You are on page 1of 32

Εκκλησ ία και Τοκογλυφία σ τον Ύστε ρο Με

σαίωνα

Ονοματεπώνυμο: Νίκιας Θοδωρής

Υπεύθυνη Καθηγήτρια: κ. Γιαντσή Νικολέτα

Ημερομηνία: 22/7/2015

Α.Μ.: 201439
“Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν˙ ή γαρ τον ένα μισήσει και τον
έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύναται Θεού
δουλεύειν και Μαμωνά”. (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Στ’, 24 )
Πε ρι εχ
όμενα

ΕΙΣΑΓΩΓΗ …………………………………………………………………………………………………………σελ 4

Α. ΓΕΝΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ……………………..σελ 5

Β. Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ.


ΟΙ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ………………………………………………………………………………..σελ 8

Γ. ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΙ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ……………………………………………………σελ 15

Εβραίοι στη Γαλλία …………………………………………………….………………………..σελ 18

Εβραίοι στην Ισπανία ………………………………………………………………………….σελ 20

Εβραίοι στην Ιταλία …………………………………………………………………………….σελ 21

Δ. ΤΡΑΠΕΖΕΣ: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΙ ……………………………………………………….σελ 23

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ …………………………………………………………………………………………….σελ 29

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ …………………………………………………………………………………………………σελ 32
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να αναδείξει τους βασικούς άξονες του


φαινομένου της τοκογλυφίας σε σχέση με την Εκκλησία όπως αυτό λάμβανε χώρα την
περίοδο του ύστερου Μεσαίωνα. Να επεξεργαστεί ποιοί την ασκούσαν και για ποιούς
λόγους. Ερευνά ακόμα ποιά είναι η ιδεολογία που αναπτύσσεται στους κόλπους
της κοινωνίας και της Εκκλησίας για το φαινόμενο και ποιοί οι τρόποι αντιμετώπισής
της τοκογλυφίας. Επίσης, το ποιοί παράγοντες καθορίζουν κάθε φορά τη στάση
της Εκκλησίας απέναντι στην τοκογλυφία και αν η θεωρία της ταυτίζεται με την
πρακτική της. Αν όχι, ποιοί είναι οι κοινωνικο-οικονομικοί λόγοι που οδηγούν σε αυτό
το αποτέλεσμα.

Πρέπει εδώ να αναφέρουμε πως η πραγματική ζωή είναι πολύ πιο σύνθετη και
πολύ πιο περίπλοκη περικλείοντας περισσότερες μορφές και διαστάσεις για ένα
κοινωνικό φαινόμενο από αυτές που θα αναφέρουμε εμείς εδώ. Ωστόσο γίνεται μια
προσπάθεια να φωτίσουμε όσο γίνεται πιο ουσιαστικά τις βασικές πλευρές του
ζητήματος. Κύριο ρόλο στην εργασία διαδραμάτισαν τα έργα του Robert Chazan για
τους Εβραίους στην Ευρώπη, του Le Goff “Το Πουγκί και η Ζωή” και του de Roover
“The Rise and Decline of the Medici Bank” για την οικονομική λειτουργία των τραπεζών
της περιόδου.

Μέσα από την εργασία εξετάζονται δυο διαφορετικές, μορφές τοκογλυφίας


τόσο σε μέγεθος, όσο κυρίως σε ποιότητα. Οι μικροί νόμιμοι και παράνομοι
τοκογλύφοι-δανειστές, και ενεχυροδανειστές από τη μία και οι τράπεζες από την
άλλη.
Α. ΓΕΝΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η οικονομική ασφάλεια που απέφερε ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής το


Μεσαίωνα, η πρόοδος των μέσων παραγωγής, και η βελτίωση των γενικών συνθηκών
συνοδεύτηκε σταδιακά από τη δημιουργία πόλεων που τον ύστερο Μεσαίωνα
άρχισαν να συγκεντρώνουν πληθυσμό και να παίζουν όλο και πιο αποφασιστικό ρόλο
στην οικονομική ζωή της Ευρώπης, χωρίς βέβαια σε αυτή τη φάση να είναι ακόμα
κυρίαρχες. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα έχουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη της
εμπορευματικής παραγωγής στην πόλη και την ύπαιθρο. Η διαδικασία αυτή
αν και προχωρούσε αργά κατέστρεφε σταδιακά τη φυσική οικονομία τραβώντας στην
ανταλλακτική αγορά ολοένα και πιο πολλά προϊόντα.

Η ύπαρξη πόλεων, η εξάπλωση των συντεχνιών και των εργαστηρίων και η


άνοδος της αγροτικής παραγωγής βοήθησε στην ανάπτυξη του εμπορίου. Σε αυτή την
εμπορική δραστηριότητα κυρίαρχη θέση έπαιζε το χρήμα. Η ανταλλαγή χρήματος
έγινε πλέον κοινή πρακτική. Τα πολλά διαφορετικά είδη νομίσματος έκαναν αναγκαία
την ανταλλαγή των νομισμάτων σχεδόν σε κάθε συναλλαγή. Στα περισσότερα η αξία
άλλαζε συνεχώς οπότε υπήρχε η ανάγκη για πρόσωπα με ειδικευμένες γνώσεις για να
προσδιορίσουν την πραγματική αξία τους.1 Οι τράπεζες είχαν τέτοιους ανθρώπους
που ενημέρωναν συνεχώς για τις αλλαγές στις αξίες.

Η βαθμιαία αυτή ανάπτυξη των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων


δημιούργησε τη δυνατότητα να συσσωρεύονται χρηματικά κεφάλαια σε διάφορα
πρόσωπα ιδίως σε εμπόρους και σε τοκογλύφους. Ιδρύθηκαν πιστωτικές επιχειρήσεις
που και αυτές στην ουσία συνδέονταν με την τοκογλυφία. Οι βελτιώσεις στο
οικονομικό σύστημα και τα νέα νομίσματα που μπήκαν στην κυκλοφορία είχαν
μεγάλη σημασία για την οικονομική ανάπτυξη του 13 ου αιώνα. Ταυτόχρονα οι
εξελίξεις στον τομέα της πίστεως είχαν ακόμα μεγαλύτερη αξία και χάραξαν το δρόμο
για το μέλλον. Παρά το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι μεγάλες τράπεζες της εποχής
φαλίρισαν, έβαλαν τις βάσεις για τις επόμενες, ακόμα μεγαλύτερες και ισχυρότερες
τράπεζες των επόμενων αιώνων.

Από το 12ο αιώνα, επίσης, η Εκκλησία είχε αναδιοργανωθεί και είχε περάσει
στην αντεπίθεση. Έφτασε στο απόγειο της η ιδεολογική και η οικονομική της
δύναμη. Στις αρχές του 13ου αιώνα συγκροτήθηκαν τα επαιτικά τάγματα που
έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη στερέωση του Παπισμού. Ενώ η Ιερά Εξέταση κρατούσε
το “μαστίγιο του Θεού” εξοντώνοντας αυτούς που ήταν επικίνδυνοι για την
Εκκλησία και την κυρίαρχη τάξη, τα επαιτικά τάγματα είχαν αναλάβει τον “ιερό
ρόλο του καρότου”. Αποστολή τους, να υποδουλώσουν πνευματικά τις μάζες,

1
Shepard B. Clough-Richard T. Rapp, Ευρωπαϊκή Οικονομική Ιστορία (τ. Α), Παπαζήσης: Αθήνα 1979,
σελ 136.
κηρύσσοντας την ευαγγελική φτώχεια και την εγκράτεια, και να εμπνεύσουν την
αφοσίωση στον Πάπα και στην Εκκλησία.

Στην εποχή που εξετάζουμε παράλληλα η ανάπτυξη των Πανεπιστημίων


δημιουργεί τα πρώτα κέντρα καλλιέργειας της οικονομικής σκέψης. Η Μπολόνια, η
Οξφόρδη και το Παρίσι ήταν οι πρώτες ευρωπαϊκές πόλεις στις οποίες ιδρύθηκαν
Πανεπιστήμια. Μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα είχαν ιδρυθεί πενήντα τρία ακόμα.2
Οι πανεπιστημιακοί, όπως ήταν φυσικό, ήταν διακεκριμένοι κληρικοί και μέλη
ταγμάτων και είναι αυτοί που ανέπτυξαν το λεγόμενο φιλοσοφικό ρεύμα του
σχολαστικισμού. Τα οικονομικά που αναπτύχθηκαν τότε από τους σχολαστικούς
ασχολούνταν κυρίως με τα ηθικά ζητήματα που έθεταν οι οικονομικές
δραστηριότητες των ατόμων.3 Η σχολαστική φιλοσοφία του 13ου αιώνα με κύριο
εκπρόσωπο της τον Θωμά τον Ακινάτη (1221-1274) ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη και
συνέχεια της αριστοτέλειας φιλοσοφίας ενταγμένη και ιδωμένη μέσα από το
πρίσμα μιας τελείως διαφορετικής κοσμοαντίληψης, της χριστιανικής. 4 Οι
σχολαστικοί φιλόσοφοι είναι αυτοί που συστηματοποίησαν την επιχειρηματολογία
της Εκκλησίας απέναντι στο δανεισμό και την τοκογλυφία με κύριους εκπροσώπους
τον Θωμά τον Ακινάτη και τον Θωμά του Τσόμπχαμ.

Παράλληλα με την επίσημη Εκκλησία και τα Πανεπιστήμια, τον ύστερο


Μεσαίωνα δρουν, ειδικά όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του, και οι ιεροκήρυκες. Ο
15ος αιώνας είναι ο αιώνας που, τουλάχιστον στην Ιταλία, οι ιεροκήρυκες επηρεάζουν
πάρα πολύ την κοινή γνώμη πράγμα το οποίο θα διατηρηθεί μέχρι και την ανακάλυψη
της τυπογραφίας.5 Οι ιεροκήρυκες αρχικά θεωρούνταν πως καθοδηγούνταν από το
Άγιο Πνεύμα, όσο προχωρούσαν όμως οι αιώνες χρειάστηκε η ανάγκη να αναπτύξουν
μέθοδο και δομή ρητορείας. Επηρεασμένοι από το σχολαστικισμό και τη νοοτροπία
του, αναπτύσσεται η τέχνη της ρητορείας, “ars praedicandi”, για τους ιεροκήρυκες.6

Οι άνθρωποι του ύστερου Μεσαίωνα, και οι ίδιοι οι ιεροκήρυκες ακόμα


περισσότερο, πίστευαν πως ο κόσμος κυριαρχείται από ένα μανιχαϊστικό σχήμα
καλού-κακού. Ο Θεός και κυρίως ο Διάβολος βρίσκονταν παντού. Ο τελευταίος είχε
το πάνω χέρι στη ζωή των ανθρώπων. Η ζωή ήταν για αυτούς ένα συνεχές τεστ μεταξύ
καλού και κακού, αμαρτίας και αρετής, παραδείσου και κόλασης. Η
πιθανότητα αμαρτίας πρόβαλλε σε κάθε πτυχή της.7 Αυτές οι αντιλήψεις για τον

2
Roger E. Backhouse, Η Εξέλιξη της Οικονομικής Σκέψης, Από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι Σήμερα,
Κριτική: Αθήνα 2009, σελ 63.
3
Ό.π, σελ 63.
4 Ernesto Screpanti-Stefano Zamagni, Η Ιστορία της Οικονομικής Σκέψης, Τυπωθήτω: Αθήνα 2004, σελ

36.
5
Franko Mormando, The Preacher’s Demons, Bernardino of Siena and the Social Underworld of Early
Renaissance Italy, The University of Chicago Press: Σικάγο 1999, σελ 3-4.
6 Ό.π., σελ 9.
7
Ό.π., σελ 2.
κόσμο πήγαζαν από την καθημερινή πραγματικότητα των ανθρώπων. Η πείνα, οι
λοιμοί, οι φυσικές καταστροφές στις οποίες οι άνθρωποι ήταν ανήμποροι να
αντιδράσουν, οι πόλεμοι και η διαφθορά των αρχόντων δικαιολογούσαν τέτοιες
λογικές που αποπνέονταν από μια αύρα θεϊκής τιμωρίας ή διαβολικού
βασανιστηρίου.
Β. Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ
ΤΟΚΟΓΛΥΦΙΑ. ΟΙ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ

Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα το χειρότερο ήταν η “superbia”, η


αλαζονεία, ένα καθαρά φεουδαρχικό αμάρτημα. Αυτό όμως πλέον τον ύστερο
Μεσαίωνα αλλάζει. Η “superbia“ δίνει τη θέση της στην “avaritia”, την απληστία,
ένα αμάρτημα που βάζει στο επίκεντρο τον πλουτισμό και το κέρδος με κάθε μέσο.
Η “avaritia” είναι μια λέξη που φωτογραφίζει τον τοκογλύφο.

Τοκογλυφία θεωρούνταν η είσπραξη τόκου από έναν δανειστή σε συναλλαγές


που δεν πρέπει να εισπράττεται τόκος, εκεί που δεν υπάρχει παραγωγή ή υλική
μεταποίηση συγκεκριμένων αγαθών.8 Ωστόσο δεν είναι η είσπραξη κάθε τόκου,
τοκογλυφία. Ορίζεται ως το να παίρνεις περισσότερα απ’ όσα δάνεισες:
«Quidquid sorti accedit, usura est».9 Σύμφωνα με το Θωμά τον Ακινάτη: «Το να
δεχτείς τόκο για χρήματα που δάνεισες είναι από μόνη της πράξη άδικη: γιατί
πουλάς κάτι που δεν υπάρχει, δημιουργώντας έτσι προφανώς μια ανισότητα αντίθετη
προς τη δικαιοσύνη».10

Η πολεμική της Εκκλησίας και των σχολαστικών εναντίον της τοκογλυφίας


εκκινεί πρώτα και κύρια από τη βιβλική καταδίκη της. Πέρα από αυτήν η διαμόρφωση
της αριστοτελικο-σχολαστικής άποψης για τη “δίκαιη και άδικη τιμή”, η θεώρηση για
το στείρο χρήμα και η άποψη για τον τοκογλύφο ως κλέφτη του χρόνου, ζητήματα
που θα εξετάσουμε αναλυτικά παρακάτω, συμπλήρωναν το οπλοστάσιο εναντίον της
τοκογλυφίας.

Δεν μπορούμε να δούμε το ένα επιχείρημα ξεχωριστά από το άλλο. Το ένα


προϋποθέτει το άλλο είναι η συνέχεια του στο ξεδίπλωμα μιας φιλοσοφικής
σκέψης. Όλα μαζί έκαναν τον τοκογλύφο αμαρτωλό και τον έφερναν ενώπιον της
εκκλησιαστικής δικαιοσύνης στη Γή και ενώπιον της μήνης του ίδιου του Θεού που
σαν κατάληξη είχε τον αιώνιο βασανισμό της ψυχής στην κόλαση.

Στην Αγία Γραφή υπάρχουν διάσπαρτα χωρία που καταδικάζουν την


τοκογλυφία. Το πρώτο χωρίο προέρχεται από την Έξοδο και καταδικάζει τη
προσπάθεια είσπραξης τόκου από τους φτωχούς: «Όταν δανείζεις χρήματα έναν
φτωχό συμπολίτη σου, μη του φέρεσαι όπως οι άλλοι δανειστές-μην του ζητάς
τόκο».11 Η απαγόρευση αυτή επιβάλλεται, αν και δεν έχω στοιχεία για το πόσο

8
Jacques Le Goff, Το Πουγκί και η Ζωή, Κέδρος: Αθήνα 2003, σελ 22.
9
Raymond de Roover, The Rise and Decline of the Medici Bank 1397-1494, Harvard University Press:
1963, σελ 10.
10
Από το έργο “Summa Τheologica” όπως αναφέρεται στο Jacques Le Goff, “Το Πουγκί και η Ζωή”,
Κέδρος: Αθήνα 2003, σελ 33.
11
Έξοδος, ΚΒ’, 24.
ακολουθείται, και στους Εβραίους τοκογλύφους που δανείζουν σε ομόθρησκούς
τους.12 Το δεύτερο απόσπασμα προέρχεται από το Λευιτικόν: «Αν ένας συμπατριώτης
σου, που ζει κοντά σου φτωχύνει και δυστυχήσει, εσύ πρέπει να τον ενισχύσεις, όπως
θα έκανες αν ήταν ξένος ή πάροικος, ώστε να μπορέσει να ζήσει και αυτός μαζί
σου. Δεν επιτρέπεται να του πάρεις τόκο ή κάποιο πρόσθετο ποσό από τα χρήματα
που θα του δανείσεις, ούτε θα βγάλεις κανένα κέρδος από την τροφή που θα του
πουλήσεις. Να υπολογίζεις στο Θεό σου, ώστε να επιβιώσει και ο συμπατριώτης σου
μαζί σου».13 και στο Δευτερονόμιο «Μη δανείσεις στο συμπατριώτη σου χρήματα με
τόκο η τρόφιμα με τόκο ή οτιδήποτε άλλο δανειστεί από σένα. Από τον ξένο θα
παίρνεις τόκο αλλά από τον αδελφό σου δε θα πάρεις για να σε ευλογεί ο Κύριος, ο
Θεός σου…».14 Το χωρίο αυτό είναι κομβικό καθώς στη βάση αυτού χτίστηκε όλη η
νομιμοποίηση της μονοπώλησης του επαγγέλματος του τοκογλύφου από τους
Εβραίους.

Με το Ψαλμό ΙΔ’ κλείνει την πόρτα του Παραδείσου στον τοκογλύφο:


«Κύριε, ποίος μπορεί να μπει μες στη σκηνή σου; Και ποιος να κατοικήσει στ’ άγιό σου
βουνό; Αυτός που είναι τέλειος στη ζωή του και κάνει ό,τι είναι δίκαιο[…]. Δε δάνεισε
με τόκο τα λεφτά του, και για να βλάψει αθώο δε δωροδοκήθηκε».15

Τέλος ο Ιεζεκιήλ ανοίγει την πόρτα των μαρτυρίων για εκείνον που ασκεί
τοκογλυφία: «Δανείζει τοκογλυφικά και ζητάει τόκο. Αυτός ο γιος δε θα ζήσει. Θα
τιμωρηθεί και εξάπαντος θα πεθάνει, γιατί έκανε όλες αυτές τις βδελυρές
πράξεις».16

Αξίζει εδώ να προστεθούν και τα εδάφια της Καινής Διαθήκης που


αναφέρονται στο ζήτημα της τοκογλυφίας. Χαρακτηριστικά είναι εκείνα των
ευαγγελιστών Λουκά και Ματθαίου που αφιερώνουν επιθετικές φράσεις και
αναδεικνύουν το ασυμβίβαστο μεταξύ Παραδείσου και τοκογλύφου.17

Ωστόσο η καταδίκη της τοκογλυφίας δεν υπάρχει μόνο στο ιερό κείμενο της
χριστιανοσύνης. Οι επιταγές και οι αποφάσεις της Εκκλησίας είχαν πολύ πιο
ουσιαστικό χαρακτήρα για την αποδοχή ή μη αυτού που αναφέρεται στις Γραφές.
Έτσι ακολουθεί μια μακρά χριστιανική παράδοση καταδίκης. Οι πρώτοι Κανόνες των
πρώτων Συνόδων έχουν αναφορές στο “διαβολικό λειτούργημα”. Ο Κανόνας 20 της
Συνόδου της Ελβίρας (300 μ.Χ) απαγορεύει την τοκογλυφία στους κληρικούς. Το
ίδιο επαναλαμβάνεται εικοσιπέντε χρόνια αργότερα στη Σύνοδο της Νίκαιας με τον
Κανόνα 17. Η Σύνοδος του Κλισύ το 626 μ.Χ απαγορεύει την άσκηση και στους μη

12
Jacques Le Goff, ό.π., σελ 25.
13
Λευιτικόν, ΚΕ’, 35-37.
14
Δευτερονόμιον, ΚΓ’, 20-21.
15
Ψαλμός ΙΔ’, 1-2, 5.
16 Ιεζεκιήλ, ΙΗ’, 13.
17
Στο Κατά Ματθαίον, ΣΤ’, 24 και στο Κατά Λουκάν, ΣΤ’, 34-35.
κληρικούς. Το 789 η καταδίκη της τοκογλυφίας περιλαμβάνεται και στους νόμους του
Καρλομάγνου με την “Admonitio Generalis”.18

Ωστόσο εκείνη την περίοδο στην ουσία το ζήτημα της τοκογλυφίας είναι
δευτερεύον καθώς η ίδια η κυκλοφορία του χρήματος είναι πάρα πολύ περιορισμένη.
Όμως το 12ο αιώνα αυτό αλλάζει ραγδαία και ο σχολαστικισμός είναι αυτός που
αναλαμβάνει την δημιουργία μιας θεωρητικά τεκμηριωμένης άποψης για την
αναχαίτιση της τοκογλυφίας. Η επιμονή και η σφοδρότητα με την οποία η Εκκλησία
καταπιάνεται για να αντιμετωπίσει την τοκογλυφία είναι φανερή από το γεγονός πως
κάθε σχεδόν σύνοδος της Εκκλησίας από το 12ο έως το 14ο αιώνα συζητάει το θέμα.
Η Β’ Σύνοδος (1139), η Γ’ Σύνοδος (1179) και η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού (1215), η
Β’ Σύνοδος της Λυών (1274), η Σύνοδος της Βιέννης (1311), στην οποία και
χαρακτηρίζεται όχι απλά αμάρτημα αλλά και παράνομη για οποιονδήποτε την ασκεί,
κληρικό και λαϊκό.19 Πολλοί ακόμα επίσκοποι, ιερείς και εκκλησιαστικοί παράγοντες
συγγράφουν κείμενα που καταδικάζουν την τοκογλυφία. Από τον 12ο έως τον 13ο
αιώνα έχουμε έξαρση των καταδίκων για τοκογλυφία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί είναι


πως η Γ Σύνοδος στο Λατερανό δηλώνει πως πολλοί εγκαταλείπουν το επάγγελμα
τους για να γίνουν τοκογλύφοι.20 Το 1274 η Β Σύνοδος της Λυών παραδέχτηκε ότι
ήταν ανίκανη να αντιμετωπίσει την όλο και αυξανόμενη είσοδο των τοκογλύφων
στη ζωή των ανθρώπων.21 Η Εκκλησία αλλάζει τακτική και συγκεντρώνει τα πυρά
της πλέον εναντίον σε αυτούς που έκαναν “εμφανή τοκογλυφία” στην προσπάθεια
της να περιορίσει το φαινόμενο, εκεί δηλαδή που η είσπραξη τόκου γινόταν πιο
φανερά και χωρίς περιορισμούς. Οι τοκογλύφοι αυτοί θεωρούνταν αμαρτωλοί,
αντίστοιχοι με τις πόρνες και έμεναν απομονωμένοι από την υπόλοιπη πόλη.22

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως το 12ο αιώνα αναπτύσσεται στη


φιλοσοφική σκέψη ο σχολαστικισμός. Ο σχολαστικισμός συνένωνε το χριστιανικό
δόγμα με τις καινούριες ανακαλύψεις πάνω στα γραπτά Ελλήνων και Μουσουλμάνων
φιλοσόφων και επιστημόνων. Στην ουσία οργάνωσε την όλη ως τότε γνώση κάτω
από τη στέγη της θεολογίας και της χριστιανικής πίστης.

Στον Αριστοτέλη που αποτέλεσε βάση για τους σχολαστικούς είναι βασική η
έννοια της δικαιοσύνης. Η σχολαστική φιλοσοφία παίρνει την αριστοτέλεια θεωρία

18
Jacques Le Goff, ό.π., σελ 28.
19
John Fred Bell, History of Economic Thought, Ronald: Νέα Υόρκη 1967, σελ 44 και Jacques Le Goff,
ό.π., σελ 29.
20
Jacques Le Goff, ό.π., σελ 30.
21
Benjamin N. Nelson, “The Usurer and the Merchant Prince: Italian Businessmen and Ecclesiastical
Law of Restitution 1100-1500”, The Journal of Economic History, Cambridge University Press: 1947,
σελ 106.
22
Ό.π., σελ 106.
περί δικαιοσύνης και την προεκτείνει σε τρεις μορφές δικαίου. Το θεϊκό δίκαιο (jus
divini), όπως εκδηλώνεται στις Γραφές, το φυσικό δίκαιο (jus naturalis), όπως
ενσωματώνεται στις ειδικές ιδιότητες που έδωσε ο Θεός στα πλάσματα και το
θετικό δίκαιο (jus gentium), που είναι προϊόν του ανθρώπου.23 Μια ακόμα βασική
αρχή της πολιτικής οικονομίας που πρώτος ανακάλυψε ο Αριστοτέλης είναι πως κάθε
εμπόρευμα έχει δυο “αξίες”. Την αξία χρήσης και την αξία ανταλλαγής.24

Οι σχολαστικοί δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην έννοια της δικαιοσύνης, της


“δίκαιης τιμής” και του “δίκαιου μισθού”. Επηρεασμένοι από το ρωμαϊκό δίκαιο και
τις θεωρίες του Αριστοτέλη, στα Ηθικά Νικομάχεια, θεωρούσαν ότι ένα εμπόρευμα
πρέπει να πουλιέται ακριβώς στη τιμή που αξίζει και ένας χειρώνακτας πρέπει να
αμείβεται ακριβώς όσο οι υπηρεσίες που έχει προσφέρει. Ωστόσο οι σχολαστικοί
δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά να κατανοήσουν τί ήταν η αξία και πώς
καθοριζόταν. Αναπτύχθηκαν κάποιες θεωρίες για το πώς υπολογιζόταν η αξία ωστόσο
αυτή που είναι μάλλον η επικρατέστερη στη σχολαστική σκέψη και υποστήριζε και ο
Θωμάς ο Ακινάτης ήταν πως η αξία υπολογιζόταν με βάση το πόσο χρήσιμο ήταν την
ώρα ακριβώς της ανταλλαγής αυτό που ανταλλασσόταν. Ένα πράγμα δηλαδή αξίζει
όσο μπορεί να πουληθεί τη στιγμή που γίνεται η πώληση.25
Αν ο πωλητής θεωρούσε ότι η αξία ενός αγαθού ήταν μεγαλύτερη από την κανονική
θα προσπαθούσε να το πουλήσει σε αυτήν την υψηλότερη τιμή αλλιώς θα είχε
ζημία. Από την άλλη ανέφεραν πως ήταν άδικο να εκμεταλλεύεται ο πωλητής την
ανάγκη του αγοραστή. Στο τέλος κάθε συναλλαγής έπρεπε και οι δυο πλευρές να είναι
κερδισμένες, “communis aestimatio”, να έχει επιτευχθεί ανταλλακτική δικαιοσύνη.26

Ο Θωμάς του Τσόμπχαμ, ένας ακόμα σφοδρός πολέμιος της τοκογλυφίας και
της φιλαργυρίας αναφέρει: «Εμπόριο σημαίνει να αγοράζει κανείς κάτι φτηνά με
σκοπό να το πουλήσει πιο ακριβά. Αυτό είναι απολύτως νόμιμο για τους
ανθρώπους, ακόμα κι αν δε βελτιώνουν καθόλου τα αγαθά που εμπορεύονται.
Αλλιώς θα υπάρχουν ελλείψεις σε πολλές περιοχές, μια και οι έμποροι δεν κάνουν
τίποτα άλλο από το να μεταφέρουν αγαθά που αφθονούν σε μια περιοχή, σε κάποια
άλλη που υπάρχει έλλειψη. Γι’ αυτό και είναι πολύ φυσικό να χρεώνουν οι έμποροι
επιπροσθέτως το κόστος των μεταφορικών και της δικής τους δουλειάς στο
κεφάλαιο που δαπάνησαν για την αγορά αγαθών. Αν μάλιστα βελτιώσουν την
ποιότητα τους με κάποιο τρόπο, νομιμοποιούνται να χρεώσουν και αυτήν την
αξία».27 Εδώ βλέπουμε μια σύγχυση πάνω στο ζήτημα της αξίας. Η αξία δηλαδή
λογίζεται και με βάση τα έξοδα παραγωγής και με βάση τη δίκαιη και άδική τιμή σε

23
Ernesto Screpanti-Stefano Zamagni, ό.π., σελ 36.
24
Ό.π., σελ 36 και John Fred Bell, ό.π., σελ 47.
25
John Fred Bell, ό.π., σελ 47.
26
Roger E. Backhouse, ό.π., σελ 66 και Ernesto Screpanti-Stefano Zamagni, ό.π., σελ 37 και John Fred
Bell, ό.π., σελ 44, 47.
27
Roger E. Backhouse, ό.π., σελ 64.
σχέση με την αναγκαιότητα. O συγγραφέας κατατάσσει τους εμπόρους μαζί με τους
τεχνίτες σε ένα παραγωγικό επάγγελμα παρότι αναφέρει πως είναι αμαρτία να
εξαπατούν ή να αισχροκερδούν. Όμως οι τοκογλύφοι δεν ανήκουν σε αυτήν την
κατηγορία για αυτόν, καθώς όταν κάποιος δανείζει χρήματα, ο δανειστής κερδίζει από
την ιδιοκτησία κάποιου άλλου. Ο δανεισμός που αποσκοπεί στην απόκτηση κερδών
είναι αμαρτία εκτός αν ο δανειστής συμμετέχει στην ίδια αναλογία με το δανειζόμενο
σε ζημιές και δαπάνες. Είναι δίκαιο να επιδιώξει τόκο όμως μόνο ως αποζημίωση για
ζημιές που έπαθε εξαιτίας της αδυναμίας του δανειζόμενου να εξοφλήσει έγκαιρα το
δάνειο του.28

Από όλα αυτά λοιπόν που είπαμε για τη δίκαιη και άδικη τιμή προκύπτει ένα
πρόβλημα στην περίπτωση της τοκογλυφίας. Πώς αυτός που δανείζει παίρνει πίσω
αξιακά κάτι ίσο με αυτό που δανείζει συν ένα μέρος της ιδιοκτησίας του δανειζόμενου
που δεν του ανήκει; Για τους σχολαστικούς ο δανειστής εκμεταλλεύεται την ανάγκη
που έχει ακριβώς ο δανειζόμενος για να κερδίσει από αυτόν.

Αυτό που χρειάζεται να διευκρινιστεί είναι πως τα πυρά δε στρέφονταν ούτε


εναντίον του κέρδους ούτε εναντίον του δανεισμού αυτού καθ’ αυτού αλλά
εναντίον του τόκου από μη παραγωγική εργασία. Το κέρδος ήταν αποδεκτό σε μια
συναλλαγή. Μπορούσε να προέρθει από τις υπηρεσίες που έχεις προσφέρει ή
ακόμα ως επιβράβευση για το ρίσκο που παίρνεις.

Νόμιμο ήταν επίσης κάποιος να πάρει ένα δάνειο το οποίο ήταν ακριβώς
υποχρεωμένος να το ξεπληρώσει εντός του συμφωνημένου χρόνου σε είδος χωρίς
επιπλέον τίμημα. Άρα αυτό που θα δινόταν στο δανειστή δεν ήταν το αρχικό είδος
που του είχε δανείσει. Η ιδιοκτησία περνούσε στο δανειολήπτη επομένως και τα
κέρδη από τη χρήση του άνηκαν εξ’ ολοκλήρου σε αυτόν χωρίς ο δανειστής να
δικαιούται μερίδιο από αυτά. Ακριβώς αυτό το πράγμα μας οδηγούσε και στην
απόδειξη πως το χρήμα είναι στείρο. Πως δηλαδή δεν μπορούσε να βγάλει κανείς
χρήμα από το χρήμα.29 Αν ο δανειολήπτης κέρδιζε χρησιμοποιώντας το χρήμα που
είχε δανειστεί αυτό οφειλόταν στη δική του προσπάθεια και όχι επειδή το χρήμα είναι
παραγωγικό. Και εφόσον το χρήμα δεν είναι παραγωγικό είναι παράλογο να υπάρχει
τόκος, είναι παράλογο δηλαδή να βγει επιπλέον χρήμα από το χρήμα που ήταν
δανεισμένο. Η άποψη των σχολαστικών, οι οποίοι ξεκινάνε από τον
Αριστοτέλη είναι πως «το χρήμα δεν αναπαράγεται». Όχι από την άποψη ότι δεν
μπορεί να γίνει κεφάλαιο αλλά το να γεννήσει χρήμα το δανεισμένο χρήμα αυτό το
θεωρούσαν παράλογο. Πάνω σε αυτό το επιχείρημα και στην αντίληψη που είχαν οι
άνθρωποι πάνω σε αυτήν τη θέση είναι χαρακτηριστικό ένα κείμενο το οποίο

28
Ό.π., σελ 64.
29Raymond de Roover, “The Scholastics, Usury and Foreign Exchange”, The Business History Review,
Vol. 41, No. 3, The President and Fellows of Harvard College: Χάρβαρντ 9/1967, σελ 259-260.
παραθέτει ο Le Goff, που μάλλον γράφτηκε τον 5ο αιώνα, ωστόσο χρησιμοποιήθηκε
από την Εκκλησία κατά κόρον το 12ο αιώνα.

«Απ’ όλους τους εμπόρους ο πιο καταραμένος είναι ο τοκογλύφος (εδώ


φαίνεται ότι έμπορος και τοκογλύφος ταυτίζονταν εν μέρει στη συνείδηση του
κόσμου) γιατί πουλάει κάτι που του έχει δώσει ο Θεός, το οποίο δεν έχουν
αποκτήσει οι άνθρωποι και με την τοκογλυφία το ξαναπαίρνει μαζί με το
αγαθό του άλλου, κάτι που δεν κάνει ο έμπορος. Θα αντιπαραθέσει κάποιος:
αυτός που νοικιάζει ένα χωράφι για να εισπράξει έναν μισθό, ή ένα σπίτι για
να εισπράξει ενοίκιο, δεν είναι ίδιος με αυτόν που δανείζει τα χρήματα του με
τόκο; Φυσικά όχι. Κατ’ αρχάς, γιατί η μόνη λειτουργία του χρήματος είναι η
πληρωμή μιας τιμής αγοράς. Άλλωστε, ο αγρότης κάνει τη γη να καρπίσει, ο
ενοικιαστής απολαμβάνει το σπίτι˙ στις δυο αυτές περιπτώσεις ο ιδιοκτήτης
φαίνεται να παραχωρεί τη χρήση του αγαθού του για να εισπράξει χρήματα
και με κάποιον τρόπο να ανταλλάσσει κέρδη έναντι κερδών, ενώ δεν μπορεί
να κάνει καμιά χρήση του χρήματος το οποίο έδωσε˙ τέλος, η χρήση εξαντλεί
σιγά σιγά το χωράφι, υποβαθμίζει το σπίτι, ενώ το δανεισμένο χρήμα ούτε
μειώνεται ούτε γερνάει».30

Μια άλλη σοβαρή καταγγελία για τον τοκογλύφο είναι η κατηγορία του
κλέφτη. Για την Εκκλησία ο Θεός δημιούργησε τη Γη για ολόκληρη την ανθρωπότητα
και η ιδιοκτησία αποτελεί μια παραχώρηση της κοινότητας στο άτομο με σκοπό την
πρόοδο της. Δεν αποτελεί δικαίωμα «χρήσης, απόλαυσης και κατάχρησης»31 αλλά
απλά μια «εξουσία προμήθειας και παροχής»32 κατά τον Ακινάτη. Ωστόσο αυτή η
θεμελίωση αρκεί για να τεκμηριώσει φιλοσοφικά το απαραβίαστο της ατομικής
ιδιοκτησίας ακόμα και αν δεν εμφανίζεται ως τέτοια. Ο τοκογλύφος λαμβάνοντας
τον τόκο παίρνει από το δανειζόμενο ένα κομμάτι της ιδιοκτησίας του μια
ιδιοκτησία παραχωρημένη από το Θεό άρα έμμεσα κλέβει τον ίδιο το Θεό.33

Το κύριο επιχείρημα που είχαν οι δανειστές για να αντιμετωπίσουν όλα


αυτά ήταν πως ο τόκος προέρχεται από το χρόνο του δανείου προς το δανειζόμενο.
Ο Ακινάτης και οι υπόλοιποι φιλόσοφοι εναντιώνονταν στη άποψη ότι ο τόκος ήταν
παράγωγο του χρόνου και ήταν ανάλογος με τη διάρκεια του δανείου υποστηρίζοντας
ότι δεν μπορείς να βάλεις τιμή στο χρόνο αφού ο χρόνος είναι ένα κοινό αγαθό, ένα
θεϊκό δώρο προς την ανθρωπότητα που κανένας δεν είχε δικαίωμα να το
οικειοποιηθεί. Βάζοντας λοιπόν τιμή σε ένα θεϊκό αγαθό που ανήκει σε όλους,
κλέβοντας τον στην ουσία, διαπράττεις μια αμαρτία πολύ χειρότερη από
την προηγούμενη.

30
Jacques Le Goff, ό.π., σελ 35.
31
“jus utendi, freundi et abutendi”.
32 “potestas procurandi et dispesandi”.
33
Jacques Le Goff, ό.π., σελ 48.
Η εργασία είναι η τιμωρία του ανθρώπου για το προπατορικό αμάρτημα. Η
επίπονη, καθημερινή κοπιαστική εργασία με την οποία ο άνθρωπος κερδίζει το
ψωμί του, τον πλούτο του, είναι μια καθημερινή μετάνοια προς το Θεό. Ο τοκογλύφος
αρνείται το σχέδιο αυτό, παραστρατεί, λιποτακτεί κερδίζει τον πλούτο του χωρίς να
κουνήσει το μικρό του δαχτυλάκι, χωρίς να κουράζεται καθόλου κλέβοντάς τον.

Τα δικαστήρια, εκκλησιαστικά και κοσμικά, ο φόβος της Κόλασης


αποτελούσαν για την Εκκλησία το μαστίγιο. Το Καθαρτήριο ήταν το καρότο. Μοναδική
σωτηρία για τον τοκογλύφο ήταν η εξομολόγηση και η επιστροφή όλων αυτών των
κερδών που έχουν αποκτηθεί ύπουλα στους πραγματικούς κατόχους τους. Έτσι
υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν πως τοκογλύφοι στη διαθήκη τους ζητάνε την
επιστροφή των τόκων σε αυτούς από τους οποίους τους πήραν. Αν και δεν
μπορούμε να γενικεύσουμε αυτό το φαινόμενο και τα στοιχεία που μας έχουν σωθεί
με τέτοιες πράξεις δεν είναι πολλά, μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή η πρακτική
αποτελούσε σίγουρα μια λύση την οποία επέλεγαν αρκετοί τοκογλύφοι στο τέλος
της ζωής τους. Φυσικά από αυτό τεράστια χρηματικά οφέλη είχε και η Εκκλησία στην
οποία δινόταν μερίδιο για τις υπηρεσίες της και για τις μελλοντικές προσευχές για την
ψυχή του αμαρτωλού που μετανοούσε. Η τοκογλυφία έμοιαζε να είναι λοιπόν
περισσότερο μια θεολογική παρέκκλιση, μια αμαρτία παρά ένα έγκλημα εναντίον
της κοινωνίας.

Δεν είναι λίγες οι πόλεις όπως για παράδειγμα στη Φλωρεντία όπου
υπήρχαν νόμιμοι τοκογλύφοι και ενεχυροδανειστές. Μικρομαγαζάτορες δηλαδή οι
οποίοι νόμιμα με συγκεκριμένο όριο δάνειζαν και έπαιρναν τόκο. Όπως και οι
πόρνες υπήρχαν, είχαν άδεια να ασκούν το επάγγελμα αλλά αυτό δεν τους γλίτωνε
από τον ψόγο και χαρακτηρίζονταν τοκογλύφοι, ήταν για την κοινωνία τόσο ηθικά
μολυσμένοι όσο οι πόρνες.34 Η τοκογλυφία αναμείχθηκε και στην αντιπαράθεση
όταν αυτή υπήρχε Εκκλησίας-κοσμικής εξουσίας. Είναι χαρακτηριστική η
νομιμοποίηση της τοκογλυφίας (με όριο επιτοκίου το 10%)35 και η αναίρεση των
αντί-τοκογλυφικών νόμων του 1487 και 1495 στην Αγγλία από τον Ερρίκο Η’ όταν
χάλασαν οι σχέσεις με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

34
Charles P. Kindleberger, A Financial History of Western Europe, George Allen & Unwin Ltd: Λονδίνο
1985, σελ 42 και Raymond de Roover, The Rise and Decline of the Medici Bank 1397-1494, ό.π., σελ
14.
35
Charles P. Kindleberger, ό.π., σελ 41.
Γ. ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΙ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Αυτός ήταν ο βασικός ιδεολογικός άξονας με βάση τον οποίο έπαιρνε θέση
απέναντι στην τοκογλυφία η Εκκλησία. Η πολεμική στόχευε στην τοκογλυφία όμως
είχε και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Στα μάτια τόσο τα δικά μας σήμερα όσο και
στα μάτια της εποχής η τοκογλυφία ταυτιζόταν με τους Εβραίους. Έτσι τα αντί-
τοκογλυφικά κηρύγματα των ιεροκηρύκων έπαιρναν συχνά αντισημιτική χροιά,
ιδιαίτερα στη συνείδηση των πιστών ακόμα κι όταν δεν αναφέρονταν καθόλου οι
Εβραίοι σε αυτά.

Το 1000 η πλειονότητα των Εβραίων κατοικούσε σε μουσουλμανικά εδάφη.


Η ανεκτή γενικά πολιτική απέναντι τους, τους βοήθησε να αναπτυχθούν, ιδιαίτερα
στην Ιβηρική χερσόνησο, και να σημειώσουν μεγάλες προόδους στις τέχνες και τις
επιστήμες. Όσο τα βασίλεια της δυτικής Ευρώπης αναπτύσσονταν ιδίως μετά το
1000 και η τεχνολογική ανάπτυξη τους προχωρούσε όλο και μεγαλύτερος εβραϊκός
πληθυσμός συνέρρεε προς εκείνα τα μέρη.

Μέχρι το 1000 η θέση που κυριαρχεί στη δυτική Εκκλησία είναι η θέση του
Αυγουστίνου. Ο Αυγουστίνος εκτιμά τους Εβραίους και θεωρεί πως πρέπει να
ζήσουν προστατευμένοι κάτω από τη χριστιανική Εκκλησία. Υπό την προϋπόθεση
του ασπασμού του χριστιανικού δόγματος πιστεύει πως μπορούν να συγχωρεθούν
οι αμαρτίες τους.36 Ταυτόχρονα όμως με τα έργα του ο Αυγουστίνος δομεί όλες τις
αμφιβολίες της πρωτοχριστιανικής παράδοσης για τους Εβραίους οι οποίες θα
συγκροτήσουν τα μελλοντικά αντιεβραϊκά επιχειρήματα.

Από τα τέλη του 10ου αιώνα λοιπόν, και τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια, η
καθολική Εκκλησία ανησυχεί για έναν κατ’ αυτήν πιθανό κίνδυνο: τη μεταστροφή των
Χριστιανών και τη δημιουργία στους Χριστιανούς αναθεωρήσεις κάτω από “εβραϊκές”
επεξηγήσεις των Γραφών εξαιτίας της συγγένειας των δύο δογμάτων. Έτσι η οπτική
του Αυγουστίνου αναθεωρείται. Το 12ο-13ο αιώνα με τους Εβραίους να αυξάνονται
ο φόβος αυτός γίνεται εντονότερος και παίρνει μεγαλύτερη σημασία η προσπάθεια
να τεθούν όρια στον επηρεασμό των Χριστιανών από Εβραίους.37 Η Γ Σύνοδος του
Λατερανού απαγόρευσε στους Χριστιανούς να ζουν ή να εργάζονται σε σπίτια
Εβραίων και Μουσουλμάνων. Απαγόρευσε επίσης σε Εβραίους και Μουσουλμάνους
να έχουν δούλους ή υπαλλήλους Χριστιανούς και οι παραβάτες
Χριστιανοί αφορίζονταν.38 Η Δ Σύνοδος του Λατερανού το 1215 αποφασίζει οι

36
Robert Chazan, The Jews of Medieval Western Christendom 1000-1500, Cambridge University Press:
Cambridge 2006, σελ 37-38.
37 Ό.π., σελ 55.
38
Ό.π., σελ 55.
Εβραίοι να ξεχωρίζουν από τους Χριστιανούς φορώντας διαφορετικής ποιότητας
ρούχα.39

Όσο αύξανε ο αριθμός των Εβραίων τόσο αύξανε και η αποφασιστικότητα


της Εκκλησίας εναντίον της βλασφημίας των Εβραίων στην ιερότητα της
χριστιανικής πίστης. Τον 13ο αιώνα, περίοδος που βρίσκονται σε εξέλιξη οι
Σταυροφορίες οι οποίες συνοδεύονται από επιθέσεις εναντίον και των Εβραιών ο
Φραγκισκανός Αλέξανδρος της Hale γράφει εναντίον τους έχοντας ως βάση τον
Αυγουστίνο. Ωστόσο καταλήγει στο τελείως αντίθετο συμπέρασμα από εκείνον.
Ξεκινάει από τη θέση πως οι Εβραίοι διαπράττουν αμαρτίες απέναντι στο Θεό
παίρνοντας παραδείγματα από τη ζωή των Εβραίων και καταλήγει πως οι Χριστιανοί
πρέπει να πατάξουν αυτούς τους βλάσφημους και αμαρτωλούς. Αντίστοιχης χροιάς
είναι και τα γράμματα του Ιννοκέντιου (Decretules) εκείνη την περίοδο. 40

Κύριο έγκλημα των Εβραίων είναι λοιπόν αρχικά η βλασφημία. Το παράπτωμα


αυτό σταδιακά δίνει τη θέση του στην τοκογλυφία. Οι Εβραίοι διώκονται πλέον
με αφορμή αυτό το χαρακτηριστικό τους. Όσο προχωράμε προς τα τέλη 14ου και 15ο
αιώνα αποκρυσταλλώνεται μια λογική η οποία θεωρεί πως οι Εβραίοι μισούν τους
Χριστιανούς. Στόχος τους είναι να απομυζήσουν τον πλούτο τους που διακρίνεται σε
υλικό, σωματικό, πνευματικό. Με διάφορα μέσα προσπαθούν να τον αποσπάσουν
και όταν δεν μπορούν με τη βία επιστρατεύουν την κακία και διάφορα άλλα
“διαβολικά τεχνάσματα”.41 Μέσω της τοκογλυφίας επιδιώκουν να αποσπάσουν τον
υλικό πλούτο των πιστών. Επειδή οι Εβραίοι ήταν αυτοί που εκτός από την
τοκογλυφία ασκούσαν την εποχή εκείνη και το επάγγελμα του γιατρού κατά κύριο
λόγο, καθώς οι Χριστιανοί το θεωρούσαν υποτιμητικό, μέσω των φαρμάκων
πίστευαν πως προσπαθούσαν να τους κλέψουν τη σωματική υγεία. Τέλος, μέσω του
προσηλυτισμού τον πνευματικό πλούτο.42

Ο δανεισμός είχε γίνει απαραίτητος στην αναπτυσσόμενη ευρωπαϊκή


οικονομία του 12ου αιώνα και τη δουλειά του τοκογλύφου την έστρωσε η ίδια η
Εκκλησία στους Εβραίους. Στην προσπάθεια της να αναμορφώσει τη χριστιανική
κοινωνία απαγόρευσε το δανεισμό με τόκο στους Χριστιανούς στηριζόμενη σε μια
παράγραφο του Δευτερονομίου, όπως είδαμε και παραπάνω, η οποία όμως δεν
απαγόρευε το δανεισμό από ξένους. Έτσι όταν η ευρωπαϊκή οικονομία χρειάστηκε
την εισροή ρευστού οι μόνοι που μπορούσαν ανενόχλητοι να δανείζουν σε
Χριστιανούς ήταν οι Εβραίοι. Και αυτό έκαναν.

39
Ό.π., σελ 56.
40 Ό.π., σελ 45-46, 56.
41
Franko Mormando, ό.π., σελ 190.
42
Από το έργο Bernardino, Opera Omnia.9 Vols, Quaracchi: Collegio San Bonaventura 1950-1965, Vol
4, σελ 384 όπως αναφέρεται στο έργο του Franko Mormando, The Preacher’s Demons, Bernardino of
Siena and the Social Underworld of Early Renaissance Italy, The University of Chicago Press: Σικάγο
1999, σελ 190.
Ενώ λοιπόν η Εκκλησία άνοιξε το δρόμο για τους Εβραίους τοκογλύφους
ήταν και η πρώτη που έθεσε περιορισμούς. Η πολιτική της απέναντι στους Εβραίους
παλάντζαρε μεταξύ της προστασίας από τη μία, αφού ήταν αναγκαίοι για την
οικονομία των πόλεων, και της καταστολής και της θεσμοθέτησης ορίων που οι
Εβραίοι δεν μπορούσαν να περάσουν από την άλλη. Ενώ καμιά από τις δυο
πολιτικές δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ από την επίσημη Εκκλησία στον ύστερο
Μεσαίωνα δόθηκε έμφαση στο δεύτερο σκέλος, πάρθηκαν μέτρα και τέθηκαν νέα
αυστηρά όρια.43

Μπαίνουν περιορισμοί για το ποιός μπορεί να δανείζεται και ποιός όχι από
Εβραίους, τί επιτρέπεται να δοθεί ως εγγύηση του δανείου. Οι πιο γνωστοί και
βασικοί περιορισμοί τίθενται στη Δ Σύνοδο του Λατερανού όπου απαγορεύεται στους
Εβραίους ο δανεισμός με υπερβολικό τόκο (immoderatas usuras).44

Η πιο βασική προσπάθεια για να αντιμετωπιστούν οι Εβραίοι που δάνειζαν


με υψηλό τόκο είναι η κοινωνική απομόνωση. Ένα τέτοιο όμως μέτρο δεν μπορεί να
το εφαρμόσει η Εκκλησία. Διαθέτει όμως αρκετά μέσα ώστε να πιέζει τις τοπικές
αρχές να εφαρμόζουν τις αποφάσεις της.45 Αποτελεί ζήτημα περαιτέρω έρευνας
πόσο ήθελαν ή πόσο τελικά τις ακολουθούσαν οι τοπικές αρχές.

Σιγά σιγά οι περιορισμοί της Εκκλησίας απέναντι στους Εβραίους διευρύνονται


και από εκεί που παρουσιάζεται ως η προστάτιδα των Χριστιανών στη σφαίρα της
θρησκείας αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό της και ως προστάτιδα της υλικής ζωής
των Χριστιανών. Στα τέλη του 13ου- αρχές 14ου η πολεμική πλέον εναντίον τους έχει
κοινωνικό περισσότερο παρά θρησκευτικό προσανατολισμό. Οι Εβραίοι πρέπει να
εξοντωθούν όχι επειδή απορρίπτουν το Μεσσία «αλλά επειδή στηρίζουν ένα
σύστημα οικονομικής καταπίεσης που συνθλίβει τους φτωχούς».46
Στα τέλη του 13ου αιώνα η τοκογλυφία σύμφωνα με την Εκκλησία θεωρείται
έγκλημα με αντίκτυπο την ευρεία εκδίωξη των Εβραίων από πολλά βασίλεια.47

Στο δυτική χριστιανοσύνη συνυπάρχουν και συγκρούονται διαφορετικές


απόψεις και λογικές αντιμετώπισης του εβραϊκού προβλήματος. Μάλιστα όσο και
αν ο περιορισμός των Εβραίων κυριαρχούσε από ένα σημείο και μετά, η πολιτική
προστατευτισμού απέναντι τους ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά. Αντίθετα
οι ιεροκήρυκες του 13ου-15ου αιώνα ζητούν ολική απαγόρευση έως και αφανισμό
των Εβραίων δανειστών κάτι που η επίσημη Εκκλησία αρνείται.

43
Robert Chazan, ό.π., σελ 52.
44 Ό.π., σελ 61
45
Ό.π., σελ 61.
46
Attilo Milano στο Storia Degli Ebrei in Italia όπως αναφέρεται στο του Franko Mormando, The
Preacher’s Demons, Bernardino of Siena and the Social Underworld of Early Renaissance Italy, The
University of Chicago Press: Σικάγο 1999, σελ 166.
47
Robert Chazan, ό.π., σελ 62.
Εβρα ίοι στη Γα λλία

Στη Βόρεια Γαλλία τον 11ο και 12ο αιώνα πολλά φεουδαρχικά κρατίδια στη
Γαλλία ενθάρρυναν την εγκατάσταση Εβραίων οι οποίοι καταπιάνονταν κυρίως με
το εμπόριο. Στόχος αυτών των βαρόνων ήταν η ανάπτυξη της εμπορικής
δραστηριότητας στις περιοχές τους και η εισροή νομισμάτων. Οι Εβραίοι
δημιουργούν σε αυτές τις περιοχές τοπικές και μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις.
Κατά το 12ο αιώνα όμως όλο κι περισσότεροι ασχολούνται με την τοκογλυφία.48 Οι
απαγορεύσεις της Εκκλησίας στους χριστιανούς σχετικά με την τοκογλυφία και η
ανάγκη της Ευρώπης για κεφάλαιο δημιουργεί για τους Εβραίους το απαραίτητο
δικαστικό πλαίσιο προστασίας και την απαραίτητη στήριξη των αρχών και των
φεουδαρχών, παράγοντες που συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη των
τοκογλύφων-εβραίων.49

Ο δανεισμός πολλές φορές γίνεται με ενέχυρο ακίνητη περιουσία. Και όταν


μιλάμε για ακίνητη περιουσία τους αιώνες αυτούς εννοούμε συνήθως γη. Η γη
όμως δεν μπορούσε να παρθεί με τη βία και έτσι για να μπει ως ενέχυρο και να
μπορέσει να παρθεί στην περίπτωση μη πληρωμής χρειαζόταν υπόσχεση
κυβερνητικής υποστήριξης. Οι τοπικοί βαρόνοι και λόρδοι είναι αυτοί που
παρέχουν αυτήν την υποστήριξη στους Εβραίους. Ο Ραβίνος Meier μέσα από τα
γραπτά του αποκαλύπτει πολύ στενές σχέσεις μεταξύ των Εβραίων και των
ηγεμόνων της Νότιας Γαλλίας.50 Φαίνεται πως οι Εβραίοι αυτοί ήταν οι
χρηματοδότες των φεουδαρχών τουλάχιστον μέχρι το 13 ο αιώνα και εκείνοι
γίνονται οι προστάτες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα περιστατικό
του 1171 στην πόλη της Μπλουά όταν ένας Χριστιανός σκοτώθηκε και
κατηγορήθηκαν οι Εβραίοι από τους κατοίκους με αποτέλεσμα 30 από αυτούς να
καταδικαστούν σε θάνατο, η ποινή με παρέμβαση των ηγεμόνων δεν εκτελέστηκε και
ο ίδιος ο Λουδοβίκος VII δήλωσε: «Από εδώ και πέρα, ας γνωρίζουν, όλοι οι εβραίοι
της χώρας μου ότι δεν τους υποπτεύομαι. Ακόμα και αν ένα πτώμα έχει ανακαλυφθεί
στη πόλη ή στην ύπαιθρο δε θα τους θεωρήσω ένοχους. Δε χρειάζεται να φοβούνται
για αυτό το θέμα».51 Δήλωση που αποτυπώνει ξεκάθαρα την εύνοια με την οποία
αντιμετωπίζονταν και προστατεύονταν οι κύριοι χρηματοδότες, τουλάχιστον μέχρι
εκείνη τη στιγμή, της άρχουσας τάξης της Γαλλίας.

Η Εκκλησία γίνεται δέκτης παραπόνων των εκτεθειμένων στρωμάτων που


χάνουν τις περιουσίες τους από τους τόκους που έχουν να πληρώσουν στους
Εβραίους δανειστές. Προσπαθεί λοιπόν να διαμορφώσει ένα ρητορικό κλίμα
ενάντια στην τοκογλυφία στο οποίο αν και ο διαχωρισμός Χριστιανός - Εβραίος δεν

48
Ό.π., σελ 132.
49
Ό.π., σελ 133.
50 Ό.π., σελ 86.
51
Ό.π., σελ 136.
γινότανε με συνέπεια ο αντιτοκογλυφικός λόγος τελικά επιχειρούσε –και τα
κατάφερε- να στιγματίζει και να στοχεύει τους Εβραίους.52

Έτσι το μίσος απέναντι στους Εβραίους από τις τοπικές κοινωνίες μεγαλώνει
με τη συμβολή της Εκκλησίας. Ενώ κατά την Α Σταυροφορία έχουμε επιθέσεις και
πογκρόμ εναντίον των Εβραίων σε όλη την Ευρώπη στη Γαλλία δεν έχουμε πέρα
από ένα περιστατικό στην περιοχή της Ρουέν.53 Στη Β σταυροφορία όμως ενώ πάλι
δεν έχουμε επιθέσεις, δείγμα πως η εύνοια των τοπικών ηγεμόνων ήταν ακόμα
ισχυρή, ο βασιλιάς χάρισε τα χρέη όσον συμμετέχουν στη Σταυροφορία, απόφαση
που δημιουργεί σημαντική ζημιά στην οικονομική ζωή του περιούσιου λαού.54 Από
αυτό το σημείο και μετά η κατάσταση για τους Εβραίους αρχίζει σταδιακά να αλλάζει.

Ο Φίλιππος Αύγουστος (1159-1223) δημεύει μέρος της περιουσίας τους και


στη συνέχεια αποφασίζει το 1/5 των τόκων να δοθεί στο βασιλικό
θησαυροφυλάκιο. Το 1182 αποφασίζεται τελικά η εκδίωξη των Εβραίων από την
επικράτεια με κατάσχεση περιουσίας από το βασιλικό στέμμα και οι συναγωγές
παραχωρούνται στην Εκκλησία.55

Αυτά τα μέτρα βοηθάνε όπως είναι αναμενόμενο τα οικονομικά και του


κράτους και της Εκκλησίας. Ωστόσο λιγότερο από είκοσι χρόνια μετά και
συγκεκριμένα το 1198, ο ίδιος βασιλιάς αναγκάζεται να τους επαναφέρει ενώ σε
σύντομο χρονικό διάστημα τους παραχωρεί σειρά από προνόμια. Το 1210 έχουμε
εκ νέου δήμευση περιουσίας των Εβραίων και συλλήψεις. Ξανά στη συνέχεια
παραχωρούνται προνόμια για αυτούς, διαδικασία που κορυφώνεται ιδίως μετά το
1223 και η τοκογλυφία των Εβραίων γίνεται κανόνας. Η επιστροφή των Εβραίων
εκβιάστηκε από ανάγκη για αναγέννηση των τοκογλυφικών επιχειρήσεων έτσι ώστε
να κυκλοφορήσει πιο γρήγορα και σε μεγάλες ποσότητες το χρήμα, καθώς και για
λόγους εσόδων από τη φορολογία.56

Όμως το 1223 οι Εβραίοι πλέον έχουν χάσει την υποστήριξη τους από τον
πιο ισχυρό παράγοντα σταθερότητας που είχανε, τους φεουδάρχες. Έτσι ο
Λουδοβίκος VIII απαιτεί όλοι οι τόκοι των δανείων να δοθούν στο βασιλικό
θησαυροφυλάκιο μέσα σε μια περίοδο τριών ετών και το 1235 τους απαγορεύεται
πια με νόμο επίσημα η ενασχόληση με την τοκογλυφία. Όποιος Εβραίος ήθελε να
παραμείνει μπορούσε να ασχοληθεί με το εμπόριο ή με κάποια χειρωνακτική
εργασία. Η θρησκευτική εκστρατεία εναντίον τους εντείνεται.57

52
Franko Mormando, ό.π., σελ 184.
53
Robert Chazan, ό.π., σελ 135.
54
Ό.π., σελ 138.
55
Ό.π., σελ 142.
56 Ό.π., σελ 143-144, 146.
57
Ό.π., σελ 146, 147.
Το 14ο αιώνα τα μέτρα περιορισμού μετατρέπονται στο «εδώ και τώρα»
αντιμετώπιση του «εχθρού της Χριστιανοσύνης». Το 1306 ξαναφεύγουν. Η ακίνητη
περιουσία τους και οι εκτάσεις γης δημεύονται. Βασιλικοί γραφειοκράτες πουλάνε
στο σφυρί την περιουσία τους και έτσι τόσο ο βασιλιάς όσο και αυτοί κερδίζουν και
είναι όλοι χορτάτοι.58 Για μια ακόμα φορά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα
κάποιοι επιστρέφουν πίσω εκ νέου και τους επιστρέφεται το 1/3 της περιουσίας
του.59

Εβρα ίοι στη ν Ισπανία

Οι Εβραίοι της μουσουλμανικής Ισπανίας ασχολούνταν με όλες τις οικονομικές


δραστηριότητες, εκτός της καλλιέργειας της γης και βρίσκονταν σε όλες τις βαθμίδες
της οικονομικής διαστρωμάτωσης. Της εποχή της Reconquista η καλλιτεχνική,
πνευματική και οικονομική ανάπτυξη των Εβραίων είχε φτάσει στο ζενίθ της. Οι
απελευθερωμένες από τους Χριστιανούς περιοχές παραχωρούν προνόμια στους
Εβραίους καθώς είχαν ως στόχο τη συνέχεια της ανάπτυξής τους η οποία σε έναν
πολύ μεγάλο βαθμό οφειλόταν στην συμβολή και ζωή των Εβραίων. Ηγεμόνες και
Εκκλησία με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Πάπα Αλέξανδρος Β προσπαθούν
να προστατεύσουν τους Εβραίους από τους Σταυροφόρους.60

Για τους Εβραίους το μόνο που άλλαξε ήταν η θρησκεία αυτών που τους
διαφέντευαν. Οι άρχοντες τους πλέον ήταν Χριστιανοί και όχι Μουσουλμάνοι. Κατά
τα άλλα η έντονη οικονομική τους δραστηριότητα συνεχίστηκε και μετά τη
χριστιανική κατάκτηση. Ταυτόχρονα η ασχολία με το δανεισμό χρημάτων γινόταν
όλο και πιο αισθητή και εδώ εξαιτίας της επιταχυνόμενης ανάπτυξης των κοινωνιών
αυτών κάτω από τις νέες συνθήκες.61 Οι ηγεμόνες είχαν ανάγκη από τα χρήματα
των Εβραίων και εκείνοι τους τα παρέχουν. Οι πρώτοι τους παρέχουν την
υποστήριξη τους και θέσεις στην αυλή τους. Από την άλλη μεριά μεγάλη μερίδα του
πληθυσμού-που και αυτοί είχε ανάγκη πολλές φορές τους Εβραίους- δεν τους
βλέπει με καλό μάτι. Από τη στιγμή που οι Εβραίοι κερδίζουν θέσεις μέσα στην
αυλή η Εκκλησία περνά στην επίθεση. Γίνονται προσπάθειες προσηλυτισμού των
Εβραίων που γνωρίζουν κάποια σχετική επιτυχία.62

Με την έλευση του Μαύρου Θανάτου οι Εβραίοι τοκογλύφοι χτυπιούνται


τριπλά, φυσικά, οικονομικά και κοινωνικά. Φυσικά, γιατί και οι ίδιοι όσο πλούσιοι και
αν είναι δεν είναι άτρωτοι απέναντι στην ίδια την αρρώστια που δεν κοιτά
κοινωνικό στάτους. Οικονομικά, γιατί η γενική διάλυση που επικρατεί συνολικά

58
Ό.π., σελ 152.
59
Ό.π., σελ 153.
60
Ό.π., σελ 93-94.
61 Ό.π., σελ 98.
62
Ό.π., σελ 98-102.
στην κοινωνία εξαιτίας του λοιμού επηρεάζει και καταστρέφει οικονομικά τους
πάντες. Τέλος, οι Εβραίοι γίνονται στόχοι επιθέσεων καθώς μέσα στο γενικό μαζικό
πανικό που φέρνει ο θάνατος οι Εβραίοι γίνονται το εξιλαστήριο θύμα, δεν αργούν να
θεωρηθούν υπεύθυνοι για την αρρώστια εξαιτίας αυτού του φανταστικού προσόντος
που έχει ο άνθρωπος, την ανάγκη του δηλαδή να ψάχνει το γιατί συμβαίνει κάτι και
στην ταυτόχρονη κατάρα του συνήθως να δίνει την πιο εύκολή και βολική για αυτόν
απάντηση.

Η επίσημη Εκκλησία σε αυτήν την περίπτωση προσπαθεί να προστατεύσει


τους Εβραίους. Δεν κάνουν όμως το ίδιο και οι ιεροκήρυκες. Οι τελευταίοι, με κύριο
εκπρόσωπό τους τον Ferrand Martinez μεγαλώνουν με τα κηρύγματά τους το μίσος
και προκαλούν επιθέσεις σε Εβραίους και καταστροφές συναγωγών και σφαγές. Ο
διωγμός είναι τόσο μεγάλος που μαζικά Εβραίοι μεταστρέφονται σε Χριστιανούς
για να γλιτώσουν.63 Μετά το 1492 οι Εβραίοι εκδιώκονται και εγκαθίστανται στην
Πορτογαλία, την Ιταλία και κυρίως την Οθωμανική Αυτοκρατορία.64

Εβρα ίοι στη ν Ιτα λία

Οι Εβραίοι της Ιταλίας είχαν μακρά παραμονή στην περιοχή. Η εβραϊκή


κοινότητα της Ρώμης έφτανε τα διακόσια άτομα το Μεσαίωνα. Ήταν μια σταθερή
κοινότητα από την αρχαιότητα, από τις πιο μεγάλες και πιο σημαντικές και πέρναγε
μακρές περιόδους υλικής άνεσης και πνευματικής δημιουργίας. Ήταν η μόνη
κοινότητα που συνέχιζε να υπάρχει αδιάκοπα σε όλο το Μεσαίωνα.65 Και η Σικελία
ήταν ένα εξίσου μεγάλο πολιτισμικό κέντρο με μεγάλη προσφορά των Εβραίων. Ενώ
μέχρι το 12ο αιώνα τα πολυπληθέστερα εβραϊκά κέντρα βρίσκονται στη νότια Ιταλία
και Σικελία κατά το 13ο αιώνα νέα κέντρα δημιουργούνται αυτή τη φορά στην
κεντρική και κυρίως στη βόρεια Ιταλία. Στην αρχή του 13 ου αιώνα έχουμε περίπου
είκοσι πόλεις με εβραϊκό πληθυσμό στη βόρεια Ιταλία. Στα τέλη του ίδιου αιώνα οι
πόλεις αυτές έχουνε φτάσει τις εκατό.66

Αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε μετανάστευση από τη νότια Ιταλία και τη Σικελία,
όπου μετά το 13ο αιώνα περνά κάτω από αραγωνέζικη κυριαρχία και αυξάνονται τα
αντιεβραϊκά κηρύγματα και τα μέτρα περιορισμού τους, τη Γαλλία με την έξοδο
του 1306 και την Αγγλία όπου και εκεί παίρνονται περιοριστικά μέτρα εναντίον τους.
Το γεγονός βέβαια ότι φεύγουν από τα μέρη αυτά δεν εξηγεί από μόνο του γιατί
επιλέγουν ως τόπο εγκατάστασης τους τη βόρεια Ιταλία. Συμπεραίνω
ότι αυτό συμβαίνει γιατί εκεί βρίσκονται οι σημαντικότερες πόλεις στις οποίες

63
Ό.π., σελ 106.
64
Ό.π., σελ 114.
65 Ό.π., σελ 123, 127.
66
Ό.π., σελ 124.
ακμάζει η νέα ασχολία τους, ο δανεισμός. Ήδη από το 12 ο αιώνα πλάι στην
ενασχόληση τους με διάφορες μορφές μικροεπιχειρήσεων, τις χειρωνακτικές
εργασίες και την ιατρική συγκαταλέγεται πλέον και η ενασχόληση τους με την
τοκογλυφία. Οι νέοι εβραϊκοί συνοικισμοί άκμασαν και εξαπλώθηκαν εξαιτίας της
τοκογλυφίας που ήταν αναγκαία στις αρχές.

Τα αντιεβραϊκά-αντιτοκογλυφικά κηρύγματα από τα μοναστικά τάγματα και


κυρίως τους Φραγκισκανούς είναι έντονα. Γίνεται προσπάθεια για δημιουργία
ιδρυμάτων παροχής δανείου σε απόρους με χαμηλό ή μηδενικό επιτόκιο για
περιορισμό της εβραϊκής τοκογλυφίας. Ωστόσο το κόστος της δημιουργίας αλλά
κυρίως της συντήρησης τέτοιων ιδρυμάτων είχε τεράστιες δυσκολίες. Αυτό είχε σαν
αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να διαδραματίσουν το ρόλο για τον όποιο
δημιουργήθηκαν.67 Οι κυριότεροι εκπρόσωποι των Φραγκισκανών και Δομινικανών
μοναχών που εναντιώνονταν στην τοκογλυφία και τους Εβραίους έζησαν και
δίδαξαν σε αυτές τις περιοχές όπως ο Μπερναντίνο της Σιένα και ο Αντονίνο της
Φλωρεντίας. Ο έντονος αντισημιτισμός που ανέπτυξαν δεν σχετίζεται μόνο με
θρησκευτικά κίνητρα αλλά και από την έντονη ανησυχία τους για την όλο και
αυξανόμενη δραστηριότητα των Εβραίων τοκογλύφων. Για τον Μπερναντίνο και
τους άλλους ιεροκήρυκες ένα από τα κυριότερα κακά είναι και η συγκέντρωση όλου
του πλούτου στα χέρια μιας χούφτας ανθρώπων. Η πόλη με αυτόν τον τρόπο
καταδικάζεται σε θάνατο. Το κακό είναι ακόμα μεγαλύτερο αν αυτός είναι Εβραίος
καθώς οι Εβραίοι και ιδιαίτερα οι Εβραίοι δανειστές είναι κύριοι εχθροί της
χριστιανοσύνης.68 Έτσι ο Εβραίος τοκογλύφος αποτελεί χριστιανικό αλλά και
κοινωνικό πρόβλημα.

67
Ό.π., σελ 126.
68
Franko Mormando, ό.π., σελ 189.
Δ. ΤΡΑΠΕΖΕΣ: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΙ

Όταν μιλάμε για τοκογλύφους και τοκογλυφία στον ύστερο Μεσαίωνα το


μυαλό μας πάει κυρίως στους Εβραίους αν και αυτό είναι εν μέρει σωστό. Οι
Εβραίοι ήταν ενεχυροδανειστές και τοκογλύφοι μάλιστα σε βαθμό δυσανάλογο του
πληθυσμού τους, ωστόσο δεν ήταν ούτε οι μόνοι, ούτε οι μεγαλύτεροι. Ήταν οι κύριοι
δανειστές και ενεχυροδανειστές των τοπικών αγορών στις περισσότερες πόλεις και
κάλυπταν τις τοπικές ανάγκες για ρευστό, χωρίς να σημαίνει πως δεν υπήρχαν και
Χριστιανοί που ασκούσαν τέτοιου είδους “αμαρτωλά επαγγέλματα”. Τα
περισσότερα από τα δάνεια που γίνονταν στο Μεσαίωνα ήταν από ένα μεμονωμένο
άτομο σε ένα άλλο με την παράλληλη παροχή κάποιου αντικειμένου ιδιοκτησίας ως
εγγύηση.

Οι πραγματικοί “βαρόνοι” του δανεισμού ωστόσο την εποχή που


εξετάζουμε, αυτοί που έδιναν τις μεγάλες πιστώσεις έξω από τα όρια της πόλης και
πολλές φορές σε πολύ μακρινούς φεουδάρχες και βασιλείς ήταν τα τραπεζικά
ιδρύματα που εκείνοι την εποχή αναπτύσσονταν στην Ευρώπη. Ήταν αυτές οι
επιχειρήσεις που δημιούργησαν κατά κάποιο τρόπο τα θεμέλια για τα τραπεζικά
ιδρύματα του σήμερα. Ανέπτυξαν μέσα διοίκησης επιχειρήσεων εκεί που είχαν τα
υποκαταστήματα τους ξεπερνώντας το πρόβλημα της απόστασης και του έλεγχου.69

Οι πρώτοι τραπεζικοί ήταν έμποροι οι οποίοι έκαναν αυτή τη δουλειά


παράλληλα με τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Έχοντας συσσωρεύσει μεγάλο
πλούτο κατά τη διάρκεια της εμπορικής τους δραστηριότητας είχαν την άνεση να
δανείσουν χρήματα σε τρίτους. Έτσι εφαρμόζοντας μορφές όπως η συναλλαγματική
(bills of exchange), τα Lettre de foire70 γίνονταν και δανειστές. Καθώς φαινότανε
πως οι πιστωτικές δουλειές, τους απέφεραν μεγαλύτερο κέρδος, σταδιακά αυτή έγινε
η κύρια ασχολία και οι περισσότεροι εγκατέλειπαν το εμπόριο.71 Ως ηγέτες και
σημαίνοντα πρόσωπα των πόλεων τους τα μέλη των μεγαλύτερων εμπορικών οίκων
της Ιταλίας κατάφεραν να πάρουν άδεια να ασκήσουν το επάγγελμα επί της ουσίας
του νόμιμου τοκογλύφου, χωρίς καν να επωμιστούν με αυτόν τον ψόγο που συνόδευε
το επάγγελμα και σε αυτό μεγάλο ρόλο έπαιξε η ίδια η Εκκλησία που
αποτελούσε έναν από τους καλύτερους πελάτες.72

69
Raymond de Roover, The Rise and Decline of the Medici Bank 1397-1494, ό.π., σελ 1.
70
Το Lettre de foire ή αλλιώς η επιστολή των πανηγυριών είχε αντίστοιχη λειτουργία με τη
συναλλαγματική (bill of exchange) και δημιουργήθηκε στα πανηγύρια της Καμπάνιας. Πρακτικά, αν ο
αγοραστής Α ήθελε να αγοράσει κάτι από τον έμπορο Β αλλά δεν είχε χρήματα τότε μπορούσε να
ζητήσει να πάρει αυτό που ήθελε και να δεσμευτεί με ένα letter de foire να πληρώσει στο επόμενο
πανηγύρι το ποσό, που περιελάμβανε και έναν επιπλέον τόκο.
71 Shepard B. Clough-Richard T. Rapp, ό.π., σελ 137.
72
Benjamin N. Nelson, ό.π., σελ 113.
Από το 12ο αιώνα έχουμε μεγάλης έκτασης δανεισμούς από μεγάλα
τραπεζικά ιδρύματα στην Ιταλία σε βασιλείς, φεουδάρχες και στην Εκκλησία και
ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος αφού μπορούσε πλέον κανείς να βάλει
λεφτά σε μια τράπεζα και να τα βγάλει σε ένα άλλο μέρος σε διαφορετικό χρόνο και
με διαφορετική ισοτιμία. Οι Ιταλοί για λόγους που δεν μπορούν να εξεταστούν σε
αυτήν την εργασία αποτέλεσαν τους πιο βασικούς τραπεζίτες του ύστερου Μεσαίωνα
με κάπως πιο μακρινούς σοβαρούς ανταγωνιστές τους Καταλανούς.

Είχε πια περάσει πολύς καιρός από τότε που τα δάνεια τα έδινε η Εκκλησία
στους ηγεμόνες για να προμηθευτούν οι τελευταίοι καταναλωτικά αγαθά. Με τους
νέους πιστωτικούς μηχανισμούς οι ανταλλαγές απέκτησαν ευρύτερο και κυρίως
εμπορικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τους Clough και Rapp κύριος πλέον σκοπός για
τη σύναψη δανείων δεν ήταν η απόκτηση καταναλωτικών αγαθών αλλά η διακίνηση
των εμπορευμάτων και η γρήγορη εξόφληση τους. Τα δάνεια για τη χρηματοδότηση
επενδύσεων υπήρχαν αλλά ήταν ακόμα πολύ περιορισμένα γιατί η απόσβεση τους
ήταν δύσκολη και απαιτούσε μεγάλο χρονικό διάστημα.73

Ο καλύτερος πελάτης των Ιταλών τραπεζιτών ήταν μακράν η Εκκλησία και οι


μεγάλοι ηγεμόνες και βασιλιάδες. Η πρώτη απλή ερώτηση που θα κάνει κανείς είναι
πώς συνδυαζόταν η θεολογική καταδίκη του τόκου με τη συμμετοχή της Εκκλησίας σε
πιστωτικές συναλλαγές; Πως κατάφερναν επίσης οι μεγάλοι τραπεζίτες όπως οι Bardi
και αργότερα οι Medici να δανείζουν χρήματα και να βγάζουν κέρδος χωρίς να
εμπίπτουν στην κατηγορία του τοκογλύφου;

Θα ήταν αφελές από μέρους μας να υποστηρίξουμε πως το δόγμα της


Εκκλησίας και οι αντιλήψεις της σχετικά με την τοκογλυφία δεν επηρέασαν την
ύπαρξη και τον τρόπο λειτουργίας των τραπεζών. Όμως θα ήταν εξίσου αφελές να
θεωρήσουμε πως η αντίληψή τους θα ήταν αρκετή για να σταματήσει τις ανάγκες
τις οικονομίας, την ανάγκη που υπήρχε για πολύ πιο ευρεία νομισματική
κυκλοφορία και δανεισμό κεφαλαίου όταν αυτό έγινε απαραίτητο με την περαιτέρω
ανάπτυξη του εμπορίου.

Η Εκκλησία επομένως δεν σταμάτησε –και ούτε θα μπορούσε να το κάνει- το


δανεισμό των τραπεζών, ωστόσο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στον τρόπο με τον
οποίο οι τράπεζες δάνειζαν χρήματα και τα συστήματα που δημιούργησαν ώστε να
μπορούν να βγάλουν το επιθυμητό κέρδος, παρακάμπτοντας έμμεσα θα λέγαμε το
πρόβλημα της καταδίκης του τόκου.

Από όλα τα μέσα συναλλαγών το σημαντικότερο ήταν η συναλλαγματική (bill


of exchange). Στην πιο απλή της μορφή αυτή αποτελεί τόσο μια αναγνώριση ενός
αγοραστή ότι είχε πάρει εμπορεύματα σε μια συγκεκριμένη τιμή και μέρος από
κάποιον όσο και μια υπόσχεση ότι θα πληρώσει στον πωλητή για αυτά τα
73
Shepard B. Clough-Richard T. Rapp, ό.π., σελ 136.
εμπορεύματα σε καθορισμένο, ποσό, χρόνο και τόπο.74 Η συναλλαγματική ήταν
ακριβώς η επινόηση που ξεπέρασε έμμεσα την απαγόρευση τόσο νομική σε κάποιες
περιοχές όσο κυρίως ηθικο-θρησκευτική για την τοκογλυφία. Ακριβώς επειδή δεν
φαινόταν ως τοκογλυφία δεν μπορούσε να είναι και διαπραγματεύσιμη κάτι που θα
αποδείκνυε την απόκρυψη τόκου, ο οποίος μπορούσε να αυξηθεί ή να μειωθεί με
συμφωνία.75

Αν και η συναλλαγματική παίρνει διάφορες και περίπλοκες μορφές στις οποίες


μπορεί να ανακατεύονταν περισσότεροι από δυο άνθρωποι το βασικό σκεπτικό ήταν
το εξής. Κάποιος που ήθελε να δανειστεί χρήματα έπαιρνε από μια τράπεζα σε μια
περιοχή ένα δάνειο με την υποχρέωση να το ξεπληρώσει σε ένα συμφωνημένο χρόνο
σε ένα άλλο μέρος με διαφορετική ισοτιμία. Οι τραπεζίτες έδιναν για παράδειγμα
στερλίνες στο Λονδίνο και έπαιρναν ύστερα από κάποιο συμφωνημένο διάστημα
δουκάτα στη Βενετία. Η διαφορά στην ισοτιμία εξασφάλιζε τον τόκο και μάλιστα
υψηλό. Η πράξη της συναλλαγής που φαινόταν εξωτερικά εμπεριείχε την πράξη του
δανεισμού χωρίς να φαίνεται πουθενά κάτι τέτοιο.76 Με αυτή τη μέθοδο ξέφευγαν
από τα εμπόδια του Κανόνα της Εκκλησίας αφού δεν αποτελούσε δάνειο, και αφού
δεν ήταν δάνειο δεν μπορούσε να γίνει λόγος για τόκο. Αυτή η διαφορά στις ισοτιμίες
βοήθησε τις τράπεζες να δημιουργήσουν μεγάλα κέρδη και αποτελούσε και αυτό
ένα είδος τοκογλυφίας την οποία η Εκκλησία ούτε μπορούσε, ούτε ήθελε να
αντιμετωπίσει. Το παρακάτω παράδειγμα θα βοηθήσει στην κατανόηση:

Βε νε τία 20/ 1/ 1420

Τράπεζα των Μεδίκων Δανειζόμενος έμπορος

συμφωνία για δάνειο 500 δουκάτων

Λον δίνο 20 / 4/ 1420

ο δανειζόμενος έμπορος παραλαμβάνει 500 δουκάτα στην ισοτιμία της


Αγγλίας δηλαδή 97 λίρες, 18 σολδία και 4 δουκάτα

Βε νε τία 20/ 7/ 1420

Ο δανειζόμενος οφείλει να επιστρέψει τις 97 λίρες, 18 σολδία και 4 δουκάτα


στην ισοτιμία της Βενετίας που πλέον αντιστοιχεί με 534 δουκάτα.

Η τράπεζα κέρδισε 34 δουκάτα

74
Ό.π., σελ 134.
75 Charles P. Kindleberger, ό.π., σελ 39.
76
Raymond de Roover, The Rise and Decline of the Medici Bank 1397-1494, ό.π., σελ 11.
Μεταξύ δυο περιοχών οι ισοτιμίες του συναλλάγματος έτειναν να είναι
υψηλότερες στα μέρη που έδιναν την ισοτιμία στα άλλα. Η οργάνωση της αγοράς ήταν
τέτοια που δημιουργούσε κέρδη στο δανειστή και ζημία, μερικές φορές αρκετά
μεγάλη, στο δανειζόμενο.77 Οι τράπεζες είχαν ανθρώπους που παρακολουθούσαν τις
ισοτιμίες και με αλληλογραφία τις ενημέρωναν με σκοπό να συνάπτονται κάθε φορά
συμβόλαια στις περιοχές που συνέφερε περισσότερο. Βέβαια αυτό ήταν κάτι που είχε
και τους κινδύνους του. Αστάθειες στις ισοτιμίες μπορούσαν να μετατρέψουν το
κέρδος σε ζημία. Αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα ήταν ένα ακόμα στοιχείο που
δικαιολογούσε στα μάτια των θεολόγων τις συναλλαγές αυτές.78

Το επιτόκιο με το οποίο δάνειζαν οι τράπεζες εξαρτιόταν πρώτα και κύρια από


την αξιοπιστία των προσώπων που ζητούσαν το δάνειο. Έτσι αν το πρόσωπο
ήταν γνωστό και αξιόπιστο το επιτόκιο κυμαινόταν γύρω στο 5% το χρόνο. Αντίθετα
άμα το πρόσωπο δεν ήταν γνωστό και η τράπεζα θεωρούσε πως υπήρχε μεγάλη
επικινδυνότητα στη συναλλαγή τότε έφτανε το 12% ή και 15%.79 Ειδικά για πόλεις
και βασιλείς τα επιτόκια ήταν πολύ μεγάλα καθώς είχαν τη φήμη κακοπληρωτών.80

Οι τραπεζίτες έκαναν μερικές φορές δάνειο στους βασιλείς και τους


πρίγκιπες με πολύ χαμηλό επιτόκιο με τον όρο να εκδιώξουν τους ανταγωνιστές
τους κυρίως τους Εβραίους.81 Από την άλλη το επιτόκιο ανέβαινε κατακόρυφα 50%
ή ακόμα και 100% όταν το δάνειο πήγαινε για να καλύψει λύτρα για την
απελευθέρωση κάποιου άρχοντα, ή όταν ήθελε ένας φεουδάρχης ή μια πόλη να
καλύψει τις δαπάνες του πολέμου.82

Εκτός από τις συναλλαγματικές ζήτημα τόκου μπορεί να τεθεί και στις
καταθέσεις που έκαναν σε τράπεζες οι διάφοροι πελάτες και ιδίως στις προθεσμιακές
αφού η τράπεζα τους τις τόκιζε ανάλογα με το χρονικό διάστημα και το ποσό που
κατέθεταν. Το εμπόδιο αυτό ξεπερνιόταν με την επιχειρηματολογία πως δεν
αποτελούσε τόκο αλλά δώρο της τράπεζας στον πελάτη που εμπιστεύτηκε τα χρήματα
του σε αυτή.83

Ο παπισμός χρησιμοποίησε γενικά τους τραπεζίτες για την πληρωμή των


αμοιβών και άλλων δαπανών, για τη συγκέντρωση της πέννας του Αγίου Πέτρου,
για τη μεταφορά χρημάτων από και προς τη Ρώμη και για τη γενική διαχείριση των

77
Ό.π., σελ 113.
78
Ό.π., σελ 115, 122.
79 Shepard B. Clough-Richard T. Rapp, ό.π., σελ 140 και Henry Pirenne, Economic and Social History of

Medieval Europe, Harcourt, Brace and Company: Νέα Υόρκη 1956, σελ 128.
80
Shepard B. Clough-Richard T. Rapp, ό.π., σελ 140.
81
Ό.π., σελ 140.
82 Ό.π., σελ 141.
83
Raymond de Roover, The Rise and Decline of the Medici Bank 1397-1494, ό.π., σελ 101-102
οικονομικών της εκκλησίας.84 Η τράπεζα των Μεδίκων ανέπτυξε ξεχωριστή σχέση με
τον Πάπα και ήταν υπεύθυνη για τη μεταβίβαση εσόδων από την Παπική
φορολογία. Είναι χαρακτηριστικό πως το 15ο αιώνα η τράπεζα των Μεδίκων δεν
ήταν αναγκαίο να διατηρεί κεφάλαιο στο υποκατάστημα της Ρώμης αφού οι
συναλλαγές με την Αγία Έδρα της εξασφάλιζαν μεγάλα έσοδα.85 Μάλιστα ήταν το
πιο προσοδοφόρο υποκατάστημα της τράπεζας σε σχέση με το επενδυμένο
κεφάλαιο.86

Υποκαταστήματα Κέρδη Ποσοστό κερδών


Φλορίνια Σολδία Δουκάτα
Φλωρεντία 25,344 10 4 16.9%
Ρώμη 79,195 4 4 52.1%
Νάπολη 22,705 9 7 14.9%
Άλλες τραπεζικές και 0.4%
644 31 12
εμπορικές εργασίες
Σύνολο τραπεζικών
και εμπορικών 143,348 23 4 94.5%
εργασιών
Σύνολο κερδών από
ιδιοκτησίες 8,472 1 0 5.5%
εργαστηρίων

Σύνολο κερδών 151,820 24 4 100%


Πίνακας επεξεργασμένος με βάση τα στοιχεία στο Raymond de Roover, The Rise and Decline
of the Medici Bank 1397-1494, Harvard University Press: 1963, σελ 47

Μετά το 1420 τα κέρδη από το υποκατάστημα της Ρώμης αντιπροσώπευαν


πάνω από το 60% των συνολικών κερδών.87 Στη Ρώμη υπήρχαν καταθέσεις περίπου
100.000 φλορινιών εκ των οποίων τα 25.000 προέρχονταν από καταθέσεις του
παπικού θησαυροφυλακίου (Camera Apostolica).88

Η μεγάλη εξάρτηση της τράπεζας από την Εκκλησία και οι χρυσές δουλειές
που γίνονταν μεταξύ των δύο πλευρών διαφαίνεται και από το γεγονός ότι η
τράπεζα ανοίγει υποκατάστημα στην Αβινιόν όταν η παπική έδρα μεταφέρεται εκεί.
Έχουμε μεγάλη επένδυση κεφαλαίων σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές ώστε να
αποδώσει κέρδος το νέο υποκατάστημα.89

84
Shepard B. Clough-Richard T. Rapp, ό.π., σελ 140.
85
Raymond de Roover, The Rise and Decline of the Medici Bank 1397-1494, ό.π., σελ 53.
86
Ό.π., σελ 48.
87
Ό.π., σελ 55.
88 Ό.π., σελ 106.
89
Ό.π., σελ 63, 68.
Οι μεγάλοι ιταλοί τραπεζίτες όχι απλά δεν στιγματίστηκαν ως τοκογλύφοι
αλλά και παινευόντουσαν πως ήταν οι διαμετακομιστές συναλλάγματος (money-
changers) του Πάπα.90

90
Ό.π., σελ 14.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Προσπαθήσαμε να ιχνηλατήσουμε όσο μπορέσαμε στην εργασία αυτή το


φαινόμενο της τοκογλυφίας και την πολεμική απέναντί της στον ύστερο Μεσαίωνα.
Είδαμε πως η Εκκλησία πολέμησε όχι γενικά το κέρδος και το δανεισμό αλλά αυτό
που θεωρούσε τόκο από μη παραγωγική εργασία. Ωστόσο ο πόλεμος που έδωσε ήταν
επιλεκτικός και η ένταση του κρινόταν από μια σειρά παραγόντων. Είναι
χαρακτηριστική η απόφαση της Δ Συνόδου στο Λατερανό όπου η Εκκλησία
αντιλαμβάνεται τη δυναμική των εξελίξεων και απαγορεύει πια όχι την τοκογλυφία
αλλά την τοκογλυφία με υπερβολικό τόκο.

Οι σχολαστικές θεωρίες είχαν ένα έντονο κανονιστικό και ηθικό τόνο αφενός
λόγω της ίδιας της ένταξης τους σε ένα θεολογικό-εκκλησιαστικό πλαίσιο αφετέρου
όμως και για λόγους οικονομικοκοινωνικούς. Η αναγέννηση του εμπορίου την
εποχή εκείνη, η ανάπτυξη των πόλεων, απειλούσαν να διαλύσουν, ή μάλλον να
αναδιαμορφώσουν μια κοινωνική τάξη, που υποτίθεται ότι βασιζόταν στη Θεία
Θέληση και το τέλος του κόσμου και υποβάθμιζε την ιδέα της οικονομικής και
τεχνολογικής προόδου, και να φέρουν πλούτο και ευημερία σε νέες τάξεις και
κοινωνικές ομάδες. Γρήγορα έγινε φανερό πως η δύναμη της εμπορικής ζωής, οι
νόμοι με τους οποίους γινόταν το εμπορικό παιχνίδι ήταν πολύ πιο δυνατοί από τις
απαγορεύσεις και τα κηρύγματα της Εκκλησίας. Η επίσημη Εκκλησία -σε αντίθεση
με τους αφοριστικούς ιεροκήρυκες- φαίνεται πως αντιλήφθηκε ότι το μόνο που θα
μπορούσε να κάνει ήταν να προσαρμόσει τη διδασκαλία της και κυρίως την
πρακτική της στους κανόνες της κοινωνίας και πάνω στα πραγματικά γεγονότα
αυτού του κόσμου. Άλλωστε ο φόβος του Θανάτου, της Κόλασης ή του αφορισμού
δε στάθηκε ικανός να εμποδίσει ούτε τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους, ούτε τους
κληρικούς και ιδίως του υψηλά ιστάμενους στη Ρώμη, ούτε τους καρδιναλίους να
συναλλάσσονται με τις τράπεζες και να καταθέτουν λεφτά σε αυτές.

Η Εκκλησία προσπάθησε λοιπόν να μπει αφενός στο παιχνίδι και αφετέρου να


θέσει όρια, και όπου αυτό ήταν δυνατό υπό κοινωνικό έλεγχο, τα οικονομικά όργανα
με τα οποία συσσωρευόταν ο νέος πλούτος: τα εμπορικά κέρδη, τα τοκογλυφικά
δάνεια και το χρήμα. Αυτό προσπάθησε να εκφραστεί στο φιλοσοφικό-
ιδεολογικό κομμάτι με τις σχολαστικές θεωρίες για το χρήμα από τους κληρικούς
αφήνοντας τα αναγκαία παράθυρα όπου η Εκκλησία είχε ανάγκη το δανεισμό ή
όπου υπήρχε για αυτήν κέρδος όπως στη μεταθανάτια άφεση αμαρτιών με την
εξομολόγηση για το αμάρτημα της τοκογλυφίας και την επιστροφή των τόκων
και παραχώρηση μέρος τους στην Εκκλησία. Η ανάγκη ακριβώς της Εκκλησίας για
χρήματα είχε ως αποτέλεσμα να ψάχνει τρόπους να υπερπηδήσει η ίδια τα όρια τα
οποία εκείνη είχε θέσει και να δέχεται τις απόψεις που απενοχοποιούσαν τη
λειτουργία των τραπεζών.
Το φαινόμενο της καταστολής της τοκογλυφίας από την Εκκλησία δεν είναι
τόσο εύκολο. Είναι αρκετά πολύπλοκο καθώς διαπλεκόταν η ανάγκη για ρευστό, η
θρησκευτική ιδεολογία, η χριστιανική ηθική και δεοντολογία και οι σχέσεις
εξουσίας. Για αυτό καταστολή και προστασία, εκδίωξη και παροχή κινήτρων για την
εγκατάσταση αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος και άλλαζαν ανάλογα με
τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των κυρίαρχων τάξεων.

Οι ιεροκήρυκες δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το πολύπλοκο κοινωνικό


φαινόμενο της τοκογλυφίας ούτε είχαν το οποιοδήποτε οικονομικό κίνητρο, όπως η
επίσημη Εκκλησία με βάση το οποίο να χάραζαν την πολιτική τους. Αντιμάχονταν
και προσπαθούσαν να κλείσουν τόσο τους μικρούς τοκογλύφους και
ενεχυροδανειστές όσο και τις ίδιες τις τράπεζες και σε πολλές περιπτώσεις
αντιτάσσονταν στις άδειες που τους παραχωρούνταν. Έτσι η σύγκρουση ιεροκηρύκων
με ανώτατους κληρικούς ή ακόμα και τον ίδιο τον Πάπα για αντιεβραικά και
αντιτοκογλυφικά κηρύγματα και ενέργειες ήταν συνεχής.

Οι Εβραίοι από την άλλη άσκησαν το επάγγελμα του τοκογλύφου ακριβώς


εξαιτίας των απαγορεύσεων της Εκκλησίας. Ωστόσο γρήγορα η Εκκλησία θα
στραφεί και εναντίον τους. Η πολεμική της ξεκινά από θρησκευτικά επιχειρήματα
με άξονα το ότι οι Εβραίοι είναι αμαρτωλοί. Αυτό στην εξέλιξη του μετατρέπεται σε
ένα καινούριο θρησκευτικό επιχείρημα. Οι Εβραίοι είναι αμαρτωλοί όχι γιατί είναι
αλλόθρησκοι και εκτελεστές του Ιησού αλλά και γιατί ασκούν το βδελυρό
επάγγελμα του τοκογλύφου. Μέσα στο 13 ο αιώνα, ο άξονας μετατοπίζεται από το
θρησκευτικό στο κοινωνικό κομμάτι. Οι Εβραίοι τοκογλύφοι απειλούν τους
Χριστιανούς και την κοινωνία καθώς είναι εκμεταλλευτές που απομυζούν τον υλικό
πλούτο των ανθρώπων και τους φτωχαίνουν.

Ένα αποτέλεσμα που φαίνεται παράδοξο εκ πρώτης όψεως είναι πως αυτοί
που κυνηγήθηκαν περισσότερο και αποτέλεσαν τα κύρια θύματα της Εκκλησίας και
γενικότερα της εκστρατείας ενάντια στην τοκογλυφία ήταν οι μικροί
ενεχυροδανειστές και τοκογλύφοι και κυρίως Εβραίοι. Οι μεγάλες τράπεζες έμειναν
στο απυρόβλητο και οι τραπεζίτες αρνούνταν πως ήταν τοκογλύφοι και αυτό τους
το αναγνώριζε και η Εκκλησία. Μπορούμε όμως να συμπεράνουμε πως αυτοί
κυνηγήθηκαν ακριβώς γιατί ήταν πολύ πιο εύκολο να κυνηγηθούν. Οι τραπεζίτες
είχαν την οικονομική και πολιτική δυνατότητα να ελέγξουν την καταστολή κάτι που οι
Εβραίοι δεν μπορούσαν να κάνουν ειδικά μετά το 13ο αιώνα που έχασαν τα
στηρίγματα τους, ισχυρούς φεουδάρχες. Δεν είναι τυχαίο πως και στην Ιταλία και στην
Ισπανία και στη Γαλλία που εξετάσαμε η περίοδος που οι διώξεις τους αρχίζουν
να γίνονται πιο αισθητές είναι από το 13ο αιώνα και έπειτα. Μέχρι τότε αυτοί ήταν
οι κύριοι δανειστές των τοπικών αγορών αλλά και των αρχόντων. Όταν όμως αρχίζουν
να δημιουργούνται τα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία έχουν πολύ μεγαλύτερο
κεφάλαιο και μπορούν να δανείζουν πολύ μεγαλύτερα ποσά και με
καλύτερους για το δανειζόμενο όρους από ότι με τους Εβραίους πλέον το
οικονομικό στήριγμα των φεουδαρχών και της Εκκλησίας είναι οι τράπεζες και οι
Εβραίοι δεν χρειάζονται πια, άρα μπορούν να βγουν από τη μέση και από τον
ανταγωνισμό. Η Εκκλησία γίνεται πελάτης των τραπεζιτών και της ήταν πιο δύσκολο
να κυνηγήσει αυτούς από τους οποίους εξαρτιόταν οικονομικά. Οι Εβραίοι
αποτέλεσαν τα εξιλαστήρια θύματα στα οποία μπορούσε να φτάσει και να επιβάλει
ποινές η εξουσία της.

Η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη κατά το 14 ο αιώνα


σαν τάση και η δραστική μείωση του πληθυσμού(1/3 Ευρώπης) εξαιτίας του λοιμού
οδήγησε σε μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών και στην γεωργία και στις πόλεις και
σε χαμηλές τιμές στα γεωργικά προϊόντα μέχρι το 1450.91 Στα 1343 ένας μεγάλος
αριθμός ιταλικών τραπεζών πτώχευσε.92 Οι τραπεζίτες της Τοσκάνης κατέρρευσαν
ύστερα από την πτώχευση των πριγκίπων πελατών τους συμπαρασύροντας μεγάλους
τραπεζικούς οίκους, Peruzzi, Bardi, Acciaiuoli.93 Το 1338 υπήρχαν περίπου
80 τράπεζες μόνο στη Φλωρεντία. Το 1460 έχουν μείνει μόνο 33.94 Η πανώλη δεν
μπορεί να εξηγήσει από μόνη της την κρίση η οποία είχε αρχίσει να εμφανίζεται
μισό αιώνα πριν, απλά συντέλεσε στη χειροτέρεψη της κατάστασης. Σύμφωνα με τον
de Roover δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για κατάρρευση τραπεζών εξαιτίας του
ανταγωνισμού και της συγκέντρωσης σε λίγες μεγάλες τράπεζες της αγοράς. Όλες οι
τράπεζες των αιώνων που εξετάζουμε έκλεισαν αλλά αυτό δεν οφείλεται ούτε στο
κυνηγητό των κρατικών και εκκλησιαστικών αρχών αλλά σε χρεοκοπίες που
οφείλονταν σε λάθος υπολογισμούς στις ισοτιμίες και σε μη είσπραξη οφειλών από
φεουδάρχες και πρίγκιπες που έπαιρναν μεγάλα δάνεια, κυρίως για
πολεμικούς σκοπούς, τα οποία αδυνατούσαν να αποπληρώσουν αργότερα. Οι
Bardi, Peruzzi στη Φλωρεντία πτώχευσαν ύστερα από δανεισμό τεράστιων ποσών
στην Αγγλία για τις ανάγκες του εκατονταετούς πολέμου ενώ και οι Ricciardi της
Λούκα φαλίρισαν ύστερα από αδυναμία του αγγλικού στέμματος να αποπληρώσει
ένα απίστευτα μεγάλο πόσο ύστερα από δανεισμό 400.000 λιρών την περίοδο
1272-1310.95

91
Ό.π., σελ 143.
92
Ό.π., σελ 146.
93
Ό.π., σελ 147.
94 Ό.π., σελ 16.
95
Charles P. Kindleberger, ό.π., σελ 43.
Βιβ λ ι ογραφί
α

Αγία Γραφή, Ελληνική Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα: 1997


Backhouse, Roger E., Η Εξέλιξη της Οικονομικής Σκέψης, Από την Αρχαία Ελλάδα
μέχρι Σήμερα, Κριτική: Αθήνα 2009
Bell, John Fred, History of Economic Thought, Ronald: Νέα Υόρκη 1967
Chazan, Robert, The Jews of Medieval Western Christendom 1000-1500, Cambridge
University Press: Cambridge 2006
Clough, Shepard B. - Rapp, Richard T., Ευρωπαϊκή Οικονομική Ιστορία (τ. Α),
Παπαζήσης: Αθήνα 1979
Kindleberger, Charles P., A Financial History of Western Europe, George Allen &
Unwin Ltd: Λονδίνο 1985
Le Goff, Jacques, Το Πουγκί και η Ζωή, Κέδρος: Αθήνα 2003
Mormando, Franko, The Preacher’s Demons, Bernardino of Siena and the Social
Underworld of Early Renaissance Italy, The University of Chicago Press: Σικάγο 1999
Nelson, Benjamin N., “The Usurer and the Merchant Prince: Italian Businessmen and
Ecclesiastical Law of Restitution 1100-1500”, The Journal of Economic History,
Cambridge University Press: 1947
Pirenne, Henry, Economic and Social History of Medieval Europe, Harcourt, Brace
and Company: Νέα Υόρκη 1956
de Roover, Raymond, “The Scholastics, Usury and Foreign Exchange”, The Business
History Review, Vol. 41, No. 3, The President and Fellows of Harvard College: Χάρβαρντ
9/1967
de Roover, Raymond, The Rise and Decline of the Medici Bank 1397-1494, Harvard
University Press: 1963
Screpanti, Ernesto - Zamagni, Stefano, Η Ιστορία της Οικονομικής Σκέψης,
Τυπωθήτω: Αθήνα 2004

You might also like