Professional Documents
Culture Documents
22 χρόνια μετά...
Το παρόν πόνημα δε στοχεύει, να γράψει ιστορία. Βεβαίως, υπηρετεί την ιστορία, αλλά
από την πλευρά της βιωματικής μνήμης. Και η σημασία αυτής της μνήμης καθίσταται σή
μερα προφανής, αφού οι 15 περίπου χήρες- μάνες εκείνου του Οκτώβρη. πού ζούσαν
το 1989, χρονιά της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, καθώς και πολλά 10χρονα και 12χρονα
παιδιά του τότε δε ζουν πια.
Συγκεκριμένα:
- Τηλεοπτική Εκπομπή της σειράς «Η ΕΡΤ στη Β. Ελλάδα » με τίτλο «Πεθαίνοντας στα Κερ
δύλια» του Β. Τζανακάρη, Φθινόπω- ρο 1980.
-Αφιερώματα του περιοδικού «ΓΙΑΤΙ» Σέρρες, στα τεύχη 62-63, 64, 65-66, 67, 71, 86-87 κ
αι 88.
-Τηλεοπτική εκπομπή της σειράς «Η ΕΡΤ στη Β. Ελλάδα » με τίτλο «Σέρρες, πορεία μέ- σα
στο χρόνο» του Β. Τζανακάρη.
-«Ο εφιάλτης δεν ήταν όνειρο» του Θοδωρή Μπούντα.Εφ. Αγγελιοφόρος, 16/10/1996. -Τ
ο ολοκαύτωμα των Κερδυλλίων, εφ. Ριζοσπάστης, 17/10/1997.
-Πάμπολλα κατ’ έτος αφιερώματα από τον Επαρχιακό Τύπο του Ν. Σερρών με αφορ
μή το Μνημόσυνο στις 17 Οκτωβρίου και την παρουσία επισήμων, προεξάρχοντος τ
ου Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου το 2002.
φού δεν προσκύνησε τον κατακτητή, εν δυνάμει επικίνδυνος για τα σχέδια της Γερμανίας,
της ανώτερης Άριας Φυλής.
Οι Γερμανοί εν ονόματι αυτών των επιδιώξεων καταργούν και καταπατούν κάθε έννοια
στρατιωτικής τιμής και δεοντολογίας. Στην περίπτωση των Κερδυλλίων πρωτοδοκιμάζεται
όχι απλά η ομαδική εκτέλεση και η πυρπόληση οικιών. Τέτοιες ενέργειες είχαν προηγηθεί
και στην περίπτωση των χωριών Κάνδανος Χανιών, 2 Ιουνίου 1941 και Αλικιανός- Κοντάμι, 1
Αυγούστου 1941 αλλά και από τους Βουλγάρους στην περιοχή της Δράμας
του Δοξάτου, της Χωριστής, 17-29 Σεπτεμβρίου του 1941—. Στα Κερδύλλια πρωτο-
δοκιμάζεται για τα ελληνικά δεδομένα το χείριστο των εγκλημάτων, όλοι οι άρρενες των
χωριών εκτελεσμένοι, όλο το χωριό καμένο. Οι συλλήψεις, οι πυρπολήσεις, οι ομαδικές
εκτελέσεις και, βέβαια, το πλιάτσικο σε ό,τι χρειάζονταν οι Γερμανοί ήταν σύνηθες. Όμως
το «όλοι ανεξαιρέτως οι άμαχοι από 15-60 χρόνων και όλο το χωριό στάχτη» είναι κάτι
πρωτόγνωρο. Ανέπαφος έμεινε μόνο ένας Μύλος που είχε γερμανική μηχανή!
εγκληματικό μηχανάκι. Αλλοίωσε και αλλοτρίωσε ολοσχερώς και τα πηγαία και πρωτο-
γενώς εκφρασμένα ανθρώπινα-πανανθρώπινα συναισθήματα, μετατρέποντας το έγκλημα
σε θεάρεστη πράξη και πρακτική στο βωμό του Μεγάλου Θεού, της Αριας Φυλής. Έτσι,
ερμηνεύεται η όποια επική και θριαμβευτική διάθεση εναντίον αμάχων.
Το σύνηθες πρόσχημα γι’ όλα αυτά ήταν η καταπολέμηση της Αντίστασης. Παντού υ-
πήρχαν αυστηρές διαταγές από τους τοπικούς στρατιωτικούς διοικητές σχετικά με την
οπλοκατοχή των κατοίκων. «Εάν τραυματισθή ή φονευθή Γερμανός Αξιωματικός,
Ύπαξιωματικός ή στρατιώτης, άμέσως άντί ενός θά τυφεκισθώσι 50 Μακεδόνες άνευ
δικαστικής διαδικασίας» ενώ «εν περιπτώσει ενεργού άντιστάσεως θά άποτεφρωθή τό
χωρίον καί θά τουφεκισθώσι οι κάτοικοι» (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΕΥΧΟΣ 24, Φεβρουάριος
2011). Για να στοιχειοθετήσουν τέτοιες κατηγορίες οι κατακτητές μετέρχονται κάθε μέσο
και, κυρίως, τη διάβρωση των συνειδήσεων. Οι αποφάσεις είναι ήδη ειλημμένες. Το θέμα
είναι πως δεν αρκούνται σ’ αυτές. Στόχο έχουν να ενοχοποιήσουν και τα ίδια τα θύματά
τους, ώστε στο εξής να σηκώσουν αυτά το βάρος του αναθέματος. Ο Γ. Καφταντζής
δημοσιεύει στην
εφ. ΤΑ ΝΕΑ, Μάρτιος 1982, την προκήρυξή της Γεν. Δ/νσεως Μακεδονίας με αφορμή τον
θάνατο δυο στρατιωτών στις 19 Οκτωβρίου 1941 στο δρόμο Θεσσαλονίκης-Σερρών.
«... Επί της αμοιβής έχουν δικαίωμα πάντες μη εξαιρούμενων καί των οργάνων της
χωροφυλακής. Τό όνομα του καταδότου θά μείνη άπολύτως μυστικόν καί δεν θά άνα-
κοινωθεϊ εις ούδένα ποτέ. Ό καταδότης δύναται νά προβή εις την καταγγελίαν καί εις
πάντα άνώτερον δημόσιον λειτουργόν η καί εις γερμανικήν άρχην».
Η εκτέλεση όλου του ανδρικού άμαχου πληθυσμού των Κερδυλλίων, «μοντέλο Κερδυ-
λλίων» ονομάζεται από Ιστορικούς, πρωτοεφαρμόστηκε εδώ. Το μοντέλο αυτό προϊόντος
του χρόνου έγινε πολύ σκληρότερο. αφού περί τα τέλη της κατοχής τα «αντίποινα» πλέον
περιελάμβαναν και γυναικόπαιδα εγκυμονούσες ακόμη και νεογέννητα.
Ιδιαίτερα διαφωτιστική είναι η διαταγή του Στρατάρχη Κάϊτελ το Δεκέμβριο του 1942 «Αύτό
πού παίζεται εδώ είναι περισσότερο καί άπό άγώνας επιβίωσης. Ή σύγκρουση αύτη δέν
έχει τίποτε νά κάνει μέ τη στρατιωτική τιμή ή μέ τίς άποφάσεις των Συμβάσεων της
Γενεύης. Άν αύτός ό άγώνας εναντίον των συμμοριών στην Ανατολή καί στά Βαλκάνια δέ
διεξαχθεΐ με τά πιό ώμά μέσα, μπορεί στό προσεχές μέλλον νά μην άρκοϋν γιά νά έπι-
βληθοΰν σ" αυτή τη μάστιγα. Γι αυτό οί μονά- δες έχουν την άδεια καί την έντολη νά
λάβουν οποιαδήποτε μέτρα χωρίς περιορισμούς ούτε καί πρός τίς γυναίκες καί τά παιδιά,
αν αυτά τά μέτρα είναι άναγκαία γιά την επιτυχία. Επιφυλάξεις οποιουδήποτε είδους
αποτελούν έγκλημα εναντίον του γερμανικού έθνους».
Τα χωριά Άνω και Κάτω Κερδύλλια βρίσκονταν στη νότια πλευρά του Κερδυλλίου όρους, σε
μικρή απόσταση από τον κόλπο του Ορφανού-Στρυμωνικού, αλλά με αρκετά μεγάλο
υψόμετρο. 0 χώρος αυτός εποπτεύει φυσικά στη γύρω περιοχή (ποταμός Στρυμώνας, όρος
Παγγαίο, κόλπος Ορφανού, εθνική οδός Θεσ/νίκης-Καβάλας) με μεγάλη στρατηγική
σημασία. Αυτός βέβαια ήταν και ο λόγος που συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του κατακτητή
ήδη από τις πρώτες ημέρες της παρουσίας του μέσα στον Ελλαδικό χώρο. Οι κάτοικοι των
δύο χωριών ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι με μικρές αποκλίσεις προς την αλιεία και την
δασοκομία. Κάθε χωριό, αν και η απόσταση μεταξύ τους ήταν γύρω στα 2 χιλιόμετρα, είχε
χωριστή διοίκηση με στενές βέβαια δοσοληψίες με το άλλο.
Οι κάτοικοι των χωριών ακολούθησαν την τύχη των υπολοίπων Ελλήνων στον πόλεμο
του1940-41. Μετά το τέλος του πολέμου τα νότια χωρία του Ν. Σερρών και ιδιαίτερα τα δυο
χωριά Άνω και Κάτω Κερδύλλια ένιωσαν έντονα την παρουσία των γερμανικών
στρατευμάτων, μια και οι κατακτητές για λόγους στρατηγικής εγκατέστησαν περίπου 250
στρατιώτες στη γύρω περιοχή, ιδιαίτερα στη γέφυρα του Στυμώνα ποταμού και στην
παράκτια περιοχή του Τσάγιαζι. Οπωσδήποτε η επιλογή αυτή των συγκεκριμένων θέσεων
είχε σχέση με τα επεκτατικά σχέδια των Γερμανών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου
και ιδιαίτερα στον έλεγχο του βορείου Αιγαίου πελάγους.
Το όρος Κερδύλλιο έχει εύκολες φυσικές προσβάσεις στη θάλασσα και αρκετά πυκνό
δάσος, κάτι που ασφαλώς φόβιζε τους Γερμανούς και γι’ αυτό φρόντισαν να
εξουδετερώσουν με αρκετή σχολαστικότητα κάθε πιθανή παρεμπόδιση των σχεδίων τους.
Γρήγορα επισκέφτηκαν πάνοπλοι τα γύρω χωριά, μάζεψαν όλο τον οπλισμό των κατοίκων
ακόμη και τον κυνηγητικό, χωρίς, ωστόσο, να υπάρξει ένοπλη σύγκρουση.
Από τον Αύγουστο και κυρίως τον Σεπτέμβριο του 1941 οι Γερμανοί άρχισαν να κάνουν
δυναμικότερες εμφανίσεις, μιας και πληροφορούνταν πως ήδη άρχισαν να δρουν στο όρος
Κερδύλλιο οι πρώτες ανταρτικές ομάδες, ανεπίσημα τουλάχιστον μέχρι τότε εκφρασμένες.
Τα δυο χωριά συγκέντρωσαν αμέσως το ενδιαφέρον των Γερμανών λόγω συνωνυμίας με το
βουνό, που κάποτε γινόταν δύσκολος ο διαχωρισμός τους και λόγω των ιδιαίτερων
υλοτομικών ενασχολήσεων των κατοίκων, ιδίως των Άνω Κερδυλλίων, με αποτέλεσμα την
πεποίθηση των κατακτητών για πιθανή σύνδεση των κατοίκων με ανταρτικές-αντιστασιακές
ομάδες.
Οι αντάρτες χτύπησαν στις 7 Σεπτεμβρίου και στις 25 του ίδιου μήνα τους σταθμούς
χωροφυλακής στην Ευκαρπία και τη Δάφνη αντίστοιχα, χωριά και αυτά κοντινά στα Άνω και
Κάτω Κερδύλλια. Οι Γερμανοί εξαγριώθηκαν, μάζεψαν τους κατοίκους όλων των γύρω
χωριών στις πλατείες τους και με την απειλή των όπλων εκβίαζαν τους πάντες να
καταδικάσουν τις ενέργειες αυτές και να δηλώσουν έμπρακτα πίστη και υποταγή στους
κατακτητές. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών τρομοκρατήθηκαν από την γρήγορη εναλλαγή
των γεγονότων, την εμφάνιση των ανταρτών που απαιτούσαν βοήθεια υλική και ηθική και
την εγκληματικά απειλητική παρουσία των Γερμανών. Η Γερμανική παρουσία έγινε
ιδιαίτερα απειλητική με βιαιοπραγίες στα χωριά Άνω και Κάτω Κερδύλλια στις 8 Οκτω-
βρίου 1941, ημέρα Τετάρτη, παρουσία διερμηνέα. Απαιτούσαν να δηλώσουν πίστη και
υποταγή σ’ αυτούς, να παραδώσουν τους αντάρτες και να κόψουν κάθε δεσμό μαζί τους.
Κανείς απ’ τους κατοίκους δεν κατέδωσε οτιδήποτε για τους αντάρτες, η παρουσία των
οποίων ήταν σ’ όλους γνωστή. Την ημέρα αυτή έξω από τα Άνω Κερδύλλια οι Γερμανοί
πυροβόλησαν, τραυμάτισαν και συνέλαβαν τον Περικλή Κωστούδη, κάτοικο του χωριού.
Στις 8 προς 9 Οκτωβρίου 1941, ξημερώματα Πέμπτης, έγινε ληστεία στο μοναστήρι του
Αγίου Δημητρίου, ενάμισι περίπου χιλιόμετρο νότια των Άνω Κερδυλλίων, όχι μακριά από
την παράκτια περιοχή. Κάποιος Κίκηρας Δημήτριος, πρόσωπο αμφισβητούμενο και
αμφιλεγόμενο που ζούσε σε αγρόκτημα στην τοποθεσία Σουλίστρο νότια των Κάτω
Κερδυλλίων, σε απόσταση περίπου χιλίων μέτρων από το μοναστήρι, ενεργώντας κατ’
άλλους αυτόβουλα και κατ’ άλλους για λογαριασμό των ανταρτών, επιχείρησε να
ληστέψει το μοναστήρι. —παρουσία των ανταρτών στη γύρω περιοχή ήταν αρκετά έντονη
με αρχηγό τον Λασάνη ή Γκένιο Αθανάσιο, δάσκαλο από το 1935 στα Άνω Κερδύλλια. Στην
αντάρτικη ομάδα του Γκένιου με το όνομα «Οδυσσέας Ανδρούτσος» μετείχαν 6-7
αντάρτες από τα Άνω Κερδύλλια, οι κάτοικοι των οποίων είχαν, «εξ’ επαγγέλματος»
δασοκόμοι, στενότερες σχέσεις με τους αντάρτες, ενώ οι κάτοικοι των Κάτω Κερδυλλίων,
αγροκτηνοτρόφοι -ψαράδες, δεν είχαν ενεργή ανάμειξη στην ομάδα, αλλά εκούσια ή
ακούσια γίνονταν αρκετοί συνδρομητές-τροφοδότες των ανταρτών. Στα Άνω Κερδύλλια
φιλοξενήθηκε κρυφά τις παραμονές της καταστροφής και ο Άγγλος ταγματάρχης Μύλερ, το
όνομα του οποίου είναι στενά συνδεδεμένο με την Αντίσταση στο χώρο της Ανατολικής
Μακεδονίας
Στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου, 1,5 χιλιόμετρο νότια των Άνω Κερδυλλίων, ζούσε
ένας καλόγερος, Γρηγόριος Καρακαληνός το όνομά του, από τη μονή Καρακάλου Αγίου
Όρους, με έναν υπάλληλο-βοσκό, τον Γιάννη Κάρκα. 0 Κίκηρας σκοτώνοντας τον βοσκό ζή-
τησε με την απειλή του όπλου χρήματα από τον καλόγερο. 0 καλόγερος πέταξε το
πορτοφόλι του στα πόδια του Κίκηρα και, όταν ο τελευταίος έσκυψε να το πάρει, τον
χτύπησε με τσεκούρι στο κεφάλι. Αμέσως μετά αφήνοντας τον Κίκηρα αναίσθητο πήδηξε
από το πίσω μέρος του μοναστηριού προφανώς για να αποφύγει μπλόκο τυχόν συνοδών
του Κίκηρα, και πήγε και κατάγγειλε το γεγονός στην Αστυνομία του Τσάγεζι. Η Αστυνομία
ενημέρωσε αμέσως, παρουσία του καλόγερου, την γερμανική παράκτια φρουρά. Οι
Γερμανοί μαζί με τον καλόγερο κατευθύνθηκαν αμέσως στο μοναστήρι, αλλά ο Κίκηρας
έλειπε. Μετά, ακολουθώντας τα βήματά του από το αίμα που έτρεχε και ρωτώντας τους
γύρω κατοίκους, κατευθύνθηκαν. την Παρασκευή το μεσημέρι 10 Οκτωβρίου 1941, στο
σπίτι του γιατρού Φυλακτού στην Ευκαρπία, χωριό κοντινό στα Κερδύλλια, όπου βρήκαν
πράγματι τον Κίκηρα. Είχε καταφύγει εκεί μετά από άρνηση των Κερδυλιωτών και του ίδιου
του αδελφού του για περίθαλψη, αφού πρώτα τα ξημερώματα της προηγούμενης μέρας
βρέθηκε από χωρικούς απ’ το κοντινό χωριό Καστρί στη θέση Σαμαρά Τζεσμέ, απ’ τους
οποίους και μεταφέρθηκε στην Ευκαρπία.
Στην Ευκαρπία είχε νοσηλευτεί ο Κίκηρας από το μεσημέρι της Πέμπτης, 9 Οκτωβρίου, σε
άθλια κατάσταση. Στις ερωτήσεις του γιατρού για τις συνθήκες του τραυματισμού α-
πάντησε ότι δήθεν τον χτύπησαν ληστές στο δρόμο για την Δάφνη, όπου πήγαινε με εντολή
της αντάρτικης ομάδας. Ο γιατρός φρόντισε, κατά το δυνατόν, τον τραυματία και έκοψε
τυπική απόδειξη νοσηλείας 1000 δρχ., κάτι που ίσως στάθηκε αποφασιστικό για την
απαλλαγή του από κατηγορίες στις ανακρίσεις των Γερμανών που ακολούθησαν.
Οι Γερμανοί, λοιπόν, μαζί με τον καλόγερο συλλαμβάνουν τον Κίκηρα την Παρασκευή το
μεσημέρι, 10 Οκτωβρίου, στην Ευκαρπία και τον μεταφέρουν για ανακρίσεις στο Τσάγεζι
και από κει στις φυλακές της Θεσσαλονίκης του Γεντί-Κουλέ, όπου και πεθαίνει αργότερα.
Οι συνθήκες των ανακρίσεων σίγουρα υπήρξαν σκληρές, το δε περιεχόμενό τους δεν είναι
γνωστό. Προφανώς, οι καταθέσεις υπήρξαν ενοχοποιητικές τόσο για τον γιατρό Φυλακτό
Φίλιππο, γιατί την Κυριακή το πρωί, 12 Οκτωβρίου, ακολούθησε η σύλληψή του από τους
Γερμανούς στην Ευκαρπία, όσο και για τους κατοίκους των Άνω και Κάτω Κερδυλλίων, γιατί
οι Γερμανοί την ίδια μέρα, Κυριακή, ανέβηκαν στα δυο χωριά με εγκληματικές διαθέσεις. Σε
συγκεντρώσεις των Κερδυλιωτών ανακοίνωσαν, μέσω διερμηνέα, τελεσίδικες απειλές για
κάψιμο των σπιτιών όσων θα λείπουν αδικαιολόγητα απ’ τα χωριά. Με τους
πυροβολισμούς και τις βαρβαρότητες της ημέρας εκείνης σκοτώνουν μέσα στο χωριό των
Κάτω Κερδυλλίων τον Ψαρρά Κων/νο και συλλαμβάνουν ονομαστικά από το πάνω χωριό
τους Μουλλά Αθανάσιο, Στοϊλούδη Ιωάννη και Χατζούδη Χρυσόστομο, και από το κάτω
χωριό τους Σκορδά Τάσο, Μουρμούρη Θεόδωρο και Χάιτα Στέργιο, τους οποίους
οδήγησαν μαζί με τον ήδη συλληφθέντα Φυλακτό στη γερμανική Διοίκηση του Σταυρού,
όπου κλείστηκαν στην εκκλησία του χωριού. Επίσης συλλαμβάνονται από το πάνω χωριό
οι Σαμαράς Ιωάννης, Κα- λώτας Αναστάσιος και Πριμούδης Χρυσάφης και από το κάτω
χωριό ο Ζαφειρέλης Ανδρέας, γιατί βρέθηκαν όπλα στα σπίτια τους. Οι τελευταίοι
στέλνονται στη Θεσσαλονίκη, κλείνονται στο Γεντί-Κουλέ και ελευθερώνονται μετά δυο-
τρεις μέρες. Οι Γερμανοί δεν αρκούνται στις συλλήψεις. Επιδίδονται σε μια εκδικητική(;)
πυρπόληση -προμήνυμα του μετά πενθήμερο ολοκαυτώματος,- των σπιτιών οικογενειών
που κάποιο μέλος τους έλειπε στο βουνό, περίπου οκτώ και άλλων εννέα που γειτόνευαν
με τα προηγούμενα οκτώ.
Μετά τα τελευταία γεγονότα οι ανησυχίες των κατοίκων έγιναν έκδηλες. Κάτι για τα χωριά
δεν πήγαινε καλά. Συλληφθέντες κάτοικοι των γύρω χωριών ήδη είχαν οδηγηθεί στο
εκτελεστικό απόσπασμα και στην αγχόνη. Κάτι φοβερό πλησίαζε και για τα Κερδύλλια.
Παρόλα αυτά, κανένας κάτοικος των δυο χωριών δεν κατέδωσε οτιδήποτε για τους
συγχωριανούς τους που ήταν στο βουνό. Η μόνιμη δικαιολογία ήταν πως όσοι λείπουν από
τα χωριά βρίσκονται στο βουνό και καίνε καυσόξυλα για την παραγωγή κάρβουνου.
Ακολούθησαν συσκέψεις μεταξύ των κατοίκων των δυο χωριών για να βρεθεί κάποια λύση
για τον επικείμενο κίνδυνο. Αποφασίστηκε να συσταθεί επιτροπή για να παρουσιαστεί στη
γερμανική Διοίκηση Θεσσαλονίκης με παρακλήσεις προς τους κατακτητές για την
διαφύλαξη της ακεραιότητας των δυο χωριών. Η επιτροπή αυτή αποτελούνταν από τους
Τσιάγκα Δημήτριο, πρόεδρο Άνω Κερδυλλίων, Παμπόρη Γεώργιο και Παπάρα Αλέξανδρο,
γραμματέα και κοινοτικό σύμβουλο αντίστοιχα του ίδιου χωριού. Νύχτα, πριν ξημερώσει η
16η Οκτωβρίου, ημέρα Πέμπτη, ξεκινούν πεζοί για το Σταυρό και από κει για τη Θεσ/νίκη.
Μαζί τους παίρνουν μελανοδοχείο, χαρτί και πένα, για να γράψουν ή να υπογράψουν
οτιδήποτε αναγκαίο ψήφισμα. Όμως, παρόλη τη βιασύνη τους δεν καταφέρνουν να
προλάβουν το τραινάκι για Θεσσαλονίκη. Καταφεύγουν τότε στη γερμανική Διοίκηση
Σταυρού όπου γίνονται δεκτοί μόλις αργά το απόγευμα και μετά από εξευτελιστική αντιμε-
τώπιση. Στην αρχή έγινε δεκτός ο πρόεδρος, μετά ο γραμματέας και τελευταία ο
σύμβουλος. Όλοι τους, στις ανακρίσεις που ακολουθούν, παρακαλούν τους Γερμανούς να
μην προβούν σε άλλες συλλήψεις και εκτελέσεις στα χωριά τους και δηλώνουν άγνοια για
αντιστασιακές κινήσεις στον τόπο τους. 0 Παπάρας Αλέξανδρος, ο μόνος επιζών σήμερα,
1985, από την επιτροπή, δεν θυμάται να μετέφεραν κάποιο έγγραφο ή να υπέγραψαν
οτιδήποτε. Οι δυνατότητες σύνταξης οποιοσδήποτε κειμένου ήταν μηδαμινές, μια και οι
γραμματικές τους γνώσεις, μηδέ εξαιρουμένου και του γραμματέα της κοινότητας, ήταν
ελάχιστες.
Μετά το τέλος των ανακρίσεων, στις οποίες διερμηνέας ήταν κάποιος Παπαϊωάννου, οι
τρεις της επιτροπής, μια και η ώρα ήταν περασμένη, διανυκτέρευσαν στο Σταυρό και την
άλλη μέρα το πρωί, Παρασκευή, κατευθύνθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου απευθύνθηκαν
ικετευτικά στον Γεν. Γραμματέα της Διοίκησης Θεσσαλονίκης, Καραθόδωρο, που έχει
μείνει στην ανάμνηση των κατοίκων σαν μαύρος δαίμονας. Αδιαφόρησε τελείως για το
πρόβλημά τους. Οι ικεσίες βέβαια χαρακτηρίζονται από τραγική ειρωνεία μια και η
επιτροπή προσπαθούσε «έν άγνοια» της να αποφύγει το Κακό που όμως από το πρωί της
ίδιας μέρας είχε γίνει. Εξευτελισμός ακολούθησε για την επιτροπή και δω. Μάλιστα ο
Πολιτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης Καρλ Μπάρμπαχ τους προτείνει να υπογράψουν ένα
Υπόμνημα-Δήλωση για τη σωτηρία των χωριών τους -ώ τής ύβρεως!-.
Η σκηνή αυτή, να υπογράφεις για τη σωτηρία ακριβώς την ώρα της καταστροφής, είναι ο
ορισμός της τραγικής Ειρωνείας στην αρχαία Δραματουργία.
Ακολουθεί το περιεχόμενο της Δήλωσης: «Μέ συμμορίτες δολοφόνους δέν εχομεν καμίαν
σχέσιν, τίποτα τά κοινόν.
1. Πιστοποιοϋντες ότι τά μέτρα τά ληφθέντα παρά τών γερμανικών αρχών εναντίον τών
συμμοριτών, οι οποίοι δυστυχώς εύρίσκονται είς τήν περιφέρειαν τής κοινότητάς μας ήσαν
απολύτως δίκαια.
2. Καταδικάζομεν τούς συμμορίτας αύτούς ώς έγκληματίας καθ’ δτι αί πράξεις των είναι
έγκληματικαί καί αντεθνικοί.
6. ΕΓμεθο πεπεισμένοι δτι είς τό μέλλον θά ύπάρξη άρρηκτος φιλία μεταξύ ημών καί τών
γερ- μανικών στρατευμάτων. Μόνον έτσι θά ζήσωμεν άφόΒως.
Ή δήλωσις αυτή είναι κατηρτισμένη είς τριπλοϋν καί ύπογεγραμμένη παρά του προέδρου
τής κοινότητος καί τών περισσοτέρων κατοίκων».
Το βράδυ της ίδιας μέρας επιστρέφουν στο Σταυρό, όπου διανυκτερεύουν και μαθαίνουν
τα γεγονότα της σφαγής. Την επομένη κατευθύνονται στα χωριά τους, όπου, όμως, δεν
υπάρχουν παρά μόνο πτώματα και ίχνη ερειπίων.
Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες του γιατρού Φυλακτού που υπήρξε εκείνες τις μέρες
κρατούμενος στο Σταυρό μαζί με τους Κερδυλλιώτες που πιάστηκαν από τους Γερμανούς
στα χωριά τους στις 12 Οκτωβρίου 1941, ημέρα Κυριακή, οι ανακρίσεις των Γερμανών για
την υπόθεση των Κερδυλλίων σε καμιά περίπτωση δεν ενέπνεαν ανησυχία, τουλάχιστον
μέχρι αργά την Πέμπτη. Αυτά δήλωσε ο ίδιος ο Φυλακτός στο Γιάννη Γιγή, Κοζανίτη που
κατοικούσε στο Σταυρό και εργαζόταν στα δάση του Οικονόμου. Στο σπίτι του Γιγή δια-
νυκτέρευσε ως συγχωριανός του μετά την απόλυσή του από τη Γερμανική Διοίκηση του
Σταυρού στις 17 Οκτωβρίου, ημέρα Παρασκευή. Όμως ξαφνικά η γερμανική Διοίκηση
Θεσσαλονίκης έδωσε διαταγή να καταστραφούν τα δυο χωριά, Άνω και Κάτω Κερδύλλια.
Γιατί; Δεν ξέρουμε. Κατά γενική ομολογία των σημερινών κατοίκων η απόφαση σχετίζεται
με διεργασίες που γίνονται στη Θεσσαλονίκη με συμμετοχή του Καραθόδωρου. Από το
βράδυ λοιπόν της Πέμπτης, 16 Οκτωβρίου, η αντίστροφη μέτρηση για τα δυο χωριά
αρχίζει.
Την Παρασκευή το πρωί, 17 Οκτωβρίου 1941, πριν καν ξημερώσει, μέσα στη σιγοψιχάλα
και την φθινοπωρινή ομίχλη, δύο λόχοι Γερμανών, μαζί με τους κρατούμενους
Κερδυλλιώτες στο Σταυρό, με πλήρη οπλισμό ανεβαίνουν από τη θέση Στόβολο και
Λειβάδια και περικυκλώνουν αντίστοιχα τα Άνω και Κάτω Κερδύλλια. Η ώρα του
μαρτυρίου, η ώρα της γενοκτονίας, η ώρα των ερειπίων πλησιάζει. Γύρω στις 8.30' το πρωί
οι Γερμανοί με βίαιες ενέργειες συγκεντρώνουν όλους τους άνδρες του Πάνω και Κάτω
χωριού στη θέση Αλώνια και Κούτρες αντίστοιχα. Οι συγκεντρώσεις αυτές δεν είναι σαν τις
προηγούμενες. Κάθε κίνηση των Γερμανών μαρτυρεί δίψα για έγκλημα. Βρισιές, κλωτσιές,
σπρωξίματα, ακόμη και σε άρρωστους και σε ανήμπορους γέρους, είναι τα μοναδικά
σήματα συνεννόησης. Τα γυναικόπαιδα ακόμη θυμούνται με φρίκη την εγκληματική
βαρβαρότητα των Γερμανών. Οι στρατιώτες δεν αφήνουν τίποτε όρθιο. Μέσα σε μισή ώρα
διατάζουν τις γυναίκες, με νοήματα ή με «σπασμένα» ελληνικά των διοικητών τους, να
βγάλουν από τα σπίτια τους ό,τι πολυτιμότερο έχουν και αμέσως μετά τις απωθούν βίαια
στις γύρω χαράδρες, με κατεύθυνση προς το διπλανό χωριό Καστρί, όπου και τις φρουρούν
τρεις ένοπλοι Γερμανοί μέχρι να τελειώσει η εκτέλεση. Γιατί άραγε; Μήπως φοβούνται
αντίσταση των μελλοθανάτων και κρατούν τα γυναικόπαιδα για ομήρους; Αμέσως μετά
ελευθερώνουν όλα τα ζώα των σπιτιών, κοτόπουλα, αγελάδες, γαϊδούρια, πρόβατα και τα
διώχνουν έξω από το χωριό, ενώ παράλληλα με τρομακτική βιασύνη ραντίζουν όλα τα
σπίτια με εύφλεκτη σκόνη. 0 Γερμανός διοικητής του αποσπάσματος της σφαγής ωρύεται,
χτυπά χέρια και πόδια, βρίζει τους στρατιώτες του, τους «ντοπάρει» εγκληματικά. Έτσι τον
θυμούνται τα τότε μικρά παιδιά, λυσσαλέο, φρικιαστικό, ακέραιο εγκληματικό κτήνος.
Ακολουθεί έλεγχος των συγκεντρωμένων κατοίκων από τις ονομαστικές καταστάσεις της
κοινότητας. Τον έλεγχο στα Άνω Κερδύλλια έκανε ο αντιπρόεδρος της Κοινότητας Πατσιάς
Γεώργιος, -ο πρόεδρος με τα μέλη της επιτροπής έλειπε στη Θεσσαλονίκη- τον οποίο στο
τέλος οι Γερμανοί πέταξαν βίαια από το υπερυψωμένο σημείο, όπου βρισκόταν, στο κέντρο
της συγκέντρωσης. Κάτι ανάλογο, συμβαίνει και στη συγκέντρωση των ανδρών του Κάτω
χωριού με αποτέλεσμα να εξαιρεθούν οι παπάδες των χωριών, οι δάσκαλοι και ο
δασοφύλακας Ευθυμίου ως δημόσιοι υπάλληλοι. Ιδιαίτερα, ο δασοφύλακας σώθηκε χάρη
στο υπηρεσιακό του πιστόλι, που βρέθηκε στο σπίτι του και το οποίο πιστοποίησε την δη-
μοσιοϋπαλλική του ταυτότητα. Αυτοί θεωρήθηκαν δικαιολογημένα κάτοικοι των χωριών,
ενώ οι υπόλοιποι ετεροδημότες αδικαιολόγητα και γι’ αυτό δεν εξαιρέθηκε κανείς άλλος.
Οι τελευταίοι που βγήκαν και επέζησαν από τις συγκεντρώσεις είναι από τα Κάτω
Κερδύλλια, ο Γιάννης Ευαγγελούδης, Σταύρος Χούπης και Βάγιος Θεοδόσιος και από τα
Πάνω ο Τσιάγκας Παναγιώτης, Βασίλειος Καμούδης και Σαμαράς Βασίλειος.
«Ήταν Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου, όταν δύο λόχοι Γερμανών περικύκλωσαν τα δυο χωριά,
θυμάμαι ψιλόβρεχε, όταν συγκέντρωσαν όλους τους άνδρες στ' Αλώνια και τις γυναίκες
παράμερα σε απόσταση λίγων μέτρων, αλλά χωρίς οπτική επαφή μεταξύ τους. Οι Γερμανοί
ράντισαν με εύφλεκτη σκόνη όλα τα σπίτια. Όλοι παρέμειναν εκεί, εκτός απ' τους παπάδες
και τους δασκάλους των χωριών και ένα δασοφύλακα, που τον έβγαλαν τελευταία.
Ήμασταν Βουβοί, δεν ακουγόταν άχνα. Όλοι καθισμένοι κάτω και γύρω- γύρω οι
στρατιώτες με τα όπλα. Κάποια στιγμή ο Γερμανός διοικητής με βγάζει από τη σειρά και με
ρωτάει πόσων χρονών είμαι. Μιλούσε ελληνικά. Του είπα δεκατεσσάρων. Με κοίταξε λίγο
και μου είπε: «Στη μάνα σου». Μετά ρώτησε ακόμη ένα παιδί, τον Σαμαρά, πόσων χρονών
είναι. Του είπε 15. Αλλά επειδή ήταν μικροκαμωμένος ο Γερμανός δεν τον πίστεψε και τον
έδιωξε. Θυμάμαι πως τρέχαμε... τρέχαμε...τρέχαμε και... πίσω είδαμε μια κόκκινη
φωτοβολίδα στον ουρανό. Τα πολυβόλα θέριζαν... Ένα βαρύ... Ωχ! βγήκε... στον ουρανό,
καπνοί... και... φωτιά,...γονάτισαν τα πόδια μου». Τελευταία, εντάσσονται στη
συγκέντρωση του Κάτω Χωριού και οι Κερδυλλιώτες και των δύο χωριών που κρατούνταν
στο Σταυρό. Σκόρδας Τάσος, Θεόδωρος Μουρμούρης, Αθανάσιος Μουλλάς, Ιωάννης
Στοιλούδης, Χρυσόστομος Χατζούδης και Στέργιος Χάιτας. Από τις συγκεντρώσεις των
χωριών οι Γερμανοί βγάζουν 16 γέρους από το πάνω χωριό και 7 από το κάτω που
κλείνονται στα αντίστοιχα κοινοτικά καταστήματα και κινδυνεύουν άμεσα να καούν
ζωντανοί από την γενική πυρπόληση που ακολούθησε. Στο τέλος ελευθερώνονται. Αυτοί οι
γέροι θα σηκώσουν το βάρος της ταφής των σκοτωμένων παιδιών τους μετά από λίγο. Οι
συγκεντρωμένοι βουβοί, κουμπωμένοι περιμένουν. Άραγε τι; Τι να περιμένουν μετά το
βίαιο ξεσπίτωμα ακόμη και των αρρώστων και των γέρων; Τι να περιμένουν, όταν οι
ένοπλοι στρατιώτες είναι παραταγμένοι μπροστά τους και τα πολυβόλα στημένα στις
τέσσερις μεριές; Να έμειναν όρθιοι, στητοί, αντιμέτωποι με τα πολυβόλα για να
προφυλάξουν τα γυναικόπαιδα; Τι άραγε μπορεί να σκέφτεται ο άνθρωπος σε τέτοιες
στιγμές; Μια κόκκινη φωτοβολίδα σχίζει το βουρκωμένο ουρανό και αρχίζει η αρχή του
τέλους. Τα πολυβόλα θερίζουν ασταμάτητα τους συγκεντρωμένους κατοίκους. Η φύση
ταράζεται. Τα πουλιά, τα ζώα σκορπίζουν τρομαγμένα. Οι γειτονικές πλαγιές κουνιούνται
συθέμελα και όλοι τους σήμερα από τα γύρω χωριά θυμούνται τον κρότο εκείνον του
θανάτου. Ακολουθεί οδυρμός, κλάμα, ανάθεμα από τα γυναικόπαιδα που στο άκουσμα των
πολυβόλων γυρνούν πίσω και τρέχουν προς τους συγκεντρωμένους. Η εικόνα είναι
φρικιαστική. 235 κάτοικοι, 130 από το πάνω χωριό, 80 από το κάτω και γύρω στους 25
ετεροδημότες, είναι ένα με το χώμα. Οι Γερμανοί με πρωτοφανή βαρβαρότητα
αποτελειώνουν με έλεγχο έναν προς έναν κάποιους τραυματισμένους ενώ παράλληλα
επιδίδονται σε μια άνευ προηγουμένου εκ θεμελίων καταστροφή των χωριών. Πυρπολούν
όλα τα σπίτια. Η βιβλική καταστροφή ολοκληρώνεται. Δίπλα στο θάνατο τα ερείπια.
Μαύρος καπνός σκεπάζει τον ουρανό. 0 αέρας ανακυκλώνει τα μοιρολόγια. Τίποτε άλλο.
Εδώ σταματά το σκηνικό, σταματούν οι αναμνήσεις, βουρκώνουν τα μάτια. Είναι δύσκολο,
είναι αδύνατο να ολοκληρωθεί η περιγραφή. Το επεχείρησα πολλές φορές, αλλά οι λέξεις
χάνονται και ακολουθεί σιωπή. Οι μνήμες βουβαίνουν τον άνθρωπο, παραλύουν τη
γλώσσα και τη σκέψη. Κάπου η πραγματικότητα και το όνειρο συγχέονται. Τίποτε άλλο
Παιδιά μέχρι 15 χρόνων, γυναίκες και ανήμποροι γέροι προσπαθούν για τον τελευταίο
ασπασμό. Το αίμα, το χώμα και τα πρόσωπα έγιναν ένα. Δύσκολη η αναγνώριση. 0 καθένας
ψάχνει για τον δικό του -για τους δικούς του. Μάνα ψάχνει μέσα στο αίμα να βρει ποιον
πρώτα; άνδρα, γιους, γαμπρούς, σύνολο 7 σκοτωμένους. Προσπαθούν να πατήσουν στα
πόδια τους για να μπορέσουν να σκεφτούν. Να κάνουν τι; Τι απόμεινε; Τίποτε. Οι Γερμανοί
με μια τελευταία «επιθεώρηση »της καταστροφής γκρεμίζουν ακόμη και τις παράγκες που
απόμειναν και φεύγουν. Μόνο οι εκκλησίες των χωριών μένουν. Τα πάντα γίνονται στάχτη.
Ψυχή πουθενά. Τα μοιρολόγια από τα γυναικόπαιδα σπάζουν την θανατική σιωπή. Και
δίπλα στη σύγχυση, η συνειδητή πλέον φροντίδα, η κηδεία των σκοτωμένων. Οι γυναίκες,
τα παιδιά, οι αδύναμοι γέροι γίνονται δυνατοί, ανοίγουν με τα χέρια τους αβαθείς τάφους,
ρίχνουν χώμα στα πτώματα και τα σκεπάζουν με λίγες λαμαρίνες για να τα προφυλάξουν
από τα σκυλιά και τ’ αγρίμια. Η φθινοπωρινή μέρα βαδίζει στο γέρμα. Τέλειωσε η
αποστολή της. Μέσα σε λίγες ώρες έφαγε ό,τι η ζωή δημιούργησε με κόπο και ιδρώτα.
Άνθρωπος γέννησε, δημιούργησε, αλλά και άνθρωπος σκόρπισε το θανατικό. Οργανωμένος
άνθρωπος, φορτισμένος από απανθρωπιά, αλλοτριωμένος από τις δυνάμεις της
καταστροφής. Και όμως αξίζει να τονίσουμε την ατομική ανθρώπινη παρέμβαση στα
οργανωμένα σχέδια της καταστροφής και του θανάτου. Γερμανός στρατιώτης προσπαθεί
με νοήματα να γνωστοποιήσει σε οικογένεια την επικείμενη καταστροφή, Γερμανός
στρατιώτης προσπαθεί να φυγαδέψει παιδιά ανάβοντας σπίρτα –συμβολισμός της
επικείμενης πυρπόλησης, Γερμανός στρατιώτης, φρουρός των γερόντων, κλαίει στο
άκουσμα των πολυβόλων, αλλά και Γερμανός στρατιώτης κυνηγά εννιάχρονο αγόρι με τη
ξιφολόγχη και σπρώχνει βίαια εβδομηντάχρονο άρρωστο γέρο, «γιατί δεν βάδιζε γρήγορα».
Αυτά για τον καθένα που σήμερα εύκολα αποσείει από τον εαυτό του τις ευθύνες σε σχέση
με τα γεγονότα. Η λαϊκή Μούσα φορτισμένη από το τραγικό συμβάν έπρεπε να βγάλει τον
πόνο της. Το τραγούδι γίνεται αυτοσκοπός για δάκρυα.
μας πήρατε τους άντρες μας μέσ' απ’ την αγκαλιά μας.
Στο επόμενο τραγούδι, η λαϊκή Μούσα εμπλέκει και το Λοχαγό Μαξ Μέρτεν ως πρωταίτιο
της σφαγής των Κερδυλλίων, παρόλο που ο Μέρτεν με τον υπασπιστή του Μάισνερ
τοποθετήθηκε στη Θεσ/νίκη τον Απρίλιο του 1942. Προφανώς, ο απόηχος του ονόματος και
των αποφάσεων του σκίαζε το θανατικό σ’ όλη την μετακατοχική περίοδο.
μας πήρατε τους άντρες μας μέσ ’απ ’την αγκαλιά μας.
οι ουρανοί αγάλλονται
πρέπει να θυμηθούνε
0 δρόμος της προσφυγιάς για τις ορφανεμένες οικογένειες είναι πλέον ανοιχτός.
Σκορπίζουν στα γύρω χωριά, κυρίως στην Ευκαρπία και στο Καστρί. Και καθημερινά
ανηφορίζουν τον Γολγοθά του μαρτυρίου για την ύστατη «κηδεία» των δικών τους. Είδαν
πράγματα φρικιαστικά. Σκυλιά και αγρίμια να ξεσκίζουν τις σάρκες των σκοτωμένων, είδαν
αδίστακτους πλιατσικαδόρους να αφαιρούν από τα πτώματα διάφορα τιμαλφή. Ένιωσαν
ξανά τη δοκιμασία της απονιάς και της απανθρωπιάς του ανθρώπου. Η μάχη με το χρόνο γι’
αυτούς που μείναν είναι σκληρή. Μέσα σε σκληρή κοινωνία, μια που το 40- 41 δεν ήταν το
τέλος μιας δοκιμασίας, αλλά η αρχή της κατοχής, της φτώχειας, της πείνας, της ορφάνιας,
του θανάτου, του εμφυλίου, των παθών και της εμπάθειας. Και αυτές θα πρέπει να ζήσουν
και να ζητήσουν βοήθεια, να ζητιανέψουν στα γύρω χωριά, όταν και σ’ αυτά επικρατεί η
ερήμωση, ο θάνατος, η φτώχεια. Τι να θυμηθούν; 0 θάνατος τις ξαναζώνει. 0 χάρος
δεν τις χόρτασε. Χάνουν από την πείνα πολλά ανήλικα παιδιά, 30 περίπου.«Αλωνίζουν » τα
χωριά της Νιγρίτας και του Παγγαίου ζητιανεύοντας, ζητιάνες αυτές που τάισαν πρωτύτερα
το χάρο με ό,τι πολυτιμότερο είχαν, τους άντρες και τα παιδιά τους. Επαιτεία σε μια
περίοδο που μόλις και οι κάτοικοι των άλλων χωριών επιβίωναν, αφού οι Γερμανοί είχαν
επιτάξει τα τρόφιμα. Μόνες και έρημες, αφού και τα ανήλικα παιδιά τους που επέζησαν τα
έστειλαν σε παιδουπόλεις, ορφανοτροφεία ή τα έδωσαν για υιοθεσία, μοναδική λύση στο
πρόβλημα ασιτίας που αντιμετώπιζαν.
Η μνήμη του Γιώργου Βασιλικούδη, μετά από τόσα χρόνια, είναι χαρακτηριστική των
έντονων εμπειριών που δοκίμασαν αυτά τα «ανέστια» παιδιά. Στην ψυχή των παιδιών
εγγράφεται η πιο σκληρή πραγματικότητα, όχι αυτή του ολοκαυτώματος, μα των
συνεπειών της καταστροφής. Η απουσία του πατέρα και του μεγάλου αδελφού, η απουσία
του θείου και του γείτονα βιώνεται τραγικά. Θυμάται λοιπόν: «Το 1946-47 πήγαμε στο
ορφανοτροφείο Νιγρίτας. Εγώ, ο Καλώτας Αργύριος, Καλώτας Σταύρος, Καλώτας Μιχάλης,
Μπέης Απόστολος, Παπαϊωάννου Ηρακλής, Τσερκέζος Ιωάννης, Ζήσης Βασίλειος, Λεωνίδας
Χρήστος, Ψαρράς Χρήστος, Ρόδας Γεώργιος, Πράνης Αεωνίδας, Μοσχούρης Ορθόδοξος. Ο
Μποϊκούδης Χρήστος πρώτα πήγε στην Νιγρίτα και μετά στην παιδούπολη της Καβάλας.
Εκεί πήγαν και ο Μοσχούρης Αθανάσιος, Αιάρτσιος Γεώργιος, Αιάρτσιος Πέτρος, Αλβανός
Ηρακλής, Φαραζάς Αργύριος, Καστανάς Τάκης, Ματσίκης Δηρήτριος, Παπαδόπουλος
Ιωάννης. Τα κορίτσια δεν τα καλοέστελναν, μα στην ανάγκη πήγανε κι αυτά. Στην
παιδούπολη της Καβάλας πήγαν τα κορίτσια Μπέη Δήρητρα, Μήτσικα Αριάδνη, Μήτσικα
Ευαγγελία, Μουχτάρη Δήρητρα, Όλγα Δανιηλίδου, Παπαπαναγιώτου Αργυρούλα, Γκάλιου
Ζωή, Μαραγκού Φρόσω και Παπαϊωάννου Μαρία. Η τελευταία πήγε σε ίδρυμα στις Σέρρες.
Στο Παπάφειο Ορφανοτροφείο πήγαν οι Καλώτας Ορέστης, Κωστούδης Χρήστος, Κωτούλας
Χρήστος, Ψαρράς Γιώργος. Για υιοθεσία πήγε ο Βασιλικούδης-Μαγουλάς Νικόλαος στη
Θεσσαλονίκη, η Σβάσου-Σοφιανού Μαρία στο Σιτοχώρι, η Λιάρτσιου Κων/νιά στην Καβάλα
και δε θυμάμαι για τον Λιόντα Ιωάννη. Επίσης έγιναν και αρκετές υιοθεσίες μεταξύ
συγγενών, εσωτερικές λεγόμενες υιοθεσίες, όπως ο Αλβανός Αθανάσιος πήρε τον αδελφό
του Μπόίκούδη του Νίκου, τον Γιώργο, και ονοράστηκε Αλβανός Γεώργιος. Την Λεωνίδα
Βασιλική την πήρε Καμούδα Μπουζούδα». θεία της, Αυτή η οδύσσεια του «ανέστιου»
παιδιού, χαρακτηριστική και αντιπροσωπευτική και για τα υπόλοιπα παιδιά, βρίσκεται σε
πλήρη ανάπτυξη στην παιδική τότε ψυχή του Γιώργου Ψαρρά.
«Γεννήθηκα το 1940. Μετά το σκοτωμό του '4 1 πήγαμε στην Ευκαρπία. Φαγητό δεν είχαμε.
Ό,τι έπαιρνα για χρόνια, μέχρι το '43, ήταν από το Βύζαγμα. Το 1943 πήγαμε πίσω στο
καμένο το χωριό. Το 1944 και '45 κατεβήκαμε στις παράγκες του Τσάγεζι. Δεν ξέραμε πού
να πάμε. Τι μας ξημερώνει. Έγινα πέντε χρόνων και δεν ήξερα τί θα πει σπίτι και τί θα πει
πατέρας. Γέρασα και ένα παράπονο έχω τώρα πια απ' τη ζωή μου. Δε φώναξα πατέρα. Δεν
άκουσα κι απ' τους άλλους να φωνάζουν πατέρα. Μετά πήγαμε στη Μαυροθάλασσα. Δεν
ξέρω γιατί. Να βρούμε κάτι να φάμε. Στη Μαυροθάλασσα πήγα και μια τάξη στο Σχολείο.
Και από κει φύγαμε και πήγαμε, τέλη του '45, σε κάτι προκατασκευασμένες παράγκες στη
γέφυρα του Στρυμόνα στην Αμφίπολη. Ένα δωμάτιο με χαρτόνια για κάθε οικογένεια μέσα
σε μεγάλα Βαγόνια. Το 1946, 6 χρονών ήμουν και μας πήραν ως ορφανά στο Ωραιόκαστρο
της Θεσσαλονίκης. Μέναμε στην αρχή σε αντίσκηνα. Λίγο αργότερα μας πήγαν σε
στρατώνες στη Λητή. Εκεί μας χτύπησαν οι αντάρτες και μας σήκωσαν, μας πήγαν στο
Βαφοπούλειο Ορφανοτροφείο, το 1947. Μείναμε μέχρι το 1951. Πίσω, στο χωριό, μέχρι το
'5 1 δε γύρισα ποτέ. Η μάνα μου κάπου-κάπου ερχότανε να μας δει. Λέω να μας δει, γιατί
όποιος ερχότανε απ' το χωριό μας μάζευε όλους, μας είχε σαν παιδιά του. Μετά μας
έστειλαν με τραίνα και στρατιωτικά φορτηγά πίσω στις μάνες μας. Από το 1952 άρχισα πάλι
να πηγαίνω στο σχολείο. Το Δημοτικό το τέλειωσα στα 15μου χρόνια». Όλο το περιεχόμενο
της παιδικής μνήμης αρχίζει και τελειώνει με τις λέξεις «φύγαμε... πήγαμε». Τα μεγαλύτερα
παιδιά έχουν τη δική τους μοίρα. 0 μεγαλύτερος γιος παίζει το ρόλο του πατέρα, γίνεται
από τα 10 του χρόνια, κηδεμόνας και προστάτης της οικογένειας. Η χήρα μάνα τον έχει
ανδρικό «αποκούμπι.». Αυτή η σχέση κρατιέται μια ζωή. Τα άλλα παιδιά δένονται και αυτά
με τα αποκαΐδια, δε θέλουν να φύγουν. Κλαίνε μαζί με τις μάνες τους. Έχουν ήδη δεθεί,
στα 6 ή στα 7 τους χρόνια με τις μνήμες του ολοκαυτώματος. Προτιμούν τη σκληρή
καθημερινότητα παρά την «άνεση» μιας υιοθεσίας. Είναι στιγμές που το συναίσθημα
υπερβαίνει και καταργεί και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Ας ακούσουμε έναν πρωταγωνιστή, τον Λιόλιο τον Αλέκο, 6 χρονών το 1941. Η μάνα του τον
έχει δίπλα της, δεν τον αφήνει. Μα τον βλέπει να παραπατά, κι ο χειμώνας πλησιάζει.
Πολλοί είναι αυτοί, ευκατάστατοι, που έρχονται στα καμένα τα χωριά για να υιοθετήσουν
ένα παιδί. Ξανθός και γαλανός ο μικρός Αλέκος επιλέγεται από ένα ευκατάστατο ζευγάρι
από το Ροδολίβος. Βλέπει μια μέρα να ξανάρχεται αυτό το ζευγάρι στη μάνα του. Ανεβαίνει
σ’ ένα ψηλό δέντρο, κρύβεται στα κλαδιά του για ν’ ακούσει το διάλογο. «Ήμουν 6-
7χρονών. Τα τσιαπράγκαλά μας τα είχαμε κάτω από ένα δέντρο στα πάνω Κερδύλλια, πίσω
από τη Βορεινή αλάνα, στη Βελανιδιά από κάτω. Είχε έρθει ένα ζευγάρι από το Ροδολίβος,
Βασταμένοι, να με πάρουν. Τους Βλέπω νά 'ρχοντοι. Τους ξαναείδα. Λέω, για μένα είναι
αυτοί. Ανεβαίνω στη Βελανιδιά, κανείς δε με πήρε χαμπάρι. Όχι για τίποτε άλλο, μα για να
ακούσω τί θα πουν. Η καρδιά μου πήγε να... τάκα... τάκα... όχι γι' αυτούς, μα για το τί θ'
απαντήσει η μάνα μου. Δεν ήθελα να φύγω. Χίλια καλά να μού 'διναν. Δεν ήθελα να φύγω.
Βελανίδια νά 'τρωγα, να μην έφευγα!
- Θα περνάει καλά κυρα-Καλούδα. Έχουμε απ' όλα τα καλά. Θα σε δώσουμε και σένα. Έχεις
κι άλλα παιδιά να θρέψεις. Ό,τι θες. Καλύτερα από παιδί μας! Νά 'ρχεσαι να το Βλέπεις
όποτε θες θα στο φέρνουμε κι εμείς.
-Δεν μπορώ.
θα τον φροντίσουμε.
- Ξανασκέψου το.
- Όχι, όχι. Ό,τι θα κάνω για τ' άλλα, θα κάνω και γι' αυτόν. Εγώ θα μπορέσω να ζήσω
πιότερο απ' αυτόν. Μέχρι την Πεπονιά, κοντά στις Σέρρες, έφτασα ζητιανεύοντας, θα το
ξανακάνω. Μα να τον δώσω, δεν μπορώ. Όλα τ' άκουσα. Έφυγαν. Η μάνα κατέβασε κι άλλο
το μαύρο τσεμπέρι όταν... μπράφ!... πήδηξα κάτω από το δέντρο. Έπεσα στην αγκαλιά της.
Έκλαιγα."Μάνα δε θα ξανακλάψω για φαγητό, δε θα ξαναζητήσω ψωμί" Τι να την κάνω τη
μάνα μου τώρα. Σήμερα, δόξα τω Θεώ, όλοι είμαστε καλά. Έχουμε απ'όλα. Η μάνα μου ζει.
Να φυσάω να κάθεται!». Οι κατατρεγμένοι φώλιασαν αρχικά στο διπλανό χωριό Καστρί,
στην εκκλησία του και στην Ευκαρπία. Κάποιες οικογένειες, γύρω στις 30, σχεδόν από τις
πρώτες μέρες μετά την καταστροφή, βρήκαν καταφύγιο στους αχυρώνες τους στο
Κρυονέρι, δίπλα στον Καστρόλακκα. Το 1943 προστέθηκαν στο Κρύονέρι άλλες καμιά 30
οικογένειες. Η οργάνωση αυτού του οικισμού, που κράτησε μέχρι το 1946, στρέφεται γύρω
απο το καφενείο-μπακάλικο του Θανάση του Κουτλούδη, τον πρόχειρο-υπαίθριο ναό και
την επιτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων από τον παπα-Δημήτρη και τις
πρωτοβουλίες του εναπομείναν- τα της καταστροφής Δημητρίου Τσιάγκα. Σταδιακά
κάποιες οικογένειες ήδη από το 1943 επιχειρούν τη «μεγάλη Επιστροφή». Την επιστροφή
δηλαδή στα καμένα χωριά. Με πρόχειρες-αυτοσχέδιες ανοικοδομήσεις, στους ενα-
πομείναντες τοίχους της πυρπόλησης, προσπαθούν να ξαναστεγάσουν τις ελπίδες τους. Στα
Άνω Κερδύλλια εγκαταστάθηκαν περίπου 80 οικογένειες και γύρω στις 35 στα Κάτω.
Μερικές οικογένειες προτίμησαν την παραλιακή περιοχή του Τσάγεζι. Από τις αρχές του
1946, αρχές Εμφυλίου ,οι Κερδυλλιώτες πάλι αναγκάζονται άλλοι να μετοικήσουν προς
Αμφίπολη και Ροδολίβος και άλλοι προς τη Γέφυρα του Στρυμώνα, στα πρόχειρα
λαμαρινένια -ξύλινα κρατικά τολ, στη Μαυροθάλασσα και στις Σέρρες. Η λήξη του
Εμφυλίου πολέμου σηματοδοτεί την επιστροφή και την σταδιακή εγκατάσταση των
κατοίκων και των δύο χωριών στο χώρο του σημερινού χωριού των Νέων Κερδυλλίων. Ο
χώρος αυτός άρχισε να κτίζεται ήδη από το 1946. Στη διαδικασία αυτής της δύσκολης
απόφασης, για την επιλογή του χώρου οικήσεως του νέου χωριού, καταλυτικός ήταν ο
ρόλος του Αθανασίου Αλβανού, του Δημητρίου Τσιάγκα και του Γεωργίου Μερτζάνου,
γραμματέα της μετέπειτα Κοινότητας Νέων Κερδυλλίων. Αυτοί σήκωσαν το βάρος του
πατρικού ρόλου προς όλα τα ανήλικα. Και οι νέοι τους το ανταπέδωσαν. Τους
αποκαλούσαν συνεχώς «θείους», σεβάσμιους κηδεμόνες. Την ανοικοδόμηση του χωριού
ανέλαβε μέσω της ΤΥΔΚ Σερρών το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Όλα τα σπίτια είχαν δύο
δωμάτια και, δίπλα, εξωτερικά, μια βρύση και μια μικρή αποθήκη, κολλημένη στον τοίχο
του σπιτιού. Η ζωή ξαναβρίσκει το δρόμο της...!
Η ανακοίνωση των Γερμανών, το Δελτίο Συμβάντων δηλαδή, που είναι ό,τι πιο κατεπείγον
για τα πεπραγμένα μιας Στρατιωτικής Μονάδας, χρειάστηκε 17 μέρες για να συνταχθεί, η
Αναφορά της Διοικήσεως Χωροφυλακής Θεσ/νίκης προς το Υπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας
47 ολόκληρες μέρες. Τόσες χρειάστηκαν για να θεμελιωθεί ο δεύτερος γύρος του επί
δεκαετίες εγκλήματος κατά των συλληφθέντων Κερδυλιωτών στις 12 Οκτωβρίου 1941.
Ενοχοποιείται για την ισοπέδωση των χωριών το ίδιο το χωριό. Η διαστροφή στο μεγαλείο
της! Ενοχοποιούνται τα θύματα. Οι Γερμανοί προσπαθούν να αποσείσουν τις ευθύνες τους:
«Ευθύνονται αυτοί, να τα ονόματα τους». Έτσι επεξηγείται το «άποδεδειγμένως » της
Γερμανικής Ανακοίνωσης και η «μυθιστορηματική» σύνδεση των προ της 17ης Οκτωβρίου
συμβάντων, στην Αναφορά της Χωροφυλακής. Λες και ήταν δυνατόν η όποια ομολογία ή μη
και υπό τις όποιες συνθήκες να στοιχειοθετήσει έγκλημα κατά δύο χωριών, ανεξαιρέτως
ατομικών ευθυνών, για όλους αδιακρίτως τους άντρες από 15 μέχρι 60 ετών και ισοπέδωση
όλων ανεξαιρέτως των σπιτιών. Η Γκεμπελική ιδεολογία σε πλήρη ανάπτυξη. «Ενοχοποίηση
των θυμάτων, το έγκλημα γίνεται εντός των πλαισίων του πολέμου. Δεν υπάρχει έγκλημα
κατά αμάχων». Αυτό τους καίει. Δεν υπάρχει έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχει
παραβίαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν αμυνόμενοι! Η
επίσημη ανακοίνωση των Γερμανών στις 2 Νοεμβρίου 1941 αναφέρει τα εξής: «Εις τα Βου-
νά δυτικώς τοϋ Στρυμώνα δρά άπό έΒδομάδων μια κομμουνιστική συμμορία άπαρτιζομένη
άπό κατοίκους τών πέριζ χωρίων, μέ σκοπό τήν ληστείαν τών πλουσίων χωρικών τής
περιοχής οπως προσπορισθή χρηματικά μέσα, τήν σύλληψιν έλλήνων άστυνομικών πρός
άφαίρεσιν τών όπλων τους και δι’ αυτών του φόνου Γερμανών στρατιωτών. Θέτουσα εις
έφαρμογήν το σχέδιόν της συνέλαΒε καί άφόπλισε εις Εύκαρπία και Μαυροθάλασσά'
Ελληνας χωροφύλακας, άφήρεσε τήν 1 Οην ΌκτωΒρίου διά ληστείας άπό τόν Γρηγόριον
Καρακαληνόν έν Κερδυλλίο 1.000 δραχμάς και έδολοφόνησεν τόν έργάτην τουτου Ίωάννην
Κάρκαν. Περί τά τέλη Σεπτεμβρίου έδολοφονήθησαν εις θέσιν Λαχανά 2 Γερμανοί
στρατιώται και πρό ημερών έγένετο άπόπειρα έναντίον τοϋ γερμανικού στρατού μέ
άποτέλεσμα τόν φόνον 2 Γερμανών ναυτών και τόν Βαρύ τραυματισμόν 1 άλλου είς
Καλόκαστρον. Έν συνεχείς τών παρά του γερμανικού στρατού ληφθέντων μέτρων
κατεστράφησαν παρ’αύτού τά χωρία Άνω καί Κάτω Κερδύλλιον, οί κάτοικοι των οποίων
άποδεδειγμένως άνήκον είς τήν έν λόγω συμμορία, τροφοδοτοϋντες και ύποστηρίζοντες
ταύτην παντοιοτρόπως».
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ
ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ-ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
ΕΠΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙ
(Δ/νσιν Χωροφυλακής)
ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΣ
Άνω καί Κάτω Κερδύλλιον, οί κάτοικοι των οποίων άποδεδειγμένως άνήκον είς τήν έν λόγω
συμμορία, τροφοδοτοϋντες και ύποστηρίζοντες ταύτην παντοιοτρόπως».
«Περί έμπρησμου τών χωρίων Άνω καί Κάτω Κερδυλίου καί τυφεκισμού τών κατοίκων».
Λαμβάνω τήν τιμήν, ν’ αναφέρω τά κάτωθι: Κατά τάς άρχάς τοϋ μηνάς Όκτωβρίου έ.έ.προ-
σήχθη ένώπιον τών Γερμανικών Στρατιωτικών άρχών τής Φρουράς Σταυρού, ό συλληφθείς
τότε λησταντάρτης Δημήτριος Κίκυρας κρατούμενος ήδη εις τάς φυλακά Έπταπυργίου,
οστις άνήκεν εις τήν ληστανταρτικήν ομάδα τοϋ Μπογατσοπούλου καί Δημοδιδασκάλου
Γκένιου καί οστις έξετασθείς παρά των Γερμανικών Άρχών άνέφερε τά ονόματα τών άν-
ταρτών τών καταγόμενων έκ τών χωρίων Άνω και Κάτω Κερδυλίου ήτοι:
Π. ΜποκοΒός. Ταγ)ρχης.
Κοινοποιείται
Έπιθ. Νομαρχιών
2) ΆρχηγεΤον Χωροφυλακής
Αθήνας
Αυτή η ιδεολογία της απόλυτης ευθύνης των θυμάτων για το ολοκαύτωμα, που σημαίνει
πως η Γερμανία δρα εντός του πλαισίου του πολέμου σκοτώνοντας όχι άμαχους αλλά
ουσιαστικά αμυνόμενη κατά επιθέσεων σε βάρος της, «επιβάλλεται» μεταπολεμικά προς
την Ελλάδα από την Γερμανία και τον Υπέρατλαντικό μας Σύμμαχο. Οι διπλωματικές
ισορροπίες στην Ευρώπη επιβάλλουν και ένα είδος ιστορικής λήθης στα πρόσφατα
γεγονότα. Αυτό πιστοποιείται με τον πιο επίσημο τρόπο το 1959 από την δίκη-παρωδία, την
25/ετή κάθειρξη και την «επίσημη » απόδραση του σφαγέα της Θεσσαλονίκης Μέρτεν.
[.....] Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε
ξεσηκώσει απ' την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή
χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως
οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του.
Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις
συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός
μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το
κρανίο με τη χαριστική Βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ' το όρια της αντοχής τους, γιατί
αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει.
Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα Βήμα- τα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους-
σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους
έκαναν- αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή. Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν
και κάποιος με στολή μαζί τους. Μου 'ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να
τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια
συγχρόνως και τα δυο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να 'φαγαν
καμτσικιά, αλλά και σαμαθημένοι από κάτι τέτοια. [.....]
Και... να περάσουμε και σε κείνες τις μάνες αυτών των παιδιών, τα οποία σήκωσαν το
βάρος της καταστροφής, σύμφωνα με τις γερμανικές ανακοινώσεις. Τις μάνες των
συλληφθέντων Κερδυλιωτών την 12η Οκτωβρίου, στους οποίους οι Γερμανοί «φόρτωσαν»
όλη την ευθύνη του εγκλήματος τους. Να χωρέσουν.... πού στα χαλάσματα; να χωρέσουν...
πού στα μάτια των άλλων μανάδων; να κλάψουν... πού και πότε για τα παιδιά τους, για τα
παιδιά των άλλων; Πώς να σηκώσουν και πώς να αντέξουν αυτόν τον ατέλειωτο Γολγοθά
των προκατασκευασμένων ευθυνών; Μου έρχονται στο νου συνέχεια τα λόγια μιας γιαγιάς
το 1988, «Έρχονταν κι αυτές μαζί μας... Μας ακολουθούσαν... Στέκονταν παράμερα... Τις
λυπηθήκαμε... Τις φωνάξαμε μαζί μας... Ίδιο πόνο κι αυτές... Μάνες δεν ήταν...!».
Αν μη τί άλλο, η ίδια η Ιστορία οφείλει να ζητήσει συγχώρεση απ’ τις ψυχές αυτών των
γυναικών.
Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, από τη στιγμή που τα 10χρονα τότε παιδιά πήραν την
Τοπική Αυτοδιοίκηση στα χέρια τους και, ιδιαίτερα, επί προεδρίας του Μόσχου Γκάλιου,
1983-1999, ο οποίος αξιοποίησε στο έπακρο το συναισθηματικό και επικοινωνιακό του
κεφάλαιο, η θυσία των Κερδυλλίων ξεπέρασε τα όρια του Ν. Σερρών. Η Ελληνική Πολιτεία
με τους εκπροσώπους της παρίσταται τιμώσα τους σφαγιασθέντες. Τα Κερδύλλια
αναγνωρίζονται με το Προεδρικό Διάταγμα 399, ως μαρτυρικό χωριό. Παράλληλα το
Γερμανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης παρίσταται δι’ αντιπροσώπου του, ή αυτοπροσώπως
διά του Προξένου, 17 Οκτωβρίου 1996, στις εκδηλώσεις μνήμης που τελούνται κατ’ έτος
στις 17 Οκτωβρίου. Και όταν στις προσπάθειες αυτές προστέθηκε και το συναίσθημα και οι
ενέργειες των εγγονών των θυμάτων η Ελληνική πολιτεία διά του Ανωτάτου Άρχοντος, του
Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανοπούλου, προσκύνησε τα χώματα της
θυσίας στις 17 Οκτωβρίου 2002.
2. Τίς διατάξεις τοϋ άρθρου 29α τοϋ Ν. 1558/1985 «Κυβέρνηση καί Κυβερνητικά όργανα (Α-
137), πού προστέθηκε μέ τό άρθρο 27 τοϋ Ν. 2081/1992 (Α-154) καί άντικαταστάθηκε μέ
την παράγρ. 2α τοϋ άρθρου 1 τοϋ Ν. 2469/1997 (Α-38)
3. Τό γεγονός δτι άπό τίς διατάξεις τοϋ παρόντος διατάγματος δέν προκαλεΐται δαπάνη εις
βάρος τοϋ κρατικού προϋπολογισμού
4. Τήν άπό 28-7-1998 αιτιολογημένη πρό-ταση τής Επιτροπής πού συστάθηκε στό
Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης καί Αποκέντρωσης, σύμφωνα μέ τίς
διατάξειςτοϋ άρθρου 18 παρ. 5 τοϋ Ν. 2503/1997, για τό χαρακτηρισμό τών πόλεων καί
χωρίων έκείνων πού έ'χουν ύποστεΐ μεγάλες καταστροφές σέ άνθρώπινες ζωές καί σέ
ύλικές ζημιές κατά τήν άντίσταση έναντίον τών δυνάμεων κατοχής 1941-1944, ως
μαρτυρικών πόλεων καί μαρτυρικών χωριών 5. Τήν ύπ’ άριθμ. 515/1988 Γνωμοδότηση τοϋ
Συμβουλίου τής Επικράτειας
6. Τήν ύπ’ άριθμ. 3827/12-11-1998 απόφαση τοϋ Πρωθυπουργού καί τοϋ Υπουργού
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης καί Αποκέντρωσης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων τοϋ
Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης στόν Υφυπουργό
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης καί Αποκέντρωσης Γεώργιο Φλωρίδη» (Β-1178), μέ
πρόταση τού Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης,
αποφασίζουμε
Άρθρο μόνο
Οι Δήμοι Διστόμου Νομού Βοιωτίας, Δοξάτου καί Δράμας Νομού Δράμας, Κλεισούρας
Νομού Καστοριάς, Νέας Άγχιάλου Νομού Μαγνησίας. Άνωγείων Νομού Ρεθύμνης, Υπάτης
Νομού Φθιώτιδος, καί Κανδάνου Νομού Χανίων, χαρακτηρίζονται μαρτυρικές πόλεις. Οί
κοινότητες Κομμένου Νομού Άρτας, Ρογών Νομού Άχάίας, Χορτιάτη Νομού Θεσσαλονίκης,
Λιγκιάδων καί Μουσιωτίτσας Νομού Ίωαννίνων, Άργινίων Νομού Κεφαλληνίας.
Μεσοβούνου καί Πύργων Νομού Κοζάνης, Δομένικου καί Τσαριτσάνης Νομού Λάρισας,
Γδοχίων Μουρνών καί Μύρτου Νομού Λασιθίου, Άνω Μέρους, Γερακαρίου, Βρυσών
Άμαρίου καί Κρύας Βρύσης Νομοϋ Ρεθύμνης, Νέων Κερδυλλίων Νομοϋ Σερρών,
Δροσοπηγής καί Λεχόβου Νομοϋ Φλωρίνης, καί Μαλαθύρου Νομοϋ Χανίων,
χαρακτηρίζονται μαρτυρικά χωριά.
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
Αλβανός Αθανάσιος
Αλβανός Ηρακλής
Βασιλείου Ιωάννης
Βάγιος Θεοδόσιος
Βάγιος Ηρακλής
Βασιλικούδης Βασίλειος
Βασιλικούδης Γεώργιος
Γκάλιος Κων/νος
Γκάλιος Μόσχος
Γκάλιος Τριαντάφυλλος
Δασκαλούδης Αδάμ
Δασκαλούδης Γεώργιος
Ευαγγελούδης Ιωάννης
Καλώτας Αναστάσιος
Καμούδης Βασίλειος
Καμούδης Κων/νος
Καμούδης Χρυσόστομος
Καραπέτσας Αγαπητός
Καραπέτσας Γεώργιος
Καραπέτσας Θεόδωρος
Κουτκούδης Αδάμ
Κουτκούδης Βασίλειος
Κουτκούδης Κων/νος
Λιάμτσιος Γεώργιος
Λιόλιος Αλέξανδρος
Λιόντας Βασίλειος
Λιόλιος Γεώργιος
Μαραγκός Κρυστάλλης
Μιχούδης Ιωάννης
Μιχούδης Μιχαήλ
Μπισικλής Αθανάσιος
Μπισικλής Βαρσάμης
Μπισικλής Γεώργιος
Νεστωρούδης Αλέξανδρος
Νεστωρούδης Γεώργιος
Παπαγεωργίου Γεώργιος
Παπαδόπουλος Ιωάννης
Πατσιάς Αργύριος
Πατσιάς Κων/νος
Πριμούδης Αβραάμ
Πριμούδης Ζαχαρίας
Σαμαράς Βασίλειος
Τζελεπής Θεοφάνης
Τσιάγκας Παναγιώτης
Τσιρίδας Δημήτριος
Τσιρίδας Πολύχρονης
Φαραζάς Αργύριος
Φαραζάς Κων/νος
Χούπης Σταύρος
Χούπης Χαρίτων
Χαραλαμπούδης Αντώνιος
Ψαρράς Γεώργιος
Ψαρράς Φώτιος
Ψαρράς Χρηστός
Σήμερα στα τότε χωριά Άνω και Κάτω Κερδύλλια δεν υπάρχουν σπίτια μα ούτε και
χαλάσματα παρά μόνο σημεία ερειπίων. Σώζονται μέχρι σήμερα με αναπαλαίωση στα Άνω
Κερδύλλια η εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων και στα Κάτω Κερδύλλια η εκκλησία των Αγίων
Αναργύρων και του Αγίου Γεωργίου. Στους τόπους της εκτέλεσης το 1950 με χρήματα των
κατοίκων έγιναν δυο μικρά και φτωχά κοινοτάφια. Το 1978 με χρήματα της πολιτείας
κτίστηκε στη διασταύρωση των δρόμων Άνω και Κάτω Κερδυλλίων μνημείο με υψωμένο
μεγάλο μαρμάρινο σταυρό, ορατό από την Εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Καβάλας, και το 1980
με χρήματα της πολιτείας έγινε η περίφραξη με τσιμεντόλιθους των τόπων σφαγής. Κάθε
χρόνο, στις 17 Οκτωβρίου, τελείται μνημόσυνο στους τόπους εκτέλεσης, πράξη μνήμης
κόντρα στη λήθη του χρόνου.
«Κι άλλους "σκότωσαν" στά Κερδύλια όχι όμως οϊ Γερμανοί! Τούς άλλους τούς "σκότωσε"ή
άστοργία, ή μεγαλύτερη άνεπισημότητα με τήν οποία καλύφθηκε τό τραγικό γεγονός.
Πάντα μιά άμφιβολία φώλιαζε στίς παιδικές μας ψυχές, καμιά έξήγηση από κανένα πού
έζησε τά γεγονότα από κοντά, ανάκατες καί διαστρεβλωμένες ιστορίες χωρίς καμιά
βαθύτερη έννοια γι αύτούς πού τόσο αθώα έχυσαν τό νεανικό τους αΐμα στά ύψώματα τών
Κερδυλλίων, και σέ μάς, τά παιδιά τους, έμεινε Βαθειά ριζωμένο ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ...
ΓΙΑΤΙ μάς έκαψαν, ΓΙΑΤΙ όλες οι πόρτες ήταν έρμητικά κλεισμένες στό πέρασμα τής
προσφυγιάς μας,
ΓΙΑΤΙ έπρεπε νά πεθάνουμε κι έμείς όσοι άπομείναμε, ΓΙΑΤΙ καμιά έπισημότητα στήν
έπέτειο τής 17ης Όκτωβρίου 194 1, ΓΙΑΤΙ καμιά προσωπικότητα των έκάστοτε κυβερνήσεων
έδώ καί 30 χρόνια δεν έδωσε τό μεγάλο παρόν στούς αφανείς αύτούς νεκρούς παρά μόνο
μέ τοπικούς άντιπροσώπους άπ’ τήν γύρω περιοχή τών 60 χιλιομέτρων; Κλείνουν μέ τή
μεγαλύτερη άνεπισημότητα την ύπαρξη τού ολοκαυτώματος τής νεώτερης Ιστορίας, τού
αϊματοβαμένου τόπου μας, άπό τήν μπότα του κατακτητή. Ήμουν πολύ μικρός τότε γιά νά
θυμάμαι πρόσωπο καί πράγματα, γεγονότα αύθεντικά. Εκείνο όμως πού θυμάμαι καί πού
μένει άνεξίτηλο στήν μνήμη μου είναι μιά οικογένεια: τήν γιαγιά μου πού είχε τρία παιδιά,
τόν Αριστοτέλη έτών 21, τόν Θεμιστοκλή Αλβανό έτών 19, τήν μάνα Χρύσα έτών 26 καί τον
πατέρα μου Δημήτριο Παπαδόπουλο έτών 33. 1940. Ανάστατο τό χωριό -κηρύχτηκε λέει πό-
λεμος μέ τούς Ιταλούς, ά'ρχισε έπιστράτευση, πολλοί άπ’ τό χωριά μας φοράνε τό χακί καί
μέ χαμόγελο ξεκινούν γιά τό ήπειρωτικά βουνά νά πολεμήσουν γιά τήν τιμή καί τή δόξα τής
πατρίδας. Εύχές γιά την νίκη άνάμικτες μέ κλάμα χαράς καί λύπης- έτσι θυμάμαι μάς
άποχαιρέτησε ο πατέρας μου. Πέρασαν μερικοί μήνες άρχισε ή οπισθοχώρηση, μερόνυχτα
ξάγρυπνα τό μάτια τών μανάδων έβλεπαν πέρα, στόν ορίζοντα, άναζητώντας νά
άναγνωρίσουν άγαπημένα πρόσωπα...
Άλοίμονο όμως, πολλοί δεν γύρισαν, κι αύτοί πού γύρισαν ήταν σακατεμένοι από τίς
κακουχίες καί λαβωμένοι στήν καρδιά στήν ιδέα τής σκλαβωμένης πατρίδας. Μιά έπιθυμιά
τούς έμεινε, νά βρεθούν όσο γίνεται πιό γρήγορα στά σπίτια τους, νά ριχτούν σε νέους
άγώνες γιά τήν έπιβίωση. Θυμάμαι μιά χλαίνη μέχρι τόν άστράγαλο έκρυβε όλη τήν
κακουχία τής άνθρώπινης σάρκας, δυό γαλόνια στά μανίκι δείχναν δειλά τήν άντριοσύνη,
τίποτε άλλο.- Μεμονωμένο σφιχταγκάλιασμα τών παιδιών τής μάνας, τών άδελφών,
εύλαβικό σκύψιμο στην κοιλιά τής γυναίκας του, ένα παιδί θά αύξήσει σε λίγο τόν άριθμό
τής οίκογενείας. Λίγους μήνες αργότερα, 17Όκτωβρίου 1941, οικογένεια σύν ένας μείον
τρεις...Δρόμος προσφυγιάς: άπερίγραπτη σκηνή φρίκης στή ρεματιά πού οδηγεί στά Καστρί
Μάνες, παιδιά άνάκατα, σάν κυνηγημένα άγρίμια σέ μιά παρθένα βλάστηση πασχίζουν νά
κρατηθούν, οι μάνες άπ’ τά μαλλιά τους, τά παιδιά, άλλο σκαρφαλωμένο στον κόρφο
άναζητώντας τά βυζί γιά νά πνίξει τήν πείνα του, τά μεγαλύτερα δεμένα στόν ποδόγυρο
κάτω άπ’ τήν ποδιά νά ζεστάνουν τήν γύμνια τους, οι γριές πού ό χρόνος βαραίνει τά πόδια
τους σέρνονταν σέ κάποιο γκρεμό ζητώντας τήν λύτρωση στόν άφανισμό τους. Στά γερόντια
πού έλαχε νά φέρουν τά θλιβερό μαντάτο καί άργούσαν, τά βήματά τους κόντυναν ατό
μηδέν. Όσο γιά τά σπίτια δεν χρειάστηκε να μάθουμε γιατί είδαμε τό μεγάλο σύννεφο άπό
καπνό νά Βαραίνει πιότερο τόν Βαρύ φθινοπωριάτικο ούρανό. - Ν. Κερδύλια, Μάρτιος
1978»
ΚΟΙΝΟΤΗΣ Ν. ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ
Κατάστασις έμφαίνουσα ονοματεπώνυμα καί έτος γεννήσεως των κατά την 17ην
Όκτωβρίου 1941 όμαδικώς έκτελεσθέντων κατοίκων Κοινότητος Κερδυλλίων, ώς καί των
παρευρεθέντων έτεροδημοτών.
Κάτοικος Καλαμωτού
Κάτοικος Σιτοχωρίου
Κάτοικος Άηδονοχωρίου
Άργύριος
Νικόλαος
Βασίλειος
1913
1904
1910
Κάτοικοι Μεσολακκιάς
Αντώνιος 1888
Χριστόδ. 1915
Χριστόδ. 1922
Κάτοικοι Κάροανης
Κάτοικος Θεσσαλονίκης
Κάτ. Κάρυανης
Κάτοικοι Χορτιάτη
Κάτοικ. Καβάλας
Κάτοικ. Εύκαρπίας