις ότου εύρω. όταν δε Χάριτι Θεού εύρω τοιαύτα,
πραγματοποιώ αυτό ευπαρρησιάστως ως ασφαλές. Από τον εαυτόν μου όμως δεν τολμώ να το
πράξω, επειδή είμαι αμαθής και αγροίκος.

Ούτω πράττε και συ, αν θέλεις, κατά τας Αγίας Γραφάς και έχε σπουδήν κατά το πνεύμα τούτων
να τηρείς τας Εντολάς του Θεού και τας παραδόσεις των αγίων Πατέρων. Και αν ενίοτε αί
τρικυμίαι των βιοτικών πραγμάτων σαλεύσουν την καρδίαν σου, μη φόβου, στερεούμενος επί
της ασάλευτου πέτρας των εντολών του Κυρίου και φρουρούμενος από τας παραδόσεις των
αγίων Πατέρων. Και έσο εν όλο ζηλωτής εκείνων, τους οποίους βλέπεις και άκούεις ότι έχουν
βίον και φρόνημα επιμαρτυρούμενα από τας Αγίας Γραφάς. Διότι ούτοι πορεύονται την ευθείαν
όδόν. Και ταύτα εγγράφων εις την καρδίαν σου, βάδιζε ακλινώς εν τη όδώ του Θεού, και Χάριτι
Θεού δεν θα αποπλανηθείς από την Αλήθειαν. Διότι εγράφη ότι αδύνατον είναι ό ορθώς φρονών
και ευσεβώς ζών να απολεσθεί. Αλλά όσοι πράττουν το έργον του Θεού με διεφθαρμένων νουν,
αυτοί σφάλλουν από την ευθείαν Οδόν.

Πορεύου δε ανεπιστρεπτί, επιβάλλον την χείρα σου επί το αρότρων του Θεού και μη βλέπων εις
τα οπίσω, δια να κατευθυνθείς εις την Βασιλείαν του Θεού. Και λαβών τον σπόρον του λόγου
του Θεού, κοπίασον με σπουδήν να μη ευρέθη εν τη καρδία σου ούτε οδός, ούτε πέτρα, ούτε
άκανθα, αλλά γη καλή, φέρουσα πολλαπλασίονα καρπό προς σωτηρίαν της ψυχής σου, όπως,
θεωρήσας την σύνεσίν σου εις την άκοήν του λόγου του Θεού και εύρών τα αξιέπαινα
κατορθώματα σου εις τας άρετάς, χα ρω και εγώ, ευχάριστων τον Θεόν, βλέπων ότι ήκουσας
τον λόγον του Θεού και φυλάττεις αυτόν2. Παρακαλώ π δια τον Κύριον, προσεύχου υπέρ εμού
του αμαρτωλού του λέγοντος σοι το καλόν, άλλ' ουδαμώς πράττοντας

Ό δε Θεός, Όστις ποιών υπερένδοξα και χαριζόμενος πάν δώρημα αγαθόν εις τους ποιούντας το
θέλημα αυτού είθε να σου δώσει σύνεσιν και στερέωσιν εις το να πράττης το αγιον αυτού
θέλημα δια πρεσβειών της πανάχραντου Δεσποινίς ημών Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, ότι
ευλογητός είναι εις τους αιώνας. Αμήν.

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
Γ. Επιστολή προς τον Γέροντα Γερμανόν Ποντόλνυ .
Επιστολή του αυτού μεγάλου Γέροντος προς αδελφό, ζητήσαντα παρ' αυτού να του γράψει τα
προς ωφελείαν ψυχής.

Εις το γράμμα σου, Κύριε Πάτερ, το όποιον μου εγραψας, ζήτησας παρ' εμού να σου γράψω τα
προς ωφελείαν ψυχής και να σε πληροφορήσω περί του εαυτού μου, επειδή νομίζεις ότι έχω
θλίψιν εναντίον σου εξ αιτίας των λόγων, τους οποίους είπωμεν μετά σου, όταν ευρέθης εδώ.
Και δια τούτο συγχώρησαν μοι! Συνεβούλευσα, υπενθυμίζων εις τον εαυτόν μου και εις σε ως
εις οικείων μου αγαπητό, —καθώς και είναι γεγραμμένο «Τα μυστήρια μου θα αποκαλύψω εις
τους οικείους μου και εις τους υιούς του οίκου μου»— ότι δεν πρέπει να επιτελέσωμεν
ωρισμένας εργασίας απλώς και ως έτυχεν, άλλα κατά τας Θείας Γραφάς και κατά την Παράδοσιν
των αγίων Πατέρων, πρωτίστως δε τας εξόδους από το μοναστήριον. Πρέπει να τας κάμνωμεν
μόνον δια την ψυχική ωφέλεια και όχι δια κάτι άλλο. Επειδή τώρα δεν βλέπομεν να τηρώνται τα
πολιτεύματα των θείων νόμων κατά τας Αγίας Γραφάς και κατά την Παράδοσιν των αγίων
Πατέρων, άλλα κατά τα ίδια θελήματα και κατά τας επινοήσεις των ανθρώπων. Και εις πολλάς
περιπτώσεις παρατηρείται ότι πράττομεν και αυτό καθ' εαυτό το διεστραμένο και νομίζομεν ότι
με αυτό μετερχόμεθα την αρετή. τούτο όμως συμβαίνει, διότι δεν γνωρίζομεν τας Αγίας Γραφάς,
επειδή δεν εχομεν ζήλον να ερευνώμεν ταύτας με φόβον Θεού Και ταπείνωσιν, άλλ' αμελούμε
δι' αυτάς και ασχολούμεθα περί τα ανθρώπινα.

Εγώ δε δια τούτο σου ομίλησα κατά τούτον τον τρόπον, επειδή θέλεις να ακούεις και να
πράττης τον γνήσιον λόγον του Θεού και όχι πλαστόν. Εγώ δε σου τον παρέθεσα χωρίς να σε
κολακεύσω, ούτε να κρύψω την σκληρότητα της στενής Και τεθλιμμένης οδού. Εις άλλους μεν
ομιλώ κατά το μέτρον ενός εκάστου. Σύ δε γνωρίζεις την ευτέλεια μου εξ αρχής ως οικείος εν
Πνεύματι αγαπητός μου. Δια τούτο και τώρα σου γράφω, εμφαίνω τα περί του εαυτού μου,
επειδή ή κατά Θεόν αγάπη σου με αναγκάζει και με καθίστα άφρονα να σου γράψω περί του
εαυτού μου.

Οτε έζημεν εν τω μοναστηρίω, καθώς συ ο ίδιος γνωρίζεις, απεμακρυνόμην από τας κοσμικάς
συμπλοκάς και έπρατταν κατά δύναμιν τα των Θείων Γραφών, αν και δεν κατόρθωσα αυτά εξ
αιτίας της οκνηρίας και της αμελείας μου. Έπειτα, επιστρέψας μετά την περιήγησιν της ξενιτείας
μου εις το μοναστήριον, έκτισα έξωθεν πλησίον του μοναστηρίου κελίον δια τον εαυτόν μου και
έζησα ούτω κατά την δύναμίν μου. Τώρα όμως μετώκησα μακρότερον από το μοναστήριον, άφ'
ου Χάριτι Θεού εύρον τόπον αρεστό εις τον λογισμό μου, επειδή τυγχάνει δυσπρόσιτος εις τα
τέκνα του κόσμου, όπως και συ ό ίδιος είδες. Και προ πάντων ερευνώ τας Θείας Γραφάς:
πρώτον τας έντολάς του Κυρίου και τας ερμηνείας των και τας αποστολικός Παραδόσεις, έπειτα
και τους βίους και τας διδασκαλίας των αγίων Πατέρων, και προσέχω εις αυτά. Και όσα είναι
σύμφωνα με τον νουν μου και με την εύαρέστησιν του Θεού και είναι προς ωφελείαν της
ψυχής, αντιγράφω δια τον εαυτόν μου και μελετώ αυτά, και εις αυτά έχω την ζωήν και την
αναπνοή μου. Και την αδυναμία και την οκνηρία και την αμέλειά μου ανέθεσα εις τον Θεόν και
εις την πανάχραντον Θεοτόκον. Και αν πρόκειται να πράξω κάτι, αν δεν εύρω αυτό εις τας Θείας
Γραφάς, αναβάλλω αυτό προς καιρόν, έως ότου εύρω αυτό, διότι δεν τολμώ να πράξω κάτι
κατά το ίδιον μου θέλημα και κατά τον ίδιον μου λογισμό. Και όταν κανείς από πνευματικήν
αγάπη προσκολληθεί εις έμέ, του συμβουλεύω να πράττει το αυτό, μάλιστα δε εις σε, επειδή εξ
αρχής είχες εξοικειωθεί προς έμέ από πνευματικήν αγάπη. Δια τούτο και απηύθυνα τον λόγον
προς σε, συμβουλεύων εις το καλόν, ωσάν προς την ιδίαν μου ψυχήν: όπως και εγώ ό ίδιος
αγωνίζομαι να πράττω, ούτος ομίλησα και εις σε. Άλλα τώρα, αν και είμεθα κεχωρισμένοι κατά
το σώμα, είμεθα όμως συνδεδεμένοι και ηνωμένοι με την πνευματικήν αγάπη. Και δια τον θεσμό
της πνευματικής αγάπης ταύτης σου ομίλησα τότε και σου γράφω οσα προτρέπουν προς
σωτηρίαν της ψυχής. Και συ, οσα ήκουσας παρ' εμού ή είδες γεγραμμένα, αν σου είναι αρεστά,
να μιμηθείς αυτά. Επιθυμών να είσαι υιός και κληρονόμος των αγίων Πατέρων, τηρεί τας
έντολάς του Κυρίου και τας Παραδόσεις των αγίων Πατέρων και λέγε αυτάς και εις τους μετά
σου αδελφούς. Και είτε ή κατοικία σου είναι κατά μονάς, είτε ζής εντός μοναστηρίου με
αδελφούς, πρόσεχε τας Αγίας Γραφάς και βάδιζε κατά τα ίχνη των άγιων Πατέρων. Διότι αϊ Θείαι
Γραφαί μας προστάσσουν το εξής: είτε να υποταχθώμεν εις τοιούτον άνθρωπον, όστις
μαρτυρείτε από τα έργα και από τον λόγον και από την γνώσιν του ως πνευματικός, καθώς
γράφει ό Μέγας Βασίλειος εις τον λόγον, του όποιου ή αρχή είναι «Δεύτε προς με πάντες οί
κοπιώντες», —είτε, αν δεν ευρέθη τοιούτος, να ύποταχθώμεν εις τον Θεόν δια μέσου των Θείων
Γραφών, άλλ' όχι ούτος άλόγως, όπως μερικοί, οί όποιοι και όταν ευρίσκονται εις το
μοναστήριον, φαίνονται να είναι εν υποταγή, αλλά ποιμαίνονται άλόγως υπό του ιδίου
θελήματος και κάμνουν και την άναχώρησιν εξ ίσου αφρόνως, οδηγούμενοι υπό του σαρκικού
θελήματος και υπό του αδιάκριτου λογισμού, μη γνωρίζοντες, τι πράττουν, ούτε που
στηρίζονται. Περί των τοιούτων διακρίνων, ό Ιωάννης της Κλίμακος λέγει εν τω Περί διαφοράς
και διακρίσεως ησυχιών λόγω• «Ούτοι από οίησιν επιθυμούν μάλλον να πλέουν με ιδιορρυθμία
ή με καθοδήγησιν». Όπερ μη γένοιτο εις ημάς! Σύ δε, πράτων κατά τας Αγίας Γραφάς και κατά
την πολιτεία των αγίων Πατέρων, Χάριτι Χρίστου δεν θα σφάλλεις.

Τώρα όμως ελυπήθην και εγώ δια το γεγονός ότι είσαι τεθλιμμένος. Όθεν και επείσθην να σου
γράψω, δια να μη είσαι τεθλιμμένος. Ό Θεός πάσης χαράς και παρακλήσεως να παρηγόρηση την
καρδίαν σου και να σε πληροφόρηση περί της προς σε αγάπης ημών! Αν ίσως σου έγραψα κάτι
το απότομων, δεν το έγραψα όμως εις κανένα άλλον, αλλά εις σε, τον οικείων αγαπητό μου, μη
θέλων να παραβλέψω την αιτησίν σου. Ελπίζω λοιπόν ότι θα τα δεχθείς με αγάπη και δεν θα
σκανδαλισθής από την αφροσύνη μου. Και τα πράγματα ημών, δια τα όποια παρεκάλεσα την
αγιότητα σου, να επιδίωξης να τα κανονίσεις καλώς, δι' αυτό σε ικετεύω με προσκύνησιν. Είθε ό
Θεός να σου ανταποδώσει τον μισθών κατά τον κόπον σου!

Προς τούτοις δε έτι παρακαλώ την αγιότητα σου, μη καταλογίσης τα λόγια εκείνα, τα όποια σου
είπον τότε προς λύπην. Διότι αν και κατά το έξωθεν φαίνωνται σκληρά, άλλ' έσωθεν είναι πλήρη
ωφελείας, επειδή δεν ομίλησα από τα ιδικά μου, αλλά από τας Αγίας Γραφάς. Διότι σκληρά είναι
κατ' άλήθειαν μόνον εις εκείνους, οί όποιοι δεν θέλουν πράγματι να ταπεινωθούν εν φόβω
Κυρίου και να καταλείψουν τα σαρκικά φρονήματα, αλλά να ζήσουν κατά τα εμπαθή των
θελήματα και όχι κατά τας Αγίας Γραφάς. Οί μεν τοιούτοι δεν ερευνούν τας Αγίας Γραφάς με
ταπείνωσιν πνευματικήν. Τινές δε εξ αυτών δεν θέλουν ούτε καν να ακούσουν ότι και τώρα
πρέπει να ζώμεν κατά τας Θείας Γραφάς, ούτως ώστε να λέγουν ότι αυτά δεν εγράφησαν δι'
ημάς και δεν υπόκειται εις την παρούσαν γενεάν να τηρή ταύτα.

Εις δε τους γνησίους εργάτας και παλαιότερον και τώρα και εως του αιώνος θα είναι τα λόγια
του Κυρίου καθαρά ως άργυρος πεπυρωμένος και κεκαθαρμένος επταπλασίως και αί εντολαί
αυτού θα είναι φωτεινά! και επιθυμητά! υπέρ χρυσίον κα! λίθους τίμιους, και θα γλυκαινουν
αυτούς υπέρ μέλι και κηρίον. Και αυτοί θα φυλάττουν ταύτας. Και όταν φυλάττουν αύτας, θα
λάβουν πολλάς ανταποδόσεις.

Έρρωσο εν Κυρίω, Κύριε Πάτερ, και εύχου υπέρ ημών των αμαρτωλών, και ημείς την αγιότητα
σου εδαφιαίως προσκυνούμεν.

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟ ΤΑΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΑΣ ΠΡΟΣ ΑΔΕΛΦΟΝ,
ΘΛΙΒΟΜΕΝΟΝ ΕΝ ΤΑΙΣ ΝΗΣΟΙΣ.

Ως τελευταίος αδελφός υμών κατά το Σχήμα ποιώ ευχή προς τον εν Χριστώ αδελφόν, επειδή με
ηνάγκασας λόγω της υποχρεώσεως μου να σου γράψω και να σου στείλω επιστολήν,
γνωστοποιων εις το γράμμα μου κατά την υπόσχεσιν ημών την προς σε πίστιν και άγάπην μου.
Και δεν υπομένω, αγαπητέ μου, να φυλάξω το μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων και
μωρός δια την ωφέλειαν των αδελφών. Επειδή αύτη είναι ή αληθινή αγάπη, ήτις δεν δύναται να
κρυβή εν τινι μυστηρίω από τους αγαπητούς της.

Οτε ήρχισα να σου γράφω, μου έμεινεν πολλάκις ο χάρτης λευκός και δεν υπέφερα να εκτείνω
την πολυαμάρτητον δεξιάν μου χωρίς εγκάρδιους σταγόνας δακρύων, ενθυμούμενος την προς
σε εύσπλαγχνίαν και το έλεος του Θεού ότι σε εξήγαγε εκ γης Αιγύπτου και σε ωδήγησεν εις
γήν Ισραήλ, και σε έκαμε να γνωρίσης Αυτόν ως τον μόνον Θεόν ημών, τον Ιησούν Χριστόν εν
σαρκι ελθόντα. Και το βάπτισμα Του εβαπτίσθης. Και μετά τούτο ηξιώθης του αγγελικού
Σχήματος ώστε να βάλις αρχήν του μοναχικού επαγγέλματος εις το πενιχρόν ημών κελλύδριον.
Μετά ταύτα δε, αδελφέ, - συγχέομαι την ψυχήν, ταράττομαι την συνείδησιν, σπαράττομαι τα
σπλάγχνα μου, ενθυμούμενος τάς εκ νεότητας σου θλίψεις και τας ταλαιπωρίας και την
αιχμαλωσία και την απαγωγή σου από την χωράν και το γένος και την πατρίδα σου εις χωράν
ξένη και άγνωστων, όπου ή γλώσσα σου είναι ακατάληπτος και κατοικεί ένα γένος άγνωστων.
Έτι δε ενθυμούμαι ότι είσαι τέκνον προκρίτων κατά την λαμπρότητα του αξιώματος γονέων και
ότι Ο Κύριος σε λύτρωσε μετά ταύτα από πολλούς και διαφόρους θανάτους, και από πυρ και
από μάχαιραν και από ύδωρ - και μάλιστα συ ό ιδίως ταύτα δεν αγνοείς. Με αυτά σε ωδήγησεν
εις μετάνοιαν Και εις έπίγνωσιν της αληθινής θεογνωσίας. Έπειτα δε ό αγαπών και ελεών ημάς
Κύριος επήγαγε δια τάς αμαρτίας ημών πειρασμούς και θλίψεις και εξορίας καθ' ημών, θέλων να
μας σοφίση με τούτους τους πειρασμούς. Και δια τούτο πάλιν χαίρω, ότι μας ηγάπησεν ό
Κύριος, μη θέλων να μας βασανίση εις εκείνον τον μέλλοντα αιώνα, άλλ' εδώ παραχωρεί να
θλιβώμεθα προς εξιλασμό των αμαρτιών ημών.

Και δια τούτο προάγομαι να γράφω προς την αγάπη σου από τάς Θείας Γραφάς, ότι ό Κύριος
επάγει τάς θλίψεις ταύτας κατά των άγαπώντων Αυτόν και δυναμένων δι' Αυτόν να υποφέρουν
πάντα τα δεινά, και ότι κατά , τον Απόστολο ό Κύριος ουδαμώς αφήνει να πειρασθώμεν υπέρ
την δύναμιν εν τοις τοιούτοις πειρασμοίς, οίτινες επάγονται καθ' ημών. Και εάν παραχώρηση
αυτούς, είναι προς ωφέλειαν, προς εμπειρίαν ημών. Και δια τάς αμαρτίας ημών όφείλομεν να
ύπομένωμεν πάντα τα δεινά ταύτα, Και αλλά ακόμη, και άλλα επί πλέον. Και ότι οί προ ημών
ζήσαντες και πάντες οί Άγιοι από των παλαιών χρόνων, οί προφήται και απόστολοι και μάρτυρες
έσφαζοντο και σώζονται με θλίψεις και ταλαιπωρίας και στενοχώριας. Και ας ένθυμηθώμεν
πρώτον τον δίκαιον Ιώβ. Μήπως δεν κατηράσθη την ήμέραν, κατά την οποίαν έγεννήθη; Ούτω
και ό Ιερεμίας ό προφήτης είπεν «Ινάτι εδειξάς μοι κόπους και πόνους;». Ούτως έπασχον
πάντες οί δίκαιοι. ταύτα δε εκφράζουν οί Άγιοι, δια να συνηθίσεις και συ κατά το παρ«Ουαί μοι,
μήτερ μου, δια τι με ετεκες; Επικατάρατος ή εν ή ετέχθη». Και ό Μωυσής, ό μέγας νομοδότης
του Θεού, είπε• «Κύριε, ει εύρηκα χάριν παρά σοι, απόκτεινόν με αναιρέσει», «ότι ου δυνήσομαι
εγώ μόνος φέρειν το βάρος του λαού τούτου». «"Έτι μικρόν Και καταλιθοβολήσουσί με». Ό δε
προφήτης Αββακούμ είπε «Ινατί έδειξας μοι κόπους και πόνους;». Ούτος έπασχον πάντες οι
δίκαιοι. Ταύτα δε εκφράζουν οι Άγιοι δια να συνηθίσης και συ κατά το παράδειγμα των, διότι οί
Άγιοι διήλθον τον βίον όχι τρυφώντες, αλλά μυριάκις δεινοπαθούντες. Άραγε ό δίκαιος Δαυίδ
δεν υπέφερε πάσας τάς ημέρας της ζωής του διωκόμενος και στερούμενος της τροφής Και δεν
ανέμεινε πασαν ώραν επί γης αλλότριας τον θάνατον παρά του Σαούλ; Μήπως ό δίκαιος Αβραάμ
δεν υπέφερε εν ξένη και αλλοεθνή και βαρβαρική χώρα και δια την γυναικά του, ή οποία εκεί
αφηρέθη άπ' αυτόν; Ούτω και ό υιός του Ισαάκ και ό εγγονός του Ιακώβ. Ό δε Κύριος ημών
Ιησούς Χριστός μήπως δεν προσηλώθη εις τον σταυρόν, δεν διετρήθη από λόγχην, δεν
ερραπίσθη εις τάς σιαγόνας; Και μετά των ανόμων ελογίσθη υπό των άθεων Ιουδαίων. ταύτα δε
πάντα επαθεν ό Κύριος δια την σωτηρίαν ημών, «δια να μας ελευθέρωση από την κατάραν». Ό
δε επίγειος άγγελος, ό Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, μήπως δεν κάθισε εν τη φυλακή, μήπως
δεν απέτεμον την κεφαλήν του με ξίφος και δεν προσεφέρθη αυτή από αισχράς χείρας επί
πινακίου εν μέσω των αισχρών συμποσιαστών; Ω Ιερά και θεόπτις και φωτόπτις κεφαλή,
ερημικόν θρέμμα εκ σπάργανων! Ωσαύτως και ό προφήτης Ηλίας πολλά παθών ανελήφθη επί
πύρινου άρματος εις τον ούρανόν. Περί δε των Αποστόλων και των αγίων Μαρτύρων και οσίων
ημών Πατέρων και τι να γράψω; Ούτοι πάντες υπέμειναν πολλούς και διαφόρους θανάτους και
βασάνους και σφαγάς και στενοχώριας δια την βασιλείαν των ουρανών. Και ούτοι πάντες
εκήρυξαν το όνομα του Χριστού εις ξένας χώρας και μεταξύ αλλοεθνών και θηριομόρφω
βαρβάρων. Οί μεν εσταυρώθησαν ύπ' αυτών, οι δε διετρήθησαν με λόγχας, άλλοι παρεδόθησαν
εις το πυρ και εις το ξίφος, άλλοι εβυθίσθησαν με λίθους βαρυνόμενοι εις την θάλασσαν, και
έτεροι ερρίφθησαν προς βρώσιν εις τα θηρία. Και τι να απαριθμήσω τα πολλά; Και συ ό ίδιος
μήπως αγνοείς τάς κακοπαθείας και τάς θλίψεις τούτων; Και ό Ιωσήφ ό Πάγκαλος, ό υιός του
δικαιου Ισραήλ και Ιακώβ και το ηγαπημένον τέκνον της άγιας Ραχήλ, μήπως δεν επωλήθη υπό
των αδελφών εις την Αίγυπτον και υπέφερε και εδούλευε εν ξένη γη εις τον κύριων του
Πετεφρήν; Προς τούτοις σου προσθέτω μίαν διήγησιν πλήρη φόβου και τρόμου, λέγω του
μεγαλορρήμονος προφήτου Ήσαΐου: το άθεον γένος των Εβραίων διέκοψεν αυτόν με πρίονα
ξύλου εις την κοιλίαν και τα μέλη κατά το ήμισυ. Και ως άψυχον ξύλον εμπαίζοντας, παρέδωσαν
αυτόν εις τον θάνατον.

Ούτοι πάντες έπαθον υπό απίστων βαρβάρων εις ξένας χώρας δια το όνομα του Χριστού. Σε δε,
αδελφέ μου, προεγνώρισεν ό παντογνώστης οφθαλμός, ό Κύριος και Θεός, προ της συλλήψεως
σο και σε ηγάπησε περισσότερον πάντων, αιχμαλωτίσας σε από τα μητρικά σπλάγχνα και
εξαρπάσας σε από το στόμα του αδου, από την χωράν και την πίστιν σου, και σε ώδήγησεν εις
χωράν, την οποίαν δεν έπεθύμησας και δεν ήλπισας, και σε σημείωσε δια του βαπτίσματος με
την σφραγίδα Του την βασιλική εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Και σε εστόλισεν ωσάν με στέφανον με το αγγελικόν Σχήμα, άφ' ου σε ωδήγησεν προς ημάς εις
την ακατοίκητων έρημο, επειδή έπεθύμησας να υπομένεις πάσας τάς θλίψεις, και ανάγκας και
στενοχώριας δια το όνομα του Χριστού. Και παρεχώρησεν εναντίον ημών τοιαύτας θλίψεις ό
αγαπών ημάς Κτίστης ημών. «Όν γαρ αγαπά ό Κύριος, παιδεύει». Και όταν μας συμβαίνουν
θλίψει υπέρ την φύσιν, ευφραινόμενοι από την ελπίδα των μελλόντων αγαθών θα ενισχύσωμεν
αλλήλους, βλέποντες προς πάντα τα αγία παραδείγματα ταύτα και τους βίους και τους άθλους
των προγενεστέρων ημών, πώς υπέμειναν πάσχοντες δια τον Κύριόν και εξέχεαν το αίμα των.
Και εάν οι Άγιοι και δίκαιοι, επί των οποίων ανεπαύετο και ενήργει το Αγιον Πνεύμα, έπαθον
ούτω -διότι είναι αδύνατον να απαριθμήσωμεν και να καταγράψωμεν τα θαύματα και τα σημεία
των - πόσο μάλλον πρέπει ημείς να πάσχωμεν δια τάς αναρίθμητους αμαρτίας ημών, και να μη
ολιγωρώμεν, άλλα να ενισχύσωμεν αλλήλους, παροξύνοντες αλλήλους προς αγώνας. Οί Άγιοι
έπαθον όμως δια την αγάπη του Χριστού, ημείς δε πάσχομεν δια τάς αμαρτίας ημών. Όθεν,
αγαπητέ, ας ένθυμηθώμεν ενώπιον του Κτιστού ημών τάς εκ νεότητος ανομίας ημών, πώς
παρωργίσαμεν Αυτόν, πώς παρεπικράναμεν Αυτόν, πώς παρέβημεν τάς ζωοποιούς έντολάς Του,
πώς μακροθυμεί έφ' ημάς, αναμένων την μετάνοιαν ημών και την επιστροφή από τον κακόν
δρόμο. Και μνημονεύοντες του τοσούτου ελέους και της αναρίθμητου ευσπλαχνίας του Θεού
ημών, ας θερμάνωμεν την συνείδησιν ημών και ας εκχέωμεν δάκρυα και στεναγμούς και τα
λοιπά. Από τώρα με ολην την δύναμιν ας αμελώμεν το σώμα και ας παραδώσωμεν τάς ψυχάς
και τα σώματα ημών εις τον Θεόν. Και με το όνομα του Κυρίου ας εισέλθωμεν εις τον αγώνα
των δοκιμασιών. Και με πάντα τα μέλη ημών ας κολυμβήσωμεν δια μέσου αυτών, και τους
οφθαλμούς ημών ας πληρώσωμεν με δάκρυα πνευματικά, και οι στεναγμοί της καρδίας ας
συγκατακλίνουν και ας συνεγείρονται μεθ' ημών. Και ας μη αποχωρήση άφ' ημών ό φυλάττων
ημάς άγγελος. Δι' αυτού αποδιώκει ό Θεός το θράσος των θλιβόντων από τους ανθρώπους,
ώστε εκείνοι να μη έχουν την άνεσιν να προσεγγίσουν αυτούς, επειδή ό εχθρός παραλύει όταν
βλέπη τον φυλάσσοντα και συντηρούντα αυτούς. τούτο δε κάμνει ό Θεός εις τους αγαπώντας
Αυτόν, οί όποιοι παρέδωσαν τον εαυτόν των με μέγαν ζήλον εις τον θάνατον και δεν έδωσαν τα
νώτα των εις τους εχθρούς. Ιδού λοιπόν, ως φιλότεκνος πατήρ ενισχύων την ολιγοψυχίαν και
την αστάθειαν ημών εις τον αγώνα προς τούτους τους δεινότατους άθλους και πειρασμούς,
είπεν ό Ισαάκ ό Σύρος τα εξής• «Να εχωμεν λοιπόν εν ταίς ψυχαίς ημών ζήλο κατά του
διαβόλου και των υπηρετών του, όποιον είχον οί Μακκαβαίοι και οί άγιοι προφήται και οί
απόστολοι και οί μάρτυρες και οί όσιοι και οί δίκαιοι πάντες, οίτινες υπέμειναν πάθη φοβερά και
πειρασμούς χαλεπωτάτους. Επέμειναν εις την δικαιοσύνην των και δεν εξεφοβίσθησαν από τα
φόβητρα τα περικυκλούντα ομού με τάς ψυχάς των και τα σώματα, άλλ' νικήσαν αυτά ανδρείως
και απέρριψαν τάς κολακείας των και τάς διαστροφάς όπισθεν του εαυτού των. Και πρέπει να
εχωμεν προ οφθαλμών τα διηγήματα και τους γραπτούς βίους των ως έμψυχους και ζώσας
εικόνας»,πώς υπέφεραν και παρέμειναν ακλόνητοι εις τάς κολακείας των κακοφρόνων
ανθρώπων, αλλά με χαράν και προθυμίαν εισήλθον εις τον αγώνα των πειρασμών και θλίψεων.
«Διότι άνευ πειρασμών ή πρόνοια του Θεού δεν φανερώνεται εις τον άνθρωπον, και ούτος δεν
δύναται να απόκτηση την παρρησίαν προς τον Θεόν, και δεν δύναται να έκμάθη την σοφίαν του
Πνεύματος, και ή αγάπη του Θεού να στερεωθή εν τη ψυχή του είναι απαράδεκτον. Διότι προ
της θλίψεως ό άνθρωπος προσεύχεται ως κάποιος ξένος προς τον Θεόν. όταν όμως είσέλθη εις
την δοκιμασίαν δια την αγάπη Αυτού, και έφ' όσον δεν υποστεί αλλοίωσιν, τότε είναι ως
κάποιος, όστις έχει τον Θεόν υπόχρεων και λογίζεται υπό του Θεού ως γνήσιος φίλος επειδή
πολέμησε δι' Αυτόν τον έχθρόν και νίκησε αυτόν»

Βλέπεις λοιπόν, αδελφέ, πώς ή φιλότεκνος εκείνη ψυχή ούτος ό θαυμάσιος πατήρ, όστις ό ίδιος
έπαθε και επειράσθη εν τη αριστεία του, βοηθεί και ημάς τους επηρεαζόμενους και ενισχύει
ημάς κατά την ολιγοψυχίαν ημών και την εκλυσιν ημών εις τον αγώνα συμφώνως προς τον
λόγον του Αποστόλου ότι «ό παρών αιών είναι των παθημάτων, ό δε μέλλων των
ανταποδόσεων». Και πρόσεχε, αγαπητέ, πόσον ευπρόσδεκτος εις τον Θεόν είναι ή προσευχή του
εν τοις πειρασμοίς θλιβομένου κατά την μαρτυρίαν τούτου του θαυμάσιου πατρός. Και που
υπάρχει ανώτερον τούτου• «να έχη κανείς τον Θεόν υπόχρεων και να λογίζηται φίλος γνήσιος
του Θεού;». Και προς ταύτα προσθέσας είπεν ακόμη• «διότι δεν ηυδόκησεν ό Θεός να
αναπαύονται οί αγαπητοί Του, καθ' όσον χρόνον είναι εντός του σώματος, αλλά μάλλον
ηυδόκησε μέχρις ότου ευρίσκονται εν τω κοσμώ να είναι εις θλίψιν και υπό βάρος, εις μόχθους,
στερήσεις και μόνωσιν και έλλειψιν των αναγκαιων και εις αρρώστιας και πτωχείαν και εις
εξουθενώσεις και ατιμίας, εις όνειδος και αδικίας παρά των ανθρώπων και παρά των δαιμόνων,
και εις συντριβήν καρδίας και εις ταπείνωσιν του σώματος και εις αποταγήν των συγγενών και
της πατρίδος και της χώρας και εις φρόνημα πένθιμον και εις κατοικίαν μοναστικήν και
ησυχαστική και αφανή εις τα βλέμματα των ανθρώπων. Αυτοί κλαίουν, και ό κόσμος γελά•
αυτοί θρηνούν, και ό κόσμος ιλαρύνεταν αυτοί νηστεύουν, και ό κόσμος τρυφά. Την ήμέραν
μοχθούν, και την νύκτα καθίζουν τον εαυτόν των εις αγώνας εν στενοχώρια και κοπώ. Τινές δε
ευρίσκονται εις εκούσιας θλίψεις, και άλλοι εις κόπους κατά των παθων παθών των. Έτεροι
υπέμειναν διωκόμενοι υπό των ανθρώπων, άλλοι εις ταλαιπωρίας και θλίψεις υπό των δαιμόνων
και των λοιπών κακών ανθρώπων. Και οί μεν εδιώχθησαν ύπ' αυτών, οί δε έφονεύθησαν»
έτεροι ελαβον κατά τον λόγον του Αποστόλου «εμπαιγμών Και μαστιγών πειραν, έτι δε δεσμών
και φυλακής ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον. Περιήλθαν
εν μηλωταίς και εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι και κακουχούμενοι —ων ουκ ην
άξιος όλος ό κόσμος—, εν ερημίαις πλανώμενοι», τρέχοντες εν όρεσι και σπηλαίοις. Και εν ταίς
οπαίς της γης εκλείσθησαν υπό των βασιλέων και βασανιστών. Και ό Κύριος γνωρίζει ότι δεν
είναι δυνατόν εις τους εν αναπαύσει των σωμάτων ευρισκομένους να εμμένουν εις την αγάπη
Του. Και δια τούτο κωλύει αυτούς από την άνάπαυσιν και την απόλαυσιν εκείνης δηλ. της
σωματικής αναπαύσεως. τούτο δεικνύει ό Θεός επί των άγαπώντων Αυτόν και επιλεξάντων να
υπομένουν πάντα τα δεινά δια το όνομα Του. Και έπληρώθη εις αυτούς ό λόγος του Θεού ό
λέγων, ότι «Εν τω κοσμώ θλίψεις έξετε». «Και μη θαυμάζετε αυτό, ότι ό κόσμος υμάς μισεί.
Γινώσκετε γαρ ότι έμέ πρώτον υμών μεμίσηκεν».

Είδες λοιπόν, αδελφέ, ότι από των παλαιών χρόνων πάντες οί ευαρεστήσαντες εις τον Θεόν
εσώθησαν και εισήλθαν εις την αίώνιον χαράν δια μέσου θλίψεων και ταλαιπωριών και
στενοχώριων; Περί τούτων είναι γεγραμμένο ότι ή πρώτη γενεά ήτο ρωμαλέα και πολυχρόνιος,
ή δε εσχάτη είναι ασθενής και αδύνατος. Περί τούτου προεφήτευσαν οί παλαιοί πατέρες της
Σκήτεως, ότι «ή τελευταία γενεά θα υπερβεί τάς προγενεστέρας και θα ευαρεστήση εις τον Θεόν
περισσότερον με τάς θλίψεις και ταλαιπωρίας». Βλέπε, ότι ό Θεός δεν ευδοκεί να αναπαύονται
οί αγαπητοί Του εις την εδώ ζωήν, ούτε ή πρώτη γενεά, ούτε ή εσχάτη. Σύ δε, ω φιλόχριστε,
έγγραψον ταύτα πάντα εις την καρδίαν σου και υπόφερε ανενδότως πάντα τα θλιβερά. Και
μνημόνευε εν παντι καιρώ και πάση ώρα του πρώτου ζήλου της αρχής της οδού, και ενθέρμων
και φλογερών λογισμών σου, με τους οποίους ήλθες προς την ευτέλειάν μου εις την
ακατοίκητων έρημο προς έμέ τον κατά μονάς πάσχοντα και εκ νεότητος μου εις τον Θεόν μου
δουλεύοντα. Και τούτου μνημόνευε, πώς είχες τότε μέριμναν δια τάς μικράς ακόμη αμαρτίας, να
μη αμαρτάνεις. Διότι ό διάβολος έχει την συνήθειαν, όταν βλέπη, ότι κάποιος ήρχισε με θερμή
πίστη την καλήν πολιτείαν, να τον υπαντά με διαφόρους και φοβερούς πειρασμούς παρά των
δαιμόνων και παρά των ανθρώπων, δια να τον εμβάλει εντεύθεν εις τον φόβον και να τον
αποξηράνει από την καλήν προαίρεσιν και να μη εχη καθ' όλου εντός του την θέρμην να
προσέγγιση την σκληράν και θλιβεράν πολιτείαν. Και δια τούτο ος μη εκλυθώμεν από τους
λογισμούς, ενθυμούμενοι τάς εκ νεότητος αμαρτίας ημών και τάς κολάσεις και τα βασανιστήρια
των αμαρτωλών και τάς ανταποδόσεις των δικαιων, αλλά προθύμως ας ύπομένωμεν ανενδότως
τους επερχόμενους πειρασμούς τούτους. Διότι ό παραχωρών να εμπέσωμεν απροσδόκητος εις
τούτους θα κάμη και την εκβασιν κατά τον προφητικόν λόγον, ότι «πολλαί αί θλίψεις των
δικαιων και εκ πασών ρύσεται αυτούς ό Κύριος», ότι «ήλπισαν έπ' Αυτόν» εξ όλης της πνοής
αυτών και «εκέκραξαν προς Αυτόν και επήκουσεν αυτών και εσκέπασεν αυτούς» και «μετ'
αυτών έσται εν θλίψει και εξελείται αυτούς και δοξάσει αυτούς. Μακρότητα ήμερων εμπλήσει
αυτούς και δείξει αύτοίς το σωτήριον Αυτού»» κατά την επαγγελία Αυτού, καθώς είπεν «Ου Μή
σε άνω ούδ' ου μη σε εγκαταλείπω». Και ό σώσας τον 'Ιωσήφ εν Αιγύπτω και ό διαφυλάξας τον
Δανιήλ αβλαβή εν τω λάκκω των λεόντων και ό μη καταφλέξας τους Τρεις Παίδας εν τη καμίνω
του πυρός, ό λυτρώσας τον Ιερεμίαν εκ του λάκκου του βορβόρου και εξαγαγών τον Πέτρον
κεκλεισμένων των θυρών εκ του δεσμωτηρίου και φυλάξας τον Παύλον από του συνεδρίου των
Ιουδαίων, αυτός ό πανθαύμαστος Και εύσπλαγχνος Θεός, ό πανταχού παρών και παντοδύναμος,
θα εξαγάγη και ελευθέρωση και ημάς, αν είναι έπ' ωφελεία των ψυχών ημών, άλλα μόνον ας
αναθέσωμεν πάσαν την ελπίδα και προσδοκίαν και πνοήν ημών μετά πάσης προθυμίας εις Αυτόν
Και ας ύπομένωμεν από ημέρας εις ήμέραν ευγνωμόνως τάς είτε δικαιως, είτε αδίκως
επερχομένας θλίψεις. Και καθαρισθέντες δι' αυτών θα παραστώμεν αναίτιοι ενώπιον του
βήματος του Χριστού. Αύτω δε ή δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΙΝΑ ΑΔΕΛΦΟΝ.

Αγαπητέ και πνευματικέ μου αδελφέ, επειδή πολλάκις μου ομιλείς περί τούτου και προ πολλού
καιρού ζητείς να ακούσης παρ' εμού του ευτελούς λόγον, συνεργούντά σοι εις ψυχικήν
ώφέλειαν και εις μνήμην της αθλιότητός μου, δια να μνημονεύης την αναξιότητά μου και μετά
θάνατον. Διότι γνωρίζεις την άσθένειάν μου, και σου είναι αρεστή ή ευτέλεια μου, ώστε να μη
ζήτησης παρ' εμού λόγον αναπαύοντα την σάρκα, άλλα προς σωτηρίαν της ψυχικής
καταστάσεως, δια τούτο ελησμόνησα την ευτέλεια και την αφροσύνη μου, ενθυμούμενος την
πίστιν και την προθυμία και την περί του αγαθού σπουδήν σου, και εξετέλεσα τα υπό σου
διατεταγμένα, και είχον την παρρησίαν να γράψω και να στείλω την παρούσαν προς την
Θεοφιλίαν σου. Σύ δε αναγίγνωσκε ταύτα με εύνοιαν και προσεύχου δια την ευτέλεια μου προς
τον Δεσπότην Χριστόν, ότι ήδη τα έτη μου ήγγισαν προς το γήρας και συγκεκραμένον από
βοτάνην ετοιμάζεται το ποτήριον του θανάτου. Το να πίνη κανείς αυτό με πληροφορίαν είναι
γλυκύ, χωρίς πληροφορίαν όμως είναι πικρότερον αψίνθου. Διό και ό άγιος προφήτης Δαυίδ
προσεύχεται, λέγων «Άνες μοι, ίνα αναψύξω προ του με απελθείν» μετά πληροφορίας.
Πληροφορία δε χωρίς κάθαρσιν της ψυχής δεν γίνεται, κάθαρσις δε χωρίς δάκρυα δεν υπάρχει.
Τα δε δάκρυα δεν έρχονται εν μέσω του θορύβου, επειδή ό θόρυβος σκοτίζει τον νουν, και δεν
αφήνει να βλέπη κανείς τα αμαρτήματα του. Εκ τούτου έρχεται ό άνθρωπος εις την συνήθειαν
της αμελείας και απροσεξίας.
Εις την αμέλειαν και απροσεξίαν ακολουθούν όλα τα πάθη. Αυτή είναι ή οδός των εν ραθυμία
ζώντων. Ούτος είναι ό εντός μου κεκρυμμένος θησαυρός. Όθεν φρίττω και τρέμω να πιω το
ποτήριον του θανάτου, διότι έρχεται προς έμέ, έρχεται, και δεν καθυστερεί ούτε μίαν ώραν, και
εγώ δεν δύναμαι ούτε έπ' ολίγον να εκφύγω. Και όταν ο του αέρος και του κόσμου σκοτεινός
και άμαυρος αρχών εύρη και ελέγξη αληθώς τάς ανομίας μου, θα είναι ανωφελές να κλαύσω,
διότι ό δούλος, ό γνωρίσας το θέλημα του κυρίου και μη ετοιμάσας, μήτε πράξας κατά το
θέλημα του, θα παιδευθή πολύ. 'Αλλά όσοι πίνουν δια τον Χριστ0ν πάσας τάς ημέρας το
ποτήριον του θανάτου με δάκρυα και κακοπαθείας, εις τούτους γίνεται το ποτήριον του θανάτου
ούράνιον ιατήριον, και πίνουν αυτό γλυκύτερον μέλιτος και κηρίου, επειδή ή βοτάνη του
θανάτου προπαρασκευάζει την ψυχικήν υγειά εις τον άφθαρτο αιώνα, όπως εκείνος ο μοναχός,
όστις ήθελε να ιατρεύση τάς αμαρτίας του εις τούτον τον φθαρτόν αιώνα, ήλθε προς μέγαν τινά
Γέροντα και πνευματικόν ιατρόν και είπε προς αυτόν «Έχεις αράγι βοτάνας, αί οποιαι δύνανται
να ιατρεύσουν τάς αμαρτίας;». Και του είπεν ο ιατρός• «Ναι, τίμιε πάτερ!».
Και απεκρίθη ό μοναχός• «Και ποιαι είναι αι βοτάναι εκείναι;». Και του είπεν ο ιατρός•
«Αναχώρησαν εις το όρος, τουτέστιν εις την έρημον, και λάβε την πνευματικήν ρίζαν, ή οποία
είναι ή δια Χριστον πτώχεια και ευτέλεια, και σύλλεξον τα φύλλα, τα όποια είναι πείνα και δίψα
και λάβε τον μυροβάλανον, ο όποιος είναι ή ταπείνωσις και ο φόβος του Θεού, και τον άλλον
μυροβάλανον, δηλαδή το βάλσαμον του στομάχου, το όποιον είναι ή σωφροσύνη και άγνεία, και
την μυροχαλβάνην, ή οποία είναι ή διακονία εις τους νοσούντας και αί ύπ' αυτών γινόμενοι
θερμαί προσευχαί. Κοπάνισον πάντα ομού εν τη θυία της υπακοής, κοσκίνισον αυτά με το ψιλον
κόσκινον, δηλαδή με την αγρυπνία και τάς αδιάλειπτους προσευχάς, με την καλήν και δικαίαν
άγνήν ζωήν, και βάλε αυτά εις την καθαράν χύτρα εντός σου, δηλαδή εις την ψυχήν σου και
χέε εις αυτήν το ύδωρ της πνευματικής αγάπης, και αναψον την φλόγα του θείου έρωτος
υποκάτω της χύτρας σου και άφ' ου βράσης ταύτα καλώς, εξάντλησαν αυτά με το κοχλιάριόν
σου της γαλήνης και της ησυχίας, και γεύου αυτών δια μέσου των πνευματικών συνηθειών, και
μη στρέφου εις τα οπίσω πάσας τάς ημέρας της ζωής σου. Τοιαύται είναι αί βοτάναι, αί οποίαι
ιατρεύουν τάς αμαρτίας». Ας προσευχώμεθα λοιπόν και ημείς, αδελφέ, ώστε να γραφή και δια
τάς ψυχάς ημών μία συνταγή τοιαύτης ιατρείας, πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων των
Αγίων. Αμήν.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΕΡΓΑ
Προσευχή και ευχαριστία προς τον Θεόν ημών, έχουσα μετάνοια και
έξομολόγησιν των αμαρτημάτων και παθών.

Κύριε ό Θεός, ό μέγας, ό φοβερός, ό ισχυρός, ό παντοδύναμος, ό άναρχος, ό ατελεύτητος, ό


ανέκφραστος, ό ενερμήνευτος, ό ακατάληπτος, ό Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των
κυριευόντων, ό ποιητής και συνοχεύς και προνοητής πάντων των ορατών και αοράτων, ό μόνος
υπερθαύμαστος και πάνσοφος εν τοις έργοις σου, ό εν τοις ουρανοίς ων και ήμιν ώδε αοράτος
συνών, ό ου μόνον τη ενεργεία και θελήσει και δυνάμει, αλλά και τη ουσία και φύσει πανταχού
παρών, συ αεί ακούεις και οράς και γινώσκεις πάντα τα έργα, τους λόγους και τους
διαλογισμούς των ανθρώπων. Ή γαρ ελαχίστη κίνησις της καρδίας ακατακάλυπτός εστίν
ενώπιον σου. Σύ οίδας, και τα πάντα γινώσκεις, ότι ουκ εστίν άλλος αμαρτωλός επί της γης ως
εγώ, ούτε γέγονέ ποτέ άλλος τις από του Αδάμ έως της σήμερον ημέρας. Ούτω γαρ παρώργισά
σε, τοσαύτα ποιών βαρέα και υπέρμετρα, πολλά και αναρίθμητα αμαρτήματα, άτινα διέπραξα εν
έργω και λόγω και διάνοια, εν καρδία και εν πάσαις μου ταίς αισθήσεσιν, εν κινήσει και διαθέσει
ψυχής τε και σώματος. Πάσαν γαρ ημέραν και ώραν και στιγμήν άνευ αμαρτήματος ου
διεπέρασα εκ νεότητος έως της σήμερον. Και πάντα τα μέλη της ψυχής και του σώματος μου
έρρύπωσα εκ γεννήσεως μου πάντοτε εν αμαρτίαις. Όθεν τρέμων φοβούμαι την επέλευσιν του
πικρού θανάτου και την φοβεράν και δικαιαν κρίσιν σου και τάς δεινάς και φρικτάς αιωνίους
κολάσεις, τάς αναμενούσας τους αμαρτωλούς, ων πάντων χείρον ήμαρτον εγώ ό τάλας, ό
κακοδαίμων κύων, ό ακάθαρτος και παμμίαρος. Φοβούμαι δε μη και προ του θανάτου μου ούχ
υπομείνεις την παναθλιότητά μου και παραδώς με τη ανυποφόρω συμφορά των κολάσεων και
γένωμαι εις τελείαν απώλειαν προς έπίχαρμα του εχθρού και θεάτρων των ανθρώπων, επειδή
και νυν πλείστα αμαρτήματα προστίθημι αεί. Και όταν ταύτα πάντα λάβω κατά νουν, έρχομαι εκ
του πολλού τρόμου παρ' ολίγον εις απόγνωσιν και απορώ τι ποιείν και λέγειν, πώς και τίνι
τρόπω δει με παρακαλείν σε και εξαιτείσθε σου την συγχώρησιν των πολλών κακών και των
βαρύτατων μου αμαρτημάτων. Άλλ' επειδή συ, Κύριε Όθεν Θεός, Όθεν πανάγαθος, Όθεν
οικτίρμων και εύσπλαχνος και μακρόθυμος και πολυέλεος, είπας δια του προφήτου, ότι «ου
θελήσει θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν» και δια την πολλήν
και άφατων αγαθότητα σου ώρισας τοις αμαρτωλοίς την μετάνοιαν εις άφεσιν αμαρτιών και
σωτηρίαν και δικαιωσιν. Δια του προφήτου σου γαρ είπας• «Λέγε συ τάς ανομίας σου πρώτος,
ίνα δικαιωθής». Και ό Δαυίδ νουθετών και παρήγορων ημάς, τους αμαρτωλούς, λέγει•
«Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι αγαθός, ότι εις τον αιώνα το έλεος Αυτού». Και αλλά πολλά
εφθέγξαντο οί άγιοι Πατέρες, κινούμενοι υπό του Πνεύματος σου του αγαθό, ότι «ουκ εστίν
αμαρτία νικώσα την φιλανθρωπίαν σου», εκτός άνευ μετανοίας. εις ταύτα πάντα έλπίζων,
μετανοών εξομολογούμαι σοι τω Ποιητή και Θεώ μου τα αμαρτήματα μου, παριστάμενος
ενώπιον σου κατησχυμένος υπό του συνειδότος μου, μη έχων παρησίαν δια το μέγιστων βάρος
των δεινότατων μου έργων, και τρέμω ειπείν, ότι τον αέρα ρυπώ τοις λόγοις μου και απορώ,
πώς με δει εξαγορεύσαι ταύτα, επειδή πάμπολλα εστίν σφόδρα, και ποίον δει με πρώτον
εξειπείν; Πάντα γαρ άτοπα τυγχάνει. Και άλλο άλλου χαλεπώτερον, υπέρ μέτρον γαρ ήμαρτον.
Και ουκ εστίν κακία εν τω βίω, ήνπερ ου διέπραξα. Άλλα συ, Κύριε της δόξης, Όθεν ποιήσας με
κατ' εικόνα σου και καθ' όμοίωσιν, και τιμήσας με τη χάριτι της αθανασίας και δωρησάμενός μοι
και το ζην και το κινείσθε και το λέγειν, αυτός δός μοι παρησίαν και δίδαξόν με πώς με δει
λέγειν και ποιείν, ίνα ικετεύσω την ευσπλαχνία σου και εξαιτήσωμαι την συγχώρησιν των κακών
μου πράξεων, ότι όλος αχρείος και βδελυρός ειμί. Ποίον ούν κακόν ουκ έπραξα εγώ ή ποίαν
άμαρτίαν ου διετύπωσα εν τη ψυχή ή εν τω σώματι; Συμμεμέρισμαι γαρ την πορνείαν, την
μοιχείαν, την κτηνοβασίαν, την άρσενοκοιτίαν, την μαλακίαν, την παιδοφθορίαν, την αίμομιξίαν
και διαφόρους ρεύσεις και κακούς ένυπνιασμούς. Και πάσαν πορνείαν εθέμην εν τη ψυχή μου.
Και πάσας τάς κακουργίας και τάς επινοήσεις των τεχνασμάτων του σατανά εποίησα,
ύπερηφάνειαν, έπαρσιν, ύπεροψίαν, φιλαρχίαν, κενοδοξίαν, φιλενδειξίαν, φιλοκοσμίαν, ψεύδη,
κατάρας, όρκους, επιορκίας, βλασφημίας, ενέδρας, κλοπάς, ληστείας, ιεροσυλίας, βασάνους,
φόνους, ασπλαχνίας, ασυμπαθείας, γοητείας, μαγείας, φαρμακείας, αιρέσεις, πολυφαγίας,
πολυποσίας, λαθροφαγίας, αδηφαγίας, λιχνότητας, γαστριμαργίας, λαιμαργίας, μεθάς, εμετούς,
απείθειας και ατιμίας τοις γονεύσιν, αργολογίας, γελωτοποιίας, φλυαρίας, ματαιολογίαν,
συμβουλάς προς άμαρτίαν, συκοφαντίας, κατακρίσεις, γογγυσμούς, αντιλογίας πολυλογίας,
κακολογίας, αισχρολογίας, φιλονεικίας, γέλωτας μέχρι δακρύων, μίση, ζήλους, φιλοχρυσίαν,
φιλαργυρίαν, φιλουλίαν, πολυκτημοσύνην, μικρολογίαν, πλεονεξίας, φιλαυτίας, ύβρις,
βιασμούς, εκδικήσεις, ανυποταξίας, θυμούς, προπέτειας, οργάς, μνησικακίας, πονηρίας,
κολακείας, υποκρισίας, σκληροκαρδίας, κακοκαρδίας, πολυυπνίαν, συνεχή οκνηρία και αμέλεια.
Εν τούτοις και πλείστοις άλλοις άναριθμήτοις έργοις και λόγοις και αισχρής, βλασφήμοις τε και
άρρήτοις λογισμοίς ήμαρτον εν γνώσει και αγνοία. Και τούτων ένεκεν αίτιος ειμί πάσης
κατακρίσεως και κατάρας, και συνέχομαι ταύταις. Πολλάκις γαρ εισηρχόμην αναξίως εις την
άγίαν έκκλησίαν και εις το ιερόν βήμα και εις τα Αγια των Αγίων και αναξίως εκοινώνουν των
αγίων Μυστηρίων και μετελάμβανον και εφηπτόμην των λοιπών αγιασμάτων. Και νυν
παρρησιάζομαι αναξίως, και έως του θανάτου μου πάντοτε έσομαι ανάξιος και ένοχος, και εις
κατάκρισίν μου κοινωνήσω. Και ουκ ειμί άξιος επάραι τους οφθαλμούς μου ένεκα της αισχύνης
μου, ουδέ ιδείν το ύψος του ουρανού. Και την γήν ταύτην μιαίνω τοις βήμασί μου. Και αυτού
του βίου τυγχάνω ανάξιος. Και οί-δα, Κύριε, ότι ουκ ειμί άξιος λαβείν παρά σου την αφεσιν των
αμαρτιών μου. Μείζων γαρ εστίν ή ενοχή μου του αφεθήναί μοι ταύτας. Που γαρ οίδα αμαρτίας
ανθρώπων, άιτινες συγκρίνονται ταίς ανομίαις μου; Υπέρ τους προπάτορας ημών εποίησα
κακίαν, και χείρον εκείνων απήλαυσα εν εμαυτώ την βρώσιν. Υπέρ τον Κάιν γέγονα
αδελφοκτόνος• την γαρ ψυχήν μου και το σώμα εφόνευσα ταίς αμαρτίαις. Υπέρ τον φόνον του
Λάμεχ απέκτεινα τον νουν τοις αισχροίς λογισμοίς εις τραύμα έμοί, και την γλώσσαν ταίς
κακίσταις λαλιαίς εις μώλωπα έμοι πικρόν. Υπέρ την του Αβιμέλεχ αδελφοκτονία ως ένι λίθο
εφόνευσα πάσας τάς αισθήσεις και τα μέλη συνάμα της ψυχής και του σώματος ταίς ακαθάρτοις
ηδυπαθείαις. Χείρον των προ του κατακλυσμού ηνόμησα.

Κάκιον των σοδομιτών ησέλγησα σκληροκαρδιώτερος του Φαραώ πέφηνα εναντίον των λόγων
και των έργων σου τι εστίν Όθεν γογγυσμός των εν τη ερήμω γογγυσάντων προς τον διηνεκή
γογγυσμόν μου; Ουδέν εστίν ή κραυγή της κακίας των νινευιτών προς τάς κακίας μου. τι εστίν
ή τη κελεύσει του άσεβους Σενναχηρείμ ανόητος βλασφημία του Ραψάκου προς τάς βλασφημίας
μου; Ή αϊ άμαρτίαι του Μανασσή προς τάς αμαρτίας μου; Και ένι λόγω απλώς ειπείν πάντων των
ανθρώπων πλέον ήμαρτον και πάντων των κτισμάτων αισχρότερος ειμί. ταύτα μεν κατά φύσιν,
οία πέφυκε, τοιαύτα εστίν, εγώ δε εποίησα υπέρμετρους ανομίας παρά φύσιν. Εν αλήθεια, και
των αλόγων θηρίων και κτηνών ακαθαρτότερος γέγονα και αλογώτερα εκείνων διέπραξα. Και
αυτών των δαιμόνων χειρών τυγχάνω, επειδή κυριευθείς ύπ' αυτών, ποιώ το θέλημα αυτών ως
άλλος ουδείς. Και θαυμάζω, ανεξίκακε Κύριε, την πολλήν και πανάγαθόν σου μακροθυμίαν, πώς
ουκ ερράγη ή γη και ου κατέφαγέ με, ως και τον Δαθάν και τον Αβειρών Εγώ γαρ χείρον
εκείνων ηνόμησα. Και πώς ου καταφλέγει με το πυρ, ως τους πάλαι αμαρτωλούς; Εγώ γαρ
Κάκιον εκείνων ήμαρτον. Και πώς ουκέτι παρεδόθην τω σατανά εις τελικήν απώλεια, ου το
θέλημα εγώ ο άνους αναιδώς πεποίηκα; Άλλ' ιδού, Σώτερ παντελεήμον, συ μακροθυμείς τη
αθλιότητί μου έως της σήμερον, πάντη αναμένων την επιστροφήν και μετάνοιάν μου. Εγώ δε
μετάνοιαν αληθινήν ακμήν ουκ έχω. Οίμοι, ουαί μοι, πώς δυνήσομαι βοηθήσαι τη απωλεία μου;
Τίς δώσει τη κεφαλή μου ύδωρ και τοις οφθαλμοίς μου πηγάς δακρύων, ίνα μετανοήσας κλαύσω
και ίσως πλύνω τον ρύπων των αμαρτημάτων μου; ότι ουδαμόθεν αλλαχόθεν εύρήσομαι τον
ιλασμό τούτων, επειδή ουδέν αγαθόν εποίησα ουδαμώς. Ελεημοσύνη γαρ και πίστει καθαίρονται
αί άμαρτίαι, κάγώ ελεημοσύνην ουδόλως εποίησα. Ή δε πίστις μου νεκρά και ανενέργητός εστίν,
επειδή άνευ έργων αγαθών τυγχάνει. Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ουκ έχω, δι'
ης είχον αν την ελπίδα του μη εξουθενωθήναι ενώπιον σου Ει ου κατέκρινον τον αδελφόν μου,
ήλπιζαν αν μη κατακριθήσεσθαι. Άλλ' αεί κατακρίνω εν γλώσση και διάνοια τους αμαρτάνοντας,
και αυτός χαλεπώτερο κατεργάζομαι. Και τάς μικροτέρας ξένας αμαρτίας ερευνώ, τάς δε
μεγάλας μου ανομίας σκεπάζω. Παρά του πλησίον εξετάζω και τάς μικράς έντολάς, άλλ' αυτός
πάσας ομού παρορώ. Έξωθεν υποκρίνομαι ευλάβεια, και έσωθεν γέμω πάσης αταξίας και
αφροσύνης. Καν ποτέ πράξω τι δοκούν αγαθόν είναι, και τούτο βδέλυγμά εστίν ενώπιον σου,
Κύριε, επειδή δι' ύπερηφάνειαν και ανθρωπαρέσκεια ποιώ αυτό. Όλον τον χρόνον του βίου μου
δαπάνησα εν άνοία. Το σώμα μου εξησθένησα τη κοσμική ματαιότητι δουλεύων. Την ψυχήν
ωδήγησα δι' άπρεπων πράξεων εις αναισθησίαν. Και γέγονα ως άθεος, μη γιγνώσκων σε, τον
Ποιητήν και Θεόν μου.
Σύ δε, πανάγαθε Κύριε, ου μόνον ταύτα υπέμεινας παρ' εμού, άλλ' εδειξάς μοι και τα ελέη σου
και μεγάλας Χάριτας. Και οσα κακά εποίησα, συ τόσο μάλλον πληθύνων επλήθυνας έπ' έμέ τα
μεγαλεία σου, επιστρέφων και παρακαλών και καταξιών με πολλών αγαθών. Έτι δε εξείλου με
εκ του κόσμου και ηξίωσας του αγίου Σχήματος τούτου, και ελεεί και οικονομία και Χάριτί σου
κατέστησάς με εν τη τάξει της λατρείας σου. Εγώ δε έφάνην προς πάντα ταύτα ασύνετος και
αχάριστος και ετέλεσα ταύτα εξ αρχής εν ακαταστασία και αμελεία. Και τάς προς σε επαγγελίας
μου μυριάκις παρέβαιναν, και το Σχήμα τούτο εμίανα και έρρύπωσα ταίς πολλαίς αμαρτίαις. Και
ταύτα πάντα, Δέσποτα, ποιεί με αναπολόγητων και άφωνων. Και ταύτα πάντα διαλογισάμενος,
ποσάκις υπεσχόμην παύσασθαι των κακών μου, και πάλιν τοις αυτοίς και δεινοτέροις εμπίπτω.
Οσάκις λέγω ότι βάλλω αρχήν εν το έργω σου, και ζήσομαι κατά το θέλημά σου, τοσάκις
ψεύστης ευρίσκομαι. Και νυν ό λογισμός μου πρόσκειται αεί μετά προθυμίας τοις πονηροίς και
αισχροίς. Και πάσι τοις πάθεσι νικώμαι. Και ου δύναμαι βοηθήσαι εμαυτώ. Εάν μη συ, Κύριε,
βοηθήσεις μοι, απωλέσθη ή ελπίς μου. Ήδη γαρ και το σώμα μου εξησθένησε, και ο χρόνος του
βίου μου τετέλεσται. και το τέλος του θανάτου ήγγικεν. Ή αξίνη κείται προς τη ρίζη του
δένδρου, και ή κοπή της άκαρπου μου ψυχής ητοίμασται Ό θερισμός παρέστηκε και ή δρεπάνη
ώξυνται και οί θερισταί σπεύδουσιν αρπάσαι την πλήρη ζιζανίων των αμαρτιών ψυχήν μου και
παραδούνε αυτήν τω αιωνίω πυρί. Κάγώ ου δύναμαι έλθειν εις αίσθησιν πάντων τούτων. Και τι
ούν ποιήσω; Μόνον καταφεύγω προς την ανεξερεύνητων άβυσσο της φιλανθρωπίας σου και
ρίπτω έμαυτόν εις το αμέτρητων πέλαγος του ελέους σου, έλπίζων εις την άφατον
εύσπλαγχνίαν σου. Θαυμάστωσον, Δέσποτα, έπ' έμέ το έλεος σου, καθώς ή Χάρις σου υπέμεινε
την αναίδειαν και τον παροργισμόν της νεότητός μου, ούτος υπόμεινον και κατά το γήρας τάς
κακουργίας μου. «Μη τω θυμω σου έλέγξης με, Κύριε, μηδέ τη οργή σου παίδευσης με» Και μη
απολέσεις με δια τάς ανομίας μου. «Αμαρτίας νεότητας μου και αγνοίας μου μη μνησθής»,
Δέσποτα! «Εάν γαρ ανομίας παρατήρησης, Κύριε, τίς ύποστήσεται;».
Μάλιστα δε εγώ ό πολυαμάρτητος. δούλος αχρείος σου ειμί, του πανάγαθου Δεσπότου. Ένεκα
της χρηστότητας σου, Ελέησον με τον ανάξιον όντα του ελέους. Ίλάσθητι τη αμαρτία μου,
πολλή γαρ εστίν. Απεγνωσμένος δέομαι• φείσαι, φείσαι μου, Κύριε! Συγχώρησόν μοι τα
αμαρτήματα, τα εν γνώσει και αγνοία, άπερ οίδα και ουκ οίδα. Και ρυσαι με των μελλόντων
κακών. Δός μοι χείρα βοηθείας και ανάστησόν με τον μόλις ζώντα, άλλ' εως τέλους νεκρωθέντα
και έχοντα καθ' ολην την φύσιν ανίατους πληγάς. Ουδείς γαρ δύναται ιάσασθαι ταύτας, ει μη συ
ό πανοικτίρμων ιατρός και των ψυχών και των σωμάτων. Σύ ίασαί με, αποδίωξαν τάς επιδρομάς
του εχθρού, τάς σφοδρώς ταραττούσας την ψυχήν μου. Και δός μοι σύνεσιν και νήψιν και
δύναμιν δια το έργον σου το αγιον. "Άνευ γαρ της βοηθείας σου ου δυνάμεθα αγαθόν τι ποιείν
ουδαμώς . Και αξίωσαν με νεκρωθήναι από των επιθυμιών των ματαίων του κόσμου τούτου, και
οίς οίδας κρίμασιν άχρι τέλους μη απολεσθήναι. Είτε θέλω, είτε ου θέλω, σώσόν με! Μη εάσης
κατ' εμού, Δέσποτα, πειρασμούς υπέρ την δύναμίν μου, ή θλίψεις ή πόνους, άλλα δός μοι την
έκβασιν και ισχύν του υπομείναι πάντα τα επερχόμενα μοι μετ' ευχαριστίας.
Μη έκκόψης με τη αξίνη του θανάτου ως το άκαρπον δένδρον, ως μη έχοντα καρπούς αγαθών
έργων, αλλά άξίωσόν με τον υπόλοιπο χρόνον της ζωής μου εν αληθεί μετάνοια τελέσαι, εν
τηρήσει των εντολών σου, και ποιείν το θέλημα σου το αγαθόν και εύάρεστον και τέλειον.
Δώρησαί μοι Κύριε, προσευχήν αδιάλειπτον εν καρδία ταπεινή. Στερέωσον τον νουν μου
ασάλευτον εν τη στάσει των αγαθών. Δός μοι, Δέσποτα, κατάνυξιν και δάκρυα όπως κλαύσω
τάς αμαρτίας μου. Ναι, Κύριε και εύεργέτα μου, δός μοι τω μη εχοντι ταύτα, ίνα θερμανθη ή
καρδία μου τοις δάκρυσι τη προς σε αγάπης. Και γλυκάνας την πικρανθείσάν μου ψυχήν,
δώρησαί μοι προ του θανάτου παρησίαν και το αρραβώνα της Χάριτος. Και άξίωσόν με αγαθόν
δέξασθαι το φοβερόν τέλος του θανάτου. Οίκτιρον και ελέησον τότε την εναγεστάτην και
πολυαμάρτητόν μου ψυχήν. Και του τότε πικρού και ανέκφραστου ολέθρου και της θλίψεως και
του πόνου ρυσαι αυτήν, και μη παραδώς αυτήν τοις σκοτεινοίς και πονηροίς δαίμοσιν, αλλά
μακράν αποδίωξαν και άφαντους ποίησόν μοι τούτους. Φωτεινόν άγγελον ειρήνης πέμψας μοι
αφελέσθαι αυτήν, πράως αποχώρισον αυτήν του ρυπαρού μου σώματος, και καθαράν αυτήν δια
μετανοίας και εξομολογήσεως παράλαβε Εν δε τη φοβερά ήμερα της δικαίας κρίσεως σου μην
ελέκξεις μου τα κακά έργα ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, άλλα πάντα τα χειρόγραφα των
αμαρτιών μου διάρρηξον και άκυρα ποίησον. Και λύτρωσαί με της αιωνίου κολάσεως και της
των σωζόμενων μερίδος με άξίωσόν, πρεσβείαις της πανάχραντου Δεσποινίς ημών Θεοτόκου,
προστασία των αγίων ουρανίων Δυνάμεων των Ασωμάτων και ευχαίς πάντων των Αγίων, ότι σοι
τω μόνω εν Τριάδι δοξαζομένω Θεώ ευχαριστώ και προσκυνώ, και σε τιμώ, δοξάζω και
μεγαλύνω γλώσση και καρδία και διάνοια και πάσι τοις διαλογισμοίς και ταίς αίσθήσεσι και τοις
μέλεσι της ψυχής και του σώματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν

ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΥ ΚΟΜΕΛΣΚΥ


ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΥ.

Ιδού εγώ ό πτωχός μοναχός Ιννοκέντιος έγραψα την διαθήκην ταύτην. Εάν ό Θεός προστάξη εις
τίνα να ζήση εν τω ερημητηρίω ημών τούτω, τότε παρακαλώ υμάς προ πάντων δια τούτο: Δια
τον Κύριον μνημονεύετε εμού του αμαρτωλού εν ταίς αγίαις προσευχαίς υμών με προσκύνησιν
ικετεύω υμάς τους πατέρας και αδελφούς. Και τούτο παραγγέλλω εις υμάς, να μη έχητε μεταξύ
υμών μάχας και έριδας, αλλά τα κατά Χριστόν και ειρήνη πνευματικήν. Και νεαρούς και
αγένειους μοναχούς μη δέχησθε, μήτε να κείρητε εδώ τοιούτους, και μη κρατήτε κοσμικούς
αγένειους νεαρούς προς υπηρεσία, και το γυναικείων φύλον παντελώς να μη εισέρχηται εις το
ερημητήριον ημών, και τα οποιαδήποτε ζώα θηλυκού φύλου να μη υπάρχουν εις ημάς.
Μεθυστικά ποτά δεν πρέπει καθ' όλου να κρατώμεν.

Και περί του τρόπου διαμονής εν τω ερημητήριων ημών περί προσευχής και ψαλμωδίας, πώς να
τρεφώμεθα και πότε πρέπει να εξερχόμεθα δια τάς ανάγκας εν καιρώ ευλογημένω και περί του
εργόχειρου και περί των λοιπών: Ταύτα πάντα είναι καθορισμένα εις το σύγγραμμα του κυρίου
ημών και διδασκάλου μου Γέροντος Νείλου και είναι γεγραμμένα εις το βιβλίον τούτο από την
αρχήν. Δια τούτο παρέδραμον Ταύτα ταχέως και έγραψα περί τούτων εν συντομία, επειδή εκεί
ευρίσκεις πάντα οσα είναι ευάρεστα εις τον Θεόν.

Περί εκκλησίας. Οί εν τω ερημητήριων ημών ζώντες αδελφοί ημών μοναχοί, εάν αρχίσουν να
ζουν θεαρέστως και να φυλάττουν τάς εντολάς του Θεού και θελήσουν να ανεγείρουν θείαν
έκκλησίαν, τουτέστιν κατά την ευδοκία του Θεού και κατά την προαίρεσιν αυτών αν ευδοκήσει
και ό Θεός— να γίνη ή εκκλησία έπ' ονόματι του αγίου μεγάλου Ιωάννου του Προδρόμου και
Βαπτιστού του Κυρίου, προς τιμήν της τρίτης Ευρέσεως της τίμιας αυτού κεφαλής κατά την ΚΕ'
του μηνός Μαΐου, διότι ούτος ό μέγας Ιωάννης είναι καθηγητής πάντων των μοναχών και
ερημιτών. Και περί της οικοδομής και διακοσμήσεως της εκκλησίας εγράφη ανωτέρω εις τους
λόγους των συγγραμμάτων του Γέροντος Νείλου, τα όποια ευρίσκονται εν τω βιβλίο τούτω.

Περί των κελλίων. Όταν κάποιος αδελφός ημών μοναχός κτίση δια τον εαυτόν του κελλίον εν
τω ερημητήριων ημών και έπειτα αναχώρηση εκ του ερημητηρίου τούτου, τότε δεν πρέπει να
πώληση ή να παραδώση τα κελλία Ταύτα εις τίνα άλλον, και δεν πρέπει άλλος τις να τα αγοράση
παρ' αυτού, άλλ' ό προεστώς και οί εδώ ζώντες αδελφοί έχουν την κυριαρχίαν έπ' αυτών. Όταν
δε ό ανωτέρω μνημονευθείς αδελφός επιστρέψη εις το ερημητήριο, δεν έχει λοιπόν έξουσίαν επί
τούτων των κελλίων. Και όταν ό προεστώς κατόπιν συμβουλίου με τους αδελφούς θέληση να
πώληση εις τίνα άδελφόν τα περισσεύοντα κελλία, ας πώληση αυτά. Και αν εν συνεχεία
αναχώρηση εκ του ερημητηρίου τούτου ό αδελφός εκείνος, ο όποιος ηγόρασε τα κελλία, δεν
έχει την έξουσίαν να πώληση η να δώσει εις τίνα άλλον τα κελλία εκείνα, καθώς εγράφη
ανωτέρω. Άλλα την κυριαρχίαν επί των κελλίων εκείνων έχουν ό προεστώς και οί εδώ ζώντες
αδελφοί. Ούτως, αν επιστρέψη ό αδελφός εκείνος εις το ερημητήριο τούτο, παρά Ταύτα δεν έχει
έξουσίαν επί των κελίων εκείνων. Εάν κάποιος εκ των αδελφών εγείρη πολλά κελλία ή αγοράση
πολλάκις κελλία, δεν έχει ούτε μετά την αναχώρησιν ούτε μετά την επάνοδον εξουσίαν επί των
κελλίων εκείνων. Εάν θελήσουν ό προεστώς και οί αδελφοί, δύνανται να δώσουν εις τον
επιστρέψαντα άδελφόν το προηγουμένως ανήκον εις αυτόν κελλίον. Άλλα τούτο είναι εις την
προαίρεσιν των. Οί παρόντες και εδώ ζώντες αδελφοί μοναχοί δεν πρέπει ούτε να πωλήσουν
ούτε να δώσουν εις άλλον τινά τα κελλία των μεταστάντων εκ του βίου τούτου αδελφών εν τω
ερημητήριων ημών, και δεν πρέπει εν τω τόπω τούτω να εμπορεύονται τα κελλία ούτε να τα
ανταλλάσσουν μεταξύ των. Άλλ' έκαστος να ζή εν τοις ιδίοις κελλίοις.

Περί των ιδιορρύθμων. Εάν κάποιος αδελφός ημών μοναχός εν τω ερημητήριων ημών δεν
θέληση να διακυβέρνηση την πολιτείαν του κατά τάς θείας εντολάς και κατά το σύγγραμμα του
κυρίου ημών και διδασκάλου Γέροντος Νείλου και κατά τούτο το γράμμα ημών, άλλα θέληση να
άγηται από ιδιορρυθμία και αυθαιρεσία, τον τοιούτον να νουθετήσουν ό προεστώς και οί
αδελφοί. Εάν και μετά την νουθεσία δεν διορθωθεί, τότε λοιπόν πρέπει ό προεστώς και οί
αδελφοί να αποβάλουν αυτόν εκ του ερημητηρίου ως αχυρον από τον σίτων χωρίς παντός
φόβου, κατά την παραγγελίαν ημών ταύτην. Αν ό αδελφός εκείνος έλθη εις αίσθησιν και θέληση
να διακυβέρνηση την πολιτείαν του κατά Θεόν και κατά τάς παραδόσεις των αγίων Πατέρων και
κατά το σύγγραμμα κυρίου και διδασκάλου μου Γέροντος Νείλου και κατά την διαθήκην ημών
ταύτην, τότε λοιπόν δέχονται αυτόν ό προεστώς και οί αδελφοί εν τω ερημητήριων τούτω.

Ταύτα λοιπόν έγραψα εγώ ό μοναχός Ιννοκέντιος δια να γίνουν ούτω μετά τον θάνατον μου.

«ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΝΕΙΛΟΥ ΣΟΡΣΚΥ»


ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (+1767) ΤΗΣ ΜΟΛΔΑΒΙΑΣ,
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΒΕΛΙΤΣΚΟΒΣΚΥ (+1722-1794).

Οι άγιοι Πατέρες, οίτινες διδάσκουν δια μόνων των εντολών του Χριστού να ταπεινώσωμεν τα
πάθη και να καθαρίσωμεν την καρδίαν από τους κακούς λογισμούς, καθώρισαν να έχουν οί
έργάται τα δύο ταύτα ως ισχυρότατα όπλα, τουτέστιν τον φόβον του Θεού και την μνήμην της
παρουσίας του Θεού, κατά τον λέγοντα• «Τω δε φόβω Κυρίου εκκλίνει πάς από κάκου» και
«Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστίν, ίνα μη σαλευθώ».
Προτείνουν λοιπόν να έχει κανείς την μνήμην του θανάτου και της Γεέννης και ακόμη την
ανάγνωσιν των Αγίων Γραφών.

Καλά μεν είναι ταύτα πάντα δια τους καλούς και ευλαβείς άνδρας. Εις δε τους αναίσθητους και
απολιθωθέντας, καν αύτη αυτή ή Γέεννα ή ό Θεός αποκαλυφθεί αισθητώς, δεν θα τους
προξενήση ουδένα φόβον. Προς τούτοις δε και αυτός ό νους των αρχαρίων μοναχών ταχέως
αμβλύνεται κατά την μνήμην τούτων και φεύγει άπ' αυτά ως μέλισσα από καπνόν.

Αν και ή των τοιούτων μνήμη είναι καλή και ωφέλιμος εν ώρα πολέμου, όμως υπεράνω του
κάλου τούτου φανέρωσαν οί πνευματικώτατοι και εμπειρότατοι Πατέρες ένα έτι μεγαλύτερον και
ασύγκριτον καλόν, το όποιον δύναται να βοηθήση και τους λίαν αδυνάτους.

Και του μεν πρώτου ομοίωμα και εικών είναι ό αληθών εν μύλαις δι' ιδίων χειρών και δυνάμεως,
του δε δευτέρου ό αληθών εν μύλω δι' ύδατος και μηχανής. Διότι όπως το ύδωρ άφ' εαυτού
κινεί τον τροχόν και την πέτραν, ούτω και το γλυκύτατον όνομα του Ιησού μετά της μνήμης της
παρουσίας του Θεού, Όστις ολοτελώς ζή εν τω Ιησού, κινεί τον νουν εις την προσευχήν. Περί
δε τούτου ό μέγας εν θεολογία Ησύχιος επισημαίνων, λέγει• «Ψυχή ευργετουμένη και
γλυκαινομένη υπό του Ιησού, αναπέμπει μετά τίνος αγαλλιάσεως και αγάπης και μετ'
εξομολογήσεως αίνον προς τον Ευεργέτη, ευχαριστούσα και επικαλούμενη Αυτόν μετ'
ευφροσύνης». Και πάλιν «Όπως είναι αδύνατον να ζήσωμεν τούτον τον βίον, μη τρώγοντες και
πίνοντες, ούτω είναι αδύνατον χωρίς φυλακής του νοός ή ψυχή να φθάση εις τι το πνευματικόν
και θεάρεστον, ή να έλευθερωθή κατά τον νουν από την άμαρτίαν, έστω και αν βιάση κανείς
τον εαυτόν του δια τον φόβον των κολάσεων να μη άμαρτάνη». Και ακόμη• «Εάν παρά την
θέλησιν ημών εισήλθον λογισμοί εις την καρδίαν, και εδυναμώθησαν, και εστάθησαν, ή ευχή
του Ιησού γνωρίζει να εκδίωξη αυτούς εκ του βάθους της καρδίας».

Έμπειρος ων της τοιαύτης τάξεως και γυμνασίας του μυστηρίου, ό μέγας Γέρων, ό όσιος πατήρ
ημών Νείλος, ό ερημίτης του Σόρα, συνέταξε το παρόν βιβλιάριον, δεικνύων εν αύτω την αρχήν
της νοεράς εργασίας, την νίκην τε και την ήτταν των αοράτων εχθρών και ημών.

Κατά τον μεν πρώτον τρόπον, δηλαδή άνευ της νοερας προσοχής, έστω και αν θα υπήρχε
προκοπή, θα ήτο όμως λίαν βραδεία και επίπονος. Κατά δε τον δεύτερον προσεγγίζει ό εργάτης
ταχέως και ευκόλως τον Θεόν, λέγει ό Γρηγόριος ό Σιναΐτης. Εκεί μεν υπάρχει μόνον εξωτερική
προσευχή και μελέτη και εργασία των εντολών εδώ δε υπάρχουν αμφότερα, δηλαδή εξωτερική
και εσωτερική φυλακή.

Διότι όταν Όπως αρχάριος μοναχός μετά την αποταγήν από τον κόσμον και από την ενέργειαν
των μεγάλων και θανάσιμων αμαρτημάτων υποσχεθή ενώπιον του Θεού, ότι θα απέχη όχι
μόνον από τα μικρά καθημερινά και συγγνωστά αμαρτήματα, δια τα όποια αυτός Όπως Θεός
παρήγγειλε να προσευχώμεθα αδιαλείπτως, άλλα και από την ενέργειαν των παθών και των
κακών λογισμών εκείνων, και εισελθών με τον νουν του εντός της καρδίας, αρχίσει να
επικαλείται εις πάντα πόλεμο και κατά παντός κάκου λογισμού τον Κύριον Ιησούν ή όταν εξ
αδυναμίας συγκατατεθεί με την προσβολήν του εχθρού, αλλά, άφ' ου έπραξε τα αντίθετα των
εντολών του Χριστού, προσπέσει εις τον Κύριον με την εγκάρδιον προσευχήν, μετανοών και
περιφρονών τον εαυτόν του, και παραμείνη εις αυτά έως του τέλους του, πίπτων και
εγειρόμενος, νικώμενος και νικών, και ζήτηση νύκτα και ημέραν εκδίκησιν από τον αντίδικόν
του, δεν θα έχη ούτος την ελπίδα των αγαθών, ότι θα τύχη της σωτηρίας; Διότι συμβαίνουν εις
τους αγωνιζόμενους, —όπως ή πείρα διδάσκει—, νοεραί και αισθητοί πτώσεις, άιτινες δεν είναι
προς θάνατον, ως τα προερχόμενα εκ του λογικού μέρους, εκ του θύμου και της επιθυμίας,
δηλαδή εκ του τρίμερους της ψυχής, ή τα γινόμενα δια των σωματικών αισθήσεων, τουτέστιν
δια της οράσεως, δια της ακοής, δια της ομιλίας, δια της γεύσεως, δια της αφής και της
οσφρήσεως. Και δεν είναι δυνατόν και αυτοί οί μεγάλοι άνδρες να διαφύγουν μέχρι τέλους τον
μώμων εις τα καθημερινά αμαρτήματα ταύτα, τα μη προς θάνατον όντα, των οποίων αρχή είναι
οι λόγοι, ή σκέψις, ή αγνοία, ή λήθη, το ακούσιον, το περιστατικόν, τα όποια και συγχωρούνται
δια της καθημερινής Χάριτος του Χριστού, είπεν ό άγιος Κασσιανός.

Αν κανείς ολιγοψυχήσας ειπεί περί τούτων, ότι ό άγιος Κασσιανός εννοεί μόνον τους Αγίους,
οίτινες καθαρίζονται δια της Χάριτος του Χριστού από τας καθημερινός αμαρτίας ταύτας, και όχι
τους αρχαρίους και τους εμπαθείς, ας έχη λοιπόν και ή τοιαύτη γνώμη την θέσιν της. Άλλα προ
πάντων λάβε την διάκρισιν και λύσιν τοιούτων υποθέσεων εκ των Αγίων Γραφών, πώς έκαστος
αρχάριος και εμπαθής καταδικάζεται δια τα καθημερινά αμαρτήματα και πάθη, ένοχος γενόμενος
της αιωνίου κολάσεως, και πώς πάλιν και ούτος δύναται επίσης να τύχη δια της Χάριτος του
Χριστού της συγχωρήσεως, όπως και πάντες οί Άγιοι, δια της ανά πάσαν ώραν μετανοίας και
εξομολογήσεως εις τον Θεόν.

Διότι υπάρχει ένας, —είπεν ο άγιος Δωρόθεος—, ο όποιος ενεργεί το πάθος, άφ' ου ακούσει ένα
λόγον και ταράττεται, ή λέγει πέντε λόγους ή δέκα αντί εκείνου του ενός λόγου, και εχθρεύεται
και ταράττεται, και άφ' ου παύση από την ταραχή, εξακολουθεί να σκέπτηται κακά κατά του
ειπόντος εις αυτόν τον λόγον εκείνον, και μνησίκακων εναντίον αυτού, και λυπούμενος, ότι δεν
είπε περισσότερα εκείνων, τα όποια είπε, και ετοιμάζει εντός του εαυτού του ακόμη οξύτερους
λόγους, δια να του ειπεί αυτούς. Και πάντοτε λέγει διατί δεν είπον εις αυτόν ούτω, και πρέπει να
του ειπώ ούτω, και πάντοτε οργίζεται. Ιδού μία κατάστασις, δηλαδή το να έχη κανείς το κακόν
εις συνήθειαν. Ό Θεός να φύλαξη ημάς από της τοιαύτης καταστάσεως! Διότι ή τοιαύτη
κατάστασις υπόκειται οπωσδήποτε εις κόλασιν.

Υπάρχει δε άλλος, όστις, αφ` ου ακούσει τον λόγον, ταράττεται και λέγει και εκείνος πέντε ή
δέκα λόγους αντί του ενός και θλίβεται, ότι δεν είπε και άλλους τρεις πικρότερους, και λυπείται,
και μνησικακεί. Διανύει δε εις ταύτα ολίγας ημέρας και μεταστρέφεται. Άλλος παραμένει μίαν
ήμέραν και μεταβάλλεται. Άλλος αγανακτεί, εχθρεύεται, ταράττεται, ταράττει και αμέσως
μεταβάλλεται. Ιδού πόσαι διάφοροι καταστάσεων! Και όμως, υπό τον Άδη ευρίσκονται ούτοι
πάντες, έως ότου ενεργήσουν. Εκ των τοιούτων και εκ πάντων των λοιπών γνωρίζεται σαφώς,
διατί ο εμπαθής δεν δύναται να καθαριστή δια της καθημερινής Χάριτος του Χριστού από τάς
νομιζομένας μικράς αμαρτίας, άιτινες δεν είναι προς θάνατον.

Ας προχωρήσωμεν λοιπόν επί την λύσιν του πώς συγχωρούνται τα τοιαύτα αμαρτήματα εις τους
αρχαρίους και εμπαθείς. Διότι αυτός ο άγιος Δωρόθεος είπε• «Συμβαίνει να ακούσει κανείς ένα
λόγον και να θλιβη λοιπόν εντός του εαυτού του, όχι επειδή εδέχθη ύβριν, άλλ' επειδή δεν
υπέμεινε ταύτην. Ούτος είναι της καταστάσεως των αγωνιζομένων, είναι των εναντιουμένων εις
το πάθος. Άλλος αγωνίζεται και κοπιά, έπειτα όμως νικαται από την ενόχλησιν του πάθους.
Έτερος δεν θέλει μεν να ανταποκριθή κακώς, συναρπάζεται δε από την συνήθεια. Άλλος μεν
αγωνίζεται να μη λέγη ουδέν κακόν, θλίβεται όμως, ότι εδέχθη την ύβριν, αλλά περιφρονεί τον
εαυτόν του, ότι θλίβεται, και μετανοεί δι' αυτό. Άλλος μεν δεν θλίβεται, ότι εδέχθη ύβριν, άλλ'
ούτε χαίρει. Ιδού ούτοι πάντες είναι οί εναντιούμενοι εις το πάθος, διότι κατά την προαίρεσιν
κατέπαυσαν το πάθος και δεν θέλουν να ενεργήσουν αυτό, αλλά και θλίβονται και αγωνίζονται.
Είπον δε οί Πατέρες, ότι παν πράγμα, όπερ δεν θέλει ή ψυχή, είναι ολιγοχρόνιον.

Λέγω εις υμάς και παραβολήν, προς τίνα είναι όμοιος ό μεν ενεργών το πάθος και
προσδεχόμενος αυτό:
Είναι όμοιος πρός ανθρωπον, κατατοξευόμενον υπό του εχθρού αυτού και δεχόμενον τα βέλη
με τάς χείρας του, και βάλλοντα αυτά εις την καρδίαν του. Ό δε εναντιούμενος εις το πάθος
είναι όμοιος με τον κατατοξευόμενον μεν υπό του εχθρού αυτού, ενδεδυμένον δε θώρακα και
μη δεχόμενον τραύματα. Ό τοιούτος λοιπόν, έστω και εμπαθής ων, δύναται όμως Χάριτι
Χριστού να τύχη συγχωρήσεως εν ταις τοιαύτας καθημερινές αμαρτίες, άιτινες δεν γίνονται εκ
προθέσεως, άλλ' ακουσίως, περί των οποίων ό Κύριος ενετείλατο εις τον αγιον Πέτρον να
συγχώρηση έως έβδομηκοντάκις επτά κάθε εκάστην ήμέραν. Και τούτο επιβεβαιώνει ό άγιος
Αναστάσιος ό Σιναΐτης, λέγων «Νοούμεν και σκεπτόμεθα περί των μεταλαμβανόντων των αγίων
Μυστηρίων του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, ότι εάν έχουν μικρά τίνα και
ευκολοσυγχώρητα αμαρτήματα, ως π.χ. τα δια της γλώσσης, ή εξ οργής, ή δια τίνος των
τοιούτων, εάν κατηγορήσουν τον εαυτόν των και εξομολογηθούν εις τον Θεόν και ούτω
μεταλάβουν των αγίων Μυστηρίων, πιστεύομεν ότι ή μετάληψις των αγίων Μυστηρίων γίνεται
εις αυτούς εις καθαρισμόν των τοιούτων αμαρτημάτων». Όμοια δε είπε και ό άγιος Ποιμήν
«Θέλω ανθρωπον αμαρτήσαντα και μετανοούντα υπέρ τον μη αμαρτάνοντα και μη
μετανοούντα» και τα λοιπά.

Και επειδή εν αρχή έγινε λόγος περί της ευδόκιμου ταπεινώσεως των παθών δια της νοεράς
προσευχής και δια των εντολών, δέον ήδη να δείξωμεν τρανώτατα και αυτήν ταύτην την
ενέργειαν της νοεράς πάλης κατά των παθών.

Επέρχεται λοιπόν ή προσβολή του εχθρού με οποιονδήποτε πάθος ή με κακόν λογισμόν; Ό


εργάτης επικαλείται τον Χριστόν εναντίον τούτων, και ό διάβολος απόλλυται με την προσβολή
του. Έπεσε εξ αδυναμίας με την σκέψιν ή τον λόγον ή από οργή ή από σαρκική επιθυμία;
Ικετεύει τον Χριστόν, εξομολογούμενος εις Αυτόν και μετανοών. Κατέχεται από ακηδία και
λύπη, οι οποίες στενοχωρούν τον νουν και την καρδίαν; Κρατείται από την μνήμην του θανάτου
και της Γεέννης και της παρουσίας του Θεού, και ολίγον εις ταύτα κοπιάσας, επικαλείται τον
Χριστόν. Έπειτα, άφ' ου εύρη ειρήνη από τον πόλεμο, πάλιν ικετεύει τον Χριστόν να του είναι
ελεήμων δια τάς εκούσιας και ακουσίας αμαρτίας. Και εν ώρα πολέμου και ειρήνης της ψυχής
προστρέχει απλώς εις τον Χριστόν, και ό Χριστός γίνεται εις αυτόν τα πάντα εν πάσι, εν καλαίς
τε και κακαίς συγκυρίαις. Και ό τοιούτος δεν άγεται από την γνώμην, ότι κατορθώνει κάτι
προσευχόμενος ή ευαρεστών εις τον Θεόν διότι όλη ή δέησης του έχει την αρχήν και το τέλος
από τον φόβον των κολάσεων και από την μετάνοιαν των αμαρτιών, επειδή άλλη είναι ή έννοια
της εξωτερικής δεήσεως και άλλη ή της εσωτερικής: Ό μεν εκπληρώνει την ψαλμωδία κατά τον
αριθμόν και ελπίζει εις τον Θεόν, και όταν αφήση ταύτην, κατακρίνει τον εαυτόν του. Ό δε,
τυπτόμενος υπό της συνειδήσεως δια τάς καθημερινάς αμαρτίας, περί ων έγινε λόγος, και
υπομένων τάς επιδρομάς των προσβολών του εχθρού, βοά πάντοτε προς τον Χριστόν, έχων
κατά νουν το ρητόν τούτο• «Αν και ανέλθης πασαν την κλίμακα της τελειότητας, προσεύχου
υπέρ αφέσεως των αμαρτιών». Και πάλιν «Θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι... ή
μύριους λόγους εν γλώσση». Και οΰτως εκπληρώνει άνευ πάσης αμφιβολίας την υπό του αγίου
Δωροθέου διδαχθείσαν εναντίωσιν εις τα πάθη. Ίσως και κάτι μεγαλύτερον, επειδή ό Άγιος
ούτος καθορίζει μόνον, ή εναντίωσις να γίνη μέχρις οδύνης. Και καταλήγει με την παραβολήν,
ότι οί τοιούτοι είναι όμοιοι προς τους κατατοξευομένους υπό του εχθρού, ενδεδυμένους όμως
θώρακα και μη δεχόμενους τραύματα. τούτο δε παρέλαβε ό Άγιος παρά του προφήτου• «Ιδού
γαρ, —είπε—, ελυπήθην και έπορεύθη στυγνός, και ίασάμην τάς οδούς αυτού». Όπως και ό
Χρυσόστομος είπεν «Αν μόνον θρηνής δια τάς αμαρτίας, και τούτο θα σου γίνη μεγίστη
ιατρεία». Εδώ δεν πρόκειται μόνον περί εναντιώσεως μέχρις οδύνης, άλλα και περί προσευχής,
και συντριβής, και μετανοίας, και αλλοιώσεως καλής προς φυλακήν των εντολών, στεναγμού τε
και εξομολογήσεως. Όπως και ή «Προσευχή τοις προς ύπνων απιούσι» διδάσκει, λέγουσα• «Ει
ωρκίσθην εις το όνομα σου ή ελοιδόρησα αυτό εν τοις διαλογισμοίς μου, ή ητίμασα τίνα, ή
καταλάλησα τίνος εν τη οργή μου, ή ελύπησα τίνα, ή ώργίσθην δια τίνα αιτίαν» και τάς λοιπάς
μνημονεύσεις των συγγνωστών και ακουσίων αμαρτημάτων, τα όποια συμβαίνουν εις τους
ασκούμενους εις την νοεράν έργασίαν, προς την οποίαν πολλοί δεν θέλουν ούτε καν να
υψώσουν τους οφθαλμούς αυτών, προσβλέποντες εις τάς καθημερινάς πτώσεις και νομίζοντες
ότι έκαστος ασκούμενος εις την ίεράν έργασίαν ταύτην πρέπει να είναι καθαρός εκ τούτων.
Όπερ δεν έχει ούτως, Όπως ανωτέρω εδείχθη. Έκτος αν ενεργήση κανείς τα πάθη εκουσίως, και
ούτω τα αυτά πάθη και αμαρτήματα γίνονται εις τον ένα οσμή εις ζωήν, εις δε τον άλλον οσμή
εις θάνατον. Διότι ό μεν πρώτος έρχεται εις ταπείνωσιν δι' αυτών, και εις έπίγνωσιν της
αδυναμίας του, και εις μετάνοιαν, ό δε δεύτερος εις πώρωσιν και αίώνιον απώλεια εκ της τόλμης
αυτού. Αν όμως είπη ότι είναι δυνατόν να καθαρισθή κανείς και άνευ της νοεράς εργασίας από
των τοιούτων αμαρτημάτων με την δια της Χάριτος του Χριστού μετάνοιαν, εις τούτον δίδεται
δια της επαναλήψεως των εδώ γεγραμμένων ή έξης απόκρισις• Θες μοι, ω τοιούτε, εκ της μιας
πλευράς τάς έντολάς του Χριστού, εκ δε της άλλης την αδιάλειπτον προσευχήν «άφες ημίν τα
όφειλήματα ημών». Δός μοι δε και την αληθινή πρόθεσιν να μη παραβης ούτε μίαν εντολή,
τουτέστιν, να μη επιθυμήσης, να μη οργισθής, να αγαπάς τους εχθρούς, να ευεργέτης τους
μισούντας, να προσεύχεσαι υπέρ των επηρεαζόντων έπειτα να εκκλίνης από φιληδονίαν,
φιλαργυρίαν, λογισμούς πορνείας, λύπην, κενοδοξίαν και ύπεροψίαν καί, απλώς ειπείν, από
πάντα τα αμαρτήματα και τους κακούς λογισμούς. Καί μετά της τοιαύτης προθέσεως πρόσελθε
εις την εξάσκησιν της νοεράς εργασίας, και πρόσεχε επιμελώς, ποσάκις παραβαίνεις ακόμη καθ'
εκάστην ήμέραν παρά την πρόθεσίν σου τάς έντολάς, καί δια πόσων αμαρτιών, παθών καί
πονηρών λογισμών τραυματίζεσαι. Μίμου δε καί την χήρα εκείνη, ήτις επιμένει εις τον κριτήν
νύκτα καί ήμέραν, καί άρχισον να κράζης προς τον Χριστόν εν πάση ώρα δια πάσαν εντολή, την
οποίαν παραβαίνεις, καί δια πάν πάθος καί δια πάντα κακόν λογισμόν, δια των οποίων νικάσαι.
Λάβε καί προς τούτοις ως καλόν σύμβουλον την Άγίαν Γραφήν, καί βραδύνων εν τοις τοιούτοις,
ελθέ καί γνωρίζον μοι, τι βλέπεις εν τη ψυχή σου. Μήπως καί συ ό ίδιος δεν αναγνωρίζεις ότι
είναι πράγμα αδύνατον να ύπαρξη ή τοιαύτη προσοχή εις την εξωτερική προσευχήν άνευ της
μόνης νοεράς εργασίας; Διότι αύτη διδάσκει τον εραστή της τοιαύτα μυστήρια καί πληροφορεί
την ψυχήν του, ότι δεν απολλύει τον κανόνα του, αφήνων την πολλήν ψαλμωδία, τους κανόνας
τε καί τα τροπάρια καί στρέφων πάσαν την σπουδήν του προς την νοεράν προσευχήν, αλλά
μάλιστα αυξάνει εκείνον. Διότι Όπως ό Νόμος είχε δύναμιν καί σκοπό να οδήγηση τους πάντας
προς τον Χριστόν, αν καί φαίνηται ότι καταργείται υπό Τούτου, ούτω καί ή πολλή ψαλμωδία
παραπέμπει τον εργάτη προς την νοεράν προσευχήν, καί δεν επεκτείνεται έφ' ολην την
μοναχικήν ζωήν. Διότι καί αυτή ή πείρα εκείνης διδάσκει, ότι προσευχόμενος μόνος γνωρίζει
κανείς ότι υπάρχει κάποιον μεσότοιχον μεταξύ ημών καί του Θεού, «ως τείχος χαλκούν», κατά
τον προφήτη, το όποιον δεν αφήνει τον νουν ημών να βλέπη εν τη προσευχή καθαρώς προς
τον Θεόν, ούτε να προσεχή εις την καρδίαν, εντός της οποίας περιέχονται πάσαι αί ψυχικαί
δυνάμεις και ή πηγή των λογισμών, καλών τε και κακών.

Και επειδή το ιερόν βιβλιάριον τούτο διδάσκει τους θέλοντας να ησυχάσουν την μεγάλην
ακρίβεια και αποκαλύπτει τάς αιτίας της επερχόμενης πλάνης, δια τούτο παραπέμπομεν εκεί τον
αναγνώστη και λέγομε μόνον τούτο• οί άγιοι Πατέρες διαιρούν όλη την μοναχικήν πολιτείαν εις
τρεις μόνον τάξεις: την πρώτη, το κοινόβιο την δευτέρα ονομάζουν βασιλική ή μέση οδό,
δηλαδή το να ζή κανείς ανά δύο ή τρεις και να έχουν κοινήν κτήσιν των αναγκαίων, κοινή
τροφή και αμφίεσιν, κοινή εργασίαν και κοινόν εργόχειρον και πάσαν την πρόνοιαν του βίου
από κοινού. Υπεράνω δε πάντων τούτων πρέπει εκκόπτοντες το ίδιον θέλημα να υποτάσσωνται
εις αλλήλους εν φόβω Θεού και αγάπη• τρίτην δε την κατά μονάς άναχώρησιν, ήτις είναι έργον
των τελείων και αγίων ανδρών. Τώρα όμως τινές μη προσέχοντες εις το κύρος της Αγίας
Γραφής, εφεύρον δια τον εαυτόν των ούτε κατά το θέλημα ούτε κατά την παράδοσιν των αγίων
Πατέρων, τετάρτην τάξιν ή ζωήν: Διότι κτίζοντες κελλία έκαστος οπουδήποτε καν θέληση είτε
μακράν είτε εγγύς, ζουν κατά μονάς, και έκαστος προτιμά το ίδιον θέλημα και μετά μερίμνης
διώκει ιδιοκτησία και τα λοιπά. Και κατά την τοιαύτην τάξιν και πολιτείαν των ομοιάζουν προς
τους αναχωρητές, κατά δε την κρίσιν και φοβεράν επιτίμησιν των αγίων Πατέρων προς πάντας
τους νοσούντας εκ ψυχικών παθών και αποτολμώντας να μονομαχήσουν αναχωρητικώς μετά
των δαιμόνων, είναι όμοιοι προς τους ιδιορρύθμους και αύτοπροσκόπτας, διότι οί ίδιοι εφεύρον
δια τον εαυτόν των τον βίον, οί ίδιοι εις αυτόν και προσκόπτουν, μη δυνάμενοι να ζουν
ειρηνικός και διαρκώς εις αυτόν, επειδή δεν είναι κατά το μέτρον και κατά τον βαθμόν των. Ό
δε προσβλέπων προσεκτικώς εις το φιλόπονον βιβλίον του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου
ευρίσκει εκεί ουδέν το λεγόμενον ιδιορρυθμία και μονομαχία, αλλά μόνον τον μονήρη και
ακοινώνητων βίον. Μάλιστα δε και ό συγγραφεύς του Βίου του Αγίου τούτου δεικνύει ότι ούτε
ένα των μαθητών του δεν άφησε να ζή εγγύς ή μακράν κατά μονάς εν κελλίω. Άλλα συνήγαγεν
εις τρεις λαύρας και δύο πύργους πλήθος μοναχών, ηλικιωμένων και νέων, και έδωσεν εις
αυτούς την τάξιν της αποκοπής του θελήματος και της υπακοής. Πάντας δε τούτους δίδαξε την
νοεράν έργασίαν, λέγων όμως ότι το να διδάξη κανείς και πάντας τους άλλους, δεν είναι
προσήκον, αλλά μόνον τους αγροίκους και αγράμματους εκείνους, οίτινες είναι υπήκοοι. Διότι ή
υπακοή μετέχει πασών των αρετών δια την ταπείνωσιν. εις δε τους ανυπηκόους δεν δίδεται, δια
να μη πλανώνται, είτε είναι αγροίκοι, είτε σοφοί. Διότι ό ιδιόρρυθμος δεν δύναται να διαφυγή
την οίησιν και τα λοιπά. Και αυτός ούτος ό μακάριος Γέρων Νείλος προέφερε πολλούς και
φοβερούς λόγους κατ' εκείνων, οί όποιοι θέλουν να ζουν κατά μονάς, εμπαθείς όντες, και λίαν
επαινέσας την βασιλικήν όδόν, λέγει ότι ή τάξις και το τυπικόν ταύτης ισχύουν εν τω Άγίω Ορει
του Άθω, όπου και δεικνύει εις πάντας την μέχρι σήμερον πάλαιαν και νέαν οίκοδόμησιν των
κελλίων ως ζώσαν εικόνα της βασιλικής οδού. Διότι εκεί τα κελλία —είτε μετ' εκκλησίας είτε
άνευ εκκλησίας— έχουν πάντοτε χώρον δια δύο ή τρία πρόσωπα και όχι δι' ένα μόνον. Εάν ή
βασιλική οδός θα ήτο το να ζή έκαστος εγγύς ή μακράν κατά μονάς, ποία ανάγκη ή χρεία θα
υπήρχε να μνημόνευση τους δύο ή τρεις; Διότι κατά την γνώμην ταύτην είτε πρόκειται περί δύο
ή τριών είτε περί μεγάλου πλήθους, είναι όλον ένα και το αυτό. Διότι έκαστος έχει το ίδιον
θέλημα και τον ίδιον λογισμόν μεθ' εαυτού. Και τούτου του βίου τύπος και υπογραμμός είναι ό
νέος αδελφός εκείνος, όστις κατώκησε μόνος εν κελλίω και απεκρίθη εις τους ερωτώντας•
«Ιδού ήδη έγινα αναχωρητής». Αυτόν δε εξήγαγον οί Πατέρες εκ του κελλίου και διέταξαν να
περιέλθη πάντας και να ειπη• «Συγχωρήσατέ μοι, Πατέρες, ότι δεν είμαι αναχωρητής».Μετά
ταύτα είπον οί Γέροντες• «Εάν βλέπης ένα νέον αναβαίνοντα προς τον ούρανόν, κράτησον
αυτόν από τους πόδας, ρίψον αυτόν επί την γήν!».

Άλλα τίς είναι ό λόγος, τον όποιον προφασίζονται οί τοιούτοι; «Δια να μη εξοργίσω άλλους, —
λέγουν—, και να μη εξοργισθώ εναντίον του αδελφού, δια να έκκλίνω δε από την αργολογία και
την κατάκριση, ζω κατά μονάς». — «Δεν γνωρίζεις, φίλε, ότι ταύτα, τα όποια είπες, και τα όμοια
προς ταύτα ταπεινώνουν, μάλλον δε καταισχύνουν τον ανθρωπον, και δεν υψώνουν αυτόν,
όπως είπον οί Πατέρες, διότι εις την νεότητα είναι ωφέλιμον να πίπτη;». Ή δε κενοδοξία και ή
οίησης και ή πονηρία και τα όμοια προς ταύτα προξενούν έπαρσιν και τύφον. Δια τούτο είναι
καλύτερον, ζών μετά του αδελφού να γνωρίση κανείς την αδυναμία και το μέτρον του και να
περιφρόνηση τον εαυτόν του δι' αυτό, να κατανυγη μετανοών ενώπιον του Κυρίου καί να
καθαρισθή δια της καθημερινής Χάριτος του Χριστού, καθώς ελέχθη ήδη περί τούτου, παρά να
φέρη κενοδοξίαν καί οίησιν μετά πονηρίας ένδον, καί δια του κατά μονάς βίου να περικαλύπτη
καί να τρέφη εκείνα, «δια τα όποια δεν έπρεπεν ούτε καν ίχνος μονήρους ησυχίας να μη
βλέπουν», λέγει ό της Κλίμακος μετά πάντων των μεγάλων Πατέρων. Καί αυτός ούτος ό
μονήρης βίος συνήθως προξενεί όχι μικράν βλάβην εις τον εμπαθή, διότι «ή ησυχία, —είπεν ό
μέγας Βαρσανούφιος—, προσφέρει την αιτίαν της υψηλοφροσύνης». Εάν όμως ή ησυχία
οδήγηση τον αδύνατον προς την υψηλοφροσύνη, καί βιάσουν αυτόν εις ταύτην ακόμη καί αυτά
τα πάθη της ψυχής, ποία ελπίς υπάρχει δια να έχη κανείς την τόλμη προς την τοιαύτην
μονομαχία καί να μη υποταχθή εις την διδασκαλία των αγίων Πατέρων να ησυχάση ανά δύο ή
τρεις εις την βασιλική όδόν; Διότι όταν δέση κανείς μετ' ισχυράς πίστεως τον λογισμόν του καί
την θέλησίν του προς την συμβουλήν των αδελφών, ό τοιούτος κατ' άλήθειαν εκπληρώνει άνευ
κόπου την εντολή του Κυρίου «μη μεριμνάτε τη ψυχή υμών, τι φάγητε ή τι πίητε, μηδέ τω
σώματι, τι ενδύσησθε». Καί εργασία καί το κάθισμα καί ή έξοδος του τοιούτου γίνεται κατά την
συμβουλήν καί την θέλησίν των αδελφών, μόνον δια την αναγκαία χρείαν του βίου αυτών, καί
αυτός διαφεύγει την εμφώλευσιν της προσβολής καί την θρασύτητα του εναντίου, όστις
στροβιλίζει καί σείει πάντα ιδιόρυθμον ως σίτον εν κοσκίνω. Διότι αυτός ούτος ό κοινοβιακός
βίος δίδει δια μόνων των εντολών του Χριστού προθυμίαν εις τον μοναχόν προς πάν έργον. εις
αυτόν δε καί εναντιώνεται ό σατανάς, διότι εδώ δεν δύνανται να χωρήσουν ή φιλαυτία καί ή
εμπάθεια, αί οποίαι καταδυναστεύουν καί φέρουν τον εμπρησμό του εχθρού, ώστε έκαστος
εμπαθής, όστις ζή κατά μονάς, να περιέρχηται από έργον εις έργον καί από μέριμναν εις
μέριμναν. Καί θαύμα αληθώς φοβερώτατον ώφθη εναντίον των τοιούτων κατά τους παρόντας
καιρούς• διότι τινές, αφήσαντες την απομόνωσίν των, επεκοινώνησαν με αδελφούς, οί όποιοι
δεν είχον ιδικόν μου καί ιδικόν σου, όπερ ονομάζεται υπό των Πατέρων Άδης του πονηρού.
Αυτοί, —γνωρίζοντες ότι εκείνοι ειργάζοντο πριν το εργόχειρο κατά το ίδιον θέλημα καί δια
προσωπικό κέρδος καθ' ήμέραν εις μεγάλην ποσότητα καί ελεύθεροι από αγγαρεία—, διέταξαν
αυτούς να εργάζονται καθ' όλη την εβδομάδα μόνον εκείνη την ποσότητα, την οποίαν
ειργάζοντο πριν δια τον εαυτόν των εις μίαν ήμέραν. 'Αλλ' ακηδιάσαντες είπον «Βαρύ είναι
τούτο εις ημάς». Οτε δε επέτρεψαν εις αυτούς ακόμη να εκπληρώσουν μόνον το ήμισυ, είπον
ότι ούτε τούτο είναι δυνατόν. Μετ' έλεγχου εξεταζόμενοι απεκρίθησαν όμως ότι το να
εργάζονται δια τον εαυτόν των δίδει προθυμίαν τινά και ζήλον εδώ δε αντί τούτων φύονται ό
γογγυσμός και ή οκνηρία.

Αληθώς ελέχθη λοιπόν, ότι πας ό κοινοβιακώς μετά δύο ή τριών ζών ελευθερώνεται δια της
συμβιώσεως ταύτης από την φιλαυτίαν και εμπάθειαν, και οφείλει μόνον με τάς έντολάς του
Χριστού να παρακινή τον εαυτόν του εις πάν έργον. Διότι άνευ της τοιαύτης διδασκαλίας και
πίστεως νομίζει ότι είναι δούλος ή μισθωτός στερούμενος μισθού και ότι διάγει βίον αβίωτον.
Διότι όπως εις τον αδύνατον και εμπαθή κατά μονάς ζώντα έναυσις και αναγκασμός εις πάν
έργον εξωτερικόν είναι ή φιλαυτία και ή εμπάθεια, ούτω και εις τον κοινοβιάτην μόναι αί έντολαί
ή ό Χριστός παρακινούν την προθυμία εις την τυχούσαν έργασίαν εν τω βίω αυτών. Δια τούτο
πρέπει και όφείλομεν ημείς οί εμπαθείς, της βασιλικής οδού κρατούμενοι, να ησυχάσωμεν ανά
δύο ή τρεις, ώστε να διαφύγωμεν και την πλάνην, και να μη δουλεύσωμεν εις την φιλαυτίαν και
εμπάθειαν, και να διασωθώμεν από τον μώμον της ιδιορρυθμίας. Αντί δε πάντων των τοιούτων
ευρίσκομεν την εύκολον τρίβον και την ανοικτή θύραν προς την έργασίαν των εντολών του
Χριστού και την εξάσκησιν της νοεράς ιερουργίας.

Ας μη επιθυμήση κανείς να αναχωρήση εις την απομόνωσιν και έρημον, όπως είπεν ό άγιος
Κασσιανός, αλλά να απέλθη μόνον ό τέλειος και από παντός πάθους καθαρισθείς, άφ' ου εν τη
συνοδεία των κοινοβιαζόντων αποβράση και εξαφρίση μετά των λοιπών μέχρι τέλους πάσας τάς
αδικίας αυτού. Ούτος μόνον δύναται να απέλθη προς αυτήν, και τούτο όχι εξ ολιγοψυχίας ή
αποφεύγων την προθυμία, αλλά δια να απόκτηση την θείαν θεωρίαν, επιθυμών την τελείαν και
φωτεινή δρασιν Κυρίου του Θεού, διότι αυτή γίνεται εφικτή μόνον εις τους τελείους εν τη
μονώσει. Όταν ό μοναχός μεταφέρη τα αθεράπευτα πάθη με τον εαυτόν του εις την έρημον,
παραμένουν μόνον περικεκαλυμμένα ένδον του, και δεν εκριζώνονται. Διότι ή έρημος γνωρίζει
μόνον εις τους έχοντας διωρθωμένην την συνήθειαν να άνοιξη την είσοδον προς την χαροποιόν
θεωρίαν και να γέμιση αυτούς με την οπτασία των φωτεινών μυστηρίων του Πνεύματος. Πάντες
δε εκείνοι, οίτινες είναι αδιόρθωτοι εις τα ήθη των, εις την έρημον θα φυλάξουν την κακίαν
των. Άλλ' όχι μόνον τούτο, αλλά θα προσθέσουν και δεινότερα ή θα πολλαπλασιάσουν αυτήν
περισσότερον, και μέχρι τοσούτου νομίζεται ό μοναχός ότι έχει υπομονή, μέχρις ότου έλθη
κανείς εις κοινωνίαν μετ' αυτού. Διότι μόλις ούτος λαβή αφορμή εκ τούτων, ευθύς θα επιστρέψη
εις την πρώτη συνήθεια του, επειδή τότε αναφύονται εντός του τα απόκρυφα πάθη, καί ως ίπποι
αχαλίνωτοι και παχυνθέντες δια της μακράς στάσεως οδηγούν τον ιππέα των ταχύτερον εις τον
ολεθρον. Διότι Όταν απορρίψωμεν την διδασκαλία καί νουθεσία των αδελφών, αναφύονται
εντός ημών οί άγριοι βλαστοί της κακίας, εάν δεν καθαρισθούν. Καί εκείνη ή σκιά υπομονής,
την οποίαν φυλάξαμεν, ζώντες από κοινού μετά των αδελφών, άφ' ενός μεν δια την τιμήν των,
άφ' ετέρου δε δια την εντροπή καί τον σκανδαλισμό, Όταν αμεριμνήσωμεν, θα αφανισθή δια
της αμελείας άφ' ημών. όπως πάσα ιοβόλος ασπίς ή πάν άγριον θηρίον, Όταν εν σπηλαίω καί
φωλεα της ερήμου απόκρυψη καί κάλυψη τον εαυτόν του, μήπως τότε δεν είναι επικίνδυνο καί
βλαβερό; Μάλλον κατά τον καιρόν εκείνον δεν βλάπτει καί δεν γνωρίζει τα μέτρα του, αν είναι
άκακον ή κακόν, διότι δεν έχει κανένα παρευρισκόμενο να δήξη. Καί τούτο δεν οφείλεται εις
την καλήν κράσιν της ασπίδος, άλλ' ό έρημος καί ακατοίκητος τόπος δεν της επιτρέπει να
συντέλεση το κακόν, διότι όταν ευρέθη ευκαιρία δια την βλάβην, θα εξεμέση το κεκρυμμένον
δηλητήριον και την πικράν κακίαν. Όθεν εις τους ζητούντας την τελειότητα εν τη έρήμω δεν
αρκεί να μη οργιστούν εναντίον των ανθρώπων. Ενθυμούμαι τούτο: οτε έζήσαμεν εν τη έρήμω
και ειργάσθημεν με τους καλάμους, τινές εξ αυτών ήσαν πολύ παχείς καί τίνες πολύ λεπτοί δια
την έργασίαν. Επίσης και ό πέλεκυς ήτο αμβλύς και δεν έκοψε ταχέως τους καλάμους, ακόμη δε
και οτε εσπεύσαμεν προς την εκκλησιαστική ψαλμωδία, ό πυρίτης λίθος δεν εξέβαλε αμέσως
σπινθήρας πυρός, καί εξωργίσθημεν εναντίον τούτων πάντων ούτω πικρώς, ώστε δια τούτο
ταραχθέντες τον νουν κατηράσθημεν όχι μόνον την αφωνον κτίσιν, άλλα και αυτόν τον
δαίμονα. Όθεν προς άπόκτησιν της τελειότητας δεν αρκεί το να μη ζή κανείς μετά των
ανθρώπων, κατά των οποίων πληρούται από οργή. Διότι, αν πρώτον δεν άποκτήσωμεν ένδον
ημών την υπομονή, κινούμεν δια μικράν αιτία την οργή και εναντίον των αψύχων και άφωνων
πραγμάτων. Διότι ό Άγιος της Κλίμακος λέγει• «Όστις νοσεί εκ ψυχικού πάθους και αρχίζει την
ησυχία, είναι όμοιος προς εκείνον, ό όποιος εκπηδά εκ του πλοίου εις το πέλαγος και νομίζει ότι
επί σανίδος θα εξέλθη ακινδύνως εις την ξηράν. Όσοι μάχονται ακόμη με τον βόρβορον, εις
αυτούς έρχεται εν τω καιρώ της ή ησυχία, αν έχουν καί καθοδηγούντα, διότι ή απομόνωσις
απαιτεί αγγελικήν ισχύν, —καί πάλιν—, ησυχία απείρους αποπνίγει».
Εις τρεις γενναίας καταστάσεις περιλαμβάνεται όλος ό μοναχικός βίος: εις την μαρτυρική
άναχώρησιν καί μόνωσιν, ή εις την ησυχία μεθ' ενός ή δύο, ή εις το να καθίση κανείς
καρτερικώς εν τω κοινοβίω. «Μη εκκλίνης, —είπεν ό Εκκλησιαστής—, εις τα δεξιά, μηδέ εις τα
αριστερά», «άλλα βασιλική όδω πορεύου». Ή μέση των ειρημένων ήτο λοιπόν ωφέλιμος εις
πολλούς. «Ουαί δε αύτώ τω ένί, όταν πέση» είτε εις ύπνον είτε εις οκνηρίαν ή απόγνωσιν, δεν
θα έχη τον εγείροντα αυτόν εν άνθρώποις. «Ου γαρ εισιν δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το έμον
όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών», είπεν ό Κύριος. Δεν είναι το αυτό ό κατά μονάς μοναχός, ως ό
μοναχός μετά μονάχου. Τουτέστιν, δεν σώζεται κατά τον αυτόν τρόπον από το σκάνδαλο ο
μονήρης ως ό έχων άλλον μοναχό μεθ' εαυτού. Ηκουσα ότι κάποιος ανήρ εκάθητο εν ησυχία ως
ιέραξ εν κλωβό. Ούτος ένδον του εαυτού του ηγανάκτησεν εκ πικρίας καί οργής καί επεπήδησεν
εναντίον κάποιου εκεί ευρισκομένου, Όστις ελύπησεν αυτόν. Εκ τούτου λοιπόν εσυνετίσθην εγώ
καί ευσεβώς συμβουλεύω να μη καθίση κανείς κατά μονάς, δια να μη γίνη εξ άνθρωπου δαίμων.

Τα ρητά ταύτα εκ των αγίων Πατέρων εμνημονεύθησαν εδώ ολίγον δια μόνην την αναμφίβολον
απόδειξιν της βασιλικής καί άπτώτου οδού, περί της οποίας οί παλαιοί καί οί έσχατοι Πατέρες
γράφουν, μακαρίζοντες τον ανά δύο ή τρεις βίον. Διότι νόμισάν τίνες, ότι το να ζή κανείς μη
κοινοβιακός, αλλά πλησίον ή μακράν εντός του ιδικού του κελλίου κατ' ιδίαν καί κατά καιρούς
να συνέρχηται δια συμβουλήν, τούτο είναι ή μέση καί βασιλική οδός. Άλλα δεν έχει ούτω, δεν
έχει! Διότι παν κάθισμα μη κοινοβιακόν, είτε αν το κελλίον είναι εγγύς είτε μακράν, δεν
αντιστοιχεί προς το μέτρον της μέσης οδού ταύτης, αλλ` αποτελεί αναχωρητικόν βίον καί
μονομαχίαν κατά των δαιμόνων, όπως ήτο εν τη μονή του αγίου Γερασίμου παρά τον Ιορδάνη,
καί κατά τον βίον τούτον μέγα πλήθος εμπαθών καί αδυνάτων εβλάφθησαν παλαιότερον καί
τώρα. Δια τούτο διατάσσουν οί Άγιοι να ζώμεν ανά δύο ή τρεις κοινοβιακός, όπως εν φόβω
Θεού υποτασσόμενοι εις αλλήλους, γνωρίσωμεν την αδυναμία ημών.

Διότι όταν δύο συμφωνήσουν να ζήσουν κοινοβιακός, δίδουν εις τον εαυτόν των την υπόσχεσιν
να αρχίσουν οποιανδήποτε πνευματικήν ή σωματική έργασίαν μόνον κατά την δύναμιν και κατά
την αναγκαία χρείαν των και όχι περιττώς, ούτε άκαίρως, άλλα μάλιστα κατά την διάκρισιν των
συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων. Έπειτα, άφ' ου ό ένας σκεφθη κάτι περί οποιουδήποτε
έργου ή περί εξόδου, και είπη περί τούτου εις τον άδελφόν του, εκείνος, εξετάσας το πράγμα,
εάν είναι άκαιρον ή όχι αναγκαίων, δεν συμφωνεί προς αυτό. Ό δε αδελφός πάλιν, βλέπων την
καλήν διάκρισιν αυτού και μη συνιστών τον ίδιον λογισμόν και την ιδίαν γνώμην, υποτάσσεται
εις την συμβουλήν εκείνου, ως έχουσα την μαρτυρίαν εκ της Γραφής. Μήπως τούτο δεν είναι
απάρνησις του ιδίου θελήματος και πνευματική συμβουλή; Και αντιθέτως, εάν αντιληφθή ότι
είναι αναγκαίων εκείνο, περί του οποίου ρώτησεν αυτόν ό αδελφός εν καιρώ, και συμφωνήση
προς την κρίσιν και την θέλησιν εκείνου, δεν σημαίνει τούτο ότι ό δεύτερος ηρνήθη το ίδιον
θέλημα και υπετάχθη εις την συμβουλήν του αδελφού; Και ούτως εις παν έργον και πασαν
επιχείρησιν ενίοτε ό ένας, ενίοτε ό άλλος δίδει δια της απαρνήσεως του ιδίου θελήματος καλήν
πληροφορίαν εις την πρωτοβουλία του αδελφού, και συνηθίζουν εις τον καλόν και άπτωτων
βίον, έχοντες την πρόθεσιν ταύτην και στερεάν πίστιν ότι ή ψυχή των θα έχη μέγα κέρδος, όταν
κανείς αποκόψη το θέλημα του ενώπιον του αδελφού του εις πάντα τα πράγματα, εις τα όποια
δεν υπάρχει κίνδυνος ψυχικός και παράβασις των εντολών του Χριστού. Αν ποτέ κανείς
ολίσθηση εξ απροσεξίας εις φιλόνεικον δικαιολογίαν καί, νομίζων τούτο ως πτώσιν της ψυχής
του, επιστρέψη προς τον Θεόν και τον άδελφόν μετά μετανοίας, τυγχάνει συγχωρήσεως δια της
καθημερινής Χάριτος του Χριστού, διότι ως άνθρωπος έπεσε και ηγέρθη, μηδέν αμφισβητών.
Και αυτή είναι ή οδός ή βασιλική, ή άπτωτος, και όχι εκείνη, δηλαδή το να ζή κανείς κατ' ιδίαν.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ούτος δε ό μακάριος Γέρων ημών Νείλος, ενδεικνύων το μέσον μέτρον της τροφής και της
πόσεως, παραλαμβάνει ακόμη εκ του λόγου του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου ότι «πάς ό θέλων
να απόκτηση τον Θεόν, πρέπει να μεταλαμβάνη εκ πάντων των ηδέων μετ' εγκράτειας». Ταύτα
δε τα ηδέα είναι εις πολλούς ακατανόητα, αν πρόκειται δηλαδή περί ξηρών καρπών και οπωρών
ή περί ελαίου και ιχθύος. Άλλα φαίνεται ότι εδώ δεν γίνεται λόγος περί ξηρών καρπών και
λάχανων ή περί οπωρών και μέλιτος. Διότι Ταύτα είναι νηστίσιμα και ξηρά εδέσματα, και
ουδέποτε έπρεπε να απέχη κανείς τούτων, άλλ' οπωσδήποτε περί ιχθύος και ελαίου και οίνου
γίνεται λόγος. Όθεν ή απορία αυτή δύναται να λυθή εκ του λόγου του αγίου επισκόπου
Ηρακλείδου, του λέγοντος οΰτως• «Όστις μετά διακρίσεως μεταλαμβάνει των τροφών και μετά
διακρίσεως απέχει αυτών, δεν θα αμαρτήση καθ' όλου, διότι τω δικαίω νόμος ου κείται».
Ελαφρότερο είναι να πίνη κανείς οίνον μετά διακρίσεως ή ύδωρ μετά υπεροψίας. Και βλέπε μοι
άνδρας αγίους μετ' ευλαβούς λογισμού πίνοντας οίνον και ανθρώπους αισχρούς και
διεφθαρμένους μεθ' υπερηφάνειας άλόγως πίνοντας ύδωρ. Και δια τούτο να μη επιτίμησης, μήτε
να επαινέσης το είδος των εδεσμάτων και πόσεων, αλλά να μακαρίσης ή να επιτίμησης το
φρόνημα των καλώς ή κακώς μεταλαμβανόντων τούτων. Ωνείδισαν κάποτε οί Ιουδαίοι τον
Κύριον δια τους Αποστόλους, λέγοντες• «Διατί οί μαθηταί σου ου νηστεύουσιν ως οί του
Ιωάννου;». Και πάλιν επετέθησαν εις τους μαθητάς και μεμφόμενοι ειπόν «Ό διδάσκαλος υμών
εσθίει και πίνει μετά τελωνών και αμαρτωλών». Απεκκριθεί δε εις αυτούς ό Σωτήρ• «Ήλθεν
Ιωάννης δια της οδού της δικαιοσύνης, μήτε εσθίων, μήτε πίνων —λέγω δε κρέας και οίνον,
διότι άνευ των άλλων τροφών δεν δύναται κανείς να ζή— και λέγουσι δαιμόνιον έχει. Ήλθεν ό
Υιός του ανθρώπου έσθίων και πίνων, και λέγουσιν, ιδού, άνθρωπος φάγος και οινοπότης,
τελωνών φίλος και αμαρτωλών». Και τι να πράξωμεν λοιπόν ημείς; Να μη ακολουθήσωμεν ούτε
τους επιτιμώντας, ούτε τους επαινούντας. Μετά του Ιωάννου να νηστεύσωμεν συνετώς, αν και
θα ειπούν «Δαιμόνιον έχετε», ή μετά του Ιησού να πίωμεν οίνον εν μέτρω, αν και θα ειπούν
«Ούτοι οί άνθρωποι είναι φάγοι και οινοπόται»; Να γνωρίσωμεν ότι ούτε το φαγητόν είναι κατ'
άλήθειαν κάτι, ούτε ή πόσις, αλλά ή πίστις μετ' αγάπης και έργων συγκεκραμένη. Διότι όταν εις
πάσαν έργασίαν ακόλουθη ή πίστις, δεν κατακρίνεται ό τρώγων και πίνων δια την πίστιν. Διότι
πάν το μη εκ πίστεως είναι αμαρτία.. Άλλα να μη λέγη κανείς εκ των φιλήδονων ή καθ'
οποιονδήποτε τρόπον αμαρτησάντων, ότι δια της πίστεως περικαλύπτεται, διότι ό Σωτήρ
παρήγγειλε να γνωρίσωμεν αυτούς εκ των καρπών αυτών. Ό δε καρπός των κατά τον θείον
λόγον και κατά το Πνεύμα και κατά την σωφροσύνην ζώντων είναι ή αγάπη, ή ειρήνη, ή
μακροθυμία, ή πραότης και ή εγκράτεια. Το λοιπόν δε, υγιαινούσης μεν της σαρκός να
απέχωμεν των πιαινόντων εδεσμάτων, ασθενούσης δε ή νοσούσης ή μετόχου γενομένης λύπης
και στενοχώριας, να δώσωμεν εις αυτήν τροφήν και πόσιν, αί οποίαι είναι εν τοιαύτη περιπτώσει
ως ιαματικαι επιχύσεις προς ιατρείαν των λυπηρών. Να αποστατήση δε έκαστος απ` εκείνα, τα
όποια βλάπτουν την ψυχήν θυμόν, λέγω, φθόνον, κενοδοξίαν, συκοφαντίαν και οίησιν. Διότι
είναι φανερό ότι κατά μεν τον Ισάγγελον βίον του Ιωάννου και το λάχανον και τα οπωρικά και ό
ξηρός άρτος και το ύδωρ είναι ξηροφαγία. Κατά δε την θεανθρώπινον πολιτείαν του Χριστού οί
ξηροί καρποί, το έλαιον, ό ιχθύς και ό οίνος είναι ηδεία τροφή. Τούτων μετέλαβεν ό Χριστός προ
του Πάθους καθώς και μετά την Άνάστασίν Του ανεπίληπτος. Περί των ηδέων φαγητών τούτων
μαρτυρείτε φανερώς και εν τω Βίω των οσίων Πατέρων Συμεών του Σαλού και Ιωάννου του
αδελφού αυτού, επειδή ούτοι αμφότεροι εφαγον και έπιον την προσφερθείσαν υπό του αγγέλου
τροφήν, τουτέστιν αρτον λευκόν, ιχθύν και οίνον, μετά τίνων φιλοχρίστων, οίτινες
επεσκέφθησαν αυτούς εν τη έρήμω. Όθεν και ό άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης ωνόμασε την
τοιαύτην τροφήν ηδείαν, της οποίας μεταλαμβάνει κανείς εν καιρώ καταλλήλω και μετά
συνέσεως προς δόξαν Θεού. Διότι άλλοι, σφάλλοντες της ορθής κρίσεως, λαμβάνουν αυτήν
προς κατάλυσιν και φιληδονίαν. και άλλοι πάλιν, εξ απιστίας και μικροψυχίας νοσούντες,
απέχουν τούτων, νομίζοντες ότι ή τοιαύτη τροφή και πόσις γίνεται εμπόδιο προς επίτευξιν της
τελειότητας. Αν και μεταξύ του βίου του Ιωάννου και του Χριστού δεν υπάρχη αντίθεσις, άλλ' οί
διακριτικοί Πατέρες διδάσκουν —όχι τόσον δια την σωματική ημών άσθένειαν, όσον δια την
ψυχική— να μιμώμεθα μάλλον τον θεανθρώπινον βίον του Χριστού και όχι τον Ισάγγελον του
Ιωάννου. Διότι όπως τα πάθη —κατά τον της Κλίμακος— τα μεν ταπεινώνουν ημάς, τα δε
υψώνουν, ούτω και αί αρεταί γνωρίζουν να προξενούν ταπείνωσιν και έπαρσιν. Ό μεν νοσεί εκ
του πάθους της οιήσεως και της πονηρίας, ό δε εκ πορνείας και φιληδονίας και δια τον πρώτον
ή υπέρμετρος νηστεία είναι έλαιον εις το πυρ εκχεόμενον, και δια τον δεύτερον ή κατάλυσις
είναι όφις θαλπόμενος εν τοις κόλποις. Εις τούτους δε ή μέτριος και συνετή χρήσις των
φαγητών είναι ιατρεία, όπως είπεν ό Μέγας Βασίλειος• «Ουδέν διαφέρει του νηστεύοντας ό
λαμβάνων τροφήν εν μετρώ». Όχι μόνον τούτο, άλλα και την συνεχή ασιτία κατώρθωσεν ό
τοιούτος δια της ευδιάκριτου επιμελείας του σώματος. «Και να μη περιφρόνησης ταύτα, ζηλωτά
πλήρης πάσης υπεροψίας», είπεν ό άγιος Κασσιανός. Διότι ή άμετρος νηστεία ή κατάλυσις είναι
αμφότεραι του διαβόλου, άλλ' ή άμετρος και αδιάκριτος νηστεία φέρει μεγαλυτέραν βλάβην
παρά το να τρώγη κανείς κατά κόρον. Διότι Όχι δια να μας ωθήσουν εις λάκκον, αλλά μάλλον
δια να μας απομακρύνουν από τον λάκκον, διατάσσουν οί άγιοι Πατέρες να ακολουθήσωμεν την
μέσην όδόν και να μη δράμωμεν ακαίρως την υψηλήν. Και οί ίδιοι λοιπόν εκείνοι, διανύσαντες
βίον υπέρ φύσιν, είχον διαφόρους και εις ημάς πάντως ανερμήνευτους λογισμούς, δια των
οποίων εκινήθησαν εις υψηλήν νηστείαν και κόπους. Διότι τινές εξ αυτών εδάμασαν την σάρκα
των με κακοπάθειαν δια μόνην την αγάπην του Χριστού, μιμούμενοι το εκούσιον Αυτού υπέρ
ημών Πάθος. Τοιούτος δε ήτο ό Γέρων του μεγάλου Παχωμίου, όστις δεν εγεύθη ποτέ βραστού
φαγητού, ούτε κρέατος, ούτε οίνου, λέγων «Ό Χριστός εσταυρώθη υπέρ εμού και εγεύθη
χολής, και εγώ θέλω να λάβω κρέας και οίνον εις το στόμα μου; Άλλοι δε υπέμειναν νηστείαν
και υπέρμετρους κόπους δια τάς αμαρτίας αυτών, ως ή Μαρία ή Αιγυπτία, και ο Παφνούτιος, και
όμοιοι προς αυτούς. Οί δε πλείστοι ενήστευσαν δια την σωφροσύνην και απάθειαν. Τινές δε
γεννηθέντες κατ' επαγγελίαν και εκ κοιλίας μητρός αφιερωθέντες εις τον Θεόν, υπέμειναν
κόπους και νηστείαν υπέρ φύσιν, ως ό μέγας θαυματουργός Νικόλαος, ο Θεόδωρος ό Συκεώτης
και άλλοι τοιούτοι. Όσους δε ήγγισε το ούράνιον πυρ, τούτων ανέφλεξε τάς ψυχάς εις
ανέκφραστους κόπους και νηστείαν, ώστε να μη αισθάνονται ταύτα. Τοιούτος δε ήτο ο Συμεών
ο εν τω θαυμαστώ ορει, και πάντες οί άγιοι μάρτυρες. εις έτέρους μόνον ή αίσθησις, ήτις έθιξε
τάς καρδίας δια της μνήμης της Γεέννης ή του φοβερού βήματος του Χριστού, τόσον
ενήργησεν, ώστε Όχι μόνον δεν ησθάνοντο τον πόνον και τους κόπους, άλλ' λησμόνησαν και
τον εαυτόν των. Τοιούτος ήτο ό Γέρων εκείνος, όστις εκ της αισθήσεως της μνήμης του θανάτου
εξηράνθη και έπεσεν ως νεκρός και άλλοι πολλοί. Ούτοι πάντες κατώρθωσαν εν συνέσει και
καλή προαιρέσει δια της Χάριτος του Χριστού υψηλάς άρετάς και νηστείαν, μη γνωρίζοντες ότι
μετέρχονται τίνα αρετή, αλλά μόνον με τον νουν κράτησεν έκαστος την πνευματικήν αίσθησιν
και εκρέμασεν όπισθεν του πάσαν καλήν έργασίαν. Διότι ούτε την νηστείαν, ούτε τους άλλους
κόπους ενόμισαν αρετή, άλλα το μόνον, το όποιον ήθελον, ήτο το να παραστήσουν εις τον
Χριστον τον εαυτόν των κατά φύσιν, όπως καί εκτίσθησαν. Τινές δε ομοιοπαθείς καί αδιάκριτοι
καί Όχι μόνον μη έχοντες εντός του εαυτού των ούτε καν μίαν αίσθησιν, ούτε ένα χάρισμα των
προειρημένων, άλλ' ούτε γνωρίσαντές ποτέ τα τοιαύτα, εμιμήθησαν την νηστείαν καί τους
κόπους των Αγίων με Όχι καλόν λογισμόν καί Όχι καλήν πρόθεσιν, νομίζοντες ότι μετέρχονται
αρετή. Προσμένων δε ό διάβολος ως κύων προς θήραν, ρίπτει εις την κοιλίαν των τον σπόρον
της χαροποιού οιήσεως, εκ του οποίου συλλαμβάνεται και ανατρέφεται ο εσωτερικός φαρισαίος,
καί οΰτως ήμέραν προς ήμέραν κατατοξεύων αυτούς, παραδίδει τους τοιούτους εις την τελείαν
υπερηφάνειαν, δια την οποίαν παραχωρούνται υπό του Θεού εις την έξουσίαν του σατανά. Διότι
αν καί ό Πέτρος καί ο Παύλος καί οί λοιποί όμοιοι προς αυτούς είναι άγιοι καί θαυμαστοί άνδρες,
όμως είναι άνθρωποι. Όθεν καί αυτοί οί Άγιοι χρειάζονται μεγάλην προσοχήν να μη υποστούν
ολίσθημα προς την υψηλοφροσύνη, επειδή ουδέν διεγείρει τόσον ευκόλως προς ύπερηφάνειαν,
όσον ή έχουσα γνώσιν περί των πολλών αξιών αυτής συνείδησις και ή ψυχή, ήτις ζή εν τη
έλπίδι εκείνων. Οί δε αδιάκριτοι προτίμησαν το είδος των τροφών και πόσεων και απέρριψαν
την σύνεσιν των καλώς ή κακώς απεχόντων ή μεταλαμβανόντων τούτων. Καλώς λοιπόν αληθώς
και ευδιακρίτως εδίδαξαν ημάς οί Άγιοι την βασιλικήν οδόν, ονομάζοντες ταύτην άπτωτον. Διότι
κάποτε κάποιος, όστις συνεβίωσε με άδελφόν εν ησυχία, έφθασεν εις τοιαύτην κατάστασιν,
ώστε να προσευχηθή προς τον Θεον να του αποκάλυψη ποίαν αρετήν ακόμη δεν κατώρθωσεν.
Άλλα μήπως δεν ήσαν πάντες τοιούτοι, ατενίζοντες προς το ύψος και την τελειότητα των
εντολών του Χριστού να θεωρήσουν τον εαυτόν των ελλιπή, αν και ήσαν άγιοι και τέλειοι; Διότι
αν είπωμεν, —λέγει ο Θεολόγος—, ότι «άμαρτίαν ουκ εχομεν, εαυτούς πλανώμεν». Και πάλιν ό
μέγας Παύλος• «Καυχήσομαι, —είπεν—, εν ταίς ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση έπ' έμέ ή
δύναμις του Χριστού». Πολλοί δε απομεμονωμένοι ερημίται έπραξαν τούτο πρέποντος με
απλότητα και άπονηρευτον λογισμόν και τρόπον, άλλοι δε με φανεράν οίησιν. Και τούτου ένεκα
και ό Κύριος τους μεν έφερεν εις ταπείνωσιν, πέμψας αυτούς προς ενάρετους άνδρας, ζώντας
εντός των πόλεων —όπως έστειλεν εκείνον τον βοσκόμενον μετά των αγρίων βουβάλων προς
τον ηγούμενον, διατάσσων τούτον να διορίση αυτόν να βοσκή χοίρους, και εκείνον πάλιν να
παραδοθή εις την υπακοήν του κοινοβίου, πράγμα όπερ αυτός μη δυνάμενος να υπομείνη,
εγνώρισε την αδυναμίαν του και παρεκάλεσε να απολυθή πάλιν εις την έρημο τους δε
παρεχώρησεν ο Θεός ως ανιάτως νοσούντας εις την εξουσίαν του σατανά. Καλώς λοιπόν είπεν ό
της Κλίμακας ότι «ή κατά μονάς ησυχία σαγηνεύει τους απείρους». Και ό μέγας Βαρσανούφιος
είπεν «Ή ησυχία προσφέρει την αιτία της υψηλοφροσύνης» και τα λοιπά. Καί να μη θαυμάση
κανείς ότι έκαστος, όστις μετέρχεται την νηστείαν, μετάνοιάν τε και αγρυπνίαν, ψαλμωδίαν τε
και χαμαικοιτίαν και τα όμοια προς ταύτα, αν νομίση ότι κατορθώνει τάς άρετάς, αμαρτάνει κατά
την πρόθεσίν του ενώπιον του Θεού. Διότι εάν κανείς και εκ των εχόντων τα δάκρυα και
κλαιόντων νομίση ότι πράττει καλώς, μάλιστα δε επί πλέον επαρθή απέναντι των μη εχόντων
δάκρυα, αυτός εις μάτην κοπιά, είπεν ό της Κλίμακος.

Έρώτησις• Καί πώς —έρωτα κανείς— δύναται τις τα τοιαύτα πράττων να μη σκεφθή ότι πράττει
καλώς;
Απόκρισης• Δια τούτο λοιπόν και ελέχθη ανωτέρω ότι όχι μόνον δεν έχομεν ορθήν κρίσιν και
πνευματικήν αίσθησιν, άλλ' ούτε καν γνωρίζομεν κατά διάνοιαν τα τοιαύτα και αμιλλώμεθα δια
την απομόνωσιν και το υψηλό κατόρθωμα των αγίων Πατέρων. Διότι υπάρχει, κατ' άλήθειαν
υπάρχει ό τοιούτος απότομος και σκληρός λογισμός, όχι μόνον να μη βλέπη κανείς τάς άρετάς
του, άλλ' ούτε να σκεφθη ότι παν κατόρθωμα του είναι αρετή, όπως περί τούτου ήδη ελέχθησαν
ολίγα τινά. Διότι αν δεν είχεν ούτω, πώς θα ήδύναντο οί Άγιοι να έχουν τον εαυτόν των
ύποκάτω πάσης της κτίσεως, ή, πόσον προσεγγίζει κανείς τον Θεόν, τόσον βλέπει τον εαυτόν
του αμαρτωλόν, και τα λοιπά; Καί αυτή είναι ή δύσκολος αλφάβητος, το να γνωρίση κανείς τον
βαθμον και το μέτρον του εαυτού του, με ποίον λογισμον και ποίαν πρόθεσίν σκοπεύει να
μετέρχηται τάς άρετάς. Το λοιπόν δε, αν και εις τινας Χάριτι Θεού ή μόνη αίσθησις ή έννοια
αποβαίνη πρόξενος της ταπεινοφροσύνης, όμως υπάρχει και εις έκαστον μία φυσική κίνησις ή
έννοια, κλίνουσα προς την ταπείνωσιν ή την ματαιοδοξίαν, προς τον φόβον του Θεού ή προς
την τόλμην. Αυτή αποτελεί εκείνο, το όποιον δίδει την σύστασιν προς τα δεξιά ή προς τα
αριστερά. Αν ειπεί κανείς ότι πάντα τα τοιαύτα είναι εφικτά μόνον εις ολίγους, εις τούτον
αποκρίνονται οί άγιοι Πατέρες ότι πρέπει να κρατήται της βασιλικής οδού, της μέσης και
άπτώτου, ήτις είναι ή ανά δύο ή τρεις κοινοβιακή ησυχία. «Διότι πολλάκις ό εχθρός δίδει
προθυμίαν προς την μεγάλην νηστείαν και τους κόπους των Αγίων, —είπεν ό άγιος Ισαάκ—,
προς την κατά μονάς ησυχίαν και σιωπήν, δια να σαγήνευση εκείθεν τον υπακούσαντα εις την
συμβουλήν του». όμοια είπε και ό άγιος Κασσιανός περί τούτων «Ή νέκρωσις της σαρκός και ή
εγκράτεια των λογισμών δεν πρέπει να είναι υπέρ την φυσικήν δύναμιν και το υπό του Θεού
δοθέν χάρισμα, το όποιον ό Θεός εδώρισεν εις πολλούς και επιφανείς Αγίους προς αγώνας και
μεγάλην αυστηρότητα, προσελκύων αυτούς δια ιδιαιτέρας εμπνεύσεως. Αν λοιπόν δεν έχης τάς
θείας δυνάμεις ταύτας, μη θέλησης να ακολουθήσης τους Αγίους με σκληρούς κόπους και
ασυνήθεις νεκρώσεις, άλλα μετά προσοχής πρόσβλεψαν και θαύμασον ταύτα, και ταπείνωσον
τον εαυτόν σου κατά το ρητόν του αγίου της Κλίμακος περί των πτωχών «Επειδή εκείνοι, —
λέγει—, οί όποιοι βλέπουν τους βασιλικούς θησαυρούς, περισσότερον γνωρίζουν την πενίαν
των, ούτω και ή ψυχή, ήτις αναγινώσκει τα περί των μεγάλων αρετών των Πατέρων, καθίστα το
φρόνημα της πάντως ταπεινότατον». Ό δε άγιος Ιουστίνος λέγει• «Ή ουράνιος Χάρις φθάνει
τους πάντας, άλλ' όχι κατά το ίσον μέτρον. Ό Κύριος θέλει τους πάντας να σώση, άλλ' όχι να
αγιάση». Άλλ' εντεύθεν να μη νομίσης ότι είσαι ανεπιτήδειος, επειδή δεν δύνασαι εν τη σαρκί
σου να ζής αυστηρώς και ασκητικώς ως οι άγιοι. Διότι δύνασαι και συ να επιτελής με Θέρμον
πόθον και σπουδήν την εσωτερικήν εργασίαν μετά ταπεινώσεως, και δια ταύτης να ευαρεστήσης
τον Θεόν. Διότι ό πορφυροφόρος προφήτης δεν είπεν «ενήστευσα, ή ηγρύπνησα, ή
εχαμαικοίτησα», αλλά• «Εταπεινώθην, και έσωσε με» συντόμως ό Κύριος. Και πάλιν ό άγιος
Κασσιανός είπε• «Μετά πάσης σπουδής ας ζητήσωμεν λοιπόν το χάρισμα της διακρίσεως, διότι
αυτή έχει την ίσχύν να φυλάξη». Της μεν πηγής μήτηρ είναι ή άβυσσος, της δε διακρίσεως ή
ταπείνωσις. Μη υπάρχοντος φωτός, τα πάντα είναι σκοτεινά, και μη υπαρχούσης ταπεινώσεως,
πάντα τα ημέτερα είναι μάταια. Πώς δυνάμεθα να αποκτήσωμεν ταύτην; Άκουσον του υπό του
Κυρίου ρηθέντος• «Άνευ εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ας προσευχώμεθα λοιπόν προθύμως
προς τον Κύριον, να μας δώση εις πάσας τάς εργασίας ημών ταπείνωσιν, ήτις συνήθως
προέρχεται εκ πίστεως και φόβου Θεού, πραότητος και τελείας ακτημοσύνης, δια των οποίων
κατορθώνεται και ή τελεία αγάπη, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου, ω
και ή δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ

You might also like