You are on page 1of 69

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: Ποινικό Δίκαιο, Ειδικά Θέματα Ποινικού Δικονομικού Δικαίου
ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Αλέξανδρος Δημάκης, Αριστομένης Τζαννετής
ΕΠΟΠΤΕΥΩΝ: Αριστομένης Τζαννετής
ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΕΣ: Χριστίνα Παπαματθαίου, Μαριέττα Φετφατζή

Θέμα εργασίας:

«Η ποινική συνδιαλλαγή στο νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας»

Αθήνα, Ιανουάριος 2021

1
Περιεχόμενα
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ .............................................................................................................................................. 3
1. Η «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη» - «Κατά παρέκκλιση διαδικασίες» ........................................................ 5
1.1 Η ανάγκη μετάβασης στις εναλλακτικές μορφές ποινικής δικαιοσύνης .................................................. 5
1.2 Η «αποκαταστατική δικαιοσύνη» .......................................................................................................... 6
1.3 Ουσιαστική και Δικονομική διάσταση «αποκαταστατικής δικαιοσύνης» ................................................ 7
1.4 Οι αρχές της «αποκαταστατικής δικαιοσύνης» ....................................................................................... 9
2. Οι «κατά παρέκκλιση» διαδικασίες» ...................................................................................................... 10
2.2 Η «ποινική συνδιαλλαγή»..................................................................................................................... 10
2.3 Η «ποινική διαμεσολάβηση» ................................................................................................................ 11
2.3 Η ποινική διαπραγμάτευση .................................................................................................................. 12
3. Βασικές αρχές «ποινικής συνδιαλλαγής»................................................................................................ 12
4. Ο ποινικός συμβιβασμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο ................................................................................... 13
5. Η ποινική συνδιαλλαγή στην ελληνική έννομη τάξη ............................................................................... 15
5.1 Ο Ν.3904/2010 ..................................................................................................................................... 16
5.2 Ο Ν.4620/2019 ..................................................................................................................................... 21
6. Νομική φύση «ποινικής συνδιαλλαγής» ................................................................................................. 25
7.Κριτική θεσμού από εισαγγελικούς λειτουργούς ..................................................................................... 27
Μέρος Β΄ .................................................................................................................................................... 28
Σχέση της Ποινικής Συνδιαλλαγής με την αποχή από την ποινική δίωξη και την έμπρακτη μετάνοια ......... 28
1. Ποινική Συνδιαλλαγή – Απόχη από την ποινική Δίωξη (48,49,50 ΚΠΔ) ................................................ 28
2.1 Ποινική Συνδιαλλαγή – Έμπρακτη Μετάνοια ....................................................................................... 36
2.1 Γενικά ................................................................................................................................................... 36
2.2 Η διαμόρφωση των διατάξεων περί έμπρακτης μετάνοιας ................................................................... 39
2.3Ο θεσμός της έμπρακτης μετάνοιας με τον ν. 2721/1999 ...................................................................... 40
2.4 Άρθρα 6 και 7 του Ν. 3409/2010 σχετικά με το θεσμό της έμπρακτης μετάνοια ................................... 48
2.5Η έμπρακτη μετάνοια σήμερα στα άρθρα 381 και 405 του ΠΚ............................................................... 55
2.6 Διάκρισης της έμπρακτης μετάνοιας και της ποινικής συνδιαλλαγής .................................................... 57
3.Τελικές Παρατηρήσεις ............................................................................................................................. 60
4 .Επιφυλάξεις- Απολογισμός ..................................................................................................................... 63
Βιβλιογραφία ............................................................................................................................................. 67

2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Κοινή)

Ανέκαθεν η τέλεση μίας εγκληματικής πράξης παρόλο που λαμβάνει χωρά στο πλαίσιο μίας
οργανωμένης κοινωνίας, ήταν και παραμένει μία διαπροσωπική σύγκρουση ανάμεσα στο δράστη και
στο θύμα. Ο κρατικός μηχανισμός ωστόσο, δημιούργησε άμεσα ορισμένες μεθόδους -κατάλληλες
για εκείνον- ποινικής καταστολής, αναλαμβάνοντας έτσι το αποκλειστικό προνόμιο να επιλύει τις
όποιες συγκρούσεις προκύπτουν ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η
ικανοποίηση και η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη το θύμα δεν είναι πλέον πρωταρχικός
σκοπός της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης1, καθώς ο παθών σχεδόν αποβάλλεται και η
προσωπική σύγκρουση ανάμεσα σε εκείνο και τον δράστη μετατρέπεται σε μία σύγκρουση ανάμεσα
στο δράστη και το κράτος.
Ωστόσο, το αμιγώς κατασταλτικό σύστημα απέτυχε να πετύχει τους στόχους του, για αυτό και
οδηγηθήκαμε στην αναζήτηση και ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών απονομής της δικαιοσύνης, των
λεγόμενων αποκαταστατικών. Οι ρίζες της αποτυχίας βρίσκονται στην ευρεία ποινικοποίηση
πράξεων οι οποίες θα μπορούσαν να βρουν επίλυση μέσω αστικών και διοικητικών διαδικασιών,
στην αύξηση του αριθμού των κακουργημάτων καθώς και την εφεύρεση νέων τρόπων τέλεσης τους,
περιστατικά τα οποία οδήγησαν σε υπερφόρτωση του συστήματος των δικαστηρίων. Ακόμη και η
ίδια η φύση των ποινών, όπου στο δικό μας σύστημα εμμένουμε στη σημασία της ποινής της
στερητικής της ελευθερίας, ενισχύει το στιγματισμό του δράστη και όχι την δυνατότητα αποτροπής
της υποτροπής του.
Έτσι, προκειμένου να αναζητηθεί μία αποδεκτή λύση στο πλαίσιο της ταχύτερης απονομής της
δικαιοσύνης, ξεκίνησε να αναδύεται από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 μία εναλλακτική
προσέγγιση του εγκλήματος που ακολουθείται από πλήθος πολιτισμών. Επρόκειτο για την εμφάνιση
της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, η οποία σχετικοποιεί την αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής
αλήθειας και την αρχή της νομιμότητας, δύο παραδοσιακές θεμελιώδεις αρχές του ελληνικού
Ποινικού Δικονομικού Δικαίου, προς όφελος της εμπέδωσης της δικαιικής ειρήνης, αφήνοντας
ταυτόχρονα έδαφος για συναινέσεις σε «συμφωνηθέντα πραγματικά περιστατικά2».

1
Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη: Μία εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση του
εγκλήματος», ΠοινΔικ. 2017, σ.497
2
Θ. Δαλακούρας «Η αποχή από την ποινική δίωξη ως εναλλακτική μορφή περάτωσης της ποινικής διαδικασίας»,
ΠοινΧρ. 2014. σ.321
3
Στο επίπεδο του ουσιαστικού δικαίου, δικαιολογητική βάση είναι πως αποτελεί μία
σύγκρουση ανάμεσα στο δράστη και στο θύμα που αφορά πρωτίστως τα εμπλεκόμενα μέρη και έτσι
η ποινική αξίωση της Πολιτείας έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Υπέρ της ιδέας αυτής, συνηγορούν η
ανάγκη αποσυμφόρησης της δικαστικής ύλης, η υπερπλήρωση των σωφρονιστικών καταστημάτων
καθώς και το υψηλό κόστος συντήρησης τους. Οι εναλλακτικές μορφές απονομής της ποινικής
δικαιοσύνης βασίζονται στην ανωτέρω λογική, καθώς δεν μπορεί η απονομή της να είναι πλέον
μονοπώλιο των νομικών επιστημόνων και σκοπεύουν τόσο στην εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης
όσο και στην αποκατάσταση των εμπλεκόμενων μερών από την εγκληματική πράξη. Ένας τέτοιος
θεσμός είναι και εκείνος της «ποινικής συνδιαλλαγής».
Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε με τον συγκεκριμένο θεσμό στο πλαίσιο της
αποκαταστατικής δικαιοσύνης, τι προέβλεπε όταν εισήχθη αρχικά το 2010, ποια είναι η μορφή που
έχει σήμερα βάσει του Ν.4620/2019, καθώς και ποια είναι η σχέση- διάκριση του με συγγενείς
θεσμούς, όπως η έμπρακτη μετάνοια και η αποχή από την ποινική δίωξη. Ακόμη θα γίνει μία αναφορά
στο πώς έχει διεθνώς διαμορφωθεί όπως και μία εν γένει κριτική αποτίμηση του καθώς και ποια είναι
τα ερμηνευτικά προβλήματα που εντοπίζονται σήμερα στο ελληνικό ποινικό σύστημα μέσα από την
εφαρμογή του.

4
Μέρος Α’ ( Μαριέττα Φετφατζή)

1. Η «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη» - «Κατά παρέκκλιση διαδικασίες»

1.1 Η ανάγκη μετάβασης στις εναλλακτικές μορφές ποινικής δικαιοσύνης

Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ο παραδοσιακός σκοπός του ηπειρωτικού Ποινικού


Δικαίου, όπως έχει σχηματοποιηθεί στο πέρασμα των αιώνων, αντιλαμβάνεται το έγκλημα ως μία
προσβολή που βάλλεται ευθέως κατά του κράτους, με αποτέλεσμα να θέτει ως βάση την ποινική
αξίωση της Πολιτείας θεωρώντας πως αποτελεί τον αποτελεσματικότερο τρόπο προκειμένου να
επανέλθει η κοινωνική ειρήνη και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των κοινωνών στο κράτος. Σε
αντίθεση προς το ανωτέρω δόγμα κερδίζει συνεχώς έδαφος ένας νέος τρόπος προσέγγισης,
θεμελιωμένος στη βάση πως η προσβολή του έννομου αγαθού του παθόντος αφορά πρωτίστως τα
εμπλεκόμενα μέρη, δηλαδή το δράστη και το θύμα για αυτό και η αποκατάσταση του δευτέρου
οφείλει να είναι ο πρωταρχικός στόχος της δικαιοσύνης, ενώ η ποινική αξίωση του κράτους θα ήταν
ορθότερο να εξετάζεται σε ένα δεύτερο στάδιο . Αυτή η ιδέα, θεωρεί την εγκληματική πράξη κυρίως
ως τρόπο διατάραξης των ανθρώπινων σχέσεων και πιο συγκεκριμένα, ως μία διαπροσωπική διαφορά
η οποία προκάλεσε βλάβη στο θύμα, για αυτό και προωθείται η ενεργή και άμεση συμμετοχή των
μερών.
Μέσα στο πλαίσιο της ανταποδοτικής δικαιοσύνης, οι ποινές που επιβάλλονται έχουν σκοπό
να προκαλέσουν πόνο στο δράστη με βάση τη λογική πως «αυτό του αξίζει». Όμως αυτή η λογική
δεν δίνει καμία απολύτως σημασία στο θύμα, το οποίο έχει πληγεί και έχει υποστεί ζημία από τη
συμπεριφορά του εκάστοτε δράστη, ενώ παράλληλα δεν βοηθά στο να αποφευχθούν παρόμοιες
καταστάσεις στο μέλλον.
Η ανωτέρω λογική τείνει να καταστεί πλέον αναγκαία στο σημερινό ελληνικό ποινικό
σύστημα. Η διόγκωση της ποινικής ύλης, η υπερβολική καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων,
η υποστελέχωση των δικαστηρίων και η άκριτη ποινικοποίηση κατέστησαν δομικά στοιχεία της
ελληνικής Δικαιοσύνης3, με αποτέλεσμα το κύρος της να πλήττεται ανεπανόρθωτα. Ο «δράστης»
στιγματίζεται ως ένα άτομο επικίνδυνο που δεν ανήκει στους κόλπους της κοινωνίας, υφίσταται το
πλήγμα της τιμής και της υπόληψης του κατά την ποινική διαδικασία, ενώ το «θύμα» ενόψει της

3
Α. Ρουπακιώτης «Εθισμένοι στην κρίση», εφημερίδα Έθνος, τ.45, 26 Ιαν.2013 σ.2
5
αρχής της νομιμότητας4 και της αυτεπάγγελτης κρατικής δίωξης δεν έχει τη δυνατότητα να κινήσει
ή να απόσχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος του δράστη, με εξαίρεση τα κατ’ έγκληση
διωκόμενα εγκλήματα.
Στη βάση των ανωτέρω λοιπόν αναζητήθηκαν εναλλακτικοί τρόποι διευθέτησης των ποινικών
διαδικασιών5, οι οποίοι στόχευαν πρωτίστως στην αποκατάσταση της βλάβης που προκλήθηκε, μέσα
από την οποία θα επερχόταν και η κοινωνική ειρήνη. Κάπως έτσι ξεκίνησε σταδιακά και ο
σχηματισμός αποκεντρωμένων και ανεπίσημων κάποιες φορές σχημάτων απονομής της ποινικής
δικαιοσύνης. Αυτός ήταν και ο τρόπος με τον οποίο εισήχθη η «αποκαταστατική δικαιοσύνη» ως
εναλλακτικός τρόπος απάντησης στην εγκληματική πράξη6.

1.2 Η «αποκαταστατική δικαιοσύνη»


Η ονομασία της «restorative justice» χρησιμοποιήθηκε ως αντίθετος όρος προ την
«retributive justice», δηλαδή την «ανταποδοτική δικαιοσύνη»7. Ως «αποκαταστατική δικαιοσύνη»
θεωρείται η αντιμετώπιση κάποιας εγκληματικής πράξης και των συνεπειών που αυτή επιφέρει -
προφανώς διαταράσσοντας την ομαλή λειτουργία του κοινωνικού συνόλου και παραβιάζοντας τους
όρους που είναι κοινωνικά αποδεκτοί σχετικά με τις ορθές συμπεριφορές- ως τρόπο προξένησης μίας
κοινωνικής πληγής, η οποία θα πρέπει να «επουλώνεται» στο πλαίσιο της διαπροσωπικής
σύγκρουσης ανάμεσα στο δράστη και το θύμα.
Αν και συνιστά μία σύγχρονη κατεύθυνση, η εμφάνισή της μπορεί να αναζητηθεί έως και την
έναρξη του θεσμού της δικαιοσύνης, όπου μορφές αποκαταστατικής δικαιοσύνης εντοπίζονται σε
πλήθος πολιτισμών. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως ακόμη και στη λεγόμενη «ηρωική
εποχή» των ομηρικών επών, έννοιες όπως η «αποζημίωση» και η «συμφιλίωση» δράστη και θύματος
αποτελούσαν θεμέλιο απονομής δικαιοσύνης και ήταν ίσως ο συνηθέστερος τρόπος αντιμετώπισης
των όποιων νομοθετικών παραβάσεων προέκυπταν. Συνήθως, οι συγγενείς του θύματος μπορούσαν
να συνδιαλλαχθούν με το δράστη και να ορίσουν ένα χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα χωρίς να
επιβληθεί ποινή. Με αυτό το αντάλλαγμα ερχόταν η «αίδεσις» (η συγχώρεση) του φονέα από τους
συγγενείς8.

4
Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη: Μία εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση του
εγκλήματος», ΠοινΔικ. 2017, σ.497
5
Αδάμ, «Plea bargaining στην ελληνική έννομη τάξη;», http://www.theartofcrime.gr
6
Σοφ. Γιοβανόγλου, « Αποκαταστατική δικαιοσύνη σε ποινικές υποθέσεις: προς μια νέα Ευρωπαϊκή προοπτική», Διεθνές
Συνέδριο 16,17 Μαΐου 2013 Θες/νίκη- (2013), Σάκκουλας Αθήνα-Θες/νίκη, σ.54
7
Πετρόπουλος Κ., Εγκληματολογική προσέγγιση θεσμών ποινικής συνδιαλλαγής,ΠοινΔικ2017 σ.1189
8
Σπυρόπουλος Φ., «Οι κατά παρέκκλιση διαδικασίες και η αποκαταστατική-συμφιλιωτική δικαιοσύνη»,
theartofcrime.gr
6
Καθώς περνούσαν οι αιώνες και κυρίως από τα τέλη του 18ου αιώνα εδραιώνεται η ιδέα πως
η εγκληματική πράξη συνιστά προσβολή κατά της ίδιας της Πολιτείας , για αυτό και ανέλαβε
αποκλειστικά της απονομή της δικαιοσύνης, διαμορφώνοντας το σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο,
εγκαθιδρύοντας την ακόμη και άκριτη -κάποιες φορές- επιβολή ποινών επιβεβαιώνοντας την
επικυριαρχία του δικαστικού συστήματος απέναντι στους πολίτες, σε περίπτωση που τελεσθεί
ορισμένη εγκληματική πράξη.
Οι αδυναμίες φυσικά αυτού του συστήματος, οι οποίες αναφέρθηκαν και ανωτέρω
διαμόρφωσαν τα κατάλληλα θεμέλια για την επαναφορά στο προσκήνιο της «αποκαταστατικής
δικαιοσύνης». Εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, στο πλαίσιο του «Common Law», στις
ΗΠΑ και αργότερα στη Βρετανία, όπου δημιουργήθηκε ένα σύστημα άτυπης απονομής δικαιοσύνης,
προς επίλυση ήσσονος σημασίας εγκληματικών πράξεων, παρακάμπτοντας την παρέμβαση των
δικαστηρίων9. Αυτό οδήγησε σε μεγάλη αποφόρτιση των ποινικών δικαστηρίων από μέρος της
δικαστικής ύλης, στη μείωση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης, καθώς και στην επίτευξη ενός
πνεύματος συμφιλίωσης μεταξύ δράστη και θύματος μέσα από τις δυνατότητες επανόρθωσης που
παρέχονταν10.

1.3 Ουσιαστική και Δικονομική διάσταση «αποκαταστατικής δικαιοσύνης»


Όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, με τη σταδιακή αποδυνάμωση του Κράτους ως
αποκλειστικού φορέα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, πλέον το επίκεντρο ήταν η αποκατάσταση
της βλάβης του θύματος παρά η αποκατάσταση του «τρωθέντος» δικαίου, με αποτέλεσμα να έχει ο
δράστης τη δυνατότητα να επανορθώσει την βλάβη που προξένησε στον παθόντα, ο οποίος πολύ
συχνά έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τον θυμό και τον φόβο του, κατάσταση η οποία μπορεί να
βοηθήσει στην επούλωση των πληγών του11.
Κοινά αποδεκτός ορισμός για το περιεχόμενο της αποκαταστατικής δικαιοσύνης δεν υπάρχει.
Ορισμένοι εστιάζουν στην ίδια τη διαδικασία, άλλοι στις αξίες που προάγει και στους στόχους που
θέτει κ.α. Γενικότερα ανάμεσα στο πλήθος των διαφορετικών ορισμών που έχουν διατυπωθεί,
μπορούν να εντοπισθούν ορισμένα κοινά στοιχεία12:

9
Ανδρουλάκης Ν.Κ., «Το plea bargaining κατά το νέο σχέδιο ΚΠΔ» , ΠοινΧρ. 2014, σ.401
10
Παπαχαραλάμπους Χάρης, «Επανεκτιμώντας την ποινική συνδιαλλαγή, Μια ακόμη προσέγγιση για τη συμβατότητα
του θεσμού με τη φύση της ποινικής δικής», ΠοινΧρ 2018, σ.661επ
11
Ε Συμεωνίδου- Καστανίδου, «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη: Μία εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση του
εγκλήματος», ΠοινΔικ. 2017 σ.497
12
Β. Αρτινοπούλου, «Οι γκρίζες ζώνες της αποκαταστατικής δικαιοσύνης», http://www.theartofcrime.gr

7
Ι. Στοχεύει στη συμπλήρωση, την αλλαγή ή και το μετασχηματισμό του κυρίαρχου συστήματος της
ποινικής δικαιοσύνης
ΙΙ. Αντιμετωπίζει το έγκλημα ως βλάβη και παραβίαση των διαπροσωπικών σχέσεων και όχι ως
πράξη κατά του κράτους
ΙΙΙ. Ο στόχος της δικαιοσύνης είναι επανορθωτικός ή αποκαταστατικός, σκοπεύοντας στην
επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε στο θύμα από το δράστη
IV. Συνιστά μία ειδική μέθοδο χειρισμού του εγκλήματος που φέρνει κοντά το δράστη και το θύμα
και τις οικογένειες τους, για να συζητήσουν τις επιπτώσεις και τρόπους αποκατάστασης
Ανάμεσα και στους ίδιους τους υποστηρικτές της, αποτυπώνονται δύο τάσεις, η μαξιμαλιστική και
η μινιμαλιστική. Σύμφωνα με την πρώτη, η «αποκαταστατική δικαιοσύνη» πρέπει να εφαρμόζεται σε
όλα τα είδη των αδικημάτων καθώς σε όλα προσφέρει αποτελεσματικές λύσεις ενώ κατά τη δεύτερη,
αναδεικνύεται ο συμπληρωτικός και εναλλακτικός χαρακτήρα της, σε σχέση με το κρατικό σύστημα
δίωξης των εγκλημάτων και δεν αφορά τα σοβαρότερα από αυτά13.
Ίσως από όλους τους ορισμούς που κατά καιρούς έχουν δοθεί, σημαντικότερος είναι εκείνος του
Αλεξιάδη, ο οποίος της δίνει μία ουσιαστική και μία δικονομική διάσταση 14:
-Υπό την ουσιαστική: Νοείται η επίλυση ενός βασικού κοινωνικού προβλήματος (το έγκλημα και
οι επιπτώσεις του) που έφερε αναταραχή στην ομαλή κοινωνική διαβίωση. Βασικοί στόχοι είναι η
προστασία του δράστη και του θύματος, η αποκατάσταση των προσωπικών τους σχέσεων, η μείωση
των εντάσεων και η «θεραπεία» της πληγής που προξένησε το έγκλημα στο πλαίσιο της προσωπικής
σύγκρουσης. Από τα ανωτέρω δεν αναγνωρίζεται η ποινική αξίωση της Πολιτείας και η ποινή δεν
θεωρείται ως ανταπόδοση στο κακό που έγινε. Το έγκλημα αντιμετωπίζεται πέρα από το πλαίσιο του
ποινικού δικαίου. Το «νομικό έγκλημα» τίθεται σε δεύτερη μοίρα και αποκτά μείζον ενδιαφέρον η
γενεσιουργός αιτία και η ίδια η σύγκρουση15.
-Υπό την δικονομική: Θεωρείται ο διαδικαστικός τύπος μέσα από τον οποίο θα επιτευχθεί η
ουσιαστική διάσταση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, η οποία έχει ως στόχο την αποκατάσταση
της κοινωνικής ευημερίας μέσω της επανόρθωσης της προκληθείσας βλάβης. Την τελική απόφαση
τη διαμορφώνουν τα συμβαλλόμενα μέρη και απλώς τη διεξαγωγή της την αναλαμβάνει ένα τρίτο

13
Β. Αρτινοπούλου, «Οι γκρίζες ζώνες της αποκαταστατικής δικαιοσύνης», http://www.theartofcrime.gr
14
Β. Αρτινοπούλου, «Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιϊκών συστημάτων», Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σ.21
15
Α. Συκιώτου, «Η ποινική διαμεσολάβηση ως μορφή de jure αποποινικοποίησης», «Η εγκληματολογία στην Ελλάδα
σήμερα», Τιμ. Τόμος για τον Στ. Αλεξιάδη, Εκδ. ΚΨΜ 2007, σ.314 επ
8
πρόσωπο, που αποσκοπεί στην τήρηση των κανόνων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της
συνδιαλλαγής16.

1.4 Οι αρχές της «αποκαταστατικής δικαιοσύνης»


Ορισμένες αρχές και δικονομικές εγγυήσεις αποτελούν τα βασικά θεμέλια αυτού του τρόπου
απονομής δικαιοσύνης και είναι οι ακόλουθες:
Ουσιαστικές αρχές17:
1. Επιβάλλει την αποκατάσταση της ειρήνης ανάμεσα στα μέρη τα οποία δέχθηκαν πλήγμα αλλά και
μεταξύ της κοινωνίας και του δράστη.
2. Οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν εκουσίως να λάβουν μέρος σε αυτή τη διαδικασία , για αυτό και
οποιαδήποτε παραπλάνηση ή εξαναγκασμός του ενός μέρους από το άλλο είναι απαράδεκτη. Για
αυτό και η συναίνεση θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη ελαττωμάτων και ελεύθερη ανάκλησης χωρίς
να υπάρχουν επιπτώσεις.
3. Οι συμβαλλόμενοι πρέπει να αποδεχτούν την αλήθεια των περιστατικών που συνιστούν το κρίσιμο
γεγονός και το οποίο αποτελεί και τη βάση της συνδιαλλαγής μεταξύ τους, καθώς και του τελικού
αποτελέσματος της συζήτησης.
4. Ο ρόλος των τοπικών κοινοτήτων πρέπει να είναι ενισχυμένος αφού μπορεί να εντοπίζεται σε
συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνικής επικράτειας.
5. Η τελική απόφαση των μερών θα πρέπει να συνοδεύεται από την παροχή «συγγνώμης» του δράστη
προς το θύμα και ο δράστης είτε θα απαλλάσσεται από την ποινική δίωξη είτε από την τιμωρία είτε
θα εκτίσει σαφώς μικρότερη ποινή.
Δικονομικές αρχές-εγγυήσεις18:
1. Αποτελεί μία «εξω-δικαστηριακή» διαδικασία, όχι όμως και «εξω-δικαιϊκή»
2. Λειτουργεί εναλλακτικά ή συμπληρωματικά προς την επίσημη κρατική Ποινική Δικαιοσύνη και
όχι ως υποκατάστατο αυτής
3. Η διαδικασία θα πρέπει εξ’ ορισμού να είναι ταχεία και ευέλικτη και να διεξάγεται υπό απόλυτη
εχεμύθεια και μυστικότητα

16
Στ. Αλεξιάδης, «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη σε ποινικές υποθέσεις: προς μια νέα Ευρωπαϊκή προοπτική», Διεθνές
Συνέδριο 16 και 17 Μάϊου 2013 Θεσσαλονίκη- Ελλάδα, 2013, Σάκκουλας Αθήνα - Θεσσαλονίκη, σ.17.
17
Β. Αρτινοπούλου, «Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιϊκών συστημάτων», Νομική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2010, σ.21επ
18
Στ. Αλεξιάδης, «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη σε ποινικές υποθέσεις: προς μια νέα Ευρωπαϊκή προοπτική», Διεθνές
Συνέδριο 16 και 17 Μάϊου 2013 Θεσσαλονίκη- Ελλάδα, 2013, Σάκκουλας Αθήνα - Θεσσαλονίκη, σ.19
9
2. Οι «κατά παρέκκλιση» διαδικασίες»
Η «αποκαταστατική δικαιοσύνη» γέννησε φορείς οι οποίοι χαρακτηρίζονται από καθαρά
εξωδικαστικό χαρακτήρα και ακολουθούν το λεγόμενο «εξωδικαστικό ή συμμετοχικό πρότυπο». Η
«συμμετοχική δικαιοσύνη» που συνιστά κι αυτή εναλλακτική απάντηση στο έγκλημα βασίζεται στη
λογική να συμμετέχουν ενεργά στην επίλυση μίας διαφοράς όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με
στόχο αυτή να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα στη μικρότερη δυνατότητα επέμβασης του κρατικού
μηχανισμού. Φυσικά και η κρατική παρέμβαση δεν ελλείπει παντελώς 19.
Οι διαδικασίες αυτές αποκλίνουν από τις παραδοσιακές, για αυτό και ονομάζονται «κατά
παρέκκλιση» ή εναλλακτικές διαδικασίες 20 και στοχεύουν σε μία απλούστερη διαδικασία, όπως είναι
εκείνη της «ποινικής συνδιαλλαγής», της «ποινικής διαμεσολάβησης» και της «ποινικής
διαπραγμάτευσης». Αν και αυτά τα τρία είδη συγχέονται αρκετά συχνά στην ελληνική νομοθεσία
λόγω του κοινού προσανατολισμού τους, πρόκειται για τρεις διαφορετικές διαδικασίες. Πιο
συγκεκριμένα:

2.2 Η «ποινική συνδιαλλαγή»


Χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών και ενός τρίτου, του
εισαγγελέα, ο οποίος παρεμβαίνει προς εξεύρεση λύσεων. Ο ρόλος του εισαγγελέα δεν είναι ενεργός,
είναι απλά υποστηρικτικός όντας εκπρόσωπος της κρατικής εξουσίας. Διακρίνεται εντονότερα
ιδιωτικός και ειδικότερα αποζημιωτικός χαρακτήρας συγκριτικά με τις άλλες κατά παρέκκλιση
διαδικασίες, αφού η παρέμβαση της Πολιτείας εντοπίζεται στο κομμάτι επικύρωσης αυτής της
συναίνεσης ανάμεσα σε θύμα και δράστη21.
Ο Έλληνας νομοθέτης μάλιστα, προκειμένου να υπακούσει στις συστάσεις διεθνών
οργανισμών, εισήγαγε μία μορφή «συνδιαλλαγής» στην ποινική δικαιοσύνη, η οποία βέβαια
διαφέρει αισθητά από την παραπάνω έννοια, με τον Ν. 3981/2003 σχετικά με την «Αναμόρφωση της
ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων και άλλες διατάξεις», όπου προβλέπει την συνδιαλλαγή ανάμεσα
στον ανήλικο δράστη και το θύμα μέσα από την έκφραση συγγνώμης, και έτσι την εξώδικη
διευθέτηση της διαφοράς που πλέον προβλέπεται ρητά στο άρθρο 122 εδάφιο ε ΠΚ.
Μπορεί εδώ ο εισαγγελέας βάσει της αρχής της σκοπιμότητας να απόσχει από την ποινική δίωξη εάν
ο ανήλικος δράστης συμμορφωθεί με το επιβληθέν μέτρο22.

19
Ν. Κουράκης, «Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων», β έκδοση, 2012, σ.560
20
Στ. Χούρσογλου, «Ο ποινικός συμβιβασμός στη γαλλική έννομη τάξη», ΠοινΧρ. 2000, σ.299
21
Γ. Τριανταφύλλου «Η συνδιαλλαγή: Προβλήματα από τη ρύθμιση ενός νέου θεσμού», ΠοινΧρ. 1995, σ.1049, Δαγκλής
Νικόλαος, «Μορφές Συμβιβαστικής περάτωσης της ποινικής δίκης»,2016, σ.206επ
22
Πετρόπουλος Κ, Εγκληματολογική προσέγγιση θεσμών ποινικής συνδιαλλαγής, ΠοινΔικ 2017, σ.1189
10
Παρατηρούνται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στο θεσμό της «ποινικής
συνδιαλλαγής» με εκείνον της διαιτησίας. Ο σκοπός όμως της δεύτερης είναι διαφορετικός. Στη
διαιτησία και τα δύο μέρη συμφωνούν να απευθυνθούν σε ένα τρίτο πρόσωπο, ο οποίος θα
αποφασίσει αναφορικά με τη διαφορά τους, παρακάμπτοντας το κλασσικό σύστημα απονομής της
δικαιοσύνης. Η απόφαση δηλαδή είναι προϊόν του διαιτητή και αφορά κυρίως υποθέσεις ιδιωτών με
εργατικό, εμπορικό ή αθλητικό ενδιαφέρον23. Από την άλλη πλευρά η «ποινική συνδιαλλαγή» αφορά
τις συνέπειες των αξιόποινων πράξεων και ο τρίτος-εκπρόσωπος του κράτους δεν αποφασίζει για τα
μέρη, απλά διασφαλίζει την τήρηση της διαδικασίας.
Ξεκάθαρα άλλωστε η «ποινική συνδιαλλαγή» αποτελεί διακριτό μέγεθος από την αστική
αποζημίωση, η οποία αφορά τις ιδιωτικές διαφορές μέσα από την υλική ζημία ή την ηθική βλάβη που
προκύπτει και δεν αφορά σε πράξεις άξιες ποινικού κολασμού. Δεν επηρεάζει την ποινική ευθύνη
του ατόμου, απλώς διευθετεί τις εκατέρωθεν μεταξύ τους αξιώσεις.

2.3 Η «ποινική διαμεσολάβηση»


Αυτός ο θεσμός επιτρέπει στα δύο εμπλεκόμενα μέρη, το δράστη και το θύμα να επιλύσουν
τις διαφορές που προέκυψαν μετά από την τέλεση ενός αδικήματος μέσω της βοήθειας ενός τρίτου
ανεξάρτητου προσώπου, που ονομάζεται διαμεσολαβητής. Στο ελληνικό ποινικό δίκαιο εισήχθη με
τον Ν.3500/2006 για την «Αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας», όπου προβλέπεται στα άρθρα
11,12 και 13 του νόμου και αφορά αποκλειστικά τα πλημμελήματα. Ο εισαγγελέας που είναι
αρμόδιος για την άσκηση της ποινικής δίωξης μπορεί να ελέγξει ένα υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής
της διαμεσολάβησης και εάν η απάντηση είναι θετική, ο φερόμενος ως δράστης πρέπει να προβεί σε
ανεπιφύλακτη δήλωση με την οποία προβαίνει σε σωρεία δεσμεύσεων, όπως πως δεν θα προβεί ξανά
σε παρόμοια πράξη, πως δέχεται να παρακολουθήσει συμβουλευτικό-θεραπευτικό πρόγραμμα για
την αντιμετώπιση του προβλήματος του για όσο χρονικό διάστημα θεωρηθεί αναγκαίο καθώς και
πως θα αποκαταστήσει εάν είναι δυνατόν τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη του και θα
καταβάλλει εύλογη αποζημίωση στον παθόντα24.
Τα ανωτέρω τελούν υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2,3 και 4 του άρθρου 13 του Νόμου
3500/2006 και εδώ εντοπίζεται και η ιδιομορφία της σε σχέση με την «ποινική συνδιαλλαγή». Εάν ο
δράστης υπαιτίως δεν ολοκληρώσει την συμφωνία της ποινικής διαμεσολάβησης, η υπόθεση
ανασύρεται από το αρχείο και δρομολογείται η συνέχιση της διαδικασίας σύμφωνα με τον ΚΠΔ25. Η

23
Ορισμός διαιτησίας στην ιστοσελίδα: https://www.eodid.org/el/ypiresies/diaitisia
24
Δαγκλής Νικόλαος, «Μορφές Συμβιβαστικής περάτωσης της ποινικής δίκης»,2016, σ.206ε
25
Άρθρα 11,12,13 Ν.3500/2006
11
αποχή λοιπόν από την ποινική δίωξη είναι προσωρινή και παρατηρείται πως ο εισαγγελέας έχει έναν
αρκετά πιο ενεργό ρόλο σε σύγκριση με τη διαδικασία της «ποινικής συνδιαλλαγής».

2.3 Η ποινική διαπραγμάτευση


Υπό την κλασσική μορφή του ο θεσμός του «plea bargaining» συνιστά μία συμφωνία-
παζάρεμα ανάμεσα στον κατηγορούμενο και τις αρχές, κατά την οποία ο δράστης χωρίς να υποβληθεί
σε δίκη, είτε αποδέχεται την κατηγορία με αντάλλαγμα μειωμένη ποινή είτε αποδέχεται μία από τις
πλείονες κατηγορίες που τον βαρύνουν με αντάλλαγμα να αποσυρθούν οι υπόλοιπες είτε ομολογεί
ένα ελαφρότερο αδίκημα από αυτό για το οποίο κατηγορείται. Εδώ, εμπλεκόμενα μέρη είναι ο
δράστης και ο εισαγγελέας, ενώ το θύμα απουσιάζει από τη διαδικασία και η πρωτοβουλία ανήκει
στις διωκτικές αρχές. Στόχος είναι να επιβληθεί ηπιότερη ποινή με αντάλλαγμα την «ενοχή» του
δράστη26. Οι διαφορές από την ποινική συνδιαλλαγή είναι προφανείς, αφού εκεί έχουμε πρωτίστως
επικοινωνία ανάμεσα στο θύμα και το δράστη και ως πρωταρχικός σκοπός είναι η συμφιλίωση τους,
ενώ η πρωτοβουλία ανήκει σε εκείνους και όχι στον εισαγγελέα.

3. Βασικές αρχές «ποινικής συνδιαλλαγής» :


Εξετάζοντας τη σε ένα γενικότερο θεσμικό πλαίσιο, αποτελεί όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω
μία εναλλακτική διαδικασία επίλυσης των διαφορών στοχεύοντας στην αποκατάσταση της
κοινωνικής ειρήνης καθώς και στη συμφιλίωση ανάμεσα στο δράστη και στο θύμα. Χαρακτηρίζεται
από ταχύτητα και μειωμένο κόστος στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης27καθώς και από ενεργή
συμμετοχή των μερών, οι οποίοι συμμετέχουν στη συμφωνία, καθιστώντας την πιο αποτελεσματική
και ικανοποιητική συγκριτικά με μία δικαστική απόφαση. Λειτουργεί ως υποκατάστατο της ποινής,
αποσκοπώντας να λειτουργήσει αναπληρωματικά αυτής. Σύμφωνα με τη θεωρία της γενικής
πρόληψης, ο δράστης αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον παθόντα καθώς και την πλήρη
ικανοποίηση του28. Ο θεσμός αυτός διαθέτει ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά προκειμένου να
πληροί τους όρους της αποκαταστατικής δικαιοσύνης και να είναι αποτελεσματικός:

26
Μυλωνόπουλος Χρίστος, «Ο θεσμός της [ποινικής] διαπραγμάτευσης. Σκέψεις για τη θεωρητική θεμελίωση και την
πρακτική λειτουργία του», ΠοινΧρ 2013,σ.81
27
Θ. Παπαθεοδώρου, «Ενδοοικογενειακή βία», ΠοινΔικ 1/2007, σ.71
28
Χρ. Μυλωνόπουλος, «Ο θεσμός της [ποινικής] διαπραγμάτευσης (plea bargaining). Σκέψεις για τη θεωρητική
θεμελίωση και την πρακτική λειτουργία του», ΠοινΧρ. 2013, σ. 81
12
1.Ελεύθερη συγκατάθεση των μερών:
Ο δράστης και το θύμα είναι απολύτως ελεύθεροι να επιλέξουν εάν επιθυμούν αυτή τη μέθοδο
επίλυσης των διαφορών τους ή όχι29.
2.Προσωπική επικοινωνία μεταξύ δράστη-θύματος:
Αυτή αποβλέπει στη συμφιλίωση ανάμεσα σε αυτά τα μέρη, όπου ο δράστης αναγνωρίζει το
κακό που έκανε, το οποίο δεν μπορεί να αρκεστεί σε μία απλή δήλωση μετάνοιας ή αίτηση
συγγνώμης, αλλά απαιτείται η εκούσια έμπρακτη ανάληψη της ευθύνης του για το έγκλημα, η οποία
πράγματι τεκμηριώνει τη μεταστροφή του30.
3.Η αρχή της ισότητας των μερών31:
Η απόφαση προέρχεται αποκλειστικά από τα εμπλεκόμενα μέρη, των οποίων τα δικαιώματα
προστατεύονται από την αρχή της ισότητας. Η επέμβαση τρίτου αποκλείεται.
4.Το τεκμήριο αθωότητας και το απόρρητο των συζητήσεων 32:
Εάν η διαδικασία συνδιαλλαγής αποτύχει και ακολουθήσει η υπόθεση το δρόμο της τακτικής
ποινικής διαδικασίας, θα πρέπει να εξασφαλίζεται το τεκμήριο αθωότητας και το δικαστήριο να μην
εκλαμβάνει αυτή την προγενέστερη προσπάθεια ως ένδειξη ενοχής.
5. Η αρχή ne bis in idem:
Είναι μία «διαδικασία δημοσίου δικαίου που διενεργείται είτε από δημόσιο όργανο είτε από το
δικαστήριο»33, για αυτό και η κοινά αποδεκτή λύση στην οποία καταλήγουν τα μέρη κατόπιν της
συνδιαλλαγής δημιουργεί δεδικασμένο και δεν επιτρέπεται νέα ποινική δίωξη για την ίδια πράξη. Τη
θέση αυτή επικύρωσε και το ΔΕΚ στις υποθέσεις Gözütok και Brügge 2013, υποστηρίζοντας πως
«η αρχή ne bis in idem….. έχει εφαρμογή και στις διαδικασίες με τις οποίες εξαλείφεται η δυνατότητα
άσκησης ποινικής δίωξης,…. ο εισαγγελέας κράτους-μέλους αποφασίζει χωρίς την παρέμβαση
δικαστηρίου, να παύσει την ποινική δίωξη που έχει ασκηθεί.., αφού προηγουμένως ο κατηγορούμενος
έχει εκπληρώσει ορισμένες υποχρεώσεις του…»34.

4. Ο ποινικός συμβιβασμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο


Ο θεσμός ξεκίνησε από χώρες του αγγλοσαξονικού δικαίου και πιο συγκεκριμένα
εμφανίστηκε πρώτα στις ΗΠΑ και αργότερα στη Βρετανία, ποινικά συστήματα στα οποία οποίες

29
Πετρόπουλος Κ, Εγκληματολογική προσέγγιση θεσμών ποινικής συνδιαλλαγής, ΠοινΔικ 2017, σ.1189
30
Χρ. Μυλωνόπουλος, Η «ικανοποίηση του παθόντος» και η «ποινική συνδιαλλαγή», στο Ν.3904/2010
31
Πετρόπουλος Κ, Εγκληματολογική προσέγγιση θεσμών ποινικής συνδιαλλαγής, ΠοινΔικ 2017, σ.1189
32
Πετρόπουλος Κ, ο.π.
33
Χρ. Μυλωνόπουλος, ο.π.
34
Υποθέσεις C-187/01 και C-385/01, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN
EL/TXT/?from=HU&uri=CELEX%3A62001CJ0187
13
κυριαρχεί η αρχή της σκοπιμότητας , καθώς η κοινοτική δίκη στηρίζεται στην αντιπαράθεση των
μερών και ο ρόλος του δικαστή καθίσταται επιδιαιτητικός. Η συνδιαλλαγή γενικότερα αποτελεί την
κορύφωση της στόχευσης για γρήγορη εκκαθάριση της επιδικίας πάνω και πέρα από την ανεύρεση
της ουσιαστικής αλήθειας για αυτό και αποτέλεσα εξαιρετικά αποτελεσματική μέθοδο επίλυσης των
διαφορών τους35.
Τα ανωτέρω, ο παραμερισμός δηλαδή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και ο
περιορισμός του ρόλου του δικαστή, ήταν και οι κυριότεροι λόγοι καθυστέρησης εισαγωγής στου
στο χώρο του ηπειρωτικού δικαίου, όπου κυρίαρχο ρόλο έχει κατά βάση η αρχή της νομιμότητας.
Παρόλα αυτά η εισαγωγή του θεσμού και στις χώρες αυτές έγινε, κυρίως λόγο της ανάγκης
αποσυμφόρησης του δικαστηριακού συστήματος αλλά και της αντιμετώπισης της βραδύτητας στην
απονομή της ποινικής δικαιοσύνης36.
Γαλλική έννομη τάξη
Στο γαλλικό ποινικό δίκαιο κυριαρχεί η αρχή της σκοπιμότητας, επομένως ο εισαγγελέας
μπορεί ελεύθερα μέσα από την κυριαρχική κρίση του , μέσα από τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητα
της κατηγορίας να θέσει μία υπόθεση στο αρχείο37.
Από τις ενναλακτικές διαδικασίες παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο ποινικός συμβιβασμός,
ο οποίος εισήχθη στο γαλλικό δίκαιο με το νόμο της 23.6.1999 και αφορά τη δυνατότητα της
εισαγγελικής αρχής να προτείνει στο δράστη ένα τιμωρητικό μέτρο προκείμενου να μην του ασκήσει
ποινική δίωξη. Τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι πως συνίσταται η διεξαγωγή της πριν από την
άσκηση ποινικής δίωξης, η αποδοχή από την πλευρά του δράστη πως τέλεσε την πράξη για την οποία
κατηγορείται και ο δυνητικός χαρακτήρας της, καθώς ο εισαγγελέας μπορεί να επιλέξει και την οδό
της προβλεπόμενης τακτικής διαδικασίας. Η μεγαλύτερη καινοτομία αυτού του συστήματος είναι η
ανάθεση του ελέγχου και της περάτωσης της διαδικασίας από τακτικό δικαστή, ο οποίος μπορεί είτε
να επικυρώσει είτε να απορρίψει την εισαγγελική πρόταση38.
Ιταλική έννομη τάξη
Η κίνηση της ποινικής δίωξης εδώ διέπεται αποκλειστικά από την αρχή της νομιμότητας,
όμως με τις τροποποιήσεις του Ιταλικού κώδικα του 1989 εισήχθησαν ειδικές διαδικασίες που

35
Παπαχαραλάμπους Χάρης, «Επανεκτιμώντας την ποινική συνδιαλλαγή: Μία ακόμη προσέγγιση για τη συμβατότητα
του θεσμού με τη φύση της ποινικής δίκης», ΠοινΧρ, 2018 σ.661
36
Καλφέλης Γ., «Οι ραγδαίες αλλαγές στο ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο( και ο πρόσφατος νόμος 3904/2010 για την
ποινική συνδιαλλαγή)» ΠοινΧρ. 2011, σ.241
37
Παπαδόπουλος Γ., «Διαδικασίες ποινικής επιτάχυνσης στην ΕΕ και ο Ν 3904/2010 για τον εξορθολογισμό της ποινικής
δικαιοσύνης», ΠοινΔικ 2011, σ.74
38
Χούρσογλου Στ., «Ο ποινικός συμβιβασμός στη γαλλική έννομη τάξη», ΠοινΧρ 2000,σ.299

14
προέβλεπαν τρόπους εναλλακτικής περάτωσης των ποινικών διαφορών. Ο ποινικός συμβιβασμός
εδώ προβλέπει πως ο κατηγορούμενος με τον εισαγγελέα ζητούν από το δικαστή να επιβάλλει μία
ποινή που συμφώνησαν προηγουμένως μεταξύ τους και η οποία θα είναι αισθητά μειωμένη από
εκείνη που θα του επιβαλλόταν κανονικά. Εδώ ο κατηγορούμενος δεν ομολογεί την ενοχή της πράξης
του, απλά παραιτείται από το δικαίωμά του να δικαστεί υπό τις συνθήκες πλήρους αντιδικίας. Ο
δικαστής λειτουργεί ως «εγγυητής» της ποινικής δίκης, για αυτό και ελέγχει σύμφωνα με το άρθρο
444 του ιταλικού ΚΠΔ εάν είναι ορθός ο χαρακτηρισμός της πράξης, ένα συντρέχουν στο πρόσωπο
του λόγοι άρσης του αδίκου ή του καταλογισμού καθώς και εάν η επιβληθείσα ποινή είναι η
προσήκουσα39.
Γερμανική έννομη τάξη
Ήδη από τη δεκαετία του 1970, παρόλο που το γερμανικό ποινικό σύστημα είναι επηρεασμένο
από το εξεταστικό σύστημα και το ανακριτικό ιδεώδες, η πρακτική συνεννοήσεων των συνηγόρων
με τα δικαστήρια ώστε να ομολογήσει ο κατηγορούμενος την ενοχή του προκειμένου να του
επιβληθεί μειωμένη ποινή ήταν σύνηθες φαινόμενο, κυρίως λόγω του όγκου τις δικαστηριακής ύλης
και της μακράς διάρκειας των υποθέσεων. Ο νόμος «για τη ρύθμιση της συνεννόησης» εισήχθη στην
Ποινική Δικονομία στις 29.7.2009. Εδώ η ομολογία του κατηγορουμένου αποτελεί βασική
προϋπόθεση για την εφαρμογή αυτής της εναλλακτικής διαδικασίας, προβλέπεται η εφαρμογή της σε
όλο τον κατάλογο των εγκλημάτων και όχι σε ορισμένα από αυτά όπως συμβαίνει στη Γαλλία και
την Ιταλία και ο ρόλος του ίδιου του ποινικού δικαστή στη διαπραγμάτευση είναι ενεργός40.Σύμφωνα
με τις ειδικότερες ρυθμίσεις, η συμφωνία είναι έγκυρη μόνο όταν το δικαστήριο ανακοινώνει το
πιθανό περιεχόμενο της και δηλώνουν τη συναίνεση τους ο εισαγγελέας με τον κατηγορούμενο. Εάν
δεν διαπιστωθεί το γνήσιο της ομολογίας του κατηγορουμένου, η καταδικαστική απόφαση δεν μπορεί
να εφαρμοσθεί, διαφυλάσσοντας έτσι τη διασφάλιση της ουσιαστικής αλήθειας 41.

5. Η ποινική συνδιαλλαγή στην ελληνική έννομη τάξη


Μία πρώτη προσπάθεια εισαγωγής αυτού του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη είχε γίνει
ήδη από το 1995 και την λεγόμενη «Επιτροπή Μανωλεδάκη», όπου στο άρθρο 71 του Σχ. ΚΠΔ είχε
προταθεί να υιοθετηθεί ο θεσμός της συνδιαλλαγής μεταξύ δράστη και θύματος ενώπιων του
εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Εάν είχε επιτυχή έκβαση ο εισαγγελέας θα απείχε από την άσκηση

39
Αρ. Τζαννετής, «Το plea bargaining και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας-Συνηγορία υπέρ του νέου
θεσμού», ΠοινΧρ 2016, σ.14
40
Αρ. Τζαννετής, «Το plea bargaining και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας-Συνηγορία υπέρ του νέου
θεσμού», ΠοινΧρ 2016, σ.14
41
Σπ. Αδάμ, Plea bargaining στην ελληνική έννομη τάξη;, www.theartofcrime.gr
15
ποινικής δίωξης ενώ σε περίπτωση αποτυχίας θα την κινούσε κανονικά. Πρότειναν να εφαρμοστεί
στα κακουργήματα για τα οποία προβλεπόταν η έμπρακτη μετάνοια και στα πλημμελήματα, σε όλα
όσα διώκονταν κατ’ έγκληση και από τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα, σε εκείνα που τελούνται κατά
της ιδιοκτησίας και της περιουσίας και κατ’ εξαίρεση σε περιπτώσεις σωματικής βλάβης εξ
’αμελείας.
Προβλεπόταν μάλιστα να μη διατηρείται καμία έκθεση ή πρακτικό σε περίπτωση αποτυχίας
της συνδιαλλαγής ώστε να μην επιβαρύνεται ο κατηγορούμενος από κάποιο «ψήγμα ενοχής» κατά
την τακτική διαδικασία. Ως πρωταρχικός στόχος ήταν «η ικανοποίηση του παθόντος και η
αποκατάσταση των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ δράστη και θύματος. Παρόλα αυτά ο η προσπάθεια
αυτή επικρίθηκε έντονα από τη θεωρία και δεν ευοδώθηκε42.

5.1 Ο Ν.3904/2010
Στην ελληνική έννομη τάξη εισήχθη ρητά με το άρθρο 17 του Ν.3904/2010 «για τον
εξορθολογισμό και τη βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» και προβλεπόταν στο
άρθρο 308 Β του τότε ισχύοντος ΚΠΔ. Ακόμη και από τον τίτλο καθίσταται προφανές πως στόχευε
στην αποσυμφόρηση της ποινικής διαδικασίας και την εν γένει αλλαγή του συστήματος απονομής
της ποινικής δικαιοσύνης43. Επιπλέον σε ουσιαστικό επίπεδο με τα άρθρα 6 και 7 του Ν.3904/2010
ολοκληρώθηκε αυτός ο θεσμός καθώς τροποποιήθηκαν τα άρθρα 384 και 406 Α ΠΚ διευρύνοντας τα
εγκλήματα κατά της περιουσίας και της ιδιοκτησίας (εκτός από τη ληστεία και την εκβίαση) στα
οποία μπορεί να εφαρμοστεί ο θεσμός της έμπρακτης μετάνοιας καθώς και τους λόγους για τους
οποίους ο δράστης μπορεί εάν ικανοποιήσει πλήρως το θύμα να απαλλαγεί από την ποινή αλλά και
τις περιπτώσεις που μπορεί να απέχει ο εισαγγελέας από την άσκηση ποινικής δίωξης.

Δικονομική διάσταση ποινικής συνδιαλλαγής


Το άρθρο 17 του Ν.3904/2010 προέβλεπε τη δυνατότητα εφαρμογής της ποινικής
συνδιαλλαγής η οποία είχε ως στόχο την «αποκατάσταση της δικαιϊκής ειρήνης». Ο δισταγμός της
εισαγωγής του στην ελληνική έννομη τάξη σχετιζόταν με το ότι δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες
της τακτικής ποινικής διαδικασίας και με το δόγμα του Ποινικού Δικαίου που προτάσσει την ποινική
αξίωση της Πολιτείας. Για αυτό το λόγο και «περιορίζονται σε περιπτώσεις που έχουν περιουσιακό

42
Λίβος Νικόλαος, «Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποίησης του ζημιωθέντος μέχρι έκδοσης της οριστικής
απόφασης», ΠοινΧρ 2000, σ.289
43
ΦΕΚ Α’ 218/23.12.2010
16
περιεχόμενο και η αποκατάσταση της ζημίας από το έγκλημα εμφανίζεται να μειώνει την αξίωση βαριάς
τιμώρησης του δράστη»44.
Το πεδίο εφαρμογής του θεσμού που εντοπιζόταν στο άρθρο 308Β ΚΠΔ παρ.1 και αφορούσε τα
περιουσιακά κακουργήματα της υπεξαίρεσης (375), απάτης (386), απάτης με υπολογιστή (386 Α),
απιστίας (390), και τοκογλυφίας (404). Σύμφωνα μάλιστα με την Αιτιολογική Έκθεση τα εγκλήματα
αυτά αποτελούσαν και το αντίστοιχο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για την έμπρακτη μετάνοια και
την απαλλαγή από την ποινή.
Σύμφωνα μάλιστα με τη λογική πως η ποινική απαξία των αδικημάτων που στρέφονται κατά του
Δημοσίου αξιώνουν θεσμοθετημένη απάντηση από την Πολιτεία με την παρ. 9 του άρθρου 308Β δεν
περιλαμβάνονταν στη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής τα κακουργήματα που στρέφονταν κατά
του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ, και Ο.Τ.Α.
Επιπλέον στην παρ. 5 εδ. δ του άρθρου 308Β, προβλεπόταν πως η «ποινική συνδιαλλαγή» δεν
επεκτείνεται στα συρρέοντα εγκλήματα εάν δεν περιλαμβάνονται στην παράγραφο 1.
Προϋποθέσεις εφαρμογής του θεσμού:
-Το χρονικό σημείο εφαρμογής του θεσμού αυτού είναι η άσκηση της ποινικής δίωξης για κάποιο
από τα κακουργήματα της παραγράφου 1. Στον χρόνο πριν από αυτό, προβλέπονταν η εφαρμογή των
τότε άρθρων 386 και 406Α ΠΚ για την έμπρακτη μετάνοια και την απόχη από την ποινική δίωξη.
-Η υποβολή αιτήματος από τον κατηγορούμενο έως την τυπική περάτωση της ανάκρισης ενόψει του
τεκμηρίου αθωότητας και της ετοιμότητας να πραγματώσει το περιεχόμενο της ποινικής
συνδιαλλαγής, δηλαδή την απόδοση του ιδιοποιημένου πράγματος ή την πλήρη αποκατάσταση του
παθόντος.
Συμμετέχοντες:
Εάν το αίτημα του κατηγορουμένου είναι παραδεκτό, ο εισαγγελέας καλεί τόσο εκείνον όσο και τον
παθόντα να εμφανισθούν μετά ή διά του συνηγόρου τους. Εάν κάποιος δεν διαθέτει συνήγορο,
προβλέπεται ο αυτεπάγγελτος διορισμός από τον σχετικό πίνακα του οικείου δικηγορικού συλλόγου.
Μάλιστα προβλεπόταν για πρώτη φορά υποχρεωτική παράσταση συνηγόρου στην προδικασία. Ο
εισαγγελέας μάλιστα μπορούσε να διαφωνήσει με αιτιολογημένη διάταξη με τη διαδικασία της
συνδιαλλαγής και τη λύση την έδινε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών κατ’ εφαρμογή του άρθρου
307γ ΚΠΔ.

44
Αιτιολογική Έκθεση Ν.3904/2010, άρθρο 17

17
Διαδικασία:
Ο εισαγγελέας θέτει προθεσμία δεκαπέντε ημερών στα μέρη προκειμένου να συντάξουν πρακτικό
συνδιαλλαγής, δηλαδή ένα ιδιωτικό συμφωνητικό που συνυπογράφεται και από τις δύο πλευρές. Στο
περιεχόμενο του είτε θα βεβαιώνεται η απόδοση του ιδιοποιημένου με την αξιόποινη πράξη
πράγματος είτε η εντελής ικανοποίηση του ζημιωθέντος. Σχετικά με το περιεχόμενο της εντελούς
ικανοποίησης τελολογική θα ήταν καλό να ταυτιστεί με την έννοια των διατάξεων των παρ.2 και 3
των τότε άρθρων 384 και 406Α ΠΚ, ορίζοντας την «εντελή ικανοποίηση» ως την αποδεδειγμένη
καταβολή ολόκληρου του κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας. Εάν το πρακτικό συνταχθεί πριν
από την απολογία του κατηγορουμένου, εισάγεται ένας νέος τρόπος περάτωσης της ανάκρισης από
τον ίδιο τον κατηγορούμενο και τους συμμέτοχους του, εάν ωστόσο συνταχθεί μετά το οποιοδήποτε
μέτρο δικονομικού καταναγκασμού αίρεται υποχρεωτικά με διάταξη του Εισαγγελέα
Πλημμελειοδικών.
Μετά τη σύνταξη του πρακτικού, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών διαβιβάσει τη δικογραφία
στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος την εισάγει στο Μονομελές Εφετείο και αφού ο δικαστής λάβει
υπόψη το πρακτικό συνδιαλλαγής κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και μπορεί να του επιβάλλει
μία ποινή έως τα τρία έτη, εκτός εάν συνεκτιμώντας τις περιστάσεις κρίνει πως πρέπει να μείνει
ατιμώρητος. Ο ρόλος δηλαδή του δικαστή είναι ξεκάθαρα επικυρωτικός, για αυτό και εγείρονται
ερωτήματα πως είναι δυνατόν αν επιβάλλεται ποινή ενώ δεν προχωρά το δικαστήριο σε μία
διαγνωστική κρίση μέσα από μία αποδεικτική διαδικασία45. Στην περίπτωση αυτή, τα δικαστικά
έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος του κατηγορουμένου και η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται
σε έφεση.
Η επιλογή αυτή του νομοθέτη έχει επικριθεί πως έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 2 παρ.1
του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ σχετικά με το δικαίωμα της επανεξέτασης της υπόθεσης ενός
προσώπου από ένα ανώτερο δικαστήριο από εκείνο που εξέδωσε την αρχική απόφαση αν και
σύμφωνα με τον Μαργαρίτη υποστηρίζεται η θέση πως η ανωτέρω διάταξη αφορά μόνο τις «γνήσια
καταδικαστικές αποφάσεις» βασιζόμενος στο γράμμα της διάταξης που μιλά για «πρόσωπο που
καταδικάστηκε» αλλά και στη διατύπωση πως σε περίπτωση ομολογίας της ενοχής, το αίτημα
επανεξέτασης αφορά μόνο την ποινή και όχι την ενοχή46.

45
Σπ Αδάμ, «Plea Bargaining στην Ελληνική έννομη τάξη;», www.theartofcrime.gr
46
Μαργαρίτης Λ, Ποινική Δικονομία ΙΙ, Ένδικα Μέσα, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009, σ. 40

18
Απόπειρα-Συμμετοχή:
Στην περίπτωση της απόπειρας, αυτή βεβαιώνεται στο πρακτικό της συνδιαλλαγής και
αφορά στην χρηματική ικανοποίηση του παθόντος λόγω ηθικής βλάβης. Ο νομοθέτης από τη στιγμή
που δέχεται έναν εναλλακτικό θεσμό επιβολής μειωμένης ποινής σε ένα ολοκληρωμένο έγκλημα, δεν
θα μπορούσε να αρνηθεί την εφαρμογή του στην περίπτωση της απόπειρας. Διαπιστώνεται όμως το
εξής παράδοξο: Ο δράστης το ολοκληρωμένου εγκλήματος πρέπει να επιστρέψει το παρανόμως
αποκτηθέν προκειμένου να επιτευχθεί η ποινική συνδιαλλαγή, ενώ ο δράστης της απόπειρας που
αντικειμενικά πράττει κάτι λιγότερο οφείλει να καταβάλλει χρήματα από την δική του περιουσία,
βγαίνοντας δηλαδή περισσότερο ζημιωμένος από ότι στο ολοκληρωμένο έγκλημα!
Αναφορικά με τη συμμετοχή, η εφαρμογή της ποινικής συνδιαλλαγής προβλέπεται να έχει
επεκτατικό αποτέλεσμα και στους συμμέτοχους, κάτι που έχει εντόνως επικριθεί καθώς δεν
διαπιστώνεται η ειλικρινής μεταστροφή τους προς την πράξη, κάτι που αποτελεί βασικό συστατικό
της ποινικής συνδιαλλαγής45. Για αυτό και έχει υποστηριχθεί πως προσιδιάζει περισσότερο σε ένα
θεσμό αστικής αποζημίωσης συγχέοντας το επεκτατικό αποτέλεσμα με τον θεσμό της ομοδικίας όπως
προβλέπεται στον ΚΠολΔ.
Αποτυχία της συνδιαλλαγής:
Η αποτυχία της επίτευξης της συνδιαλλαγής, συνεπάγεται τη θεώρηση της διαδικασίας ως
ουδέποτε επιβληθείσας και τη διαδικασία της αίτησης ως ουδέποτε υποβληθείσας. Το οικείο υλικό
της συνδιαλλαγής καταστρέφεται και απαγορεύεται η με οποιοδήποτε τρόπο αποδεικτική αξιοποίηση
του. Η παραβίαση αυτή συνιστά παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και συνεπάγεται την
απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.
Η ανάληψη της πρωτοβουλίας για την αξιοποίησης της δικονομικής δυνατότητας της ποινικής
συνδιαλλαγής εκκινεί μετά την άσκηση της ποινική δίωξης, για αυτό και η αποτυχία της οδηγεί στην
ταχύτατη εισαγωγή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο. Η διάταξη υπακούει στη αξίωση άμεσης
εκδίκασης μίας αποδεδειγμένης υπόθεσης.
Κριτική θεσμού:
Το περιεχόμενο της «ποινικής συνδιαλλαγής» όπως ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη
τάξη έχει εντόνως επικριθεί για αρκετούς λόγους. Αρχικά η σώρευση και της αποζημίωσης και της
επιβολής ποινής καθιστά τον θεσμό μη ελκυστικό για όσους ενδιαφέρονται να τον επιλέξουν διότι
δεν θα αποκομίσουν κανένα όφελος. Επίσης δεν διευκρινιζόταν εάν θα προβλεπόταν έστω και μία

19
στοιχειώδης αποδεικτική διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, παρόλο που ο δικαστής μπορούσε να
επιβάλει ποινή, άρα εδώ είναι σαν να πρόκειται για ένα δικαιοδοτικό άλμα47.
Παράλληλα ο θεσμός έχει επικριθεί ως αντίθετος προς την αρχή της ισότητας. Σε οικονομικές δίκες
οι οποίες είχαν δαιδαλώδες περιεχόμενο, οι οικονομικά ισχυρότεροι κατηγορούμενοι είναι σε θέση
ισχύος διότι αυτό τους επιτρέπει να έχουν περισσότερες διαπραγματευτικές δυνατότητες, ενώ από
την άλλη πλευρά, οι οικονομικά ασθενέστεροι δεν έχουν το ίδιο προνόμιο, με αποτέλεσμα να μιλάμε
για μία ποινική διαδικασία δύο ταχυτήτων48. Προφανώς, λόγω της ισχυρούς σημασίας της επιθυμίας
του θύματος ως προς την επίτευξη συμφωνίας επί της «ποινικής συνδιαλλαγής» και της
αποκατάστασης της βλάβης του, οι οικονομικά δυνατότεροι κατηγορούμενοι μπορούν να
δημιουργήσουν ευμενέστερο καθεστώς έναντι των θυμάτων τους.
Ακόμη το χρονικό πλαίσιο εφαρμογής της ήταν εξαιρετικά περιορισμένο διότι εκκινεί από τη
στιγμή άσκησης της ποινικής δίωξης για ένα από τα κακουργήματα της παραγράφου 1 του 308Β
ΚΠΔ, κάτι που δε συνάδει με το σκοπό της «ποινικής συνδιαλλαγής» που κατά κανόνα διέπει
ολόκληρο το μηχανισμό της ποινικής δίκης49.
Παράλληλα φαινόταν να περιορίζεται σε αμιγώς αποζημειωτικά στοιχεία που αφορούν είτε
την απόδοση του πράγματος είτε την εντελή ικανοποίηση του ζημιωθέντος, χωρίς να προβλέπεται
κανένα άλλο επανορθωτικό μέτρο προς αποκατάσταση της νομιμότητας, για αυτό και έχει
χαρακτηρισθεί και ως «ποινική συνδιαλλαγή επί ικανοποίησης του παθόντος»50.
Επίσης προβλεπόταν αποκλειστικά η εφαρμογή της σε αδικήματα τα οποία στέφονται κατά
της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, κάτι που γεννά προβληματισμούς σε ορισμένες περιπτώσεις όπως
λόγου χάρη στην τοκογλυφία, όπου δεν πλήττονται αποκλειστικά περιουσιακά δικαιώματα του
παθόντος αλλά και δικαιώματα που ανάγονται στην προσωπική του σφαίρα, (λ.χ. τοκογλυφία) κάτι
που ενδεχομένως καθιστά ανεπαρκή την εφαρμογή της «ποινικής συνδιαλλαγής» σε αυτή την
περίπτωση.
Ακόμη στο πρακτικό της συνδιαλλαγής δεν προβλεπόταν καμία δήλωση «περί ενοχής» από
την πλευρά του δράστη και σε συνδυασμό με την παράγραφο 7 του αρ. 308Β ΚΠΔ το δικαστήριο
επικύρωνε την κατάγνωση της ενοχής και της ποινής χωρίς να λάβει χώρα αποδεικτική διαδικασία,

47
Καλφέλης Γρηγόρης, «Οι ραγδαίες αλλαγές στο ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο», ΠοινΧρ.,2011 σ.241
48
Tzannetis A., Von der “tätigen Reue” zum “Täter – Opfer - Ausgleich „ - Zielsetzungen und dogmatische Grundlagen
des Schadenswiedergutmachungssystems im neuen griechischen Strafrecht , ZIS 2012, 132, σε www.zis–
online.com/dat/artikel/2012_4_657.pdf
49
Σπ. Αδάμ, «Το plea bargaining στην ελληνική έννομη τάξη;», www.theartofrime.gr
50
Λίβος Νικόλαος, «Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποίησης του ζημιωθέντος μέχρι έκδοσης της οριστικής
απόφασης», ΠοινΧρ. 2000, σ.289
20
βασισμένο σε ένα πρακτικό συνδιαλλαγής που ενδεχομένως να μην περιέχει καν ομολογία. Είναι σαν
να καθιερώνεται ένα τεκμήριο ενοχής, το οποίο σαφώς γεννά ζητήματα αντισυνταγματικότητας51.
Τίθεται λοιπόν ένας σχεδόν πλήρης παραμερισμός της αρχής της αναζήτησης της ουσιαστικής
αλήθειας ως θεμελίου για την απόφανση περί ενοχής και ο δικαστής μετατρέπεται απλά σε
διεκπεραιωτής αρμοδιοτήτων. Σύμφωνα άλλωστε με το άρθρο 177 ΚΠΔ η αρχή της ηθικής απόδειξης
υπαγορεύει την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του δικαστή, ώστε ακόμη και αν το
πρακτικό συνδιαλλαγής περιέχει ομολογία, ο δικαστής να δεσμεύεται να αξιολογήσει την αξιοπιστία
της.
Παράλληλα στην παράγραφο 9 του Άρθρου 308Β ΚΠΔ, προβλεπόταν εξαίρεση της εφαρμογής του
θεσμού στις περιπτώσεις που στρέφονται τα κακουργήματα της παραγράφου 1 κατά του Δημοσίου,
Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. κρίνοντας πως τα εγκλήματα αυτά έχουν ιδιαίτερη απαξία, κάτι το οποίο επίσης
συνετέλεσε ώστε ο θεσμός να μην καθίσταται καθόλου ελκυστικός για όσους ενδιαφέρονταν.
Όλα τα ανωτέρω συνετέλεσαν στη μη ουσιαστική εφαρμογή του θεσμού αλλά και στην
εξασθένηση και παραγκώνιση των διατάξεων. Σε αυτό βέβαια συνέβαλλε και το ίδιο το κλίμα που
επικρατεί στην ελληνικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, το οποίο θεωρεί πως εάν λάβει χώρα μία
συμφωνία-συμφιλίωση ανάμεσα στο θύμα και τον δράστη, πλέον η πράξη αποποινικοποιείται καθώς
κυριαρχεί ο αποζημιωτικός χαρακτήρας και ο δράστης έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί από την
ποινή52. Παρόλες όμως τις αστοχίες και τα προβλήματα που γεννήθηκαν, στην ουσία αποτελεί την
πρώτη επίσημη προσπάθεια θεμελίωσης της αποκαταστατικής δικαιοσύνης στην ελληνική έννομη
τάξη ώστε να εναρμονιστεί και εκείνη με το σύγχρονο διεθνές περιβάλλον που τάσσεται υπέρ μίας
ευέλικτης και ταχύτερης εναλλακτικής διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης.

5.2 Ο Ν.4620/2019
Αν και όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ο θεσμός της «ποινικής συνδιαλλαγής»
αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη επιφύλαξη και αναδείχθηκε πλήθος δυσλειτουργιών σύμφωνα με την
Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4620/2019 η διατήρηση και η ενίσχυση του κρίθηκε ως απολύτως
αναγκαία. Πλέον εντοπίζεται στα άρθρα 301 και 302 ΚΠΔ, όπου εντάχθηκαν πλέον και τα αδικήματα
σε βάρος του Δημοσίου ενώ προέβη και σε πλήθος άλλων τροποποιήσεων για να διευκολυνθεί η
εφαρμογή του θεσμού53.

51
Χρ. Μυλωνόπουλος, «Η ικανοποίηση του παθόντος και η ποινική συνδιαλλαγή στο ν. 3904/2010»

52
Πετρόπουλος Κωνσταντίνος, «Εγκληματολογική προσέγγιση θεσμών ποινικής συνδιαλλαγής», ΠοινΔικ 2017, σ.1189
53
Αδάμ Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία» 9η έκδοση, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2019 σ.351
21
Άρθρο 301 ΚΠΔ:
Προβλέπεται πλέον σύμφωνα με την παράγραφο 1 η εφαρμογή της στα εγκλήματα της
κακουργηματικής πλαστογραφίας (αρ.216 παρ.2 και 3 ΠΚ), της κακουργηματικής ψευδούς
βεβαίωσης, νόθευσης κ.λπ. (αρ.244 παρ.3,4,5ΠΚ), των κακουργημάτων που στρέφονται κατά της
περιουσίας και της ιδιοκτησίας χωρίς να μεσολαβεί η άσκηση βίας, καθώς και των κακουργημάτων
που προβλέπονται στους νόμους 1599/1986, 2803/2000 (κοινοτική απάτη), 2960/2001 (εθνικός
τελωνειακός κώδικας), 4557/2018 (νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και
καταπολέμηση της τρομοκρατίας) και 4174/2013 (φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις)
ανεξαρτήτως της συνδρομής επιβαρυντικών περιστάσεων.
Επεκτείνεται μάλιστα και στα αδικήματα της διαφθοράς υπαλλήλων κατά το άρθρο 13 ΠΚ εφόσον
συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις(αρ.160 παρ.11 εδ. γ Ν.4622/2019, όπου εισήχθη με το άρθρο
9 του Ν. 4637/2019)54. Η εισαγωγή μάλιστα της πλαστογραφίας και της ψευδούς βεβαίωσης κρίθηκε
αναγκαία αφενός διότι έχουν οικονομικό περιεχόμενο και αφετέρου διότι αποτελούν κατά κανόνα
συνοδά της απιστίας και η μη εισαγωγή τους θα δυσχέραινε όλη την διαδικασία της ποινικής
συνδιαλλαγής55.
Στην παράγραφο 2 εντάχθηκε πλέον και η δυνατότητα συμμετοχής του νομικού εκπροσώπου
του Δημοσίου καθώς προβλέπεται ρητώς η δυνατότητα «ποινικής συνδιαλλαγής» και στα εγκλήματα
που στρέφονται κατά αυτού. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο Έλληνας
νομοθέτης ήδη από το 2014 με το Ν.4312/2014 θέσπισε τη δυνατότητα εφαρμογής της «ποινικής
συνδιαλλαγής» για την απόδοση των χρημάτων στο Ελληνικό Δημόσιο, όπου σε περιπτώσεις
πλήρους ικανοποίησης του, προβλεπόταν η δυνατότητα επιβολής μειωμένων ποινών. Αυτό το
νομοσχέδιο δέχθηκε δριμεία κριτική (κυρίως λόγω της δυνατότητάς που δινόταν στους καταχραστές
του δημοσίου χρήματος αντί για την αντιμετώπιση τους με ποινές ισόβιας κάθειρξης, να τις
αποφύγουν με αντικατάσταση από εξαιρετικά ηπιότερες ποινές) και πλέον τα επίμαχα άρθρα
καταργήθηκαν με τον Ν.4620/2019 καθώς ενσωματώθηκαν στον νέο ΚΠΔ.
Μία πολύ σημαντική προσθήκη η οποία δίνει απαντήσεις ως ένα βαθμό σχετικά με την
ανασφάλεια της παραβίασης της αρχής της ενοχής είναι πως πλέον σύμφωνα με την παράγραφο 3, η
ομολογία του κατηγορουμένου για την πράξη του είναι απαραίτητο περιεχόμενο του πρακτικού της
συνδιαλλαγής, έτσι ώστε η τυχόν επιβληθείσα ποινή από το δικαστήριο να έχει μία νομιμοποιητική
βάση. Ακόμη στην παράγραφο 6 προβλέπεται πλέον το ανώτερο ύψος που μπορεί να λάβει παθών σε

54
Αδάμ Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία» 9η έκδοση, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2019 σ.
55
Αιτιολογική Έκθεση Ν.4620/2019

22
περίπτωση απόπειρας, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ με την επιφύλαξη αστικών
αξιώσεων από τα πολιτικά δικαστήρια. Αναφορικά με τους συμμέτοχους η καταβολή του ενός ωφελεί
και τους υπόλοιπους ενώ εάν επιθυμεί η υπόθεση του να χωριστεί, μπορεί να το κάνει, κάτι το οποίο
αμφισβητούνταν κατά πόσο ήταν δυνατό κατά τον προηγούμενο νόμο. Επίσης στην παράγραφο 7 δεν
προβλέπεται πλέον η σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών για την εισαγωγή της με απευθείας
κλήση στο Μονομελές Εφετείο.
Τέλος σύμφωνα με την παράγραφο 8 στην επιμέτρηση της ποινής συνεκτιμάται και το
πρακτικό της συνδιαλλαγής και τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας καθώς και η δυνατότητα του
δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τους λόγους περάτωσης της ποινική δίκης του άρθρου 368
β και γ (παραίτηση ή ανάκληση από έγκληση, παραγραφή αξιοποίνου, αμνηστία, θάνατος
κατηγορουμένου, λόγοι που καθιστούν απαράδεκτη την ποινική δίωξη), δικαιούται μάλιστα να
μεταβάλει το νομικό χαρακτηρισμό της πράξης προς όφελος του κατηγορουμένου.
Η κατά τα ανωτέρω φυσικά επιβληθείσα ποινή που μπορεί να φτάσει πλέον έως και τα δύο
έτη εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, αναστέλλεται και μετατρέπεται σε παροχή
κοινωφελούς εργασίας κατά τα άρθρα 99,100 και 104Α ΠΚ. Το ότι ο χαρακτήρας των πράξεων
εξακολουθεί να παραμένει κακουργηματικός δημιουργεί προβλήματα από τη στιγμή που το
Μονομελές Εφετείο κατά το 301 παρ.8β ΚΠΔ δικαιούται να μεταβάλει τον χαρακτηρισμό της
πράξης.
Επιπλέον, προβλέπεται πως σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων εφαρμόζονται αναλογικά οι
διατάξεις του άρθρου 94 ΠΚ. Προκειμένου φυσικά να μπορέσουν να εφαρμοστούν οι διατάξεις περί
συρροής, θα πρέπει όλα τα συρρέοντα εγκλήματα να εντάσσονται στον κατάλογο των εγκλημάτων
του άρθρου 301 παρ. 1 ΚΠΔ.

Άρθρο 302 ΚΠΔ:


Πλέον προβλέπεται η δυνατότητα εφαρμογής του θεσμού της «ποινικής συνδιαλλαγής» και
μετά το στάδιο της τυπικής περάτωσης της ανάκρισης έως το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας.
Εάν το αίτημα του κατηγορουμένου διατυπώθηκε μετά την τυπική περάτωση και έως την έκδοση του
παραπεμπτικού βουλεύματος ή τη διατύπωση της σύμφωνης γνώμης του Προέδρου Εφετών(Αρ. 309
ΚΠΔ), υποβάλλεται στον εισαγγελέα ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δικογραφία, όπου διατάσσεται
περαιτέρω κύρια ανάκριση και ακολουθείται η διαδικασία του 301 ΚΠΔ.
Εάν όμως το αίτημα υποβληθεί μετά την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή τη σύμπραξη
του Προέδρου Εφετών κατά το 309 παρ.2 ΚΠΔ και μέχρι την επίδοση της κλήσης ή του κλητήριου

23
θεσπίσματος στον κατηγορούμενο, ο εισαγγελέας εισάγει το αίτημα στο δικαστήριο το οποίο θα
δικάσει την υπόθεση και στην ίδια δικάσιμο. Αν έχει γίνει η επίδοση του κλητήριου ή της κλήσης και
η οριζόμενη δικάσιμος υπερβαίνει τους 4 μήνες, ο εισαγγελέας μπορεί να την αποσύρει και να ορίσει
κατ’ απόλυτη προτεραιότητα νέα δικάσιμο για να εισαχθεί το αίτημα του κατηγορουμένου (Αρ.302
παρ.2 ΚΠΔ). Το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να διακόψει τη συζήτηση και να τάξει προθεσμία
δεκαπέντε ημερών προς τη σύνταξη του πρακτικού το οποίο θα περιέχει και την ομολογία του.
Εάν η συνδιαλλαγή δεν ευδοκιμήσει , εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του άρθρου 301 παρ.
3β, 5 και 6. Εάν ευδοκιμήσει το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ποινή που δεν υπερβαίνει τα 2 έτη
στα κακουργήματα ή τα 3 εάν συντρέχει επιβαρυντική περίσταση.
Μία σημαντική επίσης προσθήκη στην παράγραφο 4 του άρθρου 302 ΚΠΔ είναι πως
προβλέπεται πλέον και στα πλημμελήματα της πλαστογραφίας (αρ.216 παρ. 1 και 2 ΠΚ), της ψευδούς
βεβαίωσης, νόθευσης κ.λπ. (αρ.244 παρ.1 ΠΚ), καθώς και την πλημμελημάτων που στρέφονται κατά
της περιουσίας και της ιδιοκτησίας χωρίς να μεσολαβεί η άσκηση βίας, καθώς και των
πλημμελημάτων που προβλέπονται στους νόμους 1599/1986, 2803/2000 (κοινοτική απάτη),
2960/2001 (εθνικός τελωνειακός κώδικας), 4557/2018 (νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα και καταπολέμηση της τρομοκρατίας) και 4174/2013 (φορολογικές διαδικασίες και
άλλες διατάξεις) ανεξαρτήτως της συνδρομής επιβαρυντικών περιστάσεων.
Ως αιτιολογική σκέψη θεωρείται ο σκοπός της άρσης των αντινομιών, αφού διαφορετικά ο
δράστη μίας πλημμεληματικές πλαστογραφίας που θα αποκαθιστούσε τη ζημία θα βρισκόταν σε
χειρότερη μοίρα από το δράστη μίας κακουργηματικής. Μάλιστα σχετικά με τα πλημμελήματα, αν
και δεν προβλέπεται ρητώς, γίνεται δεκτό πως και σε αυτές τις περιπτώσεις, το αίτημα του
κατηγορουμένου μπορεί να επιβληθεί αναλογικά κατά το άρθρο 301 παρ. 2 ΚΠΔ σε προγενέστερο
στάδιο, δηλαδή από την άσκηση της ποινικής δίωξής έως την τυπική περάτωση της ανάκρισης56. Η
επιβολή της ποινής εδώ από το δικαστήριο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι ή εάν συντρέχουν
επιβαρυντικές περιστάσεις τους 12 μήνες. Και στο άρθρο 302 η επιβληθείσα ποινή μετατρέπεται σε
παροχή κοινωφελούς εργασίας και εδώ δεν φαίνεται να υπάρχει η δυνατότητα να μετατρέψει ο
δικαστής την κατηγορία προς όφελος του κατηγορουμένου.
Ακόμη σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 302 ΚΠΔ, δεν δίνεται η δυνατότητα
μετατροπής της κατηγορίας προς όφελος του κατηγορουμένου, όπως στο Αρ.301 παρ. 3 ΚΠΔ,
ενδεχομένως λόγω του μεταγενέστερου σταδίου στο οποίο μπορεί αυτό το αίτημα να υποβληθεί.
Άλλωστε από την ανάγνωση των άρθρων 301 και 302 καθίσταται προφανές πως όσο ταχύτερα

56
Αδάμ Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία» 9η έκδοση, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2019 σ.355-356
24
υποβάλλει ο κατηγορούμενος την αίτηση τόσο το καλύτερο για εκείνον, κάτι το οποίο διαπιστώνεται
και από τη δυνατότητα επιβολής μικρότερης ανώτερης ποινής στο άρθρο 301 (έως 2 χρόνια) από ότι
στις περιπτώσεις του άρθρου 302 (έως 3 χρόνια στο κακούργημα).
Επιπλέον όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω τόσο στην παράγραφο 8 του άρθρου 301 όσο και
στην παράγραφο 7 του άρθρου 302 ορίζεται πως: «Το δικαστήριο εκτιμώντας το πρακτικό
συνδιαλλαγής και τα στοιχεία της λοιπής δικογραφίας κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο..»,
αφήνοντας να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως πλέον ο δικαστής μπορεί να προβεί και σε κάποια
εκτίμηση του υλικού του οποίου έχει συγκεντρωθεί σε συνδυασμό με την ομολογία του δράστη, ώστε
να διαπιστωθεί με κάποιο τρόπο το αξιόπιστο αυτής. Ενδεχομένως αυτό να αποτελεί μία προσπάθεια
να εναρμονιστεί τόσο με την αρχή της ηθικής απόδειξης όσο και με την αρχή της αναζήτησης της
ουσιαστικής αλήθειας.
Αναφορικά με τη συμμετοχή τόσο στην παράγραφο 6 του άρθρου 301 όσο και στην
παράγραφο 6 του άρθρου 302, προβλέπεται η δυνατότητα επέκτασης του θεσμού και στους
συμμέτοχους, όπου αν και δεν διευκρινίζεται ρητώς θα πρέπει και εκείνοι να έχουν ομολογήσει την
ενοχή τους και να έχουν λάβει μέρος στο πρακτικό της συνδιαλλαγής.
Επιπλέον, υποστηρίζεται πως η αποκαταστική φύση του περιεχομένου του θεσμού,
περιορίζεται στην υλική ζημία και ο παθών έχει κάθε δικαίωμα να επιφυλαχθεί για την αποζημίωση
περαιτέρω ζημίας και για την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, χωρίς να δημιουργεί κανένα θέμα
στην εξέλιξη της συνδιαλλαγής 57. Τέλος κατά της απόφασης του δικαστηρίου εξακολουθεί να μην
προβλέπεται το ένδικο μέσο της έφεσης και εμφανίζεται μόνο η δυνατότητα άσκησης αναίρεσης, που
παρέμεινε για αμιγώς δικαιοκρατικούς λόγους, καθώς η διαδικασία επιμέτρησης της ποινής δεν
μπορεί να μένει στο απυρόβλητο του αναιρετικού ελέγχου58.

6. Νομική φύση «ποινικής συνδιαλλαγής»


Παρατηρούμε πως ο Έλληνας νομοθέτης προέβη σε αρκετές τροποποιήσεις μέσα από τον
Ν.4620/2019 αναφορικά με το θεσμό της «ποινικής συνδιαλλαγής» σε μία προσπάθεια να τον
καταστήσει αφενός περισσότερο ελκυστικό προς τους ενδιαφερόμενους και αφετέρου να διατηρήσει
μία μεγαλύτερη ισορροπία ανάμεσα στην εφαρμογή του θεσμού και σε θεμελιώδεις αρχές που
διέπουν την ποινική δίκη, όπως είναι η αρχή της ενοχής και η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των
αποδείξεων από τον δικαστή. Η ένταξη και η προτίμηση τέτοιων θεσμών στην ελληνική έννομη τάξη
είναι απαραίτητη διότι και το ίδιο το σύγχρονο διεθνές δίκαιο κάνει μία στροφή προς αυτές τις

57
Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, «Θεμελιώδεις έννοιες Ποινικής Δίκης», 5η έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας, 2020 σ.396
58
Αδάμ Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία» 9η έκδοση, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2019 σ.353
25
εναλλακτικές μορφές απονομή δικαιοσύνης οι οποίες επαναπροσδιορίζουν το σκοπό της ποινικής
δίκης θέτοντας στο επίκεντρο την κοινωνική ειρήνη και την ουσιαστική αποκατάσταση των σχέσεων
μεταξύ δράστη και θύματος.
Οι καταδίκες άλλωστε της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του εύλογου χρονικού
διαστήματος είναι πολλές διότι αντιβαίνει στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (λ.χ. Μιχελουδάκης κατά
Ελλάδος)59. Στην δική μας έννομη τάξη αν και οι διατάξεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω
αποτυπώνονται ως «ποινική συνδιαλλαγή», στην πραγματικότητα αποτελούν μία ιδιότυπη μορφή
ποινικού συμβιβασμού και διαφέρουν ουσιωδώς από τη διεθνή μορφή και εφαρμογή του. Οι διατάξεις
αυτές ταλαντεύονται μεταξύ της «ποινικής συνδιαλλαγής», της οιονεί έμπρακτης μετάνοιας και της
«ποινικής διαπραγμάτευσης».
Ίσως να ήταν ορθότερο να μιλούσαμε για μία ιδιαίτερη περίπτωση εφαρμογής του θεσμού
της «ποινικής συνδιαλλαγής»60 όπως εφαρμόζεται διεθνώς, καθώς έχουν τον ίδιο σκοπό όπου είναι η
συμφιλίωση του κατηγορουμένου με το θύμα, όμως στο ελληνικό ποινικό δικονομικό δίκαιο την
πρωτοβουλία μπορεί να την αναλάβει μόνο κατηγορούμενος. Ακόμη, την κατάσταση δυσκολεύει το
γεγονός πως πρέπει να προηγηθεί η άσκηση της ποινικής δίωξης ενώ στόχος είναι η αποσυμφόρηση
του συστήματος61.
Στην ουσία, «η ποινική συνδιαλλαγή» στο ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα, συνιστά
διαδικασία που εν μέρει εξαλείφει το αξιόποινο του δράστη, συνιστώντας μία πρόσφορη δικονομική
προέκταση της « οιονεί έμπρακτης μετάνοιας» του ποινικού δικαίου, σαν να έχει ο υπαίτιος μία
«δεύτερη ευκαιρία» αφού δεν φρόντισε για την αποκατάσταση της προσβολής εξαρχής, μπορεί στην
πορεία να το ικανοποιήσει πλήρως και έτσι να βρεθεί αντιμέτωπος με λιγότερες έννομες συνέπειες62.
Η δικονομική συνέπεια της να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει ο δικαστής μειωμένη ποινή παρά την
ικανοποίηση του παθόντος, η οποία βεβαιώνεται και από το πρακτικό, νοθεύει το χαρακτήρα της
ρύθμισης ως συνδιαλλαγής και την καθιστά λιγότερο θελκτική από τους ενδιαφερόμενους.
Ακόμη, ομοιάζει και με τον θεσμό της «ποινικής διαπραγμάτευσης» καθώς προβλέπεται η
δυνατότητα επιβολής ηπιότερης ποινής63, εάν ο δράστης ικανοποιήσει το θύμα. Σχετικά με την

59
Μπενάκη –Ψαρούδα Άννα, «Προβλήματα της Ποινικής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα και οι νέοι Ποινικοί Κώδικες»,
ΠοινΧρ 2020, σ.3
60
Χρ. Μυλωνόπουλος, «Η ικανοποίηση του παθόντος και η ποινική συνδιαλλαγή στο ν. 3904/2010»

61
Σπ Αδάμ, «Plea Bargaining στην Ελληνική έννομη τάξη;», www.theartofcrime.gr
62
Αδάμ Παπαδαμάκης, «Η δομή της Ποινικής δίκης», Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2019 σ.350
63
Χρ. Μυλωνόπουλος, «Η ικανοποίηση του παθόντος και η ποινική συνδιαλλαγή στο ν. 3904/2010»
26
«οιονεί έμπρακτη μετάνοια», πράγματι, κι εδώ βεβαιώνεται στο πρακτικό η απόδοση του πράγματος
ή η εντελής ικανοποίηση του παθόντος, όμως εδώ δεν οδηγούμαστε σε εξάλειψη του αξιοποίνου.
Πρόκειται για ένα διαμεσολαβητικό τύπο ανάμεσα στη βαριά τιμώρηση και την
αποκαταστατική συμπεριφορά, τη ποινική αξίωση της Πολιτείας και την αξίωση του θύματος για
εντελή ικανοποίηση και γενικότερα την επανόρθωση της βλάβης και την κοινωνική ειρήνη. Η
διάμεση αυτή ταυτότητα της ποινικής συνδιαλλαγής δεν συνιστά εκβιαστική τακτική, αντιθέτως
οφείλει να υπακούει στην κατάρτιση ρητής, ουσιαστικής και δεσμευτικής συμφωνίας των μερών 64.

7.Κριτική θεσμού από εισαγγελικούς λειτουργούς


Το 2016 διενεργήθηκε μία έρευνα σχετικά με τη στάση των εισαγγελικών λειτουργών προς τους
νέους θεσμούς αποκαταστικής δικαιοσύνης που εισήχθησαν με τον Ν.3904/2010. Αρχικά
διαπιστώθηκε πως πράγματι οι εισαγγελείς εμφανίζονταν θετικά διακείμενοι προς την εισαγωγή
αυτών των εναλλακτικών διαδικασιών υποστηρίζοντας πως ήδη εφαρμόζονταν άτυπα στο πλαίσιο
της δικαστηριακής πρακτικής και μάλιστα συναινούσαν στην επέκταση τους και σε άλλα εγκλήματα
περιουσιακής φύσεως, στα οποία τότε δεν είχε ακόμη επεκταθεί η εφαρμογή του. Εξέφρασαν ωστόσο
την ανησυχία τους πως η ανεπάρκεια χρηματοδότησης και η απουσία κατάλληλων υποδομών δεν
ευνοούν στην προτίμηση τέτοιων θεσμών65.
Παράλληλα, διατυπώθηκαν και ορισμένα εμπόδια τα οποία αποτρέπουν όλους τους
εμπλεκόμενους από την επιλογή των εναλλακτικών διαδικασιών. Η νοοτροπία του ελληνικού
ποινικού συστήματος πως μόνο «ποινή αξίζει στο δράστη» διότι μόνο έτσι θα αντιληφθεί τη βαρύτητα
της πράξης του, η δικηγορική πρακτική η οποία θεωρεί πως μεγάλο μέρος των εσόδων των δικηγόρων
θα χαθούν μέσω της εφαρμογής αυτών των διαδικασιών αλλά και η έλλειψη ενημέρωσης των
ενδιαφερομένων(δράστη και θύματος) και εκπαίδευσης των εμπλεκόμενων παραγόντων συνηγορούν
υπέρ της απομάκρυνσης από αυτούς τους θεσμούς. Εξαιρετικά σημαντικά υποστηρίζουν πως
συμβάλλει και το γεγονός πως απουσιάζει ένας κώδικας που θα θέτει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές
και οδηγίες σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής των νέων αυτών μεθόδων66.
Ακόμη, αρνητικά συμβάλλει και η μακρόχρονη επαγγελματική πρακτική των λειτουργών,
ιδίως μάλιστα εκείνοι που έχουν μακρά εμπειρία στην υπηρεσία τείνουν να είναι περισσότερο
επιφυλακτικοί προς την αποδοχή και την πρακτική εφαρμογή αυτών των θεσμών, διότι θεωρούν πως

64
Αδάμ Παπαδαμάκης, «Η ποινική δικονομία», 9η έκδοση, 2019, Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη σ.356-357

65
Πετρόπουλος Κ., «Η πρακτική διάσταση της ποινικής συνδιαλλαγής στην ελληνική έννομη τάξη», ΠοινΔικ2018, σ.599
66
Πετρόπουλος Κ., ο.π
27
μέσω αυτών στην ουσία οι δράστες μένουν ατιμώρητοι. Η στάση τους αυτή είναι λογική, διότι έχουν
συνδέσει άρρηκτα την κλασική τυπική νομική διαδικασία με την επιβολή ποινών και κυρώσεων67.
Θεωρώ ωστόσο, πως εάν τεθούν οι κατάλληλες υποδομές και υπάρξει ουσιαστική ενημέρωση και η
παροχή των αναγκαίων διευκρινήσεων και κατευθύνσεων προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς,
ακόμη και οι περισσότερο «δύσπιστοι» και πιο επιφυλακτικοί θα αποδεχθούν την εφαρμογή τους και
θα κατανοήσουν τη σημασία που έχουν στο πλαίσιο της σύγχρονης διαδικασίας απονομής
δικαιοσύνης.

Μέρος Β΄ (Χριστίνα Παπαματθαίου)

Σχέση της Ποινικής Συνδιαλλαγής με την αποχή από την ποινική δίωξη και την έμπρακτη
μετάνοια

Αφού είδαμε τις προϋποθέσεις διεξαγωγής της ποινικής συνδιαλλαγής κρίνεται αναγκαίο η
εξέταση του ως άνω δικονομικού θεσμού αποκαταστατικής δικαιοσύνης με τον δικονομικό θεσμό
της αποχής που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 48,49 και 50 ΚΠΔ και τη σχέση της ποινικής
συνδιαλλαγής με τον ουσιαστικού θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε
είναι ότι σε κάθε περίπτωση η ποινική συνδιαλλαγή μπορεί να αποτελεί εναλλακτική μορφή
απονομής της δικαιοσύνης αλλά δεν πρέπει να συγχέεται με άλλες μορφές εναλλακτικής απονομής
της δικαιοσύνης καθώς η υποχώρηση της ποινικής αξίωσης της πολιτείας θεμελιώνεται στην
αποκατάσταση της βλάβης και της χρηματικής ικανοποίησης του θύματος και όχι σε άλλους όρους
που τάσσει η ίδια η πολιτεία κατά την εξέταση της κάθε περίπτωσης68. Συνεπώς, στην διαδικασία της
ποινικής συνδιαλλαγής διακρίνεται εντονότερος ιδιωτικός και ειδικότερα αποζημιωτικός
χαρακτήρας, καθώς η ευόδωση του συνδέεται κατά νόμο με τη διαβεβαίωση του παθόντος ότι έχουν
ικανοποιηθεί οι αξιώσεις του και όχι με την κρίση της πολιτείας ότι έχουν πληρωθεί οι δικοί της όροι.
Η παρέμβαση της πολιτείας συρρικνώνεται στην επικύρωση της συνδρομής της συναίνεσης που
υπάρχει ανάμεσα στους διαδίκους69.

1. Ποινική Συνδιαλλαγή – Απόχη από την ποινική Δίωξη (48,49,50 ΚΠΔ)

Ως γνωστόν η ποινική συνδιαλλαγή δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση εναλλακτικής


διαδικασίας της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Εναλλακτική διαδικασία απονομής της ποινικής

67
Πετρόπουλος Κ., ο.π
68
Δαγκλής Ν., «Μορφές συμβιβαστική περάτωσης της ποινικής δίκης», Σάκκουλας, 2016
69
Δαγκλής, ο.π σελ. 33
28
δικαιοσύνης συνιστά κατ’ αρχάς η προώθηση της πρώιμης διεκπεραίωσης της ποινικής ύλης μέσω
της αποχής από την ποινική δίωξη (αρ. 48, 49,50 ΚΠΔ)70. Σε προηγούμενη ενότητα είδαμε αναλυτικά
τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ο εισαγγελέας απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης υπό
ορισμένες προϋποθέσεις. Και αυτός ο θεσμός εντάσσεται στους θεσμούς της λεγόμενης
αποκαταστατικής ή ενναλακτικής μορφής απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Ορθότερος φαίνεται
ο όρος εναλλακτική μορφή απονομής της δικαιοσύνης παρόλο που υπάρχουν και στοιχεία
αποκατάστασης των συνεπειών της άδικης πράξης – συνήθως η αποκατάσταση των συνεπειών της
άδικης πράξης είναι προϋποθέσεις για να απέχει ο Εισαγγελέας από την ποινική δίωξη – διότι ο
θεσμός της αποχής από την ποινική δίωξη συνιστά μια μορφή διαφορετική μορφή περάτωσης της
ποινικής διαδικασίας από τις παραδοσιακές μορφές περάτωσης αυτής στο ελληνικό ποινικό
δικονομικό σύστημα, με δικαστική απόφαση ή με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, όπως
συνιστά και η περίπτωση της ποινικής συνδιαλλαγής όπου πρόκειται για μια διαφορετική μορφή
περάτωσης της ποινικής διαδικασίας. Εν προκειμένω μας ενδιαφέρουν οι περιπτώσεις αποχής από
την ποινική δίωξη των άρθρων 48,49 και 50 υπό τον όρο είτε της ουσιώδης προσπάθειας συμφιλίωσης
(αρ. 48 παρ. 1 του ΚΠΔ) είτε της πλήρους αποκατάστασης της προκληθείσας ζημίας από τον υπαίτιο
ορισμένων πλημμελημάτων (άρθρο 48 παρ. 2 του ΚΠΔ) ή κακουργημάτων (άρθρ. 49 παρ. 1 του
ΚΠΔ) είτε της αποχής από την ποινική δίωξη εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας71
(άρθρο 50 του ΚΠΔ) έπειτα από εντελή ικανοποίηση του παθόντα. Θα προβούμε σε μια συνοπτική
καταγραφή των προϋποθέσεων της αποχής από την ποινική δίωξη ώστε να δούμε τη σχέση αυτού
του θεσμού με το υπό εξέταση θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής.

Σύμφωνα με το άρθρο 48 του ΚΠΔ «1. Στις περιπτώσεις πλημμελήματος που απειλείται στον νόμο
με ποινή φυλάκισης έως τριών ετών με ή χωρίς χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, ο
εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οριζόμενου από τον διευθύνοντα
το δικαστήριο πρωτοδίκη και εφόσον συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, να απόσχει προσωρινά
από την ποινική δίωξη με αιτιολογημένη διάταξή του, υπό τον όρο ότι αυτός στον οποίο αποδίδεται η
πράξη θα συναινέσει να εκπληρώσει όρους που κρίνονται ως κατάλληλοι να ικανοποιήσουν το δημόσιο
συμφέρον για τη δίωξη και να μειώσουν τις συνέπειες της πράξης. Για τον λόγο αυτό ο εισαγγελέας
καλεί αυτόν, στον οποίο αποδίδεται η πράξη, να εμφανισθεί ενώπιον του μόνος του ή με συνήγορο.

70
Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης , Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 9 η Έκδοση , Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα –
Θεσσαλονίκη 2019 ,σελ. 345
71
Στο άρθρο γίνεται παραπομπή στις διατάξεις των άρθρων 381 και 405 ΠΚ όπου εξαιρούνται από το πεδίο της έμπρακτης
μετάνοια και κατ’ επέκταση από το θεσμό της αποχής από την ποινική δίωξη όσο εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και
κατά της περιουσίας εμπεριέχουν το στοιχείο της βίας και της απειλής.
29
Τέτοιοι όροι είναι ιδίως: α) η ουσιώδης προσπάθεια συμφιλίωσης με τον παθόντα, β) η καταβολή
ορισμένου χρηματικού ποσού σε φιλανθρωπική οργάνωση ή σε κοινωφελές ταμείο, γ) η συμμόρφωση
σε υφιστάμενη υποχρέωση διατροφής, δ) η συμμετοχή σε πρόγραμμα κοινωνικής εκπαίδευσης, ε) η
παρακολούθηση ορισμένου αριθμού μαθημάτων οδήγησης. 2. Στις περιπτώσεις των πλημμελημάτων,
που προβλέπονται στα άρθρα 216, 242 παρ. 1 και 2, 375 παρ. 1, 386 παρ. 1 εδάφιο α', 386Α παρ. 1,
386Β παρ. 1 περ. α' και 390 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ και στους νόμους 1599/198672, 2803/200073, 2960/200174,
4557/201875 και 4174/201376 ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του
οριζόμενου από τον διευθύνοντα το δικαστήριο πρωτοδίκη και εφόσον συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις
ενοχής, να απόσχει προσωρινά από την ποινική δίωξη με αιτιολογημένη διάταξή του, υπό τον όρο ότι
αυτός στον οποίο αποδίδεται η πράξη θα αποκαταστήσει πλήρως την προκληθείσα ζημία
καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας.
Για τον λόγο αυτό ο εισαγγελέας καλεί αυτόν, στον οποίο αποδίδεται η πράξη, να εμφανισθεί ενώπιον
του μόνος του ή με συνήγορο και, αν το κρίνει αναγκαίο, προηγουμένως τον παθόντα.[..]».
Στο άρθρο 49 παρ. 1 του ΚΠΔ «1. Στις περιπτώσεις των κακουργημάτων, που προβλέπονται στα
άρθρα 216 παρ. 3 και 4, 242 παρ. 3, 4 και 5, 375 παρ. 2 και 3, 386 παρ. 1 εδάφιο β' και παρ. 2, 386Α
παρ. 1 εδάφιο β' και παρ. 3, 386Β παρ. 1 περ. β' και 390 παρ. 1 εδ. β' και 2 ΠΚ και στους νόμους
1599/1986, 2803/2000, 2960/2001, 4557/2018 και 4174/2013 ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί,
ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οριζόμενου από τον διευθύνοντα το δικαστήριο πρωτοδίκη και εφόσον
συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, να απόσχει προσωρινά από την ποινική δίωξη με αιτιολογημένη
διάταξή του, υπό τον όρο ότι αυτός στον οποίο αποδίδεται η πράξη θα αποκαταστήσει πλήρως την
προκληθείσα ζημία, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος το κεφάλαιο και τους
τόκους υπερημερίας. Για τον λόγο αυτό ο εισαγγελέας καλεί αυτόν, στον οποίο αποδίδεται η πράξη,
καθώς και τον παθόντα να εμφανισθούν ενώπιον του μετά ή δια συνηγόρου. Σε περίπτωση απόπειρας
ως αποκατάσταση νοείται η χρηματική ικανοποίηση του ζημιωθέντος λόγω της ηθικής βλάβης, η οποία
για την εφαρμογή των διατάξεων της αποχής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριάντα χιλιάδων
ευρώ με την επιφύλαξη της διεκδίκησης τυχόν υπερβαινουσών το ως άνω ποσό αξιώσεων στα πολιτικά
δικαστήρια. Σε περιπτώσεις συμμετοχής, η καταβολή του χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της

72
Ο νόμος αυτός ρυθμίζει τις σχέσεις κράτους-πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις,
στο άρθρο 22 του Νόμου αυτού ρυθμίζονται οι ποινικές κυρώσεις.
73
Ο ως άνω νόμος αναφέρεται στις αξιόποινες πράξεις κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ως άνω νόμος καταργήθηκε με το Ν. 4689/2020.
74
Εθνικός Τελωνιακός Κώδικας
75
Νόμος για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος
76
Κώδικας Φορολογικές Διαδικασίας και άλλες Διατάξεις
30
προκληθείσας ζημίας από έναν συμμέτοχο, ωφελεί και τους υπολοίπους. Αν κάποιος από τους
συμμέτοχους δεν επιθυμεί την αποχή υπό όρους, η υπόθεση χωρίζεται και ακολουθείται ως προς αυτόν
η τακτική διαδικασία. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου δεν επεκτείνεται στα συρρέοντα εγκλήματα
που δεν περιλαμβάνονται στα ως άνω εγκλήματα, ως προς τα οποία η δικογραφία χωρίζεται με πράξη
του εισαγγελέα […]»
Στο άρθρο 50 του ΚΠΔ «Στα εγκλήματα που αναφέρονται στα άρθρα 381 παρ. 1 και 2 και 405
παρ. 2 ΠΚ καθώς και στα προβλεπόμενα στον ν. 2803/2000, αν, μετά την εξέτασή του και μέχρι την
άσκηση της ποινικής δίωξης, χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου, αυτός στον οποίο αποδίδεται η πράξη
αποδώσει το πράγμα στον παθόντα ή τους κληρονόμους του και συνταχθεί σχετική δήλωση περί
ανυπαρξίας άλλης αξίωσης από την πράξη ή ικανοποιήσει εντελώς τον παθόντα, καταβάλλοντας
αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του τελευταίου ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους
υπερημερίας, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών απέχει οριστικά από την άσκηση ποινικής δίωξης με
αιτιολογημένη πράξη του, η οποία υποβάλλεται προς έγκριση στον εισαγγελέα εφετών. 2. Στην απόπειρα
των πράξεων της παρ. 1 αρκεί η δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του ότι έχουν ικανοποιηθεί».
Από την παράθεση των ως άνω διατάξεων σε συνδυασμό με τις διατάξεις της ποινικής
συνδιαλλαγής που προηγήθηκαν ανωτέρω παρατηρούμε ότι και οι δύο δικονομικοί θεσμοί τόσο της
ποινικής συνδιαλλαγής όσο και της αποχής από την ποινική δίωξη έχουν κοινό πεδίο εφαρμογής,
δηλαδή στους ανωτέρω θεσμούς υπάγονται οι ίδιες αξιόποινες πράξεις, είτε πρόκειται για
κακουργήματα είτε για πλημμελήματα. Ως εκ τούτου παρατηρούμε ότι με την αναδιαμόρφωση του
θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής και με την διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της καθώς και την
διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της αποχής από την ποινική δίωξη βλέπουμε ότι στην διαδικασία
της ποινικής συνδιαλλαγής μπορούν να υπαχθούν όλα τα εγκλήματα για τα οποία προβλέπεται
δυνατότητα αποχής από την ποινική δίωξη (συμπεριλαμβανομένου και των αξιόποινων πράξεων που
στρέφονται κατά του Δημοσίου).
Περαιτέρω παρατηρούμε ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 48 παρ. 2, 49 παρ. 1 και 50 του
ΚΠΔ ως προϋπόθεση για την αποχή από την ποινική δίωξη εκ μέρους του Εισαγγελέα τίθενται ότι ο
αυτός στον οποίο αποδίδεται η πράξη θα αποκαταστήσει πλήρως την προκληθείσα ζημία
καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά τη δήλωση του παθόντος το κεφάλαιο και τους τόκους
υπερημερίας. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι στις περιπτώσεις που οι αξιόποινες
πράξεις έχουν χαρακτήρα κακουργηματικού χαρακτήρα τότε τίθενται ένας ακόμα επιπλέον όρος για
τη αποχή από την ποινική δίωξη, ήτοι της μη τέλεσης ομοειδούς κακουργήματος ή πλημμελήματος

31
εντός τριετίας77. Συνεπώς παρατηρούμε ότι βασική προϋπόθεση αποχής από την ποινική δίωξη στις
περιγραφόμενες περιπτώσεις είναι η ικανοποίηση του παθόντος εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την
ιδέα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, καθώς αποσκοπεί στην ολοσχερή ικανοποίηση της ζημίας
που υπέστη ο παθών από το έγκλημα, τόσο ως προς το κεφάλαιο όσο και ως προς τους τόκους.
Και στην περίπτωση της ποινικής συνδιαλλαγής η ουσία αυτής της διαδικασίας βρίσκεται
στην εντελή ικανοποίηση του παθόντος. Συγκεκριμένα το περιεχόμενο του πρακτικού της
συνδιαλλαγής, όπως αναπτύχθηκε και ανωτέρω, μπορεί να αποκτήσει δύο μορφές είτε να
συμφωνείται η απόδοση του ιδιοποιημένου με την αξιόποινη πράξη πράγματος είτε να
συναρμολογείτε η εντελής ικανοποίηση του παθόντος ή των κληρονόμων του. Η έννοια της εντελούς
ικανοποιήσεως είναι ταυτόσημη με αυτή των διατάξεων των άρθρων 381 παρ. 2 και 3 και 405 παρ.
2 και 3 του ΠΚ , όπου η εντελής ικανοποίηση πραγματώνεται με την καταβολή ολόκληρου του
κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας. Ακόμα ένα κοινό στοιχείο μεταξύ των δυο θεσμών είναι ότι
η εντελής ικανοποίηση του παθόντος δεν χρειάζεται ταυτόχρονα και φρονηματική μεταστροφή και
ένδειξη μεταμέλειας από την πλευρά του κατηγορουμένου. Στις μεν περιπτώσεις αποχής από την
ποινική δίωξη η ικανοποίηση του παθόντος δεν προκύπτει από την πρωτοβουλία του
κατηγορούμενου αλλά τίθενται ως όρος από τον Εισαγγελέα ώστε να απέχει από την ποινική δίωξη
της αξιόποινης πράξης. Αντίστοιχα και στην διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής δεν εξετάζονται
τα κίνητρα του δράστη για τούτη την καταβολή78. Αρκεί μετά από δήλωση του παθόντος που
αποτυπώνεται στο πρακτικό της συναλλαγής ότι ο κατηγορούμενος έχει αποζημιώσει εντελώς τον
παθόντα, καταβάλλοντας κεφάλαιο και τόκους υπερημερίας.
Επιπλέον τόσο ο θεσμός της αποχής από την ποινική δίωξη όσο και ο θεσμός της ποινικής
συνδιαλλαγής προβλέπουν αντίστοιχες διατάξεις όσον αφορά την απόπειρα και την συμμετοχή.
Συγκεκριμένα όσον αφορά τη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής λεκτέα είναι τα εξής : κατά την
παράγραφο 6 του 301 ΚΠΔ προβλέπεται ότι σε περίπτωση απόπειρας των εγκλημάτων που υπάγονται
στην διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής, βεβαίωση της παραγράφου 2 αφορά την χρηματική
ικανοποίηση του παθόντα λόγω ηθικής βλάβης θέτοντας ως ανώτατο όριο χρηματικής ικανοποίησης
το ποσό των 30.000€79. Περαιτέρω στην παράγραφο 6 καθιερώνεται και το επεκτατικό αποτέλεσμα
στης ποινικής συνδιαλλαγής στους συμμέτοχους. Όπως ορίζεται «σε περίπτωση συμμετοχής η
καταβολή συμφωνημένου χρηματικού ποσού από έναν συμμέτοχο, ωφελεί και τους υπόλοιπους. Αν

77
Άρθρο 49 του ΚΠΔ
78
Ν. Λίβο «¨Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος μέχρις εκδόδεως οριστικής αποφάσεως»
ΠοινΧρον τεύχος Ν/2000σελ. 289 επομ.
79
Κ. Φράγκος, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/2019, Ν. 4637/2019) 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα –
Κομοτηνή 2020 σελ. 596
32
κάποιος από τους συμμέτοχους δεν επιθυμεί την ποινική συνδιαλλαγή , η υπόθεση χωρίζεται και
ακολουθείται ως προς αυτόν η τακτική διαδικασία». Αντίστοιχα και στην και στις περίπτωση του
άρθρου 49 του ΚΠΔ ορίζεται ότι στις περιπτώσεις της απόπειρας των εγκλημάτων που δύνανται να
εφαρμοσθούν οι διατάξεις περί αποχής ως αποκατάσταση νοείται η χρηματική ικανοποίηση λόγω
ηθικής βλάβης θέτοντας και πάλι ως ανώτατο όριο το ποσό των 30.000€80. Αντίστοιχα και στις
περιπτώσεις συμμετοχής προβλέπεται παρόμοια ρύθμιση με εκείνη της ποινικής συνδιαλλαγής.
Θα πρέπει να γίνει δεκτό πως παρόλο που στην περίπτωση του άρθρου 48 παρ. 2 δεν υπάρχει
αντίστοιχη διάταξη σχετικά με τις περιπτώσεις της απόπειρας και στης συμμετοχής μπορεί να έχουμε
αναλογική, υπέρ του υπόπτου, εφαρμογή της διάταξης του ά. 49 ΚΠΔ και σε περιπτώσεις απόπειρας
ενός εκ των πλημμελημάτων που προβλέπονται στο ά. 48 παρ. 2 ΚΠΔ λόγω της ήσσονος
εγκληματικής απαξίας των τελευταίων. Αντίστοιχη πρόβλεψη σχετικά μετά την απόπειρα υπάρχει
και στην περίπτωση του άρθρου 50 του ΚΠΔ. Ως εκ τούτου αλλά μια κοινή τομή μεταξύ των δύο
θεσμών είναι ότι αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο την απόπειρα και τη συμμετοχή. Τέλος θα ήθελα
να αναφερθώ ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 48 και 49 του ΚΠΔ είναι στη διακριτική ευχέρεια του
Εισαγγελέα αν θα απέχει από την ποινική δίωξη ή όχι επιβάλλοντας τους όρους που προβλέπονται
στις οικείες διατάξεις. Αντιθέτως στην περίπτωση του άρθρου 50 του ΚΠΔ αν έχει προηγηθεί η
ικανοποίηση του παθόντος ο εισαγγελέα οφείλει να απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης σε
αυτές τις περιπτώσεις. Θα λέγαμε ότι η διάταξη του άρθρου 50 του ΚΠΔ αποτελεί στην ουσία τις
παραγράφους 2 των άρθρων 384 και 406Α του προϊσχύαντος ΠΚ, όπου προβλεπόταν η απόχη από
την ποινική δίωξη σε περίπτωση εντελούς ικανοποιήσεως του παθόντος.
Παρόλο που εμφανίζουν αρκετά κοινά σημεία οι δύο αυτοί θεσμοί δεν πρόκειται για
ταυτόσημους δικονομικούς θεσμούς εναλλακτικής απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αλλά
διαφορετικούς και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να τους συγχέουμε. Αρχικά η δυνατότητα
ενεργοποίησης και υπαγωγής σε κάποιον από τους δύο θεσμούς δεν ταυτίζεται. Ο θεσμός της αποχής
από την ποινική δίωξη μπορεί να εφαρμοστεί από το χρονικό σημείο της εξέτασης του υπαιτίου ως
υπόπτου μέχρι και το χρονικό σημείο της άσκησης της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα.
Αντιθέτως η ποινική συνδιαλλαγή μπορεί να ενεργοποιηθεί εφόσον έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη
από τον Εισαγγελέα. Η πρωτοβουλία έναρξης και εισαγωγής μια υπόθεσης στο θεσμό της αποχής
από την ποινική δίωξη ανήκει στην πρωτοβουλία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ενώ η έναρξη
της διαδικασίας της ποινικής συνδιαλλαγής ανήκει στον κατηγορούμενο.

80
Άδαμ Χ. Παπαδαμάκης , Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 9η Έκδοση , Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα –
Θεσσαλονίκη 2019 ,σελ. 348
33
Ειδικότερα, όπως είδαμε σε προηγούμενη ενότητα της παρούσης εργασίας, η διαδικασία της
ποινικής συνδιαλλαγής εκκινεί με την υποβολή αιτήματος από τον κατηγορούμενο ότι επιθυμεί να
αποδώσει το ιδιοποιημένο πράγμα ή να αποκαταστήσει τις συνέπειες που προκλήθηκαν μέχρι την
τυπική περάτωση της ανάκρισης (άρθρο 301 ΚΠΔ) ή μέχρι και το πέρας της αποδεικτικής
διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (302 ΚΠΔ). Περαιτέρω, μπορεί και στις δυο περιπτώσεις
να κάνουμε λόγο για ικανοποίηση του παθόντος και δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του
αλλά στην περίπτωση της αποχής από την ποινική δίωξη στην περίπτωση του άρθρου 48 παρ. 2 ο
παθών καλείται από τον Εισαγγελέα μόνο αν το κρίνει αναγκαίο.
Ακόμα η διαδικασία που ακολουθείται είναι διαφορετική σχετικά με τους δύο θεσμούς αλλά
και το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό. Στην περίπτωση της αποχής από την ποινική δίωξη δεν έχουμε
καμία καταδίκη, δεν έχουμε καν έναρξη ποινικής διαδικασίας αφού δεν ασκείται καν ποινική δίωξη
από τον εισαγγελέα. Αντιθέτως στην περίπτωση της ποινικής συνδιαλλαγής αν λοιπόν ο υπαίτιος
ενός κακουργήματος ή ενός πλημμελήματος κατά της ιδιοκτησίας ή κατά της περιουσίας αποφασίσει
να ακολουθήσει την διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής και να ικανοποιήσει τον ζημιωθέντα
μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο, τότε του επιβάλλεται ποινή μέχρι δύο
έτη ή επί επιβαρυντικών περιστάσεων μέχρι τρία έτη (302 ΚΠΔ). Αν τώρα ακολουθήσει την
διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής σε προγενέστερο δικονομικό στάδιο και ικανοποιήσει τον
ζημιωθέντα μέχρι την τυπική περάτωση της ανάκρισης τότε η ποινή που του επιβάλλεται δεν
υπερβαίνει το ένα έτος ή στην περίπτωση των επιβαρυντικών περιστάσεων δεν υπερβαίνει τα δύο
έτη. Με άλλα λόγια στην πρώτη περίπτωση ο Εισαγγελέας απέχει από την άσκηση της ποινικής
δίωξης και ο υπαίτιος δεν τιμωρείται ενώ στην δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Στις
περιπτώσεις αποχής από την ποινική δίωξη δεν αξιολογείται καν η συμπεριφορά του δράστη ως άδικη
και καταλογιστή από μέρους του81. Ακόμα μια διαφορά των θεσμών είναι ότι στην περίπτωση της
ποινικής συνδιαλλαγής δεν ελέγχεται το πρακτικό της συνδιαλλαγής. Δεν προκύπτει δηλαδή από τις
διατάξεις της ρύθμισης ότι το δικαστήριο θα ελέγξει την βασιμότητα των ισχυρισμών του πρακτικού
συνδιαλλαγής. Όπως να αναφέραμε και πιο πάνω το Δικαστήριο απλώς επικυρώνει το πρακτικό και
επιβάλλει την ποινή , δεν προβαίνει σε αποδεικτική διαδικασία για να εξακριβώσει την βασιμότητα
του πρακτικού. Εν αντίθεση με τις διατάξεις από την αποχή από την ποινική δίωξη όπου προβλέπεται
ρητά ότι η ο εισαγγελέας θα απέχει εφόσον αποκαταστήσει την προκληθείσα ζημία καταβάλλοντας
αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος το κεφάλαιο και τους τόκους. Ο Εισαγγελέας θα ελέγξει

81
Δαγκλής, Μορφές συμβιβαστικής περάτωσης της ποινικής δίκης (2016), σελ. 182 υποσημείωση 130.
34
αν έχουν καταβληθεί προκειμένου να προχωρήσει οριστική αποχή από την ποινική δίωξη σύμφωνα
με τις διατάξεις των άρθρων 48,49 και 50 του ΚΠΔ.
Εν κατακλείδι θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης μεταξύ των δύο
αυτών μορφών εναλλακτικής αποκαταστατικής δικαιοσύνης καθώς ο κάθε θεσμός έχει τη δική του
διαδικασία, το δικό του διαδικαστικό σημείο έναρξης και περάτωσης και το δικό του αποτέλεσμα
παρόλο έχουν κοινό πεδίο εφαρμογής και ορισμένες κοινές προϋποθέσεις για τη επέλευση των
συνεπειών που προβλέπουν οι οικείες διατάξεις. Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει σαφώς ότι ο
κάθε θεσμός καταλαμβάνει δικό του πεδίο εφαρμογής και ουσιαστικά προηγείται ο θεσμός της
αποχής από την ποινική δίωξη και ακολουθεί ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής. Ακόμα όπως
τονίσαμε στην εισαγωγή του δεύτερου μέρους στην περίπτωση της ποινικής συνδιαλλαγής το
δικαστήριο απλώς παρεμβαίνει για να επικυρώσει την ύπαρξη της συναίνεσης ανάμεσα στο δράστη
και στο θύμα ενώ στις περιπτώσεις της αποχής που εξετάσαμε ο εισαγγελέας απέχει από την ποινική
δίωξη επειδή πληρώθηκε ο όρος της εντελούς ικανοποίησης που επέβαλλε στο δράστη στη
συγκεκριμένη περίπτωση.
Η μόνη περίπτωση που φαίνεται να συμπίπτουν χρονικά αυτοί οι δυο θεσμοί είναι στην
περίπτωση που περιγράφεται στο άρθρο 7 παρ. 48 του ΚΠΔ ( και αντιστοίχως η διάταξη του άρθρου
49 παρ. 4 του ΚΠΔ που παραπέμπει στην ως άνω διάταξη). Σύμφωνα με αυτή τη διάταξη «7. Αν στις
ως άνω περιπτώσεις έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη, το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται
να δικαστεί η υπόθεση μπορεί, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και εφόσον συντρέχουν οι
προϋποθέσεις της παρ. 1, να παύσει προσωρινά την ποινική δίωξη, επιβάλλοντας κατά την κρίση του
στον κατηγορούμενο τους ανάλογους προς την πράξη όρους.» Σύμφωνα με το άρθρο αυτό εάν στις
περιπτώσεις εφαρμογής του θεσμού της αποχής από την ποινική δίωξη έχει ήδη ασκηθεί ποινική
δίωξη το αρμόδιο δικαστήριο που θα δικάσει την υπόθεση ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα
μπορεί να αποφασίσει να παύσει προσωρινά την ποινική δίωξη επιβάλλοντας κατά την κρίση του
στον κατηγορούμενο τους αντίστοιχους όρους που κρίνει απαραίτητους.
Η δυνατότητα πάντως που παρέχεται έτσι ώστε η σχετική συμπεριφορά να αποτελέσει
αντικείμενο και του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου έχει παραπεμφθεί η υπόθεση προκειμένου να
παύσει προσωρινά η ποινική δίωξη, δημιουργεί περιπλοκές εφαρμογής σε σχέση με το θεσμό της
ποινικής συνδιαλλαγής καθώς εκχωρεί με αυτό τον τρόπο στα χρονικά όρια της εφαρμογής τους
καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο όχι και τόσο ευδιάκριτα τα όρια της ερμηνευτικής τους εμβέλειας 82.

82
Άδαμ Χ. Παπαδαμάκης , Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 9η Έκδοση , Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα –
Θεσσαλονίκη 2019 ,σελ. 349
35
Με αυτόν θα λέγαμε ότι ο θεσμός της αποχής από την ποινική δίωξη εμπλέκεται στα «χωράφια» της
ποινικής συνδιαλλαγής. Και ακόμα περισσότερο ποιος ο πρακτικός λόγος να διαλέξει κάποιος τη
διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής αφού υπάρχει δυνατότητα ακόμα και αν έχει ασκηθεί η
ποινική δίωξη να αποφασίσει το δικαστήριο την παύση της ποινικής δίωξης; Πέρα από την ως άνω
περίπτωση της χρονικής ταύτισης των θεσμών αυτών δεν υπάρχει κάποια άλλη περίπτωση κατά την
οποία συμπίπτουν οι δύο θεσμοί. Πρόκειται για δυο ξεχωριστούς θεσμούς εναλλακτικής απονομής
της ποινικής δικαιοσύνης, όπου προηγείται ο θεσμός της αποχής της ποινικής δίωξης και έπεται ο
θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής.

2.1 Ποινική Συνδιαλλαγή – Έμπρακτη Μετάνοια

2.1 Γενικά
Πριν εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ της ποινικής συνδιαλλαγής και της έμπρακτης μετάνοιας
είναι απαραίτητο να εξετάσουμε το θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας. Η έμπρακτη μετάνοια αποτελεί
λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου και προβλέπεται ρητά στο ποινικό μας κώδικα. Η δικαιολογητική
βάση της έμπρακτης μετάνοιας αποτελεί η αποκαταστατική λειτουργία της επανόρθωσης του
διαταραγμένου status του έννομου αγαθού, με τη βούληση του ίδιου του δράστη, μετά την τέλεση
του εγκλήματος από τον τελευταίο. Ο θεσμός της έμπρακτης μετάνοια φαίνεται να βρίσκει επαρκή
λόγο καταρχάς στην κρίση του νομοθέτη ότι η ποινή ως ανταπόδοση και ειδική πρόληψη είναι
άσκοπη όταν ο ίδιος ο δράστης αποκαθιστά με τη θέληση του το προσβληθέν από το έγκλημα έννομο
αγαθό83 εφόσον η αποκατάσταση του έννομου αγαθού είναι δυνατή.
Επίσης ως δικαιολογητικός λόγος της έμπρακτης μετάνοιας έχει θεωρηθεί είτε η προσπάθεια
αποτελεσματικότερης προστασίας των έννομων αγαθών, η οποία επιτυγχάνεται όταν παρέχεται στο
δράστη το κίνητρο για την απόκρουση του αποτελέσματος της εγκληματικής του ενέργειας, είτε ο
εκμηδενισμός της ενοχής του δράστη εφόσον με την έμπρακτη μετάνοια η πράξη δεν αποδοκιμάζεται
πλέον από το κοινωνικό σύνολο, είτε το γεγονός ότι η αποκατάσταση αίρει το αρχικά επικίνδυνο
χαρακτήρα της πράξης του δράστη, είτε η κρίση ότι με την αποκατάσταση της προσβολής καθίσταται
φανερή η ηθική μεταμέλεια του δράστη και έτσι η ποινή ελέγχεται ως τελείως αδικαιολόγητη και
ιδιαζόντως σκληρή84.
Περιεχόμενο του συγκεκριμένου λόγου αποτελεί η αποκατάσταση του έννομου αγαθού που
προσβλήθηκε εξαιτίας του εγκλήματος, με τη θέληση του δράστη. Στο ειδικό μέρος η έμπρακτη

83
Γκρόζος Κ, Το άρθρο 379 ΠΚ μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 14 παρ. 1.3 του ν. 2721.1999, Υπεράσπιση 2000
σελ. 522.
84
Γκρόζος κ, ο.π, υποσημείωση 5
36
μετάνοια προβλέπεται και ρυθμίζεται στα άρθρα 137,212,227,289,298,381,405 ΠΚ. Εν προκειμένω
θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα οι διατάξεις των άρθρων 381 και 405 του ΠΚ σε σχέση με το θεσμό
της ποινικής συνδιαλλαγής, καθώς μόνο στις περιπτώσεις των εγκλημάτων της ιδιοκτησίας και της
περιουσίας φαίνεται να υπάρχει ταυτόχρονα η δυνατότητα της απαλλαγής από την ποινή και η
δυνατότητα υπαγωγής στην διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής. Περαιτέρω και στα εγκλήματα
κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας που δεν ενέχουν το στοιχείο της βίας και της απειλής
προβλέπεται τόσο ο θεσμός της έμπρακτης μετάνοιας και της ποινικής συνδιαλλαγής.
Συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 381 ΠΚ έχει ως εξής : «1. Για την ποινική δίωξη των
εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 374Α, 375 παρ. 1 και 2, 377 και 378 παρ. 1 εδάφ. β`
απαιτείται έγκληση. Στις περιπτώσεις των άρθρων 372, 374 παρ. 1, και 378 παρ. 1 εδαφ. α`, η ποινική
δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο
παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την
άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν. 2. Το αξιόποινο των εγκλημάτων που
προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν από την
πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου ή κατηγορουμένου για την πράξη, αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει
εντελώς τον ζημιωθέντα χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση
εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μέρος. Στην περίπτωση του άρθρου 374Α, μαζί με την
απόδοση του πράγματος απαιτείται και η πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος. 3. Εάν ο υπαίτιος των
εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο
ακροατήριο αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, χωρίς παράνομη βλάβη
τρίτου, καταβάλλοντας την αξία του, απαλλάσσεται από κάθε ποινή εφόσον πληρώσει επιπλέον τους
τόκους υπερημερίας από την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος. 4.Η διάταξη της προηγούμενης
παραγράφου εφαρμόζεται για τα πλημμελήματα που προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 και μέχρι το
τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.»
Αντίστοιχη είναι η διάταξη του άρθρου 405 ΠΚ : «Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που
προβλέπονται στα άρθρα 386 παρ. 1,386Α παρ. 1 και 2, 387, 389, 390 παρ. 1 εδάφ. α`, 394, 397 και
404 απαιτείται έγκληση «Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 390
παράγραφος 1 εδάφιο β` αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος
ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται έγκληση. [..] 2. Το αξιόποινο των εγκλημάτων
που προβλέπονται στα άρθρα 386, 386Α, 386Β, 387, 389, 390, 394, 397 και 404 εξαλείφεται αν ο
υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν από την πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου ή κατηγορουμένου
ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου. Η μερική μόνο ικανοποίηση

37
εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος. 3. Εάν ο υπαίτιος των εγκλημάτων που
αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο
ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα το κεφάλαιο και τους τόκους
υπερημερίας, από την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή. Η διάταξη του
προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και για τα πλημμελήματα που προβλέπονται στα ίδια άρθρα μέχρι
το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.»
Οι ανωτέρω διατάξεις εμπεριέχονται αντιστοίχως και στο κεφάλαιο των εγκλημάτων
στρεφόμενων κατά της ιδιοκτησίας και εκείνων κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων. Οι ανωτέρω
δε διατάξεις απαντούν πλην του Ποινικού Κώδικα και στην ποινική δικονομία με τις διατάξεις περί
ποινικής συνδιαλλαγής στην οποία αναφερθήκαμε αναλυτικώς ανωτέρω. Όπως αναφέραμε και στην
εισαγωγή της παρούσας εργασίας η διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής είχε εισαχθεί στο έννομη
τάξη μας το 2010 με το Ν. 3904/2010, ο οποίος εισήγαγε και ενίσχυσε θεσμούς που έχουν ως στόχο
τον εξορθολογισμό και την βελτίωση απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Βέβαια η συζήτηση για
την εισαγωγή του θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής είχε ήδη ξεκινήσει από το 1995 στο σχέδιο
Επιτροπής του άρθρου 27παρ. 1 του Ν. 2145/1993 «Επιτροπή Μανωλεδάκη»85. Στο άρθρο 7186 η
προτεινόμενη ρύθμιση προέβλεπε την εφαρμογή συμφιλιωτικής διαδικασίας μεταξύ τριών μερών,
του εισαγγελέα, του δράστη και του παθόντος , η οποία καταλάμβανε όλα τα κατ΄έγκληση διωκόμενα
εγκλήματα, τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα πλημμελήματα της περιουσίας ή της ιδιοκτησίας, τα
εγκλήματα της αμέλειας κατά της σωματικής ακεραιότητας, καθώς και τα κακουργήματα εκείνα, στα
οποία η έμπρακτη μετάνοια λειτουργούσε ως λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου. Επρόκειτο για αρκετά
προωθημένη πρόταση για την εποχή της, δεδομένου ότι τελικά ο θεσμός εισήχθη δεκαπέντε χρόνια
μετά τη σύνταξη του σχεδίου ΚΠΔ από την «επιτροπή Μανωλεδάκη». Παρόλου που ο θεσμός της
ποινικής συνδιαλλαγής είναι μέρος του ποινικού μας συστήματος από το 2010 αυτός δεν τυγχάνει
ιδιαίτερη αποδοχή με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πολλές γνωστές περιπτώσεις εφαρμογής του
θεσμού87. Πάντως ο τότε προτεινόμενος θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής παρόλο που παρουσίαζε

85
Τριανταφύλλου Γεώργιος, Η συνδιαλλαγή: Προβλήματα από τη ρύθμιση ενός νέου θεσμού, ΠοινΧρ ΜΕ, 1049.
86
Το κείμενο της διάταξης είχε ως εξής : « Άρθρο 71. Συνδιαλλαγή δράστη-παθόντος. 1. Αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών
κρίνει ότι η έγκληση είναι βάσιμη και εφόσον η καταγγελλόμενη πράξη διώκεται σε βαθμό πλημμελήματος κατ’ έγκληση είτε
και αυτεπαγγέλτως, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση μόνον αν η πράξη στρέφεται κατά της ιδιοκτησία ςή της περιουσίας, ή αν
πρόκειται για έγκλημα από αμέλεια κατά της σωματικής ακεραιότητας, ή και σε βαθμό κακουργήματος αν προβλέπεται στο
νόμο ότι η έμπρακτη μετάνοια εξαλείφει το αξιόποινό του, καλεί τον εγκαλούντα ή τον παθόντα και τον κατηγορούμενο
αυτεπαγγέλτως ή με αίτησή τους να εμφανισθούν ενώπιον του ορισμένη ημέρα και ώρα για συν διαλλαγή. Ο εισαγγελέας,
έπειτα από κοινή δήλωση των διαδίκων ότι επήλθε πλήρη ικανοποίηση του παθόντος, απέχει οριστικά από την άσκηση της
ποινικής δίωξης. Σχετικά συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται και από τους διαδίκους. Εάν αποτύχει η διαδικασία της
συνδιαλλαγής, δεν συντάσσεται έκθεση ούτε τηρείται πρακτικό.2. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί ή δεν επιτευχθεί
συμβιβασμός εφαρμόζεται η παρ. 4 του προηγούμενου άρθρου»
87
Μοναδική απόφαση στην ΝΟΜΟΣ όπου γίνεται αναφορά στο θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής ΑΠ 1289/2017.
38
αρκετά σημεία κοινά με θεσμούς του ουσιαστικού ποινικού δικαίου (έγκληση, έμπρακτη μετάνοια)
εξακολουθούσε πάντως κατά τη φύσιν και κατά τον τρόπο εφαρμογής της ένα καθαρός δικονομικός
θεσμός88. Αντιθέτως οι διατάξεις των άρθρων 381 παρ. 2 και 405 παρ. 2 αντιστοιχούν στην κλασσική
διάταξη του Ποινικού Κώδικα του 1950 για την έμπρακτη μετάνοια89.
Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν να επιτελέσουν οι
διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 των άρθρων 381 και 405 του Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό και
τις διατάξεις της Ποινικής Συνδιαλλαγής, επιτυγχάνεται στην πράξη με τη συνήθη τακτική που
συναντάμε σχεδόν καθημερινά στα ποινικά ακροατήρια, ήτοι την εμφάνιση των διαδίκων ενώπιον
του δικαστηρίου και την δήλωση περί συμβιβασμού μεταξύ των. Συγκεκριμένα ο παθών υποβάλλει
δήλωση ενώπιον των παραγόντων της δίκης με την οποία βεβαιώνει ότι ικανοποιήθηκε από τον
κατηγορούμενο και δηλώνει παράλληλα πεπεισμένος βάσει μεταγενέστερων εξηγήσεων ότι ο
τελευταίος ενήργησε άνευ δόλου. Η εν λόγω πρακτική πλέον έχει σε υψηλό βαθμό καθιερωθεί και
αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις τον κανόνα επίλυσης αυτού του είδους διαφορών. Πριν όμως
αναλύσουμε το τις διατάξεις περί έμπρακτη μετάνοιας όπως ισχύουν σήμερα στις διατάξεις των
άρθρων 381 και 405 ΠΚ και τη σχέση τους με την ποινική συνδιαλλαγή θα γίνει μια σύντομή
αναδρομή στο παρελθόν των διατάξεων αυτών.

2.2 Η διαμόρφωση των διατάξεων περί έμπρακτης μετάνοιας


Οι διατάξεις στις οποίες θα αναφερθούμε αναλυτικώς στη συνέχεια προκειμένου να
μπορέσουμε να τις συγκρίνουμε με το θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής δεν είναι καινοτομία του
νέου ΠΚ αλλά προϋπήρχαν στο ΠΚ με το ν. 2721/1999 και αναδιαμορφώθηκαν με τον Ν.3904/2010.
Πρώτα θα αναφερθούμε στο Ν. 2721/1999 όσο το δυνατόν πιο περιληπτικά και ύστερα στα άρθρα 6
και 7 του Ν. 3904/2010 με τα οποία εισήχθησαν μια σειρά διατάξεων με τις οποίες διευρύνθηκε
τόσον η εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω έμπρακτης μετάνοιας όσο και η ήδη υπάρχουσα δυνατότητα
απαλλαγής από την ποινή σε περίπτωση ικανοποίησης του ζημιωθέντος (παθόντος ή κληρονόμων
του) από έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας, ενώ εισήχθη και δυνατότητα αποχής από
την ποινική δίωξη στην ίδια περίπτωση90.

88
Λίβος, Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος μέχρις εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως,
ΠοινΧρον2000, σελ. 289
89
Χρ. Χ. Μυλωνόπουλος, « Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας (
Άρθρα 372 – 406 Π.Κ.), Β΄ έκδοση Αθήνα 2006, σ. 253 επ, Χ. Χρ. Μυλωνόπουλος, «Ποινικό Δίκαιο - Ειδικό Μέρος»,
3η Έκδοση, 2016, Π.Ν. Σάκκουλας, σ. 231 επ.
90
Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, Η «ικανοποίηση του παθόντος» και η «ποινική συνδιαλλαγή» στο ν. 3904/2010, ΠοινΔικ
2011, 53.
39
2.3Ο θεσμός της έμπρακτης μετάνοιας με τον ν. 2721/1999
Η αρχική πρόβλεψη για την έμπρακτη μετάνοια βρισκόταν στα άρθρα 379 ( για τα εγκλήματα
κατά της ιδιοκτησίας) και 393 ( εγκλήματα κατά της περιουσίας) του Ποινικού Κώδικα. Με το άρθρο
14 παρ. 1. Εδ. 1.3 ν. 2721/1999 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 379 ΠΚ διευρύνοντας
τις περιπτώσεις ατιμωρησίας του δράστη μέσω της αποκατάστασης της προκληθείσας βλάβης από το
έγκλημα. Η διάταξη είχε ως εξής : «1. Το αξιόποινο της Κλοπής και της Υπεξαίρεσης εξαλείφεται
αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη
του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς
τον ζημιωμένο. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο
μόνο μέρος. 2. Ο υπαίτιος της πράξης της Υπεξαίρεσης εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται σε βαθμό
κακουργήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν ικανοποίηση εντελώς τον ζημιωθέντα με τη θέλησή
του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την καταβολή του
κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαριστεί και δηλώσει
τούτο ο παθών ή οι κληρονόμου του.» Στην παράγραφο 1 αποτυπώνεται ο κλασσικός θεσμός της
έμπρακτης μετάνοιας κατά τον οποίο εξαλείφεται το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαίρεσης
εφόσον ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν ακόμα εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την
πράξη με τις αρχές αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωμένο χωρίς παράνομη
προσβολή τρίτου. Στην παράγραφο 2 ρυθμίστηκε δυνατότητα απαλλαγής από την ποινή σε
περίπτωση που ο δράστης ικανοποιήσει τον ζημιωθέντα καταβάλλοντας τους το κεφάλαιο τους
τόκους υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων μέχρι και την έκδοση οριστικής απόφασης από το
Πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αντίστοιχη διάρθρωση είχε και το άρθρο 393 που αναφερόταν στον θεσμό
της έμπρακτης μετάνοιας στα εγκλήματα κατά της περιουσίας91.
Πριν αναλύσουμε τις προϋποθέσεις του ως άνω θεσμού θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ήδη
στην αρχική της μορφή, η διάταξη της παραγράφου 1 επικρίθηκε ως στηριζόμενη «επί …σκέψεων
ξένων προς την φύσιν του ποινικού δικαίου και αμφιβόλου επιστημονικής ευστάθειας». Ακόμη δε και
η ίδια η Αιτιολογική Έκθεση τη χαρακτήριζε « ίσως ουχί τελείως ορθή ….. χρήσιμη όμως εν τη πράξει
προς αποσόβησίν των εκ του αδικήματος ζημιών »92. Και πράγματι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η

91
Η διάταξη του άρθρου 393 ΠΚ είχε ως εξής: « 1. Οι διατάξεις του άρθρου 378 στοιχεία α` και γ` εφαρμόζονται
αναλόγως και για τις πράξεις των άρθρων 386 και 387. Οι διατάξεις του άρθρου 379 και για τις πράξεις των άρθρων 386,
387, 389, 390, 391 και 392.2. Ο υπαίτιος των πράξεων των άρθρων 382 παρ. 1 και 2 στοιχ. γ` , 386, 386Α, 388, 390,
εφόσον δεν τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, 404 παρ. 1 και 2 και 405 παρ. 1, απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν
ικανοποιήσει πλήρως τον ζημιωθέντα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την
καταβολή του κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας και δηλώσουν τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του».
92
Χρ. Χ. Μυλωνόπουλος, « Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας (
Άρθρα 372 – 406 Π.Κ.), Β΄ έκδοση Αθήνα 2006, σ. 253 επ, Χρ. Χ. Μυλωνόπουλος, «Ποινικό Δίκαιο - Ειδικό Μέρος»,
40
αναγκαιότητα, ορθότητα και αναμφισβήτητη χρησιμότητα μίας τέτοιας πρόβλεψης, αφού με αυτό
τον τρόπο χωρίς να απεμπολείται η προστασία των εκάστοτε προστατευόμενων εννόμων αγαθών,
αποκαθίσταται η κοινωνική ειρήνη, η εμπέδωση της οποίας είναι σ΄ αυτή την περίπτωση προτιμότερη
από την επιβολή οιασδήποτε ποινής με αποτέλεσμα η τελευταία να μην είναι πλέον αναγκαία τόσο
σε επίπεδο γενικής όσο και σε επίπεδο ειδικής πρόληψης 93. Οι αντιρρήσεις αυτές στην
πραγματικότητα σχετίζονται με την διαπίστωση μίας τάσης ιδιωτικοποίησης του ποινικού δικαίου,
που στην εξεταζόμενη περίπτωση φαίνεται να εξυπηρετεί περισσότερο την αστική λειτουργία της
αποζημίωσης και λιγότερο την γενική και την ειδική πρόληψη. Εκφράζεται έτσι ο φόβος εξασθένισης
των τελευταίων, που αποτελούν τα βασικά μέσα του ποινικού δικαίου για την προστασία των
εννόμων αγαθών, με την ενθάρρυνση επίδοξων δραστών να προχωρήσουν στην τέλεση του
εγκλήματος, αφού η μόνη επιζήμια συνέπεια θα είναι η καταβολή αποζημίωσης στην οποία θα είναι
ούτως ή άλλως υποχρεωμένοι κατά το αστικό δίκαιο 94. Ως προς τη δεύτερη παράγραφο της ως άνω
διάταξης υπάρχουν κάποιες διαφοροποιήσεις ως προς το ένα συνιστά μορφή έμπρακτης μετάνοιας ή
όχι95. Περαιτέρω είχε διατυπωθεί η άποψη πως πρόκειται για μια ρύθμιση που δημιουργεί την
υπόνοια ότι ευνοεί φαινόμενα «ταξικής δικαιοσύνης 96» και γεννά προβλήματα εξίσου σημαντικά
προς εκείνα που θέλει να επιλύσει.
Παρατηρούμε ότι ο θεσμός της έμπρακτης μετάνοιας που περιγράφεται στην παράγραφο 1
του άρθρου 379 (αντίστοιχα και στο άρθρο 339 παρ. 1 ΠΚ) είχε συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής,
ίσχυε δηλαδή μόνο για ορισμένα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας ανεξαρτήτως
του αν αυτά τελούνταν σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος. Η αποκατάσταση της ζημίας
που οδηγούσε στην εξάλειψη του αξιοποίνου στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας επιτυγχανόταν
στο πλαίσιο των εν λόγω ρυθμίσεων με δύο τρόπους, με την απόδοση του πράγματος στον ιδιοκτήτη
ή με την εντελή ικανοποίηση του τελευταίου.
Σημειώνεται ότι η εντελής ικανοποίηση εξάλειφε το αξιόποινο μόνο όταν ήταν αδύνατη η
απόδοση του πράγματος, διότι σε διαφορετική περίπτωση η προστασία της ιδιοκτησίας θα ήταν

3η Έκδοση, 2016, Π.Ν. Σάκκουλας, σ. 233 ε, ο οποίος παραπέμπει σε Χωραφάς, ΓενΜ431 και Ανδρουλάκη, Ποιν Μελ
253 κλπ.
93
Χρ. Χ. Μυλωνόπουλος, ο.π σ. 233 επ
94
Βλ. Τριανταφύλλου, Η συνδιαλλαγή: Προβλήματα από τη ρύθμιση ενός νέου θεσμού, ΠοινΧρ 1995, σελ. 1059
95
Έχει υποστηριχθεί πως πρόκειται διευρυμένη επέκταση της έμπρακτης μετάνοιας ή για προσωπικό λόγο απαλλαγής
από την ποινή.
96
Λίβος, Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος μέχρις εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως,
ΠΧ Ν296 σημ. 49 «Παραλείπεται εδώ λ.χ. η εξέταση τού ζητήματος αν με τον υπό συζήτηση θεσμό εισάγεται στην χώρα
μας ένα είδος «ταξικής δικαιοσύνης», αφού ηεπί ικανοποιήσεως τού παθόντος επιτυγχανόμενη ποινική συνδιαλλαγή ευνοεί
ουσιαστικά μόνον τους οικονομικά ισχυρούς δράστες και θέτει σεδογματικά μειονεκτικότερη θέση τούς οικονομικά
ασθενέστερους.
41
ανεπαρκής καθόσον ο δράστης θα μπορούσε να αποκτήσει το πράγμα που επιθυμεί και να αποφύγει
την ποινική τιμώρηση αποζημιώνοντας τον ιδιοκτήτη97. Στα εγκλήματα κατά της περιουσίας είναι
δυνατή μόνο η εντελής ικανοποίηση. Για την εφαρμογή των διατάξεων για την έμπρακτη μετάνοια
αρκούσε η απόδοση του πράγματος που κλάπηκε ή υπεξαιρέθηκε και δεν απαιτείτο η απόδοση τόκων
υπερημερίας για το διάστημα από την ιδιοποίηση του πράγματος μέχρι την απόδοσή του. Τούτο διότι
οι τόκοι υπερημερίας δεν περιλαμβάνονται στα στοιχεία των εγκλημάτων της κλοπής και της
υπεξαίρεσης, επομένως η καταβολή τους δεν ενδιαφέρει στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου αλλά
αποτελεί αστική διαφορά98. Η αποκατάσταση της βλάβης μπορεί να γίνει και από τρίτον, ο οποίος
ενεργεί για λογαριασμό του δράστη ή του τρίτου99.Αντίστοιχα, η εντελής ικανοποίηση αποτελεί
υποκατάστατο του πράγματος και περιορίζεται στην αξία που είχε το πράγμα κατά τον χρόνο της
ικανοποιήσεως100, χωρίς να περιλαμβάνει τυχόν έμμεση ζημία του παθόντος.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η ικανοποίηση μπορεί να γίνει και με κάθε δικαιοπραξία μεταξύ
του παθόντος και του δράστη, όπου συμφωνείται η ικανοποίηση του πρώτου, καθώς και με
κατάργηση της ενοχικής σχέσης και σύσταση νέας, με τρόπο ώστε η αξίωση από το αδίκημα να μην
υπάρχει πλέον και με τη νέα δικαιοπραξία να επέρχεται εντελής ικανοποίηση101.Αυτό μπορεί να
επιτευχθεί και με την έκδοση συναλλαγματικών, αλλά απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σύμπτωση
των βουλήσεων των συμβαλλόμενων μερών και να προκύπτει αναμφίβολα η πρόθεση τους για
ανανέωση της ενοχής (421,438, και 477ΑΚ), διότι μόνο η αποδοχή των συναλλαγματικών δεν
συνιστά ανανέωση χρέους. Σε περίπτωση συμβιβαστικής ρύθμισης του ποσού της ικανοποίησης κατά
μία άποψη αρκεί ο παθών να συμβιβάστηκε εν γνώσει του σε μικρότερο ποσό και ο δικαστής πρέπει
γενικά να αρκεστεί στη δήλωση παθόντος ότι ικανοποιήθηκε πλήρως ελέγχοντας μόνο αν η δήλωση
είναι ελεύθερη απαλλαγμένη από ελαττώματα βούλησης (απειλής, βίας, πλάνης)102.
Κατ’ άλλη άποψη η ικανοποίηση του παθόντος για να είναι πλήρης, πρέπει να νοηθεί ως η
διαγραφόμενη στα άρθρα 914, 297 και 298 ΑΚ αποζημίωση εξ αδικοπραξίας και μάλιστα
αντικειμενική, ανεξαρτήτως του επερχόμενου συμβιβασμού ή εκείνης στην οποία στέργει ο
δανειστής εν γνώσει ή εν αγνοία της ανεπάρκειας103.

97
ενδ. Μυλωνόπουλου, Ειδικό Μέρος, ό.π., σελ. 256
98
Γκρόζου, Το άρθρο 379 ΠΚ μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 παρ. 1.3 του ν. 2721/1999, Υπερ 2000, 525
99
ΑΠ 1183/1987 ΠΧ ΛΖ 993.
100
Μυλωνόπουλου, Ειδικό Μέρος, ό.π., σελ.256, παρ. 573
101
Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία – εφαρμογή, 2η έκδοση, 2009, αρ. 79 ΠΚ, σελ 1107 όπου παραπέμπει
στις ΑΠ 298/2008, 967/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ, 1661 και 1704/89 ΠΧ Μ 808,823.
102
Μαργαρίτης, ο.π σελ 11047.
103
Ηρειώτης, Επικαίρα ζητήματα ποινικού δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 128.
42
Επιπλέον προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων για την έμπρακτη μετάνοια
αποτελούσε η αποκατάσταση της ζημίας να έγινε με την θέληση του δράστη, γεγονός που
διασφαλιζόταν με την απώλεια της δυνατότητας για έμπρακτη μετάνοια μετά την εξέτασή του από
τις αρχές104. Η έννοια της ελεύθερης βούλησης στην εν λόγω διάταξη ερμηνεύθηκε αρχικώς στενά
από τον Άρειο Πάγο, που απαιτούσε παγίως η απόδοση ή η ικανοποίηση να γίνεται επειδή
εμφιλοχώρησε μεταμέλεια του δράστη και όχι υπό τον φόβο της αποκάλυψης της πράξης του105,
δηλαδή με δίκη του βούληση πράττει ο δράστης που προβαίνει στην απόδοση ή στην ικανοποίηση
«εκουσίως και αυθορμήτως» κα όχι από εξωτερικά αίτια , ανεξαρτήτως της βουλήσεως του106.
Επισημάνθηκε ωστόσο ότι στο μέτρο που η ενέργεια του δράστη ήταν αποτέλεσμα δικής του
επιλογής και δεν οφειλόταν σε εξωτερική πίεση που του στέρησε την δυνατότητα να αποφασίσει
κατά την κρίση του, όπως είναι λ.χ. η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του από τον
παθόντα ή η παρακράτηση από τραπεζικό λογαριασμό του δράστη που έγινε από την τράπεζα, είναι
αδιάφορο για το δίκαιο αν η επιλογή του υπήρξε προϊόν ηθικής μεταστροφής107 ή ωφελιμιστικής
στάθμισης.108
Σε αυτό το σημείο να ξαναθυμίσουμε πως η εξάλειψη του αξιόποινου λόγω έμπρακτης
μετάνοιας ενεργεί προσωπικά, δηλαδή ωφελεί μόνο εκείνον τον συμμέτοχο στο πρόσωπο του οποίου
συντρέχει. η οικειοθελής μετάγνωση είναι προσωποπαγής περίσταση που συνδέεται αρρήκτως με
τον πράττοντα και όχι με την πράξη109. Επί συμμετοχής το αξιόποινο εξαλείφεται ως προς όλους τους
συμμέτοχους μόνο αν ή ικανοποίηση του παθόντος γίνει από κοινού ή έστω από έναν μεν αλλά με
συναπόφαση. Διαφορετικά το αξιόποινο εξαλείφεται μόνο για εκείνον που το απέδωσε (49 παρ. 2
του ΠΚ). Σε αυτήν την περίπτωση οι λοιποί συμμέτοχοι θα μπορούν να απαλλαγούν αν καταβάλλουν

104
Δες ενδεικτικά ΑΠ 1099/2010, ΟλΑΠ 1093/1991 κατά την οποία «ν προκειμένω, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε
ότι η πράξη του πρώτου αναιρεσείοντος αποκαλύφθηκε και καταγγέλθηκε στην Ελληνική Αστυνομία από την Ιονική και
Λαϊκή Τράπεζα κατά την 2.5.1984 αι κατά την 20.00 ώρα της ίδια ημέρας έγινε έρευνα στην οικία του πρώτου
αναιρεσείοντος προς ανεύρεση των χρημάτων που είχαν υπεξαιρεθεί ότι ο πρώτος αναιρεσείων πληροφορήθηκε ταύτα και
την 23.00 ωρα της ίδιας ημέρας εμφανίσθηκε στο ΣΤ Παράρτημα Ασφαλείας Αθηνών, ότι κατά την 11.15` της επομένης
ημέρας 3.5.1984 επέστρεψε στην Τράπεζα την 11.700.000 δραχμές και παρέδωσε επιταγή 18.000.000 δραχμών και ίοτι η
κατ`αυτόν τον τρόποι απόδοση υπό την πίεση της βεβαίας ποινικής διώξεωες του των χρημάτων που είχεν αναλάβει με τις
συνθήκες που εκτέθηκαν δεν συνιστά έμπρακτη μετάνοια υπο την παραπάνω έννοια. Ετσι το δικασήριο της ουσίας, οπυ εμτ
ην προσβαλλομένη απόφαση της ουσίας που με την προσβαλλομένη απόφαης απέρριψε την περί εμπράκτου μετανοίας
αυτοτελή ισχυρισμό του πρώτου αναιρεσείοντος δεν παραβίασεν εκ πλαγίου την ουσιαστική ποινική διάταξη που αναφέρεται
στην αρχη αυτής της σκέψεως και οι υπό του άρθρο 510 παραγρ. στοιχ. Δ ΚΠΔ τρίτος του κυρίου δικογράφου και δεύτερος
και τρίτος του προσθέτου δικογράφου λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του πρώτουκ αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμοι και
πρέπει να απορριφθούν.
105
Μυλωνόπουλου, Ειδικό Μέρος, ό.π., σελ. 258–259, παρ. 579-580, με παράθεση της σχετικής νομολογίας του
Ακυρωτικού.
106
Μυλωνόπουλος Ειδικό Μέρος, ο.π, Εκδόσεις Σάκκουλα 2016, σελ. 238
107
ΑΠ 271/2004, ΠοινΧρ 2004, σελ. 991.
108
Τριανταφύλλου, Η συνδιαλλαγή: Προβλήματα από τη ρύθμιση ενός νέου θεσμού, ΠοινΧρ 1995, σελ. 1059.
109
Λίβος, ο.π , ΠΧ Ν/293
43
πριν την εξέταση τους το μερίδιο τους αναλογεί κατά τις διατάξεις περί αναγωγής του ΑΚ. Η
έμπρακτη μετάνοια αποτελεί ουσιαστικό θεσμό ποινικού δικαίου καθώς βασική της συνέπεια είναι η
εξάλειψη της ποινικής αξίωση της πολιτείας.
Στην παράγραφο 2 των άρθρων 379110 και 393 ΠΚ έχουμε την περίπτωση της απαλλαγής
από την ποινή. Αν ο δράστης των υπαγόμενων στις ως άνω διατάξεις των εγκλημάτων επέλεγε την
απαλλαγή από την ποινή βάσει των ως άνω διατάξεων όφειλε να καταβάλει περισσότερα για την
εντελή ικανοποίηση του ζημιωθέντος από αυτά που θα κατέβαλε επικαλούμενος τους όρους της
πρώτης παραγράφου των εν λόγω άρθρων. Συγκεκριμένα εκτός από την απόδοση του πράγματος ή
την εντελή ικανοποίηση του ζημιωθέντος έπρεπε να καταβάλλει επιπλέον τους τόκους υπερημερίας
και τα δικαστικά έξοδα που τυχόν είχαν εκκαθαριστεί. Απαιτείτo επιπλέον και δήλωση του παθόντος
ή των κληρονόμων του ότι έχουν ικανοποιηθεί πλήρως. Σημειώνεται ότι οι διατάξεις που
προστέθηκαν έχουν εφαρμογή μόνο σε εγκλήματα που τελούνται σε βαθμό πλημμελήματος, ενώ
παραλείπεται και η προϋπόθεση της αποκατάστασης της ζημίας χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου και
δεν υπάρχει καμία αναφορά στην μερική ικανοποίηση του παθόντος σε αντίθεση με την πρώτη
παράγραφο όπου η μερική ικανοποίηση του παθόντος οδηγούσε σε μερική εξάλειψη του αξιοποίνου.
Οι διατάξεις αυτές φαίνονται ιδιαίτερα ευνοϊκές για τον δράστη, καθώς του χορηγήθηκε για πρώτη
φορά η δυνατότητα να επιτύχει την ατιμωρησία του σε τόσο ύστερο χρονικό σημείο της ποινικής
διαδικασίας, ακόμη και μετά την κήρυξη της ενοχής του και πριν την απαγγελία της απόφασης επί
της ποινής. Η διεύρυνση όμως αυτή του χρονικού ορίου της δυνατότητας αποκατάστασης της ζημίας
συνοδεύτηκε από επιπλέον ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης. Συνέπεια των
ως άνω προϋποθέσεων είναι η απαλλαγή του δράστη από την ποινή και όχι εξάλειψη του αξιοποίνου
όπως συμβαίνει στις παραγράφους 1 των άρθρων 393 και 379 ΠΚ.
Είχε δημιουργηθεί λοιπόν ζήτημα προς τη νομική φύση αυτών των διατάξεων. Είναι γεγονός
ότι η συστηματική ένταξη των από κάθε άποψη αξιοσημείωτων αυτών ρυθμίσεων έγινε σε διατάξεις
τού Π.Κ., στις οποίες προβλεπόταν μέχρι σήμερα η έμπρακτη μετάνοια ως προσωπικός λόγος
εξαλείψεως τού αξιοποίνου Για τον λόγο αυτό θα έτεινε κανείς να θεωρήσει ότι με τις νεοπαγείς

110
Στην εισηγητική έκθεση τού σχεδίου νόμου διαβάζει κανείς σχετικά με την θέσπιση τών προαναφερθεισών ρυθμίσεων
ότι «η αποκατάσταση τής βλάβηςτού παθόντος επιτυγχάνει την επαναφορά τών πραγμάτων στην προηγούμενη κοινωνική
ισορροπία, αμβλύνει την ανησυχία τής κοινωνίας που είχεπροκαλέσει η συμπεριφορά τού δράστη, τονώνει το αίσθημα
ασφάλειας απέναντι στο δίκαιο, εμπλουτίζει την ιδέα τής επιείκειας και τής συμφιλίωσης,δεδομένου ότι η κοινωνία ή
ακόμη και ο ίδιος ο παθών σε πολλές περιπτώσεις ελαφράς ή και μέσης βαρύτητας εγκλημάτων δεν ζητούν την
επιβολήποινής» Εκτός όμως από αυτές τις, ας πούμε, γενικού χαρακτήρα στοχεύσεις, οι νεοπαγείς διατάξεις αποβλέπουν
κατά την Εισηγητική Έκθεση καιστην βελτίωση τής θέσεως τού παθόντος, αφού αυτός μεν «δεν θα ταλανίζεται σε
μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες», ενώ με τον τρόπο αυτό «και ταδικαστήρια αποσυμφορούνται μερικά από ποινικές
υποθέσεις».
44
διατάξεις εισάγεται στον ποινικό μας κώδικα επίσης ένα είδος έμπρακτης μετάνοιας και δη
«διευρυμένης» ή έμπρακτης μετάνοιας επί δικαστηρίου (εννοείται: μόνον ενώπιον τού
πρωτοβαθμίου)111. Ωστόσο ο νομοθέτης δεν έκανε λόγο ρητά για έμπρακτη μετάνοια. Το πρόβλημα
που είχε δημιουργηθεί ήταν αν η περίπτωση της δεύτερη παραγράφου αποτελεί ιδιότυπο τύπο της
εξάλειψης του αξιοποίνου ή αν συνιστά προσωπικό λόγος απαλλαγής από την ποινή112 ή έχουμε να
κάνουμε με ένα νέο ποινικό θεσμό χωρίς δογματική καθαρότητα δογματική καθαρότητα και χωρίς
οποιαδήποτε προηγούμενη θεωρητική επεξεργασία ο οποίος θα μπορούσε ονομαστεί «ποινική
συνδιαλλαγή επί ικανοποιήσεως τού παθόντος»113. Δηλαδή αν πρόκειται για ειδικό λόγο απαλλαγής
από την ποινή ή λόγος άρσης του τιμωρητού ή ειδικό λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου , τρεις
ονομασίες που χρησιμοποιήθηκαν στην θεωρία για την ίδια έννομη συνέπεια, την απαλλαγή δηλαδή
του δράστη από την ποινή114. .
Η αποδοχή της περίπτωσης αυτής ως λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου βασίζεται στα εξής
επιχειρήματα. Πρώτον και στην περίπτωση των άρθρων αυτών η «έμπρακτη μετάνοια» εκ μέρους
του δράστη συνιστά συμπεριφορά που επακολουθεί της τελέσεως της πράξης. Το ατιμώρητο σε αυτές
τις περιπτώσεις δεν βασίζεται σε κάποια προσωπική ιδιότητα του δράστη όπως απαιτείται στην
περίπτωση των προσωπικών λόγων απαλλαγής από την ποινή αλλά ακριβώς στη συμπεριφορά αυτού.
Τελευταίο επιχείρημα είναι ότι υπέρ αυτής της άποψης είναι η διάταξη αυτή εντάσσεται από τον
νομοθέτη συστηματικά στο άρθρο 379 ΠΚ το οποίο προβλέπει την έμπρακτη μετάνοια ως λόγο
εξάλειψης του αξιοποίνου και όχι ως προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή με τις γνωστές
συνέπειες115.
Κατά την άλλη άποψη η ρύθμιση στις παραγράφους 2 των ως άνω άρθρων συνιστά
υποχρεωτικό προσωπικό και ειδικό λόγος αποχής από την ποινή116 διότι κατά την εκτίμηση του
νομοθέτη τουλάχιστον μετά την εντελή ικανοποίηση αποκαθίσταται η κοινωνική ειρήνη και έτσι
εκλείπει πλέον η αναγκαιότητα τη ποινής από τη σκοπιά της γενικής και ειδικής πρόληψης.
Ουσιαστικά πρόκειται για λόγο απαλλαγής από την ποινή117 που εμφανίζει κάποιες ομοιότητες με

111
Λίβος, Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος μέχρις εκδόσεως της οριστικής
αποφάσεως, ΠοινΧρον 2000, 289.
112
Γκρόζου, Το άρθρο 379 ΠΚ μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 14 παρ. 1.3 του ν. 2721/1999, Υπερ 2000, 524
113
Λίβος, Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος μέχρις εκδόσεως της οριστικής
αποφάσεως, ΠοινΧρον 200, 289.
114
Ηρειώτης Ι, Επίκαιρα ζητήματα περιουσιακού δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 146.
115
Γκρόζου, ο.π 528
116
Μυλωνόπουλου, Ειδικό Μέρος, ό.π., 265
117
Η Εισηγητική Έκθεση κάνει λόγο για λόγο άρσης του τιμωρητού
45
την ποινική συνδιαλλαγή118 χωρίς να ταυτίζεται με αυτήν. Δεν αποτελεί ούτε ιδιότυπο τύπο
εξάλειψης του αξιοποίνου ούτε προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή καθώς στην τελευταία
περίπτωση σύμφωνα με τη θεωρία του ποινικού δικαίου θα πρέπει να υπάρχουν στο πρόσωπο του
δράστη κατά το χρόνο εκτέλεσης της πράξης ( π.χ. η ιδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας).119
Γίνεται φανερό ότι η εντελής ικανοποίηση του δράστη, που αποτελεί περιστατικό σαφώς
μεταγενέστερο της τέλεσης του εγκλήματος, δε μπορεί να συνιστά προσωπικό λόγο απαλλαγής από
την ποινή. Είναι υποχρεωτικός 120καθώς εφόσον πληρούνται το Δικαστήριο πρέπει να απέχει από την
επιβολή ποινής, ειδικός γιατί προβλέπεται η εφαρμογή του σε ορισμένα εγκλήματα. Τέλος ενεργεί
προσωπικά δηλαδή ωφελεί μόνο εκείνον τον συμμέτοχο στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει121. Έτσι
σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 2 ΠΚ ωφελεί μόνο τον συμμέτοχο στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει.
Κατά την ίδια άποψη, εφόσον άλλωστε η αποκατάσταση της ζημίας πρέπει να γίνει με την
ελεύθερη βούληση του δράστη, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μόνη η συμπεριφορά ενός εκ των
υπαιτίων που εκφράζει μόνο την δική του βούληση και όχι των λοιπών οδηγεί στην απαλλαγή όλων
των συμμέτοχων. Υπήρχε και αντίθετη άποψη κατά την οποία η οποία υποστηρίζει πως πρόκειται για
αντικειμενικό λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου122. Το βασικό επιχείρημα εδώ στηρίζεται στο σαφές
προβάδισμα που δίνεται με την θέσπιση των διατάξεων που μας απασχολούν στην αποζημίωση του
θύματος έναντι της ενοχής του δράστη, το οποίο μάλιστα εκφράζεται με την προθυμία του νομοθέτη
να εξαρτήσει την τιμώρηση του δράστη από την σχετική δήλωση του θύματος. Υποστηρίζεται έτσι
ότι στο πλαίσιο αυτό θα ήταν αντιφατικό να αποδυναμώνεται η προστασία των συμφερόντων του
παθόντος λόγω της εξάρτησης της δυνατότητας αποζημίωσης από την υποχρεωτική συμβολή όλων
των συμμέτοχων123. Περαιτέρω, υποστηρίζεται124 ότι εφόσον ικανοποιείται ο βασικός στόχος του
νομοθέτη, που είναι η επανόρθωση της ζημίας, δεν έχει πλέον σημασία από ποιον εκ των συμμέτοχων

118
Έτσι ο Λίβος, ό.π., σελ. 292 και ο Τζαννετής, ό.π., σελ. 145. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε μεταγενέστερα και μέσω
της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 3904/ 2010 που τροποποίησε τις διατάξεις για την αποκατάσταση της ζημίας, όπου
διαβάζουμε σχετικώς (ΚΝοΒ 2010, σελ. 3067): «με τις ρυθμίσεις [ενν. οι 379 παρ. 2 και 393 παρ. 2] εισήχθη στο ποινικό
μας σύστημα ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής […]».
119
Μυλωνόπουλου, Ειδικό Μέρος, ο.π., 266
120
Λίνος , ο.π 296
121
Βλ. Μυλωνόπουλου, Ειδικό Μέρος, ο.π., σελ. 266, αρ. 595.
122
Λίβος ΠΧ ,ο.π 294
123
Το αντεπιχείρημα είναι το εξής : «το γεγονός ότι όλοι οι συμμέτοχοι πρέπει να καταβάλουν για να μην τους επιβληθεί
ποινή, δεν συνεπάγεται ότι μόνο μέσω της κοινής αυτής καταβολής είναι δυνατό να επέλθει η επανόρθωση της ζημίας.
Άλλωστε και στο πεδίο της έμπρακτης μετάνοιας, που δεν αμφισβητείται ότι ενεργεί προσωπικά μόνο για τον συμμέτοχο
που την επιδεικνύει, δεν είναι απαραίτητο να συμπράξουν όλοι για την ικανοποίηση του παθόντος. Εκείνος όμως που
επικαλείται την έμπρακτη μετάνοια πρέπει να προβεί σε εντελή ικανοποίηση του ζημιωθέντος αποκαθιστώντας την βλάβη
στο σύνολό της»
124
Tzannetis A., Von der “tätigen Reue” zum “Täter – Opfer - Ausgleich „ – Zielsetzungen und dogmatische Grundlagen
des Schadenswiedergutmachungssystems im neuen griechischen Strafrecht , ZIS 2012, 132, σε www.zis–
online.com/dat/artikel/2012_4_657.pdf
46
προήλθε η σχετική ενέργεια, ενώ θα αποτελούσε δυσανάλογο φορτίο για το δικαστήριο να πρέπει να
διαγνώσει ποιος από τους δράστες κατέβαλε τα απαραίτητα χρήματα και σε τι ποσοστό. Ακόμα δεν
μπορούμε να δεχτούμε ότι αποτελεί ιδιαίτερο τύπο έμπρακτης μετάνοιας καθώς υπάρχει μια
ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών. Στην έμπρακτη μετάνοια αναγκαίο εννοιολογικό
στοιχείο τής τελευταίας είναι η οικειοθελής μετάγνωση τού δράστη και η ως εξ αυτής επανόρθωση
τής βλάβης στο έννομο αγαθό που προκάλεσε με την πράξη του. Το στοιχείο αυτό είναι
προσωποπαγές και ωφελεί μόνο τον μεταγνώσαντα δράστη ή συμμέτοχο, αναγνωρίζεται δε υπέρ
αυτού όχι μόνον όταν ο δράστης με την συμπεριφορά του αποδοκιμάζει εμπράκτως την απαξιολογική
σημασία τής εγκληματικής του ενέργειας, αλλά και όταν απλώς την εξωτερικεύει οικειοθελώς και
χωρίς καταναγκασμό. Στην τελευταία περίπτωση η συμπεριφορά του δεν (χρειάζεται να) έχει «ηθική
χροιά», μπορεί μάλιστα να πηγάζει και από «ταπεινά ελατήρια», λ.χ. επειδή υφίστανται ήδη
απειλητικά, σε βάρος τού δράστη, δεδομένα, όπως είναι η υποβολή μηνύσεως εναντίον του125. Ενώ
στην απαλλαγή από ποινή δεν μας ενδιαφέρουν τα κίνητρα του δράστη, ίσα ίσα που ο φόβος της
επαπειλουμένης ποινής είναι αυτός που οδηγεί στην ικανοποίηση του παθόντος. Η επερχόμενη επί
ικανοποιήσεως τού παθόντος ποινική συνδιαλλαγή δεν συνιστά προσωπικόν, αλλά αντικειμενικό
λόγο εξαλείψεως τού αξιοποίνου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα,
είναι δυνατόν και τρίτα πρόσωπα να ικανοποιήσουν τον ζημιωθέντα. Η ποινική αξίωση τής πολιτείας
έναντι τού δράστη αποδυναμώνεται και στις περιπτώσεις αυτές, επειδή το έγκλημα, από υπόθεση τού
δράστη, μεταβάλλεται πλέον σε υπόθεση τού περιβάλλοντός του, κι αυτό γιατί η εν τοις πράγμασιν
ασκουμένη επιρροή τού κοινωνικού περιβάλλοντος σ’ αυτόν συνιστά «εγγύηση» για την μέλλουσα
συμπεριφορά του.
Το επιχείρημα αυτό έχει ιδιαίτερη αξία διότι αναδεικνύει σε πολύ μεγάλο βαθμό την σημασία
των θεσμών αποκατάστασης της ζημίας και τον ρόλο τους στο ποινικό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό
μπορούμε να εκλάβουμε την αξίωση του δικαίου για επανόρθωση της αμιγώς οικονομικής βλάβης
από το έγκλημα ως μία αξίωση αστικού δικαίου, όπου η καταβολή από έναν εκ των συμμέτοχων
απαλλάσσει και τους λοιπούς κατά τις διατάξεις των άρθρων 480 επ. ΑΚ για την ενοχή εις ολόκληρόν.
Συνεπώς θα λέγαμε ότι οι ως άνω διατάξεις ομοιάζουν περισσότερο με λόγο αποχής από την ποινή
καθώς αποτελεί περιστατικό μεταγενέστερο της τέλεσης της πράξης το οποίο όμως δεν επιδρά στο
εγκληματικό συμβάν σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξαλείφει την ποινική αξίωση της πολιτείας 126. Η μη

125
Λίβος ΠΧ ,ο.π 294
126
Έτσι ο Τζαννετής, ό.π., σελ. 144-145, και ο Μυλωνόπουλος, Ειδικό Μέρος, ό.π., σελ. 265, παρ. 593. Πρβλ. όμως
Γκρόζου, ό.π., σελ. 528 και Λίβου, ό.π., σελ. 294 που κατατάσσουν τις νέες ρυθμίσεις στους λόγους εξάλειψης του
αξιοποίνου, καθώς και Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα, 2000, σελ. 168, που κάνει λόγο για ιδιότυπο λόγο
εξάλειψης του αξιοποίνου.
47
τιμώρηση στην έμπρακτη μετάνοια οφείλεται σε διαφορετικούς λόγους από ότι η μη επιβολή της
ποινής.
Στην πρώτη περίπτωση ο αυθορμητισμός του δράστη για αποκατάσταση της ζημίας του
παθόντος φανερώνει ολική αλλαγή της στάσης του απέναντι στο προσβληθέν με την πράξη του
έννομο αγαθό και εξαλείφει αναδρομικά την ποινική αξίωση της πολιτείας, ενώ στην δεύτερη
περίπτωση η ικανοποίηση του παθόντος αποτελεί ένα έκτακτο περιστατικό που καθιστά περιττή την
επιβολή ποινής σε ελάσσονος σημασίας αδικήματα. Έτσι δεν έχουμε ένας είδος διευρυμένης
έμπρακτης μετάνοιας αλλά ένα ένας διαφορετικός θεσμός αποκατάστασης της ζημίας του παθόντος,
που τοποθετείται παράλληλα προς την έμπρακτη μετάνοια και αποτελεί μία επιπλέον οδό για τον
δράστη που επιθυμεί την επανόρθωση της ζημίας που προκάλεσε με την εγκληματική πράξη.
Ανάλογη περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την απαλλαγή από
την ποινή θεσπίστηκε με τον ως άνω νόμο και στην περίπτωση του άρθρου 289 ΠΚ όπου απέκτησε
νέα παράγραφο η οποία είχε ως εξής : « ..[..] Ο υπαίτιος των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου
και της πράξεως που προβλέπεται στο άρθρο 266 απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν με την ελεύθερη
θέλησή του μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει
επιχειρήσει να μειώσει την έκταση του κινδύνου που έχει προκαλέσει και σε περίπτωση βλάβης ξένων
πραγμάτων έχει ικανοποιήσει πλήρως τους ζημιωθέντες με την καταβολή του κεφαλαίου και των τόκων
υπερημερίας και δηλώσουν τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του.», η οποία και αυτή δημιούργησε
διάφορους προβληματισμούς τόσο ως προς το πεδίο ένταξης της στο θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας
όσο και στη ίδια τη ρύθμιση127.

2.4 Άρθρα 6 και 7 του Ν. 3409/2010 σχετικά με το θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας
Με το Ν. 3904/2010 επιδιώκεται αφενός η προώθηση μέτρων που επιτρέπουν την διεξαγωγή
της ποινικής δίκης μέσα σε εύλογη προθεσμία και αφετέρου η μέριμνα για τη συναρμογή των λύσεων
που προτείνονται με το δικαιοκρατικό χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας την προστασία των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και την ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης128. Έτσι με τον ως άνω
νόμο επιχειρήθηκε ο εμπλουτισμός των διατάξεων για την αποκατάσταση της ζημίας με δύο νέους
θεσμούς, την αποχή από την ποινική δίωξη και την ποινική συνδιαλλαγή επί κακουργημάτων, ενώ

127
Δες αναλυτικά, Μ Καϊάφα – Γκμπάντι «Διεύρυνση ή αποδιάρθρωση της λογικής της έμπρακτης μετάνοιας στα
εγκλήματα κοινού κινδύνου με το άρθρ. 14 παρ. 1.2 ν. 2721/1999», Υπεράσπιση 1999/ 1274.
128
Βλ. αιτιολογική έκθεση του Νόμου.
48
ταυτόχρονα οι νέες ρυθμίσεις οργανώθηκαν με τις ήδη υπάρχουσες σε ένα ενιαίο σύστημα με
εφαρμογή στα περισσότερα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας.
Δυνάμει του άρθρου 36 του Ν. 3904/2010 καταργήθηκαν παλαιότερες διατάξεις του Ποινικού
Κώδικα που μέχρι την ισχύ του ανωτέρου νόμου ρύθμιζαν ζητήματα ικανοποίησης του παθόντος. Με
τον εν λόγω νομοσχέδιο έγινε μία προσπάθεια εξορθολογισμού και βελτίωσης της απονεμόμενης
ποινικής δικαιοσύνης, αντιμετώπισης ορισμένων γενικά διαπιστωμένων 129 αδυναμιών της αλλά και
λελογισμένης εισαγωγής ορισμένων μέτρων εκσυγχρονισμού της ποινικής δικονομίας και του εν
γένει ισχύοντος συστήματος ποινών. Με το άρθρο 6 του Ν. 3904/2010 τροποποιείται το άρθρο 384
ΠΚ που αφορά τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και εισάγεται μέσα διάταξη, αυτή του άρθρου
406 Α ΠΚ που αφορά τα εγκλήματα κατά της περιουσίας.
Έτσι οι διατάξεις της έμπρακτης μετάνοιας και την απαλλαγής από την ποινή με τα άρθρα 6
και 7 του Ν. 3409/2010 αναδιαμορφώθηκαν ως εξής: Άρθρο 384 Ικανοποίηση του Παθόντος
Ικανοποίηση του παθόντος. «1. Το αξιόποινο των εγκλημάτων των άρθρων 372–374, 375–377, 381
και 382 εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για
την πράξη του από τις αρχές αποδώσει χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς
τον ζημιωθέντα. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο
μόνο μέρος.2. Εάν ο υπαίτιος των πράξεων της παραγράφου 1 μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης,
χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου αποδώσει το πράγμα και δηλώσει ο παθών ή οι κληρονόμοι του ότι δεν
έχουν άλλη αξίωση από την πράξη ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας
αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους
υπερημερίας, δεν κινείται ποινική δίωξη και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του
εισαγγελέα πλημμελειοδικών.3. Ο υπαίτιος των πλημμελημάτων, που προβλέπονται στα άρθρα 372,
373, 375–377, 381 και 382 απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν, μέχρι το τέλος της αποδεικτικής
διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αποδώσει το πράγμα και δηλώσει ο παθών ή οι κληρονόμοι
του ότι δεν έχουν άλλη αξίωση από την πράξη ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας
αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους
υπερημερίας.4. Στην απόπειρα των πράξεων της παραγράφου 1 αρκεί δήλωση του παθόντος ή των
κληρονόμων του ότι έχουν ικανοποιηθεί.5. Η δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του ότι
ικανοποιήθηκαν εντελώς ισχύει για όλους τους συμμέτοχους, εκτός από εκείνους που δηλώνουν ότι δεν
την αποδέχονται.»

Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου « Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης»,
129

Αθήνα 10 Νοεμβρίου 2010.


49
Άρθρο 406Α ΠΚ Ικανοποίηση του Παθόντος : «1. Το αξιόποινο των εγκλημάτων των άρθρων
386 έως 406 εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο
για την πράξη του από τις αρχές ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα. Η μερική μόνο ικανοποίηση
εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος.2. Εάν ο υπαίτιος των πράξεων της παραγράφου
1 μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης, ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας
αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους
υπερημερίας, δεν κινείται ποινική δίωξη και η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του
εισαγγελέα πλημμελειοδικών.3. Ο υπαίτιος των πλημμελημάτων, που προβλέπονται στα άρθρα 386 έως
406, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν, μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο, ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα ή κατά δήλωση του
παθόντος ή των κληρονόμων του το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας.4. Οι διατάξεις του άρθρου
384 παράγραφοι 4 και 5 εφαρμόζονται αναλόγως.5. Επί του εγκλήματος του άρθρου 390 δεν
εφαρμόζονται οι διατάξεις των άνω παραγράφων, όταν η πράξη στρέφεται κατά του Δημοσίου, νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού».
Από την επισκόπηση των ως άνω άρθρων βλέπουμε σημαντικές τροποποιήσεις- βελτιώσεις
όσον αφορά το θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας αλλά και στην εισαγωγή στο ποινικό δίκαιο του
θεσμού της αποχής από την ποινική δίωξη στα εγκλήματα κατά της περιουσίας και κατά της
ιδιοκτησίας. Με τις ως άνω διατάξεις διευρύνονται τόσο για τα αδικήματα κατά της περιουσίας όσο
και για τα αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας, η εξάλειψη του αξιοποίνου και η δυνατότητα απαλλαγής
από την ποινή. Η νομοτυπική μορφή των ανωτέρω δύο άρθρων είναι σχεδόν όμοια, με ελάχιστές
διαφοροποιήσεις που δικαιολογούνται από τη διαφορετικότητα των έννομων αγαθών που
προστατεύουν130.
Στην πρώτη παράγραφο και των δύο άρθρων έχουμε την παραδοσιακή περίπτωση της
έμπρακτης μετάνοιας όπως ήδη υπήρχε ήδη στις προϊσχύουσες διατάξεις των άρθρων 379 και 393
του ΠΚ. Σημαντική διαφοροποίηση σε σύγκριση με το προηγούμενο καθεστώς αποτελεί το πεδίο
εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Η νέα διάταξη έχει τις ίδιες προϋποθέσεις εφαρμογής με την
παλαιότερη ενώ διαφοροποιείται έναντι της τελευταίας μόνο ως προς το πεδίο εφαρμογής της,
καθόσον η δυνατότητα εξάλειψης του αξιοποίνου δεν παρέχεται πλέον μόνο στο πλαίσιο των
εγκλημάτων της κλοπής και της υπεξαίρεσης αλλά σε όλα σχεδόν τα εγκλήματα του 23ου Κεφαλαίου
του προϊσχύσαντος ΠΚ. Το πεδίο εφαρμογής της διάταξης εκτείνεται σε όλα σχεδόν τα αδικήματα
του 24ου Κεφαλαίου, με εξαίρεση την εκβίαση που προσβάλλει και προσωποπαγές έννομο αγαθό

130
Ηρειώτης Ι, Επικαίρα ζητήματα περιουσιακού δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 123.
50
καθώς και το αδίκημα της απιστίας όταν στρεφόταν η πράξη κατά του Δημοσίου, νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού131.
Έτσι εισήχθη και στα εγκλήματα κατά της περιουσίας η δυνατότητα εξάλειψης του
αξιοποίνου. Ανάλογα με το δικονομικό στάδιο στο οποίο που θα προβληθεί ο λόγος εξάλειψης του
αξιοποίνου, μπορούσαν να συμβούν τα εξής: εάν δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη, τότε η δικογραφία
θα αρχειοθετούνταν από τον εισαγγελέα με διάταξη του ή θα απορριπτόταν η έγκληση, σε περίπτωση
που είχε ασκηθεί ποινική δίωξη132 ο δράστης θα απαλλασσόταν με βούλευμα του συμβουλίου ή
αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις ως προς το πεδίο της
εφαρμογής αλλά ξεφεύγουν από το θέμα της παρούσης εργασίας133.
Η ενιαία ρύθμιση που επέφερε τόσο το άρθρο 406Α ΠΚ όσο και το 384 ΠΚ είχε ως
αποτέλεσμα την κατάργηση των μέχρι τώρα κείμενων διατάξεων (393 παρ. 1, 395 και 402 , 404 παρ.
5 και 405 παρ. 2 ΠΚ) που ρύθμιζαν τις περιπτώσεις της έμπρακτης μετάνοιας. Ακόμα μια
διαφοροποίηση που παρατηρήθηκε σχέση με το άρθρο 406Α ΠΚ είναι ότι ενώ στις καταργούμενες
διατάξεις προβλεπόταν ότι η εντελής ικανοποίηση του παθόντος πρέπει να γίνει χωρίς παράνομη
προσβολή του τρίτου στο άρθρο 406 Α ΠΚ παρ. 1 δεν προβλέφθηκε κάτι αντίστοιχο. Επήλθαν
σημαντικές βελτιώσεις όσον αφορά τις περιπτώσεις από την αποχή από την ποινή σε περίπτωση που
έχει αποκατασταθεί η προκληθείσα βλάβη. Με τις εν λόγω διατάξεις η δυνατότητα περί απαλλαγής
από την ποινή που μέχρι τότε ίσχυε μόνο για το έγκλημα της πλημμεληματικής υπεξαίρεσης
προβλέπεται πλέον για όλα τα πλημμελήματα στα οποία ισχύουν οι ρυθμίσεις για την έμπρακτη
μετάνοια. Έτσι εισήχθη υποχρεωτικός ειδικός λόγος αποχής από την ποινή, ή άλλως υποχρεωτικός
λόγος άρσης του τιμωρητού ή λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου. Ο ανωτέρω λόγος δεν είναι
προσωπικός αλλά ισχύει και υπέρ των συμμέτοχων.

131
Βεβαία με το ν. 4312/2014 επιχειρήθηκε να αποκατασταθεί η βλάβη από οικονομικά εγκλήματα στρεφόμενα πλέον
κατά του Δημοσίου. Με το τρόπο αυτό επιτυγχάνεται με το μικρότερο δυνατό κόστος για το σύστημα απονομής της
ποινικής δικαιοσύνης η αποσυμφόρηση τόσο των ποινικών ακροατηρίων όσο και των σωφρονιστικών ιδρυμάτων
ταυτόχρονα με την ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη στην περίπτωση κατά την οποία επιδεικνύει ειλικρινή
και έμπρακτη μεταμέλεια και ικανοποιήσει πλήρως τον παθόντα. Βέβαια οι ως διατάξεις του Ν. 4312/2014 και
συγκεκριμένα τα άρθρα 1-9 καταργήθηκαν με τον άρθρο 586 και 585 του ισχύοντα ΚΠΔ.
132
Είτε γιαί η εξάλειψη αξιοποίνου δεν προβλήθηκε μέχρι την άσκηση της ποινικής δίωξης για οποιαδήποτε λόγο
(π.χ ανωτέρα βία), είτε πρόκειται για περιουσιακό αδίκημα, για το οποίο μέχρι και την θέσπιση του Νόμου 3904/2010
δεν αναγνωριζόταν η έμπρακτη μετάνοια, οπότε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να προβληθεί ο ως άνω ισχυρισμός.
133
Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί πως υπό το καθεστώς του προηγούμενου ΠΚ υπήρχε ξεχωριστή πρόβλεψη για το
αδίκημα της κλοπής μηχανοκίνητου μεταφορικού μέσου, όπου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 384 μόνο όταν η
απόδοση του πράγματος συνοδεύεται από την ολοκληρωτική ικανοποίηση του ζημιωθέντος. Εξαιρείτο από το πεδίο
εφαρμογής η υπεξαίρεση στην υπηρεσία κλπ. Βλέπε αναλυτικώς Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος,
Έκδοση 3η, 2016, σελ. 246-247.
51
Διαφοροποίηση με το προηγούμενο καθεστώς ήταν ότι στο προηγούμενο καθεστώς όπου
προβλεπόταν η δυνατότητα απαλλαγής από την ποινή η ικανοποίηση του παθόντος μπορούσε να
πραγματοποιηθεί μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ενώ
δυνάμει των διατάξεων αυτών η ικανοποίηση του παθόντος ή απόδοση του πράγματος πρέπει να
λάβει χώρα μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πλέον η
ικανοποίηση του παθόντος περιλάμβανε το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας, αποκλείοντας τα
δικαστικά έξοδα. Και επιπλέον η απόδειξη της ικανοποίησης δεν απαιτεί τη δήλωση του παθόντος
εν αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι η αποκατάσταση γίνεται
μέσω της απόδοσης του πράγματος ή της εντελούς ικανοποίησης, αίρονται έτσι τυχόν αμφιβολίες ως
προς το αν επιτρέπεται να προβεί ο δράστης στην αποζημίωση του παθόντος ενώ διατηρείται η
δυνατότητα απόδοσης του πράγματος134.
Η υπερβολική εξουσία που είχε δοθεί στον παθόντα με την καθιέρωση ως μόνου μέσου
απόδειξης την δήλωσή του ότι ικανοποιήθηκε εξισορροπείται, καθώς παρέχεται πλέον στον δράστη
η δυνατότητα να αποδείξει την καταβολή ενώπιον του δικαστηρίου. Τέλος, απώτερο χρονικό σημείο
μέχρι το οποίο η αποκατάσταση της ζημίας οδηγεί σε αποχή από την ποινή ορίζεται η λήξη της
αποδεικτικής διαδικασίας, ενώ ίδια ρύθμιση υιοθετείται και στα εγκλήματα κατά της περιουσίας.
Σημαντική ήταν και η προσθήκη στο πλέγμα των διατάξεων οι ρυθμίσεις των παραγράφων 2
των άρθρων 384 και 406Α περί αποχής από την ποινική δίωξη περίπτωση που λάβει χώρα
αποκατάσταση της ζημίας με απόδοση του πράγματος ή με εντελή ικανοποίηση του ζημιωθέντος
μέχρι την κίνηση της ποινικής δίωξης. Η πλήρωση των όρων των ως άνω διατάξεων είχε ως συνέπεια
την υποχρεωτική αποχή από την άσκηση της ποινικής δίωξης με αμετάκλητη αιτιολογημένη πράξη
του αρμόδιου Εισαγγελέως πλημμελειοδικών. Καθιερώθηκε λοιπόν ένας υποχρεωτικός ειδικός λόγος
αποχής από την ποινική δίωξη, ο οποίος δεν είναι προσωπικός (εν αντίθεση με την έμπρακτη
μετάνοια) αλλά ισχύει και υπέρ των συμμέτοχων όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων
των άρθρων 406Α παρ. 4 και 5 και 384 παρ. 4 και 5 ΠΚ. Η αποχή από την ποινική δίωξη σε περίπτωση
ικανοποίησης του παθόντος, όπως είδαμε, συνιστά υποχρεωτικό λόγο αποχή από την ποινική δίωξη
και άρα αρχειοθέτησης της υπόθεσης που αφορά το σύνολο σχεδόν όλων των εγκλημάτων κατά της
περιουσίας και κατά της ιδιοκτησίας κατατείνει στην υλοποίηση της λεγόμενης «δικαστηριακής
αποδικαστηριοποίησης»135.

134
Πρβλ. το κείμενο του καταργηθέντος 379 παρ. 2 ΠΚ, όπου γινόταν λόγος μόνο για ικανοποίηση του παθόντος και
όχι για απόδοση του πράγματος.
135
Δαλακούρας Θ., Η αποχή από την ποινική δίωξη ως εναλλακτική μορφή περάτωσης της ποινικής διαδικασίας,
ΠοινΧρον 2014, σελ. 321
52
Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών απέχει από υποχρεωτικά από την άσκηση της ποινικής
δίωξης και θέτει την δικογραφία στο αρχείο με ειδική αιτιολογημένη πράξη του. , χωρίς να ελέγχεται
από τον εισαγγελέα εφετών ούτε να προβλέπεται κάποια προσφυγή εναντίον αυτής της διάταξης. Η
ικανοποίηση του παθόντος πρέπει να πραγματωθεί μέχρι και την άσκηση της ποινικής δίωξης, ήτοι
κατά το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης ή κατά το στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης ή για
όσο χρόνο διαρκεί η αναβολή της ποινικής δίωξης (όχι η αναστολή) ή όσο διαρκεί η Ένορκη
Διοικητική Εξέταση. Εντάχθηκαν ρυθμίσεις όσον αφορά τις περιπτώσεις της απόπειρας και της
συμμετοχής ως προς τα οποία υπήρχε ασάφεια υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Έτσι,
στην τέταρτη παράγραφο του 384 ΠΚ ορίζεται ότι στην απόπειρα αρκεί η δήλωση του παθόντος ή
των κληρονόμων του ότι έχουν ικανοποιηθεί και στην πέμπτη παράγραφο προβλέπεται ότι η δήλωση
του παθόντος ότι ικανοποιήθηκε ισχύει για όλους τους συμμέτοχούς, εκτός από εκείνους που
δηλώνουν ότι δεν την αποδέχονται.
Αντίστοιχη είναι και η διάρθρωση του άρθρου 406Α ΠΚ δυνάμει του οποίου προβλέπονται οι
συνέπειες από την αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος στα περιουσιακά αδικήματα. Το πεδίο
εφαρμογής της διάταξης εκτείνεται σε όλα σχεδόν τα αδικήματα του 24ου Κεφαλαίου, με εξαίρεση
την εκβίαση που προσβάλλει και προσωποπαγές έννομο αγαθό. Στην πρώτη παράγραφο του εν λόγω
άρθρου ενσωματώνεται, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, η ρύθμιση του 393 παρ. 1 για την
έμπρακτη μετάνοια, ενώ στην τρίτη παράγραφο προβλέπεται η αποχή από την ποινή του 393 παρ. 2
με τις βελτιώσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Δυνάμει της δεύτερης παραγράφου του 406Α
εισάγεται στο δίκαιό μας ο θεσμός της αποχής από την ποινική δίωξη για τα εγκλήματα κατά της
περιουσίας, ενώ δυνάμει της παρ. 4 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του 384 για την απόπειρα
και την συμμετοχή. Διαφοροποίηση υπήρχε σχετικά με την προσθήκη επιπλέον παραγράφου, κατά
την οποία αποκατάσταση της ζημίας δεν επιτρέπεται για το αδίκημα της απιστίας στην περίπτωση
που παθόν από την πράξη είναι το δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμοί τοπικής
αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού.
Η ρύθμιση της αποχής από την ποινική δίωξη υπό αυτές τις προϋποθέσεις είχε εγείρει
κάποιους προβληματισμούς στους οποίους θα αναφερθούμε συνοπτικά. Με την καθιέρωση της
υποχρεωτικής ποινής από την ποινική δίωξη, σαφώς επιτυγχάνεται ταχεία απονομής της δικαιοσύνης
και έγκαιρη αποκατάσταση της τάξης και αποσυμφορούνται τα ποινική δικαστήρια εξοικονομείται
χρόνος, χρήμα και κόπος. Αμφισβητείται όμως κατά πόσο πληρούται το ποιοτικό κριτήριο για
βελτίωση και εξορθολογισμό της απονομής της δικαιοσύνης και για την προστασία των θεμελιωδών

53
δικαιωμάτων. Στη δημιουργία αυτού του προβληματισμού συνετέλεσε η μη πρόβλεψη ελέγχου της
εισαγγελικής διάταξης που απέχει από την ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα εφετών.
Ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών αποφασίζει κυριαρχικά ενώ αντίθετα σε άλλες περιπτώσεις
αρχειοθέτησης της δικογραφίας για άλλους εξίσου σοβαρούς λόγους η αρχειοθέτηση τελεί από την
έγκριση του Εισαγγελέα Εφετών (π.χ. άρθρο 43 παρ. 2 του ΚΠΔ)136. Ακόμα δεν προβλεπόταν
δυνατότητα προσφυγής κατά αυτής της διάταξης. Ως εκ τούτου πέρα από το ότι δεν ελεγχόταν αυτή
η διάταξη από κανέναν ο παθών στερούντο το δικαίωμα προσφυγής κατά της πράξης αρχειοθέτησης
και αποχής από την ποινική δίωξη προσκρούοντας στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον η διάταξη του
Εισαγγελέα δεν μπορούσε να ανακληθεί δημιουργώντας έτσι κάποιους θεωρητικούς
προβληματισμούς σχετικά με το τί γίνεται όταν τα έγγραφα που προσκόμισε ο δράστης για να
αποδείξει την ικανοποίηση του παθόντα ήταν πλαστά ή εικονικά κλπ. Βέβαια οι άνω προβληματισμοί
ήταν θεωρητικοί και θα μπορούσαν να επιλυθούν δυνάμει των άρθρων 46 και 526 του ΚΠΔ 137. Ας
δούμε τώρα την ισχύουσα μορφή των διατάξεων περί έμπρακτης μετάνοιας και απαλλαγής από ποινή.
Σε αντίθεση με την προϊσχύον καθεστώς της ποινικής συνδιαλλαγής οι ρυθμίσεις των άρθρων 384
και 406 δεν εξαιρούνταν εν γενεί τα αδικήματα που στρέφονταν κατά του Δημοσίου και των
οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού. Τέτοια εξαίρεση προβλεπόταν
μόνο για το αδίκημα της απιστίας που στρεφόταν κατά του ως άνω φορέων138.
Συνεπώς στις ως άνω διατάξεις βλέπουμε πέρα από τον γνωστό θεσμό της έμπρακτης
μετάνοιας καθιερώνεται ένας υποχρεωτικός λόγος αποχής από την ποινική δίωξη και ένας
υποχρεωτικός λόγος αποχής από την ποινή139. Αμφότεροι οι θεσμοί λειτουργούν αντικειμενικά και
όχι προσωπικά, καθώς η απόδοση ή εντελής ικανοποίηση λειτουργεί και υπέρ των συμμέτοχων. Είναι
ειδικοί υπό την έννοια ότι η αναλογική εφαρμογή της διάταξης in bonam partem επιτρέπεται μόνον
εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της επιτρεπτής αναλογίας, δηλ. αξιολογική ομοιότητα
ρυθμισμένης και αρρύθμιστης περίπτωσης140.Ακόμα κατά την άποψη του Παπαγεωργίου – Γονατά141
η καταβολή πλήρους χρηματικής ικανοποίησης στην περίπτωση της παραγράφου 3 επάγεται πλήρη
ικανοποίηση του θύματος ενώ στην περίπτωση της παραγράφου 2 των ως άνω άρθρων η έννομη
συνέπεια που επέρχεται δεν είναι μόνο απλώς η εξάλειψη του αξιοποίνου αλλά να μην αξιολογείται

136
Θεωρητικά η εξουσία αυτού θα μπορούσε να καμφθεί με το άρθρο 35 του ΚΠΔ (νυν 33 ΚΠΔ).
137
Βλ. Αναλυτικά, Ηρειώτης, Επίκαιρα ζητήματα περιουσιακού δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2012, σελ. 15-138.
138
Δαγκλής, ο.π σελ. 182-183.
139
Μυλωνόπουλος, «Η ικανοποίηση του παθόντος» και η «ποινική συνδιαλλαγή» στο Ν. 3904/2010,Ποινική
δικαιοσύνη 2011, σελ. 626.
140
Μυλωνόπουλος, ο,π
141
Δαγκλής, ο.π σελ. 182-183, υποσημείωση 130
54
καν η συμπεριφορά του δράστη ως άδικη αφού η μη κίνηση της ποινικής δίωξης σηματοδοτεί τη μη
ύπαρξη άδικης και καταλογιστής πράξης από μέρους του.

2.5Η έμπρακτη μετάνοια σήμερα στα άρθρα 381 και 405 του ΠΚ
Η διάταξη του άρθρου 381 έχει ως εξής: «1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που
προβλέπονται στα άρθρα 374Α, 375 παρ. 1 και 2, 377 και 378 παρ. 1 εδάφ. β` απαιτείται έγκληση. Στις
περιπτώσεις των άρθρων 372, 374 παρ. 1, και 378 παρ. 1 εδαφ. α`, η ποινική δίωξη ασκείται
αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει
ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής
δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν. 2. Το αξιόποινο των εγκλημάτων που προβλέπονται στα
άρθρα 372 έως 378 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν από την πρώτη εξέτασή του
ως υπόπτου ή κατηγορουμένου για την πράξη, αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον
ζημιωθέντα χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το
αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μέρος. Στην περίπτωση του άρθρου 374Α, μαζί με την απόδοση του
πράγματος απαιτείται και η πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος. 3. Εάν ο υπαίτιος των εγκλημάτων
που προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο
αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου,
καταβάλλοντας την αξία του, απαλλάσσεται από κάθε ποινή εφόσον πληρώσει επιπλέον τους τόκους
υπερημερίας από την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος. 4.Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου
εφαρμόζεται για τα πλημμελήματα που προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 και μέχρι το τέλος της
αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.»
Αντίστοιχη είναι η διάταξη του άρθρου 405 ΠΚ : «Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που
προβλέπονται στα άρθρα 386 παρ. 1,386Α παρ. 1 και 2, 387, 389, 390 παρ. 1 εδάφ. α`, 394, 397 και
404 απαιτείται έγκληση. «Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 390
παράγραφος 1 εδάφιο β` αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος
ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται έγκληση. [..] 2. Το αξιόποινο των εγκλημάτων
που προβλέπονται στα άρθρα 386, 386Α, 386Β, 387, 389, 390, 394, 397 και 404 εξαλείφεται αν ο
υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν από την πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου ή κατηγορουμένου
ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου. Η μερική μόνο ικανοποίηση
εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος. 3. Εάν ο υπαίτιος των εγκλημάτων που
αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο
ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα το κεφάλαιο και τους τόκους
υπερημερίας, από την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή. Η διάταξη του
55
προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και για τα πλημμελήματα που προβλέπονται στα ίδια άρθρα μέχρι
το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.»
Εν προκειμένω μας ενδιαφέρουν οι διατάξεις των άρθρων 381 παρ. 2, 3,4 και παρ. 2,3 του
άρθρου 405 του ΠΚ. Βλέπουμε πάλι αντίστοιχες διατάξεις όπου εξαλείφεται το αξιόποινο σχεδόν
όλων των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας (πλην εκείνων των εγκλημάτων
που εμπεριέχουν το στοιχείο της βίας και της απειλής) εφόσον ο υπαίτιος αποδώσει το πράγμα ή
ικανοποιήσει τον παθόντα πριν από την εξέταση του με οποιοδήποτε τρόπο από τις αρχές. Υπάρχει
αντίστοιχη πρόβλεψη για την μερική ικανοποίηση του θύματος που οδηγεί σε μερική εξάλειψη του
αξιοποίνου. Περαιτέρω ρυθμίζεται και ήδη η γνώστη σε μας απαλλαγή της ποινής σε περίπτωση που
ο υπαίτιος ενός πλημμελήματος ικανοποιήσει τον θύμα μέχρι και το τέλος της αποδεικτικής
διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο. Η ίδια δυνατότητα ρυθμίζεται και για την περίπτωση των
κακουργημάτων, όπου δεν υπήρχε μέχρι τώρα.
Ως εκ τούτου ο υπαίτιος μιας κακουργηματικής υπεξαίρεσης ή κακουργηματικής απάτης
μπορεί να απαλλαγεί από την ποινή εφόσον ικανοποιήσει τον παθόντα μέχρι και την αμετάκλητη
παραπομπή του στο ακροατήριο καταβάλλοντας το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας από την
εκτέλεση της πράξης. Μια σημαντική διαφορά σε σύγκριση με το προηγούμενο καθεστώς είναι ότι
πλέον δεν χρειάζεται η δήλωση του παθόντος ή των κληρονόμων του ότι έχουν ικανοποιηθεί πλήρως
από τον παθόντα. Επιπλέον και στην περίπτωση της απαλλαγής από την ποινή τίθεται η προϋπόθεση
ότι η ικανοποίηση του παθόντος θα πραγματοποιηθεί χωρίς παράνομη προσβολή του τρίτου142. Μια
εξίσου σημαντική «παράλειψη» των νέων άρθρων είναι ότι δεν προβλέπουν ρυθμίσεις σχετικά με τις
περιπτώσεις της απόπειρας και της συμμετοχής ενώ υπό το προηγούμενου καθεστώς υπήρχαν
σχετικές διατάξεις που έλυναν τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν. Αν και
ξεφεύγει από το πλαίσιο της παρούσας εργασίας έχουν προταθεί λύσεις για τις παραλείψεις της ως
άνω διάταξης, ως προς την απόπειρα έχει προταθεί ως λύση είτε η αναλογική εφαρμογή της διάταξης
301 παρ. 6 στην οποία ρυθμίζεται η αντιμετώπιση της απόπειρας στην περίπτωση της ποινικής
συνδιαλλαγής143 είτε να γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι αρκεί η δήλωση του παθόντος ή των
κληρονόμων του ότι έχει ικανοποιηθεί ώστε αν απαλλαχθεί ο δράστης της απόπειρας από την
ποινή.144

142
Εκ παραδρομής στην διάταξη του άρθρου 405 ΠΚ δεν τέθηκε ως προϋπόθεση για την απαλλαγή από την ποινή.
143
Μπιτζιλέκης Νικόλαος, ο.π 307
144
Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Τα περιουσιακά εγκλήματα Άρθρα 385-405 ΠΚ, Γ΄ Έκδοση Σάκκουλας Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 145
56
2.6 Διάκρισης της έμπρακτης μετάνοιας και της ποινικής συνδιαλλαγής
Από την ως άνω επισκόπηση των διατάξεων των άρθρων 381 και 405 και γενικά τη πορεία
διαμόρφωσή τους συνάγουμε το συμπέρασμα πως αυτές οι διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού
δικαίου ενέχοντας το στοιχείο της εντελούς ικανοποιήσεως αναδεικνύουν μια συστηματική συνάφεια
με την δικονομική ρύθμιση της ποινικής συνδιαλλαγής των διατάξεων 301 και 302 του ΠΚ. Η
συνάφεια αυτή εντοπίζεται ακριβώς στο στοιχείο της εντελούς ικανοποιήσεως, το οποίο αποτελεί
βασική προϋπόθεση του θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής. Στις διατάξεις των άρθρων 381 και 405
ΠΚ και στις διατάξεις της ποινικής συνδιαλλαγής αποτυπώνεται η προσπάθεια του νομοθέτη να
εισαγάγει διαδικασίες συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών μεταξύ θύματος και δράστη σε όλα τα
στάδια της ποινικής διαδικασίας , τόσο από το χρονικό σημείο της άσκησης της ποινικής δίωξης όσο
και μέχρι την το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο παρακάμπτοντας την ποινική
αξίωση της πολιτείας και αποβλέποντας στην ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης που έχει
δημιουργηθεί. Σαφώς στην προσπάθεια αυτή εντάσσεται και ο θεσμός της αποχής από την ποινική
δίωξη εφόσον έχει συντελεστεί η ικανοποίηση του παθόντος. Δεν θα πρέπει να ταυτίζουμε όμως τους
δύο θεσμούς.
Η έμπρακτη μετάνοια ίσως αποτελεί την πιο «επικίνδυνα συγγενική έννοια» της ποινικής
συνδιαλλαγής. Ωστόσο όσον αφορά το θεσμό της έμπρακτης μετάνοιας που ρυθμίζεται στο άρθρο
381 και 405 παρ. 1 του ΠΚ είναι σαφές πως δεν ταυτίζονται οι δύο θεσμοί. Θυμίζουμε ότι όταν ο
δράστης μετά την τέλεση του εγκλήματος και πριν εξεταστεί με οποιοδήποτε τρόπο από τις αρχές,
αποκαθιστά με τη θέληση του και δίχως εξωτερικό καταναγκασμό, το έννομο αγαθό που
προσβλήθηκε εξαλείφεται το αξιόποινο.
Αρχικά η περίπτωση εφαρμογής της έμπρακτης μετάνοιας είναι περιοριστική και ορίζεται
ρητά σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζεται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την ποινική συνδιαλλαγή
όπου οι διατάξεις των άρθρων 301 και 302 καθορίζουν επακριβώς τα εγκλήματα του δράστη που
μπορεί να υπαχθούν στη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής 145. Από την επισκόπηση των
διατάξεων βλέπουμε πως τα μόνο εγκλήματα που υπάγονται και στους δύο θεσμούς είναι τα
εγκλήματα κατά της περιουσίας και κατά της ιδιοκτησίας που δεν εμπεριέχουν βία και απειλή. Γι’
αυτό άλλωστε και η πρόταση της «Επιτροπής Μανωλεδάκη» σχετικά με πότε μπορεί να εφαρμοσθεί
η ποινική συνδιαλλαγή μεταξύ δράστη και θύματος και να αποκτήσει η απονομή δικαιοσύνης
αποκαταστατικό χαρακτήρα έτεινε στο να εφαρμόζεται μόνο στα εγκλήματα που προβλέπεται

145
Στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται ρητά , η έμπρακτη μετάνοια μπορεί να αποτελέσει ελαφρυντική περίπτωση
κατά το άρθρο 84 παρ. δ που οδηγεί σε επιβολή μειωμένης ποινής αλλά και ως στοιχείο για την αναστολή της ποινής.
57
έμπρακτη μετάνοια146. Και στις δυο περιπτώσεις ο δράστης καλείται να ενεργήσει με το ίδιο τρόπο,
ήτοι να ικανοποιήσει τον παθόντα εντελώς. Ωστόσο στη περίπτωση της έμπρακτης μετάνοιας το θύμα
δεν συμμετέχει μιας και όλη η διαδικασία αφορά μόνο τον δράστη. Αντίθετα στην περίπτωση της
ποινικής συνδιαλλαγής δράστης και θύμα συναποφασίζουν.
Διαφορετική είναι και η προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να λάβει χώρα η αποκατάσταση
της βλάβης. Στην περίπτωση της έμπρακτης μετάνοιας η ικανοποίηση του παθόντος πρέπει να λάβει
χώρα μέχρι και την πρώτη εξέταση του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο από τις αρχές ενώ στην η
ικανοποίηση της ποινικής συνδιαλλαγής όπου αποτελεί περιεχόμενο του πρακτικού συνδιαλλαγής
μπορεί να πραγματοποιηθεί σε διάστημα πιο ευρύ και συγκεκριμένα φτάνει μέχρι και το πέρας της
αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο.
Περαιτέρω η έμπρακτη μετάνοια καταγιγνώσκεται από τις δικαστικές αρχές. Αν διαπιστωθεί
κατά την προδικασία εκδίδεται βούλευμα όπου αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, ενώ
αν διαπιστωθεί στο ακροατήριο εκδίδεται απαλλακτικό βούλευμα. Αντιθέτως η διαδικασία της
ποινικής συνδιαλλαγής οδηγεί σε κατάγνωση ενοχής και επιβολή ποινής. Ακόμα μια διαφορά
ανάμεσα στους δύο θεσμούς εντοπίζεται στο ηθικό υπόβαθρο. Στην έμπρακτη μετάνοια απαιτείται
συνειδητοποίηση του δράστη, ανάληψη της ευθύνης του, μεταμέλεια και έμπρακτη εκδήλωση αυτής
της φρονηματικής μεταμέλειας προς το θύμα. Αντιθέτως στην ποινική συνδιαλλαγή δεν αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση η μεταστροφή του δράστη αλλά αρκεί η απλώς η εντελής ικανοποίηση του
παθόντος χωρίς να εξετάζονται τα κίνητρα του δράστη. Ακόμα μια διαφορά των θεσμών είναι ότι
στην περίπτωση της ποινικής συνδιαλλαγής δεν ελέγχεται το πρακτικό της συνδιαλλαγής. Δεν
προκύπτει δηλαδή από τις διατάξεις της ρύθμισης ότι το δικαστήριο θα ελέγξει την βασιμότητα των
ισχυρισμών του πρακτικού συνδιαλλαγής.
Ας δούμε τώρα την σχέση της ποινικής συνδιαλλαγής με την περίπτωση της απαλλαγής από
την ποινή των άρθρων 381 παρ. 3,4 και 404 του ΠΚ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 381 παρ.
3 και 4 και 405 παρ. 3 ΠΚ ο υπαίτιος ενός εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας ή κατά της περιουσίας
(πλην αυτών που εμπεριέχουν το στοιχείο της βίας ή της απειλής) μπορεί να απαλλαχθεί από την
ποινή σε περίπτωση που αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει τον παθόντα ( καταβάλλοντας τους
τόκους υπερημερίας από την εκτέλεση της πράξης και το κεφάλαιο) στην περίπτωση των
κακουργημάτων μέχρι και την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο και στην περίπτωση των
πλημμελημάτων μέχρι και το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Λίβος, Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος μέχρι εκδόσεως οριστικής αποφάσεως, Ποιν
146

Χρον τόμος 2000, σελ. 289 επομ.


58
Και στους δύο θεσμούς παρατηρούμε ότι δεν μας ενδιαφέρον τα κίνητρα του δράστη, δηλαδή
δεν αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής τους η αληθινή μεταστροφή του δράστη αλλά αρκεί η εντελής
ικανοποίηση του παθόντος χωρίς να εξετάζονται τα κίνητρα του δράστη. Και οι θεσμοί προβλέπονται
για συγκεκριμένα εγκλήματα. Συνάντηση των δυο θεσμών έχουμε μόνο στην περίπτωση των
εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας και μόνο συγκεκριμένο χρονικό διαδικαστικό
διάστημα, ήτοι στην περίπτωση των κακουργημάτων από την από την άσκηση της ποινικής δίωξης
έως και την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και στην περίπτωση των
πλημμελημάτων μέχρι και πέρας της αποδεικτικής διαδικασία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Και
στην περίπτωση των άρθρων 381 παρ. 2,3 και 405 παρ. 3 του ΠΚ το θύμα δεν συμμετέχει στην
διαδικασία ούτε είναι απαραίτητο να είναι σύμφωνος με την επιλογή του δράστη να τον ικανοποιήσει,
εν αντίθεση με την ποινική συνδιαλλαγή όπου το θύμα είναι ένα από τους πρωταγωνιστές της
διαδικασίας. Άλλη διαφορά πάλι είναι ότι ποινική συνδιαλλαγή οδηγεί σε επιβολή ποινής ενώ η
εφαρμογή των ως άνω διατάξεων οδηγούν σε απαλλαγή από την ποινή. Όπως να αναφέραμε και πιο
πάνω το Δικαστήριο απλώς επικυρώνει το πρακτικό και επιβάλλει την ποινή , δεν προβαίνει σε
αποδεικτική διαδικασία για να εξακριβώσει την βασιμότητα του πρακτικού. Εν αντίθεση με το θεσμό
της απαλλαγής από την ποινή όπου το Δικαστήριο είτε το Δικαστικό Συμβούλιο θα ελέγξει αν
πράγματι έχουν καταβληθεί το κεφάλαιο και οι τόκοι υπερημερίας.
Ως εκ τούτου από τις ρυθμίσεις των ως άνω διατάξεων της αποχής από την ποινική δίωξη και
την ποινική συνδιαλλαγή πρέπει να διακρίνεται οι περιπτώσεις που ως λόγο άρσης του αξιοποίνου
λειτουργεί η έμπρακτη μετάνοια. Οι περιπτώσεις της έμπρακτης μετάνοιας δεν συνδέονται με την
επιβολή κάποιου εναλλακτικού όρου για την ικανοποίηση της πολιτείας ώστε να μπορούν να
εντάσσονται στις εναλλακτικές ρυθμίσεις, ούτε αρκούνται αποκλειστικά στην ικανοποίηση του
θύματος ώστε να μπορούν να υπάγονται στις ρυθμίσεις περί συνδιαλλαγής. Οι συνδιαλλακτικές
ρυθμίσεις θεμελιώνονται σε μια αποζημιωτική λογική και ειδικότερα στο εξωτερικό αντικειμενικό
κριτήριο της οικειοθελούς μεταστροφής του δράστη ενώ η έμπρακτη μετάνοια ερείδεται
επιπροσθέτως στο εσωτερικό υποκειμενικό κριτήριο της οικειοθελούς μεταστροφής του δράστη, η
οποία εξάγεται από την ψυχολογική διάγνωση ότι πρόκειται για πράξη της απουσίας εξαναγκασμού
και άλλων ελαττωμάτων της βούλησης και την αξιολογική διάγνωση ότι πρόκειται για μια πράξη που
αποδομεί το έγκλημα ακυρώνοντας το εγκληματικό αποτέλεσμα147.

147
Δαγκλής, ο.π σελ. 205.
59
3.Τελικές Παρατηρήσεις
Συνεπώς από την σύντομη επισκόπηση των θεσμών της έμπρακτης μετάνοιας και της
ποινικής συνδιαλλαγής μπορούμε να καταγράψουμε τις δυνατότητες που έχει κάποιος όταν πράττει
κάποιο αδίκημα κατά της ιδιοκτησίας ή κατά της περιουσίας. Μέσα από αυτή την καταγραφή θα
μπορέσουμε να δούμε τη σχέση ανάμεσα στα άρθρα 381 και 405 του ΠΚ και της ποινικής
συνδιαλλαγής και κατ’ επέκταση της ποινικής διαπραγμάτευσης. Οι δυνατότητες του δράστη θα
αποτυπωθούν με χρονολογική σειρά διενέργειας.
 Πρώτη δυνατότητα ενός να αποφύγει την τιμώρηση του είναι η περίπτωση της έμπρακτης
μετάνοιας. Αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις της έμπρακτης μετάνοιας των 381 παρ. 2 και 405
παρ. 2 του ΠΚ που αναπτύξαμε ανωτέρω, δηλαδή αν ο υπαίτιος με δική του θέληση κα πριν
εξεταστεί ως ύποπτος ή κατηγορούμενος για την πράξη ( που πρόκειται για πλημμέλημα ή
κακούργημα κατά της ιδιοκτησίας ή της περιουσίας που τελέστηκε χωρίς βία ή απειλή)
αποκαταστήσει την προβολή επέρχεται εξάλειψη του αξιοποίνου. Ως έσχατο όριο αυτό του
θεσμού θεωρείται η μη εξέταση του υπαιτίου ως υπόπτου ή ως κατηγορουμένου.
 Σε περίπτωση τώρα που ο υπαίτιος εξεταστεί ως ύποπτος αλλά δεν έχει ασκηθεί ακόμα
ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα, και ο υπαίτιος αποκαταστήσει την προσβολή της πράξης
του τότε ο Εισαγγελέας απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης δυνάμει της διάταξης του
άρθρου 50 ΚΠΔ. Συντρέχει δηλαδή περίπτωση οριστικής αποχής από την ποινική δίωξη.
 Αν τώρα ο υπαίτιος αποκατέστησε την προσβολή που δημιουργήθηκε με την πράξη του μέχρι
και την αμετάκλητη παραπομπή του τότε συντρέχει περίπτωση δικαστικής άφεση του
αξιοποίνου148 ή κατά άλλους ως προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή149 ή μια μορφή
καταχρηστικής έμπρακτης μετάνοιας150 που έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του
κατηγορουμένου. Στη περίπτωση τώρα που πρόκειται για πλημμέλημα κατά της ιδιοκτησίας
ή της περιουσίας , η αποκατάσταση της προσβολής μπορεί να γίνει και μέχρι το τέλος της
αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνέπεια του οποίου είναι η
απαλλαγή του κατηγορουμένου.
 Ακόμα ο κατηγορούμενος δυνάμει των άρθρων 301 και 302 του ΚΠΔ έχει τη δυνατότητα να
διαλέξει το θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής αντί των ανωτέρω θεσμών από το χρονικό
σημείο της άσκησης της δίωξης έως το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο

148
Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Έκδοση 2η , Π.Ν Σάκκουλας 2020, σελ. 1041
149
Άδαμ Χ. Παπαδαμάκης , Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, 9η Έκδοση , Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα –
Θεσσαλονίκη 2019 ,σελ. 349
150
Μπιτζιλέκης Νικόλαος, Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2020, σελ.
309
60
δικαστήριο. Ένα εύλογο ερώτημα που γεννάται σε αυτή την περίπτωση είναι κατά πόσο
ευνοείται ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής με την ύπαρξη της έμπρακτης μετάνοιας, της
αποχής από την δίωξη, της απαλλαγής από την ποινή.

Σε όλους τους ανωτέρω θεσμούς κοινό σημείο είναι η αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας
από την προσβολή του έννομου αγαθού. Ποιος όμως θα προτιμήσει την ποινική συνδιαλλαγή που
οδηγεί σίγουρα σε επιβολή ποινής (ανεξάρτητα που αναστέλλεται και μετατρέπεται σε κοινωφελή
εργασία) όταν έχουν προβλεφθεί άλλοι θεσμοί που υπό παρόμοιες προϋποθέσεις οδηγούν σε
απαλλαγή από την ποινή; Υπό αυτά τα ερωτήματα έχει διατυπωθεί η άποψη πως οι διατάξεις των
άρθρων 381 και 405 ΠΚ ακυρώνουν σε μεγάλο βαθμό το θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής και κατ’
επέκταση της ποινικής διαπραγμάτευσης καθώς δεν υπάρχει επαρκές κίνητρο για να υποβληθεί
κανείς στη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής αφού μπορεί με το ίδιο «κόστος» να απαλλαγεί
από την ποινή151. Ακόμα και οι περιπτώσεις της αποχής από την ποινική δίωξη είναι πιο ελκυστικές
σε έναν κατηγορούμενο καθώς επιτυγχάνουν με την ικανοποίηση του παθόντος την οριστική αποχή
του Εισαγγελέα από την ποινική δίωξη των συγκεκριμένων πράξεων. Δηλαδή το ερώτημα είναι τι
σημαίνει τελικώς στο πεδίο εφαρμογής της ποινικής συνδιαλλαγής;
Η πρακτική εφαρμογή της ποινικής συνδιαλλαγής απομένει μόνο στις περιπτώσεις όπου δεν
έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 381 και 405 ΠΚ είτε γιατί δεν υπάγονται τα συγκεκριμένα
εγκλήματα (π.χ. των άρθρων 216 παρ. 3 , 4 , 242 παρ. 3,4,5, των εγκλημάτων των νόμων 2803/2000,
2960/2001,4557/2018 και 4174/2013) είτε γιατί ναι μεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων
381 και 405 ΠΚ αλλά δεν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις όπως για παράδειγμα η ικανοποίηση
του παθόντος είναι μερική αντί για ολική παρόλο που σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 301 παρ.
3 και 302 παρ. 3 στο πρακτικό συνδιαλλαγής πρέπει «να βεβαιώνεται η απόδοση του πράγματος ή
εντελής ικανοποίησης της ζημίας που αναφέρεται στην κατηγορία». Ακόμα θα μπορούσε να τύχει
εφαρμογής στις περιπτώσεις της απόπειρας όπου δεν υπάρχει ρητή ρύθμιση της περίπτωσης αυτής .
Ωστόσο πάλι δεν λυνόταν η αξιολογική αντινομία που δημιουργείται από την τιμώρηση της
απόπειρας των ως άνω εγκλημάτων και τη μη τιμώρηση του ολοκληρωμένου εγκλήματος.
Κατά τη γνώμη μου ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας της ποινικής συνδιαλλαγής αν
λάβουμε υπόψη και το όφελος του δράστη είναι μόνο οι περιπτώσεις των κακουργημάτων και μόνο
για εκείνο το δικονομικό στάδιο μετά την αμετάκλητη παραπομπή του έως το τέλος της αποδεικτικής
διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο όπου δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 381 παρ. 4 και 405 παρ., 3 του ΠΚ

151
Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Έκδοση 2η , Π.Ν Σάκκουλας 2020, σελ. 1041
61
καθώς εφαρμόζονται μόνο σε πλημμελήματα και όπου ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να επιλέξει
δικαστική άφεση της ποινής λόγω ειλικρινούς μεταμέλειας και προσπάθεια αποκαταστατικής
δικαιοσύνης καθώς το 104Β ΠΚ εφαρμόζεται μόνο σε πλημμελήματα.152
Ακόμα πρακτικό πεδίο εφαρμογής της ποινικής συνδιαλλαγής μπορεί να παρατηρηθεί στην εξής
περίπτωση. Είναι προφανές ότι ενόψει της νέας ρύθμιση των άρθρων 381 και 405 του ΠΚ όπου ο
κατηγορούμενος ενός κακουργήματος ιδιοκτησίας ή περιουσίας μπορεί να απαλλαγεί από την ποινή
εφόσον αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον παθόντα μέχρι και την αμετάκλητη
παραπομπή του. Όπως τονίσαμε και πιο πάνω θα ερευνηθεί από το Δικαστήριο ή από το Συμβούλιο
αν όντως έλαβα χώρα η εντελής ικανοποίηση ή η απόδοση του πράγματος. Σε περίπτωση που η
ικανοποίηση είναι μερική ή εικονική δεν έχουμε εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 381 και 405
αλλά θα μπορούμε να εφαρμόσουμε την διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής.
Ωστόσο αυτό που παρατηρούμε ότι δεν υπάρχει «έδαφος συνάντησης» μεταξύ αφενός της
ποινικής συνδιαλλαγής και της αποχής από την ποινική δίωξη καθώς η τελευταία ως έσχατο σημείο
εφαρμογής πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης ενώ η πρώτη προϋποθέτει άσκηση ποινικής δίωξης
αφετέρου μεταξύ της ποινικής συνδιαλλαγής και της έμπρακτης μετάνοιας των άρθρων 381 παρ. και
405 παρ. 2 καθώς η έμπρακτη μετάνοια είναι νοητή μόνο πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης.
Αντιθέτως η δυνατότητα απαλλαγής από την ποινή λόγω ικανοποιήσεως του παθόντος των άρθρων
381 παρ. 3,4 και 405 παρ. 3 φαίνεται να ταυτίζεται χρονικά με τη δυνατότητα της ποινικής
συνδιαλλαγής. Μπορεί δηλαδή ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής να συμπέσει διαδικαστικά με το
λόγο δικαστικής άφεσης του αξιοποίνου ή κατ’ άλλους το προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή
προκειμένου περί κακουργημάτων (αρ. 381 παρ.3, 405 παρ. 3 εδάφιο ά ΠΚ) κατά το από τον χρόνο
άσκησης της ποινικής δίωξης μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του και προκειμένου περί
πλημμελημάτων (αρ. 381 παρ. 4,, 405 παρ. 3 εδάφιο β ΠΚ) και για το διάστημα μετά την παραπομπή
και μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας. Ποια είναι η σχέση μεταξύ αυτών των δύο
διατάξεων; Ωστόσο είναι εμφανές ότι ενόψει της ανάγκης να συντονιστεί ο βηματισμός των δύο
κωδίκων στο πεδίο της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, να αναγνωριστεί σχέση επικουρικότητας
μεταξύ των δύο θεσμών σχέση επικουρικότητας (δικαστική άφεση του αξιοποίνου ή προσωπικός
λόγος απαλλαγής από την ποινή – ποινική συνδιαλλαγή με την επιβολή της μικρής ποινής) έτσι ώστε
μόνο αν δεν αποδώσει ο πρώτος να αναζητηθεί η δικονομική λειτουργία του δεύτερου. Θα πρέπει
να υφίστανται μια σχέση συμπληρωματικότητας ανάμεσα στους δύο θεσμούς με διακριτό

152
Μπιτζιλέκης Νικόλαος, ο.π 311
62
διαδικαστικό πλαίσιο για το καθένα, προκειμένου το πέρας του ενός να σηματοδοτεί την έναρξη
εφαρμογής του άλλου153.

4 .Επιφυλάξεις- Απολογισμός (Κοινό)


Σαν τελική παρατήρηση είναι πως ο νομοθέτης επιθυμεί και επιδιώκει μέσα από την ρύθμιση
αυτών των διατάξεων ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης μέσω διαφορετικών μορφών εναλλακτικής
απονομής της τελευταίας με στόχο αφενός την εξοικονόμηση χρόνου, χρήματος και κόπου και
αφετέρου την αποκατάσταση του θύματος που ως επί το πλείστο, ιδίως στην περίπτωση των
εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας, είναι η ουσιαστικότερη επιδίωξη από ότι
η τυχόν τιμώρηση του δράστη. Ωστόσο, εξακολουθεί και παραμένει ο προβληματισμός κατά τον
οποίο όλες αυτές οι διαδικασίες και οι θεσμοί που προβλέπονται μήπως εν τέλει παραβλέπουν την
εγκληματική φύση των ανωτέρων διατάξεων και αποδυναμώνουν την προληπτική λειτουργία του
ποινικού δικαίου; Βέβαια πολύ σημαντική είναι η αποκατάσταση του θύματος σε αυτές τις
περιπτώσεις. Θεωρώ πως η απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει να κάνει με το σε ποιο θα δώσουμε
μεγαλύτερη σημασία στην αποκατάσταση της ζημίας και στην ταχεία αποκατάσταση της κοινωνικής
ειρήνης ή στην εμμονή της τιμώρησης του δράστη ακόμα και αν έχει αποκατασταθεί η προκληθείσα
βλάβη (ζημία) που δημιούργησε με την παράνομη συμπεριφορά του. Αν θεωρήσουμε σημαντικότερα
την ικανοποίηση του θύματος και την αποκατάσταση των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ θύματος και
δράστη τότε οι εν λόγω θεσμοί επιτυγχάνουν και με το παραπάνω αυτό το σκοπό. Αν πάλι
τασσόμαστε αντίθετα σε αυτές τις διατάξεις και δίνουμε προτεραιότητα στην ποινική αξίωση της
Πολιτείας, τότε παρά τη ρύθμιση τους δεν θα τύχουν ιδιαίτερης πρακτικής εφαρμογής στην
δικαστηριακή πράξη. Η τυφλή εμμονή στην τιμώρηση του δράστη προκειμένου ‘πάση θυσία’ να
αποδοθεί μομφή στο δράστη τής αξιόποινης πράξης, αποτελεί δυσανάλογο κακό γι’ αυτόν σε σχέση
με το σκοπό που εξυπηρετεί η ποινή και εμφανίζεται συνεπώς ως καταχρηστική άσκηση τής ποινικής
καταστολής154.
Πιο συγκεκριμένα, για το θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής, οι επιφυλάξεις που έχουν
διατυπωθεί, όπως είδαμε, είναι πολλές. Κυρίως επειδή δέχεται ανεπιφύλακτα την ομολογία ως
απόδειξη ενοχής χωρίς να μπορέσει να γίνει κάποιος δημόσιος έλεγχος της γνησιότητας της σχετικά
με το κατά πόσο είναι γνήσια και αληθής. Ο κατηγορούμενος εδώ αφοπλίζεται οικειοθελώς από το

153
Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία Η δομή της ποινικής Δικονομίας, 9η Έκδοση Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-
Θεσσαλονίκη 2019, σελ. 357
154
Λίβος, ο.π σελ. 289
63
τεκμήριο της αθωότητας και ο δικαστής περιθωριοποιείται σχεδόν παντελώς από την οποιαδήποτε
δυνατότητα εξακρίβωσης της αλήθειας155.
Από την άλλη πλευρά απέναντι σε αυτή τη θέση θα μπορούσε να διατυπωθεί ένας ισχυρός
αντίλογος. Στο ερώτημα δηλαδή εάν στο ηπειρωτικό σύστημα, το οποίο ακολουθεί την αρχή της
αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και στηρίζεται στο διαγνωστικό καθήκον του δικαστή είναι
ορθή και αποδεκτή η επιβολή μίας ποινής που βασίζεται σε μία συμφωνημένη ομολογία, χωρίς
περαιτέρω έρευνα, μπορεί να δοθεί και θετική απάντηση156. Πλέον το διαγνωστικό καθήκον του
δικαστή δεν περιλαμβάνει την εξαντλητική έρευνα όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία είναι
απαραίτητα, αλλά μόνο εκείνα που είναι αναγκαία και επαρκή για το σχηματισμό δικανικής
πεποίθησης. Σε περίπτωση λοιπόν όπου έχει διατυπωθεί μία αξιόπιστη ομολογία και ο δικαστής
σχηματίζει μία πλήρη δικαστική πεποίθηση, δεν υπάρχει λόγος να αναζητά επιμόνως την ουσιαστική
αλήθεια, άλλωστε ανέκαθεν η ομολογία, λόγω του αυτοεπιβαρυντικού περιεχομένου της, συνιστούσε
την κορωνίδα των αποδεικτικών μέσων και πλέον λειτουργεί ως ο δραστικότερος μηχανισμός
επιτάχυνσης της ποινικής δίκης.
Δεν πρόκειται λοιπόν για παραγκωνισμό της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας,
αντιθέτως όταν η ομολογία εναρμονίζεται με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό βοηθά στην ταχύτερη
απονομή της δικαιοσύνης και την ανακούφιση του δικαστικού συστήματος157.
Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε την εξαιρετικά επιβαρυμένη κατάσταση του ποινικού
συστήματος η οποία οδήγησε και στην αναζήτηση θεσμών εναλλακτικής απονομής δικαιοσύνης.
Επιπλέον προβλέπεται σε αμιγώς περιουσιακής φύσεως διαφορές, όπου η αποκατάσταση της
προκληθείσας βλάβης, αμβλύνει σημαντικά την αξίωση της βαριάς τιμώρησης του υπαιτίου για
κακούργημα, για αυτό έστω και πειραματικά θα μπορούσε να δοκιμασθεί ως μία παραχώρηση της
ποινικής αξίωσης της Πολιτείας158.
Για να μπορέσει βέβαια αυτός ο θεσμός να έχει ελπίδες και στην Ελλάδα, χρειάζεται να
αναβαθμισθεί ο ρόλος του συνηγόρου υπεράσπισης, ο οποίος αφενός πλέον είναι απαραίτητος σε

155
Πετρόπουλος Κ., «Η πρακτική διάσταση της ποινικής συνδιαλλαγής στην ελληνική έννομη τάξη», ΠοινΔικ2018,
σ.599
156
Μπενάκη –Ψαρούδα Άννα, «Προβλήματα της Ποινικής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα και οι νέοι Ποινικοί Κώδικες»,
ΠοινΧρ 2020, σ.3
157
Τζαννετής Αριστομένης, «Το plea bargaining και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας- Συνηγορία υπέρ
του νέου θεσμού», ΠοινΧρ. 2016, σ.14

158
Τζαννετής Αριστομένης, «Το plea bargaining και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας- Συνηγορία υπέρ
του νέου θεσμού», ΠοινΧρ. 2016, σ.14
64
όλους τους ενδιαφερόμενους και αφετέρου είναι το πρόσωπο που έχει τις κατάλληλες γνώσεις
σχετικά με τη σύνταξη του περιεχομένου του πρακτικού συνδιαλλαγής 159.
Θα ήταν καλό λοιπόν να αναρωτηθούμε εάν προτιμούμε μία δικαιοσύνη που αδυνατεί να
ανταποκριθεί στο έργο και το σκοπό της που μένει προσηλωμένη στις άτεγκτες και παραδοσιακές
της αρχές ή μία διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης που στηρίζεται στην ομολογία ενός
μετανοημένου δράστη επιβάλλοντας του μειωμένη ποινή, ικανοποιεί το θύμα το οποίο δύναται να
συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία και βοηθά στην ταχύτερη αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης.
Άλλωστε στην ελληνική δικαιοσύνη είναι εξαιρετικά συχνό το φαινόμενο οι εγκληματικές
πράξεις λόγω του μακρόσυρτου των διαδικασιών να υποπίπτουν σε καθεστώς παραγραφής. Αυτό
φυσικά έχει ως αποτέλεσμα ούτε η ποινική αξίωση της Πολιτείας να ικανοποιείται, ούτε η αξίωση
του θύματος να αποκατασταθεί. Εάν δώσουμε το απαραίτητο έδαφος που χρειάζονται αυτές οι
διαδικασίες, θεωρώ πως θα λειτουργήσει προς όφελος τόσο του ίδιου του αισθήματος
«αποκατάστασης της τάξης» αλλά και σε πρακτικό επίπεδο θα επιτρέψει στους δικαστές να
ασχοληθούν με πιο σοβαρές υποθέσεις αυξημένης απαξίας, στις οποίες δεν χωρά η εφαρμογή
ενναλακτικών διαδικασιών.
Φυσικά στη μορφή που έχει λάβει σήμερα ο θεσμός οι δυνατότητες βελτίωσης είναι
προφανείς και αναγκαίες. Όπως είδαμε και ανωτέρω η επικρατεί μία κατάσταση ασάφειας και
αστάθειας σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω θεσμού καθώς δίνεται δυνατότητα
παράλληλης εφαρμογής του με άλλες διατάξεις (αρ. 381 παρ.3, 405 παρ. 3 εδάφιο ά ΠΚ- αρ. 381
παρ. 4,, 405 παρ. 3 εδάφιο β ΠΚ) και δεν έχουν ακόμη καταστεί σαφείς οι λόγοι περί προτίμησης του
θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής.
Είναι σημαντικό να βρεθεί μία χρυσή τομή ανάμεσα στις αυστηρές αρχές του ηπειρωτικού
δικαίου και τη διαδικασία της ποινικής συνδιαλλαγής, με τη σχετικοποίηση των πρώτων αλλά και
την διασφάλισης μίας γνήσιας ομολογίας που θα συμβαδίσει με το αποδεικτικό υλικό στην δεύτερη.
Επιπλέον εάν θεωρήσουμε πως το κριτήριο της «ετοιμότητας» το οποίο εντοπίζεται στο θεσμό της
έμπρακτης μετάνοιας (Αρ.381 παρ.2 και 405 παρ.5 ΠΚ) και το οποίο υποστηρίζεται πως είναι κάτι
το οποίο δεν υπάρχει πάντοτε στην ποινική συνδιαλλαγή, εάν προχωρούσαμε στην κατάργηση της
προϋπόθεσης να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη προκειμένου να επιβληθεί το αίτημα του
κατηγορουμένου, να λειτουργούσε προς όφελος του θεσμού καθώς ο δράστης θα μπορούσε να

Τζαννετής Αριστομένης, «Η μετεξέλιξη του παραδοσιακού υπερασπιστικού προτύπου- Ο νέος ρόλος του συνηγόρου
159

στην ποινική διαπραγμάτευση (Plea Bargain), ΠοινΧρ. 2017, σ.13

65
«κερδίσει κάποιο χρόνο» προκειμένου να ικανοποιήσει το θύμα και να μην έχει ήδη μία ασκηθείσα
ποινική δίωξη να τον ακολουθεί. Αυτό βέβαια θα λειτουργούσε αποτελεσματικά μόνο σε συνδυασμό
με την κατάργηση της δυνατότητας επιβολής ποινής από το δικαστήριο.
Ακόμη, η δυνατότητα υποβολής του αιτήματος πέρα από τον κατηγορούμενο και στο θύμα,
θεωρώ πως θα απέτρεπε ενδεχομένως θεωρίες σχετικά με ενδεχόμενη «εκβίαση» ή «πίεση» προς τον
παθόντα προκειμένου να συναινέσει στο πρακτικό της συνδιαλλαγής και θα έδινε την ευκαιρία στον
παθόντα να αποκτήσει κύριο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.
Ίσως μάλιστα να συνέβαλε θετικά η δυνατότητα επέκτασης εφαρμογής του θεσμού και σε
άλλες κατηγορίες αδικημάτων πέρα από οικονομικής φύσεως διαφορές, λόγου χάρη σε περιπτώσεις
απλής σωματικής βλάβης, καθώς μιλάμε για ένα θεσμό που έχει στο επίκεντρο την ικανοποίηση και
την επανόρθωση της βλάβης που το θύμα υπέστη. Από τη στιγμή λοιπόν που το ίδιο το θύμα δεν
επιθυμεί την καταδίκη του δράστη σε μία βαριά ποινή και μπορεί μέσα από συνδιαλλαγή με εκείνον
να «επουλώσει» την πληγή του, ίσως η Πολιτεία να μην μένει προσηλωμένη στην τιμώρηση του μέσα
από την επιβολή μίας ποινής. Άλλωστε είναι αρκετές οι χώρες στις οποίες ο θεσμός τις συνδιαλλαγής
εφαρμόζεται σε όλες τις κατηγορίες των εγκλημάτων.
Οι εναλλακτικές διαδικασίες πρέπει να αποκτήσουν τη θέση που τους αναλογεί στο ελληνικό
ποινικό σύστημα, υπό την προϋπόθεση όμως οι διατάξεις να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους και
να μη δημιουργείται σύγχυση ανάμεσα στους θεσμούς λόγω των εσωτερικών αντιφάσεων που έχουν
προς το παρόν δημιουργηθεί. Άλλωστε το δρόμο για το τελικό ζητούμενο αποτυπώνει ίσως η φράση
του Binding «Η ποινή αποβλέπει στην πρόκληση μίας πληγής, ενώ η αποζημίωση αποβλέπει στην ίαση
μίας άλλης χωρίς να προκαλεί ταυτόχρονα μία δεύτερη».

66
Βιβλιογραφία
1. Στ. Αλεξιάδης, «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη σε ποινικές υποθέσεις: Προς μία νέα ευρωπαϊκή
προοπτική», Διεθνές Συνέδριο 16 και 17 Μαΐου Θεσσαλονίκη 2013, Σάκκουλας Νικόλαος Κ.
Ανδρουλάκης, «Θεμελιώδεις Έννοιες Ποινικής Δίκης», 5 η έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας 2020
2. Αρτινοπούλου Β., «Επανορθωτική Δικαιοσύνη: Η πρόκληση των σύγχρονων δικαιϊκών
συστημάτων», Νομική Βιβλιοθήκη,2010
3. Γιοβάνογλου Σ., «Αποκαταστική Δικαιοσύνη σε ποινικές υποθέσεις προς μία νέα Ευρωπαϊκή
προοπτική», Διεθνές Συνέδριο 16 και 17 Μαΐου Θεσσαλονίκη 2013, Σάκκουλας Αθήνα-
Θεσσαλονίκη
4. Δαγκλής Ν., «Μορφές συμβιβαστική περάτωσης της ποινικής δίκης», Σάκκουλας, 2016
5. Ηρωίδης Ι., Επίκαιρα ζητήματα Περιουσιακού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη 2012
6. Κουράκης Ν., «Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων», 2η έκδοση, Π.Ν. Σάκκουλας, 2012
7. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Έκδοση 7η 2020
8. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία – εφαρμογή, 2η έκδοση, 2009
9. Μαργαρίτης Λ., «Ποινική Δικονομία ΙΙ, Ένδικα Μέσα», Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009
10. Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος Έκδοση 3 η, Π.Ν Σάκκουλας 2016
11. Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος έκδοση 2 η , Π.Ν Σάκκουλας 2006
12. Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Έκδοση 2 η, Π.Ν Σάκκουλας 2020
13. Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας κατά το νέο Ποινικό Κώδικα, Εκδόσεις
Σάκκουλα 2020
14. Αδάμ Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία», 9η έκδοση, Σάκκουλας, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2019
15. Αδάμ Παπαδαμάκης, «Η δομή της ποινικής δίκης», Σάκκουλας, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2019
67
16. Παπαδαμάκης Αδάμ Χ., Τα περιουσιακά εγκλήματα Άρθρα 385 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα -
17. Συκιώτου Α.,«Η ποινική διαμεσολάβηση ως μορφή de jure αποποινικοποίησης, Η
εγκληματολογία στην Ελλάδα σήμερα», Τιμητικός τόμος για τον Στ. Αλεξιάδη, Εκδόσεις
ΚΨΜ,2007
18. Φράγκος, Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Έκδοση 2η Σάκκουλας 2019

Αρθρογραφία:
1. Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη: Μία εναλλακτική πρόταση για την
αντιμετώπιση του εγκλήματος», ΠοινΔικ 2017
2. Μ Καϊάφα – Γκμπάντι «Διεύρυνση ή αποδιάρθρωση της λογικής της έμπρακτης μετάνοιας στα εγκλήματα
κοινού κινδύνου με το άρθρ. 14 παρ. 1.2 ν. 2721/1999», Υπεράσπιση 1999/ 1274
3. Θ. Δαλακούρας, «Η αποχή από την Ποινική Δίωξη ως εναλλακτική μορφή περάτωσης της
ποινικής διαδικασίας», ΠοινΧρ 2014
4. Α. Ρουπακιώτης, «Εθισμένοι στην κρίση», Έθνος τ.45,26/1/2013
5. Σπ. Αδάμ, «Το Plea bargaining στην ελληνική έννομη τάξη», theartofcrime.gr
6. Πετρόπουλος Κ., «Εγκληματολογική προσέγγιση θεσμών ποινικής συνδιαλλαγής» ΠοινΔικ 2017
7. Ανδρουλάκης Ν., «Το plea bargaining κατά το νέο Σχέδιο ΚΠΔ», ΠοινΧρ 2014
8. Β. Αρτινοπούλου. «Οι γκρίζες ζώνες της αποκαταστατικής δικαιοσύνης», theartofcrime.gr
9. Παπαχαραλάμπους Χ., «Επανεκτιμώντας την ποινική συνδιαλλαγή, μία ακόμη προσέγγιση για τη
συμβατότητα του θεσμού της Ποινικής δίκης», ΠοινΧρ 2018
10. Χούρσογλου Στ., «Ο ποινικός συμβιβασμός στη γαλλική έννομη τάξη», ΠοινΧρ 2000
11. Τριανταφύλλου Γ., «Η συνδιαλλαγή: Προβλήματα από τη ρύθμιση ενός νέου θεσμού», ΠοινΧρ
1995
12. Μυλωνόπουλος Χ., «Ο θεσμός της [ποινικής] διαπραγμάτευσης, σκέψεις για τη θεωρητική
θεμελίωσή και την πρακτική λειτουργία του», ΠοινΧρ 2013
13. Παπαθεοδώρου Θ., «Ενδοοικογενειακή Βία», ΠοινΔικ 2007
14. Μυλωνόπουλος Χ., «Η ικανοποίηση του παθόντος και η ποινική συνδιαλλαγή στον Ν.
3904/2010»
15. Καλφέλης Γ., «Οι ραγδαίες αλλαγές στο ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο & ο πρόσφατος
Ν.3904/2010 για την ποινική συνδιαλλαγή», ΠοινΧρ 2011
16. Παπαδόπουλος Γ., «Διαδικασίες ποινικής επιτάχυνσης στην ΕΕ και ο Ν.3904/2010 για τον
εξορθολογισμό της ποινικής δικαιοσύνης», ΠοινΔικ 2011
17. Τζαννετής Α., «Το plea bargaining και η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας-
Συνηγορία υπέρ του νέου θεσμού», ΠοινΧρ 2016
18. Λίβος Ν., «Η απαλλαγή από την ποινή επί ικανοποίησης του ζημιωθέντος μέχρι έκδοσης της
οριστικής απόφασης», ΠοινΧρ 2000
19. Τζαννετής Α., «Η μετεξέλιξη του παραδοσιακού υπερασπιστικού προτύπου- Ο νέος ρόλος του
συνηγόρου στην ποινική διαπραγμάτευση», ΠοινΧρ 2017
20. Μπενάκη Ψαρούδα Α., «Προβλήματα της Ποινικής Δικαιοσύνης στην Ελλάδα και οι νέοι
Ποινική Κώδικες», ΠοινΧρ 2020
21. Σπυρόπουλος Φ., «Οι κατά παρέκκλιση διαδικασίες και η αποκαταστατική-συμφιλιωτική
δικαιοσύνη», theartofcrime.gr

68
22. Πετρόπουλος Κ., «Η πρακτική διάσταση της ποινικής συνδιαλλαγής στην ελληνική έννομη
τάξη», ΠοινΔικ 2018
23. Tzannetis A., Von der “tätigen Reue” zum “Täter – Opfer - Ausgleich „ – Zielsetzungen und
dogmatische Grundlagen des Schadenswiedergutmachungssystems im neuen griechischen
Strafrecht , ZIS 2012, 132, σε www.zis–online.com/dat/artikel/2012_4_657.pdf
24. Γκρόζος Κ, Το άρθρο 379 ΠΚ μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 14 παρ. 1.3 του ν.
2721.1999, Υπεράσπιση 2000 σελ. 522.

69

You might also like