You are on page 1of 100

 

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΝΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ


ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΧΑΪΔΟΥΤΗΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
κ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΠΑΤΡΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009


ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΝΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ


ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΧΑΪΔΟΥΤΗΣ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
κ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΠΑΤΡΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009


 
Στους γονείς μου Αθανάσιο και Αγάθη

και στον αδελφό μου Ηλία


 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης του προγράμματος μεταπτυχιακών


σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου «Σπουδές στην Ορθόδοξη
Θεολογία», εξετάζοντας επιμέρους πτυχές της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αναπτύχτηκε
έντονος προβληματισμός πάνω στο θέμα της συνειδητής συμμετοχής των πιστών στα
Μυστήρια της Εκκλησίας.

Ο προβληματισμός επικεντρώθηκε στο αν υπάρχει συνειδητά ενεργή


συμμετοχή των πιστών στα Μυστήρια της Εκκλησίας και ορθή αντίληψη περί της
λειτουργίας αυτών.

Κατά την διάρκεια του χρόνου έχουν διατηρηθεί πολλά στοιχεία μια πλούσιας
λειτουργικής παράδοσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ωστόσο παρατηρείται κάποιες
φορές ο κίνδυνος του υποβιβασμού των Μυστηρίων στις συνειδήσεις των πιστών σε
εθιμικές συνήθειες, κοινωνικές τελετές ή στην χειρότερη περίπτωση σε
σακραμενταλιστικές τεχνικές.

Το Μυστήριο που εισάγει τον άνθρωπο στην Εκκλησία είναι το Μυστήριο του
Βαπτίσματος. Η αξία του είναι σημαντική μια και είναι αυτό το Μυστήριο, η
προϋπόθεση, για την συμμετοχή των ανθρώπων στην Μυστηριακή ζωή της
Εκκλησίας. Βασική θέση έχει σε αυτό το μυστήριο ο ανάδοχος, ο οποίος
αναλαμβάνει την ευθύνη της καθοδήγησης του νέου πιστού μέσα στο Εκκλησιαστικό
σώμα πριν και μετά το Βάπτισμα.

Σήμερα ο θεσμός του αναδόχου έχει διατηρηθεί χάνοντας, πολλές φορές, την
ουσιαστική του λειτουργία διατηρώντας κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος μια
θέση εθιμική αν όχι διακοσμητική.

Η παρούσα μελέτη έχοντας θέμα τον θεσμό του αναδόχου, σίγουρα δεν
φιλοδοξεί να αλλάξει μαγικά την παγιωμένη κατάσταση, αλλά να γνωστοποιήσει το
πώς λειτούργησε ο θεσμός του αναδόχου διαχρονικά μέσα στην πορεία της
Εκκλησίας.

Η διαπραγμάτευση του παρόντος θέματος ήταν δύσκολη λόγω της πολύ


περιορισμένης βιβλιογραφίας, καθώς ερευνάται συστηματικά για πρώτη φορά το εν
λογω θέμα.


 
Κατά την διάρκεια της διαπραγμάτευσης του παρόντος θέματος ιδιαίτερα
σημαντική ήταν η συμβολή του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού
Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γεωργίου Φίλια, που ως επιβλέπων
καθηγητής μου, με βοήθησε πολύ στη συλλογή του υλικού και στη δομή της
εργασίας. Η προσεκτική καθοδήγησή του, η καθηγητική του εμπειρία καθώς και η
αγάπη του απέναντι στο πρόσωπο μου, με βοήθησαν πολύ στην πορεία της εργασίας
μου. Για όλη του τη βοήθεια τον ευχαριστώ πολύ.

Επίσης, θερμά ευχαριστώ και τον δεύτερο σύμβουλο καθηγητή Διδάκτορα


Θεολογίας κ. Αθανάσιο Αντωνόπουλο για την βοήθειά του στην πορεία της
παρούσας εργασίας.

Αντώνιος Αθ. Χαϊδούτης


 
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ………………………………………………………………...σ.3

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ…………………………………………….σ.5

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ……………………………………………………...σ.7

ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………………………….σ.8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

1.Η έννοια του αναδόχου ετυμολογικά, συνώνυμες έννοιες και λέξεις……σ.11

2. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος…………………………………………σ.12

3.1 Η μαθητεία ως προϋπόθεση για το Βάπτισμα…………………………σ.14

3.2 Η αξία της κατήχησης ως διδασκαλίας………………………………...σ.17

4. Οι πρώτες μαρτυρίες περί κατηχήσεων και αναδόχου…………………σ.19

5.1. Η αναβάθμιση των θεσμών της κατηχήσεως και του αναδόχου κατά τον

τέταρτο μ. Χ. αιώνα………………………………………………………..σ.22

5.2 Η θέση του αναδόχου κατά τον τέταρτο αιώνα………………………..σ.25

5.3. Η ομάδα των κατηχουμένων………………………………………… σ.29

5.4 Η ομάδα των φωτιζομένων………………………………………….....σ.30

5.5 Η επιλογή των φωτιζομένων και η ονοματογραφία τους……………..σ.31

5.6 Οι εξορκισμοί…………………………………………………………..σ.37

5.7 Ο τόπος, ο τρόπος και το περιεχόμενο των κατηχήσεων…………….σ.39

5.8 Προβαπτισματική ομιλία και νηστεία………………………………….σ.43


 
5.9 Η τέλεση του Βαπτίσματος………………………………………...….σ.44

5.10 Οι μεταβαπτισματικές κατηχήσεις……………………...…………….σ.49

6. Ο νηπιοβαπτισμός και η θέση του ανάδοχου……………………..……..σ.51

7.Η θέση του αναδόχου από τον έκτο αιώνα έως σήμερα…………………σ.55

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Ο ΑΝΑΔΟΧΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

1.Η πνευματική συγγένεια που προκύπτει από την αναδοχή……...….....σ.61

2.Προϋποθέσεις και κωλύματα του υποψήφιου αναδόχου…………..…..σ.69

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

1.Η υλική προετοιμασία του αναδόχου για το Μυστήριο του

Βαπτίσματος …………………………………………………………..…...σ.77

2. Η θέση του αναδόχου κατά την τέλεση του Μυστηρίου σήμερα…….....σ.81

3. Οι κατηχητικές υποχρεώσεις του αναδόχου όταν ο αναδεχόμενος είναι

ενήλικος………………………………………………………………….…σ.82

4.Οι κατηχητικές υποχρεώσεις του ανάδοχου όταν ο αναδεχόμενος

είναι νήπιο………………………………………………………………....σ.84

ΕΠΙΛΟΓΟΣ -ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ……………………………….…..…σ.88

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………...………….…….σ.96


 
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

Β.Ε.Π.Ε.Σ. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων,

Ἀθῆναι , 1955 εξ.

Θ.Η.Ε. Θρησκευτική κα Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ. 1-12, Ἀθῆναι 1962εξ .

Κ.Δ. Καινή Διαθήκη.

Λ.Β.Θ. Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, Αθήνα 1980.

P.G. J. P. Migne, Patrologiae Cursus Completus, Series Graeca, τομ. 1-161,

Paris, 1857-1866.

P.L. J. P. Migne, Patrologiae Cursus Completus, Series Latina, Paris,

1844-1864.

S.C. Sources Chretiennes, sous la direction de Modesert, Paris, Cerf 1942εξ.

Φ.Ε.Κ. Φύλο Εφημερίδος Κυβέρνησης.


 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Μυστήριο του Βαπτίσματος είναι το εισαγωγικό Μυστήριο της Ορθοδόξου


Εκκλησίας καθώς και η προϋπόθεσή του να γίνει κάποιος χριστιανός μέτοχος των
Μυστηρίων, κυρίως δε αυτού της Θείας Ευχαριστίας το οποίο φέρει σε κοινωνία
άνθρωπο και Θεό.

Βάση για την σύσταση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος είναι η βάπτιση του
Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. 1 Από τη σύστασή της
η Εκκλησία ακλουθώντας αυτήν την παράδοση βάπτιζε όσους πίστευαν στην
διδασκαλία του Ιησού Χριστού και γίνονταν μέλη της.

Προϋπόθεση για τη βάπτιση κάποιου ήταν η πίστη του άλλα και η σωστή
κατήχησή του. Γι’ αυτό και κανείς ακατήχητος δεν γινόταν δεκτός στο Μυστήριο του
Βαπτίσματος.

Παράλληλα με την εξάπλωση της Εκκλησίας σε ολόκληρο τον κόσμο


δημιουργήθηκε η ανάγκη να βρεθούν πρόσωπα αξιόπιστα προκειμένου να εγγυηθούν
στην Εκκλησιαστική κοινότητα για την ποιότητα των ανθρώπων που ήθελαν να
βαπτιστούν χριστιανοί. Αυτοί οι άνθρωποι ονομαστήκαν ανάδοχοι και συνόδευαν
τον ενδιαφερόμενο άνθρωπο πριν και μετά το Μυστήριο του Βαπτίσματος
εγγυώμενοι για αυτόν. Έτσι στην Εκκλησιαστική ζωή εμφανίστηκε ο θεσμός του
αναδόχου.

Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας παρουσιάζεται η εννοιολογική και


εκκλησιαστική βάση του θεσμού του αναδόχου. Ερευνάται αρχικά η ετυμολογία της
λέξης «ανάδοχος» τα συνώνυμα της, καθώς και η σημασία της λέξης που είχε κατά
καιρούς.

Στη συνέχεια του πρώτου κεφαλαίου γίνεται αναφορά στο Μυστήριο του
Βαπτίσματος στη θεολογία του Μυστηρίου καθώς και στη δογματική αξία του για
την Εκκλησιαστική ζωή.

Στο ίδιο κεφάλαιο εξετάζονται οι προϋποθέσεις εισαγωγής του ανθρώπου


στην Εκκλησιαστική κοινότητα κατά την εποχή της Καινής Διαθήκης.
                                                            
1
Κ.Δ. Κατά Ματθαίον,3,13-17.


 
Βασική προϋπόθεση προ του βαπτίσματος ήταν η διδασκαλία. Εξετάζεται πως
λειτούργησε αυτή η μαθητεία στην πρώτη εκκλησία καθώς και ποια είναι η αξία της
κατηχήσεως ως διδασκαλίας. Επίσης, γίνονται αναφορές στις αγιογραφικές
προϋποθέσεις του θεσμού του αναδόχου και αναφέρονται περιστατικά ανάληψης
ευθύνης αναδοχής κατά την εποχή της Καινής Διαθήκης.

Στη συνέχεια του πρώτου κεφαλαίου αναφέρονται οι πρώτες μαρτυρίες περί


συστηματικών κατηχήσεων και αναδόχου. Παρατηρείται ότι από τα πρώτα χρόνια της
Εκκλησίας λειτουργούσαν αυτοί οι δυο σημαντικοί θεσμοί.

Κατά τον τέταρτο αιώνα όταν παρατηρήθηκε μαζική έλευση πιστών προς των
χριστιανισμό αναβαθμίστηκαν οι δυο θεσμοί των κατηχήσεων και του αναδόχου,
αποκτώντας ιδιαίτερα σημαντική θέση μέσα στη ζωή της Εκκλησιαστικής
κοινότητας. 2

Έτσι οι ενδιαφερόμενοι προς την βάπτιση πιστοί που ονομάζονται


κατηχούμενοι, χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες στις οποίες κατατασσόταν ανάλογα με
την πνευματική τους πρόοδο καθώς και τη διάθεσή τους ώστε να βαπτιστούν
Χριστιανοί.

Μελετώντας κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων της εποχής, παρατηρούμε


συστηματικές κατηχήσεις προ και μετά το Βάπτισμα καθώς και ιδιαίτερα
αναβαθμισμένη τη θέση του αναδόχου, ο οποίος χρειάζεται να επιτελεί με επιμέλεια
τα καθήκοντα που του ανέθεσε η Εκκλησία.

Επίσης, κατά την εποχή του τετάρτου αιώνα, κυρίως στις περιοχές της
Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων, αναπτύσσεται γύρω από τους θεσμούς των
κατηχήσεων και του αναδόχου ένα πλούσιο λειτουργικό τυπικό, με πολλούς
συμβολισμούς, το οποίο εφαρμόζεται στις ποιμαντικές ανάγκες της Εκκλησίας.

Στη συνέχεια του κεφαλαίου εξετάζεται ποια ήταν η θέση του αναδόχου μετά
την εισαγωγή της συνήθειας του νηπιοβαπτισμού. Ακόμη αναφέρεται κατά πόσο
είναι ορθή η πρακτική του να βαπτίζεται ένας άνθρωπος σε νηπιακή ηλικία καθώς
και οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ο ανάδοχος με τη βάπτιση ενός νηπίου.

                                                            
2
 Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.51-52. 


 
Στο τέλος του κεφαλαίου γίνεται μια ιστορική αναδρομή της θέσης του
αναδόχου από τον έκτο αιώνα μέχρι και σήμερα.

Στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσης εργασίας η ενασχόληση στρέφεται στη


θέση του αναδόχου με βάση το κανονικό δίκαιο της Ορθοδόξου Ανατολικής
Εκκλησίας. Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου εξετάζεται εκτενώς η πνευματική σχέση
και συγγένεια που προκύπτει από την αναδοχή. Αυτή η συγγένεια έχει επίσης άμεση
σχέση με το Μυστήριο του Γάμου. Εξετάζεται ποιες γαμικές σχέσεις επιτρέπονται και
ποιες κωλύονται με βάση τους κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καθώς και οι
ερμηνείες που δόθηκαν κατά καιρούς σε αυτούς από διαφόρους ερμηνευτές μέσα
στην ιστορία της Εκκλησίας έως σήμερα.

Στη συνέχεια αναφέρονται οι προϋποθέσεις του υποψήφιου αναδόχου καθώς


και τα κωλύματα που μπορούν να αποτρέψουν κάποιον από την ανάθεση της
αναδοχής. Αυτό συμβαίνει επειδή η ανάθεση της ευθύνης της αναδοχής κατά το
Μυστήριο του Βαπτίσματος, προϋποθέτει την πίστη καθώς και την Μυστηριακή ζωή
μέσα στην Εκκλησιαστική κοινότητα.

Στο τρίτο κεφαλαίο της εργασίας γίνεται αναφορά στη θέση του αναδόχου
σήμερα. Αρχικά αναφέρεται η χρησιμότητα της υλικής προετοιμασίας του αναδόχου
για το Μυστήριο του Βαπτίσματος. Η προετοιμασία των υλικών προϊόντων που
χρειάζονται για την βάπτιση ενός ανθρώπου, πρέπει να γίνει σωστά έτσι ώστε να
καλύπτονται οι ανάγκες του Μυστηρίου.

Επιπρόσθετα αναφέρονται η θέση του αναδόχου και οι πράξεις που χρειάζεται


να επιτελέσει κατά την ώρα τέλεσης του Μυστηρίου.

Στο τέλος του κεφαλαίου γίνεται λιτή αναφορά στις κατηχητικές υποχρεώσεις
που αναλαμβάνει ο ανάδοχος, όταν ο αναδεχόμενος είναι ενήλικος και όταν ο
αναδεχόμενος είναι νήπιο, καθώς και στις πνευματικές του υποχρεώσεις ανάλογα με
την περίπτωση και την ηλικία του αναδεκτού.

Η εργασία ολοκληρώνεται με την εξαγωγή συμπερασμάτων αλλά και


προτάσεων προκειμένου να αναβαθμιστεί ο θεσμός του αναδόχου ανακτώντας την
παλαιά του θέση, η οποία ήταν ουσιαστική και όχι εθιμική όπως είναι τις
περισσότερες φορές σήμερα.

10 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

1.Η έννοια του αναδόχου ετυμολογικά, συνώνυμες έννοιες και λέξεις.

Η λέξη ανάδοχος στην αρχική της σημασία, είχε την έννοια του εγγυητή.
Ήταν αυτός ο οποίος ανεδέχοντο, δηλαδή αποδεχόταν να αναλάβει την ευθύνη και
εγγυόταν απέναντι σε κάποιο πρόσωπο για κάποιο έργο. Η λέξη αναδοχή σημαίνει
την αποδοχή και την ανάληψη ευθυνών για κάποιο συγκεκριμένο έργο. 3

Στην Εκκλησιαστική ζωή ο ανάδοχος συνδέθηκε με το Μυστήριο του


Βαπτίσματος. Η Εκκλησία όταν άρχισε να διαδίδει τη διδασκαλία της στον κόσμο
έθετε κάποιες προϋποθέσεις προκειμένου κάποιος να γίνει μέλος της Εκκλησιαστικής
κοινότητας με το Μυστήριο του Βαπτίσματος. Μια προϋπόθεση ήταν ότι ο μέλλων
βαφτισθείς άνθρωπος χρειαζόταν να βρει κάποιο έμπιστο πρόσωπο της
Εκκλησιαστικής κοινότητας, το οποίο θα αναλάμβανε έργο αναδοχής, δηλαδή θα
εγγυόταν για την ποιότητα του ανθρώπου έναντι της Εκκλησιαστικής κοινωνίας των
χριστιανών. 4

Αργότερα όταν επικράτησε η συνήθεια του νηπιοβαπτισμού ο ανάδοχος


εγγυόταν έναντι της Εκκλησιαστικής κοινότητας ότι θα διαπαιδαγωγήσει το αναδεκτό
του τέκνο, έτσι ώστε να γίνει συνειδητό μέλος της Εκκλησίας. 5

Με την λέξη ανάδοχος συνώνυμη είναι και η λέξη νοννός ή νουνός, που
σημαίνει επίσης τον ανάδοχο. Η λέξη προέρχεται από την λατινική λέξη «nonnus»
που σημαίνει πατέρας ή τροφός. 6

Επίσης, ο ανάδοχος έχει επικρατήσει να λέγεται και κουμπάρος. Η λέξη


οριοθετεί το νέο συγγενικό δεσμό που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε δυο οικογένειες
μετά από το Μυστήριο του Γάμου ή το Μυστήριο του Βαπτίσματος. Αυτός ο οποίος
                                                            
3
Μπαμπινιώτη Γεωργίου, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2008,σ.149.
4
Ράλλη Μ.Κ., Περί των αναδόχων κατά το δίκαιον της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας,
Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1909, σ. 172.
5
Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β ,Θεσσαλονίκη 1996,σ.476-477.
6
Μπαμπινιώτη Γεωργίου, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2008,σ.149.

11 
 
θα παρίσταται ως παράνυμφος, δηλαδή δίπλα στους νεόνυμφους κατά το Μυστήριο
του Γάμου, ή θα αναλάβει την αναδοχή κάποιου μέλους της άλλης οικογένειας κατά
το Μυστήριο του Βαπτίσματος ονομάζεται κουμπάρος. Η λέξη έγινε γνωστή και
χρησιμοποιείται με βάση την Βενετική λέξη «compare» η οποία προέρχεται από τη
σύνθετη λατινική λέξη «compater», της οποίας το δεύτερο συνθετικό είναι η λέξη
«pater » που σημάνει πατέρας. 7

Τέλος, κατά τη μεσαιωνική περίοδο σε κάποια νησιά της Ελλάδος


επικράτησε ο ανάδοχος να λέγεται και «σύντεκνος». Η λέξη είναι σύνθετη και
προέρχεται από την πρόθεση «συν» και τη λέξη «τέκνο». 8 Η χρήση της λέξης ήθελε
να δείξει την σημασία που είχε για τους ανθρώπους η πνευματική σχέση που
προερχόταν εκ της αναδοχής από το Μυστήριο του Βαπτίσματος για τις δυο
οικογένειες. Με βάση τη λέξη σύντεκνος θεωρείται ότι ο ανάδοχος είναι πνευματικός
γονέας και έχει υποχρεώσεις για την ανατροφή του παιδιού όπως και ο φυσικός.

2. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Το Μυστήριο του Βαπτίσματος είναι το εισαγωγικό Μυστήριο και η


προϋπόθεση για να ενσωματωθεί κάποιος άνθρωπος μέσα στην Εκκλησιαστική
κοινότητα, 9 μετέχοντας των Μυστηρίων κυρίως όμως αυτού της Θείας Ευχαριστίας
που φέρει σε κοινωνία άνθρωπο και Θεό.

Η λέξη βάπτισμα προέρχεται από το ρήμα βάπτω –βαπτίζω που σημαίνει,


βυθίζω στο νερό και πλένω. Το βάπτισμα επίσης λέγεται και φώτισμα, λόγω του ότι ο
άνθρωπος που βρισκόταν παλιότερα στο σκοτάδι της άγνοιας πλέον βρίσκεται με τη
βάπτιση του στην κοινωνία της Εκκλησίας του Χριστού πλημμυρισμένος από το Θείο
φώς. 10

                                                            
7
Αυτόθι,σ.944.
8
Αυτόθι, σ.1712.
9
Ζηζιούλα Ιωάννου, Το Άγιον Βάπτισμα και η Θεία Λειτουργία, στο Το Άγιον Βάπτισμα, η ένταξη μας
στην Εκκλησία του Χριστού, Αθήνα 2002,σ.19.
10
Θ.Η.Ε.τ.12,σ.40.

12 
 
Η πρακτική χρήση του νερού ως μέσο καθαρισμού πήρε μια ιδιαίτερη
συμβολική σημασία στην Παλαιά Διαθήκη. Το νερό θεωρήθηκε μέσο εξαγνισμού και
η βύθισή του μέσα σε αυτό συμβόλιζε τον καθαρμό από κάθε αμαρτία. 11

Κατά την εποχή της Καινής Διαθήκης, πριν εμφανιστεί και διδάξει ο Ιησούς
Χριστός είχε καθιερωθεί στον Ιουδαϊσμό η συνήθεια της βάπτισης όσων
ειδωλολατρών πίστευαν στην ιουδαϊκή θρησκεία, προκειμένου οι ίδιοι να ενταχθούν
στην Ιουδαϊκή κοινότητα. Αυτού του είδους το βάπτισμα θεωρούταν τόσο σημαντικό
όσο και η περιτομή. 12

Κατά τον ίδιο τρόπο βάπτιζε και ο Ιωάννης ο βαπτιστής. Μόνο που το δικό
του βάπτισμα διέφερε στην ουσία με αυτό των Ιουδαίων, μια και δεν είχε σκοπό να
υπάρξει ως εισαγωγικό για την ενσωμάτωση ειδωλολατρών στην Ιουδαϊκή κοινότητα,
αλλά ως ένα προπαρασκευαστικό γεγονός πρόσκλησης των ανθρώπων 13 με
προοπτική την ενσωμάτωση των πιστών στη νέα Εκκλησία. Αυτή την Εκκλησία που
θα ιδρυθεί με τον ερχομό του Μεσσία, τη διδασκαλία του, το πάθος και την
Ανάστασή του και θα ολοκληρωθεί με την έλευση του Αγίου Πνεύματος κατά την
ημέρα της Πεντηκοστής. 14 Το βάπτισμα του Ιωάννου, ήταν το μοναδικό βάπτισμα
που απευθυνόταν σε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο σε προσηλύτους
ειδωλολάτρες. Ήταν βάπτισμα μετανοίας και τελούταν στην έρημο εις άφεση
αμαρτιών. 15 Η τακτική του βαπτίσματος του Ιωάννου συνίσταται στη μετάνοια του
ανθρώπου, την εξομολόγηση των αμαρτιών του, τη συγχώρεση και την προσπάθεια
μεταστροφής του σε μια νέα ζωή. 16 Η αρχή αυτή γίνεται με το βάπτισμα.

                                                            
11
Λ.Β.Θ. σ.163.
12
Αυτόθι,σ.164.
13
Από τα σκληρά λόγια του Ιωάννου του βαπτιστή απέναντι στους Φαρισαίους και τους
Σαδδουκαίους όταν πήγαιναν με υποκρισία να βαπτιστούν από τον ίδιο,(Κ.Δ. Κατά Ματθαιον3,10.)
συμπεραίνουμε ότι το βάπτισμα του δεν απευθυνόταν σε μια κλειστή θρησκευτική Ιουδαϊκή κοινότητα
με κριτήρια εθνικά ή κληρονομικά, αλλά σε μια νέα κοινότητα που το κριτήριο θα ήταν η πιστή στον
Υιό του Θεού και όχι η εθνική καταγωγή.
13
Κ.Δ. Κατά Ιωάννην,1.29.
14
Λ.Β.Θ.,σ.164.
15
Κ.Δ. Κατά Μάρκον,1,4.
16
Κ.Δ. Κατά Ματθαίον,3,6.

13 
 
Ο Ιησούς Χριστός όταν παρουσιάστηκε στον Ιωάννη για να βαπτιστεί
χαρακτηρίστηκε από τον Ιωάννη ως αμνός του Θεού, που σηκώνει πάνω του την
αμαρτία του κόσμου. 17 Το Βάπτισμα του Ιησού επισφραγίζεται με την κάθοδο του
Αγίου Πνεύματος ως είδους περιστεράς και τη διακήρυξη του Πατρός προς την
ανθρωπότητα ότι ο Χριστός είναι ο υιός Του ο αγαπητός. 18

Η Βάπτιση του Χριστού γεφυρώνει ουσιαστικά τους δύο κόσμους τον παλιό
και το νέο μια και είναι η αρχή για μια καινούρια ζωή.

Με την Βάπτισή του ο Χριστός παραδίδει στους ανθρώπους τον τρόπο εισαγωγής
τους στην Εκκλησία. Όλες οι πτυχές του Μυστηρίου του Βαπτίσματος
συμπυκνώνονται στα λόγια του Ιησού Χριστού προς τον Νικόδημο «Ἐὰν μή τις
γεννηθεῖ ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
19
 

3.1 Η μαθητεία ως προϋπόθεση για το Βάπτισμα.

Οι μαρτυρίες στην Καινή Διαθήκη περί του Βαπτίσματος είναι πολλές και η
πρακτική του βαπτίσματος συνεχίστηκε από την πρώτη στιγμή ζωής της Εκκλησίας.

Τα λόγια του Κυρίου προς τους μαθητές του μετά την ανάσταση και λίγο πριν
ο ίδιος αναληφθεί είναι ιδιαίτερης σημασίας, «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ

ἔθνη, βαπτίζοντας αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος». 20 Προϋπόθεση του Βαπτίσματος είναι πρώτα η διδασκαλία και έπειτα
η πίστη, 21 έτσι ώστε αν κάποιος διδαχτεί και πιστέψει έπειτα να βαπτιστεί.

Η διδασκαλία άλλωστε ήταν και το βασικό μέλημα των Αποστόλων από την
πρώτη στιγμή της Εκκλησίας κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Εκεί οι μαθητές
22
έλαβαν το Βάπτισμα του Πνεύματος όπως τους είχε πει ο Χριστός. Εκείνη την
ημέρα μπροστά στην απορία των ανθρώπων για το περιστατικό της Πεντηκοστής, ο

                                                            
17
Κ.Δ. Κατά Ιωάννην,1,29.
18
Κ.Δ. Κατά Ματθαίον,3,16-17.
19
Κ.Δ. Κατά Ιωάννην, 3,5.
20
Κ.Δ. Κατά Ματθαίον,28,19.
21
Κ.Δ. Κατά Μάρκον,16,16.
22
Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων,1,6-8.

14 
 
Απόστολος Πέτρος μίλησε στο πλήθος για την πίστη στον Ιησού Χριστό. Μετά το
κήρυγμα του πίστεψαν και βαπτίστηκαν περίπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι. 23

Αυτή την πρακτική του βαπτίσματος ακολούθησε ολόκληρη η Εκκλησία. Ο


άνθρωπος πρώτα κατηχούταν και εάν πραγματικά πίστευε, βαπτιζόταν.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα στην Καινή Διαθήκη που παρατηρούμε ότι η


διδασκαλία προηγούταν του βαπτίσματος, έπειτα γινόταν η ομολογία πίστεως ενώ
στο τέλος ακολουθούσε το Βάπτισμα. 24

Πολλές φορές εκτός από την Βάπτιση μεμονωμένων πιστών στην Καινή
Διαθήκη υπάρχουν περιπτώσεις Βαπτίσεως ολοκλήρων οικογενειών. 25

Στα κείμενα της Καινής Διαθήκης δεν υπάρχει ρητή αναφορά για παρουσία
αναδόχου, αλλά ούτε και σε άλλα κείμενα της εποχής δεν υπάρχει αναφορά για
κάποιον εγγυητή, υπεύθυνο για την διδασκαλία και τη βάπτιση των πρώτων
χριστιανών. Ωστόσο, εάν κρίνουμε από την ζωή στην πρώτη Εκκλησιαστική
κοινότητα, σίγουρα υπήρχε η ανάγκη να διασφαλιστεί η ενότητα και η πίστη των
πρώτων χριστιανών. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ειπωθεί ότι εισερχόταν
ακρίτως άνθρωποι στη νέα εκκλησιαστική κοινότητα. Αντίθετα παρατηρείται πως
όταν κάποιο μέλος της Εκκλησίας δημιουργούσε σημαντικά προβλήματα,
αδυνατώντας να συμμορφωθεί με την χριστιανική ζωή οι απόστολοι το επέπλητταν,
με ιδιαίτερο τρόπο. 26

Για τους πρώτους εξ Ιουδαίας χριστιανούς δεν υπήρξαν οργανωμένες


προβαπτισματικές κατηχήσεις, αλλά μονάχα διδασκαλία. Ίσως η ανάγκη για μια
πρώτης μορφής κατηχήσεων να δημιουργήθηκε όταν η Εκκλησία συναντά τα έθνη
και χρειάζεται η διδασκαλία της να γίνει περισσότερο διευκρινιστική έτσι ώστε να
αποφευχθούν προβλήματα και παρανοήσεις. 27

                                                            
23
Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων,2,37-41.
24
Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων,8,36-38.
25
Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων,10,47 και Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων,16,33.
26
Στο βιβλίο των Πράξεων των Απόστολων είναι γνωστή η περίπτωση του Σίμωνος μάγου, που
προσπάθησε να εξαγοράσει την ιεροσύνη από τους αποστόλους.(Πράξεις Απόστολων, 8,17-24).
27
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.28.

15 
 
Είναι λοιπόν αδύνατο να εισερχόταν στην κοινότητα κάποιος ακατήχητος.
Ίσως τη θέση του αναδόχου και τα καθήκοντά του να αναλάμβαναν, πρώτα οι
Απόστολοι, αργότερα οι διάκονοι, και στην πορεία οι πιο έμπιστοι χριστιανοί της
κοινότητας. Είναι ωστόσο εμφανές από την περίπτωση της κατήχησης του
αξιωματούχου Αιθίοπα από τον Φίλιππο, ότι ο Φίλιππος είχε θέση αναδόχου απέναντι
σε εκείνον τον άνθρωπο, αφού τον είχε κατηχήσει και τον είχε βαπτίσει. 28

Εξ άλλου θέση αναδόχου μπορούμε να ειπωθεί ότι ανέλαβε ο Απόστολος


Πέτρος, απέναντι σε όσους τον άκουσαν κατά την ομιλία του στο σπίτι του
εκατόνταρχου Κορνηλίου. Αυτό μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, διότι, όταν
κήρυξε ο Πέτρος, οι άνθρωποι πίστεψαν και βαφτίσθηκαν, ενώ μετά το Βάπτισμα
παρακάλεσαν τον Πέτρο να παραμείνει μαζί τους μερικές ημέρες, πράγμα που ο ίδιος
δέχτηκε. 29 Εδώ ο απόστολος Πέτρος λειτούργησε ουσιαστικά ως ανάδοχος μια και ο
ίδιος κατήχησε τους ανθρώπους και όταν έμεινε μαζί τους προφανώς συνέχισε να
τους διδάσκει.

Ακόμη ευθύνη αναδοχής ανέλαβε ο Απόστολος Παύλος παρά πολλές φορές,


απέναντι στους ανθρώπους που δίδαξε στις περιοδείες του. Έμεινε στις πόλεις τους
και διατήρησε την επικοινωνία μαζί τους μέσω αλληλογραφίας, ενδιαφερόμενος για
την πνευματική τους πρόοδο, τις οικογένειές τους και τη ζωή τους μέσα στην
κοινότητα. Ο ίδιος νιώθοντας πατρική ευθύνη απέναντι στους ανθρώπους πολλές
φορές προσπαθεί να λύσει τα διάφορα προβλήματά τους.

Η αποδοχή από τον ίδιο τον Παύλο έργου αναδοχής απέναντι σε όλους αυτούς
τους ανθρώπους επιβεβαιώνεται από τα γραφόμενά του στην «Προς Φιλήμονα
Επιστολή». 30 Ο ίδιος ο Παύλος αναλαμβάνει την ευθύνη και εγγυάται προσωπικά

                                                            
28
Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων,8,26-40.
29
Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων,10,34-48.
30
Η Προς Φιλήμονα Επιστολή γράφεται ενώ ο Παύλος είναι φυλακισμένος, προς έναν παλιό του φίλο
χριστιανό τον Φιλήμονα. Ο Φιλήμονας είχε έναν δούλο τον Ονήσιμο, ο οποίος έφυγε κρυφά από την
δούλεψη του κυρίου του, πράγμα που στην εποχή απαγορευόταν. Με βάση κάποιους ερμηνευτές ο
Ονήσιμος είχε έρθει σε δυσχερέστερη θέση λόγω του ότι είχε κλέψει και χρήματα από το αφεντικό
του. Κάποια στιγμή συνελήφθη και φυλακίστηκε στην ίδια φυλακή με τον Παύλο. Εκεί άκουσε την
διδασκαλία του Παύλου και πίστεψε στον Χριστό. Επιστρέφοντας όμως προς το αφεντικό του είχε να
του δώσει μια επιστολή από τον Παύλο ο οποίος εγγυούταν στον φίλο του για την μεταστροφή και την
πιστή του παλιού του δούλου.

16 
 
απέναντι στο φίλο του Φιλήμονα για χάρη ενός δούλου του Ονησίμου, που είχε
πιστέψει στο Χριστό. 31 Η χρήση άλλωστε της φράσης από τον Παύλο, προς τον
Φιλήμονα «προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμὲ», δείχνει ότι ο Παύλος εγγυάται ο ίδιος για το
πρόσωπο του Ονήσιμου απέναντι στον φίλο του Φιλήμονα.

Τέλος, μέσα σε όλες τις «Καθολικές» 32 επιστολές της Καινής Διαθήκης,


διακρίνεται το πατρικό πνεύμα των συγγραφέων απέναντι στους παραλήπτες των
επιστολών, η διδασκαλία της πίστεως και το ενδιαφέρον τους για την πρόοδο των
πιστών.

3.2 Η αξία της κατήχησης ως διδασκαλίας.

Η λέξη κατήχηση είναι σύνθετη και προέρχεται από τις λέξεις κατά και ηχώ.
33
Δηλαδή μιλώ απέναντι σε ένα πρόσωπο. Η λέξη έχει και την έννοια του διδάσκω.
Σημαίνει τη συστηματική διδασκαλία για τη μύηση σε μια πίστη ή διδασκαλία. 34

Η πρακτική δεν ήταν άγνωστη από την πρώτη στιγμή της Εκκλησίας όπου
ήταν προϋπόθεση για το βάπτισμα η μαθητεία και έπειτα η πίστη, με βάση τα λόγια
του Ιησού Χριστού προς τους μαθητές του «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμο  ἅπαντα

κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσῃ, ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθείς σωθήσεται». 35 Σε


ολόκληρη την ιστορία της Καινής Διαθήκης δεν παρατηρείται κανένα Βάπτισμα
χωρίς να έχει προηγηθεί κατήχηση και ομολογία πίστεως. Αντίθετα υπάρχουν πολλά
παραδείγματα κατηχήσεων όσων ήθελαν να γίνουν χριστιανοί στην αρχή από τους
αποστόλους και έπειτα από ανθρώπους που είχαν πιστέψει στο Χριστό και
αναλαμβάνανε την ευθύνη να διδάξουν και σε άλλους συνανθρώπους τους που
ενδιαφέρονταν να βαπτιστούν. Αυτή την πρακτική ακολούθησε η Εκκλησία έτσι
ώστε να οριοθετήσει την ποιότητα και τις πραγματικές προθέσεις των ανθρώπων που
πλησίαζαν την Εκκλησιαστική της κοινότητα.
                                                            
31
Κ.Δ., Προς Φιλήμονα Επιστολή,1,17-18.
32
Καθολικές επιστολές ονομάζονται επτά επιστολές που βρίσκονται στον κανόνα των βιβλίων της
Καινής Διαθήκης και έχουν εγκύκλιο δηλαδή καθολικό χαρακτήρα, απευθυνόμενες σε πλειάδα
αναγνωστών. Αυτές οι επιστολές είναι: Ιακώβου, Πέτρου δύο, Ιωάννου τρείς και Ιούδα του
αδελφοθέου.
33
Μπαμπινιώτη Γεωργίου, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2008,σ.870.
34
Αυτόθι, σ.870.
35
Κ.Δ. Κατά Μάρκον,16.15-16.

17 
 
Η διδασκαλία αυτή πάντοτε ήταν θεμελιωμένη πάνω στην Θεία αποκάλυψη
την οποία χρειαζόταν να γνωρίσουν οι άνθρωποι σωστά. Η γνώση του Θεού για τον
άνθρωπο δεν στηρίζεται σε μια ανεπαρκή φιλοσοφική διδασκαλία στηριζόμενη στην
εικασία, αλλά στην εμπειρία. 36 Αυτή η εμπειρία συνίσταται στην αποκάλυψη του
Θεού στον κόσμο, από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του κόσμου και
συνεχίζεται κατά την πορεία του ανθρώπου μέσα στον ιστορικό χρόνο. 37 Η
αποκάλυψη του Θεού μέσα στη δημιουργία γίνεται προς μια συνεχή οικοδόμηση των
σχέσεων του Θεού και του ανθρώπου με τρόπο δυναμικό και εξελισσόμενο. Ο κατά
φύσιν απρόσιτος Θεός γίνεται στον άνθρωπο προσιτός με τις ενέργειές του, που
ονομάζονται «Θεοφάνειες». Αυτές οι Θεοφάνειες, δηλαδή οι συνεχείς κατά τον ρου
της ιστορίας αποκαλύψεις του Θεού προς τον άνθρωπο, γίνονται ο μοναδικός δρόμος
επικοινωνίας ακτίστου και κτιστού, Θεού και ανθρώπου. 38

Αυτή η αποκάλυψη δίνει στον άνθρωπο την ευκαιρία της γνωριμίας του με το
Θεό. Προϋπόθεση της γνωριμίας Θεού και ανθρώπου είναι η εμπειρία και συνέπειά
της η σύναψη σχέσεων, και η προσωπική τους κοινωνία.

Η τέλεια γνώση περί Θεού δόθηκε στην ανθρωπότητα με την ενσάρκωση του
δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος του Ιησού Χριστού. Το οριοθετεί ο
Ευαγγελιστής Ιωάννης στα πρώτα λόγια του Ευαγγελίου του, «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ

ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» . 39

Η παρουσία του Ιησού Χριστού μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι δίνει στους
ανθρώπους τη μοναδική εμπειρία του βιώματος της παρουσίας του Θεού επί της γης.

Με την παρουσία του εγκαινιάζεται μια νέα εποχή σχέσεων ανθρώπου με το


Θεό. Αφήνοντας στο περιθώριο παλαιότερες θρησκευτικές τυπολατρίες και φοβίες,
ιδρύει με τη θυσία του την Εκκλησία η οποία υπερβαίνει οποιαδήποτε θρησκεία. Ο
ίδιος δεν στηρίζεται στη θεωρία αλλά στην εμπειρία, που διαιωνίζεται μέσα στην

                                                            
36
Λ.Β.Θ.σ.215.
37
Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β, Θεσσαλονίκη 1996,σ.58.
38
Αυτοθι,σ.62.
39
Κ.Δ. Κατά Ιωάννην,1,14.

18 
 
ιστορία μέσω του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, στο οποίο ο άνθρωπος κοινωνεί
ουσιαστικά και εμπειρικά με το Θεό. 40

Αυτή την εμπειρία είχαν σκοπό να διδάξουν οι απόστολοι και κατ’ επέκταση
οι διάδοχοί τους, σε όσους ενδιαφερόταν να γίνουν μελή της Εκκλησιαστικής
κοινότητας με το Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Γι’ αυτό και η διδασκαλία ήταν μεγάλης σημασίας για τους ανθρώπους που
ενδιαφέρονται να γίνουν χριστιανοί.

Τέλος, χρειάζεται να επισημανθεί ότι η διδασκαλία δεν γινόταν ακρίτως από


οποιονδήποτε πιστό, αλλά από επιλεγμένα μέλη της Εκκλησίας που τους είχε
εμπιστευτεί το έργο της διδασκαλίας. 41 Αυτοί λειτουργούσαν ως κατηχητές,
διδάσκαλοι αλλά και ως ανάδοχοι για τους μελλοντικούς βαπτισθέντες.

4. Οι πρώτες μαρτυρίες περί κατηχήσεων και αναδόχου.

Κατά την αποστολική πρακτική προϋπόθεση του Βαπτίσματος ήταν η πίστη


του ανθρώπου. Για να πιστέψει όμως ο άνθρωπος, χρειαζόταν να διδαχτεί σωστά την
πίστη στον Χριστό, έτσι ώστε να μη δημιουργήσει ο ίδιος λανθασμένη εικόνα για την
Εκκλησία. Ωστόσο, δεν είχε θεσμοθετηθεί ακόμη η θέση του αναδόχου ως μάρτυρα
κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Στην πορεία της Εκκλησίας μέσα στον χρόνο ανέκυψαν δυο σημαντικά
προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν έτσι ώστε να μην κινδυνεύει η ζωή της
νέας Εκκλησίας. Το ένα ζήτημα ήταν των διωγμών και το άλλο το ζήτημα των
αιρέσεων. Ίσως τα δυο αυτά προβλήματα να ήταν συνέπεια της επέκτασης της
Εκκλησίας στα έθνη. Επιτακτική ωστόσο ανάγκη για τη διασφάλιση της ενότητας
της Εκκλησιαστικής κοινότητας ήταν η επιλογή των ανθρώπων που θα βαπτίζονταν,

                                                            
40
Τα λόγια του Χριστού κατά την παράδοση του Μυστηρίου της Θειας Ευχαριστίας «τοῦτο ποιεῖτε εἰς

τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» δείχνουν ακριβώς ότι αυτή η μοναδική εμπειρία δεν μένει εγκλωβισμένη στην
ομάδα των αποστόλων, ούτε σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλλά αντίθετα ανοίγεται σε
ολόκληρο τον κόσμο ως μια πρόσκληση συνεχούς εμπειρίας του Θεού. Έτσι ώστε αυτή η ανάμνηση να
μην παραμένει ένας απλός συναισθηματισμός, αλλά να επαναλαμβάνεται μέσα στην διάρκεια του
χρόνου ως μια συνεχής και αδιάκοπη ζωτικής σημασίας κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό.

41
Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων,13.1.

19 
 
προκειμένου οι ίδιοι να γνωρίζουν τη διδασκαλία της Εκκλησίας και να
προσχωρήσουν σε αυτήν συνειδητά. Για το λόγο αυτό από την Αποστολική εποχή
άρχισαν να γίνονται οι πρώτες κατηχήσεις. 42

Η εκκλησία για να προετοιμάσει σωστά τους μελλοντικούς χριστιανούς ώστε


να λάβουν συνειδητά το Μυστήριο, του Βαπτίσματος, τους κατέταξε σε μια
προβαπτισματική ομάδα τους κατηχουμένους. 43 Κατά την κατήχηση ο
ενδιαφερόμενος κατηχούταν από τους αρμοδίους ανθρώπους της Εκκλησιαστικής
κοινότητας, ίσως και από τον ανάδοχο του.

Σε αυτή την αρχαϊκή για την Εκκλησία εποχή, πληροφορίες συλλέγουμε από
τα έργα των πρώτων χριστιανών συγγραφέων, Ιουστίνου, Τερτυλλιανού, και
Ιπολλύτου Ρώμης, καθώς και από ένα αποδιδόμενο έργο στον Κλήμεντα Ρώμης.

Την πρώτη μαρτυρία περί κατηχήσεων και αναδόχου την βρίσκουμε


συγκεκαλυμμένη στο έργο του απολογητή 44 και φιλοσόφου Ιουστίνου (110-165μ.Χ.).
Ο Ιουστίνος σε απολογητικό του κείμενο περιγράφει τη διαδικασία που ακολουθεί η
Εκκλησιαστική κοινότητα κατά το βάπτισμα και αναφέρει την παρουσία προσώπων
κοντά στον νεοβαπτισθέντα. «Ἡμεῖς δὲ μετὰ τὸ οὕτως λοῦσαι τὸν πεπεισμένον καὶ
συγκατατειθέμενον ἐπὶ τοὺς ἀδελφοὺς ἄγομεν, ἔνθα συνηγμένοι εἰσί, κοινὰς εὐχὰς
ποιησόμενοι ὑπέρ τε ἑαυτῶν καὶ τοῦ φωτισθέντος καὶ ἄλλων πανταχοῦ πάντων

εὐτόνως, ὅπως καταξιωθῶμεν τὰ ἀληθῆ μαθόντες καὶ δὶ ἔργων ἀγαθοὶ πολιτευταὶ καὶ

φύλακες τῶν ἐντεταλμένων εὑρεθῆναι, ὅπως τὴν αἰώνιον σωτηρίαν σωθῶμεν» 45 .

Οι λέξεις «Ημείς….. άγομεν» που σημαίνει εμείς οδηγούμε, προϋποθέτει


την ύπαρξη πιστών οι οποίοι συνόδευαν τους προσερχόμενους προς το Βάπτισμα
ανθρώπους, και παραμένανε μαζί τους κατά την τέλεση του μυστηρίου που γινόταν
                                                            
42
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.28.
43
Κατηχούμενοι ήταν οι ενδιαφερόμενοι άνθρωποι που προσέγγιζαν την Εκκλησία προκειμένου να
λάβουν το χριστιανικό βάπτισμα. Το όνομα κατηχούμενοι προέρχεται από την λέξη κατήχηση.
44
Απολογητές ονομάστηκαν εκείνοι οι χριστιανοί συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την απολογητική
της Χριστιανικής Εκκλησίας, δηλαδή την διαλεύκανση της αλήθειας και την απάντηση απέναντι στις
συκοφαντίες που κατά καιρούς εκτοξευόταν εναντίων της Χριστιανικής διδασκαλίας και λειτουργικής
ζωής από Ιουδαίους και από ειδωλολάτρες.
45
P.G.,6, σ.428.

20 
 
προφανώς σε κάποιον άλλο χώρο ή βαπτιστήριο. Έπειτα τους οδηγούσαν στο ναό
όπου βρισκόταν και άλλοι παλαιότερα βαπτισμένοι χριστιανοί και εκεί προσευχόταν
όλοι μαζί. Προφανώς αυτοί οι οποίοι συνόδευαν τους νεοφώτιστους κατά το
βάπτισμα δεν ήταν άλλοι παρά οι ανάδοχοι, οι οποίοι είχαν αναλάβει το έργο της
καθοδήγησης των ανθρώπων στο Μυστήριο του Βαπτίσματος και την ένταξη τους
στην Εκκλησιαστική κοινωνία.

Στο έργο «De Βaptismo» του Λατινόφωνου συγγραφέα Τερτυλλιανού, που


έζησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα υπάρχει αναφορά στους αναδόχους, οι οποίοι κατά το
συγγραφέα θα έχουν την δυνατότητα να κρίνουν κατά πόσο υπήρξε πρόοδος από
τους αναδεκτούς στην πίστη, εφόσον οι ανάδοχοι εγγυήθηκαν για τη σωτηρία τους,
δηλαδή για τη μετοχή τους στο Μυστήριο του Βαπτίσματος . 46 Ενώ και στο έργο του
«De Corona», συναντούμε τον όρο του αναδόχου ως εγγυητή. 47

Στο έργο του Ιππολύτου «Αποστολική παράδοσις», που χρονολογείται στις


αρχές του 3ου μ. Χ. αιώνα με περιεχόμενο λειτουργικών και μυστηριακών πράξεων
αναφέρεται η παρουσία του αναδόχου κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος. 48

Επίσης, αναφορά περί αναδόχου βρίσκουμε στο αποδιδόμενο στον Κλήμεντα


Ρώμης βιβλίο των «Αποστολικών Διαταγών», γραμμένο κοντά στο 380 μ. Χ. στη
Συρία, από άγνωστο Ιουδαΐζοντα συγγραφέα, ο οποίος αποδίδει εκφράσεις και
διδασκαλίες του βιβλίου στο Χριστό και τους αποστόλους.

Στο παρόν βιβλίο σώζεται ακόμη μια σημαντική μαρτυρία περί της ύπαρξης
του αναδόχου. Η μαρτυρία αυτή έχει να κάνει, με την μαρτυρία που δίνουν οι
ανάδοχοι ενώπιον του Επισκόπου και των πρεσβυτέρων για το βίο των αναδεκτών,
έτσι ώστε να κριθεί εάν οι ίδιοι είναι άξιοι της δωρεάς του Βαπτίσματος. 49

                                                            
46
P.L.2.σ.315.
47
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.50.
48
S.C. 11 σ. 69.
49
Β.Ε.Π.Ε.Σ., 2 σ.163.

21 
 
5.1. Η αναβάθμιση των θεσμών της κατηχήσεως και του ανάδοχου κατά
τον τέταρτο μ. Χ. αιώνα.

Κατά αυτήν την περίοδο τα σημαντικά ζητήματα των διωγμών και των
αιρέσεων άρχισαν να επιλύονται.

Το ζήτημα των διωγμών έπαυσε όταν το 313μ.Χ. υπογράφηκε το Έδικτον


των Μεδιολάνων που παρείχε σε όλους τους ανθρώπους το δικαίωμα της
ανεξιθρησκείας. 50

Το θέμα των αιρέσεων η Εκκλησία το αντιμετώπισε με βάση το παραδοθέν


από τους Αποστόλους συνοδικό σύστημα, 51 οριοθετώντας το Δόγμα με βάση την Αγία
Γραφή και την ορθή ερμηνεία της λαμβάνοντας πάντοτε συλλογικές αποφάσεις.

Ωστόσο, η εξάπλωση των αιρέσεων υπήρξε δυναμική, έχοντας ποικίλα


κίνητρα και διαφόρους λόγους.

Η εκκλησία ενδιαφερομένη για την ποιότητα των ανθρώπων που θα την


αποτελούσαν δεν προχωρούσε ακρίτως σε βαφτίσεις ανθρώπων αλλά έθεσε
προϋποθέσεις έτσι ώστε η πίστη των μελλοντικών χριστιανών να είναι αληθινή και οι
ίδιοι να προσέρχονται συνειδητά στο Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Η τακτική των κατηχήσεων δεν ήταν άγνωστη, μια και στην Εκκλησία δεν
έλλειψε ποτέ η διδασκαλία της πίστης σε ανθρώπους πριν το Βάπτισμα, ενώ υπήρχε
ήδη ο θεσμός του αναδόχου.

Κατά τον τέταρτο αιώνα ο χριστιανισμός ήδη έχει μεταδοθεί σε πολλές


περιοχές του τότε γνωστού κόσμου. Είχαν συσταθεί τοπικές Εκκλησιαστικές
κοινότητες οι οποίες διοικούνταν με βάση το Συνοδικό σύστημα με Εκκλησιαστική
αρχή τον τοπικό Επίσκοπο.
                                                            
50
Παραμένει γνωστό και ως Διάταγμα των Μεδιολάνων. Είναι η επίσημη καταγραφή των αποφάσεων
που έλαβαν οι μεγάλος Κωνσταντίνος και Λικίνιος το 313μ.Χ. σε συνάντηση τους στα Μεδιόλανα,
σημερινό Μιλάνο. Με βάση όσα συζητήθηκαν ανάμεσα σε Κωνσταντίνο και Λικίνιο προωθούνταν οι
αρχές της ανεξιθρησκίας και της ελεύθερης λατρείας. Με βάση το Έδικτον των Μεδιολάνων
σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίον του χριστιανισμού και οι χριστιανοί μπορούσαν χωρίς φόβο να
λατρεύουν τον Θεό, και να ζουν μέσα στις κοινωνίες έχοντας τα ίδια δικαιώματα με όλους του άλλους
πολίτες.
51
Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων, 15.

22 
 
Αυτή την εποχή αναβαθμίζεται και ο θεσμός των κατηχήσεων, γενόμενος
ιδιαίτερα σημαντικός, αποτελώντας ένα αυτοτελές κομμάτι της εκκλησιαστικής
ποιμαντικής και λειτουργικής ζωής.

Μελετώντας τις πηγές παρατηρείται λειτουργική και ποιμαντική συμπόρευση,


αυτήν την περίοδο, των Εκκλησιών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Ενώ μαρτυρία περί
της ύπαρξης του αναδόχου συναντάται και στη Δύση σωσμένη στο συγγραφικό έργο
του Λατινόφωνου συγγραφέα Αυγουστίνου. 52

Μαρτυρίες για την Εκκλησία της Αντιοχείας συλλέγονται από τους


συγγραφείς της εποχής με πρώτο τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος σε μια σειρά
βαπτισματικών κατηχητικών ομιλιών παρέχει πάρα πολλά στοιχεία για την
λειτουργική πράξη της εποχής στην Αντιόχεια. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι
βαπτισματικές του κατηχητικές ομιλίες εκφωνήθηκαν σε μια εποχή που
παρατηρούνταν μαζική προσέλευση ανθρώπων προς τον Χριστιανισμό. 53

Σημαντικές επίσης μαρτυρίες περί της κατηχήσεως προ του Μυστηρίου του
Βαπτίσματος, βρίσκονται σε κατηχητικές ομιλίες του Θεοδώρου Μουμψουεστίας,
γραμμένες την ίδια χρονική περίοδο με αυτές του Χρυσοστόμου. 54

Μια ακόμη πηγή η οποία παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τις κατηχήσεις
και τον ανάδοχο είναι το αποδιδόμενο στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ψευδεπίγραφο
έργο «Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας» 55 .

Για την Εκκλησία των Ιεροσολύμων, σημαντικές πληροφορίες συλλέγονται


από μια σειρά προβαπτισματικών και μεταβαπτισματικών κατηχήσεων του Κυρίλλου
Επισκόπου Ιεροσολύμων. 56 Ο Κύριλλος έχοντας ιδιαίτερη συναίσθηση του έργου του
ενδιαφερόμενος για το ποίμνιό του οργανώνει μια σειρά από προβαπτισματικές
καθώς και μια επόμενη σειρά από μεταβαπτισματικές ομιλίες. 57

                                                            
52
P.L. 33, σ.362.
53
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.36.
54
Αυτόθι,σ.39.
55
Αυτόθι,σ.41.
56
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977,σ.31-32.
57
Αυτόθι σ.26.

23 
 
Επίσης σημαντικές πληροφορίες αντλούνται από την καταγραφή ενός
οδοιπορικού συγγράμματος, της περιηγήτριας και μοναχής Αιθερίας, 58 η όποια έζησε
κατά το τέλος του τετάρτου αιώνα. Η Αιθερία επιστρέφοντας από προσκυνηματικό
ταξίδι στα Ιεροσόλυμα και στο Σινά, καταγράφει το τι συνάντησε παρέχοντας
σημαντικές πληροφορίες για την λειτουργική και την ποιμαντική ζωή της Εκκλησίας
των Ιεροσολύμων. 59

Στις περιοχές των Ιεροσολύμων αλλά και της Αντιοχείας συναντούμε πλέον
για πρώτη φορά αναβαθμισμένες και οργανωμένες κατηχήσεις. Όποιος επιθυμούσε
να προσεγγίσει τη χριστιανική Εκκλησία και να γίνει μέλος της εισερχόταν σε μια
διαδικασία η όποια δεν απασχολούσε μόνο τον ίδιο αλλά ολόκληρη την
Εκκλησιαστική κοινότητα. 60

Οι κατηχήσεις συστηματοποιούνται και διαρκούν περίπου τρία χρόνια 61 ενώ η


μια κοινή ομάδα των κατηχουμένων πλέον διαιρείται σε τρεις διαφορετικές ομάδες,
ανάλογα με το στάδιο και την πρόθεση του ανθρώπου που ενδιαφέρεται να βαπτιστεί
χριστιανός.

Στην πρώτη ομάδα κατηχουμένων ανήκουν οι ακροόμενοι. Είναι αυτοί οι


όποιοι ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τον χριστιανισμό και εάν αργότερα επιθυμήσουν
να γίνουν μέλη της Εκκλησίας. Σε αυτό το στάδιο οι άνθρωποι ήταν απλοί ακροατές
των περικοπών της Αγίας Γραφής καθώς και του κηρύγματος χωρίς να έχουν καμιά
άλλη συμμέτοχη στη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας. 62 Η ομάδα αυτών των
                                                            
58
Η Αιθερία καταγόταν κατά πάσα πιθανότητα από την Νότιο Γαλλία. Ήταν γόνος ευγενικής
οικογένειας και είχε γίνει μοναχή. Το οδοιπορικό της σύγγραμμα βρέθηκε γραμμένο στα λατινικά. Το
έργο στερείται αρχής ενώ διαφωνίες υπήρξαν για το όνομα της συγγραφέως αν ήταν πράγματι Αιθερία,
ή Εγερεία ή Ευχερεία. Το εν λόγω σύγγραμμα επανεκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ρώμη το 1887.
Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές η Αιθερία πιθανολογείται ότι επισκέφτηκε τα Ιεροσόλυμα από το
381-384 μ. Χ., την ίδια χρονική εποχή που επίσκοπος Ιεροσολύμων ήταν ο Κύριλλος. Διαβάζοντας τις
κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων και τις αναφορές της Αιθερίας, είναι πολύ πιθανό λόγω
πολλών συμπτώσεων και κοινής περιγραφής καταστάσεων ο επίσκοπος που αναφέρεται στο
«Οδοιπορικό » να είναι ο Κύριλλος Ιεροσολύμων.
59
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977,σ.26.
60
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.47.
61
Yazigi Hani, Η τελετή του Άγιου Βαπτίσματος, Θεσσαλονίκη 1982, σ.49.
62
Αυτόθι,σ.46.

24 
 
ανθρώπων δεν αναφέρεται από τον Κύριλλο Ιεροσολύμων. Προφανώς υπήρχαν, αλλά
για τον Κύριλλο δεν θεωρούταν κατηχούμενοι αλλά απλοί ακροατές.

Στη δεύτερη ομάδα κατηχουμένων ήταν οι κατεξοχήν κατηχούμενοι, οι όποιοι


είχαν εκδηλώσει την επιθυμία να γίνουν μέλη της Εκκλησίας. Η κατήχησή τους
διαρκούσε περίπου τρία χρόνια με περιεχόμενο εισαγωγικό στον χριστιανισμό. Οι
κατηχούμενοι ήταν υποχρεωμένοι αν και ακόμη αβάπτιστοι να τηρούν στην ζωή τους
χριστιανική στάση, σε σχέση με την πρώτη ομάδα των ακροομένων που δεν είχε
καμία τέτοια υποχρέωση. 63

Τρίτη ομάδα ήταν αυτή των φωτιζομένων. Αυτή η ομάδα συγκροτούνταν


κατά την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και την αποτελούσαν μέλη της δεύτερης
ομάδας των κατηχουμένων που ήταν έτοιμοι να βαπτιστούν. 64 Η συγκρότηση αυτής
της τρίτης ομάδας γινόταν κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, διότι κατά την συνήθεια
οι άνθρωποι ερχόταν προς το Βάπτισμα κατά την Κυριακή του Πάσχα.

Μαζί με τον θεσμό των κατηχήσεων αναβαθμίζεται σημαντικά και ο θεσμός


του αναδόχου. Ο οποίος πλέον αναλαμβάνει επίσημα αρμοδιότητες και έχει
ουσιαστική παρουσία κατά την προβαπτισματική ετοιμασία αλλά και κατά την ώρα
του Μυστηρίου.

5.2 Η θέση του αναδόχου κατά τον τέταρτο αιώνα.

Η θέση του αναδόχου ήταν μια θέση υπεύθυνη και σημαντική για ολόκληρη
την Εκκλησιαστική κοινότητα. Η παρουσία του ήταν σημαντική για τις ανάγκες της
Εκκλησίας αφού από τις αρχές του 4ουμ.Χ. αιώνα υπήρξε μαζική προσέλευση πιστών
ενδιαφερομένων για την χριστιανική πίστη. Στις μεγάλες πόλεις όπως τα Ιεροσόλυμα
και η Αντιόχεια ήταν αδύνατο να γνωρίζουν οι λειτουργοί της Εκκλησίας όλους τους
ανθρώπους. 65 Γι’ αυτό το λόγο θεωρήθηκε επιτακτική ανάγκη να υπάρξει πρόσωπο
έμπιστο που θα αναλάμβανε τη θέση εγγυητή για τον πιστό που θα προσερχόταν στη
Χριστιανική πίστη, απέναντι στην Εκκλησία, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ποιότητα
                                                            
63
Αυτόθι,σ.46
64
Αυτόθι,σ.46.
65
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.51.

25 
 
των πιστών και ταυτόχρονα να ελέγχεται η ειλικρίνεια των προθέσεων του
ενδιαφερομένου για το Βάπτισμα ανθρώπου.

Είναι πολύ ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο να σημειωθεί το πόσο προσεκτική


ήταν η Εκκλησία στην επιλογή των ανθρώπων που θα γινόταν μέλη της. Δεν έθετε
στους κόλπους της ακρίτως ανθρώπους, αλλά ενδιαφερόταν να υπάρχει συγκριμένο
πρόσωπο εγγυητού. Με αυτή την τακτική η Εκκλησία επιτύγχανε την διασφάλιση την
ποιότητας των χριστιανών αλλά και την ενότητα της πίστεως, αποφεύγοντας
προβλήματα και διασπάσεις.

Πολλές φορές το κίνητρο και το κριτήριο των ανθρώπων που προσέγγιζαν


την Εκκλησία, δεν ήταν η αληθινή πίστη, αλλά ένας προσωρινός συναισθηματισμός,
καθώς και διάφορα άλλα κοινωνικά κριτήρια.

Οι προθέσεις του ανθρώπου που ήθελε να γίνει μέλος της χριστιανικής


κοινότητας καθώς και τα κριτήρια που έθετε χρειαζόταν διερεύνηση.

Εδώ ακριβώς χρειαζόταν ο ανάδοχος, ώστε να διερευνήσει και να εγγυηθεί


απέναντι της Εκκλησιαστικής κοινότητας για την πρόθεση και την ειλικρίνεια του
υποψηφίου χριστιανού. 66

Στο ψευδεπίγραφο αποδιδόμενο στο όνομα του Αγίου Διονυσίου του


Αρεοπαγίτου σύγγραμμα, «Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας», αναφέρεται η δυσκολία
του να βρει ο ενδιαφερόμενος κάποιον πιστό για ανάδοχο έτσι ώστε να ενταχτεί
στους κατηχουμένους. Ήταν τόση η ευθύνη που προφανώς δύσκολα αναλάμβαναν οι
πιστοί την αναδοχή κάποιου, γι’ αυτό και ο ενδιαφερόμενος για να Βαπτιστεί
χρειαζόταν να πείσει κάποιον πιστό για να αναλάβει την αναδοχή του. 67

Στον Θεόδωρο Μουμψουεστίας υπάρχει εκτενής αναφορά, στο πρόσωπο του


αναδόχου που ονομάζεται εγγυητής. Θεωρείται ότι ο ανάδοχος είναι υπεύθυνος για
τη σωστή κατήχηση του ανθρώπου. Διευκρινίζεται ότι ο ίδιος δεν είναι υπεύθυνος για

                                                            
66
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977, σ.104-105.
67
P.G.3 σ.393.

26 
 
τη μετέπειτα ζωή του αναδεκτού, μετά το βάπτισμα, ωστόσο ευθύνη φέρει για τη
σταθερότητα της αποφάσεως του να εισέρλει στο βάπτισμα. 68

Κατά τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η θέση του αναδόχου ως εγγυητή είναι
ιδιαίτερα σημαντική. Ως παράδειγμα εγγύησης ο Χρυσόστομος φέρει την εγγύηση
χρημάτων. Εάν κάποιος εγγυηθεί για χρήματα θεωρείται υπεύθυνος. Είναι όμως πολύ
μεγαλύτερη η ευθύνη της αναδοχής όταν γίνεται για ένα τόσο σημαντικό πνευματικό
θέμα. Γι’ αυτό και όσοι αναλαμβάνουν αυτή την ευθύνη οφείλουν να βρίσκονται σε
εγρήγορση, έτσι ώστε να παραινούν, να συμβουλεύουν και με πατρική αγάπη να
διορθώνουν. 69 Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρεί σημαντική τη θέση του αναδόχου
ο οποίος έχει την ευθύνη της μετάδοσης του λόγου του Θεού στον αναδεκτό. Όσοι εκ
των αναδόχων δείξουν σπουδή και ενδιαφέρον για την σωστή διδασκαλία θα λάβουν
από τον Θεό αμοιβή ενώ όσοι αμελήσουν το έργο τους θα δοκιμάσουν την
κατάγνωσιν. 70

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεώρει ιδιαίτερα σπουδαία την αποστολή του


αναδόχου γι’ αυτό και τον θεωρεί πάτερα του κατηχουμένου. «Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ

πατέρας ἔθος καλεῖν τοὺς τοιούτους πνευματικούς, ἵνα διὰ αὐτῶν τῶν ἔργων μάθωσιν

ὅσην ὀφείλουσι φιλοστοργίαν ἐν τῇ πνευματικῇ διδασκαλία περὶ τοὺς τοιούτους


71
ἐπιδεικνεῖσθαι.». Ωστόσο εφιστά την προσοχή και εις τους αναδεχομένους για τον

κίνδυνο της ραθυμίας. «Ἐμάθατε καὶ οἱ ἀναδεχόμενοι ὡς οὐ μικρὸς ὑμῖν ἐπήρτηται

κίνδυνος ῥᾳθυμήσασι.» 72 Ιδιαίτερης λοιπόν σημασίας φαίνεται να είναι η θέση του


αναδόχου και για τον ίδιο άλλα και για τον αναδεκτό.

Ο ανάδοχος δεν ήταν μόνο εγγυητής αλλά του ανατέθηκε και το έργο της
διδασκαλίας και της καθοδήγησης του ανθρώπου που είχε αναλάβει την ευθύνη 73 .

                                                            
68
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.47.
69
S.C.70, σ.142.
70
Αυτόθι,σ.141.
71
Αυτόθι,σ.142.
72
Αυτόθι ,σ.143.
73
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.52.

27 
 
Στο ψευδεπίγραφο σύγγραμμα, «Περί Εκκλησιαστικής ιεραρχίας» αναφέρεται
το πόσο σημαντική ήταν η θέση του αναδόχου άλλα και το ότι ήταν δύσκολο να
βρεθεί κάποιος χριστιανός που θα δεχθεί να γίνει ανάδοχος « Ὁ τούτων ἀγαπήσας τῶν

ὄντως ὑπερκοσμίων τὴν ἱερὰν μετουσίαν, ἐλθὼν ἐπὶ τίνα τῶν μεμυημένων, πείθει μὲν

αὐτόν,ἡγήσασθε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἱεράρχην ὁδοῦ, αὐτὸς δὲ ὁλικῶς ἐπακολουθήσειν

ἐπαγγέλεται τοῖς παραδοθησομένοις, καὶ ἀξιοῖ τῆς τε προσαγωγῆς αὐτοῦ, καὶ

συμπάσης τῆς ἐπὶ τὸ ἑξῆς ζώῃς τὴν ἐπιστασίαν ἀναδέξασθε.» 74

Η σημαντική αυτή πληροφορία μας δείχνει πόσο δύσκολο ήταν για κάποιον
που ενδιαφερόταν να γίνει χριστιανός να βρει κάποιον άνθρωπο χριστιανό τον οποίο
θα χρειαζόταν να πείσει, έτσι ώστε να αναλάβει και να εγγυηθεί απέναντι στην
Εκκλησιαστική κοινότητα, που την εκπροσωπεί ο ιεράρχης, για το ήθος, τις
προθέσεις άλλα και την πορεία του ανθρώπου. Αυτή η αναδοχή δεν θα είναι στιγμιαία
και δεν θα ορισθεί μέχρι την ώρα του Βαπτίσματος άλλα θα συνοδεύει τον ανάδοχο
για ολόκληρη την ζωή του, απέναντι στον Θεό άλλα και ολόκληρη την
Εκκλησιαστική κοινότητα.

Στην συνέχεια του κειμένου φαίνεται πόσο σημαντική ήταν αυτή η διεργασία
και περιγράφεται ολόκληρο το τυπικό της προσαγωγής του κατηχουμένου. «Τὸν δὲ

τῆς μὲν ἐκείνου σωτηρίας ἱερῶς ἐρῶντα, πρὸς δὲ τό τοῦ  πράγματος ὕψος

ἀντιμετροῦντα τὸ ἀνθρώπινον, φρίκη μὲν ἄφνω καὶ ἀμηχανία περιίσταται, τελευτῶν

δὲ ὅμως, ποιήσειν τὸ αἰτηθὲν ἀγαθοειδῶς ὡμολόγησε, καὶ παραλαβὼν αὐτὸν ἄγει

πρὸς τὸν τῆς ἱεραρχίας ἐπώνυμον.» 75 Με βάση το κείμενο συμπεραίνεται το πόσο


δύσκολο ήταν να αναλάβει κάποιος υποχρέωση αναδόχου στην Εκκλησία. Ο
άνθρωπος που προτείνεται για ανάδοχος ακροβατεί ανάμεσα στην αγάπη για τον
συνάνθρωπο του και στον φόβο της αδυναμίας του να ανταποκριθεί απέναντι σε
αυτήν του την υποχρέωση. Αυτή του η αναζήτηση επιλογής του προκαλεί αμηχανία.

Ωστόσο στο τέλος ο πιστός αποδέχεται το καθήκον της αναδοχής και


υπόσχεται για τον αναδεκτό του, ενώπιον της Εκκλησίας. Η επισφράγιση αυτής της

                                                            
74
P.G.3σ.393.
75
Αυτόθι,σ.393.

28 
 
υπόσχεσης έρχεται ενώπιον του Επισκόπου όταν ο ανάδοχος καθοδηγεί τον αναδεκτό
ενώπιον του.

5.3. Η ομάδα των κατηχουμένων.

Προ του Μυστηρίου του Βαπτίσματος ακολουθούνταν μια τακτική σειρά που
είχε να κάνει με την πνευματική πρόοδο των ενδιαφερομένων έτσι ώστε να φτάσουν
έτοιμοι στο Μυστήριο του Βαπτίσματος. Αυτή η πρακτική αφορούσε τις δύο κύριες
ομάδες των κατηχουμένων που είχαν αποφασίσει τη βάπτιση τους στο όνομα του
Χριστού. Αυτοί ήταν οι κατηχούμενοι και οι φωτιζόμενοι, ενώ η τρίτη ομάδα ήταν
απλοί ακροατές ή επισκέπτες.

Η κύρια κατήχηση ξεκινούσε με την ονοματογραφία του πιστού από τον


Επίσκοπο στην τάξη των κατηχουμένων. Ήταν μια ολόκληρη ακολουθία στην οποία
σημαντική θέση είχε ο ανάδοχος.

Ο ενδιαφερόμενος να εισέλθει στην τάξη των κατηχουμένων αναζητούσε


πρόσωπο που ανήκε στην Εκκλησία το οποίο αναδέχονταν την ευθύνη για την
κατήχηση του αναδεκτού. 76 Στη συνέχεια ακολουθούσε η προσαγωγή του υποψηφίου
κατηχουμένου από τον ανάδοχο ενώπιον του Επισκόπου ή εντεταλμένων κληρικών,
οι οποίοι θα εξέταζαν την πρόθεση του καθώς και τη μαρτυρία του αναδόχου.

Η τακτική αυτή δεν ήταν άγνωστη στην Εκκλησία και μαρτυρείται για πρώτη
φορά στο έργο του Ιππολύτου Ρώμης «Αποστολική παράδοσις» . 77

Ο Θεόδωρος Μουμψουεστίας διασώζει την πληροφορία της ονοματογραφίας


του ενδιαφερομένου για να εισέρθει στην τάξη των κατηχουμένων. Ο ενδιαφερόμενος
εντασσόταν στην τάξη των κατηχουμένων με δήλωση του ονόματός του σε ειδικό
εντεταλμένο πρόσωπο της Εκκλησίας. 78

Στη διδασκαλία αυτή εντασσόταν μαθήματα από την Άγια Γραφή καθώς και
θέματα ηθικής. Βέβαια η κατήχηση δεν ήταν σε καμιά περίπτωση μια συγκεκριμένη
                                                            
76
Yazigi Hani, «Η τελετή του Αγίου Βαπτίσματος , Θεσσαλονίκη 1982,σ.50.
77
S.C. 11. σ. 69.
78
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα
1996,σ.49.

29 
 
ηθικολογία ή μια σειρά από νομικές απαγορεύσεις τις οποίες έπρεπε να τηρήσουν με
θρησκευτική ευλάβεια οι νέοι χριστιανοί. Σκοπός των κατηχήσεων ήταν η αλλαγή
νοοτροπίας και σκέψης των ανθρώπων που γνώριζαν τον Χριστό έτσι ώστε να
αγαπήσουν πραγματικά τη χριστιανική ζωή και να την ακολουθήσουν με χαρά.

Η διδασκαλία ήταν μια υπεύθυνη εργασία. Έργο λεπτό που χρειαζόταν


σωστούς χειρισμούς επιδεξιότητα και ιδιαίτερη προσοχή. Για αυτό γινόταν
συστηματικά από εντεταλμένους κληρικούς άλλους λαϊκούς 79 αλλά και από τους
αναδόχους . 80

Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει ο Χρυσόστομος στην κατήχηση από τον ανάδοχο


προς τον αναδεκτό. Σε παραινέσεις του προς τους αναδόχους τονίζει, «τὰ γὰρ ῥήματα

ἃ ἐνταῦθα προίεσθε ἐγγράφεται ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τάς συνθῆκας ἅς διὰ τῆς γλώττης

προσφέρετε ἀνεξαλείπτει μένουσιν παρὰ τῷ δεσπότῃ». 81 Από εδώ συμπεραίνουμε ότι


η θέση του αναδόχου εκτός από την φερεγγυότητα του προσώπου προϋπέθετε τη
σωστή γνώση της πίστης και την υπευθυνότητά του για την κατάρτιση του
αναδεχομένου. Ίσως και για αυτόν τον σημαντικό λόγο να ήταν δύσκολο να αναλάβει
κάποιος χρέη αναδόχου, όπως μας πληροφορεί και το ψευδεπίγραφο αρεοπαγιτικό
σύγγραμμα. 82

5.4 Η ομάδα των φωτιζομένων.

Η ομάδα των φωτιζομένων αποτελεί την επίλεκτη ομάδα των κατηχουμένων.


Όπως φαίνεται και από το όνομα της ομάδας μέλη της ήταν οι άνθρωποι που θα
προσερχόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα προς το φώτισμα λαμβάνοντας το
Μυστήριο του Βαπτίσματος. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από πιστούς οι οποίοι
είχαν παρακολουθήσει για πολύ καιρό τις κατηχήσεις, είχαν μείνει στην τάξη των
κατηχουμένων και είχαν δείξει με την διαγωγή τους ότι ήταν πλέον έτοιμοι να μπουν
στο τελικό στάδιο της κατήχησης έτσι ώστε να φτάσουν στο Μυστήριο του
Βαπτίσματος.

                                                            
79
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977, σ.93.
80
Αυτοθι,σ.60.
81
S.C. 70. σ.143.
82
P.G.3.σ.393.

30 
 
Η συγκρότηση της ομάδας γινόταν κατά την αρχή της μεγάλης
Τεσσαρακοστής πριν την εορτή του Πάσχα, με σκοπό να λάβουν οι πιστοί το
Βάπτισμα κατά την νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου, ώστε να συμμετάσχουν στην
Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία. 83

Ο χρόνος εισαγωγής των πιστών ήταν περιορισμένος. Έτσι δεν ήταν δυνατόν
να εισέλθει στην τάξη των φωτιζομένων κάποιος κατηχούμενος ενώ είχαν ξεκινήσει
οι κατηχήσεις και βρισκόταν κατά το μέσον της μεγάλης Τεσσαρακοστής. Αυτή η
τακτική προτιμήθηκε προκειμένου ο πιστός να καταρτιστεί σωστά παρακολουθώντας
όλες τις προγραμματισμένες ομιλίες, άλλα και να προετοιμάζει σωστά παίρνοντας
μέρος σε κοινές με τους άλλους φωτιζόμενους προσευχές και εξορκισμούς, που
γινόταν κατά την διάρκεια των προβαπτισματικών κατηχήσεων. 84

Για να οριοθετήσει το θέμα του χρόνου εισαγωγής των κατηχουμένων στην


τάξη των φωτιζομένων η Σύνοδος τη Λαοδικείας εξέδωσε κανόνα, ο οποίος θέτει
τελευταίο χρονικό όριο εισαγωγής κατηχουμένων την δεύτερη εβδομάδα της μεγάλης
Τεσσαρακοστής. Μετά την παρέλευση αυτής οι κατηχούμενοι δεν θα γίνονταν
δεκτοί. 85

5.5 Η επιλογή των φωτιζομένων και η ονοματογραφία τους.

Πριν ξεκινήσουν οι κατηχήσεις της ομάδας των φωτιζομένων προηγούταν


επιλογή τους από την ομάδα των κατηχουμένων με βάση την πνευματική τους
πρόοδο. Τα κριτήρια ήταν αντικειμενικά με βάση την διαγωγή που έδειξε ο
κατηχούμενος κατά τη διάρκεια των κατηχήσεων καθώς και την πνευματική του
πρόοδο. Η διαδικασία δεν ήταν απλή. Η εξέταση γινόταν με σοβαρότητα και
πλαισιωνόταν με λατρευτικές ακολουθίες και προσευχές. Σημαντική σε αυτό το
στάδιο είναι η θέση και η μαρτυρία του αναδόχου, ο οποίος εγγυάται για τον
αναδεκτό του. Μετά την επιλογή των φωτιζομένων ακλουθούσε η ονοματογραφία
τους και η ένταξή τους στη νέα ομάδα που πορεύεται για το Βάπτισμα.

                                                            
83
Yazigi Hani, Η τελετή του Αγίου Βαπτίσματος, Θεσσαλονίκη 1982,σ.46
84
Αυτόθι,σ.53.
85
Ακανθοπουλου Προδρόμου, Κώδικας Ιερών κανόνων και Εκκλησιαστικών νόμων,
Κανόνας 45ος ,Συνόδου Λαοδικείας, Θεσσαλονίκη 1995, σ.282.

31 
 
Το τυπικό που ακολουθούνταν και στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων μας
διασώζεται στο «Οδοιπορικό» της Αιθερίας. «Επιπλέον, πρέπει να σας γράψω τον
τρόπο με τον οποίο διδάσκουν αυτούς οι οποίοι βαφτίστηκαν το Πάσχα. Αυτός που
δίνει το όνομα, το δίνει την παραμονή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και ένας ιερέας
καταγράφει τα ονόματα όλων, αυτό γίνεται την παραμονή από τις οκτώ εβδομάδες που
εδώ ονομάζεται Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Και όταν ο ιερέας έχει σημειώσει τα ονόματα
όλων, την επόμενη ημέρα αρχή της τεσσαρακοστής, δηλαδή την ήμερα που αρχίζουν οι
οκτώ εβδομάδες, τοποθετούν στην μέση της μεγάλης εκκλησίας μια θέση για τον
Επίσκοπο, εκεί που είναι το Μαρτύριο. Εκατέρωθεν των πλευρών του Επισκόπου,
κάθονται κάποιοι ιερείς σε θέσεις, ενώ το σύνολο των κληρικών στέκονται όρθιοι.
Στη συνέχεια, φέρνουν ένα προς ένα τους υποψηφίους, εάν είναι άνδρες συνοδεύονται
από τους πατέρες τους (τους αναδόχους) αν είναι γυναίκες με τις μητέρες τους (εννοεί
τις αναδόχους). Τότε, ο επίσκοπος ρωτά (τους αναδόχους) οι οποίοι βρίσκονται δίπλα
στους ανθρώπους που πλησιάζουν (για να Βαφτισθούν), λέγοντας «Αυτό το πρόσωπο
που καθοδηγείτε έχει τίμια ζωή; σέβεται τους γονείς του; Η μήπως κυριεύεται από
την μέθη και το ψέμα;» Στον καθένα κάνει με τρόπο σοβαρό το ίδιο ερωτηματολόγιο
για όλα τα αμαρτήματα .» 86

Η θέση του αναδόχου και εδώ φαίνεται ιδιαιτέρως βαρύνουσας σημασίας. Η


Αιθερία μας διασώζει ότι στα Ιεροσόλυμα υποχρέωση αναδοχής αναλάμβαναν
άνθρωποι του ιδίου φύλου, οι οποίοι και κατηχούσαν τους αναδεκτούς τους.

Όταν όμως κατά την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δημιουργούνταν η


ομάδα των φωτιζομένων τότε γινόταν μια ολόκληρη κρίση, για το εάν ο έως τότε
εβρισκόμενος στην ομάδα των κατηχουμένων ήταν έτοιμος ώστε να εισαχθεί στην
ομάδα των φωτιζομένων.

Κατά την τελευταία μέρα πριν την Τεσσαρακοστή δηλωνόταν σε κάποιον


υπεύθυνο ιερέα τα ονόματα των υποψηφίων προς ένταξη κατηχουμένων στην ομάδα
των φωτισθέντων. Την επόμενη ημέρα, αρχή της Τεσσαρακοστής, γίνονταν η κρίση
και η εξέταση των υποψηφίων φωτιζομένων. Αυτή η εξέταση γινόταν ενώπιον
ολοκλήρου του ιερατείου από τον Επίσκοπο ο οποίος καθόταν σε κεντρική θέση μέσα
στον ναό. Η εξέταση ήταν ξεχωριστή για τον κάθε ένα πιστό, προκειμένου να
αποφευχθεί ακαταστασία και σύγχυση αλλά και για να υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα περί
                                                            
86
The pilgrimage of Etheria,σ.90.

32 
 
του ανθρώπου που θα εντασσόταν στους φωτιζόμενους. Σε αυτή την εξέταση πρώτα
ρωτούνταν ο ανάδοχος, που ήταν ουσιαστικά κατηχητής και εγγυητής, για τη ζωή
του ανθρώπου για το εάν κρίνεται αυτός σωστός. Από αυτό το σημείο γίνεται
κατανοητό ότι η επικοινωνία αναδόχου και αναδεκτού ήταν τακτική κατά τη διάρκεια
των ετών των κατηχήσεων, καθώς και ότι πλέον είχε σχηματίσει γνώμη για τον
αναδεκτό του, την οποία και εξέφραζε ενώπιον του Επισκόπου και των πρεσβυτέρων.

Η μαρτυρία του αναδόχου είναι τελικά αυτή η οποία θα κρίνει αν ο άνθρωπος


είναι έτοιμος να βαπτιστεί ή όχι. Την απόφαση αυτή θα λάβει ο Ιεράρχης με βάση την
προηγούμενη μαρτυρία του αναδόχου. «Αν ο υποψήφιος είναι άνθρωπος που δεν
βαρύνεται για όλα αυτά που ερωτήθηκε ενώπιον των μαρτύρων, ο επίσκοπος γράφει με
το ίδιο του το χέρι το όνομα του. Αλλά αν (ο υποψήφιος) κατηγορείται για μερικά
παραπτώματα ο επίσκοπος δεν τον δέχεται λέγοντάς του: Να διορθωθείς και όταν
καλυτερεύσεις, τότε θα προχωρήσεις στο βάπτισμα» 87 .

Από το παραπάνω κείμενο φαίνεται πόσο σημαντική για την Εκκλησία ήταν η
θέση του αναδόχου. Ανάλογα με την μαρτυρία του αναδόχου διαμορφωνόταν και η
κρίση του Επισκόπου για το εάν έπρεπε να βαπτιστεί κάποιος ή όχι.

Η προς στιγμήν αναβολή της εγγραφής κάποιων στην ομάδα των


κατηχουμένων λειτουργούσε παιδαγωγικά. Η Εκκλησία δεν τους απέρριπτε αλλά
αντίθετα τους πρότεινε διόρθωση και αλλαγή σε κάποια σημεία στα όποια υπήρχε
πρόβλημα. Ενδιαφέρον της Εκκλησιάς δεν ήταν η άκριτη εισέλευση πιστών στις
τάξεις της προκείμενου η ίδια να οχυρωθεί έναντι κάποιων αιρετικών ομάδων,
αποκτώντας ικανό αριθμό πιστών, αλλά η ουσιαστική πίστη των ανθρώπων που την
προσέγγιζαν και η αληθινή τους στάση απέναντι στην Εκκλησιαστική ζωή.

Επίσης ένα άλλο σημαντικό μέλημα της Εκκλησίας ήταν η προστασία των
πιστών από λανθασμένες διδασκαλίες που θα δημιουργούσαν σύγχυση στην
χριστιανική κοινότητα. Αυτού του είδους η πρακτική διασφάλιζε κατά ένα σημαντικό
μέρος την ποιότητα των εισερχομένων νέων χριστιανών.

Τέλος, αυτή η επιλογή μας δείχνει ότι το Βάπτισμα στην αρχαία Εκκλησιά
συνεπαγόταν με αλλαγή νοοτροπίας και στάσης ζωής. Δεν ήταν μια τυπική
θρησκευτική τελετή, αλλά αντίθετα ένα ουσιαστικό Μυστήριο, στο οποίο όποιος
                                                            
87
Αυτόθι,σ.91.

33 
 
ήθελε να προσέλθει χρειαζόταν να αλλάξει νοοτροπία και στάση ζωής, να πιστέψει
ουσιαστικά και μόνο τότε να προσέλθει στο Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Μια ακόμη παράμετρο της εξέτασης προκειμένου να γίνει κάποιος


κατηχούμενος μας διασώζει η Αιθερία. Αυτή η παράμετρος έχει να κάνει με όσους
δεν ήταν από τα Ιεροσόλυμα. «Αλλά για αυτούς που είναι ξένοι, δεν είναι εύκολο να
προχωρήσουν στο Βάπτισμα, εκτός αν υπάρχουν μάρτυρες από εδώ που να τους
ξέρουν». 88 Στο κείμενο δεν διευκρινίζει ποιους εννοεί ξένους, και αν αυτοί οι
άνθρωποι ήταν από γειτονικές περιοχές και εργαζόταν στα Ιεροσόλυμα ή αν ήταν
διαφορετικής εθνικής καταγωγής. Πάντως από το κείμενο φαίνεται ότι και αυτοί
μπορούσαν να πάρουν μέρος στις κατηχήσεις και να προχωρήσουν προς το
Βάπτισμα, εάν υπήρχε για αυτούς εγγύηση από τους αναδόχους τους. Εδώ
παρατηρείται πως στην Εκκλησία δεν υπήρχαν ανάμεσα στους μελλοντικούς πιστούς
φυλετικές διακρίσεις, αλλά για όλους επικρατούσε η ίδια τακτική επιλογής, κάτι
πολύ σημαντικό που μαρτυρεί πως η Εκκλησία φέρεται το ίδιο απέναντι σε όλους
τους ανθρώπους, με βάση το ανθρώπινο πρόσωπο και κανένα άλλο κριτήριο. Η
επιφύλαξη απέναντι στους άγνωστους ξένους είναι φυσιολογική μια και η Εκκλησία
δεν γνωρίζει κάτι για αυτούς τους ανθρώπους, αλλά εφόσον εγγυηθεί ο ανάδοχος για
το συγκεκριμένο πρόσωπο, ήρετο η κάθε επιφύλαξη.

Επίσης στο ψευδεπίγραφος φερόμενο αρεοπαγιτικό σύγγραμμα «Περί


Εκκλησιαστικής ιεραρχίας» σώζεται ολόκληρο το τυπικό προσαγωγής του μέλλοντος
φωτιζομένου μαζί με τον ανάδοχο του ενώπιον του Επισκόπου άλλα και ολοκλήρου
του ιερατείου.

Στο παρόν σύγγραμμα ωστόσο υπάρχει μια ασάφεια. Η διαδικασία υποδοχής


του υποψηφίου φωτιζομένου δεν διακρίνεται χρονικώς από την τέλεση του
Βαπτίσματος, αλλά αναφέρεται ως μια ενιαία διαδικασία. Ωστόσο, το όλο σύγγραμμα
αφήνει να εννοηθεί ότι προ του Βαπτίσματος είχε προηγηθεί κατήχηση. Το μη
εκτιθέμενο αλλά εμμέσως μαρτυρούμενο τμήμα της κατήχησης, αποδεικνύει ότι δεν
πρόκειται περί συνεχομένων χρονικά γεγονότων, αλλά προφανώς προηγούταν

                                                            
88
Αυτόθι,σ.19.

34 
 
κατήχηση προ του Βαπτίσματος. 89 Η μόνη διαφορά –που προκαλεί και την ασάφεια-
είναι ότι δεν έχει καταγραφεί η χρονική διαφοροποίηση.

Η ονοματογραφία και εδώ δεν γίνεται απλά αλλά ακολουθείται ένα ολόκληρο
τελετουργικό τυπικό.«Καὶ παραλαβὼν (ὁ ἀνάδοχος) αὐτὸν ἄγει πρὸς τὸν τῆς

ἱεραρχίας ἐπώνυμον. Ὁ δὲ(Ἐπίσκοπος) μετ’ εὐφροσύνης, ὡς τὸ ἐπ’ ὠμων πρόβατον

εἰσδεξάμενος τοῖν ἀνδροῖν, ἐσέφθη πρῶτα καὶ ὑμνεῖ διὰ νοερὰς εὐχαριστίας καὶ

σωματοειδοῦς προσκυνήσεως ,τὴν μίαν ἀγαθοεργέτην ἀρχήν…». 90

Εδώ ο συγγραφέας με την χρήση της βιβλικής εικόνας του ποιμένος


Χριστού, που αναζήτα το χαμένο πρόβατο και όταν το βρει το βάζει στους ώμους
χαρούμενος γιατί το βρήκε, 91 υπενθυμίζει το πόσο χαρμόσυνο γεγονός για τον
Επίσκοπο είναι η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που θέλει να γίνει μέλος της
Εκκλησίας. Υπενθυμίζει όμως και την ευθύνη που πλέον φέρει ο επίσκοπος ως
ποιμένας για το νέο μέλος του ποιμνίου του. 92

Ο Επίσκοπος δέχεται με χαρά τους δυο ανθρώπους ανάδοχο και αναδεκτό και
έπειτα με προσευχή και προσκύνηση ευχαριστεί και υμνεί τον Θεό που σώζει. 93

Στην συνέχεια ακολουθεί η εξέταση του υποψηφίου από τον Επίσκοπο


παρουσία ολοκλήρου του ιερατείου άλλα και ολοκλήρου του πληρώματος της
Εκκλησίας.«Εἶτα πᾶσαν ἱερὰν διακόσμησιν, ἐπὶ συνεργία μὲν καὶ συνεορτάσει τῆς

τἀνδρὸς σωτηρίας, εὐχαριστία δὲ τῆς θείας ἀγαθότητος, εἰς τὸν ἱερὸν χῶρον

συναγαγών, ἐν ἀρχῇ μὲν ὕμνον τινὰ τοῖς λογίοις ἐγκείμενον ἅμα πᾶσι τοῖς τῆς

Ἐκκλησίας πληρώμασιν ἱερολογεῖ. Καὶ μετὰ τοῦτο τὴν ἱερὰν ἀσπασάμενος τράπεζαν,

πρὸς τὸν ἄνδρα παρόντα προεῖσι, καὶ πυνθάνεται παρ’ αὐτοῦ τί βουλόμενος ἤκοι.» 94

                                                            
89
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.73-75.
90
P.G.3σ.393.
91
Κ.Δ. Κατά Λουκάν, 15,4-6.
92
P.G.3σ.393.
93
Αυτόθι,σ.393.
94
Αυτόθι,σ.393.

35 
 
Από το κείμενο συμπεραίνουμε ότι δεν ήταν μια απλή διαδικασία άλλά
αντίθετα μια ολόκληρη ακολουθία στην όποια έπαιρνε μέρος ολόκληρη η
Εκκλησιαστική κοινότητα. Από εδώ συμπεραίνουμε ότι τα Μυστήρια της Εκκλησίας
δεν ήταν μια απλή ιδιωτική τελετή αλλά υπόθεση ολόκληρης της εκκλησιαστικής
κοινωνίας των πιστών η οποία ενδιαφέρεται για το νέο μέλος της.

Ενώπιον λοιπόν όλων των πιστών κληρικών και λαϊκών, ο μέλλων βαπτισθείς
συνοδευόμενος από τον ανάδοχό του, αναιρεί την μέχρι τότε ζωή του και ζητεί την
προσευχή του Ιεράρχη, για να καταφέρει ο ίδιος να λάβει την ευλογιά του Θεού. Ο
αναδεχόμενος κινείται όπως τον έχει συμβουλέψει ο ανάδοχος και απαντά στις
ερωτήσεις του ιεράρχη, ο οποίος αρχικά τον συμβουλεύει να ακολουθεί την ένθεη
ζωή, εάν ο μέλλων φωτίσεις άνθρωπος αποδεχτεί αυτόν τον τρόπο ζωής τότε το
ομολογεί ενώπιον του Επισκόπου, των κληρικών και όλης της εκκλησιαστικής
κοινότητας.

Μετά το σύντομο διάλογο και την ομολογία από την πλευρά του
ενδιαφερομένου χριστιανού γίνεται η επίσημη καταγραφή του στην ομάδα των
φωτιζομένων. «Μετὰ  τὴν  ὁμολογίαν  (ο  Επίσκοπος)  ἐπιτίθησιν  αὐτοῦ  τῇ 

κεφαλὴ τὴν χεῖραν καὶ σφραγισάμενος, ἀπογράψασθε κελεύει τοῖς ἱερεῦσι 
95
τὸν  ἄνδρα  καὶ  τὸν  ἀνάδοχον». Από το κείμενο παρατηρούμε ότι η καταγραφή
του νέου κατηχουμένου ανθρώπου στην ομάδα των φωτιζομένων δεν ήταν μια απλή
διοικητική πράξη αλλά συνοδευόταν από λειτουργικές πράξεις όπως ύμνους και
προσευχές, καθώς και σφράγιση της κεφαλής του ενδιαφερομένου ανθρώπου. Ο
Επίσκοπος με τη σφράγιση, δηλαδή την δημιουργία του σταυρού με το χέρι του πάνω
στο κεφάλι του υποψηφίου και την ευλογία του τον θέτει πλέον στους έτοιμους προς
το φώτισμα ανθρώπους. Η επικύρωση της όλης ακολουθίας γίνεται με την καταγραφή
των ονομάτων του νέου φωτιζομένου και του αναδόχου του έπειτα από εντολή του
Επισκόπου, από τους αρμοδίους κληρικούς.

Αυτή η καταγραφή των ονομάτων έχει ιδιαίτερη σημασία για ολόκληρη την
εκκλησιαστική κοινωνία αλλά και για τους ενδιαφερομένους για το βάπτισμα
ανθρώπους. Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι ένας ανώνυμος ακροατής, ούτε και ο
κατηχούμενος αλλά αναβαθμίζεται στην τάξη των φωτιζομένων. Το πόσο σημαντική

                                                            
95
Αυτόθι,σ.396.

36 
 
είναι αυτή τη στιγμή η θέση του αναδόχου φαίνεται από την καταγραφή και του
ονόματός του δίπλα στον νέο φωτιζόμενο. Ο ανάδοχος ως εγγυητής πλέον απέναντι
στην Εκκλησιαστική κοινότητα αναλαμβάνει και επίσημα την ευθύνη για τον
αναδεκτό του.

Η ακολουθία της ονοματογραφίας όσων εισερχόταν στην τάξη των


φωτιζομένων ήταν μια ακολουθία που γινόταν με κάθε επισημότητα καθώς η νέα
ομάδα των φωτιζομένων βρισκόταν στην τελική ευθεία για να λάβει το Μυστήριο του
Βαπτίσματος. Αυτή η ονοματογραφία προφανώς ήταν η δεύτερη που ακολουθούσε,
μετά την πρώτη καταγραφή των ανθρώπων στην ομάδα των κατηχουμένων.

Το τυπικό που ακολουθούταν, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν μια πρώτη


καταγραφή των ονομάτων όσων ήθελαν να παρακολουθήσουν τις κατηχήσεις στην
ομάδα των κατηχούμενων. Κατά την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής
δημιουργούταν μια νέα ομάδα αυτή των φωτιζομένων. Ουσιαστικά η ομάδα των
φωτιζομένων ήταν οι επίλεκτοι κατηχούμενοι που είχαν κριθεί έτοιμοι για το
Βάπτισμα. Όταν συγκροτούνταν αυτή η ομάδα ακλουθούσε εξέταση των υποψηφίων
από τον Επίσκοπο και εκ νέου καταγραφή αυτών και των αναδοχών τους στη νέα
ομάδα.

5.6 Οι εξορκισμοί.

Η Αιθερία μας σώζει ότι στην Εκκλησιά των Ιεροσολύμων πριν από τις
κατηχήσεις προηγούνταν εξορκισμοί στους όποιους έπαιρναν μέρος οι φωτιζόμενοι.
«Εδώ όσοι πρόκειται να βαφτισθούν συνηθίζουν, όλο το διάστημα των σαράντα
ημερών, να δέχονται στην αρχή εξορκισμούς, από τους κληρικούς το πρωί μετά την
απόλυση στην Ανάσταση». 96

Αυτοί οι εξορκισμοί γινόταν στα Ιεροσόλυμα στον ναό της Αναστάσεως


μετά την πρωινή Θεία Λειτουργία από τους κληρικούς , προς τους φωτιζομένους. Η
διευκρίνηση μετά το τέλος της απόλυσης δείχνει ότι οι φωτιζόμενοι δεν συμμετείχαν
στην Θεία Λειτουργία. Προφανώς εισερχόταν στο ναό μετά την απόλυση των πιστών
και το τέλος της Θειας Λειτουργίας.

                                                            
96
The pilgrimage of Etheria, σ. 90.

37 
 
Οι εξορκισμοί σίγουρα γινόταν ανεξάρτητα από τη διδασκαλία, από ειδικούς
εντεταλμένους, τους εξορκιστές. Υπήρχε σαφέστατη διάκριση μεταξύ διδασκάλων
και εξορκιστών 97 κάτι που επιβεβαιώνει και η προτροπή του Κυρίλλου Ιεροσολύμων
προς τους φωτιζομένους να συχνάζουν στους εξορκισμούς. 98

Στην λατρεία της Εκκλησίας, με τον όρο «εξορκισμός» ή «επιορκισμός»


περιγράφεται η αγιαστική πράξη που έχει σκοπό την απαλλαγή του ανθρώπου από
την δαιμονική επήρεια. Είναι η προσευχή που απευθύνεται στο Θεό για την εκδίωξη
του δαίμονα, μακριά από τον άνθρωπο. Οι εξορκιστικές ευχές κεντρικό άξονα έχουν
την επίκληση του ονόματος του Θεού ή του Ιησού Χριστού για την εκδίωξη των
δαιμόνων 99 .

Η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας χρησιμοποίησε τους εξορκισμούς στους


φωτιζομένους πριν το Βάπτισμα. Σκοπός των εξορκισμών ήταν η θεραπεία των
ανθρώπων από την επήρεια του κακού. Αυτόν εξ’ άλλου το σκοπό είχαν τα σημεία
του Ιησού Χριστού, όταν με τα σημεία του θεράπευε πάρα πολλούς ανθρώπους
απελευθερώνοντάς τους από την κυριαρχία των δαιμονίων. Την ιδία πρακτική
ακολούθησαν και οι άμεσοι διάδοχοι του Χριστού, οι Απόστολοι. Αυτήν ακριβώς την
πρακτική υιοθετεί η Εκκλησία προ του Βαπτίσματος το οποίο δεν είναι για τον
άνθρωπο μια απλή θεραπεία αλλά μια νέα γέννηση. Σε αυτό το Μυστήριο ο
άνθρωπος χρειαζόταν να έρθει καθαρός από κάθε δαιμονική επήρεια, γι’ αυτό και
στους φωτιζομένους διαβαζόταν καθημερινά εξορκισμοί. 100 Αυτή η ακολουθία των
εξορκισμών διαρκούσε ολόκληρη την Τεσσαρακοστή. 101

Κατά τη διάρκεια των εξορκισμών οι φωτιζόμενοι προσέρχονταν σε μικρές


ομάδες, προς τους εξορκιστές ενώ οι πόρτες του ναού παρέμεναν κλειστές. 102

                                                            
97
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.61.
98
P.G. 33,σ.376-377.
99
Φίλια Γεωργίου, Οι εξορκισμοί ως θεραπευτική λειτουργική δραστηριότητα,
στο http://www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees/liturgical/filias_daimones.pdf, 19-07-2009.
100
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.61.
101
The pilgrimage of Etheria σ.91.
102
Yazigi Hani, Η τελετή του Αγίου Βαπτίσματος, Θεσσαλονίκη 1982, σ.58.

38 
 
Ο Θεόδωρος Μουμψουεστίας αναφέρει πως ο φωτιζόμενος κατά την
διάρκεια των εξορκισμών στέκεται πάνω σε ένα κομμάτι ύφασμα. Αυτό το ύφασμα
είναι τριχωτό και προέρχεται από δέρμα ζώου. Αυτό το τρίχινο ύφασμα ονομάζεται
«Cilicium» (κιλίκιο), και υποδηλώνει του τρίχινους χιτώνες με τους οποίους
περιέβαλε ο Θεός τους πρωτόπλαστους μετά την πτώση. 103

Στις κατηχήσεις του Ιωάννου του Χρυσοστόμου σώζεται η μαρτυρία της


στάσης των κατηχουμένων ανυπόδητων πάνω σε αυτό το τρίχινο ύφασμα έχοντας τα
χέρια τους σε έκταση. 104

5.7 Ο τόπος, ο τρόπος και το περιεχόμενο των κατηχήσεων.

Η κατήχηση γινόταν σε συγκεκριμένο τόπο όπου βρισκόταν ως διδάσκαλός


τους ο Επίσκοπος ή οι αρμόδιοι κληρικοί και κατηχητές. Συνήθως επιλεγόταν
κάποιος κεντρικός ναός, ο οποίος ήταν γνωστός σε όλους και υπήρχε εύκολη
πρόσβαση.

Στα Ιεροσόλυμα ο τόπος διεξαγωγής των κατηχήσεων ήταν ένα κτηριακό


συγκρότημα ναών που υπήρχε στον Γολγοθά, το οποίο είχε ανεγερθεί επι Μεγάλου
Κωνσταντίνου. Σύμφωνα με μαρτυρία στο οδοιπορικό της Αιθερίας το συγκρότημα
αποτελούνταν από ενός κυκλικού σχήματος ναό του Παναγίου Τάφου που
ονομάζεται Ναός της Αναστάσεως, μια πεντάκλιτη βασιλική που ονομαζόταν
«Μαρτύριο» και βρισκόταν στον Γολγοθά καθώς και το βαπτιστήριο το οποίο
αγνοούμε την ακριβή τοποθεσία του. 105

Η Αιθερία αναφέρει ότι μετά το τέλος των εξορκισμών ξεκινούσε η


κατήχηση. «Αμέσως μετά (τους εξορκισμούς) τοποθετούνταν μια θέση για τον επίσκοπο
στο μαρτύριο , στην μεγάλη εκκλησία. Γύρω από τον επίσκοπο και κοντά του κάθονται
όσοι πρόκειται να βαφτισθούν άνδρες και γυναίκες. Δίπλα τους βρίσκονται οι ανάδοχοι
τους. Επίσης από τον λαό όσοι θέλουν να ακούσουν έρχονται και κάθονται αλλά μόνον
όσοι είναι πιστοί( βαπτισμένοι)». Η κατήχηση γινόταν με τακτικές διδασκαλίες και

                                                            
103
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.64-65.
104
S.C.70, σ.141.
105
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977, σ.36- 38.

39 
 
τέτοιο τρόπο έτσι ώστε οι φωτιζόμενοι να νιώθουν οικείο το περιβάλλον στο οποίο
συναντούνται.

Η θέση του Επισκόπου στο κέντρο κατά τη ώρα της διδασκαλίας ο οποίος
περιβάλλεται από τούς μέλλοντας φωτισθέντας αναγάγει την σκέψη στην βιβλική
εικόνα του Χριστού διδάσκοντος, περιβαλλομένου από τα πλήθη των ακροατών.
Αυτή η πρακτική βοηθούσε τους ανθρώπους να νιώσουν οικειότητα με τον Επίσκοπο
και τον περιβάλλοντα χώρο έτσι ώστε οι ίδιοι να είναι στην διδασκαλία περισσότερο
δεκτικοί αισθανόμενοι ότι διδάσκονται από τον πνευματικό τους πατερά στον οίκο
του Θεού. Επίσης, σημαντική είναι και η παρουσία των αναδόχων κατά τις
κατηχήσεις. Αυτή η συνήθεια της ακρόασης των κατηχήσεων και από τους
αναδόχους σκοπό είχε την καλύτερη κατάρτιση των αναδεχομένων αλλά και την
αίσθηση προστασίας των μελλοντικών χριστιανών από τους αναδόχους τους.

Ουσιαστικά η συγκεκριμένη ομάδα λόγω της συχνότητας αυτών των κοινών


συνάξεων ανέπτυσσε κάποιον συνδετικό δεσμό, ενώ εκ των πραγμάτων
γνωριζόντουσαν καλυτέρα οι άνθρωποι μεταξύ τους. Οι φωτιζόμενοι είχαν την
ευκαιρία να γνωριστούν με άλλους συμφωτιζομένους, με τους αναδόχους , με τους
βαπτισμένους πιστούς και κυρίως με το ιερατείο και τον Επίσκοπο. Αυτό βοηθούσε
κατά την ώρα της διαρκείας του Βαπτίσματος και της εισαγωγής τους στην
Εκκλησιαστική κοινότητα να υπάρχει μια σημαντική ενότητα η όποια δημιουργήθηκε
κατά την περίοδο των κατηχήσεων.

Όμως η παρουσία και άλλων βαπτισμένων πιστών κατά την διάρκεια των
κατηχήσεων μαρτυρεί το ενδιαφέρον των πιστών για να συμπληρώσουν την γνώση
ακούγοντας τις κατηχήσεις, καθώς η παρουσία τους έχει καταλυτική σημασία για την
ενότητα της Εκκλησίας. Οι φωτιζόμενοι ήταν δυνάμει νέα μέλη της Εκκλησίας, σε
λίγες μέρες θα ανήκαν παλιοί και νεοφώτιστοι χριστιανοί στην ίδια κοινότητα. Η
παρουσία των χριστιανών στις κατηχήσεις βοηθούσε και στην αλληλογνωριμία τους
καθώς και στην ομαλή υποδοχή τους μέσα στην εκκλησιαστική κοινωνία μετά την
βάπτιση τους. Συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτές τις δυο ομάδες ανθρώπων ήταν ο
ανάδοχος, ο οποίος φρόντισε για την ομαλή μετάβαση αλλά και την σωστή παρουσία
των νεοφώτιστων μέσα στο Εκκλησιαστικό πλήρωμα.

Επίσης, η χρήση του ναού ως χώρου των κατηχήσεων δημιουργούσε μια


αίσθηση οικειότητας στους φωτιζομένους οι οποίοι με το Βάπτισμα τους δεν θα

40 
 
εισερχόταν σε έναν χώρο άγνωστο για αυτούς αλλά σε ένα χώρο γνώριμο και οικείο,
με γνωστούς σε αυτούς ανθρώπους.

Το περιεχόμενο των φωτισματικών κατηχήσεων σίγουρα περιείχε θέματα


μέσα από την Αγία Γραφή καθώς και δογματικά θέματα. Επίσης, γινόταν εκτενής
ενημέρωση περί του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. 106

Οι βαπτισματικές κατηχήσεις του Ιωάννη του Χρυσοστόμου περιείχαν θέματα


διδασκαλίας από την Αγία Γραφή, ξεκινώντας από την δημιουργία του ανθρώπου,
την εγκατάστασή του στον παράδεισο, την πτώση του ανθρώπου αλλά και την άπειρη
ευσπλαχνία του Θεού για τον άνθρωπο 107 . Επίσης ιδιαίτερη σημασία δίνει ο
Χρυσόστομος σε ηθικές παραινέσεις προς τους κατηχουμένους.

Εκτός όμως από το πλήθος των ηθικών παραινέσεων ο Χρυσόστομος


στηρίζεται στη διδασκαλία και την ανάλυση του Συμβόλου της Πίστεως, το οποίο
χαρακτηρίζεται ως θεμέλιος λίθος για την ανοικοδόμηση της όλης της Χριστιανικής
προσωπικότητας. Το κέντρο βάρους βρίσκεται στην αναλυτική παρουσίαση και στην
μελέτη του Σύμβολου της πίστεως Νικαίας- Κωνσταντινουπόλεως, 108 που αποτελούσε
την πρόσφατη οριοθέτηση της Ορθοδόξου πίστεως. 109

Ο Κύριλλος Ιεροσολύμων στις κατηχητικές του ομιλίες αναφέρεται και στο


Μυστήριο του Βαπτίσματος και στην αξία του καθώς και στα αγαθά που προέρχονται
από αυτό. Επίσης λαμβάνοντας αφορμή από χωρία της Αγίας Γραφής αναλύει
ζητήματα ηθικής και προτρέπει τους φωτιζόμενους σε μια ηθική ζωή. Αναφέρεται
ακόμη στα χαρίσματα του Άγιου Πνεύματος ενώ και ο ίδιος προβαίνει σε ανάλυση
και μελέτη του Συμβόλου της Πίστεως. 110

                                                            
106
Φίλια Γεωργίου, Το βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.54.
107
Αυτοθι,σ.56.
108
Το σύμβολο Πίστεως Νικαίας –Κωνσταντινουπόλεως αποτελείται από 12 άρθρα και ονομάζεται
έτσι επειδή τα οκτώ πρώτα άρθρα του συντάχθηκαν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στην
Νίκαια και τα τέσσερα επόμενα στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στην Κωνσταντινούπολη. Για
αυτό και το συνταχθέν κείμενο ονομάστηκε Σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως.
109
Φίλια Γεωργίου, Το βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ. 58.
110
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977,σ.196.

41 
 
Η Αιθερία καταγράφει με λεπτομέρεια το περιεχόμενο των κατηχήσεων προς
τους φωτιζομένους που γινόταν στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων.«Οι
κατηχούμενοι 111 δεν έρχονται εν όσο(χρόνο ) ο Επίσκοπος διδάσκει τον νόμο με αυτόν
τον τρόπο, αρχίζοντας από την Γένεση, όλες αυτές τις σαράντα ημέρες, διατρέχει όλες
τις γραφές, κάνοντας φιλολογική και έπειτα πνευματική ερμηνεία. Το ίδιο κάνει και για
την Ανάσταση και για την πίστη, τους διδάσκει για όλα αυτά σαράντα ημέρες. Την
διδασκαλία αυτή την ονομάζουν κατήχηση. Μετά από πέντε εβδομάδες κατηχήσεως,
τους διδάσκουν το Σύμβολο και τους εξηγούν την διδασκαλία του ,όπως κάνουν και για
όλες τις γραφές, φράση –φράση αρχικά φιλολογικά και έπειτα πνευματικά. Έτσι εξηγούν
και το Σύμβολο… όλοι οι κατηχούμενοι παρακολουθούν όλες αυτές τις σαράντα μέρες
από την πρώτη ως την τρίτη ώρα η κατήχηση διαρκεί αυτές τις τρεις ώρες… μετά την
απόλυση της κατήχησης, κατά την τρίτη ώρα, αμέσως ψάλλοντας ύμνους οδηγούν τον
Επίσκοπο ξανά στην Ανάσταση και γίνεται απόλυση κατά την τρίτη ώρα. Έτσι η
διδασκαλία γίνεται καθημερινά επι τρεις ώρες επι επτά εβδομάδες.» 112

Από την αναλυτική περιγραφή της Αιθερίας αντιλαμβανόμαστε ότι η


κατήχηση δεν ήταν κάτι το απλό.

Η αρχική φιλολογική ανάλυση των Γραφών και του Συμβόλου μας δείχνει
ότι οι άνθρωποι αδυνατούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς έλεγε το κείμενο. Ας μην
λησμονούμε ότι μπορεί τις φωταγωγικές κατηχήσεις να τις παρακολουθούσαν και
άνθρωποι οι οποίοι δεν γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα ή ακόμη και κάποιοι
διαφορετικών εθνών. Με βάση τη σωστή γραμματική ερμηνεία ο Επίσκοπος
προχωρούσε στη θεολογική ερμηνεία των εξεταζομένων κειμένων, αποφεύγοντας
έτσι παρανοήσεις και παρεξηγήσεις.

Η πολύωρη κατήχηση όλες αυτές τις σαράντα ημέρες ήταν μια ευκαιρία για
σωστή κατανόηση της χριστιανικής πίστεως ενώ ταυτόχρονα λειτουργούσε και ως
ένα κριτήριο ειλικρινείας του προσερχόμενου, ο οποίος έπρεπε να θυσιάσει χρόνο
και να κοπιάσει προκείμενου να μάθει τη διδασκαλία και να την κατανοήσει σωστά.

                                                            
111
Εδώ η Αιθερία δεν εννοεί τους φωτιζομένους αλλά τους ανθρώπους της προηγουμένης τάξης των
κατηχουμένων ,οι οποίοι απαγορευόταν να έρθουν στις κατηχήσεις των φωτιζομένων.
112
The pilgrimage of Etheria, σ. 91-92.

42 
 
Η καθημερινή συστηματική διδασκαλία της πίστεως η οποία περιστοιχιζόταν
από στοιχεία λατρευτικής ζωής με τη χρήση αυτών των πρώτων λειτουργικών
στοιχείων, ύμνων και προσευχών, λειτουργεί εισαγωγικά για τους φωτιζομένους
δίνοντάς τους μια πρόγευση της λατρευτικής ζωής που θα γευτούν με το Μυστήριο
του Βαπτίσματος.

5.8 Προβαπτισματική ομιλία και νηστεία.

Με το τέλος της μεγάλης Τεσσαρακοστής και της αρχή της Μεγάλης


Εβδομάδας οι κατηχήσεις είχαν τελειώσει και οι φωτιζόμενοι ήταν έτοιμοι να
προσεγγίσουν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου το Μυστήριο του βαπτίσματος.

Η Αιθερία μας διασώζει στο οδοιπορικό της ολόκληρο το τυπικό της


τελευταίας εβδομάδας πριν το Βάπτισμα για τους φωτιζομένους. « Όταν περάσουν οι
επτά εβδομάδες και δεν μένει πια παρά η εβδομάδα του Πάσχα που εδώ την ονομάζουν
μεγάλη Εβδομάδα, τότε ο Επίσκοπος έρχεται το πρωί στην μεγάλη Εκκλησία, το
Μαρτύριο. Στο βάθος της αψίδας, πίσω από την αγία Τράπεζα, βάζουν μια θέση για τον
Επίσκοπο και έρχονται όλοι ένας-ένας εκεί, οι άνδρες με τους πατέρες τους (τους
αναδόχους) και οι γυναίκες με τις μητέρες τους (τις αναδόχους), και απαγγέλουν το
σύμβολο στον Επίσκοπο. Μετά την απαγγελία του Συμβόλου ο επίσκοπος κάνει ομιλία
σε όλους και λέει: Κατά την διάρκεια αυτών των εβδομάδων κατηχηθήκατε σε όλο το
θέλημα του Θεού, που περιέχεται στις Γραφές και ακούσατε να γίνεται λόγος για την
πίστη. Ακούσατε για την ανάσταση της σαρκός καθώς και για όλο το δογματικό
περιεχόμενο του Συμβόλου, στο μέτρο του δυνατού για εσάς που είστε ακόμη
κατηχούμενοι. Αλλά τους βαθύτερους λόγους που αφορούν το Μυστήριο του
βαπτίσματος δεν μπορείτε να τους ακούσετε γιατί είστε ακόμη κατηχούμενοι. Και για
να μην νομίζετε ότι αυτό γίνεται χωρίς λόγο, όταν θα έχετε βαπτιστεί στο όνομα του
Θεού, τις οκτώ ημέρες του Πάσχα , μετά την απόλυση της Εκκλησίας στην Ανάσταση θα
ακούσετε για τους βαθύτερους αυτούς λογούς. Επειδή τώρα είστε μόνο κατηχούμενοι
δεν είναι δυνατόν να σας αποκαλυφθούν τα ιερά μυστήρια του Θεού». 113

Πριν το Βάπτισμα παρατηρούμε ότι ο Επίσκοπος εξετάζει τους φωτιζομένους,


ενώπιον των αναδόχων τους το Σύμβολο της Πίστεως, έτσι ώστε να είναι σίγουρος
για την ετοιμότητά τους να εισέλθουν στο Μυστήριο του Βαπτίσματος. Έπειτα

                                                            
113
The pilgrimage of Etheria, σ. 93.

43 
 
ακολουθεί η καταληκτήρια προβαπτισματική ομιλία η οποία αποτελεί σύνοψη των
κατηχήσεων αλλά και προαναγγελία για μια ακόμη σειρά ομιλιών που θα
παρακολουθήσουν οι φωτιζόμενοι μετά το Βάπτισμά τους ως νεοφώτιστοι.

Την ιδία τακτική ακολουθούσε και η Αντιόχεια και άλλες τοπικές Εκκλησίες
πριν προχωρήσουν στο βάπτισμα κατά την αρχή ή στη διάρκεια της Μεγάλης
Εβδομάδας εξέταζαν τους φωτιζομένους στο Σύμβολο της Πίστεως. 114

Ακόμη προ του Βαπτίσματος ακολουθούνταν νηστεία. Αυτή η


προβαπτισματική νηστεία συνδεόταν με τη νηστεία του Χριστού πριν το Βάπτισμά
Του. Ένας άλλος συμβολισμός που δόθηκε σε αυτή την προβαπτισματική νηστεία
ερμηνεύεται με βάση τη συμμετοχή του πιστού με το Βάπτισμα του στον θάνατο και
στην Ανάσταση του Χριστού. Έτσι ο άνθρωπος νηστεύει πριν το Βάπτισμα, διότι
μετά το Βάπτισμα δεν μπορεί να νηστεύει, λόγω του χαρμόσυνου γεγονότος της
εισαγωγής του στην Εκκλησία και της σωτηρίας του. 115

5.9 Η τέλεση του Βαπτίσματος.

Η ημέρα της βαπτίσεως συνηθιζόταν να είναι η νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου


που εορταζόταν η μεγάλη εορτή του Πάσχα. Για το βάπτισμα κατά την διάρκεια
αυτής της νύχτας αντλούμε την πληροφορία από τον Χρυσόστομο, ο οποίος εκφράζει
το θαυμασμό του για το μεγάλο γεγονός του Βαπτίσματος και τη μια νύκτα που η
πνευματική μητέρα εκκλησία γεννά τους νέους πιστούς. 116

Ο Χρυσόστομος επίσης στην τελευταία του κατήχηση προς τους


φωτιζομένους αναφέρει ότι αυτή η ημέρα του Πάσχα, επιλέχτηκε από τους πατέρες,
διότι την ήμερα αυτή ο Κύριος υπέταξε τον διάβολο και έσβησε τον θάνατο. Μια και
ο πιστός με το βάπτισμά του συμμετέχει στο θάνατο, αλλά και στην ανάσταση του
Κυρίου, γι’ αυτό και φορεί λαμπρά ενδύματα για να λάβει μέρος στα βασιλικά
επινίκια. 117

                                                            
114
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977, σ.296
115
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.70-71.
116
Αυτόθι. 86.
117
Αυτόθι,σ.87.

44 
 
Στα Ιεροσόλυμα κατά την εσπέρα του μεγάλου Σαββάτου συγκεντρώνονταν
οι φωτιζόμενοι, προφανώς στην βασιλική του Μαρτυρίου, όπου ο Επίσκοπος
απεύθυνε μια τελευταία, μικρού περιεχομένου, κατηχητική παραίνεση. 118

Κατά το Χρυσόστομο οι κατηχούμενοι εισέρχονταν όλοι μαζί στο ναό. Αυτή


η κοινή είσοδος μαρτυρεί την ισότητα όλων ενώπιον του Χριστού. 119

Στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων όταν ξεκινούσε η ακολουθία του εσπερινού


του Πάσχα οι μέλλοντες φωτιζόμενοι ήταν μέσα στην Εκκλησία βρισκόμενοι σε
κάποιον χώρο συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. Κατά τη διάρκεια του εσπερινού οι
φωτιζόμενοι αναχωρούσαν οδηγούμενοι προς το βάπτισμα, ενώ ο εσπερινός
συνεχίζεται παρουσία των πιστών αλλά και των κατηχουμένων. 120

Αναχωρησάντων των φωτιζομένων εκ του ναού συνοδεία του Επισκόπου ,του


κλήρου και των αναδόχων τους, εισερχόταν στον προθάλαμο του βαπτιστηρίου. Η
πόρτα του βαπτιστηρίου έκλεινε. Έπειτα ακολουθούσε η τέλεση της απόταξης του
διαβόλου στον προθάλαμο του βαπτιστηρίου, ενώ ταυτόχρονα στον κυρίως χώρο του
βαπτιστηρίου γινόταν η ευλογία του ύδατος. 121

Η απόταξη του σατανά και η σύνταξη με τον Χριστό γινόταν με μορφή


ερωταποκρίσεων ανάμεσα στον επίσκοπο και τον νεοφώτιστο. Από τον Χρυσόστομο
αυτή η σύνταξη με τον Χριστό αποκαλείται «γραμματεία», δηλαδή συμβόλαιο και
συνθήκη. 122 Επίσης θεωρεί ότι απόταξη του σατανά θεωρείται η στοιχειοδέστερη
ομολογία –εγγύηση, την οποία πρέπει να καταβάλει ο μελλοντικός χριστιανός ως
ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης και αντίτιμο απέναντι στη θυσία του Χριστού που
έγινε αντίτιμο για την σωτηρία όλων των ανθρώπων. 123

                                                            
118
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977, σ.310.
119
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.92.
120
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977,σ.321.
121
Αυτοθι.σ.328
122
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.95.
123
Αυτοθι.σ.96-97.

45 
 
Στο αποδιδόμενο στον Αρεοπαγίτη σύγγραμμα υπάρχει λεπτομερής
περιγραφή της απόταξης. «Εἶτα  (τον  φωτιζόμενο)  στήσας  πρὸς  δυσμὰς 

προσέρχοντα, καὶ τάς χεiρας ἀπωθοῦντα πρὸς τὴν αὐτὴν ἀπεστραψάμενος 

χώραν,  ἐμφυσεῖσαι  μὲν  αὐτῷ  τρίς  αὐτῷ  διακελεύεται  τῷ  σατανᾶ,  καὶ 

προσέτι  τὰ  τῆς  ἀποταγῆς  ὁμολογῆσαι.  Καὶ  τρίς  αὐτῷ  τὴν  ἀποταγὴν 

μαρτυρούμενος,  ὀμλογήσαντα  τρεῖς  τοῦτο,  μετάγει  πρὸς  ἕω,  καὶ  πρὸς 

οὐρανὸν ἀναβλέψαντα, καὶ τάς χεῖρας ἀνατείναντα, κελεύειν συντάξασθαι 

τῷ Χριστῷ, καὶ πάσαις τάς θεοπαραδότοις ἱερολογίαις». 124 

Μετά την απόταξη ακολουθούσε η ομολογία πίστεως που ήταν η ανάγνωση


του Συμβόλου της πίστεως από τον άνθρωπο λίγο πριν βαπτιστεί. Ως προς το
περιεχόμενο της ομολογίας αυτής χρειάζεται να επισημανθεί ότι οι «ομολογίες
πίστεως» αλλά και τα «Σύμβολα της Πίστεως » εμφανιστήκαν και χρησιμοποιήθηκαν
αρχικά σε σχέση με την προετοιμασία του Βαπτίσματος, ως περίληψη των οδηγιών
που δινόταν καθημερινά σε αυτούς που επρόκειτο να βαπτιστούν κατά την διάρκεια
των επτά εβδομάδων της κατηχήσεως των φωτιζομένων. 125 Στο αποδιδόμενο
αρεοπαγιτικό σύγγραμμα «Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας» ο συγγραφέας προσθέτει
την πληροφορία της κλήσης του ιερέα προς τον μέλλοντα βαπτισθέντα για τριπλή
ανάγνωση της ομολογίας πίστεως. 126

Ένα από τα βασικά στοιχεία της Βαπτιστικής πράξης πριν την τριπλή
κατάδυση ήταν η επάλειψη του βαπτιζομένου με έλαιο. Αρχικά γινόταν μια χρήση
στο μέτωπο του βαπτιζομένου και ακολουθούσε ολόσωμη επάλειψη . 127

Μετά την ολόσωμη επάλειψη του βαπτιζομένου με λάδι ακολουθούσε η


Βάπτισή του στο νερό. Ο φωτιζόμενος έφτανε στο κορυφαίο γεγονός του
Βαπτίσματός του που γινόταν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος. Το Βάπτισμα περιελάμβανε τριπλή ολόσωμη κατάδυση και ανάδυση του

                                                            
124
P.G.3σ.396.
125
Φίλια Γεωργίου, Το βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.105.
126
P.G.3,σ.396.
127
Φίλια Γεωργίου, Το βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.118.

46 
 
βαπτιζομένου ο οποίος συνοδευόταν από τον ανάδοχο του. 128 Μετά την ανάδυση και
την έξοδο από την κολυμβήθρα οι νεοφώτιστοι απήγγειλαν την Κυριακή
προσευχή. 129

Το όλο τυπικό της βάπτισης σώζεται στο ψευδεπίγραφο στο όνομα του
Διονυσίου Αρεοπαγίτου σύγγραμμα.  «Αὐτὸς  (ο  Ιεράρχης)…  πρὸς  τὴν  μητέρα 

τῆς  υἱοθεσίας  ἔρχεται 130 ….κελεύει  τὸν  ἄνδρα  προσκομισθεῖναι.  Καὶ  τινός 

ἱερέως  ἐκ  τῆς  ἀπογραφῆς  αὐτόν  τε  (τον  βαπτιζόμενο)    καὶ  τὸν  ἀνάδοχον 

ἀνακηρύξαντες, ὁ μὲν ὑπὸ τῶν ἱερέων ἐπὶ τοῦ ὕδατος ἄγεται, πρὸς τήν του 

ἱεράρχου  χεῖρα  πρὸς  αὐτὸν  χειραγωγούμενος,  ὁ  δὲ  ἱεράρχης  ἄνωθεν 

ἑστηκὼς ἀναβοησάντων πάλιν ἐπὶ τοῦ ἱεράρχου κατὰ τὸ ὕδωρ τὸ ὄνομα τοῦ 

τελουμένου τῶν ἱερέων, τρίς μὲν αὐτὸν ὁ ἱεράρχης βαπτίζει, ταῖς τρισὶ τοῦ 

τελουμένου  καταδύσεσι  καὶ  ἀναδύσεσι  τὴν  τρισὶν  τῆς  θείας  μακαριότητος 

ἐπιβοήσας  Ὑπόστασιν.  Παραλαβόντες  δὲ  αὐτὸν  οἱ  ἱερεῖς  ἐνεχυρίζουσι  τῷ 

τῆς  προσαγωγῆς  ἀναδόχῳ  τε  καὶ  ἡγεμόνι,  καὶ  σὺν  αὐτῷ  περιβάλλοντες 

ἐσθῆτα τῷ τελουμένῳ κατάλληλον»  131       

Στο κείμενο παρατηρείται η μεγάλη σημασία που έδινε η εκκλησιαστική


πρακτική στο πρόσωπο του αναδόχου το οποίο ήταν ο συνοδός του βαπτιζομένου από
την πρώτη στιγμή της καταγραφής του στον κατάλογο των κατηχουμένων, στις
κατηχήσεις των φωτιζομένων και στο Μυστήριο του Βαπτίσματος. Ο ίδιος πλέον
παραλαμβάνει τον αναδεκτό του βαπτισμένο χριστιανό μέλλος της Εκκλησιαστικής
κοινότητας.

Από το κείμενο επίσης αντλείται η πληροφορία ότι μετά το βάπτισμα στον


νεοφώτιστο φοριούνταν ένα κατάλληλο ένδυμα. Ονομάζεται «εμφώτειος έσθης» και
είναι ένα λευκό ένδυμα το οποίο φορούσαν όλοι οι νεοφώτιστοι εις ένδειξη της
καθαρότητας που απεκόμισαν από το Μυστήριο του Βαπτίσματος. 132 Στη συνέχεια

                                                            
128
P.G.3σ.396.
129
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977, σ.400.
130
Εννοεί την κολυμπήθρα ή το βαπτιστήριο.
131
P.G.3σ.396.
132
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977, σ.415.

47 
 
ακολουθούσε το Μυστήριο του Χρίσματος των νεοφώτιστων με το Άγιο Μύρο. 133 Το
μυστήριο δίνεται με χρίση μύρου με το οποίο ο λειτουργός «σφραγίζει» τον
φωτιζόμενο. 134 Η έννοια της σφραγίδος ταυτίζεται με την δωρεά του Αγίου
Πνεύματος που είναι η βίωση ολόκληρης της αλήθειας υπό την έννοια της μετοχής
στη Βασιλεία του Θεού από τον παρόντα κόσμο. 135 Με τη σφράγιση του Χρίσματος
στον νεοφώτιστο διασφαλίζονται οι δωρεές που έλαβε από τον Θεό κατά το
Βάπτισμα. 136 Οι νεοφώτιστοι φορώντας τα λευκά ενδύματα και κρατώντας αναμμένα
κεριά εισέρχονται εν πομπή από το βαπτιστήριο μέσα στον ναό όπου θα γίνει η
Αναστάσιμη Θεία Λειτουργιά. 137

Η Αιθερία μας περιγράφει αυτή την είσοδό τους στο ναό, στην Εκκλησία των
Ιεροσολύμων. «Την αγρυπνία του Πάσχα την κάνουν όπως και εμείς. Το μόνο
παραπάνω που γίνεται εδώ είναι πως οι νεοφώτιστοι άνθρωποι όταν βαπτίστηκαν και
ντύθηκαν, βγαίνοντας από την κολυμπήθρα οδηγούνται μαζί με τον επίσκοπο στην
Ανάσταση. Ο επίσκοπος προχωρεί πίσω από το κιγκλίδωμα της Ανάστασης, ψάλλουν
έναν ύμνο και στην συνέχεια ο επίσκοπος κάνει μια προσευχή για αυτούς, και έρχεται
μαζί τους στην μεγάλη εκκλησία όπου ως συνήθως γίνεται ο εσπερινός με όλους τους
ανθρώπους». 138

Στο ναό υποδεχόταν τους νεοφώτιστους οι πιστοί με μεγάλη χαρά οι οποίοι


πανηγύριζαν την απελευθέρωση των βαπτιζομένων από τη δουλεία του διαβόλου. Η
139
υποδοχή αυτή συνοδευόταν από ασπασμό των πιστών προς τους νεοφωτίστους.
Αυτός ο ασπασμός συμβόλιζε την αγάπη και την ενότητα που υπήρχε πλέον μεταξύ

                                                            
133
Yazigi Hani, «Η τελετή του Αγίου Βαπτίσματος», Θεσσαλονίκη 1982, σ.80.
134
P.G.3σ.397.
135
Φίλια Γ. «Έννοια και σημασία του Μυστηρίου του Χρίσματος στην ζωή του Χριστιανού»,στο «Το
Άγιον Βάπτισμα, η ένταξη μας στην Εκκλησία του Χριστού», Αθήνα 2002,σ.67.
136
Αυτόθι σ.58.
137
Μιλόσεβιτς Νέναντ, «Η Θεία Ευχαριστία ως κέντρον της Θείας λατρείας. Η σύνδεσις των
Μυστηρίων μετά της Θειας Ευχαριστίας»,Θεσσαλονίκη 2005,σ.60.
138
The pilgrimage of Etheria,σ.79-80.
139
Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας, Αθήνα 1996,
σ.165.

48 
 
τους. Επίσης ο ασπασμός αυτός επείχε εισαγωγική θέση για το ακολουθούμενο
Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. 140

Στη συνέχεια ακολουθούσε η Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία όπου όλοι οι


πιστοί μεταλαμβάναν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. 141

Αυτή η μαρτυρία που σώζεται σε πολλές πηγές, σηματοδοτεί το δεσμό της


ενότητας που υπήρχε διαδοχικά ανάμεσα στα τρία Μυστήρια του Βαπτίσματος ως
Μυστήριο εισαγωγικό, του Χρίσματος ως Μυστήριο επιβεβαίωσης και σφράγισης της
δωρεάς και της Θείας Ευχαριστίας ως σημείου ενότητας της εκκλησιαστικής
κοινότητας και Μυστηρίου πρόγευσης της αιωνίου ζωής.

5.10 Οι μεταβαπτισματικές κατηχήσεις.

Στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων ακολουθούσε κατά την διακαινήσιμο


εβδομάδα μια σειρά από μετά βαπτιστικές κατηχήσεις οι οποίες είχαν περιεχόμενο
δογματικό έτσι ώστε να καταρτιστεί ο νεοφώτιστος και να επαναλάβει τη γνώση που
απεκόμισε ως κατηχούμενος και φωτιζόμενος. Κατά την διάρκεια της διακαινησίμου
εβδομάδος οι νεοφώτιστοι φορούσαν πάνω τους την εμφώτειο ενδυμασία, δηλαδή τα
λευκά ρούχα που φόρεσαν κατά την ήμερα της Βάπτισής τους, ενώ συμμετείχαν και
σε όλες τις λατρευτικές ακολουθίες της Εκκλησίας. 142

Σημαντικές πληροφορίες για αυτές τις μεταβαπτισματικές μυσταγωγικές


κατηχήσεις μας παρέχει η Αιθερία. «Όταν έρχονται οι ημέρες του Πάσχα, κατά την
διάρκεια των οκτώ αυτών ημερών, δηλαδή από το Πάσχα μέχρι την ογδόη, όταν γίνει η
απόλυση της εκκλησίας, ψάλλοντας ύμνους πηγαίνουν στην Ανάσταση, έπειτα κάνουν
μια προσευχή και ευλογούν τους πιστούς. Ο επίσκοπος όρθιος στηριζόμενος στο
εσωτερικό του κιγκλιδώματος που είναι το σπήλαιο της Αναστάσεως, εξηγεί το τι
γίνεται στο βάπτισμα. Αυτή την ώρα κανείς δεν μπαίνει στην Ανάσταση. Μόνο οι
νεόφυτοι και οι πιστοί, που θέλουν να ακούσουν να μιλούν για τα μυστήρια, έρχονται
εκεί. Κλείνουν τις πόρτες για να μην πλησιάσει κανείς κατηχούμενος. Όσο ο επίσκοπος
συζητεί αυτές τις ερωτήσεις και τις παρουσιάζει, βγάζουν τέτοιες δυνατές φωνές
                                                            
140
Αυτόθι σ.165.
141
Μιλοσεβιτς Νεναντ, «Η Θεια Ευχαριστία ως κέντρον της Θειας λατρείας. Η σύνδεσις των
Μυστηρίων μετά της Θείας Ευχαριστίας»,Θεσσαλονίκη 2005,σ.65-66.
142
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977,σ.527.

49 
 
επιδοκιμασίας, που ακόμη και έξω από την εκκλησία, ακούγονται οι ανθρώπινες
κραυγές. Γιατί ο τρόπος παρουσίασης των μυστηρίων είναι τόσο καλός που κανείς δεν
μπορεί να μείνει αδιάφορος σε αυτά που ακούει να εξηγούνται. Και όπως σε αυτή την
χώρα ένα μέρος του πληθυσμού ξέρει τα ελληνικά, κι ένα άλλο μέρος επίσης μόνο τα
συριακά, ο επίσκοπος αν και γνωρίζει καλά τα συριακά όμως μιλεί πάντοτε ελληνικά
και ποτέ συριακά, γι αυτό και υπάρχει πάντα εκεί ένας ιερέας , που όσο μιλά ελληνικά ο
επίσκοπος εκείνος μεταφράζει συριακά, για να ακούν όλοι τις εξηγήσεις που
δίνονται…. Όσο για του Λατίνους που είναι εδώ και που δεν ξέρουν ούτε συριακά, ούτε
ελληνικά, για να μην μένουν χωρίς να παρακολουθούν , δίνουν και σε αυτούς εξηγήσεις
γιατί υπάρχουν άλλοι αδελφοί και αδελφές που ξέρουν και ελληνικά και λατινικά οι
οποίοι και τους δίνουν εξηγήσεις στα λατινικά». 143

Παρατηρούμε το πόσο μεγάλη αξία έχανε για τους ανθρώπους αυτές οι


μεταβαπτισματικές μυσταγωγικές κατηχήσεις. Η εξήγηση από τον Επίσκοπο γινόταν
με τέτοιον όμορφο τρόπο που προκαλούσε τον θαυμασμό και τα επιφωνήματα
επιδοκιμασίας των πιστών. Οι λόγοι του επισκόπου ήταν τόσο ενδιαφέροντες έτσι
ώστε να καταφέρει να δέχονται με χαρά οι πιστοί τα λεγόμενά του κάνοντάς τα
βίωμα και αρχή μιας νέας ζωής.

Καθ’ όλη την διάρκεια των μυσταγωγικών κατηχήσεων στο ναό της
αναστάσεως που γινόταν αυτές δεν επιτρεπόταν η είσοδος στους κατηχούμενους
αλλά μόνο στους πιστούς πράγμα που προκαλούσε και το ενδιαφέρον των
κατηχουμένων να μάθουν τι λεγόταν σε αυτές τις ομιλίες. 144

Τέλος, μια σημαντική παράμετρο που δείχνει το ενδιαφέρον της Εκκλησιάς


για όλους τους ανθρώπους είναι η μετάφραση της διδασκαλίας που υπήρχε σε τρεις
γλώσσες. Από τον Επίσκοπο δινόταν στα Ελληνικά από τους πρεσβυτέρους στα
Συριακά ενώ από κάποιους πιστούς που γνώριζαν Λατινικά μεταφραζόταν η
διδασκαλία για όσους μιλούσαν την λατινική γλώσσα.

                                                            
143
The pilgrimage of Etheria, σ. 93-94.
144
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977,σ.109.

50 
 
6. Ο νηπιοβαπτισμός και η θέση του ανάδοχου.

Η συνήθεια του νηπιοβαπτισμού άρχισε να γίνεται εμφανής κατά τον πέμπτο


με έκτο αιώνα ζωής της Εκκλησίας. Η παρουσία της συνήθειας του νηπιοβαπτισμού
μέσα στο σώμα της Εκκλησίας ήρθε ως συνέχεια του εκχριστιανισμού των ανθρώπων
μια και οι ενήλικοι άνθρωποι που πίστευαν στο Χριστό θεωρούσαν ως φυσική
συνέπεια τη Βάπτιση των παιδιών τους. Ο νηπιοβαπτισμός ως συνήθεια δεν ήταν
άγνωστη από τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού. Στην Καινή Διαθήκη,
υπάρχουν αναφορές για Βάπτιση ολόκληρων οικογενειών, όπως η Βάπτιση
ολόκληρης της οικογένειας της Λυδίας από τους αποστόλους στους Φιλίππους, 145
καθώς και η οικογένεια του Στεφανά στην Κόρινθο που βαπτίσθηκε από τον
Απόστολο Παύλο, 146 όπως ο ίδιος ομολογεί, ενώ και σε άλλες επιστολές του
Αποστόλου Παύλου υπάρχουν αναφορές σε ολόκληρες οικογένειες πιστών στο
Χριστό.

Μια πρώτη αναφορά για την ύπαρξη του φαινομένου βρίσκουμε στον
Τερτυλλιανό ο οποίος στο έργο του «De Βaptismo», μαρτυρεί την ύπαρξη της
συνήθειας του νηπιοβαπτισμού. Αν και ο ίδιος αποτρέπει αυτή τη συνήθεια
θεωρώντας ότι χρειάζεται ο άνθρωπος να είναι σε ηλικία ώστε να κατανοεί το
Μυστήριο του Βαπτίσματος. Επίσης, ο Τερτυλλιανός θεωρεί ότι δεν συντρέχει
επείγον λόγος για τη βάπτιση των νηπίων. 147

Προβληματισμό εκφράζει όμως ο Τερτυλλιανός και για την θέση του


ανάδοχου, στην πορεία ζωής του αναδεχομένου. Πιστεύει ότι εάν δεν συντρέχει
λόγος να βαπτιστεί το νήπιο, δεν υπάρχει ανάγκη να υποβληθούν οι ανάδοχοι στον
κίνδυνο να μην μπορέσουν να κρατήσουν –όπως σε περίπτωση θανάτου τους -τις
υποσχέσεις που έδιναν κατά το βάπτισμα , καθώς και να ταλαιπωρηθούν ψυχικά εάν
τα νήπια ωριμάζοντας αποκτήσουν άσχημες συνήθειες. 148 Η μαρτυρία του
Τερτυλλιανού κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για το θέμα του νηπιοβαπτισμού αλλά
και τη θέση του ανάδοχου. Κατά την εποχή του κατ’ αρχάς υπήρχε η συνήθεια να
βαπτίζονται τα νήπια και να γίνονται χριστιανοί χωρίς τη δική τους βούληση. Η θέση

                                                            
145
Κ.Δ. Πράξεις Αποστόλων, 16.15.
146
Κ.Δ. Α΄ Κορινθίους Επιστολή ,1.16.
147
P.L.2.σ.363.
148
Αυτόθι σ.363.

51 
 
του ανάδοχου σε αυτή την περίπτωση είναι θέση εγγυητή για τη μελλοντική ζωή του
αναδεχομένου. Προφανώς ο ανάδοχος εγγυόταν ενώπιον της Εκκλησιαστικής
κοινότητας για την ορθή διαπαιδαγώγηση του αναδεχομένου και την ορθή πορεία της
ζωής του. Ωστόσο ο κίνδυνος που θέτει ο Τερτυλλιανός ως ανασταλτικό παράγοντα
της βάπτισης νηπίων, έχει να κάνει με την θέση του αναδόχου ο οποίος για διαφόρους
λόγους μπορεί να μην καταφέρει να ανταποκριθεί σε όσα υποσχέθηκε για την ζωή
του αναδεκτού.

Εδώ παρατηρείται το πόσο σημαντική ήταν η παρουσία του αναδόχου σε


βρέφη αλλά και το πόσο παλιά ήταν η συνήθεια της αναδοχής. Αλλά και την
υπεύθυνη θέση που είχε ο ανάδοχος για την σωστή διαπαιδαγώγηση του αναδεκτού.

Ο Ειρηναίος στο έργο του «Κατά αιρέσεων» αναφέρει τα εξής: «Ο Χριστός


ήλθε για να σώσει όλους τους ανθρώπους, βρέφη και νήπια και παιδιά και νέους και
πρεσβυτέρους, πάντας αληθώς τους δι’ εαυτού αναγεννηθέντας εις Θεόν». 149 Ενώ ο
Ωριγένης έχοντας υπόψη του τον ισχύοντα νηπιοβαπτισμό παρατηρεί ότι τα παιδιά
βαπτίζονται «εις άφεσιν αμαρτιών» καθώς και ότι ο νηπιοβαπτισμός τυγχάνει
παράδοση αποστολική. 150

Σημαντικές πληροφορίες για τον νηπιοβαπτισμό και την θέση του αναδόχου
βρίσκουμε στο αποδιδόμενο στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη έργο «Περί εκκλησιαστικής
και ουράνιας ιεραρχίας».Ο συγγραφέας υποστηρίζει την συνήθεια του
νηπιοβαπτισμού και υπερασπίζεται αυτήν. «Τὸ  δὲ  καὶ  παίδαις  οὔπω  τὰ  θεῖα 

συνιέναι  δυναμένου  τῆς  ἱερὰς  μετόχους  γίγνεσθαι  θεογεννεσίας  καὶ  τῶν 

ἱεροτάτων  τῆς  θεαρχικῆς  κοινωνίας  συμβόλων  δόκει  μέν,  ὡς  φὴς  τοῖς 

ἀνιέροις  εὐλογοῦ  γέλοτος  ἄξιον,  εἰ  τοὺς  ἀκοῦσαι  μὴ  δυναμένους 

ἐκδιδάσκουσιν  οἱ  ἱεράρχαι  τὰ  θεῖαν  καὶ  τοῖς  μὴ  νοοῦσιν  εἴκῃ  παραδιδόσιν 

τὰς  ἱερὰς  παραδόσεις  καὶ  τὸ  ἔτι  γελοιότερον,  ὡς  ὑπὲρ  αὐτῶν  ἑταῖροι  τάς 

ἀποταγάς φασί καὶ τάς ἱερὰς ὁμολογίας. Δεῖ δὲ  τὴν σὴν  ἱερατικὴν σύνεσιν 

μὴ χαλεπαίνειν ἐπὶ τοῖς πεπλανημένοις» . 151 

                                                            
149
P.G. 7, σ.784.
150
P.G. 12, σ.494-496.
151
P. G. 3. σ.566-568.

52 
 
Παρατηρείται ότι η συνήθεια του νηπιοβαπτισμού συνυπήρχε μαζί με αυτή
του βαπτίσματος των ενηλίκων. Η μοναδική τους διαφορά ήταν στο θέμα της
κατήχησης. Ωστόσο από την Εκκλησία θεωρήθηκε σωστό κατά την παλαιά παράδοση
να μετέχουν από νωρίς τα παιδιά στη λατρευτική της ζωή. Αυτή ωστόσο η επιλογή
δεν έβρισκε σύμφωνες κάποιες αιρετικές ομάδες, που προωθούσαν διδασκαλίες
ακραίας αυστηρότητας και συντηρητισμού, αντλούμενες πολλές φορές από τον
Ιουδαϊσμό ή από ελληνικά φιλοσοφικά κινήματα. Υποθετικά μπορεί να στηριχτεί η
άποψη ότι σε αυτές τις ομάδες διατυπώνονταν θέσεις περί καθαρότατος και γνώσης.
Λόγω του ότι δραστηριοποιούταν τέτοιες ακραίες ομάδες εκείνη τη χρονική περίοδο
προφανώς σε αυτούς αναφέρεται ο συγγραφέας. Ας μην λησμονούμε ότι και ο
Τερτυλλιανός ο οποίος εξέφραζε παρόμοιες θέσεις, πολλές φορές η όλη στάση του
θεωρήθηκε ακραία.

Ο ανάδοχος στη συγκεκριμένη περίσταση δεν εγγυούταν για το παρελθόν και


το παρόν του ανθρώπου όπως γινόταν στην βάπτιση του ενηλίκου αλλά αναλάμβανε
την ευθύνη της διδασκαλίας στο μέλλον. Αυτή η ευθύνη κατά το ψευδεπίγραφο
αρεοπαγιτικό σύγγραμμα αναλαμβανόταν εξ ολοκλήρου από τον ανάδοχο ο οποίος
αναλάμβανε πλέον ενός νέου είδους εγγύηση, εκείνη της αγωγής του ανθρώπου και
της σωστής του καθοδήγησης προς την χριστιανική πίστη. Αυτή η ανάληψη της
ευθύνης γινόταν κατά το μυστήριο του βαπτίσματος και ο ανάδοχος εγγυόταν για το
παιδί. «Φάσι γάρ, ὅπερ ἐστὶ καὶ ἀληθές, ὅτι κατὰ θεσμὸν ἱερὸν ἀναγόμενα τὰ 

βρέφη,  πρὸς  ἕξιν  Ἱερὰν  ἥξουσι,  πάσης  ἀποτελούμενα  πλάνης  καὶ  ἀνιέρου 

ζωῆς  ἀπείρατα.  Τοῦτο  τοῖς  θείοις  ἡμῶν  καθηγεμόσιν  εἲς  νοῦν  ἐληλυθὸς  , 

ἔδοξεν  εἰσδέχεσθαι  τὰ  βρέφη  κατὰ  τόνδε  τὸν  ἱερὸν  τρόπον,  ὥστε  τοὺς 

φυσικοὺς τοῦ προσαγομένου παιδὸς γονέας παραδιδόναι τὸν παῖδά τινι τῶν 

μεμυημένων ἀγαθῷ τὰ θεῖα παιδαγωγῷ, καὶ τὸ λοιπὸν ὑπ’ αὐτῷ τὸν παῖδα 

τελεῖν, ὡς ὑπὸ Θείῳ πατρὶ καὶ σωτηρίας Ἱερὰς ἀναδόχῳ.  152 

Το σκεπτικό της Εκκλησιάς στην περίπτωση της βάπτισης του νηπίου είχε να
κάνει με την προηγούμενη παράδοση του νηπιοβαπτισμού και στηρίζεται στην
παρατήρηση των παιδιών που έλαβαν σωστή αγωγή και επέδειξαν και στη ζωή τους
σωστή συμπεριφορά χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο πλάνης ή ασεβούς ζωής. Ωστόσο
                                                            
152
Αυτόθι σ.568.

53 
 
αυτή η κίνηση του νηπιοβαπτισμού είχε να κάνει και με τη φερεγγυότητα του
προσώπου που θα επιλεγόταν για ανάδοχος. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο οι φυσικοί
γονείς του παιδιού αναθέτουν την αναδοχή του παιδιού τους σε έναν πιστό που είναι
μυημένος στην πίστη και θα αναλάβει την καθοδήγησή του. Εδώ ο ανάδοχος
ονομάζεται κατά Θεόν πατέρας του ενδεχόμενου μια και ο ίδιος αναλαμβάνει την
ευθύνη της κατά Θεόν παιδαγώγησης του νηπίου ανάλογα και με την πνευματική
ηλικιακή του πρόοδο.

Στην συνέχεια στο ψευδοαρεοπαγιτικό σύγγραμμα υπάρχουν πληροφορίες


σχετικές με την παρουσία του αναδόχου κατά την ώρα των εξορκισμών αλλά και την
ώρα τέλεσης του Μυστηρίου του βαπτίσματος. «Τοῦτον  οὖν  ὃ  Ἱεράρχης 

ὁμολογοῦντα κατὰ τὴν ἱερὰν ἀνάγειν τὸν παῖδα ζωήν, ἀπαίτει τάς ἀποταγὰς 

ὁμολόγησαι,  καὶ  τάς  Ἱερὰς  ὁμολογίας,  οὐχ,  ὡς  ἂν  ἐκεῖνοι  γελῶντες  φαῖεν, 

ἄλλον ἀντ’ ἄλλου τὰ θεῖα μυὼν οὐδὲν γὰρ τοῦτο φησίν, ὡς ὑπὲρ τοῦ παιδὸς 

ἐγὼ  τάς  ἀποταγὰς  ἢ  τάς  ἱερὰς  ὁμολογίας  ποιοῦμαι  ἀλλ’  ὅτι  ὁ  παῖς 

ἀποτάσσεται  καὶ  συντάσσετει  τοῦτ’  ἐστίν.  Ὁμολογῶ  τὸν  παῖδα  πείσειν  εἰς 

νοῦν  Ἱερὸν  ἰόντα,  ταῖς  ἐμαῖς  ἐνθέοις  ἀναγωγαῖς,  ἀποτάξασθαι  μὲν  ὁλικῶς 

τοῖς  ἐναντίοις,  ὁμολογῆσαι  δὲ  καὶ  ἐνεργῆσαι  τάς  θείας  ὁμολογίας.  Οὐδὲν 

οὖν,  ὡς  οἶμαι,  τὸ  ἄτοπον,  εἰ  κατὰ  θείαν  ὁ  παῖς  ἀναγωγὴν  ἀνάγεται, 

καθηγεμόνα καὶ ἀνάδοχον Ἱερὸν ἔχων, ἕξιν αὐτῷ τῶν θείων ἐμποιοῦντα, καὶ 

φυλάττοντα  τῶν  ἐναντίων  ἀπείρατον.  Μεταδίδωσι  δὲ  τῷ  παιδὶ  τῶν  Ἱερῶν 

συμβόλων  ὁ  Ἱεράρχης,  ὅπως  ἓν  αὐτοῖς  ἀνατραφείη,  καὶ  μηδὲ  σχοίη  ζωὴν 

ἑτέραν,  εἰ  μὴ  τὰ  θεῖα  θεωροῦσαν  ἀεί,  καὶ  κοινωνῶν  αὐτῶν  ἓν  προκοπαῖς 

Ἱεραῖς  γιγνομένη  ἕξιν  τε  ἱερὰν  ἒν  τούτοις  ἴσχουσαν,  ἀναγομένην  τε 

Ἱεροπρεπὼς ὑπὸ τοῦ θεοειδοῦς ἀναδόχου». 153 

Παρατηρείται πως με κάθε επισημότητα πλέον ο ανάδοχος ομολογεί την


απόταξη του σατανά και την σύνταξη με τον Χριστό. Αυτή η ομολογία ουσιαστικά
αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του αναδεκτού. Είναι δηλαδή η δική του υπόσχεση,
έναντι, για τη σωστή παιδαγωγία του αναδεκτού. Τέλος παρατηρείται ότι το κείμενο
εκφράζει τη βεβαιότητα της έλλειψης κινδύνου ή αστοχίας αν ο ανάδοχος
                                                            
153
Αυτόθι, σ.568.

54 
 
ακολουθήσει την σωστή διαπαιδαγώγηση απέναντι στο παιδί, έτσι ώστε το παιδί να
έχει μια κατά Θεώ ζωή.

Η Εκκλησία δέχτηκε από την αρχή αυτή την πρακτική βάπτισης των νηπίων
χωρίς τη φυσική τους βούληση. Στηριζόμενη στην λογική της προσφοράς του
βαπτίσματος όπως και της γέννησης άσχετα με τη βούληση του νέου ανθρώπου.

Ας μη λησμονούμε την καθαρότητα των ανθρώπων κατά τη βρεφική τους


ηλικία. Τα νήπια δεν φέρουν καμία προσωπική αμαρτία. Μόνο οι ενήλικες οφείλουν
να μεταστραφούν και να μετανιώσουν, μία και έχουν τα δικά τους προσωπικά
αμαρτήματα, ενώ τα νήπια έχουν κληρονομήσει τη φθορά και το θάνατο και όχι την
ενοχή. Ούτε έχουν προσωπική ενοχή, γι’ αυτό δεν χρειάζεται συγκατάνευση για τη
βάπτισή τους. 154

Έτσι ο ανάδοχος παίρνει και μια νέα θέση μέσα στη ζωή της εκκλησίας όταν
συνίσταται νηπιοβαπτισμός. Πλέον δεν είναι μόνο ο εγγυητής του ενήλικου που
γνωρίζει την προηγούμενη ζωή του αναδεχομένου, του διδάσκει τη νέα πίστη και τον
οδηγεί στο Βάπτισμα, αλλά είναι αυτός που εγγυάται για τη Χριστιανική
διαπαιδαγώγηση του νηπίου που γίνεται νέο μέλος της Εκκλησίας. Σίγουρα όμως ο
ίδιος δεν αντικαθιστά τη βούληση του νηπίου. 155 Ενώ η ομολογία που δίνει και η
απόταξη γίνονται για λογαριασμό του αναδεκτού που λόγω της βρεφικής του ηλικίας
δεν μπορεί να μιλήσει.

7.Η θέση του αναδόχου από τον έκτο αιώνα έως σήμερα.

Κατά τον έκτο αιώνα και έπειτα η προσέλευση πιστών στην Εκκλησία
συνεχίστηκε ενώ παγιώθηκε η τακτική του νηπιοβαπτισμού. Περνώντας τα χρόνια η
έλευση ενηλίκων ελαττωνόταν μια και οι βαπτίσεις πλέον γινόταν σε ηλικία νηπιακή.

Πληροφορίες για την ύπαρξη αναδόχου κατά το μυστήριο του Βαπτίσματος


βρίσκουμε στο «Ευχολόγιο του Σινά» που χρονολογείται στον έβδομο αιώνα, καθώς
και στο ευχολόγιο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που χρονολογείται την
ίδια περίοδο ίσως και πιο παλιά κατά τον όγδοο ή ένατο αιώνα. Σε ένα άλλο
ευχολόγιο του Σινά, που χρονολογείται στον εντέκατο με δωδέκατο αιώνα,

                                                            
154
Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 477
155
Αυτόθι σ. 477.

55 
 
παρουσιάζεται σαφής η θέση του αναδόχου. Αναφέρεται ότι είναι απαραίτητος ο
ανάδοχος, όταν πρόκειται για τη βάπτιση παιδιού ή βαρβάρου. Από την ίδια πηγή
«Ευχολόγιο Σινά» μαθαίνουμε ότι αμέσως μετά το βάπτισμα και το Χρίσμα
ακολουθούσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. 156

Ο Ιωάννης Μόσχος, στηριζόμενος σε μία μαρτυρία του Υπάρχου Αφρικής


Γεωργίου, μας πληροφορεί ότι τα παιδιά ευρισκόμενα κατά την ώρα της Θείας
Ευχαριστίας μπροστά από το Άγιο Θυσιαστήριο, δεν μεταλάμβαναν μόνο των
Αχράντων μυστηρίων, αλλά μάθαιναν απ’ έξω και την ευχή της Αναφοράς. 157

Η παγίωση της τακτικής του ανάδοχου σταδιακά προχώρησε μέσα στη ζωή
της Εκκλησίας. Οι πηγές πλέον είναι λιγοστές αλλά περί της υπάρξεως του θεσμού
αντλούμε πληροφορίες από συνοδικές αποφάσεις καθώς και από ερμηνείες κειμένων
πάνω σε θέματα που ανέκυψαν σε σχέση με το Μυστήριο του βαπτίσματος και τον
θεσμό του αναδόχου.

Στον 84ο κανόνα της Πενθέκτης υπάρχει σαφής αναφορά στην σημαντική
θέση του αναδόχου ως μάρτυρα σε σχέση με την βάπτιση των νηπίων.«Τοῖς 

κανονικοῖς τῶν πατέρων θεσμοῖς κατακολουθούντες, ὁρίζομεν καὶ περὶ τῶν 

νηπίων,  ὁσάκις  μὴ  εὑρίσκονται  βέβαιοι  μάρτυρες,  οἱ  ταὐτὰ  ἀναμφιβόλως 

βαπτισθέντα  εἲναι  λέγοντες,  καὶ  οὐδὲ  αὐτὰ  διὰ  τὴν  κεῖραν  περὶ  τῆς 

παραδοθείσης  αὐτοῖς  μυσταγωγίας  ἀποκρίνασθαι  ἐπιτηδείως  ἔχωσι,  χωρὶς 

τίνος  προσκόμματος  ὀφείλειν  ταὐτὰ  βαπτίζεσθαι,  μήποτε  ὁ  τοιοῦτος 

δισταγμός ἀποστερήσει αὐτὰ τῆς τοιαύτης τοῦ ἁγιασμοῦ καθάρσεως». 158   
Από τον κανόνα φαίνεται προφανώς ότι υπήρξε αμφιβολία για τη βάπτιση
κάποιων ανθρώπων κατά την νηπιακή τους ηλικία. Οι «σίγουροι μάρτυρες» που
αναφέρει ο κανόνας προφανώς ότι πρέπει να είναι οι ανάδοχοι τους κατά το μυστήριο
του Βαπτίσματος. Σίγουροι μάρτυρες ίσως να είναι οι καταγεγραμμένοι μάρτυρες
δηλαδή ανάδοχοι καταγεγραμμένοι στα βιβλία της εκκλησίας και πιθανόν γι’ αυτό

                                                            
156
Κογκούλη Ιωάννου, Η ευχαριστιακή αγωγή εις την παιδική ηλικίαν των 6-13 ετών, Θεσσαλονίκη
1980, σ 38.
157
Αυτόθι, σ. 39.
158
Ακανθόπουλου Προδρόμου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών νόμων, Θεσσαλονίκη
1995, κανόνες Πενθέκτης, σ. 169.

56 
 
θεωρούνται σίγουροι. Δηλαδή αυτοί που είναι επίσημα τα ονόματα τους γραμμένα
κατά την συνήθεια της αρχαίας Εκκλησίας. Ίσως πάλι να γίνεται λόγος για απλούς
μάρτυρες, πράγμα που φαίνεται απίθανο, γιατί η εκκλησία ήταν άριστα οργανωμένη
διοικητικά από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής της και ακολουθούσε την πρακτική
καταγραφής του ονόματος του νεοφώτιστου αλλά και του αναδόχου αυτού.
Επίσης σε περίπτωση θανάτου ή απώλειας του αναδόχου τη θέση του
μάρτυρα μπορούσαν να αναλάβουν κάποια άλλα συγγενικά πρόσωπα. Ωστόσο
θεσμοθετημένος εγγυητής και μάρτυρας μέσα στην Εκκλησιαστική πρακτική και
λειτουργική ζωή ήταν μόνο ο ανάδοχος.
Την ίδια πρακτική προτείνει με κανόνα και η εν Καρθαγένη σύνοδος
περιβάλλοντας αυτή τη σημαντική διευκρίνηση στους κανόνες που εξέδωσε. 159

Κατά την μεσαιωνική περίοδο στην Ανατολή, γνωστή και ως Βυζαντινή


εποχή, ο θεσμός του αναδόχου εδραιώνεται και σταθεροποιείται.

Ο ανάδοχος παρουσιάζεται ως ο προσφέρων το παιδί στην εκκλησία,


αποκρίνεται αντ’ αυτού και ο ιερέας μεταδίδει τα Άχραντα μυστήρια αμέσως μετά
την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος όταν το παιδί βρίσκεται στην αγκαλιά
του αναδόχου.

Ο ανάδοχος χρειαζόταν να είναι βαπτισμένος και να έχει βαθιά πίστη. Κατά


τη Βάπτιση το όνομα που δινόταν στον αναδεκτό λεγόταν βαπτιστικό όνομα.

Βέβαια δεν δινόταν για πρώτη φορά τότε γιατί δινόταν την όγδοη ημέρα από
τη γέννηση του παιδιού. Συνήθως οι γονείς έδιναν στα παιδιά τους το όνομα των
γονέων τους πάππων και προπάππων. Το όνομα δινόταν (ακουγόταν) από τον
ανάδοχο. Ο ανάδοχος απαντούσε και διάβαζε το Σύμβολο της Πίστεως. Δεχόταν το
παιδί στην αγκαλιά του μετά το Βάπτισμα το έντυνε με ρούχα λαμπρά που είχε
αγοράσει ο ίδιος. Συνήθως κρατούσε και αναμμένη λαμπάδα.

Κατά την ημέρα της Βαπτίσεως έδινε δώρα στον αναδεκτό που συνήθως ήταν
ρούχα και χρήματα. Εάν το παιδί ήταν από μεγάλη οικογένεια και ανήκαν οι γονείς
του σε ευγενική τάξη, μετά τη Βάπτιση με πομπή πήγαιναν όλοι οι παρευρισκόμενοι
από την εκκλησία στο σπίτι. Από τον ανάδοχο δινόταν νομίσματα -τα λεγόμενα
μαρτυρίκια- τα οποία συμβολικά προσφέρονταν ως ενέχυρο της μαρτυρίας του για
                                                            
159
Αυτόθι, Κανόνες Καρθαγένης, Κανών 72, σ.349.

57 
 
τον αναδεκτό, συνήθεια που παραμένει μέχρι και σήμερα. 160 Επίσης εθιμικά μετά το
βάπτισμα κάποιες περιοχές υπήρχε η τελετή της κουράς (κουρέματος) του
φωτιζόμενου κάτι που σήμερα γίνεται μαζί με το Βάπτισμα στους βυζαντινούς
161
γινόταν ξεχωριστά.

Τη χρονική στιγμή που γινόταν αυτή η κουρά την αγνοούμε. Ίσως γινόταν
μετά τη Βάπτιση, ίσως τρεις μέρες μετά, ίσως και σαράντα μέρες μετά. Αυτό
τουλάχιστον μπορούμε να συμπεράνουμε από τις περιοχές στις οποίες και σήμερα
διατηρείται η παράδοση αυτή. 162

Εν πάση περιπτώσει η κουρά αυτή γινόταν στην εκκλησία, παρόντος του


αναδόχου, ο οποίος ονομαζόταν ανάδοχος τριχών. 163 Ο ιερέας που έκανε την κουρά
διάβαζε ειδική ευχή και στο τέλος ευχόταν για το παιδί και τον ανάδοχό του.

Οι κομμένες τρίχες έπρεπε να μην πετιούνται, αλλά να φυλάσσονται. Ο


Ματθαίος Βλαστάρης μας διασώζει ότι τις τρίχες έπαιρνε ο ανάδοχος, τις έβαζε μέσα
σε κερί και τις κολλούσε στην εικόνα του Χριστού. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδος το
κερί με τις τρίχες από την κουρά το κολλούσαν σε δοκάρι του σπιτιού ή τις
κρεμούσαν ως φυλαχτό στο λαιμό. 164

Χρειάζεται εδώ να σημειωθεί ότι η Βάπτιση των παιδιών των βασιλέων


συνηθιζόταν η παρουσία πολλών αναδόχων, κυρίως για λόγους κοινωνικούς, αφού οι
ανάδοχοι συνήθως ήταν προύχοντες και συγκλητικοί ή ακόμη και συγγενείς της
βασιλικής οικογενείας.

Κατά την τριχοκουρία του βασιλόπαιδα δινόταν στους αναδόχους


χρυσοκεντημένα μαντήλια. Ο πρώτος ανάμεσα στους αναδόχους έβαζε στο μαντήλι
τις κουρεμένες τρίχες ενώ οι άλλοι ανάδοχοι κρατούσαν τα μαντήλια τους για
ενθύμια. 165

                                                            
160
Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμος Γ΄, Αθήναι 1945, σ. 61-62.
161
Αυτόθι σ.63.
162
Αυτόθι σ.63-64.
163
Ακόμη και σήμερα στην Μεσσηνία όπου παλαιότερα τηρούνταν η ακολουθία αυτή ο ανάδοχος
ονομαζόταν και κουρονονός.
164
Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Γ΄ τόμος, Αθήναι 1945,σ.64.
165
Αυτόθι σ. 68-69.

58 
 
Οι Αυτοκράτορες της μεσαιωνικής περιόδου στην Ανατολή, συνήθιζαν να
γίνονται ανάδοχοι ξένων, εθνικών ηγεμόνων που ήθελαν να γίνουν Χριστιανοί. Ο
Ιουστινιανός βάπτισε τον βασιλιά Ερούλων Γραιτίν και το ρήγα (βασιλιά) των Ούνων
Γόρη. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ΄ βάπτισε τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Βόρρη
στον οποίο μάλιστα έδωσε το όνομά του. Μαζί με το βασιλέα τους βαπτιζόταν και
ολόκληροι οι λαοί, ενώ οι κάτοικοι άλλαζαν τα ονόματά τους από ειδωλολατρικά σε
Χριστιανικά. 166

Ωστόσο προβληματισμό δημιουργεί αυτή η τακτική μαζικού εκχριστιανισμού


ολόκληρων κρατών κάνοντας αρχή από την αυτοκρατορική βάπτιση. Κατά πόσο
υπήρχε ειλικρινής πίστη των ανθρώπων της περιοχής και πνευματική ανάγκη για
βάπτιση τους. Ίσως οι μαζικοί αυτοί εκχριστιανισμοί εξυπηρετούσαν και πολιτικούς
σκοπούς. Είναι σίγουρο ότι μεγάλη σημασία είχε το ομόδοξο προκειμένου να
δημιουργηθούν πολιτικές συμμαχίες και να υπάρξει βοήθεια σε δύσκολες στιγμές.

Ένας επίσης προβληματισμός συνίσταται στο κατά πόσο έγινε οργανωμένα η


κατήχηση των νεοφωτίστων μαζών που προσέγγιζαν την Εκκλησία. Υπάρχουν
παραδείγματα φωτιστών αγίων όπως των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου καθώς
και του Μαξίμου του Γραικού που το έργο τους ήταν μια πραγματική κατήχηση για
τους νεοφωτίστους λαούς.

Ο Συμεών Θεσσαλονίκης (1370-1429) μέσα στο συγγραφικό του έργο


διασώζει πολλές λειτουργικές πληροφορίες για το μυστήριο του Βαπτίσματος και τη
θέση του αναδόχου. Η ενασχόληση το μυστήριο του Βαπτίσματος γίνεται σε
δεκατρία κεφάλαια και εξετάζει την περίοδο από τη γέννηση του παιδιού μέχρι και τη
βάπτισή του. 167 Στο έργο του γίνεται η διάκριση της θέσεως του αναδόχου ανάλογα
με το εάν ο αναδεχόμενος είναι ενήλικος ή βρέφος. Εάν είναι ενήλικος ο ανάδοχος
168
συνοδεύεται στην βάπτιση από τον ανάδοχο κατά την ομολογία της πίστεως ,ενώ
εάν είναι βρέφος αποκρίνεται ο ανάδοχος για λογαριασμό του αναδεκτού. 169 Στην
πραγματεία του «Περί Βαπτίσματος» αναφέρει ότι ο ανάδοχος συνοδεύει τον

                                                            
166
Αυτόθι σ. 67-68.
167
P.G.15, σ. 209.
168
Αυτοθι,σ.213.
169
Αυτόθι, σ.216.

59 
 
αναδεκτό κατά την χρήση του, κατά Θεία Κοινωνία καθώς και κράτα αναμμένο κερί
κατά την στιγμή που ψάλλεται το τροπάριο «ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε». 170 

Ο Συμεών Θεσσαλονίκης συστήνει ο ανάδοχος να είναι άνθρωπος ευσεβής


έτσι ώστε να διδάξει σωστά στον αναδεκτό τα της πίστεως και προτρέπει να
αποφεύγονται άνθρωποι οι οποίοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις
που αναλαμβάνει ο ανάδοχος. 171

Η σημερινή επικρατούσα κατάσταση θέλει τον ανάδοχο κυρίως ως μια τυπική


εθιμική αν όχι διακοσμητική παρουσία κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος. Η θέση
του έχει περισσότερο χαρακτήρα τυπικό παρά ουσιαστικό κατά την τέλεση του
Μυστηρίου. Η σημερινή θέση του αναδόχου διαμορφώθηκε μέσα από διαφορά
κοινωνικά δεδομένα. Ωστόσο αισθητή παραμένει η παρουσία του λειτουργικά κατά
το Μυστήριο του Βαπτίσματος έχοντας ως έργο να απαντήσει αντί του αναδεκτού
όταν είναι βρέφος ο βαπτιζόμενος και να συμπαρίσταται αυτού κατά το Μυστήριο
του βαπτίσματος αν ο άνθρωπος που βαπτίζεται είναι ενήλικος.

Τέλος χρειάζεται να επισημανθεί ότι οι πνευματικές ευθύνες της κατήχησης


και της καθοδήγησης του αναδόχου έχουν ατονήσει, μια και η επιλογή τους γίνεται με
κριτήρια κυρίως κοινωνικά που ωστόσο δεν εξυπηρετούν τους σκοπούς της αναδοχής
επί της ουσίας.

                                                            
170
Αυτόθι, σ.232-233.
171
Αυτόθι, σ.216.

60 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Ο ΑΝΑΔΟΧΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ


ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

1. Η πνευματική συγγένεια που προκύπτει από την αναδοχή.

Από την αναδοχή κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος προκύπτουν κάποιες


υποχρεώσεις του αναδόχου προς τον αναδεκτό, καθώς και μία πνευματική συγγένεια
αφού ο αναδεχόμενος θεωρείται πνευματικό παιδί του αναδόχου. Στην πορεία του
θεσμού μέσα στη ζωή της Εκκλησίας δημιουργήθηκε προβληματισμός αναφορικά με
την αξία και το κύρος που έχει αυτή η πνευματική συγγένεια.

Πιο συγκεκριμένα, δημιουργήθηκαν προβλήματα σε σχέση με το Μυστήριο


του γάμου. Πότε είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ένας γάμος και πότε κωλύεται
λόγω αυτής της πνευματικής συγγένειας από την αναδοχή κατά το Μυστήριο του
Βαπτίσματος.

Ως πνευματική συγγένεια θεωρείται αυτή η οποία προκύπτει μεταξύ του


αναδόχου και του αναδεκτού καθώς και μεταξύ κάποιων συγγενών των δύο
προσώπων.

Η συγγένεια αυτή γίνεται κατανοητή βάσει της διδασκαλίας της Ορθοδόξου


Ανατολικής Εκκλησίας, όπου το Βάπτισμα θεωρείται πως είναι η δεύτερη γέννηση
του ανθρώπου και η ενσωμάτωσή του στο πνεύμα της Εκκλησιαστικής ζωής, 172 ενώ
ο παριστάμενος ανάδοχος είναι το πρόσωπο που εγγυάται απέναντι στην
Εκκλησιαστική κοινότητα για την χριστιανική διαπαιδαγώγηση του αναδεχομένου. 173

Το έτος 530μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξέδωσε Αυτοκρατορικό


διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν ο γάμος μεταξύ αναδόχου και αναδεκτού. 174

                                                            
172
Ζηζιούλα Ιωάννου, Το Άγιον Βάπτισμα και η Θεία Λειτουργία, στο Το Άγιον Βάπτισμα, η ένταξη μας
στην Εκκλησία του Χριστού, Αθήνα 2002,σ.19.
173
Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β ,Θεσσαλονίκη 1996,σελ.476-477.
174
Μίλα Νικοδήμου: Το εκκλησιαστικό δίκαιο της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Εν Αθήναις
1906, σελ. 878.

61 
 
Από την παρούσα κίνηση μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχαν παρατηρηθεί
τέτοιου είδους γάμοι, πράγμα που δημιούργησε προβληματισμό έτσι ώστε ο
Ιουστινιανός να εκδώσει αυτήν την απόφαση.

Η εν Τρούλλω συναχθείσα Πενθέκτη Σύνοδος (691-692μ.Χ.) εξέδωσε ειδικό


κανόνα το πεντηκοστό τρίτο (53ο), από τον οποίο ορίζεται απαγόρευση γάμου των
αναδόχων με τις μητέρες των αναδεκτών τους, εάν αυτές ήταν χήρες. Μάλιστα ο
ίδιος κανόνας διευκρινίζει ότι η πνευματική συγγένεια είναι ανώτερη της σωματικής.
Προφανώς είχαν παρατηρηθεί τέτοια φαινόμενα γάμων. Η Συνοδική απόφαση ορίζει
ότι εάν συλληφθούν κάποιοι να συνάπτουν τέτοιου είδους γάμο, αρχικά θα
απομακρύνονται οι δύο σύζυγοι και στη συνέχεια θα τους επιβάλλονται επιτίμια που
επιβάλλονται σε πόρνους. 175

Αρχικά ο κανόνας σκοπό έχει να προστατεύσει τις οικογένειες των ανθρώπων


από προβληματικές καταστάσεις. Κρίνοντας όμως σήμερα αυτόν τον κανόνα μπορεί
να θεωρηθεί ως ανεπαρκής, διότι δεν ορίζει επαρκώς ποια θα είναι η θέση των δυο
αυτών ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία μετά την διάλυση του γάμου, καθώς και ποια
η τύχη των τέκνων που ίσως είχαν προέλθει από έναν τέτοιου είδους γάμο.

                                                            
175
Ο 53ος κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου ορίζει:
«Ἐπειδή  μείζων  ἡ  κατά  τό  πνεῦμα  οἰκειότης  τῆς  τῶν  σωμάτων  συναφείας,  ἔγνωμεν  δέ  ἔν 

τισι  τύποις  τινάς  ἐκ  τοῦ  ἁγίου  και  σωτηριώδους  βαπτίσματος  παῖδας  ἀναδεχομένους,  καί 

μετά  τοῦτο,  ταῖς  ἐκείνων  μητράσι  χηρευούσαις,  γαμικόν  συναλλάσσοντας  συνοικέσιον, 

ὁρίζομεν ἀπό τοῦ παρόντος μηδέ τοιοῦτο πραχθῆναι. Εἰ δέ τινες μετά τόν παρόντα Κανόνα 

φωραθεῖεν  τοῦτο  ποιοῦντες,  πρωτοτύπως  μέν  οἱ  τοιοῦτοι  ἀφιστάσθωσαν  τοῦ  παρανόμου 

τούτου  συνοικεσίου,  ἔπειτα  δέ,  καί  τοῖς  πορνευόντων  ἐπιτιμίοις  ὑποβληθήτωσαν».  


Ο ίδιος κανόνας παρατίθεται σε μετάφραση από το βιβλίο του καθηγητού Ακανθόπουλου Προδρόμου,
Κώδικας Ιερών κανόνων και Εκκλησιαστικών νόμων, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 149.
«Επειδή η πνευματική συγγένεια είναι ανώτερη από τη σωματική συγγένεια και επειδή γνωρίζουμε ότι σε
μερικούς τόπους κάποιοι που εξαιτίας του άγιου και σωτήριου βαπτίσματος γίνονται ανάδοχοι παιδιών
και μετά απ’ αυτό παντρεύονται με τις χήρες μητέρες εκείνων, ορίζουμε από τώρα και στο εξής να μη
διαπραχθεί τίποτε τέτοιο. Κι αν κάποιοι πιαστούν να το κάνουν αυτό ύστερα απ’ αυτόν τον κανόνα,
αρχικά αυτοί να απομακρυνθούν απ’ αυτόν τον παράνομο γάμο, και στη συνέχεια να υποβληθούν στα
“επιτίμια” που επιβάλλονται στους πόρνους.»

62 
 
Παρατηρούμε ότι στους Κανόνες της Πενθέκτης Συνόδου δεν υπάρχει καμία
αναφορά στην περίπτωση τέλεσης γάμου μεταξύ αναδεκτού και αναδεκτής, και αυτό
γιατί θεωρήθηκε αυτονόητο ότι απαγορεύεται. Εξ άλλου οι συμμετέχοντες στην
Σύνοδο Ιεράρχες προφανώς είχαν υπόψη τους την απαγορευτική διάταξη του
Ιουστινιανού. Απ’ ότι φαίνεται εφόσον επεκτείνουν αυτήν τη διάταξη,
απαγορεύοντας το γάμο μεταξύ του αναδόχου και της μητέρας του αναδεκτού δεν θα
ήταν δυνατόν να δεχθούν το γάμο μεταξύ αναδόχου και αναδεκτής. Γι’ αυτό και δεν
κάνουν λόγο.

Οι αυτοκράτορες Βασίλειος, Κωνσταντίνος και Λέων στις «Βασιλικές» 176 που


εξέδωσαν επέκτειναν ακόμη περισσότερο τον κανόνα και σε άλλους βαθμούς
συγγενείας, ενώ ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος με συνοδικό του
σημείωμα επέκτεινε ακόμη περισσότερο τα πνευματικά κωλύματα μέχρι των βαθμών
για τους οποίους κωλύεται ο γάμος της εξ αίματος συγγενείας. Αυτά ορίζουν επίσης,
ο Ιωάννης Επίσκοπος Κίτρους, καθώς και ο κανονολόγος Δημήτριος Χωματινός που
έζησε τον δωδέκατο αιώνα. 177

Ο καθηγητής Εκκλησιαστικού δικαίου Γ. Αναστασιάδης αναφέρει ότι πολλοί


κανονολόγοι και Πατριάρχες δεν δέχθηκαν ούτε και ακολούθησαν τέτοια επέκταση
των κωλυμάτων γάμου στην πνευματική συγγένεια που προέρχεται από την
αναδοχή. 178

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος 179 (9ος αιώνας) και ο λόγιος


κανονολόγος μοναχός Ματθαίος Βλάσταρης 180 (14ος αιώνας), περιορίζονται στα
κωλύματα που αναφέρονται στις «Βασιλικές».Αυτά επεσήμανε και ο Αρμενόπουλος

                                                            
176
Βασιλικές είναι οι Αυτοκρατορικές Διαταγές που εξέδιδαν κατά καιρούς οι Αυτοκράτορες της
Κωνσταντινούπολης και αποτελούσαν νόμο του κράτους.
177
Μελισσηνού Χριστοδούλου: Τα κωλύματα του γάμου εν τη Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Εν
Αθήναις 1938, σ. 308.
178
Αναστασίου Γεωργίου: Σημειώσεις Εκκλησιαστικού δικαίου, α.τ.χ. σ. 114.
179
Σχόλιο του Θεοδώρου Βαλσαμώνος, στον Νομοκάνονα του Φωτίου Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως, θεωρεί ότι τα κωλύματα του γάμου από εξ αναδοχής σχέση ισχύουν όπως και
αυτά του τρίτου εξ αίματος βαθμού συγγενείας, στο Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών
κανόνων ,τόμος Α, Αθήνησιν 1852. σ303-304.
180
Βλάσταρη Ματθαίου, Σύνταγμα κατά στοιχείων Β, κεφ. Η, στο Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων
και Ιερών κανόνων ,τόμος Στ, Αθήνησιν 1859,σ.138.

63 
 
και είναι τα εξής. Δεν μπορεί να λάβει ο ανάδοχος εις γάμο: α) την αναδεκτή του, β)
τη μητέρα της αναδεκτής του, γ) τη θυγατέρα της αναδεκτής του 181 .

Ο Νικηφόρος Χαρτοφύλαξ 182 (13ος αιώνας) σε απαντητική του επιστολή σε


ερώτημα για εξ αναδοχής συγγένειες θεωρεί ότι τα κωλύματα γάμου από την εξ
αναδοχής συγγένεια ισχύουν το ίδιο με αυτά της σαρκικής και είναι έως εβδόμου
βαθμού. 183

Ωστόσο ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Νικήτας (11ος αιώνας) αναφέρει σε


επιστολή του ότι δεν κωλύονται μέχρι εβδόμου βαθμού οι εξ αναδοχής συγγενείας
επικείμενοι γάμοι. 184

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος ο Β΄(16ος αιώνας) σε


Συνοδική Διάταξη για το θέμα της εξ αναδοχής συγγενείας και των κωλυμάτων του
γάμου, παραθέτοντας αναφορές από προηγούμενες παρόμοιες περιπτώσεις, ορίζει ότι
λόγω των περιστάσεων είναι αναγκαίο να υπάρξει κατανόηση. Έτσι επιτρέπει
ακωλύτως κάθε γάμο, εκτός από αναδόχου με αναδεκτή, των γονέων και των τέκνων
των αναδόχων με τον αναδεκτό και τους γονείς του. 185

Ο Συνοδικός Τόμος της 10ης Φεβρουαρίου 1839, που υπογράφεται από τον
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο, δυο πρώην Πατριάρχες
Κωνσταντινουπόλεως, τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων και άλλους Ιεράρχες του
Οικουμενικού Θρόνου, επεκτείνει τα κωλύματα γάμου από αναδοχή και τα

                                                            
181
Μελισσηνού Χριστοδούλου: «Τα κωλύματα του γάμου εν τη Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία», Εν
Αθήναις 1938, σ. 303.
182
Χαρτοφύλαξ κατά την μεσαιωνική περίοδο στην Ανατολή ήταν ειδικό Εκκλησιαστικό αξίωμα που
παρείχε ο Πατριάρχης σε συγκεκριμένα υπεύθυνα πρόσωπα. Αρμοδιότητα του χαρτοφύλακος ήταν η
συλλογή και διαφύλαξη Συνοδικών Εκκλησιαστικών και ό,τι αλλού είδους εγγράφων σχετικά με
θέματα της Εκκλησίας.
183
Νικηφόρου του Χαρτοφύλακος, Επιστολή, στο Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θειων και Ιερών
Κανόνων ,τόμος Ε, Αθήνησιν 1855,σ.407.
184
Νικήτα Ηρακλείας, Αποκρίσεις, στο Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμος
Α, Αθήνησιν 1852, σ.442.
185
Νεοφύτου, Περί γαμίκων κεφαλαίων, στο Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θειων και ιερών κανόνων
,τόμος Ε , Αθήνησιν 1855, σ.407.

64 
 
κατατάσσει μέχρι και τον όγδοο βαθμό συγγένειας, το ίδιο με την εξ αίματος
συγγένεια. 186

Οι συγγραφείς Αγάπιος ιερομόναχος και Νικόδημος μοναχός στο βιβλίο


συλλογής και ερμηνείας των κανόνων που ονομάζεται «Πηδάλιον» και εκπονήθηκε
στα τέλη του 18ου αιώνα, αναφέρονται στην πνευματική συγγένεια θεωρώντας την
ανώτερη της σαρκικής. Στηριζόμενοι οι συγγραφείς στον 53ο Κανόνα της Πενθέκτης
καθορίζουν και αυτοί την πνευματική συγγένεια έως τρίτου βαθμού και κωλύουν το
γάμο όπως ο εξ’ αίματος τρίτος βαθμός συγγενείας. 187

Από τις πηγές που εξετάστηκαν δεν βρέθηκε να υπάρχει κάποιος


συγκεκριμένος ορισμός που με σταθερότητα να εφαρμόζεται καθολικά από την
Ορθόδοξη Εκκλησία. Βέβαια εφαρμόστηκαν παντού οι κανόνες της Πενθέκτης και το
διάταγμα του Ιουστινιανού.

Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι το εάν επιτρέπεται ο γάμος μεταξύ παιδιών
που τα έχει αναδεχθεί ο ίδιος ανάδοχος. Ο Ιωάσαφ Β΄ ο από Ανδριανουπόλεως το
1560μ.Χ. απαγόρευσε τέτοιο γάμο και επέκτεινε τα κωλύματα του γάμου μέχρι τον
όγδοο βαθμό. 188

Αντίθετα, ο πατριάρχης Ιερεμίας ο Τρανός (16ος αιώνας) με Εγκύκλιο


Συνοδικό του σημείωμα, που εξέδωσε το 1583μ.Χ., αποφάσισε ότι επιτρέπεται να
γίνεται τέτοιος γάμος και ότι είναι δύσκολο να αποδειχθεί αυτή η σχέση. 189 Ο
Θεόφιλος Καμπανιάς υποστήριξε ότι συγχωρείται από την Εκκλησία γάμος δύο
βαπτιστικών που έχουν τον ίδιο ανάδοχο, γιατί δεν γίνεται να διαφυλαχθεί -ίσως
εννοείται να αποτραπεί- τέτοιου είδους γάμος, όταν αυτά τα παιδιά από άγνοια
έρχονται σε γάμο. 190

                                                            
186
Γρηγορίου Πατριάρχου, Τόμος Περί συνοικεσίων, στο Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θειων και
Ιερών Κανόνων ,τόμος Ε , Αθήνησιν 1855,σ.442.
187
Αγαπίου Ιερομονάχου- Νικοδήμου μοναχού, «Πηδάλιον», Αθήνα 1970, σ. 753.
188
Μελισσηνού Χριστοδούλου: Τα κωλύματα του γάμου εν τη Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, εν
Αθήναις 1938, σ. 321.
189
Αυτόθι,σ.322.
190
Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θειων και Ιερών Κανόνων ,τόμος Ε, Αθήνησιν 1855, σ.158 και
Μελισσηνού Χριστοδούλου: Τα κωλύματα του γάμου εν τη Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, εν Αθήναις
1938,σ. 323,

65 
 
Στο Πηδάλιο αναφέρεται ρητά ότι: “Αν δύο παιδιά αρσενικό και θηλυκό, μη
έχοντας συγγένεια σαρκική, βαπτισθούν από έναν ανάδοχο, αυτά δεν παντρεύονται,
γιατί είναι αδέλφια πνευματικά, κατά τον αγιώτατον Σισίννιον και μάλιστα Β΄
βαθμού.» 191

Σε υποσημειώσεις στο Πηδάλιο οι συγγραφείς αναφέρουν ότι παραξενεύονται


για το πως οι πατριάρχες Νεόφυτος και Ιερεμίας, συγχώρησαν την τέλεση τέτοιων
γάμων. Θεωρούν το πρόσχημα της άγνοιας λόγω απόστασης, ανυπόστατο. Για να
αποφεύγονται τέτοιου είδους γάμοι -εν αγνοία- ανάμεσα σε παιδιά που έχουν
βαπτισθεί από έναν ανάδοχο, οι συγγραφείς προτείνουν δύο λύσεις. Τα παιδιά να
βαπτίζονται όχι σε μικρά παρεκκλήσια αλλά σε κεντρικούς (καθολικούς) ναούς, έτσι
ώστε να γράφονται τα ονόματα των παιδιών και των αναδόχων κατά την αρχαία
συνήθεια, καθώς και να υπάρχουν πολλοί πιστοί έτσι ώστε να υπάρχουν μάρτυρες για
να εμποδίσουν τέτοιους γάμους. Τέτοια καταγραφή γινόταν και στην Μοσχοβία
δηλαδή την Ρωσία. 192

Δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι όλα τα Μυστήρια στην Εκκλησία έχουν άμεση
αναφορά και σύνδεση με το κεντρικό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας 193 . Έτσι από
την πρώτη στιγμή σύστασης της Εκκλησίας τελούνταν όλα κατά την διάρκεια του
Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Ακόμη χρειάζεται να επισημανθεί πως χάρη σε
αυτή την πρακτική τέλεσης των Μυστηρίων κατά Ευχαριστία τα Μυστήρια ήταν
υπόθεση ολόκληρης της Εκκλησιαστικής κοινότητας και όχι αποκομμένες ιδιωτικές
θρησκευτικές τελετές, περισσότερου κοινωνικού και εθιμικού παρά Εκκλησιαστικού
χαρακτήρα.

Ακόμη οι συγγραφείς του «Πηδαλίου» προτείνουν ότι καλό είναι, να


βαπτίζουν τα παιδιά συγγενείς όπως θείοι και εξάδελφοι, οι οποίοι είναι συγγενείς εξ’
αίματος, έτσι ώστε να αποφευχθούν τέτοια φαινόμενα λόγω της ήδη υπάρχουσας
σαρκικής συγγένειας. 194

                                                            
191
 Αγαπίου ιερομονάχου - Νικοδήμου μοναχού, Πηδάλιον, Αθήνα 1970, σ.754. 
192
Αυτόθι, σ.754.
193
Ζηζιούλα Ιωάννου, Το Άγιον Βάπτισμα και η Θεία Λειτουργία, στο Το Άγιον Βάπτισμα, η ένταξη μας
στην Εκκλησία του Χριστού, Αθήνα 2002,σ.12.
194
Αγαπίου ιερομονάχου - Νικοδήμου μοναχού, Πηδάλιον, Αθήνα 1970, σ.754.

66 
 
Εδώ χρειάζεται να επισημανθεί πως μέχρι και σήμερα παραμένει στην
συνείδηση των χριστιανών, η συνήθεια να γίνεται ανάδοχος κάποιος άνθρωπος μόνο
σε παιδιά του ιδίου φύλλου έτσι ώστε αποφεύγονται - κατά ένα μεγάλο μέρος -
τέτοιου είδους προβλήματα.

Εάν όμως συμβεί τέτοιου είδους γάμος μεταξύ αναδεκτών και συγγενών τους
όταν οι άνθρωποι αγνοούν την ύπαρξη κωλυμάτων η Εκκλησία φροντίζει να λύσει
το πρόβλημα αποδεχόμενη αυτήν την σχέση, έχοντας ως γνώμονα την αγάπη για τον
άνθρωπο και όχι την δικανική τυπολατρική λογική.

Η Αρχιεπισκοπή Αθηνών σε εγκύκλιο που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του


2000 σχετικά με το Μυστήριο του γάμου αναφέρει ότι δεν λογίζονται ως πνευματικά
αδέλφια εκείνοι που έχουν κοινό ανάδοχο. 195

Την ίδια πεποίθηση βρίσκουμε αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Εκκλησίας


της Ελλάδος στο διαδίκτυο, στη σελίδα της νομοκανονικής Συνοδικής Επιτροπής,
όπου αναφέρει τις προϋποθέσεις και τα κωλύματα του γάμου. 196

Επίσης στην ίδια ιστοσελίδα σε ειδική ανακοίνωση της Συνοδικής επιτροπής


περί συγγενειών εκ του Μυστηρίου του Βαπτίσματος που κωλύουν το γάμο, σε τέτοια
περίπτωση επίσης δεν κωλύει το γάμο επικαλούμενη μάλιστα την άποψη του
καθηγητού Κανονικού Δίκαιου Π. Παναγιωτάκου, ό οποίος αναφέρει ότι η
εκκλησιαστική πρακτική δεν υπήρξε σταθερά προκειμένου να υπάρξει ή όχι κώλυμα.
Την ίδια άποψη υποστήριξε και ο λόγιος καθηγητής Φιλολογίας Γ.Μ. Μιχαλήσης –
Νουάρος που θεωρεί ότι τέτοιου είδους κώλυμα ποτέ δεν υπήρξε. 197

Στην Ελλάδα μέχρι τον Απρίλιο του 1982 βάσει του άρθρου 1361 του τότε
ισχύοντος Αστικού Κώδικα εμποδιζόταν ο γάμος του αναδόχου μετά του αναδεκτού
ή της μητέρας αυτού, 198 όπως οριζόταν και από τους κανόνες της Ορθοδόξου
199
Εκκλησίας. Τον Απρίλιο του 1982 ο υπ’ αριθμόν 1250 νόμος, που ψηφίσθηκε για

                                                            
195
Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών , Εγκύκλιος αριθμ. 28/25-1-00, Αθήνα 2000.
196
Στο http://www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees/dogma/dogmatics-0001.htm, 19-07-2009.
197
Στο http://www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees/dogma/dogmatics-0003.htm, 19-07-2009.
198
Παναγιωτάκου Παναγιώτη, «Αστικός κώδικας και Εκκλησία, Το δίκαιον του γάμου», Αθήναι 1940,
σ. 163.
199
Νόμος 1250/82 , στο Φ.Ε.Κ. τεύχος Α 46 / 7-4-82,Αθήνα 1982.

67 
 
την καθιέρωση πολιτικού γάμου, στο άρθρο 3 περί τροποποιήσεως του Αστικού
Κώδικα, καταργεί το 1361 άρθρο του έως τότε ισχύοντος Αστικού Κώδικα, 200 και
έτσι επιτρέπεται με πολιτικό γάμο να νυμφευθεί ανάδοχος τον αναδεκτό άνθρωπο ή
με τους γονείς του αναδεκτού , χωρίς να υπάρχει νομικό κώλυμα και ο γάμος να είναι
νομικά κατοχυρωμένος.

Η αντίδραση της Εκκλησίας στο νόμο υπήρξε άμεση. Έτσι η εκδοθείσα 2320
(19/5/1982) Συνοδική Εγκύκλιος, η οποία εκτός των άλλων, ορίζει ότι τα
καταργούμενα κωλύματα υπό του πολιτικού νόμου 1250/82 για τον πολιτικό γάμο,
εξακολουθούν να ισχύουν για τον Θρησκευτικό γάμο, ως και των Ιερών Κανόνων
παραδιδόμενα, επομένως η ύπαρξη ενός εκ των κωλυμάτων εμποδίζει το γάμο. 201 Με
βάση την παραπάνω Εγκύκλιο γίνεται κατανοητό με σαφήνεια ότι η Εκκλησία
συνεχίζει να δέχεται κώλυμα γάμου μεταξύ αναδόχου και αναδεκτού παιδιού καθώς
και μεταξύ αναδόχου και της μητέρας του αναδεκτού. Παρακάτω όμως η Συνοδική
Εγκύκλιος αναφέρει ότι η Εκκλησία δύναται να εφαρμόζει την οικονομία κατά
περίπτωση και κατά κρίση της Ιεράς Συνόδου, σύμφωνα και προς την μέχρι σήμερα
ακολουθουμένη Εκκλησιαστική τακτική. 202 Έτσι, προκειμένου οι δύο σύζυγοι να
ζουν εντός της Εκκλησίας και να μετέχουν στην Μυστηριακή της ζωή, η Εκκλησία
δέχεται την ιερολογία τέτοιου γάμου, στηριζόμενη στην αγάπη και την κατανόηση
και όχι στο γράμμα του νόμου. Άλλωστε υπήρξαν και στο παρελθόν περιπτώσεις,
κατά τις οποίες η Εκκλησία οικονόμησε τους κανόνες προς πνευματικό όφελος των
πιστών.

Ακόμη μία πλευρά του θέματος της πνευματικής συγγένειας θέτει το εξής
πρόβλημα. Υποτίθεται ότι ένας άνδρας έχει βαπτίσει ένα τέκνο αγόρι πριν παντρευτεί
και μία γυναίκα έχει βαπτίσει και αυτή ένα κορίτσι πριν παντρευτεί. Αυτοί οι δύο
άνθρωποι άνδρας και γυναίκα έρχονται σε γάμου κοινωνία. Υπάρχει προβληματισμός
αναφορικά με τη σχέση που έχουν ο ένας σύζυγος προς τα αναδεκτά τέκνα του άλλου
και ποια η σχέση των αναδεκτών των δύο συζύγων μεταξύ τους.

Στην εξέταση των πηγών δεν βρέθηκε κάτι σχετικό, παρά μόνο στο βιβλίο
«Πηδάλιον» το εξής: «ἐὰν ὁ ἀνὴρ βαπτίσει ἐν παιδίον ἡ δὲ γυνὴ αὐτοῦ ἄλλο τὰ 

                                                            
200
Νόμος 1250/82, στο Φ.Ε.Κ. τεύχος Α 46 / 7-4-82, Αθήνα 1982.
201
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εγκύκλιος 2320, Αθήνα 1982.
202
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εγκύκλιος 2320, Αθήνα 1982.

68 
 
παιδία ταῦτα δὲν λαμβάνονται. Διότι φαίνεται ὅτι εἰς ἀνάδοχος τὰ 
ἐβάπτισεν ἐπειδὴ λογίζεται μία σὰρξ τὸ ἀνδρόγυνο». 203 

Για το ποια συγγένεια έχουν αυτά τα παιδιά δεν μπορεί να υπάρξει η


δυνατότητα κατάθεσης αποσαφηνισμένης άποψης. Θεωρείται ωστόσο
παρακινδυνευμένο να υποστηριχτεί η άποψη ότι μεταξύ τους υπάρχει σχέση
ετεροθαλών αδελφών.

Είναι όμως αυτονόητο ότι και οι δύο σύζυγοι χρειάζεται να φέρονται το ίδιο
τόσο στα δικά τους αναδεκτά τέκνα όσο και στα τέκνα των συζύγων τους, και να
αποφεύγονται διακρίσεις.

2. Προϋποθέσεις και κωλύματα του υποψήφιου αναδόχου.

Ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο πρόεκυψε σε σχέση με τον θεσμό του


αναδόχου είναι το θέμα της επιλογής των αναδόχων. Ποιοι έχουν τη δυνατότητα να
αναλάβουν την πνευματική καθοδήγηση του νέου μέλους της Εκκλησιαστικής
κοινότητας, πριν το Βάπτισμα εάν είναι ενήλικος και μετά το Βάπτισμα εάν είναι
ανήλικος, καθώς και ποιοι κωλύονται για διαφόρους λόγους. Ας μην ξεχνούμε ότι
στην παράδοση της Εκκλησίας στους πρώτους αιώνες είχε επικρατήσει η συνήθεια ο
ενδιαφερόμενος να βαπτιστεί χριστιανός να συνοδεύεται από τον ανάδοχό του
ενώπιον του Επίσκοπου. Εκεί προφανώς γινόταν και ενός είδους κρίση για το εάν ο
μελλοντικός ανάδοχος είχε τις προϋποθέσεις και τη δυνατότητα να αναλάβει το έργο
της αναδοχής.

Ανάδοχοι έχουν την δυνατότητα να γίνουν όλοι όσοι είναι Βαπτισμένοι


Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Οι ανάδοχοι χρειάζεται να χαρακτηρίζονται από ευσέβεια να
μετέχουν στην Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας έτσι ώστε να μεταδώσουν και να
διδάξουν τις αλήθειες της πίστεως σωστά προκειμένου ο αναδεχόμενος να προχωρεί
στην πίστη. Όλοι οι Βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας και Αδιαίρετου Τριάδος,
ανήκοντες στην Ορθόδοξο Ανατολική Εκκλησία και έχοντας ενεργό συμμετοχή στη
Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μπορούν να γίνουν ανάδοχοι.

                                                            
203
Αγαπίου ιερομονάχου - Νικοδήμου μοναχού, Πηδάλιον, Αθήνα 1970, σ.754.

69 
 
Οι κωλυόμενοι προς αναδοχή μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες,
στους αθέους, ετερόδοξους και σχισματικούς, καθώς και σε αυτούς που είναι μέλη
της Ορθόδοξου Εκκλησίας αλλά για διάφορους λόγους δεν μπορούν να γίνουν
ανάδοχοι.

Ανάδοχοι δεν μπορούν να γίνουν οι αυτοαποκαλούμενοι άθεοι καθώς και οι


πιστοί διαφόρων θρησκειών. 204 Επίσης από τη δυνατότητα να αναλάβουν την ευθύνη
της αναδοχής αποκλείονται και οι αιρετικοί για το λόγο ότι βρίσκονται σε αίρεση και
πλάνη 205

Επίσης ανάδοχοι δεν μπορούν να γίνουν οι σχισματικοί δηλαδή όσοι


βρίσκονται σε σχίσμα με την Ορθόδοξη Εκκλησία παρόλο που οι ίδιοι μπορεί να
206
αυτοονομάζονται Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Και αυτοί οι άνθρωποι δεν γίνεται να
207
αναδεχθούν τέκνο Ορθοδόξου Χριστιανού. Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό οι
άνθρωποι, οι οποίοι είναι αβάπτιστοι, αιρετικοί και σχισματικοί, δεν μπορούν να
αναλάβουν το χρέος της αναδοχής. 208 Ακόμη και αυτοί οι οποίοι αυτοονομάζονται

                                                            
204
Οι άνθρωποι που ασπάζονται διαφορές θρησκείες όπως τον Ιουδαϊσμό, το Ισλάμ, την αρχαία
ελληνική θρησκεία, τον Ινδουισμό, τον Βουδισμό, άλλες ανατολικές θρησκείες και διάφορες
θρησκευτικές θεωρίες, εφ’ όσον και οι ίδιοι δεν είναι βαπτισμένοι κωλύονται της δυνατότητας
ανάληψης καθηκόντων αναδοχής κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος στην Ορθόδοξη Χριστιανική
Εκκλησία.

205
Αιρετικοί θεωρούνται οι άνθρωποι που πιστεύουν σε δοξασίες και διδασκαλίες που έρχονται σε
αντίθεση με την Δογματική διδασκαλία και την παράδοση της Ορθοδόξου Ανατολικής Χριστιανικής
Εκκλησίας.
206
Σχισματικοί θεωρούνται οι άνθρωποι οι οποίοι για θέματα διοικητικά ή αλλά ήσσονος σημασίας
βρίσκονται σε διακοπή κοινωνίας με την Ορθόδοξη Ανατολική Χριστιανική Εκκλησία.

207
Ράλλη Μ.Κ. Περί των αναδόχων κατά το δίκαιον της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας,
Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1909, σ. 173.

208
Στην ιστοσελίδα στο διαδίκτυο της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχει αναρτηθεί απόφαση της
Συνοδικής Επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων που αναφέρει περιληπτικά περί
αναδόχου καθώς και ποιοι κωλύονται να αναλάβουν χρέη της αναδοχής. «Επομένως δεν επιτρέπεται να
παρίστανται ως ανάδοχοι εις το Μυστήριο του Βαπτίσματος: οι αλλόθρησκοι, οι ετερόδοξοι, οι
σχισματικοί, και αφορισμένοι. Δεν γίνονται επίσης δεκτοί οι γονείς του βαπτιζομένου , οι κληρικοί και οι
μοναχοί, ενώ από της επικρατήσεως του νηπιοβαπτισμού είναι αδιάφορο το φύλο του αναδόχου.
Αποκλείονται ωσαύτως οι δεδηλωμένοι άθεοι και άπιστοι, οι ανήλικοι και οι τελέσαντες πολιτικό γάμο,

70 
 
Ορθόδοξοι και μάλιστα πολλές φορές οι ίδιοι προβάλλονται ως θεματοφύλακες των
παραδόσεων της Ορθοδόξου Εκκλησιάς, πρέπει να αποκλείονται, εφ όσον είναι
αποκομμένοι από τη Μυστηριακή κοινωνία με τη Μια Αγία Καθολική και
Αποστολική Εκκλησία.

Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι δεν ενδείκνυται οι γονείς να φεύγουν από την
ενορία και να τελούν αλλού το Μυστήριο του Βαπτίσματος, ωστόσο εάν το
επιθυμούν, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή έτσι ώστε ο ναός και ο λειτουργός που θα
βαφτίσει το παιδί τους να ανήκει στην κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία. Κριτήριο
κανονικότητας του είναι η ύπαρξη Εκκλησιαστικής κοινωνίας με τον τοπικό
Επίσκοπο της Εκκλησίας.

Συνοδική Εγκύκλιος της Εκκλησίας της Ελλάδος απαγορεύει ρητώς την


ανάθεση καθηκόντων αναδόχου σε ετερόδοξο. 209

Εκτός των αλλοπίστων, αιρετικών και σχισματικών και κάποιοι οι οποίοι


ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία κωλύονται της αναδοχής.

Ως ανάδοχοι δεν μπορούν να παρίστανται οι γονείς του παιδιού διότι


ο ανάδοχος γίνεται αδελφός των γονέων. Έτσι δεν γίνεται κάποιος να είναι
παντρεμένος με τον αδελφό ή την αδελφή του. Στην αρχαία εκκλησία επιτρεπόταν η
αναδοχή από τους γονείς, αλλά αργότερα, μετά την έκδοση του 53ου κανόνα της
Πενθέκτης Συνόδου που ορίζει ότι η πνευματική συγγένεια είναι ανώτερη της
σαρκικής, κάποιοι εκμεταλλευόμενοι με δόλο την φράση του κανόνα ότι η

                                                                                                                                                                          
οι τελευταίοι ως επιδεικτικώς παραβιάζοντες τις εντολές και αποφάσεις της Εκκλησίας.» στο:
http://www.ecclesia.gr/greek/holySynod/commitees/dogma/dogmatics_anadoxos.htm , 19-07-2009.
209
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εγκύκλιος 5090, Αθήνα 1836, και Ιερά Σύνοδος της
Εκκλησίας της Ελλάδος, Εγκύκλιος 2598, Αθήνα 1955. Όπου αναφέρεται Περί του ότι απαγορεύεται
εν γάμω και βαπτίσματος Ορθοδόξων ως παρανύμφους ή ανάδοχος μη ορθόδοξος.

Προς του Σεβασμιωτάτους Ιεράρχας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

“Η Ιερά Σύνοδος λαβούσα σχετικήν αφορμήν ήχθη εις την απόφασιν να γνωρίσει Υμίν η υπομνήσει, ότι
απαγορεύεται αν παρίστανται ως παράνυμφοι επί τη τελέσει γάμων Ορθοδόξων Χριστιανών, οι μη
ανήκοντες εις το Ορθόδοξον δόγμα, ως ακριβώς απαγορεύεται η ανάληψις αναδοχικών καθηκόντων
παρά μη Ορθοδόξων, επι τελέσει Βαπτίσματος Ορθοδόξου...”.

71 
 
πνευματική συγγένεια είναι ανώτερη της σαρκικής, ανεδέχοντο το παιδί τους
βρίσκοντας αιτία να διαζευχθούν με την σύζυγό τους. Έτσι απαγορεύτηκε η αναδοχή
των τέκνων από τους ίδιους τους γονείς. Ούτε και ο σύζυγος μπορεί να βαπτίσει την
σύζυγο του εάν είναι ενήλικος γιατί θεωρείται ο βαπτιζόμενος πνευματικό τέκνο του
αναδόχου άρα δεν μπορούν να έχουν και συζυγική σχέση. 210

Επίσης της αναδοχής κωλύονται οι ιερείς. Οι ιερείς απαγορεύεται να γίνουν


ανάδοχοι και παράνυμφοι. Η απαγόρευση είναι πολύ παλαιά ενώ υπάρχει και
Συνοδική απόφαση της Ελλαδικής Εκκλησίας που απαγορεύει στους ιερείς την
αναδοχή. Ο ιερέας μπορεί να βαπτίσει τα παιδιά του ως λειτουργός, αλλά χρειάζεται
να υπάρχει άλλος πιστός που θα παραστεί ως ανάδοχος. 211

Οι μοναχοί επίσης απαγορεύεται να γίνουν ανάδοχοι, 212 παρά μόνο όταν


213
υπάρχει πολύ μεγάλη ανάγκη, διότι ο μοναχός έχει υποσχεθεί ότι δεν θα
ασχοληθεί με κοσμικές φροντίδες και κατά δεύτερον για τον φόβο μήπως αναπτύξει
σχέσεις οικειότητας με την οικογένεια του αναδεκτού. 214

Μοναστηριακά τυπικά απαγορεύουν την αναδοχή στους μοναχούς. Εφ όσον


οι ίδιοι έχουν φύγει από τον κόσμο και έχουν απορρίψει το γάμο δεν μπορούν να
εμπλέκονται σε οικογενειακές υποχρεώσεις. Για τους παραβάτες του μοναστικού
τυπικού υπήρχε η δυνατότητα να τιμωρηθούν μέχρι και με αποβολή από την μονή,
ενώ όσοι μοναχοί έχουν αναδεχθεί πριν την μοναχική τους αφιέρωση απαγορεύεται

                                                            
210
Ράλλη Κ.Μ. Περί των αναδόχων κατά το δίκαιον της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας,
Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1909, σ. 172, Μίλα Νικοδήμου, Το
εκκλησιαστικό δίκαιο της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Εν Αθήναις 1906,σ. 906.

211
Γιάγκου Θεοδώρου, Κανόνες και διατάξεις περί του Βαπτίσματος, επισκόπηση της παράδοσης, στο,
Το Μυστήριο του Βαπτίσματος, Ι. Μ. Δράμας,1996, σ. 71.

212
Ο λόγιος Πέτρος Χαρτοφύλαξ που έζησε επί αυτοκράτωρος Αλεξίου Κομνηνού σε ερώτηση
απάντησε ότι οι μοναχοί κωλύονται με απαγόρευση να παρίστανται ως ανάδοχοι στο Μυστήριο του
Βαπτίσματος και ως παράνυμφοι στο Μυστήριο του γάμου, στο Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων
και Ιερών Κανόνων ,τόμος Ε, Αθήνησιν 1855,σ.370.
213
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος του Βαλσαμώνος, αποτρέπει για τους μοναχούς αναδοχές, στο
Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θειων και Ιερών Κανόνων, τόμος Δ, Αθήνησιν 1854,σ.476.
214
Ράλλη Κ.Μ., Περί των αναδόχων κατά το δίκαιον της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας,
Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1909, σ.176 .

72 
 
να βρίσκονται για πολύ ώρα στο σπίτι του αναδεκτού τους, να τρώνε και να δειπνούν
μαζί τους. Επίσης δεν επιτρέπεται να αφήνουν τίποτα στους αναδεκτούς ως
κληρονομία. 215 Όλα αυτά γιατί ο μοναχός έχει αφήσει κάθε είδους φροντίδα, έχει
εγκαταλείψει τους γονείς του και κάθε συγγένεια.

Επίσης καθήκοντα αναδόχου δεν μπορούν να αναλάβουν οι ανήλικοι καθώς


και όσοι δεν έχουν σώας τας φρένας. Είναι προφανές ότι δεν μπορούν να
παιδαγωγήσουν σωστά τους αναδεκτούς τους και οι δύο παραπάνω κατηγορίες
βαπτισμένων Χριστιανών. 216

Η νομοκανονική Συνοδική Επιτροπή της Εκκλησιάς της Ελλάδος, ορίζει ότι


καλό θα είναι ο ανάδοχος να είναι ενήλικος αλλά και εάν είναι ανήλικος θα πρέπει
να έχει βοήθεια από κάποιον ενήλικο ή από τους γονείς του. 217

Ακόμη χρέη αναδοχής δεν μπορούν να αναλάβουν οι αφορισμένοι και οι


δεδηλωμένοι άθεοι.

Αφορισμένος είναι αυτός ο οποίος έχει ξεχωριστεί από το εκκλησιαστικό


σώμα και του έχει επιβληθεί μικρός ή μεγάλος αφορισμός. Μικρός αφορισμός είναι η
στέρηση της Θείας κοινωνίας. Η κατάσταση της ακοινωνησίας μπορεί να είναι
προσωρινή ή μόνιμη εάν μετανοήσει ο πιστός αίρεται η ακοινωνησία. Ανάθεμα είναι
η ολοκληρωτική αποκοπή από το σώμα της εκκλησίας που επιβάλλεται μόνο σε
περίπτωση εσχάτης ανάγκης. 218

Υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι, ενώ ανήκουν στο σώμα της
Εκκλησίας και είναι βαπτισμένοι, για λόγους ιδεολογικών και φιλοσοφικών
πεποιθήσεων απορρίπτουν εντελώς τον Θεό και δηλώνουν αυτή τους την απιστία
δημόσια, λόγω αυτών των θέσεων, που έχουν αναφαίρετα το δικαίωμα να τις

                                                            
215
Ράλλη Κ.Μ., Περί των αναδόχων κατά το δίκαιον της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας
Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1909 σ. 177

216
Ράλλη Κ.Μ. Περί των αναδόχων κατά το δίκαιον της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας,
Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1909 σ. 175.
217
Στο http://www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees/dogma/aftoxeires.htm.,19-07-2009.
218
Ακανθόπουλου Πρόδρομου, Κώδικες ιερών κανόνων και εκκλησιαστικών νόμων, Θεσσαλονίκη
1995, σ. 662-665.

73 
 
εκφράσουν, ουσιαστικά οι ίδιοι αποκλείουν τον εαυτό τους από το έργο της
αναδοχής.

Κατά την παράδοση ο ανάδοχος ήταν ένα πρόσωπο και όχι πολλά το οποίο
εγγυόταν έναντι της Εκκλησιαστικής κοινότητας και αναλάμβανε την πνευματική
καθοδήγηση του αναδεκτού. Σήμερα υπάρχει η τάση να παρίστανται δυο ή και τρεις
ανάδοχοι σε ένα παιδί. Αυτό ωστόσο δεν θεωρείται σύμφωνο με την παράδοση και
αποτρέπεται του να συμβαίνει από την νομοκανονική Συνοδική Επιτροπή της
Εκκλησίας της Ελλάδος. 219

Έντονος προβληματισμός δημιουργήθηκε για το αν μπορούν να αναλάβουν


έργο αναδοχής όσοι έχουν τελέσει πολιτικό γάμο.

Τον Απρίλιο του 1982 έπειτα από πολλές διαβουλεύσεις η πολιτεία


προχώρησε νομοθετική επικύρωση νόμου που επιτρέπει την τέλεση γάμου με
σύγχρονη δήλωση των μελλόνυμφων ότι συμφωνούν σε αυτήν την συμβίωση χωρίς
θρησκευτική τελετή. Αυτού του είδους η σύζευξη των δυο ανθρώπων με νομική
επικύρωση της σχέσεώς τους, ονομάστηκε πολιτικός γάμος. 220

Ο νόμος 1250/82 προκάλεσε έντονο προβληματισμό και η Ορθόδοξη


Ανατολική Εκκλησία δεν τον αποδέχτηκε. Η μη αποδοχή του πολιτικού γάμου ως
ισόκυρου με τον εκκλησιαστικό από την πλευρά της οφείλεται σε πολλούς και
σημαντικούς λόγους. Καταρχάς με βάση την δογματική Διδασκαλία της Ορθοδόξου
Ανατολικής Εκκλησίας ο γάμος είναι Μυστήριο θεσπισμένο με την ευλογία του
Θεού που τελείται κατά παράδοση μέσα στην Εκκλησιαστική κοινότητα 221 . Η
Εκκλησία άλλου είδους γάμου δεν αναγνωρίζει για τους πιστούς της για αυτό και
θεωρήθηκε προσβεβλημένη από αυτόν τον νόμο, περί νομιμοποίησης του πολιτικού
γάμου, καθώς και από την κατάργηση κάποιων άρθρων του αστικού κώδικα που
ρύθμιζαν και το εάν κάποιοι μπορούσαν να συνάψουν γάμο ή όχι. 222 Έτσι η
                                                            
219
Στο http://www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees/dogma/aftoxeires.htm, 19-07-2009.

220
Νόμος 1250/82, στο Φ.Ε.Κ. τεύχος Α 46 / 7-4-82,Αθηνα 1982.
221
Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β, Θεσσαλονίκη 1996,σ.495- 496.
222
Νόμος 1250/82, στο Φ.Ε.Κ. τεύχος Α 46 / 7-4-82, Αθήνα 1982 και Νόμος 1329 /1983 στο ΦΕΚ Α
25 / 18-02-1983, Αθήνα 1983. Τα Τροποποιημένα άρθρα του Αστικού Κώδικα ήταν: 1353 (γάμος
Χριστιανού με αλλόθρησκο), 1355 (τέταρτος γάμος), 1358 (γάμος συγγενών εξ αίματος μέχρι 2ου
βαθμού του εταίρου συζύγου), 1361 (γάμος του αναδόχου μετά του αναδεκτού τέκνου ή της μητρός

74 
 
Εκκλησία της Ελλάδος με Συνοδική απόφαση θεώρησε ισχύοντα για την ίδια τα
καταργηθέντα κωλύματα γάμου και δεν επιτρέπει την ιερολογία του Μυστηρίου εάν
υπάρχει κάποιο από αυτά. 223

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος με Εγκύκλιό της
επίσης, ενημέρωσε τους χριστιανούς για τις θέσεις της απέναντι στη θέσπιση του
πολιτικού γάμου και τις συνέπειές που θα είχε ένας τέτοιος γάμος για τους πιστούς.

Βάσει λοιπόν των γραφομένων και εκδιδομένων αποφάσεων της Ιεράς


Συνόδου, όποιος Χριστιανός τελέσει πολιτικό γάμο θέτει εαυτόν ενσυνείδητα εκτός
Εκκλησίας. Άρα στερείται των ευλογιών καθώς και των Μυστηρίων της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, έτσι δεν μπορεί κανείς, ο οποίος έχει τελέσει πολιτικό γάμο, να
προσέρχεται ως ανάδοχος στο Μυστήριο του Βαπτίσματος, αφού ο ίδιος έχει θέσει
εκουσίως τον εαυτό του εκτός Εκκλησίας, παρά τις εκκλησιαστικές συμβουλές και
παραινέσεις. 224

Πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν κάποιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί που είχαν


τελέσει πολιτικό γάμο και παρέμειναν σ’ αυτόν, ενημερώθηκαν ότι κωλύονται της
αναδοχής από κάποιους ιερείς, και ζήτησαν την ποινική δίωξη των εκκλησιαστικών
οργάνων ιερέων και ιεραρχών, που τους απέκλεισαν από την αναδοχή. 225

Ωστόσο χρειάζεται να επισημανθεί ότι πολλές φορές ο πολιτικός γάμος


τελείται υπό την πίεση και την ανάγκη ειδικών πολιτικών, οικογενειακών και
κοινωνικών συνθηκών. Συνήθως η πρακτική δείχνει ότι οι τελούντες τον πολιτικό
γάμο όταν επιτρέψουν οι συνθήκες προσχωρούν στην ιερολογία του Μυστηρίου του
Εκκλησιαστικού Γάμου.

Δεν είναι δυνατόν βέβαια να υπάρξει αποδοχή αναδόχου, ο οποίος είναι


αποκομμένος από την Εκκλησιαστική κοινωνία και απορρίπτει την διδασκαλία της.
                                                                                                                                                                          
αυτού), 1363 (γάμος μεταξύ προσώπων καταδικασθέντων δια μοιχείαν), 1364 (γάμος κληρικών παντός
βαθμού και μοναχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας). Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις γάμου πλέον
επιτρέπεται να συναφθούν με πολιτικό γάμο βάσει του Νόμου 1250/82.
223
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εγκύκλιος 2320, Αθήνα 1982.
224
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εγκύκλιος 2309, Αθήνα 1982.
225
Πουλή Γεωργίου, Νομοθετικά κείμενα Εκκλησιαστικού δικαίου, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 221-225, και
Βαβούσκου Κωνσταντίνου, Ο τελέσας πολιτικού γάμου δεν γίνεται δεκτός ως ανάδοχος, Αθήνα
1987.σ.9-12

75 
 
Εξετάζοντας τις πηγές και τα έργα των Πατέρων ο ανάδοχος εγγυάται της πίστης του
βαπτιζομένου ανθρώπου, χρειάζεται να είναι άνθρωπος ευσεβής και ικανός να
κατηχήσει τον νεοφώτιστο μέλος της εκκλησιαστικής κοινότητας. Ο ιερέας έχει την
ευθύνη και την υποχρέωση να ερευνήσει αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να γίνει
κάποιος ανάδοχος. Εάν ο ανάδοχος δεν έχει τις προϋποθέσεις ο ιερέας με διάκριση
και αγάπη οφείλει να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο δίνοντας του τις ανάλογες
εξηγήσεις για τις αιτίες που τον κωλύουν να αλλάζει έργο αναδοχής.

Τέλος, χρειάζεται να επισημανθεί ότι είναι απαράδεκτο ιερείς να αρνούνται


την βάπτιση παιδιών που προήλθαν από γονείς που είχαν τελέσει πολιτικό γάμο. Η
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος συνιστά και προτρέπει να μην υπάρχουν
τέτοιες αρνήσεις που προβλήματα μόνο μπορούν να δημιουργήσουν. 226 Ενώ έχει
αναρτήσει στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο ανακοίνωση της αρμόδιας Συνοδικής
επιτροπής Δογματικών και Νομοκανονικών ζητημάτων, που προτρέπει την Βάπτιση
των παιδιών των συσταθεισών οικογενειών με τέλεση πολιτικού γάμου, βλέποντας
αυτήν και ως μια ευκαιρία επικοινωνίας της Εκκλησίας με την οικογένεια για
αποκατάσταση των σχέσεων τους με την Εκκλησία και την τέλεση Εκκλησιαστικού
Γάμου. 227

                                                            
226
Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος , Εγκύκλιος 2395, 5-09-1984, Αθήνα,1984.
227
Στο http: //www.ecclesia.gr/greek/holySynod/commitees/dogma/dogmatics_vaptisi.htm, 10/07/09.

76 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

1. Η υλική προετοιμασία του αναδόχου για το μυστήριο του Βαπτίσματος.

Λόγω του ότι το Μυστήριο του Βαπτίσματος πλέον έχει αποκοπεί από το
Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έχει επικρατήσει να γίνεται σε ξεχωριστή ώρα στην
Εκκλησία και όχι κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας όπως αρμόζει κατά την
παράδοση. Εξαιτίας αυτής της συνήθειας πολλές φορές εμφανίζεται το θλιβερό
φαινόμενο το Μυστήριο της Βαπτίσεως να γίνεται μια οικογενειακή κοινωνική
τελετή, χάνοντας ολοκληρωτικά τη θεολογική αξία του, περιοριζόμενο μόνο σε
δευτερευούσης σημασίας θέματα. Ο ανάδοχος κατά τη συνήθεια αναλαμβάνει την
προμήθεια κάποιων προϊόντων τα οποία θα χρειαστούν για το Μυστήριο του
Βαπτίσματος. Όλα αυτά τα προϊόντα που καλύπτουν υλικές ανάγκες του μυστήριου
ταυτόχρονα κρύβουν έναν πλούσιο συμβολισμό.

Η λέξη σύμβολο παράγεται από τη λέξη συμβολή που σηματοδοτεί ένα


σημείο ένωσης δυο πραγμάτων. 228 Η έννοια του σύμβολου επίσης έρχεται από τη
συνήθεια της συνένωσης δυο πραγμάτων όταν τα είχαν δυο διαφορετικά πρόσωπα,
έτσι ώστε να αποδείξουν μια αληθινή πραγματικότητα. 229

Από τη λέξη σύμβολο προέρχεται η λέξη συμβολισμός, που σημαίνει την


αντιπροσώπευση πραγμάτων εννοιών και ιδεών μέσω συμβόλων. 230

Αυτά τα σύμβολα μπορεί να είναι υλικά, αντικείμενα ή λέξεις που αναγάγουν


την ανθρώπινη σκέψη σε μια πραγματικότητα, οδηγώντας την στην ουσία των
πραγμάτων.

Η απόδοση συμβολισμών στα διάφορα απαραίτητα για τη βάπτιση υλικά από


την πλευρά της Εκκλησίας δεν είναι τυχαία, διότι το κάθε σύμβολο συμβάλλει
ουσιαστικά στην κατανόηση της αλήθειας και λειτουργώντας ως βιωματική της
αφετηρία.

                                                            
228
Μπαμπινιώτη Γεωργίου, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2008,σ.1704.
229
Ματσούκα Νίκου, Λόγος και μύθος, Θεσσαλονίκη 1997,σ.27.
230
 Μπαμπινιώτη Γεωργίου, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2008,σ.1704. 

77 
 
Τα σύμβολα ως εικόνες της αισθητής εμπειρίας και ως σχήματα του
φαίνεσθαι, δεν εξαντλούν την αλήθεια στην παρουσία τους, καθότι έχοντας μέσα
τους το στοιχείο της αναγωγής, δημιουργούν ένα διαφορετικό νόημα από το
φαίνεσθαι προάγοντας αυτήν την αλήθεια στο είναι της ουσίας τους.

Ωστόσο ο σύγχρονος τρόπος ζωής πολλές φορές απομακρύνει από την


αλήθεια των συμβόλων απολυτοποιεί την υλη και υπερτονίζει την εξωτερική
231
εμφάνιση εις βάρος της συμβολικής αξίας. Έτσι βρίσκεται πρόσφορο έδαφος για
την δημιουργία μαγικών συμβόλων και ανάπτυξης προλήψεων πράγματα που
διαστρέφουν την ουσία της αλήθειας. Ακόμη λόγω του φαινομένου της
εμπορευματοποίησης των πάντων, πολλές φορές προωθούνται προϊόντα στηριζόμενα
σε εμπορικά μοντέλα, τα οποία όχι μόνο δεν καλύπτουν τον συμβολισμό της
Εκκλησίας αλλά πολλές φορές τον παραποιούν. Γι’ αυτούς τους λόγους η προμήθεια
των προϊόντων χρειάζεται να έχει ως κριτήριο την παράδοση της Εκκλησίας και το
συμβολισμό της και όχι τις εμπορικές επιταγές της μόδας.

Τα ενδύματα του νεοφώτιστου χρειάζεται να είναι λευκά. Τα λευκά ενδύματα


είναι μια παράδοση από την αρχαία εκκλησία όπου τα λευκά ενδύματα συμβόλιζαν
την καθαρότητα και την αγνότητα που απέκτησε ο νεοφώτιστος μετά το Μυστήριο
του Βαπτίσματος. Το λευκό ένδυμα θυμίζει τα ενδύματα του Χριστού κατά τη
Μεταμόρφωση, τα οποία έγιναν λευκά όπως το φως, καθώς και τα ενδύματα των
Αγγέλων κατά την Ανάσταση. 232 Γι’ αυτό το λόγο στην αρχαία εκκλησία τα
233
ενδύματα ήταν λευκά και ονομαζόταν εμφώτεια ενδύματα. Στην σημερινή εποχή οι
ενδυματολογικές απαιτήσεις απαιτούν να ντύνονται τα νεοφώτιστα παιδιά με
ενδύματα διαφόρων χρωμάτων, κάτι που είναι αντίθετο με τον συμβολισμό και την
παράδοση της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και χρειάζεται να προσέξει ο ανάδοχος έτσι ώστε
τα ενδύματα που θα προμηθευτεί για τον αναδεκτό του να είναι λευκά και να μην
διακοσμούνται από παραστάσεις άσχετες με το μυστήριο του Βαπτίσματος. 234

                                                            
231
Σκαλτσή Παναγιώτη, Λειτουργικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 1999,σ.15.
232
Αυτόθι, σ. 71-72.
233
Σκαλτσή Παναγιώτη, Λειτουργικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 1999,σ.71.
234
Το τελευταίο διάστημα δημιουργήθηκε έντονος προβληματισμός με αφορμή ανάρμοστες
συμπεριφορές κατά την τέλεση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος καθώς και για την ποιότητα των
υλικών που θα προσκομίσει ο ανάδοχος κατά την τέλεση του βαπτίσματος . Αυτά τα υλικά χρειάζεται
να είναι αυτά που θα συμπορεύονται με την Ορθόδοξη παράδοση και να μην έχουν αλλοιωθεί με βάση

78 
 
Το λάδι με το οποίο θα αλειφτεί το παιδί ονομάζεται επιορκιστόν έλαιον,
δηλαδή εξορκιστικό λάδι και σύμφωνα με την παλαιά συνήθεια της Εκκλησίας θα
χρησθεί με αυτό ολόκληρο το σώμα του νεοφωτίστου. Το λάδι χρησιμοποιείται στο
Μυστήριο του βαπτίσματος έχοντας έναν πλούσιο συμβολισμό. Το φυσικό λάδι
θεωρήθηκε από παλιά, ως φυσικό ιαματικό στοιχείο, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι
άνθρωποι για να θεραπευθούν από κάποιες σωματικές ασθένειες. Όπως το λάδι
θεράπευε σωματικές πληγές με την χάρη του Θεού αποκτά χάρη πνευματική ώστε να
235
θεραπεύει την πνευματική ασθένεια. Επίσης το λάδι είναι φυσική πηγή φωτός και
χρησιμοποιείται στο βάπτισμα που ονομάζεται και φώτισμα για να θυμίζει ότι ο
νεοβαπτιζόμενος μετέχει στο φως. Ακόμη με λάδι αλειφόταν κατά την αρχαιότητα οι
αθλητές προκειμένου να τονωθούν σωματικά και να συμμετάσχουν σε αγώνες. Έτσι
και ο νεοφώτιστος ως πνευματικός αθλητής αλείφεται ολόσωμα με λάδι προκειμένου
να τονισθεί ότι χρειάζεται να τονωθεί ψυχικά και να αντιμετωπίζει την κάθε επίθεση
του πονηρού. 236

Ο Σταυρός που δίδεται σήμερα στους νεοφώτιστους μετά τη βάπτιση είναι


εξέλιξη του παλαιού «σταυρίου» που ήταν μία λωρίδα από ύφασμα που δενόταν
σταυροειδώς στο στήθος του βαπτισθέντος και κατέληγε στην μέση του.

Η συνήθεια της σταύρωσης που ήταν για τους ανθρώπους της εποχής του
Χριστού ο πλέον ατιμωτικός και μαρτυρικός θάνατος μετά την σταύρωση του
Χριστού και την Ανάστασής Του, γίνεται σημείο δόξας νίκης και θριάμβου κατά του
θανάτου και των σατανικών δυνάμεων αφού ο άνθρωπος απελευθερώθηκε εντελώς
από την αμαρτία. 237

Ο άνθρωπος με τη Βάπτιση του συμμετέχει στον θάνατο και στην ανάσταση


του Χριστού. 238 Αυτή του τη συμμετοχή συμβολίζει ο σταυρός που δίνεται στον
νεοφώτιστο. Ο νεοφώτιστος καλείται πλέον να ακολουθεί το Χριστό στην
                                                                                                                                                                          
τις επιταγές της μόδας. Κάποιες Μητροπόλεις έπειτα από συζητήσεις εξέδωσαν ειδικές εγκυκλίους που
ενημερώνουν το Εκκλησιαστικό πλήρωμα για τον συμβολισμό των προϊόντων και αποτρέπουν
παρεκτροπές. Μια τέτοια εγκύκλιος εξέδωσε η Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και υπάρχει
καταχωρημένη στην διαδικτυακή διεύθυνση: www.imd.gr/html/gr/news/2007/13-3-2007.doc
235
Σκαλτσή Παναγιώτη, Λειτουργικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 1999 σ.68.
236
Αυτοθι,σ.69.
237
Κ.Δ. Προς Ρωμαίους, 6,6.
238
Κ.Δ. Προς Ρωμαίους, 6,2-3.

79 
 
καθημερινότητά του, και να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες ακλουθώντας τον
δρόμο του Χριστού. 239

Σήμερα έχει επικρατήσει στη θέση των παλιών «σταυρίων» να δίνεται από τον
ιερέα στον νεοφώτιστο μεταλλικός σταυρός που είναι συνήθως χρυσός.

Η λαμπάδα είναι ένα άλλο σύμβολο του φωτισμού, το οποίο έλαβε ο


νεοφώτιστος κατά το βάπτισμα, καθώς και της φωτεινής παρουσίας του Χριστιανού
μέσα στον κόσμο. 240

Κατά τους πρώτους αιώνες παρατηρείται ότι λαμπάδα κρατούσαν οι


νεοφώτιστοι κατά την είσοδό τους στον ναό μαζί με τους πιστούς κατά την
λειτουργία της Ανάστασης. Αργότερα όταν επικράτησε ο νηπιοβαπτισμός την
λαμπάδα κρατούσε ο ανάδοχος. Σήμερα έχει επικρατήσει τη λαμπάδα του
νεοφωτίστου να την κράτα κάποιος συγγενής του και κατά την ώρα που ψάλλεται το
τροπάριο «Ὅσοι  εἰς  Χριστὸν  ἐβαπτίσθητε» περιφέρεται και ο κρατών την
λαμπάδα ακλουθώντας το βρέφος και τον ανάδοχό του, γύρω από την κολυμβήθρα.
Εάν ο βαπτιζόμενος είναι ενήλικος ακολουθείται η αρχαία συνήθεια να κρατεί ο ίδιος
τη λαμπάδα.

Μια άλλη παράδοση που μένει είναι τα μαρτυριάτικα ή μαρτυρίκια. Είναι


μικροί σταυροί ή κυκλικές εικόνες της Παναγίας, σε σχήμα μεταλλίου που
διανέμονται στους παρευρισκόμενους στο Μυστήριο πρόκειται για παλιά συνήθεια
που συμβολίζει την παρουσία των πιστών στο μυστήριο καθώς και ότι οι ίδιοι είναι
μάρτυρες στη σύνταξη του νεοφώτιστου με τον Χριστό. Ίσως να είναι κατάλοιπο της
συνήθειας της μεσαιωνικής κοινωνίας στην ανατολή, κατά την οποία ο ανάδοχος
μοίραζε νομίσματα στους παριστάμενους, που συμβολικά δινόταν ως ενέχυρο της
μαρτυρίας που έδωσε ο ανάδοχος για τον αναδεκτό. 241

                                                            
239
Κ.Δ. Κατά Λουκάν, 9-23.
240
Κ.Δ. Ματθαίον 10.38, και Κ.Δ. Κατά Λουκάν, 9,23.
241
Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, Γ΄ τόμος, Αθήναι 1945, σ. 61-62.

80 
 
2. Η θέση του αναδόχου κατά την τέλεση του μυστηρίου σήμερα.

Πριν από το Μυστήριο του βαπτίσματος γίνεται μια μικρή ακολουθία που
ονομάζεται «Ακολουθία της κατήχησης». Η ακολουθία της κατηχήσεως περικλείει τις
αρχαίες συνήθειες των εξορκισμών, της απόταξης του σατανά και της σύνταξης με
τον Χριστό και της ομολογίας πίστεως. Έτσι σε αυτή τη μικρή ακολουθία
διαβάζονται εξορκισμοί, γίνεται η απόταξη του σατανά και η σύνταξη με τον Χριστό
και διαβάζεται το Σύμβολο της Πίστεως ως στοιχείο πίστεως του βαπτιζομένου προς
τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος που προσέρχεται προς το βάπτισμα είναι βρέφος, τις
απαντήσεις κατά την διαδικασία της αποταγής και της σύνταξης καθώς και το
Σύμβολο της Πίστεως το διαβάζει ο ανάδοχος εκ μέρους του αναδεκτού.

Μετά την ακολουθία της «κατήχησης» ο ανάδοχος με το παιδί στην αγκαλιά


μπαίνουν μέσα στο ναό. Αρχίζει η ακολουθία του Μυστηρίου και, όταν φτάνει η
στιγμή που ο ιερέας θα χρίσει το παιδί ο ανάδοχος ενώνει τις παλάμες του, έτσι ώστε
να μπορέσει να κρατήσει μέσα στη χούφτα το λάδι, με το οποίο θα χρίσει ο ιερέας το
παιδί. Αμέσως μετά την χρίση ο ανάδοχος, κατά την αρχαία συνήθεια, αλείφει το
παιδί από το κεφάλι μέχρι και τα πόδια με λάδι. 242

Αμέσως μετά ο ιερέας προχωρά στη Βάπτισή του παιδιού. Γίνονται τρεις
καταδύσεις και αναδύσεις και ο ιερέας παραδίδει στην αγκαλιά του αναδόχου το
παιδί, του δίνει τον Σταυρό, κι έπειτα προχωρά στο μυστήριο του Χρίσματος
μυρώνοντας το παιδί με το Άγιο Μύρο. Τέλος δίνει στο παιδί το πρώτο ένδυμα
κατάλοιπο του εμφώτειου χιτώνα και το παραδίδει για να ντυθεί.

Όταν το παιδί ντυθεί, επιστρέφει στην αγκαλιά του αναδόχου και ακολουθεί ο
ιερός χορός γύρω από την κολυμβήθρα. Μετά την ανάγνωση του Αποστολικού και
του Ευαγγελικού αναγνώσματος, αμέσως γίνονται η απόλυση και η τριχοκουρία. 243

Πριν από την απόλυση λέγεται η τελευταία ευχή, κατά την οποία ο ιερέας
ακουμπώντας το κεφάλι του βαπτιζόμενου εύχεται για το φωτισμό αυτού με τη Χάρη

                                                            
242
Φουντούλη Ιωάννη, Απαντήσεις εις λειτουργικές απορίες, Β΄ τόμος, Αθήνα 1989,σ.191-193.
243
Στο μικρό ευχολόγιο των Εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας καθώς και σε άλλα λειτουργικά
βιβλία της ακολουθίας του Αγίου Βαπτίσματος αναφέρεται ότι η απόλυση και η τριχοκουρία γίνονται
σε αυτό το σημείο. Πολλές φορές όμως γίνονται νωρίτερα από τον ιερό χορό για πρακτικούς κυρίως
λόγους.

81 
 
του Αγίου Πνεύματος. Πριν ο ιερέας προχωρήσει στην απόλυση εύχεται για τον
νεοφώτιστο, τον ανάδοχό του και όλο το εκκλησίασμα για έλεος από το Θεό και
απολύει με παράκληση στον Θεό και αιτούμενος την πρεσβεία της Παναγίας και των
αγίων. Το μυστήριο τελειώνει με το «Δι ευχών».

Επικρατεί επίσης σήμερα μία συνήθεια, κατά την οποία η μητέρα του
νεοφώτιστου κάνει τρεις μετάνοιες μπροστά στον ανάδοχο που έχει το παιδί της
αγκαλιά, φιλά το χέρι του και παίρνει το παιδί της. Αυτή η συνήθεια φανερώνει τον
σεβασμό και την ευγνωμοσύνη που δείχνει η μητέρα του παιδιού στον ανάδοχο που
ανέλαβε την πνευματική καθοδήγηση του παιδιού της.

Κατά την αρχαία τάξη αμέσως μετά το Βάπτισμα και το Χρίσμα ο


νεοφώτιστος Χριστιανός έπαιρνε μέρος και στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Σήμερα ως κατάλοιπο της παλαιάς αυτής ενότητας των τριών Μυστηρίων έχει μείνει
η παράδοση της Θείας Κοινωνίας κατά την πρώτη Κυριακή μετά το βάπτισμα , όπου
το νεοφώτιστο παιδί κοινωνεί ευρισκόμενο στα χέρια του αναδόχου, ενώ η μητέρα
του παιδιού κρατά αναμμένη την εμφώτειο λαμπάδα του.

Τέλος όταν ο αναδεχόμενος είναι ενήλικος, μπορεί ο ίδιος να αποταχθεί το


σατανά, να δεχθεί τον Χριστό και να ομολογήσει την Πίστη του, καθώς και να
κρατήσει τη λαμπάδα κατά τον ιερό χορό. Παριστάμενος δίπλα του θα είναι ο
ανάδοχός του.

3. Οι κατηχητικές υποχρεώσεις του αναδόχου όταν ο αναδεχόμενος είναι


ενήλικος.

Οι περιπτώσεις βαπτίσεων ενηλίκων μετά την επικράτηση του


νηπιοβαπτισμού ήταν λιγοστές σε χώρες όπου υπάρχει ο χριστιανισμός. Βέβαια
βαπτίσεις ενηλίκων γίνονται συχνά σε χώρες όπου υπάρχει ιεραποστολική δράση και
διάδοση του Ευαγγελίου. Ωστόσο και στο λεγόμενο «Δυτικό κόσμο», τα τελευταία
χρόνια λογω της έλευσης κατοίκων οικονομικών μεταναστών μη χριστιανών,
παρατηρείται το φαινόμενο της βάπτισης ενηλίκων.

Αυτές οι βαπτίσεις ενηλίκων χρειάζεται να γίνουν με προσοχή έτσι ώστε να


διασφαλιστεί η ποιότητα των μελλοντικών χριστιανών καθώς και η ειλικρίνεια και η

82 
 
ορθότητα των προθέσεών τους. 244 Κατά τον τέταρτο αιώνα όπου παρατηρήθηκε
επίσης μαζική έλευση ενηλίκων υποψηφίων χριστιανών, η Εκκλησία έθεσε
ασφαλιστικές δικλίδες συστηματοποιώντας τις κατηχήσεις αξιοποιώντας ουσιαστικά
το θεσμό του αναδόχου, προκειμένου να διασφαλίσει την ποιότητα των πιστών.

Η θέση του αναδόχου στη συγκεκριμένη περίπτωση καθίσταται ιδιαίτερα


σημαντική μια και ο ίδιος αναλαμβάνει την αγωγή του αναδεκτού και την κατήχησή
του στην πίστη.

Είναι καλό επίσης ο ανάδοχος σε συνεργασία με τον εφημέριο της ενορίας


που θα γίνει το Μυστήριο του Βαπτίσματος να προμηθεύσει στον αναδεκτό κάποια
βιβλία γραμμένα στην γλώσσα που γνωρίζει έτσι ώστε ο ίδιος να μελετήσει και να
επιλέξει εάν πραγματικά θέλει να γίνει χριστιανός.

Οι κατηχήσεις αυτές μπορούν να γίνουν και από κάποιον ιερέα ο οποίος


μπορεί να αναλάβει την πνευματική προετοιμασία του ενδιαφερομένου προς
συμμετοχή στο βάπτισμα ανθρώπου.

Η άκριτη ωστόσο πολλές φορές σήμερα βάπτιση ενηλίκων έλλειψη έστω και
της στοιχειώδους κατήχησης υποβαθμίζει τον χαρακτήρα του Μυστηρίου σε
κοινωνική τελετή.

Η Εκκλησία επίσης τον τέταρτο αιώνα πολλές φορές για λόγους


παιδαγωγικούς απέτρεψε την βάπτιση όσων δεν ήταν σωστά προετοιμασμένοι ή
διαπιστώνονταν έλλειψη ειλικρινούς διάθεσης αλλαγής τρόπου ζωής. 245 Το κριτήριο
για την Εκκλησία δεν ήταν η ποσότητα αλλά η ειλικρίνεια και η πίστη των ανθρώπων
που την αποτελούσαν.

Η ακολουθουμένη αυτή τακτική νομίζω ότι χρειάζεται να εφαρμοστεί και


σήμερα, εφ’ όσον τροποποιηθεί σε κάποια πρακτικά ζητήματα κατά τις ανάγκες και
τα δεδομένα της σημερινής κοινωνίας.

                                                            
244
Κατά το παρελθόν σε χώρες όπως η Ελλάδα ,όπου εισήρθε μεγάλος αριθμός μεταναστών όσοι
επιθυμούσαν να βαπτιστούν έπρεπε να κατηχηθούν. Ωστόσο πολλές φορές δεν ακολουθείται αυτή η
τακτική με αποτέλεσμα το μυστήριο να αποκτά χαρακτήρα κοινωνικό παρά ουσιαστικό.
245
Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 1977, σ.104-110.

83 
 
4. Οι κατηχητικές υποχρεώσεις του ανάδοχου όταν ο αναδεχόμενος όταν ο
αναδεχόμενος είναι νήπιο.

Όταν ο αναδεχόμενος είναι νήπιο ο ανάδοχος αναλαμβάνει την ευθύνη να


κατηχήσει το παιδί στη χριστιανική πίστη, κάτι που υπόσχεται κατά το Βάπτισμα.
Αυτό είναι το ποιμαντικό του έργο που του αναθέτει η Εκκλησία.

Αυτή η διαπαιδαγώγηση θα γίνει σε συνεργασία με τους γονείς του


αναδεχομένου και το υπόλοιπο οικογενειακό του περιβάλλον. Θα ήταν άτοπο εάν
υποστηριχτεί ότι σήμερα ο ανάδοχος μπορεί να διαπαιδαγωγήσει χριστιανικά το παιδί
εάν δε συμβάλλουν οι γονείς. Για να εργασθεί σωστά ο ανάδοχος χρειάζεται να έχει
αγαθές σχέσεις με τους γονείς του παιδιού που και οι ίδιοι θα πρέπει να ενδιαφερθούν
ουσιαστικά για την χριστιανική ανατροφή των τέκνων τους. Ενώ η παρουσία του
αναδόχου εκ των πραγμάτων θα είναι επικουρική.

Η μέριμνα του αναδόχου για την σωστή κατήχηση του αναδεκτού χρειάζεται
να είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες του παιδιού ανάλογα με την ηλικία του και την
πνευματική του πρόοδο.

Από τη στιγμή που γεννιέται ένα παιδί, όπως είναι φυσικό, την πρώτη του
επικοινωνία την έχει με τους γονείς του και ιδιαίτερα με τη μητέρα, η οποία το
τροφοδοτεί θηλάζοντας το, εκεί το παιδί νοιώθει τόση ασφάλεια στην αγκαλιά της
όσο πουθενά αλλού. Η πρώτη του επαφή με την Εκκλησία γίνεται την πρώτη μέρα
της γέννησής του, όπου υπάρχουν ειδικές ευχές που διαβάζονται στο νήπιο και τη
λεχώνα μητέρα. Κατά την όγδοη ημέρα διαβάζονται ευχές και γίνεται η
ονοματοδοσία, ενώ στις σαράντα ημέρες μετά την γέννηση του παιδιού η μητέρα
πηγαίνει το παιδί στην εκκλησία «επί τω εκκλησιασθήναι».

Το παιδί κατά την βρεφική του ηλικία έρχεται σε επικοινωνία με τα στενά


οικεία του πρόσωπα ένα από αυτά νομίζω ότι χρειάζεται να είναι και ο ανάδοχος.
Επικοινωνώντας μαζί του το παιδί θα εξοικειωθεί μαζί του και θα τον αναγνωρίζει
κατατάσσοντας το πρόσωπο του στην μνήμη του μαζί με τα πρόσωπα των άλλων
οικείων ανθρώπων του. Σε αυτή την απόκτηση οικειότητας θα βοηθήσουν
συναντήσεις που χρειάζεται να γίνουν έτσι ώστε το παιδί να αναγνωρίζει το πρόσωπό
του και να μην ανησυχεί ή να θορυβείται και να αντιδρά στην παρουσία του κατά την
ώρα του Βαπτίσματος. Είναι απόλυτα φυσιολογικό αν κάποιο νήπιο δει για πρώτη

84 
 
φορά τον ανάδοχό του λίγο πριν την έναρξη του μυστηρίου, είναι δύσκολο να καθίσει
στην αγκαλιά του ήσυχα. Ενώ αν έχουν προηγηθεί οι συναντήσεις το παιδί έχει
εμπιστοσύνη.

Το παιδί καλό είναι να αρχίσει να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων


μετά τη Βάπτισή σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Έχει επικρατήσει η συνήθεια
σήμερα μετά το βάπτισμα το παιδί να μεταλαμβάνει στην αγκαλιά του αναδόχου.
Αυτή η εθιμική πρακτική καλό είναι να μην σταματήσει μετά από κάποιες φορές που
θα μεταλάβει το νήπιο αλλά συνεχιστεί έτσι ώστε να γίνει βίωμα στην ζωή του
παιδιού. Έχει σπουδαίο πνευματικό νόημα, αφού ο ανάδοχος επιτελεί στην πράξη ένα
τμήμα του έργου του, μα και ψυχολογική σημασία γιατί το παιδί συνηθίζει από μικρό
τη μορφή του ιερέα, και δεν αντιδρά.

Στις περιπτώσεις βέβαια που το παιδί αντιδρά κατά την ώρα της Μετάληψης
των Μυστηρίων σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να πιέζεται. Το εμπόδιο της άρνησής
του μπορεί να ξεπεραστεί με διάλογο καθώς και με τη βοήθεια της τάσης που έχουν
τα μικρά παιδιά να μιμούνται.

Κατά την διάρκεια των τριών ως έξι ετών το παιδί είναι περισσότερο δεκτικό
στο να μαθαίνει για τον Θεό. Η πρώτη περί του Θεού μάθηση αρχίζει στην αγκαλιά
της μητέρας του. 246 Ο πρώτος χωρισμός από την αγκαλιά της μητέρας έρχεται κοντά
στο τρίτο έτος όπου το παιδί θα έχει αρχίσει να περπατά. Σε αυτήν επίσης την ηλικία
εμφανίζεται εντονότερα το στοιχείο του μιμητισμού. Γι αυτό το παιδί αρχίζει να
μιμείται αυτό που ακούει ή αυτό που κάνουν κάποιοι μεγαλύτεροι του.

Σε αυτή την ηλικία το παιδί είναι δεκτικό στις απλές ιστορίες και εποπτικό
υλικό. Γι αυτό ο ανάδοχος μπορεί να προσφέρει στο παιδί οπτικοακουστικό υλικό
καθώς και διάφορες εικόνες έτσι ώστε να αρχίσει να αναγνωρίζει τα πρόσωπα του
Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων.

Όταν φτάσει στην ηλικία των τεσσάρων μέχρι και τα έξι του χρόνια, δηλαδή
στην προσχολική ηλικία, το παιδί έχει ήδη σχηματίσει μία γνώμη για το Θεό. Ο Θεός

                                                            
246
Κογκούλη Ιωάννη, Η ευχαριστιακή αγωγή εις την παιδική ηλικία των 6-13 ετών, Θεσσαλονίκη 1980,
σ. 65.

85 
 
παρουσιάζεται στην παιδική του σκέψη ως ο δημιουργός των πάντων ως κάποιος
μεγάλος που κατοικεί στους ουρανούς. 247

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτής της ηλικίας είναι η ταχύτατη ανάπτυξη του
παιδιού σε όλους τους τομείς. Έτσι έχουμε ανάπτυξη, σωματική, κινητική,
αισθησιακή, νοητική, συναισθηματική και γλωσσική. 248 Η πολύπλευρη αυτή
ανάπτυξη παίζει καθοριστικό ρόλο στο έργο της κατήχησης και της πνευματικής
καλλιέργειας του παιδιού. Είναι η περίοδος «της σποράς». Είναι η καταλληλότερη
περίοδος για να γίνει η σπορά του λόγου του Θεού στην καρδιά του παιδιού. Αυτή η
σπορά θα γίνει με κάποιες συνήθειες που πρέπει να αποκτήσει το παιδί από μικρό και
που θα το συντροφεύουν σε όλη του τη ζωή.

Ο ανάδοχος έχει την δυνατότητα να μάθει στο παιδί την Κυριακή προσευχή
καθώς και κάποιες διηγήσεις από την ζωή του Χριστού.

Κατά την ηλικία του δημοτικού σχολείου όπου το παιδί θα έρθει σε επαφή με
την γνώση μαθαίνοντας γραφή και ανάγνωση ο ανάδοχος μπορεί να προμηθεύει στο
παιδί βιβλία προκειμένου να γνωρίζει την Εκκλησία.

Εάν υπάρχει η δυνατότητα ο ανάδοχος καλά είναι να εκκλησιάζεται στην ίδια


ενορία με το παιδί, να προτρέπει την συμμετοχή του στο Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας καθώς και την παρακολούθηση του ενοριακού κατηχητικού σχολείου.

Κατά την είσοδο του το παιδί στο γυμνάσιο εισάγεται σε μια μεταβατική
περίοδο που τελειώνει για αυτό λίγο μετά το λύκειο. Είναι η εποχή της εφηβείας όπου
ο άνθρωπος προχωρά από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση. Σε αυτή την
μεταβατική περίοδο ο ανάδοχος μπορεί να συμπαρίσταται στο παιδί, να το

                                                            
247
Αυτόθι σ. 66
248
Βαρσαμίδου Αθηνά- Ρές Γιάννης, "Η διαδικασία μέσω της οποίας το παιδί αποκτά την αίσθηση του
εαυτού του και δομεί τόσο την ταυτότητά του όσο και τις σχέσεις του με τον κόσμο" στο
http://users.thess.sch.gr/salnk/arthra/arthra20.htm

86 
 
συμβουλεύει με προσοχή και να του υπενθυμίζει τη διδασκαλία της Εκκλησίας μια
και σε αυτήν την ηλικία μπορεί να κατανοήσει περισσότερο.

Λόγω του ότι η εφηβεία είναι μια δύσκολη περίοδο για το παιδί, καθώς
αρχίζει να υπάρχει έντονα το αίσθημα της αμφισβήτησης και η κρίση του πολλές
φορές δεν είναι η σωστή λόγω του ότι δεν έχει έρθει η ωριμότητα της σκέψης. Σε
τυχόν αμφισβητήσεις του παιδιού σε θέματα πίστης ο ανάδοχος με προσοχή και
υπομονή μπορεί να του δείξει το σωστό χωρίς ωστόσο να προσπαθήσει επιβάλει την
γνώμη του.

Τέλος χρειάζεται να επισημανθεί ότι η θέση του αναδόχου σήμερα είναι


κυρίως βοηθητική και αυτό διότι οι γονείς έχουν την ευθύνη για τη διαπαιδαγώγηση
των παιδιών τους. Γι αυτό και απαραίτητη προϋπόθεση για την σωστή επικοινωνία
αναδόχου με αναδεκτό είναι η σωστή σχέση του αναδόχου με την οικογένεια του
αναδεκτού.

87 
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ –ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η θέση του αναδόχου κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος είναι μια θέση
υπεύθυνη και ιδιαίτερα σημαντική για τη ζωή της Εκκλησίας. Στην παρούσα μελέτη
εξετάστηκαν αρχικά οι προϋποθέσεις και οι ανάγκες της Εκκλησίας που οδήγησαν
στην δημιουργία του θεσμού του αναδόχου.

Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάστηκε εκτενώς το πώς δημιουργήθηκε καθώς και το


πώς εξελίχθηκε ο θεσμός του αναδόχου κατά την πορεία της Εκκλησίας μέσα στο
ιστορικό γίγνεσθαι.

Το Μυστήριο του Βαπτίσματος λειτουργεί ως το εισαγωγικό Μυστήριο και η


τέλεση του, είναι η προϋπόθεση του να ενσωματωθεί κάποιος άνθρωπος μέσα στην
Εκκλησιαστική κοινότητα, μετέχοντας των Μυστηρίων κυρίως όμως αυτού της Θείας
Ευχαριστίας που φέρει σε κοινωνία άνθρωπο και Θεό.

Σκοπός της ύπαρξης του αναδόχου ήταν η ανάγκη της Εκκλησίας του να
εγγυηθεί κάποιος ήδη βαπτισμένος πιστός για κάποιο πρόσωπο, το οποίο θα
επιθυμούσε να εισαχθεί στην Εκκλησία μέσω του Μυστηρίου του Βαπτίσματος.

Αυτή η ανάγκη προκύπτει από την πρώτη στιγμή δημιουργίας της Εκκλησιάς.
Παρότι στην Καινή Διαθήκη δεν γίνεται πουθενά αναφορά περί θεσμού του
αναδόχου, υπήρξε ουσιαστικά ενεργή η πρακτική της αναδοχής όταν οι απόστολοι
ανελάμβαναν θέση αναδόχου απέναντι σε ανθρώπους που πίστευαν στο Χριστό και
ήθελαν να βαφτισθούν. Οι απόστολοι αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την ευθύνη, για την
ποιότητα των ανθρώπων που θα εισερχόταν στην Εκκλησία υπήρξαν οι πρώτοι
ανάδοχοι. Ακολουθώντας την τακτική της διδασκαλίας του λόγου του Θεού προς
τους ανθρώπους που ήθελαν να γίνουν μέλη της Εκκλησιαστικής κοινότητας,
προχωρούσαν μετά την κατήχηση στο Μυστήριο του Βαπτίσματος, ενώ για την
πνευματική τους πρόοδο δεν έπαυαν να ενδιαφέρονται πότε νουθετώντας τους με
προσωπικές διδασκαλίες ή με επιστολές.

Ακολουθώντας αυτήν την τακτική η Εκκλησία κατά το δεύτερο αιώνα


θεσμοθετεί επίσημα τη θέση του αναδόχου ως εγγυητή για κάθε πρόσωπο που
ενδιαφερόταν να προσέλθει στο Μυστήριο του Βαπτίσματος.

88 
 
Επειδή προϋπόθεση του Μυστηρίου του Βαπτίσματος ήταν η διδασκαλία και
η πίστη ο ανάδοχος αναλάμβανε την ευθύνη της εγγύησης για τον άνθρωπο που θα
βαπτιζότανε αλλά και την υποχρέωση της σωστής κατήχησης του έτσι ώστε να
προσέλθει συνειδητά ο πιστός στο Μυστήριο.

Κατά τον τέταρτο αιώνα λόγω της ομαδικής έλευσης ανθρώπων στην
Χριστιανική Εκκλησία θεσμοθετούνται συστηματικά κατηχήσεις και αναβαθμίζεται
ο θεσμός του αναδόχου, ο οποίος λαμβάνει ουσιαστική θέση μέσα στην ζωή της
Εκκλησίας. Ιδιαίτερα αισθητή έγινε αυτή η αναβάθμιση στις Εκκλησίες της
Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων, όπου τις κατηχήσεις αναλάμβαναν οι Επίσκοποι
βοηθούμενοι από επίλεκτα μέλη της Εκκλησίας. Οι κληρικοί αναλάμβαναν το έργο
του διδασκάλου προς τους κατηχουμένους και οι λαϊκοί αναλάμβαναν καθήκοντα
αναδοχής.

Οι κατηχούμενοι κατά τον τέταρτο αιώνα διαιρούνται σε τρεις ομάδες τους


ακροομένους, τους κατηχουμένους και τους φωτιζομένους. Η κάθε ομάδα
σχηματιζόταν ανάλογα με την πρόθεση των ανθρώπων που την αποτελούσαν καθώς
και από τον βαθμό προόδου τους στην διδασκαλία της χριστιανικής πίστης.

Οι κυριότερες δυο ομάδες των κατηχουμένων και των φωτιζομένων


αποτελούνταν από ανθρώπους που είχαν αποφασίσει συνειδητά να βαπτιστούν.

Οι κατηχούμενοι προκειμένου να γίνουν δεκτοί στις κατηχήσεις οι οποίες


διαρκούσαν περίπου τρία χρόνια χρειαζόταν να βρουν κάποιον ανάδοχο προκειμένου
να εγγυηθεί για την ειλικρίνεια της πρόθεσής τους και να φροντίσει για την σωστή
παρακολούθηση της κατήχησής τους.

Η ομάδα των φωτιζομένων απαρτιζόταν από όσους κατηχουμένους είχαν


τελειώσει τη βασική κατήχηση και ήταν έτοιμοι να προσέλθουν στο Μυστήριο του
Βαπτίσματος. Λόγω του ότι κατά συνήθεια το Μυστήριο του Βαπτίσματος τελούταν
κατά την παννυχίδα της Κυριακής του Πάσχα, η ομάδα των φωτιζομένων
συγκροτούνταν κατά την αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η ένταξη στην ομάδα
των φωτιζομένων γινόταν από τον Επίσκοπο στον οποίο προσερχόταν ο μέλλων
βαφτισθείς συνοδευόμενος από τον αναδοχό του. Η ένταξη στην ομάδα των
φωτιζομένων συνοδευόταν από ένα ολόκληρο λειτουργικό τυπικό που περιείχε
προσευχές, ύμνους, ευλογία του Επισκόπου και ολοκληρωνόταν με επίσημη

89 
 
καταγραφή των ονομάτων των κατηχουμένων και των αναδόχων τους από τον
Επίσκοπο.

Κατά αυτό το διάστημα οι φωτιζόμενοι εκτός από τις κατηχήσεις συμμετείχαν


σε εξορκισμούς και προσευχές, προκειμένου να προετοιμαστούν σωστά για το
Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Προ του Βαπτίσματος συνηθιζόταν νηστεία. Οι φωτιζόμενοι προσέρχονταν


στον Επίσκοπο μαζί με τους αναδόχους τους προς εξέτασή τους στο Σύμβολο της
Πίστεως. Κατά την νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προεξάρχοντος του επισκόπου οι
φωτιζόμενοι οδηγούνταν μαζί με τους αναδόχους τους από το ναό στον προθάλαμο
του βαπτιστηρίου, όπου γινόταν η απόταξη του σατανά και η σύνταξη με τον Χριστό
με μορφή ερωταποκρίσεων ανάμεσα στον επίσκοπο και το νεοφώτιστο. Μετά την
απόταξη ακολουθούσε η ομολογία πίστεως που ήταν η ανάγνωση του Συμβόλου της
πίστεως από τον άνθρωπο λίγο πριν βαπτιστεί.

Μετά την ολόσωμη επάλειψη του βαπτιζομένου με λάδι ακολουθούσε η


Βάπτισή του στο νερό. Ο φωτιζόμενος έφτανε στο κορυφαίο γεγονός του
Βαπτίσματος του που γινόταν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος. Το Βάπτισμα περιελάμβανε τριπλή ολόσωμη κατάδυση και ανάδυση του
βαπτιζομένου ο οποίος συνοδευόταν από τον ανάδοχό του.

Στη συνέχεια ακολουθούσε το Μυστήριο του Χρίσματος των νεοφώτιστων με


το Άγιο Μύρο. Οι νεοφώτιστοι φορώντας τα λευκά ενδύματα και κρατώντας
αναμμένα κεριά εισέρχονται εν πομπή από το βαπτιστήριο μέσα στο ναό όπου θα
γίνει η Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία και θα συμμετέχουν για πρώτη φορά στη ζωή
τους στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

Σε κάποιες τοπικές Εκκλησίες, όπως αυτή των Ιεροσολύμων, υπήρχε και μια
σειρά μεταβαπτισματικών κατηχήσεων κατά την διακαινήσιμο εβδομάδα.

Με την εξάπλωση του χριστιανισμού και την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού


μορφοποιείται και ο θεσμός του αναδόχου. Η τακτική του νηπιοβαπτισμού δεν ήταν
άγνωστη στην Εκκλησία από τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού. Στην Καινή
Διαθήκη, υπάρχουν αναφορές για Βάπτιση ολόκληρων οικογενειών. Οι ενήλικοι
άνθρωποι που πίστευαν στο Χριστό θεωρούσαν ως φυσική συνέπεια τη βάπτιση των
παιδιών τους.

90 
 
Ο ανάδοχος πλέον αναλαμβάνει την ευθύνη να κατηχήσει το νέο μέλλος της
Εκκλησίας παρέχοντας σωστή κατήχηση κατά την πορεία της ενηλικίωσής του.

Αυτή η τακτική ακολουθήθηκε από την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού ως


και σήμερα.

Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας η έρευνα επικεντρώθηκε στο θεσμό του
αναδόχου κατά το δίκαιο της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας.

Ιδιαίτερος προβληματισμός δημιουργήθηκε μέσα στην ιστορική πορεία της


Εκκλησίας σε σχέση με την πνευματική συγγένεια που δημιουργείται ανάμεσα σε
ανάδοχο και αναδεκτό και σε συγγενείς των δυο προσώπων, εφόσον ο αναδεχόμενος
θεωρείται πνευματικό παιδί του αναδόχου.

Συγκεκριμένα, προβλήματα δημιουργήθηκαν σε σχέση με το Μυστήριο του


γάμου, σε σχέση με το πότε είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ένας γάμος και ποτέ
κωλύεται λόγω αυτής της πνευματικής συγγένειας από την αναδοχή κατά το
Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Το έτος 530μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός εξέδωσε Αυτοκρατορικό


διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν ο γάμος μεταξύ αναδόχου και αναδεκτού, ενώ η
Πενθέκτη Σύνοδος εξέδωσε ειδικό κανόνα από τον οποίο ορίζεται απαγόρευση γάμου
των αναδόχων με τις μητέρες των αναδεκτών τους, εάν αυτές ήταν χήρες.

Στην συνέχεια διάφοροι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και ερμηνευτές των


κανόνων προχώρησαν σε διάφορες ερμηνείες επεκτείνοντας τα κωλύματα του γάμου
σε διαφόρους βαθμούς συγγενείας.

Ένας ακόμη προβληματισμός σε σχέση με το μυστήριο του γάμου


δημιουργήθηκε για το εάν επιτρέπεται ο γάμος μεταξύ παιδιών που τα έχει αναδεχθεί
ο ίδιος ανάδοχος, καθώς και των συγγενών τους.

Και εδώ οι ερμηνείες διαφέρουν από ερμηνευτή σε ερμηνευτή ανάλογα με την


εποχή και τις κοινωνικές περιστάσεις.

Στην συνέχεια του κεφαλαίου εξετάστηκε το ποιοι άνθρωποι έχουν την


δυνατότητα και ποιοι κωλύονται της αναδοχής.

91 
 
Ανάδοχοι έχουν την δυνατότητα να γίνουν όλοι όσοι είναι Βαπτισμένοι
Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Οι κωλυόμενοι προς αναδοχή μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες,


στους αθέους, ετερόδοξους και σχισματικούς, καθώς και σε αυτούς που είναι μέλη
της Ορθόδοξου Εκκλησίας, αλλά για διάφορους λόγους δεν μπορούν να γίνουν
ανάδοχοι.

Στην πρώτη κατηγορία βρίσκονται οι αυτοαποκαλούμενοι άθεοι καθώς και οι


πιστοί διαφόρων θρησκειών. Επίσης της αναδοχής αποκλείονται και οι αιρετικοί για
το λόγο ότι βρίσκονται σε αίρεση και πλάνη, ενώ ανάδοχοι δεν μπορούν να γίνουν
ούτε οι σχισματικοί, δηλαδή όσοι βρίσκονται σε σχίσμα με την Ορθόδοξη Ανατολική
Εκκλησία.

Στην δεύτερη κατηγορία των Ορθοδόξων Χριστιανών της αναδοχής


κωλύονται οι γονείς του νεοφωτίστου, οι ιερείς, οι μοναχοί και οι διανοητικώς
ασθενείς. Επίσης της αναδοχής κωλύονται οι αφορισμένοι και οι δεδηλωμένοι άθεοι
καθώς και οι έχοντες τελέσει πολιτικό γάμο.

Στο τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται η θέση του αναδόχου κατά το Μυστήριο του
Βαπτίσματος σήμερα.

Ο ανάδοχος αναλαμβάνει την προμήθεια κάποιων προϊόντων τα οποία θα


χρειαστούν για το Μυστήριο του Βαπτίσματος. Όλα αυτά τα προϊόντα που καλύπτουν
υλικές ανάγκες του Μυστηρίου ταυτόχρονα κρύβουν έναν πλούσιο συμβολισμό.

Τα εμφώτεια ενδύματα, το λάδι, ο σταυρός και διαφορά άλλα προϊόντα


κρύβουν έναν πλούσιο συμβολισμό και εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες του
Μυστηρίου.

Στη συνέχεια αναφέρεται ποια είναι η θέση του αναδόχου κατά την τέλεση
του μυστηρίου πώς χρειάζεται να κινηθεί κατά τη διάρκεια της ακολουθίας της
κατήχησης και κατά τη διάρκεια του Βαπτίσματος.

Έπειτα γίνεται αναφορά στις κατηχητικές υποχρεώσεις του αναδόχου προς


τον αναδεκτό του, όταν ο αναδεχόμενος είναι ενήλικος καθώς και στις διδακτικές
υποχρεώσεις, όταν ο αναδεχόμενος είναι νήπιο.

92 
 
Η θέση του αναδόχου ήταν μια θέση σημαντική και υπεύθυνη μέσα στην ζωή
της Εκκλησίας. Ο ανάδοχος κάλυπτε την ζωτική ανάγκη του να υπάρχει ποιότητα
πιστών μέσα στο Εκκλησιαστικό σώμα. Ο ανάδοχος εγγυούταν για την ειλικρίνεια
των προθέσεων αλλά και για την πορεία του ανθρώπου μέχρι το Βάπτισμά του αλλά
και μετά. Ήταν αυτός που έδινε μαρτυρία ενώπιον του Επισκόπου για τον άνθρωπο
που είχε αναλάβει.

Αυτή η τακτική προφύλασσε την Εκκλησία από πολλά δεινά και κυρίως
διασφάλιζε την ειλικρινή πρόθεση και τη διάθεση του ανθρώπου που ήθελε να
βαπτιστεί να ακολουθήσει το χριστιανικό τρόπο ζωής.

Λόγω της επικράτησης του νηπιοβαπτισμού η θέση του αναδόχου άρχισε να


εκπίπτει λόγω του ότι οι ανάδοχοι, είτε από άγνοια, είτε από αδιαφορία, δεν
επιτελούσαν το έργο τους σωστά.

Πολλές φορές η εμμονή στον τύπο και στους κανόνες οδήγησε μεγάλο αριθμό
πιστών στο να αποκοπεί η ζωτική σχέση τους με την Εκκλησία.

Χρειάζεται να επισημανθεί ότι η εποχή που γράφηκαν οι κανόνες και οι κατά


καιρούς ερμηνείες τους πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της
σημερινής εποχής. Ήδη κινδυνεύει το Μυστήριο του Βαπτίσματος αποκομμένο από
το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας να γίνει μια οικογενειακή κοινωνική τελετή
χάνοντας εντελώς την ουσία του. Η σημαντική λειτουργία του θεσμού του αναδόχου
μέσα στην πορεία του χρόνου σε πολλές περιπτώσεις έχασε την ουσιαστική της
λειτουργική θέση περιοριζόμενη σε έναν ρόλο περισσότερο διακοσμητικό
καλύπτοντας κοινωνικές ανάγκες. Η επιλογή των αναδόχων γίνεται με κριτήρια
μάλλον κοινωνικά και λιγότερο Εκκλησιαστικά.

Οι Βαπτισμένοι χριστιανοί αγνοούν την σημασία και την ευθύνη της


αναδοχής καθώς και ολοκλήρου του Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Για την εξάλειψη
αυτής της άγνοιας χρειάζεται να μεριμνήσει ποιμαντικά η Εκκλησία. Η επί σειρά
ετών διαφορετική ερμηνεία θέσεων και κανόνων, οδήγησε σε χρόνιες αγκυλώσεις,
με αντίκτυπο στο Εκκλησιαστικό σώμα. Τοπικές Εκκλησίες εγκλωβισμένες σε
γεγονότα του παρελθόντος δεν προχώρησαν σε καινοτομίες με αποτέλεσμα οι πιστοί
μη μπορώντας να ακολουθήσουν αναχρονιστικές θέσεις, απομακρύνθηκαν από την
ουσία των Μυστηρίων μένοντας ουσιαστικά ακατήχητοι. Είναι ίσως λυπηρό αλλά

93 
 
πραγματικό το ότι η εμμονή στον τύπο πολλές φορές οδήγησε στην απώλεια της
ουσίας.

Η αυστηρή στάση απέναντι στους ανθρώπους με βάση το γράμμα του νόμου


απαρχαιωμένων κανόνων, η άκριτη χρήση τους, η αδυναμία εφαρμογής τους από
τους συγχρόνους ανθρώπους, οδήγησαν μοιραία στην απόρριψη, και τη δημιουργία
ιδιωτικών θεολογιών των ανθρώπων, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες τους, αφού χάρη
στην αυστηρή τήρηση των κανόνων παραγκωνιζόταν ουσιαστικά η θεολογία της
Εκκλησίας. 249 Χρειάζεται να επισημανθεί ότι αφορμή για τη σύγκλιση των
Οικουμενικών Συνόδων ήταν οι δυσλειτουργίες που κατά καιρούς παρατηρούνταν
στο Εκκλησιαστικό σώμα. Εκεί οι συμμετέχοντες Επίσκοποι κρίνοντας με βάση τα
κοινωνικά δεδομένα και τις ανάγκες της εποχής προχωρούσαν στην λύση του
προβλήματος με αγάπη και κατανόηση. 250

Τέλος, οι κανόνες της Εκκλησίας δεν είναι οι φορείς της σωτηρίας αλλά
δείκτες οι οποίοι προτείνουν λύσεις σε επιμέρους προβλήματα δίχως να επιβάλουν.
Μια τέτοια επιβολή καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου επιτυγχάνοντας την
σωτηρία μέσα από ένα σύνολο νομικών κανόνων αποκομμένη από τη Μυστηριακή
ζωή. Κατά την πορεία της Εκκλησιάς μέσα στον χρόνο εάν κριθεί αναγκαίο μπορεί
να μεταβληθεί να αλλάξει ακόμη και να καταργηθεί εντελώς ένας κανόνας που πλέον
δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πληρώματος, όμως σε καμιά περίπτωση δεν
μπορεί να αλλάξει ένας δογματικός όρος ο οποίος εκφράζει με σαφήνεια την αλήθεια
της Εκκλησίας. 251

Είναι επιτακτική ανάγκη στη σημερινή εποχή να επαναδραστηριοποιηθεί ο


θεσμός του αναδόχου. Η Εκκλησία με αίσθημα ευθύνης χρειάζεται να μεριμνήσει για
τη σωστή προετοιμασία των αναδόχων. Η αμέλεια σωστής προετοιμασίας των
αναδόχων διαιωνίζει την ήδη υπάρχουσα κατάσταση. Μεμονωμένες κινήσεις δεν θα
έχουν αποτέλεσμα επί της ουσίας.

Η σωστή προετοιμασία των αναδόχων προ του Μυστηρίου του Βαπτίσματος


θα δώσει την ευκαιρία στους ανθρώπους να γνωρίσουν σωστά την Εκκλησιαστική

                                                            
249
Ζηζιούλα Ιωάννου, Η κτίση ως Ευχαριστία, Αθήνα 1992,σ.36-37.
250
Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β, Θεσσαλονίκη 1996,σελ.405-406.
251
Αυτοθι,σ.405-406.

94 
 
ζωή να ξεφύγουν από δεισιδαιμονίες και λάθη και να προσεγγίσουν την Εκκλησία με
τρόπο σωστό.

Αξιοποιώντας την πλούσια λειτουργική Εκκλησιαστική παράδοση η


Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία προσφέροντας τα Μυστήριά της στους πιστούς
μέσω μιας σύγχρονη ποιμαντικής θα επιτύχει τη συνειδητή συμμετοχή των πιστών.

Το Μυστήριο του Βαπτίσματος, ως εισαγωγικό Μυστήριο του πιστού μέσα


στην ζωή της Εκκλησίας, είναι αυτό που του δίνει τη δυνατότητα συμμετοχής στην
Θεια Ευχαριστία και την ένωσή του με το Θεό.

Η παραμένουσα σήμερα, έστω και εθιμικά, παρουσία του αναδόχου κατά το


Μυστήριο του Βαπτίσματος δίνει την ευκαιρία και θέτει τις προϋποθέσεις
αναβάθμισης του θεσμού, προκείμενου η σωστή λειτουργία του να διασφαλίσει την
ποιότητα του Εκκλησιαστικού πληρώματος και να προσφέρει στην Εκκλησία
συνειδητούς χριστιανούς.

95 
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΗΓΕΣ

Ἀποστολικαὶ Διαταγαί, Β.Ε.Π.Ε.Σ., 2. 

Αὐγουστίνου, Epistula, P.L. 33. 

Εἰρηναίου, Κατὰ αἱρέσεων,  P.G. 7. 

Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας ,PG 3. 

Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατηχήσεις, SC,70. 

Ἰουστίνου, Α΄ Ἀπολογία, P.G.6. 

Ἰππολύτου,  Ἀποστολικὴ Παράδοσις, S.C. 11. 

Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Κατηχήσεις, P.G.33.  

Συμεὼν Θεσσαλονίκης,  Διάλογοι, P.G.155. 

Τερτυλλιανού, De Βaptismo, P.L.2.σ.315.  

Τhe Pilgrimate of Etheria , M.L. McClure and C. L. Feltoe, Society for Promoting
Christian Knowledge, London 1919. 

Ὠριγέννους, Ἐκλογαὶ εἰς τοὺς ἀριθμοὺς , P. G. 12,  

96 
 
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Αγαπίου Ιερομονάχου- Νικοδήμου μοναχού, Πηδάλιον, Αστήρ, Αθήνα 1970.

Ακανθόπουλου Προδρόμου, Κώδικας Ιερών κανόνων και Εκκλησιαστικών νόμων,


Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995.

Αναστασίου Γεωργίου, Σημειώσεις Εκκλησιαστικού δικαίου, α.τ.χ.

Βαβούσκου Κωνσταντίνου, Ο τελέσας πολιτικού γάμου δεν γίνεται δεκτός ως


ανάδοχος, Αθήνα 1987.

Βαρσαμίδου Αθηνά- Ρές Γιάννης, "Η διαδικασία μέσω της οποίας το παιδί αποκτά την
αίσθηση του εαυτού του και δομεί τόσο την ταυτότητά του όσο και τις σχέσεις του με
τον κόσμο, στο http://users.thess.sch.gr/salnk/arthra/arthra20.htm, 12/08/09.

Βουλγαράκη Ηλία, Αἳ κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, Ανάλεκτα Βλατάδων,


Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1977.

Γιάγκου Θεοδώρου, Κανόνες και διατάξεις περί του Βαπτίσματος, επισκόπηση της
παράδοσης, στο Το Μυστήριο του Βαπτίσματος, Ι. Μ. Δράμας,1996.

Ζηζιούλα Ιωάννου, Το Άγιον Βάπτισμα και η Θεία Λειτουργία, στο Το Άγιον Βάπτισμα,
η ένταξη μας στην Εκκλησία του Χριστού, Απ. Διακονία, Αθήνα 2002.

Ζηζιούλα Ιωάννου, Η κτίση ως Ευχαριστία, Ακρίτας, Αθήνα 1992.

Κογκούλη Ιωάννου, Η ευχαριστιακή αγωγή εις την παιδική ηλικίαν των 6-13 ετών,
Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. τόμος 24ος παράρτημα 27ο ,
Θεσσαλονίκη 1980.

Κουκουλέ Φαίδωνος, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμος Γ΄, Αθήναι 1945.

Ματσούκα Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β ,Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη


1996.

Ματσούκα Νίκου, Λόγος και μύθος, Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1997.

97 
 
Μπαμπινιώτη Γεωργίου, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας
Ε.Π.Ε. Γ΄ έκδοση Αθήνα 2008.

Μιλόσεβιτς Νέναντ, «Η Θεία Ευχαριστία ως κέντρον της Θείας λατρείας. Η σύνδεσις


των Μυστηρίων μετά της Θείας Ευχαριστίας», Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2005.

Μίλα Νικοδήμου: Το εκκλησιαστικό δίκαιο της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Εν


Αθήναις 1906.

Μελισσηνού Χριστοδούλου: Τα κωλύματα του γάμου εν τη Ανατολική Ορθόδοξη


Εκκλησία, Εν Αθήναις 1938.

Παναγιωτάκου Παναγιώτη, «Αστικός κώδικας και Εκκλησία, Το δίκαιον του γάμου»,


Αθήναι 1940.

Πουλή Γεωργίου, Νομοθετικά κείμενα Εκκλησιαστικού δικαίου, Σάκκουλα


Θεσσαλονίκη 1999.

Ράλλη Μ.Κ., Περί των αναδόχων κατά το δίκαιον της Ορθόδοξης Ανατολικής

Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, τόμοι Α-Ε, Αθήνησιν 1852.
Εκκλησίας, Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού Πανεπιστημίου, Δ΄ τόμος , Αθήνα 1909.
Σκαλτσή Παναγιώτη, Λειτουργικές μελέτες, Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1999.
Yazigi Hani, Η τελετή του Άγιου Βαπτίσματος, Διατριβή επι Διδακτορία, Θεσσαλονίκη
1982.

Φίλια Γεωργίου, Το Βάπτισμα κατά τις λειτουργικές πηγές της Αντιοχειανής Εκκλησίας,
Αθήνα 1996.
Φίλια Γεωργίου, Οι εξορκισμοί ως θεραπευτική λειτουργική δραστηριότητα,
στο
http://www.ecclesia.gr/greek/HolySynod/commitees/liturgical/filias_daimones.pdf,
19-07-2009.
Φίλια Γ. Έννοια και σημασία του Μυστηρίου του Χρίσματος στην ζωή του Χριστιανού,
στο Το Άγιον Βάπτισμα, η ένταξη μας στην Εκκλησία του Χριστού, Απ. Διακονία,
Αθήνα 2002.
Φουντούλη Ιωάννη, Απαντήσεις εις λειτουργικές απορίες, Β΄ τόμος, Απ. Διακονία
Αθήνα 1989.

98 
 
99 
 

You might also like