Professional Documents
Culture Documents
1914-1924 ΕΠΚΔ
1914-1924 ΕΠΚΔ
Επιμέλεια:
Αθανάσιος Μαρκόπουλος - Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Αθήνα 2017
ISBN: 978-960-88520-9-9
Διανέμεται δωρεάν
Ἡ πνευματικὴ ἰδιοκτησία ἀποκτᾶται χωρὶς καμία διατύπωση καὶ χωρὶς τὴν ἀνάγκη ρήτρας ἀπαγορευτικῆς
τῶν προσβολῶν της. Ἐπισημαίνεται πάντως ὅτι κατὰ τὸν Νόμο 2121/1993, ὅπως ἰσχύει, καὶ τοὺς κανόνες
τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου ποὺ ἰσχύουν στὴν Ἑλλάδα ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση καὶ γενικὰ ἡ ἀναπαραγωγὴ
τοῦ παρόντος ἔργου, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, τμηματικὰ ἢ περιληπτικά, στὸ πρωτότυπο ἢ σὲ μετάφραση ἢ
ἄλλη διασκευή, χωρὶς γραπτὴ ἄδεια τοῦ ἐκδότη. Ρητὰ ἀπαγορεύεται ἡ πώληση, ἡ ἐνοικίαση καθὼς καὶ ἡ καθ’
οἱονδήποτε τρόπο ἐμπορικὴ ἐκμετάλλευση ἀπὸ τρίτους μὲ σκοπὸ τὸ κέρδος. Κατ’ ἐξαίρεση, ἐπιτρέπεται ἡ με-
μονωμένη ἀποθήκευση καὶ ἀντιγραφὴ τμημάτων τοῦ περιεχομένου γιὰ αὐστηρὰ προσωπικὴ χρήση (ἰδιωτικὴ
μελέτη ἢ ἔρευνα, ἐκπαιδευτικοὺς σκοπούς), χωρὶς πρόθεση ἐμπορικῆς ἢ ἄλλης ἐκμετάλλευσης καὶ πάντα ὑπὸ
τὴν προϋπόθεση τῆς ἀναγραφῆς τῆς πηγῆς προέλευσής του, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει καθ’ οἱονδήποτε τρόπο
παραχώρηση δικαιωμάτων πνευματικῆς ἰδιοκτησίας.
ΠΡΑΚΤΙΚΆ ΣΥΜΠΟΣΊΟΥ
1914-1924
ΤΑ ΧΡΌΝΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΤΡΟΠΏΝ
ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑ
Επιμέλεια:
Αθανάσιος Μαρκόπουλος - Ευάνθης Χατζηβασιλείου
SYMPOSIUM PROCEEDINGS
1914-1924
THE YEARS OF UPHEAVAL
EUROPE AND GREECE
Edited by:
Athanasios Markopoulos - Evanthis Hatzivassiliou
Π Ε Ρ Ι Ε ΧΟ Μ Ε ΝΑ
11
17
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΟΥΡΧΟΥΛΗΣ
Η Τριπλή Συνεννόηση και οι βαλκανικές
στρατηγικές περιπλοκές, 1912-1915
51
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΦΕΤΑΣ
Από το Σαράγιεβο στη Θεσσαλονίκη: Η βαλκανική διάσταση
του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τα διλήμματα
της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (1914/1915)
79
JORDAN BAEV
Internal struggles over foreign orientation:
Why did the Bulgarians enter World War I
on the side of the Central Powers
93
ULRICH SIEG
The ambiguity of the good:
German Professors in the “War of the Minds”
111
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΑΠΤΗΣ
Ανατροπές στην Kεντρική Eυρώπη κατά τα τέλη
και την επαύριον του A' Παγκοσμίου Πολέμου:
Συγκριτική αποτίμηση
145
ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
και η «Εγγύς Ανατολή»: Η ανατροπή των γεωπολιτικών
δεδομένων του ελληνικού κόσμου και
τα διλήμματα της προσαρμογής
167
ΓΙΩΡΓΟΣ Θ. ΜΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΣ
Μύθοι και αλήθειες για την ελληνοτουρκική
ανταλλαγή πληθυσμών του 1923
181
ΕΛΛΗ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ
Απόηχος και αντιδράσεις για τη «Μεγάλη Ιδέα»:
Η αντιμετώπιση των εθνικών διεκδικήσεων
του ελληνισμού μέσα από τα δημοσιεύματα
του γαλλικού τύπου για την Ελλάδα (1914-1923)
201
ΝΙΚΟΣ ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ
Οι προσφυγικές μετακινήσεις
προς και από την Ελλάδα (1914-1924)
και η συμβολή τους στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών
αντιλήψεων και προνοιακών θεσμών
227
ΖΗΣΗΣ ΦΩΤΑΚΗΣ
Η βρετανική ναυτική αποστολή Smith και το ελληνικό πολεμικό
ναυτικό, Οκτώβριος 1921- Απρίλιος 1923: η συντεταγμένη απομείωση
της ελληνικής ναυτικής ισχύος στο ξεκίνημα του Μεσοπολέμου
241
ALEKSANDRA PECINAR
Η δημιουργία του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και
Σλοβένων και η στροφή στην ελληνική «σερβική» πολιτική
την περίοδο 1918-1922: από τις ελληνοσερβικές
στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις
267
295
VÁCLAV ŠMIDRKAL
“Dancing on a volcano”: Why the Czech Lands
did not turn into bloodlands after 1918
321
ΘΆΝΟΣ ΒΕΡΈΜΗΣ
Art, politics and society in the Interwar Europe
329
ΛΗΤΩ ΙΩΑΚΕΙΜΙΔΟΥ
Απώλειες, παραμορφώσεις, παραλογισμοί: Η ευρωπαϊκή λογοτεχνία
μετά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια απόπειρα ταξινόμησης
Εισαγωγικό σημείωμα
[ 11 ]
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ειρήνης το 1919-20. Το μείζον τραύμα δεν ήλθε από την εμπειρία του
πολέμου των χαρακωμάτων, όπως συνέβη στα άλλα ευρωπαϊκά έθνη,
αλλά λίγο αργότερα, με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εκδίωξη
των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Υπό την
έννοια αυτή, για την εν λόγω περιοχή της Ευρώπης, τα «χρόνια των ανα-
τροπών» δεν ολοκληρώθηκαν το 1918 αλλά το 1922. Αποσκοπώντας
σε συνολική ανάγνωση των εξελίξεων εκείνων και με την εμπνευσμένη
καθοδήγηση της πρυτάνεως Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, Προέδρου του
Κέντρου, επιλέξαμε να διευρύνουμε το πεδίο – χρονικά και θεματικά –
για να καλύψουμε την ευρύτερη αυτή προοπτική. Ο αναγνώστης εύκολα
θα διαπιστώσει ότι η συγκεκριμένη θεματική εστίαση ακολουθήθηκε ως
επί το πολύ από τους συμμετασχόντες, οι οποίοι, στη μεγάλη τους πλειο
ψηφία, ανήκουν στη νεότερη γενιά των ερευνητών.
Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό, σκοπός του συνεδρίου ήταν να προ-
καλέσει μια ευρύτερη επιστημονική συζήτηση, αναζητώντας νέες οπτικές
και πρόσθετα θέματα διαλόγου που αφορούν στη διάδραση μεταξύ των
ελληνικών και των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Στους θεματικούς άξονες περι-
λαμβάνονταν η σχέση μεταξύ των περιφερειακών και των ευρύτερων προ-
τεραιοτήτων στην πολιτική των μεγάλων δυνάμεων∙ η ελληνική υψηλή
στρατηγική∙ η βαλκανική σύγκρουση∙ η κατάρρευση των αυτοκρατοριών,
η επικράτηση του προτύπου του έθνους-κράτους και (στο ευρύτερο αυτό
πλαίσιο) οι προοπτικές του ελληνικού κόσμου∙ οι αλλαγές στην πολιτική
γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου∙ η Μικρασιατική Εκστρατεία και
Καταστροφή∙ η αποτύπωση της εποχής στο πεδίο του πολιτισμού.
Οι εργασίες του συνεδρίου απέφεραν έναν γόνιμο και δημιουργικό
διάλογο, ο οποίος παρουσιάζεται στις σελίδες που ακολουθούν. Ο Διο-
νύσιος Χουρχούλης εξετάζει τη στάση της Entente απέναντι στις βαλ-
κανικές εξελίξεις από τους πολέμους του 1912-13 έως το έτος 1915 και
την εκστρατεία της Καλλίπολης. Τονίζει ότι η στρατηγική της Τριπλής
Συνεννόησης απέτυχε να εκμεταλλευθεί τις ευνοϊκές συνθήκες των
αρχών του 1915 σε περιφερειακό επίπεδο ώστε να επιφέρει ουσιαστικό
πλήγμα στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Ο Σπυρίδων Σφέτας μελετά τα
ελληνικά διλήμματα στα Βαλκάνια το 1914-15 και καταδεικνύει ότι η
έναρξη του Μεγάλου Πολέμου προσέφερε στον Ε. Βενιζέλο τη δυνα-
τότητα να αντιμετωπίσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως τμήμα ενός
[ 12 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 13 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 14 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 15 ]
Δ ΙΟΝΥΣΗΣ Χ ΟΥΡΧΟΥΛΗΣ
[ 17 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
προσέγγιση σχετικά με τα βαθύτερα αλλά και τα πιο άμεσα αίτια της έκρηξης του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου. Για μια εμπεριστατωμένη και αντιπροσωπευτική ανάλυση με
βάση την πρόσφατη βιβλιογραφία, βλέπε S. R. Williamson, Jr., July 1914 Revisited and
Revised: The erosion of the German paradigm, στο: J. Levy και J. Vasquez (επιμ.), The
Outbreak of the First World War: Structure, Politics, and Decision-Making (Cambridge:
Cambridge University Press, 2014), 30-64.
2. C. Clark, The Sleepwalkers: How Europe went to war in 1914 (London: Penguin
Books, 2013), 281, 288· R. Hamilton και H. Herwig, Decisions for War, 1914-1917
(Cambridge: Cambridge University Press, 2004), 2005, 57.
[ 18 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
[ 19 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
5. D. Dakin, The Diplomacy of the Great Powers and the Balkan States, 1908 -1914,
Balkan Studies 3 (1962), 347-348· Θεόδωρος Α. Χριστοδουλίδης, Διπλωματική Ιστορία
Τριών Αιώνων, τόμος δεύτερος: Από τη Βιέννη στις Βερσαλλίες 1815-1919, γ΄ έκδοση
(Αθήνα: Σιδέρης, 1997), 420.
6. A. Pantev, Britain and Bulgaria, 1879-1915, Southeastern Europe 7/2 (1980), 191-204.
[ 20 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
7. Dakin, The Diplomacy of the Great Powers, 347-348· H. Batowski, The Failure of
the Balkan Alliance of 1912, Balkan Studies 7/1 (1966), 111-122.
8. S. McMeekin, The Russian Origins of the First World War (Cambridge, MA: Har-
vard University Press, 2011), 25-27.
[ 21 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
της Ρωσίας στον Βόσπορο θα άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου: πιθα-
νότατα η Αυστριακοί θα επιζητούσαν με τη σειρά τους εδαφική επέ-
κταση στα δυτικά Βαλκάνια εις βάρος των Μαυροβουνίων και των
Σέρβων. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε τεράστιο πλήγμα για τη
ρωσική θέση και το γόητρο στα Βαλκάνια, διότι οι Κεντρικές Δυνά-
μεις θα παγίωναν την επιρροή τους στην περιοχή. Εν τέλει λοιπόν,
για τον Σαζόνωφ προείχε η ανάσχεση της αυστριακής και γερμανικής
επιρροής στα Βαλκάνια. Για το λόγο αυτό, το Δεκέμβριο του 1912 η
Πετρούπολη υιοθέτησε στάση αναμονής ως προς την τύχη της Κων-
σταντινούπολης και των Στενών.9
Η αντισερβική πολιτική της Αυστροουγγαρίας, ο διαφαινόμενος
προσεταιρισμός της Βουλγαρίας από τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες
μετά την ήττα της στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, καθώς και ο φόβος
για οριστική πρόσδεση των Οθωμανών στο γερμανικό άρμα μετά την
«υπόθεση Λίμαν φον Σάντερς» και την άφιξη της γερμανικής στρα-
τιωτικής αποστολής στην Κωνσταντινούπολη, θεωρήθηκαν εξελίξεις
ιδιαίτερα βλαπτικές για τα ρωσικά ζωτικά συμφέροντα. Μάλιστα, οι
παραπάνω εξελίξεις συνδυάστηκαν και με την επιδείνωση των γερμα-
νορωσικών οικονομικών και εμπορικών σχέσεων. Ιδίως η προοπτική
μετατροπής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε γερμανικό προμαχώνα
στα Στενά και την Εγγύς Ανατολή θα οδηγούσε σε πλήρη αποκλεισμό
της Ρωσίας από τη Μεσόγειο, με ολέθριες στρατηγικές και οικονομικές
συνέπειες. Η πανσλαβιστική ιδέα και το όνειρο της κατάκτησης της
Πόλης και των Στενών κινδύνευαν να σβήσουν οριστικά.10 Αλλά αυτή
τη φορά, σε περίπτωση νέας βαλκανικής κρίσης, η τσαρική Ρωσία ήταν
αποφασισμένη να μην υποχωρήσει ενώπιον της Αυστροουγγαρίας και
9. R. Bobroff, Behind the Balkan Wars: Russian Policy toward Bulgaria and the
Turkish Straits, 1912-13, The Russian Review 59 (2000), 76-95· G. Zotiades, Russia, the
Question of Constantinople and the Straits during the Balkan Wars, Balkan Studies
11/2 (1970), 281-298.
10. H. Kissinger, Διπλωματία (Αθήνα: Λιβάνης, 1995), 240. R. Bobroff, War Ac-
cepted but Unsought: Russia’s Growing Militancy and the July Crisis, 1914, στο: Levy
και Vasquez (επιμ.), The Outbreak of the First World War, 227-251.
[ 22 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
[ 23 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 24 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
15. Clark, The Sleepwalkers, 311-313. Otte, A “formidable factor in European Poli-
tics”, 94-95.
16. Clark, The Sleepwalkers, 304-306.
[ 25 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
17. B. Menning, War Planning and Initial Operations in the Russian Context, στο:
R. Hamilton και H. Herwig (επιμ.), War Planning 1914 (Cambridge: Cambridge Uni-
versity Press, 2010), 120-121.
[ 26 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
18. Clark, The Sleepwalkers, 250. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια επισήμανση και δι-
ευκρίνιση. Στην περίοδο 1875-1910, η Βρετανία ήταν μεν διατεθειμένη να ανεχθεί πε-
ριορισμένες εδαφικές απώλειες της Πύλης, με την προϋπόθεση ότι θα τηρούνταν η
γενικότερη ισορροπία και θα ωφελούνταν άμεσα και η Βρετανική Αυτοκρατορία (όπως
με την πρόσκτηση της Κύπρου το 1878 και της Αιγύπτου το 1882)· ταυτόχρονα όμως
ήταν εξίσου αποφασισμένη να αποτρέψει την κατάρρευση της οθωμανικής ισχύος
προς όφελος ιδίως της Ρωσίας. Αντίθετα, κατά την περίοδο αμέσως πριν την έκρηξη
του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Λονδίνο ουδόλως αντιτάχθηκε σε μείζονες εδαφικές
απώλειες των Οθωμανών.
19. M. Kent, Britain and the End of the Ottoman Empire, 1900-1923, στο: Marian
Kent (επιμ.), The Great Powers and the End of the Ottoman Empire, 2nd edition (London:
Frank Cass, 1996), 165-184.
20. Bobroff, War Accepted but Unsought, 227. Βέβαια, η κατάσταση ήταν πολύ πε-
ρισσότερο περίπλοκη και ρευστή. Μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι
Βρετανοί διατηρούσαν ναυτική αποστολή που εκπαίδευε και αναδιοργάνωνε το οθω-
μανικό ναυτικό. Στη Βρετανία επίσης κατασκευάζονταν για λογαριασμό της Πύλης
δύο υπερ-θωρηκτά τύπου Dreadnought. Η επικείμενη παραλαβή τους, σε συνδυασμό
[ 27 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
με αγορές άλλων πλοίων που είχαν δρομολογηθεί, θα άλλαζαν δραματικά υπέρ των
Οθωμανών την ισορροπία όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στη Μαύρη Θάλασσα.
21. T.G. Otte, The Foreign Office Mind: The Making of British Foreign Policy, 1865-
1914 (Cambridge: Cambridge University Press, 2011) 369-370, 373.
22. Otte, The Foreign Office Mind, 376-380· Clark, The Sleepwalkers, 322-324.
[ 28 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
23. K. Wilson, The Policy of the Entente: Essays on the Determinants of British Fo
reign Policy 1904-1914 (Cambridge: Cambridge University Press, 1985), 96-98.
[ 29 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 30 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
[ 31 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 32 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
[ 33 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 34 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
[ 35 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
36. Aksakal, The Ottoman Road to War, 127-131. Σύμφωνα με τις οθωμανικές
προτάσεις, η Ελλάδα και η Βουλγαρία θα μπορούσαν σαν αντάλλαγμα να λάβουν τη
Βόρειο Ήπειρο και τη σερβική Μακεδονία αντίστοιχα, και η Σερβία να αποζημιωθεί
μεταπολεμικά με την παραχώρηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Η Πύλη ζητούσε
ακόμα εγγύηση της εδαφικής της ακεραιότητας κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά
και μεταπολεμικά. Ασχέτως των κινήσεων τακτικής, δεν πρέπει ταυτόχρονα να λη-
σμονείται ότι μια νέα ρωσοτουρκική σύγκρουση ήταν θέμα χρόνου, δεδομένων των
ρωσικών σχεδίων για υπαγωγή της Κωνσταντινούπολης και των Στενών σε ρωσικό
έλεγχο. Βλέπε σχετικά το έργο του McMeekin, The Russian Origins.
[ 36 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
37. Aksakal, The Ottoman Road to War, 178-186 · Α. Bodger, Russia and the End
of the Ottoman Empire στο: Marian Kent (επιμ.), The Great Powers and the End of the
Ottoman Empire, 73-105.
38. D. Stevenson, 1914-1918: The History of the First World War (London: Penguin
Books, 2004), 99-100· M. Neiberg, Fighting the Great War: A Global History (Cam-
bridge, MA: Harvard University Press, 2005), 60-64.
[ 37 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 38 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
Στο διπλωματικό επίπεδο, η Ιταλία από την αρχή του πολέμου ζύγιζε
τα θετικά μιας προσχώρησης στο στρατόπεδο της Αντάντ ή της υιοθέ-
τησης μιας ουδετερότητας ευμενούς προς τις Κεντρικές Δυνάμεις. Εν-
θαρρυμένη από τις αυστροουγγρικές αποτυχίες η ιταλική ηγεσία απο-
φάσισε τον Απρίλιο να συμπράξει ενεργά με την Αντάντ και να εξέλθει
στον πόλεμο (υπέγραψε τη Συνθήκη του Λονδίνου με την Αντάντ στις
26 Απριλίου). Στη Ρώμη διάχυτο ήταν το κλίμα ότι το status της χώρας
ως Μεγάλης Δύναμης θα διασφαλιζόταν πλήρως μόνον αν εξασφά-
λιζε το μέγιστο των εδαφικών της διεκδικήσεων μέσω της συμμετο-
χής στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Άλλωστε η αγγλογαλλική
ναυτική υπεροπλία δεν άφηνε περιθώριο για ενεργό συμπαράταξη της
Ιταλίας με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία. Οι απανωτές ήττες
της Αυστροουγγαρίας στη Γαλικία και τα Βαλκάνια οδήγησαν την ιτα-
λική κυβέρνηση και το βασιλιά στην απόφαση να συμμετάσχουν στον
πόλεμο.43 Επίσης, στο στάδιο εκείνο, χώρες όπως η Ρουμανία, η Ελλά-
δα, ακόμα και η Βουλγαρία, φαίνονταν διατεθειμένες να συνταχθούν
με την Αντάντ ή έστω να κρατήσουν ευμενή ουδετερότητα προς την
τελευταία.44 Αν η Αυστροουγγαρία ηττάτο ή απλώς συνθηκολογούσε,
η Γερμανία θα απομονωνόταν πλήρως. Και βέβαια ακολούθως ούτε η
Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις συντο-
νισμένες επιθέσεις των δυνάμεων της Αντάντ. Ήδη από το Φεβρουά-
ριο του 1915 είχε ξεκινήσει αγγλογαλλική ναυτική επιχείρηση εναντίον
των Δαρδανελλίων.
Ωστόσο, οι δυνάμεις της Αντάντ δεν κατόρθωσαν να συντονίσουν
τις ενέργειές τους και να διαμορφώσουν μια κοινή στρατιωτική και δι-
πλωματική στρατηγική, ούτε να εκμεταλλευθούν έγκαιρα την ευνοϊκή
συγκυρία του Μαρτίου-Απριλίου 1915. Καταρχάς, εξαιτίας αντιρρήσε-
43. T. Row, Italy in the International System, στο: A. Lyttelton (επιμ.), Liberal and
Fascist Italy: 1900-1945 (Oxford: Oxford University Press, 2002), 83-104· N. Labanca,
The Italian Front, στο: J. Wynter (επιμ.), The Cambridge History of the First World War,
vol. I: Global War (Cambridge: Cambridge University Press, 2014), 266-298· Neiberg,
Fighting the Great War, 152-153.
44. Strachan, The First World War, 118· Hamilton και Herwig, Decisions for War, 174.
[ 39 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 40 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
[ 41 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
γαρία (στο ουγγρικό σκέλος της Δυαδικής Μοναρχίας) και είχε μικτό
πληθυσμό. Η προσχώρηση στο στρατόπεδο της Αντάντ δεν απέκλειε
πρόσθετα εδαφικά κέρδη, όπως τη Βουκοβίνα στα βορειοανατολικά ή
το Βανάτο στα σύνορα Σερβίας-Αυστροουγγαρίας-Ρουμανίας. Σε κάθε
περίπτωση, ο πρωθυπουργός Μπρατιάνου υιοθέτησε μια προσεκτική
πολιτική αναμονής προκειμένου να αυξήσει τη διαπραγματευτική του
θέση. Ωστόσο, τελικά ενέπλεξε τη χώρα του στον πόλεμο όταν πλέον
δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά στην ευρύτερη πολεμική προσπά-
θεια της Αντάντ και όταν η συγκυρία ήταν πλέον σαφώς αρνητική για
τη Ρουμανία.50
Έτσι, δόθηκε ο χρόνος να αντιστραφεί η κατάσταση και να σωθεί
η Αυστροουγγαρία από τη διαφαινόμενη ήττα και τη συνθηκολόγηση
εντός του 1915. Το ιδεατό σενάριο για τους Συμμάχους προέβλεπε πο-
λυμέτωπη επίθεση εναντίον της ήδη εξαντλημένης Αυστροουγγαρίας
κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1915: οι Ρώσοι θα ανανέωναν
την επίθεσή τους μόλις ανασύντασσαν τις δυνάμεις τους μετά τη με-
γάλη νίκη τους στη Γαλικία το Μάρτιο, και ταυτόχρονα η Ιταλία θα
εξαπέλυε την επίθεσή της στα ιταλο-αυστριακά σύνορα, οι Σέρβοι θα
αντεπιτίθεντο και η Ρουμανία θα έμπαινε κι εκείνη στην αρένα. Τίποτα
από όλα αυτά δεν έγινε, λόγω έλλειψης συνεργασίας και συντονισμού
αλλά και εξαιτίας της άμεσης γερμανικής αντίδρασης: οι Ρώσοι δέχθη-
καν πρώτοι μεγάλη γερμανική επίθεση που διέσπασε το μέτωπό τους,
οι Ιταλοί ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες με αρκετές εβδομάδες καθυστέ-
ρηση και πάντως δεν σημείωσαν επιτυχίες, οι Σέρβοι ήταν εξαντλημέ-
νοι αλλά και απρόθυμοι να αναλάβουν το κόστος μιας αντεπίθεσης τη
στιγμή που διαφαινόταν η πρόθεση των Συμμάχων να ευνοήσουν τους
Ιταλούς, τους Ρουμάνους, ακόμα και τους Βούλγαρους εις βάρος των
σερβικών συμφερόντων. Εξάλλου, η ρουμανική κυβέρνηση κωλυσιερ-
γούσε ζητώντας σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα και υλική βοήθεια.51
50. V. N. Vinogradov, Romania in the First World War: The Years of Neutrality,
1914-1916, The International History Review, 14/3 (1992), 452-461.
51. Stevenson, 1914-1918, 158-159.
[ 42 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
[ 43 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
κές της αξιώσεις.54 Όταν εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ
τον Αύγουστο του 1916, μέσα σε ένα τελείως διαφορετικό γεωστρατη-
γικό περιβάλλον, υπέστη δεινή ήττα. Επίσης, η Βουλγαρία συντάχθηκε
τελικά με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Σεπτέμβριος 1915) και λίγο αρ-
γότερα η Ελλάδα βυθίστηκε οριστικά στη δίνη του Εθνικού Διχασμού.55
Έτσι, αποτράπηκε η σύμπηξη ενός ευρύτερου φιλο-ανταντικού συνα-
σπισμού στη νοτιοανατολική Ευρώπη, που, σε συνδυασμό με αγγλο-
γαλλικές επιχειρήσεις στην περιοχή, σχεδόν αναπότρεπτα θα οδηγούσε
στην ήττα και συνθηκολόγηση της Βιέννης και της Κωνσταντινούπο-
λης και στην πλήρη απομόνωση και περικύκλωση της Γερμανίας.
Παράλληλα με τα γεγονότα εκείνα έλαβε χώρα η αποτυχημένη
απόπειρα των Αγγλογάλλων να καταλάβουν τα Στενά, ώστε να κα-
ταφέρουν καίριο, και ίσως θανάσιμο, πλήγμα στην Οθωμανική Αυτο-
κρατορία, και να ανοίξουν ασφαλή δίοδο επικοινωνίας με τη Ρωσία.
Ήδη από τα τέλη του 1914 οι βρετανοί πολιτικοί και στρατιωτικοί
ιθύνοντες πρόκριναν για το 1915 την εφαρμογή μιας «περιφερειακής»
στρατηγικής, δηλαδή τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων στα νό
τια Βαλκάνια ή/και στη Μέση Ανατολή αντί της εξαπόλυσης μειζόνων
επιχειρήσεων στο Δυτικό μέτωπο. Σε περίπτωση επιτυχίας, η δημι-
ουργία ενός ευρύτατου συνασπισμού στα Βαλκάνια θα ήταν στόχος
απόλυτα εφικτός, και έτσι θα ήταν δυνατή η υποστήριξη της σκληρά
δοκιμαζόμενης Σερβίας.56 Παρομοίως, και η γαλλική πολιτική ηγεσία
και μερίδα των στρατιωτικών είχαν φτάσει στο συμπέρασμα ότι, πα-
ράλληλα με την ανάληψη επιθετικών ενεργειών στο Δυτικό μέτωπο,
έπρεπε να αναζητηθούν εναλλακτικά θέατρα επιχειρήσεων που θα
υποβοηθούσαν τη συμμαχική πολεμική προσπάθεια, προκειμένου να
ξεπεραστεί το στρατηγικό αδιέξοδο. Στα τέλη του 1914 και στις αρχές
του 1915 εξετάστηκε σοβαρά το ενδεχόμενο να αποσταλεί ένα γαλλι-
κό εκστρατευτικό σώμα στα Βαλκάνια για να υποστηρίξει τη Σερβία.
[ 44 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
57. P. Hart, Gallipoli (London: Profile Books, 2011), 24-44· Doughty, Pyrrhic Vic-
tory, 203-205.
58. Doughty, Pyrrhic Victory, 208· Hamilton και Herwig, Decisions for War, 180·
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία της Συμμετοχής του Ελληνικού Στρατού, 59.
[ 45 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
χία της δεύτερης απόβασης τον Αύγουστο του 1915 επήλθε οριστικό
αδιέξοδο, και στα τέλη του φθινοπώρου αποφασίστηκε ο τερματισμός
της επιχείρησης και η εκκένωση της Καλλίπολης (ολοκληρώθηκε στις
αρχές του 1916).59
Η αποτυχία της εκστρατείας στην Καλλίπολη και οι ρωσικές ήττες
στο Ανατολικό μέτωπο ανέβαλαν την προσχώρηση της Ρουμανίας και
της Ελλάδας στο στρατόπεδο της Αντάντ. Αντίθετα, η Βουλγαρία αι-
σθάνθηκε ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή για τη ρεβάνς της ήττας
της στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1915 υπέγραψε
μυστική στρατιωτική σύμβαση με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Περίπου ένα
μήνα αργότερα, ισχυρές γερμανοαυστριακές δυνάμεις εισέβαλαν εκ
νέου στη Σερβία, που δέχθηκε επίθεση και από τα νώτα από τον βουλ-
γαρικό στρατό. Ο σερβικός στρατός ηττήθηκε και υποχώρησε προς
το Κοσσυφοπέδιο και από εκεί στην Αλβανία υφιστάμενος τεράστιες
απώλειες. Ό,τι απέμεινε μεταφέρθηκε με συμμαχικά πλοία στην Κέρκυ-
ρα και έπειτα εγκαταστάθηκε στην ελληνική Μακεδονία, όπου Βρετα-
νοί και κυρίως Γάλλοι είχαν εσπευσμένα εγκαταστήσει προγεφύρωμα
στη Θεσσαλονίκη από τον Οκτώβριο του 1915.60
Έτσι, συνολικά, η αποτυχία της εκστρατείας στα Δαρδανέλλια και
την Καλλίπολη, η προσχώρηση της Βουλγαρίας στο στρατόπεδο των
Κεντρικών Δυνάμεων, η σερβική ήττα και η κατάληψη της Σερβίας (κα-
θώς και του Μαυροβουνίου) άλλαξαν σημαντικά το γεωστρατηγικό
περιβάλλον όχι μόνο στη νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά ευρύτερα
στην ήπειρο. Προσέδωσαν γεωγραφική συνέχεια στο στρατόπεδο των
Κεντρικών Δυνάμεων που πλέον ήλεγχαν μια περιοχή από τη Βόρεια
Θάλασσα και τη Βαλτική ως τη Μεσοποταμία και την Παλαιστίνη. Επί-
σης, ανοίχθηκε σύντομη και ακώλυτη οδός ενίσχυσης της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας με πολεμικό υλικό, ώστε η Πύλη να συνεχίσει την πο-
λεμική της προσπάθεια για άλλα τρία έτη. Επίσης, στα τέλη του 1915 η
πολιτική επιρροή της Αντάντ στα Βαλκάνια είχε δεχθεί καίριο πλήγμα.
59. Hart, Gallipoli, 385-431· Neiberg, Fighting the Great War, 100-107.
60. Strachan, The First World War, 156-159.
[ 46 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, μπορούν να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις. Ιδίως μετά
το 1912 για μεγάλο μέρος της ρωσικής ηγεσίας, του Τύπου και της κοι-
νής γνώμης η διαφαινόμενη αναβίωση της ρωσικής ισχύος υπαγόρευε
στη Ρωσία την επέκταση της επιρροής της στα Βαλκάνια με τελικό στό-
χο τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης, του Βοσπόρου και των Στενών.
Συνεπώς, η ρωσική κυβέρνηση και ο Τσάρος όφειλαν να αναχαιτίσουν
με κάθε μέσο τη γερμανοαυστριακή διείσδυση στην περιοχή και να προ-
στατεύσουν το κύριο τοπικό έρεισμα της Ρωσίας, τη Σερβία. Από την
άλλη, στα Βαλκάνια δεν διακυβευόταν κανένα γαλλικό ή βρετανικό
ζωτικό συμφέρον. Ωστόσο, για αμφότερες τις χώρες η διατήρηση της
Τριπλής Συνεννόησης ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της ασφάλειάς τους
τόσο πριν, όσο, βεβαίως, και μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέ-
μου. Συνεπώς όφειλαν να υποστηρίξουν διπλωματικά, και έπειτα ακό-
μα και στρατιωτικά, τη βαλκανική πολιτική της Ρωσίας. Γι’ αυτό και το
Μάρτιο του 1915 αναγνώρισαν στη Ρωσία το δικαίωμα να προσαρτήσει
μεταπολεμικά την Κωνσταντινούπολη και την ευρύτερη περιοχή των
Στενών. Ωστόσο, κατά το πρώτο τετράμηνο του 1915, όταν στην ευρύ-
τερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης είχε διαμορφωθεί ένας συ-
[ 47 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 48 ]
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Η Σ Χ Ο Υ Ρ Χ Ο ΥΛ Η Σ
[ 49 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
62. Strachan, The First World War, 320-325· C. Mick, 1918: Endgame, στο: J. Wynter
(επιμ.), The Cambridge History of the First World War, vol. I: Global War (Cambridge:
Cambridge University Press, 2014), 133-171· Stevenson, 1914-1918, 468.
[ 50 ]
Σ ΠΥΡΙΔΩΝ Σ ΦΕΤΑΣ
[ 51 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 52 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
ου, τα οποία είχαν απελευθερωθεί από τον ελληνικό στόλο κατά τον
Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, θα διευθετούνταν από τις Μεγάλες Δυ-
νάμεις. Το 1913 η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρνήθηκε να αποδεχτεί
κάθε λύση που θα προέβλεπε την ελληνική κυριαρχία στα νησιά. Η ελ-
ληνοτουρκική διένεξη για τα νησιά πυροδότησε μια ένταση στους ναυ-
τικούς εξοπλισμούς στο Αιγαίο. Το 1913 η Οθωμανική Αυτοκρατορία,
παρά την οικονομική της κατάρρευση, με γαλλικά δάνεια αγόρασε δύο
υπερσύγχρονα πολεμικά πλοία (dreadnought), το βραζιλιάνικο Rio de
Janeiro, που μετονομάστηκε σε Sultan Osman, και το Resadieh. Και τα
δύο πλοία επισκευάζονταν σε αγγλικά ναυπηγεία και θα παραδίδονταν
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στα τέλη Ιουλίου 1914.
Με συλλογική διπλωματική διακοίνωση της 31ης Ιανουαρίου /13ης
Φεβρουαρίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις κοινοποίησαν στην ελληνι-
κή κυβέρνηση και την Υψηλή Πύλη την απόφασή τους για τα νησιά:
Τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο, την
Τένεδο και το Καστελλόριζο, εκχωρούνταν στην Ελλάδα υπό τον
όρο ότι θα παρέμειναν ανοχύρωτα, δεν θα χρησιμοποιούνταν για
ναυτικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς, θα καταπολεμούνταν το λαθρε-
μπόριο μεταξύ των νησιών και της Μικράς Ασίας και θα δίνονταν
εγγυήσεις προστασίας των μουσουλμανικών μειοψηφιών. Τα νησιά
θα εντάσσονταν οριστικά στην Ελλάδα όταν ο ελληνικός στρατός
εκκένωνε τη Βόρειο Ήπειρο και το νησί Σάσων, χωρίς να αντιτάξει
αντίσταση ή να ενθαρρύνει κανενός είδους αντίσταση. Αλλά οι Με-
γάλες Δυνάμεις δεν είχαν μηχανισμούς επιβολής της απόφασής τους.
Η Ελλάδα εκπλήρωσε τους όρους και στα τέλη Απριλίου ο ελληνικός
στρατός ολοκλήρωσε την εκκένωση της Βορείου Ηπείρου. Αλλά η
Υψηλή Πύλη αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ελληνική κυριαρχία στα
νησιά. Ταυτόχρονα, οι Νεότουρκοι άρχισαν ένα μεγάλης έκτασης
διωγμό (Απρίλιος-Ιούνιος 1914) κατά των Ελλήνων της Ανατολικής
Θράκης και της δυτικής Μικράς Ασίας. Ήταν η απόδειξη της ανάδυ-
σης τουρκικού εθνοτικού εθνικισμού μετά τους Βαλκανικούς Πολέ-
μους. Κατά την τουρκική αντίληψη, τα νησιά θα εκχωρούνταν στην
Ελλάδα μόνο μετά την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τους Έλλη-
νες. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κύμα Ελλήνων προσφύγων (150.000)
[ 53 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία προς τα νησιά και την
ηπειρωτική Ελλάδα.3
Για να επικεντρωθεί στα ελληνοτουρκικά ζητήματα, ο Βενιζέλος
διευθέτησε τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Σερβία και την Αυστρο-
ουγγαρία. Μετά από διαπραγματεύσεις, το Μάιο του 1914 η Ελλάδα
υπέγραψε μια σύμβαση με τη Σερβία για την εκχώρηση μιας σερβικής
ελεύθερης ζώνης στη Θεσσαλονίκη.4 Ταυτόχρονα, η Ελλάδα υπέγρα-
ψε και μια εμπορική σύμβαση με την Αυστροουγγαρία. Ο άξονας της
ελληνικής πολιτικής δεν ήταν η κατοχύρωση της Θεσσαλονίκης στην
Ελλάδα, αλλά η διεθνοποίηση του λιμανιού της.
Λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας στο ζήτημα των νησιών και των
ανθελληνικών διωγμών στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία,
τον Ιούνιο του 1914, ο Βενιζέλος, υπό την πίεση και του Γενικού Επι-
τελείου, εξέταζε το ενδεχόμενο ενός προληπτικού ναυτικού πολέμου
κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν η τελευταία αποκτήσει τα
υπερσύγχρονα πολεμικά πλοία και μεταβάλει τη ναυτική ισορροπία
στο Αιγαίο, με σκοπό να εξαναγκάσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία
να αποδεχτεί την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων για τα νησιά του
βορειοανατολικού Αιγαίου. Σε περίπτωση ενός ελληνοτουρκικού πο-
λέμου η Ελλάδα φοβόταν μήπως η Βουλγαρία επωφελούνταν από την
κατάσταση και εισέβαλε στην Ανατολική Μακεδονία. Για το λόγο αυτό,
τον Ιούνιο του 1914 η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από τη Σερβία να
βοηθήσει την Ελλάδα είτε συγκρατώντας τη Βουλγαρία, ώστε αυτή να
παραμείνει ουδέτερη, είτε εξαπολύοντας επίθεση εναντίον της σε πε-
ρίπτωση εμπλοκής της στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Επικαλούμενος
την οικονομική και στρατιωτική αδυναμία της Σερβίας, τις στρατιωτι-
κές προπαρασκευές της Βουλγαρίας και τη διακύβευση των εδαφικών
3. Αναλυτικά για το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου, τους πρώτους ανθελληνικούς
διωγμούς στη Μικρά Ασία το 1914, τον ελληνοτουρκικό ναυτικό ανταγωνισμό και τη
γερμανική πολιτική βλ. Σπυρίδων Σφέτας, «Το ζήτημα των νησιών του Βορειοανατο-
λικού Αιγαίου στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και της γερμανικής
πολιτικής 1914/15», blogspot infognomonpolitics@mail.com.
4. Βλ. «La Convention Greco-Serbe», Echo d’Athènes, 24 Μαΐου 1914.
[ 54 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
[ 55 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
5. Βλ. Spyridon Sfetas, The Impact of the Sarajevo Assasination on Greece, στο Vo-
jislav Maksimović-Draga Mastilović (επιμ.), Đoroviđevi Susreti 2013 godine. Međuna-
rodni Naučni Skup Istoričara (Gacko, 19-21 septembar 2013.godine), Sarajevski Aten-
tat (Gacko: Srpsko prosvjetno i kulturno društo Prosvjeta, 2014), 219.
6. Sfetas, The Impact of the Sarajevo Assasination, 220.
[ 56 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
7. Βλ. Cristopher Clark, The Sleepwalkers. How Europe Went to War in 1914 (Lon-
don: Allan Lane –Peguin Books, 2012), 415-417.
8. Βλ. Manfried Rauchensteiner, Der Tod des Doppeladlers. Österreich Ungarn und
der Erste Weltkrieg (Graz-Wien-Köln: Verlag Styria, 1994), 82-83.
9. Βλ. Dokumenti o Spoljnoj Politici Kraljevine Srbije, Knjiga VII, Sveska 2, I/14.
Maj-22 July/4.August 1914, επιμ. Vladimir Dedijer-Života Antić. (Beograd: Sprska
Akademija Nauka i Umetnosti, 1980), 667.
[ 57 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
10. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (στο εξής ΕΛΙΑ), Αρχείο Γ. Στρέιτ,
φάκελος 12.7, επείγον τηλεγράφημα του Βενιζέλου προς τον Στρέιτ, Μόναχο 16/29
Ιουλίου 1914.
11. Βλ. George B. Leon, Greece and the Great Powers 1914-1917 (Thessaloniki:
Institute for Balkan Studies, 1974), 36-37.
[ 58 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
στην Αθήνα ότι η Ελλάδα ήταν έτοιμη να εισέλθει στον πόλεμο με την
πρώτη πρόσκληση της Αντάντ. Αλλά η προσφορά του απορρίφθηκε.12
Νωρίτερα, στις 19 Αυγούστου 1914, η βρετανική κυβέρνηση, απαντώ-
ντας στις βολιδοσκοπήσεις του Βενιζέλου, δήλωσε ότι η Ελλάδα όφειλε
να παραμείνει ουδέτερη, όσο η Τουρκία δεν εγκατέλειπε την ουδετερό-
τητά της, χωρίς να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του Βενιζέλου, αν η
Ελλάδα θα θεωρούνταν ως συμμαχική χώρα σε περίπτωση εμπλοκής της
σε πόλεμο κατά της Βουλγαρίας χάριν της Σερβίας.13 Οι Δυνάμεις της
Αντάντ δεν επιθυμούσαν ένα νέο μέτωπο στα Βαλκάνια και την ανάλη-
ψη επιπρόσθετων βαρών τη στιγμή εκείνη. Πίστευαν ότι η Βουλγαρία
θα μπορούσε να παραμείνει ουδέτερη αν τα βαλκανικά κράτη προέβαι-
ναν σε ορισμένες εδαφικές παραχωρήσεις. Αλλά ούτε η Ελλάδα ούτε η
Ρουμανία ήταν πρόθυμες να προβούν σε εδαφικές παραχωρήσεις στη
Βουλγαρία με αόριστες υποσχέσεις για ανταλλάγματα στην Ήπειρο και
Τρανσυλβανία αντίστοιχα. Έτσι, η πρωτοβουλία του Βενιζέλου για ένα
βαλκανικό συνασπισμό ουδετέρων κρατών υπήρξε θνησιγενής. Και σε
περίπτωση που ο Πάσιτς εκχωρούσε τις πόλεις Στιπ και Κοτσάνη στη
Βουλγαρία, αψηφώντας τις αντιδράσεις του σερβικού στρατεύματος, η
Βουλγαρία δεν θα ικανοποιούνταν με αυτές τις παραχωρήσεις.
Η Γερμανία πίεζε την Ελλάδα να παραμείνει ουδέτερη, ακόμα και
σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης κατά της Σερβίας. Σε τηλεγράφη-
μα προς τον Άλφρεντ Κουάτ (Alfred Quadt ), το γερμανό πρέσβη στην
Αθήνα, ο Χανς φον Βάνγκνεχαϊμ (Hans von Wangenheim), ο γερμανός
πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, επισήμανε ότι η Σερβία, λόγω του
πολέμου με την Αυστροουγγαρία, δεν μπορούσε να διαθέσει στην Ελ-
λάδα τις δυνάμεις που προέβλεπε η ελληνοσερβική στρατιωτική σύμ-
βαση και προέβλεψε σοβαρές περιπλοκές για την Ελλάδα, αν η τελευ-
ταία ευθυγραμμιζόταν με τη Σερβία.14 Όπως είναι γνωστό, το άρθρο 2
[ 59 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
15. Βλ. Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913,
τόμος Γ΄ 2 Παράρτημα (Εν Αθήναις: Εκ του εθνικού τυπογραφείου, 1935), 600.
16. PA AA, R 11608, αρ. τηλεγρ. 274, Quadt προς Jagow, Αθήνα, 11 Αυγούστου
1914 ,
[ 60 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
17. ΕΛΙΑ, Αρχείο Γ. Στρέιτ, φάκελος 12.7, Αλεξανδρόπουλος προς Στρέιτ, Νύσσα,
26 Αυγούστου / 9 Σεπτεμβρίου 1914.
[ 61 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
χώρας ήταν στη διάθεση των Συμμάχων, αλλά ότι η Ελλάδα θα κή-
ρυττε επιστράτευση μόνο σε περίπτωση προηγηθείσης βουλγαρικής
επιστράτευσης, και ζήτησε τη συνδρομή της Ρωσίας για την εξασφά-
λιση της ρουμανικής συνεργασίας για τη διαφύλαξη της συνθήκης του
Βουκουρεστίου.18 Ο Βενιζέλος οραματιζόταν ένα κοινό ελληνο-σερβο-
ρουμανικό μέτωπο. Όταν το Νοέμβριο του 1914 η Αυστροουγγαρία
άρχισε τη δεύτερη επίθεση κατά της Σερβίας, ο Βενιζέλος βολιδο-
σκόπησε τη Ρουμανία στις 17 Νοεμβρίου σχετικά με την προοπτική
μιας ελληνορουμανικής συνεννόησης για την αποτροπή βουλγαρικής
εισβολής στη σερβική Μακεδονία, κάτι που συνιστούσε κίνδυνο και
για την ελληνική Μακεδονία και για τη Δοβρουτσά. Αλλά ο ρουμά-
νος πρωθυπουργός, Ιών Μπρατιάνου (Ion Brătianu), απάντησε αό-
ριστα και δεν έδειξε προθυμία να εγκαταλείψει την ουδετερότητα.19
Όταν οι Αυστριακοί ενέτειναν την επίθεσή τους εναντίον της Σερβίας
και επρόκειτο να καταλάβουν το Βελιγράδι, την 1η Δεκεμβρίου 1914
ο Πάσιτς ζήτησε τη στρατιωτική βοήθεια της Ελλάδας εναντίον του
αυστριακού στρατού και μιας πιθανής βουλγαρικής επίθεσης. Αλλά ο
Βενιζέλος έθεσε όρους: Έπρεπε πρώτα οι Σύμμαχοι να ζητήσουν την
ελληνική συνδρομή, να εξασφαλίσουν τη βουλγαρική ουδετερότητα
ή, σε αντίθετη περίπτωση, την επέμβαση της Ρουμανίας σε ενδεχόμε-
νη βουλγαρική επίθεση στην Ελλάδα ή τη Σερβία20. Με άλλα λόγια
η Ελλάδα θα εισερχόταν στον πόλεμο ως αναγνωρισμένη συμμαχική
δύναμη. Αλλά η Αντάντ δεν είχε ακόμα συγκεκριμένη στρατηγική για
τα Βαλκάνια. Ωστόσο, μια ελληνική στρατιωτική επέμβαση για τη σω-
τηρία της Σερβίας ενείχε πολλούς κινδύνους. Στις 5 Δεκεμβρίου 1914,
μετά την πτώση του Βελιγραδίου, ο Μεταξάς σε υπόμνημά του προς
το Βενιζέλο επισήμανε ότι ο ελληνικός στρατός θα οδηγούνταν στην
αυτοκαταστροφή του, χωρίς να μπορέσει να βοηθήσει αποτελεσματικά
τους Σέρβους.
18. Βλ. Leon, Greece and the Great Powers, 80- 81.
19. Leon, Greece and the Great Powers, 86.
20. Leon, Greece and the Great Powers, 89-90.
[ 62 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
21. Ίδρυμα Ιστορίας του Ελευθερίου Βενιζέλου και της αντίστοιχης εθνικής πε-
ριόδου, Ιστορικό Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου ( στο εξής ΙΙΕΒ-ΙΑΕΒ), φάκελος 34,
έγγραφο Ι/34/54, Μεταξάς προς Βενιζέλο, 21 Νοεμβρίου/ 5 Δεκεμβρίου 1914.
[ 63 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
22. ΙΙΕΒ-ΙΑΕΒ, φάκελος 34, έγγραφο Ι/34/55, Βενιζέλος προς Μεταξά, 21 Νοεμ-
βρίου / 5 Δεκεμβρίου 1914.
[ 64 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
[ 65 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
25. Για τις επιχειρήσεις στα Δαρδανέλλια και στην Καλλίπολη βλ. το πρόσφατο
βιβλίο Heinz A. Richter, Der Krieg im Südosten. Band 1. Gallipoli 1915 (Wiesbaden :
Verlag Franz Philipp Rutzen, 2013).
26. ΕΛΙΑ, Αρχείο Γ. Στρέιτ, φάκελος 13.6, Grey προς Elliot, Foreign Office, 23
Ιανουαρίου 1915 (αντίγραφο του τηλεγραφήματος).
[ 66 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
[ 67 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
27. Βλ. Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920. Ιστορική μελέτη, τόμος Α΄
(Αθήναι: Ίκαρος, 1970) , σσ. 371- 375.
28. Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920, 271-272.
[ 68 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
[ 69 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 70 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
rest) vom 8. September 1914 bis Februar 1919, αρ.τηλεγρ. 229, Mirbach προς Jagow,
Αθήνα, 1 Μαρτίου 1915.
34. PA AA, R 14343, αρ.τηλεγρ. 156, επείγον, Jagow προς Mirbach, Βερολίνο, 3
Μαρτίου 1915.
[ 71 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 72 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
38. PA AA, R14343, αρ. τηλεγρ. 239, επείγον, Mirbach προς Jagow, Αθήνα, 4 Μαρ-
τίου 1915.
39. PA AA, R 14343, αρ.τηλεγρ. 117, Wilhelm προς Mirbach, Pless, 5 Μαρτίου 1915
40. Bλ. Leon, Greece and the Great Powers, 131.
[ 73 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
λεμικά σχέδια της Αντάντ στα Δαρδανέλια και την Καλλίπολη, η Ελ-
λάδα θα είχε την υποστήριξη της Αγγλίας για την εδαφική της επέκτα-
ση, ενώ η Γερμανία εργαζόταν για τα συμφέροντα της Τουρκίας. Λόγω
της διαφωνίας με το Στέμμα ο Βενιζέλος, προκαταλαμβάνοντας την
(προβλεπόμενη) τελική απόφαση του βασιλιά, δήλωσε ότι η κυβέρνη-
ση ήταν αναγκασμένη να παραιτηθεί και ως τελευταία υπηρεσία προς
την πατρίδα πρότεινε τη διασφάλιση μέσω Γερμανίας της ελληνικής
κυριαρχίας επί των νησιών και της προστασίας των ελληνικών πληθυ-
σμών της Τουρκίας.41 Ο βασιλιάς διατηρούσε τις επιφυλάξεις του και
ζήτησε πίστωση χρόνου 24 ωρών για να αποφανθεί οριστικά.
Η τελική απόφαση του βασιλιά ήταν αρνητική. Συντέλεσαν τρεις
κυρίως παράγοντες: οι ενστάσεις του Γενικού Επιτελείου, τις οποίες ο
βασιλιάς ενστερνιζόταν, οι «διαβεβαιώσεις» του γερμανού αυτοκράτο-
ρα και το ρωσικό βέτο, στις 4 Μαρτίου 1915, σε ελληνική συμμετοχή
στην επιχείρηση στα Δαρδανέλλια και ιδίως στην είσοδο ελληνικού
στρατού στην Κωνσταντινούπολη.42 Ο Κωνσταντίνος Α΄ δεν θα πραγ-
ματοποιούσε το όνειρό του. Το ζήτημα των Στενών και της Κωνσταντι-
νούπολης κατέστη ρωσική υπόθεση, χωρίς να αγνοηθούν και τα βρε-
τανικά συμφέροντα. Στις 27 Μαρτίου 1915 η Αγγλία είχε συναινέσει σε
μια ρωσική λύση του ζητήματος των Στενών και της Κωνσταντινούπο-
λης μετά τον πόλεμο.43 Μια συμβολική ελληνική συμμετοχή στις επι-
χειρήσεις στα Δαρδανέλια και στην Καλλίπολη δεν θα μετέβαλε ριζικά
την βρετανική πολιτική.
Η διάδοχη κυβέρνηση Γούναρη ενέμενε στην ουδετερότητα και η
Γερμανία επιδόθηκε σε αντιβενιζελική προπαγάνδα μέσω της διάθε-
σης σημαντικών ποσών από το βαρώνο Σένκ (Baron Schenk) για την
εξαγορά ελληνικών εφημερίδων. Η συμμαχική αποτυχία στα Δαρδα-
νέλια και στην Καλλίπολη δικαίωνε τον Κωνσταντίνο Α΄. Η Ελλάδα
δεν είχε ακόμα ουσιαστικούς λόγους να εξέλθει στον πόλεμο όσο η
[ 74 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
44. Για το ζήτημα αυτό βλ. Ivan Ilčev, Bâlgarija i Anrtanta prez Pârvata Svetovna
Vojna (Sofia:Nauka i Izkustvo, 1990), 176-199.
45. Βλ. Spyridon Sfetas, Makedonien und Interbalkanische Beziehungen 1920- 1924
(München: Hieronymus Verlag, 1992), 23.
[ 75 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
1915 στο ανατολικό μέτωπο, της αποτυχίας της Αντάντ στα Δαρδανέ-
λια και την Καλλίπολη και της πεποίθησης του βασιλιά Φερδινάνδου
ότι ο πόλεμος θα λήξει σύντομα με νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων, στις
6 Σεπτεμβρίου 1915 η Βουλγαρία προσχώρησε στις Κεντρικές Δυνά-
μεις με την εξασφάλιση της προσάρτησης ολόκληρης της σερβικής
Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας από το ελληνικό τμήμα
«αν η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της τωρινής σύγκρουσης, χωρίς κάποια
πρόκληση από την πλευρά της βουλγαρικής κυβέρνησης, επιτεθεί στη
Βουλγαρία, στους συμμάχους της ή στην Τουρκία».46 Στις 23 Σεπτεμ-
βρίου 1915 η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση.
Καθώς η Βουλγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν ήδη προ-
σχωρήσει στις Κεντρικές Δυνάμεις και επίκειτο η συντριβή της Σερβίας
με συντονισμένη αυστρο-γερμανο-βουλγαρική επίθεση, η εμμονή της
Ελλάδας στην ουδετερότητα δεν είχε πλέον νόημα. Η έλευση αγγλο-
γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη, μετά από πρόσκληση του
Βενιζέλου, προοριζόταν να αντισταθμίσει την αδυναμία των Σέρβων
να διαθέσουν 150.000 άνδρες για την αντιμετώπιση από την Ελλάδα
και τη Σερβία του κοινού βουλγαρικού κινδύνου, κάτι που αυτόματα
σήμαινε την προσχώρηση της Ελλάδας στην Αντάντ, την ανάληψη
των ανάλογων ευθυνών και κινδύνων, αλλά και την καλλιέργεια προσ-
δοκιών και οραμάτων. Η συνέχιση της ουδετερότητας θα είχε νόημα αν
η Γερμανία στην πράξη θα μπορούσε να διασφαλίσει την εδαφική ακε-
ραιότητα της Ελλάδας, όπως προέκυψε από τους Βαλκανικούς Πολέ-
μους, και την προστασία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Η Γερμα-
νία αποδείχτηκε αδύναμη το 1914 να επιβάλει τη συλλογική απόφαση
των Μεγάλων Δυνάμεων για τα νησιά του Αιγαίου και να αποτρέψει
τους ανθελληνικούς διωγμούς στη Μικρά Ασία. Το 1915 διωγμοί και
εκτοπίσεις Ελλήνων στη Μικρά Ασία συνεχίζονταν υπό το πρόσχημα
της διενέργειας κατασκοπίας υπέρ της Αντάντ. Η δυναμική του βουλ-
46. Sfetas, Makedonien und Interbalkanische Beziehungen, 22-23. Για τις γερμανο-
βουλγαρικές μυστικές επαφές τον Αύγουστο του 1915 βλ. Georgi Markov, Goljamata
Vojna i Bâlgarskijat Ključ za Evropejskijat Pogreb 1914-1916 (Sofia: Akedemično Izda-
telstvo, 1995), 156-168.
[ 76 ]
Σ Π Υ Ρ Ι Δ Ω Ν Σ Φ ΕΤΑ Σ
[ 77 ]
J ORDAN B AEV
[ 79 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 80 ]
JORDAN BAEV
3. Military History Library (VIB) at Rakovski National Defense College, Sofia, MSS
Inventory, No. 7030.
[ 81 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
blocs were delineated: the Russophiles, the pro-German camp, and the
parties demanding a peaceful resolution of the national issue through
joint Balkan understanding. The Bulgarian political elite was united in
the pursuit of one main goal, reconsidering the Bucharest peace treaty
of July 1913, but was split as to how this goal was to be achieved.
The extraordinary elections of November 1913 revealed powerful
disappointment and considerable radicalisation among the various
social strata which voted against the former ruling elite. The govern-
ment coalition parties won only 38.2% of the votes while, for the first
time in modern Bulgarian history, the representatives of the “extreme
Leftist parties” the (Agrarian Union and Social Democrats) won al-
most half the votes, eliminating several traditional parties which had
represented liberal and conservative tendencies. Instead of strength-
ening its position, the government coalition under Dr. Vasil Rado-
slavov lost every vestige of its former prestige and confidence. The
events that followed clearly demonstrated the political groups’ inabili
ty, given Bulgaria’s isolation, to find a commonly acceptable formula
for achieving national goals. Contravening constitutional convention,
which was virtually discarded during the personal regime of Ferdi-
nand I, the monarch once again offered the post of Prime Minister
to Dr. Radoslavov after a series of backstage political maneuvers.
Essentially a variation on the appointed minority royal government,
the new-old cabinet had insufficient support in Parliament. The leader
of the Agrarian Union, Alexander Stamboliiski, defined these decisions
as “an outrage against parliamentarianism”, while the leader of the
Democratic Party, Alexander Malinov, declared the machinations to
be “a parliamentary comedy”.4 Unanimous protest from all the op-
position parties could only lead to the dissolution of the National
Assembly; this occurred on 31 December 1913, making it the shortest-
lived parliament in modern Bulgarian history.
[ 82 ]
JORDAN BAEV
[ 83 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
come. The opposition leaders knew that if the loan were provided by
Berlin, it would strengthen the position of Radoslavov’s pro-German
liberal coalition government. Accepting the French proposal (which
was also backed by Russia), on the other hand, could lead to the fall
of the current cabinet.7 Ultimately, Parliament adopted the proposal
from the German financial group Disconto Gesellschaft. The decision
was motivated to some extent by the government’s inclination to ensure
the political support of the Central Powers and thus to prevent eventual
Russian interference in favour of the Russophile opposition bloc.8 The
parliamentary debate even led on occasions to physical confrontations
between pro-government and opposition representatives, while the
anti-government statements and actions of the opposition leaders
extended beyond the Parliament building.
Rising tension between the Austrian-Hungarian Empire and Serbia
after the assassinations in Sarajevo provoked an urgent new request
from the Bulgarian parliamentary opposition to debate the govern-
ment’s stance regarding the new international situation in Europe. On
14 July 1914, the opposition leaders delivered a request to the Prime
Minister, insisting that he explain his government’s stance on the
European crisis, which was of “fateful significance” for all Balkan
states.9 Two days later, immediately after the outbreak of war between
Vienna and Belgrade, the Bulgarian government proposed a military
budget bill in the National Assembly which caused the opposition to
address new critical remarks at the government. In a response to the
government’s appeals “to beat the party retreat” in the name of national
interests, the leader of the Democratic Party, Malinov, declared: “To-
[ 84 ]
JORDAN BAEV
day we are tumbling in the dark and even our Foreign Ministry does
nothing to shed light upon matters... In such a situation, we cannot give
our unreserved support to the government”.10
During the debate in Parliament, Prime Minister Radoslavov pub-
licly declared that his government would follow a policy of “strict and
loyal neutrality”. However, the government entered into intense confi-
dential negotiations with representatives of the Central Powers during
that same month of July. On 26 July 1914, the government passed a
new bill through Parliament declaring martial law. The move has a clear
political motive: to restrict the opposition’s scope of action against the
policies embraced by the ruling coalition. In response, the opposition
leaders requested the convocation of the Crown Council with a view to
establishing a “temporary all-party cabinet”; their request was rejected
by the ruling coalition.11
On 14 August, the parliamentary session was closed by royal de-
cree; the aim was clearly to restrict the potential for opposition action
against government policy. The world thus learned indirectly that Bul-
garian policy was conducted by two persons: Tsar Ferdinand I and
Prime Minister Radoslavov. However, Radoslavov’s personal records
indicate that he was forced to humbly comply with the monarch’s will
in order to remain in power.12
In a time of war in Europe, when the principles of parliamentary
democracy had been drastically limited in Bulgaria, the opposition
parties had no choice but to manifest and propagate their specific views
through their own political media. Each political organisation inter-
preted the meaning of “neutrality” according to its specific take on for-
eign policy. This was done by adding different adjectives—“expectant”,
“friendly”, “favourable”, etc.—to the term “neutrality”. Four basic stances
[ 85 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 86 ]
JORDAN BAEV
[ 87 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
resolve the national problems in the Balkans nor guarantee the inde-
pendence of the Balkan states.21
The parliamentary groups presented their respective views in de-
bate during the National Assembly session of November 1914, after the
traditional Royal Statement had been made. The official speech of Tsar
Ferdinand I was delivered by Prime Minister Radoslavov, who once
again declared a position of “strict and loyal neutrality”. The opposition
leaders—Alexander Malinov, Theodor Theodorov and Stoyan Danev—
argued in favour of starting negotiations with the Triple Entente. The
leaders of the Leftist-Centre opposition parties (the Agrarians, Rad-
ical Democrats and Social Democrats)—Alexander Stamboliiski,
Yanko Sakuzov, Stoyan Kosturkov and Hristo Kabakchiev—defended
their positions of “complete neutrality” and argued for “understand-
ing among the Balkan nations”.22 After an unproductive formal meeting
with the opposition leaders, Prime Minister Radoslavov announced
that the opposition parties did not represent the will of the Bulgarian
public.23 In response, the main opposition leaders issued a manifest on
27 November 1914 appealing for immediate political negotiations with
the representatives of the Triple Entente.24 However, the efforts to form
a united opposition bloc failed as the leaders of the largest opposition
party—the Agrarian Union—rejected the proposal to join the bloc.
In April 1915, the representatives of several national liberation or-
ganisations, such as the Internal Macedonian Edirne Revolutionary
Organisation (VMORO), approached the government with appeals to
[ 88 ]
JORDAN BAEV
[ 89 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 90 ]
JORDAN BAEV
[ 91 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
the national ideal, in reality Bulgaria was dragged into a global conflict
whose outcome did not depend in any way on the military efforts of a
small Balkan state.
If we compare the results of the Balkans’ “modern nationalisms”,
what we see is all Bulgaria’s neighbors pursuing their national doctrines
(the Megali Idea in Athens, Velika Srbie in Belgrade, San Stefano Bulgaria
in Sofia, Romania Mare in Bucharest), which inevitably overlapped and
brought them into conflict. Unlike the Greek and Serbian leaderships,
however, the Bulgarian political elite was not sufficiently mature to
tackle the challenges of the time appropriately, remaining a slave to its
maximalist, emotional nationalism. Its decision-making at this crucial
juncture for the nation lacked a vision underpinned by wisdom.
[ 92 ]
U LRICH SIEG 1
1. I would like to thank Anne C. Nagel and Michael Seelig for constructive criticism
as well as valuable comments, and Wolfram Kändler for the nuanced translation of the
German manuscript.
2. K. Flasch, Die geistige Mobilmachung. Die deutschen Intellektuellen und der Erste
Weltkrieg (Berlin: Fest, 2000).
3. Cf. the first in-depth study regarding the diverse forms of “Metaphysics of
Germaness” during the Great War: H. Lübbe, Politische Philosophie in Deutschland.
Studien zu ihrer Geschichte (Basel / Stuttgart: Schwabe, 1963), part 4. Cf. most recently
[ 93 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
This paper intends to call into question the established view of the
“War of the Minds” (Krieg der Geister) and advocates a widely con-
textualised approach, analysing these phenomena within the history of
ideas. This seems especially advisable since during war times the scho
lars did not adhere to meticulously crafted arguments but tended to re-
sort to rallying cries and grave stylisations.4 Accordingly, we historians
find ourselves in the difficult position of having to device hermeneutics
for a group of texts that in their hermetic style seem to almost actively
resist any straightforward interpretation. Hence, it is all the more im-
portant to elucidate the reception history. Before we are able to assess
the actual effect of this world-war-literature, at least to a reasonably
realistic degree, we need to acquire detailed knowledge on print runs,
censorship, and distribution area.5
Today I would like to deal with three texts that are seen as the epi
tome of nationalistic bigotry. Firstly, there is Ernst Lissauer’s “Hymn of
Hate against England”, the Hassgesang gegen England. At first glance
there is no denying its aggressive rhetoric or its wide-spread impact (I).
Secondly, I shall analyse the “Manifesto of the Ninety-three”; signed
by distinguished scientists and writers the text had been intended to
evoke international sympathy, but was immediately considered an ex-
pression of Germany’s overestimation of itself (II). Thirdly, I will look
into Werner Sombart’s pamphlet “Merchants and Heroes” (Händler
und Helden) that more than any other text shapes today’s view of
U. Sieg, Geist und Gewalt. Deutsche Philosophen zwischen Kaiserreich und Nationalso-
zialismus (Munich: Hanser, 2013), 103-149.
4. Cf. W. J. Mommsen (ed.), Kultur und Krieg. Die Rolle der Intellektuellen, Künstler
und Schriftsteller im Ersten Weltkrieg (Munich: Oldenbourg, 1996), and the case study
U. Sieg, Jüdische Intellektuelle im Ersten Weltkrieg. Kriegserfahrungen, weltanschauliche
Debatten und kulturelle Neuentwürfe, (2nd ed. Berlin: Akademie, 2008).
5. Cf. for an approach like this: Steffen Bruendel, Volksgemeinschaft oder Volksstaat.
Die „Ideen von 1914“ und die Neuordnung Deutschlands im Ersten Weltkrieg (Berlin:
Akademie, 2003) and P. Hoeres, Krieg der Philosophen. Die deutsche und die britische
Philosophie im Ersten Weltkrieg, (Paderborn / Munich / Vienna / Zurich: Schöningh,
2004).
[ 94 ]
ULRICH SIEG
I
Ernst Lissauer, author of the “Hymn of Hate against England”, was part
of the assimilated German Jewry. His father, Hugo Lissauer, died in
1910 as a rich silk merchant in Berlin. He was a well respected man
and led the proud title “Kommerzienrat”. Like many other members
of his generation Ernst Lissauer, born in 1882, took advantage of his
father’s property to follow his own intellectual interests.6 He became a
well known lyricist in the literary circles of Berlin and published some
highly acclaimed stage plays. The publisher Eugen Diederichs in Jena
whose knowledge about literary trends was legendary even went so far
to estimate Lissauer as “the greatest contemporary poet”.7
In contrast to many of his Jewish contemporaries Lissauer possessed
a very conservative worldview and saw in the preservation of German
culture an indispensable condition for a prosperous future. Moreover,
he proposed strongly in the large Jewish debate of 1912, that the Jews
had to go up in the German nation: “Only two things are possible: either
to emigrate, or to be German. But then: Dig, take root with all strength,
with all the veins, all the muscles, educate yourself to became German,
make the German case a case of your own.” 8 As might be expected in
6. A modern biography about Lissauer is missing. The historian has still to consult
G. K. Brand, Ernst Lissauer (Berlin: Deutsche Verlagsgesellschaft, 1923).
7. So E. Albanis in her excellent book German Jewish Cultural Identity from 1900
to the Aftermath of the First World War. A Comparative Study of Moritz Goldstein, Julius
Bab and Ernst Lissauer (Tübingen: Niemeyer, 2002), 225, which I owe a lot.
8. “Nur zweierlei ist möglich: entweder auswandern; oder deutsch werden. Dann
aber: sich eingraben, einwurzeln mit aller Kraft, mit allen Adern, allen Muskeln sich
zum Deutschen erziehen, die Sache der Deutschen zu der eigenen machen”, in: Sprech-
saal, Deutschtum und Judentum, Der Kunstwart of April 1st, 12; quoted after Albanis,
German Jewish Cultural Identity, 225.
[ 95 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
August 1914 Lissauer identified himself with the German nation which
he saw surrounded by envious enemies. Britain’s entry into the war in
1914 on the side of the Entente he regarded as unforgivable betrayal
and as an attack on the highest cultural values embodied by Germany.
In September 1914, right after it had been published somewhat out-
of-the-way, the “Hymn of Hate against England” met with great public
interest. The ponderous poem was regarded as an authentic expression
of German indignation over Great Britain’s treasonable behaviour at the
outbreak of war. Its most famous lines may serve to illustrate the para-
mount importance of its ideological message as well as its weak poetry:
After all, with his poem Lissauer had expressed a widespread attitude
in Germany. In his “World of Yesterday”(Die Welt von Gestern) Stefan
Zweig even talks of the “Hymn of Hate” as “a bomb which had fallen
into an ammunition depot”.10 This might be an exaggeration, but it is
undeniable that the poem of Lissauer very quickly gained enormous
popularity. Admired by the Emperor the “Hymn of Hate” shaped life
at the home front and the greeting “May God punish England!” (Gott
strafe England!) answered by “So be it!” (Er strafe es!) could be heard
9. “Wir wollen nicht lassen von unserem Haß / Wir haben alle nur einen Haß, /
Wir lieben vereint, wir hassen vereint, / Wie haben alle nur einen Feind / England.”
E. Lissauer, Haßgesang gegen England, in: Id., Worte in die Zeit. Flugblätter 1914
(Göttingen: Hapke, 1914), 1. Blatt; translation by Barbara Henderson, as it appeared in
The New York Times of 15 October 1914.
10. “Das Gedicht fiel wie eine Bombe in ein Munitionsdepot”; Stefan Zweig,
Die Welt von Gestern. Erinnerungen eines Europäers (Munich / Hamburg: Deutscher
Bücherbund, 1981), 286.
[ 96 ]
ULRICH SIEG
at many a street corner during the first months of war. Myriad of post-
cards and thousands of posters were printed with these sentences.11
Nothing much changed when it came to light that the author was an
assimilated Berlin Jew. The Emperor awarded Lissauer the Order of the
Red Eagle, with ribbon, and together with the crown prince of Bavaria
he ensured that the poem was widely circulated within the military.12
The Pan-German’s stream of spiteful invective against Lissauer’s Jew-
ishness, however, played only a minor role. Whatever can be said about
the ideological character of the “civic truce” (Burgfrieden) in the first
months of the war it helped a lot to defend the members of the Jewish
minority.13
Nevertheless, the “Hymn of Hate” failed to have a lasting effect. This
was largely due to the German Bildungsbürgertum, the academic mid-
dle classes, whose views and attitudes basically constituted public opi
nion. The Bildungsbürgertum firmly believed that the Central Powers
were leading a war for human ideals and hence, as a matter of principle,
it disapproved of demonising the military enemy. A good case in point
is the publicist Theodor Wolff whose articles in the Berliner Tageblatt
were widely known as profound criticism of grievances in the Kaiser
reich. But during the war the self-confident Liberal esteemed the sol-
diers of both sides fulfilling their duty for their fatherland.14
11. C. Jahr, “Das Krämervolk der eitlen Briten”. Das deutsche Englandbild im Ersten
Weltkrieg, in: Id., U. Mai and K. Roller (eds.), Feindbilder in der deutschen Geschichte.
Studien zur Vorurteilsgeschichte im Ersten Weltkrieg (Berlin: Metropol, 1994), 115-142,
here 123-127; for the anti-British salutations cf. also J. Verhey, Der “Geist von 1914” und
die Erfindung der Volksgemeinschaft (Hamburg: Hamburger Edition, 2000), 204 et seq.
12. Cf. E. Albanis, Ostracised for Loyality: Ernst Lissauer’s Propaganda Writing
and its Reception, Leo Baeck Institute Year Book 43 (1998), 195-224, here 196..
13. Cf. for the often underestimated role of censorship in this context F. Altenhöner,
Kommunikation und Kontrolle. Gerüchte und städtische Öffentlichkeiten in Berlin und
London 1914/18 (Munich: Oldenbourg, 2008).
14. Cf. U. Sieg, “Nothing more German than the German Jews”? On the Integration of
a Minority in a Society at War, in: R. Liedtke and D. Rechter (eds.), Towards Normality? Ac-
culturation and Modern German Jewry (Tübingen: Mohr Siebeck, 2003), 201-216, here 207.
[ 97 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
15. Regarding the context of Segel’s survey cf. D. Brenner, Marketing Identities. The
Invention of Jewish Ethnicity in “Ost und West” (Detroit: Wayne State University Press,
1998), and Sieg, Jüdische Intellektuelle im Ersten Weltkrieg, 83 et seq.
16. Art. “Gegen den Haßgesang”, in: Berliner Tageblatt of 10 August, 7; quoted after
Albanis, German Jewish Cultural Identity, 236.
17. Ibid, 248.
[ 98 ]
ULRICH SIEG
II
Employing a prose consciously reminiscent of Luther’s Theses the “Ma
nifesto of the Ninety-three” confronted allied propaganda. William II
was no Attila but a prince of peace, who in his reign of now 26 years had
time and again proven his fair-mindedness. Claims of war crimes com-
mitted in Belgium were unwarranted; its neutrality had to be sacrificed
for the sake of the German Nation’s right to life. “German militarism”,
moreover, was an honorary title, without it “German civilisation would
long since have been extirpated”. In contrast, the deceitfulness of England
and France was clearly visible considering that they had allied themselves
with unjust states such as Russia and Serbia and that they were inciting
the indigenous people of their colonies “against the white race”.18
Because of the Manifesto’s drastic diction, historians have for a long
time held the nationalistic right responsible for it. Fritz Fischer deemed
Ulrich von Wilamowitz-Moellendorf the author, Prussian nobleman
18. Translation as it appeared in The North American Review vol. 210, no. 765 of
Aug. 1919, 284-287 (http://www.jstor.org/stable/25122278, 27/06/2014). For the ori-
ginal text cf. the exemplary German edition by J. and W. von Ungern-Sternberg, Der
Aufruf “An die Kulturwelt!”. Das Manifest der 93 und die Anfänge der Kriegspropaganda
im Ersten Weltkrieg. Mit einer Dokumentation (Stuttgart: Steiner, 1996), 144 et seq. The
following observations owe a lot to this study.
[ 99 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
19. F. Fischer, Der Griff nach der Weltmacht. Die Kriegspolitik des kaiserlichen
Deutschland (Düsseldorf: Droste, 1961), 180. This mistake went well with Fischer’s
aversion to the Prussian “society of subservient subjects” (Untertanengesellschaft) and
he did not correct it in later editions. Cf. B. vom Brocke, “Wissenschaft und Militaris-
mus”. Der Aufruf der 93 ,An die Kulturwelt!’ und der Zusammenbruch der internatio-
nalen Gelehrtenrepublik im Ersten Weltkrieg, in: W. M. Calder III, H. Flashar and T.
Lindken (eds.), Wilamowitz nach 50 Jahren (Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesell-
schaft, 1985), 649-719, here 655 et seq., note 7.
20. Ibid, 668.
21. The names are listed in J. and W. von Ungern-Sternberg, Aufruf an die Kultur-
welt, 145-147.
[ 100 ]
ULRICH SIEG
[ 101 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
25. Cf. to the methodological problem analysing the German atrocities in the first
months of the war A. Kramer, “Greueltaten”. Zum Problem der deutschen Kriegsver-
brechen in Belgien und Frankreich 1914, in: G. Hirschfeld, G. Krumeich and I. Renz
(eds.), Keiner fühlt sich hier mehr als Mensch ... Erlebnis und Wirkung des Ersten Welt-
kriegs (Essen, Klartext: 1993), 85-114; in general J. Horne and A. Kramer, Deutsche
Kriegsgreuel 1914. Die umstrittene Wahrheit (Hamburg: Hamburger Edition, 2004).
26. Ouoted after Sieg, Geist und Gewalt, 112.
27. J. and W. von Ungern-Sternberg, Aufruf an die Kulturwelt, 145; regarding the
manifesto’s reception abroad cf. ibid., 81-104.
28. So did A. Kramer in his influential book Dynamic of Destruction. Culture and Mass
Killing in the First World War (Oxford / New York: Oxford University Press, 2007), 29.
[ 102 ]
ULRICH SIEG
[ 103 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
However, this does not mean that one should think of a “special
path in German history of ideas” (deutschen Sonderweg in der Ideeng-
eschichte) during World War One. This position neglects the fact that
the propaganda war was an international event. It was important to re-
fute the opposing arguments and to advertise the own view. Moreover,
the idea of an “special path in German history” (deutsche Sonderweg)
favoured precisely those glorification of a “German character”, which
the idea itself tries to damage. At last this leads to bold assumptions
of continuity which to substantiate empirically is nearly impossible.
Sometimes they try to show a direct connection between the “War of
Minds” and the “Guerrilla War on the Eastern Front since 1941”.33 But
even the history of ideas during World War One deserved to be under-
stood by her own preconditions. How much people in Germany tried
to learn from the allied propaganda can be demonstrated by Werner
Sombart who was one of the most read social scientists at his time.
III
In February 1915 it was Werner Sombart who adopted an unaccommo-
dating tone of voice in his book “Merchants and Heroes”. The econo-
mist, a genius when it came to self-marketing, had realised that drastic
simplification was the single most effective weapon in the over-heating
debates of the Great War. Accordingly, he decided for a palette of black
and white, depicting the English as greedy merchants who had to be
put in place by the brave Germans. He savagely argued against the
“confusion of war and sports” and contrasted an atomised British
society with a socially-minded German community.34
33. So H.-U. Wehler, Deutsche Gesellschaftsgeschichte, vol. 4: Vom Beginn des Ersten
Weltkriegs bis zur Gründung der beiden deutschen Staaten (Munich: Beck, 2003), 19; to my
own position see the articles “Deutsche Geschichte ist nicht tiefschwarz”, in: Cicero (Octo-
ber 2013), 120-125, and “Erkenntnis und Empathie”, in: Rotary Magazin 3 (2014), 48-51.
34. W. Sombart, Händler und Helden. Patriotische Besinnungen (11.-20. Tausend
Munich / Leipzig: Duncker & Humblot, 1915), 48. It is regrettable that the meticulous
[ 104 ]
ULRICH SIEG
[ 105 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
40. F. Pfemfert, Die Deutschsprechung Friedrich Nietzsches. Ein Protest, Die Ak-
tion 5 (1915), 320-323; for the historical context cf. S. E. Aschheim, Nietzsche und die
Deutschen. Karriere eines Kults, (Stuttgart / Weimar: Metzler, 1996), 140-143.
41. Cf. most recently E. Piper, Nacht über Europa. Kulturgeschichte des Ersten Welt-
krieges, (Berlin: Propyläen, 2013). The study is nevertheless well worth reading. This is
not the case with G. Seybert and T. Stauder (eds.), Der Krieg im intellektuellen, literar-
ischen und bildnerischen Gedächtnis der europäischen Kulturen / Misères de l᾽héroïsme.
La Première Guerre mondiale dans la mémoire intellectuelle, littéraire et artistique des
cultures européennes / Heroic Misery. The First World War in the Intellectual, Literary
and Artistic Memory of the European Cultures, 2 volumes (Frankfurt am Main / Berlin
/ Brüssel: Lang, 2014), because most essays of this omnibus volumes lack a deeper
understanding of the modernity of the German Kaiserreich.
[ 106 ]
ULRICH SIEG
42. R. Eucken, Die welthistorische Bedeutung des deutschen Geistes (Stuttgart / Ber-
lin: Deutsche Verlags-Anstalt, 1914), 13.
43. Cf. to Eucken’s philosophy which was highly popular in Germany at the begin-
ning of First World War Flasch, Die geistige Mobilmachung, 115-125; Sieg, Geist und
Gewalt, 117-122, and id., Kulturkritik als Zeitgeistverstärkung. Der Jenaer Neoidealist
Rudolf Eucken, in: M. Dreyer and K. Ries (eds.), Romantik und Freiheit. Wechselspiele
zwischen Ästhetik und Politik (Heidelberg: Winter, 2014), 241-259, here 253-256.
44. J. Dewey, German Philosophy and Politics (New York: Ayer Co, 1915).
[ 107 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
IV
To conclude I would like to sum up some results. We are paying a high
price for our clear-cut picture of the “War of the Minds”. We are re-
peating – albeit critically – nationalistic prejudices and in doing so we
are contributing – albeit unintentionally – to their continued existence.
At the same time we are underestimating the contextual character of
world-war-literature – only at first glance do they appear to utter con-
victions that are set in stone. While being very aware of censorship
and its prime objective of upholding the “civic truce”, the authors still
wanted to influence domestic politics.45 Before we are able to properly
understand these writings we have to decipher camouflaged comments
and ideologically charged expressions.
It is also important to read a lot of propaganda-literature before the
background of the crisis of liberalism. In all European nations the edu
cated middle-classes identified their destiny with the success of the na-
tion. Accordingly, a lot of prestigious intellectuals preferred the ideal
of a homogenous community to the values of a pluralistic society. In
the consequences this mental attitude leads to a highly critical situa-
tion of the Liberal parties which ideals seemed to be outdated in many
respects46. This was true not only for Germany but also for Britain the
homeland of political liberalism. Philosophers like Thomas E. Hulme
won a broader audience when they combined the praise of nationalism
with the critique of universal ethical values.47
45. This has been elucidated by Bruendel, Volksgemeinschaft oder Volksstaat, espe-
cially 93-132.
46. Cf. J. Leonhard, Büchse der Pandora. Geschichte des Ersten Weltkrieges (Munich:
Beck, 2014) 758-767, here 762. For the passive situation of the European Liberal parties
during wartime see id., Das Dilemma von Erwartungen und Erfahrungen. Liberale im
Ersten Weltkrieg, in: Jahrbuch zur Liberalismus-Forschung 26 (2014), 193-215.
47. This has been demonstrated by P. Hoeres, Antiliberalismus im “Krieg der Gei-
[ 108 ]
ULRICH SIEG
ster” in: E. Grothe and U. Sieg (eds.), Liberalismus als Feindbild (Göttingen: Wallstein,
2014), 135-151, here 149.
48. Cf. E. Lindner, Houston Stewart Chamberlain: The Abwehrverein and the
“Praeceptor Germaniae”, 1914-1918, Leo Baeck Institute Year Book 37 (1992), 213-236,
and Sieg, Jüdische Intellektuelle im Ersten Weltkrieg, 183-187.
49. Cf. the masterly study by J. Leonhard, Büchse der Pandora, here 28.
[ 109 ]
Κ ΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ρ ΑΠΤΗΣ
[ 111 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 112 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
Μπάουερ υποστηρίζει ότι η διάλυση της Μοναρχίας ήταν πρωτίστως μια εθνική και
αστικο-δημοκρατική επανάσταση.
3. Hanisch, 1890-1990: Der lange Schatten des Staates, 263.
4. O. Bauer, The Austrian Revolution (London, 1925), 56, 60.
5. J.K. Hoensch, A History of Modern Hungary (London / New York: Longman,²
1996), 80.
6. J. Joll, Europe since 1870 (New York: Harper and Row, 1973), 195.
[ 113 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Οι γεωπολιτικές ανατροπές
Η διάλυση μιας αυτοκρατορίας συνιστά κατά κανόνα μείζον ιστορικό
και γεωπολιτικό γεγονός, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για τη Μο-
ναρχία των Αψβούργων, τη μακροβιότερη (1273-1918) δυναστική πο-
λιτική οντότητα στην ευρωπαϊκή ιστορία.7 Το ζήτημα των εθνοτήτων
ταλάνιζε ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα την Αψβουργική Αυτοκρα-
τορία, η οποία φάνταζε για πολλούς ως απολίθωμα στην υπό διαμόρ-
φωση Ευρώπη των εθνικών κρατών του ύστερου 19ου και πρώιμου
20ού αιώνα. Ωστόσο, ακόμη κι αν πολλοί κάτοικοί της θεωρούσαν ότι
υπέφερε από αρκετές και σοβαρές, όχι όμως ανίατες, ασθένειες, ελά-
χιστοι μπορούσαν πριν το 1914 να φανταστούν ένα κόσμο χωρίς την
Αυστροουγγαρία.8
Ακόμη και η πλειοψηφία των Τσέχων, που είχαν κάθε λόγο να είναι
δυσαρεστημένοι από την ελλιπή αυτονομία που έχαιραν, υποδέχθηκε
την έκρηξη του πολέμου με διάθεση υποστήριξης της διατήρησης της
Αυτοκρατορίας. Τότε ήταν λίγοι εκείνοι που προέβλεπαν ότι η ήττα
των Κεντρικών Δυνάμεων θα καθιστούσε δυνατή την αναδιοργάνωση
της Ευρώπης σύμφωνα με την αρχή των εθνοτήτων, ενώ αντίθετα φο-
βούνταν ότι η νίκη τους θα οδηγούσε στην κυριαρχία της Γερμανίας επί
των μικρών λαών της περιοχής. Ανάμεσά τους ο μελλοντικός πρώτος
πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας, Τόμας Μάζαρικ.9
Πώς όμως φτάσαμε από τη συντεταγμένη, σχετικά ευνομούμενη και
διεθνώς αναγνωρισμένη ως απαραίτητο τμήμα του διεθνούς συστήμα-
τος Αυτοκρατορία των Αψβούργων του θέρους του 1914, όταν εκατομ-
μύρια στρατιώτες διαφόρων εθνικοτήτων κατατάχθηκαν για να πολεμή-
σουν υπέρ της τιμής του γηραιού τους αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ,
στις συνθήκες έσχατης αποσύνθεσης, διάλυσης και απαξίωσής της στο
εσωτερικό και το εξωτερικό το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1918;10
[ 114 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
ερμηνεία της διάλυσης της Αψβουργικής Μοναρχίας συνιστά τα τελευταία χρόνια ένα
πρόσφορο ερευνητικό αντικείμενο. Πβ. Cornwall, Einleitung, 19.
11. Bruckmüller, Sozialgeschichte Österreichs, 362.
12. Bruckmüller, Sozialgeschichte Österreichs, 362-363.
[ 115 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Ο διεθνής παράγων
Στο μεταξύ ο ρόλος του διεθνούς παράγοντα, δηλαδή των δυτικών δυ-
νάμεων, Γαλλίας, Βρετανίας και ΗΠΑ, είχε αποβεί καθοριστικός στη
σκλήρυνση της στάσης των εθνικών ηγεσιών των λαών της Μοναρχίας.
Κι εδώ βέβαια σημειώθηκε μια διπλωματική ανατροπή, διότι μέχρι τις
αρχές του 1918 οι δυτικές δυνάμεις, προπάντων η Βρετανία και οι ΗΠΑ,
δεν είχαν εγκαταλείψει τη θέση τους για την αναγκαιότητα διατήρησης
της Αυστροουγγαρίας ως εξισορροπητικού παράγοντα. Ακόμη και τον
[ 116 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
16. C.J. Bartlett, The Global Conflict. The International Rivalry of the Great Powers,
1880-1970 (London / New York: Longman, 1984), 103, 107-108.
17. Hoensch, A History of Modern Hungary, 81.
18. Cornwall, Auflösung und Niederlage, 185.
19. Bartlett, The Global Conflict, 108.
20. Bartlett, The Global Conflict, 105.
[ 117 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 118 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
[ 119 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Αυστρία
Κατά τους τελευταίους μήνες του πολέμου το κράτος απώλεσε την
αποδοχή και τη νομιμοποίησή του ακόμη και στον γερμανοαυστριακό
πυρήνα της Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας ιδιό-
τυπης επαναστατικής κατάστασης, που άρχισε από τα τέλη του 1916
και μέσα από εξάρσεις και υφέσεις διήρκεσε μέχρι το καλοκαίρι του
1919, προκαλώντας περιορισμένη κρατική κυριαρχία στα αυστριακά
εδάφη.29 Στις 21 Οκτωβρίου 1918, πέντε ημέρες μετά τη διακήρυξη του
αυτοκράτορα Κάρολου για ομοσπονδιοποίηση του αυστριακού μισού
της Αυτοκρατορίας, 210 Γερμανοί βουλευτές της Βουλής του 1911
αυτοαναγορεύθηκαν σε Προσωρινή Εθνοσυνέλευση του υπό σύστα-
ση νέου κράτους της Γερμανοαυστρίας, η οποία στις 12 Νοεμβρίου
προχώρησε στην ανακήρυξη της Αυστριακής Δημοκρατίας.30 Τα τρία
μεγάλα κόμματα (σοσιαλδημοκράτες, χριστιανοκοινωνιστές και γερ-
μανοεθνικοί) αποτέλεσαν εφεξής τους βασικούς πόλους ενσωμάτωσης
και αναφοράς στη θέση του αυτοκράτορα, της γραφειοκρατίας, του
στρατού ή της ευγένειας.31
Το πρώτο Σύνταγμα της 30ής Οκτωβρίου 1918 σηματοδότησε κατά
τον αυστριακό φιλόσοφο του δικαίου Χανς Κέλσεν (Hans Kelsen) μια
«νομική επανάσταση», με την οποία διερράγη η νομική συνέχεια με
το παλαιό κράτος. Για τον Όττο Μπάουερ επρόκειτο για μια «κοινο-
βουλευτική επανάσταση», καθώς υπερενισχύθηκε το κοινοβούλιο σε
σύγκριση με την ασθενή του θέση κατά τη Μοναρχία. Ήταν μια νίκη
της δημοκρατίας, καθώς χορηγήθηκε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες
και καταργήθηκε το μη δημοκρατικό διαβαθμισμένο εκλογικό δικαί-
ωμα (βάσει της φορολογίας) στα κρατίδια και τους δήμους. Ο κυβερ-
νητικός συνασπισμός σοσιαλδημοκρατών-χριστιανοκοινωνιστών, που
σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1919 υπό τον σοσι-
[ 120 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
Τσεχοσλοβακία
Στη γειτονική Τσεχοσλοβακία η πολιτική ανατροπή έλαβε χώρα σε ένα
χαρμόσυνο κλίμα εθνικής ανάτασης (προπάντων για τους Τσέχους),
λόγω του τερματισμού της μακραίωνης αψβουργικής επικυριαρχίας
στις βοημικές χώρες με την ανακήρυξη της Τσεχοσλοβακικής Δημο-
[ 121 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Ουγγαρία
Σε αντίθεση προς την Τσεχοσλοβακία και λιγότερο τη μεσοπολεμική
Αυστρία, οι πολιτικές ανατροπές στην Ουγγαρία, αλλεπάλληλες και
ποικίλες, είχαν σύντομο τέλος και δεν ρίζωσαν θεσμικά. Στην εδαφι-
κά ακρωτηριασμένη Ουγγαρία σημειώθηκαν τρεις μείζονες επανα-
στάσεις: η αστικο-δημοκρατική (τέλη Οκτωβρίου 1918), η σοβιετικού
τύπου λαϊκο-δημοκρατική (τέλη Μαρτίου 1919) και η αντεπανάσταση
(Αύγουστος 1919).
Οι έκτακτες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί περί τα μέσα Οκτω-
βρίου 1918 λόγω της προέλασης ρουμανικών, νοτιοσλαβικών και τσεχο-
σλοβακικών στρατευμάτων στα ανατολικά, στα νότια και στα βορειοδυ-
τικά της χώρας, καθώς και της επισιτιστικής κρίσης και της γενικότερης
διάλυσης, οδήγησαν στη συγκρότηση ενός Εθνικού Συμβουλίου από το
φιλελεύθερο, το ριζοσπαστικό δημοκρατικό και το σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα υπό τον φιλελεύθερο και δημοκρατικό κόμη Μιχάλι Κάρολι.
Στις 31 Οκτωβρίου 1918 η άρνηση ενός τάγματος να υπακούσει τις
διαταγές προώθησής του στο μέτωπο ήταν αρκετή, δεδομένων των
συνθηκών, για να πυροδοτήσει την επανάσταση. Πολιτικοί κρατού-
μενοι απελευθερώθηκαν από τις φυλακές και δολοφονήθηκε ο πρώην
[ 122 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
[ 123 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
ρούς, αποκλεισμό των εύπορων αγροτών και αστών από τις εκλογές
του Απριλίου για τα συμβούλια, απαλλοτρίωση των γαιοκτησιών έκτα-
σης πάνω από εκατό εκτάρια (χίλια στρέμματα) χωρίς αποζημίωση και
διανομή τους σε συνεργατικές ενώσεις, ανακήρυξη δημιουργίας του
Ουγγρικού Κόκκινου Στρατού, εθνικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων,
ορυχείων και μεταφορών, επιβολή κρατικού ελέγχου στην εκπαίδευ-
ση.38 Ο βίος της προλεταριακής δημοκρατίας υπήρξε πολύ σύντομος
(21 Μαρτίου-1 Αυγούστου 1919). Όπως ήταν αναμενόμενο, η επανα
στατική διακυβέρνηση προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και φόβο στα
κυρίαρχα στρώματα, ενώ η συνέχιση των δυσμενών οικονομικών και
κοινωνικών συνθηκών υπονόμευσε τη λαϊκή υποστήριξη και συστρά-
τευση, ιδιαιτέρως στην ύπαιθρο, όπου η πολιτική της κολλεκτιβο
ποίησης διέψευσε τις ελπίδες των ακτημόνων και μικρών χωρικών για
ιδιοποίηση των κτημάτων των γαιοκτημόνων. Στις 5 Μαΐου συγκρο-
τήθηκε μια (αντιμπολσεβικική) αντικυβέρνηση υπό τον κόμη Gyula
Károlyi στην πόλη Άραντ. Η δράση των ένοπλων σωμάτων αντεπα-
ναστατικής κυβέρνησης και η επέμβαση του ρουμανικού στρατού που
είχε καταλάβει μεγάλο τμήμα της Ουγγαρίας έθεσαν τέλος στο σημα-
ντικότερο κομμουνιστικό εγχείρημα στην Κεντρική Ευρώπη. Η κατα-
στολή που επακολούθησε ήταν ανηλεής και πρωτοφανής σε αγριότητα
σύμφωνα με μαρτυρίες ακόμη και αστών διανοουμένων, όπως ο Όσκαρ
Γιάσι (Oszkár Jászi). Τα θύματα του λευκού τρόμου από το φθινόπωρο
του 1919 έως την άνοιξη του 1920 ανέρχονταν σε 5.000 νεκρούς και
70.000 φυλακισμένους (κυρίως κομμουνιστές και Εβραίους) έναντι 600
νεκρών του κόκκινου τρόμου κατά την περίοδο της κομμουνιστικής δι-
ακυβέρνησης.39 Η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ναύαρχο Χόρτι
το Μάρτιο του 1920 οδήγησε στην αναίρεση των φιλολαϊκών μέτρων
του επαναστατικού καθεστώτος και στη μερική παλινόρθωση συντηρη-
τικών δομών του προπολεμικού πολιτικού συστήματος στην Ουγγαρία,
[ 124 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
40. P.S. Wandycz, The Price of Freedom. A History of East-Central Europe from the
Middle Ages to the Present (London / New York: Routledge, ²2001), 216
41. Berend, Decades of Crisis, 226.
42. Hanisch, 1890-1990: Der lange Schatten des Staates, 278. Bruckmüller,
Sozialgeschichte Österreichs, 365.
[ 125 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 126 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
[ 127 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 128 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
[ 129 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
56. P. Čornej / J. Pokorný, Kurze Geschichte der böhmischen Länder bis zum Jahr
2004 (Praha: Práh, 2003), 47.
[ 130 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
[ 131 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 132 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
60. Πβ. Hanisch, 1890-1990: Der lange Schatten des Staates, 79-84 και K. Vocelka,
Geschichte Österreichs (München: Wilhelm Heyne Verlag, 2000), 279-285.
61. Ο προσδιορισμός κόκκινη αποδόθηκε στη Βιέννη της περιόδου 1918-1934
για να δηλώσει αφενός την πολιτική κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας αφετέρου τον
επαναστατικό-σοσιαλιστικό χαρακτήρα της πολιτικής της στην πόλη. Ας σημειωθεί
ότι στο πολιτικό λεξιλόγιο του γερμανόφωνου χώρου ακόμη και μέχρι σήμερα ο όρος
κόκκινος παραπέμπει πρωτίστως στη σοσιαλδημοκρατία.
62. Πβ. Κ. Ράπτης, Αστικές τάξεις και αστικότητα στην Ευρώπη, 1789-1914:
Προσανατολισμοί της σύγχρονης ιστοριογραφίας, Μνήμων, 20 (1998), 235-240.
63. Hanisch, 1890-1990: Der lange Schatten des Staates, 275. Άλλωστε για τους
[ 133 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 134 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
[ 135 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 136 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
[ 137 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 138 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
[ 139 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 140 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
Η ίδια αντίληψη για τις απώλειες της παλαιάς «καλής κοινωνίας» επι-
κρατούσε και σε εκπροσώπους του καθεστωτικού στρατοπέδου. Όπως
έγραφε ο βαρόνος Max Vladimir von Beck, πρωθυπουργός της Αυ-
στρίας από τις 2 Ιουνίου 1906 ως τις 15 Νοεμβρίου 1908, «πρέπει να πω
ότι όλα αυτά για τα οποία γεννηθήκαμε, ανατραφήκαμε και εργαστή-
καμε εκμηδενίστηκαν, κατέρρευσαν και καταποντίστηκαν».84
Θα συνιστούσε, ωστόσο, παραπλανητική γενίκευση να ισχυριστού-
με ότι ο πόλεμος αποσάρθρωσε πλήρως την αστική κοινωνία στην Κε-
ντρική Ευρώπη. Η επιχειρηματική αστική τάξη, παρά τις μεγάλες απώ-
λειες και μάλιστα όχι σε όλους τους κλάδους και τις δραστηριότητες,
διατήρησε την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την οικονομική
της υπεροχή. Επιπλέον, οι απώλειες και η κρίση των κυρίαρχων στρω-
μάτων ήταν σαφώς μεγαλύτερες στις ηττημένες χώρες Αυστρία και
Ουγγαρία,85 καθώς και στις τάξεις των ούγγρων και γερμανοαυστρια-
[ 141 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Επίλογος
Η διάλυση της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας κατά τη λήξη του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου ως μείζων και μακράς διάρκειας γεωπολιτική
ανατροπή συνοδεύτηκε από επί μέρους βραχυπρόθεσμες ή μεσοπρόθε-
σμες κοινωνικο-πολιτικές ανατροπές και μεταβολές. Αν η εθνοκρατι-
κή δομή που διαμορφώθηκε από τον πόλεμο και τις συνθήκες ειρήνης
[ 142 ]
Κ Ω Ν Σ ΤΑ Ν Τ Ι Ν Ο Σ ΡΑ Π Τ Η Σ
[ 143 ]
Ε ΥΑΝΘΗΣ Χ ΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
[ 145 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 146 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
[ 147 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 148 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
[ 149 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 150 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
[ 151 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 152 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
12. Y. G. Mourelos, The 1914 Persecutions and the First Attempt at an Exchange of
Minorities between Greece and Turkey, Balkan Studies, 26 (1985), 389-413. Ν. Ανδριώτης,
Η πρώτη προσφυγιά: ελληνικές προσφυγικές μετακινήσεις 1906-1922, στο Β. Πανα-
γιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, τ. 6 (Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα, 2003), 95-104.
[ 153 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
σα, υπό την ιταλική εξουσία. Το σημαντικότερο όμως, ήταν κάτι άλλο:
γινόταν φανερό ότι η Ελλάδα δεν διέθετε τις δυνάμεις να διεκδικήσει
ταυτόχρονα όλες αυτές τις περιοχές. Έπρεπε να επιλέξει. Και αυτή η
επιλογή μπορεί να προκαθόριζε αποφασιστικά τη μοίρα ανθρώπινων
κοινοτήτων. Ήταν μια σκληρή στιγμή. Και στο πηδάλιο της ελληνικής
πολιτικής, βρισκόταν ένας άνθρωπος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που δεν
θα δίσταζε να κάνει αυτές τις δύσκολες επιλογές.
[ 154 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
13. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική, τ. Α΄, 70-74 και 88-92. του ιδίου,
Ελευθέριος Βενιζέλος: 12 μελετήματα (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1999), 51-68. H.
Gardikas-Katsiadakis, Greece and the Balkan Imbrogio: Greek Foreign Policy, 1911-1913
(Athens: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 1995). Βλ. επίσης, Γ. Βεντήρης,
Η Ελλάς του 1910-1920, τ. Α΄ (Αθήναι: Πυρσός, 1931), 97.
[ 155 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
14. Mourelos, The 1914 Persecutions∙ Z. Fotakis, Greek Naval Strategy and Policy,
1910-1919 (London: Routledge, 2005), 21-22 και 83-87∙ Ε. Χατζηβασιλείου, Βιομηχανι-
κή Επανάσταση και ναυτική ισχύς, 1880-1914, Περίπλους ναυτικής ιστορίας, 78 (2012),
24-31.
[ 156 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
15. Για τα διλήμματα αυτής της εποχής, βλ. ιδίως G. Leon, Greece and the Great
Powers, 1914-1917, (Thessaloniki: Institute for Balkan Studies, 1974)∙ Y. G. Mourélos, L’
intervention de la Grèce dans la Grande Guerre, 1916-1917, (Athènes: Collection de l’In-
stitut Français d’Athènes, 1983).
16. Leon, Greece and the Great Powers, 107.
[ 157 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
17. Βενιζέλος, ομιλία, Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, 21 Οκτωβρίου 1915,
συνεδρίασις 25, 532-533. Πρόσφατη δημοσίευση της ομιλίας με σχόλια, στο Γιώργος
Θ. Μαυρογορδάτος, Ελευθέριος Βενιζέλος: η ύστατη κοινοβουλευτική μάχη του 1915
(Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου ΙΙΙ,
2015).
[ 158 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
[ 159 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 160 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
[ 161 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
22. ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τ.
Α΄ (Αθήνα: ΓΕΣ/ΔΙΣ, 1988), 140-153.
[ 162 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
μαινε – ίσως όχι αναγκαστικά, αλλά τελικά έτσι έγινε – την απώλεια
μιας άλλης μεγάλης εστίας του βόρειου ελληνισμού. Αλλά ο Βενιζέ-
λος έπρεπε να επιλέξει: να πάρει τη Θεσσαλονίκη ή όχι, ανεξαρτήτως
άλλων πιθανών συνεπειών. Αντίστοιχα, μετά τον πόλεμο, έπρεπε να
επιλέξει να επικεντρώσει τις διπλωματικές δυνάμεις του ελληνικού
κράτους σε ένα σημείο – Ανατολικό Αιγαίο ή Βόρεια Ήπειρο – επειδή
δεν διέθετε τις δυνάμεις που θα του επέτρεπαν επιτυχία και στα δύο
μέτωπα. Η επιλογή δεν σήμαινε, ασφαλώς, ότι ο Βενιζέλος αποδεχό-
ταν πως θυσίαζε οριστικά την περιοχή που δεν επέλεγε: είναι σχεδόν
βέβαιο ότι όταν έδινε την εντολή για στροφή του Στρατού Θεσσαλί-
ας προς τη Θεσσαλονίκη, ήλπιζε πως το Μοναστήρι δεν θα χανόταν.
Αντίστοιχα, όταν αποφάσιζε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στα νη-
σιά του Ανατολικού Αιγαίου, πιθανότατα ήλπιζε ότι ο ελληνισμός της
Βορείου Ηπείρου θα μπορούσε να προστατευθεί με άλλους τρόπους.
Αλλά έπρεπε να επικεντρώσει, έπρεπε να αποφασίσει, αλλιώς θα τα
έχανε όλα.
Ομοίως, το 1915, κατά τις συνεννοήσεις του με τους Αγγλογάλ-
λους, ο Βενιζέλος αντιμετώπισε τις παράλογες αξιώσεις τους να προ-
σφέρουν στη Βουλγαρία ελληνικό έδαφος – την Ανατολική Μακεδο-
νία – για να τη δελεάσουν να βγει στον πόλεμο με το μέρος τους. Η
Ελλάδα θα παραχωρούσε την περιοχή στη Βουλγαρία, και θα λάμβανε
αντίστοιχα την Ιωνία.23 Ο Βενιζέλος δέχθηκε να συζητήσει την ιδέα. Οι
αντιβενιζελικοί απέκρουσαν με φρίκη την «ανταλλαγή» της Ανατολι-
κής Μακεδονίας. Ήταν όμως αυτοί που την έχασαν το 1916…
Και με όμοιο τρόπο, το 1919-20, στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, ο
Βενιζέλος όφειλε να επικεντρώσει την προσπάθειά του σε ορισμένα
σημαντικά σημεία, τα οποία ήταν αναγκαίο να περιέλθουν υπό ελληνι-
κή κυριαρχία ώστε και ο ελληνικός πληθυσμός τους να προστατευθεί,
αλλά και η Ελλάδα να ισχυροποιηθεί για να μπορέσει να προστατεύ-
σει και τον πληθυσμό άλλων περιοχών, που δεν θα περιέρχονταν στη
δική της κατοχή. Γιατί δεν είχε τη δύναμη να πάρει όλα αυτά τα εδάφη.
[ 163 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Και όμως: είναι αυτή η δύναμη της απόφασης – ή, εάν θέλει ο ανα-
γνώστης, η δύναμη της σκληρότητας – που σε τέτοιες εξαιρετικές
στιγμές μπορεί να καθορίσουν το επίπεδο της ηγεσίας. Αυτό δηλαδή
που αρνούνταν να κάνουν οι αντιβενιζελικοί με το συναισθηματικό
24. Α. Αδ. Κύρου, Όνειρα και πραγματικότης: χρόνια διπλωματικής ζωής (1923-
1953) (Αθήναι: Κλεισιούνης, 1972), 6.
[ 164 ]
Ε ΥΑ Ν Θ Η Σ Χ ΑΤ Ζ Η Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο Υ
Συμπεράσματα
Η περίοδος 1914-22 είναι για όλη την Ευρώπη μια μεγάλη καμπή για
πολλούς λόγους. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1914 θεωρείται ως η έναρξη
αυτού που ονομάζουμε «σύγχρονη ιστορία». Αλλά για το χώρο που
τότε αποκαλείτο «Εγγύς Ανατολή» η ίδια περίοδος αποτελεί μια τομή
γιγάντιων διαστάσεων. Η μετάβαση από το πρότυπο της αυτοκρατο-
ρικής διακυβέρνησης σε αυτό του έθνους-κράτους συνεπαγόταν αλ-
λαγές πρωτόγνωρες, και ήγειρε την ανάγκη επώδυνων προσαρμογών.
Επιπλέον, η αλλαγή γινόταν με απρόσμενα μεγάλες ταχύτητες, σε μια
εποχή συσσωρευμένων πιέσεων, διεθνών, περιφερειακών και εθνικών.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η μετάβαση αυτή συνοδεύθηκε στην
Εγγύς Ανατολή από μεγάλης έκτασης σκληρότητα και από εξαναγκα-
στικές μετακινήσεις πληθυσμών, με κορύφωση την εκδίωξη των Ελ-
λήνων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και τη σύναψη
της ελληνοτουρκικής συμφωνίας για την υποχρεωτική ανταλλαγή των
πληθυσμών τον Ιανουάριο του 1923.
25. Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ, τόμος Β΄ (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 151998,
πρώτη έκδοση 1936), σ. 110.
[ 165 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 166 ]
Γ ΙΩΡΓΟΣ Θ . Μ ΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΣ
Η Υ Π Ο Χ Ρ Ε Ω Τ Ι Κ Ή Α Ν ΤΑ Λ Λ Α Γ Ή ΠΛ Η Θ Υ Σ Μ Ώ Ν μεταξύ Ελλά-
δας και Τουρκίας, που συμφωνήθηκε τελικά στις 30 Ιανουαρίου
1923, υπήρξε γεγονός χωρίς προηγούμενο. Γεγονός απροσδόκητο, δρα-
ματικό και τραγικό. Ήταν λοιπόν επόμενο να γεννήσει ποικιλία μύθων.
Αποτελεί, όμως, υπέρτατη ειρωνεία ότι αυτό ισχύει σήμερα περισσότερο
παρά ποτέ. Όσο μεγαλώνει η απόσταση, τόσο μειώνεται, όπως φαίνε-
ται, η εξοικείωση με τα γεγονότα και η κατανόησή τους—παρά την παν-
σπερμία ερευνητικών προγραμμάτων.
Με σκοπό την εύκολη καταγγελία, την ηθική καταδίκη, τον εντυ-
πωσιασμό και την εμπορική εκμετάλλευση, η ανταλλαγή πληθυσμών
του 1923 εξομοιώνεται επιπόλαια, στις μέρες μας, με μαζική απέλα-
ση και μάλιστα με «εθνοκάθαρση»—μολονότι πρόκειται για όρο που
εφευρέθηκε και έγινε απεχθής μόλις το 1991, στη διάρκεια της διάλυ-
σης της Γιουγκοσλαβίας.1 Μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται ότι η ανταλ-
λαγή του 1923 χρησίμεψε τάχα ως προηγούμενο και ως πρότυπο για
μεταγενέστερες βίαιες απελάσεις και μετακινήσεις πληθυσμών, που
συχνά συνοδεύτηκαν ή ξεκίνησαν από μαζικές σφαγές.2
1. Π.χ. Bruce Clark, Twice a Stranger: How Mass Expulsion Forged Modern Greece
and Turkey (London: Granta Publications, 2006) και Norman M. Naimark, Fires of
Hatred: Ethnic Cleansing in Twentieth-Century Europe (Cambridge, MA: Harvard Uni-
versity Press, 2001).
2. Onur Yildirim, Diplomacy and Displacement: Reconsidering the Turco-Greek
[ 167 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 168 ]
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Θ . Μ ΑΥ Ρ Ο Γ Ο Ρ Δ ΑΤ Ο Σ
Στο ίδιο ζήτημα επανέρχεται μιλώντας στη Βουλή των Κρητών στις 6
Ιουνίου 1908:
[ 169 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 170 ]
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Θ . Μ ΑΥ Ρ Ο Γ Ο Ρ Δ ΑΤ Ο Σ
sanne Tome 1 : 21 novembre 1922 – 1er février 1923 (Paris : Imprimerie Nationale, 1923),
310. Οι μεταφράσεις δικές μου.
7. Ministère des Affaires Étrangères, Conférence de Lausanne, 168.
[ 171 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
8. Stephen P. Ladas, The Exchange of Minorities: Bulgaria, Greece and Turkey (New
York: Macmillan, 1932), 465.
9. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος, Το ανεπανάληπτο επίτευγμα, Δελτίο Κέντρου
Μικρασιατικών Σπουδών, τ. Θ' (1992), 9-12.
[ 172 ]
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Θ . Μ ΑΥ Ρ Ο Γ Ο Ρ Δ ΑΤ Ο Σ
10. Λένα Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες: Το σύστημα διεθνούς προστασίας της
Κοινωνίας των Εθνών (Αθήνα: Νεφέλη, 1995), 58.
[ 173 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 174 ]
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Θ . Μ ΑΥ Ρ Ο Γ Ο Ρ Δ ΑΤ Ο Σ
[ 175 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 176 ]
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Θ . Μ ΑΥ Ρ Ο Γ Ο Ρ Δ ΑΤ Ο Σ
Οι πρώτοι ήσαν πολύ πιο ευάλωτοι σε κρατικές πιέσεις από τους δεύ-
τερους. Ειδικότερα, οι πρώτοι ήσαν ευάλωτοι σε μεγάλη ποικιλία διοι-
κητικών και φορολογικών μέτρων που δεν είχαν καν εφαρμογή στους
δεύτερους.
Επισφαλής επειδή προϋπέθετε παρόμοιες συνθήκες στις δύο χώρες,
τόσο εξωτερικές όσο και εσωτερικές. Όταν η Ελλάδα δέχθηκε επίθεση
από τις δυνάμεις του Άξονα, ενώ η Τουρκία επέλεξε την ουδετερότητα
στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συμμετρία που προβλεπόταν το 1923
ξαφνικά ανατράπηκε ανεπανόρθωτα. Το ελληνικό κράτος βρέθηκε σε
απόλυτη αδυναμία εξαιτίας της στρατιωτικής ήττας, της εχθρικής κα-
τοχής και των εμφύλιων συγκρούσεων. Δεν μπορούσε να προστατέ-
ψει τους Μουσουλμάνους πολίτες του, όπως μπορούσε και φρόντιζε
η Τουρκική Δημοκρατία, ως «μητέρα πατρίδα» στα μάτια τους.21 Επι-
πλέον, το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να προβεί σε αντίποινα για
τουρκικά μέτρα όπως ο δημευτικός φόρος περιουσίας (Varlık Vergisi)
που εξουθένωσε την ελληνική μειονότητα της Πόλης το 1942.22
Με άλλα λόγια, ο πόλεμος και η δική της ουδετερότητα πρόσφεραν
στην Τουρκία τη χρυσή ευκαιρία να ανατρέψει μονομερώς την προ-
ϋπάρχουσα ισορροπία, δημιουργώντας τετελεσμένα γεγονότα τόσο
στη Δυτική Θράκη όσο και στην Πόλη. Ακολούθησαν τα γεγονότα
του 1955 και του 1964 που εξαφάνισαν σχεδόν την ελληνική μειονό-
τητα της Κωνσταντινούπολης.23 Αντίθετα, όσα μέτρα έλαβε το ελληνι-
[ 177 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
24. Steven Runciman, The Great Church in Captivity (Cambridge: Cambridge Uni-
versity Press 1968).
[ 178 ]
Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ Θ . Μ ΑΥ Ρ Ο Γ Ο Ρ Δ ΑΤ Ο Σ
25. Alexandris, The Greek Minority of Istanbul, 166-173, 196-206, 237-247, 298-
307. Επίσης, Dimitris Kamouzis, Incorporating the Ecumenical Patriarchate into
Modern Turkey: The Legacy of the 1924 Patriarchal Election, στο: Vally Lytra (επιμ.),
When Greeks and Turks Meet: Interdisciplinary Perspectives on the Relationship Since
1923 (London: Ashgate, 2014), 227-249.
[ 179 ]
Ε ΛΛΗ Λ ΕΜΟΝΙΔΟΥ
1. J.-B. Duroselle, La Grande Guerre des Français. 1914-1918 (Paris: Perrin, 1994),
255.
[ 181 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 182 ]
Ε ΛΛΗ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ
[ 183 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
3. Archives du Ministère des Affaires étrangères de France (στο εξής, MAE), 245,
Deville σε Delcassé, αρ. 275, 11 Ιουλίου 1915.
4. Αθήνα, Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου, Υπουργείο Εξωτερικών
(στο εξής, ΥΔΙΑ), 1915, Γ/106, 2, Ρωμάνος σε Βενιζέλο, αρ. 4326, 10 Δεκεμβρίου 1914.
ΥΔΙΑ, 1915, Γ/108, 4, Ρωμάνος σε Γούναρη, αρ. 1262, 5 Ιουνίου 1915 και επιστολή αρ.
680, 12 Ιουνίου 1915. ΥΔΙΑ, 1915, A/6, Σκουλούδης σε Ρωμάνο, αρ. 12492, 27 Νοεμ-
βρίου 1915.
[ 184 ]
Ε ΛΛΗ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ
5. ΥΔΙΑ, 1915, Γ/106, 2, Ρωμάνος σε Βενιζέλο, αρ. 4326, 10 Δεκεμβρίου 1914. Βε-
νιζέλος σε Ρωμάνο, αρ. 46285, 12 Ιανουαρίου 1915.
6. ΥΔΙΑ, 1917, Γ/106, 5, Ρωμάνος σε Σκουλούδη, αρ. 1211, 25 Δεκεμβρίου 1915.
[ 185 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
7. Le Bulletin du jour στην εφημερίδα Le Temps, στις 7 Μαρτίου και 1η Ιουνίου
1915. S. Cosmin, L’Entente et la Grèce pendant la Grande Guerre (1914-1917), τόμος Ι
(Paris: Société mutuelle d’édition, 1926), 60.
[ 186 ]
Ε ΛΛΗ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ
[ 187 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
10. Για το μένος των γαλλικών εφημερίδων εναντίον του Κωνσταντίνου, βλ. E.
Lemonidou, «La Grèce vue de France», 255-260.
[ 188 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 189 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
12. Υπενθυμίζεται ότι οι Γαλλο-Βρετανοί είχαν ήδη υποσχεθεί στη Ρωσία –με
τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης το Μάρτιο-Απρίλιο 1915 και τη Συνθήκη του
Sykes-Picot της 16ης Μαΐου 1916– και στην Ιταλία –με τη Συνθήκη του Λονδίνου της
26ης Απριλίου 1915– εδαφικά κέρδη που έρχονταν σε αντιπαράθεση με τις ελληνικές
βλέψεις και ελπίδες.
13. Γ. Β. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. 1917-1918 (Αθή-
να: ΜΙΕΤ, 2000), 309-323, 349-379. E. Lemonidou, «La Grèce vue de France», 363-369.
[ 190 ]
Ε ΛΛΗ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ
14. MAE, A Paix, vol 149, Ρωμάνος σε Ribot, απόρρητο υπόμνημα, 11 Οκτωβρίου
1917.
15. ΥΔΙΑ, Αρχείο του Παρισιού, 1918, M/2, Πολίτης σε Ρωμάνο, 23 Απριλίου 1918.
[ 191 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 192 ]
Ε ΛΛΗ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ
[ 193 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Débat και σε μικρότερο βαθμό στην Figaro και την Gaulois,19 ενώ το
δικό τους ρόλο στην προώθηση των ελληνικών θέσεων παίζουν και οι
δυο γαλλόφωνες περιοδικές εκδόσεις που πρωτοκυκλοφόρησαν προς
τα τέλη της δεκαετίας του 1910 − το περιοδικό Études franco-grecques,
στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, και η Journal des Hellènes που εκδιδόταν
στη Γενεύη.
Επισημαίνεται, τέλος, ο ρόλος που έπαιζαν τα χρηματικά ανταλλάγ-
ματα για την προώθηση των ελληνικών θέσεων στον Τύπο, κάτι που
ίσχυε βεβαίως για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στις διαπραγματεύσεις
για την ειρήνη και που ωθούσε τους εκδότες και διευθυντές ορισμένων
τουλάχιστον εντύπων να το εκμεταλλευτούν δεόντως.20 Η ελληνική
19. Ο Μακκάς έγραφε σχετικά σε επιστολή του στο Δημήτρη Κιτσίκη αρκετά χρό-
νια μετά τον πόλεμο: «Με την εφημερίδα Le Temps υπήρχε μία συμφωνία μεταξύ της
πρεσβείας μας και του Edgar Roch, του διαχειριστή της εφημερίδας. Εξαιτίας αυτής της
συμφωνίας, η εφημερίδα δημοσίευε όλες μας τις πληροφορίες. Για τα άρθρα ουσίας, τα
δελτία συνέτασσαν από τη μια ο André Tardieu, συνεργάτης του Clemenceau και από
την άλλη οι René Puaux και Gaston Deschamps, που λένε ότι έγραφε για να σκοτώσει
τον … καιρό! Και μας στήριζε από καθαρό φιλελληνισμό. Όσο για την Journal des Dé-
bats, ο Etienne de Nalèche, ο διευθυντής της, ενδιαφερόταν για τη γαλλική Εταιρεία των
φάρων της Σμύρνης και ήταν γύρω από αυτήν την συμμετοχή που η εφημερίδα μας στή-
ριζε σταθερά. Ο συντάκτης της εξωτερικής πολιτικής ήταν ο Auguste Gauvain. Αυτός
μας υποστήριζε εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Στην Figaro υπολογίζαμε στην
φιλία του Georges Bourdon, φίλου της Ελλάδας από την εποχή του Τρικούπη. Ήταν
επίσης φίλος του Ανδρεάδη και δικός μου…» (D. Kitsikis, Propagande et pressions en
politique internationale, 227). Αξιοσημείωτη είναι και η περίπτωση του Jean Desthieux,
δημοσιογράφου στην εφημερίδα του Clemenceau Homme Libre, ο οποίος το Δεκέμβριο
του 1918 υποστήριζε ένθερμα τις ελληνικές θέσεις από τις στήλες αυτού του εντύπου
(D. Kitsikis, Propagande et pressions en politique internationale, 249).
20. Δεν είναι λίγοι οι διευθυντές εφημερίδων και περιοδικών που σπεύδουν να
εκμεταλλευτούν την κατάσταση και «πωλούν» την εύνοια των φύλλων που διευθύ-
νουν έναντι μηνιαίων επιχορηγήσεων και προσωπικών αποζημιώσεων: οι διευθυντές
των περιοδικών Le Monde Nouveau και Les Annales diplomatiques et consulaires ζητούν
μηνιαίες επιχορηγήσεις για τα περιοδικά τους, τα οποία στο εξής θα αφιέρωναν πο-
λυσέλιδα αφιερώματα στα ελληνικά θέματα, ο διευθυντής του περιοδικού Revue des
Balkans, Léon Savidjian, αιτείται επιχορήγηση με την υπόσχεση να μεσολαβήσει σε
φίλους του πολιτικούς και δημοσιογράφους υπέρ της Ελλάδας, ενώ ο Λέων Μακκάς,
[ 194 ]
Ε ΛΛΗ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ
εκδότης του περιοδικού των Etudes Franco-Grecques, εκτός από τη μηνιαία επιχορή-
γηση στο περιοδικό του ζητά και προσωπική αμοιβή 3.750 φράγκων για τις υπηρεσίες
του υπέρ της ελληνικής προπαγάνδας στη Γαλλία – βλ. ΥΔΙΑ, 1919, Γ/106, 1 και 1919,
Γ/ΑΑΚ, 6. ΥΔΙΑ, 1920, 58.4, Léon Savidjian προς τον έλληνα Υπουργό Εξωτερικών,
χειρόγραφες επιστολές από το Παρίσι, 8 Σεπτεμβρίου 1920 και 17 Αυγούστου 1921.
ΥΔΙΑ, 1921, 24.1, Πέτρος Μεταξάς, προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 7792 και αρ.
7827, Παρίσι, 18 και 24 Δεκεμβρίου 1920 αντίστοιχα.
21. ΥΔΙΑ, 1919, Γ/106, 1. ΥΔΙΑ, 1920, 58.2.
[ 195 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
σίες των ελληνικών αρχών σε βάρος των Τούρκων και Βουλγάρων κα-
τοίκων της περιοχής· για το λόγο αυτό προτείνεται μάλιστα η ιδέα της
αυτονόμησης της περιοχής, με τη σύσταση ενδεχομένως ενός μικρού
κρατιδίου που θα μπορούσε να τεθεί υπό την προστασία του βασιλιά
της Ισπανίας ή του Βελγίου (Matin, 27 Ιανουαρίου 1923).22
Η αντίδραση των ελληνικών κυβερνήσεων σε αυτό το νέο σκηνικό
εστιάστηκε κυρίως στην προσπάθεια άσκησης επιρροής μέσω της διο-
χέτευσης σημαντικών χρηματικών ποσών στις γαλλικές εφημερίδες – οι
πηγές της εποχής δίνουν αρκετά στοιχεία για τέτοιες κινήσεις το 1921 και
το 1922.23 Πέρα από μεμονωμένες επιχορηγήσεις, ο Γούναρης ενέκρινε
και κάποια οργανωμένα σχέδια προπαγάνδας, στα οποία προβλεπόταν
η συμμετοχή μεγάλων παρισινών πρακτορείων ειδήσεων, μεγάλων εφη-
μερίδων της γαλλικής πρωτεύουσας και της επαρχίας και γάλλων δη-
μοσιογράφων. Έτσι, προχώρησε στην έγκριση του ποσού των 2.000.000
φράγκων στο διευθυντή της εφημερίδας Journal, Henri Letellier, και άλ-
λων 300.000 φράγκων στο δημοσιογράφο Φραγκούλη, προκειμένου να
ξεκινήσουν τις συνεννοήσεις με δημοσιογράφους και την υλοποίηση εν
γένει των σχεδίων προπαγάνδας που είχαν προτείνει.24
22. ΥΔΙΑ, 1923, 48.2, Ρωμάνος σε Αλεξανδρή, αρ. 13, 10 Ιανουαρίου 1923. ΥΔΙΑ,
1923, 45.3, ο ίδιος προς ίδιο, αρ. 274, 27 Ιανουαρίου 1923.
23. Το Μάρτιο του 1921 καταβάλλονται από την κυβέρνηση Γούναρη 500.000
φράγκα σε πέντε μεγάλες εφημερίδες (Matin, Journal, Echo de Paris, Petit Parisien,
Petit Journal), 50.000 φράγκα στην Liberté, 24.000 φράγκα στον Gaulois, 25.000 φρά-
γκα στην εφημερίδα Temps και άλλα 25.000 προσωπικά στον Edgar Roels, συντάκτη
της εφημερίδας. Επίσης, δίνονται 10.000 φράγκα στον Raymond Recouly, συντάκτη
του εξωτερικού δελτίου του Figaro, και από 5.000 στους I. Χρυσαφίδη, Henri De Go-
bard και Louis Latzarus, συντάκτες στις εφημερίδες Gaulois, Intransigeant και Figaro
αντίστοιχα (ΥΔΙΑ, 1921, 24.1, Διεύθυνση Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών προς
Υπουργό Εξωτερικών, γράμμα εμπιστευτικό αρ. 557-560, 26 Μαρτίου 1921). Ιδιαίτερα
ευνοημένη φαίνεται να υπήρξε η εφημερίδα Homme Libre, καθώς ο εκδότης της Eu-
gène Lautier κατά το διάστημα 26 Οκτωβρίου 1921 μέχρι και 14 Μαρτίου 1922 έλαβε
από τις ελληνικές κυβερνήσεις το ποσό των 500.000 φράγκων (ΥΔΙΑ, 1923, 47.4, Ρω-
μάνος σε Αλεξανδρή, αρ. 3219 δις, 15 Ιουνίου 1923).
24. ΥΔΙΑ, 1923, 47.4, Π. Μεταξάς σε Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 2049, 1868 και
2116 δις, Παρίσι, 16, 21 Ιουνίου 1921 και 4 Ιουλίου 1921 αντίστοιχα. ΥΔΙΑ, 1923, 47.4,
[ 196 ]
Ε ΛΛΗ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ
Γούναρης σε Μεταξά, αρ. 57, 27 Ιουνίου 1921 και αρ. 9273, χ.χ. (κάπου τον Ιούνιο 1921).
25. Αυτή η είδηση για το νομοσχέδιο θορύβησε τους δημοσιογραφικούς κύκλους.
Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι η διεύθυνση της Ere Nouvelle -η οποία λάμβανε χορηγία
από την ελληνική κυβέρνηση και τηρούσε ευνοϊκή προς την Ελλάδα στάση-, στις 25
Ιουνίου δημοσίευσε «αισχρόν άρθρον κατά της Ελλάδος», ενημερώνοντας παράλλη-
λα την ελληνική πλευρά πως βρέθηκε «αναγκασμένη» να προβεί σε μια τέτοιου είδους
δημοσίευση «προς αποφυγή παρεξηγήσεων», βλ. ΥΔΙΑ, 1922, 19.3, Π. Μεταξάς προς
Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 1846, Παρίσι, 25 Ιουνίου 1922.
26. Ο Paillarès ζητάει να του χορηγηθούν σημαντικά κεφάλαια, τα οποία με
[ 197 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 198 ]
Ε ΛΛΗ ΛΕΜΟΝΙΔΟΥ
μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και με αφορμή την
ελληνο-ιταλική διένεξη που κορυφώθηκε μετά τον Αύγουστο του 1923
με το βομβαρδισμό της Κέρκυρας από τους Ιταλούς. Τότε μια μερίδα
του γαλλικού Τύπου, κυρίως τα φύλλα της Αριστεράς και κάποιοι με-
μονωμένοι δημοσιογράφοι (π.χ. ο René Puaux), θα αλλάξουν στάση
έναντι της Ελλάδας για να καταδικάσουν απερίφραστα την «πειρατι-
κή» πολιτική της Ιταλίας, αλλά και την παθητική στάση της Γαλλίας
στη διένεξη αυτή (Journal des Débats, 22 και 23 Σεπτεμβρίου 1923).29
Γενικές διαπιστώσεις
Από μια γενική αποτίμηση του διαθέσιμου υλικού γίνεται σαφές ότι
ο γαλλικός Τύπος σε όλη την υπό εξέταση περίοδο ακολουθεί, κατά
κανόνα, την επίσημη πολιτική του γαλλικού κράτους έναντι των ελ-
ληνικών ζητημάτων, προσπαθώντας να συμβάλει στην επίτευξη των
στόχων αυτής της πολιτικής. Αυτό έχει ως συνέπεια ανισομερές ενδια
φέρον έναντι της Ελλάδας, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε
εποχής, αλλά και κραυγαλέες αλλαγές στάσης μέσα σε διάστημα λίγων
ετών. Στην αρχή του πολέμου το ενδιαφέρον είναι εστιασμένο στην
προσέλκυση της Βουλγαρίας στην Αντάντ, άρα ο Τύπος είναι αδιάφο-
ρος έως αρνητικός έναντι του ελληνικού ζητήματος. Κατά τη διάρκεια
των ετών 1915-1917, στην κορύφωση της προσπάθειας προσεταιρι-
σμού της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ και με συμμαχικά στρατεύ-
ματα παρόντα στον ελληνικό χώρο, το ενδιαφέρον είναι σχεδόν αδιά-
κοπο και αντανακλά, σε μεγάλο βαθμό, και ένα ήδη ώριμο και οργανω-
μένο σύστημα προπαγάνδας, το οποίο λειτουργεί με αρτιότητα για τον
έλεγχο της πληροφόρησης της κοινής γνώμης. Οι μηχανισμοί στους
όπως προαναφέραμε (βλ. υποσημείωση αρ. 23 infra), από την κυβέρνηση Γούναρη:
ΥΔΙΑ, 1923, 45.3, Ρωμάνος σε Αλεξανδρή, αρ. 1919 δις, 23 Απριλίου 1923 και ΥΔΙΑ,
1923, 47.4, ο ίδιος προς ίδιο, αρ. 3219, 14 Ιουνίου 1923. Για την υπόθεση των δύο γερ-
μανικών πλοίων βλ. Ε. Lemonidou, «La Grèce vue de France», 30, 166.
29. ΥΔΙΑ, 1923, 45.2, Ρωμάνος σε Αλεξανδρή, αρ. 5127, 5267 και 5357, 30 Σεπτεμ-
βρίου, 7 και 8 Οκτωβρίου 1923 αντίστοιχα.
[ 199 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 200 ]
Ν ΙΚΟΣ Α ΝΔΡΙΩΤΗΣ
[ 201 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
παρέμεναν για πολύ στο ελληνικό κράτος, αλλά επέστρεφαν στις εστί-
ες τους μετά τη λήξη της εξέγερσης. Την ίδια περίοδο και η Οθωμανική
Αυτοκρατορία δέχτηκε έναν τεράστιο αριθμό προσφύγων διαμορφώ-
νοντας μάλιστα πολιτικές ένταξής τους.3
Τον 20ό αιώνα οι πρώτοι Έλληνες που πέρασαν μαζικά τα σύνο-
ρα ήταν κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1906, ύστερα από διώ-
ξεις που υπέστησαν, αποτέλεσμα του ανταγωνισμού της Ελλάδας και
της Βουλγαρίας για επικράτησή τους στη Μακεδονία (Μακεδονικός
αγώνας). Τον ίδιο χρόνο επίσης, λόγω της έντασης μεταξύ Ελλάδας
και Ρουμανίας (Κουτσοβλαχικό ζήτημα), απελάθηκαν Έλληνες από τη
Ρουμανία. Λίγο πριν από την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το
Μάιο του 1912, οι επιχειρήσεις των Ιταλών για την κατάληψη των Δω-
δεκανήσων προκάλεσαν κύμα προσφύγων προς την Ελλάδα. Στη διάρ-
κεια της δεκαετίας του 1910 περίπου 32.000 Δωδεκανήσιοι κατέφυγαν
στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Αθήνα, τον Πειραιά,
τη Θεσσαλονίκη, τη Σάμο, τη Σύρο και την Κρήτη.
Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων έφθασαν στην Ελλάδα
Έλληνες από περιοχές που είχαν κατακυρωθεί στη Βουλγαρία και τη
Σερβία, καθώς και από τη Μ. Ασία και το τμήμα της Θράκης που είχε
παραμείνει στην οθωμανική κυριαρχία. Μετά την ανακήρυξη της Αλ-
βανίας ως ανεξάρτητου κράτους και την εκκένωση του νότιου τμήμα-
τος της χώρας από τον ελληνικό στρατό το 1914, Έλληνες κάτοικοί της
κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Την ίδια περίοδο, τέλη του 1913 και αρχές του 1914, σημαντικός αριθ-
μός Μουσουλμάνων της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας μετα-
νάστευσαν στη Μ. Ασία, παρακινημένοι από την τουρκική προπαγάνδα
ή την ανασφάλεια που τους διακατείχε μετά τις πολεμικές αναμετρήσεις
[ 202 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
4. Για την καταγραφή των διωγμών των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
βλ. Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία
Ελληνισμού (1914-1918) (Κωνσταντινούπολη: Πατριαρχικό Τυπογραφείο, 1919).
[ 203 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 204 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
θηκαν σε διάφορα μέρη της χώρας,8 κυρίως όμως στη βόρεια Ελλάδα,9
την Αττική,10 τη Λέσβο,11 τη Σάμο,12 τη Χίο.13 Ένας σημαντικός αριθμός
κριμένα καταλύματα και τους χορηγούσαν συσσίτιο. Για τη δράση του Υπουργείου
Περιθάλψεως στον τομέα αυτό, βλ. Υπουργείο Περιθάλψεως, Το έργον των αποστολών
του Υπουργείου Περιθάλψεως. Πόντος Κων/πολη Σμύρνη Μακεδονία (Αθήνα: Τυπο-
γραφείο Κων. Θεοδωρόπουλου, 1920).
8. Σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε στη Λήμνο, την Πάτρα, την
Τρίπολη, τη Σπάρτη και το Γύθειο, την Καλαμάτα, τις Κυκλάδες (κυρίως στη Σύρο και
τη Σίφνο), την Κρήτη (κυρίως στο Ηράκλειο και τα Χανιά), την Κέρκυρα, το Αργοστό-
λι, Μ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, 402-485.
9. Εκτός από τη Θεσσαλονίκη, σημαντικός αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε
στην Κοζάνη, τη Βέροια, το Κιλκίς, τη Δράμα, τις Σέρρες και την Καβάλα. Υπουργείο
Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων 1917-1920, (Αθήνα: Τυπογραφείο Κων.
Θεοδωρόπουλου, 1920), 205-228.
10. Στο πλαίσιο του Υπουργείου Περιθάλψεως, συστάθηκε η Υπηρεσία περιθάλψεως
Αθηνών με το βασιλικό διάταγμα [ΒΔ] της 14ης Αυγούστου 1917. Κατά διαστήματα πε-
ριθάλπονταν περίπου 4-5.000 οικογένειες. Επιτάχθηκαν 14 οικήματα και σχηματίστηκαν
οκτώ προσφυγικοί συνοικισμοί στις συνοικίες Αεριόφωτος, Αμπελοκήπων, Μακρυγιάν-
νη, Γαργαρέττας, Σφαγείων, Καλλιθέας, Παλαιού Φαλήρου και Ρουφ. Ένας σημαντικός
αριθμός προσφύγων εγκαταστάθηκε επίσης στον Πειραιά, το Λαύριο και τα νησιά του
Αργοσαρωνικού Αίγινα, Ύδρα και Σπέτσες. Υπουργείο Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των
προσφύγων, 79-84 και 90-99. Μ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, 402.
11. Στο νομό Λέσβου, στη Μυτιλήνη, στην ύπαιθρο του νησιού και στα άλλα τέσ-
σερα νησιά του νομού, Λήμνο, Ίμβρο, Τένεδο και Σαμοθράκη εγκαταστάθηκε ένας τε-
ράστιος αριθμός προσφύγων, περίπου 70.000, από τους οποίους στα τέλη του 1916 οι
47.680 δέχονταν κάποιας μορφής περίθαλψη και περίπου 20.000 δεν περιθάλπονταν.
Υπουργείο Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων, 155-205. Μ. Αιλιανός, Το έρ-
γον της ελληνικής περιθάλψεως, 447-448. Μαρία Αναγνωστοπούλου, Απάνω Σκάλα η
Μυτιληνιά η γειτονιά του ονείρου (Μυτιλήνη: Εντελέχεια, χ.χ.), 20-37.
12. Στη Σάμο κατέφυγαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περίπου
30.000 πρόσφυγες, από τους οποίους τον Οκτώβριο του 1916 παρέμεναν οι μισοί, 15.187.
Μ. Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, 436-440. Υπουργείο Περιθάλψεως, Η
περίθαλψις των προσφύγων, 140-145. Αγγέλα Χατζημιχάλη, Το προσφυγικό ζήτημα και
το Καρλόβασι, Απόπλους, 35-36 (Φεβρουάριος 2006), 360-364.
13. Κατά τη διάρκεια του α΄ διωγμού κατέφυγαν στη Χίο περίπου 30.000 πρόσφυ-
γες από τη Μικρά Ασία, από τους οποίους οι 20.000 περίπου παρέμειναν στο νησί. Μ.
Αιλιανός, Το έργον της ελληνικής περιθάλψεως, 440-443. Υπουργείο Περιθάλψεως, Η
περίθαλψις των προσφύγων, 146-149.
[ 205 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
14. Για τα πρώτα στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των προσφύγων, βλ. Κοινωνία
των Εθνών, Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, μτφρ. Φ. και Μαρία Βεϊνό-
γλου (Αθήνα: Τροχαλία, 1997), 79-83. Κατά το πρώτο διάστημα η θνησιμότητα μεταξύ
των προσφύγων ήταν ιδιαίτερα αυξημένη. Επίσης πολλοί Αρμένιοι αναχώρησαν για τη
Σοβιετική Ένωση και τη Γαλλία, ενώ Έλληνες πρόσφυγες μετανάστευσαν στις ΗΠΑ,
τη Γαλλία και την Αίγυπτο.
[ 206 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
τόσο κατά τη διάρκειά του όσο και μετά το τέλος του και τις συνθήκες
ειρήνης που υπογράφηκαν. Απασχόλησε έντονα τόσο τα κράτη όσο
και τη διεθνή κοινότητα μέσω της Κοινωνίας των Εθνών, ενώ ειδικοί
οργανισμοί συστάθηκαν με αντικείμενο αυτό το ζήτημα.15
Και στην Ελλάδα η παρουσία μεγάλου αριθμού προσφύγων την
περίοδο που εξετάζουμε οδήγησε στην ανάληψη σχετικών πρωτοβου-
λιών για την ανακούφισή τους.
15. Για μία πανοραμική όψη του προσφυγικού ζητήματος κατά το Μεσοπόλεμο,
βλ. J. Hope Simpson, The Refugee Problem. Report of a Survey (London – New York –
Toronto: Oxford University Press, 1939). O συντάκτης του με τη βοήθεια και άλλων
ερευνητών πραγματοποίησε έρευνα από το Σεπτέμβριο του 1937 έως τον Οκτώβριο
του 1938 για όλες τις μετακινήσεις προσφύγων από τη δεκαετία του 1910 -με έμφαση
στη διασπορά των Ρώσων και των Αρμένιων προσφύγων-, σε όλη την Ευρώπη, αλλά
και την Αμερική και την Ασία, καταγράφοντας τον αριθμό και την εγκατάσταση κατά
εθνότητα, τους φορείς περίθαλψης, δημόσιους ή ιδιωτικούς, εθνικούς ή διεθνείς, κα-
θώς και τη σχετική νομοθεσία. Ο Αλέξανδρος Πάλλης, βαθύς γνώστης του προσφυγι-
κού ζητήματος, ήταν ο υπεύθυνος ερευνητής για την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία, την
Τουρκία, τη Συρία, το Λίβανο και την Κύπρο.
16. Το 1855 ιδρύθηκε το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο για κορίτσια, το 1856 το Ορ-
φανοτροφείο Χατζηκώνστα για αγόρια και το Δημοτικό Ορφανοτροφείο Σύρου, το
1859 το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών, το 1865 το Πτωχοκομείο από την Ελεήμονα
Εταιρεία, το 1873 το Δημοτικό Βρεφοκομείο Πατρών, το 1874 το Ζάννειο Ορφανο-
τροφείο Αρρένων στον Πειραιά και το Ορφανοτροφείο Θηλέων Μπαμπαγιώτου στην
Ερμούπολη, το 1889 το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων στον Πειραιά. Για
[ 207 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
το θέμα της φιλανθρωπίας στην Αθήνα, βλ. Μαρία Κορασίδου, Οι Άθλιοι των Αθηνών
και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο
αιώνα (Αθήνα: Τυπωθήτω, 2000).
17. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη Φιλόπτωχο Εταιρία Κυριών που ιδρύθηκε το 1875
και την Ένωσι των Ελληνίδων που ιδρύθηκε το 1897 με σημαντική δράση στην εκ-
παίδευση (Εκπαιδευτικό τμήμα) και την υγεία (τμήμα Νοσηλείας και Υγιεινής) των
γυναικών με την ίδρυση της Κλινικής της Ενώσεως των Ελληνίδων. Βλ. και Μ. Κορασί-
δου, Όταν η αρρώστια απειλεί. Επιτήρηση και έλεγχος της υγείας του πληθυσμού στην
Ελλάδα του 19ου αιώνα, (Αθήνα: Τυπωθήτω, 2002), 94-97.
18. Στο Λύκειο των Ελληνίδων ιδρύθηκε εφορεία παροχής εργασίας στις γυναίκες
των επιστράτων και το Παιδαγωγικό τμήμα ανέλαβε να ανακουφίσει τα παιδιά των
επιστράτων προσφέροντας σε γειτονιές της Αθήνας είδη ρουχισμού, δώρα και γλυκά
τα Χριστούγεννα. Λογοδοσία Λυκείου Ελληνίδων 1912, σ. 11-13. Λογοδοσία Λυκείου
Ελληνίδων 1913, 3-4. Η μέριμνα για τις οικογένειες των επιστράτων συνεχίστηκε και
τα επόμενα έτη, 1914 και 1915.
[ 208 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
19. Σύμφωνα με το νόμο ΓΣΒ΄ της 7ης Απριλίου 1907, ιδρύθηκε το Θεσσαλικόν
Γεωργικόν Ταμείον προκειμένου να μεριμνήσει για την εγκατάσταση των προσφύγων
από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία σε τρεις συνοικισμούς στη Θεσσαλία, τη Νέα Αγχί-
αλο, τη Νέα Ευξεινούπολη και τη Νέα Φιλιππούπολη.
20. Ο τμηματάρχης του Υπουργείου Οικονομικών Κ. Παπακωνσταντίνου πα-
ρουσίασε σε ομιλία του στον Παρνασσό το 1918 την άποψη που επικρατούσε για την
πρόνοια. Κ. Παπακωνσταντίνου, Η αντίληψις δημόσια και ιδιωτική και η οργάνωσις
αυτής εν Ελλάδι, (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1918). Όσον αφορά τη στάση απένα-
ντι στους πρόσφυγες αναφέρει στη σελίδα 31: «το κράτος δεν ημπορούσε ν’ αφήση
απροστατεύτους ανθρώπους πάσχοντας ακριβώς διά την προς τον εθνισμόν των πί-
στιν και αγάπην».
21. Το 1917, με το νόμο 808 της 31ης Αυγούστου 1917, μετονομάστηκε σε Πα-
τριωτικόν Ίδρυμα Περιθάλψεως και λειτουργούσε «υπό την άμεσον δικαιοδοσίαν και
τον έλεγχον» του Υπουργείου Περιθάλψεως μέχρι και το 1921. Οργανώθηκε σε τμή-
ματα (Δωρημάτων, Νοσοκομείων και Νοσοκόμων, Παροχής εργασίας, Σταθμών βρε-
φών και εκπαιδευτικών, Ιματιοθήκης, Οικοκυρικών, Πτωχών, Συσσιτίων και Υγιεινής)
και σύστησε παραρτήματά του εκτός Αθηνών. Στη συνέχεια λειτούργησε αυτόνομα
λαμβάνοντας κρατική επιχορήγηση και αργότερα ονομάστηκε Πατριωτικόν Ίδρυμα
Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως, γνωστό ως ΠΙΚΠΑ. Για την οργάνωση και τη
δράση του μέχρι το 1918, βλ. Κ. Παπακωνσταντίνου, Η αντίληψις δημόσια και ιδιωτι-
κή, 44-47.
22. Ο Σύνδεσμος Η Αδελφή του Στρατιώτου ιδρύθηκε το 1918 με πρωτοβουλία της
Αύρας Θεοδωροπούλου και το 1920 μετεξελίχθηκε στο Σύνδεσμο για τα Δικαιώματα
της Γυναίκας.
[ 209 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
23. Οι υπηρεσίες αυτές ήταν της Γεωργικής εγκαταστάσεως, του Λογιστηρίου, της
Στατιστικής, του Γεωμετρικού (για την καταμέτρηση των κτημάτων που θα διανέμο-
νταν), του Μηχανικού (για την ανοικοδόμηση οικιών) και της Ιατρικής περιθάλψεως.
Πρώτος διευθυντής της Κεντρικής Επιτροπής ανέλαβε ο βουλευτής Αττικοβοιωτίας
Μιλτιάδης Νεγρεπόντης και τον διαδέχθηκε ο βουλευτής Κων/πόλεως στην τουρκική
βουλή Κοσμίδης.
24. Με το Διάταγμα 119 καταργήθηκε η Κεντρική Επιτροπή, ενώ με το Διάταγμα
193 «Περί οργανισμού της Κεντρικής υπηρεσίας της Ανωτάτης Διευθύνσεως Περι-
θάλψεως οικογενειών επιστράτων και προσφύγων» οργανώθηκαν οι υπηρεσίες της
Διευθύνσεως.
[ 210 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
25. Ιδρύθηκε με το νομοθετικό διάταγμα [ΝΔ] της 14ης Ιουνίου 1917, το οποίο
κυρώθηκε με το νόμο 748 της 19ης Αυγούστου 1917. Συμπληρώθηκε με τους νόμους
757 και 759 «Περί περιθάλψεως των θυμάτων πολέμου».
26. Η προσφυγική ιδιότητα βεβαιωνόταν με πιστοποιητικό αναγνωρισμένου προ-
σφυγικού σωματείου ή «δι’ εξετάσεώς του» ή με μαρτυρία άλλων. Αρμόδια αρχή για τη
βεβαίωση της ιδιότητας του πρόσφυγα ήταν ο διευθυντής ή εξουσιοδοτημένος υπάλ-
ληλος του Υπουργείου Περιθάλψεως και οι νομάρχες.
27. Άρθρο 1 του ΝΔ της 26ης Απριλίου 1919 «Περί επεκτάσεως της παρεχομένης
εις τους πρόσφυγας περιθάλψεως και εις άλλας κατηγορίας προσφύγων και αναξιο-
παθούντων».
28. Υπουργείο Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων, 6 και 21.
[ 211 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
29. Ο Πατριωτικός Σύνδεσμος των Ελληνίδων ήταν υπεύθυνος μόνο για την πε-
ριοχή της Αθήνας για 36 σχολικά και 63 γενικά συσσίτια. Κατά τη διάρκεια μάλιστα
του αποκλεισμού του Πειραιά από τους Συμμάχους (Νοέμβριος 1916-Ιούνιος 1917)
τα συσσίτια αυτά απευθύνονταν και σε γηγενείς, περισσότερο ή λιγότερο άπορους.
30. Υπουργείο Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων, σ. 70. Το Υπουργείο
Περιθάλψεως οργάνωσε συσσίτια μόνο για πρόσφυγες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη,
τη Μυτιλήνη, τη Χίο, το Λαύριο, την Αίγινα, την Ύδρα, τις Σπέτσες και το Αργοστόλι.
31. Νοσοκομεία προσφύγων ιδρύθηκαν από το Υπουργείο Περιθάλψεως στην
Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη, τη Μυτιλήνη, τη Χίο και την Αίγινα. Στα μέρη
όπου εμφανίστηκαν μεταδοτικές ασθένειες ιδρύθηκαν απομονωτήρια για τον περιο
ρισμό της ασθένειας και προβλέφθηκαν ειδικά νοσοκομεία για τους πάσχοντες από
φυματίωση, αφροδίσια νοσήματα και άλλες μολυσματικές ασθένειες.
[ 212 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
32. Στο βιβλιάριο αυτό, εκτός από τα στοιχεία της ταυτότητας του πρόσφυγα και
των μελών της οικογένειάς του, αναγραφόταν η διεύθυνση κατοικίας του και η εκά-
στοτε αλλαγή της -λόγω των συχνών μετακινήσεων-, καθώς και οι μηνιαίες χορηγή-
σεις του προσφυγικού επιδόματος. Ο έλεγχος των εγγεγραμμένων στα «μητρώα των
περιθαλψιούχων» γινόταν τακτικά από υπαλλήλους του Υπουργείου Περιθάλψεως,
κυρίως όσον αφορά την εξακρίβωση της οικονομικής κατάστασης του επιδοτούμενου
πρόσφυγα ή της οικογένειας προσφύγων με αυτοψία στον τόπο κατοικίας. Η μεταβο-
λή της οικονομικής κατάστασης του επιδοτούμενου πρόσφυγα μπορούσε να οδηγήσει
σε μερική ή ολική περικοπή του επιδόματος.
33. Ειδικά μηνιαία επιδόματα χορηγούνταν σε ιερείς που δεν κατείχαν θέση
εφημέριου, σε δασκάλους οι οποίοι δεν μπορούσαν να εργαστούν λόγω γήρατος ή
ασθένειας, σε επιμελείς μαθητές και σε όσους έπασχαν από χρόνια νοσήματα. Τέλος,
έκτακτα βοηθήματα μπορούσαν να χορηγηθούν για ένα εξάμηνο σε ασθενείς κατά τη
διάρκεια της ασθένειας και της ανάρρωσης.
34. Υπουργείο Περιθάλψεως, Η περίθαλψις των προσφύγων, 208.
[ 213 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 214 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
[ 215 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
39. Σχετικές αναφορές υπάρχουν σε ψηφίσματα των Β΄, Γ΄, Δ΄ και Ε΄ Εθνοσυνελεύ-
σεων με τα οποία παραχωρείτο εθνική γη σε όσους συμμετείχαν στην επανάσταση. Στη
συνέχεια, το 1835, με το νόμο «Περί προικοδοτήσεως των ελληνικών οικογενειών» πα-
ραχωρείτο εθνική γη έναντι μικρού τιμήματος και με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής, ενώ
με διάταγμα του ίδιου έτους -το οποίο συμπληρώθηκε με το νόμο «Περί παραχωρήσεως
εθνικών γαιών εις τους Φαλαγγίτας» το 1838- καταρτιζόταν η «Ελληνική Φάλαγξ» για την
αποκατάσταση αγωνιστών της επανάστασης, οι οποίοι θα λάμβαναν μισθό ή ίσης αξίας γη.
40. Καταρτίστηκαν τρία τμήματα με διαφορετικό έργο. Το Α΄ τμήμα ανέλαβε να
εξασφαλίσει πόρους, προκειμένου να μην επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, με
τη διενέργεια εράνων, την έκδοση ειδικού γραμματοσήμου και την επιβολή φόρου επί
των εισιτηρίων των δημοσίων θεαμάτων. Το Β΄ τμήμα έλεγχε τις αιτήσεις και τα δικαι-
ολογητικά των δικαιούχων περίθαλψης και όριζε το ποσό του επιδόματος, φρόντιζε
τα ορφανά και την εισαγωγή σε νοσοκομεία όσων είχαν ανάγκη. Τα ορφανά εισάγο-
νταν στο Νηπιοτροφείο Καλλιθέας ή στο Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα. Προβλεπό-
ταν δωρεάν νοσηλεία στο νοσοκομείο «Αγία Ελένη» και στο Φθισιατρείο «Σωτηρία»,
ενώ οι ψυχικά ασθενείς εισάγονταν στο Δρομοκαΐτειο, το Αιγινήτειο Φρενοκομείο ή
στο Άσυλο της Φιλανθρώπου Επιτροπής Ερμουπόλεως. Το Γ΄ τμήμα είχε ως αρμοδιό
[ 216 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
[ 217 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
43. Ιδρύθηκε με το ΝΔ της 14ης Δεκεμβρίου 1922 και στο οργανόγραμμά του προ-
βλεπόταν η σύσταση Τμήματος Περιθάλψεως Προσφύγων και του Κεντρικού Συμ-
βουλίου Προνοίας και Στεγάσεως Προσφύγων.
44. Ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1922 και ήταν επιφορτισμένο με την προσωρινή
στέγαση των προσφύγων στις πόλεις μέχρι το 1925 οπότε καταργήθηκε. Επιχορηγείτο
από το κράτος και ανέλαβε τη διαχείριση ποσών που προέρχονταν από εράνους, δω-
ρεές και κληροδοτήματα.
45. Για τη δράση των οργανισμών αυτών, βλ., μεταξύ άλλων, H. Morgenthau, Η
Αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης, μτφρ. Σ. Κασεσιάν (Αθήνα:
Τροχαλία, 1994), 385-394. Στ. Πελαγίδης, Προσφυγική Ελλάδα (1913-1930), 317-325.
46. Το 1922 το Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων, ο Σύνδεσμος υπέρ των δικαιωμάτων
[ 218 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
επίσης έρανοι σε όλη την Ελλάδα, αλλά και μεταξύ των απόδημων Ελ-
λήνων με τη φροντίδα των κατά τόπους ελληνικών προξενείων.
Η έξαρση των επιδημικών ασθενειών οδήγησε στην επιβολή έκτα-
κτων υγειονομικών μέτρων, με σημαντικότερο την επιβολή καραντίνας
στους πρόσφυγες που έφθαναν από τις αρχές του 1923 στην Ελλάδα.
Η πρώτη εμπειρία πολλών προσφύγων υπήρξε ο στρατωνισμός τους
κάτω από άθλιες συνθήκες στα λοιμοκαθαρτήρια του Αγίου Γεωργίου
στο Κερατσίνι, της Μακρονήσου και του Καράμπουρνου της Θεσσα-
λονίκης.47 Ιδιαίτερη μέριμνα δόθηκε στην αντιμετώπιση των επιδη-
μικών και μολυσματικών ασθενειών, όπως ήταν η ευλογιά, ο εξανθη-
ματικός τύφος, η πανώλη, η γρίπη, τα τραχώματα.48 Υπήρχε επίσης
της γυναικός, το Λύκειον των Ελληνίδων και το Πατριωτικό Ίδρυμα «ανέλαβαν την
εποπτείαν 40 καταυλισμών προσφύγων, την οποίαν και ανέθεσεν εις τας κυρίας και
δεσποινίδας … αι οποίαι … προσέφεραν χρηματικόν βοήθημα, πίτες, γλυκίσματα ως
και παιχνίδια προερχόμενα εξ ιδιωτικών δωρεών». Το Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων
ίδρυσε Τμήμα Προσφύγων και το Λύκειο των Ελληνίδων, εκτός της οργάνωσης συσ-
σιτίου και της φροντίδας ορφανών παιδιών, δημιούργησε Εργαστήριο προσφύγων,
«όπου οι προσφυγοπούλες επί σειράν ετών εκέρδιζον τα προς το ζην, εκμανθάνουσαι
συγχρόνως την ραπτικήν». 100 χρόνια Εθνικό Συμβούλιο Ελληνίδων (Αθήνα χ.χ.), 68
και 145-151. Ν. Ανδριώτης - Ελένη Πρωτοπαπά, Αναδρομή στην ιστορία του Λυκείου
των Ελληνίδων, στο: Έφη Αβδελά (επιμ.), Το Λύκειον των Ελληνίδων 100 χρόνια (Αθή-
να: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2010), 33.
47. Βλ. σχετικές μαρτυρίες προσφύγων: Γ. Μουρέλος (επιμ.), Η Έξοδος τόμος Β΄
Μαρτυρίες από τις επαρχίες της κεντρικής και νότιας Μικρασίας (Αθήνα: Κέντρο Μι-
κρασιατικών Σπουδών, 1982), 57, 111, 127, 155-156, 177, 214-215, 218, 232, 240, 260,
263, 311, 341 και 418-419. Π. Κιτρομηλίδης (επιμ.), Η Έξοδος τόμος Γ΄ Μαρτυρίες από
τις επαρχίες του μεσόγειου Πόντου (Αθήνα: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 2013),
108, 153, 156, 179, 240, 253, 351, 353, 406, 408, 458-459, 462, 477, 486, 494, 507, 531,
552, 564, 607-608 και 647. Λίζα Μιχελή, Προσφύγων βίος και πολιτισμός. Από τις πόλεις
της Ελάσσονος Ασίας στα τοπία της παράγκας και του πισσόχαρτου (Αθήνα: Δρώμενα,
1982), 110-112.
48. Κοινωνία των Εθνών, Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, 13-14 και
79-83. H. Morgenthau, Η Αποστολή μου στην Αθήνα, 418-419. Κ. Κατσάπης, Δημόσια
υγεία, πρόσφυγες και κρατική παρέμβαση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, στο: Γ.
Τζεδόπουλος (επιμ.), Πέρα από την Καταστροφή. Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλά-
δα του Μεσοπολέμου (Αθήνα: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, 2003), 52-56. Σπ. Μου-
[ 219 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
ρατίδης, Πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, Πόντου και ανατολικής Θράκης στην Κέρκυρα
(1922-1932) (Αθήνα: Θεμέλιο, 2005), 118-131. Ευγενία Λαγουδάκη, Πρόσφυγες στο
Ηράκλειο του Μεσοπολέμου (Ηράκλειο, Δοκιμάκης, 2009), 36-42.
49. Μέχρι τον Απρίλιο του 1923 είχαν εμβολιαστεί 550.000 πρόσφυγες, το μεγαλύ-
τερο μέρος από τους πρόσφυγες που βρίσκονταν μέχρι τότε στην Ελλάδα. Α. Λιάκος,
Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και
η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών (Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορι-
κής Τράπεζας της Ελλάδος, 1993), 323.
[ 220 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
50. Το 1913 η Σάμος υπολογίζεται ότι είχε 54.182 κατοίκους, ενώ το 1920 απογρά-
φηκαν 50.860 κάτοικοι. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Διεύθυνση Στατιστικής, Απα-
ρίθμησις των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο,
1915), 92-93 και Πληθυσμός του βασιλείου της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19
Δεκεμβρίου 1920 (Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο, 1921), 270-272.
51. Το 1913 η Χίος υπολογίζεται ότι είχε 69.034 κατοίκους, ενώ το 1920 απογρά-
φηκαν 63.235 κάτοικοι. Απαρίθμησις των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους 1913,
94. και Πληθυσμός του βασιλείου της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19 Δεκεμβρίου
1920, 330-333.
52. Το 1913 η Λέσβος υπολογίζεται ότι είχε 140.846 κατοίκους, ενώ το 1920 απο-
γράφηκαν 114.359 κάτοικοι. Απαρίθμησις των νέων επαρχιών της Ελλάδος του έτους
1913, 91 και Πληθυσμός του βασιλείου της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 19 Δε-
κεμβρίου 1920, 219-225.
53. Από αυτούς, σχεδόν 40.000 δέχονταν περίθαλψη και άλλες περίπου 20.000
όχι. Συγκεκριμένα στο νομό Λέσβου, 47.680 ήταν μόνο οι δεχόμενοι περίθαλψη στα
τέλη του 1916, 18.513 στην πόλη, 24.270 στην ύπαιθρο και 4.897 στα άλλα τέσσερα
νησιά (Λήμνος, Ίμβρος, Τένεδος και Σαμοθράκη). 46.364 στα τέλη του 1917 (18.138
στην πόλη, 23.324 στην ύπαιθρο και 4.902 στα 4 νησιά) και 41.991 στα τέλη του 1918
(16.425 στην πόλη, 20.460 στην ύπαιθρο και 5.106 στα 4 νησιά).
54. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Περιθάλψεως, οι δεχόμενοι περίθαλψη
[ 221 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
στα τέλη του 1916 ανέρχονταν σε 18.513, στα τέλη του 1917 σε 18.138 και στα τέλη
του 1918 σε 16.425.
55. Στις Οινούσσες, με πληθυσμό 1.915 το 1913 και 1.192 το 1920, βρέθηκαν κατά
την περίοδο του α΄ διωγμού περίπου 2.000 πρόσφυγες. Ν. Ανδριώτης, «Το μικρό ταξί-
δι». Η άφιξη και η εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στις Οινούσσες (Αθήνα:
Ναυτικό Μουσείο Οινουσσών, 1998), 36-40.
56. Κ. Ανδριώτης, Το Ηράκλειο ως χώρος υποδοχής προσφύγων (1914-1920), στο:
Ν. Ανδριώτης (επιμ.), Βενιζελισμός και πρόσφυγες στην Κρήτη (Ηράκλειο-Χανιά: Εθνι-
κό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» και Δήμος Ηρακλείου,
2008), 78.
57. Αυτές ήταν η περιφέρεια της Μυτιλήνης με 10 τμήματα (ανά τόπο προέλευ-
σης), 10 περιφέρειες στην ύπαιθρο της Λέσβου και ανά μία περιφέρεια στα άλλα τέσ-
σερα νησιά του νομού, Λήμνο, Ίμβρο, Τένεδο και Σαμοθράκη.
[ 222 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
[ 223 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 224 ]
Ν Ι ΚΟΣ Α ΝΔ Ρ Ι ΩΤ Η Σ
62. Για τη Λέσβο, βλ. Φ.Δ. Αποστολόπουλος (επιμ.), Η Έξοδος τόμος Α΄ Μαρτυ-
ρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας (Αθήνα: Κέντρο Μικρα-
σιατικών Σπουδών, 1980), 65. Άννα Παναγιωταρέα, Κυδωνιάτες αστοί και πρόσφυγες
(Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής, 1994), 115-123. Μαρία Αναγνωστοπούλου, ό.π., 38-44.
Ανζέλ Κουρτιάν, Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν (Μνήμες από τη Μικρασία, 1915-
1924), επιμ. Κατερίνα Πλασσαρά, (Αθήνα: Πλέθρον, 1980), 227-240. Για τη Χίο, βλ.
Φ.Δ. Αποστολόπουλος (επιμ.), Η Έξοδος τόμος Α΄, 23-24, 72-73 και 122-123. Για τη
Σάμο, βλ. Αγγελική Χατζημιχάλη, Το προσφυγικό ζήτημα και το Καρλόβασι, 365-368.
[ 225 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
63. Η αρχή της ανάπτυξης της φιλανθρωπικής δραστηριότητας στην Αθήνα κατά
τον 19ο αι. συνδέεται με την «ανθρωπιστική κρίση» της χολέρας του 1854 που κατέδει-
ξε την ανυπαρξία δημόσιας πρόνοιας για τους φτωχούς της πρωτεύουσας. Βλ. Μαρία
Κορασίδου, Οι Άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους, 58-62.
[ 226 ]
Ζ ΗΣΗΣ Φ ΩΤΑΚΗΣ
[ 227 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
ρυγας του Σουέζ απέκτησε στρατηγικό βάθος που του έλειπε ως τό-
τε.1 Συνάμα το ήπιο κλίμα της Μεσογείου και η κεντρική γεωγραφική
της θέση σε σχέση με τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου
έδρευαν οι δυνητικά ανταγωνιστικοί στόλοι των ΗΠΑ και της Ιαπω-
νίας, σήμαινε ότι η συγκέντρωση του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού
στη Μεσόγειο ήταν συνήθως τόσο μεγάλη που οι ασθενέστεροι στόλοι
της Γαλλίας και της Ιταλίας απέφυγαν να διαμφισβητήσουν τη βρετα-
νική ναυτική ανωτερότητα στη θάλασσα αυτή.2
Κι ενώ η βρετανική ναυτική ηγεμονία της Μεσογείου εμφανιζόταν
αδιαφιλονίκητη τα πρώτα χρόνια μετά το Μεγάλο Πόλεμο οι σοβα-
ρές μεταπολεμικές δυσκολίες της βρετανικής οικονομίας, αλλά και το
ειρηνιστικό κίνημα της εποχής, επέβαλαν σημαντική μείωση του Βα-
σιλικού Ναυτικού, που αποτυπώθηκε στη Συνθήκη της Washington
το Φεβρουάριο του 1922.3 Το βρετανικό Υπουργικό Συμβούλιο δήλω-
νε μάλιστα «πεπεισμένο ως προς την αναγκαιότητα περιστολής των
αμυντικών δαπανών στο μέγιστο βαθμό που επιτρέπει η εκπλήρωση
των αυτοκρατορικών μας υποχρεώσεων» συνέχιζε δε ότι «Ο κύριος
χώρος εξοικονόμησης πόρων είναι η Εγγύς και Μέση Ανατολή».4 Στο
πλαίσιο αυτό δρομολογήθηκε η παραχώρηση βρετανικών ναυτικών
αποστολών στην Ελλάδα, τη Ρουμανία, αλλά και σε άλλες χώρες του
[ 228 ]
Ζ Η Σ Η Σ Φ ΩΤΑ Κ Η Σ
[ 229 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
10. Μια ευσύνοπτη σχετική καταγραφή, μεταξύ πολλών άλλων, βρίσκεται στα
ακόλουθα άρθρα του Γ. Χριστόπουλος & Ι. Μπαστιάς (επιμ.), Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους. Νεώτερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941, τόμος ΙΕ΄ (Αθήνα: Εκδοτική
Αθηνών 1978), Ε. Αλλαμανή & Κ. Παναγιωτοπούλου, “Ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας
σε διωγμό”, 97-112, Ε. Αλλαμανή & Κ. Παναγιωτοπούλου, “Το ζήτημα του Πόντου”,
σελ. 112-144, Ν. Οικονόμου, “Εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις από το Νοέμβριο του
1918 ως τον Οκτώβριο του 1920”, 144-146, Ι. Γιαννουλόπουλος, “Οι εκλογές της 1ης
Νοεμβρίου 1920 και η επάνοδος του Κωνσταντίνου”, 146-172, Ν. Οικονόμου, “Οι
στρατιωτικές επιχειρήσεις Ιουνίου-Σεπτεμβρίου 1921”, 172-186.
11. TNA/ADM 1/8648/227, Granville προς Curzon, 8 Οκτωβρίου 1921. Συνημμένο
Kelly προς Granville, 6 Οκτωβρίου 1921, παρ. 2.
12. Οι εξελίξεις του τελευταίου έτους της Μικρασιατικής Εκστρατείας αποδίδο-
νται στα ακόλουθα άρθρα του Γ. Χριστόπουλος & Ι. Μπαστιάς (επιμ.), Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους. Νεώτερος Ελληνισμός από το 1913 ως το 1941, τόμος ΙΕ΄ (Αθήνα:
Εκδοτική Αθηνών 1978), Ι. Γιαννουλόπουλος, “Εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις
από το Σεπτέμβριο του 1921 έως τον Αύγουστο του 1922”, 186-200, Α. Δεσποτόπου-
λος, “Η Μικρασιατική Καταστροφή”, 200-233, Γ. Χριστόπουλος & Ι. Μπαστιάς, “Η
καταστροφή της Σμύρνης και ο ξεριζωμός του Μικρασιατικού Ελληνισμού”, 233-247.
Αντίστοιχα ευσύνοπτα αποτυπώνονται οι ελληνοβρετανικές σχέσεις κατά το ίδιο διά-
στημα στο Κarvounarakis, Anglo-Greek Relations.
[ 230 ]
Ζ Η Σ Η Σ Φ ΩΤΑ Κ Η Σ
[ 231 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
16. N.M.M.G., Αρχείο Kelly, KEL/28, Kelly προς Granville, 6 Οκτωβρίου 1921,
παρ. 12-15.
17. Ε.Σ.Β., Γ΄ Συντακτική των Ελλήνων Συνέλευσις, Συνεδρία 86, Ομιλία Κωνστα-
ντίνου Τυπάλδου, 27 Απριλίου 1922, 1437.
18. Γ. Δερτιλής, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880-
1909 (Εξάντας: Αθήνα, 1985), 233.
19. Ε.Σ.Β., Γ΄ Συντακτική των Ελλήνων Συνέλευσις, Συνεδρία 86, Ομιλία Κων-
σταντίνου Τυπάλδου, 27 Απριλίου 1922, 1437. Οξεία κριτική στα σχέδια ναυτικών
επιχειρήσεων που κατήρτισε το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό στο ξεκίνημα της εκ-
στρατείας άσκησε και ο υποναύαρχος Kelly βλ. N.M.M.G., Αρχείο Kelly, KEL/28, Kelly
προς Granville, 6 Οκτωβρίου 1921, παρ. 8. A.C.M./ED/105, Bulletin Informations
Militaires, 20 Δεκεμβρίου 1921, 8.
[ 232 ]
Ζ Η Σ Η Σ Φ ΩΤΑ Κ Η Σ
[ 233 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
24. TNA/ADM 1/8648/228, Smith προς Bentinck, 30 Δεκεμβρίου 1922, 6 & Smith
προς Bentinck, 24 Απριλίου 1923, 5-6.
25. Για τις μηδαμινές, συγκριτικά, απώλειες που είχε το ελληνικό πολεμικό ναυτικό
μεταξύ του 1831 και του Μαρτίου του 1941, μπορεί να ανατρέξει κανείς, μεταξύ άλλων,
στα εξής πονήματα. Κ. Βάρφης, Το Ελληνικό Ναυτικό κατά την Καποδιστριακή περίο-
δο. Τα Χρόνια της Προσαρμογής (Αθήνα: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων,
1994), Δ. Φωκάς, Χρονικά του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, 1833-1873 (Αθήνα: Γε-
νικό Επιτελείο Ναυτικού, 1923). Κ. Αλεξανδρής, Συνοπτική ανασκόπησις ιστορίας του
Βασιλικού Ναυτικού, Ναυτική Επιθεώρησις 193 (1945), 291-328. Ι. Θεοφανίδης, Ιστο-
ρία του Ελληνικού Ναυτικού: 1909-1913 (Αθήνα: Π. Δ. Σακελλαρίου, 1925). Z. Fotakis,
Greek Naval Strategy and Policy, 1910-1919 (London and New York: Routledge, 2005).
Στ. Χαρατσής, 1023 Αξιωματικοί και 22 Κινήματα, 2 τομ. (Αθήνα: χ.ε. 1985-1987). Δ.
Φωκάς, Έκθεσις επί της Δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940-1944, τομ. 1,
(Αθήνα: Ιστορική Υπηρεσία Βασιλικού Ναυτικού, 1953).
26. N.M.M.G., Αρχείο Kelly, KEL/28, Kelly προς Granville, 6 Οκτωβρίου 1921,
παρ. 16-17. TNA/ADM 1/8648/228, Smith προς Bentinck, 30 Δεκεμβρίου 1922, 12-13,
15 & Smith προς Bentinck, 24 Απριλίου 1923, 2.
[ 234 ]
Ζ Η Σ Η Σ Φ ΩΤΑ Κ Η Σ
27. (Εφημερίς της Κυβερνήσεως) Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 243, Περί συστάσεως
Τορπιλικής Σχολής, περί τοποθετήσεως και περί εκπαιδεύσεως και προαγωγής των
Βαθμοφόρων εν τη Τορπιλική Σχολή, 14 Δεκεμβρίου 1921, 1318-1321.
28. Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 48, Περί εκπαιδεύσεως εις την Ναυτιλίαν των
αξιωματικών του Στόλου, 4 Φεβρουαρίου 1923, 334.
29. Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 234, Περί συστάσεως Σχολής Αρμενιστών και περί
προαγωγής αυτών, 26 Νοεμβρίου 1921, 1188-1190.
30. Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 105, Περί τροποποιήσεως του από 19 Ιουνίου 1920 Β.
Διατάγματος «Περί Συστάσεως Σχολείου Δυτών», 21 Ιουνίου 1922, 468.
31. Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 42, Περί εκπαιδεύσεως εις το Πυροβολικόν των αξιω-
ματικών και πληρωμάτων του Βασιλικού Ναυτικού, 30 Απριλίου 1923, 287.
32. Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 192, Περί συστάσεως Σχολής Θερμαστών Μηχανικών
και Μηχανικών Εσωτερικής Καύσης, 3 Οκτωβρίου 1922, 1171.
33. Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 14, Περί βοηθών των Υπαξιωματικών Εκπαιδευτών του
Πολεμικού Ναυτικού, 3 Ιανουαρίου 1923, 98.
34. Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 60, Περί Διόπων Εκπαιδευτών, 18 Απριλίου 1922, 260.
35. TNA/ADM 1/8648/228, Smith προς Bentinck, 30 Δεκεμβρίου 1922, 3, 6-7.
36. Ο.π., 4.
37. Ο.π., 2-3, 5-6. Smith προς Bentinck, 24 Απριλίου 1923, 6-7. Κ. Αλεξανδρής,
Οργάνωσις και Εκπαίδευσις του Πυροβολικού εν τω Ναυτικώ, Ναυτική Επιθεώρησις,
42 (1924), 92-93.
[ 235 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 236 ]
Ζ Η Σ Η Σ Φ ΩΤΑ Κ Η Σ
41. Ο.π., 9. Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 237, Περί του Υγειονομικού Επιθεωρητού του
Στόλου και των καθηκόντων αυτού, 14 Δεκεμβρίου 1921, 1204.
42. Ε.Κ., Τεύχος Α΄, Φύλλο 44, Περί αντικαταστάσεως παραγράφου 10 του 1830
νόμου περί οργανώσεως του κλάδου των τηλεγραφητών, 12 Μαρτίου 1922, 208. R.O.,
ADM 1/8648/228, Smith προς Bentinck, 24 Απριλίου 1923, 7.
43. TNA/ADM 1/8648/228, Smith προς Bentinck, 30 Δεκεμβρίου 1922, 9-10 &
Smith προς Bentinck, 24 Απριλίου 1923, 6-7.
44. Fotakis, Greek Naval Strategy, 97-98.
[ 237 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
45. Z. Fotakis, The Kelly Naval Mission to Greece, May 1919-October 1921, Byza
ntine and Modern Greek Studies, 30/2 (2006) 194-198. TNA/ADM 1/8648/228, Smith
προς Bentinck, 30 Δεκεμβρίου 1922, 10-12 & Smith προς Bentinck, 24 Απριλίου 1923,
7. Ε.Λ.Ι.Α. Αρχείον Γκούρα Οικονόμου, Γραφείον Αρχηγού προς Γραφείον Υπουργού,
24 Ιουλίου 1923, 6-7.
46. TNA/ADM 1/8592/127, Granville προς Foreign Office, 26 Αυγούστου 1921.
47. A.C.M./BB7/141, Extrait de Presse, Εφημερίδα Πατρίς 2 Νοεμβρίου 1922. Fo-
takis, Greek Naval Strategy, 127-128, 146.
[ 238 ]
Ζ Η Σ Η Σ Φ ΩΤΑ Κ Η Σ
48. TNA/ADM 1/8648/227, Bentinck προς Baltazi, 22 Ιουλίου 1922 και σχετικό
σημείωμα του Admiralty Military Branch της 21ης Αυγούστου 1922.
49. Παπανικολάου, Επιστολαί προς την Διεύθυνσιν, 99.
50. TNA/ADM 1/8648/228, Voulgaris προς Smith, 9 Μαρτίου 1923.
[ 239 ]
A LEKSANDRA P ECINAR
Π Α ΡΆ Τ Η Σ Η Μ Α Σ ΊΑ Κ Α Ι Τ Η Δ ΙΑ ΠΛ Ο Κ Ή των ελληνοσερβικών
σχέσεων στον 19ο και τον 20ό αιώνα, η πορεία τους στη βαλκανική
ιστοριογραφία έχει ερευνηθεί επιπόλαια και μη συστηματικά μέχρι στιγ-
μής, κυρίως ως μέρος των φαινομένων που σχετίζονται με την πολιτική
των Μεγάλων Δυνάμεων στα Βαλκάνια.1 Επιπρόσθετα, η αναφορά στην
εγγύτητα και στους παραδοσιακούς δεσμούς τους έχει δημιουργήσει μια
παράδοξη εικόνα που υποδεικνύει την ανεπαρκή γνώση βασικών φαινο-
μένων και διαδικασιών που καθόριζαν τις ζωτικής σημασίας διασυνδέ-
σεις της Σερβίας (Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων/Γιου-
γκοσλαβίας) και της Ελλάδας κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ιστορίας
των σχέσεών τους .2
[ 241 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Η έρευνα αυτή, πέρα από την προσπάθεια να φωτίσει την αιτία της
διάστασης, η οποία χαρακτήριζε τις διπλωματικές επαφές ανάμεσα
στις δύο γειτονικές χώρες κατά την κρίσιμη για τη διεθνή θέση και των
δύο χωρών περίοδο μεταξύ 1918 και 1922, προσπαθεί να αναδείξει και
την αποφασιστική επιρροή των μεγάλων ευρωπαϊκών Δυνάμεων της
εποχής στην περαιτέρω εξέλιξή τους, καθώς και το ρόλο τους στη δια-
μόρφωση του πολιτικού χάρτη της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Οι δεσμοί της Αθήνας και του Βελιγραδίου κατά το χρονικό διά-
στημα μεταξύ της δημιουργίας του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών
και Σλοβένων3 και της ελληνικής καταστροφής στη Μικρά Ασία δεν
έχουν ακόμη μελετηθεί επαρκώς. Διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πολλές
ανεξερεύνητες διαστάσεις της περιόδου αυτής. Ιδιαίτερα περίπλοκο εί-
ναι το ζήτημα των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο γειτονικών
χωρών (σαν τμήμα ενός ευρύτερου φάσματος των συνολικών διμερών
επαφών τους).
Πέρα από τη σημασία του ρόλου τον οποίο διαδραμάτισαν ο έλ-
ληνας και ο σέρβος πρωθυπουργός στην προσπάθεια της διατήρησης
μιας θετικής εικόνας των σχέσεων των δύο γειτονικών χωρών, θα ανα-
δειχθεί και η σημασία των πολιτικών τους πρωτοβουλιών μέσα στα
πλαίσια μιας καινούργιας ελληνο-σερβικής προσέγγισης των βαλκα-
νικών υποθέσεων την περίοδο από τα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πο-
λέμου έως τη Μικρασιατική καταστροφή. Επιπρόσθετα, οι επιμέρους
εθνικές ιδεολογίες (που ενσωματώνονται στις μεγάλες ιδέες και των
δύο εθνών), προκάλεσαν σοβαρές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους. Η ελ-
ληνική Μεγάλη Ιδέα αναπόσπαστα συνδέεται και με μια άλλη έννοια,
σχεδόν ίδια με αυτήν, την «απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδελ-
φών», που χαρακτήριζε και τη γιουγκοσλαβική εθνική ιδεολογία. Το
ιδεώδες αυτό αποτελούσε καθήκον όλων των Ελλήνων, που σήμαινε
[ 242 ]
ALEKSANDRA PECINAR
[ 243 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 244 ]
ALEKSANDRA PECINAR
[ 245 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 246 ]
ALEKSANDRA PECINAR
στασία του νέου status quo στην περιοχή, ως εγγυητής της σταθερότη-
τας, επιβεβαιώνοντας τις πρόσφατες εδαφικές επεκτάσεις.
Ο Λ. Χασιώτης ισχυρίζεται ότι ο Βενιζέλος βοήθησε πλήρως τις
γιουγκοσλαβικές τάσεις, και δε διαφώνησε με το σέρβο πρωθυπουργό
Πάσιτς «ότι το μέλλον της ειρήνης στα Βαλκάνια θα πρέπει να βα-
σίζεται στην σερβο-ελληνική συμμαχία και ότι βάσει της δέσμευσης
στη συμμαχία αυτή θα επεκτείνονται οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ
των δύο χωρών», υπογραμμίζοντας τα οφέλη που θα έδινε στη Σερ-
βία η πρόσβαση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης (επιτρέποντας έτσι τις
εισαγωγές από τη Δύση και τις εμπορικές επαφές με τη Θεσσαλία και
την ελληνική Μακεδονία) και πρότεινε ένα μεταπολεμικό άξονα Αθή-
νας-Βελιγραδίου, στον οποίο, ενδεχομένως, θα μπορούσε να ενεργο-
ποιηθεί και μια τρίτη δύναμη, για παράδειγμα, η Ιταλία.10
Η ουσία των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Σερβίας και της
Ελλάδας κατά την περίοδο αυτή βρισκόταν στη διατήρηση μιας κοινής
θέσης, η οποία θα έπρεπε να είναι επωφελής και για τις δύο χώρες στην
εφαρμογή των ειρηνευτικών πρωτοβουλιών τους.11 Ακριβώς βάσει αυ-
τής της αντίληψης εξελίχθηκαν οι ελληνοσερβικές σχέσεις κατά την
περίοδο του Μεγάλου Πολέμου που ακολούθησε. Είναι αλήθεια ότι η
εν λόγω Συνθήκη Συμμαχίας υπογράφτηκε υπό ορισμένες προϋποθέ-
σεις, τη στιγμή που βάσει των γεωπολιτικών κριτηρίων της εποχής μια
ένοπλη σύγκρουση ήταν δυνατόν να περιοριστεί στα Βαλκάνια. Σύμ-
φωνα με τις γεωπολιτικές αντιλήψεις της εποχής θα ήταν παράξενο
η Ελλάδα να παρέμβει σε έναν αυστρο-σερβικό πόλεμο, όπως επίσης
[ 247 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 248 ]
ALEKSANDRA PECINAR
επηρέασαν τις απόψεις του για τα κριτήρια επί των οποίων θα έπρεπε
να επιλέξει την πολιτική στρατηγική που θα ακολουθούσε η χώρα στην
εξωτερική πολιτική. Η σύγκρουση αυτή του βασιλιά και του πρωθυ-
πουργού σηματοδότησε ουσιαστικά την έναρξη του φαινομένου που
στην ελληνική ιστοριογραφία ονομάζεται «ο Εθνικός Διχασμός». Έχο-
ντας υπόψη την ελληνική πτυχή της ανάλυσης, ο ελληνικός Εθνικός
Διχασμός παρουσιάζεται ως κύρια αιτία της μεταβολής της ποιότητας
των ελληνοσερβικών σχέσεων (1915-1917).14
Ωστόσο, η άρνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουρ-
γού Ζαΐμη να υπερασπιστούν τη σερβική πλευρά μπροστά στη βουλ-
γαρική επίθεση, τον Οκτώβριο του 1915, δεν υπόκειται σε γεωπολιτι-
κά κριτήρια της εποχής. Η επίθεση της Βουλγαρίας είχε ως στόχο την
κατάκτηση του σερβικού τμήματος της Μακεδονίας και τη διατάραξη
των κοινών συνόρων της Σερβίας και Ελλάδας, καθώς και την πλήρη
διατάραξη του status quo, που εγγυόταν η Συνθήκη Συμμαχίας.15
Σε τελική ανάλυση, η παραβίαση των διατάξεων της συμφωνίας
από την πλευρά της Ελλάδας, τον Οκτώβριο του 1915, προκλήθηκε
από την αποτυχία της βαλκανικής πολιτικής της Αντάντ και από την
επιτυχημένη γερμανική διπλωματική παρέμβαση στην περιοχή, καθώς
και εξαιτίας της πολιτικοοικονομικής κρίσης που η χώρα περνούσε
κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Όσο η πολιτική και οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε άμεσο αντί-
κτυπο στις ελληνοσερβικές σχέσεις, τόσο οι συγκρούσεις στο εσωτε-
ρικό της σερβικής στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας κατά την ίδια
περίοδο προκάλεσαν τις δικές τους αρνητικές συνέπειες, ακόμη και
αν δεν είχαν την ίδια δραματική τροπή. Στην περίπτωση της Σερβίας,
η εσωτερική κρίση προκλήθηκε από τη σύγκρουση μεταξύ της πολι-
τικής και της στρατιωτικής ηγεσίας. Φυσιολογικά, το ξέσπασμα του
πολέμου ενίσχυσε τη θέση του στρατού, περιορίζοντας την ευελιξία
[ 249 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 250 ]
ALEKSANDRA PECINAR
στηκαν σε μια παράξενη ισορροπία, χρήσιμη και για την επίτευξη των
στόχων της πολιτικής ηγεσίας των δύο χωρών. Η ισορροπία αυτή δια-
τηρήθηκε εξαιτίας της κοινής πεποίθησης περί διαρκούς κινδύνου από
τη Βουλγαρία, όπως και της αμοιβαίας υποστήριξης του εδαφικού κα-
θεστώτος που δημιούργησε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου στα Βαλκά-
νια. Ακόμη και στις δύσκολες στιγμές που διένυσαν οι ελληνοσερβικές
σχέσεις, και οι δύο πλευρές προσπάθησαν να μην διαταράξουν αυτή τη
σχέση, γνωρίζοντας, όποιο και αν ήταν το τελικό αποτέλεσμα του πολέ-
μου, ότι η αμοιβαία τους συμφωνία θα αποδεικνυόταν απαραίτητη για
το σχηματισμό του μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού. Επίσης, μόνο
έτσι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη Βουλγαρία, αλλά και να προ-
στατεύσουν μακροπρόθεσμα τα συμφέροντά τους στην περιοχή.
[ 251 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 252 ]
ALEKSANDRA PECINAR
[ 253 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 254 ]
ALEKSANDRA PECINAR
27. Οι αναφορές σχετικά με τον χαρακτηρισμό των Ελλήνων στη σερβική ιστο-
ριογραφία του 19ου και του 20ού αιώνα συνεισφέρουν στη διαμόρφωση του αναφε-
ρόμενου εθνικού στερεότυπου. (στο О. Μilosavljević, Στην παράδοση του εθνικισμού,
(Beograd: Η Διεθνής Ομοσπονδία Ελσίνκι για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, 2002
28. Λ. Χασιώτης, Ελληνοσερβικές σχέσεις 1913-1918, 247.
29. Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Θέματα ελληνικής διπλωματικής ιστορίας 1912-1940,
(Αθήνα: Σιδέρης, 1996), 95-101.
[ 255 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 256 ]
ALEKSANDRA PECINAR
[ 257 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 258 ]
ALEKSANDRA PECINAR
35. Μια ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα της Μονής Χιλανδαρίου σαν σημείο τριβής
στις ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις παρέχει η Radmila Radic, Manastir Hilandar u
državnoj politici Kraljevine Srbije i Jugoslavije 1896-1970 [Η Μονή Χιλανδαρίου στην
κρατική πολιτική του Βασιλείου της Σερβίας και της Γιουγκοσλαβίας 1896-1970]
(Beograd: Službeni glasnik, 1998a).
36. ΑΥΕ/1922/17/6/2, Πρόεδρος Νομού Κοζάνης στο ελληνικό ΥΠΕΞ, 31 Αυγού-
στου 1921. Το τηλεγράφημα αυτό καταδεικνύει τις προσπάθειες της ελληνικής πλευ-
ράς να προσελκύσει τους Σλαβομακεδόνες της Μακεδονίας στην ελληνική Εκκλησία,
αγνοώντας την παρουσία του σερβικού εθνικού στοιχείου και των χαρακτηριστικών
τους.
[ 259 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 260 ]
ALEKSANDRA PECINAR
[ 261 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Επίσης, και η σχέση των δύο συμμάχων με την Ιταλία, ενός επι-
κίνδυνου διεκδικητή εδαφών στην περιοχή, αποδείχθηκε μια σημαντι-
κή πηγή διαφωνίας και κυμάνθηκε από την εχθρική πολιτική μέχρι τη
στρατηγική προσέγγισης με τη χώρα αυτή, με βάση το επίκαιρο εδα-
φικό συμφέρον. Η Ιταλία, σαν κύριος αντίπαλος της ιδέας για τη δημι-
ουργία της Γιουγκοσλαβίας, αποτελούσε έναν από τους καταλυτικούς
παράγοντες στις εξελίξεις μεταξύ του Βελιγραδίου και της Αθήνας.
Στην περίπτωση του Μπάνατ, π.χ., ενός εδαφικού ζητήματος στο οποίο
παρατηρήθηκε η εχθρότητα μεταξύ της Σερβίας και της Ιταλίας, το Βε-
λιγράδι απολάμβανε την πλήρη υποστήριξη του έλληνα συμμάχου του.
Υπήρχαν όμως και οι περιπτώσεις στις οποίες το Βελιγράδι εξέφραζε
παράπονα σε σχέση με την ελληνική αδιαφορία πάνω σε προβλήματα
που αντιμετώπιζε η Σερβία με την Ιταλία.41
Με την αποχώρηση του Βενιζέλου από την εξουσία το 1920 άρχισε
μια περίοδος κατά την οποία παρατηρήθηκαν αλλαγές στο πνεύμα των
εκθέσεων των στρατιωτικών και των διπλωματικών απεσταλμένων
στο Βασίλειο των ΣΚΣ. Η επάνοδος του βασιλιά Κωνσταντίνου στην
εξουσία σηματοδότησε την έναρξη μιας περιόδου σλαβοφοβίας και
επιθέσεων του ελληνικού Τύπου, που κατευθυνόταν κυρίως κατά των
ενδεχομένων γιουγκοσλαβικών τάσεων για εδαφική επέκταση προς τα
νότια. Οι φόβοι εμφανίζονται περισσότερο ως αποτέλεσμα της ελλη-
νικής αβεβαιότητας και της ανησυχίας για την κατάσταση στη Μικρά
Ασία, παρά ως αντίδραση στις πραγματικές αλυτρωτικές βλέψεις του
Βασιλείου των ΣΚΣ στη Μακεδονία.
Η επάνοδος του Κωνσταντίνου στην εξουσία μετά τις εκλογές του
1920 αναπόφευκτα επηρέασε τις σχέσεις των δύο γειτονικών χωρών
προκαλώντας ψυχρότητα στις επαφές του Βελιγραδίου και της Αθήνας.
Η ελληνική πλευρά εξέφραζε τις ανησυχίες για σερβικές φιλοδοξίες
στην ελληνική Μακεδονία. Για παράδειγμα, οι εντάσεις στην παραμε-
θόρια περιοχή που προκλήθηκαν όταν η Ελλάδα κατόπιν της επιστρά-
[ 262 ]
ALEKSANDRA PECINAR
[ 263 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 264 ]
ALEKSANDRA PECINAR
Συμπέρασματα
Παρά το γεγονός ότι η εποχή αναλύεται (σε ένα μεγάλο βαθμό) βάσει
επισκόπησης του ελληνικού αρχειακού υλικού (συνεπάγεται ότι η αντι-
μετώπιση του θέματος πραγματοποιήθηκε από μια ελληνική σκοπιά),
έγινε προσπάθεια μιας εμπεριστατωμένης και αντικειμενικής προσέγ-
γισης των παραγόντων που επηρέασαν τις εξελίξεις στα πολιτικά δε-
δομένα και των δύο χωρών, καθώς επίσης και της στροφής στις μεταξύ
τους διπλωματικές σχέσεις.
[ 265 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Έχει κανείς την εντύπωση ότι παρά την αλλαγή της δομής της Σερ-
βίας και τη δημιουργία του Βασιλείου των ΣΚΣ, τα προβλήματα που
υπήρχαν μεταξύ των δύο συμμαχικών χωρών παρέμειναν τα ίδια με
εκείνα που υπήρχαν και στην περίοδο της σύναψης της μεταξύ τους
συμμαχίας (οι σχέσεις με τη Βουλγαρία, η κατάσταση στη Μακεδονία
και στην Ελεύθερη Ζώνη στη Θεσσαλονίκη), με την εξαίρεση μιας νέας
στάσης απέναντι στην Ιταλία ως επιπρόσθετου επιβαρυντικού παρά-
γοντα.
Η έρευνα ανέδειξε και την πολιτική διαχείριση μιας κατάστασης που
υπήρχε στην Μακεδονία σε σχέση με την εθνική σύσταση του ελληνι-
κού λαού (ένα θέμα στο οποίο δεν αφιερώθηκε η αρμόζουσα σημασία),
με αποτέλεσμα να κινδυνέψουν όλα τα επιτεύγματα της ελληνικής και
της σερβικής κυβέρνησης της εποχής του Μεγάλου Πολέμου. Τα επα-
κόλουθα της μη σωστής διαχείρισης του ζητήματος ήταν τα δύο κράτη
να αντιμετωπίσουν την ανατροπή μιας θετικής εικόνας των σχέσεών
τους, που δημιουργήθηκε με μεγάλες θυσίες και που, ενδεχομένως, θα
συνεισέφερε στο να πραγματοποιηθούν οι αξιώσεις τους στη διεθνή
σκηνή, αλλά και στην εσωτερική τους πολιτική.
Το 1919-1922 η κατάσταση στις δύο χώρες άλλαξε σημαντικά. Φά-
νηκε ότι η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία έφερνε την
ικανοποιητική προοπτική της πραγματοποίησης των ελληνικών φιλο-
δοξιών που αντιπροσώπευε η Μεγάλη Ιδέα. Από την άλλη πλευρά, το
Βασίλειο των ΣΚΣ προσπάθησε να ξεπεράσει τη βαλκανική του μοναξιά
και να παίξει το ρόλο του μεγαλύτερου και του πιο ισχυρού διαδόχου της
Αυστροουγγαρίας στο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Οι φιλοδοξίες της Ελλάδας τελικά θα καταστραφούν μαζί με το
όραμα της Μεγάλης Ιδέας στη σκόνη της πυρπολημένης Σμύρνης. Οι
γιουγκοσλαβικές φιλοδοξίες θα έχουν ουσιαστικά την ίδια μοίρα, λόγω
των ισχυρών εσωτερικών εθνικών και πολιτικών συγκρούσεων, αλλά
και λόγω των αυξημένων απειλών που αντιπροσώπευαν, από τις αρχές
του 1920 η Ιταλία, και από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η Γερμανία,
μαζί με τους δορυφόρους τους στην περιοχή της Νοτιοανατολικής και
της Κεντρικής Ευρώπης.
[ 266 ]
L JUBODRAG D IMIĆ
A LEKSANDAR Ž IVOTIĆ
[ 267 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Albanian league and included the territory of the four Turkish vilay-
ets of Skadar, Bitola, Janjina and Kosovo. The maximalist programme
demanded that the allies include in the territory of the newly-formed
Albanian state lands where the Albanian tribes “were proving their ir-
redentism with continuous changes” in the earlier period. This territory
comprised the cities of Tuzi, Grude, Gusinje, Rozaji, Mitrovica, Pristina,
Gnjilane, Kacanik, Skoplje, Krusevo, Prilep, Ohrid, Bitola and the entire
territory south of lakes Ohrid and Prispan. This area continued to suffer
riots, the breakdown of state control and constant irredentism even after
1912. This space was included within the borders of the Yugoslav state.
The aggression which this policy produced fuelled the specific “national
pathology” which burdened the Albanian movement with unrealistic,
chauvinistic and irredentist aspirations during the twentieth century.
The Balkan allies clash over the division of territories. The conflict
produced frustrations which lasted for decades and determined the fate
of entire generations (the wars of 1913, 1914–1918, 1941–1945). Bulgar-
ia’s pretensions encompassed Macedonia together with Thessaloniki and
eastern Serbia (the cities of Zajecar, Pirot, Nis, Vranje, Leskovac). This is
why Serbian socialists defined the Balkan wars as a “large tomb” in which
“the best prospects for the common future of the Balkan peoples” were
buried. The conflict was total and included ecclesiastical, educational,
cultural, political and armed dimensions. In addition, it persisted into
the decades after 1918. The conflict was followed by the appearance of
anarchy, fear and terror, which were especially pronounced during war-
time and the years of uncertainty that followed.
Involvement and arbitration of the Great Powers (creditors of Bal-
kan states), which were always prepared to exploit the obvious conflicts
between Balkan states and factor them into their aspirations for dom-
ination over a strategically-important area (the most important region
in south-eastern Europe after the Bosporus and the Dardanelles). It was
one of the steps towards a global clash between the Great Powers which,
among other things, led to the unification and formation of the Kingdom
of Serbs, Croats and Slovenes. It turned out that this was the key turning
point in the history of the Serbian and Yugoslav peoples in the 20th cen-
tury. Italy, the defender of Albanian aspirations after 1917, was one of the
[ 268 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
[ 269 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 270 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
[ 271 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 272 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
ket surplus and thus allow for independent economic life. They tied the
workforce into unproductive labour and, since the majority of its yield
was consumed on site, did not allow for the accumulation that could
fund the modernisation of production and life. As a result, these estates’
inhabitants did not figure in the local market as either sellers or buyers.
Small estates also served to isolate the villages from new areas and forced
their inhabitants (both Christians and Muslims) to live in poverty. The
consequences of this were numerous, because small estates destroyed the
future for those who lived on them, reined in change, and forced their
inhabitants to stick with old cultivation practices, wooden tools, and old
breeds of cattle. On small estates, whose inhabitants lived in permanent
fear of hunger, wheat culture dominated (78.34% of all arable land was
devoted to wheat, while only 12% of arable land was given over to more
intensive cultivation). The newly-liberated areas only accounted for
6–10% of the state’s overall agricultural production. Yields per hectare
were half the average in these areas. A peasant worked his land for 60
to 90 days a year, which directly influenced the formation of a dangler
mentality and encouraged an economy of theft.
In the newly-liberated areas, no financial market had as yet developed
(just 0.1% of the capital of the Yugoslav state was concentrated there in
1919, and only 1% in 1926, the majority under the control of foreign
banks). Financial intervention in these areas would not have been felt
until 1918. Under these circumstances, all economic and financial pro-
gress had a strong political hallmark. In other words, the progress could
not have been supported by the economic sphere, because there was no
accumulation. Rather, it could only have been fuelled by the political
sphere, and financial intervention with a political background opened up
opportunities for manipulation and corruption.
There was no national market in the newly-liberated areas, and the
preceding wars had broken up the common Balkan market. Considera-
ble time and effort was needed to redirect the movement of goods, mon-
ey, and people towards new economic, financial and political centres
within the borders of the Yugoslav state.
Economic devastation caused by war contributed to the diminishing
economic prospects. According to some estimates, war damage in the
[ 273 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 274 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
[ 275 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 276 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
[ 277 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 278 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
the people to develop world history”. The existing alliances tested poli
tical and diplomatic capabilities and enforced new foreign political and
military commitments.
The years of peace contributed to political, economic and cultural
progress in Serbia. During the years after the Congress of Berlin (1878),
squeezed as it was between the Habsburg monarchy and the Ottoman
empire with parts of its population in both states, and forced to compro-
mises and accept the tutelage of Vienna, Serbia could expect little from
the future. To achieve more, it was necessary to found state institutions,
strengthen the economy, modernise the army, develop educational insti-
tutions, educate and prepare future generations for the century to come,
make allies, win over Balkan neighbours, spiritually connect all Serbs,
develop close ties with Yugoslav nations, and create a democratic climate
and order. Only if Serbia changed in this way could it make some mode
rate demands to the Great Powers, though it could not have expected
anything more than modest favour in return.
In those decades, Serb political movements—whether conservative,
liberal or socialist—wanted to complete their mission of gathering all
their people within one state. Cultural efforts were invested in this pur-
pose, political will was expressed, riots were started, wars were waged
and the energy of numerous generations was spent. Aside from this, the
fate of the area was resolved by the “high European politics” of the Great
Powers in accordance with their pragmatic interests. The Serbian politi-
cal elite only realised this in the final decades of the 19th and early years
of the 20th century.
In the preparations for the 20th century, it became clear that the
unification of the Serbian and Yugoslav nations was not just something
the scattered Serbian people and subordinated Slavs wished for. It was
the aspiration of the young Yugoslav bourgeoisie to create a bigger mar-
ket and survive, the dream of the Serbian political elites to expand be-
yond the “closed Balkan pot” and access the sea, and the goal of Yugo-
slavia-oriented intellectuals, idealists and dreamers to achieve cultural
unity. This was an existential necessity. It was estimated at the time that
small states were not capable of surviving the political, economic and
cultural competition; that the “course of events”, with the emergence
[ 279 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 280 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
and power to mobilise human and other resources for the needs of the
state based on the idea of national unification, but was not in a position
to win allies easily. Following this route, which was more arduous than
for other Balkan nations, Serbia managed to secure a place in the history
of contemporary Europe.
At the beginning of the 20th century, Serbia denounced a quarter
century of economic and political attachment to the Austro-Hungarian
monarchy. With its existence, reputation, military and economic
strength, resistance, a national programme directed towards the South
(liberation from Turkey) and West (the occupation of Bosnia and Her-
zegovina), Serbia attracted the attention of the subordinated Serbian and
Yugoslav peoples and blocked the Habsburg monarchy’s route to the
south-east, the only direction in which it could express itself as a great
European power. This made Serbia a serious adversary. It was ready to
tolerate, in the name of national principles, the views its elite had of the
Serbs still in European Turkey.
Vienna tried to use the Serbian denial of the Dual Monarchy and its
challenge of Habsburg supremacy as a pretext for starting a war. Several
important questions can be raised here and we will try to draw attention
to some of them. Did Serbia want war with its powerful neighbour to the
north-west? If it wanted war, could Serbia have started it in June 1914, as
the influential, Western, revisionist-prone historiography claims? If Ser-
bia did not want war and was not able to wage war with success, where
should we look for the culprits?
The answer to the question of whether Serbia wanted war with Aus-
tro-Hungary is negative. After the exhausting Balkan wars, Serbia need-
ed decades of peace in which to consolidate the political and economic
situation in the country, embark on the complicated process of integrat-
ing the newly-liberated territories administratively and socially. (Serbia,
which had covered 48.300 km2 before the Balkan wars, enlarged its ter-
ritory by a further 39.500 km2—an 80% increase—after them). In total,
1,470,000 inhabitants lived in the new territories, of whom 47% were
neither Serbian-speakers nor Orthodox. This new population accounted
for 40% of the total population of Serbia. It was necessary to start the
process of modernising society.
[ 281 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 282 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
[ 283 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
librium between the European powers (Serbia could not have done more
than meet modest demands made by the Great Powers and gain no more
than modest concessions). The resolution of the ‘German issue’ had that
power. Already with unification in 1871, Germany’s central geopolitical
position at the centre of Europe was the force that most directly influ-
enced both every aspect of German expansionism and the interests of
the neighbouring powers. The emergence of Germany destroyed the es-
tablished order in Europe, introducing dynamic changes in the military
and in industrial production, and strengthening the country’s economic
and technological resources. With the large tasks that Germany set itself
in Europe and beyond the ‘narrow limits’ of the Old Continent—expan-
sionism that did not remain on paper alone—and with the formation of
military alliances, Germany had the capacity to challenge and change the
existing order, spreading fear through its neighbours and other major
powers with its ambitions.
All of this is convincing proof that Serbia neither wanted to wage nor
could have waged a war. So who wanted, planned and provoked the conflict?
The policy of Wilhelm II, which was based on the imperial ambition
to turn Germany into a European hegemon and was a key factor in the
system of European alliances, was most directly responsible for the war.
“Reaching for global power” implied a definition of “economic space”
which corresponded to Germany’s economic strength, military power
and population as well as its readiness to win that space by war (colonies
in Africa, control over the route to the oil-rich East, the suppression of
Russia, reducing France to a subprime European power). The so-called
‘alliance’ of elites around Wilhelm II, which consisted of representatives
of the high nobility and landed aristocracy, major industrialists, generals,
the state bureaucracy, universities and the academic elite was behind
these projects. Germany also found an ally in Austria for the realization
of its political programme, fear of which led the other European powers
to form an alliance against it. Germany’s political and military poten-
tial manifested itself in several European crises (1905, 1908/1909, 1911).
From the autumn of 1912 on, Germany was ready to wage war on two
fronts and was simply waiting for a “convenient excuse” to get hostilities
underway.
[ 284 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
[ 285 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
very rapidly that Serbia could only defend its homeland and establish a
state which brought together the entire Serbian nation on the territory of
a militarily vanquished Habsburg empire.
The conflict between Austria-Hungary and Serbia was a bilateral
conflict between the two countries for just a few days; it rapidly changed
into a catastrophe such as the world had never seen. In all, 65 million
people participated in the war; ten million people were killed; twenty
million were wounded; around four million people were left disabled;
and eight million people endured the horrors of captivity, camps and
prisons. The war destroyed the economy of most European countries
and caused material damage estimated at 360 billion dollars. At the end
of the war, with its changed borders and reduced population and eco-
nomic capacity, Europe no longer resembled itself. The winners in the
war harboured the hope that the peace they welcomed after years of
struggle, death, mutilation and destruction was a “true peace”. For those
who lost the war, peace was simply an interlude before a new war. The
flush of victory was much shorter-lived than the will to take revenge and
revise the peace treaties which ended the war. These figures included the
entire population of Serbia, some 4.5 million people, with 370,000 dead
soldiers, 630,000 civilian casualties, 114,000 permanent invalids forgot-
ten and abandoned by the state in the hope that their wounds “would
be gilded by the people”, and around 400,000 people interned in con-
centration camps. In terms of the number of people killed, Serbia lost
a higher proportion of its mobilised soldiers than any other nation on
either side of the conflict. About half a million children were left with-
out a breadwinner. In a society in which nearly 80% of the population
lived in the countryside and off the land, the wrecked villages, fallow
fields, destroyed or stolen machinery and dead livestock meant pro-
longed hunger and no future for the majority of the population. The sit-
uation was similar in industry, where 544 companies were left devastat-
ed by war and 57% of all machines and installations had been destroyed.
According to estimates by economists, the total damage suffered by Serbia,
Macedonia, Kosovo and Metohija ranged between seven and ten billion
gold francs. Having lost at least two fifths of its total national wealth,
Serbia was little more than a “skeleton” when the war finally came to an
[ 286 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
end. Despite being on the victorious side, peace brought new troubles
rather than serenity.
The end of the war was also the end of an epoch whose contradic-
tions were the real cause of the conflict. The end of the First World War
marked the end of one historical period and the beginning of another.
Three empires disappeared with the old epoch, two of which were res
ponsible for the Great War with the third led by its own interests to
drown in the war on a global scale. The new era brought young nation
states into being, among them the Kingdom of Serbs, Croats and Slo-
venes. Having succeeded in exceeding itself in 1918, Serbia built on its
statehood, victory and diplomatic experience, laying its victims to rest in
the foundations of the newly-formed Yugoslav state.
Can we irresponsibly “play” with history, with numbers that speak
about the extent of the suffering in the Great War? Should we overlook
the fact that the same social forces that were perpetrators of the First
World War stood behind Adolf Hitler and his march to world power two
decades later? Can we allow, through the unscientific revision of historio
graphical representation, an interpretation of history which reduces the
emergence of Hitler and Nazism to a ‘deviation’ in German history? Can
we allow policy understood to be unscientific to construct an image of
the past in accordance with its long- or short-term political objectives?
The decade that substantially changed the Balkans started with the
creation of the Balkan federation of Serbia, Greece, Bulgaria and Monte
negro and the start of a joint military campaign against the Ottoman
empire and ended with the completion of the Greek-Turkish conflict. For
Serbia, it was a decade that completely changed its geopolitical position
in the Balkans and Europe, transforming it from a small Balkan kingdom
into a European country of medium size and political importance. How
did Serbia’s war efforts in the Balkan wars and the First World War, and
the realization of its war programs of national liberation and the unifica-
tion of all South Slavs, influence the change in the geopolitical environ-
ment of the Balkans?
Serbia gained its independence and expanded southwards territorial-
ly in 1878, but did not realize its national program. Although it won an
equal place in the European community of nations, until the early 20th
[ 287 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 288 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
[ 289 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 290 ]
LJUBODRAG DIMIĆ - ALEKSANDAR ŽIVOTIĆ
[ 291 ]
V ÁCLAV Š MIDRKAL
1. This work was supported by the Czech Science Foundation Grant No. 14-14612S
“Violence in Central Europe During and in the Aftermath of the World War One. Aus-
trian and Czech Lands in Comparison”.
2. Národní archiv České republiky (hereafter NA), f. Presidium ministerstva vnitra,
k. č. 174, Politická zpráva situační č. 12851 (17. 4. 1919), 2.
[ 293 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 294 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
[ 295 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
these societies lacked radical energies, but rather that the benefits of vic-
tory limited their manifestation.
Even though there was the open question right after the war of the
finality of the outcomes, for Czechoslovakia it was decisive that World
War One did not represent a meaningless slaughter that ended in
downfall, but was rather perceived as paving the way for the break-up of
Austria-Hungary and the creation of the longed-for nation state. As
James Krapfl pointed out, the inter-war Czech memory of World War
One was divided between disillusioned former Austrian-Hungarian sol-
diers, which resembled the western memory cultures, and the memory
of the Czech legionnaires, who remembered the war in positive terms
as “the genesis of a new, transcendent sense of community”.10 Although
the cultures of defeat and victory were mixed in Czechoslovakia, it was
ultimately the victorious ethos that would become the foundation of
Czechoslovak statehood. Although Czechoslovakia was by no means a
violence-free island of stability amidst a tempestuous sea, as the leading
Czech politicians tended to depict the situation to the Entente pow-
ers,11 it did avoid the escalation of mass violence which the above report
warned of. In the text that follows, I will first discuss the limitations on
deepening the revolution by radical shortcuts and the self-image of the
violence-free establishment of Czechoslovakia. Next, I will show that
the violence employed in various group conflicts was restrained and
only developed into bloody clashes on occasions. Finally, this paper
will address the question of state-building wars in the Czechoslovak
peripheries and the (de)mobilisation of legionnaires.
10. J. Krapfl, Sites of Memory, Sites of Rejoicing. The Great War in Czech and Slovak
Cultural History, Remembrance and Solidarity Studies in 20th Central European
History 2 (2014), 109–146; M. Zückert, Memory of War and National State Integration:
Czech and German Veterans in Czechoslovakia after 1918, Central Europe 4/2 (2006),
111–121.
11. Cf. Prezident Masaryk o některých časových otázkách, in: Cesta demokracie
I, ed. Vojtěch Fejlek and Richard Vašek, 5th edn. (Prague: Masarykův ústav AV ČR,
2003), 76.
[ 296 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
[ 297 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 298 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
would have had quite the opposite effect, although militas were
believed by socialist politicians—namely, the Minister of National
Defence, Václav Klofáč—to be more democratic than standing regular
armies.15 Had this policy been implemented, it would have meant guns
and ammunition being distributed to the population, effectively dilu
ting the state monopoly on violence. In Austria, where this idea was
also popular and the central state was weak, it facilitated the forma-
tion of paramilitary groups that influenced the political life of the first
Austrian Republic, especially when Austria was forced by the peace
treaty to maintain only a small professional army. In Czechoslovakia,
the militia idea was not rejected right away; rather, its realisation was
postponed for a more favourable time which ultimately never arrived.
Thanks to this decision, the state both established effective control over
the country’s military arsenals and actively searched for, confiscated or
made people return military arms they were holding illegally as well as
repressing the unauthorised wearing of military uniforms.16 Succesful
enforcement of and popular trust in the state’s monopoly on violence is
one of the reasons why paramilitarism did not become a major feature
in the Czech Lands.17
The stress on legality and gradually evolving towards the ideal of
democratic republicanism excluded attempts to deepen the revolution
that had officially ended after the successful takeover on 28 October
15. J. Šolc, Miliční systém v programu Čs. strany národně socialistické v letech
1919–1938, Historie a vojenství 41/6 (1992), 3–29.
16. Cf. NA, f. Generální velitel četnictva (hereafter GVČ), k. č. 46, Výkaz zabavených
vojenských zbraní a jiných věcí (22. 12. 1918); Seznam nalezených a dle rozkazu gen.
vel. četn. českoslov. státu ze dne 13. /11. 1918 č. j. 65 sem hlášených zbraní; Slovenský
národný archiv Bratislava (hereafter SNA), f. Minister s plnou mocou pre správu Slo
venska, šk. 270, Oběžník z 25. 2. 1919, p. 1.
17. I. Pejčoch, Armády českých politiků: české polovojenské jednotky 1918–1945
(Cheb: Svět křídel, 2009); M. Čaplovič, Branné organizácie v Československu 1918–1939
(so zreteľom na Slovensko) (Bratislava: MO SR, 2001); cf. Gerwarth and Horne, Krieg
im Frieden.
[ 299 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
1918. The newly-created state needed to enforce its power and authori-
ty, which was no easy matter given the post-war, post-imperial disorder,
the lack of consumer goods and basic foodstuff, and the discrediting
of previously acknowledged authorities. Systemic change created the
popular conviction that the law no longer applied and that a new sys-
tem of norms was coming into being. The transformation undermined
trust in public institutions and the rule of law as well as endorsing civil
disobedience. The main threat to internal security was the wilfulness
that stemmed from a faulty understanding of democratic republican
citizenship as the unrestrained freedom to pursue one’s personal goals.
The decay of the previous social order during World War One and the
rearrangement of collective identities in Central Europe led to mea
sures subjectively understood as “just” being enforced by the “law of
the street”. The state outlawed such actions as “terror”, and while it was
not always either able or willing to prevent such incidents, it did have
sufficient power to launch police investigations after the fact, to initiate
prosecutions, and eventually to condemn the culprits.
However, apart from situations in which martial law was provision-
ally introduced, the judicial system applied moderation in its punish-
ments, turning a deaf ear to radical voices calling for the more severe
oppression of disobedient citizens and refusing to countenance retribu-
tive “eye for an eye” justice. Instead, the President of the Republic issued
a number of amnesties and pardons for crimes that were judged to be
one-off, low-intensity political violence stemming from the transitional
situation when emotions were high and the rules not yet clear. In addi-
tion to cases of political violence and the violence of civic inexperience,
the administration was especially likely to grant amnesties or pardons
to citizens who had served in the Czechoslovak Army.
The number of political crimes that continued to undermine the
stability of the state led to the adoption of the Law on the Protection
of the Republic (No. 23/1923 Coll.) which was passed after the assassi-
nation of Finance Minister Alois RaŠín in 1923. The law newly defined
and summarised political crimes against the state based on the experi-
ence of the previous five years. Although it was inspired by the German
[ 300 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
law of the same name (Gesetz zum Schutze der Republik) from 1922,
the Czech legislation was more moderate in its punishments. Death
penalty was not stipulated for even the most serious crimes against
the state, such as treason, and the President of the Republic repeatedly
issued amnesties for political crimes on the basis of this law.
The promise of continued development and an idealised self-image
of ideal democrats kept most revolutionary spirits within constitu-
tional boundaries. In its own interest, the young state’s representatives
favoured evolutionary development within the law over revolution-
ary breaks that could led to its eventual breakdown. State responses
to widespread political activism sought a purposeful response that
would contribute both to the pacification of the population and to the
strengthening of its own power. Both long-term state inactivity lead-
ing to anarchy and excessive repression provoking a violent escalation
would undermine the stability of the state.
[ 301 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
18. M. Frankl, „Emancipace od židů“: Český antisemitismus na konci 19. století (Pra-
ha and Litomyšl: Paseka, 2007), 246–271; M. Frankl and M. Szabó, Budování státu bez
antisemitismu: násilí, diskurz loajality a vznik Československa (Praha: Nakladatelství
Lidové noviny, 2015), 26–97; I. Koeltzsch, Geteilte Kulturen: Eine Geschichte der
tschechisch-jüdisch-deutschen Beziehungen in Prag (1918–1938) (Munich: Oldenbourg,
2012), 151–177.
19. Z. Fišer, Poslední pogrom: události v Holešově ve dnech 3. a 4. prosince 1918
jejich historické pozadí (Kojetín: KATOS, 1996); I. Mirovská, Den pěti světel: svědectví o
posledním protižidovském pogromu na Moravě (Prague: Votobia, 1998).
[ 302 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
of the consequences could not eliminate the cause. Shortages and over-
pricing could only disappear as supply grew in the course of economic
stabilisation.
Ivan Olbracht’s 1928 novel Anna proletářka [Anna the Proletarian],
which is set in the milieu of organised labour movement in Prague,
1919–20, included disturbing Communist revolutionaries who do not
shrink from using physical violence against the enemies of the revo-
lution. One of the revolutionaries is a Czech Red Army soldier who
argues for an armed uprising against the bourgeoisie at a meeting of the
social democratic party and promises to smuggle grenades and weap-
ons from Hamburg that would enable “a tiger’s leap” to victory. Another
is the Hungarian communist Sándor Kerekes, who fled post-
revolutionary Hungary for Czechoslovakia. He says that he was tortured
during the white terror, suffering a goose quill soaked in sulphuric acid
being repeatedly inserted into his anus during interrogations, and that
internees were killed with a sack filled with sand because it did not leave
bloody traces. Kerekes managed to escape prison when he bit through
his jailer’s throat and donned his clothes. When he discovers that his
torturer, Count Imre Bélaffy, is hiding in Prague, he finds him and
smashes his head in with a hatchet.20 Both in the novel and in reality,
for the majority of Czech social democrats who had not experienced
extreme violence, this fixation on violent revolutionary struggle seemed
inappropriate.
This reluctance to use violence led to a split within the Czechoslovak
Social Democratic Workers’ Party between a faction that tentatively
supported the newly-created republic and the government in which
their politicians were participating, and a Bolshevik faction urging fur-
ther, violent revolutionary change. The December 1920 general strike,
which was provoked by the struggle for the seat of the Czechoslovak
Social Democratic Workers’ Party in the Lidový dům [People’s House]
in Prague, revealed the strength of these factions. The majority of social
20. I. Olbracht, Anna proletářka, 10th ed. (Prague: Svoboda, 1952), 86–8, 103–4.
[ 303 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
21. A. Klimek, Velké dějiny zemí Koruny české, sv. XIII. 1918–1929 (Praha and Li-
tomyšl: Paseka, 2000), 223–6; D. Bárta, Prosincová generální stávka roku 1920 (Prague:
Státní nakladatelství politické literatury, 1953).
22. K. Mertová, 4. březen 1919 v Kadani, Minulostí západočeského kraje 28 (1992),
221–231; J. Kopica, Boj o pohraničí: Demonstrace 4. března 1919 v Československu
(Kadaň: Město Kadaň, 2013).
23. N. M. Wingfield, Flag Wars and Stone Saints: How the Bohemian Lands
[ 304 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
became Czech (Cambridge, London: Harvard University Press, 2007); J. King, Budweisers
into Czechs and Germans: a Local History of Bohemian Politics, 1848–1948 (Princeton:
Princeton University Press, 2000); S. Paces, Prague Panoramas: National Memory and
Sacred Space in the Twentieth Century (Pittsburg: University of Pittsburg Press, 2009).
24. Koeltzsch, Geteilte Kulturen, 151–176; A. Adam, Unsichtbare Mauern: die
Deutschen in der Prager Gesellschaft zwischen Abkapselung und Interaktion (1918–
1938/39) (Essen: Klartext, 2013), 35–54.
25. J. Hilmera, Stavovské národu! O tom, jak se Stavovské divadlo stalo součástí Di-
vadla národního (Prague: Stavovské divadlo, 1991).
[ 305 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
26. For a fictional depiction of a mob helping a labourer couple move in by force,
see I. Olbracht, Anna proletářka, 124–153; For a short recollection from one of the
members of the “Black Hand”, see Sauer, Franta Habán, 268–270.
27. J. Holeček, Prvé tříletí Československé republiky (Prague: Československé pod-
niky tiskařské a vydavatelské v Praze, 1922), 183.
28. P. Marek, Církevní krize na počátku první Československé republiky (1918–1924)
(Brno: L. Marek, 2005), 212–260.
[ 306 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
The destruction of the old order and the establishment of a new one
enabled the emergence of a civic self-confidence and made it possi-
ble to tackle various issues anew. Besides long-term frustrations, it was
above all anger that catalysed these violent predispositions. In such a
situation, violence was virtually part and parcel of conflicts between so-
cial groups in the immediate post-war period, but was usually limited
to intimidation, humiliation or coercion; only in exceptional cases did
it lead to irreversible corporal damages or even death. The fear of errat-
ic violence inhibited the meeting of demands that were not achievable
by manageable violence.
[ 307 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
30. T. Zahra, Kidnapped Souls: National Indifference and the Battle for Children in
the Bohemian Lands, 1900–1948 (Ithaca: Cornell University Press, 2008).
31. NA, f. GVČ, k. č. 46, Protokol Národního výboru v Turnově (15. 11. 1918).
32. Vojenské dějiny Československa, III. díl (Prague: Naše vojsko, 1987), 29–35.
33. Cf. J. Bílek, Kyselá těšínská jablíčka: československo-polské konflikty o Těšínsko
1919, 1939, 1945 (Prague: Epocha, 2011).
[ 308 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
34. T. K. Wilson, Frontiers of Violence. Conflict and identity in Ulster and Upper
Silesia 1918–1922 (New York: Oxford University Press, 2010); E. Długajczyk,
Polska konspiracja wojskowa na Śląsku Cieszyńskim w latach 1919–1920 (Katowice:
Wydawnictwo Uniwersytetu Śląskiego, 2005).
35. D. Gawrecki, Studie o Těšínsku. Politické a národnostní poměry v Těšínském
Slezsku 1918–1938 (Český Těšín: Muzeum Těšínska, 1999), 35; G. Giąsior (ed.), Zaolzie.
Polsko-czeski spór o Śląsk Cieszyński 1918–2008 (Warszawa: Fundacja Ośrodka KARTA
a Dom Spotkań z Historią 2008).
36. Cf. Biała księga zbrodni popełnionych w dniach 23–29.01.1919 r. na Śląsku
Cieszyńskim przez wojska Gen. Josefa Šnejdárka (Cieszyn: Muzeum 4 pułku strzelców
podhalańskich, 2013); J. Pyszko, Stonawa pamięta 1919–1999 (Cieszyn: Interfon, 1999).
[ 309 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 310 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
shops, pubs and private apartments that were also typical of the Czech
Lands in late 1918 and early 1919 took a more dramatic turn in Slova-
kia. In the final chapter of the classic Slovak novel Živý bič [The Living
Whip], which depicts the end of World War One in a Slovak village in
the Orava Region, the crowd kill the local official (notár), loot a Jewish
tavern and torture the owner and his wife.40 While later on interpret-
ed as national emancipation from the old regime, such incidents often
provoked a counteraction of the victims and got into a spiral of violence
until the territory was controlled by the Czechoslovak Army and state-
ness was pushed through.41
The bloodiest military confrontation happened in Slovakia during
the undeclared war with Bolshevik Hungary in the spring and sum-
mer of 1919. A border dispute in the Sátoraljaújhely region provoked
the Hungarian Red Army to counterattack. It successfully pushed the
Czechoslovak troops out of southern into central and eastern Slovakia
and made the territory a part of the Hungarian Soviet Republic, or its
satellite structure, the Slovak Soviet Republic, which lasted for three
weeks. In the end, Czechoslovakia only won the war thanks to the dip-
lomatic support of the Entente, which ordered the end of hostilities and
set the borders in Czechoslovakia’s favour. Summing up, between 2
November 1918 and 14 August 1919, 864 soldiers were killed or received
wounds that led to their death, 2830 were injured, 1412 fell sick, 343
were taken prisoner and 1960 were registered as missing in action on
the Czechoslovak side, while 450 were killed, 3691 injured, 6977 fell ill
and 471 were taken prisoner on the Hungarian side.42
The state-building wars took a different course in the Czech-
German borderlands of Bohemia, Moravia and Silesia, where both
sides preferred a political solution to a bloody military campaign. The
40. M. Urban, Živý bič, 2nd ed. (Prague: Československý spisovatel 1986).
41. M. Szabó, “Rabovačky” v závere prvej svetovej vojny a ich ohlas na medzivojno-
vom Slovensku, Forum Historiae 9/2 (2015), 33–55.
42. M. Hronský, Boj o Slovensko a Trianon, 1919–1920 (Bratislava: Národné lit-
erárne centrum, 1998), 187.
[ 311 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 312 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
being. Police investigations into riots that took place shortly after the
war often concluded that legionnaires were leading the revolting collec-
tives. In cases where they considered there to be a need to endorse law
and order, the legionnaires interfered in public space both on their own
initiative and on demand. For instance, when a group of legionnaires
urged a printer to stop printing and posting German posters in Prague
in November 1919, they threatened first to smash the hoardings and
eventually to destroy the printer’s premises. The printer asked the
legionnaires to show him authorisation for such a demand. One of
the legionnaires answered that his uniform was authorisation in it-
self; when the company owner did not accept this argument, another
legionnaire attempted to persuade him with a punch.45
Besides such everyday scenes, arguably the largest protest staged
by legionnaires was the mutiny of the 1st battalion of Czechoslovaks
from Russia based in the Czech-German border town of Železná Ruda/
Markt Eisenstein. The battalion attempted a coup d’état on July 21–22
1919 with the aim of reaching Prague and establishing a military dic-
tatorship under the leadership of T.G. Masaryk. A group of mutineers
captured a train and drove it to the nearby town of Klatovy, where they
seized control of the local apparatus of state, raised red and red-white
flags and put up posters informing the populace what they had done.
Even during the mutiny itself, some soldiers had expressed doubt as to
whether their group interest as soldiers should perhaps be subordinated
to the state interest in order to build a strong state that could withstand
external attacks. The mutiny ended in Plzeň, where the mutineers
capitulated; despite numerous threats, the incident remained blood-
less.46 The most serious attempt at violent takeover thus ended as a
harmless action by drunk and undisciplined soldiers who wanted to
solve the accumulated problems in the “Russian way” (po rusku).
[ 313 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 314 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
policy that facilitated their reintegration into civil society. War veterans
are usually an “entitlement community”,49 but when they can back up
their demands with violence, they become a public security issue.
Favouring legionnaires was criticised as unfair vis-à-vis other war
veterans, but it served to reward and satisfy the victors. The radical
energies of the legionnaires who were not reluctant to use violence
when they felt it was needed, either in the service of an unspecified
higher ‘republican’ principle or their own well-being, had either to
be absorbed into the state monopoly on violence or safely discharged
by means of a suitable social policy. Czechoslovakia neutralised the
former legionnaires by, firstly, moderately privileging them in the
military, public service and the social system and by, secondly, awarding
them a prominent place in the politics of memory.50 The later decision
to unify the legionnaires and “home” soldiers into a new Czechoslo-
vak Army structure in which soldiers with different World War One
backgrounds would mix was also motivated by the desire to disperse
previous collectives and create reliable units out of heterogeneous
social groups.51
Unlike former Czech soldiers from the Austro-Hungarian military,
the legionnaires retained their specific ethos of citizens in uniform
who had earned their special social position through war service.
Profiting from this victorious status seemed to be difficult in a post-war
49. M. Edele, Soviet Veterans of the Second World War: a Popular Movement in an
Authoritarian Society 1941–1991 (Oxford: Oxford University Press, 2008), 185–214.
50. N. Stegmann, Kriegsdeutungen – Staatsgründungen – Sozialpolitik: der Helden-
und Opferdiskurs in der Tschechoslowakei 1918–1948 (München: Oldenbourg, 2010);
I. Šedivý, Legionářská republika? K systému legionářského zákonodárství a sociální
péče v meziválečné ČSR, Historie a vojenství 51/1 (2002), 158–184; J. Michl, Legionáři
a Československo (Prague: Naše vojsko, 2009).
51. R. Břach, Dva roky bojů a organizační práce: Československá armáda v letech
1918–1920 (Prague: MO ČR-VHÚ, 2013), 156–157; for ethnic aspects in the Czech-
oslovak military see M. Zückert, Zwischen Nationsidee und staatlicher Realität: Die
tschechoslowakische Armee und ihre Nationalitätenpolitik 1918–1938 (Munich: Olden-
bourg, 2006).
[ 315 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Concluding remarks
The Czech Lands were by no means an entirely peaceful territory in the
immediate post-war years. However, the high disposition to violence
was only realised to a limited extent. Violence did not become an end
in itself, but neither was it a mere by-product of an aggravated group
conflict. The threat of violence increased one’s power in the numerous
conflicts and its functional application could help a group accomplish
its objectives. The state was somewhat reluctant to suppress these sit-
uations and punish the participants, because it considered them to be
a consequence of war and civic immaturity rather than malice. Along-
side the notorious cases of bloodshed, such as the demonstrations of
4 March 1919, many confrontations remained confined to low-intensity
violence. In the culture of victory paradigm, deepening the social or
national revolution was viewed as gambling with the existence of
Czechoslovakia, the prize most Czechs valued above all others. More
over, the Germans in the Czech Lands remained committed to the legali
ty of the transformation and submitted to the results of the war after the
signing of the peace treaty. In contrast, a quite different situation arose
in disputed territories with a weak or even non-existent state power
such as Těšínsko, Slovakia or Carpathian Ruthenia.
These observations are a response to the question of why the Czech
Lands managed to “dance on the volcano” in the immediate post-war
period without—to allude to Timothy Snyder’s much-discussed book52
on violence in East-Central Europe during World War Two —turning
into “bloodlands” after 1918. However, this thesis is in need of further
52. T. Snyder, Bloodlands: Europe between Hitler and Stalin (London: Vintage
Books, 2010).
[ 316 ]
VÁ C L AV Š M I D R K A L
[ 317 ]
T HANOS V EREMIS
[ 319 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 320 ]
THANOS VEREMIS
The interwar period is better known for the flight of its intellectuals
to a distant past. T.S. Eliot retreated to the rich tradition of medieval
culture and found solace in the Anglican faith. Proust died in 1923; a
relic of a pre-war tedious narcissism and James Joyce’s world is about a
provincial city and its references to a hero of antiquity. Only Yeats had
an epiphany of the future, even though this is a catastrophe far greater
than the war that devastated the continent. His antichrist is already in
1920 slouching towards Bethlehem to be born. In 1920, neither Hitler
nor Stalin were yet visible. Spengler had finished the first volume (1917)
of the “Decline of the West” and as a true patriot was very unhappy
about the outcome of the Great War. The Weimar Republic was already
facing its authoritarian foes.
This is a time of politics rather than cultural discourse and Germany
was replete of aspiring politicians as was France. However politics and
ethics were poles apart. Men of action were without a sensitive con-
science and unlike nineteenth century statesmen, did not expect histo-
ry to vindicate them.
From all the European nation-states Germany was unified last. The
Germans throughout the ages had paid dearly for their segmented con-
dition. The entire “thirty years war” was played out in German territory
and that constituted a harsh blow for the natives. Bismarck, the iron
Chancellor, consolidated Germany and the unprecedented power of
the new state was put to the test in the Franco-Prussian war of 1870
and more so in the First World War. Defeat after facing France, Britain,
Russia and finally the USA in the field, convinced the man in the street
that his country was betrayed from within. Unfortunately this was the
heritage bestowed on the fledgling Republic that had to bear the bur-
den of indemnities. This was also a period of recriminations, political
jingoism and hatred.
Some have found common elements in the Weimar Germany and
Greece of today. Between 1928-32 the Social Democratic and Popular
party “grand coalition” reminds of the New Democracy-Pasok govern-
ment still persisting. If we consider the left and right opposition in the
two parliaments, then the similarity becomes greater. And there is the
[ 321 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 322 ]
THANOS VEREMIS
[ 323 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
the next capital of literature. In 1923 Joyce produced his Ulysses and
Samuel Beckett waited in the wings. Alas, modern art as literature and
music became increasingly isolated from the average reader and viewer.
Gone were the days when ordinary devotees could read and appreciate
the works of their contemporaries. A popular literature emerged to
fill the void of communication between readers and creative writers.
Detective stories, pulp fiction and even illustrated magazines would
stalk the orphaned sector of readership that once admired Victor Hugo,
Alexandre Dumas (Elder & Younger) and Charles Dickens.
Europe was adrift in a world guided by two compelling faiths.
The Americans believed in the providence of a greater spirit, while
the Russians in a secular determinism of history. Soon the European
continent would be torn between the two. Fascism and its offshoot
Nazism were also secular creeds determined by sheer will and the
Nitzschean superman. These totalitarian views of society brought Italy,
Germany, Austria and later Spain, into the fold. World War II was in
fact a contest between Liberalism, Fascism and Communism.
In the meantime, the Americans, safe in their fortress, had forfeited
the art of foreign policy. During the thirties they watched Nazi
Germany’s rise to power without realising that this would have an
adverse effect on their own interests. It would take an economic crash
and another world war to convince the USA that it too depended on
international developments as did all states.
The crash of the American stock market in 1929 reverberated
throughout Europe. It was the single most important cause of the sub-
sequent chain reaction of changes in the United States and Europe.
The failure of classical liberalism that began from its American cita-
del brought the state back into focus. John Maynard Keynes exchanged
the ailing market concept with large public works that would diminish
unemployment and revive the economy. A revision of the balance
between the public and the private sector is at the core of the western
boom after the war.
With the exception of Sweden and other Scandinavian states that
followed a moderate Social Democratic model with success, most of
[ 324 ]
THANOS VEREMIS
[ 325 ]
Λ ΗΤΩ Ι ΩΑΚΕΙΜΙΔΟΥ
[ 327 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
– και μάλιστα υπό τον τίτλο του κεφαλαίου «Η κατάρρευση του συστή-
ματος των αξιών» – είναι ο φόβος της ισοπεδωτικής απάλειψης κάθε
ιδιότητας, του αποπροσανατολισμού και της απώλειας κάθε διαφορο-
ποιητικού στοιχείου, σε κάθε επίπεδο της εμπειρίας5. Πρόκειται για την
κύρια απειλή που επικρέμαται πάνω από τα πρόσωπα στη μεσοπολεμική
λογοτεχνία των δεκαετιών του ’20 και του ’30. Ο πρωτεϊκός χαρακτή-
ρας, οι απειράριθμες μορφές που παίρνει η προσπάθεια να ειπωθεί ο πό-
λεμος και η συνεπαγόμενη κατάρρευση κάθε βεβαιότητας θα μπορούσε
να είναι η βασική παράμετρος του χαρακτηρισμού της μεσοπολεμικής
λογοτεχνίας ως «εποχής».
Η παραπάνω σκέψη του Hermann Broch μπορεί να συνοδεύσει
την προσπάθεια του αναγνώστη να ταξινομήσει τις τάσεις που
εμφανίζονται στη λογοτεχνία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως
αντίδραση ή, έστω, σε συνάρτηση με αυτόν. Είναι σχεδόν αυτονόητο
ότι μια μεγάλη ομάδα κειμένων συγκεντρώνεται γύρω από την
ανάγκη να αποτυπωθούν οι μαρτυρίες ή να αναδιατυπωθούν μέσα
από μυθοπλασίες όπου κυριαρχεί η Ιστορία με ρεαλιστική στόχευση.
Μεταθέτοντας εδώ το ζητούμενο του αφηγητή των Υπνοβατών, θα
μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η λογοτεχνία αρκείται πλέον στα
δομικά υλικά της, δηλαδή στο πολεμικό βίωμα, πολλώ μάλλον από
τη στιγμή που αυτά τα υλικά έχουν τη δύναμη να διαλύσουν κάθε
«διακοσμητικό στοιχείο» του παρελθόντος.
Τα πράγματα δεν είναι όμως τόσο απλά ούτε τόσο μονοδιάστατα.
Όντως, ήδη από τα χρόνια του Πολέμου ξεκινά ένα κύμα δημιουργιών
που καταγράφουν την πολεμική εμπειρία η οποία συνθλίβει τον
στρατιώτη με νέους, πρωτόγνωρους τρόπους: ασφυξιογόνα αέρια και
απόκοσμες προστατευτικές στολές, αεροβομβαρδισμοί, φλογοβόλα,
όλμοι, χειροβομβίδες, βελτιωμένες οβίδες κυριαρχούν στην καταγραφή
των πεδίων της μάχης. Κυρίως όμως, η ευρωπαϊκή λογοτεχνία
5. Μέσα από την έλλειψη διακοσμητικών στοιχείων στο αρχιτεκτονικό στυλ της
εποχής του, ο αφηγητής διαβάζει, συμπερασματικά, «μια προφητική προειδοποίηση
για την πνευματική κατάσταση μιας αντιπνευματικής αντιεποχής» (Μπροχ, Οι υπνο-
βάτες, ΙΙΙ, 81).
[ 328 ]
ΛΗΤΩ ΙΩΑΚ ΕΙΜΙΔΟΥ
6. Για την προσαρμογή του αρχικού πεζογραφήματος σε θεατρικό έργο από την
Christine Bussière (1997), βλ. M. Bertrand, Des Mémoires d’un rat à Mémoires d’un rat,
στο Aphrodite Sivétidou – Maria Litsardaki (επιμ.), Roman et théâtre, une rencontre
intergénérique dans la littérature française (Παρίσι: Classiques Garnier, 2010), 469-486.
7. «Από την πλούσια και συχνά συμβατική πολεμική λογοτεχνία, επιβίωσαν έργα
που ζωγραφίζουν χωρίς στολίδια τις σκληρές συνθήκες ζωής των πολεμιστών, το Vie
des martyrs του Duhamel, το Les croix de bois του Roland Dorgelès, το Le feu του Bar-
busse» γράφουν η Marie-Claire Bancquart και ο Pierre Cahné στο Littérature française
du XXe siècle (Παρίσι: P.U.F., 1992), 133. Σε αυτές τις λογοτεχνικές συμβάσεις αντι-
παραβάλλονται, ως πρωτοποριακά δημιουργήματα της ίδιας εποχής, καλλιτεχνικές
«εκρήξεις», όπως Η Μεταμόρφωση του Κάφκα (1915), ο σουπρεματισμός του Μάλε-
βιτς την ίδια χρονιά, η δημιουργία του κινήματος Νταντά το 1916, η επιθεώρηση 391
του Φρανσίς Πικαμπιά το 1917.
[ 329 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
Αυτός που πρέπει απόψε να πεθάνει στα χαρακώματα / Είναι ένας μι-
κρός στρατιώτης με χαμένο βλέμμα / Που κοιτάζει ολημερίς στις τσιμε-
ντένιες πολεμίστρες / Τις Δόξες που κρέμασαν εκεί τη νύχτα […] Κα-
θώς μέσα από σήραγγες λευκές / Περνούσες μεταμφιεσμένη ψυχή μου
/ Είδες άξαφνα τους πεθαμένους και τους ζωντανούς / Εκείνοι πίσω οι
άλλοι μπροστά / Τους στρατιώτες και τις γυναίκες / Ένα τρένο τρέχει
γρήγορα μέσα στο λιβάδι στην Αμερική / Γυαλιστερά σκουλήκια λά-
μπουν απόψε γύρω μου / Λες και το λιβάδι καθρέφτης ήταν του ένα-
στρου Ουρανού9.
8. Πρόκειται για τμήμα του πολύπτυχου Les Hommes de bonne volonté (1932-
1946). Το συγκεκριμένο παράθεμα αναφέρεται από τον Jean Kaempfer, Poétique du
récit de guerre (Παρίσι: José Corti, 1998), 219-220.
9. Από το ποίημα «Οι άγρυπνες», που γράφτηκε στο Μέτωπο το Μάιο του 1915:
Γκ. Απολλιναίρ, Σαλτιμπάγκοι και άλλα ποιήματα, μτφρ. Χριστόφορος Λιοντάκης
(Αθήνα: Γαβριηλίδης, 2007), 21 και 27.
[ 330 ]
ΛΗΤΩ ΙΩΑΚ ΕΙΜΙΔΟΥ
Η ομίχλη έβαψε το μάτι / που βάζει χρώμα στην όρασή μας / μ’ ελαφρόν
αίμα και κουρασμένο σκιερό πιοτό / μηχανοποιείται ο χορός των φερέ-
τρων / ή πολύχρωμα φύλλα αναπάντεχα μες στις φλέβες / απολιθωμένη
ρόδα γκρίζα χωρίς τα κλαριά της / πράγματα που πηδούν αναμεσής της
αποστάσεως / ζω τα διαστήματα του υπόγειου θανάτου.11
10. Πρόκειται για το δεύτερο σχεδίασμα του ποιήματος «Γκρόντεκ»: Γκ. Τρακλ,
Το όνειρο του κακού, Ποιήματα (1913-1915), εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Μιχάλης
Παπαντωνόπουλος (Αθήνα: Εκδόσεις Ερατώ, 2005), 147.
11. Απόσπασμα από ποίημα του 1920 με τίτλο «Κινηματογράφος ημερολόγιο της
καρδιάς – Αφαίρεσις» (μτφρ. Νίκος Εγγονόπουλος), στο Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου,
…δεν άνθησαν ματαίως, Ανθολογία υπερρεαλισμού (Αθήνα: Νεφέλη, 1980), 301.
[ 331 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
12. Th. Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος (Αθήνα: Εξά-
ντας, 1995), τ. β΄, 632.
13. Στρ. Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω, Έκδοση Μυτιλήνης 1924 (Αθήνα: Εστία,
1991), 59.
[ 332 ]
ΛΗΤΩ ΙΩΑΚ ΕΙΜΙΔΟΥ
χιλιάδες άνθρωποι του ’βαλαν μες στην κοιλιά του συμπυκνωμένη την
όχτρα τους και το ’στειλαν να δαγκώσει»14.
– Για τα σακίδια στις ράχες των στρατιωτών, ο αφηγητής επιλέγει το
εφιαλτικό στοιχείο ενός γνωστού ανατολίτικου παραμυθιού: «ζωντανά
και άσκημα ζώα, που γαντζώθηκαν εκεί και κάνανε περίπατο στις πλά-
τες μας. Κάτι σαν το τελώνιο του Σεβάχ Θαλασσινού που πήδηξε στο
σβέρκο του και δεν ξεκολλούσε απ’ εκεί όπου κι αν πήγαινε»15.
– Και το αποκορύφωμα, η συλλογική μοίρα αυτής της στρατιάς, ισοδυ-
ναμεί με μια παράλογη απώλεια κάθε ανθρώπινης ιδιότητας: «Κι αμέ-
σως όλοι μας, χιλιάδες και μιλιούνια, θα βρεθούμε στον πάτο της πιο
μαύρης και κρύας θάλασσας, μεταμορφωμένοι σε σφουγγάρια. Ένας
απέραντος θαλασσινός κάμπος θα γεμίσει από φυτρωμένα “ηρωικά
σφουγγάρια”, που θα σαλεύουμε με τα γλιστερά και σαλιάρικα μέλη
μας κανονικά και πειθαρχικά, δεξιά-ζερβά, με την κίνηση των νερών»16.
[ 333 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 334 ]
ΛΗΤΩ ΙΩΑΚ ΕΙΜΙΔΟΥ
[ 335 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 336 ]
ΛΗΤΩ ΙΩΑΚ ΕΙΜΙΔΟΥ
[ 337 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 338 ]
ΛΗΤΩ ΙΩΑΚ ΕΙΜΙΔΟΥ
28. Β. Γουλφ, Στο φάρο, μτφρ. Άρης Μπερλής (Αθήνα: Ύψιλον, 1995), 150.
[ 339 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 340 ]
ΛΗΤΩ ΙΩΑΚ ΕΙΜΙΔΟΥ
31. Fr. Sounac, Modèle musical et composition romanesque, Genèse et visages d’une
utopie esthétique (Παρίσι: Classiques Garnier, 2014), 494.
32. Γ. Σεφέρης, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (Αθήνα: Ερμής, 2010), 103 (για όλα τα
παραθέματα).
[ 341 ]
1 9 1 4 - 1 9 2 4 . ΤΑ Χ Ρ Ό Ν Ι Α ΤΩ Ν Α Ν ΑΤ Ρ Ο Π Ώ Ν
[ 342 ]
ΛΗΤΩ ΙΩΑΚ ΕΙΜΙΔΟΥ
[ 343 ]
Κ ΑΤΑ ΛΟ Γ ΟΣ Ε Ι Σ Η Γ Η Τ Ω Ν
Έλλη Λεμονίδου, Επ. Καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Τμήμα Διαχείρισης
Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών, Πανεπιστήμιο Πατρών