You are on page 1of 27

1

Θεοφιλέστατε Ἐπίσκοπε Belogradchik κ.κ. Πολύκαρπε, ἐκπρόσωπε


τῆς Αὐτοῦ Θείας Μακαριότητος τοῦ Μητροπολίτου ΢όφιας καὶ
Πατριάρχου πάσης Βουλγαρίας κ.κ. Νεοφύτου.

Αἰδεσιμολογιώτατε προϊστάμενε τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων


Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου π. Ἀλέξανδρε, σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀγαπητοὶ
μου ἀδελφοὶ ἐν Φριστῷ.

Κατ’ ἀρχάς, θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω γιὰ τὴν τιμητικὴ γιὰ μένα


πρόσκληση νὰ βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Ἦρθα ἐδῶ μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ
΢εβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Συρνάβου κ.κ. Ἱερωνύμου
γιὰ νὰ σᾶς ὁμιλήσω γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου
Μυτιληναίου καὶ γιὰ τὸ Ἱερὸ Βιβλίο τῆς Ἁποκαλύψεως. ΢υγκεκριμένα,
ἡ ὁμιλία ἀφορᾶ τὸ ἄνοιγμα τῶν ἑπτὰ σφραγίδων, ἕνα θέμα στὸ ὁποῖο
ἀναφέρεται ὁ δεύτερος τόμος τοῦ ἑρμηνευτικοῦ ἔργου τῆς
Ἀποκαλύψεως τοῦ ὁποίου σήμερα γίνεται ἡ παρουσίαση.

Ἐκ δευτέρου, θὰ ἤθελα νὰ ἐπαινέσω ὅλους τοὺς συντελεστὲς αὐτῆς


τῆς ἐργασίας, ἡ ὁποία, εἶμαι βέβαιος, ὅτι θὰ συμβάλει πολὺ στὴν
ἀναβάθμιση τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὅλων τῶν ἀγαπητῶν ἐν Φριστῷ
ἀδελφῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας, γενικότερα δέ, πιστεύω, καὶ
ὁλοκλήρου τοῦ Βουλγαρικοῦ Ἔθνους.

Ἡ γνωριμία μου μὲ τὸν Γέροντα Ἀθανάσιο ἔγινε τὸ 1965, ὅταν


ἤμουν στὴν ἡλικία τῶν δέκα ἑπτά (17) ἐτῶν. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο μὲ εἵλκυσε
κοντά του ἦταν τὸ φωτεινό του πρόσωπο καὶ τὸ γλυκό του χαμόγελο.
Ἔνοιωσα ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶχε κάτι τὸ
διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ αὐτὸ ἀσφαλῶς ἦταν ἡ
Φάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δημιουργοῦσε ἕνα μαγνητικὸ πεδίο ποὺ σὲ
εἵλκυε κοντά του. Ἡ ἕλξη αὐτὴ μὲ ἔκανε νὰ προσκολληθῶ στὸ
2

πρόσωπό του καὶ νὰ μείνω κοντά του, ὡς λαϊκός, ἐπὶ πέντε χρόνια καὶ
στὴ συνέχεια, ὡς μοναχὸς καὶ κληρικός, ἐπὶ τριάντα ἕξι χρόνια, ὁπότε
συνέβη καὶ ἡ κοίμησή του, ἀφοῦ ἀπὸ κοινοῦ ἐπανδρώσαμε τὴν Ἱερὰ
Μονὴ Κομνηνείου ΢τομίου Λαρίσης.

Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς συμβιώσεώς μας, ἐπειδὴ ἦταν ὁμιλητικότατος,


ἔμαθα πάρα πολλὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονταν τόσο στὴν
προσωπική του ζωὴ ὅσο καὶ σὲ ποικίλα ἄλλα θέματα, ἐκκλησιαστικὰ
καὶ ἐθνικά.

΢ὲ ὅ,τι ἀφορὰ στὴν προσωπικότητά του, ἦταν στολισμένος μὲ μὶα


πνευματικὴ ἀρχοντιὰ καὶ ἔκρυβε μέσα του ἕνα μεγαλεῖο, τὸ ὁποῖο δὲν
τὸ ἀντιλαμβάνονταν ὅλοι, διότι ὁ ἴδιος πάντοτε προσπαθοῦσε νὰ τὸ
ἀποκρύψει. Γεννήθηκε τὸ 1927 στὴν Κηφισιά, ἕνα προάστιο τῆς
Ἀθήνας, στὸ ὁποῖο διέμεναν τὰ περισσότερα πρόσωπα τῆς ὑψηλῆς
κοινωνίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

΢τὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητός του συνέβαλε ἡ


ὀλιγογράμματη ἀλλὰ σοφὴ κατὰ Θεὸν μητέρα του, ἡ ὁποία ἀπὸ τὰ
παιδικά του χρόνια προσπάθησε, καὶ τὰ κατάφερε, νὰ τὸν εἰσαγάγει
στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Σὸν ἔπαιρνε μαζί της ἡ ἴδια
στὴν κατήχηση, ἡ ὁποία γινόταν ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ μορφωμένες κυρίες
καὶ ὅταν ἔμαθε νὰ διαβάζει, τοῦ ἔδινε τὸ προσευχητάριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο,
παρουσία καὶ ἄλλων κυριῶν, διάβαζε τὸ Ἀπόδειπνο. Σὸν παρότρυνε νὰ
διαβάζει καθημερινὰ τὴν παράκληση στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τοῦ
ἐνέπνευσε τὸν ζῆλο νὰ μελετᾶ τὴν Ἁγία Γραφή.

Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ ἀγαπήσει τοὺς Ἱεροὺς Εὐαγγελιστὲς καὶ τὸν


Ἀπόστολο Παῦλο. Διάβαζε, θὰ ἔλεγα, μὲ ἀπληστία τὶς ἐπιστολές του.
Ὅταν κατὰ τὴν ἐφηβία του τὸν ἀπασχόλησε τὸ γενετήσιο πρόβλημα,
βρῆκε τὴ λύση σὲ αὐτό, διαβάζοντας τὸ 6ο καὶ τὸ 7ο κεφάλαιο τῆς Α΄
πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολῆς. Σότε, μὲ πολλὴ χαρὰ ἀνεφώνησε
δοξολογικά: «Κύριε, ἂν σὲ ὅλους τοὺς Ἀποστόλους δώσεις ἀπὸ ἕνα
στεφάνι, στὸν Ἀπόστολο Παῦλο νὰ δώσεις δύο· ἕνα ἀπὸ Ἐσένα καὶ ἕνα ἀπὸ
3

ἐμένα». Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο
ηὔξανε συνεχῶς καὶ ὅταν ἀργότερα, στὴν ὥριμη ἡλικία του ἑρμήνευε
τὶς ἐπιστολές του, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, ὅταν ἔλεγε τὴ λέξη «Παῦλος»,
ἠσθάνετο κανεὶς ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα του ἔῤῥεε μέλι.

Πρέπει νὰ προσθέσω ἀκόμη, ὅτι ἡ μητέρα του εἶχε πολύ πόθο, ὅταν
θὰ μεγάλωνε νὰ γινόταν κατηχητής, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἀπὸ τὰ δέκα ὀκτώ
(18) του χρόνια ἄρχισε νὰ κατηχεῖ, τόσο στὴν Κηφισιὰ ὅσο καὶ σὲ ἄλλα
προάστια τῆς Ἀθήνας. Οἱ ἀκροατές του ἦταν νέοι, μικρότεροι,
συνομήλικοί του ἀλλὰ καὶ μεγαλύτεροι ἀπὸ αὐτόν, οἱ ὁποῖοι τὸν
ἄκουγαν μετὰ πολλῆς προσοχῆς. Ἀπὸ τὰ πιὸ ἀγαπητὰ θέματα τῆς
κατηχήσεως ποὺ προσέφερε ἦταν τὸ θέμα τῆς ἁγνότητας, τὸ ὁποῖο
κήρυττε μὲ πάθος. Σὴν κατήχηση συνέχισε νὰ τὴν κάνει καὶ κατὰ τὴν
περίοδο τῆς στρατεύσεώς του στὶς Μονάδες ποὺ ὑπηρετοῦσε,
συγκεντρώνοντας ἕνα κύκλο συναδέλφων του καὶ μιλῶντας τους γιὰ
τὸν Φριστό.

΢τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, ὁ πνευματικός του τοῦ πρότεινε
νὰ γίνει κληρικός. Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε, θεωρῶντας τὸν ἑαυτό του
ἀκατάλληλο γιὰ αὐτὸ τὸ ἔργο. Ὁ πνευματικός του ὅμως τοῦ τὸ
πρότεινε καὶ πάλι καὶ τότε, ὅπως χαρακτηριστικὰ μᾶς διηγεῖτο, εἶπε:
«Ἂν μοῦ τὸ προτείνει καὶ γιὰ τρίτη φορά, τότε θὰ θυμώσω». Πηγαίνοντας
ὅμως στὸ σπίτι του καὶ σκεπτόμενος αὐτὸ τὸ γεγονός, ξαφνικὰ
ἀλλοιώθηκε ἡ καρδιά του καὶ εἶπε καθ’ ἑαυτόν: «Ἐὰν ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ
ἐμένα νὰ λάβω τὴν ἱερωσύνη, ποιὸς εἶμαι ἐγὼ ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ
ἄρνηθῶ μιὰ τέτοια κλήση;».

Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄρχισε νὰ τὸν ἀπασχολεῖ τὸ θέμα τῆς


ἱερωσύνης. Μελέτησε μετὰ πολλῆς προσοχῆς τοὺς περὶ ἱερωσύνης
λόγους τοῦ Ἱεροῦ Φρυσοστόμου, κρατῶντας μάλιστα καὶ σημειώσεις,
τὶς ὁποῖες ἀργότερα, ὅταν ὁ ἴδιος μοῦ πρότεινε νὰ γίνω κληρικός, μοῦ
τὶς ἔδωσε νὰ τὶς μελετήσω. Ἐπὶ πέντε χρόνια μελετοῦσε τὸ θέμα τῆς
ἱερωσύνης. Δὲν ἤθελε νὰ γίνει κληρικὸς γιὰ κανένα ἄλλο λόγο παρὰ
4

μόνο γιὰ νὰ κηρύξει Φριστό. ΢τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, ὅταν
ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον θεράποντα ἰατρό του γιὰ τὴν καταγωγή του,
μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα πολλῆς συγκινήσεως εἶπε: «Ἐγὼ γιατρέ μου δὲν
εἶμαι Λαρισαῖος ἀλλὰ Ἀθηναῖος. ΢τὴ Λάρισα δὲν ἦρθα γιὰ νὰ ζήσω, ἀλλὰ
ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιὰ νὰ κηρύξω Χριστό».

Ἡ χειροτονία του ἔγινε τὸ 1960 στὴ Λάρισα, στὴν ὁποία ἦλθε


ἔχοντας ὡς ἐφόδιο, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, τὸν λόγο τοῦ Κυρίου· «oy¦ mh£ se
a¦nv° oy¦d' oy¦ mh£ se e¦gkatali£pv» (Ἑβρ. 13, 5), καὶ αὐτὸ σημαίνει πολλά.
Παραιτήθηκε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἄνετη ζωὴ τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τὴν ἱκανὰ μεγάλη περιουσία του, ἐναποθέτοντας τὸν ἑαυτό του στὴν
ἄπειρη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Μετὰ τὴν εἰς διάκονον χειροτονία του, ἀμέσως ξεκίνησε τὸ


ποιμαντικό του ἔργο. Κήρυττε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν Κυριακάτικη
Θεία Λειτουργία, ἔκανε κατηχητικὰ σχολεία, ἐνῶ παράλληλα
ἐνεγράφη σὲ μὶα ἀνωτέρα Ἱερατική σχολή, διότι δὲν ἦταν θεολόγος
ἀλλὰ ῥαδιοηλεκτρολόγος.

Ὅταν ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴν ἀνωτέρα Ἱερατικὴ σχολή, τότε ἄρχισε νὰ


αὐξάνεται καὶ ἡ ποιμαντική του προσφορά. Ἀσχολήθηκε πάρα πολὺ μὲ
τὰ κατηχητικὰ σχολεία, τὰ ὁποῖα κάποια στιγμὴ εἶχαν φθάσει τὸν
ἀριθμὸ δέκα ὀκτώ (18) τὴν ἑβδομάδα, ἐνῶ πραγματοποιοῦσε καὶ
ἑσπερινὰ κηρύγματα, τὰ ὁποῖα στὴν τελευταία εἰκοσαετία τῆς
προσφορᾶς του παρακολουθούσαν περισσότεροι ἀπὸ χίλιοι ἀκροατές.
Ἐπίσης, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ποιμαντικὴ τῶν ἀσθενῶν, ἐπισκεπτόμενος
κάθε ἑβδομάδα τὰ δύο νοσοκομεῖα ποὺ ὑπήρχαν τότε στὴν πόλη τῆς
Λαρίσης. Παράλληλα, ἔκανε ὁμιλίες σὲ στρατιωτικὰ ἐργοστάσια τῆς
περιοχῆς πρὸς τοὺς ἀξιωματικούς, ὁπλῖτες, τεχνῖτες καὶ
μαθητευομένους. Δὲν ἀμέλησε δὲ καὶ τὴν ποιμαντικὴ τῶν
φυλακισμένων. Κάθε ἑβδομάδα πήγαινε στὶς κρατικὲς φυλακὲς τῆς
πόλεως καὶ ὁμιλοῦσε πρὸς τοὺς κρατουμένους.
5

Σὸ βαρύτερο ἔργο του, ὡστόσο, ἦταν ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς


Ἐξομολογήσεως. Κάθε Πέμπτη, σὲ ἕνα παρεκκλήσι τῆς πόλεως,
ἐξομολογοῦσε ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὰ χαράματα τῆς ἄλλης ἡμέρας. Ἐκεῖ
εἴχαμε τὴν εὐκαιρία μιᾶς προσωπικῆς προσεγγίσεως γιὰ τὴν
ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ τὴ λύση τῶν προβλημάτων μας. Ὡς
ἐξομολόγος ἀπέκτησε πάρα πολὺ κῦρος καὶ αὐτὸ γινόταν φανερὸ ἀπὸ
τὸ μέγα πλῆθος τῶν ἐξομολογουμένων.

Ὡς ὁμιλητὴς ἦταν λίαν εὐχάριστος. Μιλοῦσε ἀργὰ καὶ καθαρά, σὲ


τέτοιο σημεῖο, ὥστε οἱ ἀκροατές του νὰ μποροῦν νὰ κρατοῦν
σημειώσεις ἐπὶ τῶν λεγομένων του. Φρησιμοποιοῦσε ὅλα τὰ σχήματα
τοῦ λόγου, δηλαδὴ τὴν ἱστορία, τὴν ἀλληγορία, τὸν εὐφημισμό, τὴν
παρομοίωση, τὴν ὑπερβολή, τὴν ρητορικὴ ἐρώτηση καὶ λοιπά.
Φρησιμοποιοῦσε δὲ πολὺ καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἐποπτεία, δηλαδὴ εἰκόνες
μέσω τῶν ὁποίων ἑρμήνευε τὶς ἔννοιες.

Οἱ ὁμιλίες του ἦταν βαθύτατα θεολογικὲς ἀλλὰ καὶ πρακτικές.


Βέβαια, ὅπως προείπαμε, δὲν εἶχε σπουδάσει τὴν ἀκαδημαϊκὴ
θεολογία, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐπιμελημένη μελέτη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος τὴν ἀπέκτησε χαρισματικὰ σὲ ὕψιστο βαθμό. Μποροῦσε νὰ
μένει σὲ μία λέξη καὶ ἐκεῖ σὰν ἄλλο γεωτρύπανο νὰ ἐμβαθύνει καὶ νὰ
ἀποκαλύπτει τὸν θεολογικὸ πλοῦτο τῶν Γραφῶν. Εἶναι
χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια του στὴν ἀρχὴ τῆς ἑρμηνείας τοῦ Βιβλίου τῆς
Ἀποκαλύψεως: «Καὶ τώρα εἰσερχόμεθα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στὴν
ἀνάλυση, λέξη πρὸς λέξη, τοῦ ἱεροῦ κειμένου».

Κατὰ τὴν ἐκφώνηση τῆς ὁμιλίας του εἶχε τὴν εὐελιξία, ὅταν ἔβλεπε
τὸ ἀκροατήριό του νὰ κουράζεται, νὰ ἐμπλουτίζει τὸν λόγο του μὲ
κάποια παραδείγματα εἴτε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἴτε ἀπὸ τὴν
προσωπική του ζωὴ, εἴτε ἀπὸ τὴν ἐπικαιρότητα, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς
ξεκουράσει καὶ κατόπιν συνέχιζε τὴν θεολογικὴ ἐμβάθυνση. Μιλοῦσε
πάντοτε πολὺ καλὰ προετοιμασμένος, ἔχοντας μπροστά του
σημειώσεις, ἐνῶ ἄφηνε καὶ περιθώριο στὴν ἔμπνευση.
6

΢ὲ ὅλα τὰ Βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἰδιαίτερα στὸ Βιβλίο τῆς
Ἀποκαλύψεως, τόνιζε ὅτι δὲν θὰ χρησιμοποιοῦσε καμία ὑποκειμενικὴ
ἑρμηνεία, παρὰ μόνον ὅ,τι εἶναι κατατεθειμένο στὴν ὀρθόδοξη
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ στὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων
Πατέρων.

Ἀκούγοντας ἢ μελετῶντας κανεὶς τὶς ὁμιλίες του, θὰ παρατηρήσει


μία ἐπιμονὴ στὸ νὰ ἀποκαλύπτει τὴν ταυτότητα τοῦ Θεανθρωπίνου
Προσώπου τοῦ Φριστοῦ. ΢υνδυάζοντας μάλιστα τὴν Παλαιὰ μὲ τὴν
Καινὴ Διαθήκη, τόνιζε ἰδιαίτερα ὅτι Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος μιλοῦσε στὴν
Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν ὁ Ἐνανθρωπήσας Θεὸς Λόγος, τὸ Δεύτερο
Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Σριάδος, ὁ Ὁποῖος τότε μέν, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη,
μιλοῦσε ὡς ἄσαρκος, ὕστερα δέ, στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὡς ἔνσαρκος
Θεὸς Λόγος. Καὶ τὸ ἔπραττε αὐτό, διότι κριτήριο τῆς αἰώνιας σωτηρίας
μας εἶναι ἡ πίστη στὸ Θεανθρώπινο Πρόσωπο τοῦ Φριστοῦ.

Ἕνα χαρακτηριστικὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς ὁμιλητὴς καὶ τὸ ὁποῖο τὸν


διέκρινε ἀπὸ ἄλλους ὁμιλητές, θεολόγους καὶ μή, εἶναι τὸ γεγονός ὅτι
ἐπιστράτευε τὸ σύνολο τῶν γνώσεών του, ἀκόμα καὶ αὐτῶν τῶν
πρακτικῶν ἐπιστημῶν, φυσικῆς, χημείας, μαθηματικῶν καὶ
ἀστρονομίας, τὶς ὁποῖες εὔστοχα ἐνσωμάτωνε στὸ κήρυγμά του.

Ἔκανε ἐπίσης πολλὲς φορὲς ἐπαναλήψεις τῶν λεγομένων του,


ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ ἐπανάληψη εἶναι ἡ μητέρα τῆς μαθήσεως. Πόθος
του ἦταν οἱ γνώσεις ποὺ προσέφερε νὰ ἐμπεδωθοῦν ἀπὸ τοὺς ἀκροατές
του, γι’ αὐτὸ συχνά-πυκνὰ ἐπανελάμβανε τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου· «e¦moi¤ me¤n oy¦k o¦knhro£n (τὸ ἐπαναλαμβάνειν)y¥mi°n de¤ a¦sfale£w»
(Υιλ. 3, 1).

Ἑρμήνευσε πολλὰ Βιβλία, τόσο τῆς Παλαιᾶς ὅσο καὶ τῆς Καινῆς
Διαθήκης. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ κυκλοφοροῦν σὲ ἠλεκτρονικὴ μορφὴ 4468
ὁμιλίες του. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ πολλὲς ἄλλες, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν
ἐκδοθεῖ. Αὐτὴ δὲ ἡ ἐνασχόλησή του στὸ ἑρμηνευτικὸ ἔργο τὸν ἀνέδειξε
μέγα ἑρμηνευτὴ τῶν Ἱερῶν Γραφῶν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς νεώτερους Ἁγίους
7

τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, τοῦ ὁποίου


πρόσφατα ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξη, καὶ εἶχε σχέσεις μὲ τὸν Γέροντα
Ἀθανάσιο, ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὅτι «τὸ χάρισμα ποὺ ἔχει ὁ π.
Ἀθάνασιος, ἴσως δὲν τὸ καταλαβαίνει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ εἶναι πάρα πολὺ
μεγάλο». Καὶ ὁ ἀείμνηστος Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου
Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, π. Γεώργιος Καψάνης, [τὸ ἄκουσα αὐτὸ μὲ
τὰ αὐτιά μου ἀπὸ τὸν ἴδιο] ἔλεγε ὅτι εἶναι μοναδικὸς ἑρμηνευτὴς τῶν
Ἱερῶν Γραφῶν ὅλων τῶν αἰώνων.

Ὡστόσο, ὅ,τι ἔκανε τὸ ἔκανε μὲ πολλὴ ταπείνωση. Ποτὲ δὲν


ἀναζήτησε τὴν προβολή. Ἂν καὶ πολλὲς φορὲς δέχθηκε προσκλήσεις,
εἶτε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἑλλάδος εἶτε στὸ ἐξωτερικό, γιὰ νὰ ὁμιλήσει καὶ
νὰ λάβει μέρος σὲ συνέδρια, τὸ ἀπέφυγε ἐπιμελῶς. Πάντοτε ὁμιλοῦσε
μὲ πολὺ πάθος καὶ χάριν τοῦ κηρύγματος θυσίαζε τὰ πάντα. Ἔλεγε
πολλὲς φορές· «πόσο ὡραῖο εἶναι νὰ πεθάνει κανεὶς τὴν ὥρα ποὺ
κηρύττει καὶ ἡ τελευταία του λέξη νὰ εἶναι “Χριστός”».

Θὰ ἤθελα νὰ προσθέσω ἀκόμη ὅτι, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ξεκινήσει μία


καινούρια σειρὰ θεμάτων, πάντοτε προσευχόταν νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ὁ
Θεὸς ἂν αὐτὴ ἦταν σύμφωνη μὲ τὸ θέλημά Σου. ΢υνήθως δὲν μᾶς
ρωτοῦσε γιὰ τὶς ἐπιλογές του. Ὅταν ὅμως τελείωσε τὴν ἑρμηνεία τοῦ
Βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Αποστόλων, ὁ προβληματισμός του καὶ πάλι
ἦταν ἔντονος γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῆς καινούριας σειρᾶς τῶν θεμάτων, καὶ
αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ ἴσως τὸ ἐξέφραζε καὶ σὲ ἐμᾶς. Μᾶς ρωτοῦσε:
«ποιὸ Βιβλίο της Ἁγίας Γραφῆς νὰ ἐπιλέξω;». Κάποια μέρα, ἀφοῦ
προηγουμένως γιὰ πολλοστὴ φορὰ ἐξέφραζε τὴν ἀπορία του, τοῦ εἶπα:
«Γέροντα, πῶς θὰ σᾶς φαινόταν νὰ καταπιαστεῖτε μὲ τὴν πρὸς Ρωμαίους
Ἐπιστολή, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς τὸ κατὰ Παῦλον Εὐαγγέλιον;». Ἡ
ἀπάντησή του ἦταν: «Δὲν ξέρω, θὰ δῶ». Πέρασαν ἀρκετὲς ἡμέρες.
Προφανῶς, τὸ εἶχε θέσει καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ ὡς θέμα προσευχῆς. Κάποια
στιγμὴ ποὺ κάναμε ἕναν περίπατο στὸ χῶρο τῆς Μονῆς, μοῦ εἶπε ὅτι
τὴν προηγούμενη μέρα, ἐνῶ βρισκόταν σὲ μία κατάσταση μεταξὺ
ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, αἰσθάνθηκε ὅτι βρισκόταν σὲ ἕναν πολὺ
8

ὡραῖο τόπο. Ὅλα ἐκεῖ ἦταν πολὺ ὄμορφα. Σοῦ ἔδιναν τὴν αἴσθηση ὅτι
βρισκόταν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε ἄκουσε μία φωνὴ νὰ τοῦ
λέει: «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή». Μετὰ ἀπὸ
αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη, πῆρε ἀπόφαση καὶ ἑρμήνευσε τὴν πρὸς
Ρωμαίους Ἐπιστολή, ἡ ὁποία στάθηκε καὶ τὸ κύκνειο ᾆσμα τῆς
ἑρμηνευτικῆς του ἐργασίας. Δὲν καταπιάστηκε πλέον μὲ τὴν ἑρμηνεία
ἄλλου Βιβλίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διότι μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ
παρουσιάστηκαν προβλήματα ὑγείας, τὰ ὁποῖα σταδιακὰ τὸν
ὁδήγησαν στὸ θάνατο. Ἐκοιμήθη στὶς 23 Μαΐου τοῦ 2006.

Γενικὰ θὰ λέγαμε ὅτι ὡς ὁμιλητὴς κήρυττε τὴν ἀλήθεια τοῦ


Ευαγγελίου ἀπερίτμητη, ὁλοκληρωμένη, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τὶς
συνέπειες καὶ τὸ κόστος τῶν ὅσων ἔλεγε. Ἦταν γενναῖος ὅπως τὸ
λιοντάρι, καὶ αὐτὸ φάνηκε ὅταν ἀνέλυε μία σειρὰ θεμάτων μὲ τὰ ὁποῖα
ξεσκέπαζε τὴν σατανολατρία τῆς Μασονίας.

Ἡ Λάρισα εἶχε καὶ τότε, ὅπως συνεχίζει νὰ ἔχει καὶ σήμερα ἰσχυρή
Μασονικὴ στοά. Σὰ κηρύγματά του λοιπὸν δὲν πέρασαν ἀπαρατήρητα.
Προκάλεσαν τὴν ἀντίδραση τῆς στοᾶς, μὲ ἀποτέλεσμα ἕνα ἰσχυρὸ
μέλος της νὰ καυχηθεῖ τότε ὅτι θὰ ἀσκήσει πιέσεις στὴν
Ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία νὰ τὸν ἀποσχηματίσουν. Ἔκανε ἐπίσης καὶ κάτι
ἄλλο πιὸ φοβερό. Πρότεινε σὲ ἕναν ἀξιωματικὸ τοῦ στρατιωτικοῦ
ἐργοστασίου ὅπου κήρυττε ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος, νὰ διαδώσει ψευδῶς
ὅτι ὁ Γέροντας παρενοχλοῦσε ἠθικὰ τοὺς μαθητευομένους. Ὁ
ἀξιωματικός, πρὸς τιμήν του, εἶχε τὸ θάῤῥος νὰ τοῦ ἀπαντήσει ὅτι αὐτὸ
δὲν θὰ τὸ ἔκανε ποτὲ γιατὶ φοβόταν τὸν Θεό. Γιὰ τὴν πολεμική του
αὐτὴ κατὰ τῆς Μασονίας τὸν κάλεσε καὶ ὁ ἀνώτερος ἀστυνομικὸς
Διοικητὴς τῆς Περιφέρειας Θεσσαλίας γιὰ νὰ δώσει ἐξηγήσεις. Ἦταν
τότε ἡ περίοδος τῆς δικτατορίας στὴν Ἑλλάδα (1967-1974) καὶ ὁ
διοικητής, χωρὶς νὰ δείξει κανένα σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ
μακαριστοῦ Γέροντος, τοῦ ἐπέστησε τὴν προσοχὴ νὰ μὴν ξαναμιλήσει,
γιατὶ αὐτὰ τὰ κηρύγματά του τὰ θεωροῦσε ἀνθελληνικὰ καὶ θὰ ἔπρεπε
νὰ γνωρίζει ὅτι πρῶτα εἴμαστε Ἕλληνες καὶ ὕστερα Φριστιανοί. Σότε ὁ
9

μακαριστὸς Γέροντας Ἀθανάσιος, ἂν καὶ ἀγαποῦσε πάρα πολὺ τὴν


πατρίδα του τὴν Ἑλλάδα, ὅπως πρέπει κάθε Φριστιανὸς νὰ ἀγαπᾶ τὴν
πατρίδα του, ὅποιας ἐθνικότητας καὶ ἂν εἶναι, τοῦ ἀπάντησε μὲ πολλὴ
αὐτοπεποίθηση, ὅτι πρῶτα εἶναι Φριστιανὸς καὶ ὕστερα Ἕλληνας. Αὐτὸ
ἀσφαλῶς ἐξόργισε τὸν διοικητὴ καὶ σπρώχνοντάς τον, τὸν ἔβγαλε ἀπὸ
τὸ γραφεῖο του ἐφιστῶντάς του τὴν προσοχὴ ὅτι θὰ ὑπάρξει καὶ
συνέχεια. Ὡστόσο, ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος ἔκανε τὸ ἔργο του χωρὶς νὰ
ὑπολογίζει τίποτε. Σὸ εἶχε πάρει ἀπόφαση νὰ πεθάνει γιὰ τὸν Φριστό.

Θὰ εἶχα πολλὰ νὰ πῶ γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ Γέροντος ὡς


ὁμιλητοῦ, ἀλλὰ εἶναι καιρὸς νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὰ ἄλλα χαρίσματά
του. Ὁ Θεὸς δὲν τὸν εἶχε στολίσει μόνο μὲ τὸ χάρισμα τὴς θεολογίας,
τῆς ἑρμηνείας τῶν Ἱερῶν Γραφών καὶ τοῦ κηρύγματος, ἀλλὰ καὶ μὲ
ἄλλα χαρίσματα ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, μὲ τὸ προφητικὸ καὶ τὸ
διορατικό.

Κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἡ Ἑλλάδα οἰκονομικὰ εὐημεροῦσε, κατὰ τὴν


δεκαετία τοῦ 1980, ὄχι λιγότερο καὶ τὴ δεκαετία τοῦ 1990, πολλὲς φορὲς
ἐπανελάμβανε στὰ κηρύγματά του: «ἔρχεται λιμός, ἔρχεται πεῖνα».
Μάλιστα, μιλοῦσε γιὰ ἕνα διπλὸ λιμό, μία διπλὴ πεῖνα· τὴν ὑλικὴ καὶ
τὴν πνευματική. Καὶ αὐτὸ τὸ ζήσαμε καὶ τὸ ζοῦμε στὶς ἡμέρες μας.
Ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι διέθεταν οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια, ἐθεάθησαν νὰ
ψάχνουν στοὺς κάδους τῶν σκουπιδιῶν, γιὰ νὰ βροῦνε κάτι φαγώσιμο.
΢ήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι στὴν Ἑλλάδα οἰκονομικὰ ἔχουν καταστραφεῖ
καὶ στεροῦνται ἀκόμα καὶ αὐτὸν τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Σόσο ἡ Ἐκκλησία
ὅσο καὶ οἱ δῆμοι ἔχουν συστήσει κοινωνικὰ φαρμακεῖα, παντοπωλεῖα
καὶ ἰατρικὰ κέντρα, ὅπως ἐπίσης καὶ συσσίτια, προκειμένου νὰ
καλύψουν τὶς ἀνάγκες τῶν οἰκονομικὰ ἀσθενῶν πολιτῶν.

Καὶ αὐτὰ μὲν ὡς πρὸς τὴν οἰκονομικὴ ζωὴ τῆς χώρας. Ὡς πρὸς τὴν
πνευματική, θὰ λέγαμε ὅτι ὑπάρχει λιμὸς «toy° a¦koy°sai to¤n lo£gon
Kyri£oy» (Ἀμώς 8, 11). Σὸ κήρυγμα δηλαδὴ φτώχυνε, τόσο ποσοτικὰ ὅσο
καὶ ποιοτικά. Κάποιος ἀδελφός, ὅταν ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιὰ αὐτὴ τὴν
10

πεῖνα, χαρακτήρισε τὰ λόγια του ὡς κινδυνολογίες καὶ ἐκεῖνος τοῦ


ἀπάντησε ὅτι «ἐγὼ ἴσως νὰ μὴ ζῶ, ἀλλὰ ὅταν θὰ ἔρθει ἐκείνη ἡ ἐποχὴ,
τότε θὰ μὲ θυμηθεῖς».

Καὶ γιὰ ἄλλα θέματα μίλησε προφητικά, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ


ἀναφέρουμε ὅλα μέσα σὲ μία ὁμιλία. Θὰ σᾶς πῶ μόνο μία ἀπὸ τὶς
πολλές μου ἐμπειρίες, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στὸ διορατικό του χάρισμα.
΢υνήθως λειτουργούσαμε μαζί, καὶ αὐτὸ τὸ θεωροῦσα ὅτι ἦταν μεγάλη
τιμὴ γιὰ ἐμένα. Βέβαια, ὅλες τὶς ευχὲς τὶς ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἀλλὰ αὐτὸ
δὲν μὲ ἐνοχλοῦσε. Φαιρόμουν πολὺ νὰ τὸν ἀκούω, γιατὶ εἶχε πολὺ καλὴ
προφορά. Κάποια φορὰ ὅμως ποὺ τελούσαμε τὸν Μεγάλο Ἁγιασμὸ τῶν
Θεοφανείων, τὴν ὥρα ποὺ διάβαζε τὶς εὐχὲς τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων,
δὲν γνωρίζω πῶς, ἦλθε στὸ νοῦ μου ἕνας ἀρνητικὸς λογισμός: «Νά!»,
εἶπα, «τὰ διαβάζει ὅλα ἐκεῖνος καὶ γιὰ μένα δὲν θὰ ἀπομείνει νὰ πῶ
τίποτε». Ἐκείνη τὴ στιγμή, διέκοψε ἀποτόμως τὴν εὐχὴ ποὺ διάβαζε,
στράφηκε πρὸς τὸ πρόσωπό μου μὲ ἐπιτιμητικὸ ὕφος καὶ μοῦ εἶπε:
«Ὁρίστε, συνέχισε». Περιττὸ νὰ σᾶς πῶ ὅτι ἐκείνη τὴ στιγμὴ
συγκλονίστηκα βαθύτατα καὶ μὲ κομμένη τὴν ἀναπνοὴ συνέχισα νὰ
διαβάζω τὴν εὐχή.

Ἡ πνευματικότητά του ἦταν βαθύτατη, ζυμωμένη σφιχτὰ μὲ τὴν


παράδοση, καὶ αὐτὸ φαινόταν ἐναργέστατα στὴ συμπεριφορά του.
Ἦταν εὐλαβέστατος. Ἐκινεῖτο πάντοτε μὲ πολλὴ διάκριση, ὅπου κὶ ἂν
βρισκόταν. Προκειμένου νὰ μὴν σκανδαλίζει, πολλὲς φορὲς παραιτεῖτο
καὶ ἀπὸ πράγματα νόμιμα. ΢ὲ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο ἀσφαλῶς ἔφθασε μὲ
τὴν ἐπιμελημένη κατὰ Φριστὸν ἄσκηση.

Ἡ ζωή του γενικὰ ἦταν πολὺ ἀσκητική. Ἤδη, ὅταν βρισκόταν στὶς
παραμονὲς τῆς αναχωρήσεώς του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ τὴ Λάρισα, τὸ
1960, προκειμένου νὰ ἱερωθεῖ, σταμάτησε νὰ πίνει δροσερὸ νερὸ ἀπὸ τὸ
ψυγεῖο, γιατὶ γνώριζε ὅτι ἐκεῖ ὅπου πήγαινε δὲν θὰ ἔβρισκε ψυγεῖο.
Προμηθεύτηκε καὶ ὁ ἴδιος, ὅπως οἱ περισσότεροι Λαρισαῖοι τῆς ἐποχῆς
11

ἐκείνης, μία στάμνα, δηλαδὴ ἕνα πήλινο δοχεῖο, τὸ ὁποῖο διατηρῦσε


ἐλαφρῶς δροσερὸ τὸ νερὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔπινε.

Σηροῦσε ὅλες τὶς νηστεῖες σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας


καὶ μαγείρευε ὁ ἴδιος τὸ λιτὸ φαγητό του. Κάποτε ὅμως, λόγῳ τῆς
αὐξημένης ποιμαντικῆς προσφορᾶς του, δὲν τοῦ ἔμενε χρόνος νὰ
ἀγοράζει τροφὲς καὶ ἔτρωγε μόνο χόρτα, τὰ ὁποῖα συνήθως τοῦ
προσέφεραν οἱ ἐξομολογούμενοι. Αὐτὸ ὅμως ἔγινε αἰτία, κατὰ τὴν
διάρκεια μίας Μεγάλης Σεσσαρακοστῆς, νὰ ἀῤῥωστήσει καὶ νὰ
νοσηλευτεῖ σὲ νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν.

Καλλιεργοῦσε ὅλες τὶς ἀρετὲς, ἰδιαίτερα μάλιστα τὴν προσευχή. ΢ὲ


ἕνα δίπτυχο εἶχε πάρα πολλὰ ὀνόματα τὰ ὁποῖα τοῦ ἔδιναν οἱ
Φριστιανοὶ καὶ τὰ μνημόνευε καθημερινῶς. Γνώριζε πολλὰ γιὰ τὴν
ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ προσπαθοῦσε πάντοτε νὰ τὴν διατηρεῖ μέσα
του.

Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητός του ἦταν ἡ ἀγάπη


του πρὸς τοὺς Ἁγίους, ἰδιαίτερα δὲ πρὸς τὴ Θεοτόκο. Πολλὲς φορὲς τὸν
βλέπαμε, ὅταν περπατούσαμε στὸ βουνὸ ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, νὰ
μαζεύει ἀγριολούλουδα, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια τὰ προσέφερε στὴν
εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, λέγοντας: «Αὐτὰ τὰ δημιούργησε ὁ
Θεὸς Λόγος γιὰ τὴ Μητέρα Σου». Μάλιστα, πάντοτε ἔλεγε ὅτι ὅλο τὸ
σύμπαν ἔγινε χάριν τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ Θεοτόκος χάριν τοῦ Φριστοῦ,
διότι Αὐτὴ ἐπρόκειτο νὰ Σοῦ δανείσει τὴ σάρκα Σης, γιὰ νὰ μὴν εἶναι
μόνο Θεὸς ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος, ἀνοίγοντας ἔτσι γιὰ ὅλο
τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴ θύρα τῆς αἰώνιας σωτηρίας.

Ὅταν διάβασε στὸ Βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου τῆς Παλαιᾶς


Διαθήκης, τὸ ὁποῖο καὶ ἑρμήνευσε, τὸ χωρίο· «oy¦k o¦fth£r‚ e¦nu£pion
Kyri£oy toy° Ueoy° soy keno£w» (Δευτ. 16, 16), δηλαδὴ δὲν θὰ ἐμφανιστεῖς
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σου μὲ ἄδεια χέρια, κάθε φορὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ
λειτουργήσει ἔθετε πάνω σὲ μία λειψανοθήκη ποὺ εἴχαμε πάνω στὴν
Ἁγία Σράπεζα μερικὰ ἄνθη. Αὐτὸ μάλιστα τὸ οἰκειώθηκαν ὡς δίδαγμα
12

καὶ οἱ ἀκροατές, στοὺς ὁποίους κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν
ἔρχονταν ποτὲ στὸ Μοναστήρι μὲ ἄδεια χέρια. Πάντοτε κάτι εἶχαν νὰ
προσφέρουν.

Αλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους ἀγαποῦσε. Πέρα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο,
ὅπως προαναφέραμε, ἰδιαίτερη ἀγάπη εἶχε στὸν Ἱερὸ Φρυσόστομο, τὸν
ὁποῖο καὶ ἐμιμεῖτο ὡς ζηλωτὴ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ
τὸν ἀποκαλοῦσαν «νέο Ἱερὸ Φρυσόστομο».

Μᾶς διηγεῖτο ὅτι ὅταν ἦταν μικρὸς, κάποια Πρωτοχρονιὰ πῆγε


περίπατο μὲ τοὺς γονεῖς του στὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἐκεῖ ὁ
πατέρας του τοῦ ἔδωσε ἕνα νόμισμα γιὰ νὰ ἀγοράσει ἀπὸ τοὺς
μικροπωλητές, ποὺ εἶχαν κατακλύσει τὸ χῶρο μιᾶς πλατείας, ἕνα
παιχνίδι. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀντ’ αυτοῦ ἀγόρασε μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου
΢τυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος. Ὁ πατέρας του παραξενεύτηκε καὶ τοῦ
εἶπε: «Εἰκόνα ἀγόρασες παιδί μου;». Καὶ ὁ μικρὸς τότε Ἀθανάσιος τοῦ
ἀπάντησε: «Ναί, ἐμένα αὐτὸ μοῦ ἄρεσε». Δὲν θὰ μποροῦσε κἄν νὰ τὸ
σκεφτεῖ τότε, ὅτι ἀργότερα, ὡς ἐξομολόγο, θὰ τὸν φιλοξενοῦσε ὁ Ἅγιος
΢τυλιανὸς ἐπὶ μία εἰκοσαετία καὶ πλέον σὲ ἕνα παρεκκλήσι του στὴ
Λάρισα.

Καιρός ὅμως νὰ ἀναφερθοῦμε καὶ στὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἱεροῦ Βιβλίου


τῆς Ἀποκαλύψεως. Εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν προφητικὸ Βιβλίο τῆς Καινῆς
Διαθήκης. Ἐλάχιστοι Πατέρες καταπιάστηκαν μὲ τὴν ἑρμηνεία του,
διότι ἐθεωρεῖτο δυσνόητο. Ὡστόσο, ὁ Γέροντας ἀποφάσισε μὲ πολὺ
ζῆλο νὰ ἑρμηνεύσει αὐτὸ τὸ Βιβλίο. Ἔλεγε ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ
μέσα σὲ αὐτὸ τὸ Βιβλίο πολλὰ ποιμαντικὰ στοιχεῖα, δηλαδὴ μηνύματα
ποὺ ἀναφέρονται στὴν πνευματικὴ ζωή. Ἀποροῦσε μάλιστα γιατὶ ἡ
Ἐκκλησία δὲν ἐπέλεξε ἀναγνώσματα στὶς Ἱερές Ἀκολουθίες καὶ ἀπὸ τὸ
Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ εὐχόταν κάποια στιγμὴ ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸ
εἰσαγάγει στὴ λατρεία της.
13

Ὅταν μαθεύτηκε στὴ Λάρισα ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ἀσχοληθεῖ ὁ π.


Ἀθανάσιος μὲ τὴν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ Βιβλίου, πολλοὶ ἀπὸ τὸ
θεολογικὸ κύκλο τῆς Λαρίσης ἐξέφρασαν, ἄλλοι μὲν τὴν ἀντίθεσή
τους, ἄλλοι δὲ τὴ δυσπιστία τους, ἂν τελικὰ θὰ κατάφερνε νὰ φέρει εἰς
πέρας αὐτὸ τὸ ἔργο ποὺ ἀναλάμβανε. Ἀρκετοὶ μάλιστα, θεολόγοι καὶ
μή, ἐξέφρασαν τοὺς φόβους τους ὅτι μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ ἴδιος, ἄλλὰ
καὶ νὰ ὁδηγήσει καὶ ἄλλους στὴν πλάνη. Καὶ ὅμως, τελικὰ τὰ
κατάφερε, προσφέροντας τὴν καλύτερη ἑρμηνεία στὸ Ἱερὸ αὐτὸ Βιβλίο,
διότι ἀπέφυγε ἐπιμελῶς κάθε εἶδος ὑποκειμενικῆς ἑρμηνείας,
στηριζόμενος ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας.

Ξεκίνησε τὴν ἑρμηνεία τοῦ Βιβλίου στὶς 12 Ὀκτωβρίου τοῦ 1980 καὶ
τὴν ὁλοκλήρωσε στὶς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1984. Σὴν ἑρμηνεία αὐτὴ τὴ
χάρηκε τόσο ὁ ἴδιος, ὅσο καὶ οἱ ἀκροατές του, οἱ ὁποῖοι κατὰ κοινὴ
ὁμολογία ὡφελήθηκαν πάρα πολύ. Ὁλοκλήρωσε αὐτὴ τὴν ἐργασία
ὅπως καὶ τὴν ἄρχισε, ἐπικαλούμενος δηλαδὴ τὴ βοήθεια καὶ τὸν
φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Σριαδικοῦ Θεοῦ.

Ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τόνιζε ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος, πρέπει νὰ μελετᾶ


τὴν Ἀποκάλυψη, σύμφωνα μὲ τὴ ρητὴ παραγγελία τοῦ Κυρίου· «o§
ble£peiw gra£con ei¦w bibli£on kai¤ pe£mcon tai°w e¥pta¤ e¦kklhsi£aiw... kai¤ mh¤
rfqagi£r‚v soy¤v lo£goyv sh°v pqofhsei£av soy° bibli£oy toy£toy% o¥ kairo¤w
ga¤r e¦ggy£w e¦stin» (Ἀποκ. 1, 11 καὶ 2, 10), καὶ μελετῶντάς την «νὰ
προσπαθεῖ νὰ μελετᾶ τοὺς καιροὺς καὶ νὰ περιμένει τὸν Ἄχρονο, τὸν
Ἀόρατο, Αὐτὸν ποὺ γιὰ μᾶς ἔγινε ὁρατός», κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν
Θεοφόρο.

Ἡ Ἀποκάλυψη εἶναι τὸ τελευταῖο Βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀλλὰ


καὶ ὁλοκλήρου τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἀποτελεῖ τὴν κατακλεῖδα της καὶ
ἔχει ἱκανὴ ἀντιστοιχία μὲ τὸ πρῶτο Βιβλίο, τὴν Γένεση, μὲ τὴν ὁποία
συνιστᾶ τὸν ἄξονα πτώσεως καὶ σωτηρίας.
14

Ἔτσι, ἂν ἡ Γένεση μᾶς περιγράφει τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ


τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πτώση του, ἡ Ἀποκάλυψη μᾶς περιγράφει
προφητικὰ τὴν πορεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Δημιουργίας μέσα στὸν
χρόνο, τὴν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀναδημιουργία τοῦ κτιστοῦ
ὁρατοῦ κόσμου καὶ τὴν αἰώνια δόξα τους.

Ἡ Ἀποκάλυψη περιέχει μὲ συντομία ὁλόκληρο τὸ Μυστήριο τῆς


Θείας Οἰκονομίας, ἀπὸ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Τἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ
Θεοῦ, ἕως τὴ Δευτέρα Παρουσία Σου, τὴν Κρίση καὶ τὴ φανέρωση τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἀναφέρεται στὴν ἵδρυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στὴ γῆ,
δηλαδὴ τῆς Εκκλησίας, στὴν ιστορικὴ παρουσία της καὶ στὴν
παγκόσμια ἐπέκτασή της. Ἐπίσης, σκιαγραφεῖ μὲ λεπτομέρειες τὴν
ἐξέλιξη τῆς πάλης της μὲ τὶς ἀντίθεες δυνάμεις ἀλλὰ καὶ τὶς ἔσχατες
πληγὲς ποὺ θὰ ἐπιπέσουν στὴν ἀμετανόητη ἀνθρωπότητα. Σέλος, μᾶς
ἀναλύει τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀντιχρίστου, τὴν τελικὴ συντριβή του, τὴ
Δευτέρα Παρουσία τοῦ Φριστοῦ ὡς Κριτοῦ, τὴν ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀπ’
αἰῶνος νεκρῶν, τὴν τελικὴ κρίση, τὴν αἰώνια τιμωρία τῶν ἀσεβῶν, τὴν
αἰώνια δόξα τῶν πιστῶν, τὴν ἀποκάλυψη τῆς Καινῆς Ἱερουσαλήμ,
δηλαδή τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀνακαίνιση τοῦ ὁρατοῦ κτιστοῦ
κόσμου καὶ τὴν αἰώνια κοινωνία τῶν θεωμένων πιστῶν μὲ τὸν Φριστό.

Κεντρικὴ ἰδέα τοῦ Βιβλίου παραμένει πάντοτε ἡ Δευτέρα τοῦ


Φριστοῦ Παρουσία καὶ κύριο θέμα του εἶναι ὁ ἀγῶνας τῆς Ἐκκλησίας
κατὰ τῶν ἀντιθέων δυνάμεων μὲ τὴ νικηφόρο ἔκβαση γιὰ τὴν
Ἐκκλησία. Ὅλα αὐτὰ καταγράφονται μὲ ὁράματα, παραστάσεις καὶ
εἰκόνες ποὺ ἀποτελοῦν τὴν συμβολικὴ γλῶσσα τοῦ Βιβλίου.

Ἡ Ἀποκάλυψη, ὡς προφητικὸ Βιβλίο, ἀποκαλύπτει ὄχι μόνον τὰ


μέλλοντα ἀλλὰ καὶ τὰ παρόντα σέ σχέση μὲ τὸν χρόνο καταγραφῆς
της. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει στὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη – τὸν συγγραφέα
τῆς Ἀποκαλύψεως - ποὺ βρισκόταν τότε ἐξόριστος στὸ νησὶ τῆς
15

Πάτμου· «gra£con oy¬n a§ ei¬dew, kai¤ a¨ ei¦si kai¤ a§ me£llei gi£nesuai meta¤
tay°ta» (Ἀποκ. 1,19).

Ὁ σκοπὸς τοῦ Βιβλίου εἶναι ἡ προπαρασκευὴ τῶν πιστῶν ἐν ὄψει


τῶν θλίψεων ποὺ ἔρχονται καὶ ἡ παρηγορία τους γιὰ τὴν ἀγαθὴ
ἔκβαση τοῦ ἀγῶνα· πρὸ παντὸς ὅμως ἡ προετοιμασία τους γιὰ τὶς
ἀναμενόμενες θλίψεις, ὥστε νὰ μὴ σκανδαλιστοῦν καὶ θεωρήσουν τὴν
μὲν Ἐκκλησία ἀδύναμη καὶ ἀνυπεράσπιστη, τὸν δὲ Ἰησοῦ ἀδιάφορο γιὰ
τὴν Ἐκκλησία Σου.

Κάτι παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὸ ἐπικείμενο Πάθος τοῦ Φριστοῦ,


ὅταν οἱ Μαθητὲς εἰδοποιοῦνταν, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν καὶ
νὰ κατανοήσουν ἀργότερα ὅτι τὸ Πάθος ἦταν ἑκούσιο. Ἔτσι, δὲν πρέπει
νὰ δοῦμε τὴν Ἀποκάλυψη μὲ τὴν στενὴ ἔννοια τῆς προφητείας ἀλλὰ ὡς
ἕνα Βιβλίο ποὺ ἔρχεται νὰ ἐνισχύσει, νὰ παρηγορήσει, νὰ ἀνορθώσει,
νὰ εἰδοποιήσει, νὰ ἐπισημάνει, ἰδιαιτέρως σὲ ἐποχὲς ποὺ τὸ
θρησκευτικὸ αἴσθημα εἶναι χαμηλό.

Ἡ Ἀποκάλυψη εἶναι ἕνα ζωντανὸ Βιβλίο, μὲ πολλὴ καὶ ἀνέκφραστη


χάρη καὶ δροσερότητα. Εἶναι ἕνα ἀληθινό ἀριστούργημα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ἔχει ἑνότητα, συμμετρία, εὐρυθμία, δύναμη λόγου, πλοῦτο
χρωμάτων καὶ τόνων, ποικιλία θεμάτων, πλαστικότητα, ζωηρότητα,
παραστατικότητα. Εἶναι θεολογικώτατο, ἀφυπνιστικὸ συνειδήσεων,
συναρπαστικό. ΢κηνικὰ ἔχει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ καὶ χρόνο
ἐκτυλίξεως τῶν γενομένων τὴν παγκόσμια Ἱστορία καὶ τὴν αἰωνιότητα.

Ἕνα ἀκόμη σημεῖο πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ: Πότε ἀρχίζει νὰ


ἐκπληρώνεται τὸ Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως;

Πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ Αποκάλυψη δὲν περιορίζεται μόνο


στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἱεροῦ συγγραφέως, οὔτε στὰ ἔσχατα τῆς Ἱστορίας,
ἀλλὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ συγγράφεται. Κάθε τὶ ποὺ
πραγματοποιεῖται εἶναι προανάκρουσμα ἑπόμενων γεγονότων μὲ
16

τελικὴ ἔκβαση αὐτὰ ποὺ θὰ συμβοῦν κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ


Κυρίου.

Ὀρθόδοξοι ἑρμηνευτές, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Καισαρείας,


ἀναζητοῦν στὴν Ἀποκάλυψη, τὴν ἱστορική, τὴν ἠθική, τὴν θεολογικὴ
καὶ μυστικὴ διάσταση τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Ἡ ἱστορικὴ διάσταση εἶναι
ἐκεῖνο ποὺ ἤδη συμβαίνει ἢ πρόκειται νὰ συμβεῖ, ὅπως οἱ ἑπτὰ
Ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὰ ἔσχατα, ὁ Ἀντίχριστος καὶ ἡ Δευτέρα
τοῦ Φριστοῦ Παρουσία.

Ἡ ἠθική διάσταση εἶναι ὅ,τι μπορεῖ νὰ διδάξει, νὰ ἐπανορθώσει, νὰ


διατηρήσει, νὰ ἐλέγξει, νὰ τιμωρήσει καὶ νὰ παρηγορήσει.

Σέλος, ἡ μυστικὴ καὶ θεολογικὴ διάσταση εἶναι ἡ εὕρεση βαθυτέρου


νοήματος καὶ μηνύματος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ
βοηθήσει νὰ ἀναπτυχθεῖ μία προσωπική σχέση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ,
ὅπως ἐπίσης καὶ ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἱστορία καὶ τὴ
Δημιουργία, ποὺ ἐκφράζουν τὴ σοφία, τὴ δύναμη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ.

Μετὰ τὴ σύντομη αὐτὴ εισαγωγὴ στὸ Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως


μποροῦμε τώρα νὰ δοῦμε τὸ ἄνοιγμα τῶν ἑπτὰ σφραγίδων. Σὸ θέμα
αὐτὸ βρίσκεται στὸ 6ο καὶ 7ο κεφάλαιο. Σὰ δύο αὐτά κεφάλαια ὅμως
ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὸ 4ο καὶ 5ο κεφάλαιο, ὅπου ὁ Ἱερός
Εὐαγγελιστὴς κοιτάζει πρὸς τὸν ἀνοικτὸ οὐρανὸ καὶ βλέπει τὸν
καθήμενο ἐπὶ τοῦ θρόνου νὰ κρατάει στὸ δεξί του χέρι ἕνα βιβλίο. Ἕνα
βιβλίο ἀπὸ περγαμηνὴ ἢ ἀπὸ πάπυρο. Ἕνα εἰλητάριο, ποὺ ἦταν
γραμμένο ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά καὶ ἦταν σφραγισμένο μὲ ἑπτὰ
σφραγῖδες. Σὸ βιβλίο στὸ δεξί χέρι τοῦ Θεοῦ φανερώνει τὴν πάνσοφη
μνήμη Σου, τὴν ἄβυσσο τῶν κριμάτων Σου καὶ τὶς θεῖες βουλές Σου, ἐνῶ
οἱ ἑπτὰ σφραγῖδες ὑποδηλώνουν τὸ ἄγνωστο τῶν θείων βουλῶν σὲ ὅλα
τὰ κτιστὰ ὄντα, αἰσθητὰ καὶ νοητά.
17

Ἡ εἰκόνα στὸ σύνολό της φανερώνει ὅτι τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ


μυστηριώδους βιβλίου περιλαμβάνει ὅ,τι θὰ καταγραφεῖ στὸ Βιβλίο τῆς
Ἀποκαλύψεως ἀπὸ τὸ 6ο ἕως τὸ 22ο κεφάλαιο, δηλαδὴ περιέχει ὅλο τὸ
σωτηριῶδες μέλλον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ
τοῦ σύμπαντος. Αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶναι γνωστό μόνο στὸ Ἐσφαγμένο
Ἀρνίο, ποὺ θὰ τὸ ἀποσφραγίσει καὶ θὰ τὸ ὑπαγορεύσει, γιὰ νὰ
καταγραφεῖ στό Βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, τὸ ὁποῖο ἔχουμε ἑμεῖς στά
χέρια μας, μὲ γλῶσσα συμβολικὴ καὶ προφητική.

Καὶ ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ Ἐσφαγμένο Ἀρνίο;

Εἶναι ὁ Ἰησοῦς Φριστός. Εἶναι ὁ Θεός Λόγος, ποὺ ἐνηνθρώπησε καὶ


ἔπαθε γιὰ ἐμᾶς. ΢τὴν ὁπτασιακὴ εἰκόνα ποὺ έχει μπροστά του ὁ Ἱερὸς
Εὐαγγελιστής, εἶδε τὸ Ἀρνίο νὰ λαμβάνει ἀπὸ τὸ δεξί χέρι τοῦ
καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου, ποὺ εἶναι ὁ Θεός Πατήρ, τὸ βιβλίο, καὶ ὅταν
τὸ ἔλαβε, τὰ τέσσερα ζῶα καὶ οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι ποὺ
κύκλωναν τὸν θρόνο, ἔπεσαν καὶ Σὸν προσκύνησαν μὲ ὕμνους καὶ
θυμιάματα. Σὸ γεγονός αὐτὸ δείχνει ὅτι τόσο ὁ ἀγγελικὸς κόσμος ὅσο
καὶ ὁ κόσμος τῶν ἀνθρώπων προσκυνοῦν τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Φριστοῦ λατρευτικά, ὅπως καὶ τὴ Θεία φύση Σου. Ἀκόμη, ἡ παραλαβὴ
τοῦ βιβλίου θεωρεῖται κοσμοϊστορικὸ γεγονός, γι’ αὐτὸ καὶ προκαλεῖ τὴ
δοξολογία τῶν μυριάδων Ἁγίων Ἀγγέλων καὶ τῶν τεσσάρων ζώων καὶ
τῶν εἴκοσι τεσσάρων πρεσβυτέρων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν κτισμάτων
στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ καὶ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ.

΢τὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Ἰωάννης βλέπει τὸ ἄνοιγμα τῶν ἑπτὰ


σφραγίδων, ποὺ ἀντιστοιχοῦν σὲ ἑπτὰ ἀποκαλυπτικὲς εἰκόνες.

Πρίν ὅμως προχωρήσουμε στὴν ἀνάλυσή τους, θὰ πρέπει νὰ


σημειώσουμε ὅτι μετὰ τὸ ἄνοιγμά τους ἀκολουθεῖ μία νέα ἑπτάδα
ὀπτασιακῶν εἰκόνων, ποὺ ἀνοίγουν μὲ ἑπτὰ σαλπίσματα ἑπτὰ
ἀγγέλων. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἑπτάδα, ἔρχεται μία τρίτη ἑπτάδα, ποὺ
ἀναφέρεται πάλι σὲ ὀπτασιακὲς εἰκόνες, μὲ χαρακτηριστικὸ τὴν
ἔκχυση ἀντιστοίχως ἑπτὰ φιαλῶν. Μέσα σὲ αὐτές τὶς τρεῖς ἑπτάδες, σὲ
18

σύνολο δηλαδὴ εἴκοσι καὶ μιᾶς (21) εἰκόνων, ἔχουμε ὀπτασιακὲς πτυχὲς
τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἱστορίας.

Καὶ τώρα τίθεται τὸ ἐρώτημα. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐκθέσεώς τους,


πῶς πρέπει νὰ ἐννοηθοῦν χρονικά; Δηλαδή, ἡ μία ἑπτάδα ὁραμάτων
καλύπτει μία σειρὰ γεγονότων, μὲ τὸ τέλος τῶν ὁποίων ἀρχίζει νέα
σειρὰ ὁραμάτων – γεγονότων; Ποιὰ εἶναι δηλαδὴ ἡ χρονικὴ σχέση
αὐτῶν τῶν τριῶν ἑπτάδων ἀποκαλύψεων - ὁραμάτων;

Ἐδὼ θὰ λέγαμε ὅτι γιὰ τὴ χρονική τους σχέση ὑπάρχουν δύο


θεωρίες. Ἡ πρώτη θεωρία δέχεται τὴν κατὰ παραλλήλους κύκλους
ἐπανάληψη τῶν ἴδιων πραγμάτων καὶ ἰδεῶν ἢ γεγονότων στίς
ἑπταδικές εἰκόνες τῶν ἀλλεπαλλήλων ὁράσεων, καὶ καλεῖται «θεωρία
τῆς ἐπαναλήψεως» ἢ «ἀνακεφαλαιώσεως» ἢ «κυκλικὴ θεωρία».
Πρόκειται γιὰ διαρκῶς διευρυνόμενους ὁμόκεντρους κύκλους, τῶν
ὁποίων κέντρο συνιστᾶ ὁ χρόνος ἐκφορᾶς τῆς προφητείας, ἡ ὁποία
διαρκῶς ἐπαληθεύεται μέσα στὴν Ἱστορία, μὲ ἀπώτατη κυκλικὴ
περιφέρεια τὰ ἔσχατα. Ὅταν δηλαδή, ἐκπληρωθοῦν τὰ γεγονότα τῶν
ἑπτὰ σφραγίδων, ἀρχίζει ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἑπτὰ σαλπίγγων. Ὅταν
ἐκπληρωθοῦν καὶ αὐτές, ἀρχίζει ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἑπτὰ φιαλῶν. Ὅταν
καὶ αὐτές ἐκπληρωθοῦν, ἀρχίζει πάλι ὁ κύκλος τῶν ἑπτὰ σφραγίδων
κ.ο.κ. Ἔχουμε, δηλαδή, τρεῖς παράλληλους κύκλους πληρώσεως
ἑπταδικῶν γεγονότων, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς ἐπαναλαμβάνονται ἕως τὴ
συντέλεια τῶν αἰώνων, μὲ αὐξανόμενη πύκνωση καὶ ἔνταση πρὸς τὰ
ἔσχατα.

Ἐδώ μποροῦμε, γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτά ποὺ εἴπαμε, νὰ ποῦμε


ἕνα παράδειγμα. Λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «Paidi£a, e¦sxa£th v¨ra
e¦sti£, kai¤ kauv¤w h¦koy£sate o¨ti o¥ a¦nti£xristow e©rxetai, kai¤ ny°n a¦nti£xristoi
polloi¤ gego£nasin% o¨uen ginv£skomen o¨ti e¦sxa£th v¨ra e¦sti¤n» (Α΄ Ἰωαν. 2, 18).

Δηλαδή, ἡ ἔσχατη ὥρα εἶναι ἡ κάθε στιγμή, κατὰ τὴν ὁποία


ἐμφανίζονται ἀντίχριστοι, οἱ ὁποῖοι θὰ συνεχίσουν νὰ ἐμφανίζονται
ἕως ὅτου ἔλθει ἡ ὄντως καὶ μοναδικὴ ἐσχάτη ὥρα μὲ τὸν πραγματικὸ
19

Ἀντίχριστο, τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ προηγούμενοι ὑπῆρξαν, ἁπλῶς,


πρόδρομοί του. Κατ’ αὐτό τὸν τρόπο, ἔχουμε ἐπανάληψη τοῦ
φαινομένου «ἀντίχριστος» μὲ πύκνωση στὰ ἔσχατα, ὁπότε θὰ εἶναι ὁ
κατ’ ἐξοχήν Ἀντίχριστος.

Ἡ δεύτερη μέθοδος ἀποδέχεται τὴν εὐθύγραμμη χρονολογικὴ ἢ


περιοδικὴ πρόοδο τῶν γεγονότων ποὺ συμβολίζονται στίς ἐπιμέρους
ὁράσεις γεγονότων, καὶ καλεῖται «χρονολογικὴ θεωρία». Ὅταν,
δηλαδή, ἐκπληρωθοῦν τὰ γεγονότα τῆς πρώτης ἑπτάδας, προχωροῦμε
στὰ γεγονότα τῆς ἑπόμενης ἑπτάδας χωρὶς ἐπανάληψή τους, ἕως ὅτου
φθάσουμε στὰ ἔσχατα.

Λέγει, γιὰ παράδειγμα, ὁ Φριστός· «Ey¦ue£vw de¤ meta¤ th¤n uli°cin tv°n
h¥merv°n e¦kei£nvn o¥ h¨liow skotisuh£setai kai¤ h¥ selh£nh oy¦ dv£sei to¤ fe£ggow
ay¦thς°...» (Ματθ. 24, 29). Ἐδῶ, ὅπως βλέπουμε, πρόκειται γιὰ
εὐθύγραμμη θέση τῶν γεγονότων. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ
ἐπαναλαμβάνεται· θὰ συμβεῖ μόνο μία φορά. ΢υνεπῶς, πληροῖ τὴν
χρονολογικὴ θεωρία. Ἐν τούτοις, οἱ καλύτεροι ἑρμηνευτές, παλαιοὶ καὶ
νεώτεροι, δέχονται τὴν πρώτη θεωρία χωρὶς νὰ ἀποκλείουν καὶ τὴ
δεύτερη. Δέχονται, δηλαδή, ὅτι μία προφητεία, ὅπως καὶ τῶν παλαιῶν
προφητῶν, δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μία μόνο χρονικὴ στιγμὴ ἀλλὰ
συνυφαίνεται μὲ τὸ ἄμεσο, τὸ προσεχὲς καὶ τὸ ἀπώτατο μέλλον. Ἔτσι ἡ
προφητεία ἐπαναλαμβάνεται καὶ ταυτοχρόνως προχωρεῖ.

Οἱ δύο αὐτὲς μέθοδοι συνδυασμένες μποροῦν νὰ παρασταθοῦν μὲ


μία ἑλικοειδῆ γραμμή, δηλαδή, μὲ μία ἀνηφορικὴ πορεία γύρω ἀπὸ ἕνα
κωνικὸ βουνό, μετὰ ἀπὸ κάθε πλήρη κύκλο τῆς ὁποίας, ὁ ἀναβάτης
βρίσκεται σὲ ἕνα ἀνώτερο σημεῖο ἀπὸ τὴν ἀφετηρία καὶ ταυτοχρόνως
μπορεῖ νὰ βλέπει τὴν κορυφή.

Ἕνα ἀκόμη σημεῖο πρέπει νὰ τονισθεῖ. Σὰ προφητευόμενα τῆς


Ἀποκαλύψεως ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ δόθηκε γιὰ δημοσίευση τὸ
βιβλίο, ἐνῶ κάθε τὶ ποὺ πραγματοποιεῖται εἶναι προανάκρουσμα τῶν
20

ἑπόμενων γεγονότων, μὲ τελικὴ ἔκβαση τὴ Δευτέρα τοῦ Φριστοῦ


Παρουσία.

Ἀναφερθήκαμε διεξοδικὰ σὲ αὐτὲς τὶς δύο θεωρίες, τὴν χρονολογικὴ


καὶ τὴν κυκλική, διότι ἀποτελοῦν τὸ κλειδὶ τῆς κατανοήσεως
ὁλοκλήρου τοῦ Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ εἰδικότερα τῶν
γεγονότων ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν ἑπτὰ σφραγίδων.

Καὶ τώρα εἰσερχόμαστε στὴν ἀποσφράγιση τοῦ μυστηριώδους


ἐκείνου «βιβλίου». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συνεχίζει νὰ βρίσκεται
ὁπτασιαζόμενος μπροστὰ στὸν ἀνοικτὸ ουρανό, νὰ βλέπει τὸν θρόνο
καὶ Αὐτὸν ποὺ κάθεται πάνω στὸ θρόνο, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Θεός Πατήρ,
νὰ βλέπει τὰ τέσσερα ζῶα, τοὺς εἴκοσι τέσσερις πρεσβυτέρους νὰ τὸν
κυκλώνουν, νὰ βλέπει τὶς ἑπτὰ καιόμενες λαμπάδες, ποὺ συμβολίζουν
τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καὶ τὸ Ἀρνίο, ποὺ εἶναι ὁ Φριστός, τὸ ὁποῖο ἤδη ἔχει
πάρει τὸ βιβλίο ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ
ἀνοίγει τὴν πρώτη σφραγῖδα.

Ἀμέσως ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης βλέπει νὰ παρουσιάζεται ἕνας


ἵππος λευκὸς καὶ κάποιον νὰ κάθεται ἐπάνω στὸν ἵππο, νὰ κρατάει
τόξο καὶ στὸ κεφάλι νὰ φέρει στεφάνι, τὰ ὁποῖα εἶναι σύμβολα νίκης,
ἐξουσίας καὶ βασιλείας. Ὁ καθήμενος εἶναι ὁ Φριστὸς ἢ τὸ Εὐαγγέλιο,
ποὺ συμβολίζει τὸν Φριστό, ἢ γενικότερα ὁ Φριστιανισμός, ποὺ
ἐξαγγέλλεται στὰ ἔθνη μὲ τὸ στόμα τῶν Ἀποστόλων· εἶναι τὸ ξεκίνημα
τοῦ Φριστιανισμοῦ, ὁ ὁποῖος «e¦jh°lue nikv°n kai¤ i¨na nikh£r‚» (Ἀποκ. 6, 2),
κάτι ποὺ φανερώνει τὴ δυναμικὴ πορεία τοῦ Φριστιανισμοῦ.

Ἐδῶ, ἀβίαστα ἀντιλαμβάνεται κανείς, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ


ἐφαρμοστεῖ ἡ εὐθύγραμμη ἢ χρονολογικὴ μέθοδος ἑρμηνείας τῆς
πρώτης σφραγίδας, διότι τὸ κήρυγμα δὲν σταμάτησε στὴν ἐποχὴ τῶν
Ἀποστόλων. Εἴμαστε ἀναγκασμένοι, λοιπόν, νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν
ἐπαναληπτικὴ ἢ κυκλικὴ μέθοδο ἑρμηνείας, κατὰ τὴν ὁποία τὸ
κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου συνεχίστηκε καὶ μετὰ τοὺς Ἀποστόλους ἀπὸ
21

τοὺς διαδόχους τους, συνεχίζεται καὶ τώρα καὶ θὰ συνεχίζεται μέχρι τὸ


τέλος τῆς Ἱστορίας.

΢τὸ ἄνοιγμα τῆς δεύτερης σφραγίδας, ὁ Εὐαγγελιστὴς βλέπει νὰ


παρουσιάζεται μπροστά του ἕνας ἄλλος ἵππος πυῤῥός, δηλαδὴ
κόκκινος, καὶ στὸν ἀναβάτη του δόθηκε ἡ ἐξουσία νὰ πάρει τὴν εἰρήνη
ἀπὸ τὴ γῆ, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀλληλοσφαγοῦν. Πραγματικά, τὸ
Εὐαγγέλιο, ὅταν ἄρχισε νὰ διαδίδεται, δὲν ἔγινε δεκτὸ ἀπὸ ὅλους τοὺς
ἀνθρώπους, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐξαπολύθηκαν διωγμοὶ ἐναντίον τῶν
Φριστιανῶν καὶ ἐμφανίστηκαν ἔτσι οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως. Ἀλλ᾿ ὅπως
ὁ λευκὸς ἵππος, δηλαδὴ ἡ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ ἐξαπλώνεται
συνεχῶς μέσα στὴν Ἱστορία, ἔτσι καὶ ὁ πυῤῥὸς ἵππος, δηλαδὴ οἱ
διωγμοί, θὰ ἐξαπολύονται διαρκῶς ἐναντίον τῶν Φριστιανῶν καὶ θὰ
ἔχουμε διαρκῶς καὶ νέους μάρτυρες. Βλέπουμε, λοιπόν, καὶ ἐδῶ νὰ
ἐφαρμόζεται ἡ ἐπαναληπτικὴ ἢ κυκλικὴ ἑρμηνευτικὴ θεωρία.

Καὶ ἐρχόμαστε στὸ ἄνοιγμα τῆς τρίτης σφραγίδας, ὅπου ὁ


Ευαγγελιστὴς βλέπει νὰ βγαίνει ἕνας μαῦρος ἵππος καὶ ὁ αναβάτης νὰ
κρατάει στὸ χέρι του μία ζυγαριά. Σὴν ἴδια στιγμὴ ἀκούγεται μία φωνὴ
νὰ λέγει· «Ἕνα δηνάριο θὰ πουλιέται ἡ λίτρα τὸ σιτάρι, καὶ ἕνα δηνάριον
οἱ τρεῖς λίτρες κριθαριοῦ. Καὶ μὴ λείψει τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί» (Ἀποκ. 6,6).
Υαίνεται ἐδῶ ἕνας ἐπερχόμενος λιμός, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὁποίου οἱ
ἄνθρωποι θὰ πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα.

Μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς τέταρτης σφραγίδας, πρόβαλε ἄλλος ἵππος,


χλωρός, δηλαδὴ κίτρινος, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι «ὁ θάνατος». Ὁ
ᾅδης τὸν ἀκολουθοῦσε, καὶ πῆρε τὴν ἐξουσία νὰ σκοτώσει τὸ ἕνα
τέταρτο τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς μὲ πολέμους, ἀῤῥώστιες, πεῖνα καὶ
ἄγρια θηρία. Ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας τῶν
ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἐὰν προσέξουμε τὴν προοδευτικὴ λύση τῶν τεσσάρων πρώτων


σφραγίδων, θὰ παρατηρήσουμε ὅτι ἔχουμε καὶ μία προοδευτική
22

κλιμάκωση μὲ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου, τὸν διωγμό του καὶ τὴν
τιμωρία τῶν διωκτῶν μὲ πεῖνα, μὲ ἀῤῥώστιες καὶ μὲ πολέμους.

Ὅλα αὐτὰ ἵσως σὲ κάποιους νὰ δημιουργοῦν τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ


εὐσεβεῖς χάθηκαν ἐξαιτίας τῶν πληγῶν ποὺ ἐξαπολύθηκαν. Σὴν
ἀπάντηση ἔρχεται νὰ δώσει τὸ ἄνοιγμα τῆς πέμπτης σφραγίδας: Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης βλέπει· «y¥poka£tv toy° uysiasthri£oy ta¤w cyxa¤w tv°n
e¦sfagme£nvn dia¤ to¤n lo£gon toy° Ueoy° kai¤ dia¤ th¤n martyri£an toy° a¦rni£oy
h§n ei¬xon» (Ἀποκ. 6, 9). Οἱ ψυχὲς τῶν μαρτύρων ζητοῦν ἀποκατάσταση,
δηλαδὴ τὴν ἀνάστασή τους, ἀλλὰ τοὺς ὑποδεικνύεται νὰ ἀναπαυθοῦν
γιὰ λίγο ἀκόμη καιρό – ἐννοεῖται στὸν Παράδεισο – ἕως ὅτου καὶ ἄλλοι
ἀδελφοί τους γίνουν καὶ αὐτοὶ μάρτυρες μέσα στὴν Ἱστορία.

Πρόκειται γιὰ τὸ χριστιανικὸ μαρτύριο ποὺ πρέπει οἱ πιστοί, ἐὰν


θέλουν νὰ εἶναι πραγματικὰ πιστοί, νὰ ἔχουν διαρκῶς μπροστὰ στὰ
μάτια τους. Σὸ χωρίο αὐτό εἶναι ἕνα ἰσχυρό ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο ὑπὲρ
τῆς ζωῆς τῶν ψυχῶν καὶ τῆς παραμονῆς τους στόν Παράδεισο, ὁ ὁποῖος
τοποθετεῖται ἐδῶ κάτω ἀπὸ τὸ Θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἐρχόμαστε στὴν ἕκτη σφραγῖδα, ποὺ εἶναι πολὺ ἐκτενής.


Διαιρεῖται σὲ τρία μέρη, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ πρῶτο ἀναφέρεται στὴν
ἀναστάτωση τοῦ σύμπαντος, ἐνῶ τὰ δύο τελευταῖα εἶναι διαψάλματα.
Σὸ πρῶτο μέρος περιγράφει ὅτι μὲ τὸ ἄνοιγμα τῆς σφραγίδας ἔγινε
μέγας σεισμός. Ὁ ἥλιος σκοτείνιασε καὶ ἡ σελήνη ἔγινε κόκκινη σὰν
αἷμα. Σὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν καὶ ὁ οὐρανὸς χωρίστηκε σὰν
βιβλίο-εἰλητάριο στὰ δυό. ΢τὴ γῆ ἐπάνω σημειώθηκαν μεγάλες
μετατοπίσεις καὶ γεωλογικὲς μεταβολές. Οἱ ἄνθρωποι κρύφτηκαν στὶς
ὀπὲς τῆς γῆς ἀπὸ τὸν πολὺ μεγάλο φόβο τους.

΢τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ανάγκη νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν εὐθύγραμμη


ἑρμηνευτικὴ μέθοδο ποὺ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ Κύριος στά Εὐαγγέλια,
ὅπου λέγει χαρακτηριστικά· «Ey¦ue£vw de¤ meta¤ th¤n uli°cin tv°n h¥merv°n
e¦kei£nvn o¥ h¨liow skotisuh£setai kai¤ h¥ selh£nh oy¦ dv£sei to¤ fe£ggow
ay¦th°w...» (Ματθ. 24, 29) ,ἤ, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος· «§Hjei de¤ h¥
23

h¥me£ra Kyri£oy ... e¦n ‚¬ oy¦qanoi¤ qoizhdo¤n paqeley£ronsai,… kai¤ gh° kai¤ ta¤ e¦n
ay¦s‚° e©qga kasakah£resai» (Β΄ Πέτρ. 3, 10).

Πρόκειται γιὰ τὶς ἔσχατες ἀναστατώσεις τοῦ σύμπαντος, ἀπὸ ὅπου


θὰ προέλθει τὸ καινούργιο ΢ύμπαν, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως
ἀκριβῶς περιγράφεται στὸ τέλος τοῦ Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Σὰ
γεγονότα τῆς ΢ταυρώσεως, ὅπως ὁ σεισμός, τὸ σκοτείνιασμα τοῦ ἡλίου,
κλπ., ἦταν προοίμια ἐκείνων ποὺ θὰ συμβοῦν τότε, κοντὰ στὴ Δευτέρα
τοῦ Φριστοῦ Παρουσία.

Πρέπει ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι πρὶν γίνουν αὐτὲς οἱ παγκόσμιες


ἀναστατώσεις, θὰ γίνουν σεισμοὶ καὶ ἀναστατώσεις πάνω σὲ θέματα
πίστεως καὶ ἠθῶν. ΢τὸ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα τῆς Ἐκκλησίας· «kai¤ ti£w
dy£natai svuh°nai;» (Μαρκ. 10, 26), μπροστὰ στὰ κοσμοϊστορικὰ αὐτὰ
γεγονότα, ἔρχεται ἀμέσως τὸ ἑπόμενο διπλὸ διάψαλμα νὰ δώσει τὴν
ἀπάντηση.

Σί εἶναι ὅμως τὸ διάψαλμα;

Σὸ διάψαλμα εἶναι μία ἄλλη ὁπτασία, μία ἄλλη σκηνή, τελείως


ἀντίθετη, ἡ ὁποία ἔρχεται νὰ δώσει μία ἀναψυχή, ἕναν διαφορετικὸ
τόνο, μία παρηγοριά, γιὰ νὰ ξεκουράσει τὸν ἀναγνώστη ἀπὸ τὴ
συγκίνηση, τὸν φόβο καὶ τὸ δέος ποὺ αἰσθάνεται, ὅταν βλέπει νὰ
ἀποκαλύπτονται ἡ μία μετά τὴν ἄλλη οἱ σφραγῖδες μὲ τὶς φοβερὲς
πληγές. Αὐτό, βεβαίως, εἶναι πρόσκαιρο, γιατὶ καὶ πάλι θὰ
ἐπανέλθουμε στὴ σειρά μας, γιὰ νὰ λυθοῦν καὶ οἱ ὑπόλοιπες
σφραγῖδες.

Σὸ διπλό, λοιπόν, αὐτὸ διάψαλμα, πέρα ἀπὸ τὸν παρηγορητικὸ


χαρακτῆρα ποὺ προαναφέραμε, ἔχει καὶ ἀποκαλυπτικὸ χαρακτῆρα.
Καταδεικνύει τὴ θέση τῶν πιστῶν μέσα σὲ αὐτὲς τὶς φοβερὲς
ἀναστατώσεις. Ἡ πρώτη σκηνή–ὀπτασία εἶναι ἐπίγεια, ἐνῶ ἡ δεύτερη
ἀποτελεῖ μία σύντομη ἀλλὰ ἁδρὴ εἰκόνα τῆς οὐράνιας ζωῆς τῶν
πιστῶν. Θέλει δὲ αὐτὴ ἡ δυάδα τῶν ὀπτασιῶν νὰ πληροφορήσει τὸν
24

πιστὸ πὼς, ὅ,τι κὶ ἄν συμβεῖ στὴ γῆ, δὲν πρέπει νὰ φοβηθεῖ, διότι στὸν
οὐρανὸ τὸν περιμένει ἡ μακαριότητα τοῦ Θεοῦ.

΢τὸ πρῶτο διάψαλμα τέσσερις ἄγγελοι κρατοῦν τοὺς ζωογόνους


ἀνέμους τῆς γῆς. Ἕνας πέμπτος ἄγγελος τοὺς φωνάζει ὅτι πρὶν
προβοῦν στὸ φθοροποιὸ τοῦτο ἔργο τους γιὰ τὴν τιμωρία τῶν ἀσεβῶν,
νὰ ἔλθουν νὰ σφραγίσουν τοὺς πιστοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ στὰ μέτωπά
τους. Εἶναι μία συμβολικὴ παράσταση τοῦ Ἁγιογραφικοῦ χωρίου· «e©gnv
Ky£riow toy¤w o©ntaw ay¦toy°%» (Ἀριθμ. 16, 5 καὶ Β΄ Σιμ. 2, 19).

Ἤδη ἡ Ἐκκλησία σφραγίζει τούς πιστούς της μὲ τὰ μυστήρια τοῦ


Βαπτίσματος καὶ τοῦ Φρίσματος. Καὶ ποιός ὁ σκοπός τῆς σφραγίσεως;
Ὄχι βεβαίως ἡ ἀποφυγὴ τοῦ Μαρτυρίου, ἀλλὰ ἡ προστασία τῶν πιστῶν
ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν ψευδοχρίστων καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ
Ἀντιχρίστου. Πρέπει ὅμως νὰ ἔχει καὶ γενικώτερο χαρακτῆρα
προστασίας, γιατὶ ὁ Φριστὸς λέγει ὅτι· «ei¦ mh¤ e¦kolobv£uhsan ai¥ h¥me£rai
e¦kei°nai, oy¦k a«n e¦sv£uh pa°sa sa£rj% dia¤ de¤ toy¤w e¦klektoy¤w kolobvuh£sontai
ai¥ h¥me£rai e¦kei°nai» (Ματθ. 24, 22). Αὐτὴ ἡ σφράγιση ἔχει ἰδιότυπο
χαρακτῆρα, ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση καὶ τὴν ἐποχή.

Μία προφητικὴ σφράγιση ἔχουμε στὸν προφήτη Ἰεζεκιήλ, (8,1-18 καὶ


9,1-11). Μία ἱστορικὴ σφράγιση ἔχουμε κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς
Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Βεσπασιανὸ καὶ Σίτο τὸ 70 μ.Φ., κατὰ τὴν ὁποία οἱ
Φριστιανοὶ θυμήθηκαν τοὺς σχετικοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ποὺ
ὑποδείκνυαν ὅτι, ὅταν θὰ δοῦν τὴν πόλη νὰ κυκλώνεται ἀπὸ ἐχθρούς,
νὰ τὴν ἐγκαταλείψουν· καὶ ὄντως, ὅσοι τὴν ἐγκατέλειψαν, σώθηκαν. Ἡ
σφράγιση τῶν πιστῶν κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες δὲν γνωρίζουμε τὶ
μορφὴ θὰ ἔχει, ἀλλὰ τότε ὁ Θεὸς θὰ τὴν ἀποκαλύψει διὰ τῆς
Ἐκκλησίας Σου. Καὶ ὁ Ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ἀκούει τὸν ἀριθμὸ τῶν
ἐσφραγισμένων, ποὺ εἶναι ἑκατὸν σαράντα τέσσερις χιλιάδες (144.000)
ἀπὸ τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Δὲν εἶναι ἀκριβὴς ἀριθμὸς ἀλλὰ
συμβολικός, καὶ πρόκειται γιὰ τὸν κατὰ πνεῦμα νέο Ἰσραήλ, δηλαδὴ
τοὺς Φριστιανούς, καὶ ἐξ Ἰουδαίων καὶ ἐξ ἐθνῶν.
25

Νὰ ποῦμε ὅμως καὶ λίγα λόγια καὶ γιὰ τὸ δεύτερο διάψαλμα κατὰ
τὴ λύση τῆς ἕκτης σφραγίδας. Ἐδῶ φαίνεται ἡ λειτουργία τῆς
θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Εἶναι μία σκηνὴ ποὺ δείχνει ποιὸ θὰ εἶναι
τὸ μέλλον τῶν πιστῶν ποὺ θὰ σφραγισθοῦν ἐπί τῆς γῆς. Σὸ διάψαλμα
αὐτὸ ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ
καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ Βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως. «Κai¤ i¦doy¤», λέγει,
«o©xlow poly£w, o§n a¦riumh°sai ay¦to¤n oy¦dei¤w e¦dy£nato» (Ἀποκ. 7, 9), ἀπὸ κάθε
λαὸ καὶ γλῶσσα καὶ φυλὴ ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ὅλοι αὐτοὶ προέρχονται ἀπὸ τὴ θλίψη τὴ μεγάλη καὶ ἐλεύκαναν τὰ
ἱμάτιά τους στὸ Αἷμα τοῦ Ἀρνίου, δηλαδὴ ἔγιναν Μάρτυρες Φριστοῦ, γι᾿
αὐτὸ δὲν ὑπάρχει δάκρυ καὶ πόνος, πεῖνα καὶ δίψα καὶ ταλαιπωρία γι᾿
αὐτούς, ἀλλὰ παντοτινὰ βρίσκονται ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ
Σὸν λατρεύουν ἀκατάπαυστα.

Καὶ ἐρχόμαστε στὴ λύση τῆς ἕβδομης σφραγίδας. Μὲ τὸ ἄνοιγμά


της, γίνεται σιγὴ ἕως ἡμίωρον στὸν οὐρανό. Κατόπιν ἐμφανίζονται
ἑπτὰ Ἄγγελοι μὲ ἑπτὰ σάλπιγγες, ποὺ ἡ παρουσία τους ἀνοίγει μία
καινούργια ἑπτάδα πληγῶν. Ἡ έναρξη τῆς δεύτερης ἑπτάδας δὲν
συμπίπτει μὲ τὴ λήξη τῆς πρώτης, δηλαδὴ δὲν ἀποτελεῖ χρονικὴ
ἐπέκτασή της, ἀλλὰ ἁπλῶς μία λεπτομερέστερη ἐπανάληψή της. ΢τὴν
πρώτη ἑπτάδα ἔχουμε ἕνα ἁδρό, γενικὸ διάγραμμα γεγονότων, ἐνῶ στὴ
δεύτερη ἔχουμε μία λεπτομερέστερη περιγραφή τους, πιὸ περίπλοκη,
πιὸ δυσνόητη καὶ πιὸ φοβερή. Μὲ ἄλλα λόγια, οἱ ἑπτὰ σάλπιγγες καὶ οἱ
ἑπτὰ φιάλες ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν, δὲν θὰ εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία
πιὸ ἔντονη, πιὸ ξεκάθαρη διασάφιση αὐτῶν ποὺ εἰπώθηκαν κατὰ τὸ
ἄνοιγμα τῶν ἑπτὰ σφραγίδων.

Μὲ τὸ δεδομένο, λοιπόν, ὅτι οἱ ἑπτὰ σφραγῖδες καλύπτουν τὸ χρόνο


μεταξὺ τῆς Πρώτης καὶ τῆς Δεύτερης Παρουσίας τοῦ Κυρίου, τὸ ἡμίωρο
τῆς σιγῆς, γιὰ τὸ ὁποῖο ὁμιλεῖ στὴν ἀρχὴ ὁ Εὐαγγελιστὴς εἶναι, ὅπως
λέγουν οἱ ἑρμηνευτές, τοὺς ὁποίους ἀκολουθεῖ ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος,
τὸ τέλος ὅλων τῶν φοβερῶν γεγονότων. Σότε ὅλα θὰ σταματήσουν, θὰ
ὑπάρξει κατάπαυση. Ὅπως ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο σὲ ἕξι
26

ἡμέρες καὶ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα· «kate£payse… a¦po¤ pa£ntvn tv°n e©rgvn
ay¦toy°» (Γεν. 2, 2), ἔτσι καὶ τὸ ημίωρο τῆς σιγῆς ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ
ἄνοιγμα τῆς ἑβδόμης σφραγίδας, δείχνει ὅτι ὅλα τελείωσαν. Οἱ πληγές,
οἱ τιμωρίες, οἱ πόλεμοι, οἱ ἀῤῥώστιες, οἱ πάσης φύσεως ἀναστατώσεις
ἔλαβαν τέλος. Θὰ ἀκολουθήσει ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ παγκόσμια
κρίση, ἡ καταδίκη στὴν αἰώνια κόλαση τοῦ Διαβόλου, τῆς πανστρατιᾶς
τῶν δαιμόνων καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ δὲν πίστεψαν στὸ Θεανθρώπινο
Πρόσωπο τοῦ Φριστοῦ. ΢υγχρόνως, θὰ ἔχουμε καὶ τὴν εἴσοδο τῶν
δικαίων στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀνοιχθεῖ ἡ θύρα τῆς
ὁγδόης ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποία ἄνθρωποι καὶ ἄγγελοι καὶ ὅλο τὸ
ἀνακαινισμένο σύμπαν θὰ ἀπολαμβάνουν τὴ μακαριότητα τοῦ Θεοῦ
καὶ θὰ Σὸν ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα.

Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τὴ μία πλευρά τῆς ἑβδόμης σφραγίδας.


Ὑπάρχει καὶ ἡ δεύτερη, κατὰ τὴν ὁποία γίνεται ἡ ἔναρξη τῆς δεύτερης
ἑπτάδας, δηλαδὴ τῶν ἑπτὰ σαλπίγγων, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἄλλο
κεφάλαιο, ἂν καὶ χρονικά, ταυτίζονται μὲ τὶς ἑπτὰ σφραγῖδες.

Ἀγαπητοὶ ἐν Φριστῷ ἀδελφοί,

Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς εὐχαριστήσω ποὺ μὲ ὑπομονὴ ἀκούσατε λίγες ἀπὸ


τὶς πολλὲς προσωπικές μου ἐμπειρίες κατὰ τὴ συμβίωσή μου μὲ τὸν
Γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴ σύντομη ἀναφορὰ
ποὺ ἐπιχειρήσαμε στὸ ἄνοιγμα τῶν ἑπτὰ σφραγίδων τοῦ Βιβλίου τῆς
Ἀποκαλύψεως. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι προσπάθησα νὰ μὴ πῶ τίποτα δικό
μου, ἀλλὰ νὰ σᾶς μιλήσω μὲ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου.
Ἐπεδίωξα νὰ εἶμαι ὅσο τὸ δυνατὸν σαφέστερος. Δὲν ξέρω ἂν τὰ
κατάφερα. Πιστεύω, ὅμως, ὅτι ἡ προσεκτικὴ ἀνάγνωση καὶ μελέτη τοῦ
νέου βιβλίου, τοῦ ὁποίου ἡ μετάφραση στὴ βουλγαρικὴ γλῶσσα
ὁλοκληρώθηκε ὁπωσδήποτε μὲ πάρα πολὺ κόπο, μὲ τὰ ἐκτενῆ σχόλια
τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου, θὰ σᾶς βοηθήσει περισσότερο νὰ
κατανοήσετε αὐτὰ ποὺ πολὺ περιληπτικὰ κατέθεσα στὴν ἀγάπη σας.
27

Ἦρθα στὴ ΢όφια μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ θὰ ἀναχωρήσω ἀπὸ αὐτὴ μὲ


πολὺ περισσότερη, κατενθουσιασμένος ἀπὸ τὴν προσφερθεῖσα
φιλοξενία ποὺ ὁπωσδήποτε εἶναι καρπὸς τῆς ἐν Φριστῷ ἀγάπης σας.

΢ᾶς εὐχαριστῶ!

Ἀρχιμανδρίτης Εἰρηναῖος Βαϊόπουλος

Καθηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

Πυργετοῦ Λαρίσης

You might also like