Professional Documents
Culture Documents
Τραγωδία Έπος
Από την παραπάνω σύγκριση γίνεται αμέσως αντιληπτή μια δυσκολία: πρέπει να δεχτούμε ότι
μήκος και χρόνος αποτελούν δύο χαρακτηριστικά που σχετίζονται μεταξύ τους και ανήκουν στην
ίδια διαφορά (όπως δηλώθηκε προσωρινά στο σχήμα) ή πρέπει να αποσυνδεθούν και να
αποτελέσουν ξεχωριστές διαφορές ανάμεσα στα δύο λογοτεχνικά είδη; Είναι προφανές ότι η
απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα εξαρτάται από τη διασάφηση της σημασίας των δύο
όρων και τη διαπίστωση της ύπαρξης ή της απουσίας κάποιας σχέσης ανάμεσά τους, καθώς και από
την εξακρίβωση της συντακτικής σχέσης των προτάσεων στις οποίες ανήκουν οι όροι αυτοί.
Ένας υπομνηματιστής της Ποιητικής, ο D. W. Lucas,[19] διακρίνει τρεις σημασίες του όρου μῆκος:
(1) έκταση σε στίχους ή σε μέτρα παπύρου που καταλαμβάνει η γραπτή μορφή ενός κειμένου
(καθαρά ποσοτική σημασία)· (2) χρονικό διάστημα που απαιτείται για την πρόσληψη (ακρόαση,
ανάγνωση, θεατρική παράσταση) ενός κειμένου [εξωτερικός προσδιορισμός του χρόνου που
εξαρτάται από την έκταση του κειμένου (πρβ. την πρώτη σημασία), την προσληπτική ικανότητα
του αναγνώστη, τους αντικειμενικούς όρους απαγγελίας ή τον τρόπο της σκηνικής εκτέλεσης]· (3)
διάρκεια του πλασματικού χρόνου ενός λογοτεχνικού έργου [εσωτερικός προσδιορισμός της
διάρκειας των παριστανόμενων γεγονότων· αυτό το είδος του χρόνου, πρέπει να συμπληρώσουμε,
παραμένει ανεξάρτητο από την ικανότητα του δέκτη και τους εξωτερικούς όρους εκτέλεσης του
έργου (πρβ. τη δεύτερη σημασία)· πρόκειται για τον χρόνο μέσα στον οποίο ζουν και δρουν τα
πρόσωπα του έργου]. Ο Lucas πιστεύει ότι ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί, ειδικά σε αυτό το
κεφάλαιο, τον όρο μῆκος με την τρίτη σημασία, γιατί θέλει να εξάρει τη χρονική ενότητα και
πυκνότητα της δράσης σε μια τραγωδία και να την αντιπαραθέσει στην κάπως χαλαρότερη σύνδεση
των γεγονότων του έπους.
Αυτή η ερμηνεία, που φαίνεται ότι τείνει να καθιερωθεί στη σύγχρονη αριστοτελική έρευνα,
δημιουργεί, ωστόσο, σημαντικές δυσκολίες. Καταρχήν η χρήση του όρου μῆκος με αυτή τη
σημασία είναι αμάρτυρη, όπως άλλωστε παραδέχεται και ο ίδιος ο Lucas, πράγμα που καθιστά την
ερμηνεία προκαταβολικά ύποπτη. Αν ο Αριστοτέλης ήθελε να διατυπώσει αυτό που του αποδίδουν
οι νεότεροι μελετητές του, δεν βλέπω τον λόγο που τον εμπόδισε να χρησιμοποιήσει τον
προσδοκώμενο όρο χρόνος. Στην περίπτωση αυτή θα εισήγε μια ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στα
δύο λογοτεχνικά είδη που θα την επεξηγούσε με την ακόλουθη περίοδο. Είναι, βέβαια, δυνατό να
προβληθεί η αντίρρηση ότι το ατημέλητο ύφος των εσωτερικών έργων του Αριστοτέλη, που
αποτελούσαν τη βάση για τις παραδόσεις του στο Λύκειο, είναι υπεύθυνο για την παράλειψη μιας
προσδιοριστικής γενικής (τοῦ χρόνου) που εύκολα συμπληρώνεται από τα επόμενα και που
εξαρτάται από τη λέξη μήκει. Η λύση αυτή όμως, που άλλωστε έχει καθαρά υποθετικό χαρακτήρα,
πρέπει να αποκλειστεί, όχι μόνο γιατί αποκλίνει από την τρέχουσα γραμματική χρήση, αλλά και
γιατί η χρήση του όρου μῆκος στην καθαρά ποσοτική του σημασία -πρόκειται για την πρώτη
σημασία του Lucas- είναι αποφασιστικό κριτήριο για τον διαχωρισμό και την ταξινόμηση των
λογοτεχνικών ειδών.
Με αυτή την έννοια η περικοπή μας συγγενεύει με δύο άλλα χωρία της Ποιητικής:
(1) Διαφέρει δὲ κατά τε τῆς συστάσεως τὸ μῆκος ἡ ἐποποιία καὶ τὸ μέτρον. τοῦ μὲν οὖν μήκους ὅρος
ἱκανὸς ὁ εἰρημένος· δύνασθαι γὰρ δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος. εἴη δ' ἂν τοῦτο, εἰ τῶν μὲν
ἀρχαίων ἐλάττους αἱ συστάσεις εἶεν, πρὸς δὲ τὸ πλῆθος τραγῳδιῶν τῶν εἰς μίαν ἀκρόασιν τιθεμένων
παρήκοιεν. ἔχει δὲ πρὸς τὸ ἐπεκτείνεσθαι τὸ μέγεθος πολύ τι ἡ ἐποποιία ἴδιον διὰ τὸ ἐν μὲν τῇ
τραγῳδίᾳ μὴ ἐνδέχεσθαι ἅμα πραττόμενα πολλὰ μέρη μιμεῖσθαι ἀλλὰ τὸ ἐπὶ τῆς σκηνῆς καὶ τῶν
ὑποκριτῶν μέρος μόνον· ἐν δὲ τῇ ἐποποιίᾳ διὰ τὸ διήγησιν εἶναι ἔστι πολλὰ μέρη ἅμα ποιεῖν
περαινόμενα, ὑφ' ὧν οἰκείων ὄντων αὔξεται ὁ τοῦ ποιήματος ὄγκος. ὥστε τοῦτ' ἔχει τὸ ἀγαθὸν εἰς
μεγαλοπρέπειαν καὶ τὸ μεταβάλλειν τὸν ἀκούοντα καὶ ἐπεισοδιοῦν ἀνομοίοις ἐπεισοδίοις· τὸ γὰρ
ὅμοιον ταχύ πληροῦν ἐκπίπτειν ποιεῖ τὰς τραγῳδίας. τὸ δὲ μέτρον τὸ ἡρωικὸν ἀπὸ τῆς πείρας
ἥρμοκεν. εἰ γάρ τις ἐν ἄλλῳ τινὶ μέτρῳ διηγηματικὴν μίμησιν ποιοῖτο ἢ ἐν πολλοῖς, ἀπρεπὲς ἂν
φαίνοιτο· τὸ γὰρ ἡρωικὸν στασιμώτατον καὶ ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων ἐστίν […], τὸ δὲ ἰαμβεῖον καὶ
τετράμετρον κινητικὰ καὶ τὸ μὲν ὀρχηστικὸν τὸ δὲ πρακτικόν. ἔτι δὲ ἀτοπώτερον εἰ μιγνύοι τις αὐτά,
ὥσπερ Χαιρήμων. διὸ οὐδεὶς μακρὰν σύστασιν ἐν ἄλλῳ πεποίηκεν ἢ τῷ ἡρῴω, ἀλλ' ὥσπερ εἴπομεν
αὐτὴ ἡ φύσις διδάσκει τὸ ἁρμόττον αὐτῇ αἱρεῖσθαι. […] δεῖ μὲν οὖν ἐν ταῖς τραγῳδίαις ποιεῖν τὸ
θαυμαστόν, μᾶλλον δ' ἐνδέχεται ἐν τῇ ἐποποιίᾳ τὸ ἄλογον, δι' ὃ συμβαίνει μάλιστα τὸ θαυμαστόν, διὰ
τὸ μὴ ὁρᾶν εἰς τὸν πράττοντα· ἐπεὶ τὰ περὶ τὴν Ἕκτορος δίωξιν ἐπὶ σκηνῆς ὄντα γελοῖα ἂν φανείη, οἱ
μὲν ἑστῶτες καὶ οὐ διώκοντες, ὁ δὲ ἀνανεύων, ἐν δὲ τοῖς ἔπεσιν λανθάνει. τὸ δὲ θαυμαστὸν ἡδύ·
σημεῖον δέ, πάντες γὰρ προστιθέντες ἀπαγγέλλουσιν ὡς χαριζόμενοι (14591b 17 - 1460a 18).
(2) ἔπειτα διότι πάντ᾽ ἔχει ὅσαπερ ἡ ἐποποιία (καὶ γὰρ τῷ μέτρῳ ἔξεστι χρῆσθαι), καὶ ἔτι οὐ μικρὸν
μέρος τὴν μουσικήν [καὶ τὰς ὄψεις], δι᾽ ἧς αἱ ἡδοναὶ συνίστανται ἐναργέστατα· εἶτα καὶ τὸ ἐναργὲς
ἔχει καὶ ἐν τῇ ἀναγνώσει καὶ ἐπὶ τῶν ἔργων· ἔτι τῷ ἐν ἐλάττονι μήκει τὸ τέλος τῆς μιμήσεως εἶναι (τὸ
γὰρ ἀθροώτερον ἥδιον ἢ πολλῷ κεκραμένον τῷ χρόνῳ, λέγω δ᾽ οἷον εἴ τις τὸν Οἰδίπουν θείη τὸν
Σοφοκλέους ἐν ἔπεσιν ὅσοις ἡ Ἰλιάς)· ἔτι ἧττον μία ἡ μίμησις ἡ τῶν ἐποποιῶν (σημεῖον δέ, ἐκ γὰρ
ὁποιασοῦν μιμήσεως πλείους τραγῳδίαι γίνονται), ὥστε ἐὰν μὲν ἕνα μῦθον ποιῶσιν, ἢ βραχέως
δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι, ἢ ἀκολουθοῦντα τῷ τοῦ μέτρου μήκει ὑδαρῆ· λέγω δὲ οἷον ἐὰν ἐκ
πλειόνων πράξεων ᾖ συγκειμένη, ὥσπερ ἡ Ἰλιὰς ἔχει πολλὰ τοιαῦτα μέρη καὶ ἡ Ὀδύσσεια <ἃ> καὶ
καθ᾽ ἑαυτὰ ἔχει μέγεθος· καίτοι ταῦτα τὰ ποιήματα συνέστηκεν ὡς ἐνδέχεται ἄριστα καὶ ὅτι μάλιστα
μιᾶς πράξεως μίμησις. (1462a 14 - 1462b 11).
Στα χωρία αυτά ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο μῆκος (1459b 17-31 ~ 1462a 18-b 11), στο μέτρο
(1459b31-60a5 ~ 1462a 14-17) και στον τρόπο εκτέλεσης (1460a 5-18 ~ 1462a 17-18). Η παρουσία
των τριών αυτών στοιχείων στο 5ο κεφάλαιο (1449b) 11 μέτρο/τρόπος εκτέλεσης, 1449b 12 μῆκος)
δεν μπορεί, επομένως, κατά κανέναν τρόπο να αποδοθεί σε απλή σύμπτωση, και έτσι οποιαδήποτε
συμπλήρωση μετά το μήκει είναι αυθαίρετη. Επειδή, επιπλέον, μῆκος στα δύο συγγενικά χωρία
σημαίνει αναμφισβήτητα «έκταση» (στο δεύτερο χωρίο η έκταση σχετίζεται με τον αντικειμενικά
μετρήσιμο χρόνο εκτέλεσης ενός έργου -δηλαδή με τη δεύτερη σημασία του Lucas- όχι όμως με
τον πλασματικό χρόνο που υποτίθεται ότι σημαίνει, σύμφωνα με την άποψη του Lucas, στο 5ο
κεφάλαιο της Ποιητικής), πρέπει να δεχτούμε ότι ο όρος διατηρεί και εδώ την καθαρά ποσοτική
σημασία του. Αναγκαία συνέπεια της ερμηνείας αυτής αποτελεί η σκέψη ότι οι όροι μῆκος και
χρόνος είναι ενδεχόμενο να σχετίζονται, αλλά όχι να ταυτίζονται, όπως γενικά πιστεύουν σήμερα οι
μελετητές.
Για τη διερεύνηση αυτής της σχέσης είναι απαραίτητο να εξεταστεί κάπως διεξοδικότερα η
σημασία του όρου χρόνος στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα. Ο Else[20] υποστήριξε ότι χρόνος στο
πέμπτο κεφάλαιο σημαίνει τον αντικειμενικό χρόνο πρόσληψης ενός έργου - πρόκειται για τη
δεύτερη σημασία του Lucas. Οι δυσκολίες που δημιουργεί αυτή η ερμηνεία είναι ανυπέρβλητες.
Καταρχήν η φράση καίτοι τὸ πρῶτον ὁμοίως ἐν ταῖς τραγῳδίαις τοῦτο ἐποίουν καὶ ἐν τοῖς ἔπεσιν
παραμένει ακατανόητη. Σύμφωνα με την πληροφορία αυτή, η τραγωδία στα πρώτα της βήματα ή
οπωσδήποτε σε ένα πρώιμο στάδιο -το επίρρημα το πρῶτον είναι αρκετά ασαφές- πρέπει να
διαρκούσε όσο και ένα έπος. Αν μέτρο σύγκρισης είναι η Ιλιάδα ή η Οδύσσεια -έργα στα οποία ο
Αριστοτέλης αναφέρεται συχνά και τα οποία αντιπροσωπεύουν το λογοτεχνικό είδος του έπους-,
είναι προφανές ότι δημιουργείται αδιέξοδο με την παραδοχή μιας τραγωδίας τέτοιου μεγέθους.
Άλλωστε μια τέτοια ερμηνεία αντιβαίνει στη μαρτυρία του ίδιου του Αριστοτέλη για τον
εμπλουτισμό της τραγωδίας με επεισόδια στο τέταρτο κεφάλαιο, γεγονός που προϋποθέτει
βαθμιαία αύξηση του μήκους της τραγωδίας. Την ίδια κατεύθυνση υποδεικνύει επίσης το χωρίο
1451a 6-9: τοῦ δὲ μήκους ὅρος <ὁ> μὲν πρὸς τοὺς ἀγῶνας καὶ τὴν αἴσθησιν οὐ τῆς τέχνης ἐστίν· εἰ
γὰρ ἔδει ἑκατὸν τραγῳδίας ἀγωνίζεσθαι, πρὸς κλεψύδρας ἂν ἠγωνίζοντο, †ὥσπερ ποτὲ καὶ ἄλλοτε
φασιν.† Το μήκος ενός έργου και συνακόλουθα ο χρόνος πρόσληψης που αντιστοιχεί σε αυτό είναι
συνάρτηση εξωκαλλιτεχνικών παραγόντων, όπως είναι ο αριθμός των δραμάτων που συμμετέχουν
σε μία ημέρα των δραματικών αγώνων στο πλαίσιο των Μεγάλων Διονυσίων. Στο πέμπτο κεφάλαιο
όμως γίνεται λόγος για χαρακτηριστικά καλλιτεχνικά, όπως είναι το μέτρο, το θέμα ή ο τρόπος
εκτέλεσης· μια εξωκαλλιτεχνική σφήνα ως ειδοποιό γνώρισμα των δύο λογοτεχνικών ειδών θα
ήταν, επομένως, κάτι απροσδόκητο. Το χαρακτηριστικό πρέπει να αφορά κάποιο στοιχείο που
ανήκει στο έργο και όχι κάτι που επιβάλλεται έξωθεν, και αυτό μπορεί να είναι μόνον ο
πλασματικός χρόνος.
Η διασάφηση των δύο όρων δεν απαντά, ωστόσο, στο ερώτημα ποιά σχέση μπορεί να υφίσταται
ανάμεσα στην έκταση του κειμένου και τον πλασματικό χρόνο. Από μεθοδολογική άποψη
προσφέρονται δύο δυνατότητες. Μπορούμε να υποθέσουμε, καταρχήν, ότι μετά το μήκει έχουν
εκπέσει οι λέξεις <καὶ τῷ χρόνῳ>, οπότε η επεξήγηση ακολουθεί φυσιολογικά. Με την προσθήκη
αυτή όμως γίνεται ενοχλητική η φράση καὶ τούτῳ διαφέρει. Πράγματι, το εννοούμενο ρήμα
διαφέρει, που πρέπει να συμπληρώσουμε πριν από την επεξηγηματική περίοδο, δημιουργεί μια
φορτική επανάληψη, που αίρεται μόνο με την απόρριψη της υποθετικής προσθήκης. Έτσι η
πιθανότερη διέξοδος προσφέρεται με τη δεύτερη δυνατότητα. Συγκεκριμένα πιστεύω ότι ο
Αριστοτέλης μεταβαίνει συνειρμικά[21] από το ποσοτικό μήκος στον πλασματικό χρόνο, και ο
συνειρμός αυτός διευκολύνεται από το γεγονός ότι το έπος διαθέτει μεγάλο πλασματικό χρόνο, που
κατά κανόνα αντιστοιχεί σε μεγάλη έκταση κειμένου.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή τη λύση πρέπει να συνεκτιμήσουμε επικουρικά ορισμένα
πρόσθετα δεδομένα της Ποιητικής. Ήδη από τα χωρία που παραθέσαμε παραπάνω προκύπτει ότι ο
Αριστοτέλης θεωρεί εξ ορισμού το έπος ποίημα με μεγάλη έκταση, αφού προτείνει τον περιορισμό
του μήκους του και προσπαθεί να καθορίσει ένα ιδανικό όριο (1459b 20-22), χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι αυτή η ιδεώδης έκταση του έπους αντιστοιχεί σε περιορισμένο πλασματικό χρόνο,
όπως συμβαίνει με την τραγωδία. Η σύγκριση εξάλλου του Οιδίποδα Τυράννου με την Ιλιάδα ως
προς το μήκος τους (1462a 18-62b 1) είναι άκρως διαφωτιστική προς την κατεύθυνση αυτή. Ότι το
έπος είναι φυσικό να έχει μεγαλύτερο μήκος συνάγεται και από τα χωρία 1455b 15-16, 1456a 10-
15, και 1459b 17-18. Όπως εξάγεται από το χωρίο 1451a 11-5 η έκταση της τραγωδίας εξαρτάται
από τη λογική και χρονική δομή της πλοκής της, η οποία προκαλεί τη μεταβολή από την ευτυχία
στη δυστυχία ή το αντίθετο. Με αυτά τα δεδομένα είναι απόλυτα νόμιμη η δημιουργία μιας
αντιστοιχίας ανάμεσα στο μήκος και τον χρόνο. Έτσι βρίσκει τη θέση της και η φράση καὶ τούτῳ
διαφέρει, που επιτάσσεται, όταν ο Αριστοτέλης συνειδητοποιεί ότι εισάγει μια επιπλέον διαφορά, η
οποία όμως δεν είναι άσχετη με το μήκος.
Σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις θα επιχειρούσα να αποδώσω το επίμαχο χωρίο ως εξής: η
τραγωδία και το έπος διαφέρουν επιπλέον και ως προς την έκταση· η πρώτη επιχειρεί, όσο της είναι
δυνατό, να περιορίσει τον χρόνο της δράσης σε μια περίοδο του ήλιου ή να μην υπερβεί το όριο
αυτό αισθητά[22] [και η έκτασή της είναι ανάλογα περιορισμένη], ενώ το έπος διαθέτει απεριόριστο
πλασματικό χρόνο [και η έκτασή του είναι αντίστοιχα μεγάλη], και ως προς αυτό το σημείο
διαφέρουν, μολονότι αρχικά ο πλασματικός χρόνος, τόσο στην τραγωδία όσο και στο έπος, ήταν το
ίδιο απροσδιόριστος.
Η προτεινόμενη λύση δεν είναι εντελώς καινούργια· έχει υποστηριχτεί σε γενικές γραμμές ήδη από
τον Bywater,[23] τον οποίον όμως παρερμήνευσε η σύγχρονη έρευνα. Πραγματικά, η διατύπωση
«the two things (εννοεί το μήκος και τον χρόνο) are so closely connected that the one may serve to
explain the other» ήταν εύκολο να οδηγήσει στην παρανόηση ότι όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση
ενός ποιήματος τόσο μεγαλύτερος είναι και ο πλασματικός του χρόνος. Έτσι ο Lucas π.χ. προσάγει
ως ανατρεπτικό επιχείρημα για μια τέτοια αντίληψη το χωρίο Ω 784 της Ιλιάδας, όπου ένας στίχος
αναφέρεται σε διάστημα εννέα ημερών. Είναι, ωστόσο, πασίγνωστο ότι στο έπος νεκροί χρόνοι
μπορούν να καλύπτονται με λίγους στίχους, και θα ήταν υπερβολικό να καταλογίσουμε μια τόσο
χονδροειδή άγνοια στον Αριστοτέλη ή τον Bywater. Η ερμηνεία πρέπει να ξεκινήσει, όπως έγινε
πιο πάνω, από την υπόθεση ότι ο Αριστοτέλης είχε υπόψη του αντιπροσωπευτικά δείγματα των δύο
λογοτεχνικών ειδών (π.χ. την Ιλιάδα και τον Οιδίποδα Τύραννο), προκειμένου να διαπιστώσει τη
σχέση μήκους και χρόνου, καθώς επίσης ότι αντιμετώπισε τα έργα στο σύνολό τους, και όχι στην
επιμέρους χρονική οργάνωσή τους, όπως κάνει ο Lucas.
Υπολείπεται να απαντηθεί το ερώτημα αν ο Αριστοτέλης με το χωρίο αυτό θεσπίζει έναν
απαράβατο δραματουργικό κανόνα, όπως πίστεψαν αρκετοί, θεωρητικοί του δράματος και
θεατρικοί συγγραφείς. Καταρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι η παρατήρηση του φιλοσόφου σχετικά με
το μήκος και τον πλασματικό χρόνο εντάσσεται στις υπόλοιπες διαφορές ανάμεσα στα δύο
λογοτεχνικά είδη, οι όποιες είναι απόλυτα σαφείς και αναμφισβήτητες. Δεν επιτρέπεται, επομένως,
να μιλούμε για απλή ή περιθωριακή διαπίστωση, όπως συχνά έχει υποστηριχτεί, αφού οι άλλες
διαφορές αποτελούν καθοριστικά κριτήρια και δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι αυτό που προστίθεται
με το ἔτι δὲ δεν είναι ισότιμο με τις διαφορές αυτές. Από την άλλη πλευρά πρέπει να ληφθεί σοβαρά
υπόψη ότι ο Αριστοτέλης στο σημείο αυτό δεν συμβουλεύει πώς πρέπει να γράφεται μια καλή
τραγωδία (πρβ. την προγραμματική του δήλωση 1447a 8-9), αλλά προβαίνει στις παρατηρήσεις του
εμπειρικά με βάση τις τότε γνωστές τραγωδίες, που τις εξετάζει γενικά αφήνοντας κάποια
περιθώρια για αποκλίσεις, όπως προδίδει η προσεκτική διατύπωση: ὅτι μάλιστα πειρᾶται…, ἢ
μικρὸν ἐξαλλάττειν. Το αρχαίο δράμα παριστάνει γεγονότα που κατά κανόνα διαρκούν μία ημέρα,
όταν όμως αποκλίνει από αυτό το όριο, τότε η απόκλιση είναι περιορισμένη (μικρόν!), έτσι ώστε να
αποφευχθεί η σύγχυση με τον απροσδιόριστο χρόνο του έπους. Πώς το κατορθώνει αυτό η κλασική
τραγωδία μπορούμε να το καταλάβουμε από τον ψόγο του Αριστοτέλη εναντίον του Αγάθωνα ότι
δραματοποιεί ποικίλα γεγονότα και προτιμά το πολύμυθον: σημεῖον δέ, ὅσοι πέρσιν Ἰλίου ὅλην
ἐποίησαν καὶ μὴ κατὰ μέρος ὥσπερ Ευριπίδης,<ἢ> Νιόβην καὶ μὴ ὥσπερ Αἰσχύλος, ἢ ἐκπίπτουσιν ἢ
κακῶς ἀγωνίζονται. ἐπεὶ καὶ Ἀγάθων ἐξέπεσεν ἐν τούτῳ μόνῳ (1456a 15-19). Θα λέγαμε ότι ο
Αγάθων με αυτόν τον τρόπο πλησιάζει το έπος, ενώ ο Αριστοτέλης επιμένει στην αναγκαιότητα να
δραματοποιείται μια ενιαία πράξη, γεγονός που εξασφαλίζει κατά κανόνα την ενότητα του χρόνου.
Εδώ σημειώνουμε, πάντως, ότι αυτή η αριστοτελική άποψη για τον πλασματικό χρόνο εντάσσει την
αρχαία τραγωδία στον τύπο του δράματος που η σύγχρονη θεατρολογική έρευνα, σε αντίθεση με το
δράμα ανοιχτής μορφής, το ονόμασε δράμα κλειστής μορφής. Τα αναγνωριστικά χαρακτηριστικά
του είναι:
• σύλληψη του χρόνου: ευθύγραμμη-δυναμική·
• προϊστορία του δράματος: εκτενής·
• ένταση: διατρέχει όλο το έργο ως την τελική λύση του·
• ρυθμός: γοργή εξέλιξη·
• πλασματικός χρόνος: περιορισμένος.
Τα χαρακτηριστικά αυτά ανταποκρίνονται απόλυτα στην αριστοτελική σύλληψη. Πράγματι, η
προϋπόθεση ότι κάθε έργο πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, καθώς και η αξίωση τα
δραματοποιημένα γεγονότα να έχουν όχι απλώς χρονική αλλά αιτιολογική αλληλουχία, σύμφωνα
με τους νόμους της αναγκαιότητας ή της πιθανότητας, αποδεικνύουν τη γραμμική εξέλιξη της
πλοκής, ενώ η απαίτηση για παρουσίαση των γεγονότων εκείνων που συντελούν στη μεταβολή από
την ευτυχία στη δυστυχία ή αντίστροφα φανερώνουν τη δυναμικότητα του χρόνου, ο οποίος
επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη ζωή του ανθρώπου. Αυτός ο περιορισμός στην κρίσιμη φάση της
μεταβολής προϋποθέτει αναγκαστικά τον λεπτομερή κατατοπισμό του θεατή για την προϊστορία,
από την οποία πηγάζει η δραματική σύγκρουση. Αν η προκαταβολική γνώση του μύθου από τον
θεατή συνεπάγεται έναν διαφορετικό χειρισμό των προδραματικών γεγονότων στην περίπτωση του
αρχαίου δράματος, αυτό είναι άλλο θέμα, που οπωσδήποτε θα άξιζε να μελετηθεί. Άξιος μελέτης θα
ήταν επίσης και ο τρόπος δημιουργίας έντασης σε ένα θέμα που οι βασικές του γραμμές είναι
γνωστές και δεσμευτικά σεβαστές από τον ποιητή, σε αντίθεση με το νεότερο δράμα, όπου η
πρωτοτυπία του θέματος συνεπάγεται αναπόφευκτα κάποια εναγώνια προσμονή από την πλευρά
του θεατή. Τέλος, ο περιορισμένος πλασματικός χρόνος και ο γοργός ρυθμός αποτελούν
χαρακτηριστικά όχι άγνωστα στην αριστοτελική Ποιητική. Στον πλασματικό χρόνο αναφερθήκαμε
διεξοδικά πιο πάνω. Σχετικά με τον ρυθμό αρκετά εύγλωττο είναι το χωρίο 1462a 18-b 3 με τη
σύγκριση του Οιδίποδα Τυράννου και της Ιλιάδας, πού παραθέσαμε παραπάνω (σ. 96). Εκεί δεν
γίνεται, βέβαια, ρητή αναφορά στον ρυθμό, αλλά είναι προφανές ότι ενδεχόμενη διεύρυνση της
σύντομης και σύντονης δράσης του Οιδίποδα Τυράννου σε οκταπλάσια περίπου έκταση θα
προκαλούσε μια επιβράδυνση που θα αποδυνάμωνε αισθητά τη δραστικότητά του.
Από την ερμηνεία που προηγήθηκε γίνεται φανερό ότι στο πέμπτο κεφάλαιο της Ποιητικής
εισάγεται για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής κριτικής η διαφορά στην
έκταση του πλασματικού χρόνου ως κριτήριο διαχωρισμού ανάμεσα στο έπος και την τραγωδία
παράλληλα με τις διαφορές τους στο μέτρο, το μήκος και τον τρόπο εκτέλεσης. Προς αποφυγήν
παρανοήσεων πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διαφορά στο μήκος και τον πλασματικό χρόνο
ανάμεσα στο έπος και την τραγωδία είναι ειδολογική, και όχι ζήτημα αναλογικής σχέσης. Ότι έτσι
έχουν τα πράγματα το δείχνει το γεγονός ότι τα Κύπρια, μολονότι είναι αισθητώς μικρότερα σε
έκταση από ό,τι η Iλιάδα, καλύπτουν απείρως μεγαλύτερο πλασματικό χρόνο από το εν λόγω
ομηρικό έπος. Επιπλέον, όπως είδαμε, ο Αριστοτέλης προβαίνει σε μια κανονιστική προδιαγραφή
σε σχέση με το μήκος του έπους, κάτι που αποδεικνύει ότι θεωρεί τη διαφορά του μήκους ειδοποιό
ειδολογικό γνώρισμα. Από την άλλη πλευρά πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο Αριστοτέλης με τη
διαφορά αυτή δεν εισάγει τον απαράβατο κανόνα της ενότητας του χρόνου αλλά ένα
αναγνωριστικό χαρακτηριστικό που βασίζεται στην αντιδιαστολή του περιορισμένου χρόνου, που
είναι φυσικό να προϋποθέτει μια ενιαία πράξη με κέντρο την κρίσιμη φάση της μεταβολής, προς το
πολύμυθο και επεισοδιώδες έπος. Αν η διατύπωση του Αριστοτέλη επιτρέπει τη συναγωγή του
νόμου της ενότητας του χρόνου, είναι ένα ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας: ο ίδιος ο Αριστοτέλης,
ο οποίος βασίζει τις εμπειρικές του παρατηρήσεις στο σύνολο της γνωστής του λογοτεχνικής
παραγωγής, δεν διατύπωσε ρητά έναν τέτοιο νόμο. Καταδικάζοντας ο φιλόσοφος τα έργα του
Αγάθωνα, που προϋποθέτουν μίξη των λογοτεχνικών ειδών, προκρίνει προφανώς το δράμα
κλειστής μορφής.
Ο αναγνώστης που επιθυμεί να εντρυφήσει στο θέμα της "ενότητας του χρόνου" στην αρχαία
ελληνική τραγωδία μπορεί να συμβουλευθεί και τη διατριβή μου «Η ενότητα του χρόνου στην
αρχαία ελληνική τραγωδία. Συμβολή στη διερεύνηση της τραγικής τεχνικής».
4. Ο τραγικός ήρωας
Βασικό ρόλο στην τραγωδία Οιδίπους Τύραννος διαδραματίζει η άγνοια του ήρωα, η οποία τον
εγκλωβίζει και τον οδηγεί στη διάπραξη της πατροκτονίας και της αιμομιξίας. Η άγνοια αυτή
οφείλεται στον εσφαλμένο υπολογισμό του Οιδίποδα ότι με τη φυγή του από την Κόρινθο έχει
αποσοβήσει τον κίνδυνο να διαπράξει τα εγκλήματα που είχε προβλέψει ο χρησμός. Έτσι, όταν
βρίσκεται αντιμέτωπος με τον πραγματικό πατέρα του και υποχρεώνεται, για λόγους άμυνας και
αυτοσυντήρησης, να έρθει σε συμπλοκή μαζί του, δεν έχει την παραμικρή υποψία για τη φύση της
πράξης του. Όταν, στη συνέχεια, παντρεύεται τη μητέρα του, που του έχει δοθεί ως έπαθλο για τις
καλές του υπηρεσίες προς την πόλη, πάλι αγνοεί τί πράττει. Οι προθέσεις του είναι κατά βάση
αγαθές, και, υπό διαφορετικές συνθήκες, τόσο ο φόνος ως μέσο άμυνας όσο και ο γάμος ως
επιβράβευση θα ήταν πλήρως αποδεκτά γεγονότα από την αρχαία ελληνική κοινωνία. Ο Οιδίπους,
επομένως, ανταποκρίνεται στο μοντέλο του Αριστοτέλη για τον ιδανικό ήρωα: είναι σημαντικό
πρόσωπο με χαρακτήρα χρηστό, αλλά δυστυχεί εξαιτίας ενός καίριου εσφαλμένου υπολογισμού
(δι' ἁμαρτίαν μεγάλην). Ο Αριστοτέλης, με άλλα λόγια, εντοπίζει τα αίτια της πτώσης όχι σε μια
εξωανθρώπινη θρησκευτική δύναμη αλλά στον περιορισμένο γνωστικό ορίζοντα του ανθρώπου, ο
οποίος είναι διαρκώς εκτεθειμένος στον κίνδυνο του λάθους από άγνοια. Η αποτυχία στη σκόπευση
του ορθού και η συνακόλουθη δυστυχία γίνονται μεγέθη καθαρά ανθρωπολογικής τάξεως. Βέβαια,
η θέση αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πρακτική των ίδιων των τραγικών, και μάλιστα όχι
μόνο του «θεολόγου» Αισχύλου αλλά και του Σοφοκλή, ο οποίος με έμφαση υπογραμμίζει το
χάσμα ανάμεσα στη θεϊκή και την ανθρώπινη γνώση και τοποθετεί αυτά τα δύο αντίθετα μεγέθη ως
ακρογωνιαίο λίθο στην πλοκή των τραγωδιών του, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του
Οιδίποδα, που μόλις εξετάσαμε.
Για να δώσουμε ένα ακόμη παράδειγμα της σοφόκλειας πρακτικής, ας στραφούμε στον Αίαντα. Η
πτώση του ήρωα είναι διαφορετικού τύπου από του Οιδίποδα για δύο λόγους, από τους οποίους ο
ένας ανήκει στο απώτερο και ο άλλος στο πρόσφατο παρελθόν. Ο πρώτος αφορά την άρνηση της
βοήθειας της Αθηνάς στην πολεμική του δράση και επίδοση, και ο άλλος τη μη αναγνώριση της
απόφασης των Ατρειδών να επιδικάσουν τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα στον μεγάλο αντίπαλό του,
τον Οδυσσέα. Και οι δύο λόγοι έχουν κοινή ανθρωπολογική βάση: την υπερβολική αυτοπεποίθηση
του Αίαντα για την αυτάρκη μεγαλοσύνη του, αυτοπεποίθηση που τη μια φορά προσλαμβάνει τη
μορφή ασέβειας και την άλλη τη μορφή απείθειας σε κοινωνικά αναγνωρισμένους φορείς εξουσίας.
Εδώ δεν πρόκειται για άγνοια λογικής υφής αλλά για συνειδητή περιφρόνηση της ηθικής και
πολιτικής τάξεως, αφού αγνοείται η δύναμη του θεού και υποτιμάται η άποψη ότι δεν υπάρχει
απόλυτη κοινωνική αυτονομία και αυτάρκεια του άτομου, και είναι περιορισμένες οι δυνατότητες
του ανθρώπου ως θνητού όντος· αυτή την αλήθεια τη γνωρίζει ο Οδυσσέας, ο οποίος εμποδίζει
τους Ατρείδες να διαπράξουν ασέβεια αφήνοντας άταφο τον αυτόχειρα, ο οποίος ως άψυχο σώμα
έχει πλέον απόλυτη ανάγκη από την προστασία των άλλων. Οι θεολογίζοντες θα έκαναν λόγο στην
περίπτωση του Αίαντα για ἄτην, ενώ ο ανθρωπολόγος Αριστοτέλης για ἀκρασίαν, όχι όμως για
ἁμαρτίαν·η παρουσία της Αθηνάς στον πρόλογο του έργου δεν αφήνει, πάντως, καμιά αμφιβολία με
ποιούς συντάσσεται ο ποιητής. Στην περίπτωση, τέλος, του Ἡρακλή του Ευριπίδη, η πτώση του
επώνυμου ήρωα εγγίζει τα όρια του παραλόγου, αφού η καταστροφή του δεν οφείλεται σε κάποια
λογική ή ηθική έλλειψη αλλά στη ζηλοτυπία μιας θεότητας, της Ήρας.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι στην τραγωδία η πτώση του ήρωα μπορεί να ανάγεται σε κάποια διανοητική ή
ηθική αστοχία, αν και αυτή δεν είναι, όπως είδαμε, πάντοτε παρούσα για να δικαιολογήσει την
ανθρώπινη δυστυχία. Οι προηγούμενες διαφοροποιήσεις (ολοκληρωτική άγνοια του Οιδίποδα για
τα πραγματικά περιστατικά, ηθικό σφάλμα του Αίαντα, παράλογη πτώση του Ηρακλή) θέτουν
αναπόδραστα το κρίσιμο ερώτημα για το μέγεθος και το είδος των αποκλίσεων ανάμεσα στην
τραγική πρακτική και την αριστοτελική θεωρία περί τραγωδίας, αλλά αυτό το θέμα απαιτεί
ιδιαίτερη πραγμάτευση σε αυτοτελή μονογραφία και δεν εμπίπτει στα όρια του παρόντος δοκιμίου,
για τις ανάγκες του οποίου αρκεί να επισημάνουμε: (α) ότι ο Αριστοτέλης εισάγει την ἁμαρτίαν (=
την ακούσια πράξη εξαιτίας εσφαλμένης αποτίμησης των διαθέσιμων δεδομένων) ως αποφασιστικό
και απαραίτητο συστατικό στοιχείο για τη συγκρότηση του προτεινόμενου από τον ίδιο μοντέλου
της καλλίστης τραγωδίας, χωρίς να ενδιαφέρεται για διαβαθμίσεις και επιμέρους κατηγορίες, στις
οποίες είναι ενδεχόμενο να εντάσσονται τα έργα του corpus των τραγικών, και (β) ότι εξορίζει από
την Ποιητική του τον θεϊκό παράγοντα.
Η απουσία του θεού δεν εντοπίζεται από τον Σταγιρίτη μόνο στο εσωτερικό του δράματος, αλλά
αφορά και τον ίδιο τον ποιητή ως παραγωγική μηχανή του λογοτεχνικού προϊόντος - και με τη
διαπίστωση αυτή επισημαίνουμε μια ακόμη διαφοροποίηση του Αριστοτέλη από τον δάσκαλό του.
Στον Ἴωνα (534b· πρβ. Ἀπολογία Σωκράτους 22b Φαῖδρος 245a), ο Πλάτων είχε υποστηρίξει ότι ο
ποιητής δεν δημιουργεί συνειδητά, αλλά κατέχεται από θεϊκή μανία και εκστασιάζεται κατά τη
διάρκεια σύνθεσης του έργου του. Έτσι, το δημιούργημά του δεν διαθέτει το ίδιο γνωσιολογικό
status που έχει π.χ. το επάγγελμα του γιατρού, του στρατιωτικού ή του ξυλουργού, αφού ο λόγος
της ποίησης είναι καθολικός και δεν σχετίζεται με εξειδικευμένη γνώση. Ο Σταγιρίτης, αντίθετα,
δεν πιστεύει σε μια εξωτερική επέμβαση μεταφυσικού τύπου κατά τη διαδικασία παραγωγής της
ποίησης, αλλά, όπως είδαμε, ανάγει την αρχή της στις μιμητικές ικανότητες του ανθρώπου,
επομένως σε μια ανθρωπολογική αρχή. Η ένταξη της τέχνης στο πλαίσιο των φυσικών
δυνατοτήτων του ανθρώπου την καθιστά αυτόχρημα φυσικό, και όχι μεταφυσικό, προϊόν. Βέβαια,
αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν με τρόπο αυτονόητο την ιδιότητα του
καλλιτέχνη· απαιτείται φυσική έφεση προς την καλλιτεχνική δημιουργία. Από την άλλη πλευρά, αν
η προέλευση της ποίησης ήταν για τον Αριστοτέλη υπερβατική, θα έμεναν τελείως ακατανόητες η
προγραμματική δήλωσή του στο προοίμιο της πραγματείας ότι στόχος των σκέψεων που προτίθεται
να εκθέσει είναι η παραγωγή καλής -αυτό θα πει: αποτελεσματικής- ποίησης, καθώς και οι επιλογές
του μέσα από ένα πλήθος τεχνικές δυνατότητες, η ιεράρχηση των διαφόρων στοιχείων του
δράματος (π.χ. η διαβαθμισμένη διάκριση των κατά ποιόν μερών της τραγωδίας και η πρόκριση
ενός είδους αναγνώρισης) και γενικά οι κανονιστικές προδιαγραφές του. Όλα αυτά δείχνουν ότι η
ποίηση είναι διδακτή, όπως και κάθε άλλη (χειρωνακτική) τέχνη, και ότι υπακούει σε κανόνες.
Βέβαια, διαφέρει από τις άλλες τέχνες στο μέτρο που δεν επιτρέπεται να αναζητούμε σε αυτήν το
είδος της ορθότητας που προσδοκούμε από εκείνες· η ιδιαιτερότητα αυτή, ωστόσο, δεν την εξαιρεί
από τον λογικό έλεγχο. Αυτό αποδεικνύεται με τρόπο αναμφισβήτητο, αν αναλογιστούμε με πόση
επιμονή ο αρχαίος φιλόσοφος επανέρχεται στο αίτημα της πιθανοφάνειας (πειστικότητας) και της
αναγκαιότητας (εἰκὸς καὶ ἀναγκαῖον), αρχές που πρέπει να διέπουν κάθε δράμα, καθώς και στην
αιτιακή σχέση των συστατικών μερών του έργου, προκειμένου να παραχθεί μια ενιαία σύνθεση.
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης, διαφέρει γὰρ πολὺ τὸ γίγνεσθαι τάδε ἢ μετὰ τάδε
(1452a 20-1· πρβ. 1454a 33 κ.ε.)· με άλλα λόγια: ενδιαφέρει το αιτιολογημένα δομημένο σύνολο,
και όχι η απλή χρονολογική τάξη, γιατί στη δεύτερη περίπτωση το αποτέλεσμα θα ήταν σύνταξη
χρονογραφίας, και όχι η σύνθεση ποιητικού έργου. Με αυτόν τον τρόπο παρακάμπτονται ή και
ανασκευάζονται πλήρως οι γνωσιολογικές αντιρρήσεις του Πλάτωνα.
5. Η ικεσία
Η ικεσία είναι μια μορφή της πραγματικής ζωής η οποία αντικατοπτρίζεται στη θεατρική πράξη ως
καταφυγή σε κάποιον βωμό, ναό ή ιερό χώρο, προκειμένου ένα πρόσωπο (ή μια ομάδα) να
προστατευθεί από κάποια απειλή που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξή του ή ακυρώνει ένα επείγον και
ζωτικό αίτημά του. Η ικεσία μπορεί να απευθύνεται και σε ένα πρόσωπο, οπότε ο ικέτης υιοθετεί
συγκεκριμένες τελετουργικές χειρονομίες, όπως η αφή των γονάτων, του δεξιού χεριού ή της
γενειάδας του ατόμου από το οποίο προσδοκάται η προστασία. Αυτά τα μέρη του σώματος
θεωρούνται η έδρα της ζωής, της φυσικής δύναμης και της αναπαραγωγικής ικανότητας του
ανθρώπου, και ο ικέτης πιστεύει ότι η επαφή μαζί τους συμβάλλει στη διοχέτευση της
προστατευτικής δύναμής τους στον ίδιο. Η καταφυγή σε βωμό, αν και δεν είναι τελείως άγνωστη,
δεν απαντά στον Όμηρο. Ο Φήμιος (Οδύσσεια χ 333 κ.ε.), για παράδειγμα, σκέφτεται πώς να
προστατέψει τη ζωή του από την επιθετικότητα του Οδυσσέα. Για τον σκοπό αυτόν ταλαντεύεται
ανάμεσα σε δύο επιλογές: είτε να καταφύγει στον βωμό του Δία είτε να ικετέψει τον Οδυσσέα για
τη σωτηρία του. Τελικά επιλέγει την τελευταία δυνατότητα. Η ικεσία όμως δεν περιορίζεται μόνο
στον κόσμο των θνητών, αλλά αφορά και τους θεούς. Έτσι, ήδη στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας η
Θέτιδα ικετεύει τον Δία να τιμήσει τον γιο της, τον Αχιλλέα, την υπόληψη του οποίου έχει
προσβάλει ο Αγαμέμνων. Για τον σκοπό αυτόν πιάνει τα γόνατα του θεού με το ένα χέρι και με το
άλλο τη γενειάδα του. Ο Δίας αποδέχεται το αίτημά της. Η συγκεκριμένη τελετουργική κίνηση δεν
είναι πάντοτε απαραίτητο να πραγματοποιείται, αλλά η ικεσία μπορεί να είναι μόνο φραστική.
Έτσι, στην Οδύσσεια (ζ 141 κ.ε.), όταν ο Οδυσσέας συναντά τη Ναυσικά, ταλαντεύεται ανάμεσα σε
δύο επιλογές: είτε να πιάσει τα γόνατά της είτε απλώς να της απευθύνει την παράκλησή του.
Προκρίνει την τελευταία δυνατότητα, μολονότι αρχίζει τον λόγο του με το ρήμα γουνούμαι.
Παρόμοιες περιπτώσεις είναι αναμενόμενες, όταν δεν διακυβεύεται κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο, π.χ.
επιδιώκεται μια πληροφορία. Αντίθετα, η τελετουργική ικεσία είναι σημαντικότερη, και, όταν
διακόπτεται, τότε η συνέπειές της είναι σοβαρές και μπορούν να οδηγήσουν στον θάνατο.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Οδυσσέα, όταν ικετεύει την Αρήτη στη Σχερία, πιάνοντας
τα γόνατά της και καθισμένος στο έδαφος πάνω στις στάχτες της εστίας του παλατιού του
Αλκίνοου (Οδύσσεια η 153 κ.ε.). Η εστία είναι ο πιο ιερός χώρος του σπιτιού και συμβολίζει την
ασφάλεια και την αλληλεγγύη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των δούλων. Επομένως, η
καταφυγή στην εστία δηλώνει το αίτημα να ενταχθεί κάποιος στην οικογένεια και κατ' επέκταση
στην ευρύτερη κοινωνία. Το βασιλικό ζεύγος της Σχερίας μένει βυθισμένο στη σιωπή για αρκετή
ώρα, σιωπή που προκαλεί την αντίδραση ενός γέροντα καλεσμένου, ο οποίος συμβουλεύει τον
Αλκίνοο να σηκώσει τον ικέτη, να του παραχωρήσει τιμητική θέση και να του προσφέρει κρασί και
τροφή. Ο βασιλιάς τότε παίρνει από το χέρι τον Οδυσσέα και τον καθίζει δίπλα του στη θέση που
προηγουμένως κατείχε ο γιος του. Η ανόρθωση του ικέτη από τον βασιλιά δείχνει την αποδοχή του
αιτήματός του, ενώ το νίψιμο των χεριών, η σπονδή και το φαγητό που ακολουθούν τον
αναβαθμίζουν από ικέτη σε ξένον, δηλαδή γνώριμο από φιλοξενία, μια σχέση ισοτιμίας. Στην
Εκάβη του Ευριπίδη η ομώνυμη ηρωίδα απευθύνει μια φραστική παράκληση προς τον Οδυσσέα να
μη θυσιαστεί η θυγατέρα της, η Πολυξένη, στον τάφο του Αχιλλέα (234 κ.ε.). Ο ήρωας απορρίπτει
την ικεσία, και τότε η πονεμένη μητέρα ζητά από την κόρη της να αναλάβει η ίδια την ικεσία. Ο
Οδυσσέας αποστρέφει το πρόσωπό του και κρύβει το δεξί του χέρι, ώστε να μην πραγματοποιηθεί
μια ολοκληρωμένη τελετουργική επαφή της Πολυξένης μαζί του, γιατί αυτό θα τον έφερνε σε
δύσκολη θέση. Η Πολυξένη όμως τον καθησυχάζει ότι δεν σκοπεύει να προβεί σε ικεσία και
υπογραμμίζει ότι προτιμά τον θάνατο από τη δουλεία. Το παράδειγμα της Πολυξένης είναι
διδακτικό, γιατί δείχνει ότι ο ικέτης χάνει το αίσθημα τιμής που χαρακτηρίζει τον ελεύθερο
άνθρωπο και υποτάσσεται ταπεινωτικά στην εξουσία και τη διακριτική ευχέρεια του ατόμου από το
οποίο προσδοκά προστασία ή βοήθεια. Στη Μήδεια η ομώνυμη ηρωίδα απαντά στην αξίωση του
Κρέοντα να εγκαταλείψει αμέσως την Κόρινθο με μια φραστική ικεσία (324 κ.ε.), αλλά δεν τον
πείθει, και ο βασιλιάς επιμένει στην άμεση αναχώρηση της ηρωίδας. Η Μήδεια επικαλείται τον Δία,
τον προστάτη των ικετών, και πλησιάζει τον Κρέοντα για να τον ικετεύσει τελετουργικά. Εκείνος,
υπό την πίεση της ικεσίας και της διαβεβαίωσης της ηρωίδας ότι θα μείνει στην Κόρινθο μόνο μία
ημέρα ακόμη, κάμπτεται και της παραχωρεί την αιτούμενη ημέρα, την ημέρα που η Μήδεια θα
εξοντώσει τη Γλαύκη και τον ίδιο με τα θανάσιμα γαμήλια δώρα και ακολούθως θα σφάξει τα
παιδιά της. Και στον Ιππόλυτο, όταν οι προσπάθειες της τροφού αποτυγχάνουν, εκείνη πέφτει στα
γόνατα της Φαίδρας και της πιάνει το χέρι (324), ικετεύοντάς την να της αποκαλύψει την αιτία της
αρρώστιας της· τελικά κατορθώνει να εκμαιεύσει την αλήθεια, τον έρωτα της δέσποινάς της για τον
Ιππόλυτο.
Στις περιπτώσεις καταφυγής ενός προσώπου σε βωμό δημιουργείται ένα τρίγωνο, καθώς, εκτός από
τον ικέτη και τον προστάτη, προστίθεται ο διώκτης ή κάποιος εκπρόσωπός του. Το τρίγωνο αυτό
απαντά σε ποικίλες παραλλαγές.
Στις Ικέτιδες του Αισχύλου το δίλημμα του Πελασγού είναι βαρύ: αν παράσχει άσυλο στις
Δαναΐδες, θα εμπλέξει την πόλη του σε πόλεμο με τους Αιγυπτίους. Σε αντίθετη περίπτωση πάλι θα
παραβιάσει το δίκαιο του ικέσιου Δία με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ίδιο και την πόλη. Τελικά
αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της λαϊκής συνέλευσης των Αργείων, την παροχή ασύλου και,
όταν οι Δαναΐδες απειλούνται, παρεμβαίνει και τις προστατεύει. Το δράμα ολοκληρώνεται με την
υποδοχή των ικετίδων στην πόλη και την έκφραση ευχαριστιών εκ μέρους του Χορού. Η
αντιπαράθεση με τον εκπρόσωπο των Αιγυπτίων καταλήγει σε αποπομπή του, γιατί ο Πελασγός
έχει πειστεί ότι το θεϊκό δίκαιο εναρμονίζεται με το δίκαιο της πόλης που παραχώρησε με απόφασή
της άσυλο στους ικέτες.
Και στις Ευμενίδες απαντά το μοτίβο της φυγής του Ορέστη που καταδιώκεται από τις Ερινύες, της
ικεσίας στο άγαλμα της Αθηνάς και της αντιπαράθεσης της θεάς με τις Ερινύες. Η αντιπαράθεση
αυτή όμως δεν διεξάγεται αυτόνομα αλλά στο πλαίσιο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Ενώ η
συνέλευση των Αργείων στις Ικέτιδες τοποθετείται στον εξωσκηνικό χώρο, η δίκη του Ορέστη
διεξάγεται επί σκηνής. Και εδώ οι Ερινύες απειλούν με συμφορές την πόλη, αλλά τελικά πείθονται
από τη θεά και μετατρέπονται σε ευνοϊκά πνεύματα. Ενώ δηλαδή στις Ικέτιδες η αντιπαράθεση
οδηγεί σε πόλεμο, η διεξαγωγή του οποίου υπερβαίνει τα όρια του συγκεκριμένου δράματος, στις
Ευμενίδες η σύγκρουση καταλήγει σε συμφιλίωση, κάτι ευεξήγητο, αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται
για το τελευταίο δράμα της τριλογίας. Το μέσο που εξασφαλίζει την ευτυχή έκβαση είναι η πειθώ, η
οποία αναγνωρίζει στις Ευμενίδες μέσω του φόβου κάποιον συγκεκριμένο ρόλο, την εξισορρόπηση
των αντίθετων τάσεων και τελικά την πολιτική ομαλότητα.
Στον σοφόκλειο Οιδίποδα επί Κολωνώ την απόφαση για την τύχη του ικέτη δεν λαμβάνεται από
ένα συλλογικό σώμα (λαϊκή συνέλευση των Αργείων, Άρειος Πάγος) αλλά από τον ίδιο τον Θησέα,
ενώ ο Χορός, πριν από την εμφάνιση του βασιλιά, έντρομος πληροφορείται την ταυτότητα του
ικέτη. Ούτε ο διώκτης είναι μια ομάδα (Αιγύπτιοι, Ερινύες) αλλά ένα πρόσωπο, ο Κρέων, ο οποίος
επιχειρεί να εκβιάσει την κατάσταση απάγοντας τις θυγατέρες του Οιδίποδα, που σώζονται με
παρέμβαση του Θησέα, μια εξωσκηνική δράση άγνωστη στα δράματα ικεσίας του Αισχύλου.
Τέλος, το δίλημμα δεν αφορά την απειλούμενη με πόλεμο πόλη και τον σεβασμό του θεϊκού
δικαίου, όπως στις Ικέτιδες. Ο ικέτης μάλιστα δεν είναι ένα αδύναμο πρόσωπο, αλλά μετατρέπεται
με τον μυστικό θάνατό του σε προστατευτική δύναμη της Αθήνας. Η ιδιοτυπία του έργου έγκειται
στο γεγονός ότι στο πλαίσιό του απαντά μια επαναλαμβανόμενη σκηνή ικεσίας. Αυτή τη φορά
ικέτης είναι ο Πολυνείκης και αποδέκτης της ικεσίας ο Οιδίπους, τον οποίο ο γιος του θέλει να
πάρει με το μέρος του, ενώ δεν υπάρχει διώκτης. Ο πατέρας όμως αρνείται κατηγορηματικά τη
βοήθειά του, και έτσι ανοίγει ο δρόμος για την αλληλοκτόνο σύγκρουση των δύο αδερφών. Ο
Σοφοκλής δομεί τη σκηνή σε αντιστοιχία προς την ικεσία του Οιδίποδα. Μια χαρακτηριστική
ένδειξη προς την κατεύθυνση αυτή είναι η πρώιμη γνωστοποίηση της ταυτότητας του ικέτη.
Το τρίγωνο φυγή-ικεσία-αντιπαράθεση του εχθρού με τον προστάτη απαντά και στους Ηρακλείδες
του Ευριπίδη. Όπως στις Ικέτιδες του Αισχύλου, ικέτης είναι μια ομάδα, τα παιδιά του Ηρακλή, που
συνοδεύεται στις περιπλανήσεις της από τον Ιόλαο και την Αλκμήνη. Ο απεσταλμένος του
Ευρυσθέα προκαλεί με την εμφάνισή του την κλήση σε βοήθεια εκ μέρους του Ιολάου, οπότε
εισέρχεται ο Χορός, όπως συμβαίνει και στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, όπου ο Χορός προηγείται της
εμφάνισης του σωτήρα. Ο Χορός πληροφορείται την προϊστορία των παιδιών του Ηρακλή, την
οποία μεταφέρει συνοπτικά στον γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Ο απεσταλμένος του Ευρυσθέα
εκφράζει την άποψη του δεσπότη του και υπογραμμίζει τα πλεονεκτήματα που προσφέρει μια
απόρριψη της ικεσίας. Ο Ιόλαος απαντά με μια εκτενή ρήση στον απεσταλμένο, και ακολουθεί μια
στιχομυθία με αντιπαράθεση του Δημοφώντα με τον απεσταλμένο, ο οποίος αποχωρεί
εκτοξεύοντας απειλές κατά της Αθήνας. Εδώ διαπιστώνουμε ότι στην αντιπαράθεση με τον εχθρό
συμμετέχει ενεργητικά και η απειλούμενη πλευρά, η οποία με τα αντεπιχειρήματά της αφενός
απαντά στη ρήση του απεσταλμένου και αφετέρου οπλίζει με επιχειρήματα τον Δημοφώντα για τη
δική του αντιπαράθεση με τον Αργείο εκπρόσωπο του Ευρυσθέα, επιχειρήματα που θεμελιώνουν
συγχρόνως το αίτημα των ικετών. Την απόρριψη της απαίτησης του Ευρυσθέα θα αναμενόταν να
την ακολουθήσει μια αγγελική ρήση με περιγραφή της πολεμικής σύγκρουσης των Αθηναίων με
τους Αργείους. Αντί αυτού όμως παρεμβάλλεται η μαντεία με την απαίτηση μιας ανθρωποθυσίας,
προκειμένου να εξασφαλιστεί η νίκη των Αθηναίων. Ο Δημοφών δείχνει προβληματισμένος από
αυτή την εξέλιξη, αλλά τον απαλλάσσει από το αδιέξοδο η Μακαρία, η οποία με αυτοθυσία και
αδιαπραγμάτευτη επιμονή προσφέρει τη ζωή της για το σωτήριο εγχείρημα. Ωστόσο, ούτε και τώρα
θα πραγματοποιηθεί η αναμέτρηση, αλλά θα προηγηθεί η επιμονή του Ιολάου να λάβει μέρος στη
μάχη παρά την προχωρημένη ηλικία του. Όπως πληροφορούμαστε αργότερα, η συμμετοχή του
γίνεται εφικτή χάρη σε ένα θαύμα, την πρόσκαιρη αναζωογόνηση/ανανέωσή του, η οποία μάλλον
δεν εκφράζεται με μια εμφανισιακή μεταβολή αλλά με την απροσδόκητη δύναμη για συμμετοχή
στη μάχη, όπως συμβαίνει με τον Κάδμο και τον Τειρεσία στις Βάκχες, οι οποίοι, παρά τη
γεροντική ηλικία τους, ξεκινούν πεζοί για τον Κιθαιρώνα.
Το δεύτερο πολιτικό δράμα που πραγματεύεται παρόμοιο θέμα με την προηγούμενη τραγωδία και
αποσκοπεί στην ανάδειξη της Αθήνας σε προστάτιδα των αδικημένων είναι οι Ικέτιδες. Εδώ δεν
πρόκειται για κάποια καταδίωξη αλλά για την άρνηση των Θηβαίων να παραδώσουν στις μητέρες
τους τα άψυχα σώματα των Αργείων αρχηγών που έπεσαν κατά την εκστρατεία τους εναντίον της
Θήβας. Η ικεσία, επομένως, δεν αφορά μια ομάδα που βρίσκεται σε κίνδυνο αλλά ένα δίκαιο
θρησκευτικό αίτημα. Και εδώ εμφανίζεται ένας εκπρόσωπος των Θηβαίων που αντιπαρατίθεται με
τον Θησέα, ο οποίος τελικά αποφασίζει να εξασφαλίσει την επιστροφή των νεκρών για ταφή με
πολεμική επιχείρηση. Με τη νικηφόρα έκβαση της επέμβασης οι νεκροί τοποθετούνται σε πυρά,
και ο Άδραστος εκφωνεί τον επιτάφιο λόγο.
Η Ανδρομάχη και ο Ηρακλής είναι δίπτυχα δράματα. Με τον όρο αυτόν εννοούμε τα έργα που
διχοτομούνται και κάποτε έχουν και διαφορετικό πρωταγωνιστή· στις Τραχίνιες του Σοφοκλή, για
παράδειγμα, στο πρώτο μέρος της δράσης πρωταγωνιστεί η Δηιάνειρα, ενώ στο δεύτερο ο
Ηρακλής. Βάσει αυτών στην Ανδρομάχη η απειλούμενη ομώνυμη ηρωίδα σώζεται τελικά στο
πρώτο μέρος του δράματος, ενώ στο δεύτερο φαίνεται να απειλείται η διώκτριά της, η Ερμιόνη.
Στον Ηρακλή ο σωτήρας της οικογένειάς του στο πρώτο μέρος του έργου, ο Ηρακλής, στο δεύτερο
μέρος μετατρέπεται σε εξολοθρευτή της. Η διαφορά των δύο δραμάτων έγκειται στο γεγονός ότι
στον Ηρακλή σωτήρας και διώκτης ταυτίζονται εξαιτίας της μανίας του ήρωα, ενώ στην Ανδρομάχη
ο πιθανός τιμωρός της Ερμιόνης, ο σύζυγός της Νεοπτόλεμος, φονεύεται στους Δελφούς και
επιστρέφει στη Φθία ως άψυχο σώμα. Την Ερμιόνη θα την πάρει μαζί του ως σύζυγο ο Ορέστης.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η διαπίστωση ότι η σωτηρία της Ανδρομάχης προέρχεται, με
απροσδόκητο τρόπο, από έναν αδύναμο γέροντα, τον Πηλέα, ο οποίος εξευτελίζει τη σπαρτιατική
πλευρά. Και στα δύο έργα οι σωτήρες υπερασπίζονται με αυτονόητο τρόπο στενούς συγγενείς τους
και εμφανίζονται με αρκετή καθυστέρηση. Στον Ηρακλή μάλιστα ο Λύκος είναι πεπεισμένος ότι ο
ομώνυμος ήρωας δεν θα επιστρέψει από τον Άδη. Και τα δύο δράματα αρχίζουν με μια σκηνή
ικεσίας. Στο πρώτο η Ανδρομάχη βρίσκεται στο Θετίδειο, και στο δεύτερο η οικογένεια του
Ηρακλή έχει καταφύγει στον βωμό του Δία. Και στα δύο έργα οι ικέτες αποφασίζουν να
εγκαταλείψουν την ασφάλεια της θέσης τους, πριν τελικά επέλθει η σωτηρία τους, ενώ δεν
μεταβαίνουν σε άλλη πόλη, όπως συμβαίνει στις Ικέτιδες του Αισχύλου ή στους Ηρακλείδες του
Ευριπίδη. Στον Ηρακλή σημειώνεται και ένας αξιοπρόσεκτος εμπλουτισμός της δράσης. Ηρακλής
και Λύκος δεν συναντιούνται επί σκηνής, και ο σωτήρας δεν έρχεται σε λεκτική αντιπαράθεση με
τον διώκτη. Η αντιπαράθεση αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί με τη σύγκρουση Αμφιτρύωνα και
Λύκου. Όταν εμφανίζεται ο Ηρακλής και αντικρίζει την ετοιμοθάνατη οικογένειά του, αποφασίζει
να εξοντώσει τον Λύκο, οπότε καταστρώνεται μια σκευωρία εις βάρος του τυράννου.
Στον Ίωνα η ικεσία διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο, γιατί προκύπτει προς το τέλος του έργου
από την εξέλιξη της πλοκής, και συγκεκριμένα ως αποτέλεσμα της απόφασης της Κρέουσας να
δηλητηριάσει τον νέο, που τον θεωρεί εσφαλμένα νόθο γιο του Ξούθου. Η σκευωρία
αποκαλύπτεται χάρη προφανώς σε παρέμβαση του Απόλλωνα, που δεν επιθυμεί, ασφαλώς, τον
θάνατο του γιου του. Η Κρέουσα, καταδιωκόμενη από τον Ίωνα που επιθυμεί την τιμωρία της,
επιζητεί προστασία στον βωμό του Απόλλωνα. Την κρίσιμη στιγμή της συνάντησης των αντιπάλων
εμφανίζεται ως από μηχανής θεός η Ιέρεια του δελφικού ναού με το καλάθι στο οποίο είχε εκτεθεί
ο Ίων ως βρέφος. Η Κρέουσα αναγνωρίζει το καλάθι και περιγράφει το περιεχόμενό του με
ακρίβεια, οπότε πραγματοποιείται ο αναγνωρισμός μητέρας και γιου πρόωρα, αφού, σύμφωνα με
το σχέδιο που έχει αποκαλύψει ο Ερμής στον πρόλογο του δράματος, ο αναγνωρισμός προοριζόταν
να συντελεστεί στην Αθήνα.
Δευτερεύων είναι επίσης ο ρόλος της ικεσίας στην αρχή του σοφόκλειου Οιδίποδα Τυράννου. Ένας
ιερέας επικεφαλής μιας ομάδας πολιτών διαφόρων ηλικιών έχει καταφύγει στον βωμό του
παλατιού, όχι γιατί καταδιώκεται από κάποιον εχθρό, αλλά γιατί επιθυμεί να παρακαλέσει τον
βασιλιά να αναλάβει δράση για την αντιμετώπιση του θανατηφόρου λοιμού που απειλεί με
αφανισμό τη Θήβα. Είναι η πρώτη φορά που ο εχθρός δεν είναι προσωποποιημένος, αλλά
εμφανίζεται με τη μορφή νόσου, και αυτό δημιουργεί έντονη ειρωνεία, αφού θα αποκαλυφθεί ότι
υπεύθυνος του λοιμού είναι ο ίδιος ο βασιλιάς, που αποδεικνύεται πατροκτόνος και αιμομίκτης. Η
ικεσία αναδεικνύει την προνοητικότητα του Οιδίποδα, ο οποίος έχει στείλει από καιρό τον Κρέοντα
στους Δελφούς για να συμβουλευθεί το μαντείο σχετικά με το κρίσιμο πρόβλημα. Ο λαός θεωρεί
τον βασιλιά του ευεργέτη γιατί απάλλαξε την πόλη από την επικίνδυνη παρουσία της Σφίγγας, και,
από ό,τι φαίνεται, η διοίκηση της πόλης από τον Οιδίποδα έως την εκδήλωση του λοιμού υπήρξε
άψογη. Το τέλος του έργου προσωποποιεί τον υπεύθυνο του λοιμού και οδηγεί τον Οιδίποδα στην
αυτοτύφλωση και την Ιοκάστη στην αυτοκτονία.
Στην ευριπίδεια Ελένη η ικεσία στον τάφο του Πρωτέα διακόπτεται, όταν η ομώνυμη ηρωίδα
πληροφορείται από τον Τεύκρο ότι ο Μενέλαος είναι νεκρός. Η Ελένη εγκαταλείπει τη θέση της
και, με τη συνοδεία του Χορού, εισέρχεται στο παλάτι για να συμβουλευθεί τη μάντισσα Θεονόη
σχετικά με την τύχη του συζύγου της και μαθαίνει ότι ο Μενέλαος ζει. Ο Μενέλαος ναυαγεί στις
ακτές της Αιγύπτου, όπου αγνή παραμένει η σύζυγός του, την οποία συναντά και την αναγνωρίζει,
όταν κάποιος από το πλήρωμά του τον πληροφορεί ότι η Ελένη που μετέφεραν από την Τροία ήταν
ομοίωμα που εξαϋλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Τότε το ζεύγος καταστρώνει μια σκευωρία εις βάρος
του Θεοκλύμενου. Η Ελένη προσποιείται ότι αποδέχεται την πρόταση γάμου εκ μέρους του
Θεοκλύμενου και του ζητά ένα πλοίο για να αποδώσει στη θάλασσα τις νεκρώσιμες τιμές στον
πρώτο σύζυγό της, τον θάνατο του οποίου μόλις έχει πληροφορηθεί. Έτσι ο υποτιθέμενος θάνατος
του Μενελάου στην αρχή του έργου γίνεται τώρα μέσο για τη σκευωρία. Το επανενωμένο ζεύγος
δραπετεύει με το πλοίο που παραχωρήθηκε για την τελετή. Το έργο, επομένως, δεν θεωρείται
δράμα ικεσίας αλλά δράμα αναγνώρισης και μηχανήματος (σκευωρίας) όπως η Ιφιγένεια η εν
Ταύροις.
Η προηγούμενη ανάλυση καταδεικνύει ότι ένα δράμα μπορεί να περιστρέφεται γύρω από τη σχέση
τριών ζευγών: ικέτης-εχθρός (π.χ. Ηρακλής), ικέτης-σωτήρας (π.χ. Οιδίπους επί Κολωνώ), εχθρός-
σωτήρας (π.χ. Ευμενίδες). Το μοτίβο της ικεσίας μπορεί να συνδυαστεί με άλλα μοτίβα, όπως της
εκούσιας αυτοθυσίας (Ηρακλείδες), της σκευωρίας (Ηρακλής), της αναγνώρισης (Ίων), ενώ σε τρία
δράματα (Οιδίπους Τύραννος, Ίων, Ελένη) ο ρόλος της ικεσίας είναι περιθωριακός.