You are on page 1of 26

Κύλινδρος Edison ή Φωνογράφος

Ο φωνογράφος, κοινώς γραμμόφωνο, (αγγλ. Phonograph) είναι μια από τις πρώιμες
συσκευές για την εγγραφή και αναπαραγωγή ήχου. Κατασκευάστηκε από τον
Αμερικανό Τόμας Άλβα Έντισον (Thomas A. Edison) (1847 – 1931) το 1877.
Χρησιμοποιούσε μια βελόνα για να καταγράφει τον ήχο σε έναν κύλινδρο με αυλάκια,
επικαλυμμένο με αλουμινόχαρτο, ο οποίος περιστρεφόταν με σταθερή ταχύτητα. Η ιδέα
της εγγραφής ήχου με παρόμοιο τρόπο υπήρχε από τουλάχιστον μισό αιώνα πριν, αλλά
ο Έντισον με την κατασκευή του της έδωσε σάρκα και οστά.

Αυτοκρατορία των Αψβούργων

Η Μοναρχία των Αψβούργων (γερμανικά: Habsburgermonarchie) ή η Αυτοκρατορία


των Αψβούργων είναι μια ανεπίσημη ονομασία μεταξύ των ιστορικών για τις χώρες και
επαρχίες που κυβερνούνταν από τον ελάσσονα αυστριακό κλάδο του Οίκου των
Αψβούργων μεταξύ του 1521 και του 1780 και, στη συνέχεια, από το διάδοχό κλάδο
της Λωρραίνης μέχρι το 1918. Η Μοναρχία ήταν ένα σύνθετο κράτος που αποτελείτο από
περιοχές εντός και εκτός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενωμένες μόνο
στο πρόσωπο του μονάρχη. Η δυναστική πρωτεύουσα ήταν η Βιέννη, εκτός από το 1583
έως το 1611, όταν μετακινήθηκε στην Πράγα. Από το 1804 έως το 1867 η Μοναρχία των
Αψβούργων ήταν γνωστή επίσημα ως η Αυστριακή Αυτοκρατορία, και από το 1867 έως
το 1918 ως η Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία.[1][2]
Ο επικεφαλής του αυστριακού κλάδου του Οίκου των Αψβούργων συχνά
εκλεγόταν Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: από το 1415, μέχρι την
διάλυση της Αυτοκρατορίας το 1806, ο Κάρολος της Βαυαρίας (1742-1745) ήταν ο μόνος
Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας που δεν ήταν ταυτόχρονα ο Αψβούργος Κυβερνήτης της
Αυστρίας.[3][4] Οι δύο οντότητες ποτέ δεν ταυτίζονταν, καθώς η Μοναρχία των
Αψβούργων συμπεριείχε πολλές περιοχές εκτός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και
το μεγαλύτερο μέρος της Αυτοκρατορίας κυβερνιόταν από άλλες δυναστείες.
Αυτή η Αυστριακή Μοναρχία των Αψβούργων δεν πρέπει να συγχέεται με τον Οίκο των
Αψβούργων, που υπάρχει από τον 11ο αιώνα, του οποίου η μεγάλη επικράτεια
χωρίστηκε το 1521 ανάμεσα στον «ελάσσονα» αυστριακό κλάδο και τον
«μείζονα» ισπανικό κλάδο.
Aυτοκρατορία της Πρωσσίας

Το Βασίλειο της Πρωσίας (γερμανικά: Königreich Preußen) ήταν ένα


γερμανικό βασίλειο από το 1701 μέχρι το 1918. Από το 1871 έως την ενοποίηση της
Γερμανίας και την ήττα του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Πρωσία περιλάμβανε σχεδόν
τα δύο-τρίτα της επικράτειας της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Πήρε το όνομά του από την
περιοχή της Πρωσίας, παρότι το κέντρο του ήταν το Βραδεμβούργο.

Γαλλική Αποικιακή Αυτοκρατορία

Η γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία (γαλλικά: empire colonial français) ήταν το σύνολο


των αποικιών, των προτεκτοράτων, των ελεγχόμενων εδαφών και των εντολών που
διαχειριζόταν η Γαλλία. Ξεκίνησε τον 16ο αιώνα και είχε πολύ διαφορετική εξέλιξη
ανάλογα με την εποχή και την έκτασή της, όπως και από τον πληθυσμό της ή από τον
πλούτο της. Οι αποικιακές κτήσεις πέρασαν διάφορες καταστάσεις και τρόπους
λειτουργίας, με τις αποικίες σκλάβων της Καραϊβικής του δέκατου έβδομου αιώνα και του
δέκατου όγδοου αιώνα, τη γαλλική Αλγερία, μέρος της Γαλλίας σε ορισμένες περιόδους,
τα προτεκτοράτα της Τυνησίας και του Μαρόκου και τις εντολές της Συρίας και του
Λιβάνου.
Oρχήστρα Gamelan

Ορχήστρα που αποτελείται κυρίως από διάφορα κρουστά όργανα, κυρίως τονικά
ιδιόφωνα (τονικά γκονγκ, καμπάνες, μαρίμπες, ξυλόφωνα κ.ά.) αλλά και κάποια πνευστά ή και
έγχρορδα. Γκαμελάν ορχήστρες συναντάμε σε χώρες της Άπω Ανατολής όπως στην Ινδονησία
(ιδιαίτερα στην Ιάβα και το Μπαλί).

Χρησιμοποιούνται σε θρησκευτικές και επίσημες τελετές. Επίσης συνοδεύουν χορούς, θεατρικές


παραστάσεις και παραστάσεις μαριονέτας. Οι ορχήστρες γκαμελάν έγιναν γνωστές στην
Ευρώπη το 1889 στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού (Exposition Universelle). Κατόπιν
ενέπνευσαν δυτικούς συνθέτες όπως τον Κλοντ Ντεμπισί (Claude Debussy), Τζων Κέιτζ (John
Cage), Μπένζαμιν Μπρίτεν (Benjamin Britten), Φίλιπ Γκλας (Philip Glass), κ.ά.

Συμφωνικό Ποίημα

Το συμφωνικό ποίημα είναι μια εκτενής σύνθεση για συμφωνική ορχήστρα που
προσπαθεί να αποδώσει με μουσικά μέσα εξωμουσικό περιεχόμενο, για παράδειγμα
εντυπώσεις από ανθρώπους, τοπία, ζωγραφικούς πίνακες ή λογοτεχνικά έργα. Είναι μια
μορφή προγραμματικής μουσικής και έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στη Ρομαντική μουσική του
19ου αι. Το συγκεκριμένο είδος είχε επίσης σημαντική επίδραση στη δημιουργία
των εθνικών σχολών, γιατί έδινε τη δυνατότητα στον συνθέτη να ενσωματώνει άμεσα
εθνικά ή και λαϊκά στοιχεία στην μουσική του και να τα επεξεργάζεται κατάλληλα, έτσι
ώστε να παραπέμπουν σε ένα εθνικό περιεχόμενο.
Το συμφωνικό ποίημα, έδινε επίσης την δυνατότητα στον συνθέτη να διαμορφώνει
ελεύθερα την σύνθεσή του, ακολουθώντας το θέμα που είχε επιλέξει ως εξωμουσικό
περιεχόμενο και όχι αναγκαστικά τις παραδεδομένες μουσικές μορφές της εποχής. Η
εξέλιξη αυτή σχετίζεται και με την πεποίθηση πολλών ρομαντικών συνθετών ότι η φόρμα
της συμφωνίας, η οποία προερχόταν από την κλασική σχολή της Βιέννης, δεν μπορούσε
να οδηγήσει σε καμία περαιτέρω εξέλιξη την συμφωνική μουσική. Κάποιοι συνθέτες
όμως, με κύριο εκπρόσωπο τον Μπραμς, συνέχιζαν να χρησιμοποιούν τη φόρμα της
συμφωνίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο σχολές, ο διαχωρισμός των οποίων
ήταν εμφανής από την διαμάχη που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους οπαδούς
των Σούμαν και Μπραμς από τη μία, και των Βάγκνερ και Λιστ από την άλλη.
Προγραμματική Μουσική

Η προγραμματική μουσική είναι μουσική αφηγηματικού, περιγραφικού ή


αναπαραστατικού είδους. Η ύπαρξη εξωμουσικών ιδεών και περιεχομένων σε μια
μουσική σύνθεση, που προέρχονται από άλλες μορφές, όπως την ποίηση, την
ζωγραφική και την λογοτεχνία, ή από προσωπικά βιώματα του συνθέτη, δίχως να γίνεται
χρήση τραγουδιού, δημιουργεί τον όρο προγραμματική μουσική.
O συνθέτης προσπαθεί να περιγράψει κάτι το συγκεκριμένο , π.χ. ένα ιστορικό συμβάν,
ένα φιλολογικό κείμενο, μια εικόνα ή μια καθορισμένη ψυχική κατάσταση. Συνήθης, αλλά
όχι αναγκαία, είναι η παρουσίαση του προγράμματος στην έναρξη της συνθέσεως,
προκειμένου αυτό να καθοδηγήσει τον ακροατή στην ορθή ερμηνεία της εξωμουσικής
ιδέας.
Η προγραμματική μουσική ήκμασε και κατέστη εξαιρετικά δημοφιλής κατά το δεύτερο
ήμισυ του 19ου αιώνος, παρ’ ότι ίχνη της μπορούν να εντοπισθούν ήδη στα τέλη του
15ου και στις αρχές του 16ου αιώνος. Μετά την λήξη του ρομαντικού κινήματος
παρήκμασε μάλλον γρήγορα, πρωτίστως επειδή το στοιχείο της αναπαράστασης
αντικαταστάθηκε από εκείνο της έκφρασης και, κατά συνέπειαν, οι συνθέτες επέλεξαν να
εκθέσουν την έμπνευσή τους κατά τρόπον πιο εσωτερικό και αφηρημένο.[1] Θεωρείται το
αντίθετο της Απόλυτης Μουσικής .
Απόλυτη Μουσική

Ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η αντιδιαστολή με την προγραμματική μουσική στην οποία
αναπαριστούνται εικονογραφικές ή ποιητικές ιδέες . Συνήθως αποκλείει και τη φωνητική μουσική, όταν ο
λόγος επηρεάζει τη δομή της μουσικής . Περιστασιακά ο όρος έχει πιο αυστηρή έννοια αποκλείοντας όχι
μόνο τη φωνητική και προγραμματική μουσική αλλά και τη μουσική με συγκεκριμένο χαρακτήρα (
ρομαντική μουσική). Έτσι ο Μπαχ και, έως ένα βαθμό και ο Μότσαρτ, θεωρούνται συνθέτες της
"απόλυτης μουσικής"

Eduard Hanslick
ήταν Γερμανός μουσικός κριτικός της Βοημίας .

Tristanakkord - Η συγχορδία του "Τριστάνου"

Η αρχή του κομματιού, γνωστή ως «συγχορδία του Τριστάνου», έχει μεγάλη σημασία
στην εξέλιξη από την παραδοσιακή τονική αρμονία διότι περιλαμβάνει όχι μία αλλά
δύο διαφωνίες

Eξπρεσσιονισμός

Ο Εξπρεσιονισμός αποτελεί καλλιτεχνικό κίνημα της μοντέρνας τέχνης που


αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, περίπου την περίοδο 1905-1940 και κυρίως
στο χώρο της ζωγραφικής. Η κλασική φάση του εξπρεσιονιστικού κινήματος εξαπλώθηκε
σε όλη την Ευρώπη. Το παράδειγμά του θα έδινε, αργότερα, υλικό στον Αφηρημένο
Εξπρεσιονισμό και η επιρροή του θα γινόταν αισθητή για όλο τον υπόλοιπο αιώνα στη
γερμανική τέχνη. Ήταν, επίσης, ένας σπουδαίος πρόδρομος για τους καλλιτέχνες του
Νεο-Εξπρεσιονισμού της δεκαετίας του 1980.Βασικό χαρακτηριστικό των εξπρεσιονιστών
καλλιτεχνών ήταν η τάση να παραμορφώνουν την πραγματικότητα στα έργα τους,
αδιαφορώντας απέναντι σε μια πιστή και αντικειμενική αναπαράσταση της. Συχνά ο
εξπρεσιονισμός διακρίνεται και από μια έντονη συναισθηματική αγωνία, χαρακτηριστικά
μάλιστα μπορούμε να πούμε πως ελάχιστα εξπρεσιονιστικά έργα έχουν χαρούμενη
διάθεση.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Ο όρος εξπρεσιονισμός (expressionism, από τον λατινικό όρο expressio, -
onis δηλαδή έκφραση) αποδίδεται στον Τσέχο ιστορικό τέχνης Antonin Matějček το 1910,
ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο αυτό περισσότερο για να δηλώσει μια τάση αντίθετη
στον Ιμπρεσιονισμό. Χαρακτηριστικά αναφέρει "...ένας Εξπρεσιονιστής επιθυμεί πάνω
από όλα να εκφράσει τον εαυτό του". Αυτή η στάση του εξπρεσιονισμού ήταν ασφαλώς
αντίθετη στις αξίες των ιμπρεσιονιστών, οι οποίοι επεδίωκαν μια αντικειμενική
αναπαράσταση της πραγματικότητας.
Το ρεύμα του εξπρεσιονισμού αναπτύχθηκε κυρίως στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα
δεν υπήρξε ποτέ κάποια ενιαία οργανωμένη ομάδα καλλιτεχνών που να
αυτοαποκαλούνταν Εξπρεσιονιστές αλλά περισσότερο μικρές ομάδες με κοινά
χαρακτηριστικά και κυρίως οι ομάδες Blaue Reiter και Die Brücke με έδρα το Μόναχο και
τη Δρέσδη αντίστοιχα. Οι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι επηρεάστηκαν από διάφορους
προγενέστερους ζωγράφους, μεταξύ των οποίων ο Βαν Γκόγκ και ο Μουνκ αλλά επίσης
και από έργα της αφρικανικής τέχνης.
Θεωρείται πως οι εξπρεσιονιστές ήρθαν σε επαφή με το έργο των Φωβιστών στο Παρίσι.
Τα δύο κινήματα διακρίνονται και από ένα κοινό χαρακτηριστικό στην τεχνική τους,
συγκεκριμένα τη χρήση έντονων χρωμάτων και αντιθέσεων. Ωστόσο ενώ οι φωβιστές
επεδίωκαν με αυτό το τρόπο να δημιουργήσουν όμορφες εικόνες, οι εξπρεσιονιστές
στόχευαν στην πρόκληση βαθύτερων συναισθημάτων. Για τους Εξπρεσιονιστές, το
χρώμα αποτελούσε ένα σημαντικό μέσο έκφρασης από μόνο του, χωρίς απαραίτητα την
ανάγκη ενός αντικειμένου. Ο Καντίνσκυ ήταν από τις ηγετικές μορφές του
Εξπρεσιονισμού που στήριξαν αυτή τη θέση και οδήγησαν σταδιακά στη διαμόρφωση
της σύγχρονης αφηρημένης τέχνης.
Πέρα από τη ζωγραφική, ο εξπρεσιονισμός θεωρείται πως μπορεί να παρατηρηθεί και σε
άλλες μορφές της τέχνης. Στη λογοτεχνία, τα μυθιστορήματα του Φραντς Κάφκα συχνά
χαρακτηρίζονται εξπρεσιονιστικά, ενώ και στο γερμανικό θέατρο υπήρξε ένα
εξπρεσιονιστικό κίνημα στις αρχές του 20ού αιώνα καθοδηγούμενο κυρίως από τους
Γκέοργκ Κάιζερ (Georg Kaiser) και Ερνστ Τόλερ (Ernst Toller).
Στη μουσική, οι Άρνολντ Σένμπεργκ (Arnold Schoenberg), Άντον Βέμπερν (Anton
Webern) και Άλμπαν Μπεργκ (Alban Berg), συνέθεσαν έργα που επίσης χαρακτηρίζονται
εξπρεσιονιστικά. Αυτό που διαχωρίζει τα έργα τους, σε σχέση με τη μουσική των
σύγχρονών τους, όπως για παράδειγμα του Μωρίς Ραβέλ ή του Ιγκόρ Στραβίνσκι,
αποτελεί το γεγονός ότι ξέφυγαν από την παραδοσική τονική σύνθεση προσθέτοντας και
μη-τονικά στοιχεία (atonal). Χαρακτηριστική ίσως εξπρεσιονιστική μουσική σύνθεση
αποτελεί η όπερα Lulu του Άλμπαν Μπεργκ.
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του εξπρεσιονιστικού κινήματος
στον κινηματογράφο και ειδικότερα στον γερμανικό. Ως πρώτες εξπρεσιονιστικές ταινίες
θεωρούνται τα Το Εργαστήριο του Δρ. Καλιγκάρι (The Cabinet of Dr. Caligari, 1920)
και Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου (Nosferatu, eine Symphonie des Grauens, 1922)
των σκηνοθετών Ρόμπερτ Βίνε και Φρήντριχ Βίλεμ Μουρνάου αντίστοιχα. Οι ταινίες του
γερμανικού εξπρεσιονισμού γυρίστηκαν ως επί το πλείστον με πενιχρά μέσα και η
θεματολογία τους απείχε κατά πολύ από τις ρομαντικές ταινίες του Χόλιγουντ ή τις ταινίες
δράσης της εποχής.
Ο εξπρεσιονισμός επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση μεταγενέστερων καλλιτεχνικών
ρευμάτων και ειδικότερα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.

Βασικοί εκπρόσωποι του εξπρεσιονισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία


κώδικα]

 Βασίλι Καντίνσκυ
 Έντβαρτ Μουνκ
 Όσκαρ Κοκόσκα
 Φραντς Μαρκ
 Έμιλ Νόλντε
 Έγκον Σίλε
 Χαΐμ Σουτίν
 Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ
 Μαξ Μπέκμαν

Ψυχανάλυση

Η ψυχανάλυση είναι τομέας της Ψυχολογίας που εστιάζει στη μελέτη της ψυχικής
κατάστασης του ατόμου, βασιζόμενη σε ερεθίσματα που λαμβάνει κατά τη διάρκεια της
ζωής του, από την παιδική ηλικία και έπειτα. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον
αυστριακό ψυχολόγο Σίγκμουντ Φρόυντ, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια της Αναλυτικής
Ψυχολογίας, γνωστός ως "πατέρας της ψυχανάλυσης".

Sezession - "Η απόσχιση της Βιέννης


Ζετσεσιονισμός ή Απόσχιση (από το γερμανικό Sezession, επί λέξει στην ελληνική
γλώσσα : αποχώρηση) ονομάζεται το κίνημα που ιδρύθηκε το 1897 από μια ομάδα
Βιεννέζων καλλιτεχνών που αποχώρησε από την επίσημη Ένωση Αυστριακών
Καλλιτεχνών που στεγαζόταν στο Κύνστλερχαους της Βιέννης. H ομάδα των
Ζετσεσιονιστών αποτελεί μια περίπτωση ανάλογη με αυτήν των Γάλλων
ιμπρεσιονιστών και την αντιδραστική στάση τους απέναντι στην συντηρητική καθεστηκυία
καλλιτεχνική τάξη που επικρατούσε στους ακαδημαϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους
του Παρισιού στις αρχές του 20ου αιώνα. Πρώτος πρόεδρος της Ομάδας των
Ζετσεσιονιστών υπήρξε ο Ρούντολφ φον Αλτ.

Πουαντιγισμός

Ο πουαντιγισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα που ξεκίνησε στη Γαλλία το 19ο αιώνα.
Εισηγητής του υπήρξε ο Γάλλος μετα-ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος, Ζωρζ Σερά (Georges
Seurat, 1859-91). Στηρίζεται στη θεωρία του Σεβραίν που βασίζεται στην ψευδαίσθηση
του ματιού όταν επηρεάζεται από τα γειτονικά χρώματα. Σύμφωνα με τον πουαντιγισμό
όλα τα πράγματα στη φύση πρέπει να διατηρούν την καθαρότητά τους και να μην
επεμβαίνουμε με την όρασή μας. Το φως και το χρώμα, που χρησιμοποιούνται και
αποτελούν το μέσο, πρέπει να είναι καθαρά ώστε να επιτυγχάνεται ο στόχος

Verein für musikalische Privataufführungen - Λέσχη Ιδιωτικών Συναυλιών (ιδρ.


Schoenberg, 1918)

Το Verein für musikalische Privataufführungen , που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1918


στο Mödling κοντά στη Βιέννη και ξανάρχισε το 1921, επέστρεψε σε πρωτοβουλία του
αυστριακού συνθέτη Arnold Schönberg .
Ο σκοπός του συλλόγου ήταν "να παρέχει στους καλλιτέχνες και στους λάτρεις της τέχνης
μια πραγματική και ακριβή γνώση της σύγχρονης μουσικής " [1] . Αυτό θα πρέπει να
πραγματοποιείται στο πλαίσιο μη δημόσιων συναυλιών, μόνο μπροστά από την
καταβολή των μελών του συλλόγου. Ο ίδιος ο Schoenberg ανέλαβε την προεδρία και την
επιλογή προγραμμάτων, υποστηριζόμενη από ένα 19μελές διοικητικό συμβούλιο μεταξύ
των φίλων και των μαθητών του. Μια σημαντική πρόθεση σύντομα γνωστή ως η εταιρεία
«Schoenberg Club» ήταν δημοφιλής εκπροσώπους Τύπου των παραστάσεων κρατήσει
(συναυλίες και πρεμιέρες των προηγούμενων χρήσεων που έληξαν πολλές φορές
σκάνδαλα με τα κατάλληλα σχόλια εφημερίδα, ιδιαίτερα γνωστό ήταν η επικεφαλής τον
Schoenberg σκάνδαλο ή ραπίσματα συναυλίαμε ημερομηνία 31 Μαρτίου 1913). Έτσι,
που ρυθμίζονται σε εκτεταμένα καταστατικά, απαγορεύτηκαν όχι μόνο χειροκροτήματα
και απογοητεύσεις, αλλά και συνεντεύξεις τύπου. Για την ομαλή επίσκεψη, τα
προγράμματα δεν είχαν ανακοινωθεί προηγουμένως. Τα προγράμματα προωθήθηκαν
εντατικά και συχνά επαναλήφθηκαν αρκετές φορές για διδακτικούς λόγους.
Στα 3 χρόνια της ύπαρξής του, πραγματοποιήθηκαν 117 συναυλίες, στις οποίες
εκτελέστηκαν 154 σύγχρονες συνθέσεις. Πραγματοποιήθηκαν πρόβες και
συναυλίες. α. στο Wiener Konzerthaus , στο Wiener Musikverein ή στην αίθουσα
φεστιβάλ του Kaufmännische Verein. Μεταξύ των συνθετών περιλαμβάνονται οι Gustav
Mahler , Richard Strauss , Ferruccio Busoni , Max Reger , Claude Debussy , Erik
Satie , Igor Stravinsky , Erich Wolfgang Korngold και Anton Webern, Μόνο το 1920, το
έργο του Schoenberg συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα. Οι ερμηνευτές ήταν κυρίως
φοιτητές του Schönberg. Δεδομένου ότι δεν ορχήστρα ήταν διαθέσιμη, εν μέρει
δημιουργήθηκε ειδικά καθεστώτα για σύνολο μουσικής δωματίου, όπως Σένμπεργκ Πέντε
κομμάτια για ορχήστρα , έργο. 16, Bruckner του 7ου Συμφωνία , Μάλερ 4η Συμφωνία και
του Debussy Πρελούδιο στο απόγευμα της μιας Faun .
Πριν από τη λέσχη στο Δεκέμβριο του 1921 λόγω έλλειψης πόρων, ως αποτέλεσμα
της πληθωρισμού έπρεπε να επιλυθούν στην Αυστρία, Schoenberg προσπάθησε
με εξαιρετικό βράδυ για να συγκεντρώσει τα χρήματα: Την 27η του Μάη του 1921
συναυλία με τέσσερις βαλς βρήκε Γιόχαν Στράους ΙΙ έκρινε ότι (από τον Arnold
Schoenberg " τριαντάφυλλα από το νότο «» βαλς λιμνοθάλασσα “), Alban Berg (” κρασί,
γυναίκες και τραγούδι “) και Anton (von Webern” θησαυρό βαλς «από τον Gypsy Baron )
για κουαρτέτο εγχόρδων, πιάνο και αρμόνιο ήταν τοποθετημένα, τα αυτόγραφα ήταν
δημοπρατήθηκε αργότερα.
Aτονικότητα

Η ατονικότητα ως μουσικός όρος αναφέρεται στην έλλειψη ενός καθορισμένου τονικού


κέντρου κατά τη σύνθεση ενός μουσικού έργου. Αυτό έχει ως επακόλουθο την άρση του
αισθήματος της τονικότητας και την κατάργηση του τονικού συστήματος μείζονος-
ελάσσονος, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από την θεωρία και πράξη της δυτικής
μουσικής από τις αρχές του 17ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα περίπου. Η
ατονικότητα αποβλέπει στην παράβλεψη ή πλήρη κατάργηση των ιεραρχικών σχέσεων
που επιβάλλει το τονικό μουσικό σύστημα μεταξύ των φθόγγων, τόσο ως προς τη
διαμόρφωση της μελωδικής γραμμής όσο και ως προς την διαμόρφωση και
συμπεριφορά των συνηχήσεων («χειραφέτηση της διαφωνίας»). Ο όρος δεν περιγράφει
τόσο κάποιο μουσικό κίνημα ή σχολή, αλλά περισσότερο ένα μουσικό ύφος ή
τεχνοτροπία που καθιερώθηκε στο πλαίσιο του μουσικού μοντερνισμού, όπως αυτός
εκφράστηκε από τους Άρνολντ Σένμπεργκ, Άλμπαν Μπεργκ, Άντον Βέμπερν και τους
μαθητές τους, αλλά και από άλλους συνθέτες, όπως ο Ρώσος Αλεξάντρ Σκριάμπιν και ο
Αμερικανός Τσαρλς Άιβς στις αρχές του 20ού αιώνα. Η σημασία του όρου «ατονικότητα»
προέκυψε από το επίθετο «ατονικός», που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από κριτικούς της
μουσικής στις αρχές του 20ού αιώνα για να περιγράψει τη νέα αυτή μουσική τεχνοτροπία
του μοντερνισμού, σε αντιδιαστολή με την τονική μουσική, που ήταν μέχρι τότε το κύριο
μουσικό ιδίωμα της δυτικής μουσικής.

Η εμφάνιση της ατονικότητας


Η ιδέα της κατάργησης της έννοιας της τονικότητας, όπως αυτή εκφράστηκε από
διάφορους συνθέτες του 20ού αιώνα, είχε προετοιμαστεί με προγενέστερες μουσικές
εξελίξεις, όπως:

 Η διεύρυνση των ορίων του τονικού μουσικού συστήματος, μέσω των της
εκτεταμένης χρωματικής αρμονίας της ύστερης ρομαντικής περιόδου, στα πλαίσια
της έντονης αναζήτησης της μοναδικότητας και της πρωτοτυπίας. Συνθέτες όπως
ο Φραντς Λιστ, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και ο Ρίχαρντ Στράους θεωρείται ότι είχαν φέρει
την τονική μουσική στα όριά της, ιδιαίτερα στα τελευταία τους έργα, χρησιμοποιώντας
αλλοιωμένους φθόγγους, έντονες διαφωνίες και αλλεπάλληλες τονικές αποκλίσεις
(περιπλανήσεις σε άλλα τονικά κέντρα από αυτό που είχε εγκατασταθεί ακουστικά
στην αρχή του μουσικού έργου).
 Η εγκατάλειψη των παραδεδομένων «κανόνων» της τονικής αρμονίας στο πλαίσιο
του μουσικού ιμπρεσιονισμού, με κύριο εκπρόσωπο τον Κλωντ Ντεμπυσύ, ο οποίος
χρησιμοποίησε αλλοιωμένες και εμπλουτισμένες συγχορδίες, πενταφθογγικές
(ανημιτονικές) και πεντατονικές κλίμακες[1], απροετοίμαστες μετατροπίες (αλλαγές
τονικών κέντρων), ακόμα και ταυτόχρονο άκουσμα δύο διαφορετικών τονικοτήτων
(διτονικότητα).
Έτσι, ο Σένμπεργκ θεώρησε ως ιστορική αναγκαιότητα την κατάργηση
της τονικότητας στο πλαίσιο ενός μουσικού εξπρεσιονισμού, μέσω της «χειραφέτησης
της διαφωνίας», της απελευθέρωσης δηλαδή του συνθέτη από τον ακουστικό κανόνα του
τονικού συστήματος, σύμφωνα με τον οποίον μια διάφωνη συνήχηση πρέπει να
«λύνεται» σε μία σύμφωνη, π.χ. το διάφωνο διάστημα της 5ης ελαττωμένης (τρίτονου) ΣΙ-
ΦΑ πρέπει να λύνεται στο σύμφωνο διάστημα 3ης Μεγάλης Ντο-Μι ή 3ης μικρής Ντο-Μι
ύφεση.
Η ιδέα της «χειραφέτησης της διαφωνίας»[2] ώθησε τον Σένμπεργκ να προχωρήσει στην
σύνθεση έργων, όπου προσπαθούσε να μεταχειρίζεται το μουσικό υλικό με τέτοιο τρόπο,
έτσι ώστε να μην δίνεται η εντύπωση τονικού κέντρου, πτώσεων ή λύσης των αρμονικών
διάφωνων διαστημάτων σε σύμφωνα. Τα πρώτα ατονικά του έργα, τα οποία θεωρούνται
και τα πρώτα ατονικά έργα στην ιστορία της δυτικής μουσικής χρονολογούνται στα 1908
και 1909 και είναι τα: 15 Τραγούδια σε ποίηση George (op. 15) και τα 3 Κομμάτια για
Πιάνο (op. 11).
Παράλληλα με τον Σένμπεργκ, ο Ρώσος Αλεξάντρ Σκριάμπιν έφτασε επίσης στην ρήξη
του τονικού μουσικού συστήματος, ακροβατώντας μεταξύ τονικότητας και ατονικότητας
στα συμφωνικά του ποιήματα Ποίημα Εκστάσεως (1908) και Προμηθέας ή Ποίημα της
Φωτιάς (1911). Η προσέγγιση του Σκριάμπιν είχε όμως διαφορετική φιλοσοφική
αφετηρία, ενώ από μουσικής άποψης εκδηλώθηκε μέσω της δημιουργίας συνηχήσεων με
διαδοχικές τέταρτες, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του αισθήματος της
μείζονας και ελάσσονας συγχορδίας και συνεπακόλουθα την αποσταθεροποίηση
του τονικού μουσικού συστήματος. Μια τρίφωνη συνήχηση στο τονικό μουσικό σύστημα
διαμορφώνεται αν προσθέσουμε δύο φθόγγους σε έναν βασικό, αποκλειστικά σε
απόσταση 3ης ο ένας από τον άλλο. Η ποιότητά της – το αν είναι δηλαδή μείζονα,
ελάσσονα, ελαττωμένη ή αυξημένη – καθορίζεται από την απόσταση της μεσαίας και
τελευταίας νότας από τη βάση της (πάντα σε απόσταση 3ης η μία από την άλλη). Αν
«χτίσουμε» όμως μία συνήχηση με υπερκείμενες 4ες, όπως έκανε ο Σκριάμπιν, και όχι
3ες, οι σχηματιζόμενες συνηχήσεις είναι «χωρίς ταυτότητα» για το τονικό σύστημα (π.χ. η
συνήχηση Λα-Ρε-Σολ-Ντο).

Ελεύθερη Ατονικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Στα πρώτα ατονικά έργα του Σένμπεργκ και των μαθητών του, Μπεργκ και Βέμπερν,
έντονο ήταν το πρόβλημα της εξεύρεσης μιας καινούριας μουσικής «λογικής», πάνω
στην οποία θα μπορούσαν να βασιστούν οι συνθέτες που ήθελαν να γράψουν μουσική
χωρίς τονικό κέντρο. Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν ότι χωρίς κάποιο σημείο αναφοράς και
χωρίς κάποιους «κανόνες», δεν μπορούσε να βρεθεί στήριγμα πάνω στο οποίο θα
μπορούσε να βασιστεί μια εκτεταμένη μουσική δομή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, η ατονική
μουσική στο πρώτο της στάδιο, που ονομάζεται συχνά «ελεύθερη ατονικότητα», να
βασίζεται στο λόγο (μελοποίηση ποιημάτων), ή να είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε
έκταση (μουσικές μινιατούρες, διάρκειας μερικών δεκάδων δευτερολέπτων).

Οργανωμένη ατονικότητα
Για να είναι δυνατή η σύνθεση εκτεταμένων έργων ατονικής απόλυτης μουσικής, έπρεπε
να οργανωθεί με κάποιον τρόπο το μουσικό υλικό, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν
θα υπάρχει κάποιο τονικό κέντρο.

Δωδεκαφθογγισμός
Τα προβλήματα αυτά οδήγησαν τον Σένμπεργκ στην συστηματοποίηση μιας μεθόδου
οργάνωσης της ατονικότητας, την οποία ονόμασε «μέθοδο σύνθεσης με δώδεκα μόνον
αναμεταξύ τους σχετιζόμενους φθόγγους»[3]. Η λογική της μεθόδου ήταν ότι οι δώδεκα
φθόγγοι του συγκερασμένου δυτικού μουσικού συστήματος έπρεπε να αντιμετωπίζεται
ακριβώς το ίδιο στις μεταξύ τους σχέσεις, έτσι ώστε να μην υπερέχει κάποιος έναντι των
υπολοίπων, κινδυνεύοντας να μετατραπεί σε κάποιου είδους τονικό κέντρο. Για το σκοπό
αυτό, ο Σένμπεργκ εισάγει την έννοια της «δωδεκάφθογγης σειράς», δηλαδή μιας
διαδοχής των 12 φθόγγων της χρωματικής κλίμακας που αποτελεί κάτω από ορισμένες
προϋποθέσεις το δομικό συστατικό της μουσικής σύνθεσης. Η διαδοχή των φθόγγων δεν
θα πρέπει να υπονοεί τονικές μουσικές δομές (μείζονες ή ελάσσονες συγχορδίες). Ο
συνθέτης μπορεί να επεξεργαστεί τη δωδεκάφθογγη σειρά με τεχνικές της
παραδοσιακής Αντίστιξης, όπως την αναστροφή, τον καρκίνο, την καρκινική αναστροφή,
παράγοντας έτσι άλλες τρεις εκδοχές της αρχικής σειράς. Επίσης μπορεί να μεταφέρει
κάθε μία από τις σειρές που προκύπτουν στις υπόλοιπες 11 διαφορετικές βαθμίδες, έτσι
ώστε να ακούγονται από διαφορετική αφετηρία κάθε φορά. Προκύπτουν δηλαδή άλλες
47 σειρές με αφετηρία την αρχική (σύνολο 48), δίνοντας τη δυνατότητα στον συνθέτη να
εργαστεί για ένα εκτεταμένο έργο ατονικής μουσικής, που μπορεί σε αυτήν την
περίπτωση να χαρακτηριστεί ως «δωδεκαφθογγικό» έργο.

Σειραϊσμός
Ο σειραϊσμός είναι ευρύτερη έννοια οργάνωσης της ατονικότητας που περιλαμβάνει
τον δωδεκαφθογγισμό. Η διαφορά του από τον δωδεκαφθογγισμό έγκειται στο ότι αφήνει
ανοιχτό το ενδεχόμενο η αρχική σειρά να μην αποτελείται από δώδεκα φθόγγους αλλά
από λιγότερους. Επίσης μπορεί να αφορά τον καθορισμό εκ των προτέρων και άλλων
παραμέτρων εκτός από το τονικό ύψος κάθε φθόγγου της σειράς, όπως για παράδειγμα
η διάρκεια, η ένταση και το ηχόχρωμα. Κατά τα άλλα, η φιλοσοφία και οι τεχνικές είναι οι
ίδιες με τον δωδεκαγθογγισμό. Μάλιστα οι περισσότεροι συνθέτες που μαθήτευσαν με
τον Σένμπεργκ δεν ακολούθησαν κατά γράμμα την δωδεκάφθογγη μέθοδο του δασκάλου
τους, αλλά, όπως και ο ίδιος τους προέτρεπε, χρησιμοποίησαν τους κανόνες σε ένα
γενικότερο σειραϊκό πλαίσιο ως υποδείξεις για μια οργάνωση της ατονικότητας, σύμφωνα
με τις προσωπικές επιλογές του καθενός

Καθολικός σειραϊσμός και μετασειραϊσμός


Ως εξέλιξη του σειραϊσμού στη δεκαετία του 1950 εμφανίστηκε ο «καθολικός
σειραϊσμός». Το επίθετο «καθολικός» αναφέρεται στον έλεγχο όλων ή όσο το δυνατόν
περισσότερων μουσικών παραμέτρων κάθε νότας της αρχικής σειράς. Αριθμώντας κάθε
νότα της αρχικής σειράς, ο συνθέτης επιλέγει ταυτόχρονα και άλλες μουσικές
παραμέτρους, οι οποίες θα ισχύουν για την συγκεκριμένη νότα κάθε φορά που θα
εμφανίζεται στο κομμάτι. Τέτοιες παράμετροι μπορεί να είναι η διάρκεια, δυναμική, το
ηχόχρωμα και η τεχνική εκτέλεσης (από ποιο όργανο δηλαδή θα παίζεται η νότα κάθε
φορά που εμφανίζεται και με ποιο τρόπο) κ.ο.κ. Έτσι επιτυγχάνεται ένας ολοκληρωτικός
έλεγχος των μελωδικών και ρυθμικών στοιχείων που απαρτίζουν μια σύνθεση από την
αρχική της κιόλας μορφολογική ιδέα, που είναι η σειρά.
Πάνω στις ιδέες του σειραϊσμού και του καθολικού σειραϊσμού στηρίχτηκαν διάφοροι
συνθέτες της δεκαετίας των δεκαετιών του 1950 και 1960, επηρεαζόμενοι κυρίως από την
σειραϊκή αντιμετώπιση του Βέμπερν, προχωρώντας σε έναν μουσικό «μετασειραϊσμό»,
στον οποίον ενσωμάτωναν καινούρια πρωτοποριακά στοιχεία από την ηλεκτρονική
μουσική ή τη μουσική του τυχαίου (αλεατορισμός).

Η παρακμή της ατονικότητας


Η ατονική μουσική δημιούργησε χάσμα ανάμεσα στον συνθέτη και το κοινό, σημαντικό
μέρος του οποίου την χαρακτήριζε και συνεχίζει να την χαρακτηρίζει μέχρι και σήμερα ως
δυσνόητη ή και «άσχημη». Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οργανωμένη ατονικότητα
δέχτηκε κριτική ακόμα και από συνθέτες που εκπαιδεύτηκαν σε αυτή, προερχόμενους
κυρίως από την Αμερική (Τζων Κέητζ, μινιμαλιστές Λα Μοντ Γιανγκ, Τέρυ Ράιλι, Στηβ
Ράιχ, Φίλιπ Γκλας) και την ευρωπαϊκή περιφέρεια (Γκιέργκι Λίγκετι, Ιάννης
Ξενάκης, Κρυστόφ Πεντερέτσκι, Μικολάι Γκορέτσκι, Άρβο Παρτ). Οι σημαντικότερες
εξελίξεις όμως που οδήγησαν στην αποδυνάμωση της ατονικότητας ανάμεσα στους
νέους συνθέτες και στο κοινό, συνέβησαν στην μεταπολεμική Αμερική, όπου
μεταφέρθηκαν για πρώτη φορά τα προβλήματα του μεταμοντερνισμού σε σχέση με τον
μοντερνισμό στην μουσική και στην μουσικολογία. Πολλοί συνθέτες σε Αμερική και
Ευρώπη, οι οποίοι σπούδασαν σε ακαδημαϊκό κλίμα μουσικού μοντερνισμού τις
σειραϊκές μεθόδους σύνθεσης, είδαν ότι είχαν φτάσει σε αδιέξοδο και αναζήτησαν
τρόπους επιστροφής στην τονικότητα και αποκατάστασης της διαταραγμένης σχέσης της
έντεχνης μουσικής με το συναυλιακό και εμπορικό κοινό. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται ο
μουσικός μινιμαλισμός (μινιμαλιστική μουσική) και η «νέα απλότητα», η νεοτονικότητα και
ο νεορομαντισμός, η ανάμιξη «σοβαρής» και «δημοφιλούς» μουσικής καθώς και οι τάσεις
αναβίωσης παλαιότερων υφών του Μεσαίωνα, του Μπαρόκ, του Κλασικισμού ή
του Ρομαντισμού, ή ακόμα και η συνύπαρξη διαφορετικών υφών τονικής και ατονικής
μουσικής κάθε είδους και εποχής. Η «διαμάχη» για το αν η ατονικότητα έφτασε σε
ολοκληρωτικό αδιέξοδο ή αν η επιστροφή στην τονικότητα στο πλαίσιο του μουσικού
μεταμοντερνισμού μετά το 1960 είναι παροδικό φαινόμενο συνεχίζεται μέχρι σήμερα
μεταξύ συνθετών και μουσικολόγων, αν και δεν αμφισβητείται πια ότι η ατονικότητα ως
ενιαίο συνθετικό ύφος σειραϊκής οργάνωσης του μουσικού υλικού έχει σε μεγάλο βαθμό
εγκαταλειφθεί στη σύγχρονη μουσική δημιουργία.

Eξελισσόμενη Παραλλαγή

Στη Δυτική Ευρωπαϊκή Μουσική ο όρος παραλλαγή αναφέρεται σε τεχνική σύνθεσης,


κατά την οποία το μουσικό υλικό επαναλαμβάνεται παραλλαγμένο ποικιλοτρόπως. Η
εφαρμογή των αλλαγών αυτών μπορεί να αναφέρεται στο μέρος του ρυθμού,
στην αρμονία, τη μελωδία, την αντίστιξη, την ενορχήστρωση, ή οποιονδήποτε
συνδυασμό των παραπάνω.

Μουσικές φόρμες με βάση το στοιχείο της παραλλαγής


Αρκετές μουσικές φόρμες έχουν ως βάση την αρχή της παραλλαγής, στις οποίες
περιλαμβάνονται το επίμονο βάσιμο (μπάσο οστινάτο), η πασσακάλια, η σακόν, καθώς
και το θέμα με παραλλαγές.[1] Οι τρεις πρώτες βασίζονται σε ένα επαναλαμβανόμενο
θέμα στη γραμμή του βάσιμου, πάνω στην αρμονική βάση του οποίου «χτίζονται»
προοδευτικά οι παραλλαγές. Στο θέμα με παραλλαγές -και τις παρόμοιες μουσικές
φόρμες- το παραλλασσόμενο θέμα είναι στη μελωδική γραμμή, το οποίο
επαναλαμβάνεται κάθε φορά με ένα νέο τρόπο. Η δομή του ορίζεται συνήθως με την
έκθεση του θέματος ως έχει (ενίοτε προηγείται μια εισαγωγή), το οποίο ως επί τω
πλείστω είναι έκτασης οκτώ έως 32 μουσικών μέτρων. Η κάθε παραλλαγή, στη συνέχεια,
έχει συνήθως την ίδια έκταση[2], ενώ έχει επικρατήσει ο συνολικός αριθμός των 30
παραλλαγών. Ο τρόπος ανάπτυξης αυτής της φόρμας οφείλεται εν πολλοίς στην
εφευρετικότητα των μουσικών: "Οι αυλικοί χοροί ήταν μακροσκελείς, ενώ οι μελωδίες
μάλλον σύντομες. Η αυτούσια επανάληψή τους ήταν πληκτική, οδηγώντας τους
μουσικούς να αυτοσχεδιάσουν επιτόπιες παραλλαγές και καλλωπισμούς, ωστόσο
διατηρώντας το μήκος της μελωδίας ώστε να συνάδει με τον αντίστοιχο χορό." [3]
Οι φόρμες παραλλαγής μπορούν να θεωρηθούν αυτόνομα κομμάτια (για ένα ή
περισσότερα όργανα), ή να αποτελούν μέρος μεγαλύτερων συνθέσεων (π.χ.
μιας Συμφωνίας). Ένα μεγάλο μέρος της τζαζ μουσικής είναι δομημένο πάνω στις αρχές
του θέματος με παραλλαγές.
Κlangfarbenmelodie

Το Klangfarbenmelodie είναι μια μουσική τεχνική που περιλαμβάνει τη διάσπαση μιας


μουσικής γραμμής ή μελωδίας μεταξύ πολλών οργάνων , αντί να την αναθέτει σε ένα
μόνο όργανο (ή σύνολο οργάνων), προσθέτοντας έτσι χρώμα ( timbre ) και υφή στη
μελωδική γραμμή. Η τεχνική μερικές φορές συγκρίνεται με τον « pointillism », μια
τεχνική νεο-ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής

Ιστορια

Ο όρος προέρχεται από το Arnold Schoenberg 's Harmonielehre [2], όπου συζητά τη
δημιουργία «δομών στύλων». Οι Schoenberg και Anton Webern είναι ιδιαίτερα
γνωστοί για τη χρήση της τεχνικής, ο Schoenberg, κυρίως στο τρίτο των Five Pieces
for Orchestra (Op. 16), και ο Webern στην Op. 10 (πιθανόν απάντηση στο Open 16
του Schoenberg), το Concerto for Nine Instruments (Op. 24), το Op. 11 κομμάτια
για βιολοντσέλο και πιάνο και η ενορχήστρωσή του για το έξι μέρος
του ricercar από τη μουσική προσφορά του Bach

Δωδεκάφθογγο / Δωδεκαφθογγισμός

Ο δωδεκαφθογγισμός είναι μία μέθοδος μουσικής σύνθεσης που στοχεύει στην


οργάνωση της ατονικότητας μέσω της χρήσης μίας επιλεγόμενης διαδοχής των 12
φθόγγων του δυτικού συγκερασμένου μουσικού συστήματος. Η εκάστοτε διαδοχή των
φθόγγων που επιλέγεται από τον συνθέτη ονομάζεται «δωδεκάφθογγη σειρά» ή απλώς
«σειρά». Η επιλογή, επεξεργασία και χρήση της σειράς έχει ως στόχο την κατάργηση των
ιεραρχικών φθογγικών σχέσεων της τονικής μουσικής. Τη μέθοδο θεωρείται ότι ανέπτυξε
ο Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ και οι μαθητές του στις αρχές της δεκαετίας
του 1920, ως «μέθοδο σύνθεσης με δώδεκα μόνον αναμεταξύ τους σχετιζόμενους
φθόγγους» („Methode mit zwölf nur aufeinander bezogenen Tönen“)[1]. Σε παρόμοια
συστήματα οργανωμένης ατονικότητας κατέληξαν την ίδια περίπου περίοδο και λίγο πιο
πριν οι επίσης Αυστριακοί συνθέτες Γιόζεφ Χάουερ και Ότμαρ Στάινμπάουερ, με
διαφορετικές αφετηρίες ο καθένας και ανεξάρτητα από τον Σένμπεργκ[2], όμως η μέθοδος
του Σένμπεργκ ήταν αυτή που επηρέασε περισσότερο τους σύγχρονούς του και τους
μεταγενέστερους συνθέτες του μοντερνισμού. Ο ίδιος ο Σένμπεργκ ήταν ενάντιος στην
ονομασία «δωδεκαφθογγισμός», χαρακτηρισμός που επινοήθηκε από τον Ρενέ
Λάιμποβιτς ως “Dodekaphonie”.

τεχνική
Ο δωδεκαφθογγισμός ως τεχνική σύνθεσης αποβλέπει στη συστηματοποίηση
της ατονικής μουσικής με τέτοιο τρόπο, ώστε οι δώδεκα φθόγγοι
του συγκερασμένου δυτικού μουσικού συστήματος να μην υπόκεινται σε ιεραρχικές
σχέσεις. Κύριος στόχος του συστήματος είναι όλοι οι φθόγγοι του που χρησιμοποιεί ως
υλικό η δυτική μουσική να είναι ισότιμοι μεταξύ τους και να μην υπερέχει κάποιος έναντι
των υπολοίπων, μέσω της επανάληψης, κινδυνεύοντας να μετατραπεί σε κάποιου είδους
τονικό κέντρο. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, ο Σένμπεργκ πρότεινε κάποιους
«κανόνες», με κυριότερο την απαγόρευση της χρήσης ενός φθόγγου για δεύτερη φορά,
εάν δεν έχουν πρώτα ακουστεί οι 11 υπόλοιποι. Ο συνθέτης επιλέγει από την αρχή με
ποια σειρά θα εμφανίζονται οι φθόγγοι, ονομάζοντάς την συγκεκριμένη διαδοχή φθόγγων
«δωδεκάφθογγη σειρά» ή απλώς «σειρά». Ο αριθμός των δωδεκάφθογγων σειρών που
μπορεί να υπάρξουν είναι πεπερασμένος (12!= 479.001.600 σειρές).
Η διαδοχή των φθόγγων στη σειρά θα πρέπει να εξασφαλίζει επιπλέον ορισμένες
προϋποθέσεις τονικής «ουδετερότητας», αποφεύγοντας τις τονικές μουσικές δομές
(μείζονες ή ελάσσονες συγχορδίες) και γενικά οποιοδήποτε μελωδικό σχήμα παραπέμπει
σε τονική μουσική. Ο συνθέτης, για να έχει στη διάθεσή του περισσότερο υλικό, μπορεί
να επεξεργαστεί τη δωδεκάφθογγη σειρά με τις παρακάτω τεχνικές της
παραδοσιακής αντίστιξης:

1. Την αναστροφή (το διάστημα του ενός φθόγγου από τον επόμενο αναστρέφεται
από κατιόν σε ανιόν και το αντίστροφο)
2. Τον καρκίνο ή καρκινική αντιστροφή (η σειρά διαβάζεται από το τέλος προς την
αρχή)
3. Την καρκινική αναστροφή (η αναστροφή της σειράς διαβάζεται από το τέλος
προς την αρχή)
Με αυτόν τον τρόπο παράγονται άλλες τρεις σειρές, παράγωγες της αρχικής. Η αρχική
σειρά και οι παράγωγές της μπορούν να μεταφερθούν στις υπόλοιπες 11 διαφορετικές
βαθμίδες της χρωματικής κλίμακας, έτσι ώστε να ακούγονται από διαφορετική αφετηρία
κάθε φορά («τρανσπόρτο»). Προκύπτουν δηλαδή συνολικά 48 σειρές μαζί με την αρχική
(4x12), παρέχοντας τη δυνατότητα στον συνθέτη να έχει στη διάθεσή του ένα μουσικό
υλικό πάνω στο οποίο θα βασίσει ένα εκτεταμένο έργο ατονικής μουσικής, που μπορεί σε
αυτήν την περίπτωση να χαρακτηριστεί ως «δωδεκαφθογγικό» έργο.
Τα διεθνή σύμβολα που χρησιμοποιούνται συνήθως για την σειρά και τις παράγωγές της
είναι:

 P για τις 12 εκδοχές της αρχικής σειράς (από το “Prime Series”, P0 για την
πρωτότυπη σειρά)
 Ι για την αναστροφή (από το “Inversion”)
 R για τον καρκίνο (από το “Retrograde”) και
 RI για τον καρκίνο της αναστροφής (“Retrograde Inversion”).
Για παράδειγμα, αν διαλέξουμε μια σειρά 12 φθόγγων, έστω: ΜΙ – ΣΟΛ – ΛΑ# (ΣΙb) – ΛΑ
– ΡΕ – ΦΑ# (ΣΟΛb) – ΣΙ – ΝΤΟ# (ΡΕb) – ΣΟΛ# (ΛΑb) – ΝΤΟ – ΡΕ# (ΜΙb) – ΦΑ και την
ονομάσουμε P0, προκύπτει ο παρακάτω πίνακας “matrix” με την πρωτότυπη σειρά, τις
μεταφορές της από διαφορετικές φθογγικές αφετηρίες («τρανσπόρτο») και τις
παράγωγες αυτών, σύμφωνα με τις αντιστικτικές διαδικασίες που εξηγήσαμε
παραπάνω[3]:

I0 I3 I6 I5 I10 I2 I7 I9 I4 I8 I11 I1

P0 ΜΙ ΣΟΛ ΛΑ# ΛΑ ΡΕ ΦΑ# ΣΙ ΝΤΟ# ΣΟΛ# ΝΤΟ ΡΕ# ΦΑ R0

P9 ΝΤΟ# ΜΙ ΣΟΛ ΦΑ# ΣΙ ΡΕ# ΣΟΛ# ΛΑ# ΦΑ ΛΑ ΝΤΟ ΡΕ R9

P6 ΛΑ# ΝΤΟ# ΜΙ ΡΕ# ΣΟΛ# ΝΤΟ ΦΑ ΣΟΛ ΡΕ ΦΑ# ΛΑ ΣΙ R6

P7 ΣΙ ΡΕ ΦΑ ΜΙ ΛΑ ΝΤΟ# ΦΑ# ΣΟΛ# ΡΕ# ΣΟΛ ΛΑ# ΝΤΟ R7

P2 ΦΑ# ΛΑ ΝΤΟ ΣΙ ΜΙ ΣΟΛ# ΝΤΟ# ΡΕ# ΛΑ# ΡΕ ΦΑ ΣΟΛ R2

P10 ΡΕ ΦΑ ΣΟΛ# ΣΟΛ ΝΤΟ ΜΙ ΛΑ ΣΙ ΦΑ# ΛΑ# ΝΤΟ# ΡΕ# R10


P5 ΛΑ ΝΤΟ ΡΕ# ΡΕ ΣΟΛ ΣΙ ΜΙ ΦΑ# ΝΤΟ# ΦΑ ΣΟΛ# ΛΑ# R5

P3 ΣΟΛ ΛΑ# ΝΤΟ# ΝΤΟ ΦΑ ΛΑ ΡΕ ΜΙ ΣΙ ΡΕ# ΦΑ# ΣΟΛ# R3

P8 ΝΤΟ ΡΕ# ΦΑ# ΦΑ ΛΑ# ΡΕ ΣΟΛ ΛΑ ΜΙ ΣΟΛ# ΣΙ ΝΤΟ# R8

P4 ΣΟΛ# ΣΙ ΡΕ ΝΤΟ# ΦΑ# ΛΑ# ΡΕ# ΦΑ ΝΤΟ ΜΙ ΣΟΛ ΛΑ R4

P1 ΦΑ ΣΟΛ# ΣΙ ΛΑ# ΡΕ# ΣΟΛ ΝΤΟ ΡΕ ΛΑ ΝΤΟ# ΜΙ ΦΑ# R1

P11 ΡΕ# ΦΑ# ΛΑ ΣΟΛ# ΝΤΟ# ΦΑ ΛΑ# ΝΤΟ ΣΟΛ ΣΙ ΡΕ ΜΙ R11

RI0 RI3 RI6 RI5 RI10 RI2 RI7 RI9 RI4 RI8 RI11 RI1

Οι 48 σειρές που προκύπτουν μπορούν να χρησιμοποιηθούν μελωδικά (παρουσίαση της


σειράς από μία φωνή) ή και αρμονικά (τμήματα της σειράς αλληλοεπικαλυπτόμενα σε
διαφορετικές φωνές ή τμήματα της σειράς σε συνήχηση). Ο Σένμπεργκ έθεσε τον κανόνα
να ολοκληρώνεται πρώτα η παρουσίαση μιας σειράς (μελωδικά ή αρμονικά) πριν
ακουστεί κάποια άλλη, αλλά συχνά η διαδικασία αυτή δεν τηρούνταν ούτε από τον ίδιο.
Εννοείται ότι κάθε φθόγγος μπορεί να έχει οποιαδήποτε διάρκεια και να εμφανίζεται σε
οποιαδήποτε οκτάβα, τα διάφωνα διαστήματα που υπερβαίνουν την οκτάβα ευνοούν
μάλιστα την αποσταθεροποίηση πιθανών τονικών δομών.

Η εξέλιξη της μεθόδου


Η δωδεκάφθογγη μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και αναπτύχθηκε κατά την περίοδο του
μεσοπολέμου από τον κύκλο του Σένμπεργκ (μαθητές του και μαθητές αυτών), που
αναφέρεται συχνά και ως «Δεύτερη Σχολή της Βιέννης».
Οι Μπεργκ και Βέμπερν μεταχειρίστηκαν τη δωδεκάφθογγη σειρά ο καθένας με το δικό
του τρόπο, ο πρώτος υπονοώντας συχνά τονικές δομές μέσα από τη σειρά και ο
δεύτερος προσπαθώντας να οργανώσει τη σειρά με συμμετρικές επιμέρους δομές και
διαχωρίζοντάς την από την έννοια του «θέματος». Αλλά και οι υπόλοιποι μαθητές του
Σένμπεργκ, με προτροπή του ίδιου, δεν αντιμετώπιζαν τον δωδεκαφθογγισμό ως
σύστημα κανόνων, αλλά ως υποδείξεις που τους βοηθούσαν να αναζητήσουν ο καθένας
τον δικό του τρόπο χρήσης της σειράς, έτσι ώστε να μπορέσουν να διευκολυνθούν στην
σύνθεση εκτενών έργων ατονικής μουσικής, που ήταν και ο στόχος της μεθόδου. Με την
άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία, ο Σένμπεργκ, που ήταν Εβραίος στην καταγωγή,
μετανάστευσε στις Η.Π.Α. όπου δίδαξε την τεχνική του δωδεκαφθογγισμού στη νέα γενιά
Αμερικανών συνθετών[4].
Στην Ευρώπη και στην Αμερική της δεκαετίας του 1950, η δωδεκάφθογγη μέθοδος
υιοθετήθηκε από μεγάλη μερίδα των νέων συνθετών κάτω από την ευρύτερη έννοια του
«σειραϊσμού»[5] με κυριότερους τους Πιερ Μπουλέζ, Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, Λουτσιάνο
Μπέριο, Λουίτζι Νταλαπίκολα στην Ευρώπη και Μίλτον Μπάμπιτ, Τζωρτζ Περλ, Άλλεν
Φόρτε στην Αμερική, οι οποίοι με αφετηρία σειραϊκές τεχνικές, οδηγήθηκαν στην δεκαετία
του 1950 στον «καθολικό σειραϊσμό», επιβάλλοντας τον έλεγχο και άλλων μουσικών
παραμέτρων εκτός του τονικού ύψους (της διάρκειας, της δυναμικής, του ηχοχρώματος)
στο πλαίσιο της αρχικής σειράς. Η δωδεκάφθογγη μέθοδος καταλάμβανε μετά το 1950
σημαντικό μέρος των προγραμμάτων σπουδών στις Ακαδημίες και στα Πανεπιστημιακά
τμήματα σύνθεσης, σε Ευρώπη και Αμερική. Ως αποτέλεσμα, η πλειοψηφία των
συνθετών που σπούδασαν «σύγχρονη μουσική» στις δεκαετίες του 1950 και 1960,
εκπαιδεύτηκαν κυρίως σε σειραϊκές τεχνικές σύνθεσης.
Παράλληλα με την εξάπλωση του δωδεκαφθογγισμού, δημιουργήθηκε η ανάγκη για
συστηματοποίηση της ανάλυσης των έργων που χρησιμοποιούσαν σειραϊκές τεχνικές.
Ένα σύστημα ανάλυσης που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα για ατονικά έργα
(δωδεκαφθογγικά και μη) είναι αυτό του Άλλεν Φόρτε. Ο Φόρτε ανέπτυξε ένα δικό του
σύστημα για την ανάλυση ατονικών έργων (δωδεκαφθογγικών η μη) το οποίο
υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε από τους μεταγενέστερους συνθέτες και θεωρητικούς. Το
αναλυτικό σύστημα του Φόρτε δανείζεται μαθηματικές έννοιες από τη θεωρία των
συνόλων και προσπαθεί να ομαδοποιήσει τους φθόγγους που χρησιμοποιεί μία ατονική
σύνθεση σε οριζόντιο και κάθετο επίπεδο με αριθμούς που αναφέρονται σε
διαστηματικές σχέσεις ημιτονίων σε σχέση με ένα σημείο αναφοράς, αγνοώντας την
οκτάβα στην οποία μπορεί να εμφανίζεται ο καθένας από τους 12 φθόγγους, καθώς και
την πιθανή εναρμόνια γραφή του (“Pitch Class” ή σύντομα PC). Για παράδειγμα, αν το
ΝΤΟ οριστεί ως 0, το ΝΤΟ#/ΡΕb (που απέχει ένα ημιτόνιο από το ΝΤΟ) συμβολίζεται με
τον αριθμό 1, το ΡΕ (που απέχει δύο ημιτόνια από το ΝΤΟ) συμβολίζεται με τον αριθμό 2
κ.ο.κ. μέχρι το 11 (ΣΙ). Επομένως, η συγχορδία ΝΤΟ-ΜΙ-ΣΟΛ μπορεί να περιγραφεί ως
σύνολο: [0, 4, 7]. Η αναλυτική αυτή μέθοδος εξελίχθηκε αργότερα και ως συνθετική
μέθοδος σειραϊκής μουσικής, αφού θεωρήθηκε από πολλούς συνθέτες ότι προσφέρεται
για καλύτερη οργάνωση και έλεγχο των σειραϊκών δομών, κάνοντας ευκολότερη τη
διαδικασία για καταγραφή και συμβολισμό των σειρών, των παραγώγων τους και των
επιμέρους δομών τους
Ιμπρεσσιονισμος

Ο ιμπρεσιονισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό


του 19ου αιώνα. Αν και αρχικά καλλιεργήθηκε στο χώρο της ζωγραφικής, επηρέασε τόσο
τη λογοτεχνία όσο και τη μουσική. Ο όρος ιμπρεσιονισμός (Impressionism) πιθανόν
προήλθε από το έργο του Κλωντ Μονέ Impression, Sunrise. Κύριο χαρακτηριστικό του
ιμπρεσιονισμού στη ζωγραφική είναι τα ζωντανά χρώματα (κυρίως με χρήση των
βασικών χρωμάτων), οι συνθέσεις σε εξωτερικούς χώρους, συχνά υπό ασυνήθιστες
οπτικές γωνίες και η έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός. Οι ιμπρεσιονιστές
ζωγράφοι θέλησαν να αποτυπώσουν την άμεση εντύπωση (impression) που προκαλεί
ένα αντικείμενο ή μια καθημερινή εικόνα.

Εκπρόσωποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 Claude Monet (1840-1926)


 Pierre-Auguste Renoir (1841-1919)
 Francesco Filippini (1841-1870)
 Édouard Manet (1853-1895)
 Paul Cézanne (1839-1906)
 Edgar Degas (1834-1917)

Τεχνικές του Ιμπρεσιονισμού


Ο ιμπρεσιονισμός στη ζωγραφική χαρακτηρίζεται από τις παρακάτω βασικές τεχνικές:

 Μικρές και συχνά εμφανείς πινελιές που δημιουργούν ένα χαρακτηριστικά παχύ
στρώμα μπογιάς στον καμβά. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούν να αποτυπωθούν
πολλές λεπτομέρειες του θέματος αλλά γενικά χαρακτηριστικά του.
 Χρήση κυρίως των βασικών χρωμάτων, με μικρή ανάμειξη μεταξύ τους (η διαδικασία
της ανάμειξης αυτής γίνεται από τον ίδιο τον θεατή του έργου).
 Σπάνια χρήση του μαύρου χρώματος, μόνο στις περιπτώσεις που αποτελεί μέρος
του θέματος. Οι ιμπρεσιονιστές δεν χρησιμοποιούσαν το μαύρο χρώμα προκειμένου
να επιτύχουν σκιάσεις ούτε το αναμείγνύαν με τα βασικά χρώματα.
 Απουσία διαδοχικών επιστρώσεων χρώματος. Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφιζαν πιο
γρήγορα, χωρίς να περιμένουν απαραίτητα το χρώμα να στεγνώσει.
 Έμφαση στον τρόπο που το φως ανακλάται πάνω στα αντικείμενα, αποτύπωση του
θέματος με ένα είδος επιστημονικού ενδιαφέροντος.
 Ζωγραφική κυρίως σε ανοιχτούς χώρους, συνήθως με φωτεινά και έντονα χρώματα.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι τεχνικές αυτές συναντώνται και σε προγενέστερους
ζωγράφους, όμως οι ιμπρεσιονιστές τις χρησιμοποίησαν συστηματικά. Οι ιμπρεσιονιστές
ευνοήθηκαν και από την ανακάλυψη των προ-επεξεργασμένων χρωμάτων (παρόμοια με
αυτά που χρησιμοποιούνται και σήμερα), γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν για να
ζωγραφίζουν σε ανοιχτούς χώρους. Παλαιότερα κάθε ζωγράφος ήταν αναγκασμένος να
δημιουργήσει ο ίδιος τα χρώματα αναμειγνύοντας τα διάφορα υλικά.

Ballets Russes
Το Ballets Russes ( γαλλική: balê ʁys ) ήταν μια πλατφόρμα μπαλέτου που εδρεύει στο
Παρίσι και εκτελέστηκε μεταξύ 1909 και 1929 σε όλη την Ευρώπη και σε περιοδείες
στη Βόρεια και Νότια Αμερική. Η εταιρία ποτέ δεν εμφανίστηκε στη Ρωσία, όπου
η επανάσταση έσπασε την κοινωνία. Μετά την αρχική εποχή του Παρισιού, η
εταιρεία δεν είχε επίσημους δεσμούς. [1]

Το Ballets Russes, που σχεδιάστηκε αρχικά από τον Impresario Sergei Diaghilev ,
θεωρείται ευρέως ως η πιο σημαντική εταιρεία μπαλέτου του 20ου αιώνα [2], εν μέρει
επειδή προώθησε πρωτοποριακές καλλιτεχνικές συνεργασίες ανάμεσα σε νέους
χορογράφους, συνθέτες, σχεδιαστές και χορευτές, το προσκήνιο των πολλών
πεδίων. Ο Diaghilev ανέθεσε έργα από συνθέτες όπως ο Igor Stravinsky , ο Claude
Debussy και ο Sergei Prokofiev , καλλιτέχνες όπως ο Βασίλης Καντίνσκι ,
ο Αλεξάντερ Μπενάης , ο Πάμπλο Πικάσο και ο Χένρι Μάτισε , οι
κοστουμιέτες Léon Bakst και Coco Chanel .
Οι παραγωγές της εταιρείας δημιούργησαν μια τεράστια αίσθηση, αναζωογονώντας
πλήρως την τέχνη του χορού, φέρνοντας πολλούς οπτικούς καλλιτέχνες στην
προσοχή του κοινού και επηρεάζοντας σημαντικά την πορεία της μουσικής
σύνθεσης. Εισήγαγε επίσης ευρωπαϊκά και αμερικανικά ακροατήρια σε παραμύθια,
μουσική και μοτίβα σχεδιασμού που προέρχονται από τη ρωσική λαογραφία. Η
επιρροή των Ballets Russes διαρκεί μέχρι σήμερα.
Serge Diaghilev

Σεργκέι Παβλόβιτς Διαγιλίφ (31 Μαρτίου [ OS 19 Μαρτίου] 1872 - 19 Αυγούστου


1929), που συνήθως αναφέρεται εκτός Ρωσίας ως Ο Serge Diaghilev , ήταν
ρώσικος κριτικός τέχνης , προστάτης , μπαλέτου και ιδρυτής των Ballets Russes ,
από τους οποίους θα γίνουν πολλοί διάσημοι χορευτές και χορογράφοι .

Ρωσική πρωτοπορία

Ο όρος ρωσική πρωτοπορία αναφέρεται στο σύνολο των καλλιτεχνικών ρευμάτων και
κινημάτων που αναπτύχθηκαν στη Ρωσία κατά την περίοδο 1910-1930. Παράλληλα με
τις συνταρακτικές κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις των αρχών του 20ού αιώνα, οι
καλλιτέχνες τείνουν να απορρίπτουν το παρελθόν και να αναζητούν καινοτόμες μορφές
και μέσα έκφρασης στα διάφορα είδη της τέχνης και τη σύνδεση αυτών. Ο όρος έχει
δοθεί μεταγενέστερα από ιστορικούς και δίκαια οι καλλιτέχνες και τα αντίστοιχα κινήματα
χαρακτηρίζονται ως πρωτοποριακά καθώς η συμβολή τους στην εξέλιξη της τέχνης με
τολμηρές ιδέες και εφαρμογές έχει ιστορική σημασία. Ωστόσο, σχετικά με τον κοινωνικό
ρόλο των καλλιτεχνών και το αν κατάφεραν να εξυπηρετήσουν με την τέχνη τους τα λαϊκά
συμφέροντα η ιστορία έδειξε πως η γενιά της Πρωτοπορίας στην πλειονότητά της δεν
μπόρεσε να κάνει κτήμα της τη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού

Vaslav Nijinsky

Ο Βάτσλαβ Φομίτς Νιζίνσκι (12 Μαρτίου 1889/90[6] Κίεβο -8 Απριλίου 1950 Λονδίνο)
ήταν Ρώσος χορευτής πολωνικής καταγωγής και χορογράφος[7]. Αναφέρεται ως ο
μεγαλύτερος χορευτής όλων των εποχών

Νεοκλασικισμός

Ο Νεοκλασικισμός (Από τα Ελληνικά νέος και κλασικός )[1] είναι το όνομα που δόθηκε
σε δυτικά πολιτισμικά κινήματα των εικαστικών τεχνών, της λογοτεχνίας, του θεάτρου,
της μουσικής και της αρχιτεκτονικής, τα οποία αντλούν έμπνευση από της κλασική τέχνη
και τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας ή της αρχαίας Ρώμης. Το κύριο ρεύμα του
νεοκλασικισμού συνέπεσε με τον 18ο αι. και επεκτάθηκε στις αρχές του 19ου αι. ως
ανταγωνιστικό ιδίωμα του ρομαντισμού[2]. Σε ό,τι αφορά στην αρχιτεκτονική, το στιλ
επιβίωσε έως τον 20ό αιώνα

Les Six

Το " Les Six " ( προφέρεται [le sis] ) είναι ένα όνομα που δόθηκε σε μια ομάδα έξι
γάλλων συνθετών που εργάστηκαν στο Montparnasse . Το όνομα, εμπνευσμένο από
το The Five του Mily Balakirev , προέρχεται από το άρθρο 1920 του κριτικού Henri
Collet " Les cinq Russes, les six Français et M. Satie " ( Comedy , 16 Ιανουαρίου
1920). Η μουσική τους θεωρείται συχνά ως αντίδραση ενάντια στο μουσικό ύφος
του Richard Wagner και την ιμπρεσιονιστική μουσική του Claude Debussy και
του Maurice Ravel .
Τα μέλη ήταν ο Georges Auric (1899-1983), ο Louis Durey (1888-1979), ο Arthur
Honegger (1892-1955), ο Darius Milhaud (1892-1974), ο Francis Poulenc (1899-
1963) και ο Germaine Tailleferre (1892-1983) ).
Φουτουρισμός

Ο Φουτουρισμός[1]ήταν λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό και ουτοπικό κίνημα του 20ού αιώνα.


Θεωρείται κυρίως ιταλική σχολή στο χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης που ωστόσο
υιοθετήθηκε και από καλλιτέχνες άλλων χωρών, ειδικότερα της Ρωσίας. Ο Φουτουρισμός
αναπτύχθηκε σχεδόν σε όλες της μορφές της τέχνης, τη ζωγραφική, τη γλυπτική,
την ποίηση, τη μουσική, το θέατρο αλλά και στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Τοποθετείται
χρονικά την περίοδο 1909-1920.
Βασική μορφή του φουτουριστικού κινήματος αποτέλεσε ο Ιταλός ποιητής Φίλιππο
Τομάσο Μαρινέτι, που είναι και ο δημιουργός του περίφημου ιδρυτικού μανιφέστου του
Φουτουρισμού. Αρχικά δημοσιεύτηκε στο Μιλάνο (1909) αλλά και στην γαλλική
εφημερίδα Le Figaro (Φιγκαρό) στις 20 Φεβρουαρίου 1909.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Οι Φουτουριστές εισήγαγαν κάθε νέο μέσο στην καλλιτεχνική έκφραση και χαιρέτησαν τα
νέα τεχνολογικά μέσα της εποχής ως ένα θρίαμβο του ανθρώπου απέναντι στη φύση.
Αντιτάχθηκαν στο Ρομαντισμό, τις παλιές τεχνοτροπίες, την παράδοση, την ηθική, την
αρχαιολογία, τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες κλπ. και ύμνησαν την ταχύτητα και τις
βιομηχανικές πόλεις. Κατά την έκφρασή τους: «ένα αυτοκίνητο... είναι ωραιότερο από τη
Νίκη της Σαμοθράκης», ενώ επιζητούσαν να υμνηθεί η δύναμη, η ταχύτητα, ο πόλεμος,
οι μηχανές και τα πολυβόλα! Πίστευαν στη βιομηχανία, στο σίδερο και στην ταχύτητα.
Πρότειναν ακόμα τη χρήση ενός εναλλακτικού συντακτικού της γλώσσας στην τέχνη.
Όπως θα γράψει και ο ίδιος ο Μαρινέτι:
O Φουτουρισμός βασίζεται στην πλήρη ανανέωση της ανθρώπινης ευαισθησίας,
που προκαλείται από τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις. Oι άνθρωποι που
χρησιμοποιούν τον τηλέγραφο, το τηλέφωνο, το φωνόγραφο, το ποδήλατο, τη
μοτοσικλέτα, το αυτοκίνητο, το υπερωκεάνιο, το πηδαλιοχούμενο, το αεροπλάνο,
τον κινηματογράφο, τη μεγάλη εφημερίδα δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη πως αυτά
τα μέσα επικοινωνίας, μεταφοράς και πληροφόρησης ασκούν αποφασιστική
επίδραση στην ψυχή τους.
Ο Μαρινέτι κατάφερε γρήγορα να εμπνεύσει και άλλους καλλιτέχνες, κυρίως νέους
ζωγράφους από το Μιλάνο, όπως ο Ουμπέρτο Μποτσιόνι, ο Κάρλο Καρά και ο Τζιάκομο
Μπάλα, οι οποίοι βοήθησαν σημαντικά στην επέκταση του φουτουρισμού στη ζωγραφική
και εν γένει στις εικαστικές τέχνες. Ο Μποτσιόνι έγραψε επίσης το μανιφέστο των
φουτουριστών ζωγράφων το 1910.
Στις μέρες μας, αναγνωρίζεται ίσως ολοένα και περισσότερο η πολιτική διάσταση του
φουτουρισμού, πέρα από την κάλυψη των όποιων αναγκών καλλιτεχνικής έκφρασης.
Θεωρείται πως μεταξύ των ιδανικών του Μαρινέτι ήταν και η είσοδος της
υποβαθμισμένης και αρκετά οπισθοδρομικής την εποχή εκείνη Ιταλίας, στον 20ό αιώνα.
Στα μελανά σημεία του Φουτουρισμού αναφέρεται επίσης συχνά, η σύνδεση του με
τον φασισμό, αφού οι ιδέες του αποτέλεσαν την καλύτερη προπαγάνδα
του[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο Φουτουρισμός επηρέασε σημαντικά πολλά από τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα και
ειδικότερα τον ρώσικο Κονστρουκτιβισμό, το Ντανταϊσμό και τον Υπερρεαλισμό. Ως
οργανωμένο κίνημα σταμάτησε να υφίσταται περίπου το 1920, γεγονός που συνδέεται
και με τον χαμό πολλών εκφραστών του φουτουρισμού στη διάρκεια των δύο
παγκοσμίων πολέμων, όταν μοναδικός υποστηρικτής του είχε μείνει τελικά ο Μαρινέτι.
Γενικά ο Φουτουρισμός στο πεδίο της ζωγραφικής και της γλυπτικής επιχειρεί να
αποδώσει ακαριαία εντυπώσεις και αισθήματα παρελθόντος, στο παρόν και το μέλλον με
αποτέλεσμα την άνευ συνοχής εμφάνιση αντικειμένων σε τεμαχισμό, διαμελισμό και σε
πλήρη σύγχυση.[ασαφές] Στη μουσική, ο φουτουριστής συνθέτης διαγράφοντας τους
πατροπαράδοτους κανόνες αρμονίας κ.λπ. αρκείται στην απόδοση κραυγών, σειρήνων
και θορύβων.

Φουτουριστές καλλιτέχνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 Φιλίππο Τομάζο Μαρινέτι


 Τζιάκομο Μπάλα
 Ουμπέρτο Μποτσιόνι
 Κάρλο Καρά
 Πρίμο Κόντι
 Φορτουνάτο Ντεπέρο
 Λουίτζι Ρούσολο
 Τζίνο Σεβερίνι
 Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι
Ντανταϊσμός
Ο Ντανταϊσμός ή Νταντά (Dada) ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα αισθητικής αναρχίας
που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές
τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία (κυρίως στην ποίηση), το θέατρο και
την γραφιστική. Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και μια διαμαρτυρία ενάντια στη
βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια
καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην τέχνη όσο και στην
καθημερινότητα. Ο Ντανταϊσμός χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και
απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης. Επηρέασε μεταγενέστερα
κινήματα, κυρίως τον σουρεαλισμό, που ουσιαστικά ήταν η μετεξέλιξή του.
Ντανταϊστές καλλιτέχνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 Γκιγιώμ Απολλιναίρ (Guillaume Apollinaire) - Γαλλία


 Χανς Αρπ (Hans Arp) - Ελβετία, Γαλλία και Γερμανία
 Χούγκο Μπαλ (Hugo Ball) - Ελβετία
 Γιόχανς Μπάαντερ (Johannes Baader) - Γερμανία
 Αρτούρ Κραβάν (Arthur Cravan) - Γαλλία
 Ζαν Κροτύ (Jean Crotti) - Γαλλία
 Μαρσέλ Ντυσάν (Marcel Duchamp) - Γαλλία και Η.Π.Α
 Μαξ Ερνστ (Max Ernst) - Γερμανία
 Ραούλ Χάουσμαν (Raoul Hausmann) - Γερμανία
 Έμυ Χένινγκς (Emmy Hennings) - Ελβετία
 Ρίχαρντ Χύλζενμπεκ (Richard Huelsenbeck) - Ελβετία και Γερμανία
 Μαρσέλ Γιανκό (Marcel Janco) - Ελβετία
 Φράνσις Πικαμπιά (Francis Picabia) - Γαλλία και Η.Π.Α
 Μαν Ραίη (Man Ray) - Γαλλία και Η.Π.Α
 Χανς Ρίχτερ (Hans Richter) - Ελβετία
 Κουρτ Σβίττερς (Kurt Schwitters) - Γερμανία
 Τριστάν Τζαρά (Tristan Tzara) - Ελβετία
 Μπεατρίς Γούντ (Beatrice Wood) - Γαλλία και Η.Π.Α
Σουρεαλισμός

Ο υπερρεαλισμός ή σουρρεαλισμός, από τις γαλλικές λέξεις sur (επάνω, επί)


και réalisme (ρεαλισμός, πραγματικότητα) όπου στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί
ως «πάνω ή πέρα από την πραγματικότητα», ήταν ένα κίνημα που αναπτύχθηκε κυρίως
στο χώρο της λογοτεχνίας αλλά εξελίχθηκε σε ένα ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτικό
ρεύμα. Άνθισε κατά κύριο λόγο στη Γαλλία των αρχών του 20ου αιώνα, κατά την περίοδο
μεταξύ του πρώτου και δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Στη φύση του επαναστατικό
κίνημα, ο υπερρεαλισμός επιδίωξε πολλές ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της τέχνης
αλλά και της σκέψης γενικότερα, ασκώντας επίδραση σε μεταγενέστερες γενιές
καλλιτεχνών. Τα μέλη του αντέδρασαν σε αυτό που οι ίδιοι ερμήνευαν ως μία βαθιά κρίση
του Δυτικού πολιτισμού, προτείνοντας μία ευρύτερη αναθεώρηση των αξιών, σε κάθε
πτυχή της ανθρώπινης ζωής, στηριζόμενοι στις ψυχαναλυτικές θεωρίες του Φρόυντ και
στα πολιτικά ιδεώδη του Μαρξισμού[1]. Ως κύριο μέσο έκφρασης, τόσο
στη λογοτεχνία όσο και στις εικαστικές τέχνες, προέβαλαν τον «αυτοματισμό»,
επιδιώκοντας τη διερεύνηση του ασυνειδήτου, την απελευθέρωση της φαντασίας «με την
απουσία κάθε ελέγχου από τη λογική»[2] και διακηρύτοντας τον απόλυτο μη
κομφορμισμό.
Οι καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το κίνημα καταγράφηκαν στο πρώτο Μανιφέστο του
υπερρεαλισμού (1924) του Αντρέ Μπρετόν, καθώς και στην πραγματεία Une Vague de
rêves (1924) του Λουί Αραγκόν, ενώ συμμετείχαν ενεργά στα περιοδικά La Révolution
surréaliste και Litterature που εξέδιδε η υπερρεαλιστική ομάδα. Ο Μπρετόν
αναγνωρίζεται ως κεντρική φυσιογνωμία και ένας από τους σημαντικότερους
θεωρητικούς τού κινήματος, ενώ άλλα διακεκριμένα μέλη υπήρξαν οι ποιητές Πωλ
Ελυάρ, Ρενέ Κρεβέλ, Ρομπέρ Ντεσνός, Μπενζαμίν Περέ, Ροζέ Βιτράκ, όπως και οι
καλλιτέχνες Μαξ Ερνστ, Μαν Ραίη, Ζαν Αρπ, Αντρέ Μασόν και Χουάν Μιρό. Πολλοί από
τους πρώιμους υπερρεαλιστές προήλθαν από το προγενέστερο κίνημα του Ντανταϊσμού.
The Jazz Singer

Ο Jazz Singer είναι μια αμερικανική μουσική ταινία δράματος του 1927 που σκηνοθετεί
ο Alan Crosland . Είναι η πρώτη κινηματογραφική ταινία μήκους χαρακτηριστικών όχι
μόνο με συγχρονισμένη μουσική βαθμολογία, αλλά και με συγχρονισμένο τραγούδι
και ομιλία σε αρκετές απομονωμένες ακολουθίες. Η απελευθέρωσή της
προανήγγειλε την εμπορική άνοδο των ηχητικών ταινιών και έληξε την εποχή
των σιωπηλών ταινιών . Κατασκευάστηκε από την Warner Bros. με το σύστημα ήχου-
δίσκου Vitaphone . Η ταινία περιλαμβάνει έξι τραγούδια που εκτελέστηκαν από
τον Al Jolson . Βασίζεται στο έργο του ίδιου ονόματος του Σαμψόν Ραφαέλσον, το οποίο
προσαρμόστηκε από μια από τις διηγήσεις του με τίτλο «Η Ημέρα της Εξιλέωσης».

 The Jazz Singer (Η πρώτη ταινία ομιλώντος κινηματογραφόυ, 1926)


 Tin Pan Alley (Όρος που αναφέρεται στην βιομηχανία μουσικών εκδοτικών οίκων και
τραγουδοποιών στη Νέα Υόρκη, και κατ'επέκταση στην βιομηχανία τραγουδιών και
δημοφιλούς μουσικής, ιδιαίτερα από την δεκαετία του 1920 και έπειτα)
 The Great Depression ("Η μεγάλη ύφεση", ή αλλιώς παγκόσμια οικονομική ύφεση
που ξεκίνησε με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1929 και
κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1930, καταλήγοντας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο)
 Hollywood Musicals (το είδος "μιουζικαλ", το οποίο κυριάρχησε στις αρχές της
αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα την δεκαετία του 1930)
 Busby Berkeley (Ο πιο σημαντικός σκηνοθέτης / χορογράφος των πρώτων
αμερικανικών musicals)
 Weimar Republic ("Η δημοκρατία της Βαϊμάρης", όρος που αναφέρεται στο
Γερμανικό κράτος από το 1919 μέχρι το 1933)
 Gebrauchsmusik ("Χρηστική μουσική", θεωρία του συνθέτη & θεωρητικού Paul
Hindemith και συγχρόνων του μουσικολόγων στην Γερμανία την δεκαετία του 1920,
με αναφορά τον πολιτικο-κοινωνικό σκοπό της μουσικής δημιουργίας)
 Verfremdungseffekt ("To φαινόμενο της αποξένωσης", θεωρία του Bertold Brecht για
την θεατρική και κινηματογραφική τεχνική που προκαλεί την αφύπνιση του κοινού
μέσω τακτικών αποσύνδεσης ήχου - εικόνας. Βλ. π.χ. την αρχική μουσική στην
ταινία Die Kuhle Wampe, σε συνεργασία με τον κινηματογραφικό συνθέτη Hanns
Eisler
 Theodor Adorno (Μουσικολόγος και Φιλοσόφος, βασικός επικριτής της δημοφιλούς
μουσικής και της μουσικής βιομηχανίας, καθώς και από τους πρώτους φιλοσόφους
που ασχολήθηκαν με τον δωδεκαφθογγισμό και τις αισθητικές του προεκτάσεις)

Σχολή της Φρανκφούρτης

Η Σχολή της Φρανκφούρτης είναι μια σχολή νεομαρξιστικής κριτικής


θεωρίας, κοινωνιολογικής έρευνας, και φιλοσοφίας. Η ομάδα αναδύθηκε στο Ινστιτούτο
για την Κοινωνική Έρευνα (γερμανικά:Institut für Sozialforschung) στο Πανεπιστήμιο
της Φρανκφούρτης στη Γερμανία όταν ο Μαξ Χορκχάιμερ έγινε ο διευθυντής του
Ινστιτούτου το 1930. Ο όρος «Σχολή της Φρανκφούρτης» είναι άτυπος και
χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους στοχαστές που συνδέονταν με το Ινστιτούτο για
την Κοινωνική Έρευνα ή επηρεάστηκαν από αυτό. Δεν είναι τίτλος για κάποιον θεσμό, και
οι κύριοι στοχαστές της Σχολής της Φρανκφούρτης δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο για να
περιγράψουν τον εαυτό τους.
Η Σχολή της Φρανκφούρτης συνένωσε διαφωνούντες μαρξιστές, αυστηρούς επικριτές
του καπιταλισμού που πίστευαν ότι κάποιοι από τους ιδεολογικούς επιγόνους του Καρλ
Μαρξ υποστήριζαν ένθερμα μία επιλεκτική και παραπλανητική ανάγνωση του μαρξικού
έργου, με στόχο συνήθως την υπεράσπιση των ορθόδοξων λενινιστικών Κομμουνιστικών
Κομμάτων. Επηρεασμένοι κυρίως από την αποτυχία των επαναστάσεων της εργατικής
τάξης στην Δυτική Ευρώπη μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο (π.χ. η Γερμανική
Επανάσταση του 1918-1919) και από την άνοδο του Ναζισμού σε ένα οικονομικά και
τεχνολογικά προηγμένο έθνος (Γερμανία), ανέλαβαν το καθήκον να επιλέξουν ποια
κομμάτια από τη σκέψη του Μαρξ θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην κατανόηση
κοινωνικών συνθηκών που ο ίδιος ο Μαρξ ποτέ του δεν είχε δει. Στράφηκαν επομένως
σε άλλες σχολές σκέψης για να συμπληρώσουν τις παραλείψεις του μαρξισμού.
Ο Μαξ Βέμπερ άσκησε την μεγαλύτερη επίδραση, όπως και ο Σίγκμουντ Φρόιντ (δείτε
ενδεικτικά τη φροϋδική-μαρξιστική σύνθεση στο έργο του Χέρμπερτ Μαρκούζε του
1954 Έρως και Πολιτισμός). Η έμφασή τους στο «κριτικό» κομμάτι της θεωρίας πήγαζε
σε σημαντικό βαθμό από την προσπάθειά τους να υπερβούν τα όρια του θετικισμού, του
ωμού υλισμού, και της φαινομενολογίας επιστρέφοντας στην κριτική
φιλοσοφία του Εμμάνουελ Καντ και τους επιγόνους του γερμανικού ιδεαλισμού, κυρίως
τη φιλοσοφία του Χέγκελ με την έμφασή της στην άρνηση και την αντίφαση ως εγγενείς
ιδιότητες της πραγματικότητας. Μια σημαντική επιρροή προήλθε επίσης από τη
δημοσίευση στην δεκαετία του 1930 των έργων του Μαρξ Οικονομικά και Φιλοσοφικά
χειρόγραφα του 1844 και Η Γερμανική Ιδεολογία, τα οποία έδειχναν τη συνέχεια με
τον Εγελιανισμό που υποκρύπτονταν στη σκέψη του Μαρξ. Ο Μαρκούζε ήταν ο πρώτος
που θα αρθρογραφούσε εκτενώς για τη θεωρητική σημασία αυτών των κειμένων.

 Neue Sachlichkeit ("Nέα Αντικειμενικότητα", αισθητικό κίνημα που αναδύεται στη


Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1920, ενάντια στον εξπρεσιονισμό. Στη μουσική
χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από τον συνθέτη Ernst Krenek)
 Entartete Kunst / Entartete Musik ("Έκφυλη Τέχνη" & "Έκφυλη Μουσική", όροι που
χρησιμοποιήθηκαν από τον Josef Goebbels και το ναζιστικό καθεστώς από το 1937
και μετά, σε εκθέσεις ειδικά διοργανωμένες για τον διασυρμό διαφόρων μορφών
μοντέρνας τέχνης, ιδίως αυτής που προερχόταν από φυλετικές & θρησκευτικές
μειονότητες)

Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός

Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός είναι ένα στιλ ρεαλισμού που αναπτύχθηκε στη Σοβιετική
Ένωση και αναδείχθηκε σε κυρίαρχο στιλ σε διάφορες άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Ο
σοσιαλιστικός ρεαλισμός χαρακτηρίζεται από την ένδοξη απεικόνιση
των κομμουνιστικών αξιών, όπως η χειραφέτηση του προλεταριάτου, με ρεαλιστικό
τρόπο[1]. Αν και συναφές, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον κοινωνικό ρεαλισμό, ένα
ευρύτερο είδος της τέχνης που απεικονίζει με ρεαλιστικά θέματα κοινωνικού
ενδιαφέροντος[2].
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ήταν κυρίαρχη μορφή τέχνης στη Σοβιετική Ένωση από την
ανάπτυξή του στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έως την τελική πτώση του στα τέλη του
1960[3]. Ενώ άλλες σοσιαλιστικές χώρες χρησιμοποίησαν και άλλους κανόνες της τέχνης,
ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στη Σοβιετική Ένωση επιβίωσε περισσότερο από ό, τι στην
υπόλοιπη Ευρώπη
Formalism ("Φορμαλισμός", αισθητικός όρος που χρησιμοποιείται ως κατηγορία από
μουσικοκριτικούς, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Joseph Stalin στην Σοβιετική
Ένωση, έναντι συνθετών όπως ο Dmitry Shostakovich. Βλ. π.χ. κριτική στην όπερά του
"H Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ" (1934), η οποία από το 1936 απαγορεύτηκε για σειρά
δεκαετιών στην Σοβιετική Ένωση).

 N.A.T.O. (North Atlantic Treaty Organization) και χώρες-μέλη του οργανισμού


 Marshall Plan / Σχέδιο Μάρσαλ (Σχέδιο οικονομικής βοηθείας των δυτικο-
ευρωπαϊκών χωρών-μελών του Ν.Α.Τ.Ο. από την αμερικανική κυβέρνηση)
 Cold War / Ψυχρός Πόλεμος
 Cultural Diplomacy / Πολιτιστική Διπλωματία
 Darmstadt School / H θερινή σχολή του Darmstadt (Επίσημος τίτλος: Internationale
Ferienkurse fur Neue Musik, Darmstadt, ιδρ. 1946 στην ομώνυμη πόλη της Δυτικής
Γερμανίας).
 Donaueschingen Festival
 Τotal Serialism / Integral Serialism / Ολοκληρωτικός Σειραϊσμός (επέκταση της
χρήσης σειραϊκών τεχνικών και σε άλλες παραμέτρους της μουσικής σύνθεσης,
πέραν του τονικού ύψους. Π.χ. στο ρυθμό, την ένταση κ.α.)
 Point Music / Punktuelle Musik / Μουσικός Πουαντιγισμός (βλ. Karlheinz
Stockhausen)
 Aleatoric Composition / Αλεατορική Σύνθεση (Σύνθεση με τη χρήση μεθόδων
τυχαιότητας, όπως αναπτύχθηκαν από τον John Cage στην Αμερική τη δεκαετία του
1950. Η σύνθεση οργανώνεται ακολουθώντας ένα μεθοδευμένο σύστημα
παραγωγής τυχαίων αποτελεσμάτων, π.χ. με αριθμητικές παραμέτρους που
αντιστοιχούν στους αριθμούς διαφόρων ζαριών, ή στα αποτελέσματα αλλεπάλληλων
ρίψεων νομισμάτων).
 Musique concrète / Tape Music / "Συγκεκριμένη Μουσική" (η μέθοδος σύνθεσης
ηλεκτρονικής μουσικής με μαγνητοταινία, όπως αναπτύχθηκε από τους Pierre
Schaeffer & Pierre Henry στα στούντιο της Γαλλικής Ραδιοφωνίας - Τηλεόρασης
(RTF) στο Παρίσι, α τέλη της δεκαετίας του 1940)
 Elektronische Musik / Ηλεκτρονική Μουσική (η μέθοδος σύνθεσης ηλεκτρονικής
μουσικής μέσω παραγωγής και επεξεργασίας ηχητικού σήματος, με τη βοήθεια
γεννητριών και ταλαντωτών, όπως αναπτύχθηκε από τον Karlheinz Stockhausen στα
στούντιο της Ραδιοφωνίας - της Δυτικής Γερμανίας (NWDR), στην Κολωνία, στις
αρχές της δεκαετίας του 1950).
 Synthesizer / Συνθετητής
 Multi-track recording / Πολυκάναλη ηχογράφηση

Αλεατορική μουσική ονομάζεται η μουσική στην οποία στοιχεία όπως ο ρυθμός, ο


τόνος και το ύφος καθορίζονται από την προσωπική επιλογή του ερμηνευτή ή ακόμα και
από την τύχη.

Musique concrète (γαλλικά, κυριολεκτική σημασία, «συγκεκριμένη μουσική»),


ονομάζεται μια κατηγορία ηλεκτρονικής μουσικής που παράγεται με επεξεργασία και
διαμόρφωση αποσπασμάτων φυσικών και τεχνητών ήχων. Είναι η ακριβώς αντίστροφη
διαδικασία με εκείνη της παραδοσιακής σύνθεσης (γνωστή και ως Musique Abstraite),
όπου πρώτα συνθέτει κανείς τη μουσική σύμφωνα με μια συγκεκριμένη τονικότητα και
ύστερα την αναθέτει σε μουσικούς έτσι ώστε να παράγουν ήχο. Στη συγκεκριμένη
μουσική οι ήχοι πρώτα ηχογραφούνται και ύστερα δομούνται σύμφωνα με κάποια
συγκεκριμένη τονικότητα. Η συγκεκριμένη μουσική εξελίχτηκε κατά τις δεκαετίες του ’40
και του ’50 με τη βοήθεια της τεχνολογικής ανάπτυξης, με προεξέχουσα αυτή των
μικροφώνων, και τη διαθεσιμότητα μαγνητοταινιών ηχογράφησης (magnetic tape
recorder), που χρησιμοποιούνταν για την επαναληπτική αναπαραγωγή ήχων (tape
loops), στην αγορά.

Η συγκεκριμένη μουσική συνδυάστηκε με άλλα συνθετικά είδη ηλεκτρονικής μουσικής για


να προκύψει η σύνθεση του Εντγκάρ Βαρέζ, «Poème électronique» (ηλεκτρονικό
ποίημα). Το «Poème» παρουσιάστηκε το 1958 στο Belgium World's Fair των Βρυξελλών,
με τη βοήθεια 425 προσεκτικά τοποθετημένων ηχείων σε ένα ειδικό περίπτερο
σχεδιασμένο από τον Έλληνα αρχιτέκτονα και μουσικό Ιάννη Ξενάκη. Η πλασματική
συνθέτιδα δωδεκαφθογγισμού, Dame Hilda Tablet, επινόηση του Henry Reed, μίλησε για
τη δημιουργία της τη «Musique concrète renforcée».
Μετά το 1950, η συγκεκριμένη μουσική αντικαταστάθηκε κατά κάποιο τρόπο από άλλους
τρόπους και είδη ηλεκτρονικής σύνθεσης, παρ'όλα αυτά η επίδραση και απήχηση που
είχε σε δημοφιλή μουσικά σχήματα όπως οι Beatles, στο τραγούδι Revolution 9 και
οι Pink Floyd, είναι πασιφανής. Η δημοτικότητα της παραδοσιακής και της μη-
παραδοσιακής συγκεκριμένης μουσικής επανήρθε κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990.
Καλλιτέχνες όπως ο Ray Buttigieg στις πειραματικές συνθέσεις του «Earth Noise» και
«Sound Science Series» χρησιμοποιούν προκατασκευασμένους και προμελετημένους
ήχους μέσω παλιών και ριζοσπαστικών τεχνικών, με τη διαφορά ότι τώρα αυτό
επιτυγχάνεται με τη χρήση της πρόσφατης τεχνολογίας ηχητικής δειγματοληψίας
(sampling αντί της παραδοσιακής μαγνητοταινίας.
Πρόσφατα, η ολοένα αυξανόμενη απήχηση όλων των μορφών ηλεκτρονικής μουσικής
(electronica) στο ευρύ κοινό, είχε ως συνέπεια την αναβίωση της συγκεκριμένης
μουσικής. Καλλιτέχνες όπως οι Christian Fennesz, Francisco Lopez,
και Scanner χρησιμοποιούν συγκεκριμένες τεχνικές στη μουσική τους, παρόλο που
μπορεί κάλλιστα να κατηγοριοποιηθεί στα περισσότερο συνήθη είδη ηλεκτρονικής
μουσικής όπως η IDM ή η downtempo. Άρθρα και κριτικές γύρω από την συγκεκριμένη
μουσική μπορεί να βρει κανείς δημοσιοποιημένα σε μουσικά περιοδικά όπως το The
Wire.

Η ηλεκτρονική μουσική είναι είδος μουσικής το οποίο χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά


μουσικά όργανα και γενικότερα ηλεκτρονική μουσική τεχνολογία για την παραγωγή της.
Οι πρώτοι πειραματισμοί εμφανίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ στα τέλη του 20ού
έγινε η κυρίαρχη μορφή μουσικής

Happening

Ένα συμβάν είναι μια παράσταση, γεγονός ή κατάσταση τέχνη , συνήθως ως τέχνη
επιδόσεων . Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Allan Kaprow κατά
τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 για να περιγράψει μια σειρά γεγονότων που
σχετίζονται με την τέχνη.

Με τον όρο Fluxus (ελληνική ελεύθερη απόδοση: Φλούξους) εννοείται το διεθνές καλλιτεχνικό
ρεύμα που αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1960, το οποίο χαρακτηρίστηκε από την
ανάμιξη πολλών διαφορετικών μορφών της τέχνης, από τις εικαστικές τέχνες μέχρι
τη μουσική και τη λογοτεχνία.
Το κίνημα του Fluxus γεννήθηκε στη Γερμανία με επίκεντρο τον Λιθουανό καλλιτέχνη
Georges Maciunas, ο οποίος το Σεπτέμβριο του 1962 οργάνωσε μία συναυλία
σύγχρονης μουσικής υπό τον γενικό τίτλο Fluxus Internationale Festspiele neuester
Musik. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την αρχή ενός ευρύτερου πρωτοποριακού
καλλιτεχνικού ρεύματος, που αναδείχθηκε με όλα τα διαθέσιμα εκφραστικά μέσα. Οι
καλλιτέχνες της ομάδας δεν παρουσιάζουν κάποια κοινά υφολογικά στοιχεία αν και
συνολικά το κίνημα του Φλούξους θεωρείται πως συγγενεύει με τον ντανταϊσμό, κυρίως
γιατί τα έργα του στοχεύουν κατά βάση στην πρόκληση του θεατή. Σημαντική επίδραση
στους εκπροσώπους του Φλούξους άσκησε επίσης ο Μαρσέλ Ντυσάν.
Οι περισσότερο ενεργές περίοδοι δράσης του κινήματος θεωρούνται οι
δεκαετίες 1960 και 1970. Σε αυτό το διάστημα, οι καλλιτέχνες του Φλούξους παράγουν
πλήθος καινοτόμων έργων αλλά και οργανώνουν δημόσιες εκδηλώσεις (Fluxus Events),
σκοπός των οποίων είναι η κατάργηση της απόστασης μεταξύ του κοινού και των ίδιων
των καλλιτεχνών. Συχνά, ο αντισυμβατικός χαρακτήρας του κινήματος αποτελέσε
αντικείμενο αρνητικής κριτικής.
Ανάμεσα στους εκπροσώπους του Fluxus συγκαταλέγονται ο Γιόζεφ Μπόυς καθώς και οι
μουσικοί Τζον Κέιτζ και Γιόκο Όνο.

Ο Nam June Paik ( Κορεάτης : 백남준 ; 20 Ιουλίου 1932 - 29 Ιανουαρίου 2006)


ήταν κορεατικός Αμερικανός καλλιτέχνης. Εργάστηκε με μια ποικιλία μέσων
και θεωρείται ο ιδρυτής της βιντεοτέχνης . [1] [2] Πιστεύεται με μια πρώιμη
χρήση (1974) του όρου "ηλεκτρονική σούπερ αυτοκινητόδρομος" σε
εφαρμογή στις τηλεπικοινωνίες . [3]
George Brecht

(27 Αυγούστου 1926 - 5 Δεκεμβρίου 2008), γεννήθηκε ο George Ellis MacDiarmid ,


ήταν Αμερικανός εννοιολογικός καλλιτέχνης και πρωτοποριακός συνθέτης, καθώς και
επαγγελματίας χημικός που εργάστηκε ως σύμβουλος σε εταιρείες όπως
οι Pfizer , Johnson & Johnson , και Mobil Oil . Ήταν βασικό μέλος της Fluxus , της
διεθνούς ομάδας πρωτοποριακών καλλιτεχνών με επίκεντρο τον Γιώργο Maciunas ,
έχοντας εμπλακεί με την ομάδα από τις πρώτες παραστάσεις στο Wiesbaden
το 1962 μέχρι το θάνατο του Maciunas το 1978.

Extended Techniques

Στη μουσική, η εκτεταμένη τεχνική είναι ασυνήθιστες, ανορθόδοξες ή μη


παραδοσιακές μέθοδοι τραγουδιού ή αναπαραγωγής μουσικών οργάνων
που χρησιμοποιούνται για την απόκτηση ασυνήθιστων ήχων ή timbres . [1]
Η χρήση εκτεταμένων τεχνικών από τους συνθέτες δεν είναι συγκεκριμένη για
τη σύγχρονη μουσική (για παράδειγμα, η χρήση του col legno από το Hector
Berlioz στη Symphonie Fantastique είναι μια εκτεταμένη τεχνική) και ξεπερνά τις
σχολές σύνθεσης και τα στυλ. Εκτεταμένες τεχνικές έχουν επίσης ανθεί στην λαϊκή
μουσική . Σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες της τζαζ κάνουν σημαντική χρήση εκτεταμένων
τεχνικών ενός ή του άλλου είδους, ιδιαίτερα σε πιο πρόσφατα στυλ όπως η ελεύθερη
τζαζ ή η πρωτοποριακή τζαζ . Οι μουσικοί στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό έχουν
επίσης χρησιμοποιήσει εκτεταμένες εκτεταμένες τεχνικές.
Παραδείγματα εκτεταμένων τεχνικών περιλαμβάνουν την κλίση κάτω από τη γέφυρα
ενός κορδονιού ή με δύο διαφορετικά τόξα, χρησιμοποιώντας τα πλήκτρα του
πλήκτρου σε ένα όργανο αέρα, φυσώντας και υπερβολικά σε ένα όργανο αέρος χωρίς
στόμιο ή εισάγοντας αντικείμενα πάνω από τις χορδές ενός πιάνου.
Οι εκθέτες της εκτεταμένης τεχνικής του εικοστού αιώνα περιλαμβάνουν τον Henry
Cowell (χρήση πλεγμάτων και όπλων στο πληκτρολόγιο, παίζοντας μέσα στο πιάνο),
ο John Cage ( πιάνο προετοιμασμένο ) και ο George Crumb . Το Κουαρτέτο Kronos ,
το οποίο συγκαταλέγεται στα πιο ενεργά σύνολα για την προώθηση σύγχρονων
αμερικανικών έργων για το κουαρτέτο με χορδές , παίζει συχνά μουσική που απλώνει
τον τρόπο με τον οποίο ο ήχος μπορεί να εξαχθεί από όργανα.

 Conceptual Art / Εννοιακή Τέχνη

Η Art Conceptual (Εννοιολογική τέχνη), αναφέρεται ανάμεσα στις πρωτοπορίες του τέλους της
δεκαετίας του '60. Μετά το 1965 οι καλλιτέχνες δεν σκέφτονται πια την πραγματοποίηση του αντικειμένου
τέχνης, αλλά το ίδιο το αντικείμενο τέχνης και δίνουν το προβάδισμα στην ομιλία για τη διάδοση και την
αντίληψη του έργου. Εξετάζουν και ταυτόχρονα διαταράσσουν τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε
καλλιτέχνες, εμπόρους, επιμελητές εκθέσεων, συλλέκτες και κοινό.

Καταστασιακή Τέχνη

Η Καταστασιακή Διεθνής ή ομάδα των Σιτουασιονιστών ή Σιτουασιονιστική


ομάδα (γαλ. Internationale situationniste) ήταν καλλιτεχνικό κίνημα στον Ευρωπαϊκό
χώρο της δεκαετίας του 1960. Συγκροτήθηκε από θεωρητικούς καλλιτέχνες,
αρχιτέκτονες, πολιτικούς και άλλους. Η δράση τους επηρέασε την πολιτική γραμμή της
Αριστεράς και των αναρχικών καθώς και τα γεγονότα που ξέσπασαν τον Μάιο του 68
στην Γαλλία. Στον τομέα της τέχνης επηρέασαν την μαζική κουλτούρα. Ήταν μια μικρή
ομάδα που αποτελείτο από 40 έως 75 άτομα. Διαλύθηκε το 1972.

Ο Christian Wolff (λιγότερο σωστά Wolf , Γερμανός: [vɔlf] , επίσης γνωστός


ως Wolfius , ανακηρυχθείς ως Christian Freiherr von Wolff το 1745, 24 Ιανουαρίου
1679 - 9 Απριλίου 1754) ήταν Γερμανός φιλόσοφος . Ο Wolff ήταν ο πιο
διακεκριμένος Γερμανός φιλόσοφος μεταξύ του Leibniz και του Kant . Το κύριο
επίτευγμα του ήταν ένα πλήρες έργο πάνω σε σχεδόν κάθε επιστημονικό θέμα της
εποχής του, που εμφανίστηκε και ξεδιπλώθηκε σύμφωνα με την μαθηματική
μέθοδο που αποδεικτικά-παραπλανητική, που αντιπροσωπεύει ίσως την κορυφή
του ορθολογισμού του Διαφωτισμού στη Γερμανία.

 Mauricio Kagel
 O Μαουρίτσιο Κάγκελ (Mauricio Kagel, 24 Δεκεμβρίου 1931 – 18 Σεπτεμβρίου
2008) ήταν Γερμανοαργεντίνος συνθέτης, λιμπρετίστας, μουσικοπαιδαγωγός και
σκηνοθέτης. Επέδειξε ενδιαφέρον στην ανάπτυξης της θεατρικής πλευράς της
μουσικής ερμηνείας. Για την προσφορά του τιμήθηκε με βραβείο Εράσμους το
1998.

 Györgi Ligeti
 Ο Γκιέργι Σάντορ Λίγκετι (György Sándor Ligeti, 28 Μαΐου 1923 – 12 Ιουνίου 2006)
ήταν Ούγγρος συνθέτης του 20ού αιώνα, με σπουδαίο χορωδιακό, οργανικό και
οπερατικό έργο. Είναι ευρύτερα γνωστός από το κομμάτι
για τσέμπαλο Continuum (Συνεχές) καθώς και τα μουσικά του αποσπάσματα που
χρησιμοποιήθηκαν στις κινηματογραφικές ταινίες Μάτια ερμητικά κλειστά,
και 2001:Οδύσσεια του διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

Ο Luciano Berio , ο Cavaliere di Gran Croce OMRI [1] (24 Οκτωβρίου 1925 - 27 Μαΐου
2003) ήταν Ιταλός συνθέτης . Είναι γνωστός για την πειραματική του δουλειά
(συγκεκριμένα τη σύνθεση της Sinfonia του 1968 και τη σειρά του με τα βιρτουόζικα
σόλο κομμάτια με τίτλο Sequenza ) αλλά και για την πρωτοποριακή του δουλειά
στην ηλεκτρονική μουσική .

Η Catherine Anahid "Cathy" Berberian (4 Ιουλίου 1925 - 6 Μαρτίου 1983) ήταν μια
αμερικανική μεσοζωπόρω [1] και συνθέτης με έδρα την Ιταλία. Έχει ερμηνεύσει τη
σύγχρονη πρωτοποριακή μουσική που συνθέτουν, μεταξύ άλλων, οι Luciano
Berio , Bruno Maderna , John Cage , Henri Pousseur , Sylvano Bussotti , Darius
Milhaud , Roman Haubenstock-Ramati και Igor Stravinsky . Έχει επίσης ερμηνεύσει έργα
των Claudio Monteverdi , Heitor Villa-Lobos , Kurt Weill , Philipp Zu Eulenburg ,
ρυθμίσεις τραγουδιών των Beatles και λαϊκά τραγούδια από διάφορες χώρες και
πολιτισμούς. Ως συνθέτης, έγραψε τη Stripsody (1966), στην οποία εκμεταλλεύεται
τη φωνητική της τεχνική χρησιμοποιώντας ήχους κωμικού βιβλίου ( onomatopoeia )
και Morsicat (h) y (1969), σύνθεση για το πληκτρολόγιο (με το δεξί χέρι) Morse
κώδικα .

Ο μινιμαλισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα, με εφαρμογή κυρίως στη γλυπτική και


τη ζωγραφική, που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960. Πρόκειται για ένα από
τα πολλά καλλιτεχνικά κινήματα που ήρθε στο προσκήνιο μετά τη λήξη του Β'
Παγκόσμιου Πολέμου. Ο μινιμαλισμός ή Art Minimal ή τέχνη του ελάχιστου,[1] έχει τις
ρίζες του στα ρεύματα του Κονστρουκτιβισμού και του Σουπρεματισμού της δεκαετίας
του 1920, και προέκυψε ως αντίθεση στον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό της δεκαετίας
του 1950.

Ο Stephen Michael Reich γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1936 και είναι ένας
Αμερικανός συνθέτης ο οποίος, μαζί με τους La Monte Young , Terry
Riley και Philip Glass , εισήγαγε ελάχιστη μουσική στα μέσα μέχρι τα τέλη της
δεκαετίας του 1960. [3] [4] [5]
Το ύφος σύνθεσης του Ράιχ επηρέασε πολλούς συνθέτες και ομάδες. Οι καινοτομίες
του περιλαμβάνουν τη χρήση βρόχων ταινιών για τη δημιουργία
μοτίβων σταδιακής καθυστέρησης (για παράδειγμα, οι πρώτες του συνθέσεις Είναι το
Gonna Rain and Come Out ) και η χρήση απλών ακουστικών διεργασιών για τη
διερεύνηση μουσικών εννοιών (για παράδειγμα, Pendulum Music και Four
Organs ). Αυτές οι συνθέσεις, που χαρακτηρίζονται από τη χρήση
επαναλαμβανόμενων μορφών, αργού αρμονικού ρυθμού και κανόνα, έχουν
επηρεάσει σημαντικά τη σύγχρονη μουσική , ειδικά στις ΗΠΑ. Το έργο του Ράιχ
πήρε ένα πιο σκοτεινό χαρακτήρα στη δεκαετία του '80 με την εισαγωγή ιστορικών
θεμάτων καθώς και θεμάτων από την εβραϊκή κληρονομιά του, κυρίως
τα διαφορετικά τρένα .
Γράφοντας στο The Guardian , ο μουσικός κριτικός Andrew Clements πρότεινε ότι ο
Ράιχ είναι ένας από τους "λίγους ζωντανούς συνθέτες που νομίμως ισχυρίζονται ότι
έχουν αλλάξει την κατεύθυνση της μουσικής ιστορίας". [6] Ο Αμερικανός συνθέτης
και κριτικός Kyle Gann είπε ότι ο Ράιχ "μπορεί ... να θεωρηθεί, με γενική ακρίβεια,
τον μεγαλύτερο ζωντανό συνθέτη της Αμερικής"

errence Mitchell Riley (born June 24, 1935) is an American composer and performing
musician[1][2] associated with the minimalist school of 20th century music, of which he was
a pioneer.[3] Influenced by both jazz and Indian classical music, his music became
notable for its innovative use of repetition, tape music techniques, and delay
systems.[3] He is best known for works such as his 1964 composition In C and 1969
album A Rainbow in Curved Air, both considered landmarks of minimalism and important
influences on experimental, electronic, and rock music

Ο Φίλιπ Γκλας (Βαλτιμόρη, 31 Ιανουαρίου 1937) είναι Αμερικανός μουσικός


και συνθέτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους και γνωστότερους συνθέτες του
20ού αιώνα, καθώς επίσης και ως ο ιδρυτής του κινήματος του μινιμαλισμού στη
μουσική, με μεγάλη επίδραση στο χώρο του.[9] Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του κλασικιστή,
πράγμα που αποδίδει στις κλασικές σπουδές του στη μουσική.[10]

Wolfgang Rihm
Ο Wolfgang Rihm (γεννημένος στις 13 Μαρτίου 1952) είναι Γερμανός συνθέτης.
Ο Rihm είναι μουσικός διευθυντής του Ινστιτούτου Νέων Μουσικών και Μέσων
Μαζικής Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο Μουσικής Καρλσρούης και είναι συνθέτης
στο σπίτι του στο Φεστιβάλ Λουκέρνης και στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ . Τον
τιμήθηκε ως Επίτροπος της Ordre des Arts et des Lettres το 2001.
Ο Brian John Peter Ferneyhough είναι ένας Βρετανός συνθέτης που κατοικούσε
στην Καλιφόρνια στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1987. Το Ferneyhough
θεωρείται συνήθως το κέντρο μορφή του κινήματος της νέας
πολυπλοκότητας . [3] [4] Ο Ferneyhough διδάσκει σύνθεση στο Hochschule für
Musik Freiburg και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας του Σαν Ντιέγκο και
σήμερα είναι πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και είναι κανονικός λέκτορας στα
μαθήματα του καλοκαιριού στο Darmstädter Ferienkurse .
Η φασματική μουσική (ή φασμαλισμός ) είναι μια σύνθετη προσέγγιση που
αναπτύχθηκε στη δεκαετία του '70, χρησιμοποιώντας ανάλυση υπολογιστή για την
ποιότητα του στύλου στην ακουστική μουσική ή τα τεχνητά timbres που προέρχονται
από τη σύνθεση.
Καθορισμένη στην τεχνική γλώσσα, η φασματική μουσική είναι μια ακουστική
μουσική πρακτική όπου οι αποφάσεις σύνθεσης ενημερώνονται συχνά από
τις υπερηχητικές αναπαραστάσεις και τη μαθηματική ανάλυση των φασμάτων ή από
τα μαθηματικά δημιουργούμενα φάσματα. Η φασματική προσέγγιση εστιάζει στον
χειρισμό των φασματικών χαρακτηριστικών, τη διασύνδεσή τους και τη μετατροπή
τους. Σε αυτή τη διατύπωση, η ανάλυση του ήχου βασισμένη σε υπολογιστή και οι
αναπαραστάσεις των ηχητικών σημάτων αντιμετωπίζονται ως ανάλογες με
μια χρονική αναπαράσταση του ήχου.
Η φασματική προσέγγιση (ακουστικής σύνθεσης) ξεκίνησε στη Γαλλία στις αρχές της
δεκαετίας του 1970 και αναπτύχθηκαν τεχνικές και αργότερα εξευγενίστηκαν κυρίως
από το IRCAM του Παρισιού με το Ensemble l'Itinéraire από συνθέτες όπως
οι Gérard Grisey και Tristan Murail . Ο Murail περιγράφει τη φασματική μουσική
ως αισθητική και όχι ως στυλ, όχι τόσο ένα σύνολο τεχνικών, όπως μια στάση. όπως
το θέτει ο Joshua Fineberg , μια αναγνώριση ότι "η μουσική είναι τελικά υγιής
εξελίσσεται στο χρόνο". [1] Ο Julian Anderson υποδεικνύει ότι ορισμένοι μεγάλοι
συνθέτες που σχετίζονται με το φασμαλισμό θεωρούν τον όρο ακατάλληλο,
παραπλανητικό και αναγωγικό. [2] Η Διάσκεψη της Φωνητικής Μουσικής της
Κωνσταντινούπολης του 2003 πρότεινε έναν επαναπροσδιορισμό του όρου
"φασματική μουσική" για να περιλάβει οποιαδήποτε μουσική που προβάλλει το
στύλο ως σημαντικό στοιχείο της δομής ή της γλώσσας. [3]
Ο Gérard Grisey (17 Ιουνίου 1946 - 11 Νοεμβρίου 1998) ήταν ένας Γάλλος
συνθέτης σύγχρονης κλασικής μουσικής του 20ου αιώνα. Το έργο του
συσχετίζεται συχνά με το κίνημα Spectralist στη μουσική, του οποίου ήταν
πρωτοπόρος.

Τζων Κέιτζ
O Τζoν Κέιτζ (5 Σεπτεμβρίου 1912 – 12 Αυγούστου 1992) ήταν πειραματιστής συνθέτης
και θεωρητικός της μουσικής, φιλόσοφος, ποιητής, εικαστικός καλλιτέχνης,
χαράκτης,[16] [17] καθώς και ερασιτέχνης μελετητής και συλλέκτης μανιταριών. Ήταν
πρωτεργάτης του αλεατορισμού (μουσική του τυχαίου), της ηλεκτρονικής μουσικής και
της αντισυμβατικής χρήσης μουσικών οργάνων. Ήταν μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες
της μεταπολεμικής αβάν-γκαρντ. Οι κριτικοί τον έχουν αναγορεύσει ως έναν από τους
σημαντικότερους Αμερικανούς συνθέτες του 20ου αιώνα.[18][19] Επίσης είχε ουσιώδη
συμβολή στην ανάπτυξη του μοντέρνου χορού, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με το
χορογράφο Μέρς Κάνιγχαμ, ο οποίος υπήρξε σύντροφος του Κέιτζ για το μεγαλύτερο
μέρος της ζωής τους.[20][21]
Ο Κέιτζ είναι ίσως περισσότερο γνωστός για την σύνθεση του "4'33"" το 1952, το οποίο
εκτελείται χωρίς να παιχτεί ούτε μια νότα. Το περιεχόμενο της σύνθεσης αυτής σκοπεύει
να εκληφθεί ως οι ήχοι του περιβάλλοντος που ακούν οι ακροατές καθώς αυτό παίζεται,
παρά ως 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα σιωπής. Το κομμάτι αυτό υπήρξε μια από τις πιο
αμφιλεγόμενες συνθέσεις του 20ου αιώνα. Μια άλλη διάσημη δημιουργία του Κέιτζ είναι
το "prepared piano" (προετοιμασμένο πιάνο -ένα πιάνο του οποίου ο ήχος μεταβάλεται
τοποθετώντας χρηστικά αντικείμενα στις χορδές του), για το οποίο έγραψε έναν αριθμό
χορευτικών έργων και μερικές συνθέσεις, με πιο γνωστή από αυτές τα "Sonatas and
Interludes" (1946–48).
Στους δασκάλους του περιλαμβάνονται ο Χένρυ Κάουελ (1933) και ο Άρνολντ
Σένμπεργκ (1933–35), και οι δύο γνωστοί για τις καινοτομίες τους στην μουσική, αλλά
σημαντική επιρροή του Κέιτζ υπήρξαν διάφορες Ανατολικές Κουλτούρες. Μέσω των
σπουδών του πάνω στην Ινδική φιλοσοφία και τον Βουδισμό στο τέλος της δεκαετίας του
1940, ο Κέιτζ συλλαμβάνει την ιδέα της αλεατορικής μουσικής (Aleatoric music),
μουσικής που ελέγχεται από την τύχη, που αρχίζει να συνθέτει το 1951. Το Ι Τσινγκ, η
αρχαία κινέζικη τεχνική σχετικά με την αλλαγή γεγονότων, έγινε το σταθερό εργαλείο
σύνθεσης του Κέιτζ για το υπόλοιπο της ζωής του. Σε μια διάλεξη το 1957, με θέμα την
Πειραματική Μουσική, περιέγραψε την μουσική ως ένα “άσκοπο παιχνίδι” το οποίο
αποτελεί μια “επιβεβαίωση της ζωής – όχι μια προσπάθεια για να φέρει τάξη στο χάος,
ούτε να προτείνει διορθώσεις στη δημιουργία, αλλά απλά ένας τρόπος να ξυπνήσεις σε
ακριβώς αυτήν την ζωή που ζούμε.”

You might also like