You are on page 1of 26

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

Μεταπτυχιακό Σεμινάριο στα Αρχαία Ελληνικά

Γ’ Εξάμηνο (Χειμερινό), Ακαδημαϊκό Έτος 2007-΄08.

Διδάσκων: Ν. Μπεζαντάκος

Ἀπολλωνίου Ῥοδίου Ἀργοναυτικά:

Οι παρομοιώσεις στις σκηνές μάχης

Μαρίνα Ραπτάκη

zym.marina.rapt@hotmail.com

Τηλ. 6976 874835


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1) Εισαγωγή………………………………………………………………………………………..σελ. 3.

2) Κεφάλαιο 1: Η παρομοίωση στο νέο έπος του Απολλωνίου ……………………………..σελ.4.

3) Κεφάλαιο 2: Παρομοιώσεις και σκηνές μάχης……………………….…………………….σελ.6.

4) Κεφάλαιο 3: Η σχέση με τα ομηρικά πρότυπα…………………………………………….σελ. 8.

5) Κεφάλαιο 4: Η λειτουργία των παρομοιώσεων……..…………………………………....σελ. 14.

6) Επίλογος………………………………………………………………………………………..σελ. 20.

7) Παράρτημα: Ἀπολλωνίου Ῥοδίου Ἀργοναυτικά……………….…...……………………σελ. 21.

8) Βιβλιογραφία…………………………………………………………………………………..σελ. 25.

2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παρούσα εργασία έχει ως αντικείμενο μελέτης τη χρήση των παρομοιώσεων μέσα

στο έργο του Απολλωνίου του Ροδίου (3 ος αι. π.Χ.) Ἀργοναυτικά1. Ειδικότερα, το ενδιαφέρον

θα επικεντρωθεί στη μελέτη των παρομοιώσεων που απαντούν στις θεωρούμενες ως

σκηνές μάχης του έπους αυτού και στην εξέταση της σχέσης τους με τα ομηρικά έπη.

Πρόκειται για ένα σχετικά περιορισμένο αλλά παράλληλα χαρακτηριστικό δείγμα του

συνόλου των παρομοιώσεων των Ἀργοναυτικών, το οποίο προσφέρεται για μία συγκριτική

μελέτη με την παρουσία της επικής αυτής τεχνικής στα έπη του Ομήρου, ιδιαίτερα στο

κατεξοχήν πολεμικό έπος, την Ιλιάδα.

Έχοντας λοιπόν ως βάση αναφοράς την παραπάνω ομάδα παρομοιώσεων, θα γίνει

προσπάθεια να δειχθεί ο βαθμός της ομηρικής επίδρασης που δέχθηκε ο ελληνιστικός

ποιητής ως προς τη χρήση της τεχνικής της παρομοίωσης στο έπος του. Η σύγκριση με τις

παρομοιώσεις του Ομήρου θα αφορά τόσο στο περιεχόμενο και τη σύνθεσή τους, όσο και

στη λειτουργία αλλά και τη σημασία τους στα πλαίσια της επικής αφήγησης. Παράλληλα,

θα επισημανθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των παρομοιώσεων του Απολλωνίου, όπως

αυτά προκύπτουν μέσα από την παραβολή τους με το ομηρικό παράδειγμα, και η

αξιοποίηση αυτής της τεχνικής ως λογοτεχνικού εργαλείου από τον Απολλώνιο μέσα στα

Ἀργοναυτικά.

1
Κάθε παραπομπή στο κείμενο των Ἀργοναυτικῶν γίνεται σύμφωνα με την έκδοση του Vian: Francis Vian,
Apollonios de Rhodes Argonautiques, τ. Ι, chants I-II, Paris 1976, τ. ΙΙ, chant III, Paris 1980, τ. ΙΙΙ, chant IV, Paris 1981.

3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:

Η παρομοίωση στο νέο έπος του Απολλωνίου

Τα Ἀργοναυτικά, ένα επικό ποίημα μυθολογικού περιεχομένου που εκτείνεται σε

τέσσερα βιβλία, αποτελούν τον πρώτο μεγάλο σταθμό στην πορεία της μεθομηρικής

επικής παράδοσης. Η επίδραση του Ομήρου στη σύνθεση αυτού του ελληνιστικού έπους

είναι, οπωσδήποτε, άμεση και φανερή, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι πρόκειται

για μία απομίμηση της προϋπάρχουσας επικής ποίησης 2. Μπορεί τα θεμέλια ή και τα

πλαίσια του ποιήματος του Απολλωνίου να είναι ομηρικά, είναι όμως σαφές ότι το πνεύμα

που κυριαρχεί στο σύνολο του έργου είναι αλεξανδρινό 3. Το ομηρικό κείμενο αποτελεί για

τα Ἀργοναυτικά ένα σταθερό σημείο αναφοράς που ανακαλείται συνεχώς στη μνήμη μέσω

της χρήσης υπαινιγμών4, ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος της ελληνιστικής ποίησης.

«Το νόημα προκύπτει συνήθως μέσα από το παιχνίδι ομοιότητας και διαφοράς που

παίζεται με το ομηρικό κείμενο. Ο Απολλώνιος δημιουργεί αναλογίες και σχέσεις με την

ομηρική γλώσσα, με συγκεκριμένες σκηνές, θέματα και τεχνικές» 5, προβάλλοντας με τον

τρόπο αυτόν τον νεωτεριστικό χαρακτήρα του έπους του.

Μία από τις τεχνικές αυτές είναι και η παρομοίωση, ιδιαίτερα η μακροσκελής ή

εκτενής6. Η μακροσκελής παρομοίωση αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά

γνωρίσματα της επικής αφήγησης, το οποίο ο Όμηρος κληροδότησε σε όλους τους

μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στα Ἀργοναυτικά απαντούν περίπου 80 εκτενείς

παρομοιώσεις7, όπου ο Απολλώνιος ακολουθεί αλλά και επεκτείνει το θέμα, το ύφος και

την τεχνική των ομηρικών παρομοιώσεων. Ο Απολλώνιος, χρησιμοποιώντας αρκετά

συχνά την παρομοίωση, αναπόφευκτα φανερώνει την οφειλή του στον Όμηρο 8.

Παράλληλα, όμως, είναι φυσικό και να διαφοροποιείται, αφού πρόκειται για ένα λόγιο

2
Carspecken 1952: 38.
3
Βασίλαρος 2004: 9.
4
Effe 2001: 147.
5
Fantuzzi - Hunter 2005: 171.
6
Με τον όρο μακροσκελής παρομοίωση αναφερόμαστε σε μία εκτενή παρομοίωση, όπου η αρχική φράση που
δηλώνει τη σύγκριση συνοδεύεται από μία ή περισσότερες ρηματικές προτάσεις (βλ. Coffey 1957: 113-4,
Carspecken 1952: 60). Η πιο συχνή μορφή της μακροσκελούς παρομοίωσης στο έπος είναι αυτή η οποία ξεκινάει
ως χωριστή οντότητα σε καινούργιο στίχο και, όταν συμπληρωθεί η εικόνα, ένας ακροτελεύτιος στίχος
ολοκληρώνει την παρομοίωση και επιστρέφει στην αφήγηση (Edwards 2001: 139) .
7
Οι υπολογισμοί από διάφορους μελετητές ποικίλλουν ανάλογα με τα κριτήρια που θέτουν για την
αναγνώριση μιας εκτενούς παρομοίωσης, βλ. Wilkins 1921: 163, Carspecken 1952: 60, Effe 2001: 148, Mooney 1964:
29 (σημ.7).
8
Carspecken 1952: 60.

4
ποιητή με υψηλή αίσθηση της τέχνης του, ο οποίος συνθέτει ένα «λογοτεχνικό» έπος

μεταφέροντας με επιτυχία σε αυτό στοιχεία που έχουν αναπτυχθεί στα πλαίσια μιας

παράδοσης προφορικής9.

Είναι δύσκολο να προχωρήσει κανείς σε χαρακτηρισμούς οι οποίοι να καλύπτουν το

σύνολο των παρομοιώσεων που απαντούν σε καθένα από τα έπη, καθώς αυτές, εκτός από

μεγάλο αριθμό10, παρουσιάζουν και τεράστια ποικιλία. Ωστόσο, αυτό που έχει επισημανθεί

από τους μελετητές για τις παρομοιώσεις του Απολλωνίου, γενικώς, είναι η ιδιαίτερη

ομορφιά τους, ως λογοτεχνικών χωρίων, και κυρίως η αξιοπρόσεκτη ευστοχία τους, καθώς

δημιουργούν συνήθως πολλαπλές αντιστοιχίες με την υπόλοιπη αφήγηση 11.

9
Knight 1995: 20.
10
Στην Ιλιάδα απαντούν περίπου 200 παρομοιώσεις, ενώ στην Οδύσσεια περίπου 45, Buxton 2004: 147.
11
Βλ. Mooney 1964: 29, Carspecken 1952: 87, James 1969: 77.

5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2:

Παρομοιώσεις και σκηνές μάχης

Παρόλο που το θέμα των Ἀργοναυτικῶν φέρνει το έπος αυτό πιο κοντά στην

Οδύσσεια, ο Απολλώνιος ακολουθεί το παράδειγμα της Ιλιάδας όσον αφορά στη

συχνότητα και τη θέση των παρομοιώσεων μέσα στο έπος του. Και στα δύο έπη, η

παρομοίωση εμφανίζεται με την ίδια περίπου συχνότητα 12 και, το σημαντικότερο, η

μεγαλύτερη συγκέντρωση παρομοιώσεων παρουσιάζεται σε ορισμένου τύπου

αφηγηματικά τμήματα, αυτά που περιγράφουν σκηνές μάχης.

Στο πολεμικό έπος του Ομήρου οι σκηνές μάχης κατέχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο

στην αφήγηση και αναπτύσσονται, κατά κύριο λόγο, με τη χρήση ορισμένων

αφηγηματικών τεχνικών, όπως είναι οι τυπικές σκηνές (π.χ. η ἀριστεία ενός ήρωα, ο

κατάλογος των θυμάτων κ.α.), και φυσικά η παρομοίωση. Πρόκειται είτε για εκτεταμένες

συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο στρατούς είτε για μονομαχίες δύο πολεμιστών13.

Στα Ἀργοναυτικά οι μάχες αποτελούν ένα σημαντικό, αλλά όχι κεντρικό, μέρος από

τις περιπέτειες του Ιάσονα και των άλλων Αργοναυτών. Βρίσκονται διάσπαρτες και στα

τέσσερα βιβλία του έπους και ποικίλλουν ως προς την έκταση και το χαρακτήρα. Ως

σκηνές μάχης μπορούμε να θεωρήσουμε τις περιγραφές των συγκρούσεων των

Αργοναυτών με διάφορους αντιπάλους τους, δηλαδή τις μάχες με τους Γηγενείς και με

τους Δολίονες της Κυζίκου στο Α΄ Βιβλίο (στ. 989-1011 και στ. 1025–1052), τη μάχη με τους

Βέβρυκες στο Β΄ Βιβλίο (στ. 98-136) και τη σύντομη αψιμαχία με τους Κόλχες μετά το

θάνατο του Αψύρτου στο Δ΄ Βιβλίο (στ. 482- 489), καθώς επίσης και τη μονομαχία ανάμεσα

στον Πολυδεύκη και τον Άμυκο στο Β΄ Βιβλίο (στ. 1-97) και την αριστεία του Ιάσονα στο Γ΄

Βιβλίο (στ. 1246- 1407)14.

Κατά τις περιγραφές αυτές των μαχών, η επίδραση του Ομήρου γίνεται εμφανής με

διάφορα μέσα, κυρίως όμως μέσω της χρήσης των παρομοιώσεων, οι οποίες όχι μόνο δεν

απουσιάζουν από μία τέτοια σκηνή αλλά ενίοτε παρατηρούνται συσσωρευμένες.

12
Βλ. Carspecken 1952: 63. Εδώ, ο Carspecken αναφέρει επίσης ότι στα Ἀργοναυτικά δεν υπάρχουν μεγάλα
τμήματα της αφήγησης χωρίς παρομοίωση, όπως συμβαίνει στην Ιλιάδα, και εκτιμά ότι αυτό οφείλεται ίσως σε
μία καλά υπολογισμένη, συνειδητή χρήση της τεχνικής από τον ποιητή Απολλώνιο.
13
Βλ. Knight 1995: 82, Edwards 2001: 105-106.
14
Για τις θεωρούμενες ως σκηνές μάχης βλ. Carspecken 1952: 91 και Knight 1995: 82.

6
Χαρακτηριστικό είναι το χωρίο στο οποίο περιγράφονται τα κατορθώματα του Ιάσονα

στην Κολχίδα, όπου συσσωρεύονται πάνω από 15 παρομοιώσεις15.

Η αναμφισβήτητα έντονη παρουσία των παρομοιώσεων στις περιγραφές μαχών της

Ιλιάδας ερμηνεύεται από πολλούς μελετητές ως μέρος της προσπάθειας του ποιητή να

ανακουφίσει τους ακροατές από τη μονοτονία προσδίδοντας ζωντάνια και ποικιλία στις

πολεμικές περιγραφές του έπους16. Διαφορετικές προθέσεις ως προς την εμφάνιση των

παρομοιώσεων αποδίδει στον Απολλώνιο ο Carspecken17, ο οποίος τονίζει την αποστροφή

του Απολλωνίου για τις σκηνές βίας και θεωρεί ότι με τις παρομοιώσεις ο ποιητής

δημιουργεί ποικιλία στην αφήγηση για να ανακουφίσει από τον συναισθηματικό φόρτο

της βίας και του θανάτου18.

Είναι γεγονός πάντως ότι οι περιγραφές μάχης των Ἀργοναυτικῶν του Απολλωνίου

διαφέρουν σε έκταση, ένταση και σημασία από ανάλογες ομηρικές σκηνές και ότι, με τη

συγκέντρωση παρομοιώσεων σε αυτές, ο Απολλώνιος δημιουργεί μία ενδιαφέρουσα

συνάφεια με το έργο του αρχαίου επικού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3:
15
Carspecken 1952: 91-92.
16
Βλ. Buxton 2004: 151, Carspecken 1952: 91.
17
Carspecken 1952: 92-93.
18
Πρόκειται για ένα ζήτημα που σχετίζεται με τις λειτουργίες των παρομοιώσεων, για τις οποίες θα γίνει
εκτενέστερη αναφορά σε επόμενο κεφάλαιο, χωρίς ωστόσο να δοθεί έμφαση στην αποκάλυψη των στόχων και
των συναισθημάτων του ποιητή, όπως στο άρθρο του Carspecken (1952).

7
Η σχέση με τα ομηρικά πρότυπα

Ακόμη και με μία απλή ανάγνωση των Ἀργοναυτικῶν μπορεί κανείς να διαπιστώσει

ότι οι παρομοιώσεις του έπους, και ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο,

ανακαλούν ομηρικές αναμνήσεις. Το οικουμενικό σκηνικό και η καθημερινή ζωή που

κυριαρχούν στα θέματα των ομηρικών παρομοιώσεων 19 δε λείπουν και από τον

Απολλώνιο. Βέβαια ο Απολλώνιος, γενικά, φαίνεται να δείχνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε

θέματα όπως είναι ο κόσμος των φυσικών, και ιδιαίτερα των ουράνιων, φαινομένων και ο

κόσμος της ανθρώπινης δραστηριότητας και εμπειρίας, και λιγότερο στον κόσμο των

φυτών και των ζώων, ενώ δε στερείται και πρωτοτυπίας σε αρκετές περιπτώσεις 20.

Εξετάζοντας τις παρομοιώσεις των σκηνών μάχης διαπιστώνουμε καταρχήν ότι, σε

αυτήν την ομάδα, τα θέματα γίνονται πιο συγκεκριμένα και δε διαφοροποιούνται από τον

Όμηρο τόσο, όσο το σύνολο των παρομοιώσεων του έπους. Η συντριπτική πλειοψηφία των

παρομοιώσεων όχι μόνο επεξεργάζεται ένα θέμα κοινό με κάποιο ομηρικό αλλά

παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο ομηρικό πρότυπο. Αυτό, ωστόσο, που κάνει τον

Απολλώνιο να ξεχωρίζει είναι ότι με τις παρομοιώσεις του δημιουργεί συχνά πολλαπλά

σημεία σύγκρισης με την κατάσταση που περιγράφεται 21. Αυτή η επιδίωξη στενής

αντιστοιχίας μεταξύ παρομοίωσης και αφήγησης, ασυνήθιστης για τα ομηρικά έπη, οδηγεί

πολλές φορές, παρά τα κοινά βασικά θέματα, σε μία ξεχωριστή, πιο «κατάλληλη»

ανάπτυξη της παρομοίωσης, η οποία, έτσι, απομακρύνεται, περισσότερο ή λιγότερο, από

το ομηρικό πρότυπο22.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο άγριος κόσμος των ζώων αποτελεί και για τον

Απολλώνιο μία πολύ καλή πηγή για συγκρίσεις μέσα σε ένα πολεμικό σκηνικό. Όπως και

στον Όμηρο, πολλοί από τους πολεμιστές παρομοιάζονται με ζώα, π.χ. ο Άμυκος με

λιοντάρι (Β’ 25-9), ο Άμυκος και ο Πολυδεύκης με ταύρους (Β’ 88-9) ο Ιάσων με άλογο (Γ’

1350-3) και με κάπρο (Γ’ 1259-61), αλλά και οι μαζικές κινήσεις των αντιπάλων σε μια
19
Edwards 2001: 140-141.
20
Wilkins 1921: 163.
21
Knight 1995: 17-18.
22
Η τεχνική αυτή του Απολλωνίου έχει ερμηνευθεί και ως μια απόπειρα βελτίωσης των λιγότερο «αυστηρών»
ομηρικών παρομοιώσεων που αντικατοπτρίζει τις τάσεις της σύγχρονης ομηρικής κριτικής της εποχής του
Απολλωνίου (βλ. Carspecken 1952: 84-85, James 1969: 77). Η Knight (1995: 18) ωστόσο θεωρεί αυτήν την ερμηνεία
λανθασμένη και πιστεύει ότι η διαφορά με τον Όμηρο οφείλεται στην εύλογη απομάκρυνση του Απολλωνίου
από τις τεχνικές της προφορικής σύνθεσης του έπους η οποία ευνοεί ένα πιο πυκνό και επεξεργασμένο
κείμενο.

8
σύγκρουση περιγράφονται με εικόνες από το ζωικό βασίλειο, π.χ. Α’ 1049-51 και Δ’ 485-6

(περιστέρια και γεράκια), Β’ 130-6 (μέλισσες), Β’ 123-9 (λύκοι), Δ’ 486-7 (λιοντάρια), Γ’ 1373-4

(σκυλιά). Όλα τα παραπάνω ζώα αναφέρονται και σε ομηρικές παρομοιώσεις, και

ορισμένα μάλιστα ,όπως το λιοντάρι, ο κάπρος και τα οικόσιτα, αποτελούν κοινούς τόπους

που χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για περιγραφές πολεμιστών23.

Όταν ο Απολλώνιος προβάλλει την όξυνση του πολεμικού μένους του βασιλιά

Αμύκου παρομοιάζοντάς τον με πληγωμένο λιοντάρι (Β’ 25-9) παραπέμπει αμέσως σε

ομηρικά παράλληλα όπως το Υ 164κ.εξ. και το Ε 136 κ.εξ., όπου η οργή του Αινεία και του

Αχιλλέα αντίστοιχα, λίγο πριν ριχτούν στη μάχη, προβάλλεται με την εικόνα ενός

πληγωμένου λιονταριού που ετοιμάζεται γεμάτο οργή να επιτεθεί στους εχθρούς του 24.

Και, ενώ στον Όμηρο οι παρομοιώσεις αναπτύσσονται με μοναδικό σημείο ομοιότητας το

πολεμικό μένος θηρίων και ηρώων, στον Απολλώνιο η παρομοίωση αποδεικνύεται

ιδιαίτερα εύστοχη στα σημεία, καθώς και ο Άμυκος αντιλαμβάνεται ως εχθρική την

παρουσία των Αργοναυτών ( ὅν … ἀνέρες άμφιπένονται) και αισθάνεται βαριά

πληγωμένος από την προκλητική απάντηση του Πολυδεύκη 25 ( ὑπ’ ἄκοντι τετυμμένος…ὅς

μιν ἔτυψε παροίτατος οὐδ’ ἐδάμασσεν), στον οποίο κατευθύνει το βλέμμα και το θυμό του 26

(ὁ δ’ ἐσέδρακεν ὄμμαθ’ ἑλίξας  ἐπὶ δ’ ὄσσεται…)27.

Σε πολλές περιπτώσεις, λοιπόν, ο Απολλώνιος αξιοποιεί φανερά εικόνες από

ομηρικές παρομοιώσεις, τις οποίες παραλλάσσει ελαφρά και προσαρμόζει π.χ. η π. Γ’ 1259-

63, όπου λεξιλόγιο και περιεχόμενο αναφέρονται σαφώς στην Ζ 506-11 και Ο 263-828, ο

Απολλώνιος ωστόσο μετατρέπει το άλογο σε πολεμικό (Ὡς δ’ ὅτ’ ἀρήιος ἵππος…) και

παραλείπει στοιχεία της ομηρικής εκδοχής που δεν ταιριάζουν με τη δική του περιγραφή 29

και η π. Γ’ 1350-3, όπου ο Απολλώνιος, παρομοιάζοντας επιτυχημένα τον Ιάσονα, τη

στιγμή που ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τους σπαρτούς Γηγενείς, με άγριο κάπρο που

πρόκειται να δεχτεί επίθεση από κυνηγούς, κρατά από το ομηρικό πρότυπο στην Ν 471-5

23
Βλ. Scot 1974: 58 κ.εξ., 79 κ.εξ.
24
Frankel 1952: 145, Levin 1971: 136, Green 1997: 233, Effe 2001: 159.
25
Βλ. το σχετικό σχόλιο του Vian (1976: 177).
26
Η στάση αυτή του λιονταριού, που αποτελεί και το βασικό σημείο της σύγκρισης, επιβεβαιώνεται ως
χαρακτηριστική συμπεριφορά του ζώου και από τον Αριστοτέλη, του οποίου το σχόλιο παραθέτει ο αρχαίος
Σχολιαστή, βλ. Mooney 1964: 155.
27
Την έξοχη αντιστοιχία της εικόνας προβάλλει ο Frankel (1952: 145-6).
28
Ο Όμηρος χρησιμοποιεί την ίδια παρομοίωση για να περιγράψει τον Πάρη και τον Έκτορα αντίστοιχα, Green
1997: 287.
29
Βλ. Knight 1995: 104, 119.

9
το ακόνισμα των δοντιών (στα οποία δίνεται έμφαση, καθώς αποτελούν και βασικό μοτίβο

της αριστείας) και προσθέτει τη λεπτομέρεια του αφρισμένου στόματος 30. Χαρακτηριστική

είναι και η εικόνα της φυγής μιας ομάδας πολεμιστών που συγκρίνεται με την καταδίωξη

ενός σμήνους περιστεριών από γεράκια σε δύο χωρία (Α’ 1049-51 και Δ’ 485-6), η οποία

βασίζεται στην Χ 139-43. Καθώς, όμως, στο Α’ 1049-51 περιγράφεται μία πορεία μαζικής

φυγής παρά η καταδίωξη ενός πολεμιστή από έναν άλλον, το ομηρικό γεράκι και

περιστέρι πολλαπλασιάζονται31, και επιπλέον ο Απολλώνιος μεταθέτει την έμφαση από

την ορμή του διώκτη στο φόβο των καταδιωκόμενων32.

Λίγες είναι οι περιπτώσεις που ο Απολλώνιος απομακρύνεται από τον Όμηρο και

πρωτοτυπεί, όπως π.χ. στην π. Β’ 88-90, με τους δύο ταύρους που συναγωνίζονται για μία

δαμάλα, όπου το πλησιέστερο ομηρικό παράδειγμα από την Π 756-61 απέχει σημαντικά33,

και στην π. Γ’ 1373-4, αφού η εικόνα του αλληλοσπαραγμού των σκυλιών δεν απαντά στον

Όμηρο34.

Μεγαλύτερη πηγή για τις παρομοιώσεις των σκηνών μάχης αποτελούν τα διάφορα

φυσικά φαινόμενα που παρατηρούνται σε ουρανό, γη και θάλασσα. Αρκετές παρομοιώσεις

παρουσιάζουν εικόνες από τη θάλασσα, με πρωταγωνιστές κυρίως τα κύματα που

προκαλούν οι ισχυροί άνεμοι, π.χ. Β’ 70-5, Γ’ 1293-5, Γ’ 1327-9, Γ’ 1370-135. Όπως και στις

ομηρικές παρομοιώσεις, ο άνεμος είναι ένα φυσικό στοιχείο που συνδέεται στενά με το

θαλασσινό σκηνικό, απαντά βέβαια και σε άλλες περιπτώσεις 36, όπως στην π. Γ’ 1374-6,

όπου οι Γηγενείς παρομοιάζονται με δέντρα που τα τσακίζει ο άνεμος. Εδώ συναντάμε μία

πολύ χαρακτηριστική εικόνα, την οποία ο Όμηρος χρησιμοποιεί συχνά σε παρομοιώσεις

όταν αναφέρεται σε πολεμιστές που πέφτουν νεκροί 37. Τα ομηρικά πρότυπα εδώ, λοιπόν,

30
Βλ. Hunter 1989: 248, Knight 1995: 105-6 και 119, Green 1997: 288.
31
Όπως παρατηρεί η Knight (1995: 91), η μετατροπή αυτή έχει ως αποτέλεσμα μία ανακριβή εικόνα, αφού τα
γεράκια δεν κυνηγούν κατά ομάδες και σε αυτό οφείλεται και η μοναδική λέξη στο χωρίο που δεν αντιστοιχεί
στο ομηρικό κείμενο, ἀγεληδόν.
32
Knight 1995: 91, Effe 2001: 164.
33
Στο χωρίο αυτό της Ιλιάδας, οι δύο πολεμιστές συγκρίνονται με πεινασμένα λιοντάρια που μάχονται για το
πτώμα ενός ζώου. Με το να μεταφέρει την ομηρική αυτή παρομοίωση στο πεδίο της σεξουαλικής διεκδίκησης ο
Απολλώνιος, μέσω της αντίθεσης, τονίζει το γεγονός ότι κάθε άλλο παρά τέτοια ευγενή κίνητρα υπάρχουν
πίσω από τη διαμάχη των δύο αγωνιζόμενων, Effe 2001: 160-1.
34
Οι ομηρικές παρομοιώσεις με σκυλιά αναφέρονται σε κυνηγετική δράση (π.χ. Θ 338-40, Κ 360-62 κ.α.). Όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο Kouremenos (1996: 236), «μία μη ομηρική παρομοίωση ταιριάζει απόλυτα σε μία
σκηνή εντελώς ξένη για τον Όμηρο- μια φονική παράλογη μάχη ανάμεσα σε τερατόμορφα γηγενή αδέρφια».
35
Στην π. Α’ 1003-11 η εικόνα της θάλασσας διαφέρει σημαντικά καθώς περιγράφεται μια ακτή με απλωμένα
ξύλα.
36
Scot 1974: 62-4.
37
Για τις παρομοιώσεις με δέντρα βλ. Fenik 1968: 126, Scot 1974: 70-1, Broeniman 1989: 141 κ.εξ..

10
είναι πολλά, π.χ. Δ 482-7, Ν 178-81, Ν 389-93, Π 482-6, Ρ 53-7, με πλησιέστερο το τελευταίο,

όπου αιτία της πτώσης του δέντρου είναι ο δυνατός άνεμος, και όχι κάποιος ξυλοκόπος 38.

Πολύ κοντά στο ομηρικό παράδειγμα είναι και οι άλλες παρομοιώσεις: π.χ. η ανεμοθύελλα

που προκαλεί θαλασσοταραχή και τρομάζει τους ναύτες στο πέλαγος στην π. Γ’ 1327-9

είναι μια εικόνα που παραπέμπει σαφώς στο ομηρικό χωρίο Ο 624- 939, η π. Γ’ 1293-5 είναι

παρμένη από την Ο 618-21, με μόνη βασική διαφορά το ότι ο βράχος στον Απολλώνιο

αντιστοιχεί σε έναν και μόνο ήρωα και όχι σε μια στέρεη παράταξη πολεμιστών 40.

Συναντάμε βέβαια και παρομοιώσεις που απομακρύνονται αρκετά από τον Όμηρο,

στις οποίες κυριαρχούν ορισμένα καιρικά φαινόμενα, όπως οι Γ’ 1399-1404 (καταιγίδα), Γ’

1265 (αστραπή), Γ’ 1359-63 (χιόνι- ξαστεριά). Η τελευταία παρομοίωση της αριστείας Γ’

1399-1404 διαφοροποιείται από τον Όμηρο περισσότερο μέσω του τρόπου εισαγωγής αλλά

και του λεξιλογίου41, ενώ και ως προς το περιεχόμενο συνδυάζει με ξεχωριστό τρόπο

εικόνες παρόμοιες με αυτές στην Θ 306-8 και Ρ 53-842. Περισσότερες από μία είναι και οι

παρομοιώσεις που φαίνεται να έχουν συμβάλλει στη σύνθεση της π. Γ’ 1359-63, χωρίς

ωστόσο να μπορεί να εντοπιστεί ένα σαφές πρότυπο, που να συνδυάζει τη λάμψη των

αστεριών με ένα χιονισμένο τοπίο43.

Στις σκηνές μάχης υπάρχουν και άλλες παρομοιώσεις με αστέρια, ένα θέμα που

χρησιμοποιεί συχνά και ο Όμηρος για να προβάλλει την ανδρεία και τις επιδόσεις των

ηρώων του στη μάχη44. Ο Απολλώνιος, συγκρίνοντας τον Πολυδεύκη (Β’ 40-4) και τον

Ιάσονα (Γ’ 1377-81) με αστέρια, προβάλλει όχι μόνο τη λαμπρότητα των ηρώων του αλλά

δημιουργεί και μία στενή σύνδεση με την αφήγηση, π.χ. η εντυπωσιακή εικόνα της πτώσης

ενός μετεωρίτη στη γη παραλληλίζεται εύστοχα με την επίθεση του Ιάσονα, καθώς τονίζει

και την αξία του κατορθώματος ( τέρας ἀνδράσιν) και την ορμητικότητα του ήρωα (
38
Βλ. Hunter 1989: 251-2, Kouremenos 1996: 236, Effe 2001: 161. Στον Απολλώνιο βλέπουμε να ακολουθείται και η
χαρακτηριστική ομηρική διάζευξη στα υποκείμενα, πχ. Γ’ 1376-7 ἠύτε πεύκαι/ ἢ δρύες  Ν 389-90, Π 482-3 τις
δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωίς,/ήὲ πίτυς βλωθρή.
39
Επίσης, η φράση βυκτάων ανέμων επαναλαμβάνεται από το στίχο της Οδύσσειας κ 20, βλ. Hunter 1989: 245-6,
Effe 2001: 159.
40
Hunter 1989: 242, Green 1997: 288.
41
Ωστόσο, το συντακτικό φαινόμενο της αλλαγής στο σημείο σύγκρισης μέσα στην παρομοίωση έχει ομηρικά
προηγούμενα, Knight 1995: 18.
42
Η ασυνήθιστη εισαγωγή που τοίως, η οποία δηλώνει μία συναισθηματική αποστασιοποίηση του ποιητή, και
το πιο σύνθετο λεξιλόγιο προσδίδουν μία έντονη, μη ομηρική, επιτήδευση στην παρομοίωση, βλ. Campbell 1983:
93, Hunter 1993: 108-9, Knight 1995: 110-111 και Kouremenos 1996: 237.
43
Ο Hunter (1989: 250) παραπέμπει στα χωρία της Ιλιάδας Θ 555-9, Μ 278-87 και Τ 357-64, θεωρώντας την
παρομοίωση του Απολλωνίου ως μία πλατιά παραλλαγή της τελευταίας, ενώ ο Green (1997: 288) υποστηρίζει
ότι κανένα από τα παραπάνω χωρία δεν ταιριάζει με την εικόνα εδώ.
44
Effe 2001: 165.

11
μαρμαρυγῆ σκοτίοιο δι’ ἠέρος ἀίξαντα) και τη λάμψη του γυμνού ξίφους με το οποίο

εξολοθρεύει τους Γηγενείς ( ὁλκὸν ὑπαυγάζων  γυμνὸν… ξίφος). Ακόμη, ο συσχετισμός του

με το ομηρικό πρότυπο, που αναφέρεται στην εμφάνιση της θεάς Αθηνάς (πρβλ. Δ 75-8),

υποδηλώνει και την υπερφυσική δύναμη που διαθέτει ο ήρωας χάρη στα φίλτρα της

Μήδειας45.

Οι παρομοιώσεις ανθρώπων με θεούς είναι ελάχιστες στα Ἀργοναυτικά γενικά46 αλλά

και στις σκηνές μάχης ειδικότερα, όπου απαντά μόνο μία, αυτή όπου ο Ιάσονας

παρομοιάζεται με τον Άρη και τον Απόλλωνα λίγο πριν προχωρήσει στον άθλο του (Γ’

1282-3). Εδώ ακολουθείται η πρακτική του Ομήρου να αποδίδει μία τέτοια σύγκριση σε

κάποιον ήρωα που ετοιμάζεται για μάχη 47, η σύγκριση όμως είναι πολύ πιο αόριστη από το

πιθανό ομηρικό πρότυπο Β 478-948.

Όσον αφορά στο χώρο των ανθρώπινων εμπειριών, με ελάχιστες εξαιρέσεις 49, στις

σκηνές μάχης δεν απαντούν παρομοιώσεις που αναφέρονται σε υποκειμενικές,

συναισθηματικές εμπειρίες, γεγονός εύλογο αφού πιθανότατα δε συνάδουν με τον τόνο

των χωρίων αυτών50. Εδώ ο ποιητής αντλεί εικόνες περισσότερο από τις καθημερινές

αγροτικές και άλλες εργασίες, π.χ. το όργωμα (Γ’ 1322-4), ο θερισμός (Γ’ 1386- 91), τη

σιδηρουργία (Γ’ 1299-1305), τη ναυπηγική (Α’ 1003-11, Β’ 79-83), το κυνήγι (Α’ 989-91), όπως

συνηθίζει και ο Όμηρος στις σκηνές μάχης.

Μελετώντας τις παρομοιώσεις αυτές παρατηρούμε ότι υπάρχει μία χαλαρή σχέση με

τον Όμηρο. Η π. Γ’ 1386- 91 διαφέρει πολύ από το ομηρικό παράδειγμα Λ 67-71, όπου μια

φονική σύγκρουση των δύο στρατών συγκρίνεται με τον θερισμό. Η σφαγή των Γηγενών

που μόλις φυτρώνουν από το έδαφος από τον Ιάσονα πολύ εύστοχα εδώ παραλληλίζεται

από τον Απολλώνιο με θερισμό, ο οποίος δημιουργώντας μια εικόνα επείγουσας

κατάστασης (ὁπότ΄, ἀγχούροισιν…ἀρούρας) τονίζει και την ορμητικότητα του ήρωα και τον

45
Campbell 1983: 98-90, Effe 2001: 165.
46
Στο έπος του Απολλωνίου η παρουσία των θεών είναι αρκετά πιο περιορισμένη σε σχέση με το ομηρικό, βλ.
Hunter 1993: 78.
47
Scot 1974: 68-9.
48
Εδώ θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την περίπτωση του Αμύκου (Β’ 38-40), ο οποίος όμως συγκρίνεται με
πρόσωπα από το μύθο, τον Τυφωέα ή κάποιον άλλο από τους Γίγαντες.
49
Όπως είναι η π. Γ’ 1399-404, όπου η θλίψη του Αιήτη παραλληλίζεται με αυτήν του καλλιεργητή που βλέπει
τον κόπο του να καταστρέφεται, και ίσως και η π. Γ’ 1327-9, όπου γίνεται λόγος για τον φόβο των ναυτικών,
χωρίς αυτό να αποτελεί βέβαια το σημείο σύγκρισης.
50
Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιου είδους παρομοιώσεις που σχετίζονται με την ψυχολογία και το
συναισθηματικό κόσμο, κυρίως των γυναικών, απαντούν κυρίως σε χωρία που αναφέρονται στη Μήδεια αλλά
και αλλού στο έπος, και αποτελούν ορισμένες από τις πιο γνήσιες και περίφημες εικόνες των παρομοιώσεων
του Απολλωνίου, βλ. Broeniman 1989: 43.

12
πρόωρο χαμό των Γηγενών ( νεοθηγέα…οὐδὲ…ἠελίοιο)51. Στην π. Γ’ 1299-1305 το μόνο

ομηρικό χωρίο που μπορούμε να συσχετίσουμε δεν προέρχεται από παρομοίωση αλλά από

το χωρίο που περιγράφει τη σφυρηλάτηση της ασπίδας του Αχιλλέα από τον Ήφαιστο (Σ

470-3)52. Η π. Α’ 1003-11, πάλι, θεωρείται ξεχωριστή και πρωτότυπη 53, και «παρουσιάζει

ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την αντίστιξή της με το αρχαίο έπος, όπου η τυπική εικόνα

για τη βίαιη πτώση των πολεμιστών είναι εκείνη της πτώσης ενός δέντρου. Στο ναυτικό,

όμως, έπος του Απολλωνίου μεταφερόμαστε στην εικόνα ενός ναυπηγείου, όπου οι

πεσμένοι στη σειρά Γίγαντες παρομοιάζονται με σωρό από μακριά ξύλα που οι ξυλοκόποι

ακουμπάνε στο γιαλό για να μουσκέψουν» 54. Πρόκειται για έναν πολύ επιτυχημένο

παραλληλισμό των άψυχων σωμάτων των Γηγενών με τους επίσης άψυχους πλέον,

κομμένους κορμούς δέντρων, με τους οποίους μοιάζουν ακόμα και στο μέγεθος 55.

Εξαίρεση στη συνήθη πρακτική του Απολλωνίου αποτελεί η π. Α’ 1027-8, καθώς εδώ

υπάρχουν λιγότερα σημεία αντιστοιχίας με την κατάσταση που περιγράφει από ότι στα

ομηρικά πρότυπα (πρβλ. Λ 155-8, Φ 12-6). Ο Απολλώνιος απλώς αποδίδει τη μανία των

μαχητών που συγκρούονται παραλληλίζοντάς την με τη φωτιά που κατακαίει τους

θάμνους, ακολουθώντας μάλλον συμβατικά μία τυπική ομηρική παρομοίωση μάχης 56.

51
Campbell 1983: 91-2, Hunter 1989: 253, Clauss 2000: 19.
52
Hunter 1989: 242, Green 1997: 288, Effe 2001: 159.
53
Green 1997: 223. Η αναφορά σε ξύλα που θα χρησιμεύσουν για την κατασκευή πλοίων ωστόσο δημιουργεί μία
μικρή σύνδεση με την Ν 389-91, βλ. Kouremenos 1996: 235.
54
Την παρατήρηση αυτή του Frankel μας μεταφέρει ο Βασίλαρος 2004: 293-4.
55
Levin 1971: 101. Την εξαιρετική ευστοχία της παρομοίωσης αυτής επαινεί και ο Αρχαίος Σχολιαστής, βλ.
Mooney 1964: 132, σχ. στον στ. 1003.
56
Fenik 1968: 20, Scot 1974: 66-8, Knight 1995: 91, Effe 2001: 164.

13
Η λειτουργία των παρομοιώσεων

Αναμφισβήτητα, και στους δύο επικούς, η παρομοίωση αποτελεί, κατά βάση, μία

παρεμβολή της φωνής του ποιητή–αφηγητή, ο οποίος επιλέγει να προβάλλει ορισμένες

αναλογίες και ομοιότητες57 ανάμεσα στα «δρώμενα» της αφήγησης και σε εξω-

αφηγηματικές καταστάσεις58. Η λειτουργία μιας τόσο προσφιλούς στο έπος τεχνικής δεν

περιορίζεται απλώς σε αυτήν την προβολή, αλλά φαίνεται πως είναι πολλαπλή και

σύνθετη, καθώς εξαρτάται από πολλά χαρακτηριστικά της: το περιεχόμενο, το σημείο της

αφήγησης όπου εμφανίζεται και τη σχέση της με το στενό αλλά και το ευρύτερο

περικείμενο.

Όπως έχει ήδη διαπιστωθεί από την πυκνή εμφάνιση των παρομοιώσεων στις σκηνές

μάχης των Ἀργοναυτικῶν, η χρήση της παρομοίωσης από τον Απολλώνιο έχει οπωσδήποτε

επηρεαστεί από την ομηρική παράδοση. Οι παρομοιώσεις του Απολλωνίου επιτελούν

συνήθως λειτουργίες όχι άγνωστες στον Όμηρο, υπάρχουν όμως και ορισμένες διαφορές

στη χρήση τους, οι οποίες αφορούν κυρίως στη σχέση που δημιουργείται με το ομηρικό

προηγούμενο και στον διαφορετικό χαρακτήρα των δύο επών. Με βάση τις παρομοιώσεις

που μας απασχολούν, λοιπόν, θα επισημάνουμε στη συνέχεια μερικές από τις πιο

χαρακτηριστικές λειτουργίες τους59.

Καταρχήν, η ίδια η παρουσία των παρομοιώσεων στις σκηνές μάχης του

ελληνιστικού έπους έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς λειτουργεί ως μέσο ανάκλησης στη

μνήμη των αντίστοιχων ομηρικών σκηνών, ενώ παράλληλα η θέση τους δεν είναι καθόλου

τυχαία. Στις μάχες του Α’ Βιβλίου, οι παρομοιώσεις αποκτούν, κατά κάποιον τρόπο, μια

προγραμματική αξία, καθώς, τοποθετούμενες στην αρχή και στο τέλος των σκηνών

μάχης, οριοθετούν τα συγκεκριμένα τμήματα της αφήγησης ως συμπυκνωμένες εκδοχές

των μεγάλων ομηρικών σκηνών μάχης 60. Η θέση βέβαια που κατέχουν στις διάφορες

σκηνές μάχης και, συνεπώς, ο ρόλος τους σε καθεμιά από τις σκηνές αυτές ποικίλλει. Στη

57
Buxton 2004: 148.
58
Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι στον Όμηρο η μακροσκελής παρομοίωση απαντά ενίοτε και σε λόγους
ηρώων, κάτι που δε συμβαίνει ποτέ στο έργο του Απολλωνίου, βλ. Carspecken 1952: 90.
59
Θα μας απασχολήσει, φυσικά, μόνο ένα μέρος από αυτές, αφού δεν θεωρούμε σκόπιμο να εξαντλήσουμε ένα
θέμα που έχει απασχολήσει επανειλημμένα τους μελετητές, κυρίως όσον αφορά στον Όμηρο, όπου και απαντά
για πρώτη φορά η χρήση της μακροσκελούς παρομοίωσης, βλ. Anderson 1957: 81-4, Carspecken 1952: 83-4, Coffey
1957: 113-321, Moulton 1977: 18.
60
Carspecken 1952: 95, Knight 1995: 91.

14
μάχη των Βεβρύκων συσσωρεύονται μόνο στο τέλος της σκηνής, όπου η ένταση της

σύγκρουσης κλιμακώνεται, ενώ στο Δ’ Βιβλίο οι παρομοιώσεις, παρά τη βραχύτητά τους,

καταλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρη την αφήγηση της σύντομης αψιμαχίας με τους Κόλχες 61.

Η αριστεία του Ιάσονα, τέλος, διανθίζεται με ένα πλήθος παρομοιώσεων

διεσπαρμένων καθ΄ όλη την αφήγηση, η συσσώρευση των οποίων συμβάλλει στο να γίνει

εντονότερα αισθητή από τον αναγνώστη η αργή ροή του χρόνου που χρειάστηκε για την

εκτέλεση των άθλων που περιγράφονται 62. Η παρομοίωση, άλλωστε, αποτελεί στη βάση

της μία τεχνική επέκτασης, ένα σημείο δηλαδή όπου η δράση ακινητοποιείται για λίγο, και

επομένως λειτουργεί ως ένα μέσο επαύξησης του αφηγηματικού ρυθμού 63. Παράλληλα

όμως, η παύση που σηματοδοτεί η παρομοίωση λειτουργεί εμφατικά σε μια αφήγηση 64. Στο

Β΄ Βιβλίο, ο αγώνας Αμύκου-Πολυδεύκη αναπτύσσεται σε τρεις φάσεις (στ. 67 κ.εξ.), που

σημειώνονται από τρεις εκτενείς παρομοιώσεις, οι οποίες χρησιμεύουν στο να σταθμίσουν

και να δώσουν την απαραίτητη έμφαση σε μία αφήγηση μάλλον βιαστική 65.

Πέρα από τη θέση βέβαια, τον πιο καθοριστικό ρόλο για τη λειτουργία των

παρομοιώσεων μέσα στο έπος παίζει το περιεχόμενό τους. Όπως φάνηκε στο προηγούμενο

κεφάλαιο, πολλές από τις εικόνες που χρησιμοποιεί ο Απολλώνιος προέρχονται από

κοινές θεματικές ενότητες. Πολλές φορές, μάλιστα, παρατηρούμε ότι ο ποιητής αξιοποιεί

περισσότερο ένα κοινό θέμα ή μοτίβο παρουσιάζοντάς σε μία σειρά ή ακολουθία

παρομοιώσεων, οι οποίες, έτσι, αναπτύσσουν μία πιο στενή σχέση μεταξύ τους. Αυτή η

οργανωμένη σύνδεση των εικόνων, μία τεχνική που χρησιμοποιείται και από τον Όμηρο,

εξυπηρετεί ασφαλώς ορισμένους λειτουργικούς σκοπούς66.

Έτσι, στην αριστεία του Ιάσονα, το ομηρικό μοτίβο της λάμψης των πολεμιστών και

της σκευής τους κυριαρχεί σε μία σειρά παρομοιώσεων που αναφέρονται σε ουράνια

σώματα (Γ’ 1265-7, 1359-63, 1377-81), ενώ η εικόνα των φυτών που πέφτουν στη γη

χρησιμοποιείται και στις τρεις παρομοιώσεις που περιγράφουν την εξόντωση των Γηγενών

(Γ’ 1374-6, 1386-91, 1399-1404). Παρατηρούμε μία κλιμάκωση στη χρήση του κάθε μοτίβου, η

παρουσία του οποίου συμβάλλει στη συνοχή της αφήγησης, ενώ παράλληλα προσδίδει
61
Knight 1995: 83, 114.
62
Πιο αναλυτικά βλ. Carspecken 1952: 93-4.
63
Αυτή η λειτουργία υπάρχει ασφαλώς και στον Όμηρο, βλ. Edwards 2001: 149.
64
Ο Carspecken μάλιστα ξεχωρίζει τη χρήση παρομοιώσεων από τον Απολλώνιο που δίνουν έμφαση σε
αποφασιστικές στιγμές της αφήγησης και λειτουργούν μεταβατικά, περισσότερα βλ. Carspecken 1952: 86-7.
65
Frankel 1952: 148.
66
Στα ομηρικά έπη συμβάλλει είτε στην αύξηση της έντασης στην εμφάνιση ορισμένων μοτίβων είτε στη
δημιουργία ισορροπίας ή αντίθεσης, βλ. Moulton 1977: 49, Knight 1995: 18.

15
έμφαση, ιδιαίτερα όταν συνδέεται με ένα συγκεκριμένο γεγονός ή πρόσωπο 67. Ακόμα

μεγαλύτερη συνοχή εξασφαλίζεται σε περιπτώσεις όπου η σύνδεση γίνεται μεταξύ πιο

απομακρυσμένων χωρίων στην αφήγηση, όπως με την π. Β’ 130-6, η οποία παραπέμπει

σαφώς στην άλλη παρομοίωση με μέλισσες του έπους, Α’ 879-85. Εδώ, ο Απολλώνιος

καθιστά ζωηρότερη την αντίθεση ανάμεσα στα συμφραζόμενα και στο κλίμα όπου

εντάσσονται οι δύο συγγενείς παρομοιώσεις (ειρηνική ≠πολεμική σκηνή) 68.

Μέσα από τη θεματική αυτή σύνδεση των παρομοιώσεων στον Απολλώνιο, επίσης,

προβάλλονται στοιχεία που κατέχουν μία πολύ σημαντική θέση μέσα στο έπος. Έτσι, δεν

είναι τυχαίο ότι εικόνες από τη θάλασσα πρωταγωνιστούν σε πολλές παρομοιώσεις αυτού

του κατεξοχήν ναυτικού έπους. Το υλικό της κύριας αφήγησης μεταφέρεται με δεξιοτεχνία

στις παρομοιώσεις που αντλούν εικόνες από τις περιπέτειες στη θάλασσα, δίνοντας στις

συγκρίσεις σημαντικές προεκτάσεις. Σε μία τέτοια ομάδα παρομοιώσεων από την αριστεία

(Γ’ 1293-5, 1327-9, 1370-1) η θάλασσα φαίνεται να αντιπροσωπεύει πάντοτε την πλευρά των

Κόλχων και τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο Ιάσονας. Οι αναφορές, ωστόσο, στη θάλασσα

και τα κύματα, το φυσικό στοιχείο με το οποίο παλεύουν οι Αργοναύτες, κατορθώνοντας

πάντοτε τελικά να δαμάζουν, μπορούν να ερμηνευθούν και ως καλοί οιωνοί για την

επιτυχία των Αργοναυτών69.

Σε πολλές παρομοιώσεις λοιπόν, όπως συμβαίνει και στον Όμηρο, κάτω από το

προφανές νόημα της σύγκρισης υπόκειται ένα αδήλωτο νόημα, βαθύτερο και πιο

σημαντικό70. Οι παρομοιώσεις συνιστούν και ένα μέσο προοικονομίας, π.χ. η π. Β’ 90-1,

όπου η εικόνα του βουτύπου προεικονίζει τη δολοφονία του Αψύρτου στο Δ’ 468-971, η οποία

στον Απολλώνιο λειτουργεί ενίοτε μέσω λεπτών συνειρμών, π.χ. η παρομοίωση του

Ιάσονα με τον Άρη (Γ’ 1282-3) προοιωνίζει την επιτυχία του ήρωα στο Ἀρήιον πεδίον72.

Εκτός όμως από τον προϊδεασμό για το μέλλον, το βαθύτερο νόημα ορισμένων

παρομοιώσεων, συνίσταται περισσότερο στη δημιουργία συμβολισμών και εύστοχων

67
Όπως συμβαίνει με την εικόνα των σπαρτών πολεμιστών ως φυτών, ή και με τον Ιάσονα, ο οποίος
συγκρίνεται και αλλού με αστέρι, πρβλ. Α’ 957-60. Για την τεχνική της σύνδεσης προσώπων με ορισμένη
εικονοποιία στον Όμηρο, βλ. Moulton 1977: 88 κ. εξ.
68
Βλ. Knight 1995: 97, σημ. 72, Clare 2002: 193.
69
Williams 1991: 265-6, Knight 1995: 109-10. Ανάλογα, εικόνες παρμένες από την ναυπηγική τέχνη (Α’ 1003-11, Β’
79-83) εξαίρουν τη σημασία των πλοίων στο έπος, καθώς αυτό αποτελεί το βασικό όχημα των Αργοναυτών στις
περιπέτειές τους.
70
Βλ. Edwards 2001: 142-5.
71
Green 1997: 234.
72
Hunter 1989: 241.

16
νοηματικών προεκτάσεων που αφορούν στη δράση του έπους. Η σύγκριση του Αμύκου με

τον γίγαντα Τυφωέα, γιο της Γης και του Ταρτάρου (Β’ 38-40), τον συνδέει με τις χθόνιες

δυνάμεις και δίνει μια σχεδόν αλληγορική διάσταση στην επικείμενη μονομαχία του με

τον Πολυδεύκη, η οποία παραβάλλεται με τη μυθική σύγκρουση Ολυμπίων και Γιγάντων 73.

Ο Απολλώνιος, παραλληλίζοντας τους Γηγενείς με ψαράδες (Α’ 990-1) ή με κομμένα ξύλα

(Α’ 1003-11) και τους Αργοναύτες με κατασκευαστές πλοίων (Α’ 1003-11), προβάλλει την

αντίθεση ανάμεσα στο πρωτόγονο πνεύμα και τον πολιτισμό 74. Αναλόγως, και στην π. Β’

70-5 ο Άμυκος φαίνεται να αντιπροσωπεύει τις άγριες δυνάμεις της φύσης, τις οποίες

μπορούν να αντιμετωπίζουν οι Αργοναύτες χάρη στις ικανότητές τους, όπως ακριβώς ο

κυβερνήτης ενός πλοίου νικά τα κύματα (72 ἰδρείῃ πυκινοῖο κυβερνητῆρος ἀλύσκει)75.

Επίσης, παρατηρείται ότι στις παρομοιώσεις της μάχης των Γηγενών (Α’ 990-1, 1003-11)

απεικονίζεται η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον φυσικό κόσμο, ενώ σε αυτές της

μάχης με τους Δολίονες (Α’ 1027-8, 1049-50) η βία που υπάρχει στη φύση76.

Οι παρομοιώσεις του Απολλωνίου, ωστόσο, όχι μόνο εμπλουτίζουν υφολογικά και

νοηματικά το κείμενο, αλλά ενίοτε συμπληρώνουν ή ακόμα και αντικαθιστούν την κύρια

αφήγηση77. Η λειτουργία αυτή απαντά και στον Όμηρο, όχι όμως στον ίδιο βαθμό με τον

Απολλώνιο, όπου αποκτά έναν πιο ιδιαίτερο χαρακτήρα χάρη στη στέρεη ενσωμάτωση

των παρομοιώσεων στο εκάστοτε αφηγηματικό πλαίσιο78. Μία παρομοίωση μπορεί να

προσθέτει χρήσιμα στοιχεία που δεν έχουν περιληφθεί στην υπόλοιπη αφήγηση, π.χ. η π.

Γ’ 1359-63 ενισχύει την εικόνα της λάμψης των οπλισμένων Γηγενών (που έχει ήδη δηλωθεί

με το ἀστράπτουσα) και παράλληλα προσθέτει δύο νέες λεπτομέρειες: την ξαφνική τους

εμφάνιση (1360 αἷψ) και τον τεράστιο αριθμό τους (1361-2 τὰ δ’ ἀθρόα πάντα φαάνθη/

τείρεα)79. Μπορεί, επίσης, να φέρει και το κύριο βάρος της αφήγησης της δράσης σε

ορισμένα σημεία, όπως στη μάχη με τους Βέβρυκες, όπου οι κινήσεις των Αργοναυτών

73
Βλ. Frankel 1952: 146, Green 1997: 233.
74
Williams 1991: 263, Clauss 2000: 18.
75
Williams 1991: 264.
76
Την εύστοχη αυτή παρατήρηση, η οποία ανήκει στον Clauss, παραθέτει η Williams (1991: 263), ο οποίος, στη
συνέχεια, σημειώνει ότι το α’ ζεύγος παρομοιώσεων δείχνει σαφώς πώς η κατοχή της τέχνης βοηθά τους ήρωες
να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες της φύσης, ενώ το β’ ζεύγος υποδηλώνει ότι το άγριο στοιχείο και οι
περιορισμένες ικανότητες χαρακτηρίζουν ενίοτε και τους Αργοναύτες, οι οποίοι στο επεισόδιο με τους Δολίονες
πέφτουν σε πλάνη και επιτίθενται κατά λάθος σε φίλους.
77
Effe 2001: 148-9,
78
Effe 2001: 148. Για τη λειτουργία αυτή στον Όμηρο βλ. Scot 1974: 113, Moulton 1977: 75-6.
79
Campbell 1983: 86.

17
πριν επιτεθούν, ο μεγάλος φόβος των Βεβρύκων και η άτακτη φυγή τους δηλώνονται μόνο

μέσα από τις δύο διαδοχικές παρομοιώσεις (Β’ 123-9, 130-6)80.

Η πιο σημαντική ίσως, και η πιο ιδιαίτερη λειτουργία των παρομοιώσεων στα

Ἀργοναυτικά σχετίζεται με τη συνειδητή αντίθεση που δημιουργούν με τα ομηρικά

πρότυπα και με την προβολή των νεωτεριστικών χαρακτηριστικών που φέρει το έπος του

Απολλωνίου, μία λειτουργία η οποία, εξ ορισμού, δεν μπορεί να αποδοθεί στις

παρομοιώσεις των ομηρικών επών.

Η σύγκριση με το ομηρικό παράδειγμα, το οποίο συνήθως είναι εύκολα

αναγνωρίσιμο, φωτίζει διαφορετικά τις ηρωικές πράξεις που περιγράφονται στο νέο έπος

του Απολλωνίου, φέρνοντας στο προσκήνιο μία ειρωνική αντίθεση με το αρχαϊκό έπος. Τα

πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της τεχνικής του Απολλωνίου αναφέρονται στον

κεντρικό ήρωα του έπους Ιάσονα, του οποίου η ηρωική υπόσταση, όπως παρουσιάζεται,

διαφέρει αρκετά από την έννοια του ηρωισμού ενός ομηρικού άνδρα. Το γεγονός αυτό

προβάλλεται συχνά και μέσα από τις παρομοιώσεις που αναφέρονται στα ηρωικά του

κατορθώματα.

Ο ηρωισμός του Ιάσονα υποβαθμίζεται όταν παραλληλίζεται με την ίδια εικόνα όπως

και ένας παραδοσιακός επικός ήρωας, χωρίς όμως ο ίδιος να διαθέτει τις ίδιες ικανότητες ή

να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, π.χ. τα ηρωικά συμφραζόμενα που ανακαλεί η π. Γ’

1299-305 ( Σ 470 κ.εξ.) και η π. Γ’ 1327-9 ( Ο 624 κ.εξ.) αντιτίθενται ειρωνικά στη θέση του

Ιάσονα εδώ, ο οποίος δεν απειλείται καθόλου από τη μανία των ταύρων αφού τον

προστατεύουν τα μαγικά σκευάσματα της Μήδειας 81. Ανάλογα λειτουργεί και η

παρομοίωση του Ιάσονα με άλογο (Γ’ 1259-62), την οποία ο Όμηρος είχε χρησιμοποιήσει και

για τον Πάρη και για τον Έκτορα. Ο Ιάσονας μεταμορφώνεται σε έναν «Έκτορα» μόνο

προσωρινά, έως ότου φέρει σε πέρας τον άθλο του, και μόνο με τη βοήθεια της Μήδειας,

ενώ ουσιαστικά η ηρωική του υπόσταση ταυτίζεται με την αμφίβολη ανδρεία του Πάρη 82.

Η απόσταση από το ηρωικό κλίμα του ομηρικού έπους δημιουργείται και μέσα από

ορισμένα σημεία ασυμφωνίας των παρομοιώσεων με το αφηγηματικό πλαίσιο, τα οποία,

παρά την ευστοχία των παραδειγμάτων, επιδιώκει ο Απολλώνιος. Η διαφορά ανάμεσα

στις ενέργειες ενός καλλιεργητή που φροντίζει τα σπαρτά του (Γ’ 1386 κ.εξ.) ή που πονά

80
Carspecken 1952:88, Knight 1995: 96-7.
81
Γ’ 1305 κούρης δέ ἑ φάρμακ’ ἔρυτο, βλ. Effe 2001: 159.
82
Βλ. Green 1997: 287, Effe 2001: 158.

18
για την απώλεια των κόπων του (Γ’ 1399 κ.εξ.) και την εξολόθρευση των Γηγενών

εμφανίζει την πολεμική δράση του Ιάσονα ως ανώφελη και, παράλληλα, υπογραμμίζει

την ματαιότητα των σφαγών και τον πόνο που προκαλούν οι απώλειες σε έναν πόλεμο 83.

Αυτό το αντιπολεμικό αίσθημα υποβάλλεται μέσα από τις εικόνες των

παρομοιώσεων και σε άλλες σκηνές μάχης των Ἀργοναυτικῶν. Παρά τις φανερές

αναλογίες, στην Β’ 79-83, είναι δύσκολο να μην παρατηρήσουμε την αντίθεση ανάμεσα

στην ειρηνική άσκηση της ναυπηγικής τέχνης και στην πολεμική επιθετικότητα των δύο

μονομάχων, το ίδιο και στην περίπτωση της π. Α’ 1003-11, όπου μια ειρηνική εργασία από

την κατασκευή πλοίων αντιπαραβάλλεται με τις συνέπειες μιας διαδικασίας σύγκρουσης

και εξόντωσης. Στην τελευταία, μάλιστα, η νύξη στην τυπική ομηρική εικόνα για τους

νεκρούς μαχητές συμβάλλει στη δημιουργία μιας αποστασιοποίησης από τον Όμηρο που

αποτελεί συγχρόνως και αποστασιοποίηση από το ηρωικό πνεύμα του αρχαϊκού έπους 84.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η παρομοίωση, ως ένας ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος ειδολογικός

δείκτης, στα Ἀργοναυτικά λειτουργεί ως ένα μέσο διαλόγου του ποιητή με την παράδοση

του λογοτεχνικού είδους, το οποίο συμβάλλει καθοριστικά στην αποτύπωση του

83
Effe 2001: 161-2.
84
Effe 2001: 153. Ο Effe, στο άρθρο του αυτό, δίνει μεγάλη έμφαση στα σημεία δυσαρμονίας των παρομοιώσεων
σε σχέση με την αφήγηση και με το ομηρικό παράδειγμα, και υποστηρίζει ότι ο Απολλώνιος, συνθέτοντας το
δικό του νεωτεριστικό έργο, περισσότερο αντιπαρατίθεται στον Όμηρο και επιδιώκει την απομάκρυνσή του από
το παραδοσιακό έπος (βλ. 2001: 168-9).

19
χαρακτήρα του νεωτεριστικού έπους του Απολλωνίου. Η αρχή της imitatio cum variatione,

που χαρακτηρίζει την ποίηση της ελληνιστικής περιόδου, φαίνεται να ακολουθείται και

από τον Απολλώνιο ως προς τη χρήση της παρομοίωσης, μιας επικής τεχνικής με μακρά

παράδοση.

Βέβαια, πέρα από βασικές λειτουργίες τις οποίες η παρομοίωση ως αφηγηματική

τεχνική επιτελεί, η παρουσία των παρομοιώσεων στα Ἀργοναυτικά προβάλλει έντονα τη

σχέση με το ομηρικό παρελθόν, μία σχέση η οποία όχι μόνο εκ των πραγμάτων υφίσταται,

αλλά λειτουργεί καταλυτικά στο να φωτίσει ορισμένες πλευρές αυτού του νέου έπους.

Μέσα από την εξέταση των παρομοιώσεων αυτών αναδεικνύεται ένας ποιητής που ξέρει

να χειρίζεται επιδέξια το ομηρικό πρότυπο, το οποίο και επικαλείται συνειδητά, ενίοτε για

να προχωρήσει πέρα από αυτό.

Η φιλοδοξία ενός έπους που δεν είναι κατεξοχήν πολεμικό να αναφερθεί στο

ομηρικό πρότυπο για να διαφοροποιηθεί από αυτό αποκαλύπτεται εναργέστερα μέσα από

τις παρομοιώσεις των πολεμικών σκηνών, όπως φάνηκε από την παραπάνω μελέτη. Η

πολύ στενή σχέση τους με τα ομηρικά πρότυπα μαρτυρεί ότι ο Απολλώνιος δεν υφαίνει τις

παρομοιώσεις αυτές γύρω από το ομηρικό αδράχτι με στόχο να φανεί καινοτόμος, αλλά

αποδεικνύει πως αυτή η τεχνική είναι ζωντανή αλλά και εξελίξιμη, όταν ενσωματώνεται

κατάλληλα σε ένα νέο ποιητικό έργο.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ἀργοναυτικῶν Α’:

Γηγενέες δ’ ἑτέρωθεν ἀπ’ οὔρεος ἀίξαντες


φράξαν άπειρεσίῃσι Χυτοῦ στόμα νειόθι πέτρῃς, 990
πόντιον οἷά τε θῆρα λοχώμενοι ἔνδον ἐόντα.

20
……………………………………………..
Ὡς δ’ ὅτε δούρατα μακρὰ ξέον πελέκεσσι τυπέντα
ὑλοτόμοι στοιχηδὸν ἐπὶ ῥηγμῖνι βάλωσιν,
ὄφρα νοτισθέντα κρατεροὺς ἀνεχοίατο γόμφους 1005
ὣς οἱ ἐνὶ ξυνοχῆ λιμένος πολιοῖο τέταντο
ἑξείης, ἄλλοι μὲν ἐς ἁλμυρὸν ἀθρόοι ὕδωρ
δύπτοντες κεφαλὰς καὶ στήθεα, γυῖα δ’ ὕπερθεν
χέρσῳ τεινάμενοι τοὶ δ’ ἔμπαλιν αἰγιαλοῖο
κράατα μὲν ψαμάθοισι, πόδας δ’ εἰς βένθος ἔρειδον, 1010
ἄμφω ἅμ’ οἰωνοῖσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι.
……………………………………………..
τῶ καὶ τεύχεα δύντες ἐπὶ σφίσι χεῖρας ἄειραν. 1025
Σὺν δ’ ἔλασαν μελίας τε καὶ ἀσπίδας ἀλλήλοισιν,
ὀξείῃ ἴκελοι ῥιπῆ πυρὸς, ἥ τ’ ἐνὶ θάμνοις
αὐαλέοισι πεσοῦσα κορύσσεται. Ἐν δὲ κυδοιμὸς
δεινός τε ζαμενής τε Δολιονίῳ πέσε δήμῳ
……………………………………………..
Οἱ δ’ ἄλλοι εἴξαντες ὑπέτρεσαν, ἠύτε κίρκους
ὠκυπέτας ἀγεληδὸν ὑποτρέσσωσι πέλειαι. 1050

Ἀργοναυτικῶν Β’:

Ὥς φάτ’ ἀπηλεγέως. Ὁ δ’ ἐσέδρακεν ὄμμαθ’ ἑλίξας, 25


ὥς τε λέων ὑπ’ ἄκοντι τετυμμένος, ὅν τ’ ἐν ὄρεσσιν
ἀνέρες ἀμφιπένονται ὁ δ’ ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ
τῶν μὲν ἔτ’ οὐκ ἀλέγει, ἐπὶ δ’ ὄσσεται οἰόθεν οἶον
ἄνδρα τὸν ὅς μιν ἔτυψε παροίτατος οὐδ’ ἐδάμασσεν.
……………………………………………..
Ἀλλ’ ὁ μὲν ἢ ὀλοοῖο Τυφωέος ἠὲ καὶ αὐτῆς
Γαίης εἶναι ἔικτο πέλωρ τέκος οἶα πάροιθεν
χωομένη Διὶ τίκτεν ὁ δ’ οὐρανίῳ ἀτάλαντος 40
ἀστέρι Τυνδαρίδης, οὗ περ κάλλισται ἔασιν
ἑσπερίην διὰ νύκτα φαεινομένου ἀμαρυγαὶ.
Τοῖος ἔην Διὸς υἱός, ἔτι χνοάοντας ἰούλους
ἀντέλλων, ἔτι φαιδρὸς ἐν ὄμμασιν ἀλλά οἱ ἀλκὴ
καὶ μένος ἠύτε θηρὸς ἀέξετο. ………… 45
……………………………………………..
Ἔνθα δὲ Βεβρύκων μὲν ἄναξ, ἅ τε κῦμα θαλάσσης 70
τρηχὺ θοὴν ἐπὶ νῆα κορὐσσεται, ἡ δ’ ὑπὸ τυτθὸν
ἰδρείῃ πυκινοῖο κυβερνητῆρος ἀλύσκει
ἱεμένου φορέεσθαι ἔσω τοίχοιο κλύδωνος
ὢς ὅ γε Τυνδαρίδην φοβέων ἕπετ’ οὐδέ μιν εἴα
δηθύνειν, ὁ δ’ ἄρ’ αἰὲν ἀνούτατος ἥν διὰ μῆτιν 75
ἀίσσοντ’ ἀλέεινεν. Ἀπηνέα δ’ αἶψα νοήσας
πυγμαχίην, ἧ κάρτος ἀάατος ἧ τε χερείων,
στῆ ῥ’ ἄμοτον καὶ χερσίν ἐναντία χεῖρας ἔμιξεν.

21
Ὡς δ’ ὅτε νήια δοῦρα θοοῖς ἀντίξοα γόμφοις
ἀνέρες ὑληουργοὶ ἐπιβλήδην ἐλάοντες 80
θείνωσι σφύρῃσιν, ἐπ’ ἄλλῳ δ’ ἄλλος ἄηται
δοῦπος ἄδην ὥς τοῖσι παρήιά τ’ ἀμφοτέρωθεν
καὶ γένυες κτύπεον, βρυχὴ δ’ ὑπετέλλετ’ ὀδόντων
ἄσπετος. Οὐδ’ ἔλληξαν ἐπισταδὸν οὐτάζοντες,
ἔστε περ οὐλοὸν ἆσθμα καὶ ἀμφοτέρους ἐδάμασσε. 85
Στάντε δὲ βαιὸν ἄπωθεν ἀπωμόρξαντο μετώπων
ἱδρῶ ἅλις, καματηρὸν ἀυτμένα φυσιόωντε
ἂψ δ’ αὖτις συνόρουσαν ἐναντίω, ἠύτε ταύρω
φορβάδος ἀμφὶ βοὸς κεκοτηότε δηριάασθον.
Ἔνθα δ’ ἔπειτ’ Ἄμυκος μὲν ἐπ’ ἀκροτάτοισιν ἀερθεὶς 90
βουτύπος οἷα πόδεσσι τανύσσατο, κὰδ δὲ βαρεῖαν
χεῖρ’ ἐπὶ οἷ πελέμιξεν ὁ δ’ ἀίσσοντος ὑπέστη,
……………………………………………..
Ὡς δ’ ὅτ’ ἐνὶ σταθμοῖσιν ἀπείρονα μῆλ’ ἐφόβησαν
ἤματι χειμερίῳ πολιοὶ λύκοι ὁρμηθέντες
λάθρῃ ἐυρρίνων τε κυνῶν αὐτῶν τε νομήων, 125
μαίονται δ’ ὅ τι πρῶτον ἐπαίξαντες ἕλωσι,
πόλλ’ ἐπιπαμφαλόωντες ὁμοῦ, τὰ δὲ πάντοθεν αὔτως
στείνονται πίπτοντα περὶ σφίσιν ὣς ἄρα τοί γε
λευγαλέως Βέβρυκας ὑπερφιάλους ἐφόβησαν.
Ὡς δὲ μελισσάων σμῆνος μέγα μηλοβοτῆρες 130
ἠὲ μελισσοκόμοι πέτρῃ ἔνι καπνιόωσιν,
αἱ δ’ ἤτοι τείως μὲν ἀολλέες ὧ ἐνὶ σίμβλῳ
βομβηδὸν κλονέονται, ἐπιπρὸ δὲ λιγνυόεντι
καπνῶ τυφόμεναι πέτρης ἑκὰς ἀίσσουσιν
ὢς οἵ γ’ οὐκέτι δὴν μένον ἔμπεδον, ἀλλὰ κέδασθεν 135
εἴσω Βεβρυκίης, Ἀμύκου μόρον ἀγγέλοντες

Ἀργοναυτικῶν Γ’:

Ὡς δ’ ὅτ’ ἀρήιος ἵππος, ἐελδόμενος πολέμοιο,


σκαρθμῶ ἐπιχρεμέθων κρούει πέδον, αὐτὰρ ὕπερθε 1260
κυδιόων ὀρθοῖσιν ἐπ’ οὔασιν αὐχέν’ ἀείρει
τοῖος ἄρ’ Αἰσονίδης ἐπαγαίετο κάρτει γυίων
πολλὰ δ’ ἄρ’ ἔνθα καὶ ἔνθα μετάρσιον ἴχνος ἔπαλλεν,
ἀσπίδα χαλκείην μελίην τ’ ἐν χερσὶ τινάσσων.
Φαίης κεν ζοφεροῖο κατ’ αἰθέρος ἀίσσουσαν 1265
χειμερίην στεροπὴν θαμινὸν μεταπαιφάσσεσθαι
ἐκ νεφέων, ἅ τ’ ἔπειτα μελάντατον ὄμβρον ἄγωνται.
……………………………………………..
καὶ ξίφος ἀμφ’ ὤμοις -, γυμνὸς δέμας, ἄλλα μὲν Ἄρει 1282
εἴκελος, ἄλλα δέ που χρυσαόρῳ Ἀπόλλωνι.
……………………………………………..
Ὡς δ’ ὅτ’ ἐνὶ τρητοῖσιν ἐύρρινοι χοάνοισι

22
φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ’ ἀναμορμύρουσι 1300
πῦρ ὀλοὸν πιμπρᾶσαι, ὅτ’ αὖ λήγουσιν ἀυτμῆς,
δεινὸς δ’ ἐξ αὐτοῦ πέλεται βρόμος, ὁππότ’ ἀίξῃ
νειόθεν ὢς ἄρα τώ γε θοὴν φλόγα φυσιόωντες
ἐκ στομάτων ὁμάδευν, τὸν δ’ ἄμφεπε δήιον αἶθος
βάλλον ἅ τε στεροπή κούρης δέ ἑ φάρμακ’ ἔρυτο. 1305
……………………………………………..
πήληκα βριαρὴν δόρυ τ’ ἄσχετον, ὧ ῥ’ ὑπὸ μέσσας
ἐργατίνης ὥς τίς τε Πελασγίδι νύσσεν ἀκαίνῃ
οὐτάζων λαγόνας. Μάλα δ’ ἔμπεδον εὖ ἀραρυῖαν
τυκτὴν ἐξ ἀδάμαντος ἐπιθύνεσκεν ἐχέτλην. 1325
Οἱ δ’ εἵως μὲν δὴ περιώσια θυμαίνεσκον,
Λάβρον ἐπιπνείοντε πυρὸς σέλας ὦρτο δ’ ἀυτμὴ
ἠύτε βυκτάων ἀνέμων βρόμος, οὕς τε μάλιστα
δειδιότες μέγα λαῖφος ἁλίπλοοι ἐστείλαντο.
……………………………………………..
γνάμψε δὲ γούνατ’ ἐλαφρά, μέγαν δ’ ἐμπλήσατο θυμὸν 1350
ἀλκῆς μαιμώων, συὶ εἴκελος ὅς ῥά τ’ ὀδόντας
θήγει θηρευτῆσιν ἐπ’ ἀνδράσιν, ἀμφὶ δὲ πολλὸς
ἀφρὸς ἀπὸ στόματος χαμάδις ῥέε χωομένοιο.
Οἱ δ’ ἤδη κατὰ πᾶσαν ἀνασταχύεσκον ἄρουραν
γηγενέες φρῖξεν δὲ περὶ στιβαροῖς σακέεσσι 1355
δούρασί τ’ ἀμφιγύοις κορύθεσσί τε λαμπομένῃσιν
Ἄρηος τέμενος φθισιμβρότου ἵκετο δ’ αἴγλη
Νειόθεν Οὔλυμπον δὲ δι’ ἠέρος ἀστράπτουσα.
Ὡς δ’ ὁπότ’, ἐς γαῖαν πολέος νιφετοῖο πεσόντος,
αἷψ ἀπὸ χειμερίας νεφέλας ἐκέδασσαν ἄελλαι 1360
λυγαίῃ ὑπὸ νυκτὶ, τὰ δ’ ἀθρόα πάντα φαάνθη
τείρεα λαμπετόωντα διὰ κνέφας ὢς ἄρα τοί γε
λάμπον ἀναλδήσκοντες ὑπὲρ χθονὸς. Αὐτὰρ Ἱήσων
μνήσατο Μηδείης πολυκερδέος ἐννεσιάων.
Λάζετο δ’ ἐκ πεδίοιο μέγαν περιηγέα πέτρον, 1365
δεινὸν Ἐνυαλίου σόλον Ἄρεος οὔ κέ μιν ἄνδρες
αἰζηοὶ πίσυρες γαίης ἄπο τυτθὸν ἄειραν
τόν ῥ’ ἀνὰ ῥεῖα λαβὼν, μάλα τηλόθεν ἔμβαλε μέσσοις
ἀίξας αὐτὸς δ’ ὑφ’ ἑὸν σάκος ἕζετο λάθρῃ
θαρσαλέως. Κόλχοι δὲ μέγ’ ἴαχον, ὡς ὅτε πόντος 1370
ἴαχεν ὀξείῃσιν ἐπιβρομέων σπιλάδεσσι
τὸν δ’ ἕλεν ἀμφασίη ῥιπῆ στιβαροῖο σόλοιο
Αἰήτην. Οἱ δ’ ὥς τε θοοὶ κύνες ἀμφιθορόντες
ἀλλήλους βρυχηδὸν ἐδήιον οἱ δ’ ἐπὶ γαῖαν
μητέρα πῖπτον ἑοῖς ὑπὸ δούρασιν, ἠύτε πεῦκαι 1375
ἢ δρύες ἅς τ’ ἀνέμοιο κατάικες δονέουσιν.
Οἶος δ’ οὐρανόθεν πυρόεις ἀναπάλλεται ἀστὴρ
ὁλκὸν ὑπαυγάζων, τέρας ἀνδράσιν οἵ μιν ἴδωνται
μαρμαρυγῃ σκοτίοιο δι’ ἠέρος ἀίξαντα

23
τοῖος ἄρ’ Αἴσονος υἱὸς ἐπέσσυτο γηγενέεσσι, 1380
γυμνὸν δ’ ἐκ κολεοῖο φέρεν ξίφος. Οὖτα δὲ μίγδην
ἀμώων, πολέας μὲν ἔτ’ ἐς νηδύν λαγόνας τε
…………………………………………………
ἡμίσεας δ’ ἀνέχοντας ἐς ἠέρα, τοὺς δὲ καὶ ἄχρις
γούνων τελλομένους, τοὺς δὲ νέον ἑστηῶτας,
τοὺς δ’ ἤδη καὶ ποσσίν ἐπειγομένους ἐς ἄρηα. 1385
Ὡς δ’ ὁπότ’, ἀγχούροισιν ἐγειρομένου πολέμοιο,
Δείσας γειομόρος μή οἱ προτάμωνται ἀρούρας,
ἅρπην εὐκαμπῆ νεοθηγέα χερσὶ μεμαρπὼς
ὠμὸν ἐπισπεύδων κείρει στάχυν, οὐδὲ βολῆσι
μίμνει ἐς ὡραίην τερσήμεναι ἠελίοιο 1390
ὢς τότε γηγενέων κεῖρεν στάχυν αἵματι δ’ ὁλκοὶ
ἠύτε κρηναίαις ἀμάραι πλήθοντο ῥοῆσι.
……………………………………………..
Ἔρνεά που τοίως, Διὸς ἄσπετον ὀμβρήσαντος,
φυταλιῆ νεόθρεπτα κατημύουσιν ἔραζε 1400
κλασθέντα ῥίζηθεν, ἀλωήων πόνος ἀνδρῶν,
τὸν δὲ κατηφείη τε καὶ οὐλοόν ἄλγος ἱκάνει
κλήρου σημαντῆρα φυτοτρόφον ὢς τότ’ ἄνακτος
Αἰήταο βαρεῖαι ὑπὸ φρένας ἦλθον ἀνῖαι.
……………………………………………..

Ἀργοναυτικῶν Δ’:

Οἱ δ’ ἄμυδις πυρσοῖο σέλας προπάροιθεν ἰδόντες,


τό σφιν παρθενικὴ τέκμαρ μετιοῦσιν ἄειρε,
Κολχίδος ἀγχόθι νηὸς ἑὴν παρὰ νῆα βάλοντο
ἥρωες Κόλχον δ’ ὄλεκον στόλον, ἠύτε κίρκοι 485
φῦλα πελειάων ἠὲ μέγα πῶυ λέοντες
ἀγρότεροι κλονέουσιν ἐνὶ σταθμοῖσι θορόντες.
Οὐδ’ ἄρα τις κείνων θάνατον φύγε, πάντα δ’ ὅμιλον
πῦρ ἅ τε δηιόωντες ἐπέδραμον. ……………………….

24
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΗΓΕΣ
1) Ἀργοναυτικά : Francis Vian, Apollonios de Rhodes Argonautiques, τ. Ι, chants I-II, Paris 1976, τ.

ΙΙ, chant III, Paris 1980, τ. ΙΙΙ, chant IV, Paris 1981.

2) Ἰλιάδα: David B. Monro – Thomas W. Allen, Homeri Opera, τ. Ι- ΙΙ, Oxford 1920.

ΜΕΛΕΤΕΣ
1) Anderson 1957 = W.D. Anderson, «Notes on the Simile in Homer and his Successors I:

Homer, Apollonius, and Vergil» CJ, 53, 1957, 81-87.

2) Βασίλαρος 2004 = Γεώργιος Βασίλαρος, Απολλωνίου Ροδίου Ἀργοναυτικῶν Α’, Αθήνα 2004.

3) Broeniman 1989 = Clifford Scot Broeniman, Thematic Patterns in the Argonautica of Apollonius

Rhodius: A study in the imagery of similes, διατριβή, University of Illinois, Urbana- Champaign

1989.

4) Buxton 2004 = Richard Buxton, «Similes and others likenesses» στο The Cambridge Companion

to Homer, εκδ. Robert Fowler, Cambridge 2004.

5) Campbell 1983 = Malcolm Campbell, Studies in the Third Book of Apollonius Rhodius’

Argonautica, Hildesheim- Zurich- New York 1983.

6) Carspecken 1952 = J. F. Carspecken, «Apollonius Rhodius and the Homeric Epic» YClS, 13,

1952, 35-143.

7) Clare 2002 = R.J. Clare, The Path of the Argo: language, imagery and narrative in the Argonautica

of Apollonius Rhodius, Cambridge 2002.

8) Clauss 2000 = James J. Clauss, «Cosmos without Imperium: The Argonautic Journey through time»

in Apollonius Rhodius, εκδ. M.A. Harder, R.F. Regtuit, G.C. Wakker, Leuven-Paris-Sterling 2000.

9) Coffey 1957 = Michael Coffey, «The Function of the Homeric Simile», AJPh, 78, 1957, 113-132.

10) Edwards 2001 = Mark Edwards, Όμηρος, ο ποιητής της Ιλιάδας, μτφ. Βάιος Λιάπης-

Νικόλαος Μπεζαντάκος, τίτλος πρωτοτύπου Homer, Poet of the Iliad, 1987, Αθήνα 2001.

11) Effe 2001 = Bernd Effe, «The Similes of Apollonius Rhodius, Intertextuality and Epic

Innovation» στο Companion to Apollonius Rhodius, εκδ. Theodore D. Papanghelis, Antonios

Rengakos, Leiden- Boston- Koln 2001.

25
12) Fantuzzi - Hunter 2005 = Marco Fantuzzi- Richard Hunter, Ο Ελικώνας και το Μουσείο. Η

ελληνιστική ποίηση από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως την εποχή του Αυγούστου,

μτφ. Δ. Κουκουζίκα- Μ. Νούσια, επιμ. Θ. Παπαγγελής-Αντ. Ρεγκάκος, τίτλος πρωτοτύπου

Muse e Modelli: La poesia ellenistica da Alesandro Magno ad Augusto, 2002, Αθήνα 2005.

13) Fenik 1968 = Bernard Fenik, Typical Battle Scenes in the Iliad. Studies in the Narrative Techniques

of Homeric Battle Description, Wiesbaden 1968.

14) Frankel 1952 = Hermann Frankel, «Apollonius Rhodius as a Narrator in Argonautica 2. 1-

140» TAPA, 83, 1952, 144-155.

15) Green 1997 = Peter Green, The Argonautika by Apollonios Rhodios, Berkley- Los Angeles-

London 1997.

16) Hunter 1993 = R.L. Hunter, The Argonautica of Apollonius: Literary Studies, Cambridge 1993.

17) James 1969 = A.W. James, «Some Examples of Imitation in the Similes of Later Greek Epic»

Antichthon, 3, 1969, 78-90.

18) Knight 1995 = Virginia Knight, The Renewal of Epic. Responses to Homer in the Argonautica of

Apollonius (Mnem. Suppl. v.152), Leiden- New York- Koln 1995.

19) Kouremenos 1996 = Theokritos Kouremenos, «Herakles, Jason and ‘Programmatic’ Similes

in Apollonius Rhodius’ Argonautica» RhM, 139, 1996, 233-250.

20) Levin 1971 = D.N. Levin, Apollonius’ Argonautica Re- Examined. The Neglected First and

Second Books (Mnem. Suppl. v. 13), Leiden 1971.

21) Mooney 1964 = George W. Mooney, The Argonautica of Apollonius Rhodius, Amsterdam 1964.

22) Moulton 1977 = Carrol Moulton, Similes in the Homeric Poems, Gotingen 1977.

23) Scot 1974 = William C. Scot, The Oral Nature of the Homeric Simile, Leiden 1974.

24) Vian 1976 = Francis Vian, Apollonios de Rhodes Argonautiques, τ. Ι, chants I-II, Paris 1976.

25) Wilkins 1921 = Eliza G. Wilkins, «A classification of the similes in the Argonautica of

Apollonius Rhodius» Classical Weekly, 14, 1921, 162-166.

26) Williams 1991 = Mary Frances Williams, Landscape in the Argonautica of Apollonius Rhodius,

Frankfurt, New York, Paris 1991.

26

You might also like