You are on page 1of 37

Παντελής Μελανοφρύδης – Στο χώρο και στο χρόνο… Ιστορική έρευνα: Του Μωυσιάδη

Παναγιώτη (Μέρος 1ο)

Παντελής Μελανοφρύδης – Στο χώρο


και στο χρόνο… Ιστορική έρευνα: Του
Μωυσιάδη Παναγιώτη (Μέρος 1ο)
Δημοσιεύτηκε απο: Παναγιώτης Μωϋσιάδης σε Καφέ Ρωμανία, Ποντιακά, Στήλες 13/06/2015 | 09:30

Κοινοποιήστε το άρθρο...
Facebook

Twitter

Linkedin

email
Print

Όταν σε αποκαρδιώνουν οι ζωντανοί

πηγαίνεις να βρεις παρηγοριά στους νεκρούς…

Είναι αλήθεια ότι στη μεγάλη μορφωτική και ηθική κρίση, που περνάμε σήμερα,
νιώθουμε την ανάγκη να ανατρέξουμε σ’ εκείνους τους ηθικούς και
πνευματικούς μας πατέρες, που μπόρεσαν κάτω από δυσοίωνες συνθήκες
διαβίωσης να καλλιεργήσουν το ελληνικό πνεύμα και να αναδείξουν τις γόνιμες
δυνάμεις του λαού μας , μετατρέποντας το σεισμό και την καταστροφή στο
μεγάλο θαύμα της αναγέννησης και της άνθισης της νέας Ελλάδας.

Πολύ εύστοχα η δημοτική αρχή εστιάζεται και τιμά τη μνήμη άξιων και
ευυπόληπτων ανδρών της πόλης μας, υιοθετώντας έτσι την ρήση του Νίτσε:

«Πώς θέλετε να ανέβετε ψηλά, αν δεν ανέβει μαζί σας και η αρετή των
προγόνων σας;»

Kάθε φορά που κάποιος ερευνητής προσπαθεί να διεισδύσει στην πνευματική


παρακαταθήκη των αείμνηστων λογίων μας, νιώθει δέος και θαυμασμό για το
μεγαλειώδες πνευματικό τους έργο.
Σήμερα έχουν περάσει τριάντα χρόνια, που η Εύξεινος Λέσχη Πτολεμαΐδας
τίμησε τους Πόντιους λογίους μας διοργανώνοντας φιλολογικό μνημόσυνο στη
μνήμη των Μελανοφρύδη-Νικολαϊδη, στο οποίο είχα την τιμή να παρουσιάσω
τον Πόντιο λόγιο Μελανοφρύδη.

Στο αφιέρωμα αυτό θα προσπαθήσω να καταγράψω την ιστορική πορεία του


ανθρώπου και λόγιου Μελανοφρύδη, που χάρισε στην πόλη μας το
ιστορικοβαρές και εύηχο όνομά της, «Πτολεμαΐδα».
O Παντελής Μελανοφρύδης γεννήθηκε στις 22-Ιουλίου-1885 στην Άδυσσα της
Αργυρούπολης του Πόντου , στην ενορία των Γαϊτανάντων, έναν οικισμό που
τον ίδρυσαν οι πρόγονοί του ( Γαϊτανάντ) με τον αποικισμό τους στα 1680 . Το
ιστορικό επίθετο του Γαϊτανίδης εξελλήνισε σε Μελανοφρύδης, ο δάσκαλος του
πατέρα του Ροδοκανάκης.
Γεννήθηκε δηλαδή ο Μελανοφρύδης σε μια περίοδο ηρεμίας, που άρχισε από
το 1885 και τελείωσε το 1914, μια εικοσιπενταετία, όπου απέδωσαν τα
μεταρρυθμιστικά μέτρα του Χάτι χουμαγιούν, μέτρα που επέτρεψαν την
πληθυσμιακή, οικονομική και πνευματική ανάπτυξη των υπόδουλων Ελλήνων.

Ο Μελανοφρύδης είχε την προνομία να μεγαλώσει σ’ ένα οικογενειακό


περιβάλλον, όπου ο παππούς του από τη μάνα του ήταν ο αρχιμανδρίτης
Αγαθάγγελος Αβραμίδης ( ο Χατζή ποπάς), ένας παιδευμένος ιερωμένος, που
σπούδασε στα Ιεροσόλυμα και μόρφωσε τους πρώτους δασκάλους της
Άδυσσας μεταξύ αυτών και τον πατέρα του Ηλία Μελανοφρύδη.

Ο αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος μάλιστα ήταν αυτός, που χρηματοδότησε με 25


λίρες το δημοτικό σχολείο της Άδυσσας.

Στην οικογένεια υπήρχε ένας ακόμα ιερωμένος, ο αδελφός του πατέρα του,
αρχιμανδρίτης Ιερεμίας, γεγονός, που επιβεβαιώνει την αυστηρή και
ελληνοκεντρική του παιδεία και γνώση.

Η γενέτειρά του Άδυσσα, ήταν ένα από τα αρχαία χωριά της Χαλδίας με το
όνομα Εδίσκη. Απείχε 25 χιλιόμετρα από την Άρδασα και 150 χιλιόμετρα από
την Τραπεζούντα. Ήταν χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού της Τσίτης
(Τσίτντερε), που ενώνονταν έξω από την Άρδασα με τον Κάνη ποταμό.

Οι κάτοικοι του χωριού, όπως μας πληροφορεί στο χειρόγραφο βιβλίο του ο
Παντελής Μελανοφρύδης, έφυγαν κυνηγημένοι το 1680 από την Τραπεζούντα
και έχτισαν την Άδυσσα , μεταξύ αυτών μετοίκησε και η βυζαντινή οικογένεια
των λόγιων Χαλκοκονδύληδων.

Η πληροφορία περί της οικογένειας των Χαλκοκονδύληδων επιβεβαιώνεται με


την ύπαρξη του χειρόγραφου του Αριστοτέλη στη βιβλιοθήκη της μονής
Γουμερά.

Σύμφωνα με το χειρόγραφο ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης έγραψε τους κώδικες,


που περιείχαν συγγραφές του Αριστοτέλη. Ένας από τους κώδικες αυτούς
κλάπηκε από τη μονή από κάποιον Μινωϊδη και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε δηλαδή ο Μελανοφρύδης σε μια περιοχή, η οποία χαρακτηρίστηκε
από τον Όμηρο ως αργύλου γενέθλη. Έναν τόπο, όπου μετοίκισαν στα αρχαία
χρόνια οι Σίδες (σιδηρουργοί ) της Παφλαγονίας και πήραν μέρος στον Τρωϊκό
πόλεμο, σύμφωνα με τον ιστορικό Στράβωνα.

Η ύπαρξη των Ελλήνων στην περιοχή από τους πρώτους αιώνες μ.Χ.
επιβεβαιώνεται από τους τρεις ιερομάρτυρες της χριστιανοσύνης, τον Κανίδιο,
τον Ακύλα και τον Ουλεριανό από την Άδυσσα, που μαρτύρησαν για την πίστη
τους το 292 μ.χ.. επί Διοκλητιανού.

Τον 19 αιώνα γεννήθηκαν στην Άδυσσα ο αρχιεπίσκοπος Νικοπόλεως,


Ιερεμίας Γεωργιάδης και ο μητροπολίτης Χαλδίας, Θεόφιλος
Γραμματικόπουλος.

Εκτός από ιερωμένους η Άδυσσα στα 1900 ανέδειξε και πολλούς δασκάλους,
γι” αυτό και ονομάστηκε το χωριό των δασκάλων.

Οι Έλληνες του Μεσοχαλδίου αξιοποίησαν τις δυνατότητες αυτές. Φιλόμουσοι


και φιλοπρόοδοι ανέπτυξαν τα γράμματα και τις τέχνες και δημιούργησαν
συνθήκες πνευματικής και εθνικής ανάτασης. Αργυρουπολίτες καθηγητές
διδάσκουν στα δύο Φροντιστήρια της Αργυρούπολης και της Τραπεζούντας και
πλήθος κληρικών αναλαμβάνουν τις μονές και τις μητροπόλεις του Πόντου.
Ο πατέρας του Ηλίας ήταν ένας από τους γνωστότερους δασκάλους και ψάλτες,
περιζήτητος στα χωριά του Μεσοχαλδίου,( Άρδασσα-Τορούλ) όπου για τριάντα
χρόνια δίδαξε σε διάφορα χωριά της Αργυρούπολης.

Ο Ηλίας Μελανοφρύδης με τον γιατρό Θεοφύλακτο είχαν οριστεί επιθεωρητές


των σχολείων στην περιοχή της Αργυρούπολης . Οι Αδυσσενοί, φιλομαθείς και
φιλοπρόοδοι συντηρούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το φημισμένο αστικό τους
σχολείο, που θεωρούνταν από τα καλύτερα της Χαλδίας.

Η Άδυσσα μετά το 1880, όταν έκλεισαν τα μεταλλεία της Αργυρούπολης, άρχισε


να ερημώνει και οι κάτοικοί της μετανάστευσαν στο Άκ Ντάγ Ματέν, στην
Αλούπκα ,στη Γιάλτα και τη Θεοδώσεια της Κριμαίας.

Οι θρύλοι και οι παραδόσεις συχνά αναφέρουν το όνομα του χωριού.


Χαρακτηριστικό είναι το ακριτικό τραγούδι, που αναφέρεται στο πώς χτίστηκε
το γεφύρι της Άδυσσας, που ένωνε την Άδυσσα με την Χαβίανα.

Το τραγούδι αυτό το κατέγραψε και το διέσωσε ο Μελανοφρύδης από τον


γέροντα δάσκαλο Παπαδόπουλο Σπύρο από την Κρώμνη, μετέπειτα δάσκαλο
Ανατολικού.
Ατού ‘ς σην Αρδασούπολην, ‘ς ση Τρίχας το γεφύρι,

χίλιοι μαστόροι έχτιζαν και μύριοι μαθητάδες.

Τρία αδέλφια έμνες εν κι οι τρεις καταραμένοι,

είνας έχτ’σεν την Άδυσσαν κι άλλε το Δεβασίριν.

Κ’ εγώ, η τρισκατάρατος, τη Τρίχας το γεφύρι.


Η Άδυσσα ήταν ένα σημαντικό κεφαλοχώρι δίπλα στην Τσίτη. Τα δύο αυτά
χωριά υπήρξαν κοιτίδες του ελληνικού πνεύματος, και της ελληνικής παιδείας,
που ανέδειξαν πολλούς λόγιους και ιερωμένους, όπως τον Παναγιώτη
Χαλκοκονδύλη, το Βασίλειο Λογιότατο, το Νικόλαο Μέντη, το μητροπολίτη
Χαλδίας Θεόφιλο ,το μητροπολίτη Κολωνίας Ιερεμία και τον Αγαθάγγελο
Βλαστάρη ,τελειόφοιτο της θεολογικής σχολής της Χάλκης καθώς και το γιατρό
Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου, εμπνευστή και πρωταγωνιστή της μεγάλης ιδέας
για την ανεξαρτησία του Πόντου.

Με τη φιλομάθειά τους οι παιδευμένοι παπαδάσκαλοι κράτησαν άσβεστη τη


φλόγα της ελληνικής ψυχής εκεί στις απόμακρες εσχατιές της Ρωμανίας και
έμαθαν στους Αδυσσενούς ν’ αγαπούν πολύ το χωριό τους και τα γράμματα.

Ακόμα στην οικονομική άνθιση συνέβαλαν οι αρχιμεταλλουργοί των μεταλλείων


της περιοχής αυτής.
Η ευημερία και ο ρόλος των μεταλλείων στη ζωή των Αργυρουπολιτών ήταν
καθοριστικός.

Τα ασήμια της Αργυρούπολης ήταν γνωστά σ’ όλες τις αγορές της Ανατολής.
Την ευημερία αυτή περιγράφει πολύ παραστατικά ο Μελανοφρύδης σε άρθρο
του στην εφημερίδα «το Βήμα» της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης το 1961,
με τίτλο «Άδυσσα και Τσίτη, δύο δίδυμα χωριά».

(Μαύρα καιρούς! η Τσίτε εβόανεν! οι σταμπάσηδες ο Τσοπής, ο Σίρπιλας με τα


χρυσά σπαθία και τα ζερταβάδας τα γούνας, με τα φερμάνια τουν ας σον
Σουλτάνον, άμον στουλάρια εκράτναν τοι Ρωμαίοις.

Ας’ σοι πασάδας κι άλλο τρανόν δύναμιν είχαν. Εφτά νομάτ’ δεσποτάδες εξέβαν
ας σην Τσίτεν και ποπάδες αμέτρητοι. …

Και οι Αδυσσενοί είχαν εκατόν και πλέον μουλάρια κ’ εκουβάλναν τ’ ασήμια τη


Κανί, τα χαλκώματα και τ΄ ασήμια τ’ Άργονης ‘ς σην Τραπεζούνταν!

Μαύρ’ ανθρώπ’ και μαύρα έργατα!

Τα τσαμίντσια άμον κόπρια έτρωγαμ’, αμάν ατότες το καμέλ’ πα χουρμάδας


έχεζεν…

Τελευταία τα μουλάρια με την τελεμονήν τοι ματενίων εχάθαν και ‘ς σα χρόνια


μουν, είνας κοτσός γάϊδαρος πά ‘κ’ ευρίουτον ‘ς σο χωρίον.)
Το 1898, αφού τελείωσε με άριστα το Δημοτικό, ο Μελανοφρύδης, γράφτηκε
στο φροντιστήριο της Αργυρούπολης, στην Β΄ τάξη του Ελληνικού τμήματος.

Το φροντιστήριο Αργυρούπολης ιδρύθηκε το 1725 και αναβαθμίστηκε με


πρωτοβουλία του διευθυντή Γεωργίου Κυριακίδη. Ήταν το δεύτερο
εκπαιδευτικό ίδρυμα στον Πόντο μετά το φροντιστήριο Τραπεζούντας . Την
περίοδο που φοίτησε ο Μελανοφρύδης, δίδασκαν 12 εκπαιδευτικοί και
φοιτούσαν περί τους 300 μαθητές. Τα μαθήματα ήταν περίπου ίδια με αυτά,
που διδάσκονταν στο φροντιστήριο της Τραπεζούντας.

Στις αρχές του 20ου αιώνα αυτό αποτελούσε ένα κρησφύγετο κι ένα εργαστήριο
εθνικών παραδόσεων και παιδείας.
Μητροπολίτης Αργυρουπόλεως την περίοδο αυτή ήταν ο Γερβάσιος
Σουμελίδης, ο επονομαζόμενος και άγιος της Παιδείας.

Διευθυντής του φροντιστηρίου Αργυρούπολης ήταν ένας φωτισμένος


παιδαγωγός από την Ίμερα, ο Γεώργιος Χ. Ευθυβούλης. Ο Μελανοφρύδης
ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές του Ευθυβούλη. Αυτός του μετέδωσε
την αγάπη για τον Πόντο και την ποντιακή γλώσσα. Προικισμένοι δάσκαλοί του
ήταν ακόμα ο Αδυσσινός Νικόλαος Μέντες, τελειόφοιτος της μεγάλης σχολής ,
ο αριστομαθής τελειόφοιτος του φροντιστηρίου Αργυρούπολης και μετέπειτα
διευθυντής του φροντιστηρίου Τραπεζούντας, Ισραήλ Βασιλειάδης από τη
Βαρενού, (πρωτοξάδερφος του Διομήδη Βασιλειάδη, που επιμελήθηκε του
πολεοδομικού σχεδιασμού της Πτολεμαΐδας).

Επισημαίνω τα ονόματα των καθηγητών του, για να διαπιστώσουμε το επίπεδο


της παιδείας που λάμβαναν οι μαθητές, με δεδομένο, ότι ο Ισραήλ Βασιλειάδης
ήταν από τους φοιτητές, που αρίστευσαν στο πανεπιστήμιο Αθηνών.
Καθοριστικό ρόλο στην παίδευσή του έπαιξε η πλούσια βιβλιοθήκη του
φροντιστηρίου και της μητρόπολης Αργυρούπολης, που αριθμούσε εκείνη την
εποχή 2000 τόμους βιβλίων, πράγμα που επιβεβαιώνει ο Γεώργιος
Κανδηλάπτης στο βιβλίο με τίτλο «Αι βιβλιοθήκαι της Χαλδίας», εκδόσεις
Κυριακίδη. Στο απολυτήριο φαίνεται η άριστη βαθμολογία του, αφού με άριστα
το 6 έλαβε βαθμό απολυτηρίου 5,62.
Ένα σημαντικό γεγονός, που επηρέασε το μορφωτικό και εθνικό φρόνημα των
λογίων της Αργυρούπολης ήταν η συνδρομητική επαφή των δασκάλων με το
ταχυδρομείο της Άρδασας, όπου κατέφθαναν τα ελληνικά έντυπα: Η εφημερίδα
της Τραπεζούντας «Ο Φάρος της Ανατολής», από την Πόλη «Ο Ταχυδρόμος»
και η εφημερίδα «Πατρίδα» από την Αθήνα η εφημερίδα «Νέα Ελλάδα» και από
την Τεργέστη η «Νέα Ημέρα».

Μέσα από τα έντυπα αυτά τα ευχάριστα νέα των νικηφόρων βαλκανικών


πολέμων έφθαναν καθημερινά στους ποντίους δασκάλους και τα έντυπα αυτά
γινόταν βιβλία της ελληνικής ιστορίας στα σχολεία του Πόντου.
Το 1902 ολοκλήρωσε τις σπουδές του με «άριστα». Εφοδιασμένος με τη γνώση
της γαλλικής, ρωσικής, τουρκικής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας
και γαλουχημένος με τα εθνικά και πατριωτικά ιδεώδη, την άριστη γνώση της
ελληνικής ιστορίας, βγήκε στη βιοπάλη το 1903 ασκώντας το επάγγελμα του
δασκάλου στο γειτονικό χωριό, τη Χαβίανα .
Την περίοδο αυτή ο Θεοφύλακτος έγραψε σχετικά: «στην Άνω Χαβίανα ήταν
δάσκαλος ο Παντελής Μελανοφρύδης, τελειόφοιτος του φροντιστηρίου της
Αργυρουπόλεως, με νέες παιδαγωγικές αρχές και μεθόδους».

Στο ίδιο σχολείο θα υπηρετήσουν ως δάσκαλοι οι Αργυρουπολίτες


Κανδυλάπτης Γεώργιος, Ξιφιλίνος Θεοδ, Αγ. Παπαδόπουλος και Ανανίας
Νικολαΐδης. Στην επιλογή των δασκάλων με αναγνωρισμένη μόρφωση και
παιδεία θα συμβάλει ο μεγαλέμπορος της Χαβίανας, ο Γιώρ αγας Πουταχίδης,
που είχε κατάστημα στην Άρδασα (Τορούλ) και διακρινόταν για τη μεγάλη
αγάπη του για την παιδεία.
Ο νέος δάσκαλος της Χαβίανας ,όμορφος, με επιβλητικό ύφος και ακέραιο ήθος
παντρεύτηκε το 1906 μια κοπέλα από την Αδυσσα . Η αγάπη ήταν πάντα για
τον ευγενικό παιδαγωγό το βαθύτερο συναίσθημα του ανθρώπου. Σ’ όλη του
την ηθογραφική πραγματεία και ενασχόληση το ερωτικό συναίσθημα θα
αποκτούσε μια θεϊκή μαγεία, που έρχονταν να ισορροπήσει και να δώσει νόημα
και περιεχόμενο στη ζωή του ανθρώπου.
Οι βαθυστόχαστες αναλύσεις του ερωτικού δημοτικού άσματος είναι μοναδικές
και αποκαλυπτικές . Τα άρθρα του και οι καταγραφές για το ερωτικό ποντιακό
τραγούδι αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και μελέτης για τους νεότερους
λαογράφους.

Παραθέτω μερικά από τα πολυαγαπημένα δίστιχα του λαογράφου, που τόσο


πολύ άγγιζαν την ψυχή του.

Εχ’ κ’ έρχεται η τρυγώνα μου, τα σοκάκια φωτάζ’νε,


τ’ εμπρια τα στράτας χαίρουνταν ,τ’ οπίσ’ αναστενάζ’νε.

Ατά τ’ ομμάτια, πη ελέπ’, πώς να μη παλαλούται;

Πώς να μη ρούζ’ ‘ς σην θάλασσαν και πώς να μη σκοτούται;

Ψηλά ρασόπα πράσινα, δεντρόπα φυλλωμένα,

για φέρτε την αγάπη μου για πάρτε ‘μεν κ’ εμένα.

Το 1906 απέκτησε τον πρώτο του γιο, τον Στέφανο. Δύο χρόνια μετά,
γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, ο Περικλής.
Την ίδια χρονιά ο φίλος του Στέφανος Πουταχίδης, από τη Χαβίανα,
παντρεύτηκε την αδελφή του Μελανοφρύδη, Μαρία, και έτσι οι δύο φίλοι έγιναν
και συγγενείς. Η ζωή τους μέχρι και την προσφυγιά ήταν στενά συνδεδεμένη,
καθώς μέχρι το 1928 μοιράζονταν όλους τους πόνους και τις πίκρες των
πολέμων και της προσφυγιάς.
Συνεχίζεται….
Αρχική > Στήλες > Καφέ Ρωμανία > Παντελής Μελανοφρύδης… Στο χώρο και στο χρόνο…
Ιστορική έρευνα: Του Μωυσιάδη Παναγιώτη (Μέρος 2ο)
Παντελής Μελανοφρύδης… Στο χώρο
και στο χρόνο… Ιστορική έρευνα: Του
Μωυσιάδη Παναγιώτη (Μέρος 2ο)
Δημοσιεύτηκε απο: Παναγιώτης Μωϋσιάδης σε Καφέ Ρωμανία, Στήλες 16/06/2015 | 09:30

Κοινοποιήστε το άρθρο...
Facebook

Twitter

Linkedin

email

Print
Το 1902 ολοκλήρωσε τις σπουδές του με «άριστα». Εφοδιασμένος με τη γνώση
της γαλλικής, ρωσικής, τουρκικής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας και
γαλουχημένος με τα εθνικά και πατριωτικά ιδεώδη, την άριστη γνώση της
ελληνικής ιστορίας, βγήκε στη βιοπάλη το 1903 ασκώντας το επάγγελμα του
δασκάλου στο γειτονικό χωριό, τη Χαβίανα .

Την περίοδο αυτή ο Θεοφύλακτος έγραψε σχετικά: «στην Άνω Χαβίανα ήταν
δάσκαλος ο Παντελής Μελανοφρύδης, τελειόφοιτος του φροντιστηρίου της
Αργυρουπόλεως, με νέες παιδαγωγικές αρχές και μεθόδους».
Στο ίδιο σχολείο θα υπηρετήσουν ως δάσκαλοι οι Αργυρουπολίτες
Κανδυλάπτης Γεώργιος, Ξιφιλίνος Θεοδ, Αγ. Παπαδόπουλος και Ανανίας
Νικολαΐδης. Στην επιλογή των δασκάλων με αναγνωρισμένη μόρφωση και
παιδεία θα συμβάλει ο μεγαλέμπορος της Χαβίανας, ο Γιώρ αγας Πουταχίδης,
που είχε κατάστημα στην Άρδασα (Τορούλ) και διακρινόταν για τη μεγάλη
αγάπη του για την παιδεία.

Ο νέος δάσκαλος της Χαβίανας ,όμορφος, με επιβλητικό ύφος και ακέραιο ήθος
παντρεύτηκε το 1906 μια κοπέλα από την Αδυσσα . Η αγάπη ήταν πάντα για
τον ευγενικό παιδαγωγό το βαθύτερο συναίσθημα του ανθρώπου. Σ’ όλη του
την ηθογραφική πραγματεία και ενασχόληση το ερωτικό συναίσθημα θα
αποκτούσε μια θεϊκή μαγεία, που έρχονταν να ισορροπήσει και να δώσει νόημα
και περιεχόμενο στη ζωή του ανθρώπου.
Οι βαθυστόχαστες αναλύσεις του ερωτικού δημοτικού άσματος είναι μοναδικές
και αποκαλυπτικές . Τα άρθρα του και οι καταγραφές για το ερωτικό ποντιακό
τραγούδι αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και μελέτης για τους νεότερους
λαογράφους.
Παραθέτω μερικά από τα πολυαγαπημένα δίστιχα του λαογράφου, που τόσο
πολύ άγγιζαν την ψυχή του.
Εχ’ κ’ έρχεται η τρυγώνα μου, τα σοκάκια
φωτάζ’νε,
τ’ εμπρια τα στράτας χαίρουνταν ,τ’ οπίσ’ αναστενάζ’νε.

Ατά τ’ ομμάτια, πη ελέπ’, πώς να μη παλαλούται;


Πώς να μη ρούζ’ ‘ς σην θάλασσαν και πώς να μη σκοτούται;

Ψηλά ρασόπα πράσινα, δεντρόπα φυλλωμένα,


για φέρτε την αγάπη μου για πάρτε ‘μεν κ’ εμένα.

Το 1906 απέκτησε τον πρώτο του γιο, τον Στέφανο. Δύο χρόνια μετά,
γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, ο Περικλής.

Την ίδια χρονιά ο φίλος του Στέφανος Πουταχίδης, από τη Χαβίανα,


παντρεύτηκε την αδελφή του Μελανοφρύδη, Μαρία, και έτσι οι δύο φίλοι έγιναν
και συγγενείς. Η ζωή τους μέχρι και την προσφυγιά ήταν στενά συνδεδεμένη,
καθώς μέχρι το 1928 μοιράζονταν όλους τους πόνους και τις πίκρες των
πολέμων και της προσφυγιάς.
Το 1909 Οι δημογέροντες της Αδυσσας αποφάσισαν να τον διορίσουν δάσκαλο
στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού του τον Μελανοφρύδη , Στην πρόταση αυτή
δεν μπόρεσε να απορίψει ο σεμνός δάσκαλος και αμέσως ήρθε στη γενέτειρά
του και ανέλαβε το δύσκολο έργο να διοργανώσεικαι να εκσυνχρονίσει το
σχολείο της Άδυσσας.
Αφού κάλεσε τους δημογέροντες των δύο οικισμών τους έθεσε μπροστά στις
ευθύνες τους. Κινητοποίησε ακόμα τους εύπορους του χωριού να βοηθήσουν
για τον ίδιο σκοπό .
Για την εύρυθμη λειτουργεία του συνέταξε τον κοινοτικό σχολικό κανονισμό και
όρισε συλλειτουργούς την φιλόμουση αδελφότητα των εν Κριμαία
συμπατριωτών του.
Το Δημοτικό με ετήσια έσοδα 120 λίρες έγινε τετραθέσιο , με τέσσερεις τάξεις
Δημοτικού και τρεις Σχολαρχείου, αναβαθμίστηκε δηλαδή σε αστικό σχολείο της
Αργυρούπολης μετά από αυτό της Ίμερας και της Άτρας.

Ο ανήσυχος παιδαγωγός όμως προέβη σ’ ένα μεγάλο εγχείρημα, που δείχνει


τη θέληση και το όραμά του για την εκπαίδευση εκείνα τα χρόνια. Έγραψε
προσωπικά μία επιστολή στον έλληνα ευεργέτη και μεγαλέμπορο και τότε
δήμαρχο της Οδησσού, Γρηγόριο Μαρασλή.
Πόσο μεγάλος ενθουσιασμός θα πρέπει να διακατείχε τον ονειροπόλο
δάσκαλο, ώστε να τολμήσει εκείνη την εποχή να απευθυνθεί, ως δάσκαλος ενός
μικρού και άσημου χωριού του Μεσοχαλδίου, στον έλληνα μεγιστάνα και να
ζητήσει ορισμένα βιβλία για την καλύτερη παίδευση των μαθητών του. Άραγε τι
επιχειρήματα και τι φραστικά μέσα χρησιμοποίησε, ώστε ό θρακιώτης
ευεργέτης από την Οδησσό να του απαντήσει αμέσως υποσχόμενος, ότι θα του
αποστείλει ολόκληρη την προσωπική του βιβλιοθήκη. Ίσως κάποτε η επιστολή
αυτή να βρεθεί για να αποκαλυφθεί το πατριωτικό σθένος του αδάμαστου και
τολμηρού δασκάλου.

Με εντολή του γέροντα Μαρασλή τα


βιβλία ανατυπωθήκαν στο τυπογραφείο των αδελφών Σακελαρίου στην Αθήνα
και στάλθηκαν στην Τραπεζούντα, από όπου και παράλαβε 400 χρυσόδετους
τόμους με όλα τα πεδία των επιστημών ,Ιστορίας και Λαογραφίας.
Μετά την αποχώρησή του από το σχολείο της Χαβίανας ο πρόεδρος του
χωριού Γεώργιος Πουταχίδης ( Γιώρ αγάς ) συνειδητοποιώντας το μεγάλο κενό,
που προκάλεσε η απουσία του Μελανοφρύδη, φρόντισε να τον αντικαταστήσει
με τον επίσης γνωστό φιλομαθή και φιλόμουσο συμμαθητή του στο
φροντιστήριο Αργυρούπολης, Γεώργιο Κανδυλάπτη ( Κάνη).
Αυτό το γεγονός, δηλαδή η ταυτόχρονη παρουσία των δύο παιδαγωγών στα
δύο γειτονικά κεφαλοχώρια Άδυσσα και Χαβίανα, όπως θα διαφανεί στη
συνέχεια, δημιούργησε μια άτυπη παιδαγωγική άμυλα, που λειτούργησε προς
όφελος των δύο σχολείων.
Οι παλιοί συμμαθητές και τώρα διευθυντές με αφορμή ένα κοινωνικό
περιστατικό, που αφορούσε στην άρνησή των δύο κληρικών του διπλανού
χωριού Βαρτάντων να ενταφιάσουν μια γερόντισσα λόγω ένδειας, εξέθεσε τη
μητρόπολη Χαλδίας ανεπανόρθωτα. Στη διαμάχη αυτή ο μεν Κανδυλάπτης
στράφηκε κατά των ιερωμένων ο δε Μελανοφρύδης ως θεοσεβής
συμπαρατάχθηκε με τους δύο κληρικούς.
Η αντιπαράθεση κορυφώθηκε με δημοσιεύματα, που έγιναν από τον μεν
Κανδυλάπτη στην εφημερίδα της Τραπεζούντας ΄΄ Φάρος της Ανατολής ΄΄από
τον δε Μελανοφρύδη στην εφημερίδα της Τραπεζούντας ΄΄ Εθνική Δράσις ΄΄ .
Η αντιπαράθεση των δύο δασκάλων της Αργυρούπολης είχε πάρει τέτοια
έκταση, που κινητοποίησε το ενδιαφέρον του ηγούμενου της μονής Χουτουρά,
Διονυσίου Περδοπούλου, που στο πανηγύρι της Άδυσσας, την ημέρα της
Αναλήψεως, με παρέμβασή του οι παλιοί συμμαθητές συμφιλιώθηκαν δίνοντας
τα χέρια και έκτοτε έγιναν φίλοι και συνεργάτες συνεχίζοντας να αρθρογραφούν
αδιάλειπτα για την προβολή των ιστορικών και εθνικών δικαίων του ελληνισμού
του Πόντου.
Κάθε θεάρεστη και πατριωτική πράξη δημοσιεύονταν από τους δασκάλους –
δημοσιογράφους στις ελληνικές εφημερίδες, μια και η ψήφιση του τουρκικού
συντάγματος (Χουριέτ) το 1908 επέτρεψε την ελεύθερη δημοσιογραφία στον
Πόντο.
Η αρχική αντιπαράθεση και η μετέπειτα ευγενής άμυλα, όπως μας καταγράφει
ο Γ. Κανδυλάπτης στο βιβλίο του ΄΄Η ΖΩΗ ΜΟΥ ,ΗΤΟΙ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΄΄,
είχε σαν αποτέλεσμα να συσπειρωθεί ένα σεβαστό αναγνωστικό κοινό με
συνδρομητές των δύο εφημερίδων, αλλά κύρια να συγκεντρωθεί ένα σεβαστό
ποσό στις τράπεζες του Φωστηρόπουλου -Καπαγιαννίδη για τα σχολικά ταμεία
των δύο χωριών.
Θα μπορούσε σήμερα πολύ εύκολα κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι
οι ποντιακές κοινωνίες από τις αρχές του 20ου αιώνα είχαν συσπειρωθεί γύρω
από τους πνευματικούς δασκάλους του Πόντου, που διέπονταν από
νεωτεριστικές ιδέες και πατριωτική αυτογνωσία.

Ο Παντελής Μελανοφρύδης ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος του συνειδητού


Έλληνα δασκάλου, λαογράφου και ερευνητή. Στα χρόνια των φροντιστηριακών
του σπουδών αλλά και αργότερα μελέτησε τους δύο γνωστούς λόγιους του
Πόντου, το Σάββα Ιωαννίδη και τον Περικλή Τριανταφυλλίδη.
Αυτοί τον επηρέασαν, ώστε να ασχοληθεί με την καταγραφή των γλωσσικών
μνημείων της Χαλδίας.
Για τον σκοπό αυτό ,όπως ομολόγησε ο ίδιος σε άρθρο του, μας αποκαλύπτει,
ότι συναναστράφηκε με τους πρεσβύτερους και κατέγραψε ακριτικά τραγούδια
,ιστορίες , θρύλους και παραδόσεις του τόπου του διασώζοντας κάθε τι
σημαντικό ,που αφορά στον ποντιακό πολιτισμό και την ιστορία.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν η συγγενοπιστία, που συντέλεσε
στις συχνές επισκέψεις στο χωριό Τσίτη, στο σπίτι του νουνού του, Θόδωρου
Ζωγραφάντη. Εκεί άκουγε και κατέγραφε τα τραγούδια της γιαγιάς Μαρίας, που
ήταν και γιαγιά του Θεοφύλακτου . Η συγγενική σχέση, το κουμπαριό δηλαδή
με τον Θεοφύλακτο, συνέτεινε στην εγκάρδια γνωριμία των δύο ανδρών. Γι’
αυτήν τη σχέση θα ομολογήσει το 1957: ΄΄Αξέχαστη, θεία Μαρία, σε θυμάμαι
πάντα ..κάθε χρόνο της Μεταμόρφωσης νομίζω, ότι θα δω τα αγαπημένα μου
πρόσωπα, τον Θεοφύλακτον, τον Αγαθάγγελον, τον Δημήτ Αγάν, τον
Κέρογλην.!
Ένα τραγούδι από αυτά, που του αφηγήθηκε η Μαρία τοι Ζωγραφάντων, είναι
και το ακόλουθο με τον τίτλο ΄΄Εντροπέας΄΄:
Έναν κορτσόπον αγαπώ σουμά ‘ς ση γειτονίαν,
κ’ εντρέπουμαι να λέγ’ ατό, κορτζόπον , αγαπώ ‘σε!

Κ’ έναν πιρνίν ,πιρνίτσικον, και Κερεκήν ημέραν,


‘πεντρόψα εγώ κι’ είπα ‘το: κορτζόπον, αγαπώ ‘σε!

Κ’ εσύ αγαπάς κ’ εγώ αγαπώ κι’ ο κύρη μου ‘κι θέλει.


-Φαρμάκωσον τον κύρη σου καρύδια με το μέλι.
Tο 1910 γνωρίστηκε πνευματικά με τον παιδικό του φίλο και συνομήλικο, το
γιατρό Θεοφύλακτο, που είχε τελειώσει τις ιατρικές του σπουδές στην Αθήνα
και το Παρίσι και είχε επιστρέψει στο χωριό του, την Τσίτη . Ο Θεοφύλακτος
μετέδωσε στον Παντελή Μελανοφρύδη την ιδέα για εθνική αναγέννηση και την
κρυφή προσδοκία του για την ανεξαρτησία του Πόντου.
΄΄Για να πραγματωθεί η ελευθερία της πατρίδας ,ομολογεί , χρειάζεται ανώτερη
παιδεία , προσαρμοσμένη στα ελληνικά προγράμματα της εποχής. ΄΄
Γι’ αυτό ξεκίνησαν μαζί την προσπάθεια ίδρυσης ελληνικού Λυκείου στη μονή
της Παναγίας Γουμερά, που γρήγορα εξελίσσεται σε ζυμωτήρι πατριωτικών
οραμάτων.

Η ιστορική μονή, που ιδρύθηκε επί


Κομνηνών, έγινε σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτήριο μέχρι το ξέσπασμα του
πρώτου παγκοσμίου πολέμου το 1914, οπότε οι μαθητές και οι καθηγητές του
διέφυγαν στην Ρωσία .

Στο ίδιο Λύκειο δίδαξε για ένα χρόνο ο Κοσμάς Προκοπίδης, ο βουλευτής
Κοζάνης. Τα μαθήματα, που διδάσκονταν, καταγράφονται στην κάρτα του
τριμηνιαίου ελέγχου.
Είχε 27 μαθητές, με καθηγητές τον Πουταχίδη Γ. Στέφανο από την Χαβίανα και
Μελανοφρύδη Η. Παντελή από την Άδυσσα.
Από την προσωπική μαρτυρία ενός από τους μαθητές του Μελανοφρύδη, του
Σωκράτη Πουταχίδη ( Κλαδά) μαθαίνουμε, ότι ο Μελανοφρύδης δίδασκε το
μάθημα της γαλλικής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το μάθημα γινόταν
χωρίς βιβλία, αλλά παραδίδονταν προφορικά και καταγράφονταν από τους
μαθητές με μολύβι σε τετράδια. Την καλή γνώση της Γαλλικής την απέκτησε
από τον γαλλομαθή καθηγητή του, Ισραήλ Βασιλειάδη.
Όταν μάλιστα δίδασκε το μάθημα των αρχαίων ελληνικών, όπως μας
πληροφορεί ο Σωκράτης Πουταχίδης: ΄΄Τόσο πολύ που αρέσκετο και
απολάμβανε την διδασκαλία, απήγγειλε το αρχαίο κείμενο από έξω
βηματίζοντας πάνω στον ιαμβικό ρυθμό του. Ακόμα και, όταν ο αείμνηστος
δάσκαλος μάς πήγαινε περίπατο , στη διάρκεια του περιπάτου πρόβαινε εις
ιστορικάς αφηγήσεις ιδίως εκ της ιστορίας του Κ. Παπαρηγόπουλου΄΄ ( έκανε
χρήση της περιπατητικής διδασκαλίας).
Άς αφήσω όμως τον ιστορικό μας Μελανοφρύδη να αποκαταστήσει την
ιστορική αλήθεια για το πώς δημιουργήθηκε το περίφημο Λύκειο Γουμεράς:
΄΄ Ενθυμούμαι την ιστορικήν συνεδρίαν της νυκτός της 14ης Αυγούστου του
1913, όπου ο Θεοφύλακτος ανέπτυξε τον ιερόν σκοπόν της συστάσεως
κεντρικής Σχολής εις την Μονήν Γουμερά:
΄΄…Ο εμπνευστής της ιδέας, ο κυριότερος μοχλός, ο φλογερός πατριώτης, ο
ακούραστος ονειροπόλος του εθνικού μεγαλείου , ο συνεχιστής των φλογερών
αρχιμεταλλουργών, το μεγάλο τέκνο της Τσίτης, που έκλεισεν και την πατρίδα
του και την Τραπεζούντα και την Ελλάδα εις την καρδίαν του, ο μεγαλοϊδεάτης
Θεοφύλακτος ,στη Γουμερά έθεσε τα στέρεα θεμέλια της κατόπιν ευρυτάτης και
πολυσχιδούς δράσης του, της αναδείξεώς του εις εθνικόν άνδρα …. Το όνομα
του ιατρού Θεοφύλακτου θα μείνει ες αεί αθάνατον και θα το ευλογούν οι Πόντιοι
αιωνίως΄΄.
Στη σύντομη αναφορά του ο Παντελής Μελανοφρύδης εκφράζει τον μεγάλο
θαυμασμό για τον συνομήλικό φίλο και πατριώτη Θεοφύλακτο.
Το έτος 1910 αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην πατριωτική αφύπνιση του
συγγραφέα. Είναι η περίοδος, όπου η εθνική συνείδηση των βαλκανικών λαών
γίνεται αφετηρία και έναυσμα για τους βαλκανικούς πολέμους. Είναι τόσο
καταλυτική η απελευθερωτική διάθεση των βαλκανικών και μικρασιατικών
λαών, ώστε σε πολύ λίγο χρόνο το ετοιμόρροπο οθωμανικό κράτος θα
συρρικνωθεί στα όρια της Μικράς Ασίας.
Στον Πόντο η απελευθερωτική διάθεση ήταν έντονη ιδιαίτερα μετά το 1912,
που, όπως μας εξηγεί ο Μελανοφρύδης, ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά
τυπώνονταν στην Τραπεζούντα.
Ένα πνεύμα εθνικού αυτοπροσδιορισμού εκφραζόταν από τους
τραπεζούντιους λόγιους. Τα ευχάριστα νέα από τους μακεδονικούς αγώνες
έφερναν ένα μήνυμα αισιοδοξίας στους Έλληνες του Πόντου…Οι δάσκαλοι της
Αργυρούπολης μετέδιδαν άφοβα στους νέους τα εθνικά και πατριωτικά ιδεώδη,
καλλιεργώντας ελπιδοφόρα μηνύματα ανεξαρτησίας και αγάπης για την
Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα.
Πολλά από τα τραγούδια της ελληνικής επανάστασης, όπως ο Θούριος του
Ρήγα , ο εθνικός ύμνος ,κλέφτικα τραγούδια και τραγούδια της πόλης, όλα τα
πατριωτικά τραγούδια της ελεύθερης Ελλάδας τραγουδιούνταν στις παρέες των
Ελλήνων του Πόντου, μέσα στα πλαίσια ενός εθνικού κλίματος αυτογνωσίας
και έγερσης κατά του Οθωμανισμού. Τα τραγούδια αυτά, όπως μας
πληροφορεί ο Παντελής Μελανοφρύδης, ήταν τα παρακάτω: Της Ελένης, Μια
βοσκόπουλα αγάπησα ,Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά, Ώ! λυγερόν και
κοπτερόν σπαθί μου, Έως πότε η ξένη ακρίδα, Σαν τα μάρμαρα της Πόλης, κα.
Ιδιαίτερη απήχηση είχαν τα τραγούδια της Προποντίδας όπως τα : Σαν τα
μάρμαρα της Πόλης ,και το Σαράντα Ευζωνάκια . Τα τραγούδια αυτά τα
τραγουδούσαν ακόμα και σε παρέες με τη συνοδεία της λύρας ή και χωρίς
αυτήν καθιστικά ΄΄οτουρλία ΄΄, όπως τα έλεγαν. Στη συλλογή των ακριτικών
τραγουδιών ο Μελανοφρύδης διέσωσε ένα μοναδικό τραγούδι, που αναφέρεται
στα μάρμαρα της Πόλης:
Φέρω ας στην πόλιν μάστοραν κι ας στο Μισίρ’ αργάτεν,
κι ας σην Κωσταντινούπολιν πέτραν πελεκεμένον..
Αυτή η ανυπέρβλητη γυναικεία ομορφιά στον Πόντο και στην Πόλη μπορεί να
συνταιριάξει μόνο με τον περίτεχνο διάκοσμο της Αγια -Σοφιάς και των
λιθοξόων της.
Ο πυρήνας αυτού του απελευθερωτικού κινήματος στον Πόντο είναι οι πόντιοι
επιστήμονες των πανεπιστημίων της Αθήνας και του Παρισιού.
Οι Έλληνες του Πόντου περίμεναν τη μεγάλη αρκούδα, την Ρωσία, να τους
απελευθερώσει από τα οθωμανικά δεσμά.
Αυτήν την περίοδο των προσδοκιών ο Μελανοφρύδης, αφού συγκέντρωσε τη
δεκάχρονη εμπειρία και γνώση του ,σαν άλλος Σάββας Ιωαννίδης, εξέδωσε το
πρώτο του λαογραφικό βιβλίο με τον περιεκτικό αλλά και μηνυματικό τίτλο ΄΄Η
εν Πόντω ελληνική γλώσσα ΄΄. ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ΄΄

Συνεχίζεται…

Συνέχεια από το προηγούμενο φύλλο….

Ο Μελανοφρύδης το 1910, αφού


συγκέντωσε όλες του τις μελέτες και έρευνες, που έκανε από το 1900 πάνω
στην ποντιακή λαογραφία και ιδιαίτερα στο ποντιακό δημοτικό τραγούδι,
πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στο Βατούμ της Ρωσίας, με σκοπό να
εκδώσει το πρώτο του Βιβλίο. Ετοιμάζεται και με τη βοήθεια φίλων και
συγγενών πραγματοποιεί το μεγάλο του όνειρο, να διασώσει τα μνημεία λόγου
της περιοχής της Αργυρούπολης του Πόντου.
Το παραπάνω βιβλίο είναι ένα απάνθισμα ποίησης και λαογραφίας, που το
αφιερώνει στην πατρίδα με την ρήση:
΄΄ ΤΑ ΣΑ ΕΚ ΤΩΝ ΣΩΝ ΣΟΙ ΤΗ ΑΓΑΠΗΤΗ ΜΟΙ ΠΑΤΡΙΔΙ ΤΑΠΕΙΝΩΣ
ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ΄΄

Στην ΄΄Εν Πόντω ελληνική γλώσσα ΄΄ ο συγγραφέας κατέγραψε στην εισαγωγή


του βιβλίου τις πατριωτικές του ανησυχίες και τις αγωνίες του για το μέλλον του
Πόντου. Ο πατριωτισμός του και το όραμά του για την ρωμιοσύνη είναι
διάχυτος.
Ο πρόλογος του βιβλίου εμπεριείχε μια εθνεγερτική και παρορμητική διάθεση
,που εξυψώνει την ποντιακή καταγωγή με αυτήν της αρχαιοελληνικής
ανωτερότητας.
Στη συλλογή του συμπεριέλαβε όλα τα ακριτικά τραγούδια της Αργυρούπολης
καταγράφοντας τις παραλλαγές του τόπου του. Κατέγραψε σοφά, παροιμίες,
αινίγματα και το πιο σημαντικό, κωδικοποίησε την ποντιακή γραμματική με τον
τίτλο ΄΄ Σύντομος γραμματική της ποντιακής διαλέκτου ΄΄ Στο κεφάλαιο αυτό
διαφάνηκε η γέννηση ενός δεινού λόγιου της ποντιακής γλωσσολογίας και
γραμματολογίας.
Το βιβλίο τυπώθηκε και διανεμήθηκε στο Βατούμ, Άδυσσα, Αργυρούπολη,
Άρδασσα, Αυλίανα, Πλάτανα, Τσολόχαινα, και στην Ρωσία στις πόλεις:
Τσατούρα, Καρακούρτ και ιδιαίτερα στη Γιάλτα και στην Αλούπκα.
Ας αφήσω το συγγραφέα να εκφράσει τα αισθήματά του στην εισαγωγή του
βιβλίου του:
…Ας μην προσδοκώσι λοιπόν οι αναγνώσται φιλολογικάς ερμηνείας , παρά
συλλογής, σκοπόν προθεμένης κυρίως, όπως καταστήσει γνωστά εις το κοινόν
τα προγονικά ημών κειμήλια, τα αθάνατα ποιήματα και τας πρακτικοτάτας όσον
και επαγαγούς και εκφραστικάς παροιμίας, πλήρη συλλογήν των οποίων
πρώτος εκδίδω.
Επομένως ούτε δάφνας φιλολόγου ούτε περγαμηνάς ιστοριογράφου διεκδικών
ανέλαβον το άχαρι και επίπονον έργον του συλλέκτου, άλλ’ όμως δώσω και
τοις λοιποίς πατριώταις νύξιν, ίνα ασχοληθώσιν εις την συλλογήν και
δημοσίευσιν των γλωσσικών μνημείων, δι ών η πατρίς ιστορία είναι δυνατόν να
διαφωτισθή, συγχρόνως δε να διασαφηνιστή ο ιδιωτικός βίος των αρχαίων.
Στο σημείο αυτό ας προσέξουμε μια ταπεινή αλλά αναγκαία αυτοκριτική κάθε
ευγενικού δημιουργού και εργάτη του πνεύματος : ΄΄Οι κρίνοντες λοιπόν το
ευτελές τούτο έργον, ας μη κρίνωσι ως έργον ειδικού φιλολόγου και
αρχαιολόγου ,άλλ’ ως ατελές σκιαγράφημα ακραιφνούς λάτρου του προγονικού
μεγαλείου΄΄.
Ο συγγραφέας ,αφού κατέγράψε τις σκέψεις του για το ποντιακό τραγούδι ,μας
εκμυστηρεύτηκε, ότι το έμμετρο και ομοιοκατάληκτο ποντιακό τραγούδι, αυτό
που λέμε ( Κρωμέτ’κα τραγωδίας) είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων
από το 1880 και μετά, γι’ αυτό στη συλλογή του δε συμπεριλαμβάνει τη ΄΄
νεότερη λαϊκή ποίηση ΄΄.
Στο τέλος της εισαγωγής κλείνει με μία πατριωτική παρότρυνση, που αποτελεί
πάντα το κύκνειο άσμα της γραφής του.
,,Ο Πόντος έχει ανάγκην εργασίας συστηματικής μακράς και επιστημονικής,
όπως αναδείξει όλα τα προγονικά κειμήλια ,όσα ζηλοτύπως περικλείει και
καταλάβει την προσήκουσαν θέσιν παρά ταις λοιπαίς ελληνικαίς χώραις, αίτινες
τοσούτον επιμελώς και επιμόνως εξηρευνήθησαν.
Η μεγαλυτέρα δε ικανοποίησις του συλλέκτου της παρούσης συλλογής θα ήτο,
αν έδιδε δι’ αυτής μικράν ,έστω και ελαχίστην νύξιν εις πλειοτέρας ερεύνας, δι
ών θα καθίστατο γνωστοτέρα η φιλτάτη ΠΑΤΡΙΣ
Έγγραφον εν Αδύσση κατ’ Αύγουστον του 1910.
Π. Η. ΜΕΛΑΝΟΦΡΥΔΗΣ
Με τη συλλογή των ακριτικών τραγουδιών μας μεταφέρει στην εποχή της
αρχαίας Αργυρούπολης στην εποχή των δουκών των Γαβράδων και των
Ξαντίνων.
Ο ίδιος μας επεξηγεί, ότι από τα νεαρά του χρόνια τον απασχόλησαν ιδιαίτερα
τα δημοτικά τραγούδια και προσπάθησε να αντιπαραθέσει τη νοηματική και
ιστορική τους σχέση με τα αρχαία κείμενα, γιατί πίστευε, ότι αποτελούν
μετεξέλιξή τους.
Γι αυτό άρχισε από το 1908 να δημοσιεύει τις αναλύσεις του στην εφημερίδα ΄΄
ΕΘΝΙΚΉ ΔΡΑΣΙΣ ‘’, που εξέδιδε ο Φίλιππος Φιλιππίδης στην Τραπεζούντα. (
φύλλα 33, 36, 49 ). Είναι τα πρώτα του δημοσιεύματα, αλλά, όπως με ειλικρίνεια
ομολόγησε ο ίδιος, σταμάτησε τη δημοσίευση λόγω έλλειψης κατάλληλων
βοηθημάτων. ( Το αρχείο της εφημερίδας δεν έχει διασωθεί.)
Στη συλλογή αυτή συμπεριέλαβε και ανέκδοτες μέχρι τότε παραλλαγές, που
ολοκλήρωσαν τις προγενέστερες καταγραφές, όπως το ακριτικό τραγούδι του
Διγενή Ακρίτα στην αργυρουπολίτικη εκφορά. Την ανάλυση του τραγουδιού
αυτού δημοσίευσε ο Μελανοφρύδης το 1908 στο άρθρο ΄΄ Ο χριστιανισμός εν
Χαλδία΄΄ στην εφημερίδα (Εθνική Δράσις φύλλο 175)

Ακρίτας όντες έλαμνεν ‘ς σο μέγαν το χωράφιν,


εφτά σπορίδια δέβασεν κ’ εκεί ήλος ‘κ’ επήρεν.
Κι άλλα εφτά κι αν δεβάζ’, εκεί ήλος κι παίρει.
Έρθεν πουλίν κ’ εκόνεψεν ση ζυγονί την άκραν.
Και το πουλιν κελάϊδεσεν μ’ ανθρώπινον λαλίαν:
Ακρίτα μου, ντο κάθεσαι κι ατού ντο περιμένεις;

You might also like