You are on page 1of 3

Πολιτική φιλοσοφία [political philosophy].

Η μελέτη της φύσης και της δικαιολόγησης των


εξαναγκαστικών θεσμών. Το φάσμα των εξαναγκαστικών θεσμών κυμαίνεται σε μέγεθος από την
οικογένεια έως το έθνος-κράτος και τους παγκόσμιους οργανισμούς όπως τα Ηνωμένα Έθνη. Είναι
θεσμοί οι οποίοι, ορισμένες φορές τουλάχιστον, κάνουν χρήση βίας ή απειλή βίας ώστε να ελέγξουν τη
συμπεριφορά των μελών τους. Η δικαιολόγηση τέτοιων εξαναγκαστικών θεσμών απαιτεί να
καταδειχτεί ότι οι αρχές στο πλαίσιο αυτών των θεσμών έχουν δικαίωμα να υπακούονται και ότι τα
μέλη τους έχουν μια αντίστοιχη υποχρέωση να υπακούουν σε αυτές, λόγου χάριν, ότι αυτοί οι θεσμοί
δικαιούνται να κατέχουν πολιτική εξουσία πάνω στα μέλη τους.
Οι κλασσικοί πολιτικοί φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ενδιαφέρονταν πρωτίστως να
παράσχουν δικαιολόγηση για τις πόλεις-κράτη, όπως ήταν η Αθήνα και η Σπάρτη. Ιστορικά, όμως,
καθώς έγιναν εφικτοί και επιθυμητοί ευρύτεροι εξαναγκαστικοί θεσμοί, οι πολιτικοί φιλόσοφοι
προσπάθησαν να δικαιολογήσουν αυτούς τους τελευταίους. Ύστερα από τον 17ο αιώνα, οι
περισσότεροι πολιτικοί φιλόσοφοι εστίασαν το ενδιαφέρον τους στην παροχή δικαιολόγησης για τα
έθνη-κράτη, η αξίωση των οποίων για αναγνωρισμένη εξουσία περιορίζεται τόσο γεωγραφικά, όσο κι
εθνικά. Αλλά, από καιρό σε καιρό, και πιο συχνά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, κάποιοι πολιτικοί
φιλόσοφοι προσπάθησαν να παράσχουν δικαιολόγηση για διάφορες μορφές παγκόσμιας
διακυβέρνησης, με εξουσίες ακόμη πιο εκτεταμένες από εκείνες που ασκούνται προς το παρών από τα
Ηνωμένα Έθνη. Και σχετικά πρόσφατα, κάποιοι φεμινιστές πολιτικοί φιλόσοφοι έχουν εγείρει
σημαντικές ενστάσεις εναντίον της οικογένειας με την παρούσα συγκρότηση της.
Ο αναρχισμός (από την ελληνική λέξη άν-αρχος, δηλαδή χωρίς κυβέρνηση) αρνείται το κεντρικό
καθήκον της πολιτικής φιλοσοφίας. Θεωρεί ότι κανένας εξαναγκαστικός θεσμός δεν είναι θεμιτός. Ο
Proudhon, ο πρώτος που περιέγραψε τον εαυτό του ως αναρχικό, πίστευε ότι οι εξαναγκαστικοί θεσμοί
θα έπρεπε να αντικατασταθούν από κοινωνικούς και οικονομικούς οργανισμούς στη βάση μιας
συμφωνίας που θα έχει συναφθεί εθελοντικά, ενώ υπερασπίστηκε την ειρηνική μετάβαση στον
αναρχισμό. Άλλοι, ιδίως ο Blanqui και ο Bakunin, υποστήριξαν τη χρήση βίας για την καταστροφή της
εξουσίας των εξαναγκαστικών θεσμών. Ο αναρχισμός ενέπνευσε το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα, τον
Makhno και τους οπαδούς του κατά τη διάρκεια του Ρώσικου Εμφυλίου πολέμου, τους Ισπανούς
αναρχικούς κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου πολέμου, καθώς και τους αναρχικούς
gauchistes κατά τη διάρκεια των “γεγονότων του Μάη” στη Γαλλία του 1968.
Ωστόσο, οι περισσότεροι πολιτικοί φιλόσοφοι προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τους εξαναγκαστικούς
θεσμούς· απλώς διαφωνούσαν γύρω από το ποιο είδος εξαναγκαστικών θεσμών δικαιολογείται. Ο
φιλελευθερισμός, που προέρχεται από το έργο του Locke, είναι η άποψη ότι οι εξαναγκαστικοί θεσμοί
δικαιολογούνται όταν προάγουν την ελευθερία. Κατά τον Locke, η ελευθερία απαιτεί μια
συνταγματική μοναρχία με κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, το
ιδεώδες της ελευθερίας έγινε αντικείμενο δύο τουλάχιστον ερμηνειών: της άποψης που μοιάζει να
είναι εγγύτερη στον κλασσικό φιλελευθερισμό του Locke και που σήμερα αποκαλείται συχνότερα
(πολιτικός) ελευθεριασμός (libertarianism). Αυτή η μορφή φιλελευθερισμού ερμηνεύει τους
περιορισμούς στην ελευθερία ως θετικές πράξεις (λόγου χάριν, πράξεις κατ' εντολή), οι οποίες
αποτρέπουν τους ανθρώπους από το να κάνουν ότι θα μπορούσαν ειδάλλως να κάνουν. Σύμφωνα με
αυτή την άποψη, η αποτυχία παροχής βοήθειας σε ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε ανάγκη δεν
συνιστά περιορισμό της ελευθερίας των τελευταίων. Οι ελευθεριακοί υποστηρίζουν πως όταν η
ελευθερία ερμηνεύεται κατ' αυτό τον τρόπο, τότε μόνο ένα ελάχιστο κράτος, ή ένα κράτος-
νυχτοφύλακας, μπορεί να δικαιολογηθεί, το οποίο παρέχει προστασία ενάντια της βίας, της κλοπής και
της απάτης. Αντίθετα, στο φιλελευθερισμό της ευημερίας, μια μορφή φιλελευθερισμού που έλκει την
καταγωγή του από το έργο του T.H. Green, οι περιορισμοί στην ελευθερία ερμηνεύονται έτσι ώστε να
περιέχουν αρνητικές πράξεις (λόγου χάριν, πράξεις παράλειψης), οι οποίες αποτρέπουν τους
ανθρώπους από το να κάνουν ό,τι θα μπορούσαν ειδάλλως να κάνουν. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η
αποτυχία παροχής βοήθειας σε ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται σε ανάγκη περιορίζει την ελευθερία
τους. Οι οπαδοί του φιλελευθερισμού της ευημερίας υποστηρίζουν πως όταν η ελευθερία ερμηνεύεται
κατ' αυτόν τον τρόπο, τότε δικαιολογούνται οι εξαναγκαστικοί θεσμοί ενός κράτους ευημερίας, το
οποίο απαιτεί ένα εγγυημένο κοινωνικό μίνιμουμ και ίσες ευκαιρίες. Ενώ κανείς δεν αμφισβητεί πως
όταν δοθεί στην ελευθερία μια ερμηνεία φιλελευθερισμού της ευημερίας, τότε απαιτείται κάποια
μορφή κράτους ευημερίας, υπάρχουν αρκετές διαμάχες γύρω από το αν απαιτείται ένα ελάχιστο
κράτος, όταν δοθεί στην ελευθερία μια ελευθεριακή ερμηνεία. Το ζήτημα είναι αν η ελευθερία των
φτωχών περιορίζεται όταν εμποδίζονται να λάβουν ό, τι χρειάζονται για την επιβίωση από το
πλεόνασμα που κατέχουν οι πλούσιοι. Αν μια τέτοια παρεμπόδιση περιορίζει την ελευθερία των
φτωχών, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η δική τους ελευθερία έχει προτεραιότητα έναντι της
ελευθερίας των πλουσίων από επεμβάσεις, όταν χρησιμοποιούν το πλεόνασμα που κατέχουν για
πολυτελείς σκοπούς. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να καταδειχτεί πως ακόμη και όταν στο ιδεώδες
της ελευθερίας δίνεται μια ελευθεριακή ερμηνεία, και πάλι δικαιολογείται μάλλον ένα κράτος
ευημερίας, παρά ένα ελάχιστο κράτος.
Τόσο ο ελευθεριακός φιλελευθερισμός όσο και ο φιλελευθερισμός της ευημερίας είναι προσδεδεμένοι
στον ατομικισμό. Στην εν λόγω θεώρηση, τα δικαιώματα των ατόμων εκλαμβάνονται ως βασικά και η
δράση των εξαναγκαστικών μηχανισμών δικαιολογείται, καθ' όσον προάγει αυτά τα δικαιώματα. Ο
κοινοτισμός, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τα κείμενα του Hegel, αρνείται τον ατομικισμό.
Υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα των ατόμων δεν είναι βασικά και ότι η συλλογικότητα μπορεί να έχει
δικαιώματα που είναι ανεξάρτητα από εκείνα για τα οποία οι φιλελεύθεροι ισχυρίζονται ότι αποτελούν
τα δικαιώματα των ατόμων, ή που μπορούν να είναι ακόμη και αντίθετα στα τελευταία. Σύμφωνα με
τους κοινοτιστές, τα άτομα συγκροτούνται από τους θεσμούς και τις πρακτικές των οποίων αποτελούν
τμήμα, ενώ τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους προέρχονται από αυτούς ακριβώς τους θεσμούς και
από αυτές τις πρακτικές. Ο φασισμός αποτελεί ακραία μορφή κοινοτισμού, η οποία υποστηρίζει ένα
αυταρχικό κράτος με περιορισμένα δικαιώματα για τα άτομα. Στην εκδοχή του εθνικοσοσιαλισμού
(ναζισμός) ο φασισμός υπήρξε αντισημιτικός και στρατοκρατικός.
Σε αντίθεση προς τον φιλελευθερισμό και τον κοινοτισμό, ο σοσιαλισμός εκλαμβάνει την ισότητα ως
το βασικό ιδεώδες και δικαιολογεί τους εξαναγκαστικούς θεσμούς, στο μέτρο που προάγουν την
ισότητα. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες, όπου τα μέσα παράγωγης βρίσκονται στην ιδιοκτησία και στον
έλεγχο ενός σχετικά μικρού αριθμού ατόμων και χρησιμοποιούνται πρωτίστως προς δικό τους όφελος,
οι σοσιαλιστές υποστηρίζουν την ανάληψη του ελέγχου των μέσων παραγωγής και τον
αναπροσανατολισμό της χρήσης τους προς τη γενική ευημερία. Σύμφωνα με τον Marx, αρχή της
κατανομής για μια σοσιαλιστική κοινωνία είναι: Από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητες του,
στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Οι σοσιαλιστές διαφωνούν, πάντως, μεταξύ τους γύρω από
το ποιος θα έπρεπε να ελέγχει τα μέσα παραγωγής σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Στην εκδοχή του
σοσιαλισμού που προτιμούσε ο Lenin, εκείνοι που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής θα πρέπει να είναι μια
ελίτ που φαινομενικά διαφέρει μόνο ως προς τους σκοπούς της από την καπιταλιστική ελίτ την οποία
αντικαθιστά. Σε άλλες μορφές σοσιαλισμού, τα μέσα παραγωγής θα πρέπει να ελέγχονται
δημοκρατικά. Στις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, η εθνική άμυνα, η αστυνομία και η
πυροπροστασία, η αναδιανομή του εισοδήματος και η προστασία του περιβάλλοντος βρίσκονται ήδη
κάτω από δημοκρατικό έλεγχο. Η δημοκρατία, ή “διακυβέρνηση από το λαό”, θεωρείται ότι βρίσκει
εφαρμογή σε αυτούς τους τομείς και απαιτεί μια μορφή αντιπροσώπευσης. Οι σοσιαλιστές προτείνουν
απλώς την επέκταση του πεδίου του δημοκρατικού ελέγχου, ώστε να περιλαμβάνει τον έλεγχο των
μέσων παραγωγής, στη βάση του ότι τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα που στηρίζουν τον δημοκρατικό
έλεγχο σε αυτούς τους αναγνωρισμένους τομείς στηρίζουν, επίσης, τον δημοκρατικό έλεγχο των μέσων
παραγωγής. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Marx, ο σοσιαλισμός θα μετασχηματιστεί από μόνος του
σε κομμουνισμό, όταν το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας που επιτελούν οι άνθρωποι στην κοινωνία θα
γίνει δική τους αμοιβή, καθιστώντας τη διαφοροποιημένη χρηματική αμοιβή περιττή. Τότε, η διανομή
στην κοινωνία θα μπορεί να γίνεται σύμφωνα με την αρχή: Από τον καθένα σύμφωνα με τις
δυνατότητες του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.
Συμβαίνει όλες οι προηγούμενες πολιτικές απόψεις να έχουν ερμηνευθεί με τρόπους που αμφισβητούν
ότι οι γυναίκες έχουν τα ίδια βασικά δικαιώματα με τους άνδρες. Αντίθετα, ο φεμινισμός, σχεδόν βάσει
του ορισμού του, συνίσταται στην πολιτική άποψη ότι οι γυναίκες και οι άνδρες έχουν τα ίδια βασικά
δικαιώματα. Στα τελευταία χρόνια, οι περισσότεροι πολιτικοί φιλόσοφοι έχουν φτάσει να αποδέχονται
ίσα βασικά δικαιώματα για γυναίκες και άνδρες, σπάνια, ωστόσο, απευθύνουν ερωτήματα που οι
φεμινιστές θεωρούν ύψιστης σημασίας, λόγου χάριν, πως μπορούν να προγραμματιστούν οι ευθύνες
και τα καθήκοντα στις οικογενειακές δομές.
Κάθε μια από αυτές τις πολιτικές απόψεις θα πρέπει να αξιολογηθεί τόσο εσωτερικά, όσο και
εξωτερικά σε σύγκριση με τις άλλες. Εφόσον γίνει κάτι τέτοιο, οι πρακτικές τους συστάσεις ενδέχεται
να μην είναι τόσο διαφορετικές. Για παράδειγμα, αν οι οπαδοί του φιλελευθερισμού της ευημερίας
αναγνωρίσουν ότι τα βασικά, κατά της άποψη τους, δικαιώματα επεκτείνονται σε απόμακρους λαούς
και στις μελλοντικές γενιές, τότε ενδέχεται να φτάσουν να υιοθετούν τον ίδιο βαθμό ισότητας που
υπερασπίζονται οι σοσιαλιστές.
Όποιες και να είναι οι πρακτικές απαιτήσεις, καθεμία από αυτές τις πολιτικές απόψεις δικαιολογεί την
πολιτική ανυπακοή, ακόμη και την επανάσταση όταν ορισμένες από αυτές τις απαιτήσεις δεν
πληρούνται. Η πολιτική ανυπακοή είναι μια παράνομη δράση που αναλαμβάνεται με στόχο να
συγκεντρώσει την προσοχή στην αποτυχία των αρμόδιων αρχών να ικανοποιήσουν τις βασικές ηθικές
απαιτήσεις, λόγου χάριν, η άρνηση της Rosa Parks να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σε ένα
λευκό άνδρα σύμφωνα με τις τοπικές διατάξεις στο Μοντγκόμερυ της Αλαμπάμα το 1955. Η πολιτική
ανυπακοή δικαιολογείται, όταν η παράνομη δράση αυτού του τύπου είναι ο καλύτερος τρόπος να
οδηγήσει κανείς τις αρμόδιες Αρχές στο να προκαλέσουν καλύτερη ανταπόκριση του νόμου προς τις
βασικές ηθικές απαιτήσεις. Όταν η επαναστατική δράση είναι δικαιολογημένη, οι άνθρωποι παύουν να
έχουν την πολιτική υποχρέωση να υπακούουν στις αρμόδιες Αρχές· δηλαδή, δεν υπάρχει πλέον από
αυτούς η ηθική απαίτηση της υπακοής, μολονότι ενδέχεται να συνεχίζουν να υπακούουν, λόγου χάριν,
από συνήθεια ή φόβο.
Η πρόσφατη πολιτική φιλοσοφία έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στη διαμάχη ελευθεριακών-
κοινοτιστών. Υπεραμυνόμενος της κοινοτιστικής θέσης, ο Alasdair MacIntyre υποστήριξε ότι δυνάμει
όλες οι μορφές φιλελευθερισμού επιχειρούν να διαχωρίσουν τους κανόνες που ορίζουν τη δίκαιη
δράση από τις συλλήψεις του ανθρώπινου αγαθού. Στη βάση αυτής της θεωρίας, διατείνεται ότι αυτές
οι μορφές φιλελευθερισμού καταρρίπτονται, καθώς οι κανόνες που ορίζουν τη δίκαιη δράση δεν
μπορούν να θεμελιωθούν επαρκώς ανεξάρτητα από μια σύλληψη του αγαθού. Απαντώντας σε αυτό το
είδος κριτικής, ορισμένοι φιλελεύθεροι παραδέχθηκαν ανοιχτά ότι η άποψη τους δεν θεμελιώνεται
ανεξάρτητα κάποιας σύλληψης του αγαθού. Ο Rawls, λόγου χάριν, κατέστησε προσφάτως σαφές ότι ο
φιλελευθερισμός του απαιτεί μια σύλληψη του πολιτικού αγαθού, αν και όχι μια περιεκτική σύλληψη
του αγαθού. Φαίνεται, επομένως ότι η διαμάχη μεταξύ κοινοτιστών και ελευθεριακών θα πρέπει να
μετατραπεί σε μια συγκριτική αξιολόγηση των ανταγωνιστικών τους συλλήψεων περί του αγαθού.
Δυστυχώς, οι σύγχρονοι κοινοτιστές δεν έχουν φανεί πολύ πρόθυμοι να διευκρινίσουν ποια
συγκεκριμένη σύλληψη του αγαθού απαιτεί η άποψή τους.

Το φιλοσοφικό λεξικό του Cambridge, εκδ. Κέδρος, 2011

You might also like