Professional Documents
Culture Documents
253073042 ΣΟΒΙΕΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 1972 1981 PDF
253073042 ΣΟΒΙΕΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 1972 1981 PDF
ΛΕΞΙΚΟ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Gutenberg
ΣΟΛΩΝΟΣ 103 · ΤΗΛ. 3626.684, 3624.606- ΑΘΗΝΑ-1983
Κάθε γνήσιο αντίτυπο έχει τη σφραγίδα του εκδοτικού οίκου.
© Gutenberg
με την εθνικοποίηση μέρους της γης. Ένα μεγάλο μέρος των καλλιερ
γούμενων εδαφών δόθηκε στους εργαζόμενους αγρότες που είχαν
ανάγκη γης και στους εργάτες των αγροτικών νοικοκυριών, για τη δη
μιουργία καινούριου νοικοκυριού ή την επέκταση του παλαιού. Μεγάλο
μέρος των δασών, μέρος της καλλιεργούμενης γης, όλο το υπέδαφος και
τα ύδατα πέρασαν στην ιδιοκτησία του κράτους. Μια από τις πρώτες
πράξεις της επαναστατικής Κούβας ήταν ο νόμος της 17ης του Μάη, 1959,
που χάρη σ’ αυτόν δημεύτηκαν οι τεράστιες ιδιοκτησίες των μεγαλο
τσιφλικάδων και μαζί μ' αυτές τα λατιφούντια των βορειοαμερικανικών
εταιριών. Δημιουργήθηκε ειδικά στη χώρα Εθνικό Ινστιτούτο αγροτικής
μεταρρύθμισης. Στις σοσιαλιστικές χώρες, οι αγροτικές μεταρρυθμίσεις
οδήγησαν στην εξάλειψη των μεγαλοτσιφικάδων σαν τάξης, στη σοβαρή
υπονόμευση των οικονομικών θέσεων των κουλάκων και τη δημιουργία
ευνοϊκών συνθηκών για τις σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις στην αγροτική
οικονομία. Μετά από την πραγματοποίηση των αγροτικών μεταρρυθμί
σεων, απαγορεύτηκαν: η ελεύθερη πώληση, η εκχώρηση για φόρο, η δω
ρεά ή η εκμίσθωση της γης. Στην πορεία της οικοδόμησης της νέας
κοινωνίας των χωρών που πέρασαν στο δρόμο του σοσιαλισμού, αξιο-
ποιώντας την πείρα της ΕΣΣΔ και παίρνοντας υπόψη τις δικές τους ιδιο
μορφίες, μπήκαν στη διαδικασία των βαθιών μεταρρυθμίσεων τα μικρά ατο
μικά αγροτικά νοικοκυριά που εντάχθηκαν στις μεγάλες σοσιαλιστικές αγρο
τικές επιχειρήσεις. Μια σειρά αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, που διά
λεξαν το δρόμο του σοσιαλιστικού προσανατολισμού, πραγματοποιούν
αγροτικές μεταρρυθμίσεις, που κατευθύνονται στην πλατιά κοινωνικοποίηση
της παραγωγής σε εθνική κλίμακα, τη συνένωση των αγροτών σε συνεται
ρισμούς και τη δημιουργία διακλαδωμένου δικτύου αγροτικών-κρατικών
επιχειρήσεων. Δημιουργούνται ταυτόχρονα οι αντικειμενικές συνθήκες για
την αδιάκοπη ανύψωση του επιπέδου της ζωής. Οι αγροτικές μεταρρυθμί
σεις, που πραγματοποιεί στις αναπτυσσόμενες χώρες η εθνική αστική
τάξη, δεν καταργούν τη μικρή ιδιοκτησία της γής και τη μισοφεουδαρχική
εκμετάλλευση της αγροτιάς. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σημαν
τικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις, που κατευθύνονταν ενάντια στα κατάλοι
πα της φεουδαρχίας στην αγροτική οικονομία, ενάντια στις προκαπιταλι-
στικές μορφές οικονομίας, πραγματοποιήθηκαν σε μια σειρά από ανα
πτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όμως αυτές δεν έλυσαν το πρόβλημα
της διανομής γης στους αγρότες. Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες,
τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα έχουν συγκεκριμένο αγροτικό
πρόγραμμα που προβλέπει την απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιοκτησίας της
γης και τη μεταβίβαση της σε κείνους που την καλλιεργούν, δηλαδή στους
εργαζόμενους αγρότες.
νάσταση και το πρόβλημα της γης. Μετά την επανάσταση, στη μεταβα
τική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, το κύριο καθήκον
ήταν η μεταμόρφωση της αγροτικής οικονομίος σε σοσιαλιστική, η δη
μιουργία στο χωριό αναπτυγμένης κοινωνικής παραγωγής. Η πρώτη
περίοδος της ανοικοδόμησης του αναπτυγμένου σοσιαλισμού ήταν αφιε
ρωμένη στο δυνάμωμα της κοινωνικής παραγωγής των κολχόζ και των
σοβχόζ, στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας και στην καλυτέρευση
των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων στο χωριό. Στην περίοδο αυτή επι
τεύχθηκαν θετικά αποτελέσματα. Η πορεία και οι βασικές κατευθύνσεις
της αγροτικής πολιτικής του ΚΚΣΕ είχαν καθοριστεί στην ολομέλεια της
Κ.Ε. του ΚΚΣΕ το Μάρτιο του 1955. Αυτές αναπτύχθηκαν παραπέρα και
βρίσκονται συγκεντρωμένες στα υλικά των συνεδρίων του ΚΚΣΕ και των
ολομελειών της ΚΕ του, στις αποφάσεις της ΚΕ του ΚΚΣΕ και της κυβέρ
νησης. Το επεξεργασμένο από το κόμμα πρόγραμμα για την αγροτική οικο
νομία εξετάζει πολύπλευρα τη δυναμική ανάπτυξη όλων των κλάδων της,
τον εφοδιασμό της χώρας με είδη διατροφής και αγροτικές πρώτες ύλες.
Ταυτόχρονα λύνονται τα προβλήματα για την προσέγγιση των οικονομικών,
πολιτιστικών και βιοτικών συνθηκών της ζωής της πόλης και του χωριού.
Για την περίοδο 1966 - 1979, διατέθηκαν για την ανάπτυξη της αγροτικής
οικονομίας 347,3 δισεκατομμύρια ρούβλια, που αποτελούν το 76 % του
γενικού όγκου των μέσων που διατέθηκαν σ' αυτό τον κλάδο σε όλα
τα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας. Διατέθηκαν επίσης σημαντικά μέσα
στους κλάδους της βιομηχανίας που εξυπηρετούν την αγροτική οικονομία.
Αποτέλεσμα ήταν η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, η αύξηση
της παραγωγής και κοτανάλωσης αγροτικών προϊόντων. Διπλασιάστηκε
η αμοιβή για την εργασία των κολχόζνικων και των εργατών στα σοβχόζ.
Αποφασιστική δύναμη στο χωριό έγιναν οι κατασκευαστές μηχανών. Ανα
πτύχθηκε σημαντικά η διαδικασία ανοικοδόμησης της χώρας. «Η σύγχρο
νη αγροτική πολιτική-υπογράμμισε ο Λ. I. Μπρέζνιεφ στην ολομέλεια
του Ιουλίου 1978, της ΚΕ του ΚΚΣΕ — είναι η λενινιστική στρατηγική
και τακτική του κόμματος στον τομέα της αγροτικής οικονομίας στις
συνθήκες του αναπτυγμένου σοσιαλισμού». Η ολομέλεια της Κ.Ε. του
ΚΚΣΕ καθόρισε την προοπτική για τις κύριες κατευθύνσεις της ανά
πτυξης της αγροτικής παραγωγής. Βασική προσοχή δίνεται στην επιτυ
χία πιο υψηλών τελικών αποτελεσμάτων της παραγωγικής δραστηριότη
τας, τόσο στην αγροτική οικονομία όσο και σε όλο το αγροτοβιομηχανικό
σύμπλεγμα στην εξασφάλιση υψηλών σταθερών ρυθμών ανάπτυξης της
παραγωγής και την εξύψωση της δραστηριότητάς της, την κοινωνική
ανάπτυξη του χωριού. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην επιτάχυνση της
ανάπτυξης της κτηνοτροφίας, που η ζήτηση των προϊόντων της αυξάνε
ται με ταχυτάτους ρυθμούς, σε σχέση με τη γενική ανύψωση της ευη
μερίας του λαού. Τη λύση αυτών των προβλημάτων εξυπηρετούν τα μέ
τρα για το δυνάμωμα της υλικοτεχνικής βάσης για την ανάπτυξη των
αγροτικός υπερπληθυσμός 17
γΙα. 0 ταξικός χαρακτήρας του ακτσίζ είναι φανερό και από τα επίσημα
στοιχεία της στατιστικής. Έτσι στις ΗΠΑ αφαιρούνται με το ακτσίζ από
τον πληθυσμό τά 13 % του εργατικού μισθού για όσους έχουν ετήσιο
εισόδημα μέχρι 2 χιλ. δολάρια, τα 8,5% του μισθού για κείνους που έχουν
ετήσιο εισόδημα μέχρι 4,5 χιλ. δολάρια και το ποσοστό αυτό γίνεται 4 % μό
νο όταν το ετήσιο εισόδημά τους ξεπερνάει τις 10 χιλ. δολάρια. Οι εισπρά
ξεις από το ακτσίζ αποτελούν σημαντικό μέρος των εσόδων του προϋπο
λογισμού των σύγχρονων αστικών κρατών. Έτσι, το ειδικό βάρος των
των έμμεσων φόρων το 1965 αποτελούσε το 77,5 % των εσόδων του
κρατικού προϋπολογισμού της ΙτολΙας το 58,2% της Δυτικής Γερμανίας
και το 55% της Μεγάλης Βρετανίας. Στην ΕΣΣΔ το ακτσίζ εφαρμόστηκε
στην περίοδο της νέας οικονομικής πολιτικής και το υπαγόρευσε η οξύτητα
των κρατικών αναγκών σε χρήμα. Οι σοσιαλιστικές επιχειρήσεις ήταν εκεί
νες που πλήρωναν κυρίως το ακτσίζ. Η φορολογία αυτή ήταν πιο σημαν
τική στα είδη πολυτέλειας και στα εμπορεύματα περιορισμένης κατανάλω
σης. Ό τα ν σταθεροποιήθηκε η σοσιαλιστική παραγωγή στη χώρα μας τα
ακτσίζ έχασαν το φορολογικό χαρακτήρα τους και μετατράπηκαν σε ένα
είδος συγκέντρωσης στον κρατικό προϋπολογισμό του πρόσθετου προϊόν
τος πού δημιουργείται στίς επιχειρήσεις. ΓΓ αυτό, το φορολογικό σύστημα
ακτσίζ καταργήθηκε με τη φορολογική μεταρρύθμιση του 1930 - 1931.
σιαλιστική κοινωνία, στο σύνολό της, και όχι η αγορά πίσω από την
πλάτη των παραγωγών, ελέγχουν την παραγωγή, κατανέμουν τα μέσα
παραγωγής και το εργατικό δυναμικό στους διάφορους κλάδους της οικο
νομίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της λαϊκής οικονομίας και όλων των
μελών της κοινωνίας. Έτσι η εργασία του κάθε παραγωγού υπολογίζεται
από τα npfv από την κοινωνία και αποκτά κοινωνική σημασία, σαν συστα-
κτικό τμήμα της συνολικής κοινωνικής εργασίας. Η αναγκαιότητα των δια
φόρων και συγκεκριμένων μορφών εργασίας στο σοσιαλισμό, καθορί
ζεται πρωταρχικά με βάση το σχεδιασμένο υπολογισμό των αναγκών και
των υλικών δυνατοτήτων της σοσιαλιστικής κοινωνίας στη δοσμένη στιγμή.
Ο βαθμός ωριμότητας της άμεσης κοινωνικής εργασίας εξαρτάται από το
επίπεδο ανάπτυξης και τις μορφές της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας. Ο βα
θμός αυτός είναι ανώτερος στις επιχειρήσεις της κρατικής (παλλαϊκής)
ιδιοκτησίας, όπου η εργασία έχει κοινωνικοποιηθεί περισσότερο. Κατά τη
διάρκεια του περάσματος στον κομμουνισμό, στο βαθμό που προσεγγί
ζουν η κρατική και η κολχόζνικη και συνεταιριστική μορφή σοσιαλιστικής
ιδιοκτησίας και ταυτίζονται σε μια ενιαία κομμουνιστική ιδιοκτησία στα
μέσα παραγωγής, καθώς και στο μέτρο που αναπτύσσεται ο κοινωνικός
καταμερισμός της εργασίας, ο βαθμός ωριμότητας της άμεσης κοινωνικής
εργασίας ανεβαίνει.
Α μο ιβή εργασ ίας στα κ ολχ ό ζ: Η βασική μορφή για την κατανομή του
αναγκαίου προϊόντος ανάμεσα στους εργαζόμενους του κολχόζνικου τ ο
μέα παραγωγής, ανάλογα με την ποιότητα και ποσότητα της εργασίας
που προσφέρθηκε από τον καθένα στην κοινωνική παραγωγή. Σ’ αυτήν
αντανακλούνται από τη μια πλευρά οι ιδιομορφίες της κολχόζνικης-συνεται-
ριστικής ιδιοκτησίας και από την άλλη η ιδιομορφία της αγροτικής οικονο
μίας σαν τομέας της υλικής παραγωγής. Βασική ιδιομορφία της πληρωμής
στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις είναι η εξής : το κονδύλι πληρωμής δια
μορφώνεται από τα έσοδα του δοσμένου νοικοκυριού. Με την πληρωμή
της εργασίας εξασφαλίζεται η άμεση σχέση της υλικής θέσης των κολ-
χόζνικων με τα έσοδα του νοικοκυριού, με το επίπεδο της οικονομίας του.
Η αρχή για τη διαμόρφωση του κονδυλίου της αμοιβής από τα έσοδα του
δοσμένου νοικοκυριού είναι χαρακτηριστική για την κολχόζνικη-συνεται-
ριστική περιουσία, όμως οι συγκεκριμένες μορφές της άλλαξαν και τελειο
ποιήθηκαν με την ανάπτυξη και το δυνάμωμα της κολχόζνικης οικονομίας.
Γι αυτό είναι βασικό, οι μορφές αμοιβής της εργασίας στα κολχόζ να
πλησιάζουν όλο και περισσότερο το επίπεδο των αμοιβών των κρατικών
επιχειρήσεων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα το κονδύλι αμοιβής στα κολ
χόζ διαμορφωνόταν από τα υπόλοιπα των μέσων μετά από τον καταμε-
μερισμό των φυσικών και χρηματικών εσόδων. Ιδιόμορφο μέτρο για την
αξιολόγηση της εργασίας και την κατανομή του κονδυλίου για τις προσω
πικές ανάγκες στα κολχόζ ήταν η εργατοημέρα. Η εργατοημέρα όμως
δεν μπορούσε να εξασφαλίσει από πριν το καθορισμένο επίπεδο και το
ποσό της αμοιβής. Η αμοιβή της εργασίας κατά κανόνα καθοριζόταν και
πραγματωνόταν μόνο στο τέλος του χρόνου. Σ’ αυτήν υπερτερούσαν
οι φυσικές αποδοχές. Η ανάπτυξη της κοινωνικοποίησης της παραγωγής
και η άνοδος της οικονομίας των κολχόζ, επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί
)γασΙα 27
πείρα της ταξικής πάλης στο διεθνές επαναστατικό κίνημα και την πρακτι
κή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Α να λογίες της κοινω νικής παραγω γής: Είναι καθορισμένη σχέση, ανα
λογία στοιχείων, τμημάτων και υποδιαιρέσεων της κοινωνικής παραγω
γής. Οι αναλογίες στη λαϊκή οικονομία προκύπτουν και μεταβάλλονται σαν
αποτέλεσμα της ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας στην κοινω
νία και της επιστημονικοτεχνικής προόδου. Ο Κ. Μαρξ υπογράμμιζε ότι
«η αναγκαιότητα του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας με βάση
προσδιορισμένες αναλογίες δεν μπορεΙ σε καμιά περίπτωση να εξαφανι
στεί όταν αλλάζει η μορφή κοινωνικής παραγωγής- μπορεΙ μόνο ν' αλλάξει
η μορφή της εμφάνισής της». Σαν παράδειγμα μιας τέτοιας αλλαγής των
κοινωνικο-οικονομικών αναλογιών μπορούν να χρησιμεύσουν αλλαγές
στις αναλογίες ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, ανάμεσα
στην παραγωγή και το εργατικό δυναμικό, που χρησιμοποιούνται στην
περίοδο της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού χάρη στην εξάλειψη της παρα-
σιτικής κατανάλωσης, που χαρακτηοίζει τους εκμεταλλευτικούς τρόπους
παραγωγής. Η συνεχής ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής απαιτεί να
τηρούνται αναλογίες ανάμεσα στους κλάδους της λαϊκής οικονομίας μέσα
στον κάθε κλάδο, αναλογίες ανάμεσα στους διάφορους κρίκους της υλι
κής παραγωγής και της σφαίρας των υπηρεσιών, αναλογίες μέσα στην
κάθε επιχείρηση. Οι βασικότερες αναλογίες στη λαϊκή οικονομία είναι οι
αναλογίες ανάμεσα στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία, ανάμεσα
στη βαριά και την ελαφριά βιομηχανία, ανάμεσα στην κτηνοτροφία και
τη φυτοκομία, ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση, την κατανά
λωση και τη συσσώρευση, ανάμεσα στην παραγωγή μέσων παραγωγής
και την παραγωγή καταναλωτικών ειδών, ανάμεσα στην παραγωγή και το
εργατικό δυναμικό. Οι αναλογίες της κοινωνικής παραγωγής δεν είναι στα
θερές, μεταβάλλονται συνεχώς και είναι εξαρτημένες από το επίπεδο ανάπτυ
ξης των παραγωγικών δυνάμεων, το χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων,
τον όγκο και το επίπεδο ανάπτυξης των υλικών και εργατικών πόρων, το
συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων κλπ., δηλαδή από ολόκληρο σύμπλεγμα
κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων. Στον καπιταλισμό, η ρύθμιση των
αναγκαίων αναλογιών της κοινωνικής παραγωγής γίνεται σε συνθήκες
ατομικής ιδιοκτησίας και κυνηγητού του κέρδους, τυφλής λειτουργίας
των οικονομικών νόμων, πράγμα που αναπόφευκτα οδηγεί σε προσωρινή
επίτευξη της συνεχώς παραβιαζόμενης αναλογικότητας, με καταστρεπτι
κές οικονομικές κρίσεις. Στο σοσιαλισμό, χάρη στην κοινωνική ιδιοκτησία
και τη σχεδιασμένη ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας, τα όργανα προγραμ
ματισμού καθορίζουν μελετημένα τις ποσοτικές αναλογίες των στοιχείων
της κοινωνικής παραγωγής και εξασφαλίζουν τις αλλαγές στις αναλογίες,
που απαιτεί το συμφέρον ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής, αύξησης
της αποδοτικότητάς της και ανύψωσης της ευημερίας των εργαζομένων.
32 αναπαραγωγή
γ(α αυξάνει απότομα. Παράγοντες που υποβοηθούν την αύξηση της ονερ
γΙας στις σημερινές συνθήκες είναι: (α) ο κοπιταλιστικός αυτοματισμός
της παραγωγής· (β) η αύξηση της εντατικότητας της εργασίας- (γ) η χρη
σιμοποίηση της γυναικείας και παιδικής εργασίας- (6) η καταστροφή των
μικροπαραγωγών. Η ανεργία ασκεί μεγάλη επίδραση στη διαδικασία της
καπιταλιστικής παραγωγής. Η στρατιά των ανέργων χρησιμοποιείται από
τους καπιταλιστές. Πρώτο, σαν αγορά απ’ όπου αντλείται εργατική δύ
ναμη, όταν διευρύνεται η παραγωγή στις περιόδους βιομηχανικής ανό
δου, δεύτερο, σαν μέσο ενίσχυσης της εκμετάλλευσης του απασχολού
μενου τμήματος της εργατικής τάξης, που κάτω από την απειλή της από
λυσης υποχρεώνεται να εργάζεται με αυξημένη σε σχέση με την κανο
νική εντατικότητα εργασίας, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα στους κα
πιταλιστές να χαμηλώνουν τον εργατικό μισθό των εργαζομένων, σε επί
πεδα κάτω από την αξία της εργατικής τους δύναμης και να μεγαλώνουν
το χρόνο εργασίας. Η ανεργία εξαναγκάζει τους εργαζόμενους να συν
τηρούν με το μεροκάματό τους τα άνεργα μέλη της οικογένειας, γιατί τα
επιδόματα ανεργίας δεν εξασφαλίζουν σ' αυτά το ελάχιστο όριο συντή
ρησης. Στην περίοδο του ιμπεριαλισμού και της γενικής κρίσης του καπι
ταλισμού, η ανεργία έγινε χρόνια και μαζική. Ακόμη και στις περιόδους
της αναζωογόνησης και ανόδου της παραγωγής, σημαντικές μάζες των
ανέργων δεν απορροφούνται στην παραγωγή. Έτσι, το 1971 η στρατιά
των ανέργων, π.χ., στις ΗΠΑ έφτασε περίπου τα 6 εκατομμύρια. Περισ
σότερο υποφέρουν από την ανεργία οι ανειδίκευτοι και οι εργάτες με χα
μηλή ειδίκευση, η νεολαία, καθώς και εκείνα τα στρώματα του πληθυσμού
που εναντίον τους εφαρμόζονται φυλετικές διακρίσεις. Η ανεπάρκεια του
καπιταλισμού να αξιοποιήσει την υπάρχουσα εργατική δύναμη φανερώνει
ότι ο καπιταλισμός έγινε τεράστια τροχοπέδη στην ανάπτυξη των παρα
γωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και πρέπει να αντικατασταθεί με προο
δευτικότερο κοινωνικό σύστημα το σοσιαλισμό, που εξαλείφει την ανερ
γία, και τις αιτίες που τη γεννούν, ολοκληρωτικά και για πάντα.
της μάζας του πληθυσμού, της τεράστιας πλειοψηφίας του...» (Β. I. Λέ
νιν). Με την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής,
τον ανταγωνισμό αντικαθιστά η σοσιαλιστική άμιλλα (βλ. λ.), που εκφρά
ζει σχέσεις συντροφικής συνεργασίας και αλληλοβοήθειας όλων των εργα
ζομένων στη σοσιαλιστική παραγωγή.
Α ντα λλα κτική α ξ ία : Μορφή έκφρασης της αξίας (βλ. λ.), ποσοτική ανα
λογία με την οποία τα διάφορα εμπορεύματα εξισώνονται μεταξύ τους.
Στην ανταλλακτική αξία εκφράζεται η ανταλλαγή ορισμένου αριθμού αξιών
χρήσης ενός είδους με ορισμένο αριθμό αξιών χρήσης άλλου είδους. Η
ανταλλακτική αξία είναι μορφή έκφρασης της αξίας, γιατί όλα τα εμπορεύ
Αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό 39
της πόλης βοηθούν ολόπλευρα την οικονομική και πολιτιστική άνοδο του
χωριού. Αλλά στο σοσιαλισμό διατηρούνται ακόμη ουσιαστικές διαφορές
ανάμεσα στην πόλη και το χωριό (βλ. λ.), που βαθμιαία σβύνουν και εξα-
φανίζονται εντελώς στην ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Α ντιπ ληθ ω ρ ισ τική π ο λ ιτικ ή : Μέθοδος για την έξοδο από τον πληθωρι
σμό (βλ. λ.). ΣυνΙσταται σε διάφορα νομισματικά και οικονομικά μέτρα του
αστικού κράτους που αποβλέπουν στην ανύψωση της αγοραστικής δύνα
μης του χρήματος και της αξίας του σε σύγκριση με το ξένο συνάλλαγμα.
Τα χάρτινα νομίσματα που κυκλοφορούν και τα μη μετατρέψιμα τραπε
ζογραμμάτια (βλ. λ.), που στην πραγματικότητα έχουν μετατραπεΙ σε χαρ
τονόμισμα, παραμένουν σε ισχύ. Όμω ς το κράτος απαγορεύει την παρα
πέρα έκδοσή τους και ταυτόχρονα, επιδιώκοντας αύξηση των εσόδων του
κρατικού προϋπολογισμού έναντι των εξόδων, αφαιρεΙ βαθμιαία από την
κυκλοφορία το πλεονάζον χαρτονόμισμα για να φτάσει την ποσότητα των
χρημάτων ως το όριο που καθορίζεται από το συνολικό ποσό των τιμών
των κυκλοφορούντων εμπορευμάτων, που εκφράζονται σε χρυσό και με
τη μέση ταχύτητα κυκλοφορίας των χρηματικών μονάδων. Αυτό πετυχαΙ-
νεται, απ’ τη μιά, με την ύψωση των φόρων, που το μεγαλύτερο βάρος
τους πέφτει στους ώμους της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων
στρωμάτων της κοινωνίας και, από την άλλη, με τη μείωση των έτσι κι'
42 αντιπραγματισμός
λιξης της απλής μορφής που είναι στοιχειακή)· από την άλλη μεριά, κάθε
μορφή αντιστοιχεί σε μια στιγμή ανάπτυξης του εμπορευματικού τρόπου
παραγωγής. Συνεπώς, οι μορφές της αξίας είναι ταυτόχρονα συνάρτηση
των τρόπων παραγωγής. Δεν υπήρχαν στις πρωτόγονες κοινότητες και
θα εξαφανιστούν στον κομμουνισμό. Η μελέτη του συνόλου των μορφών
της αξίας φωτίζει τη γένεση της πιό εξελιγμένης και της πιό φετιχοποιη-
μένης μορφής τ η ς : της νομισματικής μορφής
ανταγωνισμός για τις αγορές και τα κέρδη. Στην πάλη αυτή τα μονοπώλια
συνήθως υπερτερούν. Στις περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις των αουτσάιν
τερ εμποδίζουν την εφαρμογή αυτών ή εκείνων των μέτρων των μονοπω
λίων, τελικά τα τελευταία επιδιώκουν την καταστροφή των μη μονοπω
λιακών επιχειρήσεων, είτε τις υποχρεώνουν, με την απειλή της εξόντωσης,
να προσχωρήσουν σε μονοπωλιακές συμφωνίες. Στις συνθήκες του κρα-
τικομονοπωλιακού καπιταλισμού (βλ. λ.), το ιμπεριαλιστικό κράτος τάσσε
ται ολοκληρωτικά υπέρ των συμφερόντων των μονοπωλίων και με την
οικονομική του πολιτική, καθώς επίσης και με ειδικούς νόμους, υποχρεώ
νει τις επιχειρήσεις αουτσάιντερ να προσχωρήσουν στις μονοπωλιακές
ενώσεις. Στο σύγχρονο στάδιο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού (βλ. λ.)
παρόμοιοι νόμοι εναντίον των αουτσάιντερ ψηφίστηκαν στη Δυτική Γερ
μανία, Γαλλία Σουηδία και σε μια σειρά άλλες καπιταλιστικές χώρες. Σε
περιόδους ευνοϊκής συγκυρίας, σε σειρά κλάδους δημιουργούνται νέες
επιχειρήσεις αουτσάιντερ, πράγμα που οδηγεί στην όξυνση του ανταγω
νισμού και την ένταση των αντιθέσεων στην καπιταλιστική οικονομία.
Απλή εμπ ορευματική παραγω γή: Η παραγωγή που βασίζεται στην ατο
μική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στην προσωπική εργασία των
παραγωγών, που δημιουργούν προϊόντα με σκοπό να τα διαθέσουν στην
αγορά. Οι πιο χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της απλής εμπορευματικής
παραγωγής είναι οι μικροί αγρότες και οι βιοτέχνες, που δεν εκμεταλλεύον
ται ξένη εργασία. Η απλή εμπορευματική παραγωγή, από τη φύση της,
έχει διπλό χαρακτήρό : Από τη μια μεριά βασίζεται στην ατομική ιδιοκτη
σία στα μέσα παραγωγής, και έτσι ο μικρός αγρότης ή ο βιοτέχνης είναι
ιδιοκτήτης και αυτό τον προσεγγίζει με τον καπιταλιστή. Από την άλλη
όμως η απλή εμπορευματική παραγωγή βασίζεται και στην προσωπική
εργασία και έτσι ο εμπορευματοπαραγωγός είναι εργαζόμενος, πράγμα
που τον προσεγγίζει στον προλετάριο. Η απλή και η καπιταλιστική εμπο
ρευματική παραγωγή διακρίνονται από τις πηγές που δημιουργούν την
ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Ενω η πρώτη βασίζεται στην
προσωπική εργασία του παραγωγού, η δεύτερη στηρίζεται στην εκμετάλ
λευση των μισθωτών εργατών. Στην απλή εμπορευματική οικονομία, εμπο
ρεύματα είναι μόνο τα προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας, ενώ στην καπι
ταλιστική οικονομία, σε εμπόρευμα μετατρέπεται και η Ιδια η εργατική δύ
ναμη του ανθρώπου. Η απλή εμπορευματική οικονομία αναπτύσσεται με
βάση την επίδραση του νόμου της αξίας (βλ. λ.), που με τη βοήθεια των
διακυμάνσεων των εμπορικών τιμών και του ανταγωνισμού της αγοράς
ρυθμίζει αυθόρμητα την κατανομή των μέσων παραγωγής και της εργα
τικής δύναμης ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της οικονομίας. Η επί
δραση του νόμου της αξίας στην απλή εμπορευματική παραγωγή οδηγεί
στην αυθόρμητη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το μέγεθος της
αξίας του εμπορεύματος καθορίζεται από την κοινωνικά αναγκαία εργα
σία (βλ. λ.). Οι εμπορευματοπαραγωγοΙ, που χρησιμοποιούν υψηλότερη
τεχνική και διαθέτουν καλύτερη οργάνωση της παραγωγής και της εργα
σίας, παράγουν τα εμπορεύματά τους με λιγότερα έξοδα σε σύγκριση με
αυτά που είναι κοινωνικά αναγκαία. Όμω ς η διάθεση των εμπορευμάτων
γίνεται σε τιμές που αντιστοιχούν στην κοινωνικά αναγκαία εργασία. Έτσι
οι εμπορευματοπαραγωγοΙ αυτοί παίρνουν περίσσια χρήματα και πλου
τίζουν. Αυτό αναγκάζει και τους υπόλοιπους εμπορευματοπαραγωγούς
να μεταχειριστούν τελειότερα συστήματα παραγωγής. Η αυθόρμητη επί
δραση του νόμου της αξίας, οι διακυμάνσεις των τιμών και ο ανταγωνι
σμός οδηγούν στην αποσύνθεση της απλής εμπορευματικής οικονομίας
και στη διαφοροποίηση των εμπορευματοπαραγωγών μερικοί (η μειο
ψηφία) πλουτίζουν, ενω οι άλλοι (η πλειοψηφία) καταστρέφονται. Η δια
δικασία της αποσύνθεσης των εμπορευματοπαραγωγών σε καθορισμένες
ιστορικές συνθήκες, δηλ. όταν υπάρχει η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα
παραγωγής και η εργατική δύναμη μετατρέπεται σε εμπόρευμα οδηγεί
στην εμφάνιση της αστικής τάξης και του προλεταριάτου, γεννά τον καπι
ταλισμό, αποτελεί την αφετηρία της γέννησης του καπιταλιστικού τρόπου
απλή καπιταλιστική συνεργασία 49
παραγωγής. Όμω ς αυτό δέν οδηγεί στην πλήρη εξαφάνιση της εμπορευ
ματικής παραγωγής, που βασίζεται στην προσωπική εργασία. Κατά τη
στιγμή της σοσιαλιστικής επανάστασης, στην πλειοψηφία των χωρών, η
απλή εμπορευματική παραγωγή διατηρείται και αγκαλιάζει σημαντικά στρώ
ματα του πληθυσμού. Το σοσιαλιστικό κράτος, σύμφωνα με το συνεταιρι
στικό σχέδιο του Β. I. Λένιν, προσελκύει τους μικρούς εμπορευματοπαρα-
γωγούς στο σοσιαλιστικό δρόμο ανάπτυξης (βλ. συνεταιριστικό σχέδιο του
Λένιν). Για πρώτη φορά στην ιστορία τα πέρασμα αυτό πραγματοποιήθηκε
στη Σοβιετική Ένωση και μετά σε μια σειρά άλλες σοσιαλιστικές χώρες.
Απλή ερ γα σ ία : Εργασία που δεν απαιτεί από τον εργάτη ειδική κατάρ
τιση, ειδικότητα' γενικά η ανειδίκευτη εργασία. Στην εμπορευματική παρα
γωγή όλα τα είδη της σύνθετης (ειδικευμένης) εργασίας (βλ. λ.), στη δια
δικασία της ανταλλαγής ποικιλόμορφων εμπορευμάτων, ανάγονται σε
απλή (ανειδίκευτη) εργασία. Με την κοινωνικά αναγκαία ποσότητα απλής
εργασίας καθορίζεται στην πραγματικότητα το μέγεθος της αξίας του εμπο
ρεύματος. Στην απλή εμπαρευματική παραγωγή και στον καπιταλισμό η
έκφραση των διάφορων ειδών σύνθετης εργασίας σε μονάδες απλής εργα
σίας γίνεται αυθόρμητα στη διαδικασία της ανταλλαγής, στην αγορά. Στα
σοσιαλισμό, όπου διατηρείται η εμπορευματική παραγωγή κα( δεν ξεπε-
ράστη καν αι διαφορές ανάμεσα στην ανειδίκευτη και την ειδικευμένη εργα
σία, η σύνθετη εργασία ανάγεται επίσης σε απλή εργασία. Ό μω ς σε αντί
θεση με τον καπιταλισμό, η διαδικασία αυτή γίνεται όχι αυθόρμητα, αλλά
ενσυνείδητα, σχεδιασμένα. Η διάκριση ανάμεσα στην ειδικευμένη και
ανειδίκευτη εργασία υπολογίζεται από το σοσιαλιστικό κράτος με βάση
την επενέργεια ταυ οικονομικού νόμου της διανομής ανάλογα με την ποσό
τητα και την ποιότητα της εργασίας που καταβάλλει το κάθε μέλος της
σοσιαλιστικής κοινωνίας. Στη διαδικασία οικοδόμησης της κομμουνιστικής
κοινωνίας, οι γρήγοροι ρυθμοί της τεχνικής προόδου και η ανύψωση του
πολιτιστικού-τεχνικού επιπέδου όλων των εργαζομένων οδηγούν βαθμιαία
στην εξάλειψη των ουσιαστικών διαφορών ανάμεσα στην πνευματική και
χειρωνακτική εργασία. Τα όρια ανάμεσα στη σύνθετη και απλή εργασία
σβύνουν. Στον κομμουνισμό όλη η εργασία των εργαζομένων της κοινω
νίας θα εκδηλώνεται αποκλειστικά σαν ειδικευμένη εργασία.
Α π οδ οτικό τητα τη ς κο ινω νικής παραγω γής: Ένας από τους κυριότε-
ρους οικονομικούς δείκτες που χαρακτηρίζουν το επίπεδο ανάπτυξης και
ορθολογικής οργάνωσης της εθνικής οικονομίας, στη βάση της εντατικο
ποίησης όλων των κλάδων της. 0 δείκτης αυτός αποβλέπει να ανυψώσει
την παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας εφαρμόζοντας στην παρα
γωγή τις επιτεύξεις της επιστήμης και της τεχνικής. Η αναγκαιότητα και η
δυνατότητα απότομης ανόδου στην αποδοτικότητα της κοινωνικής παρα
γωγής καθορίζονται τόσο από τα καθήκοντα της κομμουνιστικής οικοδό
μησης και τη δράση των οικονομικών νόμων του σοσιαλισμού όσο και από
τις απαιτήσεις της σύγχρονης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης. Στην
πράξη, η άνοδος της αποδοτικότητας της παραγωγής σημαίνει να επιδιώ
κονται τα μεγαλύτερα αποτελέσματα στην παραγωγική δράση με τις λιγό-
τερες υλικές, χρηματικές και εργασιακές θυσίες. Στο σοσιαλισμό, όπου δεν
υπάρχουν ανταγωνιστικές κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις, οι οποίες
καθυστερούν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η άνοδος της
αποδοτικότητας της παραγωγής αντιστοιχεί αντικειμενικά στα καθήκοντα οι
κοδόμησης της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού και της βαθμιαίας
μετεξέλιξης των σοσιαλιστικών σχέσεων σε κομμουνιστικές. Βασικοί πα
ράγοντες για την άνοδο της αποδοτικότητας της κοινωνικής παραγωγής
είναι: Η επιτάχυνση της επιστημονικοτεχνικής προόδου και η εφαρμογή
των επιτευξεών της στην παραγωγή, η τελειοποίηση της δομής της λαϊκής
αποδοτικότητα της κοινωνικής παραγωγής 51
λαϊκής οικονομίας καθορίζεται σαν η σχέση της αύξησης του όγκου του
εθνικού εισοδήματος σ' ένα χρόνο, με τη δοσμένη υλική δομή του, στις
μεταβλητές τιμές, προς το μέγεθος των επενδύσεων στον τομέα της υλι
κής παραγωγής.
και σ’ άλλες πλευρές της κοινωνικής ζωής. Αντλώντας κέρδη από τις αποι
κίες, οι ιμπεριαλιστές καταδικάζουν τους λαούς στη φτώχεια και την αθλιό
τητα’ σε μια σειρά χώρες ο αναλφαβητισμός φτάνει στους άντρες το 95%
και στις γυναίκες το 99 - 100%. Δεν υπάρχει πρακτικά ιατρική περίθαλψη
του ντόπιου πληθυσμού. Σήμερα που συντελέστηκε η κατάρρευση του
αποικιακού συστήματος του ιμπεριαλισμού (βλ. λ.), οι ιμπεριαλιστές, χρη
σιμοποιώντας την οικονομική καθυστέρηση των απελευθερωμένων από
την αποικιακή εκμετάλλευση χωρών και την πίεση των ξένων μονοπωλίων
στους κλάδους-κλειδιά, καταφεύγουν σε ποικίλους τρόπους και μέθοδες
υποδούλωσης των χωρών αυτών (βλ. νεοαποικιοκρατία).
Αποκρ υ σταλλω μένη ερ γασ ία: Η παρελθούσα εργασία που είναι ενσω
ματωμένη στα μέσα παραγωγής και τα είδη κατανάλωσης. Η αποκρυσταλ
λωμένη εργασία, η υλοποιημένη στα αντικείμενα και τα μέσα εργασίας,
στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής, μεταβιβάζεται στο προϊόν
με τη μορφή της αξίας. Η αξία των αντικειμένων της εργασίας μεταβιβά
ζεται εξολοκλήρου στο νέο προϊόν, ενώ η αξία των μέσων εργασίας μετα
βιβάζεται στο νέο προϊόν βαθμιαία, τμηματικά, στο μέτρο που αυτά φθεί
ρονται. Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η αναλογία της
ζωντανής εργασίας (βλ. λ.) στο προϊόν μειώνεται και το μερίδιο της απο
κρυσταλλωμένης εργασίας αυξάνεται. Ταυτόχρονα, με την αύξηση της πα
ραγωγικότητας της εργασίας, μειώνονται απόλυτα και η ζωντανή και η
αποκρυσταλλωμένη εργασία. Η διαφύλαξη της αποκρυσταλλωμένης εργα
σίας, μαζί με την ορθολογική χρησιμοποίηση των εργατικών εφεδρειών,
είναι μια από τις πιο σπουδαίες αρχές της σοσιαλιστικής οικονομικής δια
χείρισης, και αποτελεΙ ουσιαστικής σημασίας δείκτη της αύξησης που ση
μειώνεται στην αποτελεσματικότητα της κοινωνικής παραγωγής.
ρισμού, στην εντατικοποίηση της εργασίας των εργατών και την παράταση
της εργάσιμης μέρας, στην πτώση του πραγματικού μισθού εργασίας και,
τέλος, στην καταστροφή εκατομμυρίων ανθρώπων. Στις συνθήκες του
καπιταλισμού επιδεινώνεται απόλυτα η θέση, όχι μόνο του προλεταριάτου,
αλλά και των μη προλεταριακών στρωμάτων των εργαζομένων. Η εξα
θλίωση της αγροτιάς και των βιοτεχνών μεγαλώνει τη στρατιά των ανέρ
γων, προκαλεΙ πτώση του μισθού εργασίας των απασχολούμενων εργα
τών και χειροτερεύει τις συνθήκες εργασίας τους, δηλ. οδηγεί στην από
λυτη εξαθλίωση των εργαζομένων. Ιδιαίτερα μεγάλη είναι η φτώχεια και
χαμηλό το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στις αποικιακές, στις υπανά
πτυκτες και εξαρτημένες χώρες. Το προλεταριάτο των χωρών αυτών βρί
σκεται κάτω από διπλή καταπίεση: του ξένου και του ντόπιου κεφαλαίου.
Η υπέρμετρη εκμετάλλευση, το υψηλό επίπεδο ανεργίας, ο χαμηλός μι
σθός εργασίας, οι βαριές συνθήκες εργασίας και ζωής, η υπερβολική φτώ
χεια, η υψηλή θνησιμότητα, αποτελούν τους βασικούς δείκτες του επιπέ
δου ζωής των εργατών στις αποικίες και τις εξαρτημένες χώρες. Στις
αδύνατες οικονομικά χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμε
ρικής, το ετήσιο κατά κεφαλή εισόδημα είναι 20 - 25 φορές μικρότερο απ’
ό,τι στις ΗΠΑ. Η αντιδραστική πολιτική που εφαρμόζει το μονοπωλιακό
κεφάλαιο απέναντι στα συνδικάτα και τις άλλες εργατικές ενώσεις, η επί
θεση ενάντια στα δημοκρατικά δικαιώματα της εργατικής τάξης, η επιβο
λή αντεργατικής νομοθεσίας, όλα αυτά δυσχεραίνουν την πάλη του προ
λεταριάτου για τα δικαιώματά του και επιδεινώνουν τη θέση του. Η δια
δικασία της απόλυτης εξαθλίωσης του προλεταριάτου συνοδεύεται από
την όξυνση της ταξικής πάλης στις καπιταλιστικές χώρες. Η οικονομική
πάλη της εργατικής τάξης για τα ζωτικά της συμφέροντα συνδέεται, στην
εξέλιξή της, στενά με την πολιτική πάλη της εργατικής τάξης και όλων των
εργαζομένων για την κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος. Την
απόλυτη εξαθλίωση του προλεταριάτου δεν πρέπει να την εννοούμε σαν
διαδικασία συνεχούς, καθημερινής, επαναλαμβανόμενης από βδομάδα σε
βδομάδα, από χρόνο σε χρόνο, πτώσης του βιοτικού επιπέδου των εργα
τών. Υπάρχει σαν τάση που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό και εκδηλώνε
ται ανισόμερα στις διάφορες χώρες και σε διάφορες περιόδους. Στην
τάση αυτή αντιδρούν διάφοροι παράγοντες, και ανάμεσά τους βασικοί
είναι η πάλη της εργατικής τάξης για τη βελτίωση της θέσης της και τα ζω
τικά της συμφέροντα. Τεράστια βοήθεια δίνει στην εργατική τάξη των κα
πιταλιστικών χωρών, που παλεύει για τα ζωτικά της συμφέροντα, η αδιά
κοπη ενίσχυση των δυνάμεων του παγκόσμιου σοσιαλισμού, που ασκεί
αποφασιστική επίδραση στην παγκόσμια εξέλιξη. «Ο τρόμος μπροστά
στην επανάσταση — αναφέρει το πρόγραμμα του ΚΚΣΕ — οι επιτεύξεις
των σοσιαλιστικών χωρών, η πίεση της εργατικής τάξης, εξαναγκάζουν
την αστική τάξη να κάνει μερικές υποχωρήσεις ως προς τον εργατικό μι
σθό, τους όρους εργασίας και την κοινωνική ασφάλιση». Παράλληλα,
απόλυτη υπεραξία
Α π οτα μ ίευ σ η : Το να βάλει κανείς στην άκρη ένα μέρος των εισοδημάτων
του αντί να τα χρησιμοποιήσει όλα στην κατανάλωση. Ο όρος αποτα
μίευση υποδηλώνει επίσης το ποσό των οικονομιών που πραγματοποιούνται
μ' αυτόν τον τρόπο. Η αποταμίευση λέγεται στείρα όταν αποτελεΐται από
ποσά που συγκεντρώνονται και παραμένουν ανεκμετάλευτα «κάτω από
το μαξιλάρι». Η στείρα αποταμίευση είναι συνώνυμο του θησαυρισμού.
Ονομάζεται αποταμίευση θησαυρισμού ή ψευτοαποταμίευση όταν πρό
κειται για την τοποθέτηση στην άκρη ενός ποσού με προοπτική να χρησι
μοποιηθεί αργότερα — όταν με τη συσσώρευση συγκεντρωθεί το απα
ραίτητο ποσό — για να αποκτηθεί κάτι που έχει μια ορισμένη αξία. Λέγεται
παραγωγική ή ενεργητική όταν το μέρος του εισοδήματος που εξοικονομή-
θηκε δεν αφήνεται στην άκρη, αλλά χρησιμοποιείται για την αγορά τίτλων.
αστικές οικονο μικές θεωρίες για το σ ο σ ια λ ισ μ ό
μετοχών κ.λ.π. με την ελπίδα να του αποφέρουν αυτά κάποιο τόκο ή την
αύξηση της αξίας που αγοράστηκε. Τα ταμιευτήρια αποτελούν δημόσια
ιδρύματα που δέχονται τις οικονομίες των ιδιωτών και που δίνουν γΓ αυτό
ένα μικρό τόκο.
κών σχέσεων, δηλ. την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο και
την πηγή της προέλευσης της υπεραξίας. ΓΓ αυτό οι εκπρόσωποι της σχο
λής αυτής εξέταζαν τις αστικές σχέσεις κατά κανόνα όχι ιστορικά, όχι επι
στημονικά και τους οικονομικούς νόμους και τις κατηγορίες που ανακά
λυπταν και ανέλυαν, τις θεωρούσαν αιώνιες, μόνες δυνατές και δίκαιες.
Έτσι δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν την ύπαρξη των ανταγωνιστικών αντι
θέσεων του καπιταλισμού. Ό ταν η αστική τάξη κατάκτησε την πολιτική
εξουσία, οι ιδεολογικοί της εκπρόσωποι αντικατέστησαν τη μελέτη των
αντικειμενικών νομοτελειών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με
την προκατειλημμένη απολογητική του καπιταλισμού. Η αστική οικονομική
σκέψη έχασε το σχετικά επιστημονικό χαρακτήρα της. Η όξυνση της τα
ξικής πάλης σήμανε την ώρα του θανάτου της αστικής κλασικής πολιτι
κής οικονομίας, π οποία παραχώρησε τη θέση της στην αστική εκχυδαί-
σμένη πολιτική οικονομία (βλ. λ.). Ή τελευταία έθεσε σαν καθήκον της
τον ενσυνείδητο εξωραϊσμό και την υπεράσπιση του καπιταλιστικού συ
στήματος, την πάλη ενάντια στον επιστημονικό κομμουνισμό και το επα
ναστατικό εργατικό και απελευθερωτικό κίνημα.
κρατικής εξουσίας για την αύξηση των κερδών της, την κατάιτνιξη του
επαναστατικού κινήματος και την εδραίωση της κυριαρχίας της. Αντίπαλοί
της είναι όχι μόνο οι εργαζόμενες τάξεις, αλλά και η μικρή και μέρος
της μεσαίας αστικής τάξης. Στον ιμπεριαλισμό, όλα τα προοδευτικά στρώ
ματα του έθνους έχουν συμφέρον να συντριβεί η κυριαρχία της μονοπω
λιακής τάξης. Στην περίοδο αυτή σύμμαχοι της εργατικής τάξης, εκτός
από την αγροτιά, γίνονται τα πλατιά στρώματα των υπαλλήλων και σ η
μαντικό μέρος των τεχνικών και της δημιουργικής διανόησης. Στις ανα
πτυσσόμενες χώρες, που απελευθερώθηκαν από την αποικιοκρατία, η
φύση της εθνικής αστικής τάξης είναι δισυπόστατη. Στις αποικιακές και
εξαρτημένες χώρες, ο προοδευτικός της ρόλος δεν εξαντλήθηκε, συμ
μετέχει στη λύση των πανεθνικών προβλημάτων της αντιϊμπεριαλιστικής
και αντιφεουδαρχικής επανάστασης. Ό μως στο βαθμό που οξύνεται η
ταξική πάλη στο εσωτερικό της χώρας, η ένταση των αντιθέσεων ανάμεσα
στους εργαζόμενους και τα πλούσια στρώματα, ένα μέρος της εθνικής
αστικής τάξης περνάει με το μέρος του ιμπεριαλισμού και της εσωτερι
κής αντίδρασης. Η νίκη της μεγάλης Οκτωβριανής σοσιαλιστικής επανά
στασης σήμανε την αρχή της κατάρρευσης της κυριαρχίας της αστικής
τάξης και της νίκης του προλεταριάτου. Κατά το πέρασμα από τον καπιτα
λισμό στο σοσιαλισμό μπορεί να διαμορφωθεί μια τέτοια κατάσταση όπου
η αστική τάξη να είναι υποχρεωμένη να συμφωνήσει με την εξαγορά από
το προλεταριακό κράτος των βασικών μέσων παραγωγής. Το σοσιαλι
στικό κράτος μπορεί, σε ανάλογες συνθήκες, να χρησιμοποιήσει διάφορες
μορφές κρατικού καπιταλισμού (βλ. λ.) προς το συμφέρον της ανάπτυ-
ξης της οικονομίας και της εδραίωσης του σοσιαλιστικού τομέα παραγω
γής. Με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού εξαλείφονται όλοι οι οικονο
μικοί όροι ύπαρξης της αστικής τάξης.
της εργασίας και η ανταλλαγή των προϊόντων της ανάμεσα στους ξεχωρι
στούς εμπορευματοπαραγωγούς, αποκαλύπτουν την εσωτερική σύνδεση
των εξωτερικά ανεξάρτητων, ατομικών εμπορευματοπαραγωγών, φανερώ
νουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ατομικής τους εργασίας. Συνεπώς η
εργασία κάθε εμπορευματοπαραγωγού είναι ταυτόχρονα και ατομική και
κοινωνική. Βασική αντίθεση της απλής εμπορευματικής παραγωγής είναι
η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική και την ατομική εργασία. Η αντίθεση
αυτή εκδηλώνεται στη διαδικασία της ανταλλαγής. Διαμέσου της ανταλ
λαγής αποκαθίσταται σχέση ανάμεσα σε επιμέρους εμπορευματοπαραγω-
γούς που είναι χωρισμένοι ο ένας από τον άλλο, εξαιτίας της ύπαρξης της
ατομικής ιδιοκτησίας. Μόνο κατά την ανταλλαγή, με την αγοραπωλησία,
γίνεται η εξίσωση του ενός εμπορεύματος με το άλλο και η αναγνώριση
της ατομικής εργασίας του εμπορευματοπαραγωγού σαν κοινωνικά αναγ
καίας. Αν το προϊόν που δημιουργήθηκε με την ατομική εργασία δε ρευ-
στοποιείται σαν εμπόρευμα, είτε γιατί οι καταναλωτικές αξίες που δημιούρ
γησε δεν είναι αναγκαίες στην κοινωνία είτε γιατί είναι πολύ ακριβό, αυτό
σημαίνει ότι η ατομική εργασία του εμπορευματοπαραγωγού δεν αναγνω
ρίστηκε από την κοινωνία. Στον καπιταλισμό συγκεντρώνονται στις επι
χειρήσεις πολλοί εργάτες και πολλά μέσα εργασίας, και η παραγωγή απο-
χτά όλο και περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα. Εδώ η αντίθεση ανάμεσα
στην κοινωνική και την ατομική εργασία μετεξελίσσεται σε αντίθεση ανά
μεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική, καπιτα
λιστική μορφή ιδιοποίησης. Στο σοσιαλισμό, όλη η εργασία στη λαϊκή οικο
νομία αποτελεί άμεσα κοινωνική εργασία, που οργανώνεται σχεδιασμένα
στην κλίμακα όλης της κοινωνίας.
pel να αποκλίνει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση από τον κοινωνικά
αναγκαίο χρόνο εργασίας (βλ. λ.), που στην εμπορευματική παραγωγή κα
θορίζει την κοινωνική αξία του εμπορεύματος. Στις συνθήκες της εμπορευ
ματικής ποραγωγής,που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία, εμφανίζεται
μια ανταγωνιστική αντίθεση ανάμεσα στον ατομικό και τον κοινωνικά
αναγκαίο χρόνο εργασίας, πράγμα που οδηγεί στο διαφορισμό των εμπο-
ρευματοπαρογωγών, τον παραμερισμό και την καταστροφή εκείνων που
ο χρόνος εργασίας τους είναι υψηλότερος από τον κοινωνικά αναγκαίο.
Στο σοσιαλισμό, η αντίθεση ανάμεσα στον ατομικό χρόνο εργασίας που
αναλώνεται στις ξεχωριστές επιχειρήσεις για την παραγωγή εμπορευμά
των και τον κοινωνικά αναγκαίο, ξεπερνιέται με τη σχεδιοποίηση, την
τελειοποίηση της παραγωγής, την καλύτερη οργάνωση της εργασίας και
το ανέβασμα των καθυστερημένων ως το επίπεδο των πρωτοπόρων.
Η αυστριακή σχολή και οι σύγχρονοι οπαδοί της εξετάζουν όλες τις κατη
γορίες της πολιτικής οικονομίας σε διαστρεβλωμένη μορφή: την εργασία
του εργάτη σαν «αγαθό του μέλλοντος» που εκτιμιέται χαμηλά σε σύγκριση
με τα αναγκαία για τη ζωη των εργατών είδη κατανάλωσης· το καπιταλι
στικό κέρδος ερμηνεύεται σαν απαραίτητη επιβράβευση του κατόχου του
κεφαλαίου για τη συμμετοχή του στην παραγωγή, παράλληλα με την εργα
σία και τη γη. Μ ' αυτό τον τρόπο όλη η ανάλυση του καπιταλιστικού συ
στήματος καταλήγει σε εξωιστορικές κατηγορίες, που τάχα δε συνδέον
ται με την εξέλιξη ενός ορισμένου τρόπου παραγωγής και τη νομοτελειακή
αντικατάστασή του από πιό προοδευτική μορφή. Σήμερα η θεωρία της ορια
κής χρησιμότητας αποτελεΙ μια από τις βάσεις των αστικών οικονομικών
θεωριών, που υπερασπίζουν την κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου
και τα υψηλά κέρδη του.
Αυτάρ κεια: Οικονομική πολιτική απομόνωσης μιας χώρας από την οικο
νομία των άλλων χ ω ρ ώ ν επιδίωξη δημιουργίας κλειστής οικονομίας. Στις
συνθήκες του ιμπεριαλισμού, η αυτάρκεια εκδηλώνεται πρακτικά με την
τάση να περιοριστούν οι εισαγωγές εμπορευμάτων από άλλες χώρες και,
ταυτόχρονα, να αναπτυχθούν με κάθε τρόπο, οι εξαγωγές, εμπορευμάτων
και κεφαλαίων σε άλλες, ιδιαίτερα σε καθυστερημένες χώρες. Με τον τρόπο
αυτό επιδιώκουν οι ιμπεριαλιστικές χώρες να εδραιώσουν την πολιτική
και οικονομική κυριαρχία τους και να εξασφαλίσουν υψηλά κέρδη για το
μονοπωλιακό κεφάλαιο. Ιδιόμορφη πολιτική αυτάρκειας προσπαθούν να
εφαρμόσουν, παραδείγματος χάρη, οι χώρες της «Κοινής Αγοράς», Δυτ.
Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, που καθιέ
ρωσαν υψηλούς περιοριστικούς δασμούς στα εισαγόμενα από άλλες χώ
ρες εμπορεύματα. Η πολιτική της οικονομικής απομόνωσης βρίσκεται σε
οξεία αντίθεση με την αντικειμενική πορεία όλων των χωρών προς την οικο
νομική προσέγγιση, με βάση τον καταμερισμό εργασίας που συνεχώς βα
θαίνει- οξύνει το πρόβλημα των αγορών, προκαλεΙ άνοδο των τιμών, αύξη
ση των κερδών των μεγάλων καπιταλιστών και γαιοκτημόνων, πτώση του
πραγματικού μισθού εργασίας και επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων.
Α υ τοματισμός της πα ραγω γής: Μια από τις βασικές κατευθύνσεις της
σύγχρονης επιστημονικοτεχνικής προόδου, ανώτερη μορφή μηχανοποίη
σης της παραγωγικής διαδικασίας, που έχει σαν χαρακτηριστικό της την
απελευθέρωση του ανθρώπου από την άμεση υπηρέτηση των μηχανών
και τη διεύθυνση της παραγωγικής διαδικασίας, καθώς και τη μεταβίβαση
των λειτουργιών αυτών σε αυτόματο σύστημα μηχανών. Με τον αυτο
ματισμό της παραγωγής ανεβαίνει εξαιρετικά η παραγωγικότητα της κοι
νωνικής εργασίας. 0 σύγχρονος αυτοματισμός βρίσκει την υλική έκφρασή
του στο ότι εμφανίζεται στις μηχανές ένας νέος κρίκος, ο μηχανισμός
διεύθυνσης και ελέγχου, που με βάση ένα ορισμένο πρόγραμμα και τις πλη
76 αυτοματισμός της παραγωγής
γική. Επίσης δεν είναι Ιδιος ο βοθμός κοινωνικοποίησης της εργασίας στούς
διάφορους τομείς της λαϊκής οικονομίας. Ά λλωστε στα ατομικά νοικοκυριά
των κολχόζνικων, δεν είναι άμεσα κοινωνική εργασία, αλλά ποραμένει
ατομική. ΓΓ ουτό, για να συγκριθεΐ η αξία διάφορων εμπορευμάτων, είναι
αντικειμενική ανάγκη να εκφραστούν και να συγκριθούν έμμεσα τα ποι
κίλα συγκεκριμένα είδη εργασίας, που δαπανήθηκαν για την παραγωγή
εμπορευμάτων, με την αναγωγή τους σε αφηρημένη εργασία. Στο σοσια
λισμό, εφόσον διατηρείται η εμπορευματική παραγωγή και οι εμπορευμα-
τικές σχέσεις, η ανταλλαγή εμπορευμάτων αποτελεί συμπληρωματική μορ
φή, που μ’ αυτή επιβεβαιώνεται ο κοινωνικός χαρακτήρας στη σοσιαλι
στική κοινωνία. Με την εξάλειψη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων,
στον ολοκληρωμένο κομμουνισμό, θά εξαφανιστεί και η αφηρημένη εργα
σία σαν ιδιαίτερη μορφή που εκφράζει την κοινωνική εργασία.
Β
Β ασική αντίθεση του καπ ιτ α λ ισ μο ύ: Η αντίθεση ανάμεσα στον κοι
νωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική καπιταλιστική μορφή
ιδιοποίησης των προϊόντων της εργασίας. Η αντίθεση αυτή εκφράζει το
βαθύτατο ανταγωνισμό ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο,
ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις και τις καπιταλιστι
κές παραγωγικές σχέσεις που τις δεσμεύουν. Καθώς αναπτύσσονται οι
σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις, που βασίζονται στη μεγάλη εκμηχανι-
σμένη βιομηχανία, αυξάνει η συγκέντρωση της παραγωγής και αναπτύσσε
ται πάρα πέρα α κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, πράγμα που αδη-
γεΙ στη διεύρυνση και τα δυνάμωμα των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα
στις διάφορες επιχειρήσεις και κλάδους της οικονομίας. Στην παραγωγή
ταυ κάθε είδους προϊόντος παίρνουν μέρος άμεσα είτε έμμμεσα, στις
επιχειρήσεις διάφορων κλάδων της παραγωγής, εκατοντάδες χιλιάδες και
εκατομμύρια εργάτες, που συγκεντρώνονται στις καπιταλιστικές επιχει
ρήσεις. Η διαδικασία της παραγωγής και της εργασίας ολοένα και περισ
σότερο κοινωνικοποιείται. Παραταύτα, τόσο η παραγωγή όσο και ό,τι παρά-
γεται απ’ αυτήν, ανήκουν όχι σε κείνους που είναι οι πραγματικοί δη
μιουργοί τους, στους εργαζόμενους, αλλά στους διάφορους καπιταλιστές
και τις ενώσεις τους, που χρησιμοποιούν τον κοινωνικό πλούτο όχι προς
τα συμφέρον όλης της κοινωνίας αλλά για να βγάλουν κέρδη. Η σχετική
οργάνωση της παραγωγής στην κάθε επιχείρηση έρχεται σε αντίθεση με
την αναρχία και την αυθόρμητη εξέλιξη σε όλη την καπιταλιστική οικονο
μία, σαν σύνολο. Επιδιώκοντας τον πλουτισμό, οι καπιταλιστές διευρύ
νουν την παραγωγή σε τεράστιες διαστάσεις και δυναμώνουν την εκμε
τάλλευση των εργατών. Παράλληλα, η αξιόχρεη ζήτηση που διαθέτει η
βασική μάζα του πληθυσμού, περιορίζεται από την αξία της εργατικής δύ
ναμης, ενώ στις συνθήκες της χρόνιας μαζικής ανεργίας βρίσκεται συχνά
κάτω από την αξ(α της. Η βασική αντίθεση του καπιταλισμού αποτελεί την
αιτία των οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής, που εμφανίζονται περιο
δικά και συνοδεύονται από σπατάλη κοινωνικής εργασίας καθώς και απρο
κάλυπτη καταστροφή παραγωγικών, υλικών αξιών. Αυτή η αντίθεση φτά
νει στη μεγαλύτερη οξύτητα στά χρόνια των κρίσεων. Με την ανάπτυξη
του καπιταλισμού, ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, η βασική αντί
θεση βαθαίνει και οξύνεται ακόμα περισσότερο. Η επιστημονικοτεχνική
επανάσταση, επιταχύνοντας τη διαδικασία κοινωνικοποίησης της παραγω
γής στις συνθήκες κυριαρχίας των μονοπωλίων, γεννά νέες αντιθέσεις.
β ασ ικός οικονο μικό ς νόμος του καπιταλισ μού 81
μορφή του μέσου ποσοστού κέρδους (βλ. λ.) και του υπερκέρδους.
Με το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό, στις συνθήκες κυριαρχίας του μονο
πωλιακού κεφαλαίου, η κυριότερη μορφή με την οποία εκδηλώνεται ο βα
σικός οικονομικός νόμος του καπιτολισμού γίνεται το μονοπωλιακό υπερ
κέρδος (βλ. λ.), που αποκάλυψε ο Β. I. Λένιν. Η δράση του νόμου της
υπεραξίας καθορίζει το δυνάμωμα της αναρχίας της κοπιταλιστικής παρα
γωγής, την όξυνση της αντογωνιστικής πάλης, το μεγάλωμα της ανεργίας,
την επιδείνωση της κατάστασης των μαζών, την όξυνση των αντιθέσεων
ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο. Η αντικειμενική επενέργεια του
νόμου αυτού του καπιταλισμού βαθαίνει και οξύνει τη βασική αντίθεση
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προετοιμάζει τους αντικειμενικούς
και υποκειμενικούς όρους για την επαναστατική αντικατάστασή του από
το σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο βασικός οικονομικός νόμος του κα
πιταλισμού είναι ο νόμος της γέννησης, της ανάπτυξης και της κατάρρευ
σης του καπιταλισμού. «...Το αναπόφευκτο της μετατροπής της καπιτα
λιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική ο Μαρξ το βγάζει αποκλειστικά και
ολοκληρωτικά από τον οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινω
νίας» (Β. I. Λένιν).
και χαρακτηρίζει με έκδηλο τρόπο ένα από τα ειδικά γνωρίσματα του βιο
μηχανικού κεφαλαίου. Η κυκλοφορία του χρηματικού κεφαλαίου υπογραμ
μίζει έκδηλα το σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής, την ιδιοποίηση της
υπεραξίας' η παραγωγική διαδικασία εδώ εκδηλώνεται μόνο σαν απλό
μέσο για την αύξηση της προκαταβλημένης αξίας. Κατά την κυκλοφορία
του παραγωγικού κεφαλαίου σε πρώτη γραμμή προβάλλει η παραγωγή,
ενώ τα χρήματα υπηρετούν μόνο την παραγωγή, χρησιμεύουν σαν μέσο
κυκλοφορίας, απαραίτητο για τη στήριξη και διαρκή ανανέωση της παρα
γωγικής διαδικασίας. Στην κυκλοφορία του εμπορικού κεφαλαίου η παρα
γωγή εμφανίζεται σαν όρος για την ακατάπαυστη εμπορευματική κυκλο
φορία. Εδώ η κυκλοφορία καθορίζει την παραγωγή και τις διαστάσεις
της. Η ενότητα των τριών μορφών κυκλοφορίας αποτελεΙ την κίνηση του
βιομηχανικού κεφαλαίου στο σύνολό της, σε όλη την ποικιλομορφία της.
Έτσι το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι «κεφάλαιο, που στη διάρκεια της πλή
ρους κυκλοφορίας του προσλαμβάνει και αποβάλλει ξανά τις μορφές αυτές
και σε καθεμιά απ’ αυτές εκπληρώνει μία αντίστοιχη λειτουργία» (Κ. Μαρξ).
Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός στη διεύθ υνσ η της οικ ονο μία ς: Κα-
θοδηγητική αρχή της οικονομικής διεύθυνσης στο σοσιαλισμό, που ση
μαίνει σωστό συνδυασμό της κεντρικής διεύθυνσης με τη συμμετοχή των
τοπικών οργάνων και όλων των εργαζομένων στη διεύθυνση της κοινωνι
κής παραγωγής. Η εφαρμογή της αρχής αυτής αποβλέπει στην ολόπλευρη
αύξηση της αποδοτικότητας της παραγωγής πρός το συμφέρον όλης της
κοινωνίας, καθώς και των ιδιαίτερων μελών της, για τη διαπαιδαγώγηση
των εργαζομένων στο πνεύμα του κομμουνισμού. Ο δημοκρατικός συγ
κεντρωτισμός στη διεύθυνση της οικονομίας μπορεΙ να εφαρμοστεί μόνο
στις συνθήκες του σοσιαλιστικού συστήματος, που επιτρέπει, απ' τη μια
να γίνει κεντρικά η διεύθυνση όλης της λαϊκής οικονομίας, κΓ απ’ την
άλλη, να προσελκυθούν στη διεύθυνση οι πλατύτερες μάζες των εργα
ζομένων. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός αποτελεΙ ένα από τα ριζικά
πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό. Η ανάγκη
της κεντρικής διεύθυνσης της οικονομίας προκύπτει από την Ιδια τη φύση
του σοσιαλιστικού συστήματος. Η κατάκτηση της εξουσίας από τους εργα
ζομένους και το πέρασμα των βασικών μέσων παραγωγής στην παλλαϊκή
ιδιοκτησία, δημιουργούν την ανάγκη της σχεδιασμένης ανάπτυξης της οι
κονομίας. Εμφανίζεται η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η οργανωτική
ενότητα της λαϊκής οικονομίας και να κατευθύνεται η ανάπτυξή της από
ένα κέντρο με βάση το προκαταρτισμένο σχέδιο. Τα καθήκοντα της κεν
τρικής καθοδήγησης στο πρόγραμμα του ΚΚΣΕ καθορίζονται ως εξής :
«Η συγκεντρωτικά σχεδιασμένη καθοδήγηση πρέπει βασικά να αφοσιω-
θεΙ : στην κατάρτιση και εξασφάλιση της εκπλήρωσης των βασικών δει
κτών των σχεδίων της λαϊκής οικονομίας, με προσεκτικό υπολογισμό των
προτάσεων που γίνονται από τα κάτω1 στο συντονισμό και την αλληλου
χία των περιφερειακών σχεδίω ν στη διάδοση των επιτευγμάτων της επι
στήμης και της τεχνικής- στην εξάσκηση ενιαίας κρατικής πολιτικής στον
τομέα της τεχνικής προόδου, των επενδύσεων σε μέσα παραγωγής, της
κατανομής της παραγωγής, της πληρωμής της εργασίας, των τιμών, των
οικονομικών και, τέλος, στην εφαρμογή ενιαίου συστήματος υπολογισμού
και στατιστικής». Η κεντρική διεύθυνση της σοσιαλιστικής οικονομίας δίνει
τη δυνατότητα να χοησιμοποιούνται αποδοτικότερα το εργατικό δυναμικό
και τα υλικά και οικονομικά μέσα, να συγκεντρώνονται πόροι για τη επίλυση
των βασικότερων καθηκόντων, να πραγματοποιείται η σχεδιασμένη ανά
πτυξη της λαϊκής οικονομίας και να αποφεύγονται πολλές απώλειες, που χα
ρακτηρίζουν την αυθόρμητη ανάπτυξη. Η προσέλκυση πλατιών μαζών ερ
διακλαδικός ανταγω νισμός
εμπόριο έχει σαν λειτουργία να θέσει τα προϊόντα στη διάθεση του κατα-
ναλωτή-αγοραστή. Η ανάπτυξη του μεγάλου εμπορίου συνοδεύεται από
τη συμπίεση του ανεξάρτητου εμπορίου. Η μονοπωλιακή συγκεκτροποίηση
πραγματοποιείται σε βάρος των μικροεμπόρων που δεν μπορούν ν' αντι
μετωπίσουν τον ανταγωνισμό. Οι συνέπειες αυτής της συγκεντροποίησης
ήταν μια πραγματική κρίση των μικροεμπόρων.
καπιταλισμό, ιδιαίτερα στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Βασική αιτία της με
τανάστευσης είναι η ανισόμερη συσσώρευση κεφαλαίου σε ξεχωριστές κα
πιταλιστικές χώρες, που οδηγεί στο σχηματισμό σχετικού υπερπληθυσμού
σε μερικές χώρες και στην έλλειψη εργατικής δύναμης σε άλλες. Στον κα
πιταλισμό, η μεταφορά εργατικής δύναμης έχει αυθόρμητο χαρακτήρα και
κατά κανόνα πραγματοποιείται από λιγότερο αναπτυγμένες οικονομικά
χώρες σε πια αναπτυγμένες, με σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής
ανόδου. Ιστορικά, σε μεγόλη κλίμακα πραγματοποιήθηκε η μετανάστευση
εργατικής δύναμης από την Ευρώπη στη Βόρεια Αμερική, όπου απαι-
τούνταν πολλή εργατική δύναμη για την αναπτυγμένη βιομηχανία του κα
πιταλισμού, αλλά ο τοπικός πληθυσμός ήταν περιορισμένος. Το ρεύμα των
μεταναστών είναι ένας από τους παράγοντες της σχετικά γρήγορης καπι
ταλιστικής ανάπτυξης των ΗΠΑ. Η άνοδος της ανεργίας στις καπιταλιστι
κές χώρες στις συνθήκες της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, ανάγκασε
όλες τις καπιταλιστικές χώρες να περιορίσουν και σε μερικές περιπτώσεις
να απαγορεύσουν την είσοδο ξένων εργατών. Μετά όμως το δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο, οι ιδιομορφίες της οικονομικής ανάπτυξης μερικών δυ
τικοευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα της ΟΔΓ και της Γαλλίας, καθόρισαν το
ενδιαφέρον τους στην προσέλκυση της ξένης μη ειδικευμένης εργατικής
δύναμης. Περιορισμοί σημειώθηκαν στα πλαίσια της «Κοινής Αγοράς». Ο
αριθμός των μεταναστών στην Ε.Ο.Κ. από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώ
ρες της Νότιας Ευρώπης (Ισπανίας, Πορτογαλίας, Ελλάδας) ήταν στις αρχές
του 1970 γύρω στα 11 εκατομμύρια. Οι ξένοι εργάτες είναι το πιο εκμεταλ
λευόμενο μέρος της εργατικής τάξης. Κατά κανόνα δε συμμετέχουν στα
συνδικάτα, δεν επεκτείνεται σ' αυτούς η εργατική νομοθεσία, χρησιμοποι
ούνται σε μη ειδικευμένες εργασίες, η εργασία τους πληρώνεται χαμηλό
τερα από τους ντόπιους εργάτες, ζούν σε χειρότερες συνθήκες «...Για ταν
ιμπεριαλισμό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η πιο έντονη εκμετάλλευση
της εργασίας των μισθωτών από τις καθυστερημένες χώρες... σε αυτήν
βασίζεται, σε μεγόλο βαθμό, α παρασιτισμός των ιμπεριαλιστικών, πλού
σιων χωρών, που εξαγοράζουν και μέρος των δικών τους εργατών με
πιο υψηλή αμοιβή με την απροσμέτρητη και αδιάντροπη εκμετάλλευση
της εργασίας των «φθηνών» ξένων εργατών» (Β. I. Λένιν, Άπαντα τομ.
34, σελ. 371 ρωσ. έκδ.). Στις συνθήκες της επιστημονικοτεχνικής επανά
στασης εμφανίζεται η διεθνής μετανάστευση επιστημονικοτεχνικών στε
λεχών. Αναζητώντας καλύτερες συνθήκες για τη χρησιμοποίηση των δυ
νάμεων τους και πιο υψηλό επίπεδο ζωής, αι επιστήμονες, μηχανικοί,
ιατροί και άλλα άτομα υψηλής ειδίκευσης, μεταναστεύουν από τη Δυτι
κή Ευρώπη στις ΗΠΑ. Αυτό επιτρέπει στα αμερικανικά μονοπώλια να
εξοικονομούν τα ποσά που έπρεπε να διατεθούν για προετοιμασία στε
λεχών. Στην οικονομία όμως των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αυτή η
μετανάστευση, που πήρε το όνομα «διαρροή εγκεφάλων», προκαλεί ση
μαντική ζημιά.
110 διεθνής οικο νο μ ική ορ γάνω ση τω ν σ ο σ ια λ ισ τ ικ ώ ν χ ω ρ ώ ν
της τράπεζας. Κάθε χώρα έχει μία ψήφο ανεξάρτητα από το μέγεθος των
εισφορών της στο ιδρυτικό κεφάλαιο, που το σύνολό του έχει καθοριστεί
στα 300 εκατομμύρια μετατρέψιμα ρούβλια. Τα μερίδια των εισφορών των
χωρών-μελών της τράπεζας καθορίζονται από τον όγκο των εξαγωγών
στο αμοιβαίο εμπόριό τους. Οι εισφορές για την τράπεζα πραγματοποιούν
ται σε μετατρέψιμα ρούβλια, σε μετατρέψιμα νομίσματα και χρυσό. Η
ΔΤΟΣ εκπληρώνει τις παρακάτω λειτουργίες: πραγματοποιεί πολυμερείς
διακανονισμούς σε μετατρέψιμα ρούβλια, δανειοδοτεί τις επιχειρήσεις του
εξωτερικού εμπορίου της χώρας, καθώς και άλλες δραστηριότητες των
μελών της τράπεζας, προσελκύει και διαφυλάσσει τα ελεύθερα κεφάλαια
σε μετατρέψιμα ρούβλια ή χρυσό, που μετατρέπονται σε άλλο νόμισμα
από τις χώρες-μέλη της τράπεζας και άλλες χώρες. Πραγματοποιεί επίσης
και άλλες πράξεις με χρυσό που μετατρέπεται σε άλλο νόμισμα, πραγμα
τοποιεί τραπεζικές πράξεις, που αντιστοιχούν στους σκοπούς και στα κα
θήκοντα των τραπεζών που ορίζονται από το καταστατικό του. Η δρα
στηριότητα της τράπεζας πραγματοποιείται στη βάση της πλήρους ισό
τητας και του σεβασμού της κυριότητας των μελών της. Οι πιστώσεις που
δίνει η τράπεζα, έχουν σχεδιοποιημένο, συγκεκριμένο, προθεσμιακό χα
ρακτήρα και χαρακτήρα πληρωμής. Η ΔΤΟΣ προσφέρει δύο ειδών πιστώ
σεις σε μετατρέψιμα ρούβλια: Η πρώτη από αυτές δίνεται για την κάλυψη
βραχυπρόθεσμων αναγκών και η δεύτερη για την κάλυψη αναγκών για
πιο μεγάλη περίοδο (1-3 χρόνια), που συνδέονται με την ανάπτυξη της
διεθνούς ειδίκευσης και του συνεταιρισμού, με την επέκταση της κυκλο
φορίας των εμπορευμάτων, τον ισοσκελισμό του εμπορικού ισοζυγίου, για
τις εποχιακές ανάγκες κλπ. Η ΔΤΟΣ κάνει πληρωμές για τη χρηματοδό
τηση επενδύσεων κεφαλαίων και την κοινή πίστωση για τα αναγκαία έργα.
ρευματική παραγωγή, το εθνικό εισόδημα στο σύνολό του και όλα του
τα συστατικά μέρη εμφανίζονται και με τη μορφή αξίας. Το εθνικό εισό
δημα της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι ο πιο γενικός δείκτης ανάπτυξης
της οικονομίας και της ευημερίας των εργαζομένων, στους οποίους ανή
κει εξολοκλήρου. Η αύξηση του εθνικού εισοδήματος εξασφαλίζεται με
την ύψωση της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας στη βάση της
επιστημονικοτεχνικής προόδου και με την αύξηση του αριθμού των εργα
ζομένων, που ασχολούνται στη σφαίρα της υλικής παραγωγής. Στις χώ
ρες του σοσιαλισμού το εθνικό εισόδημα αυξάνει με υψηλότερους ρυθμούς
απ’ ό,τι στα καπιταλιστικά κράτη. Αν στις ΗΠΑ χρειάστηκαν για το διπλα
σιασμό του εθνικού εισοδήματος 20 χρόνια, στην Αγγλία πάνω από 30
χρόνια, στη Δυτ. Γερμανία σχεδόν 15 χρόνια, στη Σοβιετική Ένωση άρκε-
σαν μόνο 10 χρόνια. Η διανομή και αναδιανομή του εθνικού εισοδήμα
τος της σοσιαλιστικής κοινωνίας πραγματοποιείται σχεδιασμένα και υπο
τάσσεται στα συμφέροντα της εξασφάλισης της πιο πλατιάς αναπαραγωγής
και της αδιάκοπης ανόδου της ευημερίας του λαού. Η διανομή του εθνικού
εισοδήματος, που γίνεται στη σφαίρα της παραγωγής, οδηγεί στη δη
μιουργία των παρακάτω πρωταρχικών εισοδημάτων: (α) συγκεντρωτικά
καθαρά έαο&α του κράτους (βλ. λ.), (β) καθαρά έσοδα των κρατικών επι
χειρήσεων (βλ. λ.), (γ) καθαρό εισόδημα των συνεταιριστικών επιχειρή
σεων, (δ) προσωπικά εισοδήματα των εργαζομένων στην παραγωγή. Στη
βάση της πρωταρχικής διανομής, πραγματοποιείται η αναδιανομή του
εθνικού εισοδήματος, που είναι απαραίτητη για την πιο πλήρη ικανοποίη
ση των κοινωνικών αναγκών, για την επιτάχυνση της ανάπτυξης των πιο
προοδευτικών κλάδων της λαϊκής οικονομίας, την εδαφικά πιο ορθολο
γική κατανομή των παραγωγικών μέσων, την εξασφάλιση των αναγκών
της μη παραγωγικής σφαίρας και των ασχολούμενων σ’ αυτή εργαζο
μένων, καθώς επίσης και για τη συντήρηση των ανίκανων προς εργασία
μελών της κοινωνίας. Η αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος πραγμα
τοποιείται με τη βοήθεια του οικονομικού-πιστωτικού συστήματος (βα
σικά μέσα από τον κρατικό προϋπολογισμό), με την πληρωμή των υπη
ρεσιών των ιδιοσυντήρητων επιχειρήσεων και οργανώσεων της μη πα
ραγωγικής σφαίρας, με το μηχανισμό του σχεδιασμένου σχηματισμού
των τιμών. Από τη διανομή και αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος, σχη
ματίζονται δύο μεγάλα κονδύλια: το κονδύλι συσσώρευσης και το κονδύ
λι κατανάλωσης. Στις σοσιαλιστικές χώρες, περίπου τα τρία τέταρτα του
εθνικού εισοδήματος (περιλαμβανομένου και του κονδυλίου οικοδόμησης
χτισμάτων πολιτιστικής-βιοτικής σημασίας) χρησιμοποιείται για την ικα
νοποίηση των αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών του λαού,
δηλ. πηγαίνει στο κονδύλι κατανάλωσης, ενώ το ένα τέταρτο του εθνικού
εισοδήματος πηγαίνει στη διεύρυνση της παραγωγής, δηλ. στο κονδύλι
συσσώρευσης. Στο σοσιαλισμό δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές αντιθέσεις
ανάμεσα στο συσσωρευτικό και καταναλωτικό κονδύλι. Η συσσώρευση
εθν ικ οπ οίη σ η της γης 121
Ειδίκευση της παραγω γής: ΜΙα από τις μορφές του κοινωνικού κατα
μερισμού της εργασίας (βλ. λ.), τόσο ανάμεσα στους διάφορους κλάδους
και τομείς της κοινωνικής παραγωγής, όσο και στο εσωτερικό των κλάδων
και επιχειρήσεων στα διάφορα στάδια της παραγωγικής διαδικασΙας.Στο
σοσιαλισμό, η ειδίκευση έχει σχεδιασμένο χαρακτήρα. Στη βιομηχανία δια-
κρίνονται τρείς βασικές μορφές ειδίκευσης: (1) Ειδίκευση στην παραγωγή
ορισμένου προϊόντος (π.χ. εργοστάσιο αυτοκινήτων, τρακτέρ). (2) Ειδί
κευση στην παραγωγή ορισμένου εξαρτήματος (π.χ. εργοστάσιο παραγω
γής ρουλεμάν). (3) Τεχνολογική (σταδιακή) ειδίκευση (π.χ. υφαντουργι-
κή μονάδα παραγωγής). Η ειδίκευση της παραγωγής συνδυάζεται με τη
συνεταιριστική οργάνωση των επιχειρήσεων. Στις συνθήκες του καπιταλι
σμού, η ειδίκευση παρεμποδίζεται από περιορισμούς που συνδέονται με την
ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, υποτάσσεται στην επιδίωξη της
αποκόμισης κέρδους και εφαρμόζεται σε συνθήκες σκληρής ανταγωνιστικής
πάλης ανάμεσα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Η σοσιαλιστική σχεδια
σμένη οικονομία δημιουργεί ευνοϊκές δυνατότητες για τη βελτίωση της
συνεταιριστικής οργάνωσης και της ειδίκευσης των επιχειρήσεων. Στο
πρόγραμμα του ΚΚΣΕ αναφέρεται: «Η ανάπτυξη της ειδίκευσης και της
συνεταιριστικής οργάνωσης, και η σκοπιμότητα της δημιουργίας κοινο
πραξιών από συγγενικές επιχειρήσεις, είναι από τους βασικότερους όρους
της τεχνικής προόδου και της ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνικής
εργασίας». Η ειδίκευση υποβοηθά την οργάνωση της παραγωγής σε
μαζική και συνεχή βάση και ανεβάζει σημαντικά την παραγωγικότητα
της κοινωνικής εργασίας, πράγμα που αποτελεΙ τη σπουδαιότερη προϋπό
θεση της δημιουργίας της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού. Οι
Οδηγίες του 24ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ προβλέπουν, για το ένατο πεντά
χρονο σχέδιο, μεγαλύτερη τελειοποίηση της ειδίκευσης της παραγωγής.
124 εικ ο ν ικό κεφάλαιο
Εισαγωγές: Είναι η είσοδος στην εσωτερική αγορά της χώρας, από χώρες
του εξωτερικού, ξένων εμπορευμάτων, κεφαλαίων και υπηρεσιών. Στις
εισαγωγές μιας χώρας αντιστοιχούν οι εξαγωγές (βλ. λ.) μιας άλλης χώρας.
ρεύμα. Δεν πουλιούνται και δεν αγοράζονται, και συνεπώς δεν είναι εμπο
ρεύματα, π γπ και το υπέδαφός της, τα εργοστάσια, οι φάμπρικες, τα ανθρα
κωρυχεία, οι σιδηρόδρομοι και άλλες επιχειρήσεις. Η κατάργηση της ατο
μικής ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης αποκλείει τη δυνατότητα μετα
τροπής της σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής σε καπιταλιστική.
Στις συνθήκες του σοσιαλισμού η αφηρημένη και συγκεκριμένη εργασία,
που ξοδεύονται για την παραγωγή εμπορευμάτων, είναι δύο πλευρές της
άμεσα κοινωνικής εργασίας, γΓ αυτό η αντίθεση ανάμεσα στην αξία χρή
σης και την αξία του εμπορεύματος στο σοσιαλισμό δεν έχει ανταγωνι
στικό χαρακτήρα και ξεπερνιέται με τη σχεδιοποίηση. με τον καθορισμό
σωστών αναλογιών στην παραγωγή και διάθεση των εμπορευμάτων, τόσο
στη Φυσική όσο και τη χρηματική τους έκφραση- Η εμπορευματική παρα
γωγή θα διατηρηθεί σε όλη την περίοδο της οικοδόμησης της κομμουνι
στικής κοινωνίας, θα διανύσει το δρόμο της και θα σβύσει με το πέρασμα
της κοινωνίας στην ανώτερη φάση της: τον κομμουνισμό.
Εμπορευματικό κεφ άλαιο : Μια απο τις μορφές λειτουργίας του βιομη
χανικού κεφαλαίου (βλ. λ.). Το εμπορευματικό κεφάλαιο εμφανίζεται σαν
ορισμένη ποσότητα εμπορευμάτων, που έχουν παραχθεί στις καπιταλιστι
κές επιχειρήσεις και προορίζονται για πώληση. Σχετικά με την αξία, περι
κλείει την αξία που προύπήρχε και την υπεραξία που έχει παραχθεί στη
διαδικασία της παραγωγής, από την εκμετάλλευση της εργατικής δύνα
μης. Το εμπορευματικό κεφάλαιο εκπληρώνει τη λειτουργία της διάθεσης
της υπεραξίας. Σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, το εμπο
ρευματικό κεφάλαιο ξεχώρισε στην αυτοτελή μορφή του εμπορικού κεφα
λαίου (βλ. λ.), που εξαρτάται από το βιομηχανικό κεφάλαιο.
κέρδος από τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή αγοράς τους και την τιμή πώ
λησης των εμπορευμάτων, σε βάρος της υπεραξίας, που δημιουργείται
στη διαδικασία της παραγωγής. Το εμπορικό κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τους
μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς και σαν πωλητές και σαν αγοραστές με
τη λεγάμενη «ψαλίδα των τιμών», δηλ. την πώληση σε υψηλές τιμές των
ενδιάμεσων αγαθών της βιομηχανίας και την αγορά σε χαμηλές τιμές
των εμπορευμάτων, που αγοράζονται από τους μικρούς εμπορευματοπα-
παραγωγούς. Αυτό οδηγεί στην αναδιανομή των εισοδημάτων των εργα
ζομένων προς όφελος των εμπόρων και στην αύξηση του εμπορικού κέρ
δους. Στον ιμπεριαλισμό, το μονοπωλιακό εμπορικό κεφάλαιο εξασφαλίζει
την είσπραξη μονοπωλιακού υπερκέρδους (βλ. λ.). Στο σοσιαλισμό, οι
εμπορικές επιχειρήσεις, εισπράττουν επίσης κέρδη από την οικονομική
δραστηριότητά τους. Το εμπορικό κέρδος των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων
αποτελεΙ μέρος της αξίας του προϊόντος που έχει παραχθεί από τους εργα
ζομένους για την κοινωνία. Τα κέρδη από το σοσιαλιστικό εμπόριο αξιο-
ποιούνται για την ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας, συμπεριλαμβανόμενης
και της τελειοποίησης των μορφών και μεθόδων εξυπηρέτησης του πλη
θυσμού διαμέσου του συστήματος εμπορίου.
κύονται απ’ έξω· και τέλος τα προϊόντα που καταναλώνονται στα εστια
τόρια. Το εμπορικό προϊόν υπολογίζεται και σε είδος και σε χρήμα.
Μαρξ στη συγγραφή του «Κεφαλαίου». Μετά το θάνατα του Μάρξ το 1883,
ο Ένγκελς καθοδηγούσε για 10 χρόνια, μόνος, το διεθνές εργατικό κίνημα
και έκανε γιγάντια εργασία για την προετοιμασία και την εκτύπωση του
II και III τόμου του «Κεφαλαίου» (ο II τόμος εκδόθηκε το 1885, ο III τό
μος το 1894). Πραγματικά οι δύο αυτοί τόμαι του «Κεφαλαίου» είναι εργα
σία και των δύο: του Μαρξ και του Ένγκελς» (Β. I. Λένιν). Μια σειρά από
βαθιές ιδέες για τις νέες ιδιομορφίες του καπιταλισμού διατυπώνει ο Έν-
κελς στο δοκίμιο «Χρηματιστήριο», στις συμπληρωματικές παρατηρήσεις ταυ
στον III τόμαυ του Κεφαλαίου και σε άλλα έργα του. Εξαιρετική σημασία
έχει το βιβλίο του Ένγκελς «Το αγροτικό πρόβλημα στη Γαλλία και τη Γερ
μανία» (1894), με το οποίο έγινε ένα μεγάλο βήμα στην ανάλυση του
αγροτικού ζητήματος. Ο Ένγκελς υπογράμμισε σαν βασικότατο όρο για
την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, στις χώρες που έχουν σημαντικό
αγροτικό πληθυσμό, την ανάγκη να τραβηχτεί η αγροτιά στο πλευρό του
προλεταριάτου και, επίσης, καθόρισε την πολιτική του μελλοντικού προ
λεταριακού κράτους απέναντι στην εργαζόμενη αγροτιά. Ο Ένγκελς από-
δειξε την ανάγκη του περάσματος από τη μικρή, ιδιωτική επιχείρηση
στη συλλογική και υπογράμμισε ότι το πέροσμα αυτό πρέπει να πραγμα
τοποιηθεί όχι με τη βία, αλλά με το παράδειγμα και την κοινωνική βοήθεια.
Υπογραμμίζοντας την ανάγκη της απαλλοτρίωσης της μεγάλης αγροτικής
και βιομηχανικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, α Ένγκελς δεν απέκλειε τη
δυνατότητα της εξαγοράς της. Η μεγάλη επαναστατική θεωρία, που δη
μιούργησαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στις νέες ιστορικές συνθήκες αναπτύ
χθηκε από τον Β. I. Λένιν και στη σύγχρονη εποχή αναπτύσσεται και πλου
τίζεται παραπέρα από τα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα.
καυσίμων από κάρβουνο, από σχιστόλιθους που έχουν πετρέλαιο, από ορυ
κτή άσφαλτο και οπό άλλους φορείς ενέργειας. Παίρνοντας υπόψη τα αυ
ξημένα έξοδα παραγωγής, η οικονομική αποδοτικότητα για την αξιοποίηση
αυτών των πηγών μπορούσε να πραγμοτοποιηθεί μόνο με τη συνεχή
αύξηση της τιμής του πετρελαίου. ΓΓ αυτό, μετά το καθορισμό του ελέγχου
της ενεργειακής πολιτικής των καπιταλιστικών χωρών οπό τις εταιρίες πε
τρελαίου, γίνεται πια ασύμφορο να συγκροτούνται χαμηλές οι τιμές στα υγρά
καύσιμα. Τα μονοπώλια πετρελαίου ωθούνται στην επέκταση της αξιο
ποίησης των φορέων ενέργειας στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες
από την οξυνόμενη κάθε χρόνο κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος,
εκμετάλλευσης των αποθεμάτων πετρελαίου των αναπτυσσόμενων χωρών.
Οι κοινές προσπάθειες των αναπτυσσόμενων χωρών-παραγωγών υγρών
καυσίμων, που ενώθηκαν στον Οργανισμό των χωρών-εξαγωγέων πετρε
λαίου (ΟΠΕΚ) οδήγησαν στη συνεχή αύξηση των τιμών του. Στις αρχές του
1970, η ζήτηση στην αγορά πετρελαίου άρχισε να ξεπερνά την προσφορά.
Η ενεργειακή κρίση οδήγησε στη συνεχή άνοδο των κερδών των εταιριών
πετρελαίου. Γι αυτές έγινε όχι μόνο οικονομικά αποδοτική αλλά και υπερ-
κερδής επιχείρηση η αξιοποίηση των δυσκολοπρόσιτων κοιτασμάτων πε
τρελαίου, καθώς επίσης των άλλων φορέων ενεργείας. Η ενεργειακή κρίση
είχε διαφοροποιημένη αντανάκλαση στην οικονομία και την οικονομική
ανάπτυξη διάφορων χωρών του καπιταλιστικού κόσμου. Από αυτήν κέρ
δισαν οι αναπτυσσόμενες χώρες, δηλαδή οι εξαγωγείς πετρελαίου. Στις
χώρες- εισαγωγείς πετρελαίου εμποδίστηκε η ανάπτυξη των κλάδων της
παραγωγής που συνδέονταν με σημαντική κατανάλωση ενέργειας. Η ενερ
γειακή κρίση χτύπησε βαριά της χώρες της Δυτικής Ευρώπης και την Ιαπω
νία. Η αξία της μονάδας των καυσίμων σ’ αυτές τις χώρες αυξήθηκε σε
σημαντικότερο βαθμό από ό,τι στις ΗΠΑ. Αυτό μεγάλωσε την ανταγωνι
στικότητα των αμερικανικών εμπορευμάτων. Στις ΗΠΑ η ενεργειακή κρίση
συνετέλεσε στην ανακάλυψη σημαντικών αποθεμάτων πετρελαίου και
άλλων φορέων ενέργειας. Σε όλες τις χώρες της Δύσης οι εταιρίες που
καταναλώνουν πετρέλαιο αύξησαν τις τιμές στα προϊόντα τους σε αντι
στοιχία με τα αυξανόμενα έξοδα για την ενέργεια. Η ενεργειακή κρίση οδή
γησε στη χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης των εργαζομένων
των καπιταλιστικών χωρών. Οξύτερα όμως εκδηλώθηκε στη οικονομική
καστάσταση των αναπτυσσόμενων χωρών-εισαγωγέων πετρελαίου που
υπέφεραν διπλά: και από την αύξηση των τιμών για τα εισαγόμενα καύ
σιμα και από την άνοδο των τιμών για τα εισαγόμενα προϊόντα, που τα
κατασκευάζουν οι βιομηχανίες. Την ίδια εποχή η ενεργειακή κρίση έπαιξε
το ρόλο του επιταχυντή για την έκρηξη της κρίσης σε όλο το σύμπλεγμα
των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στα νεαρά εθνικά κράτη από τή μια
μεριά και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τα μονοπώλιά τους από την
άλλη. Η ενεργειακή κρίση επιτάχυνε την ανάπτυξη της επόμενης κυκλικής
κρίσης 1974-1975. Η ενεργειακή κρίση δυνάμωσε με την επίδραση της
ενιαίο κονδ ύλι ανάπτυξης της επιστήμης και τεχνικής 143
Ενιαίο κονδ ύλι ανάπτυξης για την επιστήμη και την τεχνική στην
ΕΣΣΔ: Τα μέσα των βιομηχανικών υπουργείων και υπηρεσιών που προ
ορίζονται για τη χρηματοδότηση επιστημονικο-ερευνητικών, πειραματικο-
κατασκευαστικών και τεχνολογικών εργασιών, για την αποζημίωση των
εξόδων που συνδέονται με την επεξεργασία και αφομοίωση νέων ειδών
προϊόντων και τεχνολογικών διαδικασιών, με την εφαρμογή της επιστημο
νικής οργάνωσης της εργασίας καθώς και για τη χρηματοδότηση συμπλη
ρωματικών εξόδων για την καλυτέρευση της ποιότητας του προϊόντος
και τις αυξημένες δαπάνες στα πρώτα χρόνια της παραγωγής του νέου
προϊόντος. Το κονδύλι αυτό έχει για στόχο να συντελεί στην επιτάχυνση
της επιστημονικοτεχνικής προόδου, στη δημιουργία των αναγκαίων
οικονομικών προϋποθέσεων, έτσι που η επεξεργασία, η αφομοίωση, η
εφαρμογή της νέας τεχνικής και τεχνολογίας να μην οδηγήσουν στην
προσωρινή χειροτέρευση των δεικτών της οικονομικής ιδιοσυντήρησης
της δραστηριότητας των υπουργείων, των παραγωγικών ενώσεων (επι
χειρήσεων) και των οργανισμών. Το κονδύλι σχηματίζεται για λογαριασμό
των χορηγήσεων από τα προσχεδιασμένα κέρδη των επιστημονικοπαρα-
γωγικών και των παραγωγικών ενώσεων, επιχειρήσεων και οργανισμών και
από μέρος του συμπληρωματικού κέρδους που προέρχεται από την πώ
ληση του νέου προϊόντος υψηλής αποδοτικότητας και των προϊόντων
με το κρατικό σήμα ποιότητας. Τα αυξημένα έξοδα του πρώτου χρόνου,
και σε ξεχωριστές περιπτώσεις και του δευτέρου, για τη μαζική παραγω
γής του νέου προϊόντος και άλλα έξοδα, που πραγματοποιούνται από τα
κονδύλια ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνικής, δεν οδηγούν στη
μείωση των αποθεμάτων της βασικής παραγωγής και των κυκλοφοριακών
μέσων. Η αξία των εργασιών βιομηχανικού χαρακτήρα, που συνδέονται
με την αφομοίωση και εφαρμογή της νέας τεχνικής και που πραγματο
ποιούνται από τους πόρους του ενιαίου κονδυλίου, υπολογίζεται στον ολικό
όγκο του προϊόντος, παίρνοντας υπόψη και τα κέρδη του δείκτη της νόρμας
στις αντίστοιχες ομάδες των ειδών. Σαν αποτέλεσμα, η οικονομική αποδο
τικότητα της παραγωγής στο σύνολό της δε μειώμεται με τη σχετική αύ
ξηση των εργασιών. Από το ενιαίο κονδύλι καταβάλλονται, με τη μορφή
βραβείου, στις επιστημονικοπαραγωγικές και παραγωγικές ενώσεις (στις
επιχειρήσεις) ποσά καθορισμένου ύψους για την επεξεργασία, αφομοίωση
και μαζική παραγωγή των ιδιαίτερα σοβαρών και υψηλής αποδοτικότητας
ειδών εξοπλισμού και μηχανών, για τη δημιουργία και αφομοίωση νέων
τεχνολογικών διαδικασιών. Η Κρατική Τράπεζα της ΕΣΣΔ και η Τράπεζα
Ανοικοδόμησης, δίνουν με ευνοϊκούς όρους πίστωση για τη χρηματο
144 εντατικο πο ίη ση της αγροτικής παραγωγής
κών προϊόντων, που επιτρέπει με τις Ιδιες δαπάνες την παραγωγή περισ
σότερων αγροτικών προϊόντων. Η σημασία της εντατικοποίησης της αγρο
τικής παραγωγής μεγάλωσε ιδιαίτερα στο σύγχρονο στάδιο της κομμουνι
στικής οικοδόμησης. Στο πρόγραμμα του ΚΚΣΕ υπογραμμίζεται : «βασι
κός τρόπος ανόδου της αγροτικής οικονομίας και ικανοποίησης των αυ
ξανόμενων αναγκών της χώρας σε αγροτικά προϊόντα είναι η ολόπλευρη
εκμηχάνιση και η μεθοδική εντατικοποίηση, δηλ. η επίτευξη, με βάση την
επιστήμη και την πρωτοπόρα πείρα, σε όλα τα κολχόζ και τα σοβχόζ,
υψηλού επιπέδου γεωργικής καλλιέργειας και κτηνοτροφίας, η μεγάλη αύ
ξηση της αποδοτικότητας όλων των καλλιεργειών και η αύξηση της εξα
γωγής προϊόντων από το κάθε εκτάριο με τις λιγότερες δαπάνες εργασίας
και μέσων». Στην πραγματοποίηση των καθηκόντων αυτών αποβλέπουν
τα μέτρα που αποφάσισε το 24ο συνέδριο του Κόμματος. Στο τρέχον
ένατο παντάχρονο σχέδιο αυξάνεται σημαντικά ο εφοδιασμός της αγρο
τικής οικονομίας με μηχανική τεχνική, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέρ
γειας, χημικών λιπασμάτων, οι εκτάσεις με εγγειοβελτιωτικά έργα. Στην
εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής σημαντικό ρόλο παίζει η επι
στήμη και η εφαρμογή των επιτεύξεών της στην παραγωγή.
χώρες αποβλέπει στην πιο αποδοτική αξιοποίηση των οικονομικών και των
φυσικο-κλιματολογικών συνθηκών της κάθε χώρας, με σκοπό να επιτα
χυνθεί και να αυξηθεί η αποδοτικότητα της κοινωνικής παραγωγής, να
ανέβει η ευημερία του λαού. Το παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα οικονο
μίας κάνει εξαγωγές στις αναπτυσσόμενες χώρες με ευνοϊκούς όρους και
τις βοηθάει να αποκτήσουν την οικονομική τους ανεξαρτησία.
γούς, για διάφορες εμπορικές αποστολές, έξοδα για την τήρηση λογαρια
σμών και λογιστηρίου. Τα έξοδα αυτά δεν προσθέτουν στο εμπόρευμα
καμιά αξία και αποτελούν μη παραγωγικές δαπάνες τόσο σε χρήμα όσο
και σε ζωντανή και ενσωματωμένη εργασία. Οι δαπάνες αυτές καλύπτον
ται από το ποσό της υπεραξίας που παράγει η εργασία των μισθωτών
εργατών στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής. Με την ανάπτυξη
του καπιταλισμού τα καθαρά έξοδα κυκλοφορίας αυξάνουν, πράγμα που
επιβαρύνει κυρίως τις λαϊκές μάζες. Τα έξοδα κυκλοφορίας, που δημιουρ-
γούνται από την επέκταση της διαδικασίας της παραγωγής στη σφαίρα
της κυκλοφορίας, περιλαμβάνουν τις δαπάνες που αφορούν τις μεταφο
ρές και τη φύλαξη των κανονικών αποθεμάτων των εμπορευμάτων, τη
συμπληρωματική κατεργασία, την ταξινόμηση και τη συσκευασία τους.
Αυτό το είδος των εξόδων κυκλοφορίας, ως προς τον οικονομικό τους χα
ρακτήρα, δε διαφέρουν από τα έξοδα παραγωγής (βλ. λ.). 0 αυθόρμητος
χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής, οι περιοδικές οικονομικές κρί
σεις, η σκληρή ανταγωνιστική πάλη ανάμεσα στους καπιταλιστές για τις
καταναλωτικές αγορές γίνονται αιτία αύξησης των εξόδων κυκλοφορίας
στον καπιταλισμό. Στην περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, το
μεγαλύτερο μέρος των εξόδων κυκλοφορίας, που συνεχώς αυξάνει, είναι
τα καθαρά έξοδα. Στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, τα έξοδα κυκλοφο
ρίας αποτελούν το ένα τρίτο, περίπου, της αξίας της λιανικής πώλησης και
είναι ένα βαρύ φορτίο για τις πλατιές λαϊκές μάζες. Τα έξοδα κυκλοφορίας
στο σοσιαλισμό είναι οι δαπάνες των εμπορικών οργανισμών για να δια
τεθούν τα εμπορεύματα και να φτάσουν ως τον καταναλωτή. Τα καθαρά
έξοδα στο σοσιαλισμό είναι ένα ασήμαντο μέρος των εξόδων κυκλοφο
ρίας. Το κύριο μέρος των εξόδων κυκλοφορίας στη σοσιαλιστική οικονο
μία αποτελεΐται από συμπληρωματικές δαπάνες που σχετίζονται με την
επέκταση της παραγωγικής διαδικασίας στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Η
αποφυγή των περιττών εξόδων και απωλειών στη σφαίρα της κυκλοφορίας
βοηθάει στην επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικο
νομίας. Τα έξοδα κυκλοφορίας στο σοσιαλισμό είναι σημαντικά χαμηλό
τερα απ' ό,τι στον καπιταλισμό. Παρ' όλα αυτά, στη σφαίρα της κυκλοφο
ρίας κρύβονται μεγάλες εφεδρείες οικονομίας υλικών μέσων και χρημά
των. Η μείωση των εξόδων στη σφαίρα αυτή κατά 1 %, και μόνο, δίνει
οικονομία εκατοντάδες εκατομμύρια ρούβλια. Η μείωση των εμπορικών
δαπανών στο σοσιαλισμό εξαρτάται βασικά από την άνοδο της παραγω
γικότητας της εργασίας στη σφαίρα της κυκλοφορίας, την καλύτερη οργά
νωση της εργασίας, την κάλυψη και υπερκάλυψη των προγραμμάτων εμπο
ρευματικής κυκλοφορίας, την ορθολογιστική αξιοποίηση του χώρου των
καταστημάτων και των αποθηκών.
σεις εκτός από την πώληση των προϊόντων ««πληρώνουν χρέη που είναι
η συνέχεια της παραγωγής. ΓΓ αυτό, τα έξοδα των παραγωγικών επιχει
ρήσεων συμπεριλαμβάνουν ένα μέρος από τα έξοδα που συνδέονται με
την κυκλοφορία, και των εμπορικών επιχειρήσεων ένα μέρος των εξόδων
που συνδέονται με την παραγωγή των προϊόντων. Η διάθεση των προϊόν
των στον καταναλωτή προϋποθέτει τη μεταφορά τους, την αποθήκευση,
τη συσκευασία και μια σειρά άλλων μέτρων. Τα έξοδα γι αυτές τις εργα
σίες είναι συνέχεια της διαδικασίας της παραγωγής στον τομέα της κυκλο
φορίας και σχηματίζουν τα συμπληρωματικά έξοδα της παραγωγής. Οι
δαπάνες για τις εργασίες, που συνδέονται με την αλλαγή της μορφής της
αξίας και που καθορίζονται με την ύπαρξη των εμπορευματοχρηματικών σχέ
σεων, αποτελούν τα καθαρά έξοδα κυκλοφορίας. Τα έξοδα των σοσιαλιστι
κών επιχειρήσεων διαφέρουν βασικά από τα έξοδα παραγωγής των καπιτα
λιστικών, που ενσωματώνουν τις δαπάνες του κεφαλαίου για αγορά μέσων
παραγωγής και αγορά εργατικής δύναμης, Η μείωση των καπιταλιστικών
εξόδων πραγματοποιείτο στη βάση της εκμετάλλευσης των εργατών και
έχει σκοπό την απόσπαση της πιο μεγάλης υπεραξίας. Τα έξοδα παραγωγής
εδώ διαμορφώνονται τυχαία, σαν αποτέλεσμα της σκληρής ανταγωνιστι
κής πάλης ανάμεσα στους καπιταλιστές, και της οικονομικής καταστρο
φής των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Τα έξοδα των σοσιαλιστικών
επιχειρήσεων εκφράζουν τις σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις ανάμεσα
σε ξεχωριστούς οικονομικούς κρίκους και της κοινωνίας στο σύνολό της.
Αυτά είναι συνδεμένα με την παραγωγή των προϊόντων, και είναι αναγκαία
για την ικανοποίηση των αναγκών όλης της κοινωνίας και με την παρου
σίασή τους μέχρι τον καταναλωτή. Η μείωση τους έχει σαν αποτέλεσμα
την επέκταση των κλιμάκων του πρόθετου προϊόντος, που ανήκει σε όλα
τα μέλη της κοινωνίας και χρησιμοποιείται ολοκληρωτικά για τα συμφέ-
ροντά της. Τα έξοδα των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων διαμορφώνονται
σχεδιοποιημένα με τον καθορισμό από το κράτος δαπανών για την εργασία
και τα υλικά αποθέματα. Στις συνθήκες ύπαρξης εμπορευματοχρηματικών
σχέσεων, τα έξοδα των σοσιαλιστικών παραγωγικών επιχειρήσεων παίρ
νουν τη μορφή του κόστους παραγωγής του προϊόντος, και τα έξοδα των
επιχειρήσεων του εμπορίου τη μορφή των εξόδων κυκλοφορίας. Η σχεδιο-
ποιημένη μείωση των εξόδων της κοινωνικής εργασίας στην παραγωγή και
κυκλοφορία των προϊόντων, συντελεί στη μείωση του κόστους του προϊόν
τος και στην άνοδο της αποδοτικότητας των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων.
στην αστική τάξη για την εξόντωση της δουλείας και της δουλοπαροικίας.
Ταυτόχρονα ο ΜπελΙνσκι υποστήριζε πως η Ρωσία δε θα σταθεί στο
καπιταλιστικό στάδιο, γιατί ο καπιταλισμός υποφέρει από πολυάριθμα
ελλατώμστα και αναπόφευκτα θα περάσει στο σοσιαλισμό. Δε γνώριζε
τους σωστούς δρόμους για την επικράτηση του σοσιαλισμού, γι αυτό ο
σοσιαλισμός του ήταν ουτοπικός. Οι σοσιαλιστικές ιδέες του όμως αντα-
ποκρίνονταν στα ζωτικά συμφέροντα της Ρωσίας, στα καθήκοντα του
επαναστατικού ταξικού αγώνα ενάντια στο φεουδαρχικό-δουλοπαροικιακό
σύστημα οικονομίας και το πέρασμα στις νέες παραγωγικές σχέσεις. Στη
δεκαετία 1850-1860 οι επαναστατικές-δημοκρατικές ιδέες προωθήθηκαν
από τον Α.Ι. Χέρτσεν (1812-1870) και τον Ν.Π. Ογκαριόφ (1813-1877),
τους δημιουργούς του ελεύθερου ρωσικού τύπου στο εξωτερικό (Λονδίνο).
Ο Β.Ι. Λένιν αναγνώρισε τη μεγάλη υπηρεσία του Χέρτσεν (Βλ. Άπαντα,τομ.
21, σελ. 258, ρωσ. έκδ.). Το περιοδικό «Καμπάνα» έγινε το κέντρο του αγώ
να ενάντια στη δουλοπαροικία στη Ρωσία. Ο Χέρτσεν και ο Ογκαριόφ
υπέβαλαν σε σκληρή κριτική τη ρωσική δουλοπαροικία, αποδείχνοντας
ότι αυτή είναι η κύρια αιτία για την οικονομική καθυστέρηση της Ρωσίας.
Ο Χέρτσεν απαίτησε το δωρεάν πέρασμα όλης της γης στους αγρότες
και καταλάβαινε, πως η πραγματοποίησή του ήταν δυνατή μόνο με επα
ναστατικό δρόμο. Έτσι εμφανίστηκε σαν ιδεολόγος της αγροτικής επανά
στασης. Ο Β. I. Λένιν υπογράμμισε πως ο Χέρτσεν έπαιξε «τεράστιο ρόλο
για την προετοιμασία της ρωσικής επανάστασης». (Άπαντα, τομ. 21,
σελ. 255, ρωσ. έκδ.). Ο Χέρτσεν έκανε κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα
της Δύσης, στις αντιθέσεις του και έβγαλε το συμπέρασμα ότι θα κατα-
στραφεΙ, και θα αντικατασταθεΙ από τό σοσιαλιστικό. Μη καταλαβαίνον
τας όμως τον ιστορικό ρόλο του καπιταλισμού, κατέληξε στο λαθεμένο
συμπέρασμα, πως η Ρωσία μπορεί να αποφύγει τον καπιταλιστικό δρόμο
ανάπτυξης και ξεκινώντας από αυτό, δημιούργησε τη λαθεμένη του θεω
ρία του «ρωσικού σοσιαλισμού». Πυρήνα του σοσιαλισμού θεωρούσε
λαθεμένα τη ρωσική κοινότητα, χωρίς κάποιες αλλαγές της, προϋποθέ
τοντας πως ο άνθρωπος του μέλλοντος στη Ρωσία θα είναι μουζίκος.
Στο τέλος της ζωής του ο Χέρτσεν παραδέχτηκε τη μεγάλη σημασία της
I Διεθνούς, που καθοδηγούσε ο Κ. Μαρξ, και των ταξικών αγώνων των
εργατών της Δύσης. Από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους της περιό
δου πριν από το Μαρξ ήταν ο Ν. Γ. Τσερνισέφσκι (1828-1889), ιδεολογι
κός εμψυχωτής, εκφραστής των συμφερόντων της αγροτιάς, που αγω
νιζόταν ενάντια στο δουλοκτητικό σύστημα. Το καθοδηγούμενο από αυτόν
περιοδικό «ο Σύγχρονος» (1853-1862) έγινε το κέντρο του κοινωνι-
κο-πολιτικού αγώνα εκείνου του καιρού. Ο Τσερνισέφσκι έκανε πολύ
πλευρη κριτική στο φεουδαρχικό-δουλοπαροικιακό σύστημα της οικονο
μίας της Ρωσίας, υποδείχνοντας σαν μοναδικό δρόμο απελευθέρωσης
των αγροτών, τη δημοκρατική επανάσταση. Το επεξεργασμένο από αυ
τόν οικονομικό πρόγραμμα πρόβλεπε την κατάσχεση της γης των μεγα-
επένδυση κεφ αλαίου 167
τους στις θέσεις κλειδιά της οικονομίας και της πολιτικής ζωής των χω
ρών αυτών.
Επίμορτη κα λλιέρ γεια : Είναι είδος εκμίσθωσης της γης. όπου στο γαιο
κτήμονα καταβάλλεται το ενοίκιο με τη μορφή ορισμένου μεριδίου της
σοδιάς (τού μισού, του ενός τρίτου, του ενός δέκατου κ.λ.π.). Η επίμορτη
καλλιέργεια εμφανίστηκε στη δουλοκτητική κοινωνία αλλά πήρε πλατιά
διάδοση στη φεουδαρχία. Χαρακτήριζε την εξωοικονομική εξάρτηση του
αγρότη που χρησιμοποιούσε τα μέσα παραγωγής που του παραχωρούσε
ο γαιοκτήμονας-φεουδάρχης. Χαρακτηριστικές μορφές επίμορτης καλλιέρ
γειας στη Ρωσία και στη Δυτική Ευρώπη ήταν το φυσικό γεώμορο και η
εκκλησιαστική δεκάτη. Σαν κατάλοιπο του φεουδαρχισμού η επίμορτη
καλλιέργεια διατηρήθηκε στη Ρωσία ως το 20ο αιώνα. 0 Λένιν σημείωνε,
ότι το 1914 η έκταση των γαιών που καλλιεργούσαν οι αγρότες πληρώ
νοντας το μισό της σοδιάς, έφτανε στις διάφορες περιοχές της Ρωσίας το
21-68% των αγροτικών γαιών. Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε ως τις
μέρες μας, ιδιαίτερα στις αποικίες και τις οικονομικά υπανάπτυκτες χώρες,
σαν μορφή εκμετάλλευσης από την αστική τάξη και τους τσιφλικάδες της
φτωχής αγροτιάς. Στις ΗΠΑ η επίμορτη καλλιέργεια χρησιμοποιείται πλα
τιά από τους ιδιοκτήτες φυτειών για την εντατική εκμετάλλευση των φτω
χών αγροτών, ιδιαίτερα των νέγρων.
Εργαλεία παραγω γής: Είναι το βασικό μέρος των μέσων της εργασίας
(βλ. λ.), όπως μηχανές, μηχανισμοί, κινητήρες κ.α., που συμμετέχουν άμε
σα στη διαδικασία της μεταμόρφωσης των αντικειμένων της εργασίας
(βλ. λ.) στα απαραίτητα μέσα παραγωγής (βλ. λ.) και ατομικής κατανά
λωσης. Τα εργαλεία παραγωγής αποτελούν το πιο μεγάλο τμήμα των μέ
σων παραγωγής.
Εργασιακή θεω ρία της αξίας: Η θεωρία που εξηγεί ότι η αξία των εμπο-
μάτων καθορίζεται από την εργασία η οποία αναλώνεται για την παρα
γωγή τους. Η εργασιακή θεωρία της αξίας διατυπώθηκε από τους εκ
προσώπους της αστικής κλασικής πολιτικής οικονομίας (βλ.λ.), Πέττυ
Ουίλλιαμ (βλ.λ.), Σμιθ Άνταμ (βλ. λ.), και Ρικάρντο Νταίηβιντ (β. λ.).
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, όσο πιο πολλή εργασία απαιτεΐται για την
παραγωγή ενός εμπορεύματος, τόσο πιο μεγάλη είναι η αξία του. Στην
εργασία του Ρικάρντο βρίσκουμε δύο επισημάνσεις μεγάλης σημασίας:
ότι η άνοδος της παραγωγικότητας συνδέεται με το ύψος της αξίας και
ότι στη διαμόρφωση της αξίας, η σύνθετη εργασία μπορεΙ να αναχθεΐ σε
απλή εργασία. Στην ανάλυση όλων των οικονομικών κατηγοριών τομ
καπιταλισμού, ο Ρικάρντο εφάρμοσε με συνέπεια τη βασική αυτή αρχή
της αξίας-εργασίας. Ο Μαρξ γράφει, για τη συμβολή του Ρικάρντο στην
επιστημονική ανάλυση της αξίας, τα ακόλουθα: «Η βάση, το αφετηριακό
σημείο της φυσιολογίας του αστικού συστήματος... είναι ο προσδιορι
σμός της αξίας με βάση τον εργάσιμο χρόνο. Από τη θέση αυτή ξεκινά
ο Ρικάρντο και υποχρεώνει την επιστήμη να εγκαταλείψει την παλιά ρου
τίνα και να υπολογίσει κατά πόσο οι υπόλοιπες κατηγορίες που αναπτύσ
σονται και προωθούνται απ’ αυτήν... ανταποκρίνονται ή συγκρούονται με
το αφετηριακό αυτό σημείο... Σ* αυτό ακριβώς έγκειται και η ιστορική ση
μασία της συμβολής του Ρικάρντο στην επιστήμη...» (Κ. Μαρξ και Φρ.
Ένγκελς Άπαντα, τόμος 26, μέρος II, σελ. 178, ρωσ. έκδ.». Η εργασιακή
θεωρία της αξίας όπως διαμορφώθηκε από το Ρικάρντο, έχει ωστόσο
ορισμένες σοβαρές ελλείψεις που εκπήγαζαν κυρίως από τον περιορισμένο
αστικό ορίζοντά του. Οι ελλείψεις αυτές που εξαλείφθηκαν από το Μαρξ,
είναι οι εξής: (α) Ο Ρικάρντο ξεκινούσε από τη θέση ότι η εμπορευμα
τική μορφή των προϊόντων της εργασίας επομένως και η αξία, είναι αιώ
νιες κατηγορίες. Ο Μαρξ απέδειξε ότι τα προϊόντα της εργασίας μετα-
τρέπονται σε εμπορεύματα μόνο σ ’ ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης της
κοινωνίας και στο πλαίσιο συγκεκριμένων παραγωγικών σχέσεων, (β) Ο
Ρικάρντο ανέλυσε την αξία με καθαρά ποσοτική μέθοδο. Ενδιαφερόταν
εργασιακή περίοδος 167
για το μέγεθος της αξίας και δεν ασχολήθηκε για την ποιοτική σχέση με
ταξύ αξίας και εργασίας. Ο Μαρξ, απέδειξε ότι η εργασία που δημιουργεί
την αξ/α χρήσης (βλ. λ.) δεν είναι το Ιδιο πράγμα με την εργασία που
δημιουργεί την αξ/α (βλ. λ.). ΕπισημαΙνοντας την αντίθεση μεταξύ αφη-
ρημένης και συγκεκριμένης εργασίας (βλ. λ ), ο Μαρξ έδωσε τη δυνο-
τότητα να εξαλειφθεΙ η αδυναμία αυτή της εργασιακής θεωρίας της αξίος
του Ρικάρντο. (γ) Ο Ρικάρντο δεν μπόρεσε να κατανοήσει την εσωτε
ρική σχέση ανάμεσα στην αξία και την ανταλλακτική αξ/α (βλ. λ.), που
είναι η αναγκαία μορφή έκφρασής της, ούτε και τη σχέση μεταξύ αξίας
και χρήματος. Πίστευε ότι η σχέση αυτή έχει εξωτερικό χαρακτήρα, και
δεν μπόρεσε γΓ αυτό να αποδείξει για ποιό λόγο η αξία εκδηλώνεται
αναγκαστικά διαμέσου της ανταλλακτικής αξίας και του χρήματος. Και η
αδυναμία αυτή της θεωρίας του Ρικάρντο ξεπεράστηκε χάρη στη διδα
σκαλία του Μαρξ για το διπλό χαρακτήρα της εργασίας (βλ. λ.) και τις
αντιθέσεις ανάμεσα στην ατομική και κοινωνική εργασία, την αφηρημένη
και συγκεκριμένη εργασία, την αξία χρήσης και την αξία.
κεια της εργάσιμης βδομάδας είναι 40-46 ώρες. Ό μως κάτω από τους μ ί
σους όρους κρύβεται εξαιρετικά μεγάλη εργάσιμη μέρα για ορισμένους
εργαζόμενους και υποαπασχόληση είτε μερική ανεργία για άλλους. Η
μείωση της διάρκειας της εργάσιμης μέρας συνοδεύεται με το δυνάμωμα
της εντατικότητας της εργασίας, με την ανύψωση του βαθμού εκμετάλ
λευσης της εργατικής τάξης. Η εργάσιμη μέρα είναι ιδιαίτερα μεγάλη στις
καθυστερημένες χώρες, όπου στην πραγματικότητα δεν έχει καθορισμένη
διάρκεια. Η οικονομική πάλη της εργατικής τάξης των καπιταλιστικών χω
ρών για φυσιολογικούς όρους εργασίας και ειδικότερα για μείωση της
διάρκειας της εργάσιμης μέρας δεν μπορεΙ να βελτιώσει ριζικά την κατά
σταση των εργατών, ενώ εξάλλου οι οικονομικές κατακτήσεις που πέτυ-
χαν δεν μπορούν να είναι σταθερές. Μόνο η κατάργηση του κεφαλαιο
κρατικού συστήματος και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας απο την
εργατική τάξη μπορούν να απελευθερώσουν το προλεταριάτο από το ζυγό
της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και να του δημιουργήσουν κανονικές
συνθήκες εργασίας και ανάπαυσης, μπορούν να επιτρέψουν την πραγμα
τοποίηση βαθμιαίας μείωσης της διάρκειας της εργάσιμης μέρας, ενώ πα
ράλληλα θ’ ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Στις συνθή
κες του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, όλος ο χρόνος εργασίας, τόσο
ο αναγκαίος όσο και ο πρόσθετος, που καταναλώνεται στη διάρκεια της
εργάσιμης μέρας, πηγαίνει προς όφελος των εργαζομένων. Το σοσιαλιστικό
κράτος, ξεκινώντας από τις συγκεκριμένες συνθήκες και τα καθήκοντα
της κομμουνιστικής οικοδόμησης, χρησιμοποιεί διάφορες μορφές περιο
ρισμού τού χρόνου εργασίας: μείωση της διάρκειας της εργάσιμης μέρας,
μείωση του αριθμού των εργάσιμων ημερών της βδομάδας (αύξηση του
αριθμού των ημερών αργίας της βδομάδας), μείωση του αριθμού των εργά
σιμων ημερών του έτους, αύξηση της διάρκειας των αδειών). Η μείωση
της διάρκειας της εργάσιμης μέρας στο σοσιαλισμό διευκολύνει τους όρους
εργασίας και αυξάνει τον ελεύθερο χρόνο (βλ. λ.) των εργαζομένων. Έτσι
δημιουργούνται καλύτερες προϋποθέσεις για την ολόπλευρη ανάπτυξη των
μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας, για την ενεργητική συμμετοχή όλων
των εργαζομένων στην κρατική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώ
ρας. Βασικός μοχλός για τον περιορισμό της διάρκειας της εργάσιμης μέ
ρας στο σοσιαλισμό είναι η ακατάπαυστη άνοδος της παραγωγικότητας
της κοινωνικής εργασίας. Ο περιορισμός της διάρκειας της εργάσιμης μέ
ρας πραγματοποιείται σε συνθήκες καθολικής απασχόλησης όλου του ικα
νού προς εργασία πληθυσμού, ανύψωσης του υλικού επιπέδου ζωής των
εργαζομένων, αύξησης του εργατικού μισθού. Η Σοβιετική Ένωση σημείω
σε μεγάλες επιτυχίες στον περιορισμό της διάρκειας της εργάσιμης μέρας.
Στις πρώτες κιόλας μέρες της εγκαθίδρυσης της σοβιετικής εξουσίας, εκδό-
θηκε διάταγμα για την θωρη εργάσιμη μέρα. Στα 1956-60 καθιερώθηκε για
τους εργάτες και υπάλληλους η 7ωρη εργάσιμη μέρα ενώ για τους εργά
τες των εξορυκτικών κλάδων, θεσπίστηκε η 6ωρη εργάσιμη μέρα με ταυ
170 εργατική αριστοκρατία
Εργατική αρ ισ τοκρ ατία: Το σχετικά μικρό και ανώτερο στρώμα της εργα
τικής τάξης, που συνήθως αποτελεΐται από τους εργάτες υψηλής ειδίκευ
σης των καπιταλιστικών χωρών, που έχουν εξαγοραστεί από την αστική
τάξη με τα υπερκέρδη των μονοπωλίων. Η εργατική αριστοκρατία εμφανί
στηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στην ΑγλλΙα, όπου η αστική τάξη απο
λάμβανε τεράστια έσοδα από την ανελέητη εκμετάλλευση των αποικιακών
χωρών. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού δημιουργείται η οικονομική βάση για
την εξαγορά των ανώτερων στρωμάτων της εργατικής τάξης σε μια σειρά
ιμπεριαλιστικές χώρες. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο πραγματοποιεί αυτή την
εξαγορά με διάφορες μεθόδους: υψώνοντας τον εργατικό μισθό ορισμένων
εργατών, παρέχοντας συμφέρουσες «θεσούλες» στην εργατική αριστοκρα
τία, στην εργατική γραφειοκρατία, στους κρατικούς υπάλληλους και τους
υπάλληλους των συνεταιρισμών, που είναι μέλη των οππορτουνιστικών
κομμάτων και των συνδικάτων, κάνοντάς τους συμμέτοχους στα κέρδη
τους κλπ. Η ιμπεριαλιστική αστική τάξη και οι απολογητές της, εξαγορά
ζοντας ένα τμήμα του προλεταριάτου, επιδιώκουν να διασπάσουν την
εργατική τάξη, να διαφθείρουν τη συνείδησή της. Η ιμπεριαλιστική αστική
τάξη, υπογραμμίζει το πρόγραμμα του ΚΚΣΕ, «χρησιμοποιεί την εξαγορά
του ανώτερου στρώματος των συνδικάτων, των συνεταιριστικών και άλ
λων οργανώσεων, μεγαλώνει την εργατική γραφειοκρατία, παρέχοντάς
της επικερδείς θέσεις στη βιομηχανία, στις δημοτικές υπηρεσίες, στον κρα
τικό μηχανισμό». Η διαμόρφωση της εργατικής αριστοκρατίας διασπά την
ενότητα της εργατικής τάξης. Η εργατική αριστοκρατία και η εργατική γρα
φειοκρατία, που παίρνουν ένα μερίδιο από τα μεγάλα κέρδη της μονοπω
λιακής αστικής τάξης, είναι το βασικό κοινωνικό στήριγμα των δεξιών σο
σιαλιστών, του οππορτουνισμού στο εργατικό κίνημα, μεταφέρουν την
αστική επίδραση στο προλεταριάτο. Με την ένταση της ταξικής πάλης
και την ωρίμανση της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης, με το δυνά
μωμα της επίδρασης και του ρόλου των κομμουνιστικών και εργατικών κομ
μάτων, η εργατική αριστοκρατία χάνει συνεχώς τα στηρίγματά της στις μά
εργατική δύναμη 171
ζες. Στο σύγχρονο στάδιο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, η χρηματι-
στική ολιγαρχία ιδιαίτερα σε χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Δημο
κρατία της Γερμανίας, η Αγγλία, η Γαλλία κ.α., παράλληλα με τις μεθόδους
της βίας και των διώξεων κατά της εργατικής τάξης και του επαναστατικού
κινήματος, χρησιμοποιεί και διάφορες άλλες μεθόδους για την εξαπάτηση
και την αποσύνθεση της εργατικής τάξης και των οργανώσεών της.
|η της στρατιάς των ανέργων, που πιέζει την αγορά εργασίας. Με τη μείω
ση του εργατικού μισθού, οι καπιταλιστές επιδιώκουν να περιορίσουν στο
ελάχιστο τις υλικές και πνευματικές ανάγκες των εργατών. Η αξία χρή
σης του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», συνίσταται στην ικανότητα του
εργάτη να δημιουργεί, στη διαδικασία της εργασίας, περισσότερη αξία από
την αξία που έχει η Ιδια η εργατική δύναμη, δηλ. να δημιουργεί υπεραξία.
Η ικανότητα του εργάτη να δημιουργεί υπεραξία είναι αυτό που βασικά
ενδιαφέρει τον καπιταλιστή. Μόνο γι αυτή την ιδιότητα της, ο καπιταλι
στής βλέπει να έχει νόημα η αγορά της εργατικής δύναμης και η χρησι
μοποίησή της. Στη σοσιαλιστική κοινωνία, η εργατική δύναμη δεν αποτε-
λεΙ εμπόρευμα. Χάρη στην κυριαρχία της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέ
σα παραγωγής, οι εργαζόμενοι της σοσιαλιστικής κοινωνίας είναι εδώ οι
κύριοι όλου του πλούτου. Οι σχέσεις ανάμεσα στους εργάτες και το σοσια
λιστικό κράτος, και τις συνεταιριστικές ενώσεις, διαμορφώνονται με βάση
τη σχεδιοποιημένη αξιοποίηση των εργατικών πόρων προς το συμφέρον
όλης της κοινωνίας. Οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις δημιουργούν
τις δυνατότητες για την ολόπλευρη ανάπτυξη των σωματικών και πνευ
ματικών δυνάμεων των εργαζομένων, για τη συνεχή ανύψωση του πολιτι
στικού και τεχνικού επιπέδου, καθώς και της υλικής ευημερίας τους.
via, που ήταν ο βασικός μέτοχος, καθώς και π Δανία έφυγαν από την ΕΖΕΣ
και μπήκαν στην ΕΟΚ, πράγμα που σήμαινε την καταστροφή της ζώνης,
αν και τυπικά εξακολουθεί να υπάρχει. Οι χώρες που έμειναν στην ΕΖΕΣ
αναγκάστηκαν να υπογράψουν συμφωνία με την ΕΟΚ για τη δημιουργία
στα 1984 ζώνης ελεύθερου εμπορίου για τα βιομηχανικά εμπορεύματα.
αξίας και του κεφαλαίου του Ντ. Ρικάρντο οπ’ αφορμή τις νεώτερες ερμη
νείες». Ο Κ. Μαρξ έγραψε για την εργασία αυτή του ΖΙμπερ: «Ήδη από
το 1871, ο κ. Ν. ΖΙμπερ. καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστή
μιο του Κιέβου, στην εργασία του «Η θεωρία της αξίας και του κεφαλαίου
του Ντ. Ρικάρντο», έδειξε ότι η θεωρία μου της αξίας, του χρήματος και του
κεφαλαίου είναι, στα βασικά χαρακτηριστικά της, η ανογκαίο, παραπέρα
ανάπτυξη της θεωρίας του Σμιθ και του Ρικάρντο. Κατά την ανάγνωση αυ
τού του πολύτιμου βιβλίου, ο ΔυτικοευρωπαΙος αναγνώστης εντυπωσιάζε
ται ιδιαίτερα από τη συνέπεια με την οποία διατυπώνεται, απ' την αρχή ως
το τέλος, η καθαρά θεωρητική άποψη του συγγραφέα». Το 1885 η εργα
σία αυτή, μετα οπό ριζική επεξεργασία, επανεκδόθηκε με τίτλο «Ο Ντ.
Ρικάρντο και ο Κ. Μαρξ στις κοινωνικο-οικονομικές μελέτες τους». Στην
εργασία αυτή ο ΖΙμπερ παρουσιάζει λεπτομερειακά τον I τόμο του «Κεφα
λαίου». Από τις άλλες εργασίες του ΖΙμπερ η πιο ενδιαφέρουσα είναι τα
«Δοκίμια για τον πρωτόγονο οικονομικό πλουτισμό» (1883). Το βιβλίο
αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη διάδοση των μαρξιστικών ιδεών στη Ρω
σία. Ο ΖΙμπερ αντιμετώπιζε δραστήρια τους «κριτικούς» του Κ. Μαρξ (Γ.Κ.
Ζουκόφσκυ, Μπ. Ν. Τσιτσέριν) και εκλαΐκευε στα έργα του το περιεχόμενο
των οικονομικών εργασιών του Κ. Μαρξ. Όμως, ο ΖΙμπερ δεν καταλάβαινε
το επαναστατικό νόημα του μαρξισμού, δεν αντιλαμβανόταν την ποιοτική
διαφορά της θεωρίας του Μαρξ από εκείνη του Ρικάρντο. θεωρούσε ότι
για την αντικατάσταση του καπιταλισμού από το νέο κοινωνικό σύστημα,
αποφασιστική σημασία έχει όχι η ταξική πάλη, αλλά ο εκδημοκροτισμός
του αστικού κράτους και η ειρηνική δραστηριότητα των συνεταιριστικών
οργανώσεων.
την εργατική δύναμη, υποσκάπτουν και καταστρέφουν την υγεία των εργα
ζομένων. Στη σοσιαλιστική κοινωνία, η ζωντανή εργασία έχει απελευθερω
θεί από κάθε εκμετάλλευση, οι εργαζόμενοι εργάζονται για τον εαυτό τους,
για την κοινωνία τους. Η αποδοτικότητα της ζωντανής εργασίας εξαρτάται
από το επίπεδο ανάπτυξης τόσο των μέσων παραγωγής όσο και των Ιδιων
των παραγωγών. Με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής και την
εφαρμογή των επιτεύξεών τους στην παραγωγή, η ζωντανή εργασία απο
κτά την ικανότητα, με τα Ιδια διαστήματα εργάσιμου χρόνου, να θέτει σε
ενέργεια όλο και περισσότερα μέσα παραγωγής, πράγμα που σημαίνει ότι
στη μονάδα του προϊόντος, ο εργάσιμος χρόνος μικραίνει, ενώ αυξάνει ο
αριθμός των υλικών αγαθών που παράγονται στη μονάδα του χρόνου.
Στην αστική κοινωνία, η αύξηση της αποδοτικότητας της ζωντανής εργα
σίας συνοδεύεται από τον πλουτισμό των καπιταλιστών και τη χειροτέ
ρευση της θέσης των εργαζομένων. Στο σοσιαλισμό, η αύξηση της απο
δοτικότητας της ζωντανής εργασίας είναι προϋπόθεση υλικής ανόδου και
πολιτιστικής ευημερίας όλου του λαού, αύξησης του πλούτου της κοινω
νίας και μέσο μείωσης της εργάσιμης μέρας. Η δημιουργία της υλικοτε-
χνικής βάσης του κομμουνισμού θα ανεβάσει σημαντικά την αποδοτικό
τητα της ζωντανής εργασίας, θα αυξήσει την παραγωγικότητά της ως το
σημείο όπου όλες οι πηγές του κοινωνικού πλούτου θα ξεχυθούν σαν χείμ-
μαρος, ενώ η Ιδια η ζωντανή εργασία, σαν όρος και μέσο πολύπλευρης
ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας, θα μετατραπεΙ σε πρώτη
ζωτική ανάγκη του κάθε μέλους της κοινωνίας.
Η
Η θική φ θορά τω ν μέσ ω ν εργασίας: Είναι η απώλεια της αξίας (βλ.λ.)
τους εξαιτίας της ανόδου της παραγωγικότητας της εργασίας και της τε
χνικής προόδου (βλ. λ.). Η ηθική φθορά εμφανίζεται με δύο μορφές. Η
πρώτη της μορφή εμφανίζεται όταν μηχανές της Ιδιας κατασκευής, με την
πάροδο ορισμένου χρόνου, επειδή έχει ανέβει η παραγωγικότητα της εργα
σίας, αρχίζουν να παράγονται φθηνότερα. Η δεύτερη μορφή της ηθικής
φθοράς αναδύεται, όταν εμφανίζονται στην κοινωνία νέα, πιο παραγωγικά
και οικονομικά τεχνικά μέσα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, τα υπάρχοντα
τεχνικά μέσα, ενώ ακόμη δεν έχουν υποστεΙ φυσική φθορά και είναι από
λυτα κατάλληλα για εκμετάλλευση, να απαρχαιώνονται και να αρχίζουν να
παρεμποδίζουν την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. ΓΓ αυτό τα
παλιά τεχνικά μέσα είτε αντικαθίστανται με νέα τελειότερα, είτε τελειοποι
ούνται, με την αντικατάσταση ορισμένων εξαρτημάτων (γίνεται εκσυγχρο
νισμός). Η ηθική φθορά των μέσων εργασίας είναι αντικειμενική οικονο
μική κατηγορία πού πηγάζει από τον οικονομικό νόμο της ανόδου της
παραγωγικότητας της εργασίας και την επιστημονικοτεχνική πρόοδο. Στα
διάφορα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα, η ηθική φθορά εμφανίζεται δια
φορετικά. Στον καπιταλισμό, η ηθική φθορά των μέσων της εργασίας οδη
γεί στην ένταση των ανταγωνιστικών αντιθέσεων. Η αντικατάσταση του
τεχνικού εξοπλισμού, που έχει υποστεΙ ηθική φθορά, γίνεται αυθόρμητα,
με σκοπό την αύξηση του κέρδους των καπιταλιστών σε συνθήκες σκλη
ρής ανταγωνιστικής πάλης. Τα μέσα εργασίας, που έχουν απαρχαιωθεΙ
ηθικά, πετιούνται και καταστρέφονται, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομι
κών κρίσεων, όταν γίνεται ανανέωση των πάγιων κεφαλαίων. Η ηθική
φθορά στον καπιταλισμό δυναμώνει την εκμετάλλευση των εργατών, κα
ταστρέφει πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, είτε τις κάνει να κατα
βροχθίζονται από τις μεγάλες. Για να μειωθεί η ζημιά από την ηθική φθορά
και να επιστραφούν, όσο το δυνατό συντομότερα, τα έξοδα για τεχνικό
εξοπλισμό, οι καπιταλιστές επιδιώκουν να ανεβάζουν τα ετήσια ποσοστά
αποσβέσεων, να εφαρμόζουν περισσότερες βάρδιες εργασίας, να υψώ
νουν τον βαθμό της ενταντικότητας της εργασίας των εργατών, να μεγα
λώνουν την εργάσιμη μέρα, δηλαδή επιδιώκουν να ελαττώνουν τη ζημιά
από την ηθική φθορά του πάγιου κεφαλαίου σε βάρος των εργαζόμενων
μαζών. Στο σοσιαλισμό, η αντικατάσταση του απαρχαιωμένου τεχνικού
εξοπλισμού με νέο, πιο παραγωγικό, πραγματοποιείται με σκοπό την πλη
ρέστερη ικανοποίηση των αυξανόμενων αναγκών της κοινωνίας και γίνε
ηθ ική φ θορ ά τω ν μέσ ω ν εργασίας 183
την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων η οποία πηγάζίΐ τάχα από τη φύση του
ανθρώπου, τις συνήθειές του. (2) Την κοινωνικονομική (Τζ. Κόμμανς), που
εξετάζει τις νομικές σχέσεις σαν συντελεστές που καθορίζουν την κοινω-
νικο-οικονομική ουσία των παραγωγικών σχέσεων του καπιταλισμού και
που ατηριζόμενες στο νομικό φετιχισμό, αποκρύβουν την εκμεταλλευτική
φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και απεικονίζουν τις σχέ
σεις εργασίας και κεφαλοίου σαν κάποιες ισότιμες από νομική άποψη σχέ
σεις, πράγμα που οδηγεί στην «κριτική» του καπιταλισμού με την επίκριση
μόνο μερικών πλευρών απαράδεκτης ανισότητας. (3) Την εμπειρική (Γ.
Μίτσελ) η οποία προσπαθεί να επεξεργαστεί στατιστικές μέθοδες στή
ριξης μιας σειράς καπιταλιστικών φαινομένων (οικονομικοί κύκλοι, κρί
σεις, ρυθμοί της οικονομικής ανόδου κ.α.). (4) Την παραγωγικο-φετιχική
(Τζων Γκολμπραίηθ) που στοχεύει στην απολογιστική εξήγηση της κοινω-
νικο-οικονομικής ουσίας του σύγχρονου καπιταλισμού με τη βοήθεια του
φετιχισμού της σύγχρονης μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής, των φαινο
μένων της σύγχρονης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης. Η τάση αυτή
αγνοεί την εκμεταλλευτική ουσία των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέ
σεων, τη βασική διαφορά του καπιταλιστικού και σοσιαλιστικού κοινω
νικού συστήματος, προσπαθώντας να προβάλει τα γνωρίσματα της προ-
παγανδιζόμενης βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής κοινωνίας (βλ. θεω
ρία της «βιομηχανικής κοινωνίας») άμεσα από τις ιδιομορφίες της σύγχρο
νης μεγάλης παραγωγής. Στα 1960-1970 ο ρόλος της θεσμικής σχολής
αναπτύχθηκε κοι είναι μια από τις σοβαρότερες εκδηλώσεις του βαθέμα-
τος της κρίσης που αγκολιάζει τη σύγχρονη αστική οικονομική σκέψη.
κλπ. Παρ' όλα αυτά, στην πράξη, οι αστοί θεωρητικοί δεν τραβούν μα-
κρύτερα από τις επιμέρους μεταρρυθμίσεις, από μεμονωμένες προτάσεις,
που με την εφαρμογή τους επιδιώκεται να σταθεροποιηθεί η αστική κοι
νωνία. Η θεωρία της «βιομηχανικής κοινωνίας» υπηρετεί τα συμφέροντα
του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου, αμβλύνει την ταξική συνείδηση
των εργαζομένων, τους αποσπά από την ενεργητική πάλη για την εξάλειψη
της κυριαρχίας της μονοπωλιακής αστικής τάξης.
θ εω ρ ία της «δημοκρ ατικοποίησης του κεφ αλαίο υ» : Είναι μια από τις
απολογητικές θεωρίες της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας και
κοινωνιολογίας για τη «μεταμόρφωση του καπιταλισμού», που διαφημί
ζεται πλατιά στις ΗΠΑ, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, τη Σουηδία
και σε μια σειρά άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όχι μόνο από
τους φανερούς ιδεολογικούς εκπροσώπους της μονοπωλιακής αστικής
τάξης, αλλά και από την πλειοψηφία των ηγετών των δεξιών σοσιαλιστι
κών και ρεφορμιστικών κομμάτων του καπιταλιστικού κόσμου. Το νόημα
της θεωρίας αυτής είναι ότι εφόσον στη σύγχρονη εποχή μια από τις βα
σικές μορφές οργάνωσης των καπιταλιστικών επιχειρήσεων είναι οι μετο
χικές εταιρίες (βλ. λ.) και η διάθεση των μετοχών ανάμεσα στον πληθυ
σμό, συμπεριλαμβανόμενων των εργατών και των υπαλλήλων, έχει σχε
τικό πλατιά διάδοση, γΓ αυτό δήθεν η ιδιοκτησία των μετοχικών εταιριών
του είδους αυτού, ανήκει ήδη όχι μόνο στην περιορισμένη ομάδα των κε
φαλαιοκρατών, αλλά και στις πλατιές μάζες των εργαζομένων, και σε πρώ
τη σειρά, στους εργάτες και υπαλλήλους της επιχείρησης αυτής. Ακριβώς
στη βάση αυτή, οι προπαγανδιστές της θεωρίας της «διασποράς της ιδιο
κτησίας», παρά τις πραγματικές διαδικασίες που χαρακτηρίζουν το σύγ
χρονο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, καταλήγουν στο συμπέρασμα
της «δημοκρατικοποίησης του κεφαλαίου», της «αποκέντρωσης της ιδιο
κτησίας» και της «διασποράς» της στα χέριο ενός συνεχώς αυξανόμενου
αριθμού μικρών μετόχων. Οι μεγάλες μονοπωλιακές ενώσεις, είναι αλήθεια
ότι συχνά καταφεύγουν στην έκδοση μικρών, των λεγάμενων «λαϊκών»
μετοχών». Όμως το μονοπωλιακό κεφάλαιο ενεργώντας έτσι κινείται όχι
από φιλανθρωπικά κίνητρο, αλλά από τη δίψα του κέρδους, από την επι
δίωξη να προσελκύσει τα χρήματα των εργαζόμενων μαζών, με σκοπό
να μεγαλώσει την οικονομική του δύναμη, και παράλληλα να τούς απο
βλακώσει και να τους αποσπάσει από την ταξική πάλη. Η προσέλκυση του
χρήματος των μικρών μετόχων, στη σύγχρονη εποχή, είναι εξαιρετικά
συμφέρουσα για το χρηματιστικό κεφόλαιο. για τον απλούστατο λόγο ότι
επιτρέπει στους μεγάλους μετόχους να κατέχουν, με σχετικό μικρά ποσά,
το πακέτο ελέγχου μετοχών (βλ. λ.) και να εξουσιάζουν όλη την επι
χείρηση. Στις σύγχρονες συνθήκες, είναι αρκετό για τους μεγιστάνες του
χρηματιστικαύ κεφαλαίου των ΗΠΑ και κατέχουν ένα ασήμαντο ποσο
στό μετοχών για να κυριαρχούν σε τέτοιες γιγάντιες ενώσεις του καπιτα
190 θεω ρία της «επανάστασης στα εισ οδήματα»
θ ε ω ρ ία της «επανάστασης στα εισ οδήματα»: Μια από τις πιο μοντέρ
νες θεωρίες της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας για τη «μεταμόρ
φωση του καπιταλισμού», που προπαγανδίζεται μετά το 1950, τόσο από
τους ιδεολογικούς εκπροσώπους της μονοπωλιακής αστικής τάξης όσο
και από τους δεξιούς σοσιαλιστές και αστούς ρεφορμιστές. Το νόημα της
θεωρίας αυτής είναι ότι στη μεταπολεμική περίοδο, χάρη, τάχα, στο «ρυ
θμιστικό ρόλο του κράτους» αναδιανέμεται το εθνικό εισόδημα διαμέσου
του φορολογικού συστήματος, προς όφελος των στρωμάτων του πληθυ
σμού που έχουν χαμηλές αποδοχές, ότι τάχα σε μια σειρά αναπτυγμένες
καπιταλιστικές χώρες έγινε «επανάσταση», δηλ. συντελέστηκε μια ουσία-
θεω ρία της επανάστασης τω ν «διευθυντών» 191
στική αλλαγή στα εισοδήματα όλων των κοινωνικών ομάδων του πληθυ
σμού, ότι, δήθεν, εξαφανίζονται οι οικονομικές διαφορές ανάμεσα στην
αστική τάξη και τους εργαζόμενους και μάλιστα πως τάχα εμφανίστηκε
μια ενιαία «μεσαία τάξη». Η επίσημη στατιστική των καπιταλιστικών χω
ρών, παρά την προκατάληψή της, ανατρέπει εντελώς τον απατηλό χαρα
κτήρα της θεωρίας αυτής, καθώς και το αντιδραστικό της νόημα. Στην
πραγματικότητα ο σύγχρονος καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια πρω
τοφανέρωτη ταξική πόλωση και τεράστιες διαφορές στην περιουσιακή
κατάσταση: από τη μια συγκέντρωση τεράστιου πλούτου στα χέρια λίγων
και από την άλλη φτώχεια και οξύτατες ανάγκες για τα εκατομμύρια των
εργαζομένων. Στις ΗΠΑ το 1 % του πληθυσμού κατέχει σήμερα τα 60%
περίπου όλου του εθνικού πλούτου της χώρας. Ταυτόχρονα, όπως ομο
λογεί ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζόνσον, πάνω από 32 εκατομμύρια
Αμερικανοί ζούν σε συνθήκες υπερβολικής φτώχειας. Αυτή η περιουσιακή
ανισότητα ενισχύεται από τη μόνιμη αύξηση του κόστους της ζωής, από
τις περιοδικές πτώσεις του πραγματικού μισθού εργασίας της εργατικής
τάξης, από τη χρόνια ανεργία, από την αύξηση των χρεών των καταναλω
τών, από τη συνεχή άνοδο της εντατικότητας της εργασίας και το δυνά
μωμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Στο σύνολό της, η θεωρία
της «επανάστασης στα εισοδήματα», της εξάλειψης των περιουσιακών δια
φορών ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους κεφαλαιοκράτες, αποτελεΙ
επινόηση των ιδεολογικών εκπροσώπων της μονοπωλιακής αστικής τά
ξης, που αποβλέπει στη διαιώνιση της κυριαρχίας του μονοπωλιακού κε
φαλαίου, στην εδραίωση του μύθου πως η φτώχεια και η δυστυχία θα εξα-
λειφθούν, στη διάδοση ανάμεσα στους εργαζόμενους των καπιταλιστικών
χωρών της αυταπάτης πως θα σβύσουν οι ταξικές διαφορές ανάμεσα στους
εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες και, σαν συνέπεια όλων αυτών, πως είναι
αναγκαία η «ταξική συνεργασία» του προλεταριάτου με την αστική τάξη.
της ατομικής ιδιοκτησίας, στη αδιαίρετη κατοχή του πακέτου ελέγχου των
μετοχών των καπιταλιστικών εταιριών, καθώς και στον έλεγχο των πηγών
χρηματοδότησής τους.
αυτά διαφέρουν επίσης στη μεθοδολογία τους. Η θεωρία της «νέας βιομη
χανικής κοινωνίας» με αρκετή συνέπεια προσπαθεί να στηριχθεΙ στη σχε
τικά νέα για την αστική πολιτική οικονομία μέθοδο της αιτιοκρατίας, την
εποχή που οι θεωρητικοί της «μικτής οικονομίας», στην πλειοψηφία τους,
είναι οπαδοί της υποκειμενικής μεθοδολογίας. Τα δύο ρεύματα στις θεω
ρίες του «μετασχηματισμού» ξεχωρίζουν σε ορισμένο βαθμό και στις σχέ
σεις τους προς το σοσιαλισμό. Αν ο Γκαλμπραίηθ και οι οπαδοί του φλερτά
ρουν με το σοσιαλισμό, οι «ορθόδοξοι» αντίθετα δεν κρύβουν τη ριζική
αντίθεσή τους στο σοσιαλισμό. Στις θεωρίες του «μετασχηματισμού» μπο
ρούν να συμπεριληφθούν επίσης οι θεωρίες: της «δημοκρατικοποίησης
του κεφαλαίου», των «σταδίων της κοινωνικής ανάπτυξης», της «σύγκλη
σης των δύο συστημάτων» (βλ. θεωρία της «σύγκλισης»).
πραγματοποιείται τόσο από τό κρότος, όσο και από τους ιδιωτικούς θε
σμούς, αποκλειστικό με σκοπό την ανύψωση της «κοινωνικής ευημερίας
των λαών». Κατά τη γνώμη τους, στον 20ο αιώνα πραγματοποιήθηκε
επανάσταση στις λειτουργίες του αστικού κράτους που είχε σαν αποτέ
λεσμα οι οικονομικές και κοινωνικές του δραστηριότητες να μπορούν να
εξαλείψουν τις εμφανιζόμενες αντιθέσεις και να εξασφαλίσουν μια ανάπτυ
ξη χωρίς κρίσεις και με υψηλούς και σταθερούς ρυθμούς ανόδου. Πρό
κειται για μια αναθεωρητική ερμηνεία (βλ. θεωρία της «μεταμόρφωσης
του καπιταλισμού») που την επεξεργάστηκαν ιδεολόγοι του δεξιού αγγλι
κού φιλελελευθερισμού (Ε. Κροσλέντ, Ντ. Στρέτσι). Νεώτερη ερμηνεία εί
ναι η θεωρία του Αμερικανού οικονομολόγου Ρ. Σόλοου που δημιούρ
γησε ένα οικονομικό μοντέλο για τις ΗΠΑ, με τέσσερις τομείς, που απο-
τελεΙ τάχα τον αρμονικό συνδυασμό διάφορων ειδών οικονομίας και μορ
φών οικονομικής οργάνωσης με καθορισμένο ρόλο του κράτους. Βασικό
μεθοδολογικό ελάττωμα της θεωρίας της «μικτής οικονομίας» είναι η τυ
πική, νομική προσέγγιση των παρατηρούμενων φαινομένων. Σύμφωνα με
τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, στην κοινωνία που βασίζεται στην ατο
μική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το ιδιωτικό και κρατικό νοικοκυ
ριό αποτελούν την ενιαία καπιταλιστική οικονομία. Ριζικό λαθεμένη είναι
και η αντίληψη για τον καθοριστικό ρόλο του κράτους στην καπιταλιστική
οικονομία, εφόσον στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, ο αποφασιστι
κός ρόλος ανήκει στα μονοπώλια. Οι αστοί θεωρητικοί προβάλλουν υπέρ
μετρα τη σημασία των κρατικών-κοινωνικών μέτρων, αγνοώντας το γε
γονός ότι αυτά παίρνονται κάτω από την πίεση των εργαζομένων, και
διαστρεβλώνουν την ουσία για τη δραστηριότητα των μονοπωλίων που
κατευθύνεται στο δυνάμωμα της εκμετάλλευσης. Γενικά η τάση των θεω
ρητικών της «μικτής οικονομίας» να εμφανίσουν τον κρατικομονοπωλιακό
καπιταλισμό για νέα, μη καπιταλιστική κοινωνία, σχεδόν σοσιαλιστική,
όπου κυριαρχεί τάχα η «αρμονία συμφερόντων», είναι μια από τις μορφές
προπαγάνδας του καπιταλισμού, που στοχεύει στην απομάκρυνση των
εργαζομένων από τον ταξικό αγώνα.
ερμηνείας για την ανατττυξιακή θεωρία. Οι ιδρυτές της και οι κυριότεροι αντι
πρόσωποί της είναι ο Άγγλος οικονομολόγος. Ρ. Χάρροντ και ο Αμερικάνος
οικονομολόγος Ε. Ντόμαρ. Σύμφωνα με τις κεϋνσιανές οπόψεις, σοβαρότατο
ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη παίζει η διαμόρφωση της ζήτησης, ιδιαί
τερα της ζήτησης για επένδυση κεφαλαίων. Τα μοντέλα που δημιουργήθη-
καν από τους κεϋνσιανούς οικονομολόγους, οδήγησαν στα παροκάτω
συμπεράσματα: η συσσώρευση είναι ο κύριος στρατηγικός συντελεστής
και η βασική παράμετρος της ρύθμισης για τη μακροχρόνια ανάπτυξη. Οι
ρυθμοί ανάπτυξης είναι σταθεροί, αν είναι σταθερό το τμήμα των αποτα
μιεύσεων οπό έσοδα και ο δείκτης κεφαλαίου (ο «εγγυημένος ρυθμός
ανάπτυξης»). Αυτή όμως η σταθερότητο δε θεμελιώνεται αυτόματα. Η
απόκλιση του προγματικού ρυθμού ονάπτυξης από τον εγγυημένο, γεν
νούν κυκλικές ταλαντώσεις. Η υποστήριξη της σταθερής ανάπτυξης απαι
τεί την κρατική ανάμειξη για να ρυθμιστεί η αποτελεσματική ζήτηση. Προς
το τέλος της δεκαετίος του 1950, τα προβλήματα της οικονομικής ανά
πτυξης τα επεξεργάστηκαν οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι, που προώθη
σαν τις δικές τους, τάχα πιο ρεαλιστικές ερμην(ες της θεωρίας της οικονο
μικής ανάπτυξης. Σαν βάση τέθηκε η παραγωγική λειτουργία που χαρα
κτηρίζει τη σύνδεση ανάμεσα στα έξοδα γιο οικονομικά αποθέματα και
την παραγωγή του προϊόντος. Στη βάση των διάφορων παραγωγικών
λειτουργιών τέθηκε ολόκληρο σύστημα δεικτών, που χαρακτηρίζουν την
εξάρτηση ανάμεσα στα έξοδα και την παρογωγή των προϊόντων, και ανά
μεσα στα Ιδια τα έξοδα- δημιουργήθηκε σύστημα ποσοτικών χαρακτηρι
στικών γιο την εκτίμηση της οικονομικής επίδρασης της τεχνικής προόδου
στην οικονομική άνοδο. Ταυτόχρονα, η νεοκλασική θεωρία της ονάπτυξης
προσπάθησε να αποδείξει ότι η οικονομία του κοπιταλισμού είναι τάχα
εσωτερικά σταθερή, κατέχει τους αναγκαίους μηχανισμούς για την αυτό
ματη αποκατάσταση της κλονισμένης ισορροπίας και η κρατική ανάμειξη
στην οικονομία πρέπει να περιοριστεί κυρίως στη σφοίρα της πιστωτικο-
χρηματικής πολιτικής. Ο εξαιρετικά αφηρημένος χορακτήρος των μοντέ
λων της οικονομικής ανάπτυξης, η στενότητα αντιμετώπισής της και η
οντιπραγματικότητο των αρχικών υποθέσεών της, ήτον οι κύριες αιτίες για
να βρεθεί σήμερα η θεωρία σε κατάσταση βαθιάς κρίσης. Χρεοκόπησε η
θεμελιοκή ιδέα της οικονομικής ονάπτυξης σον παράγοντα ικανού να λύ
σει, στις συνθήκες του καπιταλισμού, τέτοια ριζικά προβλήματα, όπως η
αύξηση της απασχόλησης, η ελάττωση της κοινωνικής ονισότητας, η άνο
δος του επιπέδου της ζωής όλων των στρωμάτων του πληθυσμού. Στις
συνθήκες της εκλογής της κοθαρά ποσοτικής ανόδου, οι αστοί οικονο
μολόγοι όλο και συχνότερα προωθούν την καλυτέρευση της «ποιότητας
ζωής» (βλ. θεωρία της «ποιότητας ζωής»), Η αβασιμότητα της θεωρίας
της οικονομικής ανάπτυξης φαίνεται κοι από τη σκοπιά των πρακτικών
συμβουλών που προτείνει. Από αυτή διαμορφώθηκαν δύο βασικές κα
τευθύνσεις της κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης της οικονομικής ανάπτυ
θεω ρία της «οριακής παραγωγικότητας» 197
που θεωρούν σαν αδύνατη τη μέτρηση του απόλυτου μεγέθους της «ορια
κής χρησιμότητας» και γι αυτό προτιμούσαν να χρησιμοποιηθεί η μέθο
δος της τακτικής αντιπαράθεσης των προτιμήσεων. [Τζ. Χικς (Αγγλία),
Π. Σάμουελσον (ΗΠΑ) κ.α.]. Οι θεωρητικοί της «οριακής χρησιμότητας»
αρνούνται απόλυτα την αξία σαν έκφραση της κοινωνικά αναγκαίας εργα
σίας, αγνοούν τον αντικειμενικό χαρακτήρα των νόμων της οικονομικής
ανάπτυξης, δεν παραδέχονται τον καθοριστικό ρόλο της παραγωγής, υπο-
καθιστούν τις παραγωγικές σχέσεις με τις ανταλλακτικές. Η αντιδραστική
ουσία της θεωρίας της «οριακής χρησιμότητας» συνίσταται στην προσπά
θεια να συγκαλύψει την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, να
σκεπάσει την πηγή της υπεραξίας (την απλήρωτη εργασία του εργάτη),
να διαστρεβλώσει όλη την κοινωνική-ταξική δομή της καπιταλιστικής κοι
νωνίας. Η μαρξιστική-λενινιστική πολιτική οικονομία έδειξε ότι είναι επιστη
μονικά αβάσιμη η θεωρία της «οριακής χρησιμότητας», απέδειξε τις αντα
γωνιστικές αντιθέσεις της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Έτσι δεν είναι
αυθαίρετες οι εκτιμήσεις των αναγκών του ανθρώπου. Καθορίζονται από
την ικανότητα πληρωμής του ατόμου, που με τη σειρά της εξαρτάται από
τη θέση στην παραγωγή του ενός ή του άλλου εργαζόμενου, και αντί
στοιχα από τις σχέσεις διανομής. Το ρίξιμο στη λήθη πραγματικών κοι
νωνικών διαδικασιών οδηγεί τους θεωρητικούς της «οριακής χρησιμότη
τας» στη διαμόρφωση αφηρημένων σχημάτων χωρίς περιεχόμενο, που
εκτός αυτού κινούνται σε ένα φαύλο κύκλο : η αξία των αγαθών εξάγε
ται από το επίπεδο των προσωπικών αποθεμάτων (εισοδημάτων) και από
τις ανάγκες, οι οποίες με τη σειρά τους, καθορίζονται με το επίπεδο των
εισοδημάτων.
σης της απασχόλησης την τόνωση των όαπανών με τη μορφή των ιδιω
τικών και ιδιαίτερα των κρατικών επενδύσεων, καθώς και την αύξηση των
αγορών εμπορευμάτων και υπηρεσιών από το κράτος. Οι σύγχρονοι κεϋν-
σιανοΙ βλέπουν τις κρατικές παραγγελίες και αγορές (κυρίως τις στρατιω
τικές) σαν μέσο γενικής οικονομικής ανόδου και αύξησης της απασχόλη
σης. Στην πραγματικότητα, η αύξηση των επενδύσεων και της παραγω
γής στον καπιταλισμό δεν οδηγεί σε αντίστοιχη αύξηση της απασχό
λησης, γιατί η καπιταλιστική συσσώρευση συνοδεύεται από την άνοδο
της οργανικής σύνθεσης του κεφαλοίου (βλ. λ.). Η διαδικασία αυτή ενι-
σχύεται ιδιαίτερα στις συνθήκες της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης.
Έτσι, το ποσοστό του μεταβλητού κεφαλαίου στις επιχειρήσεις, που έχουν
εντελώς αυτοματοποιηθεΙ, πέφτει και γίνεται 4-5 %, ενώ στις απλές επιχει
ρήσεις παραμένει 20-25%. Τα μέτρα που προτείνουν οι κεϋνσιανοΙ για την
αύξηση των κρατικών επενδύσεων, οδηγούν στην ταυτόχρονη αύξηση
της φορολογικής επιβάρυνσης και άλλων οικονομικών πιέσεων, που ελατ
τώνουν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων και την αγοραστική
τους δύναμη. Οι οπαδοί της θεωρίας της «πλήρους απασχολήσεως» δε θέ
τουν το καθήκον να εξαλειφθεΙ εντελώς η ανεργία, θέλουν μόνο να ελατ
τωθούν οι διαστάσεις της, να φτάσει σ' ένα «ανεκτό επίπεδο». Στις καπι
ταλιστικές χώρες εξακολουθεί να υπάρχει το φαινόμενο της μαζικής ανερ
γίας που δεν λείπει ακόμη και σε περιόδους κυκλικών ανακάμψεων. «Ο αστι
κός μύθος της «πλήρους απασχολήσεως» — υπογραμμίζεται στο πρόγραμμα
του ΚΚΣΕ — αποδείχθηκε μεγάλος εμπαιγμός. Η εργατική τάξη πάσχει μό
νιμα από τη μαζική ανεργία και την αβεβαιότητα για το αύριο».
άποψη των οπαδών της σύγκλισης, αποκλείει την ανάγκη της επαναστα
τικής μετατροπής του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, θεμελιώνει την εμφά
νιση κάποιας «συνθετικής» κοινωνίας, απαλλαγμένης από τις «ατέλειες»
τόσο του καπιταλισμού όσο και του σοσιαλισμού. Οι εκπρόσωποι της αστι
κής ιδεολογίας θεωρούν πως οι κοινοί όροι παραγωγής, ανάπτυξης της
επιστήμης, της τεχνικής και του πολιτισμού, εξαναγκάζουν αντίθετες, ως
προς την οικονομική και κοινωνική δομή τους, κοινωνίες να λύνουν παρό
μοια προβλήματα, χρησιμοποιώντας ανάλογους τρόπους. Την ιδέα της «νο-
θογένειας» του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού με τη μιά είτε την άλλη
μορφή προπαγανδίζουν επίσης διάφοροι αστοί επιστήμονες, όπως ο Ρ.
Αρόν, Τζ. ΓκαλμπραΙηθ, Α. Μπέρξον, Φ. Περρού κ.α. Η «θεωρία της σύγ
κλισης» εμφονίζεται με ποικίλες μορφές. Όλες, όμως, έχουν κοινό σημείο
τον ισχυρισμό, πως τα συστήματα αυτά αλληλοδιεισδύουν και τελικά ο
σοσιαλισμός αφομοιώνεται από τον καπιταλισμό. Με τη διαδικασία αυτή
ο καπιταλισμός, δήθεν, αποβάλλει τα ελαττώματά του και αφομοιώνει τα
καλύτερα χαρακτηριστικά του σοσιαλισμού, ενώ ο σοσιαλισμός, αντίστοι
χα, μεταμορφώνεται, επίσης, «αφομοιώνοντας» τα στοιχεία του καπιταλι
σμού και αποβάλλει τις ατέλειές του. Δεν είναι δύσκολο να δεΙ κανείς, πως
με τη μορφή της αμερόληπτης ανάλυσης της κοινωνικής εξέλιξης οι αστοί
θεωρητικοί προσπαθούν, με αρκετά ανανεωμένη και καλυμμένη μορφή,
να εξωραϊσουν με κάθε τρόπο και να σταθεροποιήσουν το μοντέλο του
«βελτιωμένου καπιταλισμού». Προσπαθώντας να θεμελιώσουν τη θεω
ρία τους για την προσέγγιση και τη συμβολή των δύο αντιτιθέμενων κοι-
νωνικο-οικονομικών συστημάτων, οι εκπρόσωποι της θεωρίας της «σύγ
κλισης» προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν, για την υπεράσπιση του καπι
ταλισμού, την επιστημονικοτεχνική επανάσταση και τις οικονομικές δια
δικασίες που συνδέονται μ’ ουτή. Όπως ισχυρίζονται, η σύγχρονη επι-
στημονικοτεχνική επανάσταση προκαλεί παραπλήσιες κοινωνικές κατα
στάσεις, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα των κυρίαρχων παραγωγικών
σχέσεων και την ταξική φύση του κράτους. Έτσι, οι θεωρητικοί της σύγ
κλισης, στηριζόμενοι στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, υπο
γραμμίζουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά στις μορφές οργάνωσης και
διεύθυνσης της παραγωγής, που πραγματικά υπάρχουν τόσο στον καπι
ταλισμό όσο και στο σοσιαλισμό, και αγνοούν εντελώς τη ριζική αντίθεση
των δύο κοινωνικών συστημάτων, το διαφορετικό χαρακτήρα των κοινω
νικών επιπτώσεων της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης. Σαν ένα άλλο
βασικό επιχείρημα που σκοπό έχει να αποδείξει πως ο καπιταλισμός και ο
σοσιαλισμός αναπτύσσονται από δρόμους που συγκλίνουν, οι αστοί θεω
ρητικοί προβάλλουν τη θέση πως είναι σημαντικός σήμερα ο ρόλος του
κράτους στη διεύθυνση της οικονομίας και στα δύο κοινωνικά συστήματα.
Μάλιστα, ο ρόλος του αστικού κράτους στην οικονομική ζωή δυναμώνει,
ενώ στις χώρες του σοσιαλισμού γίνεται τάχα «αποκέντρωση» της διεύ
θυνσης της οικονομίας, εξασθενίζει η επίδραση του κράτους στην οικονο
θεω ρία της «σύγκλισης»
θ ε ω ρ ία του «κράτους της γενικής ευημερίας»: Είναι μια από τις πιο
μοντέρνες και πλατιά διαφημιζόμενες, από τη σύγχρονη αστική πολιτική
οικονομία, θεωρίες της «μεταμόρφωσης του καπιταλισμού», και της μετα
τροπής του σε κάποια υπερταξική κοινωνία, όπου τάχα έπαψαν να ισχύουν
τα κύρια γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό. Σύμφωνα με
τη θεωρία αυτή, η ατομική ιδιοκτησία παραχώρησε τη θέση της στη «μικτή
οικονομία», καταργήθηκαν τα όρια ανάμεσα στις τάξεις και μαζί με αυτά
και η ταξική πάλη, η περιουσιακή ανισότητα, η εκμετάλλευση των εργα
ζομένων, οι οικονομικές κρίσεις, ενώ το κράτος από όπλο της κυριαρχίας
της χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στην πλειοψηφία του έθνους, έγινε τόχα
«το εργαλείο της γενικής ειρήνης» και της «ταξικής αρμονίας». Τη θεωρία
αυτή διατύπωσε ο Αμερικανός οικονομολόγος Τζ. ΓκαλμπραΙηθ, που ήταν
ένας από τους έμπιστους συμβούλους του Προέδρου των ΗΠΑ Τζών
φ. Κέννεντυ. Σήμερα η θεωρία αυτή έχει αγκαλιαστεί πλατιά και έχει μπει
στο οπλοστάσιο, σαν επίσημο δόγμα, όχι μόνο των φανερών απολογητών
της μονοπωλιακής αστικής τάξης, αλλά και της πλειοψηφίας των δεξιών
σοσιαλιστικών και ρεφορμιστικών κομμάτων. Οι προπαγανδιστές της θεω
ρίας του «κράτους της γενικής ευημερίας», επιδιώκοντας να της δώσουν
κάποια αληθοφάνεια, αναφέρονται συνήθως σε κείνες τις οικονομικές
αλλαγές και συνέπειες της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, που έγι-
ναν στον καπιταλιστικό κόσμο την τελευταία πεντηκονταετία. Επιχειρούν
να αποδείξουν πως τάχα τη θέση της τάξης των κεφαλαιοκρατών, που
αποχωρεί από τον ιστορικό στίβο, την κατάλαβαν οι τεχνοκράτες-διευ-
θυντές (βλ. θεωρία της * επανάστασης των διευθυντικών στελεχών»). Στο
οπλοστάσιο τους πήραν τη θεωρία της *επανάστασης στα εισοδήματα»
(βλ. λ.), σύμφωνα με την οποία, έγινε τάχα ριζική αναδιανομή του εθνι
κού πλούτου και των εισοδημάτων της αστικής τάξης προς όφελος των
φτωχών τάξεων και διαμορφώθηκε μια κοινωνία ομοειδής, μια ενιαία
«μεσαία τάξη». Οι απολογητές της θεωρίας αυτής προσπαθούν επίσης
επίμονα να τη θεμελιώσουν στη μυθική «επανάσταση των καπιταλιστικών
ενώσεων», που μετέτρεψε, δήθεν, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, τα
καπιταλιστικά μονοπώλια σε «κοινωνική ιδιοκτησία», με το γενικό «εκδη
μοκρατισμό του κεφαλαίου» και την ειδική εξισορροπητική δύναμη του
κράτους, που ελέγχει τη δραστηριότητα των καπιταλιστικών ενώσεων,
προς το συμφέρον όλης της κοινωνίας, καθώς επίσης και με αναφορά σε
ορισμένες κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων των καπιταλιστικών
χωρών. Η εμφάνιση της θεωρίας του «κράτους της γενικής ευημερίας»
και ο τεράστιος προπαγανδιστικός θόρυβος που ξεσηκώθηκε γΓ αυτή, κάθε
άλλα παρά είναι τυχαίο φαινόμενο. Τρομοκρατημένοι από την τεράστια
ελκτική δύναμη των ιδεών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού μέσα
στις μάζες των εργαζομένων των καπιταλιστικών χωρών, οι ιδεολογικοί
εκπρόσωποι της μονοπωλιακής αστικής τάξης είναι αναγκασμένοι να κα
ταφεύγουν σε διάφορες μορφές διαστρέβλωσης και παραμόρφωσης της
θεω ρία του «λαϊκού καπ ιταλισ μο ύ» 207
αρχές της 6ης δεκαετίας του 20ου αιώνα, και κυρίως στις ΗΠΑ. την Ομο
σπονδιακή Γερμανία καθώς και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες. Με την πιο
χυδαία διαστρέβλωση των στοιχείων της στατιστικής, και παρ’ όλα τα γε
γονότα της καπιταλιστικής πραγματικότητας, οι απολογητές του «λαϊκού κα
πιταλισμού» διαβεβαιώνουν πως ο σύγχρονος καπιταλισμός χαρακτηρίζε
ται τάχα από μια διαδικασία εξάλειψης των «ταξικών συνόρων» και διακρί
σεων ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας, κατάργησης των ταξικών αντα
γωνισμών, ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές και εγκαθίδρυ
σης της «αταξικής ενότητας» και «της ταξικής αρμονίας». Οι ιδεολόγοι, ιδιαί
τερα του αμερικάνικου και του δυτικογερμανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου,
χρησιμοποιώντας πλατιά, για προπαγανδιστικούς σκοπούς, το γεγονός
της κυκλοφορίας μικρών μετοχών και τη σημαντική αύξηση του αριθμού
των μικρών μετόχων, προσπαθούν να αποδείξουν πως στις σημερινές
συνθήκες, χιλιάδες εργαζόμενοι έχουν μετατραπεί σε καπιταλιστές, μέτο
χους, ενώ ο ίδιος ο καπιταλισμός, με την αδιαίρετη κυριαρχία των μονο
πωλίων και της χρηματιστικής ολιγαρχίας στην πολιτική και την οικονομι
κή ζωή της κοινωνίας, τάχα «μεταμορφώθηκε» κοι έγινε «λαϊκός». Η θεω
ρία όμως του λαϊκού καπιταλισμού δεν είναι νέα. Οι ιδεολόγοι του αμερι
κάνικου ιμπεριαλισμού άρχισαν για πρώτη φορά να την προπαγανδίζουν
πλατιά ήδη από τις αρχές της 2ης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Καθώς, όμως,
ήταν ξεκάθαρος ο σκόπιμος χαρακτήρας της, γρήγορα η θεωρία αυτή
ξεχάστηκε. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν εμφανίστηκε το
παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα, και οι επιτεύξεις του δυνάμωναν την
ελκυστικότητα των ιδεών του σοσιαλισμού για τους εργαζόμενους των
καπιταλιστικών χωρών, οι ιδεολόγοι του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ανέ
συραν πάλι στην επιφάνεια τη θεωρία αυτή, προσπαθώντας να της
προσδώσουν «σύγχρονο χαρακτήρα» και επίφαση αντικειμενικότητας.
Οι σύγχρονοι αστοί οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι προσπαθούν να
θεμελιώσουν το «λαϊκό καπιταλισμό» σε τρείς θεωρίες: (1) Τη θεωρία
της «διασποράς της ιδιοκτησίας» ή της *δημοκρατικοποίησης του κεφα
λαίου» (βλ. λ.), που ισχυρίζεται πως χάρη στη διασπορά. τάχα, του μετοχι
κού κεφαλαίου και της μεγάλης αύξησης του αριθμού των κατόχων λίγων
μετοχών, συντελέστηκε «δημοκρατικοποίηση του κεφαλαίου» ή «διασπο-
ρά της ιδιοκτησίας» (2) Τη θεωρία της t επανάστασης των διευθυντικών
στελεχών» (βλ. λ.), σύμφωνα με την οποία η τάξη των κεφαλαιοκρατών,
σαν αδιαμφισβήτητων ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής, αποχώρησε
ειρηνικά, τάχα, από το προσκήνιο και παραχώρησε τη θέση της στους επαγ-
γελματίες υπαλλήλους, τους διευθυντές. (3) Τη θεωρία της βεπανάστασης
στα εισοδήματα» (βλ. λ.), που ισχυρίζεται πως στις συνθήκες του κρατικο-
μονοπωλιακού καπιταλισμού, εξαιτίας του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους,
πραγματοποιήθηκε μια ριζική δήθεν αναδιανομή των εισοδημάτων όλων
των ομάδων του πληθυσμού, έπαψαν να υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι
και η κοινωνία μετατράπηκε σε ομοιογενή κοινωνικά και μονολιθική «με-
θεω ρία του « μ ονο πω λια κού ανταγω νισ μού» 209
ρύθμισης της αγοράς που τις αντιπαροθέτουν στον κρατικό κεντρικό σχε
δίασμά της εθνικής οικονομίος. Ο ρόλος του σχεόίου της εθνικής οικονο
μίας θεωρείτοι ότι έχει όευτερεύουσα σημασία, που εξορτάτοι, ουσιοστικά,
από τις αυθόρμητα όιαμορφούμενες σχέσεις της ογοράς. Κεντρικό πρό
βλημα της θεωρίας του «σοσιαλισμού της ογοράς» είναι το πρόβλημα της
ιδιοκτησίας. Οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής ορνούνται την αναγκαιό
τητα της παλλαϊκής (κροτικής) ιδιοκτησίος στα μέσο παρογωγής. Ό πως
ισχυρίζονται, «κατάλληλη έκφραση των σοσιαλιστικών οικονομικών σχέ
σεων» αποτελεΙ η συλλογική ιδιοκτησία. Σύμφωνα με αυτούς, η θεωρία του
«σοσιαλισμού της αγοράς» αρνεΐται τον κοθοδηγητικό ρόλο του σοσια
λιστικού κράτους και στην εθνική οικονομΙα.Προβάλλετοι μάλιστα η αξίω
ση του διαχωρισμού της οικονομίας οπό το κράτος και της μεταβίβασης
της κυριότητας των επιχειρήσεων στις διάφορες κολλεκτίβες των εργαζο
μένων. Τα συμφέροντα των διάφορων επιχειρήσεων, κατά τη γνώμη τους,
όχι μόνο μπορούν να μη συμπίπτουν με τα συμφέροντα του σοσιαλι
στικού κράτους, όλης της κοινωνίος, αλλά ακόμη και να είναι αντίθετα μ’
αυτά, να γίνονται πρωταρχικά. Μια τέτοιο «θεωρία» οδηγεί στην πράξη
στη μείωση της σημασίας της παλλοϊκής (κρατικής) ιδιοκτησίας, στον
κοτοκερματισμό της και τελικά στην κατάρρευση της ενιοΐας εθνικής οι
κονομίας, στην ουθόρμητη και ανορχική ανάπτυξή της, και στην αναγέν
νηση των καπιταλιστικών μορφών της αντογωνιστικής πάλης ανάμεσα
στις επιχειρήσεις. Βασικό στήριγμο του μοντέλου του «σοσιαλισμού της
αγοράς» είναι η οναγέννηση της εμπορευμοτικής παραγωγής και των εμπο
ρικών σχέσεων, όπως εμφονίζονται στις συνθήκες του καπιταλισμού. Το
νόημα του μοντέλου ουτού είναι πως οι επιχειρήσεις, ξεκινώντας οπό τις
συγκυρίες της ογοράς, οφείλουν να καθορίζουν μόνες τους τον όγκο κοι
την ποικιλία της πορογωγής, να βγοίνουν στην αγορά με τα προϊόντα
τους και να τα πουλούν σε αντογωνιστικές συνθήκες κοι σε τιμές που
διαμορφώνονται ελεύθερα στην ογορά. Τα κέρδη, μετά την πληρωμή των
φόρων, αξιοποιούνται από την Ιδια την επιχείρηση. Στην περίπτωση που
η επιχείρηση δεν είναι κερδοφόρο χρεοκοπεί κοι «αυτοδιολύεται». Οι επι
χειρήσεις έχουν το δικαίωμα νο εμφανίζοντοι αυτοτελείς στη διεθνή αγορά.
Το κράτος, και στην περίπτωση ουτή, χάνει στην ουσία τον οργανωτικό
και κοθοδηγητικό ρόλο του στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οι προ-
πογανδιστές του «σοσιαλισμού της ογοράς», ειδικά στην Τσεχοσλοβακία
(1968), έκαναν σημοντική ζημιά στην οικονομία της χώρας τους. Μια
τέτοια προκτική είναι γεμάτη οπό σοβορούς κινδύνους να ξεφύγει κανείς
από τις σοσιαλιστικές θέσεις. Η πραγματικά επιστημονική διεύθυνση της
εθνικής οικονομίος στη σοσιολιστική κοινωνία δεν έχει τίποτα το κοινό
με τις ιδέες που προπαγανδίζουν οι υποστηρικτές του «σοσιαλισμού της
αγοράς». Έχει θεωρητικά οποδειχτεί κοι προκτικά επιβεβαιωθεί από την
πείρα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στις άλλες σο-
σιολιστικές χώρες, πως το θεμέλιο του οικονομικού συστήματος του σο
θεω ρία του «σ υνεταιρ ισ τικού σ οσ ια λ ισ μ ού » 213
έμοιαζε με το σχήμα του ισοζυγίου της λαϊκής οικονομίας, αλλά έχει επι
πλέον στοιχεία για την κυκλοφορία των αγαθών ανάμεσα στις περιοχές.
Για τον καθορισμό των βασικών σχέσεων και αναλογιών της σοσιαλιστι
κής αναπαραγωγής, χρησιμοποιούν συνήθως τους όεΐκτες του σχήματος,
που καταρτίστηκε σε μονάδες μέτρησης της αξίας. Το σχήμα αυτό κατα-
στρώνεται με τη μορφή τεσσάρων αλληλένδετων τμημάτων (τετραγώ
νων). Οι δείκτες του πρώτου τετραγώνου απεικονίζουν τις αναλογίες κατα
νομής των προϊόντων του κάθε κλάδου για την παραγωγή προϊόντων
άλλων κλάδων, δηλ. χαρακτηρίζουν τη διαδικασία της παραγωγικής κατα
νάλωσης. Το δεύτερο τετράγωνο περιέχει δείκτες διάθεσης των προϊόν
των για τη μη παραγωγική κατανάλωση, τη συσσώρευση, την αντικατά
σταση των ζημιών και τις εξαγωγές. Το τρίτο τετρφγωνο απεικονίζει την
πρωταρχική διανομή του εθνικού εισοδήματος και το τέταρτο μερικές δια
δικασίες της αναδιανομής του. Υπάρχει στατικό και δυναμικό μοντέλο του
διακλαδικού ισοζυγίου, πράγμα που διευρύνει τις δυνατότητες έρευνας
των νομοτελείων της ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας, όχι μόνο για
τη στιγμή της κατάρτισης του ισοζυγίου αλλά και για το μέλλον. Έτσι
το διακλαδικό ισοζύγιο της παραγωγής και της κατανομής των προϊόντων
δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθεΐται, από την κίνηση των προϊόντων
ορισμένων κλάδων, πώς διαμορφώνεται η σύνθετη διαδικασία της διευ-
ρυμένης αναπαραγωγής του ακαθάριστου κοινωνικού προϊόντος. Με τη
βοήθεια του ισοζυγίου αυτού μπορεΙ να καθοριστούν, για τό σύνολο των
κλάδων που υπάγονται στο ισοζύγιο και για όλη τη λαϊκή οικονομία
ποσοστά άμεσων και καθολικών δαπανών των προϊόντων, ο συσχετισμός
ανάμεσα στις δύο υποδιαιρέσεις της κοινωνικής παραγωγής, ανάμεσα στην
παραγωγική και μη παραγωγική κατανάλωση, ανάμεσα στο τελικό προϊόν
και το εθνικό εισόδημα, ανάμεσα σε όλα τα στοιχεία της αξίας του ακαθά
ριστου κοινωνικού προϊόντος. Με βάση το διακλαδικό ισοζύγιο της παρα
γωγής και της κατανομής των προϊόντων, καταρτίζεται το διακλαδικό ισοζύ
γιο των δαπανών εργασίας (σε εργαζόμενους για ένα χρόνο είτε σε ανθρω
ποώρες) καθώς και των πάγιων αποθεμάτων. Το πρώτο επιτρέπει να καθο
ριστούν οι κύριες αναλογίες της κοινωνικής παραγωγής και οι διακλα-
δικές σχέσεις, που εκφράζονται σε δαπάνες εργασίας, ενώ το δεύτερο να
πραγματοποιηθεί μεγάλη οικονομία, πράγμα που έχει ιδιαίτερα μεγάλη ση
μασία για την κατάρτιση του προγράμματος τεχνικής προόδου.
μέσων εργασίας αποτελάται από το σύνολο του ικανού προς Εργασία πλη
θυσμού (άνόρες και γυναίκες ηλικίας 16-59 χρόνων), τον αριθμό του πλη
θυσμού που έχει ξεπεράσει το όριο της ικανής προς εργασία ηλικίας, καθώς
και των αναπήρων I και II ομάδας, που στην πράξη συμμετέχουν σε ωφέλι
μη κοινωνική εργασία (συμπεριλαμβάνονται οι συνταξιούχοι, που δεν εργά
ζονται και οι ανάπηροι ικανής προς εργασία ηλικίας). Το ισοζύγιο καταρ
τίζεται σε κλίμακα λαϊκής οικονομίας της χώρας και σε πλαίσια ενωσια-
κών δημοκρατιών, περιοχών και τομέων. Το ισοζύγιο των μέσων της εργα
σίας αποσκοπεΙ να καθορίσει τις κυριότερες αναλογίες αναπαραγωγής των
μέσων εργασίας και την κατανομή και αξιοποίησή τους κατά σφαίρες δρα
στηριότητας και κλάδους της λαϊκής οικονομίας, σύμφωνα με τα καθή
κοντα που αναθέτουν οι προβλέψεις του σχεδίου λαϊκής οικονομίας. ΓΓ
αυτό, στο ισοζύγιο απεικονίζεται ο γενικός όγκος των πόρων εργασίας
της χώρας με κατανομή κατά σφαίρες δραστηριότητας, κλάδους της λαϊ
κής οικονομίας, μορφές ιδιοκτησίας και κοινωνικές ομάδες: εργάτες και
υπάλληλους κολχόζνικους, συνεταιρισμένους βιοτέχνες, αγρότες, ιδιοκτή
τες και ελεύθερους βιοτέχνες. Απεικονίζεται ο αριθμός των εργαζομένων,
που απασχολούνται στη λαϊκή οικονομία, των μαθητών ηλικίας ανίκανης
για εργασία και του ικανού για εργασία πληθυσμού, που ασχολεΐται με
τα οικιακά και που ένα τμήμα του, κάτω απο ορισμένες συνθήκες (διεύ
ρυνσης του δικτύου παιδικών ιδρυμάτων και κοινωνικών εστιών) μπορεί
να προσελκυστεΙ στην κοινωνική παραγωγή. Η σύνθεση των δεικτών
του ισοζυγίου δίνει τη δυνατότητα να προσδιοριστούν οι αναλογίες της
κατανομής των πόρων εργασίας ανάμεσα στην παραγωγική και μη παρα
γωγική σφαίρα δραστηριότητας και τους κλάδους της λαϊκής οικονομίας,
με αφετηρία το πρόγραμμα ανάπτυξης των διάφορων κλάδων για την επι
κείμενη περίοδο. Ταυτόχρονα, η κύρια προσοχή στρέφεται στην εξασφά
λιση με εργατική δύναμη των βασικών κλάδων. Το ισοζύγιο των μέσων
εργασίας, εκφράζεται σε φυσικά πρόσωπα (χιλ. άτομα). Παράλληλα σε ορι
σμένους κλάδους της λαϊκής οικονομίας καταρτίζονται ισοζύγια του κατανα-
λωθέντος χρόνου εργασίας σε ανθρωποημέρες, πράγμα που δίνει τη δυνα
τότητα να καθοριστεί ο βαθμός της εντατικότητας, με την οποία αξιοποιούν-
ται οι πόροι εργασίας. Η σύγκριση των στοιχείων για το μέσο ετήσιο αριθμό
των εργαζομένων και την ποσότητα του καταναλωθέντος χρόνου εργα
σίας με τους δείκτες της ποσότητας των προϊόντων που παρήγαγαν, επι
τρέπει να υπολογιστεί η κοινωνική παραγωγικότητα της εργασίας τόσο
συνολικά για τη λαϊκή οικονομία, όσο και κατά κλάδους της υλικής παρα
γωγής, καθώς και το επίπεδο αποδοτικότητας που επιτεύχθηκε από τη
χρησιμοποίηση των μέσων της εργασίας. Με τη βοήθεια του ισοζυγίου
των μέσων της εργασίας, που καταρτίζεται κατά δημοκρατίες, περιοχές
και νομούς, καθορίζονται οι αναλογίες της εδαφικής κατανομής των πόρων
εργασίας και ο βαθμός εξασφάλισης των οικονομικών περιοχών με εργα
τική δύναμη.
ισοζύγιο τω ν χρηματικών εσόδων και εξόδων 229
ρωμή, καθώς επίσης και μια σειρά από άλλα βασικά για τη λαϊκή οικονο
μία θέματα.
έσοδα του κράτους (βλ. λ.). Αυτό εκφράζεται με τη μορφή του φόρου κυ
κλοφορίας, της αμοιβής για τους παραγωγικούς πόρους, των προσόδων,
των πληρωμών, του ελεύθερου υπολοίπου του κέρδους, των χορηγήσεων
για τις ανάγκες της κοινωνικής ασφάλειας, του φόρου εισοδήματος οπό τα
κολχόζ και τους άλλους συνεταιριστικούς οργανισμούς κλπ. και συσσω
ρεύεται στο κράτος. Το άλλο μέρος αποτελεΙ τα καθαρά έσοδο των κρα
τικών επιχειρήσεων, των κολχόζ (βλ. καθαρά έσοδα της κρατικής επιχεί
ρησης). Η οικονομική φύση των δύο μορφών του καθορού εσόδου είναι
ενιαία. Η ύπαρξη δύο μορφών καθαρού εσόδου της κοινωνίας καθορίζε-
τοι από τις ιδιομορφίες της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας στο μέσο παραγω
γής, τις απαιτήσεις της σχεδιοποιημένης ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οι
κονομίας. Η ενότητα της κοινωνικής ιδιοκτησίος κοι η ύπαρξη παλλαϊκού
ενδιαφέροντος, προυποθέτουν τη συγκεντροποίηση μέρους των καθορών
εσόδων της κοινωνίας. Διαμέσου αυτού του πόρου ικονοποιούντοι οι σο
βαρότερες παλλαϊκές ονάγκες, εξασφαλίζεται με χρηματικά μέσα η οικονο-
μικο-οργανωτική δραστηριότητα του σοσιαλιστικού κράτους. Τουτόχρονα,
οι αρχές της οικονομικής ιδιοσυντήρησης στη διεξογωγή της παρογωγής
και η ύπαρξη των συλλογικών συμφερόντων, καθορίζουν την κατανομή
μέρους του καθαρού εσόδου της κοινωνίος στη διάθεση της παραγωγι
κής κολλεκτίβας γιο την προγμοτοποίηση των συμφερόντων της, για την
εκπλήρωση των κρατικών σχεδίων, την πραγματοποίηση της διευρυμέ-
νης αναπαραγωγής, την ανύψωση της αποδοτικότητάς της.
χρήματος (βλ. λ.). Από νομική άποψη, είναι η κατοχυρωμένη από το νόμο
μορφή οργάνωσης της χρηματικής κυκλοφορίας όπου «Its κυκλοφορούν
χρυσά νομίσματα (νομισματικός κανόνας χρυσού) είτε διατηρείται κάτω
από ορισμένες συνθήκες η ελεύθερη ανταλλαγή των τραπεζογραμματίων
με ράβδους χρυσού (κανόνας χρυσού σε ράβδους) είτε η ανταλλαγή των
τραπεζογραμματίων γίνεται σε ξένο νόμισμα που ανταλλάσσεται με χρυσό
(κανόνας μετατρεψιμότητας σε χρυσό). Το νομισματικό σύστημα του χρυ
σού καθιερώθηκε στην Αγγλία στη δεκαετία του 1820 και στη Γερμανία,
καθώς και σε μια σειρά άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στη δεκαετία
του 1870, ενώ στη Ρωσία και την Ιαπωνία στη δεκαετία του 1890. Στις
ΗΠΑ και τη Γαλλία έγινε δεκτός ο κανόνας του χρυσού με τη μορφή χρυ
σών νομισμάτων, και ενμέρει ο κανόνας του αργύρου, επίσης με τη μορφή
αργυρών νομισμάτων και αποθεμάτων αργύρου για την κάλυψη των τρα
πεζογραμματίων των κεντρικών τραπεζών. Ο νομισματικός κανόνας του
χρυσού ήταν το πιο σταθερό νομισματικό σύστημα του καπιταλισμού πρίν
από την έναρξη της γενικής του κρίσης. Το καθορισμένο από το νόμο πε
ριεχόμενο σε χρυσό της χρηματικής μονάδας αντιστοιχούσε στην αξία
που είχε στην αγορά ο χρυσός σαν πολύτιμο μέταλλο. Τα χρυσά νομίσματα
κυκλοφορούσαν και κατασκευάζονταν ελεύθερα από τα νομισματοκοπεία.
Τα τραπεζογραμμάτια (βλ. λ.) ανταλάσσονταν με χρυσά νομίσματα. Υπήρ
χε ελεύθερη εισαγωγή και εξαγωγή χρυσού. Εφόσον το περιεχόμενο σε
χρυσό των χρηματικών μονάδων καθοριζόταν από τη νομοθεσία των
αντίστοιχων χωρών με βάση το βάρος του καθαρού χρυσού στη χρημα
τική μονάδα, οι διεθνείς νομισματικές τιμές μπορούσαν να διατηρούνται
σε σταθερό επίπεδο. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε τη χρεο
κοπία του νομισματικού κανόνα του χρυσού. Τα χρυσά νομίσματα εξα
φανίστηκαν από την κυκλοφορία σχεδόν όλων των καπιταλιστικών χω
ρών. Τη θέση τους πήραν τα υποτιμημένα χαρτονομίσματα. Τη μεγαλύ
τερη ζωτικότητα απ’ όλα τα χρηματικά συστήματα, που συνδέονται έμμε
σα με το χρυσό, παρουσίασε ο κανόνας της μετατρεψιμότητας σε χρυσό,
που θέσπισε η συνδιάσκεψη της Γενεύης το 1922. Από τότε που η αγγλι
κή στερλίνα, το 1931, και το δολάριο των ΗΠΑ, το 1933-1934, μετατρά-
πηκαν με μονάδες χρηματονομίσματος, που το περιεχόμενό τους σε χρυ
σό τυπικά μόνο διατηρείται (το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επικυρώνει
το περιεχόμενο σε χρυσό των χρηματικών μονάδων των χωρών-μελών
του) είναι πιο σωστό να μιλάει κανείς όχι για κανόνα μετατρεψιμότητας
σε χρυσό, αλλά για κανόνα μετατρεψιμότητας σε στερλίνες και κανόνα
μετατρεψιμότητας σε δολάρια. Με το πέρασμα του χρόνου η «τιμή του
χρυσού» (η έκφραση στη συγκεκριμένη εθνική χρηματική μονάδα ορι
σμένου μέτρου βάρους χρυσού) όλο και περισσότερο απομακρυνόταν από
την αξία εξόρυξης του χρυσού και από την τιμή του στην αγορά, με απο
τέλεσμα να γεννηθεί πρόβλημα ανύψωσης της «τιμής του χρυσού», εκφρα
σμένης σε δολάρια των Η ΠΑ. Οι θυελώδεις διαδικασίες του πληθωρισμού
Κάουτσκι Καρλ 239
(βλ. λ.) και της απώλειας της αξίας του χρήματος, τα τελευταία χρόνια,
οδήγησαν σε βαθιά κρίση το νομισματικό και οικονομικό σύστημα του
καπιταλισμού. Η υποτίμηση (βλ. λ.) του νομίσματος πολλών καπιταλι
στικών χωρών, συμπεριλαμβανόμενου και του αμερικανικού δολάριου,
μαρτυρεί την ατέλεια του τωρινού νομισματικού συστήματος, που προ
βλέπει τη χρησιμοποίηση σαν συναλλαγματικού αποθέματος των δύο
σπουδαιότερων νομισμάτων του καπιταλιστικού κόσμου — του δολά
ριου των ΗΠΑ και της αγγλικής στερλίνας — που δεν μπορούν σήμερα
να διεκδικήσουν κυρίαρχη θέση στο διεθνές νομισματικό σύστημα.
Κάουτσκι Καρλ (1854 - 1933): Ένας από τους ηγέτες της γερμανικής
σοσιαλδημοκρατίας και της ΙΙης Διεθνούς, ιδεολόγος του οππορτουνισμού.
Από το 1881 ο Κάουτσκι, κάτω από την επίδραση του Κ. Μαρξ και του
φ. Ένγκελς, περνάει στις θέσεις του μαρξισμού. Στις δεκαετίες του 1880
και 1890 δημοσίευσε μια σειρά εργασίες («Η οικονομική διδασκαλία του
Καρλ Μαρξ» (1887), «Το αγροτικό πρόβλημα» (1899) κλπ.), που έπαι
ξαν σοβαρό ρόλο στη διάδοση των ιδεών του μαρξισμού. Στα 1905-
1910 ο Κάουτσκι εξέδωσε τα χειρόγραφα του Μάρξ με τίτλο: «θεωρίες
της υπεραξίας» (IV τόμος του «Κεφαλαίου»), πράγμα που είχε βέβαια θε
τική αξία, αλλά ταυτόχρονα διαστρέβλωνε τη διδασκαλία του Κ. Μαρξ
για τον καπιταλισμό. Ο Κάουτσκι τάχτηκε εναντίον του γερμανικού οππορ-
τουνισμού («Για την κριτική της θεωρίας και της πρακτικής του μαρξι
σμού. Αντι-Μπερνστάιν», (1899), ήταν όμως ασυνεπής στην κριτική του.
Στη συνέχεια έκανε υποχωρήσεις απέναντι στον οππουρτουνισμό και ιδίως
στο θέμα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στα χρόνια του πρώτου
παγκόσμιου πολέμου, ο Κάουτσκι πέρασε ανοιχτά στις θέσεις του σοσιαλ-
σωβινισμού και ουσιαστικά απομακρύνθηκε από το μαρξισμό. Εμφάνισε
τη θεωρία του *υπεριμπεριαλισμού» (βλ. λ.), προσδιορίζοντας τον ιμπερια
λισμό σαν ιδιαίτερο είδος πολιτικής του εξαιρετικά αναπτυγμένου βιομη
χανικού κεφαλαίου που αποσκοπεΙ στην υποταγή των αγροτικών περιφε
ρειών. Κατά τη γνώμη του Κάουτσκι, με τη συγχώνευση των διεθνών καρ-
τέλ και τραστ σ' ένα υπερτράστ, θα πραγματοποιηθεί η συμφιλίωση των
συμφερόντων των καπιταλιστών των διάφορων χωρών, πράγμα που θα
εξαλείψει την αναρχία της παραγωγής και τους πολέμους. Ο Β. I. Λένιν στις
εργασίες του, «Η χρεοκοπία της ΙΙης Διεθνούς» και «ο ιμπεριαλισμός, ανώ
τατο στάδιο του καπιταλισμού», έδειξε την αντιδραστική ουσία της θεω
ρίας του υπεριμπεριαλισμού, που βρίσκεται στην απόσπαση της οικονο
μίας από την πολιτική και στην άγνοια του νόμου της ανισόμερης ανά
πτυξης των καπιταλιστικών χωρών στην περίοδο του ιμπεριαλισμού. Μετά
την Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση ο Κάουτσκι τάχτηκε κατά της
δικτατορίας του προλεταριάτου, υποστήριζε τη λεγάμενη καθαρή, ουσια
στικά αστική δημοκρατία σαν το μοναδικό δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Στις οππορτουνιστικές αυτές αντιλήψεις του Κάουτσκι ο Λένιν άσκησε
240 καπιταλιστικά μονοπώλια
τομέα I όσο και στον τομέα II, ενώ το προϊόν του τομέα II το παίρνουν
οι Εργάτες και οι καπιταλιστές και των δύο τομέων και είναι Ισο με το ποσό
μ + υ. Αυτό σημαίνει ότι ανάμεσα στους δύο τομείς γίνεται ανταλλαγή.
Τα μέσα ποραγωγής από τον τομέο I έρχονται στον τομέα II και ανταλ
λάσσονται με είδη κατανάλωσης που αποκτούν απο τον τομέα II οι εργά
τες και οι καπιταλιστές του τομέα I. Ταυτόχρονα η αξία των μέσων παρα
γωγής που έρχονται στον τομέα II (2000), πρέπει νά είναι Ιση με την αξία
των ειδών κατανάλωσης που αποκτούν οι εργάτες και οι καπιταλιστές
του τομέα I (1000μ + 1000υ). Έτσι, όρος της πραγματοποίησης του κοι
νωνικού προϊόντος κατά την απλή αναπαραγωγή είναι: Ι(μ + υ) Ισο με II.
Είναι απαραίτητο να παραχθούν τόσα μέσα παραγωγής όσα απαιτούνται
και στους δύο τομείς: Ι(σ + μ + υ) Ισο με I σ + ΙΙσ. Καθώς επίσης να παρα
χθούν τόσα είδη κατανάλωσης όσα μπορούν να αποκτήσουν οι εργάτες
και οι καπιταλιστές στους δύο τομείς της κοινωνικής παραγωγής: ΙΙ(σ +μ +υ)
Ισο με Ι(μ + υ) + 11(μ + υ). Η τήρηση αυτών των όρων εξασφαλίζει την
αναλογική ανάπτυξη όλης της κοινωνικής παραγωγής. Οι αναλογίες αυτές
παραβιάζονται διαρκώς εξαιτίας της αυθόρμητης δράσης των οικονομικών
νόμων που κυριαρχούν στον καπιταλισμό, των ανταγωνιστικών αντιθέ
σεων, του ανταγωνισμού και της αναρχίας στην παραγωγή. Η ανάλυση
της απλής καπιταλιστικής αναπαραγωγής δείχνει το μηχανισμό της εκμε
τάλλευσης από την αστική τάξη της μισθωτής εργασίας των εργατών. Αν
ο καπιταλιστής δεν έπαιρνε κάθε χρόνο την υπεραξία που χρησιμοποιεί
για τις ατομικές του ανάγκες, θα ήταν υποχρεωμένος να «πουλήσει» το
κεφάλαιό του και σε λίγα χρόνια θα έμενε χωρίς κεφάλαιο. Στην πραγμα
τικότητα οι εργάτες αναπληρώνουν αυτά που ξοδεύει κάθε χρόνο ο καπι
ταλιστής για την ατομική του κατανάλωση, δημιουργώντας με την εργασία
τους κεφάλαιο, δηλαδή τα μέσα εκμετάλλευσης που βρίσκονται στα χέρια
του καπιταλιστή. Έτσι, οποιοδήποτε κεφάλαιο, ανεξάρτητα από την προέ
λευση και τις διαστάσεις του στη διαδικασία της αναπαραγωγής, αποτελεΙ
συσσωρευμένο κεφάλαιο, απλήρωτη εργασία των εργατών που την ιδιο
ποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής. Στη διαδικασία της αναπαραγωγής ο εργά
της, ξοδεύοντας το μισθό του για να εξασφαλίσει τα μέσα ύπαρξής του,
βγαίνει από τη διαδικασία αυτή, ο Ιδιος όπως ήταν και πρίν, δηλ. είναι
πάντα υποχρεωμένος να πουλήσει στην αγορά την εργατική δύναμή του
(β λ.λ.). Έτσι αδιάκοπα αναπαράγονται οι συνθήκες που καθορίζουν την
οικονομική εξάρτηση της εργασίας από το κεφάλαιο. Και ταυτόχρονα με
την εργασία των εργατών, διαρκώς αναπαράγονται τα μέσα παραγωγής
που βρίσκονται και παραμένουν στα χέρια του καπιταλιστή. Με τον
τρόπο αυτό «η καπιταλιστική... διαδικασία αναπαραγωγής δεν παράγει
μόνο εμπορεύματα, μόνο υπεραξία, αλλά παράγει και αναπαράγει τις καπι
ταλιστικές σχέσεις από τη μια τον καπιταλιστή και το μισθωτό εργάτη από
την άλλη» (Κ. Μαρξ).
καπιταλιστική διευρυμένη αναπαραγωγή 243
νει, και το αστικό κράτος παίζει απλώς το ρόλο του συλλογικού καπιταλι
στή. Εφόσον η καπιταλιστική εθνικοποίηση πραγματοποιείται προς το
συμφέρον του μονοπωλιακού κεφαλαίου, συχνά μετατρέπεται σε μέσο
για την ανύψωση των μονοπωλιακών κερδών, τη στρατιωτικοποίηση της
οικονομίας, την προετοιμασία και την εξαπόλυση επιθετικών πολέμων, το
δυνάμωμα της στρατιωτικοπολιτικής δύνομης του αστικού κράτους, και
χρησιμοποιείται κατά της εργατικής τάξης και των εθνικοαπελευθερωτικών
κινημάτων. Συνήθως εθνικοποιούνται εκείνες οι επιχειρήσεις και οι κλάδοι
της οικονομίας που βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, είναι
ελάχιστα κερδοφόρες ή και επιζήμιες, ενώ απαιτούν σημαντικές επενδύ
σεις για τον επανεξοπλισμό τους. Το αστικό κράτος, σώζοντας τους καπι
ταλιστές από τη χρεοκοπία, πληρώνει πλουσιοπάροχα στους κοτόχους
των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων την πλήρη αξία τους, και συχνά εκτός
απ' αυτό, τους καταβάλλει για πολλά χρόνια και τόκους. Κατά κανόνα
τις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις διευθύνουν οι προηγούμενοι κάτοχοί
τους, παίρνοντας τεράστιους μισθούς. Ό χ ι σπάνια, αφού το κράτος επα-
νεξοπλίσει την επιχείρηση, σε βάρος του προϋπολογισμού (δηλαδή από
τους φόρους των εργαζομένων), και ανυψώσει την αποδοτικότητά της,
την παραδίνει ξανά στην ιδιοκτησία επιμέρους καπιταλιστών ή μονοπω
λίων. Η πώληση αυτή των κρατικών επιχειρήσεων πραγματοποιείται κατά
κανόνα σε πολύ χαμηλές τιμές. Έτσι τα μονοπώλια κερδίζουν τόσο με την
εθνικοποίηση όσο και με τη μεταβίβαση των κρατικών επιχειρήσεων σε
χέρια ιδιωτών. Η εθνικοποίηση στις κοπιταλιστικές χώρες οφείλεται επί
σης και σε λόγους στρατιωτικού και στρατηγικού χαρακτήρα. Τουτόχρονα
όμως είναι δυνατό τα μέτρο εθνικοποίησης στις οναπτυγμένες καπιταλι
στικές χώρες να έχουν και θετική σημασίο, εφόσον, κάτω από την πίεση
της εργατικής τάξης και της πρωτοπορίας της, του προλετοριακού κόμμα
τος, μπορούν να περιορίσουν ως ένα βαθμό την αυθαιρεσία του μονο
πωλιακού κεφαλαίου κοι να το αναγκάσουν να προβεί σε ορισμένες υπο
χωρήσεις που ανακουφίζουν την κατάσταση των εργαζομένων. Τα κομ
μουνιστικά κόμματα των καπιταλιστικών χωρών διεξάγουν πάλη για την
εθνικοποίηση των μονοπωλιακών επιχειρήσεων, την απομάκρυνση των
πρώην ιδιοκτητών τους από τις υποθέσεις των εθνικοποιημένων επιχειρή
σεων και την οργάνωση της διεύθυνσής τους πάνω σε δημοκρατικές αρχές.
Αποτελώντας μια από τις μορφές κοινωνικοποίησης της παραγωγής, η
αστική εθνικοποίηση συμβάλλει στη δημιουργία των υλικών προϋποθέ
σεων του σοσιαλισμού— του κοινωνικού συστήματος που εξασφαλίζει τη
μεταβίβαση των σημαντικών μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία του λαού
και τη χρησιμοποίησή τους για τα θεμελιοκά συμφέροντα των εργαζομέ
νων. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, τις απελευθερωμένες από τον αποικιακό
ζυγό, η εθνικοποίηση επιχειρήσεων που ανήκαν στο ξένο κεφάλαιο είναι
ένα από τα μέσα της αντιΐμπεριαλιστικής πάλης και της εξασφάλισης της
οικονομικής ανεξαρτησίας των νεαρών κρατών.
240 καπιταλιστική εκβιομηχάνιση
Κεϋνσιανισμός: Μια από τις πιο σημαντικές κατευθύνσεις της αστικής πο
λιτικής οικονομίας στην εποχή της γενικής κρίσης του καπιταλισμού (βλ.λ.),
που βασίζεται στην αναγκαιότητα παρέμβασης του κράτους στην αναπα
ραγωγή. Η εμφάνιση του κεϋνσιανισμού είναι συνδεμένη με το όνομα του
γνωστού Άγγλου οικονομολόγου Τζ. Μ. Κέυνς (1883-1946). Στα 1930
ο Κέυνς πραγματοποίησε μια ουσιαστική αναδιοργάνωση της αστικής πο
λιτικής οικονομίας (γνωστή με την ονομασία «κευνσιανή επανάσταση»)
ξεκινώντας από εκείνες τις σοβαρές αλλαγές στο μηχανισμό της καπιταλι
στικής αναπαραγωγής, που ήταν συνδεμένες με την επέκταση της κυριαρ
χίας των μονοπωλίων και το δυνάμωμα των κρατικομονοπωλιακών τάσεων.
Ιδιαίτερη επίδραση στο σύστημα των απόψεών του είχε η κρίση του 1929-
1933 που απέδειξε την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης στη δια
δικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Σε αντίθεση με τη νεοκλασική
κατεύθυνση της αστικής πολιτικής οικονομίας που κυριαρχούσε στο τέλος
του 19ου αιώνα μέχρι και το πρώτο τέταρτο του 20 αιώνα, ο κεϋνσιανισμός
είχε σαν αντικείμενο ανάλυσης την εθνική οικονομία στο σύνολό της. Η
προσέγγιση αυτή και η Ιδια η θεωρία πήραν την ονομασία της μακροοικο
νομίας. Κεντρικό πρόβλημα της μακροοικονομίας είναι οι συντελεστές
που καθορίζουν το επίπεδο και τη δυναμική του εθνικού εισοδήματος.
Αυτούς τους συντελεστές, ο κεϋνσιανισμός τους εξετάζει πριν από όλα από
17
258 Κ€ϋνσιανισμός
καρντιανισμό, στη λύση των προβλημάτων της αξίας και του σχηματισμού
της τιμής. Όλες αυτές οι νέες διαδικασίες στην ανάπτυξη του κευνσιανι-
σμού δείχνουν ότι η αστική πολιτική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε δί
λημμα. Οι παλιές αντιλήψεις έχασαν την αξία τους. Εμφανίστηκε η αναγ
καιότητα για την ουσιαστική ανανέωση της οικονομικής θεωρίας, που θα
αποκάλυπτε νέες δυνατότητες για τους απολογητές του καπιταλισμού.
σία της περιστροφής και της κυκλοφορίας του κεφαλαίου (βλ λ.). «Το
κεφάλαιο είναι κίνηση, διαδικασία περιστροφής, που γίνεται σε διάφορα
στάδια — διαδικασία, η οποία με τη σειρά της συμπεριλαμβάνει τρε(ς δια
φορετικές μορφές της διαδικασίας περιστροφής. Γι αυτό μπορεί να εννοη
θεί το κεφάλαιο μόνο σαν κίνηση και όχι σαν αντικείμενο που βρίσκεται
σε αδράνεια» (Κ. Μαρξ, Φ. Έγκελς, Άπαντα, τομ. 24, σελ. 121, ρωσ. έκδ.).
Ο Κ. Μαρξ ανακάλυψε διάφορους τρόπους μεταφοράς της αξίας στο δη-
μιουργημένο προϊόν και βάσισε το διαχωρισμό του κεφαλαίου σε πάγιο
κεφάλαιο (βλ. λ.) και σε κυκλοφοριακό κεφάλαιο (βλ. λ.). Το κεφάλαιο που
λειτουργεί στη διαδικασία της παραγωγής είναι το παραγωγικό κεφάλαιο.
Ά λλα μέρη του κεφαλαίου στη διαδικασία της κυκλοφορίας του βρίσκον
ται στην εμπορευματική και στη χρηματική μορφή (βλ. εμπορευματικό κε
φάλαιο, χρηματικό κεφάλαιο). Η απομόνωση αυτών των τμημάτων του κε
φαλαίου οδηγεί στη διαμόρφωση του εμπορευματικού κεφαλαίου (β λ.λ.)
και του δανειακού κεφαλαίου (βλ. λ.), τα οποία επιφέρουν στους κατόχους
τους μέρος της υπεραξίας, που δημιουργείται στη διαδικασία της παραγω
γής με τη μορφή εμπορικού κέρδους και τόκου. Με την ανάπτυξη του κα
πιταλισμού αυξάνεται η τάση για τη απόσταση υπεραξίας, τη συσσώρευση
κεφαλαίου και το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης. Στο στάδιο του ιμπερια
λισμού γίνεται σκληρός αγώνας για την απόσπαση μονοπωλιακών υπερ
κερδών (βλ. λ.). Η θεωρία του Κ. Μαρξ για το κεφάλαιο αναπτύχθηκε πα
ραπέρα στις εργασίες του Β. I. Λένιν, που ερεύνησε πολύπλευρα την κί
νηση του κεφαλαίου στην εποχή του ιμπεριαλισμού και ανακάλυψε μια
καινούρια κατηγορία : το χρηματιστικό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο βιομηχανικά, βλ. βιομηχανικό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο δανειακά, βλ. δανειακό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο εμπορευματικό, βλ. εμπορευματικό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο εμπορικό, βλ. εμπορικό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο κυκλοφοριακό, βλ. κυκλοφοριακό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο μεταβλητό, βλ. μεταβλητό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο μετοχικό, βλ. μετοχικό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο πάγιο, βλ. πάγιο κεφάλαιο.
Κεφάλαιο παραγωγικό, βλ. παραγωγικό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο σταθερό, βλ. σταθερό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο τοκογλυφικό, βλ. τοκογλυφικό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο τραπεζικό, βλ. τραπεζικό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο χρηματικό, βλ. χρηματικό κεφάλαιο.
Κεφάλαιο χρηματιστικό, βλ. χρηματιστικό κεφάλαιο.
282 Κλαρκ Τζω ν ΜπαΙητς
αξία του κλάδου, κερδίζουν όχι μόνο τα συνηθισμένα κέρδη, αλλά και
υπερκέρδη, που πηγή τους είναι η πρόσθετη υπεραξία (βλ. λ.) Εκείνοι όμως
οι καπιταλιστές που η ατομική αξία των εμπορευμάτων τους είναι ανώ
τερη από τη μέση αξία του κλάδου, αναγκάζονται να τα πουλούν κάτω
από την ατομική τους αξία. Έτσι βγάζουν κέρδος κάτω από το συνηθι
σμένο μέσο ποσοστό, ενώ κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεΙ να έχουν
και ζημιά. Κυνηγώντας το πρόσθετο κέρδος οι καπιταλιστές εισάγουν και
νούργια τεχνική και μειώνουν το κόστος παραγωγής. Η κοινωνική (εμπο
ρική) αξία είναι η βάση της εμπορικής τιμής των εμπορευμάτων. ΓΓ αυτό
οι τιμές δεν εκφράζουν μόνο την αξία των εμπορευμάτων, αλλά αντανα
κλούν και τις συγκεκριμένες συνθήκες όπου πραγματοποιείται η πώλησή
τους στη δοσμένη στιγμή. Αν η ζήτηση για τα εμπορεύματα είναι μεγαλύ
τερη από την προσφορά τους, τότε οι τιμές αγοράς θα ανέβουν πάνω από
την εμπορική τους αξία και αντίθετα. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο οξύνει την
αντίθεση ανάμεσα στην ατομική και την εμπορική αξία. Γι'αυτό στον
ιμπεριαλισμό, ο σχηματισμός της κοινωνικής (εμπορικής) αξίας προκαλεΙ
την ένταση της ανταγωνιστικής πάλης ανάμεσα στους καπιταλιστές, την
πτώχευση και απαλλοτρίωση των επιχειρήσεων που εργάζονται στις χει
ρότερες, ακόμη και σε μεσαίες συνθήκες παραγωγής.
κούς νόμους (βλ. λ.), που είναι συνδεμένοι στενά μεταξύ τους. Οι ειδικοί
(χαρακτηριστικοί) νόμοι δρούν σε εκείνες ή τις άλλες βαθμίδες της οικο
νομικής ανάπτυξης και τις καθορίζουν μέχρι το πέρασμα σε άλλη βαθμίδα.
Οι γενικοί οικονομικοί νόμοι συνδέουν τα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα
σε μια ενιοία διαδικασία ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Τέτοιος γενικός για
όλα τα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα νόμος είναι ο νόμος της αντι
στοιχίας των παραγωγικών σχέσεων με το χαρακτήρα και το επίπεδο
ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (βλ. λ.). Το κάθε σύστημα περνά
τους δικούς του σταθμούς ή στάδια ανάπτυξης. Λόγου χάρη, ο προμονοπω-
λιακός καπιταλισμός περνά στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Σε καθορισμένο
στάδιο ανάπτυξης του ανταγωνιστικού συστήματος εμφανίζεται η σύγκρου
ση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις, που
προξενεί την αναγκαιότητα της αλλαγής του παλιού τρόπου παραγωγής
με νέο, πιο προοδευτικό. Στα ανταγωνιστικά κοινωνικο-οικονομικά συστή
ματα που βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ο
νέος τρόπος παραγωγής καθιερώνεται σαν αποτέλεσμα του ταξικού αγώ
να και της κοινωνικής επανάστασης, που πραγματοποιείται κάτω από την
καθοδήγηση της πρωτοπόρας τάξης. Ο καπιταλισμός είναι το τελευταίο
ανταγωνιστικό σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από
άνθρωπο (βλ. λ.), με αυτόν «αποπερατώνεται η προϊστορία της ανθρώπινης
κοινωνίας» (Κ. Μαρξ, Φ. Έγκελς, Άπαντα τόμ. 13, σελ. 8, ρωσ. έκδ.). Η νίκη
της σοσιαλιστικής επανάστασης, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού αλλαξαν
ριζικά το χορακτήρα της ιστορικής ανάπτυξης, ανοίγουν νέα εποχή: την
εποχή του περάσματος της ανθρωπότητας από τον καπιταλισμό στον κομ
μουνισμό. Το κομμουνιστικό σύστημα περνά με την ανάπτυξή του δύο
φάσεις: του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, και με τη σειρά της η
σοσιαλιστική κοινωνία στην κίνησή της προς τον κομμουνισμό, περνά δύο
στάδια: το στάδιο της βασικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού και εκείνο
του αναπτυγμένου σοσιαλισμού. Στην ΕΣΣΔ σήμερα έχει οικοδομηθεί ο
αναπτυγμένος σοσιαλισμός, που άνοιξε όλους τους δρόμους για τη δράση
των οικονομικών νόμων του σοσιαλισμού: δημιουργείται η υλικοτεχνική
βάση του κομμουνισμού (βλ. λ.), τελειοποιούνται οι σοσιαλιστικές παρα
γωγικές σχέσεις, εξαλείφονται οι διαφορές ανάμεσα στις τάξεις, ανάμεσα
στις πόλεις και τα χωριά, ανάμεσα στη χειρωνακτική και πνευματική εργα
σία. Η αναπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία δημιουργείται με επιτυχία και
σε μια σειρά άλλες χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας.
Κολχόζνικο εμπόριο: Μια από τις μορφές του σοβιετικού εμπορίου, που
ασκείται από τα κολχόζ και από τους παραγωγής, που μένουν μετά την
εκπλήρωση των υποχρεώσεων απέναντι στο κράτος και την εξασφάλιση
των παραγωγικών και των ατομικών αναγκών. Το κολχόζνικο εμπόριο
εμφανίστηκε στην περίοδο κολλεκτιβοποίησης της αγροτικής οικονομίας,
όταν πραγματοποιούνταν στην ΕΣΣΔ η μετάβαση από τα μικρά αγροτικά
νοικοκυριά στη μεγάλη σοσιαλιστική γεωργία. Οι ιδιομορφίες του κολχόζ-
νικου εμπορίου, που οφείλονται στην ύπαρξη της εμπορευματικής παρα
γωγής, της ομαδικής κολχόζνικης ιδιοκτησίας και του ατομικού βοηθητι
κού νοικοκυριού των κολχόζνικων, συνίστανται στο ότι η αγοραπωλησία
πραγματοποιείται ανάμεσα στους άμεσους παραγωγούς και τους κατα
ναλωτές των εμπορευμάτων και οι τιμές καθορίζονται κάτω από την επί
δραση της ζήτησης και της προσφοράς στην αγορά. Σε διάκριση από την
οργανωμένη αγορά του κρατικού και συνεταιριστικού εμπορίου (βλ. λ.),
στο κολχόζνικο εμπόριο ο όγκος κυκλοφορίας και οι τιμές δεν καθορί
ζονται από το κράτος. Ωστόσο το κράτος ρυθμίζει το κολχόζνικο εμπόριο
με μέτρα οικονομικού χαρακτήρα, με τη διεύρυνση του εμπορίου της κρα
τικής και της συνεταιριστικής μορφής, που ρευστοποιούν τα εμπορεύματα
σε σταθερές τιμές. Το κράτος παρέχει βοήθεια στα κολχόζ και στους κολ-
χόζνικους για τη μεταφορά και τη ρευστοποίηση των προϊόντων στις κολ-
χόζνικες αγορές, τη βελτίωση της υλικοτεχνικής βάσης των αγορών, τη
ρύθμιση της τάξης του εμπορίου κλπ. Η αύξηση της αγροτικής παραγω
γής, η ανύψωση της εμπορευματικότητάς της και η εφαρμογή ορισμένης
πολιτικής στον τομέα της συγκέντρωσης, είναι σπουδαιότατοι και αποφα
27β κομμουνισμός
ται για τη μεγαλύτερη ωφέλεια του λαού. Οι υλικές και πολιτιστικές προϋπο
θέσεις του κομμουνισμού δημιουργούνται στο βαθμό που αναπτύσσεται
και εδραιώνεται η σοσιαλιστική κοινωνία, αυξάνεται ο πλούτος και ανα
πτύσσεται ο πολιτισμός της, ανεβαίνει η παραγωγικότητα της εργασίας
και πολλαπλασιάζεται η κοινωνική ιδιοκτησία, ανυψώνεται η κομμουνι
στική συνείδηση των λαϊκών μαζών. Η μετάβαση στην ανώτερη φάση της
κομμουνιστικής κοινωνίας πραγματοποιείται με τη βαθμιαία μετεξέλιξη
των σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων σε κομμουνιστικές. Ο αποφασι
στικός κρίκος για να οικοδομηθεΙ η οικονομία της κομμουνιστικής κοινω
νίας, είναι η δημιουργία της υλικοτεχνικήςβάσης του κομμουνισμού (βλ. λ.),
καθώς και η ανάπτυξη κομμουνιστικών κοινωνικών σχέσεων και η διαμόρ
φωση του νέου ανθρώπου. Η δημιουργία της υλικοτεχνικής βάσης του
κομμουνισμού θα εξασφαλίσει ανώτερη παραγωγικότητα της εργασίας,
αφθονία υλικών και πνευματικών αγαθών, με αποτέλεσμα να δημιουργη-
θούν οι όροι για τη μετάβαση στην κατανομή ανάλογα με τις ανάγκες. Η
αποκατάσταση πλήρους κοινωνικής ομοιογένειας όλων των μελών της
κοινωνίας, η οργανική συνένωση της χειρωνακτικής εργασίας με την πνευ
ματική, η μετατροπή της εργασίας σε πρώτη ζωτική ανάγκη του ανθρώ
που, η επίτευξη κοινωνικής ισότητας στην κατανομή των αγαθών που θα
ικανοποιούν πλήρως τις ανάγκες των ολόπλευρα αναπτυγμένων μελών
της κοινωνίας— όλα αυτά θα σημαίνουν την ολοκλήρωση της οικοδόμησης
του κομμουνισμού και την παραπέρα ανάπτυξή του στη δική του βάση.
Με την οικοδόμηση του πλήρους κομμουνισμού θα εδραιωθεί τελειωτικά
ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής (βλ. λ.), θα απονεκρωθεΙ η ανάγκη
των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και των συνδεομένων μαζί τους
οικονομικών νόμων και κατηγοριών.
Κονσέρν: Μια από τις μορφές των μονοπωλιακών ενώσεων, που χαρα
κτηρίζονται από την κυριαρχία μιας ομάδας μονοπωλητών πάνω σε πολ
λές επιχειρήσεις, διαμέσου της ισχυρότερης εταιρίας που κρατά το πακέτο
ελέγχου των μετοχών (βλ. λ.). Οι ενώσεις αυτές χαρακτηρίζονται επίσης
από τη χρησιμοποίηση των οικονομικών σχέσεων, των συμφωνιών για
τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τις άδειες εισαγωγών-εξαγωγών, των
συμβάσεων κοινότητας συμφερόντων, των προσωπικών ενώσεων κλπ.
για την εξασφάλιση μονοπωλιακά υψηλών κερδών. Συνήθως, στη σύν
θεση του κονσέρν ανήκουν όχι μόνο επιχειρήσεις των διάφορων κλάδων
της βιομηχανίας και των μεταφορών, αλλά και εμπορικές, τραπεζικές, ασφα
λιστικές εταιρίες. Οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο κονσέρν, τυπικά
παραμένουν ανεξάρτητες, αλλά ουσιαστικά υποτάσσονται στον έλεγχο
των μεγιστάνων χρηματιστών που βρίσκονται επικεφαλής του κονσέρν.
Επικεφαλής σ’ ένα κονσέρν βρίσκεται είτε η ισχυρότερη βιομηχανική εται
ρία, είτε μια μεγάλη τράπεζα, που ελέγχεται από ομάδα της χρηματιστικής
ολιγαρχίας (βλ. λ.). 'Ενα από τα παραδείγματα κονσέρν είναι το αμερικά
νικο κονσέρν «Μπ. I. Ντυπόν ντε Νεμούρ»— το μεγαλύτερο χημικό μονο
πώλιο του κόσμου, κέντρο της χρηματιστικής αυτοκρατορίας των Ντυπόν.
Το 1966 στο κονσέρν αυτό ανήκαν 84 επιχειρήσεις (στις ΗΠΑ). Εκτός
από αυτές, το κονσέρν έλεγχε πάνω από 50 θυγατρικές επιχειρήσεις στις
ΗΠΑ, στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς επίσης στην
Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα, την Κολομβία, το Μεξικό, τη Χιλή,
την Ιαπωνία και αλλού. Ο ετήσιος κύκλος εργασιών του ξεπερνά τα 3 δι
σεκατομμύρια δολάρια (στα 1967: 3,1 δισεκατομμύρια δολάρια). Ο αριθμός
των εργατών και των υπαλλήλων στις επιχειρήσεις του κονσέρν είναι 118
χιλιάδες άτομα (1967). Στο κονσέρν εκδηλώνεται πιο ανάγλυφα η συγχώ
κονσόρτσιουμ 281
Κρατικο μο νοπ ω λιακό σ υμπ λέγματα: Μια από τις οργανωμένες μορφές
του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, η προσπάθεια του ιμπεριαλισμού
να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης
και στις συνθήκες του αγώνα των δύο συστημάτων. Κύρια κατεύθυνση
είναι η κοινή δραστήρια συμμετοχή του κρατικού κεφαλαίου και των μονο
πωλίων στην παραγωγή για την κρατική αγορά. Τα κρατικομονοπωλιακό
συμπλέγματα αγκαλιάζουν τους σοβαρότερους κλάδους της οικονομίας που
είναι συνδεμένοι πριν απ' όλα με τη στρσηωτικοπο/ηση της καπιταλιστικής
οικονομίας. Σήμερα στις ιμπεριαλιστικές χώρες λειτουργούν στρατιωτικο-
βιομηχανικά (βλ. στρατιωτικοβιομηχσνικό σύμπλεγμα), πυρηνικά, αερο
διαστημικά και άλλα παρόμοια συμπλέγματα. Σε αυτά το κράτος αντιπρο
σωπεύεται με διάφορες δραστηριότητες: παραγωγικές, επιστημονικές και
άλλες, καθώς και με διάφορα ιδρύματα. Στα κρατικομονοπωλιακό συμπλέ
γματα εμφανίζεται καθαρά η βαθιά ένωση της αντίθεσης του καπιταλι
στικού αυθόρμητου και της συγκεντρωτικής διεύθυνσης κάτω από την αι
γίδα του κράτους. Αν και το καπιταλιστικό κράτος ωθείται στην ανάπτυξη
των αντίστοιχων κλάδων της οικονομίος από συνολικά πολιτικά και οικο
νομικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, το μονοπώλιο που έχει μπει
στο σύμπλεγμα, ενδιαφέρεται πριν από όλα για τα δικά του στενά
κερδοσκοπικά συμφέροντα. Τα συμπλέγματα εξασφαλίζουν στις ομάδες
που παίρνουν μέρος σ’ αυτά το μέγιστο κέρδος κυρίως διαμέσου της
ανύψωσης των τιμών στα προϊόντα που παράγονται σύμφωνα με τις κρα
τικές παραγγελίες.
της παραγωγής και του κεφαλαίου. Ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο του
εθνικού εισοδήματος διανέμεται από τον κρατικό μηχανισμό προς όφε
λος των μονοπωλίων. Το κράτος δίνει στα μονοπώλια μεγάλες πολεμι
κές παραγγελίες, χρηματοδοτεί τα προγράμμοτα ανάπτυξης της βιο
μηχανίας και των επιστημονικών ερευνών, καταστρώνει τα προγράμματα
οικονομικής ανάπτυξης στην κλίμακα όλης της χώρας, πραγματοποιεί
νέες μορφές εξαγωγής κεφαλαίου, εφαρμόζει πολιτική ιμπεριαλιστικής
ολοκλήρωσης. Οι απόπειρες των ρεφορμιστών, των αναθεωρητών και
των ανοιχτών υπερασπιστών του ιμπεριαλισμού να εμφανίσουν τον κρα-
τικομονοπωλιακό καπιταλισμό σαν νέο κοινωνικό καθεστώς που διαφέρει
τάχα ριζικά από τον παλιό, τον «κλασικό» καπιταλισμό, καθώς επίσης
και οι ισχυρισμοί τους ότι ο σημερινός καπιταλισμός μετεξελίσσεται σε
σοσιολισμό, ότι ήδη δεν υπάρχουν σ’ ουτόν προλεταριάτο και αστική τάξη,
ότι απουσιάζει η ταξική πάλη και οι εργάτες και οι καπιταλιστές συνεργά
ζονται αρμονικά για τα συμφέροντα της κοινωνίας — όλα αυτά δεν είναι
τίποτα άλλο, παρά απόπειρα να εξωραϊστεΙ ο σύγχρονος καπιταλισμός
και να αποτραπεΙ η ανατροπή του, να εμποδιστεί η αυξανόμενη συμπάθεια
των εργαζομένων προς τον πραγματικό σοσιαλισμό. Στις χώρες όπου κυ
ριαρχεί το κρατικομονοπωλιακό κεφάλαιο, οι κοινωνικές συγκρούσεις
δεν εξασθενίζουν και ανειρήνευτες αντιθέσεις συγκλονίζουν την καπιτα
λιστική κοινωνία. Τα καπιταλιστικά μονοπώλια αναζητούν διέξοδο στην
ακόμα μεγαλύτερη χρησιμοποίηση του αστικού κράτους στην πάλη κατά
των λαϊκών μαζών, στην αντίδραση προς όλες τις κατευθύνσεις. Με τη σειρά
τους η εργατική τάξη και όλοι οι εργαζόμενοι αναζητούν τη διέξοδο στη
ριζική αλλαγή των συνθηκών της υλικής και πνευματικής ζωής της κοινω-
νΙος, συσπειρώνουν και οργανώνουν τις δυνάμεις τους, για να τελειώνουν
μια για πάντα με τον καπιταλισμό. Το καθήκον αυτό διευκολύνεται από το
γεγονός ότι μια μικρή ομάδα μεγάλων μονοπωλητών, κυνηγώντας τα υψη
λά κέρδη οντιπαρατάχτηκε όχι μόνο στα πλατιά στρώματα των εργαζο
μένων, αλλά και σε σημαντικό μέρος της μικρής και μεσαίας αστικής τά
ξης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η δυνατότητα οργάνωσης πλατιού
αντιμονοπωλιακού μετώπου. Η διαλεκτική του κρατικομονοπωλιακού κα
πιταλισμού είναι τέτοια—αναφέρεται στο πρόγραμμα του ΚΚΣΕ—που αντί
να εδραιώνει το καπιταλιστικό σύστημα πράγμα που επιδιώκει η αστική
τάξη, οξύνει ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις του καπιταλισμού, τον κλο
νίζει ως τα θεμέλια». Ο κρατικονονοπωλιακός καπιταλισμός, έλεγε ο Λένιν,
«είναι η πληρέστερη υλική προετοιμασία του σοσιαλισμού, τα πρόθυρά του,
είναι εκείνη η βαθμίδα της ιστορικής κλίμακας, που ανάμεσά της και στη
βαθμίδα που ονομάζεται σοσιαλισμός δεν υπάρχει καμιά ενδιάμεση βα
θμίδα».
τος με τη μορφή ορισμένου τόκου πάνω στην αξία που εκτιμήθηκε ότι
αντιπροσωπεύει η κοινωνικοποιημένη περιουσία του καπιταλιστή. 0 ειρη
νικός μετασχηματισμός των καπιταλιστικών επιχειρήσεων σε σοσιαλιστι
κές, που πραγματοποιείται σε μια σειρά σοσιαλιστικές χώρες, έχει τερά
στια σημασία όχι μονο οικονομική, αλλά και πολιτική.
«Κ ρ άτο ς τη ς γ ενική ς ευημ ερ ίας», βλ. θεωρία του βκράτους της γενι
κής ευημερίας».
φορίας έγκειται στο ότι το χρήμα μεσολαβεί στη διαδικασία της κυκλοφο
ρίας των εμπορευμάτων. Κατά την εκπλήρωσή της, το χρήμα οφείλει
να έχει τη μορφή μετρητών. Το χρήμα εκπληρώνει αυτή τη λειτουργία
στιγμιαία: πραγματοποιώντας την ανταλλαγή ενός εμπορεύματος, ταυ
τόχρονα αρχίζει να εξυπηρετεί τη ρευστοποίηση ενός άλλου, κλπ. Το
περιστατικό αυτό επιτρέπει, στη λειτουργία του χρήματος σαν κυκλοφο-
ριακού μέσου, να αντικατασταθούν τα πραγματικά χρήματα με μια πα
ραστατική μορφή τους: με χρήματα που δεν έχουν αυτά καθεαυτά αξία
ή με χαρτονομίσματα. Στη λειτουργία του χρήματος σαν μέσου κυκλοφο
ρίας, στις συνθήκες της απλής εμπορευματικής οικονομίας, ενυπάρχει η
δυνατότητα οικονομικών κρίσεων. Η λειτουργία του χρήματος σαν μέσου
θησαυρισμού συνδέεται με το ότι το χρήμα αποτελεί γενικό σύμβολο του
πλούτου, μ’ αυτό μπορεί κανείς να αγοράσει οποιοδήποτε εμπόρευμα
μπορεί να αποθησαυρίζει οποιαδήποτε ποσότητα. Η συσσώρευση πλού
του γίνεται γΓ αυτό με τη συσσώρευση χρήματος. Με την ανάπτυξη της
εμπορευματικής-καπιταλιστικής οικονομίας δυναμώνει η εξουσία του χρή
ματος, η εξουσία των πλούσιων πάνω στους φτωχούς. Η κοινωνική ισχύς
του χρήματος γίνεται ισχύς ξεχωριστών προσώπων. Στις συνθήκες αυτές
η συσσώρευση χρήματος γίνεται αυτοσκοπός. Η λειτουργία της συσσώ
ρευσης απαιτεί την ύπαρξη χρήματος πλήρους αξίας, γΓ αυτό τη λειτουρ
γία αυτή την εκπληρώνουν τα χρυσά νομίσματα οι ράβδοι χρυσού, τα
χρυσά είδη. Στην περίοδο της κυκλοφορίας των χρυσών νομισμάτων,
η λειτουργία του αποθησαυρισμού έπαιζε μεγάλο ρόλο στη διαδικασία της
αυθόρμητης ρύθμισης της χρηματικής κυκλοφορίας στις καπιταλιστικές
χώρες. Σαν μέσο πληρωμής το χρήμα εμφανίζεται στις περιπτώσεις που η
αγοραπωλησία του εμπορεύματος γίνεται με πίστωση, δηλαδή με δόσεις.
Στην περίπτωση αυτή το χρήμα μπαίνει σε κυκλοφορία όταν φτάσει η
προθεσμία της πληρωμής, αλλά όχι πια σαν κυκλοφοριακό μέσο. αλλά
σαν μέσο πληρωμής. Την ίδια λειτουργία εκπληρώνει και κατά τη σύναψη
δανείων, την καταβολή φόρων, την πληρωμή γαιοπροσόδου, μισθών κλπ.
Η λειτουργία του χρήματος σαν μέσου πληρωμής δημιουργεί τη δυνατό
τητα αμοιβαίας απόσβεσης των δανειακών υποχρεώσεων και εξοικονόμη
σης μετρητών. Η λειτουργία του παγκόσμιου χρήματος πραγματοποιεί
ται από το χρήμα στην παγκόσμια αγορά και στη διεθνή κυκλοφορία πλη
ρωμών ανάμεσα στις χώρες. Στην παγκόσμια αγορά το χρήμα εμφανίζε
ται με τη φυσική του μορφή—σε ράβδους ευγενών μετάλλων. Η ανάπτυξη
των λειτουργιών του χρήματος εκφράζει την ανάπτυξη της εμπορευματι
κής παραγωγής και των αντιθέσεών της. Με την εμφάνιση και την ανά
πτυξη του καπιταλισμού ο ρόλος του χρήματος μεταβάλλεται ουσιαστικά.
Γίνεται κεφάλαιο, μετατρέπεται σε μέσο εκμετάλλευσης της μισθωτής
εργασίας, ιδιοποίησης απλήρωτης εργασίας των μισθωτών εργατών. Ταυ
τόχρονα στην καπιταλιστική κοινωνία, το χρήμα χρησιμοποιείται στις συ
νηθισμένες του λειτουργίες από τούς απλούς εμπορευματοπαραγωγούς
308 Λ έ ν ιν , Β λα διμήρ Ιλ ίτς
μικής και πολιτικής ωριμότητας της κοινωνίας από τη στάθμη της πολιτι
στικής ανάπτυξης των εργαζομένων. Καθορίζοντας τα καθήκοντα της σο
σιαλιστικής οικοδόμησης στη Ρωσία, ο Λένιν πρόβαλε και επεξεργάστηκε
νέα οικονομική πολιτική, υποδείχνοντας την ανάγκη του εξηλεκτρισμού
της χώρας της εδραίωσης της βιομηχανίας της αγροτικής οικονομίας
των μεταφορών πάνω στην τεχνική βάση της σύγχρονης μεγάλης βιομη
χανίας. Την παραγωγικότητα της εργασίας τη θεωρούσε ο Λένιν σαν τον
πιο σπουδαίο παράγοντα για τη νίκη του νέου κοινωνικού συστήματος. ΓΓ
αυτό, σπουδαιότατο καθήκον μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστα
σ ης είναι η επίτευξη ανώτερης παραγωγικότητας της εργασίας και σε
σύνδεση μ’ αυτό (και γΓ αυτό), η επίτευξη ανώτερης οργάνωσης. Ο Λένιν
έδειξε ότι με την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας από το προλεταριάτο,
η άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων της αγροτικής οικονομίας συνδέεται
με το καθήκον του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της αγροτικής οικο
νομίας με τη συνεταιριστικοποίησή της. Ζητώντας να χρησιμοποιηθεί ο
επαναστατικός ενθουσιασμός των μαζών, ο Λένιν τόνιζε ταυτόχρονα τη
σπουδαιότατη σημασία στο σοσιαλισμό του υλικού ενδιαφέροντος των
εργαζομένων για τα αποτελέσματα της εργασίας τους. Ο Λένιν φανέρωσε
τη σημασία της σοσιαλιστικής άμιλλας σαν σπουδαιότατου μέσου για το
τράβηγμα των πλατιών μαζών των εργαζομένων στην οικοδόμηση της
νέας κοινωνίας και την ανύψωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Εκτί
μησε εξαιρετικά τις εθελοντικές εργατικές εξορμήσεις (τα «Σάββατα»)
σαν μεγάλη συνειδητή και εθελοντική πρωτοβουλία των εργαζομένων,
βλέποντας σ’ αυτές «την ουσιαστική αρχή του κομμουνισμού». Σαν ένα
σπουδαιότατο και απαραίτητο όρο των σοσιαλιστικών και κομμουνιστι
κών μετασχηματισμών, ο Λένιν θεωρούσε την ολόπλευρη χρησιμοποίηση
όλων των επιτεύξεων της επιστήμης και της τεχνικής στην παραγωγή για
τη γοργή ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας με σκοπό την ελεύθερη και ολό
πλευρη ανάπτυξη του κάθε εργαζόμενου. Ο Λένιν διαμορφώνει τις αρχές
της σοσιαλιστικής εκπολιτιστικής επανάστασης που στην πορεία της οι
γνώσεις γίνονται χτήμα των πλατιών μαζών των εργαζομένων. Μεγάλη
προσοχή έδινε στην επεξεργασία των αρχών διεύθυνσης της κοινωνίας
και σε σύνδεση μ’ αυτό χαρακτήρισε την αμοιβαία σχέση ανάμεσα στην
οικονομία και την πολιτική στην περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλι
σμού. «Το καθήκον της διεύθυνσης του κράτους — έγραφε ο Λένιν — που
προωθήθηκε τώρα σε πρώτο πλάνο μπροστά στη σοβιετική εξουσία, πα
ρουσιάζει ακόμη και την ιδιομορφία ότι πρόκειται τώρα για μια διεύθυν
ση όπου υπερέχει η σημασία όχι της πολιτικής αλλά της οικονομίας».
Οι λενινιστικές απαντήσεις για τη διεύθυνση της σχεδιασμένης οικονο
μίας είναι η επιστημονικότητα, η ικανότητα να καθορίζεται σωστά η προ
οπτική της ανάπτυξης η τήρηση των προτεραιοτήτων στην εκπλήρωση
των καθηκόντων, ο προσανατολισμός στις σπουδαιότερες επιτεύξεις της
επιστήμης και της τεχνικής και η εφαρμογή τους στην παραγωγή, στην
312 Λ έν ιν , Β λα διμήρ Ιλ Ιτς
Υπάρχουν επίσης ρεύματα που κοθορίζουν τον ερχομό της «γενικής χρεο
κοπίας», σαν αποτέλεσμα της εξάντλησης των ζωτικών αποθεμάτων, της
μόλυνσης του περιβάλλοντος, αγνοώντας ταυτόχρονα την αλλόγιστη εκμε
τάλλευση του φυσικού πλούτου από τον καπιταλισμό και τη δυνατότητα
της λύσης των οικολογικών προβλημάτων στη βάση των σοσιαλιστικών
σχέσεων. Χαρακτηριστική γραμμή πλεύσης των θεωριών που αποτελούν
συνέχεια του μαλθουσιανισμού είναι η βιολογική προσέγγιση των κοινωνι
κών φαινομένων, η εξέταση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημά
των από δημογραφικές θέσεις. Δεν υπολογίζεται ότι αιτία της φτώχειας
στις αναπτυσσόμενες χώρας δεν είναι οι υψηλοί ρυθμοί ανόδου του πλη
θυσμού, αλλά οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις τα υπολείμματα της
φεουδαρχίας η νεοαποικιοκρατία (βλ. λ.).
πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Ιδιομορφία τους ήταν ότι υπήρχαν πολλές
μανουφοκτούρες που στηρίζονταν όχι στη μισθωτή, αλλά στη δουλοπά-
ροικη εργασία. Αν και ο κοταμερισμός εργασίας στις μανουφακτούρες ο
δήγησε στην ανάπτυξη της εμπορευματικής - καπιταλιστικής παραγωγής και
στη σημαντική ανύψωση της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας,
η μανουφοκτούρα δεν αγκάλιασε όλη την κοινωνική παραγωγή. Η ύπαρξη
τεράστιου αριθμού μικρών και πολύ μικρών βιομηχανικών επιχειρήσεων,
αποτελεΙ χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου της μανουφακτούρας
στον καπιταλισμό. Οι αναπτυσσόμενες εσωτερικές και εξωτερικές αγο
ρές πρόλαβαν τεράστια ζήτηση εμπορευμάτων, που η μανουφακτούρα δεν
ήταν σε θέση να ικανοποιήσει. Ωρίμασε η ανάγκη για το πέρασμα στην
εκμηχανισμένη παραγωγή, που την αρχή της εγκαινίασε η βιομηχανική
επανάσταση που άρχισε στο τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα στην Αγγλία.
νομίας πρόσφερε ο Μαρξ με την εργασία του «Μισθωτή εργασία και κε
φάλαιο» (1849). Σ' αυτό διατύπωσε το νόμο της αξίας, έδειξε ότι εκδηλώ
νεται στην αγορά διαμέσου των κυμάνσεων των τιμών γύρω από την
αξία έδωσε τον κλασικό ορισμό του κεφαλαίου σαν παραγωγικής σχέσης,
διατύπωσε την ουσία του φετιχισμού του εμπορεύματος κλπ. Κορωνίδα
της επιστημονικής δράσης του Μαρξ στη δεκαετία του 1840 ήταν το «Μα
νιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» (1848) που το έγραψε μαζι με
τον Ένγκελς, με εντολή της Ένωσης Κομμουνιστών. Στην εργασία αυτή
συγκεντρώθηκαν με τη μορφή κλασικών πορισμάτων τα αποτελέσματα
των ερευνών των θεμελιωτών του Μαρξισμού στους διάφορους τομείς
των γνώσεων, ιδιαίτερα στον τομέα της πολιτικής οικονομίας, δόθηκε η
ολοκληρωμένη επιστημονική θεωρία και το μαχητικό πρόγραμμα δράσης
του προλεταριάτου. Οι εργασίες του Μαρξ και του Ένγκελς της δεκαετίας
του 1840 εγκαινίασαν την επεξεργασία των προβλημάτων της πολιτικής
οικονομίας στη βάση μιας νέας μεθόδου, δίνοντας μια διαλεκτική, υλιστι
κή ερμηνεία των σπουδαιότερων οικονομικών κατηγοριών. Στα 1869 ο
Μαρξ έγραψε το βιβλίο «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», όπου εκθέτει
πλατιά τα προβλήματα του εμπορεύματος και του χρήματος, του διττού χα
ρακτήρα της εργασίας και του εμπορεύματος «εργατική δύναμη», του στα
θερού και του μεταβλητού κεφαλαίου, της θεωρίας της υπεραξίας. Στα
1863 ο Μαρξ έγραψε ένα νέο μεγάλο χειρόγραφο που αποτελούσε, ως προς
το περιεχόμενό του, την πρώτη γραφή και των τεσσάρων τόμων του «Κε
φαλαίου». Το χειρόγραφο αυτό δεν εκδόθηκε στη διάρκεια της ζωής του
Μαρξ και του Ένγκελς. Μέρος αυτού του χειρογράφου δημοσιεύθηκε
αργότερα (στα 1905-1910) από τον Κάουτσκι με τον τίτλο «θεωρίες της
υπεραξίας». Ο Κάουτσκι έκανε ρεβιζιονιστικές παραποιήσεις στο κείμενο
κατά τη θεώρησή του, και μόνο μετά εκατό χρόνια από τότε που γράφτηκε
η εργασία αυτή εκδόθηκε στην ΕΣΣΔ με τη μορφή που το έγραψε ο Μαρξ.
Στα 1867 εκδόθηκε α 1ος τόμος του «Κεφαλαίου»—της κύριας επιστη
μονικής εργασίας του Μαρξ. Με το έργο αυτό ο Μαρξ θεμελίωσε ολό
πλευρα το βασικό οικονομικό νόμο του καπιταλισμού— την παραγωγή
υπεραξίας και την ιδιοποίησή της από τους καπιταλιστές. Ο πλησιέστερος
συναγωνιστής και φίλος του Μαρξ, ο Φ. Ένγκελς, πραγματοποίησε τερά
στια εργασία για την προετοιμασία της έκδοσης του 2ου και του 3ου τό
μου του «Κεφαλαίου», που έγραψε ο Μαρξ. Ο δεύτερος τόμος εκδόθηκε
το 1885 και ο τρίτος το 1894, λίγο πριν από το θάνατο του Ένγκελς. Στο
«Κεφάλαιο» ολοκληρώθηκε η επαναστατική αλλαγή στην οικονομική επι
στήμη και δημιουργήθηκε η προλεταριακή πολιτική οικονομία. Ο 1ος τό
μος αυτής της εργασίας είναι αφιερωμένος στην ανάλυση της διαδικασίας
της παραγωγής του κεφαλαίου, όπου κεντρική θέση κατέχει το θεμελιακό
πρόβλημα της έρευνας — το πρόβλημα της εμφάνισης και της παραγωγής
υπεραξίας. Η διδασκαλία αυτή, κατά τον ορισμό του Λένιν, αποτελεΙ ταν
«ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ». Ο 2ος τόμος αφιε-
Μ α ρ ξ Καρλ 321
κρίνονται από τις ιδιαίτερες σχέσεις που έχουν με ένα ορισμένο αριθμό
ιδιαίτερων τεχνικών ή από τη βασική τους θέση στην πολιτιστική τάξη.
Η ιδιαιτερότητα της δραστηριότητάς τους δε μεταβάλλει την ταξική τους
ένταξη. ΓΓ αυτό μπορούμε να τις θεωρήσουμε σαν ιδιαίτερες κοινωνικές
κατηγορίες. Εδώ και μερικά χρόνια, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές
χώρες τα στρώματα αυτά αυξάνονται. Η διαδικασία αυτή αύξησης των
μεσαίων στρωμάτων γίνεται παράλληλα με την καταχώρησή ταυς στη μι
σθωτή εργασία. ΑποτελεΙ αποτέλεσμα μιας διπλής κίνησης: από τη μια η
συσσώρευση του κεφαλαίου επιταχύνει την εξαφάνιση ενός μεγάλου α
ριθμού επιχειρήσεων οικογενειακού χαρακτήρα στη βιοτεχνία, την αγρο
τική οικονομία, το εμπόριο. Επίσης απορροφά μεσαίες επιχειρήσεις από το
μεγάλο αγροτικό, βιομηχανικό, εμπορικό και τραπεζικό κεφάλαιο. Από την
άλλη η επιστημονικοτεχνική επανάσταση, η επέκταση της χρηματικής και
εμπορικής δραστηριότητας των μεγάλων μονοπωλίων και η ανάπτυξη
των δραστηριοτήτων του κράτους, προκαλούν μια γρήγορη αύξηση του
αριθμού των μισθωτών. Οι συνθήκες δουλειάς και ζωής αυτών των εργα
ζόμενων μισθωτών μεταβάλλονται ταχύτατα. Από ταξική σκοπιά, τα στρώ
ματα αυτά βρίσκονται σε μια μέση θέση που τα προσεγγίζει όλο και πιο
πολύ στην εργατική τάξη με την οποία όμω ς—εκτός από ένα τμήμα
τους— δεν ταυτίζονται για την ώρα. Δε συμμετέχουν άμεσα στη δημιουρ
γία υπεραξίας, στο σύνολό τους δεν έχουν την ιδιότητα του συλλογικού
εργάτη. Οι πνευματικές δραστηριότητες (παιδεία, επιστήμη) δεν είναι ω
στόσο λιγότερο άμεσα απαραίτητες για την παραγωγή αφού αυξάνουν
έμμεσα την παραγωγική δύναμη της εργασίας. Εκτός απ’ αυτό ορισμένες
κοινωνικές κατηγορίες όπως οι μηχανικοί, οι τεχνικοί, και τα στελέχη των
επιχειρήσεων μπορεΙ να είναι ταυτόχρονα συλλέκτες υπεραξίας και παρα
γωγοί υπεραξίας. Συνεπώς η κατάσταση των μεσαίων στρωμάτων είναι
σύνθετη. Ό μω ς η εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων τείνει να δημιουργή
σει μια πόλωση γύρω από την εργατική τάξη του μεγαλύτερου μέρους αυ
τών των στρωμάτων.
στά κέρδους
Μέσο ποσο
(σ + μ + κ)
(σ + μ + υ)
παραγωγής
Μεταβλητά
παραγωγής
Τιμή παρα
εμπορ/τος
Απόκκλιση
κεφάλαιο
ρεύματος
κεφάλαιο
της τιμής
Σταθερά
Αξία του
Κλάδοι
σε %
(σ)
(μ)
I s
1 70 30 30 130 20 120 — 10
II 80 20 20 120 20 120 Ιση
III 90 10 10 110 20 120 + 10
της αξίας της εργατικής δύναμης και της υπεραξίας την οποία ιδιοποιούνται
δωρεάν οι καπιταλιστές. Μ ' αυτό τον τρόπο φανερώθηκε η πραγματική
πηγή της υπεραξίας, αποκαλύφθηκαν η ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλ
λευσης και ο άμεσος σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής — η δημι
ουργία υπεραξίας. Ως προς το χαρακτήρα της κυκλοφορίας, το μεταβλητό
κεφάλαιο αποτελεΙ τμήμα του κυκλοφοριακού κεφαλαίου (βλ. λ.).
Μ ετα τρ ο π ή : Τα μέτρα του κράτους για την αλλαγή των αρχικών όρων
των κρατικών δανείων (βλ. λ.) που εκδόθηκαν, όπως: (α) μείωση του τό
κου του δανείου που είχε καθοριστεί αρχικά, (β) αντικατάσταση όλων των
δανείων που είχαν εκδοθεΙ προηγούμενα μ' ένα νέο δάνειο (δάνειο μετα
τροπής), (γ) μετατροπή των βραχυπρόθεσμων σε μακροπρόθεσμα δάνεια
(δ) αλλαγή των χρονικών ορίων και των τρόπων εξόφλησης των δανείων.
Μετατροπές στις καπιταλιστικές χώρες γίνονται όταν υπάρχει πλεόνασμα
πιστωτικού κεφαλαίου και έχουν σκοπό τη μείωση του κρατικού χρέους.
Συνήθως δεν προξενούν ζημιά στους κατόχους μεγάλου αριθμού ομο
λογιών, γιατί δίδονται σ’ αυτούς αποζημιώσεις και διάφορες διευκολύν
σεις από μέρους του κράτους. Τα μεγάλα μονοπώλια γνωρίζοντας από προ
ηγούμενα για τη σχεδιαζόμενη μετατροπή, πλουτίζουν ρευστοποιώντας τις
ομολογίες με κερδοσκοπικές τιμές και παίρνουν μεγάλα ποσά με τη μορφή
αμοιβής για την απόκτηση μεγάλου αριθμού ομολογιών του δανείου μετα
τροπής. Η μετατροπή προκαλεΙ τη μείωση του επιτοκίου, πράγμα που έχει
σαν αποτέλεσμα να ανεβαίνει η τιμ ή των ομολογιών. Το κοινωνικο-οικο-
νομικό περιεχόμενο των μετατροπών που πραγμστοποιήθηκαν στις σοσια
λιστικές χώρες διαφέρει θεμελιακά από τις μετατροπές στις καπιταλιστι
κές χώρες. Οι μετατροπές των κρατικών δανείων που πραγμστοποιήθηκαν
στην ΕΣΣΔ στο 1936 και το 1947 είχαν σκοπό το δυνάμωμα του σοβιε
τικού νομίσματος, την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας με στόχο
την ανύψωση του υλικού και πολιτιστικού επιπέδου του σοβιετικού λαού.
των κατόχων μικρών μποχών δεν παίζει κανένα ρόλο στη διοίκηση
των μετοχικών εταιριών εφόσον τα διοικητικά όργανα των τελευταίων
(το συμβούλιο των διευθυντών είτε το εποπτικό συμβούλιο) εκλέγονται
τυπικά στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων όπου ο καθένας απ' αυτούς
διαθέτει αριθμό ψήφων που είναι ανάλογος με το ποσό των μετοχών του.
ΓΓ αυτό, αποφασιστικό ρόλο στις εκλογές παίζουν οι πιο μεγάλοι καπι
ταλιστές, που κατέχουν το πακέτο ελέγχου των μετοχών (βλ. λ.) της
εταιρίας. Ιδιαίτερα επικερδής για τους ιδιοκτήτες των μετοχικών εταιριών
είναι η διανομή μικρού αριθμού μετοχών μεταξύ των εργατών και υπαλ
λήλων τους, που εξοφλείται, κατά κανόνα, με τις κανονικές κρατήσεις της
αξίας των μετοχών από το μισθό τους. Έτσι οι επικεφαλής των εταιριών
όχι μόνο συγκεντρώνουν συμπληρωματικά χρηματικά μέσα που τα χρη
σιμοποιούν για κερδοσκοπία, αλλά και για ένα σημαντικό χρονικό διάστη
μ α ωσότου να εξοφλήσει ο εργάτης όλη την αξία των μετοχών, διαχειρί
ζονται πλήρως τις μετοχές αυτές παίρνοντας τοκομερίδιο. Πουλώντας με
τοχές στους εργάτες των επιχειρήσεων της μετοχικής εταιρίας τους, οι
καπιταλιστές δημιουργούν την επίφαση ότι οι εργαζόμενοι είναι επίσης
μέτοχοι της επιχειρήσεως και «συμμετέχουν στη διανομή των κερδών».
Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν να δέσουν τους εργαζόμενους στο άρμα
του κεφαλαίου, να τους πείσουν ότι έχουν τάχα αμοιβαίο συμφέρον για
την επιτυχή διεξαγωγή της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την αύ
ξηση των κερδών τους. Έτσι δημιουργούν κίνητρα για την ανύψωση της
εντατικότητας και της παραγωγικότητας της εργασίας και επιδιώκουν να
διασπάσουν την πάλη των εργαζομένων για την υπεράσπιση των ταξικών
τους συμφερόντων. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού οι μεγιστάνες του χρη-
ματιστικού κεφαλαίου (βλ. λ.) χρησιμοποιούν τις μετοχικές εταιρίες για
να διερεύνουν τη σφαίρα της κυριαρχίας τους πάνω στα ξένα κεφάλαια.
Αυτό πραγματοποιείται με την ανάπτυξη του αποκαλούμενου συστήματος
συμμετοχής, που σημαίνει την εξασφάλιση της κυριότητας από τους μεγαλο-
επιχειρηματίες κάποιας μετοχικής εταιρίας (μητρικής εταιρίας) που κρατά
το πακέτο ελέγχου των μετοχών άλλων εταιριών (θυγατρικών) που με τη
σειρά τους έχουν πακέτα ελέγχου μετοχών τρίτων εταιριών (εγγονών) κλπ.
Με τον τρόπο αυτό μια ομάδα μεγαλοκεφαλαιούχων ιδιοκτητών της μη
τρικής μετοχικής εταιρίας διαχειρίζεται τα κεφάλαια ολόκληρης σειράς
μετοχικών εταιριών, που ξεπερνούν συνολικά κατά πολλές φορές τα δικά
τους μέσα. Έτσι, λόγου χάρη, η οικογένεια των Αμερικανών εκατομμυρι
ούχων Ροκφέλερ, διαθέτοντας δικό τους κεφάλαιο περίπου 5 δισεκατομ
μύρια δολάρια ελέγχει κεφάλαιο περίπου 125 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι Μόργκαν ελέγχουν περίπου 170 δισεκατομμύρια δολάρια ξένων κε
φαλαίων, διαθέτοντας ακόμα μικρότερη ατομική περιουσία απ' ότι, η οι
κογένεια Ροκφέλερ. Στην ΕΣΣΔ, στα πρώτα χρόνια της Νέας Οικονομικής
Πολιτικής (ΝΕΠ), οργανώθηκαν επίσης μετοχικές εταιρίες. Ωστόσο, ως
προς τους σκοπούς τους, διέφεραν ριζικά από τις καπιταλιστικές. Με τη
33Θ μετο χ ικό κεφ ά λαιο
Μ η κ α π ιτα λισ τικ ό ς δρόμος α νάπ τυξης: Η ιστορική πορεία του περά
σματος στο σοσιαλιστικό σύστημα, με την παράκαμψη του καπιταλισμού,
των χωρών που βρίσκονται στην προκαπιταλιστική περίοδο. Τη δυνατό
τητα του μη καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης θεμελίωσε θεωρητικά ο
μαρξισμός-λενινισμός. «Με τη βοήθεια της εργατικής τάξης των πρωτοπό
ρων χωρών», υπογράμμισε ο Β.Ι. Λένιν, «οι καθυστερημένες χώρες μπο
ρούν να περάσουν στο σοσιαλιστικό σύστημα και, μετα από ορισμένες
βαθμίδες ανάπτυξης, στον κομμουνισμό, παροκάμπτοντας το καπιταλιστι
κό στάδιο ανάπτυξης». Ένας από τους βασικούς ιστορικούς όρους που
έδωσαν τη δυνατότητα του μη κοπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης στις
καθυστερημένες από κοινωνικο-οικονομική άποψη χώρες, ήταν η μεγάλη
Οκτωβριανή σοσιολιστική επανάσταση και η εμφάνιση του παγκόσμιου
σοσιαλιστικού συστήματος. Το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης και των
άλλων σοσιαλιστικών χωρών δείχνει ότι μόνο το σοσιαλιστικό σύστημα
ανοίγει στους λαούς, που βρίσκονταν σε προκαπιταλιστικό στάδιο ανά
πτυξης, το συντομότερο δρόμο γιο τη γρήγορη άνθηση της οικονομίας και
του πολιτισμού, για την μετατροπή μιας κοθυστερημένης χώρας σε βιο
μηχανική στη διάρκεια της ζωής μιας γενεάς. Βασική προϋπόθεση του μη
καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης είναι η δυνατότητα εξασφάλισης της
ανιδιοτελούς βοήθειος των χωρών του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστή
ματος. Η δυνατότητα του περάσματος στο σοσιαλισμό, παροκάμπτοντας
τον κοπιταλισμό, που έχει αποδειχθεί με το παράδειγμο των κοθυστερη-
μένων στο παρελθόν λοών της Σοβιετικής Ένωσης, της Λαϊκής Δημοκρα-
τίος της Μογγολίας και άλλων χωρών, έχει τεράστια σημασία για τις χώρες
που απελευθερώθηκαν από το ζυγό της αποικιοκροτίας. Εξαιτίας των δια
φορετικών ιστορικών και κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, που διαμορ
φώθηκαν στη μιο είτε την άλλη απελευθερωμένη χώρο, είναι πιθανό να
υπάρξουν διαφορετικές μορφές μη καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης που
νο ανταποκρίνονται στα συμφέροντα του λαού. Η δυνατότητα μη κοπιτα-
λιστικού δρόμου ανάπτυξης εκπηγάζει από την επενέργεια των αντικειμενι
κών νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης και δεν έχει καμιά σχέση με την
«εξαγωγή της επανάστασης». Το θέμα της επιλογής του δρόμου της πορα-
πέρα ονάπτυξης οποτελεί εσωτερική υπόθεση των ίδιων των λαών. Παίρνον-
τος υπόψη το συσχετισμό των δυνάμεων στον παγκόσμιο στίβο, στηριζό-
μενοι στην πείρα και τη βοήθεια του παγκόσμιου συστήματος του σοσια
λισμού, οι λαοί των πρώην αποικιών «στην Ασία και την Αφρική ακολούθη
μη μονοπ ω λιακός το μ έα ς 339
γωγή γεννά τον καπιταλισμό και την αστική τάξη σταθερά, καθημερινά,
κάθε ώρα, αυθόρμητα και σε μαζική κλίμακα» (Β. I. Λένιν, Ά π α ν τα τομ.
41, σελ. 6, ρωσ. έκδ.). Το μονοπωλιακό κεφάλαιο κυριαρχεί πάνω σε αυτά
τα στρώματα των εμπορευματοπαραγωγών με τη βοήθεια του συστήματος
των μονοπωλιακά υψηλών και μονοπωλιακά χαμηλών τιμών, των ειδι
κών και άλλων συμφωνιών όλου του κρατικομονοπωλιακού μηχανισμού.
Μορφές της αξίας: Είναι οι μορφές έκφρασης της αξίας των εμπορευμά
των στα διάφορα στάδια της ιστορικής διαδικασίας ανάπτυξης της εμπορευ
ματικής παρογωγής και ανταλλαγής. Ο Μαρξ αναλύοντας την προέλευση
των χρημάτων, την ιστορία ανάπτυξης της ανταλλαγής στην κοινωνία
εξέτασε και την «ανάπτυξη των μορφών έκφρασης της αξίας που περιέχεται
στην αξιακή σχέση των εμπορευμάτων από την πιό απλή, μόλις αισθητή
μορφή ως την εκτυφλωτική χρηματική μορφή». Η αξία του εμπορεύματος
μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο στη διαδικασία της ανταλλαγής, στην εξί
σωση του ενός εμπορεύματος με κάποιο άλλο. Αυτό σημαίνει ότι η αξία
του εμπορεύματος εκφράζεται με την καταναλωτική αξία ενός άλλου εμπο-
ρεύμοτος, που εξαιτίας αυτού γίνεται ισοδύναμό του, αποτελεί την απα
ραίτητη μορφή του. Διακρίνεται (1) η απλή, ή τυχαία μορφή της αξίας,
(2) η πλήρης ή αναπτυγμένη, (3) η γενική και (4) η χρηματική μορφή
της αξίας. Η απλή ή τυχαία μορφή αξίας είναι η ιστορικά και λογικά
πρώτη μορφή έκφρασης της αξίας του εμπορεύματος, που αντιστοιχεί
στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής. «Το μυ
στικό κάθε μορφής αξίας έγκειται σ’ αυτή την απλή μορφή της αξίας»
(Κ. Μαρξ). Αυτή μπορεί να εκφραστεί με μια εξίσωση, όπου X του εμπο
ρεύματος Α = Ψ του εμπορεύματος Β. Η μορφή αυτή είναι απλή, γιατί
η αξία ενός εμπορεύματος εκφράζεται μόνο σε ένα ορισμένο εμπόρευμα.
Είναι τυχαία γιατί το εμπόρευμα που εκφράζει την αξία καθορίζεται όχι
τακτικά αλλά τυχαία εξαιτίας της χαμηλής ανάπτυξης της εμπορευματι
κής παραγωγής και της ανταλλαγής. Στην απλή μορφή της αξίας πα
ρουσιάζεται ένα εμπόρευμα (το εμπόρευμα Α), που εκφράζει την αξία
του, και ένα άλλο (το εμπόρευμα Β) που χρησιμοποιείται για την έκ
φραση της αξίας. Αυτά τα δύο εμπορεύματα παίζουν διαφορετικούς ρό
λους, βρίσκονται σε διαφορετικούς πόλους. Γ Γ αυτό το πρώτο εμπόρευμα
βρίσκεται στη σχετική, και το δεύτερο στην ισοδύναμη μορφή της αξίας.
Η απλή μορφή της αξίας κλείνει μέσα της, σε εμβρυακή ακόμα μορφή.
μορφές της αξίας 357
= Ψ του εμπορεύματος Β
είτε
X του εμπορεύματος Α
- Ζ του εμπορεύματος Γ
= Υ του εμπορεύματος Δ
Στην περίπτωση αυτή ένα εμπόρευμα εκφράζει την αξία όλων των άλλων
εμπορευμάτων και είναι τα γενικό ισοδύναμο (βλ. λ.). Με την εμφάνιση
του γενικού ισοδύναμου παρουσιάζεται η δυνατότητα να λύνονται πιο
απλά κατά την ανταλλαγή οι αντιθέσεις του εμπορεύματος. Με τον τρόπα
αυτό όλα τα εμπορεύματα αποκτούν μια ενιαία μορφή έκφρασης της αξίας.
Το γενικό ισοδύναμο εμφανίζεται σαν άμεση ενσάρκωση της κοινωνικής
εργασίας. Το ρόλο του γενικού ισοδύναμου σταυς διάφορους τύπους και
στους διάφορους λαούς, ανάλογα με τις φυσικές συνθήκες, τις παραδόσεις
που επικρατούσαν κλπ., τον έπαιζαν διάφορα εμπορεύματα: ζώα, δόντια
ζώων, προβιές, γένημα, καρποί, ψάρια, κοχύλια, μαργαριτάρια αλάτι, γου
ναρικά, στολίδια, κομμάτια υφάσματος, κομμάτια μετάλλου, κ.α. Με τη
διεύρυνση της σφαίρας ανταλλαγής, όταν το εμπόριο άρχισε να βγαίνει
από τα όρια του δοσμένου τόπου, με την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και
την εμφάνιση του θαλάσσιου εμπορίου, η ανταλλαγή άρχισε να πραγματο
ποιείται όχι με τη βοήθεια της μιας ή της άλλης καταναλωτικής αξίας που
έπαιζε το ρόλο του γενικού ισοδύναμου, αλλά διαμέσου ενός μόνο περισ
σότερα πολύτιμου εμπορεύματος. Τέτοια εμπόρευμα είναι τα πολύτιμα
μέταλλα, α χρυσός και ο άργυρος, που με τον καιρό γίνονται χρήμα. Σε
αντικατάσταση της γενικής μορφής της αξίας έρχεται η χρηματική μορφή
της αξίας, όπου το ρόλο του γενικού ισοδύναμου για όλα τα εμπορεύματα
ταν παίζει ένα μοναδικό εμπόρευμα — ο χρυσός:
X του εμπορεύματος Α -
Ψταυ εμπορεύματος Β -
5'ουγγίες” χρυσού.
Ζ του εμπορεύματος Γ -
Υ του εμπορεύματος~Δ -
Με την εμφάνιση του χρήματος (βλ. λ.) όλος ο κόσμος των εμπορευμάτων
διαιρέθηκε σε δύο πόλους: στον ένα πόλο βρίσκονται όλα τα συνηθισμένα
εμπορεύματα, στον άλλο το χρήμα, εκφρασμένο σε χρυσό. Το χρήμα είναι
τα γενικό ισοδύναμο, ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα που με την καταναλωτική
αξία ταυ συναρθρώθηκε στέρεα η ισοδύναμη μορφή της αξίας.
σε παρόντα και ανεβάζουν την αξ(α τους ως το επίπεδο της αξίας των πα
ρόντων αγαθών. Ο Μπεμ-Μπάβερκ θεωρούσε και τον τόκο που εισπράτ
τουν οι καπιταλιστές για το κεφάλαιο, ως δίκαιη αμοιβή για την «αποχή»
από την ικανοποίηση των ατομικών τους αναγκών. Καλύπτοντας την τα-
ξακή ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο Μπεμ-Μπάβερκ παρου
σιάζει το κέρδος σαν αιώνια κατηγορία. Επιχείρησε να ανατρέψει τη μαρ
ξιστική εργασιακή θεωρία της αξίας και να την αντικαταστήσει με την υπο
κειμενική θεωρία της οριακής χρησιμότητας, που έβλεπε την κατηγορία της
αξίας και το θεμέλιό της στην εργασία μόνο από ψυχολογική άποψη. Στην
πραγματικότητα όμως, η αξία του προϊόντος δημιουργείται από την εργα
σία των εργατών και καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο.
Η αξία δεν μπορεί να αυξηθεί αυτή καθ' εαυτή από την «αναμονή» του
χρόνου και να δημιουργήσει ταυτόχρονα καπιταλιστικό κέρδος. Μοναδική
πηγή του καπιταλισμού κέρδους είναι η υπεραξία, η απλήρωτη εργασία
των εργατών, που ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής. Για την υπεράσπιση
του καπιταλιστικού συστήματος πολλοί σύγχρονοι αστοί οικονομολόγοι
χρησιμοποιούν στην έρευνά τους τη θεωρία της οριακής χρησιμότητας
του Μπεμ-Μπάβερκ.
τείνε σειρά από μέτρα για την εδραίωση της αγροτικής κοινότητας. Ιδα
νικό του ήταν η αταξική κοινωνία, η κομμουνιστική κοινωνία, που στη βάση
της πρέπει να βρίσκεται όχι η ατομική αλλά η κοινωνική ιδιοκτησία. Τον
κύριο ρόλο στην οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, ο Μπέρβι
τον ανέθετε στην κοινότητα, ισχυριζόμενος ότι ο αγρότης είναι η κύρια
μορφή στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Γ αυτό εκδηλωνόταν ο μι
κροαστικός, περιορισμένος ορίζοντας του Μπέρβι, που δεν κατανοούσε
την ιστορική σημασία του προλεταριάτου στη σοσιαλιστική επανάσταση.
Ωστόσο, ο Μπέρβι, που βρισκόταν στις εξορίες και τις φυλακές πάνω από
ένα τέταρτο του αιώνα μπόρεσε να αξιολογήσει σωστά πολλά οικονομικά
φαινόμενα της Ρωσίας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Gutenberg
ΣΟΛΩΝΟΣ 103-ΤΗΛ. 3626.684, 3624.606 - ΑΘΗΝΑ - 1984
Κάθε γνήσιο αντίτυπο έχει τη σφραγίδα του εκδοτικού οίκου.
© Gutenberg
ποσότητα των εμπορευμάτων που βρίσκονται στα χέρια του κράτους και
μπαίνουν στην κυκλοφορία με τις σταθερές και προγραμματισμένες τιμές.
μείο (βλ. λ.) που κλήθηκε να ρυθμίσει τις διεθνείς νομισματικές σχέσεις.
Το μεταπολεμικό νομισματικό σύστημα του καπιταλισμού ονομάζεται
συχνά σύστημα Μπρέττον-Γουντς, από την ονομασία της πόλης Μπρέτ-
τον-Γουντς στις ΗΠΑ όπου στα 1944 συγκλήθηκε η διεθνής οικονομική
συνδιάσκεψη που αποφάσισε τη δημιουργία του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου. Η περίοδος 1940-1950 χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχούσα
επίδραση των ΗΠΑ στο παγκόσμιο καπιταλιστικό οικονομικό κοι νομι-
σμοτικό σύστημα. Το δολάριο έγινε το κύριο αποθεματικό νόμισμα: οι
άλλες χώρες διατηρούσαν τα συνολλογματικά αποθέματά τους κυρίως σε
δολάρια με τη μορφή λογαριασμών στις τράπεζες των ΗΠΑ. Η αξία των
άλλων νομισμάτων εκφραζόταν σε δολάρια και διαμέσου του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου οι ΗΠΑ είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν τις αλ
λαγές των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η περίοδος 1950-1967 ξεχώρισε
με τη μείωση των ρυθμών του πληθωρισμού στις περισσότερες ανα
πτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, με τη γνωστή σταθερότητα του συ
σχετισμού ανάμεσα στα νομίσματα (συναλλαγματικές ισοτιμίες), με την
αποκατάσταση της αμοιβαίας κυκλοφορίας των νομισμάτων. Ωστόσο πα-
ρέμεινε δύσκολη η νομισματική-οικονομική κατάσταση πολλών αναπτυσ
σόμενων χωρών. Από το 1967 το νομισματικό σύστημα του καπιταλισμού
βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης, που κύριες αιτίες της είναι οι παρακάτω:
η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, το δυνάμωμα του πληθωρισμού και η
ανισομερής ανάπτυξή του σε ξεχωριστές χώρες, η δυσαναλογία και ανισό
τητα της ανάπτυξης χωρών και κλάδων, η χειροτέρευση των εξωτερικών οι
κονομικών σχέσεων των ΗΠΑ, που το νόμισμά τους είναι το κύριο αποθε
ματικό νόμισμο, το δυνάμωμα των κυκλικών διακυμάνσεων στην καπιτα
λιστική οικονομίο, οι απότομες μεταβολές στις αγορές πρώτων υλών. Πα
ράλληλα με αυτούς τους συντελεστές που δρούν στην κλίμακα όλου του
καπιταλιστικού κόσμου, στην οικονομία της καθεμιάς από τις μεγάλες κα
πιταλιστικές χώρες υπάρχουν ειδικές αιτίες για τις νομισματικές διαταραχές.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η οξύτητα των οικονομικών δυσκολιών πολλών
αναπτυσσόμενων χωρών. Η πιο σοβαρή έκφραση της νομισματικής κρίσης
στη σφαίρα της εσωτερικής χρηματικής κυκλοφορίας είναι το δυνάμωμα
του πληθωρισμού. Ιδιαίτερα υψηλοί ήτον οι ρυθμοί ανόδου των τιμών
στα 1973-1975 (σε πολλές αναπτυγμένες χώρες έφτασαν μέχρι 20-25%
στο χρόνο), αλλά και στα επόμενο χρόνια παντού συνεχίζεται η γρήγορη
υποτίμηση των χρημάτων. Στον τομέα των διεθνών οικονομικών σχέσεων
παρατηρούνται τεράστιο ελλείμματα των ισοζυγίων, και απότομες διακυ
μάνσεις στις πληρωμές τους. Πραγματοποιήθηκαν μεγάλες αλλαγές στον
τομέα των διεθνών λογαριασμών, των νομισματικών αξιών, των χρεών σε
χρυσό, των νομισματικών αποθεμάτων. Σαν αποτέλεσμα μιας σειράς βασι
κών θέσεων, το σύστημα του Μπρέττον-Γουντς έπαψε να λειτουργεί. Στα
1971 κόπηκε και το τελευταίο νήμα που συνέδεε αυτό τό σύστημα με το
χρυσό: οι ΗΠΑ άλλαξαν την ισοτιμία του δολαρίου σε χρυσό με ειδική
νομισματική μεταρρύθμιση 373
ισοτιμία για τις ξένες κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες. Το 1971 και
το 1973 πραγματοποιήθηκε η υποτίμηση του δολαρίου. Σήμερα το περιε
χόμενο των νομισμάτων σε χρυσό έχει γενικά καταργηθεί, οι κεντρικές τρά
πεζες έπαψαν να χρησιμοποιούν το χρυσό σε διεθνείς λογαριασμούς σαν
βάση σκληρών ισοτιμιών και το κίτρινο μέταλλο πωλείται και αγοράζεται
μόνο με τιμές της ελεύθερης αγοράς. Το καλοκαίρι του 1980 η τιμή του
ήταν ίση με 633 δολάρια η ουγγιά. Στα 1971 -1973 επικυρώθηκε το σύστη
μα των λεγάμενων κυμαινόμενων ισοτιμιών, πράγμα που σημαίνει άρνηση
της σκληρής νομισματικής ισοτιμίας και πέρασμα στους σταθερά εναλ
λασσόμενους συσχετισμούς της αγοράς ανάμεσα στα νομίσματα. Το σύ
στημα αυτό αναγνωρίστηκε τυπικά με τη συμφωνία του Κιγστόνσκ (ή Για-
μάισκ) το 1976, και τέθηκε σε ισχύ στα 1978. Οι μεγάλες διακυμάνσεις
των νομισματικών αξιών άλλαξαν απότομα τους αμοιβαίους συσχετισμούς
των τιμών σε διάφορες χώρες, ασκούν μεγάλη επιρροή στην ανταγωνι
στικότητα των εμπορευμάτων και στη μετακίνηση των κεφαλαίων, οξύνουν
τις αντιθέσεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες. Έπεσε απότομα η αξία
του δολαρίου των ΗΠΑ σε σχέση με άλλα νομίσματα, ιδιαίτερα σε σχέση
με το μάρκο της ΟΓΔ και το ιαπωνικό γιέν. 'Αλλαξε επίσης η δομή και
η κατανομή των νομισματικών αποθεμάτων. Μειώθηκε ο αποθεματικός
ρόλος της στερλίνας καθώς επίσης και του δολαρίου, ενώ αυξάνεται
βαθμιαία ο αποθεματικός ρόλος του μάρκου και του γιέν. Από τους ισχυ
ρούς κατόχους συναλλαγματικών αποθεμάτων, εκτός από τις βιομηχανικά
αναπτυγμένες χώρες, είναι σήμερα και μερικές πετρελαιοπαραγωγικές χώ
ρες, ιδιαίτερα η Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Στα 1970-1972 μπήκαν στην
κυκλοφορία ειδικά διεθνή αποθέματα που κατανέμονται από το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο — τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (SDR). Όμως
παρόλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις δεν υπήρξε αισθητή επίδραση στη μεί
ωση της νομισματικής κρίσης. Οι κύριες καπιταλιστικές χώρες συνεχίζουν
να αναζητούν τρόπους για την αντιμετώπιση της νομισματικής κρίσης.
Στο νομισματικό σύστημα του καπιταλισμού πραγματοποιούνται διαδικα
σίες εξέλιξης και προσαρμογής στις εναλλασόμενες συνθήκες της παγκό
σμιας ανάπτυξης. Όμως συνεχίζουν τη δράση τους οι θεμελιακές αιτίες
της νομισματικής κρίσης.
μισμα, πιστωτικό χρήμα τραπεζογραμμάτια). (4) Τον τρόπο κοπής των με
ταλλικών νομισμάτων (πλήρους αξίας, χρυσών και μη πλήρους αξίας κερ
μάτων από όιάφορα μεταλλικά κράματα). (5) Τον τρόπο έκδοσης των τρα
πεζογραμματίων (βλ. λ.) και των χαρτονομισμάτων. Το νομισματικό σύ
στημα, σαν μορφή οργάνωσης της νομισματικής κυκλοφορίας, δεν είναι
ενιαίο για όλα τα κράτη. Βάση του νομισματικού συστήματος είναι το εμπό
ρευμα που παίζει το ρόλο του χρήματος, δηλ. ο χρυσός ή ο άργυρος. Στην
αρχή, κυριαρχούσε το διμεταλλικό σύστημα όπου το ρόλο του χρήματος
έπαιζαν ταυτόχρονα και ο άργυρος και ο χρυσός. Προς το τέλος όμως του
19ου αιώνα οι περισσότερες χώρες πέρασαν στο μονομεταλλικό νομισμα
τικό σύστημα που έχει σαν βάση το χρυσό. Ταυτόχρονα, πραγματοποιούν
ταν ελεύθερη κοπή χρυσών νομισμάτων, ελεύθερη ανταλλαγή των άλλων
χρημάτων με χρυσά νομίσματα και διεξαγόταν ανεμπόδιστα η διακίνηση
του χρυσού ανάμεσα στις χώρες. Στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου
πολέμου, οι περισσότερες καπιταλιστικές χώρες πέρασαν στο σύστημα
του χαρτονομίσματος, όπου το ρόλο του μέτρου της αξίας παίζει ο χρυσός,
και το ρόλο του κυκλοφοριακού μέσου και του μέσου πληρωμών τα τραπε
ζογραμμάτια και τα χαρτονομίσματα, που δεν ανταλλάσσονται με χρυσό
και γΓ αυτό μπορούν να χάσουν την αξία τους. Στην περίοδο της γενικής
κρίσης του καπιταλισμού, στις καπιταλιστικές χώρες παρατηρείται πληθω
ριστική κυκλοφορία χαρτονομισμάτων. Οι σοβαροί κλονισμοί των οικονο-
μικών-νομισματικών συστημάτων του καπιταλιστικού κόσμου τα τελευταία
χρόνια (η υποτίμηση (βλ. λ.) της αγγλικής λίρας το Νοέμβριο του 1967
και η υποτίμηση των νομισμάτων δεκάδων χωρών, και του αμερικανικού
δολαρίου στα 1972) μαρτυρούν την παραπέρα εξασθένιση των καπιταλι
στικών νομισματικών συστημάτων στο σύγχρονο στάδιο της γενικής κρί
σης του καπιταλισμού. Στο σοσιαλισμό το νομισματικό σύστημα είναι η
σχεδιοποιημένη νομισματική κυκλοφορία. Η ενότητα της οικονομικής φύσης
όλων των χρημάτων επιτρέπει στην κρατική εκδοτική τράπεζα να είναι το
μοναδικό εκδοτικό όργανο στα πλαίσια της χώρας. Η έκδοση χρημάτων ή
η συγκέντρωσή τους από την κυκλοφορία, πραγματοποιείται από την εκδο
τική τράπεζα, στα πλαίσια του κρατικού σχεδίου, ανάλογα με τις ανάγκες
της κυκλοφορίας σε μετρητά, στη δοσμένη χρονική περίοδο. Ο όγκος του
νομίσματος που μπαίνει στην κυκλοφορία ή βγαίνει από την κυκλοφορία
καθορίζεται από την κυβέρνηση. Τα σοσιαλιστικά νομισματικά συστήματα
παρουσιάζουν πολλά πλεονεκτήματα απέναντι στα νομισματικά συστήματα
των καπιταλιστικών χωρών. Η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής,
ο σχεδιοποιημένος χαρακτήρας της οργάνωσης του νομισματικού συστή
ματος, αποκλείουν τη δυνατότητα νομισματικών κρίσεων. Στις σοσιαλι
στικές χώρες απαιτείται το κρατικό συναλλαγματικό μονοπώλιο, δηλαδή
το σοσιαλιστικό κράτος διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα να πραγματο
ποιεί συναλλαγές με ξένο συνάλλαγμα και άλλες συναλλαγματικές αξίες
και να συγκεντρώνει στα χέρια του όλα τα συναλλαγματικά αποθέματα της
378 νομισματικός έλεγχος
απεριόριστη κυριαρχία των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και σε όλο το σύστημα των
στρατιωτικών-πολιτικών συμμαχιών, που υπάρχουν στο στρατόπεδο του
ιμπεριαλισμού. Όμως ούτε οι διοδικασίες ολοκλήρωσης ούτε το ταξικό
συμφέρον των ιμπεριαλιστών για την ένωση των προσπαθειών στην πάλη
κατά του παγκόσμιου σοσιαλισμού, δεν μπορούν να εξαλείψουν τις αντι
θέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη. Στην αρχή της δεκαετίας του
1970 διαγράφηκαν καθαρά τα βασικά κέντρα του ιμπεριαλιστικού ανταγω
νισμού. ΗΠΑ-Δυτική Ευρώπη (πρώτα απ'όλα η εξάδα των χωρών της
«Κοινής Αγοράς») και η Ιαπωνίο. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται όλο και πιο
οξυμένη ανταγωνιστική πάλη, οικονομική και πολιτική. Οι απαγορεύσεις
που θεσπίζουν τα επίσημα όργανα των ΗΠΑ στις εισαγωγές όλο και μεγαλύ
τερου αριθμού εμπορευμάτων από την Ευρώπη και την Ιαπωνία, οι από
πειρες των ευρωπαϊκών χωρών να περιορίσουν την εκμετάλλευσή τους
από το αμερικανικό κεφάλαιο — να μερικές μόνο από τις εκδηλώσεις ουτής
της πάλης (Λ. I. Μπρέζνιεφ, Απολογισμός της Κ.Ε. του ΚΚΣΣΕ στο 24ο
συνέδριο του ΚΚΣΕ). Από τη θεωρία της ανισόμερης οικονομικής και πολι
τικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού και των συνεπειών της, του διαφορετι
κού χρόνου της νίκης του σοσιαλισμού στις διάφορες χώρες, απορρέει
η αντικειμενική ανάγκη της ειρηνικής συνύπαρξης των κρατών με διαφορε
τικά κοινωνικά συστήματα. Το παγκόσμιο καπιτολιστικό σύστημα στο
σύνολό του ωρίμασε για την κοινωνική επανάσταση. Αλλά σε κάθε χώρα οι
σοσιαλιστικές επαναστάσεις ωριμάζουν ανάλογα με τις αντίστοιχες εσω
τερικές συνθήκες που τη χαρακτηρίζουν. Οι συνθήκες αυτές διαφέρουν
εξαιτίας της ανισόμερης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης των καπιτα
λιστικών χωρών, της ιδιομορφίας των ιστορικών και άλλων παραγόντων. Ο
υπολογισμός της δράσης του νόμου της ανισόμερης ανάπτυξης των καπι
ταλιστικών χωρών, η μελέτη των συγκεκριμένων εκδηλώσεων αυτής της
δράσης, είναι σπουδαιότατο στοιχείο της μαρξιστικής-λενινιστικής στρατη
γικής και ταχτικής, της λενινιστικής θεωρίας της σοσιαλιστικής επανάστασης.
της βαρύτητας, όταν γκρεμιστεί το σπίτι του πάνω στο Ιδιο του το κεφάλι»
(Κ. Μαρξ). Ο νόμος της αξίας είναι στον καπιταλισμό ο ρυθμιστής όλης της
καπιταλιστικής οικονομίας. Οι αυθόρμητες διακυμάνσεις των τιμών γύρω
από την αξία, αναγκάζουν τους εμπορευματοπαραγωγούς να διευρύνουν
ή να περιορίζουν την παραγωγή αυτών ή των άλλων εμπορευμάτων, να
κατευθύνονται σε κείνους τους κλάδους όπου οι τιμές στα εμπορεύματα
κάτω από την επίδραση της αυξημένης ζήτησης, είναι ανώτερες από την
αξία τους και το αντίθετο. Οι εμπορευματοπαραγωγοΙ για τους οποίους
η ατομική αξία είναι μεγαλύτερη από την κοινωνική, πουλώντας τα εμπο-
ρεύματά τους δεν αναπληρώνουν τα έξοδά τους και οδηγούνται στη φτώ-
χευση. Οι εμπορευματαπαγωγοΙ που χρησιμοποιούν νέα τεχνικά μέσα και
δαπανούν για την παραγωγή του εμπορεύματος λιγότερη εργασία σε σύγκρι
ση με τις κοινωνικά αναγκαίες δαπάνες, πλουτίζουν. Ο παράγοντας αυτός
παροτρύνει και τους άλλους εμπορευματοπαραγωγούς ν' ανεβάσουν την
παραγωγικότητα της εργασίας, με τη χρησιμοποίηση νέας τεχνικής και τη
βελτίωση της οργάνωσης της παραγωγής και να μειώνουν τις παραγωγικές
δαπάνες. Μ ’ αυτό τον τρόπο η δράση του νόμου της αξίας δυναμώνει την
οικονομική ανισότητα και την ανταγωνιστική πάλη ανάμεσα στους εμπο-
ρευματοπαραγωγούς και οδηγεί στη διαφοροποίησή τους. Στη βάση της
δράσης του νόμου της αξίας πραγματοποιείται η μετατροπή της απλής
εμπορευματικής οικονομίας σε εμπορευματική-καπιταλιστική. Έ να μεγάλο
μέρος των εμπορευματοπαραγωγών καταστρέφονται και συμπληρώνουν
τις τάξεις των μισθωτών εργατών, και λίγοι πλουτίζουν, μεγαλώνουν τις
διαστάσεις της παραγωγής τους και μετατρέπονται σε καπιταλιστές.
Στην αναπτυγμένη καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή ο νόμος της
αξίας εκδηλώνεται με τη μορφή του μέσου ποσοστού κέρδους (βλ. λ.)
και της τιμής παραγωγής (βλ λ.). Στον ιμπεριαλισμό η δράση του νόμου
της αξίας γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη και η καταστροφική του δύναμη
ενισχύεται από την κυριαρχία των μονοπωλίων και την εμφάνιση μονοπω
λιακών τιμών (βλ. λ.) και μονοπωλιακών υπ€ρκ€ρδών (βλ. λ.). Εφόσον
στη σοσιαλιστική κοινωνία υπάρχει εμπορευματική παραγωγή, και σ’ αυτή
δρα ο νόμος της αξίας. Αλλά στο σοσιαλισμό ο νόμος της αξίας δεν είναι
και δεν μπορεΙ να είναι ο ρυθμιστής της λαϊκής οικονομίας, γιατί οι ανα
λογίες εδώ καθορίζονται από το βασικό οικονομικό νόμο του σοσιαλισμού
(βλ. λ.). Στο σοσιαλισμό ρυθμιστής των αναλογιών είναι ο νόμος της σχε
διασμένης ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας (βλ. λ.). Ο νόμος της
αξίας εκπληρώνει εδώ ορισμένες ρυθμιστικές λειτουργίες σ’ όλο το σύστημα
της σχεδιοποιημένης ρύθμισης. Όπως και οποιοσδήποτε άλλος οικονομικός
νόμος στο σοσιαλισμό έτσι και ο νόμος της αξίας χρησιμοποιείται συνειδητά
και σχεδιασμένα από το κράτος για την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής
κοινωνίας. Το σοσιαλιστικό κράτος, γνωρίζοντας το νόμο της αξίας, καθο
ρίζει συνειδητά τις τιμές των εμπορευμάτων, ξεκινώντας από τις κοινωνικά
αναγκαίες δαπάνες εργασίας για την παραγωγή τους. Στη Σοβιετική Ένωση
νόμ ος τη ς δ ια ν ο μ ή ς ανάλογα με τ η ν εργασ ία 385
με την εργασία ισχύει τόσο στον κρατικό όσο και στο συνεταιριστικό-
κολχόζνικο τομέα της λαϊκής οικονομίας. Ωστόσο, οι μορφές εκδήλωσής
του στους τομείς αυτούς παρουσιάζουν ορισμένες ιδιομορφίες, πράγμα
που εξηγείται από τις διαφορές των δύο μορφών σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας.
Στις κρατικές επιχειρήσεις, ο νόμος της διανομής ανάλογα με την εργασία
εφαρμόζεται διαμέσου του συστήματος καθορισμού του μισθού. Στις
συνεταιριστικές-κολχόζνικες επιχειρήσεις εφαρμόζεται με τη διανομή των
εσόδων με βάση τον αριθμό των εργατοημερών, ή άμεσα, με χρηματική
μορφή, με βάση τ ° τιμολόγια που ισχύουν στο δοσμένο κολχόζ. Ένα μέρος
των υλικών αγαθών, που προορίζονται για τη μη παραγωγική κατανάλωση
(συμπεριλαμβανομένης και της ατομικής) καταναλώνεται στο σοσιαλισμό
ανεξάρτητα (ή σχεδόν ανεξάρτητα) από τις εργασιακές δαπάνες των μελών
της κοινωνίας. Η διανομή αυτή πραγματοποιείται διαμέσου των κοινωνικών
κονδυλίων κατανάλωσης (βλ,λ.). Στο βαθμό που η σοσιαλιστική κοινωνία
προχωρεί προς τον κομμουνισμό, το ειδικό βάρος των κοινωνικών κονδυ
λίων κατανάλωσης μεγαλώνει. Στον ολοκληρωμένο κομμουνισμό, όταν οι
παραγωγικές δυνάμεις θα εξασφαλίζουν αφθονία υλικών αγαθών και η ερ
γασία θα γίνει πρώτη ζωτική ανάγκη όλων των ανθρώπων, ο νόμος της δια
νομής ανάλογα με την εργασία θα χάσει ολοκληρωτικά την ισχύ του και η
κοινωνία θα μπορέσει να πραγματοποιήσει την αρχή: «από τον καθένα ανά
λογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
τησης» σαν μέσου για την ερμηνεία του προβλήματος της αξίας, προήλθε
και από αστούς οικονομολόγους, που έβλεπαν ότι η αποδοχή της θεωρίας
αυτής τους οδηγεί σ’ ένα φαύλο κύκλο: η προσφορά και ζήτηση επη
ρεάζουν πράγματι τις τιμές, όμως και οι τιμές επηρεάζουν την προσφορά
και τη ζήτηση — όταν, λ.χ., πέφτει η τιμή ενός αγαθού, η ζήτησή του
αυξάνει. Και φυσικά δεν μπορούσαν να αποκρύψουν το γεγονός ότι το
ερώτημα τι καθορίζει την τιμή ενός εμπορεύματος μένει αναπάντητο.
Πραγματικά, όταν υπάρξει ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζή
τηση και διαμορφωθεί μια σχέση ανταλλαγής μεταξύ δύο εμπορευμάτων,
λόγου χάρη, 2 προς 1, γιατί διαμορφώθηκε αυτή η συγκεκριμένη σχέση
και όχι μια άλλη; Η προσπάθεια, επομένως, ορισμένων οικονομολόγων
να αρνηθούν την αξία-εργασία, που βρίσκεται στη βάση των τιμών, με
προσφυγή στη συσχέτιση ζήτησης και προσφοράς, έπεσε στο κενό. ΓιατΙ,
ουσιαστικά, ισοδυναμεΙ με άρνηση να μελετηθούν οι πραγματικοί νόμοι
της οικονομικής ανάπτυξης. Ασκώντας κριτική στις απόψεις αυτές, ο Λένιν
έγραφε: «Η τιμή είναι εκδήλωση του νόμου της αξίας... Για «ανεξαρτησία»
των τιμών από την αξία, μπορεί να μιλήσει κανείς μόνο όταν θέλει να
εμπαΐξει την επιστήμη» (Άπαντα, τόμος 25, σελ. 46, ρωσ. έκδ.).
λοΙ μη μαρξιστές οικονομολόγοι. Έχει πριν απ’ όλα ένα τεχνικό χαρακτήρα
κι αυτό έχει δύο βασικές συνέπειες: από τη μια μεριά η αξία της είναι από
λυτα συνδεμένη με τη θεωρία, με την πολιτική οικονομία πάνω στην οποία
κινείται. Από την άλλη μπορεί να χρησιμεύσει σε όλα τα συστήματα όπως
τα μαθηματικά. Έτσι αφού στηρίζεται στους νόμους που καθορίζει η πολι
τική οικονομία, δεν μπορεί να αναπτυχθεί ολοκληρωμένα παρά μόνο στα
πλαίσια μιας σοσιαλιστικής οικονομίας και ειδικότερα στα πλαίσια μιας
πραγματικά σχεδιοποιημένης οικονομίας.
στικών αναγκών της κοινωνίας και όλων των μελών της. Στο σοσιαλισμό, ο
ηγετικός ρόλος των παλλαϊκών οικονομικών συμφερόντων, δεν αποκλείει
την ύπαρξη οικονομικών συμφερόντων των παραγωγικών ενώσεων, των
επιχειρήσεων και των ξεχωριστών εργαζομένων. Η ικανοποίησή τους ωστό
σο γίνεται διαμέσου του συστήματος της οικονομικής ιδιοσυντήρησης ανά
λογα με τα αποτελέσματα της δροστηριότητας της επιχείρησης και σε αντι
στοιχία με τα συμφέροντο της κοινωνίας. Ό σ ο περισσότερο τα αποτελέ
σματα αυτά αντιστοιχούν στα βασικά συμφέροντα της κοινωνίας στο σύ
νολό της, τόσο πληρέστερα ικανοποιούνται τα οικονομικά συμφέροντα της
επιχείρησης κοι κάθε ξεχωριστού εργαζόμενου σ’ αυτήν. Ο Λένιν τάχθηκε
αποφασιστικά εναντίον κάθε απόπειρας οπόσπασης κοι αντιποράθεσης
των συμφερόντων των ξεχωριστών ποραγωγικών ομάδων προς τα κοινω
νικά συμφέροντα, και απαιτούσε να εξασφαλίζεται πάντα η προτεραιότητα
των συμφερόντων της κοινωνίας, του κράτους. Τα προσωπικά οικονομικά
συμφέροντα των εργαζομένων ικανοποιούνται διαμέσου του συστήματος
των υλικών και ηθικών κινήτρων. Ό σ ο μεγαλύτερο όφελος προσφέρει η
εργασία του ενός ή του άλλου εργαζόμενου στην κοινωνία, τόσο πληρέ
στερα ικανοποιείται το προσωπικό του οικονομικό συμφέρον. Ο Λένιν
υπόδειχνε πως ο σοσιαλισμός μπορεί να οικοδομηθεΙ «όχι άμεσα με τον εν
θουσιασμό, αλλά με τη βοήθεια του ενθουσιασμού που γεννήθηκε από τη
μεγάλη επανάσταση, με το προσωπικό συμφέρον, με το προσωπικό ενδια
φέρον, με την οικονομική ιδιοσυντήρηση». Βασική μέθοδος των οικονομικών
κινήτρων στο σοσιολισμό είναι τα χρηματικά μέσα υλικής παρότρυνσης
της δροστηριότητας των ιδιοσυντηρούμενων επιχειρήσεων, που εξασφαλΙ-
ζοντοι από ένα μέρος του κέρδους. Η οικονομική μεταρρύθμιση που πραγ-
ματοποιείτοι τώρα έχει σαν σκοπό να ανεβάσει την αποδοτικότητα της κοι
νωνικής παραγωγής, αναπτύσσοντας και εδραιώνοντας τις ομαδικές και
τις ατομικές μορφές στα οικονομικά κίνητρα. Εκφροστής των θεμελιακών
οικονομικών συμφερόντων της κοινωνίας στο σύνολό της είναι το σοσιαλι
στικό κρότος. Με το σύστημο της σχεδιασμένης ανάπτυξης της λαϊκής οικο
νομίας, το σοσιαλιστικό κράτος εξοσφολίζει την ικανοποίηση των παλλαϊκών
οικονομικών συμφερόντων και το σωστό συνδυασμό των οικονομικών
συμφερόντων της κοινωνίας με τα επιμέρους συμφέροντα των επιχειρή
σεων και των εργαζομένων. Ο συνδυασμός και η οδιάρρηκτη ενότητα
όλων των μορφών οικονομικών συμφερόντων, ατομικών, συλλογικών και
κοινωνικών, στο πλοΐσιο της σοσιαλιστικής κοινωνίας, εκφράζετοι τελικά
με το γεγονός ότι ο εργαζόμενος σαν άτομο ενδιοφέρετοι άμεσα γιο τα απο
τελέσματα της προσωπικής του εργασίας, σον μέλος της ομάδας για την
αποδοτική δραστηριότητα της επιχείρησής του και σαν μέλος της κοινωνίας
για τα αναπτυξιακά αποτελέσματα όλης της λαϊκής οικονομίος. Ό ,τι αντι
στοιχεί στα συμφέροντο της κοινωνίας πρέπει να αντιστοιχεί στα συμφέ
ροντα της επιχείρησης και του κάθε εργοζόμενου.
ο ικ ο ν ο μ ικ ές κα τη γ ορ ίες
Ο ικ ονο μικ ές σ χέσ εις ανάμεσα σ τις σ ο σ ια λ ισ τικ ές και σ τις α να
π τυγμένες κα π ιτα λισ τικ ές χ ώ ρ ες: Οι διάφορες μορφές οικονομικών
ο ικ ο νο μ ικ ές σ χ ίσ ε ις σ ο σ ια λ ισ τικ ώ ν -κ α π ιτα λ ισ τικ ώ ν χω ρώ ν 407
σχέσεων ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ομάδες χωρών στη βάση των αντικει
μενικών διαδικασιών του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Η Σοβιετική
Ένωση, από τη στιγμή της εμφάνισής της, αλλά και τα άλλα σοσιαλιστικά
κράτη, στηριζόμενα στις λενινιστικές αρχές της ειρηνικής συνύπορξης των
κρατών με διαφορετικό κοινωνικό σύστημα, προχωρούν με συνέπεια στην
ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τα καπιταλιστικά κράτη. Για την
πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης, που κατεύθυνσή της έχει την ανάπτυξη
των οικονομικών σχέσεων με τις χώρες του καπιταλισμού, αναφέρεται
στον απολογισμό της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ στο 25ο συνέδριο του κόμμοτος:
«Να επιτευχθεί το ξεπέρασμα των διακρίσων και των άλλων τεχνικών εμπο
δίων στο διεθνές εμπόριο, η εξάλειψη όλων των μορφών ανισότητας,
απαγορεύσεων, εκμετάλλευσης στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις» (Υλικά
του 25ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ, σελ. 26). Στις καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτε
ρα στις ΗΠΑ, υπάρχουν δυνάμεις όπως οι αντιδραστικοί πολιτικοί παρά
γοντες, οι εκπρόσωποι του στρστιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος (βλ. λ.)
που προσπαθούν να εμποδίσουν την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων
ανάμεσα στις χώρες των δύο παγκόσμιων συστημάτων, ή να τις χρησιμο
ποιήσουν για πολιτική πίεση στις χώρες του σοσιαλισμού. Η ΕΣΣΔ και οι
άλλες χώρες της σοσιαλιστικής συνεργασίος αποκρούουν οποφασιστικά τέ
τοιου είδους προσπάθειες των εχθρών της ύφεσης για την ένταση του διε
θνούς κλίματος. Παρά την αντίσταση ορισμένων κύκλων στα 1960-1970, οι
οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις σοσιαλιστικές και τις καπιταλιστικές χώρες
επεκτάθηκαν αισθητά. Αυξήθηκε αισθητά η κυκλοφορία των εμπορευμάτων
ανάμεσα στις χώρες μέλη του ΣΟΑ και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης κοι
της Ιαπωνίας. Ό λο και μεγαλύτερη σημασία αποκτούν οι νέες μορφές συ
νεργασίας, ιδιαίτερα οι συμφωνίες για την επεξεργασία των φυσικών πόρων
με τη συνεργασία δυτικών εταιριών. Με βάση αυτές τις συμφωνίες, εταιρίες
των καπιταλιστικών χωρών διαθέτουν τον εξοπλισμό, μεταφέρουν την τεχνι
κή τους πείρα και δίνουν πιστώσεις για την παραγωγή καθορισμένου προϊ
όντος και μετά πληρώνονται από τις προμήθειες που αποφέρει αυτό το προϊ
όν. Παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των συμφωνιών για την ειδίκευση και
τη συνεταιριστικότητα, όπου οι κοινωνικές οργανώσεις των σοσιαλιστικών
χωρών και οι εταιρίες των καπιταλιστικών χωρών προβλέπουν την παραγω
γή ημικατεργασμένων προϊόντων, κομματιών, κλπ. με σκοπό τη μετέπειτα
ανταλλαγή τους για συναρμολόγηση ανάμεσα στις επιχειρήσεις του ενός
από τους συνεταίρους. Μερικές από αυτές τις συμφωνίες συμπεριλαμβάνουν
την εμπορική συνεργασία και την παρουσία στην αγορά χωρών, που δε συμ
μετέχουν στις δοσμένες συμφωνίες. Για την επέκταση των εξαγωγών των
σοσιαλιστικών χωρών ουσιαστική σημασία έχει η δημιουργίο από αυτές
μικτών εταιριών στις καπιταλιστικές χώρες με τη συμμετοχή του ντόπιου
κεφαλαίου. Στις συνθήκες της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης ανοπτύσ-
σεται γρήγορα η επιστημονικοτεχνική συνεργασία ανάμεσα στις σοσιαλιστι
κές και τις καπιταλιστικές χώρες, που πραγματοποιείται στη βάση διακρατι
408 ο ικ ο νο μ ικ ή ά μιλ λ α το υ σ οσ ια λ ισ μού με τ ο ν καπ ιταλισ μό
Ταυτόχρονα, η οικονομία της ΕΣΣΔ διάνυσε το δρόμο αυτό, στον τομέα της
βιομηχανικής ανάπτυξης, συνολικά σε 10-15 χρόνια — διαδρομή που οι
κύριες καπιταλιστικές χώρες έκαναν σε 50-100 χρόνια. Με τη διαμόρφωση
του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, που αγκαλιάζει σήμερα πάνω
από το ένα τρίτο της ονθρωπότητας, τα πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού,
σε σύγκριση με τον καπιταλισμό, άρχισαν να φανερώνονται σε ευρύτερες
διαστάσεις, εμφανίστηκαν πρωτοφανέρωτες δυνατότητες της επίδρασής
του σε όλη την ιστορική πορεία. Οι χώρες που απαλλάχτηκαν από την καπι
ταλιστική εκμετάλλευση και μπήκαν στο δρόμο που οδηγεί στην οικοδόμηση
της σοσιαλιστικής κοινωνίας, καταλαμβάνουν σήμερα σχεδόν τα 26% του
εδάφους και περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της γήινης σφαίρας. Το
ποσοστό των σοσιαλιστικών χωρών στην παγκόσμια παραγωγή αυξήθηκε
από 3% και λιγότερο, που ήταν το 1917, και από 10% και λιγότερο, το
1937, περίπου στα 20% το 1950 και σχεδόν στα 39% το 1970. Η βιομη
χανική παραγωγή ξεπέρασε τα δύο τρίτα της βιομηχανικής παραγωγής
των οικονομικά αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Τα πλεονεκτήματα
του σοσιαλιστικού συστήματος, επιτρέπουν τη σχεδιασμένη χωρίς κρίσεις
ανάπτυξη της οικονομίας, με ρυθμούς απρόσιτους για τον καπιταλισμό
στο σύνολό του. Η υπεροχή των σοσιαλιστικών χωρών στους ρυθμούς
ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής, αποτελεί εγγύηση ότι ο σοσια
λισμός θα ξεπεράσει το βιομηχανικό επίπεδο των καπιταλιστικών χωρών.
Από τώρα ήδη στην ΕΣΣΔ παράγονται σιδηρομετάλλευμα, μεταλλοκοπτικές
μηχανές, τσιμέντο, μάλλινα υφάσματα, ζάχαρη, βούτυρο και μερικά άλλα
είδη σε μεγαλύτερες ποσότητες από τις Η ΠΑ. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις
που πραγματοποιούνται σήμερα στη λαϊκή οικονομία των ευρωπαϊκών
σοσιαλιστικών χωρών και αποβλέπουν στην ανύψωση της αποδοτικότητας
της κοινωνικής παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργα
σίας, δημιούργησαν τους απαραίτητους όρους για μια νέα επιτάχυνση των
ρυθμών βιομηχανικής ανάπτυξης, για τη γοργή άνοδο του υλικού επιπέδου
ζωής των εργαζομένων. Στην εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών αποσκοπεί
επίσης το σύνθετο πρόγραμμα για το παραπέρα βάθεμα και την τελειοποίη
ση της συνεργασίας και της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομικής
ολοκλήρωσης (βλ. λ.) που υπολογίζεται να πραγματοποιηθεί σταδιακά στη
διάρκεια 15-20 χρόνων στις χώρες του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλο
βοήθειας (ΣΟΑ). Η λύση των μεγάλων προβλημάτων της σοσιαλιστικής
και κομμουνιστικής ανοικοδόμησης, η επίτευξη της νίκης του σοσιαλισμού
στην οικονομική άμιλλα με τον καπιταλισμό, προϋποθέτουν την ολόπλευρη
ανάπτυξη της παραγωγής στη βάση των νεώτερων επιτεύξεων της επιστήμης
και της τεχνικής. Τεράστιες δυνατότητες ανάμεσα στις χώρες του σοσιαλι
σμού διαθέτει η Σοβιετική Ένωση, το πιο ισχυρό οικονομικά και αναπτυγμέ
νο κράτος της σοσιολιστικής κοινότητας. Στο μερίδιο της ΕΣΣΔ ανήκουν
περίπου τα 64 % του εδάφους, σχεδόν το ένα πέμπτο του πληθυσμού και
πάνω από το μισό της βιομηχανικής παραγωγής του παγκόσμιου σοσιαλι
410 ο ικ ο ν ο μ ικ ή απ ο δο τικ ό τη τα
ανάμεσα στην αύξηση του κέρδους (μ« τη μείωση του κόστους παραγωγής)
που οφείλεται στην εφαρμογή της νέας τεχνικής και που εξασφαλίζεται
από ένα μέρος των επενδύσεων κεφαλαίου. 0 υπολογισμός των δεικτών
της οικονομικής αποδοτικότητας, που οφείλεται στην εφαρμογή της νέας
τεχνικής, στα σχέδια των επιχειρήσεων, ενώσεων, υπουργείων, λαϊκο-οικο-
νομικών σχεδίων παραγωγής, γίνεται στη διάρκεια όλης της περιόδου κατά
την οποία η νέα τεχνική εξασφαλίζει την καλυτέρευση των τεχνικο-οικο-
νομικών δεικτών ή τη λύση των κοινωνικών ή άλλων προβλημάτων ανά
πτυξης της λαϊκής οικονομίας.
την παραγωγή, να ρίξουν στην αγορά όλο και περισσότερη ποσότητα εμπο
ρευμάτων. Ταυτόχρονα ανεβάζουν το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζο
μένων, επιδιώκουν να κρατήσουν τους μισθούς στα πιο χαμηλά επίπεδα.
Στη βάση αυτή η ικανή για πληρωμή ζήτηση των εργαζομένων, του βασικού
τμήματος του πληθυσμού, υστερεί απέναντι στις παραγωγικές δυνατότητες,
περιορίζεται σχετικά, δηλ. ελαττώνεται σε σύγκριση με το συνεχώς αυξα
νόμενο όγκο της παραγωγής, πράγμα που οδηγεί αναπόφευκτα στις δυ
σχέρειες ρευστοποίησης των εμπορευμάτων που παράγονται στις καπι
ταλιστικές επιχειρήσεις. Τα εμπορεύματα παραμένουν αδιάθετα, οι επιχει
ρήσεις δεν μπορούν να καλύψουν τις δαπάνες, δεν έχουν τη δυνατότητα
να συνεχίσουν την παραγωγή. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να παραβιάζεται
η παραγωγική διαδικασία στις επιχειρήσεις, στους κλάδους και σε όλη την
οικονομία της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Μαρξ σημειώνει ότι «όσο περισ
σότερο αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο περισσότερο έρχεται
σε αντίθεση με τη στενή βάση που επάνω της στηρίζονται οι σχέσεις κα
τανάλωσης». Ο καπιταλισμός βγαίνει από την οικονομική κρίση με την κα
ταστροφή μέρους των παραγωγικών δυνάμεων (κλείσιμο επιχειρήσεων,
καταστροφή εμπορευμάτων), με την ένταση της εκμετάλλευσης των εργα
ζομένων, καθώς επίσης με την ανανέωση του πάγιου κεφαλαίου, που είναι
η υλική βάση της εξόδου από την κρίση. Επειδή όμως στα πλαίσια του καπι
ταλισμού δεν μπορεί να εξαλειφθεί η βασική αιτία των κρίσεων, αυτές
ξεσπούν διαρκώς. Οι οικονομικές κρίσεις εκδηλώνονται σε όλες τις σφαίρες
της οικονομικής ζωής της καπιταλιστικής κοινωνίας (στην παραγωγή,
τη διανομή, την ανταλλαγή και την κατανάλωση, στη βιομηχανική και την
αγροτική οικονομία) και επεκτείνονται σε όλο το παγκόσμιο καπιταλιστικό
σύστημα της οικονομίας. Στην περίοδο του προμονοπωλιακού καπιταλισμού
οι κρίσεις αυτές επαναλαμβάνονται κάθε 10-11 χρόνια (στα 1825, 1836,
1847-1848, 1857, 1866, 1673, 1882, 1890). Η πιο βαθιά από τις κρίσεις
αυτές ήταν η κρίση του 1873. Η αντικατάσταση του ελεύθερου ανταγωνι
σμού από την κυριαρχία των μονοπωλίων, οξύνει ακόμα περισσότερο τις
αντιθέσεις του καπιταλισμού, με αποτέλεσμα οι οικονομικές κρίσεις να γί
νονται πιο συχνές και πιο επίμονες, ενώ οι περίοδοι οικονομικής άνθησης
είναι σύντομες. Πρώτη οικονομική κρίση της εποχής του ιμπεριαλισμού ήταν
η κρίση του 1900. Η επόμενη κρίση ξέσπασε το 1907. Το 1917 άρχισε να
ωριμάζει νέα κρίση, όμως ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, που ξέσπασε τότε,
τη διέκοψε. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η πρώτη οικονομική κρί
ση έγινε το 1920-1921. Επακολούθησε η παγκόσμια οικονομική κρίση του
1929-1933, πρωτοφανέρωτη από την άποψη της διάρκειας, της οξύτητας
και του βάθους της. Στις συνθήκες της yev/κής κρίσης του καπιταλισμού
(βλ. λ.), οι οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής έγιναν σημαντικά πιο οξείες
και καταστροφικές. Έτσι, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929-1933
συνοδευόταν από πτώση της παραγωγής που διάρκεσε μερικά χρόνια. Η
βιομηχανική παραγωγή των καπιταλιστικών χωρών μειώθηκε τότε κατά
ο ικ ο ν ο μ ικ ή κ ρ ίσ η υπερπαραγωγής 419
των αστών και των θεωρητικών του αναθεωρητισμού για τον «χωρίς κρίσεις»
καπιταλισμό, και επιβεβαιώνει τον ιστορικά περιορισμένο χαρακτήρα του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ταυτόχρονα προκαθορίζει, αντικειμε
νικά, ότι είναι αναπόφευκτη η χρεοκοπία του καπιταλισμού και αποτελεΙ
αναγκαιότητα αναπόδραστη η αντικατάστασή του με τον πιο προοδευτικό,
τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής.
με την κατάργηση του συστήματος αυτού, όπως, λ.χ., ο νόμος της υπερα
ξίας, που δρα στις συνθήκες του καπιταλισμού. (3) Σε οικονομικούς νόμους
που δε δρουν σε όλα αλλά σε μερικά μόνο συστήματα, όπως, λ.χ., ο νόμος
της αξίας, ή σε σειρά νόμων που χαροκτηρίζουν μια φάση του συστήματος
όπως, λ.χ., ο νόμος της διανομής ανάλογα με την εργασία στο σοσιαλισμό,
ο νόμος της διανομής ανάλογα με τις ανάγκες στον κομμουνισμό. Κάθε ει
δικός οικονομικός νόμος εκφράζει ένα ορισμένο γνώρισμα είτε μια ορισμένη
πλευρά των παραγωγικών σχέσεων. Και επειδή όλες οι πλευρές των πα
ραγωγικών σχέσεων της κοινωνίας συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, οι
οικονομικοί νόμοι κάθε συστήματος βρίσκοντοι σε στενή αλληλεξάρτηση
με ορισμένο σύστημα. Ο βασικός οικονομικός νόμος εκφράζει τα πιο ουσια
στικά γνωρίσματα του δοσμένου τρόπου παραγωγής, την κύρια παραγωγική
του σχέση. Σε όλες τις προσοσιολιστικές τοξικές κοινωνίες, οι οικονομικοί
νόμοι δρουν αυθόρμητα, σαν εξωτερική τυφλή δύναμη, πράγμα που εξη
γείται από την κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής
και τη διασπορά των παραγωγών. ΕξαιτΙας της αναρχίας της κοινωνικής
παραγωγής οι άνθρωποι εδώ αδυνοτούν να ελέγξουν τις κοινωνικές συνέ
πειες των ενεργειών τους: η γνώση και ιδιαίτερα η χρησιμοποίηση των οικο
νομικών νόμων είναι πολύ περιορισμένη. Η συνειδητή χρησιμοποίηση των
νόμων για τα συμφέροντα όλης της κοινωνίας αρχίζει μόνο στο σοσιαλι
σμό. «'Εδώ — έγραφε ο Φ. Ένγκελς — οι νόμοι των δικών τους κοινωνικών
δραστηριοτήτων, που ως τώρα αντιπαρατίθενται στους ανθρώπους σαν
ξένοι, σαν νόμοι της φύσης που κυριαρχούν πάνω τους, θα χρησιμοποιηθούν
από τους ανθρώπους με πλήρη γνώση, δηλαδή θα υποταχθούν στην κυριαρ
χία τους». Η κυριαρχία της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής,
η σχεδιασμένη οργάνωση όλης της σοσιαλιστικής οικονομίας, απαιτούν
αναγκαστικά τη συνειδητή και αποτελεσματική εφαρμογή στην πράξη
των απαιτήσεων των αντικειμενικών οικονομικών νόμων. Οι νόμοι αυτοί
παίρνονται υπόψη και χρησιμοποιούνται από τα κομμουνιστικά και εργατικά
κόμματα των σοσιαλιστικών χωρών και από τα κρατικά όργανα στην οικο
νομική πολιτική και την οικονομική και οργανωτική δραστηριότητα.
στική είναι επίσης η ύπαρξη και άλλων οικονομικών συστημάτων, που κλη
ρονόμησε το καπιταλιστικό σύστημα από το παρελθόν και τα οποία συνε
χίζουν να διατηρούνται στην αστική κοινωνία. Πρόκειται πρώτα απ' όλα
για τη μικρή εμπορευματική παραγωγή, που βασίζεται στην προσωπική
εργασία (αγροτικό και επαγγελματικό νοικοκυριό). Σε μια σειρά καπιταλι
στικές χώρες υπάρχουν κατάλοιπα φεουδαρχικών οικονομικών σχέσεων
ακόμη και στοιχεία δουλικών μορφών εργασίας στην οικονομία. Στις σύγ
χρονες συνθήκες, οι καπιταλιστές και οι ενώσεις τους (τα μονοπώλια) υπο
βάλλουν τους εργαζόμενους στους τομείς αυτούς της οικονομίας, σε άγρια
εκμετάλλευση. Στη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσια
λισμό (βλ. λ.), στη διάρκεια μιας περισσότερο ή λιγότερο μακράς χρονικής
περιόδου, η οικονομία παρουσιάζει το χαρακτήρα μιας οικονομίας με πολ
λά συστήματα. Η μεταβατική περίοδος χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη τριών
βασικών οικονομικών συστημάτων: του σοσιαλιστικού, του μικρεμπο-
ρευματικού και του καπιταλιστικού. Σ' αυτά αντιστοιχούν οι κοινωνικές
τάξεις: εργατική, μικροαστική (κυρίως αγροτιά), αστική. Ηγετικό και καθο
ριστικό ρόλο στην οικονομία της μεταβατικής περιόδου παίζει ο σοσιαλι
στικός τομέας — η κυρίαρχη κοινωνική μορφή οικονομίας. Ο αριθμός των
οικονομικών συστημάτων και το ειδικό τους βάρος στη μια ή στην άλλη χώ
ρα εξαρτάται από το επίπεδο κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης και οπό τη
συγκεκριμένη δομή της οικονομίας της χώρος. Στην ΕΣΣΔ, στη μεταβατική
περίοδο, υπήρχαν πέντε οικονομικά συστήματα: (1) η πατριαρχική οικο
νομία (2) η μικρή εμπορευματική παραγωγή, (3) ο ιδιωτικός καπιταλισμός
(4) ο κρατικός καπιταλισμός και (5) ο σοσιαλισμός. Στην πορεία της σοσια
λιστικής οικοδόμησης, με την επίλυση των προβλημάτων της μεταβατικής
περιόδου, ο σοσιαλιστικός τομέας κυριαρχεί απεριόριστα στην πόλη και
στο χωριό, στη βιομηχανία, στην αγροτική οικονομία, στο εμπόριο και
σ' άλλους τομείς της λαϊκής οικονομίας. Τα άλλα οικονομικά συστήματα
είτε μετοβάλλονται πάνω σε σοσιαλιστικές αρχές (η ποτριαρχική αγροτική
οικονομία η μικρή εμπορευματική παραγωγή, ο κρατικός κοπιταλισμός),
είτε εξαλείφονται (ο ιδιωτικός καπιταλισμός).
ΕΣΣΔ, πήραν την απόφαση «Για την καλυτέρευση της σχεδιοποίησης και
το δυνάμωμα της επίδρασης του οικονομικού μηχανισμού στην ανύψωση
της αποδοτικότητας της παραγωγής και της ποιότητας της εργασίας». Τα
μέτρα που υπογραμμίστηκαν σ' αυτή την απόφαση, ξεκινούν από την
αναγκαιότητα ανεβάσματος του επιπέδου σχεδιοποίησης και διεύθυνσης
της οικονομίας, ανταπόκρισής τους στις απαιτήσεις του σημερινού επι
πέδου του αναπτυγμένου σοσιαλισμού, επίτευξης σημαντικής ανύψωσης
της αποδοτικότητας της κοινωνικής παραγωγής, επιτάχυνσης της επιστη-
μονικοτεχνικής προόδου (βλ. λ.) και της ανόδου της παραγωγικότητας της
εργασίας, καλυτέρευσης της ποιότητας των προϊόντων, και σ’ αυτή τη
βάση εξασφάλισης της σταθερής ανόδου της οικονομίας της χώρας και
της ευημερίας του σοβιετικού λαού. Η πραγματοποίηση των μέτρων αυτών
αποτελεΙ το κεντρικό πολιτικο-οικονομικό πρόβλημα. Η λύση του προϋπο
θέτει τη σύνθετη, αμοιβαία συμφωνημένη τελειοποίηση των μορφών οργά
νωσης της κοινωνικής παραγωγής και διεύθυνσης, την ανύψωση του επι
στημονικού επιπέδου, την πραγματική σχεδιοποίηση, τη δραστηριοποίηση
των οικονομικών μοχλών και παροτρύνσεων, την παραπέρα ανάπτυξη των
δημοκρατικών αρχών στη διεύθυνση της οικονομίας. Ό λο ι οι κρίκοι του
οικονομικού μηχανισμού αποβλέπουν στην επίτευξη των καλύτερων τελι
κών αποτελεσμάτων, στην άνοδο της αποδοτικότητας της παραγωγής. Τα
επεξεργασμένα μέτρα του ΚΚΣΕ για την τελειοποίηση του συστήματος των
μεθόδων διεύθυνσης του σχεδίου, αποτελούν φωτεινό παράδειγμα δη
μιουργικής ανάπτυξης των λενινιστικών αρχών της σοσιαλιστικής διεύ
θυνσης της οικονομίας, παίρνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες και τα καθή
κοντα του αναπτυγμένου σοσιαλισμού.
στική σημασία για την ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας. Από το επίπεδο
της ανάπτυξής τους καθορίζονται οι ρυθμοί αύξησης που επιτυγχάνει η
παραγωγικότητα της εργασίας, η αξιοποίηση των επιτεύξεων της επιστήμης
και της τεχνικής σ' όλους τους κλάδους της σοσιαλιστικής οικονομίας, η
άνοδος της λαϊκής ευημερίας και η εδραίωση της αμυντικής ικανότητας
της χώρας. Η σχέση ανάμεσα στους ρυθμούς αύξησης των κλάδων της
ομάδας «Α» και της ομάδας ιιΒ» (βλ. λ.) μπορεί να διαφέρει στα διάφορα
στάδια της κομμουνιστικής οικοδόμησης αν και συνολικά, για μια μαχρο
χρόνια ιστορική περίοδο, αναπτύσσονται κατά προτεραιότητα οι κλάδοι
της παραγωγής της ομάδας «Α» (βλ. νόμος της κατά προτεραιότητα ανά-
πτυξης της παραγωγής μέσων παραγωγής).
Ό ουεν γύρισε στην Αγγλία και στα 1839 προσπάθησε ξανά να πραγματο
ποιήσει τις ιδέες του για τις αυτοδιοικούμενες κοινότητες και οργάνωσε
στην Αγγλία την παροικία «Χάρμονικ-Χωλ» που διατηρήθηκε ως το 1845).
Απά το 1830, ο Ό ουεν έλπιζε στη δραστηριότητα των συνδικάτων, των
συνεταιρισμών και των αγορών ανταλλαγής, θεωρούσε ότι η αξία κάθε
εμπορεύματος θα πρέπει να καθορίζεται από τις ώρες της ανθρώπινης εργα
σίας που είναι απαραίτητες για την παραγωγή του. Σε «φυσικές» μονάδες
εργασίας πρέπει να καθορίζεται και ο μισθός του εργάτη. Από τις θέσεις
αυτές ο Ό ουεν έβγαλε το ουτοπιστικό συμπέρασμα για τη δυνατότητα
του εργάτη να εξασφαλίσει «το δίκαιο μερίδιο» στο προΤόν της εργα
σίας του, με τη δίκαιη αναμόρφωση του χρηματικού συστήματος (καθο
ρισμό ειδικών αποδείξεων πληρωμής — «εργασιακών χρημάτων»). Το 1832
οργάνωσε την αγορά του Λονδίνου που δεχόταν εμπορεύματα και από
χωριστά πρόσωπα και από συνεταιριστικούς οργανισμούς. Οι κοστολόγοι
καθόριζαν την αξία των ακατέργαστων υλικών και την ποσότητα του ανα
γκαίου χρόνου εργασίας για την παραγωγή του εμπορεύματος. Σαν αντάλ
λαγμα ο πωλητής έπαιρνε αντίκρυσμα «σε εργασιακά χρήματα». Καθένας είχε
το δικαίωμα να πάρει από τις αποθήκες με τα εργασιακά χρήματα, εμπορεύ
ματα που η αξία τους καθορίστηκε με τον πιο πάνω τρόπο. Η αγορά κί
νησε το ενδιαφέρον των εργατών των συνεταιριστικών οργανισμών του
Λονδίνου, και γύρω απ' αυτή άρχισαν να ξεφυτρώνουν διάφορες συνερ
γατικές επιχειρήσεις. Γρήγορα όμως εμφανίστηκαν οι εσωτερικές αντιθέ
σεις στην οργάνωση των ανταλλαγών μέσα στις συνθήκες της αυθόρμητης
και απρογραμμάτιστης παραγωγής. Τα εμπορεύματα που είχαν ζήτηση γρή
γορα αγοράζονταν ενώ άλλα παρέμειναν στις αποθήκες. Οι δυσαναλογίες
ανάμεσα στις αγορές και τις πωλήσεις μεγάλωναν. Στα 1834 η αγορά έκλει
σε. Τις ελπίδες που έτρεφε ο Ό ουεν για την αναμόρφωση της κοινωνίας
τις στήριζε στη διαφώτιση και τα διαπαιδαγωγητικά μέτρα. Ζητώντας βοή
θεια για να πραγματοποιήσει τις ιδέες του συχνά αποτάνθηκε σε αντι
δραστικές προσωπικότητες (Μέττερνιχ, Νικόλαος Β', κλπ.). Τα σχέδια και
τα οράματα του Ό ουεν για την πραγματοποίηση των σοσιαλιστικών του
ιδεών στηρίζονταν σε ουτοπιστικά όνειρα για την ειρηνική αναμόρφωση
της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική, «χωρίς να παίρνεται υπό-
ψη ο βασικότερος παράγοντας, δηλαδή η ταξική πάλη Υ·α την κατάχτηση
της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη. Υ·α το γκρέμισμα της κυ
ριαρχίας της τάξης των εκμεταλλευτών» (Β.Ι. Λένιν). Ταυτόχρονα όμως
ο Ό ουεν αποτόλμησε μια λαμπρή και βαθιά για την εποχή του κριτική του
καπιταλισμού. Για σαράντα χρόνια υπηρέτησε τα συμφέροντα της εργατικής
τάξης και διακήρυξε τις ιδέες του κομμουνισμού έστω και με ουτοπική
μορφή. Πράβαλε πρώτος την ιδέα της εργοστασιακής νομοθεσίας και την
προστασία της εργασίας. Ο Ό ουεν είναι ο μοναδικός ανάμεσα στους μεγά
λους ουτοπιστές που προσπάθησε να συνδυάσει το πρόβλημα της σο
σιαλιστικής αναμόρφωσης με το εργατικό κίνημα — όχι όμως στη βάση
οπ ορ το υνισμ ός
Ο ρ γανισμ ός Ο ικ ονο μικ ής Σ υνερ γασ ίας και Α νάπ τυξης: Υπερεθνι
κός οργανισμός που εκφράζει μια από τις ιστορικές μορφές της οικο
νομικής ολοκλήρωσης στην κλίμακα της Ευρώπης. Αμέσως μετά το δεύ
τερο παγκόσμιο πόλεμο δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικο
νομικής ΣυνεργοσΙας (Ο.Ε.Ο.Σ), που είναι και η πρώτη μορφή ευρωπαϊκής
οικονομικής ολοκλήρωσης, σε συνάρτηση με το σχέδιο Μάρσαλ. Περιττό
να υπογραμμίσουμε πως αυτή η προσπάθειο συντονισμού, προώθησης,
συγκεντροπο(ησης σε οικονομικό επίπεδο, γινόταν υπό την οιγίδα του αμε
ρικάνικου ιμπεριαλισμού. Στον Ο.Ε.Ο.Σ. ανήκαν 18 ευρωπαϊκές χώρες. Επί
σης δύο χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς) ήταν συνδεμένες με τον οργανισμό. Οι
στόχοι του, που έκφραζον τη διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης,
ήταν οι εξής: (α) επίδραση στην παραγωγικότητα, (β) μείωση της ονεργίας
και (γ) ανάπτυξη των διεθνών ανταλλαγών. Σαν οργάνωση, ο Ο.Ε.Ο.Σ.
συγκεκριμενοποιούνταν με νέους θεσμούς: το Συμβούλιο, την Εκτελεστική
Επιτροπή, τη Γραμματεία, τεχνικές επιτροπές, και διέθετε ένα σημαντικό
προϋπολογισμό. Στη διάρκεια μιας ολόκληρης περιόδου αποτέλεσε ένα
χώρο συγκρούσεων ανάμεσα στις διάφορες αντογωνιζόμενες καπιταλιστι
κές χώρες και επηρέαζε τις οικονομίες τους. Όμω ς ο ρόλος του αυτός ξε-
περάστηκε με την Ιδρυση της Κοινής Αγοράς το 1961. Ο Ο.Ε.Ο.Σ μετατρέ-
πεται σε Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.).
Έχασε έτσι τον ευρωπαϊκό του χαρακτήρα και στράφηκε στην «ανάπτυξη»,
δηλαδή ενδιαφερόταν περισσότερο για τις υπανάπτυκτες χώρες, ενισχύον-
τας τις νεοοποικιοκρατικές τάσεις (βλ. νεοαποικιοκρατία). Οι δύο αυτοί
οργανισμοί εκφράζουν ο καθένας μια πλευρά της διαδικασίας της ολο
κλήρωσης. Ο πρώτος είναι η εμφάνιση μιας στοιχειώδους μορφής και αντι
στοιχεί στην περίοδο της γένεσης: αρκεί να συντονίζει, να αντιμετωπίζει
τις διαφορές, να διαδίδει την ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων. Ο δεύτερος
είναι η συνύπαρξη με μιο πιο προωθημένη μορφή: την Κοινή Αγορά που
αποδίδει περισσότερη σημασία στις διεθνείς ανταλλαγές.
κής ρύθμισης δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αντιστοιχία της μέ τις απαι
τήσεις των παραγωγικών δυνάμεων. Η σοσιαλιστική οργάνωση της κοινω
νικής εργασίας εμφανίζεται και αναπτύσσεται στη βάση της κοινωνικής
ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και με τη σειρά της αποτελεΙ τον τομέα
εκείνο, τη μορφή όπου πραγματοποιείται αυτή η ιδιοκτησία και μετατρέ-
πεται βαθμιαία σε κομμουνιστική. Η οργάνωση της κοινωνικής εργασίας
συνδέεται άμεσα με την παραγωγικότητά της. Όπως υπογράμμισε ο Β. I.
Λένιν, στο σοσιαλισμό σε πρώτο πλάνο προωθείται «το θεμελιώδες καθή
κον της δημιουργίας ανώτερου, από τον καπιταλισμό, κοινωνικού συστή
ματος, συγκεκριμένα με την ανύψωση της παραγωγικότητας της εργασίας
που καθιστά ανώτερη την οργάνωση τους» (Άπαντα, τομ. 36, σελ. 187,
ρωσ. έκδ.). Η σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνικής εργασίας συνενώνει
τα μέσα παραγωγής που αντιστοιχούν στο σύγχρονο επίπεδο ανάπτυξης
της επιστήμης και της τεχνικής, μαζί με τον ελεύθερο από την εκμετάλλευση
εργαζόμενο. Βασίζεται σε σχέσεις συντροφικής συνεργασίας, στη σχεδιο-
ποιημένη ρύθμιση της κοινωνικής εργασίας, η οποία υποτάσσεται στο κα
θήκον της πιο ολοκληρωμένης ικανοποίησης των υλικών και εκπολιτιστικών
απαιτήσεων των ανθρώπων. Στην περίοδο της επιστημονικοτεχνικής επα
νάστασης (βλ. λ.) περιπλέκονται οι σχέσεις στο σύστημα της λαϊκής οικο
νομίας, τελειοποιείται η τεχνολογία για την προετοιμασία μεγάλης ποικι
λίας προϊόντων, βαθαίνει η ειδίκευση και ο συνεταιρισμός της παραγω
γής. Ό λα αυτά στερεώνουν ποιοτικά την τελειοποίηση της οργάνωσης
της κοινωνικής εργασίας. Η ουσία της συνίσταται στη δημιουργία μιας
τέτοιας οργανικής δομής, που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την πιο με
γάλη αποδοτικότητα της παραγωγής και τις καλύτερες συνθήκες για την
πολύπλευρη και αρμονική ανάπτυξη των εργαζομένων.
Π αγκόσ μια κ α π ιτα λισ τικ ή α γο ρά: Το σύνολο των εθνικών αγορών των
καπιταλιστικών χωρών, που συνδέονται μεταξύ τους με το εξωτερικό εμπό
ριο και άλλες μορφές οικονομικών σχέσεων οι οποίες στηρίζονται στο
διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας (βλ. λ.). Η εμφάνιση της
παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς αρχίζει το 16ο-17ο αιώνα, στην περίοδο
της πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου, που πραγματοποιούνταν σε
συνθήκες αποσύνθεσης της φεουδαρχικής κοινωνίας στην Ευρώπη. Η
παγκόσμια αγορά στάθηκε μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις της
επικράτησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της ανάπτυξης
της μεγάλης καπιταλιστικής βιομηχανίας που, με τη σειρά της, δημιούργησε
την τάση διεθνοποίησης της παραγωγής και της ανταλλαγής, ανάπτυξης
των πολύπλευρων διεθνών οικονομικών σχέσεων, ευρύτατου διεθνούς
παγκόσμια κ α π ιτα λ ισ τικ ή αγορά 463
στικής αγοράς (βλ. λ.) είναι δυνατή η ισότιμη και αμοιβαία ωφέλιμη συμ
μετοχή των χωρών στην ανάπτυξη των διακρατικών οικονομικών σχέ
σεων, συμπεριλαμβανομένων και των σχέσεων εξωτερικού εμπορίου.
Π αγκόσ μια σ ο σ ια λισ τικ ή αγο ρά: Η σφαίρα των διεθνών, καθορισμέ*
νων σχεδιοποιημένα, εμπορικών ανταλλαγών ανάμεσα στις σοσιαλιστικές
χώρες. Δημιουργήθηκε σαν αποτέλεσμα της διαμόρφωσης του παγκόσμιου
σοσιαλιστικού συστήματος οικονομίας (βλ. λ.) και της οργάνωσης πλατιών
οικονομικών σχέσεων και σχέσεων εξωτερικού εμπορίου ανάμεσο στις χώ
ρες που ανήκουν σ' αυτό. Στη βάση των εμπορικών ανταλλαγών στην παγ
κόσμια σοσιαλιστική αγορά, βρίσκεται ο διεθνής σοσιαλιστικός καταμερι
σμός της εργασίας (βλ. λ.). Στο βαθμό που αναπτύσσεται ο σχεδιοποιημένος
καταμερισμός της εργασίας, τελειοποιούνται διαρκώς οι μορφές των εμπο
ρικών χρηματικών σχέσεων, της οργάνωσης των εμπορικών προμηθειών και
των λογαριασμών ανάμεσα στις χώρες του σοσιαλισμού. Σημαντική ιδιο
μορφία του εμπορίου των σοσιαλιστικών χωρών στην παγκόσμια σοσιαλι
στική αγορά είναι ο σχεδιοποιημένος του χαροκτήρας. Οι εμπορικές ανταλ
λαγές ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κράτη ρυθμίζονται από μακροπρόθεσμες
συμφωνίες ανάμεσα στις κυβερνήσεις, που προβλέπουν αμοιβαίες προμή
θειες εμπορευμάτων και γίνοντοι με βάση συμφωνημένες σταθερές τιμές.
Η πογκόσμια σοσιαλιστική αγορά, όπου κατευθύνεται το συντριπτικά με
γαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου των σοσιαλιστικών χωρών, δε
γνωρίζει τις δυσκολίες διάθεσης που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική
αγορά, δεν αντιμετωπίζει τις διακυμάνσεις της οικονομικής κρίσης. Ό λ α
αυτά τη μετατρέπουν σε βασικό παράγοντα εξασφάλισης της γενικής ανό
δου της οικονομίας των χωρών της σοσιαλιστικής κοινότητας. Η παγκό
σμια σοσιαλιστική αγορά οποτελεΙ τη βασική πηγή για την ικανοποίηση
των εισαγωγικών αναγκών των αδελφών χωρών στα σπουδοιότερα είδη
πρώτων υλών, καυσίμων, μηχανών, εγκαταστάσεων κοι άλλων προϊόντων.
Ταυτόχρονα, οπορροφά το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών των χωρών
του σοσιαλισμού. Το αμοιβοίο εμπόριο των χωρών του σοσιαλισμού συμ
βάλλει στην επιτάχυνση της τεχνικής προόδου, στην ανάπτυξη της μαζικής
παραγωγής εξειδικευμένων κλάδων, στην ανύψωση της οικονομικής απο-
τελεσματικότητας των επενδύσεών τους σε μέσα παραγωγής. Συμβάλλει
επίσης στη διεύρυνση της ποικιλίας και την ανύψωση της ποιότητας των
ειδών κατονάλωσης. Η ανάπτυξη μιας πλατιάς ανταλλαγής εμπορευμάτων
στην παγκόσμια σοσιαλιστική αγορά διευκολύνεται από τη χρησιμοποίηση
της αμοιβαίο ωφέλιμης μορφής των λογαριασμών ανάμεσα στις χώρες του
σοσιαλισμού. Οι πληρωμές γιο τις ομοιβαΐες προμήθειες εμπορευμάτων γ ί
νονται βασικά διαμέσου του πολυμερούς κλήρινγκ (βλ. λ.). Στην παραπέρα
εδραίωση της παγκόσμιας σοσιολιστικής αγοράς θα συμβάλλει η πολιτική
οικονομικής ολοκλήρωσης που εφαρμόζεται οπό τις χώρες-μέλη του Συμ
βουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (βλ. λ.). Η ανάπτυξη του διεθνούς
π αγκό σμια σ ο σ ια λ ισ τικ ή σ υ νερ γασ ία 455
στις απαιτήσεις της εποχής μας — της εποχής της σύγχρονης επιστημονικο-
τεχνικής επανάστασης. ΑποτελεΙ ουσιαστικό παράγοντα ανύψωσης της
αποδοτικότητας της κοινωνικής ποραγωγής, επιτάχυνσης των ρυθμών οι
κονομικής και επιστημονικοτεχνικής ανάπτυξης τόσο της κάθε επιμέρους
χώρας, όσο και του πογκόσμιου σοσιολιστικού συστήματος στο σύνολό
του. Ευρύ πρόγραμμα σχεδιασμένης διεύρυνσης της διεθνούς εξειδίκευσης
και συνεταιριστικής οργάνωσης στον τομέα της παραγωγής, της επιστήμης
και της τεχνικής, καθορίστηκε από το σύνθετο πρόγραμμα οικονομικής ολο
κλήρωσης των χωρών μελών του ΣΟΑ, που ψηφίστηκε τον Ιούλιο του
1971 στην 25η σύνοδο του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας.
Π αγκόσ μιο καπ ιτα λισ τικ ό σ ύσ τημα ο ικ ο ν ο μ ία ς : Το πλέγμα των οικο
νομικών σχέσεων ανάμεσα στις εθνικές οικονομίες των επιμέρους καπιτα
λιστικών χωρών, που εξασφαλίζει την κυρίαρχη θέση λίγων μεγάλων ιμπε
ριαλιστικών κρατών. Η κοπιταλιστική παγκόσμια οικονομία διαμορφώνεται
ολοκληρωμένα με το πέροσμα του καπιταλισμού στο στάδιο του ιμπΐριαλι-
σμού (βλ. λ.). Ο σχηματισμός του ολοκληρώθηκε με την ανάπτυξη σε
πολλές χώρες της μεγάλης κοπιταλιστικής βιομηχανίας, το βάθεμα του διεθ
νούς καταμερισμού της εργασίας και τη διεύρυνση της παγκόσμιας ογοράς,
την εξογωγή κεφαλαίου και την υποτογή των καθυστερημένων χωρών σε
μια μικρή ομάδα ιμπεριαλιστικών κρατών. Ως προς την ουσία της, η παγκό
σμια καπιτολιστική οικονομία δεν αποτελεΙ απλό άθροισμα εθνικών οικο
νομικών μονάδων, αλλά παγκόσμιο σύστημα χρηματιστικής υποταγής και
εκμετάλλευσης των αποικιακών, των εξαρτημένων και των οικονομικά υπα
νάπτυκτων χωρών, σε μια φούχτα καπιτολιστικών κρατών με υψηλή ανά
πτυξη. Ο διεθνής κοπιταλιστικός κοταμερισμός της εργασίας εδραιώνει
τη θέση των καθυστερημένων χωρών σαν εξαρτημένων περιοχών απ’ ό
που τα ιμπεριαλιστικά κράτη παίρνουν ογροτικά προϊόντα και πρώτες ύλες.
Η παγκόσμια καπιταλιστική αγορά κοι οι πιστωτικές σχέσεις οποτελούν
βασικούς κρίκους της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας στη σφαίρα
της κυκλοφορίας. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της παγκόσμιας καπιτα
λιστικής ογοράς είνοι ο ουθόρμητος χοροκτήρας της, οι άνισες ανταλλαγές
ανάμεσα στις βιομηχανικά αναπτυγμένες και τις αγροτικές χώρες, σε βάρος
των τελευτοΐων. Στις συνθήκες της yev/κής κρίσης του καπιταλισμού (βλ. λ.),
στην περίοδο κατάρρευσης του αποικιακού συστήματος του ιμπεριαλισμού
(βλ. λ.), τα μονοπώλια επιδιώκουν να διατηρήσουν τις κλονισμένες σχέσεις
στην πογκόσμια καπιταλιστική οικονομία διαμέσου νέων μορφών υποδού
λωσης και διατήρησης της κυριαρχίας τους μέσα από διάφορες μορφές δια
κρατικών μονοπωλιακών οργανώσεων («Κοινή Αγορά») κοι διαμέσου της
νεοαποικιοκρατίας (βλ. λ ). Στις σύγχρονες συνθήκες, όπως τονίζεται στο
πρόγραμμο του ΚΚΣΕ, «η κατάργηση του καπιταλιστικού συστήματος από
μια μεγάλη ομάδα χωρών, η ανάπτυξη και εδραίωση του παγκόσμιου σο
σιαλιστικού συστήματος, η αποσύνθεση του αποικιακού συστήματος και η
π αγκό σμιο σ ο σ ια λ ισ τικ ό σ ύσ τημα οικ ο ν ο μ ία ς 467
ρά. Στο σύνθετο πρόγραμμα για το παραπέρα βάθεμα, την υλοποίηση της
συνεργασίας και την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομικής ολοκλήρωσης
των χωρών μελών του ΣΟΑ, υπογραμμίζεται ότι «ο διεθνής σοσιαλιστικός
καταμερισμός της εργασίας πραγματοποιείται παίρνοντας υπόψη την παγκό
σμια κατανομή της εργασίας». Στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας
επιδρούν παράγοντες ιστορικού και γεωγραφικού χαρακτήρα. Η βασική ό
μως αιτία για την ανάπτυξη του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας
στις σύγχρονες συνθήκες ανόδου της κλίμακας και της πολυπλοκότητας της
παραγωγής, είναι η διεθνής ειδίκευση και συνεταιριστικότητα όχι μόνο στο
καθένα από τα δύο παγκόσμια συστήματα οικονομίας, αλλά και μεταξύ τους.
Εκτός αυτού υπάρχει αντικειμενικά αμοιβαίο συμφέρον για τα δύο κοινω-
νικο-οικονομικά συστήματα να ανταλλάσσουν επιστημονικοτεχνική πείρα
προϊόντα νεωτάτων επιχειρήσεων, τα αποτελέσματα επιστημονικών ε
ρευνών και πειραματικών κατασκευαστικών επεξεργασιών. Η αναγκαιό
τητα για τον καταμερισμό της εργασίας εμφανίζεται όχι μόνο στη σφαίρα
της παραγωγής, αλλά και στον τομέα της επιστημονικής δραστηριότητας.
Εμφανίζονται δυνατότητες για συνεργασία ανάμεσα στις διάφορες χώρες
στον τομέα της πιο ορθολογικής χρησιμοποίησης των ηλεκτροενεργεια-
κών αποθεμάτων με τη μεταφορά ηλεκτρενέργειας απο τη μια στην άλλη
σε ώρες συμφόρησης, για την ορθολογική χρησιμοποίηση των θαλασ
σών και των ωκεανών, για την ανάπτυξη της αλιείας κλπ. Η ανάπτυξη του
παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας συνδέεται με την επέκταση τής
οικονομικής συνεργασίας των σοσιαλιστικών με τις αναπτυσσόμενες χώ
ρες, των οικονομικών δεσμών ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες και τις
αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Η παραγωγή προϋποθέτει τα εξής τρία στοιχεία: (1) Την εργασία σαν σκό
πιμη δραστηριότητα του ανθρώπου. (2) Τα αντικείμενα της εργασίας, δη
λαδή, όλα εκείνα στα οποία κατευθύνεται η σκόπιμη δραστηριότητα του
ανθρώπου. (3) Τα μέσα εργασίας, και πρώτα απ' όλα τα μέσα παραγωγής
(μηχανές, εγκαταστάσεις, εργαλεία) που με τη βοήθειά τους ο άνθρωπος
μεταμορφώνει τα αντικείμενα εργασίας, προσαρμόζοντάς τα για την ικανο
ποίηση των αναγκών τους. Η παραγωγή έχει δύο πλευρές: τις παραγωγικές
δυνάμεις (βλ. λ.), που εκφράζουν τις σχέσεις της κοινωνίας προς τις δυνά
μεις και τα αντικείμενα της φύσης, και που με την κατάχτησή τους οι άνθρω
ποι εξασφαλίζουν τα υλικά αγαθά, και τις παραγωγικές σχέσεις (βλ. λ.)
που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις που δημιουργούν οι άνθρωποι μεταξύ τους
στη διαδικασία της εργασίας. Η παραγωγή, εξεταζόμενη σαν ενότητα των
παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων αποτελεΙ τον τρόπο
παραγωγής (βλ. λ.) των υλικών αγαθών, που καθορίζει το χαρακτήρα του
δοσμένου κοινωνικού συστήματος. Το κοινωνικό σύστημα παραγωγής
περιλαμβάνει την παραγωγή, τη διανομή, την ανταλλαγή (κυκλοφορία)
και την κατανάλωση των προϊόντων (ατομική και παραγωγική). Στη διαδι
κασία αυτή η παραγωγή καθορίζει το χαρακτήρα και τον τρόπο διανομής,
ανταλλαγής και κατανάλωσης. Ταυτόχρονα, όμως, η διανομή, η ανταλλαγή
και η κατανάλωση ασκούν, με τη σειρά τους, μια ορισμένη επίδραση στην
παραγωγή. Η κοινωνική παραγωγή αποτελεΐται από δύο μεγάλες ομάδες:
την παραγωγή μέσων παραγωγής και την παραγωγή ειδών κατανάλωσης.
Η παραγωγή αναπτύσσεται σύμφωνα με τη δράση αντικειμενικών οικονο
μικών νόμων. Κύριος και καθοριστικός είναι ο βασικός οικονομικός νόμος,
που χαρακτηρίζει κάθε τρόπο παραγωγής. Η καπιταλιστική παραγωγή που
βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την εκμετάλ
λευση της εργασίας από το κεφάλαιο, αναπτύσσεται σε αντιστοιχία με τους
οικονομικούς νόμους που δρουν αυθόρμητα. Διακόπτεται από οικονομικές
κρίσεις και είναι υποταγμένη στο κυνήγι του κέρδους, το οποίο ιδιοποιούν
ται οι εκμεταλλευτές. Στη σοσιαλιστική κοινωνία η παραγωγή αναπτύσσεται
αδιάκοπα, σχεδιασμένα, με γοργούς ρυθμούς και προς το συμφέρον ολό
κληρης της κοινωνίας για την ικανοποίηση των ολοένα αυξανόμενων α
ναγκών της κοινωνίας και κάθε μέλους της.
Π αρ αγω γικές δ υ ν ά μ εις: Το σύνολο των μέσων παραγωγής (βλ. λ.) και
των ανθρώπων που τα θέτουν σε κίνηση. Το υλικό μέρος των παραγωγι
κών δυνάμεων, και πρώτα απ' όλα, τα μέσα εργασίας, αποτελεΙ την υλικο-
τεχνική βάση της κοινωνίας. Στη σύγχρονη εποχή η επιστήμη γίνεται σε
π αραγω γικές δυνάμεις 461
Π αραγω γικές σ χέσ εις: Το σύνολο των οικονομικών σχέσεων που δια
μορφώνονται ανάμεσα στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη συνείδηση
και τη θέλησή τους, στη διαδικασία της παραγωγής, της διανομής, της ανταλ
λαγής και της κατανάλωσης των υλικών αγαθών. Οι παραγωγικές σχέσεις,
είναι ουσιαστική πλευρά κάθε συστήματος παραγωγής. Η κοινωνική παρα
γωγή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι άνθρωποι ενώνονται για
καινή δράση, για αμοιβαία ανταλλαγή δραστηριότητας. Βάση των παρα
γωγικών σχέσεων είναι οι σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Ο
χαρακτήρας των παραγωγικών σχέσεων καθορίζεται από το ποιός κατέ
χει τα μέσα παραγωγής και πώς πραγματοποιείται η συνένωσή τους με
τον παραγωγό. Η ιστορία γνωρίζει δύο βασικούς τύπους ιδιοκτησίας: την
ατομική και την κοινωνική. Η ατομική ιδιοκτησία αποτελεΙ έκφραση σχέ
σεων κυριαρχίας και υποταγής, εφόσον οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής
αποκτούν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της εργασίας των ανθρώπων που
δεν έχουν ιδιοκτησία. Στην ιστορική τους εξέλιξη, οι παραγωγικές σχέσεις
που στηρίζονται στην εκμετάλλευση της εργασίας, εμφανίζονται με τις εξής
μορφές: τη δουλοκτητική, τη φεουδαρχική και την καπιταλιστική. Η κυ
ριαρχία της κοινωνικής ιδιοκτησίας εξαφανίζει τις σχέσεις εκμετάλλευσης,
δημιουργεί τη συντροφική συνεργασία και την αλληλοβοήθεια των ανθρώ
πων. Στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα υπήρχε κοινωνική ιδιοκτησία με
τη μορφή της συλλογικής ιδιοκτησίας του γένους και της φυλής. Στη σύγ
χρονη εποχή, οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις βασίζονται σε δύα
μορφές ιδιοκτησίας — την κρατική (παλλαϊκή) και τη συνεταιριστική. Εκτός
από τους βασικούς αυτούς τύπους παραγωγικών σχέσεων υπάρχαυν επί
σης μεταβατικές παραγωγικές σχέσεις, που συνδυάζουν στοιχεία διάφορων
τύπων οικονομικών σχέσεων στην περίοδο μετάβασης από το ένα κοινωνι-
κα-οικονομικό σύστημα στο άλλο. Οι παραγωγικές σχέσεις αναπτύσσονται
σε άμεση συνάρτηση και αλληλεπίδραση με τις παραγωγικές δυνάμεις
(βλ. λ.) της κοινωνίας, εμφανιζόμενες σαν μορφή ύπαρξης και ανάπτυξής
ταυς. Οι μεταξύ τους σχέσεις καθορίζονται από το νόμο της αντιστοιχίας
464 παραγω γική και μη παραγω γική εργασ ία σ το σ ο σ ια λισ μό
ιδεολογία και η πρακτική του πατερναλισμού, που έχει σαν σκοπό να καθιε
ρώσει την περιβόητη «ισοτιμία» εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων,
είναι βαθιά εχθρικές προς τα γνήσια ταξικά συμφέροντα της εργατικής
τάξης, των εργαζομένων. ΓΓ αυτό αντιμετωπίζουν την ολοένα αυξανόμενη
αντίθεση των εργαζομένων.
*-« < -£
Στο δοσμένο στάδιο, με την κίνησή του, το κεφάλαιο μετατρέπεται από τη
χρηματική μορφή στη φυσική μορφή εμπορεύματα (βλ. λ.), που αποτε
λούν τα υλικά (τα μέσα παραγωγής) και ανθρώπινα (την εργατική δύναμη)
στοιχεία της παραγωγής. Η συνένωση από τον καπιταλιστή των στοιχείων
της παραγωγής σημαίνει την παραγωγική κατανάλωση που αποτελεΙ την
αρχή του επόμενου, δεύτερου σταδίου κίνησης του κεφαλαίου, δηλαδή
της διαδικασίας για την παραγωγή της αξίας (βλ. λ.) και της υπεραξίας
που χαρακτηρίζεται σαν... Π.... Το κεφάλαιο, αλλάζοντας τη χρηματική του
μορφή (X) στη μορφή παραγωγικού κεφαλαίου (βλ. λ.), συνεχίζει την κί
νησή του στη σφαίρα της παραγωγής. Σαν αποτέλεσμα της παραγωγής,
το κεφάλαιο αποκτά εμπορική μορφή (Ε). Τα παραγόμενα εμπορεύματα
ποιοτικά (σύμφωνα με την αξία χρήσης) και ποσοτικά (σύμφωνα με την
ενσωματωμένη σ' αυτά αξία, που περιέχει υπεραξία) είναι διαφορετικά από
τα εμπορεύματα που αγοράστηκαν στο πρώτο στάδιο της περιστροφής του
κεφαλαίου. Στο τρίτο στάδιο της κίνησής του, το κεφάλαιο μπαίνει ξανά
στη σφαίρα της κυκλοφορίας: ο καπιταλιστής πουλά τα εμπορεύματα που
παράχθηκαν στην αγορά, μετατρέποντας σε χρήματα την αξία και την
υπεραξία που περιέχουν. Το κεφάλαιο αλλάζει την εμπορευματική μορφή
(Ε) σε χρηματική (X). Σκοπός της κίνησης ο ’ αυτό το στάδιο είναι η ρευ
στοποίηση της αξίας. Παίρνοντας το κεφάλαιο σε χρηματική μορφή, ο κα
πιταλιστής μπορεί να ανανεώσει την περιστροφή του και αυτό σημαίνει
την επανάληψη της καπιταλιστικής κυκλοφορίας και παραγωγής. Έτσι η
περιστροφή του κεφαλαίου είναι η κίνηση, στην οποία το κεφάλαιο μετα-
τρέπεται διαδοχικά, από τη μια μορφή στην άλλη και επιστρέφει στην
αρχική μορφή.
τερη από την ποσότητα των χρημάτων σε χρυσό η οποία είναι αναγκαία
για την εξυπηρέτηση της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Ο πληθωρισμός
έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε όλη την οικονομία της χώρας, δημιουργεί μια
ορμητική και ασυγκράτηση αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, μια
ανισόμερη αύξηση. Αυτό οδηγεί στη διαμόρφωση μεγάλων διαφορών στην
αποδοτικότητα σε κέρδη των διάφορων κλάδων, πράγμα που ενθαρρύνει
την ανάπτυξη ορισμένων και προκαλεΙ τον απότομο περιορισμό της παρα
γωγής άλλων. Μ ’ αυτό τον τρόπο εντεΐνεται η αναρχία και η δυσαναλογία
της παραγωγής που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Η ανισόμερη αύξηση
των τιμών δημιουργεί εξαιρετικά ευνοϊκή κατάσταση για την αισχοκέρδεια
στο εμπόριο, συμβάλλει στη μεταφορά κεφαλαίων από τη σφαίρα της παρα
γωγής στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Με ιδιαίτερη ταχύτητα αυξάνονται
οι τιμές στην παραγωγή των πολεμικών κλάδων, πράγμα που οδηγεί
στην υπερβολική τους ανάπτυξη σε βάρος της παραγωγής καταναλωτικών
ειδών. Διαταράσσονται κοι οι πιστωτικές σχέσεις. Η χορήγηση δανείων
παύει να είναι επικερδής εφόσον οι δανειοδότες, παίρνοντας πίσω υποτιμη-
μένα τα χρήματα τους, υφίστανται ζημία. Η απώλεια της αξίας των χρημά
των υπονομεύει την εμπιστοσύνη σ' αυτά, δημιουργεί την τάση της απαλ
λαγής, όσο γίνεται πιο γρήγορα, από τα χρήματα, την τάση ανταλλαγής τους
με εμπορεύματα που περικλείουν πραγματική αξία. Ταυτόχρονα, τα πρό
σωπα που διαθέτουν εμπορεύματα επιδιώκουν να τα κρατήσουν υπολογί
ζοντας σε άνοδο της τιμής τους. Έτσι, μεγαλώνει ακόμη περισσότερο η
αναντιστοιχία ανάμεσα στην ποσότητα των χαρτονομισμάτων που κυκλο
φορούν και την απαιτούμενη ποσότητα για την εξυπηρέτηση της κυκλο
φορίας. Θύματα του πληθωρισμού γίνονται και οι μικροί εμπορευματοπα-
ραγωγοΙ, γιατί οι τιμές στα είδη τους ανεβαίνουν πολύ πιο αργά απ’ ό,τι οι
τιμές στα είδη των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η μεγάλη αστική
τάξη αποφεύγει τις απώλειες από τον πληθωρισμό με την άνοδο των τιμών
στα εμπορεύματά της, με την πώλησή τους στο εξωτερικό, τη μετατροπή
των χρηματικών κεφαλαίων σε χρυσό, πολύτιμους λίθους και ξένο συνάλ
λαγμα. Επωφελούμενη από την καταστροφή των μικρών και μεσαίων επι
χειρηματιών, που δεν μπόρεσαν να αντέξουν στους κλυδωνισμούς του πλη
θωρισμού, η μεγάλη αστική τάξη αγοράζει σε εξευτελιστική τιμή τις επιχει
ρήσεις τους. Έτσι ο πληθωρισμός συμβάλλει στη συγκέντρωση και τη συγ-
κεντροποίηση του κεφαλαίου. Στις συνθήκες της γενικής κρίσης του καπι
ταλισμού, ο πληθωρισμός απόχτησε γενικό και χρόνιο χαρακτήρα. Οι από
πειρες των αστικών κρατών να σταθεροποιήσουν τα εθνικά τους νομίσματα
δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα για την ιμπεριαλιστική πολι
τική και το κυνήγι των εξοπλισμών που συνδέεται μ’ αυτή, καθώς και η
περιοδική εξαπόλυση τοπικών πολέμων πότε στη μια και πότε στην άλλη
περιοχή της γης, απαιτούν κολοσσιαία έξοδα και είναι η αιτία της διαρκούς
ελλειμματικότητας των κρατικών προϋπολογισμών. Γι' αυτό, παρά τη μετα
πολεμική (κάποτε επανειλημμένη) υποτίμηση (βλ. λ.) του νομίσματος στις
π ο ιό τη τα τη ς εργασ ίας
τέρευση της ποιότητας της εργασίας σε όλους τους κρίκους της λαϊκής
οικονομίας αποτελεΙ η άνοδος της αποδοτικότητας της κοινωνικής παρα
γωγής (βλ. λ.), η πληρέστερη ικανοποίηση των αναγκών των μελών της κοι
νωνίας. Αυτό το πρόβλημα έχει ταυτόχρονα και μεγάλη κοινωνική σημασία.
Η καλυτέρευση των δεικτών ποιότητας της εργασίας συντελεί στο δυνάμω
μα των σοσιαλιστικών σχέσεων στην εργασία και στην κοινωνική ιδιοκτη
σία, στη συνειδητοποίηση από τον κάθε εργαζόμενο της θέσης του στην
κοινή εργασία. Ο προσανατολισμός για την καλυτέρευση των ποιοτικών δει
κτών της εργασίας εισχωρεί σήμερα στη δραστηριότητα της καθεμιάς εργα
τικής κολλεκτίβας. «Βασικό πρόβλημα για την ανάπτυξη της λαϊκής οικονο
μίας μας — υπέδειξε ο Λ.Ι. Μπρέζνιεφ — έγινε η εξύψωση της ποιότητας ό
λης της εργασίας. Αυτό αφορά και την ποιότητα των σχεδίων μας, δηλαδή
τη βασιμότητα και την εξισορρόπησή τους. Αυτό αφορά και τη διευθυντική
δραστηριότητα από τους αρχικούς τομείς της παραγωγικής μηχανής μέχρι
τα κεντρικά οικονομικά όργανα. Αυτό αφορά και το δυνάμωμα της εργατικής
πειθαρχίας και την καλυτέρευση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος»
(Λ.Ι. Μπρέζνιεφ. Στη λενινιστική πορεία, τομ. 5, σελ. 312, ρωσ. έκδ.). Το
σοσιαλιστικό κράτος ενδιαφέρεται για την πολύπλευρη άνοδο της ποιότητας
της εργασίας. Στην απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ και του υπουργικού συμ
βουλίου της ΕΣΣΔ: «Για την καλυτέρευση της σχεδιοποίησης και το δυνά
μωμα της επίδρασης του οικονομικού μηχανισμού στην ανύψωση της απο
δοτικότητας της παραγωγής και της ποιότητας της εργασίας», θεσπίστηκε
ένα σύνολο μέτρων για την παραπέρα άνοδο της αποδοτικότητας της κοι
νωνικής παραγωγής, την επιτάχυνση της επιστημονικοτεχνικής προόδου,
την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, την καλυτέρευση της ποιό
τητας των προϊόντων και την εξασφάλιση σ’ αυτή τη βάση, της πληρέ-
στερης ικανοποίησης των κοινωνικών και προσωπικών αναγκών.
Π όλη και χω ρ ιό , βλ. αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό και
ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην πόλη και το χωριό στο σοσιαλισμό.
την πρωταρχική αποστολή συνδέεται και ο τίτλος της επιστήμης, που προέρ
χεται από τις ελληνικές λέξεις «πολιτεία» και «οικονομία» («πολιτεία» - κοι
νωνικό σύστημα, «οίκος» - σπίτι, νοικοκυριό και «νόμος»). Σαν ανεξάρτητη
επιστήμη, η πολιτική οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται με την εμφάνιση
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (βλ. λ.). Στην Ιόια περίοδο σημειώ
νονται οι πρώτες απόπειρες να ερευνηθούν θεωρητικό και να ερμηνευτούν
μια σειρά φαινόμενα του καπιταλισμού. Κατά το 16ο-18ο αιώνα γεννήθηκε
και αναπτύχθηκε η κατεύθυνση της οικονομικής σκέψης και της οικονομικής
πολιτικής η γνωστή με το όνομα του μερκαντιλισμού (βλ. λ.). Οι εμπορο-
κρότες (μερκαντιλιστές), συγκεντρώνοντας την προσοχή τους σε επιφανεια
κό φαινόμενα της οικονομικής ζωής της κοινωνίας έδιναν αποφασιστική
σημασία στη σφαίρα της κυκλοφορίας, στο εμπόριο, στα χρήματα, σαν μο
ναδική πηγή πλούτου. Στην περίοδο της διαμόρφωσης του καπιταλιστικού
συστήματος παραγωγής, όταν η αστική τάξη ήταν ακόμα τάξη που ανέβαινε
και έπαιζε προοδευτικό ρόλο στην πόλη κατά του φεουδαρχισμού, όταν οι
αντιθέσεις ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο δεν είχαν ακόμα
αναπτυχθεί, εμφανίστηκε και διαμορφώθηκε η αστική κλασική πολιτική
οικονομία (βλ. λ.). Οι θεμελιωτές της, Πέττυ Ουίλλιαμ (βλ. λ.), Σμιθ Ά ντα μ
(βλ.λ.) και Ρικάρντο Ν ταίηβιντ (βλ.λ.), εγκαινίασαν την επιστημονική έρευνα
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, έκαναν μια σειρά σοβαρές ανακαλύ
ψεις γαι την κατανόηση των νόμων της κοινωνικής παραγωγής και διανομής
των υλικών αγαθών. Ωστόσο οι περιορισμένοι αστικοί ορίζοντες και το
γεγονός ότι ο καπιταλισμός δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί, δεν επέτρεψαν στους
κλασικούς της αστικής πολιτικής οικονομίας να αποκαλύψουν την εκμεταλ
λευτική ουσία και τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα του καπιταλισμού,
να φανερώσουν τις ανταγωνιστικές του αντιθέσεις. Από τη στιγμή που η
ταξική πόλη του προλεταριάτου άρχισε να απειλεί την ύπαρξη του καπι
ταλισμού, η αστική κλασική πολιτική οικονομία παραχωρεί τη θέση της στη
μη επιστημονική, αστική εκχυδαϊσμένη πολιτική οικονομία (βλ. λ.), που
κυριαρχεί στον καπιταλιστικό κόσμο ως σήμερα. Οι πρώτοι εκπρόσωποι
της — Σαι Ζαν-Μπατίστ (βλ. λ.), Μάλθους Τόμας Ρόμπερτ (βλ. λ.), Μιλλ
Τζων Στιούαρ (βλ λ.), Μακ Κουλόκ και άλλοι — αντικατέστησαν την επιστη
μονική γνώση των οικονομικών φαινομένων με την περιγραφή των καθαρό
εξωτερικών, επιφανειακών σχέσεων, βάζοντας σαν καθήκον τους την υπε
ράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος. Με την εμφάνιση του μαρξι
σμού, βασικός στόχος των αγοραίων οικονομολόγων έγινε η διάψευσή του.
Χρησιμοποιώντας τον αντικομμουνισμό σαν το κύριο ιδεολογικό, πολιτικό
όπλο του ιμπεριαλισμού, η σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία καταφεύγει
σε βάναυσες επιθέσεις εναντίον του επιστημονικού σοσιαλισμού και των
χωρών του σοσιαλισμού. Το κύριο καθήκον των αστών οικονομολόγων,
στις συνθήκες της πόλης των δύο παγκόσμιων συστημάτων — του σοσια
λιστικού και του καπιταλιστικού — είναι να διατηρηθεί και να εδραιωθεί
με κάθε τρόπο ο καπιταλισμός, να παρουσιαστεί σαν «λαϊκός καπιταλισμός»
π ο λ ιτικ ή ο ικ ο ν ομία
που έχασε τάχα την καπιταλιστική του φύση και μετατρέπεται σχεδόν σε
σοσιαλισμό, και μ’ αυτό τον τρόπο ν’ αποτρέψουν τον αναπόφευκτο χαμό
του. Μελετώντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και χρησιμοποιώντας
κριτικά τα επιστημονικά στοιχεία της αστικής κλασικής πολιτικής οικο
νομίας, ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς δημιούργησαν για πρώτη φορά μια
αυθεντικά επιστημονική, προλεταριακή πολιτική οικονομία, που έγινε σπου
δαιότατο συστατικό μέρος του μαρξισμού-λενινισμού. Ο μαρξισμός πραγ
ματοποίησε ριζική, επαναστατική στροφή στην πολιτική οικονομία. Εκεί
όπου οι αστοί οικονομολόγοι έβλεπαν σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα, ο
Μαρξ αποκάλυψε σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στις κοι
νωνικές τάξεις — οικονομικές, παραγωγικές σχέσεις. Οι παραγωγικές σχέ
σεις ανάμεσα στους ανθρώπους, ακριβώς σαν οι βασικές, οι πιο αποφασι
στικές απ' όλες τις κοινωνικές σχέσεις, αποτελούν το περιεχόμενο των οικο
νομικών φαινομένων τα οποία μελετά η πολιτική οικονομία. Σε αντίθεση
προς τους αστούς οικονομολόγους, που αντιμετωπίζουν τον καπιταλιστικό
τρόπο παραγωγής σαν αιώνιο, αναλλοίωτο, που τάχα ανταποκρίνεται πλή
ρως στη φύση και τα συμφέροντα του ανθρώπου, η προλεταριακή πολιτική
οικονομία φανέρωσε τις εσωτερικές νομοτέλειες της εμφάνισης, της ανά
πτυξης και της αναπόφευκτης καταστροφής του καπιταλισμού, για πρώτη
φορά απέδειξε επιστημονικά τον περιορισμένο ορίζοντα του καπιταλισμού,
τον ιστορικό του χαρακτήρα. Η οικονομική διδασκαλία του Κ. Μαρξ και του
Φ.Ένγκελς αποτελεΙ βαθιά και ολόπλευρη θεμελίωση του αναπόφευκτου της
επαναστατικής πτώσης του καπιταλισμού και της εγκαθίδρυσης της δικτα
τορίας του προλεταριάτου, της εξουσίας των εργαζομένων, του ιστορικού
ρόλου της εργατικής τάξης σαν νεκροθάφτη του καπιταλισμού και δημιουρ
γού της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας. Στην ολόπλευρη έρευνα των παρα
γωγικών σχέσεων του καπιταλισμού είναι αφιερωμένη η σπουδαιότερη
εργασία του Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο». Στο έργο αυτό ο Μορξ ανακάλυψε
τον οικονομικό νόμο κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας (παραγωγή και
ιδιοποίηση της υπεραξίας), πραγματοποίησε μια ανάλυση των αντιθέσεων
του καπιταλισμού και απέδειξε επιστημονικά το αναπόφευκτο της επαναστα
τικής αντικατάστασης του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό. Ακρογωνιαίος
λίθος της οικονομικής θεωρίας του Κ. Μαρξ είναι η διδασκαλία του για την
υπεραξία (βλ. λ.) με την οποία αποκαλύφτηκε το μυστικό της καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης, φανερώθηκαν οι ασυμφιλίωτες ανταγωνιστικές αντιθέσεις
ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, που οδηγούν τον καπιταλισμό στην
αναπόφευκτη καταστροφή. Η προλεταριακή πολιτική οικονομία δείχνει πως
όλη η πορεία της ιστορικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας προετοιμάζει
τους όρους για την εμφάνιση και τη νίκη του κομμουνιστικού τρόπου παρα
γωγής (βλ. λ.). Η προλεταριακή πολιτική οικονομία δημιουργήθηκε μέσα
σε ανειρήνευτη πάλη με τις εχθρικές προς το μαρξισμό αντιλήψεις στον το
μέα της οικονομικής θεωρίας. Η προλεταριακή πολιτική οικονομία αναπτύ
χθηκε παραπέρα με τις εργασίες του Β.Ι. Λένιν. Υπερασπίζοντας την επανα
π ο λ ιτικ ή οικο ν ο μ ία
στατική διδασκαλία του μαρξισμού σαν πάλη κατά της αστικής ψευδοεπιστή-
μης, κατά των διαστρεβλώσεων των αναθεωρητών και των οπορτουνιστών,
ο Λένιν πλούτισε δημιουργικά και ανέπτυξε την οικονομική διδασκαλία του
Κ. Μαρξ και του Φ. Ένγκελς, ανύψωσε το μαρξισμό σε νέο, ανώτερο επί
πεδο. Ο Λένιν δημιούργησε τη διδασκαλία για τον ιμπεριαλισμό (βλ. λ.)
σαν ανώτερο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, αποκόλυψε την ουσία
και τα βασικά γνωρίσματα της γενικής κρίσης του καπιταλισμού (βλ. λ.),
ανέπτυξε δημιουργικό τη θεωρία της σοσιαλιστικής επανάστασης, θεμελιώ
νοντας το αναπόφευκτο της νίκης του σοσιαλισμού σε μια χωριστά παρμένη
χώρα με τη διδασκαλία για το διαφορετικό χρόνο της νίκης του σοσιαλισμού
στις επιμέρους χώρες και την πολυμορφία της μετάβασης στο σοσιαλισμό,
θεμελίωσε την κοσμοϊστορική σημασία της συμμαχίας της εργατικής τάξης
με την αγροτιά στην πάλη για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ο Β.Ι. Λένιν, βασιζόμενος στις προβλέψεις του Κ. Μαρξ και του Φ. Ένγκελς
και γενικεύοντας την πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Σοβιε
τική Ένωση, διατύπωσε τις θεωρητικές θέσεις για τα σπουδαιότερα προ
βλήματα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, έθεσε τα θεμέλιά της.
Η πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού φανερώνει τις οικονομικές νομο
τέλειες της μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, τους τρόπους
και τις μεθόδους της εδραίωσης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής,
ερευνά τους αντικειμενικούς οικονομικούς νόμους, τις μορφές και τις με
θόδους της πρακτικής τους χρησιμοποίησης στη διαδικασία της οικοδόμη
σης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, θεμελιώνει τις νομοτέλειες
της βαθμιαίας μετάβασης προς τον κομμουνισμό, την κατεύθυνση και το
χαρακτήρα της διαμόρφωσης των κομμουνιστικών παραγωγικών σχέσεων,
αποκαλύπτει τις νομοτέλειες της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του παγ
κόσμιου συστήματος του σοσιαλισμού. Στις χώρες του καπιταλιστικού κό
σμου, η μαρξιστική-λενινιστική πολιτική οικονομία αποτελεί ισχυρό ιδεο
λογικό όπλο του προλεταριάτου και των πλατιών μαζών των εργαζομένων
στην πόλη τους για την απελευθέρωση από το ζυγό του κεφαλαίου. Στις
σοσιαλιστικές χώρες, μαζί με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες αποτελεί το
επιστημονικό θεμέλιο της οικονομικής πολιτικής των κομμουνιστικών κομ
μάτων, μετατρέπεται όλο και περισσότερο στην άμεση θεωρητική βάση της
οικονομικής οικοδόμησης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. «Το
χρέος της οικονομικής επιστήμης —αναφέρεται στο πρόγραμμα του ΚΚΣΕ—
βρίσκεται στη γενίκευση των νέων φαινομένων στην οικονομική ζωή της
κοινωνίας, στην επεξεργασία των λαΤκο-οικονομικών προβλημάτων, που η
λύση τους συμβάλλει στην επιτυχή οικοδόμηση του κομμουνισμού». Ο
Λένιν αντιμετώπιζε την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας σαν ένα
σύνθετο πρόβλημα, όπου η λύση των οικονομικών και κοινωνικο-πολιτικών
προβλημάτων συνδέεται οργανικό με τη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου,
με τη διαπαιδαγώγηση και τη μόρφωση ολόπλευρα αναπτυγμένων και κα
ταρτισμένων ανθρώπων. Η μαρξιστική-λενινιστική πολιτική οικονομία ανα
πόροι κυκλοφ ο ρίας 487
ποσοστό υπεραξίας αυξάνει σταθερά και στην εποχή μας φτάνει πάνω από
300%. Ιδιαίτερα γρήγορα αυξάνεται στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Η
αύξηση της μάζας της υπεραξίας και του βαθμού εκμετάλλευσης. προκαλεΙ
βαθιές ανταγωνιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στην αστική τάξη και στους
εργαζόμενους και αποτελεί τη βάση για την όξυνση της ταξικής πάλης.
πράγμα που, ανάμεσα στ’ άλλα επιτρέπει την επιλογή των πιο προοδευτι
κών, των πιο ευνοϊκών παραλλαγών ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικο
νομίας — παραλλαγών που εξασφαλίζουν το ανέβασμα του επιπέδου απο-
δοτικότητάς της.
σΙα των εργαζομένων στην παραγωγή, τόσο η αναγκαία όσο και η πρόσθετη,
χρησιμοποιείται προς το συμφέρον των Ιδιων των εργαζομένων. Γι’ αυτό,
ανάμεσα στην αναγκαία και την πρόσθετη εργασία δεν υπάρχουν ανταγωνι
στικές αντιθέσεις και όλα τα μέλη της σοσιαλιστικής κοινωνίας ενδιαφέ-
ρονται για την αύξηση της αναγκαίας και της πρόσθετης εργασίας.
Π ρό σ θ ετο ς χρό νος εργα σ ία ς: Στον καπιταλισμό, ένο μέρος της εργά
σιμης μέρας που στη διάρκειά του ο εργάτης δημιουργεί την υπεραξία
(βλ. λ.) την οποία ιδιοποιείται ο κοπιταλιστής. Η εργασία που αναλώνεται
στη διάρκεια αυτού του χρόνου αποτελεΙ την πρόσθετη εργασία (βλ. λ.).
Οι καπιταλιστές κυνηγώντας το κέρδος επιδιώκουν να αυξήσουν τον πρόσθε
το χρόνο εργασίας, πράγμα που πετυχαίνουν με δύο τρόπους: με την από
λυτη παράταση της διάρκειας της εργάσιμης μέρας, πέρα από τα όρια του
αναγκαίου χρόνου εργασίας (βλ. λ.) και με τη μείωση του αναγκοίου χρό
νου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίος.
Και οι δύο αυτοί τρόποι παράτασης του πρόσθετου χρόνου εργασίος εκφρά
ζουν δύο τρόπους αύξησης της εκμετάλλευσης των εργατών και οδηγούν
στην όξυνση της ταξικής πόλης στην καπιτολιστική κοινωνία. Στις συνθήκες
του σοσιαλισμού, ο πρόσθετος χρόνος εργασίας είναι χρόνος που στη διάρ-
κειά του ο εργαζόμενος στη σοσιαλιστική παραγωγή δημιουργεί υλικά αγαθά
για την ικανοποίηση των κοινών κοινωνικών ανογκών και για τη διεύρυνση
της παραγωγής, και η εργασία που δαπανάται στη διάρκεια αυτής της πε
ριόδου του χρόνου είναι πρόσθετη εργοσία. Στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει
εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. ΓΓ αυτό όλος ο εργάσιμος χρόνος
500 πρόσοδος
στη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, τόσο ο αναγκαίος όσο και ο πρόσθετος,
πηγαίνουν προς όφελος των Ιδιων των εργαζομένων. Η σοσιαλιστική κοι
νωνία σε κάθε στάδιο ανάπτυξής της, με βάση το επίπεδο παραγωγικών
δυνάμεων που επιτεύχθηκε, παίρνοντας υπόψη τις υλικές και πολιτιστικές
ανάγκες των εργαζομένων, την εσωτερική και διεθνή κατάσταση και άλλους
αντικειμενικούς παράγοντες, καθορίζει συνειδητά τα μεγέθη του αναγκαίου
και του πρόσθετου χρόνου.
«Π ροσω π ική ένω σ η»: Μια από τις μονοπωλιακές μορφές συνένωσης,
συγχώνευσης των τραπεζικών και των βιομηχανικών μονοπωλίων για το
σχηματισμό της χρημστιστικής ολιγαρχίας (βλ. λ.). Η ένωση αυτή εκδηλώ
νεται με την εξής μορφή: οι καθοδηγητές των τραπεζών γίνονται διευθυντές,
μέλη των διοικήσεων, μέλη των συμβουλίων εποπτείας των βιομηχανικών
εταιριών και οι «βασιλιάδες» της βιομηχανίας αποκτούν επίδραση στο χρη-
ματιστικό κόσμο. Στην πράξη, συχνά τα ίδια πρόσωπα καθοδηγούν τα
μεγαλύτερα μονοπώλια στους διάφορους κλάδους της οικονομίας και κα
τέχουν τις μετοχές τους. Η «προσωπική ένωση» των τραπεζών με τη βιο-
μηχανίο ολοκληρώνεται με την «προσωπική ένωση» των μονοπωλητών με
την κυβέρνηση, δηλαδή πραγματοποιείτοι η χαρακτηριστική για την εποχή
του ιμπεριαλισμού σύζευξη της χρηματιστικής και της βιομηχανικής ολι
γαρχίας με τον κροτικό μηχανισμό. Παραδείγμοτος χάρη. οι εκατομμυριού
χοι των ΗΠΑ όχι σπάνια γίνονται οι ίδιοι μέλη της κυβέρνησης, παίρνουν
σοβαρά πόστα στον κρατικό μηχανισμό. Στην πράξη, πορατηρείται και η
αντίστροφη διαδικασία, που εκτυλίσσεται στοδιακά: το ένα ή το άλλο πρό
σωπο που βρίσκεται στην εξουσία γίνεται κάτοχος μετοχών πολλών εται
ριών και μέλος της διεύθυνσης μετοχικών εταιριών.
της είναι η απόσπαση της υπεραξίας, που δημιουργείται από τους εργαζό
μενους και τους υπαλλήλους στη βάση της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτη
σίας στα μέσα παραγωγής. Δεύτερο, ένα γνωστό μέρος της προσωπικής
ιδιοκτησίας των εκμεταλλευτριών τάξεων μπορεί να μετατραπεΙ σε ατομική
ιδιοκτησία που χρησιμοποιείται για την εκμετάλλευση της μισθωτής εργα
σίας. Βάση της προσωπικής ιδιοκτησίας των εργαζομένων στις καπιτα
λιστικές χώρες είναι η εργασία τους. Για την απόλυτη πλειοψηφία των εργα
ζομένων τα όρια της είναι περιορισμένα στο μισθό (βλ. μισθός στον κα
πιταλισμό), που το μέγιστο όριό του είναι η αξία της εργατικής δύναμης
(βλ. λ.). Ο αδιάκοπα αυξανόμενος πληθωρισμός στις αστικές χώρες καθώς
και η πολιτική των ιμπεριαλιστικών κρατών με την αύξηση της φορολογίας
του πληθυσμού και του «παγώματος» της εργατικής αμοιβής κλπ. καθορί
ζουν την παραπέρα μείωση των πραγματικών εσόδων των εργαζομένων,
που περιορίζει ακόμα περισσότερο τα όρια της προσωπικής ιδιοκτησίας
(βλ. λ.). Στις συνθήκες του σοσιαλισμού, η προσωπική ιδιοκτησία διαφέρει
από την ατομική ιδιοκτησία: δεν μπορεί να μετατραπεΙ σε κεφάλαιο, σε μέσο
εκμετάλλευσης ξένης εργασίας. ΕπεκτεΙνεται κύρια στα είδη κατανάλωσης,
που ικανοποιούν τις ατομικές ανάγκες των εργαζομένων στα όρια της ξε
χωριστής οικογένειας. Πηγή της προσωπικής ιδιοκτησίας είναι η εργασία
των εργαζομένων στην κοινωνική παραγωγή. Τα όρια της προσωπικής ιδιο
κτησίας του κάθε εργαζόμενου χωριστά, με όμοιες τις υπόλοιπες συνθήκες,
καθορίζονται από το επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Με τη
σειρά της, η πραγματοποίηση της αρχής της διανομής σύμφωνα με την
εργασία, που σε αντιστοιχία με αυτή καθορίζεται βασικά ο όγκος της προ
σωπικής ιδιοκτησίας, συντελεί στην επέκταση των ορίων της κοινωνικής
ιδιοκτησίας. Το πραγματικό δικαίωμα για εργασία του κάθε μέλους της σο
σιαλιστικής κοινωνίας εξασφαλίζει την υλική ευημερία των εργαζομένων και
αυξάνει αδιάκοπα την αποδοτικότητα της κοινωνικής παραγωγής (βλ. λ.),
δημιουργεί σταθερή βάση για τη συστηματική αύξηση των ορίων της προ
σωπικής ιδιοκτησίας και την άνοδο της ευημερίας του πληθυσμού. Ιδιαίτερη
ιδιομορφία της προσωπικής ιδιοκτησίας στο σοσιαλισμό είναι το βοηθητικό
νοικοκυριό της οικογένειας του κολχόζνικου (βλ. λ.), που διατηρείται με
την εργασία του κολχόζνικου και της οικογένειάς του και είναι γι αυτούς
μια συμπληρωματική πηγή εσόδων. Η προσωπική ιδιοκτησία των πολιτών
και το δικαίωμα της κληρονομίας διασφαλίζονται από το κράτος. Με την
πρόοδο προς τον κομμουνισμό, τα μέλη της σοσιαλιστικής κοινωνίας όλο
και περισσότερο ικανοποιούνται με είδη ατομικής ανάγκης. Ανάμεσα στα
αντικείμενα της προσωπικής ιδιοκτησίας μεγαλώνει αδιάκοπο το μέρος των
ειδών που συντελούν στην άνοδο του εκπολιτιστικού επιπέδου, στον πνευ
ματικό πλούτο της προσωπικότητας.
στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τους μάθαινε την πειθαρχία στο στρα
τώνα της καπιταλιστικής εργασίας. Σοβαρό ρόλο για τη συγκέντρωση με
γάλων κεφαλαίων στα χέρια ξεχωριστών προσώπων, κυρίως των εμπόρων,
έπαιξε η καταλήστευση των αποικιών, τα κρατικά δάνεια, το φορολογικό
σύστημα και η πολιτική των προστατευτικών δασμών. Η κρατική εξουσία
έθεσε σ' εφαρμογή σκληρούς νόμους εναντίον των απαλλοτριωμένων, πε
ριόριζε το μεροκάματο των εργατών, καθιέρωνε πολύωρη εργάσιμη μέρα.
Η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν πραγμα
τοποιούνταν ταυτόχρονα και είχε τις ιδιομορφίες της σε διάφορες χώρες.
Στην Αγγλία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία, η πρωταρχική συσσώρευση πραγ-
ματοποιήθηκε κατά το 17ο-18ο αιώνα, ενώ στις οικονομικά καθυστερημένες
χώρες στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Στη Ρωσία πραγματοποιήθηκε στην
περίοδο του 18ου-19ου αιώνα και ολοκληρώθηκε με την αγροτική μεταρ
ρύθμιση του 1861, που οδήγησε στη μαζική καταστροφή της αγροτιάς, τη
στέρηση της γης της, και τη μετατροπή σημαντικού μέρους των αγροτών
σε προλετάριους. Παντού όμως η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου
συνδέθηκε με μεθόδους σκληρής και βίαιης απαλλοτρίωσης των άμεσων
παραγωγών και με την ένταση της εκμετάλλευσής τους.
οικονομίας ή για τον πλούτο και τη σχέση του με τον πληθυσμό» (1819),
ο ΣισμοντΙ κάνει κριτική του καπιταλισμού και της κλασικής σχολής (Σμιθ,
και ιδιαίτερα Ρικάρντο) υπερασπιζόμενος τη μικρή παραγωγή: Ο ΣισμοντΙ
είδε και έδειξε ανάγλυφα τα ελαττώματα και τις αντιθέσεις του καπιταλισμού:
την αυξανόμενη εξαθλίωση των εργαζομένων, τον παραμερισμό των εργα
τών από τις μηχανές, την καθυστέρηση της κατανάλωσης απέναντι στην πα
ραγωγή, το αναπόφευκτο των οικονομικών κρίσεων. Ωστόσο, περιορί
στηκε μόνο στην περιγραφή των εξωτερικών εκδηλώσεων των καπιταλι
στικών αντιθέσεων, χωρίς να κατανοεί την ουσία τους, καθώς και τον κα
πιταλισμό στο σύνολό του. Σαν τρόπο λύσης αυτών των αντιθέσεων θεω
ρούσε την επιστροφή στη μικρή παραγωγή με τη βοήθεια του αστικού κρά
τους, πράγμα που ήταν ουτοπικό και αντιδραστικό. Ο ΣισμοντΙ δεν είχε
αντιληφθεΙ ότι η μικρή παραγωγή γεννάει αναπόφευκτα τον καπιταλισμό.
Απαιτούσε τη χαλιναγώγηση των αυθόρμητων οικονομικών δυνάμεων
και τον περιορισμό της ανάπτυξης της τεχνικής, ήταν οπαδός της ρύθμισης
της παραγωγής κατά τομείς και του προστατευτισμού. Συμμεριζόμενος το
«δόγμα του Σμιθ», ο ΣισμοντΙ έβγαλε απ' αυτό το συμπέρασμα ότι δεν είναι
δυνατή η ρευστοποίηση της υπεραξίας χωρίς τις εξωτερικές αγορές. Το
σύστημα των αντιλήψεων του ΣισμοντΙ έγινε δεκτό στο σύνολό του από
τους Ρώσους φιλελεύθερους ναρόντνικους. Οι ιδέες του μπήκαν στη βάση
του προγράμματός τους για τον ιδιαίτερο, μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης
της Ρωσίας. Τις αντιλήψεις αυτές αντιμετώπισε κριτικά ο Ν.Ι. Λένιν στην
εργασία του: «Για το χαρακτηρισμό του οικονομικού ρομαντισμού (του
ΣισμοντΙ και των Σισμοντιστών της χώρας μας)».
όλο το λαό, και στη συνεταιριστική ιδιοκτησία (βλ. λ.) που αποτελεΙ ομα
δική, συλλογική ιδιοκτησία. Κύρια μορφή κοινωνικής ιδιοκτησίας, που συν
δέεται με το πιο υψηλό επίπεδο κοινωνικοποίησης της παραγωγής και με
τον πιο υψηλό βαθμό οργάνωσης της εργασίας, είναι η κρατική ιδιοκτησία.
Με την επίδραση και με τη βοήθειά της γίνεται η μεταμόρφωση της αγροτι
κής οικονομίας σύμφωνα με σοσιαλιστικές αρχές (βλ. συνεταιριστικό σχέδιο
του Β.Ι. Λένιν). Σε αντιστοιχία προς τις δύο μορφές ιδιοκτησίας, η οικονομία
της σοσιαλιστικής κοινωνίας αποτελεΐται από δύο τομείς: τον κρατικό και
το συνεταιριστικό-κολχόζνικο. Ο κρατικός τομέας συμπεριλαμβάνει όλες
τις κρατικές επιχειρήσεις στη βιομηχανία, τις μεταφορές, την αγροτική οικο
νομία (σολχόζ), το κρατικό εμπόριο. Ο συνεταιριστικός-κολχόζνικος το
μέας αποτελεΐται από τα κολχόζ και τις επιχειρήσεις καταναλωτικών συνε
ταιρισμών. Η οργάνωση και η διεύθυνση στη σοσιαλιστική κοινωνία στη
ρίζεται στη λενινιστική αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, και η
ουσία του έγκειται στον οργανικό συνδυασμό της ενιαίας, συγκεντρωτικής,
σχεδιασμένης καθοδήγησης της λαϊκής οικονομίας με την ανάπτυξη της
τοπικής πρωτοβουλίας διαμέσου μιας ποικιλίας τρόπων, μεθόδων και μέσων
προώθησης προς τον κομμουνισμό. Σε αντίθεση προς τον καπιταλισμό,
όπου οι οικονομικές διαδικασίες αναπτύσσονται αυθόρμητα, μέσα σε σκληρή
ανταγωνιστική πάλη, πράγμα που οδηγεί σε τεράστια καταλήστευση και
κατασπατάληση του λαϊκού πλούτου και σε επιδείνωση της κατάστασης
των εργαζομένων, ο σοσιαλισμός εξασφαλίζει τη σχεδιασμένη αδιάκοπη
διαδικασία της διευρυμένης αναπαραγωγής, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης
της λαϊκής οικονομίας, αύξηση της ευημερίας των λαϊκών μαζών. Ταυτό
χρονα στο σοσιαλισμό, η κατάσταση των παραγωγικών δυνάμεων της κοι
νωνίας, το επίπεδο παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας, δεν επαρκούν
ακόμα για την ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων σύμφωνα με την
κομμουνιστική αρχή της διανομής. Στο σοσιαλισμό διατηρείται η εμπο-
ρευμστική παραγωγή και οι εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, χρησιμο
ποιείται ο νόμος της αξίας, η ιδιοσυντήρηση, το χρήμα, η κυκλοφορία εμπο
ρευμάτων. Διατηρούνται επίσης ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην πόλη
και το χωριό, ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία. Ο σο
σιαλισμός δεν είναι απαλλαγμένος από τις επιπτώσεις του καπιταλισμού από
τον οποίο προέρχεται, τόσο στην οικονομία όσο και στη συνείδηση των
ανθρώπων. Η εργασία στη σοσιαλιστική κοινωνία, απαλλαγμένη από την
εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, δεν έγινε ακόμα πρώτη ζωτική
ανάγκη όλων των ανθρώπων. Ό λα αυτά επιβάλλουν την ανάγκη να ισχύει
στο σοσιαλισμό ο νόμος της διανομής των υλικών αγαθών ανάλογα με
την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας που δαπάνησε κάθε εργαζό
μενος, την ανάγκη της καθιέρωσης κοινωνικού ελέγχου στα πρότυπα
εργασίας και στα πρότυπα κατανάλωσης. Οι διάφορες μορφές υλικού ενδια
φέροντος (ατομικού και συλλογικού) παίζουν ουσιαστικό ρόλο για την πα
ραπέρα ανάπτυξη και τελειοποίηση της σοσιαλιστικής παραγωγής, για την
520 σ οσ ιαλισ μός
ναλογίες στη δομή της λαϊκής οικονομίας και να βελτιωθεί η κατανομή των
παραγωγικών δυνάμεων. Στις καθαρά αγροτικές ή στις βασικά αγροτικές
χώρες, καθώς και σε μια σειρά σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης και της
Ασίας, επιβαλλόταν να εξαλειφθεΙ, με τη σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση, η
οικονομική και πολιτιστική καθυστέρηση αιώνων αυτών των χωρών. ΓΓ αυ
τό η σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση είναι άμεσο καθήκον για μια σειρά χώρες.
Η σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση διαφέρει ριζικά από την καπιταλιστική εκβιο
μηχάνιση (βλ. λ.). Η σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση έχει σκοπό την ανασυγ
κρότηση ολόκληρης της λαϊκής οικονομίας πάνω σε σοσιαλιστικές αρχές,
για ανύψωση της υλικής ευημερίας και του πολιτιστικού και τεχνικού επι
πέδου των εργαζομένων. Εξασφαλίζει τη νίκη των σοσιαλιστικών μορφών
οικονομίας πάνω στις καπιταλιστικές, αποτελεΙ τη βάση για τη μετατροπή
του μικρού, ατομικού αγροτικού νοικοκυριού σε μεγάλες συλλογικές σο
σιαλιστικές επιχειρήσεις, εξαλείφει την τεχνική και οικονομική καθυστέρηση
της χώρας. Εδραιώνει την ανεξαρτησία και την αμυντική της ικανότητα.
Επιφέρει το δυνάμωμα της συμμαχίας της εργατικής τάξης και της εργαζό
μενης αγροτιάς που αποτελεΙ την ανώτερη αρχή της δικτατορίας του προ
λεταριάτου. Η εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης, που πραγματοποιή-
θηκε στα χρόνια των προπολεμικών πεντάχρονων, οδήγησε στην εξάλειψη
της αντίθεσης ανάμεσα στο πιο προοδευτικό κοινωνικό και πολιτικό σύ
στημα και την καθυστερημένη υλικοτεχνική βάση, που είχε κληρονομηθεί
από την προεπαναστατική Ρωσία, στη νίκη των σοσιαλιστικών παραγω
γικών σχέσεων στην πόλη και το χωριό. Πηγή των πόρων της σοσιαλιστι
κής εκβιομηχάνισης είναι η επιστράτευση των εσωτερικών εφεδρειών, η
σοσιαλιστική συσσώρευση (βλ. λ.). Η σοσιαλιστική εκβιομήχανιση στην
ΕΣΣΔ πραγματοποιήθηκε με υψηλούς ρυθμούς, που υπαγορεύονταν από
το γεγονός ότι χωρίς βαριά βιομηχανία η χώρα δεν μπορούσε να εξασφαλί
σει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, να διατηρήσει και να εδραιώσει
την ανεξαρτησία και την αμυντική της ικανότητα. Η σοσιαλιστική εκβιο
μηχάνιση στην ΕΣΣΔ είχε μια σειρά ιδιομορφίες: Πρώτο, η Σοβιετική Ένωση
χρειάστηκε να πραγματοποιήσει την εκβιομηχάνιση για πρώτη φορά και
σε συνθήκες εχθρικής καπιταλιστικής περικύκλωσης. Δεύτερο, η ΕΣΣΔ
πραγματοποιούσε την εκβιομηχάνιση μόνο με τους δικούς της πόρους,
χωρίς υλική και οικονομική βοήθεια άλλων χωρών. Τρίτο, η Σοβιετική Έ
νωση, κατά την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης, οικο
δομούσε όλο το βιομηχανικό πλέγμα, με προτεραιότητα στους κλάδους
της βαριάς βιομηχανίας. Η εκβιομηχάνιση στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες
παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες. Οι όροι πραγματοποίησής της είναι πιο
ευνοϊκοί απ’ ό,τι στην ΕΣΣΔ. Σ’ αυτό συμβάλλει η ύπαρξη του παγκάσμιου
σοσιαλιστικού συστήματος, του διεθνούς σοσιαλιστικού καταμερισμού
της εργασίας. Οι χώρες του σοσιαλισμού, εκτός από τις εσωτερικές πηγές
εκβιομηχάνισης, στηρίζονται στην ολόπλευρη αδελφική βοήθεια της ΕΣΣΔ
και στην αμοιβαία οικονομική βοήθεια και συνεργασία.
σ ο σ ια λ ισ τικ ή επιχείρησ η 627
του ΣΟΑ, βασίζεται στις γενικές νομοτέλειες της σοσιαλιστικής κοι κομμου
νιστικής οικοδόμησης και στις βασικές αρχές της καθοδήγησης της σοσιαλι
στικής οικονομίας, στον οργανικό συνδυασμό του συντονισμού των λαϊκο-
οικονομικών σχεδίων στις σοσιαλιστικές χώρες (βλ. λ.) σαν βασικής με
θόδου οργάνωσης της συνεργασίας με την πιο πλατιά χρησιμοποίηση των
εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων. Οι σκοποί και οι αρχές της οικο
νομικής ολοκλήρωσης έχουν επεξεργαστεί με μεγαλύτερη πληρότητα και
ολόπλευρα στο σύνθετο πρόγραμμα για το παραπέρα βάθεμα και την τε
λειοποίηση της συνεργασίας κοι της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικο
νομικής ολοκλήρωσης των χωρών-μελών του ΣΟΑ, που ψηφίστηκε στην
25η σύνοδο του Συμβουλίου Οικονομικής Αλληλοβοήθειας τον Ιούλιο
του 1971 στο Βουκουρέστι. Το σύνθετο πρόγραμμα έχει υπολογιστεί για
μια χρονική περίοδο 15-20 ετών. Περιέχει από κοινού καταρτισμένα απα
ραίτητα οικονομικά μέτρα, που θα πραγματοποιηθούν βαθμιαία, στα χρο
νικά όρια που καθορίζοντοι από το πρόγραμμα, με τον υπολογισμό των συμ
φερόντων κάθε χώρας και της σοσιαλιστικής κοινότητας στο σύνολό της.
Το πρόγραμμα οικονομικής ολοκλήρωσης καθορίζει τους τρόπους και τα
μέσα πραγματοποίησης των αμοιβαίων διαβουλεύσεων στον τομέα της
οικονομικής και επιστημονικοτεχνικής πολιτικής, της τελειοποίησης των
προβλεπόμενων από το σχέδιο μορφών και μεθόδων συνεργασίας, και
πρώτα απ’ όλα των λαϊκο-οικονομικών σχεδίων— ετήσιων, πεντάχρονων και
μακρότερης προοπτικής — της διεύρυνσης της διεθνούς εξειδίκευσης και
συνεταιριστικής οργάνωσης της παραγωγής, της συνένωσης των κοινών
προσπαθειών των σοσιολιστικών χωρών για την ανάπτυξη της παραγωγής
μέσων παρογωγής που λείπουν, της πραγματοποίησης της οικοδόμησης
μιας σειράς μεγάλων έργων, της πιο στενής συνένωσης των επιστημονικο-
τεχνικών δυνατοτήτων. Στο σύνθετο πρόγραμμα κοθορίστηκαν οι βασικές
κατευθύνσεις και τα καθήκοντα στους τομείς σχεδιοποίησης, επιστήμης
και τεχνικής, εξωτερικού εμπορίου, διαμόρφωσης των τιμών, νομισματικών
και χρηματικών σχέσεων, καθορισμού προτύπων και προδιαγραφών γιο
τα σπουδοιότερα μέσα παραγωγής των βασικών κλάδων της λαϊκής οικο
νομίας — της βιομηχανίας, της αγροτικής οικονομίας, των μεταφορών,
των κατασκευών, της υδάτινης οικονομίας. ΣπουδοΙα θέση στο πρόγραμμα
κατέχουν τα προβλήματα τελειοποίησης των νομικών βάσεων συνεργασίας
των χωρών μελών του ΣΟΑ καθώς και μια σειρά οργανωτικά ζητήματα.
Για την εφαρμογή στην πράξη του σύνθετου προγράμματος, στα πλαίσια
του ΣΟΑ, δημιουργήθηκαν, και στο βαθμό που είναι αναγκαία θα συνεχΙ-
σουν να δημιουργούνται, διάφορα ιδρύματα και οργανώσεις, που στην
πρακτική τους δράση κοθοδηγούνται από τις αρχές και τις θέσεις που κο-
ταρτίστηκαν από κοινού. Το σύνθετο πρόγρομμα, σαν έκφραση της σο
σιαλιστικής οικονομικής ολοκλήρωσης υπολογίζει τα εθνικά συμφέροντα
κάθε χώρας ξεχωριστά, οποβλέπει στην ανύψωση της αποδοτικότητας
των παραγωγικών δυνάμεων όλης της κοινότητας των χωρών-μελών του
632 σ οσ ια λ ισ τικ ή π ίσ τη
ΣΟΑ, στην αύξηση της ισχύος του παγκόσμιου συστήματος του σοσιαλι
σμού. Η πραγματοποίηση των διαδικασιών ολοκλήρωσης στην οικονομία
των σοσιαλιστικών χωρών και η επεξεργασία των καλύτερων μορφών και
μεθόδων οργανικής συνένωσης των πλεονεκτημάτων του σοσιαλισμού
με τις επιτεύξεις της σύγχρονης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, απο
τελεί ένα από τα σπουδαιότερα προγεφυρώματα της οικονομικής άμιλλας
των δύο παγκόσμιων κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων. Όπως ανα-
φέρεται στο σύνθετο πρόγραμμα, η σοσιαλιστική οικονομική ολοκλήρωση
έχει ανοικτό χαρακτήρα, δε δημιουργεί κανενός είδους εμπόδια στην ανά
πτυξη των οικονομικών σχέσεων των χωρών-μελών του ΣΟΑ με τις ανα
πτυσσόμενες χώρες της Ασίας, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής,
καθώς επίσης και με τις βιομηχανικά αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Σε αντίθεση προς την καπιταλιστική ολοκλήρωση (βλ. λ.) που οικοδομείται
πάνω στην κυριαρχία των ιμπεριαλιστικών κρατών στις αδύνατες και εξαρ
τημένες χώρες, στην εκμετάλλευση από τα μεγάλα μονοπωλιακά κεφάλαια
των πλατιών λαϊκών μαζών, η σοσιαλιστική οικονομική ολοκλήρωση ανοίγει
τεράστιες δυνατότητες για την ανύψωση της ευημερίας του λαού. «Θέλουμε
— έλεγε ο Λ.Ι. Μπρέζνιεφ, στο 25ο συνέδριο του ΚΚΣΕ — να δούμε κάθε
αδελφική χώρα να ακμάζει, συνδυάζοντας αρμονικά τη γοργή οικονομική
και επιστημονικοτεχνική ανάπτυξη με την άνθηση του σοσιαλιστικού πο
λιτισμού, με την άνοδο της υλικής ευημερίας των εργαζομένων. Θέλουμε,
το παγκόσμιο σύστημα του σοσιαλισμού να αποτελεί μια φιλική οικογένεια
λαών που χτίζουν μαζί και υπερασπίζονται την καινούργια κοινωνία, που
πλουτίζουν αμοιβαία ο ένας τον άλλο με πείρα και γνώσεις».
και στην περίοδο των κρίσεων. Ταυτόχρονα στην άνοδο των τιμών συν
τελούν και διάφορα αντικυκλικά μέτρα, που παίρνονται από τα αστικά κράτη
(παραδείγματος χάρη, οι κρατικές αγορές). Ο στασιμοπληθωρισμός οδηγεί
στο βάθεμα των οικονομικών κρίσεων και περιπλέκει την έξοδο από αυτές.
Σ τάσ ιμο ς υπ ερπληθυσμός: Μια από τις μορφές του σχετικού υπερπλη
θυσμού (βλ. λ.) στον καπιταλισμό. Ο όρος αναφέρεται στους ανθρώπους
που έχασαν τη μόνιμη δουλειά τους εξαιτίας της τεχνικής προόδου και δεν
έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν στην παραγωγή για μεγάλο χρονικό
διάστημα. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται πλατιά στρώματα εργα
ζομένων στις καπιταλιστικές χώρες που δεν έχουν τακτική απασχόληση.
Στο βαθμό που τελειοποιείται η παραγωγή και αυξάνει η εντατικότητα της
εργασίας, μειώνεται σε μεγάλο βαθμό το ανώτατο όριο ηλικίας (ως 40 με
45 χρονών) για τους εργάτες που προσλαμβάνονται στις καπιταλιστικές
επιχειρήσεις και γΓ αυτό μεγαλώνει απότομα α στάσιμος υπερπληθυσμός.
Σύμφωνα με στοιχεία της αστικής στατιστικής, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρω
ποι στις χώρες ταυ αναπτυγμένου καπιταλισμού έχασαν το βασικό τους
επάγγελμα για πάντα. Στην περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού,
η ανεργία έγινε μαζική και χρόνια στη διάρκεια όλου του βιομηχανικού
κύκλου. Σε σχέση μ' αυτό, ο αριθμός των ανθρώπων που πετάχτηκαν για
πάντα από την παραγωγή μεγαλώνει, πράγμα που επιδεινώνει την κατά
σταση όλων των εργαζομένων στις καπιταλιστικές χώρες.
καθεστώς, στην «ξουσία του λαού μ« επικεφαλής την εργατική τάξη, στην
ενιαία ιδεολογία: το μαρξισμό-λενινισμό. Το ΣΟΑ ιδρύθηκε το 1949. Συμ
μετέχουν σ’ αυτό η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Λαοκρατική Δημοκρατία της
Γερμανίας, η Πολωνία, η Σοβιετική Ένωση και η Τσεχοσλοβακία. Το 1962
έγινε μέλος και η Μογγολία. Στις εργασίες του ΣΟΑ παίρνει μέρος η Γιου
γκοσλαβία και σαν παρατηρητές συμμετέχουν εκπρόσωποι από μια σειρά
άλλες χώρες του παγκόσμιου σοσιολιστικού συστήματος. Η δημιουργία
του ΣΟΑ συνέβαλε στο βάθεμα του διεθνούς σοσιαλιστικού καταμερισμού
της εργασίας (βλ.λ.), στο δυνάμωμα της παροπέρα οικονομικής συνεργα
σίας των σοσιαλιστικών χωρών. Σύμφωνα με το καταστατικό του ΣΟΑ,
κύριος σκοπός του είναι η συμβολή, με τη συνένωση και το συντονισμό
των προσπαθειών, στη σχεδιασμένη ανάπτυξη της λαϊκής οικονομίας, στην
επιτάχυνση της οικονομικής και της τεχνικής προόδου, στην ανύψωση του
επιπέδου εκβιομηχάνισης των χωρών με τη λιγότερο αναπτυγμένη βιο
μηχανία, στην αδιάκοπη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, τη
σταθερή άνοδο της ευημερίας των λαών των χωρών-μελών του ΣΟΑ. Ανώ
τατο όργανο του ΣΟΑ είναι η Σύνοδος του Συμβουλίου και κύριο εκτελε
στικό όργανο του είναι η Εκτελεστική Επιτροπή, που συγκροτείται από τους
αντιπροέδρους των κυβερνήσεων των χωρών-μελών του ΣΟΑ. Την επεξερ
γασία των μέτρων και την προετοιμασία των προτάσεων για οικονομική
και επιστημονικοτεχνική συνεργασία, πάνω στους διάφορους κλάδους ή
πάνω σε ορισμένα προβλήματα, την πραγματοποιούν επιτροπές και μόνιμα
συμβούλια του ΣΟΑ, όπου συμμετέχουν εκπρόσωποι κάθε κράτους-μέλους
του Συμβουλίου. Τα μόνιμα συμβούλια δημιουργούν ομάδες εργασίας και
άλλα βοηθητικά όργανα. Το εκτελεστικό-διοικητικό όργανο του ΣΟΑ — η
Γραμματεία — εδρεύει στη Μόσχα. Σπουδαιότερες αρχές δράσης του ΣΟΑ
είναι η πλήρης ισοτιμία, ο σεβασμός των κυριαρχικών δικαιωμάτων και των
εθνικών συμφερόντων, το αμοιβαίο όφελος κοι η συντροφική αλληλοβοή
θεια. Η αρχή της κυριαρχικής ισότητας δικαιωμάτων των μελών του ΣΟΑ
εξασφαλίζεται με την όμοια εκπροσώπηση των χωρών στο Συμβούλιο,
τη διατύπωση συστάσεων και τη λήψη αποφάσεων με τη σύμφωνη γνώμη
όλων των ενδιαφερόμενων πλευρών, με τα Ισα δικαιώματα και τις υποχρεώ
σεις των χωρών απέναντι στο Συμβούλιο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το
ΣΟΑ επιτελεΙ σοβαρή εργασία για τη ρύθμιση και την ανάπτυξη στενών
σχέσεων των αδελφών χωρών, αναπτύσσοντας ολόπλευρα διάφορες μορ
φές οικονομικής συνεργασίας των σοσιαλιστικών κρατών: Το εξωτερικό
εμπόριο, την αλληλοβοήθεια στην ανάπτυξη των σοσιαλιστικών οικονομιών,
την επιστημονικοτεχνική συνεργασία και το συντονισμό των επιστημονικών
ερευνών, την εξειδίκευση και τη συνεταιριστική οργάνωση της παρογωγής,
το συντονισμό των εθνικών σχεδίων της λαϊκής οικονομίας κλπ. Στην αρχική
περίοδο της δράσης του, στα 1949-1954, το ΣΟΑ συγκέντρωνε τις προσπά-
θειές του κυρίως στην ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ των σοσιαλιστικών
χωρών. Κατόπιν, κύρια κατεύθυνση στις εργασίες του ΣΟΑ γινόταν όλο και
550 σ υμβ ούλ ιο ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς α λλη λοβο ήθ εια ς
λεγχο της εκπλήρωσής τους. Αυξάνεται το ενδιαφέρον και η ευθύνη των πα
ραγωγικών ενώσεων (επιχειρήσεων) και των εργατών τους και καλυτερεύει
η εκπλήρωση των σχεδίων προμήθειας προϊόντων σύμφωνα με τις παραγγε
λίες που κλείστηκαν, τελειοποιείται το σύστημα των δεικτών, επεκτεΐνονται
τα δικαιώματα των παραγωγικών ενώσεων (επιχειρήσεων) για την υλική
παρότρυνση των εργαζομένων, έτσι που η παρότρυνση να είναι σε άμεση
συνάρτηση με την απόδοση της κολλεκτίβας και του κάθε εργαζόμενου.
Αναπτύσσεται η μορφή οργάνωσης των ταξιαρχιών εργασίας με την από
δοση σημαντικών δικαιωμάτων στις κολλεκτίβες (σοβιέτ) των παραγωγι
κών ταξιαρχιών. Το πρόβλημα της συμμετοχής των εργαζομένων στη δι
εύθυνση είναι αντικείμενο οξυμένης ιδεολογικής πάλης. 0 Β.Ι. Λένιν θεω
ρούσε πολύ αναγκαίο «να καταστραφεΙ η παλιά, τυφλή, άγρια, αισχρή και
απαίσια προκατάληψη, πως τάχα τη διεύθυνση του κράτους την καθοδή
γησή του, την οργανωτική οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας μπο
ρούν να την ασκήσουν μόνο οι «ανώτατες τάξεις», μόνο οι πλούσιοι ή
αυτοί που πέρασαν τη σχολή των πλούσιων τάξεων». (Άπαντα, τόμος 35,
σελ. 198, ρωσ. έκδ.).
Συνδ υασμ ένη βιομ ηχανική π αραγω γή: Μορφή συγκέντρωσης της
παραγωγής (βλ. λ.) που βασίζεται στη συνένωση διάφορων κλάδων της
βιομηχανίας σε μια επιχείρηση, όπου τα είδη μιας μονάδας παραγωγής
αποτελούν πρώτη ύλη, ημικατεργασμένα ή βοηθητικά υλικά για τις άλλες
μονάδες. Ο Β.Ι. Λένιν καθόρισε την ουσία της συνδυασμένης βιομηχανικής
παραγωγής σαν «συνένωση σε μια επιχείρηση διάφορων κλάδων της βιο
μηχανίας που αποτελούν είτε διαδοχικά στάδια επεξεργασίας της πρώτης
ύλης (π.χ. παραγωγή χυτοσιδήρου από μετάλλευμα και παραπέρα επεξερ
γασία του χυτοσιδήρου για την παραγωγή χάλυβα, και σε συνέχεια, Ισως
664 σ υ ν ετα ιρ ισ τικ ή εργασ ία
παραγωγή αυτών ή των άλλων ειδών από χάλυβα) είτε που παίζουν βοη
θητικό ρόλο η μια για την άλλη (π.χ. η επεξεργασία υπολλειμμάτων ή συμπλη
ρωματικών προϊόντων, η παραγωγή ειδών συσκευασίας κλπ.)». Στις συνθή
κες του σοσιαλισμού, η οικονομική σημασία και τα πλεονεκτήματα της
συνδυασμένης παραγωγής καθορίζονται από την κοινωνική ιδιοκτησία στα
μέσα παραγωγής και τη σχεδιασμένη λειτουργία της λαϊκής οικονομίας.
Στη βάση της συνδυασμένης παραγωγής βρίσκεται η εξειδίκευση των σο
σιαλιστικών επιχειρήσεων (βλ. ειδίκευση της παραγωγής). Κύριες μορφές
της συνδυασμένης παραγωγής είναι: ο συνδυασμός που στη βάση του
βρίσκεται η συνδυασμένη χρησιμοποίηση πρώτων υλών* ο συνδυασμός με
βάση τη σύνδεση διαδοχικών σταδίων επεξεργασίας των πρώτων υλών- ο
συνδυασμός με βάση τη σύνθετη χρησιμοποίηση των κατάλοιπων της πα
ραγωγής, είτε στη βάση σύνθετης χρησιμοποίησης πρώτων υλών, ημικα-
τεργασμένων προϊόντων και ενέργειας. Ό λες αυτές οι μορφές στην πράξη
αλληλοσυνδέονται και συμφύονται... «Ο συνδυασμός συγγενών επιχειρή
σεων, είναι ένας από τους σπουδαιότερους όρους τεχνικής προόδου και
ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνικής εργασίας» (Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ).
Ο συνδυασμός της παραγωγής, χάρη στην οικονομική και ορθολογική
οργάνωση των πρώτων υλών, των ημικατεργασμένων προϊόντων των κατά
λοιπων της παραγωγής, της ενέργειας, δίνει σημαντικό οικονομικό αποτέ
λεσμα. Ο συνδυασμός επιτρέπει να οργανωθούν, σε μια αδιάλειπτη βάση,
οι τεχνολογικές διαδικασίες, να συντομευθεΙ απότομα η διάρκεια του παρα
γωγικού κύκλου, κι' έτσι να εξασφαλιστεί σημαντική αύξηση της παραγω
γικότητας της εργασίας και μείωση του κόστους παραγωγής. Ο συνδυασμός
της παραγωγής δημιουργεί ευνοϊκότερους όρους για την ορθολογική χρη
σιμοποίηση του δασικού πλούτου της χώρας, για την ισόμερη εγκατάσταση
της βιομηχανίας. Ο συνδυασμός της βιομηχανικής παραγωγής έχει αναπτυ
χθεί πλατύτερα στη μεταλλουργία, τη χημεία, την υφαντουργική βιομηχα
νία, στον κλάδο ξυλείας και χαρτιού. Η διαδικασία του συνδυασμού της
παραγωγής, με την όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξή της στο σοσιαλισμό,
διευκολύνει και βοηθά την ορθολογική διεύθυνση της βιομηχανίας, συμβάλ
λει στη δημιουργία της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού.
λογα με την ποσότητα και την ποιότητα της εργασίας που δαπανήθηκε από
κάθε μέλος της κοινωνίας. Στην περίοδο που δημιουργείται η υλικοτεχνική
βάση του κομμουνισμού, επιταχύνονται οι ρυθμοί της επιστημονικοτεχνι-
κής προόδου, ανεβαίνει το πολιτιστικό-τεχνικό επίπεδο των εργαζομένων,
εξαφανίζονται οι ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην πνευματική και τη
χειρωνακτική εργασία, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα να εξαλείφονται
βαθμιαία τα όρια ανάμεσα στην ειδικευμένη και την ανειδίκευτη εργασία.
Στον κομμουνισμό, όλη η εργασία θα εμφανίζεται σαν σύνθετη, υψηλής
ειδίκευσης εργασία.
τα κεφάλαιά τους χάρη στα μονοπωλιακά υπερκέρδη (βλ. λ.). Στη διαδικασία
της συσσώρευσης του κεφαλαίου οξύνονται οι αντιθέσεις του καπιταλι
σμού, κοινωνικοποιείται παραπέρα η παραγωγή και η εργασία, δημιουργούν·
ται οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις για την αντικατάσταση
του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό.
τερών προϊόντων απ' ό,τι απαιτεί η πλήρης ικανοποίηση όλων των τρεχου-
σών κοινωνικών αναγκών. Αυτό θα επιτρέψει να αλλάξει πολύ γρήγορα
η δομή της κοινωνικής παρογωγής, εξασφαλίζοντας την ικανοποίηση όχι
μόνο των καθιερωμένων αλλά και των νέων, ολοένα και μεγαλύτερων α
ναγκών της κοινωνίας. Ο συντονισμός των λαϊκο-οικονομικών σχεδίων
των χωρών του σοσιαλισμού συμβάλλει στην επιβολή και τήρηση της σχε-
διοσμένης αναλογικότητας στην κλίμακα του παγκόσμιου συστήματος
της σοσιαλιστικής οικονομίας, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα μια τερά
στια εξοικονόμηση κοινωνικής εργασίας και μέσων, την ανύψωση της οικο
νομικής αποδοτικότητας της παραγωγής, τόσο της κάθε χώρας του σοσια
λισμού όσο και όλου του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος.
πριν για μια σειρά χρόνων και παραμένει αναλλοίωτο, σταθερό. Αυτό δημι
ούργησε τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για τη σχεδιοποίηση στα κολχόζ, κΓ
έτσι η σχεδιοποίηση στηρίζεται σε στέρεη οικονομική βάση. Το κολχόζ, γνω
ρίζοντας το σταθερό κρατικό σχέδιο συγκέντρωσης για τα προσεχή χρόνια,
μπορεί να σχεδιάσει την καλύτερη χρησιμοποίηση της γης, να εφαρμόσει
μια προοδευτική διάρθρωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και μια ορθή
αμειψισπορά, να υπολογίσει τον αριθμό των ζώων και την απόδοσή τους,
να έχει μια σαφή προοπτική ανάπτυξης του νοικοκυριού. Το σταθερό σχέδιο
συγκέντρωσης ανέβασε σε υψηλότερο επίπεδο το ενδιαφέρον των κολχόζ
για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής, γιατί για τα προϊόντα που που
λούν τα κολχόζ πάνω από το σχέδιο, καθορίζονται υψηλότερες τιμές. Ταυτό
χρονα, το σταθερό σχέδιο συγκέντρωσης είναι ωφέλιμο και στο κράτος. Με
τη βοήθειά του το κράτος, πρώτο, εγγυάται την ικανοποίηση του ελάχιστου
ορίου αναγκών της κοινωνίας σε αγροτικά προϊόντα (ενώ οι υπόλοιπες ανά
γκες καλύπτονται κυρίως με τις αγορές προϊόντων από τα κολχόζ και τα
σοβχόζ πάνω από το σχέδιο) και, δεύτερο, καταμερίζοντας το σχέδιο συγκέν
τρωσης ανάμεσα στις δημοκρατίες,τις περιοχές, τις περιφέρειες και στα νοι
κοκυριά, το κράτος συμβάλλει στη λογικότερη εξειδίκευση της αγροτικής
παραγωγής, εξασφαλίζει την ανάπτυξη της εντατικοποίησης και της απο-
δοτικότητάς της. Με βάση τα καθήκοντα πώλησης προϊόντων στο κράτος,
που καθορίζονται από τα παραπάνω όργανα, το κολχόζ μόνο του επεξεργά
ζεται όλους τους υπόλοιπους δείκτες του σχεδίου. Ο τρόπος σχεδιοποίησης
που ισχύει, εξασφαλίζοντας τη διεύρυνση των δικαιωμάτων των κολχόζ
στο σχεδιασμό, ενισχύει σοβαρά και την ευθύνη τους για τον καταρτισμό
και την εκπλήρωση των σχεδίων. Στα κολχόζ καταρτίζεται ένα σύστημα
σχεδίων: το οργανωτικό-οικονομικό, το πεντάχρονο, το ετήσιο. Μπορούν
επίσης να καταρτιστούν σχέδια κοινωνικής ανάπτυξης, σχέδια ανάπτυξης
των επιμέρους κλάδων ή επίλυσης αυτών ή των άλλων μεγάλων προβλημά
των. Ό λ α τα σχέδια που καταρτίζονται στα κολχόζ μπορεί κανείς να τα
διαιρέσει σε δύο ομάδες: Προοπτικά σχέδια και τρέχοντα σχέδια. Σπουδαιό
τατο στατιστικό μέρος της προοπτικής σχεδιοποίησης (βλ. λ.) είναι η επε
ξεργασία και εκπλήρωση του οργανωτικού-οικονομικού σχεδίου του κολχόζ.
Βασικό του καθήκον είναι να καθορίσει τον τύπο και τις διαστάσεις του νοι
κοκυριού που ανταποκρίνονται σε μεγαλύτερο βαθμό στις τοπικές, φυσικές
και οικονομικές, συνθήκες. Το πρόβλημα αυτό λύνεται πρώτα-πρώτα με την
οικονομικά θεμελιωμένη επιλογή εξειδίκευσης και συγκέντρωσης της πα
ραγωγής, που εξασφαλίζουν την πιο αποδοτική δραστηριότητα του νοικο
κυριού. Στο σχέδιο καθορίζεται εκείνο το τεχνικό και οργανωτικό επίπεδο
της παραγωγής που ανταποκρίνεται στις νεώτερες επιτεύξεις της επιστήμης
και της τεχνικής, οι συνθήκες εργασίας και ζωής των κολχόζνικων. Τα σπου
δαιότερα ορόσημα στην εκπλήρωση των καθηκόντων του οργανωτικο-οικο-
νομικού σχεδίου είναι τα πεντάχρονα σχέδια του κολχόζ. Σ’ αυτά χαράζονται
τα καθήκοντα εκείνα που σκοπεύουν να πραγματοποιήσουν οι εργαζόμενοι
σχεδιοποίηση της σοσιαλιστικής οικονομίας 571
στα κολχόζ στη διάρκεια των πέντε χρόνων. Με βάση το προσωπικό σχέδιο
καταρτίζεται το τρέχον ή παραγωγικο-χρηματικό σχέδιο του κολχόζ (βλ.
τρέχουσα σχεδιοποίηση). Το σχέδιο αυτό καταρτίζεται για ένα χρόνο και
χαράζει το συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης των κολχόζνικ ων για την εκπλή
ρωση των εντολών του προοπτικού σχεδίου. Τα προοπτικά και το τρέχοντα
σχέδια συνδέονται στενά μεταξύ τους, αλληλοσυμπληρώνονται. Ωστόσο
την κύρια σημασία στο σύστημα της σχεδιοποίησης στα κολχόζ έχουν τα
προοπτικά σχέδια. Για την αποδοτικότερη οργάνωση της εκπλήρωσης του
παραγωγικο-χρηματικού σχεδίου καταρτίζονται στα κολχόζ επιχειρησιακά
σχέδια (σχέδια εργασ(ας) για το σύνολο του νοικοκυριού και για τους επι
μέρους τομείς του. Ιδιαίτερα σοβαρό ρόλο στο κολχόζ παίζουν τα επιχειρη
σιακά σχέδια για τις πιο υπεύθυνες κοι εντατι κές περιόδους των αγροτικών
εργασιών της σποράς, της συγκέντρωσης του σανού, της συγκομιδής της
σοδιάς. Το σχέδιο του κολχόζ, όπως και οποίου δήποτε άλλου κρίκου της
λαϊκής οικονομίας, είναι σωστό και περισσότερο αποτελεσματικό μόνο όταν
παίρνει υπόψη όλες τις εφεδρείες ανάπτυξης της παρογωγής. Τις εφεδρείες
αυτές μπορεί να τις αποκαλύψει και να τις υπολογίσει στο σχέδιο μόνο ολό
κληρη η ομάδα των εργαζομένων στο κολχόζ. Οι κολχόζνικοι, συμμετέ
χοντας ενεργά στην επεξεργασία του σχεδίου, διασαφίζουν βαθιά το καθή
κοντα που μπαίνουν μπροστά τους και ετοιμάζονται έγκαιρα για την εκπλή
ρωσή τους. Οι μορφές συμμετοχής των κολχόζνικων στη διαμόρφωση του
σχεδίου είναι ποικίλες. Οι κολχόζνικοι εξετάζουν, αλλάζουν είτε διακριβώ
νουν το σχέδιο στις γενικές συνελεύσεις τους. Τα σχέδια των παρογωγικών
τμημάτων εξετάζονται σε συνελεύσεις των ομάδων και στα συμβούλια
αυτών των τμημάτων. Σε ορισμένα νοικοκυριά υπάρχουν οικονομικά συμ
βούλια και γραφεία οικονομικής ανάλυσης, δημιουργημένα σε εθελοντική
βάση, που συμβάλλουν σημαντικά στην τελειοποίηση της σχεδιοποίησης
στα κολχόζ. Μεγάλο ρόλο στη σχεδιοποίηση παίζουν οι οργανώσεις του
κόμματος, των συνδικάτων και της κομσομόλ.
εργατών προς το εθνικό εισόδημα, δηλ. ^ u μ ^ .Το μερίδιο της τάξης των
των εργατών και κατά συνέπεια ανεβαίνει το ποσοστό και π μάζα της υπε
ραξίας. Ταυτόχρονα, με την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας μει
ώνεται η αξία των μέσων συντήρησης του εργάτη, η αξία δηλαδή της εργα
τικής δύναμης και κατά συνέπεια μειώνεται το μερίδιο των εργατών πάνω
στη νεοδημιουργημένη αξία. Έτσι με την αύξηση της συσσώρευσης του
κεφαλαίου, ελαττώνεται το μερίδιο της εργατικής τάξης στο εθνικό εισό
δημα και αντίστοιχα αυξάνει το μερίδιο της τάξης των καπιταλιστών. Σ’ αυ
τή τη βάση, η κοινωνική ανισότητα βαθαίνει και το χάσμα ανάμεσα στους
εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους διευρύνεται. Στον καπιταλισμό
προκαλεΐται επίσης μείωση του μεριδίου στο εθνικό εισόδημα όλων των
εργαζομένων. Το μερίδιο στο εθνικό εισόδημα των εργαζομένων των ΗΠΑ
ήταν 60% το 1900- το 1940 μειώθηκε στο 4 9% και σήμερα είναι ακόμα
μικρότερο. Οι υψηλοί άμεσοι και έμμεσοι φόροι που πληρώνουν οι εργα
ζόμενοι στο αστικό κράτος, μειώνουν ακόμη περισσότερο το μερίδιό τους
στο εθνικό εισόδημα και εντείνουν τη σχετική εξαθλίωσή τους. Οι απολο
γητές του καπιταλισμού, καταφεύγοντας σε μια σειρά διαστρεβλώσεις,
προσπαθούν να αποκρύψουν τις πραγματικές διαστάσεις του κέρδους των
καπιταλιστών και μ’ αυτό τον τρόπο μειώνουν το μερίδιό τους στο εθνικό
εισόδημα. Ταυτόχρονα, όταν καθορίζουν το μερίδιο της εργατικής τάξης,
δεν υπολογίζουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις για τους μισθούς των εργα
τών. Δεν ξεχωρίζουν το μισθό των εργατών από τις αμοιβές των υψηλό-
μισθων κρατικών υπαλλήλων και τα έσοδα άλλων προσώπων του διοι
κητικού μηχανισμού, που εργάζονται με μισθό, πράγμα που διογκώνει
σημαντικά το μερίδιο του προλεταριάτου στο εθνικό εισόδημα. Οι αστοί
οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι τον τελευταίο καιρό, στις καπιταλιστικές
χώρες έγινε μια επανάσταση στα εισοδήματα των εργατών, ότι αυξάνει
δηλαδή το μερίδιο των εργατών και των άλλων εργαζομένων στο εθνικό
εισόδημα και μειώνεται το μερίδιο των καπιταλιστών. Τα γεγονότα αδιά
ψευστα μαρυρούν ότι στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού όλο
και περισσότερο αυξάνει το χάσμα ανάμεσα στο βιοτικό επίπεδο των καπι
ταλιστών και του προλεταριάτου. Στις ΗΠΑ ένας στενός κύκλος καπιτα
λιστών, μόλις το 1 % του πληθυσμού, κατέχει το 60 % περίπου του εθνικού
πλούτου. Στη μερίδα των εργαζομένων, που αποτελούν περισσότερο από
το 87% του πληθυσμού της χώρας, ανήκει λιγότερο από 8 % του εθνικού
πλούτου. Η σχετική εξαθλίωση του προλετοριάτου είναι σημαντικός παρά
γοντας όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στην καπιταλιστική κοινωνία.
αλλά και αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη του καπιταλισμού, ο ανα
πόφευκτος συνοδοιπόρος, που χωρίς αυτόν η καπιταλιστική παραγωγή δε
θα μπορούσε κανονικά ούτε να υπάρξει, ούτε να αναπτυχθεί. Οι καπιτα
λιστές, χρησιμοποιώντας την ύπαρξη της ανεργίας ανεβάζουν την εντατι-
κότητα της εργασίας των απασχολούμενων εργατών, μειώνουν τους μι
σθούς τους. Ο σχετικός υπερπληθυσμός υπάρχει σε τρεις βασικές μορφές:
Ο τρέχων υπερπληθυσμός (βλ. λ.), ο αγροτικός υπερπληθυσμός (βλ. λ.)
και ο στάσιμος υπερπληθυσμός (βλ. λ.). Αυτές οι τρεις μορφές του υπερ
πληθυσμού αποτελούν τη βιομηχανική εφεδρική στρατιά της εργασίας.
Στον εφεδρικό στρατό των ανέργων προστίθεται και το λούμπεν προλετα
ριάτο — άνθρωποι που εκδιώχθηκαν από την παραγωγή, σωματικά και ηθικά
καταστραμμένοι από τον καπιταλισμό. Η αύξηση του σχετικού υπερπλη
θυσμού αποκαλύπτει την εξαθλίωση των εργαζομένων και την όξυνση των
αντιθέσεων του καπιταλισμού. Στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι αδύ
νατο να εξαλειφθεΙ η ανεργία. Οι απολογητές του καπιταλισμού με τις θεω
ρίες τους για την επιτυχία τάχα της «πλήρους απασχολήσεως» (βλ. θεωρία
της t πλήρους απασχολήσεως») προσπαθούν να απαλύνουν τις ταξικές
αντιθέσεις και να ναρκώσουν τη συνείδηση των εργαζόμενων μαζών. Το
πρόβλημα του σχετικού υπερπληθυσμού σε όλες τις μορφές του, μπορεί
να λυθεί και, όπως δείχνει η πείρα λύνεται μόνο ύστερα από την αντικατά
σταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό.
37
τ
Τ α οικονομικά στο σοσια λισμό: Το σύστημα των οικονομικών σχέ
σεων, μέσα από τις οποίες σχηματίζονται και χρησιμοποιούνται σχεδιασμένα
οι χρηματικοί πόροι, για το συμφέρον της εξασφάλισης της διευρυμένης
σοσιαλιστικής αναπαραγωγής και της ικανοποίησης των άλλων κοινωνι
κών αναγκών. Τα οικονομικά στο σοσιαλισμό συνδέονται με τη χρησιμο
ποίηση του χρήματος (βλ. λ.) και των εμπορευματικών-χρηματικών σχέ
σεων στην οικονομική δράση των επιχειρήσεων (ενώσεων), στη διαδικασία
του σχηματισμού και της διανομής του συνολικού κοινωνικού προϊόντος
και σημαντικού μέρους του — του εθνικού εισοδήματος (βλ. λ.) — καθώς
επίσης της πραγματοποίησης του ελέγχου διαμέσου του ρουβλιού για τα
οικονομικά-χρηματικά σχέδια και για την τήρηση του καθεστώτος οικο
νομίας. Τα οικονομικά στο σοσιαλισμό εκπληρώνουν δύο λειτουργίες: της
κατανομής και του ελέγχου. Συμβάλλουν στην εξασφάλιση ισορροπίας
ανάμεσα στα βασικά στοιχεία του σχεδίου της σοσιαλιστικής οικονομίας
με την επίτευξη αντιστοιχίας ανάμεσα στους υλικούς και τους χρηματικούς
πόρους. Ως προς το υλικό τους περιεχόμενο, τα οικονομικά είναι το σύνολο
των (παραγωγικών) αποθεμάτων των χρηματικών πόρων που συγκεντρώ
νονται άμεσα στα χέρια του κράτους και των αποκεντρωμένων πόρων που
έχουν δοθεί στη διάθεση των επιμέρους ιδιοσυντηρούμενων επιχειρήσεων
και οργανώσεων. Τα δημόσια οικονομικά συνδέονται άμεσα με την οικο
νομική δραστηριότητα του σοσιαλιστικού κράτους στην οργάνωση της
κοινωνικής παραγωγής, την καθοδήγηση της οικονομίας και του πολιτι
σμού, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού, τον έλεγχο του μέτρου
εργασίας και του μέτρου κατανάλωσης, την εδραίωση της αμυντικής ικα
νότητας της χώρας και της ανάπτυξης των σχέσεων συνεργασίας και αλλη
λοκατανόησης ανάμεσα σε όλες τις χώρες του παγκόσμιου σοσιαλιστικού
συστήματος. Στα δημόσια οικονομικά ανήκουν: ο κρατικός προϋπολογισμός
(βλ. λ.), οι κρατικές κοινωνικές ασφαλίσεις, η κρατική ασφάλεια περιουσίας
και ζωής, το σύστημα της κρατικής πίστωσης (βλ. σοσιαλιστική π/στη).
Τα οικονομικά των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων εξυπηρετούν τη διαμόρφω
ση και την κυκλοφορία των πόρων τους, το σχηματισμό και τη χρησιμο
ποίηση των χρηματικών συσσωρεύσεων και των άλλων εσόδων στην
οικονομία. Η οικονομική-χρηματική πλευρά της δράσης των επιχειρήσεων
περιλαμβάνει τις χρηματικές σχέσεις που διαμορφώνονται στη διαδικασία
της αναπαραγωγής ανάμεσα στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις, ανά
μεσα στο κράτος και τις επιχειρήσεις, ανάμεσα στις επιχειρήσεις και τις
τα οικονομικά στο σοσιαλισμό 579
στική κοινωνική αλλαγή. Ο αγώνας για την εξουσία απαιτεί όχι μόνο πανε
θνική, αλλά και τη διεθνή συνένωση της εργατικής τάξης, την ενότητα του
διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Σκοπός του ιδεολογικού αγώνα είναι
να απελευθερώσει την εργατική τάξη από την επίδραση της αστικής ιδεολο
γίας, να επεξεργαστεί τη μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία, να αντιμετω
πίσει την αστική ιδεολογία, το ρεφορμισμό (βλ. λ.) και τον αναθεωρητισμό
(βλ. λ.). Στις σύγχρονες συνθήκες, με το βάθεμα της γενικής κρίαης του
καπιταλισμού (β λ.λ.), της ύπαρξης του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστή
ματος, της ανάπτυξης της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (βλ. λ.), ο α
γώνας της εργατικής τάξης εναντίον της εκμετάλλευσης, των πιέσεων των
μονοπωλίων, για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό, δυναμώνει σημαντικά,
γίνεται όλο και πιο μαζικός και οργανωμένος, διευρύνεται η κοινωνική του
βάση. Αυξάνεται αδιάκοπα ο αριθμός αυτών που παίρνουν μέρος στις απερ
γίες στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Στο σύγχρονο στάδιο είναι χα
ρακτηριστική για την ταξική πάλη η στενή σύνδεση του οικονομικού αγώνα
με τον πολιτικό, που βρίσκει την αντανάκλασή της στην επέκταση του κύ
κλου των κοινωνικο-οικονομικών διεκδικήσεων, συμπεριλαμβανομένων και
των διεκδικήσεων για τη δημοκρατική εθνικοποίηση των πιο σημαντικών
κλάδων της βιομηχανίας, τον καθορισμό ελέγχου από τα συνδικάτα πάνω
στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων, κλπ. Με την ενότητα με όλες τις δη
μοκρατικές δυνάμεις, η εργατική τάξη πετυχαίνει τον περιορισμό της εξου
σίας των μονοπωλίων στην οικονομία και την πραγματοποίηση τέτοιων
πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, που δημιουργούν πιο ευνοϊκές
συνθήκες στον αγώνα για το σοσιαλισμό. Στις αναπτυσσόμενες χώρες,
η εργατική τάξη, με την αύξηση της αριθμητικής της δύναμης και της οργά
νωσής της, δυναμώνει την ενότητα με την εργαζόμενη αγροτιά και τα άλλα
στρώματα των εργαζομένων, και αγωνίζεται όλο και πιο δραστήρια εναντίον
της καπιταλιστικής και των άλλων μορφών εκμετάλλευσης, για την πλήρη
εθνικοποίηση και την κοινωνική απελευθέρωση. Η εργατική τάξη των καπι
ταλιστικών και σοσιαλιστικών χωρών υποστηρίζουν τους λαούς που αγω
νίζονται για την απελευθέρωσή τους. Στη μεταβατική περίοδο από τον καπι
ταλισμό στο σοσιαλισμό (βλ. λ.) η εργατική τάξη που κατέκτησε την κρατική
εξουσία, σε συμμαχία με τη καθοδηγούμενη απ' αυτή εργαζόμενη αγροτιά
και τ’ άλλα στρώματα των εργαζομένων, κάνει ταξικό αγώνα ενάντια στις
εκμεταλλεύτριες τάξεις που νικήθηκαν και που τις υποστηρίζει η διεθνής
αστική τάξη, λύνοντας το ζήτημα «ποιός-ποιόν» προς όφελος του σοσιαλι
σμού. Ο αγώνας γίνεται για την καταστροφή των εκμεταλλευτριών τάξεων,
για τις σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις της κοινωνίας, τη νίκη του σοσιαλι
σμού. Στοχεύει στο δυνάμωμα της ενότητας της εργατικής τάξης με τις
μη προλεταριακές μάζες των εργαζομένων, ενάντια στις προσπάθειες της
αστικής τάξης να επιδράσει ιδεολογικοπολιτικά στις μη προλεταριακές μά
ζες των εργαζομένων, στη σοσιαλιστική διαπαιδαγώγιση, για το ξερίζωμα
των επιβιώσεων του παρελθόντος στη συνείδηση και στη συμπεριφορά
τεχνική πρόοδος
σμός της εργασίας και η πλατιά εφαρμογή της αυτοματοποίησης των πα
ραγωγικών διαδικασιών. 0 πλήρης εξηλεκτρισμός της σοσιαλιστικής οι
κονομίας. η χρησιμοποίηση της ραδιοτεχνικής και της ηλεκτρονικής, η
πλατιά εισαγωγή των μεθόδων χημικής επεξεργασίας των υλικών, η δη
μιουργία νέων συνθετικών υλικών και αντικειμένων, η χρησιμοποίηση της
ατομικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς. Στις συνθήκες της σύγχρονης
επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (βλ. λ.), η πλήρης χρησιμοποίηση των
δυνατοτήτων της επιστημονικοτεχνικής προόδου με σκοπό την επιτάχυνση
της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικονομίας, την εντατικοποίηση όλων
των κλάδων της και την ικανοποίηση των αναγκών όλων των μελών της
κοινωνίας, αποτελεΙ βασικό οικονομικό και πολιτικό καθήκον της δημιουρ
γίας της υλικοτεχνικής βάσης του κομμουνισμού (βλ. λ.).
όντος που βρίσκεται μέσα στο δείκτη για να μπορέσει πιο εύκολα ν’ αυ
ξήσει άλλες. Επίσης οι τιμές παίρνονται πάντοτε στα Ιδια μαγαζιά, κάτι
που μπορεί να διαστρεβλώσει το αποτέλεσμα. Θα πρέπει ακόμα να πάρουμε
υπόψη μας ότι οι ανάγκες εξελίσσονται και μαζί μ' αυτές και οι δαπάνες.
Θα πρέπει συνεπώς η σύνθεση του δείκτη περιοδικά να αναθεωρείται. Ό ταν
γίνεται αυτή η αναθεώρηση και μεταφράζεται με την είσοδο στο δείκτη
ενός νέου προϊόντος, αυτό το τελευταίο έχει ήδη το χαρακτήρα ενός είδους
μαζικής κατανάλωσης και συνεπώς έχει μικρή επίδραση στην εξέλιξη του
Ιδιου του δείκτη. Ό λο ι αυτοί οι παράγοντες τείνουν να υποβαθμίσουν την
πραγματική αύξηση των τιμών στους επίσημους δείκτες.
Τιμ ή : Η χρηματική έκφραση της αξίας του εμπορεύματος. Η αξία (βλ. λ.)
δηλαδή οι κοινωνικά απαραίτητες δαπάνες εργασίας που έχουν ενσαρκωθεί
στο ένα ή το άλλο εμπόρευμα, μπορεί να εκφραστεί μόνο έμμεσα, σαν σχέση
ενός εμπορεύματος προς ένα άλλο, στη μεταξύ τους σύγκριση κατά την
ανταλλαγή, δηλαδή διαμέσου της ανταλλακτικής αξίας. Η τιμή του εμπο
ρεύματος δείχνει ότι σ' αυτό ενσαρκώθηκε τόση κοινωνικά αναγκαία εργα
σία όση και στη δοσμένη ποσότητα χρηματικού μετάλλου - χρήματος. Οι
τιμές των εμπορευμάτων, όταν μένει αναλλοίωτη η σχέση προσφοράς και
ζήτησης, αυξάνονται ή μειώνονται κάτω από την επίδραση μιας μεταβολής
στην αξία του εμπορεύματος, μιας αλλαγής στην αξία του χρηματικού με
τάλλου. Αλλάζουν επίσης κάτω από την επίδραση της ζήτησης και της προ
σφοράς. Μολονότι στη βάση της τιμής βρίσκεται η αξία, η τιμή κάθε ξεχω
ριστού εμπορεύματος δε συμπίπτει υποχρεωτικά μ’ αυτή. Ωστόσο, στην
κλίμακα της κοινωνίας, το άθροισμα των τιμών όλης της μάζας των εμπο
ρευμάτων είναι Ισο με το άθροισμα των αξιών. Στις διακυμάνσεις των
τιμών γύρω από την αξία και στην ισότητα του αθροίσματος των τιμών με
το άθροισμα των αξιών, βρίσκει την έκφρασή της η δράση του νόμου της
αξίας (βλ. λ.). «Η τιμή είναι εκδήλωση του νόμου της αξίας. Η αξία είναι
νόμος των τιμών, δηλαδή γενικευμένη έκφραση του φαινομένου της τιμής»
(Β.Ι. Λένιν). Στην οικονομία που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία στα
μέσα παραγωγής, οι τιμές καθορίζονται στην πορεία της ανταγωνιστικής
πάλης, κάτω από την επίδραση αυθόρμητων οικονομικών νόμων. Στο
σύγχρονο στάδιο ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού, τα αστικά κράτη επιχειρούν
να καθορίσουν, να ρυθμίσουν τις τιμές. Ό λ α αυτά όμως δεν καταργούν
τον αυθόρμητο χαρακτήρα της διαδικασίας διαμόρφωσης των τιμών. Αν
στην απλή εμπορευματική παραγωγή οι τιμές κυμαίνονται γύρω από την αξία,
στην καπιταλιστική οικονομία, όπου τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται σαν
προϊόντα των κεφαλαίων, η τιμή αγοράς κυμαίνεται γύρω από την τιμή
παραγωγής (βλ. λ.) που είναι αλλοιωμένη μορφή της αξίας. Στον ιμπεριλι-
τιμή 689
σμό κυριαρχούν οι μονοπωλιακές τιμές (βλ. λ.). Η κατηγορία της τιμής, στις
συνθήκες του καπιταλισμού, είναι, στα χέρια των εκμεταλλευτριών τάξεων
και του κράτους, συμπληρωματικό μέσο για το δυνάμωμα της εκμετάλ
λευσης και καταστροφής των εργαζομένων, για την πραγματοποίηση της
ιμπεριαλιστικής καταλήστευσης των υπανάπτυκτων χωρών και για την αντα
γωνιστική πάλη των μονοπωλίων με σκοπό την απόκτηση μονοπωλιακών
υπερκερδών (βλ. λ.). Στη σοσιαλιστική κοινωνία, η κατηγορία της τιμής και
η διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών έχουν θεμελιακά διαφορετικό χαρα
κτήρα απ’ ό,τι στον καπιταλισμό. Στη βάση της διαμόρφωσης των τιμών στο
σοσιαλισμό, βρίσκεται η σχεδιασμένη χρησιμοποίηση από το κράτος των οι
κονομικών νόμων του σοσιαλισμού, και πρώτα απ’ όλα του νόμου της αξίας,
του βασικού οικονομικού νόμου, καθώς και άλλων νόμων. Η τιμή στη σο
σιαλιστική κοινωνία είναι ένας από τους βασικούς οικονομικούς μοχλούς που
χρησιμοποιεί το κράτος προς το συμφέρον της οικοδόμησης του κομμουνι
σμού. Οι σχεδιασμένες (δηλ. οι προβλεπόμενες από το σχέδιο) τιμές οφεί
λουν να παίξουν διπλό ρόλο: πρώτο, να εξασφαλίσουν μια αρκετά ακριβή
έκφραση των κοινωνικών δαπανών εργασίας (αξίας) και, δεύτερο, να απο-
τελέσουν όργανο αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος ανάμεσα στους
κλάδους, τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και ενμέρει στον πληθυσμό, για
τη γοργή ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας. Απ’ αυτή τη λειτουργία
της τιμής σαν μέσου αναδιανομής, απορρέει ότι το κράτος καθορίζει τις
τιμές με ορισμένη απόκλιση από την αξία. Η σχεδιασμένη διαδικασία δια
μόρφωσης των τιμών προϋποθέτει την ύπαρξη συστήματος τιμών. Στην
ΕΣΣΔ, το σύστημα τιμών περιλαμβάνει: τις χοντρικές τιμές, τις τιμές συγκέν
τρωσης και τις λιανικές τιμές. Στην πρακτική του σχεδιασμού και του υπο
λογισμού, χρησιμοποιούνται δύο είδη χοντρικών τιμών για τη βιομηχανική
παραγωγή. Η χοντρική τιμή της επιχείρησης είναι η τιμή πούλησης της
παραγωγής ορισμένων κρατικών επιχειρήσεων σε άλλες κρατικές επιχει
ρήσεις ή στις οργανώσεις εφοδιασμού και διάθεσης. Η τιμή αυτή είναι Ιση
με τη σχεδιασμένη τιμή κόστους της δοσμένης παραγωγής συν το κέδρος
της επιχείρησης. Η χοντρική τιμή της βιομηχανίας είναι η τιμή με την οποία
πουλούν οι επιχειρήσεις τα εμπορεύματά τους στις εμπορικές επιχειρήσεις.
Συμπεριλαμβάνει τη χοντρική τιμή της επιχείρησης συν τα έξοδα και το
κέρδος των οργανώσεων διάθεσης των βιομηχανικών προϊόντων καθώς και
το φόρο κυκλοφορίας. Στην αγροτική οικονομία, οι τιμές συγκέντρωσης
είναι οι τιμές με τις οποίες οι κρατικές και συνεταιριστικές οργανώσεις
αγοράζουν την παραγωγή των κολχόζ. Λιανικές είναι οι τιμές με τις οποίες
πουλιούνται τα εμπορεύματα στον πληθυσμό. Η λιανική τιμή συμπεριλαμ
βάνει τη χοντρική τιμή της βιομηχανίας συν τα έξοδα και το κέδρος των
εμπορικών οργανώσεων λιανικής πώλησης. Στην πλειονότητα των εμπο
ρευμάτων, ορίζονται ενιαίες πανενωσιακές λιανικές τιμές. Γ ια τα σπουδαιό
τερα είδη διατροφής καθορίζονται τιμές κατά ζώνες. Και για μια σειρά εμπο
ρεύματα (λαχανικά, φρούτα ) υπάρχουν εποχιακές τιμές. Μια παραλλαγή
690 τιμή παραγωγής
των λιανικών τιμών είναι οι τιμές της κολχόζνικης αγοράς, που διαμορφώ
νονται σε σημαντικό βαθμό κάτω από την επίδραση της προσφοράς και
της ζήτησης. Στο σύγχρονο στάδιο κομμουνιστικής οικοδόμησης έχει
εξαιρετικά μεγάλη σημασία η παραπέρα επεξεργασία των επιστημονικών
βάσεων και η βελτίωση της πρακτικής της διαμόρφωσης των τιμών. Με
τη διαδικασία αυτή συνδέονται άμεσα η τελειοποίηση του σχεδιασμού
της σοσιαλιστικής οικονομίας, της οικονομικής ιδιοσυντήρησης, ο καθορι
σμός της οικονομικής απόδοσης των επενδύσεων, η αποτελεσματικότητα
της εισαγωγής νέων τεχνικών μέσων και πολλά άλλα προβλήματα της οικο
νομικής οικοδόμησης. Στο πρόγραμμα του ΚΚΣΕ αναφέρεται η ανάγκη
«να βελτιώνεται συνεχώς το σύστημα των τιμών σε αντιστοιχία με τα κα
θήκοντα της κομμουνιστικής οικοδόμησης, με την τεχνική πρόοδο, με την
αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, με τη μείωση των εξόδων
παραγωγής. Οι τιμές οφείλουν, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, να αντανα
κλούν τις κοινωνικά αναγκαίες δαπάνες εργασίας, να εξασφαλίζουν την
αποκατάσταση των εξόδων παραγωγής και κυκλοφορίας και ένα ορισμένο
κέρδος για κάθε επιχείρηση που εργάζεται κανονικά». Σ’ ένα βαθμό, το
καθήκον αυτό πραγματοποιήθηκε με τη μεταρρύθμιση των χοντρικών τι
μών, που τέθηκε σε εφαρμογή, με τη μετάβαση σε νέες συνθήκες σχεδιο-
ποίησης και υλικής παρότρυνσης.
Τιμή μονοπωλιακή, βλ. μονοπωλιακή τιμή.
οδηγεί στη διαμόρφωση, λίγο ως πολύ. Ισων όρων στους κλάδους τόσο
με χαμηλή, όσο και με υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου, δηλαδή στη
διαμόρφωση μέσου ποσοστού κέρδους (βλ. λ.). Η παρέκλιση των τιμών
παραγωγής από την αξία τους, δεν ανατρέπει τη δράση του νόμου της αξίας
(βλ. λ.), γιατί σε τελευταία ανάλυση το άθροισμα των τιμών παραγωγής
των εμπορευμάτων, είναι πάντα Ισο με το άθροισμα των αξιών τους. Αυτό
σημαίνει μόνο την αναδιανομή της υπεραξίας που παρήγαγε όλη η εργατική
τάξη ανάμεσα στους καπιταλιστές, ανάλογα με το μέγεθος του κεφαλαίου
τους. Από την κατηγορία της τιμής παραγωγής προκύπτει ότι όλη η τάξη
των καπιταλιστών ενδιαφέρεται το Ιδιο για την εκμετάλλευση ολόκληρης
της εργατικής τάξης. Αν στην εποχή του προμονοπωλιακού καπιταλισμού τα
εμπορεύματα πουλιούνταν με τις τιμές παραγωγής, που κυμαίνονταν γύρω
από την αξία των εμπορευμάτων, στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού, τα
μεγάλα μονοπώλια πουλούν τα εμπορεύματά τους με μονοπωλιακά υψηλές
τιμές, που είναι σημαντικά πιο υψηλές από τις τιμές παραγωγής.
ευρύ υλικό από στοιχεία, που παρουσίαζαν ορισμένη αξία για την εξήγηση
των νέων τάσεων οικονομικής ανάπτυξης, συγκεκριμένα της Ρωσίας, και
για την κριτική των απόψεων των ναρόντνικων. Ταυτόχρονα όμως, ο Τουγκάν
Μπαρανόφσκι έκανε επιθέσεις κατά της θεωρίας της αναπαραγωγής του
Μαρξ. Το πρόβλημα της ρευστοποίησης του συνολικού κοινωνικού προϊ
όντος επιχείρησε να το αναγάγει σε πρόβλημα αναλογικότητας. Αρνιόταν
την εξαθλίωση του προλεταριάτου με την ανάπτυξη του καπιταλισμού,
την αντίθεση στην παραγωγή και την κατανάλωση, καθώς επίσης την εξάρ
τηση της παραγωγής από την ατομική κατανάλωση. Ισχυριζόταν ότι η
καπιταλιστική παραγωγή μπορεί να αναπτύσσεται απεριόριστα με την παρα
γωγική κατανάλωση και ότι η αύξηση της υπεραξίας εξαρτάται από την αύ
ξηση του σταθερού και όχι του μεταβλητού κεφαλαίου. Αρνούμενος τη
θεμελιακή αιτία των κρίσεων, τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, ο
Τουγκάν-Μπαρανόφσκι ισχυριζόταν ότι οι κρίσεις αμβλύνονται με την
εμφάνιση και την ανάπτυξη των καρτέλ και των τραστ, που υπερνικούν
τάχα την αναρχία της παραγωγής. Ο Τουγκάν-Μπαρανόφσκι επιχείρησε να
συνενώσει την αντιεπιστημονική θεωρία της «οριακής χρησιμότητας» της
αυστριακής σχολής πολιτικής οικονομίας (βλ. λ.) με την εργασιακή θεωρία
της αξίας (βλ. λ.). Την τελευταία τη θεωρούσε καθαρά μεθοδολογικό εργα
λείο, μεθοδολογική επινόηση. Στις «Βάσεις της Πολιτικής Οικονομίας» και
σε άλλες εργασίες του, υποστήριζε εκχυδαϊσμένες, υποκειμενικές θέσεις σ’
όλα τα βασικά προβλήματα της οικονομικής θεωρίας.
ξεκίνησαν πριν απ’ όλα από τις θέσεις αυτών ή εκείνων των τάξεων ή των
κοινωνικών ομάδων. Η οικονομική θέση είναι το σύνολο των αντικειμενικών
συνθηκών, που συμπεριλαμβάνει τις κοινωνικές και παραγωγικές συνθήκες
εργασίας, το επίπεδο ζωής, την ανάπτυξη των υπηρεσιών στην καθημερινή
ζωή, τη μόρφωση, την προστασία της υγείας κ.α. Η οικονομική θέση προ
καθορίζει αντικειμενικά, τα χαρακτηριστικά για τις δοσμένες, συγκεκριμε-
νες ιστορικές συνθήκες της εργασίας, της καθημερινής ζωής των ανθρώπων,
των κοινωνικών ομάδων, των τάξεων. Καθοριστικός για όλο τον τρόπο ζωής
είναι ο χαρακτήρας των ασχολιών της παραγωγικής δραστηριότητας. Αν
και αποτελεί αποφασιστικό στοιχείο της οικονομικής θέσης, επιδρά επίσης
δραστήρια στη διαμόρφωση όλου του συστήματος της ζωής, στον τρόπο
συμπεριφοράς, στις ιδιομορφίες της συναναστροφής, στις κατευθύνσεις
της σκέψης, στις τάσεις, στους σκοπούς των ενεργειών των ανθρώπων
στην κοινωνία. Ο μαρξισμός-λενινισμός θεωρεί ανεδαφικές τις έρευνες για
έναν ενιαίο τρόπο ζωής για όλα τα μέλη της κοινωνίας, αν σ’ αυτή την κοι
νωνία υπάρχουν αντίθετες τάξεις ή διατηρούνται ουσιαστικές διαφορές
στην κοινωνικο-οικονομική θέση των ανθρώπων, ομάδων, τάξεων. Αντί
θετα η αστική κοινωνιολογία προσπαθεί να αγνοήσει την ταξική προσέγ
γιση του τρόπου ζωής και να την αντικαταστήσει με υπερταξικές, απολιτι
κές ερμηνείες. Φωτεινό παράδειγμα τέτοιας αντιμετώπισης είναι η προπα
γάνδα για το λεγόμενο αμερικανικό τρόπο ζωής. Διαφορές στον τρόπο ζωής
υπάρχουν και μέσα στις τάξεις. «Σε κάθε κοινωνικό στρώμα — υπονράμ-
μιζε ο Β.Ι. Λένιν — υπάρχει ο δικός του «τρόπος ζωής», οι δικές του συνή
θειες, οι δικές του τάσεις» (Άπαντα, τομ. 25, σελ. 342, ρωσ. έκδ.). Όμως
οι διαφορές μέσα στις τάξεις δεν είναι τόσο μεγάλες, όσο αυτές που χαρα
κτηρίζουν τον τρόπο ζωής των ανταγωνιστικών τάξεων. Ό σ ο ν αφορά μερι
κές μη ουσιαστικές μορφές της ανθρώπινης δραστηριότητας, αυτές μπορούν
να επεκταθούν πλατιά σε όλες ή σε πολλές ομάδες ή τάξεις της κοινωνίας,
δημιουργώντας το στυλ της ζωής. Τις ομοιότητες του στυλ της ζωής διά
φορων τάξεων, στρωμάτων και ομάδων, οι αστοί ιδεολόγοι προσπαθούν
έντονα να τις παρουσιάσουν σαν ριζική ομοιότητα, σαν ενιαίο τρόπο ζωής.
Η σοσιαλιστική επανάσταση, καταργώντας την ατομική ιδιοκτησία στα
μέσα παραγωγής, έθεσε ταυτόχρονα τις βάσεις για τη διαμόρφωση νέου
τρόπου ζωής, που διαφέρει ριζικά από τον τρόπο ζωής στην καπιταλιστική
κοινωνία. Παρά τις διαφορές στην κοινωνικο-οικονομική θέση και τους τρό
πους δραστηριότητας των τάξεων, των στρωμάτων και των ομάδων της
σοσιαλιστικής κοινωνίας υπάρχει ανάμεσά τους βασική ενότητα, κοινή
δραστηριότητα, υπάρχουν ριζικά όμοιες κατευθύνσεις στην ανθρώπινη
δραστηριότητα. Αυτό επιτρέπει να γίνεται λόγος για σοσιαλιστικό τρόπο
ζωής που είναι χαρακτηριστικός και για τον εργάτη και για τον κολχόζνικο
και για το διανοούμενο. Αντικειμενική βάση του σοσιαλιστικού τρόπου ζωής
είναι το σοσιαλιστικό σύστημα. Η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής,
η μη δυνατότητα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, η σχεδιοποίηση
τρόπος παραγωγής 603
γής και των σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων στην πόλη και το χωριό,
την πλήρη εξάλειψη των εκμεταλλευτριών τάξεων και των αιτίων που δη
μιουργούν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την εξαφάνιση
κάθε αιτίας ανεργίας, τη διαρκή ανάπτυξη του πολιτιστικού και τεχνικού
επιπέδου των εργαζομένων, τη ριζική και συστηματική ανύψωση της υλι
κής και πολιτιστικής ευημερίας του λαού, την ανάπτυξη της οικονομικής
και αμυντικής ικανότητας του σοσιαλιστικού κράτους. Τεχνική βάση της
υλικής θεμελίωσης του σοσιαλισμού είναι ο εξηλεκτρισμός της λαϊκής οικο
νομίας, η σύνθετη εκμηχάνιση των παραγωγικών κλάδων, η εκτεταμένη
χρησιμοποίηση της χημείας στις παραγωγικές διαδικασίες. Η σχεδιασμένη
ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας, η συγκέντρωση του βασικού απο
θέματος συσσώρευσης στα χέρια του κράτους, η χρησιμοποίηση στην κοι
νωνική παραγωγή των νεώτατων επιτεύξεων της επιστήμης και της τεχνικής
δίνουν τη δυνατότητα να επιτυγχάνεται υψηλή παραγωγικότητα της εργα
σίας, να αυξάνεται η αποτελεσματικότητα της παραγωγής και η εντατικο
ποίηση των κλάδων της λαϊκής οικονομίας. Η αδιάκοπη ανάπτυξη της σο
σιαλιστικής μεγάλης παραγωγής, με τη χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων
της σύγχρονης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, αποτελεί την υλική
βάση για την ανάπτυξη και την τελειοποίηση των σοσιαλιστικών παραγω
γικών σχέσεων και για τη δημιουργία της υλικοτεχνικής βάσης του κομμου
νισμού (βλ. λ.).
τίας), των παραγωγικών σχεδίων του κλάδου, της επιχείρησης (της ένω
σης). Με την άνοδο των κλιμάκων της παραγωγής, την επιτάχυνση της
επιστημονικοτεχνικής προόδου, την ανάπτυξη της ειδίκευσης και της συνε-
ταιριστικότητας, την αύξηση των ειδών των προϊόντων παραγωγικο-τε-
χνικού προορισμού που καταναλώνουν οι επιχειρήσεις, την ανάπτυξη της
βιομηχανοποίησης της οικοδόμησης, τη μεταφορά σε βιομηχανική βάση
της αγροτικής παραγωγής, ο τομέας του υλικοτεχνικού εφοδιασμού επε-
κτείνεται αδιάκοπα. Ανυψώνεται το τεχνικό επίπεδο του σοβαρού αυτού
κλάδου της λαϊκής οικονομίας, χτίζονται σύγχρονες αποθήκες, δημιουρ-
γούνται φορτωτικο-εκφορτωτικά μέσα, μεταφορές, κλπ. Με την οργάνωση
του υλικοτεχνικού εφοδιασμού στη χώρα, ασχολούνται ο κρατικός εφοδια
σμός της ΕΣΣΔ, η κρατική επιτροπή της ΕΣΣΔ για τον παραγωγικο-τεχνικό
εφοδιασμό της αγροτικής οικονομίας, τα όργανα του υλικοτεχνικού εφο
διασμού των ενωσιακών δημοκρατιών, των ειδικών διευθύνσεων των
υπουργείων, των επιχειρήσεων (ενώσεων) και των ιδρυμάτων.
εργατικής του δύναμης. Μ' αυτό τον τρόπο η εργασία του μισθωτού εργάτη
είναι η μοναδική πηγή της υπεραξίας. Η αύξηση της υπεραξίας πραγματο
ποιείται με την απόσπαση της απόλυτης υπεραξίας (βλ. λ.) και την παραγωγή
σχετικής υπεραξίας (βλ. λ.). Και οι δύο αυτοί μέθοδοι οδηγούν στην αύξηση
του ποσοστού υπεραξίας (βλ. λ.) που δείχνει το βαθμό εκμετάλλευσης των
εργαζομένων. Η δίψα συσσώρευσης στον καπιταλισμό δε γνωρίζει όρια.
Οι καπιταλιστές επιδιώκουν να διευρύνουν αδιάκοπα την παραγωγή, θέ
τοντας για το σκοπό αυτό σε κυκλοφορία την υπεραξία που παρήγαγαν
οι εργάτες. Η διεύρυνση της παραγωγής, που συνοδεύεται από την αύξηση
του αριθμού των μισθωτών που μπαίνουν στο ζυγό της καπιταλιστικής εκμε
τάλλευσης και η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης, επιτρέπουν στην τάξη
των καπιταλιστών να ιδοποιείται όλο και μαγαλύτερη μάζα υπεραξίας. Η
συσσώρευση κεφαλαίου, συνεπώς, οδηγεί στην αύξηση του πλούτου της
τάξης των καπιταλιστών, στην έκταση της εκμετάλλευσης της εργατικής
τάξης, την επιδείνωση της κατάστασης της (βλ. γενικός νόμος της καπιτα
λιστικής συσσώρευσης). Στη διαδικασία ρευστοποίησης και διανομής, η
υπεραξία διαιρείται σε κέρδος (βλ. λ.), που βγάζουν οι βιομήχανοι και
οι έμποροι επιχειρηματίες, σε τόκο (βλ. λ.), που ιδιοποιούνται οι τραπε
ζίτες και σε γαιοπρόσοδο, που παίρνουν οι γαιοκτήμονες. Με τη δημι
ουργία της αυθεντικά επιστημονικής θεωρίας της υπεραξίας, ο Μαρξ έ
δωσε βαθύτατη ανάλυση των ταξικών σχέσεων της αστικής κοινωνίας,
αποκάλυψε την οικονομική βάση του ανταγωνισμού του προλεταριάτου
και όλων των εκμεταλλευτριών τάξεων της αστικής κοινωνίας. Ο Β.Ι. Λένιν
ονόμασε τη θεωρία της υπεραξίας ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής δι
δασκαλίας του Μαρξ. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, που κύριο κίνητρό της
είναι η δίψα του κέρδους, η απόσπαση υπεραξίας οδηγεί αναπόφευκτα στο
βάθεμα της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού — της αντίθεσης ανά
μεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική καπιτα
λιστική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εργασίας — στην όξυνση
των ταξικών αντιθέσεων και, σαν αποτέλίσμα, στην αναπόφευκτη επανα
στατική αλλαγή του καπιταλισμού από ένα νέο, προοδευτικό τρόπο παρα
γωγής: το σοσιαλισμό.
εταιρίες και τα αστικά κράτη και μάλιστα τόσο στις χώρες στις οποίες λει
τουργούν οι επιχειρήσεις του εξωτερικού όσο και στις δικές τους χώρες.
Η δράση των υπερεθνικών εταιριών σε πολλές περιπτώσεις μειώνει την
αποδοτικότητα των μέτρων της κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης της εθνι
κής οικονομίας και τις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις. Τα μονοπώλια δια
τηρούν και επεκτείνουν τις θέσεις τους στην οικονομία των αναπτυσσόμε
νων χωρών, και τις εκμεταλλεύονται με την εξαγωγή πολύτιμων πρώτων
υλών, την πώληση εμπορευμάτων σε μονοπωλιακά υψηλές τιμές, την πλη
ρωμή χαμηλής αμοιβής στους ντόπιους εργαζόμενους, κλπ. Αυξάνοντας
τον τελευταίο καιρό τις επενδύσεις στο μετοποιητικό τομέα των αναπτυσ
σόμενων χωρών, δημιουργούν εκεί επιχειρήσεις παραγωγής ξεχωριστών
τμημάτων των μηχανών ή ορισμένες επιμέρους τεχνολογικές επιχειρήσεις,
δένοντας ταυτόχρονα στενά την οικονομία τους με την οικονομία των
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Προωθώντας τη διεκδίκηση για τη νέα διεθνή
οικονομική τάξη (βλ. λ.), οι αναπτυσσόμενες χώρες πετυχαίνουν τον έλεγχο
πάνω στη δραστηριότητα των υπερεθνικών μονοπωλίων στην οικονομία
των χωρών τους, τον περιορισμό των θέσεών τους στην επεξεργασία των
εθνικών πόρων.
και μόνο γιατί αυτός από τη φύση του αποτελεΙ χρήμα. Όλες οι οικονομικές
κατηγορίες της αστικής κοινωνίας έχουν αποκτήσει μια μυστηριακή μορφή
και γΓ αυτό έχουν φετιχιστικό χαρακτήρα. Η αστική πολιτική οικονομία,
επιδιώκοντας να αποφύγει την ανάλυση των εσωτερικών αντιθέσεων του
καπιταλισμού, μελετά μόνο την εξωτερική πλευρά των οικονομικών δια
δικασιών, δεν αποκαλύπτει πίσω από τις σχέσεις των πραγμάτων τις κοι
νωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Μόνο η μαρξιστική-λενινιστική πολιτική
αικονομία, που κάτω από το μυστηριώδες περίβλημα αποκαλύπτει τις πα
ραγωγικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, δίνει πραγματικά επιστη
μονική ανάλυση όλων των κατηγοριών της εμπορευματικής και της καπι
ταλιστικής παραγωγής. Με την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής και την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και με τη σο
σιαλιστική σχεδιασμένη οικονομία, εξαλείφεται και η οικονομική βάση ύ
παρξης του φετιχισμού του εμπορεύματος.
Φόρος: Το μέρος του εθνικού εισοδήματος (βλ. λ.) που αφαιρεΙ το κρά
τος με τη μορφή διάφορων υποχρεωτικών πληρωμών από τον πληθυσμό,
τις επιχειρήσεις τα εργοστάσια. Το κοινωνικο-οικονομικό περιεχόμενο των
φόρων, ο προορισμός τους και ο ρόλος τους στην οικονομική και πολιτική
ζωή της κοινωνίας καθορίζονται από το κοινωνικό σύστημα της δοσμένης
χώρας. Στον καπιταλισμό οι φόροι είναι όπλο ταξικής κυριαρχίας της αστικής
τάξης η βασική πηγή εσόδων του κράτους μέσο πρόσθετης εκμετάλλευσης
των εργαζομένων και πλουτισμού των καπιταλιστών. Αναλύοντας το οικο
νομικό περιεχόμενο των φόρων στην καπιταλιστική κοινωνία, ο Κ. Μαρξ
έγραψε: «Στους φόρους ενσαρκώνεται η οικονομική έκφραση της ύπαρξης
του κράτους. Υπάλληλοι και παπάδες στρατιώτες και χορεύτριες των μπα
λέτων, δάσκαλοι των σχολείων και χωροφύλακες ελληνικά μουσεία και
γοτθικοί πύργοι, επωμίδες και αξιώματα — όλες αυτές οι μυθικές δημιουρ
γίες οφείλονται σ' ένα κοινό σπόρο: στους φόρους». Το αστικό κράτος ρίχ
νει το μεγάλο μέρος του φορολογικού βάρους στους εργαζόμενους δί
νοντας φορολογικά προνόμια στα μονοπώλια, που επιπλέον κρύβουν μεγάλο
μέρος των κερδών τους από τις φορολογικές υπηρεσίες. Οι φόροι στις ΗΠΑ,
την Αγγλία, τη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία απορροφούν το 25-30%
από το εισόδημα μιας μεσαίας εργατικής οικογένειας. Ο ρόλος των φόρων,
σαν όπλο αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος ενισχύθηκε απότομα
στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Οι φόροι στους προϋπολογισμούς των
ΗΠΑ, Αγγλίας και Δυτ. Γερμανίας ανέρχονται στο 70-80% των γενικών
εσόδων των προϋπολογισμών. Σημαντικά κεφάλαια που συσσωρεύονται
από φόρους κατευθύνονται στη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας των κα
πιταλιστικών χωρών. Στον καπιταλισμό οι φόροι, ανάλογα με τον τρόπο είσ
πραξής ταυς διακρίνονται σε άμεσους και έμμεσους. Στην οικονομική πολι
622 φόρος
των χρηματικών ποσών για τη χρηματοδότηση όλων των έργων που προ-
βλέπονται από το λαϊκό-οικονομικό σχέδιο του κράτους. Το απόλυτο μέ
γεθος του φόρου κυκλοφορίας ανέρχεται συστηματικά, το ειδικό όμως
βάρος του στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, σε σύγκριση με τις
επιχορηγήσεις από τα κέρδη, πέφτει. Η τάση αυτή θα αναπτύσσεται όσο θα
πραγματοποιείται και θα βαθαίνει η οικονομική μεταρρύθμιση.
ανταλλαγής ουσιών μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης την εξέτασε ο
Κ. Μαρξ σαν νόμο, που ρυθμίζει την κοινωνική παραγωγή, σημειώνοντας
πως χωρίς τέτοια ανταλλαγή δε θα μπορούσε να ήταν δυνατή η Ιδια η αν
θρώπινη ζωή (βλ. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Άπαντα τομ. 23, σελ. 51 και 514,
ρωσ. έκδ.) 0 φυσικός πλούτος συμπεριλαμβάνει τα παρακάτω είδη φυσικών
πόρων: την ηλιακή ενέργεια, την ενέργεια των παλιρροιών, των αμπώτιδων
και των ποταμών, τη θερμότητα στα έγκατα της γης, τα υδάτινα, τα γήινα,
τα φυτικά, τα ορυκτά (μαζί και τα καυσιμοενεργειακά) αποθέματα, τα απο
θέματα του ζωικού κόσμου. 0 φυσικός πλούτος αποτελεΙ κοινό μέσο
παραγωγής, δίχως τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής δραστηριότητας
της κοινωνίας. Τον αποτελούν τόσο οι αναπαραγώγιμες όσο και οι μη
αναπαραγώγιμες πηγές. Τεράστια κοινωνικο-οικονομική σημασία έχει το
πρόβλημα της προστασίας του φυσικού πλούτου, η ορθολογική χρη
σιμοποίησή του. Η θηριώδης, μη ορθολογική χρησιμοποίηση του φυσι
κού πλούτου στον καπιταλισμό οδηγεί στην εξάντλησή του, βαθαίνει τις
αντιθέσεις ανάμεσα στις χώρες και στις οικονομικές περιοχές του καπιτα
λιστικού κόσμου. Η πολιτική των μονοπωλίων στον τομέα της χρησιμο
ποίησης των φυσικών πόρων υπαγορεύθηκε από την τάση να αποσπαστεΙ
το μέγιστο κέρδος (βλ. καπιταλιστικό κέρδος), χωρίς να υπολογιστούν οι
μακροχρόνιες συνέπειες της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό ήταν και η κύρια
αιτία της ενεργειακής κρίσης (βλ. λ.), που πλήττει στο σύγχρονο στάδιο τις
περισσότερες καπιταλιστικές χώρες. Στην έκθετη δράσης της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ
στο 25ο συνέδριο του κόμματος, ο Λ. I. Μπρέζνιεφ υπογράμμισε: «Μπο
ρούμε να χρησιμοποιήσουμε τη φύση κατά διάφορους τρόπους. Μπορεί
— και η ιστορία της ανθρωπότητας γνωρίζει όχι λίγα τέτοια παραδείγματα —
ν' απομεΐνουν άκαρπες, χωρίς ζωή, εχθρικές στον άνθρωπο εκτάσεις. Όμως,
μπορεί και πρέπει, σύντροφοι, να διαφυλάξουμε τη φύση, να βοηθήσουμε
τη φύση ν' αποκαλύψει πιο πολύ τις ζωντανές της δυνάμεις. Υπάρχει μια
απλή, γνωστή σε όλους έκφραση: «ανθισμένη χώρα». Έτσι ονομάζουν τη
γη, όπου η γνώση, η πείρα των ανθρώπων, η αγάπη τους για τη φύση κά
νουν αληθινά θαύματα. Αυτός είναι ο δικός μας σοσιαλιστικός δρόμος»
(Υλικά του 25ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ, σελ. 53, ρωσ. έκδ.). Η κατάκτηση
του φυσικού πλούτου από τις σοσιαλιστικές χώρες στηρίζεται στα πλεονε
κτήματα του σοσιαλιστικού συστήματος οικονομίας, συμπεριλαμβάνει το
σύστημα των μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος και τη σχε-
διοποιημένη μεταμόρφωση της φύσης. Πραγματοποιείται εντατική έρευνα
στα μη ανανεώσιμα φυσικά αποθέματα για την κατάκτηση νέων ειδών
πρώτων υλών και ενέργειας, καθώς και η πιο πλήρης και αποδοτική χρησι
μοποίηση των υπαρχόντων αποθεμάτων. Δίνεται μεγάλη σημασία στη
σύνθετη χρησιμοποίηση των πρώτων υλών, στη μείωση των απωλειών
κατά την εξόρυξη και εκμετάλλευσή τους, στην καλυτέρευση της τεχνολο
γίας και την ανύψωση της εκπαίδευσης σχετικά με τη χρησιμοποίηση των
φυσικών πηγών. Τα προβλήματα για την προστασία και την ορθολογική
φυσιοκράτες 627
σΙα, ανάλογα με τις ικανότητάς του. Η ανάγκη για γενική εργασία αντανακλά
ται στην αρχή «όποιος δεν εργάζεται, δεν τρώει», που την εφαρμόζει στη
ζωή ο σοσιαλισμός. Το σύνταγμα της ΕΣΣΔ προβλέπει, όπως αναφέρεται
στο άρθρο 14, ότι «η κοινωνικά ωφέλιμη εργασία και τα αποτελέσματά της
καθορίζουν τη θέση του ανθρώπου στην κοινωνία». Η καθολικότητα της
εργασίας καταργεί την ιδιόμορφη σε όλα τα ανταγωνιστικά συστήματα ολο
φάνερη αδικία, όπου οι εκμεταλλεύτριες τάξεις κατά κανόνα δεν εργά
ζονται, αλλά ζούν παρασιτικά, αποσπώντας τους καρπούς της ξένης εργα
σίας. Εξαφανίζεται επίσης η υπάρχουσα στον καπιταλισμό ανεργία (βλ.λ.)
κι αυτό εξασφαλίζει τη σταθερή βεβαιότητα όλων των εργαζομένων για το
μέλλον τους. Η αντικατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγω
γής από την κοινωνική ιδιοκτησία, καταργεί τα έσοδα που δεν προέρχονται
από την εργασία. Πηγή των αγαθών της ζωής για όλα τα μέλη της κοινωνίας
γίνεται η συμμετοχή στην κοινωνικά ωφέλιμη εργασία. Η εργασία στη σο
σιαλιστική κοινωνία αποτελεΙ την πρώτη βαθμίδα ανάπτυξης της κομμουνι
στικής εργασίας (βλ. λ.). Βγαίνοντας άμεσα από τον καπιταλισμό, δεν μπορεί
ακόμα ο σοσιαλισμός να απελευθερώσει την εργασία από τη μονόπλευρη
φύση της που ήταν πριν χαρακτηριστική γι' αυτή, να απομακρύνει τις επι
βιώσεις του παλιού καταμερισμού της εργασίας και τις σχέσεις προς την
εργασία. Γ ια τη βασική μάζα της κοινωνίας, η εργασία στο σοσιαλισμό βα
σίζεται ακόμη στην εξασφάλιση καθορισμένης ποσότητας προϊόντων, είναι
δηλαδή το μέσο για τη ζωή. Είναι ακόμα αναγκαίος ο έλεγχος της κοινω
νίας για το μέτρο της εργασίας και της κατανάλωσης του κάθε ανθρώπου
χωριστά. Με την καθιέρωση της κομμουνιστικής εργασίας συνδέεται άμεσα
η διαμόρφωση του πολύπλευρα αναπτυγμένου εργαζόμενου.
σεις διαθέτουν το προϊόν τους η μία στην άλλη και στις προμηθευτικές-
καταναλωτικές οργανώσεις. Σε μερικούς κλάδους της βιομηχανίας (κατα
σκευής μηχανών, χημικές κ.α.) χρησιμοποιείται σήμερα μόνο η χοντρική
τιμή της επιχείρησης. Η χοντρική τιμή της βιομηχανίας εμφανίζεται σε δύο
μορφές: χωρίς φόρο κυκλοφορίας και με φόρο κυκλοφορίας (βλ. λ.). Η
τιμή της πρώτης μορφής αποζημιώνει τα έξοδα των προμηθευτικών κατα
ναλωτικών οργανώσεων για την απόκτηση του προϊόντος από τις επιχειρή-
σεις-παραγωγούς, τα καταναλωτικά και μεταφορικά έξοδα αυτών των οργα
νώσεων, και συμπεριλαμβάνει τα κέρδη τους. Αυτή η τιμή εκτός από τη χον
τρική τιμή της επιχείρησης, μπαίνει και με προσαύξηση προς όφελος της προ
μηθευτικής-καταναλωτικής οργάνωσης. Με αυτές τις τιμές οι οργανισμοί υ·
λικοτεχνικού εφοδιασμού (βλ. λ.) διαθέτουν τα μέσα παραγωγής που απο-
κτούνται από τις επιχειρήσεις-παραγωγούς, στις επιχειρήσεις-καταναλωτές.
Οι βιομηχανίες που συμπεριλαμβάνουν το φόρο κυκλοφορίας και οι προ
μηθευτικές καταναλωτικές οργανώσεις διαθέτουν σε χοντρικές τιμές καθο
ρισμένα είδη προϊόντος (κυρίως είδη κατανάλωσης) στις επιχειρήσεις του
εμπορίου. Οι χοντρικές τιμές είναι ο κύριος κρίκος του συστήματος των
σχεδιοποιημένων τιμών. Με αυτές διατίθενται στην ΕΣΣΔ περισσότερο από
το μισό του κοινωνικού προϊόντος. Στη βάση των χοντρικών τιμών γίνεται
ο υπολογισμός των δεικτών του καθαρού προϊόντος. Οι χοντρικές τιμές
εκπληρώνουν τις παρακάτω λειτουργίες: τη σχέδιο-υπολογιστική (υπολο
γίζουν τις κοινωνικά αναγκαίες δαπάνες για την εργασία, εξασφολίζοντας
στην κάθε επιχείρηση που δουλεύει κανονικά την αποζημίωση για τις δα
πάνες από τη διάθεση του προϊόντος, τα έξοδα παραγωγής κοι ένα κέρ
δος), την παρότρυνση (με τη βοήθεια της τιμής η κοινωνία βάζει στην
καλύτερη υλική θέση τους πιο προοδευτικούς κλάδους, των παραγωγών
και καταναλωτών της νέας τεχνικής, τα πιο αποδοτικά είδη), τη διάθεση
(με τη βοήθεια του φόρου κυκλοφορίας, που συμπεριλαμβάνεται στην
τιμή μερικών ειδών προϊόντων, κατανέμεται το πρόσθετο προϊόν ανάμεσα
στους κλάδους), τη λειτουργία του υπολογισμού της ζήτησης και της προ
σφοράς. Τα τελευταία έχουν σχέση πριν απ’ όλα με τα πολύ σπάνια προϊ
όντα ή αντίθετα με τα προϊόντα που βρίσκονται σε πλεόνασμα. Με την επί
δραση της επιστημονικοτεχνικής προόδου (βλ. λ.), οι συνθήκες της παρα
γωγής εμπορευμάτων συνεχώς αλλάζουν και ουτό δημιουργεί την ανάγκη
της οναθεώρησης των χοντρικών τιμών μια φορά κάθε πέντε χρόνια. Βασι
κές κατευθύνσεις για την τελειοποίηση των χοντρικών τιμών είναι: ο πιο
στενός δεσμός τους με τις κοινωνικά αναγκαίες δαπάνες εργασίας, η μείωσή
τους με βάση την ελάττωση των υλικών και εργατικών δαπανών στην παρα
γωγή, τη χρησιμοποίηση φτηνών υλικών, την ελάττωση του κόστους πορα-
γωγής, την καθιέρωση ενθαρρυντικής προσαύξησης στη χοντρική τιμή για
το νέο υψηλής οποδοτικότητος προϊόν παρογωγικο-τεχνικού προορισμού
και την έκπτωση για την παραγωγή προϊόντος δεύτερης κατηγορίας καθώς
και προϊόντων που δεν παράγονται στο καθορισμένο χρονικό διάστημα.
ΧΡήμα 635
Κατά τον καθορισμό των χοντρικών τιμών για καινούρια είδη, ιδιαίτερα
μηχανές και εξοπλισμό, προβλέπεται η μείωση του επιπέδου ανά μονάδα
ωφέλιμου αποτελέσματος (παραδείγματος χάρη, για τη μονάδα της ισχύος
του κινητήρα, την παραγωγικότητα του εξοπλισμού κλπ.).
δημοτικά και, στα τελευταία χρόνια όλο και σε μεγαλύτερη έκταση, κρα
τικά. Τα χρηματιστήρια εργασίας αποτελούν στίβο ταξικής πάλης ανάμεσα
στους άνεργους πωλητές του εμπορεύματος εργατική δύναμη (βλ. λ.) και
τους αγοραστές της — τους καπιταλιστές. Στις συγκρούσεις ανάμεσα στην
εργασία και το κεφάλαιο, τα χρηματιστήρια εργασίας, όντας εξαρτημένα
από το κεφάλαιο, τάσσονται κατά κανόνα με το μέρος των επιχειρημα
τιών: εξαναγκάζουν τους άνεργους να συμφωνούν με τους πιο επαχθείς
όρους κάτω από την απειλή της διαγραφής τους από τους καταλόγους των
χρηματιστηρίων εργασίας και της στέρησης του δικαιώματος στο επίδομα
ανεργίας και σε μελλοντική εργασία.
ταλιστές με το Ιδιο κεφάλαιο και στη διάρκεια του Ιδιου χρόνου να αυξή
σουν την ποσότητα της εκμεταλλευόμενης εργατικής δύναμης και να απο
σπάσουν περισσότερη υπεραξία. Οι καπιταλιστές, επιδιώκοντας την ανύ
ψωση του κέρδους, προσπαθούν να επιταχύνουν το χρόνο περιστροφής
του κεφαλαίου με την εισαγωγή τεχνικών τελειοποιήσεων, τις νυχτερινές
βάρδιες, την ανύψωση της εντατικότητας της εργασίας, την παράταση της
εργάσιμης μέρας. Οι καπιταλιστές επιδιώκουν επίσης να περιορίσουν και
το χρόνο κυκλοφορίας με την ανάπτυξη των συγκοινωνιών, των μέσων
επικοινωνίας, του δικτύου των μεγάλων γενικών και εξειδικευμένων κα
ταστημάτων, των τεχνικά εξολισμένων αποθηκών, κλπ. Ταυτόχρονα, οι
ανταγωνιστικές αντιθέσεις του καπιταλισμού, που δυσκολεύουν τη ρευ
στοποίηση των εμπορευμάτων, επιβραδύνουν το χρόνο περιστροφής του
κεφαλαίαυ.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΛΕΞΙΚΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σελ.
Αγγαρεία..................................................................................................... 9
Α γο ρ ά ........................................................................................................... 9
Αγοραστική δύναμη του χρήματος......................................................... 10
Αγροτιά......................................................................................................... 10
Αγροτικές μεταρρυθμίσεις....................................................................... 12
Αγροτική κρ ίσ η .......................................................................................... 13
Αγροτική πολιτική του Κ Κ ΣΕ ................................................................... 15
Αγροτικός υπερπληθυσμός....................................................................... 17
Αγροτοβιομηχανική ολοκλήρωση στο σοσιαλισμό............................ 18
Αγροτοβιομηχανικό σύμπλεγμα.............................................................. 19
Αδιαίρετα αποθέματα............................................................................... 20
Ακαθάριστο κοινωνικό προϊόν................................................................ 21
ΑκτσΙζ........................................................................................................... 22
Άμεση κοινωνική εργασία στο σοσιαλισμό......................................... 23
Άμεση κοινωνική παραγωγή.................................................................. 24
Αμοιβή εργασίας στα κολχόζ................................................................... 26
Αναγκαία εργασία..................................................................................... 27
Αναγκαίο π ροϊόν........................................................................................ 28
Αναγκαίος χρόνος εργασίας.................................................................... 29
Ανοθεωρητισμός στην πολιτική οικονομία........................................... 29
Αναλογίες της κοινωνικής παραγωγής................................................. 31
Αναπαραγωγή............................................................................................ 32
Αναπαραγωγή απλή, βλ. καπιταλιστική απλή αναπαραγωγή.
Αναπαραγωγή διευρυμένη, βλ. καπιταλιστική διευρυμένη αναπαρα
γωγή και σοσιαλιστική διευρυμένη αναπαραγωγή.
Αναπτυγμένος σοσιαλισμός, βλ. οικονομία του αναπτυγμένου σο
σιαλισμού.
Ανάπτυξη, βλ. μη καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης και σχεδια
σμένη ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας.
«Ανάπτυξη των απελευθερωμένων χωρών», βλ. θεωρία της « ανά
πτυξης των απελευθερωμένων χωρών».
Αναρχία της παραγωγής......................................................................... ....... 33
ΑνεξορτησΙα της σοσιαλιστικής επιχείρησης στις οικονομικές δρα
στηριότητες ................................................................................................. 34
Ανεργία ....................................................................................................... ....... 35
Ανεργία χρόνια, βλ. χρόνια ανεργία.
Ανταγωνισμός..................................................................................................... 36
Ανταγωνισμός διακλαδικός, βλ. διακλαδικός ανταγωνισμός.
Ανταγωνισμός «σωκλαδικός, βλ. εσωκλαδικός ανταγωνισμός.
Ανταλλαγή...........................................................................................................38
Ανταλλακτική α ξία .................................................................................... ........38
Αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό.............................................39
Αντίθεση ανόμεσα στη χειρωνακτική και πνευματική εργασία. . . . 40
Αντικείμενα κατανάλωσης.................................................................................40
Αντικείμενο εργασίας........................................................................................41
Αντιπληθωριστική πολιτική..................................................................... ........41
Αντιπραγματισμός...............................................................................................42
Α ξ ία .............................................................................................................. ........43
Αξία ανταλλακτική, βλ. ανταλλακτική αξία.
Αξία κοινωνική, βλ. κοινωνική αξία.
Αξία χρήσης........................................................................................................44
Αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου.....................................................................45
Αξιόχρεη ζήτηση........................................................................................ ........46
Αουτσάιντερ............................................................................................... ........46
Απαλλοτρίωση ...................................................................................................47
Απλή εμπορευματική παραγωγή............................................................. ........47
Απλή εργασία.....................................................................................................49
Απλή καπιταλιστική συνεργασία............................................................. ........49
Αποδοτικότητα οικονομική, βλ. οικονομική αποδοτικότητα.
Αποδοτικότητα της κοινωνικής παραγωγής.................................................50
Αποδοτικότητα των επενδύσεων........................................................... ........52
Αποδοτικότητα των πόρων..............................................................................53
Αποικιακή εκμετάλλευση......................................................................... ........54
Αποικιακό σύστημα του ιμπεριαλισμού......................................................55
Αποικιοκρατία.....................................................................................................56
Αποκρυσταλλωμένη εργασία................................................................... ........57
Απόλυτη γαιοπρόσοδος........................................................................... ....... 57
Απόλυτη εξαθλίωση του προλεταριάτου............................................... ....... 58
Απόλυτη υπεραξία............................................................................................. 60
Απόσβεση .......................................................................................................... 60
Αποσύνθεση του αποικιακού συστήματος του ιμπεριολισμού................ 62
Αποταμίευση...................................................................................................... 63
Αστικές οικονομικές θεωρίες για το σοσια λισμό................................ ....... 64
Αστική εκχυδαϊσμένη πολιτική οικονομία............................................. ....... 66
Αστική κλασική πολιτική οικονομία............................................................. 68
Αστική τάξη........................................................................................................ 69
Ασφαλιστικά μονοπώλια........................................................................... ....... 70
Ατομική εργασία........................................................................................ ....... 71
περιεχόμενα 661
Ατομική ιδιοκτησία.................................................................................... 72
Ατομικός χρόνος εργασίας..................................................................... 73
Αυστριακή σχολή πολιτικής οικονομίας............................................. 74
Αυτάρκεια..................................................................................................... 75
Αυτοματισμός της παραγωγής................................................................ 75
Αυτοματοποιημένο σύστημα διεύθυνσης............................................. 77
Αφηρημένη εργασία.................................................................................. 78
Γαιοπρόσοδος............................................................................................ 90
Γαιοπρόσοδος απόλυτη, βλ. απόλυτη γαιοπρόσοδος.
Γαιοπρόσοδος διαφορική, βλ. διαφορική γαιοπρόσοδος I στον κα
πιταλισμό, διαφορική γαιοπρόσοδος // στον καπιταλισμό, δια
φορική γαιοπρόσοδος στον καπιταλισμό και διαφορική γαιο-
πρόσοδος στο σοσιαλισμό.
Γαιοπρόσοδος φεουδαρχική, βλ. φεουδαρχική γαιοπρόσοδος.
Γενική κρίση του καπιταλισμού............................................................ 91
Γενικό ισοδύναμο...................................................................................... 93
Γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης............................ 94
Γραμμάτιο................................................................................................... 95
Δανειακό κεφάλαιο.................................................................................... 96
Δάνειο εξωτερικό, βλ. εξωτερικά δάνεια.
Δάνειο εσωτερικό, βλ. εσωτερικά δάνεια.
«Δημοκρατικοποίηση του κεφαλαίου», βλ. θεωρία της *δημοκρα
τικοποίησης του κεφαλαίου».
Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός στη διεύθυνση της οικονομίας. . . 98
Διακλαδικός ανταγωνισμός..................................................................... 99
Διανομή εμπορευμάτων........................................................................... 100
Διαφορική γαιοπρόσοδος I στον καπιταλισμό................................. 101
Διαφορική γαιοπρόσοδος II στον καπιταλισμό................................. 101
662 πβριεχόμβνα
Ιδιοκτησία..................................................................................................... 219
Ιδιοκτησία ατομική, βλ. ατομική ιδιοκτησία.
Ιδιοκτησία κρατική, βλ. κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία και κρα
τική σοσιαλιστική ιδιοκτησία.
Ιδιοκτησία προσωπική, βλ. προσωπική ιδιοκτησία.
Ιδιοκτησία συνεταιριστική, βλ. συνεταιριστική ιδιοκτησία.
Ιδιοσυντήρηση οικονομική, βλ. οικονομική ιδιοσυντήρηση.
Ικανή για πληρωμή ζήτηση, βλ. αξιόχρεη ζήτηση.
Ιμπεριαλισμός.............................................................................................. 220
Ισοζύγιο πληρωμών................................................................................... 224
Ισοζύγιο της λαϊκής οικονομίας της Ε Σ Σ Δ ......................................... 225
Ισοζύγιο της παραγωγής και κατανομής των προϊόντων................ 226
Ισοζύγιο των μέσων εργασίας............................................................... 227
Ισοζύγιο των χρηματικών εσόδων και εξόδων του πληθυσμού... 229
Ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού......................................................... 230
Ιστορική σχολή πολιτικής οικονομίας................................................. 231
Ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης............................... 232
Οικολογική κρ ίσ η ...........................................................................................398
Οικονομετρία.............................................................................................. .....399
Οικονομία..........................................................................................................400
Οικονομία εθνική, βλ. εθνική οικονομία.
Οικονομία του αναπτυγμένου σοσιαλισμού............................................400
Οικονομικά κίνητρα στο σοσιαλισμό.........................................................402
Οικονομικά συμφέροντα......................................................................... ..... 404
Οικονομικές κατηγορίες........................................................................... .....406
Οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στις σοσιαλιστικές και στις ανα
πτυγμένες καπιταλιστικές χώ ρες.........................................................406
Οικονομική άμιλλα του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό..................408
«Οικονομική άνοδος», βλ. θεωρία της « οικονομικής ανόδου».
Οικονομική αποδοτικότητα............................................................................410
Οικονομική αποδοτικότητα σε σχέση με την εφαρμογή της νέας
τεχνικής................................................................................................ ..... 412
Οικονομική διαίρεση του κόσμου.......................................................... ..... 413
Οικονομική ιδιοσυντήρηση.......................................................................... 415
Οικονομική κρίση υπερπαραγωγής............................................................. 417
Οικονομική μεταρρύθμιση στην ΕΣΣΔ................................................. ..... 420
Οικονομική πολιτική................................................................................. ..... 421
Οικονομική πολιτική του ΚΚΣΕ.............................................................. ..... 423
Οικονομική στρατηγική του Κ Κ ΣΕ ............................................................. 424
Οικονομική συμφω νία............................................................................. ..... 425
Οικονομική συνεργασία των σοσιαλιστικών και αναπτυσσόμενων
χωρών........................................................................................................ 426
Οικονομική ύφεση........................................................................................... 427
Οικονομικό πείραμα................................................................................. ..... 428
Οικονομικό σύστη μα ............................................................................... ..... 429
«Οικονομικοί κύκλοι», βλ. θεωρία των «οικονομικών κύκλων».
Οικονομικοί νόμοι...................................................................................... ......430
Οικονομικομαθηματικές μέθοδοι............................................................ ......431
Οικονομικός μηχανισμός της σοσιαλιστικής κοινωνίας................... ......432
περιεχόμενα 661
Ραντιέρηδες................................................................................................ ......509
ΡαντΙσεφ Αλεξάντερ Νικολάγιεβιτς.............................................................509
Ρευστοποιημένο προϊόν........................................................................... ......510
Ρεφορμισμός στην πολιτική οικονομία 511
Ρικάρντο Νταίηβιντ................................................................................... ......513
«Ρυθμιζόμενος καπιταλισμός», βλ. θεωρία του «σχεδιασμένου» ή
«ρυθμιζόμενου καπιταλισμού».