You are on page 1of 28

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ _______________

(Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών)

ΑΝΑΚΟΠΗ
(αρ. 632, 933 ΚΠολΔ)

1. Του _______________________(ΑΦΜ ____________)


2.
ΚΑΤΑ

Της εταιρείας με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία


Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και το διακριτικό τίτλο
«doValue Greece», πρώην με την επωνυμία «EUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και διακριτικό τίτλο
«EUROBANK FINANCIAL PLANNING SERVICES» που εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής,
επί της οδού Κύπρου αρ. 27 και Αρχιμήδους, με ΑΦΜ 099755919 Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ
Πειραιά, με αρ. ΓΕΜΗ 121602601000, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα κατά
δήλωσή της, ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της
αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «CAIRO 1 FINANCE
DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» (ΚΑΪΡΟ Νο 1 ΦΑΪΝΑΝΣ ΝΤΕΖΙΓΚΝΕΙΤΙΝΤ
ΑΚΤΙΒΙΤΥ ΚΟΜΠΑΝΥ), που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας (οδός George Dock
αρ 3 4ος όροφος. IFSC, Δουβλίνο 1), με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών
της Ιρλανδίας με αριθμό 649076, όπως εκπροσωπείται νόμιμα.

ΚΑΙ ΚΑΤΑ

1. Της υπ’ αρ. _____________ Διαταγής Πληρωμής της Δικαστού του


Μονομελούς Πρωτοδικείου _________________,
2. Της παρά πόδας του αντιγράφου εκ του υπ. αριθμ ____________ πρώτου
εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, από __________ επιταγής
προς πληρωμή προς τον καθένα από τους ανακόπτοντες

____________________________________

[1]
Η καθ’ης η παρούσα ανακοπή μας, επικαλούμενη την ιδιότητα της διαχειρίστριας
των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «CAIRO
1 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», επέτυχε σε βάρος μας την
έκδοση της άνω αναφερόμενης (και διά της παρούσας προσβαλλόμενης) διαταγής
πληρωμής, με την οποία διατασσόμαστε, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις
ολόκληρον καθένας από εμάς, να της καταβάλουμε το ποσό των
_______________________ (_____________ €), εντόκως από 19.05.2022
(επομένη της επίδοσης της καταγγελίας), με επιτόκιο υπερημερίας, που υπερβαίνει
το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες και με εξαμηνιαίο
ανατοκισμό των τόκων, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, καθώς και ποσό επτακόσια
ευρώ (700,00 €) για δικαστική δαπάνη.
Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε για φερόμενη οφειλή μας προερχόμενη
από τη με αριθμό _______________ σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, η οποία
καταρτίστηκε στ ________________ μεταξύ, αφενός, της ανώνυμης τραπεζικής
εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EFG EUROBANK ERGASIAS Α.E.» και,
αφετέρου, ημών των ανακοπτόντων, καθώς και από το από __________ Ιδιωτικό
Συμφωνητικό Ρύθμισης οφειλής, που καταρτίστηκε επίσης στην __________ μεταξύ,
αφενός, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK
ERGASIAS Α.E.» και ημών. Με την παραπάνω σύμβαση, η άνω τράπεζα μας
χορήγησε τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού _____________________ ευρώ
(___________ €), με σκοπό την κάλυψη προσωπικών μας αναγκών και με τους
όρους και συμφωνίες, που περιλαμβάνονται στη σύμβαση αυτή και στο Συμφωνητικό
Ρύθμισης.
Αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής,
επιδόθηκε στον καθένα από εμάς τους ανακόπτοντες, στις ________, με την παρά
πόδας αυτού από _________ επιταγή προς πληρωμή, η οποία έχει ως ακολούθως:

[2]
Την ως άνω διαταγή πληρωμής και την παρά πόδας αυτής επιταγή προς
πληρωμή ανακόπτουμε για τους κάτωθι νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους και
για όσους άλλους ρητώς επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε στο μέλλον με ιδιαίτερο
δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής:

1ος ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ της ανακοπτομένης Διαταγής


Πληρωμής και της παρά πόδας του αντιγράφου εξ απογράφου εκτελεστού
αυτής επιταγής εκτέλεσης λόγω ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ ΕΞΑΙΤΙΑΣ
ΜΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΚΑΘ’ Ης ΟΤΙ Η ΕΠΙΔΙΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ
ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΑΝΑΛΑΒΕ ΤΗ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΛΟΓΩ ΜΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΘ ΗΣ
ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΩΣ ΜΗ ΔΙΚΑΙΟΧΟΥ ΔΙΑΔΙΚΟΥ
ΝΑ ΑΙΤΗΘΕΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΜΕΝΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΒΕΙ ΣΕ ΕΠΙΤΑΓΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ.

Από τις διατάξεις των παρ.1 και 3 του άρθρου 626 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η
αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος στη
γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την
απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους,
των οποίων ζητείται η καταβολή και ότι σ' αυτή πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα
έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και το
πρόσωπο του δικαιούχου και του οφειλέτη (ΑΠ 782/1994 Δ/νη 1995.841), στα
οποία περιλαμβάνονται και τα απαιτούμενα νομιμοποιητικά έγγραφα, σε περίπτωση
που έχει λάβει χώρα ειδική ή καθολική διαδοχή στο πρόσωπο του αιτούντος ή του
καθ' ου η αίτηση. Ειδικότερα, ενεργητικά νομιμοποιείται για την υποβολή της
αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος
της απαίτησης, ο οποίος, εάν έχει χωρήσει μεταβολή στα υποκείμενα της
ουσιαστικής έννομης σχέσης, πρέπει να αναφέρει στην αίτηση του ότι έχει
χωρήσει διαδοχή ή άλλη μεταβολή και να αποδείξει με έγγραφα ότι
συνέτρεξε η διαδοχή ή η μεταβολή, που τον νομιμοποιεί ενεργητικά στην
άσκηση της αίτησης, αν και δεν ήταν αρχικά, πριν από το χρόνο άσκησης

[3]
της αίτησης, φορέας της ουσιαστικής έννομης σχέσης, ενώ, αν ήταν αρχικά
φορέας της ουσιαστικής έννομης σχέσης και έπαψε, πρέπει να προσδιορίσει
με ποία ιδιότητα αιτείται την έκδοση διαταγής πληρωμής (ΑΠ 914/2018,
ΕφΠατρ 9/2021, ΜΠρΗρ 474/2020, ΜΠρΛαρ 19/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,
Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΕρμΚΠολΔ, αρθ. 626 αρ. 3, σελ.
1169). Αν δεν προσκομισθούν στον αρμόδιο δικαστή το αργότερο πριν την έκδοση
της διαταγής πληρωμής τα ανωτέρω έγγραφα, ο τελευταίος οφείλει, κατ' άρθρο 628
παρ. 1α ΚΠολΔ, να απορρίψει τη σχετική αίτηση ως απαράδεκτη. Εάν παρά την
έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή
ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του καθ’ ου η διαταγή, κατά τα άρθρα 632 και 633
ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται,
λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας
απόδειξης της απαίτησης καθώς και της ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος με
τη βραδύτερη (μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής) προσαγωγή των ως άνω
αποδεικτικών εγγράφων. Εν προκειμένω, το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή,
εάν από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν μέχρι την ημέρα έκδοσης της διαταγής
πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και η νομιμοποίηση
του αιτούντος και καθ' ου η ανακοπή, σε περίπτωση διαδοχής, δεν μπορεί να
στηριχθεί σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά, που προσκομίστηκαν και
υποβλήθηκαν στο δικαστή, που εξέδωσε τη διαταγή και συγκεκριμένα σε έγγραφα
προσκομιζόμενα το πρώτον στη δίκη της ανακοπής, αλλά οφείλει να δεχθεί το αίτημα
της ανακοπής και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού
απαραδέκτου, χωρίς όμως η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο ως προς την
ύπαρξη της απαίτησης, η οποία δεν διαγνώσθηκε (Ολ. ΑΠ 10/1997, Δ/νη 1997/768,
ΑΠ 914/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, αντικείμενο της επί της ανακοπής δίκης είναι ο έλεγχος της
νομιμότητας και του κύρους της διαταγής πληρωμής και όχι η διάγνωση της
ουσιαστικής αξίωσης (ΑΠ 1870/1986 ΕλλΔνη 29.281, ΕφΠειρ 799/1999 ΕλλΔνη
41.494). Οι λόγοι της ανακοπής μπορεί να συνίστανται σε άρνηση της συνδρομής
των τυπικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έκδοση αυτής οι οποίες προβλέπονται
στα άρθρα 623-630 ΚΠολΔ. Στις τυπικές προϋποθέσεις περιλαμβάνεται και η
έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος, καθώς και αναφοράς
στην αίτηση και προσκόμισης των εγγράφων, που θεμελιώνουν την
ενεργητική νομιμοποίηση αυτού (αιτούντος την έκδοση διαταγής
πληρωμής) σε χρόνο πριν από την έκδοση της, σε περίπτωση που εχώρησε

[4]
μεταβολή ή διαδοχή στο πρόσωπο του αρχικού φορέα της ουσιαστικής
έννομης σχέσης.
Εξάλλου, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε
συστατικό έγγραφο τύπο (άρθρο 2 παρ.2 εδ.α` του ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει
κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα : (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το
τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι
οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την
είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση
απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων
871 - 872 του Α.Κ. ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα
Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με τη με αριθμό 116/25.08.2014 απόφαση της
Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’
εφαρμογή της παρ.2 του άρθρου 1 του ν.4224/2013 (γ) την καταβλητέα αμοιβή
διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετάκυλίεται στον υπόχρεο
καταβολής της απαίτησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αίτηση
της καθ’ ης και στην ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, η ένδικη απαίτηση,
απορρέουσα από τη με αριθμό ____________ σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου
και το από ____________ Ιδιωτικό Συμφωνητικό Ρύθμισης Οφειλής,
φέρεται να μεταβιβάστηκε από την αρχική δικαιούχο ανώνυμη τραπεζική εταιρεία
με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»
προς την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «CAIRO 1 FINANCE
DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.
3156/2003, δυνάμει της από 18-6-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης
επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας, κατά τους ισχυρισμούς της
καθ’ης έχει καταχωρισθεί στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτ.
148/18.6.2019, τόμος 10 και με αύξ. αριθμό 184, ενώ τη διαχείριση της
απαίτησης ανέλαβε η καθ’ ης, δυνάμει της από 18.6.2019 Σύμβασης
Διαχείρισης, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε στα βιβλία του
Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτ. 149/18-6-2019, τόμος 10 και με
αύξ. αριθμό 185.
Πλην όμως, από τα έγγραφα που προσκόμισε η καθ’ης για την έκδοση
της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, τηρούνται στη Γραμματεία του
Πρωτοδικείου ___________, ουδόλως αποδεικνύεται η διαχειριστική
ιδιότητα της καθ’ ης ως προς την συγκεκριμένη απαίτηση, που

[5]
μεταβιβάσθηκε από την ως άνω αρχική δικαιούχο στην προαναφερομένη
αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, όπως ισχυρίζεται η καθ’ης.
Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα που προσκόμισε η καθ ης για την έκδοση της
ανακοπτομένης διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής
εταιρία ειδικού σκοπού και της καθ' ης καταρτίστηκε σύμβαση διαχείρισης
επιχειρηματικών απαιτήσεων κατ' άρθρο 10§14 και 16 ν. 3156/2003 και ότι η
τελευταία ανέλαβε όλες τις υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης
τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από συμβάσεις στεγαστικών και άλλων δανείων, χωρίς
όμως να γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στην επίδικη
σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, σε αντίθεση π.χ. με το επίσης
προσκομισθέν απόσπασμα της υπ' από 18.06.2019 σύμβασης πώλησης και
μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της Τράπεζας Eurobank
ΑΕ και της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού, που συνοδεύεται
από σχετικό παράρτημα με τις μεταβιβασθείσες στην τελευταία απαιτήσεις,
όπου γίνεται σαφής αναφορά στην επίδικη απαίτηση. Ενώ, δηλαδή,
αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα έγγραφα ότι η επίδικη απαίτηση
πράγματι μεταβιβάστηκε στην εν λόγω αλλοδαπή εταιρία, δεν συμβαίνει το
ίδιο για το ότι η καθ' ης ανέλαβε τη διαχείριση αυτής και συνεπώς ελλείπει,
σύμφωνα με τα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη, η απαιτούμενη για την
έκδοση διαταγής πληρωμής διαδικαστική προϋπόθεση απόδειξης της
ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ' ης.

Επιπροσθέτως, η καθ’ης, ενώ στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής,


αναφέρεται ότι για την έκδοσή της ελήφθησαν υπόψη (…) 2) η με αρ. πρωτ.
148/18-6-2019, τόμος 10 και με αύξ. αριθμό 184 καταχώριση στο
Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της περίληψης της από 18-6-2019 σύμβασης πώλησης και
μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (…) 4) Τη με αριθ. πρωτοκόλλου με αρ.
πρωτ. 149/18-6-2019, τόμος 10 και με αύξ. αριθμό 185 καταχώριση στο
Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της περίληψης της από 18-6-2019 σύμβασης διαχείρισης
επιχειρηματικών απαιτήσεων, οι περιλήψεις των δημοσιεύσεων των ως άνω
συμβάσεων, που προσκόμισε η καθ’ης και προσαρτώνται στην
προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, φέρουν σφραγίδα του
Ενεχυροφυλακείου Αθηνών από την οποία προκύπτει η καταχώρισή τους
στον τόμο 10 και με αριθμούς 182 και 183, αντίστοιχα, ήτοι δεν ταυτίζονται
με τις επικαλούμενες από την καθ’ης δημοσιεύσεις.

[6]
Ως εκ τούτου, η καθ’ης, ως διαχειρίστρια της ως άνω αλλοδαπής
εταιρείας, δεν απέδειξε την ενεργητική της νομιμοποίηση για την υποβολή
αίτησης προς έκδοση της σε βάρος μας προσβαλλομένης διαταγής
πληρωμής, η οποία, ως εκ των άνω, εξαιτίας μη συνδρομής της
διαδικαστικής προϋπόθεσης προσκόμισης των αποδεικτικών της
νομιμοποίησης εγγράφων, τυγχάνει άκυρη λόγω διαδικαστικού
απαραδέκτου.

2ος ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΛΟΓΩ


ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ – ΜΗ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝ ΤΩΝ
ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΠΩΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ –
ΜΗ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘ’ΗΣ ΤΩΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΤΗΣ
ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Ως ήδη αναφέρθηκε, για την έκδοση διαταγής πληρωμής θα πρέπει να
επισυνάπτονται στην αίτηση τα απαιτούμενα για τη νομιμοποίηση του δικαιούχου
έγγραφα.
Εν προκειμένω, από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από την καθ’ης για την
έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ουδόλως αποδεικνύεται η
συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής της νομιμοποίησης.
Πιο συγκεκριμένα, δεν προσκομίστηκαν από την αιτούσα ούτε η
18.6.2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών
απαιτήσεων από την «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ» προς την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία
«CAIRO 1 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», στις οποίες
απαιτήσεις περιλαμβάνεται κατά τους ισχυρισμούς της καθ’ης και η ένδικη
απαίτηση, ούτε η από 18-6-2019 σύμβαση διαχείρισης που επικαλείται η
καθής για την ενεργητική της νομιμοποίηση.
Τα δε έγγραφα, που προσκομίστηκαν από την αντίδικο με την αίτησή της
και μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ήτοι η με αριθμ. πρωτ.
148/18.6.2019 Δημοσίευση Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης
Επιχειρηματικών απαιτήσεων και η με αριθμ. πρωτ. 149/18.6.2019 Δημοσίευση
της Σύμβασης Διαχείρισης του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμος 9 ΑΑ 196),
ουδόλως αποδεικνύουν, αντίστοιχα, ότι η «CAIRO 1 FINANCE
DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», κατέστη δικαιούχος και της ένδικης

[7]
απαίτησης και η αντίδικος, με τη σειρά της, κατέστη φορέας διαχείρισης
της απαίτησης αυτής.
Οι δημοσιεύσεις αυτές που προσκομίστηκαν από την αιτούσα, εξυπηρετούν,
κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 3156/2003, την ισχύ, έναντι τρίτων, της σύμβασης
μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης
αυτών προς την αντίδικο, δεν υποκαθιστούν όμως την αναγκαιότητα
προσκομιδής των συμβάσεων αυτών κατά τη διαδικασία έκδοσης της
ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προς απόδειξη της νομιμοποίησής της
αντιδίκου (σχετ. ΑΠ 345/2006, ΕφΑθ 8/2023, ΕφΑθ 2103/2020, ΕφΛαρ
233/2021, ΤριμΕφΕυβοίας 170/2020, ΜΠρΘεσ. 9462/2021 (ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ), ΜονΠρΠατρ 122/2023, ΜονΠρΑθ 298/2022, ΜονΠρΘεσ
24015/2009, ΜονΠρΚεφ 1/2023)
Ως προς την αποδεικτική ανεπάρκεια των ως άνω προσκομισθέντων από την
καθ’ης πιστοποιητικών για την απόδειξη της νομιμοποίησής της, επισημαίνουμε
ενδεικτικά, ότι, στην με αρ. πρωτ. 149/18.6.2019 Δημοσίευση Περίληψης, ως
προς τη διάρκεια της σύμβασης γίνεται παραπομπή στον όρο 22 της
Σύμβασης Διαχείρισης Απαιτήσεων. Συνεπώς, η αντίδικος, παραλείποντας
να προσκομίσει την οικεία Σύμβαση από την οποία ισχυρίζεται ότι αντλεί τη
νομιμοποίησή της προς διαχείριση της ένδικης απαίτησης, δεν απέδειξε,
κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής της, ότι αυτή (η Σύμβαση
Διαχείρισης) ήταν ακόμα σε ισχύ και, συνακόλουθα, ότι η ίδια
εξακολουθούσε να παραμένει φορέας διαχείρισης της απαίτησης.
Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται, ότι και in concrete τα εν λόγω έντυπα, που
προορίζονται για τις διατυπώσεις δημοσιότητας, δεν είναι δυνατό να
υποκαταστήσουν την προσκομιδή ολοκλήρων των συμβάσεων, ιδίως ενόψει της
παντελούς έλλειψης αναφοράς ουσιωδών όρων, που διαλαμβάνονται σε αυτές.
Συνεπεία της ανωτέρω παράλειψης της καθ’ης, αδυνατούμε να ελέγξουμε την
ύπαρξη όρων, που ενδεχομένως περιέχουν ποσοτικούς ή χρονικούς
περιορισμούς αναφορικά με την μεταβίβαση ή τη δικαστική επιδίωξη της ένδικης
απαίτησης, αιρέσεις σχετικά με αυτή, ακόμα και να ελέγξουμε τα εξωτερικά στοιχεία
νομιμότητας της σύμβασης μεταβίβασης.
Επιπροσθέτως, η αιτούσα, δεν προσκόμισε για την έκδοση της
προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής το ισχύον Καταστατικό της, το ΦΕΚ ή
το πιστοποιητικό ΓΕΜΗ από το οποίο να προκύπτει η καταχώριση της
σύστασής της και οι τυχόν μεταβολές της, αλλ’ ούτε πιστοποιητικό για τη

[8]
νόμιμη εκπροσώπησή της, τα οποία αποτελούν έγγραφα αναγκαία για τη
νομιμοποίησή της.
Καίτοι, επίσης, διατείνεται ότι έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την
Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το νόμο 4354/2015 με την με αριθμ.
220/1/23-3-2015 απόφαση της ΕΠΑΘ, δεν προσκόμισε κατά την έκδοση
της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής τα έγγραφα, που επικαλείται.
Να σημειωθεί ότι, όπως έχει παγίως κριθεί, η δημοσίευση στο ΦΕΚ ή
στο ΓΕΜΗ δεν εξαλείφει την υποχρέωση του αιτούντος τη διαταγή
πληρωμής να προσκομίσει με την αίτησή του για την έκδοση της διαταγής
πληρωμής τα έγγραφα (και το ΦΕΚ), από τα οποία να προκύπτει η
ενεργητική του νομιμοποίηση (ΕφΠατρ 9/2021, ΕφΑθ 2558/2011 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 161/2019 δημ. ΔΣΑ)
Συνεπώς, η αιτούσα – καθ’ης η ανακοπή μας, για όλους τους
παραπάνω λόγους, δεν απέδειξε, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής της
για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, την ενεργητική
της νομιμοποίηση και για το λόγο αυτό, η ανακοπτόμενη διαταγή
πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου.

3ος ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: ΑΟΡΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΔΙΚΑΣΘΕΝΤΟΣ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΜΑΣ


ΠΟΣΟΥ
Από το συνδυασμό των άρθρων 626 παρ. 2 και 3, 627 παρ, 630 στοιχ. δ και 631
συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν
είναι δικαστική απόφαση ώστε να έχει πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, εκτός από άλλα
στοιχεία να αναφέρει την αιτία πληρωμής δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της
δικαιοπραξίας από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση πχ δάνειο, έστω και συνοπτικά,
αρκεί να μην δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της ως
προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά
περιστατικά τα οποία συνιστούν την αιτία αυτή. Δεν απαιτείται να αναφέρεται στη
διαταγή πληρωμής το επιτόκιο, το οποίο εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την
Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων ούτε το ποσό των τόκων ειμή μόνο να
αναγράφεται το χρονικό σημείο έναρξης της τοκογονίας και η λέξη «νομιμοτόκως».
Ωστόσο, εφόσον συντρέχει περίπτωση ανατοκισμού τόκων ήτοι
κεφαλαιοποίησης αυτών πρέπει να αναφέρονται κατά ποσό ορισμένο
(ΕφΘες1132/2008, ΕφΑΔ 2009.106, ΕλλΔνη 2008.1708, Εφθες 44/1998
ΔΕΕ 1998.725, ΜΠρΘες6554/2022 αδημ)

[9]
Εν προκειμένω με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής διατασσόμαστε να
καταβάλουμε στην καθ’ ης, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος εξ ημών, το
ποσό των ______________________ (23.557,86 €), εντόκως από 19.05.2022 με
επιτόκιο υπερημερίας, που υπερβαίνει το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο της ενήμερης
οφειλής κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, μέχρις
ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Ήτοι, διατασσόμαστε να καταβάλουμε ποσό μη προσδιορισμένο και το
οποίο είναι αδύνατον να υπολογιστεί με απλούς μαθηματικούς
υπολογισμούς.
Η παραπάνω έλλειψη ως προς τον προσδιορισμό του ποσού, το οποίο
διατασσόμαστε να καταβάλουμε, προκαλεί σε εμάς προφανή δικονομική
βλάβη συνιστάμενη στην αδυναμία μας να ελέγξουμε την ορθότητα του εν
λόγω – μη προσδιορισμένου – κονδυλίου και να αντικρούσουμε αυτό σε
περίπτωση εσφαλμένου σε βάρος μας υπολογισμού του από την καθ’ ης. Η,
δε, βλάβη μας αυτή δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνον
με την κήρυξη της ακυρότητας της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στο
σύνολό της, άλλως της διάταξης, που την ενσωματώνει.

4ος ΛΟΓΟΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ


ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΗΣ ΣΕ ΑΥΤΗ
ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΛΟΓΩ ΜΕΤΑΚΥΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ Ν.
128/1975 ΣΤΟ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΗ και ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΜΕ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟ ΑΥΤΗΣ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ
ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΔΙΚΑΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΑΝΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ
ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΚΟΔΥΛΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΙΜΗ
ΑΠΑΙΤΗΣΗ, ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΜΗ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘ’ ΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΤΗΣ ΟΛΗΣ
ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΑΚΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΑΝΑΛΗΨΗΣ
ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ.- ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ
ΑΝΑΚΟΠΤΟΜΕΝΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΕΠΙ ΑΝΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΚΑΙ
ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗΣ ΩΣ ΕΚ ΤΩΝ ΑΝΩ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ.

Ειδικότερα :

[10]
(Α) Το έτος 1971, προκειμένου να πριμοδοτηθούν οι εξαγωγές των ελληνικών
επιχειρήσεων, εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 887 Νομοθετικό Διάταγμα (ΦΕΚ Α΄105), με το
οποίο διετάχθη, όπως οι δανειοδοτήσεις από εμπορικές τράπεζες προς βιομηχανίες,
βιοτεχνίες και μεταλλευτικές εταιρείες, που εξήγαγαν τα προϊόντα τους, να
πριμοδοτούνται, κατά το επιτόκιο του δανεισμού τους. Η εν λόγω πριμοδότηση,
χρηματοδοτείτο, μέσω εισφορών, σε λοιπά δάνεια, με χρέωση του κοινού
λογαριασμού των τραπεζών στην Τράπεζα της Ελλάδος και πίστωση στον κρατικό
προϋπολογισμό (άρ.1 παρ.2 ΝΔ 887/1971).
Στο σημείο αυτό, δέον να διασαφηνιστεί ότι οι επιβαλλόμενες εισφορές, προς όφελος
των εξαγωγικών επιχειρήσεων, δεν ήταν οριζόντιες σε όλες τις πιστώσεις και
χορηγήσεις (π.χ. βλ. Απόφαση της 1ης Αυγούστου 1975 της ΝΕ {Νομισματικής
Επιτροπής} ΦΕΚ Α΄174/22-07-1975).
Για την επιβολή εισφοράς (υπέρ των εξαγωγικών επιχειρήσεων), έπρεπε, για κάθε
επιβολή, να αποφασίσει η Νομισματική Επιτροπή, η δε απόφασή της τελούσε υπό την
εγκριτική αίρεση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η διευκρίνιση αυτή, γίνεται, για να διασαφηνιστεί η αναγκαιότητα της
μεταγενέστερης οριζόντιας (σε όλες τις πιστώσεις και χορηγήσεις), επιβληθείσας
ανάλογης εισφοράς της παραγράφου 3 του 1ου άρθρου του ν.128/75.
Στα τέλη του 1974 αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία, κατά δε την Α΄ Προεδρευόμενη
Δημοκρατία, Α΄ Σύνοδο της Βουλής, ο ψηφισθείς ν. 128/1975 (ΦΕΚ Α΄178/28-08-
1975), διατήρησε τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 887 του 1971 (αρ.1
ν.128/75) και επιπλέον πρόσθεσε μια ακόμη εισφορά (αρ.1 παρ.3 ν.128/75),
οριζόντια αυτήν την φορά (πρβλ. ανωτέρω διευκρίνηση), για όλες πλέον τις
πιστώσεις υπέρ των εξαγωγικών αυτών δραστηριοτήτων. Η επιπλέον αυτή εισφορά
της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.128/75, επεβλήθη σύμφωνα με την
εισηγητική του νόμου έκθεση : «προς ενίσχυσιν του λογαριασμού εκ του οποίου κατά
το Ν.Δ. 887/1971 καταβάλλονται αι διαφοραί επιτοκίων».
Το 1991, με την υπ’ αριθμ. 1975 Πράξη του (ΦΕΚ Α΄144/25-09-1991), ο Διοικητής
της Τράπεζας της Ελλάδος κατήργησε κάθε εισφορά υπέρ των εξαγωγικών
επιχειρήσεων και αυτό γιατί ήταν επιβεβλημένο προκειμένου 4 μήνες αργότερα, ήτοι
στις 07 Φεβρουαρίου 1992, να μπορέσει η Ελλάδα να υπογράψει τη Συνθήκη του
Μάαστριχτ, η οποία Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι η ιδρυτική συνθήκη της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, βασικό έργο της οποίας ήταν η προεργασία της Ο.Ν.Ε.
(Οικονομική Νομισματική Ένωση), εκ των Αρχών της οποίας ήταν και παραμένει η
εξάλειψη κάθε και οιασδήποτε μορφής κρατικού (οικονομικού) παρεμβατισμού.

[11]
[Κρατικός (οικονομικός) παρεμβατισμός ήταν το νομοθετικό διάταγμα 887/71 και ο ν.
128/75 και τούτο διότι, την διαφορά των τόκων που δεν πλήρωναν οι επιχειρήσεις οι
εξαγωγικές, την κάλυπτε το δημόσιο από έσοδα που εισέπραττε από τις νομοθετικά
επιβαλλόμενες εισφορές σε άλλους δανειολήπτες.]
Μετά δε την κατάργηση, ως ανωτέρω, «κάθε εισφοράς υπέρ των εξαγωγικών
επιχειρήσεων», όποτε αναφερόμαστε στην εισφορά του ν.128/75, αναφερόμαστε
αποκλειστικώς και μόνον στην «προς ενίσχυσιν του λογαριασμού εκ του οποίου κατά
το Ν. Δ. 887/1971 καταβάλλονται αι διαφοραί επιτοκίων», ήτοι στην επιβληθείσα με
την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν.128/75 εισφορά.
Την διευκρίνηση αυτήν επιβεβαιώνει ο νομοθέτης στην παράγραφο Α.1. του άρθρου
22 του ν.2515/1997 (ΦΕΚ Α΄) ορίζοντας ότι: «Α.1. Οι πάσης φύσεως χορηγήσεις
δάνειων η πιστώσεων σε δραχμές και συνάλλαγμα από πιστωτικά ιδρύματα που
λειτουργούν στην Ελλάδα, περιλαμβανομένης και της παροχής δανειακής
διευκόλυνσης, μέσω διάθεσης με ιδιωτική τοποθέτηση στα πιστωτικά ιδρύματα
ομολογιακών εκδόσεων των δανειοδοτούμενων, καθώς και των πάσης φύσεως
χρηματοπιστωτικών συμβάσεων ισοδύναμου αποτελέσματος προς την παροχή
πιστώσεων υπάγονται, ανεξαρτήτως του ύψους του εφαρμοζόμενου επιτοκίου, στην
εισφορά η οποία επιβλήθηκε με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν.
128/1975 και τις εν συνέχεια τροποποιήσεις αυτής [….]».
Σε αντίθεση, δε, με τις καταργηθείσες, ως ανωτέρω, εισφορές της παραγράφου 1 του
άρθρου 1 του ν.128/75, οι οποίες ήταν συμβατικής προελεύσεως (πρβλ. ΣτΕ
2400/1991 επταμ., ΣτΕ 2006/2000 επταμ.), η διατηρηθείσα εισφορά της
παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν.128/75, (εφεξής: εισφορά του ν.128/75), έχει
χαρακτήρα φόρου (ΣτΕ 3164/2014, ΑΠ 430/2003).
Κατ’ ένα μέρος της νομολογίας, η μετακύλιση του βάρους της εισφοράς του Ν.
128/1975 στους δανειολήπτες, με δεδομένο το χαρακτήρα της σχετικής διάταξης
(αρθρ. 1 παρ. 3 Ν. 128/1975) ως δημοσίας τάξεως (βλ. ΜονΠρΚερκ. 219/2011 Αρμ.
2011.1345, ΜονΠρΣύρου 36/2012 – αδημ – η οποία θεωρεί αναγκαστικού δικαίου τη
διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 του Ν. 128/1975), αποκλείεται ακόμα και στην
περίπτωση σχετικής συμφωνίας αυτών με την παρέχουσα την πίστωση Τράπεζα, η
οποία ελέγχεται ως παράνομη και συνακόλουθα άκυρη, με βάση τις διατάξεις των
άρθρων 174 και 180 ΑΚ. Το καθοριζόμενο στο νόμο 128/1975 μοναδικό, σαφές
υποκείμενο απόδοσης της εισφοράς του Ν. 128/75 στην Τράπεζα της Ελλάδος είναι
τα πιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, αν και είναι δυνατή διά συμβάσεως η ανάληψη εκ
μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης καταβολής της εισφοράς του ν. 128/1975,

[12]
δεν πρόκειται για αναδοχή χρέους, διότι απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή
(Τράπεζα της Ελλάδος) και του τρίτου (δανειολήπτη), αλλά μόνο για απλή υπόσχεση
ελευθερώσεως (478 ΑΚ). Έτσι, στην περίπτωση συμβατικής μετακύλισης της
εισφοράς του ν. 128/75, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη, αν δεν προβλέπεται
από τη σύμβαση, αιτία επιδόσεως, ως προς τη συγκεκριμένη παροχή (ΕφΛαμ
124/2007 Αρμ.2009.1190, ΜονΠρΚερκ. 354/2009 Αρμ.2009.1370,
ΕιρΚαλλιθ.625/2005 Αρμεν.2007.68, ΕιρΑΘ 869/2004 Αρμεν.2006.1952, ΕιρΑΘ
1446/2005 Αρμεν.2007.71, ΜΠΑΘ 5272/2011 Αρμεν. 2012.410).
Περαιτέρω, κατά την ορθότερη άποψη επειδή η εισφορά του Ν. 128/1975, αποτελεί
δημοσιονομικό βάρος, που επιβαρύνει τις Τράπεζες, έναντι των πιστώσεων που
παρέχουν στο κοινωνικό σύνολο, το βάρος τούτο, ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να
μετατεθεί τυπικά στους άλλους κοινωνικούς εταίρους, επειδή, μόνον τυπικός νόμος
και όχι σύμβαση, είναι δυνατόν να επιβάλλει φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος σε
πολίτες (άρθρο 75 Συντ.) και ως εκ τούτου, η κατά κυριολεξία μετάθεση του φόρου,
θα σήμαινε τουλάχιστον καταστρατήγηση του νόμου, που προέβλεψε για
συγκεκριμένο λόγο την εισφορά. Ούτως, ουδεμία εισφορά είναι δυνατόν να
επιβάλλεται ή να μετακυλίεται στον πιστολήπτη ως πρόσθετη διακεκριμένη
επιβάρυνση. Ο πιστολήπτης, είναι υποχρεωμένος να καταβάλει μόνον τους
συμφωνημένους τόκους, με βάση συγκεκριμένο επιτόκιο. Η εισφορά του Ν.
128/1975 δεν τον αφορά (βλ. ΜονΠρΧίου 10/2012 ΕφΑΔ.2012.893, Σπ. Ψυχομάνη,
«Τραπεζικό Δίκαιο – Δίκαιο Τραπεζικών συμβάσεων», παρ. 614, 620, 622, σελ. 254,
257 – 258).
Επιπροσθέτως στα ανωτέρω, η εισφορά του ν. 128/75, αποτελεί ανταγωνιστικό
μειονέκτημα για τις ελληνικές τράπεζες. Δημιουργείται πρόβλημα ανταγωνισμού,
καθώς σε καμία από τις χώρες της ενιαίας πλέον τραπεζικής αγοράς δεν υπάρχει
αντίστοιχη επιβάρυνση, με αποτέλεσμα η επιβάρυνση του κάθε δανειολήπτη να
αποβαίνει και από πλευράς ανταγωνισμού, αθέμιτη. Σε ένα περιβάλλον ανοδικών
επιτοκίων μάλιστα, η επιτοκιακή αύξηση (καθώς η εισφορά του ν. 128/75
προστίθεται στα επιτόκια των δανείων και βαρύνει τους αγνοούντες τη λειτουργία της
επιβάρυνσης δανειολήπτες), μέσω της εισφοράς, δεν είναι αμελητέα, τη στιγμή
μάλιστα που δεν είναι ευκρινής η χρησιμοποίηση των ποσών που εισπράττονται από
τις τράπεζες και αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο μέσω του ειδικού λογαριασμού,
ο οποίος έχει δημιουργηθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αρχικά, ο ειδικός αυτός
λογαριασμός χρηματοδοτούσε τις εξαγωγές, ενώ, στη συνέχεια, έγινε χρήση των
κεφαλαίων για βιοτεχνικές επιχειρήσεις, σεισμοπαθείς επιχειρήσεις σε λεγόμενες

[13]
μειονεκτικές περιοχές κτλ. Μέσω της εισφοράς που βαρύνει όλες τις κατηγορίες
δανείων (0,12% στα στεγαστικά δάνεια και 0,6% στις άλλες κατηγορίες δανείων προς
επιχειρήσεις και ιδιώτες, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών καρτών), το Δημόσιο
εισπράττει ποσό της τάξης των 600 εκατ. € ετησίως. Αν, αντιθέτως, ταχθεί κανείς με
την υπολανθάνουσα στα τελευταία νομοθετήματα (Ν. 2517/1997 άρθρ. 22, Ν.
2703/1999 άρθρο 18) αντίληψη, ότι, η εισφορά αποτελεί οικονομικό βάρος του
πιστολήπτη, θα βρεθεί αντιμέτωπος με απαγορευτικές για τη θέση αυτή
συνταγματικές διατάξεις. Η μείζονα δηλαδή επιβάρυνση ενός πολίτη, ο οποίος, πέραν
των βαρών επιστροφής της ληφθείσας πιστώσεως, πληρωμής των τόκων που θα
γεννηθούν, παροχής ασφαλειών και καταβολής εξόδων, επωμίζεται και το πρόσθετο
βάρος εισφοράς προς το δημόσιο, δεν δικαιολογείται από τις διατάξεις του
συντάγματος, περί ισονομίας και περί συνεισφοράς στα δημόσια βάρη, αναλόγως των
δυνάμεων του κάθε πολίτη (άρθρο 4 παράγραφοι 1, 2 και 5 Συντ.) (βλ. Σπ.
Ψυχομάνη, Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, τεύχος II, Στ’ έκδοση
Σάκκουλα 2010 σελ. 258 αριθ. 621). Εν πάση περιπτώσει, ένας τυπικός νόμος, με τον
οποίο επιβάλλονται φόροι ή άλλα οικονομικά βάρη, πρέπει μεταξύ άλλων να καθορίζει
με σαφήνεια το «υποκείμενο» της φορολογικής επιβάρυνσης (άρθρο 78 Συντ.). Το
καθοριζόμενο δε στο νόμο 128/1975 μοναδικό, σαφές υποκείμενο είναι τα πιστωτικά
ιδρύματα, και μόνον κατ’ εξαίρεση – σε περίπτωση λήψεως πιστώσεως στην
αλλοδαπή – ο πιστολήπτης (ΑΠ 1356/2012 – Α2 Πολιτικό Τμήμα). Έτσι, ουδεμία
εισφορά μπορεί να επιβάλλεται ή να «μετακυλίεται» στον πιστολήπτη ως πρόσθετη,
διακεκριμένη επιβάρυνση. Περαιτέρω, έχει κριθεί νομολογιακά ότι, η εισφορά των §§
1 και 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975, βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα
που λειτουργούν στην Ελλάδα (βλ. ΑΠ 35/1997 ΝοΒ 46.202), και σε καμία περίπτωση
τους δανειολήπτες πελάτες (βλ. ΕφΛαμ. 124/2007 Αρμ.2009.1190, ΜΠΑΘ
4443/2005 ΠρΛογΠοινΔικ 2005.341, Μον.Πρ.ΑΘ. 7630/2006 Αρχ.Νομολ. 2007.60
=Αρμ.2007.68, ΜονΠρΚερκ. 354/2009 Αρμ.2009.1370, ΜονΠρΚερκ. 99/2010
Αρμ.2010.1006, ΜονΠρΑΘ 5272/2011 Αρμ.2012.410). Στην περίπτωση του άρθρου 1
και 3 του ν. 128/1975 πρόκειται για ηθελημένη νομοθετική ρύθμιση και όχι για
γνήσιο κενό, το οποίο θα δικαιολογούσε τη μετακύλιση στους δανειοδοτούμενους,
διότι στο μέτρο που ο νομοθέτης θέλησε τούτο, το όρισε ρητά, όπως στην
περίπτωση της διάταξης του άρθρου 22 § 2 του ν. 2515/1997, το οποίο, ως προς την
καταβολή της σχετικής εισφοράς, στις περιπτώσεις χορήγησης δανείων από
πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, ορίζει ότι, υπόχρεος προς απόδοση της είναι ο
δανειοδοτούμενος, εξ ου συνάγεται ότι, η εισφορά αυτή βαρύνει τα κάθε είδους

[14]
πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους
δανειολήπτες πελάτες αυτών. Ως προελέχθη, αν και είναι δυνατή δια συμβάσεως η
ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης καταβολής της, δεν πρόκειται
για αναδοχή χρέους, διότι απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα
Ελλάδος) και του τρίτου (δανειολήπτη), αλλά μόνο για απλή υπόσχεση
ελευθερώσεως (478 ΑΚ). Έτσι, στην περίπτωση συμβατικής μετακύλισης της
εισφοράς του ν. 128/75, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη, αν δεν
“προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή,
(πρβλ. ΜΠΑΘ 5272/2011Αρμ.2012.410, η οποία αναφερόμενη και στην ΑΠ 430/2005
δέχθηκε ότι, είναι μεν δυνατή η δια συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου
προσώπου της σχετικής υποχρεώσεως (361,471 επ. ΑΚ), όμως, δεν μπορεί να γίνει
λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ
του δανειστή (Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υπόσχεση
ελευθερώσεως (478 ΑΚ).
Επειδή Πηγή Δικαίου είναι οι ελληνικοί νόμοι. Στην έννοια του νόμου
υπάγονται και οι διεθνείς συμβάσεις, πολυμερείς και διμερείς, που η Ελλάδα έχει
υπογράψει και οι οποίες, από τη στιγμή της κύρωσής τους με νόμο, ισχύουν ως
ελληνικό εσωτερικό δίκαιο. Επίσης, στην έννοια του νόμου εντάσσεται και το δίκαιο
που παράγει η Ευρωπαϊκή Ένωση: α.- πρωτογενές (ίδ. Συνθήκες) και β.- παράγωγο
(ίδ. Κανονισμοί, Οδηγίες).
Εν προκειμένω, στην Εισηγητική του Νόμου Έκθεση, το υποκείμενο του εν λόγω
φόρου (εισφορά ν.128/75) ορίζεται σαφώς ότι είναι τα πιστωτικά ιδρύματα .
Ειρήσθω εν παρόδω, ακόμη και η προσπάθεια του σύγχρονου νομοθέτη να αλλάξει
το υποκείμενο του φόρου δεν ευοδώθηκε. Συγκεκριμένα με το άρθρο 63 του ν.
4607/2019 (ΦΕΚ Α΄65/24.04.2019) με τίτλο «Ρύθμιση εισφοράς του άρθρου 1 του
ν.128/75», ο σύγχρονος νομοθέτης πήγε δήθεν να προσδιορίσει ότι η εν λόγω
φορολογική επιβάρυνση «…επιβάλλεται στις πάσης φύσης χορηγήσεις πιστώσεων,
…..» ήτοι επί της πιστώσεως και όχι επί των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλάζοντας
ουσιαστικά το υποκείμενο του εν λόγω φόρου, όπως αυτό έχει οριστεί από την
αιτιολογική έκθεση του νόμου που τον εισήγαγε, από τα πιστωτικά ιδρύματα στις
πιστώσεις. Προσπάθεια όμως, που έπεσε στο κενό, αφού καταργήθηκε τον ίδιο
μάλιστα χρόνο (7 και κάτι μήνες αργότερα) με την παρ.1 του άρθρου 67 του Νόμου
4646/2019 (ΦΕΚ Α 201/12.12.2019) [: 1. Το άρθρο 63 του ν. 4607/2019 (Α΄ 65)
καταργείται.]

[15]
Το πιστωτικό ίδρυμα βάσιμα μπορεί να εκτιμήσει την επιβάρυνσή του με τον
εν λόγω φόρο ως «αντάλλαγμα» της τραπεζικής υπηρεσίας να χρηματοδοτηθείς και
ναι μεν κατ’ άρθρον 293ΑΚ ορίζεται ότι: «Οι προμήθειες ή άλλα ανταλλάγματα που
συνομολογούνται ή καταβάλλονται επιπλέον του τόκου λογίζονται ως τόκος» και
άρα η εισφορά του ν.128/75, ως αντάλλαγμα της τραπεζικής υπηρεσίας στην
χορήγηση δανείου ή πίστωσης μπορεί να μετακυληθεί, υπό τους όρους: α.- να
υφίσταται αιτία επιδόσεως και β.- να υπολογίζεται ΩΣΑΝ τόκος και ουχί ΩΣ τόκος,
ήτοι να υπολογίζεται επί του κεφαλαίου (ΣΑΝ τον τόκο) αλλά κατά την παρ.2 του
άρθρου 3 της ΥΑ 27550/Β1135/1-9-1997, η οποία κυρώθηκε με την Πράξη
Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αριθ. 59/12-9-1997 (Α’190), οι υπερημερίες της έχουν
διακριτό υπολογισμό από τον εκάστοτε συμβατικό.
Άλλωστε κατά τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος «ο τόκος είναι
εισόδημα» (ίδ. παρ.1 άρ 37 Κ.Φ.Ε. για την έννοια του όρου «τόκου» ως
εισοδήματος) και συνεπώς επ’ ουδενί δεν θα μπορούσε να υπολογιστεί ΩΣ τόκος,
καθ ότι δεν αποτελεί εισόδημα για την τράπεζα.
Τέλος, λόγω της διαφορετικότητας του χαρακτήρα, του ποσού που
προκύπτει από τον υπολογισμό με το ποσοστό της εισφοράς ν.128/75 (πρβλ.
φόρος) σε σχέση με το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό με το ποσοστό του
επιτοκίου (πρβλ. τόκος, εισόδημα), κατά λογική αναγκαιότητα, τα δύο αυτά μεγέθη
πρέπει να αποτυπώνονται σε διακριτές λογιστικές εγγραφές. Η διακριτότητα στην
αποτύπωση των δύο [2] αυτών μεγεθών (τόκων και εισφοράς), επιβάλλεται από το
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ Η09 – ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ της Τραπέζης της
Ελλάδος προς τα εποπτευόμενα υπ’ αυτήν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μέσω του
οποίου υποδείγματος, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν την
Τράπεζα της Ελλάδος για τους χρεωστικούς τόκους και τις εισφορές του ν.128/75,
με την αποτύπωσή των σε διακριτούς λογιστικούς λογαριασμούς (ίδ. αποτύπωση
των χρεωστικών τόκων στους λογαριασμούς με αρ. 65 του Κλαδικού Λογιστικού
Σχεδίου των Τραπεζών [ΚΛΣΤ] και τις εισφορές του Ν.128/75, στους λογαριασμούς
με αρ. 64.20 του ΚΛΣΤ – Υπόδειγμα Η09 στην ιστοσελίδα της ΤτΕ). Περαιτέρω, από
την παρ.2 του άρθρου 3 της ΥΑ 27550/Β1135/1-9-1997, η οποία κυρώθηκε με την
Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αριθ. 59/12-9-1997 (Α’190), στην ορίζεται ότι,
«Σε περίπτωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθείσης εισφοράς ή εκπρόθεσμης
καταβολής της, αυτή θα εισπράττεται ή θα καταβάλεται από τα πιστωτικά ιδρύματα
εντόκως από την ημερομηνία που κατέστη απαιτητή και με επιτόκιο ίσο προς το
επιτόκιο των Εντόκων Γραμματίων Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας

[16]
(καθορισμένο επιτόκιο ή μέσο επιτόκιο διάθεσης, εφόσον ακολουθείται η μέθοδος
της δημοπρασίας, κατά την τελευταία προ της εν λόγω ημερομηνίας έκδοση
εντόκων γραμματίων» και όχι με το συμβατικό επιτόκιο ανατοκισμού.
Συνοπτικά :
Η εισφορά του ν.128/75:
Α- Είναι φόρος [ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005, ΣτΕ 3164/2014] που
Β- Επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα [Εισηγητική του Νόμου Έκθεση].
Γ-Ως «αντάλλαγμα» της τραπεζικής υπηρεσίας να χρηματοδοτηθείς, λογίζεται Ωσάν
τόκος [293ΑΚ], δηλαδή
Δ-Το ποσοστό της εισφοράς υπολογίζεται επί της παροχής, δηλαδή επί του
δανεισθέντος κεφαλαίου ή της χρησιμοποιηθείσας πίστωσης [ως πίστωσης
νοούμενης και τους εν καθυστερήσει τόκους, πρβλ. ΟλΑΠ 35/1997], αλλά
Ε-Η υπερημερία στην καταβολή του χρηματικού ποσού της εισφοράς, υπολογίζεται
με επιτόκιο ίσο προς το επιτόκιο των Εντόκων Γραμματίων Ελληνικού Δημοσίου
ετήσιας διάρκειας [άρθρον 3 παρ.2 της ΥΑ 27550/Β1135/1-9-1997, η οποία
κυρώθηκε με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου υπ' αριθ. 59/12-9-1997 (Α'190)]
και όχι με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και τέλος
ΣΤ-Αποτυπώνεται σε διακριτή των τόκων λογιστική εγγραφή (ο τόκος ως εισόδημα,
η εισφορά ως φόρος).

(Β) Εξάλλου, δεν είναι όμως νόμιμος ο ανατοκισμός του ποσού της
εισφοράς του ν. 128/1975 κατά τις περιόδους και τη συχνότητα, που
ανατοκίζονται τα τραπεζικά δάνεια - όπως και στην περίπτωσή μας - και τούτο γιατί
ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον επί των καθυστερούμενων τόκων και όχι
επί των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών (άρθρα 12 του Ν.
2601/1998, 30 του Ν. 2783/2000, 47 του Ν. 2783/2000, 42 του Ν.
2912/2001 και 39 του Ν. 3259/2004), επομένως κάθε αντίθετη πρόβλεψη στη
σύμβαση είναι αντίθετη µε τις παραπάνω διατάξεις και ελέγχεται κατά τις διατάξεις
των άρθρων 174, 178 και 179 του Α.Κ. (ΑΠ 21/2011. 801, ΑΠ. 1782/2002 ΕλΔ/νη
2002. 1430, Αρµ.2009. 1190, ΜΠρΘεσ 1989/2016 δηµ/νη στη ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προανέφερα, ο σαφώς
προσδιορισμένος συντελεστής 0,60 επί τοις εκατό (%) υπολογισμού της
εισφοράς του ν. 128/1975 προσαύξησε τον επιτοκιακό συντελεστή επί
τοις εκατό, με αποτέλεσμα κάθε χρέωση των προκυψάντων τόκων

[17]
(δεδουλευμένων ή υπερημερίας ή και από ανατοκισμό) να περιλαμβάνει
ποσά εισφοράς Ν. 128/1975, που κεφαλαιοποιούνταν και ανατοκίζονταν.

(Δ) Αν παρά τα ως άνω θέλει κριθεί ότι η εισφορά του ν. 128/1975


νομίμως ανατοκίζεται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, θεωρώντας υποθετικά ότι νόμιμα
μετακυλίεται στους δανειολήπτες κι ότι ουσιαστικά προσαυξάνει το επιτοκιακό
ποσοστό υπολογισμού των τόκων, λογιζόμενη αυτή, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ.
α' ΑΚ, ως (κι όχι Ωσάν) τόκος, αποτελώντας, δηλαδή, μέρος του ετήσιου
πραγματικού επιτοκίου), ο όρος υπ’ αριθμ. (4) της επίμαχης σύμβασης
δανείου με αριθμό 650001141690/2011, με τον οποίο καθορίζεται ο
εκτοκισμός του δανείου βάσει Κυμαινόμενου επιτοκίου ίσο με το βασικό
επιτόκιο χορηγήσεων με εξασφάλιση 7,90 % σήμερα, πλέον εισφοράς του Ν.
128/1975 0,60%, τυγχάνει άκυρος
- ΔΙΟΤΙ προσκρούει στις απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης του δανειολήπτη,
κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.6 του ν.2251/1995, που επιτάσσει οι όροι να
είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν
ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το
σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις
συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και
αντιπαροχής. Στον παραπάνω προδιατυπωμένο όρο της σύμβασης
δημιουργείται στο δανειολήπτη η πεποίθηση ότι το άθροισμα του
ποσοστού επί τοις εκατό (%) του επιτοκίου, βάση του οποίου
προσδιορίζεται το ύψος του οφειλόμενου τόκου, με το ποσοστό επί τοις
εκατό (%), βάσει του οποίου προκύπτει η οφειλόμενη εισφορά του Ν.
128/1975, (7,90 + 0,60= 8,50) πολλαπλασιαζόμενο με το κεφάλαιο και
διαιρούμενο με το 12 (12 μήνες), παράγει ένα αποτέλεσμα ΜΕΙΚΤΗΣ
ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ, δηλαδή κατά ένα μέρος μηνιαίους τόκους και το άλλο
μέρος εισφορά του νόμου 128/1975. Εξάλλου, η προσαύξηση του
επιτοκίου με την εισφορά του ν. 128/1975 δεν συνεπάγεται την αλλοίωση
της νομικής φύσης της τελευταίας, ώστε να πάψει αυτή να αποτελεί
εισφορά (φόρο) και να αρχίσει να αποτελεί τόκο (εισόδημα). Αν τα μέρη
επιθυμούσαν μιαν τέτοια αλλοίωση θα έπρεπε να τη συμφωνήσουν ρητώς
κατ’ άρθ. 361 Α.Κ., πράγμα που στο πλαίσιο ελευθερώσεως των

[18]
τραπεζικών επιτοκίων δεν θα είχε κανένα λόγο να γίνει, αφού η πιστώτρια
Τράπεζα θα μπορούσε, χωρίς περιορισμό, να ορίσει, άνευ άλλου τινός,
μεγαλύτερο συμβατικό επιτόκιο στον σχετικό προδιατυπωμένο όρο της
σύμβασης.
Έτσι, όμως, η πιστώτρια Τράπεζα παραμένει, μεν, ανταγωνιστική έναντι των άλλων
τραπεζών, επιτυγχάνει, δε, συνάμα μεγαλύτερα οφέλη δημιουργώντας σε εμάς τους
δανειολήπτες πρόσθετη επιβάρυνση τόκων από τον παράνομο ανατοκισμό της
εισφοράς του ν. 128/1975, που ανυπαίτια αγνοούσαμε, μη πληροφορούμενοι με
διαφάνεια και σαφήνεια το πράγματι εφαρμοσμένο από την πιστώτρια ετήσιο
επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων, όπως θα έπρεπε να
προσδιορίζεται.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ
προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη
συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι
αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση
και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με
δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται
εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή
πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί
διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά
τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό
απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της
δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου με την
ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία, υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων
583 επ. ΚΠολΔ, προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής
για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Στη
δίκη της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά αλλά μόνο στο μέτρο
των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, σε συνδυασμό με το αίτημα,
της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την
άσκηση της ανακοπής και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της
ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997)
Η αθέμιτη κατά τα ως άνω πρακτική της καθ’ ης, που συνίστατο είτε στην
παράνομη και καταχρηστική μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975 στο
δανειολήπτη, είτε/και στον παράνομο ανατοκισμό αυτής είτε/και στην παράνομη και
καταχρηστική ενσωμάτωσή της στο συμβατικό επιτόκιο, που είχε επιπλέον ως

[19]
αποτέλεσμα την προσαύξηση αυτού και την επαύξηση των καταλογισμένων σε εμένα
τόκων, επέδρασε στη διαμόρφωση του τελικώς οφειλόμενου ποσού, που
επιδικάστηκε με την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, και συνεπώς η ανάγκη
αντιλογισμού της απαίτησης, καθιστά την επιδικασθείσα απαίτηση της καθ’
ης ανεκκαθάριστη.

 Δεδομένων, δε, των παραπάνω παραδοχών, δεν υπάρχει μερική ακυρότητα


της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, αλλά πλήττεται συνολικά το
κύρος αυτής, αφού με το πρόσθετο αυτόν λόγο ανακοπής μου, όπως και με τους
πρώτο και δεύτερο λόγους της υπό κρίση ανακοπής μου, αποδεικνύω το γεγονός
ότι το επιδικαζόμενο ποσό, προερχόμενο από την εφαρμογή άκυρων όρων ή
παράνομων πρακτικών της πιστώτριας τράπεζας, κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμο
και απαιτείται αντιλογισμός και εκκαθάριση. Ο λόγος, επομένως, έχει αρνητικό
χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν πληρείται η προϋπόθεση να είναι εκκαθαρισμένη
η απαίτηση, και η καθ’ ης η ανακοπή, η οποία επέχει θέση ενάγουσας, έχει το
υποκειμενικό βάρος, κατά τον γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1
Κ.Πολ.Δ, για την απόδειξη με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο της ύπαρξης και του
ποσού αυτής (βλ ΑΠ 1861/2011 ΤΝΠ Νόμος και (ΕφΠειρ. 511/2014, Εφ
Πειρ 64/2021, ΕΦ Πατρών 376/2021, ΕΦ Πειρ 576/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου είναι μεν επιτρεπτή η συμφωνία με την οποία η οφειλή του
πιστούχου στην πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της
πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της
τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 925/2006 ΤΝΠ Νόμος), με την οποία συμφωνία
προσδίδεται άνευ ετέρου σε ιδιωτικά έγγραφα πλήρης αποδεικτική ισχύς, που
διαφορετικά θα είχαν μόνο υπό τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 448
Κ.Πολ.Δ, ωστόσο δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, καθώς ο
δανειολήπτης διατηρεί το δικαίωμα ανταπόδειξης, ακόμα και αν συμφωνηθεί το
αντίθετο (ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ Νόμος). Η δε ανταπόδειξη αντιδιαστέλλεται
εννοιολογικά από την κύρια απόδειξη, δηλαδή από την αποδεικτική
διαδικασία που διεξάγει ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ.
Κ.Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία των άρθρων σελ. 1568) και συνίσταται κατά
αποδεικτική αξία των αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιούνται από τον φέροντα το
βάρος της κύριας απόδειξης διάδικο, καταδεικνύοντας την αναξιοπιστία τούτων, είτε
καθ’ αυτά είτε με την επίκληση και προσκόμιση ίδιων αποδεικτικών μέσων (βλ.
Νικολόπουλο, Δίκαιο Αποδείξεως ,Β΄ έκδοση, σελ. 151), χωρίς να χρειάζεται να πείσει

[20]
τον Δικαστή για την ανακρίβεια των αποδεικτέων ισχυρισμών παρά μόνο να
δημιουργήσει αμφιβολία ως προς την αλήθεια τους, οπότε και θα απορριφθεί η
εκκρεμής αίτηση ως αβάσιμη, αφού τον κίνδυνο αμφιβολίας ως προς τη συνδρομή
των γεγονότων στα οποία στηρίζεται η επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια φέρει ο έχων
το κύριο βάρος απόδειξης και όχι ο αντίδικος του, που διεξάγει την ανταπόδειξη. Τα
ως άνω σχετικά με το βάρος αποδείξεως και τη δυνατότητα ανταποδείξεως
ισχύουν και ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής των δικονομικών
κανόνων δικαίου, κάθε δε διάδικος φέρει το βάρος αποδείξεως των
γεγονότων τα οποία στηρίζουν τα δικονομικά αιτήματά του (βλ. Κ.Μπέη,
Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία των άρθρων, σελ. 1508, 1509, 1510). Προκειμένου δε
να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των θετικών
προϋποθέσεων του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ και των αρνητικών προϋποθέσεων του
άρθρου 624 ΚΠολΔ. Αν ο λόγος ανακοπής στηρίζεται στην αμφισβήτηση των ως άνω
προϋποθέσεων, τότε ο δανειστής έχει υποχρέωση να αποδείξει τη συνδρομή
τους, διότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι απαραίτητες για την επέλευση της
επιδιωκόμενης δια της σχετικής αιτήσεώς του έννομης συνέπειας, ήτοι της
έκδοσης έγκυρης διαταγής πληρωμής (βλ.Κ.Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία
των άρθρων, Ειδικές Διαδικασίες, σελ. 244). Αν ο οφειλέτης αμφισβητήσει με
λόγο ανακοπής το εκκαθαρισμένο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε
διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται για το ορισμένο του λόγου αυτού να
προσδιορίσει και το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αν αυτή ήταν
εκκαθαρισμένη (Ε.Πειρ. 711/2011, Ε.Πειρ. 5/2011 ΤΝΠ Νόμος), καθώς,
όπως προεκτέθηκε, το βάρος της συνδρομής των θετικών και αρνητικών
προϋποθέσεων έκδοσης διαταγής πληρωμής φέρει ο δανειστής. Ο
ανακόπτων, προκειμένου να ευδοκιμήσει η ανακοπή του, δεν χρειάζεται να αποδείξει
ότι η απαίτηση είναι ανεκκαθάριστη ότι δηλαδή δεν είναι ορισμένη, αρκεί στα πλαίσια
της ανταποδεικτικής του ευχέρειας να δημιουργήσει αμφιβολία στο Δικαστήριο
σχετικά με τη συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής και περαιτέρω να μην επιτύχει ο
καθ’ ου η ανακοπή να άρει τη σχετική αμφιβολία, παρότι φέρει τον κίνδυνο της ως
έχων το υποκειμενικό και αντικειμενικό βάρος απόδειξής της. Όσο δε αφορά
απαίτηση τράπεζας από σύμβαση δανείου, η οποία κατά δικονομική συμφωνία των
διαδίκων αποδεικνύεται πλήρως από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων, στην
περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης, σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί βάσει των
αποσπασμάτων διαταγή πληρωμή, επικαλεσθεί με την ανακοπή του και αποδείξει ότι
είναι άκυρος όρος του δανείου, δυνάμει του οποίου έχει επιβαρυνθεί η εκ του δανείου

[21]
οφειλή με επιπλέον χρηματικά ποσά πέραν του κεφαλαίου, όπως τόκους και έξοδα τα
οποία έχουν ανατοκισθεί, κεφαλαιοποιηθεί και επανατοκισθεί, αμφισβητεί όχι μόνο τη
συνδρομή της αρνητικής προϋπόθεσης που σχετίζεται με το ορισμένο ποσό της
απαίτησης, το να μην είναι δηλαδή αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά και της
θετικής προϋπόθεσης της σχετικής με την έγγραφη απόδειξη της ορισμένης
απαίτησης, αφού τα αποσπάσματα των λογαριασμών, που προσκομίζονται,
καθίστανται απρόσφορα ως αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύουν δηλαδή
εκκαθαρισμένη απαίτηση. Η αντίθετη άποψη κατά την οποία ο ανακόπτων πρέπει
να επικαλεστεί το ανεκκαθάριστο της απαίτησης, αλλά επιπλέον και να προσδιορίσει
το ποσό κατά το οποίο είναι αυτή ανεκκαθάριστη, προκειμένου να είναι ορισμένος ο
σχετικός λόγος ανακοπής, συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή
του βάρους απόδειξης, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατίθεται στον ανακόπτοντα
η υποχρέωση του καθ’ ου η ανακοπή και αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής
να επικαλεστεί το ακριβές ύψος της απαίτησης του και να αποδείξει εγγράφως το
βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής.

Εξάλλου, σε περίπτωση αμφισβήτησης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης, το


Δικαστήριο δεν δύναται να διατάσσει τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης,
η οποία, ενδεχομένως, να ήταν η προσήκουσα, αν επιδιωκόταν η επιδίκαση της
απαίτησης εκ δανείου με αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, προς ανεύρεση του
ποσού κατά το οποίο τυγχάνει αυτή ανεκκαθάριστη, προκειμένου να ακυρωθεί κατά
το αντίστοιχο μέρος η διαταγή πληρωμής, καθόσον τούτο καταδεικνύει την αοριστία
του ποσού της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Αν, όμως,
από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής έγγραφα δεν
αποδεικνύεται η απαίτηση ή το ποσό αυτής δεν εκδίδεται διαταγή πληρωμής, η τυχόν
δε εσφαλμένα εκδοθείσα ακυρώνεται μετά από αποδοχή σχετικού λόγου
ανακοπής περί μη αποδείξεως του ποσού της απαίτησης εκ των επισυναφθέντων
εγγράφων και συνεπώς περί μη συνδρομής της νόμιμης αυτής προϋπόθεσης
για έκδοση διαταγής πληρωμής, μετά από επανεκτίμηση, από το δικαστήριο
που δικάζει επί της ανακοπής, μόνο των άνω, κατά την υποβολή της
αίτησης, επισυναφθέντων εγγράφων, αφού δεν επιτρέπεται η απόδειξη της
απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, με νέα, το πρώτον
επικαλούμενα και προσκομιζόμενα στη δίκη της ανακοπής, αποδεικτικά
στοιχεία (ΑΠ 78/1994 ΤΝΠ Νόμος). Κατά συνέπεια η τυχόν διενέργεια λογιστικής
πραγματογνωμοσύνης θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη εκ των υστέρων αναδρομική

[22]
αναπλήρωση της διαπιστούμενης έλλειψης των ως άνω προϋποθέσεων και δη με
αποδεικτικό μέσο το οποίο δεν είναι πρόσφορο για την έκδοση διαταγής πληρωμής,
καθώς δεν είναι έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ (ΕφΝαυπλ
343/2019 αδημ, Εφ.Δωδ. 10/2020 δημ.ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επομένως, ο σχετικός λόγος ανακοπής τυγχάνει ορισμένος διότι, στην


προκειμένη περίπτωση, το δικαίωμά μας να ζητήσουμε την ακύρωση της διαταγής
πληρωμής στηρίζεται µόνο στην έλλειψη των διαδικαστικών προϋποθέσεων, στην
τυπική δηλαδή ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, µε την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν
οι όροι και οι διατυπώσεις, που απαιτούνται σύμφωνα µε το άρθρο 623 επ. του
Κ.Πολ.Δ για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, οπότε το αντικείμενο της δίκης
εξαντλείται στο ζήτημα αυτό και µόνο, και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής
απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και
της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης µε άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ.ΑΠ.
10/1997, Α.π. 124/2005 ΕλΔ/νη 46.1668), επομένως χωρίς την αναγκαιότητα
αμφισβήτησης και προσδιορισμού από τον οφειλέτη συγκεκριμένου επιμέρους ποσού
της επιδικασθείσας απαίτησης, που παράνομα συμπεριλήφθηκε στη διαταγή
πληρωμής.

 Αν, αντίθετα, σε περίπτωση αμφισβήτησης της απαίτησης από τον πιστούχο,


θέλει γίνει δεκτό ότι για το ορισμένο του λόγου ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής,
θα πρέπει να προσδιορίζονται τα κατ' ιδίαν αμφισβητούμενα κονδύλια, ώστε αν κριθεί
βάσιμος ο σχετικός λόγος να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής κατά το αντίστοιχο
ποσό, παραβλέπονται οι ουσιώδεις διαφοροποιήσεις μεταξύ των συνήθων
εμπορικών απαιτήσεων, τις οποίες κλήθηκε να εξυπηρετήσει ο θεσμός της
Διαταγής πληρωμής, και των διαφόρων άλλων απαιτήσεων, ιδίως

τραπεζικών, που ικανοποιούνται πλέον με τον τρόπο αυτό , σε σχέση με

την αρχή της δικονομικής ισότητας, η οποία αποτελεί βασική αρχή του
Δικαίου, που εξειδικεύει τη συνταγματική αρχή της ισότητας.
Ωστόσο, καταρχήν, η αρχή αυτή της δικονομικής ισότητας δεν αποκλείει την
περίπτωση εξαιρέσεων, όπου για λόγους ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος, μπορεί
να προβλεφθεί δικονομική διαδικασία η οποία έχει ως έμμεσο αποτέλεσμα - αλλά όχι
σκοπό - την παροχή δικονομικού προνομίου σε έναν εκ των διαδίκων.
Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση της διαδικασίας έκδοσης διαταγής
πληρωμής, όπου ο δανειστής εξοπλίζει την εμπορική του απαίτηση με
εκτελεστό τίτλο χωρίς να περάσει την βάσανο της κατ' αντιμωλία εκδίκασης

[23]
αγωγής. 1. Το προνόμιο αυτό δικαιολογείται από τον σκοπό του εκ Γερμανίας
εισαχθέντα θεσμού, που συνίσταται στην γρήγορη εκκαθάριση και ικανοποίηση των
εμπορικών απαιτήσεων. 2. Η εξισορρόπηση της ισότητας των διαδίκων, η οποία δεν
μπορεί να παραβλεφθεί όταν πλέον η γενική νομοθετική πρόβλεψη προσωποποιείται
σε συγκεκριμένα πρόσωπα, γίνεται από την ανάληψη αντιστοίχου δικονομικού
κινδύνου από τον απολαμβάνοντα το προνόμιο. Δεν είναι, δηλαδή, συμβατή με
την αρχή της ισότητας η παροχή προνομίου άνευ αναλόγου
αντισταθμίσματος υπό την μορφή συνεπειών ή κινδύνων, που επέρχονται
κατά τις περιπτώσεις που η πρακτική αξιοποίηση του προνομίου έρχεται σε
αντίθεση με τον σκοπό για το οποίο αυτό ετέθη ή/και ασκείται κατά
παράβαση των όρων υπό τους οποίους παρέχεται. Οι όροι, επομένως, υπό τους
οποίους επιτρέπεται η έκδοση διαταγής πληρωμής, θέτουν ταυτόχρονα και το μέτρο
του αναλαμβανόμενου δικονομικού κινδύνου. Η ορθολογική στάθμιση του εάν ο
αναληφθείς κίνδυνος είναι όντως ανάλογος με το προνόμιο, και εξισορροπεί αυτό
επαρκώς, προκειμένου να μην παραβιάζεται η αρχή της ισότητας σε συνδυασμό με
την αρχή της αναλογικότητας, γίνεται με κριτήρια την ερμηνεία του ίδιου του Νόμου
τελολογικά, συγκριτικά και συστηματικά. Γίνεται, δηλαδή, εξετάζοντας αν η
επιλεχθείσα ερμηνεία είναι συμβατή με τον σκοπό του Νόμου σε σχέση με το
ευρύτερο νομικό πλαίσιο – εν προκειμένω, με την δικονομική μεταχείριση εναγόντων
και εναγομένων κατά την άσκηση αγωγής.

Εν προκειμένω, ειδικότερα, αναφορικά με το εκκαθαρισμένο της


απαίτησης, τίθεται αυτό εκ του Νόμου ως διαδικαστική προϋπόθεση της
έκδοσης της διαταγής πληρωμής, προκειμένου να αποκλειστούν όχι απλώς οι
“αόριστες” ή υπό αίρεση απαιτήσεις, αλλά γενικά όσες δεν προσιδιάζουν στο επίπεδο
απλότητας των συνήθων εμπορικών απαιτήσεων, δηλαδή της προμήθειας αγαθών και
υπηρεσιών. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν γίνεται λόγος για “ορισμένη” απλώς απαίτηση
αλλά για εκκαθαρισμένη. Άλλωστε, ο όρος εκκαθάριση όπως απαντάται στο
πεδίο της οικονομικής αλλά και της νομικής επιστήμης, σημαίνει πάντοτε
την προηγούμενη αφαίρεση κάθε στοιχείου παθητικού και πρόσθεση κάθε
στοιχείου ενεργητικού σε ένα σύνολο, προκειμένου να προκύψει ένα
“καθαρό” και αδιαμφισβήτητο υπόλοιπο.

Από την στιγμή, που το Δικαστήριο αποδεχθεί ότι όροι της δανειακής
σύμβασης, όπως οι προσβαλλόμενοι εδώ, πάσχουν ακυρότητας ή είναι παράνομοι,
είναι υποχρεωμένο να επιλέξει μία εκ των δύο οδών : Είτε να απαιτήσει από τον

[24]
ανακόπτοντα τον ορισμένο προσδιορισμό της επιβαρύνσεως που επέφεραν και στη
συνέχεια να περιορίσει αντιστοίχως την επιδικασθείσα απαίτηση, είτε να ακυρώσει εν
όλω τον εκτελεστό τίτλο λόγω ελλείψεως διαδικαστικού προαπαιτουμένου για την
έκδοσή του (εκκαθαρισμένο). Το πρώτο ενδεχόμενο παρουσιάζει τεράστιο
βαθμό δυσκολίας για οποιονδήποτε συναλλασσόμενο : Η εξαγωγή του
ακριβούς ποσού της επιβαρύνσεως από την συνήθως προσκομιζόμενη ατελή “κίνηση
λογαριασμού”, στον οποίο εμφιλοχωρούν χρεώσεις και πιστώσεις, αυξομειώσεις
επιτοκίου, επιτοκιακή επιβάρυνση υπερημερίας, έξοδα, διακύμανση συναλλαγματικής
ισοτιμίας, κ.α, σε διάστημα πολλών ετών, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί
απλή μαθηματική πράξη. Πρόκειται ουσιαστικά για εξ αρχής
επανυπολογισμό της απαιτήσεως, και όχι για αφαίρεση “μονάδων”. Η
εκτίμηση αυτή του εκκαθαρισμένου της απαίτησης είναι εν πολλοίς υποκειμενική, και
ίσως ποτέ δεν οδηγήσει σε κοινά αποδεκτή λύση, ιδίως όταν παρεμβάλλονται
διάφοροι παράγοντες με πληθώρα επιπλέον αόριστων νομικών εννοιών, όπως η
νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή, η καλή πίστη, η διαφάνεια, η
τραπεζική δεοντολογία κλπ. Στις περιπτώσεις μάλιστα τραπεζικών απαιτήσεων, στην
εκτίμηση του εκκαθαρισμένου παρεμβάλλεται ένα ακόμη στάδιο, αυτό της νομικής
αξιολόγησης, διότι η απαίτηση πλέον επηρεάζεται από συμβατικούς όρους. που
πιθανόν και κατά περίπτωση κρίνονται παράνομοι – αυτό διπλασιάζει το βάρος του
ανακόπτοντος : Πρέπει να υποστηρίξει την νομική του θέση και ταυτόχρονα να
αποδείξει την πραγματική επιβάρυνση. Αυτή η οπτική, ωστόσο, ως πρόταση, εστιάζει
σε μια απλή έννοια : αυτή της ισότητας, και συγκεκριμένα της παροχής αναίτιου, μη
εξισορροπούμενου, και τελικά άδικου δικονομικού προνομίου στους δανειστές, το
οποίο μάλιστα δεν δικαιολογείται από κανένα ευρύτερο δημόσιο συμφέρον, διότι
ακριβώς οι τραπεζικές συμβάσεις δεν αποτελούν καν το σκοπούμενο πεδίο
εφαρμογής του θεσμού. Η μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω “μερικώς
ανεκκαθάριστης” απαίτησης, έχει για τον αιτούντα το ίδιο αποτέλεσμα με την αγωγή,
αλλά με αυξημένη ταχύτητα και άμεση εκτελεστότητα. Σημαίνει, επίσης, ότι
παρερμηνεύεται και παροράται ουσιαστικά η διαδικαστική προϋπόθεση για
εκκαθαρισμένη απαίτηση, καθώς καθίσταται άνευ νοήματος, καθώς Όλες οι
απαιτήσεις είναι εν δυνάμει “εκκαθαρισμένες”, μετά την κατ' ουσία εξέταση των
εκατέρωθεν ισχυρισμών και ενστάσεων των μερών από τον Δικαστή. Είναι ο λόγος
για τον οποίο υπάρχουν οι τακτικές αγωγές. Η αδικία αυτή είναι το αναπόφευκτο
αποτέλεσμα κάθε ερμηνείας της έννοιας του εκκαθαρισμένου της απαιτήσεως, που
εκφεύγει των ορίων της απλούστερης προσθαφαίρεσης, με κάθε επιφύλαξη ακόμη

[25]
και στην περίπτωση αυτή. Επομένως η αυστηρή και στενή ερμηνεία της
διαδικαστικής προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου της απαιτήσεως, αποτελεί αναγκαίο
όρο τήρησης της αρχής της δικονομικής ισότητας μεταξύ των μερών. Σε αντίθετη
περίπτωση, απλώς καθιερώνουμε ένα γενικό προνόμιο υπέρ των δανειστών με μόνο
όρο την έγγραφη απόδειξη της – αρχικής - απαίτησής τους, αναγνωρίζοντάς τους
έμμεσα “ηθική” και δικαιοπολιτική ανωτερότητα έναντι των οφειλετών και
δημιουργώντας πολίτες δύο ταχυτήτων.

Η αποδοχή του παραπάνω σκεπτικού έχει ως άμεση και αυτονόητη συνέπεια


την διαμόρφωση ειδικότερου νομικού κανόνα σύμφωνα με τον οποίο “κάθε
απαίτηση, που αποδεικνύεται ότι επηρεάστηκε και διαμορφώθηκε από
παράνομους όρους και συμφωνίες, θεωρείται άνευ ετέρου ανεκκαθάριστη”.
Η επιφύλαξη αυτή τηρεί όχι μόνο την αρχή της δικονομικής ισότητας, αλλά
και την αρχή της νομιμότητας. Διότι ο αιτών την έκδοση Διαταγής πληρωμής για
απαίτηση, που επαυξήθηκε παράνομα, δεν μπορεί να έχει ως μόνη συνέπεια της
παρανομίας αυτής την ακύρωση της Διαταγής πληρωμής κατά το μέρος των
παράνομων χρεώσεων – η πρακτική αυτή ενθαρρύνει την διεκδίκηση παράνομων
απαιτήσεων, σε ένα πλαίσιο οικονομικής θεωρίας του Δικαίου όπου, στατιστικά,
πολλές φορές δεν θα υπάρξει καν άσκηση ανακοπής. Αντίθετα, η αρχή της
ισότητας επιτάσσει την ανάλογη δικονομική συνέπεια, κατά τρόπο ώστε να
αποτρέπεται η απόλαυση δικονομικά προνομιακών διαδικασιών για την ικανοποίηση
παράνομων απαιτήσεων.

 Για την αποκατάσταση της δικονομικής ισότητας, τέλος, θα πρέπει να γίνει


δεκτό ότι στην περίπτωση αναγνώρισης των παράνομων και καταχρηστικών όρων και
πρακτικών της δανείστριας Τράπεζας, που προβάλει ο ανακόπτων, η διαπίστωση της
ανάγκης αντιλογισμού της απαίτησης, προκειμένου αυτή να καταστεί εκκαθαρισμένη
– που όπως προείπα ξεπερνά το επίπεδο της διενέργειας απλών μαθηματικών
υπολογισμών - κατά δεύτερον επάγει αναμφίβολα στην έλλειψη της τυπικής
δικονομικής προϋπόθεσης έγγραφης απόδειξης της απαίτησης, αφού τα
προσκομιζόμενα έγγραφα, ήτοι τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της
πιστώτριας, καθίστανται απρόσφορα να αποδείξουν το ακριβές ποσό της νόμιμης
εκκαθαρισμένης απαίτησης.
Κατά συνέπεια, και στις δυο περιπτώσεις, της διαπίστωσης της μη
συνδρομής του εκκαθαρισμένου της απαίτησης και της μη συνδρομής της
έγγραφης απόδειξης, η επίδικη διαταγή πληρωμής και η σε αυτήν

[26]
στηριζόμενη επιταγή εκτέλεσης καθίστανται απορριπτέες λόγω
διαδικαστικού απαραδέκτου.

 Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, επειδή, ακόμη κι αν τα συμβαλλόμενα


μέρη με το από _______________ Ιδιωτικό Συμφωνητικό Ρύθμισης Οφειλής είχαμε
την πρόσθεση να δημιουργήσουμε ενοχή από έγγραφη αναγνώριση χρέους,
ανεξάρτητα από την αιτία, το κύρος της οποίας δεν θίγεται από την ανυπαρξία ή την
ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης (κατ’ άρθρ. 873 ΑΚ), μπορεί, ωστόσο, ο
οφειλέτης, είτε ως εναγόμενος, είτε ως ανακόπτων την εναντίον του
διαταγή πληρωμής, να επικαλεσθεί τη βασική αιτιώδη σχέση που τον
συνδέει με το δανειστή του και να αντιτάξει, κατ` ένσταση (ή με λόγο
ανακοπής αντίστοιχα) το παράνομο ή ανύπαρκτο της αιτίας, καθώς επίσης
και τα ελαττώματα αυτής, βοηθούμενος από τις διατάξεις του
αδικαιολογήτου πλουτισμού, σύμφωνα με τα άρθρα 904 επ. ΑΚ ( ΑΠ
104/1990) ΑΠ 208/1994.
Εν προκειμένω, η καθ΄ης δεν προσκομίζει για την έκδοση της ανακοπτομένης
διαταγής πληρωμής το σύνολο του τηρούμενου για την εξυπηρέτηση της επίμαχης
σύμβασης λογαριασμό από την υπογραφή αυτής και την ανάληψη του χορηγούμενου
δανείου στις __________, αλλά από την ______________, μία μέρα μετά την
υπογραφή του μεταξύ μας Συμφωνητικού Ρύθμισης Οφειλής, το οποίο περιείχε μεν
αναγνώριση της φερόμενης οφειλής μας κατά την ημερομηνία υπογραφής του,
ωστόσο δεν συνέστησε νέα ενοχή (όρος υπ’ αριθμ.4.6), ενώ ούτε στην αίτησή
της για την έκδοση της διαταγής πληρωμής περιγράφει αναλυτικώς τις χρεοπιστώσεις
του λογαριασμού, που έλαβαν χώρα από τη υπογραφή της σύμβασης, ήτοι από
28.09.2011 μέχρι την πρώτη καταγγελία αυτής, πριν τη ρύθμιση της οφειλής (που
δεν προσκομίζεται επίσης) και μέχρι τις 24.07.2018, που φέρεται ότι η οφειλή είχε
ανέλθει στα ______________ €.

Κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν ούτε με απλούς μαθηματικούς


υπολογισμούς ακόμη ούτε και με την διενέργεια λογιστικής
πραγματογνωμοσύνης, με βάση τα προσκομισθέντα στον Δικαστή της
έκδοσης της διαταγής πληρωμής έγγραφα, να υπολογισθούν τα άκυρα και
παράνομα κονδύλια πάσης φύσεως τόκων, που έχουν συνυπολογιστεί ως
άνω στην συνολική οφειλή μας, επιφέροντας στην πιστώτρια Τράπεζα
παράνομο και αδικαιολόγητο πλουτισμό.

[27]
Ως εκ τούτου η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής και η παρά πόδας
αυτής επιταγή εκτέλεσης δέον να ακυρωθούν λόγω μη συνδρομής της
διαδικαστικής προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης σε
συνδυασμό με την αδυναμία απόδειξής της από τα προσκομισθέντα από
την καθ’ ης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής έγγραφα.

Επειδή, για όλους τους παραπάνω λόγους η προσβαλλόμενη διαταγή


πληρωμής και η από _____________ επιταγή προς πληρωμή, με την οποία
επιχειρείται η εκτέλεσή της, είναι άκυρες.
Επειδή η παρούσα ανακοπή ασκείται νομότυπα και εμπρόθεσμα.
Επειδή η παρούσα ανακοπή μας είναι νόμιμη βάσιμη και αληθινή.
Επειδή το Δικαστήριό Σας είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο για την
συζήτηση της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και για όσους άλλους με ρητή επιφύλαξη κάθε νομίμου
δικαιώματός μας θα προσθέσουμε νομότυπα και εμπρόθεσμα
ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
Να γίνει δεκτή η παρούσα ανακοπή μας.
Να ακυρωθούν 1) η υπ’ αρ. _____________ Διαταγή Πληρωμής της
Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου _______________, και 2) η παρά πόδας
του αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής
πληρωμής από ____________ επιταγής προς πληρωμή.
Να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική μας δαπάνη.
____________, 07.08.2023
Η Πληρεξουσία Δικηγόρος

[28]

You might also like