You are on page 1of 11

ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΗ ΔΑΚΑΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ

ΕΚΘΕΣΗ
«ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΑΚΑΡΗΣ. Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ.
ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ»
Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας 13 Μαρτίου έως 12 Μαΐου 2013
Σημάδια του Χρόνου, έντονα χαραγμένα σε κάθε σπιθαμή της ηπειρωτικής γης,
προσπάθησε να ανιχνεύσει, να ερμηνεύσει και να αναδείξει με το έργο του ο Σωτήρης
Δάκαρης, ο Αρχαιολόγος της Ηπείρου. Η πολύπλευρη ερευνητική, διοικητική,
διδακτική και συγγραφική του δράση τον καθιστά πρωτοπόρο στον τομέα της
αρχαιολογικής επιστήμης που υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της ζωής του. Η έκθεση
φωτογραφιών με προσωπικές στιγμές και στιγμιότυπα από το έργο του, αρχειακού
υλικού από τη σταδιοδρομία του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, τη θητεία του ως
πανεπιστημιακού δασκάλου και τη συνεργασία του με το «Αθηναϊκό Κέντρο
Οικιστικής», καθώς και επιλεγμένων ευρημάτων από την εποχή των πρώτων
περιπλανήσεων στη Θεσπρωτία αποτελεί μία μικρή αναδρομή στη ζωή ενός ανθρώπου,
που άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στην τοπογραφία της αρχαίας Ηπείρου και αποτελεί
σημείο αναφοράς για τη μετέπειτα αρχαιολογική έρευνα στη Θεσπρωτία.
Δυστυχώς η Θεσπρωτία δεν αποτέλεσε για τον Σωτήρη Δάκαρη αντικείμενο
συστηματικής ανασκαφικής έρευνας, παρότι ο ίδιος από πολύ νωρίς είχε αναγνωρίσει
το σημαντικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον της περιοχής, στην οποία άλλωστε αφιέρωσε
και την ομώνυμη μονογραφία του «Θεσπρωτία». Η μοναδική ανασκαφή, που
διενήργησε ο ίδιος στην περιοχή, είναι στο Δασάκι-Λόφο Διοικητηρίου στην
Ηγουμενίτσα, όπου ήρθαν στο φως τάφοι των Ύστερων Ρωμαϊκών Χρόνων. Ωστόσο,
ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων τη δεκαετία του '60, είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για
το Σπήλαιο της Σίδερης Φιλιατών, την Γκούμανη (αρχαία Γίτανα), τη ρωμαϊκή αποικία
της Φωτικής και το Σούλι.

η ζωή του Σωτήρη Δάκαρη


Ο Σωτήρης Δάκαρης γεννήθηκε το 1916 στα Ιωάννινα. Ολοκληρώνει τις γυμνασιακές
του σπουδές στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή όπου απέσπασε διακρίσεις ως μαθητής
και ως αθλητής (1928-1935). Φοιτά στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της
Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, αλλά το 1940 διακόπτει τις σπουδές του για να
υπηρετήσει στο αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ολοκληρώνει τις σπουδές
του το 1944 και το 1949 τοποθετείται ως Εφορεύων Επιμελητής στην Ι΄ Αρχαιολογική
Περιφέρεια Ηπείρου. Ολοκληρώνει τη σταδιοδρομία του στο Υπουργείο Πολιτισμού ως
Έφορος Αρχαιοτήτων το 1965, όταν εκλέγεται Τακτικός Καθηγητής Αρχαιολογίας στο
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Συνταξιοδοτείται το 1983 και ανακηρύσσεται Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστήμιου.
Φεύγει από τη ζωή το 1996.

η οικογένεια
Στις 10 Οκτωβρίου 1954 ο Σωτήρης Δάκαρης και η Αλίκη Βασιλειάδου παντρεύονται
στο Βόλο. Θα ζήσουν μαζί μέχρι το θάνατό τους, στα Ιωάννινα (6-12-1996 και 23-10-
1996 αντίστοιχα). Απέκτησαν τρία παιδιά, το Γιάννη, την Κλειώ, η οποία το 2010
έφυγε από τη ζωή, και την Κατερίνα.
Το διαμέρισμα στην οδό Καλούδη 16 αποτελεί την εστία της οικογένειας. Το σπίτι,
πάντα ανοιχτό και φιλόξενο, είναι σημείο αναφοράς όλων όσων γνώριζαν την οικογένεια
Δάκαρη. Κατά τη διάρκεια της χούντας λειτούργησε ως ένα ιδεολογικό κέντρο η
σημασία του οποίου δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Φάνης
Κακριδής «Δεν ήταν μόνο πεντέξι ομοϊδεάτες που συναντιόμαστε στο σαλονάκι του
Σωτήρη και της Αλίκης να κουβεντιάζουμε ελεύθερα, να σχεδιάζουμε κάποιες κινήσεις,
να ελπίζουμε…, ήταν κι ένα μεγάλο μέρος του γιαννιώτικου λαού, οι αδούλωτοι, που
έβλεπαν στο πρόσωπο του Δάκαρη τον ιδεολογικό τους εκπρόσωπο και το μαχητικό τους
μπροστάρη».
Όπως αναφέρει η αείμνηστη Έφορος Αρχαιοτήτων Ιουλία Βοκοτοπούλου, «Η Αλίκη
Δάκαρη, γραμματεύς της Εφορείας κατά το πλείστον άμισθη για ένα διάστημα, ήταν το
στήριγμά του αλλά και η καταφυγή και το λιμάνι όλων των μη Ηπειρωτών αρχαιολόγων
που υπηρέτησαν στα Γιάννενα».

στην υπηρεσία του πολιτισμού


Το 1942 ιδρύεται η Ι΄ Αρχαιολογική Περιφέρεια η οποία περιλαμβάνει τους Νομούς
Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας και Θεσπρωτίας. Η Υπηρεσία στεγάστηκε στο κτίριο του
Μεντρεσέ, στο Κάστρο Ιωαννίνων. Ήδη από το 1933, χάρη στις ενέργειες του
Γυμνασιάρχη της Ζωσιμαίας Σχολής Χρίστου Σούλη, το παρακείμενο τέμενος του
Ασλάν Πασά λειτουργούσε ως Δημοτικό Μουσείο. Πρώτος Εφορεύων Επιμελητής
Αρχαιοτήτων Ηπείρου τοποθετείται ο Φώτης Πέτσας (1945-1947).
Το Φθινόπωρο του 1949 ο Σωτήρης Δάκαρης τοποθετείται ως Εφορεύων Επιμελητής
μετά από την επιτυχία του στο διαγωνισμό του 1947 για την πρόσληψη επιμελητών
αρχαιοτήτων. Επί δεκαέξι χρόνια (1949-1965) εργάζεται με ζήλο και κάτω από αντίξοες
συνθήκες για την προστασία και ανάδειξη των αρχαιοτήτων της ειδικότητάς του, αλλά
και για τα μνημεία της βυζαντινής και οθωμανικής περιόδου καθώς και για τους
παραδοσιακούς οικισμούς.
Προικισμένος με οργανωτικό πνεύμα, πλαισιωνόταν από ένα δίκτυο αφολοκερδών
«Έκτακτων Επιμελητών Αρχαιοτήτων», που ήταν δάσκαλοι σε απομονωμένες περιοχές/
Ανάμεσά τους ήταν ο Σπύρος Μουσελίμης, Σωτήρης Ζούμπος, Νικόλαος
Παπαδόπουλος, Αντρέας Στεφόπουλος, Κώστας Λαζαρίδης, Σάββας Θεοδώρου,
Αλέξανδρος Μπιτζιλέκης, Α. Γεωργαντζής, Κώστας Κονταξής, Ηλίας Χουλιάρας και
Κώστας Τσίρκας.
Με την επιμονή του Δάκαρη κτίζεται, μεταξύ των ετών 1963-1965, το νέο Μουσείο
Ιωαννίνων, έργο του νεωτερικού αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Την ίδια περίοδο
κτίστηκε το Μουσείο Νικόπολης.
Το 1965 ο Σωτήρης Δάκαρης εκλέγεται Τακτικός Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας
στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

η ακαδημαϊκή περίοδος
Ο Σωτήρης Δάκαρης υπήρξε ο πρώτος Ηπειρώτης Καθηγητής του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων, καθώς το 1965 εκλέγεται Τακτικός Καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας
της Φιλοσοφικής Σχολής. Με ζήλο οργανώνει το διδακτικό του έργο, αλλά στις 27-1-
1968 απολύεται από το δικτατορικό καθεστώς. Μετά από επτά χρόνια, το 1974,
αποκαθίσταται στην ακαδημαϊκή του θέση. Υπήρξε Πρύτανης του Πανεπιστημίου κατά
τα έτη 1976 και 1977. Συνταξιοδοτείται το 1983 και ανακηρύσσεται Ομότιμος
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Στα μαθήματά του καλύπτει όλες τις περιόδους της αρχαιότητας από τους Προϊστορικούς
χρόνους έως τη Ρωμαϊκή Περίοδο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις Ηπειρωτικές
αρχαιότητες. Οι φοιτητές εκπαιδεύονται στην ανασκαφική μεθοδολογία λαμβάνοντας
μέρος στις πανεπιστημιακές ανασκαφές της Δωδώνης, του Νεκρομαντείου, της
Κασσώπης και του Ορράου. Οι δύο τελευταίες ανασκαφές πραγματοποιούνται σε
συνεργασία με το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου, το οποίο εκπροσωπείται από
τους αρχιτέκτονες-αρχαιολόγους E.L. Schwander και W. Hoepfner. Ο Δάκαρης θεωρεί
την επίσκεψη στους αρχαιολογικούς χώρους καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση
του αρχαίου πολιτισμού. Για τον λόγο αυτό, οι εκπαιδευτικές εκδρομές αποτελούν
βασικό εργαλείο της διδακτικής πρακτικής που ακολουθεί.
Ο Σ. Δάκαρης και η ηπειρωτική προϊστορία
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν ο Σωτήρης Δάκαρης ήταν Έφορος
Αρχαιοτήτων, η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Cambridge με επικεφαλής
τον Eric Higgs επέλεξε την Ήπειρο για τη συστηματική μελέτη των νομάδων κυνηγών-
συλλεκτών της Παλαιολιθικής Εποχής. Τα ιδιαίτερα γόνιμα αποτελέσματα των
ερευνών, οι οποίες διεξάγονται σε άμεση συνεργασία με το Σωτήρη Δάκαρη,
τοποθετούν την Ήπειρο στο χάρτη της Παλαιολιθικής Ευρώπης. Ως Καθηγητής της
Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, παρουσιάζει τα πορίσματα των
ερευνών στους φοιτητές. Στο πλαίσιο των μαθημάτων, γίνεται λόγος για τους πρώτους
τύπους του ανθρώπου οι οποίοι στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται ως
Αυστραλοπίθηκοι, Πιθηκάνθρωποι ή ως άνθρωποι του Νεάντερταλ.
Στις 30-1-1966 δημοσιεύεται στις τοπικές εφημερίδες επιστολή του Κωνσταντίνου
Σακκά, Προέδρου του Συλλόγου Πολυτέκνων Γονέων και σαγματοποιού στο
επάγγελμα, ο οποίος καταγγέλλει το Δάκαρη για διδασκαλία υλιστικών θεωριών
σχετικά με την καταγωγή του ανθρώπου.
Στις 27-1-1968 ο Δάκαρης απολύεται από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ως μη
νομιμόφρων, βάσει των διατάξεων της Θ΄/67 Συντακτικής Πράξεως του δικτατορικού
καθεστώτος, με πρώτη αιτία το σκάνδαλο από τη διδασκαλία των συγκεκριμένων
«υλιστικών θεωριών». Ο Δάκαρης θα επανέλθει στη θέση του Τακτικού Καθηγητή
Κλασικής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων το
1974, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Ο Σ. Δάκαρης και η ηπειρωτική τοπογραφία
Ο Σωτήρης Δάκαρης δημοσίευσε πολυάριθμες εργασίες για την τοπογραφία της
Ηπείρου. Στην εκτεταμένη μελέτη του «Συμβολή εις την τοπογραφία της αρχαίας
Ηπείρου» (1957), ανέπτυξε αναλυτικά τις απόψεις του για τα «ηπειρωτικά φύλα» και
τα όρια της αρχαίας Ηπείρου.
Λάτρης της αρχαίας γραμματείας, συσχέτισε με προσοχή και κριτικό πνεύμα τις
γραπτές πήγες με τα αρχαιολογικά δεδομένα.
Με βάση την περιγραφή της καταστροφής των ηπειρωτικών πόλεων, το 167 π.Χ., από
το Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο (45.26.2-7), ταύτισε τη θέση με τα ερείπια στο λόφο
του Γαρδικίου (στα βορειοδυτικά του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων) με την
πρωτεύουσα του βασιλικού γένους των Μολοσσών, Πασσαρώνα, και τη θέση του
περιτειχισμένου οικισμού με λείψανα ακρόπολης στο λόφο της Καστρίτσας (στο
νοτιοανατολικό τμήμα του λεκανοπεδίου) με την Τέκμονα.
Στο μνημειακό συγκρότημα που ανέσκαψε στη βόρεια όχθη του ποταμού Αχέροντα στη
Θεσπρωτία, αναγνώρισε το Νεκυομαντείο του Αχέροντα, το πιο φημισμένο
Νεκρομαντείο της αρχαιότητας. Σύμφωνα με τον Όμηρο (Οδύσσεια κ, 510-513), το
ιερό βρισκόταν πλησίον της Μυκηναϊκής πόλης Εφύρας, την οποία είχε επισκεφτεί ο
Οδυσσέας για να προμηθευτεί δηλητήριο για τα βέλη του. Πράγματι η σκαπάνη του
Δάκαρη έφερε στο φως τα λείψανα ενός οχυρωμένου λόφου γειτονικά του
Νεκρομαντείου, τα οποία ταύτισε με την ομηρική Εφύρα.
Ο Σ. Δάκαρης και το Νεκρομαντείο
Οι έρευνες που έγιναν από την Αρχαιολογική Εταιρεία με επικεφαλής το Σωτήρη
Δάκαρη (1958-1964 και 1975-1977) στο λόφο πάνω από το χωριό Μεσσοπόταμος στο
Νομό Πρέβεζας, έφεραν στο φως μνημειώδες πολυδαίδαλο οικοδόμημα, το οποίο
σώζεται σε ύψος 3,30μ. και χρονολογείται στα τέλη του 4ου –αρχές του 3ου αι.π.Χ. Από
τις περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων και κυρίως του Ομήρου, ο ανασκαφέας
ταύτισε το κτιριακό αυτό συγκρότημα με το Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Η έρευνα
έγινε γνωστή και εκτός ελληνικών συνόρων, μέσω των συγγραμμάτων και των
ξεναγήσεων του Δάκαρη, κινώντας το ενδιαφέρον όχι μόνο ειδικών, Ελλήνων και
ξένων, αλλά και του ευρύτερου κοινού.
ο Σ. Δάκαρης και το Αθηναϊκό Κέντρο Οικιστικής (ΑΚΟ)
Στις 27 Ιανουαρίου του 1968 ο Σωτήρης Δάκαρης απομακρύνεται από το Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων ως μη νομιμόφρων, βάσει των διατάξεων της Θ΄/67 Συντακτικής Πράξεως
του δικτατορικού καθεστώτος. Ήταν ένα μεγάλο επαγγελματικό, επιστημονικό και
ηθικό πλήγμα που σήμανε όμως τη συνάντησή του με μία κορυφαία μορφή στην
ιστορία της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας, τον Κωνσταντίνο Α. Δοξιάδη. Η
φωτισμένη αυτή προσωπικότητα διεθνούς εμβέλειας, με την πρωτοποριακή σκέψη και
το τεράστιο και πολυσχιδές έργο, ο «πολεοδόμος των τεσσάρων ηπείρων», ο
εμπνευστής της θεωρίας της «Οικουμενόπολης» και της «αρχιτεκτονικής της εντοπίας»
διέκρινε στον Σωτήρη Δάκαρη όχι μόνο έναν καταρτισμένο επιστήμονα, αλλά και ένα,
παρόμοιο με εκείνον, φιλελεύθερο πνεύμα που θα συμμεριζόταν το όραμά του με την
ίδια ορμή, συνέπεια και ενθουσιασμό.
Η συνεργασία του Σ. Δάκαρη με το Αθηναϊκό Κέντρο Οικιστικής στο έργο Αρχαίες
Ελληνικές Πόλεις ξεκινά στις 20 Αυγούστου του 1968. Ο Δάκαρης ανήκει, πλέον, στην
ειδική ομάδα επιστημόνων που διεξάγουν έρευνα επί αρχαίων οικισμών της Ελλάδας
και ορίζεται υπεύθυνος μελετών για την Ήπειρο. Καλείται να αναλάβει ένα
μεγαλόπνοο σχέδιο μελετών που προέβλεπε, αρχικά, επιμέρους μονογραφίες τόσο για
ευρύτερες περιοχές όσο και για μεμονωμένους αρχαίους οικισμούς: Κασσωπαία &
Κασσώπη, Θεσπρωτία, Μολοσσία, Αμβρακία κράτος & Αμβρακία πόλη, ιερό &
οικισμός Δωδώνης, Αθαμανία, Παραυαία & τμήμα νότιας Κεστρίνης, Νικόπολη,
κράτος Πανδοσίας, Εφύρα, Γιτάνη, βόρειο τμήμα Κεστρίνης & Κέρκυρα-Παξούς-
Αντίπαξους.
Κάθε μελέτη απαιτούσε, μεταξύ άλλων, βιβλιογραφική έρευνα, συγκέντρωση
πληροφοριών, επιτόπιες αυτοψίες, συμπλήρωση ειδικών δελτίων περιοχών ή οικισμών,
τοπογραφήσεις και εκπόνηση σχεδίων από εξειδικευμένο συνεργείο του ΑΚΟ και,
τέλος, σύνθεση των δεδομένων. Για την Ήπειρο ο Σ. Δάκαρης είχε να αντιμετωπίσει
πολλές δυσκολίες, όπως η έλλειψη βιβλιογραφίας, η ανεπάρκεια αναφορών και
περιγραφών, οι περιορισμένες έρευνες καθώς και το γεγονός ότι οι περισσότεροι
αρχαίοι οικισμοί ήταν τότε εντελώς άγνωστοι.
Επί 6 χρόνια διανύει μία ιδιαίτερα δημιουργική, πλην εξαντλητική, περίοδο της ζωής
του: Επτάωρη καθημερινή απασχόληση στο σπίτι του στην οδό Καλούδη στα Γιάννενα,
επιτόπιες επισκέψεις στις αρχαίες θέσεις της Ηπείρου, συναντήσεις και συνεδρίες ανά
τακτά χρονικά διαστήματα στα γραφεία του Αθηναϊκού Κέντρου Οικιστικής στην
Αθήνα, αποστολή μηνιαίων εκθέσεων και, παράλληλα, ανασκαφή στη Δωδώνη ή το
Νεκρομαντείο.
Συνοδοιπόρος του Δάκαρη στη συγκέντρωση στοιχείων για τους αρχαίους οικισμούς
της Θεσπρωτίας και της Μολοσσίας ήταν ο Σπ. Μουσελίμης. Συνταξιούχος πλέον
δημοδιδάσκαλος, έχοντας διατελέσει Έκτακτος Επιμελητής Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας,
αλλά και βοηθός του στην ανασκαφή της Δωδώνης και του Νεκρομαντείου,
προσλαμβάνεται για λίγους μήνες (1970 και 1971) από το ΑΚΟ, μετά από
επανειλημμένες συστάσεις του ίδιου του Δάκαρη. Η πρώτη μελέτη, για την Κασσωπαία
και τις αποικίες των Ηλείων, ολοκληρώνεται τον Ιούλιο του 1971 και εκδίδεται στην
αγγλική. Τον Ιούνιο του 1972 ολοκληρώνεται και η δεύτερη μεγάλη μονογραφία για τη
Θεσπρωτία, στα ελληνικά. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Δάκαρης επεξεργάζεται τις
μελέτες για τη Μολοσσία και τη Δωδώνη, ενώ προγραμματίζει για τη συνέχεια τη
μελέτη της Αμβρακίας. Τον Σεπτέμβριο του 1974 αποκαθίσταται στην πανεπιστημιακή
του θέση χωρίς να έχει προλάβει να ολοκληρώσει τις δύο μελέτες, οι οποίες είχαν
προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. Ένα χρόνο αργότερα θα φύγει από τη ζωή και ο ίδιος ο
Κ. Δοξιάδης.
Τα νέα του καθήκοντα ασφαλώς δεν του επέτρεπαν την εργασία με τους ίδιους
ρυθμούς. Ωστόσο, το αίσθημα ευθύνης για την υποχρέωση που είχε αναλάβει αλλά και
η επιθυμία του για την αποπεράτωση των εργασιών αυτών παρέμεναν αμείωτα. Για
πολλά χρόνια μετά και χωρίς να επιβαρύνει, πλέον, το Αθηναϊκό Κέντρο Οικιστικής,
προσπαθεί να εξασφαλίσει συνεργάτη και πόρους για τη συνέχιση, κατά
προτεραιότητα, των δύο μελετών -Μολοσσία και Δωδώνη- προκειμένου να εκδοθούν
στη σειρά Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις. “Αν δε φύγω από το Πανεπιστήμιο δεν πρόκειται
να τελειώσει η Μολοσσία. Εξακολουθεί το ΑΚΟ να ενδιαφέρεται;” γράφει το 1981 σε
επιστολή του προς τον αντιπρόεδρο Παναγή Ψωμόπουλο.
Μέχρι σήμερα η Μολοσσία παραμένει ανέκδοτη.
ΣΩΤΗΡΗΣ Ι. ΔΑΚΑΡΗΣ (1916-1996)

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

Αυτοτελή έργα
- Οι γενεαλογικοί μύθοι των Μολοσσών, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής
Εταιρείας, Αθήναι 1964.
- Cassopaia and the Elean Colonies, Ancient Greek Cities 4, Athens 1971.
- Θεσπρωτία, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις, 15, Αθήνα 1972.
- Η κτηνοτροφία στην αρχαία Ήπειρο (πρυτανικός λόγος), Ιωάννινα 1976.
- Κασσώπη, Νεώτερες ανασκαφές 1977-1983, Ιωάννινα 1984 και 1989 (β΄ έκδοση
συμπληρωμένη).

Μελέτες και άρθρα


σε περιοδικά και συλλογικούς και τόμους
- «Ιωάννινα, η νεώτερη Εύροια», Ηπειρωτική Εστία, 6 (1952), σ. 537-554.
-«Ρωμαϊκή δεξαμενή Νικοπόλεως», ΑΕ 1952, ( Παράρτημα-Αρχαιολογικά Χρονικά),
σ.16-18.
- «Εκ του αρχαίου νεκροταφείου του Ανακτορίου», ΑΕ 1953-1954, Γ΄, Εις μνήμην Γ.
Π. Οικονόμου, σ.77-88.
- «Ταφικός περίβολος του Ανακτορίου», ΑΕ 1955 (Παράρτημα -Αρχαιολογικά
Χρονικά), σ. 16-22.
- «Αρχαιολογικές έρευνες στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων», Αφιέρωμα εις την
΄Ηπειρον, εις μνήμην Χρ. Σούλη, Αθήναι 1956, σ. 46-80.
- «Προϊστορικοί τάφοι παρά το Καλμπάκι-Ιωαννίνων, ΑΕ 1956, σ. 114-153.
- «Συμβολή εις την Τοπογραφίαν της αρχαίας Ηπείρου, ΑΕ 1957, σ. 88-113.
- «Το Ιερόν της Δωδώνης. Α΄. Ιερά οικία», ΑΕ 1959 (σε συνεργασία με τον Δ.
Ευαγγελίδη), σ.1-194.
- «Δημήτριος Ευαγγελίδης (Νεκρολογία)», ΔΧΑΕ, περίοδος Δ΄, τ. Α΄, 1959, σ. 155-158.
- «Το Ιερόν της Δωδώνης», ΑΔ 16 (1960), σ. 4-40.
- «Das Taubenorakel von Dodona und das Totenorakel bei Ephyra”, AntK, 1963, 1es
Bhft., σ. 35-55.
- «The Dark Palace of Hades», Archaeology 15 (1962), σ. 85-93. (και σε ελληνική
μετάφραση: Ηπειρωτική Εταιρεία, τεύχ. 188, σ. 227-230 και τεύχ. 189, σ.283-287,
Αθήνα 1992).
-«The Climate, Environment and Industries of Stone Age Greece: Part 1», ProcPrehist
Soc 30 (1964), σ. 199-244, σε συνεργασία με τους E. Higgs και R. Hey).
-«A Mycenean III Dagger from the Paleolithic Site of Kastritsa in Epirus, Greece»,
ProcPrehistSoc 33 (1967), σ. 30-36.
- «Επιτύμβιος στήλη (ή περί δρυολατρείας)», Χαριστήριον εις Αν. Ορλάνδον, Δ΄,
Αθήναι 1967-68, σ. 386-405.
-« Das Totenorakel am Acheron», Tempel und Stätten der Götter Griechenlands (Evi
Melas), Köln 1970, 1977, 1988, σ. 157-164.
-«Das Heiligtum von Dodona”, Tempel und Stätten der Götter Griechenlands (Evi
Melas), Köln 1970, 1977, 1988, σ.165-176.
- Βιβλιοκρισία: «Λ. Βρανούση, Ιστορικά και τοπογραφικά του Μεσαιωνικού Κάστρου
των Ιωαννίνων, Αθήναι 1968», Ελληνικά 24 (1971), σ. 177-184.
-«The Genesis of the First Walled Cities in Epirus», Ecistics 35 (1973), σ. 24-30.
-«Ανασκαφή στον Αμμότοπο», Δωδώνη 5 (1976), σ. 431-436 και Σκουφάς 5 (1976),
σ.80-84 (σε συνεργασία με τους W.Hoepfner, E.L. Schwandner, Ντ. Γραβάνη).
-«Το κάστρο των Ρωγών», Δωδώνη 6 (1977), σ. 201-229.
-«Η λειτουργία των τριγλύφων στο δωρικό ναό», Πεπραγμένα του Δ΄ Διεθνούς
Κρητολογικού Συνεδρίου, Α΄, Αθήνα 1980, σ. 94-100.
- «Οι αρχές της νομισματοκοπίας στην Αρχαία Ήπειρο», Ηπειρωτικά Χρονικά 22
(1980), σ. 21-26.
-«Ωκύπτερα», Ηπειρωτικά Χρονικά 22 (1980), σ. 27-34.
- «Η γένεση της πόλης στην αρχαία Ήπειρο», Δελτίο Κέντρου Ερευνών Ζαγορίου,
τεύχ.2, 1981, σ. 7-21.
-«Von einer kleiner ländlichen Ansiedlung des 8-4. Jhs. v. Chr. zu einer spätklassischen
Stadt in Nordwestgriechenland», Palast und Hütte, Symposium der Alexander von
Humboldt –Stiftung (Berlin 1979), Mainz am Rhein 1982, σ. 357-374.
-«Epiro e Magna Grecia fino all’ Età Arcaica», Atti del 23 convegno di studi sulla
Magna Grecia, Taranto (1984), 1985, σ. 103-131.
- «Οδύσσεια και Ήπειρος», Πρακτικά του Δ΄ Συνεδρίου για την Οδύσσεια, Ιθάκη
(1984), 1986, σ. 141-170.
-«Kassope, Bericht über die Ausgrabungen einer spätklassischen Streifenstadt in
Nordwestgriechenland”, Wohnen in der klassischen Polis I: W.Hoepfner- E.L.
Schwandner, Haus und Stadt im klassischen Griechenland, München 1986, σ. 75-123
και β΄ έκδοση, συμπληρωμένη, München 1994, σ.114-161 (σε συνεργασία με τους
W.Hoepfner, E.L.Schwander, Κ.Γραβάνη, Α.Τσίγκα)
-«Το Όρραον, Το σπίτι στην αρχαία Ήπειρο», ΑΕ 1986, σ. 108-146.
-«Organisation politique et urbanistique de la ville dans l’ Épire antique», Actes du
colloque international du Clermont –Ferrand (1984), 1987, σ. 71-80.
- «Η Ρωμαϊκή πολιτική στην Ήπειρο», Πρακτικά του πρώτου Διεθνούς Συμποσίου για
τη Νικόπολη, Πρέβεζα (1984),1987, σ. 11-21.
- «Τα τρίγλυφα στο δωρικό ναό», Πρακτικά του XII Διεθνούς Συνεδρίου Κλασικής
Αρχαιολογίας, Δ΄, Αθήνα (1983) 1985, σ. 43-48.
- «Το αρχαίο σπίτι της Ηπείρου: ομηρικές επιβιώσεις», Πρακτικά του Ε΄ Συνεδρίου για
την Οδύσσεια, Ιθάκη (1987), 1990, σ. 202-225.
-« Τα Σύβοτα και η ναυμαχία», Πρακτικά του Ε΄Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου,
Αργοστόλι-Ληξούρι (1986), 1991, 3 σ. 19-37.
-«Ο Χρίστος Σούλης και οι αρχαιότητες», περιοδικό Χουλιαράδες, Ετος Θ΄, τεύχ. Γ- Δ,
1991, σ. 12-19.
- «Η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή και το Ιεροδιδισκαλείο Βελλάς», Επετηρίδα
Θεολογικής Σχολής, Τιμητικός Τόμος Καθ. Ι. Καλογήρου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 545-
553.
-«Les lamelles oraculaires de Dodone et les villes de l’ Épire du Nord», Actes du Ile
colloque international du Clermont-Ferrand (1990), Paris 1993, σ. 55-60 (σε
συνεργασία με τους A.Ph. Christidis και J.Vokotopoulou).
-« Ήπειρος και Μακεδονία: το μήλον της έριδος», Διεθνές Συνέδριο προς τιμήν του
N.G.L. Hammond, Πεντάλοφος Κοζάνης 1993, Θεσσαλονίκη 1997, σ.105-124.
-«The Prytaneion of Dodona», L' Illyrie Méridionale et l'Epire dans l' Antiquité, Actes
du IIIe Colloque International (Chantilly 1966), Paris 1999, 149-159 (σε συνεργασία
με τις Χρ. Σούλη, Α. Βλαχοπούλου, Κ.Γραβάνη)
-«Kassope, Eine spätklassische Streifenstadt in Nordwestgriechenland» W. Hoepfner
(εκδ.), Geschichte des Wohnens I: 5000 v.Chr.-500 n. Chr., Vorgeschichte –
Fhrühgeschichte- Antike, Stutgard 1999, σ. 368-383 και σε ελληνική μετάφραση,
Θεσσαλονίκη 2005, σ. 385-401 (σε συνεργασία με τους W. Hoepfner, E.L.Schwandner,
Κ. Γραβάνη).
Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας
-«Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων», ΠΑΕ 1951, σ. 173-183.
- «Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων», ΠΑΕ 1952, σ. 362-386.
- «Ανασκαφή εις Κασσώπην Πρεβέζης», ΠΑΕ 1952, σ. 326-362.
- «Ανασκαφή εις Κασσώπην Πρεβέζης», ΠΑΕ 1953, σ. 164-174.
- «Ανασκαφή εις Κασσώπην Πρεβέζης», ΠΑΕ 1954, σ. 201-209.
- «Ανασκαφή εν Κασσώπη Πρεβέζης», ΠΑΕ 1955, σ. 181-186.
- «Ανασκαφικαί έρευναι εις την Ομηρικήν Εφύραν και το Νεκυομαντείον της αρχαίας
Θεσπρωτίας», ΠΑΕ 1958, σ. 107-113.
- «Ανασκαφή του Νεκυομαντείου του Αχέροντος και θολωτού τάφου πλησίον της
Πάργας», ΠΑΕ 1960, σ. 114–127.
- «Ανασκαφή εις το Νεκυομαντείον του Αχέροντος», ΠΑΕ 1961, σ. 108–119.
-«Ανασκαφή του Νεκυομαντείου του Αχέροντος», ΠΑΕ 1963, σ. 89–92.
- «Ανασκαφή εις το Νεκυομαντείον του Αχέροντος», ΠΑΕ 1964, σ.44-53.
-«Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1965, σ. 53-65.
-«Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1966, σ. 71-84.
-«Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1967, σ. 33-54.
- «Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1968, σ. 42-59.
-«Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1969, σ. 26-35.
- «Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1970, σ. 76-81.
- «Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1971, σ. 124-129.
-«Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1972, σ. 94-98.
-«Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1973, σ. 87-98.
-«Ανασκαφή του Ιερού της Δωδώνης», ΠΑΕ 1974, σ.73-78.
-«Ανασκαφή στο Νεκυομαντείο του Αχέροντος και στην Ακρόπολη της Εφύρας», ΠΑΕ
1974, σ. 146-149 και 149-152 (σε συνεργασία με τον Α. Παπαδόπουλο).
-«Ανασκαφή εις το Νεκυομαντείον του Αχέροντος», ΠΑΕ 1975, σ. 146-152.
-«Νεκυομαντείο-Εφύρα-Κασσώπη», ΠΑΕ 1977, σ. 140-148.
-«Ανασκαφή στην Κασσώπη Ηπείρου», ΠΑΕ 1978, σ. 99-106.
-«Ανασκαφή στην Κασσώπη Ηπείρου», ΠΑΕ 1979, σ. 114-118
-« Ανασκαφή στην Κασσώπη Ηπείρου», ΠΑΕ 1980, σ. 21-32
-«Ανασκαφή στην Κασσώπη», ΠΑΕ 1981, σ. 72-77.
- «Ανασκαφή στο Ιερό της Δωδώνης», ΠΑΕ 1981, σ. 67-77.
-«Ανασκαφή στην Κασσώπη», ΠΑΕ 1982, σ. 79-84.
- «Ανασκαφή Δωδώνης», ΠΑΕ 1982, σ. 85-88.
-«Ανασκαφή στην Κασσώπη», ΠΑΕ 1983, σ. 69-77.
-«Ανασκαφή στο Ιερό της Δωδώνης», ΠΑΕ 1983, σ. 78-80.
-«Ανασκαφή Δωδώνης», ΠΑΕ 1985, σ. 39-44.
-«Ανασκαφή Δωδώνης», ΠΑΕ 1987, σ. 118-122.
-«Ανασκαφή του Πρυτανείου Δωδώνης», ΠΑΕ 1989, σ. 176-184.
-«Ανασκαφή του Πρυτανείου Δωδώνης», ΠΑΕ 1990, σ. 168-169.
-«Ανασκαφή του Πρυτανείου Δωδώνης», ΠΑΕ 1992, σ. 155-159.
-«Ανασκαφή του Πρυτανείου Δωδώνης», ΠΑΕ 1996, σ. 215-228 (σε συνεργασία με τις
Χρ. Σούλη-Α. Βλαχοπούλου-Κ. Γραβάνη).

Χρονικά Αρχαιολογικού Δελτίου


-«Αρχαιότητες και Μνημεία Ηπείρου», ΑΔ 16 (1960), Χρονικά, σ. 200-208.
-«Αρχαιότητες και Μνημεία Ηπείρου», ΑΔ 17 (1961/62), Χρονικά, σ. 187-199.
-«Αρχαιότητες και Μνημεία Ηπείρου», ΑΔ 18 (1963), Χρονικά, σ. 149-157.
-«Αρχαιότητες και Μνημεία Ηπείρου», ΑΔ 19 (1964), Χρονικά, σ. 305-314.
-«Αρχαιότητες και Μνημεία Ηπείρου», ΑΔ 20 (1965), Χρονικά, σ. 345-355.
-«Αρχαιότητες και Μνημεία Ηπείρου», ΑΔ 21 (1966), Χρονικά, σ. 284-291.

Αρχαιολογικοί οδηγοί
- Το Νησί των Ιωαννίνων (Ιστορία, Μνημεία, Μουσείο), Αθήναι 1959, 1971, 1982,
1986,1992.
-Δωδώνη, Οδηγός Αρχαιολογικού χώρου Δωδώνης, Ιωάννινα 1971 (και σε αγγλική
μετάφραση).
- Δωδώνη, Αρχαιολογικός Οδηγός, Ιωάννινα 1986, 1989,1995,1998 (β, γ, δ, ε΄ έκδοση
συμπληρωμένη).
- Δωδώνη, Αθήνα 1993 (και σε αγγλική και γερμανική μετάφραση).
- Αρχαιότητες Ηπείρου: το Νεκρομαντείο του Αχέροντος, Εφύρα , Πανδοσία, Κασσώπη,
Αθήνα 1972 (και σε αγγλική, γαλλική, γερμανική, ιταλική και ισπανική μετάφραση).
- Το Νεκυομαντείο του Αχέροντα, Αθήνα 1993 (και σε αγγλική και γερμανική
μετάφραση).
Λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες
Άρθρα αρχαιολογικού περιεχομένου, «Δωδώνη», «Εφύρα», «Κασσώπη»,
«Νεκρομαντείο», «Αρχαία Ήπειρος» κ.α., στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια
(Δρανδάκη), στο Λεξικό Ελευθερουδάκη, στο Πάπυρος- Larousse, στην Enciclopedia
Italiana, στην Enciclopedia Archaeologica, στο Oxford Classical Dictionary και The
Princeton Encyclopedia of classical cities, καθώς και σε τοπικά περιοδικά
(Ηπειρωτική Εστία, Ηπειρωτική Εταιρεία, Magna Grecia κ.ά.).

Διδακτικά συγγράμματα
- Προϊστορική Αρχαιολογία- Α΄ Παλαιολιθική Εποχή, Ιωάννινα 1975, 1978.
-Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική: Ο Δωρικός ναός, Ιωάννινα 1978, 1980,
1982.
-Το αρχαίο ελληνικό σπίτι (μετάφραση άρθρου του D.M.Robinson στη RE Suppl.VII A
1938, στ. 224-278), Ιωάννινα 1982.

You might also like