You are on page 1of 4

1

Η θεία ευχαριστία1
Η Εκκλησία είναι « σώμα Χριστού2 ». Κάθε βαφτισμένος
χριστιανός αποδέχεται την Αγία Γραφή, την Ιερή Παράδοση και
συμμετέχει3 στα μυστήρια της Εκκλησίας. Αυτά που θεωρούμε ως
αυτονόητα στις μέρες μας έχουν τις ρίζες τους στην αμάθεια, στη
συνήθεια, στην απουσία ουσιαστικής κατήχησης, στην τυπική
συμμετοχή των χριστιανών στη ζωή της Ανατολικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας.
Η θεία κοινωνία είναι το σώμα και το αίμα του Χριστού 4 και
δόθηκε για πρώτη φορά από τον Κύριο κατά το Μυστικό Δείπνο5.
Όταν η θεία ευχαριστία αποσπάσθηκε από τα «κοινά
τραπέζια6», τα μεγάλα κομμάτια του αγιασμένου άρτου έγιναν πιο
μικρά και ο πρεσβύτερος τα τοποθετούσε στη δεξιά παλάμη των
πιστών ενώ ο διάκονος προσέφερε με το άγιο ποτήριο το αγιασμένο
κρασί. Οι διάκονοι μετέφεραν στους απόντες τον καθαγιασμένο άρτο
που είχε και καθαγιασμένο κρασί. Ο μέγας Βασίλειος μας
πληροφορεί ότι υπήρχε η δυνατότητα και πριν τους χρόνους του, να
κοινωνεί μόνος του ο κάθε ασκητής7 που βρισκόταν στην έρημο. Η
λαβίδα χρησιμοποιήθηκε αργότερα στα νήπια, στους ασθενείς και
τέλος σε όλους τους χριστιανούς.
Σήμερα θα μπορούσε η Εκκλησία να αποφασίσει τον τόπο,
τον χρόνο, τον τρόπο της θείας ευχαριστίας και οι χριστιανοί πρέπει
να κάνουν υπακοή. Η διάκριση8 θα μπορούσε να δώσει τη λύση σε
ένα θέμα που ο νόμος του κράτους επιβάλλεται σε πιστούς και
άπιστους συμπολίτες μας.
2

1. Την θεία κοινωνία ο απόστολος Παύλος την ονόμαζε « Κυριακό


δεῖπνο» ( Α΄ Κορ. 11,20 ), ο ευαγγελιστής Λουκάς « κλάσιν τοῦ
ἄρτου » ( Λουκ. 24,35 ) και το δεύτερο αιώνα μ.Χ., οι χριστιανοί την
ονόμαζαν « εὐχαριστία » ( Διδαχή τῶν Ἀποστόλων 9, 1 και 5 ). 2.
« Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους » ( Α΄ Κορ.
12,27 ). 3. « Τό κοινωνεῖν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, καί μεταλαμβάνειν
τοῦ ἁγίου σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καλόν καί ἐπωφελές » (
Μεγ. Βασιλείου P.G. 32,484Β ) 4. « 54 ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί
πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον, ... 55 ἡ γάρ σάρξ μου ἀληθῶς
ἐστι βρῶσις, καί τό αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. 56 ὁ τρώγων μου
τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ »
( Ιω. 6,54-56 ) και « 23 ... ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐν τῇ νυκτί ᾗ παρεδίδοτο
ἔλαβεν ἄρτον 24 καί εὐχαριστήσας ἔκλασε καί εἶπε· λάβετε φάγετε·
τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς
τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. 25 ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι
λέγων· τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐστίν ἐν τῷ ἐμῷ αἵματι·
τοῦτο ποιεῖτε, ὁσάκις ἄν πίνητε, εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. 26 ὁσάκις
γάρ ἄν ἐσθίητε τόν ἄρτον τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνητε, τόν
θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε, ἄχρις οὗ ἄν ἔλθῃ » ( Α΄ Κορ.
11,23-26 ) και « τό ποτήριον τῆς εὐλογίας ὅ εὐλογοῦμεν, οὐχί
κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστι; Τόν ἄρτον ὅν κλῶμεν, οὐχί
κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; » ( Α΄ Κορ. 10,16 ) και «
Οὕτως μοι νόει καί τά θεῖα μυστήρια, πρό μέν τῆς ἐντεύξεως τοῦ
ἱερέως, καί τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ψιλόν ἄρτον
ὑπάρχειν, καί οἶνον κοινόν τά προκείμενα· μετά δέ τάς φοβεράς
ἐκείνας ἐπικλήσεις, καί τήν ἐπιφοίτησιν τοῦ προσκυνητοῦ, καί
ζωοποιοῦ, καί ἀγαθοῦ Πνεύματος, οὐκ ἔτι ψιλόν ἄρτον καί κοινόν
3

οἶνον τά ἐπιτεθειμένα τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ, ἀλλά σῶμα, καί αἷμα τίμιον


καί ἄχραντον Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ τῶν ἀπάντων, καθαρίζον ἀπό
παντός μολυσμοῦ τούς μεταλαμβάνοντας φόβῳ καί πόθῳ πολλῷ »
( Αββά Νείλου P.G. 79,104Β ). 5. « 17 καί δεξάμενος τό ποτήριον
εὐχαριστήσας εἶπε· λάβετε τοῦτο καί διαμερίσατε ἑαυτοῖς· 18 ... 19
καί λαβών ἄρτον εὐχαριστήσαςἔκλασε καί ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων·
τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου τό ὑπέρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς
τήν ἐμήν ἀνάμνησιν. 20 ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι
λέγων· τοῦτο τό ποτήριον ἡ καινή διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τό
ὑπέρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον » ( Λουκ. 22,17-20 και Ματθ. 26,26-28 ). 6.
Τις αγάπες 7. « Πάντες οἱ κατά τάς ἐρήμους μονάζοντες, ἔνθα μή
ἔστιν ἱερεύς, κοινωνίαν οἴκοι κατέχοντες, ἀφ’ἑαυτῶν
μεταλαμβάνουσιν. Ἐν Ἀλεξανδρείᾳ δέ καί ἐν Αἰγύπτῳ ἕκαστος καί
τῶν ἐν λαῷ τελούντων ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἔχει κοινωνίαν ἐν τῷ οἴκῳ
αὐτοῦ, καί ὅτε βούλεται μεταλαμβάνει δι’ ἑαυτοῦ » ( Μ. Βασιλ.
P.G. 32,485Α ). 8. « ἰδού δίδωμι ὑμῖν τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω
ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ καί
οὐδέν ὑμᾶς οὐ μή ἀδικήσῃ » ( Λουκ. 10, 19 ) και « οὐκ
ἐκπειράσεις Κύριον τόν Θεό σου » ( Δευτ. 6,16 και Λουκ. 4,12 ).
Πηγές και Βοηθήματα
1. Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ,
ΑΘΗΝΑ, 1989.
2. PATROLOGIAE GRAECAE, J.- P.MIGNE, TOMUS ( XXXII
1857, XLIX 1862, LV 1862, LVI 1859, LIX 1862, LXXIX 1865, XCIV
1864, XCV 1864.
3. Πρωτοπρ. Κων/νου Ν. Καλλινίκου, Ὁ χριστιανικός ναός καί τά
τελούμενα ἐν αὐτῷ, Αλεξάνδρεια, 1921.
4

4. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία τ. 5ος, Ἀθῆναι 1964.


5. Ἀρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία,
Ἀθῆναι 1959.
6. Παναγιώτου Ν. Τρεμπέλα, ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, τόμος 3ος, Ἀθῆναι 1979.

You might also like