You are on page 1of 17

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ


ΜΑΘΗΜΑ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ (ΔΙΣ 50)

Θέμα Τελικής εξαμηνιαίας εργασίας:


Πολλοί ιστορικοί έχουν επισημάνει ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην
Ευρώπη η οποία εορτάζει την έναρξη της συμμετοχής της στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο και όχι τη λήξη του πολέμου ή την απελευθέρωση της από τους
κατακτητές. Στην εργασία (3.500 λέξεις) εξηγείστε γιατί, κατά την γνώμη σας,
συνέβη αυτό και γιατί οι μεταγενέστερες απόπειρες να καθιερωθούν και άλλοι
εορτασμοί σχετικοί με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν τελεσφόρησαν;

1
Α. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η θεσμοθέτηση των ιστορικών επετείων και των εθνικών εορτών στις
ευρωπαϊκές χώρες, αποτέλεσε αφορμή πολιτικών ζυμώσεων, αντιπαραθέσεων
ακόμα και κοινωνικών ρήξεων και συγκρούσεων, κυρίως όμως βοήθησε την
εκάστοτε πολιτική εξουσία να παρέμβει στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης,
γι’ αυτό και είναι μια διαδικασία που διέπεται από καθαρά πολιτικά κριτήρια,
υπακούει στις ανάγκες που υπαγορεύει η πολιτική συγκυρία και υπηρετεί
πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους.1
Για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η
Αντίσταση αποτέλεσε ένα ενοποιητικό πατριωτικό αφήγημα, που χρησίμευσε
κυρίως για τη νομιμοποίηση των πρώτων μεταπολεμικών κυβερνήσεων, διότι με
την αναγνώριση της αντιστασιακής δράσης, οι κυβερνήσεις αντλούσαν το κύρος για
να αποκαταστήσουν την απαραίτητη κοινωνική συνοχή και τάξη που είχαν κλονιστεί
κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και με την απελευθέρωση. Για να είναι ένα
ιστορικό γεγονός αξιομνημόνευτο και άρα εορτάσιμο, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι
πολιτικές ελίτ επιλέγουν τα περιστατικά των οποίων η σημασία είναι αποδεκτή
σχεδόν από το σύνολο της κοινωνίας. Θεμελιώδης επίσης είναι η καλλιέργεια και η
ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας αλλά και η αίσθηση ότι οι πολίτες μιας χώρας
έχουν ένα κοινό ιστορικό παρελθόν, πραγματικό είτε κατασκευασμένο.2 Αυτό είναι
και το πρόβλημα που αναφύεται: η κατασκευή του ιστορικού παρελθόντος άρα και
της φαντασιακής ταυτότητας που τελικώς δημιουργείται, με όλες τις στρεβλώσεις
που συνεπάγεται, έχει ως αποτέλεσμα τη διαίρεση της συλλογικής μνήμης.
Στην Ελλάδα το αντιστασιακό κίνημα συνδέθηκε με την Αριστερά και
αποτέλεσε αφορμή για διώξεις, ενώ για τις άλλες χώρες ήταν τίτλος τιμής. Ο
εορτασμός της εθνικής επετείου την 28η Οκτωβρίου ήταν το σύμβολο αντίστασης
των Ελλήνων,3 καθιερώθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο και εορτάζεται έως τις μέρες
μας. Αντιθέτως, οι νικήτριες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Αγγλία) καθιέρωσαν ως

1
Ελένη Πασχαλούδη, Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της Ελλάδας, στο Στράτος Δορδανάς,
Βασιλική Λάζου, κ.ά., Κατοχική Βία 1939-1945, Η Ελληνική και η Ευρωπαϊκή εμπειρία, Ασίνη, Αθήνα,
2016, σελ. 415.

2
Ο.π., σελ. 415-417.

3
Ό.π. σελ. 415.

2
εθνική επέτειο την 8η Μαΐου, ημέρα λήξης του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, ενώ
στην Ελλάδα καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος η ημέρα εισβολής των ιταλικών
στρατευμάτων, η 28η Οκτωβρίου 1940. Ουσιαστικά για την Ελλάδα ο Πόλεμος δεν
τελείωσε την 8η Μαΐου, καθώς ακολούθησε ο Εμφύλιος, προσθέτοντας νέο-ίσως και
μεγαλύτερο τραύμα- στο ήδη υπάρχον.

Η επισήμανση πολλών ιστορικών ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην


Ευρώπη η οποία εορτάζει την έναρξη της συμμετοχής της στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο και όχι τη λήξη του πολέμου ή την απελευθέρωση της από τους κατακτητές
και ότι οι μεταγενέστερες απόπειρες να καθιερωθούν και άλλοι εορτασμοί σχετικοί
με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν τελεσφόρησαν, θα επιχειρηθεί να εξηγηθεί στην
παρούσα εργασία.

3
Β. Γιατί η Ελλάδα εορτάζει την έναρξη της συμμετοχής της στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο και όχι τη λήξη του πολέμου ή την απελευθέρωση της από τους
κατακτητές;

Η Ελλάδα εορτάζει την 28η Οκτωβρίου, την έναρξη δηλαδή του ελληνο-
ιταλικού πολέμου και όχι την 8η Μαΐου όπως άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν
εορτάζεται δηλαδή η απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, ούτε η λήξη
του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια πρώτη εξήγηση είναι διότι την απελευθέρωση της
πρωτεύουσας διαδέχθηκαν τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος. Ο τρόπος που
εγγράφηκε στη συλλογική μνήμη η Κατοχή και η Αντίσταση είναι σε άμεση
συνάρτηση με τον Εμφύλιο. Ο Εμφύλιος αποτέλεσε το «φίλτρο» μέσα από το οποίο
οι διαδοχικές γενιές αντελήφθησαν την Κατοχή και την Αντίσταση. Αυτό που
περιπλέκει τη μνήμη της δεκαετίας του 1940, ήταν η άρνηση ή η αποσιώπηση του
Εμφυλίου και από τους ηττημένους αλλά και από τους νικητές, στα μεταπολεμικά
χρόνια. Ουσιαστικά επίσημη μνήμη του Εμφυλίου δεν συγκροτήθηκε ποτέ. Μετά
την ήττα, η μετεμφυλιακή Αριστερά υιοθέτησε το σύνθημα της «λήθης» του
Εμφυλίου, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και ο επίσημος λόγος της Δεξιάς,
καθώς η λήθη ήταν προτιμότερη από τη μνήμη,4 κυρίως όταν το τραύμα είναι νωπό
άρα και δύσκολα διαχειρίσιμο.
Η 28η Οκτωβρίου καθιερώθηκε στην Ελλάδα ως εθνική επέτειος που έμελε
να μείνει η μόνη εθνική επέτειος που αναφερόταν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και
στην εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν. Η καθιέρωση της επετείου της 28ης Οκτωβρίου
ήταν ευρείας αποδοχής διότι όλες οι παρατάξεις μπορούσαν να διεκδικήσουν την
ένταξή τους στον εορτασμό της και οι νικητές και οι ηττημένοι του Εμφυλίου. Ήταν
ένα ισχυρό σύμβολο αντίστασης της Ελλάδας εναντίον των δυνάμεων του Άξονα,
που αρχικά εορταζόταν από τους ίδιους τους πολίτες από τον πρώτο χρόνο του
Πολέμου, έως ότου το 1944 να γίνει επίσημη εθνική εορτή και αργία.5

4
Πολυμέρης Βόγλης, Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα, Τα Ιστορικά,
τόμος 25, τεύχος 47, 2007, σελ. 437-440.

5
Ελένη Πασχαλούδη, Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της Ελλάδας, στο Στράτος Δορδανάς,
Βασιλική Λάζου, κ.ά., Κατοχική Βία 1939-1945, Η Ελληνική και η Ευρωπαϊκή εμπειρία, Ασίνη, Αθήνα,
2016, σελ. 418-419.

4
Η Ελλάδα εορτάζει την έναρξη της συμμετοχής της στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο και όχι τη λήξη του πολέμου ή την απελευθέρωση της από τους κατακτητές,
διότι ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος σφραγίστηκε με την ξεκάθαρη νίκη της χώρας, γι’
αυτό και αντιπροσωπεύει μια μοναδική στιγμή θετικής ταύτισης με το κράτος-
έθνος6, οδηγώντας σε θετικούς συνειρμούς σχετικούς με το «ένδοξο» παρελθόν και
την Επανάσταση του 1821. Η 28η Οκτωβρίου 1941 καθιερώθηκε σχεδόν αυτόματα
ως μνημονικός τόπος συμβολικά ισότιμος με την 25η Μαρτίου, από όπου
αντλήθηκαν αγωνιστικά ερεθίσματα τα οποία υιοθέτησε το ΕΑΜ στην
αυτοπαρουσίασή του τον Οκτώβριο του 1941.7 Από τότε μέχρι σήμερα, σχεδόν
τίποτα δεν έχει αλλάξει στη φαντασιακή ταυτότητα που διαμορφώθηκε από
ιδρύσεως του ελληνικού κράτους και περιλαμβάνει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό,
το Βυζάντιο, τον χριστιανισμό και την Επανάσταση του 1821.
Ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε επιτυχώς την ιταλική επίθεση, γι’ αυτό
και το «ΟΧΙ» ή το «έπος του 1940» εορτάζεται λοιπόν κάθε χρόνο την 28η
Οκτωβρίου και αποτελεί εθνική επέτειο και αργία, εγγεγραμμένη στην επίσημη
μνήμη, με τις όποιες στρεβλώσεις εμπεριέχει. Για πολλές δεκαετίες η μεταξική
δικτατορία «καθαγιάσθηκε» στη συλλογική συνείδηση εξαιτίας του «ΟΧΙ» του
Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο, παρόλο που η μεταξική δικτατορία κατέρρευσε
σχεδόν ταυτόχρονα με τη γερμανική εισβολή το 1941 και η χώρα μοιράστηκε σε
τρεις ζώνες γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής διοίκησης.
Αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή ιδρύεται το Εθνικό Απελευθερωτικό
Μέτωπο (ΕΑΜ) τον Σεπτέμβριο του 1941, από στελέχη του Κομμουνιστικού
Κόμματος και συγκροτείται ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) και
έτσι ξεκινά η Αντίσταση κατά των κατακτητών. Στο μεταξύ δημιουργήθηκαν και
άλλες οργανώσεις όπως ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) με
έδρα την Ήπειρο, οι οποίες σύντομα στράφηκαν στους Βρετανούς και στον βασιλιά
με αποτέλεσμα η συνεργασία μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων να είναι
αδύνατη και να οδηγήσει σε συγκρούσεις.

6
Ρίκι Βαν Μπουσχότεν, «Γεωπολιτική της ελληνικής Αντίστασης:η περίπτωση της Βόρειας Πίνδου»,
στο Άγγελος Ελεφάντης, Νίκος Κοταρίδης κ.ά. Το Εμφύλιο Δράμα, Δοκιμές, Αθήνα, 1997, σελ.13.

7
Ιάσονας Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές εννοιολογήσεις από το
1941 στο σήμερα», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του
’40. Πόλεμος – Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ.191.
5
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η ελληνική Αντίσταση προφανώς και δεν
είχε ενωτικό χαρακτήρα, αλλά πρόκειται για έναν κατασκευασμένο μύθο,
«χρήσιμο» ίσως στο βαθμό που επιτρέπει τη συμβίωση με το τραυματικό παρελθόν.
Επίσης, και άλλοι παράγοντες έδρασαν διαιρετικά, όπως ο ιδιαίτερος λαϊκός
πολιτισμός, δηλαδή η λαϊκή παρανομία, η τοπική αυτονομία και η δυσπιστία του
πολίτη έναντι των κεντρικών αρχών.8
Για την Ελλάδα, η γερμανική κατοχή που τελείωσε την 12η Οκτωβρίου 1944
με την αποχώρηση των χιτλερικών στρατευμάτων, άφησε πίσω της νεκρούς και
ερείπια, οικονομική εξαθλίωση και κοινωνική διάλυση. Η Κυβέρνηση Εθνικής
Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου μπορεί να επέστρεψε στη χώρα λίγες ημέρες
αργότερα, όμως η εύθραυστη συμφωνία της Βάρκιζας και η απαίτηση των
βρετανικών δυνάμεων για αφοπλισμό του αντάρτικου στρατού, όξυνε περαιτέρω το
κλίμα, με αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο(1946-1949).
Η Ελλάδα αμέσως μετά την απελευθέρωση, μπήκε στη δίνη του Εμφυλίου
και είναι προφανές ότι δεν υπήρξε η συνειδητοποίηση της νίκης, της
απελευθέρωσης από τον κατακτητή, ενώ μετά τον Εμφύλιο ο αντικομμουνισμός
γίνεται και πάλι συγκροτημένο πολιτικό ιδεολόγημα. Για πολλές δεκαετίες μετά τη
λήξη του Πολέμου, τα πολιτικά κόμματα προσπαθούσαν να αποτινάξουν το κακό
τους παρελθόν όπως ενεγράφη στη συλλογική συνείδηση κατά τη διάρκεια της
γερμανικής κατοχής, είτε να επαναπροσδιοριστούν μετά τον Εμφύλιο. Αρχικά το
ΚΚΕ επιθυμούσε να νομιμοποιηθεί ως κομματικός φορέας, και να διαχειριστεί την
ήττα του Εμφυλίου, η Δεξιά να αποσυνδεθεί από τα Τάγματα Ασφαλείας ή της
κατηγορίες για δοσιλογισμό και συνεργασία με τον κατακτητή και το Κέντρο να
δημιουργήσει μια αντιδεξιά συσπείρωση, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, θεμιτά ή
μη.
Μετά την άρνηση ή την αποσιώπηση του Εμφυλίου, στα πρώτα
μεταπολεμικά χρόνια, ακολούθησε κυρίως μετά τη μεταπολίτευση, μια
προσπάθεια για σχηματισμό επίσημης μνήμης μέσω των επετείων. Η ελληνική
κοινωνία επιζητά να μάθει για την ιστορία της, εκείνη που ανταποκρίνεται στην
ικανοποίηση της ανάγκης για επούλωση των τραυμάτων που προκλήθηκαν από τον

8
Ρίκι Βαν Μπουσχότεν, Γεωπολιτική της ελληνικής Αντίστασης:η περίπτωση της Βόρειας Πίνδου, στο
Άγγελος Ελεφάντης, Νίκος Κοταρίδης κ.ά. Το Εμφύλιο Δράμα, δοκιμές, Αθήνα, 1997, σελ.7.
6
Πόλεμο και ακολούθως τον Εμφύλιο, να βρει την εθνική της ταυτότητα και τον
προσανατολισμό της, σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο που αλλάζει διαρκώς.
Η δημόσια σφαίρα πλέον κυριαρχείται από το διαδίκτυο και τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης και συχνά κατακλύζεται από καταχρήσεις και διαστρεβλώσεις του
παρελθόντος που γίνονται αφορμή έντονων αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων. Οι
ιστορικές επέτειοι και οι εθνικές εορτές καταδεικνύουν την εναγώνια προσπάθεια
της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας να επιβάλλει την άποψή της, να ενδυναμώσει το
πολιτικό φρόνημα κυρίως μέσω της διαστρέβλωσης των ιστορικών γεγονότων προς
εξυπηρέτηση ίδιων συμφερόντων. Ίσως το βάρος της διαχείρισης τόσο τραυματικών
γεγονότων να είναι μεγαλύτερο από όσο θα μπορούσαν να αντέξουν οι πολιτικές
ηγεσίες, γι’ αυτό τελικά σε πολλές περιπτώσεις επιλέγεται είτε η αποσιώπηση είτε η
επιλεκτική λήθη.
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, διαπιστώνει κανείς ότι παρά τη λήξη του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου που αποτέλεσε την κεντρική εμπειρία του 20ού αιώνα, η
αιματοχυσία δεν έπαυσε με τη συνθηκολόγηση των κατακτητών, κυρίως αλλά
συνεχίστηκε με τον Εμφύλιο ενώ άνοιξαν νέα ζητήματα όπως η εκκαθάριση του
ντόπιου φασισμού και δοσιλογισμού, που αποτέλεσε ταμπού και μόλις πρόσφατα
άρχισε να ερευνάται με επιστημονικά κριτήρια.9 Σύμφωνα με τον Φλάϊσερ μετά τη
λήξη του Πολέμου, όλες οι χώρες που συμμετείχαν ενεργά είχαν να αντιμετωπίσουν
«σκελετούς» κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η διαχείριση ήταν επίπονη-και
εξακολουθεί να είναι- καθώς ανακύπτουν ζητήματα σύγκρουσης του συλλογικού
«υπερεγώ» με το συλλογικό «εκείνο», σύμφωνα με τους φροϋδική θεωρία. Η
βιωμένη εμπειρία της Κατοχής και του Εμφυλίου, ενυπάρχουν στη συλλογική μνήμη
και ανακαλούνται συχνά, όμως η άρνηση της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας για μια
σοβαρή προσέγγιση μέσω των σχολικών εγχειριδίων απέτυχε να δώσει την
απαραίτητη γνώση στη νέα γενιά. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν το αντικομμουνιστικό κλίμα
στην Ελλάδα, ενώ η Σοβιετική Ένωση ουσιαστικά δεν πήρε ανοιχτά θέση στα
ελληνικά ζητήματα. Στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η
γερμανοφιλία βρισκόταν και πάλι σε άνοδο, δηλαδή επιλέχθηκε η παράβλεψη και η

9
Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη,
Αθήνα, 2008, σελ. 42-43.

7
λήθη του δυσάρεστου παρελθόντος.10 Το γεγονός αυτό από μόνο του καταδεικνύει
την υπερβολική έως και παρανοϊκή στάση της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τη
διαχείριση του τραύματος του Πολέμου.
Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων όμως,
«αναθερμάνθηκε» το αντιγερμανικό πνεύμα στα πλαίσια του οποίου τέθηκε σε
δημόσια διαβούλευση το θέμα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων, αλλά
και το θέμα της κατάργησης της μαθητικής παρέλασης-στα πλαίσια της επετείου της
28ης Οκτωβρίου. Η ελληνική κοινωνία φάνηκε για άλλη μια φορά ανέτοιμη να
διαχειριστεί θέματα που συγκρούονται με την φαντασιακή της ταυτότητα, και με το
εγγεγραμμένο στη συλλογική μνήμη «ένδοξο» προγονικό παρελθόν.

10
Ό.π., σελ. 68.

8
Γ. Γιατί οι μεταγενέστερες απόπειρες να καθιερωθούν και άλλοι εορτασμοί
σχετικοί με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν τελεσφόρησαν στην Ελλάδα.

Στην Ελλάδα μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάθε απόπειρα να


καθιερωθούν και άλλοι εορτασμοί σχετικοί με τον Πόλεμο δεν τελεσφόρησαν,
αντιθέτως προκάλεσαν τριγμούς στο εκάστοτε πολιτικό σύστημα, διότι απουσίαζε η
έννοια της πολιτικής συναίνεσης. Το αντιθετικό δίπολο Αριστερά-Δεξιά, το
αντιστασιακό κίνημα άρρηκτα συνδεδεμένο με την Αριστερά, και με το εαμικό
παρελθόν να έχει αποτελέσει στο παρελθόν αφορμή διώξεων11 και μαζικών
εκτοπίσεων, η σύγκλιση ήταν και είναι ακόμα και στις μέρες μας, σχεδόν αδύνατον
να επιτευχθεί, καθώς η Κατοχή και ο Εμφύλιος, αποτελούν αφορμή
αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων εντός και εκτός του Κοινοβουλίου.
Στη δεκαετία του 1950, με νωπές τις μνήμες του Εμφύλιου, η ελληνική
κοινωνία οδηγήθηκε σε μια διαιρεμένη συλλογική μνήμη, καθώς η ελληνική
κοινωνία ήταν χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα, που το καθένα διαμόρφωσε τη δική
του συλλογική μνήμη και αφήγηση για την Κατοχή και τον Εμφύλιο, που
αντιστοιχούσε σε ανάλογες πολιτικές ταυτότητες (Αριστερά - Δεξιά).12 Το ήδη
τεταμένο πολιτικό κλίμα και με το Κομμουνιστικό Κόμμα εκτός νόμου από το 1947,
συνέβαλαν στη δημιουργία του στερεοτύπου της εθνικοφροσύνης που οδήγησε σε
πολιτικές διώξεις και φυλακίσεις αντιφρονούντων. Ο κομμουνιστής γίνεται και πάλι-
όπως και επί μεταξικού καθεστώτος-ο εχθρός του έθνους, ταυτίζεται με τους
Βούλγαρους και τους Σλάβους, είναι ο εν δυνάμει προδότης. Το 1951, το κόμμα της
ΕΔΑ μπαίνει στη Βουλή: η Αριστερά διεκδικεί την επιστροφή της στο πολιτικό
σκηνικό και η Εθνική Αντίσταση ήταν η μόνιμη επωδός του πολιτικού λόγου, θέμα
που παρέμενε ανοιχτό, με πολιτικές αλλά και συναισθηματικές φορτίσεις.13

11
Ελένη Πασχαλούδη, Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας στο Σ.
Δορδανάς, Β. Λάζου κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία,
Ασίνη, Αθήνα, 2016, σελ. 416,417,419.

12
Πολυμέρης Βόγλης, Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα, Τα Ιστορικά,
τόμος 25, τεύχος 47, 2007, σελ. 443.
13
Ιάσονας Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές εννοιολογήσεις από το
1941 στο σήμερα», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του
’40. Πόλεμος – Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 202-203.

9
Μετά τον Εμφύλιο, η διαιρεμένη μνήμη δεν είναι ούτε συμπαγής, ούτε
αδιαφοροποίητη, γιατί θα αναδυθούν νέες πολιτικές δυνάμεις με σκοπό να
εκφράσουν το τμήμα της κοινωνίας που δεν ταυτιζόταν ούτε με την Αριστερά, ούτε
με τη Δεξιά. Αυτό το τμήμα είχε συμμετάσχει στο ΕΑΜ στην Κατοχή αλλά δεν
ακολούθησε την εμπλοκή του ΚΚΕ στον Εμφύλιο. Δημιουργήθηκε έτσι το ΕΠΕΚ και
αργότερα, στη δεκαετία του 1960, η Ένωση Κέντρου. Ο Εμφύλιος δεν επηρέασε όλες
τις κοινωνικές ομάδες, την ύπαιθρο και τα αστικά κέντρα με τον ίδιο τρόπο. Επίσης,
οι μνήμες διαφέρουν για τους μαχόμενους στον Εμφύλιο, για εκείνους που
φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή εκτοπίστηκαν στις λαϊκές δημοκρατίες και για
εκείνους που έζησαν τον Εμφύλιο μέσω των εφημερίδων.14
Στη δεκαετία του 1960, η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου σε μια
προσπάθεια εναλλακτικής αφήγησης των γεγονότων της δεκαετίας τους 1940,
επιχείρησε να θεσμοθετήσει δύο επετείους. Η πρώτη ήταν η επέτειος της
απελευθέρωσης της πρωτεύουσας από τα γερμανικά στρατεύματα την 12 η
Οκτωβρίου 1944, η οποία τελικώς εορτάστηκε μία φορά το 1964 και δεν
επαναλήφθηκε ποτέ ξανά. Η δεύτερη επέτειος ήταν η ανατίναξη της γέφυρας του
Γοργοποτάμου που εορτάστηκε για πρώτη φορά με πρωτοβουλία της ΕΔΑ το 1962
και με διοργάνωση της κυβέρνησης, αμαυρώθηκε όμως από μια ισχυρή έκρηξη
νάρκης και χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες για να πραγματοποιηθούν και πάλι
εκδηλώσεις μνήμης, ουδέποτε όμως καθιερώθηκε ως επέτειος.15 Με αυτές τις
απόπειρες καθιέρωσης νέων επετείων, η ΕΚ προσπάθησε να διαμορφώσει νέες
πολιτικές της μνήμης, όμως κλήθηκε να αντιμετωπίσει δύο διαιρετικές τομές: από
τη μία το δίπολο Αριστερά -Δεξιά και από την άλλη τον Εμφύλιο (τους εθνικόφρονες
και τους μη εθνικόφρονες), αλλά και τη δική της σχέση με την Αριστερά, καθώς
υπήρχε μεν συμπόρευση στα Ιουλιανά, αλλά και απόκλιση λόγω του ανένδοτου
αγώνα. Επίσης, ενώ επανέρχεται το αφήγημα της Εθνικής Αντίστασης και ο
ιδρυτικός μύθος μεταφέρεται από τον Γράμμο και πάλι στον Γοργοπόταμο, κάθε
προσπάθεια του Κέντρου για καθιέρωση επίσημης επετείου στο Γοργοπόταμο,
τορπιλίστηκε.

14
Πολυμέρης Βόγλης, Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα, Τα Ιστορικά,
τόμος 25, τεύχος 47, 2007,σελ. 444.
15
Ελένη Πασχαλούδη, Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας στο Σ.
Δορδανάς, Β. Λάζου κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία,
Ασίνη, Αθήνα, 2016, σελ. 419-421.
10
Στην περίοδο της δικτατορίας (1967-1974), η Αριστερά καλείται και πάλι να
δώσει τα πατριωτικά διαπιστευτήριά της, ενώ αρχίζει νέος γύρος φυλακίσεων,
βασανισμών και εξορίας των αντιφρονούντων. Η περίοδος του Β’ Παγκόσμιου
Πολέμου αναδεικνύεται σε προϊόν κατανάλωσης, ενώ το γενικότερο κλίμα
πολιτιστικής και αισθητικής οπισθοδρόμησης, σφραγίζεται με την ανέγερση του
Πολεμικού Μουσείου στην Αθήνα, καταδεικνύοντας τον εγκλωβισμό της δεκαετίας
του 1940 στην πατριωτική ρητορική των τακτικών στρατιωτικών θριάμβων,
εντύπωση που παραμένει ακόμα και σήμερα ισχυρή.16
Στη Μεταπολίτευση, επανήλθε και πάλι το ζήτημα της θεσμικής
αναγνώρισης της εαμικής Αντίστασης ενώ η συλλογική ταυτότητα εικονογραφήθηκε
μέσα από τις μορφές των αρχετυπικών αγωνιστών, όπως ο Άρης Βελουχιώτης. Τον
Αύγουστο του 1982 επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου, ξεκίνησε η συζήτηση
για την επίσημη αναγνώριση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ως αντιστασιακής οργάνωσης. Η
θεσμική κατοχύρωση μιας καθολικής «αντιστασιακής» επαναπρόσληψης της
κατοχικής ιστορίας παρήγαγε μια φρενίτιδα «αντιστασιακότητας», με αποτέλεσμα η
ατομική και συλλογική μνήμη να φορτιστούν ξανά.17 Με τον νόμο 1285/1982 της
κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση ενώ ταυτόχρονα
καθιερώθηκε και η επέτειος του εορτασμού της μάχης του Γοργοποτάμου,
ρίχνοντας έτσι την αυλαία της εθνικοφροσύνης και του αντικομμουνισμού. Το
αίτημα για εθνική ενότητα είναι παρόν παρά την πόλωση σε δεξιό και αντιδεξιό
στρατόπεδο.18 Η μάχη του Γοργοποτάμου εορτάζεται από το 1982 με τη συμμετοχή
όλων των κομμάτων, όμως μετέπειτα έγινε αφορμή πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η
αλλαγή του πολιτικού κλίματος στη δεκαετία του 1980 με αυτές τις πρωτοβουλίες
του ΠΑΣΟΚ για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και την καθιέρωση

16
Ιάσονας Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές εννοιολογήσεις από το
1941 στο σήμερα», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του
’40. Πόλεμος – Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 204.

17
Ό.π., σελ.206-208.

18
Ελένη Στριφτόμπολα, «Μαθήματα δημόσιας ιστορίας από το ελληνικό κοινοβούλιο. Η περίπτωση
του νόμου 1285/1982 ‘για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού εναντίον των
στρατευμάτων κατοχής, 1941 έως 1944’» στο Α. Ανδρέου, Σ. Κακουριώτης κ.ά. (επιμ.), Η δημόσια
ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2015, σελ 239-
241.

11
εορτασμών στο Γοργοπόταμο, από τις οποίες αρχικά απέκτησε μεγάλο πολιτικό
όφελος, λειτούργησαν και πάλι διαιρετικά και μετατράπηκαν σε σύγκρουση ΠΑΣΟΚ-
Αριστεράς.19
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «Εθνική Αντίσταση» δεν ήταν σε χρήση από
τους φορείς της στην κατοχική Ελλάδα και ο όρος «εθνικός» μπολιάστηκε με
ποικίλες ιδεολογικές αποχρώσεις, καθότι η Κατοχή ενεργοποίησε μια πανσπερμία
πολιτικών τάσεων, ρευμάτων και ιδεών,20 όμως στη Μεταπολίτευση λειτούργησε σε
μεγάλο βαθμό ενωτικά για όλο το πολιτικό φάσμα, με στόχο να καλλιεργηθεί στην
συλλογική συνείδηση η έννοια της ενότητας του έθνους απέναντι στον εξωτερικό
εχθρό, τον κατακτητή.
Με την πάροδο των χρόνων και με τις μνήμες όχι τόσο νωπές, το
Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, κατά τα έτη 2006 και 2007 οργάνωσε μια σειρά
εκδηλώσεων για την επέτειο των εξήντα ετών από την ίδρυση του Δημοκρατικού
Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), αλλά το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι η δικαίωση του αγώνα
του δεν έχει έρθει ακόμα. Το συμπέρασμα αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι τίθεται
σοβαρό ζήτημα μνήμης, η οποία αφορά τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν και
γι’ αυτό -ειδικότερα στο θέμα του Εμφυλίου- το παρελθόν «εισβάλλει» στο παρόν
λαμβάνοντας απρόβλεπτες διαστάσεις.21
Στις μέρες μας, μέρες κρίσης οικονομικής αλλά κυρίως πολιτικής,
πολιτισμικής και κοινωνικής, επανήλθαν στον πολιτικό διάλογο ξεχασμένα
τραύματα και συνθήματα και παρατηρείται μια διακαής ανάγκη επανάγνωσης της
ιστορίας και των γεγονότων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ζήτημα όμως που
ανακύπτει είναι πώς θα ισορροπήσει αυτή η ανάγκη για διαχείριση των γεγονότων
που διαμόρφωσαν την συλλογική ταυτότητα και πώς θα επιτευχθεί συμφιλίωση με
το τραυματικό παρελθόν, με ανοικτό το θέμα του Εμφυλίου, του δοσιλογισμού και
της συνεργασίας με τον κατακτητή. Για την ελληνική κοινωνία τα θέματα αυτά

19
Ελένη Πασχαλούδη, Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας στο Σ.
Δορδανάς, Β. Λάζου κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία,
Ασίνη, Αθήνα, 2016, σελ. 426.
20
Ιάσονας Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές εννοιολογήσεις από το
1941 στο σήμερα», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά (επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του
’40. Πόλεμος – Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ.191, 193.

21
Πολυμέρης Βόγλης, Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα, Τα Ιστορικά,
τόμος 25, τεύχος 47, 2007, σελ.437-438.

12
αποτελούν ταμπού για να ενταχθούν στο πρόγραμμα διδασκαλίας των σχολείων,
ακόμα και για να συζητηθούν ανοικτά δημόσια.
Το φαινόμενο της εκκαθάρισης του ντόπιου φασισμού και δοσιλογισμού,
αποτέλεσε ταμπού και σε άλλες χώρες, ενώ για τις κοινωνίες των άλλοτε
σοσιαλιστικών κρατών, ο Πόλεμος έληξε μόλις το 1990 ή αργότερα με την οριστική
αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων.22 Η καταχρηστική χρήση της ιστορίας
του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για επίκαιρους πολιτικούς σκοπούς είναι μια ένδειξη
ότι οι μνήμες δεν ξεθώριασαν και επηρεάζουν τη δημόσια ιστορία των ΜΜΕ, του
κινηματογράφου, του διαδικτύου. Μετά τη θύελλα του πολέμου, την ήττα της
Γερμανίας, τον διαμελισμό της και την ταπείνωση, σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι
απέκτησαν μερίδιο από τη νέα συλλογική ταυτότητα του νικητή ακόμα και εκείνοι
που είχαν αγαστή συνεργασία με το Γ’ Ράιχ.23 Ήταν πλέον ύψιστης σημασίας το
ζήτημα της διαχείρισης των τραυμάτων, γι’ αυτό και δημιουργήθηκαν σε κάθε χώρα
«επουλωτικοί μύθοι» σύμφωνα με τον Φλάισερ και κατασκευάστηκε ειδικός όρος
(vergangenheitbewaltingung) για να ορίσει το επίπονο έργο της αντιμετώπισης του
βασανιστικού παρελθόντος, του ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών με αυτό.24
Ακόμα και σήμερα, στην Ελλάδα εκλείπει η πολιτική βούληση για την
καθιέρωση και άλλων εθνικών επετείων για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά την
κατάρρευση της εθνικοφροσύνης, ο πυρήνας του εθνικού αφηγήματος δεν άλλαξε
ποτέ. Με ευθύνη των πολιτικών ελίτ, ο Εμφύλιος δεν συζητήθηκε ποτέ ουσιαστικά,
δεν καθιερώθηκε ποτέ ως αργία και ουσιαστικά «στριμώχτηκε» σε μερικές σελίδες
στα σχολικά εγχειρίδια. Τελικά η αποθέωση της Αντίστασης ήταν εργαλειακή,
καλύπτοντας πολιτικές συγκυριακές ανάγκες όλων των πλευρών, χωρίς να αγγίξει
τον πυρήνα του προβλήματος, δηλαδή την εμφύλια διαίρεση και σύγκρουση. Η
ηττημένη Αριστερά ζητούσε νομιμοποίηση και αναγνώριση μετά την πολυετή
πολιτική της περιθωριοποίηση, η Δεξιά δε μπορούσε να είναι υπερήφανη ούτε για
την απουσία της από την Αντίσταση, ούτε για τη νίκη της στον Εμφύλιο και το
ΠΑΣΟΚ χρησιμοποίησε την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και την εθνική

22
Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη,
Αθήνα, 2008, σελ.43.

23
Ό.π., σελ. 55, 58

24
Ό.π., σελ. 65
13
συμφιλίωση για προσπορισμό ψήφων και για την κατοχύρωση της πολιτικής του
κυριαρχίας.25 Το μόνο που επετεύχθη τελικά ήταν όλα τα κόμματα να αναλωθούν
σε μια στείρα πολιτική αντιπαράθεση χρησιμοποιώντας την Αντίσταση και τον
Εμφύλιο σε μια εντελώς εργαλειακή διαδικασία προορισμένη να υπηρετήσει τις
ανάγκες της κομματικής ρητορικής.

25
Ελένη Πασχαλούδη, Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας στο Σ.
Δορδανάς, Β. Λάζου κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία,
Ασίνη, Αθήνα, 2016.
σελ. 434-435.
14
Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εβδομήντα έτη μετά, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος εξακολουθεί να απασχολεί
ιστορικούς, πολιτικούς και κοινωνίες σε Ανατολή και Δύση. Το Ολοκαύτωμα, ο
δοσιλογισμός, το καθεστώς Βισύ, οι χώρες-συνεργάτες των κατακτητών, η
διαιρεμένη Γερμανία και το τείχος του Βερολίνου, ο Ψυχρός Πόλεμος και η
κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ, σηματοδοτούν ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
άλλαξε για πάντα τους πολιτικούς συσχετισμούς σε παγκόσμια κλίμακα και έθεσε
ζητήματα επαναδιατύπωσης της Δημόσιας Ιστορίας.
Στην Ελλάδα αμέσως μετά την απελευθέρωσή της από τα γερμανικά
στρατεύματα και πριν ακόμα κατανοήσει η κοινή γνώμη τη λήξη του πολέμου το
1944, ξεκίνησε η εμφύλια διαμάχη που έμελε να σημαδέψει το παρόν και το μέλλον
της χώρας. Πριν η χώρα ανασυνταχθεί, εισήλθε στα Δεκεμβριανά, και στον Εμφύλιο
πόλεμο. Ο τρόπος με τον οποίο εγγράφηκε στη συλλογική μνήμη η Κατοχή και η
Αντίσταση, είναι συνάρτηση του Εμφυλίου, γι’ αυτό και η μελέτη της μνήμης της
δεκαετίας του 1940 περιπλέκεται λόγω της άρνησης ή της αποσιώπησης του
Εμφυλίου σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο με αποτέλεσμα την «απουσία»
επίσημης μνήμης. Η λογοκρισία επέβαλε στην Αριστερά τη σιωπή, αλλά κι εκείνη με
τη σειρά της υιοθέτησε το σύνθημα της λήθης, ως αναγκαίο για την κατάργηση των
διώξεων και τη θεμελίωση της δημοκρατίας.26 Είναι φανερό ότι η απουσία
συλλογικής μνήμης έχει ως αποτέλεσμα σοβαρές διαταραχές στη συλλογική
ταυτότητα27 και η διαίρεση ωφελούσε-και εξακολουθεί να ωφελεί-την εκάστοτε
πολιτική εξουσία που εδραιώθηκε με την καλλιέργεια των πελατειακών σχέσεων
από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Ακόμα και στις μέρες μας, Αριστερά και
Δεξιά επιλέγουν ακόμα συνειδητά την αποσιώπηση.
Ως αντίβαρο στις επώδυνες μνήμες του Εμφυλίου, όλες οι πλευρές
προσπάθησαν να αναδείξουν την Εθνική Αντίσταση,28 όπως άλλωστε έγινε και σε
άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος είτε
αποσιωπήθηκαν από τα σχολικά εγχειρίδια, είτε αποτέλεσαν αντικείμενο

26
Πολυμέρης Βόγλης, Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα, Τα Ιστορικά,
τόμος 25, τεύχος 47, 2007, σελ.439.

27
Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και Μνήμη, μτφρ. Γιάννης Κουμπουρλής, Νεφέλη, Αθήνα, 1998, σελ. 89.

28
Πολυμέρης Βόγλης, Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία, ταυτότητα, Τα Ιστορικά,
τόμος 25, τεύχος 47, 2007, σελ.440.

15
στρεβλώσεων από τα ΜΜΕ και από το διαδίκτυο και κατά συνέπεια, δεν
ενεγράφησαν ποτέ στην επίσημη συλλογική μνήμη.
Αμέσως μετά τη λήξη του Πολέμου, αναδύθηκαν σκελετοί στην Ανατολική
Ευρώπη, στη Δύση και στην Άπω Ανατολή, και χρειάστηκαν νέοι επουλωτικοί μύθοι,
μεταμέλεια, απολογίες, άρνηση και συγχώρεση, μνήμη και λήθη,29σε μια εναγώνια
προσπάθεια διευθέτησης του παρελθόντος.

29
Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Νεφέλη,
Αθήνα, 2008, σελ. 9-10.

16
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελένη Πασχαλούδη, Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής


Ελλάδας στο Σ. Δορδανάς, Β. Λάζου κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η
ελληνική και ευρωπαϊκή εμπειρία, Ασίνη, Αθήνα, 2016.

Ελένη Στριφτόμπολα, «Μαθήματα δημόσιας ιστορίας από το ελληνικό κοινοβούλιο.


Η περίπτωση του νόμου 1285/1982 ‘’για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης
του Ελληνικού Λαού εναντίον των στρατευμάτων κατοχής, 1941 έως 1944”» στο Α.
Ανδρέου, Σ. Κακουριώτης κ.ά. (επιμ.), Η δημόσια ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και
καταχρήσεις της ιστορίας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2015.

Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και Μνήμη, μτφρ. Γιάννης Κουμπουρλής, Νεφέλη, Αθήνα,
1998.
Ιάσονας Χανδρινός, «Εθνική Αντίσταση: Ιστορικές, πολιτικές και θεσμικές
εννοιολογήσεις από το 1941 στο σήμερα», στο Κ. Γαρδίκα, Α.Μ. Δρουμπούκη, κ.ά
(επιμ.), Η μακρά σκιά της δεκαετίας του ’40. Πόλεμος – Κατοχή – Αντίσταση –
Εμφύλιος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015.

Πολυμέρης Βόγλης, Η δεκαετία του 1940 ως παρελθόν: μνήμη, μαρτυρία,


ταυτότητα, Τα Ιστορικά, τόμος 25, τεύχος 47, 2007.
Ρίκι Βαν Μπουσχότεν, «Γεωπολιτική της Ελληνικής Αντίστασης: Η περίπτωση της
βόρειας Πίνδου», στο Άγγελος Ελεφάντης, Νίκος Κοταρίδης κ.ά., Το Εμφύλιο Δράμα,
δοκιμές, Αθήνα, 1997.

Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια


ιστορία, Νεφέλη, Αθήνα, 2008.

17

You might also like