Professional Documents
Culture Documents
Ο φωνογράφος, κοινώς γραμμόφωνο, (αγγλ. Phonograph) είναι μια από τις πρώιμες
συσκευές για την εγγραφή και αναπαραγωγή ήχου. Κατασκευάστηκε από τον
Αμερικανό Τόμας Άλβα Έντισον (Thomas A. Edison) (1847 – 1931) το 1877.
Χρησιμοποιούσε μια βελόνα για να καταγράφει τον ήχο σε έναν κύλινδρο με αυλάκια,
επικαλυμμένο με αλουμινόχαρτο, ο οποίος περιστρεφόταν με σταθερή ταχύτητα. Η ιδέα
της εγγραφής ήχου με παρόμοιο τρόπο υπήρχε από τουλάχιστον μισό αιώνα πριν, αλλά
ο Έντισον με την κατασκευή του της έδωσε σάρκα και οστά.
Ορχήστρα που αποτελείται κυρίως από διάφορα κρουστά όργανα, κυρίως τονικά
ιδιόφωνα (τονικά γκονγκ, καμπάνες, μαρίμπες, ξυλόφωνα κ.ά.) αλλά και κάποια πνευστά ή και
έγχρορδα. Γκαμελάν ορχήστρες συναντάμε σε χώρες της Άπω Ανατολής όπως στην Ινδονησία
(ιδιαίτερα στην Ιάβα και το Μπαλί).
Συμφωνικό Ποίημα
Το συμφωνικό ποίημα είναι μια εκτενής σύνθεση για συμφωνική ορχήστρα που
προσπαθεί να αποδώσει με μουσικά μέσα εξωμουσικό περιεχόμενο, για παράδειγμα
εντυπώσεις από ανθρώπους, τοπία, ζωγραφικούς πίνακες ή λογοτεχνικά έργα. Είναι μια
μορφή προγραμματικής μουσικής και έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στη Ρομαντική μουσική του
19ου αι. Το συγκεκριμένο είδος είχε επίσης σημαντική επίδραση στη δημιουργία
των εθνικών σχολών, γιατί έδινε τη δυνατότητα στον συνθέτη να ενσωματώνει άμεσα
εθνικά ή και λαϊκά στοιχεία στην μουσική του και να τα επεξεργάζεται κατάλληλα, έτσι
ώστε να παραπέμπουν σε ένα εθνικό περιεχόμενο.
Το συμφωνικό ποίημα, έδινε επίσης την δυνατότητα στον συνθέτη να διαμορφώνει
ελεύθερα την σύνθεσή του, ακολουθώντας το θέμα που είχε επιλέξει ως εξωμουσικό
περιεχόμενο και όχι αναγκαστικά τις παραδεδομένες μουσικές μορφές της εποχής. Η
εξέλιξη αυτή σχετίζεται και με την πεποίθηση πολλών ρομαντικών συνθετών ότι η φόρμα
της συμφωνίας, η οποία προερχόταν από την κλασική σχολή της Βιέννης, δεν μπορούσε
να οδηγήσει σε καμία περαιτέρω εξέλιξη την συμφωνική μουσική. Κάποιοι συνθέτες
όμως, με κύριο εκπρόσωπο τον Μπραμς, συνέχιζαν να χρησιμοποιούν τη φόρμα της
συμφωνίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο σχολές, ο διαχωρισμός των οποίων
ήταν εμφανής από την διαμάχη που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους οπαδούς
των Σούμαν και Μπραμς από τη μία, και των Βάγκνερ και Λιστ από την άλλη.
Προγραμματική Μουσική
Ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η αντιδιαστολή με την προγραμματική μουσική στην οποία
αναπαριστούνται εικονογραφικές ή ποιητικές ιδέες . Συνήθως αποκλείει και τη φωνητική μουσική, όταν ο
λόγος επηρεάζει τη δομή της μουσικής . Περιστασιακά ο όρος έχει πιο αυστηρή έννοια αποκλείοντας όχι
μόνο τη φωνητική και προγραμματική μουσική αλλά και τη μουσική με συγκεκριμένο χαρακτήρα (
ρομαντική μουσική). Έτσι ο Μπαχ και, έως ένα βαθμό και ο Μότσαρτ, θεωρούνται συνθέτες της
"απόλυτης μουσικής"
Eduard Hanslick
ήταν Γερμανός μουσικός κριτικός της Βοημίας .
Η αρχή του κομματιού, γνωστή ως «συγχορδία του Τριστάνου», έχει μεγάλη σημασία
στην εξέλιξη από την παραδοσιακή τονική αρμονία διότι περιλαμβάνει όχι μία αλλά
δύο διαφωνίες
Eξπρεσσιονισμός
Βασίλι Καντίνσκυ
Έντβαρτ Μουνκ
Όσκαρ Κοκόσκα
Φραντς Μαρκ
Έμιλ Νόλντε
Έγκον Σίλε
Χαΐμ Σουτίν
Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ
Μαξ Μπέκμαν
Ψυχανάλυση
Η ψυχανάλυση είναι τομέας της Ψυχολογίας που εστιάζει στη μελέτη της ψυχικής
κατάστασης του ατόμου, βασιζόμενη σε ερεθίσματα που λαμβάνει κατά τη διάρκεια της
ζωής του, από την παιδική ηλικία και έπειτα. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον
αυστριακό ψυχολόγο Σίγκμουντ Φρόυντ, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια της Αναλυτικής
Ψυχολογίας, γνωστός ως "πατέρας της ψυχανάλυσης".
Πουαντιγισμός
Ο πουαντιγισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα που ξεκίνησε στη Γαλλία το 19ο αιώνα.
Εισηγητής του υπήρξε ο Γάλλος μετα-ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος, Ζωρζ Σερά (Georges
Seurat, 1859-91). Στηρίζεται στη θεωρία του Σεβραίν που βασίζεται στην ψευδαίσθηση
του ματιού όταν επηρεάζεται από τα γειτονικά χρώματα. Σύμφωνα με τον πουαντιγισμό
όλα τα πράγματα στη φύση πρέπει να διατηρούν την καθαρότητά τους και να μην
επεμβαίνουμε με την όρασή μας. Το φως και το χρώμα, που χρησιμοποιούνται και
αποτελούν το μέσο, πρέπει να είναι καθαρά ώστε να επιτυγχάνεται ο στόχος
Η διεύρυνση των ορίων του τονικού μουσικού συστήματος, μέσω των της
εκτεταμένης χρωματικής αρμονίας της ύστερης ρομαντικής περιόδου, στα πλαίσια
της έντονης αναζήτησης της μοναδικότητας και της πρωτοτυπίας. Συνθέτες όπως
ο Φραντς Λιστ, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και ο Ρίχαρντ Στράους θεωρείται ότι είχαν φέρει
την τονική μουσική στα όριά της, ιδιαίτερα στα τελευταία τους έργα, χρησιμοποιώντας
αλλοιωμένους φθόγγους, έντονες διαφωνίες και αλλεπάλληλες τονικές αποκλίσεις
(περιπλανήσεις σε άλλα τονικά κέντρα από αυτό που είχε εγκατασταθεί ακουστικά
στην αρχή του μουσικού έργου).
Η εγκατάλειψη των παραδεδομένων «κανόνων» της τονικής αρμονίας στο πλαίσιο
του μουσικού ιμπρεσιονισμού, με κύριο εκπρόσωπο τον Κλωντ Ντεμπυσύ, ο οποίος
χρησιμοποίησε αλλοιωμένες και εμπλουτισμένες συγχορδίες, πενταφθογγικές
(ανημιτονικές) και πεντατονικές κλίμακες[1], απροετοίμαστες μετατροπίες (αλλαγές
τονικών κέντρων), ακόμα και ταυτόχρονο άκουσμα δύο διαφορετικών τονικοτήτων
(διτονικότητα).
Έτσι, ο Σένμπεργκ θεώρησε ως ιστορική αναγκαιότητα την κατάργηση
της τονικότητας στο πλαίσιο ενός μουσικού εξπρεσιονισμού, μέσω της «χειραφέτησης
της διαφωνίας», της απελευθέρωσης δηλαδή του συνθέτη από τον ακουστικό κανόνα του
τονικού συστήματος, σύμφωνα με τον οποίον μια διάφωνη συνήχηση πρέπει να
«λύνεται» σε μία σύμφωνη, π.χ. το διάφωνο διάστημα της 5ης ελαττωμένης (τρίτονου) ΣΙ-
ΦΑ πρέπει να λύνεται στο σύμφωνο διάστημα 3ης Μεγάλης Ντο-Μι ή 3ης μικρής Ντο-Μι
ύφεση.
Η ιδέα της «χειραφέτησης της διαφωνίας»[2] ώθησε τον Σένμπεργκ να προχωρήσει στην
σύνθεση έργων, όπου προσπαθούσε να μεταχειρίζεται το μουσικό υλικό με τέτοιο τρόπο,
έτσι ώστε να μην δίνεται η εντύπωση τονικού κέντρου, πτώσεων ή λύσης των αρμονικών
διάφωνων διαστημάτων σε σύμφωνα. Τα πρώτα ατονικά του έργα, τα οποία θεωρούνται
και τα πρώτα ατονικά έργα στην ιστορία της δυτικής μουσικής χρονολογούνται στα 1908
και 1909 και είναι τα: 15 Τραγούδια σε ποίηση George (op. 15) και τα 3 Κομμάτια για
Πιάνο (op. 11).
Παράλληλα με τον Σένμπεργκ, ο Ρώσος Αλεξάντρ Σκριάμπιν έφτασε επίσης στην ρήξη
του τονικού μουσικού συστήματος, ακροβατώντας μεταξύ τονικότητας και ατονικότητας
στα συμφωνικά του ποιήματα Ποίημα Εκστάσεως (1908) και Προμηθέας ή Ποίημα της
Φωτιάς (1911). Η προσέγγιση του Σκριάμπιν είχε όμως διαφορετική φιλοσοφική
αφετηρία, ενώ από μουσικής άποψης εκδηλώθηκε μέσω της δημιουργίας συνηχήσεων με
διαδοχικές τέταρτες, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του αισθήματος της
μείζονας και ελάσσονας συγχορδίας και συνεπακόλουθα την αποσταθεροποίηση
του τονικού μουσικού συστήματος. Μια τρίφωνη συνήχηση στο τονικό μουσικό σύστημα
διαμορφώνεται αν προσθέσουμε δύο φθόγγους σε έναν βασικό, αποκλειστικά σε
απόσταση 3ης ο ένας από τον άλλο. Η ποιότητά της – το αν είναι δηλαδή μείζονα,
ελάσσονα, ελαττωμένη ή αυξημένη – καθορίζεται από την απόσταση της μεσαίας και
τελευταίας νότας από τη βάση της (πάντα σε απόσταση 3ης η μία από την άλλη). Αν
«χτίσουμε» όμως μία συνήχηση με υπερκείμενες 4ες, όπως έκανε ο Σκριάμπιν, και όχι
3ες, οι σχηματιζόμενες συνηχήσεις είναι «χωρίς ταυτότητα» για το τονικό σύστημα (π.χ. η
συνήχηση Λα-Ρε-Σολ-Ντο).
Οργανωμένη ατονικότητα
Για να είναι δυνατή η σύνθεση εκτεταμένων έργων ατονικής απόλυτης μουσικής, έπρεπε
να οργανωθεί με κάποιον τρόπο το μουσικό υλικό, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν
θα υπάρχει κάποιο τονικό κέντρο.
Δωδεκαφθογγισμός
Τα προβλήματα αυτά οδήγησαν τον Σένμπεργκ στην συστηματοποίηση μιας μεθόδου
οργάνωσης της ατονικότητας, την οποία ονόμασε «μέθοδο σύνθεσης με δώδεκα μόνον
αναμεταξύ τους σχετιζόμενους φθόγγους»[3]. Η λογική της μεθόδου ήταν ότι οι δώδεκα
φθόγγοι του συγκερασμένου δυτικού μουσικού συστήματος έπρεπε να αντιμετωπίζεται
ακριβώς το ίδιο στις μεταξύ τους σχέσεις, έτσι ώστε να μην υπερέχει κάποιος έναντι των
υπολοίπων, κινδυνεύοντας να μετατραπεί σε κάποιου είδους τονικό κέντρο. Για το σκοπό
αυτό, ο Σένμπεργκ εισάγει την έννοια της «δωδεκάφθογγης σειράς», δηλαδή μιας
διαδοχής των 12 φθόγγων της χρωματικής κλίμακας που αποτελεί κάτω από ορισμένες
προϋποθέσεις το δομικό συστατικό της μουσικής σύνθεσης. Η διαδοχή των φθόγγων δεν
θα πρέπει να υπονοεί τονικές μουσικές δομές (μείζονες ή ελάσσονες συγχορδίες). Ο
συνθέτης μπορεί να επεξεργαστεί τη δωδεκάφθογγη σειρά με τεχνικές της
παραδοσιακής Αντίστιξης, όπως την αναστροφή, τον καρκίνο, την καρκινική αναστροφή,
παράγοντας έτσι άλλες τρεις εκδοχές της αρχικής σειράς. Επίσης μπορεί να μεταφέρει
κάθε μία από τις σειρές που προκύπτουν στις υπόλοιπες 11 διαφορετικές βαθμίδες, έτσι
ώστε να ακούγονται από διαφορετική αφετηρία κάθε φορά. Προκύπτουν δηλαδή άλλες
47 σειρές με αφετηρία την αρχική (σύνολο 48), δίνοντας τη δυνατότητα στον συνθέτη να
εργαστεί για ένα εκτεταμένο έργο ατονικής μουσικής, που μπορεί σε αυτήν την
περίπτωση να χαρακτηριστεί ως «δωδεκαφθογγικό» έργο.
Σειραϊσμός
Ο σειραϊσμός είναι ευρύτερη έννοια οργάνωσης της ατονικότητας που περιλαμβάνει
τον δωδεκαφθογγισμό. Η διαφορά του από τον δωδεκαφθογγισμό έγκειται στο ότι αφήνει
ανοιχτό το ενδεχόμενο η αρχική σειρά να μην αποτελείται από δώδεκα φθόγγους αλλά
από λιγότερους. Επίσης μπορεί να αφορά τον καθορισμό εκ των προτέρων και άλλων
παραμέτρων εκτός από το τονικό ύψος κάθε φθόγγου της σειράς, όπως για παράδειγμα
η διάρκεια, η ένταση και το ηχόχρωμα. Κατά τα άλλα, η φιλοσοφία και οι τεχνικές είναι οι
ίδιες με τον δωδεκαγθογγισμό. Μάλιστα οι περισσότεροι συνθέτες που μαθήτευσαν με
τον Σένμπεργκ δεν ακολούθησαν κατά γράμμα την δωδεκάφθογγη μέθοδο του δασκάλου
τους, αλλά, όπως και ο ίδιος τους προέτρεπε, χρησιμοποίησαν τους κανόνες σε ένα
γενικότερο σειραϊκό πλαίσιο ως υποδείξεις για μια οργάνωση της ατονικότητας, σύμφωνα
με τις προσωπικές επιλογές του καθενός
Eξελισσόμενη Παραλλαγή
Ιστορια
Ο όρος προέρχεται από το Arnold Schoenberg 's Harmonielehre [2], όπου συζητά τη
δημιουργία «δομών στύλων». Οι Schoenberg και Anton Webern είναι ιδιαίτερα
γνωστοί για τη χρήση της τεχνικής, ο Schoenberg, κυρίως στο τρίτο των Five Pieces
for Orchestra (Op. 16), και ο Webern στην Op. 10 (πιθανόν απάντηση στο Open 16
του Schoenberg), το Concerto for Nine Instruments (Op. 24), το Op. 11 κομμάτια
για βιολοντσέλο και πιάνο και η ενορχήστρωσή του για το έξι μέρος
του ricercar από τη μουσική προσφορά του Bach
Δωδεκάφθογγο / Δωδεκαφθογγισμός
τεχνική
Ο δωδεκαφθογγισμός ως τεχνική σύνθεσης αποβλέπει στη συστηματοποίηση
της ατονικής μουσικής με τέτοιο τρόπο, ώστε οι δώδεκα φθόγγοι
του συγκερασμένου δυτικού μουσικού συστήματος να μην υπόκεινται σε ιεραρχικές
σχέσεις. Κύριος στόχος του συστήματος είναι όλοι οι φθόγγοι του που χρησιμοποιεί ως
υλικό η δυτική μουσική να είναι ισότιμοι μεταξύ τους και να μην υπερέχει κάποιος έναντι
των υπολοίπων, μέσω της επανάληψης, κινδυνεύοντας να μετατραπεί σε κάποιου είδους
τονικό κέντρο. Για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός, ο Σένμπεργκ πρότεινε κάποιους
«κανόνες», με κυριότερο την απαγόρευση της χρήσης ενός φθόγγου για δεύτερη φορά,
εάν δεν έχουν πρώτα ακουστεί οι 11 υπόλοιποι. Ο συνθέτης επιλέγει από την αρχή με
ποια σειρά θα εμφανίζονται οι φθόγγοι, ονομάζοντάς την συγκεκριμένη διαδοχή φθόγγων
«δωδεκάφθογγη σειρά» ή απλώς «σειρά». Ο αριθμός των δωδεκάφθογγων σειρών που
μπορεί να υπάρξουν είναι πεπερασμένος (12!= 479.001.600 σειρές).
Η διαδοχή των φθόγγων στη σειρά θα πρέπει να εξασφαλίζει επιπλέον ορισμένες
προϋποθέσεις τονικής «ουδετερότητας», αποφεύγοντας τις τονικές μουσικές δομές
(μείζονες ή ελάσσονες συγχορδίες) και γενικά οποιοδήποτε μελωδικό σχήμα παραπέμπει
σε τονική μουσική. Ο συνθέτης, για να έχει στη διάθεσή του περισσότερο υλικό, μπορεί
να επεξεργαστεί τη δωδεκάφθογγη σειρά με τις παρακάτω τεχνικές της
παραδοσιακής αντίστιξης:
1. Την αναστροφή (το διάστημα του ενός φθόγγου από τον επόμενο αναστρέφεται
από κατιόν σε ανιόν και το αντίστροφο)
2. Τον καρκίνο ή καρκινική αντιστροφή (η σειρά διαβάζεται από το τέλος προς την
αρχή)
3. Την καρκινική αναστροφή (η αναστροφή της σειράς διαβάζεται από το τέλος
προς την αρχή)
Με αυτόν τον τρόπο παράγονται άλλες τρεις σειρές, παράγωγες της αρχικής. Η αρχική
σειρά και οι παράγωγές της μπορούν να μεταφερθούν στις υπόλοιπες 11 διαφορετικές
βαθμίδες της χρωματικής κλίμακας, έτσι ώστε να ακούγονται από διαφορετική αφετηρία
κάθε φορά («τρανσπόρτο»). Προκύπτουν δηλαδή συνολικά 48 σειρές μαζί με την αρχική
(4x12), παρέχοντας τη δυνατότητα στον συνθέτη να έχει στη διάθεσή του ένα μουσικό
υλικό πάνω στο οποίο θα βασίσει ένα εκτεταμένο έργο ατονικής μουσικής, που μπορεί σε
αυτήν την περίπτωση να χαρακτηριστεί ως «δωδεκαφθογγικό» έργο.
Τα διεθνή σύμβολα που χρησιμοποιούνται συνήθως για την σειρά και τις παράγωγές της
είναι:
P για τις 12 εκδοχές της αρχικής σειράς (από το “Prime Series”, P0 για την
πρωτότυπη σειρά)
Ι για την αναστροφή (από το “Inversion”)
R για τον καρκίνο (από το “Retrograde”) και
RI για τον καρκίνο της αναστροφής (“Retrograde Inversion”).
Για παράδειγμα, αν διαλέξουμε μια σειρά 12 φθόγγων, έστω: ΜΙ – ΣΟΛ – ΛΑ# (ΣΙb) – ΛΑ
– ΡΕ – ΦΑ# (ΣΟΛb) – ΣΙ – ΝΤΟ# (ΡΕb) – ΣΟΛ# (ΛΑb) – ΝΤΟ – ΡΕ# (ΜΙb) – ΦΑ και την
ονομάσουμε P0, προκύπτει ο παρακάτω πίνακας “matrix” με την πρωτότυπη σειρά, τις
μεταφορές της από διαφορετικές φθογγικές αφετηρίες («τρανσπόρτο») και τις
παράγωγες αυτών, σύμφωνα με τις αντιστικτικές διαδικασίες που εξηγήσαμε
παραπάνω[3]:
I0 I3 I6 I5 I10 I2 I7 I9 I4 I8 I11 I1
RI0 RI3 RI6 RI5 RI10 RI2 RI7 RI9 RI4 RI8 RI11 RI1
Μικρές και συχνά εμφανείς πινελιές που δημιουργούν ένα χαρακτηριστικά παχύ
στρώμα μπογιάς στον καμβά. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούν να αποτυπωθούν
πολλές λεπτομέρειες του θέματος αλλά γενικά χαρακτηριστικά του.
Χρήση κυρίως των βασικών χρωμάτων, με μικρή ανάμειξη μεταξύ τους (η διαδικασία
της ανάμειξης αυτής γίνεται από τον ίδιο τον θεατή του έργου).
Σπάνια χρήση του μαύρου χρώματος, μόνο στις περιπτώσεις που αποτελεί μέρος
του θέματος. Οι ιμπρεσιονιστές δεν χρησιμοποιούσαν το μαύρο χρώμα προκειμένου
να επιτύχουν σκιάσεις ούτε το αναμείγνύαν με τα βασικά χρώματα.
Απουσία διαδοχικών επιστρώσεων χρώματος. Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφιζαν πιο
γρήγορα, χωρίς να περιμένουν απαραίτητα το χρώμα να στεγνώσει.
Έμφαση στον τρόπο που το φως ανακλάται πάνω στα αντικείμενα, αποτύπωση του
θέματος με ένα είδος επιστημονικού ενδιαφέροντος.
Ζωγραφική κυρίως σε ανοιχτούς χώρους, συνήθως με φωτεινά και έντονα χρώματα.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι τεχνικές αυτές συναντώνται και σε προγενέστερους
ζωγράφους, όμως οι ιμπρεσιονιστές τις χρησιμοποίησαν συστηματικά. Οι ιμπρεσιονιστές
ευνοήθηκαν και από την ανακάλυψη των προ-επεξεργασμένων χρωμάτων (παρόμοια με
αυτά που χρησιμοποιούνται και σήμερα), γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν για να
ζωγραφίζουν σε ανοιχτούς χώρους. Παλαιότερα κάθε ζωγράφος ήταν αναγκασμένος να
δημιουργήσει ο ίδιος τα χρώματα αναμειγνύοντας τα διάφορα υλικά.
Ballets Russes
Το Ballets Russes ( γαλλική: balê ʁys ) ήταν μια πλατφόρμα μπαλέτου που εδρεύει στο
Παρίσι και εκτελέστηκε μεταξύ 1909 και 1929 σε όλη την Ευρώπη και σε περιοδείες
στη Βόρεια και Νότια Αμερική. Η εταιρία ποτέ δεν εμφανίστηκε στη Ρωσία, όπου
η επανάσταση έσπασε την κοινωνία. Μετά την αρχική εποχή του Παρισιού, η
εταιρεία δεν είχε επίσημους δεσμούς. [1]
Το Ballets Russes, που σχεδιάστηκε αρχικά από τον Impresario Sergei Diaghilev ,
θεωρείται ευρέως ως η πιο σημαντική εταιρεία μπαλέτου του 20ου αιώνα [2], εν μέρει
επειδή προώθησε πρωτοποριακές καλλιτεχνικές συνεργασίες ανάμεσα σε νέους
χορογράφους, συνθέτες, σχεδιαστές και χορευτές, το προσκήνιο των πολλών
πεδίων. Ο Diaghilev ανέθεσε έργα από συνθέτες όπως ο Igor Stravinsky , ο Claude
Debussy και ο Sergei Prokofiev , καλλιτέχνες όπως ο Βασίλης Καντίνσκι ,
ο Αλεξάντερ Μπενάης , ο Πάμπλο Πικάσο και ο Χένρι Μάτισε , οι
κοστουμιέτες Léon Bakst και Coco Chanel .
Οι παραγωγές της εταιρείας δημιούργησαν μια τεράστια αίσθηση, αναζωογονώντας
πλήρως την τέχνη του χορού, φέρνοντας πολλούς οπτικούς καλλιτέχνες στην
προσοχή του κοινού και επηρεάζοντας σημαντικά την πορεία της μουσικής
σύνθεσης. Εισήγαγε επίσης ευρωπαϊκά και αμερικανικά ακροατήρια σε παραμύθια,
μουσική και μοτίβα σχεδιασμού που προέρχονται από τη ρωσική λαογραφία. Η
επιρροή των Ballets Russes διαρκεί μέχρι σήμερα.
Serge Diaghilev
Ρωσική πρωτοπορία
Ο όρος ρωσική πρωτοπορία αναφέρεται στο σύνολο των καλλιτεχνικών ρευμάτων και
κινημάτων που αναπτύχθηκαν στη Ρωσία κατά την περίοδο 1910-1930. Παράλληλα με
τις συνταρακτικές κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις των αρχών του 20ού αιώνα, οι
καλλιτέχνες τείνουν να απορρίπτουν το παρελθόν και να αναζητούν καινοτόμες μορφές
και μέσα έκφρασης στα διάφορα είδη της τέχνης και τη σύνδεση αυτών. Ο όρος έχει
δοθεί μεταγενέστερα από ιστορικούς και δίκαια οι καλλιτέχνες και τα αντίστοιχα κινήματα
χαρακτηρίζονται ως πρωτοποριακά καθώς η συμβολή τους στην εξέλιξη της τέχνης με
τολμηρές ιδέες και εφαρμογές έχει ιστορική σημασία. Ωστόσο, σχετικά με τον κοινωνικό
ρόλο των καλλιτεχνών και το αν κατάφεραν να εξυπηρετήσουν με την τέχνη τους τα λαϊκά
συμφέροντα η ιστορία έδειξε πως η γενιά της Πρωτοπορίας στην πλειονότητά της δεν
μπόρεσε να κάνει κτήμα της τη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού
Vaslav Nijinsky
Ο Βάτσλαβ Φομίτς Νιζίνσκι (12 Μαρτίου 1889/90[6] Κίεβο -8 Απριλίου 1950 Λονδίνο)
ήταν Ρώσος χορευτής πολωνικής καταγωγής και χορογράφος[7]. Αναφέρεται ως ο
μεγαλύτερος χορευτής όλων των εποχών
Νεοκλασικισμός
Ο Νεοκλασικισμός (Από τα Ελληνικά νέος και κλασικός )[1] είναι το όνομα που δόθηκε
σε δυτικά πολιτισμικά κινήματα των εικαστικών τεχνών, της λογοτεχνίας, του θεάτρου,
της μουσικής και της αρχιτεκτονικής, τα οποία αντλούν έμπνευση από της κλασική τέχνη
και τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας ή της αρχαίας Ρώμης. Το κύριο ρεύμα του
νεοκλασικισμού συνέπεσε με τον 18ο αι. και επεκτάθηκε στις αρχές του 19ου αι. ως
ανταγωνιστικό ιδίωμα του ρομαντισμού[2]. Σε ό,τι αφορά στην αρχιτεκτονική, το στιλ
επιβίωσε έως τον 20ό αιώνα
Les Six
Το " Les Six " ( προφέρεται [le sis] ) είναι ένα όνομα που δόθηκε σε μια ομάδα έξι
γάλλων συνθετών που εργάστηκαν στο Montparnasse . Το όνομα, εμπνευσμένο από
το The Five του Mily Balakirev , προέρχεται από το άρθρο 1920 του κριτικού Henri
Collet " Les cinq Russes, les six Français et M. Satie " ( Comedy , 16 Ιανουαρίου
1920). Η μουσική τους θεωρείται συχνά ως αντίδραση ενάντια στο μουσικό ύφος
του Richard Wagner και την ιμπρεσιονιστική μουσική του Claude Debussy και
του Maurice Ravel .
Τα μέλη ήταν ο Georges Auric (1899-1983), ο Louis Durey (1888-1979), ο Arthur
Honegger (1892-1955), ο Darius Milhaud (1892-1974), ο Francis Poulenc (1899-
1963) και ο Germaine Tailleferre (1892-1983) ).
Φουτουρισμός
Ο Jazz Singer είναι μια αμερικανική μουσική ταινία δράματος του 1927 που σκηνοθετεί
ο Alan Crosland . Είναι η πρώτη κινηματογραφική ταινία μήκους χαρακτηριστικών όχι
μόνο με συγχρονισμένη μουσική βαθμολογία, αλλά και με συγχρονισμένο τραγούδι
και ομιλία σε αρκετές απομονωμένες ακολουθίες. Η απελευθέρωσή της
προανήγγειλε την εμπορική άνοδο των ηχητικών ταινιών και έληξε την εποχή
των σιωπηλών ταινιών . Κατασκευάστηκε από την Warner Bros. με το σύστημα ήχου-
δίσκου Vitaphone . Η ταινία περιλαμβάνει έξι τραγούδια που εκτελέστηκαν από
τον Al Jolson . Βασίζεται στο έργο του ίδιου ονόματος του Σαμψόν Ραφαέλσον, το οποίο
προσαρμόστηκε από μια από τις διηγήσεις του με τίτλο «Η Ημέρα της Εξιλέωσης».
Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός είναι ένα στιλ ρεαλισμού που αναπτύχθηκε στη Σοβιετική
Ένωση και αναδείχθηκε σε κυρίαρχο στιλ σε διάφορες άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Ο
σοσιαλιστικός ρεαλισμός χαρακτηρίζεται από την ένδοξη απεικόνιση
των κομμουνιστικών αξιών, όπως η χειραφέτηση του προλεταριάτου, με ρεαλιστικό
τρόπο[1]. Αν και συναφές, δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον κοινωνικό ρεαλισμό, ένα
ευρύτερο είδος της τέχνης που απεικονίζει με ρεαλιστικά θέματα κοινωνικού
ενδιαφέροντος[2].
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ήταν κυρίαρχη μορφή τέχνης στη Σοβιετική Ένωση από την
ανάπτυξή του στις αρχές της δεκαετίας του 1920 έως την τελική πτώση του στα τέλη του
1960[3]. Ενώ άλλες σοσιαλιστικές χώρες χρησιμοποίησαν και άλλους κανόνες της τέχνης,
ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός στη Σοβιετική Ένωση επιβίωσε περισσότερο από ό, τι στην
υπόλοιπη Ευρώπη
Formalism ("Φορμαλισμός", αισθητικός όρος που χρησιμοποιείται ως κατηγορία από
μουσικοκριτικούς, κατά την περίοδο διακυβέρνησης του Joseph Stalin στην Σοβιετική
Ένωση, έναντι συνθετών όπως ο Dmitry Shostakovich. Βλ. π.χ. κριτική στην όπερά του
"H Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ" (1934), η οποία από το 1936 απαγορεύτηκε για σειρά
δεκαετιών στην Σοβιετική Ένωση).
Happening
Ένα συμβάν είναι μια παράσταση, γεγονός ή κατάσταση τέχνη , συνήθως ως τέχνη
επιδόσεων . Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Allan Kaprow κατά
τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 για να περιγράψει μια σειρά γεγονότων που
σχετίζονται με την τέχνη.
Με τον όρο Fluxus (ελληνική ελεύθερη απόδοση: Φλούξους) εννοείται το διεθνές καλλιτεχνικό
ρεύμα που αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1960, το οποίο χαρακτηρίστηκε από την
ανάμιξη πολλών διαφορετικών μορφών της τέχνης, από τις εικαστικές τέχνες μέχρι
τη μουσική και τη λογοτεχνία.
Το κίνημα του Fluxus γεννήθηκε στη Γερμανία με επίκεντρο τον Λιθουανό καλλιτέχνη
Georges Maciunas, ο οποίος το Σεπτέμβριο του 1962 οργάνωσε μία συναυλία
σύγχρονης μουσικής υπό τον γενικό τίτλο Fluxus Internationale Festspiele neuester
Musik. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την αρχή ενός ευρύτερου πρωτοποριακού
καλλιτεχνικού ρεύματος, που αναδείχθηκε με όλα τα διαθέσιμα εκφραστικά μέσα. Οι
καλλιτέχνες της ομάδας δεν παρουσιάζουν κάποια κοινά υφολογικά στοιχεία αν και
συνολικά το κίνημα του Φλούξους θεωρείται πως συγγενεύει με τον ντανταϊσμό, κυρίως
γιατί τα έργα του στοχεύουν κατά βάση στην πρόκληση του θεατή. Σημαντική επίδραση
στους εκπροσώπους του Φλούξους άσκησε επίσης ο Μαρσέλ Ντυσάν.
Οι περισσότερο ενεργές περίοδοι δράσης του κινήματος θεωρούνται οι
δεκαετίες 1960 και 1970. Σε αυτό το διάστημα, οι καλλιτέχνες του Φλούξους παράγουν
πλήθος καινοτόμων έργων αλλά και οργανώνουν δημόσιες εκδηλώσεις (Fluxus Events),
σκοπός των οποίων είναι η κατάργηση της απόστασης μεταξύ του κοινού και των ίδιων
των καλλιτεχνών. Συχνά, ο αντισυμβατικός χαρακτήρας του κινήματος αποτελέσε
αντικείμενο αρνητικής κριτικής.
Ανάμεσα στους εκπροσώπους του Fluxus συγκαταλέγονται ο Γιόζεφ Μπόυς καθώς και οι
μουσικοί Τζον Κέιτζ και Γιόκο Όνο.
Extended Techniques
Η Art Conceptual (Εννοιολογική τέχνη), αναφέρεται ανάμεσα στις πρωτοπορίες του τέλους της
δεκαετίας του '60. Μετά το 1965 οι καλλιτέχνες δεν σκέφτονται πια την πραγματοποίηση του αντικειμένου
τέχνης, αλλά το ίδιο το αντικείμενο τέχνης και δίνουν το προβάδισμα στην ομιλία για τη διάδοση και την
αντίληψη του έργου. Εξετάζουν και ταυτόχρονα διαταράσσουν τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα σε
καλλιτέχνες, εμπόρους, επιμελητές εκθέσεων, συλλέκτες και κοινό.
Καταστασιακή Τέχνη
Mauricio Kagel
O Μαουρίτσιο Κάγκελ (Mauricio Kagel, 24 Δεκεμβρίου 1931 – 18 Σεπτεμβρίου
2008) ήταν Γερμανοαργεντίνος συνθέτης, λιμπρετίστας, μουσικοπαιδαγωγός και
σκηνοθέτης. Επέδειξε ενδιαφέρον στην ανάπτυξης της θεατρικής πλευράς της
μουσικής ερμηνείας. Για την προσφορά του τιμήθηκε με βραβείο Εράσμους το
1998.
Györgi Ligeti
Ο Γκιέργι Σάντορ Λίγκετι (György Sándor Ligeti, 28 Μαΐου 1923 – 12 Ιουνίου 2006)
ήταν Ούγγρος συνθέτης του 20ού αιώνα, με σπουδαίο χορωδιακό, οργανικό και
οπερατικό έργο. Είναι ευρύτερα γνωστός από το κομμάτι
για τσέμπαλο Continuum (Συνεχές) καθώς και τα μουσικά του αποσπάσματα που
χρησιμοποιήθηκαν στις κινηματογραφικές ταινίες Μάτια ερμητικά κλειστά,
και 2001:Οδύσσεια του διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
Ο Luciano Berio , ο Cavaliere di Gran Croce OMRI [1] (24 Οκτωβρίου 1925 - 27 Μαΐου
2003) ήταν Ιταλός συνθέτης . Είναι γνωστός για την πειραματική του δουλειά
(συγκεκριμένα τη σύνθεση της Sinfonia του 1968 και τη σειρά του με τα βιρτουόζικα
σόλο κομμάτια με τίτλο Sequenza ) αλλά και για την πρωτοποριακή του δουλειά
στην ηλεκτρονική μουσική .
Η Catherine Anahid "Cathy" Berberian (4 Ιουλίου 1925 - 6 Μαρτίου 1983) ήταν μια
αμερικανική μεσοζωπόρω [1] και συνθέτης με έδρα την Ιταλία. Έχει ερμηνεύσει τη
σύγχρονη πρωτοποριακή μουσική που συνθέτουν, μεταξύ άλλων, οι Luciano
Berio , Bruno Maderna , John Cage , Henri Pousseur , Sylvano Bussotti , Darius
Milhaud , Roman Haubenstock-Ramati και Igor Stravinsky . Έχει επίσης ερμηνεύσει έργα
των Claudio Monteverdi , Heitor Villa-Lobos , Kurt Weill , Philipp Zu Eulenburg ,
ρυθμίσεις τραγουδιών των Beatles και λαϊκά τραγούδια από διάφορες χώρες και
πολιτισμούς. Ως συνθέτης, έγραψε τη Stripsody (1966), στην οποία εκμεταλλεύεται
τη φωνητική της τεχνική χρησιμοποιώντας ήχους κωμικού βιβλίου ( onomatopoeia )
και Morsicat (h) y (1969), σύνθεση για το πληκτρολόγιο (με το δεξί χέρι) Morse
κώδικα .
Ο Stephen Michael Reich γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1936 και είναι ένας
Αμερικανός συνθέτης ο οποίος, μαζί με τους La Monte Young , Terry
Riley και Philip Glass , εισήγαγε ελάχιστη μουσική στα μέσα μέχρι τα τέλη της
δεκαετίας του 1960. [3] [4] [5]
Το ύφος σύνθεσης του Ράιχ επηρέασε πολλούς συνθέτες και ομάδες. Οι καινοτομίες
του περιλαμβάνουν τη χρήση βρόχων ταινιών για τη δημιουργία
μοτίβων σταδιακής καθυστέρησης (για παράδειγμα, οι πρώτες του συνθέσεις Είναι το
Gonna Rain and Come Out ) και η χρήση απλών ακουστικών διεργασιών για τη
διερεύνηση μουσικών εννοιών (για παράδειγμα, Pendulum Music και Four
Organs ). Αυτές οι συνθέσεις, που χαρακτηρίζονται από τη χρήση
επαναλαμβανόμενων μορφών, αργού αρμονικού ρυθμού και κανόνα, έχουν
επηρεάσει σημαντικά τη σύγχρονη μουσική , ειδικά στις ΗΠΑ. Το έργο του Ράιχ
πήρε ένα πιο σκοτεινό χαρακτήρα στη δεκαετία του '80 με την εισαγωγή ιστορικών
θεμάτων καθώς και θεμάτων από την εβραϊκή κληρονομιά του, κυρίως
τα διαφορετικά τρένα .
Γράφοντας στο The Guardian , ο μουσικός κριτικός Andrew Clements πρότεινε ότι ο
Ράιχ είναι ένας από τους "λίγους ζωντανούς συνθέτες που νομίμως ισχυρίζονται ότι
έχουν αλλάξει την κατεύθυνση της μουσικής ιστορίας". [6] Ο Αμερικανός συνθέτης
και κριτικός Kyle Gann είπε ότι ο Ράιχ "μπορεί ... να θεωρηθεί, με γενική ακρίβεια,
τον μεγαλύτερο ζωντανό συνθέτη της Αμερικής"
errence Mitchell Riley (born June 24, 1935) is an American composer and performing
musician[1][2] associated with the minimalist school of 20th century music, of which he was
a pioneer.[3] Influenced by both jazz and Indian classical music, his music became
notable for its innovative use of repetition, tape music techniques, and delay
systems.[3] He is best known for works such as his 1964 composition In C and 1969
album A Rainbow in Curved Air, both considered landmarks of minimalism and important
influences on experimental, electronic, and rock music
Wolfgang Rihm
Ο Wolfgang Rihm (γεννημένος στις 13 Μαρτίου 1952) είναι Γερμανός συνθέτης.
Ο Rihm είναι μουσικός διευθυντής του Ινστιτούτου Νέων Μουσικών και Μέσων
Μαζικής Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο Μουσικής Καρλσρούης και είναι συνθέτης
στο σπίτι του στο Φεστιβάλ Λουκέρνης και στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ . Τον
τιμήθηκε ως Επίτροπος της Ordre des Arts et des Lettres το 2001.
Ο Brian John Peter Ferneyhough είναι ένας Βρετανός συνθέτης που κατοικούσε
στην Καλιφόρνια στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1987. Το Ferneyhough
θεωρείται συνήθως το κέντρο μορφή του κινήματος της νέας
πολυπλοκότητας . [3] [4] Ο Ferneyhough διδάσκει σύνθεση στο Hochschule für
Musik Freiburg και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας του Σαν Ντιέγκο και
σήμερα είναι πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και είναι κανονικός λέκτορας στα
μαθήματα του καλοκαιριού στο Darmstädter Ferienkurse .
Η φασματική μουσική (ή φασμαλισμός ) είναι μια σύνθετη προσέγγιση που
αναπτύχθηκε στη δεκαετία του '70, χρησιμοποιώντας ανάλυση υπολογιστή για την
ποιότητα του στύλου στην ακουστική μουσική ή τα τεχνητά timbres που προέρχονται
από τη σύνθεση.
Καθορισμένη στην τεχνική γλώσσα, η φασματική μουσική είναι μια ακουστική
μουσική πρακτική όπου οι αποφάσεις σύνθεσης ενημερώνονται συχνά από
τις υπερηχητικές αναπαραστάσεις και τη μαθηματική ανάλυση των φασμάτων ή από
τα μαθηματικά δημιουργούμενα φάσματα. Η φασματική προσέγγιση εστιάζει στον
χειρισμό των φασματικών χαρακτηριστικών, τη διασύνδεσή τους και τη μετατροπή
τους. Σε αυτή τη διατύπωση, η ανάλυση του ήχου βασισμένη σε υπολογιστή και οι
αναπαραστάσεις των ηχητικών σημάτων αντιμετωπίζονται ως ανάλογες με
μια χρονική αναπαράσταση του ήχου.
Η φασματική προσέγγιση (ακουστικής σύνθεσης) ξεκίνησε στη Γαλλία στις αρχές της
δεκαετίας του 1970 και αναπτύχθηκαν τεχνικές και αργότερα εξευγενίστηκαν κυρίως
από το IRCAM του Παρισιού με το Ensemble l'Itinéraire από συνθέτες όπως
οι Gérard Grisey και Tristan Murail . Ο Murail περιγράφει τη φασματική μουσική
ως αισθητική και όχι ως στυλ, όχι τόσο ένα σύνολο τεχνικών, όπως μια στάση. όπως
το θέτει ο Joshua Fineberg , μια αναγνώριση ότι "η μουσική είναι τελικά υγιής
εξελίσσεται στο χρόνο". [1] Ο Julian Anderson υποδεικνύει ότι ορισμένοι μεγάλοι
συνθέτες που σχετίζονται με το φασμαλισμό θεωρούν τον όρο ακατάλληλο,
παραπλανητικό και αναγωγικό. [2] Η Διάσκεψη της Φωνητικής Μουσικής της
Κωνσταντινούπολης του 2003 πρότεινε έναν επαναπροσδιορισμό του όρου
"φασματική μουσική" για να περιλάβει οποιαδήποτε μουσική που προβάλλει το
στύλο ως σημαντικό στοιχείο της δομής ή της γλώσσας. [3]
Ο Gérard Grisey (17 Ιουνίου 1946 - 11 Νοεμβρίου 1998) ήταν ένας Γάλλος
συνθέτης σύγχρονης κλασικής μουσικής του 20ου αιώνα. Το έργο του
συσχετίζεται συχνά με το κίνημα Spectralist στη μουσική, του οποίου ήταν
πρωτοπόρος.
Τζων Κέιτζ
O Τζoν Κέιτζ (5 Σεπτεμβρίου 1912 – 12 Αυγούστου 1992) ήταν πειραματιστής συνθέτης
και θεωρητικός της μουσικής, φιλόσοφος, ποιητής, εικαστικός καλλιτέχνης,
χαράκτης,[16] [17] καθώς και ερασιτέχνης μελετητής και συλλέκτης μανιταριών. Ήταν
πρωτεργάτης του αλεατορισμού (μουσική του τυχαίου), της ηλεκτρονικής μουσικής και
της αντισυμβατικής χρήσης μουσικών οργάνων. Ήταν μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες
της μεταπολεμικής αβάν-γκαρντ. Οι κριτικοί τον έχουν αναγορεύσει ως έναν από τους
σημαντικότερους Αμερικανούς συνθέτες του 20ου αιώνα.[18][19] Επίσης είχε ουσιώδη
συμβολή στην ανάπτυξη του μοντέρνου χορού, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με το
χορογράφο Μέρς Κάνιγχαμ, ο οποίος υπήρξε σύντροφος του Κέιτζ για το μεγαλύτερο
μέρος της ζωής τους.[20][21]
Ο Κέιτζ είναι ίσως περισσότερο γνωστός για την σύνθεση του "4'33"" το 1952, το οποίο
εκτελείται χωρίς να παιχτεί ούτε μια νότα. Το περιεχόμενο της σύνθεσης αυτής σκοπεύει
να εκληφθεί ως οι ήχοι του περιβάλλοντος που ακούν οι ακροατές καθώς αυτό παίζεται,
παρά ως 4 λεπτά και 33 δευτερόλεπτα σιωπής. Το κομμάτι αυτό υπήρξε μια από τις πιο
αμφιλεγόμενες συνθέσεις του 20ου αιώνα. Μια άλλη διάσημη δημιουργία του Κέιτζ είναι
το "prepared piano" (προετοιμασμένο πιάνο -ένα πιάνο του οποίου ο ήχος μεταβάλεται
τοποθετώντας χρηστικά αντικείμενα στις χορδές του), για το οποίο έγραψε έναν αριθμό
χορευτικών έργων και μερικές συνθέσεις, με πιο γνωστή από αυτές τα "Sonatas and
Interludes" (1946–48).
Στους δασκάλους του περιλαμβάνονται ο Χένρυ Κάουελ (1933) και ο Άρνολντ
Σένμπεργκ (1933–35), και οι δύο γνωστοί για τις καινοτομίες τους στην μουσική, αλλά
σημαντική επιρροή του Κέιτζ υπήρξαν διάφορες Ανατολικές Κουλτούρες. Μέσω των
σπουδών του πάνω στην Ινδική φιλοσοφία και τον Βουδισμό στο τέλος της δεκαετίας του
1940, ο Κέιτζ συλλαμβάνει την ιδέα της αλεατορικής μουσικής (Aleatoric music),
μουσικής που ελέγχεται από την τύχη, που αρχίζει να συνθέτει το 1951. Το Ι Τσινγκ, η
αρχαία κινέζικη τεχνική σχετικά με την αλλαγή γεγονότων, έγινε το σταθερό εργαλείο
σύνθεσης του Κέιτζ για το υπόλοιπο της ζωής του. Σε μια διάλεξη το 1957, με θέμα την
Πειραματική Μουσική, περιέγραψε την μουσική ως ένα “άσκοπο παιχνίδι” το οποίο
αποτελεί μια “επιβεβαίωση της ζωής – όχι μια προσπάθεια για να φέρει τάξη στο χάος,
ούτε να προτείνει διορθώσεις στη δημιουργία, αλλά απλά ένας τρόπος να ξυπνήσεις σε
ακριβώς αυτήν την ζωή που ζούμε.”