Professional Documents
Culture Documents
2η ενότητα (στίχοι 14-29): Το μήνυμα του πουλιού που απευθύνεται προς τη γυναίκα, η
άφιξη της λυγερής και η κατάβασή της στα θεμέλια προκειμένου να ψάξει το δαχτυλίδι του
άντρα της – πρωτομάστορα.
3η ενότητα (στίχοι 30-34): Το κτίσιμο της λυγερής στα θεμέλια του γεφυριού. 4η ενότητα
(στίχοι 35-40): Παράπονα της λυγερής και κατάρα. 5η ενότητα (στίχοι 41-46): Μετατροπή
της κατάρας σε ευχή, όταν υπενθυμίζεται η αδελφική αγάπη.
5η ενότητα (στίχοι 41-46): Μόλις όμως συνειδητοποιεί τη δύναμη της κατάρας της και πως
μπορεί να πραγματοποιηθεί ακόμα και στην περίπτωση του ξενιτεμένου της αδελφού,
αποφασίζει ν’ αλλάξει το περιεχόμενο της κατάρας, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζει με
ευχή. Η λυγερή μπροστά στη δυσχερή κατάσταση στην οποία βρίσκεται, το μόνο που
μπορεί να κάνει είναι να καταραστεί το θεμελίωμα του γεφυριού έτσι ώστε να
αντισταθμίσει κάπως τη δική της θυσία. Πιστεύει πως με την κατάρα της παίρνει εκδίκηση
για τον άδικο θάνατό της, αν λάβουμε μάλιστα υπόψην μας πως η κατάρα στη λαϊκή
συνείδηση και ψυχή έχει πολύ μεγάλη ισχύ. Μόνον όμως η αδελφική αγάπη την
παροτρύνει ν’ αλλάξει το περιεχόμενο της κατάρας, έτσι ώστε αυτό που ευχήθηκε να μην
πραγματοποιηθεί, σε περίπτωση που περάσει από το γεφύρι ο ξενιτεμένος της αδελφός.
Έτσι, χρησιμοποιώντας τώρα το σχήμα της υπόθεσης και όχι τις παρομοίωσης,
επαναδιατυπώνει την αρχική κατάρα: αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά (προσωποποίηση και
υπερβολή) να τρέμει το γεφύρι κι αν πέσουν τ’ άγρια πουλιά (προσωποποίηση και
υπερβολή), να πέφτουν οι διαβάτες. Είναι χαρακτηριστικό στο σημείο αυτό τόσο το
στοιχείο της υπερβολής όσο και το στοιχείο του αδυνάτου που πηγάζει από αυτήν την
υπερβολή. Στην πραγματικότητα τα άγρια βουνά δεν τρέμουν και τα άγρια πουλιά δεν
πέφτουν. Έτσι με τα στοιχεία αυτά και με το σχήμα της υπόθεσης είναι σαν να ακυρώνει την
κατάρα και να διατυπώνει μια ευχή. Η ατμόσφαιρα υποβάλλει έντονα το υπερβολικό
αδελφικό ενδιαφέρον και το υπερλογικό στοιχείο που αυτόματα μετατρέπει την κατάρα σε
ιδιότυπη ευχή.
ii) Ύφος / Mορφή Το ύφος της παραλογής είναι λιτό σε γενικές γραμμές ενώ με την
παρεμβολή των διαλογικών μερών γίνεται πιο άμεσο, ζωηρό, ζωντανό με γοργό ρυθμό.
1. Υπερβολή: στίχος 1 «σαράντα πέντε ... μαθητάδες»., στίχος 14 «και του θανάτου
πέφτει»., στίχος 32 «τι όλον τον κόσμο ανάγειρα». στίχος 44-45 «αν τρέμουν ... κι αν
πέφτουν τ’ άγρια πουλιά».
3. Μετωνυμία: στίχος 33: «κι άλλος με τον ασβέστη»., στίχος 37: «η μια ’χτισε ... τον
Αφράτη».
6. Σχήμα άρσης και θέσης: στίχοι 8-9 «δεν ετελάηδε ... λαλίτσα», στίχοι 11-12 «και μη
στοιχειώσετε ... την όμορφα γυναίκα».
7. Επαναφορά: στίχοι 16-17: «Αργά ... γιοφύρι», στίχοι 19-20 «Γοργά ντύσου ... γιοφύρι».
Στη συγκεκριμένη παραλογή εκτός από τα παραπάνω σχήματα λόγου που ποικίλουν την
έκφραση και το ύφος του δημοτικού τραγουδιού, συναντούμε και κάποια μοτίβα,
χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών: α. Το στοιχείο της υπερβολής και του
αδυνάτου: στίχοι 1, 14, 32, 44- 45. β. Ο νόμος των τριών: στίχοι 11-12, στίχος 16, στίχος 19,
στίχος 29, στίχοι 33-34, στίχοι 37-38. γ. Ο αριθμός τρία και τα πολλαπλάσια του: σαράντα
πέντε, εξήντα, τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες. δ. Επαναλαμβανόμενοι
στίχοι: ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν / δεν εκελάηδε – παρά εκελάηδε / αργά
ντυθεί ... γιοφύρι-γοργά ... γιοφύρι / το δαχτυλίδι να ‘βρει; - το δαχτυλίδι να βρω / τράβα
τον άλυσο – τράβα την αλυσίδα / κόρη το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε – κι αυτή τον
λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει / πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει ότι
έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει
Z. Συμπληρωματικές Ερωτήσεις
1. Ποιες είναι οι αντιδράσεις του πρωτομάστορα όταν άκουσε τα λόγια του πουλιού -
αγγελιαφόρου; Από τις αντιδράσεις του διαφαίνεται η αγάπη του για τη γυναίκα του;
1η ενότητα: «Ως πότε ... σκλαβιά και φυλακή!»: Η σκλαβιά δεν υπομένεται άλλο, το βάρος
της είναι ασήκωτο γι’ αυτό και η εξασφάλιση της ελευθερίας και της ελεύθερης ζωής
προβάλλει άμεση και επιτακτική.
2η ενότητα: «τι σ’ ωφελεί ... χωρίς καμιά ‘φορμή»: Το ανώφελο της σκλαβιάς και η
απαρίθμηση των αδικοσκοτωμένων ανθρώπων και των αγαπημένων προσώπων.
3η ενότητα: «Ελάτε ... κάμνουν τον όρκον»: Προτροπή προς τους συμπατριώτες του να
ξεσηκωθούν αλλά και να ορκιστούν προκειμένου να διασφαλιστεί ο εθνικός αγώνας –
Αναφορά στο Νόμο.
4η ενότητα: «Ω Βασιλεύ του κόσμου ... να γένω σαν καπνός!»: Περιεχόμενο του όρκου και
οι συνέπειες της παράβασής του.
1η ενότητα: Με τον πρώτο στίχο και ιδιαίτερα με την έκφραση «Ως πότε» ο ποιητής
εκφράζει την απελπισία του και την αγανάκτηση του μπροστά στην αδράνεια των
συμπατριωτών και την απάθειά τους απέναντι στη δουλεία. Τους αποκαλεί παλικάρια,
γεγονός που φανερώνει την ενδόμυχη πεποίθησή του για την ανδρεία και το φρόνημά τους
αλλά παράλληλα λειτουργεί ενισχυτικά, σε μια προσπάθειά του να τους αφυπνίσει από τη
νάρκη τους και να τους παροτρύνει. Τους απευθύνει λοιπόν ερωτήματα μέσα από τα οποία
τους ρωτά για το μέχρι πότε θα αντέχουν να παραμένουν μέσα σε συνθήκες σκλαβιάς και
για το μέχρι πότε θα αντέχουν να στερούνται τους δικούς τους ανθρώπους που καθημερινά
χάνονται. Η σκλαβιά είναι πικρή για τον ίδιο, το βάρος της δεν αντέχεται, γι’ αυτό και μέσα
από τα ερωτήματα αυτά που μοιάζουν ρητορικά έμμεσα τους καλεί να μην περιμένουν
άλλο γιατί η ελεύθερη ευημερία. Η αντιθετική εικόνα της ελεύθερης ζωής με τη σκλαβιά
που στη συνείδηση του ποιητή ισοδυναμεί με φυλακή κάνει αισθητή τη διαφορά τους και
αφήνει να φανεί η υπεροχή της πρώτης σε σχέση με τη δεύτερη. Οι δύο αυτοί στίχοι που
όπως είπαμε, επανέρχονται συχνά στον Ύμνο αποτελούν την κατάληξη των σκέψεων του
ποιητή· απ’ ό,τι κι αν ξεκινά ο λογισμός του, σε όποια μονοπάτια κι αν περιπλανιέται,
κεντρικό σημείο αναφοράς αλλά και τέλος των σκέψεων του αποτελεί πάντα η πίστη στην
αξία του αγαθού της ελευθερίας. Γι’ αυτό και οι δύο αυτοί στίχοι αποτελούν το σταθερό
κάλεσμά του για δράση και κατάκτησή της.
2η ενότητα: Προκειμένου λοιπόν να ενισχύσει στην πεποίθησή τους την ανάγκη του αγώνα
και της αποτίναξης του ζυγού, ο ποιητής απαριθμεί με δραματικό τρόπο τα δεινά που
υφίστανται από τους Τούρκους, δεινά που ταυτίζονται με την ταπείνωση της αξιοπρέπειάς
τους και τη δυστυχία τους. Μία τέτοια ζωή που διαρκώς ταπεινώνεται και εξαθλιώνεται δεν
έχει νόημα· ο θάνατος είναι προτιμότερος. Από το α΄ πληθυντικό πρόσωπο της
προηγούμενης ενότητας τώρα περνά στο β΄ ενικό πρόσωπο. Και πάλι όμως ο παραλήπτης
των μηνυμάτων του είναι ο ίδιος. Είτε χρησιμοποιεί πληθυντικό είτε ενικό αριθμό, ο
παραλήπτης είναι αντίστοιχα είτε οι σκλαβωμένοι Έλληνες είτε ο υπόδουλος Έλληνας που
στην όψη του συνοψίζει το σύνολο των Ελλήνων. Απλά, το β΄ εθνικό πρόσωπο που
χρησιμοποιεί στη δεύτερη ενότητα προσδίδει ένα ύφος πιο άμεσο αλλά και έμμεσα
διδακτικό. Με το ρήμα «στοχάσου» καλεί τον ΄Ελληνα να αναλογιστεί τις δυσχέρειες που
υπομένει κάθε στιγμή εξαιτίας της οθωμανικής κατοχής και που επεξηγούν γιατί ο θάνατος
θεωρείται προτιμότερος. Τα βάσανα που περνά, εύστοχα παραλληλίζονται με το ψήσιμο
στη φωτιά, θέλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να τονίσει ο ποιητής τόσο τη σκληρότητα και τη
βαρβαρότητα του Τούρκου όσο και το μέγεθος και την έκταση των δυσκολιών του ζυγού. Ο
Βεζίρης, ο Δραγουμάνος, ο Αφέντης, ο Τύραννος είναι λέξεις που χρησιμοποιούνται από τον
ίδιο για να χαρακτηρίσει τους Τούρκους. Δεν τους αποκαλεί άμεσα αλλά έμμεσα μέσα από
λέξεις που υποδηλώνουν την ιδιότητα και την ταυτότητά τους. Η απαρίθμηση των
ονομάτων τους στη σειρά έχει σαν στόχο να τονίσει τη συνεχή καταπίεση που δέχεται
διαδοχικά ο ΄Ελληνας υπήκοος από τους συγκεκριμένους ανθρώπους, όλοι τους όργανα
στην υπηρεσία της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η συμπεριφορά τους είναι δυναστική·
άλλωστε η λέξη Τύραννος μας προϊδεάζει κατάλληλα για κάτι τέτοιο· αναγκάζουν τον
ελληνικό λαό να δουλεύει διαρκώς και συγχρόνως προσπαθούν με κάθε τρόπο, θεμιτό ή
αθέμιτο, να τον εκμεταλλευτούν. Η αναφορά του όμως στους Τούρκους σταματά εδώ για
να ξεκινήσει μια νέα απαρίθμηση που τώρα περιεχόμενο της έχει τους ίδιους τους
΄Ελληνες. Αν στους προηγούμενους στίχους πρόθεση του ποιητή ήταν να προβάλλει την
καταπιεστική συμπεριφορά των Τούρκων, τώρα επεκτείνοντας τη σκέψη του πιο πέρα
επιθυμεί να τονίσει τη βαναυσότητα του χαρακτήρα τους, βαναυσότητα που βρίσκει
έκφραση στο πρόσωπο των αδικοσκοτωμένων Ελλήνων. Επομένως παρατηρούμε μια
κλιμάκωση ιεραρχική στην περιγραφή των δεινών της δουλείας, που ξεκινά από
τηνκαταπίεση και φθάνει μέχρι τη θανάτωση των υποδούλων από το καθεστώς. Αυτή η
ιεραρχική κλιμάκωση δημιουργεί μια έντονα δραματική ατμόσφαιρα και κορυφώνει τη
συγκινησιακή φόρτιση του ποιήματος· ο Σούτζος, ο Μουρούζης, ο Πετράκης, ο Σκαναβής, ο
Γκίκας, ο Μαυρογένης, άνθρωποι επιφανείς της εποχής αλλά και αμέτρητοι άλλοι,
καπετάνιοι, παπάδες και λαϊκοί άνθρωποι υπήρξαν τα αναρίθμητα θύματα της βιαιότητας
του Σουλτάνου και του οθωμανικού κράτους που στήριζε, όπως μπορούμε να
συμπεράνουμε / φανταστούμε, τη δύναμη και την κυριαρχία του σε αυθαίρετες συλλήψεις
και θανατώσεις (με άδικο σπαθί) εξαιτίας του φόβου των αντιφρονούντων και των
υποκινητών απελευθερωτικών ενεργειών. Η διαδοχική αναφορά τους και υπενθύμισή τους
είναι, κατά τον ποιητή, ο καθρέφτης προκειμένου ο υπόδουλος Έλληνας να
συνειδητοποιήσει το μέγεθος της δουλείας του και κατ’ επέκταση να εγερθεί για τον
επαναστατικό αγώνα της απελευθέρωσης της πατρίδας.
i) Γλώσσα Την εποχή που συντίθεται ο Θούριος επικρατεί στους γλωσσικούς κύκλους μια
γλωσσική διαμάχη ανάμεσα σε εκείνους που προτιμούν την αρχαϊζουσα στη συγγραφή των
λογοτεχνικών τους έργων και εκείνους που δείχνουν μια κατεύθυνση προς τη λαϊκότερη
γλώσσα, την καθημερινή γλώσσα που χρησιμοποιεί ο λαός και βρίσκει πλήρη απήχηση στην
ψυχή του. Ο Ρήγας γνήσιος άνθρωπος του λαού δε μπορεί παρά να χρησιμοποιεί τη λαϊκή
γλώσσα που χτυπά κατευθείαν στην καρδιά του ανθρώπου και συγκεκριμένα εδώ των
συμπατριωτών του Ελλήνων. Ωστόσο σε ορισμένα σημεία μπορούμε να διακρίνουμε
σκόρπιες κάποιες λέξεις λογιότερες, όπως π.χ. βλέπωμεν, χάνωμεν, να κάμωμεν, να
βάλωμεν, υψώνοντας τας χείρας.
ii) Ύφος / Mορφή Το ύφος του ύμνου που σαν κύριο σκοπό έχει να ξεσηκώσει όλους τους
υπόδουλους Έλληνες εναντίον του οθωμανικού ζυγού είναι έντονα προτρεπτικό ιδιαίτερα
με τη χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου που δίνει την αίσθηση ότι απευθύνεται στο
σύνολο των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονται αυτοί. Η αλλαγή του γραμματικού προσώπου
(α΄ πληθυντικό πρόσωπο στο β΄ ενικό) προσδίδει ένα διδακτικό και συμβουλευτικό τόνο
στο ύφος του ποιήματος που δεν προβάλλεται έντονα αλλά διακριτικά μέσα από το πλέγμα
των νοημάτων. Η απαρίθμηση των δεινών που υφίστανται οι υπόδουλοι εκ μέρους των
Οθωμανών κάνει την ατμόσφαιρα δραματική και συγκινησιακά φορτισμένη ενώ μέσα από
τον όρκο που προφέρεται ξεχωριστά από κάθε άτομο, το ύφος αποκτά ζωντάνια για να
αποδώσει επακριβώς το περιεχόμενο του όρκου αλλά και να μας κάνει να αισθανθούμε τον
παλμό του.
iii) Στιχουργική ανάλυση του έργου Ο στίχος παρατηρούμε πως είναι οι ιαμβικός
15σύλλαβος με ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή.
iv) Σχήματα Λόγου
1. Παρομοίωση: μονάχοι, σαν λιοντάρια / να ζούμε σαν θηρία / η αναρχία ομοιάζει την
σκλαβιά.
2. Μεταφορές: σκλαβιά και φυλακή / πως σε μένουν καθ’ ώραν στη φωτιά / το αίμα σου να
πιει / πικρή σκλαβιά / σκληρή φωτιά
6. Υπερβολή: ν’ αστράφ’ ο Ουρανός και να με κατακάψει, να γίνω σαν καπνός! Μέσα από
την υπερβολή θέλει να τονίσει τη σημασία της τιμωρίας που οφείλει να είναι σκληρή, όπως
σκληρή και επικίνδυνη είναι η παραβίαση του όρκου, όταν μάλιστα διακινδυνεύονται και
διακυβεύονται συμφέροντα.
Συμπληρωματικές Ερωτήσεις
2. Ποιες εικόνες κυριαρχούν στο ποίημα; Ποια είναι η πιο έντονη και η πιο παραστατική
κατά τη γνώμη σας;
i) Περιεχόμενο και νοηματικά κέντρα 1ο απόσπασμα: Ενώ στον κάμπο επικρατεί πλήρη
ηρεμία, η πείνα θερίζει τους κατοίκους του Μεσολογγίου σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε η
μάνα να ζηλεύει το πουλί που τρώει ψίχουλα και ο στρατιώτης από το Σουλί να μην μπορεί
να σηκώσει το όπλο του εξαιτίας της σωματικής του αδυναμίας. Η τραγικότητά του
επιτείνεται από το γεγονός ότι οι αντίπαλοι έχουν πλήρη επίγνωση της δεινής κατάστασης
των Ελλήνων. 2ο απόσπασμα: Βρισκόμαστε στην εποχή της άνοιξης όπου όλα τα άνθη και
τα φυτά καρποφορούν, τα έμψυχα όντα αφυπνίζονται και δραστηριοποιούνται ύστερα από
το λήθαργο του χειμώνα και γενικά επικρατεί μια έντονη κινητικότητα σε συνδυασμό με το
αναζωογονητικό πνεύμα της άνοιξης. Στην όλη αυτή χαρούμενη και εορταστική
ατμόσφαιρα που παρασύρει όλα τα πλάσματα να συμμετέχουν στο πανηγύρι της ζωής οι
Μεσολογγίτες αντιστέκονται και αποφασίζουν να πεθάνουν για χάρη της ελευθερίας και
της πατρίδας τους.
i) Γλώσσα Λάτρης και υπέρμαχος της δημοτικής, αυτή χρησιμοποιεί ως κύριο εκφραστικό
του όργανο και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Καθώς όμως η δημοτική του
διανθίζεται με μια σειρά από εκφραστικά – τεχνικά μέσα (υπερβατό σχήμα, παρηχήσεις,
ομοιοτέλευτο, επαναλήψεις –επαναφορές, υπαλλαγή, προσωποποιήσεις, εικόνες
ακουστικές και κινητικές) αποκτά τη δυνατότητα ν’ αποκαλύψει όλο το βάθος και το πλάτος
του λυρισμού του.
ii) Ύφος / Mορφή Η ποικιλία των επιθέτων που χρησιμοποιεί προσδίδουν γλαφυρότητα και
παραστατικότητα στο ύφος της σύνθεσης ενώ ο εσωτερικός μονόλογος του Σουλιώτη
πολεμιστή που αποδίδεται από τον ποιητή σε α΄ ενικό πρόσωπο σε συνδυασμό με τον
τελευταίο στίχο όπου διακρίνομε καθαρότερα τη φωνή του Σολωμού προσδίδουν
αμεσότητα και διασπούν τη μονοτονία της χρήσης του γ΄ ενικού προσώπου.
iii) Στιχουργική ανάλυση H ομοιοκαταληξία είναι ζευγαρωτή (αα, ββ, π.χ. βασιλεύει –
ζηλεύει, μνέει – κλαίει, χέρι – ξέρει κ.λ.π.).
iv) Σχήματα Λόγου 1) υπερβατό: άκρα του τάφου σιωπή αντί άκρα σιωπή του τάφου 2)
ομοιοτέλευτο: λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί. 3) επαναλήψεις – επαναφορά: τα μάτια η πείνα
εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει / με χίλιες βρύσες – με χίλιες γλώσσες. 4) παρηχήσεις:
του λ στη φράση «λαλεί πουλί». του β στη φράση «λευκό βουνάκι...βελάζει». του χ και του
ρ στη φράση «η μαύρη πέτρα...χορτάρι». 5) προσωποποιήσεις: ο Σουλιώτης προσωποποιεί
το τουφέκι του (που το αποκαλεί έρμο) ενώ ο ποιητής προσωποποιεί τον Απρίλη και τον
Έρωτα σαν να είναι δύο μικρά παιδιά – αγόρια που χορεύουν και γελούν. 6) μεταφορές: τα
μάτια η πείνα εμαύρισε, έρμο τουφέκι σκοτεινό, π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανό τα
κάλλη, που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο. 7) υπερβολή: άκρα του τάφου
σιωπή / κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε / με χίλιες βρύσες
χύνεται...χίλιες φορές πεθαίνει». 8) συνεκδοχή: Αγαρηνός αντί Αγαρηνοί, Τούρκοι (ένας
αντί για πολλούς δηλαδή). 9) υπαλλαγή: Λευκό βουνάκι πρόβατα αντί βουνάκι από λευκά
πρόβατα.
Συμπληρωματικές Ερωτήσεις
2. Ποιες είναι οι επιπτώσεις της πείνας και της εξαθλίωσης τόσο στη μάνα όσο και τον
Σουλιώτη πολεμιστή;
3η ενότητα: «Λοιπόν, πως περνάς...και κούμπωσε όλα τα κουμπιά της στολής του»: Η
απόπειρα του Αδυνάτου να εκθέσει τα τεκμήρια της αξιοπρεπούς κοινωνικής του θέσης και
η καταλυτική ομολογία του Παχύ για την πολύ ανώτερη θέση, που ο ίδιος κατέχει.
2η ενότητα: Στο διάλογο που εκτυλίσσεται κατά την στιγμή της αναγνώρισης των δύο
παλιών φίλων είναι έκδηλα τα συναισθήματα χαράς και συγκίνησης, που νιώθουν οι ήρωες,
ενώ μια λεπτομέρεια, η οποία εμφανίζεται ως μακρινή και χαριτωμένη ανάμνηση, φαίνεται
να δηλώνει με κωμικό τρόπο την προδιαγεγραμμένη πορεία των δύο χαρακτήρων, καθώς ο
Ηρόστρατος και Εφιάλτης των σχολικών χρόνων φαίνεται να έχουν επαληθεύσει τα παιδικά
τους παρατσούκλια σύμφωνα με την εξέλιξή τους σε ενήλικες γραφειοκράτες.
3η ενότητα: Την αρχική συγκίνηση για την τυχαία συνάντηση διαδέχεται η απόπειρα του
Αδυνάτου να εκθέσει τα τεκμήρια της αξιοπρεπούς κοινωνικής του θέσης, που συγκρούεται
με την καταλυτική ομολογία του Παχύ για την πολύ ανώτερη θέση, που κατέχει.
4η ενότητα: Η καταλυτική αυτή ομολογία προκαλεί την αιφνίδια μεταβολή της
συμπεριφοράς του Αδύνατου φίλου και την έκφραση μια δουλοπρέπειας και υποταγής,
που περιβάλλεται με κωμικά στοιχεία και προβάλλεται με έναν τραγελαφικό τρόπο. Η
δουλοπρεπής αυτή συμπεριφορά, που εκδηλώνει ο παλιός συμμαθητής στο σημερινό
ανώτερό του, φανερώνει τα στενά όρια της αξιοπρέπειας στο ασφυκτικό περιβάλλον της
γραφειοκρατικής δημοσιοϋπαλληλίας. Η ηθική κατάπτωση του Πορφύρη εντείνεται, καθώς
η σκηνή εκτυλίσσεται μπροστά στην οικογένειά του και φαίνεται να την εκλαμβάνει ο ίδιος
ως μια πλήρη προσωπική αποτυχία στα μάτια των δικών του ανθρώπων. Μέσα από την
υποχώρηση της αξιοπρέπειας του Αδυνάτου μπροστά στην ελάχιστη κοινωνική διαφορά
καταδεικνύεται η αλλοτρίωση των ανθρώπινων χαρακτήρων και σχέσεων στο πλαίσιο της
γραφειοκρατίας της τσαρικής Ρωσίας. TEXNIKH – TEXNOTPOΠIA TOY EPΓOY
ii) Ύφος Mορφή H διαλογική μορφή προσδίδει στο έργο αμεσότητα, ζωντάνια και
παραστατικότητα.
Παρομοιώσεις: «σαν γινωμένα βύσσινα», «σαν να έβγαζε σπίθες από τα μάτια και το
πρόσωπό του», «σαν ζωογόνα δροσιά».
Εικόνες: η εικόνα της περιγραφής των δύο πρωταγωνιστών πριν την στιγμή της συνάντησης
και αναγνώρισης («Στο σιδηροδρομικό σταθμό του τσάρου Νικολάου....κι ένα ψηλό
γυμνασιόπαιδο με μισοκλεισμένα τα μάτια, ο γιος του»). Επαναλήψεις: «το γένος
Βάντσενμπαχ...Λουθηρανή», «το γένος Βάντσενμπαχ...Λουθηρανή». «σκέφτηκε λιγάκι κι
έβγαλε το καπέλο», «σκέφτηκε λίγο και κρύφτηκε πίσω από τον πατέρα του».
Ερμηνευτικές Ερωτήσεις
2. Eντοπίστε στο κείμενο τα στοιχεία που ενώνουν και χωρίζουν τους δύο παλιούς
συμμαθητές.
Όσο Μπορείς
Εισαγωγικό Σημείωμα Το ποίημα «Φωνές» συντέθηκε το 1904 και ανήκει στην πρώτη
ποιητική φάση του καβαφικού έργου. Είναι ένα συμβολικό, λυρικό ποίημα με
συναισθηματικό περιεχόμενο, συμβολιστικές επιδράσεις και μουσική υποβολή. Βασικό
θέμα του ποιήματος αποτελεί η λειτουργία της ανθρώπινης μνήμης, μέσω της οποίας ο
ποιητής ανακαλεί αγαπημένα πρόσωπα και εμπειρίες του παρελθόντος που δημιουργούν
έντονα εσωτερικά συναισθήματα νοσταλγίας και προσδίδουν στο έργο μια λυρική διάθεση.
΄Αλλωστε, το ποίημα ακολουθεί την τεχνοτροπία του συμβολισμού, σύμφωνα με την οποία
παρουσιάζεται ο εσωτερικός κόσμος του λογοτέχνη με ιδιαίτερη σημασία στη μουσικότητα
των λέξεων, που χρησιμοποιούνται ως σύμβολα ψυχικών καταστάσεων.
1η ενότητα: «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες...για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους» (στιχ.
1-3): η απώλεια των αγαπημένων προσώπων.
2η ενότητα: «Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε· / κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το
μυαλό» (στιχ. 4-5): η μνημονική ανάκληση – οι ιδιότητες και η λειτουργία της μνήμης.
3η ενότητα: «Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν...σα μουσική, την νύχτα,
μακρινή, που σβήνει» (στιχ. 6-8): η μνημονική ανάκληση ευχάριστων στιγμών της παιδικής
και νεανικής ηλικίας, που δημιουργεί έντονα εσωτερικά συναισθήματα νοσταλγίας – ο
παραλληλισμός με τον ήχο και η έκφραση των συναισθημάτων αυτών μέσα από τη
μουσική.
i) Περιεχόμενο και νοηματικά κέντρα Βασικό θέμα του ποιήματος αποτελεί η έννοια της
μνημονικής ανάκλησης, που σχετίζεται με νοητικές, συνειδητές (σκέψη, μυαλό) και
ασυνείδητες (όνειρα) λειτουργίες του ανθρώπου. Ο ποιητής αναφέρεται σε κοινές ιδιότητες
της ανθρώπινης μνήμης, όπως η νοσταλγία για χαμένα, αγαπημένα πρόσωπα, η
εξιδανίκευση του παρελθόντος, τα όνειρα, οι φευγαλέες σκέψεις. Aρχικά, ο ποιητής
ανακαλεί στη μνήμη του χαμένα αγαπημένα πρόσωπα τα οποία επαναφέρει στη θύμησή
του μια νοσταλγία και θλίψη. Ωστόσο, οι μνήμες που ανακαλούνται συχνότερα στο μυαλό
του ποιητικού υποκειμένου προέρχονται από ευχάριστες στιγμές και αγαπημένα πρόσωπα
της παιδικής και νεανικής ηλικίας («πρώτη ποίηση της ζωής», στιχ. 7). Οι ευχάριστες αυτές
στιγμές των παιδικών και νεανικών χρόνων, αναμφισβήτητα, ανήκουν οριστικά στο
παρελθόν, ενώ τα αγαπημένα πρόσωπα διαρκώς απομακρύνονται είτε εξαιτίας του
θανάτου τους είτε εξαιτίας της γεωγραφικής ή ψυχικής απόστασης.
ii) Νοηματική απόδοση - Xαρακτηρισμός προσώπων
3η ενότητα: Οι μνήμες που ανακαλούνται συχνότερα στο μυαλό του ποιητή προέρχονται
από ευχάριστες στιγμές και αγαπημένα πρόσωπα της παιδικής και νεανικής ηλικίας
(«πρώτη ποίηση της ζωής»). Οι ευχάριστες στιγμές, που ανήκουν οριστικά στο παρελθόν
και τα αγαπημένα πρόσωπα, που απομακρύνονται διαρκώς εξαιτίας του θανάτου ή της
γεωγραφικής και ψυχικής απόστασης, επανέρχονται στη μνήμη ως ήχη και παρομοιάζονται
με τη μουσική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής ταυτίζει τη θύμηση με τον ήχο και τη
μουσική, που ανακαλεί αρχέτυπα συναισθήματα και δημιουργεί πνευματική τέρψη και
ψυχική αγαλλίαση.
ii) Ύφος / Mορφή του έργου Το ύφος το χαρακτηρίζει η διαύγεια της σκέψης, η σαφήνεια, η
ακριβολογία της διατύπωσης. Είναι, επίσης, απλό, λιτό, σχεδόν πεζολογικό.
Μεταφορές: «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πέθαναν», (στιχ. 1-2), «Κάποτε
μες στα όνειρα όπως ομιλούνε· / κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το μυαλό» (στιχ. 4-5),
«ήχοι από την πρώτη ποίηση όπως ζωής όπως» (στιχ. 7), «μουσική, την νύχτα, μακρινή, που
σβήνει» (στιχ. 8). Παρομοιώσεις: «σαν όπως πεθαμένους» (στιχ. 3), «σα μουσική» (στιχ. 8).
Εικόνες: η ηχητική εικόνα των στιγμών και των αγαπημένων προσώπων που σαν ήχοι
ανακαλούνται στη μνήμη, ομιλούν στα όνειρα και στη σκέψη του μυαλού και, όπως η
μουσική, προκαλούν εσωτερικά συναισθήματα πνευματικής τέρψης, και ψυχικής
αγαλλίασης, (στιχ. 1-8), η εικόνα του ονείρου (στιχ. 4).
Συμπληρωματικές Ερωτήσεις
1. Με ποιον τρόπο αντιμετωπίζει ο Κ.Π. Καβάφης α)το θέμα του θανάτου, β)το θέμα της
μνήμης μέσα από το ποίημα;
2. Εντοπίστε και ερμηνεύστε την παρομοίωση της τελευταίας στροφής του ποιήματος.
1η ενότητα: «Τον πατέρα, εμείς τα παιδιά...Ο πατέρας ήταν χαρακτήρας»: Η εικόνα του
πατέρα – φόβος και γοητεία.
2η ενότητα: «Αργότερα τον γνώρισα και τον εξετίμησα...Και όμως έμεινε η τελευταία
μεγάλη αγάπη της ζωής μου»: Ο πατέρας ως μια μυθική μορφή, που λατρεύεται σαν
απρόσιτη θεότητα και υποχρεώνει την αφηγήτρια να παραδεχτεί πως έμεινε «η τελευταία
μεγάλη αγάπη της ζωής» της.
3η ενότητα: Στην τελευταία ενότητα περιγράφεται ένα απλό περιστατικό, μία καθημερινή
λεπτομέρεια, η οποία αποκτά στα μάτια του παιδιού και στη συνείδηση του ώριμου
αυτοβιογράφου το κύρος και τη σημασία ενός κομβικού σημείου στη ζωή του. Το
περιστατικό με τα στρείδια περιγράφεται ως ένας «σταθμός στη ζωή» της αφηγήτριας, με
τη βοήθεια του οποίου για πρώτη φορά αποκτά συνείδηση της ανάγκης του άλλου και το
οποίο καθιστά τον πατέρα στα μάτια της μικρής κόρης και της ενήλικης συγγραφέως ως μία
απλησίαστη, απρόσιτη θεότητα, που λατρεύεται με τρυφερότητα. Τέλος, είναι εμφανής η
αγωνία και η προσπάθεια της αυτοβιογράφου ως ενήλικης να συμφιλιωθεί με την ανώτερη,
απρόσιτη θεότητα.
ii) Ύφος / Mορφή Το ύφος του ποιήματος χαρακτηρίζεται ως υψηλό, καθώς δημιουργεί
έντονα συναισθήματα στην ψυχή του αναγνώστη, παραστατικό, ζωντανό, ανεπιτήδευτο,
φυσικό και γοργό. Επίσης, το κείμενο αποτελεί έναν αυτοβιογραφικό μονόλογο, μέσα από
τον οποίο η Πηνελόπη Δέλτα επιδιώκει να καταδείξει περισσότερο το δικό της
τραυματισμένο ψυχισμό παρά την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του προσώπου για
το οποίο γίνεται λόγος.
Μεταφορές: «Τον τρέμαμε», «...μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές», «και γέμιζε, λες,
αμέσως το σπίτι», «Μα ήταν βαθιά ευγενής», «βάρυνε η θέληση και η τυραννία του στη
ζωή μου», «μ’ ένα χαμόγελο που πήγαινε ως τ’ αυτιά». Παρομοιώσεις: «σαν λαμπάδα»,
«σαν λατρεία, σαν θρησκεία», «σαν κάτι ανώτερο». Εικόνες: η επιβλητική εικόνα του
πατέρα.
Συμπληρωματικές Ερωτήσεις
2. Περιγράψτε τις σχέσεις της συγγραφέως με τον πατέρα και τη μητέρα της. Γενικότερα,
αναφερθείτε στις σχέσεις γονιών και παιδιών της εποχής των παιδικών χρόνων της
συγγραφέως, όπως διαφαίνονται μέσα από το αυτοβιογραφικό απόσπασμα.
1η ενότητα: «Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά...Ξημέρωνε»: Περιγραφή του χώρου και του
χρόνου συνάντησης. 2η ενότητα: «Ό,τι απ’ όλα μου ’κανε εντύπωση… το πρόσωπο του
Παναΐτ Ιστράτη»: Η πρώτη συνάντηση του συγγραφέα με το μυθιστορηματικό του ήρωα – η
γνωριμία των δύο πρωταγωνιστών – η περιγραφή των εξωτερικών και των εσωτερικών
χαρακτηριστικών του διηγηματικού ήρωα.
3η ενότητα: «-Και τι έχεις στον μπόγο;...μη μας κρυώσει»: η αγάπη του Zορμπά για το
σαντούρι και η σημασία της μουσικής στη ζωή του.
ii) Νοηματική απόδοση - Xαρακτηρισμός προσώπων 1η ενότητα: Στην πρώτη ενότητα του
κειμένου ο συγγραφέας περιγράφει το χώρο και το χρόνο της συνάντησης με μια σειρά
αισθαντικών εικόνων. Στο έργο αυτό, ο Ν. Καζαντζάκης συνδυάζει στοιχεία αυτοβιογραφικά
και μυθοπλαστικά, καθώς ο Αλέξης Zορμπάς, ο μυθιστορημα400 τικός του ήρωας, αποτελεί
υπαρκτό πραγματικό πρόσωπο, αλλά ο συγγραφέας επινοεί αρκετά επεισόδια και
μεταφέρει τον τόπο όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα από τη Μάνη στην Κρήτη.
ii) Ύφος / Mορφή Το ύφος χαρακτηρίζεται παραστατικό, ζωντανό, δυνατό. Η αφήγηση είναι
άμεση και γίνεται σε α΄ πρόσωπο.
Εικόνες: Η εικόνα της περιγραφής του χώρου και του χρόνου της συνάντησης («Τον
πρωτογνώρισα...Ξημέρωνε[...]»), η εικόνα της περιγραφής των εξωτερικών
χαρακτηριστικών του μυθιστορηματικού ήρωα, η οπτική και ηχητική εικόνα από τη «βουή
της θάλασσας», η εικόνα του σαντουριού («Κοίταξα τα χέρια...η μας κρυώσει»).
Συμπληρωματικές Ερωτήσεις
1. Να χαρακτηρίσετε τον Αλέξη Ζορμπά μέσα από το κείμενο. Να περιγράψετε την στάση
του απέναντι στη ζωή.
1η ενότητα: «Όταν μπήκε στο καφενείο ... για οικονομικούς λόγους, πως...» Η παραμονή
στο καφενείο – Το ξεφύλλισμα της εφημερίδας – η συνειδητοποίηση πως ο κόσμος δεν έχει
αλλάξει μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
i) Περιεχόμενο και νοηματικά κέντρα Ο ήρωας βρίσκεται σ’ ένα καφενείο και διαβάζει τα
σημαντικότερα νέα της ημέρας τα οποία κυμαίνονται από τις διεθνείς πολεμικές
συγκρούσεις έως τα καθημερινά γεγονότα της επικαιρότητας, όπως είναι οι αυτοκτονίες
αλλά και οι κοσμικές εκδηλώσεις. Στοχαζόμενος πάνω σ’ αυτά και συνειδητοποιώντας τη
δημιουργική αντίφαση της ζωής αλλά και ότι η επικρατούσα κοινωνική κατάσταση δεν είναι
η επιθυμητή (παντού επικρατεί δυστυχία, συγκρούσεις, αναταραχές, κοιν. αδικία), νιώθει
πως κάθε πίστη σε ιδέες και αξίες έχει καταρρεύσει και ψυχικά ανάστατος και συγχυσμένος
αναζητά απεγνωσμένα μια ελπίδα.
1η ενότητα: Ο αφηγητής άμεσα μας τοποθετεί με την πρώτη φράση στο χώρο και το χρόνο
της ιστορίας. Χώρος είναι κάποιο καφενείο ενώ ο χρόνος, όπως μπορούμε να
κατανοήσουμε από τα συμφραζόμενα και τα όσα το εισαγωγικό σημείωμα μας
πληροφορεί, είναι η εποχή μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την
αφήγηση σε γ΄ πρόσωπο που είναι πιο αντικειμενική και μέσα από τα σχόλια και τις
παρατηρήσεις του ίδιου του αφηγητή (εξωτερική οπτική γωνία) παρακολουθούμε να
ξετυλίγονται μπροστά μας οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι ενέργειες του ήρωα του
διηγήματος. Με αλληλοδιαδοχικό τρόπο ο ίδιος κάθεται, πίνει καφέ, ανάβει τσιγάρο, για να
επικεντρωθεί κυρίως στο διάβασμα της εφημερίδας και στα σπουδαιότερα περιστατικά της
ημέρας: οι συγκρούσεις στην Ινδοκίνα, η απειλή ενός νέου πολέμου, αλλά και η οικονομική
κρίση, οι αυτοκτονίες των ανθρώπων που παραπέμπουν αντίστοιχα σε μια ηθική κρίση κι
από την άλλη κοσμικά γεγονότα και μικρές αγγελίες αποτελούν το αμάλγαμα της
καθημερινότητας. Ο ήρωας συνειδητοποιεί πως η βελτίωση της ζωής μετά το πέρασμα του
Β΄ παγκοσμίου πολέμου δεν έχει επέλθει· τα ίδια προβλήματα που απασχολούσαν τον
άνθρωπο πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου (φτώχεια, ανέχεια, ανεργία)
εξακολουθούν να υπάρχουν και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό και ποσοστό. Ο ήρωας του
διηγήματος και πίσω από αυτόν και ο ίδιος ο αφηγητής και ο ίδιος ο συγγραφέας γίνεται
καυστικός και ειρωνικός μέσα από τη φράση «Το πανόραμα της ζωής» θέλοντας έτσι να
δείξει την αντιφατικότητά της και να αποκαλύψει την τραγικότητα και τη δραματικότητά
της: Από τη μια τα δραματικά γεγονότα της ζωής, όπως είναι οι νέες πολεμικές
συγκρούσεις, οι θάνατοι που οφείλονται σε οικονομικούς και ηθικούς λόγους (φτώχεια,
ανυπαρξία ιδεολογιών και στηριγμάτων ηθικών) κι από την άλλη η κοσμική κίνηση της
εποχής που ζώντας μέσα στο δικό της κόσμο αδιαφορεί για τη ζωή έξω από αυτήν και
κλείνει τα μάτια της μπροστά στα πραγματικά προβλήματα του κόσμου.
2η ενότητα: Ο ήρωας συνειδητοποιεί την κρισιμότητα του καιρού και της εποχής του που
αντί να γίνεται καλύτερη παρουσιάζει κάμψη ενώ τα κοινωνικά προβλήματα, όπως η
φτώχεια, η επικράτηση της ειρήνης, οι δύσκολες και άθλιες συνθήκες ζωής κυριαρχούν και
απελπίζουν τους ανθρώπους. Τα προβλήματα αυτά γίνονται η αφορμή για προσωπικές
σκέψεις και προβληματισμούς πάνω σ’ αυτά, αφορμή για ψυχική αγωνία, υπαρξιακό άγχος
και προβληματισμό. Όλες οι ιδεολογίες έχουν πλέον καταρρεύσει, οι ηθικές αξίες κι αυτές
διέρχονται κρίση, ο άνθρωπος εν γένει αισθάνεται μόνος του, σηκώνει όλο το βάρος της
μοναξιάς του χωρίς ίχνος ελπίδας και αισιοδοξίας. Από το γενικότερο κλίμα απαισιοδοξίας,
ματαίωσης και διάψευσης περνά ειδικότερα στη δική του διάψευση των ελπίδων και των
προσδοκιών του για να εκφράσει την απόγνωση της ψυχής του. Η εμφατική επανάληψη της
φράσης «Δεν υπάρχει πλέον ελπίς» συνοψίζει τόσο την ιδεολογική κρίση της εποχής του
όσο και τη δική του τραγική κατάσταση και τον τρόπο με τον οποίο τη βιώνει. Η έλλειψη
οποιασδήποτε ελπίδας, οποιουδήποτε στοιχείου πάνω στο οποίο θα μπορέσει να βασιστεί
για να πάρει θάρρος έχει κυριεύσει ολόκληρη την ύπαρξή του, γι’ αυτό και νιώθει την
ανάγκη να εξωτερικεύσει τον πόνο του και την αγωνία της ψυχής του μέσα από τη
δημοσίευση των συγγραφικών του έργων. Στο σημείο αυτό πληροφορούμαστε το
επάγγελμα του ήρωα και θα μπορούσαμε να πούμε πως σ’ αυτό το σημείο έχουμε ταύτιση
του ήρωα – του αφηγητή – του συγγραφέα. Το μέγεθος της δυστυχίας και της εσωτερικής
κενότητάς του αποτυπώνεται ανάγλυφα και περαστικά μέσα από την επαναφορά της λέξης
«ζητείται» σε πέντε διαδοχικές φράσεις θέλοντας έτσι να αισθητοποιήσει μέσα από την
κατάλληλη γλωσσική διατύπωση τον εσωτερικό του κόσμο, την εσωτερική του τρικυμία. Η
φράση «Ζητείται ελπίς» που εύστοχα δημιουργεί ένα είδος αντίθεσης με την προηγούμενη
«Δεν υπάρχει ελπίς» αποτελεί μια έκκληση που συμμεριζόμαστε και συναισθανόμαστε τον
ήρωα να προφέρει. Στην ουσία πρόκειται για μια έμμεση έκκληση και του ίδιου του
συγγραφέα την οποίαν απευθύνει προς κάθε κατεύθυνση στην προσπάθειά του να
αποφορτίσει και να αποχρωματίσει κατά κάποιο τρόπο το κλίμα απελπισίας και
απογοήτευσης που διαχέεται ολόκληρη στο απόσπασμα.
i) Γλώσσα Ο συγγραφέας προτιμά την αφήγηση σε γ΄ ενικό πρόσωπο για να προσδώσει στο
κείμενο και το διήγημά του περισσότερο αντικειμενική διάσταση αλλά και μια
αποστασιοποίηση από τα γεγονότα της ιστορίας που εξελίσσεται.
ii) Ύφος / Mορφή Η αφήγηση έχει μηδενική εστίαση, δηλαδή γίνεται από την πλευρά ενός
παντογνώστη παρατηρητή – αφηγητή ο οποίος γνωρίζει τα πάντα, ακόμα και τις σκέψεις
και τα συναισθήματα των ηρώων του. Η παρουσίαση του βασικού ήρωα του διηγήματος
είναι στατική, δηλαδή πραγματοποιείται μέσα από τα σχόλια και τις παρατηρήσεις του
ίδιου του αφηγητή και όχι δυναμικά μέσα από την άμεση παράθεση των σκέψεων και των
ενεργειών του. Ο λόγος διακρίνεται για τη λιτότητα και την αμεσότητά του, γεγονός που
βοηθά στην άμεση πρόσληψη των μηνυμάτων και νοημάτων ενώ το ύφος είναι λιτό με
αποχρώσεις, ωστόσο, δραματικές στα σημεία στα οποία επαναλαμβάνεται η λέξη
«Ζητείται»
Συμπληρωματικές Ερωτήσεις
2. Γιατί ο συγγραφέας κάνει τη σύγκριση ανάμεσα στην παλαιότερη και την τωρινή
κατάστασή του; Τι επιδιώκει με αυτή τη σύγκριση;