You are on page 1of 406

ΒΛΑΝΤΙΛΕΝ ΑΦΑΝΑΣΙΕΦ

ΣΤΑΔΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Δοκίμιο θεωρΐκς
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΡΩΣΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου είδε το φως το 1971 και γρ ή ­


γορα εξαντλήθηκε. Στα χρ ό ν ια που πέρασαν το ενδιαφέρον των
αναγνωστών για τη ν κ ρ ιτικ ή ανάλυση της αστική ς π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ­
νομίας, για τη ν ισ το ρ ία τη ς, τη ν κατάστασή τη ς σήμερα και τις νο­
μοτέλειες ανάπτυξής τη ς, μεγάλω σε πολύ. Αυτό εξη γείτα ι τόσο από
τη γενικ ή κατάσταση τη ς έντο νη ς σήμερα ιδεο λο γικ ή ς πάλης ανά­
μεσα σ την αστική και τη μ α ρ ξισ τικ ή -λ ενινισ τικ ή πο λιτικ ή ο ικ ο ­
νομία, όσο και από τη ν εμφ άνιση νέων, π ερισσότερο εκλεπτυσμένω ν
και π ερίτεχνω ν μορφών της. «Ε ίναι γεγο νός και η α ισθητή όξυνση
της ιδεολογικ ή ς πάλης», αναφέρεται στα υλικά του 26ου Συνεδρίου
του ΚΚΣΕ. «Για τη Δύση αυτή δεν σ υνοψ ίζεται σ τη ν αντιπαράθεση
τω ν ιδεών. Η Δύση βάζει σε ενέργεια ένα ο λ ό κ λ η ρ ο σύστημα μέ­
σων, που αποσκοπούν σ τη ν υπονόμευση του σ ο σ ια λ ισ τικ ο ύ κόσμου,
στη διάβρω σή του.»1
Σ η μ αντικ ό ρόλο, από τη ν άποψ η αυτή, πα ίζουν επ ίσ η ς και κείνες
οι αλλαγές που συντελέσ τη κ α ν στη σ ύγχρονη αστική π ο λ ιτικ ή ο ι­
κονομία τις δυο τελευταίες δεκαετίες. Σ την αστική ο ικ ονομ ικ ή επι­
στήμη εμφ ανίστηκαν νέες κατευθύνσεις και ρεύματα, που σ υχνά
αποτελούν νεότερες π αραλλαγές παλιώ ν οικονομ ικώ ν θεωριών και
α ντιλήψ εω ν, που από κ αιρό δια ψ εύσ τηκα ν από τή ζωή. Ο ίδ ιο ς ο
τομέας τη ς ισ το ρ ία ς τη ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομ ία ς όλο και περισσότερο
και όλο και καθαρότερα π ρ ο β ά λ λει σαν σ φ αίρα οξύτατης ιδεο λο γι­
κή ς πάλης. Ο ι αστοί θ εω ρ η τικο ί καταφεύγουν όλο και συχνότερα σε
«ισ τορικά επιχειρή μ α τα » γ ια να τεκμ η ριώ σ ουν τις θεω ρητικές τους
θέσεις. Α νάμεσα σ ' άλλα , ισ χυ ρ ίζο ν τα ι ό τι συντελέστη κε μια επι­
σ τη μ ο νικ ή «ανανέωση» τη ς σ ύ γχρ ο ν η ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο ­
μίας. Ό λ α αυτά έκαναν α να γκα ία μια δεύτερη έκδοση αυτής της
εργασίας, σ τη ν οπ ο ία εξετά ζοντα ι οι αντικειμ ενικές νομοτέλειες και
οι τάσ εις ανάπτυξης τη ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας.
Κ ατά τη ν πρ οετο ιμ α σ ία τη ς δεύτερης αυτής έκδοσης ξεκαθαρί­
σ τηκ ε και ξαναδουλεύτηκε ό λο το κείμενο· μια σειρά κεφάλαια γρά­
φ τηκαν από τη ν α ρ χή (για το ν Α. Τ ιρ γκ ό , για τη θεωρία της παρα-

1. Έ κθεση δράσης της Κ Ε στο 26ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»,
σελ. 14-15.
T*yiκής και μη. *βρβ*#γικής εργασίας ton Λνταμ Ιμίθ, για τον
ονομαζόμενο νβορικαρντιανισμό), άλλα μέρη διορθώθηκαν σημαντικά
(η κιοαγβιγή, to spwto κεφάλαιο, ιδιαίτερα, τα σημεία κου αφορούν
tv; λειτουργίες της αστικής κολιτικής οικονομίας, οι παράγραφοι
για ιη σνιγκρητική κατεύθυνση σΐην αστική κολιτική οικονομία, για
τη θκιμική κατεύθυνση και άλλα). Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στις
σύγχρονος χλευρές της ιστορίας της αστικής πολιτικής οικονομίας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εμείς ξέρουμε μια και μοναδική επιστήμη,


την επιστήμη της ιστορίας.
Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς

Στην ταξική κοινωνία, η οικονομική επιστήμη πάντοτε eivai ταξι­


κή ιδεολογία, όμως δεν είναι πάντοτε επιστήμη. Η ιστορία της
αστικής πολιτικής οικονομίας είναι μια μακρόχρονη και πολύπλοκη
διαδικασία εμφάνισης, ανάπτυξης και κρίσης της οικονομικής ιδεο­
λογίας της αστικής τάξης σαν τάξης. Το καθήκον της ιστορίας της
πολιτικής οικονομίας σαν επιστήμης συνίσταται στην αποκάλυψη
των νόμων, στους οποίους υποτάσσεται αυτή η διαδικασία.
Αναγκαίος όρος της επιστημονικής ανάλυσης είναι η διευκρίνι­
ση της σχέσης ανάμεσα στα νέα στοιχεία που φέρνει η ζωή και τις
γενικές αρχές της επιστήμης, τις επεξεργασμένες και επιβεβαια»-
μένες, με άφθονα στοιχεία, θέσεις του γενικού θεωρητικού συστήμα­
τος. Η αντίθεση ανάμεσα στο διαπιστωμένο από την επιστήμη νέο
γεγονός και τη θεωρητική αντίληψη που επικρατεί, αποτελεί ση­
μαντική κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της επιστημονικής σκέ­
ψης. Σε ορισμένα μάλιστα στάδια ανάπτυξης της επιστήμης, η
αναγκαιότητα για την επεξεργασία μιας γενικής θεωρητικής αντίλη­
ψης προβάλλει ιδιαίτερα επιτακτικά.
Σχετικό παράδειγμα αποτελούν τα νέα φαινόμενα στη σύγχρονη
αστική πολιτική οικονομία, που συνδέονται, πριν απ’ όλα, με τις
δομικές αλλαγές που συντελούνται σ ’ αυτή. Είναι απόλυτα σωστό
ότι στις συνθήκες του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού κυρίαρ­
χες θέσεις στην αστική πολιτική οικονομία αποκτά η αντίληψη που
υποστηρίζει την αναγκαιότητα της κρατικής οικονομικής δραστη­
ριότητας και που επεξεργάζεται τη στρατηγική και την τακτική της
κρατικής ρύθμισης της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό, στην ου­
σία, συνέβαινε από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 μέχρι τα μέσα
της δεκαετίας του 1970, στην περίοδο της ονομαζόμενης κεϊνσιανής
επανάστασης.
Στο μεταίχμιο ωστόσο των δεκαετιών του 1970 και του 1980, δηλαδή
σε υψηλότερη βαθμίδα ωριμότητας του κρατικομονοπωλιακού καπι­
ταλισμού, ο κεϊνσιανισμός εκτοπίζεται από τη νεοσυντηρητική
κατεύθυνση, που στηρίζεται σε σύγχρονες τροποποιήσεις της νεο­
κλασικής σχολής της «ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότη­
τας». Ωστόσο, είναι γνωστό ότι η θεωρία της «ελεύθερης επιχειρη­
ματικής δραστηριότητας», που αποδείχτηκε απόλυτα αφερέγγυα

11
or*|v stpio»K> Γης «μεγάλης ύφεσης» σ τη δ ε κ α ε τ ία χοι» 1930 — χης
*»ο βαριάς οικονομικής κ ρίσ η ς σ ' ό λ η τη ν ισ τ ο ρ ία το υ κ α π ιτ α λ ι­
σμού — υπερασπίζεται την αυθόρμητη ρ ύ θ μ ισ η τη ς κ α π ιτ α λ ισ τ ικ ή ς
οικονομίας στην αγορά και τον ο λ ό π λ ε υ ρ ο π ε ρ ιο ρ ισ μ ό τ η ς κ ρ α τ ι­
κής «αρ^μβασης στην ο ικ ονομ ικ ή ζω ή. Ε τ σ ι, α υ τή η θ ε ω ρ ία β ρ ί­
σκεται σε ολοφάνερη αντίθεση με τις δ ια δ ικ α σ ίε ς τ η ί ^ Γ > ' · ' ισ τ ι-
κής κοινωνικοποίησης, σ υ μ π ερ ιλ α μ β α ν ό μ ενη ς κ α ι τη ο ίη ­
σης της οικονομίας.
Το παράδοξο είναι όχι, κάτω από την πίεση του νευουντ·|ρητι-
σμού, παραμερίζεται εκείνο το ρεύμα της αστικής πολιτικής οικο­
νομίας, ίο onoio στην αστική φιλολογία δεκαετίες ολόκληρες πα­
ρουσιαζόταν σαν το κοσμοίστορικό γεγονός της οικονομικής επι­
στήμης του 20ού αιώνα. Με τον κεϊνσιανισμό, μέχρι τελευταία, η
αοτική τάξη συνέδεε τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά της
σχέδιο στρατηγικού χαρακτήρα: το ξεπέρασμα των βαθιών κρισια-
κών διαδικασιών της καπιταλιστικής οικονομίας, την εξασφάλιση
κοινωνικής ειρήνης και ταυτόχρονα μια «σύνθεση» του κεϊνσιανι-
σμού με το μαρξισμό, την ιδεολογική «απορρόφηση» της προλετα­
ριακής οικονομικής θεωρίας. Στην ουσία, στον κεϊνσιανισμό ανατέ­
θηκε to καθήκον να βρει τα μέσα για το ξεπέρασμα της γενικής
κρίσης του καπιταλισμού. Είναι γνωστός ο χαρακτηρισμός του
κείνσιανισμού σαν «γιατρού εντατικής παρακολούθησης στο κρεβά­
τι του άρρωστου καπιταλισμού».
Ποιες κινητήριες δυνάμεις, κοινωνικοοικονομικού, πολιτικού και
ιδεολογικού χαρακτήρα, βρίσκονται στη βάση των δοσμένων μετα­
τοπίσεων της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας;
Το παράδοξο, επίσης, είναι ότι τα ρεύματα της νεοσυντηρητικής
οικονομικής θεωρίας (μονεταρισμός, η οικονομική θεωρία της προ­
σφοράς, η θεωρία των ορθολογικών προσδοκιών κλπ.) πριν ακόμα
προλάβουν να διαμορφωθούν, προσέκρουσαν πάνω σε οξείες εσωτε­
ρικές κρίσεις. 0 κύριος εκπρόσωπος του μονεταρισμού, Μ. Φρίντ-
μαν. υποχρεώθηκε να διαπιστώσει ότι η σύγχρονη χρηματοπιστω­
τική πολιτική του ομοσπονδιακού αποθεματικού συστήματος των
ΗΠΑ, θεωρείται από πολλούς αμερικανούς οικονομολόγους σαν
«αποτυχία του μονεταρισμού»1 Ο άγγλος οικονομολόγος Τζ. Γκραλ
στο άρθρο «Ο μονεταρισμός υποχωρεί», έγραψε: «Αν ο μονεταρι­
σμός είναι θρησκεία, τότε τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια
σοβαρή έξαρση του αθεϊσμού.»2
Δεν είναι καθόλου απίθανο, με την πάροδο του χρόνου ο κεϊνσια-
νισμός, με τη μια ή την άλλη παραλλαγή, να προωθηθεί και πάλι
στις πρώτες γραμμές της αστικής πολιτικής οικονομίας. «... Η περί­

I The American Economic Review, Μάης 1984, σελ. 397.


1 Marxism Today. Μάρτης 1984, σελ. 4.

12
οδος πένθους για τον κεϊνσιανισμό... μπορεί να αποδειχτεί σύντο­
μη», γράφει ο ειδικός στον τομέα της -κλασικής» κεϊνσιανής θεβ»·
ρίας, αμερικανός οικονομολόγος I . 0»*αιντρύοι<μπ Ωστόσο, κατύ τη
γνώμη του, η χρεοκοπία του κεϊνσιανισμού οφείλεται σε καθαρό
υποκειμενικές αιτίες, στη μη κατανόηση και διαστρέβλωση της
θεωρίας του Κέινς. Η αποκατάσταση του «αληθινού»· κεϊνσιανισμού,
θα του επιτρέψει, κατά τη γνώμη του, να κυριαρχήσει και πάλι στη
σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία.
Η γνωστή σοβιετική ερευνήτρια της σύγχρονης αστικής πολιτι­
κής οικονομίας I. Μ. Οσάντσαγια, στο άρθρο «Κεϊνσιανισμός, το
παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του», εξετάζοντας το πρόβλημα
των «προοπτικών του κεϊνσιανισμού», γράφει: «Η αποκατάσταση
και η ανανέωση της κεϊνσιανής θεωρίας συντελούνται σε διάφορε·-
τικές θεωρητικές βαθμίδες και από διαφορετικές ιδεολογικές θέ­
σεις.»"
Με την προώθηση σε πρώτο πλάνο της νεοσυντηρητικής κατεύ­
θυνσης συντελείται μια «ανοιχτή ιδεολογικοποίηση και πολιτικο­
ποίηση όλης της αστικής οικονομικής επιστήμης»'. Οι εκπρόσωποι
αυτής της κατεύθυνσης, κατά κανόνα παραδέχονται ανοικτά ότι οι
κατασκευές έχουν ιδεολογικό χαρακτήρα και ότι αποσκοπούν στη
δικαίωση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων και στην πάλη ενά­
ντια στο σοσιαλισμό.
Τυπικό φαινόμενο στην αστική φιλολογία αποτελεί η θέση που
παραδέχεται το ιδεολογικό περικάλυμμα της οικονομικής ανάλυσης.
«Η ιδεολογία διαποτίζει όλους τους τομείς αυτής της ανάλυσης», γρά­
φει ο Σ. Ουαϊντράουμπ σε μια εργασία, ειδικά αφιερωμένη στην ανά­
λυση των νεότερων ρευμάτων και κατευθύνσεων της σύγχρονης
αστικής πολιτική ς οικονομίας. « Η ειρωνεία βρίσκεται στο ότι
ακριβώς εκείνοι που περισσότερο α π ’ όλους ενδιαφέρονται για μια
“ θετική, ελεύθερη από αξιακή προσέγγιση” οικονομική “ επιστήμη” ,
κάνουν καριέρα εξυμνώντας υπέρμετρα αυτές ή εκείνες τις αρχές
της κρατικής πολιτικής, κηρύσσοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό,
αντιδρώντας στα εξισωτικά μέτρα και, ταυτόχρονα, επινοώντας την
“ επιστημονική” επικύρωση των δικών τους ιδεολογικών θέσεων.»4
Ω στόσο, πολύ πρόσφατα, 10-15 χρόνια πριν, στην αστική οικο­
νομική φιλολογία επικρατούσαν ολότελα διαφορετικές απόψεις για
το ρόλο της ιδεολογίας. Τυπική ήταν η θέση της «αποϊδεολογικο-
ποίησης» της πολιτικής οικονομίας. Οι αστοί θεωρητικοί, επικαλού­

1. Η σύγχρονη οικονομική σκέψη. Μόσχα, εκδ. «Προγκρές», 1981. σελ. 117.


2. Η παγκόσμια οικονομία και οι διεθνείς σχέσεις. 1983. τεύχος IX σελ. 100.
3. Η κρίση της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας. Μόσχο. εκδ. «Μισλ».
Μ πρατισλάβα, «Πράβντα», 1980, σελ. 40.
4. Η σύγχρονη οικονομική σκέψη, ό.π., σελ. 625.
μενοι τη διεύρυνση των εφαρμοσμένων πλευρών της οικονομικής
Ικαρίας, ιδιαίτερα του νεοκεϊνσιανισμού, και την εισαγωγή μαθη­
ματικών μεθόδων στις οικονομικές έρευνες, υποστήριζαν ότι η πο­
λιτική οικονομία έκαψε να είναι ταξική ιδεολογία, ότι έχασε την
ιδεολογική της λειτουργία. Ο άγγλος οικονομολόγος Έ ρ ικ Ρολ,
στην εργασία Ο κόσμος μετά τον Κέινς, διακήρυσσε ότι αυτός ο
κόσμος χαρακτηρίζεται από το σταμάτημα της ιδεολογικής πάλης
στον τομέα της οικονομικής θεωρίας. «Αν και ακόμη υπάρχει ο από­
ηχος των συζητήσεων... των μαρξιστών και των νεοκλασικών οικο­
νομολόγων, ωστόσο μόνο ελάχιστες από αυτές ακούγονται στους
επαγγελματικούς κύκλους· υπάρχουν σ ’ αυτές πολύ λίγα που να
μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την πλειοψηφία των πρακτικών-
οικονομολόγων. Η οικονομική θεωρία, όπως φαίνεται — και αυτό εί­
ναι το παράδοξο — έπαψε να είναι πεδίο μάχης αντιμαχόμενων ιδεο­
λογιών.»1
0 * · ς tivm φανερό, βι Μ φορβς λύσεις του προβλήματος του
ρίλ«ν n g ι&ολογίας στην οικονομική επιστήμη, αποτελούν κι
αντίς για την αστική πολιτική οικονομία, μέσο ιδεολογικής πάλης.
Αλλά ϊίοιο ρόλο παίζει στην ανάπτυξη των αστικών οικονομικών
θεωριών η ιδεολογική τους κατεύθυνση; Ποιος είναι γενικά ο μηχα­
νισμός ανάπτυξης της αστικής πολιτικής οικονομίας σαν ειδικής
μορφής της ταξικής αστικής συνείδησης; Η απάντηση σ ’ αυτά τα
ερωτήματα είναι πολύ σημαντική για την επιτυχία της πάλης κατά
της σύγχρονης αστικής οικονομικής ιδεολογίας.
Ό χ ι η ιστορία της θεωρίας, αλλά η θεωρία της ιστορίας, και
ακριβώς η θεωρία ανάπτυξης της αστικής πολιτικής οικονομίας, εί­
ναι το αντικείμενο έρευνας αυτής της εργασίας, στην οποία φωτί­
ζονται οι αιτίες, τα βασικά στάδια και οι κατευθύνσεις της ανάπτυ­
ξης της αστικής πολιτικής οικονομίας και της κρίσης της. Στην
ανάλυση των νεότερων κατευθύνσεών της ο συγγραφέας αφιέρωσε
ειδική έρευνα2. Εννοείται ότι η εργασία δεν διεκδικεί την ολοκλη­
ρωμένη ανάπτυξη όλων αυτών των προβλημάτων, αποτελεί απλώς
μια αχό τις προσπάθειες πραγματοποίησης ενός δύσκολου καθήκο­
ντος: να παρουσιαστεί η διαδικασία ανάπτυξης της αστικής πολιτι­
κής οικονομίας στο σύνολό της, στη μαζική και νομοτελειακή της
έκφραση.

1. Roll Ε., The World after Keynes, London, 1968, σελ. VII.
2. Β.Σ. Αφανάσιεφ, Η αστική οικονομική σκέψη στις δεκαετίες τον 1930-1970
(δοκίμιο θεωρίας), Μόσχα, εκδ. «Μισλ», 1976.

14
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΣΧΟΛΗ.
Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ
ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ
ΤΟΥ 17ου - ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Αντικείμενο έρευνας στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας είναι η
κλασική αστική πολιτική οικονομία. Το ενδιαφέρον γ ι ’ αυτό το
στάδιο ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας καθορίζεται από πολλές
αιτίες, και πριν α π ’ όλα από το ότι η κλασική σχολή είναι η μονα­
δική επιστημονική κατεύθυνση της αστικής πολιτικής οικονομίας.
'Ο πως είναι γνωστό, η κλασική αστική πολιτική οικονομία είναι
μια από τις πηγές του μαρξισμού. Ταυτόχρονα, όμως, η κλασική
σχολή, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, αποτέλεσε τη θεωρητι­
κή πηγή και της χυδαίας, δηλαδή της μη επιστημονικής, αστικής
πολιτικής οικονομίας. Πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι και η
επαναστατική προλεταριακή επιστημονική πολιτική οικονομία, η
μαρξιστική οικονομική επιστήμη, που έχει στο στόχαστρό της τον
βασιζόμενο στην εκμετάλλευση αστικό τρόπο παραγωγής και η χυ­
δαία αστική πολιτική οικονομία, που όλες τις δυνάμεις της τις κα­
τευθύνει στην υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος, έχουν
τυπικά την ίδια θεωρητική πηγή, την κλασική αστική πολιτική οι­
κονομία; Είναι φανερό ότι αυτό το αντικειμενικό γεγονός, πρέπει να
αποσαφηνιστεί.
Η κλασική αστική πολιτική οικονομία ανακινεί και άλλα ζητή­
ματα που χρειάζονται αποσαφήνιση. Πώς εξηγείται για παράδειγμα
το γεγονός ότι η αστική οικονομική θεωρία, που υπερασπίζεται και
δικαιώνει τα συμφέροντα της εκμεταλλεύτριας τάξης, εμφανίζεται
σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο, σαν επιστημονικός οικονομικός
κλάδος, ενώ από τη δεκαετία του 1830 η αστική πολιτική
οικονομία, που υπηρετεί τα συμφέροντα της ίδιας τάξης, μετατρέ­
πεται σε χυδαίο απολογητή του καπιταλισμού;
Η ανάλυση της κλασικής σχολής είναι απαραίτητη και για τη
διευκρίνιση των γενικών νομοτελειών ανάπτυξης της οικονομικής
θεωρίας, συμπεριλαμβανόμενης και της σύγχρονης αστικής πολιτι­
κής οικονομίας, που οι εκπρόσωποί της διακηρύσσουν την αναγέν­
νηση «των κλασικών παραδόσεων», με τη μορφή ειδικότερα του
νεορικαρντιανισμού.
Κεφάλαιο 1

Η ΤΑΞΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ


ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Η πολιτική οικονομία, που σαν αντικείμενό της έχει τις κοινωνι-


κοπαραγωγικές σχέσεις και τους νόμους της διαλεκτικής τους σύν­
δεσης με τις παραγωγικές δυνάμεις, αποτελεί αντανάκλαση στη συ­
νείδηση των ανθρώπων των αντικειμενικών οικονομικών διαδικασι­
ών και νόμων, και μάλιστα μια τέτια αντανάκλαση, που, αναγκαστι­
κά, περνά μέσα από το πρίσμα αυτών ή εκείνων των ταξικών
συμφερόντων και παραδόσεων και διαθλάται σ ’ αυτά. Από μια
άποψη, μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική οικονομία είναι, από τη
μια πλευρά, σχέση της κοινω νικής συνείδησης προς την πραγματι­
κότητα, μια σχέση που δίνει μια καθορισμένη αντανάκλαση των τα­
ξικών σχέσεων και, από την άλλη, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του
αντικειμένου της, δίνει την ιδεολογική σχέση των τάξεων.
Η ιστορία της π ολιτική ς οικονομίας δείχνει ότι η πολιτική οικο­
νομία δεν είναι πάντοτε επιστημονική, αλλά ότι στην ταξική κοινω­
νία είναι πάντα ταξική ιδεολογία. Είναι γνωστό ότι η αντανάκλα­
ση της αντικειμενικής πραγματικότητας στην πολιτική οικονομία
μπορεί να έχει διάφορο βαθμό επιστημονικότητας, από την πραγμα­
τικά επιστημονική ανάλυση μέχρι τη χυδαία καταγραφή των φαι­
νομένων των οικονομικών διαδικασιών. Η πολιτική οικονομία είναι
επιστημονική μόνο στην περίπτωση που δίνει μια σωστή αντανά­
κλαση των εσωτερικών αντικειμενικών οικονομικών νόμων ανάπτυ­
ξ ή ττ1ζ κοινωνίας και από τις θέσεις αυτές εξηγεί τις εξωτερικές
μορφές εμφάνισής τους1. Α λλά σε κάθε περίπτωση, η πολιτική οικο-

I. Οι αστοί οικονομολόγοι αγνοούν συχνά τα καθιερωμένα κριτήρια της επι­


στημονικής γνώσης. Ο αστός ιστορικός της πολιτικής οικονομίας Γ. Σούμπετερ
(J. Schumpeter) έγραψε, για παράδειγμα: «Από τότε που η οικονομική θεωρία
χρησιμοποιεί τεχνικά μέσα που δεν χρησιμοποιούνται από το ευρύ κοινό και
από τότε που οι οικονομολόγοι άρχισαν να τα αναπτύσσουν, η οικονομική θεω­
ρία, προφανώς, είναι επιστήμη...» Μ ’ αυτή την έννοια, στη σφαίρα της επιστή­
μης πρέπει να περιληφθούν συστήματα ιδεών φανερά μη επιστημονικά, συμπε­
ριλαμβανόμενος και της θρησκείας. Στην ουσία, σε ένα τέτιο συμπέρασμα φτά­
νει ο Σούμπετερ, περιλαμβάνοντας στην επιστήμη τη μαγεία, που πλατιά χρη­
σιμοποιεί «τεχνικά μέσα» (J. Schumpeter, History o f Economic Analysis, New
York, 1954, σελ. 7).

19
νομια αχοτβλεί συστατικό μέρος της τα ξικ ή ς ιδεολογία ς, δηλαδή
ενός σ ισ ιη μ α ίο ς απόψεων non α ν τ ισ τ ο ιχ ο ύ ν σε ο ρ ισ μ έν α ταξικά
συμφέροντα. Και μόνο σε ειδικές ισ τορ ικ ές σ υνθ ή κ ες προβάλλει σαν
ίΛίστημονική ιδεολογία.
Για το λόγο αυτό, το ζήτημα του κοινω νικού ρόλου της τάξης,
*ου τα συμφέροντα της υπερασπίζεται το ένα ή το άλλο ρεύμα της
ηολιτικής οικονομίας, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Η κλασική αστι­
κή πολιτική οικονομία, που αναπτύχθηκε από το δεύτερο μισό του
Ι7οι> αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1830 σ τις ερ γα σ ίες των Ου. Πέ-
τι, Π. Μπουάγκιλμπερ, Ο υ.Φ ράνκλιν, Φ. Κενέ, Α.Ρ. Τιργκό, Α.
Σμιθ, Τζ. Αντερσεν, Ντ. Ρικάρντο, Τζ. Ράμσεϊ, Ρ. Τζονς, Α. Σερ-
μκιλιέ, Σ. Σισμοντί και άλλων, έπαιξε ιδια ίτερο ρόλο στη δημιουρ­
γία της επιστημονικής πολιτικής οικονομίας. Ο ι εκπρόσω ποί χης,
στα κλαίσια του αστικού ορίζοντα, ανάλυσαν επ ισ τη μ ο νικ ά τους νό­
μους της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο Κ. Μ αρξ σημείωνε στο
Κεφάλαν ότι με τον όρο «κλασική σ χο λ ή » υπονοεί την αστική
πολιτική οικονομία, η οποία, α ρ χίζο ντα ς από τον Ου. Π έτι, εξετά­
ζει τις εσωτερικές εξαρτήσεις των κ απιτα λισ τικώ ν σχέσεω ν παρα­
γωγής .
Οι κλασικοί της αστικής πολιτική ς ο ικονομ ία ς υπερασπίζονται τα
συμφέροντα της αστικής τάξης, που πρόβαλε εκείνη τη ν περίοδο ως
προοδευτική τάξη, ενάντια στο ξεπερασμένο φ εουδαρχικό σύστημα
οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Β.Ι. Λ ένιν χα ρ α κ τή ρ ιζε έναν από
τους εξέχοντες εκπροσώπους της κ λ α σ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς, τον Α. Σμιθ,
ως «μεγάλο θεωρητικό πρόσωπο της πρω τοπόρας α σ τικ ή ς τάξης»2.
Οι ιστορικές συνθήκες απαιτούσαν από τη ν αστική πολιτική οι­
κονομία να διεισδύσει στους εσω τερικούς αντικειμ ενικούς νόμους
των οικονομικών σχέσεων των τάξεων, δεδομένου ό τι χω ρ ίς την κα­
τανόησή τους, η αστική τάξη δε θα μπορούσε να παλέψ ει με επιτυ­
χία ενάντια στη φεουδαρχία. Ο προοδευτικός ρόλος τη ς αστικής τά­
ξης όχι μόνο επέβαλλε την επιστημονική ανάλυση των οικονομικών
διαδικασιών αλλά και δημιουργούσε τη δυνατότητα γ ι * αυτό, δεδομέ­
νου ότι τα ζωτικά συμφέροντα αυτής τη ς τά ξη ς σ υνέπιπταν με τη
βασική κατεύθυνση ανάπτυξης της κοινω νίας από τη φεουδαρχία
στον καπιταλισμό. «... Οι κλασικοί», έγραψ ε ο Β.Ι. Λ ένιν, «διαι-
σθάνθηκαν και ανακάλυψαν μια σειρά “ φυσικούς νόμους” του καπι­
ταλισμού, χωρίς να καταλαβαίνουν τον προσ ω ρινό τους χαρακτήρα
και χωρίς να βλέπουν την ταξική πάλη μέσα στον καπιταλισμό.»3
Ταυτόχρονα, η αστική τάξη, σαν τάξη εκμεταλλευτών, που η προ-

1. Βλ. Κ. Μαρς, Το Κεφάλαιο, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τόμ. 1, σελ. 94, σημ.
31
1 Β.Ι. Λένιν. Άπαντα, εκδ. «Σύγχρονη Ε ποχή», τόμ. 2, σελ. 550.
3. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 25, σελ. 42.

20
οδευτικότητά της περιοριζόταν μόνο οτην πάλη ενάντια στις παλιές
φεουδαρχικές μορφές εκμετάλλευσης, για νέες, καπιταλιστικές μορ­
φές, δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το ολοκληρωτικό φώτισμα των οι­
κονομικών νομοτελείων του καπιταλισμού. Στα ταξικά της συμφέ­
ροντα, εννοείται, δεν συνέφερε, για παράδειγμα, η διευκρίνιση ιοι>
μυστικού της παραγωγής υπεραξίας, η αποκάλυψη του ιστορικά πα­
ροδικού χαρακτήρα των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων κλπ.
Σε όλες αυτού του είδους τις έρευνες ο κοινωνικός μηχανισμός της
καπιταλιστικής κοινωνίας, ακόμη και στην περίοδο ακμής της κλα­
σικής σχολής, επέβαλε πολύ ουσιαστικούς περιορισμούς.
'Ο λα αυτά δείχνουν ότι η κλασική αστική πολιτική οικονομία
είχε αρκετά πολύπλοκη εσωτερική δομή. Και, πρώτο, παρουσιαζόταν
σαν καθορισμένη γνωστική διαδικασία. Είναι άλλο θέμα, ποιος ο
χαρακτήρας και το βάθος αυτής της γνωστικής διαδικασίας, ποιος ο
βαθμός επιστημονικότητας (και εκχυδαϊσμού) της κλασικής σχολής
στο ένα ή στο άλλο στάδιο ανάπτυξής της. Ο ισχυρισμός ότι η
αστική πολιτική οικονομία δεν πραγματοποιεί (στον ένα ή τον άλλο
βαθμό) μια διαδικασία γνώσης, συνεπάγεται το συμπέρασμα ότι αυτή
δεν είναι εποικοδόμημα της αστικής κοινωνίας, δεν αποτελεί αντανά­
κλαση (έστω και στρεβλωμένη) στα κεφάλια των θεωρητικών της
αστικής τάξης των αντικειμενικών κοινωνικοοικονομικών διαδικα­
σιών.
Δεύτερο, η κλασική σχολή, σαν αστική οικονομική επιστήμη,
επιτελούσε μια κοινωνικά καθορισμένη και ταξικά προσανατολι­
σμένη γνωστική διαδικασία. Η σχολή αυτή έπρεπε να δόσει ένα
καθορισμένο σύνολο γνώσεων για τους οικονομικούς νόμους, τις
κοινωνικοοικονομικές σχέσεις των ανθρώπων, γνώσεων απαραίτη­
των στην αστική τάξη για να λειτουργεί σαν τάξη και για να κατα­
κτήσει δεσπόζουσες οικονομικές και πολιτικές θέσεις στην κοινω­
νία.
Η πολιτική οικονομία, εξαιτίας της ίδιας της ουσίας της, σαν κοι­
νωνικής επιστήμης, δεν μπορεί να μην υττηρετεί τα συμφέροντα της
μιας ή της άλλης τάξης, δεδομένου ότι η διαδικασία της γνώσης
των κοινωνικοοικονομικών φαινομένων συντελείται όχι για τη γνώση
αυτή καθαυτή, αλλά με σκοπό την ικανοποίηση καθορισμένων τα­
ξικών αναγκών και συμφερόντων και υποτάσσεται σ ’ αυτόν. Η δια­
δικασία της γνώσης των κοινωνικοοικονομικών φαινομένων, που
επιτελείται από την αστική πολιτική οικονομία, προσδιορίζεται τα­
ξικά από το χαρακτήρα των λειτουργιών της και αποβλέπει στην
επίτευξη καθορισμένων ιδεολογικών και οικονομικών-πρακηκών
σκοπών της αστικής τάξης. Αυτό σημαίνει ότι η αστική πολιτική
οικονομία, κατά τη διαδικασία της γνώσης, εκτελεϊ δυο στενά συν-
δεδεμένες ταξικές λειτουργίες: την ιδεολογική και την οικονομική-
πρακτική. Βασιζόμενη στη γνώση αυτών ή εκείνων των κοινωνικοοι-

21
κονυμικών νομοτελείων ή, αντίθετα, επιδιώ κοντας να εμποδίσει τις
μάζες να τις κατανοήσουν (και κάποτε επιδιώ κοντας και τα δύο)
υπηρετεί τα ζωτικά συμφέροντα της αστικής τάξης.
ποιο τρόπο οι λειτουργίες αυτές τη ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικο­
νομίας επιδρούν στη γνωστική διαδικασία που αυτή επιτελεί;
Πριν α π’ όλα. πρέπει να υπογραμμίσουμε τον α ντικειμενικό χα­
ρακτήρα αυτής της επίδρασης, που επιτρέπει να μιλάμε για αντικει­
μενικό νόμο ταξικού προσδιορισμού της γνω στικής διαδικασίας της
αστικής πολιτικής οικονομίας: κατανοείται μόνο εκείνο και σε τόσο
βαθμό, ύσο είναι απαραίτητο για την επίτευξη των ιδεολογικώ ν και
οικονομικοπρακτικών στόχων της α σ τικ ή ς τάξη ς στο ένα ή το άλλο
στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Ταυτόχρονα, η επίδραση αυτή έχει αντιφ α τικό χαρακτήρα: προσ­
διορίζοντας την αναγκαιότητα της γνω σ τικ ή ς δια δικα σ ία ς για την
επίτευξη των ταξικών στόχων της α σ τικ ή ς τάξης, ο τα ξικός προσα­
νατολισμός της την περιορίζει στα ό ρ ια τω ν α στικώ ν συμφερόντων.
Έ τσι, η ιδεολογική λειτουργία της α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας,
για την υλοποίησή της απαιτεί μια καθορισμένη γνω σ τικ ή διαδικα­
σία, δεδομένου ότι χωρίς αυτή δεν μπορεί να σ υναρμ ολογηθεί ακόμη
και η πιο ρηχή, χυδαία-απολογητική, θεω ρία. Τ α υ τό χρ ο να , αυτή η
λειτουργία περιορίζει σημαντικά τη γνω σ τικ ή δια δικ α σ ία δεδομένου
ότι η βαθιά διείσδυση στα μυστικά τη ς πα ρα γω γή ς τη ς υπεραξίας
και των αντικειμενικών κινητήριω ν δυνάμεων τη ς κ οινω νική ς ανά­
πτυξης, που προσδιορίζουν τον ισ το ρ ικ ά παροδικό χα ρ α κ τή ρ α του
καπιταλισμού, αντιφάσκει με τα ζω τικά τα ξικά συμφέροντα της
αστικής τάξης.
Αντιφατικό χαρακτήρα έχει η επίδραση στη γνω σ τικ ή διαδικασία
και της οικονομικοπρακτικής λειτουργίας, δεδομένου ό τι αυτή είναι
επίσης ταξική λειτουργία της αστικής π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας. Θα ή­
ταν λάθος να θεωρηθεί ότι αυτή η λειτουργία αποσκοπεί στην επιστη­
μονική κατανόηση των νόμων της ο ικ ο νο μ ικ ή ς ζω ής. Η λειτουργία
αυτή, όπως άλλωστε και η ιδεολογική, βοηθά σ τη ν επιστημονική
κατανόηση μόνο σε κείνες τις ιστορικές συνθήκες όπου τα αστικά
ταξικά συμφέροντα δεν περιορίζουν, αλλά παροτρύνουν αυτή την
κατανόηση, δηλαδή σε μια περίοδο όπου ο ανταγω νισμός εργασίας
και κεφαλαίου, δεν είναι αναπτυγμένος, όπως συνέβαίνε σ τις εργασί­
ες των κλασικών της αστικής πολιτική ς οικονομίας.
Η οικονομικοπρακτική λειτουργία τη ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικο­
νομίας δεν είναι ανακάλυψη των τελευταίων δεκαετιών, όπως κάποτε
υποθέτουν. Είναι γνωστό ότι αποφασιστικό ση μ είο τη ς εμποροκρα-
τικής θεωρίας, που αντανακλούσε και υπεράσπιζε τα συμφέροντα
της αστικής τάξης στο πρώτο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού
(στην εποχή της πρωταρχικής συσσώ ρευσης του κεφαλαίου, όταν
για την εμφάνισή της η τάξη αυτή είχε ανάγκη από τη ν ευεργετική
παρέμβαση του κράτους στην οικονομία), ήταν η ενός
ευρύτατου συστήματος πρακτικών συστάσεων στον τομέα της οικο­
νομικής πολιτικής. Εννοείται ότι και η κλασική σχολή — χαρακτη­
ριστική για το δεύτερο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, την
εποχή του ελεύθερου ανταγωνισμού (ακριβέστερα στην πρώτη του
περίοδο) — εκτελούσε αυτή τη λειτουργία για την τάξη της. Ο Ου.
Πέτι, για παράδειγμα, τάσσεται ενάντια στους περιορισμούς εκεί­
νους του εμποροκρατικού συστήματος, οι οποίοι συγκρατούσαν την
ανάπτυξη της αγγλικής οικονομίας (λογουχάρη, ενάντια στην απαγό­
ρευση εξαγωγής χρημάτων από τη χώρα), συστήνει την ολόπλευρη
ελάττωση της μη παραγωγικής εργασίας, προτείνει μια σειρά μέτρα
για τη μείωση του κόστους του κρατικού και εκκλησιαστικού μηχα­
νισμού. Ταυτόχρονα, ο Ου. Πέτι υπερασπίζει τον αυστηρό καθο­
ρισμό του μισθού, ανάγοντας το ύψος του στο μίνιμουμ ίων μέσων
συντήρησης.
Ό σ ο ν αφορά τη σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία, οι αναζη­
τήσεις της για οικονομικοπρακτικά μέσα «θεραπείας» και «σωτηρίας»
του καπιταλισμού — όπως και επίλυσης των ιδεολογικών προβλημά­
των — δεν διαμορφώνουν τάσεις για εξασθένιση του χυδαίου χαρα­
κτήρα της. Αυτό δείχνουν καθαρά οι αστικές θεωρίες κρατικομονο-
πωλιακής ρύθμισης της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως, για παρά­
δειγμα, ο κεϊνσιανισμός. Είναι γνωστό ότι αυτό το ρεύμα θέτει σαν
καθήκον του την ανεύρεση τρόπων επίδρασης στην οικονομία, στην
αναγκαία για την αστική τάξη κατεύθυνση, όπως έγραψε ο Τζ. Μ.
Κέινς, «σε κείνο το υπαρκτό σύστημα, στο οποίο εμείς ζούμε»1.
Συνεπώς, η οικονομικοπρακτική λειτουργία της αστικής πολιτι­
κής οικονομίας, εφόσον αυτή συντελείται για τα συμφέροντα της
εκμεταλλεύτριας τάξης, συγκρατεί, σε όχι μικρότερο βαθμό, τη
γνωστική διαδικασία. Η ιδιαιτερότητα της οικονομικοπρακτικής
λειτουργίας εμφανίζεται στην ανάγκη της ρεαλιστικής προσέγγισης
της μελέτης των λειτουργικών, ποσοτικών εξαρτήσεων της καπιτα­
λιστικής παραγωγής, τις οποίες η αστική πολιτική οικονομία χρησι­
μοποιεί για τα συμφέροντα της κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης της
οικονομίας2.
Ωστόσο, η μελέτη αυτών των εξαρτήσεων δεν ξεπερνά, κατά κανό­
να, τα πλαίσια των εξωτερικών, επιφανειακών σχέσεων, γι ’ αυτό και
δεν εξαλείφει τον χυδαίο χαρακτήρα της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας.
Έ τσ ι, η γνωστική διαδικασία είναι υποταγμένη σ ’ έναν καθορι-

1. Τζ. Μ. Κέινς, Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και τον χρήματος,
Μόσχα, εκδ. «Προγκρές», 1978, σελ. 318.
2. Β.Σ. Αφανάσιεφ, Η αστική οικονομική σκέψη στις δεκαετίες 1930-1970 (δοκί­
μιο θεωρίας), κεφ. 1, § 4.

23
σμένο ταξικό προσανατολισμό, αν και ο χαρακτήρας και ο βαθμός
αυτής της υποταγής δεν είναι όμοιος στα διαφορετικά στάδια της
ιστορίας της αστικής πολιτικής οικονομίας.
Η εξάρτηση της γνωστικής διαδικασίας από τον ταξικό της προ­
σανατολισμό, που λειτουγεί σαν αντικειμενικός νόμος ανάπτυξης
της αστικής πολιτικής οικονομίας, αποτελεί αντανάκλαση βαθύτε­
ρων σχέσεων αιτίας-αποτελέσματος μεταξύ της αστικής πολιτικής
οικονομίας και του χαρακτήρα και της κατάστασης του καπιταλι­
στικού τρόπου παραγωγής.
Ο ταξικός προσανατολισμός της γνω σ τικής διαδικασίας της
αστικής πολιτικής οικονομίας εξαρτάται από τον κοινωνικό ρόλο
και την κατάσταση της αστικής τάξης, που καθορίζουν την ιδιαιτερό­
τητα των ταξικών της συμφερόντων στη δοσμένη περίοδο ανάπτυ­
ξης του καπιταλισμού. Με τη σειρά του ο κοινω νικός ρόλος της
αστικής τάξης καθορίζεται από την κατάσταση του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής, ο οποίος βρίσκει την πιο συμπυκνωμένη του
έκφραση στο βαθμό όξυνσης της βασικής αντίθεσ η ς του καπιταλι­
σμού.
Έ τσι, μεταξύ της κατάστασης της α στικής π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας
και της κατάστασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπάρχει
αντικειμενική εξάρτηση: το επίπεδο γνώ σης των αντικειμενικώ ν νό-
μο»ν της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης καθορίζεται, σε τελευ­
ταία ανάλυση, από το βαθμό όξυνσης τη ς βασικής αντίθεσης του
καπιταλισμού, από το σε ποιο βαθμό τα τα ξικ ά συμφέροντα της α­
στικής τάξης συμπίπτουν με τη βασική κατεύθυνση της δοσμένης
κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης στη μια ή τη ν άλλη ιστορική πε­
ρίοδο.
Η ανάλυση της ιστορίας της αστικής π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας επι­
τρέπει να διατυπωθεί ο γενικός νόμος της ανάπτυξής της: ο βαθμός
περιορισμού των θεωρητικών ερευνών της ουσίας και των νόμων
ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγω γής από τους αστούς
οικονομολόγους καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από το βαθμό
αναντιστοιχίας των καπιταλιστικών παραγω γικώ ν σχέσεω ν προς το
χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή από το βαθμό
όξυνσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανάπτυξη της κλα σ ικ ή ς σ χο λή ς της
αστικής πολιτικής οικονομίας συντελείται στην περίοδο της μεγαλύ­
τερης αντιστοιχίας των καπιταλιστικών σχέσεω ν παραγωγής προς
το επίπεδο ανάπτυξης των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων (δεύ­
τερο μισό του Ι8ου αιώνα - δεκαετία του 1830), ενώ η κυριαρχία της
χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας συντελείται στην περίοδο
μιας ολοφάνερης και όλο και μεγαλύτερης α να ντιστοιχίας αυτών
τ«ν δύο κύριων πλευρών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η
όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού — καθώς αναπτύσ­

24
σεται τόσο ο κοινωνικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγω­
γής όσο και το εργατικό κίνημα — αποτελεί την αντικειμενική βάση
πάνω στην οποία δυναμώνει ο χυδαίος χαρακτήρας της γε νικίας-θε­
ωρητικής αστικής πολιτικής οικονομίας και της αντίστοιχης αλλα­
γής των μορφών του εκχυδαϊσμοΰ της στα διάφορα στάδια ανάπτυ­
ξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Εννοείται ότι αυτός ο γενικός νόμος ανάπτυξης της αστικής πολι­
τικής οικονομίας δρα μέσα σ ’ ένα πολύπλοκο αντιθετικό σύστημα
κοινωνικών εξαρτήσεων, τάσεων και αντιτάσεων. Γ ι’ αυτό, ο νόμος
αυτός δεν μπορεί να εμφανιστεί διαφορετικά παρά σαν κάποια γενι­
κή τάση ανάπτυξης της αστικής πολιτικής οικονομίας. Ωστόσο, αυ­
τή είναι η καθοριστική και αντικειμενική της τάση.
Σχετικά με το θέμα αυτό, ο ακαδημαϊκός Α. Γ κ. Μιλεϊκόφσκι γρά­
φει: «Ο Κ. Μαρξ δεν θεωρούσε καθόλου ότι χαρακτηριστικό όλων
των αστών οικονομολόγων είναι η δουλοπρέπεια απέναντι στο κεφά­
λαιο, ούτε και η ολοκληρωτική απεμπόληση της επιστημονικής τους
συνείδησης, ανεξάρτητα από τον εκφυλισμό της αστικής πολιτικής
οικονομίας στο σύνολό της και τη μετατροπή της σε καιροσκοπική
επιστήμη» .
Αυτός ο νόμος δείχνει ότι η αστική πολιτική οικονομία είναι α­
ντανάκλαση (επιστημονική ή χυδαία) των πραγματικών σχέσεων της
καπιταλιστικής παραγωγής, με διπλή έννοια: πρώτο, από την άπο­
ψη του αντικειμένου της αντανάκλασης και, δεύτερο, του υποκει­
μένου της αντανάκλασης, ο χαρακτήρας του οποίου, σε ορισμένο
βαθμό, αλλάζει ανάλογα με τις αλλαγές του χαρακτήρα του αντανα­
κλώμενου αντικειμένου, δηλαδή του καπιταλιστικού τρόπου παρα­
γωγής.
Ταυτόχρονα, ο γενικός νόμος ανάπτυξης της αστικής πολιτικής
οικονομίας δείχνει ότι αυτή, σ ’ όλα τα στάδια ανάπτυξης του καπι­
ταλισμού, λειτουργεί σαν ειδική μορφή της αστικής ιδεολογίας, δη­
λαδή σαν σύστημα απόψεων που αντιστοιχούν στα συμφέροντα της
αστικής τάξης, και μόνο σε ειδικές ιστορικές συνθήκες (όταν τα
συμφέροντα της αστικής τάξης συμπίπτουν, και στο μέτρο που σι>-
μπίπτουν με την αντικειμενική κατεύθυνση της κοινωνικής ανάπτυ­
ξης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό), η αστική πολιτική οικο­
νομία αποκτά, ως ένα βαθμό, επιστημονικές μορφές, δηλαδή πλησιά­
ζει σ ’ ένα σύστημα απόψεων που αντιστοιχούν στις πραγματικές
νομοτέλειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Αν και η γνωστική διαδικασία και ο ταξικός προσανατολισμός
της αποτελούν δυο οργανικά συνδεμένες πλευρές της αστικής πολι­
τικής οικονομίας, που δεν υπάρχουν η μια χωρίς την άλλη, κατά τη

I. Κριτική των αστικών θεωριών τον ΚΜΚ: Τα προβλήματα ·μικτής οικονομί­


ας», Μόσχα, εκδ. «Ναούκα», 1984, σελ. 16.

25
θεωρητική έρευνα είναι απαραίτητο να τις δ ια χω ρ ίζο υ μ ε, δεδομένοι;
ότι αυτός ακριβώς ο διαχω ρισμός επ ιτρ έπ ει τη ν επ ισ τη μ ο ν ικ ή ανά­
λυση της ανάπτυξης της αστική ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς. Η βασική
νομοτελειακή σχέση, στην ανάπτυξη τη ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο νο μ ία ς, εί­
ναι η εξάρτηση της γνω στικής δ ια δ ικ α σ ία ς α π ό το ν τα ξικό της
προσανατολισμό και του π ρ ο σ α να τολισ μ ού αυτού από το ν κοινω νι­
κό ρόλο της τάξης στο σύστημα των π α ρ α γω γικ ώ ν σχέσ εω ν.
Εδώ καρατηρείται ένα γεγονός ανάλογο π ρ ο ς εκείνο με το οποίο δι­
αρκώς συγκρούεται η μ α ρξισ τική π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία , και γενικά
όλες οι επιστήμες, κατά τη δ ιερεύ νη σ η τω ν εσ ω τερ ικ ώ ν σχέσεων
των φαινομένων. Είναι γνω στό πόσο μ εγά λη σ η μ α σ ία έδινε ο Κ.
Μαρξ στο διαχωρισμό της αξίας και τη ς α ξ ία ς χ ρ ή σ η ς , δυο πλευ­
ρών του εμπορεύματος που είναι ο ρ γ α ν ικ ά σ υ νδεμ ένες μεταξύ τους
σε ένα ενιαίο φαινόμενο. Και μ ο λ ο ν ό τι χ ω ρ ίς τη μ ια από τις πλευ­
ρές αυτές δεν υπάρχει εμπόρευμα (εν ν ο ο ύ ν τα ι ο ι ελ εύ θ ερ α αναπαρα-
γόμενες μάζες εμπορευμάτων και ό χ ι τα π α ρ ά δ ο ξα , γ εν ικ ά μεμονωμέ­
να φαινόμενα, όπως για παράδειγμα, η μ ετα τρ ο π ή σ ε εμπόρευμα της
γης η οποία έχει αξία χρ ή σ η ς α λ λ ά δεν έ χ ε ι α ξία ), ο διαχω ρισμ ός
τους κατά την επιστημονική ανά λυση ε ίν α ι α π ό λ υ τα αναγκαίος: η
διαφορά μεταξύ του εμπράγματου π ερ ιεχ ο μ έ ν ο υ του π ρ ο ϊό ντο ς της
εργασίας και της κοινωνικής του μ ορφ ής, α π ο κ α λ ύ π τει τη ν ανατομία
του εμπορεύματος σαν «οικονομικού κ υττά ρο υ» του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η α σ τικ ή π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία α ποτελεί κι
αυτή κάτι το διττό: τη γνω στική δ ια δ ικ α σ ία κ α ι τ η ν κ ο ινω νικ ή της
μορφή, δηλαδή τον αστικό τα ξικό τη ς π ρ ο σ α ν α το λ ισ μ ό . Ο διαχω ρι­
σμός αυτός είναι το απαραίτητο σ η μ είο ε κ κ ίν η σ η ς τη ς α νάλυσης της
νομοτελειακής διαδικασίας ανάπτυξης τη ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς οικο­
νομίας, δεδομένου ότι όπως υ π ο γρ α μ μ ίσ τη κ ε, ο ι γ ν ω σ τικ ές της δυ­
νατότητες προσδιορίζονται από τις ιδ ια ιτ ε ρ ό τ η τ ε ς τω ν ταξικώ ν της
λειτουργιών στα διάφορα στάδια α νά π τυξη ς του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ .
Είναι γνωστό πόσο μεγάλη σ η μ α σ ία έ χ ε ι ο σ ω σ τό ς καθορισμός
του αφετηριακού σημείου έρευνας. Α ρ κ εί να αναφ έρουμ ε ότι τα
εξαιρετικά επιστημονικά αποτελέσματα τη ς μ α ρ ξ ικ ή ς ανάλυσης του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κ α θ ο ρ ίσ τη κ α ν , σε μεγά λο βαθμό,
από τη βαθιά διείσδυσή του στο α φ ετη ρ ια κ ό σ η μ είο α υτής της εξέ­
τασης, στη διττή, δηλαδή, φύση του εμ πο ρ εύμ α το ς και τη ς εργασίας
του εμπορευματοπαραγωγού.
Το ταξικό συμφέρον της α σ τικ ή ς τά ξη ς μ ετα τρ έπ ει τη γνωστική
διαδικασία της αστικής π ο λιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς σε καθαρά ιδεολογι­
κή, δηλαδή την κατευθύνει σ την επ εξερ γα σ ία ενό ς τέτιο υ συστήμα­
τος ιδεών, που να αντιστοιχεί σ ’ αυτό το τα ξ ικ ό σ υ μ φ έρ ο ν σ τις δο­
σμένες ιστορικές συνθήκες. Γ Γ αυτό σ υ χνά , η α σ τικ ή π ο λ ιτικ ή οι­
κονομία υπερασπίζει όχι τις θέσεις που α ν τ ισ τ ο ιχ ο ύ ν σ τη ν αντικει­
μενική πραγματικότητα, αλλά εκείνες που ανταποκρίνονται απόλυτα
στις ανάγκες της υπεράσπισης του καπιταλισμού, στα συμφέροντα
της αστικής τάξης. Φωτεινό παράδειγμα αποτελεί, στο σημείο αυτό,
«ο νόμος του Σε», τον οποίο η αστική πολιτική οικονομία υπερά­
σπιζε πάνω από μια εκατονταετία, παρ’ όλη την κραυγαλέα αντίθεσή
του με την πραγματικότητα. Είναι γνωστό ότι, σύμφωνα με το «νό­
μο» αυτό, οι οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής στις συνθήκες του
καπιταλισμού είναι αδύνατες, δεδομένου ότι η συνολική ζήτηση της
κοινωνίας συμπίπτει τάχα με τη συνολική προσφορά. Στο μεταξύ, τα
αδιαμφισβήτητα στοιχεία της καπιταλιστικής οικονομίας, δεκαετίες
ολόκληρες το 19ο και 20ό αιώνα, δείχνουνε το αντίθετο, ότι, δηλα­
δή, αυτές οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες. Στην αστική οικονομική
φιλολογία αυτός ο «νόμος» απορρίφθηκε μόλις στη δεκαετία του
1930, δηλαδή, όχι τότε που φανερώθηκε η αναντιστοιχία του με την
πραγματικότητα, αλλά τότε, όταν, πρώτο, έγινε εξόφθαλμα φανερό
ότι αυτός δεν μπορεί πια στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες, μετά
τη συγκλονιστική κρίση του 1929-1933, να εκτελεί την ιδεολογική
του λειτουργία και, δεύτερο, διαπιστώθηκε ο κίνδυνος ότι μπορεί η
προσέγγιση των προβλημάτων της καπιταλιστικής αναπαραγωγής
με βάση αυτόν το «νόμο», να γίνει εμπόδιο στην κρατικομονοπωλια-
κή ρύθμιση της καπιταλιστικής οικονομίας.
Συνάμα, είναι χαρακτηριστικό ότι η απόρριψη του «νόμου του
Σε» στην αστική πολιτική οικονομία ήταν κάθε άλλο παρά πλή­
ρης, και περιοριζόταν στα πλαίσια ενός από τα ρεύματά της, στον
κεϊνσιανισμό. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές
της δεκαετίας του 1980, με την έξαρση της νεοσυντηρητικής οικο­
νομικής θεωρίας, οι οπαδοί της άρχισαν και πάλι να χρησιμοποι­
ούν πλατιά το «νόμο του Σε» για να αποδείξουν τις δυνατότητες
που διαθέτει δήθεν ο ελεύθερος ανταγωνισμός να αποσοβεί (αποκα-
θιστώντας με τη βοήθεια των αυθόρμητα διαμορφωνόμενων τιμών
της αγοράς, την ισορροπία της ζήτησης και προσφοράς) τις οικο­
νομικές κρίσεις υπερπαραγωγής. Στο μεταξύ, είναι γνωστό ότι οι
οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής, εδώ και ενάμιση τώρα αιώνα
(από το 1825), μετατράπηκαν από τυπική δυνατότητα (πράγμα που,
άλλωστε, αρνείται ο «νόμος του Σε», που προσεγγίζει τα φαινόμενα
της καπιταλιστικής οικονομίας με ένα μέτρο, που δεν ξέρει το χρή­
μα, με το άμεσο ανταλλακτικό εμπόριο, Ει - Ε:) σε τρομερή πραγ­
ματικότητα. Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1974-75 είναι ως
προς τις διαστάσεις της η δεύτερη, μετά τη βαρύτερη, στην ιστορία
του καπιταλισμού, οικονομική κρίση του 1929-1933.
Η γνωστική διαδικασία και ο αστικός ταξικός της προσανατολι­
σμός εμφανίζονται σαν δυο πλευρές μιας ενιαίας, ταξικά προσδιορι­
σμένης διαδικασίας γνώσης των κοινωνικοοικονομικών φαινομένων.
Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια αντιθετική, διαλεκτική ενότητα. Για

27
τη. μια ή ττ1ν όλλη αιτία, η γνωστική δια δικ α σ ία μπορεί, ως ένα βαθ­
μό, να ξεπεράσει εκείνα τα πλαίσια που βάζουν τα άμεσα ταξικά
συμφέροντα, όπως συχνά συμβαίνει σ τις εργασίες των εκπροσώπων
της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομ ίας για μια σειρά προβλή­
ματα. Παρ’ όλα αυτά, αναφορικά με τη ν κ λα σ ικ ή σ χο λ ή , παραμένει
σωστή η θέση της καθοριστικής εξά ρ τη σ η ς τη ς γνω σ τικ ή ς διαδικα­
σίας από τον ταξικό της προσανατολισμό. Ω σ τόσ ο, ο προσανατολι­
σμός αυτός πρέπει να υλοποιείται σε πολύπλοκες κοινω νικές συνθή­
κες, πολλές από τις οποίες επιδρούν στη δ ια δ ικ α σ ία της γνώσης (ο
βαθμός ωριμότητας των κοινω νικοοικονομικώ ν διαδικασιώ ν, ο ό­
γκος των συσσωρευμένων γνώσεων, η α ν τισ το ιχία και ο χαρακτήρας
των ταξικών δυνάμεων κλπ.).
Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ό τι η α σ τική π ο λ ιτικ ή οικονομία
αρνεϊται την εκμεταλλευτική ουσία του καπιτα λισ μ ού, δεν παραδέ­
χεται τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα, την υπε­
ραξία σαν αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης τω ν εργατών, την ανα­
γκαιότητα της πάλης του προλεταριάτου κατά τη ς αστική ς τάξης
κλπ. Ό μως, σε ορισμένες ιστορικές σ υνθή κες, ο ι οποίες, εννοείται,
δεν αλλάζουν την κοινωνικοοικονομική φύση της αστική ς τάξης, η
αστική πολιτική οικονομία αναγκάζεται να δ εχτεί αυτά τα γεγονότα:
είτε όταν αυτό δεν είναι επικίνδυνο για τη ν αστική τά ξη , είτε όταν
μια τέτια ομολογία μπορεί να βοηθήσει σ τη ν ιδεο λο γικ ή επίδραση
της αστικής τάξης στην εργατική τάξη.
Για παράδειγμα, στη δεκαετία του 1870, δη λα δή, όταν το εργατικό
κίνημα στη Ρωσία δεν δρούσε ακόμη σαν αυτοτελής πολιτικός παρά­
γοντας, στα μαθήματα του καθηγητή του πα νεπισ τη μ ίο υ A. I. Τσου-
πρόφ, βρίσκουμε αρκετές θέσεις δανεισμένες από το Κεφάλαιο
του Κ. Μαρξ, και ανάμεσα σ τ ’ άλλα και θέσεις που οδηγούν στην
κατανόηση της μετατροπής της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, σ ’ αυτή τη ν ίδια τη ρω σική αστική πο­
λιτική οικονομία, γ ι’ αυτό το ζήτημα - κ λειδί, συναντούμε πολύ πιο
εκπληκτικά γεγονότα. Στις εργασίες του Μ. I. Τουγκάν-Μ παρανόφ-
σκι ομολογείται ανοιχτά η εκμεταλλευτική ουσία, ο μη εργασια­
κός χαρακτήρας των εισοδημάτων της α σ τικ ή ς τά ξη ς και η ανα­
γκαιότητα της πάλης των εργαζομένων ενάντια στους καπιταλιστές,
έστω και περιορισμένα, στα πλαίσια των οικονομ ικώ ν διεκδικήσε­
ων1. Στη Ρωσία, μέσα στις συνθήκες των οξύτατων ταξικώ ν συγκρού­
σεων, στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα, ο «νόμιμος μαρξι­
σμός», αυτό το ιδιαίτερο ρεύμα της αστική ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας,
χρησιμοποιούσε πλατιά τη μαρξιστική ο ρ ο λ ο γία για να αποπροσα-

1. Βλ. Μ.Ι. Τουγκάν - Μπαρανόφσκι, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, 4η εκδ.,


Πετρούπολη. 1917, σελ. 378-380, 394, 533.

2ft
νατολϊσει το εργατικό κίνημα και να το φέρει στο κανάλι του αστι­
κού ρεφορμισμού.
Χωρίς εξέταση της εξάρτησης της γνωστικής διαδικασίας από
τον ταξικό της προσανατολισμό, καθίσταται αδύνατη η ανάλυση όχι
μόνο της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας, αλλά και της
σύγχρονης αστικής οικονομικής επιστήμης γενικά. Χωρίς μια τέτια
εξέταση είναι αδύνατο να εξηγηθούν πολλά φαινόμενα, συμπερι­
λαμβανομένου και του ότι, στο πεδίο των ειδικών ερευνών των
αστών οικονομολόγων, υπάρχουν συχνά ιδιαίτερα πολύτιμες εργασί­
ες, που δεν μπορούν να αγνοήσουν οι μαρξιστές επιστήμονες, αν
και στα γενικά θεωρητικά ζητήματα της πολιτικής οικονομίας οι
αστοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν, κατά κανόνα, αντιεπιστημονι­
κές θέσεις. «... Δεν πρέπει να πιστεύουμε ούτε λέξη κανενός καθηγη­
τή της πολιτικής οικονομίας», έγραψε ο Λένιν, «ικανού να προσφέ­
ρει τις πιο πολύτιμες εργασίες στον τομέα των πραγματικών, των ει­
δικών ερευνών. Για το λόγο ότι στη σύγχρονη κοινωνία η γενική
θεωρία της πολιτικής οικονομίας είναι το ίδιο κομματική επιστήμη
όπως και η γνωσιολογία»1. Ταυτόχρονα, όμως, καλώντας τους μαρξι­
στές να χρησιμοποιούν τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων-οικο-
νομικών αναλύσεων των αστών οικονομολόγων, ο Β.Ι. Λένιν έγρα­
ψε: «... δεν θα κάνετε, λογουχάρη, ούτε βήμα στον τομέα της μελέ­
της των νέων οικονομικών φαινομένων, αν δεν χρησιμοποιήσετε τις
εργασίες αυτών των υπαλλήλων» .
Αυτές οι θέσεις του Λένιν περιέχουν μια θέση σημαντική: ότι δη­
λαδή η αγνόηση των διαφορών ανάμεσα στη γνωστική διαδικασία
της αστικής πολιτικής οικονομίας και στις αστικές συγκεκριμένες-
οικονομικές έρευνες, θα προκαλούσε μια μηδενιστική στάση απέ­
ναντι σε κείνες τις επιτεύξεις των αστών ερευνητών στους εφαρμο­
σμένους τομείς της οικονομικής επιστήμης, που μπορούν να απο-
δειχθούν χρήσιμες, τόσο από την άποψη της οικονομικής πρακτι­
κής του σοσιαλισμού, όσο και από την άποψη, όπως έγραψε ο Β.Ι.
Λένιν, της μελέτης των νέων οικονομικών φαινομένων του καπιτα­
λισμού.
Έ τσ ι, η επιστημονική προσέγγιση της κριτικής της αστικής πο­
λιτικής οικονομίας επιβάλλει όχι μόνο το διαχωρισμό της γνωστι­
κής διαδικασίας, που αυτή πραγματοποιεί, και του ταξικού της προ­
σανατολισμού, αλλά και την ανάλυση του ρόλου αυτού του προσα­
νατολισμού στα διάφορα στάδια ανάπτυξης της αστικής πολιτικής
οικονομίας και στους διάφορους τομείς των οικονομικών ερευνών.
Οι σύγχρονοι αστοί οικονομολόγοι υποχρεώνονται συχνά να δε­
χθούν ότι η αστική πολιτική οικονομία είναι βασικότατο όπλο, που

1. Β.Ι. Λένιν. Άπαντα, τόμ. 18. σελ. 370.


2. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 18, σελ. 370.

29
εξασφαλίζει την ιδεολογική κυρ ια ρ χία , τη ν εξ ο υ σ ία τω ν ευπορών, 0
αμερικανύς οικονομολόγος Τζ. Γ κ α λ μ π ρ έιθ υ π ο σ τη ρ ίζ ει ότι «η
εξουσία στο σύγχρονο οικονομ ικό σ ύ σ τη μ α » α σ κ είτα ι με τη βοή­
θεια μέσων, κου αποβλέπουν στο να δ ε χ θ ε ί ο ά νθρω π ο ς σαν δικούς
του σκοηούς, ξένους προς αυτόν. Γ ια το σ κ ο π ό αυτό, δίπ λα στα βί­
αια μέτρα χρησιμοποιείται, όπως σ η μ ε ιώ ν ε ι ο Γ κ α λ μ π ρ έιθ , και η
κειθώ. Κάτι παραπάνω: «η πειθώ... μ ετα τρ έπ ετα ι σε β α σ ικ ό εργαλείο
άσκησης της εξουσίας»1.
Σημαντικό ρόλο αποκτά και η ο ικ ο ν ο μ ικ ή θ εω ρ ία . Ο Τζ. Γκαλ-
μπρέιθ γράφει: «Η επίδραση, που η ο ικ ο ν ο μ ικ ή θ εω ρ ία α σκεί στην
υλοποίηση της εξουσίας, μ πορεί να ο ν ο μ α σ τε ί ερ γα λ εια κ ή λειτουρ­
γία, με την έννοια ότι υ πη ρετεί ό χ ι τ η ν κ α τ α ν ό η σ η ή τη βελτίωση
του οικονομικού συστήματος, αλλά το υ ς σ κ ο π ο ύ ς εκ είν ω ν ο ι οποίοι
κατέχουν την εξουσία σ ’ αυτό το σ ύ σ τη μ α .» 2
Εδώ, πρακτικά αναγνω ρίζεται ό τι η ο ικ ο ν ο μ ικ ή θ εω ρ ία δεν είναι
τίποτε άλλο, παρά αστική ο ικ ο νο μ ικ ή ιδ ε ο λ ο γ ία , που υ πη ρετεί τα
συμφέροντα της κυριαρχίας τη ς α σ τ ικ ή ς τ ά ξ η ς π ά νω σ τις εργαζόμε­
νες μάζες, αν και ο Γκαλμπρέιθ τε ίν ει να μ η ν ο ν ο μ ά ζει τα πράγματα
με το όνομά τους. Π ροτιμά να μ ιλ ά γ ια ο ικ ο ν ο μ ικ ή θεω ρία γενικά,
για εξουσία γενικά, σ βήνοντας το ν τα ξ ικ ό χ α ρ α κ τ ή ρ α και τη ς μιας
και της άλλης.
Δίπλα στην «εργαλειακή λ ειτουργία » τη ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς θεωρίας, ο
Γκαλμπρέιθ δέχεται και τη ν « επ ισ τη μ ο ν ικ ή , ερ μ η ν ε υ τικ ή λειτουργία
που συνίσταται στην τάση να κ α τα ν ο η θ εί η π ρ α γ μ α τικ ή κατάσταση
πραγμάτων»5. Λεν υπάρχει α μ φ ιβ ο λ ία ό τ ι « τη ν υ λ ο π ο ίη σ η της
εξουσίας» της αστικής τά ξη ς υ π η ρ ετεί κ α ι το ό τ ι η «ερμηνευτική
λειτουργία» της οικονομικής θεω ρίας π α ρ ο υ σ ιά ζε τα ι από τον Γκαλ­
μπρέιθ σαν ανεξάρτητη από τη ν « ερ γα λ εια κ ή τη ς λειτο υ ρ γία » , σαν
κάποια γνωστική διαδικασία που δεν ε ξ α ρ τά τα ι α πό το ν τα ξικό της
προσανατολισμό.
Στη διάρκεια της μακρόχρονης ισ το ρ ία ς α ν ά π τυ ξη ς τη ς αστικής
πολιτικής οικονομίας, οι λ ειτο υ ρ γίες τη ς α π ο κ το ύ ν μ ια σειρά δια­
κριτικά χαρακτηριστικά σε εξά ρ τη σ η από το χ α ρ α κ τή ρ α και τις
διαστάσεις των αντιθέσεων τη ς κ α π ιτ α λ ισ τ ικ ή ς π α ρ α γω γή ς και πριν
από όλα από τη βασική της α ντίθεση. Η κ λ α σ ικ ή α σ τικ ή πολιτική
οικονομία αποσκοπούσε σ την υ π ερ ά σ π ισ η του προοδευτικού για

1. Τζ. Γκαλμπρέιθ, Οι οικονομικές θεωρίες και οι στόχοι της κοινωνίας, Μόσχα,


εκδ. «Προγκρές», 1976, σελ. 31. Οι α σ το ί ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ι δίνουν τόσο σημαντι­
κό ρόλο στην προπαγάνδα, ώστε συχνά την εξισ ώ νουν, σαν παράγοντα υλοποίη­
σης της πολιτικής του ιμπεριαλισμού, με τους σ ύ γ χ ρ ο ν ο υ ς εξοπλισμ ούς (Foreign
Affairs, 1983, τόμ. 61, τεύχ. 3, σελ. 593).
2. Ό .π ., σελ. 31.
3. Τζ. Γκαλμπρέιθ, ό.π., σελ. 32.
την εποχή της κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Και ακριβώς
γ ι ’ αυτό, οι κλασικοί υπεράσπιζαν τις καπιταλιστικές σχέσεις όχι
σαν απολογητές.
«Η ευθύτητα του Ρικάρντο», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «δεν ήταν... μόνο
επιστημονικά έντιμη, αλλά και επιστημονικά επιβεβλημένη για την
άποψή του»1. Η ιδιοτυπία αυτής της θέσης συνίσταται στην προσπά­
θεια της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας να συμβάλλει ολό­
πλευρα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της αστικής
κοινωνίας σαν γενικής βάσης για τη στερέωση των θέσεων της
αστικής τάξης και την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τά­
ξης·
Γ ι’ αυτό, θα ήταν σωστότερο να πούμε ότι η κλασική αστική
πολιτική οικονομία υπερασπιζόταν άμεσα τα συμφέροντα της ανά­
πτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της εποχής της. Και την καπι­
ταλιστική τους μορφή την υπερασπιζόταν γιατί η μορφή αυτή εκείνη
την περίοδο αντιστοιχούσε πληρέστερα στις ανάγκες αυτής της ανά­
πτυξης. Εννοείται ότι η υπεράσπιση των αναγκών ανάπτυξης των πα­
ραγωγικών δυνάμεων σε κείνες τις συνθήκες αποτελούσε, σε σημα­
ντικό βαθμό, υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης.
Ο Κ. Μαρξ, ωστόσο, έστρεψε την προσοχή του στο εξής πολύ
σπουδαίο γεγονός: η κλασική αστική πολιτική οικονομία υπεράσπι­
ζε τα συμφέροντα της αστικής τάξης μόνο στο βαθμό που οι ανά­
γκες ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων συνέπιπταν με τα συμφέ­
ροντα αυτά. Στην περίπτωση, όμως, που αυτά ήταν αντίθετα, οι κλα­
σικοί και πριν από όλους ο Ντ. Ρικάρντο, τάσσονταν ενάντια στα
συμφέροντα της αστικής τάξης. Για τον Ρικάρντο, έγραφε ο Μαρξ,
«... είναι εντελώς αδιάφορο, αν η παραπέρα ανάπτυξη των παραγω­
γικών δυνάμεων σκοτώνει τη γαιοκτησία ή τους εργάτες. Του είναι
επίσης ευπρόσδεκτο, αν αυτή η πρόοδος υποτιμάει το κεφάλαιο της
βιομηχανικής αστικής τάξης. ...Αν η αντίληψη του Ρικάρντο αντα-
ποκρίνεται συνολικά στα συμφέροντα της βιομηχανικής αστικής τά­
ξης, αυτό γίνεται μόνο επειδή και εφόσον τα συμφέροντά της συμπί­
πτουν με τα συμφέροντα της παραγωγής ή της παραγωγικής ανά­
πτυξης της ανθρώπινης εργασίας. Στις περιπτώσεις που έρχονται σε
αντίθεση με αυτά, είναι το ίδιο αμείλικτος ενάντια στην αστική τά­
ξη, όσο είναι,κατά τα άλλα ενάντια στο προλεταριάτο και στην
αριστοκρατία»2.
Η μετατόπιση του κέντρου βάρους στην υπεράσπιση των συμφε­
ρόντων των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας αποτελεί μια από
τις κύριες ιδιαιτερότητες της κλασικής αστικής πολιτικής οικονο-

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για τηνοπεραζία,εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», μέρος 2, σελ.


135.
2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 2, σελ. 135.

31
μίβς. Αυτύ σημαίνει ότι ι> ταξικός πρυσανιΐ[υΛΐσμος της γνωστικής
&0&κασίας που ανιή επιτελεί δεν είχε απολογητικό χαρακτήρα
Από njv άπονη αυτή, η κλασική σχολή ξεχωρίζει ουσιαστικά από
τη χυόαία, sou συγκέντρωσε τις προσπάθειές της στη δικαίωση και
rrjv υαράσπιση των καπιταλιστικών σχέσεων όταν ακτές μετατρά­
πηκαν os φρένο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Αυτή η ιδιομορφία της κοινωνικής φύσης της κλασικής σχολής,
η ολόπλευρη υπεράσπιση της πιο προοδευτικής πλευράς του τρό­
που παραγωγής: των παραγωγικών δυνάμεων, και η υπεράσπιση της
άλλης του πλευράς: των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, τό­
σο, όσο αυτές συνέβαλαν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμε-
«ν, προκαθόρισε σε ορισμένο βαθμό τόσο τον επιστημονικό χα­
ρακτήρα, όσο και τη σχετική αυτονομία της γνω στικής διαδικασίας
της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας.
Είναι γνωστό ότι οι εκπρόσωποι .της κλασικής σ χο λ ή ς, Α. Σμιθ
και Ντ. Ρικάρντο, στις οικονομικές τους έρευνες ξεπερνούσαν, σε μια
σειρά περιπτώσεις, τα πλαίσια τα οπό ία υπαγόρευαν τα άμεσα ταξι­
κό συμφέροντα της αστικής τάξης. Σ ’ αυτούς οφείλονται μεγάλες
Επιστημονικές ανακαλύψεις που αποτελούν πραγματική συνεισφορά
στο θησαυροφυλάκιο της οικονομικής επιστήμης.
Σημαντικό επιστημονικό επίτευγμα της κλασικής σ χο λ ή ς ήταν η
ανακάλυψη του αντικειμενικού χαρακτήρα των οικονομικών νόμων,
και πριν από όλα του νόμου της αξίας. Ω στόσο, οι εκπρόσωποι της
κλασικής σχολής δεν μπόρεσαν να αποκαλύψουν τον ειδικά κοινω­
νικό και ιστορικό χαρακτήρα αυτών των νόμων, και τους ερμήνευαν
σαν φυσικούς και αιώνιους «νόμους της φύσης» ή σαν «νόμους της
ανθρώπινης φύσης». Η κατανόηση από την κλασική σ χο λ ή του α­
ντικειμενικού χαρακτήρα των οικονομικών νόμων, ήταν αποτέλεσμα
σημαντικών ανακαλύψεων που έκαναν οι εκπρόσω ποί της στο πεδίο
της μεθόδο» της πολιτικής οικονομίας.
Μια από τις ανακαλύψεις αυτές ήταν η αποκάλυψη από τουζ κλα­
σικούς της αστικής πολιτικής οικονομίας — πριν από όλα και κυρίως
αχό τον Ντ. Ρικάρντο — «της αφετηρίας της φ υσιολογίας του αστι­
κού συστήματος». Ο Κ. Μαρξ είδε τη «μεγάλη ιστορική σημασία
τοι> Ρικάρντο για την επιστήμη», «τη μεγάλη ιστορική αξία του ρι-
καρντιανού τρόπου έρευνας», στο ότι ο Ντ. Ρικάρντο, καθορίζοντας
την αξία του εμπορεύματος με βάση την εργασία που δαπανήθηκε
για την παραγωγή του, ψηλάφισε την εσωτερική βάση λειτουργίας
το» αστικού συστήματος παραγωγής, που δίνει τη δυνατότητα μονι-
στικής, επιστημονικής ερμηνείας όλης της πολυμορφίας των εξωτε­
ρικόν μορφών με τις οποίες εμφανίζεται αυτό το σύστημα. Η τέτια
προσέγγιση οδηγούσε στην κατανόηση της βάσης και του νομοτε­
λειακού χαρακτήρα της ιστορικής διαδικασίας ανάπτυξης του αστι­
κού τρόπου παραγωγής. Ωστόσο, εξαιτίας της ταξικής του στενότη­

32
τας ο Ντ. Ρικάρντο δεν μπόρεσε να υψώσει αυτή τη μέθοδο στο εβί-
πεδο ενός πραγματικά επιστημονικού τρόπου έρευνας και να αξιο-
ποιήσει τα πλεονεκτήματά του. Η μεταφυσική προσέγγιση των
οικονομικών φαινομένων αφαιρούσε από τον Ντ. Ρικάρντο τη δυνα­
τότητα να συναγάγει τις σύνθετες σχέσεις του αναπτυγμένου κακι-
ταλισμού από την ανάπτυξη και την αποσύνθεση των σχέσεων της
απλής εμπορευματικής παραγωγής.
Οι εκπρόσωποι της κλασικής σχολής ήταν οι πρώτοι δημιουργοί
της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Αυτοί ακριβώς κήρυξαν, για
πρώτη φορά, την εργασία που αναλώθηκε για την παραγωγή του
εμπορεύματος, πηγή της αξίας του. Ταυτόχρονα, η κλασική σχολή
δεν είδε τον ιστορικό χαρακτήρα των εμπορευματικών σχέσεων, δεν
αποκάλυψε τη δυαδική φύση της εργασίας των εμπορευματοπαρα-
γωγών, και συνεπώς ούτε την ιδιαιτερότητα της εργασίας σαν πηγής
της αξίας, και δεν έλυσε πολλά άλλα βασικότατα προβλήματα της
εργασιακής θεωρίας της αξίας.
Σημαντικές επιτυχίες σημείωσε η κλασική σχολή και στην έρευ­
να του κεντρικού σημείου της πολιτικής οικονομίας του καπιταλι­
σμού: του προβλήματος της υπεραξίας. Οι κλασικοί της αστικής
πολιτικής οικονομίας, για παράδειγμα, καθόρισαν, αν και όχι πά­
ντοτε με συνέπεια, ότι μοναδική πηγή της αξίας είναι η εργασία των
μισθωτών εργατών, ότι ούτε η γη, ούτε τα μέσα παραγωγής, δεν δημι­
ουργούν αξία και, συνεπώς, δεν μπορούν να είναι πηγές των καπιτα­
λιστικών κερδών.
Ο Σμιθ «... έχει διαγνώσει την πραγματική πηγή της υπεραξίας»,
έγραψε ο Κ. Μαρξ, στις θεωρίες για την υπεραξία, «αφού ανήγα-
γε έτσι το κέρδος σε ιδιοποίηση απλήρωτης ξένης εργασίας»1. Με
ακόμη μεγαλύτερη συνέπεια η άποψη αυτή αναπτύχθηκε στα έργα
του Ντ. Ρικάρντο.
Ο Ντ. Ρικάρντο προσπάθησε να ανακαλύψει πίσω από τις διάφο­
ρες συγκεκριμένες μορφές της υπεραξίας — τη γαιοπρόσοδο, τον τό ­
κο και το κέρδος, που φαινομενικά έχουν διαφορετικές, και άσχετες
μεταξύ τους πηγές — την εσωτερική τους σχέση, να βρει την κοινή
τους βάση. «Η κλασική πολιτική οικονομία», έγραψε ο Κ. Μαρξ,
«προσπαθεί τις διάφορες πάγιες και μεταξύ τους ξένες μορφές του
πλούτου να τις επαναγάγει με την ανάλυση στην εσωτερική τους
ενότητα και να αποβάλει α π ’ αυτές τη μορφή με την οποία υπάρχει
αδιάφορα η μια δίπλα στην άλλη. Θέλει να κατανοήσει την εσωτε­
ρική συνάρτηση, σε διάκριση από την ποικιλία των μορφών εμφά­
νισης. »*
Οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας, και κυρίως ο Ντ.

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος I, σελ. 58, 59.


2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 568.

33
ftldpvTO, έ&ιξαν ότι η γαιοπρόσοδος (η διαφορική, η μόνη γνω­
στή σ' αυτούς) αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του πρόσθετου κέρδους
και >Γ αυτό και δεν έχει αυτοτελή πηγή, όπως θεωρούνταν η γη.
Και γο κέρδος και η γαιοπρόσοδος έχουν κοινή πηγή: την εργασία
t«v μισητών εργατών. Αυτή η ανάλυση ανατρέπει την απολογητι­
κή άλογη για τη μη εκμεταλλευτική φύση της γιαοπροσόδου και
εξαφανίζει ιη φαινομενική ανεξαρτησία αυτής της μορφής εισοδή­
ματος ami to καπιταλιστικό κέρδος. Οι κλασικοί επίσης έδειξαν
ότι ο τόκος είναι μέρος του κέρδους. Έ τσ ι, η κλασική σχολή
«ύλες τις μορφές του εισοδήματος και όλες τις αυτοτελείς μορφές,
τους τίτλους με τους οποίους ο μη εργαζόμενος συμμετέχει στην
αξία του εμπορεύματος, τις έχει αναγάγει στη μια μορφή του κέρ­
δους»1
Ωστόσο, να αναγάγουν το κέρδος στην υπεραξία, να αποκαλύ-
φουν το νόμο της υπεραξίας, οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οι­
κονομίας, εξαιτίας της κοινωνικής τους στενότητας, δεν το κατόρ­
θωσαν.
Και μολονότι οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας δεν
ανακάλυψαν το νόμο της υπεραξίας, ούτε το μηχανισμό εκμετάλ­
λευσης του προλεταριάτου από την αστική τάξη, η ανάλυσή τους
κάθε άλλο χαρά ανταποκρινόταν στα άμεσα συμφέροντα της ιδεο­
λογικής υπεράσπισης της αστικής τάξης: γιατί τα συμπεράσματά
της αποκάλυπταν την εκμεταλλευτική φύση του καπιταλιστικού κα-
θβστώτος.
Κάτι παραπάνω: ο Ντ. Ρικάρντο βρήκε και ερεύνησε τις οικονο­
μικές αντιθέσεις των βασικών τάξεων της αστικής κοινωνίας, αν και
δεν καταλάβαινε ούτε την αντικειμενική κοινωνική ανταγωνιστική
τους ουσία, ούτε τους πραγματικούς τρόπους επίλυσής τους. Π αρ’
όλα αυτά, η ανάλυση αυτή οδήγησε την αστική πολιτική οικονομία
σε κείνο το σημείο, πέρα από το οποίο δεν μπορούσε πια να ανα­
πτυχθεί, αν καρέμενε αστική επιστήμη.
Έχοντας υπόψη την ανάπτυξη της αστικής πολιτικής οικονομίας
στην Αγγλία, ο Κ. Μαρξ έγραψε: «Η κλασική πολιτική της οικονο­
μία συμπίπτει με την περίοδο της ανεξέλικτης ταξικής πάλης. Ο
τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπός της, ο Ρικάρντο, βάζει επιτέλους
συνειδητά σαν αφετηρία των ερευνών του την αντίθεση των ταξικών
συμφερόντων, του μισθού εργασίας και του κέρδους, του κέρδους
και της γαιοπροσόδου, αντιλαμβάνεται όμως απλοϊκά αυτή την α­
ντίθεση σαν φυσικό νόμο της κοινωνίας. Έ τ σ ι όμως έφταρε και η
αστική επιστήμη της οικονομίας τα ανυπέρβλητα όριά της.»2
Οι επιστημονικές επιτεύξεις της κλασικής σχολής ήταν η έκφρα­

I. Ό.*., σελ. 568.


1 Κ. Μαρξ, Το Καράλαιο, εκδ. «Σύγχρονη Ε ποχή», τόμ. 1, σ ελ . 20.

Μ
ση του γεγονότος ότι οι κλασικοί υπεράσπιζαν τα συμφέροντα της
πρωτοπόρας, εκείνη την εποχή, τάξης. Ωστόσο, είναι φανερό και κά­
τι άλλο: η επιστημονική ανάλυση της κλασικής σχολής, το βάθος
της και η κατεύθυνσή της, ξεπερνούσαν σε ορισμένο βαθμό τα όρια
που υπαγόρευαν τα άμεσα αστικά ταξικά συμφέροντα. Αυτό δείχνει
ότι η υποταγή της οικονομικής ανάλυσης στο ταξικό συμφέρον
συντελείται μέσα από έναν πολύπλοκο και έμμεσο δρόμο, ότι η δια­
δικασία της γνώσης υποτάσσεται και στους δικούς της εσωτερικούς
νόμους, που της δίνουν μια ορισμένη αυτοτέλεια.
Ως τη δεκαετία του 1830, η θεωρία του Ντ. Ρικάρντο, αν και σαν
εξαίρεση, χρησιμοποιούνταν «σαν επιθετικό όπλο ενάντια στην
αστική οικονομία»1. Στη βάση της κλασικής πολιτικής οικονομίας
εμφανίστηκε ένα ολόκληρο ρεύμα ουτοπικού σοσιαλισμού, που εκ­
προσωπούνταν από τους σοσιαλιστές-ρικαρντιανούς, οι οποίοι προ­
σπάθησαν να στρέψουν ενάντια στην αστική τάξη τις επιστημονικές
θέσεις της θεωρίας των κλασικών. Α π ’ αυτές τις θέσεις οι σοσιαλι-
στές-ρικαρντιανοί έβγαζαν, ειδικότερα, το συμπέρασμα ότι όλο το
κοινωνικό προϊόν και όλος ο κοινωνικός πλούτος πρέπει να ανή­
κουν στους εργαζόμενους, δεδομένου ότι ακριβώς η εργασία τους
αποτελεί τη μοναδική πηγή αυτού του πλούτου .
Εννοείται ότι αυτές οι θέσεις της κλασικής σχολής δεν αποτελού­
σαν, στην περίοδο που εξετάζεται, κάποιο σοβαρό κίνδυνο για τον
καπιταλισμό, δεδομένου ότι η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην
αστική τάξη δεν ήταν αναπτυγμένη, πράγμα που δημιούργησε τη
βάση για τη σχετική αυτοτέλεια της γνωστικής διαδικασίας. Αυτό
και μόνο το γεγονός απαιτεί διαχωρισμό της γνωστικής διαδικασίας
και του ταξικού της προσανατολισμού στην αστική πολιτική οικο­
νομία.
Η ιστορική σημασία της κλασικής σχολής της αστικής πολιτικής
οικονομίας συνίσταται στο ότι ήταν μια από τις πηγές του μαρξι­
σμού, της επιστημονικής ιδεολογίας του επαναστατικού προλεταριά­
του. Ακριβώς γ ι ’ αυτό οι αντίπαλοι του μαρξισμού προσπαθούν με
κάθε τρόπο να περιπλέξουν το ζήτημα της σχέσης της κλασικής
σχολής με το μαρξισμό. Από τη μια πλευρά, προσπαθούν να αντι-
κρούσουν, να δυσφημήσουν ή να στρεβλώσουν τα επιστημονικά
επιτεύγματα της κλασικής σχολής. Από την άλλη, οι αντίπαλοι του

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 20.


2. Οι θεωρίες των σοσιαλιστών - ρικαρντιανών είναι μια από τις πιο ενδιαφέ­
ρουσες κατευθύνσεις της προμαρξιστικής οικονομικής σκέψης (Κ. Μαρξ. θεω-
ρίκς για την υπεραξία, έκδ. «Σύγχρονη Ρ.ποχή», μέρ. 3, κεφ. 2Γ επίσης Τζ. Φ.
Μπρέι: Οι αδικίες στη σχέση εργασίας και τα μέσα για την εξάλειψή τους, Μόσχα,
εκδ. «Γκοσπολιτιζντάτ», 1956' Τ. Χόντσκιν, Έργα, Μόσχα, εκδ. «Σοτσεκγκίζ»,
1938, Τζ. Γκρέι, Έργα, Μόσχα, εκδ. «Γκοσπολιτιζντάτ», 1955).

35
μαρξισμού ιαρίψορφωνυιν κατάφωρα ης ιστυρικες-υεω ρητικές σχε-
otu, τη; κλ<ιθ(ΐι|«, σχολής και της οικονομικής θεωρίας του μαρξι-
ομι\, «φουσκίζοντας την ttXti ru ία είτε σαν απλό προϊόν δανει­
σμοί tuiv ι&ών της κλασικής σχολής (σε σημείο που να περιλαμβά­
νουν τη θκαιρια un> Κ Μαρξ στα πλαίσια της κλασικής σ χολή ς)1,
αγνοώντας έτσι την εκανάσταση που επιτέλεσε ο μαρξισμός στην
πολιτική οικονομία, είτε απορρίπτοντας γενικά οποιαδήποτε σχέση
τον μαρξισμοί- με την κλασική σχολή.
Ετσι. ο σύγχρονος αντιμαρξισμός προσπαθεί να θέσει υπό αμφι-
οβήτηση τον νομοτελειακό χαρακτήρα της εμ φ άνισ ης της μαρξι­
στικής πολιτικής οικονομίας.
Λ^τοίπ; επίσης τους σκοπούς υπηρετεί και η παραμόρφωση της
ίδιας της έννοιας της κλασικής σχολής στη σύγχρονη αστική οικο­
νομική βιβλιογραφία. Τυπικό παράδειγμα, από την άποψη αυτή, εί­
ναι η θέση του Τζ. Κέινς, ο οποίος έγραψε: «Συνήθισα, ίσως χωρίς
να έχω οπαδούς, να περιλαμβάνω στην “ κλασική σ χ ο λ ή ” τους ακο-
λοκθήοαντες τον Ρικάρντο, δηλαδή εκείνους που υιοθέτησ αν και
τελ£ΐοποίησαν την οικονομική θεωρία του Ρ ικάρντο, όπως π.χ. ο
Τζ. Στ. Μιλ, ο Α. Μάρσαλ, ο Έ τζοουρθ και ο καθη γη τή ς Πι-
νκού.»' Από εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Τζ. Μ. Κ έινς, προσπαθώντας
να περιπλέξει την πραγματική σχέση της ο ικ ονο μ ικ ή ς θεωρίας του
Κ. Μαρξ και της κλασικής σχολής, στρεβλώνει τη ν ίδια τη ν έννοια
της κλασικής σχολής, περιλαμβάνοντας βασικά σ ’ αυτή εκείνους
του αστούς οικονομολόγους, οι οποίοι «υιοθέτησαν και ανέπτυξαν»
τις μη επιστημονικές πλευρές της θεωρίας του Ντ. Ρικάρντο, δηλα­
δή τους εκχυδαϊστές της διδασκαλίας του. Εξαίρεση αποτελεί μόνο
ο Τζ. Στ. Μιλ. τον οποίο, όπως δίκαια σημείω νε ο Κ. Μαρξ, θα
ήταν άδικο να τον κατατάξουμε στους χυδαίους οικονομολόγους-α-
πολογητές του καπιταλισμού3.
Ένα άλλο παράδειγμα πλαστογράφησης της έννοιας της κλασι­
κής σχολής είναι η εργασία του αμερικανού οικονομολόγου Τζ.
Γιανγκ, Οι κλασικές θεωρίες της αξίας: από τον Σμιθ ως τον Σράφα.
Από τον τίτλο κιόλας της εργασίας γίνεται φανερό ότι ο συγγραφέας
στρεβλώνει την έννοια της κλασικής σχολής. Στους κλασικούς ο
Γιανγκ, δαλα στον Άνταμ Σμιθ και τον Ντ. Ρικάρντο, περιλαμβά­
νω επίσης τον Κ. Μαρξ και τον Π. Σράφα. ' Ετσι, με μια μονοκον-
δυλιά εξαλείφει τη βαθιά ποιοτική διαφορά μεταξύ τη ς αστικής
κλασικής σχολής, της προλεταριακής πολιτικής οικονομίας, της

1. Η βύγχροιη οικονομική σκέψη. σελ. 258.


1 Τζ. Μ. Κέινς. Η γΐνική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος,
αώ. ·Πα*οζήση*. Αθήνα. σελ. 25.
3. Βλ. Κ. Μαρξ, Το Καράλ.αιο, τόμ. 1, σελ. 632 (σημ.).

36
μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας και της σύγχρονης αστικής πολι­
τικής οικονομίας.
Στο κεφάλαιο -Η ουσία της κλασικής παράδοσης-, ο Τζ. Γιανγκ
επιχειρηματολογεί για τη θέση του διατυπώνοντας τα χαρακτηρι­
στικά της «κλασικής οικονομικής ανάλυσης». -Η κλασική ανάλυση
επικεντρώνει την προσοχή της στην παραγωγή, παρακάμπτοντας χο
φαινόμενο της καταναλωτικής ζήτησης. Αυτό είναι το κύριο χαρα­
κτηριστικό όλης της κλασικής ανάλυσης·»' τους κλασικούς χαρα­
κτηρίζει «περισσότερο η φυσική αντικειμενική μέθοδος ανάλυσης,
παρά η υποκειμενική ψυχολογική»»- εκτός α π ’ αυτό ο Γιανγκ γράφει
για την «κλασική αντίληψη της παραγωγής σαν υλικοκοινωνικής
διαδικασίας που καθορίζει τις σχέσεις ανταλλαγής, σαν βασικό μέ­
ρος της κλασικής παράδοσης·»1.
Από τα γνωρίσματα της κλασικής σχολής που απαριθμεί ο Γιανγκ,
λείπει το κύριο και καθοριστικό: η ανάλυση των εσωτερικών εξαρτή­
σεων των καπιταλιστικώ ν σχέσεων παραγωγής. Παραμερίζεται έτσι
το αποφασιστικό όριο ανάμεσα στην επιστημονική και την αγοροία
σχολή της αστικής πολιτικής οικονομίας. Αν και ο Τζ. Γιανγκ
προβάλλει τη μελέτη της παραγωγής σαν γνώρισμα της «κλασικής
ανάλυσης», ωστόσο ξεχνά ότι και η παραγωγή μπορεί να μελετηθεί
κατά διαφόρους τρόπους, συμπεριλαμβανομένου και του τρόπου της
απολογητικής περιγραφής των μορφών εμπορευματικού φετιχισμού,
που ενυπάρχουν στην καπιταλιστική παραγωγή, πράγμα που κάνει,
για παράδειγμα, η χυδαία θεωρία των «τριών συντελεστών ηοφαγω-
γής». Μ ’ αυτό τον τρόπο, η μελέτη της παραγωγής, και ειδικότερα
από την άποψη της «φυσικής, αντικειμενικής» μεθόδου, αν η μελέτη
αυτή δεν ξεπερνά την περιγραφή της απατηλής εξωτερικής επίφα­
σης των οικονομικών διαδικασιώ ν και δεν ερευνά τους εσωτερικούς
αντικειμενικούς νόμους της κοινωνικής παραγωγής, δεν βγαίνει από
τα πλαίσια της χυδαίας πολιτικής οικονομίας.
Σαν «κύριο χα ρακτηρισ τικό όλης της κλασικής ανάλυσης», ο Τζ.
Γιανγκ προσπαθεί να παρουσιάσει την «αγνόηση της καταναλωτι­
κής ζήτησης» κατά τη μελέτη της παραγωγής. 'Ο πω ς και τα άλλα
κριτήρια της κλασικής σ χολή ς, που προβάλλει ο Γιανγκ, το πρό­
βλημα της καταναλωτικής ζήτησης δεν έχει σχέση με το θέμα αυτό,
δεδομένου ότι, όπως και το πρόβλημα της προσφοράς αγαθών, άμε­
σα χαρακτηρίζει μόνο τις εξωτερικές, τις επιφανειακές εξαρτήσεις
της οικονομικής ζωής.
Ταυτόχρονα, το «κριτήριο» αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια
προσπάθεια να αμαυρωθεί η επιστημονική οικονομική σκέψη, και

1. J. Young, Classical Theories o f Value: from Smith to Sraffa. εκδ. «Westview


Press/ Boulder», Colorado, 1978, σελ. 76-77, 89, 95.

37
ιψιν απ' tHu η μαρξιστική οικονομική θεωρία, με την κατηγορία
ό» uyvvti τα συμφέροντα των πλατιών λαϊκών μ α ζώ ν για τί σ ' αυτό
σι νν^ίζονται οι απόψεις ότι αυτή αγνοεί το πρόβλημ α της
καταναλωτικής ζήτησης.
ΏστΛσο. η κατηγορία αυτή δεν έχει τίποτε το κοινό με τη ν πραγ­
ματικότητα. Στο πρόβλημα της καταναλωτικής ζή τη σ η ς έχει δοθεί
στη θεωρία του Κ. Μαρξ η θέση εκείνη που της α νή κ ει στο σύστη­
μα τ»ν οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού: η θέση ενός από
τοι·ς κύριους παράγοντες που καθορίζουν τα πο σ ο τικ ά χα ρ α κ τη ρ ι­
στικά μιας σειράς κοινωνικοοικονομικών φαινομένω ν του καπιταλι­
σμού. Ετσι, ο Κ. Μαρξ σημειώνει ότι το μέγεθος της αξία ς της ερ­
γατικής δύναμης εξαρτάται από τις ιστορικά δημιουργη μ ένες παρα­
δόσεις κατανάλωσης στη μια ή στην άλλη χώ ρ α - ότι η αξία του ε­
μπορεύματος στην αγορά καθορίζεται από τη δαπάνη εργα σία ς στις
καλύτερες, μέσες ή χειρότερες συνθήκες παραγω γής σε εξάρτηση
ακό ιη διαμορφωμένη σχέση προσφοράς κ*αι ζή τη σ η ς για το δοσμέ­
νο εμπόρευμα κλπ.
Οι προσπάθειες των αστών θεωρητικών να π α ρ α π ο ιή σ ο υ ν την ου­
σία της κλασικής σχολής, τη σχέση της με το μ α ρξισ μ ό, δεν είναι
Πιχαίες. Οι προσπάθειες αυτές δείχνουν ότι τα προβλήμ ατα της
κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας και της σ χ έ σ η ς τη ς με τη
μαρξιστική οικονομική θεωρία, ανήκουν στα επίκα ιρα ζητήματα της
σύγχρονης ιδεολογικής πάλης.
Στη σχέση της με την κλασική σχολή, η σ ύ γχρ ο νη α σ τική ιστο­
ρία της οικονομικής σκέψης αντιμετωπίζει ένα π ο λύ π λο κο αντιθετι­
κό κρόβλημα. Από τη μια πλευρά, οι σύγχρονοι α σ το ί θεωρητικοί
δεν μηορούν να μην καταλαβαίνουν ότι η κλασική σ χ ο λ ή υπεράσπι­
ζε τα συμφέροντα της τάξης τους. Από την ά λλη, όμως, πλευρά, δεν
είναι γι' αυτούς λιγότερο φανερό ότι μεταξύ του μ αρξισμού είναι
και της κλασικής σχολής υπάρχει μια ισ τορικ ή -θεω ρη τικ ή συνέ­
χεια, πράγμα που αποτελεί μια από τις βασικές μαρτυρίες της επι-
στημονικότητας και νομοτέλειας του μαρξισμού. Αυτό ακριβώς το
γεγονός κάνει τις επιστημονικές θέσεις της κλασ ική ς σ χ ο λ ή ς απαρά­
δεκτες για τη σύγχρονη αστική πολιτική οικονομ ία . Ο Β.Ι. Λένιν
εξηγώντας ένα ουσιαστικό πρόβλημα όπως η τα ξική δομή της αστι­
κής κοινωνίας έγραψε: «Ολόκληρη η κλασική π ο λ ιτικ ή οικονομία
έκανε μια σειρά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ο Μ αρξ έκανε
ακόμη ένα βήμα παραπέρα. Και ο σύγχρονος κ απ ιτα λισ μ ός είναι τό­
σο πολύ τρομαγμένος απ’ αυτό το βήμα, είναι τόσο πολύ ανήσυχος
απ’ τους “νόμους” της σύγχρονης οικονομικής εξέλιξη ς, νόμους
πολύ έκδηλους και πολύ επιβλητικούς, ώστε οι αστοί και οι ιδεολο­
γικοί εκιφόσωποί τους είναι έτοιμοι να πετάξουν μακριά όλους τους
κλασικούς και όλους τους νόμους η η ν - : -----------Λ· ------ «ηνεϊο
της νομικής επιστήμης... όλες αυτές... πώς να τις πούμε; ... τις κοι­
νωνικές ανισότητες.»1
Το πώς η σχέση της κλασικής σχολής και της οικονομικής θεω­
ρίας του μαρξισμού ερμηνεύεται στην αστική βιβλιογραφία, σημειώ­
νει ο γερμανύς ερευνητής της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας
Π. Ταλ (Peter Thai), είναι θεμελιακό για την αξιολόγηση των αστι­
κών θέσεων της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας'.
H ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑ Μ Ο ΡΦ Ω ΣΗ Σ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑΣ
ΣΑΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Ο Κ. Μαρξ συνέόεε την εμφάνιση της κλα σ ική ς α σ τικ ή ς πολιτι­


κής οικονομίας με τη μανουφακτουρική βαθμίδα ανάπτυξης του κα­
βαλισμού. Η αστική πολιτική οικονομία, έγραφε, σαν ιδιαίτερη
επιστήμη εμφανίζεται μόνο στην περίοδο της μ α νο υ φ α κ το ύ ρ α ς1 Ο
χειροτεχνικός καταμερισμός της εργασίας, αν και βα σιζότα ν στη
βιοτεχνική τεχνική, εξασφάλιζε σημαντική άνοδο τη ς κ α πιτα λισ τι­
κής παραγωγής, δυναμώνοντας τις οικονομικές και π ο λ ιτικ ές θέσεις
της αστικής τάξης. Το κεφάλαιο υπέτασσε όλο και π ερ ισ σ ό τερ ο την
άμεση διαδικασία της παραγωγής. Σ ’ αυτές τις σ υνθή κες, η καπιτα-
λισηκήι παραγωγή δεν μπορούσε πια να εξετάζεται μόνο σαν σημείο
της κυκλοφορίας του κεφαλαίου (όπως έκαναν οι εμποροκράτες). Η
πβραγωγή γίνεται αντικείμενο ειδικής μελέτης, πράγμα που με τη
σειρά του έθετε το ζήτημα των εαωτερικών αντικειμ ενικώ ν νόμων
της οικονομικής ζωής. Η περιγραφική μέθοδος εκτο π ιζό τα ν από την
βφηρημένη, η αστική πολιτική οικονομία όλο και περισσότερο
αποκτούσε ποιοτικά γνωρίσματα επιστήμης. Κ αι ακριβώ ς οι ιδιαι­
τερότητες του ταξικού προσανατολισμού της γνω σ τικ ή ς διαδικασίας,
που πραγματοποιούσε η κλασική σχολή, ιδια ιτερ ό τη τες που καθο­
ρίστηκαν από τον προοδευτικό κοινωνικό ρόλο της α σ τικ ή ς τάξης,
τη χαμηλή ανάπτυξη των ταξικών ανταγωνισμών τη ς κ α π ιτα λ ισ τι­
κής κοινωνίας, προκαθόρισαν τόσο τον επ ισ τη μ ονικό χαρακτήρα
«τής της γνωστικής διαδικασίας όσο και την π ροοδευτικ ή ανάπτυ­
ξη (μέχρι ενός αντικειμενικού ορίου) του επιστη μ ονικού επιπέδου
της κλασικής σχολής.
Από τον εμποροκρατισμό, μέχρι την οικονομική θεωρία του Ντ.
Ρικάρντο, απλώνεται ο ανοδικός κλάδος της κ λ α σ ικ ή ς σ χο λ ή ς. Και
από την άποψη του καθοριστικού ρόλου του αστικού τα ξικο ύ προ­
σανατολισμού στην προοδευτική ανάπτυξη των γνω στικώ ν δυνατοτή­
των της κλασικής σχολής, παρουσίαζε ενδιαφέρον το πρ ό β λη μ α της
διαμόρφωσης της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας.
Κάθε επιστημονική έρευνα αρχίζει κ α τ’ ανάγκη με τη ν περιγρα ­
φή της εξωτερικής πλευράς των φαινομένων, ώστε μετά να ανακα­
λυφθούν οι εσωτερικοί τους νόμοι. Σ ’ αυτή τη νο μ ο τέλεια είναι

1. Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 381.

«
υποταγμένη και η κίνηση της κοινωνικής οικονομικής σκέψης. Κι
αυτή αρχίζει επίσης με την περιγραφή και ταξινόμηση της εξωτερι­
κής εμφάνισης των οικονομικώ ν διαδικασιών. Σ ’ αυτό συνίσταται
και η αποφασιστική γνω σιολογική ιδιαιτερότητα του εμποροκρατι­
σμού ως πρώτης σχολή ς της αστικής πολιτικής οικονομίας.

1. Ο ΕΜ ΠΟΡΟΚΡΑΤΙΣΜ ΟΣ: Η Π ΡΟ Ϊ ΣΤΟΡΙΑ


Τ Η Σ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛ ΙΤΙΚΗ Σ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑΣ

Π ρώ τοι ερμηνευτές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής


ήταν, ως γνω στό, οι εμποροκράτες, που πρόσφεραν σημαντική συμ­
βολή στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της π ο λιτικ ή ς οικονομίας,
ελευθερώνοντας την οικονομική θεωρία από τα δεσμά της μεσαίο»·
νικής εκκλησιαστικής ιδεολογίας. Οι εμποροκράτες σαν κριτήριο
ορθότητας των θεωρητικώ ν θέσεων θεωρούσαν την α ντισ το ιχία τους
με τη ν πραγματικότητα και ό χ ι με τα δόγματα της Αγίας Γραφής.
Οι εμποροκράτες ξεχώ ρισαν και επεξεργάστηκαν, αν και πολύ
επιφανειακά, τις βασικές κατηγορίες της π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας (ε­
μπόρευμα, χρήμα, κεφάλαιο, εμπόριο, εμπορικό κέρδος, πλούτος
κλπ). Οι αστοί οικ ονομ ολόγοι τη ς εποχή ς της πρω ταρχικής συσσώ­
ρευσης του κεφαλαίου, που εκφράζανε τα συμφέροντα της εμφανιζό­
μενης εμπορευματοβιομηχανικής αστικής τάξης και που για πρώτη
φορά άρχισαν να μελετούν τη ν καπιταλιστική οικονομία, περιόρι­
ζαν κ α τ’ ανάγκη την ανάλυσή της σ την περιγραφή της εξωτερικής
εμφάνισης των διαδικασιώ ν της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, θεω­
ρώντας τις σαν το αντικείμενο της πολιτικής ο ικ ο νο μ ία ς1.
Η παραγωγή, από τη ν άποψή τους, δεν είχε ό χ ι μόνο αποφασι­
στική αλλά ούτε και αυτοτελή σημασία, και θεωρούνταν από τους
εμποροκράτες μόνο σαν αναγκαίο σημείο της κυκλοφορίας του κε­
φαλαίου. Γ Γ αυτό άφηναν σ τη ν άκρη το κύριο: την ανάλυση της
παραγωγής. Ω στόσο, οι εσω τερικοί νόμοι του καπιταλιστικού τρό­
που παραγωγής μπορούν να φανερωθούν μόνο κατά τη διερεύνηση
της αποφασιστικής οικονομ ική ς σφαίρας: της σφαίρας της παραγω­
γής. Η τέτια προσέγγισ η δεν επέτρεπε στους εμποροκράτες να δουν
την, από άποψη αρχών, σπουδαία για την επιστήμη διαφορά μεταξύ
της εξωτερικής, συχνά απατηλής, μορφής των οικονομικώ ν διαδικα­
σιώ ν και της πραγματικής τους ουσίας. Γ ι ’ αυτό ο Κ. Μαρξ χαρα­
κτηρίζει τον εμποροκρατισμό ως προϊστορία της πολιτικής οικονο­
μίας.
Σε α ντισ τοιχία με τη γενική τους θέση, οι εμποροκράτες ταύτιζαν
τον πλούτο με τη χρηματική του μορφή, ακριβέστερα, με τη χρημα-

I. Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, σελ. 426.

41
ηκή μορφή too κεφαλαίου, και γ ι’ αυτό παραγωγική ανακήρυσσαν
μόνο την εργασία για την εξόρυξη χρυσού και αργύρου είτε την ερ-
yuoiu sou εξασφαλίζει την εισροή ευγενών μετάλλων στη χώρα
ιστούς επαγωγικούς κλάδους της βιομηχανίας, στο εξω τερικό εμπό­
ριο κλ« ). Αυτό σημαίνει ότι ακριβώς με τον εμποροκρατισμό αρχί-
Cti η εμπορευματική φετιχική αντίληψη για την παραγω γική ερ­
γασία, που θεωρεί κριτήριό της τη μια ή την άλλη ιδιότητα της
αξίας χρήσης του προϊόντος της εργασίας. Ταυτόχρονα, όμως, οι
εμποροκράτες παρουσιάζουν ήδη έμβρυα επιστημονικής προσέγγι­
σης αυτού του προβλήματος, την εικασία, την υπόθεση της σχέσης
«ου κπάρχει ανάμεσα στην παραγωγική,^ργασία και το καπιταλι­
στικό κέρδος. ’ ~ -
Αντοί etJhnrότι η εργασία για την εξόρυξη χρυσού και αργύρου,
καθώς και η εργασία στους εξαγωγικούς κλάδους, φέρνει μεγαλύτε­
ρο κέρδος απ’ ό,τι στις άλλες σφαίρες ανάλωσης εργασίας. Κι αυτό
γιατί σ«ς χώρες εξόρυξης χρυσού η άνοδος του ονομαστικού μι­
σθού καθυστερούσε σε σχέση με την άνοδο των τιμώ ν, εξα ιτία ς της
μείωσης της αξίας εξόρυξης του χρυσού. Γ Γ αυτό ο πραγματικός
μισθός των εργατών μειωνόταν, ενώ τα κέρδη των καπιταλιστώ ν με­
γάλωναν. Το γεγονός όμως αυτό εξασφάλιζε την εισ ρ ο ή φθηνού
χρυσού από το εξωτερικό και στις χώρες οι οποίες δεν εξόρυσσαν
ευγενή μέταλλα1.
Πηγή πλούτου μιας χώρας οι εμποροκράτες θεωρούσαν τη σφαίρα
κυκλοφορίας, πριν από όλα το εξωτερικό εμπόριο, που στηρίζεται
σε ενεργητικό εμπορικό ισοζύγιο. Ο κυριότερος εκπρόσω πος του
εμποροκρατισμού στην Αγγλία Τόμας Μεν (1571-1641) σ την εργα­
σία του 0 πλούτος της Αγγλίας στο εξωτερικό εμπόριο (1664), που
αποτελεί το κύριο έργο της δοσμένης κατεύθυνσης της οικονομικής
σκέψης, έγραψε: «... Συνηθισμένο μέσο για την αύξηση του πλούτου
μας και των χρημάτων μας είναι το εξωτερικό εμπόριο. Και στο ζή­
τημα αυτό πρέπει να τηρούμε σταθερά τον εξής κανόνα: να πουλάμε
στους ξένους κάθε χρόνο εμπορεύματα μεγαλύτερης αξίας από κείνα
ποο αγοράζουμε από αυτούς.»2 Η αξία των εξαγωγών έπρεπε να ξε­
περνά την αξία των εισαγωγών. Αυτό θα εξασφάλιζε τη ν εισροή
χρυσού στη*χώρα.
Σαν ιδιαίτερο ρεύμα της αστικής πολιτικής οικονομίας, ο εμπο­
ροκρατισμός ανήκει στο παρελθόν. Ό μω ς οι ιδέες και οι κανόνες
της οικονομικής πολιτικής που επεξεργάστηκε, μπήκαν στο οπλο­
στάσιο της αστικής θεωρίας και πρακτικής. Μια από τις βασικές
μεθοδολογικές αρχές της σύγχρονης αστικής πολιτική ς οικονομίας,

1. Βλ. Κ. Μαρξ. θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 147-148.


1 Ο εμποροκρατισμός, εκδ. «Ογκίζ-Σοτσε γκίζ»,Λ ένινγκραντ, 1935, σελ. 155.
Ε8ώ είναι δημοσιευμένα τα κυριότερα πρωτότυπα έργα των εμποροκρατών.

42
που σε γενικές γραμμές είχαν ήδη επεξεργαστεί οι εμποροκράτες,
είναι η ανταλλακτική αντίληψη. Προστατευτικά μέτρα, ενεργητικό
εμπορικό ισοζύγιο και μια σειρά παρόμοια μέτρα οικονομικής πολι­
τικής, χρησιμοποιούνται τόσο δραστήρια στη σύγχρονη οικονομι­
κή πρακτική, ώστε να μπορούμε κάπως βάσιμα να μιλάμε για «νεο-
εμποροκρατισμό». Εξηγώντας αυτό τον όρο, η γνωστή οπαδός του
Κέινς, Τζόαν Ρόμπινσον, στην εργασία της Ο νέος εμποροκρατισμός,
γράφει: «Χαρακτηριστικό γνώρισμα του νέου εμποροκρατισμού εί­
ναι ότι το κάθε έθνος προσπαθεί να έχει πλεόνασμα σε βάρος των
άλλων.»1
Η άποψη του εμποροκρατισμού για τον ηγετικό ρόλο της σφαί­
ρας κυκλοφορίας και των χρημάτων στην οικονομική ζωή του καπι­
ταλισμού αναπαράγεται, στην αστική βιβλιογραφία των δεκαετιών
του 1970 και 1980, στην αντίληψη του μονεταρισμού2. Ταυτόχρονα,
αν οι εμποροκράτες φετιχοποιούσαν τη χρηματική μορφή του βιο­
μηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου, οι μονεταριστές φετιχοποιούν
την πιστωτική-χρηματική κυκλοφορία σαν μορφή κίνησης του
χρηματιστικού-κεφαλαίου3.
Ο εμποροκρατισμός, που αποτέλεσε την πρώτη σχολή της αστι­
κής πολιτικής οικονομίας, μοιάζει φανερά με τη χυδαία αστική πο­
λιτική οικονομία, που αποτελεί την τελευταία της σχολή. Το εμπο-
ροκρατικό σύστημα, σημείωνε ο Κ. Μαρξ, «... με τον χοντροκομμέ­
νο ρεαλισμό του αποτελεί την καθεαυτό αγοραία πολιτική οικονο­
μία της εποχής εκείνης...»4 Ωστόσο, εκείνο που μπορούσε να
εξηγηθεί με την έλλειψη ανάπτυξης της οικονομικής επιστήμης, η
οποία έκανε τα πρώτα μόνο βήματα στην ανάλυση των οικονομικών

1. J. Robinson, The New Mercantilism, Cambridge. 1966, σελ. 12.


2. Η σύγχρονη οικονομική σκέψη, κεφ. 13' Α.Β. Ανίκιν, Η νεότητα της επιστή­
μης, εκδ. «Πολιτιζντάτ», Μ όσχα, 1975, σελ. 50-53.
3. Η δυναμική των τιμών, ο οικονομικός κύκλος, οι ρυθμοί της οικονομικής
ανάπτυξης κλπ. εξετάζονται από τους μονεταριστές σαν άμεσα παράγωγα των
αλλαγών της συνολικής ποσότητας του χρήματος που βρίσκεται στην κυκλοφο­
ρία. «Η κύρια θέση στη νέα έρευνα των Φρίντμαν και Σβαρτς», γράφει ο άγγλος
οικονομολόγος. Τζ. Γκραλ για την εργασία των Μ. Φρίντμαν και Α. Σβαρτς Οι
μονεταριστικές τάσεις στις ΗΠΑ και τη Μεγά).η Βρετανία (1982), «συνίσταται στο
ότι υπάρχει άμεση αιτιακή σχέση μεταξύ της “ ποσότητας χρημάτων” και του
“ γενικού επιπέδου των τιμών” .» (Marxism Today, Μάρτης 1984. σελ. 5). Οπως
υποστηρίζει ο αμερικανός οικονομολόγος Ρ. Λούκας, το κύριο πρόβλημα της
μακροοικονομίας συνίσταται στο να επεξηγήσει αναλυτικά σε ποιες συνθήκες
μπορούν να συμβούν οι οικονομικοί κύκλοι που προκαλοΰνται από απρόβλεπτες
αλλαγές στη χρηματική-πιστωτική πολιτική (Journal o f Economic Literature, τόμ.
XXII, Μάρτης 1984).
4. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, σελ. 964.

43
tka6uum«iv, otav πρόκειται yia την καθαυτό χυδαία αστική πολιτι­
κή οικονομία, απαιτεί, προφανώς, άλλη εξήγηση.
Ηανάκτυςη της πολιτικής οικονομίας σαν επιστήμης αρχίζει από
τοτϊ που κίντρο της Χωρητικής έρευνας γίνεται όχι η κυκλοφορία,
αλλά η παραγωγή. Το αποφασιστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυν­
ση ενινε από ων Οάλιαμ Πέτι, άγγλο οικονομολόγο του Που αιώ-
vu, ιύρυτή της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας..

2. -Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ»
ΣΑΝ ΠΡΩΤΗ ΜΟΡΦΗ ΔΙΑ Χ Ω ΡΙΣΜ Ο Υ
ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑΣ

Τα έργα ίου Ουϊλιαμ Πέτι (1623-1687), γραμμένα τριακόσια περί­


που χρόνια πριν, καταπλήσσουν ακόμη και τώρα τον αναγνώστη με
την πρωτοτυπία και το βάθος της σκέψης. Στα έργα αυτά συναντάμε
την πρώτη προσπάθεια δημιουργίας επιστημονικής μεθόδου έρευνας
των οικονομικών φαινομένων. Ακριβώς ο Ου. Πέτι είναι αυτός που
στην περίφημη Πραγματεία για τους φόρους και τις εισφορές (1662),
Hoot την πρώτη στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας έκθεση
της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Η μεγάλη προσφορά του Ου. Πέ­
τι συνίσταται στο ότι πρώτος αυτός — όχι, βέβαια ακόμη ολοκλη­
ρωμένα — μισάνοιξε τη αυλαία.που έκρυβε τις σχέσεις εκμετάλλευ­
σης των μισθωτών εργατών από τους καπιταλιστές. Στον Πέτι,
έγραφε ο Μαρξ, «μπορούμε να δούμε μια θολή προαίσθηση της φύ­
σης της υπεραξίας...»1
0 Πέτι έζησε μια έντονη και τρικυμιώδη ζωή2. Υπογραμμίζοντας
τη «μεγαλοφυή τόλμη» των απόψεων του Ου. Πέτι, το «μεγαλοφυές
ριψοκίνδυνο στιλ» της έκθεσης των ιδεών του, ο Κ. Μαρξ χαρακτη­
ρίζει τον Ου. Πέτι σαν πατέρα της πολιτικής οικονομίας και, ως ένα
βαθμό, εφευρέτη της στατιστικής3.
Οι εργασίες του Πέτι αποτελούν την αρχή της κλασικής αστικής
πολιτικής οικονομίας και ταυτόχρονα την αρχή της πολιτικής οι­
κονομίας . '
I. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος I, σελ. 179.
1 Α.Β. Ανϊκιν, Η νεότητα της επιστήμης, σελ. 54-83. Μ. Πτούχα, Δοκίμια ιστο-
pte; της στατιστικής του Που και 18ου αιώνα, Μόσχα, εκδ. «Ογκΐζ-Γκοσπολιτιζ-
vnh-, 1945, σελ. 46-80.
λ Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 285.
4. Στους αστούς ιστορικούς της πολιτικής οικονομίας δεν υπάρχει κάποια
ενιαία στάση απέναντι στην κληρονομιά του Πέτι. Σε μια σειρά εργασίες αστών
συγγραφέαν, ειδικά αφιερωμένες στην εξέταση της κλασικής σχολής, ο Ου. Πέ­
τι ούτε καν αναφέρεται (βλ. για παράδειγμα L. Robbins, «The Theory of Econo-

44
Εξετάζοντας τα οικονομικά φαινόμενα, ο Πέτι προσπάθησε όχι
μόνο να τα περιγράφει, πράγμα τοπικό για τους εμποροκράτες, αλλά
και να διεισδύσει στην ουσία τους, να διευκρινίσει τις ποιοτικές
τους ιδιαιτερότητες. Ο Ου. Πέτι έθεσε σκοπό του να εξηγήσει -τη
μυστική φύση»1, δηλαδή, την ουσία, της τιμής και των φόρων, του
χρηματικού κέρδους και της γαιοπροσόδου, της εμπορευματικής α­
νταλλαγής, της τιμής της γης κλπ. Για να πραγματοποιήσει αυτό το
καθήκον, απορρίπτει τα επιχειρήματα, τα οποία, όπως γράφει,
«εξαρτώνται από την αστάθεια του νου, από τις γνώμες, τις επιθυμίες
και τα πάθη των ξεχωριστών ανθρώπων», χρησιμοποιεί μόνο «επι­
χειρήματα που πηγάζουν από την εμπειρία των αισθήσεων» και εξε­
τάζει «μόνο τις αιτίες, που έχουν φανερές βάσεις στη φύση».; Αυτό
σημαίνει ότι ο Ου. Πέτι στην ουσία κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στην
εξωτερική μορφή των φαινομένων και το περιεχόμενό τους (χωρίς
την κατανόηση του οποίου, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχει επιστη­
μονική μέθοδος και δεν υπάρχει επιστήμη) και επεξεργάζεται την
αρχή της επιστημονικής αφηρημένης μεθόδου στην πολιτική οικο­
νομία.
Παράλληλα, ο Ου. Πέτι, προσπάθησε να δόσει όσο το δυνατό
ακριβέστερο ποσοτικό χαρακτηρισμό των οικονομικών φαινομένων
και διαδικασιών. Υπογραμμίζοντας αυτή την πλευρά της μεθόδου
του, ο Πέτι έγραψε: «... άρχισα να εκφράζω τις απόψεις μου στη
γλώσσα των αριθμών, μέτρων και σταθμών...»3
Στα έργα του Ου. Πέτι βρίσκουμε στοιχεία υλιστικής κατανόησης
ορισμένων σπουδαιότατων κοινωνικών φαινομένων. Και το κυριότε-
ρο είναι ότι εγκαταλείπει την αφετηριακή θέση του εμποροκρατι­
σμού, την προσέγγιση, δηλαδή, της ανάλυσης των οικονομικών δια­
δικασιών αποκλειστικά από την άποψη της κυκλοφορίας. Οι εργα­
σίες του Ου. Πέτι εγκαινιάζουν το πέρασμα από τη διερεύνηση της
κυκλοφορίας στη διερεύνηση της παραγωγής. Στα έργα του Πέτι η
ερμηνεία φαινομένων, όπως η αξία, η πρόσοδος κλπ., συνδέεται

mic Policy», στο English Classical Political Economy, London. 1961). Σε άλλες ερ­
γασίες σημειώνεται ότι «τα έργα του Πέτι σωστά εξετάζονται — σαν πρώτο πα­
ράδειγμα οικονομικής θεωρίας — ως επιστημονικός τομέας ανάλυσης» (Ε. Roll.
The World after Keynes, σελ. VII). Ά λ λ ο ι πάλι που θέλουν να παρουσιάζονται
σαν σύγχρονοι μελετητές των αντιλήψεων της κλασικής σχολής, περιορίζονται
σε δυο-τρεις αναφορές στη θεωρητική κληρονομιά του Πέτι (Classical and Mar­
xian Political Economy, εκδ. «I. Bradley and M. Howard. London and Basingsto­
ke», 1982).
1. Ουίλιαμ Πέτι, Οικονομικές και στατιστικές εργασίες. Μόσχα. εκδ. «Σοτσεκ-
γκίζ», 1940, σελ. 5.
2. Ό .π ., σελ. 156.
3. Ό .π .. σελ. 156.

45
9KV« μΐ ιΐ}ν ανάλυση uy, παραγωγής. Μιαν από τις αιτίες του εμφύ-
Uw κολίμοι· Οεωρίί ιην υπέρμετρη περιουσιακή ανισότητα, την
ανοχή ιη,, κολυιέύιας ορισμένων, τη στιγμή που οι άλλοι πεθαί-
VVDV llji, WlVUi;1
Γην κραγμοτική βάση τ*ν» πάλης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων
ι·Κ Ιρλανδίας ο Πέτι, σαν αυθόρμητος υλιστής, την αναζητούσε
οιην κατανομή της ιδιοκτησίας της γης και όχι στα εθνικά και
^μηοκκυιικά συνθήματα ίων κομμάτων. Από τις ίδιες θέσεις ο Πέτι
«ροβεγγίζει την ανάλυση μιας σειράς οικονομικών φαινομένων: των
£μΛ>ρ«ιμ«ιικών σχέσεων, της εγγείου προσόδου και του χρηματι­
κού ίΐοοδήματος (τόκου) κλπ. Όπως σημείωνε ο Β.Ι. Λένιν στην
κργασϊα Αλλη μια tκμηδένιση του σοσιαλισμού, ο Πέτι γενικά υπο-
ο φ φ τις θέσεις ton υλισμού’.
0 Πέτι, ο οποίος ασχολήθηκε πολύ με τις φυσικές επιστήμες (ια­
τρική, φυσική, χημεία), προσέγγιζε τα οικονομικά και πολιτικά
φ»νύμ«να σαν φυσιοδίφης. Στην εργασία Η πολιτική ανατομία της
Ιρλανάίαί, έγραφε: «... όπως εκείνοι που μελετούν την ιατρική, κά-
νοίιν τα πειράματα τους πάνω... σε απλά ζώα, έτσι κι εγώ διάλεξα
Τήν Ιρλανδία σαν... πολιτικό ζώο...»3 Αντικείμενο της ανάλυσής του,
βνακήρυξε το «πολιτικό σώμα», δηλαδή την κοινωνία, και, πριν από
όλα, την οικονομία.
Η παραπέρα ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης ακολουθούσε
την κατεύθυνση του βαθμιαίου διαχωρισμού των παραγωγικών δυνά­
μεων και των παραγωγικών σχέσεων της κοινωνίας. Ό μ ω ς στα έργα
του Πέτι, αυτές οι δυο πλευρές του τρόπου παραγωγής βρίσκονται
ακόμη σε ενότητα. Γι’ αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι ο Πέτι, που στην
ανάλυση ίων οικονομικών σχέσεων των τάξεων δίνει μεγάλη σημα­
σία, δεν τις ξεχωρίζει σαν καθαυτό αντικείμενο της πολιτικής οικο­
νομίας.
Η φυσικοεπιστημονική προσέγγιση της ανάλυσης των κοινωνι­
κών φαινομένων ώθησδ τον Πέτι στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν νο­
μοτέλειες στις οποίες υποτάσσονται αυτά τα φαινόμενα. Στην εργα­
σία Η κολπική ανατομία της Ιρλανδίας εξετάζοντας τα κοινωνικά
φαινόμενα, ο Ου. Πέτι μιλάει για την προσπάθειά του να μελετήσει
κροσεκτικά τους νόμους και τους δρόμους της φύσης4. Δεν ξεχώριζε
τους οικονομικούς νόμους του καπιταλισμού σαν ιδιαίτερη κατηγο­
ρία (β€ διάκριση από τους νόμους της φύσης), γιατί τους θεωρούσε
αιώνιους. Στην πράξη, άλλωστε, όπως υπογράμμιζε ο Κ. Μαρξ, με

t. Ό.κ.. σελ. 18.


1 Βλ. Β.Ι. Λένιν. Απαντα, τόμ. 25, σελ. 41.
3. Ου. Πέη. Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 90.
4. (λ. Πέη, Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 140.

46
τον όρο «νόμοι της φύσης», ο Πέτι εννοούσε τους νόμους *ον κηγ4'
ζουν από τη φύση της αστικής παραγωγής1.
Η τέτια όμως μη διαφοροποίηση στην ερμηνεία της κατηγορίας
«νόμος» εμπεριείχε ένα βασικό ορθολογικό στοιχείο: τη σημασία
του αντικειμενικού χαρακτήρα των νόμων που διέπουν την κοινω­
νία. Στην Πραγματεία για τους φόρους και τις εισφορές ο Ου. Πέτι,
τασσόμενος ενάντια στους γαιοκτήμονες που προσπάθησαν με νο­
μοθετικά μέτρα να συγκρατήσουν σε χαμηλό επίπεδο τον τόκο,
έγραφε ότι οι νόμοι της πολιτείας πρέπει να αντιστοιχούν στους «νό­
μους της φύσης», γιατί διαφορετικά οι νόμοι της πολιτείας θα είναι
μάταιοι και αναποτελεσματικοί2. Πρόκειται για μια από τις πρώτες
στην ιστορία προσπάθειες να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των αντι­
κειμενικών οικονομικών νόμων και των δικανικών νόμων.
Ο Πέτι προσεγγίζει την κατανόηση της ανάγκης να παίρνονται
στην πράξη υπόψη οι νόμοι που δρουν στην οικονομία. Είναι αξιο­
σημείωτο ότι παρόμοια σκέψη διατυπώνεται στην περίοδο της αστι­
κής επανάστασης στην Αγγλία, όταν η αστική τάξη χρησιμοποιού­
σε δραστήρια τους οικονομικούς νόμους στην πάλη της ενάντια στη
φεουδαρχία. «... Η επίδραση στο πολιτικό σώμα», έγραψε ο Πέτι,
κάνοντας παρομοίωση μεταξύ γιατρών και πολιτικών, «χωρίς γνώση
της συμμετρίας του, της δομής του και της σχέσης των μερών του,
είναι το ίδιο αβέβαιη όσο και η θεραπευτική πρακτική... των κο-
μπογιανιτών.»2 Οι συνετοί γιατροί, έγραψε, ενεργούν «με βάση τις
διαδικασίες της φύσης». «Στην πολιτική και την οικονομία είναι
απαραίτητο να κάνουμε το ίδιο», διαφορετικά^ αν διώξουμε τη φύση
από την πόρτα, αυτή θα μπει από το παράθυρο4.
Ο Πέτι συνειδητοποιούσε απόλυτα καθαρά ότι διαμόρφωνε τις βά­
σεις μιας νέας επιστήμης, την οποία ονόμασε «πολιτική ανατομία»
ή «πολιτική αριθμητική»5. Καθήκον αυτής της επιστήμης θεωρούσε
τη διερεύνηση της ουσίας των διαφόρων οικονομικών φαινομένων,
του κεφαλαίου, του εμπορίου, της γαιοπροσόδου, του τόκου κλπ.6
Τα θεμέλια της νέας επιστήμης, που εγκαινίασε ο Πέτι, είναι: η
προσέγγιση της κοινωνίας σαν «πολιτικού σώματος», υποταγμένου
στους αντικειμενικούς «φυσικούς νόμους», η κατανόηση του γεγονό­
τος ότι η εργασία αποτελεί τη στερεότερη βάση της ζωής της κοι­
νωνίας και η προσπάθεια μελέτης της με τη βοήθεια της ποσοτικής
της «αριθμητικής», καθώς και της αφηρημένης μεθόδου. Ο Κ.

1. Βλ. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 402.


2. Ου. Πέτι, Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 6, 38.
3. Ου. Πέτι, Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 90.
4. Ό .π ., σελ. 48.
5. Ό .π ., σελ. 90.
6. Ό .π ., σελ. 205.

47
έχοντας υπό^η τις εργασίες του Πέτι και ανάμεσα τους την
«*ολιηκή αριθμητική-, έγραφε ότι η άποψη του Ου. Πέτι για την
tpyeoio σαν πηγή του υλικού πλούτου «τον οδηγεί στην πολιτική
φΰμήτική, sou είναι η πρώτη μορφή, που με αυτήν η πολιτική οι­
κονομία ξεχωρίζει σαν ανεξάρτητη επιστήμη»1
Η χρησιμοποίηση της νέας μεθόδου 'για την ανάλυση των οικο­
νομικών διαδικασιών έδοσε τη δυνατότητα στον Πέτι να κάνει μια
<κιρβ μεγάλες ανακαλύψεις. Αυτός ανακάλυψε το γεγονός ότι η α­
νταλλαγή των εμπορευμάτων ρυθμίζεται από την εργασία που δαπα-
νήθηκε για την παραγωγή του\ Αυτός επίσης πρωτοδιατύπωσε την
εργασιακή θεωρία της αξίας, που έπαιξε έναν πραγματικά ιδιαίτερο
ρόλο στην ανάπτυξη της επιστημονικής πολιτικής οικονομίας3.
Οι εξωτερικά σκόρπιες θεωρητικές αναλύσεις του Πέτι έχουν
στην πραγματικότητα εσωτερική βάση την εργασιακή θεωρία της
αξίας. Από τις θέσεις αυτής της θεωρίας ο Πέτι προσπαθεί να δόσει
εξήγηση σε μια ολόκληρη σειρά οικονομικών φαινομένων: στην τι­
μή τ»ν εμπορευμάτων στην αγορά, στο μισθό, τη γαιοπρόσοδο, την
ημή της γης κλπ.
Στην Πραγματεία για τους φόρους και τις εισφορές ο Πέτι έγραφε:
-Αν κάποιος μπορεί να εξορύξει... και να φέρει στο Λονδίνο μια
ουγγιά αργύρου στον ίδιο ακριβώς χρόνο που στη διάρκειά του εί­
ναι σε θέση να παράγει ένα μπούσελ* σιτάρι, τότε η πρώτη αποτε­
λεί τη φυσική τιμή του άλλου...»4 Ο όρος «φυσική τιμή» φέρνει
ε&ό, ολοφάνερα ίχνη του εμποροκρατισμού: η αξία του εμπορεύμα­
τος καθορίζεται από τον Πέτι με βάση την ανταλλακτική αξία και
αυτή η τελευταία μέσω της χρηματικής μορφής της αξίας.
Η δοσμένη ποσότητα αργύρου, κατά τη γνώμη του Πέτι, τότε εί­
ναι η «φυσική τιμή» ενός ορισμένου εμπορεύματος, όταν για την

1. Κ. Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, εκδ. «Οικονομική και Φιλοσο­


φική Βιβλιοθήκη». Αθήνα, 1956, σελ. 37.
2. Μια κρωτότυπη εξήγηση των πηγών της εργασιακής θεωρίας της αξίας δί-
ν« στην έρεννά του Wfflm Petty, a Study in the Formation o f his Political Arith-
metk'Atuimy (τόμ. 1, Τόκιο, 1958, τόμ. 2, Τόκιο, 1964) ο οικονομολόγος Σ.
Μαισουκάβα.
3. «Η δκπύιυοση από τον Πέτι της εργασιακής θεωρίας της αξίας και η εφαρ­
μογή της στις κατηγορίες, πρόσοδος και τόκος, όπως και στο πρόβλημα του
χρήματος. α«οτέλεσαν την αφετηρία για την ανάπτυξη της κλασικής οικονομι­
κής επιστήμης...- (Ε. Strauss, Sir Witlian Petty, London. 1954, σελ. 217).
* Μκούσελ (αγγλ. bushel). Μονάδα χωρητικότητας που χρησιμοποιείται για τα
χίιμα υλικά στις χώρες του βρετανικού μετρικού συστήματος. Οι διαστάσεις του
μβσύσιλ διαφέρουν από χώρα σε χώρα: στη Μεγάλη Βρετανία είναι ίσο με 36,37
λίτρο, στις ΗΠΑ με 35,24 λίτρα (σημ. εκδ.).
4. Ου. Πέη, Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 40.


παραγωγή και του ενός και του άλλου ξοδεύεται ίση ποσότητα ερ­
γασίας. Συνεπώς, «η φυσική τιμή» είναι εκείνη η τιμή του εμπορεύ­
ματος, η οποία καθορίζεται από την κατανάλωση εργασίας για την
παραγωγή του. Σε μια σειρά θέσεις ο Πέτι ορίζει τη «φυσική τιμή»
άμεσα από τη δαπάνη εργασίας για την παραγωγή εμπορεύματος,
και όχι μέσω χρηματικού υλικού: του αργύρου . «Με τη (fit/αική τι­
μή», έγραψε ο Κ. Μαρξ για τον Πέτι, «εννοεί πράγματι την αξία»2,
θεωρώντας την εργασία σαν πηγή αξίας.
Αυτή είναι η πρώτη στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας διατύ­
πωση της εργασιακής θεωρίας της αξίας.
Σε αντίθεση με τη «φυσική τιμή» ο Πέτι ξεχωρίζει την «τεχνητή
τιμή», η οποία εξαρτάται όχι μόνο από τη δαπάνη εργασίας, αλλά
και από πολλούς άλλους παράγοντες. Οι ποσοτικές σχέσεις μεταξύ
αργύρου και σταριού, μπορούν να αλλάξουν όχι μόνο κάτω από την
επίδραση των μεταβολών της αξίας τους, αλλά και των διακυμάνσε­
ων στη ζήτηση και προσφορά του σταριού. Αυτό, προφανώς, εννοού­
σε και ο Πέτι όταν έγραφε: «... Οι σχέσεις ανάμεσα στο στάρι και
στον άργυρο σημαίνουν μόνο την τεχνητή αξία και όχι τη φυσι­
κή...»3 Με την «τεχνητή τιμή», στην πράξη εννοεί την τιμή του εμ­
πορεύματος στην αγορά. Επομένως, η αντιπαράθεση «φυσικής» και
«τεχνητής» τιμής είναι αντιπαράθεση αξίας και τιμής στην αγορά,
είναι προσπάθεια διαχωρισμού αυτών των δυο φαινομένων.
Μ&γάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κατηγορία «πολιτική τιμή».
Με τον όρο αυτό, ο Πέτι, όπως και με τη «φυσική τιμή», εννοεί τα
έξοδα εργασίας για την παραγωγή εμπορευμάτων, δηλαδή, την αξία
τους. Η ιδιαιτερότητα της «πολιτικής τιμής» συνίσταται στο ότι μ ’
αυτήν εννοείται η δαπάνη εργασίας για την παραγωγή εμπορευμά­
των πάνω από την αναγκαία ποσότητα αυτής της δαπάνης («φυσική
τιμή»), που αντανακλά την επίδραση δυσμενών πολιτικών παραγό­
ντων στην παραγωγή. Για τον Πέτι, σύγχρονο της αστικής επανά­
στασης και του εμφύλιου πολέμου, ο διαχωρισμός της «φυσικής τι­
μής», δηλαδή της δαπάνης εργασίας σε κανονικέ' συνθήκες παρα­
γωγής, και της «πολιτικής τιμής», δηλαδή της δαπάνης εργασίας
για παραγωγή σε δυσμενείς κοινωνικές (πολιτικές) συνθήκες, είχε
μεγάλη σημασία. Η «πολιτική τιμή» για τον Πέτι, είναι μια ιδιό­
μορφη κατηγορία της αξίας και όχι η χρηματική μορφή της, δηλα­
δή της τιμής, όπως αυτό συχνά ερμηνεύεται ακόμη και σε σοβαρές
έρευνες της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας4.

1. Ου. Πέτι, ό.π., σελ. 73.


2. Κ. Μαρξ, θεωρ'κ για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 395.
3. Ου. Πέτι, Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 73.
4. Ντ. I. Ρόζενμπεργκ, Ιστορία της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 1, Μόσχα, εκδ.
«Σοτσεκγκΐζ», 1940, σελ. 74.
ΛνΠΛαραβίωντιΐι, τη -φυσική» kui την -π ο λ ίτικ η ·· τιμ ή , ο Π έ τ ι
iit»WNh. «.. η <(Μ>ιυλι>'ΐκή ακρίβεια ή ψ βή νεια . ε ςα μ τώ ν χ α ι α κ ό το
Woα u p to o o u p u ή λι/άχερω, urtuiu>i>viai γ ια τη ν ικανό-
ιοιηοΐ( tu t φυαιολυ^ικών αναγκών... Η π ο λ ιτ ικ ή ό μ ω ς φ θήνεια
ίςαρίαται ι«υ :ο w oo ασήμαντο είναι το π λ εό να σ μ α τω ν χ ερ ιώ ν a t
κ«Λίω -«ayytA^iu *άνω απύ τον αναγκαίο γι ’ α υτό α ρ ιθ μ ό ανθρώ-
W*· Για καράάιιμα, το στάρι ttu είναι δυο φ ο ρ ές α κ ρ ιβ ό τ ε ρ ο εκεί
own tsaji^tKiv 3D0 κτηματίες «ου κάνουν τη ν ίδ ια ε ρ γ α σ ία , την
tMwa β* μπορούσαν να κάνουν Ι00 άνθρωποι».
Κατ« τον Πίτι, η -πολιτική τιμή» είναι παραλλαγή της «φυσικής
:»μι^-, Εξειάςοντας το γεγονός ότι εξαιτίας της αύξησης των εξό-
4#ν tpyuouis —κάνω από το αναγκαίο σε φυσιολογικές συνθήκες
ttwi&o — η «φυσική τιμή» αυξάνει κατά τέσσερις φορές, ο Πέτι
ίγραι**: «η φυσική τιμή τετραπλασιάζεται, και αυτή η τετραπλάσια
ημή είναι η κραγμαηκή πολιτική τιμή, υπολογισμένη με βάση τους
ΙΜίκους καράγοντες. Και αυτή η τελευταία, σε σύγκριση με το συ-
«|θ»βμέ¥ο τβ^νηχό στάνταρ, τον άργυρο, δίνει το ζητούμενο, δηλαδή
nyt κραγματική τιμή της αγοράς»1.
Ετσι, με τη «φυσική» και την «πολιτική» τιμή ο Πέτι εννοεί τη
4β*άνη Εργασίας για την παραγωγή του εμπορεύματος, δηλαδή την
αξία του. Πραγματική τιμή του εμπορεύματος θεωρεί την έκφραση
της «φυσικής» ή της «πολιτικής» τιμής (όπως στην πιο πάνω διατύ-
Μβη ίου Πέτι) σε χρήμα-εμπόρευμα, σε ασήμι.
Πολλές σνγχύσεις Τ0υ Πέτι έχουν τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας.
Εται, στους διαλογισμούς του για τις πηγές αξίας των εμπορευμά­
των, σκόνταψε άθελά του στο πρόβλημα του διαχωρισμού της ατο­
μικής και της κοινωνικής αξίας του εμπορεύματος. Πρόσεξε ότι, σε
ορισμένες ιεριηώσεις, κάποιο μεμονωμένο εμπόρευμα, αν και δεν
ξο&ϋεται για την παραγωγή του καμιά εργασία, αυτό ωστόσο που­
λιέται όιηος και όλα τα όμοια εμπορεύματα σε ίδιες με αυτά τιμές.
Tino είναι, για καράδειγμα, το κρέας, που αποκτήθηκε ύστερα από
ανάηυξη των ζώων στη φύση, χωρίς να καταναλωθεί καμιά ανθρώ-
ηνη εργασία για την παραγωγή του. Από δω ‘ο Πέτι έβγαζε το συ-
μχέρασμα ότι όχι μόνο η εργασία, αλλά και η γη παίρνει μέρος στη
Stptoopfia της αξίας των εμπορευμάτων και κατά συνέπεια, είναι
αιαραιτητο να βρεθεί η «φυσική εξίσωση μεταξύ της γης και της
εργασίας»2.
Qmtoo. το παράδειγμα της φυσικής εκτροφής των ζώων δείχνει
ένα ολότελα διαφορετικό πράγμα. Ο Πέτι μιλά για δυο διαπλεκόμε-
νες μεταξύ τους διαδικασίες που δεν μπόρεσε να καταλάβει και να
διαχωρίσει. Πρώτο, ότι η αξία δημιουργείται όχι από την ατομική,

1.0*>. Πίτ», Οικονομικά; και στατιστικές εργασίες, σελ. 73.


1 Ου. Πέτι, Οκστομηάς και στατιστικές εργασίες, σελ. 35.
αΑ.Αα αιιο ιην κοινωνική εργασία και a t κείνες τις περικιώβ*ις (αρ­
κετά σπάνιες), που στη δοσμένη μονάδα εμπορεύματος δεν ξοδεύτη­
κε καμιά ατομική εργασία (για παράδειγμα, ο φυσικός, καθαρός
χρυσός) και η αξία και αυτού του εμχορεύματος καθορίζεται όπως
και των άλλων, δηλαδή από τη δαπάνη της κοινωνικής εργασίας,
που κατά μέσο όρο αντιστοιχεί στη μονάδα εμπορεύματος αυτού το»;
είδους. Στον Πέτι προκαλούσε αμηχανία εκείνη η παράδοξη μορφή
που παίρνει ο ορισμός της αξίας του εμπορεύματος: φανερά έξοόα
εργασίας για τη δοσμένη μονάδα εμπορεύματος δεν υπάρχουν, αλλά
τα κοινωνικά έξοδα εργασίας καθορίζουν την αξία -πίσω από την
πλάτη του εμπορευματοκαραγωγού». Δεύτερο, το συγκεκριμένο «·-
ράδειγμα είναι απόδειξη ότι η φύση μετέχει μόνο στη έημ4οοργία
της αξίας χρήσης του εμπορεύματος και καθόλου στην αξία του.
Προς τιμή του Πέτι, πρέπει να πούμε ότι ξεπερνά θαυμάσια τις
δυσκολίες στην αναζήτηση της «εξίσωσης» μεταξύ της γης και της
εργασίας, ανάγοντας την αξία αυτής της γης — στην πραγματικότη­
τα την τιμή της, την οποία αυτός εξετάζει σαν καπιταλιστική γαιο-
πρόσοδο — στα έξοδα εργασίας1.
Ξεκινώντας από την εργασιακή θεωρία της αξίας, ο Πέτι προσπά­
θησε να λύσει μια σειρά σοβαρά θεωρητικά προβλήματα. Ετσι,
στην πράξη, θέτει το ζήτημα της ιδιαιτερότητας της εργασίας, η
οποία δημιουργεί την αξία. Ωστόσο, λύνει αυτό το ζήτημα λαθεμέ­
να, στο πνεύμα του μερκαντιλισμού. Ο Ου. Πέτι θεωρεί ότι μόνο η
εργασία για την εξόρυξη των ευγενών μετάλλων, αυτό το ιδιαίτερο
είδος της συγκεκριμένης εργασίας, είναι η άμεση πηγή της ανταλ­
λακτικής αξίας. Ωστόσο στον Πέτι δημιουργείται η σκέψη ότι «η
διαφορά στο είδος της εργασίας, δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο.
Σημασία έχει εδώ μόνο ο χρόνος εργασίας»2.
Ωστόσο, οι εμποροκρατικές αυταπάτες, από τις οποίες ο Πέτι
ελευθερώνεται πολύ αργά, δεν του επέτρεπαν, κατά κανόνα, κατά
την ανάλυση της αξίας, να κάνει αφαίρεση από τη χρηματική της
μορφή. Ό λ α αυτά μαρτυρούν ότι, ανεξάρτητα από το βήμα που
έκανε προς τα εμπρός, στο διαχωρισμό της αξίας και της τιμής, ο
Πέτι δεν χαράζει καθαρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους.
Ο Κ. Μαρξ έγραφε ότι ο Πέτι δέχεται την ανταλλακτική αξία <*ε
κείνη τη μορφή, στην οποία αυτή εμφανίζεται στη διαδικασία της
ανταλλαγής εμπορευμάτων και ειδικότερα σαν χρήμα. Ωστόσο, ακό­
μη και η τέτια, εμποροκρατική προσέγγιση της ανάλυσης της αξίας
περιέχει ένα ορθολογικό σημείο. Το χρήμα εξετάζεται από τον Πέτι
σαν η αληθινή μορφή της αξίας. Στο σημείο αυτό υπάρχει κάποια

1. Β.Σ. Αφανάσιεφ, Η εμφάνιση της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας (Ουί-


λ.ιαμ Πέτι), Μόσχα. εκδ. «Σοτσεκγκΐζ», I960, σελ. 53-58. 96-100.
2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1. σελ. 397.

51
έν&4ςη για την κατανόηση της αξίας σ αν μορφής κ ο ιν ω νικ ή ς ερ-
yaoiOv «ρέπουμε λοιπόν σ ' αυτόν τον καθορισμό της έννοιας»,
όβως έγραψε ο Κ. Μαρξ.
Ητοι, m αντιλήψεις του Πέτι για την αξία, δεν είναι ακόμη πολύ
αναπτυγμένες. Επιπλέον, περιέχουν σπέρματα χυδαίω ν θεωριών.
Μπερδεύοντας συχνά την ανταλλακτική αξία και την αξία χρήσης,
ο Πίτι μαζί με την εργασία ανακηρύσσει σαν πηγή αξίας τη φύση
και τη γη, εννοώντας με «γη» την τιμή μάλλον της γη ς, παρά την
ουσία της φύσης'. Ταυτόχρονα, υποστηρίζει ότι η αξία καθορίζεται
από το μισθό. Τέτιου είδους λάθη οφείλονται, πριν α π ’ όλα, στο ότι
δεν κατανοεί το διττό χαρακτήρα της εργασίας και εξαιτίας αυτού
συγχέει την αξία και την αξία χρήσης του εμπορεύματος, και συνε-
κώς και τους παράγοντες που μετέχουν, από τη μια, στη δημιουργία
της αξίας του εμπορεύματος (την αφηρημένη εργασία), και, από την
άλλη, στην παραγωγή της αξίας χρήσης (τη συγκεκριμένη εργασία,
τα μέσα και τα αντικείμενα εργασίας). Τα λάθη του Π έτι στη θεωρία
της αξίας συνδέονται και με το γεγονός ότι δεν κατανοεί (όπως και
όλοι οι εκπρόσωποι της κλασικής αστικής π ολιτική ς οικονομίας)
τη μετατροπή της αξίας σε τιμή παραγωγής.
Η αντιφατικότητα της θέσης του Πέτι στο ζήτημα της αξίας είναι
απόλυτα φυσική. Και δεν πρόκειται μόνο για τη σ τενότη τα εξαιτίας
της αστικής του προέλευσης. Σαν πρώτος εκπρόσω πος της κλασι­
κής αστικής πολιτικής οικονομίας, από ανάγκη αναζητά, πειραματί­
ζεται και μόλις ψηλαφεί τη σωστή προσέγγιση της λύσης του προ­
βλήματος της αξίας του εμπορεύματος.
Η εργασιακή θεωρία της αξίας αποτελεί κάτι σαν άξονα των θεω­
ρητικών σκέψεων του Πέτι. Από τις θέσεις της προσεγγίζει την ανά­
λυση της παραγωγικής εργασίας, τα προβλήματα της υπεραξίας
(γνωστής σ ’ αυτόν μόνο με τη μορφή της προσόδου και του τόκου),
το πρόβλημα της αξίας των ευγενών μετάλλων και της ποσότητας
του χρήματος, που είναι αναγκαία για την κυκλοφορία, καθώς και
το πρόβλημα της τιμής της γης.
0 Πέτι είδε ότι το χρήμα (και συγκεκριμένα ο χρυσός και ο άρ­
γυρος) είναι εμπόρευμα και ότι η αξία αυτού του εμπορεύματος κα­
θορίζεται αχό την εργασία που δαπανήθηκε για τη ν κατασκευή του.
Αυτό φαίνεται, ειδικότερα, στην αντιπαραβολή της αξίας του άργυ­
ρον και του σταριού κατά την ανάλυση της «φυσικής τιμής» του
σταριού.
0 Πέτι έδειξε εξαντλητικά την ανεδαφικότητα των σχεδίω ν εφεύ­
ρεσης ενός γενικού θεραπευτικού οικονομικού μέσου με την πολιτι­
κή της φθοράς των νομισμάτων. Η μείωση του μεταλλικού περιεχο­

1. Κ. Μαρξ, θαορ'Ά; για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 402.


1 Βλ. στο ίδιο.

S2
μένου των νομισμάτων, κατά τη γνώμη του, δεν είναι σε καμιά περί­
πτωση, πηγή αύξησης του πλούτου της χώρας. «Γιατί, αν ο πλούτος
της χώρας», έγραψε ο Πέτι, «μπορεί να διπλασιαστεί με κυβερνητι­
κές διατάξεις, τότε δεν καταλαβαίνει κανείς γιατί τέτιες διατάξεις
δεν εκδόθηκαν νωρίτερα από την κυβέρνησή μας»1. Ο Πέτι καταλα­
βαίνει ότι «η αύξηση της ονομαστικής αξίας ή η φθορά του χρήμα­
τος είναι πολύ δυσάρεστος και άνισος τρόπος επιβάρυνσης του
πληθυσμού»2. Η αύξηση, έγραψε, της αξίας του χρήματος, σε συνθή­
κες σταθερότητας του μισθού «θα σήμαινε φορολόγηση μόνο των
εργατών»3.
Ο Πέτι δεν υποκλίνεται μπροστά στο χρήμα, όπως κάνουν οι ε­
μποροκράτες. Θεωρεί ότι η περισσότερο ή λιγότερο απαραίτητη πο­
σότητα του χρήματος, είναι στον ίδιο βαθμό επιζήμια για τη χώρα
και την οικονομία της.
Σχετικά μ ’ αυτό, ο Πέτι θέτει το πρόβλημα της ποσότητας του
χρήματος, που είναι αναγκαίο για την κυκλοφορία. Στην Πραγματεία
για τους φόρους και τις εισφορές, έγραψε: «... Υποστηρίζω ότι υπάρχει
καθορισμένο μέτρο ή αναλογία του χρήματος που είναι απαραίτητο
για το εμπόριο της χώρας.»4
Επιπρόσθετα, ο Πέτι πλησιάζει στη σωστή εννόηση των παρα­
γόντων που καθορίζουν την ποσότητα του χρήματος στην κυκλοφο­
ρία, του συνόλου των τιμών της μάζας των εμπορευμάτων και της
Ταχύτητας της κυκλοφορίας του χρήματος. Ωστόσο, καθοριστικό ρό­
λο αποδίδει στον τελευταίο παράγοντα. «... Η ποσότητα... του ανα­
γκαίου για... το εμπόριο χρήματος»,· έγραψε, «πρέπει... να καθορίζε­
ται από τη συχνότητα των συναλλαγών και το μέγεθος των πληρω­
μών που με βάση το νόμο ή τη συνήθεια γίνονται κατά άλλο τρό­
πο.»5
Ιδιαίτερα εμβριθής, για εκείνο τον καιρό, είναι η ερμηνεία του Πέ­
τι για το πρόβλημα της παραγωγικής εργασίας. Εξετάζοντας την
εργασία στη λειτουργία της ως πηγής του υλικού πλούτου, ο Πέτι
διατύπωσε μια θέση που έγινε διάσημη: «Η εργασία είναι ο πατέρας
και ο ενεργητικός παράγοντας του πλούτου και η γη είναι η μητέρα
του.»6 Στο σημείο αυτό εκφράζεται η γενική θέση του Πέτι στο πρό­
βλημα της παραγωγικής εργασίας. Τέτια θεωρεί αυτός την εργασία
που δημιουργεί τον εμπράγματο πλούτο της κοινωνίας. Στην «πολι­
τική αριθμητική» του χωρίζει όλο τον πληθυσμό της χώρας σε δυο

1. Ου. Πέτι, Οικονομικές κω στατιστικές εργασίες, σελ. 212.


2. Ό .π ., σελ. 74.
3. Ό .π ., σελ. 70.
4. Ου. Πέτι, Οικονομικές κω στατιστικές εργασίες, σελ. 28.
5. Στο ίδιο.
6. Ου. Πέτι, Οικονομικές κω στατιστικές εργασίες, σελ. 55.

53
μέρη; I) σε άτομα που παράγουν υλικά αντικείμενα ή αντικείμενα
πραγματικά ωφέλιμα και πολύτιμα για την κοινωνία, και 2) σε άτο­
μα τα οποία δεν παράγουν αυτά τα τελευταία1.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν ακόμη και σήμερα οι θέσεις του Πέτι
για την ανάγκη του ολόπλευρου περιορισμού της μη παραγωγικής
εργασίας. Διευκρινίζοντας αυτή τη θέση του, ο Πέτι έγραφε:
«Υπάρχουν τόσα καθήκοντα, που εκτελούνται ολοκληρωτικά από
τους βοηθούς έναντι ασήμαντης αμοιβής, ενώ οι προϊστάμενοί τους
παίρνουν δέκα φορές περισσότερα, αν και δεν ξέρουν καθόλου ούτε
αυτό που έγινε, ούτε αυτό που θα έπρεπε να γίνει στη μια ή την άλ­
λη περίπτωση.»2
Μη παραγωγική θεωρεί ο Πέτι, την εργασία των εμπόρων, και
απαιτεί τη μείωση του αριθμού τους. «' Ενα μεγάλο μέρος από αυ­
τούς, που, σύμφωνα με το δίκαιο και την τάξη, δεν δικαιούται να πά­
ρει τίποτα αχό την κοινωνία, θα μπορούσε επίσης να λείψει, γιατί
axoTckhai από ένα είδος χαρτοπαίκτες που παίζουν μεταξύ τους τα
ηροϊόντα της εργασίας των φτωχών, χωρίς να παράγουν τίποτα οι ίδι­
οι, και που, όπως οι φλέβες και οι αρτηρίες, διανέμουν απλώς σε διά­
φορες κατευθύνσεις το αίμα και τους θρεπτικούς χυμούς του κοινω­
νικού σώματος, δηλαδή το προϊόν της αγροτικής οικονομίας και
της βιομηχανίας.»3
Οι αντιλήψεις αυτές του Πέτι του επέτρεψαν να διαχω ρίσει αρκε­
τά καθαρά τις εκμεταλλεύτριες παρασιτικές τάξεις της κοινωνίας,
■οι οποίες δεν κάνουν τίποτε, παρά μόνο τρώνε, πίνουν, τραγου­
δούν, παίζουν και χορεύουν»4 και τις δυναστευόμενες τάξεις, που με
την εργασία τους δημιουργούν τον πλούτο όλης της κοινωνίας.
Ταυτόχρονα, έχει σημασία να σημειώσουμε και τον περιορισμένο
χαρακτήρα της θέσης του Ου. Πέτι. Γιατί κριτήριο της παραγωγι­
κής εργασίας θεωρεί μια από τις ιδιότητες της αξίας χρή ση ς που
παράγει αυτή η εργασία και συγκεκριμένα τον εμπράγματο χαρακτή­
ρα της. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κ. Μαρξ κάνει λόγο για «συλλογι­
σμό του Σμιθ» σ’ αυτή τη θέση του Πέτι . Και πραγματικά, κριτήριο
της παραγωγικής εργασίας, από την άποψη της απλής διαδικασίας
της εργασίας, δηλαδή της διαδικασίας της παραγωγής αξίας χρή­
σης, είναι η αξία χρήσης αυτή καθαυτή και όχι κάποια από τις ιδιό-
τητέςτης.
Υ«άρχει όμως και μια άλλη πλευρά στις αντιλήψεις του Πέτι για
την παραγωγική εργασία, που συγγενεύει με τις θέσεις του έμπορο­

ί. Βλ. ό.η., σελ. 173.


1 Λ). Πέτι. Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 20.
3. Παρατίθεται ακό: Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 393.
♦. Ου. Πίιι. Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 173.
5. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 178.

54
κρατισμού. Παραγωγική ανακηρύσσεται η εργασία που αυξάνει την
ποσότητα του χρυσού και του αργύρου στη χώρα. ΓΓ αυτό, στους
παραγωγικούς εργάτες, που είναι «τα αληθινά στηρίγματα κάθε κοι­
νωνίας», περιλαμβάνονται και οι ναυτικοί, οι στρατιώτες και οι έ­
μποροι. Σ ’ αυτή τη θέση, από τη μια πλευρά εκδηλώνεται μια προ­
σέγγιση του προβλήματος με βάση το φετιχισμό του εμπορεύματος,
προσέγγιση που συνδέει τα κριτήρια της παραγωγικής εργασίας με
την ιδιαιτερότητα της αξίας χρήσης του παραγόμενου προϊόντος
και συγκεκριμένα με τις ιδιότητες των ευγενών μετάλλων σαν τέτιων
από την άλλη, διαφαίνεται μια προσπάθεια — που δεν συνειδητο­
ποιείται από τον Πέτι — σύνδεσης αυτού του κριτηρίου με την κοι­
νωνική μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και συγκε­
κριμένα με τη διαδικασία παραγωγής της'υπεραξίας.
Οι απόψεις του Πέτι για το πρόβλημα της παραγωγικής εργασίας,
που έκαναν την αρχή της επιστημονικής προσέγγισης του δοσμένου
προβλήματος, έπαιξαν, αναμφίβολα, προοδευτικό ρόλο. Ταυτόχρονα
όμως, κι αυτές, όπως άλλωστε και πολλές άλλες του αντιλήψεις,
από τις οποίες βγάζει σημαντικά για την τάξη του πρακτικά συμπε­
ράσματα, αποτελούν ολοφάνερη μαρτυρία ότι η οικονομικοπρακτι-
κή λειτουργία της αστικής πολιτικής οικονομίας δεν είναι προϊόν
των τελευταίων δεκαετιών, αλλά ότι επιτελούνταν ήδη από την κλα­
σική σχολή.
Από τις θέσεις· της εργασιακής θεωρίας της αξίας, ο Πέτι προσπά­
θησε να ερευνήσει την υπεραξία, η οποία στο έργο του εμφανίζεται
με τη μορφή της γαιοπροσόδου (σαν γενική μορφή υπεραξίας) και
του πιστωτικού τόκου σαν παραγώγου από τη γαιοπρόσοδο, και τη
διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, από την άποψη της
χρηματικής (και όχι της εμπορευματικής) μορφής του βιομηχανικού
κεφαλαίου, πράγμα που δυσκολεύει πολύ την επίλυση του ζητήμα­
τος.
Ο Πέτι δεν έδοσε μια συστηματική έκθεση των απόψεών του για
την υπεραξία. Ωστόσο, οι σκέψεις του γ ι ’ αυτό το ζήτημα, που
έχουν παρεισφρύσει στους διαλογισμούς του για καθαρά πρακτικά
ζητήματα, έχουν χωρίς αμφιβολία εσωτερική βάση.
Ο Πέτι ξεκινούσε από το ότι η αξία του εμπορεύματος δημιουρ-
γείται με την εργασία του εργάτη. Ωστόσο, ο εργάτης δεν παίρνει
όλη την αξία που δημιουργεί, δεδομένου ότι ο μισθός οφείλει να
εξασφαλίζει μόνο την ύπαρξή του1. Αυτό σημαίνει ότι ο Πέτι δια­
χώριζε την αξία που δημιουργούνταν από τον εργάτη και την αξία
που έπαιρνε ο εργάτης, διαφορά, που η κατανόησή της είναι απόλυ­
τα απαραίτητη για να εξηγηθεί η φύση της υπεραξίας.
Τη διαφορά μεταξύ της αξίας του εμπορεύματος και του μισθού, ο

1. Ου. Πέτι, Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 70-71.

55
Πέη ονομβζΕί πρύσοίο. Συνεπώς, η πρόσοδος είναι γ Γ αυτόν,
φοΐόν της εργασίας και όχι της γης. Επιπρόσθετα, η πρόσοδος, μ '
ai<rij την έννοια, είναι αποτέλεσμα ιδιοποίησης ξένης απλήρωτης
ιργαοιον Ο Πέτι, όπως έγραφε ο Κ. Μαρξ, παρουσιάζει την πρόσο­
δο (την υπεραξία) σαν περίσσευμα, που ο επιχειρηματίας το βγάζει
κάνα αχό ιον αναγκαίο χρόνο εργασίας1.
0 Πέτι, πρώτος στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας, πλησία­
σε στην εννόηση της εκμεταλλευτικής ουσίας των καπιταλιστικών
οχέσεων. Είδε ότι το προϊόν που παράγει ο εργάτης μοιράζεται ανά­
μεσα στον καπιταλιστή και τον εργάτη, ότι υπάρχει μια αντιστρο­
φές ανάλογη εξάρτηση ανάμεσα στην πρόσοδο και στο μισθό.
όοχόοο, ο Πέτι δεν επεξεργάστηκε ακόμη μια ορολογία, πρυ να
αντιστοιχεί στις καπιταλιστικές σχέσεις. Στο έργο του, για παρά­
δειγμα, απουσιάζει τελείως η κατηγορία του κέρδους, δεδομένου ότι
η πρόσοδος εμπεριέχει όλο το περίσσευμα πάνω από τα έξοδα της
παραγωγής. «Η πρόσοδος εδώ συμπεριλαμβάνει το κέρδος. Δεν έχει
ακόμα χαριστεί από την πρόσοδο»2, έγραφε ο Κ. Μαρξ για τις ερ-
γασύς του Πέτι.
Η γαιοπρόσοδος είναι για τον Πέτι η βασική μορφή της υπερα­
ξίας, Ακριβώς από τη γαιοπρόσοδο και την τιμή της γης βγάζει τη
«χρηματική πρόσοδο», τον πιστωτικό τόκο3. Αυτό το λάθος, που
σχετίζεται πάλι με την ελλιπή ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέ-
®ίβν, δεν επέτρεψε στον Πέτι να δόσει τον σωστό τύπο της τιμής
της γης, αν και η φύση της τιμής της γης αποκαλύφθηκε από τον
Π4τι, με την πρωτοτυπία που τον χαρακτηρίζει. Ο Πέτι θεωρούσε
την τιμή της γης σαν καθορισμένη ποσότητα ετήσιων γαιοπροσό-
δι»ν, δηλαδή, στην πράξη, σαν κεφαλαιοποιημένη γαιοπρόσοδο.
Όλα αυτά δείχνουν ότι το ζήτημα της υπεραξίας τέθηκε από τον
Πέη, θεωρητικά, όμως μελετήθηκε πολύ αδύνατα. ’ Οπως και όλοι
οι εκπρόσωποι της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας, ο Πέτι
δεν ερευνά την υπεραξία αυτή καθαυτή, ανεξάρτητα από τις συγκε­
κριμένες της μορφές. Και μάλιστα, ούτε καν θέτει το ζήτημα της
προέλευσης του βιομηχανικού κέρδους, για να μην πούμε για τα
προβλήματα του μέσου κέρδους, της απόλυτης προσόδου κλπ. Πηγή

1. Βλ. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 396.


1 Κ. Μαρξ, θαορκς για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 397. Κατά τη γνώμη του
άγγλου οικονομολόγου Ε. Στράους, ο Πέτι ταυτίζει το κέρδος με τον πιστωτικό
τόκο (Ε. Strauss. Sir WiHiam Petty, σελ. 213).
}. -Όσον αφορά τους τόκους, αυτοί πρέπει να είναι το λιγότερο ίσοι με την
κρόοοδο κου ακοφέρει η ποσότητα εκείνη της γης, που μπορεί να αγοραστεί με
ιβ ίδια χρήματα «ου δόθηκαν σε πίστωση...» (Ου. Πέτι, Οικονομικές και στατι­
στικές c/rjναβς, σελ. 38).

36
της προσόδου, ο Πέτι, μερικές φορές, θεωρεί τη φύση, τη γη. Η πρό­
σοδος γ ι ’ αυτόν είναι ένα αιώνιο, φυσικό φαινόμενο.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του Πέτι για το πρό­
βλημα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, σαν συστατικού στοιχείου
της θεωρίας της αναπαραγωγής, εξαιτίας της ανεπαρκούς μελέτης
αυτού του μέρους της κληρονομιάς του, και της σημασίας που δίνε­
ται σ ’ αυτή τη θεωρία στις μέρες μας, μαζί και στα πλαίσια της
κριτικής της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας.
Ο Πέτι ήταν ένας από τους πρώτους οικονομολόγους που πλησία­
σαν στη διερεύνηση του προβλήματος της κυκλοφορίας όλου του
κοινωνικού κεφαλαίου.
Σε διάκριση από τους εμποροκράτες που επικέντρωσαν όλη τους
την προσοχή στη λειτουργία του εμπορικού κεφαλαίου, ο Πέτι
ερευνά όχι μόνο το εμπορικό, αλλά και το βιομηχανικό κεφάλαιο.
Ά λλω στε, γ ι ’ αυτό και ο Πέτι θεωρείται ο ιδρυτής της κλασικής
πολιτικής οικονομίας, γιατί στα έργα του σημειώνεται το πέρασμα
από την ανάλυση του εμπορικού κεφαλαίου στη διερεύνηση του
βιομηχανικού. Ό τα ν ο Πέτι γράφει για το κεφάλαιο, που εξοικονο­
μεί «πολλή εργασία»1, αναφέρεται προφανώς όχι στο εμπορικό, αλλά
στο βιομηχανικό κεφάλαιο, και ακριβέστερα σε μια από τις εμπράγ­
ματες μορφές του: στα εργαλεία δουλιάς.
Ωστόσο, μη μπορώντας να ξεπεράσει ολότελα την επίδραση τοι>
εμποροκρατισμού, ο Πέτι, εξετάζει τη χρηματική μορφή του βιομη­
χανικού κεφαλαίου. Επιπρόσθετα, ο Πέτι συγχέει μόνιμα την απλή
κυκλοφορία του χρήματος με τη λειτουργία του σαν κεφαλαίου. Γ ι’
αυτό και το πρόβλημα της κυκλοφορίας όλου του κοινωνικού κεφα­
λαίου, συγχέεται από τον Πέτι με το πρόβλημα της ποσότητας του
χρήματος που απαιτείται για να «τεθεί σε κίνηση το εμπόριο του
έθνους».
Ετσι, στην Πραγματεία για τους φόρους και τις εισφορές, έγραψε:
«... Αν οι διαστάσεις των δημόσιων κρατήσεων ήταν τέτιες, ώστε να
μένει χρήμα λιγότερο α π’ ό,τι χρειάζεται για να γίνεται το εθνικό
εμπόριο, τότε οι βλαβερές επιπτώσεις αυτού του γεγονότος θα εκ­
φράζονταν στη μείωση της εργασίας, πράγμα που θα σήμαινε το
ίδιο με τη μείωση του αριθμού των κατοίκων ή της δημιουργικότη­
τας και του ζήλου τους.»2 Αυτή τη θέση ο Πέτι τη φωτίζει με την
ακόλουθη παράσταση: «Οι 100 λίρες, περνώντας από 100 χέρια, σαν
μισθός τους, δίνουν ώθηση στην παραγωγή εμπορευμάτων αξίας 10
χιλ. λιρών. Αυτά τα χέρια θα έμεναν χωρίς απασχόληση και δεν θα
απέδιδαν κανένα όφελος αν δεν υπήρχε αυτό το συνεχές κίνητρο για
τη χρησιμοποίησή τους.»3 .
1. Ου. Πέτι, Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 200.
2. Ου. Πέτι, Οικονομικές και στατιστικές εργασίες, σελ. 28-29.
3. Ό .π ., σελ. 29.

57
Είναι ολοφάνερο άτι, στην περίπτωση αυτή, ο Πέτι μιλάει όχι
για το χρφ*α αυτό καθαυτό, όχι για την ποσότητά του, που είναι
«β*αραΰηιη για τη διεξαγωγή του εθνικού εμπορίου**, αλλά για τη
χρηματική μορφή tou βιομηχανικού κεφαλαίου, που είναι απαραί­
τητο για την -πραγματοποίηση της εθνικής παραγωγής*·. Η μείωση
rat χρηματικού κεφαλαίου σαν συστατικού στοιχείου του βιομηχα­
νικού κεφαλαίου περιορίζει τη σφαίρα της καπιταλιστικής εκμετάλ­
λευσης (γι' ακτύ και ο Πέτι τάσσεται ενάντια στις υπέρογκες κρα­
τικές κρατήσεις). Αντίθετα, η αύξησή του διευρύνει αυτή τη σφαί­
ρα.
Στην πραγματικότητα, οι 100 λίρες, που αναφέρει ο Πέτι, ξοδεύ­
ονται οαν μεταβλητό κεφάλαιο για την αγορά εργατικής δύναμης
100 ανθρώπων. Με την εργασία τους, ο όγκος της παραγωγής των
εμπορευμάτων αυξάνεται κατά 10 χιλ. λίρες.
Μια προσπάθεια ανάλυσης του προβλήματος της κυκλοφορίας
όλο* too κεφαλαίου της κοινωνίας, επιχειρεί ο Πέτι και στην
Πολιτική ανατομία της Ιρλανδίας. Εκεί υποστηρίζει ότι όλο το
χρήμα sod υπάρχει, κάνει κυρίως τους εξής τρεις κύκλους: 1) Πλη­
ρωμή της προσόδου από όλα τα εδάφη, για μισό χρόνο. 2) Πληρωμή
τον ενός τετάρτου του ετήσιου ενοικίου των σπιτιών. 3) Πληρωμή
ίων εβδομαδιαίων εξόδων όλων των κατοίκων της Ιρλανδίας1. Ταυτό­
χρονα ο Πέτι ξεκινά από το ότι η γαιοπρόσοδος πληρώνεται για
μισό χρόνο, το ενοίκιο των σπιτιών κάθε τρίμηνο και ο μισθός δί­
νεται κάθε βδομάδα"’.
Τι αντιπροσωπεύουν, λοιπόν, αυτοί οι «τρεις κύκλοι»; Ο πρώτος
κύκλος χαρακτηρίζει, σ ’ έναν ορισμένο βαθμό, την κίνηση της υπε­
ραξίας που στον Πέτι εμφανίζεται με τη μορφή της προσόδου. Ο
δεύτερος, όπως φαίνεται, τα έξοδα του κεφαλαίου για την ενοικίαση
εγκαταστάσεων για παραγωγικούς σκοπούς. Ο τρίτος χαρακτηρίζει
την κυκλοφορία του μεταβλητού κεφαλαίου, δεδομένου ότι αντι-
χροσωκεΰει την εβδομαδιαία καταβολή μισθού για τη μίσθωση ερ­
γατών.
Έτστ, σ’ αυτές τις σκέψεις περιγράφονται τα βασικά σημεία της
κύκλισης της χρηματικής μορφής του βιομηχανικού κεφαλαίου. Με
μορφή τύπου μπορούμε να την εκφράσουμε με τον ακόλουθο τρόπο:
Χ-Ε™... Π.... E‘ - X', αν και ο Πέτι δεν κατόρθωσε να δόσει έναν
ακριβή τύπο αυτής της διαδικασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το
πρόβλημα «της ποσότητας του χρήματος που απαιτείται για την κυ­
κλοφορία», ο Πέτι το συνδέει πάντα με την «πληρωμή της προσό­
δου», την καταβολή μισθού στους εργάτες, «που παίρνουν και πλη-

1. Βλ. Ο.*., βελ. 127.


1 Ό.*., « λ. 84-85,203.

58
ριονουν χρήματα καβε Σάββατο··'. Livui προφανές ότι και εδώ πρό­
κειται όχι yiu το χρήμα αυτό καθαυτό, αλλά για τη χρηματική μορ­
φή τοι· βιομηχανικού κεφαλαίου.
Η προσέγγιση του Πέτι στο πρόβλημα της κυκλοφορίας τυι κοι­
νωνικού κεφαλαίου από την οπτική yu>viu της χρηματικής μορφής
του βιομηχανικού κεφαλαίου, δεν του επέτρεψι vu τοποθετήσει κά­
πως σωστά και να φωτίσει το πρόβλημα της αναπαραγωγής όλου
του κοινωνικού κεφαλαίου. Το ζήτημα, ειδικότερα, είναι ότι το κα­
θήκον αυτό μπορεί να λυθεί μόνο με βάση την ανάλυση της κυκλο­
φορίας της εμπορευματικής μορφής του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Ποια θέση κατέχει η θεωρία του Πέτι στην ιστορία της πολιτικής
οικονομίας; Πώς τον αξιολογούν οι σύγχρονοι αστοί ιστορικοί της
πολιτικής οικονομίας;
Η πλειοψηφία των σύγχρονων αστών οικονομολόγων τείνουν είτε
να αγνοούν τις οικονομικές θεωρίες αυτού του πρωτότυπου στοχα­
στή, είτε να επικεντρώνουν την προσοχή στις πιο αδύνατες, στις μη
επιστημονικές θέσεις της θεωρίας του. Σ ’ αυτούς τους σκοπούς υπο­
τάσσεται και η τοποθέτηση της θεωρίας του Πέτι στην ιστορία της
πολιτικής οικονομίας.
Σε μια ολόκληρη σειρά αστικών εγχειριδίων για την ιστορία της
οικονομικής θεωρίας δεν υπάρχει καν αναφορά στις αντιλήψεις του
Πέτι, στον επιφανή ρόλο που έπαιξε για τη δημιουργία και την ανά­
πτυξη της οικονομικής επιστήμης. Σε μια σειρά εργασίες, ο Πέτι
παρουσιάζεται σαν ιδρυτής της στατιστικής επιστήμης ή, στην κα­
λύτερη περίπτωση, σαν δημιουργός της στατιστικής μεθόδου στην
πολιτική οικονομία. Έ τσ ι ο Σούμπετερ, στην εργασία του Οικονο­
μική θεωρία και μέθοδος, υποστηρίζει ότι ο Πέτι «έχει ιδιαίτερο εν­
διαφέρον σαν στατιστικός»2. Στις οικονομικές θεωρίες του Πέτι, ο
Σούμπετερ σημειώνει μόνο τα μη επιστημονικά τους σημεία. Η τέ-
τιου είδους εκτίμηση του ρόλου του Πέτι εισχώρησε και στις αστι­
κές εγκυκλοπαίδειες και οδηγούς. Για παράδειγμα, στη Βρετανική
Εγκυκλοπαίδεια, δίπλα στην αναφορά ξεχωριστών, κυρίως μη επι­
στημονικών, θέσεων της οικονομικής θεωρίας του Πέτι. σημειώνε­
ται ότι αυτός «πρέπει να θεωρείται ως ο ιδρυτής της επιστήμης της
συγκρητικής στατιστικής»3. Οι άγγλοι οικονομολόγοι Τζ. Κρϊντι και
Ντ. Ο'Μ πράιαν, σε μια εργασία, ειδικά αφιερωμένη στην ιστορία
της οικονομικής σκέψης, χαρακτηρίζουν τον Πέτι σαν «πατέρα της
κοινωνικής στατιστικής», χωρίς να αναφέρουν ακόμη και τη μεγάλη

1. 0.π„ σελ. 84-85, 127,215.


2. J. Schumpeter, Economic Doctrine and Method, London, 1954, σελ. 30.
3. Encyclopaedia Britamica, τόμ. 17. σελ. 638.
«ροαφορα του σιη διαδικασία της διαμόρφωσης της θεωρητικής
*ολιιικής οικονομίας σαν επιστήμης1.
Αλλη ομάδα αστών οικονομολόγων θεωρεί τον Πέτι απλά σαν
t'vav uho τους εκπροσώπους του εμποροκρατισμού. Ο αστός οικο­
νομολόγος X. Σπίγκελ (Η. Spiegel), για παράδειγμα, στην εργασία Η
av&g:ο>ίη τψ, οικονομική*, σκέψης, μόνο ανάμεσα σ τ ’ άλλα και «εν
Μψόδω» αναφέρει τις απόψεις του Πέτι, ξεχωρίζοντας μόνο τα ε-
μκοροκρατικά στοιχεία της θεωρίας του. Τις εργασίες του Πέτι ο X.
Σ*ίγ«λ τις θεωρεί σαν «απλή συλλογή τυχαίων νύξεων»2. Έτσι,
εδώ. αγνοΰνται τελείως όλες οι επιστημονικές μελέτες του Πέτι
στον τομέα της οικονομικής θεωρίας. Οι θεωρίες του Πέτι ταυτίζο­
νται με τον εμποροκρατισμό και στην εργασία του αμερικανού
αστού οικονομολόγου Λ. Χάνεϊ (L. Haney) Ιστορία της οικονομικής
οκέφιχ'. Η διόγκωση των εμποροκρατικών καταλοίπων στις αντιλή­
γεις ίου Πέτι. αποτελεί μορφή πάλης της σύγχρονης χυδαίας πολι­
τικής οικονομίας ενάντια στα επιστημονικά στοιχεία των αστών
κλασικών.
Η πλειονότητα των αστών ιστορικών της πολιτικής οικονομίας,
μηχανεύονται διάφορους τρόπους για να παρακάμψουν το σημαντι­
κό γεγονός ότι ο Πέτι ήταν ο πρώτος που διατύπωσε την εργασιακή
θ<ωρία της αξίας. Επικεντρώνουν την προσοχή πριν α π ’ όλα στις
αναζητήσεις του για την εξίσωση εργασίας και γης ως παρα­
γόντων παραγωγής του πλούτου. «Έτσι», καταλήγει στην εξέταση
ίων θέσεων του Πέτι ο αμερικανός οικονομολόγος Τζ. Ουίλσον
(G. Wilson), «ο Πέτι ανήγαγε και πάλι τις πηγές της οικονομικής
ανόδου στη γη και στην εργασία, όπως το έκαναν ο Αριστοτέλης
και ο Ακινάτης...»4 Η ποιοτική διαφορά των εργασιών του Πέτι,
που έκανε την αρχή της κλασικής σχολής της αστικής πολιτικής
οικονομίας, και των προγενεστέρων του, με έναν τέτιο χαρακτηρι­
σμό του ρόλου των «κλασικών της οικονομικής θεωρίας», εξαλείφε­
ται τελείως.
Μια τρίτη ομάδα αστών οικονομολόγων βλέπει στον Πέτι τον
«πατέρα της κλασικής πολιτικής οικονομίας»5. Στην ουσία, ωστόσο,
μια τέτια εκτίμηση λίγο διαφέρει από τις προηγούμενες, δεδομένου

I. J. Greedy, D. O’ Brien, Economic Analysis in Historical Pespective, London,


1984. <πλ. 155.
1 H. Spiegel, The Development of Economic Thought. New York, 1952, σελ. 48.
3. L. Haney, History of Economic Thought, New York, 1949.
4. Classics of Economic Theory, εκδ. «G. W. Wilson», Bloomington, 1964, σελ.
21 .
5. J. F.A. BeU, History of Economic Thought, New York, 1953, σελ. 93. Βλ. επί­
σης Encyclopedia Americana, τόμ. 21, σελ. 697.

60
ότι με την έννοια «κλασική», στην πράξη, εννοείται η χυδαία πολι­
τική οικονομία.
Θα ήταν όμως λάθος να βγει απ’ αυτά ίο συμπέρασμα ότι ο Πέ­
τι δεν ήταν τυχερός με τη σύγχρονη δυτική οικονομική βιβλιογρα­
φία. Σε μια σειρά έρευνες δυτικών οικονομολόγων, που σε πολλά
βασίζονται στα αποτελέσματα της ανάλυσης του Κ. Μαρξ, η θεωρη­
τική κληρονομιά του Πέτι φωτίζεται αρκετά αντικειμενικά όπως,
για παράδειγμα, στη δίτομη εργασία, που σημειώσαμε πιο πάνω. του
ιάπωνα ιστορικού της πολιτικής οικονομίας Σ. Ματσουκάβα: Ουΐλι-
αμ Π έτι, διερεύνηση τη ς διαμόρφω σης της πολιτικής του αριθμητικής
- ανατομίας. Στο βιβλίο του αμερικανού οικονομολόγου Μ. Πέρελμαν
(Μ. Perelman) Η κλα σική πολιτική οικονομία, αναπαράγεται η μαρξική
εκτίμηση της θέσης του Πέτι στην ιστορία της πολιτικής οικονο­
μίας, εξετάζονται οι απόψεις του Πέτι για την πρωταρχική συσ­
σώρευση του κεφαλαίου και τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας1.
Ωστόσο οι τέτιου είδους εργασίες είναι μάλλον εξαιρέσεις, παρά
κανόνας.
Γενικά, όμως, η σύγχρονη αστική οικονομική σκέψη στάθηκε
ανίκανη να χαρακτηρίσει αντικειμενικά τις οικονομικές θεωρίες του
θεμελιωτή της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας.
Στο μεταξύ, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς το γεγονός ότι ο Πέ­
τι, αυτός ο μεγάλος άγγλος αστός στοχαστής του 17ου αιώνα, παρά
την αστική και την ιστορική του στενότητα, έκανε μια πολύ σημαν­
τική προσφορά στην οικονομική επιστήμη.
Εννοείται ότι οι απόψεις του Πέτι δεν είναι απαλλαγμένες από λά­
θη, από αστική στενότητα, από απλουστεύσεις, που χαρακτήριζαν
τα πρ,ώτα βήματα της οικονομικής επιστήμης. Ο Ουϊλιαμ Πέτι δεν
μπόρεσε να ξεπεράσει ολοκληρωτικά τη χαρακτηριστική για τον
εμποροκρατισμό κλαδική μονομέρεια- η πολιτική οικονομία στα χέ­
ρια του δεν απαλλάχθηκε ακόμη απόλυτα από τις παραπλήσιες επι­
στήμες: τη δημοσιονομική επιστήμη και τη στατιστική. Ωστόσο,
αυτά τα γεγονότα δεν μειώνουν καθόλου το αποφασιστικό γεγονός
ότι: ο Ουϊλιαμ Πέτι για πρώτη φορά στην ιστορία της κοινωνικής
σκέψης πλησίασε στην επιστημονική ανάλυση των οικονομικών
φαινομένων. Και δίκαια θεωρείται ο θεμελιωτής της κλασικής αστι­
κής πολιτικής οικονομίας.

1. Μ. Perelman, Classical Political Economy. Totowa, New Jersey, 1984. σελ.


64-70.

61
V H klll£T H M H ΤΩΝ ♦ U l O k P A ΙΏ Ν
I ΙΑ ΤΗ -Φ Υ ^ Κ Η ΜΛΡΛί η Γ Η »

Η ip«u>vpd:uq (>ιωριιι no»· διαμορφώθηκε στη FuXXiu otu μέσα


UN fSi>» α»ώ\α. αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή της κλασ ική ς u o n -
κής ι^'λιηκίν, οικονομίας. Ιτο κέντρο της προσοχής των φυσιοκρα­
τών βρισκόταν ΐ] δαρανηοη της οικονομίας μιας α γρ ο τική ς χώρας,
ο*«ς ήταν η Γαλλία nn> 18οι» αιώνα. Αυτή η ιδ ια ιτερ ό τη τα τοι< α­
ντικειμένου :>)ς έρα νος επέτρεψε στους φυσιοκράτες — αν και
ακοισίΑ,ε από τις αντιλήψεις τους η εργασιακή θεωρία της αξίας
— \α φτάσουν στην ανακάλυψη μιας σειράς σοβαρώ ν νομοτελειώ ν
τλ; καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ταυτίζοντας, κατά κανόνα,
την αςία του εμπορεύματος με την αξία χρήσης του, οι φυσιοκρά­
τη. μολονότι μελετούσαν την καπιταλιστική παραγωγή βασικά
ατον τομέα της αγροτικής οικονομίας, κατόρθωσαν ω στόσο να συλ-
λάφϊΗΛ- μερικές εσωτερικές εξαρτήσεις αυτής της παραγω γής στη
φ%*οική εμπράγματη εκδήλωσή τους. Η μεγάλη τους υ π η ρ εσ ία συνί-
οταται ow ότι μετέφεραν to ζήτημα της προέλευσης της υπεραξίας
l«tx> κατά την αντίληψή τους, ήταν η πρόσοδος) από τη σ φ α ίρα της
κυκλοφορίας στη σφαίρα της παραγωγής, αν και τη ν τελευταία την
εννοούσαν πολύ στενά: μόνο σαν αγροτική («φυσική», κατά την
ορολογία τους) παραγωγή.
Γενικευμένη αντίληψη της φυσιοκρατικής διδα σ καλία ς αποτελεί
η ανάλυση της διαδικασίας αναπαραγωγής που έδοσε ο θεμελιωτής
του ψκηοκρατισμοΰ, γάλλος γιατρός Φρανσουά Κ ενέ (1694-1774),
στον φημισμένο «Οικονομικό πίνακα» (1758), στο ν ο π ο ίο συνοψί­
ζονται τόσο οι μεθοδολογικές και θεωρητικές θέσεις του φυσιοκρα-
τισμού, όσο και το πρόγραμμα για την οικονομική π ο λ ιτικ ή τους.
Ο «Οικονομικός πίνακας» του Φ. Κενέ ανήκει σ τις μ εγά λες δημι­
ουργίες της ανθρώπινης σκέψης. Μ ’ αυτόν έγινε η πρώ τη σοβαρή
προσπάθεια να τεθεί και να λυθεί το δυσκολότατο π ρ ό β λη μ α της
πολιτικής οδονομίας: το πρόβλημα της αναπαραγω γής του κοινω­
νικού προϊόντος.
Κανένας από τους προγενέστερους του Φ. Κενέ δεν είχε επεξερ­
γαστεί βαθιά το πρόβλημα της αναπαραγωγής. Ο Π έτι, που τις ερ­
γασίες του ήςερε και επανειλημμένα παράθετε ο Φ. Κ ενέ, έδοσε μό­
νο την πρώτη περιγραφή των βασικών σημείω ν της κ ύ κ λισ η ς του
βιομηχανικού κεφαλαίου. Η πρώτη προσπάθεια ανάλυσης της δια­
δικασίας αναπαραγωγής, ανήκει στον άγγλο ο ικ ο νο μ ο λ ό γο του 18ου
αιώνα Ρισάρ Καντιλιόν1. Αν και αφετηρία ανάλυσης του Κ αντιλιόν

1. Η εργασία του Essay sur la nature du commerce en general, που γράφτηκε


γίφνστα 1725. δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1755, δηλαδή τρία χρ ό ν ια πριν
:ην έκδοση :m> -Οικονομικοί πίνακα» ίου Φ. Κενέ. Σ ’ αυτήν ακριβώ ς τη γνω-
ή τα ν η εμ π ο ρ ικ ή μ ο ρφ ή του β ιο μ η χα νικ ο ύ κεφ αλαίου, ω ο ιό ο υ δεν
μ π ό ρ εσ ε να δώσει μ ια κάπω ς καθαρή εικόνα της ανα πα ρα γω γή ς τοι<
κ ο ινω ν ικ ο ύ π ρ ο ϊό ντο ς.
Τ ο π ρ α γμ α τικ ό π ερ ιεχό μ εν ο και η επ ισ τη μ ο ν ικ ή σ η μ α σ ία τοι>
« Ο ικ ο ν ο μ ικ ο ύ π ίνα κα » του Φ. Κ ενέ δεν κ α τα νο ή θ η κ α ν σω στά ούτε
α πό το υ ς σ ύ γ χ ρ ο ν ο υ ς του Κ ενέ, ούτε από τους π ρ ιν τον Κ. Μ αρξ
ερ ευ νη τές του φ υ σ ιο κ ρα τισ μ ο ύ .
«Η φ υσιοκρατική σ χ ο λ ή ... μας ά φ ησε με τον "Ο ικονομικό πίνακα"
του Κενέ, ένα α ίνιγμ α , πάνω σ το ο π ο ίο ό λ ο ι οι κ ρ ιτικ ο ί και ισ το ρ ιο ­
γρ ά φ ο ι τη ς ο ικ ο ν ο μ ία ς έχο υ ν σπάσει δ ικ α ιο λ ο γη μ ένα τα μούτρα
το υ ς» 1, έγραψ ε ο Κ. Μ αρξ*, ο ο π ο ίο ς ήταν ο πρώτος που έκανε βα­
θιά επ ισ τη μ ο ν ικ ή κ ρ ιτικ ή ανά λυση του «Ο ικονομικού πίνακα*'.

Η ανάλυση της α πλή ς αναπαραγω γής


στον «Π ίνα κα » του Φ . Κενέ

Γ ια να δ ιε υ κ ρ ιν ισ τεί το νέο που έδοσαν οι φ υσιοκρά τες σ τη ν ο ι­


κ ονομ ική επ ισ τή μ η , είναι απαρα ίτη το, έστω και σε γενικές γραμμές,
να εξετα σ τεί το π ερ ιεχό μ ενο του «Ο ικονομικού πίνακα»·. Σ ’ αυτόν
ερευνάται η αναπαραγω γή του κοινω νικού προϊόντος ενός α γρ ο τι­
κού έθνους. Η δια δικ α σ ία τη ς αναπαραγω γής δίνεται με τη ν κυκλο­
φ ορ ία του κοινω νικού π ρ ο ϊό ντο ς ανάμεσα σε τρ εις τάξεις: 1) zone
^παραγωγούς (παχτω τές),'2)τους ιδιο κ τή τες τη<; γ η ς. 3) x \ £ j S J Tj-
ξεις (έτσι ο Κ ενέ ονομάζει τα πρόσω πα τα ο ποία α σ χο λ ο ύ ντα ι με
τη~ μη αγρ οτική , τη β ιομ η χανικ ή παραγωγή).
«Η πορεία αυτού του εμπορίου μεταξύ των διαφόρων τάξεων και οι
β ασικοί του όροι», έγραψε ο Φ. Κενέ για τις προϋποθέσεις κυκλοφο­
ρίας που έθετε σ τον «Π ίνακα», «δεν είναι υποθετικές... Α ντανακλούν
π ισ τά τη ν πραγματικότητα, αλλά οι προϋποθέσεις... που χρ η σ ιμ ο ­
ποιούνται στους υπολογισμούς... παρατίθενται μόνο για το εξεταζό­
μενο γεγονός»2.

στη στον Φ. Κενέ εργασία του Ρ. Κ αντιλιόν, διατυπώθηκαν τα βασικά συμπερά­


σματα της ανάλυσης της διαδικασίας αναπαραγωγής (βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο,
τόμ. 1, σελ. 575, σημ. 54" επίσης: Α .Έ ιντελναντ, «Ο Καντιλιόν και η θέση του
στη θωρία της αναπαραγωγής» (Γ ια την ιστορία του «Οικονομικού πίνακα» του
Κενέ» - Λελτίο της Κομμουνιστικής Ακαδημίας, 1927, αριθ. 23).
1. Κ. Marx, Fr, Engels, Werke (MEW), τόμ. 20, σελ. 227.
*. To X κεφάλαιο του Αντι-Ντύρινγκ το έγραψε ο Κ. Μαρξ (σημ. εκδ.).
2. Ό .π ., σελ. 368.
Ο τύιος του «Ο ικονομικού π ίν α κ α » 1

Γενικό ακοτέλεσμα της αναπαραγωγής 5 δις

Λβυάνες Ηισόίημα Δ απάνες

ετήσιϊς της ιδιοκτητών της της


παραγωγικής γης του στείρας
τάξης άρχοντα και τάξης
αυτών που
παίρνουν τη
δεκάτη

1 δις
Ποσά χρησιμοποιούμενα 2 δ ις.
για την πληρωμή εισοδήματος 1 δις 1 δις
και τόκων για 1δις,
τα πρώτα έξοδα I δις -----1 δις

Ετήσιες δαπάνες 2 δις


Σύνολο 5 δις
Σύνολο 2 δις από
τα οποία το μισό κρατείται
απ ’ αυτή την τάξη για
τα έξοδα του επόμενου
χρόνου.

Ως αρχικό σημείο της κυκλοφορίας, ο Φ. Κενέ παίρνει την ολο­


κλήρωση της συγκέντρωσης της σοδειάς, το τελικό σημείο του
προηγούμενου οικονομικού έτους. Στην αρχή της κυκλοφορίας όλο
το χρήμα της κοινωνίας βρίσκεται στα χέρια των ιδιοκτητών (2 δις
λίβρίς*. που πλήρωσαν προηγούμενα οι παχτωτές με τη μορφή
ενοικίου για τη γη) και της στείρας τάξης (1 δις λίβρες). Ό λ ο το
αγροτικό προϊόν του έτους, συνολικά 5 δις λίβρες, αρχικά βρίσκε­

ι. Φ. Κενί, Εχιλογή οικονομικών έργων. Μόσχα, έκδ. «Σοτσεκγκίζ», 1960, σελ.


362-363.
• Λίβρα (yak. livre): I) Αργυρό νόμισμα που κυκλοφορούσε στη Γαλλία το
Μίβαϊίβνα. 2) Νομισματική μονάδα στη Γ αλλία πριν την καθιέρωση το 1799 του
φράγκου- το 1834 τα νομίσματα της λίβρας αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία.
}) Αρχαίο γαλλικό μέτρο βάρους ίσο με μισό περίπου κιλό (σημ. εκδ.).

64
ται στα χέρια της τάξης των παχτωτών1. Η στείρα τάξη έχει στη
διάθεσή της 2 δις λίβρες, σε βιομηχανικό προϊόν.
Πώς πραγματοποιείται, κατά τον Κενέ, η κυκλοφορία όλου του
κοινωνικού προϊόντος και ταυτόχρονα και η αναπαραγωγή του στις
οικονομικές σχέσεις των τάξεων;
Ολη η διαδικασία της κυκλοφορίας αποτελείται από τα επόμενα
πέντε σημεία2:
1) Οι παχτωτές πουλάνε στη στείρα τάξη για 1 δις λίβρες τρόφιμα,
με αποτέλεσμα τα χρήματα (1 δις λίβρες) να περάσουν στους πα-
χτωτές ενώ το 1/5 του προϊόντος ρευστοποιεϊται, αφήνει τη σφαίρα
κυκλοφορίας και περνάει στη σφαίρα κατανάλωσης.
2) Οι παχτωτές πουλάνε για 1 δις λίβρες πρώτες ύλες στη στείρα
τάξη που για την απόκτησή της, αυτή η τάξη ξοδεύει το 1 δις που
διέθετε πριν αρχίσει η κυκλοφορία.
3) Οι γαιοκτήμονες για 1 δις λίβρες αποκτούν είδη κατανάλωσης
βιομηχανικής προέλευσης, από τη στείρα τάξη, ρευστοποιώντας το
μισό προϊόν που έχει στη διάθεσή της.
4) Με το 1 δις λίβρες που πήρε από τους ιδιοκτήτες γης, η στεί­
ρα τάξη αποχτάει από τους παχτωτές τα απαραίτητα γ ι ’ αυτήν τρό­
φιμα.
5) Η τάξη των παχτωτών αποκτάει από τη στείρα τάξη εργαλεία
βιομηχανικής κατασκευής για 1 δις λίβρες.
Τη διαδικασία κυκλοφορίας ανάμεσα στις τάξεις μπορούμε να τη
συνοψίσουμε στους επόμενους τύπους:
1) Κυκλοφορία αγροτικού κεφαλαίου:
2Χ πληρωμή προσόδου

Χ ----------------------------
3Ε [(2Ε+1Ε)+2Ε>3Χ-1Ε 3Ε... Π ... 3Ε+2ε
________ w 2 E
2Ε που δεν πήγε στην κυκλοφορία

2) Κυκλοφορία του κεφαλαίου στη βιομηχανία:


2Ε-2Χ-2Ε... Π ... 2Ε.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου; Δημι-
ουργήθηκαν άραγε οι προϋποθέσεις για την επανάληψη της διαδι­
κασίας παραγωγής και, συνεπώς, για την αναπαραγωγή του κοινωνι­
κού προϊόντος;
Η παραγωγική τάξη στο τέλος της διαδικασίας της κυκλο<*κ>ρίας

1. «Φτάνει τα πέντε δισεκατομμύρια λίβρες, ποσό που, σύμφωνα με τις τότε


στατιστικές εκτιμήσεις, εκφράζει περίπου τη χρηματική αξία του ακαθάριστου
αγροτικού προϊόντος, της Γαλλίας», έγραψε ο Μαρξ. (MEW, τόμ. 20, σελ. 231).
2. Φ. Κενέ, Επιλογή οικονομικών έργων, σελ. 361-362.

65
4%>κίι|0ϊ: u) ύις λ α ε χρήμα, β) για 1 όις, βιομ ηχανικό προι-
c'v Λΐό 11) <jtctpu {άςη, y) για 2 δις λίβρες, αγροτικό προϊόν (to
mow Λιν μκήλί στην κυκλοφορίιι μεταξύ ίων τάξεων).
Ν ίαραγωγική τάξη χρησιμοποιεί 2 δις λίβρες για την εξόφληση
nfc, προοοδου στους ιδιοκτήτες γης, kui έτσι ανυιπαμάγεται ο βυσι-
notaitS όρος της διαδικασίας παραγωγής: η κνοϊκ'ΐυση της γης των
γαιοκτημόνων από την παραγωγική τάξη.
Τα ιμπορεόμικϋ, που για ένα δις λίβρες απόκτησε η στείρα τάξη,
αναπληρώνουν το μέρος του πάγιου κεφαλαίου της παραγω γικής τά-
;ης, που δαπανήθηκε στη διάρκεια του χρόνου. Ο Φ. Κενέ ξεκινά
από την προϋπόθεση ότι αυτό το πάγιο κεφάλαιο, που το ονομάζει
•πρωταρχικές προκαταβολές··, συνολικού ύψους 10 δις λιβρών το
χρόνο, χάνει τα 1(Κ'ΐ της πρωταρχικής του αξίας ή 1 δις λίβρες1. Ο
Φ. Κενέ υπογραμμίζει ιδιαίτερα την αναγκαιότητα αναπλήρωσης
tot· ^ούευμένου πάγιου κεφαλαίου. Αν δεν γίνει αυτή η αναπλήρωση,
έγραψε, uuto «θα αφάνιζε τη γεωργία, συνεπώς και την αναπαραγω­
γή, συνεπώς και τον πλούτο του κράτους, συνεπώς και τον πληθυ­
σμό»'’.
Οσον αφορά τα αγροτικά προϊόντα των 2 δις λιβρών, που δεν
μπήκαν στην κυκλοφορία, αυτά αναπληρώνουν τους σπόρους και τα
τρόφιμα που ξοδεύτηκαν για την παραγωγή όλου του προϊόντος της
παραγωγικής τάξης (5 δις λίβρες· που ο Φ. Κενέ ονομάζει «ετήσιες
προκαταβολές»), και τα οποία στην πράξη αντιπροσω πεύουν το κυ-
κλοφοριακό κεφάλαιο της αγροτικής οικονομίας.
Ο» όροι του «Πίνακα» δεν προβλέπουν την α π όκ τη σ η από τους
παχτωτές αντικειμένων κατανάλωσης βιομηχανικής προέλευσης. Ο
Φ. Κενέ, ξεκινώντας από τις συνθήκες του γαλλικού χω ριού του δεύ­
τερου μισού του 18ου αιώνα, υπέθετε ότι σ η μ αντικό μέρος των
αναγκών του αγροτικού πληθυσμού σε τέτιου είδους προϊόντα, καλύ­
πτεται από την ίδια την παραγωγή του. Γι ’ αυτό ο Φ. Κενέ αποσπά-
ται, δεν εξετάζει την κυκλοφορία στο εσωτερικό της τάξης των πα-
χτωτών, όπως άλλωστε και την κυκλοφορία στα πλαίσ ια κάθε άλλης
τάξης.
Από εδώ βγαίνει ότι αποτέλεσμα της κυκλοφορίας ήταν η δημι­
ουργία προϋποθέσεων για την απλή αναπαραγωγή στη σφαίρα της
αγροτικής οικονομίας.
Ιαν αποτέλεσμα της κυκλοφορίας, η στείρα τάξη παίρνει από την
παραγωγική τάξη τρόφιμα για 1 δις λίβρες και για ίσο ποσό πρώτες
ύλες. Επιστρέφεται σ ’ αυτή το 1 δις λίβρες που είχε στην αρχή

I. 0 Κ. Μαρξ, σε σχέση με τον υπολογισμό αυτόν του Φ. Κενέ, σημειώνει


άτι έγινε με βάση «τις καλύτερα καλλιεργούμενες ενοικιαζόμενες εκτάσεις» της
Γαλλίας [UEW. τόμ. 20, σελ. 230).
1 Φ. Κενέ, Εηάογή οικονομικών έργων, σελ. 364.

ft
ιης κυκλοφορίας i-»<v*.ntus kui στη στείρα τάξη όημιουργοϋνται οι
συνθήκες για τη συνέχιση της διαδικασίας παραγωγήν ίίσ ιόσ ο, ο
Φ. Κενέ θεωρεί ότι «εδώ συντελείται μόνο κατανάλωση ή κατα­
στροφή των παραγόμενων και καθόλου αναπαραγωγή ..>· Και το ζή­
τημα δεν είναι ότι στον «IlivuKu·· δεν εξετάζεται το πρόβλημα της
αναπλήρωσης του ξοδευμένου πάγιοι- κεφαλαίο»· της στείρας τάξης
ούτε και οι πηγές ικανοποίησης των αναγκών της σε βιομηχανικά
εμπορεύματα'.
Αυτά τα ζητήματα ξεπερνούν τα πλαίσια του αντικειμένου μελέ­
της τοι* «Πίνακα», δεδομένου ότι uvuipfcpovTui στην κυκλοφορία
στο εσωτερικό της στείρας τάξης. Ούτε το θέμα είναι ότι. με βάση
τους όρους του «Πίνακα», αυτή η τάξη δεν παίρνει κέρδος’.
Η αιτία της τέτιας εκτίμησης του ρόλου της στείρας τάξης βρί­
σκεται στο γεγονός ότι ο Κενέ εννοεί λαθεμένα το περιεχόμενο της
διαδικασίας παραγωγής και συνεπώς και της διαδικασίας αναπαρα­
γωγής. Ο Φ. Κενέ, ταυτίζοντας την αξία του εμπορεύματος με την
αξία χρήσης του — κάτι παραπάνω: με την υλική μάζα της φύσης
— με την έννοια παραγωγή εννοούσε την αύξηση αυτής της μάζας
η οποία, κατά τη γνώμη του, συντελείται αποκλειστικά στην αγρο­
τική οικονομία, σ ’ αυτόν το μοναδικό κλάδο, που πραγματοποιεί τη
«φυσική και την πραγματική παραγωγή».

1. ’Ο.π., σελ. 362.


2. Κατά τη γνώμη του καθηγητή Ρόναλντ Μικ, συγγραφέα σημαντικής μελέ­
της για τους φυσιοκράτες, αυτά τα προβλήματα λύνονται από τη βιομηχανική
τάξη με τη βοήθεια του εξωτερικού εμπορίου (R.L. Meek, The Economics o f Phy­
siocracy, «Harvard Universiiy Press», 1963, σελ. 283.
3. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση. Η κατηγορία του κέρ­
δους λείπει από τον «Πίνακα». Ωστόσο, ο Φ. Κενέ καταλάβαινε ότι το κέρδος
είναι απαραίτητος όρος της καπιταλιστικής παραγωγής. Ακριβώς γΓ αυτό ο
Κενέ, στην πράξη, το περιλαμβάνει στη στήλη των εξόδων για την αναπλήρωση
και αύξηση του πάγιου κεφαλαίου (αλλά μόνο του κεφαλαίου των παχτωτών).
’ Ετσι, το 1 δις λίβρες που παίρνουν οι παχτωτές από τη στείρα τάξη, εμκεριέχει
δυο τελείως διαφορετικά στοιχεία: 1) αναπλήρωση ίου ξοδευμένου μέρους του
πάγιου κεφαλαίου και 2) την υλική μορφή του συσσωρευμένου μέρους της υπε­
ραξίας. Στην πραγματικότητα, αυτό το προϊόν του 1 δις λιβρών ξοδεύεται για
την επισκευή και ανανέωση του παγίου κεφαλαίου, για τη δημιουργία αποθεμα-
τικών κονδυλίων για ατυχήματα, καθώς και για την αύξηση του πάγιου και του
κυκλοφοριακού κεφαλαίου των παχτωτών. ΓΓ αυτό το στοιχείο της υκεραξίας
που παίρνουν οι παχτωτές, ο Κ. Μαρξ έγραφε: «Χωρίς αυτόν τον τόκο, ο πα-
χτωτής, ο βασικός παράγοντας της γεωργίας, δεν θα προκατέβαλλε γ ι’ αυτήν το
κεφάλαιο εγκαταστάσεων. Ή δ η , από την άποψη αυτή, η ιδιοποίηση από τον
παχτωτή του μέρους εκείνου του γεωργικού νπερπροϊόντος. που αντιπροσωπεύει
τον τόκο, είναι, σύμφωνα με τους φυσιοκράτες, το ίδιο αναγκαίος όρος αναπα­
ραγωγής, όσο και η ίδια η τάξη των παχτωτών...» (MEW, τόμ. 20, σελ. 235).

67
Η &ση αυτή, που προσδιοριζόταν από μια σειρά ιστορικά περι­
στατικά, αχε rt) γνωοιολογική της βάση στο γεγονός ότι η αγροτική
οικονομία αναι η -φυσική βάση» κάθε παραγωγής γενικά: κάθε μη
αγμοιικός κιλάδος της οικονομίας μπορεί να αναπτύσσεται στο βαθ­
μό που ro ιπιιρέπει ίο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας
αιην αγροτική οικονομία1.
Αχό εδώ φαίνεται ότι βασικότερος δείκτης ωριμότητας της οικο­
νομικής σκέψης είναι ο βαθμός που κατανοεί το πραγματικό περιεχό­
μενο της κοινωνικής διαδικασίας της παραγωγής, μαζί και της
απλής διαδικασίας ιης εργασίας.
Στη βιομηχανία όμως, σύμφωνα με τον Κενέ, καμιά προσαύξηση
της υλικής μάζας δεν παρατηρείται. I-'πιπρόσθετα, με τους όρους του
•«Πίνακα», η υλική αυτή μάζα «μικραίνει». Στην πραγματικότητα, η
στείρα ιάξη, παίρνοντας για 1 δις λίβρες πρώτες ύλες και για ίσο
ποσό τρόφιμα και καταναλώνοντας τα, την κατέστρεψε. Είναι αλή­
θεια ότι η άγονη τάξη μετέτρεψε πρώτες ύλες αξίας 1 δις λιβρών σε
έτοιμο προϊόν αξίας 2 δις. Ωστόσο δεν αναπαρήγαγε το υλικό, το
εμπράγματο κεφάλαιο της κατανάλωσής της, πράγμα που μπορεί να
γίνει, κατά τη γνώμη των φυσιοκρατών, μόνο στην αγροτική οικο­
νομία. Ο Φ. Κενέ έγραψε ότι «εδώ δεν υπάρχει αποκατάσταση εκεί­
νου που καταστρέφεται μ’ αυτό το άγονο έξοδο, το οποίο βαραίνει
ολοκληρωτικά το σύνολο της ετήσιας αναπαραγωγής της γης»2. Το
γεγονός ότι η στείρα τάξη δημιουργεί αξία, ότι αναπαράγει την
αξία της συντήρησής της, ότι πρακτικά αναπαράγει και υπεραξία,
δεν παίρνεται υπόψη. ΓΓ αυτό το ύψος του ετήσιου κοινωνικού
προϊόντος καθορίζεται από τον Κενέ χωρίς υπολογισμό του βιομη­
χανικού προϊόντος και ταυτίζεται με το προϊόν της αγροτικής οικο­
νομίας. Κατά τον Φ. Κενέ, η αξία του είναι ίση με 5 δις λίβρες. Με
υπολογισμό του βιομηχανικού προϊόντος θα είναι 7 δις λίβρες. Και
αν υπολογισθεί και η υπεραξία που δημιουργείται στη βιομηχανία
καθώς και η αξία του μέρους του πάγιου κεφαλαίου που ξοδεύτηκε
εδώ, τότε η αξία του ετήσιου κοινωνικού προϊόντος θα ξεπεράσει τα
7 δις λίβρες.
0 αδιανόητος, στις σύγχρονες συνθήκες, αποκλεισμός του βιομη­
χανικού κεφαλαίου από το ετήσιο κοινωνικό προϊόν, βασιζόταν
στην εμπορευματική-φετιχιστική αντίληψη του Κενέ για την αξία
του εμπορεύματος, στην ταύτισή της με μια από τις συχνές εκδηλώ­
σεις της εμπράγματης αξίας χρήσης, με τον αγροτικό της χαρακτή­
ρα. Σ το μεταξύ όπως είναι γνωστό, στην αξία «δεν μπαίνει ούτε ένα
άτομο φυσική ύλη», γι’ αυτό και η αξία του κοινωνικού προϊόντος

1. Βλ. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, τόμ. I, σελ. 20, 27.
2. Φ. Κενέ, Επιλογή οικονομικών έργων, σελ. 362.
3. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 61.
εμπεριέχει στην πραγματικότητα την αξία όλων των αξιών χρήσης
που παράχθηκαν σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, ανεξάρτητα από
το χαρακτήρα των τελευταίων (προϊόν της αγροτικής οικονομίας,
της βιομηχανίας, των συγκοινωνιών, των οικοδομών κλπ., υλικών
εμπορευμάτων ή υπηρεσιών)1. Οσον αφορά την τάξη των γαιοκτη­
μόνων, στον «Πίνακα» δείχνεται η αναπαραγωγή των βασικών όρων
ύπαρξής της.
Αυτό είναι το βασικό περιεχόμενο του «Οικονομικού πίνακα». Με
την πρώτη ματιά δεν είναι πολύπλοκος και κατά τίποτε σημαντικός.
Τι, λοιπόν, τραβάει την προσοχή των ερευνητών σ ’ αυτό το έργο
εδώ και πάνω από διακόσια χρόνια;

Η μεθοδολογία έρευνας της διαδικασίας της αναπαραγωγής


στον «Οικονομικό πίνακα»

Το πιο σημαντικό στοιχείο στον «Πίνακα» του Φ. Κενέ είναι η


μέθοδος μελέτης της διαδικασίας αναπαραγωγής του κοινωνικού
προϊόντος, που δίνει μια εικόνα και για τη μέθοδο των φυσιοκρατών
συνολικά. Κι ωστόσο η μέθοδος των φυσιοκρατών για τη μελέτη
των οικονομικών διαδικασιών έχει πολλές ελλείψεις και αδυναμίες.
Συχνά κάποια σωστή προσέγγιση μόνο διαφαίνεται, σε ορισμένες
περιπτώσεις σωστή είναι μόνο η βάση της, ενώ η συγκεκριμένη
υλοποίησή της είναι λαθεμένη. Αυτά τα λάθη και οι ασυνέπειες δεν
επέτρεψαν στον Φ. Κενέ να δόσει τελικά μια επιστημονική ερμη­
νεία στα προβλήματα που εξέταζε.
Ό πω ς είναι γνωστό, το πρόβλημα της αναπαραγωγής ανάγεται
σε τρία βασικά στοιχεία: στην έρευνα της αναπαραγωγής του κοι­
νωνικού προϊόντος, της εργατικής δύναμης και των παραγωγικών
σχέσεων. Η τέτια τοποθέτηση του προβλήματος της αναπαραγωγής,
που για πρώτη φορά διατυπώθηκε από τον Κ. Μαρξ, περιλαμβάνει
τις δυο βασικές πλευρές του κοινωνικού τρόπου παραγωγής: τις
παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις. Και τα τρία
στοιχεία του προβλήματος της αναπαραγωγής αντανακλώνται στον
«Οικονομικό πίνακα» του Φ. Κενέ.
Η ίδια η δυνατότητα τοποθέτησης του προβλήματος της αναπα­
ραγωγής απορρέει από το ότι οι φυσιοκράτες, που εκφράζανε τα
συμφέροντα του αναπτυσσόμενου βιομηχανικού κεφαλαίου, επικέ­
ντρωσαν τη βασική προσοχή τους στην ανάλυση της σφαίρας της
παραγωγής σε διάκριση από τους προκατόχους τους, τους μερκαντι-
λιστές. Αυτό επέτρεψε στους φυσιοκράτες να αναπτύξουν τη θέση
που πρόβαλε ο Πέτι, ότι η κοινωνική ζωή, όπως και η φύση, υπο­
τάσσεται σε καθορισμένους νόμους. Η ιδέα της ύπαρξης οικονομι­

1. Βλ. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρ. I. σελ. 164-165.

69
κών νομοτελειών είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις του «Πί­
νακα» «Όλα σ' αυτό τον κόσμο, είναι υποταγμένα στους νόμους
της φύσης: οι άνθρωποι είναι προικισμένοι με αρκετό λογικό ώστε
να κατανοήσουν αυτούς τους νόμους και να τους τηρούν...»1, έγραψε
ο Φ. Κενέ στην «Ανάλυση του Οικονομικού πίνακα». Από εδώ φαί­
νεται ότι ο Φ. Κενέ δεν διαχώρισε ακόμα την κατηγορία «οικονομι­
κός νόμος» από την κατηγορία «νόμος της φύσης», ότι, ενώ κατανό­
ησε τον αντικειμενικό χαρακτήρα των οικονομικών νόμων, δεν μπό­
ρεσε να βρει την κοινωνική τους φύση, τον ιστορικά παροδικό τους
χαρακτήρα.
Στον «Πίνακα» παρουσιάζεται γενικά σωστά η σχέση παραγωγής
και κυκλοφορίας. 0 Φ. Κενέ ξεκινά από το ότι μόνο η σφαίρα της
παραγωγής είναι η μοναδική πηγή πλούτου. Στην κυκλοφορία αυτός
ο πλούτος δεν δημιουργείται, δεν αυξάνει. Κάτι παραπάνω, η κυκλο­
φορία αποτελεί γΓ αυτόν στοιχείο της αναπαραγωγής, υποταγμένο
στην παραγωγή, που ρευστοποιεί τα αποτελέσματά της και δημι­
ουργεί τις προϋποθέσεις για την επανάληψή της. Η χρηματική κυ­
κλοφορία παρουσιάζεται στον «Πίνακα» σαν καθορισμένη απόλυτα
από την κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
Ουσιαστικό ρόλο, ανάμεσα στις προϋποθέσεις του «Πίνακα», παί­
ζει η θεωρία των φυσιοκρατών για το «καθαρό προϊόν», που είναι
κεντρικό στοιχείο της οικονομικής τους θεωρίας. Με βάση τις θέ­
σεις αυτής της θεωρίας λύνουν τα βασικότερα οικονομικά προβλή­
ματα: της ταξικής δομής της κοινωνίας, της παραγωγικής εργασί­
ας, του κεφαλαίου, των μορφών της υπεραξίας και άλλα.
Ανεξάρτητα από το ότι στην ερμηνεία της αξίας οι φυσιοκράτες
έκαναν ένα βήμα πίσω σε σύγκριση με τον Πέτι (εξαιτίας του πε­
ριορισμού της ανάλυσής τους στα πλαίσια της αγροτικής οικονομί­
ας). έδοσαν μια πολύ καλύτερη ανάλυση της υπεραξίας. Είδαν ότι
το σύνολο των αναγκαίων για τη ζωή μέσων, που παράγεται από
τους εργάτες (για παράδειγμα τα σιτηρά) είναι μεγαλύτερο από το
σύνολο των ειδών κατανάλωσης, που καταναλώνουν. Στη δοσμένη
φυσική μορφή οι φυσιοκράτες επισήμαναν τη διαφορά μεταξύ της
αξίας της εργατικής δύναμης και της αξίας που παράγεται από τους
εργάτες, και έτσι και την υπεραξία που ονομάζεται από αυτούς «κα­
θαρό προϊόν».
Δεδομένου ότι λαθεμένα περιόριζε τη σφαίρα της παραγωγής
αποκλειστικά στην αγροτική οικονομία, ο Φ. Κενέ λίγα πρόσφερε
στην επεξεργασία του προβλήματος της αξίας. Ταυτόχρονα, η επι­
κέντρωση της προσοχής στην ανάλυση της αγροτικής παραγωγής,
δηλαδή της σφαίρας εκείνης όπου η οικονομική διαδικασία της

ί Φ. Κενέ, Εηιλογή οικονομικών εργασιών, σελ. 363-364.

70
αναπαραγωγής περιπλέκεται με τη φυσική', επέτρεψε στον Φ. Κενέ
να δει τη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας σε καθαρή μορφή, χωρίς
να τη θολώνουν τα φαινόμενα της κυκλοφορίας. Το «καθαρό προϊ­
όν», που δημιουργείται, κατά τη γνώμη των φυσιοκρατών, μόνο στην
αγροτική οικονομία, είναι για τον Φ. Κενέ η διαφορά μεταξύ όλου
του παραγόμενου προϊόντος (5 δις λίβρες) και των εξόδων παραγω­
γής του (3 δις λίβρες) σε φυσική μορφή. Ο Φ. Κενέ μπόρεσε να ψη-
λαφίσει την ίδια τη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής
και, συνεπώς, της αναπαραγωγής, αν και δε βρήκε το μυστικό της
προέλευσης της υπεραξίας2.
Έ νας από τους βασικότερους σκοπούς της θεωρίας της υπεραξίας
είναι να δείξει με ποιο τρόπο γίνεται η αναπλήρωση του ξοδευμένου
κοινωνικού προϊόντος σε φυσική - εμπράγματη μορφή και σε αξία.
Η απουσία διαχωρισμού του κοινωνικού προϊόντος (σε φυσική - ε­
μπράγματη μορφή) σε μέσα παραγωγής και σε αντικείμενα κατανά­
λωσης, δεν επιτρέπει να καθοριστούν οι νόμοι τόσο της απλής, όσο
και της διευρυμένης αναπαραγωγής.
Με τη σειρά της η απουσία διαχωρισμού του κοινωνικού προϊό­
ντος με βάση την αξία σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο και υπε­
ραξία (όπως συμβαίνει με την πλειονότητα των σύγχρονων αστικών
θεωριών της καπιταλιστικής αναπαραγωγής) δεν επιτρέπει να ανα­
λυθεί η αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δε­
δομένου ότι ο διαχωρισμός αυτός αποκαλύπτει την ουσία αυτών των
σχέσεων, δείχνει τα πραγματικά υποκείμενα των καπιταλιστικών
σχέσεων παραγωγής και βρίσκει τον αντιφατικό χαρακτήρα της κα­
πιταλιστικής αναπαραγωγής.
Στον «Πίνακα» γίνεται προσπάθεια να διαχωριστεί το κοινωνικό
προϊόν τόσο με βάση τη φυσική - εμπράγματη μορφή του, όσο και
με βάση την αξία του, πράγμα που αποτελεί μεγάλη προσφορά του
Φ. Κενέ. Ωστόσο, να λύσει σωστά αυτό το πρόβλημα ο Φ. Κενέ
δεν το κατόρθωσε.
Από την άποψη της φυσικής - εμπράγματης σύνθεσης του κοινω­
νικού προϊόντος ο Φ. Κενέ ξεχωρίζει το προϊόν των δυο σφαιρών
της παραγωγής - της βιομηχανίας (2 δις λίβρες της άγονης τάξης)

1. Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 2, σελ. 358.


2. Αρχικά και ο Ντ. Ρικάρντο έχει, στην πράξη, σαν αφετηρία αυτή τη με­
θοδολογία των φυσιοκρατών στη δική του ερμηνεία του κέρδους. Στο δοκίμιο
για το κέρδος και στα γράμματα του 1814 και των αρχών του 1815, ερμήνευε το
κέρδος σαν σχέση των παραγόμενων σιτηρών προς την ποσότητα των σιτηρών
που ξοδεύτηκε για την παραγωγή. Στις Αρχές της πολιτικής οικονομίας (1817) ο
Ντ. Ρικάρντο προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα του κέρδους με βάση τις θέ­
σεις της εργασιακής θεωρίας της αξίας (D. Ricardo, Works and Correspondence,
Cambridge, 1951, τόμ. 1, σελ. XXXI - XXXII).

71
και της αγροτικής οικονομίας (5 δις λίβρες των παχτωτών). Αν και
το προϊόν στα πλαίσια αυτών των σφαιρών παραγωγής υποδιαιρεί­
ται από τον Φ. Κενέ στην ουσία σε αντικείμενα κατανάλωσης και
σε μέσα παραγωγής, ωστόσο στον «Πίνακα» δεν ξεχωρίζει η παρα­
γωγή αντικειμένων κατανάλωσης και η παραγωγή μέσων παραγωγής
σαν ειδικών υποδιαιρέσεων της κοινωνικής παραγωγής. Ο Φ. Κενέ
εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ της αγροτικής οικονομίας και της βιο­
μηχανίας, προσέγγιση απόλυτα κατανοητή για έναν φυσιοκράτη.
Ετσι, ο Φ. Κενέ αποκλείει για τον εαυτό του τη δυνατότητα να
ερευνήσει τους βασικότερους νόμους αναπαραγωγής, που συνδέο­
νται με τις σχέσεις των δυο βασικών υποδιαιρέσεων της κοινωνικής
παραγωγής.
Αφετηρία ανάλυσης της διαδικασίας αναπαραγωγής στον «Πίνα­
κα» είναι η εμπορευματική μορφή του βιομηχανικού κεφαλαίου -
Ε+ε (προϊόν τόσο των βιομηχάνων όσο και των παχτωτών, συμπε­
ριλαμβανομένου και του «καθαρού προϊόντος» που παράγουν, της
υπεραξίας). Η διερεύνησή της επιτρέπει, σε διάκριση από την ανά­
λυση της χρηματικής και παραγωγικής μορφής του κεφαλαίου, να
φανεί ο χαρακτήρας της κυκλοφορίας του κάθε στοιχείου του κοι­
νωνικού προϊόντος. «Επειδή η αφετηρία Ε '= Ε + ε , το εμπορευματικό
κεφάλαιο, περιλαμβάνει τόσο τη σταθερή και τη μεταβλητή κεφα­
λαιακή αξία, όσο και την υπεραξία. ΓΓ αυτό, η κίνησή του περι­
λαμβάνει τόσο την ατομική, όσο και την παραγωγική κατανάλω­
ση.»' Χάρη σ’ αυτό, η εμπορευματική μορφή του βιομηχανικού κε­
φαλαίου επιτρέπει "α τοποθετηθεί και να λυθεί το πρόβλημα της
αναπαραγωγής, το πρόβλημα της αναπλήρωσης του κοινωνικού κε­
φαλαίου τόσο ως προς την αξία, όσο και ως προς τη φυσική εμπράγ-
μβτη μορφή.
Ο Κ. Μαρξ εκτίμησε ιδιαίτερα αυτή την προσέγγιση, που από δι­
αίσθηση ο Φ. Κενέ ακολούθησε στην έρευνα της αναπαραγωγής-
«το Ε'... Ε' βρίσκεται στη βάση του Tableau economique του Κε­
νέ», έγραφε ο Μαρξ, «και δείχνει μεγάλο και σωστό τακτ το γεγο­
νός ότι σε αντίθεση με το X... X' (της μόνης μορφής που διατήρη­
σε το εμποροκρατικό σύστημα) ο Κενέ διάλεξε αυτή τη μορφή και
όχι τη μορφή Π... Π»:.
Με βάση την αξία ο Φ. Κενέ διαιρεί μόνο το αγροτικό προϊόν.
Ξεχωρίζει: 1) «τις αρχικές προκαταβολές» (το μέρος του πάγιου κε­
φαλαίου που φθάρηκε, lc) =1 δις λίβρες- 2) «τις ετήσιες προκατα­
βολές» (κυκλοφοριακό κεφάλαιο lc+ lv)= 2 δις λίβρες- 3) «το καθα­
ρό προϊόν» (υπεραξία 2m)= 2 δις λίβρες. Η αξιακή δομή του αγρο­

ί. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 2, σ ελ. 392.


1 Ό κ., σελ. 97.

72
τικού προϊόντος, όπως δόθηκε από τον Κενέ, μπορεί να παρουσια­
στεί με τον επόμενο τρόπο (σε δις λίβρες):
lc+lc-flv-f2m , δηλαδή 2c-flv+2m.
Ετσι, η βασικότερη προϋπόθεση ανάλυσης της αναπαραγωγής
στον «Πίνακα» είναι η διαίρεση του κεφαλαίου σε πάγιο και κυ-
κλοφοριακό, που για πρώτη φορά έκανε ο Φ. Κενέ.
Ο Φ. Κενέ απόλυτα σωστά εφάρμοζε τη διαίρεση σε πάγιο και
κυκλοφοριακό κεφάλαιο μόνο για την παραγωγική μορφή του κε­
φαλαίου, υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι κυκλοφο­
ρίας των διάφορων στοιχείων αυτού του κεφαλαίου (κατά τη γνώμη
του, μόνο του αγροτικού). «Οι ετήσιες δαπάνες», έγραψε ο Φ. Κενέ,
«συνίστανται στα έξοδα που γίνονται κάθε χρόνο για τη γεωργική
εργασία· οι δαπάνες αυτές πρέπει να διαχωρίζονται από τις πρωταρ­
χικές δαπάνες, οι οποίες συγκροτούν το κονδύλι του γεωργικού
εξοπλισμού (Γ etablissement) και οι οποίες ως προς την αξία υπερ­
βαίνουν πέντε φορές τις ετήσιες δαπάνες.»1
Η διαίρεση του αγροτικού προϊόντος με βάση την αξία επιτρέπει
στον Φ. Κενέ να εξηγήσει τη διαδικασία αναπλήρωσης του προϊό­
ντος για την τάξη των παχτωτών, αποκλείει όμως τη δυνατότητα να
λυθεί αυτό το πρόβλημα σε σχέση με το προϊόν της στείρας τάξης
και, ταυτόχρονα, δεν δίνει τη δυνατότητα να λυθεί σωστά το ζήτημα
του εθνικού εισοδήματος, αν και, καταρχήν, ο Φ. Κενέ δέχεται τη
διαίρεση σε μεταφερόμενη και σε εκνέου δημιουργημένη αξία.
Ωστόσο, αυτή η τελευταία δεν παρουσιάζεται στον «Πίνακα» σαν
συνολικό μέγεθος. Παρουσιάζεται σαν 2 δις λίβρες «καθαρού προϊ­
όντος», συν 1 δις λίβρες αγροτικού προϊόντος για την κατανάλωση
των παχτωτών, συν 1 δις λίβρες βιομηχανικού προϊόντος, που ισού-
ται με την αξία συντήρησης της στείρας τάξης.
' Ετσι, ο Φ. Κενέ δεν εξηγεί τη διαδικασία αναπλήρωσης — με βά­
ση την αξία — του κοινωνικού προϊόντος στο σύνολό του. Η έλλει­
ψη σωστής κατανόησης της αξιακής δομής του κοινωνικού προϊό­
ντος δεν επιτρέπει στον Φ. Κενέ να αποκαλύψει τη διαδικασία της
αναπαραγωγής των οικονομικών σχέσεων μεταξύ της εργατικής τά­
ξης και της αστικής τάξης.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η άποψη του Φ. Κενέ ότι η αξία του
δαπανημένου κεφαλαίου δεν εξαφανίζεται, αλλά επανεμφανίζεται στο
νέο προϊόν. Έ τσ ι, ο Φ. Κενέ εισάγει για πρώτη φορά στην οικονο­
μική βιβλιογραφία, το γεγονός της μεταφοράς της αξίας του σταθε­
ρού κεφαλαίου στο νέο εμπόρευμα, χωρίς να αποκαλύψει το μηχα­
νισμό αυτής της διαδικασίας και τη σημασία της για τη διαδικασία
της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Ιδιαίτερα καθαρά αυτό φαίνεται
στον «Πίνακα» στο παράδειγμα των «ετήσιων προκαταβολών» που

I. Φ. Κενέ, Επιλογή οικονομικών έργων, σελ. 361 (σημ.).

73
όομηίνουν στην κυκλοφορία (μαζί και των σπόρων), και που, με-
to ιην ολοκλήρωση ton αγροτικού έτους, μένουν στα χέρια των πα-
Ιΐαίΐιάν, ο» οιιοίοι τοι>ς χρησιμοποιούν στο νέο κύκλο παραγωγής
σαν κεφάλαιο. Σχετικά μ ’ αυτό ο Κ. Μαρξ έγραψε: «... ο Κενέ όμως
«ιυχαίνει to κύριο, χάρη στα όρια του ορίζοντα του...»1
Η *ιο βασική προϋπόθεση ανάλυσης της αναπαραγωγής στον
«Πίνακα», είναι ο διαχωρισμός της κοινωνίας, με οικονομικά κριτή­
ρια, σε ίάξεις, sou για πρώτη φορά στην ιστορία της πολιτικής οι­
κονομίας, έγινε οκό τον Φ. Κενέ. Η κοινωνία, κατά τον Φ. Κενέ,
αιοτελείται αχό τρεις τάξεις, σε συνάρτηση με τη σχέση τους ως προς
την *αραγωγή και την ιδιοποίηση του «καθαρού προϊόντος». Ο Φ.
Κενέ ξεχωρίζει την παραγωγική τάξη, η οποία περιλαβαίνει όσους
ασχολούνται με αγροτική παραγωγή, γιατί αυτοί ακριβώς, κατά την
άχονή του, είναι οι μοναδικοί δημιουργοί του «καθαρού προϊό­
ντος·. Λειτουργίες αυτής της τάξης, ο Φ. Κενέ, θεωρεί, από τη μια,
«την καλλιέργεια του εδάφους» της χώρας και, από την άλλη, την
«ληρωμή των δαπανών των γεωργικών εργασιών και την πληρωμή,
κάθε χρόνο, των εσόδων των ιδιοκτητών της γ η ς2. Συνεπώς, με την
έννοια παραγωγική τάξη πρακτικά νοούνται δύο τάξεις της αστικής
κοινωνίας: οι καπιταλιστές παχτωτές και οι μισθωτοί εργάτες στην
αγροτική οικονομία, από τους οποίους μόνο οι τελευταίοι, στην
«ραγματικότητα, παράγουν υπεραξία.
Στην τάξη των ιδιοκτητών ο Φ. Κενέ κατατάσσει τον άρχοντα,
τους ιδιοκτήτες γης κι εκείνους που καρπώνονται τη «δεκάτη», την
εκκλησία Αυτή η τάξη μόνο ιδιοποιείται και καταναλώνει όλο το
«καθαρό προϊόν», χωρίς να δημιουργεί τίποτε και γ Γ αυτό είναι
*ραγματικά άγονη. Ωστόσο, αυτόν το χαρακτηρισμό ο Φ. Κενέ τον
δίνει σε άλλη τάξη: στην τάξη των βιομηχάνων.
«Η άγονη τάξη», έγραψε ο Φ. Κενέ, «αποτελείται από εκείνους
τους πολίτες που ασχολούνται με ασχολίες και είδη εργασίας, δια-
ιρορετικές από κείνες που ανήκουν στη γεωργία»3 Ω στόσο, σ ’ αυτή
την τάξη ο Φ. Κενέ κατατάσσει τους πολίτες που ασχολούνται όχι
γενικά με μη αγροτική, αλλά ειδικά με βιομηχανική εργασία, γιατί
αυτή η τάξη προσθέτει στην αξία των πρώτων υλών τη ν αξία της
συντήρησής της και ασχολείται με τη χειροτεχνικ ή παραγωγή. Η
ιδιαιτερότητα αυτής της τάξης, κατά τη γνώμη του Φ. Κενέ, βρίσκε­
ται στο ότι δεν παράγει και δεν ιδιοποιείται «καθαρό προϊόν». Και
ακριβώς γΓ αυτό, κηρύσσεται άγονη.
Αυτή η «τάξη», όπως και η παραγωγική, συνενώνει στην πραγμα­
τικότητα, δυο τάξεις της αστικής κοινωνίας, τους εργάτες και τους

I. Κ. Μαρξ, Το Κΐφά>Λΐο. τόμ. 2, σελ. 358.


1 Φ. Κενέ, Εκίλογή οικονομικών έργων, σελ. 360.
5. Στο iiw

74
καπιταλιστές, στη δοσμένη περίπτωση στη βιομηχανία. Αλλά. σύμ­
φωνα με τη βασική αντίληψη του Φ. Κενέ, «βρίσκεται, σαν μια ενι­
αία τάξη, στην έμμισθη υπηρεσία της παραγωγικής τάξης και ιων
ιδιοκτήτων γης»'.
Η αφαίρεση από την πολυμορφία των ατομικών ιδιαιτεροτήτων
των οικονομικών σχέσεων των ανθρώπων και η αναγωγή τους σε
τυπικές, χαρακτηριστικές, μαζικές ταξικές σχέσεις, είναι απαραίτη­
τος όρος για την έρευνα της διαδικασίας της αναπαραγωγής. Η τέτια
προσέγγιση επιτρέπει στον Φ. Κενέ να καταλάβει ότι βασικότατο
μέρος της ανάλυσής του είναι το φώτισμα των οικονομικών σχέσε­
ων μεταξύ των τάξεων. Ο Φ. Κενέ γράφει ότι θέλει «να διερευνήσει
και να παρουσιάσει σε καθαρή μορφή τις σχέσεις που υπάρχουν
μεταξύ αυτών των διαφορετικών τάξεων...»:
Συνεπώς, στη βάση της, η τέτια προσέγγιση της ανάλυσης της
αναπαραγωγής είναι σωστή. Ωστόσο, η θεωρία του Φ. Κενέ για τις
τάξεις πάσχει από ανακολουθία και έχει μια σειρά άλλες ουσιαστι­
κές ελλείψεις. Η κύρια α π ’ αυτές, από την άποψη της λύσης του
προβλήματος της καπιταλιστικής αναπαραγωγής είναι η αδυναμία
του Φ. Κενέ να ξεχωρίσει τις βασικές τάξεις της αστικής κοινωνίας,
το γεγονός ότι εφαρμόζει το «κλαδικό κριτήριο».
Σαν φυσιοκράτης, που υποθέτει ότι μοναδική σφαίρα παραγωγής
είναι η αγροτική οικονομία, ο Φ. Κενέ, βασικό ουσιαστικό στοιχείο
για την κατάταξη των ανθρώπων στη μια ή την άλλη τάξη, θεωρεί
τη σχέση τους με την αγροτική παραγωγή. Με βάση αυτό το
«κλαδικό κριτήριο» ο Φ. Κενέ διαχωρίζει την παραγωγική τάξη και
τη στείρα τάξη. Αυτό σημαίνει ότι ο Φ. Κενέ παραβλέπει τις πραγ­
ματικές ταξικές διαφορές. Στην πραγματικότητα, τόσο στη μια,
όσο και στην άλλη «τάξη», ενώνει τους εργάτες και τους καπιταλι­
στές.
Ο Φ. Κενέ δεν μπόρεσε, εξαιτίας της υπανάπτυξης των καπιταλι­
στικών σχέσεων της τότε Γαλλίας, να ξεχωρίσει τις βασικές τάξεις
της αστικής κοινωνίας: το προλεταριάτο και την αστική τάξη. Γ ι’
αυτό, αν και ο Φ. Κενέ θέτει το ζήτημα της αναπαραγωγής των πα­
ραγωγικών σχέσεων, δεν εννοεί εκείνες τις παραγωγικές σχέσεις
που είναι τυπικές για την αστική κοινωνία. Ο Κενέ δεν είχε ακόμη
λύσει το πρόβλημα των υποκειμένων των καπιταλιστικών παραγω­
γικών σχέσεων και ερμηνεύει τη διαδικασία αναπαραγωγής των πα­
ραγωγικών σχέσεων όχι σαν διαδικασία αναπαραγωγής σχέσεων
εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών από τους καπιταλιστές, αλλά
σαν διαδικασία αναπαραγωγής σχέσεων εκμετάλλευσης των τάξεων
της αστικής κοινωνίας (των φάρμερς και της άγονης τάξης) από

1. Φ. Κενέ, Ό .π ., σελ. 259.


2. Ό .π ., σελ. 361.

75
την τάξη ίων γαιοκτημόνων, δεδομένου ότι ακριβώς αυτή η τελευ­
ταία δεν μετέχει στην παραγωγή, αν και ιδιοποιείται όλο το «καθαρό
προϊόν» U* έθνους. Σ' αυτό εκφράζεται η αντιφεουδαρχική κατεύ-
Α-νοη uh '■Πίνακα^» του Φ. Κενέ.
Ιΐστύσο αυτό δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις απουσιά­
ζουν τελείως από τον «Πίνακα». Ό σ ο και αν είναι αυτό παράδοξο,
ο Φ. Κενέ ερευνά τη διαδικασία, ακριβώς, των καπιταλιστικών σχέ­
σεων. Κάτι παραπάνω: στην ανάλυσή του έχει πλησιάσει αρκετά
στην αφηρημένη έννοια του «καθαρού καπιταλισμού».
Οπως σημειώθηκε, ο Φ. Κενέ δεν εξετάζει τις βασικές παραγω­
γικές σχέσεις της αστικής κοινωνίας, την εκμετάλλευση των εργα­
τών από τους καπιταλιστές, αναλύει όμως τις παραγωγές από αυτές
σχέσεις: την ιδιοποίηση της υπεραξίας από τους γαιοκτήμονες
(στον «Πίνακα»: όλης της υπεραξίας), οι οποίες προϋποθέτουν
ύπαρξη σχέσεων εκμετάλλευσης των εργατών από τους καπιταλι­
στές.
Βασικό στοιχείο της θεωρίας των φυσιοκρατών και ταυτόχρονα
μια αχό τις προϋποθέσεις του «Πίνακα» του Φ. Κενέ, είναι η θεωρία
για την παραγωγική εργασία. Τέτια οι φυσιοκράτες θεωρούσαν μόνο
την εργασία στην αγροτική οικονομία, δεδομένου ότι μόνο αυτή η
εργασία, σύμφωνα με τις αντιλήψεις τους, παράγει «καθαρό προϊ­
όν», δηλαδή υπεραξία. Αυτό σημαίνει ότι στα πλαίσια της γεωργι­
κής εργασίας οι φυσιοκράτες όρισαν σωστά την παραγωγική εργα­
σία. Ταυτόχρονα, όμως, κριτήριο παραγωγικής εργασίας θεωρούν όχι
μόνο την υπεραξία, αλλά και την ορισμένη εμπράγματη μορφή του
προϊόντος εργασίας, τον αγροτικό της χαρακτήρα. Μ ’ αυτό τον τρό­
πο, οι φυσιοκράτες, όπως και οι εμποροκράτες, ανακηρύσσουν πα­
ραγωγικό το ιδιαίτερο είδος της συγκεκριμένης εργασίας. Ωστόσο,
η παραγωγική εργασία στον καπιταλισμό δεν είναι τίποτε άλλο, πα­
ρά η συμπυκνωμένη έκφραση εκείνης μόνο της κοινωνικής μορφής
που αποκτά η εργασία του εργάτη, η οποία γίνεται αντικείμενο κα­
πιταλιστικής εκμετάλλευσης και η οποία δεν έχει καμιά σχέση με
την ιδιαιτερότητα της αξίας χρήσης που παράγεται από τους εργά-
Τες1·
Βασικός τόρος του «Πίνακα» είναι η υπόθεση ότι υπάρχει ελευθε­
ρία επιχειρηματικής δραστηριότητας, δηλαδή ότι απουσιάζουν οι
φεουδαρχικοί περιορισμοί. «Ό λοι οι νόμοι, που διατυπώθηκαν από

I. Βλ. Κ. Μαρς, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 443. Πρέπει να ση-
μαοθά ότι οι φυσιοκράτες διαχώριζαν την παραγωγική εργασία από την απα­
ραίτητη εργασία. Ο Κενέ έγραφε: «... Πρέπει... να ξεχωρίζουμε αυτό που είναι
«χλή αναγκαιότητα, αχό εκείνο που είναι παραγωγικό· από το ότι κάτι που είναι
χαραγνγικό, είναι και αναγκαίο, δεν έπεται και ... ότι κάτι που είναι απαραίτη­
το, θα είναι και χαραγωγικό» (Φ. Κενέ, Επιλογή οικονομικών έργων, σελ. 359).

76
οικονομολόγους, από τον Κενέ μέχρι τον Ρικάρντο. βασίζονται
στην προϋπόθεση ότι τα όεσμά που περιόριζαν μέχρι τώρα την
ελευθερία του εμπορίου, έπαψαν να υπάρχουν.»1 Αυτή η υπόθεση
αποσκοπεί στο να ξεχωρίσουν οι πιο τυπικές σχέσεις. Ακριβώς αυ­
τό επιτρέπει στον Φ. Κενέ να βάλει το ζήτημα της καπιταλιστικής
αναπαραγωγής.
Από τον «Πίνακα» απουσιάζουν οι βασικές τάξεις της φεουδαρχι­
κής κοινωνίας (οι τσιφλικάδες και οι δουλοπάροικοι). «Ο γεωργός»,
έγραψε ο Φ. Κενέ, «ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα δεν πληρώνει άλλες
εισφορές εκτός από το εισόδημα των ιδιοκτητών...»'’ Κατά τη γνώμη
του Φ. Κενέ, όχι οι αγρότες, αλλά οι γαιοκτήμονες πληρώνουν τη
δεκάτη στην εκκλησία (1/7 της προσόδου), καθώς και φόρους στο
κράτος (2/7). Οι γαιοκτήμονες, για τους οποίους γίνεται λόγος στον
«Πίνακα», δεν είναι, με όλη τη σημασία της λέξης, φεουδάρχες. Εί­
ναι μάλλον φορείς υπολειμμάτων της φεουδαρχικών σχέσεων παρα­
γωγής, με την έννοια ότι είναι ατομικοί ιδιοκτήτες γης, εκπρόσωποι
ενός θεσμού της φεουδαρχικής κοινωνίας, που διατηρείται και τρο­
ποποιείται στον καπιταλισμό. Η γη δεν χρησιμοποιείται από τους
παχτωτές, με τις αρχές της καπιταλιστικής ενοικίασης για την πα­
ραγωγή υπεραξίας, «καθαρού προϊόντος». «Ο πρώτος όρος του πί­
νακα συνίσταται στο ότι ισχύει γενικά το σύστημα ενοικίασης και
μαζί μ ’ αυτό και η μεγάλη γεωργία, με τη σημασία που είχαν αυτές
οι λέξεις την εποχή του Κενέ...»3 Η τάξη των παχτωτών είναι οι
καπιταλιστές και οι εργάτες στην αγροτική οικονομία, η στείρα τά­
ξη είναι οι καπιταλιστές και οι εργάτες στη βιομηχανία.
Επομένως, αν και δεν ξεχωρίζει τις βασικές τάξεις της αστικής
κοινωνίας, ο Φ. Κενέ ωστόσο ερευνά ακριβώς την καπιταλιστική
αναπαραγωγή. Σημειώνοντας ότι αντικείμενο έρευνας στον «Πίνα­
κα» είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ο Κ. Μαρξ έγραψε:
«Ο αντιπρόσωπος του βιομηχανικού κεφαλαίου — η τάξη των πα­
χτωτών — διευθύνει όλη την οικονομική κίνηση. Η γεωργία ασκεί­
ται καπιταλιστικά...»4
Χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα της ανάλυσης του Φ. Κενέ είναι
ότι κάνει αφαίρεση μιας σειράς φαινομένων της κυκλοφορίας, που
δυσκολεύουν την ανάλυση. Έ τσ ι, κάνει αφαίρεση του χάους των
ατομικών πράξεων της κυκλοφορίας, ανάγοντάς τες σε μια ταυτό­
χρονη μαζική ροή εμπορευμάτων, που εξυπηρετούν την ανταλλαγή
μεταξύ των τάξεων. Ο Φ. Κενέ παίρνει σαν σταθερές τις τιμές με τις
οποίες γίνεται η ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Η ανταλλαγή προϋ-

1. MEW. τόμ. 4, σελ. 454.


2. Φ. Κενέ, Επιλογή οικονομικών έργων. σελ. 363.
3. MEW, τόμ. 20. σελ. 230.
4. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 2, σελ. 359.

77
isHtiteiat 0«v ιοοόύναμη, αν και η β ά σ η τη ς ισ ο ο υ ν α μ ια ς δ ε ν aito-
KuA»i*utai. ίΐϊδομένυυ ό π οι φ υ σ ιο κ ρ ά τες γ ε ν ικ ά δ εν έ χ ο υ ν κάποια
ι,^ςεργαομίνη κάπως tku»piu της α ξ ία ς. Τ ο β α σ ικ ό ν ό η μ α αυτώ ν
:*»v ιροι*οθίο<ων un> Φ. Κενέ είνα ι να δ ε ίξ ε ι ύ π η σ φ α ίρ α τη ς κυ­
κλοφορίας ίκν κίναι πηγή πλούτου. « Π ά ν τα ό μ ω ς π ρ ό κ ε ιτ α ι μ ό νο
r«* π|ν ανοιλλα/η αντικειμένων του π λ ο ύ τ ο υ , π ο υ έ χ ο υ ν την ίόια
<ν^ και *>·τι εχρμένως, <kv ηρύκαζαι για πραγματική αι^ηαη του η Αού-
γλ», έγραφε ο Κενέ'.
ΓΊα λόγους αχλοχοίησης ο Φ. Κενέ αποκλείει από το οπτικό πε-
Sio Γην ανταλλαγή «ου γίνεται στο εσωτερικό των επιμέρους τάξεων,
λντύ η) γεγονός δεν του επιτρέπει να λύσει μια σειρά βασικά προ­
βλήματα, όχβις, για χαράδβιγμα, να ερευνήσει την αναπαραγωγή του
t i y m κεφαλαίου της στείρας τάξης. Ωστόσο α υ τ ή η αφαίρεση επι­
τρέπει στον Φ, Κενέ να επικεντρώσει την προσοχή στο κύριο: στην
έρβννα τβν οικονομικών σχέσεων των τάξεων στην πορεία της κοι­
νωνικής αναχαραγωγής.
.Λυτόν εχίοης το σκοπό υπηρετεί και η αφαίρεση που κάνει ο Φ.
Κενέ εξωτερικής αγοράς. Ο Κενέ προϋποθέτει ότι «το έθνος κά­
νει μόνο εσωτερικό εμκόριο»\ αν και καταλαβαίνει θαυμάσια την
αναγκαιότητα και tod εξωτερικού εμπορίου. Τον «Οικονομικό πίνα­
κα» e a ta τη γνώμη του είναι δυνατό να τον συντάξεις σωστά «αν
αφαΐ(χθ»ς αχό κάθε εξωτερικό εμπόριο, που οι λεπτομέρειες του
είναι ακαθόριστες, δεν μπορούν να μετρηθούν και είναι ανώφελες
για υχολογιαμό»’,
Οοτόσο ο Φ. Κενέ στην «Ανάλυση του οικονομικού πίνακά» του,
&gsrai τη δυνατότητα και της διευρυμένης αναπαραγωγής. Πρώτο:
tatpci κανονικό το να παίρνουν οι παχτωτές για τα «κονδύλια» που
Sewivwv οττην αγροτική οικονομία «ετήσιο τόκο», δηλαδή, υπερα­
ξία αν και με βάση τους όρους του «Πίνακα» οι παχτωτές δεν παίρ-
ww. άίύτερο, κάνει λόγο για χρησιμοποίηση αυτών των τόκων,
*για αύξηση και βελτίωση της καλλιέργειάς τους», δηλαδή για κε­
φαλαιοποίηση της υπεραξίας, για συσσώρευση κεφαλαίου4.
Οι μεθοδολογικοί τρόποι που χρησιμοποιούσε ο Φ. Κενέ στην
έραινα της διαδικασίας αναπαραγωγής (κατά το μεγαλύτερο μέρος

I. Π β ρ η & τα ι οκό: Κ. Μ αρξ. θαορ'κς για την υπεραξία, μέρος I. σελ. 424.
1 ♦. Κενέ. Εχιλογή οικονομικών έρ',χαν. σελ. 375.
1 Σπ> ί5ια Να σημειαθεί ότι αυτή η απόλυτα σωστή υπόθεση του Φ. Κενέ
ern» μ » w o τις πολύ λίγες που σ τις εργασίες του βρήκαν κάποια θεωρητική
(Βξφ τασία. Στις περισσότερες περιπτώ σεις ο Κενέ δεν διατυπώνει καν τις αφε-
τηριακίς μιβοδολογικές προϋποθέσεις της έρευνας του, ή απλώς τις σημειώνει.
0» χροϋκοθέβεις αυτές μπορούν να φανούν μόνο με μια προσεκτική ανάλυση
too -Π ί«* ά > to o .

4 O.K.. οιλ Μ, 369.

71
από διαίσ θησ η. χωρίς αρκετή θ ε ωρ ητ ι κή ϋεμε/.ίωαη). u n ε πί τρ εψαν
vu θέσει n> π ρ ό β λ ημ α της κ απ ιτ α λ ι σ τι κ ή ς α να παρ αγω γής, παρά t ov
ια ξι κ ύ και ιστο ρι κά π εριορι σμέ νο χιιρακτηρϋ τη., φ υσι υκρατ ικής
ϋεωρίιις.

Η αντιφεουδαρχική κατεύθυνση
της ανάλυσης του Φ. Κενέ

Το ζήτημα της ταξικής «ρύσης τοι> «Πίνακα» του Φ. Κενέ είναι


αρκετά σύνθετο. Η περιορισμένη ανάπτυξη των καπιταλιστικών πα­
ραγωγικών σχέσεων, η θέση του ως ανακτορικοί» γιατρού στην αυλή
του Λουδοβίκου XV και άλλες αιτίες, δεν επέτρεπαν στον Φ. Κενέ
να εκφράσει ανοιχτά τις ταξικές του συμπάθειες. Φαινομενικά, στον
«Πίνακα» ο Φ. Κενέ υπερασπίζει τα συμφέροντα των φεουδαρχών.
Τονίζει με κάθε τρόπο τη σημασία της αγροτικής παραγωγής, θεω­
ρώντας την σαν τη μοναδική σφαίρα που δημιουργεί όλο τον πλού­
το της κοινωνίας. Και ακριβώς σ ’ αυτό τον κλάδο της οικονομίας
τα υπολείμματα των φεουδαρχικών σχέσεων ήταν τότε ιδιαίτερα
ισχυρά. Ο Φ. Κενέ προσπαθεί να βρει κάποια κοινωνικά ωφέλιμη
λειτουργία στους γαιοκτήμονες. Έ τσ ι, υποστηρίζει ότι οι δαπάνες
των πλούσιων γαιοκτημόνων «στηρίζουν την τιμή των προϊόντων
της καλύτερης ποιότητας», και έτσι βοηθούν στην ανάπτυξη της
αγροτικής οικονομίας, και μαζί μ ’ αυτή και όλης της οικονομίας
της χώρας1.
Ό λ ’ αυτά, όμως, δεν είναι παρά η επίφαση. Στην πραγματικότη­
τα, ο Κενέ είναι χωρίς αμφιβολία υπερασπιστής των αστικών συμ­
φερόντων. Υπερασπίζει με κάθε τρόπο την αναγκαιότητα ανάπτυξης
«των μεγάλων καλλιεργειών», δηλαδή του μεγάλου καπιταλιστικοί)
αγροκτήματος, που χρησιμοποιεί μισθωτή εργατική δύναμη. Ιδιαί­
τερα καθαρά εμφανίζεται η πραγματική ταξική κατεύθυνση του Φ.
Κενέ στο σχέδιό του για τον ενιαίο φόρο «που ολόκληρος βαρύνει
το εισόδημα από τη γη», δηλαδή τους γαιοκτήμονες, αυτή τη μονα­
δική τάξη, που παίρνει, με βάση τις υποθέσεις του Φ. Κενέ, στον
«Πίνακα», όλο το εισόδημα της κοινωνίας. Στην πράξη, αυτό το
σχέδιο δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το αίτημα δήμευσης της φεου­
δαρχικής γαιοκτησίας με τη βοήθεια του φορολογικού συστήματος.
«Η εξύμνηση της γαιοκτησίας», έγραφε ο Κ. Μαρξ για τους φυσιο­
κράτες, «μετατρέπεται έμπρακτα στην απαίτηση οι φόροι να μπαί­
νουν αποκλειστικά στη γαιοπρόσοδο - που περικλείει τη δυνατότη­
τα δήμευσης της γαιοκτησίας από το κράτος... Η Γαλλική Επανά­
σταση υιοθέτησε αυτή τη φορολογική θεωρία.»'

1. Ό .π ., σελ. 370.
2. Κ. Μαρξ. θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1. σελ. 4!.

79
Η οικονομική θεωρία των φυσιοκρατών άσκησε γενικά σημαντι­
κή επίδραση στη Γαλλική Επανάσταση. «Η Συντακτική Συνέλευση
tov 178·)», έγραφε ο Κ. Μαρξ, «μετέφερε στις οικονομικές της με-
ιαρρυθμίσεις σημαντικό μέρος των φυσιοκρατικών θέσεων από τη
θεωρία στην πράξη και, ειδικότερα, επέβαλε υψηλούς φόρους στη
γαιοπρόσοδο, σ ’ αυτό το καθαρό προϊόν...»1 Οι επιθέσεις του Φ.
Κενέ κατά της γαιοκτησίας, βρήκαν οπαδούς στο περιβάλλον των
άγγλων αστών οικονομολόγων. «... Οι άγγλοι φυσιοκράτες, που
έγραψαν το 1798, απόδειχναν, για πρώτη φορά με βάση τον Κενέ,
και αντίθετα με τον Α. Σμιθ, την αναγκαιότητα της εξάλειψης της
ατομικής ιδιοκτησίας στη γη»2.
Τα γεγονότα αυτά δείχνουν, ανάμεσα σ τ ’ άλλα, ότι η αστική
κλασική πολιτική οικονομία εκτελούσε, παράλληλα με την ιδεολο­
γική λειτουργία (για παράδειγμα, την ερμηνεία του καπιταλισμού
σαν κάποιου «φυσικού» καθεστώτος, που αντιστοιχεί στους «νόμους
της φύσης», σε αντίθεση με τη φεουδαρχία, αυτή, την — κατά το
χαρακτηρισμό των φυσιοκρατών — άρρωστη κοινωνία κλπ.) και οι-
κονομική-πρακτική λειτουργία. Αυτή η λειτουργία, που απέβλεπε
στην επεξεργασία του οικονομικού προγράμματος της μαχόμενης
για την εξουσία αστικής τάξης, ξεχώριζε την περίοδο εκείνη τουλά­
χιστον με τις εξής ιδιαιτερότητες: 1) Την επιτελούσε εκείνη η κατεύ­
θυνση της αστικής πολιτικής οικονομίας, που στη σημαία της για
πρώτη φορά χαράξε το αίτημα της «ελευθερίας του ανταγωνισμού»·
2) εκπονούνταν ένα σύστημα πρακτικών οδηγιών που είχε ολοφάνε­
ρα αντιφεουδαρχική κατεύθυνση· 3) το πρόγραμμα των φυσιοκρατών
πρόβλεπε παρέμβαση της αστικής κρατικής εξουσίας στο σύστημα
των κοινωνικών οικονομικών σχέσεων με κατεύθυνση την εξάλειψη
των υπολειμμάτων της φεουδαρχίας και βοηθούσε με κάθε τρόπο
την ανάπτυξη των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, εξαιρώ­
ντας, ωστόσο, την παρέμβαση του αστικού κράτους στην πραγματική
διαδικασία της παραγωγής.
Η τεκμηρίωση, που κάνει ο Φ. Κενέ, του φορολογικού του σχε­
δίου, δείχνει, με τον καλύτερο τρόπο, την αστική ουσία της θεωρίας
του της αναπαραγωγής. Ο Φ. Κενέ έγραψε: «... κάθε άλλη μορφή
φορολογίας θα αντέφασκε στη φυσική τάξη πραγμάτων, θα ήταν
επικίνδυνη και για την αναπαραγωγή και για τον ίδιο το φόρο...»3
Περιγράφοντας τις συνθήκες αναπαραγωγής του αγροτικού προϊό­
ντος, ο Κενέ σημείωνε ότι κανένα μέρος του κεφαλαίου που είναι
τοποθετημένο σ’ αυτή τη σφαίρα, δεν μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς ά­
μεση ζημιά για την αγροτική οικονομία και συνεπώς, για όλη την

I. MEW, τόμ. 20. σελ. 236.


1 Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρώσ. έκδ., τόμ. 34, σελ. 287.
3. Φ Κενί. Επιλογή οικονομικών έργων, σελ. 363.

80
οικονομία της χώρας. Το αίτημα που προβάλλει ο Φ. Κενέ, να απαλ­
λαγεί το αγροτικό κεφάλαιο από τη φορολογία, ισοδυναμεί με
αίτημα να εξασφαλισθεί μεγαλύτερο ποσοστό συσσώρευσης στην
αγροτική οικονομία. Αυτό το αίτημα επεκτείνεται από τον Φ. Κενέ
και στη βιομηχανία, όπου σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του «Πίνα­
κα», δεν δημιουργείται καθόλου νέο προϊόν, νέος πλούτος. Εδώ η
προσπάθεια του Φ. Κενέ να εξασφαλίσει υψηλό ποσοστό συσσώ­
ρευσης, εκδηλώνεται απόλυτα καθαρά.
Στον «Οικονομικό πίνακα» παρουσιάζεται αρκετά ανάγλυφα ο τα­
ξικός ανταγωνισμός της φεουδαρχικής κοινωνίας στις παραμονές
της αστικής επανάστασης. Οι φάρμερς και οι βιομήχανοι εμφανί­
ζονται σαν τάξεις που τις εκμεταλλεύονται οι γαιοκτήμονες. Συνά­
μα, η τάξη των παχτωτών δημιουργεί όλο τον πλούτο της κοινωνίας
και δεν παίρνει κανένα εισόδημα τη στιγμή που οι γαιοκτήμονες
δεν παράγουν τίποτε, ιδιοποιούνται όμως όλο το εισόδημα της κοι­
νωνίας. Έ τσ ι οι γαιοκτήμονες είναι μια παρασιτική τάξη που ζει
από την ιδιοποίηση ξένης απλήρωτης εργασίας. Επιπρόσθετα, τρώ­
νε όλο το «καθαρό προϊόν», στερώντας την κοινωνία από τη μονα­
δική πηγή διευρυμένης αναπαραγωγής.
Είναι ολοφάνερο ότι μια τέτια θέση δεν μπορούσε να μην προπα­
γάνδιζε την εξάλειψη των φεουδαρχικών σχέσεων. Συνοψίζοντας
την ανάλυσή του του ταξικού χαρακτήρα των φυσιοκρατών, ο Κ.
Μαρξ έγραψε: «Είναι πράγματι το πρώτο σύστημα που αναλύει την
κεφαλαιοκρατική παραγωγή... Εξάλλου εμφανίζεται μάλλον σαν μια
αστική αναπαραγωγή του φεουδαρχικού συστήματος, της κυριαρχίας
της γαιοκτησίας, και οι βιομηχανικές σφαίρες, στα πλαίσια των
οποίων αναπτύσσεται πρώτα αυτοτελώς το κεφάλαιο, εμφανίζονται
μάλλον σαν “μη παραγωγικοί” κλάδοι δουλιάς, σαν απλά εξαρτή­
ματα της γεωργίας... ΓΓ αυτό, σ ’ αυτή την περιγραφή, εμφανίζεται
ο γαιοκτήμονας σαν ο καθεαυτό κεφαλαιοκράτης, δηλαδή σαν ο
σφετεριστής της υπερεργασίας... Αστικοποιώντας έτσι τη φεουδαρ­
χία αποκτάει η αστική κοινωνία μια φεουδαρχική επίφαση.»1
Η θεωρία των φυσιοκρατών στο σύνολό της, και ο «Οικονομικός
πίνακας» του Κενέ ειδικότερα, είναι αστικά ως προς την ουσία τους,
έχουν όμως φεουδαρχική εξωτερική εμφάνιση. Ακόμη και σύγχρο­
νοι των φυσιοκρατών δεν μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν την ταξική
φύση της θεωρίας τους. Έ τσ ι, η πρώτη παραλλαγή του «Οικονομι­
κού πίνακα» του Φ. Κενέ τυπώθηκε με μεγάλες τελετές από τον
Λουδοβίκο τον XV στις Βερσαλλίες το 1758, και όμως αυτή η εργα­
σία θεμελίωνε την αναγκαιότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης της
Γαλλίας. Οι γάλλοι αστοί διαφωτιστές είδαν τους φυσιοκράτες σαν

I. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 21-22.

81
ο*α<Χ>ΐΛ, t«K απολυταρχίας. Δεν είναι παράξενο bod ιέη ο υ είόοι*,
σύγχυση *αρατηρ<ίται και στις μέρες μας.

Η α£ιολ6γ^β^ ι« ι «Πίνακα» ιβ« Φ· Kcvi


αχό τη σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία

Η σύγχρονη αστική κ ο λ π ικ ή οικονομία, από το σύνολο των με­


θοδολογικών προβλημάτων που έθεσε ο Φ. Κενέ στον «Πίνακα»,
βασική σημασία δίνει στην ονομαζόμενη «μέθοδο του Πίνακα» που
αυτός επεξεργάστηκε. Ο Έ ντμουντ Ουίτεϊκερ (Ε. Whittaker), καθη­
γητής της οικονομίας του Π ανεπιστημίου του Κολοράντο, στην ερ­
γασία Οι σχολές καί τα ρεύματα της οικονομικής σκέψης, έγραψε:
«Τον Οικονομικό πίνακα μπορούμε να τον θεωρήσουμε σαν πρόγο­
νο παρόμοιων σύγχρονων σχημάτων, όπως οι κλαδικοί ισολογισμοί,
οι πίνακες εισροών - εκροών και τα δυναμικά διαγράμματα, που
χρησιμοποιούνται σήμερα για την παράσταση της κυκλοφορίας του
χρήματος στην οικονομία» . Ο αστός οικονομολόγος Τζ. Σούμπετερ
(J. Schumpeter), χαρακτηρίζοντας τη σχέση της οικονομικής ανά­
λυσης του Φ. Κενέ προς τις σύγχρονες οικονομετρικές εργασίες,
έγραψε: «Ο Κενέ... προσπάθησε πραγματικά να υπολογίσει την αξία
του ετήσιου προϊόντος και άλλων συνολικών οικονομικών μεγεθών.
Εκτελούσε, μπορούμε να πούμε, μια αληθινά οικονομετρική εργα­
σία. Το σημείο αυτό απόκτησε και πάλι επικαιρότητα στην εποχή
μας χάρη στην επιβλητική εργασία του Λεόντιεφ, που αν και διαφέ­
ρει ριζικά από την εργασία του Κενέ, ως προς το σκοπό και την
τεχνική, ωστόσο αναγέννησε τη βασική αρχή της μεθόδου του πί­
νακα.»2
Έ τ σ ι, οι αστοί οικονομολόγοι παραποιούν τις απόψεις του Φ.
Κενέ, αποσιωπούν και ευνουχίζουν με κάθε τρόπο τις επιστημονικές
θέσεις της μεθόδου του.
Για παράδειγμα αναφέρουμε την ερμηνεία του «Οικονομικού πί­
νακα» του Φ. Κενέ, που δίνεται στους όρους του σχήματος εισροές
-εκροές (input-output analysis) του Ε. Ουίτεϊκερ στο βιβλίο που
αναφέραμε. Ο «Πίνακας» παρουσιάζεται με τη μορφή τριών ανεξάρ­
τητων κλαδικών ισολογισμών, που δείχνουν τις εισροές - εκροές
κάθε τάξης.
Η τέτια ερμηνεία του «Πίνακα», διασπά το σύστημα των ταξικών
σχέσεων που παρουσιάζεται σ ’ αυτόν, και αντί μιας κοινωνικοοικο­
νομικής προσέγγισης, προβάλλει σε πρώτο πλάνο τη λογιστική
πλευρά. Η ερμηνεία αυτή εξαιρεί από την ανάλυση την αναπαραγω-

1. Ε. Whittaker, Schools and Streams o f Economic Thought, Chicago, 1960, σελ.


85.
2. J. Schumpeter, History o f Economic Analysis, σελ. 242.

82
γη των Βαραγωγικων σχέσεων Εκιχρόσθετα. ακοκρύβει την « μ ε ­
ταλλευτική φύση του «καθαρού χρο Ιόντος» κα> έτσι αμβλύνει την
έντονη αντιφεουδαρχική κατεύθυνση της ανάλυσης του ♦ . Κενέ
Και μολονότι ο Ε. ΟυίτεΙκερ δείχνει ότι η ««αραγωγή» ubv γαιο­
κτημόνων ισούται με μηδέν, ενώ τα «έξοδά» τους είναι θετικό μέγε­
θος (600 λίβρες), στο ισοζύγιο (χου δεν παίρνει υχάφη τις ταξικές
σχέσεις), εξαφανίζεται το ζήτημα της χηγής του εισοδήματος αυτής
της τάξης. Έ τσι αγνοείται η θεμελιακή και σημαντική διαφορά με­
ταξύ των παραγωγικών και των μη παραγωγικών δαχανών. χου για
πρώτη φορά διαπιστώθηκε αχώ τον · . Κενέ. Κάτι παραπάνω: ο · .
Κενέ παρουσιάζεται σχεδόν σαν υχερασχιστής της φεουδαρχικής
γαιοκτησίας. «Οι φυσιοκράτες υχέθεταν», γράφει ο Ε. Ουίτείκερ
«ότι η πρόσοδος ενυπάρχει στη γη σαν τέτια. Πηγάζει αχό τη φύση
της γης και την καρπώνονται οι γαιοκτήμονες, γιατί αυτοί ακριβώς
κατέχουν αυτό το πράγμα, τη γη, η οποία έχει την ασυνήθιστη ιδιό­
τητα να παράγει καθαρό προϊόν ή περίσσευμα πάνω αχό τα έξοδα
παραγωγής.»1 Και όμως, είναι γνωστό ότι η φυσιοκρατία ήταν η
ιδεολογική προπαρασκευή της γαλλικής αστικής επανάστασης.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε και με την άχοφη των σύγχρο­
νων αστών οικονομολόγων ότι κατόρθωσαν να ξεχεράσουν τον βνατ
λυτικό μηχανισμό του Φ. Κενέ στην έρευνα της διαδικασίας αναπα­
ραγωγής χάρη στην ονομαζόμενη επανάσταση του Β. Λεόντιεφ.
Στην ουσία, ο Β. Λεόντιεφ ερευνά μόνο μια πλευρά της κοινωνικής
αναπαραγωγής: τις παραγωγικές δυνάμεις, ακριβέστερα τη βιομηχα­
νία, μερικούς κλάδους της. Η ανάλυση των παραγωγικών σχέσβων
είτε απουσιάζει από το έργο του Λεόντιεφ, είτε είναι αντιεπιστημο­
νική. Αλλά και η μελέτη των διακλαδικών σχέσεων κάθε άλλο χαρά
πλήρης είναι. Ο επιφανής αμερικανός οικονομολόγος P. II.
Μπρέιντι (R. Brady), στην εργασία του Οργάνωση, αυτοματοποίηση
και κοινωνία, αναφέρει πλήθος ελλείψεων, στατιστικού, μεθοδολογι­
κού και θεωρητικού χαρακτήρα στο σύστημα του Β. Λεόντιεφ.
Αναφέρει την ανεπάρκεια της στατιστικής βάσης, την απουσία κα­
τάλληλου τρόπου υπολογισμού των αλλαγών που συντελούνται στα
εξεταζόμενα μεγέθη, με την πάροδο του χρόνου. «Εκτός αχό τη
στατιστική», γράφει ο Ρ. Μπρέιντι, «υπάρχουν μερικά μεγάλα προ­
βλήματα σοβαρότερου χαρακτήρα. Το σύστημα θεωρείται “ δοσμέ­
νο” και δεν δίνεται προσοχή στους συντελεστές της παραγωγικότη­
τας. Αυτό δεν επιτρέπει τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας της
χρήσης των πόρων. Προϋποτίθεται κάτι σαν (που μάλλον δ*ν υπάρ­
χει) ολοκληρωμένος ανταγωνισμός στη ζήτηση και προσφορά συ­
ναφών εμπορευμάτων, επενδυτικών κονδυλΐων, εργασίας και άλλων
πόρων. Θεωρούνται επίσης δοσμένα η δομή και η κατανομή των εξό-

1. Ε. Whittaker, Schools and Streams o f Economic nought, σελ. 90.

83
vtuiv, ιιμων, εισυοηματων, δαπανών, αποτιιμιεύοεων kut φορών, ito
όπως t i va i a t μια ο ρ ι σ μ έ ν η σ τ ι γ μ ή . » 1 Ο Ρ Μ/τρέινχι θεωρεί βιιοι*!
έλλειψη χων ερευνών χου Β. Λ εόντιεφ τον εξοστρακισμό ιικό ΐι
οπτικό πεδίο των τεχνολογικώ ν και οργανωτικών παραγόντων, kch
επιδρούν στην παραγωγή των προϊόντων.
Ο Β, Λεόντιεφ συνέχισε μόνο τη μισ γραμμή της ανάλυσης χουφ
Κενέ: τη μελέτη των κλαδικών σχέσεω ν. Ο Φ. Κενέ εκφράζει ιη
γραμμή αυτή αρκετά πρωτόγονα. Α σχολείτα ι μόνο με την ανάλυση
των σχέσεων της β ιομ ηχανίας και της αγροτικής οικονομίας, ενώ ο
Β. Λεόντιεφ με δεκάδες κλάδους της βιομηχανίας. Χωρίς να αρνού-
μαστέ τη σπουδαιότητα της τέτιου είδους ανάλυσης, δεδομένου ότι
η μελέτη των ποσοτικών νόμων τη ς αναπαραγωγής είναι μια asb τι^
βασικότερες κατευθύνσεις της μετατροπής της οικονομικής ειαστή-
μης σε άμεση παραγωγική δύναμη τη ς κοινωνίας, πρέπει, ωστόσο,
να πούμε ότι στην ανάλυση του Β. Λ εόντιεφ λείπει η κοινωνική
εκείνη οξύτητα που γεμίζει τον «Π ίνακα» του Φ. Κενέ. Από το σχή­
μα του Β. Λεόντιεφ, για παράδειγμα, απουσιάζουν ολότελα ο χωρι­
σμός της κοινωνίας σε τάξεις και η ανάλυση των σχέσεων αυτών
των τάξεων. «Τον τελικό σ κ οπό αυτού του προγράμματος», έγραψε
ο Β. Λεόντιεφ, για τους σκοπούς της μελέτης του, «μπορεί να τον
φανταστεί κανείς σαν “tableau 6conom ique” , δηλαδή σαν εσωτερικά
συνεπή ποσοτική εικόνα, ας πούμε για δυο δεκαετίες εμπρός, η
οποία λίγο ή πολύ λεπτομερειακά θα δείχνει την παραγωγή διαφό­
ρων εμπορευμάτων και τις δαπάνες πόρων, υπηρεσιών και παγίων
κονδυλίων, που είναι απαραίτητες για τη ν παρασκευή τους...»3
Έ τσ ι, ο Β. Λεόντιεφ περιορίζει τη ν ανάλυσή του στη μελέτη των
συγκεκριμένων οικονομικών και τεχνολογικώ ν σχέσεων μεταξύ ξε­
χωριστών κλάδων της βιομηχανίας. Κ ι αυτό δεν είναι καθόλου τυ­
χαίο. Τους σύγχρονους αστούς οικονομολόγους τους ενδιαφέρουν οι
διακλαδικές σχέσεις στη βιομ η χα νία, σ την οικονομία γενικά, μόνο
στο βαθμό που επεξεργάζονται συνταγές κρατικομονοπωλιακής ρύθ­
μισης της οικονομίας με σκοπό τη ν άμβλυνση των αναπτυσσόμενων
αντιθέσεων της καπιταλιστικής οικονομίας. Ακριβώς γ ι’ αυτό, και
στην προηγούμενη ιστορία της ανάλυσης της αναπαραγωγής βλέ­
πουν κυρίως ένα μόνο σημείο της: τη ν έρευνα των διακλαδικών σχέ­
σεων. Ακριβώς γ ι ’ αυτό, το σύνολο των μεθόδων έρευνας που χρη­
σιμοποίησε ο Φ. Κενέ στον «Π ίνακά» του, το ανάγουν μόνο στη
«μεθόδο του Πίνακα».
Η τοποθέτηση του προβλήματος της αναπαραγωγής, σ ’ όλη του

1. R. Brady. Organization, Automation and Society, «University of California


Press». 1961, σελ. 255.
2. Β. Λεόντιεφ, Μελέτες της δομής της αμερικανικής οικονομίας (στα ρώσικα.
μεταφρ. από τα αγγλικά), Μόσχα, 1958, σελ. 7.

84
την έκταση, Ηα σήμαινε ότι την αναπαραγωγή αυτή την εννοούν
σαν κοινωνικοοικονομική και όχι μόνο σαν συγκεκριμένη - οικονο­
μική διαδικασία, θα σήμαινε τοποθέτηση του ζητήματος των χηγών
του κοινωνικού πλούτου και της χραγματικής ταξικής δομής της
αστικής κοινωνίας, αυτό όμως, με τη σειρά του, θα ιϊθοϋοε στην
αποκάλυψη της εκμεταλλευτικής και αντιλαϊκής ουσίας της καπιτα­
λιστικής τάξης πραγμάτων. Το ταξικό συμφέρον των αστών οικονο­
μολόγων, και στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας, τους κάνει να
μη θέλουν να αναγνωρίσουν και να δεχθούν τις ιδέες εκείνες που θα
μπορούσαν να ωθήσουν στην κατανόηση των εσωτερικών αντιθέσεων
του καπιταλισμού, και σε τελευταία ανάλυση, του ιστορικά χαροδι­
κού χαρακτήρα του1.
Οι υπηρεσίες που πρόσφερε ο Φ. Κενέ στη μελέτη της καπιταλι­
στικής αναπαραγωγής είναι αναμφισβήτητες αν και τους βασικούς
νόμους της δεν κατάφερε να τους βρει. Στον περίφημο «Πίνακά»
του μπήκε πρακτικά το ζήτημα της απλής αναχαραγωγής. το πρό­
βλημα της αναπλήρωσης του κοινωνικού προϊόντος τόσο ως προς
την αξία του, όσο και ως προς τη φυσική του μορφή και έγινε μια
προσπάθεια επίλυσής του. Η φυσιοκρατική στενότητα εμποδίζει τον
Κενέ να επεξεργασθεί ως το τέλος τις κατηγορίες του κοινωνικού
προϊόντος και του εθνικού εισοδήματος2. Ωστόσο, σε ανεξέλικτη
μορφή, οι κατηγορίες αυτές περιέχονται στον «Πίνακα». Η ανάλυση
του Φ. Κενέ του επέτρεψε να βρει μια τέτια βασική νομοτέλεια της
κοινωνικής αναπαραγωγής, όπως η συνεχής διαδικασία της, καθώς
και να διευκρινίσει στην πράξη την αναγκαιότητα της ύπαρξης
αναλογιών ανάμεσα στις διάφορες οικονομικές σφαίρβς. Το κύριο
επίτευγμα του Φ. Κενέ είναι η έναρξη της επιστημονικής μεθόδου
μελέτης της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Η μετά τον Κενέ αστική οικονομική σκέψη λίγα πρόσθεσε στα
επιστημονικά συμπεράσματά του, και σε μερικά προβλήματα της
θεωρίας της αναπαραγωγής έκανε βήμα πίσω. Και δεν είναι τυχαίο
ότι στις θεωρίες για την υπεραξία, η ανάλυση της αναπαραγωγή του
1. Η μαθηματική ερμηνεία του «Οικονομικού πίνακα» του Φ. Κενέ, που επι­
χείρησε ο Π. Σάμουελσον στο άρθρο «Ο Οικονομικός πίνακας του Κενέ όπβς
θα τον έβλεπε ένας σύγχρονος οικονομολόγος», με ακοχό «να ντύσει τις θεμε­
λιακές ιδέες των φυσιοκρατών με σύγχρονα ρούχα», στην πράξη είχε σκοπό την
αναζήτηση ιστορικο-θεωρητικών «επιχειρημάτων» για την υπεράσπιση της
απολογητικής θεωρίας των συντελεστών της παραγωγής (Classical and Marxian
Political Economy, London 1982, σελ. 45-78).
2. «Πιο βασικό, απ' ό,τι η λαθεμένη τους ανάλυση», γράφει ο αμερικανός
ιστορικός Ρ. Λέκετσμαν για τους φυσιοκρατικοΰς υπολογισμούς του εθνικού ει­
σοδήματος, «ήταν η αναγνώριση ότι η οικονομική επιστήμη αποτελεί ένα ενι­
αίο και αδιαίρετο (R.A. Lekachman, History o f Economic Ideas, New York. 1959,
σελ. 82).

85
«Πίνακα» το» · . Κενέ, θε»ρείται από τον Κ. Μαρξ σαν η υψηλότε­
ρη αχό ά«οψη επιπέδου, μετά την οικονομική θεωρία του Άνταμ
ΙΜ
0 «Οικονομικός κινακας» του Φ. Κενέ δείχνει ότι οι φυσιοκράτες
εκεξεργάβτηκαν τη θεωρία για τη «φυσική», δηλαδή την αγροτική,
*αραγνιγή σε ολοκληρωμένο σύστημα πολιτικής οικονομίας. Ομως,
η αντίληψή τους δεν είναι κλαδική οικονομική κατηγορία. Περισσό-
U(K> εξέταζαν την εθνική-οικονομική, την κοινωνική πλευρά της
αγροτικής οικονομίας, γΓ αυτό η θεωρία τους δεν είναι κλαδική,
αλλά πολιτικοοικονομική επιστήμη. Κι ωστόσο, σ ’ αυτήν επικρατεί
η κλα&ική προσέγγιση των φαινομένων της κοινωνικής οικονομίας.
Αυτή η μονομέρεια, όπως και ολόκληρη σειρά άλλων ελλείψεων
της φυσιοκρατικής θεωρίας, είναι αντανάκλαση της σχετικής ανω­
ριμότητας τοο καπιταλισμού του 18ου αιώνα στη Γαλλία. Η πολιτι­
κή οικονομία δεν είχε ακόμη αποχωριστεί αρκετά από την περιοχή
της αγροτικής οικονομίας.
Η διαδικασία υπέρβασης της κλαδικής στενότητας της φυσιοκρατι-
κής θεωρίας ήταν μακρόχρονη και απαίτησε όχι λίγες προσπάθειες.
Σημαντικό ορόσημο σ ’ αυτόν το δρόμο αποτελούν οι απόψεις του
επιφανούς θεωρητικού της φυσιοκρατίας, Α.Ρ. Τιργκό.

Ο Λ. Τιργχό, η αΜκορύφβΜΠ| της φυσιοκρατίας

Σης εργασίες του Α. Τιργκό (1721-1781) η φυσιοκρατική θεωρία


αβλεβθερώνεται σε σημαντικό βαθμό από την ψευδοφεουδαρχική
της μορφή και αποκτά πιο αναπτυγμένη μορφή. «... Παρουσιάζεται
σαν η καινούρια κεφαλαιοκρατική κοινωνία, που διεισδύει μέσα στα
πλαίσια της φεουδαρχικής κοινωνίας»1. Ακριβώς στις εργασίες του
Α. Τιργκό για πρώτη φορά διαχωρίζονται και χαρακτηρίζονται οι
τάξεις της αστικής κοινωνίας και τα εισοδήματά τους. Σαν φυσιο­
κράτης, ο Τιργκό δεν μπορεί να απαρνηθεί ολότελα την κλαδική
αρχή διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις. Π αρ’ όλα αυτά, εισάγει
ένα νέο κριτήριο, τη σχέση προς τα μέσα παραγωγής. Έ τσ ι, ο Α.
Τιργκό ξεχωρίζει στην τάξη των φάρμερς δυο τάξεις, τους εργάτες
και τους καπιταλιστές, όπου οι πρώτοι δεν έχουν τίποτε, εκτός από
τα εργατικά τους χέρια, δεν έχουν μέσα παραγωγής, ενώ οι δεύτεροι
είναι οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Μια όμοια διαίρεση κά­
νει ο Α. Τιργκό και σχετικά με τη στείρα τάξη.
Έτσι, αν υπολογίσουμε και την τάξη των γαιοκτημόνων, υπάρ­
χουν στην κοινωνία, κατά την άποψη του Τιργκό, πέντε τάξεις: οι
εργάτες γης και της βιομηχανίας είναι γ ι ’ αυτόν διαφορετικές τά­

I. Κ. Μαρξ, θιωρίες για την υκΐραξία, μέρος I, σελ. 22.


ξεις, ακριβώς όπως και οι καπιταλιστές σ ’ αυτούς τους κλ&δους της
οικονομίας1.
Έ χει ιδιαίτερη αξία το γεγονός ότι ο Α. Τιργκό πλησιάζει στην
κατανόηση του γεγονότος ότι το «καθαρό προϊόν» δεν είναι δώρο
της φύσης, αλλά αποτέλεσμα απλήρωτης εργασίας του αγρότη, •για­
τί είναι ο μοναδικός, η εργασία του οποίον παράγει κάτι πάνω από το μι­
σθό της εργασίας»'.
Στον Α. Τιργκό υπάρχουν στοιχεία ιστορικής προσέγγισης της
διαδικασίας εμφάνισης των τάξεων της αστικής κοινωνίας. Ο Tip-
γκό βλέπει ότι αποφασιστικό σημείο στο θέμα αυτό είναι ο διαχω­
ρισμός της ιδιοκτησίας της γης από τη γεωργική εργασία . Γ ενικά,
ο Τιργκό χαρακτηρίζει σωστά τις βασικές οικονομικές ιδιαιτερότη­
τες αυτών των τάξεων. Έ τσ ι, σημειώνει ότι οι εργάτες δεν έχουν
τίποτε εκτός από χέρια για εργασία και ικανότητα εργασίας και
ζουν από την πώληση της εργασίας τους. Το εισόδημά τους — ο
μισθός — φτάνει, εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ των εργατών,
στο κατώτερο επίπεδό του. Οι καπιταλιστές όμως μπορούν να ζουν
χωρίς να εργάζονται. Εισόδημά τους είναι το κέρδος. Αυτό, κατά τη
γνώμη του Α. Τιργκό, πρέπει να είναι ίσο με την πρόσοδο από εκεί­
νη την έκταση της γης, η οποία μπορεί να αγορασθεί με το δοσμένο
κεφάλαιο4.
Ανεξάρτητα από αυτή, τη σωστότερη εννόηση των ιδιαιτεροτή­
των της καπιταλιστικής οικονομίας, ο Α. Τιργκό δεν μπόρεσε τελι­
κά να ξεπεράσει τη στενότητα του φυσιοκρατικού τρόπου σκέψης.
Παρ’ ό λ ’ αυτά, ακριβώς αυτή η βαθύτερη εννόηση των εσωτερι­
κών συναρτήσεων της καπιταλιστικής οικονομίας, επέτρεψε στον Α.
Τιργκό να αναδειχθεί σε έναν από τους δημιουργούς της πρώτης
συστηματικής αντίληψης της καπιταλιστικής παραγωγής5. Οι εργα­
σίες του Α. Τιργκό, καθώς και η κρατική και διοικητική του δρα­
στηριότητα, κυρίως στη θέση του κρατικού ελεγκτή των οικονομι­
κών, βοήθησαν κατά πολύ στην προετοιμασία της μεγάλης Γαλλι­
κής Επανάστασης. Ο Α. Τιργκό, έγραψε ο Κ. Μαρξ. είναι ένας «από
τους άμεσους πατέρες της Γαλλικής Επανάστασης» .
1. Α. Τιργκό, Επιλογή οικονομικών έργων, Μόσχα, 1960, σελ. 131.
2. Παρατίθεται από: Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1. σελ. 28' βλέ­
πε επίσης: Α. Τιργκό, Επιλογή οικονομικών έργων, σελ. 98.
3. Α. Τιργκό, Επιλογή οικονομικών έργων, σελ. 100.
4. Ό .π., σελ. 98, 122 κ.α.
5. Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 2, σελ. 359.
6. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 380. Για τη διοικητική
δραστηριότητα του Α. Τιργκό, βλέπε πιο αναλυτικά: Γκ. Ε. Αφανάσιεφ, Τα κύ­
ρια σημεία της υπουργικής δραστηριότητας του Τιργκό και η σημασία τους. Οδησ­
σός, 1884. Ε. Φορ, Η δυσμένεια του Τιργκό στις 12 Μάη 1776, Μόσχα, εκδ.
«Προγκρές», 1979.

87
4 Η ΕΡ6ΥΝΑ, ΓΙΑ ΤΗ Φ Υ ΣΗ ΚΑΙ Τ ΙΣ Α ΙΤ ΙΕ Σ
ΤΟΥ «ΠΛΟΥΤΟΥ ΤΩΝ Ε Θ Ν Ω Ν »,
ΑΠΟ ΤΟΝ Α. ΣΜ ΙΘ

Μια ιδιόμορφη οριοθετική γραμμή στην ιστορία της αστικής πο­


λιτικής οικονομίας, είναι η θεωρία που επεξεργάστηκε ο Άνταμ
Σμιί. Στη βασική του εργασία Η έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του
Χλοντον των ε&νών (1776), ο Α. Σμιθ έδοσε την πρώτη, επιστημονική
ως ένα βαθμό (στα πλαίσια του αστικού ορίζοντα) εξήγηση της λει­
τουργίας του καπιταλιστικού συστήματος οικονομίας στο στάδιο
του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η θεωρία του διαφέρει ουσιαστικά
από τις προηγούμενες. Ο Α. Σμιθ μπόρεσε σ ’ αυτή να ξεπεράσει σε
σημαντικό βαθμό την κλαδική προσέγγιση της ανάλυσης των οικο­
νομικών διεργασιών, δεδομένου ότι εξέταζε την εργασία στο σύνολό
της μέσα από το πρίσμα του καταμερισμού της στη κοινωνία. Έτσι
ο Α. Σμιθ έκανε ένα μεγάλο βήμα στη διαμόρφωση της πολιτικής
οικονομίας σε αυτοτελή επιστήμη. «Στον Α. Σμιθ», έγραφε ο Κ.
Μαρξ, «η πολιτική οικονομία είχε αναπτυχθεί σε μια ορισμένη
ολοκλήρωση, κατά κάποιον τρόπο αυτός είχε οριοθετήσει το χώρο
που αγκαλιάζει...»1Οι έρευνες του Α. Σμιθ ολοκληρώνουν τη διαδι­
κασία δημιουργίας της αστικής πολιτικής οικονομίας. Τώρα αυτή
είναι η επιστήμη για την κοινωνική οικονομία, αυτή καθαυτή, είναι
η επιστήμη για τον «πλούτο των εθνών», κατά την έκφραση του Α.
ΣμΑ Η πολιτική οικονομία, που ως προς την ουσία της είναι εθνι-
κοοικονομική επιστήμη (επιστήμη για την οικονομία της χώρας
συνολικά) αποβάλλει το κλαδικό περίβλημα που έφερε προηγούμε­
να
Σε αντίθεση με τη φεουδαρχική ιδεολογία και την εμποροκρατία,
ο Α. Σμιθ επεξεργάστηκε ένα ολόκληρο σύστημα οικονομικών από-
ψΕ«ν, ηου αντιστοιχεί στα συμφέροντα του αναπτυσσόμενου βιομη­
χανικού καπιταλισμού. Οι πριν τον Α. Σμιθ στοχαστές είτε δεν έθε­
ταν τέτιο στόχο, όπως για παράδειγμα, οι Ντ. Λοκ, Ντ. Νορς, Ντ.
Χιουμ, που μελετούσαν μόνο ξεχωριστά, επιμέρους φαινόμενα της
καπιταλιστικής οικονομίας (το χρήμα, τον τόκο, την πρόσοδο), είτε
αχοτύχαιναν στη λύση του (Ου. Πέτι, Φ. Κενέ, Τζ. Στιούαρτ) εξαι­
τίας της ανεπαρκούς ανάπτυξης του καπιταλισμού και των οικονο­
μικών γνώσεων. Η οριστική εκθρόνιση του εμποροκρατισμού από
τον Α. Σμιθ σήμαινε την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου του κα­
πιταλισμού, της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου, και την
είσοδό του στο δεύτερο στάδιο ανάπτυξης, στην εποχή του ελεύθε­
ρου ανταγωνισμού.
Ο Α. Σμιθ επεξεργάστηκε το θεωρητικό όπλο της προοδευτικής
1. Κ. Μαρξ, θιωρίες για την νηεραξϊα, μέρος 2, σελ. 192.
τάξης του 18ου αιώνα, της αστικής τάξης, και το οικονομικό πρό­
γραμμα που ανταποκρινόταν στα συμφέροντά της. Ακριβώς γ ι' αυ­
τό, οι ιδέες του Α. Σμιθ διαδόθηκαν πλατιά όχι μόνο στην Αγγλία,
αλλά και πέρα από τα σύνορά της. Οι ιδέες αυτές θεμελίωναν θεω­
ρητικά την αναγκαιότητα καταστροφής της φεουδαρχικής τάξης
πραγμάτων και έπαιξαν προοδευτικό ρόλο.
Ό λ α αυτά τα περιστατικά αποτέλεσαν τη βάση για να ανακηρυ­
χθεί ο Α. Σμιθ δημιουργός μιας νέας επιστήμης: της πολιτικής οι­
κονομίας. Ωστόσο, παρ’ όλη τη σημασία της συνεισφοράς του Α.
Σμιθ στην ανάπτυξη αυτής της επιστήμης, δεν είναι αυτός ο θεμελιω­
τής ττΊζ πολιτικής οικονομίας. Η ιστορία αυτής της επιστήμης είναι
η μακρόχρονη διαδικασία του αποχωρισμού της από τις άλλες επι­
στήμες, που άρχισε με την «πολιτική αριθμητική», που επεξεργά­
στηκε ο Ου. Πέτι και που, κατά την έκφραση του Κ. Μαρξ, ήταν η
πρώτη μορφή, «στην οποία η πολιτική οικονομία ξεχωρίζει σαν αυ­
τοτελής επιστήμη» . Τελειώνει αυτή η διαδικασία με την επανάστα­
ση που επιτέλεσαν οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, οι δημιουργοί της
πραγματικά επιστημονικής, προλεταριακής πολιτικής οικονομίας,
οι οποίοι για πρώτη φορά όρισαν επιστημονικά το ειδικό αντικείμε­
νο της έρευνάς της.
Στις εργασίες του Α. Σμιθ εμφανίστηκε πιο καθαρά το κοινό για
όλη την κλασική αστική πολιτική οικονομία χαρακτηριστικό της
γνώρισμα, ο διττός, δηλαδή, χαρακτήρας των οικονομικών αντιλή­
ψεων, οι οποίες συνδύαζαν επιστημονικά και ορισμένα αντιεπιστη­
μονικά στοιχεία. Αυτή η ιδιαιτερότητα πήγαζε από τη διττή εκείνη
την εποχή, κατάσταση της αστικής τάξης, που τα συμφέροντά της
εκφράζανε οι εργασίες των οικονομολόγων της κλασικής σχολής. Η
πάλη της αστικής τάξης κατά των φεουδαρχικών σχέσεων απαιτού­
σε από την αστική πολιτική οικονομία τη διερεύνηση των εσωτερι­
κών νομοτελειών της κοινωνικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, η αστική
τάξη, σαν τάξη εκμεταλλευτών, δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την
αποκάλυψη μιας σειράς νομοτελειών του καπιταλισμού, όπως για
παράδειγμα, του παροδικού χαρακτήρα των καπιταλιστικών παρα­
γωγικών σχέσεων κλπ. Αυτό προκαθόρισε την ύπαρξη αντιεπιστη­
μονικών στοιχείων στις θεωρίες της κλασικής σχολής, στις εργασίες
όλων των εκπροσώπων της, αρχίζοντας από τον Ου. Πέτι και τον Π.
Μπουάγκιλμπερ και τελειώνοντας στον Ντ. Ρικάρντο και τον Σ. Σι-
σμοντί.
Εννοείται ότι η κλασική σχολή της πολιτικής οικονομίας μπήκε
στην ιστορία πριν από όλα χάρη στις επιστημονικές της επιτεύξεις:
την επεξεργασία της εργασιακής θεωρίας της αξίας, τα επιστημονι­
κά στοιχεία στην ερμηνεία της υπεραξίας κλπ. Ταυτόχρονα, μια

1. MEW, τόμ. 13, σελ. 39.

«9
ιόώμ*>(ΜΜ πρόσφυμά στην επιστήμη αποτέλεσαν και μερικά λάθη
μ» ηλάνΐ!, των θεωρητικών αυτής της σχολής, δεδομένου ότι πα-
ΐΗΠΌΐαςονταν σαν αποτυχίες στις έρευνες της επιστημονικής αλή-
&ιβς, »αι η αϊτό και απαιτούσαν αυτά καθαυτά την έρευνα βασι­
κόν #tuijjr»mu>v προβλημάτων. Ο Κ. Μαρξ έγραψε: «Οι αντιφάσεις
ΗΗ> \ £μιθ έχοιν τούτο σημαντικό, ότι περιέχουν προβλήματα,
ίνω δεν ra λύνει, ομολογεί ωστόσο έτσι ότι αντιφάσκει.»1 Ει­
δικό βασικό ρόλο, από την άποψη αυτή, έπαιξαν οι φαινομενικές
αντιφάσεις μεταξύ του νόμου της αξίας και του νόμου της υπεραξίας,
καθώς επίσης μεταξύ του νόμου της υπεραξίας και του νόμου του μέ­
σοι* ποσοστού κέρδους, σαν αντιφάσεις των θεωρητικών κατασκευών
της κλασικής σχολής.
Το γεγονός ότι αυτή η διττότητα εκφράζεται ιδιαίτερα ανάγλυφα
στον Α. Ιμιθ εξηγείται, πριν από όλα, από την ανάπτυξη της οικο­
νομικής επιστήμης στην εποχή του. Στον Α. Σμιθ έλαχε το ιστορικό
καθήκον να φέρ«ι τις οικονομικές επιστήμες σε ένα ενιαίο σύστημα.
Στην προσπάθειά ίου αυτή, ο Α. Σμιθ είχε, φυσικά, σαν αντικείμενο
προβλήματα που συχνά δεν είχαν καθόλου μελετηθεί. Δεν είναι κα­
θόλου εκπληκτικό το ότι ο Σμιθ περιορίζεται συχνά στην καταγρα­
φή της εξωτερικής επίφασης των οικονομικών διαδικασιών. Σ ’ αυτό
το δρόμο τον ωθούσε και η σχετική ανάπτυξη των καπιταλιστικών
σχέσεων. 0 Α. Σμιθ εμφανίζεται με τις έρευνές του κατά τη μανου-
φβκτουρική περίοδο, την παραμονή της βιομηχανικής επανάστα­
σης, όταν ολοκληρώνονταν οι διαδικασίες της πρωταρχικής συσ­
σώρευσης του κεφαλαίου — του πρώτου στάδιου ανάπτυξης του κα­
πιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και η χώρα μόλις έμπαινε στο στά­
διο του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Ετσι, όταν εξετάζουμε το διττό χαρακτήρα της οικονομικής θεω­
ρίας του Α. Σμιθ, ερευνούμε την πιο καθαρή εμφάνιση μιας από τις
βασικότερες ιδιαιτερότητες της κλασικής σχολής.

Η «νηφατικληρα της μεθόδου,


τής αφβτηρίας και του αντικειμένου τη ς έρ ευ ν α ς

Για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, το οικονομικό σύ­


στημα του Α. Σμιθ χαρακτηρίζεται από ακραία αντιφατικότητα και
έλλειψη μονισμού. Αυτή η ιδιαιτερότητα της θεωρίας του εμφανίζε­
ται σ’ όλες τις αντιλήψεις του, και πριν από όλα στη μέθοδο εξέτα­
σης των οικονομικών φαινομένων, στον τρόπο που ερμηνεύει την
αφετηρία και το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας.

1. Κ. Μαρξ, θεωρία; για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 144. Βλέπε επίσης: Β.
Αφανάσιεφ, «Οι αντιφάσεις της θεωρίας του Α. Σμιθ και η οικονομική θεωρία
του μαρξισμού», Ζητήματα Οικονομίας, 1976, τεύχος 3, σελ. 100-111.

90
Χαρακτηρίζοντας τη μέθοδο που χρησιμοποιείται από τον Α
Σμιθ, ο Κ.. Μαρξ έγραψε: «Από τη μια μεριά, παρακολουθεί την
εσωτερική συνάφεια των οικονομικών κατηγοριών ή την κρυμμένη
δομή του αστικού οικονομικού συστήματος. Από την άλλη μεριά,
βάζει δίπλα του τη συνάφεια, όπως είναι φαινομενικά δοσμένη στις
εκδηλώσεις του συναγωνισμού και επομένως όπως παρασταίνεται
στον μη επιστημονικό παρατηρητή, ακριβώς όπως και στον άνθρω­
πο τον προκατειλημμένο στην πράξη από το προτσές της αστικής
παραγωγής και που ενδιαφέρεται γ ι' αυτό.»1 Έ τσι, στην πράξη, ο
Α. Σμιθ χρησιμοποιεί δυο ολότελα διαφορετικές, κάτι παραπάνω,
αντίθετες μεθόδους εξέτασης. Μια από αυτές, η αναλυτική, η εσω­
τερική, έχει στόχο να εμφανίσει τις εσωτερικές αιτιακές σχέσεις
των οικονομικών διαδικασιών του καπιταλισμού, κάνοντας αφαίρε­
ση από την απατηλή επίφαση των οικονομικών φαινομένων, να
προσεγγίσει την αποκάλυψη των νόμων που τα ρυθμίζουν. Αυτή η
επιστημονική προσέγγιση προϋπόθετει μελέτη της ουσίας των οικο­
νομικών διαδικασιών του καπιταλισμού. Σε διάκριση από αυτή τη
μέθοδο, η περιγραφική (εξωτερική) μέθοδος εξέτασης κρατούσε την
προσοχή του Α. Σμιθ στην επιφάνεια των οικονομικών φαινομένων,
τον ωθούσε στην απλή περιγραφή της απατηλής επίφασης της οι­
κονομικής ζωής της καπιταλιστικής κοινωνίας, των εξωτερικών
φαινομενικών εξαρτήσεων.
Η ταυτόχρονη χρησιμοποίηση δυο διαφορετικών μεθόδων εξέτα­
σης, της αναλυτικής και της περιγραφικής, φέρνει, φυσικά, τον Α.
Σμιθ σε δυο είδους αποτελέσματα. Στη μια περίπτωση ο Α. Σμιβ
προσεγγίζει, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, στην αποκάλυψη της ου­
σίας, της νομοτέλειας του φαινομένου που εξετάζει· στην άλλη πε­
ρίπτωση, κάνει μια περιγραφή της εξωτερικής επίφασης αυτού του
φαινομένου ή διαδικασίας. Και το ένα και το άλλο είναι βασικά για
την επιστημονική εξέταση, καθήκον της οποίας είναι η εξήγηση, η
αποκάλυψη της ουσίας, του νόμου του φαινομένου (αυτό, εννοείται,
είναι το κύριο), αλλά η οποία, πρέπει, παράλληλα, να δόσει και την
εξήγηση της εξωτερικής επίφασης, της μορφής με την οποία εμφα­
νίζεται η διαδικασία που ερευνάται από την άποψη του εσωτερικού
της νόμου.
Σε τι όμως συνίσταται, σ ' αυτή την περίπτωση, η επιστημονική
ανεπάρκεια, το λάθος της μεθόδου που χρησιμοποίησε ο Α. Σμιθ; Η
ουσία του θέματος είναι ότι ο Α. Σμιθ βάζει στην ίδια σειρά δυο
διαφορετικά αποτελέσματα της εξέτασής του, τα ταυτίζει, με αποτέ­
λεσμα να προκύπτουν δυο, τρεις (κάποτε και περισσότερες) «ουσίες»
ενός και του αυτού φαινομένου. Ο Σμιθ δεν καταλαβαίνει την αντι­
στοιχία της εξωτερικής επίφασης των φαινομένων και της ουσίας

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 2, σελ. 192-193.

91
toi.·;, Λ«ν ξέρίΐ να εξηγήσει αυτή την εξωτερική επίφαση, ξεκινώ-
α*ύ την ανάλυση της ουσίας των φαινομένων. Κατά την άποψή
t o d . αυαιααπκή είναι και εκείνη η σχέση μεταξύ των φαινομένων,

η οκοια δίνεται με εξωτερική μορφή στα φαινόμενα του ανταγωνι­


σμοί). 0 νόμος του φαινομένου και το ίδιο το φαινόμενο πολλές φο-
αΐνΥχέονται από τον Σμιθ. Αυτή η α ντιφ ατικότητα των τρόπων
{ξέτααηι, τον Α. £μιθ αντανακλά την ασυνέπεια του στη χρησιμο-
ίίοιηοη αχό αυτόν πριν απ’ όλα της α φ α ιρετικής μεθόδου. Ο Α.
£μιβ χρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο με μεγάλη ασυνέπεια: σε μερικές
*ερι*τώσεις αφαιρείται επιδέξια από τα εξωτερικά, τα επουσιώδη,
ra ηιχώΐο στοιχεία, προσεγγίζει στην κατανόηση της ουσίας των
φαινομένων, οε άλλες, μένοντας στην εξω τερική επίφαση του φαι­
νομένου, τη θεωρεί οαν την ουσία του. Εφαρμοζόμενη από την αφε­
τηρία των ερευνών του Α. Σμιθ, η ανακολουθία αυτή είναι η βάση
της δυαδικότητας όλου του συστήματος των οικονομ ικώ ν του από-
y««v. Ο Κ. Μαρξ σημείωνε: «... Ο Α. Σμιθ, ξεκ ινά ει πολύ σωστά
α»ό to εμπόρευμα και την ανταλλαγή εμπορευμάτων και, επομένως,
οι «αραγωγοί αντικρϋζονται στην αρχή μόνο σαν κ ά το χο ι εμπορευ­
μάτων, σαν «ωλητές εμπορευμάτων και αγοραστές εμπορευμάτων...»1
Εξετάζοντας τη διαδικασία της παραγωγής εμπορευμάτων, ο Λ. Σμιθ
επικεντρώνει όλη την προσοχή του στον καταμερισμό της εργασίας,
στις αιτίες του και στα αποτελέσματά του, άρα σ τη ν εργασία που
καράγει το εμπόρευμα. Ό μως ο Α. Σμιθ δεν α ποκαλύπτει τον διφυή
χαρακτήρα αυτής της εργασίας και, π α ρ ’ ό λ ’ αυτά, σ τη ν πράξη ξε­
κινά κατά την εξέταση των οικονομικών φ αινομένω ν από αυτή τη
άυαδικότητα, αν και μόνο από διαίσθηση, μ ονόπλευρα και μεταφυ­
σικά:. Παρ' όλ’ αυτά, η τέτια ακριβώς π ρ ο σ έγγισ η αποτελεί τα
«επιστημονικά αφετηριακά σημεία» της μεθοδολογία ς του Α. Σμιθ,
βμ> καθορίζουν τον διττό χαρακτήρα τόσο της μεθοδολογίας, όσο
και του θίβρητικοϋ συστήματος του Α. Σμιθ.
Η «εριγραφή από τον Α. Σμιθ της εξω τερικής μ ορφ ής των οικο­
νομικών δια&κασιών, στην πράξη σήμαινε εξέτασή τους από θέσεις
της συγκεκριμένης εργασίας, δεδομένου ό τι αυτή η πλευρά της ερ­
γασίας, οι διάφορες εμφανίσεις της λειτουργίας τη ς, γίνοντα ι κατά
κανόνα άμεσα αντιληπτές από τη συνείδηση. Ενώ οι προσπάθειές
του να διευκρινίσει τις εσωτερικές σχέσεις των οικονομ ικώ ν διαδι­
κασιών οδήγησαν, από διαίσθηση, τον Α. Σμιθ σ τη ν εξέταση των
οικονομικών φαινομένων από θέσεις της α φ η ρ η μ ένη ς εργασίας. Η
επιστημονική ανεπάρκεια αυτής της μεθόδου συνίσταται στο ότι ο
Α. Σμιθ δεν ξεχώριζε τη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία,
δεν καταλάβαινε τις μεταξύ τους σχέσεις, και έτσι δεν καταλάβαινε

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος I, σελ. 49.


1 Βλ. Κ. Μαρξ. Το
ούτε και τις σχέσεις εξωτερικής μορφής και περιεχομένου ίων οι­
κονομικών διαδικασιών του καπιταλισμού γενικά, και στο αφετηρία'
κό σημείο της έρευνάς του ειδικότερα. Από εδώ πηγάζουν και τα
μονόπλευρα και τα αντιφάσκοντα μεταξύ τους αποτελέσματα της
θεωρητικής του ανάλυσης, και μάλιστα σ ' ολόκληρο ίο σύστημα
των οικονομικών του απόψεων.
Ο Κ. Μαρξ αποκαλύπτει την ιδιομορφία των αφετηριακών επι­
στημονικών σημείων της θεωρίας του Α. Σμιθ στο παράδειγμα της
ερμηνείας της αξιακής δομής του κοινωνικού προϊόντος. Ό π ω ς ei-
ναι γνωστό, ο Α. Σμιθ είχε αντιφατικές απόψεις στο δοσμένο πρό­
βλημα. Στη μια περίπτωση ανήγαγε την αξία του κοινωνικού προϊ­
όντος στο σύνολο των εισοδημάτων, μισθού, κέρδους και προσόδου,
δηλαδή στην ουσία στο V+m. Σε άλλη περίπτωση (στην αντίληψη
του ακαθάριστου και του καθαρού εισοδήματος) ο Α. Σμιθ ξεχώριζε
και ένα τέταρτο στοιχείο, την αξία του δαπανημένου, κατά την πα­
ραγωγή αυτού του προϊόντος, μέρους του σταθερού κεφαλαίου (c),
«των εξόδων για τη διατήρηση του κεφαλαίου», κατά την έκφραση
του Α. Σμιθ. Εξετάζοντας τη θέση αυτή του Α. Σμιθ, ο Κ. Μαρξ ση­
μείωνε: «... ο ίδιος ο Α. Σμιθ ανατρέπει αργότερα την ίδια του τη
θεωρία, χωρίς ωστόσο να 'χ ε ι συνείδηση των αντιφάσεων του. Η
πηγή τους όμως πρέπει να αναζητηθεί στις επιστημονικές αφετηρίες
του» .
Είναι απαραίτητο να σκεφθούμε αυτή, την, από πρώτη ματιά παρά­
δοξη, θέση: η πηγή των αντιφάσεων της θεωρίας του Α. Σμιθ βρί­
σκεται στις επιστημονικές αφετηρίες της ανάλυσής του.
Πώς εμφανίζονται αυτές οι επιστημονικές αφετηρίες στη θεωρία
του κοινωνικού προϊόντος του Α. Σμιθ;
Πρώτον, ο Α. Σμιθ σημειώνει: «Η χρονιάτικη εργασία κάθε
έθνους είναι το απόθεμα που εφοδιάζει το έθνος αρχικά με όλα τα
μέσα συντήρησης... που καταναλίσκει στη διάρκεια του έτους...»2
Σ ’ αυτή την περίπτωση το αποτέλεσμα της ετήσιας εργασίας του
έθνους εξετάζεται σαν σύνολο όλων των αξιών χρήσης, που παρή-
γαγε το έθνος στη διάρκεια του χρόνου. Επομένως, εδώ ο Α. Σμιθ
προσεγγίζει το πρόβλημα μόνο από την άποψη της συγκεκριμένης
εργασίας, που, όπως είναι γνωστό, αποτελεί την πηγή των αξιών
χρήσης. Εννοείται ότι αυτή η προσέγγιση του Α. Σμιθ γίνεται από
διαίσθηση και δεν βασίζεται σε μια επεξεργασμένη κάπως μεθοδο­
λογική βάση. Ό π ω ς γράφει ο Κ. Μαρξ, ο Σμιθ «στέκει μονόπλευρα
στην άποψη της απλώς ωφέλιμης εργασίας, που χωρίς αμφιβολία

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 2, σελ. 373.


2. Παρατίθεται από: Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 2, σελ. 376.
ώ & χ at όλα βυτβ ta μέσα συντήρησης την καταναλώσιμη μορφή
wvs»1
Δεύτερο, to ακοτέλεσμα της ετήσιας εργασίας του έθνους, εξετά­
ζεται a r t τον Α. Σμιθ σαν αύνολο ύλης της αξίας που παράγεται
στη διάρκεια rot έτους. Οι εργάτες, όπως σημειώνει, προσθέτουν
οιο υλικό *ου επεξεργάζονται, τέτια αξία, η οποία πάνω από το
ισοδύναμο του μισθού τους δημιουργεί το εισόδημα του καπιταλι­
στή. Πέρα ax' αυτό, καμιά αξία οι εργάτες δεν δημιουργούν ούτε
και να δημιουργήσουν μπορούν. Φυσικά, από μια τέτια άποψη, το
ετήοω αποτέλεσμα εργασίας του έθνους εμφανίζεται σαν εκνέου
6ημκχ>ργημένη εργασία, η οποία διαρεϊται μόνο σε εισοδήματα.
Ε8*. αφετηρία ανάλυσης του ίδιου φαινομένου — του αποτελέσμα­
τα της ετήσιας εργασίας του έθνους — είναι η άλλη πλευρά της
«ργασίας, δηλαδή η αφηρημένη εργασία. Γι ’ αυτό και τα αποτελέ­
σματα της ανάλυσης είναι διαφορετικά: αν από την άποψη της συ­
γκεκριμένης <ργασίας το αποτέλεσμα της ετήσιας εργασίας του
έθνους εμφανίζεται σαν σύνολο αξιών χρήσης, από την άποψη της
αφηγημένης εργασίας, το αποτέλεσμα αυτό αποτελεί την αξία που
καράχθηκε στη διάρκεια ενός έτους.
Αυτή η προσέγγιση του Α. Σμιθ οδηγεί σε μια σύγχυση εννοιών:
αν στην κράτη περίπτωση ο Σμιθ κάνει λόγο για το ετήσιο κοινω­
νικό κροίόν, στη δεύτερη περίπτωση, στην πράξη, εξετάζει το εθνι­
κό εισόδημα της κοινωνίας. Φυσικά, αυτή η σύγχυση των εννοιών
οδηγεί και σε ταύτιση των αξιακών δομών του κοινωνικού προϊό­
ντος (c+v+m) και του εθνικού εισοδήματος (v+m).
Η επιστημονική ανεπάρκεια και η στενότητα της μεθόδου που
εφαρμόζει ο Α. Σμιθ, βρίσκεται στη μονόπλευρη προσέγγιση των
φαινομένων της καπιταλιστικής οικονομίας είτε από τις θέσεις της
συγκεκριμένης, είτε από την άποψη της αφηρημένης εργασίας2. Οι
αντιφάσεις της θεωρίας του Α. Σμιθ αντανακλούσαν όχι μόνο τις
<ρότες αυθόρμητες προσπάθειες υπολογισμού του διφυούς χαρακτή­
ρα της εργασίας κατά την εξέταση των οικονομικών φαινομένων
του καπιταλισμού, αλλά και την επιστημονική ανεπάρκεια της με­
θοδολογίας που χρησιμοποιεί και που είναι συνέπεια της ταξικής
και ιστορικής του στενότητας.
Ταυτόχρονα, η επιστημονική αξία της μεθόδου του Α. Σμιθ είναι
αναμφισβήτητη: Τα επιστημονικά σημεία της αφετηρίας της θεωρί­

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 2, σελ. 376.


1 Η ΜΟϊάλυψη των επιστημονικών αφετηριών της οικονομικής θεωρίας του
Α. Σμιθ στις εργασίες του Κ. Μαρξ, δείχνει τη μεγάλη αποτελεσματικότητα της
βικρίας « λ ε*εξεργάσθηκε ο Κ. Μαρξ για τη διττή φύση της εργασίας των ε-
μχοραιματοκαρβγΜγών, σαν μεθόδου κριτικής ανάλυσης της αστικής πολιτικής
οικονομίας.

94
ας του (καρ ύλη τους ιην αντιφατικώτητα) δείχνουν ότι ο Α. Σ+ιιί)
upοσπάθησε, αν και ασυνείδητα και ανακόλουθα, να βάλει στη βά­
ση της έρευνας της καπιταλιστικής οικονομίας, την εργασιακή θε­
ωρία της αξίας.
Αντιφατικότητα παρατηρείται και σε άλλα σημεία της μεθοδολο­
γίας του Α. Σμιθ. Γενικά ο Σμιθ, όπως και όλοι οι εκπρόσωποι της
κλασικής σχολής της αστικής πολιτικής οικονομίας, στέκεται σε
μεταφυσικές θέσεις. Οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού είναι
γ ι ’ αυτόν αιώνιοι νόμοι της ανθρώπινης φύσης και όχι ιστορικά
παροδικοί νόμοι του καπιταλιστικού σχηματισμού. Ακό την άλλη, ο
Α. Σμιθ, σαν οικονομολόγος, που αντανακλούσε το χαμηλό ακόμη
επίπεδο της πάλης των τάξεων, μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του
μερικά στοιχεία ιστορικής προσέγγισης των οικονομικών φαινομέ­
νων. Ξεχωρίζει, για παράδειγμα, δυο κύρια στάδια της ανάπτυξης
της κοινωνίας: «την πρωτόγονη και λίγο αναπτυγμένη κοινωνία»
(στην πραγματικότητα, την απλή εμπορευματική οικονομία) και την
«αναπτυγμένη κοινωνία» (δηλαδή τον καπιταλισμό). Ο τέτιος δια­
χωρισμός επιτρέπει στον Α. Σμιθ να βάλει (αλλά όχι και να λύσει)
μια σειρά βασικά θεωρητικά ζητήματα, για παράδειγμα το πρόβλη­
μα της αλλαγής της μορφής δράσης του νόμου της αξίας με το κέ­
ρασμα από την απλή εμπορευματική οικονομία στην καπιταλιστική,
το ζήτημα της εμφάνισης της εκμετάλλευσης της εργασίας από το
κεφάλαιο, κλπ.
Σαν οικονομολόγος της μανουφακτουρικής βαθμίδας ανάπτυξης
της καπιταλιστικής βιομηχανίας, ο Α. Σμιθ φωτίζει τις οικονομικές
διαδικασίες από την άποψη του καταμερισμού της εργασίας, που
στην εποχή του ήταν ο κύριος τρόπος αύξησης της παραγωγικότη­
τας της εργασίας και των καπιταλιστικών κερδών. Οχι τυχαία ο Κ.
Μαρξ χαρακτήριζε τον Α. Σμιθ σαν τον οικονομολόγο που γενίκευε
το μανουφακτουρικό στάδιο του καπιταλισμού. Ο μανουφακτουρι-
κός καταμερισμός εργασίας ήταν το ιστορικό εκείνο πρίσμα, μέσα
από το οποίο τα οικονομικά φαινόμενα του καπιταλισμού διαθλώ-
νταν στη συνείδηση του Α. Σμιθ. Αυτή η προσέγγιση επέτρεπε στον
Α. Σμιθ να συλλάβει ως ένα βαθμό τον κοινωνικό χαρακτήρα των
φαινομένων που μελετούσε. Έ τσ ι, βρίσκει ότι η ανταλλαγή των ε­
μπορευμάτων ρυθμίζεται ακριβώς από την εργασία που ξοδεύτηκε
για την παραγωγή τους, γιατί οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να
ανταλλάσσουν τα προϊόντα της εργασίας τους εξαιτίας του καταμε­
ρισμού εργασίας που υπάρχει στην κοινωνία. Την κατηγορία «ερ­
γασία γενικά», ο Α. Σμιθ την εξετάζει με τον ίδιο επίσης τρόπο, ξε­
κινώντας από τη θέση του για τον καταμερισμό της εργασίας. Πηγή
της αξίας θεωρεί την εργασία σε κάθε κλάδο της υλικής παραγωγής,
ανεξάρτητα από την ιδιαιτερότητα του κλάδου.
Θεωρώντας τον καταμερισμό της εργασίας σαν βασικότατη μέθο-

95
5ο αύξησης της παραγωγικότητάς της, ο Α. Σμιθ βρίσκει σ ’ αυτή
tjjv εξήγηση χολλών φαινομένων της σύγχρονής του οικονομίας.
Έτσι. ιην αιτία της καθυστέρησης της αγροτικής οικονομίας σε
σχέση με τη βιομηχανία, ο Α. Σμιθ τη βλέπει, πριν από όλα, στην
ανάκτυξη ιυι> καταμερισμού εργασίας στην αγροτική οικονομία.
\κό τις ίδ«ς θέσεις ο Σμιθ εξηγεί και την ανισόμετρη ανάπτυξη δια­
φόρων κεριοχών και χωρών. Στην απλοποίηση των παραγωγικών
ιΐράξεων, «ου επιφέρει η ανάπτυξη του καταμερισμού εργασίας, ο
Σμιθ βλέχει μια από τις αιτίες της εφεύρεσης των μηχανών (στις
οχούς αποδίδει, άλλωστε, βοηθητικό ρόλο), οι οποίες αυξάνουν την
αχοτελεσματικότητα του καταμερισμού της εργασίας. «Η γενικευμέ-
νη εφαρμογή του καταμερισμού εργασίας» θεωρείται από τον Α.
Σμιθ σαν βασικότατη αιτία μετατροπής της ανταλλαγής (που, κατά
τη γνώμη του Α. Σμιθ, ενυπάρχει στην ίδια τη «φύση του ανθρώ­
που») σε επιτακτική ανάγκη.
Η κοινωνική προσέγγιση των οικονομικών φαινομένων αναμειγνύ­
εται στον Α. Σμιθ με την αντιεπιστημονική μέθοδο του ροβινσονι-
σμού, η οποία, όπως είναι γνωστό, αποτελεί μεταφυσική αφαίρεση
α*ό την ίδια την ουσία των οικονομικών φαινομένων, από τις κοι­
νωνικοοικονομικές σχέσεις των ανθρώπων.
Ας σημειώσουμε, με την ευκαιρία, ότι και στην καταγωγή του κα­
ταμερισμού της εργασίας ο Α. Σμιθ δίνει διπλή εξήγηση. Η επιστη­
μονική προσέγγιση σ ’ αυτό το πρόβλημα οδηγεί τον Α. Σμιθ στο
συμκέρασμα ότι ο καταμερισμός της εργασίας εμφανίζεται και εξε­
λίσσεται γιατί προκαλεί αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
«... Ο καταμερισμός της εργασίας στο κάθε επάγγελμα», έγραφε ο
Α. Σμιθ, «ανεξάρτητα από τις διαστάσεις της εφαρμογής τους, προ-
καλεί ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ό πως
φαίνεται, ο διαχωρισμός των διαφόρων επαγγελμάτων και ασχολιών
κροκαλούντων από αυτό το πλεονέκτημα.»1 Η χυδαία μέθοδος του Α.
Σμιθ οδηγεί σε αντιεπιστημονική ερμηνεία αυτού του προβλήματος.
«...Η τάση για ανταλλαγή», έγραψε ο Α. Σμιθ για τις ιδιότητες της
«ανθρώπινης φύσης», «γέννησε πρωταρχικά και τον καταμερισμό της
εργασίας.
Η διττότητα της μεθόδου που χρησιμοποιεί ο Σμιθ στην εξέταση
της οικονομικής ζωής της καπιταλιστικής κοινωνίας, προκαθόρισε
και την αντιφατικότητα της ερμηνείας του αντικειμένου της πολιτι­
κής οικονομίας.
Το αντικείμενο των ερευνών του Α. Σμιθ, σύμφωνα με τη δική του
διατύπωση, είναι η «φύση και οι αιτίες του πλούτου των εθνών». Ο
Α. Σμιθ έγραφε ότι η πολιτική οικονομία «βάζει σαν σκοπό της τον

1. Α. Σμιθ, Eptxna για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, σελ. 22.
2. 'Ο .* ., σελ. 28.

96
πλουτισμό τόσο του λαού, όσο και του άρχοντα». Αναλύοντας το
καθήκον αυτό της πολιτικής οικονομίας, ο Α. Σμιθ διευκρίνιζε ότι
πρέπει να συμβάλει στο να «εξασφαλισθεί στο λαό άφθονο εισόδη­
μα ή μέσα ύπαρξης». Ταυτόχρονα, ο Α. Σμιθ έγραφε ότι ένα από τα
καθήκοντα της πολιτικής οικονομίας είναι «να εφοδιάζει το κράτος
ή την κοινωνία με εισόδημα, αρκετό για τις κοινωνικές ανάγκες»1.
Κατά συνέπεια, αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας και καθήκον
της οικονομικής έρευνας, όπως το εννοούσε ο Α. Σμιθ, είναι «η με­
λέτη της φύσης και των πηγών του πλούτου, η αναζήτηση τρόπων
για την εξασφάλιση της λαϊκής ευημερίας»"1.
Τι κρύβεται, όμως, στην πραγματικότητα, πίσω από αυτή την ερ­
μηνεία του αντικειμένου και των καθηκόντων της πολιτικής οικο­
νομίας;
Ο Α. Σμιθ ξεκινά από το ότι η ανθρώπινη κοινωνία είναι μια
ένωση ανταλλαγής, στην οποία οι άνθρωποι ανταλλάσσουν μεταξύ
τους προϊόντα της εργασίας. Από εδώ βγάζει το συμπέρασμα ότι
πηγή του πλούτου είναι η εργασία. Το μέγεθος του πλούτου της χώ­
ρας, κατά τον Α. Σμιθ, καθορίζεται από τον αριθμό των ατόμων που
απασχολούνται στη σφαίρα της παραγωγής, και από την παραγωγι­
κότητα της εργασίας, που εξαρτάται πριν α π ’ όλα από το βαθμό του
καταμερισμού της.
Συνάμα ο Α. Σμιθ συνειδητοποιεί το γεγονός ότι οι εργάτες, που
με την εργασία τους δημιουργούν όλο τον πλούτο της κοινωνίας,
δεν απολαμβάνουν ολόκληρο το προϊόν της δραστηριότητάς τους.
Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο μισθός των εργατών δεν υπερβαί­
νει, κατά κανόνα, το μίνιμουμ των μέσων ύπαρξης. Είναι χαρακτη­
ριστικό ότι ο Α. Σμιθ, το γεγονός ότι οι εργάτες δεν παίρνουν όλο
το προϊόν της εργασίας τους το συνδέει με τη μετατροπή της γης σε
ατομική ιδιοκτησία και με τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Υποθέτει
ότι το κέρδος και η πρόσοδος είναι ποσά που αφαιρούνται από το
προϊόν της εργασίας των εργατών. Συνεπώς, ο Α. Σμιθ πλησίασε
πολύ στην κατανόησή της εκμεταλλευτικής φύσης των εισοδημάτων
των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων.
Φυσικά, στις συνθήκες αυτές, που περιγράφει ο Α. Σμιθ, η ανά­
πτυξη της παραγωγής και η άνοδος της παραγωγικότητας της εργα­
σίας, που προκαλεί ο καταμερισμός της, οδηγούν όχι στην αύξηση

1. Ό .π ., σελ. 313.
2. Η σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία χρησιμοποιεί πλατιά τις κατηγο­
ρίες «πλούτος του έθνους» (wealth of nation) και «κοινωνική ευημερία» (Public
welfare). Δεν είναι τυχαίο ότι οι απολογητικές θεωρίες της «πολιτικής οικονο­
μίας της ευημερίας», του «κράτους γενικής ευημερίας», εμφανίζονται στην περί­
οδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, όταν εντείνεται ιδιαίτερα η αντιλαϊ­
κή ουσία της αστικής τάξης πραγμάτων.

97
rw «ίλούτου του έθνους», αλλά στην αύξηση του καπιταλιστικού
ιλϋύτου. Αυτό σημαίνει ότι η προσφορά του Α. Σμιθ στην οικονο­
μική επιστήμη δεν έχει τίποτε κοινό με τη «λύση του προβλήματος
rot ατομικού συμφέροντος και της κοινωνικής ευημερίας», όπως
υποστηρίζει ο αμερικανός οικονομολόγος Μ. Μάγερ στην εργασία
του Η ?νχή τον σύγχρονου οικονομικού ανθρώπου'.
Στην πράξη, ο Α. Σμιθ ερεύνησε την εκμεταλλευτική φύση του
αστικού πλούτου, καθώς και τις αιτίες, τις πηγές προέλευσής του. Η
σημασία των εργασιών του Α. Σμιθ συνΐσταται στο ότι αποκάλυψαν,
σε έναν ορισμένο βαθμό, το μηχανισμό δράσης του νόμου της υπε­
ραξία; στη μανουφακτουρική βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού.
«Σαν ειδική κεφαλαιοκρατική μορφή του κοινωνικού προτσές παρα­
γωγής...», έγραψε ο Κ. Μαρξ για τις μανουφακτουρικές μεθόδους αύ­
ξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, «είναι απλώς μια ειδική
μέβοδος παραγωγής σχετικής υπεραξίας ή αύξησης σε βάρος των
εργατών της αυτοαξιοποΐησης του κεφαλαίου, πράγμα που το ονομά­
ζουν κοινωνικό πλούτο “wealth of natons” κλπ.»2
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ο Κ. Μαρξ χρη σ ιμ οποιεί εδώ τον
όρο «πλούτος των εθνών», που βρίσκεται στον τίτλο του βιβλίου
του Α. Σμιθ. θεωρώντας τον Α. Σμιθ σαν οικονομολόγο ο οποίος
συνοψίζει τη μανουφακτουρική βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλι­
σμού, και που ειδικά τονίζει τον καταμερισμό της εργασίας, ο Κ.
Μαρξ βρίσκει ότι η κατηγορία του «πλούτος του έθνους» δεν είναι
τίποτε άλλο παρά κεφάλαιο, και ότι το βασικό μέσο αύξησης αυτού
του «πλούτου» — η ανάπτυξη του μανουφακτουρικού καταμερισμού
εργασίας — είναι «μόνο μια ειδική μέθοδος παραγωγής σχετικής
υπεραξίας».
Ωστόσο ο Α. Σμιθ, όπως και όλη η κλασική σ χολή της αστικής
πολιτικής οικονομίας, απείχε πολύ από το να εννοήσει καθαρά το
αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας. Εξαιτίας της αστικής του
στενότητας δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις απατηλές μορφές εμπο-
ρευματικού φετιχισμού των καπιταλιστικών σχέσεων. Και ταύτιζε
τις σχέσεις αυτές με τα πράγματα που ήταν φορείς αυτών των σχέ­
σεων. Η κλασική αστική πολιτική οικονομία δεν ξεχώ ρισε τις πα­
ραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων σε ειδική κατηγορία και δεν κατά­
λαβε τη θέση τους στην οικονομική ζωή της κοινωνίας.
Κι ωστόσο, θα ήταν πολύ παράξενο να αρνηθεί κανείς ότι ο Α.
Σμιθ (όπως και όλη η κλασική, δηλαδή η επιστημονική, αστική πο­
λιτική οικονομία) στην πράξη ερευνούσε ακριβώς τις παραγωγικές
σχέσεις της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας της εποχής τη ς3.

1. Μ. Myers, The Soul of Modem Economic Man, Chicago, 1983, σελ. 93.
1 Κ. Μαρξ, To Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 380-381.
3. Ο Α. Σμιθ «γενικά δεν ερευνούσε τις παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων».

98
Η υπηρεσία του Α. Σμιθ συνίσταται στο ότι θεωρεί αντικείμενο
της έρευνας την παραγωγή και όχι την κυκλοφορία (όπως οι εμπο­
ροκράτες) και μάλιστα την παραγωγή όχι σε κάποιον επιμέρους κλά­
δο (όπως οι φυσιοκράτες), αλλά σε όλους τους κλάδους της υλικής
παραγωγής. Μελετώντας την «παραγωγή του πλούτου», ο Α. Σμιθ
επικεντρώνει την προσοχή όχι στην τεχνική, αλλά στην κοινωνικο­
οικονομική πλευρά της παραγωγής. Και μολονότι δεν καταλάβαινε
ότι οι οικονομικές κατηγορίες είναι η θεωρητική έκφραση των πα­
ραγωγικών σχέσεων των ανθρώπων, παρ ’ όλα αυτά, οι περισσότερες
οικονομικές κατηγορίες του Α. Σμιθ αποτελούν έκφραση των παρα­
γωγικών σχέσεων του καπιταλισμού, του περιεχομένου τους και της
μορφής τους1. Έ τσ ι, για παράδειγμα, η κατηγορία «μισθός» του Α.
Σμιθ (με το «μισθό» ο Α. Σμιθ εννοεί λαθεμένα την τιμή της εργα­
σίας) δεν αντανακλά επιστημονικά τις καπιταλιστικές παραγωγικές
σχέσεις, τις σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου, δεδομένου ότι σ ’ αυ­
τή την περίπτωση ο Α. Σμιθ παραβλέπει τις ουσιαστικές σχέσεις
και πιάνει μόνο την απατηλή μορφή τους. Και πα ρ ’ όλα αυτά, η
κατηγορία αυτή αντανακλά αυτές τις σχέσεις, ακριβέστερα, τη μορ­
φή τους και προσδιορίζει τον ποσοτικό προσδιορισμό του μισθού (ο
μισθός, κατά τον Α. Σμιθ, είναι ίσος με το μίνιμουμ των μέσων συ­
ντήρησης του εργάτη). Ωστόσο σε σχέση με την ονομαζόμενη πρω­
τόγονη κοινωνία, με την οποία ο Α. Σμιθ εννοούσε την απλή εμπο­
ρευματική οικονομία, η κατηγορία του μισθού (ο Α. Σμιθ τη χρησι­
μοποιεί και εδώ) χάνει το νόημά της και γ ι ’ αυτό παύει να αποτελεί
έκφραση ακόμη και της μορφής των καπιταλιστικών σχέσεων πα­
ραγωγής.
Έ τσ ι, αντικείμενο έρευνας του Α. Σμιθ είναι η παραγωγή υλικών
αγαθών σε καθορισμένες ιστορικές συνθήκες, και συγκεκριμένα,
στον καπιταλισμό της μανουφακτουρικής βαθμίδας ανάπτυξης. Ο Α.
Σμιθ ερευνά κυρίως την κοινωνικοοικονομική μορφή αυτής της πα­
ραγωγής, αν και στη συνείδησή του οι σχέσεις παραγωγής δεν εί­
χαν ακόμη καθόλου διαφοροποιηθεί από τις παραγωγικές δυνάμεις.

Ο διττός χαρακτήρας της θεωρίας της αξίας

Η αντιφατικότητα του οικονομικού συστήματος του Α. Σμιθ βρή­


κε μάλλον την πιο καθαρή έκφρασή της στη θεωρία του για την
αξία. Στην πραγματικότητα ο Α. Σμιθ έχει δυο θεωρίες της αξίας,
την επιστημονική και τη χυδαία, που κι αυτή με τη σειρά της έχει
αναπτυχθεί σε μερικές παραλλαγές. «... Ο Σμιθ», έγραψε ο Κ. Μαρξ,

γράφουν οι Ν. Καρατάεφ και I. Στεπάνοφ (Ιστορία των οικονομικών θεωριών, Μό­


σχα, εκδ. «Σοτσεκγκίζ», 1953, σελ. 181).
1. Βλ. MEW, τόμ. 4, σελ. 142.

99
«ταλαντεύεται στον καθορισμό της ανταλλακτικής αξίας και ιδίως
στον καθορισμό της αξίας των εμπορευμάτων, με την ποσότητα της
εργασίας «ου απαιτείται για την παραγωγή τους, πότε τον μπερδεύει
και πότε τον παραμερίζει με την ποσότητα ζωντανής εργασίας, με
την οποία μπορεί να αγοραστεί ένα εμπόρευμα...»1
Ωστόσο, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο Α. Σμιθ καθο­
ρίζει την αξία των εμπορευμάτων με την εργασία. Η κύρια θέση του
Α. Σμιθ σ’ αυτό το ζήτημα δεν βγαίνει από τα πλαίσια της εργασια­
κής θεωρίας της αξίας. ·
Χρησιμοποιώντας την αναλυτική του μέθοδο έρευνας, ο Α. Σμιθ
κάνει μια σειρά βασικών ανακαλύψεων στον τομέα των εμπορευμα-
τικών σχέσεων. Έτσι, διαχωρίζει τις δυο πλευρές του εμπορεύμα­
τος: την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία. «... Η λέξη “α­
ξία”», έγραφε ο Α. Σμιθ, «έχει δυο διαφορετικές σημασίες: μερικές
φορές σημαίνει την ωφελιμότητα κάποιου αντικειμένου και μερικές
φορές δείχνει την κατοχή αυτού του αντικειμένου. Την πρώτη μπο-
ρούμε(να την ονομάσουμε αξία χρήσης, τη δεύτερη, ανταλλακτική
αξία»'. Ωστόσο, ο Α. Σμιθ, μη καταλαβαίνοντας ότι το εμπόρευμα
είναι αντιφατική ενότητα της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής
αξίας, δεν βρίσκει τις αιτίες αυτής της αντιφατικότητας, τον δυαδι­
κό χαρακτήρα της εργασίας που φτιάχνει το εμπόρευμα και γ ι ’ αυτό
συχνά, στην πράξη, ταυτίζει τις δυο πλευρές του εμπορεύματος. Η
έλλειψη βαθιάς κατανόησης αυτού του ζητήματος είναι μια από τις
βάσεις των αντιφάσεων της θεωρίας της αξίας του Α. Σμιθ.
Σε διάκριση από τους προγενέστερους οικονομολόγους, για παρά­
δειγμα από τον Πέτι, ο Α. Σμιθ κάνει πληρέστερη αφαίρεση της
αξίας του εμπορεύματος από τη χρηματική του μορφή, από την τι­
μή. Ο Α. Σμιθ κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στην «πραγματική» και
την «ονομαστική» τιμή του εμπορεύματος. Με την «πραγματική»
τιμή εννοεί την αξία του εμπορεύματος. «... Η εργασία», έγραψε ο
Α. Σμιθ, «είναι το πραγματικό μέτρο της ανταλλακτικής αξίας όλων
των εμπορευμάτων»’. «Η ονομαστική τιμή», κατά τον Α. Σμιθ, είναι
η χρηματική έκφραση της αξίας. «... Με τη χρηματική τιμή των ε­
μπορευμάτων», έγραψε, «εννοώ πάντοτε την ποσότητα καθαρού
χρυσού ή αργύρου, στην οποία αυτά πωλούνται...»4 Θεωρώντας την
καπιταλιστική κοινωνία σαν κάποια εμπορική ένωση, στην οποία ο
καταμερισμός της εργασίας υποχρεώνει τους παραγωγούς να ανταλ­
λάσσουν τα προϊόντα της εργασίας τους, ο Α. Σμιθ συμπεραίνει ότι

1 Κ. Μαρξ, Bttupit;; για την ιΜ εραζία, μ έρ ος 1, σ ε λ . 47.


1 Α. Σμιθ, Epmva για τη φύση και τις α ιτϊτς ταυ πληι',τοΐι τα>ν εθ νώ ν, σ ε λ . 36-37.
3. Ο.π . σελ. 38.
4. Ο.*., α ιλ . 49.

100
ρυθμιστής αυτής της ανταλλαγής είναι ακριβώς η εργασία αυτών
των εμπορευματοπαραγωγών. «... Η εργασία», έγραψε, «αποτελεί το
μοναδικά γενικό, όπως και το μοναδικά ακριβέστατο μέτρο της α­
ξίας, ή το μοναδικό μέτρο, με το οποίο μπορούμε να συγκρίνουμε με­
ταξύ τους τις αξίες διαφορετικών εμπορευμάτων σ ’ όλες τις εποχές
και σ ’ όλα τα μέρη»1.
Η θέση αυτή του Α. Σμιθ σημαίνει ότι η αξία των εμπορευμάτων
και συνεπώς, σε τελευταία ανάλυση, και οι τιμές τους, καθορίζονται
από την εργασία που ξοδεύεται για την παραγωγή τους, όποια και
αν είναι η αξία χρήσης αυτών των εμπορευμάτων. Στο μεταξύ, οι
σύγχρονοι αστοί οικονομολόγοι, που προπαγανδίζουν την απολογη­
τική θεωρία της «οριακής ωφελιμότητας», προσπαθούν να αποκρύ­
ψουν τις επιστημονικές επιτεύξεις του Α. Σμιθ στη θεωρία της αξίας.
Για παράδειγμα, ο Π. Σάμουελσον — συγγραφέας ενός από τα πιο
διαδεδομένα εγχειρίδια της αστικής πολιτικής οικονομίας — υπο­
στηρίζει ότι ο Α. Σμιθ δεν έλυσε το «παράδοξο της αξίας», που συ-
νίσται στο ότι ένα πολύ ωφέλιμο εμπόρευμα (όπως, για παράδειγμα,
το νερό), χωρίς το οποίο δεν νοείται η ζωή των ανθρώπου, συχνά
κοστίζει σημαντικά φθηνότερα από ένα εμπόρευμα, που έχει ασή­
μαντη αξία χρήσης (όπως, για παράδειγμα, το διαμάντι)’. «Αυτός,
απλώς αρκείται», έγραψε ο Π. Σάμουελσον για τον Α. Σμιθ, «στο να
δείχνει ότι “ η αξία χρήσης” του εμπορεύματος — η γενική του συ­
νεισφορά στην οικονομική ευημερία — είναι κάτι διαφορετικό από
την “ ανταλλακτική του αξία” : από τη γενική χρηματική αξία του ή
από το εισόδημα, για το οποίο το εμπόρευμα θα πωληθεί.» Βγαίνει
έτσι το συμπέρασμα ότι ο Α. Σμιθ δεν έδοσε καμιά λύση στο πρό­
βλημα, δεν προχώρησε πέρα από το διαχωρισμό της αξίας χρήσης
και της αξίας. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Επικεντρώνοντας την
προσοχή του στην ανταλλακτική αξία, ο Α. Σμιθ ανακαλύπτει το
«πραγματικό μέτρο» της στην εργασία που δαπανήθηκε για την πα­
ραγωγή του εμπορεύματος.
Ο Α. Σμιθ πλησίασε στην κατανόηση του γεγονότος ότι το μέγε­
θος της αξίας των εμπορευμάτων καθορίζεται από την ποσότητα ερ­
γασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή τους. και όχι εκείνης
της εργασίας, η οποία στην πράξη καταναλώθηκε για την κατα­
σκευή της δοσμένης μονάδας εμπορεύματος. «... Το προϊόν», έγραψε
ο Α. Σμιθ, «που ετοιμάζεται συνήθως στη διάρκεια δυο ημερών ή
δυο ωρών εργασίας, θα έχει διπλάσια αξία από το προϊόν που κατα­
σκευάζεται συνήθως στη διάρκεια μιας μέρας ή μιας ώρας εργασί-

1. Ό .π., σελ. 42-45.


2. Ό .π., σελ. 37.
3. P. Samuelson. Economics, New York, 1955. σελ. 429.

ΙΟΙ
ας»'. Ωστόσο ο Α. Σμιθ δεν μπόρεσε να κάνει έναν καθαρό διαχω­
ρισμό μεταξύ της ατομικής και της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας,
δεν μπόρεσε να αποκαλύψει τη φύση της τελευταίας.
Εξετάζοντας την εργασία από τη σκοπιά του καταμερισμού της
στην κοινωνία, ο Α. Σμιθ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πηγή της
αξίας civai η εργασία σε κάθε σφαίρα της υλικής παραγωγής και
όχι κάποια ειδική μορφή της. Αυτό το συμπέρασμα έχει εξαιρετική
σημασία. Γιατί, ουσιαστικά, ο Α. Σμιθ υποστηρίζει ότι πηγή της
αξίας είναι η εργασία ανεξάρτητα από τον κλάδο, η εργασία γενικά.
Αυτή η θέση του Α. Σμιθ άνοιγε το δρόμο προς την κατηγορία της
αφηρημένης εργασίας και συνεπώς το δρόμο για την αποκάλυψη
του δυαδικού χαρακτήρα της εργασίας, που δημιουργεί το εμπόρευ­
μα. Ωστόσο, ο Α. Σμιθ δεν βλέπει τον ιστορικά παροδικό χαρακτή­
ρα του καπιταλισμού, της εμπορευματικής παραγωγής. Γ Γ αυτό, η
αφηρημένη εργασία, σαν ειδική ιστορική μορφή της εργασίας γενι­
κά, χαρακτηριστική για την εμπορευματική παραγωγή, δεν μπορού­
σε να αποκαλυφθεί με τη μεταφυσική μέθοδο του Α. Σμιθ. Ο Σμιθ
δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την αφηρημένη εργασία από τη συγκε­
κριμένη.
Υπηρεσία του Α. Σμιθ αποτελεί το ότι έθεσε το πρόβλημα της
απλής και της σύνθετης εργασίας, για την ένταση της εργασίας από
την άποψη της δημιουργίας της αξίας του εμπορεύματος. Ο Α. Σμιθ
σημείωνε ότι μια ώρα βαριάς εργασίας μπορεί να εμπεριέχει περισ­
σότερη εργασία, απ’ ό,τι δυο ώρες ελαφριάς, ότι μια ώρα δουλιάς
υψηλά ειδικευμένου εργάτη μπορεί να εμπεριέχει περισσότερη ερ­
γασία, απ’ ό,τι η εργασία ανειδίκευτου εργάτη στη διάρκεια ενός
μήνα’.
Συνοψίζοντας την ανάλυση της επιστημονικής παραλλαγής της
θεωρίας της αξίας του Α. Σμιθ, ο Κ. Μαρξ έγραφε: «Στον Α. Σμιθ...
η μόνη που δημιουργεί αξία είναι η γενική κοινωνική εργασία, η
απλή ποσότητα αναγκαίας εργασίας, αδιάφορο με ποια αξία χρήσης
παρασταίνεται.»’
Οι θέσεις αυτές είναι ήδη αρκετές για να φανεί ότι ο Α. Σμιθ,
αναλύοντας τις εμπορευματικές σχέσεις, πέτυχε σημαντικά επιστη­
μονικά αποτελέσματα ακριβώς χάρη στη χρησιμοποίηση της μεθό­
δου της επιστημονικής αφαίρεσης, ανεξάρτητα από τη μη ανάπτυξη
αυτής της μεθόδου και την ασυνέπεια στην εφαρμογή της. Στην
πραγματικότητα, για να φτάσει στην αποκάλυψη της πραγματικής
ττηγής της αξίας, ο Α. Σμιθ κάνει αφαίρεση από την αξία χρήσης

I. Α. Σμιθ, Ερευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτον των εθνών, σελ. 50
(υπογρ. του συγγρ.).
1 Ό .π .. σελ. 30.
3. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την ιιπεραξία, μέρος I, σελ. 64.

102
του εμπορεύματος, την τιμή της αγοράς, δηλαδή τη χρηματική μορ­
φή της αξίας, τον κλάδο της εργασίας που παράγει το εμπόρευμα,
τις διακυμάνσεις της προσφοράς και ζήτησης κλπ.
Ωστόσο, ακόμη και αυτή η παραλλαγή της θεωρίας της αξίας του
Α. Σμιθ δεν επεξεργάζεται αρκετά βαθιά το πρόβλημα. Ο Α. Σμιθ
δεν αποκάλυψε την ουσία της αξίας σαν ιστορικά παροδική παρα­
γωγική σχέση εμπορευματοπαραγωγών. Θεωρούσε την αξία σαν αιώ­
νιο και φυσικό φαινόμενο, σαν αποτέλεσμα πραγματοποίησης της
δαπάνης της ανθρώπινης εργασίας για την παραγωγή εμπορευμάτων.
Ο Σμιθ δεν έδοσε έναν ξεκάθαρο ορισμό του μεγέθους της αξίας των
εμπορευμάτων, δεν έκανε έναν καθαρό διαχωρισμό μεταξύ του ατο­
μικού και του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας. Δεν κατόρθω­
σε να αποκαλύψει την ουσία του χρήματος, να συναγάγει την προέ­
λευσή του από την ανάπτυξη των αντιφάσεων του εμπορεύματος.
Γ Γ αυτόν, το χρήμα είναι μόνο «ο μεγάλος τροχός της ανταλλα­
γής». Δεν είναι τυχαίο ότι η εξέταση του χρήματος στο έργο του Α.
Σμιθ προηγείται της ανάλυσης του εμπορεύματος. Ο Α. Σμιθ δεν
αποκάλυψε τα μυστικά του εμπορευματικού φετιχισμού. Βασική
ανεπάρκεια της θεωρίας της αξίας του Α. Σμιθ αποτελεί το γεγονός
ότι ο στοχαστής αυτός δεν κατανόησε τις μορφές της αξίας, την
αμοιβαία σχέση αξίας και ανταλλακτικής αξίας. Με την ανεπάρκεια
αυτή συνδέεται, κατά την άποψή μας, το δεύτερο, χυδαίο σενάριο
της θεωρίας της αξίας του Α. Σμιθ.
Φωτίζοντας τις εμπορευματικές σχέσεις με τη μέθοδο της περι­
γραφής της εξωτερικής πλευράς των οικονομικών φαινομένων, ο Α.
Σμιθ επικέντρωσε την προσοχή του στην ανταλλακτική αξία του
εμπορεύματος, συγχέοντάς την με την αξία. Στην περίπτωση αυτή
έδοσε τον εξής ορισμό της αξίας: «... η αξία κάθε εμπορεύματος...
είναι ίση με την ποσότητα της εργασίας, την οποία αυτός (ο κάτο­
χος - Β. Αφανάσιεφ) μπορεί να αγοράσει μ ’ αυτήν ή να έχει στη
διάθεσή του»1.
Σχηματικά, τη διττότητα της θεωρίας της αξίας του Α. Σμιθ μπο­
ρούμε να την εκφράσουμε ως εξής:
Ε, - Ε:
(10 ώρες) (10 ώρες)
Σύμφωνα με τον Α. Σμιθ, την αξία των εμπορευμάτων μπορούμε
να την ορίσουμε, πρώτο, με την εργασία που ξοδεύτηκε για την πα­
ραγωγή τους (οι πρώτες 10 ώρες εργασίας που χρειάστηκαν για την
κατασκευή του εμπορεύματος Ει), ή, δεύτερο, με την εργασία που
αγοράζεται μ ’ αυτό το εμπόρευμα, δηλαδή με την εργασία που ξο­
δεύτηκε για την παραγωγή του εμπορεύματος Ε 2 (στο σχήμα μας: οι

I. Α. Σμιθ, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, σελ. 38.

103
άβύτ«ρβς Ιθ ώρβς εργασίας) στην περίπτωση που το Ε ι ανταλλάσσε-
tot με ro Ε>. Αν ο ορισμός της αξίας του εμπορεύματος με την ερ­
γασία not' δβπανήβηκε για την παραγωγή του, αποτελεί επιστημονι­
κή προσέγγιση του προβλήματος, τότε η ερμηνεία της αξίας σαν
εργαβίας που αγοράζεται μ ’ αυτό το εμπόρευμα, αποτελεί αντιεπι­
στημονική παραλλαγή της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Α.
Σμιθ.
Τι σημαίνει όμως εργασία, η οποία είναι δυνατό να αποκτηθεί ως
αντάλλαγμα για το δοσμένο εμπόρευμα; Προφανώς, είναι, πρώτο,
εργασία πραγματοποιημένη σε άλλο εμπόρευμα, το οποίο ο κάτοχός
του το αποκτά ως αντάλλαγμα της εργασίας του. Η ανταλλαγή γίνε­
ται με (Ιάση τον τύπο Ε *-Ε2, όπου το Ει βρίσκεται σε σχετική, ενώ
to F.J σε ισοδύναμη μορφή αξίας. Αυτό σημαίνει ότι το Ε 2 με το
υλικό του σώμα εκφράζει την αξία του Ει, εμφανίζεται ως μορφή
αξίας του Ει, ενώ το Ει εκφράζει την αξία του στην αξία χρήσης
ton Εϊ.
Επομένως, η εργασία που δαπανήθηκε για την παρασκευή του Ε 2
δεν είναι πηγή αξίας του Ει. Αυτή η εργασία δημιουργεί μόνο τη
βάση για τη μέτρηση των αξιών των εμπορευμάτων. Το λάθος του
Α. Σμιθ έγκειται στο ότι συγχέει την αξία και την ανταλλακτική
αξία, το εσωτερικό και το εξωτερικό μέτρο της αξίας. Την εργασία
που δαπανήθηκε για την παραγωγή του εμπορεύματος, το οποίο παί­
ζει το ρόλο της μορφής έκφρασης της αξίας σε σχέση με το πρώτο
εμπόρευμα, ο Σμιθ τη φαντάζεται σαν πηγή αξίας αυτού του τελευ­
ταίου,
Δεύτερο, «η εργασία που μπορείς να αγοράσεις με το δοσμένο ε­
μπόρευμα», είναι στην πραγματικότητα ζωντανή εργασία. Γιατί, ο
Σμιθ γράφει για εργασία την οποία μπορείς «να έχεις στη διάθεσή
σου» ως αντάλλαγμα για το δοσμένο εμπόρευμα. Στις συνθήκες της
απλής εμπορευματικής παραγωγής (της «πρωτόγονης κοινωνίας»,
κατά την ορολογία του Α. Σμιθ) η «τιμή της εργασίας» του εμπο-
ρευματοπαραγωγού, ο «μισθός» του, το «εισόδημά» του ισοδυναμεί
με το προϊόν της εργασίας του ή με το προϊόν της εργασίας άλλου
παραγωγού, το οποίο αποκτήθηκε με την ανταλλαγή μ ’ αυτό το
πρώτο προϊόν. ΓΓ αυτό ο Α. Σμιθ θεωρεί ότι η αξία του εμπορεύμα­
τος καθορίζεται από κείνη την ποσότητα ζωντανής εργασίας, η
οποία μπορεί να αγορασθεί μ ’ αυτό το εμπόρευμα. Ο Σμιθ, έγραψε ο
Κ. Μαρξ, «... μετατρέπει την βνταΛΛακτ/κτ; αξία της εργασίας σε μέ­
τρο για την αξία των εμπορευμάτων. Στην πραγματικότητα μετατρέ­
πει σε μέτρο για την αξία το μισθό» . Η αξία του εμπορεύματος,
υποστήριζε ο Α. Σμιθ, καθορίζεται από το εισόδημα του παραγωγού
του.

I. Κ. Μαρξ, ΘαβρΙες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 47.


Αυτό το συμπέρασμα, εννοείται, δεν ευοταθεί, δεδομένοι ότι η
«τιμή της εργασίας» του εμπορευματοπαραγβγού, στην ανταλλακτι­
κή σχέση που εξετάζεται, παίζει το ρόλο μόνο της μορφής έκφρα­
σης και όχι της πηγής της αξίας1. Επιπρόσθετα, και εδώ ο £μ<6, <βς
αφετηρία εξήγησης της αξίας έχει την ίδια την αξία (και ακριβώς,
την αξία της εργατικής δύναμης). Για να αποτελέσει πηγή αξίας τοι
εμπορεύματος, η ζωντανή εργασία πρέπει να πραγματοποιηθεί σ '
αυτό το τελευταίο, δηλαδή να παραγάγει αυτό το εμπόρευμα και όχι
απλώς να ανταλλαγεί με ένα εμπόρευμα, που έχει ήδη δημιουργηθεί
από άλλη εργασία.
Είναι καθαρό ότι αυτή η θέση βασίζεται στο γεγονός ότι ο Α.
Σμιθ συγχέει την απλή εμπορευματική παραγωγή με τον καπιταλι­
σμό (αν και είναι λανθασμένη και στη μια και στην άλλη περίπτ®-
ση) και έτσι, βασίζεται στην ταύτιση των χαρακτηριστικών γ ι ’ αυ­
τές οικονομικών μορφών. Στην πράξη, η θέση αυτή οδηγεί τον Α.
Σμιθ στο συμπέρασμα ότι παραβιάζεται ο νόμος της αξίας κατά τη
μετάβαση στον καπιταλισμό. Γιατί, τώρα η ανταλλαγή αποκτά την
ακόλουθη μορφή:

Ει - Ε2 (εργατική δύναμη)

(10 ώρες) (10 ώρες - μισθός της δοσμένης εργατικής δύναμης, ικανής να κραγμα-
τοποιήσει εργασία διάρκειας, για παράδειγμα, 20 ωρών).

Ανταλλάσσοντας κανείς 10 ώρες εργασίας, πραγματοποιημένες


στο Ει, με 10 ώρες, ενσωματωμένες στην εργατική δύναμη του Ε ϊ ,
μπορεί να πάρει στην «κατοχή του» 20 ώρες ζωντανής εργασίας, τις
οποίες είναι ικανή να πραγματοποιήσει αυτή η εργατική δύναμη
(όταν m ' = 100%).
Εδώ ο Α. Σμιθ προσέκρουσε στη φαινομενική αντίφαση μεταξύ
του νόμου της αξίας και του νόμου τής υπεραξίας, σε μια από τις
«φαινομενικές, και πραγματικές στο αποτέλεσμά τους, αντιφάσεις»2,
η οποία τον παραπλάνησε, και την οποία δεν στάθηκε ικανός να λύ­
σει.
Ας σημειωθεί ότι η θέση του Κ. Μαρξ για τον φαινομενικό χαρα­
κτήρα των αντιφάσεων μεταξύ του νόμου της αξίας και του νόμου
της υπεραξίας, οι οποίες είναι πραγματικές ως προς το αποτέλεσμά
τους, έχει ουσιαστική γνωσιολογική σημασία. Η θέση αυτή δίνει το
κλειδί για την κατανόηση της πραγματικής αλληλοσχέσης ανάμεσα
στους οικονομικούς νόμους, από τη μια, και την εξωτερική μορφή
εμφάνισής τους, που δεν συμπίπτει μ ’ αυτούς, από την άλλη.

1. Βλ. ό.π., σελ. 49-50.


2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 67.

105
Πεινώντας στο χαρακτηρισμό της δράσης του νόμου της αξίας
<uhi συνθήκες του καπιταλισμού, ο Α. Σμιθ ανακαλύπτει ότι προη-
νούμενα (στην «πρωτόγονη κοινωνία») το μοναδικό εισόδημα του
ropayeyiMJ, μί τη συσσώρευση κεφαλαίων και τη δημιουργία της
ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στη γη, διασπάται σε τρία αυτοτελή ει­
σοδήματα. στο κέρδος, τη γαιοπρόσοδο και το μισθό. Από εδώ βγά-
;α to συμπέρασμα όχι τώρα η αξία του εμπορεύματος καθορίζεται
από to σύνολο των τριών αυτών εισοδημάτων. Η αξία συγκροτείται
απύ αυτά τα τρία εισοδήματα και διασπάται σ ’ αυτά. «Ο μισθός, το
κέρδος και η πρόσοδος», έγραψε ο Α. Σμιθ, «είναι οι τρεις πρωταρ­
χικές *ηγές κάθε εισοδήματος, όπως και κάθε ανταλλακτικής α­
ξίας»1 Επομένως, ο νόμος της αξίας, ο νόμος της ανταλλαγής των
εμπορευμάτων με βάση την ποσότητα της εργασίας που ξοδεύτηκε
για την παραγωγή τους, στις συνθήκες του καπιταλισμού, κατά τον
Α. Σμιθ, δεν ισχύει. Οι αλλαγές στο νόμο της αξίας, που συντελού-
ντβι. κατά την άποψη του Α. Σμιθ, με το πέρασμα από τη ν «πρωτό­
γονη κοινωνία» (1) στην «ολοκληρωμένη» (2), μπορούν να παρα-
στβθούν με την ακόλουθη μορφή:

(1) Ει - Ε: (εισόδημα εμπορευματοπαραγωγού (1), ο «μισθός του»)


ιτ ιρ . μισθός
1 κέρδος
γαιοπρόσοδος
Σ' αυτές τις θέσεις, που περικλείνουν το ονομαζόμενο δόγμα του
Α. Σμιθ, το οποίο προξένησε ουσιαστική ζημιά σ την ανάπτυξη της
οικονομικής επιστήμης, υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα λαθών.
θα τα εξετάσουμε έχοντας υπόψη ότι το δόγμα Σμιθ έχει δυο
πλευρές.
Η κρώτη πλευρά του δόγματος, που συνίσταται στον ισχυρισμό
6ti η αξία του εμπορεύματος δημιουργείται από εισοδήματα, είναι
ανβδαφική, ακόμα και μόνο γιατί τα ίδια τα εισοδήματα είναι αξίες,
και να εξηγήσεις την εμφάνιση της αξίας του εμπορεύματος από

1. Α. Σμιθ, Ερευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, σελ. 53. Η
θίβη του Α. Σμιθ, ότι στην «πρωτόγονη κοινωνία» ο εργαζόμενος έπαιρνε όλο
το «ροίόν της εργασίας του, θεωρείται ιδεολογικά επικίνδυνη για τους σύγχρο­
νους αστούς θεωρητικούς, που γ ι’ αυτή την αιτία τάσσονται συχνά και ενάντια
στον καθορισμό της αξίας από την «αγοραζόμενη εργασία». Η αμερικανίδα οι­
κονομολόγος Ε. Πάουλ, γράφει: «Ο ισχυρισμός του Σμιθ ότι στα πρώτα στάδια
της κοινβνίας ο εργαζόμενος έπρεπε να παίρνει όλο το προϊόν της εργασίας
του. οδήγησε απόλυτα φυσιολογικά στο αίτημα των σοσιαλιστών, να παίρνει ο
εργαζόμενος και στη βιομηχανικά επίσης αναπτυγμένη κοινωνία όλο εκείνο που
ιαρΑγει» (Ε. Pad, Moral Revolution and Economic Science, W estport, London,
1979, σελ. 38).
την πρόσθεση των εισοδημάτων σημαίνει να εξηγήσεις την αξία
από την αξία δηλαδή να μην εξηγήσεις τίποτε. Αυτή η θέση είναι
επίσης λαθεμένη γιατί ο Σμιθ παραμερίζει την πραγματική πηγή της
αξίας του εμπορεύματος στη σφαίρα της παραγωγής και προσπαθεί
να την εξαγάγει από τη σφαίρα της κυκλοφορίας και της κατανομής
Τις μορφές στις οποίες πραγματοποιείται η κατανομή της ήδη
δημιουργημένης αξίας, ο Α. Σμιθ τις φαντάζεται σαν αυτοτελείς πη­
γές αξίας. Είναι, ωστόσο, προφανές ότι ο χαρακτήρας, οι μορφές, οι
αναλογίες αυτής της κατανομής, δεν μπορούν να μεταβάλλουν το μέ­
γεθος της δημιουργημένης αξίας, να καταργήσουν την ανταλλαγή
εμπορευμάτων με βάση την κοινωνικά αναγκαία εργασία που ξοδεύ-
θηκε για την παραγωγή τους.
Με μια τέτια εννόηση της πηγής της αξίας και της δομής της,
αλλοιώνεται τελείως η παράσταση του πραγματικού μεγέθους της
αξίας του εμπορεύματος, δεδομένου ότι εξαιρούνται οι δαπάνες του
σταθερού κεφαλαίου, η αξία αποσπάται από τη βάση της, από το
επίπεδο δηλαδή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Αβάσιμη είναι και η δεύτερη πλευρά του δόγματος του Α. Σμιθ, η
θέση, δηλαδή, ότι η αξία διασπάται σε εισοδήματα. Αυτή η θέση
βασίζεται στην ταύτιση όλης της αξίας του εμπορεύματος με το εκ-
νέου δημιουργημένο μέρος της. Σε εισοδήματα διασπάται μόνο αυτό
το τελευταίο. Ο Α. Σμιθ, εξαιτίας μιας σειράς αιτίων (ανάμεσα σ τ ’
άλλα και του γεγονότος ότι ήταν ασήμαντο το ειδικό βάρος του πά­
γιου κεφαλαίου στη γενική δομή του κεφαλαίου στη μανουφακτου­
ρική περίοδο) αγνοεί την αξία που μεταφέρεται στο εμπόρευμα, πράγ­
μα που συνεπάγεται μια αλυσίδα λαθεμένων τοποθετήσεων.
Τον Α. Σμιθ παραπλανά το γεγονός ότι η τιμή της παραγωγής
υφίσταται την επίδραση των αλλαγών του μέσου επιπέδου του μι­
σθού και του μέσου ποσοστού του κέρδους. Ο Α. Σμιθ, που ταύτιζε
την αξία με την τιμή παραγωγής, φανταζόταν ότι αυτοί οι παράγο­
ντες είναι οι αιτίες της αλλαγής της αξίας. ΓΓ αυτό συμπεραίνει
λαθεμένα ότι, με το πέρασμα στον καπιταλισμό, σταματά η δράση
του νόμου του καθορισμού της αξίας με βάση την εργασία, και τα
εμπορεύματα αρχίζουν να πωλούνται σε «φυσικές τιμές», που ρυθμί­
ζονται από τις «φυσικές νόρμες» (τα ποσοστά) του μισθού, του κέρ­
δους και της προσόδου. Είναι προφανές ότι με τη «φυσική τιμή» ο
Α. Σμιθ εννοούσε την τιμή παραγωγής1.
Οι αντιφάσεις της θεωρίας της αξίας του Α. Σμιθ θέτουν μια σει­
ρά βασικότατα θεωρητικά προβλήματα: το διαχωρισμό της αξίας
και της ανταλλακτικής αξίας, του εσωτερικού, του συμφυοί>ς μέτρου
της αξίας και του εξωτερικού μέτρου της, της μεταφερόμενης και
της εκνέου δημιουργημένης αξίας, της απλής εμπορευματικής και

I. Α. Σμιθ, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες τον πλούτον των εθνών, σελ. 56.

107
rife nanuaAioukiV, *αραγ<βγής, καθώς και μερικών άλλων, αν και ο
ώως ο Σμιθ, όπως είναι γνωστό, δεν έλυσε αυτά τα προβλήματα.
Ασκώντας κριτική στις θέσεις της θεωρίας της αξίας του Σμιθ, ο
Κ. Μαρς σημΐΐωνι ότι αυτές θέτουν το εξαιρετικά σύνθετο και ση­
μαντικό ^ή?Γ)μα της μετατροπής του νόμου της αξίας σε νόμο της
τιμής καραγ<κγής με το κέρασμα αχό την απλή εμπορευματική οικο­
νομία στην καπιταλιστική. Ό πω ς έγραψε ο Κ. Μ αρξ, «Η μεγάλη
υχηρεσία sou χρόσφερε ο Α. Σμιθ συνίσταται στο ότι... τονίζει και
κυριολεκτικά τα χάνει, ότι με τη συσσώρευση του κεφαλαίου και με
χην ιόΗίΚτηαία στη γη — δηλαδή με την αυτοτελοποϊηση των όρων
εργασίας και την αντιπαράθεσή τους στην ίδια την εργασία — συ­
ντελείται μια νέα στροφή, φαινομενικά (και πραγματικά στο αποτέ­
λεσμα) μια μεταβολή του νόμου της αξίας στο αντίθετό του. Το γε­
γονός ότι ο Α. Σμιθ διαισθάνεται και τονίζει αυτή την αντίφαση συ-
νιοιά τη θεωρητική του δύναμη, το ίδιο, όπως το γεγονός ότι η α­
ντίφαση αυτή τον κάνει να τα χάνει σχετικά με τον γενικό νόμο,
ακόμα και σχετικά με την απλή ανταλλαγή εμπορευμάτων, αποτελεί
τη θβωρητική του αδυναμία...»'
Η βασικότερη αιτία της ασυνέπειας του Α. Σμιθ στη θεωρία της
αξίας είναι η αδυναμία του να εξηγήσει το ουσιαστικότερο γεγονός
της καπιταλιστικής οικονομίας — την εκμετάλλευση της εργασίας
οκό το κεφάλαιο — από την άποψη της δράσης του νόμου της αξίας.
Επομένης, αιτία της ασυνέπειας του Σμιθ είναι η ταξική, η αστική
το» στενότητα. Αντιπαραθέτοντας στο κεφάλαιο άμεσα την εργασία
και όχι την εργατική δύναμη, ο Α. Σμιθ καταλήγει στο συμπέρασμα
ότι στις σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου ο νόμος της αξίας χάνει
την ισχύ του, δεδομένου ότι η ανταλλαγή εργασίας με κεφάλαιο εί­
ναι φανερά μη ισοδύναμη. Από το σημείο αυτό δεν απέχει πολύ το
λαθεμένο συμπέρασμα ότι η αξία ρυθμίζεται όχι από την εργασία,
που δαχανήθηκε, αλλά από τα εισοδήματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι
ο Σμιθ καταλάβαινε θαυμάσια ότι αυτά τα ίδια τα εισοδήματα, σαν
συστατικά μέρη της αξίας του εμπορεύματος, καθορίζονταν σε τελι­
κή ανάλυση, από την εργασία2.
Η ασυνέπεια του Α. Σμιθ στην ερμηνεία της αξίας, τον εμπόδισε
να δημιουρτήσει ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό σύστημα λειτουργίας
της καπιταλιστικής οικονομίας και έγινε αιτία πολλά ουσιαστικά ζη­
τήματα να μείνουν έξω από τον κύκλο της έρευνάς του.
Οι αντιφάσεις της θεωρίας της αξίας του Α. Σμιθ, προκαλούν επί­
μονα την προσοχή της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας,
που προσπαθεί όχι να λύσει αυτές τις αντιφάσεις, αλλά να τις χρη-
σιμοκηήσει ενάντια στα επιστημονικά στοιχεία της θεωρίας του

1. Κ. Μαρξ. θεωρίες για την υπεραξία, μέρος I, σελ. 67.


2. Α. Σμιθ. Ερευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, σελ. 52.
και πριν α χ ’ όλα, ενάντια στην κύρια θέση της θεβρίας της οξί«ς
του Α. Σμιθ, στη θέση ότι η εργασία χου δαπανήθηκε για την καρα-
γωγή εμπορευμάτων αποτελεί την χηγή της αξίας τους.
Ο αμερικανός οικονομολόγος Τζέφρι Τ. Γιανγκ υποστηρίζει ότι ο
Α. Σμιθ στο πρώτο βιβλίο του έργου Ο κλούτος χων εθνών χρησιμο­
ποιεί «τουλάχιστον τέσσερις θεωρίες της αξίας: τη θεωρία του κα­
θορισμού της αξίας από την εργασία, που μπορεί να αποκτηθεί, τη
θεωρία της πραγματοποιημένης εργασίας, τη θεωρία του επίπονου
της εργασίας και τη θεωρία του κόστους παραγωγής»1. Συνάμα, κα­
τά τη γνώμη του συγγραφέα, κυρίαρχη θέση στη θεωρία του Α. Σμιθ
κατέχει η θεωρία του κόστους της παραγωγής.
Με μια τέτια ερμηνεία, εξοστρακίζεται από τη θεωρία του Α. Σμιθ
το βασικότερο στοιχείο: η εργασιακή θεωρία της αξίας. Αυτή η θε­
ωρία όμως αποτελεί το βασικό επιστημονικό επίτευγμα όχι μόνο
του Α. Σμιθ, αλλά και όλης της κλασικής σχολής. Αυτή ακριβώς τη
θεωρία, αποδέχθηκε και ανάπτυξε, υψώνοντάς την σε πραγματικά
επιστημονικό επίπεδο, ο Κ. Μαρξ, ο οποίος και την έθεσε στη βάση
της έρευνας του καπιταλισμού, του βασικού οικονομικού του νόμου,
και του ιστορικά παροδικού του χαρακτήρα.
Μήπως είναι αυτή η αιτία που η σύγχρονη αστική οικονομική
σκέψη σκεπάζει και αποκρύβει το πραγματικό περιεχόμενο των από­
ψεων του, προγενέστερου του Κ. Μαρξ, Α. Σμιθ, στα προβλήματα
της φύσης .και του μεγέθους της αξίας των εμπορευμάτων; Γιατί,
στην πραγματικότητα, σ ’ αυτό τον κατάλογο των θεωριών της αξίας,
που κατά τον Γ ιανγκ, ακολουθούσε ο Α. Σμιθ, πραγματική σχέση με
το θέμα έχουν οι πρώτες δυο θεωρίες: ο καθορισμός της αξίας αχό
την εργασία που δαπανάται για την παραγωγή του εμπορεύματος και
ο καθορισμός της από την εργασία που αγοράζεται με το δοσμένο
εμπόρευμα.
Ό σ ο ν αφορά το «επίπονο της εργασίας», αυτό στο έργο του Α.
Σμιθ δεν αποτελεί κάποιον ιδιαίτερο ορισμό της αξίας, είναι χαρα­
κτηρισμός της εργασίας σαν πηγής της αξίας: Η αξία είναι τόσο
πιο μεγάλη, όσο περισσότερη είναι η εργασία που δαπανήθηκε για
την παρασκευή του εμπορεύματος, όσο πιο κοπιώδης είναι αυτή η
εργασία. Αυτό για τον Α. Σμιθ είναι το πρόβλημα της απλής και
της σύνθετης, της εντατικής και της λιγότερο εντατικής εργασίας,
και σε τελευταία ανάλυση, είναι το πρόβλημα της κοινωνικής εργα­
σίας, που καθορίζει την αξία του εμπορεύματος. Ο Σμιθ έγραφε: «...
Αν και η εργασία είναι το πραγματικό μέτρο της ανταλλακτικής
αξίας όλων των εμπορευμάτων, η αξία τους συνήθως εκτιμάται όχι
ανάλογα με την εργασία... Μια ώρα κάποιας βαριάς εργασίας μ*ο-

I. J. Young, Classical Theories o f Value: From Smith to Srqffa, εκδ. «Westview


Press/Boulder», Colorado, 1978. σελ. 25.

109
pti νβ εμπεριέχει περισσότερη εργασία, α π ' ό,τι δυο ώρες ελαφριάς
εργασίας και ακριβώς το ίδιο, μια ώρα απα σχόλη ση ς με ένα επάγ­
γελμα που η εκμάθησή του θα απαιτούσε δέκα χρ ό ν ια εργασίας,
μπορεί να εμπεριέχει περισσότερη εργασία, α π ’ ό,τι η εργασία διάρ­
κειας ενός μηνός σε ένα οποιοδήποτε συνηθισμένο επάγγελμα, το
οποίο dev απαιτεί εκπαίδευση.»1 Αυτές τις διαφορές σ τις ατομικές
δαπάνες εργασίας ο μηχανισμός της αγοράς τις εξισώ νει και ανάγει
τη δαπανημένη εργασία σε κάποια συγκρίσιμα μεγέθη. Ο Α. Σμιθ
σημείωνε: «... Συνήθως, κατά την ανταλλαγή προϊόντω ν διαφορετι­
κών ειδών εργασίας δίνεται προσοχή στο βαθμό της δυσκολίας της
εργασίας και της επιδεξιότητας του εργάτη. Ω στόσο, δεν υπάρχει
γΓ αυτό κανένα ακριβές μέτρο, και το ζήτημα το λύνει ο συναγωνι­
σμός της αγοράς, με βάση το άξεστο δίκαιο, το ο πο ίο αν και δεν
είναι απόλυτα ακριβές, είναι ωστόσο αρκετό για τις συνηθισμένες,
τις καθημερινές υποθέσεις.»2
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι καμιά ειδική θεωρία της αξίας, βασιζό­
μενη στο «επίπονο της εργασίας» και αντίθετη σ την εργασιακή θεω­
ρία της αξίας, δεν υπάρχει στο έργο του Σμιθ.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεωρία των εξόδων του κόστους πα­
ραγωγής. Είναι αλήθεια ότι βάση για διαστρέβλωση στο σημείο αυ­
τό της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Α. Σμιθ, είνα ι η αντιεπι­
στημονική παραλλαγή της, ενώ στην πρώτη περίπτω ση είναι ο κα­
θορισμός από τον Σμιθ της αξίας με βάση την εργασία, που δαπανή­
θηκε για την παραγωγή του εμπορεύματος, δηλαδή η επιστημονική
παραλλαγή της θεωρίας του.
Είναι γνωστό ότι ο Α. Σμιθ, στη δεύτερη α ν τιεπ ισ τη μ ο νικ ή πα­
ραλλαγή της εργασιακής θεωρίας της αξίας, υπέθετε ό τι ο μισθός,
το κέρδος και η πρόσοδος είναι πηγές της α ντα λλα κ τικ ή ς αξίας3.
Από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Α. Σμιθ ακολουθούσε τη θεω­
ρία του κόστους παραγωγής. Επιχειρηματολογώντας γ Γ αυτή τη θέ­
ση ο Τζ. Γιανγκ έγραψε για το κέρδος και τη ν πρόσοδο: «... Αυτές
οι μορφές του εισοδήματος πληρώνονται από τη φ υσ ικ ή τιμή του
εμπορεύματος, αλλά δεν αποτελούν ενσάρκωση τη ς εργασίας»4.
Επομένως, το κέρδος και η πρόσοδος θεωρούνται (μαζί με το μισθό)
σαν συστατικά μέρη του κόστους της παραγωγής και (σε διάκριση
από το μισθό) σαν μορφές εισοδήματος, που δεν αποτελούν έκφρα­
ση της δαπανημένης εργασίας.
Εδώ υπάρχουν, το λιγότερο, δυο λάθη. Στην π ραγματικότητα το

I. Α. Σμιθ. Έραινα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτον των εθνών, σελ. 39.
Βλ. επίσης σελ. 50.
2- Α. Σμιθ. Έρευνα για τη φύση και τις πηγές του πλούτου των εθνών, σελ. 50.
3. Στο ίδιο, σελ. 53.
4. Τζ. Γιανγκ, ό.π., σελ. 26.
κέρδος και η πρόσοδος δεν είναι έξοδα παραγωγής, όπως είναι οι
δαπάνες του σταθερού και του μεταβλητού κεφαλαίου. Το κέρδος
και η πρόσοδος είναι διαφορετικές μορφές της υπεραξίας, εισοδή­
ματα των εκμεταλλευτριών τάξεων: των καπιταλιστών και των γαιο­
κτημόνων. Α στήρικτη είναι και η άποψη ότι σ ’ αυτά τα εισοδήματα
δεν έχει ενσαρκωθεί εργασία, δεδομένου ότι το κέρδος και η πρό­
σοδος αποτελούν μόνο διαφορετική εμφάνιση της απλήρωτης εργα­
σίας των μισθωτών εργατών. Αυτό το είδε ξεκάθαρα και ο Α. Σμιθ.
Και έγραφε για το κέρδος και την πρόσοδο σαν για διαφορετικές
«αφαιρέσεις από το προϊόν της εργασίας»1. Ο Σμιθ καταλάβαινε από­
λυτα ότι και το κέρδος και η πρόσοδος εμπεριέχουν αξία που καθο­
ρίζεται από την εργασία, που δαπανήθηκε για την παραγωγή των
εμπορευμάτων. Και σημείωνε: «Η εργασία καθορίζει την αξία όχι
μόνο εκείνου του μέρους τη ς τιμής, το οποίο αναλογεί στο μισθό,
αλλά και εκείνων των μερών, τα οποία πηγαίνουν στην πρόσοδο και
στο κέρδος.»2
Κύριο ρόλο σ ’ όλο το σύστημα των απόψεων του Α. Σμιθ παίζει
η επιστημονική παραλλαγή της θεωρίας του της αξίας. Παντού
όπου ο Α. Σμιθ αναπτύσσει την οικονομική θεωρία, παντού όπου
εξετάζοντας τα αντικειμενικά γεγονότα, καταλήγει σε επιστημονικά
συμπεράσματα, έχει αφετηρία τον καθορισμό της αξίας από τη ν ερ­
γασία, που δαπανήθηκε για τη ν παραγωγή των εμπορευμάτων. Από
αυτές τις θέσεις ο Α. Σμιθ πλησιάζει στην αποκάλυψη του μυστικού
της παραγωγής της υπεραξίας. «... Χρειάζεται να επιστήσουμε την
προσοχή», έγραψε ο Κ. Μ αρξ, « σ ’ αυτή την περίεργη πορεία της
σκέψ ης στο βιβλίο του Α. Σμιθ: Πρώτα εξετάζει τη ν αξία του εμπο­
ρεύματος, η οποία πού και πού καθορίζεται σωστά, καθορίζεται τό­
σο σωστά, που βρίσκει γενικά την καταγωγή της υπεραξίας και των
διάφορων μορφών της, δηλαδή από την αξία αυτή συνάγει το μισθό
εργασίας και το κέρδος. Κατόπιν, όμως, ακολουθεί την αντίστροφη
πορεία και προσπαθεί, αντίθετα, να συναγάγει την αξία των εμπο­
ρευμάτων (από την οποία έχει συναγάγει το μισθό και το κέρδος)
από την άθροιση της φυσικής τιμής του μισθού εργασίας, του κέρ­
δους και της γαιοπροσόδου»3.

Τα χυδαία και τα επιστημονικά


στοιχεία της θεωρίας της υπεραξίας

Σε διάκριση από τους προκατόχους του, ο Α. Σμιθ γνωρίζει όλες


σχεδόν τις μορφές υπεραξίας που υπήρχαν στο Ι8ο αιώνα. Οι εμπο-

1. Α. Σμιθ, ό.π., σελ. 52.


2. Α. Σμιθ, ό.π.. σελ. 52.
3. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος I, σελ. 78.
ροκράτες γνώριζαν μόνο το εμπορικό κέρδος και οι φυσιοκράτες
ερευνούσαν βασικά τη γαιοπρόσοδο, ο Α. Σμιθ όμως, σαν οικονομο­
λόγος - εκφραστής της μανουφακτουρικής βαθμίδας του καπιταλι­
σμού, εξετάζει στην εργασία του το βιομηχανικό κέρδος, τη γαιοπρό­
σοδο, τον πιστωτικό τόκο και το εμπορικό κέρδος.
Κάτι παραπάνω: στην εργασία του Α. Σμιθ δόθηκε για πρώτη φορά
ένας γενικά σωστός χαρακτηρισμός της αμοιβαίας σχέσης αυτών των
μορφών της υπεραξίας. Το βιομηχανικό κέρδος ερμηνεύεται σαν η
γενική, η βασική μορφή υπεραξίας, ενώ η γαιοπρόσοδος και ο τόκος
εμφανίζονται σαν παράγωγά της. Στο μεταξύ οι άμεσοι προκάτοχοί
του, οι φυσιοκράτες έδιναν στο βιομηχανικό κέρδος δευτερεύοντα ρό­
λο, το θεωρούσαν σαν μορφή παραγωγή της γαιοπροσόδου.
0 διττός χαρακτήρας των απόψεων του Α. Σμιθ στα προβλήματα
της υπεραξίας — η ύπαρξη σ ’ αυτές επιστημονικώ ν και αντιεπιστη­
μονικών στοιχείων — καθορίστηκε από τη ν αντιφατικότητα των επι­
στημονικών αφετηριών της ανάλυσής του, δηλαδή από την αυθόρμη­
τη και μονόπλευρη προσέγγιση των οικονομικώ ν φαινομένων, είτε
από τις θέσεις της αφηρημένης εργασίας, πράγμα που προϋπόθετε, σε
κάποιο βαθμό, την αποκάλυψη των εσωτερικών σχέσεων των φαινομέ­
νων, είτε από την άποψη της συγκεκριμένης εργασίας, πράγμα που
ωθούσε τον Α. Σμιθ στην περιγραφή της α πατη λή ς εξωτερικής επί­
φασης των οικονομικών διαδικασιών.
Βασιζόμενος στην αναλυτική του μέθοδο, ο Α.' Σμιθ προσπάθησε
να αποκαλύψει την πηγή των μη εργασιακών εισοδημάτων, τη γενική
βάση του κέρδους, της γαιοπροσόδου και του τόκου.
0 Α. Σμιθ δεν ερευνά τη διαδικασία της πρω ταρχικής συσσώρευ­
σης του κεφαλαίου. Την απόσπαση των παραγωγών από τα μέσα πα­
ραγωγής την θεωρεί σαν δεδομένο. Παρ ’ όλα αυτά, είναι χαρακτηρι­
στικό ότι σαν συνθήκες εμφάνισης των μη εργασιακώ ν εισοδημάτων,
θεωρεί τη συσσώρευση κεφαλαίων και τη ν εμφάνιση της ατομικής
ιδιοκτησίας στη γη, δηλαδή το έτοιμο ήδη αποτέλεσμα της μακρό­
χρονης διαδικασίας της πρωταρχικής συσσώ ρευσης κεφαλαίου. «Μό­
νο στα χέρια ατόμων - ιδιωτών αρχίζουν να συσσωρεύονται κεφά­
λαια», γράφει ο Α. Σμιθ, «μερικοί απ ’ αυτούς προσπαθούν φυσικά, να
τα χρησιμοποιήσουν για να δόσουν εργασία σε φίλεργους ανθρώ­
πους, τους οποίους εφοδιάζουν με υλικά και μέσα ύπαρξης, με σκοπό
να αποκομίσουν κέρδος είτε από την πώ ληση τω ν προϊόντω ν της ερ­
γασίας τους είτε από το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι αυτοί αύξησαν
την αξία των υλικών που επεξεργάστηκαν.»1
Αυτή η διατύπωση του Α. Σμιθ παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον
από πολλές απόψεις. Περιέχει μερικούς υπαινιγμούς κατανόησης της
δομής της αξίας του εμπορεύματος, το διαχω ρισμό της σε μεταφερό-

1. Α. Ιμιθ, Ερευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, σελ. 50-57.

112
μενη και σε εκ νέου δημιουργημένη. προστιθέμενη αξία. Απόλυτα ξε­
κάθαρα εκφράζεται σ ’ αυτή τη σκέψη ότι πηγή του καπιταλιστικοί
κέρδους είναι η αξία που δημιουργείται από τον εργάτη, αλλά που
δεν πληρώνεται σ ’ αυτόν από τον καπιταλιστή. «... Η αξία. την
οποία οι εργάτες προσθέτουν στην αξία των υλικών», επεξηγεί ο Α.
Σμιθ, «διασπάται σ ’ αυτή την περίπτωση σε δυο μέρη, από τα οποία
το ένα πηγαίνει για πληρωμή του μισθού τους και το άλλο, για την
πληρωμή του κέρδους του επιχειρηματία τους για όλο το κεφάλαιο
που αυτός προκατέβαλε (σαν υλικά και μισθό).»1 Αυτό που εδώ ο Α.
Σμιθ ονομάζει κέρδος, στην πραγματικότητα είναι η υπεραξία. Ο Α.
Σμιθ ταυτίζει την υπεραξία με την τροποποιημένη μορφή της, το
κέρδος.
Ταυτόχρονα, ο Α. Σμιθ θεωρεί το κέρδος σαν αποτέλεσμα της ιδιο­
ποίησης από τον καπιταλιστή της αξίας που δημιουργήθηκε από τον
εργάτη πάνω από εκείνη την ποσότητά της, η οποία καλύπτει την
«τιμή της εργασίας», το μισθό του εργάτη. Αναφορικά με τις σκέψεις
αυτές του Α. Σμιθ, ο Κ. Μαρξ έγραφε ότι το κέρδος του καπιταλιστή
«προέρχεται από το γεγονός ότι δεν έχει πληρώσει ένα μέρος της ερ­
γασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα, το οποίο όμως το πουλ.άει»:. Ο
Α. Σμιθ «ανήγαγε έτσι το κέρδος σε ιδιοποίηση απλήρωτης ξένης
εργασίας...»3
Ωστόσο, ο Α. Σμιθ δεν μπόρεσε, όπως άλλωστε και όλη η κλασική
αστική πολιτική οικονομία, να εξηγήσει την καταγωγή του βιομηχα­
νικού κέρδους από την άποψη της δράσης του νόμου της αξίας, παρά
το ότι κατανοεί πως το κέρδος, όπως και κάθε αξία, δημιουργείται
από την εργασία του εργάτη στη διαδικασία της παραγωγής. Ο Α.
Σμιθ νόμιζε ότι με το πέρασμα από την «πρωτόγονη κατάσταση της
κοινωνίας» στον καπιταλισμό, ο νόμος της αξίας παραβιάζεται, με
την έννοια, κυρίως, ότι η ανταλλαγή της εργασίας με κεφάλαιο είναι
ασυμβίβαστη με τις ισοδύναμες σχέσεις των εμπορευμάτων. Υπέθετε,
λαθεμένα, ότι κατά τη συναλλαγή μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη,
πωλείται και αγοράζεται εργασία. Και αφού η εργασία είναι εμπό­
ρευμα, τότε και η πώλησή της πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το νόμο
της αξίας. Πρέπει, δηλαδή, ο εργάτης να πάρει για την εργασία του
όλο το ισοδύναμό της. Κάτι τέτιο όμως αποκλείει την ίδια τη βάση
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αποκλείει τη δυνατότητα

1. Α. Σμιθ, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών. σελ. 51.
Αυτό το σημείο της θεωρίας του Α. Σμιθ που αποκαλύπτει κάπως την εκμεταλ­
λευτική ουσία του καπιταλισμού, «διαφεύγει», συνήθως, της προσοχής των
αστών οικονομολόγων, όταν εκθέτουν τη θεωρία του Σμιθ (βλέπε, για παράδειγμα.
Encyclopaedia Britannica, τόμ. 20, 1963, σελ. 826).
2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 57.
3. Ό .π ., σελ. 59.

113
αποκόμισης κέρδους. Ωστόσο, το κέρδος υπάρχει, και μάλιστα απο­
τελεί την κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής παραγιογής. Αν ο Α.
Σμιθ δεχόταν την ύπαρξη του βιομηχανικού κέρδους σαν δεδομένη,
τότε θα έπρεπε να αναγνωρίσει την παραβίαση της ισοδυναμίας στην
ανταλλαγή της εργασίας με κεφάλαιο, δηλαδή την παραβίαση του
νόμου της αξίας. Επομένως, ο νόμος της αξίας και ο νόμος της υπε­
ραξίας, φάνηκαν στη συνείδηση του Α. Σμιθ σαν κάτι το ασυμβίβα­
στο.
Το γεγονός αυτό είναι μια από τις κύριες αντιφάσεις της κλασικής
σχολής, που έπληξε το βασικό επιστημονικό της επίτευγμα: την ερ­
γασιακή θεωρία της αξίας. Η αδυναμία της κλασικής σχολής να λύ­
σει αυτή την αντίφαση χρησιμοποιήθηκε πλατιά από την αγοραία
πολιτική οικονομία στην πάλη της με τις επιστημονικές θέσεις των
αστών κλασικών.
Την εμφάνιση της γαιοπροσόδου ο Α. Σμιθ τη συνδέει επίσης με
τη μετατροπή των μέσων παραγωγής σε μονοπώλιο στα χέρια ιδιω­
τών, στη δοσμένη περίπτωση της γης, στα χέρια των γαιοκτημόνων.
«Από τότε που όλη η γη, στη μια ή την άλλη χώρα, μετατράπηκε σε
ατομική ιδιοκτησία», έγραψε ο Α. Σμιθ, «οι γαιοκτήμονες θέλουν
— όμοια με τους άλλους ανθρώπους — να θερίζουν εκεί όπου δεν
έσπειραν και αρχίζουν να απαιτούν πρόσοδο ακόμη και για τους φυ­
σικούς καρπούς της γης... Ο εργαζόμενος... οφείλει να δίνει στο γαι­
οκτήμονα ένα μέρος από αυτό που συλλέγει ή παράγει η εργασία του.
Αυτό το μέρος, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, η τιμή αυτού του μέρους,
αποτελεί τη γαιοπρόσοδο.»1
Έτσι και τη γαιοπρόσοδο ο Α. Σμιθ την ερμηνεύει σαν αποτέλε­
σμα ιδιοποίησης ξένης απλήρωτης εργασίας, σαν αφαίρεση από το
προϊόν της εργασίας των εργατών, είτε από την αξία του. Από εδώ
βγαίνει ότι ο Α. Σμιθ προσπαθεί, πίσω από την ιδιαιτερότητα του
κέρδους και της γαιοπροσόδου, να βρει την κοινή τους βάση, δηλαδή
την υπεραξία.
«Επομένως», καταλήγει ο Κ. Μαρξ, κατά την ανάλυση των από­
ψεων του Α. Σμιθ για την υπεραξία, «την υπεραξία... ο Α. Σμιθ την εν­
νοεί σαν τη γενική κατηγορία, διακλαδώσεις της οποίας μόνον αποτε­
λούν το κέρδος και η γαιοπρόσοδος. Ωστόσο, δεν ξεχώρισε σαν ειδι­
κή κατηγορία την υπεραξία σαν τέτια από τις ιδιαίτερες μορφές που
παίρνει στο κέρδος και στη γαιοπρόσοδο.»2
Αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται και με την ανάλυση που έκανε ο
Α. Σμιθ της ουσίας και της προέλευσης του τόκου. Ο Α. Σμιθ θεωρεί
τον τόκο σαν παράγωγο εισόδημα, σαν μέρος του κέρδους ή της γαι-

1. Α. Σμιθ, Ερευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, σελ. 52.
1 Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 60-61.

114
οπροσόδου, ερμηνεύει, δηλαδή, και τον τόκο σαν μέρος της απλήρω­
της εργασίας των μισθωτών εργατών.
Μ ’ αυτό τον τρόπο, ο Α. Σμιθ, στην ανάλυση της υπεραξίας, έκανε
ένα μεγάλο βήμα εμπρός σε σχέση με τους φυσιοκράτες. Π αρ' όλα
αυτά, δεν αποκάλυψε την υπεραξία ανεξάρτητα από τις μορφές της
και συχνά συνέχεε την αξία που δημιουργήθηκε από το σύνολο της
υπερεργασίας — την υπεραξία — με το κέρδος, που την προέλευσή
του δεν μπόρεσε να εξηγήσει από την άποψη της εργασιακής θεω­
ρίας της αξίας.
Παράλληλα, με την επιστημονική ανάλυση των συγκεκριμένων
μορφών της υπεραξίας, ο Α. Σμιθ διατύπωσε μια σειρά μη επιστημο­
νικές θέσεις στο ζήτημα της καταγωγής των εκμεταλλευτικών εισο­
δημάτων. Η ουσία τους συνίσταται στο ότι ο Σμιθ παρουσιάζει «το
κεφάλαιο και τη γη σαν αυτοτελείς πηγές της ανταλλακτικής αξίας»1.
Αυτά τα χυδαία στοιχεία είναι αποτέλεσμα της περιγραφικής, μη
επιστημονικής μεθόδου που χρησιμοποιεί ο Α. Σμιθ, συνέπεια των
λαθεμένων θέσεων της θεωρίας του για την αξία.
Ερμηνεύοντας το κέρδος σαν μια από τις πηγές της αξίας του ε­
μπορεύματος, ο Α. Σμιθ στην πράξη θεωρεί το κέρδος σαν μέρος του
κόστους παραγωγής, που συνδέεται με τη λειτουργία του κεφαλαίου.
Αυτή η λαθεμένη άποψη ενισχύεται στη συνείδηση του Α. Σμιθ και
από το γεγονός ότι συγχέει την υπεραξία (παρμένη σε σχέση με το
μεταβλητό κεφάλαιο), με το κέρδος (δηλαδή την υπεραξία, υπολογι­
σμένη στο σύνολο του προκαταβλημένου κεφαλαίου). Η κατανόηση
της αληθινής φύσης της υπεραξίας παρεμποδίζεται από τις διαδικα­
σίες εξίσωσης των κερδών στο μέσο κέρδος.
Έ τσ ι, η χρησιμοποίηση της περιγραφικής μεθόδου, η επικέντρω­
ση της προσοχής μόνο στην εξωτερική, την απατηλή μορφή των
φαινομένων, ωθούσαν τον Α. Σμιθ στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι πη­
γή του κέρδους είναι το κεφάλαιο. Και είναι χαρακτηριστικό ότι ο Α.
Σμιθ διατυπώνει αυτό το συμπέρασμα σε όχι και τόσο συγκεκριμένη
μορφή. Μη αποκαλύπτοντας την ουσία του μέσου κέρδους και του
νόμου διαμόρφωσής του, δίνει μια τέτια περιγραφή της εξωτερικής
επίφασης των αποτελεσμάτων της εξίσωσης των κερδών στο μέσο
κέρδος, η οποία οδηγεί τον αναγνώστη στη σκέψη ότι το κεφάλαιο
είναι η πηγή του κέρδους2.
Στη βάση αυτού του λάθους βρίσκεται η αδυναμία του Α. Σμιθ, σαν
αστού οικονομολόγου, να εξηγήσει το μέσο κέρδος με βάση την ερ­
γασιακή θεωρία της αξίας. Χαρακτηριστικό του Α. Σμιθ είναι η α­
ντίφαση ανάμεσα στο νόμο του μέσου κέρδους, σύμφωνα με την
οποία το κέρδος είναι ανάλογο με το μέγεθος του προκαταβλημένου

1. Στο Ιδιο, σελ. 74.


2. Α. Σμιθ, Έρευνα yia τη φύση και τις αιτίες του πλούτον των εθνών. σελ. 51.

115
κεφαλαίου, και το νόμο της υπεραξίας, σύμφωνα με τον οποίο η υπε­
ραξία είναι ανάλογη (με σταθερό το βαθμό εκμετάλλευσης) με το μέ­
γεθος μόνο του μεταβλητού, και ό χι όλου του προκαταβλημένου κε­
φαλαίου.
Αυτή, η δεύτερη από τις βασικές αντιφάσεις της κλασικής σχολής,
και ειδικότερα η αντίφαση ανάμεσα στο νόμο της υπεραξίας και το
νόμο του μέσου κέρδους, υπονόμευε το πιο βαθύ θεμέλιο της επιστη­
μονικής αστικής πολιτικής οικονομίας.
Μια από τις αφετηρίες αυτής της λαθεμένης θέσης του Σμιθ είναι
ότι συγχέει τη διαδικασία της εργασίας με τη διαδικασία δημιουργίας
της αξίας, πράγμα που σε τελευταία ανάλυση, οφείλεται στη σύγχυ­
ση της αξίας χρήσης με την αξία, της σ υ γκ εκ ρ ιμ ένη ς με την αφηρη-
μένη εργασία. Στην πραγματικότητα, τα μέσα παραγωγής, που ο Α.
Σμιθ ονομάζει κεφάλαιο, μετέχουν μόνο στη διαδικασία δημιουργίας
αξιών χρήσης στην απλή διαδικασία ερ γα σ ία ς. Η αξία τους μόνο
μεταφέρεται στην αξία του νεοδημιουργούμενου προϊόντος. Τα ίδια
τα μέσα παραγωγής καμιά νέα αξία δεν δη μιουργούν και δεν μπορούν
να παίζουν το ρόλο των πηγών κέρδους.
Αποδείχνοντας σωστά ότι το κέρδος δεν α ποτελεί ειδική ιδιομορ­
φία του μισθού, ο Α. Σμιθ κάνει μια σ ειρ ά μη επιστημονικώ ν ερμη­
νειών του κέρδους. Έ τσ ι, προσπαθεί να το πα ρουσ ιά σ ει σαν αντα­
μοιβή του επιχειρηματία για τον κίνδυνο που αυτός διατρέχει, όταν
τοποθετεί κεφάλαια στον ένα ή τον άλλο κλάδο της οικονομίας. Ταυ­
τόχρονα, ο Α. Σμιθ προσπαθεί να βγάλει το κέρδος από το «συμφέ­
ρον» των καπιταλιστών, με το επιχείρη μ α ό τι διαφ ορετικά ο καπιτα­
λιστής δεν θα είχε συμφέρον να τοποθετήσ ει το κεφάλαιό του. Ό λες
αυτές οι αντιεπιστημονικές ερμηνείες του κέρδους δεν απαντούν στο
βασικό ερώτημα: ποια είναι η πηγή του κέρδους.
Το φώτισμα επίσης της γαιοπροσόδου με βάση τη ν περιγραφική
μέθοδο, οδηγεί τον Α. Σμιθ, σε λαθεμένες α ντιλή ψ εις για τη φύση και
την προέλευσή της. Ξεκινώντας από το φαινόμενο της διαφορικής
γαιοπροσόδου, που το μέγεθός της, ως γνω στό, εξαρτάται από την
ποιότητα, τη γονιμότητα του καλλιεργούμενου εδάφους και την από­
στασή του από την αγορά, ο Σμιθ συμπεραίνει ότι η πρόσοδος γεννιέ­
ται από τη γη αυτή καθαυτή. Στο σημείο αυτό στέκεται στις θέσεις
των φυσιοκρατών.
Δεν είναι δύσκολο να πεισθεί κανείς ό τι το επ ιχείρ η μ α του Α. Σμιθ
δεν έχει βάση. Το μέγεθος της διαφορικής γα ιο π ρ ο σ ό δο υ εξαρτάται
από τη γονιμότητα του εδάφους, ό χι για τί αυτή η τελευταία είναι η
κήΤΪ της· Η υψηλότερη γονιμότητα του εδάφους είναι σπουδαίος
παράγοντας για την αύξηση της παραγω γικότητας τη ς εργασίας και
επομένως, και της έντασης της εκμετάλλευσης τω ν εργατώ ν γης, εί­
ναι παράγοντας παραγωγής σχετικής υπεραξίας. Ό σ ο ν αφορά τη γη
αυτή καθαυτή, σαν μέσο παραγωγής, αυτή, εννοείται, δεν μετέχει στη

116
δημιουργία της αξίας του αγροτικού προϊόντος, αν και μετέχει στη
δημιουργία της αξίας χρήσης του, όπως και κάθε άλλο μέσο παραγω­
γής που μετέχει στην απλή διαδικασία της εργασίας.
Βάση της άλλης παραλλαγής της θεωρίας της προσόδου του Α.
Σμιθ είναι ο μονοπωλιακός χαρακτήρας των τιμών των αγροτικών
προϊόντων. Κατά τη γνώμη του, οι τιμές του αγροτικού προϊόντος
είναι μονοπωλιακές, γιατί η ζήτηση για το προϊόν αυτό συνεχώς
υπερβαίνει την προσφορά, με επακόλουθο οι τιμές να παρεκκλίνουν
προς τα πάνω σε σύγκριση με την αξία. Από αυτή την υπέρβαση των
τιμών πάνω από την αξία πηγάζει, κατά τον Α. Σμιθ, η γαιοπρόσοδος.
Οι σκέψεις αυτές δείχνουν ότι ο Α. Σμιθ μπόρεσε να παρατηρήσει
μια σειρά βασικές ιδιαιτερότητες των αγροτικών σχέσεων στις συνθή­
κες του καπιταλισμού. Για παράδειγμα, σημειώνει σωστά τον μονο­
πωλιακό χαρακτήρα των αγροτικών τιμών, που γεννά το σχετικά
υψηλό επίπεδο αυτών των τιμών, τη σχέση ανάμεσα σ ’ αυτή την ιδι­
αιτερότητα της διαμόρφωσης των τιμών και το φαινόμενο της γαιο-
προσόδου. Ωστόσο, ο Α. Σμιθ δεν μπόρεσε ούτε καν να προσεγγίσει
στην ανάλυση της απόλυτης γαιοπροσόδου, επειδή δεν κατόρθωσε
να αποκαλύψει τη διαδικασία μετατροπής της αξίας σε τιμή παραγω­
γής. Γ ι ’ αυτό, την πρόσοδο ο Α. Σμιθ συχνά τη συνάγει από την
υπέρβαση των τιμών πάνω από την αξία, δηλαδή από την παραβίαση
του νόμου της αξίας. Συνεπώς και αυτή η μορφή υπεραξίας δεν εξηγή­
θηκε στις εργασίες του Α. Σμιθ με βάση το νόμο της αξίας. Η ανάλυ­
ση του Α. Σμιθ της διαφορικής γαιοπροσόδου, όπως σημείωνε ο Κ.
Μαρξ, βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με την ερεύ-
νηση αυτού του ζητήματος από τον προγενέστερο του Σμιθ, τον Ουί-
λιαμ Πέτι.
Οι μη επιστημονικές παραλλαγές της θεωρίας για την υπεραξία,
του Α. Σμιθ, χρησιμοποιήθηκαν πλατιά από τους χυδαίους οικονο­
μολόγους, κυρίως από τον Ζ.-Μπ. Σε.
Ο Κ. Μαρξ φανέρωσε τις γνωσιολογικές βάσεις των χυδαίων στοι­
χείων της θεωρίας της υπεραξίας του Α. Σμιθ. Έ δειξε ότι το κεφά­
λαιο και η γαιοκτησία αποτελούν μόνο τις συνθήκες που υποχρεώ­
νουν τον εργάτη να δαπανά υπερεργασία, αλλά δεν είναι καθόλου
πηγές υπεραξίας. «Η γαιοκτησία και το κεφάλαιο», έγραψε ο Κ.
Μαρξ, «αποτελούν πηγές εισοδήματος για τους κατόχους τους, δηλα­
δή τους δίνουν τη δύναμη να ιδιοποιούνται ένα μέρος των αξιών που
έχουν δημιουργηθεί από την εργασία, αυτό δεν θα πει ότι γίνονται
πηγές της αξίας που ιδιοποιούνται.»1 Και ο Α. Σμιθ, σαν αστός οικο­
νομολόγος, συγχέει συχνά τις μορφές στις οποίες υλοποιείται η ιδιο­
ποίηση της αξίας με τη διαδικασία της δημιουργίας της ίδιας της
αξίας.

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος I, σελ. 75.

117
M« η * » * « # · qr yamas

Beoikoiuto jlo m u k o tu>v οικονομικών αντιλήψ εω ν τοι> Λ ΙμιΒ


uv«t η tot' για την παραγωγική kui τη μη παραγωγική tpyu-
oiu. Juv tivai ιιχαιο ότι ο Κ. Μαρξ αφιέρωσε στην κριτική ανάλυση
tixtkttpiife, ειδικό κεφάλαιο στο κύριο έργο του, το Κεφά/·<ιιυ
£ε αντιστοιχία με to διιτύ χαρακτήρα των επισ τη μ ονικώ ν αφετη­
ριών τη^ θεωρίας του Α. Σμιθ, η θεωρία του γ ια την παραγωγική
εργασία έχει επίσης 4*ιτό k u i αντιφατικό χαρα κτή ρα . Στην πράξη ο
Α. Ιμώ διατυπώνει δυο διαφορετικές θεωρίες για τη ν παραγωγική
εργασία: την επιστημονική και τη μη επιστημ ονική.
\η ύ τη μια μεριά. ο Α, Σμιθ ορίζει την παραγω γική εργασία, σαν
εργασία η οποία «ανταλλάσσεται με κεφάλαιο», και τη μη παραγωγι­
κή εργασία, σαν εργασία, η οποία «ανταλλάσσεται με εισόδημα».
Ετσι. έγραφε: «Υπάρχει ένα είδος εργασίας που ανεβάζει την αξία
tow αντικειμένου, στο οποίο χρησιμοποιείται. Υ πάρχει ένα άλλο εί­
δος εργασίας που δεν φέρνει τέτιο αποτέλεσμα. Το πρώτο είδος ερ­
γασίας μπορεί να ονομαστεί παραγωγική εργασία, για τί παράγει μια
αξία, το δεύτερο: μη παραγωγική εργασία. Έ τ σ ι, η εργα σ ία ενός ερ­
γάτη μανουφακτοΰρας αυξάνει κατά κανόνα, την αξία των υλικών
«ου επεξεργάζεται, και συγκεκριμένα την αυξάνει κατά την αξία της
δικής ίου συντήρησης και του κέρδους του κυρίου του. Αντίθετα, η
εργασία ενός υπηρέτη δεν προσθέτει τίποτε σ τη ν αξία... Έ ν α ς άν-
®Ρ·*ος γίνεται πλούσιος δίνοντας απασχόληση σε πολλούς εργάτες
μανουφακτοΰρας· γίνεται φτωχότερος όταν σ υ ντη ρ εί πολλούς υπηρέ­
τες.»·’
Από εδώ φαίνεται ότι ο Α. Σμιθ ανακηρύσσει παραγω γική εκείνη
την εργασία που παράγει κεφάλαιο, που α ποτελεί πηγή κεφαλαιο­
κρατικού κέρδους.
0 Κ. Μαρξ εκτιμούσε ιδιαίτερα αυτή τη θέση του Α. Σμιθ και
έγραφε: «... 0 Α. Σμιθ έχει εξαντλήσει εννοιακά το ζήτημα, πέτυχε το
στόχο»1. Γιατί η θέση αυτή του Α. Σμιθ, παρ ’ όλη την ανεπαρκή της
επεξεργασία, μεθοδολογικά είναι σωστή: Ο Α. Σμιθ όταν ορίζει το
χαρακτήρα της εργασίας (το αν είναι αυτή παραγω γική ή όχι), σαν
κριτήριο, στην πράξη, παίρνει την κοινωνική μορφή της εργασίας.
Και αυτό σημαίνει επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος της
παραγωγικής εργασίας. Και πραγματικά, αν η εργα σία (στην πραγ­
ματικότητα, η εργατική δύναμη) ανταλλάσσεται με κεφάλαιο (στην
πραγματικότητα με το μεταβλητό κεφάλαιο, με το μισθό εργασίας),
τότε αυτή η εργασία παράγει για τον καπιταλιστή κέρδος (στην πραγ-

I. Βλ. στο &ο, κεφ. 4.


1 Α. Ι*ηΘ. Ερευνα για τη φύαη και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, σελ. 244.
}. Κ. Μαρξ. θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 151.
ματ ισότητα, υχεραξια) και έτσι αναπαράγει τις καχιταλισιικ& ς παρα­
γωγικές σχέσεις.
Ωστόσο, αυτό tivai μόνο η μια χλ«υρά της παραγωγικής εργασίας
στον καπιταλισμό. Η άλλη πλευρά της συνίσταται στο ότι η εργασία
αυτή παράγει αναγκαστικό και κάποια αξία χρήσης. Είναι φανερό
ότι η εργασία δεν μπορεί να παράγει υπεραξία, χωρίς να καράγει και
αξία, και αυτή την τελευταία δεν μπορεί να την χαράγει, χωρίς να
χαράγει αξία χρήσης, η οκοία ικανοκοιεί τη μια ή την άλλη παρα­
γωγική ανάγκη. Εχομένως, η εργασία χου δημιουργεί υχεραξια, χαρά-
γει και αξίες χρήσης και μ ’ αυτό τον τρόχο αναχαράγει όχι μόνο τις
καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, αλλά και τις παραγωγικές δυνά­
μεις του καπιταλισμού (τα προσωπικά και τα εμπράγματα στοιχεία
του), δηλαδή αναπαράγει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στο
σύνολό του. Αυτό και είναι η παραγωγική εργασία από την άποψη
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής'.
Από την άλλη μεριά, ο Α. Σμιθ ορίζει την παραγωγική εργασία
σαν εργασία που πραγματώνεται σε εμπόρευμα, που το προϊόν της
έχει υλική μορφή. Επεξηγώντας την άποψή του, ο Α. Σμιθ αντιπαρα­
θέτει την εργασία του εργάτη της μανουφακτούρας στην εργασία του
οικιακού υπηρέτη, και γράφει: «... Η εργασία του εργάτη της μανου­
φακτούρας παγιώνεται και πραγματώνεται σε κάποιο ιδιαίτερο αντι­
κείμενο ή σε ένα εμπόρευμα που μπορεί να πωληθεί, και που, τουλά­
χισ τον για ένα ακόμη χρονικό διάστημα, εξακολουθεί να υπάρχει,
μετά την αποπεράτωση της εργασίας... Η εργασία του οικιακού υπη­
ρέτη, αντίθετα, δεν παγιώνεται και δεν πραγματώνεται σε κάποιο ιδιαί­
τερο αντικείμενο ή εμπόρευμα που μπορεί να πωληθεί.»2
Εδώ, κριτήριο της παραγωγικής εργασίας ο Σμιθ θεωρεί ό χι την
παραγωγή κεφαλαίου, αλλά κάτι άλλο, και συγκεκριμένα την παρα­
γωγή υλικών προϊόντων εργασίας, επομένως, μια από τις ιδιότητες
ορισμένου είδους της αξίας χρήσης, τον εμπράγματο χαρακτήρα της.
Μ εθοδολογικά αυτή η θέση προσεγγίζει τις απόψεις εμπορευματικού
φετιχισμού των εμποροκρατών και των φυσιοκρατών, που ανακή­
ρυσσαν παραγωγική το ένα ή το άλλο είδος της συγκεκριμένης ερ­
γασίας (την εργασία για την εξόρυξη ευγενών μετάλλων, την αγροτι­
κή εργασία κλπ.), αν και εδώ ο Α. Σμιθ προσπαθεί να μη λάβει υπόψη
του την κλαδική ιδιαιτερότητα της εργασίας, παρασταίνοντας σαν

1. Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. I, σελ. 193-194 (β λ και σημ. 7), σελ. 524­
525, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 149-155. 444. Επίσης: I) Ο Κ. Μαρξ
και η σοσιαλιστική οικονομία, Μ όσχα, εκδ. «Εκονόμικα», 1968, κεφ. 4. 2) Β.Α.
Μεντβέντεφ, Η κοινωνική αναπαραγωγή καί η σφαίρα των υπηρεσιών, Μόσχα, εκδ.
«Εκονόμικα», 1968. 3) Η μαρξιστική - λεντνισπκή θεωρία της αξίας (μιβοδολσγmi),
Μόσχα, εκδ. «Μισλ», 1971, σελ. 130 κ.ε.
2. Α. Σμιθ, Έρευνα για τη φύση κω τις αιτίες τον πλούτον των εθνών. σελ. 244.

119
Μραγβ>γική την εργασία κάθε κλάδου της υλικής παραγωγής. Και
μόνο ο Κ. Μαρξ ξεπέρασε τον εμπορευματικό φετιχισμό της κλασι­
κής ασπκής πολιιικής οικονομίας στο πρόβλημα της παραγωγικής
εργασίας, θεωρώντας την εργασία σαν παραγωγική σε κάθε κλάδο
και σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής (τόσο της υλικής, όσο και
της μη υλικής) ίου καπιταλισμού, αν αυτή η εργασία αναπαράγει κε-
φάλαιυ.
Το λάθος του Α. Σμιθ (που πηγάζει από την μονόπλευρη προσέγγι­
ση :»ν οικονομικών φαινομένων, είτε από την άποψη της συγκεκρι-
εργασίας, είτε από τις θέσεις της αφηρημένης εργασίας) βρι­
σ ι ά ν στο σημείο αυτό στο ότι κριτήριο παραγωγικής εργασίας
ανακήρυξε ένα από τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης εργασίας,
βστόσο, το πρόβλημα της παραγωγικής εργασίας δεν έχει καμιά σχέ­
ση μ* την ιδιαιτερότητα της παραγόμενης αξίας χρήσης, με το χαρα­
κτηρισμό της εργασίας από την άποψη του υλικού της περιεχομένου.
•Η αξία χρήσης», έγραφε ο Κ. Μαρξ, «του εμπορεύματος, στο οποίο
ινααματόνεται η εργασία ενός παραγωγικού εργάτη, μπορεί να είναι
του πιο τιποτένιου είδους. Αυτό το υλικό χαρακτηριστικό της εργα­
σίας δεν συνδέεται καθόλου με αυτή την ιδιότητά του, που μάλλον
Εκφράζει μόνο μια καθορισμένη κοινωνική σχέση παραγωγής»1.
Ο Κ. Μαρξ στρέφει την προσοχή στο γεγονός ότι οι δυο θεωρίες
του Α. Σμιθ αντιφάσκουν η μια στην άλλη: Η εργασία που δημιουρ­
γεί ιην υλική αξία χρήσης, μπορεί να παρουσιαστεί σαν μη παραγω­
γική και, αντίθετα, η εργασία που αποτελεί υπηρεσία, μπορεί να γίνει
σε καθορισμένες συνθήκες παραγωγική. Έ τσ ι, για παράδειγμα, η
εργασία του μικροράφτη, ο οποίος διορθώνει το παντελόνι του καπι­
ταλιστή και δημιουργεί έτσι υλική αξία χρήσης, δεν είναι, από την
Αποψη της καπιταλιστικής παραγωγής, παραγωγική, δεδομένου ότι
δεν παράγει υπεραξία και δεν αναπαράγει, γΓ αυτή την αιτία, τις
καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Από την άλλη μεριά, η εργα­
σία του ηθοποιού είναι παραγωγική, αν και δεν δημιουργεί καμιά
υλική αξία χρήσης, «όταν δουλεύει στην υπηρεσία ενός καπιταλιστή
(του επιχειρηματία), στον οποίο επιστρέφει περισσότερη εργασία,
από εκείνη που παίρνει απ’ αυτόν με τη μορφή του μισθού»2. Σ ’ αυτή
την περίχτνση η εργασία του ηθοποιού ανταλλάσσεται με κεφάλαιο,
η εργασία του ράφτη με εισόδημα. «Η πρώτη δημιουργεί μια υπερα­
ξία, με τη δεύτερη καταναλώνεται ένα εισόδημα»3.
Πρέπει βέβαια να πούμε πως το γεγονός ότι ο Α. Σμιθ εξαιρούσε τη
σφαίρα τβν υπηρεσιών από την κατηγορία της παραγωγικής εργα-
σίβς, ήταν για την εποχή του- δηλαδή,πάνω από 200 χρόνια πριν—

1. Κ. Μαρξ, θαορίις για την υπεραξία, μέρος I, σελ. 152.


2. Ιτο iSto, σελ. 151.
3. Στο Ιδιο.

m
δικαιολογημένη, δεδομένου ότι στη μανουφακτουρική βαθμίδα της
ανάπτυξής του ο καπιταλισμός υπόταξε μόνο τη σφαίρα της υλικής
παραγωγής, ενώ η σφαίρα της μη υλικής παραγωγής βασιζόταν στην
απλή εμπορευματική παραγωγή.
Ανεξάρτητα από την αντιφατικότητά της, η θεωρία του Α. Σμιθ για
την παραγωγική εργασία είναι εξαιρετικά πολύτιμη, τουλάχιστον
από δυο απόψεις: Πρώτο, επέτρεψε, σε κάποιο βαθμό, να φανερωθεί ο
παρασιτισμός των κυρίαρχων τάξεων της εκμεταλλευτικής κοινω­
νίας'. Από την άλλη μεριά, εμπεριείχε στοιχεία επιστημονικής προ­
σέγγισης του προβλήματος.

Για την αναπαραγωγή και την κυκλοφορία


όλου του κοινωνικού κεφαλαίου

Είναι φανερό ότι στη θεωρία της αναπαραγωγής στο σύνολό της, ο
Α. Σμιθ έκανε ένα βήμα πίσω σε σύγκριση με τους φυσιοκράτες. Και
δεν είναι τυχαίο ότι στις θεωρίες για την υπεραξία ο Κ. Μαρξ εξετάζει
τον «Οικονομικό πίνακα» του Φ. Κενέ μετά την ανάλυση της θεωρίας
της αναπαραγωγής του Α. Σμιθ, αν και χρονικά ο Φ. Κενέ εμφανί­
στηκε με την εργασία του πριν από τον Α. Σμιθ.
Στα επιμέρους όμως ζητήματα ο Α. Σμιθ πρόβαλε τη θεωρία της
αναπαραγωγής και της κυκλοφορίας. Αυτή η προσφορά του Α. Σμιθ
στην οικονομική θεωρία συνδέεται, πριν α π ’ όλα με το ρόλο του σαν
«οικονομολόγου - θεωρητικού» της μανουφακτουρικής βαθμίδας ανά­
πτυξης του καπιταλισμού.
Η υπηρεσία του Α. Σμιθ συνίσταται, ειδικότερα, στο ότι συνόψισε
τις φυσιοκρατικές κατηγορίες «πρωταρχικών» και «ετησίων» προκα­
ταβολών στις κατηγορίες του πάγιου και του κυκλοφοριακού κεφα­
λαίου, επεκτείνοντάς τες σε όλους τους κλάδους της υλικής παραγω­
γής. Έ τσ ι, για πρώτη φορά η διαίρεση του κεφαλαίου σε πάγιο και
κυκλοφοριακό εμφανίστηκε όχι σαν ειδικό χαρακτηριστικό της
αγροτικής οικονομίας (όπως ακριβώς το παρουσίαζαν οι φυσιοκρά­
τες, που βρήκαν τη διαφορά στους τρόπους κυκλοφορίας των συστα­
τικών στοιχείων του αγροτικού κεφαλαίου κατά τον ετήσιο κύκλο
της παραγωγής), αλλά σαν βασική ιδιαιτερότητα του κεφαλαίου, που
λειτουργεί σε κάθε κλάδο της καπιταλιστικής παραγωγής, και ακριβέ­
στερα της παραγωγικής μορφής του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Ωστόσο, ο Α. Σμιθ επεξέτεινε λαθεμένα αυτές τις κατηγορίες έξω
από τα πλαίσια της καθαυτό παραγωγής, στη σφαίρα της κυκλοφο­
ρίας. Έ τσ ι, στο κυκλοφοριακό κεφάλαιο κατατάσσει όχι μόνο τις
πρώτες ύλες και τα ημικατεργς^σμένα υλικά, αλλά και το χρήμα, τα
αποθέματα τροφίμων, τα έτοιμα είδη που έχουν οι έμποροι και οι

I. Α. Σμιθ, ό.π., σελ. 245 κ.ε.

121
επιχίίρηματιΐς1 Είναι φανερό ότι ο Α. Σμιθ συγχέει εδώ το κυκλο-
φοριαιό κεφάλαιο με το κεφάλαιο στην κυκλοφορία, την παραγωγι­
κή μορφή του κεφαλαίου — «ου ξεχωρίζει από τον ειδικό τρόπο με­
ταφορά·; τής αξίας στο παρασκευαζόμενο εμπόρευμα — με το κεφά­
λαιο που λειτουργεί στη σφαίρα της κυκλοφορίας. «Το κεφάλαιο του
εμπόρου. για παράδειγμα», έγραψε ο Σμιθ, «είναι ολοκληρωτικά κεφά­
λαιο κυκλοφοριακό»'. Αυτή η σύγχυση προκαλεί μια σειρά αντιφά­
σεις και χοντρά θεωρητικά λάθη.
Ο Α. Σμιθ υπέθετε ότι το κυκλοφοριακό κεφάλαιο φέρνει κέρδος
στον κάτοχό του με την κυκλοφορία του. Αυτό επίσης εξασφαλίζει
κέρδος και στο πάγιο κεφάλαιο. Αυτές οι θέσεις του Α. Σμιθ οδηγούν
στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι η υπεραξία δημιουργείται στη σφαίρα
της κυκλοφορίας, και όχι στη σφαίρα της παραγωγής, ότι το κέρδος
δημιουργείται από την απλή αλλαγή των μορφών αξίας. Ό σ ο ν αφο­
ρά το πάγιο κεφάλαιο, αυτό, κατά τη γνώμη του Α. Σμιθ, δεν μετέχει
στην κυκλοφορία και προσκομίζει κέρδος με τη βοήθεια του κυκλο-
φοριακού κεφαλαίου. Πρόκειται για πολύ μεγάλη πλάνη. Αν, όπως
υχέθβτε ο Α. Σμιθ, από την αξία των εμπορευμάτων λείπει το σταθερό

1. Αική η λαθεμένη θέση του Α. Σμιθ έχει περάσει σε πολλά σύγχρονα εγχει­
ρίδια της αστικής πολιτικής οικονομίας. Στο Εγχειρίδιο της οικονομικής ανάλυσης,
απέναντι στο πάγιο κεφάλαιο, στο οποίο κατατάσσουν τις φάμπρικες, τους σιδη­
ροδρόμους, τα σπίτια κλπ., βρίσκεται το λειτουργικό (working) κεφάλαιο, που
περιλαβαίνει τις πρώτες ύλες, τα ημικατεργασμένα υλικά της διαδικασίας επεξερ­
γασίας, τα αποθέματα έτοιμων εμπορευμάτων (Ε. Nevin, Textbook o f Economic
Analysis, New York, 1967, σελ. 17). Ακόμη πιο χυδαία θέση υποστηρίζει ο άγγλος
οικονομολόγος Φ. Ράιτ. Στο έργο του Εισαγωγή στις βάσεις της οικονομικής θεω­
ρίας, κατατάσσει στο πάγιο κεφάλαιο τις μηχανές και τα κτίρια σαν «σχετικά μα­
κροχρόνια πράγματα», ενώ στο «τρέχον», ή στο «ρευστό» κεφάλαιο κατατάσσει
τα «χρήματα ή τα πράγματα, που μπορούν άμεσα να μετατραπούν σε χρήμα,
ό«®ς, για παράδειγμα, το χρέος ή τα αποθέματα που περιμένουν να πωληθούν»,
(F. Wright, An Introduction to the Principles o f Economics, Oxford, 1965, σελ. 19).
Οι σύγχρονοι αστοί οικονομολόγοι συγχέουν το κυκλοφοριακό κεφάλαιο με το
κεφάλαιο στην κυκλοφορία. Εκτός όμως αυτό, προσπαθούν, όπως είδαμε, να πα­
ραμερίσουν την κατηγορία του κυκλοφοριακού κεφαλαίου και να εξαλείψουν την
αντιπαράθεση του πάγιου και του κυκλοφοριακού κεφαλαίου, δηλαδή τις διαφο­
ρές του κεφαλαίου, που πηγάζουν από το χαρακτήρα της κυκλοφορίας των συ­
στατικών μερών του. Η αντιπαράθεση κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας (του πά­
γιου κεφαλαίου σαν ενσάρκωσης του κεφαλαίου, της ιδιοκτησίας του αστού, και
του κυκλοφοριακού κεφαλαίου, που περιλαβαίνει το μισθό), ακόμη και στην έμ­
μεση μορφή, που προκύπτει με το χωρισμό του στη διαδικασία της κυκλοφορίας
σε πάγιο και κυκλοφοριακό, αποτελεί για τη σύγχρονη αστική πολιτική οικονο­
μία δυσεπίλυτο πρόβλημα. Μήπως αυτό δεν είναι απόδειξη της τεράστιας όξυν­
σης τ«ν ταξικών αντιθέσεων του σύγχρονου καπιταλισμού;
1 Α. Σμιθ, Έραινα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, σελ. 206.

122
κεφάλαιο, δηλαδή η αξία που μεταφέρθηκε από τα προηγούμενα χρό­
νια και επιπλέον και το πάγιο κεφάλαιο δεν μετέχει στην κυκλοφο­
ρία, τότε το πρόβλημα της αναπλήρωσης του κοινωνικού προϊόντος,
τόσο ως προς την αξία, όσο και ως προς την αξία χρήσης του, δεν
είναι δυνατό όχι μόνο να λυθεί, αλλά ούτε καν να τεθεί σωστά.
Αυτό το λάθος αποδείχνει ότι ο Α. Σμιθ εννοεί λαθεμένα την ίδια
τη φύση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου, ότι συγχέει την κυκλοφο­
ρία του κεφαλαίου με την εμπορευματική ανταλλαγή. Θεωρούσε ότι
η κυκλοφορία είναι το πέρασμα του εμπορεύματος από χέρι σε χέρι,
από έναν ιδιοκτήτη σε άλλον, και είναι χαρακτηριστικό μόνο του
κυκλοφοριακού κεφάλαιου. Στην πραγματικότητα, το κυκλοφοριακό
κεφάλαιο, όσο διάστημα βρίσκεται στη σφαίρα της παραγωγής, δη­
λαδή όσο είναι κυκλοφοριακό κεφάλαιο, σε διάκριση από το κεφά­
λαιο που βρίσκεται στην κυκλοφορία, δεν αλλάζει ιδιοκτήτη και
επομένως δεν ταιριάζει στον ορισμό που έδοσε ο Σμιθ για το κυκλο-
φοριακό κεφάλαιο. ' Οταν ο ιδιοκτήτης αλλάζει, τότε το κυκλοφορια-
κό κεφάλαιο σταματά να είναι κυκλοφοριακό, εγκαταλείπει τη σφαί­
ρα παραγωγής και μετατρέπεται σε κεφάλαιο κυκλοφορίας. Από την
άποψη του Α. Σμιθ, το πάγιο κεφάλαιο δεν μετέχει στην κυκλοφορία.
Ορίζοντας το κυκλοφοριακό κεφάλαιο, ως κεφάλαιο του εμπόρου,
που βρίσκεται στην κυκλοφορία, ο Α. Σμιθ γράφει: «... Το κεφάλαιο
μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση της γης, για την αγορά
ωφέλιμων μηχανών και εργαλείων ή άλλων παρόμοιων αντικειμένων,
που προσκομίζουν εισόδημα ή κέρδος, χωρίς να περνούν από έναν
κάτοχο σε άλλον, ή χωρίς παραπέρα κυκλοφορία. Τέτια κεφάλαια
μπορούν... να ονομασθούν πάγια κεφάλαια.»1
Ωστόσο, το πάγιο κεφάλαιο κυκλοφορεί, μια και μεταφέρει την
αξία του στο παραγόμενο εμπόρευμα. Ο Α. Σμιθ, έτσι, δεν προσέχει
ένα από τα βασικά σημεία της διαδικασίας αναπαραγωγής: την επα­
νεμφάνιση της αξίας του σταθερού κεφαλαίου στο εκνέου δημιουρ-
γημένο προϊόν. Η κυκλοφορία του βιομηχανικού κεφαλαίου, όπως
είναι γνωστό, είναι η αλλαγή των εμπράγματων μορφών της καπιτα­
λιστικής παραγωγικής σχέσης, η συστηματική μετατροπή του κεφα­
λαίου από τη χρηματική μορφή σε παραγωγική και κατόπιν σε εμπο­
ρευματική και, τέλος, ξανά σε χρηματική μορφή του βιομηχανικού
κεφαλαίου κ.ο.κ.
Η ερμηνεία που δίνει ο Α. Σμιθ στο πάγιο και το κυκλοφοριακό
κεφάλαιο, δείχνει ότι συγχέει τη διαίρεση του κεφαλαίου, η οποία
προέρχεται από τις διαφορές στους τρόπους κυκλοφορίας του (πάγιο
και κυκλοφοριακό κεφάλαιο), με τη διαίρεση που προκαλείται από
τη διαφορετική σχέση των συστατικών του ως προς τη διαδικασία
της δημιουργίας της υπεραξίας (σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο).

1. Στο ίδιο, σελ. 205-206.

123
ϊτη* «ραγματικότητα, χαρακτηρίζοντας το πάγιο και το κυκλοφορία-
κό ««φάλιηο. ο Α. Σμιθ δίίχνει τόσο τις διαφορές στην κυκλοφορώ
wiitv τ*»ν συστατικών του κεφαλαίου, όσο και στις διαφορές μεταξύ
ι « \ στη διαδικασία της -απόδοσης κέρδους». Η σύγχυση του Α.
Σμιθ σ αιιτό το ζήτημα συσκοτίζει την πραγματική πηγή της υπερα-
to ,
0 διττός χαρακτήρας των θέσεων του Α. Σμιθ στη θεωρία της ανα-
*αραγ«γής καρουσιάζεται πιο ανάγλυφα στη σ χέση του απέναντι
στο κρόβλημα του ακαθάριστου κοινωνικού προϊόντος και του εθνι­
κού εισοδήματος.
Η μη κατανόηση του διττού χαρακτήρα της εργασίας που δημι-
Αίργκί το εμπόρευμα, του διττού χαρακτήρα της καπιταλιστικής δια·
foiraoiut της παραγωγής και του αποτελέσματός της, οδήγησε τον Α.
Σμιθ στην ταύτιση της αξίας και της εκνέου δημιουργημένης αξίας,
τοι> ακαθάριστου κοινωνικού προϊόντος και του εθνικού εισοδήμα­
τος. Η ταξική του στενότητα τον εμπόδισε να αναλύσει βαθιά τους
νόμους της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Μίγάλο εμπόδιο στο δρόμο της ανάλυσης της διαδικασίας της
ανοΑβραγωγής, ήταν και άλλες λαθεμένες θέσεις της θεωρίας της
αξίας και της υπεραξίας του Α. Σμιθ (η ταύτιση της αξίας και της
ανταλλακτικής αξίας, η μη κατανόηση του μηχανισμού του νόμου
της υπεραξίας, η σύγχυση της αξίας με τη ν τιμή παραγωγής κλπ.).
Αυτή η αλυσίδα λαθών, τον οδήγησε επίσης στο συμπέρασμα ότι η
αξία των εμπορευμάτων συγκροτείται από εισοδήματα. Και αυτό, με
τη σειρά τον, απέκλειε τη δυνατότητα έρευνας της διαδικασίας της
αναπαραγωγής.
Έναν ορισμένο ρόλο στο να αρνηθεί ο Α. Σμιθ τη ν ύπαρξη σταθε­
ρού κεφαλαίου στη δομή της αξίας του εμπορεύματος έπαιξαν οι
ιδιαιτερότητες της εποχής του. Στη μανουφακτουρική βαθμίδα ανά­
πτυξης τον καπιταλισμού, σε διάκριση από την εποχή της μηχανο­
ποιημένης βιομηχανίας, το ειδικό βάρος του σταθερού κεφαλαίου
στη συνολική μάζα του κεφαλαίου ήταν σ χετικ ά μικρό. Αυτό το μέ­
ρος του κεφαλαίου, δεν έπαιζε ακόμη τον τεράστιο εκείνο αυτοδύνα­
μο ρόλο τον οποίο άρχισε να παίζει στις συνθήκες του περισσότερο
αναπτυγμένου καπιταλισμού, που αφού έζησε τη βιομηχανική επανά­
σταση, είχε μπει στην περίοδο των οικονομικών κρίσεω ν υπερπαρα­
γωγής. Φυσικά, μπροστά στους θεωρητικούς της εποχή ς του Α. Σμιθ,
το πρόβλημα της κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του σταθερού μέ­
ρους του κεφαλαίου, δεν ορθωνόταν ακόμη με τόση οξύτητα όσο κα­
τόπιν.
Η επιδίωξη του Α. Σμιθ να ξεπεράσει τις αντιφάσεις της αντίλη­
ψής του για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου εκφράστηκε στην προ-
σπάβειάτου να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο ακαθάριστο κοινωνι­
κό προϊόν και το εθνικό εισόδημα. «Το ακαθάριστο εισόδημα όλων

124
των κατοίκων μιας απέραντης χώρας», έγραφε ο Α. Σμιβ, «ακοτελει-
ται από ύλο το ετήσιο προϊόν της γης τους και της εργασίας τους to
καθαρό εισόδημά τους είναι ό,τι απομένει στη διάθεσή τους, μέχρι
την αφαίρεση των εξόδων για την αποκατάσταση, πρώτο, του βασι­
κού τους και, δεύτερο, του κυκλοφοριακού τους κεφαλαίου, ή με άλ­
λα λόγια, όλο εκείνο που μπορούν, χωρίς να μειώνουν το κεφάλαιό
τους, να περιλάβουν στο απόθεμα που προορίζεται για άμεση κατανά­
λωση, ή να το ξοδέψουν για τη διατροφή τους, για ανέσεις και απο­
λαύσεις. Ο πραγματικός τους πλούτος είναι επίσης ανάλογος όχι
προς το ακαθάριστο, αλλά προς το καθαρό τους εισόδημα.··1 Από εδώ
συνάγεται ότι, όπως δέχεται ο Α. Σμιθ, η αξία των εμπορευμάτων
μαζί με την εκνέου δημιουργημένη αξία (τα εισοδήματα) περιέχει
ακόμη και ένα τέτιο μέρος το οποίο δεν δημιουργεί για κανέναν ει­
σοδήματα και δεν μπορεί να αναχθεί στο μισθό εργασίας, στο κέρδρς
και στην πρόσοδο.
Επομένως, όλη η αξία του εμπορεύματος (ή όλου του κοινωνικού
προϊόντος) δεν μπορεί να χωριστεί σε εισοδήματα, για να μην πούμε
βέβαια ότι και η αξία δεν μπορεί να δημιουργηθεί από εισοδήματα.
Έ τσ ι, η προσπάθεια του Α. Σμιθ να διαιρέσει το εισόδημα σε ακαθά­
ριστο και καθαρό, σήμαινε ολοκληρωτική αναίρεση του δικού του
λαθεμένου δόγματος, έδινε τη δυνατότητα να γίνει διαχωρισμός ανά­
μεσα σε όλο το κοινωνικό προϊόν και το εθνικό εισόδημα, πράγμα
που είναι τόσο σημαντικό για την επιστημονική ανάλυση της διαδι­
κασίας της αναπαραγωγής. Ωστόσο, ο Α. Σμιθ δεν μπόρεσε να επω­
φεληθεί από αυτή την ανακάλυψη, δεν την επεξεργάστηκε παραπέρα,
και στα ζητήματα της αναπαραγωγής έμεινε, βασικά, στις θέσεις του
αντιεπιστημονικού του δόγματος.
Έ χ ε ι σημασία να υπογραμμισθεί ότι η προσπάθεια να γίνει δια­
χωρισμός μεταξύ του ακαθάριστου και του καθαρού εισοδήματος έχει
και άλλη ουσιαστική επιστημονική πλευρά, και, συγκεκριμένα, ότι
προσεγγίζει στο διαχωρισμό του σταθερού και του μεταβλητού κε­
φαλαίου. Και πραγματικά, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, ο Α.
Σμιθ, με το κυκλοφοριακό κεφάλαιο εννοεί, στη δοσμένη περίπτωση,
το σταθερό μέρος του κυκλοφοριακού κεφαλαίου, μια και την «τιμή
της εργασίας» την περιλαβαίνει στη σύνθεση του καθαρού εισοδήμα­
τος, στο «απόθεμα που προορίζεται για άμεση κατανάλωση». Μ ’ αυ­
τό τον τρόπο, το άθροισμα του πάγιου και κυκλοφοριακού κεφαλαίου,
σ ’ αυτή την περίπτωση, είναι όλο το σταθερό κεφάλαιο, ενώ το με­
ταβλητό εμφανίζεται σαν συστατικό μέρος του καθαρού εισοδήμα­
τος.
Π α ρ ’ όλα αυτά, εξαιτίας της αστικής του στενότητας, ο Α. Σμιθ
δεν φτάνει σε έναν κάπως ακριβή διαχωρισμό μεταξύ του σταθερού

1. Στο ίδιο, σελ. 211-212.

125
tttt tyv μ«ια^Αΐ)ΐοΐ) κεφαλαίου, πράγμα χυυ ιου ιιφ α ιμ εϊ τη δυνικό-
ΐΐ)(« να βνναήαίι σβΜίά ιην αζιακή δομή του κ ο ιν ω ν ικ ο ύ προϊόντος,
ι «4 wtW jtwva ta 0α0 ΐ*όιατα προβλήματα της δ ια δ ικ α σ ία ς ιη ς κοι-
«evwfc αναχίφαγ«>γής, ιην *ιο ο υσ ια σ τικ ή χλ ευ μ ά τη ς: τη ν ανακβ-
ραϊω>ή (ων καχιιαλιοηκών σχέσεων παρα γω γής.
Πυλΰΐιμο ατοιχβιο στην ανάλυση του προβλήματος της αναχαρα-
)wy«K tov Λ. Ιμιθ, είναι και το ότι ο Σμιθ προσκρούει στο διαχωρι-
ο*ιο ιινάμΐοα οιην χρώιη και τη δεύτερη υποδιαίρεση της κοινωνι­
κής «αραγωγής. Ο Λ. ϊμιθ. όπως είναι γνωστό, κάνει διαχωρισμό
α ν ^ σ α οτ«>ς εργάτ«ς που ασχολούνται με την παραγωγή μέσων
«ψααγωγής και ιοίις εργάτες χου ασχολούνται με την παραγωγή α-
νηκ*ψίν»ν κατανάλωσης1. Ωστόσο, αυτές οι πολύτιμες θέσεις δεν
αναχτνχθηκαν χαραχίρα αχό τον Α. Σμιθ και δεν αξιοποιήθηκαν ανά­
λογα.
Ετσι. η θεωρία της αναπαραγωγής και της κυκλοφορίας τρυ κε­
φαλαίου ton Α. Σμιθ δεν αποτελεί εξαίρεση. ’ Ε χει κι αυτή τον ίδιο
λ η ύ και αντιφατικό χαρακτήρα, όσο και όλες οι άλλες του θεωρίες.

***

Είδαμε ότι ο Α. Σμιθ πέτυχε στην ανάλυσή του, των νομοτελειών


tou καπιταλισμού, χολύ ουσιαστικά αποτελέσματα. Ο σχετικά υψη­
λός βαθμός ωριμότητας της αστικής πολιτικής οικονομίας, στην πε­
ρίοδο χου εξετάζουμε, εκφράζεται και στο ότι τα αποτελέσματα της
εικηημονικής ανάλυσης του καπιταλισμού από τον Α. Σμιθ ήρθαν
ο« αντίθεση με τις ανάγκες της ιδεολογικής προάσπισης του καπιτα­
λισμού. Ο Α. Σμιθ, για παράδειγμα, συνέλαβε την «πραγματική προέ­
λευση της υχεραξίας», ανάγοντας το κέρδος στην απλήρωτη εργασία
rov μισθωτών εργατών, αν και δεν ανακάλυψε την υπεραξία. Αυτή η
αντίφαση ανάμεσα στον επιστημονικό (στα πλαίσια του αστικού ορί­
ζοντα) χαρακτήρα της γνωστικής διαδικασίας και του ταξικού του
κροσανατολισμοΰ σ’ αυτό το στάδιο, δεν έφερε ακόμη τη χρεοκοπία
της κλασικής σχολής. Η σχολή αυτή συνέχιζε να αναπτύσσεται,
spiv απ’ όλα στις εργασίες του Ντ. Ρικάρντο. Ωστόσο, η αντίφαση
ανάμεσα στις δυο πλευρές της αστικής πολιτικής οικονομίας αποδεί­
χτηκε τόσο ισχυρή, ώστε από την κλασική σχολή ξεχώρισε μια ειδι­
κή κατεύθυνση της αστικής πολιτικής οικονομίας: η χυδαία αστική
οικονομία. «Μόνο από τη στιγμή που η πολιτική οικονομία», έγραψε
ο Κ. Μαρξ, «έχει φτάσει σε ένα ορισμένο εύρος ανάπτυξης — σύμ­
φωνα δηλαδή με τον Σμιθ — και έχει πάρει σταθερές μορφές, ξεχώρι­
ζα σ' αυτήν το στοιχείο που είναι απλή αναπαραγωγή του φαινομέ­

I Α. Σμιθ, Ερανα για τη φύση και τις αιτίες τον πλούτου των εθνών, σελ. 212.
Βλ. Κ. Μαρξ. Το Κεφάλαιο, τόμ. 2. σελ. 364-369.

126
νου σαν ανιίληψη too. αχό το αγοριύυ οιίΗχαίο πρς, ββν Α ο ία φ η
χαρουσίαση της οικονομίας.· ’
Η θεωρία του Α Σμιθ αχοτέλεαε μια ιδιόμορφη αφετηρία γ«» xt\v
οριοθέτηση των ρευμάτων της χολιτικής οικονομίας «ου βββκολον-
θησε. Τα εχιστημονικά στοιχεία της θεωρίας ιου Α. Σμιθ τα υιαθέ­
τησε και τα ανάχτυξε ο Ντ. Ρικάρντο οιις εργασίες του, και καιώχιν
και οι κλασικοί του μαρξισμού. Τα αντιεχισιημυνικά στοιχεία της
θεωρίας του Α. Σμιθ τα εχεξεργάστηκαν χαραχέρα στα έργα τους οι
χυδαίοι οικονομολόγοι-αχολογητές ιου καχιταλισμού (όηως ο Ζ
Μη. Σε, 1. Μάλθους κ.ά.), καθώς και μικροαστοί οικονομολόγοι,
(όπως ο Π. Προυντόν, οι ρώσοι ναρόντνικοι, και άλλοι). Μελετώντας
τις αντιφατικές χλευρές της οικονομικής θεωρίας του Α. Σμιθ, βλέ­
πουμε τη γέννηση, αχό μια ορισμένη άχοψη, εκείνων των τάσεων της
οικονομικής σκέψης, οι οχοΐες κατόπιν εκχροσωχήθηκαν αχό δια­
φορετικά, αντιμαχόμενα μεταξύ τους, ρεύματα της οικονομικής θεω­
ρίας. Η ανάλυση αυτή εχιτρέχει να εξηγηθεί to χαράδοξο, αχό χρώ-
τη ματιά, γεγονός ότι ο Α. Σμιθ, από τη μια εμφανίζεται σαν ένας αχό
τους επιφανέστερους χροδρόμους του μαρξισμού στον τομέα της οι­
κονομικής θεωρίας, ενώ από την άλλη, σαν πρόδρομος της αγοραίας
αστικής πολιτικής οικονομίας.
Το γεγονός αυτό εξηγεί τη διττή στάση της σύγχρονης χυδαίας
οικονομίας απέναντι στη θεωρητική κληρονομιά του Α. Σμιθ 2. Εκ­
θειάζοντας την προσωπικότητα του Α. Σμιθ και χρησιμοποιώντας
πλατιά τις αντιεπιστημονικές θέσεις της θεωρίας του, οι αστοί οικο­
νομολόγοι προσπαθούν να δυσφημήσουν με κάθε τρόχο τις εχιστη-
μονικές επιτεύξεις του Α. Σμιθ. Ο πλούτος των εθνών, έγραψε, για
παράδειγμα, ένας από τους επιφανείς αστούς ιστορικούς της πολιτι­
κής οικονομίας, ο Σούμπετερ, «δεν περιέχει καμιά αναλυτική ιδέα,
καμιά αρχή ή μέθοδο, που να ήταν απόλυτα νέα το 1776V Κι αυτό
γράφεται για μια έρευνα που αποτέλεσε ολόκληρη εχοχή στην ανά­
πτυξη της αστικής κλασικής πολιτικής οικονομίας.
Ωστόσο, ο Α. Σμιθ δεν ολοκληρώνει την ανάπτυξη της κλασικής
σχολής. Εμφανίστηκε με το κύριο οικονομικό του έργο άμεσα στις
παραμονές της βιομηχανικής επανάστασης, όταν ήδη ήταν φανερό
ότι ωρίμασαν οι βασικές της προϋποθέσεις. Αντικείμενο έρευνάς του
ήταν ο καπιταλισμός, ο οποίος δεν είχε ακόμα αχοκτήσει την αντί­
στοιχη παραγωγική - τεχνική του βάση με τη μορφή της μηχανοποι­
ημένης βιομηχανίας, η σχετικά ανώριμη βαθμίδα ανάπτυξης του κα­
πιταλισμού. Το γεγονός αυτό προκαθόρισε σε κάποιο βαθμό και την

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 569 (υκογρ. του Β. Αφανά-
σιεφ).
2. Ζητήματα οικονομάς, 1973, αριθ. 9 (στα ρωσικά).
3. J. Schumpeter, History o f Economic Analysis, σελ. 371.

127
στασιμότητα της ίδιας της ο ικ ο νομ ικ ή ς θεωρίας του Α. Σμιθ, τονfo
τό και αντιφατικό της χα ρα κτή ρα .
Στην ανώτατη βαθμίδα της α νά π τυξή ς της, η κλασική αστικήν
λιτική οικ ονομ ία φθάνει με τα έρ γα του Ν τέιβιντ Ρικάρντο, ο οποίος
ερεύνησε — μέσα στα αστικά π λ α ίσ ια — τις νομοτέλειες της unitt-
λιστικής οικονομίας της επ ο χή ς της βιομηχανικής επανάστασης.
Κεφάλαιο 3

Ο ΡΙΚΑΡΝΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΑΝΩΤΑΤΗ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ


ΒΑΘΜΙΔΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

0 Ντ. Ρικάρντο με το έργο του ολοκλήρωσε την κλασική αστική


πολιτική οικονομία. Είναι ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπός της.
Ό χ ι γιατί εξάντλησε το αντικείμενο της έρευνας, αν και. όπως είναι
γνωστό, ο Ντ. Ρικάρντο έδοσε μια σημαντικά βαθύτερη ανάλυση του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, απ’ ό,τι ο Α. Σμιθ. Ούτε και
μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι μετά τον Ντ. Ρικάρντο δεν υπήρξαν
άλλοι αστοί οικονομολόγοι, αρκετά καταρτισμένοι και ικανοί. Η αι­
τία για το ότι η κλασική αστική πολιτική οικονομία, μετά τον Ντ.
Ρικάρντο, σταμάτησε να αναπτύσσεται και αποσύρθηκε από το προ­
σκήνιο, είναι ολότελα διαφορετική: βρίσκεται στις βαθιές κοινωνι­
κοοικονομικές αλλαγές που συντελέσθηκαν στην αστική κοινωνία
κάτω από την επίδραση της βιομηχανικής επανάστασης του τέλους
του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα.
Το πέρασμα του καπιταλισμού από τη μανουφακτουρική βαθμίδα
ανάπτυξης, στη μηχανοποιημένη βιομηχανία, επέδρασε κατά τρόπο
διττό και πολύ αντιφατικό στην αγγλική αστική κλασική σχολή.
Από τη μια μεριά, το πιο υψηλό επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλι­
σμού, η μεγάλη ωριμότητα των καπιταλιστικών σχέσεων στο στάδιο
της μηχανοποιημένης βιομηχανίας, καθόρισαν και το υψηλότερο γε­
νικά επίπεδο της θεωρητικής γενίκευσης, που χαρακτηρίζει τα έργα
του Ντ. Ρικάρντο. Από την άλλη, ο εξαιρετικά αντιφατικός χαρακτή­
ρας ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προκαλοΰσε
και την ολότελα αντίθετη τάση: την τάση περιορισμού των δυνατοτή­
των της επιστημονικής γνώσης των οικονομικών διαδικασιών από
τους αστούς οικονομολόγους. Αυτή η αντίφαση εκφράστηκε εξωτε­
ρικά με την εμφάνιση και διάδοση της χυδαίας αστικής πολιτικής
οικονομίας, και με την πάλη της ενάντια στην κλασική σχολή. Ωστό­
σο, η αντίφαση αυτή παίρνει τις καθαρότερες μορφές της στη μετα-
ρικαρντιανή περίοδο, όταν η χυδαία οικονομία επιβάλλει την κυρι­
αρχία της στην αστική πολιτική οικονομία.
Από την άποψη ανάπτυξης αυτής της αντίφασης ανάμεσα στη
γνωστική διαδικασία και τον ταξικό της προσανατολισμό στα πλαί­
σια της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας, η θεωρία του
Ντ. Ρικάρντο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Κι αυτό, γιατί σ ’ αυτόν
τον οικονομολόγο, η επιστημονική κατανόηση των νομοτελείων της
καπιταλιστικής οικονομίας έφθασε σε τέτιο επίπεδο, πέρα από το
οποίο δεν μπορούσε να αναπτυχθεί με τη μορφή της αστικής οικονο­
μικής επιστήμης. Ο Ντ. Ρικάρντο, εννοείται, κάθε άλλο παρά εξά­
ντλησε όλες τις δυνατότητες επιστημ ονικής γνώσης των οικονομι­
κών νομοτελειών του καπιταλισμού τη ς επο χή ς του. Ωστόσο, εξά­
ντλησε ολοκληρωτικά εκείνες τις δυνατότητες επιστημονικής ανά­
λυσης του καπιταλισμού, που προκαθορίστηκαν από την αστική φύ­
ση της κλασικής σχολής και από το γεγονός ότι η γνωστική διαδι­
κασία που διεξήγαγε, ήταν υποταγμένη στον αστικό ταξικό προσα­
νατολισμό. Η παραπέρα, η βαθύτερη κατανόηση των εσωτερικών
νομοτελειών του καπιταλισμού, ερχόταν σε φανερή αντίφαση με τα
ζωτικά ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης, δεδομένου ότι αυτή η
γνώση μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, και είχε αρχίσει να χρησιμο­
ποιείται την εποχή του Ντ. Ρικάρντο, κατά τη ς κεφαλαιοκρατίας και
για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Γ ια τους προλεταριακούς
οικονομολόγους, που ξεκινούσαν από τη θεωρία του Ντ. Ρικάρντο, ο
Κ. Μαρξ έγραψε «ότι... πιάνονται από τα αποκαλυφθέντα πια μυστή­
ρια της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, για να την καταπολεμήσουν
από την άποψη του βιομηχανικού προλεταριάτου»1.

1. Η ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ


ΣΑΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΩΝ
ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΟΥ ΝΤ. ΡΙΚΑΡΝΤΟ

Η σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία, η οποία παλεύει με μανία


ενάντια στην ευρύτερη διάδοση των ιδεών του μαρξισμού-λενινι-
σμού, θεωρεί βασικότατο καθήκον της την παραποίηση των θεωρη­
τικών επιτεύξεων των προδρόμων του επιστημ ονικού σοσιαλισμού,
πριν από όλα της κλασικής αστικής π ο λιτικ ή ς οικονομίας, και ειδικό­
τερα της οικονομικής θεωρίας του Ντ. Ρ ικάρντο, η οποία αποτελεί το
ανώτατο επίτευγμά της. Κάτι παραπάνω: η στρέβλω ση των σχέσεων
της κλασικής σχολής και του μαρξισμού είναι το πρόβλημα-κλειδί
της αστικής ιστορίας της πολιτικής οικονομ ίας, η οποία κατευθύνει
τις προσπάθειές της στο ν ’ αποδείξει ό τι η οικονομική θεωρία του Κ.
Μαρξ είναι νόθο τέκνο.
Την κύρια προσοχή τους οι αστοί ο ικ ο νο μ ο λό γο ι τη στρέφουν
στην ανατροπή και τη στρέβλωση της εργα σια κή ς θεωρίας της αξίας
του Ντ. Ρικάρντο και της θεωρίας της κατανομής που στηρίζεται σ’
αυτή.
Από τη μια μεριά, προσπαθούν να αρνηθούν τη ν ύπαρξη της αξίας
αυτής καθαυτής σαν ιδιαίτερου φαινομένου που διαφέρει από την τι·

1. Κ. Μαρξ. θιωρίες για την υηεραξΐα, μέρος 3, σελ. 273.


μή και, επομένως, να αρνηθούν και το δικαίωμα της θεωρίας της αξίας
να υπάρχει. ' Ετσι, για παράδειγμα, ο γνωστός σουηδός αστός οικο­
νομολόγος Γκ. Μιούρνταλ, στη διάλεξη που έκανε στη Μόσχα με
θέμα «Η θεωρία της αξίας του Ρικάρντο», δήλωσε: «... στην πραγμα­
τικότητα δεν υπάρχει αντικειμενική αξία, υπάρχουν μόνο οι υποκει­
μενικές της αξιολογήσεις»1. Την εργασιακή θεωρία της αξίας του Ρι­
κάρντο, ο Μιούρνταλ τη χαρακτηρίζει σαν «κάποια χιλιοειπωμένη
και χωρίς νόημα αλήθεια».
Από την άλλη, οι αστοί οικονομολόγοι στρεβλώνουν το περιεχό­
μενο της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Ντ. Ρικάρντο, συνδέο-
ντάς την με τις διάφορες αντιεπιστημονικές κατασκευές των χυδαίων
οικονομολόγων, με τις οποίες η θεωρία αυτή δεν έχει τίποτε το κοι­
νό. Οι αστοί οικονομολόγοι της πολιτικής οικονομίας αμφισβητούν
το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ακριβώς ο Ντ. Ρικάρντο είναι εκεί­
νος που υπεράσπιζε την εργασιακή θεωρία της αξίας. Ο αμερικανός
οικονομολόγος Τζορτζ Στίγκλερ (G. Stigler) έγραφε: «Κατείχε, άρα­
γε, ο Ρικάρντο την εργασιακή θεωρία της αξίας, πίστευε, άραγε, ότι
οι σχετικές αξίες των εμπορευμάτων ρυθμίζονται αποκλειστικά από
τις σχετικές ποσότητες εργασίας που είναι απαραίτητη για την πα­
ραγωγή τους;»' Κατά τη γνώμη του, δεν υπάρχει η παραμικρή βάση
για θετική απάντηση σ ’ αυτή την ερώτηση, αν και δέχεται ότι «ένας
εκπληκτικά μεγάλος αριθμός» ιστορικών της οικονομικής θεωρίας,
έδοσε παρ ’ όλ ’ αυτά μια τέτια απάντηση. «Η βασική αιτία της σύγ­
χυσης...», γράφει ο Τζ. Στίγκλερ, «βρίσκεται πιθανόν, στην ανικανό­
τητα των οικονομολόγων να ξεχωρίσουν τις αναλυτικές και τις ε­
μπειρικές προτάσεις.»3 Η θεωρία της αξίας του Ντ. Ρικάρντο ανακη­
ρύσσεται μια καθαρά θεωρητική, λογική μέθοδος, που δεν έχει ρεα­
λιστική σημασία, δεν είναι «αναλυτική πρόταση». Και έτσι, στον Ντ.
Ρικάρντο αποδίδεται κάτι σαν θεωρία, η οποία ορίζει την αξία των
εμπορευμάτων σε εξάρτηση από τη ζήτηση και την προσφορά.
Ά λ λ ο ι αστοί ιστορικοί της πολιτικής οικονομίας προσπαθούν να
αναγάγουν τη θεωρία της αξίας του Ντ. Ρικάρντο στη χυδαία αντί­
ληψη του οριακού κόστους. «... Η ρικαρντιανή θεωρία της αξίας»,
έγραψε ο Ε. Ουίτεϊκερ, «βρίσκεται πλησιέστερα σε μια πιο σύγχρονη
θεωρία του οριακού κόστους, μπορούμε να πούμε, παρά σε μια απλά
εργασιακή θεωρία.»4 Επιπρόσθετα, προσπαθούν να παρουσιάσουν
τον Ρικάρντο, ούτε λίγο ούτε πολύ, σαν θεμελιωτή της «αρχής της
οριακότητας». Ό π ω ς υποστηρίζει ο Ν. Κάλντορ, «όλη η οριακή ανά-

1. Ζητήματα Οικονομίας, 1957, αριθ. 6, σελ. 152 (στα ρώσικα).


2. G.J. Stigler, Essays in the History o f Economics. Chicago - London. 1965, σελ.
326.
3. Στο ίδιο, σελ. 340' βλέπε επίσης και σελ. 342.
4. Ε. Whittaker, Schools and Streams o f Economic Thought, σελ. 152.

131
λιοη ytvvin>qk;t αχό την χροαχάθεια του Ρικάρντο να εξηγήσει το
μβριάο τ>κ χροσύδου στο εθνικό εισόδημα και να δείξει γιατί η πρό-
αοίος ι3«μια yq είναι ανώτερη α χ 1 ό,τι σε άλλες»'.
Ο*», ναι oto «αρελθόν, οι χυδαίοι οικονομολόγοι προσπαθούν
να στηριχθοϋν στις αντιφάσεις της θεωρίας της αξίας τοι> Ντ. Ρικάρ­
ντο. «Το χρώτο κεφάλαιο του έργου του Ρικάρντο (Για την αξία - Β.
λφανάσιβφ) είναι αρκετά διφορούμενο, ώστε να επιδέχεται πολλές
ερμηνείες», γράφει ο αμερικανώς αστός ιστορικός Ρ. Λέκατσμαν, ο
οαοίος βλίχει τη θεωρία του Ντ. Ρικάρντο σαν κάποια απολογητική
fatpia για τους «συντελεστές της παραγωγής». Παρ ’ όλ ’ αυτά, δέχε­
ται ότι «η “αρχή της οριακότητας" δεν είναι δική του (του Ντ. Ρι-
κάρντο - EL Αφανάσιειρ) αρχή»'.
Μια αχό πς κυριότερες κατευθύνσεις της πάλης, κατά της εργασι­
ακής θεωρίας της αξίας, είναι η απόρριψη της μεθοδολογικής της
αημασίας κατά τη μελέτη της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο Μιούρ-
νταλ βεβαίωνε ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας ανάγεται «στη με­
ταφυσική και θεολογική φιλοσοφία του φυσικού δικαίου». Η προσπά­
θεια του Ντ. Ρικάρντο να βασισθεί στις έρευνές του στην εργασιακή
θεωρία της αξίας χαρακτηριζόταν από τον Μιούρνταλ σαν «παράξε­
νη προσέγγιση», σαν «μεταφυσική αφετηρία». Ο Μ ιούρνταλ υποστή­
ριζε ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας ήταν, για τον Ντ. Ρικάρντο,
ένα εμχόδωστην ανάλυση του καπιταλισμού. «... Από τη θεωρία του
της υχαρκτής αξίας», έλεγε, «ο Ρικάρντο δεν αποκόμισε κανένα κέρ­
δος· αντίθετα, η θεωρία αυτή δυσκόλεψε την ανάλυσή του...»3
Ποια, λοιχόν, είναι η αιτία αυτών των τόσο επίμονων προσπαθειών
τκν σύγχρονον αστών οικονομολόγων να ανατρέψουν ή να στρε­
βλώσουν την εργασιακή θεωρία της αξίας, να απορρίψουν τη μεθο­
δολογική της σημασία για την ερεύνηση της καπιταλιστικής οικο­
νομίας; Οι προσπάθειες αυτές δεν είναι καθόλου τυχαίες. Στην εργα-
οιακή θεωρία της αξίας ο αστός οικονομολόγος Ντ. Ρικάρντο, εδώ
και χάν» αχό 150 χρόνια, ψηλάφισε τα έμβρυα της μοναδικής εκεί­
νης επιστημονικής μεθόδου ανάλυσης του καπιταλισμού, η οποία σε
τελειπαϊα ανάλυση εχιτρέπει να αποκαλυφθεί η αντιλαϊκή του, η εκ­
μεταλλευτική του ουσία. Όμως, όσο αναπτύσσονται οι αντιθέσεις
του καπιταλισμού, η συγκάλυψη αυτής της ουσίας γίνεται όλο και
χιο καυτό πρόβλημα για τους σύγχρονους ιδεολογικούς υπερασπι­
στές του κακιταλισμού.

\.Th* Theory of Capital, «L »D.C. Hague», London, 1961, σελ. 305.


1 P Lekachman. A History of Economic Ideas, σελ. 157, 165.
3. Ζητήμαια Οικονομίας, 1957, οριθ. 6, σελ. 153 (στα ρώσικα).

1)2
Ο Ντ. Ρικάρντο έδινε εξαιρετικά μεγάλη σημασία στην εργασιακή
θεωρία της αξίας για την πολιτική οικονομία, σαν επιστήμη γενικά.
Η θέση ότι η αξία καθορίζεται από την εργασία, έγραψε ο Ρικάρντο,
«έχει για την πολιτική οικονομία μέγιστη σημασία: τίποτε δεν προ-
καλούσε τόσα λάθη και διαφωνίες σ ' αυτή την επιστήμη, όσο ακρι­
βώς η αοριστία των εννοιών, που συνδέονταν με τη λέξη “ αξία"»1.
Ο Ντ. Ρικάρντο θεωρούσε την εργασιακή θεωρία της αξίας σαν
αφετηρία της ανάλυσης των οικονομικών διαδικασιών του καπιταλι­
σμού. Σε διάκριση από τον Α. Σμιθ, ο Ντ. Ρικάρντο είδε στον καθο­
ρισμό της αξίας των εμπορευμάτων από το χρόνο που δαπανά ο εργά­
της για την παραγωγή τους, όχι μόνο το νόμο των σχέσεων ανταλλα­
γής των εμπορευμάτων αλλά και, κατά το χαρακτηρισμό του Κ.
Μαρξ, «το σημείο αφετηρίας της φυσιολογίας του αστικού συστήματος*2
(υπογράμμιση Β. Αφανάσιεφ). Ο Κ. Μαρξ έγραψε ότι «Η μέθοδος του
Ρικάρντο συνίσταται, λοιπόν, σε τούτο: Ξεκινάει από τον καθορισμό
του μεγέθους της αξίας του εμπορεύματος από το χρόνο εργασίας και
εξετάζει σε συνέχεια, αν οι υπόλοιπες οικονομικές σχέσεις και κατη­
γορίες αντιφάσκουν με τον καθορισμό αυτό της αξίας, ή κατά πόσο
τον τροποποιούν»3.
Ο Κ. Μαρξ αναφέρει την ορθότητα και την ιστορική αναγκαιότητα
αυτής της μεθόδου, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την επιστημονική
της ανεπάρκεια.
Ο Ντ. Ρικάρντο, για πρώτη φορά στην ιστορία της πολιτικής οι­
κονομίας τοποθέτησε συνειδητά στη βάση της οικονομικής θεωρίας
του καπιταλισμού τη θεωρία της αξίας, η οποία αντανακλά τις γενι­
κές και τις πιο τυπικές για τον καπιταλισμό σχέσεις: τις εμπορευμα-
τικές σχέσεις. Οι εμπορευματικές σχέσεις, όπως είναι γνωστό, ιστο­
ρικά και λογικά, προηγούνται του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, σ χη ­
ματίζουν την εσωτερική, αν και μόνο την πιο γενική, βάση λειτουρ­
γίας και ανάπτυξης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.
Από τις θέσεις αυτές για πρώτη φορά δημιουργούνταν η δυνατότη­
τα επιστημονικής ερμηνείας του συνόλου των εξωτερικών απατηλών
φαινομένων της καπιταλιστικής οικονομίας από την άποψη της εσω­
τερικής της βάσης. Ο Κ. Μαρξ έγραψε ότι «Η βάση, το σημείο αφε­
τηρίας της φυσιολογίας του αστικού συστήματος — της κατανόησης
της εσωτερικής οργανικής συνάφειάς του και του προτσές της ζωής
του — είναι ο καθορισμός της αξίας από το χρόνο εργασίας. Ο Ρικάρντο
ξεκινάει απ ’ αυτόν και εξαναγκάζει έτσι την επιστήμη να εγκαταλεί­

1. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. 1, Μόσχα, 1955, σελ. 35.


2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 2, σελ. 193.
3. Ό .π .. σελ. 192.
ψει την ως τότε τσαπατσουλιά της και να δόσει λογαριασμό κατά
πόσο ο» υπόλοιπες κατηγορίες που έχει αναπτύξει ή περιγράψει — σχέ­
σεις παραγωγής και κυκλοφορίας — οι μορφές αυτής της βάσης Αντι­
στοιχούν στο σημείο αφετηρίας ή αντιφάσκουν μ ’ αυτό... πώς έχουν
γενικά τα πράγματα με αυτή την αντίφαση ανάμεσα στη φαινομενική
και στην πραγματική κίνηση του συστήματος. Αυτή είναι λοιπόν η
μεγάλη ιστορική σημασία του Ρικάρντο για τη ν επιστήμη...»1Αυτή
την ιδιαίτερη εκτίμηση του ρόλου του Ντ. Ρικάρντο σχετίζει ο Κ.
Μαρξ με κείνο ακριβώς το νέο που έδοσε ο Ντ. Ρικάρντο στην ανά­
πτυξη της μεθόδου της πολιτικής οικονομίας, παίρνοντας σαν σημείο
αφετηρίας της έρευνας τον καθορισμό τη ς αξίας από το χρόνο εργα­
σίας.
Η τέτια προσέγγιση επέτρεπε να ερευνηθούν οι σ χέσ εις της εξωτε­
ρικής επίφασης των οικονομικών φαινομένω ν του καπιταλισμού
προς την ουσία τους, όχι μόνο για ειδικές διαδικασίες, κάτι που συνέ­
βαινε και πριν τον Ντ. Ρικάρντο, από τη στιγμή που εμφανίστηκε η
κλασική σχολή, αλλά και για όλο το κ α π ιτα λ ισ τικ ό οικονομικό σύ­
στημα στο σύνολό του, και μάλιστα ό χ ι από δια ίσ θη σ η , όπως στη
θεωρία του Α. Σμιθ, αλλά απόλυτα συνειδητά. Α υτή η ιδιαιτερότητα
της μεθόδου του Ντ. Ρικάρντο, του έδοσε τη δυνατότητα να ξεπεράσει
κατά πολύ τις αντιφάσεις της οικονομικής θεωρίας του Α. Σμιθ, ο
οποίος δεν μπόρεσε να λύσει σωστά το πρ ό β λη μ α τη ς αφετηρίας της
οικονομικής επιστήμης. Η νέα μέθοδος του Ντ. Ρικάρντο σήμαινε
«κατηγορηματική ρήξη με την αντίφαση του Α. Σμιθ, που διαπερνά
τον εσωτερικό και εξωτερικό του τρόπο εξέτα σ η ς...» 2 Αυτό σήμαινε
ότι ο Ντ. Ρικάρντο έθεσε, σε σημαντικό βαθμό, τέρμα σ την αντιφατι-
κότητατων αφετηριακών σημείων της θεωρίας του Α. Σμιθ, στη μονό­
πλευρη προσέγγισή του των οικονομικών φαινομένω ν από θέσεις είτε
της συγκεκριμένης είτε της αφηρημένης εργα σία ς, ότι στη θεωρία
του Ντ. Ρικάρντο τον πρώτο ρόλο ά ρχισ ε να π α ίζει αυτή η τελευταία
προσέγγιση, προσανατολισμένη στην αποκάλυψ η της εσωτερικής
σύνδεσης των οικονομικών φαινομένων του καπιταλισμού.
Επομένως, η σημασία αυτής της μεθόδου του Ντ. Ρικάρντο, καθο­
ριζόταν από το γεγονός ότι αποτελούσε — αν και σε μη αναπτυγμένη
και γενικά όχι ικανοποιητικά αξιοποιημένη μορφ ή από τον Ντ. Ρι­
κάρντο —μια μέθοδο ανέλιξης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.
0 Ντ. Ρικάρντο αρχίζει την έρευνά του με τη ν ανάλυση του εμπορεύ­
ματος και κατόπιν εξετάζει τα οικονομικά φ α ινόμενα του καπιταλι­
σμού από την οπτική γωνία της αντισ τοιχία ς ή τη ς αναντιστοιχίας
τους προς την αρχή της εργασιακής αξίας. Κ αι η σύγκρουση αυτή με
το νόμο της αξίας των συγκεκριμένων σχέσεω ν τη ς καπιταλιστικής

I. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την ιπεραζΐα, μ έρ ο ς 2, σ ε λ . 193-194.


1 Στο ίδιο σελ. 197.

134
παραγωγής είναι, στην ουσία, για τον Ντ. Ρικάρντο, σαν αστό οικο­
νομολόγο, ειδική μορφή εφαρμογής της μεθόδου της ανέλιξης από το
αφηρημένο (εμπόρευμα, αξία) στο συγκεκριμένο (συσσώρευση κεφα­
λαίου, εμφάνιση της ατομικής γαιοκτησίας, της προσόδου, του κέρ­
δους, του μισθού εργασίας κλπ.).
Η μέθοδος του Ντ. Ρικάρντο του επέτρεψε να επιτύχει πολύ σοβα­
ρά επιστημονικά αποτελέσματα, συχνά εκπληκτικά για αστό οικονο­
μολόγο. Ο Ρικάρντο μπόρεσε, για παράδειγμα να ανακαλύψει τις οι­
κονομικές αντιθέσεις των βασικών τάξεων της αστικής κοινωνίας και
να τις διατυπώσει έτσι, όπως τις δείχνει «η εσωτερική της συνάφεια».
« Γ ι’ αυτό», γράφει ο Κ. Μαρξ, «στην πολιτική οικονομία κατανοεί­
ται από τη ρίζα του και αποκαλύπτεται ο ιστορικός αγώνας και το
προτσές ανάπτυξης.»1
Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι η παραπέρα ανάπτυξη της με­
θόδου του Ντ. Ρικάρντο στις συνθήκες εκείνες που στο στίβο της
ιστορίας άρχισε να εμφανίζεται η δημιουργούμενη νέα κοινωνική δύ­
ναμη — το βιομηχανικό προλεταριάτο — δεν ανταποκρινόταν στα
ταξικά συμφέροντα της κεφαλαιοκρατϊας, και γ ι’ αυτό και δεν μπο­
ρούσε να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια της αστικής πολιτικής οικο­
νομίας.
Κι ωστόσο, η μέθοδος του Ντ. Ρικάρντο απείχε πολύ από την τε­
λειότητα. Τη χαρακτήριζε όπως σημείωνε ο Κ. Μαρξ, επιστημονική
ανεπάρκεια, η οποία εκφράστηκε πριν α π ’ όλα στο μεταφυσικό τρό­
πο με τον οποίο προσέγγιζε ο Ντ. Ρικάρντο τα οικονομικά φαινόμε­
να. Ο Ρικάρντο δεν κατάλαβε ότι η απλή εμπορευματική παραγωγή
είναι η ιστορική προϋπόθεση για την εμφάνιση των καπιταλιστικών
σχέσεων. Γι ’ αυτό δεν μπόρεσε να δει την εμφάνιση και την ανάπτυ­
ξη των σχέσεων αυτών και τον ιστορικά παροδικό τους χαρακτήρα.
Στις εμπορευματικές σχέσεις έβλεπε μόνο την κοινή βάση των καπι­
ταλιστικών σχέσεων, αλλά όχι την αφετηριακή ιστορική τους βάση.
Από τις δυο αλληλένδετες πλευρές του νόμου της αξίας — την ιστο­
ρική και τη λειτουργική — ο Ρικάρντο στέκεται μόνο στην τελευ­
ταία. Γ ι’ αυτό αρκείται σε κείνο που φέρνει σε σύγκρουση τις πιο
αναπτυγμένες σχέσεις της καπιταλιστικής παραγωγής με το νόμο της
αξίας. Αυτό τον οδηγεί στην ταύτιση οικονομικών κατηγοριών δια­
φορετικών μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα της αξίας και της τρο­
ποποιημένης μορφής της, της τιμής παραγωγής.
Αλλη βασική έκφραση της επιστημονικής ανεπάρκειας της μεθό­
δου του Ντ. Ρικάρντο, που αντανακλά την αστική του στενότητα,
είναι η αδυναμία του να εφαρμόσει με συνέπεια τη μέθοδο της αφαί­
ρεσης. Εκείνο που τον χαρακτηρίζει είναι η «λειψή δύναμη αφαϊρε-

1. Στο ίδιο, σελ. 194.

135
σης»1. Στο «... πρώτο κεφάλαιο», γράφει ο Κ. Μαρξ για το βασικό
έργο του Ρικάρντο, «δεν προϋποτίθεται μόνο η ύπαρξη εμπορευμάτων
—και δεν υπάρχει τίποτα άλλο που μπορεί να προϋποτεθεί, όταν εξε­
τάζεται η αξία σαν τέτια — αλλά και μισθός εργασίας, κεφάλαιο, κέρ­
δος, το ίδιο το γενικό ποσοστό του κέρδους και... οι διάφορες μορφές
του κεφαλαίου, όπως προκύπτουν από το προτσές κυκλοφορίας...»*'
Μια από τις αιτίες της επιστημονικής ανεπάρκειας της μεθόδου του
Ντ. Ρικάρντο βρίσκεται στο ότι δεν μπόρεσε να επεξεργασθεί μέχρι
τέλους την εργασιακή θεωρία της αξίας, και πριν απ ’ όλα τα προβλή­
ματα - κλειδιά που την ακολουθούν, πράγμα που επίσης ήταν αποτέ­
λεσμα της μεταφυσικής του θέσης, η οποία έκφραζε τον αστικό περι­
ορισμένο του ορίζοντα.
Σαν αστός οικονομολόγος ο Ντ. Ρικάρντο δεν ερευνά εκείνες τις
ειδικές κοινωνικές μορφές που παίρνει η εργασία, η οποία παράγει
το εμπόρευμα. Εξετάζοντας την καπιταλιστική μορφή παραγωγής
σαν αιώνια και μοναδικά δυνατή, ο Ντ. Ρικάρντο δεν κάνει διαχωρι­
σμό ανάμεσα στην εργασία σαν απαραίτητο όρο της υλικής παραγω­
γής γενικά, και σ ’ εκείνη την ειδική ιστορική μορφή της, την οποία
καίρνει όταν γίνεται πηγή αξίας του εμπορεύματος. Ο Ντ. Ρικάρντο
δεν ξεχωρίζει τις δυο βασικές πλευρές της εργασίας του εμπορευμα-
τοπαραγωγού: τη συγκεκριμένη εργασία, σαν πηγή της αξίας χρή­
σης του εμπορεύματος και την αφηρημένη εργασία, η οποία δημιουρ­
γεί την αξία του. Σημειώνοντας ότι ο Ντ. Ρικάρντο επικέντρωσε την
προσοχή του στο πρόβλημα του μεγέθους της αξίας, ο Κ. Μαρξ
έγραψε: ·0 Ρικάρντο λοιπόν δεν εξετάζει τη μορφή — τον ιδιαίτερο κα­
θορισμό της εργασίας σαν δημιουργού ανταλλακτικής αξίας ή σαν
κάτι που παρασταίνεται με ανταλλακτικές αξίες — το χαρακτήρα αυτής
της εργασίας. ΓΓ αυτό δεν κατανοεί τη συνάφεια αυτής της εργασίας
με το χρήμα...*
Η έλλειψη μιας διδασκαλίας για το διττό χαρακτήρα της εργασίας,
sou συνδέεται με την αστική στενότητα του Ντ. Ρικάρντο, μιας διδα­
σκαλίας που η κατανόησή της θα βάραινε σ τη ν κατανόηση όλης της
«ολιτικής οικονομίας, δεν επιτρέπει στην εργασιακή θεωρία της αξί­
ας να γίνει στα χέρια του Ντ. Ρικάρντο η αληθινά επιστημονική βά­
ση ερεύνησης του καπιταλισμού. Από δω πηγάζει και η ελλιπής επε­
ξεργασία ή τα λάθη στη λύση μιας σειράς βασικών οικονομικών

I. Ιτο ίδιο. σελ. 221


1 Στο ίδιο. σελ. 1%.
3. Στο ίδιο, σελ. 192. Πιο αναλυτικά, για τη θεωρία του χρήματος της κλασι­
κής σχολής, βλέπε επίσης: I) Α.Σ. ΓκαλτσΙνσκι, Μεθοδολογικά προβλήματα των
χρηματικών οχίοεων στα έργα του Κ. Μαρξ. Κίεβο, εκδ. «Βΐσα Σκόλα», 1979, σελ.
7-Jfr Β.Μ. Ουσόσκιν, θΜρ'αζ τοοχρήματος. Μ όσχα, εκδ. «Μισλ», 1976, σελ 104­
111.

U6
προβλημάτων: της διττής φύσης του εμπορεύματος σαν οικονομικού
κυττάρου της καπιταλιστικής κοινωνίας· της ανάπτυξης της αντύρα-
σης ανάμεσα στη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία, την
αξία χρήσης και την αξία- του διττού χαρακτήρα της καπιταλιστικής
διαδικασίας της παραγωγής· του μηχανισμού μεταφοράς της αξίας
των μέσων παραγωγής στο παρασκευαζόμενο εμπόρευμα, σε τεί^υ-
ταία ανάλυση, της προέλευσης και της ουσίας της υπεραξίας.
Το δεύτερο άλυτο κεντρικό πρόβλημα ήταν η μετατροπή της αξίας
σε τιμή παραγωγής. Μην μπορώντας να κάνει αφαίρεση των σχέσεων
του αναπτυγμένου καπιταλισμού κατά την ερεύνηση του προβλήμα­
τος της αξίας, ο Ντ. Ρικάρντο προϋποθέτει την ύπαρξη του γενικού
ποσοστού του κέρδους σαν κάτι το δοσμένο, που δεν απαιτεί ειδική
εξήγηση. Βλέπει ότι ο ανταγωνισμός καθορίζει τη «σχετική αξία» σε
τέτιο επίπεδο, που επιτρέπει κατά την αναπλήρωση του κόστους πα­
ραγωγής να δοθεί κέρδος, το οποίο να είναι ανάλογο με το ύψος του
τοποθετημένου κεφαλαίου. Επομένως, οι τιμές αποκλίνουν από την
αξία με τέτιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζουν την είσπραξη του γενι­
κού ποσοστού κέρδους. Ωστόσο, ο Ρικάρντο θεωρεί ότι η τέτιου εί­
δους απόκλιση είναι τυχαία, και δεν αντιφάσκει ουσιαστικά στο νό­
μο της αξίας, μια και όλες οι άλλες, κάπως μακροχρόνιες αλλαγές
της «σχετικής αξίας» πραγματοποιούνται όχι σαν αποτέλεσμα αλλα­
γών του ποσοστού κέρδους, αλλά σαν αποτέλεσμα των αλλαγών της
ποσότητας της εργασίας που είναι απαραίτητη για την παραγωγή του
εμπορεύματος. Αυτό το συμπέρασμα ικανοποιεί απόλυτα τον Ντ. Ρι­
κάρντο, μια και αντιστοιχεί στη γενική μεθοδολογική του αρχή για
αντιπαράθεση των σχέσεων του αναπτυγμένου καπιταλισμού με τον
καθορισμό της αξίας του εμπορεύματος από τη δαπανημένη για την
παραγωγή τους εργασία. ' Ετσι, αν και καθορίζει και περιγράφει την
τιμή παραγωγής, ο Ντ. Ρικάρντο, ωστόσο, τη συγχέει, την ταυτίζει
με την αξία του εμπορεύματος.
Με τη σειρά της, η μη κατανόηση της τιμής της παραγωγής, σαν
τροποποιημένης μορφής της αξίας του εμπορεύματος, έγινε αιτία μιας
σειράς λαθών της θεωρίας του Ντ. Ρικάρντο. Ο Ρικάρντο δεν μπόρεσε
να βασίσει απόλυτα επιστημονικά την εργασιακή θεωρία της αξίας,
και κάνοντας α π ’ αυτή μια σειρά εξαιρέσεις, δεν αποκάλυψε μέχρι
τέλους τους νόμους των συγκεκριμένων μορφών της υπεραξίας. Και
αυτή η σύγχυση της αξίας του εμπορεύματος με την τιμή της παρα­
γωγής, οδήγησε τον Ντ. Ρικάρντο στην άρνηση της απόλυτης γαιο­
προσόδου.
Καθοριστική ανεπάρκεια της ρικαρντιανής μεθόδου ανέλιξης από
το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, που έδειχνε καθαρά και την αστική
του στενότητα, ήταν η παραγνώριση από τον Ρικάρντο της μεθοδο­
λογικής σημασίας της θεωρίας της υπεραξίας. Ο Ρικάρντο δεν κατα­
λάβαινε αρκετά εκείνη τη βάση, που από την άποψή της θα έπρ»^πε

137
<
λ avaAiou ης *α*ιιαλισηκές σχέσεις παραγωγής. Δεν πλησίασε
ttjv κ«ι«νύφΐη jlhi καθοριστικού ρόλοι.· του νόμου της υπεραξίας
οίο <ΗΌΠ(μ*ί ιαν κ(.φ«ιλαΐϋκραιικών σχέσεων, δεν αποκάλυψε αυτόν
;ο νόμι> tat ό*ν ανάλυσε την καπιταλιστική οικονομία με αφετηρία
τη dtwfHu ιης ιπεραξίαν Λυτό δεν του επέτρεψε να διεισδύσει στην
>dta :ην owua ίων αστικών σχέσεων παραγωγής.
Και ι'ιμως, η μέθοδος ίου Ντ. Ρικάρντο αποτέλεσε βασικό σταθμό
ati|v tst;i;μγασω μιας πραγματικά επιστημονικής μεθόδου, γιατί ε-
ιιαριέχει στοιχειά της μεθόδου ανέλιξης από το αφηρημένο στο συ-
ίκίκριμίνυ. αοτής της μοναδικής μεθόδου, με βάση την οποία μπορεί
να όημιοΐιμγη&ί μια αρμονική επιστημονική θεωρία του καπιταλι-
ffutoi' συστήματος παραγωγής. Ακριβώς γ ι ’ αυτό, οι σύγχρονοι
αοτοί οικονομολόγοι μάχονται με τέτια μανία την εργασιακή θεωρία
τΐ£ φ ας του Ντ. Ρικάρντο.
Η συνεισφορά του Ντ. Ρικάρντο στην επεξεργασία της πολιτικής
οικονομίας, θεωρείται από αυτούς σαν απόλυτα άσχετη με τη θεωρία
tot της αςίας. «Το πιο βασικό λάθος», έγραψε ο αμερικανός οικονο­
μολόγος Ρ. Λέκατσμαν (R. Lekachman) για τον Ντ. Ρικάρντο, «ήταν
η ίλλαψη ενότητας (integration) μεταξύ της θεωρίας του της αξίας
και της θεωρίας της κατανομής.»1 Κατά τη γνώμη του Μιούρνταλ, ο
Nt. Ρικάρντο σημείωσε σοβαρές επιτυχίες στην επιστήμη όχι χάρη
στην εργασιακή θεωρία της αξίας, αλλά παρά και ενάντια στην ερ­
γασιακή θεωρία της αξίας, παρά και ενάντια στη μέθοδό του. Στην
ουσία, έλεγε ο Μιούρνταλ, στη διάλεξή του που προαναφέρθηκε, «Η
θεορία της αξίας του Ντ. Ρικάρντο», η θεωρία κατανομής του Ντ.
Ρικάρντο, που αποτελεί τη βασική του προσφορά στην πολιτική οι­
κονομία, εκπονήθηκε ανεξάρτητα από τη θεωρία του της αξίας. Το
«ριοτατικό αυτό, συνεχίζει ο Μιούρνταλ, μπορούμε να το θεωρή-
οουμε σαν επεξήγηση στη θέση του Κνουτ Βίξελ ότι ένας διάσημος
οικονομολόγος στέκεται πάντοτε πάνω από τη μέθοδό του.
Δεν είναι τυχαίο το ότι οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να
διαχαρίσουν τη θεωρία της αξίας του Ντ. Ρικάρντο από τη θεωρία
του της κατανομής. Γιατί, η ανάλυση της σφαίρας της κατανομής με
( Μ την εργασιακή θεωρία της αξίας, μπορεί να οδηγήσει στην κα­
τανόηση της βαθύτερης βάσης του ταξικού ανταγωνισμού της αστι­
κής κοινωνίας, της εκμεταλλευτικής της ουσίας.

I. R. Letoctmun. Λ History of Economic Ideas, σελ. 165 (υπογράμμιση Β.


Awndtttap}.

131
2. Ο NT. ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Η θεωρία της κατανομής δεν παίζει έναν συνηθισμένο ρόλο βίο
σύστημα του Ντ. Ρικάρντο. Η θεωρία αυτή είναι ακριβώς εκείνη κου
δείχνει πως ο Ρικάρντο εννοεί το αντικείμενο της πολιτικής οικονο­
μίας.
Στο βασικό θεωρητικό έργο — στις Αρχές της πολιτικής οικονομά
και της φορολογίας (1817) — ο Ντ. Ρικάρντο γράφει, έχοντας υκόψη
την κατανομή του κοινωνικού προϊόντος: «Ο καθορισμός των νόμων,
οι οποίοι διευθύνουν αυτή την κατανομή, είναι το κύριο καθήκον της
πολιτικής οικονομίας.»1Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, ο Ντ. Ρικάρντο
ξεκινά, στην πράξη, από τον καθοριστικό ρόλο της παραγωγής. Το
γεγονός ότι ο Ντ. Ρικάρντο θεωρεί την εργασιακή θεωρία της αξίας
σαν αφετηρία όλου του θεωρητικού του συστήματος, δείχνει ότι τη
βάση των οικονομικών διαδικασιών ο Ντ. Ρικάρντο τη βλέπει στην
παραγωγή, σ ’ αυτή τη μοναδική σφαίρα, όπου δημιουργούνται αξίες
και οι αξίες χρήσης των εμπορευμάτων.
Ο Ντ. Ρικάρντο δεν σκέφτεται καθόλου να εξαιρέσει από το αντι­
κείμενο της ανάλυσής του τα ζητήματα της παραγωγής υλικών αγα­
θών. Σε ένα από τα γράμματά του στον Τ. Μάλθους, ο Ντ. Ρικάρντο
έγραψε ότι το πιο δύσκολο, και ίσως το πιο βασικό, τμήμα της πολι­
τικής οικονομίας είναι τα προβλήματα της «ανάπτυξης του πλούτου
της χώρας» και οι «νόμοι σύμφωνα με τους οποίους κατανέμεται το
αυξανόμενο της προϊόν».2
Ποιο είναι, λοιπόν, σ ’ αυτήν την περίπτωση, το πραγματικό πε­
ριεχόμενο του ορισμού του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας,
που έδοσε ο Ντ. Ρικάρντο;
Ό πω ς είναι γνωστό, οι σχέσεις παραγωγής εκφράζονται καθαρό­
τερα στις σχέσεις των τάξεων, και αυτές οι τελευταίες εμφανίζονται
ιδιαίτερα ανάγλυφα στις αντιθέσεις αυτών των τάξεων στα ζητήματα
της κατανομής, δεδομένου ότι αυτή ακριβώς η πλευρά των σχέσεων
παραγωγής θίγει με τον πιο άμεσο τρόπο τα υλικά συμφέροντα των
ανθρώπων. Η απότομη όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, την ο«ο1α
προκάλεσε η βιομηχανική επανάσταση, που σύγχρονός της ήταν ο
Ντ. Ρικάρντο, εκφράστηκε πιο συμπυκνωμένα στην πάλη των τάξεων
για την αύξηση του μεριδίου τους από το εθνικό εισόδημα.
Ακριβώς γ ι ’ αυτό ο Ντ. Ρικάρντο, που προσπάθησε να μελετήσει
την παραγωγή όχι αυτή καθαυτή, αλλά στην καθορισμένη της κοι­
νωνική μορφή, στο σύστημα των σχέσεων παραγωγής, βλέπει το α­
ντικείμενο της πολιτικής οικονομίας στη σφαίρα της κατανομής. Στα
1. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. I, σελ. 30. Μόσχα. 1961, σελ. 30.
2. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. 5, Μόσχα, 1961. σελ. 80.

139
iMawtuxn ton HOs-iajy, « . uyifpu* IJll Γ) HUTU*
νομή imv κροιύντβν οτην κοινιβνία εξαρτάται καθοριστικά αχώ την
ΜΒανομή uio«v χαραγωγής, χου καθορίζει το χαρακτήρα ton
tpitaiv xapejNwfe, ο Κ. Μαρξ έγραψε: «Ο Ρικάρντο, ο οποίος *ρυ-
οφΜΝββ να καταλάβει ti| βύγχρονη παραγωγή στην καθορισμένη
tiK Μπν#νι*ή δομή και ο υχοίος είναι ο par excellence1 οικονομολύ-
ΐτυς τιχ *αραγ<ι>γής, ακριβώς γι' αυτό ανακηρύσσει σαν το χραγμα-
ιικό (Μμα ι»κ σύγχρονης πολιτικής οικονομίας όχι την χαραγωγή,
αλλα την κατανομή.»' Και σε άλλο σημείο σημειώνει: «ΓΓ αυτό τέ-
«μμ οικονομολόγοι, όΐΜς ο Ρικάρντο, οι οποίοι κυρίως κατήγορου-
«αι ότι t^yt ατρέψυυν την χροσοχή τους μ όνο στην χαραγωγή, κα·
βύρ<αν π>ν κατανομή οαν το μοναδικό αντικείμενο της πολιτικής
οικονομίας, γιατί αυτοί αχό ένστικτο θεωρούσαν τις μορφές της κα­
τανομής οαν την χιο ακριβή διατύπωση, στην οποία παγιώνονται οι
βυνηλεοτές της παραγωγής σε μια δοσμένη κοινωνία.»’
λνιά βήμαίνιι ότι οτον Ντ. Ρικάρντο μόλις διαφαίνεται η προσπά­
θειανα fo|*pMno0v οι σχέσεις παραγωγής από όλα τα φαινόμενα
της κοινωνικής ζ»ής και να ανακηρυχθούν αντικείμενο της πολιτι­
κήςοικονομίας.
Παρ' όλ' αυτά, χρόκειται για ένα μεγάλο βήμα εμπρός, στην επι-
«ημονική ερμηνείατου αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας, που
ofcftci ατην κατανόηση της κοινωνικής μορφής της παραγωγής σαν
ηβικούφαινομένου. Η παραπέρα επιστημονική ανάλυση σ’ αυτή την
κατεύθυνση θαοδηγούσε στην κατανόηση του αντικειμενικού προσ-
διοριομού της κοινβνικοϊστορικής διαδικασίας, πράγμα που θα δη­
μιουργούσε άμεσο κίνδυνο για τα αστικά ταξικά συμφέροντα. Ωστό-
οο, η ιστορική, και κυρίως η ταξική, στενότητα του Ντ. Ρικάρντο
δεντου εχέτρεψε να λύσει επιστημονικά αυτό το πρόβλημα. Με μια
ορισμένηέννοια, μπορούμε να πούμε ότι ο Ρικάρντο ταυτίζει το σύ­
νολο«*ν οχέοεαν παραγωγής με τις σχέσεις κατανομής, περιορίζο­
νταςέϊβι ταπλαίσια του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας. Δεν
κατόρθασε ναδει τις χαραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων σαν ειδικό
κοινανικό φαινόμενο και να επεξεργαστεί αυτή την κατηγορία. Δεν
μχόρεσε να ανακαλύψει την εξάρτηση του συστήματος των σχέσεων
καραγνγής αχό το εχίπεδο της. ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμε­
ων, και. εχομένας, τον νομοτελειακό, τον ιστορικά παροδικό τους χα­
ρακτήρα. *
Η αξίβση του Ντ. Ρικάρντο να χρησιμοποιήσει την εργασιακή
θοιρ«ατηςαξίαςστην ανάλυση της κατανομής, εξέφραζε στην ουσία
τηνκροσχάθειάτου να χρησιμοποιήσει στην πράξη τη μέθοδο ανέ-

1. to γαλλικά: κατεξσχήν.
Ζ Κ. Mm. F. Engrb. Wtrkt. τόμ. 4Ζ σελ. 31.
1 Ο χ .ο ε λ . 30.

ΜΙ
λι^ιν; aw τυ ι*ψημημ*.νυ στο συγκεκριμένο στην cprivfpu\ τον 9ν-
στήμβτος <»ν σχέοιων παραγ<*γ$ς του καπιταλισμού1. Ακριβώς γΓ
αυτό είναι τόοο ομόθυμη η προσπάθβιο των σύγχρονων ασιών οικο­
νομολόγων να ακοκόφουν τη βαβρία της αξίας του Ντ. Ρικάρντο «βό
τη θεωρία του της κατανομής, να δόοουν στην τελευταία, μια στενή
και περιορισμένη ερμηνεία- «Ο Ρικάρντο upιορίζει το ενδιαφέρον
του και κατευθύνει τη συζήτηση στα ζητήματα «ου αφορούν την κα­
τανομή του πλούτου και των αρχών που βρίσκονται στη βάση της»,
γράφει ο αμερικανός αστός ιστορικός της πολιτικής οικονομίας · .
Νεφ· «Ο Σμιθ δεν περιορίζει τον εαυτό του με τέτιο τρόκο- αντίθε­
τα, επιχειρεί μια πολύ επιτυχημένη προσπάθεια να περιλάβει στα
πλαίσια ενός ενιαίου ορίζοντα την άπειρη πολυμορφία του οικονομι­
κού κόσμου.»2
Ωστόσο η υπηρεσία του Ντ. Ρικάρντο βρίσκεται ακριβώς στην
κροσπάθειά του να αναλύσει την πιο γενική, εσωτερική βάση όλου
του συστήματος των καπιταλιστικών σχέσεων. Μια ορισμένη έλξη
που ασκεί η θεωρία του Α. Σμιθ στη χυδαία οικονομία, εξηγείται αχό
τις βαθιές αντιφάσεις τόσο της μεθόδου έρευνας, όσο και από τις θεω­
ρητικές απόψεις οι οποίες περιέχουν όχι λίγα αντιεπιστημονικά στοι­
χεία, καθώς και από την αδυναμία του Α. Σμιθ να βρει τη μοναδική
επιστημονική αφετηρία για την ανάλυση του καπιταλιστικού συστή­
ματος.
Οι αστοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η εργασιακή θεωρία
της αξίας εμποδίζει τον Ντ. Ρικάρντο στην έρευνά του του καπιταλι­
σμού . Ωστόσο, η ίδια επεξεργασία αυτής της θεωρίας, η ανάπτυξή
της στα έργα του Ντ. Ρικάρντο, σήμαιναν ανάλυση των βασικότερων
και συνθετότερων διαδικασιών της καπιταλιστικής οικονομίας. Και
ακριβώς το γεγονός ότι ο Ντ. Ρικάρντο ήταν ο πρώτος οικονομολό­
γος, που έθεσε συνειδητά στη βάση των ερευνών του την εργασιακή
αρχή, προκαθόρισε το ανώτατο επιστημονικό επίπεδο της θεωρίας
του Ντ. Ρικάρντο, το οποίο δεν ξεπέρασαν οι άλλοι αστοί οικονομο­
λόγοι.

1. «... Ο Ρικάρντο, αναλύοντας την κατανομή», typatyt ένας αχό τους ερευνη­
τές της θεωρίας του Ρικάρντο, ο Β. Τσερνασιόφ. -εννοούσε την καπιταλιστική
παραγωγή στην ουσία της.» (Β.Ρ. Τσερνισιό?, Ο Ρικάρντο και ο Μ βψξ, Atviv-
γκραντ, 1925, σελ. 26. ’
2. F. Neff, EconomicDoctrines. New York, 1950. σελ. 157.
3. Στο ίδιο, σελ. 157.

141
Η υπηρεσία του Ντ. Ρικάρντο σ υ νίσ τα τα ι, π ρ ιν από όλα, στο ότι,
με πολύ μεγαλύτερη συνέπεια α π ’ ό ,τι ο Α. Σμιθ, επεξεργάστηκε τη
θέση ότι η εργασία που δαπανάται γ ια τη ν παραγω γή ενός εμπορεύ­
ματος, είναι η ουσία της αξίας και ο ρ υθμ ισ τή ς του μεγέθους της. 0
Ρικάρντο εξέτασε μια ολόκληρη σ ειρ ά απλουστευτικώ ν, χυδαίων ερ­
μηνειών της αξίας και τις απέρριψε τη μ ια μετά τη ν άλλη.
0 Ρικάρντο απέρριψε την α ντιεπ ισ τη μ ο νικ ή παραλλαγή της θεω­
ρίας της αξίας του Α. Σμιθ, την άποψή του ότι η αξία των εμπορευμά­
των καθορίζεται από τα εισοδήματα των διαφ όρω ν τάξεων της κοινω­
νίας, αν και δεν ξεπέρασε ο λο κ λη ρ ω τικ ά το ονομαζόμενο «δόγμα
Σμιθ».
Πρακτικά ο Ντ. Ρικάρντο α πορρίπτει και τη θεωρία που ανακη­
ρύσσει πηγή αξίας των εμπορευμάτων τη σ π α ν ιό τη τά τους, αν και
από πρώτη ματιά φαίνεται ότι υ π ο σ τη ρ ίζει αντίθετη θέση. Στην πραγ­
ματικότητα, στα έργα του Ντ. Ρ ικάρντο διαβάζουμε: «Τα εμπορεύμα­
τα που έχουν ωφελιμότητα, αντλούν τη ν α ντα λλα κ τικ ή τους αξία από
δυο πηγές: από τη σπανιότητά τους και από τη ν ποσότητα εργασίας,
που απαιτείται για την παραγωγή τους.»1
Ωστόσο, τον πρώτο συντελεστή ο Ντ. Ρ ικ ά ρ ντο τον ανάγει απο­
κλειστικά στα μη αναπαραγόμενα αγαθά (στα σ πά νια αγάλματα, πί­
νακες, βιβλία, νομίσματα κλπ.). «Αλλά, σ τη μάζα των εμπορευμάτων
που κάθε μέρα ανταλλάσσονται στην αγορά», γράφει ο Ντ. Ρικάρντο,
«τέτια εμπορεύματα αποτελούν πολύ α σ ή μ αντο ποσοστό. Η συντρι­
πτική μάζα όλων των αγαθών... π α ρέχονται από τη ν εργασία...
»Να γιατί, όταν μιλάμε για εμπορεύματα, για τη ν ανταλλακτική
τους αξία και τους νόμους που ρυθμίζουν τις σ χετικ ές τιμές τους,
εννοούμε πάντοτε τέτια μόνο εμπορεύματα που η ποσότητά τους
μπορεί να αυξηθεί με την ανθρώπινη ερ γα σ ία και που στην παραγω­
γή τους η δράση του ανταγωνισμού δεν π ερ ιο ρ ίζετα ι από τίποτε.»2
Εννοείται ότι η σπανιότητα δεν α ποτελεί π η γή αξίας των αγαθών
που δεν αναπαράγονται, για τον απλούστατο λό γο ό τι αυτά τα τελευ­
ταία δεν έχουν αξία, και επιπλέον η α ξία τω ν εμπορευμάτων δεν κα­
θορίζεται από τη ζήτηση και την πρ ο σ φ ο ρ ά (εξάλλου, η «σπανιότη­
τα» ενός εμπορεύματος δεν είναι τίποτε ά λλο, παρά η υπέρβαση της
ζήτησης πάνω στην προσφορά του). Τ α μη αναπαραγόμενα αγαθά
είναι επιμέρους εμπορεύματα, ανεπανάληπτα δημιουργήμ ατα καλλι­
τεχνών. Και εξαιτίας αυτού, η ατομική ερ γα σ ία που δαπανήθηκε για
την κατασκευή τους δεν μετατρέπεται σ ε κ ο ινω νικ ά αναγκαία, δεν

1. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. 1, σελ. 33.


1 Ό.κ., σελ. 34.

142
γίνεται αξία. Η δαπάνη εργασίας για την παραγωγή τέτιων εμπορευ­
μάτων δεν ρυθμίζει την ανταλλαγή τους με άλλα εμπορεύματα1. Ταυ­
τόχρονα, αυτά τα αγαθά, στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγω­
γής εμφανίζονται σαν εμπορεύματα που έχουν τιμή (και μάλιστα μο­
νοπωλιακή)2. Ο Ντ. Ρικάρντο δε, παρουσιάζει σαν πηγή της «αξίας»
τους έναν από τους συντελεστές (και συγκεκριμένα, τη σπανιότητα),
που επιδρούν στην τιμή αυτών των εμπορευμάτων.
Απόλυτα σωστά, ο Ντ. Ρικάρντο θεωρεί ότι και η ωφελιμότητα των
εμπορευμάτων, δηλαδή η αξία χρήσης τους, δεν είναι η πηγή της
αξίας τους. «Η ωφελιμότητα των πραγμάτων», έγραψε ο Ντ. Ρικάρ­
ντο, «αποτελεί, αναμφίβολα, τη βάση της αξίας, αλλά ο βαθμός της
ωφελιμότητας δεν μπορεί να είναι το μέτρο της αξίας. Έ ν α εμπόρευ­
μα που παράγεται με μεγαλύτερη δυσκολία, θα είναι πάντοτε ακριβό­
τερο από ένα εμπόρευμα που παράγεται με μεγαλύτερη ευκολία, ακό­
μη και αν όλοι οι άνθρωποι συμφωνούσαν απόλυτα ότι το τελευταίο
είναι ωφελιμότερο από το πρώτο.»3 Η σκέψη αυτή διατυπώνεται ακό­
μα καθαρότερα στο κύριο έργο του Ρικάρντο: «... Η ωφελιμότητα δεν
είναι μέτρο της ανταλλακτικής αξίας, αν και, ουσιαστικά, είναι απα­
ραίτητη γ ι ’ αυτή την τελευταία.»4 Ασκώντας κριτική στη θεωρία του
Ζ.Μπ.Σε για την ωφελιμότητα ως ρυθμιστή της αξίας των εμπορευμά­
των, ο Ντ. Ρικάρντο επιχειρηματολογεί ως εξής τη θέση του: «Αυτό
θα ήταν σωστό αν η αξία των εμπορευμάτων ρυθμιζόταν μόνο από
τους αγοραστές.»
Ωστόσο η μη ανάπτυξη της θεωρίας της αξίας του Ντ. Ρικάρντο,
και κυρίως η απουσία διδασκαλίας για τον διττό χαρακτήρα της ερ­
γασίας, δεν του επέτρεψε να λύσει κάπως ολοκληρωμένα το βασικό
πρόβλημα του συσχετισμού της αξίας και της αξίας χρήσης, να ανα­
καλύψει την αιτία της αντιθετικής τους κίνησης στις συνθήκες αύ­
ξησης της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, αν και δίνει την πε­
ριγραφή αυτού του φαινομένου.
Παρ ’ όλα αυτά, η σωστή στο σύνολό, της προσέγγιση του προβλή­
ματος, επέτρεψε στον Ντ. Ρικάρντο να ανακαλύψει το αβάσιμο και
της θεωρίας της «υποκειμενικής αξίας» (πολυτιμότητας). « Ό τα ν λέ­
με», έγραψε ο Ντ. Ρικάρντο σε ένα από τα γράμματά του στον Τ.
Μάλθους, «ότι η αξία πρέπει να μετριέται με την ευχαρίστηση που

1. Οι νομοτέλειες της διαμόρφωσης των τιμών στα αναπαραγόμενα και στα μη


αναπαραγόμενα έργα τέχνης είναι διαφορετικές, και η αντικατάσταση των πρώ­
των από τα δεύτερα γίνεται, κατά κανόνα, με το θάνατο του καλλιτέχνη.
2. Ο Ντ. Ρικάρντο παγιώνει, ως ένα βαθμό, αυτό το γεγονός, υποδείχνοντας
ότι η ποσότητα αυτών των εμπορευμάτων δεν μπορεί να αυξηθεί με την εργασία,
και στην παραγωγή τους δεν υπάρχει ο ελεύθερος ανταγωνισμός.
3. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. 5, σελ. 363' επίσης τόμ. I, σελ. 33.
4. Ό .π ., τόμ. 1, σελ. 33.

143
αισθάνεται ο κάτοχος ίου εμπορεύματος από τη χρησιμοποίησή του,
είμαστε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μακριά από το να έχουμε
ένα μέτρο της αξίας, δεδομένου ότι δυο άνθρωποι μπορούν να ευχα­
ριστηθούν ολότελα διαφορετικά ο καθένας, από τη χρησιμοποίηση
ενός και του αυτού αντικειμένου.»1Δεν βρίσκεται μήπως εδώ μια από
τις αιτίες της τόσο πεισματικής πάλης που οι σύγχρονοι αυτοί οικο­
νομολόγοι — στην πλειοψηφία τους κήρυκες της υποκειμενικής θε­
ωρίας της αξίας — διεξάγουν ενάντια στη θεωρία του Ντ. Ρικάρντο;
Αφού απέρριψε τις αντιεπιστημονικές ερμηνείες της αξίας, ο Ντ.
Ρικάρντο προώθησε, πολύ πιο πέρα από τον Α. Σμιθ, την επεξεργα­
σία της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Κατά τον Ντ. Ρικάρντο, η
εργασία που δαπανήθηκε για την παραγωγή του εμπορεύματος, απο­
τελεί την ουσία (τη βάση) της αξίας του, και η ποσ ότητα αυτής της
εργασίας καθορίζει το μέγεθος αυτής της αξίας. «... Η εργασία»,
έγραφε ο Ντ. Ρικάρντο, «είναι η βάση κάθε αξίας και... η σχετική
ποσότητά της καθορίζει την αποκλειστική σχεδό ν αξία των εμπο­
ρευμάτων..,»: Σε διάκριση από τον Α. Σμιθ, ο Ντ. Ρικάρντο κάνει
διαχωρισμό ανάμεσα στην ανταλλακτική και σ τη ν απόλυτη αξία,
στην αξία αυτή καθαυτή, την οποία καθορίζει με βάση την εργασία.
«... Τη σημερινή ή τη χθεσινή σ χετικ ή αξία των εμπορευμάτων»
έγραψε ο Ντ. Ρικάρντο, «καθορίζει η σ υγκριτική τους ποσότητα, την
οποία παράγει η εργασία και όχι οι συγκριτικές ποσότητες, οι οποίες
δίνονται στον εργάτη σε αντάλλαγμα για τη ν εργα σ ία του.»3 Το μέ­
γεθος της αξίας του εμπορεύματος εξαρτάται, έτσι, από τη ν ποσότητα
αυτού του εμπορεύματος, που παράγεται στη μονάδα χρόνου, ή, με
άλλα λόγια, από την ποσότητα του χρόνου εργασίας που αντιστοιχεί
στη μονάδα του εμπορεύματος4.

I. Παρατίθεται από: Β.Ρ. Τσερνισιόφ, Ρικάρντο και Μαρξ, σελ. 37.


1 Ντ. Ρικάρντο, Εργα, τόμ. 1, σελ. 40.
3. Ό.π., σελ. 38.
4, Ενδιαφέρουσα εκδήλωση της ιδεολογικής πενιχρότητας μερικών σύγχρο­
νον οστών κριτικών του Ντ. Ρικάρντο, αποτελεί η προσπάθεια — με πρόφαση
την επακρίββση της ορολογίας — να αντικατασταθεί η εργασιακή θεωρία της
αξίας αχό την απολογητική θεωρία των συντελεστών παραγωγής. «... Η ατυχής
επιλογή λέξεων», γράφει ο Φ. Νεφ για τις οικονομικές απόψεις του Ντ. Ρικάρντο,
«μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, αντιφάσεις και ανταγω νισμό σ τη ν συζήτηση.
Γιο παράίειγμα... αντί να πούμε ότι η εργασία παράγει όλες τις αξίες, θα ήταν
καλύτερο να πούμε ότι η εργασία, όταν αυτή χρ η σ ιμ οπ οιείτα ι σ τη ν παραγωγή
idea at ευνοϊκές συνθήκες, δηλαδή μέσα σε υπέροχες φυσικές συνθήκες που
ταιριάζουν απόλυτα στα βασικά αγαθά, είναι πιο παραγωγική, από ό,τι σε λιγότε­
ρο ευνοϊκές συνθήκες. Για έναν πρακτικό άνθρωπο, ο ισ χυρ ισ μ ός ό τι η φύση και
το κεφάλαιο δεν είναι παραγωγικά, αντιφάσκει στα γεγονότα και γίνεται αιτία να
vuboci έναν συγκλονισμό» (F. Neff, Economic Doctrines, σελ. 168-169). Και στις
μέρες μας, όπ»ς και στην εποχή του Μαρξ, η χυδαία ο ικονομία συστηματοποιεί.

144
Ο Ντ. Ρικάρντο, όταν χρησιμοποιεί την ποσοτική μέθοδο έρευνας,
επικεντρώνει την προσοχή του κυρίως στην ανάλυση των ποσοτικών
σχέσεων των εμπορευμάτων κατά την ανταλλαγή, στην ανάλυση της
ανταλλακτικής (της σχετικής, κατά την ορολογία του) αξίας. «... Η
ανάλυση στην οποία θέλω να επιστήσω την προσοχή των αναγνω­
στών», γράφει ο Ντ. Ρικάρντο στην αρχή της έρευνάς του, «θέτει σαν
σκοπό να ερευνήσει την επίδραση των αλλαγών όχι της απόλυτης,
αλλά της σχετικής αξίας των εμπορευμάτων...»1 Η επικέντρωση της
προσοχής στην ανταλλακτική αξία, που αποτελεί μορφή αξίας, στά­
θηκε ένα από τα βασικότερα εμπόδια στην επιστημονική ανάλυση.
Γιατί εμπόδισε την κάπως σε βάθος ερεύνηση της αξίας του εμπορεύ­
ματος αυτή καθαυτή, εμπόδισε να κατανοηθεί η ιδιαιτερότητα της
εργασίας που παράγει αξία, εμπόδισε να γίνει αντιληπτή η πραγματι­
κή σχέση ανταλλακτικής αξίας και αξίας, καθώς και ο νόμος κίνη­
σης του μεγέθους της αξίας κλπ.
Αν και δεν αποκάλυψε τη διττή φύση της εργασίας που παράγει το
εμπόρευμα, ο Ντ. Ρικάρντο, ωστόσο, σε διάκριση από τον Α. Σμιθ,
αφαιρείται πιο ολοκληρωμένα από τον κλάδο όπου διεξάγεται η ερ­
γασία. Η εργασία, σύμφωνα με τον Ντ. Ρικάρντο, σε όλους τους κλά­
δους της παραγωγής εμφανίζεται στο ίδιο μέτρο σαν πηγή αξίας. Οι
διαφορές που παρουσιάζει η κλαδική ιδιαιτερότητα της εργασίας δεν
αποτελούν, επομένως, εμπόδιο στον καθορισμό της αξίας με βάση
την εργασία. Μια τέτια τοποθέτηση του ζητήματος σημαίνει ένα
ορισμένο βήμα προς τα εμπρός στην προσέγγιση του προβλήματος
της αφηρημένης εργασίας. Γιατί, κατά τον Α. Σμιθ, η εργασία στην
αγροτική οικονομία είναι πιο παραγωγική (εφόσον εκεί, μαζί με το
κέρδος, δημιουργείται ακόμη και πρόσοδος), από ό,τι στη βιομηχα­
νία.
Από γενικότερη άποψη ο Ντ. Ρικάρντο ερμηνεύει σωστά το μέγε­
θος της αξίας του εμπορεύματος, ορίζοντας ότι η αξία ενός εμπορεύ­
ματος καθορίζεται από την ποσότητα της δαπανημένης για την πα­
ραγωγή του εργασίας. «Αν η ανταλλακτική αξία των εμπορευμά­
των», έγραψε ο Ντ. Ρικάρντο, «καθορίζεται από την ποσότητα της
εργασίας που έχει ενσωματωθεί σ ’ αυτά, τότε κάθε αύξηση αυτής της
ποσότητας πρέπει να αυξάνει την αξία εκείνου του εμπορεύματος για
το οποίο ξοδεύεται εργασία, και κάθε μείωσή της να μειώνει την αξία
του.»' Σ ’ αυτή τη γενική ερμηνεία διαφαίνεται το γεγονός ότι ο Ντ.
Ρικάρντο κατανοεί την εξάρτηση του μεγέθους της αξίας από το επί­
πεδο ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας.

γενικεύει, τις ρηχές αντιλήψεις οι οποίες κυκλοφορούν ανάμεσα στους «πρακτι­


κούς ανθρώπους», στους αστούς.
1. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. 1, σελ. 41.
2. Ντ. Ρικάρντο. Έργα. τόμ. I. σελ. 35.

145
Κατά την ερεύνηση του νόμου της αξίας ορθώ θηκε εμπρός στον
Ντ. Ρικάρντο, σαν οικονομολόγο της επ ο χή ς της βιομηχανικής
επανάστασης, το ερώτημα: Από ποιες όμως δαπάνες εργασίας ρυθμί­
ζεται η αξία του εμπορεύματος; Γιατί οι δαπάνες του μικροβιοτέχνη,
του εργάτη στη μανουφακτούρα ή του εργάτη στη φάμπρικα, διαφέ­
ρουν τόσο μεταξύ τους. Ο Ρικάρντο κ ατέληξε στο συμπέρασμα ότι η
αξία του εμπορεύματος ρυθμίζεται ό χι από τη ν εργα σ ία εκείνη που
πήγε άμεσα για την κατασκευή του, αλλά από τη ν εργασία η οποία
είναι απαραίτητη για την παραγωγή του δοσμένου εμπορεύματος στις
χειρότερες συνθήκες παραγωγής.
Επομένως και η διαφορά στην παραγω γικότητα τη ς εργασίας, που
υπάρχει μεταξύ των παραγωγών, δεν α ντιφ άσκει σ το ν καθορισμό της
αξίας με την εργασία. «Η ανταλλακτική α ξία όλω ν των εμπορευμά­
των», έγραψε ο Ντ. Ρικάρντο, «είτε είναι αυτά β ιομ η χα νικ ά ή ορυκτά
προϊόντα, είτε είναι γεωργικά προϊόντα... ρυθμίζεται από τη μεγαλύ­
τερη ποσότητα εργασίας που δαπανάται α να γκ α σ τικ ά για την παρα­
γωγή εμπορευμάτων, από εκείνους οι ο π οίοι... συνεχίζουν να παρά­
γουν κάτω από τις δυσμενέστερες συνθήκες· και ως τέτιες συνθήκες, νο­
ούνται εκείνες στις οποίες είναι αναγκαίο να γ ίν ετα ι η παραγωγή,
ώστε να παραχθεί η απαραίτητη ποσότητα π ρ ο ϊό ν το ς.» 1
Σ’ αυτή τη μορφή ο Ντ. Ρικάρντο προσ εγγίζει στο διαχωρισμό της
ατομικής και της κοινωνικά αναγκαίας εργασ ίας, που έπαιξε σημα­
ντικό ρόλο τόσο στην ίδια την οικονομική θεω ρία του Ντ. Ρικάρντο,
όσο και γενικά στην ανάπτυξη της οικονομικής επισ τή μ η ς, αν και η
λύση που έδοσε στο πρόβλημα, απέχει πολύ από το να είναι πλήρης
και ακριβής. Και πραγματικά, σαν ρυθμιστής τη ς αξία ς του εμπορεύ­
ματος παρουσιάζονται οι ατομικές δαπάνες εργασία ς σ τις χειρότερες
συνθήκες παραγωγής. Ο Ντ. Ρικάρντο, επομένως, δεν καταλαβαίνει
τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας σαν πη γή τη ς αξίας. Κάτι
παραπάνω, η ποσοτική πλευρά του ζητήματος αυτού, λύθηκε από τον
Ρικάρντο, όσον αφορά τα βιομηχανικά προϊόντα, κατά τρόπο λαθεμέ­
νο. Χωρίς καμιά απολύτως βάση επεκτείνει τις ιδιαιτερότητες της δια­
δικασίας της διαμόρφωσης των τιμών στον κλάδο της αγροτικής οι­
κονομίας σε όλους τους κλάδους της παραγω γής, και, συνεπώς, δεν
αποκαλύπτει την πραγματική εξάρτηση του μεγέθους τη ς αξίας των
βιομηχανικών εμπορευμάτων από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγω­
γικών δυνάμεων.
Παρ’ όλα αυτά, στο σημείο αυτό ο Ντ. Ρικάρντο έκανε ένα βασικό
βήμα εμπρός στη λύση του προβλήματος, που είχε τεθεί ακόμη από
τον Πέτι και που έχει ουσιαστική σημασία για το ξεπέρασμα του
εμπορευματικού φετιχισμού στην προσέγγιση των φαινομένων της
εμπορευματικής παραγωγής, και συγκεκριμένα του προβλήματος του

1. Ντ. Ρικάρντο, Εργα, τόμ. I, σελ. 69.


διαχωρισμού της ατομικής και της κοινωνικής αξίας των εμπορευμά­
των και των πηγών της. Θυμίζουμε ότι στο πρόβλημα αυτό προσέ-
κρουσε για πρώτη φορά ο Πέτι, που ανακάλυψε εμπορεύματα, για
τα οποία δεν είχε δαπανηθεί καμιά ατομική εργασία, αλλά τα οποία
ωστόσο, πωλούνται στην αγορά όπως και όλα τα άλλα εμπορεύματα,
στις ίδιες με εκείνα τιμές (για παράδειγμα, τα ζώα που μεγάλωσαν σε
φυσικές συνθήκες, χωρίς καμιά δαπάνη ανθρώπινης εργασίας, οι
έτοιμοι κόκκοι χρυσού κλπ.).
Κάτω από την επίδραση της βιομηχανικής επανάστασης, που προ-
κάλεσε τη συσσώρευση σημαντικών κεφαλαίων σε παραγωγική μορ­
φή, ο Ντ. Ρικάρντο, για πρώτη φορά, έθεσε το πρόβλημα της μετα­
φοράς της αξίας από τα εργαλεία εργασίας, στο κατασκευαζόμενο
εμπόρευμα. Η ονομασία του τρίτου μέρους του πρώτου κεφαλαίου του
κύριου έργου του Ντ. Ρικάρντο, συνοψίζει αυτή την ιδέα: «Στην αξία
των εμπορευμάτων επιδρά όχι μόνο η εργασία που χρησιμοποιείται
άμεσα σ ’ αυτά, αλλά και η εργασία που δαπανήθηκε για τα εργαλεία,
τα όργανα και κτίρια, που βοηθούν αυτή την εργασία.»1 Και δεν εί­
ναι τυχαίο ότι ο Α. Σμιθ, σαν οικονομολόγος της μανουφακτουρικής
βαθμίδας του καπιταλισμού, δεν πρόσεξε τη διαδικασία της μεταφο­
ράς της αξίας από τα μέσα παραγωγής στο εμπόρευμα.
Η αποσαφήνιση αυτού του προβλήματος είχε τεράστια σημασία. Ο
Ντ. Ρικάρντο έδειξε ότι τα εργαλεία εργασίας δεν δημιουργούν νέα
αξία. Η δική τους αξία, η οποία είναι αποτέλεσμα της προηγούμενης
εργασίας, μεταφέρεται στο εμπόρευμα. Έ τ σ ι ο Ντ. Ρικάρντο τάχθη­
κε αποφασιστικά ενάντια στην απολογητική θεωρία της «παραγωγι­
κότητας του κεφαλαίου» που είχε ανακηρύξει το κεφάλαιο πηγή του
βιομηχανικού κέρδους, και έδοσε βαθύτερη, α π ’ ό,τι ο Α. Σμιθ, τεκ­
μηρίωση της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Έ φ τασε στο συμπέρα­
σμα ότι στις συνθήκες του καπιταλισμού (και όχι μόνο στην απλή
εμπορευματική οικονομία, όπως υπέθετε ο Α. Σμιθ), η αξία καθορίζε­
ται από την εργασία που δαπανήθηκε για την παραγωγή του εμπορεύ­
ματος, ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν αναιρεί την αρχή της
εργασιακής αξίας, αλλά μόνο κάνει πιο πολύπλοκη τη διαδικασία
δημιουργίας της αξίας του εμπορεύματος.
Ταυτόχρονα, ο Ντ. Ρικάρντο έδειξε, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι
και ένα άλλο σημαντικότατο στοιχείο της παραγωγής — η γη — επίσης
δεν είναι πηγή δημιουργίας εισοδήματος (στη δοσμένη περίπτωση:
της προσόδου). Η πρόσοδος είναι αποτέλεσμα της εργασίας των μι­
σθωτών εργατών της αγροτικής οικονομίας. Η εμφάνισή της συνδέε­
ται άμεσα με τη δράση του νόμου της αξίας σ ’ αυτό τον κλάδο.
Η τέτια προσέγγιση του Ντ. Ρικάρντο στο πρόβλημα της προέλευ­
σης του κέρδους και της προσόδου, αν και δεν αποκάλυπτε ολοκλη-

I. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. 1, σελ. 42.

147
ρωτικα ro μηχανισμό όρασης ίου νόμου της υπεραξίας, ωστόσο,
στην κατανόηση της εκμεταλλευτικής ουσίας αυτών των
ασοδημάιων και έδινε σοβαρό κτύπημα στη χυδαία, απλουστευτική
αντίληψη ίων συντελεστών της παραγωγής. «Αν και το φυσικό προϊ­
όν». /ράψει ο αμερικανός οικονομολόγος Τζ. Ο υίλσον (G. Wilson),
«ϊ^ιιριάται απόλυτα από τρεις συντελεστές της παραγω γής, η ανταλ­
λακτική αξία, κατά τον Ντ. Ρικάρντο, μετριέται με τις σχετικές ποσό­
τητες της εργασίας, που περιέχονται στα διάφορα εμπορεύματα.»1
Υπογραμμίζοντας κατόπιν τον σχετικό χαρακτήρα της ανταλλακτικής
αξίας και παραγνωρίζοντας την κατηγορία τη ς απόλυτης αξίας, που
υπάρχει στον Ντ. Ρικάρντο, ο Τζ. Ουίλσον προσπαθεί να εκμηδενίσει
τη σημασία της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Ντ. Ρικάρντο, και
γράφΐ: «Αλλά για τον Ρικάρντο η ανταλλακτική αξία είναι απόλυτα
σχετική έννοια». 0 Ντ. Ρικάρντο, συνεχίζει ο Ο υίλσον, «μιλάει απο­
κλειστικά για σχετικές ποσότητες ενός εμπορεύματος, το οποίο μπο­
ρεί να ανταλλαγεί με κάποια ποσότητα άλλου εμπορεύματος.»2 Στην
ανάπτυξη του θέματος από τον Τζ. Ο υίλσον, η κ α τη γο ρ ία της ανταλ­
λακτικής αξίας του Ντ. Ρικάρντο εμφανίζεται σαν τό σ ο σ χετική έν­
νοια, ώστε να χάνει κάθε ρεαλιστική σημασία. Ό μ ω ς είναι απόλυτα
φανερό ότι αυτή η επιχειρηματολογία του Τζ. Ο υίλσον δεν έχει βά­
ση. Ενα εμπόρευμα, για να έχει τη δυνατότητα να ανταλλαγεί με
κάποια ποσότητα άλλου εμπορεύματος, δηλαδή για να έχει ανταλλα­
κτική αξία, πρέπει να έχει εσωτερική αξία.
Πραγματική ανεπάρκεια της ανάλυσης του Ντ. Ρικάρντο, σ ’ αυτή
την περίπτωση, αποτελεί το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να λύσει μέχρι
τέλους το πρόβλημα της μεταφοράς της αξίας από τα μέσα παραγω­
γής. Στην ανάλυσή του είναι ασυνεπής, πριν α π ’ όλα γ ια τ ί του είχε
μείνει άγνωστη η διττή φύση της εργασίας που παράγει το εμπόρευ­
μα, και συνεπώς δεν κατανοούσε και το διττό αποτέλεσμα αυτής της
εργασίας; την ύπαρξη στην αξία του εμπορεύματος δυο πλευρών: της
μ*ταφερόμενης αξίας (αποτέλεσμα της συγκεκριμένης εργασίας) και
της εκνέου δημιουργημένης αξίας (αποτέλεσμα της αφηρημένης ερ­
γασίας).
ΓΓ αυτό ο Ντ. Ρικάρντο, τασσόμενος απόλυτα σω στά ενάντια στη
μια πλευρά του «δόγματος Σμιθ», ενάντια στη θέση ό τι τα εισοδή­
ματα είναι πηγή αξίας, στην πράξη συμφωνεί με τη ν άλλη της πλευ­
ρά, ότι τάχα όλη η αξία, σε τελευταία ανάλυση, ανάγεται μόνο στην
εκνέου δημιουργημένη αξία. Μην αποκαλύπτοντας το μηχανισμό με­
ταφοράς της αξίας, ο Ντ. Ρικάρντο δεν έδοσε ακριβή εικόνα της δο­
μής της αξίας του εμπορεύματος. Αποδεχόμενος, από τη μια πλευρά,
το γεγονός της μεταφοράς της αξίας από τα μέσα παραγω γής στο

1. Classics of Economic Theory, ed. «G.W. Wilson», σ ελ . 26.


1 Στο ίδιο, σελ, 26-27.
κατασκευαζόμενο εμπόρευμα, και, από την άλλη, υποθέτοντας ότι
όλο το κοινωνικό προϊόν διασπάται σε εισοδήματα, ο Ντ. Ρικάρντο
πέφτει σε ολοφάνερη αντίφαση.
Π α ρ ' όλα αυτά, η ανάλυσή του επιτρέπει το σωστό συμπέρασμα
ότι η συσσώρευση των κεφαλαίων δεν αναιρεί τον καθορισμό της
αξίας από την εργασία που δαπανήθηκε για την παραγωγή εμπορευμά­
των, ότι το κεφάλαιο δεν αποτελεί πηγή αξίας, ότι αυτή η τελευταία
δημιουργείται αποκλειστικά από την εργασία των μισθωτών εργατών.
Ωστόσο ο Ντ. Ρικάρντο δεν φτάνει στην έννοια του σταθερού και
του μεταβλητού κεφαλαίου. Η θεωρία της υπεραξίας δεν αποτελεί
αφετηριακό σημείο της ανάλυσής του και όμως, μόνο με βάση αυτή
τη θεωρία είναι δυνατό να καθοριστεί ο ρόλος των συστατικών στοι­
χείων του κεφαλαίου στη δημιουργία της υπεραξίας, είναι δυνατό να
διαπιστωθεί ότι η αξία και η υπεραξία δημιουργούνται μόνο από το
μεταβλητό κεφάλαιο, ενώ το σταθερό κεφάλαιο μόνο μεταφέρει την
αξία του στο εμπόρευμα.
Τη σκέψη του Ντ. Ρικάρντο την καθοδηγούν εκείνες οι διαφορές
της μορφής του κεφαλαίου, που πηγάζουν από τη διαδικασία της κυ­
κλοφορίας, οι κατηγορίες του πάγιου και του κυκλοφοριακού κεφα­
λαίου. Τον Ρικάρντο τον εμποδίζει να φτάσει στην κατηγορία του
σταθερού κεφαλαίου το γεγονός ότι το ένα μέρος αυτού του τελευταί­
ου μετέχει στο πάγιο κεφάλαιο, ενώ το άλλο στο κυκλοφοριακό. Με
τη σειρά του, το κυκλοφοριακό κεφάλαιο περιέχει τόσο το μεταβλη­
τό, όσο και το κυκλοφοριακό μέρος του σταθερού κεφαλαίου.
Γ Γ αυτό στη θεωρία του δεν μένει θέση για την κατηγορία του
σταθερού κεφαλαίου, πολύ περισσότερο που ένα μέρος του — τις
πρώτες ύλες, τα βοηθητικά υλικά — το έχει γενικά αποκλείσει ο Ντ.
Ρικάρντο από την ανάλυση, και αντικείμενο της έρευνας ανακηρύσ­
σεται η διαλεύκανση, όχι του ρόλου των διαφόρων μερών του κεφα­
λαίου στη δημιουργία της αξίας του εμΛορεύματος, αλλά η επίδραση
που ασκεί στο μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος η αξία των δοΓπα-
νημένων εργαλείων εργασίας. Η ποσοτική προσέγγιση στο πρόβλη­
μα σε βάρος της ποιοτικής ανάλυσης αποτελεί μια από τις ουσιαστι­
κότερες αιτίες του γεγονότος ότι ο Ντ. Ρικάρντο δεν κατανόησε την
κατηγορία του σταθερού κεφαλαίου.
Με τη σειρά της η απουσία διαίρεσης του κεφαλαίου σε σταθερό
και μεταβλητό, φράζει το δρόμο στον Ντ. Ρικάρντο προς την ανάλυ­
ση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και, ταυτόχρονα, προς τη
διευκρίνιση μιας ολόκληρης σειράς πολύπλοκων φαινομένων της
καπιταλιστικής οικονομίας (της τιμής παραγωγής, της απόλυτης
προσόδου, του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους
κλπ.), των νόμων της ποσοτικής εξάρτησης αυτών των φαινομένων
από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που εκφράζε­
ται στο επίπεδο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Ο Ντ. Ρι-
κ ά ρ ν τ ο ι κ α ν ο π ο ι ε ί τ α ι α π ό τ ο σ υ μ π έ ρ α σ μ α ο τ ι η σ υ σ σ ώ ρ ε υ σ η τ ο υ κ ί·
φ α λ α ίΜ δ ε ν α ν τ ι φ ά σ κ ε ι σ τ ο ν κ α θ ο ρ ι σ μ ό τ η ς α ξ ί α ς α π ό τ η δ α π α ν η μ ί-
νη ε ρ γ α σ ία .
0 Ν τ , Ρικάρντο θέτει το ζήτημα της σχέσης της απλής και της
σννθετης εργασίας στον καθορισμό της αξίας από την εργασία. Δια­
πιστώνει ότι «η εργασία διαφορετικής ποιότητας αμείβεται διαφορε­
τικά. Ιο γεγονός αυτό δεν αποτελεί αιτία μεταβολής της σχετικής
αξία; των εμπορευμάτων»1, γιατί «η αμοιβή» της εργασίας, ο μισθός
εργασίας, δεν καθορίζει το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος. Η
ύπαρξη διαφορετικών ειδών εργασίας, που έχουν διαφορετικό επίπε­
δο σύνθεσης, δεν αποτελεί εμπόδιο στον καθορισμό της αξίας από
την εργασία, δεδομένου ότι, όπως έγραψε ο Ντ. Ρικάρντο, «η εκτίμη­
ση της εργασίας διαφορετικών ποιοτήτων καθορίζεται γρήγορα στην
αγορά με επαρκή, για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, ακρίβεια...»2
Στην αγορά το προϊόν της σύνθετης εργασίας, και έτσι και η εργασία
διαφορετικής ποιότητας, ανάγονται σε καθορισμένη ποσότητα απλής
εργασίας.
0 Ντ. Ρικάρντο ανακαλύπτει ότι η διαίρεση της κοινωνίας σε τά­
ξεις και, κατ’ επέκταση η κατανομή του εθνικού εισοδήματος ανά­
μεσα στις τάξεις, δεν αναιρεί την αρχή ότι η αξία των εμπορευμάτων
καθορίζεται από τις δαπάνες εργασίας για την παραγωγή τους. Κατά
τον ίδιο τρόπο, ο καθορισμός της αξίας από την εργασία, σημείωνε ο
Ντ. Ρικάρντο, διατηρείται και με την ανάπτυξη του καταμερισμού
της εργασίας1.
Αυτή η αρχή ισχύει και στην «πρωτόγονη κατάσταση της κοινω­
νίας» και στην κοινωνία με «ανθούσα βιομηχανία και εμπόριο». Συ­
νεχώς, και το πέρασμα από τους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς
στον καπιταλισμό, δεν καταργεί το νόμο της αξίας.
Η ανάπτυξη και τεκμηρίωση της εργασιακής θεωρίας της αξίας
στα έργα του Ντ. Ρικάρντο είναι, από τη μια μεριά, ερεύνηση των πιο
γενικών σχέσεων που βρίσκονται στη βάση του καπιταλιστικού τρό­
που παραγωγής και, από την άλλη, επεξεργασία μιας βασικότατης
μεθοδολογικής προσέγγισης στην ερεύνηση των πιο αναπτυγμένων
και σύνθετων σχέσεων της καπιταλιστικής οικονομίας. Και μόνο στο
βαθμό που ο Ντ. Ρικάρντο μπόρεσε, σ ’ αυτή τη ν ανάλυση, να χρησι­
μοποιήσει την εργασιακή αρχή, κατόρθωσε να μισανοίξει την κουρ­
τίνα που έκρυβε το μυστικό της παραγωγής του αστικού πλούτου.
Γι’ αυτήν ακριβώς την αιτία, η επεξεργασία από τον Ντ. Ρικάρντο
της εργασιακής θεωρίας της αξίας, που τεκμηριώ νει τη θέση ότι η
εργασία είναι η μοναδική πηγή της αξίας, οδήγησε τη ν πολιτική οι-

I. Ντ. Ρικάρντο, Εργα, τόμ. 1, σ ε λ . 40.


1 Στο Ιδιο.
3. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. I, σελ. 43.

ISO
κονομια σε κείνο το οριο, περα από το οποίο η επιστημονική αλή­
θεια γινόταν ασυμβίβαστη με την αστική μορφή σκέψης

4. Η ΡΙΚΑΡΝΤ1ΑΝΗ Θ Ε Ω Ρ ΙΑ Τ Η Σ Κ Α Τ Α Ν Ο Μ Η Σ

Μόνο η εργασιακή θεωρία της αξίας έδοσε στον Ντ. Ρικάρντο


μια στέρεα βάση για τη θεωρία της κατανομής. Ο Ρικάρντο ξεκινώ
απόλυτα σωστά από την παραδοχή της μοναδικής πηγής αξίας του
κοινωνικού προϊόντος, δηλαδή της εργασίας των μισθωτών εργατών.
Απορρίπτει κατηγορηματικά τις χυδαίες αντιλήψεις που παρουσιά­
ζουν σαν πηγές αξίας τους συντελεστές εκείνους οι οποίοι μετέχουν
στη δημιουργία μόνο της αξίας χρήσης του εμπορεύματος, δηλαδή
τα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανόμενης και της γης. Από τις θέ­
σεις της εργασιακής θεωρίας της αξίας ο Ντ. Ρικάρντο απορρίπτει τη
θεωρία της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου» και την απολογητική
αντίληψη ότι η γη είναι πηγή προσόδου.
Η εργασιακή θεωρία της αξίας επιτρέπει στον Ντ. Ρικάρντο να
φτάσει στην επιστημονική ανάλυση των νόμων, οι οποίοι ρυθμίζουν
τα εισοδήματα των βασικών τάξεων της αστικής κοινωνίας. Και αυτό
ακριβώς το γεγονός στενοχωρεί τους αστούς απολογητές. Την επιδί­
ωξη του Ντ. Ρικάρντο να ανακαλύψει αυτούς τους ειδικούς νόμους,
προσπαθούν να την παρουσιάσουν σαν απόρριψη της ιδέας της ενό­
τητας των πηγών αυτών των εισοδημάτων. «Μην καταλαβαίνοντας τη
σχέση μεταξύ αξίας και κατανομής», γράφει ο Ρ. Λέκατσμαν για τον
Ντ. Ρικάρντο, «ερμήνευε την κατανομή σαν τρία ξεχωριστά προβλή­
ματα, και όχι σαν ενιαίο αντικείμενο, που επιδέχεται ενιαία λύση.»1
Στο μεταξύ η επιστημονική υπηρεσία του Ντ. Ρικάρντο συνίσταται
ακριβώς στην προσπάθεια να εξηγήσει τη διαδικασία της κατανομής,
ξεκινώντας από μια ενιαία βάση: την εργασιακή θεωρία της αξίας.
Ο Ντ. Ρικάρντο, με τη βοήθεια της μεθόδου του, πετυχαίνει σπου­
δαία επιστημονικά αποτελέσματα κατά την ερεύνηση της βασικής
μορφής της υπεραξίας: του κέρδους. Στηριζόμενος στην εργασιακή
θεωρία της αξίας, διαπιστώνει ότι το κέρδος είναι μέρος της αξίας
του εμπορεύματος. Και, όπως κάθε αξία, έχει και αυτό σαν πηγή του
την εργασία των μισθωτών εργατών. Κάτι παραπάνω, ο Ντ. Ρικάρντο
αποκαλύπτει σε έναν ορισμένο βαθμό την εκμεταλλευτική φύση του
κέρδους. Γράφει ότι το κέρδος είναι το μέρος της αξίας του εμπορεύ­
ματος που μένει μετά την αφαίρεση του μισθού εργασίας των εργα­
τών. Επομένως, ο Ντ. Ρικάρντο θεωρεί το κέρδος σαν απλήρωτη, αλ­
λά ιδιοποιημένη από τους καπιταλιστές εργασία των μισθωτών εργα-

1. R. Lekachman, A History o f Economic Ideas, σελ. 165.

151
τών'. Ο Κ. Μαρξ έγραψε: «'Οσο σπουδαία κι αν ήταν η αναγωγή
σε εργασία, άλλο τόσο σπουδαία είναι η αναγωγή της υπεραξί-
it,, που παρασταίνεται με ένα ηρόσθετο προϊόν, σε πρόσθετη εργασία.
Αυτό έχει πράγματι ειπωθεί ήδη από τον Α. Σμιθ και αποτελεί ένα
κύριο στοιχείο της ρικαρντιανής ανάπτυξης. Ό μ ω ς, πουθενά ο Ρι­
κάρντο δεν το έχει πει και δεν το έχει στεριώσει με την απόλυτη μορ-
νή του.»" Ετσι, η εργασιακή ακριβώς θεωρία της αξίας βοήθησε τον
Ρικάρντο να προσεγγίσει στην αποκάλυψη της εκμεταλλευτικής ου­
σίας του κέρδους, πράγμα που αποτελεί το κύριο επίτευγμα του Ρι­
κάρντο στην ανάλυση του καπιταλισμού και είναι αυτό που τόσο
επίμονα αποκρύβουν οι σύγχρονοι αστοί ιστορικοί της πολιτικής οι­
κονομίας.
Ωστόσο, η ανεπάρκεια της μεθόδου του Ρικάρντο, που ήδη σημει­
ώσαμε, δεν του επέτρεψε να δόσει μια πραγματικά επιστημονική θεω­
ρία του κέρδους. Περιοριζόμενος από τον αστικό ορίζοντα, ο Ντ.
Ρικάρντο δεν βρήκε την κοινή βάση των εκμεταλλευτικών εισοδημά­
των. την υπεραξία, και δεν την ερμήνευσε από τις θέσεις της εργασι­
ακής θεωρίας της αξίας. Κάτι παραπάνω, ο Ρικάρντο συγχέει το κέρ­
δος με την υπεραξία. Στην πραγματικότητα, ο ορισμός του κέρδους
ως μέρους της αξίας του εμπορεύματος, που απομένει μετά την αφαί­
ρεση του μισθού, σημαίνει ακριβώς μια τέτια ταύτιση1.
Από δω προέρχεται και το λάθος του Ντ. Ρικάρντο να συγχέει τους
νόμους της υπεραξίας με τους νόμους του κέρδους. « Ό τ α ν περιγρά­
φει σωστά τους νόμους της υπεραξίας», έγραφε ο Κ. Μαρξ, «τους
νοθεύει μ* το ότι τους εκφράζει άμεσα σαν νόμους του κέρδους. Από
την άλλη μεριά, θέλει τους νόμους του κέρδους να τους παρουσιάζει
άμεσα σαν νόμους της υπεραξίας, χωρίς τους ενδιάμεσους κρίκους.»·1

1. Σ ί μια εκτενή μελέτη, αφιερωμένη σ τις α ν τ ιλ ή ψ ε ις του Ν τ. Ρικάρντο —


Κλειόί για το έργο τον Ρικάρντο (Νέα Υ ό ρ κ η , 1965) — ο ι θ έ σ εις του συνοψ ίζονται
«ς εξής: -Το κοινό κροϊόν της εργασίας και του κεφ α λα ίο υ δ ια ιρ ε ίτ α ι μεταξύ του
εργάτη και του καπιταλιστή έτσι, ώστε εάν ο ένας π α ίρ ν ε ι το μ εγα λύτερ ο μέρος,
rott ο άλλος itρέπει να κάρει το μ ικρ ότερ ο » (O .S t. C la ir, A K ey to Ricardo , New
York. 1965. σελ. 16). Α ν και εδώ διατυπώνεται η σ κ έψ η του Ν τ. Ρ ικ ά ρ ν το για την
βνΗστρόφως ανάλογη εξάρτηση μεταξύ του μ ισ θ ο ύ κ α ι του κέρδους, ω στόσο, η
βάση της δεν παρουσιάζεται και με τόση ακρ ίβεια . Γ ια τ ΐ μ ια τέ τια βάση σ τον Ντ.
Ρικάρντο είναι η θέση ότι η εργασία είνα ι η μ ο ν α δ ικ ή π η γ ή τη ς α ξία ς, κα ι καθό­
λου η θέση ότι η εργασία και τα μέσα παραγω γής (το κ ε φ ά λ α ιο ) μετέχουν στη
δημιουργία της αξίας χρήσης. Η σ κιά της χυδαίας θεω ρ ία ς τω ν σ υ ν τε λ ε σ τ ώ ν της
καραγβγής χρησιμοποιείται και πάλι ενάντια σ τ η ν ε ρ γ α σ ια κ ή θεω ρία της αξίας
;ot> Ντ. Ρικάρντο.
2. Κ. Μαρξ. θτ,ίαρ'α,ς για την ιιπεραξία, μέρος 3, σ ε λ . 273.
3. Βλ. Κ. Μαρξ, θεωρίε; για την υπεραξία, μέρος 2, σ ε λ . 435-436.
4. ' 0.*., σελ. 436.

152
Μια από τις βασικότερες ανεπάρκειες της θεωρίας του κέρδους του
Ντ. Ρικάρντο είναι το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να εξηγήσει την
προέλευσή του από την άποψη της δράσης του νόμου της αξίας. Luv
αστός οικονομολόγος, ο Ντ. Ρικάρντο υπέθετε ότι αντικείμενο αγο­
ραπωλησίας μεταξύ καπιταλιστή και μισθωτού εργάτη είναι η εργα­
σία του τελευταίου. Από τις θέσεις αυτές γινόταν ολότελα θολή και
αξεκαθάριστη η εμφάνιση του κέρδους. Στην πραγματικότητα, αν η
εργασία είναι εμπόρευμα, τότε, σύμφωνα με το νόμο της αξίας, ο ερ­
γάτης, σε αντάλλαγμα για το εμπόρευμα αυτό, πρέπει να πάρει το
πλήρες ισοδύναμό του, που ισούται με όλη τη δημιουργημένη από
τον εργάτη αξία. Σ ’ αυτές τις συνθήκες η εμφάνιση της υπεραξίας
(του κέρδους) θα ήταν δυνατό να εξηγηθεί μόνο με παραβίαση του
νόμου της αξίας στις σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου.
Έ τσ ι, ο Ντ. Ρικάρντο προσκρούει σε μια ολοφάνερη αντίφαση
της θεωρίας του: Είτε δεν είναι σωστή η αφετηρία όλου του συστή­
ματος του — η εργασιακή θεωρία της αξίας, σύμφωνα με την οποία το
κέρδος είναι αποτέλεσμα μη ισοδύναμης ανταλλαγής — είτε αυτή η
θεωρία είναι σωστή, οπότε η ύπαρξη κέρδους είναι αδύνατη, αν και
αυτό είναι γεγονός.
Δεύτερη βασικότατη ανεπάρκεια στη χρησιμοποίηση της εργασι­
ακής θεωρίας της αξίας, κατά την ανάλυση του προβλήματος του
κέρδους, ήταν η αδυναμία του Ντ. Ρικάρντο να εξηγήσει από τις θέ­
σεις αυτής της θεωρίας το σχηματισμό του μέσου κέρδους, και μαζί
μ ’ αυτό και της τιμής παραγωγής. Ξεκινώντας από το ότι η αξία δη-
μιουργείται αποκλειστικά από την εργασία των μισθωτών εργατών, ο
Ντ. Ρικάρντο (συγχέοντας το κέρδος, την υπεραξία και τους νόμους
τους) θεωρούσε ότι το μέγεθος του κέρδους που αυτοί δημιουργούν
πρέπει να είναι ανάλογο με τον αριθμό των απασχολούμενων εργα­
τών ή με το μέγεθος του κεφαλαίου που διατέθηκε για τη μίσθωση
εργασίας. Στην πραγματικότητα όμως φαινόταν ότι το κέρδος ήταν
ανάλογο με το μέγεθος όλου του κεφαλαίου. Συνάμα, ο Ντ. Ρικάρντο
ήξερε ότι το κεφάλαιο που δαπανήθηκε για μέσα παραγωγής, δεν δη­
μιουργεί καμιά αξία. Γι ’ αυτό βρισκόταν και πάλι εμπρός σε μια βα­
θιά εσωτερική αντίθεση του συστήματος του. η οποία έθετε υπό αμ­
φισβήτηση την ίδια την αφετηρία του. Η αδυναμία του Ντ. Ρικάρντο
να εξηγήσει με βάση την εργασιακή θεωρία της αξίας, την ισότητα
του κέρδους από ίσα σε μέγεθος κεφάλαια, άφηνε τη δυνατότητα για
απολογητική ερμηνεία αυτού του φαινομένου, πράγμα που δεν άργη­
σαν να εκμεταλλευτούν οι χυδαίοι αστοί οικονομολόγοι (Ρ. Τόρενς,
Ντ. Μακ Κούλοχ και άλλοι) με τη θεωρία τους της «παραγωγικότη­
τας του κεφαλαίου».
Προσκρούοντας σ ’ αυτές τις αντιφάσεις, ο Ντ. Ρικάρντο προσπα­
θεί να βρει λύση στο γεγονός ότι σε άλλους κλάδους, όπου δαπανώ-
νται μεγάλα κεφάλαια (οι θαλάσσιες συγκοινωνίες, το εξωτερικό εμ-

153
κόριο με μακρινές χώρες και οι κλάδοι στους οποίους απαιτείται πο-
λιώώηνος μηχανολογικός εξοπλισμός), το κέρδος είναι ανάλογο με
ίο μέγεθος cwίου του κεφαλαίου, ενώ σε άλλους κλάδους είναι ανά­
λογο μί την ποσότητα της χρησιμοποιούμενης εργασίας. Επικρίνο­
ντας αυτή την άποψη του Ντ. Ρικάρντο, ο Κ. Μαρξ έγραψε: «... αν
καρα&χτούμε γενικά την “ισότητα των κερδών” , τότε πώς μπορεί να
ξεχωρίζει κανείς τους κλάδους, “στους οποίους το κέρδος είναι ανά-
ίογο μι rο κεφάλαιο", από τους άλλους κλάδους, στους οποίους “ είναι
ανάλογο με την ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε” ;»1
Έτσι, στο παράδειγμα της ερεύνησης του κέρδους από τον Ντ.
Ρικάρντο, βρίσκουμε τόσο την επιστημονική αξία, την αποτελεσμα-
τικότητα της μεθόδου του, όσο και την ανεπάρκεια και τη στενότητά
της-
Με βάση την εργασιακή θεωρία της αξίας ο Ντ. Ρικάρντο μπόρεσε
να δόσει σωστό, στο σύνολό του, χαρακτηρισμό της διαφορικής γαι­
οπροσόδου. Γι' αυτόν είναι τυπική η ακόλουθη τοποθέτηση του ζη­
τήματος: «Δεν αντιφάσκει, άραγε, η εμφάνιση της προσόδου με τον
καθορισμό της αξίας των εμπορευμάτων από την εργασία; Δεν φέρ­
νει. άραγε, η μετατροπή της γης σε ιδιοκτησία και η δημιουργία,
μετά από αυτό, προσόδου, κάποια αλλαγή στη σχετική αξία των ε­
μπορευμάτων, ανεξάρτητα από την ποσότητα εργασίας, που είναι
απαραίτητη για την παραγωγή τους;»2
Με βάση το γεγονός ότι το κέρδος, και επομένως και η τιμή των
αγροτικών εμπορευμάτων, καθορίζονται από την εργασία που δαπανά-
τα» για την παραγωγή τους στις χειρότερες συνθήκες, ο Ντ. Ρικάρντο
συμπεραίνει ότι οι παχτωτές στις μεσαίες και στις καλύτερες γαίες
παίρνουν πρόσθετο εισόδημα, το οποίο είναι η διαφορά ανάμεσα στο
κόστος παραγωγής στα χειρότερα κτήματα (που ρυθμίζουν την τιμή)
από τη μια, και στα δοσμένα (τα μεσαία και καλύτερα) κτήματα, από
την άλλη. Το πρόσθετο εισόδημα ιδιοποιούνται οι γαιοκτήμονες με
τη μορφή προσόδου. Αυτό το συμπέρασμα, ο Ντ. Ρικάρντο, το επιβε­
βαιώνει με την ανάλυσή του τόσο της διαφορικής προσόδου I, όσο
και της διαφορικής προσόδου II.
Μ’ αυτό τον τρόπο ο Ντ. Ρικάρντο απέδειξε ότι πηγή της προσό­
δου δεν είναι η γη, αλλά η εργασία των μισθωτών εργατών στην
αγροτική οικονομία, και έθεσε έτσι τέρμα στις προηγούμενες πλάνες
— που ως ένα βαθμό, συμμεριζόταν και ο Α. Σμιθ — ότι η γη είναι
πηγή της προσόδου. Η πρόσοδος στον Ντ. Ρικάρντο παρουσιάζεται
όχι σαν φυσικό φαινόμενο, αλλά σαν κοινωνικό φαινόμενο που η
εμφάνισή του συνδέεται με την εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 2, σελ. 438.


1 Ντ. Ρικάρντο, Έργα. τόμ. 1, σελ. 65.

154
ττΊζ Υης1· Την εμφάνιση της διαφορικής γαιοπροσόδου, ο Ντ. Ρικάρ­
ντο, για πρώτη φορά στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας, χην
εξήγησε από την άποψη της δράσης του νόμου της αξίας και όχι από
την άποψη της παραβίασής του. «Αυτή η άμεση και συνειδητή σύν­
δεση», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «που έχει στον Ρικάρντο η θεωρία της
προσόδου με τον καθορισμό της αξίας, αποτελεί την υπηρεσία που
πρόσφερε στο πεδίο της θεωρίας.»2
Από τη διερεύνηση των σχέσεων της προσόδου, ο Ντ. Ρικάρντο
συμπεραίνει ότι η εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας της γης και
της γαιοπροσόδου δεν είναι αντίθετη στο νόμο της εργασιακής αξί­
ας·
Ο Ντ. Ρικάρντο καθόρισε ότι αυτές οι δυο διαδικασίες, με τις οποί­
ες ο Α. Σμιθ συνέδεε το πέρασμα της κοινωνίας στον καπιταλισμό
και οι οποίες, κατά τον Σμιθ, εξαλείφουν το νόμο της εργασιακής
αξίας — η συσσώρευση κεφαλαίων και η μετατροπή της γης σε ατο­
μική ιδιοκτησία — τίποτε το ουσιαστικό δεν αλλάζουν στη δράση
του νόμου της αξίας: ο νόμος αυτός εξακολουθεί να λειτουργεί και
στον καπιταλισμό.
Ιδιαίτερα σημαντικά αποτελέσματα πέτυχε ο Ντ. Ρικάρντο κατά
την ερεύνηση της διαφορικής ακριβώς γαιοπροσόδου, χάρη στο γε­
γονός ότι μεθοδολογική βάση της ανάλυσής του αποτελεί η εργασι­
ακή θεωρία της αξίας. Τα λάθη του Ντ. Ρικάρντο στην ερμηνεία της
προσόδου συνδέονται πριν α π ’ όλα με την επιστημονική ανεπάρκεια
της μεθόδου που χρησιμοποιεί στην έρευνά του. Εδώ πρέπει να ανα­
φέρουμε το γεγονός ότι κατά την ανέλιξη από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο, ο Ρικάρντο δεν απομακρύνεται από το νόμο της υπε­
ραξίας, αλλά περιορίζεται μόνο στο νόμο της αξίας. Ακριβώς γ ι ’ αυ­
τό, η διαφορική γαιοπρόσοδος στον Ρικάρντο, δεν αποτελεί ειδική
μορφή της υπεραξίας ούτε είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της
μισθωμένης εργασίας, παρά το γεγονός ότι στον Ντ. Ρικάρντο βρί­
σκουμε το χαρακτηρισμό της προσόδου σαν πρόσθετο προϊόν3. Στον
Ντ. Ρικάρντο η κατηγορία αυτή είναι μόνο τρόπος έκφρασης, και όχι
λύση του προβλήματος.
Για τον ίδιο λόγο, καθώς και εξαιτίας της ελλιπούς επεξεργασίας
της εργασιακής θεωρίας της αξίας (πριν α π ’ όλα της μη κατανόησης
του συσχετισμού της αξίας και της τιμής παραγωγής του εμπορεύμα­
τος), ο Ντ. Ρικάρντο δεν ερεύνησε την απόλυτη γαιοπρόσοδο. Κάτι
παραπάνω, ο Ρικάρντο αρνούνταν την ύπαρξή της με το επιχείρημα
ότι τάχα αυτό αντιφάσκει στο νόμο της αξίας. Υπέθετε ότι εφόσον η
αξία των αγροτικών εμπορευμάτων (την οποία ο Ρικάρντο ταυτίζει με

1. Ν τ . Ρ ικά ρ ντο , Έργα. τόμ. 1, σ ε λ . 65, 66.


2. Κ . Μ α ρ ξ, Θ εω ρίες για τη ν υπ ερα ξία , μέρος 2, σ ε λ. 285.
3. Ν τ. Ρ ικά ρ ντο , Έργα. τόμ. 1, σ ε λ . 71.

155
την τιμή παραγωγής τους), «ου παράγονταν στις χειρότερες συνθή-
«ς, ρυθμίζει την αξία και την τιμή όλων των αγροτικών εμπορευμά­
των, τότε αυτή η γη δεν μπορεί να δόσει πρόσοδο, γιατί πρόσοδος
αναι ακριβώς η διαφορά ανάμεσα στο κόστος παραγωγής στη χειρό-
«ρη και στην καλύτερη (μέση κλπ.) γη. Σε αντίθετη περίπτωση, η
πρόσοδος θα ήταν προσαύξηση πάνω στην αξία του εμπορεύματος.
«Δεν da απόμενε παρά να παραδεχθούμε», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «ότι
κολλιούνται διαρκώς πάνω από την αξία τους, πράγμα όμως που
προϋποθέτει εξίσου ότι όλα τα άλλα προϊόντα πουλιούνται κάτω από
την αξία τους, ή ότι η αξία είναι γενικά κάτι το εντελώς διαφορετικό
απ' αυτό που κατ’ ανάγκη εννοεί η θεωρία... Έ τσ ι θα ανατρεπόταν
όλη η βάση της πολιτικής οικονομίας.»1
Επιδιώκοντας να διατηρήσει αυτή τη βάση και μη μπορώντας να
αναπτύξει την εργασιακή θεωρία της αξίας ως προς τις συνθήκες της
σύγχρονής του καπιταλιστικής οικονομίας, ο Ντ. Ρικάρντο απορρί­
πτει την ίδια τη δυνατότητα ύπαρξης απόλυτης γαιοπροσόδου.
Αλλη βασική αιτία, που ο Ρικάρντο αρνείται την απόλυτη πρό­
σοδο, είναι η μη κατανόηση της διαίρεσης του κεφαλαίου σε σταθε­
ρό και μεταβλητό. 0 Ρικάρντο δεν μπόρεσε να ανακαλύψει τις δια­
φορές της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στη βιομηχανία και
την αγροτική οικονομία και κατά συνέπεια και εκείνο το πλεόνασμα
της υπεραξίας που παίρνει τη μορφή της απόλυτης προσόδου.
0 Ντ. Ρικάρντο λύνει λαθεμένα το πρόβλημα του συσχετισμού της
προσόδου και της τιμής του εμπορεύματος, υποστηρίζοντας ότι η
πρόσοδος δεν αυξάνει την τιμή των αγροτικών εμπορευμάτων. «Δεν
είναι ακριβό το στάρι», έγραψε, «γιατί πληρώνεται η πρόσοδος, αλλά
η πρόσοδος πληρώνεται γιατί είναι το στάρι ακριβό.»2 Από εδώ ο
Ρικάρντο συμπεραίνει: αν οι γαιοκτήμονες παραιτούνταν από «κάθε
πρόσοδο», τα αγροτικά εμπορεύματα δεν θα γίνονταν φθηνότερα.
Σε σχέση με τη διαφορική πρόσοδο, αυτή η τελευταία θέση είναι
«*στή. Η παραίτηση των γαιοκτημόνων από αυτή την πρόσοδο θα
είχε σαν αποτέλεσμα να την ιδιοποιούνται οι φάρμερς, και τα αγρο­
τικά προϊόντα θα εξακολουθούσαν να πωλούνται σε αξία που καθορί­
ζεται από τις δαπάνες εργασίας στη χειρότερη γη. «Σχετικά με την
απόλυτη πρόσοδο είναι λάθος», γράφει ο Κ. Μαρξ, «λάθος είναι ότι
εδ» η ιδιοκτησία στη γη <5εν ανεβάζει την τιμή του ακατέργαστου
προϊόντος. Αντίθετα, αυτό συμβαίνει επειδή η μεσολάβηση της ιδιο­
κτησίας στη γη έχει σαν αποτέλεσμα το ακατέργαστο προϊόν να
πουλιέται στην αξία του, που ξεπερνάει την τιμή κόστους του.»3. Γι’
αυτό η εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας της γης και της απόλυτης

1. Κ. Μαρξ. θαΰρκς για την υπεραξία, μέρος 2, σ ελ. 282.


2. Ντ. Ρικάρντο. Εργα. τόμ. 1, σελ. 70-71.
3. Κ. Μαρξ. θααρΐες για ιην ίΜεραξϊα. μέρος 2. σ ελ. 366.

156
γαιοπροσόδου, που απορρέει απ’ αυτή, θα κατεβάσει την τιμή ίω ν
αγροτικών προϊόντων στο ύψος της διαφοράς μεταξύ της αξίας τοι ς
και του νέου επιπέδου της τιμής παραγωγής. Ταυτόχρονα, αυτό θα
προκαλέσει άνοδο των τιμών στα βιομηχανικά εμπορεύματα τόση.
όσο θα αυξανόταν το μέγεθος του μέσου κέρδους με τη συμμετοχή
στη διαδικασία της διαμόρφωσης του μέσου κέρδους εκείνου του μέ­
ρους της υπεραξίας, το οποίο εκφραζόταν στην απόλυτη πρόσοδο.
Το λάθος του Ντ. Ρικάρντο έχει και εδώ τις ρίζες του στη σύγχυση
της αξίας και της τιμής παραγωγής.
Ωστόσο, ο Ρικάρντο παγιώνει την ύπαρξη τιμής παραγωγής, την
ύπαρξη μέσου κέρδους. Ο Κ. Μαρξ σημειώνει ότι η θεωρία της προ­
σόδου του Ντ. Ρικάρντο βασίζεται στη θεωρία του για το μέσο κέρ­
δος1. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στον Ντ. Ρικάρντο να θεωρεί τη δια­
φορική γαιοπρόσοδο σαν πλεόνασμα πάνω από το μέσο κέρδος', σαν
κάποιο πρόσθετο κέρδος που «δεν είναι παρά το πρόσθετο κέρδος
που, λόγω της μιας ταυτόσημης αγοραίας αξίας σε κάθε σφαίρα παρα­
γωγής, αποφέρουν τα κεφάλαια που δρουν κάτω από όρους καλύτε­
ρους από τους μέσους όρους».3 Τα κεφάλαια που τοποθετήθηκαν
στην αγροτική οικονομία, κατά τον Ντ. Ρικάρντο, διαφέρουν από τα
τοποθετημένα στη βιομηχανία κεφάλαια, μόνο ως προς τον τρόπο
τοποθέτησης. «Εδώ... εμφανίζεται», γράφει ο Κ. Μαρξ, «η γενική
ισχύς του νόμου των αξιών.»4
Το γεγονός, όμως, ότι τα γεωργικά κεφάλαια διαφέρουν από τα κε­
φάλαια της βιομηχανίας κατά το ότι έχουν πιο χαμηλή οργανική
σύνθεση και ότι αυτή η διαφορά αποτελεί τη βάση της απόλυτης
γαιοπροσόδου, διαφεύγει της προσοχής του Ντ. Ρικάρντο.
Έ τσι, είναι ολοφάνερο ότι ακριβώς χάρη στην εργασιακή θεωρία
της αξίας, ο Ντ. Ρικάρντο σημειώνει σημαντικά επιστημονικά επι­
τεύγματα στην ανάλυση της διαφορικής γαιοπροσόδου. Και, από την
άλλη μεριά, η ανεξέλιξη της θεωρίας του της αξίας, ο μεταφυσικός
χαρακτήρας της χρησιμοποίησής της σαν μεθόδου ερεύνησης, πράγ­
μα που συνδέεται, πριν από όλα, με την αστική στενότητα των από­
ψεων του Ντ. Ρικάρντο, προκαθόρισαν τα λάθη και την ελλιπή επε­
ξεργασία μιας σειράς τομέων της θεωρίας του για την πρόσοδο.
Τη βασική του άποψη ο Ντ. Ρικάρντο τη χρησιμοποιεί και στην
ανάλυση του μισθού. Και εδώ βρίσκουμε τόσο την επιστημονική ορ­
θότητα, όσο και την αστική στενότητα της μεθόδου του.
Ο Ντ. Ρικάρντο, σε διάκριση από τον Α. Σμιθ, κάνει έναν απόλυτα
ακριβή διαχωρισμό μεταξύ της εργασίας που είναι ενσωματωμένη

1. Κ . Μ αρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 2, σ ελ. 436.


2. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. 1, σ ελ. 68.
3. Κ . Μ αρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 2, σ ελ. 282.
4. Στο ίδιο.
αιυ εμβόμβνμα και καθορίζει την αξία ίου. kui u )S ονομαζόμενης
α^ίας τ«Κ εργασίας, δηλαδή του μισθού. «Η αξία του εμπορεύματος»,
£>payt ο Ντ. Ρικάρντο, «ή >| ποσότητα κάποιου άλλου εμπορεύμα­
τος, με cy οποίο αυτό ανταλλάσσεται, εξαρτάται από τη σχετική πο-
οότηια της εργασίας «ου χρειάζεται για την παραγωγή τοιι, και όχι
οκό τη μεγαλύτερη ή μικρότερη αμοιβή η οποία πληρώνεται γ ι’ αυ­
τή την εργασία.»1Ο Ρικάρντο καταλαβαίνει ότι η ποσότητα δαπανη-
μίνης εργασίας, «ου περιέχεται στα ανταλλασσόμενα εμπορεύματα,
δεν μκορεί να αλλάξει με την αλλαγή εκείνου του μέρους του προϊό­
ντος της εργασίας, το οποίο παίρνει ο εργάτης σαν μισθό.
0 Ντ. Ρικάρντο βλέπει ότι όχι μόνο η αξία των εμπορευμάτων και
η αξία της εργασίας είναι διαφορετικά φαινόμενα, αλλά και ότι πο­
σοτικά το πρώτο είναι μεγαλύτερο από το δεύτερο. «Για τον Ρικάρ­
ντο·, έγραφε ο Κ. Μαρξ, «είναι γεγονός ότι η αξία του προϊόντος
Ιΐναι μεγαλύτερη από την αξία του μισθού. Το πώς δημιουργείται
αυτό το γεγονός, παραμένει ασαφές.
Ετσι, ο Ντ. Ρικάρντο σταματά στο συμπέρασμα ότι το ίδιο το
γεγονός της ύπαρξης του μισθού δεν αντιφάσκει στο νόμο της αξίας,
εφόσον η αξία τον εμπορευμάτων καθορίζεται από την εργασία που
δαχανήθηκε για την παραγωγή των εμπορευμάτων και όχι από την
αξία αυτής της εργασίας. Όπως έγραψε ο Κ. Μαρξ, «Σύμφωνα με
τον όλο τρόπο της έρευνάς του αρκείται ν ’ αποδείξει ότι η μεταβαλ­
λόμενη αξία της εργασίας — με δυο λόγια ο μισθός εργασίας — δεν
αναφιΐ τη θέση ότι η αξία των εμπορευμάτων που διαφέρουν από την
ίδια την εργασία καθορίζεται από τη σχετική ποσότητα εργασίας που
περιλαμβάνεται σ ’ αυτά.»3
Ωστόσο, ο Ντ. Ρικάρντο δεν θέτει και δεν λύνει το ζήτημα της
εφαρμογής του νόμου της αξίας στην ανταλλαγή εργασίας με κεφά­
λαιο. Και όμος, η εργασία είναι εμπόρευμα που βρίσκεται στην ίδια
τη βάση της καπιταλιστικής παραγωγής. Και, σύμφωνα με τη βασική
προ&κόθεση της έρευνάς του, ο Ντ. Ρικάρντο θα έπρεπε να θεωρήσει
τη λύση αυτού του προβλήματος σαν ένα από τα κεντρικά καθήκοντα
της ανάλυσής του. Ωστόσο, σ ’ αυτό το ζήτημα ο Ντ. Ρικάρντο πα­
ρουσιάζει τη μεγαλύτερη ασυνέπεια. Οι θέσεις του εδώ ενώνονται με
τη χυδαία οικονομία.
Σαν αστός οικονομολόγος ο Ντ. Ρικάρντο δεν φτάνει στην ανακά­
λυψη της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος. Ταυτίζει την εργατι­
κή δύναμη με τη λειτουργία της, την εργασία, και έτσι αποφεύγει
ενσηκτάδικα το πρόβλημα, που η λύση του θα φώτιζε το βαθύτερο
μυστικό της παραγωγής του αστικού πλούτου. «Ο Ρικάρντο θα έπρε-

I. Ντ. Ρικάρντο, Epya, τόμ. 1, σελ. 33.


1 JL Μαρξ, θιωρκς γ η τψ/ υπεραξία, μέρος 2, σελ, 472.
3. Στο ί&ο, σελ. 463.

158
ju να μιΑ,αει», γράφει ο Κ. Μαρξ, -για την εργατική δύναμη και όχι
για την εργασία. Τώιε όμως και το κεφάλαιο θα παρασταινώταν με τη
μορφή των υλικών όρων της εργασίας, sot* αντικαρατίθενται στον
εργάτη σαν ανεξαρτητοποιημένη δύναμη. Και ιυ κεφάλαιο θα πα­
ρουσιαζόταν αμέσως στην καθορισμένη κοινωνική αχέαη. Ετοι για
τον Ρικάρντο το κεφάλαιο ξεχωρίζει από την “άμεση εργασία” μόνο
σαν “συσσωρευμένη εργασία” . Και είναι απλώς κάτι το υλικό, απλώς
ένα στοιχείο στο προτσές ΐργασίας, από το οποίο δεν μπορεί ποτέ πια
να εξηγηθεί η σχέση του εργάτη με το κεφάλαιο, του μισθού εργασί­
ας με το κέρδος.»1
Υποθέτοντας ότι η εργασία είναι εμπόρευμα, ο Ντ. Ρικάρντο δια­
χωρίζει τη φυσική τιμή της εργασίας και την τιμή της στην αγορά.
Θεωρεί ότι η αξία της εργασίας, ή η φυσική της τιμή κάτω από την
επίδραση της ζήτησης και προσφοράς εργασίας ανάγεται σε τελευ­
ταία ανάλυση στην αξία ενός καθορισμένου αθροίσματος μέσων
ύπαρξης που χρειάζεται στη δοσμένη κοινωνία για τη συντήρηση
των εργατών και τη συνέχιση του γένους τους.
Ό μω ς, η τιμή της εργασίας στην αγορά, δηλαδή στην κράξη ο μι­
σθός, κυμαίνεται, κατά τον Ντ. Ρικάρντο, γύρω από τη φυσική τιμή της
εργασίας κάτω από την επίδραση της φυσικής κίνησης του εργατι­
κού πληθυσμού. Ό τα ν η τιμή της εργασίας στην αγορά υπερβαίνει
τη φυσική, τότε ο αριθμός των εργατών αυξάνει, πράγμα που οδηγεί
στην υπέρβαση της προσφοράς εργασίας πάνω στη ζήτηση και
προκαλεί ανεργία. Με τη σειρά του, το γεγονός αυτό οδηγεί σε πτώση
της τιμής της εργασίας κάτω από τη φυσική τιμή της, δηλαδή κάτω
από το σύνολο των μέσων που απαιτούνται για τη συντήρηση των
εργατών. Εξαιτίας ασθενειών και πρόωρων θανάτων, ο εργατικός
πληθυσμός ελαττώνεται, η ζήτηση θα έρθει σε αντιστοιχία με την
προσφορά, και η τιμή της εργασίας στην αγορά θα ανέλθει στο επί­
πεδο της φυσικής της τιμής. «Μόνο αφού οι ελλείψεις θα τους μει­
ώσουν (τους εργάτες - Β. Αφανάσιεφ) ο αριθμός ή η ζήτηση εργασίας
θα μεγαλώσει», έγραψε ο Ντ. Ρικάρντο, «η τιμή της εργασίας στην
αγορά ανεβαίνει μέχρι τη φυσική της τιμή...» Εδώ ο Ντ. Ρικάρντο
μισανοίγει την αυλαία των δραματικών αυτών συνεπειών που έχει για
τους εργάτες η πτώση της ζήτησης της εργασίας τους’.

1. Στο ίδ ιο , σ ελ. 466.


2. Ν τ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. 1, σ ελ. 86.
3. Σ τη ν ειδ ική έρευνα των οικονομ ικώ ν αντιλήψ εω ν του Ντ. Ρικάρντο, Ένα
κλειδί για τον Ρικάρντο, σημειώ νετα ι μόνο εκείνο το μέρος του «φ υ σ ικού νόμου»
του μισθού, το οποίο συνδέεται με τη ν αύξηση του πληθυσμού. « Α ν η ποσότητα
της εργασίας δεν επαρκεί, και ο εργάτης καλύπτει τις ανάγκες του περισσότερο
από ικα νοπ οιη τικά , αυτό συνήθως έχει σαν αποτέλεσμα να αυξάνεται ο πληθυ­
σμός κα ι γ ι ' αυτό να μεγαλώ νει η προσφορά εργασίας, η οποία ρ ίχ ν ει το μισθό

159
I αυτόν to χαρακτηρισμό του «φυσικου νομού» του μισθού, ο Ντ.
Ρικάρντο υ*οχ«ρεί φανερά αχό τη βασική του θέση: το νόμο της
φ % . Σαν βασικός μηχανισμός καθορισμού της αξίας της εργασίας
*ρυβάλλει ο νόμος ζήτησης και προσφοράς. Χαρακτηρίζοντας τις
tfietu, ίου Ντ. Ρικάρντο στο ζήτημα αυτό, ο Κ. Μαρξ έγραφε: «0
Ρικάρντο καθορίζει εδώ, σαν ένα από τα βασικά σημεία του όλου συ­
στήματος του, την αξία us τη ζήτηση και την προσφορά, όπως παρα­
τηρεί χαιρέκακα ο Σε...»
Ωστόσο, το ζήτημα του μεγέθους «της αξίας της εργασίας», ο Ντ.
Ρικάρντο το λύνει στο σύνολό του σωστά, βασιζόμενος στη θεωρία
της αξίας. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η «αξία της εργασίας» κα­
θορίζεται από το χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την πα­
ραγωγή των μέσων ύπαρξης των εργατών. Επομένως, δεν καθορίζεται
ούτε ακό το σύνολο των χρημάτων που αποτελούν το μισθό, ούτε από
το σύνολο των καταναλωτικών αγαθών που παίρνουν γΓ αυτήν οί
εργάτες. Αλλά και αυτή η προσέγγιση δεν επιτρέπει στον Ντ. Ρικάρ­
ντο να φτάσει στην αποκάλυψη της υπεραξίας. Κάτι παραπάνω, εξαι-
τίας της σύγχυσης της εργασίας με την εργατική δύναμη, δυσκολεύε­
ται να κατανοήσει την προέλευσή της και, επομένως, την ουσία των
σχέσεων εργασίας και κεφαλαίου .
Με βάση την εργασιακή θεωρία της αξίας, ο Ντ. Ρικάρντο αναλύ­
ει και ένα τέτιο βασικό πρόβλημα, όπως οι οικονομικές αντιθέσεις
τιβν τάξεων της αστικής κοινωνίας. Ο Κ. Μαρξ θεωρούσε βασικότα­
τη υπηρεσία του Ρικάρντο την ανάλυση της εσωτερικής βάσης των
οικονομικών αντιθέσεων των τάξεων. Ο Ρικάρντο, έγραφε ο Μαρξ,
«αποκαλύπτει και εκφράζει την οικονομική αντίθεση των τάξεων,
ό«βς τη δείχνει η εσωτερική συνάφεια...»3
Η ίδια η τοποθέτηση του ζητήματος των αντιθέσεων αυτών θα
ήταν αδύνατη χωρίς την κατανόηση του γεγονότος ότι μόνο η εργα­
σία τον μισθωτών εργατών, που δαπανάται για την παραγωγή εμπο­
ρευμάτων, είναι η μοναδική πηγή της αξίας τους. Κάτι παραπάνω, θα
ήταν αδύνατη και η διασαφήνιση της εκμεταλλευτικής φύσης των
καπιταλιστικών εισοδημάτων. Να γιατί η χυδαία πολιτική οικονομία
οκερασκίζ» με τόσο πάθος τον «τριαδικό τύπο» του Ζ. Μπ. Σε, τον

ος to κατάτατο εχίχε&ο ζ«>ής (O.St. C la ir, A Key to Ricardo, σ ε λ . 16). Η άλλη


«λαφά αυτού του «νόμου», που συνδέεται με τ η ν π τώ σ η του μ ισ θ ο ύ κάτω από το
«πάτατο εκίχεδο και την ελάττωση του αριθμού του ε ρ γα τικ ο ύ πληθυσμού που
βυτό συνεπάγεται, 8εν περιλαμβάνεται σ ' αυτή τη ν π α ρ ο υ σ ία σ η τω ν απόψεων του
Ρικάρντο.
1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 2, σ ε λ . 466. Β λ . ε π ίσ η ς στο ίδιο,
«λ. Μ
1 Κ. Μαρξ, θεωρίες για την νπεραξία, μέρος 2, σ ε λ . 472.
3. Ό .χ.,σ ελ . 194.

160
τύπο των τριών συντελεστών της παραγωγής, αντίστοιχα με τα τρία
εισοδήματα των βασικών τάξεων της αστικής κοινωνίας. Βασισμένη
στην ταύτιση της διαδικασίας της δημιουργίας της αξίας με τη δια­
δικασία της δημιουργίας αξίας χρήσης, η θεωρία του Ζ.Μπ. Σε
αποκλείει ευθύς εξαρχής κάθε δυνατότητα να τεθεί θέμα οικονομικών
αντιθέσεων των τάξεων. Αν η αξία δεν έχει μια μόνο πηγή, αλλά
πολλές και αν μάλιστα η κάθε τέτια πηγή (κάθε «συντελεστής της
παραγωγής») δημιουργεί το αντίστοιχο εισόδημα για τον ιδιοκτήτη
του (το κεφάλαιο: το κέρδος για τον καπιταλιστή, η εργασία: το μι­
σθό για τον εργάτη, η γη: την πρόσοδο για τον γαιοκτήμονα), τότε
δεν υπάρχει έδαφος για αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις και πολύ πε­
ρισσότερο για εκμετάλλευση μιας τάξης από άλλη. Μεγάλη υπηρε­
σία του Ντ. Ρικάρντο αποτελεί το γεγονός ότι σ ’ αυτό το ζήτημα
ακολουθεί με συνέπεια την ιδέα ότι η εργασία είναι η μοναδική πηγή
αξίας, και από τις θέσεις αυτές φτάνει στην αποκάλυψη των οικονο­
μικών αντιθέσεων των τάξεων της αστικής κοινωνίας.
Ο Ντ. Ρικάρντο διαπιστώνει ότι ο μισθός και το κέρδος βρίσκονται
σε αντιστρόφως ανάλογη εξάρτηση: «το ποιο μέρος του προϊόντος
πληρώνεται με τη μορφή μισθού», έγραφε ο Ντ. Ρικάρντο, «είναι ένα
ζήτημα εξαιρετικά βασικό κατά τη μελέτη του κέρδους. Γιατί είναι
αναγκαίο τώρα να σημειωθεί ότι το κέρδος θα είναι υψηλό ή χαμηλό,
στην ίδια αναλογία που θα είναι υψηλός ή χαμηλός ο μισθός.»1 Την
ίδια εξάρτηση βρίσκει ο Ρικάρντο και στη σχέση κέρδους και γαιο­
προσόδου.
Από αυτές τις θέσεις ο Ντ. Ρικάρντο φτάνει στην κατανόηση ότι
με την ανάπτυξη της κοινωνίας οι οικονομικές αντιθέσεις των τάξεων
έχουν την τάση να εντείνονται. Ο Ρικάρντο υπέθετε ότι στο βαβμό
που αυξάνεται ο πληθυσμός, η κοινωνία υποχρεώνεται να περάσει
στην καλλιέργεια όλο και περισσότερο χειρότερων κομματιών γης.
Αυτό οδηγεί στην αύξηση της αξίας των αγροτικών εμπορευμάτων
και ταυτόχρονα και του μεγέθους της γαιοπροσόδου. Από εδώ ο Ντ.
Ρικάρντο συμπεραίνει ότι είναι αναπόφευκτη η άνοδος του χρηματι­
κού μισθού (με αναλλοίωτο το επίπεδο του πραγματικού μισθού) και
πτώση του κέρδους. Σαν αποτέλεσμα, οι αντιθέσεις μεταξύ των γαιο­
κτημόνων, από τη μια μεριά, και των υπόλοιπων τάξεων, από την
άλλη, καθώς και οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστών και εργατών
οξύνονται, και ταυτόχρονα (εξαιτίας της πτώσης του κέρδους, που ο
Ντ. Ρικάρντο ταυτίζει με το ποσοστό κέρδους) αδυνατίζει το εσωτε­
ρικό κίνητρο ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Εδώ διαφαίνεται ότι ο Ντ. Ρικάρντο κατανοεί το βασικό γεγονός
ότι η ανάπτυξη των εσωτερικών αντιθέσεων της καπιταλιστικής οι­
κονομίας υποσκάπτει τις εσωτερικές κινητήριες δυνάμεις της. Η δι-

1. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. I, σελ. 46.

161
δβοκαλία του Ντ. Ρικάρντο για τη δυναμική των εισοδημάτων των
τάξεων της αστικής κοινωνίας, άθελα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι
ο καπιταλισμός ιστορικά έχει παροδικό χαρακτήρα. Ο Κ. Μαρξ
έγραφε όπ ο Ντ. Ρικάρντο, «προϋποθέτοντας την απόλυτη κυριαρχία
του ελεύθερου ανταγωνισμού... μ ’ αυτό τον τρόπο ομολόγησε, άθε­
λα του, την ιστορική φύση του κεφαλαίου και του περιορισμένου χα­
ρακτήρα του ελεύθερου ανταγωνισμού»1.
Ετσι, η επιστημονική τιμιότητα και η αντικειμενικότητα της ανά­
λυσης του Ντ. Ρικάρντο, ανεξάρτητα από τη στενότητα και τη μετα­
φυσική της, αποτελούσαν σοβαρό κίνδυνο για τις ιδεολογικές θέσεις
της κεφαλαιοκρατίας, σε μια περίοδο που στο στίβο της ιστορίας
εισερχόταν η επαναστατική εργατική τάξη. Οι ιδιαιτερότητες αυτές
της διδασκαλίας του Ντ. Ρικάρντο έδειχναν ότι η θεωρία του εξάν­
τλησε εκείνες τις δυνατότητες επιστημονικής έρευνας, που διέθετε η
αστική μορφή πολιτικοοικονομικής ανάλυσης.
Ωστόσο, είναι ευνόητο ότι ο Ντ. Ρικάρντο απείχε πολύ από μια
κάπως πλήρη αποκάλυψη της φύσης των οικονομικών αντιθέσεων
των τάξεων και, επομένως, και των τάσεων ανάπτυξής τους. Τις αντι­
θέσεις αυτές ο Ρικάρντο προσπάθησε να τις αποδόσει στη δράση του
νόμου της αξίας. Ωστόσο, είναι ολοφάνερο ότι η εξήγησή τους δεν
μπορεί να είναι πραγματικά επιστημονική, αν δεν ληφθεί υπόψη ο
νόμος της υπεραξίας που ρυθμίζει τη βασική παραγωγική σχέση του
καπιταλισμού, Ο Ντ. Ρικάρντο όμως δεν ανακάλυψε αυτόν το νόμο
και, ακριβώς γι’ αυτό, δεν κατάλαβε ότι η ρίζα των αντιθετικών
συμφερόντων των τάξεων βρίσκεται στην ίδια τη βάση της καπιταλι­
στικής παραγωγής, ενώ στη σφαίρα της κατανομής παίρνουν μόνο
την εξωτερική εμφάνιση και την παραπέρα ανάπτυξή τους. Ο Ντ. Ρι­
κάρντο, όμως, τα βλέπει μόνο σ ’ αυτή την τελευταία σφαίρα. Οι ανε­
πάρκειες της μεθόδου του δεν επέτρεψαν στον Ντ. Ρικάρντο να δει
και τον ανταγωνιστικό, τον ασυμφιλίωτο χαρακτήρα των αντιθέσεων
μεταξύ του προλεταριάτου και της κεφαλαιοκρατίας και ταυτόχρονα
τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παρα­
γωγής.
Η ανεπάρκεια της ανάλυσης του Ντ. Ρικάρντο φανερώνεται επίσης
και στο ότι συγχέει τους νόμους της υπεραξίας, με τους νόμους στους
οποίους υποτάσσεται το κέρδος. «... Ο Ρικάρντο», έγραφε ο Κ. Μαρξ,
«συμπεραίνει πέρα για πέρα λαθεμένα πως “ η αξία της εργασίας δεν
μπορεί να ανέβει χωρίς πτώση του κέρδους” , πως δεν μπορεί να υπάρ­
ξει άνοδος του κέρδους χωρίς πτώση στην αξία της εργασίας. Ο πρώ­
τος νόμος έχει σχέση με την υπεραξία. Επειδή όμως το κέρδος είναι
ίσο με τη σχέση της υπεραξίας προς το προκαταβλημένο συνολικό
κεφάλαιο, μπορεί με ίση την αξία της εργασίας να αυξηθεί το κέρ­

!. MEW, τόμ. 42. σελ. 550.

162
δος, όταν πέφτει η αξία του σταθερού κεφαλαίου. Ο Ρικάρντο συγχέ­
ει γενικά την υπεραξία και το κέρδος. Από δω οι λαθεμένοι νόμοι του
για το κέρδος και για το ποσοστό του κέρδους.»1
Οι αστοί οικονομολόγοι καταλαβαίνουν θαυμάσια ότι η θεωρία
του Ντ. Ρικάρντο αποκαλύπτει κάπως το μηχανισμό των καπιταλι­
στικών αντιθέσεων. «Το κύριο στο σύστημα του Ρικάρντο είναι τα
συμφέροντα των λόρδων - γαιοκτημόνων, των εργατών και των καπι­
ταλιστών», έγραφε ο αμερικανός ιστορικός της πολιτικής οικονομίας
Φ. Νεφ. «Τα συμφέροντα τους, όπως υποστηρίζεται, πρέπει να είναι
αντίθετα.»2 Σύμφωνα με την ρικαρντιανή φόρμουλα, συνεχίζει ο Νεφ,
«ο μισθός μπορεί να αυξαίνει μόνο σε βάρος του κέρδους... Πρόκει­
ται αληθινά για μια γόνιμη διατύπωση του ανταγωνισμού μεταξύ των
εργατών και των καπιταλιστών. Και το γεγονός ότι ο Ρικάρντο ανα­
φέρεται μόνο στις σχέσεις και όχι στην ποσότητα, τίποτε δεν αλλά­
ζει- η βάση για τον ανταγωνισμό μένει.»’
Ακριβώς γ ι ’ αυτό, οι αστοί οικονομολόγοι μειώνουν με κάθε τρό­
πο τη σημασία της εργασιακής θεωρίας της αξίας του Ντ. Ρικάρντο,
που στηρίζεται στη βάση των οικονομικών αντιθέσεων των τάξεων.
Η θεωρία του Ντ. Ρικάρντο είναι ένα σημαντικό στάδιο ανάπτυξης
της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας, η οποία, όπως είναι
γνωστό, αποτελεί μια από τις πηγές του μαρξισμού. Το γεγονός αυτό
ανεβάζει χωρίς αμφιβολία τη σημασία της εργασιακής θεωρίας της
αξίας του Ντ. Ρικάρντο. Τα επιστημονικά συμπεράσματα στα οποία
κατέληξε με τη βοήθεια αυτής της θεωρίας, προετοίμασαν το δρόμο
της οικονομικής θεωρίας του μαρξισμού.
Η υπηρεσία του Ντ. Ρικάρντο βρίσκεται ακριβώς στο ότι κατόρ­
θωσε να ξεχωρίσει την πιο γενική, την πιο στοιχειώδη σχέση της
αστικής παραγωγής και προσπάθησε να φανερώσει τις εσωτερικές
νομοτέλειες όλου του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας
από τη σκοπιά αυτής της σχέσης, ότι προσπάθησε να εξηγήσει την
εξωτερική, φαινομενική κίνηση του καπιταλιστικού συστήματος,
ξεκινώντας από την εσωτερική του βάση — τον καθορισμό της αξίας
των εμπορευμάτων από την εργασία που δαπανήθηκε για την
παραγωγή τους — από την πραγματική του κίνηση. Ωστόσο, η ιστορι­
κή, και κυρίως η ταξική, στενότητα του Ντ. Ρικάρντο, δεν του επέ­
τρεψε να επεξεργαστεί μια πραγματική επιστημονική μέθοδο ερεύ-
νησης της καπιταλιστικής οικονομίας και ταυτόχρονα μια πραγματι­
κά επιστημονική θεωρία λειτουργίας της. Αυτό το καθήκον στάθη­
καν ικανοί να το πραγματοποιήσουν μόνο οι μεγάλοι θεωρητικοί του
επαναστατικού προλεταριάτου. Ο Καρλ Μαρξ και ο Φρΐντριχ Έ ν-
γκελς.
1. Κ. Μ αρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 2, σ ελ. 225.
2. F. N e ff, Economic Doctrines, σ ελ. 160.
3. Στο ίδιο, σ ελ. 165.

163
5.0 ΝΕΟΡΙΚΑΡΝΤΙΑΝΊΣΜΟΣ:
ΜΥΘΟΣ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ;

Στη δεκαετία του 1960, στην αστική οικονομική βιβλιογραφία εμ­


φανίστηκε μια ειδική κατεύθυνση που διεκδικούσε την αναγέννηση
της ρικαρντιανής οικονομικής θεωρίας. Την εμφάνιση του νεορικαρ-
ντιανισμού τη συνδέουν, συνήθως, με τη δημοσίευση του έργου του
άγγλου οικονομολόγου Πιέρο Σράφα: Παραγωγή εμπορευμάτων μέσω
εμπόρευμάτων1.
Όπως υποστηρίζουν οι αστοί οικονομολόγοι, ο Π. Σράφα προκά-
λεσε «επανάσταση στην οικονομική θεωρία», επιφέροντας «ουσια­
στικές αλλαγές στις αντιλήψεις της θεωρίας της αξίας»2. Το βιβλίο
του θεωρείται σαν «αναγέννηση της κλασικής θεωρίας της αξίας και
κατανομής», σαν «αποκατάσταση της κλασικής (και ως ένα βαθμό
και της μαρξιστικής) προσέγγισης ορισμένων θεμελιακών προβλημά­
των. που αναφέρονται στην αξία και την κατανομή»3. Ο Π. Σάμουελ­
σον διακήρυξε την έναρξη της «εποχής του Σράφα» στην πολιτική
οικονομία. .
Η αστική πολιτική οικονομία στηρίζει στην εργασία του Π. Σράφα
πολλές ελπίδες για την αναγέννηση των κλασικών, δηλαδή των επι­
στημονικών παραδόσεων στη σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία.
Βλέπει σ’ αυτήν τον «Ρικάρντο με σύγχρονη αμφίεση.»5
Μια σειρά αστών οικονομολόγων υπογραμμίζουν με αρκετή ειλι­
κρίνεια την αντιμαρξιστική κατεύθυνση του νεορικαρντιανισμού.
Ετσι, ο άγγλος οικονομολόγος Γ. Στίντμαν (J. Steedman), στο έργο
του Ο Μαρξ μετά τον Σράφα, υποστηρίζει ότι ο Π. Σράφα «ξεπέρασε»
τάχα την οικονομική θεωρία του μαρξισμού6.
Στη βάση της αντίληψης του Π. Σράφα, οι αστοί θεωρητικοί προ­
σπαθούν συχνά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την επανάσταση που
πραγματοποίησε ο μαρξισμός στην πολιτική οικονομία. Οι άγγλοι
οικονομολόγοι I. Μπρέντλι και Μ. Χόουαρντ γράφουν, για παράδει­
γμα, ότι ο Γ. Στίντμαν στο προαναφερόμενο έργο «δείχνει με τη βοή­
θεια της θεωρίας του Π. Σράφα ότι σε ορισμένες πλευρές η ρικαρντι-
ανή ανάλυση υπερέχει της μαρξικής και ότι, κατά συνέπεια, η

1. P. SraiTa. Production of Commodities by Means o f Commodities. Prelude to a


Critique of Economic Theory, Cambridge, «The University Press», 1960 (ελληνική
έίδοση: Θεσσαλονίκη 1985, εκδ. «Σύγχρονα Θέματα»· σημ. του μετ.).
1 Η σν/χρονη οικονομική σκέψη, σελ. 250.
3. J. Young, Classical Theories of Value: from Smith to Sraffa, σ ελ. 55. R. Meek,
Erenow» and Ideology and Other Essays, London, 1967, σ ελ. 161.
4. Journal of Economic Literature, 1971, τεύχος 3. σ ελ. 400.
5. G. Harcourt, The Social science imperialists, London, 1982, σ ελ. 197.
6. J Steedman, Marx after Sraffa. London, 1977.

164
μαρξική αξιολόγηση του Ρικάρντο είναι ορισμένες φορές λαθεμέ­
νη»1.
Το ζήτημα αν πραγματικά εμφανίστηκε ένας νεορικαρντιανισμός,
που αναγεννά και αναπτύσσει στη σύγχρονη αστική βιβλιογραφία τις
επιστημονικές θέσεις του κορυφαίου της κλασικής σχολής: ιην ερ­
γασιακή του θεωρία της αξίας, τη θεωρία της υπεραξίας κλπ.. έχει
θεμελιακή σημασία για την κατανόηση των νομοτελειών της ανάπτυ­
ξης της πολιτικής οικονομίας. Αν μετά την αντικατάσταση της κλα­
σικής σχολής από τη χυδαία αστική πολιτική οικονομία στη δεκαε­
τία του 1830, σήμερα αναγεννάται και πάλι η επιστημονική αστική
οικονομική θεωρία, αυτό σημαίνει ότι μεταξύ της ανάπτυξης της
αστικής πολιτικής οικονομίας και του καπιταλιστικού τρόπου παρα­
γωγής, δεν υπάρχει αντικειμενική εξάρτηση, ότι οι πιο πάνω νομοτέ­
λειες ανάπτυξής της δεν δρουν, και ότι αυτή, η αστική πολιτική οι­
κονομία, υποτάσσεται σε άλλες νομοτέλειες, ότι δίπλα στην επιστη­
μονική προλεταριακή πολίτικη οικονομία, στις σύγχρονες συνθήκες,
είναι δυνατό να υπάρχει και η επιστημονική αστική πολιτική οικονο­
μία.
Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο της θεωρίας του Π. Σράφα;
Ο τίτλος της κύριας εργασίας του Π. Σράφα δεν είναι τυχαίος. Ο
Σράφα πραγματικά εξετάζει την «παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμ­
πορευμάτων», δίνοντας φυσικό-εμπράγματο χαρακτηρισμό της διαδι­
κασίας παραγωγής και υποκαθιστώντας μ ’ αυτόν την αποκάλυψη του
κοινωνικοοικονομικού της περιεχομένου. Συνάμα ο Π. Σράφα βασί­
ζεται στους τρόπους που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ντ. Ρικάρντο
στα πρώιμα, τα ανώριμα ακόμη έργα του.
Αφέτη ριακό πρότυπο μοντέλο αναπαραγωγής ο Π. Σράφα εκλέγει
το σχήμα μιας πρωτόγονης οικονομίας, που αποτελείται από δυο κλά­
δους, ο ένας από τους οποίους παράγει μόνο σιτάρι και ο άλλος μόνο
σίδηρο. Συνάμα, για την παραγωγή του προϊόντος του, ο κάθε κλάδος
καταναλώνει τόσο σιτάρι όσο και σίδηρο, σε μια αντιστοιχία η
οποία καθορίζεται από την τεχνολογία που υπάρχει. Το αφετηριακό
μοντέλο χαρακτηρίζεται από τις παρακάτω σχέσεις:
I. 280 κιλά σιταριού2 + 12 τόννοι σιδήρου - 400 κιλά σιταριού.
II. 120 κιλά σιταριού + 8 τόννοι σιδήρου - 20 τόννοι σιδήρου.
Το σχήμα προϋποθέτει απλή αναπαραγωγή, έλλειψη υπερπροιόν­
τος. Το συνολικό προϊόν που παράγεται (400 κιλά σιταριού + 20 τόν-
νοι (σιδήρου), είναι ίσο με το σύνολο του κόστους παραγωγής των
δυο κλάδων (τα 280 κιλά σιταριού που δαπανήθηκαν για την παραγω-

1. Classical and Marxian Political Economy. London, 1982, σελ. 3Z


2. Στον Π . Σράφα αναφέρεται «quarter»: μέτρο μέτρησης, ίσο με 2,9 εκατόλι-
τρα.

165
γή στον 1 κλάδο, και τα 120 που δαπανήθηκαν στον II, θα είναι μαζί
400 κιλά ακριβώς· το ίδιο οι δαπάνες σ ιδήρου στους I και II κλάδους,
δίνουν την ίδια ποσότητα, όση και η παραγόμενη ποσότητα σιδήρου:
Ι2τόννοιΊ-8τόννοι=20τόννοι σιδήρου).
Ιτους παραγωγούς του σιταριού (I κλάδος) για τη ν επανάληψη της
παραγωγής απαιτούνται 12 τόννοι σ ιδήρου, τους οποίους μπορούν να
πάρουν μόνο από τον κλάδο II. Με τη σ ειρ ά του, ο κλάδος II χρειά­
ζεται 120 κιλά σιταριού. Η ανταλλαγή μεταξύ τω ν κλάδων I και II
γίνεται σε αναλογία 1 τόννος σιδήρου προς 10 κιλά σιταριού (12 τόν-
νοι σιδήρου προς 120 κιλά σιταριού).
Τι αντιπροσωπεύουν αυτές οι αντα λλα κτικές σ χέσ εις, ποιο είναι το
κοινωνικοοικονομικό τους περιεχόμενο;
Κατά τη γνώμη του άγγλου οικονομ ολόγου Τζ. Γ ια νγκ (J. Young),
«θα ήταν τιμές ισορροπίας, εφόσον θα εγγυόνταν τη ν αναπαραγωγή
των πρωταρχικών μέσων παραγωγής και, μ ’ αυτό το ν τρόπο, θα δη­
μιουργούσαν τις συνθήκες για την επα νά λ η ψ η τη ς διαδικασίας της
παραγωγής.»'
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω σ χέσ εις α ν τα λ λ α γή ς ανάμεσα στον I
και στο II κλάδο, ο Π. Σράφα έγραφε ότι αυτές «οι αξίες απορρέουν
κατευθείαν από τις μεθόδους παραγω γής»2.
Έτσι, σ ’ αυτούς τους ανταλλακτικούς σ υ σ χ ετισ μ ο ύ ς προσδίνουν
χαρακτήρα εμπορευματικών σχέσεω ν. Στο μεταξύ, το σχήμα αυτό
καθαυτό δεν περιέχει τους όρους που είνα ι α π α ρ α ίτη το ι για την εμφά­
νιση της εμπορευματικής παραγωγής. Σ τη ν π ρ α γμ α τικ ότη τα , μεταξύ
των κλάδων I και II υπάρχει κα τα μ ερισ μός ερ γα σ ία ς, πράγμα που
προκαθορίζει άμεσα την αναγκαιότητα μ όνο τη ς ανταλλαγής προϊό­
ντων, και καθόλου των εμπορευματικών σ χέσ εω ν. Α υτοί οι κλάδοι
μπορούν απόλυτα να ανήκουν σε μια κ ο ιν ό τη τα , σε έναν ιδιοκτήτη,
πράγμα που αποκλείει την εμφάνιση της εμ π ο ρ ευ μ α τικ ή ς μορφής α­
νταλλαγής του προϊόντος που παράγουν.
Για τον λόγο αυτό, το συμπέρασμα ό τι το π ρ ο ϊό ν αυτών των κλά­
δων παίρνει αξιακή μορφή, δεν έχει ικ α ν ο π ο ιη τικ ή βάση.
Αλλά και αν υποθέσουμε ότι μεταξύ τω ν κλάδω ν I και II υπάρχει
ανταλλαγή εμπορευμάτων, το κύριο συμ πέρα σμ α του Π. Σράφα, ότι
«οι αξίες καθορίζονται άμεσα από τις μεθόδους παραγω γής» και όχι
από την κοινωνικά αναγκαία εργασία που δα π α νή θ η κ ε για την παρα­
γωγή των δοσμένων εμπορευμάτων, είνα ι α π ό λ υ τα αβάσιμο. Φτάνει
να τεθεί μόνο το ερώτημα, για τί η α ντα λλα γή μεταξύ των κλάδων 1
και II γίνεται στην αναλογία I τόννος σ ιδ ή ρ ο υ με 10 κ ιλ ά σιταριού,
για να φανεί αυτό.

1. J. Young, Classical Theories o f Value: fro m Sm ith to Sraffa, σελ. 56.


2. P. Sraffa, Παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, Θεσσαλονίκη 1985
σελ. 26.
Εννοείται ότι στις δοσμένες ποσότητες εκφράζονται τα μεγέθη των
αναγκών των αντίστοιχων κλάδων, οι οποίες πραγματικά καθορίζο­
νται από τις «μεθόδους παραγωγής». Ωστόσο, αυτά τα μεγέθη δεν
έχουν καμιά σχέση με κείνες τις αναλογίες, στις οποίες πραγματο­
ποιείται η ανταλλαγή εμπορευμάτων μεταξύ του ί και του II κλάδου.
Γιατί είναι γνωστό ότι η διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών στην
αγορά δεν προσανατολίζεται καθόλου στις ανάγκες του αγοραστή:
για την αγορά, οι καταναλωτές υπάρχουν μόνο σαν ενσάρκωση της
αγοραστικής ικανότητας, της αξιοπιστίας ζήτησης.
Και το γεγονός ότι ακριβώς οι 12 τόννοι σιδή,ρου ανταλλάσσονται
με 120 κιλά σιταριού σαν εμπορεύματα, δείχνει ότι στη βάση του
δοσμένου συσχετισμού βρίσκεται κάτι άλλο, και καθόλου οι ανάγκες
του κλάδου I και II. Τι ακριβώς όμως;
Σ ’ αυτό το ερώτημα απάντησαν από καιρό οι θεωρητικοί της κλα­
σικής σχολής και η οικονομική θεωρία του μαρξισμού: βρίσκονται
οι δαπάνες της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας για την παραγωγή των
δοσμένων εμπορευμάτων. Η ισότητα ακριβώς αυτών των δαπανών
καθορίζει τη δοσμένη αντιστοιχία στην αγορά.
Από εδώ είναι φανερό ότι η σύμπτωση του συσχετισμού των ανα­
γκών των κλάδων I και II και της ανταλλακτικής αντιστοιχίας των
εμπορευμάτων, από την οποία στην πράξη ξεκινάει ο Π. Σράφα,
είναι απόλυτα τυχαία. Στις συνθήκες της αυθόρμητης εμπορευματι-
κής παραγωγής αυτό, καταρχήν, είναι αδύνατο. Ταυτόχρονα, αυτή
ακριβώς η σύμπτωση δίνει στον Π. Σράφα την υποθετική βάση να
αποδόσει τις νομοτέλειες στις οποίες υποτάσσονται οι παραγωγικές
ανάγκες των κλάδων (η άμεση εξάρτησή τους από την τεχνολογία
παραγωγής), στις σχέσεις της εμπορευματικής ανταλλαγής.
Έ τ σ ι, οι αξίες των εμπορευμάτων δεν καθορίζονται άμεσα από την
τεχνολογία παραγωγής. Τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται το ένα με
το άλλο με βάση την υλοποιημένη σ ’ αυτά κοινωνική εργασία, στο
μέγεθος της οποίας κατά μονάδα εμπορεύματος, ασκεί, εννοείται, ου­
σιαστική επίδραση και η τεχνολογία παραγωγής.
Η κλασική σχολή είχε ήδη αποκαλύψει ως ένα βαθμό την αντικει­
μενική νομοτέλεια των εμπορευματικών σχέσεων: το νόμο της αξίας.
Ο Π. Σράφα όμως το παραγνωρίζει αυτό και προσπαθεί να εξαγάγει
τις εμπορευματικές σχέσεις άμεσα από την «τεχνολογία της παραγω­
γής». Στη θεωρία του Π. Σράφα, αυτού του νεορικαρντιανού, δεν γί­
νεται ούτε καν μνεία της εργασιακής θεωρίας της αξίας, που αποτελεί
τη βασική επιστημονική αξία της οικονομικής θεωρίας του Ντ. Ρι­
κάρντο.
Η ίδια μεθοδολογία χρησιμοποιείται από τον Π. Σράφα για την
ερεύνηση και της πολυκλαδικής οικονομίας, καθώς και της οικονο­
μίας που παράγει «περίσσευμα», δηλαδή παράγει προϊόν πάνω από
τις δαπάνες. Το αποτέλεσμα είναι η αντιεπιστημονικότητα αυτής της

167
&«ρϊας να γίνεται m o φανερή. Και πραγματικά, αν στο σχήμα της
πρωτόγονης οικονομίας, που κάνει απλή αναπαραγωγή, ο Π. Σράφα
προσπάθησε να εξαγάγει από την τεχνο λο γία παραγωγής μόνο τις
τιμές των εμπορευμάτων, στο σχήμα της διευρυμένης αναπαραγωγής,
ο Σράφα επιδιώκει να περάσει τη σκέψη, ότι οι τεχνολογικές σχέ­
σεις καθορίζουν άμεσα και τα άλλα κοινω νικοοικονομικά φαινόμενα
και διαδικασίες, και μαζί με αυτά και το μέγεθος του ποσοστού κέρ­
δους.
Κατά τη γνώμη του Π. Σράφα, οι διαδικασίες της εμπορευματικής
- καπιταλιστικής οικονομίας μπορούν να εξηγηθούν επιστημονικά
χωρίς την εργασιακή θεωρία της αξίας και χω ρ ίς τη θεωρία της υπε­
ραξίας. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, θέση αυτή στην αστική πολιτι­
κή οικονομία δεν είναι καθόλου καινούρια. Γ ια παράδειγμα, οι
«μαρζιναλιστές», οι οπαδοί της οριακής θεωρίας — της αντίληψης της
οριακής χρησιμότητας και της οριακής παραγω γικότητας — εναντίον
των οποίων ο Π. Σράφα προβάλλει ενδιαφέροντα επιχειρήματα,
προσπάθησαν κι αυτοί να ανακηρύξουν «περιττές» τις θεωρίες της
αξίας και της υπεραξίας. Η ιδιομορφία τη ς θέσης στη δοσμένη περί­
πτωση βρίσκεται, μάλλον, στην ιδιαίτερη αναφορά στην τεχνολογι­
κή μόνο εξήγηση των οικονομικών διαδικασιώ ν ενώ οι «μαρζιναλι-
στές» προσπάθησαν να τους δόσουν ψ υ χολογική ερμηνεία. Και στη
μια και στην άλλη περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε μια οικονο­
μική εξήγηση των κοινωνικοοικΓνομικών φαινομένων, πράγμα που
αποτελεί καθαρό γνώρισμα μιας παραλλαγής της χυδαίας πολιτικής
οικονομίας.
Μεθοδολογικά η θέση του Π. Σράφα σ η μ α ίνει ταύτιση των παρα­
γωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγω γής. Γ ια τί οι τεχνολογι­
κές σχέσεις είναι ουσιαστικό σ τοιχείο των παραγωγικών δυνάμεων,
οι οποίες σε διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες παίρνουν
διαφορετικές κοινωνικές μορφές.
ΓΓ αυτό, δεν υπάρχει κανένας βάσιμος λόγος να υποστηριχθείότι
τα μοντέλα του Π. Σράφα «οικοδομήθηκαν στις αρχές, στις οποίες
βασίζονται τα μοντέλα της κλασικής και τη ς μαρξιστικής πολιτικής
οικονομίας»1.
Πώς εφαρμόζει ο Π. Σράφα τη μεθοδολογία του στην ανάλυση
της πολυκλαδικής οικονομίας;
Και σ ’ αυτή την περίπτωση ο Σράφα έχει σαν αφετηρία τα σχή­
ματα αναπαραγωγής που αντανακλούν μόνο τις φυσικές - εμπράγμα­
τες διακλαδικές εξαρτήσεις. Ο Π. Σράφα καταστρώνει το εξής σύ­
στημα εξισώσεων των παραγωγικών εκροών - εισροώ ν του προϊόντος
στην πολυκλαδική οικονομία, η οποία, κατά τη γνώμη του, είναι

1. Clastical and Marxian Political Economy, σελ. 31.

168
ικανή να εξηγήσει τις τιμές των εμπορευμάτων άμεσα με τις τεχνο­
λογικές σχέσεις1:

A aPa+BaPb+...+KaPk=APa
AbPa+BbPb+...+KbPk=BPb
A kPa+BkPb+...+K kPk=K Pk,
όπου a,b...K είναι τα εμπορεύματα, καθένα από τα οποία παράγεται
από ξεχω ριστό κλάδο,
Α,Β,... Κ είναι ο ετήσιος όγκος παραγωγής των εμπορευμάτων
a,b,... k.
Αα, Βα,... Κα, Ab, Bb..., Kb κλπ., είναι η ποσότητα των εμπορευμά­
των a,b... k, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των A, b,...K·
Pa, Pb,... Pk είναι οι τιμές μονάδων των εμπορευμάτων, a,b... κ.
Ο Π. Σράφα θεωρεί σαν γνωστά όλα τα μεγέθη αυτών των εξισώ­
σεων, εκτός ακριβώς από τις τιμές, οι οποίες και πρέπει να βρεθούν
με τη βοήθεια του δοσμένου συστήματος εξισώσεων.
Η τιμή ενός από τα εμπορεύματα παίρνεται σαν κλίμακα τιμών,
μέσω της οποίας εκφράζονται οι τιμές όλων των υπόλοιπων εμπορευ­
μάτων, δηλαδή αυτό το εμπόρευμα πρακτικά λειτουργεί σαν χρημα­
τικό εμπόρευμα. Βγαίνει, μ ’ αυτό τον τρόπο, το σύστημα Κ-1 εξισώ­
σεων με Κ-1 αγνώστους, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα να λυθεί αυτό
το σύστημα. Κατά τη γνώμη του Π. Σράφα, αυτό είναι αρκετό για
να βγει το συμπέρασμα ότι ακριβώς οι τεχνολογικές σχέσεις καθορί­
ζουν άμεσα τις τιμές των εμπορευμάτων: « Έ τσ ι μένουν Κ-1 ανεξάρ­
τητες γραμμικές εξισώσεις που μοναδικά προσδιορίζουν Κ-1 τιμές» .
Από εδώ γίνεται φανερό ότι και κατά την εξέταση της πολυκλαδι-
κής οικονομίας ο Π. Σράφα από τους όρους που προκαλούν μόνο
την ανταλλαγή εμπορευμάτων, προσπαθεί να βγάλει τις εμπορευματι-
κές σχέσεις, ταυτίζει τη δομή των αναγκών των κλάδων Α,Β... Κ και
των σχέσεων εμπορευματικής ανταλλαγής μεταξύ τους. Στην περί­
πτωση αυτή εκφράζεται πιο καθαρά αυτό που χαρακτηρίζει όλη την
αντίληψη του Π. Σράφα: η σύγχυση της τιμής του εμπορεύματος
και της αξίας του, πράγμα που στην πράξη οδηγεί στην άρνηση της
ύπαρξης αξίας και στην αναγωγή της στην τιμή.
Η θέση αυτή αναμφίβολα είναι ένα βήμα πίσω σε σύγκριση με τη
διδασκαλία του Ντ. Ρικάρντο. Ο νεορικαρντιανός Π. Σράφα διαγρά­
φει τη μακρόχρονη ιστορική διαδικασία των αναζητήσεων του εσω­
τερικού νόμου της τιμής, που έκανε η κλασική σχολή, αρχίζοντας
από τον Πέτι, και τελειώνοντας στον Ρικάρντο. Το μεγαλύτερο επί­
τευγμα της κλασικής σχολής ήταν ο διαχωρισμός μεταξύ της «φυσι-

1. Π . Σράφα, Παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, σ ελ. 27.


2. Σ το ίδ ιο , σ ε λ. 27-28. '

169
της -πραγματικής τιμής», της «αξίας» του εμπορεύματος και
της «αληθινής τιμής» του, της τιμής αυτής καθαυτής σαν χρηματικής
έκφρασης ιης αξίας
Και ω ζήτημα δεν είναι, βέβαια, μόνο ότι οι κλασ ικοί ψηλάφισαν,
ας πούμε. to νόμο της αξίας εδώ και 300 χρόνια, ενώ ο σύγχρονος
«συνεχιστής» τους στην πράξη απαρνιέται τις επιστημονικές αλήθει­
ες που ίκεινυι ανακάλυψαν. Το ζήτημα είναι ακόμη ότι οι κλασικοί
πλησίασαν πολύ στην κατανόηση — αν και πολύ γενικά — του μεθοδο­
λογικού ρόλου της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Ε ίναι γνωστό ότι
ο Κ. Μαρξ είδε τη «μεγάλη ιστορική σημασία» του Ντ. Ρικάρντο για
t^v επιστήμη, πριν απ ’ όλα, στο ότι ο κορυφαίος της κλασικής σχο­
λής επιδίωξε να προσεγγίσει όλα τα φαινόμενα της καπιταλιστικής
οικονομίας από την άποψη της εργασιακής θεωρίας της αξίας, πράγ­
μα που άνοιγε το δρόμο για την επεξεργασία μιας πραγματικά επι­
στημονικής μεθόδου στην πολιτική οικονομία. Στον Ντ. Ρικάρντο
ήταν ξένη η τεχνολογική ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων.
Το αβόσιμο των μεθοδολογικών θέσεων και της θεωρητικής κατα­
σκευής του Π. Σράφα φαίνεται ακόμα πιο ανάγλυφα όταν αυτός εξε­
τάζει την οικονομία, η οποία παράγει υπερπροϊόν. Στο σύστημα των
εξισώσεων του Π. Σράφα εμφανίζεται ένας νέος άγνωστος, και συ­
γκεκριμένα το μέσο ποσοστό κέρδους γ:
(AaPa+BaPb+...+KaPk) (l+r)=A Pa
(Ab Pa+BbPb+... +(K bPk) (l+r)=B Pb

(Ak Pa+BkPb+...+KkPk) (l+r)=K Pk'.


Ετσι βγαίνουν K ανεξάρτητες εξισώσεις που, όπως υποστηρίζει ο
Π Σράφα, προσδιορίζουν τις Κ-1 τιμές και το ποσοστό κέρδους2.
Ωστόσο ο Π. Σράφα δεν εξηγεί πώς εμφανίζεται το ποσοστό κέρ­
δους, τι αποτελεί την πηγή του. Θεωρεί αρκετό να αναφέρει ότι με το
πέρασμα στην εξέταση της οικονομίας, που παράγει υπερπροϊόν
(πλεόνασμα, σύμφωνα με την ορολογία του), στο σύστημα των εξι­
σώσεων αναπαραγωγής, εμφανίζεται ένας νέος άγνωστος, το r.
Πρόκειται για μια τυπικά λογική προσέγγιση, η οποία υποκαθιστά
εδώ την ανάλυση της ιστορικής διαδικασίας της μετατροπής της
απλής εμπορευματικής οικονομίας σε καπιταλιστική, καθώς και του
συνόλου των κοινωνικοοικονομικών διαδικασιών, που προσδιορί­
ζουν τη μετατροπή των διαφόρων ποσοστών κέρδους στους διάφο­
ρους κλάδους της παραγωγής σε κοινό για όλους τους κλάδους μέσο
ποσοστό κέρδους.
Από το σχήμα του Π. Σράφα φαίνεται ότι μοναδικό λόγο για την

I. Στο ίδιο, σελ. 30.


1 Στο ίδιο.

170
εισαγωγή του ποσοστού κέρδους στα σχήματα αναπαραγωγής, αυτός
θεωρεί την εμφάνιση του υπερπροϊόντος. Ομως, όπως Ε ί ν α ι γνωστή
στην οικονομική επιστήμη, το υπερπροϊόν υπάρχει στα πιο διαφορε­
τικά κοινωνικοοικονομικά συστήματα και παίρνει σ ' αυτά διαφορε­
τικές κοινωνικές μορφές. Στις συνθήκες της φεουδαρχίας, για παρά­
δειγμα, βασική μορφή του υπερπροϊόντος ήταν η γαιοπρόσοδος,
στον καπιταλισμό το βιομηχανικό κέρδος. Ο Π. Σράφα συγχέει τις
γενικές ιστορικές και τις ειδικές οικονομικές μορφές. Γι ’ αυτό, στο
σχήμα του Π. Σράφα, που υποστηρίζει ότι εξηγεί την προέλευση
του ποσοστού κέρδους, πρακτικά δεν αντανακλάται η βαθύτερη ου­
σία του καπιταλισμού, η οποία, στην επιφάνεια των οικονομικών
φαινομένων, εκφράζεται στο καπιταλιστικό κέρδος, και συγκεκριμέ­
να δεν αντανακλώνται οι σχέσεις εκμετάλλευσης των μισθωτών ερ­
γατών από την αστική τάξη, ο νόμος της υπεραξίας. «Το σχήμα του
Σράφα», γράφει ο Β. Γκ. Σεμιάτενκοφ, «δεν περιέχει το κύριο: την
ιστορία και τη λογική δηλαδή των σχέσεων εκμετάλλευσης, πράγμα
που αναπόφευκτα οδηγεί στην εμφάνιση εσωτερικών αντιφάσεων στο
σύστημά του.»1
Μεθοδολογικά, η θεωρία του Π. Σράφα βρίσκεται πλησιέστερα
στο φυσιοκρατισμό, α π ’ ό,τι στο ρικαρντιανισμό. Οπως είναι γνω­
στό, οι φυσιοκράτες δεν διαχώριζαν την αξία από την αξία χρήσης
του εμπορεύματος, υποκαθιστούσαν την πρώτη με τη δεύτερη, επιδιώ­
κοντας να εκφράσουν τα οικονομικά φαινόμενα και διαδικασίες της
εποχής τους μέσα από τις σχέσεις των αξιών χρήσης. Ωστόσο, στο
18ο αιώνα, αυτή η θέση, από μεθοδολογική άποψη, αποτελούσε ένα
βήμα πίσω, εφόσον έναν περίπου αιώνα πριν τους φυσιοκράτες, στα
έργα του Πέτι, έγινε προσπάθεια να διαχωριστούν οι δυο πλευρές του
εμπορεύματος, να εξεταστούν τα οικονομικά φαινόμενα με βάση τον
καθοριστικό ρόλο της εργασίας σαν πηγής της αξίας.
Αιτιολογώντας τη μέθοδό του ο Π. Σράφα αναφέρεται στο έργο του
Ντ. Ρικάρντο Δοκίμιο για την επίδραση της χαμηλής τιμής των σιτηρών
στο κέρδος, και στα γράμματά του του 1814-1815, στα οποία εκτίθε­
ται, κατά την έκφραση του Π. Σράφα, «η με βάση τα σιτηρά θεωρία
του κέρδους» του Ντ. Ρικάρντο.
Επεξηγώντας την, ο Π. Σράφα γράφει: «... Η βασική αρχή συνί-
σταται στο ότι τα κέρδη των παχτωτών ρυθμίζουν τα κέρδη όλων των
άλλων κλάδων.
»Η ορθολογική βάση αυτής της αρχής συνίσταται στο ότι στην
αγροτική οικονομία ένα και το αυτό εμπόρευμα, δηλαδή το σιτάρι,
δημιουργεί τόσο το κεφάλαιο (που νοείται σαν το σύνολο των απα­
ραίτητων μέσων συντήρησης των εργατών), όσο και το πρ ο ϊό ν έτσι

1. Β.Γκ. Σεμιάτενκοφ, θεωρίες του κεφαλαίου, Μόσχα, εκδ. «Μισλ», 1977, σελ.
210.

171
ο προσδιορισμός του κέρδους μ£ το διαχωρισμό του συνολικού προϊό­
ντος και too προκαταβαλλόμενου κεφαλαίου, όπως και ο προσδιορι­
σμός του ποσοστού του κέρδους για το κεφάλαιο, γίνονται άμεσα
μεταξύ ίων διαφορετικών ποσοτήτων σιτηρών, άσχετα από το πρό­
βλημα της αξίας»1.
Η θέση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά παραλλαγή της φυσιο-
ψατικής θεωρίας του καθαρού προϊόντος. Είναι γνωστό ότι οι φυσιο­
κράτες την υπεραξία (το καθαρό προϊόν, σύμφωνα με την ορολογία
τους), την εννοούσαν σαν διαφορά μεταξύ όλου του προϊόντος που
καράγεται σ ' ένα χρόνο (για παράδειγμα, της συγκομιδής σιταριού)
και των δαπανών για την παραγωγή του, που εκφράζονται επίσης σε
σιτηρά (σπόροι, ζωοτροφές, τρόφιμα για τους εργάτες κλπ.). Διαφορά
ίσως υπάρχει μόνο στο ότι τη μεθοδολογία που χαρακτήριζε τις συν-
του μη αναπτυγμένου καπιταλισμού, την παιδική ηλικία της
πολιτικής οικονομίας, ο Π. Σράφα την εφαρμόζει στην ερεύνηση των
φαινομένων του ώριμου και υπερώριμου καπιταλισμού. Τον λαθεμένο
περιορισμό της παραγωγής από τους φυσιοκράτες μόνο στα πλαίσια
της αγροτικής οικονομίας, ο Π. Σράφα τον επεκτείνει στη σύγχρονη
εξαιρετικά διαφοροποιημένη παραγωγή, στην οποία καθοριστικό ρό­
λο παίζουν η βιομηχανία και η επιστήμη και όχι η αγροτική οικονο­
μία.
Στο *ιο πάνω απόσπασμα του έργου του Π. Σράφα φαίνονται από­
λυτα καθαρά οι θεωρητικές του επιδιώξεις: να δοθεί μια τέτια ερμη­
νεία των οικονομικών φαινομένων του καπιταλισμού, ώστε να παρα­
κάμπτεται η εργασιακή θεωρία της αξίας. Οι σχολιαστές της αντίλη­
ψης του Π. Σράφα υπογραμμίζουν ακριβώς αυτή την ιδιαιτερότητα
της. Στον πρόλογο της εργασίας Η κλασική και η μαρξιστική πολιτική
οικονομία, οι συντάκτες της I. Μπρέντλι και Μ. Χόουαρντ, μιλώντας
για τη θεωρία του Π. Σράφα, σημειώνουν ότι «η αντίληψη της εργα­
σιακές αξίας δεν παίζει κανένα ρόλο στη συγκρότηση αυτής της θεω­
ρίας»-.
Στην εργασία του άγγλου οικονομολόγου Γιαν Στίντμαν, Ο Μαρξ
μετά τον Σράψι, αποκαλύπτονται σε όλη τους την έκταση οι σκοποί
της εργασίας του Π. Σράφα στο πεδίο της θεωρίας της αξίας: να τεκ­
μηριωθεί η «αναγκαιότητα»* της απόρριψης της θεωρίας της αξίας
του Κ. Μαρξ και συνεπώς και της θεωρίας του της υπεραξίας, κατά
την ανάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο Γ ιαν Στίντμαν γρά­
φει: «... κατά τις απλές, λογικές υποθέσεις, οι φυσικές συνθήκες της
παραγωγής και ο πραγματικός μισθός εργασίας, αρκούν για να προσ­
διοριστεί το ποσοστό κέρδους, όλες οι τιμές παραγωγής, όποια μέθο­
δος παραγωγής και αν χρησιμοποιήθηκε, σε όποια ηλικία και αν

1. Παρατίθεται αχό το: Classical and Marxian Political Economy, σελ. 14.
I Classical and Marxian Political Economy, σελ. 31.

172
αποσβένονταν τα μηχανήματα, όποιος και να ήταν ο κοινωνικός κα­
ταμερισμός εργασίας κλπ. Κανένα αξιακό μέγεθος δεν έχει καμιά σχέ­
ση μ ’ αυτόν τον προσδιορισμό. Από εδώ βγαίνει ότι εκείνοι που
δουλεύουν πάνω στην υλιστική εξήγηση της καπιταλιστικής οικονο­
μίας, πρέπει να απορρίψουν την αξιακή ανάλυση του Μαρξ.»1
Οι αστοί θεωρητικοί σ ' αυτή την εκστρατεία εναντίον της εργασια­
κής θεωρίας της αξίας καλύπτονται, όπως βλέπουμε, από τα συμφέ­
ροντα της «επιστήμης»: η εργασιακή θεωρία της αξίας ανακηρύσσε­
ται απλούστατα περιττή, για τους στόχους της επιστημονικής ανά­
λυσης. Κάτι παραπάνω, προσπαθούν να υποστηρίξουν ότι αυτή η θεω­
ρία αποτελεί εμπόδιο στην επιστημονική έρευνα. Οι I. Μπρέντλι και
Μ. Χόουαρντ, σημειώνοντας ότι ο Π. Σράφα απορρίπτει τη θεωρία
της αξίας, γράφουν: «Ύ στερα α π ’ αυτό, η εργασία του Σράφα είναι
απελευθερωμένη από τους περιορισμούς που συνδέονται με αυτή την
αντίληψη.»2
Ποια είναι η πραγματική αιτία της τόσο αρνητικής στάσης απέ­
ναντι στην κατηγορία της αξίας, την εργασιακή θεωρία της αξίας
γενικά;
Αυτή η θεωρία, όπως είναι γνωστό, αποκαλύπτει την πραγματική
και μάλιστα την ηγετική θέση της εργασίας και συνεπώς, της εργα­
τικής τάξης στο σύστημα των οικονομικών σχέσεων του καπιταλι­
σμού. Αποτελεί τη βάση της επιστημονικής προσέγγισης για την
αποκάλυψη της εκμεταλλευτικής, ανταγωνιστικής ουσίας του καπι­
ταλισμού και του παροδικού του χαρακτήρα. «Ο Μαρξ αναλύει την
ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού με τους όρους της εργασιακής
αξίας»3, σημειώνουν σωστά οι I. Μπρέντλι και Μ. Χόουαρντ. Και
ακριβώς αυτά τα σημεία της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας μά­
χονται πριν α π ’ όλα οι αστοί οικονομολόγοι. Από την άποψη αυτή,
έχει ενδιαφέρον ο παρακάτω ισχυρισμός των I. Μπρέντλι και Μ. Χό­
ουαρντ: «Η κλασική και η μαρξιστική πολιτική οικονομία έχουν ουσια­
στικές ανεπάρκειες. Οι πιο φανερές από αυτές είναι οι “ νόμοι” της
καπιταλιστικής ανάπτυξης, τους οποίους διακήρυξαν αυτές οι σχο­
λές.»4
Σαν παράδειγμα τέτιων νόμων αναφέρουν, στρεβλώνοντας τόσο τη
μαρξιστική πολιτική οικονομία, όσο και την κλασική σχολή, τις θέ­
σεις για τη σταθερή τάση του μισθού εργασίας προς το μίνιμουμ των
μέσων συντήρησης, την τάση της καπιταλιστικής οικονομίας προς
στασιμότητα και την τάση της ανεργίας προς αύξηση. Το γεγονός
ότι αυτές οι θέσεις δεν έχουν τίποτε το κοινό με το μαρξισμό, δεν

1. J. Steedman, Marx after Sraffa. London, 1977, σ. 37.


2. Classical and Marxian Political Economy, σελ. 31.
3. ‘Ο.π., σελ. 28.
4. Classical and Marxian Political Economy, σελ. 30.

173
είναι σε θέση vu κρύψει το πραγματικό περικάλυμμα των «νεοτερι-
σμών» του Π. Σράφα: τα «δυσάρεστα» για τις ιστορικές τύχες του
καβαλισμού συμπεράσματα, που απορρέουν από την επιστημονική
ανάλικτη rou καπιταλισμού, η οποία βασίζεται στην εργασιακή θεω­
ρία της αξίας.
Στα σχήματα του Π. Σράφα, η εργασία των εργατών παρουσιάζεται
σαν μέσα συντήρησής τους που λειτουργούν όμοια με τα μέσα παρα­
γωγής, σαν συντελεστές της παραγωγής. Ωστόσο, ο Π. Σράφα κατα­
λαβαίνει, όπως φαίνεται, ότι η εργασία λειτουργεί στην παραγωγή
όχι σαν μέσα συντήρησης των εργατών, αλλά σαν τέτια. Ό πως φαί­
νεται, σ' αυτό οφείλεται το γεγονός ότι ο Π.Σράφα αντικαθιστά στα
σχήματά του τα μέσα συντήρησης των εργατών με καθορισμένες πο­
σότητες όμοιας εργασίας, που παριστάνεται σαν La+Lb+...+Lk=l
(εφόσον πρόκειται για τα μέρη της συνολικής κοινωνικής εργασίας
που λειτουργούν σε διάφορους κλάδους).
0 ίδιος όμως ο Σράφα, επιχειρηματολογεί γ ι ' αυτή την αντικατά­
σταση με το ότι ο μισθός έχει διττό χαρακτήρα, και συγκεκριμένα
περιέχει τόσο τα αναγκαία μέσα συντήρησης των εργατών, όσο και
to μέρος του «πλεόνασματος», που θεωρείται σαν το μεταβλητό μέ­
ρος του μισθού. Αυτό δίνει στον Σράφα τη βάση να ερμηνεύσει όλο
γο μισθό σαν μεταβλητό μέγεθος και με βάση αυτό να αναγάγει τα
μέσα συντήρησης των εργατών στα «μη βασικά εμπορεύματα», δηλα­
δή στα εμπορεύματα που δεν μπαίνουν — όπως τα είδη πολυτελείας
— στη διαδικασία της παραγωγής, και γι ’ αυτό δεν επιδρούν στις
τιμές του παραγόμενου προϊόντος1.
Τώρα το σύστημα, των εξισώσεων της κοινωνικής παραγωγής πα­
ρουσιάζεται ως εξής2:
(AaPa+BaPb+...+KaPk) (1+r) + LaW=APa
(AbPa+BbPb+...+KbPk) (1+r) + LbW=BPb

(AkPa+BkPb+...+KkPk) (1+r) + LkW=KPk


Στο αριστερό μέρος των εξισώσεων, στις «δαπάνες», δίπλα στις
αξίες χρήσης που είναι απαραίτητες για την παραγωγή του αντίστοι­
χου προϊόντος, παρουσιάζεται το ποσοστό του κέρδους και οι δαπά­
νες όμοιας εργασίας, ενώ στο δεξιό μέρος σημειώνεται το παραγόμε-
νο προϊόν. Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι η μετατροπή του ποσο­
στού κέρδους σε «κατηγορία» δαπάνης δεν είναι τίποτε άλλο, παρά
απολογία του καπιταλισμού, παρόμοια με τη θεωρία των «συντελε­
στών παραγωγής»: η εργασία παρουσιάζεται μόνο σαν ένας από τους
συντελεστές δημιουργίας του προϊόντος το οποίο έχει αξία.

1. Π. Σράφα. Παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, σελ. 32-34.


2. Ό.π.,σελ. 35.

174
Η εισαγωγή στο σχήμα φυσικών - εμπράγματων διακλαδικών σχέ­
σεων, του ποσοστού του κέρδους, θέτει στον Π. Σράφα το σύνθετο
πρόβλημα σύγκρισης οικονομικών μεγεθών του κέρδους και του
προκαταβαλλόμενου κεφαλαίου, τα οποία εκφράζονται μόνο στην
αξία χρήσης των εμπορευμάτων. Όμως, το ποσοστό κέρδους, όπως
είναι γνωστό, είναι σχέση αξιακών μεγεθών, του κέρδους και του
προκαταβαλλόμενου κεφαλαίου. Πώς λοιπόν να εκφραστεί μια τέτια
σχέση με τη βοήθεια διαφορετικών ποιοτικά αξιών χρήσης; Γιατί
είναι ολοφάνερο ότι σαν αξίες χρήσης το κεφάλαιο και το κέρδος
είναι μη συγκρίσιμα.
Το πρόβλημα αυτό ο Σράφα επιδιώκει να το λύσει με τη βοήθεια
της κατηγορίας του «στερεότυπου εμπορεύματος» (στάνταρτ), με το
οποίο νοούνται «διάφορα εμπορεύματα, που μετέχουν στη σύνθεση
των συνολικών μέσων παραγωγής του στην ίδια αναλογία που μετέ­
χουν και στη σύνθεση των προϊόντων»1.
Ο Π. Σράφα παραθέτει για επεξήγηση την ακόλουθη εικόνα: Αν το
προϊόν τριών κλάδων της εθνικής οικονομίας είναι αντίστοιχα 180
τόννοι σιδήρου, 240 τόννοι κάρβουνου και 36 κιλά σιταριού, και οι
δαπάνες για την παραγωγή αυτού του προϊόντος και στους τρεις κλά­
δους μαζί ισοδυναμούν με 150 τόννους σιδήρου, 225 τόννους κάρβου­
νου και 30 κιλά σιταριού, τότε αυτό το προϊόν των τριών κλάδων
αποτελεί το «στερεότυπο εμπόρευμα». Το θέμα είναι ότι η αντιστοι­
χία μεταξύ των παραχθέντων εμπορευμάτων και των αντίστοιχων δα­
πανών για την παραγωγή τους είναι η ίδια: 1 τόννος σιδήρου: 1,5
τόννος κάρβουνου: 2 κιλά σιταριού.
Με τη βοήθεια του «στερεότυπου εμπορεύματος», όπως υποθέτει ο
Π. Σράφα, μπορούμε να συγκρίνουμε τα οικονομικά μεγέθη, χωρίς να
καταφεύγουμε στις αξιακές κατηγορίες. Το ποσοστό του κέρδους, για
παράδειγμα, θα αποτελεί τη σχέση του «πλεονάσματος» προς το
προκαταβλημένο κεφάλαιο, που εκφράζονται στις ίδιες μονάδες του
«στερεότυπου εμπορεύματος» και που μεταβάλλονται στην ίδια ανα­
λογία κατά την αλλαγή των τιμών, επομένως, δεν εξαρτώνται από τις
διακυμάνσεις των τιμών.
Από τον ίδιο τον ορισμό φαίνεται ότι η κατηγορία του «στερεότυ­
που εμπορεύματος», είναι έννοια μη ρεαλιστική. Η δομή της παρα­
γωγής του προϊόντος και η δομή των δαπανών για την παραγωγή του
— τόσο όσον αφορά όλη την κοινωνική παραγωγή, όσο και τους
ξεχωριστούς κλάδους — συμπίπτουν και σε μια τέτια σύμπτωση η δια­
δικασία της παραγωγής χάνει κάθε νόημα. Γιατί η σύμπτωση αυτή
προϋποθέτει έλλειψη ποιοτικών διαφορών ανάμεσα στα μέσα παρα­
γωγής, τα είδη κατανάλωσης, που απαιτούνται για την παραγωγή του
ενός ή του άλλου προϊόντος, και σ ’ αυτό το ίδιο το προϊόν. Γίνεται

1. Π. Σράφα, Παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, σελ. 46.

175
μόνο η καθαρά ποσοτική διαφορά ανάμεσα τους. Αυτό σημαί­
νει >Vn η uvaιληνη rot «πρότυπου εμπορεύματος» προϋποθέτει έλ­
λειψη εχιστημονικοτεχνικής προόδου, άγνοια της ανισομέρειάς της
οτους διάφορους κλάδους της οικονομίας, αλλαγή της ονοματολογίας
(νομΐνκλβτούρας) και της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος
κλπ. Στις σύγχρονες συνθήκες και η αγροτική οικονομία, η οποία
βνάμιβη - δυο αιώνες πριν έδοσε τροφή για τη «σιτηριακή θεωρία
ton κέρδους», αποτελεί εξαιρετικά εξειδικευμένη και εκμηχανισμένη
χαραγωγή, η υποία καταναλώνει προϊόν πλήθους κλάδων της οικο­
νομίας και παράγει πληθώρα διαφορετικών αγροτικών προϊόντων.
Αυτές και οι άλλες διαδικασίες της σύγχρονης παραγωγής μηδενί­
ζουν την επιστημονική σημασία της έννοιας του «στερεότυπου εμπο­
ρεύματος». Όμως στη θεωρία του Π. Σράφα η έννοια αυτή κατέχει
ουσιαστική θέση: σ ’ αυτή βασίζονται οι αντιλήψ εις του «στερεότυ­
που συστήματος», «στερεότυπου εθνικού εισοδήματος», «στερεότυ­
που κλάδου» κλπ.
Κατά την εξέταοη της σχέσης της θεωρίας του Π. Σράφα προς τη
(topie του Ντ. Ρικάρντο προκαλεί την προσοχή η αντίληψη της
«χρονολογημένης εργασίας» που διατυπώνει ο Π. Σράφα. Με τη
•χρονολογημένη εργασία» εννοεί το αποτέλεσμα της αναγωγής (με
βάση την τυπική λογική) των δαπανημένων για την παραγωγή καθο-
ριβμένων εμπορευμάτων μέσων παραγωγής προς εκείνη την ποσότη­
τα εργασίας, η οποία δαπανήθηκε για την παραγωγή των δοσμένων
μέσων παραγωγής. Ο Π. Σράφα γράφει: «Θα ονομάζουμε αναγωγή
στις χρονολογημένες ποσότητες εργασίας... τη ν π ρ ά ξ η με τη βοήθεια
της οποίας τα διάφορα μέσα παραγωγής, που υπεισέρχονται στην
εξίσωση ενός εμπορεύματος, αντικαθίστανται από μια σειρά ποσοτή­
των εργασίας, καθεμιά μ« την κατάλληλη χρ ο νο λο γία .» 1
Σαν δβίγμα μιας τέτιας αναγωγής, ο Π. Σράφα παίρνει τον τύπο της
παραγωγής του εμπορεύματος «α»: (A aP a+ B aP b+ ...+ K aP k) (1+r) +
LaW=APa - και βήμα με βήμα αντικαθιστά τα χρησιμοποιημένα σ ’
αική την παραγωγή μέσα παραγωγής με «τα ίδια τα μέσα παραγωγής
τους και τις ποσότητες εργασίας»2.
Υστερα από μια τέτια αντικατάσταση προκύπτει ο τύπος3:
LaW+LaiW (l+r)+....+LanW ( l+ r)n+ ...= A P a.
Εδώ ο ετήσιος όγκος παραγωγής του εμπορεύματος «α», που εκφρά­
ζεται σε καθορισμένες τιμές (APa) παρουσιάζεται σαν ατέλειωτη
αλυσίδα αναλογιών «χρονολογημένης εργασίας», η καθεμιά με αντί­
στοιχη αναλογία κέρδους. Είναι φανερό ότι το δοσμένο σύνολο ερ­

1. Π. Σράφα, Παραγωγή εμπορευμάτων μέσω εμπορευμάτων, σελ. 66.


2. Στο ίδιο.
3. Ο.κ , σϊλ. 67.

176
γασίας δεν αποτελεί την αξία του εμπορεύματος «Α» εφόσον δεν βρί­
σκεται αυτή η εργασία στη βάση της ανταλλαγής του εμπορεύματος
«Α» με άλλα εμπορεύματα. Γιατί η «χρονολογημένη εργασία» δεν
είναι οι κοινωνικά αναγκαίες δαπάνες εργασίες, που απαιτούνται για
την αναπαραγωγή του δοσμένου εμπορεύματος σε δοσμένο χρόνο
Είναι μάλλον εργασία, η οποία στην πράξη δαπανήθηκε πριν, για
την παραγωγή μέσων παραγωγής που καταναλώθηκαν για την παρα­
γωγή του εμπορεύματος «Α» και που διαφέρει σε κάθε δοσμένη περίο­
δο ως προς τη συνθετότητά της, την εντατικότητα, το επίπεδο ειδί­
κευσής της κλπ. και, όπως υποστηρίζει ο Π. Σράφα, ως προς το αντί­
στοιχο ποσοστό κέρδους.
Ο Π. Σράφα, στην πράξη, αποδίδει στη «χρονολογημένη εργασία»
χαρακτήρα καθαρά λογιστικής κατηγορίας και καθόλου ενός αντι­
κειμενικού νόμου, ο οποίος ρυθμίζει τις τιμές των εμπορευμάτων
στην αγορά1. Ωστόσο, και αυτός ο σκοπός είναι γΓ αυτόν ανέφικτος,
«εφόσον το μέγεθος της “ χρονολογημένης εργασίας” είναι ακαθόρι­
στο εξαιτίας των διακυμάνσεων του επιτοκίου»^.
Διαδικασία αναγωγής της ξοδευμένης στην πράξη εργασίας δια­
φορετικής ποιότητας, σε εργασία ομοιόμορφη, σε αφηρημένη εργα­
σία, που είναι η ουσία της αξίας του εμπορεύματος, στη θεωρία της
«χρονολογημένης εργασίας» του Π. Σράφα δεν επιτεύχθηκε.
Ταυτόχρονα, η αντίληψη της «χρονολογημένης εργασίας», επιτρέ­
πει στον Π. Σράφα να αναπαραγάγει τη γνωστή από την εποχή ακόμα
του Ντ. Ρικάρντο θέση για την αντιστρόφως ανάλογη εξάρτηση με­
ταξύ του κέρδους και του μισθού εργασίας, αν και χωρίς εκείνα τα
επιστημονικά στοιχεία που χαρακτήριζαν τη θεωρία του κέρδους του
Ντ. Ρικάρντο. ' Ετσι, μετά τον Ντ. Ρικάρντο, ο Π. Σράφα ενμέρει και
μόνο στη σφαίρα της κατανομής αποκαλύπτει κάπως την αντιθετικό-
τητα των οικονομικών συμφερόντων της εργασίας και του κεφαλαίου.
Φέρνει κοντά στις θέσεις του Ντ. Ρικάρντο τη θεωρία του Π. Σράφα
και το γεγονός ότι ο Π. Σράφα απορρίπτει στην πράξη την υποκειμε­
νική ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων του καπιταλισμού, ότι
στο κέντρο της αντίληψής του βρίσκονται οι διαδικασίες της παρα­
γωγής και όχι της κυκλοφορίας.
Ωστόσο, τα σημεία αυτά δεν προσφέρουν καμιά βάση να ερμηνευ-
θεί η αντίληψη του Π. Σράφα σαν «νεορικαρντιανισμός», δηλαδή
σαν θεωρία που στέκεται από επιστημονική άποψη πιο πάνω από την
αντίληψη του Ντ. Ρικάρντο, του κορυφαίου της κλασικής σχολής.
Για κάτι τέτιο φυσικά, είναι απόλυτα ανεπαρκής η απλή αναπαραγω­
γή των ιδεών του — που έχουν ήδη ηλικία ενάμιση αιώνα — κάτι

1. Η κρίση της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας, σελ. 86.


2. Κριτική των αντιμαρζιστικών θεωριών στο μάθημα της πολιτικής οικονομίας.
Μόσχο, εκδ. «Μισλ», 1983, σελ. 186.

177
aUuxm ποί' ο Π.Σράφα, κατά κανόνα, δεν κάνει. Χ ρειάζεται και ένα
αυτοδύναμο ουσιαστικό βήμα προς τα εμπρός σ τη ν επιστημ ονική ερ­
μηνεία ιων κοινωνικοοικονομικών διαδικασιώ ν μαζί και των σύγ­
χρονων. Και αυτό το βήμα είναι αδύνατο να γ ίν ει έξω από την οικο­
νομική θεωρία του μαρξισμού, που αφομοίωσε όλες τις επιστημονι­
κές επιτεύξεις της κλασικής σχολής, μαζί και του Ρ ικάρντο, και που
αποτελεί πραγματική επαναστατική ανατροπή σ την π ο λ ιτικ ή οικο­
νομία.
Πρέπει, ταυτόχρονα, να παραδεχτούμε ότι η α ντίλ η ψ η του Π. Σρά­
φα δεν είναι κάποιο επεισοδιακό φαινόμενο σ τη ν α σ τική οικονομική
βιβλιογραφία. Στην αντίληψη αυτή αντανακλώ νται η ολοφάνερη έλ­
λειψη ικανοποίησης για το σύστημα των ιδεώ ν, η ο π ο ία κυριαρχεί
στη σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία, ο ι π ροσπάθειες να βρε­
θούν υλιστικοί δρόμοι ανάλυσης των ο ικ ο νο μ ικ ώ ν φ αινομένω ν που
νβ ξεκόβουν από τη θεωρία του μαρξισμού και μ ά λισ τα έξω από την
οικονομική θεωρία του μαρξισμού. Οι ανεπιτυχείς αυτές προσπάθειες
είναι έκφραση της βαθιάς κρίσης της σ ύ γχρ ο νη ς α σ τικ ή ς πολιτικής
οικονομίας.

***

Η κλασική αστική πολιτική οικονομία ακολουθούσε σ τη ν ανάπτυ­


ξή της ανιούσα γραμμή. Από την ανάλυση τω ν ξεχω ρ ισ τώ ν οικονο­
μικών φαινομένων της καπιταλιστικής παραγω γής — συχνά μάλιστα
επιφανειακά — στην επεξεργασία ενός επ ισ τη μ ο νικ ο ύ θεωρητικού
συστήματος λειτουργίας της καπιταλιστικής ο ικ ο νο μ ία ς στο σύνολό
της. Αυτή είναι η βασική κατεύθυνση σ την ανάπτυξη τη ς κλασικής
αστικής πολιτικής οικονομίας, που ακολουθώντας τη ν ο ι εκπρόσω­
ποί της σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες. Ω στόσο, να ολοκληρώ σ ει το
έργο αυτό η κλασική σχολή δεν ήταν σε θέση. Α κόμη και σ την καλύ­
τερη περίοδο της ανάπτυξής της, η αστική π ο λ ιτικ ή οικονομ ία δεν
δημιούργησε μια πραγματικά επιστημονική θεω ρία του καπιταλιστι­
κού τρόπου παραγωγής. Και όμως, έφτασε σε τέτιες θεω ρητικές γενι­
κεύσεις (πριν απ’ όλα στη θεωρία του Ντ. Ρ ικά ρντο), οι οποίες, στις
συνθήκες της ανοιχτής ταξικής πάλης τη ς ερ γα τικ ή ς τά ξη ς με την
αστική τάξη, αποτελούσαν σημαντικό κίνδυνο για τη ν κυρια ρχία της
τελευταίας. Η επεξεργασία της εργασιακής θεωρίας τη ς αξίας και της
θεωρίας του κέρδους μέχρι την παραδοχή της ερ γα σ ία ς ως της μονα­
δικής πηγής της αξίας, και της απλήρωτης εργασίας των μισθωτών
εργατών ως της μοναδικής πηγής κέρδους, η ανάπτυξη της θεωρίας
της κατανομής ως το συμπέρασμα ότι είναι αναπόφευκτες οι οικονο­
μικές αντιθέσεις μεταξύ της εργατικής τάξης και τη ς α σ τικ ή ς τάξης
και ότι κινδυνεύει το κίνητρο της καπιταλιστικής παραγω γής — το
ποσοστό του κέρδους — από την ανάπτυξη του ίδιου του εσωτερικού

178
μηχανισμού της καπιταλιστικής οικονομίας, δημιούργησαν τη βάση
για την κατανόηση του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα του καπιταλι­
στικού καθεστώτος και του ιστορικά παροδικού του χαρακτήρα1.
Στις συνθήκες μάλιστα που η ταξική πάλη του προλεταριάτου
έδειξε ότι στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίστηκε μια κοινωνική
δύναμη, ικανή να εξαλείψει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τα
επιστημονικά συμπεράσματα της κλασικής σχολής, ανεξάρτητα από
την ελλιπή επεξεργασία τους, τη στενότητα και την αντιφατικότητά
τους, ήρθαν σε ανταγωνιστική αντίθεση με ζωτικά συμφέροντα της
κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή της τάξης εκείνης που δημιούργησε την
κλασική σχολή για να της υπερασπίσει τα συμφέροντα της. «... Στο
πρόσωπο του Ρικάρντο», έγραψε ο Κ. Μαρξ για την κλασική σχολή,
«η πολιτική οικονομία φτάνει αμείλικτα στην εσχάτη της συνέπεια
και με αυτήν φτάνει στο τέλος της...»2
Ο επιστημονικός χαρακτήρας της γνωστικής διαδικασίας της κλα­
σικής σχολής ήρθε μ ’ αυτό τον τρόπο, σε μια οξεία ασυμβίβαστη
αντίθεση με την ταξική, την αστική της φύση. Η αντίθεση οδηγεί
προς τα εμπρός, έγραφε ο Χέγκελ. Πού οδήγησε η αντίθεση αυτή την
αστική πολιτική οικονομία;
Η ανάπτυξη της αντίφασης ανάμεσα στον επιστημονικό χαρακτή­
ρα της γνωστικής διαδικασίας και τον ταξικό της προσανατολισμό
ήταν θανατηφόρα για την κλασική αστική πολιτική οικονομία. Η
ανάγκη υπεράσπισης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στις
ιστορικές εκείνες συνθήκες, που αυτές όλο και περισσότερο μετατρέ­
πονταν σε τροχοπέδη για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων
της κοινωνίας, απαίτησε από την αστική πολιτική οικονομία να πα­
ραιτηθεί από την αποκάλυψη των εσωτερικών συναρτήσεων των δο­
σμένων σχέσεων παραγωγής. Ο Ντ. Ρικάρντο είναι ο τελευταίος μεγά­
λος εκπρόσωπος της κλασικής σχολής. Μετά α π ’ αυτόν, στην αστι­
κή πολιτική οικονομία βασιλεύει η χυδαία κατεύθυνση.

I. Σ ’ αυτό συνίσταται μια από τις κυριότερες αιτίες που οι σύγχρονοι αστοί
ιστορικοί της πολιτικής οικονομίας επιδιώκουν με κάθε τρόπο να μειώσουν την
επιστημονική σημασία των ερευνών του Ντ. Ρικάρντο. «... Η μοναδική προσθήκη
που έκανε στην έρευνα του Α. Σμιθ», γράφει ο αμερικανός οικονομολόγος Γ.
Στίγκλερ (G.J. Stigler), «είναι η συστηματοποίηση, αν και μόνο μερική, της μελέ­
της των μειωμένων εισοδημάτων... Ο Ρικάρντο δεν διακρινόταν για ικανότητα να
προχωρεί σε μεγάλες γενικεύσεις με βάση την επαγωγή» (G.J. Stigler, Essays in
the History o f Economics, σελ. 197). Και αυτό λέγεται για έναν οικονομολόγο, που
οι εργασίες του άφησαν εποχή στην ανάπτυξη της αστικής κλασικής σχολής.
J." MEW, τόμ. 13, σελ. 46.

179
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΧΥΔΑΙΑΣ


ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΥ
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Κεφάλαιο 4

Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ


ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΧΥΔΑΙΑΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Σ τη διάρκεια όλης της γραπτής ιστορία;


ήταν πάντα πολύ επικίνδυνο το να κοιτάζει κανείς
προσεκτικά το μηχανισμό της δράσης της ίδιαι; του της
κοινωνίας.
Τζ. Μ πίρναλ

1. Ο ΔΙΤΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ


ΣΑΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΒΑΣΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ
ΤΗΣ ΧΥΔΑΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Ι σ τ ο ρ ικ ά , α φ ε τ η ρ ια κ ό σ η μ ε ίο τ η ς ε μ φ ά ν ισ η ς τ η ς χ υ δ α ία ς α σ τ ικ ή ς
π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς α π ο τ έ λ ε σ ε η κ λ α σ ικ ή σ χ ο λ ή , που σ τη δ εκ α ετία
το υ 1830 ή ρ θ ε ν α τ η ν α ν τ ικ α τ α σ τ ή σ ε ι η χ υ δ α ία κ α τε ύ θ υ ν σ η . Π ώ ς σ υ ­
ν έ β η κ α ι ο ι α ν τ ιλ ή ψ ε ις τ η ς κ λ α σ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς α π ο τ έ λ ε σ α ν τ η ν αφε-
τ η ρ ια κ ή θ ε ω ρ η τ ικ ή β ά σ η τ η ς δ η μ ιο υ ρ γ ία ς τ η ς χ υ δ α ία ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ι­
κ ο ν ο μ ία ς ; Γ ια τ ί ε ίν α ι γ ν ω σ τ ό ό τ ι η κ λ α σ ικ ή σ χ ο λ ή ή τ α ν το ε π ισ τ η ­
μ ο ν ικ ό σ τ ά δ ιο τ η ς ισ τ ο ρ ία ς τ η ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς , το
α ν ώ τα το ε π ίτε υ γ μ ά τη ς.
Ο π ω ς α ν α φ έρ θ η κ ε , η κ λ α σ ικ ή σ χ ο λ ή π ερ ιό ρ ιζ ε ο υ σ ια σ τ ικ ά τις
ε π ισ τ η μ ο ν ικ έ ς τ η ς έρ ευ ν ες σ τ α π λ α ίσ ια το υ α σ τικ ο ύ ο ρ ίζ ο ν τ α , ιδ ια ί­
τ ε ρ α σ τ α κ ύ ρ ια θ έμ α τα τ η ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς θεω ρ ία ς, που θ ίγ ο υ ν το μυ­
σ τ ικ ό τ η ς π α ρ α γ ω γ ή ς το υ α σ τ ικ ο ύ π λ ο ύ το υ . Κ α ι α κ ρ ιβ ώ ς μ ’ αυτό
σ υ ν δ έ ε τα ι η ύ π α ρ ξ η χ υ δ α ίω ν σ τ ο ιχ ε ίω ν σ τ ις ο ικ ο ν ο μ ικ έ ς ε ρ γ α σ ίε ς
τω ν α σ τώ ν κ λ α σ ικ ώ ν .
Ο δ ιτ τ ό ς α υ τό ς χ α ρ α κ τ ή ρ α ς τ η ς κ λ α σ ικ ή ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ­
ν ο μ ία ς — η α ν ά μ ε ιξ η τω ν ε π ισ τ η μ ο ν ικ ώ ν κ α ι τω ν χ υ δ α ίω ν σ τ ο ιχ ε ίω ν
— ε κ δ η λ ώ θ η κ ε ιδ ια ίτ ε ρ α κ α θα ρ ά σ τ η ν ο ικ ο ν ο μ ικ ή θ εω ρ ία το υ Α.
Σ μ ιθ , π ο υ δ ια π ό τ ισ ε ό λ α τ η ς τα σ υ σ τ α τικ ά σ τ ο ιχ ε ία , α ρ χ ίζ ο ν τ α ς από
τ ις μ ε θ ο δ ο λ ο γ ικ έ ς τ η ς α φ ε τη ρ ίε ς κ α ι τελ ειώ ν ο ν τα ς σ τη θ εω ρ ία τη ς
α ν α π α ρ α γ ω γ ή ς.
Α κ ρ ιβ ώ ς γ Γ αυτό, η θ εω ρ ία του Α. Σ μ ιθ α π ο τ ε λ ε ί ένα είδ ο ς α φ ε τη ­
ρ ία ς γ ια το δ ια χ ω ρ ισ μ ό τ η ς χ υ δ α ία ς από τ η ν κ λ α σ ικ ή σ χ ο λ ή : ο ι α ν τι­
ε π ισ τ η μ ο ν ικ έ ς θ έ σ ε ις τ η ς θ εω ρ ία ς του Α. Σ μιθ ξ ε χ ω ρ ίσ τ η κ α ν κ α ι συ­
σ τ η μ α τ ο π ο ιή θ η κ α ν σ τ η ν ε ιδ ικ ή κατεύθυνσ η τ η ς χυ δ α ία ς α σ τ ικ ή ς π ο ­
λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς, η ο π ο ία π α ρ ο υ σ ιά ζετα ι μετά το ν Α. Σ μιθ, ο ι επι-

183
otiftnmKiv θ*σεις της θεωρίας του αναπτύχθηκαν από τον Ντ.
Ρικάρντο, ο οποίος ερεύνησε σημαντικά βαθύτερα τις οικονομικές
νομοτέλειες τον καπιταλισμού και με τις θέσεις που ανέπτυξε, κατα-
«ολίμησε τις θεωρίες των θεμελιωτών της χυδαίας σ χο λ ή ς του Ζ.
Μ*. Σε και του Τ Μάλθους.
Ο διττός χαρακτήρας της κλασικής σχολής, που εκφράζεται στη
σύνθεση επιστημονικών και αντιεπιστημονικών θέσεων στις θεωρίες
γ»Κ. <**ό την αντιφατική θέση της αστικής τάξης στην περίο­
δο *>υ εξετάζεται. Γνωσιολογική βάση της αντιφατικότητας της
κλασικής σχολής ήταν ο διττός χαρακτήρας του ίδιου του αντικειμέ­
νων της έρευνάς της. Οπως είναι γνωστό, η καπιταλιστική παραγω­
γή, αχό τη μια μεριά, εμφανίζεται σαν παραγωγή αξίας και υπεραξίας,
και αχό την άλλη, σαν παραγωγή αξίας χρή σ η ς. Η κλασική αστική
πολιτική οικονομία δεν μπόρεσε, εξαιτίας της ταξικής της στενότη­
τας, να κάνει κάποιο καθαρό διαχωρισμό αυτών των διαδικασιών, δεν
καταλάβαινε τον πραγματικό συσχετισμό των δυο αυτών πλευρών της
καπιταλιστικής παραγωγής.
Έτσι, μια από τις σημαντικότερες βάσεις του διττού χαρακτήρα
της κλασικής σχολής είναι η σύγχυση, η ανάμειξη των κοινωνικών
•παραγωγικών σχέσεων του καπιταλισμού με τις φ ετιχισ τικές μορφές
εμφάνισής τους.
Ποια όμως είναι η σχέση των δυο λειτουργιών της κλασικής αστι­
κής πολιτικής οικονομίας (της ιδεολογικής και της οικονομικοπρα-
κτικής) προς το διττό χαρακτήρα αυτής της κατεύθυνσης της αστι­
κής οικονομίας: προς την επιστημονική και τη χυδαία πλευρά της;
Αυτό το σύνθετο πρόβλημα δεν πρέπει να το βλέπουμε απλουστευ-
τικά και να υποθέτουμε ότι ο διττός χαρακτήρας τής αστικής κλασι­
κής πολιτικής οικονομίας είναι συνέπεια του ότι αυτή εκτελεί δυο
λειτουργίες, ότι η οικονομικοπρακτική λειτουργία δίνει τα επιστη­
μονικά στοιχεία, ενώ η ιδεολογική τα χυδαία. Ό λ ο το πρόβλημα
βρίσκεται στο χαρακτήρα και στο συσχετισμό αυτών των λειτουρ­
γιών, οι οποίες στην ενιαία, ταξικά καθορισμένη γνωστική διαδικασία
ποτέ δεν εμφανίζονται και δεν μπορούν να εμφανιστούν απομονωμένα
η μια από την άλλη.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, όταν η αστική πολιτική οικονομία έπρεπε
να υπερασπίζει τις προοδευτικές εκείνη την εποχή αστικές σχέσεις
παραγωγής, ο ταξικός προσανατολισμός της γνω στικής διαδικασίας
έκανε δυνατή (δεδομένου ότι τα συμφέροντα της αστικής τάξης συνέ­
πιπταν τότε με την ανοδική πορεία της κοινωνίας από τη φεουδαρχία
στον καπιταλισμό) και αναγκαία την επιστημονική ανάλυση των οι­
κονομικόν σχέσεων. Ο ίδιος ο χαρακτήρας της υπεράσπισης του κα­
πιταλισμού άφησε ευρύ πεδίο για την πραγματοποίηση της επιστη­
μονικής γνωστικής διαδικασίας.
Ταυτόχρονα, η κύρια αιτία της ύπαρξης χυδαίων στοιχείω ν στην

184
κλασική σχολή της πολιτικής οικονομίας ήταν ακόμα η αστική της
φύση, που απαιτούσε από τους εκπροσώπους της την απόκρυψη της
εκμεταλλευτικής ουσίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και
του ιστορικά παροδικού του χαρακτήρα. Αυτή η ιδιαιτερότητα της
κλασικής σχολής δεν μπορούσε να μην περιορίσει τις γνωστικές δυ­
νατότητες της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας Επομέ­
νως, στη βάση του διττού χαρακτήρα της κλασικής σχολής βρισκό­
ταν ο διττός χαρακτήρας της ταξικής της φύσης, το ασυμβίβαστο
των ζωτικών συμφερόντων των πλατιών μαζών των εργαζομένων —
τις οποίες η αστική τάξη προσέλκυε με το σύνθημα «Ελευθερία, ισό­
τητα και αδελφοσύνη» στην πάλη ενάντια στη φεουδαρχία — με τα
στενά ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης, που επιδίωκε μόνο την
αλλαγή προς όφελός της των μορφών εκμετάλλευσης των εργαζομέ­
νων.
Ταυτόχρονα, βασική αιτία του διττού χαρακτήρα της κλασικής
σχολής αποτελεί η ιστορική στενότητα των επιφανέστερων εκπρο­
σώπων της, που αντικατόπτριζαν διαφορετικές εποχές ανάπτυξης του
καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, και ο Α. Σμιθ και ο Ντ. Ρικάρ­
ντο στέκονταν στις ίδιες θέσεις υπεράσπισης της βιομηχανικής
αστικής τάξης. Το γεγονός όμως ότι μεταξύ τους βρίσκεται μια ολό­
κληρη ιστορική εποχή, το πέρασμα από το μανουφακτουρικό στάδιο
του καπιταλισμού στο στάδιο της εκμηχανισμένης βιομηχανίας, δη­
λαδή το πέρασμα σε σημαντικά πιο ώριμες, αναπτυγμένες σχέσεις
του καπιταλισμού, δεν μπορούσε να μην επιδράσει στη διαφορά του
επιστημονικού περιεχομένου των θεωριών τους. Ο Ντ. Ρικάρντο στέ­
κεται από επιστημονική άποψη, ένα κεφάλι πάνω από τον Α. Σμιθ,
στη θεωρία του οποίου τα χυδαία στοιχεία είναι σημαντικά πιο ισχυ­
ρά, ακριβώς γιατί ο Ντ. Ρικάρντο ερεύνησε τις καπιταλιστικές σχέ­
σεις παραγωγής σε πιο προχωρημένη, σε αναπτυγμένη μορφή.
Έ τ σ ι, τα μη επιστημονικά στοιχεία της κλασικής σχολής έχουν
διττή προέλευση. Αν άλλα αντανακλούν τη στασιμότητα του ίδιου του
αντικειμένου, του καπιταλισμού, άλλα πηγάζουν από την ταξική στε­
νότητα των αστών θεωρητικών. Το πρώτο είδος των χυδαίων στοι­
χείων εξαλείφεται από την ίδια την ανάπτυξη της αστικής πολιτικής
οικονομίας, δεδομένου ότι είναι αντίθετο με τις δυνατότητες και τις
ανάγκες, τις οποίες εμπεριέχουν τόσο η ιδεολογική, όσο και η οικο-
νομικοπρακτική λειτουργία αυτού του εμπορεύματος, είναι αντίθετο,
σε τελευταία ανάλυση, με τις πραγματικές ανάγκες της αστικής τά­
ξης. Το δεύτερο είδος των χυδαίων στοιχείων διατηρείται και στους
πιο επιφανείς θεωρητικούς της κλασικής σχολής, που αποτελούν την
ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξής της.
Ό μ ω ς, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, τα χυδαία στοιχεία
της κλασικής σχολής έγιναν το θεωρητικό εκείνο υλικό, που τέθηκε
στη βάση της δημιουργίας της χυδαίας οικονομίας σαν ειδικού ρεύ-

185
μαιυς Γα στοιχεία αυτά ξ ε χ ω ρ ίσ τ η κ α ν α π ό τ α θ ε ω ρ η τ ικ ά σχήματα
της κλασικής αστικής π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς , σ υ σ τη μ α το π ο ιή θ η κ α ν
και σιράφηκαν κατά των επ ισ τη μ ο ν ικ ώ ν τ η ς θ έσ εω ν.
Αϊτό όμως σημαίνει ότι βασικό ρόλο στη δημιουργία της αγοραίας
οικονομίας ίπαιξαν και οι επιστημονικές επιτεύξεις της κλασικής
σχολής μι απολύτως άλλη, εννοείται, έννοια, α π ’ ό,τι η χυδαία
πλευρά ιης. Η χυδαία πολιτική οικονομία αποτελεί ως ένα βαθμό την
ιδεολογική αντίδραση ιης αστικής τάξης στα επιστημονικά, τα προ­
οδευτικά στοιχεία της κλασικής σχολής, πριν α π ’ όλα σε κείνα που
χρησιμοποιήθηκαν από τον ουτοπικό, και κατόπιν από τον επιστη­
μονικό, σοσιαλισμό, στην πάλη ενάντια στην καπιταλιστική τάξη
ηραγμάτων.
Από γνωσιολογική άποψη, το θέμα συνίστατο στην επιδίωξη των
χυδαίων οικονομολόγων να ανατρέψουν τις επιστημονικές θέσεις της
κλασικής σχολής, οι οποίες αντανακλούσαν σε κάποιο βαθμό την
εσωτερική ουσία των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού, με τη
βοήθεια των χυδαίων της στοιχείων, τα οποία ήταν αποτέλεσμα της
περιγραφής από τους κλασικούς της εξωτερικής, της απατηλής επί­
φασης αυτών των οικονομικών διαδικασιών. Η εξωτερική φετιχική
μορφή των οικονομικών φαινομένων ήταν στραμμένη κατά της ουσίας
αυτών των φαινομένων.
ΓΓ αυτό και θεωρούμε ότι η χυδαία οικονομία δεν είναι απλώς
κληρονόμος των μη επιστημονικών στοιχείων της κλασικής σχολής.
Ο ιδεολογικός χαρακτήρας της χρησιμοποίησης αυτών των στοι­
χείων, η κατεύθυνση και ο προβληματισμός της εκχυδαϊστικής δρα­
στηριότητας των πρώτων αστών αντιπάλων της κλασικής σχολής,
προκαθορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό από τη δομή της επιστημονι­
κής κληρονομιάς της κλασικής σχολής.
Η πάλη της χυδαίας οικονομίας ενάντια στην επιστημονική πλευ­
ρά της διδασκαλίας των κλασικών, εντεινόταν πριν απ ’ όλα γιατί οι
επιστημονικές θέσεις της κλασικής σχολής χρησιμοποιήθηκαν πλα­
τιά από τη σοσιαλιστική σκέψη, που επιδίωκε σ ’ αυτή τη βάση να
αχοκαλύψει τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και να
δημιουργήσει μια οικονομική θεωρία, προσανατολισμένη στην υπε­
ράσπιση των συμφερόντων των εργαζόμενων μαζών.
ΓΓ αυτό ως θεωρητική βάση δημιουργίας της χυδαίας οικονομίας
θεωρούμε ακριβώς το διττό χαρακτήρα της κλασικής σχολής, αν και,
εννοείται, άμεση πηγή των ιδεών της χυδαίας οικονομίας ήταν τα
χυδαία στοιχεία της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας.

186
2. Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ
ΑΠΟ ΤΗ ΧΥΔΑΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΑΝ ΑΠΑΡΧΗ
ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Η κ ρ ίσ η τη ς χ υ δ α ία ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς εκ φ ρ ά σ τη κ ε σ τη χ ρ ε ο ­
κ ο π ία τ η ς κ λ α σ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς και τ η ν εγκ α θίδ ρ υ σ η τη ς κ υ ρ ια ρ χ ία ς της
χ υ δ α ία ς ο ικ ο ν ο μ ία ς. Α κ ρ ιβ ώ ς αυτό ε ίχ ε υπ ό ψ η του ο Κ. Μ α ρ ξ ό τα ν
έγρ α φ ε ό τι: «Το 1830 ά ρ χ ισ ε μ ια γ ια π ά ντα η α π ο φ α σ ισ τικ ή κ ρ ίσ η . Η
α σ τικ ή τά ξη κ α τά κ τ η σ ε σ τη Γ α λ λ ία κ αι τη ν Α γ γ λ ία τη ν π ο λ ιτ ικ ή
εξο υ σ ία . Α π ό τό τε η τα ξ ικ ή π ά λ η α π ο κ το ύ σ ε π ρ α κ τικ ά και θ ε ω ρ η τ ι­
κά ό λ ο κ αι π ιο π ο λύ έ κ δ η λ ες κ α ι α π ε ιλ η τικ έ ς μ ορφ ές. Τ α υ τ ό χ ρ ο ν α
σ ή μ α ν ε η ν ε κ ρ ώ σ ιμ η κ α μ π ά να τ η ς ε π ισ τ η μ ο ν ικ ή ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς
ο ικ ο ν ο μ ία ς .» 1 Α ν τ ί τ η ς α ν ά λ υ σ η ς τω ν εσ ω τερ ικ ώ ν σ υ ν α ρ τή σ ε ω ν του
κ α π ιτ α λ ισ τ ικ ο ύ τρ ό π ο υ π α ρ α γ ω γ ή ς, έστω κ αι π ε ρ ιο ρ ισ μ έ ν η σ τα
π λ α ίσ ια το υ α σ τικ ο ύ ο ρ ίζ ο ν τ α τω ν εκ π ρ ο σ ώ π ω ν τη ς κ λ α σ ικ ή ς σ χ ο ­
λ ή ς, ο ι χ υ δ α ίο ι ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ι ε π ικ έν τρ ω σ α ν τ η ν π ρ ο σ ο χ ή τους σ τ η ν
α π ο λ ο γ η τ ικ ή π ερ ιγρ α φ ή τ η ς α π α τη λ ή ς ε π ίφ α σ η ς τω ν ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν
δ ια δικ α σ ιώ ν.
Ε ίν α ι χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ό ό τι η κ ρ ίσ η τ η ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο ­
μ ίας ά ρ χ ισ ε π ο λ λ έ ς δ εκ α ε τίες π ρ ιν η γ ε ν ικ ή κ ρ ίσ η α γ κ α λ ιά σ ε ι ό λ ες
τις π λ ευ ρ ές το υ κ α π ιτ α λ ισ τ ικ ο ύ τρ ό π ο υ π α ρ α γ ω γ ή ς κ α ι ε κ τ υ λ ιχ θ ε ϊ η
π ρ α γ μ α τικ ή δ ια δ ικ α σ ία τη ς επ α ν α σ τ α τικ ή ς α ν τικ α τ ά σ τα σ η ς το υ κα­
π ιτ α λ ισ μ ο ύ α π ό το ν σ ο σ ια λ ισ τ ικ ό τρ ό π ο π α ρ α γ ω γ ή ς. Σ υ χ ν ά ο ι α σ τ ο ί
ισ τ ο ρ ικ ο ί τω ν ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν θ εω ρ ιώ ν α να γνω ρ ίζο υ ν , χ ω ρ ίς ν α το θέ­
λουν, ό τ ι η κ α τά σ τα σ η κ ρ ίσ η ς τη ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς
έχει α ρ χ ίσ ε ι από τη δ εκ α ετία του 1830. « Ε π ιφ α ν είς ισ τ ο ρ ικ ο ί τη ς σ κ έ ­
ψ η ς, ό π ω ς, γ ια π α ρ ά δ ε ιγ μ α , ο Σ ο ύ μ π ετερ (1954), υ π ο σ τ η ρ ίζ ο υ ν ό τι
π ερ ίπ ο υ σ τη δ εκ α ε τία του 1830, ο ρ ικ α ρ ν τ ια ν ισ μ ό ς έπ α ψ ε ν α είνα ι
ζω ντα νή δ ύ να μ η .» 2
Η ε μ φ ά ν ισ η σ το ν ισ τ ο ρ ικ ό σ τ ίβ ο τ η ς νέα ς ε π α ν α σ τ α τικ ή ς τά ξ η ς,
του π ρ ο λ ε τα ρ ιά το υ , έ δ ε ιχ ν ε ό τ ι ά λ λ α ξε η κ α τεύθυνσ η τη ς κ ο ιν ω ν ικ ή ς
α ν ά π τυ ξ η ς, κ α ι σ ε σ ύ ν δ εσ η μ ’ αυτό, ά λ λ α ξε κ α ι το π ε ρ ιε χ ό μ ε ν ο του
α ν τικ ειμ έν ο υ τ η ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς. Η β ιο μ η χ α ν ικ ή επ α ν ά σ τ α σ η ,
σ τα τέλ η το υ 18ου κ α ι τ ις α ρ χ έ ς το υ 19όυ αιώ να, π ου ο δ ή γ η σ ε σ τ η ν
εμ φ ά ν ισ η το υ β ιο μ η χ α ν ικ ο ύ π ρ ο λ ε τα ρ ιά το υ σ α ν ε ιδ ικ ή ς τά ξ η ς τ η ς
α σ τ ικ ή ς κ ο ιν ω ν ία ς, α π ο τ έλ ε σ ε τ η ν α ν τικ ε ιμ εν ικ ή βάση τη ς α λ λ α γ ή ς
του π ρ ο σ α ν α το λ ισ μ ο ύ τη ς κ ο ιν ω ν ικ ή ς α νά π τυ ξη ς. Τ ο π έρ α σ μ α από
τη μ α νο υ φ α κ το υ ρ ικ ή σ τ η ν ε κ μ η χ α ν ισ μ έ ν η β ιο μ η χ α ν ία σ ή μ α ιν ε τ η ν
ο λ ο κ λ ή ρ ω σ η τ η ς α ν ά π τυ ξ η ς τη ς κ ο ιν ω ν ία ς από τη φ εο υ δ α ρ χία σ τ ο ν
κ α π ιτ α λ ισ μ ό κ α ι τ η ν έν α ρ ξη μ ια ς νέα ς π ερ ιό δ ο υ α νά πτυξη ς: από το ν
κ α π ιτ α λ ισ μ ό σ το σ ο σ ια λ ισ μ ό . Γ ια πρώ τη φ ο ρ ά σ ’ ό λη τ η ν μ α κ ρα ίω -

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 21.


2. Classical and Marxian Political Economy, σελ. 1-2.

187
νΐ) ιστορία της πάλης των εργαζομένων για την εξάλειψη των εκμε­
ταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων, άρχισαν να δημιουργούνται ch
αντικειμενικές προϋποθέσεις εξάλειψης γενικά κάθε εκμετάλλευσης.
Ταυτόχρονα άλλαξε και το περιεχόμενο του αντικειμένου της πολιτι­
κής οικονομίας: τώρα, τέτιο περιεχόμενο γίνονταν όλο και περισσό­
τερο οι νόμοι ανάπτυξης της κοινωνίας από τον καπιταλισμό στο
σοσιαλισμό (πρωταρχικά με την έννοια της ωρίμανσης των αντικει­
μενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού).
Αυτή η αλλαγή στο συσχετισμό των ταξικώ ν δυνάμεων και στον
κροσανατολισμό της κοινωνικής ανάπτυξης, έκανε αδύνατη την α­
ντικειμενική επιστημονική ανάλυση των οικονομικών νόμων της κα­
πιταλιστικής κοινωνίας από τους θεωρητικούς που υπεράσπιζαν τα
συμφέροντα της αστικής τάξης, εφόσον η ανάλυση αυτή θα έδειχνε
αναπόφευκτα ότι ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος ιστορικά και
ότι είναι αναπόφευκτο και το πέρασμα σ ’ ένα πιο προοδευτικό, στο
σοσιαλιστικό, σύστημα παραγωγής. Ό τ α ν στο στίβο της ιστορίας
εμφανίστηκε η νέα επαναστατική τάξη, το βιομηχανικό προλεταριά­
το, που μάχεται για την εξάλειψη της π ολιτική ς και οικονομικής κυ­
ριαρχίας του κεφαλαίου, η αστική τάξη έχασε κάθε ενδιαφέρον για
την επιστημονική γνώση των νόμων της ανάπτυξης της κοινωνίας.
Κάτι παραπάνω, όσο οξύνονταν οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής, μια τέτια γνώση γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη
για το καπιταλιστικό καθεστώς.
Η εσωτερική αντιφατικότητα της κλασικής σ χο λή ς στις συνθήκες
της ανοιχτής ταξικής πάλης του προλεταριάτου με την αστική τάξη
στις αρχές του 19ου αιώνα αποτέλεσε μια από τις βάσεις της χρεοκο­
πίας της. Η αντίφαση μεταξύ του επιστημονικού χαρακτήρα της
γνωστικής διαδικασίας και του ταξικού τη ς προσανατολισμού, που
υπόβοσκε ως τότε στην κλασική αστική πο λιτικ ή οικονομία, έφτασε
στο απόγειό της. Από τη μια πλευρά, στις νέες συνθήκες, για να μεί­
νει σε επιστημονικές θέσεις η αστική πολιτική οικονομία θα έπρεπε
να ξεκόψει με την υπεράσπιση των συμφερόντων της τάξης της, να
πάφει να είναι αστική επιστήμη, να αποβάλει την αστική μορφή, που
παρεμποδίζει την ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης, γιατί η επι­
στημονική ερεύνηση των νόμων της κοινωνίας δεν συμβιβαζόταν με
την υπεράσπιση της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα
παραγωγής. Και, από την άλλη, για να υπερασπίσει το καπιταλιστικό
καθεστώς, που γίνεται όλο και μεγαλύτερο εμπόδιο της κοινωνικής
ανάπτυξης στις συνθήκες της ανοιχτής ταξικής πάλης, η αστική πο­
λιτική οικονομία έπρεπε να βάλει τέρμα στην επιστημονική προσέγ­
γιση των οικονομικών διαδικασιών.
Ο επιστημονικός χαρακτήρας της γνω στικής διαδικασίας και η
ταξική της κατεύθυνση στην κλασική αστική πολιτική οικονομία,
ήρθαν σε ανταγωνιστική αντίφαση, που βρήκε τη λύση της στη χρεο-

18*
κοπϊα της κλασικής σχολής, στο διαχωρισμό των στενά πριν σ υ ν ο ­
δεμένων μεταξύ τους πλευρών αυτής της σχολής και της μετατροπής
τους σε αυτοδύναμα ρεύματα οικονομικής σκέψης, που αντικατοπτρί­
ζουν τα συμφέροντα των αντιμαχόμενων τάξεων: της αστικής τάξης
και του προλεταριάτου. Από τη μια μεριά, σε αντικατάσταση της
κλασικής σχολής ήρθε η χυδαία οικονομία, που ανέλαβε την υπερά­
σπιση του καπιταλισμού. Από την άλλη, το καθήκον της αμερόλη­
πτης επιστημονικής έρευνας ανατέθηκε στην προλεταριακή, τη μαρ­
ξιστική πολιτική οικονομία. Ωστόσο, αυτό το ξεχώρισμα έγινε με
τέτιο τρόπο, ώστε η διαφορά της γνωστικής διαδικασίας και του τα­
ξικού της προσανατολισμού, αν και αλλαγμένων κατά τρόπο ουσια­
στικό, κρατήθηκε στην αστική (τώρα πια χυδαία) πολιτική οικονο­
μία, όπως, για παράδειγμα, ο διαχωρισμός της αξίας με τη μορφή του
χρήματος — σαν αποτέλεσμα της ανάπτυξης της αντίφασης μεταξύ
της αξίας και της αξίας χρήσης, δεν απαλείφει τις διαφορές ανάμεσα
στις δυο αυτές πλευρές του εμπορεύματος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η κυριαρχία της χυδαίας
αστικής πολιτικής οικονομίας και η εμφάνιση της επιστημονικής
πολιτικής οικονομίας του προλεταριάτου, ανάγονται στην ίδια περί­
που ιστορική περίοδο: στις δεκαετίες του 1830 και του 1840. Ό λες
αυτές οι διαδικασίες — η χρεοκοπία της κλασικής σχολής, η καθιέ­
ρωση της χυδαίας κατεύθυνσης στην αστική πολιτική οικονομία,
από τη μια πλευρά, και η εμφάνιση της επαναστατικής προλεταρια­
κής οικονομικής επιστήμης, από την άλλη — αποτελούν έκφραση
του νόμου που αναφέρεται πιο πάνω και σύμφωνα με τον οποίο η
επιστημονική σκέψη στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας μπορεί να
αναπτύσσεται μόνο από τους εκπροσώπους εκείνης της τάξης, στην
οποία ανήκει η πρωτοβουλία της κοινωνικής ανάπτυξης, της επανα­
στατικής και προοδευτικής τάξης, που παλεύει για την αλλαγή των
σχέσεων παραγωγής σε αντιστοιχία με τις ανάγκες της ανάπτυξης
των παραγωγικών δυνάμεων.
Ό πω ς έγραψε ο Κ. Μαρξ, «Εφόσον η πολιτική οικονομία παραμέ­
νει αστική, εφόσον δηλαδή αντιλαμβάνεται το κεφαλαιοκρατικό κα­
θεστώς όχι σαν ιστορικά παροδική βαθμίδα εξέλιξης, αλλ’ αντίθετα
σαν απόλυτη και τελική μορφή της κοινωνικής παραγωγής, μπορεί
να παραμείνει επιστήμη μόνο όσο η ταξική πάλη βρίσκεται σε λανθά-
νουσα κατάσταση, ή όταν εκδηλώνεται μόνο με μεμονωμένα φαινό­
μενα.»1
Από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι η επιστημονική λύση των δια­
δικασιών της οικονομικής ανάπτυξης της κοινωνίας, από μέρους των
αστών ερευνητών, γίνεται αδύνατη, μόλις αρχίζουν να ωριμάζουν οι
αντικειμενικές και οι υποκειμενικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού,

I. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 20.

189
όταν η ταξική κάλη παίρνει οξείες και καθαρές μοφές και αποκαλύ­
πτεται ο ιστορικά παροδικός χαρακτήρας του καπιταλισμού. Αυτό το
αποφασιστικό ιστορικό γεγονός υποσκάπτει τη βασική θέση της
αστικής πολιτικής οικονομίας για το αιώνιο και το απόλυτο της κα­
πιταλιστικής μορφής της κοινωνικής παραγωγής. Εδώ πρόκειται γιο
κείνη ιη διαδικασία, που η κατανόησή της είναι απαραίτητη για τη
σ«ιστή εξέταση ιης σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας.
Οι σημαντικές αυτές αλλαγές, που συντελέστηκαν στη χυδαίο
αστική πολιτική οικονομία, από τη δεκαετία του 1830, δεν εξαλεί­
φουν καθόλου την ουσία της σαν χυδαίας σχολής της αστικής πολι­
τικής οικονομίας, η οποία βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης1. Η σχο­
λή αυτή δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την κρίση ούτε και στη διάρκεια
ι»ν τελευταίων δεκαετιών, παρ’ όλες τις επανειλημμένες «επαναστά­
σεις» που έκαναν οι αστοί οικονομολόγοι («κεϊνσιανή επανάσταση»,
«επανάσταση του Λεόντιεφ», «επανάσταση του Σράφα», κλπ.). Ήταν
και έμεινε χυδαία, αν και κάτω από την επίδραση των αλλαγών των
κοινβνικοοικονομικών συνθηκών, στην ποιότητά της συντελέστηκαν
οημαντικές λίγο - πολύ τροποποιήσεις.
Στην εργασία ενός από τους επιφανείς αμερικανούς ιστορικούς της
πολιτικής οικονομίας, αφιερωμένης στη μελέτη των βασικών σύγ­
χρονων κατευθύνσεων της, η σημερινή κατάσταση της αστικής οι­
κονομικής επιστήμης κρίνεται πολύ απαισιόδοξα. « Ό π ω ς είναι σή­
μερα η οικονομική (economics)», έγραψε ο Σέλιγκμαν, «δεν είναι
επιστήμη όταν είναι οικονομική, και δεν είναι οικονομική όταν είναι
επιστήμη. Στο περιγραφικό της μέρος μπορεί να θεωρηθεί ως κλάδος
της ιστορίας, ενώ στο σύστημα ανάλυσης ως κλάδος των μαθηματι­
κών. Στην καλύτερη περίπτωση η οικονομία (“ οικονομική”), όπως
υπογραμμίζει ο Τζον Α. Χόμπσον, είναι τέχνη, παρόμοια με την ια­
τρική πρακτική...»2
Στη δεκαετία του 1970, κυρίως κάτω από την επίδραση της φανε­
ρής χρεοκοπίας της κεϊνσιανής οικονομικής θεωρίας, στην αστική
οικονομική βιβλιογραφία αναγνωρίζεται πλατιά η κατάσταση κρίσης
της αστικής πολιτικής οικονομίας. Για παράδειγμα, η αγγλίδα οικο­
νομολόγος Τζόαν Ρόμκινσον στο άρθρο «Η δεύτερη κρίση της οικο­

1. Χαρακτηρίζοντας τη σημερινή κατάσταση της αστικής πολιτικής οικονο­


μίας, ο αμερικανός οικονομολόγος P. Τ. Πάτερσον έγραψε: «Αυτή η ίδια η στενό­
τητα της διαδικασίας της γνώσης, που οδήγησε τους σχολαστικούς σε παράλογα
συμπεράσματα, ξεκομμένα από την πραγματικότητα (πόσοι άγγελοι χωράνε στην
docpTi μιας βελόνας;), κυριαρχεί και τώρα σε πολλές περιοχές της οικονομικής
σκέτης (The American Journal o f Economics and Sociology, τόμ. 14, τεύχος 4, Ιού­
λης 1955, σελ. 420).
2. Μπ. Σέλιγκμαν, Τα βασικά ρεύματα της σύγχρονης οικονομικής σκέψης. Μό­
σχα, 1968, σελ. 534.

190
νομικής θεωρίας» χαρακτήριζε την κατάσταση ως εξής. «Μιλάω...
για ολοφάνερη χρεοκοπία της οικονομικής θεωρίας. Αυτή, σήμερα,
όπως και πριν, δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε στην επίλυση των
προβλημάτων εκείνων, που για όλους, εκτός από τους οικονομολό­
γους, είναι τα πιο ουσιώδη.» Η οικονομική θεωρία, γράφει η Τζόαν
Ρόμπινσον σε άλλη εργασία της, δεν μπόρεσε να λύσει τα προβλήμα­
τα που ορθώθηκαν μπρος στον καπιταλισμό με τη μεγαλύτερη στην
ιστορία του παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930.
Μέχρι τώρα, σημειώνει η Ρόμπινσον, «δεν υπάρχουν περιεκτικές και
κοινά αποδεκτές απαντήσεις στα ζητήματα, τα οποία εμφανίστηκαν
εκείνα τα χρόνια»2. Ωστόσο, αυτή η κρίση έδειχνε τη χρεοκοπία του
αυτόματου μηχανισμού της αγοράς της καπιταλιστικής αναπαραγω­
γής και ταυτόχρονα τη χρεοκοπία της απολογητικής θεωρίας της
«ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας».
Με την αναποτελεσματικότητα των πρακτικών συμβουλών, που
προτείνει η σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία, αναποτελεσματι­
κότητα που ιδιαίτερα καθαρά φάνηκε στην περίοδο της δεύτερης, ως
προς τις διαστάσεις της, μετά τη «μεγάλη ύφεση» της δεκαετίας του
1930, παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1974-1975, συνδέει την
κρίση της και ο ελβετός οικονομολόγος Κ. Ντόπφερ, που έγραψε:
«Δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η σύγχρονη οικονομική
επιστήμη βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης, αν με τον όρο κρίση εν­
νοούμε την ανικανότητα να δοθεί λύση στα σύγχρονα προβλήματα.»’
Η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας, όπως σημειώνει ο άγ­
γλος οικονομολόγος Μπ. Ουόρντ στην εργασία του με το χαρακτη­
ριστικό τίτλο «Τι συνέβη, λοιπόν, με την οικονομική θεωρία;», φα­
νερώνεται στην ανικανότητα της μεθοδολογίας της να δόσει το κλει­
δί για τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων του σύγχρονου καπιτα­
λισμού4. Ο αμερικανός οικονομολόγος Ε Φελπς, χαρακτηρίζοντας
την κατάσταση της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας,'κατα­
λήγει στο συμπέρασμα: «Έ τσι, η θεωρητική μακροοικονομία βρί­
σκεται σήμερα σε κατάσταση κρίσης.»5
Αν και συχνά κάνουν μια πολύ ρεαλιστική αξιολόγηση της κατά­
στασης της αστικής πολιτικής οικονομίας, οι εκπρόσωποί της είναι,
ωστόσο, κατά κανόνα, μακριά από την αποκάλυψη των πραγματικών
αιτιών της κρίσης που περνά. Ο Κ. Ντόπφερ, για παράδειγμα, θεωρεί
πηγή της τις επιστημολογικές διαδικασίες: το ξεχώρισμα στο τέλος

1. The American Economic Review, 1972, αριθ. 2, σελ. 10.


2. Journal o f Economic Literature, 1977, αριθ. 4, σελ. 1318.
3. K. Dopfer, Economics in the Future, Λονδίνο, 1976, σελ. 3-4.
4. B. Ward, What’s wrong with Economics?, London - Basingstoke. 1972. σελ. 89­
90.
5. The American Economic Review, 1982, αριθ. 2, σελ. 378.

191
τοι> 18ου αιώνα της π ο λιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς α π ό τ η ν « κ ο ιν ω ν ικ ή φΰο-
σοφία». Στην πραγματικότητα όμ ω ς σ τ ο τ έ λ ο ς το υ !8ου κ α ι τις αρχές
του 19ου αιώνα, υπάρχει ό χ ι κ ρ ίσ η , α λ λ ά η ά ν θ η σ η τ η ς κλασικής
αστικής πολιτικής ο ικ ο νο μ ία ς του Α. Σ μ ιθ κ α ι το υ Ν τ. Ρικάρντο. Η
Τζόαν Ρόμπινσον, βλέπει, ε π ίσ η ς, τ η ν α ιτ ία τ η ς κ ρ ίσ η ς τη ς σύγχρο­
νης αστικής πολιτικής ο ικ ο ν ο μ ία ς σ ε τ υ χ α ία κ α ι μ εμ ο νω μ ένα περι­
στατικά: στην αδυναμία να α π ο κ α λ υ φ θ εί έ γ κ α ιρ α η α δ υ ν α μ ία του αυ­
θόρμητου μηχανισμού τη ς α γ ο ρ ά ς ν α π α ίξ ε ι τ ο ρ ό λ ο το υ ρυθμιστή
της καπιταλιστικής ο ικ ο ν ο μ ία ς, π ρ ά γ μ α π ο υ φ ά ν η κ ε ιδ ια ίτ ε ρ α καθα­
ρά στα χρόνια της «μεγάλης ύ φ ε σ η ς» , « σ τ η ν α μ ν η σ ία » κ α ι «στις πα­
ραλείψεις» που διέπραξαν ο ι α σ τ ο ί θ ε ω ρ η τ ικ ο ί. « Ό λ α τα προβλήμα­
τα εμφανίστηκαν», γράφ ει η Ρ ό μ π ιν σ ο ν γ ια τ ις α ιτ ίε ς κ ρ ίσ η ς του
κεϊνσιανισμού,«εξαιτίας μιας α π λ ή ς π α ρ ά λ ε ιψ η ς : ό τ α ν τ ο ν Κ έινς τον
μετέτρεψαν σε ορθόδοξο, ξ έ χ α σ α ν ν α θ έ σ ο υ ν , κ α ι ε π ίσ η ς ν α λύσουν,
το ζήτημα για ποιους ακριβώ ς σ κ ο π ο ύ ς , π ρ έ π ε ι ν α χ ρ η σ ιμ ο π ο ιη θ ε ί η
υψηλή απασ χόληση.»1
Στην πραγματικότητα, όμω ς, ο ι α ιτ ίε ς τ η ς κ ρ ίσ η ς τ η ς α σ τικ ή ς πο­
λιτικής οικονομίας β ρ ίσ κ ο ντα ι σ ε π ιο ο υ σ ια σ τ ικ έ ς δ ια δ ικ α σ ίε ς, δη­
λαδή σε τελευταία α νάλυσ η , σ τ η ν ίδ ια τ η ν ο υ σ ία το υ κα π ιτα λισ τικ ού
τρόπου παραγωγής, σ τη ν α π ό το μ η ό ξ υ ν σ η τ η ς β α σ ικ ή ς αντίθεσης
του καπιταλισμού κάτω από τ η ν ε π ίδ ρ α σ η τ η ς μ ε τ α β ά σ η ς από το μα-
νουφακτουρικό σ τάδιο του κ α π ιτ α λ ισ μ ο ύ σ τ ο σ τ ά δ ιο τω ν μηχανών.
Από εδώ βγαίνει και το β α σ ικ ό σ υ μ π έ ρ α σ μ α ό τ ι α υ τή η κ ρ ίσ η δεν
εμφανίστηκε ούτε σ τη δεκ α ετία το υ 1930 ο ύ τ ε κ α ι σ τ η δ εκ α ε τία του
1970, αλλά στη δεκαετία του 1830.
Χαρακτηρίζοντας τη ν κ α τά σ τα σ η κ ρ ίσ η ς τ η ς α σ τ ικ ή ς πολιτικής
οικονομίας της επ ο χή ς του, ο Κ. Μ α ρ ξ έ γ ρ α ψ ε : « Δ εν π ρ ό κ ε ιτ α ι τώρα
πια για το αν είναι α λ η θινό αυτό ή ε κ ε ίν ο το θ ε ώ ρ η μ α , μ α γ ια το αν
είναι ωφέλιμο ή επιζή μ ιο γ ια το κ ε φ ά λ α ιο , α ν τ α ιρ ιά ζ ε ι ή ό χ ι στο
κεφάλαιο, αν έρχεται σε σ ύ γκ ρ ο υ σ η ή ό χ ι μ ε τ ις α σ τ υ ν ο μ ικ έ ς διατά­
ξεις. Τη θέση της α νιδιο τελ ο ύς έ ρ ε υ ν α ς τ η ν π ή ρ α ν ο ι πληρω μένοι
διαπληκτισμοί των καλαμαράδω ν, τη θ έ σ η τ η ς α μ ε ρ ό λ η π τ η ς επιστη­
μονικής έρευνας, τη ν πήρε η κ α κ ή σ υ ν ε ίδ η σ η κ α ι η ά σ χ η μ η πρόθεση
της απολογητικής.»2
Εδώ, με απόλυτη σ α φ ή νεια , κ α θ ο ρ ίζ ε τ α ι το π ε ρ ιε χ ό μ ε ν ο τη ς κρί­
σης της αστικής π ο λιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς π ο υ ά ρ χ ισ ε σ τ η δ εκ α ετία του
’30: η παραίτηση από τη ν ε π ισ τη μ ο ν ικ ή α ν ά λ υ σ η τω ν ο ικ ονομ ικ ώ ν
διαδικασιών και το πέρασμα σ τις θ έ σ ε ις τ η ς χ υ δ α ία ς α π ο λ ο γ η τ ικ ή ς 3.

1. The American Economic Review, 1972, αριθ. 2, σελ. 6.


2 Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 21.
3. Ο» αστοί ιστορικοί στην πλειοψηφία τους απέχουν πολύ από την κατανόηση
τιον πραγματικών αιτίων των διαδικασιών κρίσης της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας. Κατά κανόνα δεν μπορούν να βρουν την αιτία που αυτή «αρχίζει να προκα-

192
Κ άτι π α ρ α π ά νω , ο Κ. Μ αρξ εδώ φ ανερώ νει τη ν α ιτία της κ ρ ίσ η ς της
α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς, υπ ο γρ α μ μ ίζο ντα ς τη ν υ π οτα γή της
α σ τ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς θεω ρ ία ς α π ο κ λ εισ τικ ά σ τους σ κ ο π ο ύ ς τη ς ιδεο­
λ ο γ ικ ή ς κ αι ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς -π ρ α κ τ ικ ή ς υ π ερ ά σ π ισ η ς του κ α π ιτα λισ μ ο ύ ,
τη μ ετα τρ ο π ή τη ς σ ε « κ α τά λ λ η λ η » και «ω φ έλιμη» γ ια το κ εφ ά λ α ιο
ιδ εο λο γία .
Η α ιτ ία που η α σ τικ ή π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία έχα σ ε το ν ε π ισ τη μ ο ν ικ ό
τη ς χ α ρ α κ τ ή ρ α , β ρ ίσ κ ετα ι έτσ ι, σ το ν χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ό γ ι ' α υτή ν α-
ν τ ικ ο μ μ ο υ ν ισ μ ό , σ τη ν ε π ιδ ίω ξή τ η ς να α π ο σ ιω π ή σ ε ι, να δ ια σ τρ ε ­
β λώ σ ει κ α ι να α ν α τρ έ ψ ε ι με κ άθε μ έσ ο τη θεω ρ ία του ε π ισ τη μ ο ν ικ ο ύ
κ ο μ μ ο υ νισ μ ο ύ — η ο π ο ία δ ε ίχ ν ε ι ό τ ι είνα ι α ν τικ ε ιμ εν ικ ά α να π όφ ευ­
κτη η α ν τικ α τ ά σ τα σ η του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ με το ν κ ο μ μ ουνισ μ ό — γ ι ’
αυτό κ αι φ έρ ν ει τ η ν α σ τικ ή ο ικ ο ν ο μ ικ ή επ ισ τή μ η σ ε κατάφ ω ρη α­
ντίφ α σ η με τ η ν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα .
Ε ν ν ο ε ίτα ι ό τ ι η χ ρ ε ο κ ο π ία τ η ς α σ τ ικ ή ς κ λ α σ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ­
νο μ ία ς δ εν σ η μ α ίν ε ι κ α θό λ ο υ χ ρ ε ο κ ο π ία τω ν ε π ισ τη μ ο ν ικ ώ ν ιδεώ ν
αυτής τ η ς κ α τεύ θ υ ν σ η ς. Α ντίθ ετα , α κ ρ ιβ ώ ς ο ι ε π ισ τη μ ο ν ικ έ ς α να κ α ­
λύ ψ εις τ η ς κ λ α σ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς α π ο τέλ εσ α ν μ ια α π ό τις β α σ ικ ό τερ ες
π η γ ές τ η ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς θ εω ρ ία ς του μ α ρ ξισ μ ού. Η π ο λ ύ τιμ η ε π ισ τ η ­
μ ο νικ ή κ λ η ρ ο ν ο μ ιά τη ς κ λ α σ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς δ ια τη ρ ή θ η κ ε και π λ ο υ τ ί­
σ τη κ ε σ η μ α ν τ ικ ά σ τις ε ρ γ α σ ίες τω ν θεμ ελιω τώ ν του ε π ισ τη μ ο ν ικ ο ύ
σ ο σ ια λ ισ μ ο ύ , του Κ. Μ αρξ κ αι του Φ. Έ ν γ κ ε λ ς .
Η χ ρ ε ο κ ο π ία τη ς ε π ισ τ η μ ο ν ικ ή ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς,
δ η λ α δ ή η α ν τικ α τ ά σ τα σ η τ η ς ε π ισ τη μ ο ν ικ ή ς α σ τικ ή ς σ χ ο λ ή ς από τη
χυ δ α ία , α ν τα ν α κ λ ά τ η ν α σ τικ ή σ τε ν ό τη τα αυτής τη ς κ α τεύθυνσ η ς,
τ η ν α δ υ ν α μ ία τ η ς α σ τ ικ ή ς τά ξ η ς να ανα π τύ ξει σ τις νέες ισ τ ο ρ ικ ές
σ υ ν θ ή κ ες τ η ν ε π ισ τ η μ ο ν ικ ή π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία . Έ τ σ ι , η χ ρ ε ο κ ο π ία

λεϊ ανία», κατά την έκφραση του Σούμπετερ. Παρ’ όλα αυτά, δίνεται συχνά στις
εργασίες τους μια αληθινή γενικά περιγραφή του ίδιου του περάσματος από την
επιστημονική πολιτική οικονομία στη χυδαία, στο πρώτο τρίτο του 19ου αιώνα.
«Αυτοί που θέλουν να σκεφτούν πάνω στην πολιτική οικονομία, πρέπει να μελε­
τούν συνεχώς τον Κενέ, τον Τιργκό, τον Σμιθ, τον Ρικάρντο. τον Μάλθους», γρά­
φει ο γάλλος αστός οικονομολόγος Λ. Σαλερόν. «Στα έργα τους θα βρουν το άλφα
και το ωμέγα της πολιτικής οικονομίας.» Ό λ ο ι οι επόμενοι οικονομολόγοι, κατά
τον Σαλερόν, ασχολούνται μόνο με την εισαγωγή των μαθηματικών, της ψυχο­
κοινωνιολογίας και του μαρζιναλισμού στις κλασικές θεωρίες (παρατίθεται από:
Α.Ι. Ποκρόφσκι, Η γαλλική αστική πολιτική οικονομία: Ανανέωση ή κρίση: Μόσχα,
1961, σελ. 7). Αν και, σαν αστός ιστορικός, ο Λ. Σαλερόν. ταυτίζοντας την πολι­
τική οικονομία, σαν επιστήμη, με την κλασική οικονομία (στην οποία, χωρίς
καμιά ιδιαίτερη αιτιολόγηση, προσθέτει τον Μάλθους), παραγνωρίζει τη μαρξι­
στική οικονομική θεωρία, που αποτελεί το ανώτατο επίτευγμα της επιστημονικής
οικονομικής σκέψης, διαπιστώνει σωστά ότι η πραγματική διαχωριστική γραμμή
ανάμεσα στην επιστημονική και τη χυδαία αστική οικονομία, περνά ανάμεσα από
τον Ντ. Ρικάρντο και τους εκχυδαϊστές του.

193
ιης επιστημονικής ασ τικής π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς είνα ι αποτυχία της
αστικής μορφής της, της α σ τ ικ ή ς τη ς φ ύ σ η ς, κ αι ό χ ι του επιστημο-
νικου της περιεχομένου. Ε ίναι α π ο τ έ λ ε σ μ α του ασυμβίβαστου τοι­
επιστημονικού περιεχομένου τη ς π ο λ ιτ ικ ο ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς θεωρίας και
της αστικής της μορφής.
0 μηχανισμός της υπ οτα γή ς τη ς δ ια δ ικ α σ ία ς τη ς γ ν ώ σ η ς των κοι­
νωνικοοικονομικών φ αινομένω ν σ τα α σ τ ικ ά τ α ξ ικ ά συμ φ έροντα είναι
εξαιρετικά πολύπλοκος. Εδώ β ρ ίσ κ ο ν τ α ι ο ι π α ρ α δ ό σ ε ις του αστικοί,
τρόπου σκέψης και αγω γής, εδώ κ α ι ο σ ύ ν θ ε τ ο ς κ ο ιν ω ν ικ ό ς μηχανι­
σμός της πολιτικής, ηθική ς και ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς π ίε σ η ς τ η ς αστικής τά­
ξης στους αντιφρονούντες, εδώ κ α ι η α ν ο ιχ τ ή κ α τ α σ τ ο λ ή — με τα
μέσα της κρατικής μ η χα νή ς (μ α ζί κ α ι τω ν ιδ ε ο λ ο γ ικ ώ ν ) — των ανοι­
χτών εκδηλώσεων κατά της τα ξ ικ ή ς κ υ ρ ια ρ χ ία ς τ η ς α σ τ ικ ή ς τάξης.
Χαρακτηρίζοντας το μ η χ α νισ μ ό α υ τό ν με β ά σ η το παράδειγμα της
σχέσης της αστικής π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς π ρ ο ς τ η ν ο ικ ο ν ο μ ικ ή θεω­
ρία του Κ. Μαρξ, ο Β.Ι. Λ ένιν μ ίλ η σ ε γ ια « νό μ ο » τ η ς ασ τικής επο­
χής: «όσο πιο θρασύς και ξ ε τσ ίπ ω το ς ε ίν α ι ο χ λ ε υ α σ μ ό ς τη ς επιστή­
μης για την εκμηδένιση του Μ α ρ ξ, τ ό σ ο π ιο π ο λ ύ ε κ τ ιμ ιέ τ α ι» 1.
Στην έρευνα «Η επισ τή μ η σ τ η ν ισ τ ο ρ ία τ η ς κ ο ιν ω ν ία ς» , ο γνωστός
άγγλος επιστήμονας και κ ο ιν ω ν ικ ό ς π α ρ ά γ ο ν τ α ς Τ ζ ο ν Μ πέρναλ δίνει
τον εξής χαρακτηρισμό αυτής τ η ς ν ο μ ο τ έ λ ε ια ς : «Η ισ τ ο ρ ία των κοι­
νωνικών επιστημών δείχνει α ρ κ ετά κ α θ α ρ ά ό τ ι ο ι π ρ α γ μ α τικ ές αιτίες,
που συγκρατούσαν τη ν α νά π τυξη τω ν κ ο ιν ω ν ικ ώ ν επ ισ τη μ ώ ν ήταν
σοβαρές και θετικές, τεκ μ η ρ ιω μ ένες α π ό κ ε ίν ο υ ς π ο υ διοικούσ αν την
κοινωνία και που αποκόμιζαν π ρ ο ν ο μ ια κ ό ό φ ε λ ο ς α π ό τ η ν οργάνωσή
της... Η καθυστέρηση και η σ τ ε ιρ ό τ η τ α τω ν κ ο ιν ω ν ικ ώ ν επιστημών
είναι συνέπεια του γεγο νό το ς — π ου σ υ ν ή θ ω ς δ ια φ ε ύ γ ε ι τη ς προσο­
χής — ότι σ ’ όλες τις α ν τα γ ω ν ισ τικ ές κ ο ιν ω ν ίε ς ο ι κ οινω νικ ές επι­
στήμες είναι αναπόφευκτα π ο υ λ η μ έ ν ε ς .» 2
Αυτή η κοινή για ό λα τα α ν τ α γ ω ν ισ τ ικ ά σ υ σ τ ή μ α τ α νομοτέλεια
συγκράτησης και περιορισ μ ού τω ν ε π ισ τ η μ ο ν ικ ώ ν ερευνώ ν των οι­
κονομικών νόμων της κ ο ιν ω νία ς, η π α ρ α π ο ίη σ ή τ ο υ ς π ρ ο ς όφελος
των κυρίαρχων τάξεων, δρα με ιδ ια ίτ ε ρ η δ ύ ν α μ η σ τ ις συνθήκες του
σύγχρονου καπιταλισμού3.

!. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 25, σελ. 39.


2. Τζον Μπέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοινωνίας. Μετάφραση από τα
αγγλικά. Μόσχα. 1956, σελ. 532-533.
3. -Στην οικονομική επιστήμη, όλο και πιο συχνά συναντούμε περιπτώσεις
υπεράσπισης υποθέσεων, ωσάν αυτές να στηρίζονται σε αναμφίβολα γεγονότα,
κεριπτάσεις *ροσ«ρυγής περισσότερο στη “διαίσθηση" και στην “αποκάλυψη",
παρά στην ανάλυση και τη σύνθεση των αντίστοιχων γεγονότων, περιπτώσεις
χρησιμοποίησης λαθεμένων υποθετικών συλλογισμών για να βγουν επιθυμητά
συμπεράσματα, προσαρμογής της σημασίας των λέξεων και των φράσεων στο

194
Ο ντας τ α ςικ η , η ο ια ό ικ ασ ία γνώ σης των κοινω νικοοικονομικώ ν
φ α ινομ ένω ν υπ ο τά σ σ ετα ι και σ τις εσωτερικές της νομοτέλειες, t u n ,
της δίνο υ ν κάποια σ χ ε τικ ή αυτοτέλεια. Κάθε ερευνητής. κον> γι<ι
πρώ τη φ ο ρ ά α ναλύει κ ά π ο ιο φ αινόμενο, πρέπει να α ρχίζει από τη
μ ελέτη της εξω τερ ικ ή ς επίφ ασ ης των φαινομένω ν. Η μεγάλη πολκ-
π λ ο κ ό τη τα της δ ια δ ικ α σ ία ς της γνώ σ η ς μπορεί να γίνει αιτία θεω ρη­
τικώ ν λαθώ ν. Ε πομένω ς τα λάθη μπορούν να πηγάζουν από καθαρά
γ νω σ ιο λ ο γ ικ ές αιτίες.
Η σ χ ε τ ικ ή αυτο νο μ ία τη ς δια δικα σ ία ς της γνώ σης καθορίζεται και
από τη ν ισ τ ο ρ ικ ή α λ λ η λ ο υ χ ία των ιδεών. Η ασ τικ ή πολιτικ ή οικ ο­
νο μ ία δεν μ π ο ρ εί, σ τη β α σ ικ ή τη ς λειτο υρ γία , να μην παίρνει υπόψη
ό λ η τη ν π ρ ο η γο ύ μ ενη ανάπτυξή της. Κτσι, το πρώτο σ τάδιο ανά­
π τυξης τη ς α γο ρ α ία ς α σ τ ικ ή ς π ο λιτικ ή ς οικονομία ς, χα ρακτηρίζετα ι
από τη ν ύ π α ρ ξη σ το ο π λ ο σ τά σ ιό της μιας σ ειράς επιστημ ονικώ ν θέ­
σεω ν τ η ς κ λ α σ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς , από τις οποίες το ταξικό συμφέρον, κά­
τω από τη ν επ ίδ ρ α σ η της παράδοσ η ς, δεν μπορούσε να αποσκαστεί
αμέσω ς, και ο ι ο π ο ίες α ναπ τύσ σ ο νταν και βελτιώ νονταν παραπέρα αν
και, εννο είτα ι, το ν κύριο ρ ό λο εδώ τον έπαιζε η σ χετικ ή στα σιμ ότητα
των τα ξικ ώ ν α νταγω νισ μ ώ ν της α σ τικ ή ς κοινω νίας εκείνης της π ερ ιό­
δου. Τ ο μ εγ ά λ ο ε π ισ τη μ ο ν ικ ό κύρος του Ντ. Ρικάρντο, η μ α κ ρόχρ ο­
νη ε π ιρ ρ ο ή που εξα σ κ ο ύ σ ε σ τη ν α γγλ ικ ή α σ τικ ή π ο λ ιτικ ή ο ικ ο ν ο ­
μία, εξα να γκ ά ζο υ ν τους επιφ ανέσ τερ ο υς θεω ρητικούς τη ς (όπως τον
Α. Μ άρσα λ) να ντύ νο ντα ι με ρικαρντιανή αμφίεση αν και με την
π ρ α γμ α τικ ή θεω ρ ία του Ντ. Ρ ικά ρντο, δεν έχουν τίπ οτε κ ο ιν ό 1.
Η σ χ ε τ ικ ή α υ το νο μ ία τ η ς δ ια δικ α σ ία ς τη ς γνώ σ η ς καθορίζεται συ-

στόχο που επιδώκουν οι ερευνητές (‘‘λάθος σημαντικής’’), αγνόησης των γεγονό­


των της ιστορίας» (The American Journal o f Economics and Sociology, τόμ. 14, αριθ.
4, Ιούλης 1955, σελ. 420).
1. Στην κύρια εργασία του Αρχές της πολιτικής οικονομίας, ο Α. Μάρσαλ προ­
σπαθεί συχνά να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν συνεχιστή του Nt. Ρικάρντο.
που αναπτύσσει τη θεωρία του. Στο αφιερωμένο στη θεωρία της αξίας του Ντ.
Ρικάρντο κεφάλαιο, ο Α. Μάρσαλ προσπαθεί να του αποδώσει τη δική του ερμη­
νεία της αξίας που καθορίζεται από ψυχολογικούς παράγοντες: τις προσδοκίες
των κεφαλαιοκρατών και τις θυσίες των εργατών. Την απουσία μιας τέτια», θέσης
στον Ντ. Ρικάρντο, ο Α. Μάρσαλ την εξηγεί με την «πρόχειρη λακωνικότητύ
του», με την προσπάθειά του να εκφραστεί με υπαινιγμούς. Ο Μάρσαλ έγραψε για
το βασικό έργο του Ντ. Ρικάρντο: «Είναι δύσκολο όμως, να καταλάβει κανείς με
ποιο τρόπο θα μπορούσε ο Ρικάρντο να τεκμηριώσει καλύτερα το γεγονός ότι ο
χρόνος ή η προσδοκία είναι στον ίδιο βαθμό στοιχείο των εξόδων παραγωγής,
όπως η εργασία, από το να αφιερώσει σ ' αυτό το ζήτημα το πρώτο τον κεφάλαιο.
Δυστυχώς, όμως, το φώτισε μόνο με λίγα λόγια και νόμισε ότι οι αναγνώστες τοι»
θα μπορούν να καταλάβουν εκείνο που αυτός τους το δίνει μόνο με υπαινιγμούς»
(Α. Μάρσαλ, Αρχές της πολιτικής οικονομίας, Μόσχα. εκδ. «Προγκρές». 1984. τόμ.
3. σελ. 277)·

195
χνά και από τον διαμεσολαβημένο, έμμεσο, σύνθετο και αντιφαικο
χαρακτήρα της υποταγής της δ ια δ ικ α σ ία ς τη ς γνώ σης στα ταξι«
συμφέροντα της αστικής τά ξης. Ε π ιπ λ έο ν , τα ίδια αυτά τα συμφέρο­
ντα ttvai συχνά πολύ αντιφ α τικά: τα σ υ μ φ έρ ο ντα σύντομου χαρακτή­
ρα, κάποτε δεν συμπίπτουν σ η μ α ν τ ικ ά με τα μακροπρόθεσμα συμφέ­
ροντα της αστικής τάξης, π ρ ά γμ α π ου δεν μ π ο ρ εί να μη βρει την
αντανάκλασή του και σ τις θ ε ω ρ η τικ ές α ν τιλ ή ψ εις των ιδεολόγ<»ν
της. Ενα λαμπρό σ χ ε τικ ό π α ρ ά δ ειγ μ α είν α ι ο ι αντιλήψ εις του επι­
φανέστερου εκπροσώπου του νό μ ιμ ο υ μ α ρ ξισ μ ο ύ Μ. Τουγκάν-Μιια-
ρανόφσκι. Στις συνθήκες δυνα μ ώ μ α το ς τη ς τα ξ ικ ή ς πάλης στη Ρ».
σία, που πήρε ιδιαίτερη ο ξύ τη τα σ τ ις α ρ χ έ ς του 20ού αιώνα, ο Μ.
Τουγκάν - Μ παρανόφσκι υ π ο χ ρ εώ θ η κ ε να π α ρ α δ ε χθ εί το γεγονός της
καπιταλιστικής εκμ ετάλλευσ ης κ α ι τ η ν α ν α γ κ α ιό τη τ α της πάλης των
εργατών για rot ο ικ ο νο μ ικ ά το υ ς σ υ μ φ έρ ο ντα . Έ γ ρ α ψ ε , λογουχάρη
για τις σχέσεις κ α π ιτα λισ τώ ν κ α ι ερ γ α τώ ν: «.... ο ι τά ξεις, που παίρ­
νουν εισόδημα από τη ν ε ρ γ α σ ία το υ ς, υ φ ίσ τ α ν τ α ι εκμετάλλευση από
τις μη εργαζόμενες τά ξεις» '. Κ α ι π α ρ α κ ά τω : «... η ύπαρξη κέρδους
και προσόδου, σαν εισ ό δ η μ α τω ν ιδ ια ίτ ε ρ ω ν κ ο ινω νικ ώ ν τάξεων, δεν
είναι απαραίτητος όρος γ ια τ η ν κ ο ιν ω ν ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία , η κοινωνική
διαδικασία της παραγω γής μ π ο ρ ε ί να π ρ α γ μ α τ ο π ο ιη θ ε ί και δίχως τις
τάξεις των κ απιταλισ τώ ν κ α ι τω ν γ α ιο κ τη μ ό ν ω ν » 2. Ομολογία πολύ
σπάνια για θεω ρητικό, που, κ α τά κ α ν ό ν α , υ π ερ α σ π ίζει τις αστικές
θέσεις. ' Οπως είνα ι γνω σ τό , ο ν ό μ ιμ ο ς μ α ρ ξ ισ μ ό ς προσπάθησε να
θέσει το εργατικό κ ίν η μ α κάτω α π ό α σ τ ικ ή επ ιρ ρ ο ή . Ωστόσο, τα
συμφέροντα της σ τιγμ ή ς α π α ιτο ύ σ α ν τ η ν α π ο δ ο χ ή εκείνω ν των ιδεών
του μαρξισμού, που ε ίχ α ν δ ια δ ο θ ε ί π λ α τ ιά μ έσ α στους εργάτες, ακό­
μη και όταν αυτές απο κ ά λυ πτα ν το π ρ ο α ιώ ν ιο μ υ σ τικ ό της καπιταλι­
στικής εκμετάλλευσης κ α ι σ ε τε λ ε υ τ α ία α ν ά λ υ σ η , έρχονταν σε αντί­
θεση με τα μακροπρόθεσμα σ υ μ φ έρ ο ν τα τ η ς α σ τ ικ ή ς τάξης.
Από εδώ βγαίνει ό τι ο ν ό μ ο ς, σ ύ μ φ ω να με τ ο ν ο π ο ίο η οικονομική
θεωρία υποτάσσεται σ ε κ α θ ο ρ ισ μ έ ν α τ α ξ ικ ά συμ φ έροντα, δρα, όπος
και οι άλλοι κ ο ινω νικ ο ί ν ό μ ο ι, σ α ν κ α θ ο ρ ισ μ έ ν η αντικειμενική τά­
ση, που ανοίγει το δρόμο τη ς μ έσ α α π ό ένα π λ ή θ ο ς τυχαίω ν περιστα­
τικών, παρεκκλίσεων κ αι π α ρ α β ιά σ εω ν . Η δ ρ ά σ η αυτού του νόμοι
είναι εξαιρετικά π ο λύπ λο κ η κ α ι α ν τ ιφ α τ ικ ή . Α π ο κ λ είει τη δυνατότη­
τα απλουστευτικής π ρ ο σ έ γ γ ισ η ς σ τ η ν κ ρ ιτ ικ ή α νά λυσ η των αστικών
οικονομικών θεωριών.
Ταυτόχρονα, είνα ι φ α νερ ό ό τ ι ο ι α ιτ ίε ς π ο υ εμποδίζουν την ανά­
πτυξη της αστικής π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς , β ρ ίσ κ ο ν τα ι ό χ ι τόσο στην
ιδιαίτερη πολυπλοκότητα του α ν τικ ε ιμ έ ν ο υ τ η ς έρευνάς της, όσο στη

1. Μ. Τουγκάν - Μπαρανόφσκι, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, σελ. 374.


Ζ Στο ίδιο, σελ. 379.

196
δρα σ τή ρ ια και πολύμορφη αντίδραση της άρχουσας τάξης στην επι­
σ τη μ ο νικ ή ανάλυση των βάσεων της κυρίαρχης θέσης της
Η κ ρ ίσ η της α σ τικ ή ς π ο λιτικ ή ς οικονομίας δεν είναι κάποιο προ­
σ ω ρινό γεγονός. Ε ίναι μια μ ακρόχρονη διαδικασία καταστροφής του
αναλυτικού μ ηχανισ μού, που είχε δημιουργήσει η κλασική σχολή,
μια δ ια δικ α σ ία ό λο και ου σ ιασ τικό τερ ης απόρριψ ης της επιστημονι­
κής ανάλυσης των οικονομικώ ν διαδικασιών.
Σ την ανάπτυξή της η κ ρ ίσ η της ασ τικής π ο λιτικ ή ς οικονομίας πέ­
ρασε τρ ια βασικά στάδια, α ντίσ το ιχα με τις τρεις βασικές ιστορικές
περιόδους της ανάπτυξης του καπιταλισμού μετά τη δεκαετία του
1830 (την π ερ ίο δ ο του ελεύθερου ανταγω νισμού,'την εποχή του ιμπε­
ρια λισ μ ού, τη γενικ ή κρίσ η του καπιταλισμού), αντανακλώντας τα
κύρια σ τά δια τη ς ανάπτυξης της βασικής αντίθεσης του καπιταλι­
σμού.
Σ την ο ικ ο νο μ ικ ή μας β ιβ λιογραφ ία (τη σοβιετική - σημ. μετ.), εκ­
φ ράζεται σ υ χνά η γνώ μη ότι η κρίσ η της αστικής π ο λιτικ ή ς οικονο­
μίας είνα ι έκφ ρασ η της γ εν ικ ή ς κ ρίσ ης του καπιταλισμού — της
ισ το ρ ικ ή ς δ ια δικα σ ία ς κατασ τροφ ής των καπιταλιστικώ ν σχέσεων
παραγω γής. Ε τσ ι, σ το εγχ ε ιρ ίδ ιο Ι σ τ ο ρ ί α των ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν θ ε ω ρ ι ώ ν ,
λέγετα ι το εξής: «Η κ ρ ίσ η τη ς αστικής π ο λιτικ ή ς οικονομίας είναι
άμεση αντανάκλαση σ τη ν ασ τική συνείδηση της κρίσης του ίδιου
του κ α π ιτα λ ισ τικ ο ύ σ υσ τή μ α το ς.» 1 Το περιεχόμενο αυτής της κρί­
σης, όπως υποθέτουν ο ι συγγραφ είς του εγχειριδίου, ανάγεται στο ότι
ο ι α σ το ί ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ι, από τη μια μεριά, δεν μπορούν, εξαιτίας της
τα ξικ ή ς σ τενό τη τα ς του ο ρ ίζο ντά τους, να δόσουν επιστημονική ανά­
λυση τη ς γ εν ικ ή ς κ ρ ίσ η ς του καπιταλισμού και τη ν αρνούνται, και,
από τη ν ά λ λη , δεν μ πορούν να παραγνω ρίσουν ολότελα τις διαδικα­
σ ίες τη ς σ ή ψ η ς και βαθμιαίου θανάτου του καπιταλισμού και πρα­
κτικά, σ τη θεω ρία ξεκινούν από τη ν κατάσταση κρίσης του.
Α πό εδώ σ υνάγετα ι ό τι η κ ρ ίσ η τη ς ασ τικής π ολιτικ ή ς οικονομίας
είναι φ αινόμενο του 20ού αιώνα, που γεννήθηκε από τη συνεχιζόμενη
κ ατάρρευση του κ α π ιτα λισ τικ ο ύ τρόπου παραγωγής. Θα νόμιζε κα­
νείς ό τι η α σ τικ ή ο ικ ο νο μ ικ ή σκέψ η, μόλις συγκρούσθηκε με το πρό­
βλημα τη ς γεν ικ ή ς κ ρ ίσ η ς του καπιταλισμού, υποχρεώθηκε να περά­
σ ει σε χυδα ίες-α π ο λο γη τικ ές θέσεις. Στην πραγματικότητα όμως αυ­
τό το πέρασμα π ρ α γματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα.
Α ν το π ερ ιεχό μ ενο τη ς κ ρ ίσ η ς τη ς ασ τικής π ολιτικ ή ς οικονομίας
ο ρίζετα ι από τη ν ιδιόμορφ η φόρμουλα: «δεν μπορούν να κάνουν επι­
σ τη μ ο νικ ή ανάλυση του καπιταλισμού, αλλά και δεν μπορούν να την
α γνοή σ ουν ολότελα», τότε αυτή η φόρμουλα αναφέρεται και σε όλη
τη ν προηγούμ ενη χυ δαία π ο λ ιτικ ή οικονομία, στις ερμηνείες της κυ­
ρ ιολεκτικά όλω ν των βαθιών διαδικασιώ ν της καπιταλιστικής οικο-

1. Ιστορία των οικονομικών θεωριών. Μόσχο, 1963. σελ. 411.

197
νυμι*, και όχι μόνο της γενικής κ ρ ίσ η ς tu n κ α π ιτα λισ μ ού. Και ιβ
*ρο|1λήμαια του αντικειμένου τη ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς k u i το ζή·
:ημα της <ιςios. και. πολύ π ερ ισ σ ό τερ ο , τη ς υ π ερ α ξία ς, και το πρό­
βλημα του μισθού και όλα τα υ π ό λ ο ιπ α π ρ ο β λ ή μ α τα της πολιπκής
οικονομίας, δεν μπορούν να ερευνη θο ύν ε π ισ τ η μ ο ν ικ ά αλλά ούτε να
αγνοηθούν ολοκληρωτικά από τους α σ το ύ ς ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο υ ς.
Η κρίση της αστικής π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς δ εν αποτελεί απλώς
αντικατάσταση της κυριαρχίας ενό ς ρ εύ μ α το ς τη ς α σ τ ικ ή ς οικονομι­
κής σκέψης σπό άλλο, έστω και τό σ ο σ η μ α ν τ ικ ό , ό σ ο η αντικατά-
σ<αση της αντίληψης της «ελεύθερης ε π ιχ ε ιρ η μ α τ ικ ή ς δραστηριότη­
τας· απύ τις θεωρίες της κ ρ α τικ ή ς π α ρ έ μ β α σ η ς σ τ η ν καπιταλιστική
οικονομία, ή αντίθετα, ο παραμ ερισ μός του ν ε ο κ εϊν σ ια ν ισ μ ο ύ από τη
νεοσυντηρητική κατεύθυνση (που β α σ ικ ό τα το σ υ σ τα τικ ό της μέρος
είναι η θεωρία της «ελεύθερης ε π ιχ ε ιρ η μ α τ ικ ή ς δραστηριότητας»),
ύκ«ς αυτό γίνεται από τα μέσα τη ς δ εκ α ετία ς του 19701.
Η δοσμένη κρίση είναι μια βαθιά κ α ι μ α κ ρ ό χ ρ ο ν η διαδικασία
εσωτερικής παραμόρφωσης όλου του σ υ σ τ ή μ α τ ο ς τ η ς οικονομικής
ιδεολογίας της αστικής τάξης, είνα ι π έρ α σ μ α α π ό μ ια ποιοτική κατά­
σταση της αστικής οικονομικής θεω ρίας σ ε ά λ λ η .
Η ερμηνεία της κρίσης τη ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς οικονομίας σαν
φαινομένου που ανάγεται μ ό ν ο ιβ τ η ν ε π α ν ε ξ έ τα σ η από τους αστούς
οικονομολόγους των π ροηγούμ ενω ν δ ο γμ ά τω ν το υ ς, τα οποία δεν α-
παποκρίνονται στις νέες κ ο ιν ω ν ικ ο ο ικ ο ν ο μ ικ ές σ υ ν θ ή κ ες, αποτελεί
την τυπική θέση των αστών ισ το ρ ικ ώ ν τ η ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς σκέψης. «Οι
αστοί οικονομολόγοι», γράφει ο Ι.Γ . Μ π λ ιο ύ μ ιν , «ανάγουν την κρίση
της πολιτικής οικονομίας σ τη ν κ ρ ίσ η τω ν π α λ ιώ ν θεω ριώ ν, οι οποίες
δεν ανταποκρίνονται στις νέες π ρ α κ τικ έ ς α ν ά γ κ ες. Α πό την άποψη
αυτή, η κρίση της αστικής π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς σ η μ α ίν ει μόνο την
ανάγκη μιας νέας ανοδόμησής τ η ς με τ η ν α ν α ζ ή τ η σ η νέω ν θεωριών,
οι οποίες θα μπορούσαν ίσως να λ ύ σ ο υ ν τα ώ ρ ιμ α προβλήματα. Σύμ­
φωνα με την άποψη αυτή, η κ ρ ίσ η τη ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς οικονομίας
σημαίνει μόνο πέρασμα από μια π ερ ίο δ ό τ η ς σ ε ά λ λ η , δηλαδή έχει

1. Ετσι, ο επιφανής γάλλος αστός οικονομολόγος Ζ. Μαρσάλ, στο άρθρο «Η


σύγχρονη κρίση της οικονομικής επιστήμης», έγραψε «ότι στη Γαλλία υπάρχει
κρϊβη ιης οικονομικής επιστήμης, αφού στους οπαδούς της κλασικής σχολής»
*ου τεκμηρίωσαν την ουδετερότητα του χρήματος, το αυθόρμητο των οικονομι­
κόν φαινομένων και την αρχή της μη επέμβασης, αντιπαρατίθενται οι οπαδοί του
Κέινς, που ξεκινούν από αντίθετη άποψη» (παρατίθεται από: Α.Ι. Ποκρόφσκι, Η
γαλλική αστική χολπική οικονομία: Ανανέωση ή κρίση: σελ. 65). Με τη σειρά της η
Τζόαν Ρόμπινσον παρουσιάζει σαν «δεύτερη κρίση της οικονομικής θεωρίας» τη
Xptovoxla της νεοκεΐνσιανής αντίληψης {The American Economic Review, 1972,
αριθ. 2).

198
προσωρινο χαρακτήρα.»' Για παράδειγμα, ο γέρμανός αστός οικονο­
μολόγος των αρχών του 20ού αιώνα, Ρ. ί-χόλχσμαν, ακόμη to J925.
τις αντιθέσεις μεταξύ της εξατομικευτικής προσέγγισης των οικονο­
μικών φαινομένων από την πλευρά της αυστριακής σχολής, και της
•οικουμενικής» προσέγγισης αχό την πλευρά της κοινωνικοοικονο­
μικής κατεύθυνσης, τις εκτιμούσε σαν κατάσταση κρίσης της ιιολι-
τικής οικονομίας . Ετσι, ο Σ,τόλτσμαν ανήγαγε το σύνολο των δια­
δικασιών, που συνθέτουν την κρίση της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας, μόνο σε μια από τις επιφανειακές εκφάνσεις της κρίσης της
αυστριακής σχολής. Αυτή η θέση δεν είναι λιγότερο αντιεπιστημο­
νική, α π’ ό,τι οι άλλες θεωρίες που για την τύχη τους μιλάμε. Η
θεωρία αυτή γλιστρά στην επιφάνεια των φαινομένων, περιγράφει
όλα τα εξωτερικά γεγονότα και αποκρύβει τις πραγματικές διαστά­
σεις και τις αιτίες αυτής της κρίσης. Κάτι παραπάνω, τα επιφανειακά
φαινόμενα της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας, που έχουν
σαν τελικό τους αίτιο την όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπι­
ταλισμού, η αστική ιστορική επιστήμη προσπαθεί να τα παρουσιάσει
σαν έκφραση κάποιας διαδικασίας ανανέωσης και ανάπτυξης της οι­
κονομικής θεωρίας.
Για παράδειγμα, ο γνωστός γάλλος οικονομολόγος Α. Μαρσάλ
χαρακτήριζε έτσι την κατάστασή της: «Πρόκειται μάλλον για ανανέ­
ωση, που είναι δείκτης ζωτικότητας, έκφραση της “κρίσης ανάπτυ­
ξης” , αν θέλετε, της στροφής της οικονομικής σκέψης...»’
Η άποψη ότι η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας γεννήθη­
κε από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα οικονομίας, παρ ’ όλο τον
φαινομενικό της ριζοσπαστισμό, οδηγεί σε φανερά αβάσιμα συμπερά­
σματα. Από την άποψη αυτή, για παράδειγμα, μεταξύ της χυδαίας
αστικής πολιτικής οικονομίας του 19ου αιώνα και εκείνης του 20ού
αιώνα δεν υπάρχει ουσιαστική, ποιοτική ενότητα Αυτό όμως δεν α-
νταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Και η σύγχρονη αστική πολι­
τική οικονομία και η αστική πολιτική οικονομία της μεταρικαρντια-
νής περιόδου, είναι αντιεπιστημονική και αποσκοπεί στην απολογη­
τική υπεράσπιση του καπιταλισμού. Εννοείται, στα πλαίσια αυτής
της ενότητας η χυδαία αστική πολιτική οικονομία στα διάφορα στά­
δια ανάπτυξης του καπιταλισμού αποκτά πολύ ουσιαστικές ιδιαιτερό­
τητες, που επιτρέπουν να ξεχωριστούν τα βασικά όρια στην ανάπτυ­
ξη της κρίσης της.

1. I. Γ. Μπλιοϋμιν, Η κρίση της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας. Μόσχα,


1959, σελ. 64.
2. R. Stolzmann, Die Krisis in der heutigen NationaHkonomie. Βερολίνο. 1925,
σελ. 2.
3. Παρατίθεται από: I. Γ. Μπλιοϋμιν, Η κρίση της σύγχρονης αστικής κολπικής
οικονομίας, σελ. 64.

199
Ταυτόχρονα, η άποψη αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, μέχρι τη
yeviκή κρίση του καπιταλισμού, μεταξύ της κλασικής (επιστημονι­
κής) αστικής πολιτικής οικονομίας και της χυδαίας αντιεπιστημονι­
κής κολπικής οικονομίας υπήρχε πολιτική ενότητα. Αυτό συμβαίνει
γιατί η αρχή των βαθιών ποιοτικών αλλαγών στην αστική πολιτική
οικονομία, «ου αποτελεί ένα ιδιόμορφο διαχωριστικό όριο μεταξύ
TTfc ίπιστημονικής και της αντιεπιστημονικής κατεύθυνσής της, με-
τβφέρεται λαθεμένα από τη δεκαετία του 1830, στη δεκαετία του
1920, δηλαδή μετακινείται κατά μια εκατονταετία περίπου. Ωστόσο,
δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεταξύ της κλασικής σχολής, που ολοκλή-
pttOf την ανάπτυξή της στη δεκαετία του 1830, και της χυδαίας πολι­
τικής οικονομίας που την αντικατέστησε — αν και οι δυο αυτές κα-
τηιθύνσεις αποτελούν την αστική οικονομική θεωρία — υπάρχουν
«ολύ mo βαθιές διαφορές, από ό,τι μεταξύ της χυδαίας πολιτικής οι­
κονομίας, πριν και μετά την έναρξη της γενικής κρίσης του καπιτα-
λιβμού. Το ίδιο ακριβώς βαθιές διαφορές υπάρχουν και μεταξύ της
συνεχούς ανάπτυξης της αστικής οικονομικής επιστήμης από τους
θβορητικούς της κλασικής σχολής, και της οπισθοδρόμησής της με­
τά τη δααετία του 1830, της βαθμιαίας καταστροφής του αναλυτικού
μηχανισμού της κλασικής σχολής στις εργασίες των χυδαίων οικο­
νομολόγον1.
Από εδώ φαίνεται ότι η ταύτιση τηΓ, κρίσης της αστικής πολιτικής
οικονομίας στο σύνολό της, με την τελευταία της περίοδο, που έχει
βχέβη μόνο με τη γενική κρίση του καπιταλισμού, αποκλείει τη δι>-

1. Η ριζική αλλαγή του χαρακτήρα της αστικής οικονομικής επιστήμης, το


χέραβμά της σε χυδαίες θέσεις, δεν ξέφυγε της προσοχής των αστών ιστορικών
της οικονομικής σκέψης. Ήδη το 1914 ο Σουμπέτερ, χαρακτηρίζοντας την κατά-
στοση της αστικής πολιτικής οικονομίας της δεκαετίας του 1830, έγραφε: «... ήδη
στους προλόγους των επιστημονικών έργων της δεκαετίας του 1830, γίνεται μόνι­
μο το χαράπονο για στασιμότητα της επιστήμης. Και τα παράπονα αυτά ήταν
Sterne. Ηδη οι στενότεροι οπαδοί του Ρικάρντο καταλάβαιναν λαθεμένα μερικά
mi σημεία, αλλά σε ακόμα μικρότερο βαθμό- μπορούσαν να συνεχϊσουν το έργο
τον. Η κατάσταση αυτή είναι πολύ επικίνδυνη για μια νεαρή επιστήμη: Αν αυτή
αρχίζει να προκολεί πλήξη, τότε τα ανατέλλοντα ταλέντα θα επιδιώκουν να απο­
μακρυνθούν α«' αυτή...» (J. Schumpeter, Epochen der Dogmen - undMetodengeschi-
chte. Gnmdriss der Sozialikonomik, Abt. 1. Tiibingen, 1914, σελ. 59). Ακόμη mo
ανάγλυφα κεριέγραψε την πτώση της αστικής οικονομικής επιστήμης στη μετα-
(Ηκαρνηανή περίοδο ο αμερικανός οικονομολόγος Τζ. Χόλαντερ. Συγχέοντας τη
διαλεκτική με τη σοφιστική, γράφει στην εργασία του Ο Νταβϊντ Ρικάρντο: «Το
6£*υνηηκό πνεύμα παραχώρησε τη θέση του στο δογματισμό, ενώ η ανάλυση
αντικαταστάθηκε από λεκτικές φιλονικίες. Η διανοητική ανεξαρτησία υπονομεύ­
τηκε και η επιστημονική διδασκαλία εκφυλίστηκε σε άγονη διαλεκτική και μά­
λιστα ο* απολογία ταξικών συμφερόντων (J. Η. Hollander, David Ricardo, A cen-
temy estimate, Βαλτιμόρη, 1910, σελ. 7.
νατότητα ανάλυσης αυτής της κρίσης σαν ενιαίας διαδικασίας. Και
αυτό δεν μπορεί να μην προκαλέσει μια πολύ εσφαλμένη αντίληψη
γ ι’ αυτήν.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι από τις
τρεις περιόδους ανάπτυξης του καπιταλισμού, που στη διάρκειά τους
εξελίσσεται η χυδαία αστική πολιτική οικονομία (περίοδος του ελεύ­
θερου ανταγωνισμού, αρχική περίοδος ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού
και η εποχή της γενικής κςίσης του καπιταλισμού), η γενική κρίση
του καπιταλισμού είναι αυτή που ξεχωρίζει έντονα από τις δυο προη­
γούμενες περιόδους. ΓΓ αυτό και η αστική πολιτική οικονομία, εξα­
κολουθώντας να παραμένει χυδαία και απολογητική, ξεχωρίζει πιο
έντονα από την προηγούμενη χυδαία οικονομία, απ ’ ό,τι μεταξύ τους
τα προηγούμενα στάδια ανάπτυξής της. Η κατάρρευση της καπιταλι­
στικής τάξης πραγμάτων, που θεωρούνταν αιώνια, υποχρέωσε τους
αστούς οικονομολόγους να απαρνηθούν μια ολόκληρη σενρά δογμά­
των, που για δεκαετίες ολόκληρες προπαγάνδιζε η οικονομική επι­
στήμη. Σ ’ αυτή την περίοδο η κρίση της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας αποκτά ποιοτικά νέα χαρακτηριστικά, ένα από τα οποία είναι το
ότι οι αστικές οικονομικές θεωρίες αποδείχνονται ανίκανες να επι-
δράσουν το ίδιο όπως πριν αποτελεσματικά, στη συνείδηση των πλα­
τιών μαζών των εργαζομένων. Πρόκειται συνεπώς για μια τέτια σύγ­
χρονη μορφή όξυνσης της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας,
κατά την οποία, σε κατάσταση κρίσης, που συχνά παίρνει χαρακτή­
ρα ανοιχτής χρεοκοπίας, η ιδεολογική της λειτουργία χάνεται. Στις
δεκαετίες του 1970 και του 1980, εξαιτίας της χρεοκοπίας της κεϊνσια-
νής οικονομικής πολιτικής και της νεοκλασικής σύνθεσης, έκδηλα
χαρακτηριστικά της κρίσης εμφανίζονται και στην οικονομική-πρα-
κτική λειτουργία της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας.
Ωστόσο, οι ιδιαιτερότητες της αστικής οικονομίας στην περίοδο της
γενικής κρίσης του καπιταλισμού δεν εξαντλούν όλο το περιεχόμενο
της διαδικασίας του εκφυλισμού της, που άρχισε στις αρχές του 19ου
αιώνα, όταν η αστική τάξη έχασε τον ιστορικά προοδευτικό της ρό­
λο.
Η αστική πολιτική οικονομία χάνει την ικανότητα για επιστημο­
νική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών διαδικασιών όχι στη δεκα­
ετία του 1920, αλλά σημαντικά νωρίτερα και συγκεκριμένα στη δεκα­
ετία του 1830, όπως το τοποθετεί αυτό χρονικά ο Κ. Μαρξ.
Η κατάσταση κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας συνδέεται
με τις διαδικασίες που οδήγησαν στην εμφάνιση των οικονομικών
κρίσεων αναπαραγωγής, στην αρχή του 19ου αιώνα, με τις πρώτες
επαναστατικές (πρόκειται για πολιτικές κρίσεις) εκδηλώσεις του
προλεταριάτου, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, με την όξυνση της
βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, που προκάλεσε η βιομηχανική
επανάσταση. Έ τσι, οι διαδικασίες κρίσης στην οικονομία και την

201
πολιτική της αστικής κοινω νίας, που α π ο κ ά λ υ ψ α ν τ ο ν ισ τ ο ρ ικ ά πα­
ροδικό χαρακτήρα του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ κ α ι π ο υ ε μ φ α ν ίσ τ η κ α ν πολύ
ιψιν τη γενική του κρίση, α π ο τέλ εσ α ν τη β ά σ η τ η ς κ ρ ίσ η ς τ η ς αστι­
κής πολιτικής οικονομίας.
Fvvotitai ότι με την έναρξη της γενικής κρίσης του καπιταλισμού,
συντελούνται πολύ σημαντικές αλλαγές στην αστική πολιτική οικο­
νομία. Η κρίση της βαθαίνει, η υπεράσπιση του καπιταλισμού απο­
κτά νέες μορφές, συχνά αποβλέπει σε νέους στόχους. Γενικά, αρχίζει
μια Λοιοτικά νέα περίοδος κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας,
η οποία πραγματικά προήλθε από τη γενική κρίση του καπιταλισμού
και που την αντικατοπτρίζει. Έ τσι, σ ’ αυτό το στάδιο ανάπτυξης, η
κρίση της αστικής οικονομικής θεωρίας είναι πραγματικά έκφραση
της γενικής κρίσης όλου του συστήματος της καπιταλιστικής παρα­
γωγής. Και σ ’ αυτό βρίσκεται η αποφασιστική, η ποιοτική διαφορά
από τα προηγούμενα στάδια. Ό μω ς αυτό δεν είναι καθόλου η αρχή
της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας.
Στην ενδιαφέρουσα μελέτη Η γαλλική αστική πολιτική οικονομία:
Ανανέωση ή κρίση; ο A. I. Ποκρόφσκι σωστά παρατηρεί: «... η κρίση
της επίσημης οικονομικής επιστήμης στις καπιταλιστικές χώρες έχει
σήμερα έναν απόλυτα καθορισμένο, ιδιαίτερο χαρακτήρα, που την
ξεχωρίζει από την κατάσταση κρίσης στην οποία η αστική πολιτική
οικονομία έχει μπει από τη δεκαετία ακόμη του 1830»'. Η κρίση της
αστικής πολιτικής οικονομίας θεωρείται από τον συγγραφέα σαν μα­
κρόχρονη και σύνθετη διαδικασία εκχυδαϊσμού της οικονομικής
επιστήμης, που άρχισε στο πρώτο τρίτο του περασμένου αιώνα.
Η άρνηση του γεγονότος ότι η κρίση αυτή άρχισε σημαντικά πιο
πριν από τη γενική κρίση του καπιταλισμού, δεν επιτρέπει να κατα­
νοηθούν ούτε η ουσία, ούτε οι αιτίες της κατάπτωσης της αστικής
πολιτικής οικονομίας, ούτε οι κινητήριες δυνάμεις και οι νομοτέλειες
της εξέλιξής της, ούτε οι διαφορές και η αλληλουχία του νέου στα­
δίου κρίσης και των προηγούμενων σταδίων.
Η άποψη ότι η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας άρχισε
μόλις στη δεκαετία του 1920, στην πράξη παραγνωρίζει εκείνο το
θεμελιακό κοινό που έχουν η παλιά και η νέα χυδαία αστική πολιτι­
κή οικονομία, παραβλέπει τη χρεοκοπία της επιστημονικής αστικής
πολιτικής οικονομίας και την εγκαθίδρυση στα ερείπιά της της κυρι­
αρχίας της χυδαίας οικονομίας, δηλαδή την ίδια την ουσία του θέμα­
τος, δηλαδή τη διαδικασία εμφάνισης και ταυτόχρονα και τις αιτίες
κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας. Παραμερίζονται και τα
δύο πρώτα στάδια εξέλιξής της. Από τις θέσεις αυτές, η αλλαγή των
μορφών εκχυδαϊσμού της οικονομικής θεωρίας, των μεθόδων της ιδε­

1. A. I. Ποκρόφσκι, Η γαλ).ική αστική πολιτική οικονομία: Ανανέωση ή κρίση;


σελ. 6.

202
ολογικής υπεράσπισης του καπιταλισμού, οι οποίες ταυτίζονται με
την κρισιακή κατάσταση της αστικής πολιτικής οικονομίας, μπορεί
να οδηγήσει στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι η κρίση αυτή εξαλείφθηκε.

3. Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ


ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΣΕ ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ

Με την έναρξη της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας έγι­


ναν ουσιαστικές αλλαγές και στις βασικές λειτουργίες της αστικής
οικονομικής επιστήμης, που η ανάλυσή τους έχει μεγάλη σημασία,
τόσο για την κατανόηση της εξέλιξης της αστικής πολιτικής οικο­
νομίας, όσο και για τη διευκρίνιση της κατάστασής της σήμερα.
Μεταξύ της διαδικασίας γνώσης και του ταξικού της προσανατο­
λισμού στην αστική πολιτική οικονομία υπάρχει οργανική, αν και
βαθιά αντιφατική ενότητα. Η διαδικασία γνώσης που επιτελούν οι
αστοί οικονομολόγοι, και ως προς το αντικείμενο της ανάλυσής της
και ως προς το χαρακτήρα αποκάλυψης του αντικειμένου της, και ως
προς την κατεύθυνση της ανάλυσης κλπ., είναι ευθύς εξαρχής ταξι­
κή.
Π αρ’ όλα αυτά, η επιστημονική ανάλυση των νομοτελειών ανά­
πτυξης της αστικής πολιτικής οικονομίας, η κριτική της, απαιτούν
διαχωρισμό αυτών των βασικών πλευρών της αστικής πολιτικής οι­
κονομίας. Η άρνηση της διαδικασίας γνώσης, που επιτελεί η αστική
πολιτική οικονομία, είναι άδικη, κατά τη γνώμη μας, τόσο όσον
αφορά την κλασική, όσο και όσον αφορά την αγοραία σχολή. Αυτό,
φυσικά, δεν σημαίνει καθόλου ότι αναγνωρίζεται επιστημονικός χα­
ρακτήρας στη διαδικασία γνώσης της χυδαίας αστικής πολιτικής οι­
κονομίας, που περιορίζεται, κατά κανόνα, στην περιγραφή των εξω­
τερικών εκφάνσεων των οικονομικών διαδικασιών.
Η διαδικασία της γνώσης είναι μια σύνθετη και, μπορούμε να πού­
με, περιεκτική διαδικασία. Η περιγραφή της εξωτερικής έκφανσης
των οικονομικών φαινομένων είναι το απαραίτητο πρωταρχικό στά­
διο κάθε διαδικασίας γνώσης. Ό μως αυτό, κάθε άλλο παρά την
εξαντλεί. Η ανάλυση των εξωτερικών συναρτήσεων των οικονομικών
φαινομένων, δεν λύνει επίσης αυτό το πρόβλημα. Για να είναι πραγ­
ματικά επιστημονική διαδικασία γνώσης πρέπει, πίσω από την εξω­
τερική, την απατηλή επίφαση των φαινομένων, να αποκαλύπτει τις
βαθιές εσωτερικές νομοτέλειες της κοινωνικής ανάπτυξης, που καθο­
ρίζουν τόσο το περιεχόμενο και την κατεύθυνσή της, όσο και, σε
τελευταία ανάλυση, τη μορφή της. Π αρ' όλα αυτά, ο περιορισμός
της στα πλαίσια των πρωταρχικών σταδίων δεν σημαίνει καθόλου ότι
δεν πραγματοποιείται γνωστική διαδικασία. Όμως, σ ’ αυτές τις

203
συνθήκες, η διαδικασία αυτή δ εν έ χ ε ι, ε ν ν ο ε ίτ α ι, ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ό χα ­
ρακτήρα
Με την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της χυδαίας οικονομ ίας και
το παραπέρα βάθεμα της κρίσης της, αλλάζουν σ ημ αντικά τα κριτή­
ρια ορθότητιις των οικονομικών αντιλήψεων που επεξεργάζεται.
Οσον αφορά την πραγματική επιστήμη, τέτιο κ ρ ιτή ρ ιο αποτελεί η
πρακτική δραστηριότητα. Κάπως πολυπλοκότερο είναι το ζήτημα
όσον αφορά την αστική πολιτική οικονομία, που εξυπηρετεί τις ιδεο­
λογικές και οικονομικές-πρακτικές ανάγκες μιας τάξης αντιδραστι­
κής. Από την άποψη της ιδεολογικής υπερά σπιση ς του καπιταλι­
σμού, αληθινή ανακηρύσσεται η μια ή η άλλη αστική αντίληψη, αν
αντιστοιχεί στα συμφέροντα της αστικής τάξης, ακόμη και όταν αυ­
τές οι αντιλήψεις είναι λαθεμένες και δεν α ντισ το ιχο ύ ν σ τις πραγμα­
τικές σχέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγω γής. Α ληθινό ανα-
κηρΰσσεται καθετί, που εξυπηρετεί την ιδεολογική υπεράσπιση του
καπιταλισμού. Όπως είναι γνωστό, μια π αρόμοια ερμ ηνεία της αλή­
θειας επεξεργάστηκε η αστική φιλοσοφία σε ένα ο λ ό κ λη ρ ο σύστημα
απόψεων: στον πραγματισμό. Και στο σύστημα αυτό, η πρακτική εμ­
φανίζεται σαν ιδιόμορφο κριτήριο για να κ α θορισ τεί ο βαθμός αντι­
στοιχίας της μιας ή της άλλης αστικής α ντίλ η ψ η ς με τα συμφέροντα
της αστικής τάξης.
Ως προς την οικονομική - πρακτική λ ειτουργία τη ς αστική ς πολι­
τικής οικονομίας, η πραγματιστική ερμηνεία τη ς αλήθειας είναι
ολοφάνερα ανεπαρκής. Σε έναν ορισμένο βαθμό, η αστική πολιτική
οικονομία, που διεκδικεί το ρόλο της θεω ρη τική ς βάσης των πρακτι- ·
κών συμβουλών στην αστική τάξη, ήταν υποχρεω μένη να χρησιμο­
ποιήσει το γενικά παραδεκτό επιστημονικό κ ρ ιτή ρ ιο τη ς αλήθειας.
Διαφορετικά, η αστική τάξη δεν μπορεί να πάρει συμβουλές που
πραγματικά να ανταποκρίνονται στις πρακτικές τη ς ανάγκες και συ­
νεπώς που να υπολογίζουν μερικές αντικειμενικές διαδικασίες της
καπιταλιστικής οικονομίας.
Η δια&κασία γνώσης αποκτά αγοραίο χα ρ α κ τή ρ α σ την περίπτωση
εκείνη που το ταξικό συμφέρον καθυστερεί τη γνω σ τικ ή διαδικασία
σε ένα από τα πρωταρχικά της στάδια, μη επ ιτρ έπο ντα ς τη βαθιά
ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων παραγω γής, μη αφήνοντας να
ακοκαλυφθούν οι ουσιαστικότεροι νόμοι της ο ικ ο νο μ ικ ή ς ανάπτυξης
της κοινωνίας. Και ακριβώς αυτό είναι το τυπικό χαρακτηριστικό
της χυδαίας, καθώς και της σύγχρονης ασ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονο­
μίας.
Ταυτόχρονα είναι προφανές ότι χω ρίς τη ν πραγματοποίηση της

1. Πιο αναλυτικά για τη μεθοδολογία της αστικής πολιτικής οικονομίας, βλέ-


*ε: Μ. Ν. Ρίντινα, Η μεθοδολογία της αστικής πο λιτικ ή ς οικονομίας, Μόσχα, εκδ.
«Μιολ», 1969.

204
γνωστικής διαδικασίας — έστω και πολύ περιορισμένα, εξαιτιας των
αντιδραστικών ταξικών συμφερόντων — η σύγχρονη αστική πολιτι­
κή οικονομία δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τα καθήκοντα της ιδε­
ολογικής υπεράσπισης του καπιταλισμού, χωρίς να αναφέρουμε βέ­
βαια την οικονομική-πρακτική του υπεράσπιση, που προϋποθέτει την
επεξεργασία συνταγών οικονομικής πολιτικής για τις μονοπωλιακές
ενώσεις και τα αστικά κράτη, πράγμα που είναι απόλυτα αδύνατο
χωρίς τη μελέτη των εξωτερικών, έστω, των ποσοτικών συναρτήσεων
της καπιταλιστικής παραγωγής.
Ο διαχωρισμός της διαδικασίας της γνώσης και του ταξικού προ­
σανατολισμού της στην αστική πολιτική οικονομία, έχει σημασία
και από την άποψη ότι ο διαχωρισμός αυτός στρέφεται κατά της υπο­
τίμησης του ταξικού μας, ιδεολογικού αντιπάλου. Η σωστή θέση για
τον χυδαίο χαρακτήρα της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας
ερμηνευόταν συχνά με τέτιο τρόπο, σαν να είχε χάσει τάχα γενικά η
αστική οικονομική θεωρία την ικανότητα για κάποια γνωστική δια­
δικασία. Μια τέτια θέση μπορεί να οδηγήσει στο λαθεμένο συμπέρα­
σμα ότι η αστική πολιτική οικονομία δεν αποτελεί σοβαρό αντίπαλο
ούτε στην ιδεολογική, ούτε στην πρακτική πάλη.
Η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας επέδρασε ουσιαστικά
στις βασικές της λειτουργίες, βρίσκοντας σ ’ αυτή την αλλαγή την
άμεση ενσάρκωσή της. Με την αλλαγή του κοινωνικού ρόλου της
αστικής τάξης, με τη μετατροπή της από προοδευτική τάξη σε τάξη
αντιδραστική, που ενδιαφέρεται μόνο για τη διατήρηση και τη στερέ­
ωσή της κυριαρχίας της, τόσο στην οικονομία, όσο και στην πολιτι­
κή, αλλάζει ο χαρακτήρας του ταξικού προσανατολισμού της γνω­
στικής διαδικασίας της αστικής πολιτικής οικονομίας. Αυτή τώρα
αποκτάει αντιδραστικό, αντιδημοκρατικό, απολογητικό χαρακτήρα,
γιατί τα συμφέροντα της αστικής τάξης, από τη μια πλευρά, και τα
συμφέροντα των πλατιών μαζών των εργαζομένων, και πριν απ ’ όλα
του προλεταριάτου, τα συμφέροντα ανάπτυξης των παραγωγικών δυ­
νάμεων, από την άλλη, σ ’ αυτές τις νέες συνθήκες ήρθαν σε όλο και
πιο έκδηλη ανταγωνιστική αντίθεση. Με την εξάντληση της ιστορι­
κά προοδευτικής αποστολής του καπιταλισμού, εξαλείφεται και η
αντικειμενική εκείνη βάση που επέτρεπε στους αστούς ιδεολόγους να
υπερασπίζουν τα συμφέροντα του καπιταλισμού, παρουσιάζοντάς τα
ως ανταποκρινόμενα στις ανάγκες της ανάπτυξης της κοινωνίας.
Σ ’ αυτές τις νέες συνθήκες η αστική πολιτική οικονομία προσκρού­
ει στην αναγκαιότητα της υπεράσπισης των εγωιστικών συμφερό­
ντων της τάξης των εκμεταλλευτών, που έγινε τροχοπέδη της κοινω­
νικής προόδου και που εκμεταλλεύεται και καταπιέζει τις εργαζόμε­
νες μάζες.
Το αντικειμενικό περιεχόμενο του ταξικού προσανατολισμού της
γνωστικής διαδικασίας της αστικής πολιτικής οικονομίας, σ ’ αυτή

205
τη νέα ισιυρική κατάσταση, αλλάζει ποιοτικά: αυτή τώρα υπερασπί-
vti ιιμίσα όχι τα συμφέροντα της κοινωνικής και ο ικ ο νο μ ικ ή ς προό-
ιΗΗ·. όχι τα συμφέροντα της ανάπτυξης των παραγω γικώ ν δυνάμεων
— ιτιη σκ μια ορισμένη περίοδο συνέπιπταν με τα συμφέροντα της
αστικής τάςης — αλλά τις ξεπερασμένες κεφ α λα ιοκρατικές σχέσεις
«ιραγωγής, την εκμετάλλευση του προλεταριάτου από την αστική
τάξη, τον κοινωνικά αντιδραστικό της ρόλο σαν τρ ο χο π έδη της κοι­
νωνικής ανάπτυξης. Αλλαξε ουσιαστικά το ίδιο το αντικείμενο τα­
ξικής υπεράσπισης της αστικής πολιτικής οικονομ ίας.
Οι αλλαγές στον κοινωνικό ρόλο της α σ τικ ή ς τάξη ς καθώς και οι
αλλαγές στη διάταξη των ταξικών δυνάμεων της α σ τικ ή ς κοινωνίας,
κου προκλήθηκαν από την εμφάνιση στο σ τίβ ο τη ς ισ το ρ ία ς μιας
νέας προοδευτικής τάξης, του βιομηχανικού προλετα ριά του, επέφε­
ραν ουσιαστικές αλλαγές και στην ταξική θέση της α σ τικ ή ς πολιτι­
κής οικονομίας. Αν η κλασική σχολή υπεράσπιζε τα συμφέροντα της
αστικής τάξης ενάντια στους γαιοκτήμονες, τώ ρα η πλειοψ ηφ ία των
εκπροσώπων της χυδαίας οικονομίας, που τη ν α ντικα τέσ τη σ ε, ασχο-
λείται με την υπεράσπιση των συμφερόντων τη ς α σ τικ ή ς τάξης και
των γαιοκτημόνων εναντίον του προλεταριάτου. Οι αλλαγές αυτές
στην ταξική θέση δεν μπορούσαν να μη δόσουν σ τις θεω ρητικές κα­
τασκευές και στα πολιτικά συμπεράσματα της α σ τικ ή ς πολιτικής οι­
κονομίας αντιδραστικό, αντιδημοκρατικό χα ρα κτή ρα .
Η τόσο ριζική αλλαγή της κοινωνικής φύσης τη ς α σ τικ ή ς πολιτι­
κής οικονομίας, που βρήκε την έκφρασή τη ς στο π ο ιο τικ ά νέο περιε­
χόμενο του ταξικού της προσανατολισμού, ά σ κη σ ε αποφασιστική
επίδραση και στη γνωστική διαδικασία που αυτή πραγματοποιεί. Η
αλλαγή της γνωστικής διαδικασίας της α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονο­
μίας, που προκάλεσε η κρίση της, ακολουθούσε δυο βασικές κατευ­
θύνσεις: πρώτο, απώλεια του επιστημονικού τη ς χα ρ α κ τή ρ α και, δεύ­
τερο, απώλεια της προηγούμενης σ χετικής τη ς αυτοτέλειας.
Βασικός προορισμός της χυδαίας αστικής π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας,
που καθορίζει το κοινωνικό της περιεχόμενο, γίνετα ι η δικαίωση της
καπιταλιστικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Γ Γ αυτή την αιτία,
η γνωστική διαδικασία που πραγματοποιεί, χά ν ει εκείνη τη σχετική
αυτονομία που είχε στην κλασική σ χο λ ή , και παρουσιάζεται μόνο
σαν δευτερεύον αποτέλεσμα της υπεράσπισης του καπιταλισμού.
Ωστόσο, το βασικό είναι ότι η γνω στική δια δικ α σ ία της αστικής
πολιτικής οικονομίας χάνει τον επιστημονικό χα ρ α κ τή ρ α που είχε.
Η αστική πολιτική οικονομία δεν είναι πια σε θέση να δόσει ανάλυ­
ση των εσωτερικών νομοτελειών της κοινω νικής ανάπτυξης. Τα α­
ντιδραστικά συμφέροντα του κεφαλαίου κρατούν τη διαδικασία της
γνώσης στις κατώτερες της βαθμίδες: στην περιγραφή, στη συστημα-
τοποϊηση των εξωτερικών, των δεύτερης σημ ασίας οικονομικών
εξαρτήσεων, μη επιτρέποντας την ανάλυση των βαθιών ουσιαστικών
νόμων και σχέσεων, γιατί μια τέτια ανάλυση οδηγεί αναπόφευκτα
σ τ ο σ υ μ π έ ρ α σ μ α ότι είναι α ν α π ό φ ευ κ τ η η αντικατάσταση του κ α π ι­
ταλισμού με το σ ο σ ια λ ισ τ ικ ό τρόπο παραγωγής.
Αν η πραγματική διαδικασία της γνώ σ η ς χαρακτηρίζεται από το
π έ ρ α σ μ α α π ό τη λ ι γ ό τ ε ρ ο π λ ή ρ η , τη λ ιγ ό τ ε ρ ο βαθιά, σ τ η ν πιο π λ ή ­
ρη, στην πιο βαθιά αλήθεια, η στρέβλωσή της, κάτω από την επί­
δραση των αντιδραστικώ ν ταξικώ ν συμφερόντω ν, της έδινε άμεσα
αντίθετη κ α τ ε ύ θ υ ν σ η : α π ό τις π ιο π λ ή ρ ε ι ς και β α θ ιέ ς α λ ή Η ειες. σ τ ις
λ ι γ ό τ ε ρ ο π λ ή ρ ε ι ς και σ τ ις λ ι γ ό τ ε ρ ο βαθιές. Κ αι σ ' α υ τό β ρ ίσ κ ετα ι το
περιεχόμενο της διαδικασίας εκχυδαϊσμού της οικονομικής επιστή­

μης·
Μ ε τ η ν α ν ά π τ υ ξ η τ η ς κ ρ ίσ η ς τ η ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς
π ρ ο κ λ ή θ η κ ε μ ια ό ξ υ ν σ η τ η ς β α σ ικ ή ς α ν τ ίθ ε σ η ς τ η ς δ ια δ ικ α σ ία ς τ η ς
γ ν ώ σ η ς , τ η ς α ν τ ίθ ε σ η ς μ ε τ α ξ ύ το υ υ π ο κ ε ιμ έ ν ο υ κ α ι το υ α ν τ ικ ε ιμ έ ν ο υ
τ η γ ν ώ σ η ς σ τ η ν α σ τ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ικ ή ε π ισ τ ή μ η . Η α ν ά π τ υ ξ η τ η ς δ ια ­
δ ικ α σ ία ς τ η ς γ ν ώ σ η ς π ή ρ ε β α σ ικ ά α ρ ν η τ ικ ή κ α τε ύ θ υ ν σ η . Η α σ τ ικ ή
π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία , α φ ο ύ έ φ τ α σ ε σ τ η ν κ ο ρ ύ φ ω σ ή τ η ς με τ ις ε ρ γ α σ ίε ς
το υ Ν τ. Ρ ικ ά ρ ν τ ο , ά ρ χ ισ ε ν α ο π ισ θ ο χ ω ρ ε ί με τ ις θ ε ω ρ ίε ς τω ν χ υ δ α ίω ν
ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ω ν . Η α ν ά λ υ σ η τ η ς ο υ σ ία ς τω ν ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν δ ια δ ικ α σ ι­
ώ ν ά ρ χ ισ ε ν α α ν τ ικ α θ ίσ τ α τ α ι με τ η ν π ε ρ ιγ ρ α φ ή ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν μ ο ρ φ ώ ν
α π ο μ α κ ρ ισ μ έ ν ω ν ό λ ο κ α ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο α π ό α υ τή τ η ν ουσ ία· η ε γ γ ε ­
ν ή ς , σ ε κ ά θ ε ε π ισ τ ή μ η γ ε ν ικ ά , α ν τ ίφ α σ η α ν ά μ ε σ α σ τ ο ά π ε ιρ ο το υ
ίδ ιο υ το υ α ν τ ικ ε ιμ έ ν ο υ τ η ς έ ρ ε υ ν α ς κ α ι τ ο υ π ε ρ ιο ρ ισ μ έ ν ο υ χ α ρ α κ τ ή ­
ρ α ε κ ε ίν ο υ τ ο υ μ έ ρ ο υ ς τ ο υ π ο υ κ α τ α κ τ ά ο ά ν θ ρ ω π ο ς , έ γ ιν ε ο ξ ύ τ ε ρ η :
σ τ η δ ια δ ικ α σ ία ε ξ έ λ ιξ η ς τ η ς κ ρ ίσ η ς , η α σ τ ικ ή π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία
έ χ α ν ε ό λ ο κ α ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο τ ις σ χ ε τ ικ έ ς ε κ ε ίν ε ς α λ ή θ ε ιε ς π ο υ ε ίχ α ν
π ρ ο κ ύ ψ ε ι α π ό τ ις έ ρ ε υ ν ε ς τ η ς κ λ α σ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς τ η ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ι­
κ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς . Α π ο τ ε λ ε ί σ κ ά ν δ α λ ο , γ ρ ά φ ε ι ο α μ ε ρ ικ α ν ό ς ο ικ ο ν ο ­
μ ο λ ό γ ο ς Ε . Χ ά ρ β ο υ ν τ , χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ο ν τ α ς τ η σ η μ ε ρ ιν ή κ α τ ά σ τ α σ η τη ς
α σ τ ικ ή ς π ο λ ι τ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς , το γ ε γ ο ν ό ς ό τ ι «οι ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ι δ εν
κ α τ έ λ η ξ α ν α κ ό μ η σ ε σ υ μ φ ω ν ία σ τ ο θ έ μ α π ο ια ε ίν α ι τ α ζ η τ ή μ α τ α σ τ α
ο π ο ία π ρ έ π ε ι ν α δ ό σ ε ι α π ά ν τ η σ η η ο ικ ο ν ο μ ικ ή έ ρ ε υ ν α . Ο ι ο ικ ο ν ο μ ο ­
λ ό γ ο ι, α ς π ο ύ μ ε , δ ε ν α π ά ν τ η σ α ν σ τ ο ε ρ ώ τη μ α τ ι σ η μ α ίν ε ι ο ικ ο ν ο μ ικ ή
γ ν ώ σ η » 1.
Έ τ σ ι , μ ε τ η ρ ιζ ικ ή α λ λ α γ ή το υ κ ο ιν ω ν ικ ο ύ ρ ό λ ο υ τ η ς α σ τ ικ ή ς
τ ά ξ η ς έ γ ιν α ν β α θ ιέ ς π ο ιο τ ικ έ ς α λ λ α γ έ ς , τ ό σ ο σ τ η ν κ ο ιν ω ν ικ ή φ ύ σ η
τ η ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ι τ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς , ό σ ο κ α ι σ τ η γ ν ω σ τ ικ ή δ ια δ ικ α σ ία
π ο υ π ρ α γ μ α τ ο π ο ιε ί. Η α σ τ ικ ή π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία ή τ α ν π ά ν τ ο τ ε κ ο μ ­
μ α τ ικ ή ε π ισ τ ή μ η . Η δ ια δ ικ α σ ία τ η ς γ ν ώ σ η ς τω ν ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν φ α ιν ο ­
μ έν ω ν γ ιν ό τ α ν π ά ν τ α α π ό τ ο υ ς α σ τ ο ύ ς ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο υ ς με σ κ ο π ό τ η ν
υ π ε ρ ά σ π ισ η κ α ι τ η δ ικ α ίω σ η τω ν σ υ μ φ ε ρ ό ν τ ω ν τ η ς τ ά ξ η ς τους. Α υτό

1. The American Journal o f Economics and Sociology, τόμ. 14, αριθ. 4, Ιούλης
1955, σελ. 419.

207
σημαίνει ότι ιιπό τις δυο β α σ ικ έ ς π λ ε υ ρ έ ς τ η ς α σ τ ι κ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς οι­
κονομίας — τη γνω σ τικ ή δ ια δ ικ α σ ία κ α ι τ ο ν τ α ξ ι κ ό τ η ς π ρ ο σ α ν α το ­
λισμό — τον κ α θ ο ρ ισ τικ ό ρ ό λ ο τ ο ν π α ίζ ε ι ο τ ε λ ε υ τ α ί ο ς . Ο χα ρ α κ τή -
pus αι>τοι> του π ρ ο σ α ν α το λ ισ μ ο ύ , ο ι α ν ά γ κ ε ς υ π ε ρ ά σ π ι σ η ς το υ καπι­
ταλισμού, π ρ ο σ δ ιο ρ ίζο υ ν κ α ι το χ α ρ α κ τ ή ρ α τ η ς γ ν ω σ τ ι κ ή ς δια δικα ­
σίας.
λι τή η εξάρτηση της γνωστικής δια δικ α σ ία ς από τον ταξικό της
προσανατολισμό, δρα στην αστική π ο λ ιτικ ή ο ικ ο ν ο μ ία με την ανα­
γκαιότητα αντικειμενικού νόμου. Στις διάφ ορες χώ ρ ες και σε διάφο­
ρες περιόδους, οι εκδηλώσεις της εξά ρ τη σ η ς αυτής δεν είναι ίδιες.
Ωστόσο, παντού παρατηρούμε βασικά ένα: μ ό λις η α σ τική τάξη χά­
σει τον προοδευτικό της ρόλο, η πο λιτικ ή της ο ικ ο νο μ ία μετατρέπε­
ται σε αντιεπιστημονική, αντιδραστική ιδεο λο γία . Α ν σ την Αγγλία
και τη Γαλλία, στη δεκαετία του 1830 η δ ια δ ικ α σ ία αυτή πήρε ανοι­
χτές μορφές, στη Γερμανία η ταξική θέση τη ς α σ τικ ή ς τάξης απέ­
κλεισε γενικά «... τη δυνατότητα κάποιας πρ ω τό τυ π η ς επεξεργασίας
της αστικής πολιτικής οικονομίας...»1 Χ α ρα κ τη ρίζο ντα ς αυτή τη δια­
δικασία στο παράδειγμα της σχέσης της ρ ώ σ ικ η ς α σ τικ ή ς πολιτικής
οικονομίας με το μαρξισμό, ο Β.Ι. Λένιν έγραψ ε: «Ως το 1905 η αστι­
κή τάξη δεν έβλεπε άλλον εχθρό, εκτός από τους φεουδάρχες και
τους “γραφειοκράτες"· γΓ αυτό και προσ πα θούσ ε να κρατά μια στά­
ση συμπάθειας απέναντι στη θεωρία του π ρ ο λ ετα ρ ιά το υ της Ευρώ­
πης, φρόντιζε να μη βλέπει “ εχθρούς από τ ’ α ρ ισ τερ ά ” . Ύ σ τερα από
το 1905 γεννιέται στη Ρωσία η αντεπαναστατική φ ιλελεύθερη αστική
τάξη. και η φιλελεύθερη από καθέδρας επ ισ τή μ η , χ ω ρ ίς να χάνει κα­
θόλου το κύρος της μέσα στην “ κοινω νία” , κ α τα π ιά νετα ι στα σοβαρά
με την εκμηδένιση του Μαρξ.»2
Σοβαρή συνέπεια της αλληλεξάρτησης τω ν β ασικώ ν πλευρών της
αστικής πολιτικής οικονομίας είναι η γεν ικ ή τά σ η γ ια δυνάμωμα του
αντιεπιστημονικού χαρακτήρα της χυ δ α ία ς π ο λ ιτ ικ ή ς οικονομίας
από την αρχή της κρίσης της μέχρι τις μέρες μας. Α πό εδώ επίσης
συνάγεται ότι η σύγχρονη αστική π ο λ ιτικ ή ο ικ ο ν ο μ ία , αν δεν ξεκό­
ψει με την απολογητική υπεράσπιση των εκμ ετα λλευτικώ ν σχέσεων,
δηλαδή αν δεν πάψει να είναι αστική ο ικ ο ν ο μ ικ ή επισ τή μ η , είναι
αδύνατο να βγει από την κρίση της, δεδομένου ό τι η κρίση αυτή
καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από τις αξεπέρα στες, στα πλαί­
σια του καπιταλιστικού τρόπου παραγω γής, α ντιφ ά σ εις ανάμεσα
στον κοινωνικό χαρακτήρα των παραγω γικώ ν δυνάμεω ν και την ατο­
μική μορφή ιδιοποίησης.
Η αστική πολιτική οικονομία εκφ υλίστηκε σ ε αντιδρα στική ιδεο­
λογία, που μάχεται ανοιχτά, κάτω από τη σ η μ α ία του αντικομμουνι-

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 22.


2. Β.Ι. Λένιν, Απαντα, τόμ. 25, σελ. 34.
σμοϋ, ενάντια στην κοινωνική και οικονομική πρόοδο της ανθρωχό-
τητας. Σ ’ αυτό βρίσκεται ο βασικός κοινωνικός ρόλος της στο σύγ­
χρονο κόσμο.
Η μελέτη της αμοιβαίας σύνδεσης της γνωστικής διαδικασίας με
τον ταξικό της προσανατολισμό, στην αστική πολιτική οικονομία,
στις σ χέσεις τους απέναντι στις αναπτυσσόμενες αντιφάσεις του κα­
πιταλισμού, δίνει τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί ο μηχανισμός δρά­
σης, οι βαθμίδες ανάπτυξης και οι μορφές εμφάνισης της κρίσης της
αστικής πολιτική ς οικονομίας.
Η προϊσ τορία της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας βρί­
σκεται στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα, όταν η χυδαία
πολιτική οικονομία διαμορφώθηκε σε ιδιαίτερο ρεύμα. Θεμελιωτές
της είναι σ την Α γγλία ο Τ. Μ άλθους, στη Γαλλία ο Ζ. Μπ. Σε. Η
καθαυτό κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας περνά κατά την
ανάπτυξή της τρία βασικά στάδια:
1) Εδραΐωση της κυριαρχίας της χυδαίας οικονομίας και εξέλιξή
της στην περίοδο του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού —
δεκαετίες 1830-1870 (επιφανέστεροι εκπρόσωποί της οι: Ν. Σένιορ
στην Α γγλία, Φ. Μ παστιά στη Γαλλία, Β. Ρόσερ στη Γερμανία, Γ.
Κέρι στις ΗΠΑ).
2) Χυδαία οικονομία της εποχής του ιμπεριαλισμού — δεκαετία
του 1870-δεκαετία του 1920 (Α. Μ άρσαλ στην Αγγλία, Τζ. Κλαρκ
στις Η Π Α , Κ. Μ ένγκερ στην Αυστρία κι άλλοι).
3) Χυδαία οικονομ ία της εποχής της γενικής κρίσης του καπιταλι­
σμού — από τη δεκαετία του 1920 μέχρι τις μέρες μας.
Κεφάλαιο 5

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ


ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΑΙΤΙΑ
ΤΗΣ ΟΞΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
. . . Ό λ η η μ εγαλοφ υΐατου Μαρξ
β ρίσ κ ετα ι ακριβώ ς στο ότι έδοσε
απ α ντή σ εις σ τα ερω τήματα τα οποία
η-πρωτοπόρα σκέψ η της ανθρωπότητας
είχε ήδη θέσει. Η δ ιδ α σ κ α λ ία του εμφανίστηκε
σαν ευθεία και άμεση συνέχιση της
θεωρίας των μεγαλύτερω ν εκπροσώπων
της φ ιλ ο σ ο φ ία ς, τη ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας
και του σοσιαλισμού.
Β. I. A im

Η εμφάνιση της ε π ισ τ η μ ο ν ικ ή ς π ρ ο λ ε τ α ρ ια κ ή ς π ο λ ι τ ικ ή ς οικονο­


μίας προκλήθηκε α π ’ τη ν ίδ ια ε κ ε ίν η δ ύ ν α μ η , π ο υ σ τ ά θ η κ ε η αιτία
της κρίσης της α σ τικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς : α π ό τ η δημιουργία
μιας νέας επαναστατικής τ ά ξ η ς, τό υ β ιο μ η χ α ν ικ ο ύ προλεταριάτου,
που τάχθηκε κατά τη ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς κ α ι π ο λ ι τ ι κ ή ς κ υ ρ ια ρ χ ία ς της
αστικής τάξης. Η επ ικ ρ ά τη σ η τ η ς χ υ δ α ία ς ο ικ ο ν ο μ ία ς σ τ η ν αστική
πολιτική οικονομία κ αι η α ν ά π τυ ξ η τ η ς ε π ι σ τ η μ ο ν ι κ ή ς μαρξιστικής
πολιτικής οικονομίας ε μ φ α ν ίζ ο ν τα ι σ α ν α ν τ α ν ά κ λ α σ η δυο πλευρών,
μιας και της αυτής κ ο ιν ω ν ικ ή ς δ ια δ ικ α σ ία ς : τ ο υ π ερ ά σ μ α το ς της
ιστορικής πρω τοβουλίας από τα χ έ ρ ι α τ η ς α σ τ ικ ή ς τ ά ξ η ς σ τα χέρια
της νέας επαναστατικής τά ξ η ς, το υ π ρ ο λ ε τ α ρ ιά τ ο υ .
Ταυτόχρονα, η μ α ρ ξισ τικ ή π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία , π ο υ αποβλέπει
στην ανοιχτή κ ρ ιτικ ή τ η ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς ιδ ε ο λ ο γ ία ς τ η ς α σ τικ ή ς τά­
ξης, αποτέλεσε έναν από το υ ς β α σ ικ ο ύ ς σ υ ν τ ε λ ε σ τ έ ς γ ια το βάθεμα
της κρίσης της ασ τική ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς . Η α ν ά π τ υ ξ η της μαρ­
ξιστικής πολιτικής ο ικ ο ν ο μ ία ς, η π λ α τ ιά τ η ς ε ξ ά π λ ω σ η σ τ ο εργατικό
κίνημα, υποχρέωναν το υ ς α σ το ύ ς ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο υ ς ν α α να ζη το ύ ν νέα
μέσα υπεράσπισης του κ α π ιτ α λ ισ τ ικ ο ύ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς , ν α παραδίνουν
τη μια μετά την άλλη τις θ ε ω ρ η τ ικ έ ς θ έ σ ε ις σ τ η ν ιδ ε ο λ ο γ ία της ερ­
γατικής τάξης που προήλαυνε.
Ανεκτίμητη είναι η σ υ ν εισ φ ο ρ ά τ ω ν Κ . Μ α ρ ξ κ α ι Φ . Ένγκελς
στην ανάπτυξη τη ς π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς κ α ι τ ω ν ά λ λ ω ν κ ο ι ν ω ν ι κ ώ ν
επιστημών.
Για πρώτη φορά ύστερα από τη μ α κ ρ α ίω ν η , τ η γ ε μ ά τ η αυταπάρνη­
ση πάλη των εργαζομένων, σ α ν α π ο τ έ λ ε σ μ α τ η ς ε κ μ η χ α ν ισ μ έ ν η ς βιο·

210
μ η χ α ν ία ς κ α ι του τέκ νο υ τη ς, του β ιο μ η χα νικ ο ύ π ρ ο λετα ρ ιά το υ , εμ­
φ α ν ίσ τ η κ α ν ο ι α ν τικ ε ιμ εν ικ ές π ρ ο ϋ π ο θέσ εις τη ς νικ η φ ό ρ α ς επανά­
σ τ α σ η ς τω ν « π ειν α σ μ έν ω ν κ α ι τω ν σ κ λάβ ω ν» και τη ς π λ ή ρ ο υ ς π ο λ ι­
τ ικ ή ς κ α ι ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς το υ ς απ ελευθέρω σ ης. Ε μ φ α νίσ τη κ ε η α ν τικ ε ι­
μ εν ικ ή α ν ά γ κ η γ ια τ η ν εξά λ ειψ η του τελευ τα ίου α ν τα γω ν ισ τικ ο ύ τρ6-
που π α ρ α γ ω γ ή ς: του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ και του περ ά σ μ α τος σε ένα νέο
κ ο ιν ω ν ικ ο ο ικ ο ν ο μ ικ ό σ χ η μ α τ ισ μ ό , σ το ν κομ μ ουνισ μ ό. Η μ εγάλη
υ π η ρ ε σ ία τω ν μ εγ α λ ο φ υ ώ ν θ εω ρ η τικ ώ ν του π ρ ο λ ετα ρ ιά το υ , των Κ.
Μ α ρ ξ κ α ι Φ . Έ ν γ κ ε λ ς , β ρ ίσ κ ετα ι, π ρ ιν α π ’ όλα , σ το ότι α να κ ά λυ ­
ψ α ν τ η ν ισ τ ο ρ ικ ή α ν α γ κ α ιό τ η τ α τη ς ο ικ ο δ ό μ η σ η ς μ ια ς ν έα ς, τη ς σ ο ­
σ ια λ ισ τ ικ ή ς κ ο ιν ω ν ία ς.
Η ο υ σ ία τ η ς ε π α ν ά σ τ α σ η ς που π ρ α γ μ α το π ο ιή θ η κ ε σ τη ν π ο λ ιτ ικ ή
ο ικ ο ν ο μ ία α π ό τ ο ν Κ. Μ α ρ ξ κ α ι το ν Φ. Έ ν γ κ ε λ ς , β ρ ίσ κ ετα ι σ το ό τι
δ η μ ιο ύ ρ γ η σ α ν γ ια π ρ ώ τη φ ο ρ ά σ τη ν ισ τ ο ρ ία τη ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο ­
μ ία ς, μ ια π ρ α γ μ α τ ικ ά ε π ισ τ η μ ο ν ικ ή π ρ ο λ ε τα ρ ια κ ή επ α ν α σ τα τικ ή ο ι­
κ ο ν ο μ ικ ή θ εω ρ ία , π ου φ ω τ ίζ ε ι το σ ύ νθετο και δ ύ σ κ ο λ ο δ ρ ό μ ο τη ς
π ά λ η ς το υ π ρ ο λ ε τ α ρ ιά τ ο υ γ ια τ η ν ελευ θέρ ω σ ή του από τ η ν κ α π ιτ α λ ι­
σ τ ικ ή ε κ μ ε τ ά λ λ ε υ σ η κ α ι τ η ν τα υ τό χ ρ ο ν η απ ελευθέρω σ η ό λ η ς τη ς
α ν θ ρ ω π ό τ η τ α ς α π ό κόΌε εκ μ ετά λ λ ευ σ η κ αι κ α τα π ίεσ η . Α π ο τέλ εσ μ α
τω ν ε ρ ε υ ν ώ ν τω ν Κ. Μ α ρ ξ κ α ι Φ. Έ ν γ κ ε λ ς , ή τα ν να μ ετα τρ α π ε ί ο
σ ο σ ια λ ισ μ ό ς α π ό ό ν ε ιρ ο σ ε ε π α να σ τα τικ ή ε π ισ τή μ η α ν α τρ ο π ή ς τη ς
ε ξ ο υ σ ία ς το υ κ ε φ α λ α ίο υ κ α ι ο* ίο δ ό μ η σ η ς του σ ο σ ια λ ισ μ ο ύ κ α ι του
κ ο μ μ ο υ ν ισ μ ο ύ .
Η ε π α ν ά σ τ α σ η σ τ η ν π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία α π ο τέλ εσ ε το ν π ρ ό λ ο γ ο
τ η ς ε π α ν ά σ τ α σ η ς σ τ ις κ ο ιν ω ν ικ έ ς - ο ικ ο ν ο μ ικ έ ς σ χ έ σ ε ις τ η ς α σ τ ικ ή ς
κ ο ιν ω ν ία ς , τ ο ν π ρ ό λ ο γ ο τη ς π ρ ο λ ε τα ρ ια κ ή ς ε π α ν ά σ τα σ η ς κ α ι τη ς ο ι­
κ ο δ ό μ η σ η ς το υ σ ο σ ια λ ισ μ ο ύ . Α κ ρ ιβ ώ ς γ ι ’ αυτό, η α σ τικ ή π ο λ ιτ ικ ή
ο ικ ο ν ο μ ία α π ό τ η ν α ρ χ ή τ η ς ε μ φ ά ν ισ η ς του μ α ρ ξισ μ ο ύ, α ν τιμ ετώ π ισ ε
ε χ θ ρ ικ ά τ η ν ε π α ν α σ τ α τ ικ ή θ εω ρ ία το υ π ρ ο λ ετα ρ ιά το υ . Σ τη δ ιά ρ κ ε ια
εν ό ς κ α ι π ά νω α ιώ ν α ρ ίχ ν ε ι σ τη μ ά χη τις κ α λύ τερ ες π νευ μ α τικ ές τη ς
δ υ ν ά μ ε ις γ ια τ η ν α ν α τρ ο π ή το υ μ α ρ ξισ μ ο ύ. Ό λ α τα ρ εύμ ατα τ η ς
α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς, α ρ χ ίζο ν τα ς από τα μ έσα του 19ου αιώ ­
να , δ ο κ ίμ α σ α ν τ ις δ υ ν ά μ ε ις το υ ς σ ’ αυτό το π εδίο: η ισ τ ο ρ ικ ή σ χ ο λ ή
το υ Κ. Κ ν ις κ α ι το υ Μ π. Χ ίλ ντεμ π ρ α ντ, η α υ σ τρ ια κ ή σ χ ο λ ή του Ε.
Μ πεμ - Μ π α β έ ρ κ κ α ι το υ Κ . Μ ένγκ ερ , η κ ο ιν ω ν ικ ή - ν ο μ ικ ή σ χ ο λ ή
του Ρ. Σ τά μ λ ε ρ κ α ι το υ Ρ. Σ τό λ τσ μ α ν, η α γ γλ ο α μ ερ ικ α ν ικ ή σ χ ο λ ή
του Α . Μ ά ρ σ α λ κ α ι το υ Τ ζ. Μ π. Κ λα ρκ , ο μ α λ θ ο υ σ ια ν ισ μ ό ς κ α ι ο
κ ε ϊν σ ια ν ισ μ ό ς , η θ ε σ μ ικ ή κατεύθυνσ η κ αι ο «λα ϊκ ός κ α π ιτα λ ισ μ ό ς» ,
ο ν ε ο φ ιλ ε λ ε υ θ ε ρ ισ μ ό ς , ο νε ο σ υ ν τη ρ η τισ μ ό ς κ αι ο « νεομ α ρ ξισ μ ός»
κ α ι π ο λ λ έ ς ά λ λ ες κ α τευ θ ύ ν σ εις κ αι ρεύματα.
Τ ο μ α ρ ξ ισ μ ό ε π ιδ ίω ξ α ν κ α ι επ ιδ ιώ κ ο υ ν επ ίμ ο ν α να φ ιμ ώ σ ουν, να
τ ο ν α π α γ ο ρ ε ύ σ ο υ ν , ν α τ ο ν ανατρέψ ουν. Χ ω ρίς ω σ τό σ ο ε π ιτυ χ ία . Μ α­
ζί με τ η ν α ν ά π τυ ξ η τω ν α ν τιφ ά σ εω ν του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ , τ η ν έντα σ η
τ η ς τ α ξ ικ ή ς π ά λ η ς του π ρ ο λ ετα ρ ιά το υ , τη ν άνοδο του διεθνούς σ ο σ ια -

211
Ιιαμου, ο μαρξισμός εξαπλώνεται o a k κ α ι κ ι,μ ισ σ ο ιερ ί). Η επιστι
μονική θεωρία ton προλεταριάτου, που δ η μ ιο ύ ρ γ η σ α ν ο Κ. Μαρξ κι
>.» Φ. Ένγκελς, και που αναπτύχθηκε α πό ιυ ν Β.Ι. Λ ένιν και tin
λενινισιές την εποχή του ιμπεριαλισμού και της γ εν ικ ή ς κρίσης ic
καπιταλισμού, αποιελεί τον μεγάλο ε π ιτα χ υ ν τή τη ς κοινω νικής kc
οικονομικής προόδου.
Στις μέρες μας, ο σοσιαλισμός, που π ρ ό β λ εψ α ν ο Κ. Μ αρξ και ο 4
Ένγκελς. μετατράπηκε σε α π ο φ α σ ισ τικ ή δύναμη κοινω νικής avd
πτύξης.
Η μεγάλη πηγή της δύναμης του μ α ρ ξ ισ μ ο ύ -λ εν ιν ισ μ ο ύ βρίσκετα
στο ότι εκφράζει από πραγματικά ε π ισ τη μ ο ν ικ έ ς θ έσ εις τις αντικει
μϊνικές νομοτέλειες της κοινω νικής α ν ά π τυ ξη ς και ανταποκρίνετα
στα ζωτικά συμφέροντα των εκα τομ μ υρίω ν α νθρώ πω ν τη ς εργασίας
που μάχονται για τη νέα κ οινω νία. «Η δ ιδ α σ κ α λ ία του Μ αρξ είνα
παντοδύναμη γιατί είναι σω στή», έγρα ψ ε ο Β.Ι. Λ έ ν ιν 1.

1. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ Κ. ΜΑΡΞ


ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΚΛ1 ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Η επεξεργασία των προβλημάτω ν του α ν τικ ειμ έν ο υ και της μεθό­
δου της πολιτικής οικονομίας σ τις ερ γ α σ ίες του Κ. Μ αρξ έχει μεγά­
λη σημασία. Πραγματικά επ ισ τη μ ο ν ικ ή λ ύ σ η το υ ς αποτέλεσε η ολο­
κλήρωση της βαθιάς ανάλυσης των κ υ ρ ιό τερ ω ν σ υ σ τα τικ ώ ν στοιχείων
της κοινωνικής δομής, της αμ οιβα ία ς το υ ς ε π ίδ ρ α σ η ς, με βάση τους
νόμους που ανακάλυψε ο Κ. Μ αρξ. Α π ό τ η ν ά λ λ η μεριά, η λύση
αυτών των προβλημάτων σ ήμ αινε τη ν ο ρ ισ τ ικ ή διαμόρφω ση της πο­
λιτικής οικονομίας σαν ιδια ίτερ η ς, α υ το δύ να μ η ς επ ισ τή μ η ς, πράγμα
που ολοκληρώνει τη μακρόχρονη δ ια δ ικ α σ ία τη ς δημιουργίας της
πολιτικής οικονομίας.
Η πριν τον Κ. Μαρξ ο ικ ονομ ικ ή σ κ έψ η — η κ λ α σ ικ ή αστική πο­
λιτική οικονομία και ο ουτοπικός σ ο σ ια λ ισ μ ό ς — δεν έφερε στο φως
το πραγματικό περιεχόμενο του α ν τικ ειμ έν ο υ τ η ς π ο λ ιτικ ή ς οικονο­
μίας, δεν μπόρεσε να επεξεργαστεί ε π ισ τη μ ο ν ικ ή μ έθοδο έρευνας των
οικονομικών φαινομένων, αν και δ ια τύ π ω σ ε γ ια τα ζητήματα αυτά
σοβαρές και πολύτιμες ιδέες. Ο ι π ρ ό δ ρ ο μ ο ι του Κ. Μ αρξ ανακήρυσ­
σαν σαν αντικείμενο της π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς , κ α τά κανόνα, κάποια
ξεχωριστή, επιμέρους σφαίρα τη ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς ζω ής. Δεν μπόρεσαν
να διαχωρίσουν καθαρά τις σ χέσ εις π α ρ α γω γή ς από τις παραγωγικές
δυνάμεις και να καταλάβουν τη θέση κ α ι το ρ ό λ ο τω ν οικονομικών
σχέσεων στο σύστημα των κ ο ινω νικ ώ ν σ χέσ εω ν , δεν έδοσαν μι«

I. Β.Ι. Λένιν, Απαντα, τόμ. 23, σελ. 41.


π ρ α γ μ α τ ικ ά υ λ ισ τ ικ ή και δ ια λ ε κ τ ικ ή ε ρ μ η ν ε ία τω ν ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν ν ό ­
μων.
Αυτό rod πρόσφερε ο Κ. Μαρξ στην αχοκάλυψη του αντικειμένου
της πολιτικής οικονομίας και στην επεξεργασία επιστημονικής μεθό­
δου έρευνας των οικονομικών διαδικασιών, αποτελεί όχι απλώς μια
ουσιαστική ανάπτυξη των επιστημονικών ιδεών των προκατόχων
του, αλλά αληθινή επανάσταση στην κατανόηση των βασικών νομ ο
τελειών της ανάπτυξης της κοινωνίας.
Ο Κ. Μαρξ ανακάλυψε ότι στη βάση της ιστορικής διαδικασίας
βρίσκεται η ανάπτυξη της υλικής παραγωγής, η οποία προσδιορίζει,
σε τελευταία ανάλυση, την ταξική δομή της κοινωνίας, τις σχέσεις
των τάξεων, τις ιδέες τους και τους πολιτικούς θεσμούς. « Οπως ο
Δαρβίνος ανακάλυψε το νόμο ανάπτυξης του οργανικοί) κόσμου»,
έγραψε ο Φ. Έ νγκ ελ ς, «έτσι και ο Μαρξ ανακάλυψε το νόμο ανάπτυ­
ξης της ανθρώπινης ιστορίας: το απλό γεγονός — που μέχρι τελευ­
ταία καλυπτόταν κάτω από ιδεολογικά επιστρώματα — ότι... η πα­
ραγωγή των άμεσων υλικών μέσων της ζωής και ταυτόχρονα η κάθε
δοσμένη βαθμίδα οικονομικής ανάπτυξης ενός λαού ή μιας εποχής
αποτελούν τη βάση, πάνω στην οποία υψώνονται οι κρατικοί θεσμοί,
οι περί δικαίου απόψεις, η τέχνη, ακόμη και οι θρησκευτικές αντιλή­
ψεις αυτών των ανθρώπων. Επομένως, όλ ’ αυτά πρέπει να εξηγηθούν
σύμφωνα με αυτή τη βάση — και όχι αντίστροφα, όπως αυτό γινόταν
μέχρι τώρα.»1
Η ίδια η εμφάνιση της ανθρώπινης κοινωνίας, η ύπαρξή της και η
ανάπτυξή της, όπως έδειξαν οι Κ. Μαρξ και Φ. Έ νγκελς, προσδιορί­
ζονται καθοριστικά από την υλική παραγωγή. Η ανακάλυψη αυτής
της αποφασιστικής νομοτέλειας της κοινωνικής ανάπτυξης, για πρώ­
τη φορά έδινε στις κοινωνικές επιστήμες σταθερή βάση, και αποτέ-
λεσε επανάσταση στις απόψεις για την παγκόσμια ιστορία. «Αυτή
καθαυτή η ιδέα του υλισμού στην κοινωνιολογία, ήταν κιόλας μια
μεγαλοφυής ιδέα»2, έγραψε ο Β.Ι.. Λένιν. Εννοείται ότι όχι μόνο για
την πολιτική οικονομία, αλλά και για τις άλλες κοινωνικές επιστή­
μες, η υλιστική αντίληψη της ιστορίας αποτέλεσε μια ανακάλυψη
που πραγματικά αποτελούσε μια επαναστατική ανατροπή στη μελέτη
των νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης.
Βασιζόμενος στη μέθοδο επιστημονικής αφαίρεσης, ο Κ. Μαρξ
ξεχώρισε από όλες τις κοινωνικές σχέσεις, τις οικονομικές, τις πα­
ραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων σαν βασικές, σαν τις σχέσεις που
καθορίζουν όλο το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων. Αποκάλυψε
την κοινωνική φύση αυτών των σχέσεων και έδειξε ότι οι άνθρωποι
δεν μπορούν να παράγουν έξω από την κοινωνία, ότι εξαιτίας του

1. Κ. Μαρξ, Φ. Ενγκελς, Έ ργα , 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 19. σελ. 350-351.


2. Β.Ι. Λένιν, Ά παντα, τόμ. Ι,σελ. 136.

213
«ηνβνικού χαρακτήρα της παραγωγής οι άνθρω ποι είναι υποχρεωμέ­
νοι, είτε το θέλουν είτε όχι, να έρθουν σε καθορισμένες οικονομικές
σχέσεις. Αυτό που στους προκατόχους του Κ. Μ αρξ φαινόταν σαν
ειδικό, απομονωμένο, τυχαίο φαινόμενο, που κα θοριζόταν από τη φύ­
ση του ανθρώπου, από τις ιδέες του και τη ν η θικ ή του, για τον Κ.
Μαρς έγινε βασικότατη αντικειμενική πλευρά του τρόπου παραγω­
γής. έγινε τρόπος πραγματοποίησης όλη ς τη ς ο ικ ο νο μ ικ ή ς πρακτι­
κής των ανθρώπων. «Ο υλισμός», έγραψε ο Λ ένιν, «έδοσε ένα απόλυ­
τα αντικειμενικό κριτήριο, ξεχωρίζοντας τις σ χέσ εις παραγωγής ως
δόμη της κοινωνίας, και δημιουργώντας τη δυνατότητα να εφαρμο­
στεί σ ' αυτές τις σχέσεις το γενικό εκείνο επ ισ τη μ ο νικ ό κριτήριο
της επαναληπτικότητας, που οι υποκειμενιστές αρνούνταν ότι μπορεί
να εφαρμοστεί στην κοινωνιολογία.»1 Ο ι πα ρ α γω γικ ές σχέσεις, όπως
έδειξε ο Κ. Μαρξ, ασκούν τεράστια επ ίδρ α σ η σ τη ν ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων και προσδιορίζουν το χ α ρ α κ τή ρ α του κοινω­
νικού εποικοδομήματος.
0 Κ. Μαρξ έκανε, για πρώτη φορά, έναν κ αθαρό διαχω ρισμό μετα­
ξύ των παραγωγικών δυνάμεων της κοινω νίας και τω ν παραγωγικών
της σχέσεων, και ανακήρυξε αυτές τις σ χ έ σ εις, σ τη ν καθοριστική
εξάρτησή τους από το επίπεδο των παραγω γικώ ν δυνάμεων, ως αντι­
κείμενο της πολιτικής οικονομίας σαν επ ισ τή μ η ς.
Η προμαρξιστική οικονομική σκέψη μόνο έθεσε αυτό το πρόβλη­
μα, όμως κάθε άλλο παρά το έλυσε. Η α νά π τυ ξη τη ς πριν τον Κ.
Μαρξ επιστημονικής οικονομικής σκέψ ης α κ ο λ ο ύ θη σ ε ως προς την
ερμηνεία του αντικειμένου της π ολιτική ς ο ικ ο νο μ ία ς, ειδικότερα, την
κατεύθυνση του όλο και μεγαλύτερου δια χω ρ ισ μ ο ύ τω ν παραγωγικών
δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Ω σ τό σ ο κανένας οικονομρλό-
γος, μέχρι τον Κ. Μαρξ, δεν μπόρεσε να λύσ ει αυτό το πρόβλημα2.

1. Β.Ι. Λένιν, Λπαντα, τόμ. Ι,σ ελ. 136.


2. Ετσι, ενώ στις εργασίες του Β. Πέτι ο δια χω ρ ισ μ ό ς αυτός ούτε καν σημειώ­
νεται, οι φυσιοκράτες (σε συγκεκριμένες επιμέρους π εριπτώ σεις), θέτουν το ζή­
τημα των σχέσεων των τάξεων, και της ανάγκης να μ ελετηθούν αυτές οι σχέσεις.
Με τη βοήθεια των αφηρημένων εννοιών και τη ς κ α τά τμ η σ η ς, έγραψε ο Φ. Κενέ,
«είναι δυνατό να μελετηθούν και να εκτιμηθούν ο ι α μ οιβαίες σ χέσ εις αυτών των
διαφορετικών τάξεων των ανθρώπων...» (Φ. Κ ενέ, Ε π ι λ ο γ ή έ ρ γ ω ν , Μ όσχα, 1896,
« λ . 225). Ωστόσο και στους φυσιοκράτες δεν υ π ά ρ χει ακόμη κάποιος καθαρός
ξεχωρισμός της κατηγορίας των παραγωγικών σ χέσ εω ν. Η πρώτη προσπάθεια να
ξεχωριστούν οι παραγωγικές σχέσεις στο σ ύνολό τους, ως ιδιαίτερο φαινόμενο,
έγινε αχό τον Ντ. Ρικάρντο. Α νακηρύσσοντας α ντικ είμ ενο της ανάλυσής του
τους νόμους που διέπουν την κατανομή των υλικώ ν αγαθώ ν, ο Ντ. Ρικάρντο επι­
δίωξε να ξεχωρίσει την αστική κοινωνική μορφή τη ς παραγω γής ως ιδιαίτερο
αντικείμενο έρευνας. ’Ενα ορισμένο βήμα εμπρός έκαναν σ ’ αυτό το ζήτημα οι
οοσιαλιστές-ρικαρντιανοϊ. Ιδιαίτερα ενδιαωέοουαα είνα ι η εργασία του Τζ·
Ο Κ. Μαρξ αποκάλυψε τη διαλεκτική αλληλεπίδραση των βασι­
κών σφαιρών της οικονομικής ζωής, αποδείχνοντας ότι καθοριστικό
ρόλο ως προς την κατανομή, την ανταλλαγή και την κατανάλωση,
παίζει η παραγωγή υλικών αγαθών. Σχετικά μ ’ αυτό, σαν αντικείμενο
της πολιτικής οικονομίας ο Κ. Μαρξ θεωρεί το σύνολο των σχέσεων
παραγωγής της κοινωνίας σε όλες τις οικονομικές σφαίρες. Ωστόσο,
σοβαρή ανεπάρκεια όλης της προηγούμενης οικονομικής σκέψης
ήταν ο περιορισμός του αντικειμένου της επιστήμης σε μια (ή σε
μερικές) από αυτές. Οι εμποροκράτες (μερκαντιλιστές), όπως είναι
γνωστό, ανακήρυξαν σαν αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας ιη ν
κυκλοφορία, οι φυσιοκράτες την αγροτική παραγωγή, ο Α. Σμιθ ιη
σφαίρα της υλικής παραγωγής στο σύνολό της, ο Ντ. Ρικάρντο την
κατανομή, ο Σισμοντί την κατανάλωση. Η θέση του Κ. Μαρξ στο
ζήτημα του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας σήμαινε, από τη
μια πλευρά, ανάπτυξη των επιστημονικών θέσεων της κλασικής σχο­
λής σ ’ αυτό το πεδίο, και, από την άλλη, χτύπημα των θεωριών των
χυδαίων οικονομολόγω ν, που επιδίωξαν να προσαρμόσουν την ερμη­
νεία του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας στους απολογητι­
κούς σκοπούς του καπιταλισμού.
Ό λ η η πριν τον Κ. Μαρξ οικονομική σκέψη επιδίωκε, στην καλύ­
τερη περίπτωση, να εξηγήσει τη λειτουργία της οικονομίας σε καθο­
ρισμένες, δοσμένες παραγωγικές σχέσεις, χωρίς να θίγει το ζήτημα
των νόμων αλλαγής αυτών των ίδιων των σχέσεων. «Οι οικονομολό­
γοι», έγραψε ο Κ. Μαρξ στην Αθλιότητα της φιλοσοφίας, «μας εξηγούν
πώς πραγματοποιείται η παραγωγή σε υποδειγμένες σχέσεις· δεν
εξηγούν όμως, με ποιο τρόπο συντελείται η παραγωγή αυτών των σχέ­
σεων, δηλαδή το ιστορικό εκείνο φαινόμενο, το οποίο τις γεννά.»1
Αυτό το πρόβλημα για πρώτη φορά το έλυσε ο Κ. Μαρξ.
Μ εγάλη υπηρεσία του Κ. Μαρξ αποτελεί το ότι ανακάλυψε το
νόμο της ανάπτυξης των σχέσεων παραγωγής. Ο Κ. Μαρξ καθόρισε
ότι οι οικονομικές σχέσεις παραγωγής βρίσκονται σε εξάρτηση από
το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, με

Μπρέι Οι αδικίες στην εργασία και τα μέσα για την εξάλειψή τους, ή ο αιώνας της
δύναμης και ο αιώνας του δικαίου. «... Ο άνθρωπος», σκέφτεται ο Τζ. Μπρέι, «προ­
ορίστηκε από τον ίδιο το δημιουργό για ζωή στην κοινωνία ή για επικοινωνία με
όμοιους του». Σ ’ αυτή τη διατύπωση του Τζ. Μπρέι. η «επικοινωνία» των ανθρώ­
πων παρουσιάζεται σαν ιδιαίτερο φαινόμενο. Ό μω ς ο Μπρέι δεν ξεχωρίζει ακό­
μη τις καθαυτό οικονομικές σχέσεις. Η χρησιμοποίηση της μεθόδου του Ροβινσό-
να δείχνει ότι δεν κατανοεί τον απόλυτα κοινωνικό χαρακτήρα της επικοινωνίας
των ανθρώπων. Στη βάση της επικοινωνίας, κατά τον Τζ. Μπρέι, βρίσκονται οι
θρησκευτικές-ηθικές αρχές. Κι ωστόσο, η εργασία του εμφανίστηκε λίγα μόλις
χρόνια (το 1839) πριν από τα πρώτα έργα των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς.
1. Κ. Μαρξ, Φ. "Ενγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 4, σελ. 129.

215
την αλλαγή ιων οποίων αλλάζει και ό λο το σ ύσ τη μ α των σχέσεων
ηαραγυιγτΚ . Ετσι, διευκρινίστηκε η βαθύτερη βάση αλλαγής toi
κοινωνικού συστήματος του συνόλου τω ν ο ικ ο νο μ ικ ώ ν σχέσεων και
φαινομένων. Για πρώτη φορά στην κ ο ινω νικ ή και οικονομική ανά­
πτυξη δόθηκε πραγματικά επιστημονική, υ λ ισ τικ ή εξή γη σ η .
Με βάση την ανάλυσή του ο Κ. Μ αρξ α πέδειξε ό τι η ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων γεννάει την α ν τικ ειμ εν ικ ή αναγκαιότητα α­
ντικατάστασης του παλιού συστήματος τω ν σ χέσ εω ν παραγωγής που
ήρθαν σε σύγκρουση με τις ανάγκες τη ς π αραπ έρα ανάπτυξης της
παραγωγής. Και δεν υπάρχουν δυνάμεις που θα μπορούσ αν να εξα-
λεύ|Κ)υν αυτή την ανάγκη και να δ ια τη ρ ή σ ο υ ν τις ξεπερασμένες σχέ­
σεις παραγωγής οι οποίες, από μορφή ανά π τυ ξη ς τω ν παραγωγικών
δυνάμεων, μετατράπηκαν σε τροχοπέδη αυτής τη ς ανάπτυξης.
Στηριζόμενος σε μια βαθιά γενίκευση τη ς ισ το ρ ία ς τη ς ανθρώπινης
κοινωνίας, ο Κ. Μαρξ κατέληξε στο σ υμ π έρ α σ μ α ό τι είναι αναπό­
φευκτη η κοινωνική επανάσταση κατά το π έρ α σ μ α από τον ένα κοι­
νωνικό σχηματισμό στον άλλο. Π ρ ο σ δ ιό ρ ισ ε ό τι πίσω από το ένα ή
το άλλο σύστημα σχέσεων παραγωγής β ρ ίσ κ ο ν τα ι τά ξ εις με τα οικο­
νομικά και πολιτικά τους συμφέροντα κ α ι η κ α τα σ τροφ ή αυτού του
συστήματος, που δεν αντιστοιχεί σ τις α π α ιτή σ εις ανάπτυξης της πα­
ραγωγής, σημαίνει αναπόφευκτα τη ν α πώ λ εια από τη ν άρχουσα τάξη
της κυρίαρχης οικονομικής και π ο λ ιτικ ή ς τη ς θέσ η ς. Ε ίναι αυτονόη­
το ότι μια τέτια ριζική αλλαγή των ο ικ ο νο μ ικ ώ ν σ χέσ εω ν των τάξεων
δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, παρά με επ α να σ τα τικ ό τρόπο. Έ τσ ι, ο Κ.
Μαρξ απέδειξε με αυστηρά επ ισ τη μ ο νικ ό τρ ό π ο ό τι η κοινωνική
επανάσταση, δηλαδή το πέρασμα τη ς κ ρ α τικ ή ς εξο υ σ ία ς από τα χέ­
ρια της αντιδραστικής τάξης στα χ έ ρ ια τη ς π ρ ο ο δ ευ τικ ή ς τάξης, εί­
ναι αντικειμενική νομοτέλεια της κ ο ιν ω ν ικ ή ς α νάπτυξη ς, είναι νομο­
τέλεια αντικατάστασης του ενός κ ο ινω νικ ο ο ικ ο νο μ ικ ο ύ σχηματισμού
με άλλον.
Έτσι, ο Κ. Μαρξ αποκάλυψε τη βαθιά επ α να σ τα τικ ή σημασία της
επιστημονικής πολιτικής οικονομίας, τη ς π ο λ ιτ ικ ή ς οικονομίας του
προλεταριάτου2. «Αυτή την επιστήμη», έγραψ ε ο Β.Ι. Λένιν για την

1. Β.Ι. Λένιν, Α π α ν τ α , τ ό μ . Ι,σ ελ . 137.


2. Ακριβώς γ ι' αυτό, οι ιδεολόγοι του σ ύγχρο νο υ κα πιτα λισ μ ού επιδιώκουν να
ανατρέφουν (για πολλοστή φορά!) τις φ ιλοσ οφ ικές βάσεις του μαρξισμού-λενινι-
σμοΰ. να περάσουν την ιδέα ότι δεν υπάρχουν α ν τικ ειμ ενικ ο ί νόμ οι της κοινωνι­
κής ανάπτυξης. Έ τσι, ο αμερικανός ο ικονομολόγος και κ οινω νιολόγος Ρόστοου,
στην εργασία Τ α σ τ ά δ ι α ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς α ν ά π τ υ ξ η ς , σ το κεφ άλαιο «Μαρξισμός, κομ­
μουνισμός και στάδια ανάπτυξης», έγραψε: «... κ εντρικ ό φ αινόμενο στη ζωή της
κοινβνίας στη μεταπαραδοσιακή περίοδο είναι ό χ ι η ο ικ ο νο μ ία — είτε καπιταλι­
στική είναι αυτή είτε άλλη — αλλά όλη η μ η χα νικ ή τη ς ζω ής τη ς κοινωνίας, που
«ροσδιορίζα τη διαδικασία της εκλογής των αποφάσεω ν» (Β. Ρόστοου, Τ α σ τ ά ό ι α
πολιτική οικονομία, «ο Μαρξ την επαναστατικοηοίησε... στα έργα
του Για την κριτική της πολιτικής οικονομίας (1895) και Τα Κεφά/Λυο
(τόμ. I, 1867).»'
Η ιστορική προσέγγιση στην ανάλυση των σχέσεων παραγωγής
επέτρεψε στον Μαρξ, για πρώτη φορά στην ιστορία της κοινωνικής
σκέψης, να αποκαλύψει τα βασικά στάδια της ιστορικής ανάπτυξης
της ανθρωπότητας: πρωτόγονος-κοινοτικός, δουλοκτητικός, φεου­
δαρχικός, καπιταλιστικός και κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής,
και να δημιουργήσει την πολιτική οικονομία στην πλατιά της έν­
νοια, σαν επιστήμης που μελετά όλους τους κοινωνικοοικονομικούς
σχηματισμούς στην ανάπτυξη. Έ τσ ι, ξεπεράστηκε η στενότητα της
κλασικής αστικής π ολιτική ς οικονομίας, που είχε ανακηρύξει σε α­
ντικείμενο της έρευνάς της μόνο έναν, και ειδικότερα, τον καπιταλι­
στικό τρόπο παραγωγής, και, επίσης, του ουτοπικού σοσιαλισμού,
που εξέταζε την ιστορία των ανταγωνιστικών συστημάτων σαν παρέκ-
λιση από τον «λογικό δρόμο».
Η προμαρξιστική οικονομική σκέψη είχε μόνο θέσει το ζήτημα
των οικονομικώ ν νόμων και σε κάποιο βαθμό είχε ψηλαφήσει τον
αντικειμενικό τους χαρακτήρα, αλλά δεν στάθηκε ικανή να κατανοή­
σει τη φύση τους. Οι οικονομικοί νόμοι, κατά κανόνα, ερμηνεύονταν
σαν νόμοι της φύσης ή της ανθρώπινης φύσης.
Η ανακάλυψη των Κ. Μ αρξ και Φ. Έ νγκ ελ ς ότι οι σχέσεις παρα­
γωγής αποτελούν μια από τις βασικότατες πλευρές του τρόπου παρα­
γωγής, η ανάλυση των ιδιοτήτων, των ιδαιτεροτήτων και των κοινω­
νικών λειτουργιώ ν αυτών των σχέσεων, τους επέτρεψαν να αποκαλύ-
ψουν τη ν πραγματική φύση των οικονομικών νόμων. Ο Κ. Μαρξ και
ο Φ. ’ Ε νγκελς ανακάλυψαν ότι οι οικονομικοί νόμοι είναι νόμοι των
κοινωνικών σχέσεω ν παραγωγής, είναι δηλαδή, εσωτερικές, αντικει­
μενικές σχέσεις αιτίας - αποτελέσματος, που ρυθμίζουν αυτές τις σχέ­
σεις και δεν είναι αιώ νιοι νόμοι της ανθρώπινης φύσης. Η κατηγορία
του οικονομικού νόμου σαν ποιοτικά ιδιαίτερου τύπου νόμων ξεχω-

ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς α ν ά π τ υ ξ η ς , Νέα Υόρκη, 1961, σελ. 213). Με τον όρο παραδοσιακή


τ η ς

κοινωνία, ο Ρόστοου εννοεί τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Αυτή η θέση, του


χρειάζεται για να απορρίψει τις νομοτέλειες αντικατάστασης των κοινωνικών
σχηματισμώ ν. Αυτό το συμπέρασμα, έγραψε ο Ρόστοου, «δεν οδηγεί σε σύστημα
ιστορικώ ν σταδίων που αναπόφευκτα διαδέχεται το ένα το άλλο». Αυτό «οδηγεί
σε δυνατότητες εκλογής στα πλαίσια των κοινωνικών συνθηκών που αλλάζουν»
(στο ίδιο, σελ. 212). Ό λ η η «θεωρία» του Β. Ρόστοου, όπως και η πλειονότητα
των ρευμάτων της αστικής πολιτικής οικονομίας της τρίτης περιόδου της γενικής
κρίσης του καπιταλισμού, αποβλέπει στο να συσκοτίσει το βασικότερο ζήτημα
της σύγχρονης εποχής, το ζήτημα της αντικειμενικά αναγκαίας αντικατάστασης
του καπιταλισμού με το σοσιαλισμό.
I. Β.Ι. Λένιν. Ά π α ν τ α , τόμ. 26, σελ. 49.
ρκηηκε οριστικά μ ' αυτό τον τρ ό π ο , α π ό τ η ν κ α τ η γ ο ρ ία του νόμοι
ιης φύσης.
Μεγάλη ιπηρεσία του Κ. Μ αρξ, α π ο τ ε λ ε ί το ό τι, ό χ ι μόνο ανα­
κάλυψε το νόμο της α ν τισ το ιχία ς τω ν σ χ έ σ ε ω ν π α ρ α γ ω γ ή ς με το
χαρακιήρα των παραγωγικών δυνά μεω ν — γ ε ν ικ ό ν ό μ ο ανάπτυξης
όλου του συστήματος των σ χέσ εω ν π α ρ α γ ω γ ή ς τη ς κ ο ιν ω ν ία ς — αλ­
λά και αποκάλυψε την εξάρτησ η κ άθε ο υ σ ια σ τ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς σχέ­
σης του καπιταλισμού από το ε π ίπ εδ ο α ν ά π τ υ ξ η ς τω ν παραγωγικών
δυνάμεων. ' Ετσι, στις ο ικ ο ν ο μ ικ ές σ χ έ σ ε ις τω ν τά ξ ε ω ν δόθη κ ε επα­
κριβής, τόσο ποιοτικός και όσ ο π ο σ ο τ ικ ό ς , π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ ό ς . Μ ια από
τις βασικότερες ιδιαιτερότητες τη ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς δ ιδ α σ κ α λ ία ς του Κ.
Μαρξ συνίσταται στο ότι σ τη ρ ίζ ε τα ι σ ε ένα ο λ ό κ λ η ρ ο σ ύσ τη μ α νό­
μων ποσοτικής εξάρτησης κάθε ο υ σ ια σ τ ικ ή ς π λ ε υ ρ ά ς του καπιταλι­
στικού συστήματος των σ χέσ εω ν π α ρ α γ ω γ ή ς α π ό το ε π ίπ ε δ ο ανάπτυ­
ξης των παραγωγικών της δυνάμεων. Α υ τό π ρ ο σ δ ίδ ε ι σ τ η διδασκαλία
του Κ. Μαρξ χαρακτήρα σ ω σ τή ς α ν τ α ν ά κ λ α σ η ς τ η ς οικονομικής
πραγματικότητας του κα π ιτα λισ μ ο ύ κ α ι τω ν ν ο μ ο τ ε λ ε ιώ ν του, του δί­
νει εσωτερικό δυναμισμό και σ υ ν επ ή ε π α ν α σ τ α τ ικ ό τ η τ α . Ν α γιατί εί­
ναι τελείως αβάσιμοι οι ισ χ υ ρ ισ μ ο ί τω ν σ ύ γ χ ρ ο ν ω ν α σ τ ώ ν οικονο­
μολόγων ότι «γέρασαν» οι ο ικ ο ν ο μ ικ έ ς θ ε ω ρ ίε ς το υ μ α ρ ξισ μ ο ύ γενι­
κά, η εργασιακή θεωρία τη ς α ξ ία ς κ α ι η θ ε ω ρ ία τ η ς υ π ερ α ξία ς του
Μαρξ, ειδικότερα.
Αποτέλεσμα αυτών τω ν α να κ α λύ ψ εω ν ή τ α ν ν α γ ίν ε ι η π ο λ ιτικ ή οι­
κονομία πραγματικά κ ο ινω νικ ή , ισ τ ο ρ ικ ή ε π ισ τ ή μ η . Α ποσπάστηκε
οριστικά από τις άλλες κ ο ιν ω ν ικ ο ο ικ ο ν ο μ ικ έ ς ε π ισ τ ή μ ε ς και για
πρώτη φορά απόκτησε το δ ικ ό τ η ς ιδ ια ίτ ε ρ ο α ν τ ικ ε ίμ ε ν ο έρευνας.
Στις εργασίες των αστών κ λα σ ικ ώ ν η π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία ακόμη δεν
αποχωρίστηκε ολοκληρω τικά από τ ις ά λ λ ε ς κ ο ιν ω ν ικ έ ς επιστήμες,
για παράδειγμα, από τη σ τα τισ τ ικ ή (Π έ τ ι), α π ό τ η ν ο ικ ο ν ο μ ία της
αγροτικής οικονομίας (φ υ σ ιο κ ρ ά τες), α π ό τ η ν ο ικ ο ν ο μ ικ ή επιστήμη
(Α. Σμιθ και Ντ. Ρικάρντο).
Εξαιρετικά σπουδαία πρ ο σ φ ο ρά το υ Κ . Μ α ρ ξ κ α ι το υ Φ . Έ νγκελς,
αποτελεί η ανάλυση που έδοσαν τω ν μ ο ρ φ ώ ν ε μ φ ά ν ισ η ς τω ν σχέσεων
παραγωγής. Αποκάλυψαν ό τι ο ι π α ρ α γ ω γ ικ έ ς σ χ έ σ ε ις τη ς αστικής
κοινωνίας έχουν χαρακτήρα ε μ π ο ρ ευ μ α τικ ο ύ φ ε τ ιχ ισ μ ο ύ που καμου­
φλάρει το πραγματικό π ερ ιεχό μ ενο αυτώ ν τω ν σ χ έ σ ε ω ν . Ο ι Κ. Μαρξ
και Φ. Έ νγκελς ήταν οι μ όνοι ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ι π ο υ σ τ ις έρευνές τους
έκαναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ τω ν σ χ έ σ ε ω ν π α ρ α γ ω γ ή ς και των
εξωτερικών, απατηλών μορφών το υ ς κ α ι α π ο κ α λ ύ π τ ο ν τ α ς τους νό­
μους ανάπτυξης αυτών των σ χέσ εω ν, α ν ά λ υ σ α ν τ α υ τ ό χ ρ ο ν α και αυτές
τις ίδιες τις εξωτερικές μορφές. Η τέ τια π ρ ο σ έ γ γ ισ η σ τ η ν ανάλυση
των σχέσεων παραγωγής α π ο κ ά λυ πτε τη μ ε θ ο δ ο λ ο γ ικ ή σαθρότητα
των χυδαίων αντιλήψεων των ασ τώ ν ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ω ν , π ου βασίζονταν

218
στην περιγραφή των μορφών εμπορευματικού φετιχισμοϋ των οικο­
νομικών διαδικασιών.
Η λύση αυτού του προβλήματος, με τη σειρά της, επέτρεψε στον
Κ. Μαρξ να επεξεργασθεϊ τη μοναδικά επιστημονική μέθοδο ανάλυ­
σης των οικονομικών σχέσεων, με βάση την ιδιαιτερότητα του αντι­
κειμένου έρευνας. Η εφαρμογή της στην έρευνα των οικονομικών
σχέσεων, πριν απ’ όλα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, έδο­
σε εξαιρετικά, ως προς την επιστημονική και πρακτική του σημασία,
συμπεράσματα. Ακριβώς γΓ αυτό, ο Φ. Ένγκελς εκτιμούσε τόσο τη
μαρξιστική μέθοδο έρευνας των οικονομικών φαινομένων. «Την εκπό­
νηση μεθόδου, η οποία βρίσκεται στη βάση της μαρξικής κριτικής
της πολιτικής οικονομίας», έγραψε ο Φ. ' Ενγκελς στην παρουσίαση
του βιβλίου του Κ. Μαρξ Για την κριτική της πολιτικής οικονομίας, «τη
θεωρούμε ένα αποτέλεσμα, το οποίο ως προς τη σημασία του είναι
αμφίβολο αν υστετρεί της βασικής υλιστικής αντίληψης.»1
Χαρακτηρίζοντας τη μέθοδο του λογικού και του ιστορικού σαν
διάθλαση του ιστορικού υλισμού από την οπτική γωνιά της ιδιαιτερό­
τητας του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας, ο Φ. Ένγκελς
έγραψε: «Από κείνο με το οποίο αρχίζει η ιστορία, από κείνο πρέπει
να αρχίζει και η πορεία των σκέψεων, και η παραπέρα κίνησή της
δεν θα αποτελεί τίποτε άλλο, παρά την αντανάκλαση της ιστορικής
διαδικασίας σε αφηρημένη και θεωρητικά διαδοχική μορφή· αντανά­
κλαση διορθωμένη, αλλά διορθωμένη με βάση τους νόμους, τους
οποίους δίνει η ίδια η πραγματική ιστορική διαδικασία...»2. Η ιστο­
ρία του καπιταλισμού αρχίζει με το εμπόρευμα, γΓ αυτό και η ανά­
λυσή του πρέπει να αρχίζει με την έρευνα της εμπορευματικής παρα­
γωγής.

2. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΙΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ

Η εργασιακή θεωρία της αξίας κατέχει ειδική θέση στη μαρξιστι-


κή-λενινιστική οικονομική θεωρία του καπιταλιστικού τρόπου παρα­
γωγής. Η κατανόηση των νόμων των εμπορευματικών σχέσεων απο­
τελεί βασικότατο όρο για την επιστημονική ανάλυση των σχέσεων
της καπιταλιστικής παραγωγής σαν ανώτατης βαθμίδας ανάπτυξης
της εμπορευματικής παραγωγής. Ακριβώς γ ι’ αυτό, ο Κ. Μαρξ έδινε
τόση προσοχή στην επεξεργασία των προβλημάτων της θεωρίας της
αξίας. Η ανακάλυψη του νόμου της υπεραξίας, η επιστημονική θεω-

1. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έχδ.. τόμ. 13. σελ. 497.


2. Ό .π.

219
ρια του καπιταλισμού, όλη η οικονομική διδασκαλία του μαρξισμού,
θα ήταν αδύναια, αν δεν υπήρχε μια πραγματικά επιστημονική θεω­
ρία της αξίας.
Γο συμπέρασμα του Κ. Μαρξ ότι οι εμπορευματικές σχέσεις είναι
όχι μόνον οι στοιχειώδεις γενικές σχέσεις του αστικού τρόπου παρα­
γωγής. αλλά και η ιστορική τους βάση, του επέτρεψε να βρει την
εξαιρετικά σπουδαία μεθοδολογική σημασία της εργασιακής θεωρίας
της αξίας κατά την έρευνα της καπιταλιστικής οικονομίας. Ταυτό­
χρονα, το συμπέρασμα αυτό σημαίνει ότι η μέθοδος του ιστορικού
και του λογικού, σαν γενική μέθοδος έρευνας όλων των κοινωνικοοι­
κονομικών σχηματισμών, πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με βάση
τις ιδιαιτερότητες του συστήματος των σχέσεω ν παραγωγής αυτού ή
του άλλου τρόπου παραγωγής, την αμοιβαία σύνδεση της αφετηρια-
κής (της στοιχειώδους), της κύριας και των άλλων σχέσεων παραγω­
γής. Είναι ολοφάνερο ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας δεν μπορεί
να χρησιμοποιηθεί σαν αφέτηριακή μεθοδολογική αρχή κατά την
έρευνα, για παράδειγμα, της φεουδαρχίας, σ την οποία κυριαρχεί η
φυσική οικονομία, ενώ για τον καπιταλισμό, η θεωρία αυτή είναι ο
μόνος τρόπος για την αποκάλυψη των εσωτερικών, των βαθύτερων
νομοτελειών του.
Οι κλασικοί της αστικής πολιτικής οικονομίας είχαν θέσει την
αρχή της εργασιακής θεωρίας της αξίας, συνέλαβαν ουσιαστικά την
ανάπτυξή της. Παρ’ όλα αυτά, οι επιστημονικές ανακαλύψεις του Κ.
Μαρξ και του Φ. Ένγκελς στην ανάλυση των εμπορευματικών σχέ­
σεων δεν μπορούν να χαρακτηριστούν διαφορετικά, παρά σαν επανά­
σταση στη θεωρία της αξίας.
Μεγάλη ανακάλυψη του Κ. Μαρξ, που έχει ανεκτίμητη σημασία
για την αποκάλυψη των νόμων της κ απιταλιστικής παραγωγής, εί­
ναι η διευκρίνιση του διττού χαρακτήρα της εργασίας, η οποία πα­
ράγει εμπόρευμα. Ο Κ. Μαρξ έγραψε ό τι όλη η κατανόηση των γε­
γονότων της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ανά­
γεται στο πρόβλημα του διττού χαρακτήρα της εργασίας. «Αυτή τη
διττή φύση της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα», έγραψε ο
Κ. Μαρξ, «την απέδειξα εγώ πρώτος κριτικά... το σημείο αυτό είναι
το αφετηριακό σημείο από το οποίο εξαρτάται η κατανόηση της πο­
λιτικής οικονομίας.»1 Για πρώτη φορά, η διδασκαλία για τη διττή
φύση της εργασίας εκτέθηκε από τον Κ. Μ αρξ στην εργασία Για τψ
κριτική της πολιτικής οικονομίας, και κατόπιν αναπτύχθηκε και χρησι­
μοποιήθηκε με συνέπεια στην ανάλυση των νόμων της καπιταλιστι­
κής οικονομίας στο Κεφάλαιο. «Το καλύτερο που υπάρχει στο βιβλίο
μου», έγραψε ο Κ. Μαρξ στις 24 Αυγούστου 1867 στον Φ. Ένγκελς,
σε σχέση με την έκδοση του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, «είναι

I. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 23, σελ. 50.

220
1) ο υπογραμμισμένος στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο διττός χαρακτήρα^
της εργασίας, ανάλογα με το πώς εκφράζεται αυτός, στην αξία χρήσης
ή στην ανταλλακτική αξία (σ ’ αυτό βασίζεται όλη η κατανόηση των
γεγονότων)- 2) η εξέταση της υπεραξίας ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερές
της μορφές: το κέρδος, τον τόκο, τη γαιοπρόσοδο κλπ.).»1
Η διδασκαλία για το διττό χαρακτήρα της εργασίας και για το
προϊόν της στην αστική κοινωνία, αποτελεί το «κύριο στοιχείο» της
μαρξιστικής θεωρίας της αξίας2. Ταυτόχρονα, εφόσον όλο το σύστη­
μα των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού έχει εμπορευματική
μορφή, η διδασκαλία για το διττό χαρακτήρα της εργασίας δίνει το
κλειδί για την κατανόηση της διττής φύσης όλων — χωρίς εξαίρεση
— των οικονομικών φαινομένων και διαδικασιών του καπιταλισμού1.
Ο Κ. Μαρξ, ερευνώντας τις εμπορευματικές σχέσεις, ανακάλυψε
ότι η εργασία του εμπορευματοπαραγωγού έχει διττή φύση, και απο­
τελεί, από τη μια πλευρά, ωφέλιμη, σκόπιμη μορφή εργασίας, εργα­
σία ωφέλιμη, συγκεκριμένη, και, από την άλλη, αποτελεί δαπάνη αν­
θρώπινης, φυσικής και πνευματικής δύναμης, άσχετα με τη συγκε­
κριμένη μορφή αυτής της δαπάνης, αποτελεί εργασία αφηρημένη. Ο
Κ. Μαρξ έδειξε ότι η αφηρημένη εργασία είναι μια ορισμένη ιστορι­
κή μορφή της ανθρώπινης εργασίας, χαρακτηριστική για τις συνθή­
κες της εμπορευματικής παραγωγής. Την εργασία αυτή πρέπει να την
ξεχωρίζουμε από την εργασία με τη φυσιολογική έννοια της λέξης
σαν αιώνιο όρο της ζωής της ανθρώπινης κοινωνίας, που εκφράζεται
με την κατηγορία «εργασία γενικά». Η αφαίρεση από τη συγκεκριμέ­
νη μορφή της εργασίας, θεωρούνταν από τον Κ. Μαρξ σαν μια υπαρ­
κτή οικονομική διαδικασία, που πραγματοποιείται καθημερινά στη
κοινωνική διαδικασία της παραγωγής. Αυτή η αφαίρεση συντελείται
σε κάθε πράξη ανταλλαγής, όταν οι εμπορευματοπαραγωγοί συσχετί­
ζουν τις δαπάνες εργασίας τους και ξεχωρίζει κάτι το κοινό, κάτι που
υπάρχει σε όλα τα εμπορεύματα, ανεξάρτητα από τις αξίες χρήσης
τους, και, επομένως, ανεξάρτητα από τη δαπανημένη για την παρα­
γωγή τους συγκεκριμένη εργασία, και, συγκεκριμένα, το ότι τα εμπο­
ρεύματα είναι υλικοί φορείς της αφηρημένης γενικής ανθρώπινης
εργασίας, που δημιουργεί την ουσία της αξίας και προσδιορίζει το
μέγεθος της. «... Αυτό που χαρακτηρίζει... την ανταλλακτική σχέση
των εμπορευμάτων», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «είναι ίσα-ίσα η αφαίρεση
από τις αξίες χρήσης τους.»4

1. Στο ίδιο, τόμ. 31, σελ. 277.


2. Γκ. Α. Μπαγκατούρια, Β.Ι. Βιγκότσκι, Η οικονομική κληρονομιά του Κ. Μαρξ.
Μόσχα, εκδ. «Μισλ», 1976, σελ. 39.
3. Β. Αφανάσιεφ, Η μεγάλη ανακάλυψη του Καρλ Μαρξ: Ο μεθοδολογικός ρόλος
της διδασκαλίας για το διττό χαρακτήρα της εργασίας. Μόσχα, εκδ. «Μισλ», 1980.
4. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 51.

221
Η κλασική αστική πολιτική ο ικ ο ν ο μ ία δεν έλυσε το π ρ όβλ η μ α τ».
διττού χαρακτήρα της εργασίας. Η σκέψ η των κλασικών, περιορισμέ
νη στον αστικό της ορίζοντα, δεν τους επέτρεψε να θέσουν το προ-
βλήμα της ιδιαιτερότητας τη ς ερ γα σ ία ς που παράγει εμπόρευμα, &
δομένου ότι η τέτια εργα σία φ α ιν ό τα ν σ ’ αυτούς αιώνιος και απαραί­
τητος όρος της κοινω νικής ζω ής. ' Ε τσι, η κλασική αστική σχολή
δεν αντιμετώπιζε το ζή τη μ α του ιδ ια ίτερ ο υ κοινωνικού χαρακτήρα
της εργασίας του εμπορευματοπαραγω γού. Η μη κατανόηση της διτ­
τής φύσης της εργασίας σ τερ ο ύ σ ε από τη ν κλασική αστική πολιτική
οικονομία την εξα ιρετικά σ η μ α ν τικ ή , από μεθοδολογική άπονη,
προσέγγιση των φαινομένω ν του κ α π ιτα λ ισ τικ ο ύ τρόπου παραγωγής.
Η ανακάλυψη του διττού χ α ρ α κ τή ρ α τη ς εργασίας επέτρεψε στον
Κ. Μαρξ να υποβάλει σε ε π ισ τη μ ο ν ικ ή ανάλυση τα εξαιρετικά πολι»
πλοκα προβλήματα της π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς του καπιταλισμού, ποι
δεν κατάφερε να λύσει η κ λ α σ ικ ή σ χ ο λ ή , και, ταυτόχρονα, να ακο-
καλύψει τη βαθύτερη βάση τω ν α ντιλ ή ψ εω ν των χυδαίων οικονομολό­
γων, που, κατά κανόνα, ταυτίζουν τη σ υγκεκριμ ένη με την αφηρημέ-
νη εργασία και, κάτι ακόμα π ιο σ η μ α ν τικ ό , τις διάφορες συνέπειες
τους. Σημαντικό ρόλο έπα ιξε αυτή η θεω ρ ία σ τη ν έρευνα των νομο­
τελειών που ρυθμίζουν τις εμ πο ρ ευμ α τικ ές σχέσεις. Με βάση τη δι­
δασκαλία του διττού χα ρ α κ τή ρ α τ η ς ερ γα σ ία ς, ο Κ. Μαρξ μπόρεσε
για πρώτη φορά να ε ξ η γή σ ε ι τη δ ιπ λ ή φύση του εμπορεύματος, που
περιγραφή της βρίσκουμε σ τις ερ γ α σ ίες ακόμη του Αριστοτέλη, και
που αποτελούσε αίνιγμα για γ εν ιές ο λ ό κ λ η ρ ες ερευνητών. Η πριν τον
Κ. Μαρξ οικονομική σκέψ η υψ ώ θηκε μ έχ ρ ι το ν λίγο-πολύ επακριβή
προσδιορισμό του διττού χ α ρ α κ τή ρ α του εμπορεύματος. Έτσι, ο Α.
Σμιθ διαχωρίζει την α ντα λλακτική κ α ι τη ν αξία χρ ή σ η ς του εμπορεύ­
ματος. Αλλά ούτε αυτός, ούτε ο Ν τ. Ρ ικ ά ρ ν το δεν καταλάβαιναν την
αιτία αυτού του διττού χα ρ α κ τή ρ α και, επομένω ς, δεν καταλάβαιναν1
και συχνά και δεν έβλεπαν το δ ιττό χ α ρ α κ τή ρ α όλων των διαδικα­
σιών, που συνδέονται με τη ν εμ π ο ρευμ α τική -κα πιτα λισ τική παραγω­
γή, πράγμα που προκαλούσε μια ο λ ό κ λ η ρ η σ ειρ ά λαθών στις θεωρίες
τους.
Ο Κ. Μαρξ καθόρισε ότι η δ ιττή φ ύση του εμπορεύματος πηγάζει
από τον διττό χαρακτήρα τη ς ερ γα σ ία ς που παράγει εμπόρευμα Η
συγκεκριμένη εργασία, σαν ω φ έλιμ η μ ο ρφ ή εργασίας δημιουργεί
αξία χρήσης, ενώ η αφηρημένη ερ γα σ ία σ α ν δαπάνη ανθρώπινης
χειρονακτικής και πνευματικής δύνα μη ς, δη μιουργεί την αξία τοι>
εμπορεύματος. Σ ’ αυτή τη βάση ο Κ. Μ α ρξ αποκάλυψε την αιτία τον
διττού χαρακτήρα του αποτελέσματος τη ς παραγω γής εμπορεύματος,
που ήταν ολότελα ακατανόητη γ ια τ η ν π ρ ο η γο ύ μ ενή του οικονομική
σκέψη. Εξαιτίας του διττού χ α ρ α κ τή ρ α τη ς εργα σία ς δημιουργείται
ταυτόχρονα τόσο η αξία του εμ π ο ρ εύ μ α το ς, όσ ο και η αξία χρήση;
του. Και ακριβώς ο Κ. Μαρξ ανακάλυψε χο γεγονός όχι χο εμπόρευ­
μα αποτελεί αντιφατική ενότητα της αξίας και της αξίας χρήσης.
Ο Κ. Μαρξ, πρώτος στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας, εξή­
γησε την κοινωνική ουσία της αξίας του εμπορεύματος. Πίσω από τις
σχέσεις των εμπορευμάτων στην ανταλλαγή, ανακάλυψε τις σχέσεις
παραγωγής των ανθρώπων, των εμπορευματοπαραγωγών. 'Οπως είναι
γνωστό, ο Κ. Μαρξ προσδιορίζει την αξία σαν σχέση μεταξύ των
ανθρώπων, καλυμμένη με ένα εξωτερικό περίβλημα1. Ο Κ. Μαρξ
έδειξε ότι η εργασία είναι ο αιώνιος και απαραίτητος όρος κάθε πα­
ραγωγής, αλλά μόνο στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής
αποκτά τη λειτουργία του μέτρου σύγκρισης, του ρυθμιστή των α­
νταλλακτικών σχέσεων των εμπορευματοπαραγωγών. Με την ανάλυ­
ση του Κ. Μαρξ, η αξία των εμπορευμάτων παρουσιάστηκε για πρώ­
τη φορά σαν μια ιστορικά παροδική, κοινωνικοπαραγωγική σχέση
των εμπορευματοπαραγωγών, που ρυθμίζεται από τις μέσες, τις κοι­
νωνικά αναγκαίες δαπάνες εργασίας για την παραγωγή εμπορευμά­
των. Και ακριβώς αυτή τη σχέση, θεωρούσε ο Μαρξ σαν τη στοιχειώ­
δη, καθολική σχέση του αστικού τρόπου παραγωγής. «... Η εμπορευ­
ματική μορφή του προϊόντος της εργασίας», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «ή η
αξιακή μορφή του εμπορεύματος, είναι η μορφή του οικονομικού
κυττάρου της αστικής κοινωνίας.»2
Η κατανόηση του ότι η αξία είναι μια ιστορικά παροδική σχέση
παραγωγής, είχε τεράστια επιστημονική και πολιτική σημασία. Γιατί
ξεσκέπαζε τον αστικό μύθο ότι οι εμπορευματικές σχέσεις και, επομέ­
νως, και η καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, είναι τάχα κάτι το αιώνιο
και δοσμένο από τη φύση.
Το πρόβλημα της κοινωνικής ουσίας της αξίας δεν τέθηκε καν από
την κλασική σχολή, που ερμήνευε την αξία σαν εκδήλωση των φυ­
σικών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Ο Α. Σμιθ και ο Ντ. Ρικάρντο στην
ουσία υποκαθιστούσαν το πρόβλημα της ουσίας της αξίας με το πρό­
βλημα του μεγέθους της, δίνοντας μόνο ποσοτική ανάλυση των ε-
μπορευματικών σχέσεων. Ωστόσο, ούτε και το ζήτημα του μεγέθους
της αξίας των εμπορευμάτων δεν βρήκε τη λύση του στις εργασίες
τους.
Και ακριβώς ο Κ. Μαρξ ήταν αυτός που αποκάλυψε το νόμο της
ποσοτικής εξάρτησης του μεγέθους της αξίας του εμπορεύματος από
το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αποδείχνοντας
ότι η αξία των εμπορευμάτων καθορίζεται από τις μέσες, τις τυπικές
για το δοσμένο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, δαπάνες αφηρη-
μένης εργασίας για την παραγωγή τους. Ο Κ. Μαρξ διαχώριζε την
ατομική εργασία, που πρακτικά ξοδεύτηκε για την παραγωγή των ε-

1. Κ. Μαρξ, Φ. Έ νγκελς, Έργα. 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 13, σελ. 20.


2. Στο ίδιο, τόμ. 23, σελ. 6.

223
μπορευμάτων, από την κοινω νικά αναγκαία εργασία, «ου ξοδεύω
κατά μέσο όρο στην κοινω νία για την παραγωγή μιας μονάδας εμπο­
ρεύματος αυτού του είδους. Κ α ι ακριβώς αυτή η τελευταία είναι εκεί­
νη που προσδιορίζει το μέγεθος της αξίας των εμπορευμάτων. Οι
πριν τον Κ. Μ αρξ ο ικ ο νο μ ο λ ό γο ι, είτε δεν έκαναν καθόλου αυτό :ο
διαχωρισμό (όπως για παράδειγμα, ο Πέτι), είτε ερμήνευαν λαθεμένα
το ζήτημα της κοινω νικά αναγκαίας εργασίας (για παράδειγμα, οΝι.
Ρικάρντο). Οι χυδα ίοι όμως οικονομολόγοι, δομούν τις απολογητικές
τους αντιλήψεις, ενάντια σ τη ν εργασιακή θεωρία της αξίας, παρα­
γνωρίζοντας αυτόν το διαχω ρισμό.
Η σωστή λύση του προβλήματος του μεγέθους της αξίας είχε ιερά-
στια σημασία για την ανάλυση των καπιταλιστικών σχέσεων παρα­
γωγής, για τί το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος αποτελεί το\-
συνδετικό κρίκο, με τον οποίο πραγματοποιείται άμεσα η ποσοτική
εξάρτηση όλων των σχέσεω ν παραγωγής του καπιταλισμού από το
επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Ο Κ . Μ αρξ έδειξε ότι η δια δικ α σ ία της παραγωγής είναι δυαδική
και από την άποψη της δημιουργίας της αξίας του εμπορεύματος. Σε
μια και την αυτή δια δικ α σία παραγωγής ταυτόχρονα και δημιουργεί-
ται νέα αξία και μεταφέρεται από τα μέσα παραγωγής στο παραγόμε-
νο εμπόρευμα η παλιά αξία. Συνάμα, ενώ η νέα αξία δημιουργείται με
τη δαπάνη αφηρημένης εργασίας, η παλιά αξία μεταφέρεται στο νέο
εμπόρευμα με τη βοήθεια της συγκεκριμένης εργασίας, ο ωφέλιμος
χαρακτήρας της οποίας διατηρεί την παλιά αξία στην εκνέου δημι-
ουργημένη αξία χρ ή σ η ς του εμπορεύματος. Μ ’ αυτό τον τρόπο,ο Κ.
Μαρξ πέτυχε να δόσει επ ιστημ ονική λύση στο πρόβλημα της δομής
της αξίας του εμπορεύματος. Ο Κ . Μ αρξ προσδιόρισε ότι η αξίατοιι
εμπορεύματος αποτελείται από δυο μέρη: την εκνέου δημιουργημένη
αξία και την αξία που μεταφέρθηκε από τα προηγούμενα χρόνια.
Έ τ σ ι έλυσε το αίνιγμα, μπρος στο οποίο είχε σταματήσει η κλασική
αστική πολιτική οικονομία, και το οποίο είχε διατυπώσει στο λεγό­
μενο «δόγμα Σμιθ». Μη κατανοώντας τη διττή δομή της αξίας, η
αστική πολιτική οικονομ ία δεν μπορούσε να προσεγγίσει επιστημο­
νικά σε μια ολόκληρη σειρά βασικών προβλημάτων: να αποκαλύψει
την αξιακή δομή του κεφαλαίου, να καταλάβει τη διαδικασία της
συσσώρευσής του, να ερευνήσει την αναπαραγωγή του κοινωνικοί
κεφαλαίου κλπ. Ταυτόχρονα, η λύση αυτού του προβλήματος αχό
τον Κ. Μαρξ αποτελούσε χτύπημα κατά των αντιλήψεων των χυδαίων
οικονομολόγων, που χρησιμοποιούν πλατιά το «δόγμα Σμιθ».
Η διδασκαλία για το διττό χαρακτήρα της εργασίας αποτέλεψε
σηιιαντική προϋπόθεση για τη διερεύνηση του προβλήματος της
λ 5 τ ι τα εμπορεύματα έχοΐ"1
επομένως η αξία τους έχει καθαρά κοινωνικό χαρακτήρα, τότε γίνε­
ται για μας αυτονόητο ότι και να εκδηλώνεται μπορεί μονάχα στην
κοινωνική σχέση του ενός εμπορεύματος με ένα άλλο εμπόρευμα.»'
Από εδώ ο Κ. Μαρξ συμπεραίνει ότι η ανταλλακΐική αξία ή η α­
νταλλακτική σχέση των εμπορευμάτων είναι αναγκαία μορφή εμφά­
νισης της αξίας τους.
Ταυτόχρονα, ο Κ. Μαρξ καθόρισε ότι η αξία του εμπορεύματος
στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορεί να εκφραστεί άμεσα στις
εργατοώρες που δαπανήθηκαν για την κατασκευή του. Η αξία μπορεί
να αποκτήσει εξωτερική έκφραση μόνο σε καθορισμένη ποσότητα
αξίας χρήσης άλλου εμπορεύματος, που εξισώνεται με το πρώτο από
ανταλλακτική άποψη. Η αξία του εμπορεύματος αποκτά την εξωτερι­
κή της έκφραση στην ποσότητα της αξίας χρήσης του άλλου εμπο­
ρεύματος. Έ τ σ ι, ο Κ. Μαρξ αποκάλυψε την απόλυτη σαθρότητα των
μικροαστικών αντιλήψεων του «εργατικού χρήματος» και των θεω­
ριών του ουτοπικού σοσιαλισμού, που βασίζονταν σ ’ αυτές.
Μόνο με την έρευνα των ιδιοτήτων της συγκεκριμένης και της
αφηρημένης εργασίας, ήταν δυνατό να αποκαλυφθεί το μυστικό της
ισοδύναμης μορφής της αξίας, που μια από τις βασικές της ιδιαιτερό­
τητες είναι το γεγονός ότι στην ισοδύναμη μορφή της αξίας «η συ­
γκεκριμένη εργασία γίνεται η μορφή εμφάνισης του αντιθέτου της —
της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας»2. Αυτή η ανάλυση αποτελεί
απαραίτητο κρίκο στην έρευνα της ιστορικής ανάπτυξης της μορφής
της αξίας από την απλή, τυχαία, μεμονωμένη μορφή στην πλήρη ή
αναπτυγμένη, και κατόπιν στη γενική και, τελικά, στη χρηματική
μορφή της αξίας, στην έρευνα που αποκάλυψε για πρώτη φορά στην
ιστορία της πολιτικής οικονομίας την προέλευση, την ουσία και τις
λειτουργίες του χρήματος. Ο Κ. Μαρξ σημείωνε ότι το χρήμα είναι η
υλοποίηση της αφηρημένης εργασίας. Με το χρήμα, έγραψε ο Κ.
Μαρξ, «... ο γενικός χρόνος εργασίας... παρουσιάζεται σαν ιδιαίτερο
πράγμα, σαν εμπόρευμα...»3
Στο μεταξύ, η κλασική αστική πολιτική οικονομία ούτε καν προ­
σπάθησε να αναλύσει τις μορφές της αξίας του εμπορεύματος και να
λύσει, σ ’ αυτή τη βάση, το αίνιγμα της χρηματικής μορφής, αν και
πλησίασε στο διαχωρισμό της αξίας και της ανταλλακτικής αξίας,
χωρίς, αλήθεια, να βλέπει σ ’ αυτή την τελευταία την απαραίτητη
μορφή εμφάνισης της αξίας.
Η σημασία της ανάλυσης του Κ. Μαρξ βρίσκεται ειδικότερα στο
γεγονός ότι χωρίς ερεύνηση των μορφών της αξίας είναι αδιανόητη η
κατανόηση των διαδικασιών που συντελούνται στη σφαίρα των αξια-

1. Στο ίδιο, τόμ.23, σελ. 56.


2. Στο ίδιο, σελ. 68.
3. Στο Ιδιο, τόμ. 13, σελ. 34.
κών σχέσεων της καπιταλιστικής οικονομίας, εφόσον δεν υπάρχει
κανένα άλλο μέσο μελέτης αυτών των σχέσεων, εκτός από την ανά­
λυση nuv μορφών της αξίας, των εξωτερικών μορφών εμφάνισης. «0
αξιακός χαρακτήρας του εμπορεύματος», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «προ­
βάλλει. . στην ίδια τη σχέση του με τα άλλα εμπορεύματα». Και πιο
κάτω. »Τον ειδικό χαρακτήρα της εργασίας που δημιουργεί αξία τον
βγάζει στο φως μονάχα η ισοδύναμη έκφραση διαφορετικών στο εί­
δος τους εμπορευμάτων...»'
Η διδασκαλία για τον διττό χαρακτήρα της εργασίας αποτέλεσε
την αφετηρία για να αποκαλύψει ο Κ. Μαρξ το μυστικό του εμπορευ-
ματικού φετιχισμού. Ο Μαρξ διαπίστωσε ότι οι σχέσεις παραγωγής
του καπιταλισμού πραγματώνονται, εκφράζονται σε σχέσεις πραγμά­
των. Σε σχέση μ ’ αυτό, οι κοινωνικές ιδιότητες αυτών των κοινωνι­
κών σχέσεων σαν να μπαίνουν στη συνείδηση των ανθρώπων με την
εμπράγματη μορφή των σχέσεων παραγωγής. Οι σχέσεις των ανθρώ­
πων προβάλλουν με την υποθετική, φανταστική μορφή σχέσεων με­
ταξύ πραγμάτων. Ακριβώς γΓ αυτό, εξετάζοντας τη φύση του εμπο-
ρευματικού φετιχισμού, ο Κ. Μαρξ κατέληξε στο εξής συμπέρασμα:
«Αυτός ο φετιχικός χαρακτήρας του κόσμου των εμπορευμάτων πηγά­
ζει... από τον ιδιόμορφο κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, που πα­
ράγει εμπορεύματα.»2 Η υλική μορφή καμουφλάρει το πραγματικό
περιεχόμενο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Η αποκάλυψη του μυστικού του εμπορευματικού φετιχισμού είναι
πολύ σημαντική από την άποψη της μοθοδολογίας της έρευνας του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο Κ. Μαρξ ξεχώρισε τις σχέσεις
παραγωγής των ανθρώπων αυτές καθαυτές, από την υλική, την απα­
τηλή μορφή αυτών των σχέσεων. Έ τσ ι, άνοιξε ο δρόμος για την
πραγματικά επιστημονική διερεύνηση των σύνθετων φαινομένων της
καπιταλιστικής οικονομίας, ο δρόμος προς την ίδια την ουσία των
σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Ο Κ. Μαρξ έδειξε ότι όλες οι
οικονομικές σχέσεις του καπιταλισμού, όλο το σύστημά τους, φετι-
χοποιείται σε υλική, σε απατηλή μορφή. Και όσο πιο αναπτυγμένες
είναι αυτές οι σχέσεις, τόσο πολυπλοκότερη και πιο συγκεχυμένη
είναι αυτή η μετατραπείσα σε φετίχ μορφή. Γ Γ αυτό η πραγματικά
επιστημονική ανάλυση του καπιταλισμού, των νόμων της οικονομι­
κής του ανάπτυξης, είναι αδύνατη χωρίς την αποκάλυψη του μυστι­
κού του εμπορευματικού φετιχισμού. Η κλασική σχολή με τις μετα­
φυσικές της θέσεις ούτε καν έθεσε το πρόβλημα του εμπορευματικού
φετιχισμού. Αντί να αναλύσει το περιεχόμενο των σχέσεων παραγω­
γής, η σχολή αυτή παραμένοντας δέσμια του εμπορευματικού φετιχι-
σμοΰ, συχνά περιοριζόταν στην περιγραφή της υλικής επίφασης αυ­

1. Στο ίδιο. σελ. 59-60.


1 Στο ίδιο. σελ. 82.

226
τών των σχέσεων. ' Ετσι, όλοι οι εκπρόσωποί της, την ουσία του κε­
φαλαίου τη συνέχεαν με τις υλικές μορφές, στις οποίες εκφράζονταν
οι σχέσεις εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών από τους κακιτα-
λιστές. Θεωρούσαν σαν κεφάλαιο τα μέσα παραγωγής, τα εμπορεϋ-
ματα, το χρήμα. Ολα αυτά όμως είναι μόνο οι υλικές μορφές του
κεφαλαίου, η παραγωγική, η εμπορευματική, η χρηματική μορφή και
όχι το κεφάλαιο αυτό καθαυτό. Η μη κατανόηση του εμπορευματικού
φετιχισμού αποτελεί μια από τις βασικότερες εκδηλώσεις της ταξι­
κής στενότητας της μεθοδολογίας της κλασικής σχολής.
Η διδασκαλία για τον εμπορευματικό φετιχισμό έχει ιδιαίτερη ση­
μασία για τη μελέτη και την κριτική της χυδαίας πολιτικής οικονο­
μίας. Μόνο από τις θέσεις αυτής της διδασκαλίας στάθηκε δυνατό να
φωτιστεί η πραγματική φύση αυτής της κατεύθυνσης της αστικής
πολιτικής οικονομίας, η οποία βασίζεται στην περιγραφή της εξωτε­
ρικής της απατηλής, φετιχικής μορφής των οικονομικών διαδικασιών
του καπιταλισμού με σκοπό την απολογητική υπεράσπιση των συμ­
φερόντων της αστικής τάξης. Οι εμπορευματοφετιχικές μορφές των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που δημιουργούν λαθεμένες πα­
ραστάσεις για το περιεχόμενο αυτών των τελευταίων, σχηματίζουν
τις κατηγορίες της χυδαίας πολιτικής οικονομίας1. Η γνώση αυτής
της ιδιαιτερότητας της χυδαίας οικονομίας αυξάνει σημαντικά την
αποτελεσματικότητα της πάλης εναντίον της, γιατί επιτρέπει να κοτ-
τανοηθούν οι πραγματικές πηγές, οι γνωσιολογικές ρίζες των θεωριών
που υποστηρίζουν οι αστοί απολογητές. Από την άλλη πλευρά, η
κατανόηση αυτής της ουσιαστικής ιδιαιτερότητας της χυδαίας οικο­
νομίας επιτρέπει να δούμε τις αστικές θεωρίες όχι απλά σαν αλλόκο­
τες φανταστικές κατασκευές, που ήρθαν τυχαία στο κεφάλι του ενός
ή του άλλου αστού θεωρητικού, αλλά σαν αντανάκλαση υπαρκτών
οικονομικών διαδικασιών της καπιταλιστικής οικονομίας (πριν απ’
όλα των εξωτερικών μορφών τους), υπαρκτών ταξικών επιδιώξεων
της αστικής τάξης, που διαθλώνται μέσα από το πρίσμα των αστικών
συμφερόντων, του παραδοσιακού τρόπου σκέψης κλπ. Η εμφάνιση
αυτής ή της άλλης αστικής οικονομικής θεωρίας και ο βαθμός εξά-
πλωσής της παρουσιάζονται, από την άποψη αυτή, σαν καθορισμένα
συμπτώματα των κοινωνικοοικονομικών αλλαγών, που συντελούνται
στην οικονομική, πολιτική ή ιδεολογική ζωή της αστικής κοινωνίας,
συμπτώματα, τα οποία η μαρξιστική-λενιστική επιστήμη πρέπει σω­
στά να εκτιμήσει και να χρησιμοποιήσει στην πάλη της με την αστι­
κή ιδεολογία.
Μεγάλη υπηρεσία των Κ. Μαρξ και Φ.Ένγκελς αποτελεί και η διε-
ρεύνηση των αλλαγών στις οποίες υπόκεινται η αξία και ο νόμος της
αξίας στις συνθήκες του καπιταλισμού. Στη διδασκαλία τους για την

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 89.


τιμή παραγωγής ξεπέρασα ν ο λ ο κ λ η ρ ω τικ ά τις αντιφάσεις εκείνη
στις οποίες σ υντρίφ τη κε η κ λ α σ ικ ή αστική πολιτική οικονομία. 0
Μαρξ και ο Ε νγκελς έδειξα ν ό τι με τη ν ανάπτυξη της καπιταλιστι­
κής παραγωγής, του δια κ λ α δ ικ ο ύ ανταγω νισμού, των μέσων συγκοι­
νωνίας, του πιστω τικού σ υ σ τή μ α το ς, ο ι τιμές των εμπορευμάτων στην
αγορά αρχίζουν να ρυθμ ίζονται άμεσα από την τιμή παραγωγής,
είναι ίση με το κόστος πα ρ α γω γή ς συν το μέσο κέρδος, και που ση
βάση της βρίσκεται η αξία του εμπορεύματος. Η αξία του εμπορεύ­
ματος μετατρέπεται, μ ’ αυτό το ν τρ ό π ο , σε τιμή παραγωγής. Η ανά­
λυση από τον Μ αρξ της τιμ ή ς π α ρα γω γή ς αποτέλεσε παραπέρα ανά­
πτυξη και τεκμηρίω ση τη ς επ ισ τη μ ο ν ικ ή ς εργασιακής θεωρίας της
αξίας. Ταυτόχρονα, η ανάλυση αυτή αφαιρούσε το έδαφος στο οποίο
στηρίζονταν οι αγοραίες α ν τιλ ή ψ εις τη ς παραγωγικότητας του κεφα­
λαίου, των «τριών συντελεστώ ν τη ς παραγω γής» και σειρά άλλων.
Η θεωρία της αξίας του Κ. Μ α ρξ απ ο τέλεσ ε τη σπουδαιότατη αρ­
τηρία για την έρευνα τω ν ν ο μ ο τελ ειώ ν της καπιταλιστικής οικονο­
μίας, συμπεριλαμβανομένου κ α ι του βασικού της νόμου, του νόμου
της υπεραξίας.

3. Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΑΠΟ ΤΟΝ Κ. ΜΑΡΞ


ΤΟΥ «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΙΝΗΣΗΣ»
ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Η εκπόνηση από τον Κ. Μ α ρξ επ ισ τη μ ο ν ικ ή ς θεωρίας της υπερα­


ξίας -αποτέλεσε βασικότατο σ υ σ τα τικ ό σ το ιχείο της επανάστασης
που συντελέστηκε σ την π ο λ ιτικ ή οικ ο νο μ ία .
Η αποκάλυψη του μυστικού τη ς π ρ οέλευσ η ς της υπεραξίας, επέ­
τρεψε στον Κ. Μ αρξ να τεκ μ η ρ ιώ σ ει τη θέση ό τι ο νόμος της υπερα­
ξίας είναι ο βασικός νόμος του κ α π ιτα λ ισ τικ ο ύ σχηματισμού, not)
ρυθμίζει τις παραγωγικές σ χ έ σ εις τω ν τάξεω ν της καπιταλιστικής
κοινωνίας. Ο Κ. Μαρξ έδειξε ό τι ο νόμος τη ς υπεραξίας κατέχει ιδιαί­
τερη θέση στο σύστημα των ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν νόμω ν της αστικής κοινω­
νίας. «Η παραγωγή υπεραξίας ή η α π ό κ τη σ η κέρδους», έγραψε ο Κ.
Μαρξ, «είναι ο απόλυτος νόμος αυτού του τρόπου παραγωγής.»1
Αποτελώντας έναν α ντικ ειμ ενικά κα θορισμένο στόχο, το κυνήγι
του κέρδους καθορίζει — άμεσα ή έμμεσα — το χαρακτήρα, την κα­
τεύθυνση, την αιτία όλων τω ν σ χέσ εω ν π α ραγω γής αυτού του τρόπου
παραγωγής. Και, στην έρευνα, π ρ ιν α π ’ όλα, του νόμου της υπερα­
ξίας, ο Κ. Μαρξ αφιέρωσε το κύριο θ εω ρη τικό του έργο, το Κεφάλαιο.
Στο πρόλογο της πρώτης έκδοσης του πρώ του τόμου του Κεφαλαΐοιι.
έγραψε: «... τελικός σκοπός τούτου του έργου είναι να ακοκαλύψει
τον οικονομικό νόμο κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας...»1
Οι πριν τον Κ. Μαρξ οικονομολόγοι που ασχολήθηκαν με τη μελέ­
τη του νόμου της υπεραξίας δεν καταλάβαιναν ότι επρόκειτο για το
βασικό νόμο του καπιταλισμού, δεν είδαν τον ιστορικά παροδικό του
χαρακτήρα, αν και καταλάβαιναν ότι η απόσπαση κέρδους είναι η
καθοριστική αιτία της δραστηριότητας του καπιταλιστή.
Στην ανακάλυψη του νόμου της υπεραξίας τεράστιο ρόλο έπαιξε η
εργασιακή θεωρία της αξίας του Κ. Μαρξ γενικά, και η διδασκαλία
για τον διττό χαρακτήρα της εργασίας που παράγει εμπορεύματα, ει­
δικότερα.
Εξετάζοντας την κυκλοφορία του χρήματος και των εμπορευμάτων
σαν κεφαλαίου, ο Κ. Μαρξ καθορίζει, πριν απ’ όλα, ότι η υπεραξία
δεν εμφανίζεται στη διαδικασία της κυκλοφορίας. Από την άποψη
της αξίας χρήσης, η ανταλλαγή είναι ωφέλιμη και στις δυο πλευρές.
Με την ανταλλαγή του εμπορεύματος με χρήμα, ο πωλητής και ο
αγοραστής αποκτούν εκείνη την αξία χρήσης, για την οποία ο καθέ­
νας τους ενδιαφέρεται περισσότερο. «Και αν η αξία χρήσης του ε­
μπορεύματος», γράφει ο Κ. Μαρξ, «είναι πιο ωφέλιμη στον αγοραστή
παρά στον πωλητή, η χρηματική του μορφή είναι στον πωλητή πιο
ωφέλιμη παρά στον αγοραστή.»2 Από την άποψη της αξίας η ανταλ­
λαγή εμπορευμάτων είναι μια ανταλλαγή ισοδυνάμων, η οποία απο­
κλείει τον πλουτισμό κάποιας πλευράς. Το γεγονός ότι το εμπόρευμα
είναι ενότητα αξίας χρήσης και αξίας, δεν σημαίνει καθόλου ότι αυ­
τό πληρώνεται δυο φορές: μια φορά σαν αξία, και μια φορά σαν αξία
χρήσης. Ασκώντας κριτική στις διάφορες αστικές θεωρίες, που προ­
σπαθούν να συναγάγουν την προέλευση των καπιταλιστικών εισοδη­
μάτων από την κυκλοφορία, ο Κ. Μαρξ δείχνει τη σαθρότητά τους,
τόσο από πρακτική όσο και από μεθοδολογική άποψη. «... Πίσω από
τις απόπειρες να παραστήσουν την εμπορευματική κυκλοφορία», γρά­
φει ο Κ. Μαρξ, «σαν πηγή υπεραξίας κρύβεται συνήθως... η σύγχυση
της αξίας χρήσης με την ανταλλακτική αξία.»3 Η υπεραξία δεν μπο­
ρεί να εμφανισθεί ούτε και στην πλευρά του χρήματος, γιατί το χρή­
μα, παραμένοντας αυτό καθαυτό, δηλαδή, ενσάρκωση, υλοποίηση,
αφηρημένης εργασίας, δεν περιέχει εσωτερικές πηγές αυτοανάπτυ­
ξης·
Η υπεραξία στη διαδικασία της κυκλοφορίας του χρήματος και
των εμπορευμάτων σαν κεφαλαίου (Χ-Ε-Χ) μπορεί να εμφανισθεί μό­
νο από την αξία χρήσης του εμπορεύματος σαν τέτιας, δηλαδή από
την κατανάλωσή του, και όχι από την αξία του, δεδομένου ότι η α-

1. Σ το ίδιο, σ ελ . 16.
2. Σ το ίδιο, σ ελ . 172.
3. Σ το ίδιο. σ ελ . 171.
νταλλαγή εμπορευμάτων tivui ανταλλαγή ισοδυνάμων. Αλλά ιιχό-
σπαοη υπεραξίας από την κατανάλωση των εμπορευμάτων επιτυγχά­
νεται μόνο στην περίπτωση «ου θα βρεθεί ένα εμπόρευμα, που η ίδια
η αξία χρήσης του 9u αποτελούσε πηγή αξίας. Και τέτιο εμπόρευμα
υπάρχει στην καπιταλιστική αγορά, είναι η μισθωτή εργατική δύνα-
μ'1·
Ετσι, η προσέγγιση στην ανάλυση των καπιταλιστικών σχέσεων
αχό τις θέσεις του διττού χαρακτήρα της εργασίας δίνει στον Κ.
Μαρξ τη σωστή κατεύθυνση για την αποκάλυψη της πηγής της υπε­
ραξίας.
Η μεγαλύτερη υπηρεσία του Κ. Μαρξ είναι η ανακάλυψη ότι όχι η
εργασία, αλλά η εργατική δύναμη είναι το εμπόρευμα, που πραγμα­
τοποιείται στη συναλλαγή του καπιταλιστή με τον εργάτη. Ακριβώς
αυτή η ανακάλυψη — που για πρώτη φορά διατυπώθηκε από τον Κ.
Μαρξ στα χειρόγραφα του 1857-1859, την πρωταρχική παραλλαγή
του Κεφαλαίου — επέτρεψε να δοθεί η επιστημονική εξήγηση της
προέλευσης της υπεραξίας. Η ανάλυση το διττού χαρακτήρα της ερ­
γατικής δύναμης — της αξίας χρήσης και της αξίας της — άνοιξε
στην Κ. Μαρξ το δρόμο για την κατανόηση του νόμου της υπεραξίας.
0 Μαρξ έδειξε ότι η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης ξεχωρίζει,
κατά τρόπο ριζικό, από την αξία χρήσης κάθε άλλου εμπορεύματος.
Και συνίσταται στην ικανότητα της εργατικής δύναμης για εργασία,
στην ικανότητά της να δημιουργεί αξία πάνω από τη δική της αξία.
Η υπεραξία είναι ακριβώς εκείνο το μέρος της εκνέου δημιουργημέ-
νης από τον εργάτη αξίας, που υπερβαίνει την αξία της εργατικής
δύναμης.
Πίσω από τις διάφορες μορφές των μη εργασιακών εισοδημάτων,
τα οποία εισπράττουν οι εκμεταλλεύτριες τάξεις της αστικής κοινω­
νίας, ο Κ. Μαρξ ανακάλυψε την κοινή τους βάση, την υπεραξία. Η
ανακάλυψη της υπεραξίας, σε διάκριση από τις συγκεκριμένες της
μορφές, είχε τεράστια σημασία. Γιατί φανέρωσε τη βαθύτερη βάση
των αστικών σχέσεων παραγωγής, για πρώτη φορά επέτρεψε να λυθεί
επιστημονικά το ζήτημα της προέλευσης των καπιταλιστικών εισο­
δημάτων, ο εκμεταλλευτικός τόυς χαρακτήρας, να αναχθούν στην
πραγματική τους πηγή: στην απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργα­
τών.
Η ανακάλυψη από τον Κ. Μαρξ της υπεραξίας, άσχετα από τις
μορφές εμφάνισής της, επέτρεψε να διευκρινισθεί η προέλευσή της
από την άποψη της δράσης του νόμου της αξίας, και έτσι να λυθεί
ένα πρόβλημα, μπρος στο οποίο σταμάτησε και πάνω στο οποίο παι­
δεύτηκε όλη η προηγούμενη οικονομική σκέψη. Η κλασική αστική
πολιτική οικονομία, ξεκινώντας από το ότι εμπόρευμα είναι η εργα­
σία του εργάτη, έφτασε σε αδιέξοδο, γιατί η λαθεμένη αυτή θέση

230
απέκλειε τη ουνατοτητα να κατανοηθεί η προέλευση του καπιταλι­
στικού κέρδους με βάση την εργασιακή θεωρία της αξίας
Οι συσιαλιστές-ουτοπιστές κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το
κέρδος είναι αποτέλεσμα της παραβίασης του νόμου της αξίας, είναι
αποτέλεσμα του όχι ο καπιταλιστής δεν πληρώνει τους εργάτες για
όλη την εργασία τους και επομένως, είναι κάτι το τυχαίο, που μπορεί
να εξαλειφθεί ολοκληρωτικά με τη συνεπή εφαρμογή του νόμου της
εργασιακής αξίας1. Και οι μεν και οι δε, δεν μπορούσαν να δόαουν
επιστημονική λύση σ ’ αυτό το κεντρικό πρόβλημα της πολιτικής
οικονομίας του καπιταλισμού. .
Ξεκινώντας από το ότι η εργατική δύναμη, όπως και τα άλλα εμπο­
ρεύματα, σε τελευταία ανάλυση πωλείται σύμφωνα με την αξία της
και ότι ο μισθός του εργάτη αποτελεί το χρηματικό της ισοδύναμο, ο
Κ. Μαρξ έδειξε ότι ο εργάτης στη διαδικασία της παραγωγής δημι­
ουργεί αξία περσσότερη από την αξία της εργατικής του δύναμης.
Αυτό το πλεόνασμα, που αποτελεί την υπεραξία και που ιδιοποιείται
δωρεάν ο καπιταλιστής, αποτελεί την υπεραξία, όπως έδειξε ο Κ.
Μαρξ, δημιουργείται όχι με την παραβίαση του νόμου της αξίας,
αλλά στη βάση της απόλυτης τήρησής του.
Αυτό το συμπέρασμα επέτρεψε στον Κ. Μαρξ να διαπιστώσει ότι η
εκμετάλλευση του προλεταριάτου από την αστική τάξη δεν είναι τυ­
χαία, δεν είναι παραβίαση του «δικαίου», αλλά είναι η αντικειμενικά
αναγκαία ζωική βάση, είναι η ουσία της καπιταλιστικής παραγωγής,
είναι εσωτερική του νομοτέλεια. Από εδώ έβγαινε ότι η εξάλειψη της
εκμετάλλευσης στα πλαίσια του’ καπιταλισμού είναι αδύνατη. Αυτό
το συμπέρασμα του Κ. Μαρξ έχει τεράστια πρακτική σημασία για το
εργατικό κίνημα, γιατί δεν αφήνει τίποτε όρθιο από την απολογητική
θεωρία της «αρμονίας» των συμφερόντων των τάξεων στον καπιταλι­
σμό.
Με βάση τη διδασκαλία του διττού χαρακτήρα της εργασίας, ο Κ
Μαρξ αποκαλύπτει και ερευνά τις δυο βασικές μορφές της υπεραξίας
(την απόλυτη και τη σχετική) και, αντίστοιχα, τους δυο βασικούς
τρόπους αύξησής της (την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας,
και την παράταση της εργάσιμης ημέρας, από τη μια, και την αύξη­
ση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, από την άλλη).
Η ανακάλυψη της θέσης του νόμου της υπεραξίας στο σύστημα
των οικονομικών νόμων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, επέ-

1. «Σε συνθήκες ισότητας της ανταλλαγής», έγραψε ένας αχό τους σοσιαλιστές
-ουτοπιστές, ο Τζ. Φ. Μπρέι, «ούτε ένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ζήσει σε
βάρος των άλλων, όπως συμβαίνει σήμερα, και ούτε θα υπήρχε δυνατότητα να
ιδιοποιηθεί μια τάξη το προϊόν της εργασίας άλλης τάξης...» (Τζ. Φ. Μπρέι, Οι
αδικίες στην εργασία και τα μέσα για την εξάλειψή τους. ή ο αιώνας της δύναμης και ο
αιώνας του δικαίου, Μόσχα, 1956, σελ. 74).

231
Tpcyt στον Κ. Μαρξ να δείξει τη βασική μ εθοδολογικ ή σημασία τη^
Μωρίας της υπεραξίας για τη διερεύνησ η του καπιταλισμού. Η θεω­
ρία ιιυιή, εφόσον αποκάλυπτε το σ η μ α ν τικ ό τερ ο , το βαθύτερο μυστι­
κό της πρόλευσης του πλούτου της α σ τικ ή ς τά ξη ς, έδινε τη δυνατό­
τητα να εξηγηθούν και όλα τα άλλα σύνθετα προβλήμ ατα του. «Αι>-
τός είδε», έγραψε ο ' Ηνγκελς για τον Μ αρξ, ό τα ν ερευνούσε το νόμο
της υπεραξίας, «πως εδώ... επρόκειτο... για ένα γεγο νό ς, που έμελλε
να ανατρέψει ύλη την πολιτική ο ικ ο νο μ ία και που πρόσφερε, σ ’ εκεί­
νον που ήξερε να το χρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ει, το κ λ ειδ ί για την κατανόηση
όλης της κεφαλαιοκρατικής παραγω γής. Μ ε βάση αυτό το γεγονός,
ερεύνησε όλες τις υπάρχουσες κατηγορίες...»1
0 Κ. Μαρξ και ο Φ. Έ ν γ κ ελ ς, ερευνώ ντας, από την άποψη τοο
νόμου της υπεραξίας, όλο το σύστη μα τω ν κ α π ιτα λ ισ τικ ώ ν σχέσεων
παραγωγής, ανέτρεψαν όλο τον τρόπο θ εώ ρ η σ η ς τη ς καπιταλιστικής
οικονομίας.
Με βάση την επιστημονική θεω ρία τη ς υπερ α ξία ς, ο Κ. Μαρξ απο­
κάλυψε, για πρώτη φορά, την ουσία του κεφ αλαίου. Ο ι προκάτοχοί
του. όπως είναι γνωστό, μελετούσαν το ένα ή το άλλο στάδιο της
κΰκλησης του κεφαλαίου, τη ν εμπράγματη μορφ ή του, ταυτίζοντάς
την με το κεφάλαιο. Έ τ σ ι, οι εμ π ο ρ ο κρ ά τες (μερκαντιλιστές), επι­
κέντρωναν την προσοχή τους στη χ ρ η μ α τ ικ ή μ ο ρφ ή, οι φυσιοκράτες
στην εμπορική, ο Α. Σμιθ και ο Ντ. Ρ ικ ά ρ ν το κύρια σ την παραγωγι­
κή μορφή του κεφαλαίου. Μ όνο ο ο ι -ο π ικ ό ς σ ο σ ια λ ισ μ ό ς πλησίασε
στην άποψη ότι το κεφάλαιο είναι κ ο ιν ω ν ικ ή ς φ ύσης φαινόμενο, μέ­
σο απόκτησης εξουσίας πάνω στη ε ρ γ α σ ία 2. Ω σ τό σ ο και οι εκπρό­
σωποι του ουτοπικού σοσιαλισμού δεν α ποκά λυψ α ν τη ν πραγματική
ουσία του κεφαλαίου.
Μόνο ο Κ. Μαρξ απέδειξε ότι το κ εφ ά λ α ιο δεν είνα ι πράγμα, αλλά
ιδιαίτερη σχέση παραγωγής της α σ τικ ή ς κ ο ιν ω ν ία ς, σ χέσ η εκμετάλ­
λευσης των μισθωτών εργατών από τους κ α π ιτα λ ισ τές, σχέση παρα­
γωγής (από τους εργάτες) και ιδ ιο π ο ίη σ η ς (από τους καπιταλιστές)
υπεραξίας. Αυτή η σχέση, που αποτελεί τη ν ο υ σ ία του καπιταλισμού,
δημιουργείται εξαιτίας της μ ο ν ο π ω λ ιο π ο ίη σ η ς τω ν μέσων παραγω­
γής αχό την αστική τάξη, της α π α λ λ ο τρ ίω σ η ς τω ν μικρομεσαίων πα­
ραγωγών και της μετατροπής τους σε π ρ ο λ ετά ρ ιο υ ς, σ ε τάξη στερημέ­

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 2, σελ. 15 (π ρ ό λ ο γο ς του Φ. Έ ν γ κ ε λ ς , υπογράμ­


μιση του συγγραφέα, Β. Αφανάσιεφ).
1 «Το πάγιο κεφάλαιο», έγραψε ο σ ο σ ια λ ισ τή ς-ρ ικ α ρ ν τια νό ς Τ. Χόντσκιν στο
έργο του Η υπεράσπιση της εργασίας από τις αξιώσεις του κεφαλαίου, «αντλεί τψ
ωφέλιμότητά του όχι από την παρωχημένη, αλλά από την τωρινή εργασία, και αποφέρα
στ<η κάτοχό του κέρδος, όχι για το λόγο ό τι έ χ ε ι α ποθεμα τοποιη θεϊ, αλλά για το
λόγο ότι είναι ένα μέσο για να αποκτηθεί εξουσία πάνω σ τη ν εργασία» (παρατί­
θεται αχό: Κ Μ—* -
νη μέσων παραγωγής και αναγκασμένη γ ι' αυτό να πουλάει την ερ­
γατική της δύναμη στους καπιταλιστές. Αυτή η σχέση εμφανίζεται
σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και για
μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελεί προοδευτική μορφή ανάπτυξης
της παραγωγής. Ομως, με την εμφάνιση της μεγάλης βιομηχανίας, η
ατομική καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησης έρχεται σε σύγκρουση με
τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και με το πέρασμα του χρό­
νου γίνεται ασυμβίβαστη με τις ανάγκες της παραγωγής.
Η διδασκαλία της υπεραξίας επέτρεψε στον Κ. Μαρξ, να φανερώ­
σει για πρώτη φορά τη δομή του κεφαλαίου, να βρει εκείνες τις δια­
φορές των συστατικών στοιχείων του κεφαλαίου, οι οποίες απορρέουν
από την ουσία του και όχι από το χαρακτήρα της κυκλοφορίας του.
Ό π ω ς είναι γνωστό, η προμαρξιστική οικονομική σκέψη δεν προ­
χώρησε πέρα από το διαχωρισμό του πάγιου και του κυκλοφοριακού
κεφαλαίου. Ο Κ. Μαρξ έδειξε ότι από την άποψη της δημιουργίας
της αξίας και της υπεραξίας, το κεφάλαιο χωρίζεται σε σταθερό —
υλοποιημένο στα μέσα παραγωγής — και σε μεταβλητό, που είναι η
μισθωτή εργατική δύναμη που λειτουργεί, Η δύναμη αυτή είναι η
μοναδική πηγή της υπεραξίας. Αυτό το μέρος του κεφαλαίου ονομά­
στηκε από τον Κ. Μαρξ «μεταβλητό», γιατί από αυτό ακριβώς δημι-
ουργείται μια αξία, που υπερβαίνει την αξία της εργατικής δύναμης.
Και η αξία του σταθερού μέρους του κεφαλαίου μεταφέρεται, με την
εργασία, στο παρασκευαζόμενο εμπόρευμα.
Η διδασκαλία για το σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο έθεσε
τέρμα στην πλάνη ότι το κεφάλαιο έχει παραγωγικό χαρακτήρα. Από
την άλλη, αποτέλεσε τη βάση της διδασκαλίας του Μαρξ για την
οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, διδασκαλία που έχει τεράστια ση­
μασία για την επιστημονική θεωρία του καπιταλιστικού τρόπου πα­
ραγωγής. Η διδασκαλία της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, επέ­
τρεψε στον Κ. Μαρξ, με βάση το νόμο της υπεραξίας, να αποκαλύψει
μια ολόκληρη ομάδα νόμων της ποσοτικής εξάρτησης των κυριότε-
ρων οικονομικών διαδικασιών και φαινομένων από το επίπεδο ανά­
πτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, να διερευνήσει το μηχανισμό
δράσης μιας σειράς οικονομικών νόμων του καπιταλισμού, των νό­
μων της απλής και της διευρυμένης αναπαραγωγής, του μέσου ποσο­
στού κέρδους και του κόστους παραγωγής, της τάσης του ποσοστού
κέρδους για μείωση, της διαφορικής και της απόλυτης γαιοπροσόδου
και πολλών άλλων).
Η θεωρία της υπεραξίας και η διδασκαλία για την οργανική σύν­
θεση του κεφαλαίου βρίσκονται στη βάση της ανάλυσης του γενικού
νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ο προκάτοχοι του Κ. Μαρξ
και οι σύγχρονοί του κατέγραφαν τα αποτελέσματα, τις εξωτερικές
εκφάνσεις αυτού του νόμου, χωρίς να κατανοούν τον αντικειμενικό
χαρακτήρα του, το μηχανισμό της δράσης του. Ο Κ. Μαρξ όμως απέ-
ί>ειςε i'll η i6m η λειτουργία της κ α π ιτα λ ισ τικ ή ς παραγω γής οδηγίι
αναγκαστικά στην όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ τη ς εργατικής τά·
;ης και της ασιικής τάξης, ότι σ την ίόια τη φύση του καπιταλιστι­
κού τρόπου παραγωγής βρίσκεται μια εκ ρ η κ τικ ή δύναμη τεράστιας
ισχύος, η οποία με την ανάπτυξη του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ συσσωρεύεται
kui θα οδηγήσει αναπόφευκτα σ την επ α ν α σ τα τικ ή αντικατάσταση
του καπιταλισμού από το σ οσιαλισμ ό. Σ ’ αυτό σ υ νίσ τα τα ι και η
ιστορική τάση της καπιταλιστικής σ υ σ σ ώ ρευσ η ς.
Η ταξική δομή της αστικής κοινω νίας, ο ι ο ικ ο ν ο μ ικ ές αντιθέσεις
των τάξεων και η ταξική πάλη σ ’ αυτή τη ν κ ο ιν ω ν ία είχα ν περιγρά­
φει πολύ πριν από την εμφάνιση του μα ρξισμού. «... Σε μένα δεν ανή­
κει·, έγραψε ο Κ.. Μαρξ στο γράμμα του π ρ ο ς το ν I. Βάιντεμαγερ στις
5 του Μάρτη 1852, «ούτε η υπηρεσία ότι α να κ ά λυ ψ α τη ν ύπαρξη των
τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ό τι εγώ α να κάλυψ α τη μεταξύ
τους πάλη... Εκείνο το νέο που εγώ έκανα, σ υ ν ίσ τα τα ι στο ότι απέ­
δειξα το εξής: 1) ότι η ύπαρξη των τάξεων σ υ ν δ έετα ι μόνο με καθορι­
σμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγω γής, 2) ό τι η ταξική πά­
λη οδηγεί αναγκαστικά στη δικ τα το ρ ία του π ρ ο λ ετα ρ ιά το υ , 3) ότι
αυτή η ίδια η δικτατορία αποτελεί μόνο το π έρ α σ μ α σ τη ν εξάλειψη
όλων των τάξεων και σε κοινωνία χω ρίς τά ξεις.»
Στις εργασίες του Κ. Μάρξ και του Φ. Έ ν γ κ ε λ ς αποκαλύπτονται
οι οικονομικοί νόμοι του καπιταλισμού, που σ τη βάση τους αναπαρά-
γονιαι οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις μεταξύ τη ς ερ γα σ ία ς και του κε­
φαλαίου, εντεΐνεται η εκμετάλλευση του π ρ ο λ ετα ρ ιά το υ , δημιουρ-
γούνται οι αντικειμενικές και υποκειμενικές π ρ ο ϋ π ο θ έσ εις της σοσια­
λιστικής επανάστασης. «Το κύριο σ τη δ ιδ α σ κ α λ ία του Μαρξ», έγρα­
ψε ο Λένιν, «είναι ότι φώτισε τον κ ο σ μ ο ϊσ τ ο ρ ικ ό ρ ό λ ο του προλετα­
ριάτου σαν δημιουργού της σ ο σ ια λ ισ τικ ή ς κ ο ιν ω ν ία ς.» 2 Αυτή η ανα­
κάλυψη εγκαινίασε μια νέα εποχή σ τη ν ισ τ ο ρ ία τ η ς κοινω νικής σκέ­
ψης. Οι πριν τον Κ. Μαρξ ο ικ ο νο μ ο λ ό γο ι δεν π ρ ο χ ώ ρ η σ α ν πέρα από
την περιγραφή της άθλιας κατάστασης του π ρ ο λ ετα ρ ιά το υ στις συν­
θήκες του καπιταλισμού δεν κατάλαβαν, ό τι η ίδια η λειτουργία του
καηταλισμού δημιουργεί, οργανώ νει, σ υ σ π ε ιρ ώ ν ε ι, εκπαιδεύει και
ρίχνει την τάξη του προλεταριάτου σ τ η ν α π ο φ α σ ισ τικ ή πάλη κατά
του εκμεταλλευτικού συστήματος τη ς μ ισ θ ω τή ς δουλείας.
Η θεωρία του επιστημονικού κ ομ μ ουνισ μ ού, τη ν ο π ο ία δημιούρ­
γησαν ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Έ ν γ κ ε λ ς , σ υ ν δ έετα ι σ τενότατα με τη
θεωρία της υπεραξίας, που αποκάλυψε τ η ν ο υ σ ία του βασικού οικο­
νομικού νόμου του καπιταλισμού. Ο Β. I. Λ ένιν επ ισ ή μ α ν ε ότι «είναι
αναπόφευκτη η μετατροπή της κ α π ιτα λ ισ τικ ή ς κ ο ινω νία ς σε σοσια­

1. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Εργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 28, σελ. 424, 427.
1 Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 23, σελ. I
λιστική, ολοκληρωτικά και αποκλειστικά από τον οικονομικό νόμο
κίνησης της σύγχρονης κοινωνίας»1.

4. Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ


ΑΠΟ ΟΥΤΟΠΙΑ ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Η πριν τον Κ. Μαρξ και τον Φ. Έ νγκελς σοσιαλιστική θεωρία, ο


ουτοπικός σοσιαλισμός, που για πρώτη φορά έθεσε το ζήτημα της
αναντιστοιχίας του καπιταλισμού με τα συμφέροντα των πλατιών
λαϊκών μαζών, και της ανάγκης να αντικατασταθεί με ένα νέο κοινω­
νικό σύστημα, το σοσιαλισμό, προσπάθησε να εξαγάγει αυτή την
αναγκαιότητα από τη φύση του ανθρώπου, από τα αιώνια ιδανικά της
καλοσύνης και του δικαίου. Ο ουτοπικός σοσιαλισμός γΓ αυτό
ακριβώς ονομάζεται και ουτοπικός, γιατί δεν είδε τις πραγματικές
αντικειμενικές δυνάμεις και τους νόμους που οδηγούν στην εξάλειψη
του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού2.
Η ανωριμότητα της καπιταλιστικής παραγωγής και του εργατικού
κινήματος δεν επέτρεψε στους ουτοπικούς σοσιαλιστές να δουν τη
γέννηση εκείνων των δυνάμεων που είναι ικανές να ανατρέψουν το
καπιταλιστικό σύστημα. Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές δεν καταλάβαι­
ναν τον κοσμοιστορικό ρόλο του προλεταριάτου, δεν είδαν σ ' αυτό
την επαναστατική εκείνη δύναμη που είναι ικανή να χτίσει το σοσια­
λισμό. «ΓΓ αυτούς, το προλεταριάτο υπάρχει μόνο σαν τάξη που
υποφέρει περισσότερο»3. Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές απέρριπταν την
επαναστατική ταξική πάλη. Και ακριβώς αυτό προσδιόρισε τον ου­
τοπικό χαρακτήρα των σοσιαλιστικών τους θεωριών.
Ωστόσο ανάμεσα στις φαντασιώσεις των ουτοπικών σοσιαλιστών
συναντάμε μεγαλοφυείς προβλέψεις του σοσιαλισμού. Π ηγή τους

1. Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 26, σελ. 72.


2. Ακόμη και οι καλύτεροι εκπρόσωποι του ουτοπικού σοσιαλισμού, αυτοί που
είχαν υψωθεί ως την κατανόηση της αναγκαιότητας της ολοκληρωτικής κατα­
στροφής του αστικού κοινωνικού συστήματος, αναζητούσαν τη βάση του μελ­
λοντικού συστήματος στα «αιώνια ιδανικά της δικαιοσύνης». Ο Τζ. Φ. Μπρέι
έγραψε ότι «κάθε κοινωνική και πολιτική αδικία πηγάζει από το κυρίαρχο σήμε­
ρα κοινωνικό σύστημα, από το θεσμό της ιδιοκτησίας, στη σύγχρονή του μορφή-
γι ’ αυτό, για να μπει μια για πάντα τέρμα, στις σημερινές αδικίες και συμφορές,
είναι απαραίτητο να εκθεμελιωθεί το σύγχρονο κοινωνικό σύστημα και να αντι­
κατασταθεί από ένα άλλο σύστημα, που να αντιστοιχεί περισσότερο στις αρχές
της δικαιοσύνης και του ανθρώπινου λογικού (Τζ. Μπρέι, Οι αδικίες στην εργασία
και τα μέσα για την εξάλειψή τους ή ο αιώνας της δύναμης και ο αιώνας τον δικαίου,
σελ. 38-39).
3. Κ. Μαρξ, Φ. ’ Ενγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 4, σελ. 455.
MiH&MU η κατανόηση του γεγονότος οτι ο καπιταλισμός δεν ικα­
νοποιεί, ότι είναι ανορθόλογος, όχι όμως και η επιστημονική κατανό­
ηση τα»ν ανιικειμενικών νόμων της ανάπτυξης της κοινωνίας. Ό π»;
έραναν ο» Μαρξ και Ενγκελς, -αυτή η φανταστική περιγραφή της
μελλοντικής κοινωνίας παρουσιάζεται... από την πρώτη... εξόρμηση
τον προλεταριάτου προς την καθολική αναμόρφωση της κοινωνίας» .
Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές προσέγγισαν στην κατανόηση του γεγο­
νότος ότι όλα τα κακά του καπιταλισμού πηγάζουν από την κυριαρ­
χία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Γι ’ αυτό και δια­
κήρυξαν την ανάγκη της αντικατάστασής της με την κοινωνική ιδιο­
κτησία και μίλησαν για τα πλεονεκτήματα του μελλοντικού συστή­
ματος. Ταυτόχρονα, ο ουτοπικός σοσιαλισμός «... δεν μπορούσε ούτε
να εξηγήσει την ουσία της μισθωτής σκλαβιάς στον καπιταλισμό,
ούτε να ανακαλύψει τους νόμους της εξέλιξή ς του, ούτε να βρει την
κοινωνική εκείνη δύναμη που είναι ικανή να γίνει ο δημιουργός της
νέας κοινωνίας»'.
Με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης του προλεταριάτου εξαντλεί­
ται ο προοδευτικός ρόλος του ουτοπικού σοσιαλισμού. Στις συνθή­
κες όπου καθοριστική δύναμη της κοινω νικής ανάπτυξης γίνεται η
πάλη του προλεταριάτου με την αστική τάξη, ο ουτοπικός σοσιαλι­
σμός, ο οποίος αρνιέται την αναγκαιότητα τη ς ταξικής πάλης και της
προλεταριακής επανάστασης, εκφυλίζεται σε αντιδραστικό ρεύμα.
Ανακύπτει η αναγκαιότητα της δημιουργίας μιας πραγματικά επι­
στημονικής σοσιαλιστικής θεωρίας.
Μια τέτια επιστημονική θεωρία, ικανή να αποτελέσει το ισχυρό
ιδεολογικό όπλο απελευθέρωσης των εργαζόμενων μαζών — ο επι­
στημονικός σοσιαλισμός — δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην
ιστορία της ανθρωπότητας από τους μεγάλους ηγέτες του προλεταριά­
του, τον Κ. Μαρξ και τον Φ. ’ Ενγκελς.
0 επιστημονικός σοσιαλισμός εμφανίστηκε στη βάση της γενί­
κευσης της πείρας της μακραίωνης πάλης των εργαζομένων για την
απελευθέρωσή τους, πριν α π ’ όλα στη βάση τη ς πάλης του προλετα­
ριάτου. Η δημιουργία της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού
αποτέλεσε μια μεγαλειώδη επανάσταση σ ’ όλες τις κοινωνικές επι-
στφκς καν πριν απ’ όλα, στην πολιτική οικονομία. Ο επιστημονι­
κός σοσιαλισμός γεννήθηκε από τις ανάγκες τη ς επαναστατικής πά­
λης του προλεταριάτου με την αστική τάξη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο
μαρξισμός, σαν επιστημονική, θεωρητική έκφραση του προλεταρια­
κού κινήματος, δημιουργήθηκε ακριβώς στη δεκαετία του 1840. Σ’
αυτή την περίοδο εμφανίστηκε ανοιχτά πια, ο ταξικός ανταγωνισμός
και οι άλλες βαθύτατες αντιθέσεις του καπιταλισμού.

I. Ιτο iSto, <κλ. 456.


1 Β.Ι. Λένιν, Απαντα, τή» ν*
Ετα μεγαλοφυή εργα των Μαρξ και Ενγκελς, ο σοσίΛλιομός *β-
ρουσιάζεται για χρώτη φορά σαν εχιστημονική θω ρίο, «ου στηρίζε­
ται στην ανάλυση των αντικειμενικόν νόμων του καπιταλιστικού
σχηματισμού και δείχνει το σωστό δρόμο για την αχαλλαγή των ερ­
γαζομένων αχό την εκμετάλλευση και τη φτώχεια, τους χολέμους και
την εθνική καταχϊεση, την χολιτική ανομία και το χνευματικό σκοτά­
δι. -Στον Μαρξ», έγραψε ο Β.Ι. Λένιν, «δεν υχάρχει ούτε ίχνος χρο-
σχάθειας να επινοήσει ουτοκίες, να μαντέψει στα τυφλά εκείνο χου
δεν μχορεί να το ξέρει κανείς. Ο Μαρξ θέτει το ζήτημα του κομμού-
νισμού, όχως ο φυσιοδίφης θα έθετε το ζήτημα της εξέλιξης μιας
νέας, θα λέγαμε, βιολογικής παραλλαγής, μια και ξέρουμε γ ι' αυτή
πως γεννήθηκε με τον τάδε τρόπο, και χαραλλάζει χρος την τάδε
καθορισμένη κατεύθυνση.·»'
Τον μεγαλύτερο ρόλο στη μετατροκή του σοσιαλισμού αχό ουτο­
πία σε επιστήμη έπαιξαν οι δυο μεγάλες ανακαλύψεις του Κ. Μαρξ και
του Φ. ’ Ενγκελς: η επεξεργασία της υλιστικής αντίληψης της ιστο­
ρίας και η ανακάλυψη του νόμου της υχεραξίας. Οι θεμελιωτές του
επιστημονικού σοσιαλισμού απέδειξαν ότι η ιστορία της κοινωνίας
αποτελεί μια διαδοχική αντικατάσταση των κοινωνικοοικονομικών
σχηματισμών, η οποία πραγματοποιείται κάθε άλλο χαρά αυτόματα.
Οι ξεπερασμένες, οι απαρχαιωμένες σχέσεις χαραγωγής, που για τη
διατήρησή τους ενδιαφέρονται οι αντιδραστικές τάξεις, δεν μπορούν
να εξαλειφθούν χωρίς αγώνα. Γ ι' αυτό, νόμος ανάχτυξης των αντα­
γωνιστικών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών είναι η ταξική χά-
λη των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές, και μέσο για
το πέρασμα από τον ένα σχηματισμό στον άλλο είναι η κοινωνική
επανάσταση.
Έ τσ ι, η ιστορία της κοινωνίας *για πρώτη φορά παρουσιάστηκε
όχι σαν ένα ανεξήγητο χάος τυχαίων γεγονότων, αλλά σαν μια νομο­
τελειακή διαδικασία προοδευτικής ανάπτυξης της αηΦρωκότητας.
Αυτή ή ανακάλυψη αποτέλεσε βασικότατη προϋπόθεση για τη μετα­
τροπή του σοσιαλισμού από ουτοκία σε επιστήμη. «Ο Μαρξ έδοσε
στο σοσιαλισμό», έγραψε ο Γκ. Β. Πλεχάνοφ, «τη διαλεκτική μέθοδο
και έτσι τον έκανε επιστήμη, καταφέροντας θανατηφόρο κλήγμα
στον ουτοπισμό.»2
Η ανάλυση των ιδιαιτεροτήτων των παραγωγικών δυνάμεων που
γεννιούνται και αναπτύσσονται από τον καπιταλισμό, επέτρεψε
στους Μαρξ και Έ νγκελς να αποδείξουν, ότι ο καπιταλισμός είναι ο
τελευταίος τρόπος παραγωγής που βασίζεται στην εκμετάλλευση αν­
θρώπου από άνθρωπο. Η τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνά-

1. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 33, σελ. 85.


2. Γκ.Β. Πλεχάνοφ, Εργα, τόμ. 18. έκδ. 2η, Μόσχα - Λένινγκραντ. 1928, σελ.
270.

237
μων, iiw αποκτούν πραγματικά κοινωνικό χαρακτήρα, η ανάπτυξη
της μεγάλης βιομηχανίας, εξαλείφουν τις αντικειμενικές αιτίες που
υπαγόρευαν την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Ο κομ­
μουνισμός, έγραψε ο Φ. Έ νγκελς, είναι το επακόλουθο της μεγάλης
βιομηχανίας και των συνεπειών της: της παγκόσμιας αγοράς, των οι­
κονομικών κρίσεων, της δημιουργίας του προλεταριάτου, της συ­
γκέντρωσης του κεφαλαίου και της ταξικής πάλης μεταξύ προλετα­
ριάτου και αστικής τάξης, που συνεπάγονται όλα αυτά1. Με την ανά­
πτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην εποχή του καπιταλισμού,
εμφανίζεται για πρώτη φορά, η αντικειμενική δυνατότητα και ανα­
γκαιότητα οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας
πραγματικής ισότητας των εργαζομένων, χω ρίς ατομική ιδιοκτησία
και εκμετάλλευση. Οι Κ. Μαρξ και Φ. Έ ν γκ ελ ς απέδειξαν για πρώτη
φορά επιστημονικά ότι ο θάνατος του καπιταλισμού και ο θρίαμβος
του σοσιαλισμού είναι εξίσου αναπόφευκτα.
Στην βάση της επιστημονικά επεξεργασμένης θεωρίας της υπερα­
ξίας, ο Μαρξ και ο Έ νγκελς εξέτασαν τις σ χέσ εις εργασίας και κε­
φαλαίου, αποδεικνύοντας στην εργατική τάξη ότι η πραγματική της
θέση στον καπιταλισμό είναι θέση μισθωτού δούλου. Φανέρωσαν την
ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, το γεγονός ότι στον καπι­
ταλισμό η εκμετάλλευση αυτή είναι αντικειμενικά αναπόφευκτη, και
απέδειξαν ότι η ανεργία και ~η εξαθλίωση του προλεταριάτου είναι
όροι λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας και νομοτελειακή
απόρροιά της. Η εξάλειψη αυτών των όρων είναι αδύνατη χωρίς την
καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος, αυτού του γιγάντιου
θεσμού εκμετάλλευσης του εργαζόμενου λαού.
Η όξυνση των αντιθέσεων του καπιταλισμού υποχρεώνει το προλε­
ταριάτο να παλεύει όλο και πιο επίμονα για την απελευθέρωσή του.
Το προλεταριάτο δεν μπορεί να εκπληρώσει τον κοσμοϊστορικό του
ρόλο, να επιτύχει την απελευθέρωσή του, αν δεν έχει δικό του πολι­
τικό κόμμα, εξοπλισμένο με επαναστατική θεωρία. Ο Μαρξ και ο
Ένγκελς υπογράμμισαν την ανάγκη να συνενωθεί η θεωρία του επι­
στημονικού σοσιαλισμού με το εργατικό κίνημα: ο σοσιαλισμός χω­
ρίς το προλεταριάτο είναι καταδικασμένος σε αποτυχία, ενώ το προ­
λεταριάτο χωρίς σοσιαλιστική θεωρία είναι καταδικασμένο να πλα­
νιέται στα σκοτάδια. «Ο προσανατολισμός του σοσιαλισμού προς τη
συγχώνευση με το εργατικό κίνημα», έγραψε ο Λένιν, «αποτελεί τη
βασική υπηρεσία που πρόσφεραν ο Κ. Μ αρξ και ο Φ. Ένγκελς: δη­
μιούργησαν με τέτια επαναστατική θεωρία, που εξήγησε την ανάγκη
αυτής της συγχώνευσης κι έβαλε καθήκον στους σοσιαλιστές να ορ­
γανώσουν την ταξική πάλη του προλεταριάτου.»2

I, Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 4, σελ. 281.


1 Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 4, σελ. 250-251.

238
Στις εργασίες τους ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς επεξεργάστηκαν,
με βάση τη γενίκευση της πείρας του διεθνούς εργατικοί; κινι\μ«Γΐος.
την επιστημονική στρατηγική και τακτική της επαναστατικής πάλης
του προλεταριάτου. Απέδειξαν ότι μόνο ο επαναστατικός δρόμος
μπορεί να οδηγήσει το προλεταριάτο στην εξουσία, ότι μόνο η δι­
κτατορία του προλεταριάτου είναι σε θέση να κάμψει οριστικά την
αντίσταση της αστικής τάξης και να εξασφαλίσει την οικοδόμηση
του σοσιαλισμού. Η απελευθέρωση του προλεταριάτου από την καπι­
ταλιστική εκμετάλλευση και την καταπίεση είναι αδύνατη χωρίς την
εξάλειψη όλων γενικά των μορφών εκμετάλλευσης, χωρίς την απε­
λευθέρωση όλων των εργαζομένων. Ό πω ς έγραψαν ο Κ. Μαρξ και ο
Φ. Έ νγκελς, «το προλεταριάτο, το κατώτερο στρώμα της σύγχρονης
κοινωνίας, δεν μπορεί να ορθωθεί, δεν μπορεί να ανυψωθεί χωρίς
ταυτόχρονα να τιναχτεί στον αέρα όλο το πυργώμενο επάνω του
εποικοδόμημα των στρωμάτων, που αποτελούν την επίσημη κοινω­
νία»1. Το ζωτικό συμφέρον όλων των εκμεταλλευόμενων τάξεων βρί­
σκεται στη συσπείρωσή τους γύρω από το προλεταριάτο και στην
πάλη ενάντια στους εκμεταλλευτές.
Αποκαλύπτοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής στον
καπιταλισμό, ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς απέδειξαν το αναπόφευ­
κτο της αντικατάστασης της ατομικής ιδιοκτησίας — που έγινε το
μεγάλο εμπόδιο, το οποίο φράζει το δρόμο στην ανάπτυξη των παρα­
γωγικών δυνάμεων — με την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παρα­
γωγής, που ανοίγει το δρόμο για την απεριόριστη πρόοδο της παρα-
γωγής.Τεκμηρίωσαν επιστημονικά την ανάγκη εξάλειψης των τάξεων
των εκμεταλλευτών, και κατόπιν και της ταξικής διαίρεσης της κοι­
νωνίας στο σύνολό της. Οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς πρόβλεψαν ότι
με βάση την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής θα γίνει
αναπόφευκτη η οργάνωση όλης της κοινωνικής παραγωγής προς το
συμφέρον του λαού, θα εξαλειφθούν η αναρχία της παραγωγής και οι
οικονομικές κρίσεις, μαζί με αυτά και η κυριαρχία των οικονομικών
σχέσεων πάνω στους ανθρώπους. Μόνο στο σοσιαλισμό και στον
κομμουνισμό εξαλείφονται ολοκληρωτικά η εκμετάλλευση και η
εξαθλίωση των εργαζομένων2.

1. Κ. Μαρξ, Φ. Έ νγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 4, σελ. 435.


2. Η σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία δείχνει ιδιαίτερα καθαρά τη σαθρό-
τητά της στο ζήτημα της κατεύθυνσης της σύγχρονης κοινωνικής ανάπτυξης.
«...Αυτό δεν αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα», έγραψε ο Ρόστοου για τον κομ­
μουνισμό, « Ίσ ω ς στους ανθρώπους εκδηλωθεί η επιθυμία να έχουν μεγάλες οι­
κογένειες ή ίσως να έρθει η πλήξη- ίσως να διαμορφωθεί ένας νέος τύπος ανθρώ­
πινης συνείδησης, να ξυπνήσει το ενδιαφέρον για τον διαστημικό χώρο ή για τις
απλές χαρές της καθημερινής ζωής, ή ίσως για καταστροφή, αν μια κακή μεγα-
λοφυΐα θέσει σε κίνηση τα αργόσχολα χέρια.» (Β. Ρόστοου. Τα στάδια της οικονο­

239
Οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού απέδειξαν ότι ο
σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός ξεπερνούν την αντίθεση μεταξύ πό­
λης και χωριού, μεταξύ διανοητικής και σωματικής εργασίας — α­
ντίθεση που παραμορφώνει τον άνθρωπο — και δημιουργούν τις συν­
θήκες για την ολόπλευρη ανάπτυξη όλων των μελών της κοινωνίας.
Η εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο οδηγεί στην
εξάλειψη των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής μεταξύ των χωρών,
οδηγεί στην εξάλειψη των πολέμων.
Η αταξική κομμουνιστική κοινωνία δεν είναι ουτοπία, αλλά αντι­
κειμενικό αίτημα της αναπτυσσόμενης μεγάλης βιομηχανίας. Οι Κ.
Μαρξ και Φ. "Ενγκελς όπλισαν το προλεταριάτο με τη γνώση των
νόμων της κοινωνικής εξέλιξης, κατεύθυναν τη ν επαναστατική του
δράση στην έφοδο ενάντια στον καπιταλισμό, στην οικοδόμηση του
σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.

μικής ανάπτυξης, σελ. 222). ' Ετσι, ο Ρόστοου, συγγραφέας της απολογητικής θεα>-
ρΐας των σταδίων οικονομικής ανάπτυξης, που ανταγωνίζεται, σύμφωνα με τα λό­
για του, τη μέθοδο του Κ. Μαρξ, στην εξήγηση της νέας ιστορίας αναγνωρίζει
στην πράξη την απόλυτη ανικανότητά της να απαντήσει στο καίριο ερώτημα της
σύγχρονης εποχής: προς ποια κατεύθυνση αναπτύσσεται η κοινωνία.

240
Κεφάλαιο 6

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ
ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Οτι τα πράγματα στην εμφάνισή


τους συχνά παρουσιάζονται ανάποδα,
είναι γνωστό σε όλες σχεδόν τις επιστήμες,
εκτός από την πολιτική οικονομία.

Κ. Μαρξ

Η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας, που ξέσπασε στη δε­


καετία του 1830, βάθαινε με την ανάπτυξη και την όξυνση των καπι­
ταλιστικών αντιθέσεων, της ταξικής πάλης ανάμεσα στο προλεταριά­
το και την αστική τάξη, περιορίζοντας όλο και περισσότερο τις δυ­
νατότητες της γνωστικής της διαδικασίας.
Η σοβαρότερη μορφή κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας
είναι η άρνησή της να αναλύσει την ουσία των οικονομικών φαινομέ­
νων του καπιταλισμού, η υποκατάσταση αυτής της ανάλυσης με μια
απλή περιγραφή της επιφάνειας των φαινομένων της οικονομικής
ζωής, με σκοπό την εξύμνηση του καπιταλισμού.
Οι αστοί οικονομολόγοι όλο και περισσότερο απέχουν από την
ανάλυση της παραγωγής, αυτής της αποφασιστικής σφαίρας της οι­
κονομικής ζωής. Αντικείμενο των ερευνών τους ανακηρύσσουν τη
σφαίρα κυκλοφορίας, στην οποία δίνεται καθοριστικός ρόλος στην
οικονομία. Ό λ ε ς οι προσπάθειές τους τείνουν στο να αποκρύψουν
την αληθινή προέλευση των καπιταλιστικών κερδών, της γαιοπροσό­
δου, του τόκου και των άλλων μη εργασιακών εισοδημάτων. Για το
σκοπό αυτό, οι αστοί οικονομολόγοι καταπολεμούν την εργασιακή
θεωρία της αξίας, υποκαθιστώντας την με την περιγραφή των εξωτε­
ρικών εκφάνσεων των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Βαθμιαία
αλλάζει τόσο το περιεχόμενο των εννοιών της χυδαίας οικονομίας, ο
χαρακτήρας τους, όσο και όλο το σύστημα των κατηγοριών της. Η
κατανόηση αυτής της κατάστασης επιτρέπει να γίνουν αντιληπτά, τό­
σο ο βαθμός, όσο και η κατεύθυνση εκχυδαϊσμού της αστικής πολι­
τικής οικονομίας.

241
I. Ο Ε Μ Π Ο ΡΕ Υ Μ Α Τ Ο Φ Ε ΤΙΧ ΙΣ Τ ΙΚ Ο Σ Χ Α ΡΑ Κ Τ Η ΡΑ Σ
ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ Τ Η Σ Χ Υ ΔΑ ΙΑ Σ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ Σ

Το πρώτο στάδιο της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας


καλύπτει την περίοδο από τη δεκαετία περίπου του 1830 μέχρι τη
δεκαετία του 1870. Ποιες είναι οι κύριες μορφές όξυνσης της κρίσης
σ ' αυτή την περίοδο;
Για να απαντήσουμε σ ’ αυτό το ερώτημα, είναι απαραίτητο να
σταθούμε στην ανάλυση της γνω σιολογικής φύσης της κατηγορίας
«χυδαία οικονομία» και αυτή η τελευταία δεν είναι δυνατό να αποκα­
λυφθεί χωρίς τη διευκρίνιση της σχέσης της με τον εμπορευματικό
φετιχισμό. Όπως είναι γνωστό, ο εμπορευματικός φετιχισμός χαρα­
κτηρίζει την αναρχική, εμπορευματική παραγωγή, εφόσον σ ’ αυτήν
η έκφραση των σχέσεων παραγωγής πραγματώνεται μέσω των εμπο­
ρευμάτων, η αξία και η αξία χρήσης τους πρέπει να υποβληθούν σε
κοινωνικό έλεγχο, πριν τα εμπορεύματα εισέλθουν στη διαδικασία της
κατανάλωσης.
Οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής είναι πάντοτε εμπράγματες. Εί­
ναι υλικές όχι μόνο εξαιτίας του εγγενούς αντικειμενικού τους χαρα­
κτήρα, αλλά και γιατί, ως προς το περιεχόμενό τους, οι σχέσεις αυτές
είναι κοινωνικές σχέσεις ανθρώπων στην παραγωγή, στην κατανομή,
στην ανταλλαγή και κατανάλωση κυρίως υλικών, εμπράγματων αγα­
θών.
Ωστόσο, μόνο το γεγονός ότι στην κοινω νία η παραγωγή είναι ε­
μπορευματική, δεν θα αρκούσε για την εμφάνιση του εμπορευματικού
φετιχισμού. Στις συνθήκες του σοσιαλισμού, εμπορευματική παρα­
γωγή υπάρχει, αλλά δεν υπάρχει εμπορευματικός φετιχισμός. Κάτι
παραπάνω: η διεύρυνση της σφαίρας του, κάθε άλλο παρά δημιουργεί
προοπτικές εμφάνισης εμπορευματικού φετιχισμού.
Ο εμπορευματικός φετιχισμός είναι χαρακτηρισ τικό μόνο της αυ­
θόρμητα αναπτυσσόμενης, αναρχικής εμπορευματικής παραγωγής,
γιατί μόνο σ ’ αυτές τις συνθήκες τα πράγματα κυριαρχούν πάνω
στους ανθρώπους, εκφράζοντας την κυριαρχία της αναρχίας της κοι­
νωνικής παραγωγής πάνω στους εμπορευματοπαραγωγούς, της αξίας
πάνω στην αξία χρήσης και, σε τελευταία ανάλυση, την κυριαρχία
των εκμεταλλευτριών τάξεων πάνω στις εκμεταλλευόμενες τάξεις.
Συνάμα, τα εμπορεύματα — προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας —
αποκτούν μια ιδιαίτερη ποιότητα. Είναι φορείς των αναρχικών σχέ­
σεων παραγωγής και γ ι’ αυτό, αυτές οι τελευταίες, στην επιφάνεια
των φαινομένων λειτουργούν σαν «φυσικές» ιδιότητες των πραγμά­
των, εμπορευμάτων.
Η κοινή ανθρώπινη συνείδηση, ακόμη και όταν σωστά αντανακλά

242
τη φετιχιστική μορφή των οικονομικών φαινομένων, χωρίς όμως να
προχωρεί πέρα από την εξωτερική επίφαση των φαινομένων, σχημα­
τίζει μια απόλυτα παραμορφωμένη εικόνα για την εσωτερική φύση
των οικονομικών διαδικασιών. ΓΓ αυτό και η επιστημονική αλήθεια
που αποκαλύπτει την εσωτερική σύνδεση των φαινομένων, παίρνει
πάντοτε μια παράδοξη μορφή, που βρίσκεται σε προφανή αντίθεση
με την εξωτερική επίφαση των φαινομένων.
Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί η εμφάνιση του εμπορευματικού φετι-
χισμού απλά σαν αποτέλεσμα μιας λαθεμένης αντίληψης των οικο­
νομικών διαδικασιών, που εξαλείφεται με τη διευκρίνιση της αλή­
θειας. Γιατί η αντίληψη του εμπορευματικού φετιχισμού έχει αντικει­
μενική βάση στη φετιχιστική μορφή των οικονομικών σχέσεων της
εμπορευματικής-αναρχικής οικονομίας. Η αντίληψη αυτή προσπαθεί
να εξηγήσει τις κοινωνικές εκείνες λειτουργίες που εκτελούν τα ε­
μπορεύματα σαν εκφραστές καθορισμένων σχέσεων παραγωγής, ξε­
κινώντας από τις φυσικές ιδιότητες αυτών των εμπορευμάτων (να
εξηγήσει, για παράδειγμα, την εμφάνιση της αξίας των εμπορευμά­
των από την αξία χρήσης τους). Σ ’ αυτό βρίσκεται και η υποκειμενι­
κή πλευρά του εμπορευματικού φετιχισμού.
Ιδιαίτερο ρόλο στη φετιχοποίηση των σχέσεων της καπιταλιστι­
κής εκμετάλλευσης αποκτούν οι εξωτερικές εκείνες μορφές της έκ­
φρασής τους, που συνδέονται με τη μετατροπή της εργατικής δύνα­
μης σε εμπόρευμα. Ό πω ς είναι γνωστό, μια ολόκληρη σειρά περι­
στατικών εμπεδώνει στη κοινή συνείδηση τη λαθεμένη αντίληψη ότι
η εργασία είναι εμπόρευμα και ότι ο μισθός είναι το ισοδύναμο όλης
της δαπανημένης από τον εργάτη εργασίας. Αναφερόμενος στο γεγο­
νός ότι στην κατηγορία «αξία της εργασίας», η έννοια της αξίας
στην πράξη εξαφανίζεται, ο Κ. Μαρξ παρατηρεί: «Ωστόσο, οι φαν­
ταστικές αυτές εκφράσεις πηγάζουν από τις ίδιες τις σχέσεις παρα­
γωγής. Είναι κατηγορίες μορφών εμφάνισης ουσιαστικών σχέσεωχ. Ό τ ι
στην εμφάνισή τους τα πράγματα συχνά παρουσιάζονται ανάποδα,
είναι γνωστό σ ’ όλες σχεδόν τις επιστήμες, εκτός από την πολιτική
οικονομία.»1
Η διδασκαλία του Κ. Μαρξ για τον εμπορευματικό φετιχισμό επι­
τρέπει να φωτιστεί η γνωσιολογική φύση των κατηγοριών της χυδαίας
αστικής πολιτικής οικονομίας. Έ χοντας υπόψη το φετιχιστικό χα­
ρακτήρα των μορφών, στις οποίες εμφανίζονται οι καπιταλιστικές
σχέσεις παραγωγής, ο Κ. Μαρξ έγραψε: «Αυτού του είδους οι μορφές
σχηματίζουν ακριβώς τις κατηγορίες της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας. Έ χουν κοινωνική ισχύ και επομένως είναι αντικειμενικές νοητι-
κές μορφές για τις σχέσεις παραγωγής αυτού του ιστορικά καθορισμέ-

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. I, σελ. 554 (υπογράμμιση του συγγραφέα - Β.


Αφανάσιεφ).

243
νιΗι κοινωνικού τρόπου π α ρ α γω γή ς, της εμπορευματικής παραγω­
γής·*1 _
Αυτού του είδους οι «νοητικές μορφές», που έχουν στις δοσμένες
ιστορικές συνθήκες αντικειμενικό χαρακτήρα, δείχνουν τον αντιεπι­
στημονικό χαρακτήρα των κατηγοριών της χυδαίας πολιτικής οικο­
νομίας, εφόσον εκφράζουν μόνο την εξωτερική, τη φετιχιστική μορ­
φή των οικονομικών διαδικασιών2. Από την άλλη πλευρά, η εμπο-
ρευματική-φετιχιστική φύση των κατηγοριών της χυδαίας οικονομίας
μας δίνει εξήγηση για τη ζωτικότητα των δογμάτων της αστικής πο­
λιτικής οικονομίας. Ως προς τη γνωσιολογική τους φύση (και καθό­
λου ως προς την ταξική τους ουσία) οι κατηγορίες της χυδαίας οικο­
νομίας είναι αρκετά κοντά στην κοινή συνείδηση, επειδή η πρόσλη­
ψή τους από τη συνείδηση αυτή είχε ήδη προετοιμαστεί από τη δική
της αντανάκλαση των φετιχιστικών μορφών των οικονομικών διαδι­
κασιών. Η ζωτικότητα της χυδαίας οικονομίας καθορίζεται και από
το γεγονός ότι στηρίζεται σε «αντικειμενικές νοητικές μορφές», που
συνεχώς αναπαράγονται στη συνείδηση των ανθρώπων από την ίδια
τη φετιχιστική μορφή των οικονομικών φαινομένων του καπιταλι­
σμού. Μιλώντας για την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στις κατηγο­
ρίες που αντανακλούν την εξωτερική επίφαση των φαινομένων και
στις έννοιες που αποκαλύπτουν την εσωτερική νομοτελειακή τους
συνάφεια, ο Κ. Μαρξ γράφει: «Οι πρώτες αναπαράγονται άμεσα με αυ­
θόρμητο τρόπο σαν μορφές σκέψης της καθημερινής ζωής, ενώ τη
δεύτερη μπορεί να την ανακαλύψει μόνο η επιστημονική έρευνα.»3
Η ανάλυση που έκανε ο Κ. Μαρξ, απέδειξε ότι ο εμπορευματικός
φετιχιστικός χαρακτήρας ενυπάρχει όχι μόνο σ ’ αυτές τις κατηγορίες
της χυδαίας οικονομίας, οι οποίες αναφέρονται στις αστικές θεωρίες
της αξίας, αλλά και σε όλο το σύστημα κατηγοριών της χυδαίας οι­
κονομίας. Η αξία του εμπορεύματος — η οποία είναι κοινωνική σχέ­
ση των εμπορευματοπαραγωγών, που ανταλλάσσουν τα προϊόντα της
εργασίας τους με βάση την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας ερ­
γασίας που περιέχεται σ ’ αυτά — στην επιφάνεια παρουσιάζεται σαν
1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 89 (υπογρ. του συγγραφέα, Β. Αφανάσι-
εφ).
2. Η θεμελιακή ρηχότητα των χυδαίων οικονομικών θεωριών εκδηλώνεται συ­
χνά και στην αστική ιστορία της πολιτικής οικονομίας. Για παράδειγμα, ο Β. Κ.
Ντμίτριεφ, έγραψε για θεωρίες που εξηγούν την χιμή άμεσα από χις σχέσεις προ­
σφοράς και ζήτησης: «...Όλες οι θεωρίες προσφοράς και ζήχησης... πάσχουν
αηύ μια κοινή ανεπάρκεια: Κάνονχας λεπχομερή (μερικές φορές μάλιστα πολύ
Χεχτομερή) περιγραφή του φαινομένου, δεν δίνουν ποχέ εκείνο που ισχυρίζονται
ότι δίνουν: την εξήγηση του αναλυόμενου φαινομένου.» (Β.Κ. Ντμίτριεφ, Οικονο­
μικά δοκίμια, Μόσχα, 1904, σελ. III).
3. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 23, σελ. 553 (υπογρ. του
συγγραφέα - Β. Αφανάσιεφ).

244
αποτέλεσμα των φυσικών ιδιοτήτων του εμπορεύματος, της ωφελιμό­
τητας του, της «σπανιότητας» κλπ. Η κυριαρχία των ανεξελέγκτων
δυνάμεων της καπιταλιστικής παραγωγής πάνω στους εμπορευματο-
παραγωγούς, η κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, εξωτε­
ρικά εμφανίζεται σαν εξουσία του χρήματος, και μάλιστα σαν εξου­
σία του χρυσού — ειδικού μετάλλου, κάθε άλλο παρά σαν φορέα των
καπιταλιστικών σχέσεων. Η εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, στην
επιφάνεια των φαινομένων παρουσιάζεται σαν εργασία - εμπόρευμα,
και η αξία και η τιμή της παρουσιάζονται σαν τιμή της εργασίας. Το
κεφάλαιο — σχέση εκμετάλλευσης των μισθωτών εργατών από την
αστική τάξη — παρουσιάζεται σαν κάποια ιδιότητα του χρήματος να
γεννά νέο χρήμα, το κέρδος (τόκος) παρουσιάζεται σαν να δημιουρ-
γείται από όλο το κεφάλαιο (από το χρήμα, τα μέσα παραγωγής) και
όχι αποκλειστικά από το μεταβλητό του μέρος, η πρόσοδος παρου­
σιάζεται σαν φυσική ιδιότητα της γης που φέρνει εισόδημα κλπ.1
Έ τσι, η διδασκαλία για τον εμπορευματικό φετιχισμό δίνει το
κλειδί για την κατανόηση της γνωσιολογικής ρίζας όλου του συστή­
ματος κατηγοριών της χυδαίας οικονομίας.
Πρέπει να έχουμε υπόψη, σχετικά, ότι οι εμπορευματικές φετιχι-
στικές μορφές των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής είναι εξαιρε­
τικά πολύμορφες και ιεραρχημένες, γιατί αντανακλούν το σύνθετο
ιεραρχημένο σύστημα αυτών των ίδιων των σχέσεων. Ο Κ. Μαρξ δια­
χωρίζει, για παράδειγμα, τις ουσιαστικές μορφές και τις μορφές εμφά­
νισης. Η ανταλλακτική αξία της εργατικής δύναμης παρουσιάζεται,
αναφορικά με την αξία της, σαν η ουσιαστική μορφή, ενώ ο ονομα­
στικός μισθός σαν μια απομακρισμένη από την ουσία και παραμορ­
φωμένη μορφή της.
Ταυτόχρονα, δεν είναι μόνο η μορφή των οικονομικών διαδικασιών
που έχει πολλές βαθμίδες. Μια τέτια ιδιότητα έχει και η ουσία των
οικονομικών φαινομένων, όπως και όλων των φαινομένων γενικά. Ο
σοβιετικός φιλόσοφος Μπ. Μ. Κέντροφ γράφει για την ουσία ότι
έχει «χαρακτήρα πολυστρωματικό ή πολυβαθμικό (“πολυώροφο”)»^
Αυτό το σημείο είναι πολύ βασικό για την κατανόηση του χαρακτή­
ρα και της κατεύθυνσης εκχυδαϊσμού της οικονομικής θεωρίας.
Ας δούμε από πιο κοντά, πώς αντανακλάται στην αστική συνείδη­
ση το κεφάλαιο, το οποίο αποτελεί τη βασική σχέση παραγωγής της

1. Αυτές οι φετιχιστικές αντιλήψεις αντανακλώνται στις κατηγορίες της αστι­


κής πολιτικής οικονομίας. Ο αμερικανός οικονομολόγος Π. Σάμουελσον υπο­
στηρίζει ότι η πρόσοδος είναι εισόδημα που αποφέρουν οι κόροι της φύσης, ότι
ο τόκος είναι εισόδημα που ανάγεται στην εκφρασμένη σε δολάρια γενική αξία
των βασικών αγαθών (Π. Σάμουελσον, Οικονομική. Μετάφραση από τα αγγλικά,
Μόσχα, 1964, σελ. 631-632).
2. Οι αντιφάσεις στην ανάπτυξη της φυσιογνωσίας, Μόσχα, 1965, σελ. 21.

245
ασηκής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που το περιεχόμενό της είναι η
εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών από τους καπιταλιστές, η πα­
ραγωγή από τους εργάτες υπεραξίας και η χωρίς αντάλλαγμα ιδιο­
ποίησή της αϊτό την αστική τάξη, ενώ εξωτερική, εμπράγματη μορφή
εμφάνισής ίου είναι το χρήμα, τα μέσα παραγωγής και τα εμπορεύ­
ματα'.
Δεδομένου ότι η υπεραξία δεν κοστίζει τίποτε στον καπιταλιστή,
ενώ τα έξοδα παραγωγής πρέπει να τα πληρώσει για να παραχθεΐ το
εμπόρευμα, αυτά τα έξοδα του φαίνονται σαν η πραγματική αξία του
εμπορεύματος.
Αυτή η αντίληψη εδραιώνεται και από το γεγονός ότι τα έξοδα
παραγωγής αποτελούν το κατώτατο (μίνιμουμ) όριο της τιμής πώλη­
σης του εμορεύματος. Γιατί η πώληση των εμπορευμάτων σε τιμές
κάτω του κόστους παραγωγής, δεν επιτρέπει την αναπλήρωση τον
προκαταβαλλόμενου κεφαλαίου, και, σε τελευταία ανάλυση, οδηγεί
στην απώλειά του.
Ποια όμως είναι η σχέση του κ ό σ το υ ς π α ρ α γ ω γ ή ς του εμπορεύμα­
τος προς τη διαδικασία δημ ιουργίας τη ς α ξία ς του; Ε ίνα ι μήπως το
κόστος παραγωγής του εμπορεύματος η π η γ ή τ η ς α ξία ς του, αν μάλι­
στα παρθεί υπόψη ότι ο κ α π ιτα λισ τή ς δεν δ α π α νά γ ια τη ν παραγωγή
του εμπορεύματος τίποτε άλλο, έξω από τα έξο δ α τη ς παραγωγής του;
Η κατανόηση αυτού του ζη τή μ α το ς έ χ ε ι α κ ό μ η μεγαλύτερη σημα­

I. 0 Τζ. Μ. Κέινς ερμηνεύει το κεφάλαιο σαν περιουσία που αποφέρει εισόδη­


μα. Επομένως, παρακάμπτει το θέμα της κοινωνικοοικονομικής ουσίας του κεφα­
λαίου και περιορίζεται μόνο στην περιγραφή μιας από τις εξωτερικές μορφές
εμφάνισής του (Τζ. Μ. Κέινς, Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και τον
χρήμαΐος. Μετάφραση από τα αγγλικά, Μ όσχα, εκδ. «Προγκρές», 1978, σελ. 199,
282 — 2η έκδοση, σημείωση του μεταφραστή, Α. Π.). Οι εμπορευματικές - φετι-
χκπικές ερμηνείες του κεφαλαίου είναι εξαιρετικά πολύμορφες. Ο αμερικανός
οικονομολόγος Τζ. Χιρσλιάιφερ «υπαρκτό κεφάλαιο» ονομάζει τα φυσικά αντι­
κείμενα που είναι ικανά να αποφέρουν εισόδημα ή αποτελούν πηγές αξιών χρή­
σης (J. Hirshleifer. Investment, Interest and Capital. Engelwood - Cliffs, 1970, σελ.
7). Εδώ κεφάλαιο θεωρούνται και τα εμπράγματα σ τοιχεία των παραγωγικών δυνά­
μεων, που λειτουργούν σαν δημιουργοί αξιών χρ ήσ ης και που έχουν θέση σε
κάθε κοινονία. Ακόμη πιο χυδαίο ορισμό του κεφαλαίου δίνει ο αμερικανός οι­
κονομολόγος Ντ. Ντιούι: «Το κεφάλαιο είναι απλώς συνώνυμο της “παραγωγικής
δύναμης”. Το κεφάλαιο περιλαμβάνει καθετί που είναι χρήσιμο στην παραγωγή:
την ικανότητα των ανθρώπων ή την ατομική εντιμότητα στις συναλλαγές, τα
λουλούδια, τη γη, τις πρώτες ύλες, τους δρόμους, τις γέφυρες, τα κτίρια, τις μη­
χανές, ακόμη και τη σταθερότητα της κοινωνικής τάξης πραγμάτων.» (D. Dewei,
Modem Capital Theory, Νέα Υόρκη, 1965, σελ. 23-24). Το γενικό χαρακτηριστικό
όλβν τ»ν αστικών ερμηνειών του κεφαλαίου συνίσταται στην αγοραία - απολο­
γητική κατεύθυνση συγκάλυψης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την
αστική.

246
σία, γιατί οι χυδαίοι οικονομολόγοι δομούν όλο το σύστημα των
απολογητικών τους απόψεων πάνω στη στρέβλωση του συσχετισμού
εξόδων παραγωγής και αξίας, πάνω στην αντίληψη ότι η αξία του
εμπορεύματος διαμορφώνεται από τα έξοδα παραγωγής ή ότι ταυτίζε­
ται μ ’ αυτά.
Στην πραγματικότητα, όμως, μεταξύ τους υπάρχουν σημαντικές
ποσοτικές διαφορές: η αξία του εμπορεύματος (ctv+m) καθορίζεται
από το σύνολο των εξόδων της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας για
την παραγωγή του, ενώ τα έξοδα παραγωγής ποσοτικά είναι ίσα με
ένα μέρος της αξίας και συγκεκριμένα με τη δαπάνη του κεφαλαίου
(ctv). Ωστόσο, αποφασιστική σημασία έχει η βαθιά ποιοτική διαφο­
ρά μεταξύ των εξόδων παραγωγής και της αξίας του εμπορεύματος,
όπως επίσης μεταξύ των διαδικασιών δημιουργίας τους. Αυτό ακρι­
βώς το γεγονός επιτρέπει στον Κ. Μαρξ να βγάλει το ακόλουθο συ­
μπέρασμα: «...η κατηγορία των εξόδων παραγωγής δεν έχει καμιά
σχέση με το σχηματισμό της αξίας του εμπορεύματος, ούτε με τη
διαδικασία αύξησης της αξίας του κεφαλαίου»1. Γιατί η αξία ενός
μέρους του κόστους παραγωγής του εμπορεύματος — των εξόδων για
τα μέσα παραγωγής, ή το σταθερό κεφάλαιο — μεταφέρεται απλώς
από αυτά τα μέσα παραγωγής στο παραγόμενο εμπόρευμα και δεν
δημιουργείται στη διαδικασία παρασκευής του. Το άλλο μέρος του
κόστους — τα έξοδα για το μεταβλητό κεφάλαιο — επίσης δεν συμ­
μετέχει στη διαδικασία δημιουργίας της νέας αξίας, αφού αντιπρο­
σωπεύει το ισοδύναμο της αξίας της εργατικής δύναμης, ενώ στη δια­
δικασία της παραγωγής η εργατική δύναμη εμφανίζεται σαν ειδική
αξία χρήσης, σαν δημιουργός νέας αξίας.
Στο μεταξύ, στην επιφάνεια των φαινομένων «...το κόστος παραγω­
γής αποκτά την επίφαση μιας κατηγορίας που ανάγεται στην ίδια την
παραγωγή αξίας»2. Και παρουσιάζονται σαν μέρη της αξίας του κα-
ταβλημένου κεφαλαίου, τα οποία μετέχουν στο σχηματισμό της αξίας
του νέου εμπορεύματος3. Έ τσι εξαφανίζεται η πραγματική πηγή της
νέας αξίας, εφόσον η μορφή του κόστους παραγωγής αποκρύβει τη
διαφορά μεταξύ του σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου. Η διαφορά
αυτή γίνεται δυσδιάκριτη και από το γεγονός ότι το σταθερό και το
μεταβλητό μέρος του κεφαλαίου είναι στον ίδιο βαθμό αναγκαίοι α­
ντικειμενικά όροι της καπιταλιστικής παραγωγής, και στη συνείδη-

1. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρωσ. ίκδ., τόμ. 25, μέρος I, σελ. 33.
2. Στο ίδιο.
3. Αυτή η πλάνη αποτελεί μια από τις βάσεις του σύγχρονου μαρζιναλισμού. Ο
άγγλος οικονομολόγος Α. Κεϊρνκρός, για παράδειγμα, υποστηρίζει: «Η τιμή του
εμπορεύματος ρυθμίζεται από το κόστος παραγωγής των οριακών μονάδων αυτού
του εμπορεύματος (A. Caimcross, Introduction to Economics, Λονδίνο, 1951. σελ.
225).

247
oij το»ν οργανωτών αυτής της παραγωγής συμπίπτουν και ταυτίζο­
νται.
Το πραγματικό περιεχόμενο της διαδικασίας της δημιουργίας της
αξίας του εμπορεύματος, και γι * αυτό και το πραγματικό περιεχόμενο
των ταξικών οικονομικών σχέσεων του προλεταριάτου και της αστι­
κής τάξης, φετιχοκοιούνται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό εξαιτίας του
ότι τα διάφορα μέρη του κατατιθέμενου κεφαλαίου αποκτούν τις
μορφές του πάγιου και του κυκλοφοριακού κεφαλαίου. Αυτό δημι­
ουργεί την επίφαση ότι εκείνο το μέρος του εμπορεύματος, που είναι
ίσο με τα έξοδα παραγωγής του, προέρχεται ακριβώς από το κεφά­
λαιο που δαπανήθηκε για την παρασκευή του, δεδομένου ότι το πάγιο
και το κυκλοφοριακό κεφάλαιο περιέχεται στο κόστος του εμπορεύ­
ματος σε κείνο το βαθμό στον οποίο πραγματικά δαπανήθηκε κατά
τη διαδικασία της παραγωγής του (το πάγιο ενμέρει, το κυκλοφορια-
κό ολοκληρωτικά).
Εφόσον το μεταβλητό κεφάλαιο αναφέρεται μαζί με ένα μέρος του
σταθερού κεφαλαίου, και σχηματίζει μαζί του το κυκλοφοριακό κεφά­
λαιο, δημιουργείται η λαθεμένη εντύπωση ότι και το μεταβλητό κεφά­
λαιο (στη δοσμένη περίπτωση η εργατική δύναμη), όμοια με το κυ-
κλοφοριακό μέρος του σταθερού κεφαλαίου, απλώς μεταφέρει την
αξία του στο παραγόμενο εμπόρευμα και δεν μετέχει στη δημιουργία
νέας αξίας. Η διαίρεση του κεφαλαίου σε πάγιο και κυκλοφοριακό
συσκοτίζει ολοκληρωτικά την πραγματική διαδικασία δημιουργίας
της αξίας και της υπεραξίας. Γ ι ’ αυτό ο Κ. Μαρξ, υπογραμμίζοντας
τον ιεραρχικό χαρακτήρα των εμπορευματικών - φετιχιστικών μορ­
φών των καπιταλιστικών σχέσεων, κλείνει το συλλογισμό του για τις
φετιχιστικές αντιλήψεις, που πηγάζουν από τη διαίρεση του κεφα­
λαίου σε πάγιο και κυκλοφοριακό, με το επόμενο συμπέρασμα:
«...ολοκληρώνεται έτσι η φενάκη της διαδικασίας αύξησης της αξίας
του κεφαλαίου»1.
Από εδώ γίνεται φανερό ότι διάφορες εξωτερικές μορφές των καπι­
ταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν φετιχοποιούν στον ίδιο βαθμό
αυτές τις σχέσεις. Από μια άποψη, οι μορφές αυτές έχουν διαφορετι­
κή σχέση με την εσωτερική ουσία των διαδικασιών και φαινομένων
που αντανακλούν, δεν συμπίπτουν με αυτά και γι ’ αυτό τα παραποιούν
σε διαφορετικό βαθμό.
Αυτό φαίνεται, ειδικότερα, και από τον αποκλειστικό ρόλο που
παίζει στη φετιχοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων η μετατροπή
της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης στην απατηλή μορφή
της αξίας και της τιμής της εργασίας, μορφή που κρύβει το γεγονός
της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και επιβάλλει την αντίληψη ότι

I. Κ. Μαρξ. Φ. Έ νγκ ελς, Έ ργα , 2η ρωσ. έκ δ., τόμ . 25, μ έρ ο ς 1, σ ελ. 41.

248
οι σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου είναι ισοδύναμες, ότι ο μισθός
του εργάτη είναι η πληρωμή όλης της εργασίας του .
« Ό λες οι νομικές αντιλήψεις, τόσο του εργάτη όσο και του κεφα­
λαιοκράτη, όλες οι απάτες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγιό-
γης, όλες οι αυταπάτες για ελευθερία που γεννάει ο τρόπος αυτός,
όλα τα απολογητικά κουραφέξαλα της χυδαίας πολιτικής οικονο­
μίας», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «στηρίζονται πάνω σ ' αυτή τη μορφή εμφά­
νισης, που κάνει αόρατη την πραγματική σχέση και την παρουσιάζει
ακριβώς με αντίθετη όψη.»
Είναι γνωστό ότι η υπεραξία είναι αποκλειστικά προϊόν του μετα­
βλητού κεφαλαίου, αποτέλεσμα της εργασίας των μισθωτών εργατών
πέρα από τα όρια του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Στο μεταξύ, η
υπεραξία παρουσιάζεται σαν δημιουργημένη στον ίδιο βαθμό από
όλα τα συστατικά μέρη του κεφαλαίου, το οποίο δαπανήθηκε στην
παραγωγή, που ξοδεύτηκε, από τη μια μεριά, για μέσα παραγωγής,
και, από την άλλη, για μίσθωση εργατικής δύναμης. Για το γεγονός
αυτό, υπάρχει, κατά τα φαινόμενα, μια κάποια δικαιολογία: Ό λα αυ­
τά τα στοιχεία του κεφαλαίου μετέχουν εξίσου στη δημιουργία του
κόστους παραγωγής.
Το πραγματικό περιεχόμενο της διαδικασίας, συσκοτίζεται ακόμα
περισσότερο από το γεγονός ότι η υπεραξία — με την απατηλή μορ­
φή του κέρδους — παρουσιάζεται στην επιφάνεια των φαινομένων
σαν σχέση προς όλο το προκαταβαλλόμενο, και όχι μόνο προς το
πραγματικά δαπανημένο κεφάλαιο. Και συνέπεια είναι να δημιουρ-
γείται μια ακόμη πιο φετιχοποιημένη άποψη, ότι πηγή του κέρδους
είναι όχι μόνο το κόστος παραγωγής του δοσμένου εμπορεύματος,
αλλά και εκείνο το μέρος του σταθερού κεφαλαίου, που δεν ξοδεύτη­
κε στη δοσμένη διαδικασία παραγωγής, αν και μετείχε σ ' αυτή, επο­
μένως, πηγή είναι όλο το προκαταβαλλόμενο κεφάλαιο. Και ακριβώς
αυτή την εξωτερική επίφαση των φαινομένων εκμεταλλεύονται οι
χυδαίοι οικονομολόγοι. «Ο καπιταλιστής περιμένει ίδια οφέλη από
όλα τα μέρη του κεφαλαίου που προκαταβάλλει», δηλώνει ο Τ. Μάλ-
θους5.
Η απατηλή εξωτερική επίφαση των φαινομένων κυκλοφορίας, που
μένουν μακρύτερα από το κρυφό μυστικό της καπιταλιστικής οικο­
νομίας: από τη διαδικασία της παραγωγής της υπεραξίας, απ’ ό,τι οι
εξωτερικές μορφές της ίδιας της διαδικασίας της καπιταλιστικής πα­
ραγωγής, συνεπάγεται την παραπέρα ανάπτυξη και περίκλεξη της
φετιχοποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων, και φέρνει μια νέα βαθ-

1. «Ο μισθός δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η τιμή συγκεκριμένης όψης της ερ­
γασίας» (G.L. Bach, Economics, Νέα Υόρκη, 1954, σελ. 392).
2. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 557.
3. Παρατίθεται από το: Κ. Μαρξ. Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, σελ. 54.

249
μιδα φενάκης τους. Ο Κ. Μαρξ χαρακτηρίζοντας την εγγενή στην
καπιταλιστική παραγωγή «σύγχυση αντικειμένου και υποκειμένου»,
την προσωποποίηση στον καπιταλιστή της προηγούμενης εργασίας,
που κυριαρχεί πάνω στη νέα εργασία, από τη μια μεριά, και στη με­
τατροπή ιης εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα, από την άλλη, ση­
μειώνει: »Αιι' αυτή την αναστραμμένη σχέση πηγάζει κατ’ ανάγκην,
στην ίδια κιόλας την απλή σχέση παραγωγής, η αντίστοιχη ανα­
στραμμένη παράαταση, μια λαθεμένη άποψη, που επιδεινώνεται με τις
μεταβολές και τις παραμορφώσεις της καθαυτό διαδικασίας της κυ­
κλοφορίας.»'
Στον καπιταλιστή, ο οποίος υποθέτει ότι οι δαπάνες του κεφαλαίου
για την παραγωγή εμπορεύματος είναι και η εσωτερική τους αξία, το
κέρδος παρουσιάζεται σαν περίσσευμα της τιμής πάνω από αυτή την
αξία, που εμφανίζεται στη σφαίρα κυκλοφορίας.
Αυτή η λαθεμένη, φετιχιστική άποψη επιβεβαιώνεται φαινομενικά
με το γεγονός ότι, αν και η υπεραξία δημιουργείται στην παραγωγή,
εξωτερικά, κατά κανόνα, δεν εμφανίζεται σ ’ αυτή, γιατί υλοποιείται
στην κυκλοφορία και ακριβώς στην κυκλοφορία αποκτάει και εμφα­
νή μορφή, τη μορφή του κέρδους. Από τις συνθήκες του ανταγωνι­
σμού θα εξαρτηθεί αν (και σε ποιο βαθμό) θα υλοποιηθεί η υπεραξία,
«...για τον μεμονωμένο κεφαλαιοκράτη», γράφει ο Κ. Μαρξ, «η υπε­
ραξία που πραγματοποιείται από αυτόν τον ίδιο, εξαρτιέται τόσο από
την αμοιβαία εξαπάτηση των κεφαλαιοκρατών μεταξύ τους, όσο και
από την άμεση εκμετάλλευση της εργασίας»2.
Σε σύνδεση μ’ αυτό, τη λαθεμένη επίφαση των πηγών της υπερα­
ξίας την αποκτούν και όλοι εκείνοι οι παράγοντες της σφαίρας κυ­
κλοφορίας, από τους οποίους εξαρτάται η πραγματοποίηση της υπε­
ραξίας. Όσο λιγότερος, για παράδειγμα, είναι ο χρόνος κυκλοφο­
ρίας, τόσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος παραγωγής. Και αυτό σημαίνει
ότι με αμετάβλητους όλους τους άλλους όρους, είναι μεγαλύτερο το
μέγεθος της υπεραξίας. «...Ο χρόνος κυκλοφορίας και ο χρόνος ερ­
γασίας διασταυρώνονται στο δρόμο τους και έτσι φαίνονται», γράφει
ο Κ. Μαρξ, «σαν να καθορίζουν και οι δυο εξίσου την υπεραξία...»3
Αυτό γεννά την εσφαλμένη άποψη ότι τάχα η υπεραξία δεν βρίσκεται
σε άμεση σύνδεση με την παραγωγή, με την ιδιοποίηση πρόσθετης
εργασίας, αλλά ότι πηγάζει από την ίδια την κίνηση του κεφαλαίου,
από την αλλαγή των μορφών, που το χαρακτηρίζει, σε τελευταία ανά­
λυση από την κυκλοφορία του κεφαλαίου.

1. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 25, μέρος I, σελ. 43 (υπογρ.
του συγγραφέα - Β. Αφανάσιεφ).
1 Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, σελ. 62-63 (υπογρ. του συγγραφέα - Β. Αφανά-
σιεφ).
3. Στο ίδιο, σελ. 63-64.

250
Αυτή η αντίληψη εδραιώνεται και με τη μετατροπή της υπεραξίας
σε κέρδος και της αξίας του εμπορεύματος σε τιμή παραγωγής. Γιατϊ
έτσι προκαλεΐται η επίφαση ότι το κέρδος δημιουργείται όχι μόνο
από όλα τα μέρη του κεφαλαίου, στα οποία αυτό διασπάται στη
σφαίρα της παραγωγής, αλλά και από κείνα τα μέρη του που υπάρ­
χουν στη σφαίρα κυκλοφορίας: την εμπορευματική και τη χρηματική
μορφή του κεφαλαίου. Το μέσο κέρδος, που διαμορφώνεται με το δια-
κλαδικό ανταγωνισμό, παρουσιάζεται σαν να εξαρτάται μόνο από το
μέγεθος του προκαταβαλλόμενου κεφαλαίου, σαν να είναι άμεσο
προϊόν του.
Δεδομένου ότι το μέγεθος της υπεραξίας, και συνεπώς το μέγεθος
του κέρδους, εξαρτώνται από το πώς είναι οργανωμένη, πώς πραγμα­
τοποιείται η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, το κέρδος
παρουσιάζεται στρεβλωμένα σαν ιδιόμορφη ανταμοιβή του καπιτα­
λιστή «για την εργασία εκμετάλλευσης», σαν μισθός του. Στην πραγ­
ματικότητα, εννοείται, ότι δεν είναι κάτι τέτιο. Αυτό φαίνεται καθα­
ρά όταν οι λειτουργίες της οργάνωσης και διεύθυνσης της παραγω­
γής μεταβιβάζονται σε έμμισθο διευθυντή: Ο καπιταλιστής εξακο­
λουθεί να εσπράττει κέρδος. Η εξάρτηση του κέρδους από τις συγκυ­
ριακές διακυμάνσεις της αγοράς δημιουργεί τη λαθεμένη εντύπωση
ότι το κέρδος είναι αποτέλεσμα του επιχειρηματικού μυαλού του κα­
πιταλιστή, ότι είναι ανταμοιβή για τους κινδύνους που αναλαβαίνει
κλπ.
« Ό σ ο περισσότερο παρακολουθούμε τη διαδικασία αξιοποίησης
του κεφαλαίου», γράφει ο Κ. Μαρξ, «τόσο περισσότερο μυστικοποι-
είται η κεφαλαιοκρατική σχέση, και τόσο λιγότερο αποκαλύπτεται
το μυστικό του εσωτερικού της οργανισμού.»' Εδώ ο Κ. Μαρξ υπο­
γραμμίζει ξανά τη διαβάθμιση των εμπορευματικών - φετιχιστικών
μορφών των καπιταλιστικώ ν σχέσεων, που, σε διαφορετικό και όχι
σε ομοιόμορφο βαθμό, παραμορφώνουν το πραγματικό τους περιεχό­
μενο. Γ ι ’ αυτό και δεν έχουν την ίδια σχέση με το περιεχόμενο αυτό.
Ό σ ο πλησιέστερα βρίσκονται οι εκφάνσεις της αξίας, του κεφα­
λαίου, της υπεραξίας κλπ., στην επιφάνεια της οικονομικής ζωής, τό­
σο περισσότερο φετιχοποιημένες παρουσιάζονται. Αλλά και οι πιο
συγκεκριμένες εκφάνσεις των καπιταλιστικών σχέσεων δεν είναι στον
ίδιο βαθμό φετιχιστικές.
Είδαμε ότι οι άμεσες σχέσεις παραγωγής και ιδιοποίησης της υπε­
ραξίας σ την πορεία της λειτουργίας του βιομηχανικού κεφαλαίου
καλύπτονται με ένα πυκνό παραπέτασμα φετιχιστικών μορφών. Π α ρ ’
όλα αυτά, το βιομηχανικό κέρδος φέρνει επάνω του τα ίχνη της σύν­
δεσής του με τη ν παραγωγή. « Ό σ ο ν αφορά το κεφάλαιο, εφόσον εξε­
τάζεται στη δια δικα σία τη ς παραγω γής, διατηρείται, λίγο πολύ, πάντα

I. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, σελ. 69.

251
η αντίληψη ότι είναι ένα εργαλείο για να ψαρεύει ξένη εργασία.»1Το
κεφάλαιο χου λειτουργεί στη σφαίρα της κυκλοφορίας, πριν απ' όλα
το εμπορικό, δημιουργεί την αυταπάτη ότι το εμπορικό κέρδος γεννιέ­
ται με την ιιλληλοεξαπάτηση των εμπορικών συνεταίρων, με την
εξαπάτηση των αγοραστών, και, πάντως, ότι γεννιέται στη σφαίρα
της κυκλοφορίας. Ωστόσο και εδώ ακόμη, δεν αποκαλύπτεται ως το
βάθος η πραγματική σύνδεση των φαινομένων. «...Εδώ το κέρδος
εξηγείται με την ανταλλαγή», γράφει ο Κ. Μαρξ, «δηλαδή με μια
κοινωνική σχέση, όχι με ένα πράγμα.»2
Αλλο θέμα, το πιστωτικό κεφάλαιο, το κεφάλαιο που αποφέρει
τόκο. Το κεφάλαιο αυτό λειτουργεί σε μια μορφή που δεν μεσολαβεί-
ται από τη διαδικασία της παραγωγής και της κυκλοφορίας. Εμφανί­
ζεται σαν κεφάλαιο «έτοιμο»: σαν χρήμα που προορίζεται να κάνει
νέο χρήμα
0 τόκος — ειδική μορφή της υπεραξίας, που συνδέεται με τη λει­
τουργία του πιστωτικού κεφαλαίου — παρουσιάζεται σαν απλή γέν­
νηση χρήματος από χρήμα. «Στο κεφάλαιο που αποφέρει τόκο», γρά­
φει ο Κ. Μαρξ, «ολοκληρώνεται αυτό το αυτόματο φετίχ, η αυτοαυξα-
νόμενη αξία, το χρήμα που δημιουργεί χρήμα. Και σ ’ αυτή τη μορφή
του δεν έχει πια τα σημάδια της προέλευσής του. Η μετατροπή της
κοινωνικής σχέσης σε σχέση πράγματος (χρήματος, εμπορεύματος)
αυτού καθαυτού, εδώ ολοκληρώθηκε.»3
Ο τόκος, σε διάκριση από το βιομηχανικό κέρδος, είναι μορφή
υπεραξίας παραγωγή του κέρδους. Επομένως, η ιδιαίτερη ολοκλήρω­
ση της φετιχοποίησης της παραγωγής υπεραξίας στον τόκο, προέρ­
χεται από το γεγονός ότι γίνεται ιδιοποίηση δήμιουργημένης ήδη
στην παραγωγή υπεραξίας από ένα κεφάλαιο, το οποίο δεν έχει καμιά
εμφανή σχέση ούτε με την παραγωγή, ούτε με την κυκλοφορία.
«Έτσι, σ ’ αυτή τη μορφή κατανοείται το κεφάλαιο από την γενικό­
τερη αντίληψη»4, τελειώνει ο Κ. Μαρξ το χαρακτηρισμό των ιδιαιτε­
ροτήτων της φετιχοποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων, που προ­
έρχονται από τις μορφές του πιστωτικού κεφαλαίου.
Υπάρχει κάποια εσωτερική σύνδεση, μια αλληλοεξάρτηση των φε-
τιχιστικών μορφών των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού, που
επιτρέπει να εκπονηθούν απατηλές, ψεύτικες αντιλήψεις σε ένα ιδιό­
μορφο σύστημα απόψεων, το οποίο αντανακλά το σύστημα των φετι-
χιστικών μορφών. Σημειώνοντας αυτή την ιδιαιτερότητα του εμπο-
ρευματικού φετιχισμού, ο Κ. Μαρξ έγραψε: «Επειδή στον ένα πόλο η
τιμή της εργατικής δύναμης παρουσιάζεται με την παραλλαγμένη

1. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 26, μέρος 3, σελ. 472.
2. Στο ϊδνο. σελ. 475 (υπογράμμιση του συγγραφέα).
3. Στο ίδιο.
4. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 519.

252
μορφή του μισθού εργασίας, στον αντίθετο πόλο εμφανίζεται η υπε­
ραξία με την παραλλαγμένη μορφή του κέρδους.»1 Στην πραγματικό­
τητα, από τη μια μεριά, ο μισθός, που στην πράξη είναι, στην καλύ­
τερη περίπτωση, ισοδύναμος της αξίας, που δημιουργήθηκε από τον
εργάτη στη διάρκεια του αναγκαίου χρόνου εργασίας, παρουσιάζεται
σαν πληρωμή για όλη την εργασία του εργάτη. Από την άλλη μεριά,
η υπεραξία — προϊόν του μεταβλητού κεφαλαίου, αποτέλεσμα της
πρόσθετης εργασίας των εργατών, που την ιδιοποιείται, ανεπίστρε-
πτα, η αστική τάξη — παρουσιάζεται σαν αποτέλεσμα όλου του κε­
φαλαίου.
Έ τ σ ι, οι πολύμορφες εξωτερικές μορφές, με τις οποίες εμφανίζο­
νται οι καπιταλισ τικές σχέσεις, φετιχοποιούν αυτές τις τελευταίες σε
διαφορετικό βαθμό.

2. Η Ε Ν Ν Ο ΙΑ Τ Η Σ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ (Ο ΙΚ Ο Ν ΟΜ ΙΚ ΗΣ)
Μ Ο Ρ Φ Η Σ Ε Κ Χ Υ Δ Α ΪΣ Μ Ο Υ Τ Η Σ ΑΣΤΙΚΗΣ
Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η Σ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ Σ

Αυτές οι ιδιαιτερότητες των φετιχιστικών μορφών εμφάνισης των


καπιταλιστικώ ν σχέσεω ν παραγωγής και οι κατηγορίες της χυδαίας
πολιτικής οικονομίας, θέτουν το ζήτημα της βασικής κατεύθυνσης
εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής οικονομίας.
Τυπικό χα ρακτη ρισ τικό της εποχής του προμονοπωλιακού καπι­
ταλισμού ήταν η χρη σιμ οποίησ η από τους χυδαίους οικονομολόγους
όλο και πιο απομακρισμένων από την ουσία εμπορευματοφετιχιστι-
κών μορφών των οικονομικώ ν φαινομένων. Στη θεωρία της αξίας, για
παράδειγμα, ο ι αστοί οικονομολόγοι απαρνούνται τον καθορισμό της
αξίας από τη ν εργασία, υποκαθιστώντας την αξία με την τιμή παρα­
γωγής, που είναι παραλλαγή της αξίας (ουσιαστική μορφή της), με
την ανταλλακτική αξία (δηλαδή με την εξωτερική μορφή εμφάνισης
της αξίας), με τη ν αξία χρ ή σ η ς (μια από τις πλευρές της διττής φύ­
σης του εμπορεύματος), με τα έξοδα παραγωγής: τη χρηματική μορ­
φή της αξίας του δαπανημένου κεφαλαίου στην παραγωγή, και τέλος
με την τιμή: τη χρηματική μορφή της αξίας κλπ.
Ο εκχυδαϊσμός της οικονομικής θεωρίας είναι ένα φαινόμενο εξαι­
ρετικά αντιφατικό. Ω στόσο η βασική του κατεύθυνση την εποχή του
ελεύθερου ανταγωνισμού είναι σαφέστατη: είναι το πέρασμα των
αστών οικονομολόγω ν στη χρησιμοποίηση φετιχιστικών μορφών,
που όλο και περισσότερο απομακρύνονται από την ουσία των οικο­
νομικών διαδικασιών του καπιταλισμού.
Αυτή η μορφή εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής οικονομίας
1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, σελ. 55.

253
μπορα να ονομαστεί εντατική μορφή. Η μορφή αυτή χαρακτηρίζω
την ένταση της διαδικασίας του οικονομικού εκχυδαϊσμού, το βαθμό
απομάκρυνσης της μορφής της οικονομικής διαδικασίας, η οποία
χρησιμοποιείται από τους αστούς οικονομολόγους για τη συγκάλυφη
ιης ουσίας αυτών των διαδικασιών με σκοπό την απολογητική υπερά­
σπιση του καπιταλισμού, από το περιεχόμενό της.
Αυτή η μορφή εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής οικονομίας α­
ντανακλά το βαθμό απώλειας του επιστημονικού χαρακτήρα που είχε
πριν η γνωστική διαδικασία.
Το ίδιο το γεγονός της απόρριψης της επιστημονικής έρευνας των
οικονομικών σχέσεων και η υποκατάστασή της με την περιγραφή
των απατηλών μορφών των οικονομικών φαινομένων, δεν εξαντλούν
καθόλου τις δυνατότητες εκχυδαϊσμού της οικονομικής επιστήμης: 0
βαθμός αυτής της απόρριψης μπορεί να είναι διάφορος, και ταυτό­
χρονα διαφορετικός να είναι και ο βαθμός εκχυδαϊσμού της πολιτι­
κής οικονομίας. Η ένταση του εκχυδαϊσμού είναι διαφορετική στα
διάφορα στάδια της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας. Κάτι
παρακάνω: η ένταση αυτή αλλάζει και μέσα στα πλαίσια του κάβε
σταδίου σε συνάρτηση με το ποιες μορφές των οικονομικών διαδικα­
σιών χρησιμοποιούνται από τους αστούς ιδεολόγους για τη συγκά­
λυψη της ουσίας αυτών των διεργασιών. Στην πραγματικότητα, α*ό
την άποψη της γνωσιολογίας δεν είναι καθόλου αδιάφορο, τι βρίσκε­
ται στη βάση τής μιας ή της άλλης αντίληψης: η ουσία του μελπό­
μενου φαινομένου στη σύνδεσή της με τη μορφή αυτού του φαινομέ­
νου (για παράδειγμα, η αξία του εμπορεύματος και η τιμή του), η
ουσιαστική μορφή του φαινομένου (για παράδειγμα η τιμή παραγω­
γής) ή η εξωτερική, ή επιφανειακή μορφή του, παρμένη αποκομμένα
από την ουσία του φαινομένου (για παράδειγμα, η τιμή του εμπορεύ­
ματος στην αγορά). Έ τσ ι, ο χαρακτήρας των οικονομικών μορφών
που βρίσκονται στη βάση των αστικών αντιλήψεων εκφράζει διαφο­
ρετικό βαθμό εντατικότητας του εκχυδαϊσμού της επιστήμης, η
οποία είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο πιο μακριά βρίσκονται οι μορφές
αυτές από την ουσία των οικονομικών φαινομένων που εξετάζονται,
και τόσο μικρότερη, όσο πιο κοντά βρίσκονται σ ’ αυτή.
Μια τέτια προσέγγιση της αστικής οικονομικής επιστήμης επιτρέ­
πει να κατανοηθεί η κύρια κατεύθυνση της ανάπτυξής της. Η κρίση
της αστικής πολιτικής οικονομίας μας παρουσιάζεται έτσι σε κίνηση
και ανάπτυξη και όχι σαν κάποιο στιγμιαίο γεγονός, όχι σαν κάτι το
αμετάβλητο και απολιθωμένο.
Από αυτή την άποψη ο εκχυδαϊσμός της οικονομικής επιστήμης
είναι μια διαδικασία αντιθετική ως προς το περιεχόμενό της στη δια­
δικασία της επιστημονικής γνώσης. Αν η διαδικασία της επιστημο­
νικής γνώσης είναι πέρασμα από την περιγραφή των εξω τερ ικώ ν
μορφών του φαινομένου στην αποκάλυψη της ουσίας του, ο εκχυδαϊ-

254
σμός είναι κίνηση στην αντίθετη κατεύθυνση: ακό ιη βαθύτερη ου­
σία στη λιγότερο βαθιά και κατόηιν και στο φαινόμενο σιη συγκε­
κριμένη του μορφή. Το γεγονός αυτό καθορίζει και τ<ι αντικειμενικά
όρια αυτής της μορφής εκχυδαϊσμού της οικονομικής επιστήμης.
Η ιδιομορφία της εντατικής μορφής ανάπτυξης της κρίσης της
αστικής πολιτικής οικονομίας συνίσταται στο ότι οι αλλαγές των
απολογητικών μεθόδων που βρίσκονται στη βάση της δεν ξεπερνούν
τα πλαίσια της καθαυτό οικονομικής θεωρίας και γι ’ αυτό αυτή μ*ο-
ρεί επίσης να ονομαστεί οικονομική μορφή εκχυδαϊσμού. Ωστόσο
αυτά τα πλαίσια είναι περιορισμένα, παρ’ όλη την ποικιλία των
μορφών των οικονομικών διαδικασιών, που χρησιμοποιούνται με
απολογητικούς σκοπούς. Η οικονομική μορφή υπεράσπισης του κα­
πιταλισμού δεν είναι σε θέση να αποκλείσει ολοκληρωτικά τη δυνα­
τότητα κατανόησης της πραγματικής διαδικασίας, αν όχι της ουσίας
της, τουλάχιστον των μορφών της. Η γνώση γενικά — συμπεριλαμ-
βανόμενης και της γνώσης των κοινωνικοοικονομικών διαδικασιών
— ως προς τη φύση της είναι ατέρμονη, ο οικονομικός εκχυδαϊσμός
όμως έχει τα αντικειμενικά του όρια στην εξωτερική, συγκεκριμένη
μορφή των φαινομένων. Ακριβώς γ ι’ αυτό σε ορισμένο στάδιο ανά­
πτυξης του εκχυδαϊσμού εμφανίζεται η αναγκαιότητα να ξεπεράσει
τα πλαίσια του οικονομικού πεδίου, η αναγκαιότητα μιας άλλης
μορφής εκχυδαϊσμού, διαφορετικής από την εντατική.

3. Η ΠΡΟ Ϊ ΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ.
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΧΥΔΑΙΑΣ ΠΟΛΠΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΣΑΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

Σαν ιδιαίτερο ρεύμα της αστικής οικονομικής σκέψης, η χυδαία


πολιτική οικονομία εμφανίζεται πολύ πριν τη δεκαετία του 1830,
πριν ακόμα αρχίσει η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας,
εξαγγέλλοντας την έναρξη σοβαρών διαδικασιών κρίσης στην αστι­
κή οικονομική θεωρία.
Ιστορικά, αφετηρία διαμόρφωσης της χυδαίας οικονομίας σε ιδιαί­
τερο, αυτοτελές ρεύμα της αστικής πολιτικής οικονομίας, αποτέλεσε
η γαλλική αστική επανάσταση στα τέλη του Ι8ου αιώνα, γιατί έδειξε
πόσο περιορισμένες είναι οι επαναστατικές δυνατότητες της αστικής
τάξης και απο κάλυψε ότι στη θέση της παλιάς μορφής εκμετάλλευ­
σης ήρθε μια νέα. Η επανάσταση έθεσε σε κίνηση πλατιές λαϊκές
μάζες, μαζί και κείνα τα στρώματα, που επιδίωκαν να ξεπεράσουν τα
αστικά πλαίσια αυτής της επανάστασης, δηλαδή το νεογέννητο προ­
λεταριάτο. Αντανάκλαση των προσδοκιών αυτών των στρωμάτων

255
ήταν η ενεργοποίηση του ουτοπικού σοσιαλισμού στα τέλη τοι· Ι8οι
και ας αρχές του Ι9ου αιώνα. Σ ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο διαμορ­
φώνονται οι διδασκαλίες των γάλλων ουτοπικών σοσιαλιστών, των
Α. Σεν-Σιμόν και Σ. Φουριέ, καθώς και οι απόψεις του ουτοπικού
κομμουνισμού του Γ κ. Μπαμπέφ.
Τραβά την προσοχή το γεγονός ότι η διαμόρφωση της χυδαίας
πολιτικής οικονομίας σε ιδιαίτερο ρεύμα και η εμφάνιση των θεωριών
των μεγάλων ουτοπικών σοσιαλιστών της Γαλλίας, ανάγονται στην
ίδια περίπου περίοδο. Ο ταξικός διαχω ρισμός της αστικής κοινωνίας
σε προλεταριάτο και σε αστική τάξη, προκαλούσε μια βαθιά ταξική
διαφοροποίηση των οικονομικών θεωριών. Ωστόσο, η διαδικασία
αυτή απείχε ακόμα πολύ από την ολοκλήρω σή της. Η αστική τάξη
δεν είχε ακόμη εξαντλήσει τον προοδευτικό της ρόλο. Η επιστημο­
νική αστική πολιτική οικονομία σημείωνε ακόμη βήματα προς τα
μπρος. Η χυδαία αστική πολιτική οικονομία ακόμη δεν κυριαρχούσε.
Σε κείνη την περίοδο αυτή συνυπάρχει δίπλα στην κλασική σχολή,
ξεχωρίζει, συστηματοποιεί τα χυδαία σ το ιχεία αυτής της τελευταίας,
βασιζόμενη σ ’ αυτά, πολεμάει πεισματικά την επιστημονική αστική
πολιτική οικονομία. «Μόνο από τη στιγμή που η πολιτική οικονο­
μία», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «έχει φτάσει σε μια ορισμένη βαθμίδα ανά­
πτυξης και έχει πάρει σταθερές μορφές — δηλαδή ύστερα από τον
Σμιθ — ξεχωρίζει απ’ αυτή, σαν ιδιαίτερο είδος της πολιτικής οικο­
νομίας, το στοιχείο της εκείνο που είναι απλή αναπαραγωγή του εξω­
τερικού φαινομένου σαν απεικόνισή του — ξεχωρίζει το χυδαίο της
στοιχείο.»1
Εξαιρετικά ενδιαφέρων είναι ο μαρξιστικός χαρακτηρισμός αυτής
της περιόδου ανάπτυξης της αστικής πολιτική ς οικονομίας, η οποία
προηγήθηκε άμεσα της αρχής της κρίσης της. Στις θεωρίες για την
υπεραξία ο Μαρξ σημείωνε ότι «...η περίοδος από το 1820 ως το 1830
ήταν γενικά η μεγάλη μεταφυσική εποχή σ την ιστορία της αγγλικής
πολιτικής οικονομίας»2. Σε άλλο σημείο ο Κ. Μαρξ χαρακτήρισε αι>-
τή τη δεκαετία σαν «την πιο σημαντική περίοδο στην ιστορία της
αγγλικής πολιτικής οικονομίας»3
Από τη μια μεριά, ήταν περίοδος διάδοσης του ρικαριντιανισμού,
επιστημονικής αναζωογόνησης της πολιτικής οικονομίας. Η μη ανά­
πτυξη της βαριάς καπιταλιστικής βιομηχανίας και η εξαιτίας αυτού
μη ανάπτυξη της ταξικής πάλης, εξηγούν σε κάποιο βαθμό τον επι­
στημονικό χαρακτήρα των ερευνών των οπαδών της κλασικής σχο­
λής. Κάτι παραπάνω, ο ουτοπικός σοσιαλισμός προσπάθησε να άξιο­

ι. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 26, μέρος 3, σελ. 526.
2. Σ τ ο ίδιο, σελ. 15.
3. Σ τ ο ίδιο, σελ. 109.

256
ποιήσει τις επιστημονικές θέσεις του ρικαρντιανισμού για την κρηι-
κή του καπιταλισμού και την τεκμηρίωση των σοσιαλιστικών ιδεών
«...η θεωρία του Ρικάρντο χρησιμεύει κιόλας, κατ’ εξαίρεση, σαν
επιθετικό όπλο ενάντια στην αστική οικονομία»1.
Από την άλλη μεριά, αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την
πλατιά ανάπτυξη του εκχυδαϊσμού της διδασκαλίας του Ρικάρντο, με
παράλληλη ανάπτυξη της κλασικής και της χυδαίας πολιτικής οικο­
νομίας, που μάχονται μεταξύ τους. Αρκεί να αναφερθεί ότι το βασικό
έργο του Τ. Μάλθους Αρχές της πολιτικής οικονομίας, στο οποίο εκχυ-
δαΓζει τη διδασκαλία του Ρικάρντο, εκδόθηκε στην αρχή αυτής της
περιόδου, το 1820. Το Δοκίμιο για την παραγωγή του πλούτου, του Ρ.
Τόρενς εμφανίστηκε το 1821. Τον ίδιο χρόνο δημοσιεύεται η εργασία
του Τζ. Μιλ Στοιχεία πολιτικής οικονομίας. Λίγο αργότερα, το 1824,
εμφανίστηκε η εργασία τουΤόμαςντεΚουίνσι Διάλογος τριών νομικών
για την πολιτική οικονομία, κυρίως σχετικά με τις αρχές του κυρίου Ρι­
κάρντο. Έ να χρόνο αργότερα βγαίνει το «κύριο», όπως το χαρακτή­
ρισε ο Κ. Μαρξ, «έργο ενάντια στον Ρικάρντο», οι Κριτικές σκέψεις
για τη φύση, τα μέτρα και τις αιτίες της αξίας... του Σάμουελ Μπέιλι.
Τον ίδιο χρόνο, το 1825, δημοσιεύεται η βασική εργασία του Μακ-
Κούλοχ, που αντικατοπτρίζει την ολοκληρωτική αποσύνθεση του
ρικαρντιανισμού, οι Αρχές της πολιτικής οικονομίας.
Τελειώνοντας την εξέταση αυτής της περιόδου, ο Κ. Μαρξ καταλή­
γει: «Η φιλολογία της πολιτικής οικονομίας στην Αγγλία θυμίζει την
περίοδο αυτή, την περίοδο της θύελλας και της ορμής στο πεδίο της
πολιτικής οικονομίας στη Γαλλία ύστερα από το θάνατο του Κενέ.
Ωστόσο, τόσο μόνο, όσο θυμίζει άνοιξη το γαϊδουροκαλόκαιρο. Το
1830 άρχισε μια κρίση, που με μιας έκρινε τα πάντα.»2
Μετά την επανάσταση του 1830 ανακόπτεται η ανάπτυξη της επι­
στημονικής κλασικής αστικής οικονομίας και αρχίζει η κυριαρχία
της χυδαιοαπολογητικής σχολής. Ή ταν το κύριο σημείο στο οποίο
βρήκε την έκφρασή της η έναρξη της κρίσης της αστικής πολιτικής
οικονομίας.
Ωστόσο, οι χυδαίοι οικονομολόγοι δεν κατάφεραν αμέσως να
απαλλαγούν από τις επιστημονικές θέσεις της κλασικής σχολής. Οι
πρώτοι χυδαίοι οικονομολόγοι ήταν υποχρεωμένοι να διατηρήσουν
μια σειρά από τις θέσεις αυτές, μια και οι θεωρίες τους αποτελούσαν
προϊόν της διάλυσης της κλασικής οικονομικής θεωρίας. Κάτι παρα­
πάνω, οι πρώτοι χυδαίοι οικονομολόγοι, όπως οι Ζ. Μπ. Σε και Τζ.
Μιλ, ήταν υποχρεωμένοι να επεξεργασθούν λίγο-πολύ επιστημονικά
το εμπειρικό οικονομικό υλικό. «...Η χυδαία πολιτική οικονομία στις
προηγούμενες βαθμίδες της ανάπτυξής της», έγραφε ο Μαρξ, «δεν

1. Στο ίδιο, τόμ. 23. σελ. 14.


2. Στο ίδιο, σελ. 17.

257
βρίσκει ακόμη to υλικό πέρα για π έρ α ε π ε ξ ε ρ γ α σ μ έ ν ο , και γ ι' ακι
συνεργάζεται λίγο-πολύ και η ίδ ια γ ια τη λ ύ σ η τω ν οικονομιών
προβλημάτων από την άποψ η τη ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς, όπως π.χ
συμβαίνει με τον Σε, ενώ σε κ ά π ο ιο ν Μ π α σ τ ιά δεν απομένει παρά να
ασχολείται μόνο με λ ο γ ο κ λ ο π ές κ α ι να π ρ ο σ π α θ ε ί να παραμερίσει
στα λόγια τη δυσάρεστη π λευ ρ ά τ η ς κ λ α σ ικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονο­
μίας.»'
Εδώ ο Κ. Μαρξ δίνει το χαρακτηρισμό της κατεύθυνσης που ακο­
λούθησε στη συνέχεια η χυδαία αστική πολιτική οικονομία. Δείχνει
ότι και στα πλαίσια της χυδαίας οικονομίας υπάρχουν σοβαρές δια­
φορές μεταξύ των πρώτων και των ύστερων εκπροσώπων της, γιατί το
χαρακτηριστικό των τελευταίων είναι ο υψηλός βαθμός εκχυδαϊσμού
της οικονομικής θεωρίας. Αν οι πρώτοι αναπτύσσουν ακόμη ξεχωρι­
στές θέσεις της κλασικής σχολής, οι δεύτεροι κατευθύνουν τις προ·
σπάθειές τους στην εξάλειψη της «δυσάρεστης» (δηλαδή της επιστη­
μονικής και γ ι’ αυτό και επικίνδυνης για την αστική τάξη) πλευράς.
Σ' αυτό βρίσκεται και η ουσιαστική ποιοτική διαφορά της χυδαίας
οικονομίας πριν το 1830 και της χυδαίας οικονομίας μετά την έναρξη
της κρίσης της ’αστικής πολιτικής οικονομίας. Αυτό είναι το δεύτερο
σημείο που μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε χρονολογικά την έναρ­
ξη της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας ακριβώς στη δεκα­
ετία του 1830. Ωστόσο, η βασική κατεύθυνση και η κύρια μορφή
εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής οικονομίας, που χαρακτηρίζουν
όλη την περίοδο του ελεύθερου ανταγωνισμού, είχαν ήδη διαμορφω­
θεί πριν το 1830 στις εργασίες των θεμελιωτών της χυδαίας σχολής,
που τώρα θα εξετάσουμε. Η εντατική (οικονομική) μορφή εκχυδαί-
σμού αποτελεί ιστορικά την πρώτη μορφή διάσπασης της αστικής
οικονομικής επιστήμης. Η μορφή αυτή κυριαρχεί στην πρώτη περίο­
δο ανάπτυξης της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας, μέχρι
τη δεκαετία του 1870. Αυτήν ακριβώς ερευνά ο Κ. Μαρξ στο τρίτο
μέρος των θεωριών για την υπεραξία, αναλύοντας τη διαδικασία απο­
σύνθεσης της ρικαρντιανής σχολής, αυτού του ανώτατου επιτεύγμα­
τος της αγγλικής κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας.
Ωστόσο, η εγκαθίδρυση της χυδαίας οικονομίας σαν ιδιαίτερον
ρεύματος, αρχίζει με τη χρησιμοποίηση μη οικονομικών μεθόδων
απολογητικής. Τέτια είναι η πληθυσμιακή θεωρία (του «υπερπληθυ­
σμού») του Τ. Μάλθους (η «σκοτεινή επιστήμη», όπως την ορίζει ο
Τ. Κάρλαϊλ), που βασίζεται στη βιολογική ερμηνεία των κυριότερων
κοινωνικών και οικονομικών διαδικασιών του καπιταλισμού, στις mo
οξείες αντιθέσεις του: τη φτώχεια, την πείνα και την ανεργία.
Αν και η θεωρία αυτή είχε σημειώσει πολύκροτη επιτυχία στοκ
αστικούς κύκλους στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα, και στη

1. Στο ίδιο, τόμ. 2, μέρος 3, σελ. 527.

258
μια ή την άλλη μορφή, επέζησε μέχρι τις μέρες μας, δεν ακοτέλεσε.
ωστόσο, παρά ένα αηό τα επεισόδια των βασικών διαδικασιών εκ χυ­
δαϊσμού της οικονομικής θεωρίας, τα οποία καθόρισαν ιη βασική
της κατεύθυνση στις εργασίες των πρώτων χυδαίων οικονομολόγων
Η βιολογία δεν βρίσκεται ακόμη στη βάση όλης της οικονομικής
θεωρίας του Τ. Μάλθους.
Πρώτοι εκπρόσωποι της χυδαίας οικονομίας, οι θεμελιωτές της,
ήταν ο γάλλος οικονομολόγος Ζαν Μπατΐστ Σε (1767-1832) και ο άγ­
γλος οικονομολόγος Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (1766-1834) Σ' αυτών
ακριβώς τις εργασίες τα χυδαία στοιχεία της κλασικής σχολής γιβ
πρώτη φορά διαπλάστηκαν σαν ιδιαίτερο σύστημα απόψεων, κου α­
ντιπαρατίθεται στη θεωρία των κλασικών. Σ ’ αυτό συνίσταται το
ποιοτικό κριτήριο, που επιτρέπει να κρίνουμε πότε ακριβώς εμφανί­
στηκε η χυδαία πολιτική οικονομία σαν αυτοτελής κατεύθυνση.
Η διδασκαλία του Α. Σμιθ είναι μια ιδιόμορφη διαζευκτική γραμμή
στην ιστορία της αστικής οικονομίας· αν πάνω στις επιστημονικές
θέσεις της ανδρώθηκε η οικονομική διδασκαλία του Ντ. Ρικάρντο.
του κορυφαίου της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας, τα αντι­
επιστημονικά στοιχεία της θεωρίας του Α. Σμιθ αποτέλεσαν τη βάση
διαμόρφωσης της πρώτης συστηματικής χυδαίας αντίληψης.
Η ιδιομορφία της απολογητικής μεθόδου, που χρησιμοποιεί ο Ζ.
Μπ. Σε, βρισκόταν στο ότι αυτός προσπάθησε να ταυτίσει τις ανα­
πτυγμένες καπιταλιστικές σχέσεις με τις ιστορικά αφετηρία*ές τους
σχέσεις: τις σχέσεις της απλής εμπορευματικής παραγωγής και κυ­
κλοφορίας, ότι προσπάθησε έτσι να αφαιρέσει, από τη θεωρητική
ανάλυση, τα ειδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καπιταλισμού.
Ωστόσο, ο Σε προχώρησε πολύ πιο πέρα στην προσπάθεια να απαλ­
λαγεί από την ανάλυση του κοινωνικοοικονομικού περιεχομένου αυ­
τών των σχέσεων. Ταύτιζε την απλή εμπορευματική κυκλοφορία με
την ανταλλαγή προϊόντων. Πολλές από τις αντιλήψεις του βασίζο­
νται στην υποκατάσταση της έρευνας της κοινωνικής ουσίας των πα­
ραγωγικών σχέσεων του καπιταλισμού με την επιφανειακή περιγρα­
φή των μορφών, με τις οποίες εμφανίζονται αυτές οι σχέσεις.
Αν η συνεχής ανάπτυξη της κλασικής αστικής πολιτικής οικονο­
μίας εκφράζεται ειδικότερα, με μια όλο και μεγαλύτερη διαφοροχοί-
ηση των εννοιών, η οποία αντανακλά το βάθος της επιστημονικής
ανάλυσης, ο εκχυδαΐσμός των οικονομικής επιστήμης αποβλέπει στη
σύγχυση των εννοιών, στην ταύτισή τους, που αντανακλά το πέρα­
σμα στην περιγραφή των επιφανειακών μορφών και σχέσεων. Ο Κ.
Μαρξ έγραψε (πριν απ’ όλα για τον Ζ. Μκ. Σε): «Για τη μέθοδο που
χρησιμοποιεί η οικονομική απολογητική, είναι εδώ χαρακτηριστικά
δυο σημεία. Πρώτο, ταυτίζει την κυκλοφορία των εμπορευμάτων με
την άμεση ανταλλαγή προϊόντων, κάνοντας απλοϋστατα αφαίρεση
από τις διαφορές τους. Δεύτερο, προσπαθεί να αγνοήσει τις αντιφά-

259
σ^ις ιη ς κ εφ α λ α ιο κ ρ α τικ ή ς δια δικα σ ία ς της παραγωγής m-iow*;.
τυχαίνει ανάγοντας τις σ χ έ σ εις ανάμεσα στους καπιταλιστικοί/·
γοντες ιη ς παραγω γής σ τις απλές σχέσεις που απορρέοΐΑ' α,ιό τ γ Γι
κυκλοφορία των εμ π ορευμ ά τω ν.»1
Τυπική μορφή α π ο λ ο γ η τ ικ ή ς του Ζ. Μπ. Σε, είναι η εξάλειψη
κοινω νικής μ ορφ ή ς και ο το νισ μ ό ς του εμπράγματου περιεχομέιν
των κ ο ινω νικ ο ο ικ ο νο μ ικ ώ ν σχέσ εω ν. Το αποτέλεσμα είναι ίο ψ»
ρεύμα — αυτή η α ν τιφ α τικ ή ενότητα αξίας χρήσης και αξίίας —νί.
μετατρέπεται σε π ρ ο ϊό ν, σ ε α ξία χ ρ ή σ η ς, και η ανταλλαγή εμκυρε·.-
μάτων, σε α ντα λλα γή α ξιώ ν χ ρ ή σ η ς. Ο Ζ. Μπ. Σε συγχέει μια ocip<i
έννοιες: τη ν α ξία του εμ π ο ρ εύμ α το ς με την ανταλλακτική τοι
και τις δυο μ αζί με τη ν α ξ ία χ ρ ή σ η ς , με την ωφελιμότητα. «...Η τψη
ενός αντικειμένου», έγρ α ψ ε ο Ζ. Μπ. Σε, «είναι μέτρο της πολυτιμό-
τητάς του, ενώ η π ο λ υ τιμ ό τη τα είναι μέτρο της ωφελιμότητας τοι.. ►
Έ τ σ ι οι τιμές γ ίν ο ν τ α ν γ ι ’ αυτόν χρη ματική έκφραση της ωφελιμό­
τητας. «Η α^ία και ο βαθμός τη ς ω φελιμότητας γίνονται, έτσι, ταυτό­
σημοι όροι» , έγραψ ε ο Ζ. Μπ. Σε.
Έ τ σ ι, ο Ζ. Μ π. Σε επ ιδ ίω ξε να εξαλείψ ει από τη σφαίρα της θεω­
ρητική ς ανάλυση ς το ν π ρώ το και αφετηριακό όρο της καπιταλιστι­
κής παραγω γής, τη ν εμ π ο ρ ευ μ α τικ ή μορφή του προϊόντος της εργα­
σίας. Μ ια τέτια θέση ε ξ η γ ε ίτα ι με το ότι η ανάλυσή της με βάση τηι
εργασιακή θεωρία τη ς αξία ς είναι ικανή να αποκαλύψει αρκετές δυσά­
ρεστες για τη ν α σ τικ ή α π ο λ ο γ η τικ ή πλευρές του καπιταλισμού.
Τ αυτόχρονα, ο Ζ. Μ π. Σε επιδίω ξε να εξαλείψει από τη θεωρίακαι
το δεύτερο, και μ ά λισ τα το ν α ποφ α σ ισ τικό, όρο του καπιταλιστικοί
τρόπου παραγω γής, τη μ ετα τρο π ή της εργατικής δύναμης σε εμκό-
ρευμα. Η μισθω τή ερ γ α σ ία υπ ο κ α θίσ τα τα ι από τον Σε με την «Μηρι­
αία» του ερ γά τη , δ η λ α δ ή με τη ν εργα σία παρμένη μόνο σαν αξία
χρ ή σ η ς, ενώ τον ειδ ικ ό π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ ό της μισθωτής εργασίας, την
κοινωνική σ χέσ η , χά ρ η σ τ η ν ο ποία τα εμπορεύματα και το χρήμα
μετατρέπονται σε κ εφ ά λ α ιο , ο Ζ. Μπ. Σε τον απορρίπτει. «...Επειδή,
λοιπόν, σ τη ν αγορά υπηρεσιώ ν», έγραφε ο Κ. Μαρξ, «δεν περιέχεται
καθόλου η ειδικ ή σ χ έ σ η ερ γα σ ία ς και κεφαλαίου —εδώ αυτή είτε
έχει πέρα γ ια πέρα σ β η σ τ ε ί είτε δεν υπάρχει καθόλου — η αγορά
υπηρεσιών είναι, φ υσ ικά , η αγαπη τή μορφή του Σε, του Μπαστιάκαι
της συντροφ ιάς τους, γ ια να εκφ ράσουν τη σχέση κεφαλαίου και tp}*
σ/ας.»4 Π ρόκ ειτα ι γ ια μ ια π ιο α γοραία ερμηνεία του περιεχόμενό*
της κ α π ιτα λ ισ τικ ή ς σ χ έ σ η ς, α π ’ ό ,τι η αναγωγή της στην αγορά·*»·

1. Στο ίδιο, τόμ. 23, σελ. 124 (υποσημείω ση. Η υπογράμμιση του συγγρο^·
Β. Αφανάσιεφ).
2. Ζ. Μπ. Σε, Πραγματεία ηολιτικής οικονομίας, Μόσχα. 1896, σελ. 15.
3. Παρατίθεται από: Ντ. Ρικάρντο, Έργα, Μ όσχα, 1961, σελ. 243.
4. Κ. Μαρξ, Φ. Έ ν γ κ ε λ ς . Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 26, μέρος 1, σελ. 413
ληση εργασίας, δηλαδή στην εξωτερική εκείνη μορφή, με την oxoia
αυτή εμφανίζεται. Η ερμηνεία αυτή έχει καθαρά απολογητικό χαρα­
κτήρα, γιατί κηρύσσει την ιδέα της ίσης συμμετοχής στην παραγιβγή
πλούτου και του καπιταλιστή και του εργάτη. .«Οι απολογητές μας
γυρνάνε έτσι όχι μόνο πιο πίσω από την κεφαλαιοκρατική παραγω­
γή, αλλά ακόμα πιο πίσω και από την απλή εμπορευματική παραγω­
γή»1, έγραψε ο Κ. Μαρξ για τις μεθόδους της οικονομικής απολογη­
τικής του Ζ. Μπ. Σε.
Η καπιταλιστική παραγωγή μετατράπηκε στον Ζ. Μπ. Σε οε παρα­
γωγή γενικά, ανεξάρτητη από την κοινωνική μορφή και γΓ αυτό και
οι ειδικοί του νόμοι μετατράπηκαν σε «γενικούς νόμους της παραγω­
γής». Τα βασικά στοιχεία της καπιταλιστικής παραγωγής — η μι­
σθωτή εργασία, το κεφάλαιο και η ατομική γαιοκτησία — βρέθηκαν
«ξεκαθαρισμένα» από την καπιταλιστική τους μορφή και μετατράπη­
καν αντίστοιχα σε εργασία γενικά, σε μέσα παραγωγής και γη. Υπο-
καθιστώντας τη διαδικασία παραγωγής αξίας και υπεραξίας, με τη
διαδικασία δημιουργίας της αξίας χρήσης, ο Ζ. Μπ. Σε προσπάθησε
να παρουσιάσει σαν πηγές της αξίας τους συντελεστές που μόνο μετέ­
χουν στη διαδικασία της εργασίας, δηλαδή στη δημιουργία αξίας
χρήσης, και συγκεκριμένα την εργασία, τα μέσα παραγωγής και τη
γη. Έ τσ ι εμφανίστηκε η χυδαία θεωρία των τριών συντελεστών πα­
ραγωγής του Ζ. Μπ. Σε.
Οι αστοί ιστορικοί της πολιτικής οικονομίας παραδέχονται ότι ο
Ζ. Μπ. Σε προσπάθησε να υποκαταστήσει τον καθορισμό της αξίας
από την εργασία με τους συντελεστές εκείνους που επιδρούν στο συ­
σχετισμό της ζήτησης και προσφοράς του εμπορεύματος. «Στη θέση
της έθεσε τη ζήτηση και την προσφορά, οι οποίες με τη σειρά τους
ρυθμίζονται από τα έξοδα παραγωγής και από την ωφελιμότητα»2,
έγραψε για την πάλη του Ζ. Μπ. Σε κατά της εργασιακής θεωρίας της
αξίας ο σύγχρονος αμερικανός οικονομολόγος Τζ. ’Οζερ.
Ο Ζ. Μπ. Σε στην προσπάθειά του να αναγάγει την αξία του εμπο­
ρεύματος στην αξία χρήσης του, δεν μπορεί ακόμη να απορρϊψει τον
καθοριστικό ρόλο της παραγωγής. Η αξία, όπως αυτός την καθορί­
ζει, είναι αντίστοιχη του κόστους παραγωγής. Και μολονότι ο Ζ. Μπ.
Σε εκχυδαΐζει και αυτή την κατηγορία, όπως άλλωστε και την ίδια
την έννοια της παραγωγής, ανάγοντάς την στην «παραγωγή και α­
νταλλαγή υπηρεσιών», δεν μπορεί ωστόσο να ξεφύγει από την παρα­
δοχή του καθοριστικού ρόλου της παραγωγής, έστω και σε εκχυδαϊ-
σμένη μορφή. Στην πραγματικότητα, και η ωφελιμότητα του εμπορεύ­
ματος και τα εισοδήματα των βασικών τάξεων της αστικής κοινωνίας,
ο Σε τα συνάγει από την παραγωγή, στρέφοντας τις κύριες προσπά-

1. Στο ίδιο, τόμ. 26, μέρος 3, σελ. 557.


2. J. Oser, The Evolution o f Economic Thought, Νέα Υόρκη, 1963, σελ. 91.

261
tfctis του στη συσκότιση ιου πραγματικού ρ ο λ ο ύ αυτών ίω ν ιβξίm
σιην ϋαραγωγή.
Η θεωρία της αξία*; του Ζ. Mn. Σε, που ανάγει την αξία στην ιβφt-
λιμότητα και στην «υπηρεσία», άνοιξε το δρόμο στη χυδαία αντίλη^τ]
της υκοκειμενικής αξίας. Ό μ ω ς ο Ζ. Μη. Σε επιδιώ κει ακόμη νβ
συναγάγει την αξία από τη δράση των -συντελεστώ ν της παραγωγής,
και όχι από την υποκειμενική αξιολόγη ση της ωφελιμότητας tod ι-
μκορώματος. Ο Ζ. Μπ. Σε, για παράδειγμα, έγραψε για τον κάτοχο
του εμπορεύματος; « Ο κάτοχός του μπορεί να αποτιμήσει (την ωφε­
λιμότητα - Β. Αφανάσιεφ) πολύ υψηλά, αλλά από αυτό, δεν θα γίνει
πλουσιότερος». Μέτρο αποτίμησης του δοσμένου αντικειμένου, κατά
τον Ζ. Μπ. Σε, είναι εκείνη η ποσότητα αντικειμένω ν, η οποία μπο­
ρεί να αποκτηθεί ως αντάλλαγμα γΓ αυτό, «δεδομένου ότι μπορεί να
δόσουν γι' αυτό περισσότερα α π ’ ό,τι αξίζει αυτό καθαυτό»*1. 0 Ζ.
Μπ. Σε, επομένως, ξεκινά από την παραδοχή κάποιας αξίας του αντι­
κειμένου, η οποία καθορίζεται από την ω φ ελιμότητά του και ταυτίζε­
ται με την ανταλλακτική αξία.
0 Ζ. Μκ. Σε ανακηρύσσει πηγές των εισοδημάτω ν των τριών βασι­
κών τάξεων της αστικής κοινωνίας τους τρεις πιο πάνω «συντελεστές
της παραγωγής»: την εργασία — πηγή του μισθού, το κεφάλαιο —
πήγη του τόκου (το επιχειρηματικό πνεύμα του κεφαλαιοκράτη —
κηγή του εισοδήματος του επιχειρημ ατία), τη γη — πηγή της γαιο­
προσόδου. Οι σχέσεις μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου ανάγονταν
έτσι στην αμοιβαία ανταλλαγή «υπηρεσιών» τω ν εργατών και των
καπιταλιστών.
Από εδώ συναγόταν το συμπέρασμα ό τι ο κάθε «παράγοντας παρα­
γωγής» δημιουργεί τάχα για τον κάτοχό του αντίστοιχο εισόδημα,
που εκφράζει το μέρος της συμμετοχής του σ τη ν παραγωγή. Από αυ­
τή την άποψη ούτε το κέρδος, ούτε η πρόσ οδος δεν δημιουργούνται
από την εργασία των μισθωτών εργατών. Ο καθένας παίρνει μόνο
αυτό που παράγει ο συντελεστής παραγω γής, που του ανήκει. Εκμε­
τάλλευση της εργασίας από τον κα π ιτα λισ τή δεν υπάρχει. Τη σύ­
γκρουση των ταξικών συμφερόντων η άποψη αυτή στην ουσία, την
αποκλείει2.
Ό λη αυτή η θεωρητική κατασκευή αποσκοπούσε στο να τεκμηριώ-

I. Ζ. Μπ. Σε, Πραγματεία πολιτικής οικονομίας, σελ. 13.


1 Για την απολογητική της ακριβούς κατεύθυνσης, η αντίληψη των «συντελε­
στών της χαραγαητής» προπαγανδίζεται πλατιά από τη σύγχρονη αστική πολιτική
οικονομία, χου προσθέτει στους συντελεστές, εκτός από τους τρεις που αναφέρ­
θηκαν, κ « μια σειρά άλλους. Στο Εγχειρίδιο τη ς οικονομικής ανάλυσης του αμερι­
κανού οικονομολόγου Έντουαρτ Νέβιν, σαν «παράγοντες που δημιουργούν πλού­
το». παρουσιάζονται η γη, το κεφάλαιο, η εργασία και το επιχειρηματικό πνεύμα.
« η» ερμηνεύεται ας «ειδική μορφή εργασίας» (Ε. Nevin, Textbook o f Economic

162
οει την εσφαλμένη ΰέση ότι οι χηγές της αξίας και ίων εισοδημάτων
είναι χολλαχλές και σ ' αυτή τη βάση να χεράοει την απολογητική
ιδέα της απουσίας εκμετάλλευσης στην καπιταλιστική κοινωνία
Ο «τριαδικός τύχος· (η «τριαδική φόρμουλα*) του Ζ. Μχ. Σε, έδινε
προφανώς piu αρμονική εξήγηση των διαδικασιών της καραγωγής,
της κατανομής και της ανταλλαγής, γιατί οι τρεις «χαράγοντες της
χαραγωγής» λειτουργούν στον Ζ. Μχ. Σε σαν «τριάδα» των καραγό­
ντων της υλικής χαραγωγής, σαν αυτοτελείς χηγές εισοδημάτων, κα­
θώς και σαν χαράγοντες χου καθορίζουν την αξία των εμπορευμάτων.
Η εξωτερική ωστόσο «αρμονία» της θεωρίας του Ζ. Μχ. Σε δεν
αποτελεί και απόδειξη της ορθότητάς της. Η αρμονία αυτή αντανα­
κλά απλώς την χιο χάνω ιδιαιτερότητα των εμκορευματοφετιχικών
μορφών των καπιταλιστικών σχέσεων, και συγκεκριμένα το γεγονός
ότι αυτές δημιουργούν ένα ιδιόμορφο σύστημα υλικών εμφανίσεων
αυτών των σχέσεων.
Στην ίδια μεθοδολογική βάση εδράζεται και η αντίληψη της αν·>
παραγωγής του Ζ. Μπ. Σε, σύμφωνα με την οποία, στην καπιταλιστι­
κή κοινωνία οι κρίσεις υπερπαραγωγής, που αγκαλιάζουν όλη την
οικονομία θεωρούνται αδύνατες. Ο Ζ. Μπ. Σε το στηρίζει αυτό με το
επιχείρημα ότι το κάθε εμπόρευμα που κροσφέρεται για κώληση
στην αγορά, σημαίνει και προσαύξηση της ζήτησης για το ίδιο πο­
σό1. Εξασφαλίζοντας την ισότητα της συνολικής ζήτησης και της
συνολικής προσφοράς, η καπιταλιστική οικονομία ρυθμίζεται αυτό­
ματα. Κάνοντας αφαίρεση από την καπιταλιστική και την εμπορευ-
ματική μορφή της διαδικασίας της κυκλοφορίας και αποδίνοντας σε
ορισμένα προϊόντα το ρόλο του χρήματος σε σχέση με τα άλλα, ο Ζ.
Μπ. Σε διακηρύσσει ότι σε τελευταία ανάλυση «τα προϊόντα αγορά­
ζονται με προϊόντα». Αποκαλύπτοντας την πραγματική και μεθοδο­
λογική σαθρότητα των θέσεων του Ζ. Μπ. Σε, ο Κ. Μαρξ έγραψε: «Ο
Ζαν Μ πατίστ Σε έχει το θράσος να εκφέρει γνώμη για τις κρίσεις,
ξέροντας μόνον ένα: ότι το εμπόρευμα είναι προϊόν.»3 Και εδώ ο Ζ.
Μπ. Σε κάνει αφαίρεση από τις κοινωνικές-παραγωγικές σχέσεις του
καπιταλισμού, ανάγοντας τον σύνθετο μηχανισμό της καπιταλιστι­
κής κυκλοφορίας σε άμεση ανταλλαγή προϊόντων.
Η οικονομική θεωρία του Ζ. Μπ. Σε, αναγόταν έτσι στη συστημα-
τοποίηση των αντιλήψεων εμπορευματικού φετιχισμού, στη χυδαία-

Analysis, Νέα Υόρκη, 1967, σελ. 18). Στις πηγές πλούτου ανάγεται εδώ η εργασία
του καπιταλιστή για την εκμετάλλευση των εργατών. Τέτιου είδους παράγοντας
παρουσιάζεται και το κράτος (βλ.: F. J. Wrigth, An Introduction to thePrimdpiet of
Economics, Οξφόρδη - Λονδίνο, 1965, σελ. 18).
Ί . Ζ. Μπ. Σε, Πραγματεία πολιτικής οικονομίας, σελ. 40-41. 42.
2. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 127 (υποσημείωση).

263
α π ο λ ο γ η τ ικ ή τ ο υ ς ε ρ μ η ν ε ία . Ο ι ι σ τ ο ρ ι κ ά π α ρ ο δ ι κ έ ς κ α π ιτ α λ ισ τ ικ έ ς
σ χ έ σ ε ι ς π α ρ α γ ω γ ή ς π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ν σ α ν α ι ώ ν ι ο ι ό ρ ο ι κ ά θ ε παραγιό-
γή ς γ ε ν ικ ά .

0 Ζ. Μπ. Σε διατύπωσε μια σειρά ιδέες που αποτέλεσαν τη βάση


της παραπέρα ανάπτυξης της χυδαίας πολιτικής οικονομίας. Τέτια
είναι η θεωρία του της αξίας, που αποτέλεσε μια από τις πηγές της
χυδαίας θεωρίας της οριακής ωφελιμότητας στη μορφή που έφτασε
μέχρι τις μέρες μας, όπως και η τροποποιημένη θεωρία των τριών
«συντελεστών της παραγωγής», που αποτελεί έναν από τους ακρογω­
νιαίους λίθους της σύγχρονης χυδαίας οικονομίας. Ο «νόμος της
αγοράς» του Ζ. Μπ. Σε, που αποκλείει τη δυνατότητα οικονομικών
κρίσεων υπερπαραγωγής, βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίθεση με πλή­
θος πασίγνωστων γεγονότων. Ωστόσο, αυτός ο νόμος κυριαρχούσε
στην αστική θεωρητική φιλολογία μέχρι τη «μεγάλη ύφεση» της δε­
καετίας του 1930, μέχρι την εμφάνιση των εργασιών του Τζ. Μ.
Κέινς. Αυτό δείχνει ότι μερικές κεντρικές αντιλήψεις της χυδαίας
οικονομίας όχι μόνο βασίζονται στην απολογητική περιγραφή της
εξωτερικής επίφασης των οικονομικών διαδικασιών του καπιταλι­
σμού, αλλά συχνά αντιφάσκουν ακόμα και μ ’ αυτή την τελευταία
Παρ’ όλα αυτά, προπαγανδίζονται πλατιά από τους αστούς θεωρητι­
κούς, αν αυτό υπαγορεύουν οι ιδεολογικές ανάγκες της αστικής τά­
ξης.
Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η ιδιόμορφη αναγέννηση του «νόμου
του Σε» στη νεοσυντηρητική κατεύθυνση, που διαδόθηκε πλατιά στη
σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία, πράγμα που προκάλεσε όξυν-
ση της πολεμικής μεταξύ των αστών οικονομολόγων σε μια σειρά
θεμελιακά προβλήματα της οικονομικής επιστήμης. Αρκεί, στο ση­
μείο αυτό, να αναφερθεί η κριτική που ασκούν οι μετακεϊνσιανοί στη
θεωρία της γενικής ισορροπίας της νεοκλασικής σχολής που αποτε­
λεί, όπως είναι γνωστό, ένα από τα θεμέλια της νεοσυντηρητικής οι­
κονομικής θεωρίας. Ο αμερικανός οικονομολόγος Ο. Ντέιβιντσον,
στην εργασία Η μετακεϊνσιανή σχολή - έξοδος από την κρίση της οικο­
νομικής θεωρίας, γράφει ότι οι θεω ρητικοί της γενικής ισορροπίας
παραγνωρίζουν τη διάσπαση του εμπορευματικού κόσμου σε καθαυτό
εμπορεύματα και σε χρήμα και ταυτόχρονα και τις απορρέουσες από
αυτό οξείες αντιθέσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. «Σύμφωνα με
τη θεωρία της γενικής ισορροπίας...», σημειώνει ο Π. Ντέβιντσον,
«τα έξοδα κάθε ατόμου πρέπει να είναι ίσα με τον όγκο των ταυτόχρο­
νων πωλήσεών του. Το πρόβλημα της ρευστοποίησης δεν ανακύπτει
στα νεοκλασικά μοντέλα, εφόσον αυτά στην πράξη είναι συστήματα
ανταλλαγής προϊόντων, στα οποία το εμπόρευμα εξοφλείται με εμπό­
ρευμα με τις υπάρχουσες τιμές ισορροπίας. Σε ένα τέτιο σύστημα λο­
γικής δεν υπάρχει θέση για το θεσμό του χρήματος, για τη χρηματι­

264
κή τιμή ή για μελλοντικά “γεγονότα που δεν μπορούν να προκαθορι-
. στούν” .»
Η προώθηση σε μια από τις πρώτες θέσεις της σύγχρονης αστικής
πολιτικής οικονομίας, του νεοσυντηρητισμοΰ, που αναγέννησε, τα
δόγματα της παλιάς χυδαίας οικονομίας που από καιρό έχει απορρί-
ψει η ζωή, αποτελεί ξεκάθαρη εκδήλωση της βαθιάς κρίσης της.
Δεν απομακρύνθηκε από το «νόμο του Σε» ούτε και ο σύγχρονος
μονεταρισμός, που μια από τις κεντρικές του θέσεις είναι ότι καθορι­
στική επίδραση στην οικονομική συγκυρία των καπιταλιστικών χω­
ρών ασκεί η γενική ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί. Στην
πραγματικότητα, αν ο Ζ. Μπ. Σε προσπάθησε να χρησιμοποιήσει
στην ανάλυση του καπιταλισμού τον τύπο του ανταλλακτικού εμπο­
ρίου Ει - Ε2, οι μονεταριστές, στα φαινόμενα του σύγχρονου καπιτα­
λισμού που χαρακτηρίζονται από υψηλό επίπεδο ανάπτυξης του
χρηματιστικού κεφαλαίου, προσπαθούν να εφαρμόσουν τον τύπο της
απλής εμπορευματικής κυκλοφορίας Ει - X - Εϊ, που σκοπός της εί­
ναι η ανταλλαγή αξιών χρήσης, η κατανάλωση, και καθόλου η μεγι­
στοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους. Η σαθρότητα αυτής της με­
θοδολογικής θέσης υπογραμμίζεται και στις εργασίες μιας σειράς
αστών θεωρητικών. Έ τσι, ο αμερικανός οικονομολόγος X. Μίνσκι
σημειώνει ότι «η μονεταριστική προσέγγιση βασίζεται... στον λαθε­
μένο χαρακτηρισμό των θεσμικών σχέσεων, που κυριαρχούν σ ' αυτή
την οικονομία, η οποία έφθασε σε μας»2. Ο Μίνσκι γράφει ότι στην
καπιταλιστική οικονομία που βασίζεται στη χρησιμοποίηση κεφα­
λαίου και που διαθέτει αναπτυγμένο χρηματιστικό σύστημα, δεν
μπορεί να εφαρμοστεί το κριτήριο της «εμποροπανήγυρης του χω­
ριού». Ό τα ν πρόκειται για τέτια οικονομία, γράφει ο X. Μίνσκι, τότε
η σημασία του χρήματος, σε όλη του την έκταση, δεν μπορεί να πε­
ριοριστεί στα πλαίσια της καμπύλης της ζήτησης και να αναχθεί
στις πράξεις κάποιου μεσίτη, που οι υπηρεσίες του αποσκοπούν στη
διευκόλυνση της ανταλλαγής εμπορευμάτων στην ονομαζόμενη «ε-
μποροπανήγυρη του χωριού»3. ·
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σύγχρονοι αστοί οικονομολόγοι, που
παίρνουν τις πιο αντιδραστικές θέσεις, επιδιώκουν να αναστήσουν
πριν απ ’ όλα τα πιο χυδαία στοιχεία της θεωρίας του Ζ. Μπ. Σε, και
όχι εκείνες τις θέσεις της που διατηρούν ακόμη την κληρονομιά της
κλασικής σχολής. Ο Ζ. Μπ. Σε, για παράδειγμα, παραδέχεται τον
αντικειμενικό χαρακτήρα των οικονομικών νόμων της κοινωνίας.
Στην Πραγματεία πολιτικής οικονομίας, έγραψε ότι «η πολιτική οικο­

1. The Public Interest, Special Issue, 1980. σελ. 165. Βλέπε επίσης: H σύγχρονη
οικονομική σκέψη, σελ. 329.
2. Η σύγχρονη οικονομική σκέψη, σελ. 430.
3. Η σύγχρονη οικονομική σκέψη, σελ. 431.

265
ν ο μ ία έ γ ι ν ε μ ι α α π λ ή έ κ θ ε σ η τ ω ν ν ό μ ω ν π ο υ δ ι ε υ θ ύ ν ο υ ν τ η ν ο ι κ ο ν ο ­
μ ία τ ω ν α ν θ ρ ώ π ι ν ω ν κ ο ι ν ω ν ι ώ ν . . . » Ο ι δ η μ ό σ ι ο ι ά ν δ ρ ε ς , σ υ ν έ χ ι ζ ε ο Ζ.
Μ π. Σ ε, « υ π ο χ ρ ε ώ θ η κ α ν ν α σ υ μ μ ο ρ φ ώ ν ο ν τ α ι μ ε τ ι ς α ρ χ έ ς α υ τ ή ς της
ε π ισ τ ή μ η ς , α κ ρ ιβ ώ ς ό π ω ς υ π ο χ ρ ε ώ ν ε τ α ι ν α υ π ο λ ο γ ί ζ ε ι τ ο υ ς νόμ ου ς
τ η ς δ υ ν α μ ι κ ή ς ή τ η ς υ δ ρ α υ λ ι κ ή ς ό π ο ι ο ς θ έ λ ε ι ν α χ τ ί σ ε ι σ τ έ ρ ε α μια
γ έ φ υ ρ α ή έ ν α φ ρ ά γ μ α » 1.
Η μακρόχρονη και συνεχής διαδικασία εκχυδαϊσμού έχει ολοφά­
νερη τάση να γίνει βαθύτερη. Γ ι ’ αυτό, σε σύγκριση με μερικούς
σύγχρονους αστούς ειδικούς της πολιτική ς οικονομίας, ο Ζ. Μπ. Σε
(δεδομένου ότι κάθε άλλο παρά ολοκλήρω σε τη ν καταστροφή της
θεωρίας της κλασικής σχολής) παρουσιάζεται σαν σοβαρός οικονο­
μολόγος. Τι αξίζει, για παράδειγμα, η ερμηνεία του κεφαλαίου στην
«πλατιά έννοια» του σύγχρονου άγγλου οικονομολόγου Φ. Ράιτ, που
εντάσσει στο κεφάλαιο τέτια πράγματα, όπως η υγεία, η δύναμη και
η πνευματική ανάπτυξη της κοινωνίας στο σύνολό της. Από «οικο­
νομική άποψη», το κεφάλαιο, κατά τη γνώμη του, διαιρείται σε δυο
μορφές: στο βασικό (τα σχετικά μακρόβια πράγματα) και το κινητό
(αυτό που μπορεί άμεσα να μετατραπεί σε χρ ή μ α )2. Συγχέοντας και
στρεβλώνοντας τη διαίρεση του κεφαλαίου σε πάγιο και κυκλοφορι-
ακό, συγχέοντας το κυκλοφοριακό κεφάλαιο με το κεφάλαιο στην
κυκλοφορία, ο Φ. Ράιτ ξεχνά να δόσει κάποιον, οποιονδήποτε, οικο­
νομικό χαρακτηρισμό του κεφαλαίου.
0 Ζ. Μπ. Σε δεν κατέφυγε ακόμη στη φενάκη της καπιταλιστικής
κυκλοφορίας για να εξηγήσει το κεφαλαιοκρατικό κέρδος. Μαζί μ$
τους φυσιοκράτες, αυτούς τους εκπροσώπους ενός ειδικού ρεύματος
της κλασικής σχολής, πίστευε σωστά ότι η ανταλλαγή δυο ίσων αξιών
δεν μεγαλώνει και δεν ελαττώνει τη συνολική μάζα των αξιών, που
υπάρχουν στην κοινωνία.
Οι εργασίες του Ζ. Μπ. Σε και του Τ. Μ άλθους, έθεσαν τη βάση
του εκχυδαϊσμού της κλασικής σ χο λ ή ς, που αναπτύχθηκε παραπέρα
στη μετέπειτα αστική πολιτική οικονομία. Π ολλές θέσεις της θεωρίας
τους αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και στη σύγχρονη αστική πο­
λιτική οικονομία.
0 Τ. Μάλθους, για παράδειγμα, πρώτος διατύπωσε τη θεωρία της
«αποτελεσματικής ζήτησης», που έγινε κεντρικό σημείο του συστή­
ματος του κεϊνσιανισμού. Η θεωρία του «της πληθώρας εμπορευμά­
των στις αγορές», γράφει ο Τζ. Ό ζ ε ρ , «ήταν λιγότερο ωφέλιμη το
1820, απ’ ό,τι σήμερα»3. Η μαλθουσιανή υπεράσπιση των πολέμων
αναγεννιέται από τους σύγχρονους αγοραίους οικονομολόγους. Η θέ­
ση του Τ. Μάλθους ότι η καπιταλιστική οικονομ ία δεν αυτορυθμίζε*

1. Ζ. Μπ. Σε, Πραγματεία πολιτικής οικονομίας, σελ. 5.


1 F. J. Wrigth, An Introduction to the Principles o f Economics, σελ. 19.
3. J. Oser, The Evolution o f Economic Thought, σελ. 83.

266
ται, αναπαράγεται στον κεϊνσιανισμό και σε μια σειρά κατευθύνσεις
της θεωρίας της οικονομικής ανάπτυξης.
Δεν αποσύρθηκε ακόμη από το προσκήνιο, παρ’ όλη τη σταθερό­
τητά της η «πληθυσμιακή» θεωρία του Τ. Μάλθους. Ο αμερικανός
οικονομολόγος P. Α. Ίστερλιν έγραψε γΓ αυτή: «...Τη θεωρία αυτή
τη χρησιμοποιούσαν συχνά οι πολιτικοί παράγοντες της συντηρητι­
κής τάσης στις προσπάθειές τους να τεκμηριώσουν το κοινωνικό
τους στάτους-κβο»1. Ό πω ς είναι γνωστό, ο Τ. Μάλθους υποστήριζε
ότι ο πληθυσμός αυξάνει τάχα κατά γεωμετρική πρόοδο, ενώ τα μέσα
ύπαρξης αυξάνουν κατ’ αριθμητική πρόοδο, ότι στη βάση της φτώ­
χειας των εργαζομένων βρίσκονται αιώνιες και φυσικές αιτίες, που
δεν εξαρτώνται από το κοινωνικό καθεστώς. «Είναι ολότελα απίθα­
νο», έγραφε, «ότι οι φτώχιές τάξεις θα πάψουν κάποτε να φέρουν το
βάρος της φτώχειας». Και δήλωσε: «Οι βασικές και μόνιμες αιτίες
της φτώχειας λίγο συνδέονται ή σχεδόν δεν συνδέονται με τις μορφές
διεύθυνσης ή με την ανισότιμη κατανομή της ιδιοκτησίας...»
Στη μεταπολεμική περίοδο, σε σύνδεση με την κατάρρευση του
αποικιακού συστήματος του ιμπεριαλισμού και την εμφάνιση στο
στίβο της ιστορίας της σημαντικής ομάδας των απελευθερωμένων
χωρών, οι οποίες προσέκρουσαν αμέσως στο πρόβλημα του βιοτικού
επιπέδου των λαών τους, στα ζητήματα της εξάλειψης της αποικια­
κής στρέβλωσης των οικονομιών τους, η μαλθουσιανή θεωρία του
πληθυσμού τέθηκε και πάλι σε κυκλοφορία με σκοπό τη δικαίωση
των νεοαποικιοκρατικών μεθόδων υποταγής των νεαρών αναπτυσσό­
μενων χωρών.
Η σαθρότητα του μαλθουσιανισμού καθορίζεται από δύο, τουλάχι­
στον, περ'ιστατικά. Πρώτον, από το ότι ο Τ. Μάλθους παραγνωρίζει
την τεχνική πρόοδο που εξασφαλίζει την άνοδο της παραγωγικότη­
τας της εργασίας τόσο στην αγροτική οικονομία, όσο και στην οικο­
νομία γενικά, γεγονός που μηδενίζει τον περιβόητο «νόμο της φθί-
νουσας παραγωγικότητας του εδάφους». Δεύτερο, από το ότι ο Τ.
Μάλθους παραγνωρίζει την επίδραση των κοινωνικοπαραγωγικών
σχέσεων στο βιοτικό επίπεδο. Αναρίθμητα γεγονότα δείχνουν αδιαμ­
φισβήτητα ότι εκεί όπου οι εργαζόμενες μάζες παίρνουν στα χέρια
τους την κρατική εξουσία, εξαλείφουν την εκμετάλλευση και ανα­
πτύσσουν την κοινωνική παραγωγή, το βιοτικό τους επίπεδο ανεβαί­
νει ουσιαστικά.
Ο Τ. Μάλθους, που εξέδοσε το 1820 μια εργασία με το χαρακτηρι­
στικό τίτλο Οι αρχές της πολιτικής οικονομίας, εξεταζόμενες από την
άποψη της πρακτικής τους εφαρμογής, εμφανίστηκε σαν άμεσος εκχυ-

1. Η σύγχρονη οικονομική σκέψη, σελ. 686.


2. Παρατίθεται από: The Determinants and Consequences of Population Change.
τόμ. I, Νέα Υόρκη, 1973, σελ. 38b.

267
δαϊστής της διδασκαλίας του Α. Σμιθ, καθώς και του συγχρόνου τοι
Νι. Ρικάρντο, a t συνθήκες σ χετικ ά μη αναπτυγμένων ταξικών αντιθέ­
σεων. ΓΓ αυτό, όπως και ο Ζ. Μπ. Σε, κάνει μόνο τα πρώτα βήματα
στον εκχυδαϊσμό της θεωρίας των κλασικώ ν.
Ο Γ. Μάλθους, στην πάλη με τη ν κ λα σ ικ ή σ χο λ ή , βασίζεται κυρίως
στις διαφορές που ανακαλύφτηκαν και περιγράφ ηκαν από τους κλασι­
κούς, κάτι παραπάνω, στις ορατές α ντιφ ά σ εις μεταξύ της ouqicu; και
της εξωτερικής μορφής των ο ικ ο νο μ ικ ώ ν διεργασιώ ν. Χρησιμοποι­
ώντας το γεγονός ότι η ουσ ία τω ν ο ικ ο νο μ ικ ώ ν διαδικασιών και οι
μορφές εμφάνισής της δεν σ υμ πίπτουν άμεσα, ο Τ. Μάλθους αμφι­
σβητεί και απορρίπτει τα σπέρμ ατα τη ς επ ισ τη μ ο ν ικ ή ς αλήθειας, στα
οποία είχε φθάσει η αστική σκέψ η σ τις ερ γα σ ίες των κλασικών.
Από μια ορισμένη άποψ η, μ π ο ρο ύ μ ε να πούμε ότι στη βάση της
πάλης του Τ. Μ άλθους ενά ντια σ τ η ν κ λ α σ ικ ή σ χο λ ή βρίσκονταν οι
αντιφάσεις του πρωσικού και του α μ ερικά νικου δρόμου ανάπτυξης
του καπιταλισμού και ό χ ι μ όνο ο α ντα γω νισ μ ό ς των συμφερόντων
του προλεταριάτου και της α σ τικ ή ς τά ξ η ς, που δεν ήταν ακόμα αρκε­
τά αναπτυγμένος στο τέλος του 18ου κ α ι τις α ρχές του 19ου αιώνα.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ό τι ο μ α λ θ ο υ σ ια ν ισ μ ό ς δεν είδε τον κίνδυνο
που διέτρεχε η άρχουσα τάξη από τη ν π λεύρά του προλεταριάτου που
ρίχνεται στην πάλη. Κ άτι πα ρα πά νω , η π λ η θυ σ μ ια κ ή θεωρία του Τ.
Μάλθους αποσκοπούσε κυρίω ς σ το να πρ ο φ υ λ ά ξει από το χτύπημα
την αστική τάξη και τους λ ό ρ δ ο υ ς-γα ιο κ τή μ ο ν ες, παρουσιάζοντας
σαν αιτία της φτώχειας και τη ς α νερ γία ς τους «νόμους της φύσης»,
να αποκρούσει την προπαγάνδα τω ν ο υ το π ικ ώ ν σοσιαλιστώ ν (ειδικό­
τερα του Ου. Γκόντβιν, ο ο π ο ίο ς σ το έργο του Για την ιδιοκτησία
άσκησε κριτική στην ατομική ιδ ιο κ τ η σ ία , βλέποντας δίκαια σ ’ αυτή
την πηγή όλων των κοινω νικώ ν σ υ μ φ ο ρ ώ ν του καπιταλισμού) για κα­
τάργηση της αστικής τά ξη ς π ρ α γμάτω ν. «Η πληθυσμιακή θεωρία
του», γράφει ο αμερικανός ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γο ς Τζ. Ό ζ ε ρ , «εξυπηρετούσε
τους πλούσιους, απαλλάσσοντά ς τους από τη ν ευθύνη για την αθλιό­
τητα και μετριάζοντας αυτή τη ν ευθύνη· ο ι φ τω χο ί έπρεπε να κατη­
γορούν μόνο τον εαυτό τους γ ια τις σ υ νθή κες τη ς ζω ής τους.»1
Κι ωστόσο, το βασικό κ ίν η τρ ο του Τ. Μ άλθους είναι η υπεράσπι­
ση της «παλιάς κοινωνίας» τω ν λό ρ δω ν-γα ιο κ τη μ ό νω ν από τις επα­
ναστατικές τάσεις του αναπτυσσόμενου κα πιτα λισμ ού, καθώς και από
τις απαιτήσεις του προλεταριάτου. «...Κ αταπολεμώ ντας τον Ρικάρ­
ντο, ο Μάλθους πολεμούσε τη ν τά σ η εκ είνη της κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής, που είναι επ α νασ τα τική σε σ χ έ σ η με την παλιά κοινω­
νία.»* Αν ο Ντ. Ρικάρντο υπεράσπιζε τη ν κα πιτα λισ τικ ή τάξη πραγμά­
των, σαν όρο της τόσο α π ρ ό σ κ ο π τη ς κ α ι γ ο ρ γ ή ς ανάπτυξης τωνπα-

1. J. O scr, T h e E v o lu tio n o f E c o n o m i c T h o u g h t , σ ε λ . 8 3 . *
2. Κ . Μ α ρ ξ , Φ. Έ ν γ κ ε λ ς , Έ ρ γ α , 2 η ρ ω σ . έ κ δ . , τ ό μ . 2 6 , μ έ ρ ο ς 3, σ ε λ . 48.
ραγωγικών δυνάμεων, ο Γ. Μάλθους την υπεράσπιζε μόνο σαν -την
πιο πλατιά και την πιο κατάλληλη υλική βάση για την παλιά κοινω­
νία», και απαιτούσε την υποταγή της καπιταλιστικής ιαραγωγής στα
συμφέροντα της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων. Επομένως, τασσό­
ταν υπέρ εκείνου του τύπου ανάπτυξης του καπιταλισμού που ονομά­
στηκε πρωσικός δρόμος.
Αυτή η ιδιομορφία των ταξικών θέσεων του Τ. Μάλθους εξηγεί το
παράδοξο — από πρώτη ματιά — γεγονός ότι ο Τ. Μάλθους, από τη
μια μεριά, είναι ένας από τους θεμελιωτές της αγοραίας οικονομίας,
ενώ, από την άλλη, είναι ένας οικονομολόγος, ο οποίος, όπως ση­
μειώνει ο Κ. Μαρξ, «...δεν ενδιαφέρεται να συγκαλύπτει τις αντιφά­
σεις της αστικής παραγωγής. Αντίθετα, ενδιαφέρεται να τις προβάλ­
λει»1. Αυτά τα περιστατικά, όπως επίσης και η σχετική στασιμότητα
των ταξικών αντιθέσεων του προλεταριάτου και της αστικής τάξης,
εξηγούν γιατί ο Τ. Μάλθους κάθε άλλο παρά ολοκλήρωσε τον αφα-
νισμό της θεωρίας της κλασικής σχολής.
Ο Τ. Μάλθους δεν μπορούσε επίσης, για παράδειγμα, να αρνηθεί
την ίδια την ύπαρξη της αξίας. Κάτι παραπάνω, ο Μάλθους διακη­
ρύσσει ότι είναι οπαδός της εργασιακής θεωρίας της αξίας. Υποστη­
ρίζοντας ότι αυτός τάχα έχει μόνο διαφορές ορολογίας με τους κλα­
σικούς της αστικής πολιτικής οικονομίας, ο Τ. Μάλθους γράφει:
«Έ χουμε πραγματικά το δικαίωμα να ονομάσουμε αξία του εμπορεύ­
ματος την εργασία που δαπανήθηκε για την παραγωγή του, αλλά.
ενεργώντας έτσι, χρησιμοποιούμε τις λέξεις με διαφορετική έννοια,
από κείνη που συνήθως χρησιμοποιούνται...»2 Ο Ντ. Ρικάρντο αυτή
την πλευρά των απόψεων του Τ. Μάλθους τη χαρακτήριζε ως εξής:
«...Ο κ. Μάλθους δέχεται αναλλοίωτα ότι η ποσότητα της εργασίας
που δαπανήθηκε για την παραγωγή εμπορευμάτων, είναι η κύρια αι­
τία της αξίας τους»3. '
Η επίδραση της κλασικής σχολής ήταν τόσο ισχυρή και^μεση,
ώστε ο Τ. Μάλθους ήταν υποχρεωμένος να παραδέχεται στα λόγια
την εργασιακή θεωρία της αξίας. Ό πω ς σημείωνε ο Κ. Μαρξ, ο Τ.
Μάλθους σε μια σειρά περιπτώσεις υποστήριζε «... τον... ορισμό του
Σμιθ, ότι η αξία καθορίζεται από την ποσότητα του κεφαλαίου (συσ-
σωρευμένης εργασίας) και από την (άμεση) εργασία που είναι ανα­
γκαία για την παραγωγή του ενός ή του άλλου αντικειμένου»4.
Γιατί υποστηρίζουμε ότι ο Τ. Μάλθους ήταν αντίπαλος της εργα­
σιακής θεωρίας της αξίας; Γιατί η παραδοχή στα λόγια μερικών θέ­
σεων της εργασιακής θεωρίας της αξίας συνδυάζεται στον Τ. Μάλ-

1. Στο ίδιο, σελ. 53.


2. T.R. Malthus, Principles o f Political Economy. Λονδίνο, ! 820. σελ. 61.
3. Ντ. Ρικάρντο, Έργα, τόμ. 3, Μόσχα, 1955, σελ. 133.
4. Κ. Μαρξ, Φ. Έ νγκελς, 'Εργα, 2η ρωσ. έκδ., τ. 26, μέρος 3, σελ. 4.

269
tkns, με μια συνεχή, επίμονη και αρκετά εφευρετική πύλη nuia ιη*
εργασιακής θεωρίας της αξίας γενικά, με τη χρησιμοποίησή
στην ανάλυση ίων καπιταλιστικώ ν σχέσεω ν. Ο εκχυδαίσμός της ιμ.
γασιακής θεωρίας της αξίας του Ντ. Ρ ικάρντο uno τον I. Μάλθοί;
αποσκοπούσε ουσιαστικά στην εξά λειψ η της ουσίας της μεθοδολο­
γίας της κλασικής σχολής.
Λφετηριακό σημείο απόρριψ ης της διδασκαλίας της κλασικής
σΧ°^ής ακύ τον Γ. Μ άλθους ήταν ο ι αντιφ ά σεις (που βρήκαν, αλλά
δεν εςήγησαν οι Σμιθ και Ρικάρντο) μεταξύ του νόμου της αξίας και
του νόμου της υπεραξίας, καθώς επ ίσ η ς και μεταξύ του νόμου της
αξίας και του νόμου του μέσου κέρδους. «... Ο Α. Σμιθ», έγραψε ο Κ
Μαρξ, -εκφράζει με αφέλεια όλα τα α ντιφ α τικά μεταξύ τους στοιχεία
και έτσι η διδασκαλία του γίνεται πηγή, αφετηρία για διαμετρικά αντι­
φατικές απόψεις.»1 Ο Τ. Μ άλθους βα σίζετα ι σ ’ αυτές τις αντιφάσεις
όχι για να τις εξηγήσει, αλλά για να στρέψ ει προς τα πίσω την ανά­
πτυξη της οικονομικής θεωρίας, να α πο ρ ρ ίψ ει προς όφελος των γαιο­
κτημόνων και της αστικής τάξης το νόμο της εργασιακής θεωρίας
της αξίας, να συσκοτίσει το νόμο τη ς υπεραξίας.
Αντιπαραθέτοντας το εσω τερικό κ α ι το εξω τερικό μέτρο της αξίας,
ο Τ. Μάλθους δήλωσε: «Η ερ γα σ ία που παράγει εμπόρευμα είναι η
βασική αιτία της αξίας του, αλλά αυτή ... δεν είναι το μέτρο της»1.
Παραδεχόμενος τη δαπανημένη ερ γ α σ ία σ αν πηγή της αξίας, ο Τ.
Μάλθους, της αρνιέται, μετά α π ’ αυτό, τη λειτουργία του μέτρου
αξίας. Είναι, ωστόσο, γνω στό ό τι η ερ γα σ ία είναι το εσωτερικό, το
εγγενές μέτρο της αξίας, ακριβώ ς γ ια τ ί η ερ γα σ ία είναι η πηγή της.
Επομένως, η άρνηση αυτή του Τ. Μ άλθους αποσκοπεί στην απόρρι­
ψη της δαπανημένης εργασίας σ α ν ου σ ία ς τη ς αξίας, γιατί, αν η ερ­
γασία δεν είναι το εγγενές μέτρο τη ς αξίας, δεν είναι και η πηγή της.
Κατά τον Τ. Μάλθους, η αξία τω ν εμπορευμάτω ν καθορίζεται από
την ονομαζόμενη αγορασμένη εργα σ ία , δηλαδή από την εργασία, η
οποία μπορεί να αποκτηθεί ως α ντά λλαγμ α για τα εμπορεύματα αυτά.
Αυτό σημαίνει ότι ο Τ. Μ άλθους, τα σ σ ό μ ενο ς ενάντια στην εργασια­
κή θεωρία της αξίας, προσπάθησ ε να β α σ ισ τεί στην ανταλλακτική
αξία του εμπορεύματος, σ την εξω τερική μορφ ή τη ς αξίας.
Αυτή η βασική θέση του Τ. Μ ά λθους α π ο τελεί μια χειρότερη πα­
ραλλαγή της δεύτερης, α ντιεπ ισ τη μ ο νικ ή ς θεω ρίας της αξίας του Α.
Σμιθ. Η δική του «προσφορά» σ υ ν ίσ τα τα ι στο ό τι με τον όρο «αγο­
ρασμένη εργασία», με τη ν ο ποία α ντα λ λ α σ σ ό τα ν το εμπόρευμα και
με την οποία καθοριζόταν η αξία αυτού του εμπορεύματος, στην πρά­
ξη εννοούνταν μόνο η ζω ντανή εργασία. Γ ι ’ αυτό ο Τ. Μάλθους
υποστήριζε ότι πάντοτε κατά τη ν π ώ λη σ η του εμπορεύματος αποκτιέ-

1. Σ το ίδ ιο , σ ε λ . 12 ( υ π ο γ ρ ά μ μ ι σ η τ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α - Β . Α φ α ν ά σ ι ε φ ) .
1 T .R . M a lth u s, P r in c ip le s o f P o l i t i c a l E c o n o m y , σ ε λ . 1 0 7 -1 0 8 .
t a t σ ε α ν τ α λ Λ α γ μ α μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η π ο σ ό τ η τ α ε ρ γ α σ ί α ς . « ... Η σ υ ν η θ ι ο μ έ -
νη π ο ο ό ιη ια ιρ γ α α ία ς , χου δ ια θ έ τ ε ι έ ν α εμ π όρ ευμ α », έγραφ ε ο Τ
Μ άλθους, -π ρ έπ ει να α ν τ ιπ ρ ο σ ω π ε ύ ε ι και να μ ετρ ά ει u p η ν α ό (η ια
itfi, ε ρ γ α σ ί α ς , π ο υ ξ υ ό ε ύ τη κ ε κ α ιά τη ν π α ρ α γω γή ιο ν μ α ζί με to κ έρ ­
δ ο ς .» !
Εδώ οι σχέσεις της απλής εμκορευματικής ανταλλαγής ταυτίζονται
με τις σχέσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ ίο κέρδος συνά­
γεται από την κυκλοφορία, από το υποτιθέμενο γεγονός ότι κατά την
ανταλλαγή με τη δοσμένη ποσότητα εργασίας, που είναι ενσωματωμέ­
νη στο εμπόρευμα, ο εμπορευματοπαραγωγός παίρνει πάντοτε περισ­
σότερη ποσότητα εργασίας. Έ τσι, ο Τ. Μάλθους επιδιώκει να σβή­
σει τη διάκριση που έκανε ο Ντ. Ρικάρντο μεταξύ της «αξίας της
εργασίας» και της «ποσότητας της εργασίας», δηλαδή μεταξύ της
αξίας της εργατικής δύναμης και της αξίας, που δημιουργεί αυτή η
εργατική δύναμη. Αυτή όμως ακριβώς η διαφορά Kat χαράζει το δρό­
μο για την κατανόηση της προέλευσης της υπεραξίας.
«Ο κ. Μάλθους», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «θέλει να συμπεριλάβει το
“ κέρδος” άμεσα στον ορισμό της αξίας για να προκύπτει άμεσα απ'
αυτόν τον ορισμό, πράγμα που δεν συμβαίνει στον Ρικάρντο. Απ'
αυτό βλέπει κανείς ότι ο Μάλθους διαισθάνεται πού βρίσκεται η δυ­
σκολία.»2 Η δυσκολία αυτή βρίσκεται στην αδυναμία να εξηγηθεί η
ανταλλαγή εργασίας και κεφαλαίου και η εμφάνιση της υπεραξίας με
βάση τις θέσεις της ισοδύναμης ανταλλαγής των εμπορευμάτων ανά­
λογα με την αξία τους.
Πώς όμως ξεπερνά αυτή τη δυσκολία ο Τ. Μάλθους; Αυτός γενικά
δεν δέχεται ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται με βάση την αξία
τους, ταυτίζοντας τις ισοδύναμες σχέσεις των κατόχων εμπορευμά­
των, την απλή εμπορευματική ανταλλαγή, με τις μη ισοδύναμες, σε
τελευταία ανάλυση, σχέσεις εργασίας και κεφαλαίου. Το πρόβλημα
που έθεσε ο Ντ. Ρικάρντο, δεν λύνεται, αλλά διαγράφεται από τον
Μάλθους. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής διαλύονται σε ε-
μπορευματικές σχέσεις και έτσι εξαλείφεται το βασικότατο μεθοδο­
λογικό πρόβλημα που έθεσε ο Ντ. Ρικάρντο: το πρόβλημα να εξηγη­
θεί όλο το σύστημα των καπιταλιστικών σχέσεων από την άποψη της
γενικής τους, στοιχειώδους, ιστορικά αφετηριακής τους βάσης, δηλα­
δή από την άποψη των εμπορευματικών σχέσεων.
Συνάμα, σαν βάση αντίκρουσης της εργασιακής θεωρίας της αξίας,
ο Τ. Μάλθους χρησιμοποιεί το γεγονός ότι η αξία του εμπορεύματος
δεν συμπίπτει άμεσα με την τιμή παραγωγής του. Η αξία των εμπο-

1. Π α ρ α τ ίθ ε τ α ι α π ό : Κ . Μ α ρ ξ , Φ . Έ ν γ κ ε λ ς , Έργα, 2η ρω σ. έκ δ.. τόμ. 26. μ έρ ος


3, σ ε λ . 8.
2. Κ . Μ α ρ ξ , θεωρίες για την υπεραξία, μ έ ρ ο ς 3, σ ε λ . 13.
λειμάτων, κατά τον Τ. Μ άλθους, ρυθμ ίζεται «... αηό την ποσότητα Γ//ς
ψγασΐοϊ \u< too κέρόους, που είναι α π α ρ α ίτη τα για να παραχθούν»'.
Αυτό σημαίνει ότι ο Τ. Μ άλθους π ρ ο σ π α θ εί να χρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ε ι την
ουσιαστική μορφή της αξίας (και τέτια ε ίν α ι η τιμ ή παραγω γής), για
να αρνηθεί την ίδια την αξία του εμ π ο ρ εύ μ α το ς, τη ν α ξ ία σαν νόμο
των ανταλλακτικών σχέσεων. «Οι φ υ σ ικ ές, ή ο ι α π α ρ α ίτη τες, τιμές
των εμπορευμάτων**, έγραψε ο Τ. Μ άλθους, «εξα ρτώ νται από το σύ­
νολο του κεφαλαίου, που χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή θ η κ ε γ ια τη ν παραγω γή τους,
συν το κέρδος γ ι' αυτό το κεφάλαιο, υ π ο λ ο γ ισ μ έν ο με βάση τη συ­
νηθισμένη νόρμα για το χρόνο που ή τα ν α π α σ χ ο λ η μ έ ν ο .» 2 Αυτό δεν
είναι τίποτε άλλο, παρά περιγραφή της τιμ ή ς π α ρ α γω γή ς, σ την οποία
ο Τ. Μάλθους δεν πρόσφερε καμιά υ π η ρ εσ ία .
Ωστόσο, η περιγραφή αυτή που κ ά νει ο Τ. Μ ά λθους, υπηρετεί
σκοπούς ολότελα αντίθετους με τη ν α ν ά λ υ σ η τη ς τιμ ή ς παραγωγής
κατά την αναζήτηση του εσω τερικού νό μ ο υ τω ν τιμώ ν. Γ ια τον Τ.
Μάλθους η τιμή παραγωγής, οι φ α νερές α ν τιφ ά σ ε ις τη ς με τη ν εργα­
σιακή θεωρία της αξίας αποτελούν ένα από τα κ υ ρ ιό τε ρ α αφετηριακά
σημεία στην προσπάθεια να α π ο ρ ρ ιφ θ εί η ε ρ γ α σ ια κ ή θεωρία της
αξίας. Βασιζόμενος σ ’ αυτό ακριβώ ς το φ α ιν ό μ εν ο τη ς τιμ ή ς παρα­
γωγής, ξεκόβοντάς την από τη βάση τη ς, από τη ν α ξία, ο Τ. Μάλθους
συμπεραίνει ότι η αξία των εμπορευμάτω ν δεν είν α ι α νά λο γη με την
ποσότητα της εργασίας που ξοδεύτη κε γ ια τη ν π α ρ α γω γή τους, αλ­
λά είναι ανάλογη με το δαπανημένο κ εφ ά λ α ιο κ α ι το σ ύνη θες κέρδος.
Ασκώντας κριτική στον Τ. Μ άλθους, σ τις σ η μ ειώ σ εις γ ια τις Αρχές
της πολιτικής οικονομίας, ο Ντ. Ρ ικ ά ρ ντο σ η μ ειώ ν ε ι ό τι ο ι αλλαγές
του όγκου του χρησιμοποιούμενου π ά γιο υ κ εφ α λ α ίο υ , τη ς περιόδου
κυκλοφορίας κλπ. δεν αναιρούν, α λλά α π λ ώ ς τρ ο π ο π ο ιο ύ ν τη «γενι­
κή αρχή καθορισμού της αξίας τω ν εμ π ο ρ ευμ ά τω ν απ ό τη ν εργασία,
που είναι αναγκαία για την παραγωγή το υ ς» 3.
Η αχρήστευση της μεθοδολογίας τη ς κ λ α σ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς , οδηγεί
τον Τ. Μάλθους στην αναγέννηση τη ς εμ π ο ρ ο κ ρ α τικ ή ς, αντίληψης
για την πηγή του κέρδους, στη χυ δ α ία α ν τίλ η ψ η του «κέρδους από
την αλλοτρίωση», που θεωρεί το κέρδος σ α ν α π ο τέλ εσ μ α τη ς ανύψω­
σης της τιμής πάνω από την αξία των εμπορευμάτω ν.
Ο Τ. Μάλθους, ακολουθώντας τον Ν τ. Ρ ικ ά ρ ν το , δεν δέχεται στην
ουσία την απολογητική θεωρία του σ π ιρ ά λ μ ισθού κ α ι τιμ ή ς. Γράφει,
για παράδειγμα: «Η θέση του κ. Ρ ικ ά ρ ντο , που δ είχ ν ει ό τι η αύξηση
της τιμής της εργασίας μειώνει τη ν τιμή μ εγά λ η ς ομάδας εμπορευμά­
των, φαίνεται, αναμφίβολα, εξαιρετικά π α ρ ά δ ο ξη , αλλά, π α ρ ’ όλα
αυτά. είναι σωστή...**1 Η γ ε ν ικ ή α ύ ξη σ η του μισθού οδηγεί σε πτώση
το μέσο π ο σ ο σ τό κ έρ δ ο υ ς, και για μισ αρκετά σ η μ α ντικ ή ομάδα ε­
μπορευμάτων, που σ τ η ν τιμ ή π α ρ α γω γή ς τους το κέρδος έχει σχετικά
μεγάλο ειδ ικ ό β ά ρ ος, αυτή η α ύ ξ η σ η του μ ισθού ση μ α ίνει και πτώση
της τιμής πα ρ α γω γή ς και επ ο μ ένω ς και των τιμώ ν σ τη ν αγορά.
Η ιδιο μ ο ρ φ ία τη ς θ έ σ η ς του Τ. Μ άλθους β ρ ίσ κ ετα ι στο ότι και
εκείνες τις σ ω σ τές, α λ λ ά μη επ εξερ γα σ μ ένες, με βάση τη θεω ρία της
τιμής πα ρ α γω γή ς, θ έσ εις του Ν τ. Ρ ικ ά ρ ν το , π ροσ πα θεί να τις χ ρ η σ ι­
μ οποιήσει γ ια τη ν α π ό ρ ρ ιψ η τ η ς ε ρ γ α σ ια κ ή ς θεω ρία ς τη ς αξίας. Αν
η αύξηση τη ς « τιμ ή ς τη ς ερ γ α σ ία ς» , γρ ά φ ει, π ρ ο κ α λ εί α λλα γή των
τιμών όλω ν σ χ ε δ ό ν τω ν εμ π ο ρ ευ μ ά τω ν, τότε «τι γίνετα ι με τη διδα­
σκαλία, σ ύμ φ ω να με τ η ν ο π ο ία η α ν τα λ λ α κ τικ ή α ξία τω ν εμπορευμά­
των είναι α νά λ ο γη τη ς ερ γ α σ ία ς που δα π α νή θ η κ ε γ Γ αυτά;...»'
Έ τ σ ι, ο Τ. Μ ά λ θ ο υ ς π ρ ο σ π α θ ε ί να β α σ ισ τεί σ το φαινόμενο της
τιμής π α ρ α γω γή ς, ν α χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ε ι τ η ν ε ξ ά ρ τη σ η τη ς τιμ ή ς παρα­
γωγής από τη ν α λ λ α γή του γ ε ν ικ ο ύ επ ιπ έδ ο υ του μ ισ θού και του μεγέ­
θους του μέσου π ο σ ο σ τ ο ύ κ έρ δ ο υ ς, ώ σ τε ν α α ρ νη θεί τη βάση της,
την ισ το ρ ικ ά α φ ε τ η ρ ια κ ή τ η ς β ά σ η , κ α ι σ υ γ κ εκ ρ ιμ έν α τη ν αξία του
εμπορεύματος. Εδώ ο Τ. Μ ά λ θ ο υ ς υ π ο σ τ η ρ ίζ ε ι χυ δ α ίες θέσ εις, σ τ η ρ ί­
ζεται όμως σ ε μ ια από τις π ιο ο υ σ ια σ τ ικ έ ς μ ορφ ές τη ς αξίας.
Το" ίδιο α κ ρ ιβ ώ ς κ α ι σ τ η ν ε ρ μ η ν ε ία του τη ς π ρ ο έλ ευ σ η ς του κέρ­
δους, ο Τ, Μ ά λθο υ ς π ρ ο σ π α θ ε ί ν α α π ο φ ύ γ ει τ η ν ανάλυση τω ν εσω τε­
ρικών σ χέσ εω ν κ α ι να σ τ η ρ ιχ τ ε ί σ τ η ν εξω τερ ικ ή , αν και ό χ ι σ τη ν
πιο επιφ α νεια κή μ ορφ ή τω ν φ α ιν ο μ έν ω ν . Ο Τ. Μ άλθους, έγρα ψ ε ο Κ.
Μαρξ, «τονίζει κ υ ρ ίω ς τ η ν άνιση α ν τα λ λ α γ ή ανά μ εσα στο κεφάλαιο
και στη μ ισ θω τή ε ρ γ α σ ία » 3. Κ α ι το κ ά ν ει ο Τ. Μ ά λθους, ό χ ι για να
υπογραμμίσει το ν εκ μ ε τα λ λ ε υ τικ ό χ α ρ α κ τ ή ρ α του κ α π ιτα λισ μ ο ύ, αλ­
λά αντίθετα, γ ια ν α δ ε ίξ ε ι ό τ ι ο ν ό μ ο ς τ η ς α ξ ία ς δεν μ π ο ρ εί να εφαρ­
μοστεί σ τ η ν α ν τα λ λ α γ ή ε ρ γ α σ ία ς με κ εφ ά λ α ιο κ α ι έτσ ι να α φ αιρέσει
από τη θεω ρία του κ έρ δ ο υ ς το θ εμ έλ ιό τη ς, τ η ν ερ γα σ ια κ ή θεωρία
της αξίας, ν α π α ρ ο υ σ ιά σ ε ι το κ έρ δ ο ς σ α ν κ ά τι το τυ χ α ίο , που απορ­
ρέει από τη ν ά ν ισ η α ν τα λ λ α γ ή .
Π αρουσ ιάζει ιδ ια ίτ ε ρ ο ε ν δ ια φ έ ρ ο ν σ τ η ν π ερ ίπ τω σ η αυτή το γεγο­
νός ότι ο Τ. Μ ά λ θο υ ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί μ ια εξω τερ ικ ή εκ δή λω σ η των
καπιταλιστικώ ν σ χέσ εω ν , που η υ π ο γ ρ ά μ μ ισ ή τη ς δεν συμφέρει καθό­
λου σ τη ν α σ τικ ή τά ξ η . Τ ο χ α μ η λ ό επ ίπ εδ ο α νά π τυ ξη ς τω ν ταξικώ ν
ανταγωνισμών επ έτρ εψ ε σ τ ο ν Τ. Μ ά λ θο υ ς ν α σ τ η ρ ιχ θ ε ί — γ ια την
ανατροπή του α ν τικ ειμ εν ικ ο ύ , ν ο μ ο τελ εια κ ο ύ χ α ρ α κ τή ρ α του νόμου
της υπεραξίας, που β α σ ίζ ε τα ι σ το νό μ ο τη ς α ξία ς — σε μ ια μορφή
έκφρασης, η ο π ο ία δ εν β γ α ίν ε ι ά μ εσ α σ τ η ν επιφ ά νεια τω ν φαινομέ­

1. T .R . M a l t h u s , P r i n c i p l e s o f P o l i t i c a l E c o n o m y , σ ε λ . 9 1 .
2. Σ τ ο ί δ ι ο , σ ε λ . 9 5 .
3. Κ . Μ α ρ ξ , θ ε ω ρ ί ε ς γ ι α τ η ν υ π ε ρ α ξ ί α , μ έ ρ ο ς 3 . σ ε λ . 11.
νων και η υχοία είναι μια από τις ο υ σ ιασ τικ ές μορφές έκφρασης χιο\
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, γιατί στο γεγονός της άνισης ανταλλα­
γής εργασίας με κεφάλαιο αποκρυσταλλώ νεται το αποτέλεσμα τι^
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Στην επιφ άνεια όμως οι καπιταλι-
σιικές σχέσεις φαίνονται σαν να βα σίζονται σε ι&οδύναμες σχέσεις
αγοράς - πώλησης εργασίας, ενώ η ερ γα σ ία παρουσιάζεται σαν εμπό­
ρευμα, που πληρώνεται με βάση την «αξία του».
Αυτό το περιστατικό — η χρ η σ ιμ ο π ο ίη σ η , δηλαδή, από έναν αχό
τους πρώτους εκπροσώπους της χυδαίας οικ ο νο μ ία ς των ουσιαστικών
μορφών των φαινομένων για την α νατροπή των εσωτερικών τους νό­
μων — υπογραμμίζει για μια ακόμη φ ορά το ν βαθμιαίο χαρακτήρα
του εκχυδαϊσμού της οικονομικής θεωρίας.
Ο Τ. Μάλθους δεν ξεπερνά κάπως σ η μ α ντικ ά τα πλαίσια των αγο­
ραίων θέσεων των κλασικών. Δεν έχει δική του βάση, δικό του υλικό
εκχυδαϊσμού της οικονομικής θεω ρίας, και χρ η σ ιμ ο π ο ιεί ό,τι άφησε
η κλασική σχολή. « Έ χο υ μ ε δει», κ α τα λ ή γει ο Μ αρξ, στην ανάλυσή
του των απόψεων του Τ. Μ άλθους, «πόσο παιδαριώ δικα αδύνατος,
πόσο χυδαίος και κούφιος είναι ο Μ άλθους, όταν, στηριζόμενος στην
αδύνατη πλευρά των απόψεων του Α. Σμιθ, επ ιχ ειρ ε ί να οικοδομήσει
μιαν αντιθεωρία σε αντιστάθμισμα τη ς θεω ρίας που ο Ρικάρντο είχε
οικοδομήσει πάνω στη δυνατή πλευρά τω ν απόψεων του Α. Σμιθ.»1
Γ ι' αυτό ο Τ. Μάλθους χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί ακόμη πολύ πλατιά, στον
εκχυδαϊσμό του, ουσιαστικές μορφές τω ν οικονομ ικώ ν φαινομένων,
χωρίς να εξαλείφει ολοκληρω τικά τη διαφ ορά, μεταξύ της ουσίας
των οικονομικών διαδικασιών και τη ς μ ο ρ φ ή ς εκδήλω σης τους, δια­
φορά που έχει σημασία αρχής για τη ν επ ισ τή μ η . Ο Τ. Μάλθους δεν
εξαντλεί ακόμη τις δυνατότητες του ο ικ ο νο μ ικ ο ύ εκχυδαϊσμού. Δια­
τηρεί μερικές βασικότητες επ ισ τη μ ο νικ ές θέσεις τη ς κλασικής σχο­
λής, και ανάμεσά τους και το δια χω ρ ισ μ ό που έκανε ο Α. Σμιθ της
αστικής κοινωνίας σε τρεις τάξεις: τους κεφ αλαιοκράτες, τους εργά­
τες και τους λόρδους-γαιοκτήμονες. Σ τη ρ ίζετα ι ακόμη στις κατηγο­
ρίες «κέρδος», «μισθός» και «πρόσοδος» που αντικατοπτρίζουν την
κίνηση των εισοδημάτων αυτών τω ν τρ ιώ ν τάξεω ν, υπογραμμίζει την
άνιση ανταλλαγή εργασίας και κεφαλαίου, τη δυνατότητα των οικο­
νομικών κρίσεων, υπογραμμίζει τις άλλες αντιφ ά σεις του καπιταλι­
σμού.
Σημειώνοντας αυτή την ιδ ια ιτερ ό τη τα τη ς οικονομικής θεωρίας
του Τ. Μάλθους, ο Κ. Μ αρξ έγραψε, για παράδειγμα, για την «αμυ-
δρή υποψία» του Μάλθους «ότι η υπεραξία πρέπει να υπολογίζεται με
βάση το μέρος εκείνο του κεφαλαίου που διατέθηκε για μισθό εργα­
σίας»2, ότι ο ορισμός του παραγω γικού ερ γά τη , που έδοσε ο Τ. Μάλ-
θους («ο χαραγω γικός ερ γά τη ς είναι εκείνος ο οποίος αυζάνει άμεσα
χον ηλούτο του αφεντικού τον») . είναι επιτυχής.
Ο Τ. Μ άλθους κάνει μόνο τη ν έναρξη τη ς α ντίστροφ ης κίνησης
της αστικής οικ ο νο μ ικ ή ς επ ισ τή μ η ς. «...Αντί, λοιπόν, να προχω ρή­
σει πέρα από τον Ρ ικά ρντο, ο Μ άλθους προσπαθεί σ την έκθεσή του
να ρίξει την π ο λ ιτικ ή ο ικ ο ν ο μ ία ό χ ι μόνο πίσω από τον Ρικάρντο,
αλλά ακόμα και πίσω από τον Σμιθ και από τους φυσιοκράτες.»"
Η διαδικασία διά λυ σ η ς της ο ικ ο νο μ ικ ή ς θεωρίας πραγματοποιείται
σημαντικά γρ η γορ ό τερα , α π ’ ό ,τι η διαδικ α σ ία ανάπτυξής της. Η
αστική πολιτική ο ικ ο νο μ ία χ ρ ειά σ τη κ ε εκατονταετίες ολόκληρες,
για να μπορέσει να α νακαλύψ ει τα ίχν η του νόμου τη ς αξίας και να
προσεγγίσει σ τη σ ω σ τή εν ν ό η σ η της α ν τισ το ιχία ς αυτού του νόμου
και των διακυμάνσεω ν τη ς ζ ή τη σ η ς και τη ς προσφοράς. Στην αγο­
ραία όμως ο ικονομ ία άρκεσαν λ ίγ α μόνο χ ρ ό ν ια για να ρίξει την οι­
κονομική θεω ρία πίσω , σ τις α ρ χικ ές τη ς θέσεις (στον εμποροκρατι­
σμό): το έργο του Ντ. Ρ ικ ά ρ ν το εκδόθηκε το 1817, ενώ οι «ανατρο­
πές» του Τ. Μ άλθους α κ ο λο ύ θη σ α ν μ όλις μετά από τρ ία χρόνια.

4. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ Τ Η Σ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ (Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΚ Η Σ)
Μ Ο Ρ Φ Η Σ ΕΚΧΥΔΑ Ϊ Σ Μ Ο Υ , ΚΥΡΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ
ΤΗΣ Ο Ξ Υ Ν ΣΗ Σ Τ Η Σ Κ Ρ ΙΣ Η Σ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η Σ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ Σ
ΣΤΗΝ Π Ε Ρ ΙΟ Δ Ο ΤΟΥ ΕΛ ΕΥΘ ΕΡΟ Υ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

Κοινά χα ρ α κ τη ρ ισ τικ ά τη ς εν τα τικ ή ς (ο ικ ο νο μ ικ ή ς) μορφ ής εκχυ-


δαϊσμού τη ς α σ τική ς κ λ α σ ικ ή ς ο ικ ο νο μ ία ς αυτής τη ς περιόδου είναι
μια ιδιόμορφη α π λ ο π ο ίη σ η τω ν δια δικ α σ ιώ ν που ερευνώνται, η υπο­
κατάσταση των καθαυτό κ α π ιτα λ ισ τικ ώ ν σχέσ εω ν παραγω γής και
των νόμων τους με τις σ χ έ σ ε ις τη ς α πλ ή ς εμπορευματικής παραγω­
γής, η αναγωγή τω ν ειδ ικ ώ ν σ χέσ εω ν ερ γα σ ία ς και κεφαλαίου στην
κοινή τους βάση: σ τις εμπορευμα τικές σ χέσ εις. Ταυτόχρονα, αυτή η
αναγωγή σημ αίνει και πέρα σ μ α από τη ν ανάλυση του περιεχομένου
των κεφαλαιοκρατικώ ν σ χέσ εω ν σ τη ν α π ο λ ο γη τικ ή περιγραφή της
απατηλής εμπορευματικής μ ο ρ φ ή ς τους. Έ τ σ ι, η αγοραία πολιτική
οικονομία π α ρ α ιτείτα ι από το π ρ ό β λη μ α που έθεσε ο Ντ. Ρικάρντο:
να εξηγηθούν δηλαδή οι νο μ ο τέλειες τη ς κεφ αλαιοκρατικής παραγω­
γής με βάση τις γενικ ές, σ το ιχειώ δ εις σ χέσ εις τη ς, τις εμπορευματι­
κές σχέσεις, να συνα γάγει τις πρώτες από τις δεύτερες. Αντίθετα,
επιδιώκει να τις ταυτίσει, να αναγάγει τις πρώτες στις δεύτερες.

1. Σ το ίδ ιο , σ ε λ . 27.
1 Σ το ίδ ιο , σ ε λ . 8.
Η ιδιομορφία των πρώτων εκχυδαϊστών της οικονομικής θεωρίας
του Ντ. Ρικάρντο συνΐστατο, ειδικότερα, στο ότι ενώ τυπικά υπερά­
σπιζαν τη διδασκαλία του, στην πράξη βήμα με βήμα κατέστρεφαν
όλο το οικοδόμημα του συστήματος του. Ή τ α ν ακριβώς οι φίλοι not
αντιμετωπίζονται δυσκολότερα από τους εχθρούς.
Ενας από τους πρώτους εκχυδαϊστές του Ντ. Ρικάρντο ήταν ο Ρ.
Τόρενς (1780-1864), που το 1821, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά την
έκδοση των Αρχών του Ντ. Ρικάρντο, εξέδοσε το έργο του δοκίμιο για
την παραγωγή του πλούτου. Αφετηρία του Ρ. Τόρενς είναι μια αντίφα­
ση που ο Ντ. Ρικάρντο επισήμανε, αλλά που δεν την εξήγησε και δεν
την διατύπωσε ούτε καν σε γενικές γραμμές, και συγκεκριμένα η α­
ντίθεση μεταξύ του καθορισμού της αξίας του εμπορεύματος από την
εργασία, η οποία δαπανήθηκε για την παραγωγή του, και της ισότη­
τας του κέρδους από ισομεγέθη κεφάλαια, πράγμα που ο Ντ. Ρικάρ­
ντο τη θεωρούσε εξαίρεση. Ωστόσο ο Ρ. Τόρενς δεν λύνει αυτή την
αντίφαση. «Στηριζόμενος στις ρικαρντιανές εξαιρέσεις, ο Τόρενς
απορρίπτει τον ίδιο το νόμο.» Π εριγράφει απλώς το φαινόμενο του
μέσου κέρδους, χωρίς να προσπαθεί να το εξηγήσει με βάση την ερ­
γασιακή θεωρία της αξίας. «Αυτό το ίδιο το “ φαινόμενο” », έγραψε ο
Κ. Μαρξ, «επιδιώκει «“να το παρουσιάσει, σαν τον νόμο του φαινομέ­
νου”»2.
« Οταν χρησιμοποιούνται κεφάλαια ίσου μεγέθους, διαφορετικής
όμως διάρκειας», έγραφε ο Ρ. Τόρενς, «τότε τα παραγόμενα σε έναν
κλάδο παραγωγής εμπορεύματα, μαζί με το κεφάλαιο που έμεινε σ ’ αυτόν
τον κλάδο, πρέπει να είναι, σε ανταλλακτική αξία, ίσα με τα παραγμέ-
να προϊόντα συν το υπόλοιπο του κεφαλαίου σ ’ έναν άλλο κλάδο πα­
ραγωγής.»3 Ό λο το θέμα βρίσκεται στο ότι, μιλώντας για κεφάλαια
διαφορετικού βαθμού διάρκειας, ο Ρ. Τόρενς σ την πράξη μιλάει για
τη διαφορά στην οργανική σύνθεση ίσου μεγέθους κεφαλαίων σε δια­
φορετικούς κλάδους, τα οποία «θέτουν σε κίνηση» διαφορετικές πο­
σότητες εργασίας, που ωστόσο η «ανταλλακτική αξία» των προϊό­
ντων τους είναι ίδια. Επομένως, ο Ρ. Τόρενς, απλώς παρουσιάζει την
εξωτερική εμφάνιση της τιμής παραγωγής στη μορφή που αυτή αντι­
φάσκει στο νόμο της αξίας, σαν την άρνηση του νόμου. ΓΓ αυτό και
υποθέτει ότι «αυτό που καθορίζει την ανταλλακτική αξία των εμπο­
ρευμάτων είναι το ποσό του κεφαλαίου, ή η ποσότητα συσσωρευμένης
εργασίας που ξοδεύτηκε για την παραγωγή τους»4.
Εξωτερικά ο Ρ. Τόρενς χρησιμοποιεί ακόμη την ορολογία του Ρι-
κάρντο: στο έργο του, η αξία καθορίζεται από την εργασία, όμως

1. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 26, μέρος 3, σελ. 70.
1 Στο ίδιο, σελ. 68.
3. Παρατίθεται από το ίδιο έργο, σελ. 68.
4. Κ. Μαρξ, Φ. "Ενγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 26, μέρος 3, σελ. 69.

276
μόνο από τη σ υ σ σ ω ρ ευ μ ένη , τη ν πραγματω μένη εργασία. Ο Ρ. Τό-
ρενς βρ ίσ κ ετα ι σ ε φαύλο κ ύ κ λο , γ ια τ ί πρ ο σ π α θεί να περιοριστεί
στην περ ιγρ α φ ή τη ς ο υ σ ια σ τ ικ ή ς μ ο ρ φ ή ς τη ς αξίας, τη ς τιμ ή ς παρα­
γωγής, δεν κ α τα λ α β α ίν ει τη ν π ρ α γμ α τικ ή τη ς σύνδεση με τη ν αξία
και, σ τη ν π ρ ά ξη , α π ο ρ ρ ίπ τ ει τη ν τελευ τα ία . Στο μεταξύ, ο Κ. Μαρξ
παρατηρεί ό τι εδώ ο Ρ. Τ ό ρ εν ς δια τυπ ώ νει σε κάποιο βαθμό το πρό­
βλημα, δεδομένου ό τι σ η μ ειώ νει πω ς ίσ α σ ε μέγεθος κεφάλαια κινούν
διαφορετικές π ο σ ό τη τες ερ γ α σ ία ς, α λλά παράγουν ίσ α μεγέθη εμπο­
ρευματικών «αξιών». Γ ι ’ αυτό, σ υ μ π ερ α ίνει ο Ρ. Τ όρενς, η αξία κα­
θορίζεται ό χ ι από τη ν ερ γα σ ία , α λλά από το δαπανημένο κεφάλαιο.
Σε διάκριση από το ν Α. Σμιθ που α νάγει όλη τη ν αξία του εμπορεύ­
ματος σ τη ν εκνέου δ η μ ιο υ ρ γη μ έν η αξία , ο Ρ. Τ ό ρ ενς θεω ρεί όλη την
αξία του εμπορεύμα τος σ α ν μ ετα φ ερμ ένη από τη ν ήδη υπάρχουσα
αξία του κ εφ αλαίου (τη ν α ξ ία τω ν μέσω ν π α ρα γω γή ς συν το μισθό
εργασίας). Λ αθεμένη είν α ι, εν ν ο είτα ι, κ α ι η μ ια και η άλλη θέση.
Ωστόσο, η άποψ η του Α. Σμιθ δεν α π έκ λ ειε τη δυνατότητα αποκάλυ­
ψης της π η γ ή ς τη ς υ π ερ α ξ ία ς, ενώ η θέση του Ρ. Τ όρενς, που έχει
φανερά α πο λ ο γη τικ ό χα ρ α κ τή ρ α , α π ο κ λ είει τελείω ς αυτή τη δυνατό­
τητα .
Ταυτίζοντας σ τη ν πράξη τ η ν α ξία του εμπορεύματος με το κόστος
παραγωγής, ο Ρ. Τ ό ρ ενς, κ α τά τη ν εξή γη σ η τη ς προέλευσης του κέρ­
δους, υποχρεώ θηκε να σ τρ α φ εί σ τη σ φ α ίρ α α ντα λλα γή ς, και από την
• κυκλοφορία, από το γεγ ο ν ό ς ό τι τά χ α ο ι α γοραστές «τείνουν» στο να
δίνουν για το εμπόρευμα π ερ ισ σ ό τερ ο α π ’ ό ,τι κ ό σ τισ ε η παραγωγή
του, να συναγάγει κέρδος του κ α π ιτα λ ισ τή . Ο ι σ χέσ εις τη ς καπιταλι­
στικής εκμετάλλευσης τα υ τίζο ντα ι εδώ με τις σ χέσ εις της απλής ε­
μπορευματικής ανταλλαγής.
Έ τσ ι, είναι φανερό ό τι ο Ρ. Τ ό ρ ενς βλέπει το φαινόμενο της τιμής
παραγωγής, αλλά μη κ α τα νοώ ντα ς τη σύνδεση μεταξύ του νόμου της
αξίας και του νόμου του μέσου κέρδους και της τιμής παραγωγής,
καταφεύγει, όπως γρά φ ει ο Κ. Μ αρξ, «στο πλάσμα ό τι το κεφάλαιο
και ό χι η εργασία κ α θο ρ ίζει τη ν α ξία των εμπορευμάτων ή, ακριβέ­
στερα, ότι δεν υπά ρ χει καθόλου αξία»2. Έ τ σ ι ο Ρ. Τόρενς απορρίπτει
την εργασιακή θεωρία της αξίας του Ρικάρντο.
Η αποσύνθεση του ρικαρντιανισμού σαν συστήματος, αρχίζει με
τις εργασίες του Τζέιμς Μ ιλ (1773-1836). Στο μεταξύ, ο Τζ. Μιλ
«υπερασπίζει τα ίδια ισ το ρ ικ ά συμφ έροντα που υπερασπίζει ο Ρικάρ­
ντο — τα συμφέροντα του βιομηχανικού κεφαλαίου ενάντια στη γαιοκτη-

1. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σ ύ γχρο νο ι αστοί θεωρητικοί υποστηρίζουν πως ο Ρ.


Τόρενς έδοσε «την πιο καθαρή εξήγησ η του κέρδους, που δόθηκε ποτέ από τους
κλασικούς οικονομολόγους» (Ε. F. Paul, M oral Revolution and Economic Science,
Westport, 1979, σελ. 137).
2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 92.
οκι»1 — και σε μια σειρά θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα προχω­
ρεί mo πέρα από τον Ντ. Ρικάρντο. Έ τ σ ι, ο Τζ. Μιλ πολεμά πιο
αποφασιστικά απ’ ό,τι ο Ντ. Ρικάρντο, ενάντια στην ατομική γαιο­
κτησία, απαιτώντας την εθνικοποίησή της. Ό π ω ς και ο Ντ. Ρικάρ­
ντο, ο Τζ. Μιλ δεν αποκρύβει την αντιπαράθεση των συμφερόντων
κμγασίας και κεφαλαίου. Κάτι παραπάνω: διατυπώνει ανοιχτά το αί­
τημα της επίτευξης όσο το δυνατό μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους,
κατανοώντας ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε συνθήκες χαμη­
λού μισθού. Όπως και ο Ντ. Ρικάρντο, ο Τζ. Μ ιλ τάσσεται κατά της
θεωρίας της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου», που ανακήρυσσε το
κεφάλαιο πηγή της αξίας του εμπορεύματος. ·
Η ριζική διαφορά των αντιλήψεων του Ντ. Ρικάρντο από τις αντι­
λήψεις του Τζ. Μιλ βρισκόταν στην ουσιαστική αλλαγή του ίδιου
του υλικού της έρευνας: ενώ ο πρώτος μελετούσε πλούσιο και αντι­
φατικό ζωντανό υλικό, ο δεύτερος μελετούσε μόνο το θεωρητικό πε­
ρίβλημα το οποίο έδοσε στο υλικό αυτό ο Ντ. Ρικάρντο. Συνέπεια
της διαφοράς αυτής ήταν η δογματική προσέγγιση της θεωρίας του
Ντ. Ρικάρντο, πράγμα που αποτέλεσε τη σημαντικότερη αιτία της
διάλυσής της στα χέρια του Τζ. Μιλ. Στη συνέχεια, ο δογματισμός
της χυδαίας οικονομίας μεγαλώνει: για βάση παίρνεται πια όχι η θεω­
ρία του Ρικάρντο, αλλά η έκθεσή της από τον Τζ. Μιλ (όπως για
παράδειγμα, συμβαίνει στον Τζ. Μ ακ-Κούλοχ και άλλους).
Την αντίφαση μεταξύ του νόμου της αξίας και του νόμου του μέ­
σου κέρδους, που επισήμανε ο Ρικάρντο, ο Τζ. Μ ιλ την «αίρει», με
τέτιο τρόπο που στην πράξη σημαίνει άρνηση της εργασιακής θεω­
ρίας της αξίας. Προσκρούοντας στην αδυναμία να εξηγήσει (άμεσα
με βάση το νόμο της αξίας) μια από τις συχνές εμφανίσεις του νόμου
της τιμής παραγωγής και του μέσου κέρδους στο παράδειγμα του
κρασιού που «η αξία» του αυξάνει όσο περισσότερο καιρό μένει στο
κελάρι, μολονότι στην περίοδο αυτή δεν προστίθεται σ ’ αυτό καμιά
εργασία, δηλαδή στην αδυναμία να εξηγήσει την πηγή του κέρδους
που παίρνει ο οινοπαραγωγός και που καθορίζεται από το διακλαδικό
ανταγωνισμό, ο οποίος ανακατανέμει ανάμεσα στους καπιταλιστές το
σύνολο της υπεραξίας, η οποία δημιουργήθηκε άμεσα από τους εργά­
τες του, ο Τζ. Μιλ παρακάμπτει αυτές τις δυσκολίες με καθαρά λε­
κτικές υπεκφυγές και με σχολαστικισμούς. Εφόσον η «αξία» αυτού
του κρασιού αυξήθηκε, ο Τζ. Μιλ προτείνει να θεωρηθεί ότι γ ι’ αυτό
ξοδεύτηκε αντίστοιχα περισσότερη εργασία. Μιλώντας για την ιδιο­
μορφία του εκχυδαϊσμού της οικονομικής θεωρίας από τον Τζ. Μιλ,
ο Κ. Μαρξ έγραψε: «Η αντίφαση ανάμεσα στον γενικό νόμο και στις
παραπέρα αναπτυγμένες συγκεκριμένες σχέσεις δεν επιζητεϊται εδώ
να λυθεί με την ανεύρεση των ενδιάμεσων κρίκων, αλλά με την άμε­

I. Ιτ ο ίδιο, σελ. 95.

278
ση υπαγωγή και την άμεση προσαρμογή του συγκεκριμένου στο
αφηρημένο. Και μάλιστα να επιτευχθεί η λύση με ένα λεκτικό αποκύη­
μα φαντασίας...»1
Και παρακάτω: « Ό τ ι ο τρόπος αυτός, που στον Μιλ παρουσιάζεται
μόνο σε εμβρυώδη κατάσταση, έχει συμβάλλει στη διάλυση όλης της
θεωρίας του Ρικάρντο, πολύ περισσότερο α π ' ό, τι όλες οι επιθέσεις των
αντιπάλων της, αυτό θα φανεί όταν εξετάσουμε τις απόψεις του Μακ-
Κούλοχ.»2 Εδώ ο Κ. Μαρξ τονίζει, πρώτο, το γεγονός της έντασης
του εκχυδαϊσμού τον ρικαρντιανισμού από τον Τζ. Μιλ μέχρι τον Τζ.
Μακ-Κούλοχ, και, δεύτερο, τον ιδιαίτερο κίνδυνο που αποτελεί για
την επιστημονική θεωρία ο δογματισμός και ο σχολαστικισμός που
απορρέει α π ’ αυτόν.
Ο δογματισμός της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας ήταν
έκφραση των συντηρητικών τάσεων της αστικής τάξης, που εγκαθί-
δρυσε στις αρχές του 19ου αιώνα την οικονομική και πολιτική της
κυριαρχία στις πιο αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες.
Ωστόσο, η μέθοδος εκχυδαϊσμού που σημειώνεται πιο πάνω, απο­
τελεί ακόμη για το έργο του Τζ. Μιλ, εξαίρεση. Ο Μ ιλ «...καταφεύγει
στη μέθοδο αυτή μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που δεν μπορεί να
βρει απολύτως καμιά άλλη διέξοδο. Γενικά όμως, η βασική του μέ­
θοδος είναι διαφορετική. Στις περιπτώσεις όπου η οικονομική σχέση
— και επομένως και οι κατηγορίες που εκφράζουν τη σχέση αυτή —
περικλείνει αντίθετα, στις περιπτώσεις που αποτελεί αντίφαση και
μάλιστα ενότητα αντιφάσεων, ο Μ ιλ τονίζει το στοιχείο της ενότητας
των αντιθέτων και αρνείται τα αντίθετα>Λ
Έ τσ ι, ο Τζ. Μ ιλ, επιδιώ κοντας να άρει την αντίφαση που επισή-
μανε ο Ντ. Ρικάρντο, μεταξύ του νόμου της αξίας και του νόμου της
υπεραξίας, την αντίφαση μεταξύ του νόμου της ισοδύναμης ανταλλα­
γής εμπορευμάτων και του γεγονότος της φανερής άνισης ανταλλα­
γής μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, υποθέτει ότι σ ’ αυτή την ανταλ­
λαγή ο εργάτης δεν πουλάει στον καπιταλιστή την εργασία του, αλλά
το μερίδιό του από το προϊόν.
Μ ’ αυτό τον τρόπο ο Τζ. Μ ιλ εξαλείφει τον ειδικό καθορισμένο
χαρακτήρα της καπιταλιστικής σχέσης παραγωγής, ανάγει την καπι­
ταλιστική σχέση, που εμπεριέχει αντιπαράθεση εργασίας και κεφα­
λαίου, σε σχέση απλής εμπορευματικής ανταλλαγής, σε κάποια ενό­
τητα των παραγόντων της πράξης ανταλλαγής. Αν στον Ντ. Ρικάρντο
διαφαίνεται η επιστημονική ανάλυση των καπιταλιστικών σχέσεων
παραγωγής από την άποψη της στοιχειώδους, της ιστορικά αφετηρια-
κής τους σχέσης, της εμπορευματικής σχέσης, ο Τζ. Μ ιλ με την ταύ­

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 98.


2. Σ το ίδιο, σελ. 98 (η υπογράμμιση του συγγραφέα - Β. Αφανάσιεφ).
3. Κ. Μαρξ, Φ. Έ νγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 26, μέρος 3, σελ. 86.

279
τισή τους κάνει ένα σοβαρό βήμα πίσω, καταστρέφ οντας τα σπέρμα­
τα της επιστημονικής μεθόδου ανέλιξης από το αφηρημένο στο συ­
γκεκριμένο. «ου υπήρχαν στη θεω ρία του Ντ. Ρ ικάρντο. Αυτή η μέ­
θοδος εκχυδαϊσμού, η αναγωγή των αναπτυγμένω ν κεφαλαιοκρατι­
κών σχέσεων στην αφετηριακή τους βάση α ντί τη ς συναγωγής τους
ακό αυτή, είχε αναπτυχθεί, όπως είδαμε, από το ν Ζ. Μπ. Σε, ιδιαίτερα
στη θεωρία του της αγοράς και της θεωρίας τω ν υπηρεσιών.
Έτσι και εδώ αντί να επιλύσει το π ρ α γμ α τικ ό πρόβλημα, ο Τζ.
Μιλ καταφεύγει σε επινοήσεις, μετατρέποντας το ν εργάτη σε ιδιοκτή­
τη και πωλητή του κεφαλαιοκρατικά παραγμένου εμπορεύματος, και
ακριβέστερα, εκείνου του μέρους του, στο ο π ο ίο έχει ενσωματωθεί η
κροσαρτημένη εργασία του εργάτη.
Επομένως, στα πρώτα στάδια κατάρρευσης του ρικαρντιανισμού,
όταν ο αναλυτικός του μηχανισμός δεν ε ίχ ε ακόμη τελείως κατα­
στραφεί, οι εξωτερικές αυτές μορφές των κ εφ αλα ιοκρατικώ ν σχέσεων
(για να μην αναφέρουμε τα στοιχεία του π ερ ιεχο μ ένο υ αυτών των σχέ­
σεων, που επεσήμανε ο Ντ. Ρικάρντο), οι ο π ο ίες αντικατόπτριζαν τα
ειδικό χαρακτηριστικά τους, αποτελούσ α ν τώ ρα τη «δυσάρεστη
πλευρά» της πολιτικής οικονομίας, που έπρεπε να εξαλειφθεί.
Με βάση τις θέσεις του Τζ. Μ ιλ, το κ έρ δο ς μ π ο ρεί να προκύψει
μόνο σε κείνη την περίπτωση που ο κ α π ιτ α λ ισ τ ή ς δεν εξοφλεί ολο­
κληρωτικά τον εργάτη, δηλαδή αν ο νόμ ος τη ς αξίας σ ’ αυτή την
ανταλλαγή θα παραβιάζεται. Γ ια να ξεφ ύγει από αυτό το αναπότρε­
πτο συμπέρασμα, ο Τζ. Μ ιλ υ π ο σ τηρ ίζει ό τι αυτό δεν γίνεται, γιατί ο
καπιταλιστής «προκαταβάλλει» στον εργά τη , αν και είναι ολοφάνερο
ότι ο καπιταλιστής δεν μπορεί να π ρ ο κ α τα β ά λ λ ει τίπ ο τε στον εργάτη
και συνεπώς η θέση για την προκαταβολή, που είνα ι αβάσιμη αυτή
καθαυτή, δεν επιτρέπει να εξηγηθεί η π ρα γμ α τικ ή α νισ ότητα των σχέ­
σεων εργασίας και κεφαλαίου στη βάση του νόμου της ισοδύναμης
ανταλλαγής προϊόντων της εργασίας.
0 Τζ. Μιλ δεν έχει τίποτε άλλο να κά νει, εκ τό ς από το να ζητήσει
σωτηρία στην κενή φράση: «Το μερίδιο του εργάτη», επομένως, και
η αξία του εμπορεύματος που αυτός π ρ ο τείνει, καθορίζεται από τη
ζήτηση και την προσφορά. Έ τ σ ι, ο Τζ. Μ ιλ δ είχν ει τη ν ολοκληρω­
τική ανικανότητά του να λύσει το πρόβλημα. Τ ις αντιφ άσεις της θεω­
ρίας του Ντ. Ρικάρντο, όπως σημειώ νει ο Κ. Μ αρξ, ο Τζ. Μιλ «μπο­
ρεί να τις ξεπεράσει μόνο αφήνοντάς τες έξω από τη θεωρία». S
Μια παρόμοια προσπάθεια να πα ρ ο υ σ ια σ τεί η ενότητα των αντιθέ­
των σαν ενότητα χωρίς αντίθετα, και έτσ ι ν α απομακρυνθούν από την
ανάλυση οι αντιθέσεις της κεφαλαιοκρατικής παραγω γής, επισημαί-
νεται και στη θεωρία της αγοράς του Τζ. Μ ιλ, που είναι κάτι ανάλο­
γο με το «νόμο του Σε», που υποσ τηρίζει τη ν ισ ό τη τα της ζήτησης
και της προσφοράς και που αποκλείει τη δυνατότητα οικονομικών
κρίσεων.
Κάπως δια φ ορετικό δρόμο α κολούθη σ ε ο εκχυδαίσμός της οικονο­
μικής θεωρίας του Ντ. Ρ ικ ά ρ ντο στα έργα των αστών οικονομολό­
γων, που μ άχονται α ν ο ιχτά τη δ ιδα σ κα λ ία του.
Χ αρακτηρίζοντας τη ν ερ γα σ ία του Σ .Μ πέιλι Κ ριτικές σκέψεις για
τη φύση, τα μέτρα και τις αιτίες της αξίας... που εκδόθηκε το 1825, ο Κ.
Μαρξ έγραψε: «το έργο αυτό είν α ι το κύριο σύγγραμμα·ενάντια στον
Ρικάρντο (στρέφ εται και ενά ντια σ το ν Μ άλθους). Ε π ιχειρεί να ανα­
τρέψει τη βάση τη ς δ ιδ α σ κ α λ ία ς, τη ν αξία. Δεν έχει τίποτε το θετικό,
εκτός από τον ο ρ ισ μ ό του “ μέτρου τη ς α ξία ς” ή, ακριβέστερα, του
χρήματος σ ’ αυτή τη λ ειτο υ ρ γία το υ » '. ·
Ο Σ. Μ π έιλ ι σ τ η ν π ά λ η του με τη ν ερ γα σ ια κ ή θεωρία της αξίας
επιδιώκει να σ τ η ρ ιχ τ ε ί σε μ ια από τις εξω τερικές εκφάνσεις της α­
ξίας, σ την α ντα λ λ α κ τικ ή α ξία του εμπορεύματος. Ό π ω ς είναι γνω­
στό, στην επιφ ά νεια τω ν φ α ινομ ένω ν, η α ντα λ λ α κ τικ ή αξία εμφανίζε­
ται ως π ο σ ο τικ ή σ χ έ σ η τω ν εμ πορευμάτω ν που ανταλλάσσονται.
«Αυτό είναι το άμεσο φαινόμενο», έγρα ψ ε ο Κ. Μ αρξ. «Και από αυτό
γαντζώνεται ο Μ π έιλ ι. Η επ ιφ α νεια κ ή μορφ ή, με τη ν οποία εμφανίζε­
ται η αντα λλα κτικ ή α ξία ως πο σ ο τική σχέση, σ τη ν ο ποία ανταλλάσ­
σονται τα εμπορεύματα, είναι, κ α τά το ν Μ π έιλ ι, η αξία τους. Δεν επι­
τρέπεται να π ρ ο χ ω ρ ή σ ε ις από τ η ν επ ιφ ά ν εια στο βάθος.»2 Τ α ερω τή­
ματα, για τί σ τη ν πρ ά ξη α ν τα λ λ α γ ή ς σ υ γ κ ρ ίν ο ν τα ι απόλυτα διαφορε­
τικά εμπορεύματα, τι α π ο τελ εί τη βάση αυτής τη ς εξίσ ω ση ς, αυτά δεν
ενδιαφέρουν τον Σ. Μ π έιλ ι. Α υ τό ς απλώ ς α να κ η ρύ σ σ ει α ξία του δο­
σμένου εμπορεύματος τη ν π ο σ ο τ ικ ή εκ είνη σ χέσ η , με τη ν ο ποία το
εμπόρευμα αυτό α ν τα λ λ ά σ σ ετα ι με άλλο.
Ο Σ. Μ πέιλι α ρ νείτα ι τη δ ια φ ο ρ ά που επισή μα νε ο Ντ. Ρικάρντο,
μεταξύ της α πόλυτη ς αξίας του εμ πορεύματος (δηλαδή της π οσ ότη ­
τας της εργασίας που δ α π α ν ή θ η κ ε γ ια τη ν παραγω γή του) και της
σχετικής του α ξία ς (δ η λ α δή τ η ς έκ φ ρ α σ η ς τη ς απόλυτη ς αξίας στις
αξίες χρ ή σ η ς άλλω ν εμ πορευμάτω ν). Η α ξία δεν είνα ι κάτι το εσωτε­
ρικό και το απόλυτο, γρ ά φ ει ο Σ. Μ π έιλ ι, είνα ι π ο σ ο τικ ή σ χέσ η με­
ταξύ πραγμάτω ν3.
Η κλασική σ χ ο λ ή , σ το π ρ ό σ ω π ο του Ντ. Ρικάρντο, διαχώ ριζε την
αξία και τη ν α ντα λ λ α κ τικ ή α ξ ία του εμπορεύματος, πράγμα πολύ βα­
σικό, ειδικότερα, γ ια τ ί ο δ ια χ ω ρ ισ μ ό ς αυτός φέρνει σ τη ν επιφάνεια
τη διαφορά ανάμεσα σ τη ν ο υ σ ία τη ς αξίας και τη ν εξω τερική έκφρα­
σή της και θέτει το ζ ή τη μ α τ η ς π η γ ή ς τη ς αξίας. Η αγοραία όμως
πολιτική ο ικ ονομ ία , σ το π ρ ό σ ω π ο του Σ. Μ π έιλι, για τις ίδιες ακρι­
βώς αιτίες επ ιδίω κ ε να τα υ τίσ ε ι τη ν α ξία με τη ν α ντα λλα κτική αξία
ίου εμπορεύματος και να εξ α λ είψ ει τη ν ίδια τη ν έννοια της αξίας. Το

1. Κ. Μαρξ, θεω ρίες για την υπεραξία, μέρος 3. σελ. 143.


2. Στο ίδιο, σελ. 160.
3. Κ. Μαρξ, θεω ρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 160. 169.
εσωτερικό μέτρο της αξίας, ο Σ. Μ πέιλι το συγχέει με το εξωτερικό
τΐ)ς μέτρο, με την έκφρασή του στα εμπορεύματα ή τις τιμές, και γ ι’
αυτό και ταυτίζει, σε τελευταία ανάλυση, την αξία του εμπορεύματος
με την τιμή του. Έ τσι επαναφέρει την οικονομική επιστήμη σε κεί­
νο το σημείο, από το οποίο άρχισαν οι μερκαντιλιστές (εμποροκρά-
τες).
0 Μπέιλι έχει μια ιδιαίτερη αντίληψη για την αξία. Π α ρ ’ ό λ ’ αυ­
τά, δεν ερμηνεύει την αξία σαν ιδιότητα ενός μεμονωμένου πράγμα­
τος, δεν την ανάγει στην υποκειμενική εκτίμηση της ωφελιμότητας
αυτού του πράγματος. Στον Μπέιλι, η αξία, όπως σημειώνει ο Κ.
Μαρξ. είναι «...σχέση των πραγμάτων μεταξύ τους, ενώ είναι μόνο έκ­
φραση με πράγματα, εμπράγματη έκφραση μιας σχέση ς ανάμεσα σε
ανθρώπους, μιας κοινωνικής σχέσης, σχέση των ανθρώπων στην
αμοιβαία τους παραγωγική δραστηριότητα»1. Στη συνείδηση του Σ.
Μπέιλι η αξία, που αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο, δεν ταυτίσθηκε
ακόμη απόλυτα με τις φυσικές ιδιότητες του εμπορεύματος σαν πράγ­
ματος. ΓΓ αυτόν η αξία είναι σχέση πραγμάτων, δεν ανάγεται στις
ιδιότητες κάποιου πράγματος, αλλά είναι κάτι διαφορετικό από αυ­
τές. Εννοείται ότι η ερμηνεία της αξίας από τον Σ. Μπέιλι, είναι
καθαρή εκδήλωση εμπορευματικού φετιχισμού, που όμως δεν αποτε­
λεί ακόμη την ακραία του έκφραση. Με βάση την άποψη του Σ.
Μπέιλι βγαίνει το συμπέρασμα ότι ένα και το αυτό εμπόρευμα έχει
τόσες αξίες, όσα είναι τα άλλα εμπορεύματα, με τα οποία ανταλλάσ­
σεται, όσες είναι οι συγκεκριμένες ποσοτικές αναλογίες ανταλλαγής
του με τα άλλα εμπορεύματα. Η αξία ενός εμπορεύματος, κατά τον Σ.
Μπέιλι, μπορεί ταυτόχρονα και να αυξάνεται και να μειώνεται, εφό­
σον η ποσοτική αναλογία της ανταλλαγής του με ένα εμπόρευμα αυ­
ξάνει, ενώ ταυτόχρονα με άλλα μικραίνει. Με μια τέτια ερμηνεία, η
κατηγορία της αξίας χάνει κάθε νόημα.
Ωστόσο, η θέση του Σ. Μπέιλι είναι αξιοσημείω τη, γιατί η έννοια
της αξίας, που καθορίζεται από την εργασία η οποία δαπανήθηκε για
την παραγωγή του εμπορεύματος, αποτελεί τη βάση του ρικαρντιανι-
σμοϋ, είναι το αφετηριακό σημείο της έρευνας που προσδιόρισε όλες
τις επιστημονικά πολύτιμες θέσεις του συστήματος του Ντ. Ρικάρ­
ντο. Και ο Σ. Μπέιλι επιδίωξε να ανατρέψει αυτή τη βάση, δεδομένου
ότι ο κίνδυνος, που αυτή αποτελούσε για την αστική τάξη, επιση-
μάνθηκε στη δεκαετία του 1820 σε όλη του την έκταση.
Ταυτόχρονα ο Σ. Μπέιλι επικεντρώνει τις δυνάμεις του στην αναί­
ρεση του «νόμου του Ρικάρντο», ο οποίος θέτει με μεγάλη οξύτητα
το ζήτημα των οικονομικών αντιθέσεων του προλεταριάτου και της
αστικής τάξης, του νόμου που δηλώνει ότι ο μισθός και το κέρδος

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μ έρ ο ς 3, σ ε λ . 169-170.

282
βρίσκονται σε αντιστρόφω ς ανάλογη εξάρτηση. Και ο Σ. Μ πέιλι
τάσσεται εναντίον των ορθών ακριβώς θέσεων αυτού του νόμου.
Χ ρησιμοποιώντας τη ν ερμηνεία του της αξίας στην αξία της εργα­
σίας, δηλαδή στο μισθό, ο Σ. Μ πέιλι υποστηρίζει ότι ο μισθός δεν
είναι τίποτε άλλο, παρά η ποσότητα των εμπορευμάτων, με την οποία
ανταλλάσσεται η εργασία, δηλαδή είναι ένα καθορισμένο σύνολο
αξιών χρήσης. Και το κέρδος κατά τη ν άποψή του είναι η σχέση της
αξίας, που αποκτά ο κα πιταλιστή ς, προς την αξία του κεφαλαίου του.
Συγκρίνοντας αυτά τα φαινόμενα, που σ την ουσία δεν είναι συ­
γκρίσιμα,δεδομένου ό τι εκφράζονται σε διαφορετικές διαστάσεις, ο
Σ. Μπέιλι συμπεραίνει ότι, εφόσον με την αύξηση της παραγωγικό­
τητας της εργασίας το σύνολο των αξιών χρ ή σ η ς που παίρνει ο εργά­
της μένει σταθερό,ενώ η σ χέσ η «της αξίας του κέρδους» προς την
αξία του κεφαλαίου αυξάνει, τότε ο «νόμος του Ρικάρντο» είναι λα­
θεμένος. «Αυτό το ανόητο επιχείρημα», γράφει ο Κ. Μαρξ, «ενάντια
στον Ρικάρντο είναι πέρα για πέρα... άστοχο, για τί ο Ρικάρντο υπο­
στηρίζει μόνο ότι η αξία και τω ν δυο μεριδίων πρέπει να ανεβαίνει
και να πέφτει σε αντιστρόφω ς ανάλογη σχέση μεταξύ τους»1.
Είδαμε ότι ο Σ. Μ πέιλι σ τη ν ερμηνεία του της αξίας, που βασίζεται
στην ταύτισή της με τη ν εξω τερική της μορφή, την ανταλλακτική
αξία, και σε τελευταία ανάλυση με την τιμή του εμπορεύματος, προ­
σέγγισε την ακραία, τη συγκεκριμένη μορφή εμφάνισης της αξίας,
την τιμή. Γ ι ’ αυτό, δεν του μένει τίπ ο τε άλλο, παρά να προσπαθήσει
να βρει τη βάση της ισοδυναμίας της ανταλλαγής των εμπορευμάτων
κάπου έξω από τα π λ α ίσ ια της ο ικ ο νο μ ικ ή ς σφαίρας. Από εδώ πηγά­
ζει και ο ισχυρισμός του Σ. Μ πέιλι ότι η βάση αυτή βρίσκεται στην
περιοχή της σ υνείδησης των εμπορευματοπαραγωγών. « Ό λ α τα πε­
ριστατικά...», έγραψε ο Σ. Μ πέιλι, «τα οποία άμεσα ή έμμεσα ασκούν
μια ορισμένη επίδραση στη συνείδηση κατά την ανταλλαγή των ε-
.μπορευμάτων, μπορούν να θεωρούνται σαν αιτίες της αξίας.»2
Θα σημειώσουμε πριν α π ’ όλα ότι η αξία, όπως και όλες οι άλλες
αντικειμενικές οικονομικές νομοτέλειες του καπιταλισμού, διαμορ­
φώνεται πίσω από την πλάτη των υποκειμένων του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής, σαν μια ανεξέλεγκτη, άγνωστη δύναμη. Γ Γ αυτό,
για να μετατραπούν τα προϊόντα της εργασίας σε εμπορεύματα που
έχουν αξία, δεν υπάρχει καμιά αναγκαιότητα συνειδητοποίησης αυ­
τής της διαδικασίας από τον εμπορευματοπαραγωγό.
Ωστόσο, βασικό είναι κάτι άλλο: γιατί, ακριβώς, ο Σ. Μ πέιλι πήρε
μια τέτια θέση; Σε διάκριση από τους συγχρόνους του, αντιπάλους
της θεωρίας του Ντ. Ρικάρντο, ο Σ. Μ πέιλι προχώρησε περισσότερο
από όλους στην άρνηση των επιστημονικώ ν θέσεων αυτής της διδα­

1. Κ. Μαρξ, Φ. Έ νγκ ελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 26, μέρος 3, σελ. 156.
2. Στο i6io, σελ. 156.
σκαλίας. ΓΓ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ακριβώς ο Σ. Μπέιλι
αρχίζει να αναζητά την πηγή της ισοδύναμης ανταλλαγής των εμπο­
ρευμάτων αε μια εξωοικονομική σφαίρα, στη συνείδηση των ανθρώ­
πων. <*£> Μπέιλι», γράφει ο Κ. Μαρξ, «μεταφέρει το ζήτημα στη συνεί­
δηση, επειδή σε £vu τμήμα της θεωρίας έφτασε σε αδιέξοδο.»1 Κατά
τη γνώμη μας, αυτή η θέση του Κ. Μαρξ αποκαλύπτει την αιτία, για
την οποία η αγοραία πολιτική οικονομία γενικά περνάει στην εξή­
γηση των οικονομικών διαδικασιών με μη οικονομικές αιτίες, γ ι’ αυ­
τό και έχει θεμελιακή σημασία. Εδώ ο Κ. Μ αρξ διαχω ρίζει στη πρά­
ξη την οικονομική και τη μη οικονομική μορφή εκχυδάισης της πο­
λιτικής οικονομίας.
Ωστόσο, η συνείδηση των πωλητών και των αγοραστών δεν εμφα­
νίζεται ακόμη στο έργο του Σ. Μ πέιλι σαν η τελευταία «αιτία» της
αξίας, όπως συνέβηκε αργότερα με τους οπαδούς της θεωρίας της
«υποκειμενικής αξίας» της αυστριακής σ χο λ ή ς. Σαν τέτια αιτία, ο Σ.
Μπέιλι εξακολουθεί ακόμη να θεωρεί «όλα εκείνα τα περιστατικά»
που βρίσκονται έξω από τη συνείδηση των παραγόντων της συναλ­
λαγής και που επιδρούν σ ’ αυτήν, όχι όμως άμεσα αυτές καθαυτές,
αλλά στο βαθμό που επιδρούν στη συνείδηση.
Ακριβώς γ ι’ αυτό, σαν κύρια «αιτία» της αξίας ο Μ πέιλι θεωρεί το
κόστος παραγωγής, μένοντας έτσι ουσιαστικά στις θέσεις του Ρ. Τό-
ρενς, που όριζε την αξία των εμπορευμάτων με το σύνολο του δαπα-
νημένου για την παραγωγή τους κεφαλαίου. Ο Σ. Μ πέιλι γράφει: «Η
αξία της βασικής μάζας των εμπορευμάτων καθορίζεται από το κεφά­
λαιο που χρησιμοποιήθηκε γ ι ’ αυτά.»2 Ό π ω ς και ο Ρ. Τόρενς, πέ­
φτει κι αυτός σε φαύλο κύκλο, καθορίζοντας τη ν αξία του εμπορεύ­
ματος με την αξία του κεφαλαίου που αποτελείται από εμπορεύματα.
Η αποσύνθεση της οικονομικής θεωρίας του Ντ. Ρικάρντο ολο­
κληρώνεται από τον σκωτσέζο οικονομολόγο Τζ. Μακ-Κούλοχ, ο
οποίος έδοσε, κατά το χαρακτηρισμό του Κ. Μ αρξ, «το πιο θλιβερό
δείγμα αποσύνθεσής της»3. Σε σύγκριση με τον Τζ. Μακ-Κούλοχ,
που εμφανίστηκε όχι μόνο σαν εκχυδαϊστής της διδασκαλίας του Ντ.
Ρικάρντο, αλλά και σαν εκχυδαϊστής της δογματικής ερμηνείας αυ­
τής της διδασκαλίας από τον Τζ. Μ ιλ, ακόμη και ο Τ. Μάλθους είναι
σοβαρός και βαθύς κριτικός.
Βασικό μέσο υπεράσπισης του καπιταλισμού από τον Τζ. Μακ -
Κούλοχ, όπως και από πλήθος προγενεστέρων του, είναι η ταύτιση
των σχέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγω γής με τις προηγού-
μενές τους σχέσεις της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Ωστόσο

1. Στο ίδιο, σελ. 166 (η υπογρ. του συγγραφέα - Β. Αφανάσιεφ).


2. Στο ίδιο. σελ. 168.
3. Στο ίδιο, σελ. 171.
αυτή η κοινή γ ι ’ αυτούς μέθοδος, αποκτά στον Μ ακ-Κούλοχ ιδιαίτε­
ρα, ακόμη περισσότερο χυ δα ία χα ρακτηρισ τικά.
0 Τζ. Μ ακ-Κ ούλοχ πα ραδέχεται ακόμη τυπικά ότι στη βάση όλου
του πολιτικοοικονομ ικού συστήματος και της οικονομικής πρακτι­
κής πρέπει να β ρ ίσ κ ετα ι η θεω ρία της αξίας. «Χωρίς τη γνώση των
αρχών που καθορίζουν τη ν α νταλλακτική αξία, είναι αδύνατο να
υπάρχει καθαρή έννοια για τη ν επίδραση των αλλαγών της ποσότη­
τας του ημερομισθίου, σ τις τιμές και στα κέρδη· ενώ χω ρίς τη γνώση
των νόμων, που ρυθμίζουν το εισ ό δη μ α και τη ν πληρωμή για την
εργασία, είναι το ίδιο αδύνατο να π ρ ο σ δ ιο ρ ισ τεί σωστά η επιβολή
των φόρων, είναι αδύνατο να αντιμετω πιστούν ορθά τα ζητήματα που
συνεχώς ανακύπτουν σ τη ν εμ πορική και χρ η μ α τισ τικ ή νομοθεσία.»1
Πολύ πιο ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο Τζ. Μ ακ-Κούλοχ κατευθύ­
νει τις δυνάμεις του ακριβώ ς σ τη ν αποσύνθεση της εργασιακής θεω­
ρίας της αξίας, αυτής τη ς α π ο φ α σ ισ τικ ή ς μεθοδολογικής βάσης του
ρικαντιανισμού. Η βασική προσ πάθεια του Τζ. Μ ακ-Κούλοχ τείνει
στο να εξαλειφ θεί η κ α θ ο ρ ισ τικ ή ιδ ιό τη τα της εργατικής δύναμης
σαν πηγής της αξίας και να α ποδοθεί αυτή η ιδιαιτερότητα σε όλα τα
εμπορεύματα. Ο ιδια ίτερ α χυ δ α ίο ς χα ρα κτή ρα ς αυτής της θέσης του,
καθορίζεται από το γεγονός ότι ο Μ ακ-Κ ούλοχ υπερασπίζει τα συμφέ­
ροντα της ασ τικ ή ς τά ξη ς και τω ν γα ιο κ τη μ ό νω ν ενάντια στην εργα­
τική τάξη.
Δανειζόμενος από το ν Ντ. Ρ ικ ά ρ ντο το δια χω ρισμ ό σε πραγματική
αξία του εμπορεύματος — σ τις δαπάνες εργασίας που είναι αναγκαίες
για την παραγωγή του — και σε σ χετικ ή αξία — τη ν έκφραση της
πραγματικής αξίας σε κ α θορισ μ ένη π οσ ότητα άλλων εμπορευμάτων
—και, συνεπώς, δα νειζόμ ενοι τη ν ιδέα ότι ο χρ ό νο ς εργασίας που
περιέχεται στα α ντα λλα σ σ ό μ ενα εμπορεύματα είναι ίδιος, ο Τζ. Μακ-
Κούλοχ περιλαμ βάνει στα «άλλα εμπορεύματα» και την εργασία. ΓΓ
αυτό η σχετική αξία του εμπορεύματος καθορίζεται από τον Μακ-
Κούλοχ ως «εκείνη η π ο σ ό τη τα τη ς εργασίας ή κάποιου άλλου εμπο­
ρεύματος, με βάση τη ν ο π ο ία α ντα λλάσ σ ετα ι ένα εμπόρευμα»2. Α π ’
αυτό, συμπεραίνει ό τι ό ταν είν α ι ίση η ζή τη σ η και η προσφορά, όλα
τα εμπορεύματα, μαζί και η εργασία, ανταλλάσσονται με άλλα εμπο­
ρεύματα, στα οποία π ερ ιέχετα ι η ίδια ποσότητα εργασίας. Σύμφωνα
με την άποψη αυτή, ο ερ γά τη ς με το μισθό του παίρνει τόση ακριβώς
πραγματοποιημένη εργα σ ία, ό σ η προσέφερε στον καπιταλιστή με τη
μορφή της ζω ντανής του ερ γα σ ία ς. Οι σ χέσ εις των καπιταλιστώ ν και
των εργατών εξισ ώ νο ντα ι με τις σ χέσ εις των απλών κατόχων εμπο­
ρευμάτων, ενώ η αντα λλα γή μεταξύ τους παρουσιάζεται σαν ισοδύ-

1. Τζ. Μ ακ-Κούλοχ, Για τις καταβολές, τα επιτεύγματα, τα ειδικά αντικείμενα μελέ­


της και τη σπουδαιότητα της πολιτικής οικονομίας, Μ όσχα, 1834. σελ. 84-85.
2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 196.
νβμη ανταλλαγή εμπορευμάτων. « Ε τσι φεύγει από τη μέση», γράφΐι
ο Κ. Μαρξ «η πηγή της υπεραξίας και α νατρέπεται όλη η θεωρία ιοι
Ρικάρντο.·»1
Εξαλείφοντας τη διαφορά μεταξύ ενός συνηθισμένου εμπορεύμα­
τος και της εργατικής δύναμης («εργασίας»), ο Τζ. Μακ-Κούλοχ
αποκλείει τη δυνατότητα δια χω ρισ μ ού μεταξύ τη ς αξίας που δημι­
ουργεί ο εργάτης και της αξίας της ερ γ α τικ ή ς δύναμής του. ΓΓ αυτό,
για την εξήγηση της προέλευσης του κέρδους στον Τζ. Μακ-Κούλοχ
δεν απομένει τίποτε άλλο, παρά να καταφ ύγει στα τεχνάσματα της
σφαίρας της κυκλοφορίας. Δ η λώ νοντας ότι, σε συνθήκες ισότητας
της ζήτησης και της προσφοράς, η σ χ ε τικ ή αξία είναι πάντοτε ίση
με την πραγματική αξία του εμπορεύματος, ο Τζ. Μακ-Κούλοχ υπο­
στηρίζει, αντίθετα με τις προηγούμενες απόψ εις του, ότι «στην πρά­
ξη αυτή την υπερβαίνει».
Το κέρδος, επομένως, βγαίνει, κατά το ν Τζ. Μ ακ-Κούλοχ, από την
υπέρβαση της τιμής πάνω από τη ν α ξία , δη λα δή από τη σφαίρα της
κυκλοφορίας.
Μ ’ αυτό τον τρόπο, ο Μ α κ-Κ ούλοχ π ερ ν ά ει άμεσα στις θέσεις του
Τ. Μάλθους και, μαζί μ ’ αυτόν, σ τις θέσ εις του μερκαντιλισμού.
« Ενα εμπόρευμα'που έχει π α ρα χθεί με μ ια καθορισμένη ποσότητα
εργασίας», έγραψε ο Μ ακ-Κ ούλοχ, «θα αντα λλά σσετα ι κανονικά με
ένα άλλο εμπόρευμα ή θα αγοράζει ένα άλλο εμπόρευμα, που έχει
παραχθεί με την ίδια ποσότητα ερ γα σ ία ς... Σ την πραγματικότητα...
αυτό., θα ανταλλάσσεται πάντα με π ερ ισ σ ό τερ η ποσότητα... Και είναι
ακριβώς αυτό το περίσσευμα εκείνο που αποτελεί το κέρδος.»1
Το κέρδος παρουσιάζεται σ τον Μ α κ -Κ ο ύ λ ο χ σαν αποτέλεσμα της
απλής εμπορευματικής και ό χ ι της κ α π ιτα λ ισ τικ ή ς οικονομίας, ή,
ακριβέστερα, της απλής εμπορευματικής παραγω γής.
Μη μπορώντας να εξηγήσει πώς εμφ ανίζεται αυτή η περίεργη κατά­
σταση, κατά την οποία τα εμπορεύματα αλληλοανταλλάσ σονται πάν­
τοτε με ποσότητα εργασίας μεγαλύτερη από εκείνη που δαπανήθηκε
για την παραγωγή τους, ο Τζ. Μ α κ -Κ ο ύ λο χ είνα ι υποχρεωμένος να
καταφύγει — ως το τελευταίο του επ ιχ είρ η μ α — σε φαινόμενα που
βρίσκονται έξω από τη σφαίρα των ο ικ ο νο μ ικ ώ ν σχέσεων: στην ψυ­
χολογία των κεφαλαιοκρατών. «Κ ανένας κεφαλαιοκράτης», συνεχί­
ζει ο Μακ-Κούλοχ, «δεν θα είχε οποιοδήποτε κίνητρο... το προϊόν μιας
δοσμένης ποσότητας εργασίας, η ο π ο ία έχει ήδη εκτελεστεί, να το
ανταλλάξει με ένα προϊόν ίσης ποσότητας εργασίας, που πρόκειται >·α

1. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3. σελ. 197.


2. Βλ. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την ηπεραξία. μέρος 3, σελ. 200.
εκτελεστεΐ.»1 «Το κέρδος εξ η γε ίτα ι με το ότι ο κεφαλαιοκράτης έχει
σαν κίνητρο να βγάζει “ κέρδος” .»2
Έ τσ ι, σ την π ρ α γμ α τικ ό τη τα ο Τζ. Μ ακ-Κούλοχ εξηγεί το κέρδος
με βάση την παραβίαση του νόμου της αξίας κατά την ανταλλαγή
«εργασίας» και κεφαλαίου, α π ορρίπ τοντας τη βασική θέση της θεω­
ρίας του Ντ. Ρ ικάρντο, σύμφω να με την οποία οι οικονομικές σχέ­
σεις του καπιταλισμού πρέπει να ερμηνεύονται με βάση την εργασι­
ακή θεωρία της αξίας. Έ τ σ ι, περνά σ τις θέσεις των αντιπάλων του
Ντ. Ρικάρντο.
Ακόμη περισσότερο εκ χυδα ΐζει ο Τζ. Μ ακ-Κ ούλοχ τη ν οικονομική
θεωρία κατά τη ν εξέταση του δεύτερου προβλήματος που έθεσε αλλά
δεν έλυσε ο Ντ. Ρ ικά ρντο, του προβλήματος της ισότητας των κερ­
δών που πρ οέρ χοντα ι από ίσ α σ ε μέγεθος κεφάλαια. Εδώ ο Μακ-Κού­
λοχ, αφού απέρριψ ε τη βάση τη ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας του Ρικάρ­
ντο, «προχωρεί», κατά τη ν έκφ ραση του Κ. Μ αρξ, «ακόμα παραπέρα
και καταστρέφει τη βάση α υτής τη ς ίδιας τη ς βάσης»3. Η ουσία του
θέματος βρίσκεται στο ό τι εδώ ο Τζ. Μ ακ-Κ ούλοχ απορρίπτει ακόμα
πιο καθαρά τη ν εργα σ ια κή θεω ρία τη ς αξίας. Υ ποστηρίζοντας ό τι «η
εργασία είναι η μοναδική π η γή πλούτου»4, ο Τζ. Μ ακ-Κούλοχ εκχυ-
δαίζει την ίδια τη ν έννο ια της εργασίας.
Ό π ω ς είναι γνω στό, μόνο η εργα τική δύναμη, με τον ειδικό χαρα­
κτήρα της αξίας χ ρ ή σ η ς τη ς, τη ν εργασία, είναι η μοναδική πηγή
της αξίας γενικά, τη ς υπερα ξία ς ειδικότερα. Ο Τζ. Μ ακ-Κούλοχ όμως
προσπαθεί να λύσει το π ρ ό β λη μ α της ισότητας των κερδών από ισο­
μεγέθη κεφάλαια με βάση το νόμο τη ς αξίας, αποδίδοντας ικανότητα
«εργασίας» και δη μ ιο υ ρ γία ς α ξίας σ τα υλικά σ το ιχεία του πάγιου και
του κυκλοφοριακού κεφαλαίου. Η ειδική ιδιομορφ ία της εργατικής
δύναμης σαν εμπορεύματος, η ο π ο ία αποτελεί το αποφασιστικό γνώ­
ρισμα της κα π ιτα λ ισ τικ ή ς οικ ο νο μ ία ς, παρουσιάζεται εδώ γενικά σαν
ιδιότητα όλω ν των αξιώ ν χ ρ ή σ η ς , που μετέχουν στη διαδικασία της
παραγωγής.
Επομένως και αυτό το α π ο λ ο γη τικ ό τέχνασμα βασίζεται στην εξά­
λειψη της βασικής α ρ χή ς τη ς εργα σιακή ς αξίας — του καθορισμού
της αξίας των εμπορευμάτω ν από το χρ ό ν ο εργασίας — μέσω της
ταύτισης της εργασίας (αυτής τη ς κοινω νικά καθορισμένης παραγω­
γικής δρ α σ τη ριότη τα ς του ανθρώπου) με τις φυσικές εκείνες διαδι­
κασίες οι οποίες χ α ρ α κ τη ρ ίζο υ ν σ τη ν παραγωγή τα υλικά στοιχεία
του κεφαλαίου σαν αξίες χ ρ ή σ η ς.

1. Βλ. Κ. Μαρξ, θεω ρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 200.
2. Στο ίδιο, σελ. 201.
3. Κ. Μαρξ, θεω ρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 204.
4. Τζ. Μ ακ-Κούλοχ, Για τις καταβολές, τα επιτεύγματα, τα ειδικά αντικείμενα μελέ­
της και τη σπουδαιότητα της πολιτικής οικονομίας, σελ. 97.
Και στο σημείο αυτό ο Τζ. Μακ-Κούλοχ στέκεται ακόμη χαμηλό­
τερα ακό τον Ζ.Μπ. 1ε, γιατί ο Σε δεν θεωρεί εργασία τη δράση :»ν
δυνάμεων της φύσης, των ζώων και των μηχανών αν και ακριβώς ωο
τον Ζ. Μη. Σε έχει δανειστεί την ιδέα ότι αυτή η δράση anouhi
κηγή αξίας.
Σε διάκριση από tov Ζ. Μπ. Σε, ο Μακ-Κούλοχ θεωρεί πηγή ιης
αξίας μόνο εκείνα τα πράγματα, εκείνες τις αξίες χρήσης, οι oitoit;
μπορούν να μονοπωληθούν. Είναι ωστόσο φανερό ότι οι αξίες χρήστη
δεν αλλάζουν με to να είναι μονοπωλιακές ή όχι. Ακριβώς όμως α*ο
αυτές τις ιδιότητες ο Τζ. Μακ-Κούλοχ προσπαθεί να εξηγήσει τη δή­
θεν συμμετοχή τους στη δημιουργία της αξίας.
Ο Μακ-ΚοΟλοχ αναπαράγει τη θεωρία της παραγωγικότητας tot
κεφαλαίου, ισχυριζόμενος, ωστόσο, ότι αυτό ακριβώς αποτελεί συνε­
χή ανάπτυξη του ρικαρντιανισμού, αν και η θεωρία του Ντ. Ρικάρντο
αποκλείει ολότελα οποιεσδήποτε άλλες πηγές αξίας, εκτός ακό την
εργασία1. Υποστηρίζοντας ότι η αξία δημιουργείται και με τη «δρά­
ση» των υλικών στοιχείων του κεφαλαίου, ο Τζ. Μακ-Κούλοχ ταυτί­
ζει τις δυο πλευρές της καπιταλιστικής παραγωγής, τη διαδικασία
δημιουργίας της αξίας, στην οποία σαν ενεργός παράγοντας λειτουρ­
γεί μόνο η αφηρημένη εργασία, και τη διαδικασία δημιουργίας της
αξίας χρήσης, στην οποία σαν παράγοντες (μαζί με τη συγκεκριμένη
εργασία) λειτουργούν και τα πράγματα που μετέχουν στη διαδικασία
της παραγωγής, τα μέσα παραγωγής, που λειτουργούν σαν αξίες χρή­
σης. Στη βάση αυτής της ταύτισης βρίσκεται, σε τελευταία ανάλυση,
η σύγχυση της αξίας και της αξίας χρή σ η ς.
Ο Ντ. Ρικάρντο θέτει το πρόβλημα τη ς εξήγησης του συνόλου των
κεφαλαιοκρατικών νόμων και σχέσεων με βάση την εργασιακή θεω­
ρία της αξίας, ο Τζ. Μακ-Κούλοχ όμως καταστρέφει την ίδια τη βά­
ση αυτής της θεωρίας και ταυτόχρονα όλη τη σχολή του Ρικάρντο.
«Έ τσι αυτός ο εκχυδαϊσμός των απόψεων του Ρικάρντο καταλήγει
σε τελευταία ανάλυση στην ταύτιση της αξίας χρήσης και της αν­
ταλλακτικής αξίας. Για το λόγο αυτό πρέπει να θεωρούμε τον εκχυ-
δαϊσμό αυτόν σαν την τελευταία και βρομερότερη έκφραση της απο­
σύνθεσης της σχολής σαν σχολής.»2
1. Σ το γρ ά μ μ α π ρ ο ς τ ο ν Τ ζ . Μ α κ - Κ ο ύ λ ο χ (2 5 Γ ε ν ά ρ η 1821) ο Ν τ. Ρικάρντο
έγραψε: «Ε ίμαι α π ό λ υ τ α π ε π ε ι σ μ έ ν ο ς ό τ ι , τ ο ν ί ζ ο ν τ α ς τ η ν π ο σ ό τ η τ α τ η ς εργασίας,
«ο υ π ερ ιέχετ α ι σ τ α ε μ π ο ρ ε ύ μ α τ α , σ α ν ν ό μ ο , ο ο π ο ί ο ς ρ υ θ μ ίζ ε ι τ ις σ χ ε τικ έ ς τους
αξίες, β ρ ισ κ ό μ α σ τε σ τ ο σ ω σ τ ό δ ρ ό μ ο ( D . R ic a r d o , Works and Correspondence, μέ­
ρ ο ς 3, Κ έμπριτζ, 1951, σ ε λ . 344.
2. Κ. Μ α ρ ξ, θεωρίες για την υπεραξία, μ έ ρ ο ς 3 , σ ε λ . 2 1 3 . Γ ια τ ο θεωρητικό
επίπεδο της σ ύ γ χ ρ ο ν η ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ι τ ι κ ή ς ο ι κ ο ν ο μ ί α ς ε ί ν α ι π ο λ ύ εύγλωττο το
γ ε γ ο νό ς ό τ ι ο Τ ζ. Μ α κ -Κ ο ύ λ ο χ θ ε ω ρ ε ίτ α ι α π * α υ τ ή σ α ν κ λ α σ ι κ ό ς τ η ς οικονομι­
κής επ ιστή μ η ς ( Pioneers o f Modern Economics in Britain, e d . « D .P . O ’ Brien and J.
R. Presley», Λ ο ν δ ίν ο , 1981, σ ε λ . 3 7, 59.

288
Ωστόσο οι απόψεις του Τζ. Μακ-Κούλοχ δεν αποτελούν το τελικό
βροίόν της διαδικασίας εκχυδαϊσμού της αστικής οικονομικής θεω­
ρίας γενικά. Ο Τζ. Μακ-Κούλοχ παραδέχεται ακόμη ότι η οικονομι­
κή ζωή της κοινωνίας ρυθμίζεται από οικονομικούς νόμους που
έχουν γενικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από τις εθνικές ιδιαιτερότητες
του ενός ή του άλλου λαού. Γι ’ αυτό, η οικονομική θεωρία πρέπει να
ερευνά τα μαζικά φαινόμενα και να συνάγει συμπεράσματα, τα οποία
να έχουν «σταθερή και γενικευμένη εφαρμογή...»1
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1820 η αστική οικονομία απέρριψε
τις κεντρικές θέσεις του ρικαρντιανισμού: τη θέση ότι η εργασία εί­
ναι η μοναδική πηγή της αξίας, την ανάγκη να εξηγούνται με βάση
την εργασιακή θεωρία της αξίας όλες οι διαδικασίες της καπιταλι­
στικής οικονομίας, μαζί και η προέλευση του καπιταλιστικού κέρ­
δους και το φαινόμενο της τιμής παραγωγής.
Κατά τη δεκαετία του 1830, δηλαδή στην αρχή της κυριαρχίας της
αγοραίας οικονομίας, η αστική πολιτική οικονομία ύστερα από την
αποσύνθεση του ρικαρντιανισμού έχασε τον επιστημονικό της χαρα­
κτήρα.
***

Έτσι, είδαμε ότι η αποσύνθεση του ρικαρντιανισμού αποτελεί μια


απόλυτα καθορισμένη κατευθυνόμενη διαδικασία, που εκφράζεται με
το δυνάμωμα του εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής οικονομίας, αν
και πραγματοποιείται ανισόμερα και σε αντιφατικές μορφές.
«Ό λη η πιο πάνω παρουσίαση της σχολής του Ρικάρντο δείχνει
ότι η αποσύνθεση αυτής της σχολής συντελείται γύρω από δυο ση­
μεία:
»1) Την ανταλλαγή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, σύμφωνα με το
νόμο της αξίας.
»2) Τη διαμόρφωση του γενικού Λοσοστού του κέρδους. Την ταύτι­
ση της υπεραξίας και του κέρδους. Τη σχέση ανάμεσα στις αξίες και
στις τιμές κόστους που όμως δεν κατανοούνται.»1
Έτσι ανακεφαλαιώνει ο Κ. Μαρξ τα βασικά προβλήματα, πάνω
στα οποία αναπτύχθηκε η διαδικασία εκχυδαϊσμού του ρικαρντιανι-
σμού.

1. Τζ. Μακ-Κούλοχ, Για τις καταβολές, τα επιτεύγματα, τα ειδικά αντικείμενα μελέ­


της και τη σπουδαιότητα της πολιτικής οικονομίας, σελ. 13. Βλ. επίσης σελ. 11,
17-18, 19, 18.
2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 271.

289
& Η ΚΤΟΡΙΚΗ £ΧΟΛΗ ΕΑΝ ΑΚΡΑΙΑ
ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΕΝΤΑΤΙΚΟΥ (ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ)
EK.XYU Ii.M O Y

Ακραία μορφή εντατικού (οικονομικού) εκχυδαϊσμού, που τον


οδηγεί ως τα αντικειμενικά του όρια, είναι η ονομαζόμενη ιστορική
σχολή, που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη Γερμανία.
Στους ίδιους τους τίτλους των κύριων έργων των οπαδών αυτής της
σχολής υπογραμμίζεται η επιδίωξη επανεξέτασης της πολιτικής οι­
κονομίας από τις θέσεις της «ιστορικής μεθόδου», στην πραγματικό­
τητα όμως η επιδίωξη υποκατάστασης της ανάλυσης των εσωτερικών
συναρτήσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με την απολο­
γητική περιγραφή των συγκεκριμένων ιστορικών μορφών της.
Οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι της ιστορικής σ χο λ ή ς ήταν ο Βίλ-
χελμ Ρόσερ (1817-1894), που εξέδοσε το 1843 το βιβλίο Σύντομες βά-
σας για το μάθημα της πολιτικής οικονομίας από την άποψη της ιστορι­
κής μιθόδαυ, ο Μπρούνο Χίλντεμπραντ (1812-1878), που η κύρια ερ­
γασία του Πολιτικ'ή οικονομία του παρόντος και του μέλλοντος, εκδόθη-
κε το 1848, καθώς και ο Καρλ Κνις (1821-1898), που εξέθεσε τις
απόψεις του στο έργο Η πολιτική οικονομία από την άποψη της ιστορι­
κής μεθόόου (1853).
Αξιοσημείωτο είναι ότι ερευνώντας την εξέλιξη της χυδαίας αστι­
κής πολιτικής οικονομίας, ο Κ. Μαρξ καταλήγει στο συμπέρασμα,
ότι η ιστορική σχολή αποτελεί την ακραία βαθμίδα εκχυδαϊσμού της
πολιτικής οικονομίας. «Η τελευταία μορφή», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «εί­
ναι η καθηγητική μορφή, η οποία καταπιάνεται με τη ν υπόθεση αυτή
“ιστορικά”...»1 Ο χαρακτηρισμός δεν σ ημ αίνει καθόλου ότι η ιστο­
ρική σχολή ολοκληρώνει γενικά τη διαδικασία εκχυδαϊσμού. Η
σχολή αυτή είναι, όπως θα δούμε πιο κάτω, μόνο η τελευταία μορφή
αυτής της κατεύθυνσης εκχυδαϊσμού, την οποία ονομάσαμε εντατική
(οικονομική), και είναι μεταβατική σε άλλη μορφή εκχυδαϊσμού της
πολιτικής οικονομίας που εδράζεται στην εξωοικονομική ερμηνεία
των οικονομικών διαδικασιών με σκοπό τη ν απολογητική υπεράσπι­
ση του καπιταλισμού.
Από τότε οι αστοί οικονομολόγοι προχώ ρησαν ασύγκριτα πιο πέ­
ρα στον εκχυδαϊσμό της πολιτικής οικονομίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η ακραία μορφή εντατικού εκχυ-
δαΐσμού κάνει την εμφάνισή της με την ισ τορική σ χο λ ή την περίοδο
που στη Γερμανία ωρίμαζε κατόπιν και ξέσπασε η αστική επανάστα­
ση του 1848. Η ιδιομορφία των απολογητικών μέσων που χρησιμο­
ποιούν οι εκπρόσωποι της ιστορικής σ χο λή ς, πηγάζει τόσο από τις

1. Κ. Μαρξ. θκωρίες για ζην υπεραξία, μ έρ ο ς 3, σ ε λ . 570.

290
ιδιαίτερες για τη Γερμανία σ υνθή κες της ιδεο λο γικ ή ς πάλης (γιο πα­
ράδειγμα, την αναγκα ιότητα υπ ερ ά σ π ισ η ς των συμφερόντων τόσο
ιης βιομηχανικής α σ τικ ή ς τά ξη ς όσο και των γαιοκτημόνω ν - γιούν-
κεμς, πράγμα που επ ιτυ γχα νό τα ν με τον καλύτερο, εννοείται, τρόπο
με τη βοήθεια της « ισ το ρ ικ ή ς μεθόδου»), όσο και από τις κοινές με
τις άλλες κεφαλαιοκρατικές χώ ρες ταξικές αντιθέσεις.
Οι εκπρόσωποι της ισ το ρ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς προσπάθησαν να υποκατα­
στήσουν την π ο λ ιτικ ή ο ικ ο ν ο μ ία με τη χυδαία ιστορία της εθνικής
οικονομίας, την ανάλυση τω ν α ντικειμ ενικώ ν οικονομικώ ν νόμων
ανάπτυξης της κοινω νίας με τη ν επ ιφ α νεια κή ταξινόμ η ση , με την αυ­
θαίρετη επιλογή και τη μ ικ ρ ο π ερ ιγρ α φ ή των ιστορικώ ν γεγονότων.
Οι «ιστορικοί» απέρ ρ ιπ τα ν τη ν α φ η ρη μ ένη μέθοδο, υποκαθιστώντας
την με τον α προκάλυπ το εμ π ειρ ισ μ ό , αρνούνταν τη ν ύπαρξη κοινών
για όλες τις χώ ρες α ντικ ειμ ενικ ώ ν ο ικ ο νο μ ικ ώ ν νόμων. Και, όμως,
επρόκειτο για ιδ ια ίτερ η κα τεύθυνση τη ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομ ίας και
όχι για ισ το ρ ία τη ς ο ικ ο ν ο μ ία ς. Ο ι « ισ το ρ ικ ο ί» π ροσπάθησ αν να δό-
σουν και μια γενικ ή π ο λ ιτ ικ ο ο ικ ο ν ο μ ικ ή εικ ό να της ανάπτυξης της
κοινωνίας με τη βοή θεια ισ το ρ ικ ώ ν σ χη μ ά τω ν, τα ο ποία δεν έπαιρ­
ναν υπόψη τους τη νο μ ο τελ εια κ ή α ντικ α τά σ τα σ η ενός σχηματισμού
με άλλον, και σ τ η ρ ίζ ο ν τα ν σ τ η ν α π ο λ ο γ η τικ ή π εριγραφ ή τη ς εξέλι­
ξης των μορφών αντα λλα γή ς.
Η ιστορική σ χ ο λ ή δεν διαμ ορφ ώ θη κε αμέσως σαν ανταγωνιστής
της κλασικής σ χ ο λ ή ς. Δ ια κ η ρ ύ σ σ ο ν τα ς τη ν α να γκα ιότητα επανεξέ­
τασης της π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς με βάση τη ν ισ το ρ ικ ή μέθοδο, ο Β.
Ρόσερ δεν α ντιπαρα θέτει ακόμη τη μέθοδο αυτή στη μέθοδο της
κλασικής σ χ ο λ ή ς. Κ ά τι π α ρα πά νω , σ το υ ς οπαδούς της ισ το ρ ικ ή ς με­
θόδου κατατάσσει κ α ι το ν Α. Σμιθ. Σ τη ν κύ ρ ια εργασ ία του Μ προύνο
Χίλντενμπραντ, που εκ δ ό θ η κ ε πέντε χ ρ ό ν ια μετά τη δημοσίευση, το
1843, του κύριου β ιβ λίο υ του Β. Ρ ό σ ερ , π ερ ιέχετα ι ήδη μια άμεση
κριτική των κ λα σ ικ ώ ν κ α ι π ρ ώ τ ’ α π ’ ό λ α του Α. Σμιθ, από τη σκοπιά
της χυδαίας ισ το ρ ικ ή ς μεθόδου. Η μέθοδος αυτή βρήκε τη ν τελική
της έκφραση σ τ η ν ερ γ α σ ία του Κ. Κ νις, ο ο π ο ίο ς εμφανίστηκε μετά
την επανάσταση πια του 1848.
Στα π λ α ίσ ια τη ς ισ το ρ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς , η μέθοδος του εντατικού εκχυ-
δαϊσμού της π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς εξελ ίχ θ η κ ε ση μ α ντικά πριν ακόμα
φανεί καθαρά η α π ο λ ο γ η τικ ή τη ς κατεύθυνση.
Ό π ω ς σ η μ ειώ νει σ τ η ν έρ ευνα του ο Λ. Β. Λ έβσιν, «η χυδαία ιστο­
ρική σ χολή σ υ γ κ ρ ο τή θ η κ ε κ α ι αναπτύχθη κε κάτω από τη ν ισχυρή
επίδραση των πιο α ντιδρ α σ τικ ώ ν πλευρώ ν της χεγκ ελια νή ς φιλοσο­
φίας του δικ α ίο υ » 1. Ο ι « ισ το ρ ικ ο ί» υπεράσπιζαν, αν και με ιδιότυπη
μορφή, τη θέση τη ς α ιω ν ιό τη τα ς τη ς ατομ ική ς ιδιοκτη σ ία ς, και, επο-

1. Λ.Β. Λ έσβιν, Κ ριτική τω ν θεωριών της αξίας των ά)η·λων αστών οικονομολό­
γων, Μόσχα, 1961, σελ. 23.
μένως, και χου καπιταλισμού. θεω ρούσαν ό τι έχει ιστορικό χαρακτή­
ρα (χαρυ&κό) κάβε κοινωνικό φαινόμενο, εκτός ακό τις σχέσεις ι­
διοκτησίας. Χαρακτηριστικός από την άποψη αυτή είναι ο Μπρούνο
Χίλντενμπραντ. Σημειώνοντας ότι στην κλασική θεωρία «όλοι οι νό­
μοι της εθνικής οικονομίας... είναι εκτός χρόνου και χώρου», ο
Μπρούνο Χίλντενμπραντ συνεχίζει: «... έτσι, αυτοί (οι αστοί κλασι­
κοί - Β. Αφανάσιεφ) ξεχνούν τελείως ότι ο άνθρωπος σαν κοινωνικό
ον είναι, πριν α π ’ όλα, προϊόν του πολιτισμού και της ιστορίας και
ότι οι ανάγκες του, η μόρφωσή του και οι σ χέσ εις του με τις υλικές
αξίες, το ίδιο όπως και με τους ανθρώπους, ποτέ δεν μένουν οι ίδιες,
αλλά γεωγραφικά και ιστορικά αλλάζουν και αναπτύσσονται αδιάκο­
πα μαζί με όλη τη μόρφωση της ανθρω πότητας»1.
Από εδώ φαίνεται ότι, ασκώντας κριτική στους κλασικούς για τον
αντιιστορισμό τους, οι εκπρόσωποι της ισ το ρ ικ ή ς σ χο λ ή ς προσπα­
θούν να υποκαταστήσουν τον αυθόρμητο υλισμό των κλασικών με τη
ιδεαλιστική ερμηνεία της ιστορικής δια δικα σ ία ς (στη βάση της αλ­
λαγής των κοινωνικών σχέσεων βρίσκεται, κατά τη γνώμη του Μπ.
Χίλντενμπραντ, η ανάπτυξη της συνείδησης, της «μόρφωσης της αν­
θρωπότητας») και να εξαλείψουν το ζήτημα της ισ τορικά νομοτελει­
ακής αλλαγής των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων.
Η ιστορική σχολή συνεισέφερε σημαντικά στο έργο της αποσύν­
θεσης της οικονομικής θεωρίας. Α ρκεί να αναφέρουμε ό τι οι «ιστο­
ρικοί» στρέβλωσαν ολοκληρωτικά την ιδέα τη ς ανάπτυξης των οικο­
νομικών φαινομένων, υποκαθιστώντάς την με την εξελικτική άποψη.
Κήρυσσαν την αργή αλλαγή των δευτερευόντων στοιχείω ν τής κεφα­
λαιοκρατικής οικονομίας με ταυτόχρονη δια τή ρη σ η όλων των θεμε­
λιακών της βάσεων, της οικονομικής και π ο λ ιτικ ή ς κυριαρχίας της
αστβίής τάξης και των γαιοκτημόνων - γιούνκερς. Με μια τέτια ερ­
μηνεία, έξω από την ιστορική διαδικασία έμεναν αυτές καθαυτές οι
σχέσεις παραγωγής της αστικής κοινωνίας. Το ίδιο το αντικείμενο
της πολιτικής οικονομίας το παρουσίαζαν οι «ιστορικοί» σαν κάτι το
μη ιστορικό. Η εσωτερική αντίφαση της ισ το ρ ικ ή ς σ χο λ ή ς συνίστα-
το στο ότι έκανε προσπάθεια να θεμελιώ σει τη ν «αιωνιότητα» της
καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, της εκμετάλλευσης των μι­
σθωτών εργατών, της πολιτικής κυριαρχίας τη ς αστικής τάξης και
των γιούνκερς, στηριζόμενη στην ιστορική μέθοδο. Η ταξική θέση
των «ιστορικών», τους υποχρέωνε να παραχαράξουν ολοκληρωτικά
την ιστορία.
ΓΓ αυτές τις αιτίες η ιστορική σ χολή στάθηκε αδύνατο να ξεπερά-
σει την αποφασιστική μεθοδολογική ανεπάρκεια όλης, χωρίς εξαί­
ρεση, της αστικής πολιτικής οικονομίας (και της κλασικής και, πολύ

I. Μ π ρ ο ύ νο Χ ίλ ν τ ε ν μ π ρ α ν τ , Η π ο λ ι τ ι κ ή ο ι κ ο ν ο μ ία τ ο υ π α ρ ό ν τ ο ς κ ω τ ο υ μ έ λ λ ο ­
ντος. Σ ανκτ - Π έ τ ε ρ μ π ο υ ρ γ κ , 1860, σ ε λ . 19.

292
περισσότερο, της α γο ρ α ία ς), το μετα φ υσ ικό τη ς χαρακτή ρα, την α-
ντιιστορική π ρ ο σ έγ γ ισ η τω ν φ α ινο μ ένω ν τη ς κ οινω νική ς ζωής, μια
προσέγγιση που έχει τις ρίζες τη ς σ τ η ν τα ξική φύση τη ς αστικής
θεωρίας, η ο π ο ία α π α ιτεί να θεω ρ είτα ι ο κ α π ιτα λ ισ τικ ό ς τρόπος πα­
ραγωγής σαν φ υσικό και α ιώ νιο σύστη μα .
Οι εκπρόσω ποι τη ς ισ τ ο ρ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς τά χθ η κ α ν αποφασιστικά
ενάντια στη διδ α σ κ α λ ία τω ν α σ τώ ν κ λ α σ ικ ώ ν γ ια τους «φυσικούς νό­
μους», που ρυθμίζουν τη ν ο ικ ο ν ο μ ικ ή ζωή τη ς κοινω νίας. Κ άτι πα­
ραπάνω, το σ η μ είο αυτό α π ο τέλ εσ ε μ ια από τις κύριες κατευθύνσεις
της «θεωρητικής» τους δ ρ α σ τη ρ ιό τη τα ς. Α ντικ είμ ενο των επιθέσεών
τους έγινε ό χ ι τόσ ο ο μ ετα φ υ σ ικ ό ς χα ρ α κ τή ρ α ς αυτής τη ς διδασκα­
λίας, ούτε και η θέση τω ν κ λ α σ ικ ώ ν γ ια το ν α ιώ νιο και σταθερό χ α ­
ρακτήρα τω ν νόμω ν του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ , ό σ ο το π ιο π ολύτιμ ο σ το ιχείο
αυτής της δ ιδα σ κα λ ία ς, η θέση γ ια το ν ν ο μ ο τελ εια κ ό , σ τη ν ουσία
αντικειμενικό, α ν εξ ά ρ τη το από τη θ έλ η σ η τω ν ανθρώ πων, χα ρ α κ τή ­
ρα των οικονομ ικ ώ ν δ ια δ ικ α σ ιώ ν . Ο ι « ισ το ρ ικ ο ί» αρνούνταν τη ν ίδια
τη δυνατότητα μιας τέτια ς α νά π τυ ξη ς τω ν κοινω νικ ώ ν φαινομένων,
επικαλούμενοι το α ν επ α ν ά λ η π το , τη ν α διά κ ο π η α λλα γή τη ς «πνευμα­
τικής αρχής», που τά χ α β ρ ίσ κ ετα ι σ τη βάση τη ς ανάπτυξης. Η άρ­
νηση του νομ οτελεια κο ύ χ α ρ α κ τ ή ρ α τη ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς ζω ής τη ς κοι­
νωνίας αποτελεί τη ν α π ο φ α σ ισ τικ ή π ο ιο τικ ή δ ια φ ο ρά τη ς ισ το ρ ικ ή ς
σχολής από τη ν κ λ α σ ικ ή .
Στην α ρ νη τική θέση τω ν « ισ το ρ ικ ώ ν» α π ένα ντι στη διδασ κα λία
των κλασικών, γ ια το ν α ν τικ ε ιμ ε ν ικ ό χ α ρ α κ τή ρ α τω ν οικονομ ικώ ν
νόμων, η εκχυδαϊσμένη π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία αποτύπω σε το ισ το ρ ικ ό
γεγονός ότι η α σ τικ ή τά ξη (ιδ ια ίτ ε ρ α μετά τη ν επανάστα ση του 1848)
δεν έχει πια τη δ υ να τό τη τα ν α χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί π ρ ο ς το συμφ έρον της
τους νόμους τη ς κ ο ιν ω ν ικ ή ς π ρ ο ό δ ο υ , ό τι η ισ το ρ ικ ή ανάπτυξη ήρθε
σε ανειρήνευτη σ ύ γκ ρ ο υ σ η με τα ζω τικ ά σ υ μ φ έρ ο ντα τη ς α σ τικ ή ς
τάξης. '
Ταυτόχρονα, η ισ το ρ ικ ή σ χ ο λ ή ά ρ χ ισ ε να α ρ ν είτα ι το ν γενικ ό , τον
διεθνικό, ας πούμε, χ α ρ α κ τή ρ α τω ν ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν νόμω ν του καπιτα­
λισμού, της κ ο ιν ω ν ικ ο ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς α νά π τυξη ς τη ς κ α π ιτα λ ισ τικ ή ς
κοινωνίας, κη ρύ σ σ ο ντα ς το α νεπ α ν ά λ η π το του δρόμου τη ς ισ το ρ ικ ή ς
ανάπτυξης κάθε λ α ο ύ 1. Έ τ σ ι , σ ε δ ιά κ ρ ισ η από τη ν κ λα σ ικ ή σ χο λ ή ,
που επιδίωξε να κάνει α φ α ίρ εσ η τη ς ισ το ρ ικ ή ς ιδιο μ ο ρφ ία ς τη ς ανά­
πτυξης του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ σ τις διά φ ο ρες χώ ρ ες, ώ στε να ξεχω ρ ίσ ει
τους κοινούς γ ι ’ αυτές εσ ω τερ ικ ο ύ ς νό μ ο υ ς λ ειτο υ ρ γία ς και ανάπτυ­
ξης της κεφ αλαιοκρα τική ς ο ικ ο ν ο μ ία ς, ο ι « ισ το ρ ικ ο ί» επικέντρω σαν

1. « Κ ά θ ε λ α ό ς » , έ γ ρ α ψ ε ο Μ π ρ ο ύ ν ο Χ ϊ λ ν τ ε ν μ π ρ α ν τ , « π ε ρ ν ά τ ις δ ικ έ ς τ ο υ β α θ ­
μ ίδες ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς α ν ά π τ υ ξ η ς » ( Μ π . Χ ϊ λ ν τ ε ν μ π ρ α ν τ , Η π ο λ ι τ ι κ ή ο ι κ ο ν ο μ ί α τ ο υ π α ­
ρ ό ν το ς κ α ι τ ο υ μ έ λ λ ο ν τ ο ς , σ ε λ . 5 9 ) .
την προσοχή τους ακριβώς στις συγκεκριμένες ιστορικές ιδιαίτερό-
τηικς αυτής της ανάπτυξης.
I t απόλυτη συνέπεια μ ’ αυτή την άποψη βρίσκεται η κατηγορη­
ματική απόρριψη από τους «ιστορικούς», της μεθόδου αφαίρεσης της
κλασικής σχολής, απόρριψη που απόκλεισε (παρ’ όλες τις ανεπάρ­
κεια, που παρουσιάζει αυτή η μέθοδος στους κλασικούς) την ίδια τη
δυνατότητα της θεωρητικής ανάλυσης. Η πολιτική οικονομία, έπαυε,
ιαιτ' αυτόν τον τρόπο, να είναι θεωρητική επιστήμη.
Δεν είναι καθόλου εκπληκτικό ότι η ιστορική σχολή ανακήρυξε
αντικείμενο της έρευνάς της την εθνική οικονομία, υποκαθιστώντας
την πολιτική οικονομία με την «εθνική οικονομία» και τάχθηκε
ενάντια στον «κοσμοπολίτικο» χαρακτήρα της κλασικής αστικής
πολιτικής οικονομίας. Σ ’ αυτή την αλλαγή της ονομασίας της επι­
στήμης αντικατοπτρίστηκε και η ουσιαστική αλλαγή του .αντικειμέ­
νου της. Αντικείμενο γίνεται τώρα η εθνική ιδιομορφία των συγκε-
κριμένων-ιστορικών μορφών των σχέσεων παραγωγής της μιας ή της
άλλης χώρας.
Η ερμηνεία της πολιτικής οικονομίας σαν κάποιας «εθνικής επι­
στήμης» αποτελεί ουσιαστικό βήμα πίσω σε σύγκριση με τις θέσεις
της κλασικής σχολής, δεδομένου ότι σημαίνει μια ιδιόμορφη διάλυ­
ση των οικονομικών σχέσεων, την υποκατάστασή τους με τις πολιτι­
κές σχέσεις ενώ στους κλασικούς διαφαινόταν η προσπάθεια να δια-
χωρισθούν και να ερευνηθούν οι οικονομικές ακριβώς σχέσεις αυτές
καθαυτές. Αυτή η ιδιαιτερότητα εκφράζεται καθαρότερα στις από­
ψεις των «ιστορικών» για το κράτος και το ρόλο του στην κοινωνική
ανάπτυξη. Οπως δήλωσε ένας από τους προδρόμους της ιστορικής
σχολής, ο Ανταμ Μίλερ, «το κράτος δεν είναι ένας απλός νομικός
θεσμός, δεν είναι ένας ξεχωριστός κλάδος της ανθρώπινης μόρφω­
σης, αλλά περιλαβαίνει το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων και εμ­
περιέχει το σκοπό του μέσα του»1. Εδώ είναι προφανής η ταύτιση
των πολιτικών σχέσεων με το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, η
διάλυση των οικονομικών σχέσεων μέσα στις πολιτικές σχέσεις. Την
οικονομία «μαζί με τη νομική ζωή», ο Α. Μίλερ τη θεωρεί σαν «ου­
σιαστικότατο συστατικό μέρος του κράτους». Είναι χαρακτηριστικό,
ότι «στη θεμελίωση δικής του οικονομικής θεωρίας ο Α. Μίλερ»,
γράφει ο Μπ. Χίλντενμπραντ, «βρίσκεται όχι η δραστηριότητα ξε­
χωριστών προσώπων, αλλά η έννοια του κράτους, της εθνικής ένω­
σης...»2
Έτσι, η ιστορική σχολή προχώρησε σημαντικά πιο πέρα από τους

1. Βλ. Μπ. Χίλντενμπραντ, Η πολιτική οικονομία του παρόντος και του μέλλοντος,
σελ. 31 (η υπογράμμιση του συγγραφέα - Β. Αφανάσιεφ).
2. Μκ. Χίλντενμπραντ, Η πολιτική οικονομία του παρόντος και του μέλλοντος,
σελ. 31.

294
πιο χυδαίους εκπροσώπους της διάλυσης της κλασικής σχολής (για
παράδειγμα, τον Τζ. Μακ-Κούλοχ), στον εκχυδαϊσμό της οικονομι­
κής επιστήμης. Αν οι εκχυδαϊστές του Ντ. Ρικάρντο θεμελίωναν τις
θεωρίες τους στις πιο εξωτερικές, τις πιο επιφανειακές μορφές άμε­
σης εκδήλωσης των οικονομικών νομοτελειών και, με την έννοια αυ­
τή, δεν διέρρηξαν ολοκληρωτικά τη σύνδεση της πολιτικής οικονο­
μίας με το αντικείμενο της έρευνάς της, η ιστορική σχολή ξεπερνά
τα πλαίσια ακόμη και αυτών των εξωτερικών οικονομικών μορφών.
Η ιστορική σχολή δομεί τις θεωρίες της πάνω σε ακόμα πιο απομα-
κρισμένες από την ουσία των οικονομικών σχέσεων, κοινωνικοοικο­
νομικές μορφές αυτών των σχέσεων (στο κράτος, στην οικονομική
του πολιτική κλπ.), παραμελώντας, κατά κανόνα, τη μελέτη όχι μόνο
της ουσίας, αλλά ακόμα και της εξωτερικής μορφής των άμεσων
οικονομικών διαδικασιών. Ο εκχυδαϊσμός έτσι περνά σε μια νέα ποιο­
τική κατάσταση: αποκαλύπτει τη φανερή τάση να ξεπεράσει τα
πλαίσια των οικονομικών μορφών αυτών καθαυτών, και να στηριχτεί
σε μορφές εποικοδομήματος, στις κοινωνικοπολιτικές μορφές των
οικονομικών σχέσεων.
Η εμφάνιση, στη δεκαετία του 1870, του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ,
μετέφερε την πολεμική μεταξύ των αστών και των προλεταριακών
οικονομολόγων στο πεδίο της ίδιας της ουσίας των οικονομικών δια­
δικασιών του καπιταλισμού. Και εδώ φάνηκε ολοκάθαρα η ολοκλη­
ρωτική αδυναμία της ιστορικής σχολής να αντιπαραθέσει στον επι­
στημονικό σοσιαλισμό κάποια δική της οικονομική θεωρία. Ωστόσο,
η «ιστορική μέθοδος» διατηρήθηκε και στη σύγχρονη αστική πολι­
τική οικονομία (θεσμική κατεύθυνση, θεωρία των «σταδίων της οι­
κονομικής ανάπτυξης» κλπ.) σαν μια από τις πολλές μεθόδους υπερά­
σπισης του καπιταλισμού.
Η ιστορική σχολή αποτελεί μεταβατικό στάδιο προς μια νέα μορ­
φή εκχυδαϊσμού (και συγκεκριμένα μη οικονομικού) από δυο από­
ψεις: Και γιατί ο «ιστορικός» εκχυδαϊσμός είναι ένα ιδιόμορφο όριο
του εντατικού (οικονομικού) εκχυδαϊσμού, και γιατί οι «ιστορικοί»
στα καθαυτό οικονομικά προβλήματα στηρίζονται συνήθως σε εξω-
οικονομικές μορφές εκχυδαϊσμού.
Η ιστορική σχολή αποτέλεσε την ακραία μορφή ανάπτυξης της
κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας στην εποχή του προμονο-
πωλιακού καπιταλισμού. Αλλά δεν ολοκληρώνει αυτή την κρίση,
κυρίως γιατί η χρησιμοποίηση της χυδαίας ιστορικής μεθόδου οδή­
γησε στην αποσύνθεση της πολιτικής οικονομίας σαν θεωρητικής
επιστήμης. Στο μεταξύ, όμως, η αστική τάξη είχε ανάγκη αυτό το
ισχυρότατο μέσο ιδεολογικής επίδρασης στις μάζες. Νιώθοντας την
ανάγκη για όλο και πληρέστερο εκχυδαϊσμό της οικονομικής θεωρί­
ας, η αστική τάξη δεν μπορούσε, πα ρ ’ όλα αυτά, να απορρίψει την
πολιτική οικονομία σαν όργανο υπεράσπισης του καπιταλισμού.

295
···
Η εξέλιξη ιης αστικής πολιτικής οικονομίας στη μεταρικαρντιανή
ΐκυχή ξϊχωρίςει εκπληκτικά ως προς ιυ χαρακτήρα της και την κα·
ΐίύ&ρνσή της από την ανάπτυξή της στην περίοδο της κυριαρχίας
της κλασικής σχολής. Η ανοδική ανάπτυξη αντικαταστάθηκε από
μια καθοδική πορεία. Μετά τον Ντ. Ρικάρντο οι αστοί οικονομολό­
γοι χάνουν το ένα μετά ιο άλλο τα επιστημονικά εκείνα στοιχεία της
οικονομικής θεωρίας του ρικαρντιανισμού, τα οποία, στο βαθμό που
οξύνονταν οι καπιταλιστικές αντιθέσεις και το εργατικό κίνημα
ανερχόταν, αποδείχνονταν όλο και περισσότερο ασυμβίβαστα με την
ταξική φύση ιης αστικής πολιτικής οικονομίας. Οι δυνατότητες της
γνωστικής διαδικασίας περιορίζονται, καθώς ο αστικός ταξικός προ­
σανατολισμός της αποκτάει όλο και πιο φανερά αντιδραστικό απο­
λογητικό χαρακτήρα.
Βασική μορφή ανάπτυξης της κρίσης της αστικής πολιτικής οικο­
νομίας στην εποχή του προνοπωλιακού καπιταλισμού είναι η εντατι­
κή (οικονομική) μορφή. Την πιο ολοκληρωμένη μορφή της την απο-
κτάβ» στις θ«ωρίες της ιστορικής σχολής, που έδειχνε τάσεις να βγει
έξω από τα πλαίσια της καθαυτό οικονομικής μορφής εκχυδαϊσμού
και να στραφεί σε εξωοικονομικά φαινόμενα, αναζητώντας επιχειρή­
ματα για την υπεράσπιση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Αυ­
τό δβίχνβι τη στενότητα των οικονομικών μορφών εκχυδαϊσμού, και
το γεγονός ότι οι ταξικές αντιθέσεις της αστικής κοινωνίας έχουν
τόσο οξυνθεί, ώστε ί υπεράσπισή της με τη βοήθεια καθαρά οικονο­
μικών μεθόδων γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολη. Ωστόσο η
εξωοικονομική μορφή εκχυδαϊσμού της οικονομικής θεωρίας, στην
περίοδο του προμονοπωλιακού καπιταλισμού δεν κυριαρχεί ακόμη.
Κάτι παραπάνω: δεν διαμορφώνονται ακόμη πάνω στα θεμέλιά της οι
κατευθύνσεις της αστικής πολιτικής οικονομίας, όπως γίνεται μετέ-
πειτα. Η επιλογή μεθόδων εξωοικονομικής υπεράσπισης του καπιτα­
λισμού είναι ακόμη περιορισμένη: χρησιμοποίηση των φαινομένων
της βιολογίας, της ψυχολογίας, της ιστορίας της εθνικής οικονομίας.
Η εξωοικονομική μορφή εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής οικο­
νομίας αποκτά κυρίαρχο χαρακτήρα στον ιμπεριαλισμό, που χαρα­
κτηρίζεται από υψηλότερο βαθμό όξυνσης των καπιταλιστικών αντι­
θέσεων.

6. Η ΣΥΓΚΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ
ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ Π Ο Λ ΓΠ Κ Η Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ

Μια πολύ ιδιόμορφη θέση σ τη δ ια δ ικ α σ ία εκ χ υ δ α ϊσ μ ο ύ τ η ς οικο­


νομικής θεαρίας του Ντ. Ρ ικά ρντο κ α τέ χ ε ι ο Τ ζο ν Σ τιο ύ α ρ τ Μιλ.

296
Από τη μια μεριά, είναι γνωστό ότι ο 7'ζ. Στ. Μιλ δεν συγκαταλέγεται
στους απολογητές του καπιταλισμού. Από την άλλη, ο Κ. Μαρξ χα­
ρακτηρίζει τις εργασίες αυτού ακριβώς του οικονομολόγου σαν την
πιο λαμπρή εκδήλωση της χρεοκοπίας της αστικής πολιτικής οικο­
νομίας. Οι οικονομικές αντιλήψεις του Τζ. Στ. Μιλ είναι ανάγλυφη
εικόνα του αντικειμενικού χαρακτήρα της κρίσης της αστικής πολι­
τικής οικονομίας.
Στη δεκαετία του 1840, όταν εμφανίστηκαν τα βασικά οικονομικά
έργα του Τζ. Στ. Μιλ Δοκίμια για μερικά άλυτα ζητήματα της πολιτικής
οικονομίας (1844), Αρχές της πολιτικής οικονομίας, με μερικές από τις
εφαρμογές τους στην κοινωνική φιλοσοφία (1848), οι ταξικές αντιθέσεις
μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης είχαν πάρει αρκετή
οξύτητα, προκαλώντας από τη μια μεριά, μια θυελλώδη διαδικασία
αποσύνθεσης της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας, τον
εκχυδαϊσμό της, και από την άλλη, την όχι λιγότερο θυελλώδη δια­
δικασία διαμόρφωσης της επιστημονικής πολιτικής οικονομίας του
προλεταριάτου. Και όσο πιο απότομα γινόταν η ταξική διαφοροποί­
ηση στο πεδίο της οικονομικής θεωρίας, τόσο περισσότερο διαπι­
στωνόταν ότι η επιστημονική ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών
διαδικασιών είναι ασυμβίβαστη με την υπεράσπιση της καπιταλιστι­
κής τάξης πραγμάτων.
Γ ι’ αυτό, μαζί με την ανάπτυξη της επιστημονικής προλεταριακής
οικονομικής θεωρίας και τον εκφυλισμό ανοιχτά της αστικής οικο­
νομίας, εμφανίζεται ένα ρεύμα οικονομικής σκέψης που επιδιώκει να
συμβιβάσει τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου και της αστι­
κής τάξης, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, να παραμερίσει τον αντι­
κειμενικό, ανταγωνιστικό χαρακτήρα των αντιθέσεών τους, και μ ’
αυτόν τον τρόπο να ξεφύγει τη διαδικασία αποσύνθεσης που αγκάλια­
σε την αστική πολιτική οικονομία. «Η επανάσταση του 1848 στην
ηπειρωτική Ευρώπη», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «είχε τον αντίκτυπό της
και στην Αγγλία. Ά νθρ ω π ο ι που είχαν ακόμα την αξίωση να θεω­
ρούνται επιστήμονες και που ήθελαν να είναι κάτι παραπάνω από
απλοί σοφιστές και συκοφάντες στην υπηρεσία των κυρίαρχων τάξε­
ων, προσπαθούσαν να εναρμονίσουν την πολιτική οικονομία του κε­
φαλαίου με τις διεκδικήσεις του προλεταριάτου, που τώρα πια δεν
ήταν δυνατό να αγνοηθούν. Α π ’ όλα αυτά προέκυψε ένας κούφιος
συγκρητισμός, που ο καλύτερος εκπρόσωπός του είναι ο Τζον Στιού-
αρτ Μιλ. Πρόκειται για τη χρεοκοπία της «αστικής πολιτικής οικο­
νομίας που τη φώτισε κιόλας αριστοτεχνικά ο μεγάλος ρώσος σοφός
και κριτικός Ν. Τσερνισέφσκι στο έργο του Σκιαγραφία της πολιτικής
οικονομίας (κατά τον Μιλ).»'

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 21. Βλ. επίσης: Ζητήματα οικονομίας.


1978, αριθ. 7.

297
Ετσι, η κμφάνιση της συγκρητικής κατεύθυνσης στην πολιτική
οικονομία αποτελεί, από τη μια μεριά, αντανάκλαση της σημαντικής
ανάπτυξης της αντίθεσης των ταξικών συμφερόντων της αστικής
κοινωνίας, από την άλλη, είναι λαμπρή απόδειξη ότι δεν είναι δυνα­
τό να γίνει επιστημονική ανάλυση των οικονομικών διαδικασιών με
βάση τις αστικές θέσεις, ακόμη και από εκείνους τους οικονομολό­
γους, που σαν άτομα ήιαν έντιμοι επιστήμονες. Στο γράμμα προς τον
Π.Λ. Λαβρόφ, στις II Φλεβάρη του 1875, ο Κ. Μαρξ έγραψε για τον
Τζ. Στ. Μιλ ότι η δραστηριότητά του είναι «λαμπρό παράδειγμα του
πώς οι αστοί οικονομολόγοι, ακόμη και κείνοι που έχουν τις καλύτε­
ρες διαθέσεις, ακολουθούν, ενστικτώδικα, λαθεμένο δρόμο ακόμη και
κείνη τη στιγμή που φαίνεται ότι όπου να ’ναι θα κατακτήσουν την
αλήθκα»'.
ΓΓ αυτήν ακριβώς την αιτία, ο Κ. Μαρξ συνδέει τη χρεοκοπία της
αστικής κλασικής πολιτικής οικονομίας με το όνομα του Τζ. Στ.
Μιλ, αν και η θέση αυτού του οικονομολόγου, που επιδίωξε να πάρει
κάχος υπόψη του τα συμφέροντα της προοδευτικής τάξης, του προ­
λεταριάτου, βρίσκεται από επιστημονική άποψη, υψηλότερα από τις
εκχυδβίσμένες αντιλήψεις των πρώτων εκπροσώπων της αποσύνθε­
σης του ρικαρντιανισμού. Οι εργασίες του Μιλ έδειξαν ανάγλυφα ότι
η χρεοκοπία της αστικής πολιτικής οικονομίας είναι μια αντικειμε­
νική διαδικασία που καθορίζεται από την ταξική της φύση, και είναι
ανεξάρτητη από υποκειμενικές επιθυμίες. Γι ’ αυτό είναι δύσκολο να
συμφωνήσει κανείς με την άποψη ότι ο Τζ. Στ. Μιλ, «συνοψίζει όλη
την ανάπτυξη της χυδαίας πολιτικής οικονομίας της εποχής του ελεύ-
θβρού ανταγωνισμού»3.
Το γεγονός ότι ο Τζ. Στ. Μιλ στηρίζεται σε διαφορετική α π ’ ό,τι
οι χυδαίοι αστοί οικονομολόγοι, ταξική βάση, και ότι προσπαθεί να
«εναρμονίσει την πολιτική οικονομία του κεφαλαίου με τις απαιτή­
σεις του προλεταριάτου», τον μεταβάλλει σε εκπρόσωπο ενός ιδιό­
μορφου ρεύματος στην πολιτική οικονομία, που διαφέρει ουσιαστικά
τόσο από τη χυδαία - απολογητική, όσο και από την κλασική κατεύ­
θυνση, αν και ο Τζ. Στ. Μιλ δεν έλυσε, εννοείται, τις αντιφάσεις της
θαορίας του Ντ. Ρικάρντο, και σε πολλά ζητήματα έπαιρνε χυδαίες
θέσεις. Η διδασκαλία του Τζ. Στ. Μιλ είναι η αντανάκλαση μιας νέας
ποιοτικά φάσης στην ανάπτυξη της κρίσης της αστικής πολιτικής
οικονομίας.
Η διαφοροποίηση των ρευμάτων της αστικής πολιτικής οικονομί­
ας, όπως και όλης γενικά της πολιτικής οικονομίας, εξαρτάται από
την αλλαγή της ταξικής δομής και των ταξικών σχέσεων της κοινω-

1. Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Έργα, τόμ. 34, 2η ρωσ. έκδ., σελ. 98.


2. Λ.Β. ΛΙφσιν, Κριτική των θεωριών της αξίας των άγγλων αστών οικονομολόγων.
σελ. 37.

298
νιας. Η θέση του Τζ. Στ. Μ ιλ έπρεπε να βρεθεί σ αυτή τη δ ι α δ ι κ α ­
σία. Η ανάπτυξη της αστικής πολιτικής οικονομίας μετά τον Ντ. Ρι­
κάρντο. έδειξε καθαρά την οπισθοδρόμησή της. Η αντιπαράθεση μ*,
ιαξύ της προλεταριακής πολιτικής οικονομίας, που διαμορφωνόταν,
και της αστικής, χυδαίας οικονομίας, φτάνει σε τέτια οξύτητα, ωστί;
ένα μέρος των αστών οικονομολόγω ν προσπαθεί να επεξεργαστεί μια
επιστημονική πολιτική οικονομία, που να στέκεται πάνω από τάξεις
και να εναρμονίζει τα συμφέροντά τους. Στις προηγούμενες βαθμίδες
ανάπτυξης της ταξικής -αντιπαράθεσης δεν υπήρχε έδαφος για προ­
σπάθειες ρεφορμιστικής επίλυσης των αντιθέσεων της καπιταλιστι­
κής κοινωνίας στο πεδίο της θεωρίας.
Στη διδασκαλία του Τζ. Στ. Μ ιλ αυτή η επιδίωξη εκφράζεται στη
μηχανική συνένωση των επιστημονικώ ν θέσεων της κλασικής σχο­
λής με τις αντιεπιστημονικές αντιλήψ εις, με τις αντιλήψεις εμπορευ-
ματικού φετιχισμού των εκχυδαϊστών της. Φυσικά, σε μια τέτια βάση
η δημιουργία επιστημονικής πολιτικής οικονομίας είναι αδύνατη.
Η αποτυχία της προσπάθειας να αναπτυχθεί μια επιστημονική πο­
λιτική οικονομία με βάση την εναρμόνιση των ταξικών συμφερόντων
αποτελεί πειστικότατη απόδειξη της χρεοκοπίας της αστικής κλασι­
κής πολιτικής οικονομίας. Α κριβώς γ ι ’ αυτό, στον επίλογο της δεύ­
τερης έκδοσης του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, τη χρεοκοπία της ο
Κ. Μαρξ τη συνδέει με το όνομα του Τζ. Στ. Μιλ. «... Μισό αιώνα
ύστερα από τον Ρικάρντο, ο κ. Τζ.Στ. Μ ιλ διαπίστωσε αξιοπρεπέστα­
τα την υπεροχή του απέναντι στους εμποροκράτες, επαναλαμβάνον­
τας σε χειρότερη μορφή τις κούφιες υπεκφυγές των πρώτων εκχυδαϊ-
στώντου Ρικάρντο.»'
0 διτχός χαρακτήρας της θεωρίας του Τζ. Στ. Μιλ, δηλαδή ο συν­
δυασμός επιστημονικών και εκχυδαϊσμένων θέσεων, εμφανίζεται σα­
φέστατα στην ερμηνεία του της αξίας των εμπορευμάτων.
Από τη μια μεριά, ο Τζ. Στ. Μ ιλ συγχέει την αξία του εμπορεύμα­
τος με την ανταλλακτική του αξία. Γράφει: «Η αξία είναι έννοια σχε­
τική. Η αξία ενός πράγματος σημαίνει εκείνη την ποσότητα κάποιου
άλλου πράγματος, ή πραγμάτων γενικά, με την οποία αυτό ανταλ­
λάσσεται.»* Από την άλλη μεριά, ο Τζ. Στ. Μ ιλ τις διαχωρίζει, ξεχω­
ρίζοντας δίπλα στην «προσωρινή αξία, την αξία της αγοράς», που
εξαρτάται από τη ζήτηση και τη ν προσφορά, τη «σταθερή», ή «φυσι­
κή» αξία, «προς την οποία επιδιώ κει πάντα να επιστρέφει η αξία της
αγοράς, ύστερα από κάθε αλλαγή της.»3
Συνάμα, ο Μ ιλ παρατηρεί μόνο τις ποσοτικές διαφορές της αξίας

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. I, σελ. 532.


2. Τζ. Στ. Μιλ, Οι βάσεις της πολιτικής οικονομίας, Μόσχα. εκδ. «ΓΙρογκρές».
1980, τόμ. 2, σελ. 222.
3. Στο ίδιο, σελ. 222.

299
του εμπορεύματος και της ανταλλακτικής του αξίας, χωρίς να κατα­
λαβαίνει τον ιιοιοτικό συσχετισμό τους, και ότι η ανταλλακτική αξία
είναι η αναγκαία μορφή εμφάνισης της αξίας του εμπορεύματος.
Ο χυδαίος εκλεκτικισμός χαρακτηρίζει και την ερμηνεία που δίνει
ο Τζ. Στ. Μιλ στο πρόβλημα της πηγής της αξίας του εμπορεύματος.
Από τη μια μεριά, αναπαράγοντας τις λαθεμένες θέσεις του Ντ. Ρι-
κάρντο και του Α. Σμιθ (μαζί και το ονομαζόμενο «δόγμα» του), ο Τζ.
Σ τ. Μιλ ανακηρύσσει σαν πηγή της αξίας πότε τη σπανιότητα του
εμπορεύματος, πότε τα έξοδα παραγωγής του, που τα ανάγει στο μι­
σθό εργασίας, στο κέρδος και στους φόρους κλπ.1 Από την άλλη με­
ριά, πηγή αξίας του εμπορεύματος παρουσιάζει την εργασία που δα­
πανήθηκε για την παραγωγή του. Ο Τζ. Στ. Μιλ έγραψε: «Αν ένα
πράγμα έχει, κατά μέσο όρο, περισσότερη αξία α π ’ ό,τι ένα άλλο,
τότε η αιτία πρέπει να περικλείεται στο ότι, για την παραγωγή του
απαιτείται ή περισσότερη ποσότητα εργασίας ή τέτιο είδος εργασίας,
το οποίο πληρώνεται σταθερά περισσότερο...» Ταυτόχρονα, εφόσον
ο Τζ. Στ. Μιλ συγχέει την αξία του εμπορεύματος και την τιμή παρα­
γωγής του, στις πηγές της αξίας υπεισέρχονται η ταχύτητα κυκλοφο­
ρίας του κεφαλαίου και το ποσοστό κέρδους.
Ωστόσο, παρ’ όλ’ αυτά, ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της αξίας
των εμπορευμάτων ο Τζ. Στ. Μιλ αποδίδει στην εργασία. Το συμπέ­
ρασμά του, κατά την εξέταση του προβλήματος της πηγής της αξίας,
είναι το εξής: «Από όλα αυτά τα στοιχεία το πιο βασικό είναι η ποσό­
τητα της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή. Η επίδρα­
ση των άλλων είναι πολύ πιο αδύνατη, αν και όλα έχουν βασική ση­
μασία.»'
Η επιδίωξη του Τζ. Στ. Μιλ να συμφιλιώσει τις ταξικές αντιθέσεις,
αποκαλύπτεται και στην προσπάθειά του να κάνει αφαίρεση από την
καπιταλιστική μορφή παραγωγής και να σβήσει την ποιοτική διαφο­
ρά μεταξύ της τάξης των προλεταρίων και της τάξης των αστών. Σαν
πηγή του κέρδους ο Μιλ, όπως και οι πρώτοι εκχυδαϊστές του Ντ.
Ρικάρντο, παρουσιάζει συχνά την παραγωγικότητα της εργασίας, αν
και αυτή εί^ρκ ένας γενικός μόνο όρος για το υπερπροϊόν, ανεξάρτη­
τος από την κοινωνική μορφή του, είναι ένας από τους συντελεστές
που καθορίζουν που καθορίζουν το μέγεθος της υπεραξίας και, επομέ­
νως, και του κέρδους. Μ ’ αυτό τον τρόπο, ο Τζ. Στ. Μιλ συγχέει το
κέρδος — αυτή την αλλοιωμένη μορφή της υπεραξίας, που είναι μό­
νο μια ιδιαίτερη ιστορική μορφή του υπερπροϊόντος — με το υπερ-
προϊόν γενικά, ανεξάρτητα από τη μορφή του. Γ ι ’ αυτό υποθέτει ότι
το κέρδος θα υπάρχει και όταν δεν θα υπάρχει η εμπορευματική-κα-

1. Στο ίδιο. σελ. 222, 223. ·


2. Τζ. Στ. Μιλ, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 2, σελ. 224.
3. Στο ίδιο, σελ. 224.

300
πιταλιστική μορφή της παραγωγής. «Αν δεν υπήρχε ο καταμερισμός
της εργασίας, δεν θα υπή ρ χε και καμιά αγοραπωλησία, το κέρδος
όμως θα υπήρχε οπω σδήποτε»1, έγραψε ο Μιλ.
Έ τσι, αυτή η «απλοποίηση» των καπιταλιστικών σχέσεων, στην
οποία φτάνει ο Τζ. Στ. Μ ιλ, είνα ι αφαίρεση ό χι μόνο από την καπι­
ταλιστική μορφή παραγω γής, αλλά και από την εμπορευματική της
μορφή.
Συνάμα, ο βαθμός «απ λοποίησης» είναι διαφορετικός ως προς τα
διάφορα προβλήματα. Γ ια παράδειγμα, ο Μ ιλ προσπάθησε να εξηγή­
σει τις κρίσεις με βάση την αφηρημένη δυνατότητα κρίσης, που προ­
έρχεται για παράδειγμα, από τη διαίρεση της πράξης της ανταλλαγής
σε αγορά και πώ ληση, δη λα δή, σε τελευταία ανάλυση, από τις σχέ­
σεις της απλής εμπορευματικής ανταλλαγής. ·
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κ. Μ αρξ σημειώ νει ειδικά το γεγονός ότι ο
Τζ. Στ. Μιλ περιφρονεί τις κοινω νικές μορφές της παραγωγής, μη
βλέποντας τον αντικειμενικό τους προσδιορισμό και την ιστορική
τους αναγκαιότητα. Ο Μ ιλ α γνοεί τη σύνδεση των κυρίαρχων στην
καπιταλιστική κοινω νία οικονομ ικώ ν σχέσεω ν με την αντικειμενικά
προσδιορισμένη ταξική δομή που τη χαρακτηρίζει. Ο Τζ. Στ. Μιλ
έγραψε: «Εγώ προϋποθέτω τη γενική κυριαρχία μιας τέτιας τάξης
πραγμάτων, η οποία, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, υπερέχει εκεί όπου
οι εργάτες και οι κεφ αλαιοκράτες συγκροτούν ιδιαίτερες τάξεις...»2
Ωστόσο ο Τζ. Στ. Μ ιλ θέλει να πιστεύει ότι «δεν είναι απόλυτα ανα­
γκαίο να συνέβαινε αυτό ακόμη και σε ένα τέτιο οικονομικό σύστη­
μα, όπου οι εργάτες και οι καπιταλιστές συγκροτούν ξεχωριστές τά­
ξεις»3. Η άποψη του Τζ. Στ. Μ ιλ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σε
συνθήκες διαχωρισμού της κοινω νίας σε τάξεις καπιταλιστών και
εργατών, είναι δυνατό να υπάρχουν κάποιες άλλες κοινωνικοοικονο­
μικές σχέσεις, διαφ ορετικές α π ’ αυτές που κυριαρχούν σ ’ αυτή την
κοινωνία.
Από εδώ προέρχεται και η προσπάθειά του Τζ. Στ. Μ ιλ να παρου­
σιάσει τον μισθωτό εργάτη σαν πρόσωπο που κατά ένα μέρος είναι
και καπιταλιστής. «Θεμέλιο» για έναν τέτιο ισχυρισμό χρησιμεύει το
γεγονός ότι ο εργάτης προκαταβάλλει δωρεάν την εργασία του στον
καπιταλιστή πριν εισπράξει το μισθό του.
«... Σ ’ αυτή... την περίπτω ση ο εργάτης, στο βαθμό που διαθέτει τα
απαραίτητα για τη σ υντήρησή του μέσα, είναι στην ουσία ένας καπι­
ταλιστής, ο οποίος παρέχοντας ένα μέρος από τα αναγκαία για τη

1. Τζ. Στ. Μιλ, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 2, σελ. 144.
2. Τζ. Στ. Μιλ, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 2, σελ. 144.
3. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. I, σελ. 533 (σημείωση).
λειτουργία της επιχείρησης μέσα, τοποθετεί στην επιχείρηση αυτή
το κεφάλαιά του...»'
ϊτο σημείο αυτό εκδηλώνεται επίσης η απόλυτη περιφρόνηση του
Τζ. Στ. Μιλ για την κοινωνική μορφή της παραγωγής. Γιατί αυτή η
συνεισφορά του εργάτη δεν του αποφέρει κανένα κέρδος. Το όφελος
από την προκαταβολή αυτή το παίρνει μόνο ο καπιταλιστής. 0 Τζ.
Στ. Μιλ παρουσιάζει ένα από τα στοιχεία του μηχανισμού της εκμε­
τάλλευσης του προλεταριάτου από την αστική τάξη σαν απόδειξη ότι
η διαίρεση σε τάξεις είναι συμβατική, ενώ αυτό το στοιχείο δείχνει
ακριβώς ότι η ταξική αυτή διαίρεση είναι απόλυτα καθορισμένη και
όχι συμβατική.
Τυπικός για τον Τζ. Στ. Μιλ είναι και ο δογματισμός, που χαρακτή­
ριζε όλη τη μεταρικαρντιανή αστική σκέψη και μάλιστα σε τέτιο
βαθμό, που ο Τζ. Στ. Μιλ «... δεν βρίσκει στην ανάλυση των προκατό-
χων του τα λάθη που, ακόμα και μέσα στα πλαίσια του αστικού ορί­
ζοντα, έστω και μόνο από την άποψη του ειδικού, απαιτούν διόρθω­
ση. Παντού καταγράφει με δογματισμό μαθητή μόνο τη σύγχυση των
σκέψεων των δασκάλων του»2. Ο Μιλ για παράδειγμα, επαναλαμβά­
νει, μετά τον Σμιθ, τη λαθεμένη θέση του ότι όλο το κεφάλαιο δαπα-
νάται για μισθό εργασίας.
Η προσπάθεια του Τζ. Στ. Μιλ να παίρνει αμφιλεγόμενη θέση,
φαίνεται και στην ερμηνεία του της φύσης του βιομηχανικού κέρ­
δους. Από τη μια μεριά, ο Μιλ δίνει χυδαία απολογητική ερμηνεία
του φαινομένου, ισχυριζόμενος ότι το κέρδος είναι μια ιδιότυπη
μορφή του μισθού, που πληρώνεται στον καπιταλιστή για την επί­
βλεψη των εργατών και για τη διεύθυνση της παραγωγής, για τον
περιορισμό της δαπάνης κεφαλαίου για τις ανάγκες της ατομικής κα­
τανάλωσης και για τον κίνδυνο που διατρέχει το κεφάλαιό του. 0 Τζ.
Στ. Μιλ έγραψε: «... Το κέρδος πρέπει να προσφέρει ένα ικανοποιη­
τικό αντιστάθμισμα για την εγκράτεια, την αποζημίωση για τον κίν­
δυνο και την ανταμοιβή για την εργασία και την τέχνη, που είναι
απαραίτητα για την πραγματοποίηση του ελέγχου της παραγωγής...»3
Από την άλλη πλευρά, ο Τζ. Στ. Μιλ θεωρεί το βιομηχανικό κέρ­
δος σαν απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργατών. ' Εγραψε σχετι­
κά: «Αιτία του κέρδους είναι το γεγονός ότι η εργασία παράγει πε­
ρισσότερα, από όσα απαιτούνται για τη συντήρηση των εργαζομέ­
νων, που την εκτελούν.»4 Ο Τζ. Στ. Μιλ προσεγγίζει στο διαχωρισμό
του αναγκαίου και του πρόσθετου χρόνου εργασίας, αν και δεν δια­
τυπώνει αυτές τις έννοιες. «... Οι εργάτες», έγραψε, «εκτός από το

1. Τζ. Στ. Μιλ, Βάσεις της κολπικής οικονομίας, τόμ. 2, σελ. 144.
1 Κ. Μαρξ, Φ. Ενγκελς, Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 23, σελ. 604 (υποσημ.).
3. Τζ. Στ. Μιλ, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 2, σελ. 143.
4. Στο ίδιο.

302
χρόνο που δαπανούν για την αναπαραγωγή των ειδών πρώτης ανάγ­
κης που καταναλώνουν, και των εργαλείων, διαθέτουν και κάποιο μέ­
ρος του χρόνου για εργασία για τον καπιταλιστή.»1 Η μη κατανόηση
της διττής φύσης της εργασίας και επομένως, και του διττού χαρακτή­
ρα της διαδικασίας της δημιουργίας της αξίας οδηγεί τον Τζ. Στ.
Μιλ, όπως και τον Ν. Σένιορ, στο να περιλάβει τον αναγκαίο για τη
μεταφορά της αξίας των δαπανημένων στη διαδικασία της παραγω­
γής μέσων παραγωγής χρόνο, στη δομή της εργατικής μέρας και
συγκεκριμένα στον αναγκαίο χρόνο εργασίας.
Η επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος της πηγής του κα­
πιταλιστικού κέρδους επιτρέπει στον Τζ. Στ. Μ ιλ να δόσει ρεαλιστι­
κή ερμηνεία των συντελεστών που προσδιορίζουν το μέγεθος του
κέρδους. Σχετικά έγραψε: «... Τα εισοδήματα των καπιταλιστών
εξαρτώνται από δύο — και μόνο από δύο — στοιχεία: πρώτο, από το
μέγεθος του προϊόντος, με άλλα λόγια από την παραγωγική δύναμη
της εργασίας και, δεύτερο, από το πόσο μέρος του προϊόντος παίρ­
νουν οι εργάτες, από τη σ χέσ η του μέρους του προϊόντος που αποτε­
λεί την αμοιβή των εργατών προς όλο τον όγκο του προϊόντος που
παράγουν.»2
Δεν είναι δύσκολο να δούμε ό τι τα επιστημονικά στοιχεία της θε­
ωρίας του κέρδους του Τζ. Στ. Μ ιλ απορρίπτουν τις αγοραίες πλευρές
της. Αν τα πρώτα τη φέρνουν κοντά στην αντίληψη της κλασικής
σχολής, τα δεύτερα συμπίπτουν με την ερμηνεία αυτού του προβλή­
ματος από τους αγοραίους οικονομολόγους. Η διττή ταξική θέση
γεννά το διττό χαρακτήρα του θεωρητικού συστήματος του Τζ. Στ.
Μιλ.
Στον Τζ. Στ. Μ ιλ συναντιέται και η παλιά αγοραία θεωρία του
«κέρδους από την αλλοτρίω ση», δηλαδή η εξήγηση της προέλευσης
του κέρδους από την ανύψωση τη ς τιμής του εμπορεύματος πάνω από
την αξία του. Το κέρδος εδώ ερμηνεύεται αποκλειστικά με βάση τις
έννοιες της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Ο Τζ. Στ. Μιλ ορισμέ­
νες φορές υποθέτει ότι ο μισθός που παίρνει ο εργάτης είναι ίσος με
όλο το προϊόν που αυτός δημιουργεί, για να μην αναφέρουμε και το
γεγονός ότι ο Μ ιλ αποκλείει τη ν αξία του σταθερού κεφαλαίου από
τη δομή της αξίας του εμπορεύματος και έτσι ταυτίζει όλη την αξία
του εμπορεύματος με το εκνέου δημιουργημένο μέρος της. Εδώ ο Μιλ
συγχέει όλη την αξία που δημιουργήθηκε από τον εργάτη με κείνο το
μέρος της, το οποίο πληρώθηκε.
0 διττός χαρακτήρας της θέσης του Μ ιλ στη θεωρία του κέρδους
φαίνεται και στο ότι επιδιώ κει να σ τη ρ ιχτεί και στη θεωρία της «ε­
γκράτειας» («αυτοσυγκράτησης») του Ν. Σένιορ. «... Ο κ. Τζον Στ.

1. Τζ. Στ. Μιλ, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 2, σελ. 143.
2, Στο ίδιο, σελ. 146.

303
φάσεις.»
Ο Τζ. Στ. Μιλ τάσσεται κατά της θεωρίας της «παραγωγικότητας
του κεφαλαίου» και προσεγγίζει στην εννόηση του κεφαλαίου ως πα­
ραγωγικής σχέσης. Γράφει σχετικά: «Για να κυριολεκτήσουμε, το
κεφάλαιο δεν έχει παραγωγική δύναμη. Η μοναδική παραγωγική δύνα­
μη είναι εκείνη της εργασίας, που βοηθιέται, χω ρίς αμφιβολία, από
τα εργαλεία και που δρα σε υλικά». Και πιο κάτω: «Η παραγωγική
δύναμη του κεφαλαίου δεν είναι παρά το μέγεθος της πραγματικής πα­
ραγωγικής δύναμης, που μπορεί να εξουσιάζει ο κεφαλαιοκράτης με
το κεφάλαιό του.»2
Παρ’ όλα αυτά, ο Τζ. Στ. Μ ιλ δεν κάνει καθαρό διαχωρισμό μετα­
ξύ του κεφαλαίου σαν παραγωγικής σχέσης και της υλικής μορφής
του δεν προσδιορίζει αυτή τη διαφορά σε ειδικές κατηγορίες της πο­
λιτικής οικονομίας. Κάτι παραπάνω, ο Τζ. Στ. Μ ιλ πολλές φορές
απλώς ταυτίζει το κεφάλαιο με την υλική μορφή του. Έ τσ ι, ονομάζει
κεφάλαιο το «συσσωρευμένο απόθεμα προϊόντων εργασίας», που
προορίζεται για παραγωγικούς σκοπούς. Έ γρ α φ ε σχετικά: «Η λει­
τουργία του κεφαλαίου στην παραγωγή συνίσταται στο ότι εξασφα­
λίζει τα απαραίτητα για την παραγωγική δραστηριότητα κτίρια,
φρούρηση, εργαλεία και υλικά, καθώς και την τροφή και τα άλλα
μέσα συντήρησης των εργαζομένων στη διάρκεια της παραγωγικής
διαδικασίας.»3
Πρακτικά, στην περίπτωση αυτή οι κεφαλαιοκρατικές μορφές πα­
ραγωγής θεωρούνται αιώνιες και φυσικές, δεδομένου ότι ταυτίζονται
οι εμπράγματες και οι κοινωνικές μορφές των προϊόντων της εργασί­
ας- .
Π α ρ ’ όλα αυτά, ο Τζ. Στ. Μιλ προσεγγίζει πολύ στην κατανόηση
του ιστορικά παροδικού χαρακτήρα του καπιταλισμού. Ο Μιλ θεω­
ρούσε ότι είναι αδύνατο να υπάρχει αιώνια μια τέτια τάξη π ρ α γ μ ά τ ω ν
κατά την οποία τις βασικές τάξεις της κοινωνίας τις χωρίζει μια βα­
θιά αντίθεση συμφερόντων, διχόνοια και μίσος. Και παρατηρούσε:
«Δεν πρέπει να περιμένουμε ότι ο χωρισμός της ανθρωπότητας σε
δυο ανισότιμες τάξεις — τους εργοδότες και τους μισθωτούς εργαζό­
μενους — μπορεί να διατηρηθεί για πάντα.»4 Ο Μ ιλ θεωρούσε ότι οι
καπιταλιστές ενδιαφέρονται σε μικρότερο βαθμό για την εξάλειψη

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 617-618 (υποσημείωση).


2. Κ. Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία, μέρος 3, σελ. 270.
3. Τζ. Στ. Μιλ, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 1, σελ. 148.
4. Τζ. Στ. Μιλ, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 3, σελ. 96.

.304
αυτής της τάξης πραγμάτω ν, α π ’ ό,τι οι μισθω τοί εργάτες. «Αργά ή
γρήγορα», έγραψε, «για τη ν τάξη τω ν εργοδοτώ ν θα καταστεί αδύνα­
το να ζει σε στενή και μόνιμη επαφή με ανθρώπους, που τα συμφέ­
ροντα τους και τα αισθήματά τους είναι εχθρικά απέναντι τους.»1
0 Τζ. Στ. Μ ιλ υπέθετε ότι η αντικατάσταση των κεφαλαιοκρατικών
σχέσεων με μη κεφ αλαιοκρατικές, με σ ο σ ια λισ τικ ές σχέσεις, θα γίνει
εξελικτικά, με ρεφ ορμ ιστικό τρ όπ ο... «Οι σ χέσ εις μεταξύ αφεντικών
και εργαζομένων», έγραψε, «θα εκτοπίζονται βαθμιαία από σχέσεις
συνεργασίας. Κι αυτό θα γ ίν ε ι με δυο μορφές: σε μερικές περιπτώσεις
θα γίνει συνένωση τω ν εργαζομένω ν με τους καπιταλιστές, σε άλλες
περιπτώσεις — και πιθανόν, σ ε τελευταία ανάλυση, σε όλες — θα
γίνει συνένωση των εργαζομένω ν μεταξύ τους.»2 Στην πρώτη περί­
πτωση ο Τζ. Στ. Μ ιλ εννο εί τη ν εισαγω γή συστήματος συμμετοχής
των εργαζομένων σ τα κέρδη , στη δεύτερη, τη ν οργάνωση των εργα­
τών σε συνεταιρισμούς. Σ ’ αυτούς τους τελευταίους έδινε ιδιαίτερη
σημασία, γιατί υπέθετε ό τι η μ ελ λο ντικ ή οργάνω ση της κοινωνίας θα
είναι η απόλυτη κυρ ια ρ χία τω ν παραγω γικώ ν συνεταιρισμών των ερ­
γατών, με τους οποίους θα ενω θεί το α τομικό κεφάλαιο, αφού θα πει-
σθεί ότι είναι μάταιη η π ά λη του με τις παραγω γικές ενώσεις των
εργατών. «Πρέπει... να περιμένουμε», έγραψ ε ο Τζ. Στ. Μ ιλ, «ότι, αν
η πρόοδος της ανθρω πότητας σ υ νεχισ τεί, τότε σε τελευταία ανάλυ­
ση, θα υπερισχύσει ό χ ι η μορφ ή ένω σ ης, ανάμεσα σ ε έναν καπιταλι­
στή ως επικεφαλής τη ς ε π ιχ ε ίρ η σ η ς και σε εργάτες, που δεν θα
ασκούν καμιά επίδραση στη δ ια δ ικ α σ ία τη ς διεύθυνσης, αλλά εκείνη
η μορφή κατά τη ν ο π ο ία οι ίδ ιο ι οι εργάτες θα ενώνονται σε συνθή­
κες ισότητας και σ υ λ λ ο γ ικ ή ς κ α το χή ς του κεφαλαίου με το οποίο
πραγματοποιούν τη ν π α ρ α γω γή , ενώ ο ι εργασίες θα γίνονται κάτω
από την καθοδήγηση διευθυντώ ν που θα ο ρ ίζο ντα ι και θα αντικαθί­
στανται από τους ίδιους τους ερ γά τες.» 3
Και παρακάτω: «Με τη ν ανά πτυξη αυτών των αλλαγώ ν, οι κεφα­
λαιούχοι θα πείθονται όλο κ α ι π ερ ισ σ ό τερ ο ό τι είναι πιο ωφέλιμο να
παραχωρήσουν το κ εφ άλαιό τους σ τις ενώ σ εις, παρά να πολεμούν με
τη βοήθεια των πιο κακών εργαζομένω ν για τη διατήρησ η του παλιού
συστήματος.»4
Εδώ η προσπάθεια σ υ μ φ ιλ ίω σ η ς τω ν οικονομ ικώ ν συμφερόντων
αντίπαλων τάξεων, από τη ν καθαρά θεω ρητική σφαίρα μεταφέρεται
στο πεδίο της κ ο ινω νικ ο ο ικ ο νο μ ικ ή ς πρόγνω σης στη σφαίρα των
πρακτικών συμβουλών.
Ανεξάρτητα από τη ν τα ξικ ή του σ τενό τη τα — που εκφράστηκε κα­

ί. Στο ίδιο, σ ελ . 97.


1 Στο ίδιο, σ ελ . 100.
3· Τζ. Στ. Μιλ, Βάσεις της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 3, σελ. 111-113.
4. Στο ίδιο, σελ. 138.

305
θαμόιιρα σιο ότι δβν κατανόησε to βάθος και to ασυμβίβαστο t«v
κοινωνικών ανταγωνισμών της αστικής κοινωνίας, ούτε και ιην αν­
τικειμενική αναγκαιότητα των επαναστατικών μορφών μετασχηματι­
σμού αυτής της κοινωνίας σε σοσιαλιστική — ο Τζ. Στ. Μιλ, κάι^
ακό ιην αδιαμφισβήτητη επίδραση του ουτοπικού σοσιαλισμοί,
συμχεραίνει σωστά, ότι είναι αναπότρεπτη η αντικατάσταση του κα-
κιταλισμού με το σοσιαλισμό, που στηρίζεται στην «κοινή ιδιοκτη­
σία» όλων «κείνων που μετέχουν στην «... αποδοτική χρησιμοποίη­
ση» των μέσων παραγωγής1.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κ. Μαρξ υπογράμμιζε ειδικά την ιδιομορφία
των θέσεων οικονομολόγων όπως ο Τζ. Στ. Μιλ. «Για να αποφευ­
χθούν οι παρεξηγήσεις», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «τονίζω πως αν τους
ανθρώπους σαν τον Τζ. Στ. Μιλ και τους ομοίους του πρέπει να τους
μεμφθεί κανείς για την αντίφαση των απαρχαιωμένων οικονομικών
δογμάτων τους με τις μοντέρνες τους τάσεις, θα ’ταν πέρα για πέρο
άδικο να τους βάλει κανείς στον ίδιο σωρό με τους απολογητές της
χυδαίας οικονομολογίας.»2 Αυτός ο χαρακτηρισμός των απόψεων του
Τζ. Στ. Μιλ εξηγεί γιατί οι σύγχρονοι αστοί ιστορικοί της πολιτικής
οικονομίας που υψώνουν τους πρώτους χυδαίους οικονομολόγους,
τους ανοιχτούς απολογητές του καπιταλισμού, στο αξίωμα των κλα­
σικών, ρίχνονται ενάντια στον Τζ. Στ. Μιλ. Στα Δοκίμια της ιστορίας
της οικονομικής θεωρίας ο αμερικανός οικονομολόγος Στίγκλερ δεν
βρίσκει άλλες λέξεις για να χαρακτηρίσει τον Τζ. Στ. Μιλ, εκτός από
το «μέτριος οικονομολόγος»3.
***

Τα πρώτα κιόλας βήματα της ανάπτυξης της κρίσης της αστικής


πολιτικής οικονομίας δείχνουν ότι πρόκειται για μια πολύπλοκη και
μακρόχρονη διαδικασία παρακμής και υποβάθμισής της. Η διαδικα­
σία αυτή εμφανίζεται και αναπτύσσεται πολύ πριν τη γενική κρίση
του καπιταλισμού, στο στάδιο του προμονοπωλιακού καπιταλισμού,
αντανακλώντας την ανάπτυξη των ανταγωνιστικών αντιθέσεων του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τη διαμόρφωση και τη συνεχή
ένταση της πάλης του βιομηχανικού προλεταριάτου ενάντια στο κα-
ηιταλιστικό σύστημα. Η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας
εκφράστηκε πριν απ’ όλα στη χρεοκοπία της επιστημονικής της κα­
τεύθυνσης, της κλασικής σχολής, και την εγκαθίδρυση στην αστική
οικονομική φιλολογία της εκχυδαϊσμένης πολιτικής οικονομίας.

1. Ιτο ίδιο.
1 Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 632 (υποσημείωση).
3. G. 1. Stigler, Essays in the History o f Economics, σελ. 6.

306
Ταυτόχρονα, φάνηκε καθαρά η τάση για την ενίσχυση τον αντιε­
πιστημονικού, του χυδαίου χαρακτήρα της αστικής οικονομικής σκέ­
ψης. Αρχικά — μετά τον Α. Σμιθ — η χυδαία κατεύθυνση στην αστι­
κή πολιτική οικονομία μόλις αρχίζει να δημιουργείται, και πολεμά
τις επιστημονικές θέσεις της κλασικής σχολής, με βάση τις αντιλή­
ψεις του ουτοπικού σοσιαλισμού. Μετά τον Ντ. Ρικάρντο, στο στά­
διο της μηχανοποιημένης βιομηχανίας, η χυδαία κατεύθυνση κατα­
λαμβάνει κυρίαρχες θέσεις, γίνεται ολοφάνερη η όλο και πιο σταθε­
ρή απόρριψη της επιστημονικής ανάλυσης των κοινωνικοοικονομι­
κών διαδικασιών, η χρησιμοποίησ η μορφών εμπορευματικού
φετιχισμού, όλο και πιο απομακρισμένων από την ουσία τους με στό­
χο την υπεράσπιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η οικο­
νομική μορφή εκχυδαϊσμού της πολιτικής οικονομίας πλησιάζει στα
αντικειμενικά της όρια — στις πιο επιφανειακές μορφές των οικονο­
μικών φαινομένων — και δείχνει τάσεις μετατροπής της σε εξωοικο-
νομική μορφή υπεράσπισης του καπιταλισμού.
Ό λες αυτές οι διαδικασίες δείχνουν ότι οι παράγοντες που επέφε­
ραν την κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας, έχουν αντικειμενι­
κό χαρακτήρα.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Η ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ


ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΙΜ ΠΕΡΙΑΛΙΣΜ ΟΥ
ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
Κεφάλαιο 7

Ο ΕΚΤΑΤΙΚΟΣ (ΕΞΩΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ)
ΕΚΧΥΔΑ Ι ΣΜ ΟΣ ΣΑΝ ΜΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΝΕΑ
ΜΟΡΦΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ,
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ
ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

Στην πολιτική οικονομία τα μεγαλύτερα


λάθη οφείλονται στο ότι δεν
επισημαίνονται ολοφάνερες
αλήθειες.
Τζ. Στ. Μιλ

Με την ένταση τω ν τα ξ ικ ώ ν α ν τιθ έσ εω ν τη ς α σ τικ ή ς κοινω νίας, το


19ο αιώνα, γ ιν ό τα ν ό λ ο κ α ι π ε ρ ισ σ ό τε ρ ο φ α νερό ό τι οι δυνατότητες
των καθαυτό ο ικ ο νο μ ικ ώ ν (α κόμη κ α ι τω ν χυδα ίω ν) αστικώ ν θεωριών
για την υπεράσπιση τω ν κ α π ιτ α λ ισ τ ικ ώ ν σ χέσ εω ν παραγω γής, είναι
περιορισμένες.
Ή δη , από τη ν πρώ τη π ερ ίο δο τ η ς κ ρ ίσ η ς τη ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς
οικονομίας, φ άνη κε ό τι αυτά τα μ έσ α υ π ερ ά σ π ισ η ς του καπιταλισμού
ήταν πια ανεπαρκή. Κ ά τι π α ρα πά νω : δ ίπ λ α από τα κ οινω νικ ά σύνορα,
που έγιναν ιδια ίτερ α έκ δ η λ α σ το ν ιμ π ερ ια λ ισ μ ό , ά ρ χισ α ν να εμφανί­
ζονται και ο ρ ισ μ ένα ιδ ιό μ ο ρ φ α γ ν ω σ ιο λ ο γ ικ ά ό ρ ια τη ς ο ικ ο νο μ ικ ή ς
υπεράσπισης του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ .
Ό πω ς είναι γνω σ τό , «η ίδ ια η επ ισ τή μ η είνα ι αποτέλεσμα και
επακόλουθο του ό τι η γνώ σ η του ανθρώ που κ ιν είτα ι νομοτελειακά
από τα φαινόμενα π ρ ο ς τη ν ο υ σ ία τ ο υ ς ... και έτσ ι εις το διη νεκ ές» 1.
0 εκχυδαϊσμός όμω ς τη ς επ ισ τή μ η ς είν α ι μια δια δικ α σ ία αντίθετη
στη διαδικασία τη ς ε π ισ τη μ ο ν ικ ή ς γνώ σ η ς: είνα ι μια κ ίνη σ η από τη
βαθύτερη ουσία στη λ ιγ ό τ ερ ο βαθιά, και α π ’ αυτή προς το φαινόμε­
νο, προς την απατη λή εξω τερικ ή μ ο ρφ ή, που εκλαμβάνεται ως ουσία.
ΓΓ αυτό, αν η γνώ ση γ εν ικ ά , κ α ι τω ν κ ο ινω νικ ο ο ικ ο νο μ ικ ώ ν διαδι­
κασιών ειδικότερα, είνα ι, ως π ρ ο ς τη φύση τη ς, ατέρμονη, η εντατική
(οικονομική) μορφή εκ χυ δα ϊσ μ ο ύ έχει τα ό ρ ιά τη ς ως προς τη ν εξω­
τερική, τη συγκεκριμένη μορφ ή τω ν ο ικ ο νο μ ικ ώ ν φαινομένων.
Ακριβώς γ ι ’ αυτό, σε ο ρ ισ μ έν ο σ τά δ ιο ανάπτυξης τη ς οικονομικής
μορφής εκχυδαϊσμού α να κύπτει η ανάγκη να ξεπεράσει τα όρια του

1. Οι αντιφάσεις στην ανάπτυξη της φυσιογνωσίας, Μ όσχα, 1965, σελ. 21.


1. Η ΕΝΝΟΙΑ Τ Η Σ Ε Κ Τ Α Τ ΙΚ Η Σ
(Ε Ξ Ω Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΚ Η Σ ) Μ Ο Ρ Φ Η Σ
Ε Κ Χ Υ Δ Α ΪΣΜ Ο Υ

Στο τέλος του 19ου αιώνα, κάτω από την επίδραση των εντεινόμε-
νων καπιταλιστικών αντιθέσεων, αρχίζει να αναπτύσσεται μια νέα
μορφή εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής οικονομίας, μια νέα μορ­
φή της κρίσης της. Η ιδιομορφία αυτής της μορφής συνίσταται στο
ότι οι αστοί οικονομολόγοι απομακρύνονται από τις θέσεις των κα­
θαυτό οικονομικών θεωριών και περνούν στην περιοχή των άλλων
κοινωνικών και φυσικών επιστημών, διαστρεβλώνοντας και παρα­
μορφώνοντας τες. Παραχαράζοντας τα φαινόμενα που ερευνούν οι μη
οικονομικές επιστήμες, οι χυδαίοι οικονομολόγοι προσπαθούν να τα
παρουσιάσουν σαν τις τελικές αιτίες των οικονομικώ ν φαινομένων.
Και στο σημείο αυτό στηρίζονται, κατά κανόνα, στην εξωτερική
επίφαση των φαινομένων, αλλά φαινομένων μη οικονομικού χαρακτή­
ρα.
Οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων που, όπως είναι γνωστό,
αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης επιστήμης, της πολιτικής οικονο­
μίας, αναπτύσσονται σαν οργανικό τμήμα του συνόλου του συστήμα­
τος των κοινωνικών σχέσεων, σε στενότατη σύνδεση (και εξάρτηση)
με τις σχέσεις της κοινωνίας με τη φύση, με τις παραγωγικές δυνά­
μεις. Η οικονομική δραστηριότητα των ανθρώπων περιπλέκεται στε­
νά με τις ιδεολογικές, τεχνικοπαραγωγικές, γενετήσιες, πολιτικές,
εθνικές, ψυχολογικές και τις άλλες σ χέσ εις τους, αποτελεί για ορι­
σμένες την κοινωνική μορφή, τη βάση, το θεμέλιο για άλλες ή συνδέ­
εται μ’ αυτές, με άλλου είδους σχέσεις. Η αφθονία αυτών των σχέσε-
®ν, ο πολύπλοκος χαρακτήρας των αμοιβαίων σχέσεων, αποτελούν
κατάλληλο υλικό για τη στρέβλωση των πραγματικών νομοτελείων
των οικονομικών σχέσεων από τη χυδαία πολιτική οικονομία.
Η χυδαία αστική πολιτική οικονομία πέρασε από κείνο το επίπεδο
κατανόησης των οικονομικών φαινομένων που της άφησε η κλασική
σχολή στην εξωτερική επίφαση των φαινομένων, καταστρέφοντας
τις επιστημονικές κατακτήσεις των κλασικών. Το επόμενο βήμα εί­
ναι το πέρασμα από την απολογητική περιγραφή της εξωτερικής
επίφασης των οικονομικών φαινομένων (με διατήρησ η αυτής της πε­
ριγραφής) σε παρόμοια επίσης περιγραφή των επιφανειακών εξωοι-
κονομικών φαινομένων, που μελετούν άλλες επιστήμες. Οι βασισμέ­
νες στην αρχή αυτή χυδαίες οικονομικές θεωρίες, ξεπερνούν στα ου-

312
σιαστικόΐερα σ η μ εία τα ό ρ ια της καθαυτό οικονομικής ερμηνείας
των οικονομικών διαδικασιώ ν. Γ ι ’ αυτό και η παραλλαγή αυτή του
εκχυδαϊσμού της α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας, σε διάκριση από
την εντατική (ο ικ ο νο μ ικ ή ) μορφ ή, θα μπορούσε να ονομαστεί εκτατι­
κή (εξωοικονομική) μορφή.
Εννοείται ό τι η δια φ ο ρά αυτών τω ν δυο μορφών ανάπτυξης της
κρίσης της ασ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο νο μ ία ς, π α ρ ’ όλη τη σπουδαιότη-
τά της, είναι σ χετικ ή . Η εκ τα τικ ή μορφή παρουσιάζεται σαν ιδιό­
μορφη σ υ νέχισ η , ανάπτυξη και συμπλήρω ση της εντατικής: η εκτα­
τική μορφή απομ ακρύνεται ακόμα περισσότερο από τη ν κατανόηση
της πραγματικής ουσ ία ς τω ν κ α π ιτα λ ισ τικ ώ ν σχέσεω ν παραγωγής
και νόμων, καταφεύγοντας σ ε εξω οικονομικές τους ερμηνείες. Ταυτό­
χρονα, όπως θα δούμε παρακάτω , ο εντατικός εκχυδαϊσμός αναπτύσ­
σεται και πάνω στη βάση του εκτατικού, δεδομένου ό τι και στις συν­
θήκες κυριαρχίας αυτού του τελευταίου, η διαδικασία εμβάθυνσης
του εκχυδαϊσμού δεν σταματάει.
Με την εμφάνιση και τη διάδοση της εκτατικής μορφής εκχυδαϊ-
σμού της οικ ο νο μ ικ ή ς επ ισ τή μ η ς, η εντατική μορφή δεν αποσύρεται
καθόλου από το π ρ ο σ κ ή ν ιο . Α ντίθετα, αποτελεί για τη ν εκτατική
μορφή μια ιδιόμ ορφ η τεκ μ η ρ ίω σ η γ ια τί η εξω οικονομική ερμηνεία
στηρίζεται, κατά κανόνα, σ τα επιφανειακά φαινόμενα της οικονομι­
κής ζωής, σ τη ν π ερ ιγρ α φ ή τω ν οποίω ν ο δή γη σ ε τη ν αστική οικονο­
μική θεωρία η εντατική μορφ ή εκχυδαϊσμού. Και ισ τορικά και λογι­
κά, ο εκτατικός εκ χυ δα ϊσ μ ό ς α ποτελεί σ υνέχισ η και ανάπτυξη του
εντατικού.

Ο ι αιτίες εμφάνισης κ α ι ανάπτυξης


του εκτατικού εκχυδαϊσμού
της αστικής οικονομίας

Στις Θεωρίες για την υπεραξία, ο Κ. Μ αρξ εξή γη σε την αιτία ενός
παράδοξου γενικά φ αινομένου: του ό τι οι α στοί οικονομολόγοι δί­
νουν κάποτε εξω οικο νο μ ικ ή ερμ ηνεία σ τις οικονομικές διαδικασίες
του καπιταλισμού. Α ναλύοντας τις απόψ εις του Σ. Μ πέιλι, που αρνιό-
ταν αυτό καθαυτό το γεγο ν ό ς ό τι υπά ρχει αξία του εμπορεύματος, και
που ταυτόχρονα προσ παθούσ ε να εξη γή σ ει τις σ χέσ εις ισότητας —
οι οποίες αποκαλύπτονται στη δια δικ α σ ία της ανταλλαγής εμπορευ­
μάτων με διαφ ορετικές αξίες χ ρ ή σ η ς — με «όλα τα περιστατικά»,
που επιδρούν στη συνείδηση τω ν ανθρώπων στη διάρκεια μιας τέτιας
ανταλλαγής, ο Κ. Μ αρξ έγραψε: «Ο Μ πέιλι μεταφέρει το ζήτημα στη
συνείδηση, επειδή, ό σ ον αφ ορά ένα μέρος της θεωρίας, βρίσκεται σε
αδιέξοδο.»1

1. Κ. Μαρξ, Φ. Έ ν γ κ ελ ς Εργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 26, μέρος 3, σελ. 166.


fcroi. η αδυναμία να εξηγήσει την εςω τεμικη m k o v u ενός φαινομέ­
νου μ« βάση τον καλυμμένο, τον εσω τερικό του νόμο, ωθεί τον αστό
οικονομολόγο στην εξωοικονομική ερμηνεία τη*, ουσίας του και της
αιτίας της εμφάνισής του. Αυτό που αποτελούσε μεμονωμένο φαινό­
μενο στο πρώτο στάδιο ανάπτυξης της κ ρ ίσ η ς της α σ τικ ή ς οικονο­
μίας. στους πρώτους εκχυδαίστές της γίνεται κ υ ρ ία ρ χο φαινόμενο στο
fcuupo στάδιό της, στον ιμχεριαλισμό. Με την εμφάνιση του Κεφα-
aommj του Κ. Μαρξ, με την πλατιά διάδοση του μ αρξισμού μέσα στους
εργάτες, με την παραπέρα όξυνση των α ντιθέσ εω ν του καπιταλισμού,
όλη η αστική οικονομία «όσον αφορά ένα μέρος της θεω ρίας βρίσκε­
ται σε αδιέξοδο»1.
0 εκτατικός εκυχδαϊσμός της α στικής π ο λ ιτικ ή ς ο ικονομ ία ς προ-
καλείται αχό τις σημαντικές αλλαγές σ το ν τα ξικ ό προσανατολισμό
της γνωστικής διαδικασίας που πραγμα τοποιεί η α σ τική οικονομία.
0 «ριορισμός των δυνατοτήτων γνώ σης των ο ικ ο νο μ ικ ώ ν φαινομέ­
νων. χου συνδέεται με το πέρασμα σε εξω ο ικ ο νο μ ικ ο ύ ς παράγοντες,
προκαλεϊται αχό τα πολύπλοκα και σύνθετα α π ο λ ο γ η τικ ά καθήκο­
ντα, τα οχοϊα πρέπει να φέρει σε πέρας χυ δα ία π ο λ ιτικ ή οικονομία σε
συνθήκβς ταξικής πάλης που με το πέρασμα σ το ν ιμ π ερ ια λισ μ ό πήρε
ιδιαίτερη ένταση.
Ετσι, ο εκτατικός εκχυδαϊσμός, σε κ είνη τη ν π ερ ίπ τω σ η που ανά­
γει τις κοινωνικές νομοτέλειες — νο μ ο τέλειες υ ψ η λ ό τερ η ς τάξης —
ere νομοτέλειες της φυσιογνωσίας, σε φ α ινόμενα δη λα δή κατώτερης
τάξης, αχοτελεΐ παραλλαγή εκείνης τη ς « α π λ ο π ο ίη σ η ς» του αντικει­
μένου ανάλυσης, που είδαμε κατά τη ν εξέτασ η τη ς εντα τικ ή ς μορφής
(αναγωγή των καπιταλιστικών σ χέσεω ν σ ε σ χ έ σ ε ις τη ς α πλής εμπο­
ρευματικής παραγωγής και αυτών των τελευτα ίω ν σ ε σ χέσ εις της
ακλής διαδικασίας της εργασίας). Η ιδ ια ιτερ ό τη τα τη ς διαδικασίας
εκχυδαϊσμού στη δοσμένη περίπτωση σ υ νίσ τα τα ι σ το ό τι σύνθετες
κοινωνικές διαδικασίες ανάγονται μ η χα νικ ά σε α π λές, τώ ρα όμως όχι
κοινωνικές, αλλά φυσικές διαδικασίες, σε δια δ ικ α σ ίες τη ς φύσης.
Στην επιστήμη, αυτή η «απλοποίηση» του αντικειμ ένου ανάλυσης
δεν πρόσφερει τίποτε. Στην υπεράσπιση όμως του καπιταλισμ ού παρέ­
χει εξαιρετικές δυνατότητες. «Στην πράξη», έγραψ ε ο Β. I. Λένιν, για
τις προσπάθειες των εκχυδαϊστών να χρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ο υ ν τις έννοιες

I. «...Στα μέσα του 19ου αιώνα», έγραψε ο Τζ. Μ πέρναλ γ ια τη ν αστική πολιτι­
κή οικονομία, «ο βασικός σκοπός των οικονομικώ ν έργω ν άλλαξε ριζικά, αν και
απαρατήρητα. Το καθήκον των οικονομολόγων της νέας περιόδου συνίστατο τώ­
ρα στην υπεράσπιση του καπιταλισμού όχι από τον πρ οσ τατευτισ μ ό της παλιάς
μόδας, και αχό τα συμφέροντα των γαιοκτημόνω ν, αλλά από τη ν κρ ιτική από τα
κ&τ». από την πλευρά του σοσιαλιστικού κινήματος κ αι πρ ιν α π ’ όλα από την
πλευρά του Μαρξ. Αυτό όμως απαιτούσε πιο εκλεπτυσμένη και επιστημονική
τεκμηρίβση» (Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοινωνίας, σελ. 568).
ιων φυσικών επ ισ τη μ ώ ν σ τ ις κ ο ινω νικ ές οιεργασ ιες, »καμιύ ίμι,ιηα
κοινωνικών φ αινομένω ν, καμιά δ ια σ ά φ η σ η της μι,ϋόόυι· των κοινωνι­
κών επιστημών dtv μ π υ μ ιί να π ρ α γμ α το π ο ιη θ εί μ ’ αυτές τις έννοιες
Δεν υπάρχει τίποτε το ευ κ ο λ ό τερ ο από το vu κολλά κανείς '‘ενεργεια­
κή’’ ή " β ιο λ ο γ ικ ο κ ο ιν ω ν ιο λ ο γ ικ ή ” ετικέτα σε φαινόμενα ouv τις
κρίσεις, τις επ α να σ τά σ εις, τη ν π ά λ η τω ν τάξεω ν κλπ., μα δεν υπάρχει
και τίποτε to πιο σ τείρ ο , το π ιο σ χ ο λ α σ τ ικ ό και το πιο νεκρό, απ'
αυτή την α π α σ χ ό λ η σ η .» 1
0 ξεχω ρισμός τω ν δυο β α σ ικώ ν μορφ ώ ν εκχυδαϊσμού της πολιτι­
κής οικονομίας — τη ς ε ν τ α τικ ή ς, σ α ν τυπ ικ ή ς μορφ ής για την
προϊμπεριαλιστική ε π ο χ ή , και τ η ς εκ τα τικ ή ς τη ν επ ο χή του ιμπερια­
λισμού — π ρ ο σ δ ιο ρ ίζετα ι από τη μέθοδο του ισ τορικού και λογικού
στην εφαρμογή τη ς σ τ η ν ισ τ ο ρ ία τη ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας
της περιόδου εκ χυ δα ϊσ μ ο ύ τη ς. Τ ο ισ το ρ ικ ό σ τη δοσμένη περίπτωση
είναι η σ υγκ εκ ρ ιμ ένη α ν α π α ρ α γω γή τη ς δια δικ α σ ία ς του εκχυδαϊ-
σμού της ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς ε π ισ τ ή μ η ς , οι αναγκα ίες μορφές της οποίας
εμφανίζονται ως τυ χ α ίες, ενώ το λ ο γ ικ ό είνα ι η αφηρημένη αντίληψη
για τις αναγκαίες μ ορφ ές και τα σ τά δ ια αυτής τη ς διαδικασίας, παρμέ­
νες στην καθαρή τους ο ν τό τη τα , α π α λλα γμ ένη από τις τυχαίες μορ­
φές με τις οποίες εμ φ α νίζετα ι.
Αν και η εκ τα τικ ή μ ο ρφ ή εκ χυ δ α ϊσ μ ο ύ εμ φ α νίζετα ι τα υτόχρονα με
την εντατική, α ν α π τύ σ σ ετα ι κ α ι π ερ ιπ λ έκ ετα ι μ ’ αυτή, ωστόσο ο δια­
χωρισμός αυτών τω ν δυο μ ο ρφ ώ ν σ α ν β άσης για τη ν π ερ ιοδολόγη σ η
της ιστορίας τη ς χυ δ α ία ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς μ έχρι τη γενική κρί­
ση του κ απιταλισ μ ού έ χ ε ι, κ α τά τη ν ά ποψ ή μας, ου σ ια σ τικ ές αιτίες.
Πρώτο, η εκ τα τικ ή μ ο ρφ ή είν α ι π ιο βαθιά, π ιο ώ ριμη μορφή εκχυ-
δαϊσμού, με τη ν έν ν ο ια ό τι α π ο φ εύ γει πολύ π ερ ισ σ ό τερ ο την αποκά­
λυψη της ουσ ίας τω ν ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν δια δ ικ α σ ιώ ν α π ’ ό ,τι η εντατική
μορφή. Δεύτερο, η εκ τα τικ ή μ ο ρφ ή σ το πρώ το στάδιο τη ς ανάπτυξης
της κρίσης τη ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς κάθε άλλο παρά κυ­
ριαρχεί. Α υτόν το ρ ό λο το ν α π ο κ τά μόνο στο δεύτερο στάδιο, όταν
διαμορφώνονται μ ια σ ε ιρ ά κ α τευ θύ νσ εις τη ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οι­
κονομίας, που ο λ ο κ λ η ρ ω τ ικ ά , ή κ α τά κύριο λ όγο, βασίζονται στην
εκτατική μορφή εκ χυδα ϊσ μ ο ύ.
Ακριβώς γ ι ’ αυτό, το πρώ το σ τά δ ιο τη ς κ ρ ίσ η ς το ερευνούμε κυρίως
από την άποψη τη ς κ υ ρ ία ρ χ η ς εκ είν η τη ν περίοδο, εντατικής μορφής
εκχυδαϊσμού, ενώ το δεύτερο σ τά δ ιο το εξετάζουμε με βάση την ποιο­
τικά διαφορετική από αυτή, εκ τα τικ ή μορφή εκχυδαϊσμού.
Αυτή η χρ η σ ιμ ο π ο ίη σ η μη κ ο ινω νικ ώ ν νομοτελείω ν παρατηρείται
όχι μόνο σ την π ο λ ιτικ ή ο ικ ο ν ο μ ία , α λλά και σ τη ν αστική κοινωνιο-
λογία, και για τον ίδ ιο σ κ ο π ό . Ε ίν α ι γνω σ τό ό τι η αστική κοινωνιο-
λογία προσπαθεί μ έχρ ι σ ή μ ερ α ν α ξεπ ερά σ ει το θεω ρητικό της αδιέ­

1. Β. I. Λένιν, Ά π α ν τα , τόμ. 18. σελ. 354-355.


ξοδο με τη μεταφορά νόμων και εννοιών των φυσικών επιστημών
στην κοινωνία. Οπως φαίνεται, εκτατική μορφή εκχυδαϊσμού συ­
ντελείται και στις άλλες αστικές κοινωνικές επιστήμες με σκοπό την
υπεράσπιση του καπιταλισμού. «Από την άμεση εφαρμογή στις κοι­
νωνικές επιστήμες μεθόδων άλλων επιστημών, και ιδιαίτερα της μεθό­
δου της βιολογίας», έγραψε ο Τζ. Μπέρναλ, «βγήκαν υπεραπλου-
στευτικά, ψεύτικα και επικίνδυνα συμπεράσματα.»1
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αστική οικονομική φιλολογία στα
τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, το ζήτημα των ορίων της
οικονομικής ανάλυσης τέθηκε ακριβώς από την άποψη της σχέσης
της οικονομικής διαδικασίας προς τη μη οικονομική. «Μπορούμε να
θεωρούμε την ανάλυσή μας ολοκληρωμένη μόνο τότε», έγραψε ο Β.
Κ. Ντμίτριεφ, «όταν από την ανάλυση αυτή προκύπτουν στοιχεία που
ξεπερνούν τα πλαίσια της οικονομικής επιστήμης και πρέπει να μελε­
τηθούν από άλλες επιστήμες (την ψυχολογία, τη φυσιολογία, τη βιο­
λογία, τη φυσική, τη μηχανική και άλλες).»2 'Ο ρ ιο μιας τέτιας ανά­
λυσης θεωρείται εδώ όχι η διευκρίνιση των καθοριστικών αιτίων,
των νομοτελειών και των βασικών τάσεων του φαινομένου που εξετά­
ζεται, αλλά η εξέταση των εξωοικονομικών παραγόντων, που επίσης
επιδρούν στο φαινόμενο αυτό. Ωστόσο, η τέτιου είδους εννόηση του
ορίου της οικονομικής ανάλυσης, δεν αποκλείει καθόλου την αγνόη­
σή του στην περίπτωση που το επιβάλλουν αυτό καθορισμένοι ιδεο­
λογικοί σκοποί. Παρόμοια θέση σχετικά με τα όρια της οικονομικής
ανάλυσης έπαιρνε και ο γνωστός «νόμιμος μαρξιστής» Μ. Τουγκάν-
Μπαρανόφσκι. «Η έρευνα των αιτίων της αξίας», έγραψε, «πρέπει να
συνεχίζεται ώσπου να φτάσουμε σε τέτιους παράγοντες, που βρί­
σκονται έξω από τα πλαίσια της οικονομικής επιστήμης. Τέτιοι παρά­
γοντες, κατά την ανάλυση των υποκειμενικών αιτίων της πολυτιμό-
τητας ενός αντικείμενου, θα είναι οι φυσιολογικοί και ψυχολογικοί
νόμοι, γιατί η πολιτική οικονομία δεν μπορεί να αναλάβει καθήκο­
ντα της ψυχολογίας και της φυσιολογίας.»3 Ωστόσο η χυδαία οικο­
νομία ανέλαβε και εξακολουθεί να αναλαβαίνει συνεχώς αυτό το κα­
θήκον. Δεν το απέφυγε αυτό ούτε και ο Μ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι,
που προσπάθησε να συνενώσει την εργασιακή θεωρία της αξίας του
Ντ. Ρικάρντο με τη θεωρία της υποκειμενικής αξίας.

1. Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοινωνίας, σελ. 537.


2. Β. Κ. Ντμίτριεφ. Οικονομικά δοκίμια, σελ. 107.
3. Παρατίθεται από: Β. Κ. Ντμίτριεφ, Οικονομικά δοκίμια, σελ. 107 (υποσημείω­
ση).

316
Οι ιδιαιτερότητες των πρώτων
μορφών του εκτατικού εκχυδαϊσμού

Η εκτατική μορφή υπεράσπισης των εκμεταλλευτικών σχέσεων δεν


είναι, αυτή καθαυτή, εφεύρεση της χυδαίας αστικής οικονομίας. Τη
χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν οι θεωρητικοί των κυρίαρχων, των εκμε-
ταλλευτριών τάξεων. Ή δ η , σ τις εργασίες του Αριστοτέλη, του μεγά­
λου αυτού στοχαστή της αρχαιότητας, που η συνεισφορά του στην
κοινωνική επιστήμη είναι εξαιρετικά σημαντική, στα επιχειρήματά
του υπέρ της δουλείας, βρίσκουμε τη χρησιμοποίηση της εκτατικής
μορφής απολογητικής. Ο Α ρισ τοτέλη ς υποστηρίζει ότι η δουλεία εί­
ναι «φυσικό» φαινόμενο, που απορρέει από την ίδια τη φύση των
ανθρώπων. Εδώ ο Α ριστοτέλη ς υποκαθιστά τις κοινωνικοοικονομι­
κές νομοτέλειες με β ιο λο γικ ές νομοτέλειες. Σ ’ αυτές προσπαθεί να
βρει την αιτία των σ ύγχρονώ ν του σχέσεω ν δουλείας «...ένας γίγα­
ντας της σκέψης, σαν τον Α ριστοτέλη», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «γελά­
στηκε στην εκτίμηση της εργασίας των δούλων...»1
Αν και η εκτατική μορφή εκχυδαϊσμού χρησιμοποιόταν πολύ πριν
την εμφάνιση του κα πιταλισμού, και στοιχεία της βρίσκουμε και
στις εργασίες της κ λασικής σ χο λ ή ς της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας, ωστόσο, η μορφή αυτή είναι γέννημα της χυδαίας πολιτικής
οικονομίας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Σ ’
αυτήν ακριβώς την περίοδο γίνετα ι η κυρίαρχη μορφή υπεράσπισης
του καπιταλισμού, γίνετα ι η μορφή που καθορίζει τη νέα ποιότητα
της χυδαίας αστικής π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας.
'Ηδη, στο πρώτο στάδιο ανάπτυξης της κρίσης της αστικής πολι­
τικής οικονομίας εμφανίζονται σ το ιχεία του εκτατικού της εκχυδαϊ-
σμού. Τέτια, για παράδειγμα, είναι: ο μαλθουσιανισμός, που έδοσε
βιολογική ερμηνεία σε ένα ειδικ ό καπιταλιστικό φαινόμενο, όπως ο
εφεδρικός στρατός εργασίας· η θωρία του άγγλου χυδαίου οικονομο­
λόγου Ν. Σένιορ, στην οποία μερικές μορφές της υπεραξίας ερμηνεύο­
νται από ψυχολογικές θέσεις. Ε ίναι χαρακτηρισ τικό ότι σ ’ αυτή την
περίοδο η μορφή αυτή εκχυδαϊσμού αναπτυσσόταν ιδιαίτερα πλατιά
από τους οικονομολόγους εκείνους που έπαιρναν τις πιο αντιδραστι­
κές ταξικές θέσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι η εκτατική μορφή εκχυδαϊσμού διαδόθηκε
ιδιαίτερα στην Α γγλία, την πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα,
που στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα πραγματοποιήθηκε η
βιομηχανική επανάσταση. Η μορφή αυτής της υπεράσπισης του κα­
πιταλισμού χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για τη συγκάλυψη της
εκδήλωσης των οξύτατων καπιταλιστικώ ν αντιθέσεων, τη δικαιολό-

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. I, σελ. 15 (υποσημείωση).


γηση τη ς εξαθλίωσης, της πείνας και τ η ς ανεργίας των εργαζομένων,
και ιαυτόχρονα και για τη μείωση τ η ς γεννητικότητας και της ανό­
δου ιης θνησιμότητας, με τους πολέμους, τις επιδημίες κλπ.
Σ το έργο του Πραγματεία για τον πληθυσμιακό νόμο, ο Τ. Μάλθους
κατέβαλε όλες του τις δυνάμεις για να «εισαγάγει στην συνείδηση
των εργατικών τάξεων» την ιδέα ότι η καπιταλιστική τάξη πραγμά­
των δεν ευθύνεται για την άθλια κατάσταση των εργαζόμενων μαζών.
0 Τ. Μάλθους δεν κρύβει καθόλου την επιδίωξή του να υπερασπίσει
το καπιταλιστικό σύστημα και να δικαιολογήσει την εξαθλίωση. «//
κύρια και συνεχής αιτία της φτώχειας», έγραψε ο Τ. Μάλθους, «επηρεά­
ζεται λίγο ή και καθόλου από τον τρόπο διεύθυνσης ή από την ανισομερή
κατανομή των περιουσιών... να ποιες σημαντικές αλήθειες απορρέουν
από τον πληθυσμιακό νόμο». Αν γινόταν δυνατό να πεισθεί η «κατώ­
τερη τάξη» για την αλήθεια των θέσεων αυτών, συνεχίζει ο Τ. Μάλ­
θους, τότε η «φτώχεια δεν θα της προξενούσε μια τέτια αγανάκτηση
και μίσος εναντίον της κυβέρνησης και των ανώτατων τάξεων. Και
δεν θα συναντούσαμε αυτή τη μόνιμη τάση της για ανυπακοή και
ανταρσία»1.
Τη φτώχεια των εργαζομένων στο καπιταλισμό, ο Τ. Μάλθους
προσπάθησε να την εξηγήσει, να τη δικαιολογήσει και να τη διαιω-
νίσει, στηριζόμενος στον υποτιθέμενο βιολογικό νόμο του πληθυ­
σμού. Ο νόμος αυτός προσπαθεί να παρουσιάσει τον σχετικά πλεονά-
ζοντα εργατικό πληθυσμό, που δημιουργείται από τον καπιταλιστικό
τρόπο χρήσης των μηχανών, σαν αιώνια, σαν σύμφωνη με τη φύση
κατάσταση της κοινωνίας, μια κατάσταση που προέρχεται από τις
βιολογικές ιδιότητες «κάθε ζωντανής ύπαρξης», σαν καθολικό νόμο
του ζωικού και κοινωνικού κόσμου. Η διαδικασία γέννησης παιδιών
είναι, βέβαια, βιολογική διαδικασία, όπως η διαδικασία ανάπτυξης
και αύξησης του ανθρώπινου οργανισμού. Το πρόβλημα όμως είναι
ότι οι διαδικασίες αυτές συντελούνται σε καθορισμένες κοινωνικοοι­
κονομικές συνθήκες, οι οποίες ασκούν σ ’ αυτές σημαντική επίδρα­
ση. ΓΓ αυτό, η ανάπτυξη του πληθυσμού είναι αποτέλεσμα μιας
εξαιρετικά πολύπλοκης συνολικής δράσης βιολογικών, κοινωνικο­
οικονομικών και άλλων νόμων και παραγόντων. Το καθήκον της οι­
κονομικής επιστήμης είναι να ερευνήσει εκείνες μόνο τις επιδράσεις,
που ασκούν στην αναπαραγωγή του πληθυσμού οι κοινωνικοοικονο­
μικοί νόμοι του δοσμένου σχηματισμού. Ο Τ. Μάλθους αποφεύγει
την ανάλυση του γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης,
και μεταθέτει την ευθύνη για την εξαθλίωση των εργαζομένων στους
νόμους της βιολογίας.
Η εκτατική μορφή εκχυδαϊσμού, που χρησιμοποιείται στη θεωρία

I. Τ. Μάλθους, Πραγματεία για τον πληθυσμιακό νόμο, τόμ. 2, Σανκτ-Πέτερ-


μπουργκ, 1868, σελ. 341.
του πληθυσμού του Τ. Μ άλθους, ρίζωσε στη γενική οικονομική ίου
θεωρία, πράγμα που α ποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα
των βαθιών διαδικασιώ ν κρίση ς που άρχισαν στην αστική οικονομι­
κή θεωρία στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο Τ. Μάλθους είναι ο θεμελιωτής της βιολογικής κατεύθυνσης της
χυδαίας πολιτικής οικονομ ία ς, ή της βιολογικής μορφής του εκτατι-
κοϋ εκχυδαϊσμού της ο ικ ο νο μ ικ ή ς επιστήμης, που βασική της προϋ­
πόθεση είναι η αντιεπ ισ τη μ ο νικ ή ιδέα ότι οι βιολογικοί νόμοι είναι
η καθοριστική αιτία των κοινω νικοοικονομικώ ν διαδικασιών. «...Η
ουσία αυτής της κατεύθυνσης», έγραψε ο Β. Μ. Στέιν, «συνίσταται
στο ότι θεωρεί το οικονομ ικό υποκείμενο... σαν αυτόνομη αρχή στην
οικονομική ζωή, που διευθύνεται από ειδικούς βιολογικούς νόμους.»1
Στον Τ. Μ άλθους βρίσκουμε και σ τοιχεία θεολογικής ερμηνείας-
των οικονομικών διαδικασιώ ν. ' Ετσι, μιλώντας για τις αιτίες της κα­
θυστέρησης της αύξησης τη ς παραγωγής ειδών κατανάλωσης, σε
σύγκριση με την αύξηση του πληθυσμού, ο Τ. Μάλθους έγραψε: «Ο
ευεργέτης δημιουργός, που ξέρει τις ανάγκες και τις ελλείψεις των
δημιουργημάτων του εξαιτίας των νόμων στους οποίους αυτός τους
υπόταξε, δεν θέλησε να δόσει όλα τα είδη πρώτης ανάγκης σε τέτια
αφθονία, όπως τον αέρα και το νερό.»2 Εδώ υποστηρίζεται απόλυτα
ξεκάθαρα ότι οι νόμοι που βασίζονται σ την ατομική ιδιοκτησία των
μέσων παραγωγής είναι νόμοι θεϊκής προέλευσης. Ωστόσο, εξαιτίας
μιας ολόκληρης σειράς κοινω νικοοικονομικώ ν αιτίων, οι συνθήκες
για την πλατιά θ εο λ ο γικ ο π ο ίη σ η της αστικής πολιτικής οικονομίας
δεν είχαν ακόμη ω ριμάσει, και στον Τ. Μ άλθους δεν παίζει ουσια­
στικό ρόλο.
Έ να νέο βήμα στον εκχυδαϊσμό της πολιτικής οικονομίας πάνω
σε εξωοικονομική βάση, έγινε από τον άγγλο αστό οικονομολόγο Ν.
Σένιορ (1790-1864). Ο Ν. Σ ένιορ χρ η σ ιμ ο π ο ιεί για πρώτη φορά αυτόν
τον τρόπο στο κεντρικό π ρόβ λη μ α της πολιτική ς οικονομίας του κα­
πιταλισμού, στο πρόβλημα τη ς υπεραξίας. Ο Ν. Σένιορ δίνει ψυχο­
λογική ερμηνεία της αξίας τω ν εμπορευμάτων και των καπιταλιστι­
κών εισοδημάτων.
Ο Ν. Σένιορ ανάγει τη ν αξία του εμπορεύματος στο κόστος παρα­
γωγής, δηλαδή σε κείνο το μέρος της αξίας του δοσμένου εμπορεύ­
ματος, το οποίο δεν π ερ ιέχει υπεραξία. Από την άλλη μεριά, το κό­
στος παραγωγής παρουσιάζεται ακόμη και σαν ιδιόμορφα «ψυχολο­
γικά» βιώματα των παραγόντω ν της παραγωγής. Στα βιώματα αυτά
ανάγει, από τη μια μεριά, τη «θυσία» του εργάτη που περιορίζει την
ανάπαυσή του με το να εργάζεται στην παραγωγή, από την άλλη, τη

1. Β. Μ. Στέιν, Η ανάπτυξη της οικονομικής σκέψης, τόμ. 1, Λένινγκραντ, 1924,


σελ. 224.
2. Τ. Μάλθους, Αρχές της πολιτικής οικονομίας, σελ. 228.
«θιοια- ιου καπιταλιστή, non -απέχει» από την κατανάλωση κεφα­
λαίου. £« σύνδεση μ ' αυτό, ο μισθός και ο τόκος παρουσιάζονται
απύ τον Ν. Σένιορ ως «ανταμοιβή» των εργατών και των καπιταλι­
στών για τις «θυσίες» που έκαναν, σαν ιδιόμορφα ισοδύναμα, χοι
αναπληρώνουν τη ζημιά. Συνάμα, το εισόδημα του επιχειρηματία θεω­
ρείται από τον Ν. Σένιορ σαν ιδιόμορφος «μισθός εργασίας» του κε­
φαλαιοκράτη για τη διεύθυνση της παραγωγής.
Απύ εδώ γίνεται φανερό ότι ο Ν. Σένιορ στο πεδίο ακριβώς της
ψυχολογίας των οικονομικών υποκειμένων (του καπιταλιστή και των
εργατών), προσπαθεί να βρει την εξήγηση της προέλευσης των καπι­
ταλιστικών εισοδημάτων και τη δικαιολόγηση του γεγονότος ότι τα
ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές. Στο σημείο αυτό ο Ν. Σένιορ αφαιρεϊ-
ται αχό τη σφαίρα των καθαυτό οικονομικών σχέσεων, ακόμη και
α»ό την απατηλή, τη φετιχιστική μορφή της, και στρέφεται προς την
εξωοικονομική σφαίρα, στην ψυχολογία, όπου όμως ήταν απολύτως
αδύνατο να βρεθούν οι πηγές των καπιταλιστικών εισοδημάτων. Και
ταυτόχρονα, είναι φανερό ότι η ψυχολογικοποίηση της πολιτικής
οικονομίας κάθε άλλο παρά ολοκληρώθηκε με τον Ν. Σένιορ. Γιατί,
ακόμη και μια από τις μορφές της υπεραξίας — το εισόδημα του
επιχειρηματία — ο Ν. Σένιορ τη συνάγει από οικονομική βάση, από
τη λειτουργία της διεύθυνσης που ασκεί δήθεν ο καπιταλιστής.
Όπως είδαμε, η εκτατική μορφή εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτι­
κής οικονομίας, εμφανίζεται πολύ πριν την έναρξη της κρίσης της.
Συναντ&ται ήδη στις εργασίες των εκπροσώπων της κλασικής σχο­
λής, όπως, για παράδειγμα, των φυσιοκρατών. Στον Α. Τιργκό υπάρ­
χουν, όπβς είναι γνωστό, στοιχεία της υποκειμενικής θεωρίας των
αξιών. Για τους φυσιοκράτες είναι γενικά τυπική η ταύτιση της οι­
κονομικής διαδικασίας της αναπαραγωγής με τη φυσική διαδικασία
αναπαραγωγής. Στους κλασικούς η εκτατική μορφή εκχυδαϊσμού εί­
ναι μάλλον αποτέλεσμα της ταξικής και ιστορικής τους στενότητας,
και στην ανοδική διαδικασία της επιστημονικής γνώσης των οικο­
νομικών φαινομένων, που τους χαρακτηρίζει, αποτελεί εξαίρεση. Η
χρησιμοποίηση επίσης αυτής της μορφής εκχυδαϊσμού από* τους
πρώτους χυδαίους οικονομολόγους δεν είναι ακόμη γενικός κανόνας.
Η εκτατική μορφή υπάρχει μόνο σαν ξεχωριστό στοιχείο της θεω­
ρίας τους, και σε μια σειρά περιπτώσεις αποτελεί τη βάση ξεχωρι­
στών μόνο οικονομικών αντιλήψεων και ό χι ολοκληρωμένων ρευμά­
των.
Έτσι, η εκτατική μορφή εκχυδαϊσμού δεν δημιουργήθηκε αμέσως.
Στην αρχή, στη βάση της εμφανίζονται μόνο επιμέρους θεωρίες αγο­
ραίας οικονομίας. Μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίζεται η γερ­
μανική ιστορική σχολή που έχει την τάση να περάσει σαν σύνολο
στις θέσεις του εκτατικού εκχυδαϊσμού. Αλλά τα ρεύματα αυτά δεν
κυριαρχούν ακόμη. Και μόνο από το τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει

320
στην αστική πολιτική οικονομία η πραγματική κυριαρχία του εκτα-
ιικού εκ χυδαϊσμού. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού η μορφή αυτή εκ-
χι·0αίσμού γίνεται η βάση μιας ολόκληρης σειράς ρευμάτων της
αστικής οικονομικής σκέψ ης, και μάλιστα των περισσοτέρων. Τα
ρεύματα ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο κυρίως μόνο από την κατεύ­
θυνση, από τη βάση του εκτατικού εκχυδαϊσμού. Αυτό που ήταν μια
ιδιόμορφη εξαίρεση, τώρα γίνεται κανόνας.

■Η αλληλεπίδραση των επιστημών,


απαραίτητη μορφή ανάπτυξής τους

Η αλληλεπίδραση των επιστημώ ν, τόσο των κοινωνικών, όσο και


των φυσικών, είναι φαινόμενο απόλυτα νομοτελειακό και αναγκαίο.
Οι επιστήμες από τη φύση τους είναι ενιαίες, όπως ενιαίος είναι και
ο υλικός κόσμος που μελετούν. Τ α μεταξύ τους όρια δεν είναι πάντο­
τε καθορισμένα. Η αλληλεπ ίδρα σ η των επιστημών αντανακλά την
όλο και βαθύτερη διείσδυσή τους στα μυστικά του υλικού κόσμου,
που οι διαδικασίες ανάπτυξής του συνδέονται στενά μεταξύ τους και
βρίσκονται σε συνεχή α λληλεπίδραση. Η αμοιβαία αυτή επίδραση
είναι απαραίτητος όρος και μορφή της προοδευτικής ανάπτυξης των
επιστημονικών γνώσεων. Η αλληλεπίδραση των επιστημών βοηθά
τον εμπλουτισμό τους, π ροκαλεί τη δημιουργία νέων επιστημών στο
μεταίχμιο των ήδη δημιουργημένω ν επιστημονικώ ν κλάδων. «Μια
από τις ιδέες-κλειδιά του Μ αρξ», έγραψε ο Τζ. Μπέρναλ, «είναι η
ιδέα της ενότητας των επιστημ ώ ν.»1
Αυτή η γενική νομοτέλεια τη ς ανάπτυξης των επιστημών επιβε­
βαιώνεται απόλυτα από την ισ το ρ ία της πολιτικής οικονομίας γενι­
κά, και την ιστορία της κ λα σ ικ ή ς αστικής πολιτικής οικονομίας, ει­
δικότερα. Ό π ω ς είναι γνω στό, η ίδια η διαδικασία της εμφάνισης
της πολιτικής οικονομίας σαν επ ισ τή μ η ς (στην αστική της μορφή)
συντελούνταν με την ενεργητική επίδραση των φυσικών επιστημών
στις έρευνες των κοινω νικοοικονομικώ ν φαινομένων του καπιταλι­
στικού συστήματος. Δεν είναι τυχα ίο ό τι θεμελιωτές και επιφανείς
εκπρόσωποι της κλασικής σ χο λ ή ς ήταν φυσιοδίφες και γιατροί: ο
Άγγλος Ουίλιαμ Π έτι (επιφανής γιατρός του Π ου αιώνα), ο Γάλλος
Φρανσουά Κενέ (μεγάλος για τρός-χειρούργος του Ι8ου αιώνα), ο
Αμερικανός Βενιαμίν Φ ράνκλιν (γνωστός φυσιοδίφης). Είναι φανερό
ότι και στις αντιλήψεις του Ντ. Ρικάρντο — στις εργασίες του οποίου
η κλασική σχολή έφτασε στο απόγειό της — θετική επίδραση άσκησε
η απασχόλησή του με τις φ υσικές επιστήμες, και πριν α π ’ όλα με τη
φυσική.

1. Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοινωνίας, σελ. 576.

321
Εννοείται ότι και στην κλασική περίοδο, τις επιστημονικές επιτεύ­
ξεις της φυσιογνωσίας, οι αστοί θεωρητικοί επιδίωξαν να τις χρησι­
μοποιήσουν για την υπεράσπιση της τάξης τους. Η ιδέα των φυσικών
νόμων, για παράδειγμα, αποτέλεσε την κυριότερη θεμελίωση της πά­
λης του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού ενάντια στις «τεχνητές» φε­
ουδαρχικές σχέσεις. «Η σκέψη του Νεύτωνα», γράφει ο αμερικανός
οικονομολόγος Τζ. Ό ζερ, «δημιούργησε στην κλασική οικονομική
θεωρία μια ιδεολογία η οποία δικαιολογούσε τα εισοδήματα από την
ιδιοκτησία. Ό σο ο φυσικός νόμος δρα καλύτερα όταν τον αφήνουν
ήσυχο, και όσο η ιδιωτική ακμή και η φειδώ αποτελούν αγαθό για
την κοινωνία, τόσο η πρόσοδος, ο τόκος και το κέρδος είναι ανα­
γκαία και δίκαια ανταμοιβή για την ιδιοκτησία και την παραγωγική
χρησιμοποίηση του πλούτου.»1 Η αντίληψη της «ελεύθερης επιχει­
ρηματικής δραστηριότητας» αποκαλύπτει τη φανερή της σύνδεση με
τη φιλοσοφική διδασκαλία των αστών διαφωτιστών για τη «φυσική
τάξη πραγμάτων», και, μέσω αυτής, τη σύνδεση με τη θεωρία των
φυσιοδιφών του 17ου και του 18ου αιώνα για την απαραίτητη δράση
των νόμων της'φύσης.
Η πολιτική οικονομία διαμορφώθηκε σε επιστήμη όταν άρχισε να
χρησιμοποιείται στην ανάλυση των κοινωνικοοικονομικών φαινομέ­
νων η μέθοδος των φυσικών επιστημών. Η θεώρηση της κοινωνίας
ως ζωντανού ενιαίου οργανισμού, που είναι κάτι το φυσικό για τους
γιατρούς και τους φυσιοδίφες, έδοσε στην πολιτική οικονομία την
ιδέα της νομοτέλειας στην ανάπτυξη των κοινωνικών φαινομένων,
συνέτεινε στο να ψηλαφιστεί ο αντικειμενικός χαρακτήρας των οι­
κονομικών νόμων και να τεθεί το ζήτημα της δυνατότητας και της
αναγκαιότητας χρησιμοποίησής τους στην πρακτική, όπως επέτρεψε
και να αποκαλυφθεί σε κάποιο μέτρο η κοινωνική πλευρά των οικο­
νομικών διαδικασιών. Σημειώνοντας ότι η ιδέα της αντικειμενικής
νομοτέλειας εισχώρησε στις κοινωνικές επιστήμες από τη φυσιο­
γνωσία. ο Β. I. Λένιν έγραψε στο άρθρο «' Α λλη μια εκμηδένιση του
σοσιαλισμού»: «Ακριβώς, “το ρεύμα από τη φυσιογνωσία στην κοι-
νωνιολογία” δυνάμωνε, δυναμώνει και κάνει αναπόφευκτη αυτή την
ιδέα.»2
Η τόσο γόνιμη επίδραση των φυσικών επιστημών στη διαδικασία
διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κλασικής αστικής πολιτικής οικο­
νομίας καθοριζόταν από το γεγονός ότι η οικονομική θεωρία, για την
ανάπτυξη της οποίας ενδιαφερόταν τότε η πρωτοπόρα αστική τάξη,
αφομοίωνε κυρίως τα επιστημονικά, πριν α π ’ όλα τα μεθοδολογικά,
πορίσματα της φυσιογνωσίας, τα οποία αφορούσαν τόσο τα φυσικά,
όσο και τα κοινωνικά φαινόμενα.

1. J. Oier, Evolution of Economic Thought, σελ. 373.


2. Β. I. Λένιν, Απαντα, τόμ. 25, σελ. 42.
Μια ολόκληρη σειρά σ ημ αντικά προβλήματα της πολιτικής οικο­
νομίας τέθηκαν, και σε κάποιο βαθμό φωτίστηκαν, ακριβώς χάρη
στην επίδραση της μεθόδου των φυσικών επιστημών στις οικονομι­
κές έρευνες. Στην περίοδο που η πολιτική οικονομία άρχιζε μόλις να
διαμορφώνεται, η ίδια η φ υσιογνω σία δεν ήταν ακόμη αρκετά ανα­
πτυγμένη. Για μια μ α κρ ό χρ ο νη περίοδο ο βασικός της κλάδος που
καθόριζε την ανάπτυξη και όλω ν των άλλων φυσικών επιστημών, της
φυσικής, της χημ είας, τη ς αστρονομίας, της βιολογίας και άλλων,
ήταν η μηχανική. Η μέθοδος που αναπτύχθηκε σ ’ αυτόν τον κλάδο
της φυσιογνωσίας, διείσδυσε και στις άλλες φυσικές, και κατόπιν και
στις κοινωνικές, επιστήμες.
Χαρακτηρίζοντας αυτή τη διαδικασία, ο αμερικανός οικονομολό­
γος Τζ. Ό ζ ε ρ , στο έργο του Η εξέλιξη της οικονομικής σκέψης (στο
μέρος «Η επίδραση των τριώ ν μεγάλω ν ανακαλύψεων στην ανάπτυξη
της οικονομικής σκέψ ης), έγραψε: «Την επίδραση του Νεύτωνα στην
οικονομική σκέψη μ πορεί κ ανείς να την παρακολουθήσει στις .ιδέες
της κλασικής σ χο λ ή ς. Η αναπτυσσόμενη αστική τάξη απαιτούσε ένα
νέο σύστημα ιδεών για να εξα λείψ ει τους θνήσκοντες φεουδαρχικούς
θεσμούς και τον αναστα λτικό έλεγχο του εμποροκρατισμού... Οι φυ­
σικοί νόμοι πρέπει να διευθύνουν το οικονομικό σύστημα και τη δρά­
ση των ανθρώπων. Α υτές ο ι ιδέες ήταν σ τη ν εποχή τους νέες και
επαναστατικές.»1
Η ανακάλυψη του φαινομένου της κυκλοφορίας του αίματος στον
ανθρώπινο οργανισμ ό από τον άγγλο Ου. Χ άρβεϊ το 17ο αιώνα, που
στηρίχτηκε, κατά τη ν έρευνα του ζωντανού οργανισμού, κυρίως στις
μηχανιστικές α ντιλή ψ εις, ωθούσε τους συγχρόνους του να θέσουν
και να φωτίσουν τα π ρ ο β λή μ α τα τη ς αναπαραγωγής όλου του κοινω­
νικού κεφαλαίου, τη ς κ ύ κ λισ η ς, όπως τότε έλεγαν, των «θρεπτικών
χυμών στο π ο λιτικ ό σώμα» τη ς κοινω νίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η
πρώτη προσπάθεια να τεθεί αυτό το πρόβλημα και να χαραχθεί η
λύση του, επ ιχειρή θ η κ ε από τον σ ύγχρονο του Ου. Χάρβεϊ, γιατρό
Ουίλιαμ Πέτι, αναπτύχθηκε από τον επίσης άγγλο οικονομολόγο Ρ.
Καντιλιόν και βρήκε τη ν καλύτερή της — στην προμαρξιστική περίο­
δο — επεξεργασία σ τον περίφ ημο «Ο ικονομικό πίνακα» του γιατρού
Φ. Κενέ. Ο διαχω ρισμός τη ς «υγιούς» και της «νοσηρής» κατάστα­
σης της κοινωνίας στα έργα του Φ. Κενέ, σήμαινε τη διαπίστωση της
αναγκαιότητας να περάσει η κοινω νία από τη φεουδαρχία («από την
άρρωστη κατάσταση») σ το ν καπιταλισμό. Η θεώρηση του χρήματος
ως του «λίπους του π ολιτικού σώματος», το πλεόνασμα του οποίου
παρεμποδίζει τη ν ενερ γη τικ ό τη τά του, ενώ η έλλειψή του συνεπάγε­
ται την ασθένεια, επέτρεψε σ το ν Π έτι να θέσει το σημαντικό πρό-

1. J. Oser, Evolution o f Economic Thought, σελ. 372, 373.


βλήμα ποσότητας του χρήματος, που tivui αναγκαία για την κυ­
κλοφορία.
Η θετική επίδραση της φυσιογνωσίας στην ανάπτυξη των κοινωνι­
κών επιστήμων δεν χαρακτηρίζει τα πρώτα μόνο βήματα της πολιτι-
kiV. οικονομίας. Η επίδραση αυτή είναι ακόμη ισχυρότερη στις μέ­
ρες μας. « Όπως είναι γνωστό, ισχυρό ρεύμα από τις φυσικές επιστή­
μες *ρος την κοινωνιολογία δεν υπήρχε μόνο στην εποχή του Πέτι,
αλλά και στην εχοχή του Μαρξ», έγραφε ο Λένιν. «Το ρεύμα αυτό
δεν έμεινε λιγότερο, αν όχι περισσότερο, ισχυρό και στον 20ό αιώ-
να.*' Αλλά για να αποκτήσει η πολιτική οικονομία την ικανότητα να
αφομοιώνει τις επιστημονικές επιτεύξεις της φυσιογνωσίας και να
αναπτύξει τη δική της μέθοδο επιστημονικής ανάλυσης, έπρεπε να
στέκεται η ίδια σε επιστημονικές θέσεις. Και αυτό το τελευταίο είναι
δυνατό μόνο για κείνη την οικονομική θεωρία που υπερασπίζει τις
προοδευτικές τάσεις της κοινωνικής ανάπτυξης.
Η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας και η εμβάθυνσή της,
τόσο με την εντατική, όσο και με την εκτατική μορφή, σήμαινε ριζι­
κή αλλαγή της σχέσης της αστικής οικονομικής θεωρίας προς τις
άλλες κοινωνικές, όπως επίσης και προς τις φυσικές επιστήμες. Αν
στην κλαστική περίοδο, οι ανακαλύψεις της φυσιογνωσίας πλούτιζαν
την οικονομική σκέψη, στην περίοδο του εκχυδαϊσμού της στις ανα­
καλύψεις της φυσιογνωσίας άρχισαν να στηρίζονται, κυρίως, οι πιο
απολογητικές και αντιδραστικές θεωρίες της αστικής πολιτικής οι­
κονομίας. Η αιτία αυτής της αλλαγής δεν βρίσκεται στις φυσικές
επιστήμες. Οι ρίζες της βρίσκονται στην ουσιαστική αλλαγή του χα­
ρακτήρα της ίδιας της αστικής θεωρίας, στη μετατροπή της σε απο­
λογητή του καπιταλισμού, που δεν ενδιαφέρεται για την επιστημονι­
κή μελέτη και γνώση των οικονομικών φαινομένων.
Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί σχετικά, ο «κοινωνικός δαρβινι­
σμός». που αποτελεί προσπάθεια να μεταφερθούν στην ανθρώπινη
κοινωνία οι νομοτέλειες ανάπτυξης του ζωικού κόσμου. «Ιδέες-κλει-
το© Δραβίνου», γράφει ο Τζ. Ό ζ ε ρ , εκθέτοντας τις θέσεις του
«κκνωνικοΰ δαρβινισμού», «ήταν η πάλη για την ύπαρξη, η φυσική
επιλογή, που βασίζονται στις διαφορές των ατόμων, η διατήρηση
στη ζωή τ·ν ειδών που είχαν την ικανότητα προσαρμογής στην εξέ­
λιξη. Αυτές οι αντιλήψεις άσκησαν επίδραση σε μερικά, αλλά σε
καμιά περίπτωση σε όλα, τα ρεύματα και τις σχολές της οικονομικής
σκέψης... Ο απεριόριστος ανταγωνισμός και η πάλη για την ύπαρξη
εξασφαλίζουν την επιβίωση των καλύτερων ειδών (the best people).
Οι φτωχοί, οι άρρωστοι, οι αμόρφωτοι και οι πεινασμένοι είναι
υπάρξεις κατώτερης ποιότητας, και γ ι ’ αυτό δεν πρέπει να κατακρί-
voev ούτε την κοινωνία, ούτε τις πιο εύπορες τάξεις για την κακοτυ-

1. Β. L Atvrv, Αχαντα, τόμ. 25, σ ελ . 41.

324
χια τους... Σε παγκόσμια κλίμακα, η πάλη για αποικίες και σφαίρες
επιρροής επιτρέπει στις φυλές με τη μεγαλύτερη ικανότητα προσαρ­
μογής να επιβιώνουν στον ανταγωνισμό εναντίον κατώτερων λαών.»1
Οι θέσεις των φυσικών kui των μη οικονομικών κοινωνικών επι­
στημών δεν χρ η σ ιμ οποιούντα ι από τους χυδαίους οικονομολόγους
για να τονώσουν την ανάπτυξη της πολιτικής οικονομίας, αλλά για
να δικαιολογήσουν την α ποχή τους από την ανάλυση των παραγωγι­
κών σχέσεων του καπιταλισμού και των νόμων τους . Για το σκοπό
αυτό, οι αστοί οικ ο νο μ ο λό γο ι προσπαθούν να στηριχθούν σε κείνες
τις πλευρές των φαινομένω ν και των νόμων της φύσης και της κοινω­
νίας, οι οποίες δεν είναι κοινές με τις οικονομικές διαδικασίες, αλλά
αποτελούν εκείνη ακριβώ ς την ιδιομορφ ία τους, την ιδιαιτερότητά
τους, η οποία μελετάται από άλλους μη οικονομικούς κλάδους. Συνά­
μα, οι ειδικοί νόμοι αυτών των σφαιρώ ν παρουσιάζονται σαν ιδιαίτε­
ροι νόμοι της οικ ο νο μ ικ ή ς ζω ής, πράγμα που προκαλεί τη στρέβλω­
ση όχι μόνο των αιτιακώ ν σχέσ εω ν των καπιταλιστικώ ν φαινομένων,
τον εκχυδαϊσμό ό χι μόνο τη ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας, αλλά και των
συμπερασμάτων και θέσεων άλλω ν επιστημών που επιστρατεύονται
για την υπεράσπιση του καπιταλισμού. Τους αποδίδονται λειτουργίες
και ρόλοι που δεν τους ανήκουν. Η τέτιου είδους σύνδεση με τις
εξωοικονομικές επισ τή μ ες μ π ο ρεί να προκαλέσει, και πραγματικά
προκαλεί, μόνο το βάθαιμα του εκφυλισμού της αστικής πολιτικής
οικονομίας.

2. Η Μ ΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΚΤΑΤΙΚΟΥ


(ΕΞΩΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΟΥ) ΕΚΧΥΔΑ Ϊ ΣΜ ΟΥ
ΣΕ ΚΥΡΙΑΡΧΗ Μ Ο Ρ Φ Η ΤΗ Σ Κ ΡΙΣΗ Σ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ Π Ο Λ ΙΤΙΚ Η Σ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑΣ
ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΙΜ ΠΕΡΙΑΛΙΣΜ ΟΥ

...Τ ις κοινω νικ ές επιστήμ ες στα


τέλη του 19ου αιώνα, σε αντιδιαστολή
με τις κοινω νικ ές επιστήμ ες του
18ου αιώ να, τις δ ια κρ ίνει η φυγομαχία.
Τζ. Μπέρναλ

Τα γεγονότα του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα και των αρχών
του 20ού αιώνα προκάλεσαν τέτια όξυνση των αντιφάσεων του καπι­
ταλιστικού τρόπου παραγω γής, και τόσο ουσιαστικές αλλαγές στην
αστική πολιτική οικονομία, ώστε να μπορούμε να μιλάμε απόλυτα

1. J. Oser, Evolution o f Economic Thought, σελ. 373, 374.


2 «Αυτό που χρειάζεται η κοινω νική επιστήμη για την επίλυση των βασικών
δικαιολογημένα για την έναρξη του νέου, του δεύτερου σταδίου της
κρίσης την Στη βάση του βρισκόταν η σημαντική ένταση των ταξι­
κών αντιθέσεων και της πάλης του προλεταριάτου με την αστική τά­
ξη, six) προκλήθηκε από το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης, το βάθαι-
μα των οικονομικών κρίσεων, την εμφάνιση και ανάπτυξη των κεφα­
λαιοκρατικών μονοπωλίων. Τεράστιο ρόλο στο παραπέρα βάθαιμα
της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας έπαιξε η έκδοση του
κύριου έργου του Κ. Μαρξ, του Κεφάλαιου (του πρώτου τόμου το
1867, του δεύτερου το 1885, του τρίτου το 1894 και του τέταρτου το
1905-1910), η πλατιά διάδοση του μαρξισμού και η μετατροπή του σε
κυρίαρχη κατεύθυνση μέσα στο εργατικό κίνημα, η εμφάνιση των
μαζικών εργατικών κομμάτων στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώ­
ρες και η γενική άνοδος του εργατικού κινήματος.
Η οξύτητα των ταξικών αντιθέσεων εκδηλώθηκε καθαρά στις εξε­
γέρσεις των εργατών του Παρισιού το 1871, που έδειξαν σ ’ όλον τον
κόσμο ότι το προλεταριάτο έγινε ένας τρομερός αντίπαλος του καπι­
ταλισμού κου διεκδικεί με θάρρος την κρατική εξουσία. Η Παρισινή
Κομμούνα — αυτή η πρώτη ιστορικά μορφή της δικτατορίας του
προλεταριάτου — άσκησε τεράστια επίδραση στην αστική πολιτική
οικονομία. Τα γεγονότα του 1871 έδειξαν την αδυναμία της αστικής
απολογητικής, που στάθηκε ανίκανη να κατακτήσει το νου των εργα­
ζομένων.
Σε συνθήκες όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων, η ανάγκη υπερά­
σπισης του καπιταλισμού από οικονομική άποψη, γίνεται για την
αστική τάξη όλο και πιο επιτακτική, οι δυνατότητες όμως αυτής της
υπεράσπισης περιορίζονται όλο και περισσότερο, εξαιτίας κυρίως
της πλατιάς διάδοσης του μαρξισμού. Ακριβώς γ Γ αυτό, κύρια μορ­
φή όξυνσης της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας στην επο­
χή του ιμπεριαλισμού γίνεται η εκτατική (μη οικονομική) μορφή.
Η πλατιά διάδοση της εκτατικής μορφής εκχυδαϊσμού της αστικής
πολιτικής οικονομίας δείχνει ένα ποιοτικά νέο στάδιο της κρίσης
της. Η μορφή αυτή εκχυδαϊσμού σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη απομά­
κρυνση, απ’ ό,τι η εντατική μορφή, των αστών οικονομολόγων, από
την ουσία των οικονομικών φαινομένων. Τώρα πια ό χι μόνο η απα­
τηλή φετιχική μορφή των οικονομικών διαδικασιών, αλλά και η, όχι
λιγότερο απατηλή και ασύγκριτα πιο απομακρισμένη από την οικο­
νομία, μορφή των εξωοικονομικών διαδικασιών, άρχισε να παρουσιά­
ζεται ως η βαθύτερη αιτία των οικονομικών φαινομένων. Μια «επι­
στήμη», που για να εξηγήσει την ουσία των φαινομένων, τα οποία

spoβλημάτων (και όχι για την αποφυγή τους)», έγραψε ο Τζ. Μπέρναλ, «είναι να
καταφεύγουμε λιγότερο σε προσεκτικά επεξεργασμένες τεχνικές μεθόδους άλλων
επιστημών και να δείχνουμε περισσότερη τόλμη.» (Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη στην
ιστορία της κοινωνίας, σελ. 537).

326
αποτελούν το δικό της αντικείμενο έρευνας, υποχρεώνεται να προσφύ-
γει σε άλλες επιστήμες, αποδεικνύει ότι είναι απόλυτα αφερέγγυα1.
Ταυτόχρονα, η μετατροπή του εκτατικού εκχυδαϊσμού σε κυρίαρχη
μορφή δείχνει τη χρ εο κ ο π ία εκείνω ν των μεθόδων υπεράσπισης του
καπιταλισμού που βα σ ίζοντα ι μόνο στην εξωτερική φετιχική μορφή
των οικονομικών διαδικασιώ ν.
Στην περίοδο 1870-1930 εμφανίστηκε ένα πλήθος ρευμάτων της
αστικής πολιτικ ή ς ο ικ ο νο μ ία ς που γενικό χαρακτηρισ τικό τους
(εκτός από την ο ικ ο νο μ ικ ή α π ο λ ο γη τικ ή ) ήταν η απολογητική ερμη­
νεία των οικονομικώ ν δια δικ α σ ιώ ν του καπιταλισμού από εξωοικο-
νομικές θέσεις. Τα ρεύματα τη ς α σ τικ ή ς π ολιτική ς οικονομίας αυτής
της περιόδου ξεχω ρίζουν μεταξύ τους κυρίως από τις κατευθύνσεις
του εκτατικού εκχυδαϊσμού.
Τέτια, για παράδειγμα, είνα ι η νέα ισ τορική σ χολή , η κοινωνική
σχολή του δικαίου, οι ψ υ χο λο γικ ές σ χο λές (η αυστριακή και η αγ-
γλοαμερικάνικη), η γεω γρα φ ική σ χο λ ή (γεωπολιτική), η ηθική σχο­
λή, η κοινω νιολογική σ χο λ ή (θεσμική), η βιολογική (νεομαλθουσια-
νισμός), η θεολογική (κ οινω νική διδασκαλία της καθολικής εκκλη­
σίας) και άλλα.
Για να αντιμετω πίσουν τη ν επαναστατική θεωρία του μαρξισμού,
και για να αντλήσουν επ ιχειρ ή μ α τα υπέρ της καπιταλιστικής τάξης
πραγμάτων, οι ασ το ί α π ο λ ο γη τές προσέφ υγαν σε τέτιες αστικές επι­
στήμες, όπως η ισ το ρ ία τη ς εθνικ ή ς οικονομίας, το δίκαιο, η κοινω-
νιολογία, η ψ υχολογία , η η θ ικ ή , καθώς επίσης η ανθρωπολογία, η
βιολογία, η γεω γραφία κλπ. Ο ι α ^ το ί οικονομ ολόγοι υποχρεώθηκαν
να απευθυνθούν ακόμη και σ τη θεολογία. Π ροσπάθησαν να επιστρα­
τεύσουν όλα τα ιδεο λο γικ ά μέσα που είχα ν στη διάθεσή τους, πρα­
κτικά όλες τις κοινω νικές και φυσικές επιστήμες^, ώστε να ανατρέ­
ψουν κυρίως τη ν π ο λ ιτικ ή ο ικ ο νο μ ία του μαρξισμού, που αποκαλύ-

1. Ο αμερικανός ισ το ρ ικ ό ς τη ς π ο λιτικ ή ς οικονομίας Μπ. Σέλιγκμαν, γράφει με


σαρκασμό γι ’ αυτή τη ν ιδιομορφ ία της σύγχρονης αστικής πολιτικής οικονομίας:
«...Μ’ έναν τρόπο πολύ ενδια φ έροντα και ωφέλιμο, η επιστήμη αυτή χρησιμο­
ποιεί μεθόδους δανεισμένες από άλλους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, αλλά
αυτή δεν έχει δικές της καθαρές α ρχές, που θα της επέτρεπαν να θεωρηθεί επιστή­
μη, ικανή να προβλέψ ει τη ν πο ρ εία των γεγονότω ν, όπως, ας πούμε, η αστρονο­
μία» (Μπ. Σέλιγκμαν, 7α βασικά ρεύματα της σύγχρονης οικονομικής σκίψης, σελ.
534).
2. Ο σύνθετος, αντιφ α τικός χα ρ α κ τή ρ α ς ανάπτυξης των επιστημών, πριν α π '
όλα των φυσικών, χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή θ η κ ε από τους αστούς ιδεολόγους και για την
υπονόμευση των φιλοσοφικών θέσεων του μαρξισμού. Θα θυμίσουμε την ονομαζό­
μενη «κρίση της φ υσιογνω σίας» σ τα τέλη του 19ου αιώνα και τις προσπάθειες
των αστών ιδεολόγων να τη χρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ο υν για την αναίρεση της υλιστικής
διαλεκτικής.
την ανατομία kui φ υ σ ιο λ ο γ ία τη ς α σ τ ικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς , να α να ιρ έ­
σουν τα επα νασ τατικ ά σ υ μ π ερ ά σ μ α τα π ο υ α π ο ρ ρ έ ο υ ν α π ’ αυτή. Η
ιρ ο σ β ά β εια να π ρ α γ μ α το π ο ιη θ εί με κ ά θε τ ρ ό π ο α υ τό το π ρ ω τα ρ χ ικ ό
ιδεολογικό κ αθήκον, που ε π έ β α λ α ν ί α ζ ω τ ικ ά σ υ μ φ έ ρ ο ν τ α τη ς α σ τι­
κής τά ξη ν αποτέλεσ ε τη ν α ιτ ία α ν ά π τ υ ξ η ς τ η ς ε κ τ α τ ικ ή ς μ ο ρ φ ή ς της
κρίσης της ασ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς .
Τα γεγονότα αυτά δ ε ίχ ν ο υ ν ξ ε κ ά θ α ρ α ό τ ι η α σ τ ικ ή π ο λ ιτ ικ ή οικ ο­
νομία είνα ι α νίκ ανη να α ν τ ιμ ε τ ω π ίσ ε ι το μ α ρ ξ ισ μ ό με β ά σ η τη δική
της ο ικ ο νο μ ικ ή θεω ρ ία, ό τ ι η α ν ά π τ υ ξ η τ η ς κ ρ ίσ η ς τ η ς α σ τ ικ ή ς πο­
λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς, η α π ο σ ύ ν θ ε σ ή τ η ς , π ή γ α ζ ε α π ό τ η ν α δ ια μ φ ισ β ή ­
τητη επίδρασ η της μ ε τα τρ ο π ή ς το υ σ ο σ ια λ ισ μ ο ύ σ ε π ρ α γ μ α τ ικ ή επι­
στήμη.
Η εκτατική, η μη οικονομική μορφή, σαν ποιοτικά νέα μορφή εκ-
χυδαϊσμού, τυπική για την αστική οικονομία της εποχής του ιμπερια­
λισμού. δεν εξαλείφει καθόλου την εντατική μορφή, περιπλέκεται μ ’
αυτή, τη συμπληρώνει και αναπτύσσεται στη βάση της. Η κυριαρχία
του εκτατικού εκχυδαϊσμού αποτελεί λαμπρή απόδειξη της επιστη­
μονικής αναξιοπιστίας της αστικής πολιτικής οικονομίας, αφού,
στην πραγματικότητα, οι οικονομικές διαδικασίες του καπιταλισμού
υποτάσσονται στους εσωτερικούς τους νόμους και ό χι σε εξωτερι­
κούς παράγοντες, αν'και αυτοί υφίστανται την επίδρασή τους1.
Η επίδραση του Κεφαλαίου στην εξέλιξη της αστικής πολιτικής
οικονομίας τόσο στο σύνολό της ύσο και στα ξεχω ριστά της ρεύμα­
τα, είναι τεράστια και πολύπλευρη. Το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ αποτε­
λεί την επιστημονική θεωρητική έκφραση εκείνων ακριβώς των νέων
επαναστατικών κοινωνικών δυνάμεων του αναπτυσσόμενου προλετα­
ριακού κινήματος, οι οποίες και προκάλεσαν την κρίση της αστικής
πολιτικής οικονομίας. -
Η επιστημονική μαρξιστική πολιτική οικονομία επέφερε βαθιές
αλλαγές τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή της απολογητι­
κής του καπιταλισμού, αποκλείοντας, για παράδειγμα, τη δυνατότητα
κυριαρχίας της οικονομικής μορφής εκχυδαϊσμού.
Κατά την εξέταση της εκτατικής μορφής εκχυδαϊσμού της οικονο­
μικής επιστήμης, σημαντικό μεθοδολογικό ρόλο παίζει το ζήτημα
της ταξινόμησης των επιστημών.

I. -Η συνένωση των κοινωνικών και των βιολογικών επιστημών μετέφερε στις


κοινωνικές επιστήμες κάποια συνήθεια για παρατήρηση και επαγω γική λογική
και έτσι τις ξέκοψε κάπως από τη χρησιμοποίηση απαγωγικών συμπερασμάτων
«ου έβγαιναν από τις «πρώτες αρχές», πράγμα που είχε κληρονομηθεί από τον
Αριστοτέλη και την εκκλησία. ' Ομως αυτή η συνένωση δημιούργησε επίσης την
άποψη ότι η κοινωνιολογία είναι απλά η ανθρώπινη βιολογία, πράγμα που είχε
τόσο καταστρεπτικές συνέπειες στην εποχή μας» (Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη
στην ιστορία της κοινωνίας, σελ. S63).

328
Ο διαχωρισμός των ρευμάτων της χυδαίας αστικής πολιτικής οι­
κονομίας, τα οποία βασίζονται σ τη ν εκτατική κυρίας μορφή εκχυ-
δαϊσμού, οι αλλαγές τους, αλλαγές του ίδιου του συστήματος της χυ­
δαίας οικονομίας, δεν μπορούν να μη συνδεθούν με το σύστημα επι­
στημών που υπάρχει και με τις αλλαγές του. Αυτή η εξάρτηση στην
ανάπτυξη της χυδαίας οικ ο νο μ ία ς δεν είναι μόνο μια ιδιόμορφη τρο­
ποποίηση του γενικού νόμου της αλληλεπίδρασης των επιστημών,
αλλά και απορρέει άμεσα από τη δοσμένη ειδική μορφή εκχυδαϊσμού
της πολιτικής οικονομίας.
Η πιο γενική, η πα ρ α δο σ ια κή π ια διαίρεση των επιστημών σε κοι­
νωνικές, που αντικείμ ενό τους έχουν τη ν ανθρώπινη κοινωνία, και σε
φυσικές, που μελετούν τη φ ύση, είναι φανερά ανεπαρκής, γιατί δεν
περιλαβαίνει το σ ύ νο λο τω ν επιστημώ ν. Μ ια σειρά επιστημών — φι­
λοσοφικές, μαθηματικές και μ ερικές άλλες — περιλαβαίνουν στο α­
ντικείμενο τη ς έρευνάς τους κοινω νικά και φυσικά φαινόμενα, κω
γ ι’ αυτό δεν μπορούν να ανα χθούν ούτε σ τη ν πρώτη, ούτε στη δεύτε­
ρη ομάδα επιστημών.
Θα παρατηρήσουμε ό τι ο ι χρη σιμοποιούμενες εδώ αρχές ταξινό­
μησης των επιστημώ ν δεν είνα ι ομοιόμορφες. Η διαίρεση των επι­
στημών σε κοινω νικές και φυσικές έχει σαν βάση της τη διαφορά του
αντικειμένου τη ς έρευνας, ενώ η δια ίρεση των επιστημών σε φιλοσο­
φικές, μαθηματικές κλπ., σε πρώ το πλάνο θέτει τη διαφορά των μεθό­
δων (μαθηματικών, λο γικ ώ ν κλπ.) ανάλυσης. Από εδώ, άλλωστε,
προέρχεται και το ότι δεν τα υτίζοντα ι αυτές οι υποδιαιρέσεις1.

I. Γ ι’ αυτό και δε λύνει το ζή τη μ α ο διαχω ρισμός που προτείνουν οι Β. Ζ.


Κέλε, Μ. Γ. Κ οβαλζόν (στο ενδιαφ έρον γενικ ά άρθρο «Για το ζήτημα της ταξινό­
μησης των κοινω νικώ ν επιστημώ ν»), σε επιστήμες ανθρωπιστικές και επιστήμες
κοινωνικές. Η φ ιλοσοφ ία, γράφ ουν, μη όντας κοινωνική επιστήμη, είναι επιστή­
μη ανθρωπιστική. Ο όρος αυτός σ η μ α ίνει ό τι η επιστήμη αυτή έχει προορισμό
όχι μόνο να επεξεργαστεί τη ν αντικ ειμ ενικ ή γνώ ση για τον κόσμο, αλλά και να
εκφράσει τη ν κοινω νική θέση τη ς μιας ή της άλλης τάξης. «Σε διάκριση από τις
άλλες επιστήμες, ο ι οποίες προχω ρούν στη γνώση του εξεταζόμενου αντικειμένου
έτσι, όπως αυτό υ πάρχει καθαυτό, ανεξάρτητα από τον άνθρωπο και τα ενδιαφέ­
ροντα του, η φ ιλοσ οφ ία εκφράζει ό χ ι μόνο τις αντικειμενικές γνώσεις για τον
κόσμο, αλλά και τη σ χέσ η του ανθρώπου προς αυτόν» (Μεθοδολογικά ζητήματα
των κοινωνικών επιστημών, Μ όσχα, 1966, σελ. 45).
Σημειώνουμε ό τι εδώ σ υγχέο ντα ι ο ι αρχές της ταξινόμησης των επιστημών.
Από τη μια μεριά, από την άποψη του αντικειμένου έρευνας, οι συγγραφείς του άρ­
θρου, τη φιλοσοφία δεν τη ν κατατάσσουν ούτε στις κοινωνικές, ούτε στις φυσι­
κές επιστήμες, από τη ν άλλη μεριά, από την άποψη της συμμετοχής της στην επε­
ξεργασία της κοσμοαντίληψης, τη ν κατατάσσουν στις ανθρωπιστικές. Έ τσ ι, το ζή­
τημα της ταξινόμησης τη ς φ ιλοσοφ ίας, με βάση τη ν αρχή που προηγούμενα δέ­
χθηκαν οι αρθρογράφοι — του αντικειμένου της έρευνας — δεν λύνεται. Ταυτό­
χρονα, στον όρο «ανθρωπιστικές» υπάγονται πρακτικά όλες οι κοινωνικές επιστή­
Λν χάλι θέσουμε στη βάση της ταξινόμησης των επιστημών μια
ενιαία αρχή, τη διαφορά στο αντικείμενο των ερευνών τους, τότε το
σύνολο των επιστημών διασπάται σε τρεις περισσότερο ή λιγότερο
ξεχωριστές, αν και στενά συνδεμένες μεταξύ τους, μεγάλες ομάδες:
1. Οι ψυσικές επιστήμες, που έχουν σαν αντικείμενό τους τους νό­
μους της φύσης (φυστική, χημεία, βιολογία, αστρονομία, βιοφυσική,
βιοχημεία, κλπ.).
1 Οι κοινωνικές επιστήμες, που ερευνούν τις ειδικές, και κατά τρό­
πο ουσιαστικό διαφορετικές από τους νόμους τη ς φύσης, νομοτέλειες
τ»ν κοινωνικών σχέσεων (πολιτική οικονομία, αισθητική, συγκεκρι­
μένη οικονομική, κλπ.).
3. Οι συνθετικές ή κοινωνικοφυσικές επιστήμες, που μελετούν τις
νομοτέλειες τόσο των φυσικών, όσο και των κοινω νικώ ν φαινομένων.
Οι συνθετικές επιστήμες με τη σειρά τους διαιρούνται σε δυο ομάδες:
α) στις καθολικές συνθετικές επιστήμες (φ ιλοσ οφ ία, μαθηματική,
κυβερνητική κλπ.), που μελετούν τις γενικές νομοτέλειες της φύσης
και της κοινωνίας, β) στις επιμέρους συνθετικές επιστήμες (όπως η
ανθρωπολογία, που βρίσκεται στο μεταίχμιο τη ς κοινω νιολογίας, της
ιστορίας και της βιολογίας), που μελετούν τις επιμέρους νομοτέλειες
των φυσικών και κοινωνικών διαδικασιών.
Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει να διαπιστωθούν τρεις τουλάχιστον
βασικές κατευθύνσεις του εκτατικού εκχυδαϊσμού τη ς α στικής πολι­
τικής οικονομίας που ξεχωρίζουν από το ποια ομάδα επιστημών γίνε­
ται η βάση τους και, σε τελευταία ανάλυση, από το βαθμό απομά­
κρυνσης από το καθαυτό αντικείμενο της π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας. ·
Η πιο εκλεπτυσμένη μορφή εκχυδαϊσμού, που θα μπορούσε να
ονομαστεί κοινωνικοεκτατική, συνίσταται σ την υποκατάσταση των
καθαυτό οικονομικών νομοτελειών με νομοτέλειες κοινωνικές, κατά
κανόνα του εποικοδομήματος. Η μορφή αυτή εκφράζεται στην από­
τομη διόγκωση των υπαρκτών εξαρτήσεων τω ν οικονομικώ ν διαδι­
κασιών από τα κοινωνικά φαινόμενα, που συνδέονται με αυτές. Τέτια
είναι, για παράδειγμα, η νομική ερμηνεία των οικονομικώ ν διαδικα­
σιών από τους οπαδούς της κοινωνικής σ χο λ ή ς του δικαίου, η ιστο­
ρική ερμηνεία (στις εργασίες της νέας ισ το ρ ικ ή ς σ χο λ ή ς), η σημαντι­
κή ερμηνεία, η αγοραία-κοινωνιολογική ερμηνεία των οικονομικών δια­
δικασιών (θεσμική) και άλλες παρόμοιες κατευθύνσεις της αστικής
μες, που έχουν τα πιο διαφορετικά αντικείμενα έρευνας και που περιέχουν «αν­
θρώπινη» (ακριβέστερο θα ήταν να πούμε, ταξική) σ χέσ η , προς την αντικειμενι­
κή αλήθεια που ανακαλύπτουν. Αυτή η αοριστΐα των αφετηριακών αρχών, δεν
μπορεί, φυσικά, να δόσει μια ενιαία ταξινόμηση των επιστημών. Ταυτόχρονα, ο
καθορισμός αυτού του νέου κριτηρίου — του βαθμού συμμετοχής της μιας ή της
άλλης επιστήμης στην επεξεργασία της κοσμοαντίληψης τάξης ή τάξεων — είναι
πολύ ουσιαστικός αιπός καθαυτός, γιατί επιτρέπει να φανεί και αυτή η σημαντι­
κή λειτουργία της επιστημονικής σκέψης.
πολιτικής οικονομίας, που σ τη ρ ίζο ντα ι στην παραχάραξη των κοινω­
νικών επιστημών.
Η δεύτερη ομάδα τω ν ρευμάτων τη ς αστική ς πολιτική ς οικονομίας
παίρνει σαν βάση εκχυδα ϊσμού τις ονομαζόμενες συνθετικές (κοινω-
νικοφυσικές) επιστήμες. Π α ράδειγμ α αυτού του τύπου εκχυδαϊσμού
μπορεί να αποτελέσ ει η α π ο λ ο γ η τικ ή μαϋηματικοποίηση της αστικής
πολιτικής οικονομ ία ς τό σ ο σ τη ν ειδικ ή μαθηματική της κατεύθυνση,
όσο και στις εργασίες τω ν εκπροσώ πω ν άλλων ρευμάτων. Εδώ επίσης
κατατάσσεται και η ψυχολογική ερμ ηνεία των οικονομικών διαδικα­
σιών (γιατί η ψ υ χο λο γία είνα ι επιμέρους συνθετική, δηλαδή κοινω-
νικοφυσική επισ τή μ η ) σ τις θεω ρίες τη ς αυστριακής και αγγλοαμερι-
κανικής σ χολή ς τη ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας.
Η τρίτη, η πιο πρ ω τό γο νη και ακατέργαστη μορφή εκχυδαϊσμού,
είναι η υποκατάσταση τω ν κ ο ινω νικ ο ο ικ ο νο μ ικ ώ ν νομοτελειών με
τις νομοτέλειες τη ς φ ύσ η ς, η υποκατάσ ταση ενός νόμου ανώτερης
τάξης, με ένα νόμο κ ατώ τερη ς τά ξ η ς, και μ άλιστα με στρεβλωμένη
μορφή. Έ τ σ ι, σαν βάση εκ χυδα ϊσ μ ο ύ χρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ντα ι εδώ όχι μό­
νο μη οικονομικές, ακόμη και μη κοινω νικές, αλλά και φυσικές δια­
δικασίες και φαινόμενα, και οι επ ισ τή μ ες που τα μελετούν. Τέτια, για
παράδειγμα, είναι η β ιολογική ερ μ η νεία των κοινωνικοοικονομικών
φαινομένων, που βρήκε τη ν π ιο καθαρή, αλλά ό χι και τη μοναδική
της έκφραση στο μ α λθ ο υ σ ιο νισ μ ό (ακόμη και στο σύγχρονο), η γεω­
γραφική ερμηνεία (γ ε ω π ο λ ιτικ ή )1 και άλλες μορφές φυσικοεκτατικού
εκχυδαϊσμού της α σ τικ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς οικονομίας.
Σε ειδική ομάδα π ρ έπ ει να κα τα τα γούν τα ρεύματα της αστικής πο­
λιτικής οικονομίας τα ο π ο ία σ τη ρ ίζο ν τα ι στα αντιορθολογικά δόγ­
ματα που'επεξεργάζετα ι η θεολογία και που αποβλέπουν στη δικαίω­
ση της εκμετάλλευσης2. Τ έτιες, γ ια παράδειγμα, είναι οι απόψεις της
κοινωνικοκαθολικής διδ α σ κ α λ ία ς σ το ν τομέα της πολιτική ς οικονο­
μίας.
Στις ίδιες βάσεις σ τ η ρ ίζ ο ν τα ι και πολλές οπορτουνιστικές και
αναθεωρητικές οικ ο νο μ ικ ές α π όψ εις, που αποτελούν ειδική μορφή
αστικής (ή μ ικ ρ ο α σ τικ ή ς) π ο λ ιτ ικ ή ς οικονομίας, προσαρμοσμένης
στην προπαγάνδιση τω ν αστικώ ν ιδεών στους εργάτες.
Εννοείται ότι η α μ ο ιβ α ία σύνδεση των ρευμάτων της χυδαίας πολι-

1. Ο Κ. Χ αουσχόφερ, ένας από τους θεμελιωτές της γεω πολιτικής, την όριζε
σαν διδασκαλία «για τον γεω γραφ ικό καθορισμό της πολιτικής» (παρατίθεται
από: Γ. Χάιντεν, Κ ριτική της γερμανικής γεωπολιτικής, μετάφρ. από τα γερμανικά,
Μόσχα, 1960, σελ. 77).
2. Ο Τζ. Μ πέρναλ γράφει ότι ο ι α σ το ί ιδεολόγοι «στον αιώνα της πανθομολο-
γούμενης παρακμής, σ τράφ η κα ν στη θρησκευτική, μυστικιστική και ανοιχτά
ανορθολογική κοινω νική επισ τήμ η» (Τζ. Μ πέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της
κοινωνίας, σελ. 570).
ηκής οικονομίας και των μεθόδων υπ ερ ά σ π ισ η ς του καπιταλισμού,
είναι πολύ πιο σύνθετη, α π ’ ό,τι πα ρουσ ιά ζετα ι σ το σ χή μ α που εκτέ­
θηκε «ιο πάνω, γιατί τα διάφορα ρεύματα χρ η σ ιμ ο π ο ιο ύν πλατιά
πολλές μεθόδους απολογίας υπέρ του κ α π ιτα λισ μ ού. Ω στόσο η κατά­
ταξη των ρευμάτων της αστικής π ο λ ιτικ ή ς οικονομ ία ς με βάση τη
μορφή απολογητικής, δηλαδή με βάση το κ ρ ιτή ρ ιο που αντανακλά
τόσο την κοινωνική τους ουσία, όσο κ α ι τη γ ν ω σ ιο λ ο γικ ή τους φύ­
ση, δίνει το κλειδί για την ανάλυση τω ν ρευμάτω ν τη ς χυδαίας πολι­
τικής οικονομίας που στηρίζεται σ τη ν εξω οικ ονομ ικ ή κυρίως μορφή
απολογητικής του καπιταλισμού.
Κ εφ ά λαιο 8

ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΟΥ


ΕΚΤΑΤΙΚΟΥ (ΕΞΩΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ) ΕΚΧΥΔΑ Ϊ ΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Με αφετηρία τη δια φ ορά τη ς βάσης εκείνης (με τη μορφή των


εξωοικονομικών επ ισ τη μ ώ ν και φυσικώ ν επιστημώ ν, και επίσης της
θεολογίας), σ τη ν ο π ο ία κυρίω ς σ τη ρ ίζο ν τα ι τα ρεύματα της αστικής
πολιτικής οικονομ ίας, που ο ικ ο δ ο μ ή θη κ α ν σύμφωνα με την αρχή του
εκτατικού εκχυδαϊσμού, μ πορούμε να ξεχω ρίσουμε τις επόμενες τέσ­
σερις κύριες κατευθύνσεις τους:
1) Κ οινω νική-εκτατική, 2) συνθετική-εκτατική, 3) φυσική-εκτατι-
κή, 4) θεολογική κατεύθυνση, δηλαδή οι οικονομικές απόψεις της
κοινωνικής διδασκαλίας του καθολικισμού.
Δεν είναι δύσκολο να δει κ ανείς ό τι αυτού του είδους η ταξινόμη­
ση των ρευμάτων τη ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας επισημαίνει το
διαφορετικό βαθμό α π ό ρ ρ ιψ η ς τη ς επισ τη μ ονική ς ανάλυσης των
κοινωνικοοικονομικών δια δ ικ α σ ιώ ν του καπιταλισμού από τους εκ­
προσώπους των διάφ ορω ν κατευθύνσεω ν της. Δ είχνει επίσης πόσο
σύνθετες και π ο ικ ίλ ες μορφ ές π α ίρ ν ει η κρίση της γενικής θεωρητι­
κής αστικής π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο νο μ ία ς σ την εποχή του ιμπεριαλισμού,
πόσο σημαντική είναι η καταστροφ ή του γνωστικού της μηχανισμού.
Ταυτόχρονα, είναι ανάγκη να υ π ο γρ α μ μ ισ τεί ότι η τάση για ενίσχυ­
ση του χυδαίου χα ρ α κ τή ρ α τη ς α σ τικ ή ς γενικ ή ς θεωρητικής πολιτι­
κής οικονομίας, δεν α π ο κ λ είει καθόλου τις πολύτιμες έρευνες που
διενεργούν οι α σ το ί ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γο ι στους εφαρμοσμένους, ειδικούς
τομείς της οικ ονομ ικ ή ς επ ισ τή μ η ς. Από την άλλη μεριά, η τάση αυ­
τή συναντά, και στο καθαυτό π ολιτικ οοικονομ ικ ό πεδίο της αστικής
οικονομικής θεωρίας, μια ο ρ ισ μ ένη αντίδραση από μέρους των
αστών επικριτών των μονοπω λίω ν και τον ιμπεριαλισμού συνολικά,
που εκφράζουν τα συμφέροντα τη ς μη μονοπω λιακής μέσης αστικής
τάξης.
Εκτός από την εντατική μορφ ή εκχυδαϊσμού στην αστική πολιτική
οικονομία της εποχής του ιμπεριαλισμού, διαδόθηκαν πλατιά και ρεύ­
ματα που βασίζονται σ τις τέσ σ ερ ις επόμενες κατευθύνσεις του εκτα-
τικού εκχυδαϊσμού.
1 . 0 ΚΗΝΟΜΚΟΚΚΤΑΤΙΚΟΣ ΕΚΧΥΔΑ Ϊ ΣΜ Ο Σ
THI AETHIMS ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Η ιδιομορφία της κοινωνικής-εκτατικής κατεύθυνσης εκχυδαϊσμού


της αστικής χολιτικής οικονομίας, συνίσταται στην υποκατάσταση
ιης ανάλυσης των εσωτερικών συναρτήσεων της καπιταλιστικής πα­
ραγωγής με την απολογητική γενικά περιγραφή των κάθε είδους κοι­
νωνικήν διαδικασιών και φαινομένων που ασκούν κάποια επίδραση
βτις οικονομικές διαδικασίες, αλλά που όμως δεν τις καθορίζουν.
Ωστόοο, αυτός ακριβώς ο ρόλος δίνεται στα δοσμένα κοινωνικά φαι­
νόμενα Για να αχοτρέψουν την κατανόηση της εκμεταλλευτικής ου­
σίας του καπιταλισμού και του ιστορικά παροδικού του χαρακτήρα,
οι αστοί οικονομολόγοι στερούν την καπιταλιστική οικονομική από
την αυτοκίνηση, χου ενυπάρχει σ ’ αυτές, εξαιτίας της ανάπτυξης των
εσωτερικών της αντιφάσεων, και παρουσιάζουν σαν αποφασιστικές
αιτίες τον οικονομικών διαδικασιών του καπιταλισμού τέτια κοινω­
νικά φαινόμενα του εποικοδομήματος, όπως το δίκαιο, η ηθική, τα
έθιμα και άλλοι παρόμοιοι εξωοικονομικοί παράγοντες.
Αυτή η κατεύθυνση περικλείει έναν σημαντικό αριθμό ρευμάτων
της αστικής πολιτικής οικονομίας, από τα οποία θα σταθούμε μόνο
στην κοινωνική σχολή του δικαίου και στη νέα ιστορική σχολή.

Η ηκνανική «χολή too δ ίκ ιο υ

Για τον εκτατικό εκχυδαΐσμό της αστικής πολιτική ς οικονομίας


χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο η ιστορία της εθνικής οικονομίας, η
ψυχολογία, η ηθική, αλλά και το δίκαιο. Στις δεκαετίες του 1870 και
του 1880 στη Γερμανία και την Αυστρία διαμορφώνεται η ονομαζό­
μενη κοινωνική σχολή του δικαίου (Ρ. Στάμλερ, Ρ. Στόλτσμαν κ.ά.).
Ο εκχυδαϊσμός της πολιτικής οικονομίας από τις θέσεις του αστικού
δικαίου, διευκολυνόταν από το γεγονός ότι το ίδιο το δίκαιο εκείνη
την εποχή αποτελούσε μια αντιεπιστημονική κατεύθυνση της αστι­
κής ιδεολογίας. «...Το δίκαιο έγινε ένας από τους πιο αυθαίρετους
και αντιεπιστημονικούς κλάδους της κοινω νικής έρευνας»1, έγραψε
για το χαρακτήρα του αστικού δικαίου ο Τζ. Μ πέρναλ. Ο εκχυδαϊ-
σμός αυτός βασιζόταν στην υπερβολική διόγκωση του ρόλου των
κανόναν του δικαίου στην κοινωνική ζωή, καθώς και στην οικονομι­
κή δραστηριότητα των ανθρώπων.
Οι εκπρόσωποι της κοινωνικής σχολής του δικαίου, προσπάθησαν
να παρουσιάσουν σαν τελικές αιτίες, σαν βαθύτερες βάσεις των οικο­
νομικών φαινομένων και διαδικασιών τις σχέσεις δικαίου των αν­
θρώπων. «...Κατά την ανάλυση της πραγματοποίησης της κοινωνικής
I. Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοινωνίας, σελ. 647.

334
ζωής», έγραφε ο Ρ. Στάμλερ, «ουσιαστική τελική βάση όλων είναι η
έννοια της νομικής σ χέσ η ς, η έννοια των νομικά ρυθμιζόμενων σχέ­
σεων των ανθρώ πων.»1 Ο ι εκπρόσω ποι της σχολή ς αυτής εξίσωναν
τα οικονομικά και τα νομ ικά φαινόμενα. «...Οικονομικό φαινόμενο
ονομάζεται», ισ χυριζόταν ο ίδιος ο Ρ. Στάμλερ, «η ταυτόοημη, μαζική
εκδήλωση των σχέσεων δικαίου. »2
Το δίκαιο ασκεί ασφαλώς επίδραση στην οικονομική ζωή. Ωστόσο
δεν καθορίζει το περιεχόμενο των οικονομικών σχέσεων, δεν είναι η
«τελική βάση» τους. Α ντίθετα, ο ι οικονομικές ακριβώς σχέσεις κα­
θορίζουν σε τελευταία ανάλυση το δίκαιο, το περιεχόμενο των νομι­
κών κανόνων. Η παρουσίαση του δικαίου ως βάσης των οικονομικών
διαδικασιών χρ ειά σ τη κ ε στους εκπρόσω πους της κοινωνικής σχολής
του δικαίου για να φτάσουν σ τη ν άρνηση των αντικειμενικών νόμων
της κοινωνικής ανάπτυξης: αν το δίκαιο βρίσκεται στη βάση της οι­
κονομίας, και η οικ ο νο μ ία αυτή κατευθύνεται μόνο από τους νομι­
κούς κανόνες, και αν το ίδιο το δίκα ιο υποτάσσεται μόνο στους ηθι­
κούς κανόνες, η οικονομ ία ρυθμίζεται «από την ελεύθερη θέληση του
ανθρώπου», από τα «ηθικά ιδα νικά του». Στην εποχή του ιμπεριαλι­
σμού, όταν στην η μ ερ ή σ ια διάταξη μπαίνει η προετοιμασία και η
πραγματοποίηση τη ς σ ο σ ια λ ισ τικ ή ς επανάστασης, αυτή η θέση των
αγοραίων οικονομ ολόγω ν σ ή μ α ινε τη διαιώνιση της αστικής τάξης
πραγμάτων. «Η κοινω νική ζωή», έγραψε ο Κ. Ν τιλ, ένας α π ’ τους
κύριους εκπρόσωπους τη ς κ ο ινω νικ ή ς σ χο λ ή ς του δικαίου, «δεν ακο­
λουθεί τις νομοτέλειες τη ς εξέλ ιξη ς τη ς φύσης: η κοινωνική ζωή κα­
θορίζεται από τους θεσμούς του δικαίου, και αυτοί είναι αποτέλεσμα
' της συνειδητής δρα σ τη ρ ιό τη τα ς των ανθρώπων.»3
Η ιδιομορφία τη ς κατεύθυνσης που εξετάζουμε συνίσταται στο ότι
οι εκπρόσωποί τη ς, ανα γνω ρίζοντα ς την κοινω νική φύση των κοινω­
νικοοικονομικών διαδικασιώ ν, επιδίω ξαν με κάθε τρόπο να θεμελιώ­
σουν τη θέση ότι αυτές δεν έχο υ ν υλικό, παραγωγικό χαρακτήρα. Η
πολιτική οικονομία, κατά τη ν άποψή τους, είναι κοινωνική επιστή­
μη, που όμως δεν έχε ι τίπ ο τε το κοινό με την ανάλυση της παραγω­
γής, η οποία ερμηνεύεται από τους εκπροσώπους της κοινωνικής
σχολής του δικαίου σαν καθαρά τεχνικό φαινόμενο.
Απορρίπτοντας τον α π ο φ α σ ισ τικ ό ρόλο της υλικής παραγωγής
στη ζωή της κοινωνίας, οι οπαδοί της κοινωνικής σχολής του δικαίου
έφταναν στο συμπέρασμα που χρεια ζότα ν η αστική προπαγάνδα, ότι
δηλαδή δεν υπάρχουν α ντικ ειμ ενικο ί νόμοι της κοινωνικής ανάπτυ­

1. Ρ. Σ τρ ά μ λε ρ , Ηοικονομία και το δίκαιο από τη σκοπιά της υλιστικής αντίληψης


της ιστορίας, τόμ . 1, μ ετά φ ρ. α π ό τα γ ε ρ μ α ν ικ ά , Σ α ν κ τ -Π έ τ ε ρ μ π ο υ ρ γ κ , 1907. σ ε λ .
273.
2. Στο ίδιο, σελ. 275.
3. Κ. Ν τ ιλ , Σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός, Μ ό σ χ α . 1923, σ ε λ . 10.

335
ξης. «...Πρέπει να διαλυθεί... η πλάνη», έγραψε ο Κ. Ντιλ, «ότι τάχα
η ανάπτυξη της κοινωνίας προς νέες και αλλαγμένες μορφές ακολου­
θεί φυοΗιο δρόμο, ή, όπως λένε, συντελείται με αναγκαιότητα νόμον της
φύοης»'.
Aπό τις θέσεις αυτές προσπάθησαν να χύσουν στο δικό τους καζά­
νι τις βασικές θεωρητικές έννοιες και κατηγορίες που επεξεργάστηκε
η μαρξιστική πολιτική οικονομία. «Η έννοια της κοινωνικής σχέσης
παραγωγής δεν σημαίνει τίποτε απλύτως», έγραψε ο Ρ. Στάμλερ, «αν
δεν προϋποθέτει και τους κανόνες, τους οποίους πρέπει να εφαρμό­
ζουν οι άνθρωποι στις αμοιβαίες σ χέσ εις τους...»2 Από αυτή την
άποψη, οι σχέσεις παραγωγής δεν είναι τίποτε, εάν δεν παίρνουν τη
μορφή του δικαίου που, με μια τέτια ερμηνεία, δεν είναι πια μορφή,
αλλά παρουσιάζεται ως το περιεχόμενο των σχέσεων παραγωγής.
Δανειζόμενοι από τη μαρξιστική οικονομική θεωρία την κατηγορία
«κοινωνική σχέση παραγωγής», οι εκπρόσωποι της κοινωνικής σχο­
λής του δικαίου επιδιώκουν να ευνουχίσουν το υλιστικό-αντικειμενι-
κό περιεχόμενο αυτής της κατηγορίας και να την ταυτίσουν με νομι­
κή σχέση, με σχέση δικαίου. Ο Ρ. Στάμλερ δηλώνει ότι δεν υπάρχει
«καμιά άλλη μορφή κοινωνικής συνένωσης», εκτός από εκείνη που
δίνει η νομική σχέση, η σχέση δικαίου3.
Οι οπαδοί της κατεύθυνσης αυτής καταλάβαιναν θαυμάσια ότι μια
τέτια ερμηνεία της σχέσης οικονομίας και δικαίου, σημαίνει ότι η
επιστήμη διώχνει από την οικονομική ζωή τις σϋναρτήσεις αιτίας
-αποτελέσματος. «...Ο Στάμλερ σημειώνει ορθά», γράφει ο Κ. Ντιλ,
«ότι η κοινωνική-επιστημονική μέθοδος δεν πρέπει να είναι καουζί-
στικη (αιτιακή), όπως υπέθεταν οι Μαρξ και Έ νγκ ελ ς, αλλά θεολο-
γική»4. Αξίζει να σημειωθεί σχετικά ότι μια από τις ειδικές κατευ­
θύνσεις εκχυδαϊσμού της οικονομικής θεωρίας από τους οπαδούς της
κοινωνικής σχολής του δικαίου, είναι η θεολογική ερμηνεία των οικο­
νομικών διαδικασιών, στις οποίες αποδίδεται κάποια εξαρχής στοχοθέ-
τηση και σκοπιμότητα, κάποιος εγγενής τάχα εσωτερικός σκοπός.
Ο μισθός των εργατών, α π ’ αυτή την άποψη, έχει στόχο να καλύ­
ψει τις ανάγκες των εργατών σε είδη κατανάλωσης, ενώ το κέρδος
του καπιταλιστή, να εξασφαλίσει την ύπαρξη του καπιταλιστή. Και
δεδομένου ότι η αξία (η πολυτιμότητα) ενός εμπορεύματος αποτελεί­
ται από τα εισοδήματα, από το κέρδος και το μισθό, τότε και αυτής

1. Στο ίδιο, σελ. 27.


1 Ρ. Στάμλερ. Ηοικονομίακαι το δίκαιο από τη σκοπιά της υλιστικής αντίληψης
τηςιστορίας, τόμ. 1, σελ. 263.
3. Ρ. Στάμλερ, Ηοικονομίακαι το δίκαιο από τησκοπιά της υλιστικής αντίληψης
τηςιστορίας, τόμ. 1, σελ. 266.
4. Κ. Ντιλ, Σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός, σελ. 28.

336
της αξίας, στόχος είναι η στήριξη της ύπαρξης των εργατών και των
καπιταλιστών.
Η θεολογική μέθοδος εκτίθεται με τη μεγαλύτερη σαφήνεια στην
εργασία του Ρ. Στόλτσμαν Ο σκοπός στην εθνική οικονομία. Με βάση
την ιδεαλιστική αυτή μέθοδο, οι εκπρόσωποι της κοινωνικής σχολής
του δικαίου προσπάθησαν να ερμηνεύσουν και την ουσία του καπι­
ταλισμού κρα του τρόπου παραγωγής γενικά. «Ο τρόπος παραγωγής»,
αναφέρει ο Ρ. Στάμλερ, «από κοινωνική άποψη, είναι ειδική μορφή εξω­
τερικού τρόπον ρύθμισης της συνεργασίας, που αποβλέπει στην εξεύρε­
ση των αναγκαίων για την ικανοποίηση των αναγκών μέσων»1. Ο
σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής, από μια τέτια άποψη, συμπί­
πτει με το σκοπό της παραγωγής γενικά.
Με βάση την άποψη ότι το δίκαιο παίζει καθοριστικό ρόλο, οι
οπαδοί της κοινωνικής σ χο λή ς του δικαίου ερμηνεύουν στις εργασί­
ες τους πρακτικά όλα τα βασικά φαινόμενα της καπιταλιστικής οικο­
νομίας, συμπεριλαμβανόμενων και των εμπορευματικών σχέσεων.
Υποκαθιστώντας την αντικειμενική κατηγορία της αξίας με την κα­
τηγορία της υποκειμενικής αξίας (πολυτιμότητας), ο Ρ. Στάμλερ κα­
ταλήγει στο συμπέρασμα ό τι η «πολυτιμότητα» εξαρτάται κατά τρό­
πο αποφασιστικό από τους νομικούς κανόνες. «Η πολυτιμότητα...»,
έγραφε, «έχει σημασία μόνο για την ανταλλαγή εμπορευμάτων με βάση
τους δικούς μας νομικούς κανόνες»2. Την άποψη αυτή προσπαθεί να
την αποδόσει και στον Κ. Μ αρξ, υποστηρίζοντας ότι αντικείμενο και
της μαρξικής θεωρίας της αξίας είναι η ανάλυση των σχέσεων δι­
καίου. «Αυτός ο νόμος», γράφει για το «νόμο της αξίας του Μαρξ» ο
Ρ. Στάμλερ, «επιδιώκει να αποκαταστήσει... ενιαία άποψη για τη βα­
σική μαζική έκφραση όμοιων σχέσεων δικαίου...»3 και συγκεκριμέ­
να, των εμπορευματικών σχέσεων.
Ό λ α αυτά δείχνουν την απόλυτα καθορισμένη επιδίωξη των οπα­
δών της κοινωνικής σ χο λ ή ς του δικαίου να αφαιρέσουν από τις κα­
τηγορίες της μαρξιστικής πολιτική ς οικονομίας το αντικειμενικό,
υλικοπαραγωγικό, και επομένως και ταξικό, περιεχόμενό τους, και να
προσαρμόσουν τις κοινω νικές μορφές των οικονομικών διαδικασιών
που αντανακλώνται σ ’ αυτές, στα ιδεολογικά καθήκοντα της αγοραίας
αστικής πολιτικής οικονομίας.
Έ τσι, στην κοινωνική σ χο λ ή του δικαίου, αντανακλώνται πιο
αναπτυγμένες συνθήκες ταξικής πάλης, απ ’ ό,τι στην υποκειμενική-
ψυχολογική σχολή. Σε διάκριση α π ’ την τελευταία, η σχολή του

1. Ρ. Στάμλερ, Ηοικονομία και το δίκαιο από τησκοπιά της υλιστικής αντίληψης


τηςιστορίας, τόμ. 1, σελ. 268.
2. Ρ. Στάμλερ, Ηοικονομία και το δίκαιο από τη σκοπιά της υλιστικής αντίληψης
τηςιστορίας, τόμ. 1, σελ. 277.
3. Στο ίδιο, σελ. 278.

337
δικαίου ήταν υποχρεωμένη να παραδεχτεί (έστω και στα λόγια) τον
κοινωνικό χαρακτήρα των οικονομικών φαινομένων και να απορρί-
ψει χη μέθοδο ;ου ροβινσονισμού της υποκειμενικής-ψυχολογικής
σχολής σαν όχι αρκετά αποτελεσματικό ιδεολογικό μέσο στην επο­
χή ίου ιμπεριαλισμού. Ταυτόχρονα, η υποκατάσταση της αιτιατικής
ανάλυσης — ακόμα και κείνης που γίνεται με βάση την «ψυχολογική
μέθοδο» — στη θεολογική προσέγγιση των οικονομικών φαινομέ­
νων, δείχνει μια προφανή ένταση του εκχυδαϊσμού της οικονομικής
θωριάς, δεδομένου ότι η προσέγγιση αυτή εξαλείφει, από άποψη
αρχών, την αιτιακή σύνδεση των οικονομικών σχέσεων.

Η νέ* ιη ο ρ κ ή «χολή

Στις δεκαετίες του 1870 και του 1880 εμφανίστηκε στη Γερμανία
και διαδόθηκε και στις άλλες χώρες η ονομαζόμενη νέα, ή νεαρή,
ιστορική σχολή της αστικής πολιτικής οικονομίας (Γκ. Σμόλερ, Κ.
Μίχερ, Λ. Μπρεντάνο και άλλοι). Η σχολή αυτή αποτελούσε προ­
σαρμογή των μεθόδων της παλιάς ιστορικής σχολής στα καθήκοντα
υπεράσπισης των εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών σχέσεων στις νέ­
ες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Εκείνη την περίοδο συντελέστη-
κε η συνένωση της Γερμανίας σε ενιαίο εθνικό κράτος. Δεν υπήρχε
πια η ανάγκη να αποδείχνεται η ζωτική σημασία αυτής της ένωσης
και να εξυμνούνται τα αγαθά του ενιαίου κράτους. Ωστόσο, ο «εθνι­
κός» χαρακτήρας, η λατρεία του κράτους, γίνονται τα ιδιόμορφα πα­
ραδοσιακά χαρακτηριστικά της γερμανικής χυδαίας οικονομίας, που
βρήκαν νέο έδαφος ανάπτυξης στο γερμανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο
και στην επιθετική πολιτική του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Από την
άλλη μεριά, στην πρώτη θέση προωθήθηκε το καθήκον της ανατρο­
πής της οικονομικής θεωρίας του μαρξισμού, που διαδόθηκε πλατιά
•στη Γερμανία σε σύνδεση με την άνοδο του σοσιαλδημοκρατικού
κινήματος.
Χαρακτηρίζοντας τις διαφορές των κοινωνικοοικονομικών συνθη­
κών ανάπτυξης της παλιάς και της νεαρής ιστορικής σχολής, ο κα­
θηγητής I. Γκ. Μπλιούμιν έγραψε: «Η παλιά ιστορική σχολή, η
οποία είχε θέσει κύριο σκοπό της την πάλη με την αστικοδημοκρα-
τική επανάσταση, που ωρίμασε στη Γερμανία, στρεφόταν βασικά
ενάντια στην κλασική σχολή και τον ουτοπικό σοσιαλισμό. Η νεαρή
όμως ιστορική σχολή έθεσε ως κύριο καθήκον της την πάλη ενάντια
στο επαναστατικό εργατικό κίνημα και την ιδεολογία του, το μαρξι­
σμό.»1
Όλα αυτά δεν μπορούσαν να μην επιφέρουν αλλαγές στις μεθό­
δους της «ιστορικής» υπεράσπισης του καπιταλισμού.

I. Προβλήματα Οικονομίας, 1940, αριθ. 10, σ ελ . 137.

338
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η ιστορία της εθνικής
οικονομίας ήταν από τις πρώτες που χρησιμοποιήθηκε για τον εκτα-
τικό εκχυδαϊσμό της αστικής πολιτικής οικονομίας. Η επιστήμη αυ­
τή βρίσκεται αρκετά κοντά στην πολιτική οικονομία και εγκυμονεί
πολλούς κινδύνους για την αστική απολογητική. Μια κάπως αντικει­
μενική ερμηνεία της ιστορίας της εθνικής οικονομίας θα έδειχνε τον
παροδικό χαρακτήρα του καπιταλισμού. Το καθήκον των απολογη­
τών του καπιταλισμού αναγόταν στην υποκατάσταση της πολιτικής
οικονομίας σε μια αντιεπιστημονική ιστορία της οικονομίας. Σαν μια
από τις κύριες μεθόδους της πάλης της με το μαρξισμό η νέα ιστορι­
κή σχολή επιλέγει την από άποψη αρχών απόρριψη της πολιτικοοι­
κονομικής θεωρίας αυτής καθαυτής.
Απορρΐπτοντας την αφαιρετική μέθοδο και κηρύσσοντας τον ε­
μπειρισμό, αρνούμενη την αναγκαιότητα γενίκευσης του ιστορικού
υλικού και επικεντρώνοντας την προσοχή της σε περιορισμένα θέμα­
τα του φεουδαρχικού παρελθόντος της Γερμανΐας, οι «ιστορικοί» πα­
ραγκώνιζαν το νομοτελειακό χαρακτήρα της κοινωνικής ανάπτυξης.
Το ιστορικό υλικό εκθέτονταν με τέτιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί να
οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ιστορική διαδικασία έχει νομοτε­
λειακό χαρακτήρα. Σε πρώτο πλάνο προωθούνταν τα μεμονωμένα, τα
επιμέρους φαινόμενα της οικονομικής ανάπτυξης. Ο εκπρόσωπος της
νέας ιστορικής σχολής Γκ. Σμόλερ χαρακτήριζε τη σύγχρονή του
κατάσταση της οικονομικής επιστήμης σαν «εποχή της διασαφηνι­
σμένης εμπειρίας»1. «Δεν υπάρχει ανάγκη να ανακινούμε μεγάλα
ιστορικά προβλήματα», ισχυριζόταν ο Γκ. Σμόλερ, «πρέπει με τη
βοήθεια της αυστηρά ιστορικής μεθόδου να μελετούμε το ξεχωριστό,
το επιμέρους.»2 Για παρόμοιους «ιστορικούς», ο Τζ. Μπέρναλ έγρα­
ψε: «... ο ιστορικός θεωρούνταν τόσο περισσότερο άνθρωπος της
επιστήμης, όσο λιγότερο προσπάθησε να εξηγήσει γιατί γίνονται τα
δοσμένα γεγονότα. Φήμη αντκειμενικού επιστήμονα μπορούσε κα­
νείς να αποκτήσει θαυμάσια, εξετάζοντας μια περίοδο που θα διάλεγε
ο ίδιος, αποφεύγοντας τι γενικεύσεις. Αυτό, ωστόσο, ήταν μια πολύ
μονόπλευρη και απατηλή μέθοδος... Ή τα ν μια ιστορία των επεισο­
δίων, μια ιστορία χωρίς νόημα...»3
Η απόρριψη της θεωρίας της πολιτικής οικονομίας αφαιρούσε από
τους οπαδούς της νέας ιστορικής σχολής τη δυνατότητα να κατανοή­
σουν σωστά όχι μόνο τις αντικειμενικές νομοτέλειες ανάπτυξης της
οικονομικής της κοινωνίας, αλλά και πολλά επιμέρους ζητήματα της
ιστορίας της εθνικής οικονομίας, τα οποία επέλεγαν σαν αντικείμενο
ειδικής μελέτης, δεδομένου ότι τα ζητήματα αυτά αποσπούνταν από

I. ΠροβλήματαΟικονομίας, 1940, αριθ. 10, σελ. 138.


2 G. SchmoIIer, Grundriss derNationalokonomie, τόμ. I, σελ. 120.
3. Τζ. Μπέρναλ, Ηεπιστήμηστην ιστορία τηςκοινωνίας, σελ. 564.

339
τη γενική αλυσίδα της νομοτελειακής ιστορικής διαδικασίας. Το
σημαντικό πρακτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από τους «ιστορι­
κούς», δεν βρήκε στις εργασίες της ιστορικής σχολής την ανάλογη
επιστημονική θεωρητική ερμηνεία. «Η κρυφή αιτία, που καθορίζει
αυτή τη θέση», έγραψε ο Τζ. Μπέρναλ, «συνίστατο στο ότι κάθε σο­
βαρή και ορθολογική προσπάθεια ερμήνευσης της ιστορίας θα οδη­
γούσε αναπόφευκτα στην κριτική του υπάρχοντος οικονομικού κα­
θεστώτος ή ακόμα χειρότερα, στο μαρξισμό. Το περισσότερο, που θα
μπορούσε να δείξει η ιστορία είναι η “ πρόοδος” , αλλά ακόμη και
αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα έγινε πολύ αμφίβολο.»1
Ασχολούμενοι με την επιφανειακή ταξινόμηση και περιγραφή των
ιστορικών γεγονότων, οι «ιστορικοί» προσπάθησαν να τα ερμηνεύ­
σουν με βάση την άποψη ότι το πρωτεύον στην κοινωνικοοικονομι­
κή ζωή είναι η ψυχολογία και η ηθική.
Έτσι και η νέα ιστορική σχολή στηρίζεται στην εκτατική μορφή
εκχυδαϊσμού, βασίζεται στην υποκατάσταση της πολιτικής οικονο­
μίας στη χυδαία ιστορία της εθνικής οικονομίας. Η διαφορά της
βρίσκεται, πριν απ’ όλα, στο ότι η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται
από τους εκπροσώπους της για την ανατροπή της μαρξιστικής πολι­
τικής οικονομίας. Από την άλλη μεριά, η νέα ιστορική σχολή της
αστικής πολιτικής οικονομίας, είναι χωρίς αμφιβολία, περισσότερο
χυδαία από την παλιά.
Η παλιά ιστορική σχολή δεν είχε απορρίψει ολοκληρωτικά την
αντίληψη ότι οι οικονομικές σχέσεις του καπιταλισμού έχουν ταξικό
χαρακτήρα και εκμεταλλευτικό περιεχόμενο. Η νέα ιστορική σχολή
ξεχωρίζει καθαρά από την παλιά με τον ανοιχτό εμπειρισμό, την ανι­
κανότητά της να δει πίσω από την εξωτερική επίφαση των φαινομέ­
νων τις νομοτέλειες τους, ακόμη και από την οπτική γωνία της χυ­
δαίας απολογητικής. Έ χ ε ι πολύ λιγότερο θεωρητικό χαρακτήρα από
την παλιά και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την ουσία
των οικονομικών διαδικασιών του καπιταλισμού. Ο εντατικός εκχυ-
δαΐσμός αναπτύσσεται εδώ στη βάση και στα πλαίσια του εκτατικού.

2.01 ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΦΥΣΙΚΟΥ ΕΚΧΥΔΑ Ϊ ΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑΣ

Η ιδιομορφία της δοσμένης ομάδας ρευμάτων της αστικής πολιτι­


κής οικονομίας της εποχής του ιμπεριαλισμού, συνίσταται στο ότι
βάση του εκτατικού εκχυδαϊσμού εδώ αποτελούν οι κοινωνικοφυσι-
κές (συνθετικές) επιστήμες. Οι επιστήμες αυτές έχουν σαν αντικείμε­

I. Στο ίδιο.

340
νο μελέτης περιοχές ακόμη πιο απομακρισμένες από την καθαυτό οι­
κονομική σφαίρα, και όχι τα καθαρά κοινωνικά φαινόμενα που αποτέ-
λεσαν τη βάση του εκτατικού εκχυδαϊσμού των ρευμάτων της αστι­
κής πολιτικής οικονομίας που αναφέρθηκαν πιο πάνω. ΓΓ αυτό ο
κοινωνικοφυσικός εκχυδαϊσμός αποτελεί ιδιαίτερη κατεύθυνση του
εκτατικού εκχυδαϊσμού. Βάση του κοινωνικοφυσικού εκχυδαϊσμού
είναι τόσο οι ατομικές (για παράδειγμα, η ψυχολογία), όσο και οι γε­
νικές (μαθηματικά) συνθετικές επιστήμες.

Η υποκειμενική - ψυχολογική σχολή

Στην περίοδο του περάσματος στον ιμπεριαλισμό, πλατιά διάδοση


παίρνει η κατεύθυνση εκείνη της αστικής πολιτικής οικονομίας, που
κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ψυχολογικοποϊηση της οικονομικής
θεωρίας. Οι εκπρόσω ποι τη ς κατεύθυνσης αυτής προσπαθούν να πα­
ρουσιάσουν σαν βάση, σαν καθοριστική αιτία των οικονομικών φαι­
νομένων και διαδικασιών, τις ψυχολογικές καταστάσεις των οικονο­
μικών υποκειμένων, τις ψυχολογικές τους εκτιμήσεις. Η ίδια η ονο­
μασία αυτής της κατεύθυνσης — «υποκειμενική, ψυχολογική σχολή»
— αντανακλά το γεγονός ό τι οι εκπρόσωποί της (Κ. Μένγκερ, Φ.
Βίζερ, Κ. Μπεμ - Μ πάβερκ και άλλοι — οπαδοί της αυστριακής σχο­
λής ή της θεωρίας της οριακής ωφελιμότητας — καθώς και ο Α.
Μάρσαλ, ο Τζ. Μ. Κ λαρκ, οπαδοί της αγγλοαμερικάνικης σχολής),
Προσπάθησαν να δόσουν ψ υχολογική ερμηνεία στις οικονομικές δι­
αδικασίες. «Η ιδιομορφ ία τη ς αυστριακής σχολής», έγραψε ο I. Γκ.
Μπλιούμιν, «βρίσκεται στο ότι προσπαθεί να δόσει μια αυστηρά συ­
νεπή ψυχολογική θεω ρία.»1 Βάση του εκτατικού εκχυδαϊσμού εδώ
αποτελεί μια επιμέρους συνθετική επιστήμη, η ψυχολογία.
Αυτή η μορφή εκχυδαϊσμού της οικονομικής θεωρίας αποβλέπει
πριν α π ’ όλα στο ν ’ αποκρύψει το γεγονός ότι οι οικονομικές νομοτέ­
λειες έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα. Γ ι ’ αυτό, οι οπαδοί της ψυχο­
λογικής σχολή ς επιδιώκουν, πρώτο, να σπάσουν τη νομοτελειακή
σύνδεση των οικονομικώ ν φαινομένων — τα οποία αντανακλούν τις
σχέσεις παραγωγής — με τη ν υλική παραγωγή, και να τους αφαιρέ-
σουν έτσι το αντικειμενικό οικονομικό τους περιεχόμενο. Δεύτερο,
να ευνουχίσουν το κοινω νικό περιεχόμενο αυτών των φαινομένων και
διαδικασιών. Τυπικό χαρα κτη ρισ τικό της ψυχολογικής σχολής είναι
«η απώλεια κάθε ελπίδας ό τι μπορεί να αναλυθεί επιστημονικά το
παρόν, η απόρριψη της επιστήμης, η περιφρόνηση κάθε γενίκευσης,
η προσπάθεια να ξεφύγουν από κάθε “ νόμο” της ιστορικής εξέλιξης,

I. I. Γκ. Μ πλιούμιν, Η υποκειμενική σχολή στην πολιτική οικονομία, τόμ. 1, Μό­


σχα, 1928, σελ. 127.

341
και να μη βλέπουν το δάσος πίσω από τα δ έντρ α » 1. Αυτό το πρόβλη­
μα, που αντιμετωπίζουν και τα άλλα ρεύματα τη ς α γο ρ α ία ς οικονομί­
ας, οι οπαδοί της ψυχολογικής σ χο λ ή ς το λύ νο υ ν από θέσεις του
ονομαζόμενου καθοριστικού ρόλου τη ς α το μ ική ς ψ υχολογίας των
υποκειμένων της οικονομίας2.
0 Κ. Μένγκερ, για παράδειγμα, το έργο του θ εμ έλια της πολιτικής
οικονομία;, το αρχίζει με την τυπική ανα γνώ ριση τη ς καθολικότητας
και της αντικειμενικότητας των σχέσεω ν α ιτία ς-α π ο τελέσ μ α το ς στην
οικονομική ζωή. « Ό λ α τα φαινόμενα υ π ο τά σ σ ο ν τα ι σ το νόμο αιτίας
και αποτελέσματος», έγραψε. «Αυτή η μ εγάλη α ρ χή δεν έχει εξαιρέ­
σεις, και θα ήταν μάταιο να αναζητούμε, σ τα π ρ ο σ ιτά σ τ η ν πείρα μας
πλαίσια, κάτι που ν ’ αντιφάσκει σ ’ αυτό.»3 Εδώ, όπω ς βλέπουμε,
υπάρχει ακόμα και κάποια υπερβολή του ρόλου αυτής τη ς «μεγάλης
αρχής». Ο Κ. Μένγκερ, που βάση των ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν δια δικα σιώ ν θε-
®ρεί την ψυχολογία των ατόμων, στα λ ό γ ια α ρ ν είτα ι γ εν ικ ά τη δυνα­
τότητα τυχαίων γεγονότων στην ο ικ ο νο μ ικ ή ζωή τη ς κοινωνίας.
«Ακριβώς το ίδιο, η προσωπικότητά μας κ α ι κάθε κατάστασή της»,
συνεχίζει ο Κ. Μένγκερ, «αποτελούν μέλη αυτής τη ς μεγάλη ς παγκό­
σμιας σύνδεσης, και το πέρασμα τη ς π ρ ο σ ω π ικ ό τη τά ς μας από μια
κατάσταση σε άλλη, διαφορετική από αυτή, είν α ι α δια νό η το έξω από
την επίδραση του νόμου της αιτιότη τα ς.»4
Είναι, βέβαια, σωστό ότι η κατάσταση του ανθρώ που αλλάζει κάτω
από την επίδραση ορισμένων αιτίω ν. Ο ι ο π α δ ο ί όμω ς τη ς ψυχολογι­
κής σχολής δεν εννοούν καθόλου τα α ίτια που κ α θο ρ ίζο υ ν τις οικο­
νομικές διαδικασίες. Αντίθετα, ακριβώ ς ο ι α λλα γές σ τ η ν ψυχολογική
κατάσταση του ανθρώπου, ο ι α ξιο λ ο γή σ εις, ο ι δια θέσ εις κλπ., πα­
ρουσιάζονται σαν οι τελικές αιτίες τω ν ο ικ ο νο μ ικ ώ ν διαδικασιώ ν.
Η εκχυδαϊστική δραστηριότητα τω ν εκπροσώ πω ν τη ς υποκειμενι­
κής σχολής αποκαλύπτεται εμπεριστατω μένα σ τ η ν εργα σ ία του αμε­
ρικανού οικονομολόγου Π. Κ ρόσερ Ο ικονομικές λειτουργίες. Χαρα­
κτηρίζοντας τις ευκολίες που διαθέτει η « ψ υ χο λο γικ ή μέθοδος» στην
εξάλειψη της ίδιας της δυνατότητας γνώ σ η ς τω ν ο ικ ο νο μ ικ ώ ν φαινο-
μέναν, ο Π. Κρόσερ γράφει: «Στα π λ α ίσ ια τη ς α νεξέλ εγκ τη ς ψυχικής
αντίδρασης, αυτό που έγινε γνωστό είναι αδύνατο να το ξεχωρίσεις
από κείνο που δεν έγινε γνωστό. Γ ι ’ αυτό γ ίν ετ α ι κατανοητό ότι η

1. Β .Ι. Λ έν ιν, Άπαντα, τόμ. 25, σ ε λ . 44.


2 «Ο ρόλος της ψυχολογίας στον κ απιταλισ τικό κόσμο... συνίσταται στο να
δικαιώσει επιστημονικά τους οικονομικούς και π ο λ ιτικ ο ύ ς θεσμούς. Αποβλέπει
εκίσης στο να τσακίσει κάθε διάθεση των ανθρώπων να αλλάξουν αυτούς τους
θεσμούς...» (Τ ζ. Μ π έρ να λ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοινωνίας, σελ. 613).
3. Κ. Μ ένγκερ, Τα θεμέλια της πολιτικής οικονομίας, μ ε τά φ ρ . α π ό τα γερ μ α νικά ,
Οδησσός, 1903, σ ε λ. 1.
4. Σ το ίδιο
ψ υχολογική ο ικ ο ν ο μ ικ ή σ κ έψ η ξεκ ινά από το ό τι κάθε γνώση δεν
είναι τίποτε ά λ λο π α ρ ά π λ ά ν η ... Σ ’ αυτή τη ν αντίληψ η λείπει το
γνω σιολογικό κ ρ ιτ ή ρ ιο γ ια το ξ εχώ ρ ισ μ α του τυχαίου και του επει­
σοδιακού από το μη τυ χ α ίο κ α ι μη επ εισ ο δια κό . Τ ο γενικό γίνεται
αξεχώ ριστο από το α το μ ικ ό , το συγκεκριμ ένο αξεχώ ριστο από το
αφηρημένο... Μ ε τη ν α π ώ λ εια όμω ς τη ς γν ω σ ιο λ ο γικ ή ς βάσης της
α ντικειμ ενική ς γ νώ σ η ς» , σ υ ν ε χ ίζ ε ι ο Κ ρό σ ερ , «χάνεται και το θεμέ­
λιο, πάνω σ το ο π ο ίο θα μ πο ρο ύ σ ε ν α σ τ η ρ ιχ τ ε ί η αντικειμενική
ομοιομορφία. Έ τ σ ι χ ά ν ο ν τ α ι κ α ι ο ι γνω σ ιο λο γικ ές προϋποθέσεις,
που χρ η σ ιμ εύ ο υ ν γ ια τ η ν εξα γω γή και το ν έλ εγχο των οικονομικών
νόμων.»1
Ε πομένω ς, η ο υ σ ία τω ν α λ λ α γώ ν που έγ ιν α ν από τη ν ψ υχολογική
σ χολή σ τ η ν α σ τικ ή π ο λ ιτ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία , συνίστ·αται στο ό τι αυτή δεν
περ ιορίσ τη κε σ τ η ν τυ π ικ ή γ ια τη ν π ρ οη γούμ ενη χυδα ία οικονομία
υποκατάσταση του π ερ ιεχ ο μ έ ν ο υ τω ν ο ικ ο νο μ ικ ώ ν διαδικασιώ ν στην
εξωτερική το υ ς επ ίφ α σ η , α λ λ ά γ ε ν ικ ά εγκ α τέλειψ ε τη ν καθαυτό οι­
κονομική, υ λ ικ ή - π α ρ α γ ω γ ικ ή σ φ α ίρ α κ α ι πέρα σε σε μια από τις πιο
απομακρισμένες από τ η ν ο ικ ο ν ο μ ία σ φ α ίρ ες, σ τη ν περ ιο χή τη ς ψυ­
χο λ ο γία ς2.
Ε υνουχίζοντα ς το υ λ ικ ό κ α ι το κ ο ινω νικ ό π εριεχόμενο τω ν οικο-

1. Π. Κ ρόσ ερ, Οι οικονομικές λειτουργίες. Μ ετάφρ. οπό τα αγγλικά, Μ όσχα,


1962, σελ. 34-35.
2. Ε ννοείται ό τι γ ια τους ασ το ύς ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο υ ς, δεν πέρασε απαρατήρητο το
γεγονός ό τι με μ ια τέ τια (ψ υ χ ο λ ο γ ικ ή ) π ρ ο σ έγ γισ η εγκαταλείπουν το πεδίο της
καθαυτό π ο λ ιτικ ή ς ο ικ ο ν ο μ ία ς. Ω σ τό σ ο , θεω ρούσαν ό τι ήταν δυνατό να θεμελιω­
θεί η ο ικ ο νο μ ικ ή θεω ρ ία πάνω σ ε εξω ο ικ ο ν ο μ ικ ή βάση. «... Εμείς υποδείχναμε»,
γράφει ο ρώ σος α σ τό ς ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ς Β.Κ. Ν τμ ΐτριεφ , «ότι η ανάλυση αυτών των
καμπύλών (καμπύλώ ν ω φ ελ ιμ ό τη τα ς - Β. Α φ ανάσιεφ) βγαίνει από τα πλαίσια της
πολιτικής οικονομίας. Α λ λ ά αυτό δεν σ η μ α ίν ει ότι για το ν οικονομολόγο είναι
αδιάφορο π ο ια μ ορφ ή π α ίρ ν ο υ ν αυτές οι> καμπύλες: από τη μ ια ή τη ν άλλη μορφή
αυτών των καμπύλώ ν εξαρτώνται σημαντικά όλα τα συμπεράσματα στα οποία κατα­
λήγουμε στη διδασκαλία για τον καθορισμό της αξίας (πολυτιμότητας) στην αγορά.
Γι ’ αυτό, αντλώ ντας τα σ τ ο ιχ ε ία γ ια το φ τιά ξιμ ο αυτών τω ν καμπύλών από περιο­
χές άλλων κλάδων, π ρ έπ ει να βλέπουμ ε αυτά τα σ το ιχ ε ία με μεγάλη επιφύλαξη για
την αποφυγή π ρ ό χ ειρ ω ν και λαθεμ ένω ν γενικεύσ εω ν» (Β.Κ. Ν τμΐτριεφ, Οικονομι­
κά δοκίμια, σ ελ. 137. Υ πογρ. Β. Α φ ανάσιεφ ). Φ υσικά, η ω φελιμότητα μπορεί να
είναι αντικείμενο α νά λυσ η ς, ακόμη κ α ι με διαγράμματα. Κ αι δεν είναι σ ’ αυτό η
σύγχυση του Β. Ν τμ ΐτρ ιεφ . Ό μ ω ς η εξή γη σ η τω ν αξιακών σχέσεω ν με βάση τις
υποκειμενικές εκ τιμ ή σ εις τη ς ω φ ελιμ ό τη τα ς του εμπορεύματος, είναι ήδη μια
έξοδος από τα π λ α ίσ ια τη ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς θεωρίας, έξοδος που έχει αγοραία απο­
λογητική κατεύθυνση. Ο Β. Ν τμ ΐτρ ιεφ π αραδέχεται κ ατα ρχήν τη δυνατότητα οι­
κοδόμησης ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς θεω ρίας, σ τη συγκεκριμένη περίπτω ση της θεωρίας της
«πολυτιμότητας», με τη ν ε ξ ω ο ικ ο ν ο μ ικ ή θεμελϊω ση «άλλων κλάδων» με μια προ­
σεκτική προς αυτούς σ χ έσ η .
νυμ»κ«»ν Atudtkocmtfv, η ψυχολογική σχολή ανηγαγι ολη ιην *o/u<-
«Φ Φ α ttatv χαραγοντων «οΐ/ ϊχ ιδρού ν στις ο ικ ο νο μ ικ ή διαάικαοι^
μόνο οτη* εχώμαση «ου ao n ti η ψυχολογία των ατόμ*βν τη; o u o v o
μMs <ukvw a ' «υι<ς ru, δια&κασύις'
Η ψυχολογία ton ανβρω xoi; tivui μια ιδιόμορφη αντανάκλαση t» v
ψυοικων και nav κοινωνικών 6iu0i k u o u e v στη συνείδηση tot αν
θρ^Μου, στον ψυχισμό tou Κχομένως, και η οικονομική ψυχολογία
του ανβρ«ηόν δεν uvui u x o u αλλο, xupa η αντανάκλαση των χρα>
ΐΜίτικων υχαρκτων οικονομικών σχέσεων Γι αυτό η προβολή at
«ρωτο χλανο ιη*, ψυχολογικτ^ αντίδρασης των υποκειμένων της οι-
κονομιας, βίναι xpooxdrikia αχοφυγής της ανάλυσης της υχαρκτής
χραγματικότηιας αυτής καθαυτής, και υποκατάστασή της στην εξέ-
ταοη της εικόνας της, όχως παραμορφώνεται σ ’ αυτή την ψυχολογι­
κή αντανάκλαση Η τέτια προσέγγιση αποτελεί, αχό τη μια μεριά,
αφαίριιση αχό τις αντικειμενικές νομοτέλειες ανάπτυξης των χαρα-
γωγικων δυνάμεων και των σχέσεων χαραγωγής, χράγμα χου αντιστοι­
χεί στις αχυλογητικές επιδιώξεις της αστικής πολιτικής οικονομίας,
χου ιδιαίτερα δυνάμωσαν στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Αχό την άλ­
λη, η προσέγγιση αυτή επιτρέπει να κατανοηθοΰν μερικές αχό τις
ποσοτικές. λειτουργικές συναρτήσεις της οικονομικής ζωής, οι οχοίες
παγιώνονται αχό την ψυχολογία των οικονομικών υποκειμένων. Από
εδώ, άλλωστε, απορρέει και η δυνατότητα μαθηματικοποίησης των
θίβρητικών κατασκευών της υποκειμενικής σχολής.

Η tmfia της ipmrij; «φ«λιρΑη|τας

Οι οπαδοί της υχοκειμενικής - ψ υχολογικ ή ς κατεύθυνσης αρνού-


ντβν το ίδιο το γ*γονός της ύκαρξης της αξίας του εμπορεύματος σαν
νόμου των εμκορβυματικών τιμών, υποκαθιστώ ντας την με την ψυχο­
λογική κατηγορία της «χολυτιμότητας». «Τ η ν ο υ σ ία της πολυτιμό-
τητας», έγραφε ο Ε. Μχεμ - Μ πάβερκ. «τη βλέπουμε στη σημασία
χου έχει το χράγμα για την ανθρώπινη ευη μερία .»2 Τέτια επίσης ερ­
μηνεία δίνη στην «χολυτιμότητα» και ο Κ. Μ ένγκερ: «... πολυτιμό-
τητα είναι η σημασία χου έχουν για μας συγκεκριμένα αγαθά ή ποσό­
τητες αγαθών διαπιστώνοντας ότι η ικ α νοπ οίη σ η των αναγκών μας

1. «Το i&o το γεγονός ότι αυτή συνδεόταν χαλαρά με την χραγματικότητα.


αχλάς τόνιζε τη γοητεία τ«ν επιστημονικών της επιχειρημάτων...
Τα κύρια χαρακτηριστικά της οριακής σχολής, ο φορμαλισμός και ο υπο
κηρενισμός της, είναι χαρακτηριστικά για τη γενική πνευματική παρακμή του
τίλους του 19ου αιάνα.· (Τζ. Μχέρναλ, Η εκκττήμη στην ιστορία της κοινωνίας.
e«X.5m
1 Ε. Μκεμ - Μχάβερκ, Οι βάσεις της θεωρίας της πολυτιμότητας των οικονομικών
ιηαβών. 1903, σελ. 62.

344
t^opiatoi a*o to ov ια αγαθά αυτα βρίσκονται σ τη όιάβιοή μας V
Μ «υτο τον τ ρ ό χ ο , η «κολυτιμότητα·' ερμηνεύεται οαν ψυχολογική
ανίι&ραση iOi> α ιό μ ο ι Η θέσ η αυτή ση μ αίνει αχόοχβσ η τόσο αχό
tky «αραγωγικές δυνάμ εις της κοινωνία*,. Οσο και αχώ τις χαρνγωγι-
κέ> ο χ έσ ειν Ο Κ Μ ένγκ ερ καταστρέφει τα υχολείμματα tfcuvu tov
αναλυτικοί μ η χα νισ μ ο ύ , «οι είχ α ν διατηρηθεί στους χυδαίους υικο-
νομυλόγοίΝ, του χρω του μ ισ ού tot IVot αιώνα
Τ αυτόχρονα. σ τ η ν ε ρ μ η ν ε ία τη ς «χολυτιμότητα»,» αχό τη ι άχοψ η
τι}; σ η μ α σ ία ς τη ς α ξ ία ς χ ρ ή σ η ς για τη ν κ α τα νά λω σ η , αντανακλάται
στρεβλωμένα ο τ ε λ ικ ό ς σ κ ο χ ώ ς κάθε χ α ρ α γω γη ς γενικά, η ικανοχοι-
ηοη των α να γ κ ώ ν , χ α ρ μ έ ν η σ α ν τέ τια έξω α χ ό το κ υ ρ ία ρ χ ο σύστημα
τ*ν κ α χ ιτα λ ισ τ ικ ώ ν χ α ρ α γ ω γ ικ ώ ν σ χ έ σ ε ω ν
Μια αχό τις γνω σιολογικές βάσεις της αναγωγής της διχλής φύσης
του εμπορεύματος σε μια μόνο αχό τις πλευρές του — στην αξία χρή­
σης — αχοτελεί το γεγονός ό τι η αξία του εμχορεύματος βρίσκεται
σε στενή σύνδεση με την αξία χρ ή σ η ς του. Π ηγή της αξίας του ε­
μχορεύματος, όπως είναι γνωστό, είναι μόνο η αφηρημένη εργασία
χου αναλώθηκε για την χαραγω γή του. Ωστόσο, για να λειτουργήσει
σαν χηγή της αξίας, η αφηρημένη εργασία χρέκει να ενσωματωθκί σε
αξία χρήσης, που να ικ α νο χο ιεί κάχοια κοινωνική ανάγκη, και μάλι­
στα σε τέτιο μέγεθος αυτής τη ς αξίας χρήσης, χου δεν θα υπερβαίνει
το μέγεθος της κοινω νικής ανάγκης στα εμπορεύματα αυτά. Αυτή η
εξάρτηση της αξίας του εμχορεύματος αχό την αξία χρήσης του (και
έτσι, της αφηρημένης εργασίας αχό τη συγκεκριμένη) αχολυτοχοιεί-
ται αχό τους θεω ρητικούς της αυστριακής σχολής και θεωρείται σαν
η μοναδική βάση της «πολυτιμότητας». Έ τ σ ι, η αξία του εμπορεύ­
ματος, δηλαδή ο νόμος που καθορίζει τις τιμές τους, εκχίχτει από την
ανάλυση.
Η ερμηνεία της πολυτιμότητας των οικονομικών αγαθών με βάση
τον καθοριστικό ρόλο της ψ υχολογικής εκτίμησης των ατόμων που
εμπορεύονται, δεν μπορεί άμεσα να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά
στη μαρξιστική θεωρία τη ς αξίας, για τί σ ’ αυτή τη μορφή της η
υποκειμενική θεωρία αρνείται (όπως και η ιστορική σχολή) την αρ­
χή της νομοτέλειας σ την εφαρμογή της στις εμπορευματικές σχέσεις.
Στην πραγματικότητα, από τη ν άποψη της θεωρίας της υποκειμενι­
κής αξίας, συνάγεται ό τι ισοδύναμα αγαθά ενός και του αυτού οικο­
νομικού υποκειμένου εκτιμούνται την ίδια στιγμή διαφορετικά, εχομέ-
ν»ς, έχουν διαφορετική «αξία», ανάλογα με το ποια ανάγκη αυτού
του ατόμου ικανοποιούν. Σε μια τέτια προσέγγιση η κατηγορία της
«πολυτιμότητας» παύει να έχει καθολικό χαρακτήρα και μεταβάλλε­
ται σε κάτι το τόσο μοναδικό και τυχαίο, που δεν μπορεί να αποτελέ-

1. Κ. Μ ένγκερ , Τα θ εμ έλια τη ς π ο λ η ικ ή ς οικονομίας, σ ελ . 77.

345
σβι αντικείμενο μελέτης της πολιτικής ο ικ ο νο μ ία ς1. Α πό την άλλη
μεριά, από τη θέση αυτή είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί να εξηγη­
θούν έστω και κατά προσέγγιση οι πολύ υψ ηλές τιμές σε κείνα τα
εμπορεύματα που η ωφελιμότητά τους δεν είναι μεγάλη (όπως οι πο­
λύτιμοι λίθοι για παράδειγμα) και, αντίθετα, οι συγκριτικά χαμηλές
τιμές σε εμπορεύματα, που είναι ιδιαίτερα ω φέλιμα για τον άνθρωπο
(τρόφιμα, νερό κλπ.)· Τα περιστατικά αυτά αποτέλεσαν μια από τις
αιτίες για την επεξεργασία της θεωρίας της «οριακής ωφελιμότητας»
που δημιουργεί έστω και την επίφαση της νομοτέλειας των εμπορευ­
ματικών σχέσεων. ,
Σύμφωνα με τη θεωρία της οριακής ω φελιμότητας, η «αξία» («πο-
λυτιμότητα») όμοιων οικονομικών αγαθών, εκφράζεται ομοιόμορφα
και καθορίζεται από την πιο μικρή (την ορια κ ή ) ω φελιμότητα ενός
από τα εμπορεύματα αυτά. Οι οπαδοί τη ς υ π ο σ τη ρ ίζο υ ν ό τι το άτομο
που εμπορεύεται (οικονομικό υποκείμενο), α ξιο λ ο γεί τη ν ωφελιμότη­
τα κάθε μονάδας ομοίων οικονομικών αγαθώ ν από τη ν άποψη της
ωφελιμότητας που έχει γι ’ αυτό η λιγότερο ω φέλιμη μονάδα από τα
δοσμένα οικονομικά αγαθά. Π ροβάλλεται, ειδικότερα , το παρακάτω
παράδειγμα: Κάποιο άτομο (οικονομικό υποκείμενο) κατέχει πέντε
σάκους σιτάρι, που η ποιότητα και η ποσ ότητά τους είναι ίδια. Ο
πρώτος σάκος σταριού ικανοποιεί τη μεγαλύτερη ανάγκη του ατόμου
αυτού (οικονομικού υποκειμένου), τη δική του κατανάλω ση. Ο δεύ­
τερος ικανοποιεί κάποια μικρότερη ανάγκη, διατίθετα ι γ ια τη δια­
τροφή των ζώων κλπ. Ο τελευταίος, ο πέμπτος σάκος σταριού, πη­
γαίνει για την ικανοποίηση της λιγότερο βασικής ανάγκης, τη δια­
τροφή ενός παπαγάλου. Αυτή ακριβώς η μονάδα τω ν οικονομικών
αγαθών έχει τη λιγόχερη ωφελιμότητα και αυτή ακριβώ ς θεωρείται
ως οριακή ωφελιμότητα, που καθορίζει τη ν «πολυτιμότητα» καθενός
από τους σάκους με το στάρι. Αυτή η θέση υπ ο σ τη ρ ίζετα ι με το επι­
χείρημα ότι η απώλεια κάθε σάκου σταριού (ύστερα από τη ν πώλησή
του είτε από κάποια άλλη αιτία) θα σ ημ αίνει σ τη ν πράξη απώλεια
του πέμπτου, του λιγότερο ωφέλιμου σάκου, γ ια τί με τη ν απώλεια
αυτή θα μένει ανικανοποίητη μόνο η λ ιγό τερ ο βασική ανάγκη. «Η
χολυτιμότψα του πράγματος», έγραψε ο Ε. Μ πεμ - Μ πάβερκ, «μετριέ­
ται με το μέγεθος της οριακής ωφέλειας αυτού του πράγματος. »2
Μ ’ αυτό τον τρόπο, η θεωρία της ορια κ ή ς ω φ ελιμ ότη τας συνάγει

1. Το ότι οι κατηγορίες της επιστήμης πρέπει να έχουν καθολικό χαρακτήρα το


καταλάβαινε ακόμη και ο Τζ. Μ ακ-Κούλοχ. «Η π ο λιτικ ή οικονομία», έγραψε,
μελετά «τα πάθη και τις έξεις που θέτουν σε κίνηση όλη τη μεγάλη μάζα του
ανθρώπινον γένους, και όχι εκείνα που τυχαία επιδρούν σ τη συμπεριφορά κάποι­
ου ατόμου» (Τζ. Μακ-Κούλοχ), Πολιτικήοικονομία, σελ. 11, 13).
2. Ε. Μπεμ - Μπάβερκ, Βάσεις της θεωρίας της πολυτιμότητας των οικονομικών
αγαθών, σελ. 40.

146
την «πολυτιμότητα» τω ν αγαθώ ν α ποκλεισ τικά από την υποκειμενική
αξιολόγηση τη ς ω φ ελιμ ό τη τα ς τους από το άτομο. Αυτή την προσέγ­
γιση του π ρ ο β λή μ α το ς ο ι θ εω ρ η τικ ο ί της αυστριακής σχολής την
έθεσαν και στη βάση τη ς θεω ρίας τη ς τιμής. Η τιμή, κατά την άποψή
τους, είναι α ποτέλεσ μ α τη ς σ ύ γκ ρ ο υ σ η ς στην αγορά διαφορετικών
υποκειμενικών εκ τιμ ή σ εω ν τη ς ω φελιμότητας των αγαθών από αντα-
γωνιζόμενες πλευρές. «... Η τιμ ή » , έγραψ ε ο Ε. Μ πεμ-Μπάβερκ, «από
την αρχή μέχρι το τέλος είναι προϊόν υποκειμενικών ορισμών της πολυτι-
μότητας.»1
Το αδύνατο σ η μ είο τη ς α υ σ τρ ια κ ή ς σ χ ο λ ή ς δεν βρίσκεται στο ότι
αυτή α σ χο λ ιό τα ν με το π ρ ό β λ η μ α τη ς αξίας χρ ή σ η ς. Σ ’ αυτό τον
τομέα οι εκ π ρ ό σ ω π ο ί τη ς έκ α να ν μ ια σ ειρ ά ωφέλιμες παρατηρήσεις:
α) υπογράμμιζαν, ειδ ικ ό τερ α , τη διαφ ορά ανάμεσα στις αντικειμενι­
κές ιδιότητες του αγαθού (χ η μ ικ ές, φυσικές κλπ.) και της ωφελιμότη­
τας του, η ο π ο ία χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ε ι τη σ χέσ η που έχουν οι αντικειμενικές
ιδιότητες του εμ πορεύματος π ρ ο ς τις ανάγκες του ανθρώπου, και β)
εξέταζαν τη λειτουργική εξάρτηση της αξίας χρήσης του εμπορεύματος
από την π ο σ ό τη τά του, που β ρ ίσ κ ετα ι στη διάθεση του καταναλωτή2.
0 α ντιεπισ τη μ ονικ ό ς χ α ρ α κ τή ρ α ς τη ς θεω ρίας τη ς αυστριακής σχο­
λής καθορίζεται από το γ ε γ ο ν ό ς ό τι στη βάση τη ς κατασκευής της
βρίσκεται ένα σ τ ο ιχ ε ίο που δ εν είν α ι το καθοριστικό στις υπαρκτές
οικονομικές σ χέσ εις.
Οι ιδέες τη ς ψ υ χ ο λ ο γ ικ ή ς σ χ ο λ ή ς προπαγανδίζονται πλατιά στη
σύγχρονη α σ τικ ή ο ικ ο ν ο μ ικ ή φ ιλ ο λο γία . «Η ανακάλυψη μιος ενιαίας
βάσης εξή γη σ η ς, που μ π ο ρ εί να χ ρ η σ ιμ ο π ο ιη θ εί για όλα τα εμπορεύ­
ματα και τους π α ρ ά γο ντες» , γρ ά φ ει ο αμερικανός οικονομολόγος
Ουίλσον, εννοώ ντας τ η ν κ α τη γ ο ρ ία τη ς υποκειμενικής αξίας, «απο­
τελεί ένα τερ ά σ τιο επ ίτευ γμ α του Τ ζέβονς και των Αυστριακών. Τη
βρήκαν, α ρ χίζοντα ς από το ν κ ύ ρ ιο σ κοπό της οικονομικής δραστη­
ριότητας, με τη ν ικ α ν ο π ο ίη σ η τω ν αναγκώ ν... Ό λ ε ς ο ι βασικές συν­
δέσεις τη ς π ο λ ύ π λ ο κ η ς κ α π ιτ α λ ισ τ ικ ή ς ο ικονομ ία ς μπορούν να εξα­
χθούν από αυτή τ η ν α πλή ιδ έα » 3, σ υ μ π ερ α ίνει ο Ο υίλσον. Ό μ ω ς αυ­
τή η «απλή ιδέα» α π ο δ είχθ η κ ε ανεπαρκής για να αντιμετωπίσει το
μαρξισμό στο πεδίο τη ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς θεωρίας. Κ αι από πρακτική
άποψη η ψ υ χ ο λ ο γ ικ ή μ έθοδος α π ο δείχθη κ ε επίσ η ς λίγο αποτελεσμα­
τική. Ο αμ ερ ικα νός ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ς Σ. Ο υαϊντράουμπ σημειώ νει σχε­
τικά: Ο Σ. Τ ζέβονς «μετέφ ερε το τρένο τη ς οικονομ ικής επιστήμης»
στις ράγες τη ς κ α τα νο μ ή ς τω ν πόρω ν και «κυλώντας πάνω σ ’ αυτές,

1. Στο ίδιο, σελ. 146.


2. Β. Κ. Ν τμΐτριεφ , Δοκίμια της οικονομικής επιστήμης, σελ. 117.
3. Classics ofEconomic Theory, ed. «G. W. Wilson», σελ. 31, 32.
το τρίνο οδηγήθηκε στο αδιέξοδο της απόλυτης σύγχυσης της αυ­
στριακής σχολής...-'
Θεωρούμε βασικό να υπογραμμίσουμε δύο ιδιαιτερότητες της αυ­
στριακής σχολής: Πρώτο, την χυδαιοαπολογητική ερμηνεία των νό­
μον ανάκτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (του νόμου
της αξίας, της υπεραξίας κλπ.) με σκοπό τη δικαίωση και τη διαιώνι­
ση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων με την υποκειμενική - ψυ­
χολογική ερμηνεία της ότι αυτή τάχα αντικατοπτρίζει τη φύση του
ανθρώπου, και δεύτερο, την επισήμανση μιας σειράς πραγματικά
υπαρκτών ποσοτικών, λειτουργικών εξαρτήσεων της καπιταλιστικής
παραγωγής, που από τους εκπροσώπους αυτής της κατεύθυνσης ερ­
μηνεύονται επίσης αντιεπιστημονικά. Αρνούμενοι την ύπαρξη της
αξίας, οι οπαδοί της αυστριακής σχολής, δεν μπορούσαν φυσικά να
δόσουν έναν επιστημονικό χαρακτηρισμό της εξάρτησης της αξίας
του εμπορεύματος από τις αλλαγές της παραγωγικότητας της εργασί­
ας. Ωστόσο, η εξωτερική έκφανση αυτής της εξάρτησης, βρήκε παρ*
όλ’ αυτά, την αντανάκλασή της μέσα από το πρίσμα της υποκειμενι­
κής μεθόδου. Οι εκπρόσωποι της αυστριακής σχολή ς διαπίστωσαν
μια αντιστρόφως ανάλογη εξάρτηση μεταξύ της «πολυτιμότητας»
των οικονομικών αγαθών και της ποσότητάς τους: όσο περισσότερα
είναι αυτά τα αγαθά, τόσο χαμηλότερη είναι η «πολυτιμότητά» τους.
Εδώ, μέσα από το πρίσμα της ατομικής ψυχολογίας αντικατοπτρί­
στηκε η πραγματικά υπαρκτή εξάρτηση της αξίας του εμπορεύματος
από την άνοδο της παραγωγικότητας της κοινω νικής εργασίας, που
στην επιφάνεια των φαινομένων παρουσιάζεται σαν εξάρτηση από
την ποσότητα αυτών των εμπορευμάτων.
Για μεγάλο διάστημα η θεωρία της οριακής ωφελιμότητας αποτε­
λούσε αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας και μόνο με την ανάπτυξη της οικονομικής-πρακτικής λειτουρ­
γίας της παρατηρείται μια τάση απόρριψης των βασικών στοιχείων
της θεωρίας της οριακής ωφελιμότητας (της προτεραιότητας της κα­
τανάλωσης, της μεθόδου του ροβινσονισμού, της υποκειμενικής -
ψυχολογικής προσέγγισης των οικονομικών διαδικασιών κλπ.) και
κάποτε και της ίδιας της θεωρίας στο σύνολό τη ς2.

I. Η σύγχρονη οικονομική σκέψη, σελ. 626.


1 «... Αυτή η θεωρία ποτέ δεν συνδεόταν στενά με την οικονομική δραστηριό­
τητα. Οι επιχειρηματίες δεν έβγαλαν από τους οριακούς υπολογισμούς κανένα
όφελος για τις συναλλαγές τους.» (Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοι­
νωνία;, σελ. S68).
«Ο οικονομολόγος, όταν αποτυχαίνει, παρηγοριέται με την αυταπάτη ότι τάχα
η θεβρία του είναι πραγματικά θεμελιωμένη, εφόσον για τη θεωρία ένα μόνο εί­
ναι αναγκαίο: ο επιχειρηματίας να δρα σαν ο “ μαρζιναλιστής” *. Αυτό όμως είναι
αδύναμη παρηγοριά, δεδομένου ότι η κοινωνία πρέπει οπωσδήποτε να ξέρει κα-
Ο ι ευρηστικές - γνω σιολογικές βάσεις
της διαμόρφωσης
της υποκειμενικής - ψυχολογικής σχολής

Η ανθρώπινη γνώ ση, με μια ορισμένη έννοια, είναι διττή: είναι


υποκειμενική, για τί κάθε υποκείμενο γνώσης δεν μπορεί να μη δόσει
σ ’ αυτή μια ορισμένη ιδιομορφία, εφόσον η γνώση αυτή δίνει υπο­
κειμενική εικόνα του αντικειμενικού κόσμου· και είναι αντικειμενι­
κή, εφόσον, σε τελευταία ανάλυση, περιέχει, και δεν μπορεί να μην
περιέχει, την αντανάκλαση των αντικειμενικών διαδικασιών. «Οι αν­
θρώπινες έννοιες είναι υποκειμενικές στην αφηρημένη τους ιδιότητα,
στην απόσπασή τους, είναι όμως αντικειμενικές στο σύνολό τους,
στη διαδικασία, στο αποτέλεσμα, στην τάση, στην πηγή.»1 Έ τσ ι, το
υποκειμενικό σ τοιχείο είναι αναπόφευκτο στη διαδικασία της γνώ­
σης και βρίσκεται σε βαθιά αντίφαση με την ουσία αυτής της διαδι­
κασίας, εφόσον αυτή εμποδίζει την απόκτηση αντικειμενικών αλη­
θειών. Από τις ιδιαιτερότητες της υποκειμενικής αντίληψης — αυτής
της μοναδικά δυνατής μορφ ής γνώσης — η διαδικασία της γνώσης
πρέπει αναγκαστικά να ελευθερωθεί και στο μέτρο που αυτό γίνεται,
συντελείται πραγματικά η γνώση της αντικειμενικής αλήθειας.
Από εδώ συνάγεται ό τι η υποκειμενική σχολή της αστικής πολιτι­
κής οικονομίας έχει το υ λ ά χισ το ν δυο γνωσιολογικές πηγές. Πρώτο,
την ακραία υπερβολή τη ς πραγματικά υπαρκτής εξάρτησης των οι­
κονομικών διαδικασιώ ν (κυρίως της μορφής τους) από την ψυχολο­
γία των ανθρώπων. Ο ι ο ικ ο νο μ ικ ο ί νόμοι και σχέσεις είναι κοινωνι­
κές σχέσεις των ανθρώπων. Ο ι νόμοι αυτοί παρουσιάζονται αναγκα­
στικά μέσα από την κοινω νική πρακτική. Σε διάκριση από τους νό­
μους της φύσης, οι ο ικ ο νο μ ικ ο ί νόμοι δεν μπορούν να υπάρξουν έξω
από την κοινωνία, έξω από τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Από

λά την πολιτική των επιχειρήσεω ν, των συνδικάτων, των επιμελητηρίων και των
κυβερνητικών οργάνων ρύθμισης» (Μπ. Σέλιγκμαν, Τα βασικά ρεύματα της σύγ­
χρονης οικονομικής σκέψης, σελ. 534).
Η σύγχρονη εξέλιξη της θεωρίας της οριακής ωφελιμότητας έχει ερευνηθεί
στις εργασίες: Σ.Ρ. Κ ιρίλοφ , Ο υπολογισμός της αξίας χρήσης του προϊόντος, ως
συντελεστής αύξησης της αποτελεσματικότητας της κοινωνικής παραγωγής. Μόσχα,
1969· Η. Lehmann, Grenznutzentheorie, «Dietz Verlag», Βερολίνο, 1968' στο άρ­
θρο: Ρ. Στόλμπεργκ, «Σχόλια για τη ν τροποποίηση της θεωρίας της οριακής ωφε­
λιμότητας στον 20ό αιώνα. Νέες τάσεις στη σύγχρονη αστική πολιτική οικονο­
μία», Σόφια, 1965.
* Μαρζιναλισμός (από το γαλ. marginal - οριακός). Μια από τις μεθοδολογικές
αρχές της αστικής π ολιτικής οικονομίας που βασίζεται στη χρησιμοποίηση ορι­
ακών μεγεθών στην έρευνα των οικονομικών νόμων και κατηγοριών (σημ. συντ.).
2 Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 29, σελ. 190.

349
εδώ δημιουργεΐται η επίφαση ότι οι οικονομικές σ χέσεις των ανθρώ­
πων. οι οποίοι είναι προικισμένοι με συνείδηση και έχουν ορισμένες
ψυχολογικές ιάσεις, βασίζονται ακριβώς σ ’ αυτές τις ιδιαιτερότητες
της «ανθρώπινης φύσης». Ωστόσο, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά
επίφαση, δεδομένου ότι οι κοινωνικές οικονομικές σχέσεις αποτε­
λούν έκφραση και μορφή πραγματοποίησης του κυρίαρχου τύπου
ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε ιδιαιτερότητες της
ψυχολογικής δομής της μιας ή της άλλης προσωπικότητας, ακόμη
και του έθνους.
Δεύτερο: η υποκειμενική - ψυχολογική σ χολή έχει στη βάση της
την απολυτοποίηση του σημείου εκείνου της γνω στικής διαδικασίας
που συνδέεται με την προσθήκη σ ’ αυτή των υποκειμενικών ιδιαιτε­
ροτήτων της αντίληψης της πραγματικότητας. Η υπερτροφία του ρό­
λου του υποκειμένου είναι η γνω σιολογική βάση του ιδεαλισμού γε­
νικά, της ψυχολογικής, υποκειμενικής αστικής πολιτικής οικονομί­
ας, ειδικότερα.
Ωστόσο, οι ιδιαιτερότητες αυτές των οικονομικώ ν νόμων και σχέ­
σεων και της διαδικασίας της γνώσης τους, δεν λένε εννοείται, τίπο­
τε, για τις αιτίες εμφάνισης της ψυχολογικής ακριβώς κατεύθυνσης
στην αστική πολιτική οικονομία στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι­
ώνα. Απάντηση σ ’ αυτό δεν μπορεί πιθανόν να δοθεί χω ρίς τη μελέ­
τη της ιστορίας της ψυχολογίας.
Η ιστορία αυτής της επιστήμης δείχνει ότι η ψ υχολογία, σαν αυ­
τοτελής κλάδος, διαμορφώνεται ακριβώς στο τελευταίο τέταρτο του
19ου αιώνα. «Μόνο στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, μετά τις
μεγαλειώδεις νίκες της φυσικής, της χημ είας και της βιολογίας, η
ψυχολογία μπαίνει σε αυτοτελή δρόμο.»1
Ακριβώς στην περίοδο που εξετάζεται, διαμορφώνεται στην ψυχο­
λογία η άποψη ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου καθορίζεται από
ειδικούς ψυχολογικούς νόμους, οι οποίοι δεν μπορούν να κατατα­
χθούν ούτε στους νόμους της μηχανικής, της φυσικής και χημείας,
ούτε στους βιολογικούς νόμους, αν και αυτοί συνδέονται στενά με
όλους αυτούς τους νόμους και ιδιαίτερα με τους βιολογικούς. Τα νεό­
τερα επιτεύγματα της ψυχολογίας της εποχής εκείνης, είδαν στους
ψυχολογικούς νόμους την αυτοτελή εσωτερική αιτία της συμπεριφο­
ράς του ανθρώπου. Κάτι παραπάνω, διατυπώνεται η ιδέα ότι οι ψυχο­
λογικές νομοτέλειες μπορούν να εκφραστούν μαθηματικά. «Η ιδέα
ότι τα ψυχολογικά φαινόμενα υποτάσσονται σε ορισμένη νομοτέ­
λεια, που μπορεί να μελετηθεί πειραματικά και να εκφραστεί μαθη­

1. Μ. Γκ. Γιαροσέφσκι, Ιστορία της ψυχολογίας, Μ όσχα, 1966, σελ. 4. Στα τέλη
της περιόδου 1850-1880 εμφανίζεται μια εκτεταμένη βιβλιογραφία, που δείχνε»
ότι η ψυχολογία γίνεται αυτοτελής επιστήμη.

350
ματικά, εδραιώ θηκε από τις έρευνες, κάτω από τη γενική ονομασία
της ψυχοφυσικής.»1
Ό λ α αυτά — και τη ν ιδέα τη ς ψ υχολογικής νομοτέλειας σαν τελι­
κής αιτίας της ανθρώ πινης δρασ τη ριότη τα ς, και την ιδέα της δυνατό­
τητας μαθηματικής ερμ ηνεία ς αυτής της νομοτέλειας — τα βρίσκου­
με στις εργασίες τω ν εκπροσώ πω ν της ψυχολογικής σχολής της
αστικής πολιτική ς οικ ο νο μ ία ς. Ε ίναι χαρακτηριστικό ότι τα φαινό­
μενα της ψ υχολογίας εξετάζονται από την άποψη των λειτουργικών
εξαρτήσεων και ό χι των εξαρτήσεω ν αιτίας-αποτελέσματος.
Πώς όμως έχει το ζή τη μ α τω ν βασικών εννοιών και νομοτελειών
που χρ η σ ιμ οποιεί η ψ υ χ ο λ ο γ ικ ή σ χο λ ή της αστικής πολιτικής οικο­
νομίας; Υ πάρχουν λ ό γ ο ι να υποθέτουμε ότι και εδώ και όχι μόνο στο
πεδίο των γενικώ ν μ εθοδολογικώ ν θέσεων, πρόκειται για δανεισμούς
από την ψ υχολογικ ή επ ισ τή μ η , για μεταφορά νομοτελειών και εν­
νοιών της ψ υχολογίας σ τον τομέα των οικονομικών σχέσεων.
Ας πάρουμε για παράδειγμ α το νόμο που είναι γνωστός στην ψυ­
χολογία σαν «νόμος του Βέμπερ». Το περιεχόμενο αυτού του νόμου
περιγράφεται με το ν εξής τρόπ ο: «Ελέγχοντας πώς ξεχωρίζονται τα
αισθήματα της π ίεσ η ς κατά τη ν αλλαγή του βάρους των ερεθιστών, ο
Βέμπερ διαπίστω σε ένα κεφαλαιώ δες στοιχείο: η διαφοροποίηση
εξαρτάται ό χ ι από τη ν απόλυτη διαφ ορά μεταξύ των μεγεθών, αλλά
από τη σχέση του δοσμένου βάρους προς το πρωταρχικό». Ή σε
γενικότερη μορφή: «... ο πρ ό σ θετο ς ερεθιστής πρέπει να βρίσκεται
σε σταθερή — για κάθε κ α τά σ τα σ η — σ χέσ η προς το δοσμένο, ώστε
να εμφανιστεί η μ όλις δια κρινόμενη διαφορά στα αισθήματα...»2 Οι
πολύτιμες, αυτές καθαυτές, θ έσ εις του Βέμπερ (1795-1877), εφόσον
υπογράμμιζαν τη ν εξά ρ τη σ η τω ν αισθημάτων από τις εξωτερικές επι­
δράσεις και οδη γούσ α ν στο μ εθοδολογικά σημαντικό για την ψυχο­
λογία συμπέρασμα ό τι είναι δυνατή η μαθηματική επεξεργασία των
στοιχείων για τα ψ υ χο λο γικ ά φαινόμενα, άσκησαν, όπως υποθέτουμε,
επίδραση στη διαμόρφ ω ση τη ς α ντίληψ ης της οριακής ωφελιμότη­
τας.
Για παράδειγμα:
1) Η «πολυτιμότητα» θεω ρείται από τους εκπροσώπους της αυ­
στριακής σ χο λ ή ς σαν υποκειμενική ψ υχολογική αντίδραση στον
εξωτερικό ερεθισμό.
2) Το μέγεθος τη ς «πολυτιμότητας» καθορίζεται όχι από απόλυτο
(για παράδειγμα, από τη μάζα τη ς αξίας χρ ή σ η ς, από την ποσότητα
της αναλωμένης εργασίας), αλλά από σ χετικό μέγεθος.
3) Αυτό το τελευταίο αποτελεί έναν ιδιόμορφο, «πρόσθετο ερεθι-
στή», την οριακή ω φ ελιμ ότητα, το τελευταίο στη δοσμένη ομάδα

1. Μ. Γκ. Γιαροσέφσκι, Ιστορία της ψυχολογίας, σελ. 282.


2. Στο ίδιο, σελ. 283.
αγαθών αντικείμενο, με την αξιολόγηση του οποίου αξιολογείται η
ι«>φ£λιμύτητα όλων των αγαθών του δοσμένου είδους.
4) Η σχέση του «πρόσθετου ερεθιστή» προς τα αγαθά που υπάρ­
χουν, πρέπει να είναι σταθερή, γιατί με την αλλαγή του αριθμού των
αντικειμένων που αξιολογούνται, αλλάζει και η ίδια η οριακή ωφελι­
μότητα
Συνάμα, στις ψυχολογικές νομοτέλειες αποδόθηκε όχι σωστά ο ρό­
λος των ρυθμιστών των οικονομικών σχέσεων. Η μεταφορά των νό­
μων της ψυχολογίας στο οικονομικό πεδίο, συνοδεύεται αναπόφευ­
κτα σε μια τέτια περίπτωση με τον εκχυδαϊσμό της οικονομικής θεω­
ρίας.
Ο δανεισμός αυτός θεωρητικών θέσεων της ψυχολογικής επιστή­
μης για την τεκμηρίωση του κεντρικού σημείου της θεωρίας τους,
προκαλούσε την κριτική ακόμη και αστών οικονομολόγων για τις
μεθόδους και τα πορίσματα της αυστριακής σ χο λή ς. «Σ * αυτά τα λα­
θεμένα συμπεράσματα (αποτελέσματα της πολύ επιφανειακής μελέ­
της των δοσμένων της ψυχοφυσιολογίας) ανάγονται», έγραψε ο ρώ­
σος αστός οικονομολόγος Β.Κ. Ν τμίτριεφ, «κατά τη γνώμη μας, όλες
οι προσπάθειες να συνδεθεί η διδασκαλία της οριακής ωφελιμότητας
με τον ονομαζόμενο «βασικό ψυχοφυσιολογικό νόμο» των Βέμπερ
και Φέχνερ»'.
Η διαπίστωση ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στη διαμόρφωση της
αυστριακής σχολής και τη διαδικασία της εμφάνισης της ψυχολογί­
ας σαν επιστήμης, είναι σημαντική και από την άποψη ότι επιτρέπει
να εξηγηθεί γιατί η ψυχολογική ακριβώς κατεύθυνση εμφανίστηκε
στην αστική πολιτική οικονομία στη δεκαετία του 1870. Πολλές ιδέ­
ες αυτής της κατεύθυνσης είχαν αναπτυχθεί στα έργα των αστών οι­
κονομολόγων του 18ου και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. «...
Ολα τα στοιχεία για τη δόμηση ολοκληρωμένης διδασκαλίας της ορι­
ακής ωφελιμότητας», έγραψε ο Β.Κ. Ν τμίτριεφ, «υπάρχουν ήδη στον
ιταλό οικονομολόγο των μέσων του 18ου αιώνα, Φ. Γκαλιάνι»*. Και
προς αυτή την κατεύθυνση αναπτύσσονταν και οι αντιλήψεις των Ν.
Σένιορ, Ε. Ρόσι, Ζ. Ντιπουί και μιας σειράς άλλων αστών οικονομο­
λόγων του 19ου αιώνα.
Οι βασικές θέσεις της θεωρίας της οριακής ωφελιμότητας είχαν
ήδη διατυπωθεί στα μέσα του 19ου αιώνα από τον γερμανό οικονομο­
λόγο X. Γκόσεν στην εργασία Η ανάπτυξη των νόμων της ανθρώπινης
εηικοινωνίας (1852). Η ιδέα για την ωφελιμότητα της τελευταίας μονά­
δας του αγαθού, που καθορίζει την τιμή όλων των αγαθών αυτού του
είδους, διατυπώθηκε στην εργασία του γάλλου οικονομολόγου Ζ.
Ντιπουί Η μέτρηση της ωφελιμότητας της κοινωνικής εργασίας (1844).

1. Β.Κ. Ν τμίτριεφ, Οικονομικά δοκίμια, σ ε λ . 137.


1 Στο ίδιο, σελ. 137.

352
Ο όρος «οριακή ωφελιμότητα» (χρησιμότητα) — final degree of utili­
ty — προτάθηκε από τον άγγλο οικονομολόγο Σ. Τζέβονς.
Οι αστοί οικονομ ολόγοι της δεκαετίας του 1870 απλώς διαμόρφω­
σαν αυτές τις ιδέες σε ολοκληρω μένο σύστημα απόψεων κάτω από
την επίδραση δυο βασικών αιτιών:
1) Μετά την εμφάνιση του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, εμπρός στην
αστική πολιτική οικονομ ία ορθώ θηκε η οξύτατη αναγκαιότητα της
επεξεργασίας νέων θεωρητικώ ν μεθόδων υπεράσπισης του καπιταλι­
σμού, τις οποίες δεν μπορούσε να δόσει η ιστορική σχολή. Ωστόσο
το γεγονός αυτό δεν εξη γεί ακόμη την εμφάνιση της δοσμένης — της
ψυχολογικής ακριβώς — μορφής υπεράσπισης του καπιταλισμού.
2) Στις δεκαετίες του 1860 και του 1870, κατά τις οποίες συντελέ-
στηκε η διαμόρφωση της ψ υχολογίας σαν ιδιαίτερης επιστήμης, εμ­
φανίζεται η δυνατότητα χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ ή ς της για την ανασυγκρότη­
ση της αγοραίας ο ικ ο νο μ ία ς με βάση τις θέσεις της ψυχολογικής
μεθόδου.
Σ ’ αυτό, στην ουσία, συνιστάται η ταξική - ιστορική και η ευρηστι-
κή - γνωσιολογική βάση τη ς διαμόρφωσης της ψυχολογικής σχολής
στην αστική πολιτικ ή ο ικ ονομ ία . Η λίγο - πολύ ταυτόχρονη εμφάνι­
ση της ψυχολογικής κατεύθυνσης στις διάφορες χώρες δεν είναι από­
δειξη της ορθότητάς τη ς, όπως υποστηρίζουν οι αστοί ιστορικοί της
πολιτικής οικονομίας (για παράδειγμα ο Σούμπετερ). Ωστόσο, το γε­
γονός αυτό λέει πολλά: επιβεβαιώ νει το γεγονός ότι η αστική πολιτι­
κή οικονομία στις διάφορες χώ ρες αναπτύσσεται κάτω από την επί­
δραση ίδιων νόμων.
Μια από τις βάσεις της εμφάνισης αυτής της κατεύθυνσης της χυ­
δαίας αστικής πολιτικ ή ς οικονομ ίας είναι η διαμόρφωση ενός νέου
κλάδου επιστημονικής γνώ σης, και ακριβώς της ψυχολογίας. Ωστό­
σο, η σύνδεση αυτή καθαυτή δεν αποκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα
και την κατεύθυνση τη ς ψ υχο λο γικ ής σχολή ς, γιατί αυτά καθορίζο­
νται από ολότελα διαφορετικές αιτίες, και συγκεκριμένα από τις συν­
θήκες της ιδεολογικής πά λη ς στα τέλη του 19ου και τις αρχές του
20ού αιώνα.
Η θεωρία της αυστριακής σ χο λ ή ς προσπάθησε να επεξεργαστεί, με
βάση την ψυχολογική μέθοδο, τη δική της αντίληψη για την προέ­
λευση του κέρδους. Γ ι ’ αυτόν το σκοπό εισήγαγε τις κατηγορίες
«αγαθό του παρόντος» (π.χ. ο μισθός) και «αγαθό του μέλλοντος»
(π.χ. η εργασία). Το κέρδος θεωρείται σαν αποτέλεσμα της διαφορε­
τικής αξιολόγησης των παρόντων και των μελλοντικών αγαθών.
Ωστόσο, η θεωρία αυτή για το κέρδος δεν γνώρισε μια κάποια ση­
μαντική διάδοση. Π ιο ευτυχής, από την άποψη της αστικής προπα­
γάνδας, στάθηκε η θεωρία της οριακής παραγωγικότητας, η οποία
χρησιμοποίησε την ψ υχολογική μέθοδο για την επεξεργασία των
απολογητικών αντιλήψεων του κέρδους και μισθού.
Στη βάση αυτής της θεωρίας, που και σήμερα έχει πλατιά διάδοση,
βρίσκεται ο «τριαδικός τύπος» (φόρμουλα) του Ζ. Μπ. Σε. Οι οπαδοί
ξεκινούν από το γεγονός όχι η αξία χου κοινωνικού προϊόντος
δημιουργειται από αυτοτελείς «συντελεστές χης παραγωγής». Με χον
καιρό η -τριαδική φόρμουλα» χου Ζ. Μπ. Σε, υπέστη ορισμένες αλ­
λαγές Όπως είναι γνωστό ο Ζ. Μπ. Σε, προσπαθώντας να αποσπα­
στεί από τις σχέσεις παραγωγής χου καπιταλισμού, ξεχώρισε μόνο
τρεις «συντελεστές»: την εργασία, το κεφάλαιο και τη γη. Τα συμφέ­
ροντα της υπεράσπισης του καπιταλισμού απαιτούσαν την προσθήκη
στους «συντελεστές παραγωγής», στην αρχή, των επιχειρηματιών
και, κατόπιν, και του κράτους, της κυβέρνησ ης1.
Στην εργασία του γνωστού θεωρητικού των άγγλω ν εργατικών Τζ.
Στρέιτσι, 0 σύγχρονος καπιταλισμός, η θεωρία αυτή εκτίθεται ως εξής:
«... το σύστημα κατανομής που υπάρχει προέρχεται από το φυσικό
νόμο, ο οποίος ορίζει ότι ο καθένας πρέπει να πληρώ νεται σε αντι­
στοιχία με το τι έδοσαν στην πράξη, οι υπηρεσίες του στην παραγω­
γή: να δίνεται στον εργάτη ο μισθός του για την εργασία, στον καπι­
ταλιστή ο τόκος του για την “ αναμονή” και το κέρδος για το “ρί­
σκο”, στον νομικό η ανταμοιβή του για τη ν υπεράσπιση της υπόθε­
σης του καπιταλιστή στο δικαστήριο, στον οικονομ ολόγο οι αποδο­
χές του για την εξήγηση της μπίζνες συνολικά»2.
Από εδώ φαίνεται ότι η θεωρία των «συντελεστώ ν της παραγωγής»
που ισχυρίζεται ότι τα εισοδήματα των βασικών τάξεων της αστικής
κοινωνίας έχουν πηγές ανεξάρτητες μεταξύ τους, αποσκοπεί στο ν ’
αποδείξει ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών.
Η σαθρότητα της θεωρίας των συντελεστώ ν της παραγωγής απο­
καλύπτεται στο γεγονός ότι εξισώνει δυο ολότελα διαφορετικά φαινό­
μενα Δείχνοντας πόσο ασύστατος είναι ο «τριαδικός τύπος» (φόρ­
μουλα), που βασίζεται στην ταύτιση των παραγωγικών δυνάμεων με
τις παραγωγικές σχέσεις της κοινωνίας, ο Κ. Μ αρξ έγραψε για τους

1. A. Smith, Economics. Νέα Υόρκη, 1946, σελ. 360. Η σκληρή ακαμψία μιας
τέτιας προσέγγισης προκαλεί και σ ’ ένα μέρος των αστών οικονομολόγων αμφι­
βολία για την ορθότητα της θεωρίας των συντελεστών. «... Οι θεωρητικοί σήμερα
λένε·, γράφει ο αμερικανός οικονομολόγος Φ. Π ίρ σ ον, «ότι ο καθορισμός του
μισθού δεν μπορεί να αναχθεί σε κάποιον μοναδικό κανόνα συμπεριφοράς, ότι
όσον αφορά τις οικονομικές επιδράσεις αυτές καθαυτές, υπάρχει ένα στοιχείο
αοριστίας και ακόμη απροσδιοριστίας στον καθορισμό του μισθού, την οποία οι
προηγούμενοι οικονομολόγοι έτειναν να ανάγουν στο μίνιμουμ» (F. Pierson, An
Evaluation of Wage Theory, New Concepts in Wage Determination, Νέα Υόρκη,
1957. σελ. 31).
2. J. Slrachy, Contemporary Capitalism, Λ ο ν δ ίν ο , 1956, σ ε λ . 231-232.

354
λεγάμενους συντελεστές παραγωγής: «... οι δήθεν πηγές... πλούτου
ανήκουν σε εντελώς ανόμοιες σφαίρες και δεν έχουν την παραμικρή
αναλογία μεταξύ τους. Σχετίζονται μεταξύ τους περίπου όπως τα
συμβολαιογραφικά έξοδα, τα τεύτλα και η μουσική»1. Στην πραγμα­
τικότητα, η γη και η εργασία (εξεταζόμενη σαν σχέση του ανθρώπου
προς τη φύση) ανήκουν σε όλους τους τρόπους παραγωγής και σαν
τέτιες δεν έχουν καμιά σ χέσ η με την κοινωνική μορφή παραγωγής
(και όμως γίνεται προσπάθεια να εξαχθεί άμεσα από αυτές η πρόσο­
δος και ο μισθός), ο τρίτος ωστόσο «συντελεστής παραγωγής», το
κεφάλαιο, είναι καθορισμένη, ισ τορικά παροδική σχέση παραγωγής,
χαρακτηριστική μόνο για τον αστικό τρόπο παραγωγής.
Η θεωρία των «συντελεστών παραγωγής» είναι θεμελιωμένη στην
αγνόηση του διττού χα ρ α κ τή ρ α της εργασίας που δημιουργεί τα ε­
μπορεύματα, σ την α π ’ αυτό απορρέουσα ταύτιση της αξίας χρήσης
των εμπορευμάτων με τη ν αξία τους, της απλής διαδικασίας της ερ­
γασίας σαν διαδικασίας παραγωγής αξιών χρ ή σ η ς με τη διαδικασία
δημιουργίας αξίας. Α πό το γεγονός ότι η εργασία, η γη και τα μέσα
παραγωγής είναι απαραίτη τοι όροι για την απλή διαδικασία της ερ­
γασίας, δηλαδή τη διαδικ α σ ία δημιουργίας αξίας χρή ση ς, οι αστοί
οικονομολόγοι βγάζουν το συμπέρασμα ότι όλα αυτά τα στοιχεία εί­
ναι αυτοτελείς, ανεξάρτητες πηγές αξίας.
Η θεωρία των συντελεστώ ν παραγωγής είναι μια παραγωγή της χυ­
δαίας θεωρίας τη ς αρμονίας τω ν ταξικών συμφερόντων στον καπιτα­
λισμό. Οι αστοί οικ ο νο μ ο λό γο ι προσπαθούν να διοχετεύσουν την
ιδέα ότι οι κ άτοχοι των «συντελεστώ ν παραγωγής» είναι αναγκαίοι
παράγοντες της παραγω γής, που συνεργάζονται για την επίτευξη του
καλύτερου παραγωγικού αποτελέσματος. Προσπαθούν έτσι να απο­
δείξουν ότι η καπιταλισ τική μορφή παραγωγής είναι αιώνια και ανα­
γκαία. «... Ο τύπος αυτός», έγραψε ο Κ. Μαρξ, «ανταποκρίνεται...
στα συμφέροντα των κυρίαρχω ν τάξεων, για τί διακηρύττει και ανάγει
σε δόγμα τη φυσική αναγκαιότητα και την αιώνια δικαίωση των πη­
γών των εσόδων τους.»2
Με βάση τη θεωρία των συντελεστώ ν παραγωγής οι αστοί οικονο­
μολόγοι προσπαθούν να λύσουν το ζήτημα του μισθού. Η παραγωγι­
κή θεωρία του μισθού, που βασίζεται στον «τριαδικό τύπο» (φόρμου­
λα) πέρασε κατά τη ν ανάπτυξή της από δυο βασικά στάδια: 1) Την
πρώιμη, την απλούστερη παραλλαγή αυτής της θεωρίας, που διατυ­
πώθηκε από τον Ζ. Μπ. Σε και τον αμερικανό αγοραίο οικονομολόγο
Γ. Κέρι (στο έργο του Βάσεις της κοινωνικής επιστήμης, 1858). 2) Την
ύστερη, συνθετότερη παραλλαγή της δοσμένης θεωρίας, την καθαυτό

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, σελ. 1000.


2. Κ. Μ α ρ ξ, Το Κ εφάλαιο, τό μ . 3. σ ελ . 1020.

355
θηιρία ιης οριακής παραγωγικότητας, που διατυπώθηκε από τον
Γζον - Μχέιτς Κλαρκ.
Οι εκπρόσωποι της απλούστερης παραλλαγής αυτής της θεωρίας
θεωρούν την εργασία σαν έναν από τους συντελεστές της παραγωγής,
που δημιουργεί ένα μέρος μόνο της αξίας του κοινωνικού προϊόντος
και που ίο ιδιοποιείται ολοκληρωτικά. Προσπαθώντας να θεμελιώ­
σουν το θρύλο της αρμονίας των συμφερόντων της αστικής τάξης και
της εργατικής τάξης, ισχυρίζονται ότι ο μισθός έχει τάχα τάση για
αύξηση ευθέως ανάλογη με την αύξηση της παραγωγικότητας της
εργασίας. Σαν επιχείρημα, οι οπαδοί αυτής της θεωρίας, αναφέρουν
τις εθνικές διαφορές στα επίπεδα του μισθού, και το γεγονός ότι στις
πιο αναπτυγμένες, από βιομηχανική άποψη, καπιταλιστικές χώρες, ο
μέσος μισθός είναι ανώτερος απ* ό,τι στις λιγότερο αναπτυγμένες.
Αν και, κατά κανόνα, στις αναπτυγμένες χώ ρες ο μισθός είναι πραγ­
ματικά υψηλότερος, αυτό το επιχείρημα είναι αβάσιμο. Δεν αποτελεί
καθόλου απόδειξη της ευθέως ανάλογης εξάρτησης του μισθού από
την παραγωγικότητα της εργασίας. Η αλλαγή της παραγωγικότητας
της εργασίας ασκεί την επίδρασή της στο μέγεθος του πραγματικού
μισθού όχι άμεσα, αλλά έμμεσα, μέσα από την επίδραση, από τη μια,
στην αξία των εμπορευμάτων και, από την άλλη, στην αξία της εργα­
τικής δύναμης.
Αν η παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας αυξηθεί και κατε­
βάσει την αξία των εμπορευμάτων εργατικής κατανάλωσης σε μεγαλύ­
τερο βαθμό, απ’ ό,τι η αξία της εργατικής δύναμης (που στη μείωσή
της αντιδρούν μια σειρά συντελεστές, όπως ο νόμος αύξησης των
αναγκών, η άνοδος της εντατικότητας της εργασίας κλπ.), τότε η
σχετική έκφραση της αξίας της εργατικής δύναμης στα εμπορεύματα
εργατικής κατανάλωσης θα είναι μεγαλύτερη. Σ ’ αυτές τις συνθήκες
διαμορφώνεται η αντικειμενική δυνατότητα αύξησης του πραγματι­
κού μισθού με μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης. Το αν η
δυνατότητα αυτή θα μετατραπεί σε πραγματικότητα, θα εξαρτηθεί
από το βαθμό οργανωτικότητας της εργατικής τάξης και της πάλης
της ενάντια στην αστική τάξη, από το κατά πόσο αυτή η πάλη θα
μπορέσει να περιορίσει την τάση που υπάρχει αντικειμενικά στον
καπιταλισμό για μείωση του μισθού.
Ο πραγματικός μισθός στις αναπτυγμένες χώρες είναι υψηλότερος
όχι μόνο γιατί εκεί είναι ανώτερη η παραγωγικότητα της εργασίας.
Σ’ αυτές τις χώρες το προλεταριάτο διαμορφώθηκε σε συνθήκες πιο
αναπτυγμένες και με υψηλότερες απαιτήσεις, η ειδίκευση των εργα­
τών και η εντατικότητα της εργασίας ήταν υψηλότερη, το εργατικό
κίνημα πιο αναπτυγμένο. Έ τσι, είναι ολότελα ανεπαρκής η εξήγηση
της διαφοράς του επίπεδου του μισθού στις διάφορες χώρες μόνο με
βάση τις διαφορές στην παραγωγικότητα της εργασίας. «... Κατά τη
σύγκριση μισθών εργασίας διαφορετικών χωρών», έγραψε ο Κ.

356
Μαρξ, «είναι αναγκαίο να προσεχθούν όλα τα σημεία που καθορί­
ζουν τις αλλαγές στο μέγεθος της αξίας της εργατικής δύναμης: τιμή
και όγκος των φυσικών και των ιστορικά αναπτυχθέντων πρώτιστων
ζωτικών αναγκών, τα έξοδα ανατροφής του εργάτη, ο ρόλος της γυ­
ναικείας και της παιδικής εργασίας, η παραγωγικότητα της εργασίας,
το εκτατικό και εντατικό μέγεθος της.»1
Η αρχή της θεωρίας της οριακής παραγωγικότητας έγινε από τον
γερμανό οικονομολόγο Γ ιό χα ν Τίνεν στην εργασία του Το απομονω­
μένο κράτος. Α ναπτύχθηκε εκτενώς στις εργασίες των αστών οικονο­
μολόγων, του Αμερικανού Τζ. Κλαρκ (1847-1938) και του Αγγλου Α.
Μάρσαλ (1842-1924), και αποτελεί συνδυασμό της παλιάς θεωρίας
της παραγωγικότητας με τις θεωρίες της αυστριακής σχολής: με τη
θεωρία της οριακής ωφελιμότητας (χρησιμότητας), με την αρχή της
φθίνουσας παραγωγικότητας ή της φθίνουσας αποδοτικότητας.
Θα σταθούμε, πριν α π ’ όλα, στην αρχή της φθίνουσας παραγωγικό­
τητας, μιας από τις βάσεις της οριακής παραγωγικότητας. Το περιε­
χόμενο αυτής της «αρχής», που είναι δανεισμένο από τον Τ. Μάλ­
θους και έχει χρ η σ ιμ ο π ο ιη θεί σε όλες τις σφαίρες και τους συντελε­
στές της παραγωγής και ό χ ι μόνο στη γεωργία, συνίσταται στο ότι,
αν κάποιος συντελεστής τη ς παραγωγής αυξηθεί σε σχέση με τους
υπόλοιπους συντελεστές, η παραγωγικότητά του μειώνεται. Αν, δη­
λαδή, σε ένα εργοστάσιο που έχει 100 τόρνους, ο αριθμός των εργα­
τών αυξήθηκε από 100 σε 101, η παραγωγικότητα αυτού του εκατο­
στού πρώτου εργάτη θα είνα ι χαμηλότερη από την παραγωγικότητα
του εκατοστού. Αν στη σ υνέχεια ο αριθμός των εργατών αυξηθεί κα­
τά μία ακόμη μονάδα, τότε η παραγωγικότητα του εκατοστού δεύτε­
ρου εργάτη θα είναι μικρότερη, α π ’ ό,τι του εκατοστού πρώτου κλπ.
Φυσικά, όρος για την κανονική οργάνωση κάθε παραγωγής είναι η
καθορισμένη α ντισ τοιχία των απλούστατων στοιχείων της παραγω­
γής. Για παράδειγμα, σε έναν ορισμένο αριθμό τόρνων και με ένα
ορισμένο τεχνολογικό σχήμα, μπορεί να απασχοληθεί ένας απόλυτα
καθορισμένος αριθμός εργατών με μια συγκεκριμένη ειδίκευση.
Ωστόσο από αυτό κάθε άλλο παρά συνάγεται η αρχή της φθίνουσας
παραγωγικότητας. .
Η σαθρότητα της θεωρίας της φθίνουσας παραγωγικότητας φαίνε­
ται στο γεγονός ό τι δεν παίρνει υπόψη το νόμο της αύξησης της
οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου με την ανάπτυξη των παραγωγι­
κών δυνάμεων. Η τεχνική πρόοδος, στην πραγματικότητα, μειώνει
και δεν αυξάνει το ειδικό βάρος της ζωντανής εργασίας σε σχέση με
την υλοποιημένη (εμπράγματη), ενώ, η παραγωγικότητα της εργασί­
ας αυξάνει και δεν μειώνεται.
Στη βάση της θεωρίας της φθίνουσας παραγωγικότητας βρίσκεται

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 578.

357
η πλατιά διαδομένη στην αστική πολιτική οικονομία απολογητική
μέθυόος να παρουσιάζεται σαν νόμος όχι το χαρακτηριστικό ένα γε­
γονός που είναι συχνό μεν στη ζωή, ωστόσο όμως είναι μερικό. Τέτια
είναι η κύρια θέση αυτής της θεωρίας για την αύξηση του αριθμού των
εργατών με σταθερό τον όγκο του τεχνικού εξοπλισμού. Αλλά και
στις περισσότερες περιπτώσεις που έχουμε αύξηση του αριθμού των
εργατών με σταθερό τον όγκο του τεχνικού εξοπλισμού, η παραγωγι­
κότητα της εργασίας αυξάνει και δεν πέφτει, δεδομένου ότι η αύξηση
του αριθμού των εργατών οδηγεί σε νέο καταμερισμό της εργασίας.
Η θεωρία της φθίνουσας παραγωγικότητας δεν παίρνει υπόψη την
αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που επιφέρει η οργάνω­
σή της.
Η δεύτερη βάση της θεωρίας της οριακής παραγωγικότητας είναι
η θεωρία της οριακής ωφελιμότητας. Αυτή η τελευταία αρχικά εμφα­
νίστηκε σαν θεωρία της αξίας και μόνο κατόπιν μεταβλήθηκε σε θεμέ­
λιο της αστικής θεωρίας της κατανομής. Ο αμερικανός αστός οικο­
νομολόγος Τζ. Ντάνλοπ, σημειώνει σχετικά: «Η θεωρία της οριακής
παραγωγικότητας εμφανίστηκε ύστερα από την επέκταση της μεθό­
δου της οριακής ωφελιμότητας στο πρόβλημα του σχηματισμού των
τιμών των συντελεστών... της παραγωγής στη “ συνεισφορά” της
ωφελιμότητας των συντελεστών σε εξάρτηση από την τιμή των έτοι­
μων αντικειμένων.»1
Η θεωρία της οριακής ωφελιμότητας, ό χι μόνο αρνείται την ύπαρ­
ξη αξίας των εμπορευμάτων, αλλά ερμηνεύει απλουστευτικά τη χρη­
ματική μορφή της αξίας, την τιμή. Η θεωρία αυτή έχει δομηθεί πάνω
σε αντιεπιστημονικές αφαιρέσεις. Αποσπάται, δεν παίρνει υπόψη την
παραγωγή των υλικών αγαθών, την εμπορευματική μορφή του προϊ­
όντος, τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Η θεωρία της οριακής παραγωγικότητας θεωρεί τη ν εργασία οικο­
νομικό αγαθό, που η «πολυτιμότητά» του καθορίζεται με βάση τις
αρχές της οριακής ωφελιμότητας. Η χρη σ ιμότητα της εργασίας έ­
γκειται στην παραγωγικότητά της. Σύμφωνα με τη ν αρχή της φθί­
νουσας παραγωγικότητας, αν ο αριθμός των εργατών σε μια επιχεί­
ρηση αυξηθεί και παραμείνει σταθερός ο όγκος του τεχνικού εξοπλι­
σμού, η παραγωγικότητα του καθενός νέου εργαζόμενου θα μειώνε­
ται.
Για επεξήγηση της θεωρίας της οριακής παραγωγικότητας παραθέ­
τουμε το επόμενο διάγραμμα (Σχέδιο I)2.

1. The Theory of Wage Determination, ed. J. Dunlop, Λονδίνο, 1957, σελ. 9.


1 J. Bell, A History of Economic Thought, Νέα Υόρκη, 1953, σελ. 532.

358
Σχέδιο 1

AD — ο αριθμός των απασχολούμενω ν (ας υποθέσουμε, 6 εργάτες).


ΑΒ, A 1Β 1, A 2 Β2, κλπ. — η παραγω γικότητα του κάθε εργάτη.

CD — η οριακή παραγω γικότητα.


Ό π ω ς φαίνεται από το διάγραμμα, ο έκτος εργάτης είναι ο τελευ­
ταίος μισθωμένος εργάτης, που έχει τη μικρότερη παραγωγικότητα
CD. Αυτός ανακηρύσσεται οριακός εργάτης, και το προϊόν που παρά­
γεται α π ’ αυτόν ανακηρύσσεται προϊόν οριακό (CD).
Οι οπαδοί της θεωρίας τη ς ο ρια κ ή ς παραγωγικότητας ισχυρίζονται
ότι η πολυτιμότητα κάθε εργάτη για τον κεφαλαιοκράτη ισούται με
το οριακό πρ οϊόν εφόσον με τη ν απόλυση οποιουδήποτε εργάτη, ο
κεφαλαιοκράτης έχει πάντοτε τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τον
απολυμένο εργάτη με τον ο ρια κ ό ερ γά τη 1. .
Από εδώ συνάγεται ό τι ο μισθός του κάθε εργάτη έχει τάση να
εξισώνεται με το ο ρια κό π ρ ο ϊό ν της εργασίας, δηλαδή με το προϊόν
εργασίας του λιγότερο παραγω γικού εργάτη. «Ο μισθός κάθε ιδιαίτε­
ρου είδους εργασίας», έγραψαν οι αμερικανοί οικονομολόγοι Λ. Ρέι-
νολντς και Ου. Ταφτ, « α ντισ το ιχεί σε κείνο που ονομάζουν οριακή
εισοδηματική πα ρ α γω γικ ό τη τα αυτής της τάξης της εργασίας, ή στο
ποσό το οποίο πρ ο σ τέθη κ ε στο επιχειρημ ατικό εισόδημα από την
οριακή μονάδα τη ς α ν τίσ το ιχη ς εργασίας.»2
Διευκρινίζοντας αυτό το συμπέρασμα στο διάγραμμα, ο Κλαρκ
έγραψε: «Το D C ...καθορίζει το γενικό επίπεδο του μισθού.»3

1. Τζ. Κλαρκ, Η κ α τ α ν ο μ ή τ ο υ π λ ο ύ τ ο υ , μετάφρ. από τα αγγλικά, Μόσχα, 1934,


σελ. 146.
2. L. Reynolds, C. T aft, T h e E v o l u t i o n o f W a g e S t r u c tu r e , Νιου Χέβεν, 1956, σελ.
397.
3. Τζ. Κλαρκ, Η κ α τα ν ο μ ή το υ π λο ύ το υ , σελ. 146.
Αχό το νΗάγραμμα συνάγεται ότι ο οριακός εργάτης παίρνει μισθό
CD. ίσο με όλο to προϊόν ιης εργασίας tou, to CD. Οι αστοί οικονο­
μολόγοι ισχυρίζονται ότι οι υπόλοιποι εργάτες παίρνουν επίσης όλο
to προϊόν της εργασίας τους, εφόσον είναι δήθεν ίσα με το οριακό
προϊόν (ορθογώνιο AECD)1, δεδομένου ότι ο καπιταλιστής καθορίζει
την «πολυτιμότητα» κάθε εργάτη με βάση την «πολυτιμότητα» του
τελευταίου μισθωμένου (οριακού) εργάτη. Το πλεόνασμα του παραγό-
μενου προϊόντος πάνω αχό το μισθό με βάση τη θεωρία των συ­
ντελεστών παραγωγής, ανακηρϋσσεται π ροϊόν του κεφαλαίου (τρί­
γωνο EBC).
Συνεπώς, η θεωρία της οριακής παραγωγικότητας διοχετεύει την
ιΜα ότι οι εργάτες παίρνουν όλο το προϊόν τη ς εργασίας τους. Κάτι
παραπάνω, προσπαθεί ν ’ αποδείξει ότι αφού παίρνουν όλο το προϊόν
της εργασίας τους, οι εργάτες οφείλουν να παίρνουν χαμηλότερο μι-
αθό. Αυτή την αχολογητική ουσία της θεωρίας της ορια κή ς παραγω­
γικότητας τη διατύπωσε απόλυτα καθαρά ο Τζ. Μπ. Κ λαρκ. Στην ερ­
γασία Η κατανομή rου πλούτου δηλώνει ότι η «σταθερότητα του κοι­
νωνικού οργανισμού» εξαρτάται από το αν θα πάρουν οι εργαζόμενες
τάξεις όλο το προϊόν της εργασίας τους ή όχι». Αν αυτοί δημιουρ­
γούν μικρή ποσότητα πλούτου», έγραψε, «και τη ν παίρνουν ολόκλη­
ρη, τότε δεν υπάρχει λόγος να επιδιώκουν την κοινω νική επανάστα­
ση...-1
Όμως η θεωρία της οριακής παραγω γικότητας δεν είνα ι σε θέση
να κρύβει την εκμετάλλευση του προλεταριάτου. Γ ια να πεισθούμε,
αρκεί να κοιτάξουμε στο διάγραμμα που παρατέθηκε π ιο πάνω. Γιατί
ο πρώτος εργάτης παράγει ΑΒ μονάδες, ο δεύτερος A 1 Β 1, ο τρίτος
Α: Β2, δηλαδή όλο και λιγότερο; Επειδή — απαντούν οι οπαδοί αυ­
τής της θεωρίας — ο πρώτος εργάτης προσλήφ θηκε πρώ τος, ο δεύτε­
ρος προσλήφθηκε δεύτερος κλπ. και η παραγω γικότητα της εργασίας
του πρώτου εργάτη είναι ανώτερη από του δεύτερου, του δεύτερου
ανώτερη από του τρίτου κλπ.
Επομένως, ακόμη και σύμφωνα μ ’ αυτή τη θεω ρία, τα ΑΒ, Α 1 Β 1,
Α 2 Β; κλπ. είναι προϊόντα που παράγονται από τη ν εργασ ία του πρώ­
του, δεύτερου, τρίτου κλπ. εργάτη και ό χι του κεφαλαιοκράτη. Ταυτό­
χρονα, ο μισθός των εργατών εξισώνεται με το προϊόν του οριακού
εργάτη. Επομένως, οι εργάτες δεν παίρνουν καθόλου το προϊόν της
εργασίας τους. Και αυτό φαίνεται καθαρά στο διάγραμμα: το προϊόν
που παρήγαγε η εργασία, εκφράζεται με το σ χή μ α A B CD . Το προϊόν
που αποκτά η εργασία εκφράζεται από το μικρότερο σ χήμ α AECD.

1. «... Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι ο λαός θα ανταμειφθεί σύμφωνα με τη


φνηομένη αχό το χρόνο θεορία της οριακής παραγωγικότητας» (Μπ. Σέλιγκμαν,
Τα βασκά/κύματα της σύγχρονης οικονομικής σκέψ ης, σελ. 497).
1 Τζ. Κλαρκ, Η κατανομή του πλούτου, σελ. 40.
Ενα μέρος του π ρ ο ϊό ν το ς τη ς ερ γα σ ία ς, και συγκεκριμένα το EBC
to ιδιοποιείται ο κ α π ιτα λ ισ τή ς.
Κάποτε και οι α σ το ί ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γ ο ι υποχρεώ νονται να πάροδε-
χτούν το γεγο νό ς αυτό. Ο Τζ. Κ λα ρκ, γ ια παράδειγμα έγραψε: «... θ α
με προσλάβετε σ τη φ ά μ π ρ ικ ά σ α ς; Ν αι, αν εγώ μπορώ να παράγω για
σας λίγο παραπάνω , από κ είν ο που εσείς θα μου πληρώ νετε με τη
μορφή του μ ισ θού- ό χ ι, αν θα παράγω λ ιγό τερ ο από αυτό.»1
Κάτι παραπάνω , μ ε ρ ικ ο ί α σ τ ο ί ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γο ι θεωρούν την ισότη­
τα του μισθού του ερ γά τη με το ο ρ ια κ ό π ρ ο ϊό ν τη ς εργασίας, όρο για
την εξα σ φ ά λ ισ η τω ν α νώ τα τω ν κερδώ ν. «Γ ια να αυξηθούν σ τον ανώ­
τατο βαθμό τα κέρδη τη ς ε π ιχ ε ίρ η σ η ς» , έγραψ ε ο Τζ. Ν τάνλοπ, «πρέ­
πει η τιμή του κάθε σ υ ν τελ εσ τή τη ς παραγω γής να είναι ανάλογη με
την οριακή φ υσ ική π α ρ α γω γικ ό τη τα ...»
Είναι ο λ ό τελ α π α ρ ά λ ο γη η θέσ η τη ς θεω ρίας τη ς ο ρ ια κ ή ς παραγα>-
γικότητας γ ια κ ά π ο ιο υ ς ο ρ ια κ ο ύ ς εργάτες, δηλαδή για εργάτες οι
οποίοι δεν δίνουν κ α νένα κ έρ δ ο ς σ το ν κ α πιτα λισ τή . Με τη ν εξαφά­
νιση του κέρδους ε ξ α φ α ν ίζο ν τα ι κ α ι τα κ ίν η τρ α τη ς κεφαλαιοκρατι­
κής επ ιχ ειρ η μ α τικ ό τη τα ς κ α ι η ίδ ια η βάση του καπιταλισμού. Στην
πραγματικότητα, ο ερ γ ά τη ς σ τ η ν α σ τικ ή κ ο ινω νία έχει τη δυνατότη­
τα να ερ γα σ τεί μ όνο σ τ η ν π ερ ίπ τω σ η που π λ ο υ τίζει το ν εκμεταλλευ­
τή του. «Η αθλιότητα... τους αναγκάζει», έγρα ψ ε ένας από τους πρώ­
τους κ ρ ιτικ ούς τω ν α σ τικ ο φ ιλ ελ εύ θ ερ ω ν θεωριώ ν, ο Σ. Λένγκε, «να
γονατίζουν μ π ρ ο σ τά σ το ν πλούσιο, παρακαλώ ντας τον να τους επιτρέψει
να τον πλουτίσουν.»3
Επιπλέον, σ τ η ν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα , είνα ι αδύνατο ελεύθερα να αντι­
καθίσταται ο ένας ερ γ ά τη ς με το ν άλλο. Α υτό όμως είνα ι μια από την
κύριες πρ οϋ ποθέσ εις τη ς θεω ρ ία ς τη ς ο ρ ια κ ή ς παραγω γικότητας. Στη
ζωή, ακόμα κ α ι η μ ίσ θ ω σ η τω ν εργατώ ν δεν γίνετα ι καθόλου έτσι
όπως τη ν π α ρ ο υ σ ιά ζο υ ν ο ι α σ τ ο ί ο ικ ο νο μ ο λ ό γο ι: ό τι τά χα σ τ η ν αρχή
προσκολλάται ένας ερ γ ά τη ς σ ’ ένα κ εφ ά λ α ιο που μ π ο ρεί να απασχο­
λήσει, ας υποθέσουμ ε, δέκ α χ ιλ ιά δ ε ς άτομα, και θέτοντας σ ε κίνηση
αυτό το κ εφ ά λ α ιο π ετ υ χ α ίν ει μ εγά λη π α ρ αγω γικότη τα , κατόπιν ένας
δεύτερος, που δ ίν ει κάπω ς λ ιγ ό τερ η πα ρα γω γικότη τα , και η υπόθεση
συνεχίζεται έτσ ι μ έ χ ρ ι το ν ο ρ ια κ ό εργάτη. Σ τη ν πραγματικότητα,
στα ερ γοσ τά σ ια που π ρ ω τα νο ίγο υ ν, η. π ρ ό σ λ η ψ η εργατώ ν γίνετα ι μια
φορά. Στα ερ γ ο σ τά σ ια που λ ειτο υ ρ γο ύ ν, η π ρ ό σ λ η ψ η εργατώ ν γίνε­
ται είτε γ ια τί α π εχώ ρ η σ ε ένα μ έρος τη ς ερ γα τικ ής δύναμης (εξαιτίας
θανάτου, α ρ ρ ώ σ τια ς, α ν α π η ρ ία ς, απ ό λυ σ η ς κλπ.), είτε για τί επεκτά­
θηκε το κεφάλαιο. Γ εν ικ ή τά σ η γ ια τις επ ιχειρ ή σ εις που λειτουργούν
είναι η μείω ση του ειδικ ο ύ βάρους του μεταβλητού κεφαλαίου σε

1. Στο ίδιο, σελ. 101.


2. The T heory o f W age D eterm ination, σελ. 9.
3. Παρατίθεται από: Κ. Μαρξ, θ εω ρ ίε ς για την υπεραξία, μέρος 1, σελ. 383.
σύγκριση με το σταθερό. Έτσ», στην πραγματικότητα δεν υπάρχει
οριακός εργάτην
Η θεωρία της οριακής παραγωγικότητας αποτελεί προσπάθεια των
αστών απολογητών να τεκμηριώσουν την επίθεση κατά του βιοτικού
επιπέδου της εργατικής τάξης. Σύμφωνα με τη θεω ρία αυτή, ο μισθός
όλων των εργατών πρέπει να καθοριστεί στο επίπεδο του μισθού του
οριακού, δηλαδή του λιγότερο παραγωγικού εργάτη και να φτάσει
στην ουσία στο όριο πείνας.
Για να διευκρινιστεί με τι ισούται αυτό το ο ρια κό πρ ο ϊό ν της ερ­
γασίας. ο Τζ. Μπ Κλαρκ προτείνει να απομονω θεί η εργασία από
τους άλλους συντελεστές, δηλαδή να υποχρεω θούν ο ι εργάτες να
δουλεύουν, στερώντας τους τα μέσα παραγωγής και την εύφορη γη.
«Στείλτε όλο το πλεόνασμα του βελγικού πληθυσμού», έγραψε, «να
ζήσει σε αμμώδεις περιοχές... Τα εισοδήματα των εργατώ ν στους
βελγικούς άμμους ή στις αμερικάνικες άγονες πεδιάδες... σε ορισμέ­
να πλαίσια δίνουν το γενικό επίπεδο του μισθού...»1
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ γίνεται λόγος για «πλεόνασμα πληθυ­
σμού», δηλαδή για τους ανέργους. Ο οριακός εργάτης μ πορεί να εί­
ναι μια απολογητική επινόηση, ο τελευταίος όμως μισθω μένος εργά­
της είναι μια απόλυτα υπαρκτή μορφή. Ε ίναι ο εργάτης που δοκίμασε
τα βάσανα της ανεργίας και που μόλις τώρα βρήκε εργασία. Επομέ­
νως, οι θεωρητικοί της οριακής παραγω γικότητας συνιστούν στους
καπιταλιστές τη μείωση του μισθού, έχοντας υπόψ η τη ν πίεση της
στρατιάς των ανέργων. Έ τσ ι, η θεωρία της ορια κ ή ς παραγω γικότη­
τας ερμηνεύει ολότελα εσφαλμένα την προέλευση του μισθού και του
κέρδους. Αντιλαμβάνεται όμως την ποσοτική εξάρτηση του μισθού
από την παραγωγικότητα της εργασίας και από τη ν α ν τισ το ιχία ζή­
τησης και προσφοράς, μια εξάρτηση που βρίσκεται σ την επιφάνεια
των φαινομένων.
Σήμερα η θεωρία της οριακής παραγω γικότητας είναι μια από τις
mo διαδεδομένες θεωρίες. «Η ανάλυση της κατανομής με βάση την
οριακή παραγωγικότητα», έγραψε ο Τζ. Ν τάνλοπ, «παραμένει η ψυχή
της θεωρίας της κατανομής»2. «Η πραγματική ανάπτυξη σε μια σειρά
χώρες...», ισχυρίζεται ο αμερικανός αστός οικονομολόγος Κ. Κερ,
«συμφωνεί με τη θεωρία της οριακής παραγω γικότητας»3.
Ωστόσο, αυτή η θεωρία δεν μπορεί να χρ η σ ιμ ο π ο ιη θ εί για την
υπεράσπιση του καπιταλισμού, αν δεν επέλθουν ορισμένες αλλαγές
στη μορφή με την οποία διατυπώθηκε από τον Κλαρκ, για τί συγκρού-

1. Τζ. Κλαρκ, Η κατανομή του πλούτου, σελ. 92.


1 The Theory o f Wage Determination, σελ. 10.
3. New Concepts in Wage Determination, Νέα Υόρκη, 1957, σελ. 264. Κοίτα επί­
σης: R. Douglas, «Are there Laws of Production?» American Economic Review,
Μάρτης, 1948.

362
ttu i μt τη διάδοσ η του μύθου του λαϊκού καπιταλισμού, το μύθο για
την επανάσταση στα εισ ο δή μ α τα . Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με
τη θεωρία τη ς ο ρ ια κ ή ς π α ρ α γω γικ ό τη τα ς, ο μισθός που καθορίζεται
από το «οριακό» π ρ ο ϊό ν του εργάτη , είναι αναγκαστικά χαμηλός.
Ταυτόχρονα, τα σ υ μ φ έρ ο ντα της υπεράσπισης του καπιταλισμού
στην εποχή μας επ ιβ ά λ λ ο υ ν τη διάδοσ η αυταπατών για την άνοδο
των εισοδημάτω ν των εργαζομένω ν στον καπιταλισμό.
Επιπλέον, η θεω ρία τη ς-ο ρ ια κ ή ς παραγω γικότητας δεν είναι αρκε­
τά προσαρμοσμένη σ τις α νά γκες του κρατικομονοπω λιακού καπιτα­
λισμού, γενικ ά , και σ τη δ ικ α ίω σ η της κρατική ς παρέμβασης στην
αγοραπω λησία της ερ γ α τικ ή ς δύναμης ειδικότερα. «... Η θεωρία δεν
λέει τίποτε για το πο ια π ο λ ιτ ικ ή μισθού πρέπει να προτιμηθεί από τις
διάφορες που είναι πιθανές», έγραψ ε ο αμερικανός αστός οικονομολό­
γος Φ. Π ίρ σ ο ν γ ια τη θεω ρ ία τη ς ορια κ ή ς παραγω γικότητας στο άρ­
θρο «Η εκ τίμ η σ η τη ς θεω ρίας του μισθού»'.
Ό λ α αυτά π ρ ο κ α λ ο ύ ν τ η ν α να γκ α ιό τη τα αναδόμησης τ ς ς θεωρίας
της οριακή ς π α ρ α γω γικ ό τη τα ς. Σ την αστική οικονομική φιλολογία
υψώνονται φωνές ό τι η θεω ρ ία αυτή δεν ικανοποιεί. Αμφισβητώντας
την ορθότη τά τη ς, ο α μ ερ ικ α νό ς αστός οικονομ ολόγος Α. Σμιθ έγρα­
ψε ότι «κανένας δεν μ π ο ρ εί να καθορίσει, ποιος είναι ο οριακός εργά­
της και τι αυτός π ρ ό σ θ εσ ε σ το π ρ ο ϊό ν» 2. Α κόμη εντονότερα μιλά γ ι '
αυτό ο α μ ερ ικα νό ς α σ τό ς ειδ ικ ό ς στα ζητήματα του μισθού, Τζ.
Ντάνλοπ. Κ ατά τη γνώ μ η του, η περίοδος κατά τη ν οποία έληξε η
κυριαρχία τη ς θεω ρίας τ η ς ο ρ ια κ ή ς παραγω γικότητας, πρέπει να
χρ ονολ ογη θ εί με τη ν «μεγάλη ύφεση», δηλαδή με τη ν οικονομική
κρίση του 1929-1933. «Η δ η μ ο τικ ό τη τά της», έγραψε ο Τζ. Ντάνλοπ,
«περιορίστηκε γ ια τ ί ως μέσο ανάλυσης α π οδείχτη κε ό χ ι ικανοποιη-
τκή». Αυτή η θεω ρία, έγραψ ε, «δεν εξη γεί ούτε τον ξεχω ριστό μισθό,
ούτε το γενικ ό του επ ίπ εδ ο » 3. «Η θεωρία», επαναλαμβάνει ο Φ. Π ίρ­
σον, «δεν εξ η γ ε ί λ επ τομ ερεια κ ά ποιο είναι εκείνο που καθορίζει το
μισθό» και «δεν φ ω τίζει τα πολύμορφα εκείνα αποτελέσματα, τα
οποία, πιθανώς π ρ ο κ α λ ο ύ ν τα ι με τη ν αλλαγή του μισθού». Ο Φ. Π ίρ­
σον φθάνει στο συμ πέρασμ α ό τι η θεω ρία της οριακής παραγωγικό­
τητας «παρέχει πολύ π ερ ιο ρ ισ μ έν α π λ α ίσ ια για τη ν ανάλυση των ζη­
τημάτων, τα ο π ο ία π αρουσ ιά ζουν τερά σ τιο ενδιαφέρον στον τομέα
του μισθού σήμερα»4.
Ω στόσο, ο ι α σ το ί ο ικ ο ν ο μ ο λ ό γο ι απέχουν πολύ από το να απορρί-
ψουν ο λ ο κ λη ρ ω τικ ά τη θεω ρία της οριακής παραγωγικότητας. Βλέ­
πουν σ ’ αυτή τη θεω ρία τη ν π ιο πλατιά βάση για τη δόμηση των

1. New Concepts in Wage Determination, σελ. 17.


2. A. Smith, Economics, Νέα Υ όρκη, 1946, σελ. 392.
3. The Theory o f Wage Determination, σελ. 4, 10.
4. New Concepts in Wage Determination, σελ. 17, 18.
ακολυγητικών αντιλήψεων της κατανομής, η οποία συγκαλύπτει την
εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, αν και είναι λίγο προ­
σαρμοσμένη στη λύση συγκεκριμένων προβλημάτω ν της κρατικομο-
νοηωλιακής πολιτικής στον τομέα των μισθών. «Με εξαίρεση την
πλατιά ή τη γενική έννοια», έγραψε ο Φ. Π ίρσον, «η υπόθεση δεν
δίνει καμιά βάση για την εξήγηση των σχέσεων του μισθού.»1
Έτσι, στη σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία εκφράζεται από­
λυτα καθαρά η τάση να αναδιατυπωθεί η θεωρία της οριακής παρα­
γωγικότητας, και να προσαρμοστεί στις συνθήκες της μεταπολεμικής
ι&ολογικής πάλης, στις πρακτικές ανάγκες του κρατικομονοπωλια-
κού καπιταλισμού, και να διατηρηθεί ως η γενική βάση της απολο­
γητικής ερμηνείας των σχέσεων εργασίας και κεφαλαίου.

Η θεωρία της «συνεισφοράς»

Οι οπαδοί της θεωρίας της οριακής παραγω γικότητας, που ισχυρί­


ζονται ότι η πληρωμή όλων των εργατών τείνει προς το προϊόν του
οριακού εργάτη, ανεξάρτητα από το αν οι άλλοι εργάτες παράγουν
περισσότερα προϊόντα, δεν μπορούσαν να καλύψουν το γεγονός της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Γ Γ αυτό ο Τζ. Μπ. Κ λαρκ στην Κα­
τανομή του πλούτου εκπόνησε ειδικά για το σκοπό αυτό την ονομαζό­
μενη θεωρία της συνεισφοράς, που έχει σαν στόχο της τον ξεχωρι-
σμό των μεριδίων του προϊόντος, που τάχα δημιουργήθηκαν από κα-
θέναν ξεχωριστό συντελεστή της παραγωγής.
Η θεωρία της συνεισφοράς, που στηρίζεται στη θεωρία της ορια­
κής παραγωγικότητας, από μεθοδολογική άποψη βασίζεται (όπως και
η τελευταία) στη σύγχυση της αξίας χρ ή σ η ς και της αξίας του εμπο­
ρεύματος. Εξετάζοντας στη θεωρία της συνεισφοράς την πηγή του
πλούτου, ο Τζ. Μπ. Κλαρκ δεν διευκρινίζει για ποια μορφή πλούτου
πρόκειται, για τη φυσική-εμπράγματη, ή για την αξιακή. Αυτή η
σύγχυση των εννοιών, του επιτρέπει να υποστηρίζει ότι ό χι μόνο η
εργασία, αλλά και το κεφάλαιο δημιουργεί «πλούτο». Συνάμα, ο κάθε
κάτοχος του ενός ή του άλλου «συντελεστή παραγωγής» — ο εργά­
της ή ο κεφαλαιούχος — ιδιοποιείται εκείνο μόνο το μέρος του προϊό­
ντος, που η προέλευσή του μπορεί να καταλογισθεί (να αποδοθεί)
στο συντελεστή που του ανήκει. Η εκμετάλλευση της εργατικής τά­
ξης από την αστική τάξη — αυτή η αποφασιστική ιδιαιτερότητα του
κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής — θεωρείται από τον Τζ. Μπ.
Κλαρκ σαν ανύπαρκτη. Το κύριο καθήκον της αντίληψης της «συ­
νεισφοράς», σε διάκριση από τη θεωρία της οριακής παραγωγικότη­
τας, που αποτελεί τη γενική θεωρητική της βάση, συνίσταται στην
προσπάθεια να καθοριστούν επακριβώς τα μερίδια εκείνα του συνο­

1. New Concepts in Wage Determination, σελ. 18.


λικού κοινω νικού π ρ ο ϊό ν το ς, τα ο π ο ία μπορούν να ξεχωριστούν με
βάση την π α ρ α γω γικ ό τη τα τη ς εργασίας και του κεφαλαίου, μπορούν
να «καταλογιστούν» σ τη ν ερ γα σ ία και στο κεφάλαιο. Στο σημείο αυ­
τό, ο Τζ. Μπ. Κ λα ρκ σ τη ρ ίζετα ι στις αντιεπιστημονικές αντιλήψεις
της φθίνουσας π α ρ α γω γικ ό τη τα ς, τη ς ορια κή ς παραγωγικότητας, των
συντελεστών της πα ρα γω γή ς, που εξετάσαμε προηγούμενα.
Για την τεκμ η ρ ίω σ η τη ς θεω ρία ς τη ς συνεισφοράς ο Τζ. Μπ.
Κλαρκ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιεί τη γρ α φ ικ ή μέθοδο απόδειξης, το διάγραμμα.
Στην εργασ ία Η κατανομή του πλούτου παραθέτει το επόμενο διά­
γραμμα (Σχέδιο 2)1.

Σχέδιο 2
A, A 1, A 2, Α 3 κ λπ., είνα ι «μονάδες τη ς κοινω νικής εργασίας», που
προστίθενται δ ια δ ο χ ικ ά στη στα θερ ή (ως προς την αξία) ποσότητα
κεφαλαίου της κοινω νίας- οι επιφ άνειες Α Β Β 'Α 1, A ' r ’B2A2 κλπ., εί­
ναι οι ποσ ότητες του πλούτου που παράγονται από τις αντίστοιχες
μονάδες εργασίας. Σ υ γκ ρ ίνο ντα ς το προϊόν της πρώτης και της δεύ­
τερης μονάδας ερ γα σ ία ς, ο Κ λα ρκ προσπαθεί να ξεχω ρίσει τα μερί­
δια που «καταλογίζοντα ι» τό σ ο σ τη ν εργασία όσο και στο κεφάλαιο.
Η πρώτη μονάδα κ ο ιν ω ν ικ ή ς ερ γα σ ία ς Α Α 1, εφόσον χρησιμοποίησε
όλο το κοινω νικό κ εφ ά λα ιο, έδινε το μεγαλύτερο ποσό προϊόντος, το
ΑΒΒ’Α 1. Η π ρ οσ άρτη σ η της δεύτερης μονάδας εργασίας Α*Α2 συνο­
δεύεται με αύξηση του αριθμού τω ν μηχανώ ν, στις οποίες έχει ενσω­
ματωθεί το κεφάλαιο. Ω σ τό σ ο , όπως γράφει ο Κλαρκ, σ ’ αυτή την
περίπτωση οι ερ γα λ ειο μ η χα νές φθηναίνουν τόσο, που το συνολικό

1. Τζ. Μπ. Κ λαρκ, Η κατανομή του πλούτον, σελ. 231 (το διάγραμμα διασαφηνί­
στηκε από τον Β. Α φ ανάσιεφ με βάση τις υποσημειώσεις του Τζ. Μπ. Κλαρκ στη
σελίδα 232 του βιβλίου του).

365
κεφάλαιο, που έχει ενσωματωθεί σ ’ αυτές, παραμένει σταθερό. Επομέ­
νως, :ώμα ο διπλάσιος αριθμός εργατών χρ η σ ιμ ο πο ιεί κεφάλαιο, που
μεγάλωσε ως προς την υλική-εμπράγματη μορφή του αλλά που δεν
άλλαζε ως προς την αξία του. Αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη του Τζ.
Μπ. Κλαρκ. είναι, η παραγωγικότητα της εργασίας αυτών των δυο
ομάδων των εργατών να πέφτει σε σύγκριση με την παραγωγικότητα
των «ρώτων εργατών, από ΑΒΒ'Α1μειώνεται σε A ‘r 'B2A 2.
Αυτό γίνεται, γιατί, υποστηρίζει ο Τζ. Μπ. Κλαρκ, τώρα καθεμιά
από τις ομάδες των εργατών χρησιμοποιεί μόνο το μισό του κεφα­
λαίου (ως προς την αξία) που προηγούμενα χρη σ ιμ οποιότα ν ολοκλη­
ρωτικά από την πρώτη ομάδα των εργατών. Η πρώτη ομάδα στερή­
θηκε το μισό του κεφαλαίου (ως προς την αξία), που προηγούμενα
χρησιμοποιούσε. ΓΓ αυτό η παραγωγικότητα της εργασίας της έπε­
σε κατά το μέγεθος RBB'R1, κατά το μέγεθος εκείνο, που έδινε τάχα
το «πλεονάζον μέρος του κεφαλαίου». «Αυτή η μείωση», γράφει ο Τζ.
Μ*. Κλαρκ, «καθορίζει το μέγεθος του προϊόντος το οποίο πρέπει να
μετα<ρερθεί στο λογαριασμό του κεφαλαίου που έφυγε»1. Το μέγεθος
ARBA είναι προϊόν της εργασίας δυο ομάδων εργατών. Συνενώνο­
ντας κατόπιν τις επόμενες μονάδες εργασίας (Α 2Α , Α 3Α 4 κλπ.), ο Τζ.
Μπ. Κλαρκ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προϊόν, που εκφράζε­
ται στο διάγραμμα από την επιφάνεια EBC, είναι προϊόν του κεφα­
λαίου, ενώ το προϊόν της εργασίας αντανακλάται στο μέγεθος
AECD. Εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο δεν υπάρχει,
έτσι απαντά η θεωρία της «συνεισφοράς» σ την ερώ τηση που έθεσε η
ίδια: «σε ποιον παράγοντα πρέπει να καταχω ρηθεί το κάθε μερίδιο
του σύνθετου κοινωνικού προϊόντος;»2
Ωστόσο, η θεωρία της «συνεισφοράς» βασίζεται σε σαθρές προϋ­
ποθέσεις και, εννοείται, δεν μπορεί να αποδείξει το αναπόδεικτο.
Απλώς επιτρέπει στον Τζ. Μπ. Κλαρκ να δημιουργήσει την επίφαση
μόνο μιας απόδειξης, ότι δεν υπάρχει εκμετάλλευση του προλεταριά­
του.
Στην πραγματικότητα, τι θα γίνει αν η «μονάδα της κοινωνικής
εργασίας» ΑΑ1, που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα παραγωγής
της κοινωνίας, συμπληρωθεί με μια ακόμη παρόμοια μονάδα; Ο αριθ­
μός των εργατών θα διπλασιαστεί. Το λιγότερο πρέπει να διπλασια­
στεί και η μάζα των μέσων παραγωγής εφόσον προϋποτίθεται ότι
όλοι οι εργάτες θα εργάζονται. Η αξία της μονάδας αυτών των μέσων
παραγωγής θα πέσει τόσο, ώστε η αξία της αυξημένης ποσότητάς
τους να εξισωθεί με την προηγούμενη αξία των μέσων παραγωγής.
Επομένως, προϋποτίθεται ουσιαστική αύξηση της παραγωγικότη­
τας της εργασίας στη δεύτερη περίοδο, σε σύγκριση με την πρώτη.

1. Τζ. Μ*. Κλαρκ, Η κατανομή τον πλούτον, σελ. 228.


2. Στο ίδιο. σελ. 229.

366
Κ α ι α υ τ ό σ η μ α ί ν ε ι ό τ ι , π ρ ώ τ ο , π ρ έπ ε ι
B3
Β3| ν α α λ λ ά ξ ε ι η ο ρ γ α ν ι κ ή σ ύ ν θ ε σ η το υ
κ ε φ α λ α ίο υ : σ τ η δ εύ τερ η περίοδο πρέ­
π ε ι να ε ίν α ι π ιο υ ψ η λ ή . Και επομ έ­
b2 ν ω ς, ο ό γ κ ο ς τω ν μέσω ν παραγω γής
B?
α ν ά μ ο ν ά δ α ε ρ γ α σ ί α ς , θ α α υ ξ η θ ε ί ο υ­
σ ι α σ τ ι κ ά σ τ η δ εύ τερ η περίοδο, kui
B, δ ε ν μ ένει σ τ α θ ε ρ ό ς , ό π ω ς υποθέτει ο
B ---------- Ri Τ ζ . Μ π . Κ λ α ρ κ . Κ α ι έ τ σ ι π ρ έ π ε ι να
α υ ξ η θ ε ί κ α ι ο ό γ κ ο ς τ η ς α ξ ί α ς του
κ ε φ α λ α ίο υ που α ν α λ ο γ ε ί σ τη μονάδα
B R α ξ ία ς τ η ς ε ρ γ α τ ικ ή ς δύναμης. Δεύτε­
ρ ο , α υ τ ό σ η μ α ί ν ε ι ό τ ι ο ό γ κ ο ς του
π α ρ α γ ό μ ε ν ο υ π ρ ο ϊ ό ν τ ο ς (η μ ά ζα τ η ς
α ξ ία ς χ ρ ή σ η ς ) σ τ η δεύ τερ η π ερίοδο
θ α α υ ξ η θ ε ί σ η μ α ν τ ι κ ά κ α ι δ ε ν θα
μ ε ι ω θ ε ί , ό π ω ς υ π ο θ έ τ ε ι ο Τ ζ. Μ π.
Κ λ α ρ κ , γ ια τ ί η ε ρ γ α σ ία , που εκνέου
π ρ ο σ α ρ τ ιέ τ α ι, θα λ ειτ ο υ ρ γεί σε σ η ­
μ α ν τ ι κ ά π ρ ο ο δ ε υ τ ι κ ό τ ε ρ η τ ε χ ν ι κ ή βά­
A1 Α2 σ η , η π α ρ α γ ω γ ι κ ό τ η τ ά τ η ς θ α ε ίν α ι
μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η . Α ν υπ ο τεθεί ότι και η
Σχέδιο 3
τ ε χ ν ι κ ή β ά σ η τ η ς π α ρ α γ ω γ ή ς της
π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η ς μ ο ν ά δ α ς ε ρ γ α σ ί α ς ε π α ν α σ τ α τ ι κ ο π ο ι ε ί τ α ι ε π ί σ η ς (π ρ ά ­
γμα σ ύ μ φ ω ν ο μ ε τ α ι σ τ ο ρ ι κ ά γ ε γ ο ν ό τ α ) , τ ό τ ε θ α α υ ξ η θ ε ί ο υ σ ι α σ τ ι κ ά
ο όγκος κ α ι τ η ς π α ρ α γ ω γ ή ς τ η ς . Γ Γ α υ τ ο ύ ς το υ ς λ ό γ ο υ ς, το διά γρ α μ ­
μα το υ Τ ζ . Μ π . Κ λ α ρ κ , α ν ξ ε κ ι ν ή σ ο υ μ ε α π ό τ ο υ ς ό ρ ο υ ς π ο υ α υ τ ό ς
δέχετα ι σ τ η ν π ρ ά ξ η , θ α έ π ρ ε π ε ν α π α ρ ο υ σ ι ά ζ ε ι τ η ν π ι ο κ ά τ ω ε ικ ό ν α ,
η ό π ο ια , α ν τ α ν α κ λ ά τ η ν ά ν ο δ ο ( κ α ι ό χ ι τ η ν π τ ώ σ η , ό π ω ς υ π ο θ έ τ ε ι ο
Κ λα ρκ ) τ η ς π α ρ α γ ω γ ι κ ό τ η τ α ς τ η ς κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς ε ρ γ α σ ί α ς ( Σ χ έ δ ι ο 3):
Α Α 1, Α *Α* κ λ π . ε ί ν α ι ο ι μ ο ν ά δ ε ς τ η ς κ ο ι ν ω ν ι κ ή ς ε ρ γ α σ ί α ς , π ο υ χ ρ η ­
σ ι μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι δ ι α δ ο χ ι κ ά σ τ η ν π α ρ α γ ω γ ή · Α Β , Α ’Β 'κ λ π . , ε ίν α ι η αυ­
ξα ν ό μ ε ν η π α ρ α γ ω γ ι κ ό τ η τ α τ η ς ε ρ γ α σ ί α ς · A B R A 1, A ' B ' R i A 2 κ λ π . , ε ί­
ναι ο ι α υ ξ α ν ό μ ε ν ε ς δ ι α δ ο χ ι κ ά π ο σ ό τ η τ ε ς τ ω ν α ξ ι ώ ν χ ρ ή σ η ς , π ο υ π α­
ρ ά γ ο ν τα ι α π ό τ η ν ε ρ γ α σ ί α η ο π ο ί α λ ε ι τ ο υ ρ γ ε ί σ ε ό λ ο κ α ι π ι ο π ρ ο ο ­
δευτική τ ε χ ν ι κ ή β ά σ η · Α Β ι Β ' Α 1, Α Β 2Β 2Α 2, ε ί ν α ι ο ι δ ε ί κ τ ε ς α ύ ξ η σ η ς
του ό γ κ ο υ τ η ς π α ρ α γ ω γ ή ς , σ υ ν υ π ο λ ο γ ι σ μ έ ν η ς κ α ι τ η ς σ υ ν ε χ ο ύ ς επα-
ν α σ τα τικ ο π ο ϊη σ η ς τ η ς τ ε χ ν ι κ ή ς β ά σ η ς, ό π ω ς και τη ς π ροηγούμ ενα
απασχολούμενης εργα σ ία ς.
Α υτό τ ο δ ι ά γ ρ α μ μ α δ ε ί χ ν ε ι ό λ η τ η ν α ν ε δ α φ ι κ ό τ η τ α το υ κ ε ν τ ρ ικ ο ύ
σ η μ είο υ τ η ς θ ε ω ρ ί α ς τ η ς σ υ ν ε ι σ φ ο ρ ά ς : τ η ς κ α τ η γ ο ρ ί α ς τ ο υ ο ρ ια κ ο ύ
π ρ ο ϊό ν τ ο ς τ η ς ε ρ γ α σ ί α ς . Η σ υ ν ε χ ή ς σ υ ν έ ν ω σ η μ ο ν ά δ ω ν κ ο ιν ω ν ι κ ή ς
ε ρ γ α σ ία ς , π ο υ π ρ ο σ ε λ κ ύ ο ν τ α ι σ τ η δ ι α δ ι κ α σ ί α τ η ς π α ρ α γ ω γ ή ς σ ε ό λ ο
και π ιο π ρ ο ο δ ε υ τ ι κ ή τ ε χ ν ι κ ή β ά σ η , ο δ η γ ε ί ό χ ι σ τ η ν π τ ώ σ η , α λ λ ά
σιην άνοδο ιης ιαραγωγικότητας της εργασίας. ΓΓ αυτό καταρρέει
ιοί όλο ίο σχήμα ίου Τζ. Μπ. Κλαρκ, που βασίζεται στις λαθεμένες
tempta, της φ&νουσας παραγωγικότητας και του οριακού προϊόντος
της εργασίας Αποδείχνεται ότι μόνο στην εργασία (και ακριβέστερα
οιη σι>γ«κριμένη) πρέπει να «καταχωρηθεί» αυτό το αποτέλεσμα,
δηλαδή η αύξηση της παραγόμενης μάζας των αξιών χρήσης. Αν μά­
λιστα εξεταστεί το ζήτημα από την
άποψη της διαδικασίας δημιουργίας της
αξίας, τότε η απάτη της θεωρίας της
«συνεισφοράς» .αποκαλύπτεται ακόμη
πιο χειροπιαστά. Η εργασία (η αφηρημέ­
νη) είναι η μοναδική πηγή αξίας. Τα μέ­
σα παραγωγής (κατά την ορολογία του
Τζ. Μπ. Κλαρκ, το κεφάλαιο) δεν δημι­
ουργούν ούτε κόκκο αξίας. Η δική τους
αξία μεταφέρεται μόνο στο παραγόμενο
κεφάλαιο με τη βοήθεια της συγκεκριμέ­
νης εργασίας των εργατών. Η εργασία εί­
ναι και η μοναδική πηγή της υπεραξίας,
της βάσης του καπιταλιστικού κέρδους
(κατά την ορολογία του Τζ. Μπ. Κλαρκ,
του τόκου). Αυτό φαίνεται παραστατικά
στο διάγραμμα (Σχέδιο 4): τα Α Α 1, Α'Α2
είναι ίσα διαστήματα χρόνου- ABRA1,
A 'B'RiA 2 είναι τα σύνολα της αξίας,
που παράγονται από τον συνεχώς αυξα­
Σχέί»ο4 νόμενο όγκο της κοινωνικής εργασίας
(σε κάθε περίοδο συντελείται επαύξηση
κατά μονάδα εργασίας ίση με το ABRA1)- το V, V 1, V2 είναι
κληρωμένη εργασία, που η αξία της αυξάνει με την αύξηση του αριθ­
μού των εργατών και του μισθού, αλλά αυξάνει πιο αργά από το σύνο­
λο της δημιουργημένης αξίας- Μ, Μι, Μ2 — η απλήρωτη, αλλά
ιδιοποιημένη από τους καπιταλιστές, εργασία των μισθωτών εργατών
— είναι η υπεραξία που αυξάνει απόλυτα και σχετικά- το Μι = M/V
η νόρμα της υπεραξίας που αυξάνει, αντανακλώντας την αύξηση της
καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Το διάγραμμα δείχνει ότι ο μισθός των εργατών και το κέρδος των
καπιταλιστών έχουν μια, και όχι δυο ανεξάρτητες πηγές, και συγκε­
κριμένα την εκνέου δημιουργημένη από την εργασία των εργατών
αξία Γι’ αυτό ο διαχωρισμός των «ιδιαίτερων προϊόντων» της εργα­
σίας και του κεφαλαίου, που αποτελεί το βασικό περιεχόμενο της
θεαρίας της «συνεισφοράς», δεν έχει οικονομικό νόημα. Ο διαχωρι­
σμός αυτός επιδιώκει ιδεολογικούς σκοπούς: τη δικαίωση της καπι­
ταλιστικής τάξης πραγμάτων, την τεκμηρίωση της επίθεσης κατά του

Μ
βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Και ο ξεχωρισμός των μερι­
δίων της αξίας που παράγουν οι εργάτες, τα οποία κατόπιν παίρνουν
τη μορφή του μισθού και του κέρδους, δείχνουν τη συστηματική αύ­
ξηση της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου από την αστική τάξη.

* * *

Η ψυχολογική σχολή κατέφερε βαρύ χτύπημα στα υπολείμματα


των επιστημονικών στοιχείω ν της κλασικής αστικής πολιτικής οικο­
νομίας. Οι εκπρόσωποί της παραγνώριζαν τους αντικειμενικούς
ιστορικούς νόμους της οικονομικής ανάπτυξης της κοινωνίας, την
εκμεταλλευτική ουσία του καπιταλισμού κςιι την ταξική του δομή,
τον αποφασιστικό ρόλο της παραγωγής στην οικονομική ζωή της
κοινωνίας, τον κοινωνικό χαρακτήρα των οικονομικών φαινομένων,
προσπαθώντας να δόσουν μια απολογητική ερμηνεία των οικονομι­
κών φαινομένων του καπιταλισμού, ξεκινώντας από εξωοικονομικές
βάσεις. Η εντατική μορφή εκχυδαϊσμού αναπτυσσόταν στη βάσΐ] της
εκτατικής και σε σύνδεση με αυτή.
«Η οικονομική θεωρία», έγραψε ο Π. Κρόσερ, «μετατράπηκε σε
έναν άμορφο σωρό από συντρίμματα αντιλήψεων, που έμειναν μετά
τα χτυπήματα που της κατάφεραν ο ένας μετά τον άλλο οι εκπρόσω­
ποι της υποκειμενικής οικονομικής σχολής.
»0 καθένας μπορεί να πεισθεί ότι η ιστορία της υποκειμενικής οι­
κονομικής θεωρίας είναι η ισ τορία εκφυλισμού της οικονομικής σκέ­
ψης, που στη διάρκειά της ο κάθε θεωρητικός της υποκειμενικής
σχολής επιδίωκε να καταστρέψει (από γνωσιολογική άποψη) ό,τι εί­
χαν αφήσει ακόμη όρθιο στην κλασική οικονομική αντίληψη οι
προηγούμενοι του.»1

3. ΟΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΕΚΤΑΤΙΚΟΥ ΕΚΧΥΔΑ Ϊ ΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Μια από τις πιο πρωτόγονες μορφές εκχυδαϊσμού της αστικής οι­
κονομικής θεωρίας είναι η φυσικοεκτατική μορφή. Η μορφή αυτή
βασίζεται στην απολογητική ερμηνεία των κοινωνικοοικονομικών
και πολιτικών φαινομένων του καπιταλισμού με βάση την άποψη του
καθοριστικού ρόλου των φυσικών διαδικασιών και νομοτελειών.
Στους νόμους και στα φαινόμενα της φύσης αποδίδεται μια λειτουρ-

1. Π. Κρόσερ, Οι οικονομικές λειτουργίες, σελ. 36.

369
Ο ν^φβλΐβυβιαν κιμάς
Στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα διαδόθηκαν πλατιά οι
ιδέβς του νεομαλθουσιανισμού. Η βιολογική ερμηνεία των οικονομι­
κόν φαινομένων αρχίζει να χρησιμοποιείται ό χι μόνο για την υπερά­
σπιση του καπιταλισμού σε τέτια οξύτατα προβλήματα, όπως η ανερ­
γία και η ανέχεια. Ο μαλθουσιανισμός μετατρέπεται σε μια από τις
βάσεις της αστικής πολιτικής οικονομίας. Η λαθεμένη βιολογική
αρχή της φθίνουσας παραγωγικότητας του εδάφους, της φθίνουσας
παραγωγικότητας της αγροτικής παραγωγής, ανακηρύσσεται καθο­
λικός νόμος κάθε παραγωγής γενικά.
Ερμηνεύονται βιολογικά πολλά φαινόμενα της εποχή ς του ιμπερια­
λισμού. συμπεριλαμβανόμενα^ και των μονοπωλίων, που η κυριαρ­
χία τους, όπως είναι γνωστό, αποτελεί την οικονομική ουσία του ι­
μπεριαλισμού. Σ ' αυτή τη θέση βασίζεται, για παράδειγμα, η εξήγη­
ση που δίνει ο Α. Μάρσαλ — ο αρχηγός τη ς σ χο λ ή ς του Κέμπριτζ —
για την καθυστέρηση της διαδικασίας μονοπω λιοποίησ ης της αγγλι­
κής οικονομίας σε σχέση με την οικονομία της Γερμανίας. Κατά τη
γνώμη του Α. Μάρσαλ, η αιτία αυτής της καθυστέρησης έχει τις ρί­
ζες της στις ιδιαιτερότητες της αγγλοσαξονικής φυλής, στον ατομι­
κισμό που τη διακρίνει και που εμποδίζει τους άγγλους καπιταλιστές
να ενωθούν σε μεγάλες εταιρίες. Ο ψηλός βαθμός μονοπωλιοποίησης
στη σύγχρονη Αγγλία, που δεν υστερεί από τη μονοπωλιοποίηση
των άλλων καπιταλιστικών δυνάμεων, δείχνει ότι οι εθνικές διαφορές
του πληθυσμού δεν επιδρούν στις καθολικές, ως προς την ουσία τους,
οικονομικές νομοτέλειες του ιμπεριαλισμού.
Από θέσεις του καθοριστικού ρόλου τω ν βιολογικώ ν διαδικασιών
έγιναν προσπάθειες να ερμηνευθούν και οι ο ικ ο νο μ ικ ο ί κύκλοι. Ο
αμερικανός αστός οικονομολόγος Ε. Χ έντινγκτον στο έργο του Η
παγκόσμια δύναμη κω η εξέλιξη (1919), υποστήριζε ότι «η υγεία του
πληθυσμού είναι μάλλον αιτία, παρά αποτέλεσμα τη ς συγκυρίας».
«Οι οικονομικοί κύκλοι», έγραψε, «εξαρτώνται, όπως αποδείχνεται,
σε σημαντικό βαθμό, από το επίπεδο της πνευματικής κατάστασης
του πληθυσμού... Η πνευματική κατάσταση εξαρτάται από την κατά­
σταση της υγείας... και η υγεία σε σημαντικό βαθμό εξαρτάται από
τον καιρό.»1

I. Παρατίθεται από: Ου. Μϊτσελ, Οι οικονομικοί κύκλοι. Μετάφρ. από τα αγγλι­


κά, Μόσχα-Λίνινγκροντ, 1930, σελ. 15.

370
Τελική αιτία των οικονομικώ ν κύκλων, ανακηρύσσονται εδώ οι δια­
κυμάνσεις των ατμοσφαιρικώ ν συνθηκών, οι διαδικασίες και οι νόμοι
του διαστήματος. Ο καθη γη τή ς Ε. Χ έντινγκτον δεν ήταν ο μοναδικός
αγοραίος αστός οικ ο νο μ ο λό γο ς που υπεράσπιζε τέτιου είδους από­
ψεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 και τις αρχές της δεκαετίας
του 1880, ο άγγλος ο ικ ονομ ολόγος Ο υίλιαμ Τζέβονς, σε μια σειρά
εργασίες, προπαγάνδιζε τη θέση ότι οι οικονομικοί κύκλοι οφείλο­
νται σε διασ τη μικές α ιτίε ς2. Υ ποστήριζε ότι οι διακυμάνσεις της οι­
κονομικής δρασ τη ριότη τα ς τη ς καπιταλιστικής οικονομίας χροκα-
λοΰνται από τις αλλαγές σ τη ν ηλιακή δραστηριότητα. Τη θεωρία αυ­
τή υπεράσπιζε κατόπιν και ο γιό ς του, Σ. Τζέβονς, που προσπάθησε
να την εναρ μ ονίσ ει με τα πορίσ ματα της αστρονομίας της εποχής
του. Στη δεκαετία του 1920 παρόμοιες απόψεις προπαγάνδιζαν ο
αμερικανός κα θη γη τή ς Γ. Μ ουρ (Η προέλευση του οικονομικού κύκλου.
Νέα Υόρκη, 1923) και ο ά γγλο ς οικονομολόγος Β. Μ πέβεριτζ (Οι τι­
μές του σταριού και οι βροχοπτώ σεις στη Δυτική Ευρώπη. 1922)'\ Δεν
είναι δύσκολο να π α ρ α τη ρ ή σ ει κανείς ότι, από τη ν άποψη των θεω­
ριών αυτών, το κ α π ιτα λ ισ τικ ό σύστημα δεν έχει καμιά σ χέσ η με τις
διακυμάνσεις τη ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς δραστηριότητας, και, εφόσον αυτό
δεν τις προκαλεί, δεν έχει και καμιά ευθύνη γ ι ' αυτές.
Από μεθοδολογική άποψ η, σ υγγενής με παρόμοιες θεωρίες είναι η
γεωγραφική ερ μ η νεία τω ν κοινω νικοοικονομ ικώ ν διαδικασιών της
εποχής του ιμ περ ια λισ μ ο ύ και, π ριν α π ’ όλα, των παγκόσμιων πολέ*
μων.

Η γεωπολιτική
Στα τέλη του 19ου και τις α ρ χές του 20ού αιώνα διαμορφώνεται και
διαδίδεται η ονομαζόμενη «γεω πολιτική», μια ψευδοεπιστήμη, που οι
εκπρόσωποί της, γ ια να υπερασπίσουν τη ν αρπακτική, κατακτητική
πολιτική του ιμ περιαλισμ ού, καταφεύγουν στην παραχάραξη της γεω­
γραφίας (Κ. Χ αουσ χόφ ερ, Α. Μ άχεν, X. Μ άκιντερ και άλλοι). Είναι
προφανές ό τι η γεω π ο λ ιτικ ή πρέπει να καταταχθεί σε μια από τις
κατευθύνσεις τη ς χυ δ α ία ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας, αν και δεν
εξετάζει άμεσα τα φ α ινόμενα τη ς καθαυτό οικονομικής ζωής της κοι­
νωνίας. Ο ι π ρ οπα γα νδισ τές τη ς προσπαθούν να δόσουν εξωοικονομι­
κή τεκμηρίω ση τη ς π ο λ ιτικ ή ς του ιμπεριαλισμού, που στην πραγμα­
τικότητα πρ οσ διορ ίζετα ι, π ρ ιν α π ’ όλα, ακριβώς από την οικονομία,
από τη ν κ υ ρ ια ρ χία τω ν κ α π ιτα λισ τικ ώ ν μονοπωλίων. Ο Καρλ Χαου-

2. W. Jevons, Investigation on Currency and Finance, Λονδίνο, I884.


3. Ου. Μ ϊτσελ, Οι οικονομικοί κύκλοι, σελ. 13-15. Κοίτα επίσης: Α. Χάνσεν. Οι
οικονομικοί κύκλοι και το εθνικό εισόδημα. Μετάφρ. από τα αγγλικά, Μόσχα, 1959,
κεφ. XVI.

371
σχόφβρ (1869*1946) όριζε τη γεωπολιτική ως διδασκαλία «για τον
χροσ&ορισμό της χολιτικής αχό τη γεω γραφία»1. Σε άλλο σημείο
χαρακτήριζε τη γεωχολιτική ως «επιστήμη για την πολιτική μορφή
της ζωής οτο ζωτικό χώρο, στην εξάρτησή της από τη γη .- V Στυ
φ ιλυαοφιχω ν όρων, χου εκδόθηκε στο Αμβούργο το 1955, η
γεα>χολιτική ορίζεται ως «διδασκαλία για την εξάρτηση των πολιτι­
κών γεγονότων αχό τις ιδιαιτερότητες της επιφάνειας της γης, του
χώρου, του τοπίου, της χώρας»’.
Ο γεωγραφικός χαράγοντας — αν μ ’ αυτόν εννοούμε ό χι μόνο
άμεσα τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του τοπίου, αλλά, πριν α π’
όλα, το βαθμό εξασφάλισης μιας εδαφικής π ερ ιο χή ς με φυσικούς πό-
ροι>ς — ασκεί μεγάλη επίδρση στη διαδικασία της παραγωγής και
στην οικονομική ζωή της κοινωνίας ενγένει. Α ρκ εί να πούμε ότι ο
γεωγραφικός παράγοντας είναι ένα από τα ουσιαστικά σ το ιχεία που
επιδρούν στο επίπεδο της παραγωγικότητας τη ς κοινω νικής εργασίας.
Ασκεί επίδραση και στην κατανομή της παραγω γής, σ τη ν κλαδική
δομή της.
Ωστόσο, ο γεωγραφικός παράγοντας ακόμη και σ τις πιο πάνω πε­
ριοχές, δεν παίζει αποφασιστικό ρόλο. Και δεν είνα ι καθοριστικό
στοιχείο ούτε του πολιτικού και κοινω νικοοικονομικού συστήματος
της μιας ή της άλλης χώρας, ούτε άμεσα τη ς π ο λ ιτικ ή ς τη ς. Ταυτό­
χρονα, η άμεση εξάρτηση της παραγωγής από το γεωγραφικό περι­
βάλλον μειώνεται όλο και περισσότερο με τη ν ανάπτυξη τη ς επιστή­
μης και της τεχνικής, των μέσων συγκοινω νίας, τω ν παραγωγικών
δυνάμεων στο σύνολό τους. Το παράδειγμα τη ς Ιαπωνίας δείχνει ότι
μια χώρα που στερείται το μεγαλύτερο μέρος των βασικών πρώτων
υλών, μπορεί, ακόμη και σε συνθήκες κ α πιτα λισ τική ς οικονομίας, να
αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, και στη βάση του διεθνούς κατα­
μερισμού εργασίας να προωθηθεί σε μια από τις πρώτες θέσεις, ως
προς τον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής, στον καπιταλιστικό κό­
σμο.
Η γεωπολιτική στηρίζεται στην υπέρμετρη «απλοποίηση» (πράγμα
που χαρακτηρίζει γενικά τη χυδαία οικονομία) των κοινω νικοοικο­
νομικών εξαρτήσεων. Το γεωγραφικό περιβάλλον παρουσιάζεται ως
παράγοντας που καθορίζει άμεσα το πολιτικό σύστημα μιας χώρας
και την εξωτερική της πολιτική.
Οι κοινωνικές βάσεις των γεωπολιτικών αντιλήψ εω ν έχουν τη ρίζα
τους στις οικονομικές και πολιτικές μετατοπίσεις που προκάλεσε η
εποχή του ιμπεριαλισμού και, πριν α π ’ όλα, σ τη ν τάση των ιμπερια­

I. Παρατίθεται αχό: Γ. Χάιντεν,Κριτική της γερμανικής γεωπολιτικής, σελ. 77.


1 Στο Ιδιο, σελ. 78.
3. J. Hofftneisler, Wdrterbuch der philosophischen ,Begriffe, Αμβούργο, 1955,
σελ. 259.

372
λιστικών δυνάμεων για παγκόσμια κυριαρχία, ιά ο η που κροκάλεσαν
τα καπιταλιστικά μονοπώ λια. Ο οικουμενικός χαρακτήρας της κατα­
κτητικής π ο λ ιτικ ή ς του ιμπεριαλισμού προώθησε σε μια από τις
πρώτες θέσεις τη μελέτη τω ν μεγάλων γεωγραφικών συμπλεγμάτων,
που αγκαλιάζουν σ υ χνά ο λ ό κ λη ρ ες ηπείρους, ακόμη και όλο τον κό­
σμο. Στην ερ γα σ ία Η γ ε ω π ο λ ιτ ικ ή τον Ε ιρηνικού Ω κεανού, που έχει
υπότιτλο « Έ ρ ε υ ν α τω ν σ χέσ εω ν γεωγραφίας και ιστορίας», ο Κ. Χα-
ουσχόφερ έδινε τον ακόλουθο ορισ μ ό της γεω πολιτικής: «Καθήκον
και σκοπός τη ς γ εω π ο λ ιτικ ή ς — της επιστημονικής τεκμηρίωσης της
τέχνης των πολιτικ ώ ν δρα στη ριοτή τω ν στην πάλη των κρατικών ζω­
τικών μορφών γ ια ζω τικό χώ ρ ο πάνω στη γη — είναι η γνώση των
κύριων χα ρ α κ τη ρ ισ τικ ώ ν τη ς επιφάνειας της γη ς, τα οποία είναι το
μόνο σταθερό σ* αυτή τη ν πά λη , και τα οποία χρησιμοποιούνται αρ­
χικά με τρ όπο εμ π ειρικ ό και κατόπιν με βάση τις κυρίαρχες νομοτέ­
λειες. Σ ’ αυτόν το δρόμο, η γεω π ολιτικ ή βρίσκει το αφετηριακό ση­
μείο πριν α π ’ όλα σ τ η ν π ο λ ιτικ ή , σ τη ν πολιτισ τικ ή και οικονομική
γεωγραφία, βάση τω ν ο π ο ίω ν είνα ι ένα ανόργανο και βιογεωγραφικό
θεμέλιο, που βασίζεται σ τη φυσική γεωγραφία.·*1
Σ τηριζόμενοι σ τις λαθεμένες θέσεις τη ς θεωρίας τους, ο ι γεωπολι­
τικοί διατύπω σαν μια σ ειρ ά αντιλήψ εω ν, με σ τό χο τη θεμελϊωση των
επιθετικών σ χεδ ίω ν του ιμ περιαλισμ ού. Τέτιες, γ ια παράδειγμα, είναι
οι θεωρίες του «ζωτικού χώ ρου», του «κέντρου της Ευρώπης», της
«γεωγραφικής δ ιχ ο τό μ η σ η ς του κόσμου» σε χερσαίες και θαλάσσιες
* δυνάμεις κλπ. Τ η χ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ή για τον ιμπεριαλισμό, πάλη των
ιμπεριαλιστικώ ν δυνάμεων γ ια το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του
κόσμου — αυτό είν α ι το ένα από τα πέντε γνω ρίσματα του ιμπεριαλι­
σμού, που επισ τη μ ο νικ ά μελέτησε ο Β. I.Λένιν στην εργασία του Ο
ιμπεριαλισμός, ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού οι τΛωπολιτικοΐ
την ανάγουν σε αιώνιο νόμο ανάπτυξης της ανθρωπότητας, και θέτουν
στην υπηρεσία αυτής τη ς πάλης τη ν ψευδοεπιστήμη τους. «Για τη
μελλοντική ανάπτυξη τη ς ανθρω πότητας», έγραψε ο Κ. Χαουσχόφερ,
«που εξαρτάται από τη σ υνεχή πάλη για την επίτευξη, τη στήριξη, το
μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του ζωτικού χώρου και της δύναμης»,
με σκοπό τη ν πρ α γμ α το π ο ίη σ η αυτής της πάλης στην πρακτική πο­
λιτική, είναι απαραίτητη η διάδοση της γεω πολιτικής θεωρίας1.
Είναι χ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ό ό τι η γεω γραφική ερμηνεία των πολιτικών
φαινομένων, πρ ιν απ* όλα τη ς εξωτερικής πολιτικής του ιμπεριαλι­
σμού, που αποβλέπει σ ε απολογητικούς σκοπούς — την απομάκρυν­
ση από τη ν κατα νό η σ η τη ς πραγματικής ουσίας και των πηγών της
πάλης γ ια το ξαναμοίρασμα του κόσμου και την απαλλαγή των καπι­
ταλιστικών μονοπω λίω ν από τη ν ευθύνη για την εξαπόλυση το»ν πα-

I. Κ. Haushofer, Geopolitik despazifischen Ozeans. Βερολίνο, 1924, σελ. I.


1. Στο ίδιο.
γκύσμιαν πολέμων — διαπλέκεται στενά με την βιολογική τους ερ­
μηνεία. Στην εργασία Οι μεγάλες δυνάμεις πριν και μετά τον παγκόσμιο
ηόλεμο, που έγραφε μια ομάδα από τους κύριους θεωρητικούς της
γεωπολιτικής, υποστηρίζεται: «...οι μεγάλες δυνάμεις εμφανίζονται
και αναπτύσσονται μέσα από τη φυσική διαλογή στην πάλη για την
ύπαρξη. Υπάρχουν δυνάμεις που φθίνουν και πεθαίνουν: η τύχη τους
βασίζεται ως ένα βαθμό στους νόμους της ζωής, με αποτέλεσμα να
μπορούν να γίνουν αντικείμενο ακόμη και βιολογικής έρευνας» .
Το παράδειγμα της γεωπολιτικής δείχνει ιδιαίτερα καθαρά ότι ο
εκτατικός εκχυδαϊσμός της αστικής πολιτικής οικονομίας προκαλεί-
ται από την ανάπτυξη της κρίσης της ιδεολογικής της λειτουργίας.
Γιατί είναι προφανές ότι ακόμη και η χυδαία τεκμηρίωση της κατα­
κτητικής, αποικιοκρατικής πολιτικής των ιμπεριαλιστικών κρατών
από οικονομικές θέσεις, θα οδηγούσε στην κατανόηση των πραγμα­
τικών αφετηριών της. Το καθήκον των γεωπολιτικών ανάγεται στο να
αποτραπεί κάθε οικονομική ερμηνεία της πολιτικής του ιμπεριαλι­
σμού.
Ο φυσικοεκτατικός εκχυδαϊσμός είναι η ακραία μορφή εκχυδαϊ-
σμού της οικονομικής θεωρίας, γιατί βασίζεται στην απόλυτη αγνό­
ηση του κοινωνικού χαρακτήρα των οικονομικών διαδικασιών και
στην άμεση επέκταση των φυσικών διαδικασιών και νομοτελειών στα
φαινόμενα της κοινωνικοοικονομικής ζωής της αστικής κοινωνίας.
ΓΓ αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι παρόμοιες θεωρίες (ο νεομαλθουσιανι-
σμός, οι φυλετικές και γεωπολιτικές θεωρίες) δίνουν κακότεχνα
στρεβλωμένη, απολογητική εικόνα της πραγματικότητας και υπηρε­
τούν τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις του ιμπεριαλισμού.

2. Die Grossmachte vor und nach dem Weltkriege. Λειψία - Βερολίνο, 1930, σελ. 3.
Γι' αυτές τις θεωρίες ο Τζ. Μπέρναλ έγραψε: «...η τέτιου είδους στρέβλωση
του δαρβινισμού, που εξυμνεί τη ράτσα, εξυμνούσε επίσης και τον πόλεμο, γιατί
ακριβώς στον πόλεμο δοκιμάζεται η ράτσα και ακριβώς στον πόλεμο επιζοΰν οι
mo δυνατοί» (Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοινωνίας, σελ. 567).

374
4. Η Θ Ε Ο Λ Ο Γ ΙΚ Ο Π Ο ΙΗ Σ Η
Τ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η Σ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ Σ

Ιδιαίτερη μορφή του εκτατικού εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτι­


κής οικονομίας αποτέλεσε η θεολογικοποίησή της, δηλαδή το πέρα­
σμα στην ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων και διαδικασιών με
βάση τη μια ή την άλλη θρησκευτική διδασκαλία. Το πέρασμα αυτό
διευκολύνθηκε από το εσωτερικό ταίριασμα και τη συγγένεια της
αγοραίας αστικής πολιτικής οικονομίας και των θεολογικών διδα­
σκαλιών ως αντιεπιστημονικών ιδεολογικών ρευμάτων, που αποβλέ­
πουν σε έναν κοινό ταξικό στόχο: την υπεράσπιση του καπιταλιστι­
κού τρόπου παραγωγής. Τα περισσότερα ρεύματα της αστικής πολι­
τικής οικονομίας της εποχής του ιμπεριαλισμού, βασίζονται στην
ιδεαλιστική προσέγγιση των φαινομένων, πράγμα που αποτελεί,
όπως σημείωνε ο Λένιν, εκλεπτυσμένο παπαδισμό. Ωστόσο, η θεολο-
γικοποίηση της αστικής πολιτικής οικονομίας δεν αγκαλιάζει υπο­
χρεωτικά άμεσα κάθε ρεύμα της ξεχωριστά, αν και το τελευταίο συμ­
βαίνει με μια σειρά κατευθύνσεις της. Ταυτόχρονα, η θεολογική ερ­
μηνεία των οικονομικών διαδικασιών, αποτελεί εσωτερικό διακριτι­
κό της αγοραίας οικονομίας, γιατί, όπως σημείωνε ο Λένιν, «η εκδίω­
ξη των νόμων από την επιστήμη, στην πράξη είναι μόνο λαθραία εισα­
γωγή των νόμων της θρησκείας» . Αυτή η εσωτερική τάση της χυδαίας
οικονομίας βρίσκει την πιο λαμπρή της έκφραση στη διαμόρφωση
της κοινωνικής διδασκαλίας του καθολικισμού. Η θεολογικοποίηση
της αστικής πολιτικής οικονομίας διευκολύνθηκε και από το γεγονός
ότι, όπως σημείωνε ο Τζ. Μπέρναλ, έχοντας υπόψη του τις θρησκευ­
τικές ιδέες, «η κοινωνική επιστήμη στην περίοδο του καπιταλισμού
δεν διαχωρίστηκε ακόμη ολοκληρωτικά από αυτές τις ιδέες και σχή­
ματα των προεπιστημονικών μορφών της σκέψης...»2
Στο τέλος του 19ου αιώνα αρχίζει να διαμορφώνεται η κοινωνική
διδασκαλία του καθολικισμού, προσαρμοσμένη στην υπεράσπιση
του καπιταλισμού στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. «Το κοινωνικό δόγ­
μα της εκκλησίας», γράφει ο Λ. Ν. Βελίκοβιτς, «εμφανίστηκε ως
απάντηση στις επιτυχίες του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος. Η
πρώτη κοινωνική εγκύκλιος της εποχής του ιμπεριαλισμού, η “ Ρέ-
ρουμ νοβάρουμ” , δημοσιεύτηκε το 1891, όταν το εργατικό κίνημα
είχε σημειώσει σημαντικές επιτυχίες.»3 Η κοινωνική διδασκαλία του
καθολικισμού δίνει θεολογική ερμηνεία στις κοινωνικοοικονομικές
διαδικασίες του καπιταλισμού. Το κέρδος και ο μισθός, η κυριαρχία

1. Β. I. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 25, σελ. 48.


2. Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοινωνίας, σελ. 613.
3. Λ. Ν. Βελικόβιτς, Η εκκλησία και ο «λαϊκός καπιταλισμός», Μόσχα, 1962, σελ.
12.

375
της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας και η ανεργία, η ταξική·
δομή της κοινωνίας, το πρόβλημα των δρόμων της κοινωνικής ανά­
πτυξης, ύλα αυτά φωτίζονται και προπαγανδίζονται από τις θέσεις
της θεολογίας. Έτσι, το κοινωνικό δόγμα του καθολικισμού, αποτε­
λεί ιδιαίτερη κατεύθυνση της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας.
Η ιδιομορφία του βρίσκεται στο ότι στρέφεται στη μυστικιστική,
μεσαιωνική σχολαστική με σκοπό την απολογητική υπεράσπιση της
καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Δεν είναι μήπως αυτό απόδειξη
της χρεοκοπίας της αστικής οικονομίας!
θα ήταν, φυσικά, λάθος να υποθέσουμε ότι η αστική πολιτική οι­
κονομία, στο σύνολό της, στέκεται σε θεολογικές θέσεις και ότι
έπαψε να είναι «κοσμική επιστήμη». Η θεολογικοποίηση της αστι­
κής πολιτικής οικονομίας εκφράζεται, πριν α π ’ όλα, στην εμφάνιση
της ιδιαίτερης κατεύθυνσής της, που βασίζει την ερμηνεία των κοι­
νωνικοοικονομικών φαινομένων στα θρησκευτικά δόγματα, αν και η
διαδικασία της θεολογικοποίησης στον ένα ή τον άλλο βαθμό αφο­
ρά. αν όχι όλα, τουλάχιστον το σημαντικότερο μέρος των ρευμάτων
της αστικής οικονομικής θεωρίας.
Στις εργασίες των αστών οικονομολόγων στα τέλη του 19ου - αρ­
χές του 20ού αιώνα, που δεν ανήκουν στη θεολογική κατεύθυνση της
χυδαίας πολιτικής οικονομίας, γίνονται προσπάθειες να «εξηγηθούν»
οι κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες του καπιταλισμού με βάση τα
θρησκευτικά δόγματα. «Η θρησκευτική διδασκαλία εξηγεί τα πάντα
και διευθύνει τα πάντα», υποστηρίζει ο Γ. Σμόλερ. «Είναι η πρώτη
εμπειρία ορθολογικής εξήγησης του υπάρχοντος και ο πρακτικός
οδηγός όλων των γεγονότων.»1
Τα θρησκευτικά δόγματα είναι ιδιαίτερα βολικά για τους αστούς
απολογητές ακριβώς γιατί δίνουν στις οικονομικές διαδικασίες του
καπιταλισμού, μια ολοκληρωτικά ανορθόλογη ερμηνεία που σε κα­
μιά περίπτωση δεν οδηγεί στην αλήθεια. Στην πραγματικότητα, κρι­
τήριο ορθότητας της μιας ή της άλλης θέσης της θεολογικοποιημέ-
νης οικονομικής θεωρίας ανακηρύσσεται η εναρμόνισή της με τα
θρησκευτικά δόγματα, τα οποία δίνουν μια απόλυτα στρεβλή και
φανταστική αντανάκλαση της πραγματικότητας, μια αντανάκλαση,
που, επιπλέον, αιώνες ολόκληρους είναι προσαρμοσμένη στη δικαίω­
ση της εκμεταλλευτικής τάξης πραγμάτων. Γι ’ αυτό, αυτή η δογμα­
τική, στην ουσία της, προσέγγιση αποκλείει τη δυνατότητα προσδιο­
ρισμού των πραγματικών αιτιακών, νομοτελειακών σχέσεων μεταξύ
των οικονομικών φαινομένων.

1. Γ. Σμόλερ, Η εθνική οικονομία, η επιστήμη για την εθνική οικονομία και οι


μέθοδο! της, Μόσχα, 1902, σελ. 23.

376
* * *

Η μετατροπή του εκτατικού εκχυδαϊσμού σε κυρίαρχη μορφή της


κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας της εποχής του ιμπεριαλι­
σμού, αποτελεί μια ποιοτικά νέα βαθμίδα του εκχυδαϊσμού της.
Τώρα, όχι μόνο η μορφή των οικονομικών φαινομένων, αλλά και η
μορφή εξωοικονομικών φαινομένων παρουσιάζεται ως η ουσία των
οικονομικών διαδικασιών. Η ερμηνεία αυτή των οικονομικών διαδι­
κασιών παρεμποδίζει ακόμη πιο πολύ την κατανόηση της ουσίας
τους. Έ τ σ ι, η εκτατική μορφή εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής
οικονομίας είναι η συνέχεια και η ανάπτυξη της εντατικής της μορ­
φής.
Η ανάπτυξη της εκτατικής μορφής εκχυδαϊσμού δείχνει ότι οι
γνωστικές δυνατότητες της αστικής πολιτικής οικονομίας έχουν πε­
ριοριστεί σημαντικά εξαιτίας της έντασης του αντιδραστικού της
χαρακτήρα και της ταξικής της φύσης στην εποχή του ιμπεριαλι­
σμού. Έ τ σ ι, η μορφή αυτή ολοκληρώνει βασικά τον εκχυδαϊσμό της
αστικής πολιτικής οικονομίας στα γενικής σημασίας θεωρητικά ζη­
τήματα. Από την επιστήμη των κλασικών της αστικής πολιτικής οι­
κονομίας δεν έμεινε ούτε ίχνος. Ακριβώς γ ι ’ αυτό, η σύγχρονη αστι­
κή πολιτική οικονομία βασίζεται στις γενικές θεωρητικές αποσκευές
της αγοραίας πολιτικής οικονομίας του τέλους του 19ου και των αρ­
χών του 20ού αιώνα.
Έ τσ ι, πριν ακόμη από τη ν έναρξη της γενικής κρίσης του καπιτα­
λισμού, η ανάπτυξη της εντατικής και της εκτατικής μορφής εκχυ-
δαϊσμού δημιούργησε ένα είδος επιχειρησιακής βάσης για όλη τη
σύγχρονη αστική πολιτική οικονομία .
Κατατάξαμε τα ρεύματα της αστικής πολιτικής οικονομίας, που
βασίζονται στις μεθόδους του εκτατικού εκχυδαϊσμού, με κριτήριο το
βαθμό απομάκρυνσης της βάσης της από το καθαυτό οικονομικό πε­
δίο. Γ ι’ αυτό στην αρχή εξετάσαμε εκείνα τα ρεύματα της αστικής
οικονομίας, τα οποία στήριζαν τις θεωρητικές κατασκευές τους στις
πλησιέστερες στην οικονομία κοινωνικές σχέσεις. Φυσικά, η διαδι­
κασία εξέλιξης της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας δεν προ-

1. «Το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών οικονομικών δογμάτων εξακολουθεί


να αποτελείται από θεωρίες κατασκευασμένες στις βάσεις που τέθηκαν από τις
προηγούμενες σχολές στην διάρκεια τριάντα περίπου χρόνων πριν και μετά το
1900, ας πούμε από το 1870 μέχρι το 1930.» (Ε. Roll, The World after Keynes, σελ.
4).

377
σφέρει μια τέτια καβαρή αλληλουχία στο πέρασμα από τη λιγότερο
βαθιά στην περισσότερο βαθιά βαθμίδα εκτατικού εκχυδαϊσμού.
Ωστόσο, νομίζουμε ότι υπάρχει κάποια βάση να θεωρήσουμε ότι
και τα ρεύματα που στηρίζονται στον εκτατικό εκχυδαϊσμό αναπτύσ­
σονται στο σύνολό τ ο \ \ προς την κατεύθυνση της όλο και μεγαλύτε­
ρης απόσπασης από την καθαυτό οικονομική (έστω και την αγοραία)
ανάλυση. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι συνεχίζεται η ανάπτυξη της
αντίθεσης μεταξύ της γνωστικής διαδικασίας και του ταξικού προσα­
νατολισμού της στην αστική πολιτική οικονομία, ότι η πρώτη όλο
και περισσότερο και πληρέστερα υποτάσσεται στους σκοπούς του
δεύτερου.
Στην πραγματικότητα, στην περίοδο ακριβώς της γενικής κρίσης
τον καπιταλισμού παίρνουν μια πρωτοφανή διάδοση τα ρεύματα που
βασίζονται στον φυσικοεκτατικό εκχυδαϊσμό. Πολλά από αυτά ανα­
κηρύσσονται επίσημα δόγματα και προπαγανδίζονται με τα ισχυρά
μέσα της κρατικής ιδεολογικής επίδρασης. Τέτιες, για παράδειγμα,
είναι οι φυλετικές-ρατσιστικές και γεωπολιτικές θεωρίες του φασι­
σμού. Ποτέ πριν τόσο σκοταδιστικές, αντιδραστικές και υπεραγοραίες
θεωρίες δεν κατείχαν τέτια σημαντική θέση στο ιδεολογικό οπλοστά­
σιο της αστικής τάξης. Ποτέ πριν δεν είχε διαδοθεί τόσο πλατιά η
θεολογικοποίηση της αστικής κοινωνικοοικονομικής σκέψης, όπως
στην εποχή της κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. «Το ότι ο
σκοταδισμός και ο μυστικισμός στη θρησκεία και στη φιλοσοφία,
διαδίδονται όπως φαίνεται, στον "ελεύθερο” κόσμο, ακόμη περισσό­
τερο. απ’ ό,τι πενήντα χρόνια πριν, αποτελεί σύμπτωμα της γενικής
πτώσης του διανοητικού επιπέδου»1, έγραψε ο Τζ. Μπέρναλ για τις
σύγχρονες μορφές ανάπτυξης της κρίσης της αστικής ιδεολογίας.
Ο ιμπεριαλισμός, που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία των κα­
πιταλιστικών μονοπωλίων, έχει εσωτερικά την τάση για πολιτική α­
ντίδραση, για εκφασισμό του κοινωνικού καθεστώτος. Ωστόσο η τά­
ση αυτή προσκρούει σε ισχυρούς παράγοντες που αντιδρούν, γι ’ αυ­
τό και δεν εμφανίζεται με την μορφή κάποιας ευθύγραμμης τάσης.
Αλλά και δεν υπάρχει μια τέτια ευθύγραμμη τάση για την αύξηση
της επιρροής των πιο αντιδραστικών φυσικοεκτατικών απολογητι­
κών αντιλήψεων. Ωστόσο, η τάση για ανάπτυξη αυτού ακριβώς του
είδους των ρευμάτων της αστικής οικονομικής ιδεολογίας είναι εσω­
τερικό γνώρισμα του μονοπωλιακού κεφαλαίου, αν και εκδηλώνεται
μέσα από διαφόρων ειδών υποχωρήσεις και αποκλίσεις. Ο ιμπερια­
λισμός είναι «σχέση κυριαρχίας και βίας, που αυτή συνεπάγεται»
στο πεδίο, όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της πολιτικής και της
ιδεολογίας2.

!. Τζ. Μπέρναλ, Η επιστήμη στην ιστορία της κοινωνίας, σελ. 613.


2. Β. 1. Λένιν, Απαντα, τόμ. 27, σελ. 329.

37S
Κ ε φ ά λ α ιο 9

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΔΡΟΥΝ


ΣΤΗΝ ΤΑΣΗ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΧΥΔΑ Ϊ ΣΜΟΥ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Η καθοριστική εξάρτηση τη ς γνω στικής διαδικασίας της αστικής


πολιτικής οικονομίας από τον ταξικό της προσανατολισμό, εξάρτη­
ση που προσδιορίζει το δυνάμωμα του αντιεπιστημονικού της χαρα­
κτήρα καθώς οξύνονται οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγω­
γής, επιδρά στα συστήματα των πολύπλοκων κοινωνικών νομοτε­
λειών. Γ Γ αυτό η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται μόνο σαν τάση, που
διανοίγει το δρόμο της μέσα από κάθε είδους αντίθετες τάσεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση των αμοιβαίων σχέ­
σεων αυτών των τάσεων και αντιτάσεων στην εποχή του ιμπεριαλι­
σμού. Με την άνοδο της μονοπω λιοποίησης της καπιταλιστικής παρα­
γωγής στα τέλη του 19ου αιώνα, αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο
ο ανταγωνισμός μεταξύ των συμφερόντων της μη μονοπωλιακής
αστικής τάξης και της μονοπω λιακής αστικής τάξης που επιβάλλει
την κυριαρχία της. Σ ’ αυτή τη βάση διαμορφώνεται στην αστική πο­
λιτική οικονομία μια ιδιαίτερη κατεύθυνση, που αντανακλά «τις από­
ψεις και τα συμφέροντα ό χι μόνο των μικροαστικών στρωμάτων, αλ­
λά και των μικρών και μεσαίω ν επιχειρηματιών, δηλαδή, όλης περί­
που της μη μονοπω λιακής αστικής τάξης»1.
Το ζωτικό συμφέρον αυτού του στρώματος της αστικής τάξης
απαιτεί την αποκάλυψη του μηχανισμού της μονοπωλιακής κυριαρ­
χίας, ο όποιος καταδικάζει τη μη μονοπωλιακή αστική τάξη σε υπο­
ταγή στο μονοπωλιακό κεφάλαιο και που αφαιρεί από την τάξη αυτή
ένα μέρος της υπεραξίας και το μετατρέπει σε συστατικό στοιχείο
του μονοπωλιακού υπερκέρδους. Αυτό δημιουργούσε στους θεωρητι­
κούς της μη μονοπω λιακής αστικής τάξης τη δυνατότητα μιας λίγο-
πολΰ αντικειμενικής ανάλυσης του μηχανισμού της σύνδεσης μονο­
πωλίων και ανταγωνισμού. Έ τ σ ι, η αντιπολίτευση της μη μονοπω­
λιακής αστικής τάξης διευρύνει κάπως τις γνωστικές δυνατότητες
της αστικής οικονομίας, ωστόσο μόνο σε σχέση με το μηχανισμό
της μονοπωλιακής κυριαρχίας. Στα προβλήματα της σχέσης εργασίας
και κεφαλαίου, του ιστορικού πεπρωμένου του καπιταλισμού, οι ιδεο­
λόγοι της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης, υποστηρίζουν, κατά κα­

ί. Κ . Μ π . Κ ο ζ λ ό β α , Τα μονοπώ λια και οι αστοί επικριτές τους. Μ ό σ χ α ,! % 6 , σ ελ . 8.

379
νόνα, η ς κ β μ α δοοια κ ές θ έ σ ε ις τ η ς χ υ ο α ια ς α σ τ ι κ ή ς π ο λ ι τ ι κ ή ς ο ικ ο ­
νομίας
Α λλ ος σ η μ α ν τικ ό ς α ν τ ίρ ρ ο π ο ς , α ν α σ τ α λ τ ι κ ό ς π α ρ ά γ ο ν τ α ς της
ενίσχυσης του α γορ α ίου χ α ρ α κ τ ή ρ α τ η ς αστικής ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς θεω ρ ία ς
ικ α ν ο ί *ρ«*τικές ο ικ ο ν ο μ ικ έ ς α ν ά γ κ ε ς τ η ς α σ τ ι κ ή ς τ ά ξ η ς , κ α ι κ υρ ίω ς
της μ ο νο π ω λια κ ή ς £ tu τέ λ η το υ 19ου α ιώ ν α , μ ε τ η ν ά ν ο δ ο τ η ς σ ι-
γκ έντρ ω οη ς της χ α ρ α γ ω γ ή ς κ α ι τ ο υ κ ε φ α λ α ίο υ , μ ε τ η ν ε μ φ ά ν ισ η και
την ανάπτυξη των κ α π ιτ α λ ισ τ ικ ώ ν μ ο ν ο π ω λ ί ω ν , α π ο κ τ ά σ η μ α ν τ ικ ή
εχικ α ιρ ό τη τα η ε π ε ξ ε ρ γ α σ ία τ η ς θ ε ω ρ ία ς τ η ς ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς π ο λ ιτ ικ ή ς
της επ ιχείρ η σ η ς. Μ ’ αυτό α κ ρ ιβ ώ ς το γ ε γ ο ν ό ς σ υ ν δ έ ε τ α ι η δ ια μ ό ρ -
φ α σ η της μ ικ ρ ο ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς κ α τ ε ύ θ υ ν σ η ς σ τ η ν α σ τ ι κ ή π ο λ ι τ ι κ ή ο ι­
κονομία.
Αχό μια ορισμένη άποψη, και η ίδια η ταξική φύση της αστικής
πολιτικής οικονομίας είναι ένας από αυτούς τους αντίρροπους παρά-
γοντίς. Οπως είδαμε, η αιτία της ενίσχυσης του χυδαίου χαρακτήρα
της γενικής-θβωρητικής αστικής πολιτικής οικονομίας της μετά τον
Ρικάρντο περιόδου, έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι η γνωστική
διαδικασία καθορίζεται από τον ταξικό της προσανατολισμό, ο οποίος
αντανακλά τα συμφέροντα της αστικής τάξης, που όλο και περισσό­
τερο γίνεται αντιδραστική τάξη. Ταυτόχρονα, είναι χαρακτηριστικό
ότι η διαδικασία απόρριψης της επιστημονικής κληρονομιάς της
κλασικής σχολής συντελούνταν γενικά βαθμιαία, με βάση την ανά­
πτυξη των αντιθέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τα
επιστημονικό στοιχεία της οικονομικής θεωρίας απομακρύνονται
ακό την αστική πολιτική οικονομία εξαιτίας του ότι δεν συμβιβάζο­
νται με τον ταξικό προσανατολισμό της. Αυτό σημαίνει ότι ο ταξικός
προσανατολισμός της διαδικασίας της γνώσης στην αστική πολιτική
οικονομία όχι μόνο προκαθορίζει τον αντιεπιστημονικό της γενικά
χαρακτήρα και το δυνάμωμα του εκχυδαϊσμού της, αλλά και ταυτό­
χρονα περιορίζει αυτή τη διαδικασία. Ακριβώς γ ι ’ αυτό, ο εκχυδαϊ-
σμ^ς της αστικής πολιτικής οικονομίας παίρνει το χαρακτήρα κα-
ττιβυνόμενης διαδικασίας, που αντανακλά την ωρίμανση των εσωτβ-
ρικάν αντιθέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

1. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ


ΤΗΣ ΜΗ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Επιφανής θεωρητικός της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης στα τέ­


λη του 19οϋ-αρχές του 20ού αιώνα, είναι ο αμερικανός οικονομολό­
γος Τ. Βέμπλεν, ο θεμελιωτής του ινστιτουσιοναλισμού (θεσμολογι-
<ής κατεύθυνσης)1. Η εξέταση αυτού του ρεύματος στο σύνολό του

1. Η θεβμολογητή κατεύθυνση σαν ιδιόμορφο ρεύμα της αστικής πολιτικής

380
δ ε ίχ ν ε ι π ω ς σ τ ο β ά θ ο ς τ η ς α ν ά π τ υ ξ η ς τ η ς κ ρ ί σ η ς τ η ς α σ τ ικ ή ς π ο λ ι­
τ ικ ή ς ο ι κ ο ν ο μ ί α ς ( χ ο υ ι δ ι α ί τ ε ρ α κ α θ α ρ ά ε κ δ η λ ώ ν ε τ α ι σ τ ο χ ε δ ιο τω ν
μ ε θ ο δ ο λ ο γ ικ ώ ν β ά σ ε ω ν τ η ς θ ε σ μ ο λ ο γ ι κ ή ς κ α τ ε ύ θ υ ν σ η ς ) α ν ο ίγ ε ι το
δ ρ ό μ ο τ η ς η α ν τ ι τ ά σ η γ ι α μ ια α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ή π ε ρ ιγ ρ α φ ή κ α ι α ν ά λ υ σ η
τη ς μ ο ν ο π ω λ ι α κ ή ς κ υ ρ ι α ρ χ ί α ς .
Το ζήτημα των ιδιαιτεροτήτω ν της θεσμολογικής κατεύθυνσης πα­
ρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και για το λόγο ότι, μετά το Β' Παγκό­
σμιο Πόλεμο αυτό το ρεύμα έγινε ένα από τα κύρια στη σύγχρονη
αστική πολιτική οικονομία. Εκπροσωπείται από τέτιους αστούς θεω­
ρητικούς, όπως οι Τζ. Γκαλμπρέιθ, Α. Γκράτσι, Β. Γκόρντον, Γ.
Μιούρνταλ, Ρ. Χ αίλμπρόνερ και άλλοι.

Η κοινωνιολογική (θεσμολογική) κατεύθυνση


της αστικής πολιτικής οικονομίας
Οι εκπρόσωποι του πρώιμου ινστιτουσιοναλισμού (θ. Βέμπλεν,
Ου. Χάμιλτον, Τζ. Κ όμονς, Cu. Μ ίτσελ) υποκαθιστούν την ανάλυση
των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού με την περιγραφή και συ-
στηματοποίηση διαφόρων κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών,
που ονομάζονται από αυτούς θεσμοί. Η κατηγορία του θεσμού είναι
πολύ ακαθόριστη. Με τη ν έννοια θεσμοί νοούνται είτε διάφορα κοι­
νωνικά φαινόμενα, τόσο της βάσης όσο και του εποικοδομήματος
(φόροι και οικογένεια, κράτος και συνδικάτα, ανταγωνισμός και μο­
νοπώλια, ατομική ιδιο κ τη σ ία και δημοσιονομικό σύστημα κλπ.), είτε
διάφορα ψ υχολογικά, νομικά, ηθικά και άλλα φαινόμενα (συνήθειες,
ένστικτα, έθιμα κλπ.) τα οποία, όπως υποθέτουν οι ινστιτουσιοναλι-
στές, βρίσκονται στη βάση τους. «Οι θεσμοί», έγραψε ο Ου. Χάμιλ­
τον, που εισήγαγε και τον όρο «ινστιτουσιοναλισμός», «είναι λεκτι­
κό σύμβολο για τη ν καλύτερη περιγραφή των ομάδων των κοινωνι­
κών εθίμων. Σημαίνουν τον επικρατέστερο ή τον σταθερό τρόπο σκέ­
ψης Λ δράσης, που έγινε συνήθεια για μια ομάδα ή έθιμο για το
λαό.» Ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της πρώιμης θεσμολογικής κα­
τεύθυνσης, ο Θ όρνσταΐν Βέμπλεν, έγραψε ότι «θεσμοί... είναι ο συνή­
θης τρόπος σκέψ ης, από τον οποίο, καθοδηγούμενοι οι άνθρωποι,
ζουν...»2

οικονομίας έχει κ α ι σ τις μέρες μας αρκετούς οπαδούς. Π αράδειγμα μκοροϋν να


αποτελέσουν ο ι ερ γα σ ίες που γρ ά φ η κ α ν από θεσμολογικές θέσεις: Τζ. Γκάλ-
μπρέιθ, Η νέα βιομηχανική κοινωνία, Μ ό σ χα , εκδ. «Π ρογκρές», 1969· Οικονομικές
θεωρίες και σκοποί της κοινωνίας, Μ ό σ χα , εκδ. «Π ρογκρες», 1976’ A. Gruchy, Α
Contemporary Economic Thought. The Contribution o f Neo-Institutional Economics,
Clifton, New Jersey, 1972· W. G o rd o n , Institutional Economics. Λονδίνο, 1980.
1. W. H am ilton, Institution. Encyclopedia o f the Social Science, τόμ. 8, σελ. 84.
2 Θ. Βέμπλεν, Η θεωρία της αργόσχολης τάξης, Μ όσχα, εκδ. «Προγκρές», 1984,
σελ. 202.
Οι θεσμοί, ορισμένες φορές, θεωρούνται σαν ιδιόμορφ η μέθοδος
ανάλυσης ή τρόπος περιγραφής των φαινομένω ν της κεφαλαιοκρατι­
κής οικονομίας'. Ο γάλλος ιστορικός της π ο λ ιτικ ή ς οικονομ ίας Εμίλ
Ζαμς, έδοσε τον εξής χαρακτηρισμό των θεσμών: «Θ εσμοί είναι έθι­
μα που διαμορφώθηκαν και περιβλήθηκαν με νομ ικό κύρος. Ό λ ο ι οι
θεσμοί στις ρίζες τους έχουν ορισμένα χα ρ α κ τη ρ ισ τικ ά της ομαδικής
ψυχολογ ίας.>»·
Επομένως, θεσμοί είναι νομικά διαμορφωμένα έθιμα, που έχουν
στη βάση τους την ψυχολογία διαφόρων επαγγελματικώ ν και κοινω­
νικών ομάδων. Τα κοινωνικά έθιμα, όπως ισ χυ ρ ίζο ν τα ι οι ινστιτου-
σιοναλιστές, είναι αυτά που ρυθμίζουν τη ν ο ικ ο νο μ ικ ή δραστηριότη­
τα των ανθρώπων’. Στην πραγματικότητα όμως, τα ήθη και τα έθιμα,
αν και ασκούν κάποια επιρροή στην μορφή τω ν οικονομικώ ν σχέ­
σεων, δεν καθορίζουν καθόλου την ουσία τους, και σε τελευταία ανά­
λυση, τα ίδια τα έθιμα καθορίζονται από το χα ρ α κ τή ρ α τω ν κυρίαρ­
χων κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων.
Το κύριο χαρακτηριστικό της θ εσ μ ο λο γικ ή ς κατεύθυνσης συνί-
σταται στο ότι αντιστρέφει τις πραγματικές εξα ρτή σ εις τη ς κοινωνι­
κής ζωής, παρουσιάζοντας σαν α ποφ ασιστικό σ η μ είο εξωοικονομικά
φαινόμενα και παράγοντες. Α ντικείμενο των α ναζητήσεώ ν της, η θε-
σμολογική κατεύθυνση θεωρεί τα διάφορα φ αινόμενα του εποικοδο­
μήματος — ηθικά, νομικά, οργανωτικά κλπ. — και τη ν επίδρασή
τους στις οικονομικές σχέσεις. Έ τ σ ι, μη βασικές, δευτερεύουσες,
τριτεύουσες εξαρτήσεις, παρουσιάζονται σ α ν κ α θο ρ ισ τικ ές και βασι­
κές. Οι θεσμολογικές θεωρίες που διαμορφώ θηκαν στη βάση αυτής
της ιδεαλιστικής προσέγγισης, αρνούνται σ τη ν πράξη τον καθορι­
στικό ρόλο των οικονομικών σχέσεω ν τω ν ανθρώ πω ν στο σύστημα
των κοινωνικών σχέσεων.
Ταυτόχρονα, η αντιμονοπωλιακή κοινω νική το π ο θ έτη σ η της θε­
σμολογικής κατεύθυνσης, ωθεί κάποτε τους θεω ρη τικούς τη ς να δουν

1. Στην εργασία του Μ. Κόουπλαντ Η οικονομία μας της ελεύθερης επιχειρηματι­


κής δραστηριότητας, που γράφτηκε από θέσεις της θεσμολογικής κατεύθυνσης,
υποστηρίζεται ότι: «Η σύγχρονη απάντηση στο ερώτημα, πώς λειτουργεί η οικο­
νομία του ελεύθερου ανταγωνισμού χωρίς έναν γενικό καθοδηγητή, δίνεται με
ορολογία... των θεσμών» (Μ.Α. Kopeland, Our Free Enterprise Economy, Νέα Υόρ­
κη - Λονδίνο, 1965, σελ. 7).
2. Εμίλ Ζαμς, Η ιστορία της οικονομικής σκέψης του 20ού αιώνα, Μετάφρ. από τα
γαλλικά. Μ., 1959, σελ. 92.
3. Στο Λεξικό της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας η θεσμολογική οικονομική
θεωρία ορίζεται ως εξής: -Σχολή της οικονομικής σκέψης, η οποία θεωρεί ότι
ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας καθορίζεται από τους θε­
σμούς, οι οποίοι, στην πλειοψηφία τους, είναι ψυχολογικοί και αποτελούνται
από τα έθιμα και τις οικονομικές συμφωνίες που υπάρχουν» (The McGraw-Hill
Dictionary o f Modern Economics, σελ. 266).
ρεαλιστικά τις κ ιν η τή ρ ιες δυνάμεις των κοινωνικοοικονομικών δια­
δικασιών. Έ τ σ ι, ο Θ. Β έμπλεν, αν και ερμηνεύει τους κοινωνικοοι­
κονομικούς θεσμούς τη ς κ ο ινω νία ς σαν ιδιόμορφα έθιμα, κατανοεί,
παρ’ όλα αυτά, ό τι α υ το ί πρ ο σ διο ρ ίζο ντα ι από τις οικονομικές διαδι­
κασίες. Γ ια τους κ ο ινω νικ ο ο ικ ο νο μ ικ ο ύ ς θεσμούς, έγραψε: «Τέτιοι
θεσμοί είναι ο ι σ υ νή θ εις τρ ό π ο ι πραγματοποίησης της διαδικασίας
της κοινω νικής ζω ής σ τη σ ύνδεσ ή τη ς με το υλικό περιβάλλον, μέσα
στο οποίο ζει η κο ινω νία .» Κ αι πιο κάτω: «Και μπορούμε να πούμε
ότι οι δυνάμεις που επιδρο ύν σ τη ν αναδιοργάνωση των κοινωνικών
θεσμών, είναι, σ ε τελευ τα ία ανά λυσ η , σ χεδό ν απόλυτα οικονομικές
ως προς τη φύση το υ ς.» 1
Η ιδια ιτερ ό τη τα τη ς θ εσ μ ο λο γικ ή ς κατεύθυνσης συνίσταται στο
ότι δεν έχει εν ια ία βάση. Ε ίν α ι διαφ ορετική στους διάφορους εκπρο­
σώπους της. Ο Θ. Β έμπλεν θεω ρεί βάση των οικονομικών διαδικασιών
την ψ υχολογία , τη β ιο λ ο γ ία και τη ν ανθρω πολογία2, ο Τζ. Κόμονς
την ψ υχο λο γία κ α ι το δ ίκ α ιο , ο Ου. Μ ίτσελ θεωρεί σαν βάση μια
πολύ μεγάλη ομάδα εξω ο ικ ο νο μ ικ ώ ν φαινομένων, ο Ρ. Έ λ ι την ηθι­
κή κλπ. Α υτό το γεγο ν ό ς ε ξ η γ ε ί γ ια τί η θεσμολογική κατεύθυνση δεν
έχει μια κάπως ενια ία ο ικ ο νο μ ικ ή θεωρία. Τους εκπροσώπους της
τους ενώ νει σε ειδ ικ ό ρεύμα τη ς α σ τικ ή ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας η με­
θοδολογία. Ό λ ο ι τους δια λύουν μέσα στους θεσμούς τις κοινωνικο-
παραγωγικές σ χ έ σ ε ις τω ν ανθρώ πω ν και υποκαθιστούν έτσι την κα­
θαυτό π ο λ ιτικ ή ο ικ ο ν ο μ ία με τη χυδα ία αστική κοινωνιολογία, στη­
ρίζονται στη μέθοδο τη ς « κ ο ινω νικ ή ς ψ υχολογίας» και στον απλου-
στευτικό εξελ ικ τισ μ ό , που δεν παραδέχεται τις επαναστατικές μορφές
της κοινω νικ ή ς α νά π τυξη ς. Η τέτια π ροσέγγισ η στην ερμήνευση των
κινητήριω ν δυνάμεω ν τω ν κ οινω νικοοικονομ ικώ ν φαινομένων οδη­
γούσε σ τη ν υ π ο κ α τά σ τα σ η τη ς π ο λ ιτικ ή ς οικονομίας με την κοινω-
νιολογία. «...Ο Β έμπλεν», έγραψ ε ο Ε μίλ Ζαμς, «ενδιαφερόταν πε­
ρισσότερο γ ια τη ν κ ο ιν ω ν ιο λ ο γία , παρά για την πραγματική οικονο­
μική επ ισ τή μ η . Τ ο ν τρ α β ο ύ σ ε η κοινω νιολογία , μ ’ ένα επίχρισμα
μοραλισμού, και η η θ ικ ή σ τ η ν ο ποία πρόσθετε κάθε θρησκευτικό ή
παραδοσιακό σ τ ο ιχ ε ίο . Ο Β έμπλεν ποτέ δεν επιδίωξε τη διευκρίνιση
μιας κατάστασης. Μ ε μια π ίκ ρ α δίκαζε και καταδίκαζε.»3
Η εμφάνιση του ιν σ τιτο υ σ ιο ν α λ ισ μ ο ύ προκλήθηκε από τις ιδεολο­
γικές και τις π ρ α κ τικ ές α νάγκες τη ς μη μονοπωλιακής αστικής τά­
ξης. Ο κίνδυνος να αποκαλυφθούν οι εσω τερικοί νόμοι της ανάπτυ­
ξης του κ α πιτα λισ μ ο ύ κ α ι η ανάγκη αυτού του τμήματος της αστικής
τάξης να τεκ μ η ρ ιώ σ ει ιδ εο λο γικ ά τα συμφέροντα της και να έχει

1. Θ. Βέμπλεν, Η θεωρία της αργόσχολης τάξης, σελ. 204.


2. Ο Ε. Ζαμς το ονομάζει αυτό «οικονομικό μαλθουσιανισμό» του Βέμπλεν
(Εμίλ Ζαμς, Η ιστορία της οικονομικής σκέψης του 20ού αιώνα, σελ. 90).
3. Εμίλ Ζαμς, Η ιστορία της οικονομικής σκέψης του 20ού αιώνα, σελ. 90.
πρακτικές συμβουλές από μέρους της ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς επιστήμης, αυξά­
νονταν και ra δύο παράλληλα, στο βαθμό που αναπτυσσόταν η καπι­
ταλιστική κοινωνικοποίηση της παραγωγής, η μονοπωλιοποίηση και
η κρατικοποίησή της.
Γο γεγονός αυτό εξηγεί τη σχέση της θεσμολογικής κατεύθυνσης
τόσο απέναντι στα προηγούμενα α π ’ αυτή ρεύματα, όσο και στα επό­
μενα ρεύματα της αστικής πολιτικής οικονομίας. Από τη μια μεριά, ο
ινστιτουσιοναλισμός εμφανίζεται σαν ένας ιδιόμορφος κληρονόμος
της ιστορικής σχολής της αστικής πολιτικής οικονομίας, που πήρε
από αι>τή την περιγραφική μέθοδο, τον χυδαίο εξελικτισμό, την
απόρριψη της αφαιρετικής μεθόδου και των γενικών νόμων της ανά­
πτυξης της οικονομίας διαφόρων χωρών. Από την άλλη μεριά, ο ιν-
στιτουσιοναλισμός παρουσιάζεται σαν αντίπαλος της αφηρημένης,
της «καθαρής» Θεωρίας, που ήταν τυπική για τις αντιλήψεις της ορια­
κής ωφελιμότητας και της οριακής παραγωγικότητας. Κατηγορώντας
τες για απόσπαση από την πρακτική, γ*α υπέρμετρη Θεωρητικοποίη-
ση, οι ινστιτουσιοναλιστές διακήρυσσαν ότι η επιστήμη πρέπει μόνο
να περιγράφει και να καταγράφει τα φαινόμενα, χω ρίς να έχει αξιώ­
σεις για θεωρητική τους επεξεργασία. Ταυτόχρονα* δανείστηκαν από
τους «μαρζιναλιστές» τη χυδαία ψυχολογική μέθοδο, προσαρμόζο-
ντάς τη στις νέες συνθήκες της ιδεολογικής πάλης. Αν ο μαρζιναλι-
σμός υπογράμμιζε τον καθοριστικό ρόλο της ψυχολογίας των οικο­
νομικών προσώπων, ο ινστιτουσιοναλισμός τονίζει την ομαδική ψυ­
χολογία. Η προσέγγιση των οικονομικών διαδικασιώ ν από την άπο­
ψη του καθοριστικού ρόλου της «κοινωνικής ψυχολογίας» επέτρεψε
να δοθεί η περιγραφή μερικών νέων κοινωνικών πλευρών της οικο­
νομικής ζωής της εποχής του ιμπεριαλισμού, πράγμα που απέκλειε η
μεθοδολογία του μαρζιναλισμού.
Τη σημασία του ινστιτουσιοναλισμού ο Ε. Ζαμς, για παράδειγμα,
τη βλέπει στο ότι οι εκπρόσωποί της περιέγραψ αν τις νέες συνθήκες
ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας, που συνδέονται με το πέ­
ρασμα στον μονοπωλιακό καπιταλισμό. «Με τη ν έλλειψη μόνιμων
θεωρητικών νόμων», έγραψε ο Ζαμς, έχοντας υπόψη του το γεγονός
ότι οι ινστιτουσιονιαλιστές αρνούνται ότι οι οικονομικές διαδικασίες
έχουν νομοτελειακό χαρακτήρα «η προσφορά της θεσμολογικής κα­
τεύθυνσης συνίστατο στην πολύ βαθιά περιγραφή των οικονομικών
συνθηκών και των συγκρούσεων των συμφερόντων της σύγχρονης
εποχής... Ο ινστιτουσιοναλισμός έδειξε πόσο λίγο η οικονομία μας,
μη όντας απόλυτα μονοπωλιακή, αντιστοιχεί στην κλασική εικόνα
του ελεύθερου ανταγωνισμού.»1 Η εμφάνιση της θεσμολογικής κατεύ­
θυνσης προκάλεσε fua ουσιαστική μετατόπιση σ την αστική πολιτική
οικονομία, από την περιγραφή και την εξύμνηση κυρίως του ιστορι­

I. Ε. Ζαμς, Η ιστορία της οικονομικής σκέψης του 20ού αιώνα, σ ε λ . 94.


κού παρελθόντος του καπιταλισμού (που χαρακτήριζαν την ιστορική
σχολή), και από τις αποσπασμένες από τη ζωή σχολαστικές αφαιρέ­
σεις του μαρζιναλισμού στην περιγραφή και ταξινόμηση των οικο­
νομικών εκείνων φαινομένων του καπιταλισμού που πραγματικά
υπάρχουν.
0 ηγέτης του ινστιτουσιοναλισμού Θ. Βέμπλεν είναι μαθητής του
Τζ. Μπ. Κλαρκ. Τη θεωρία του, ο Θ. Βέμπλεν, την υπέβαλε, αργότε­
ρα, σε εμπεριστατωμένη κριτική. Στο κέντρο των θεωρητικών του
κατασκευών, που δέχτηκαν την επίδραση των αντιλήψεων των αστών
φιλοσόφων και κοινω νιολόγω ν Ντ. Ντιούι, Ζ. Λεμπ και άλλων, βρί­
σκεται η κατηγορία του θεσμού που την ορίζει ως τα κυρίαρχα «έθι­
μα σκέψης», που έχουν βιολογική βάση. «Οι θεσμοί», έγραψε ο Θ.
Βέμπλεν, «είναι, σ την ουσία, ο διαδεδομένος τρόπος σκέψης σχετικά
με τις ξεχωριστές σ χέσ εις μεταξύ της κοινωνίας και της προσωπικό­
τητας και των ξεχω ριστώ ν λειτουργιώ ν που αυτά εκτελούν- και το
σύστημα της ζωής της κοινω νίας, η οποία... από ψυχολογική άποψη,
μπορεί να χα ρ α κ τη ρ ισ τεί, σε γενικές γραμμές, ως η επικρατέστ£ρη
πνευματική θέση ή η διαδεδομένη άποψη για τον τρόπο ζωής στην
κοινωνία.»
Ιδιομορφία του ινστιτουσιοναλισμού του Θορνστάιν Βέμπλεν είναι
το ότι παρουσιάστηκε με μια ιδιαίτερη παραλλαγή του κοινωνικού
δαρβινισμού. Ξεκινώ ντας από την άποψη ότι ο άνθρωπος καθοδηγεί­
ται στη δράστη ριότητά του (συμπεριλαμβανόμενης και της οικονο­
μικής) από υποσυνείδητα ένστικτα που αντανακλούν τη βιολογική
του φύση, ο Θ. Βέμπλεν π ροσπάθησ ε να «εξηγήσει» τα κοινωνικοοι­
κονομικά φαινόμενα του σύγχρονού του καπιταλισμού με βιολογικές
αιτίες2. Στη βάση της οικονομ ική ς δραστηριότητας των ανθρώπων
βρίσκονται, κατά τη ν άποψη του Θ. Βέμπλεν, τρεις κινητήριες δυνά­
μεις: το γονικό αίσθημα, το ένστικτο της μητρότητας και η φιλομά-
θεια-περιέργεια, που παραμορφώ νονται και στρεβλώνονται από τις
σχέσεις της ατομικής ιδιο κ τη σ ία ς. Στα τέλη του 19ου αιώνα η νέα
λέξη της αστικής ψ υχολογία ς ήταν η ερμηνεία του ενστίκτου ως του
πιο σημαντικού σ το ιχείο υ τη ς ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο αμερι­
κανός ψυχολόγος Ου. Τζέιμς, συγγραφέας των Αρχών της ψυχολογίας
(1891), που υποστήριζε αυτή τη θέση, άσκησε στον Θ. Βέμπλεν ση­
μαντική επίδραση. Κ ατά τη ν έκφραση του Τζ. Κόμονς, η θεωρία του
Θ. Βέμπλεν είναι «μια θαυμάσια εφαρμογή του Δαρβίνου στην οικο­
νομική σφαίρα»3. Κ ινη τή ρ ια δύναμη των κοινωνικοοικονομικών δια-

1. Θ. Βέμπλεν, Η θεωρία της αργόσχολης τάξης, σελ. 201-202.


2. Ο Θ. Βέμπλεν δίνει βιολογική ερμηνεία στην ανάπτυξη της κοινωνίας (Μπ.
Σέλιγκμαν, Τα βασικά ρεύματα της σύγχρονης οικονομικής σκέψης, σελ. 68).
3. J. Commons, Legue Foundation o f Capitalism, Νέα Υόρκη, 1924, σελ. 376.

385
όικασιών ο & Βέμπλεν ανακηρύσσει την ανορβολογική ψυχολογία
t«tv κοινωνικών ομάδβίν χιχ> μάχονται μεταξύ τους.
«Η &ϊίλι£η της κοινωνικής δομής ήταν διαδικασία φυσικής επιλο­
γής tu>v κοινωνικών θεσμών», έγραψε ο Θ. Βέμπλεν. Αναπτύσσοντας
αυτή ιη θέση, σημείωνε: «Οι δυνάμεις, που κάτω από την επίδρασή
τους γίνεται η διαμόρφωση της κοινωνικής δομής και η ανάπτυξη
ιης ανθρώπινης κοινωνίας σε τελευταία ανάλυση, ανάγονται αναμφί­
βολα, οτην αμοιβαία εχίδρασή του ζωντανού οργανισμού με το περι­
βάλλον...»' Προς τιμή του Βέμπλεν, πρέπει να πούμε ότι με τον όρο
κριβάλλον εννοεί όχι μόνο το φυσικό, αλλά και το κοινωνικό, και
εχΐσικ τον ίδιο τον άνθρωπο με τη λίγο-πολύ καθορισμένη πνευματι­
κή και φυσική του διάπλαση. Ωστόσο, η προτίμηση του Βέμπλεν
χρος τις θέσεις του κοινωνικού δαρβινισμού είναι προφανής.
Οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού αποκάλυψαν πόσο αστήρι­
κτη και κενή περιεχομένου είναι η ταύτιση των βιολογικών και των
κοινωνικών νομοτελειών. Ασκώντας κριτική στους αστούς κοινωνιο­
λόγους, χου χροσχαθούσαν να υπαγάγουν όλη την ιστορία της αν­
θρωπότητας «κάτω αχό τον μοναδικό μεγάλο φυσικό νόμο» της πά­
λης για την ύπαρξη, ο Κ. Μαρξ έγραψε στο γράμμα προς τον Λ.
Κοΰγκΐλμαν (27 Ιούνη του 1870): «...Πρόκειται για μέθοδο πολύ πει­
στική — πειστική για μια κομπαστική, ψευδοεπιστημονική, υπερο­
πτική, αμαθή και νωθρή σ κ έ ψ η .Τ ο ν αντιεπιστημονικό χαρακτήρα
της προσέγγισης τον οικονομικών διαδικασιών, με βάση την άποψη
ότι τον καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική ανάπτυξη τον παίζουν οι
βιολογικοί νόμοι, υπογράμμιζε και ο Β. I. Λένιν: «...η μεταφορά βιο­
λογικών εννοιών γενικά στην περιοχή των κοινωνικών επιστημών εί­
ναι κενή φράση» .
Και μολονότι ο θ . Βέμπλεν άσκησε οξύτατη κριτική στις πιο απο-
κρουστικές εκδηλώσεις των οικονομικών αντιθέσεων της εποχής του
ιμπεριαλισμού, η βιολογική ερμηνεία των κοινωνικών θεσμών δεν
του εχέτρεχε να αποκαλύψει τις πραγματικές τους αιτίες.
Η.θεσμολογική προσέγγιση των οικονομικών φαινομένων, παρ’
όλα τα ελαττώματα της, σήμαινε ένα μεγάλο βήμα εμπρός, σε σύ­
γκριση με τη μέθοδο του ψυχολογικοποιημένου ροβινσονισμού της
αυστριακής σχολής. Γιατί ωθούσε στην κατανόηση του κοινωνικού
χαρακτήρα αυτών των φαινομένων. Στα χέρια των θεωρητικών της μη
μονοπωλιακής αστικής τάξης αποτέλεσε μέσο ανάλυσης της κυριαρ­
χίας των μονοπωλίων. Καθήκον της οικονομικής επιστήμης ο Θ.
Βέμπλεν θεωρούσε τη μελέτη «των εθίμων και του παιχνιδιού των
συμφερόντων», την εξέταση των συγκρούσεων των συμφερόντων,

I. θ. Βίμ*Χεν, Η (ktopia της αργόσχολης τάξης, σελ. 200.


1 Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς. Έργα, 2η ρωσ. έκδ., τόμ. 32, σελ. 571.
1 Β. I. Λένιν, Λπαντα. τόμ. 18, σελ. 355.

386
χου αναφύονται μεταξύ των «ανθρώπινων ομάδων», πριν α χ ’ όλα με­
ταξύ της -βιομηχανίας» και των «μπίζνες». Αυτές οι δυο κοινωνικές
σφαίρες, και αντίστοιχα οι δυο κοινωνικές ομάδες της αστικής κοι­
νωνίας, αντανακλούν στην αντίληψη του θ . Βέμπλεν τη διάσπαση
της αστικής τάξης, σε μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή, με το κέ­
ρασμα στον ιμπεριαλισμό. Το διαχωρισμό τους ο θ . Βέμπλεν τον
κάνει με βάση τις -συνήθειες ζωής» στις οποίες λειτουργούν αυτές οι
ομάδες. Η μια α π ’ αυτές λειτουργεί στη σφαίρα της παραγωγής (τη
«βιομηχανία») και ενώνει τους εργάτες, τους μηχανικούς, τους διευ­
θυντές, τους μεσαίους και μικρούς επιχειρηματίες. Ο στόχος που αυ­
τοί επιδιώκουν είναι η αύξηση της αποδοτικότητας της παραγωγής,
η εξασφάλιση αφθονίας υλικών αγαθών στην κοινωνία. Σ ’ αυτή την
εξιδανικευμένη εικόνα του μη μονοπωλιακού τομέα, ο θ . Βέμπλεν
αντιπαραθέτει τον κόσμο των «μπίζνες». Σ ’ αυτόν κατατάσσει, στην
πράξη, το χρηματιστικό μονοπωλιακό κεφάλαιο. Η «μπίζνες», επε­
ξηγεί ο Θ. Βέμπλεν, δεν μετέχει άμεσα στην υλική παραγωγή. Στόχος
της είναι ο πλουτισμός, η απόκτηση του μεγαλύτερου κέρδους. Είναι
ένα παρασιτικό σάρκωμα στο σώμα της κοινωνίας. «Η σχέση της
αργόσχολης (δηλαδή της εύπορης μη παραγωγικής) τάξης προς την
οικονομική διαδικασία είναι σχέση χρηματική, σχέση πλουτισμού
και όχι παραγωγής, εκμετάλλευσης και ό χι ωφελιμότητας», γράφει ο
Θ. Βέμπλεν για τους μεγιστάνες του κεφαλαίου. «Η λειτουργία τους»,
επεξηγεί, «είναι από το χαρακτήρα της παρασιτική, ενώ το συμφέρον
τους συνίσταται...» στον ασυγκράτητο και αρπακτικό πλουτισμό'.
Μεταξύ της βιομηχανίας και της μπίζνες διαμορφώνεται μια αντα­
γωνιστική αντίθεση, την οποία ο Θ. Βέμπλεν θεωρεί α»ς την κύρια
κοινωνική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η μπίζνες κυριαρ­
χεί στη βιομηχανία και, για να εξασφαλίσει υψηλά κέρδη, συγκρατεί
την ανάπτυξη της παραγωγής, της δίνει στρεβλή κατεύθυνση, δεν
εκτελεί καμιά κοινωνικά ωφέλιμη λειτουργία. «...Η αργόσχολη τά­
ξη», έγραψε ο Θ. Βέμπλεν γ ια τη μονοπωλιακή αστική τάξη, «φρενά­
ρει αναπόφευκτα και συνεχώς τη διαδικασία προσαρμογής στο περι­
βάλλον, η οποία ονομάζεται προώθηση της κοινωνίας ή κοινωνική
ανάπτυξη.»2 Για το λόγο αυτό, όπως σημείωνε ο Θ. Βέμπλεν, η κυριαρ­
χία της μπίζνες πρέπει να εξαλειφθεί και τη θέση της πρέπει να την
πάρει το τεχνοκρατικό σύστημα, όπου οι αποφασιστικές θέσεις θα
ανήκουν στους τεχνικούς και στους διευθυντές.
Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει στον Θ.Βέμπλεν να καταστρώσει ένα
πρόγραμμα μεταρρύθμισης της αστικής κοινωνίας, με σύνθημα την
εξάλειψη της κυριαρχίας της μπίζνες (με τη ρουτίνα και το συντηρη­
τισμό της) στη βιομηχανία. Η τεχνοκρατική ουτοπία του θ . Βέ-

1. Θ. Βέμπλεν, Η θεωρία της αργόσχολης τάξης, σελ. 216.


2. Σ το ίδιο, σελ. 214.

387
μβλίν, εναρμονισμένη απόλυτα με τη γενική τοι> αντίληψη, τον απο­
φασιστικό ρόλο στη μελλοντική αναμόρφωση της κοινωνίας τον πα­
ραχωρεί στην τεχνική διανόηση kui όχι στην εργατική τάξη.
Από εδώ φαίνεται ότι ο θ . Βέμπλεν περιγράφει μια σειρά βασικό­
τατες ιδιαιτερότητες της εποχής του ιμπεριαλισμοί), αν και δεν τις
εξηγεί επιστημονικά. Προσδιορίζει το γεγονός της κυριαρχίας του
μονοπωλιακού κεφαλαίου σ ' όλη την κοινωνία, τον παρασιτικό και
αντιλαϊκό του χαρακτήρα, την τάση ανάσχεσης των παραγωγικών
δυνάμεων που χροκαλούν τα καπιταλιστικά μονοπώλια εξαιτίας της
υχοταγής της παραγωγής στους σκοπούς του κέρδους και της καθιέ­
ρωσης του συστήματος των μονοπωλιακών τιμών. Ο Βέμπλεν υπο­
γραμμίζει το αναπόφευκτο της εξάλειψης της κυριαρχίας του μονο­
πωλιακού κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα, η στενότητα του Θ. Βέμπλεν, συνέπεια του αστικού
του χαρακτήρα, τον εμπόδισε να παρουσιάσει την πραγματική εικόνα
τον αλλαγών, χου προκαλεί το πέρασμα στον μονοπωλιακό καπιτα­
λισμό. Η περιγραφή των αντιθέσεων μεταξύ της μονοπωλιακής και
της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης, τον εμπόδισε να δει την κύρια
ταξική αντίθεοιγ της αστικής κοινωνίας μεταξύ της εργατικής τάξης
και της αστικής, την εκμεταλλευτική ουσία του καπιταλισμού. Ο Θ.
Βέμπλεν δεν βλέπει το καθοριστικό γεγονός ότι η «μπίζνες», η κυριαρ­
χία του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι νομοτελειακό αποτέλεσμα
της ανάπτυξης του προμονοπωλιακού καπιταλισμού. Και ότι, συνε­
χώς, η εξάλειψη της «μπίζνες» στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι
αδύνατη. Το γεγονός ότι δεν εννόησε τον πραγματικό ταξικό αντα­
γωνισμό της αστικής κοινωνίας, οδηγεί τον Θ. Βέμπλεν σε μια ουτο­
πική τεχνοκρατική θεωρία. Ταυτόχρονα, όμως, ακόμη και η τέτια
προσέγγιση του επιτρέπει να περιγράφει μια σειρά αντιθέσεων της
καπιταλιστικής οικονομίας, πράγμα που αποτελεί τη βάση των με-
ταρρυθμιστικών επιδιώξεων του Θ. Βέμπλεν. Η κοινωνική τοποθέτη­
ση του θ . Βέμπλεν τον ωθεί στη στηλίτευση των πιο αποκρουστικών
χαρακτηριστικών του ιμπεριαλισμού, στην υπογράμμιση του παρα-
σιτικοό, του κοινωνικά επικίνδυνου χαρακτήρα της «μπίζνες», στη
διαπίστωση ότι ιστορικά δεν έχει μέλλλον. «Τα έθιμα του κόσμου
της μπίζνες», έγραφε ο Θ. Βέμπλεν, «διαμορφώθηκαν κάτω από τη
ρυθμιστική και επιλεκτική δράση των νόμων της ληστρικότητας ή
του παρασιτισμού. Είναι έθιμα που διαμορφώνει η ιδιοκτησία... Ωστό­
σο, στη σύγχρονη οικονομική κατάσταση οι χρηματιστικοί αυτοί
θεσμοί δεν ταιριάζουν καθόλου.»1
Ο θ . Βέμπλεν ήταν ο εκφραστής των συμφερόντων της μεσαίας μη
μονοπωλιακής αστικής τάξης. Μ ’ αυτό ακριβώς εξηγείται η αντιπο­
λιτευτική του στάση απέναντι στα μονοπώλια και στο μεγάλο κεφά­

1. θ . Β έμχλεν, Η θεωρία της αργόσχολης τάξης , σ ε λ . 216.

388
λαιο, η υ π ο γρ ά μ μ ισ η των οξύ τα τω ν. uv και επιφ ανεια κώ ν, αντιθέσεω ν
του κ α π ιτα λισ μ ού σ τ η ν ε π ο χ ή του π ερά σ μ α τος σ τ ο ν ιμ περ ιαλισμ ό

Η θεωρία του ιμπεριαλισμού


τουΤζ. Α. Χόμπσον

Τα περισσότερα αποτελέσματα στο φώτισμα των προβλημάτων του


ιμπεριαλισμού στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αιώνα, η πολιτι­
κή οικονομία της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης τα πέτυχε στις
εργασίες του Τζον 'Α τκ ινσ ον Χόμπσον (1858-1940). Το βιβλίο του
Τζ. Χόμπσον Ο ιμπεριαλισμός (1902), ο Β.Ι. Λένιν το χαρακτήρισε ως
«το κύριο αγγλικό έργο για τον ιμπεριαλισμό»1. Ο Τζ. Χόμπσον, ση­
μείωνε ο Λένιν, «έδοσε μια πολύ καλή και λεπτομερειακή περιγραφή
των βασικών οικονομικών και πολιτικών ιδιομορφιών του ιμπεριαλι­
σμού»*.
Αφετηριακή θέση του Τζ. Χόμπσον στην έρευνα του ιμπεριαλι­
σμού ήταν η θεωρία της υποκατανάλωσης. Υπογραμμίζοντας τη χα­
ρακτηριστική για τον ιμπεριαλισμό αντίθεση παραγωγής και κατανά­
λωσης, ο Τζ. Χόμπσον την εξηγούσε με την ύπαρξη ενός συστήματος
«άδικης κατανομής», που είχε σαν αποτέλεσμα, από τη μια μεριά,
τεράστια μέσα να συγκεντρώνονται στα χέριά των πλουσίων, που
αδυνατούν να τα καταναλώσουν (υπεραποταμίευση των πλουσίων),
και από την άλλη, η βασική μάζα του πληθυσμού να μην έχει τα
μέσα για την ικανοποίηση των ζωτικών της αναγκών (υποκατανάλω­
ση των φτωχών). Η στενότητα της εσωτερικής αγοράς που προκαλεί-
ται α π ’ αυτό, η αναντιστοιχία της με τις διαστάσεις της παραγωγής
είναι, κατά τον Τζ. Χόμπσον, η αιτία πολλών ελαττωμάτων του καπι­
ταλισμού, όπως η ανεργία και οι οικονομικές κρίσεις. Η στενότητα
της αγοράς προκαλεί αναγκαστικά την εξωοικονομική επέκταση και
τον ιμπεριαλισμό που συνδέεται μ ’ αυτή. «... Ο ιμπεριαλισμός»,
έγραψε ο Χόμπσον, «αποτελεί προσπάθεια των μεγιστάνων της βιο­
μηχανίας να διαπλατύνουν το κανάλι για να κυλήσουν τα πλεονάζο-
ντα πλούτη τους...»3 με την εξαγωγή εκείνων των εμπορευμάτων και
κεφαλαίων, τα οποία δεν μπορούν να ρευστοποιηθούν ή να χρησιμο­
ποιηθούν κερδοφόρα στις μητροπόλεις.
Ο Τζ. Χόμπσον ερμηνεύει τον ιμπεριαλισμό σαν ιδιαίτερο είδος
της πολιτικής του μεγάλου κεφαλαίου, που αποβλέπει στην κατά-
κτηση, την υποταγή και την αποικιοποίηση άλλων χωρών. Ο Τζ.
Χόμπσον εισάγει τον όρο «επιθετικός ιμπεριαλισμός». Γράφει ότι ο
ιμπεριαλισμός «κατασπαταλά το αίμα και το χρήμα του λαού» για τα

1. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 27, σελ. 307.


2. Στο ίδιο, σελ. 315.
3. Τζ. Χόμπσον, Ο ιμπεριαλισμός, Μόσχα, 1927, σελ. 83.

389
δικά uh>. τ« ισοτελή του συμφέροντα, xpoKUAti κατακτητικούς πολέ­
μους. Ταυτόχρονα, ο Γζ Χώμχσυν βλέπει και μερικές οικονομικές
χλευρές του ιμπεριαλισμού. Αυτός έθεσε το ζή τημα των οικονομικών
ριζών του ιμπεριαλισμού, αν και τις έβλεπε ό χι στην κυριαρχία των
καπιταλιστικών μονοπωλίων, αλλά στο «άδικο σύστημα κατανομής».
Ο Γζ Χόμχσον πρόσεξε και τον χαρακτηριστικό για τον ιμπεριαλι­
σμό «οικονομικό χαρασιτισμό», με τον οποίο εννοούσε τη χρησιμο­
ποίηση αχό τα ιμπεριαλιστικά κράτη των αχοικιώ ν και των εξαρτημέ­
νων χωρών για τον πλουτισμό της μεγάλης α στικής τάξης και την
«εξαγορά των κατώτερων στρωμάτων της», καθώς και τη συνδεόμενη
μ ' αυτά διαδικασία μετατροπής των αναπτυγμένων καπιταλιστικών
χαρών σε κράτη - ραντιέ*, που παίρνουν τα προϊόντα που χρειάζο­
νται αχό τις εξαρτημένες χώρες.
Λυτή η ερμηνεία της φύσης του ιμπεριαλισμού οδή γησ ε τον Τζ.
Χόμπσον στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατό το ξεπέρασμά του μέσα
σια χλαίσια του καπιταλισμού. Για το σκοπό αυτό, κατά τον Τζ.
Χόμχσον, πρέπει τα χλεονάζοντα κεφάλαια να διατεθούν για την ανά-
χτυξη της αγροτικής οικονομίας και την άνοδο της αγοραστικής
ικανότητας τον πληθυσμού.
Ετσι, η θεωρία του ιμπεριαλισμού του Τζ. Χ όμπσον μόνο ηεριέ-
γραφ« τα κύρια νέα φαινόμενα της εποχής του ιμπεριαλισμού και δεν
ανέλυε τις εοωτερικές τους νομοτέλειες. Ο Β.Ι. Λένιν σημείω νε ότι ο
Τζ. Χόμπσον δεν είδε τη σύνδεση μεταξύ του ιμπεριαλισμού και των
τραστ. Ωστόσο, η κυριαρχία των καπιταλιστικώ ν μονοπωλίων απο­
τελεί την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού. Γ ι ’ αυτό ο Τζ. Χό­
μχσον δεν κατάλαβε ότι ήταν αντικειμενικά αναπόφευκτο να εμφανι­
στεί ο ιμπεριαλισμός σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης του καπι­
ταλισμού, ερμήνευε τον ιμπεριαλισμό μονόπλευρα σαν ιδιαίτερο εί­
δος πολιτικής των εξαγωγέων κεφαλαίου, δεν είδε τους πραγματικούς
δρόμους εξάλειψης του ιμπεριαλισμού και τον κίνδυνο των επιθετι­
κόν πολέμιον που προκαλεί.
Η αλλαγή του χαρακτήρα του ταξικού προσανατολισμού της αστι­
κής πολιτικής οικονομίας με τη διαμόρφωση μιας ιδια ίτερη ς κατεύ­
θυνσής της, η οποία υπερασπίζει τα συμφέροντα τη ς μη μονοπωλια­
κής αστικής τάξης, διευρύνει κάπως, όπως είδαμε, τις δυνατότητες
της γνβστικής της διαδικασίας, ωστόσο μόνο στο βαθμό και μόνο
προς την κατεύθυνση, που αντιστοιχούν στο χαρακτήρα αυτού του
ταξικού προσανατολισμού. Ταυτόχρονα, αυτή η διευρύνση των γνω­
στικών δυνατοτήτων της αστικής πολιτικής οικονομίας, συντελού­
νταν με φόντο τη γενική διαδικασία του εκτατικού εκχυδαϊσμού, η
οποία αγκάλιασε τις γενικές θεωρητικές θέσεις τόσο του Θ. Βέμπλεν

• Ραντιί (γαλλ. rentier). Πρόσωπο που ζει από τους τόκους των κεφαλαίων που
δάνεισε ή από τα έσοδο χρεογράφων, ομολογιών κλπ.

390
2. O ΛΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ
THE Μ ΙΚ ΡΟ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΚ Η ! ΛΝΑΛΥΕΗΕ

Στα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνοδο της συγκέντρωσης και της
μονοπω λιοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής και της όξυνσης
του καπιταλιστικού ανταγωνισμού που ακολούθησε, έγιναν σοβαρές
αλλαγές στις συνθήκες λειτουργίας των καπιταλιστικών επιχειρήσε­
ων. Το γεγονός ότι η καπιταλιστική διαδικασία της παραγωγής και
της κυκλοφορίας έγινε πιο περίπλοκη, απαιτούσε από την αστική οι­
κονομική επιστήμη μια ιδιαίτερα προσεκτική επεξεργασία των θεω­
ρητικών βάσεων της οικονομ ική ς πολιτικής των καπιταλιστικών
επιχειρήσεω ν. Οι πρακτικές, ακριβώς, οικονομικές ανάγκες της
αστικής τάξης αποτέλεσαν την αιτία της διαμόρφωσης της μικροοι­
κονομικής κατεύθυνσης σ τη ν αστική οικονομική θεωρία. Στα καθή-
κοντά της δεν περιλαμβάνεται η εξέταση των βαθύτερων νομοτελειών
της κ απιταλισ τική ς παραγω γής. Αυτό το πρόβλημα λύνεται από τη
γενική θεω ρητική αστική πολιτική οικονομία και μάλιστα από χυ­
δαίες - απολογητικές θέσεις. Α ντικείμενο της μικροοικονομικής ανά­
λυσης είναι οι ποσοτικές λειτουργικές εξαρτήσεις του μηχανισμού
της αγοράς, εξεταζόμενες από την άποψη της ξεχω ριστής καπιταλι­
στικής επιχείρη σ η ς.
Αν και η γενική θεω ρητική βάση της μικροοικονομικής ανάλυσης
είναι η χυδαία αστική πο λιτικ ή οικονομία, οι ιδιαιτερότητες του α­
ντικειμένου που ερευνά, επιτρέπουν στους αστούς οικονομολόγους
να πάρουν σ ’ αυτόν τον τομέα ρεαλιστικότερες θέσεις α π ' ό,τι στο
πεδίο των γενικώ ν θεω ρητικώ ν προβλημάτων, ωστόσο μόνο στο βαθ­
μό που η μ ικροοικονομ ική ανάλυση δεν θίγει τα ιερά μυστικά της
καπιταλιστικής παραγωγής.
Έ ν α από τα κεντρικά προβλήματα των αστικών μικροοικονομικών
ερευνών είναι το πρόβλημα της εναλλακτικής εκλογής. Με το πέρα­
σμα του καπιταλισμού σ το ιμ περιαλιστικό του στάδιο, η ανταγωνι­
στική πάλη οξύνεται και οι οικονομικές σ χέσ εις γίνονται περίπλο­
κες. Σ ’ αυτές τις συνθήκες, ιδιαίτερη οξύτητα για τις καπιταλιστικές
επιχειρήσεις αποκτά το πρόβλημα της εκλογής του πιο ωφέλιμου
συνδυασμού των δυνατοτήτων που υπάρχουν. Αυτό το πρόβλημα α­
γκαλιάζει τις διάφορες κατευθύνσεις των οικονομικών σχέσεων της
καπιταλιστικής επ ιχείρη σ η ς: την εκλογή του χαρακτήρα της παρα­
γωγικής διαδικασίας (αναλογία κεφαλαίου και εργασίας), του τύπου
και της δομής του παραγόμενου προϊόντος, της σφαίρας τοποθέτη­
σης του κεφαλαίου, τη ς αγοράς διάθεσης του προϊόντος κλπ. Η γενι-

391
κή θεωρητική βάση για την εξέταση του προβλήματος της εκλογής,
στην αστική οικονομική φιλολογία, ήταν η θεωρία της οριακής
χρησιμότητας, η οποία επέτρεπε, από τη μια μεριά, την παράκαμψη
της ανάλυσης των εσωτερικών συναρτήσεων της καπιταλιστικής οι­
κονομίας και, από την άλλη, την επικέντρωση της προσοχής στη
μελέτη των εξωτερικών ποσοτικών συναρτήσεων του μηχανισμού της
αγοράς. <·Η χρησιμοποίηση των οριακών μεγεθών», γράφει ο Σ. Μ.
Νικίτιν, .«που επιτρέπει να κρίνει κανείς τις διαδικασίες αλλαγής και
βελτιστοποίησης, δημιούργησε τη βάση, τόσο για τη βαθύτερη γνώ­
ση του μηχανισμού της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από συνεχείς
δυναμικές αλλαγές, όσο και για τη μαθηματική μοντελοποίηση των
διαδικασιών της εναλλακτικής εκλογής»1. Η στενότητα της αστικής
οικονομικής σκέφης έβαλε τη σφραγίδα της και στην ποσοτική ανά­
λυση των σχέσεων της αγοράς, πράγμα που εκφράστηκε στην εξιδα-
νϊκευση από τους αστούς οικονομολόγους του μηχανισμού της καπι­
ταλιστικής αγοράς, στην απόσπαση από τις κοινωνικοοικονομικές
του πλευρές, από τις οξυμένες ταξικές αντιφάσεις της καπιταλιστικής
οικονομίας.
Ο μικροοικονομικός τομέας διαμορφώνεται σε ιδιαίτερο τμήμα της
αστικής πολιτικής οικονομίας στις εργασίες του θεμελιωτή της σχο­
λής του Κέμπριτζ, Ά λφ ρεντ Μάρσαλ, που έστρεψε την κύρια προ­
σοχή του στα προβλήματα της διαμόρφωσης των τιμών. Στην εισα­
γωγή του τρίτομου έργου του Α. Μάρσαλ Αρχές της πολιτικής οικονο­
μίας, ο Σ. Νικίτιν σημειώνει: «Η θεωρία των τιμών, που πρότεινε ο Α.
Μάρσαλ, αποτέλεσε στην παραπέρα ανάπτυξή της εκείνο το μέρος
της αστικής πολιτικής οικονομίας, το οποίο ονομάζεται μικροοικο­
νομία»*.
Αν στο πεδίο της γενικής θεωρητικής πολιτικής οικονομίας ο Α.
Μάρσαλ υποστήριζε αγοραίες θέσεις, στη μελέτη των συγκεκριμένων
οικονομικών προβλημάτων της αγοράς, των ποσοτικών εξαρτήσεων
των τιμών, της ζήτησης και της προσφοράς, υπεράσπιζε συχνά ρεα­
λιστικές απόψεις.
Αυτός ο διττός χαρακτήρας των θέσεων του Α. Μ άρσαλ καθορίζε­
ται από το γεγονός ότι στους διάφορους κλάδους της οικονομικής
θεωρίας, ο χαρακτήρας της εξάρτησης της γνω στικής διαδικασίας
από τον ταξικό προσανατολισμό της δεν είναι καθόλου ο ίδιος. Στον
καθαυτό πολιτικοοικονομικό τομέα οι δυνατότητες γνώ σης για τους
αστούς οικονομολόγους περιορίζονται σημαντικά από τα αστικά τα­
ξικά συμφέροντα, δεδομένου ότι το πεδίο αυτό, έτσι ή αλλιώς, αφορά
τις εσωτερικές σχέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στη

I. Σ. Μ. Νικίτιν, Οι θεωρίες της αξίας και η εξέλιξή τους, σελ. 95-96.


1 Α. Μάρσαλ, Αρχές της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 1, Μ όσχα, εκδ. «Προγκρές»,
1983. σελ. 7.

392
θεωρία της αξίας, για παράδειγμα, ο Α. Μάρσαλ υποστήριζε την
υποκειμενική - ψυχολογική αντίληψη. Ανήγαγε την αξία του εμπο­
ρεύματος στα έξοδα παραγωγής του και τα τελευταία τα ερμήνευε
σαν κάποιο σύνολο θυσιών των εργατών (το βάρος της εργασίας
τους) και των θυσιών του καπιταλιστή (την «αυτοσυγκράτησή» του
από την κατανάλωση του κεφαλαίου). «Τις δαπάνες όλων των ειδών
της εργασίας», έγραψε ο Α. Μάρσαλ, «που άμεσα ή έμμεσα απασχο­
λείται στην παραγωγή τόυ (του εμπορεύματος - Β. Αφανάσιεφ), μαζί
με τη συγκράτηση, ή ακριβέστερα, με την αναμονή, που είναι αναγ­
καία για τη συσσώρευση του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στην
παραγωγή του, με άλλα λόγια όλες αυτές τις προσπάθειες και θυσίες
στο σύνολό τους, θα τις ονομάζουμε πραγματικά έξοδα παραγωγής
του εμπορεύματος.»1
Αυτή*η αβάσιμη αντίληψη αποσκοπούσε στην απόκρυψη της πραγ­
ματικής πηγής της αξίας και, επομένως, και της υπεραξίας. Και σ ’
αυτό το σημείο η αντίληψη του Α. Μ άρσαλ υποτάχθηκε σε κείνο τον
γενικό νόμο της αύξησης του βαθμού εκχυδαϊσμού, που χαρακτηρίζει
την αστική πολιτική οικονομία της μετά τον Ρικάρντο περιόδου.
Ό σ ο ν αφορά τη θεωρητική ανάλυση των ποσοτικών εξαρτήσεων
των ανταλλακτικών σχέσεων, στο κέντρο της προσοχής των εργασι­
ών του Α. Μ άρσαλ βρισκόταν η «μελέτη των νομοτελειών διαμόρ­
φωσης των τιμών στις ξεχω ριστές ατομικές αγορές»2. Συνάμα, τη δια­
δικασία διαμόρφωσης των τιμών ο Α. Μ άρσαλ την εξέταζε, πρακτι­
κά, αποσπασμένα από τη δική του ερμηνεία της αξίας (ακριβέστερα,
«των πραγματικών δαπανών παραγωγής»), αποβλέποντας σε καθαρά
ιδεολογίκούς σκοπούς. Αναλύει τους άμεσους εκείνους παράγοντες
που επιδρούν στο συσχετισμό της ζήτησης και της προσφοράς εμπο­
ρευμάτων, ο οποίος καθορίζει, κατά τη γνώμη του Α. Μάρσαλ, το
επίπεδο των τιμών στην αγορά. ’ Ετσι, αντικείμενο ανάλυσης του Α.
Μ άρσαλ είναι ο νόμος της ζή τη σ η ς και της προσφοράς, που αποτε­
λεί μορφή εκδήλωσης και συγκεκριμένο μηχανισμό δράσης του νό­
μου της αξίας. Την ανάλυση των εσωτερικών, αντικειμενικών και
ουσιαστικών συνδέσεων του νόμου της αξίας, ο Α. Μ άρσαλ την πα­
ρακάμπτει. Α ντικείμενο της μελέτης του είναι ο νόμος της οικονομι­
κής μορφής και ό χι ο ουσιώδης οικονομικός νόμος3, οι ποσοτικές
λειτουργικές εξαρτήσεις και όχι οι σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος
στην οικονομία του καπιταλισμού.
Ο Α. Μ άρσαλ έδοσε τον εξής χαρακτηρισμό της λειτουργικής αλ-
ληλοσύνδεσης των βασικών στοιχείω ν του νόμου προσφοράς και ζή­

1. Α. Μάρσαλ, Αρχές της πολιτικής οικονομίας, σελ. 21.


2. Σ.Μ. Ν ικίιιν, Οι θεωρίες της αξίας και η εξέλιξή τοι>ς, σελ. 106.
3. Β.Σ. Αφανάσιεφ, Η αστική οικονομική σκέψη των δεκαετιών 1930-1970 (δοκί­
μιο θεωρίας), σελ. 49-60.

393
τησης, διαπιστώνοντας τις οικονομικές εξαρτήσεις που βρίσκονται
στην επιφάνεια: Η ζήτηση του εμπορεύματος βρίσκεται σε εξάρτηση
αντιστρόφως ανάλογη με την τιμή, ενώ η προσφορά βρίσκεται σε
εξάρτηση ευθέως ανάλογη μ ’ αυτή. Ο Μάρσαλ εισάγει την κατηγο­
ρία της «ισόρροπης τιμής», με την οποία εννοείται η τιμή που δια­
μορφώνεται με την εξισορρόπηση της ζήτησης και της προσφοράς .
Αν η πραγματική τιμή του εμπορεύματος βρίσκεται πάνω από την
τιμή ισορροπίας, τότε παραβιάζεται η ισορροπία προσφοράς και ζή­
τησης, η προσφορά αρχίζει να υπερβαίνει τη ζήτηση και η τιμή πα­
ρουσιάζει τάση για μείωση. Αν πάλι η τιμή του εμπορεύματος βρεθεί
κάτω από την τιμή ισορροπίας, τότε η ζήτηση θα υπερβεί την προ­
σφορά και η τιμή του εμπορεύματος θα αρχίσει να αυξάνει.
Για να εκφράσει την ποσοτική εξάρτηση του μεγέθους της ζήτη­
σης από το επίπεδο της τιμής του εμπορεύματος, ο Α. Μ άρσαλ εισή-
γαγε την κατηγορία της «ελαστικότητας της ζήτησης». «... Ο βαθμός
ελαστικότητας (ή η ταχύτητα αντίδρασης) της ζήτησης στην αγορά»,
γράφει ο Α. Μάρσαλ, «εξαρτάται από το σε ποιο βαθμό ο όγκος της
αυξάνει με τη δοσμένη μείωση της τιμής, ή μειώνεται με τη δοσμένη
αύξηση της τιμής.»2
Αν η ζήτηση για ένα εμπόρευμα αλλάζει σε μεγαλύτερη αναλογία,
απ’ ό,τι αλλάζει η τιμή αυτού του εμπορεύματος, τότε αυτή η ζήτηση
είναι ελαστική. Και αντίθετα, αν η αλλαγή' της ζήτησης στο εμπό­
ρευμα γίνεται σε μικρότερη αναλογία, απ ’ ό,τι η αλλαγή της τιμής
του, τότε η ζήτηση είναι ανελαστική.
Η στενή εξάρτηση του μεγέθους της ζήτησης από την αλλαγή του
επιπέδου της τιμής, αντανακλά τον περιορισμένο χαρακτήρα της
αγοραστικής ικανότητας, που μπορεί να έχει ο κάθε ξεχωριστός αγο­
ραστής. ΓΓ αυτήν ακριβώς την αιτία, με την αύξηση των τιμών μι­
κραίνει η ζήτηση σε εμπορεύματα, ενώ με τη μείωση των τιμών αυξά­
νει η ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι η ελαστικότητα της ζήτησης (δη­
λαδή ο χαρακτήρας της αλλαγής της ζήτησης με την αλλαγή των
τιμών), αλλάζει κατά κανόνα, με τις αλλαγές των τιμών. Η ελαστικό­
τητα της ζήτησης, σημείωνε ο Α. Μάρσαλ, είναι μεγάλη όταν είναι
υψηλές οι τιμές, και χαμηλή όταν οι τιμές είναι χαμηλές. Αν, για
παράδειγμα, η μείωση των τιμών είναι τόσο πολύ σημαντική, ώστε οι
ανάγκες γιαπο δοσμένο εμπόρευμα ικανοποιούνται απόλυτα, τότε η
παραπέρα μείωση των τιμών, φυσικά, δεν θα επιφέρει αύξηση της
ζήτησης.
Η ελαστικότητα της ζήτησης στο ένα ή το άλλο εμπόρευμα μπορεί
ποσοτικά να οριστεί με τύπο: Η ελαστικότητα μετριέται με τη σχέση
της αλλαγής του μεγέθους της ζήτησης (Δά/ά)προς το επίπεδο της

1. Α. Μάρσαλ, Αρχές της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 2, σελ. 28.


2. Στο ίδιο, τόμ. 1, σελ. 167.

394
τιμής (ΑΡ/Ρ), που επέφερε την αλλαγή της: Ad/d: ΛΡ/Ρ, όπου Ad/d εί­
ναι η αλλαγή του μεγέθους της ζήτησης, που προκλήθηκε από την αλ­
λαγή του επιπέδου των τιμών ΛΡ/Ρ. Αν για παράδειγμα, η μείωση της
τιμής κατά 1% προκαλεϊ αύξηση της ζήτησης κατά 1% επίσης, τότε
η ελαστικότητα τη ς ζή τη σ η ς ισούται με τη μονάδα. Αν η μείωση της
τιμής κατά 1% προκαλεϊ άνοδο τη ζήτησης κατά 2,5% τότε η ελαστι­
κότητα της ζή τη σ η ς γ Γ αυτό το εμπόρευμα θα ισούται με δύο και
μ ισ ό1. Κατά τη ν άποψη του Α. Μ άρσαλ, στην ελαστικότητα της ζή­
τησης επιδρούν οι εξής παράγοντες: α) το επίπεδο των τιμ ώ ν β) η
αγοραστική ικανότητα του πληθυσμού- γ) οι ανάγκες του πληθυσμού.
Στις συνθήκες που διαμορφωνόταν το σύστημα των μονοπωλιακά
υψηλών τιμών, η θεωρία της ελαστικότητας της ζήτησης αποκτούσε
πρακτική ση μ ασ ία για το μεγάλο κεφάλαιο, για τί έδινε κάποιο προ­
σανατολισμό στο πεδίο της πολιτική ς των τιμών. Στην ουσία, μόνο
σε συνθήκες όπου τα μονοπώ λια έλεγχαν την προσφορά των εμπο­
ρευμάτων, το πρόβλημ α τη ς εξάρτησης του όγκου της ζήτησης από
το επίπεδο των τιμών αποκτούσε για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις
πραγματικό νόημα. Η θεωρία της ελαστικότητας της ζήτησης επέ­
τρεπε τη διαφ οροποίηση των ομάδων των εμπορευμάτων με βάση τη
χαρακτηρισ τική γ ι ’ αυτές ελαστικότητα της ζήτησης, και τον καθο­
ρισμό των πιθανών για τις διάφορες ομάδες εμπορευμάτων, ορίων αύ­
ξησης των τιμών, χω ρίς να προκαλείται μείωση της ζήτησης σε επί­
πεδα που θα απειλούσαν τα καπιταλιστικά κέρδη. Είναι χαρακτηρι­
στικό ότι τα αντικείμενα πρώτης ανάγκης (για παράδειγμα, το ψωμί,
τα φάρμακα κλπ.) διακρίνονται για την ανελαστικότητα της ζήτησης.
Με την αύξηση των τιμώ ν η ζή τη σ η σ ’ αυτά δεν πέφτει, ή μειώνεται
ανεπαίσθητα. Σ ’ αυτό τον τομέα τα μονοπώλια έχουν σημαντικές δυ­
νατότητες αύξησης των τιμών και των κερδών.
Ο Α. Μ άρσαλ έμεινε σ τη ν ιστορία της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας σαν ένας από τους πιο επιφανείς θεωρητικούς που προπαγάνδι­
ζαν την ελεύθερη επιχειρημ ατική δραστηριότητα και που απαιτού­
σαν τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας του αστικού
κράτους. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η αυθόρμητη ρύθμιση της
αγοράς εξασφαλίζει αυτόματα την οικονομική ισορροπία, αποκλείει
τις κάπως βαθιές οικονομικές κρίσεις, οδηγεί σε πιο αποτελεσματική
χρησ ιμ οποίησ η των παραγωγικών πόρων της κοινωνίας, σε πλήρη
απασχόληση του πληθυσμού, σε πλήρη χρησιμοποίηση του παραγω­
γικού δυναμικού κλπ.
Είναι γνωστό ότι η αντίληψη της ελεύθερης επιχειρηματικής δρα­
στηριότητας χρεοκόπη σ ε παταγώδικα στην περίοδο της παγκόσμιας
οικονομικής κρίσης στα 1929-19332. Θα δόσουμε ωστόσο την ίδια

1. Στο ίδιο.
2. Πλούσιο υλικό για την τεράστια σπατάλη των παραγωγικών δυνάμεων της

395
την εκτίμηση του Α. Μάρσαλ για τις συνέπειες της ελεύθερης επι­
χειρηματικής δραστηριότητας, που αναφέρεται στα πρώτα, είναι αλή­
θεια, στάδιά της. «... Ο ελεύθερος ανταγωνισμός», έγραψε ο Α. Μάρ­
σαλ, «... απέκτησε τη δυνατότητα να ορμήσει εμπρός, σαν ένα γιγά-
ντιο άγριο τέρας που δεν ξέρει το δρόμο. Η κατάχρηση της νεοαπο-
κτημένης εξουσίας από την πλευρά των δραστήριων, αλλά
αγράμματων, επιχειρηματιών, προξενούσε κάθε είδους συμφορές:
στερούσε από τις μητέρες τη δυνατότητα να εκτελούν τα καθήκοντά
τους, φόρτωνε τα παιδιά με υπέρμετρη εργασία και τα καταδίκαζε σε
αρρώστιες, σε πολλά μέρη προκαλούσε ακόμη και την κατάπτωση
και παρακμή του πληθυσμού.»1
Απόδειξη της βαθιάς κρίσης της σύγχρονης αστικής πολιτικής οι­
κονομίας είναι η αναγέννηση των αντιλήψεων της ελεύθερης επιχει­
ρηματικής δραστηριότητας στις θεωρίες του νεοσυντηρητισμού, σε
συνθήκες υψηλής ανάπτυξης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλι­
σμού.

***

Έ τσι, οι παράγοντες που αντιδρούν στη νομοτελειακή τάση του


δυναμώματος του χυδαίου χαρακτήρα της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας, έχουν με τη σειρά τους νομοτελειακό χαρακτήρα. Είναι, πρώτο,
η αντιφατική επίδραση της ταξικής φύσης της αστικής πολιτικής
οικονομίας στη γνωστική διαδικασία της. Π ροκαθορίζοντας τον α­
ντιεπιστημονικό στο σύνολό του χαρακτήρα της αστικής πολιτικής
οικονομίας, η ταξική της φύση περιορίζει ταυτόχρονα το βαθμό εκχυ-
δαΐσμού της στο μέτρο που οξύνονται οι καπιταλιστικές αντιθέσεις.
Δεύτερο, είναι η αλλαγή του ταξικού προσανατολισμού της αστικής
πολιτικής οικονομίας που συνδέεται με τη διαμόρφωση της μη μονο­
πωλιακής αστικής τάξης. Στο γενικό πλαίσιο της ανάπτυξης της
κρίσης της αστικής πολιτικής οικονομίας, οι αντιθέσεις μεταξύ των
συμφερόντων της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης και της αύξησης
της μονοπωλιοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας, δημιούργη­
σαν για τους θεωρητικούς της ορισμένες συνθήκες για μια αντικειμε­
νική λίγο-πολύ μελέτη αυτής της τάσης της κεφαλαιοκρατικής οικοΓ
νομίας. Ωστόσο, μόνο αυτής κυρίως της τάσης. Είναι, τρίτο, η αλλα­
γή του αντικειμένου της οικονομικής ανάλυσης που συνδέεται με την
ανάγκη να μελετήσουν οι αστοί οικονομολόγοι τις συνθήκες λει­
τουργίας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην αγορά. Η γνωστική

κοινωνίας, εξαιτίας των οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής, υπάρχει στην ερ­


γασία: Β.Π. Χαμπλιούκ, Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των κρίσεων υπερπα­
ραγωγής, Μόσχα, εκδ. «Μισλ», 1984.
1. Α. Μάρσαλ, Αρχές της πολιτικής οικονομίας, τόμ. 1, σελ. 66.

3%
διαδικασία στα πλαίσια της μικροοικονομίας, δεν ήταν προσανατο­
λισμένη στη μελέτη των εσωτερικών νόμων της κεφαλαιοκρατικής
οικονομίας και του ιστορικού πεπρωμένου της. Γ ι' αυτό και παρε­
μποδιζόταν από τα αστικά ταξικά συμφέροντα σε μικρότερο βαθμό
α π ’ ό,τι στη γενική-θεωρητική αστική πολιτική οικονομία. Έ τσ ι, οι
παράγοντες που αντιδρούν στην ένταση του εκχυδαϊσμού της αστι­
κής πολιτικής οικονομίας, υποτάσσονται στη γενική εξάρτηση της
γνωστικής της διαδικασίας από το χαρακτήρα του ταξικού της προ­
σανατολισμού. Η δράση αυτών των παραγόντων προσδίδει στην ανάτ
πτυξη της αστικής πολιτικής οικονομίας έναν πολύπλοκο και αντι­
φατικό χαρακτήρα στα πλαίσια της όξυνσης της κρίσης της.
Ε Π ΙΛ Ο Γ Ο Σ

Στην ιστορία της ανάπτυξης της αστικής πολιτικής οικονομίας,


πριν τη γενική κρίση του καπιταλισμού, ξεχωρίζουν καθαρά δυο βα­
σικές κατευθύνσεις και, αντίστοιχα, δυο βασικά στάδια.
Πρώτο, το στάδιο της κλασικής σχολής που στη διάρκειά του η
αστική πολιτική οικονομία αναπτυσσόταν ανοδικά από τη λιγότερο
βαθιά και τη λιγότερο πολύπλευρη ανάλυση του καπιταλισμού προς
την περισσότερο βαθιά και την ολόπλευρη έρευνα των εσωτερικών
συναρτήσεων της καπιταλιστικής παραγωγής. Εξαιτίας της αστικής
της στενότητας η κλασική σχολή δεν ολοκλήρωσε αυτόν το δρόμο,
δεν μπόρεσε να δημιουργήσει μια πραγματικά επιστημονική θεωρία
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η ανάπτυξή της κυλούσε μέ­
σα στα πλαίσια των βαθιών εσωτερικών αντιφάσεων, ό σ ο περισσό­
τερο επιστημονικό υλικό συσσώρευε η κλασική σχολή και όσο πε­
ρισσότερο αναπτύσσονταν οι σχέσεις της κεφαλαιοκρατικής παρα­
γωγής, δηλαδή όσο πιο ευνοϊκές για την ανάπτυξή της αποδείχνο­
νταν οι συνθήκες, τόσο από την άποψη του αντικειμένου της
ανάλυσής της, όσο και από την πλευρά της ίδιας της αστικής επιστή­
μης, τόσο περισσότερο μεγάλωναν τα κοινωνικά εμπόδια για την ανά­
πτυξη της κλασικής σχολής. Τα επιστημονικά αποτελέσματα της ανά­
λυσής της έρχονταν όλο και περισσότερο σε αντίθεση με τα συμφέ­
ροντα της αστικής τάξης, που στο βαθμό που κατακτούσε ηγετικές
πολιτικές και οικονομικές θέσεις στην κοινωνία γινόταν όλο και πιο
αντιδραστική τάξη. Οι αντιφάσεις αυτές του επιστημονικού περιεχο­
μένου και της αστικής μορφής της κλασικής σχολής, αποτέλεσαν
την αποφασιστική αιτία της χρεοκοπίας της, την περίοδο που η πάλη
του προλεταριάτου πήρε ανοιχτές μορφές και αποκάλυψε τον καθαρά
αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής τάξης.
Δεύτερο, το στάδιο της χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας, που
αντικατέστησε την επιστημονική, κλασική αστική σχολή, όταν ο
αντιφεουδαρχικός προσανατολισμός της αστικής τάξης αντικαταστά­
θηκε με την αντιπρολεταριακή κατεύθυνση, δηλαδή όταν η προοδευ­
τική πάλη της αστικής τάξης εναντίον των απαρχαιωμένων φεουδαρ­
χικών σχέσεων παραχώρησε τη θέση της στις αντιδραστικές προσπά­
θειες της αστικής τάξης ενάντια στο ανερχόμενο εργατικό κίνημα.
Σ ’ αυτές τις συνθήκες, οι επιστημονικές έρευνες των εσωτερικών συ-

399
ναρτήσεων των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, με σκοπό
την υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης, αποδεϊχτηκαν
αδύνατες. Από εδώ συνάγεται ότι ακριβώς ο αντικομμουνισμός που
χαρακτηρίζει την αστική πολιτική οικονομία, της στέρησε το επι­
στημονικό της περιεχόμενο και οδήγησε σε αδιέξοδο την απολογη­
τική του καπιταλισμού και τον εκχυδαϊσμό της επιστήμης.
Ετσι, αποδείχνεται ότι οι επιστημονικές δυνατότητες της πολιτι­
κής οικονομίας εξαρτώνται πολύ από την κοινωνική θέση της τάξης
που τα συμφέροντά της εκφράζει και υπερασπίζει η δοσμένη κατεύ­
θυνση της πολιτικής οικονομίας. Μόνο μια προοδευτική τάξη, όσο
δεν χάνει τον κοινωνικά προοδευτικό της ρόλο, δηλαδή όσο τα συμφέ­
ροντά της συμπίπτουν με τη βασική κατεύθυνση της κοινωνικής ανά­
πτυξης, είναι σε θέση να αναλύσει επιστημονικά τους οικονομικούς
νόμους της ανάπτυξής της κοινωνίας.
Η ιστορία της πολιτικής οικονομίας δείχνει ότι η σύμπτωση του
ταξικού συμφέροντος και των αναγκών της κοινωνικής ανάπτυξης,
αποτελεί σημαντικότατο όρο και κίνητρο για την επιστημονική ανά­
λυση των αντικειμενικών οικονομικών νόμων. Συνάμα, η επιστημο­
νική ανάλυση της κοινωνίας πραγματοποιείται από ιδεολόγους εκεί­
νης της τάξης που πραγματικά ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη των
κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής και για την προοδευτική τους
αλλαγή. Έτσι, η κλασική αστική πολιτική οικονομία, που έδοσε
πολλές πολύτιμες επιστημονικές ανακαλύψεις, αντανακλούσε και
υπεράσπιζε τα συμφέροντα της επαναστατικής αστικής τάξης (από τα
μέσα του 17ου αιώνα ως τις αρχές του 19ου αιώνα), που μαχόταν
ενάντια στη φεουδαρχία. Τη σκυτάλη της επιστημονικής ανάλυσης
των οικονομικών διαδικασιών την πήρε ο μαρξισμός, η επιστημονι­
κή ιδεολογία της νέας επαναστατικής τάξης: του προλεταριάτου. Ο
μαρξισμός θέτει σκοπό του την εξάλειψη όλων των μορφών εκμετάλ­
λευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την εξάλειψη της αντικειμενικής βά­
σης κάθε εκμετάλλευσης, και όχι την αντικατάσταση της μιας μορ­
φής της από μια άλλη.
Στην πολιτική οικονομία δρα ο ιδιόμορφος «νόμος της αντιστοιχί­
ας», παρόμοιος με το γνωστό νόμο της αντιστοιχίας των κοινωνικών
σχέσεων παραγωγής στο χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων.
Όπως οι τελευταίες μπορούν να αναπτυχθούν απεριόριστα μόνο σε
συνθήκες όπου το σύστημα των σχέσεων παραγωγής που υπάρχει α­
ντιστοιχεί στο χαρακτήρα του, έτσι και η πολιτική οικονομία σαν
επιστήμη αναπτύσσεται μόνο από τους θεωρητικούς εκείνης της τά­
ξης, που τα ζωτικά της συμφέροντα αντιστοιχούν στο χαρακτήρα και
στην κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου. Ωστόσο, όπως και οι άλ­
λοι κοινωνικοί νόμοι, ο νόμος της αντιστοιχίας, ή ο γενικός νόμος
της ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας, εκδηλώνεται σαν κάποια
κυρίαρχη τάση μέσα από διαφόρων ειδών παρεκκλίσεις και παραβιά­

400
σεις. Ταυτόχρονα, όπως και οι άλλοι νόμοι της κοινωνικής ανάπτυ­
ξης, έχει και αυτός όλα τα γνωρίσματα του αντικειμενικού νόμου.
Από τον γενικό νόμο ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας, συνά­
γεται ότι ο βαθμός επιστημονικότητας της πολιτικής οικονομίας μιας
τάξης, είναι ένα ιδιόμορφο μέτρο της κοινωνικής προοδευτικότητας
αυτής της τάξης. Μόνο οι επαναστατικές τάξεις, που η αντικειμενική
ανάπτυξη της κοινωνίας τις προωθεί στην ιστορική αρένα σαν κινη­
τήριες δυνάμεις της, μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους την
επιστημονική ανάλυση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Η μοίρα των αντιδραστικών τάξεων είναι η χυδαία οικονομία.
Ταυτόχρονα, ο χαρακτηρισμός της αστικής πολιτικής οικονομίας,
σε ορισμένο στάδιο της ανάπτυξής της ως χυδαίας - απολογητικής
επιστήμης δεν προϋποθέτει καθόλου ότι η αστική πολιτική οικονο­
μία είναι αντιεπιστημονική σε όλα χωρίς εξαίρεση τα στοιχεία που
αποτελούν τη δομή του θεωρητικού της συστήματος. Η έννοια ενός
τέτιου χαρακτηρισμού συνίσταται στο ότι η αστική πολιτική οικο­
νομία εξαιτίας συγκεκριμένων αντικειμενικών αιτιών δεν μπορεί να
επεξεργαστεί ένα επιστημονικό σύστημα αντιλήψεων που να αποκα­
λύπτουν την ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των
νόμων της ανάπτυξής του και, επομένως, των νόμων της επαναστατι­
κής μετατροπής του σε σοσιαλιστικό σύστημα. Ωστόσο, η αστική
πολιτική οικονομία είναι βέβαια σε θέση να περιγράφει επιμέρους
ιστορικά γεγονότα (όπως, για παράδειγμα, η ιστορική σχολή) και να
επεξεργαστεί μερικά επιμέρους προβλήματα της πολιτικής οικονομί­
ας (για παράδειγμα, ορισμένες πλευρές του προβλήματος της αξίας
χρήσης στις εργασίες της αυστριακής σχολής), που έχουν ορισμένη
γνωστική αξία.
Στα διάφορα στάδια εξέλιξης η χυδαία αστική πολιτική οικονομία,
από γνωσιολογική άποψη δεν είναι ομοιόμορφη. Ό π ω ς είδαμε, η βα­
σική κατεύθυνση της ανάπτυξής της είναι η ενδυνάμωση του αντιε­
πιστημονικού χαρακτήρα στα γενικά-θεωρητικά ζητήματα, στην ερ­
μηνεία της ουσίας των σχέσεων εργασίας και κεφαλαίου, των νόμων
και της κατεύθυνσης της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Εξετάζοντας
αυτό το ζήτημα, ξεχωρίσαμε δυο βασικές μορφές εκχυδαϊσμού, την
εντατική (οικονομική) και την εκτατική (εξωοικονομική) και αντί­
στοιχα δυο βασικά στάδια στην εξέλιξη της αγοραίας οικονομίας.
Η μελέτη της διαδικασίας εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής οι­
κονομίας με βάση τις αλλαγές των γνωσιολογικών της αρχών, δηλα­
δή με βάση την εντατική και κατόπιν την εκτατική μορφή εκχυδαΐ-
σμού, δίνει το αντικειμενικό κριτήριο του βαθμού ανάπτυξης αυτής
της διαδικασίας στην αστική οικονομική επιστήμη. Ταυτόχρονα, η
τέτια προσέγγιση επιτρέπει να δούμε σ ’ αυτή τη διαδικασία εκχυ-
δαϊσμού την ιδιαίτερη μορφή της κίνησης της αστικής οικονομικής
ιδεολογίας (που είναι χαρακτηριστική για την εποχή των ανοιχτών

401
ναρτήσεων τ«*ν κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, με σκοπό
την υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης, αποδεϊχτηκαν
αδύνατες Αχό εδώ συνάγεται ότι ακριβώς ο αντικομμουνισμός χου
χαρακτηρίζει την αστική χολιτική οικονομία, της στέρησε το επι­
στημονικό της περιεχόμενο και οδήγησε σε αδιέξοδο την απολογη­
τική του καπιταλισμού και τον εκχυδαϊσμό της επιστήμης.
Ετσι, αποδείχνεται ότι οι επιστημονικές δυνατότητες της πολιτι­
κής οικονομίας εξαρτώνται χολύ από την κοινω νική θέση της τάξης
που τα συμφέροντα της εκφράζει και υπερασπίζει η δοσμένη κατεύ­
θυνση της πολιτικής οικονομίας. Μόνο μια προοδευτική τάξη, όσο
dev χάνει τον κοινωνικά προοδευτικό της ρόλο, δηλαδή όσο τα συμφέ­
ροντα της συμπίπτουν με τη βασική κατεύθυνση της κοινωνικής ανά­
πτυξης, είναι σε θέση να αναλύσει επιστημονικά τους οικονομικούς
νόμους της ανάπτυξής της κοινωνίας.
Η ιστορία της πολιτικής οικονομίας δείχνει ό τι η σύμπτωση του
ταξικού συμφέροντος και των αναγκών της κοινω νικής ανάπτυξης,
«κοτελεί σημαντικότατο όρο και κίνητρο για την επιστημονική ανά­
λυση των αντικειμενικών οικονομικών νόμων. Συνάμα, η επιστημο­
νική ανάλυση της κοινανίας πραγματοποιείται από ιδεολόγους εκεί­
νης της τάξης χου πραγματικά ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη των
κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής και για την προοδευτική τους
αλλαγή. Έ τσι, η κλασική αστική πολιτική οικονομία, που έδοσε
πολλές πολύτιμες επιστημονικές ανακαλύψεις, αντανακλούσε και
υπεράσπιζε τα συμφέροντα της επαναστατικής αστικής τάξης (από τα
μέσα του 17ου αιώνα ως τις αρχές του 19ου αιώνα), που μαχόταν
ενάντια στη φεουδαρχία. Τη σκυτάλη της επιστημονικής ανάλυσης
τ«*ν οικονομικών διαδικασιών την πήρε ο μαρξισμός, η επιστημονι­
κή ιδεολογία της νέας επαναστατικής τάξης: του προλεταριάτου. Ο
μαρξισμός θέτει σκοπό του την εξάλειψη όλων των μορφών εκμετάλ­
λευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την εξάλειψη της αντικειμενικής βά­
σης κάθε εκμετάλλευσης, και όχι την αντικατάσταση της μιας μορ­
φής της αχό μια άλλη.
Στην πολιτική οικονομία δρα ο ιδιόμορφος «νόμος της αντιστοιχί­
ας», παρόμοιος με το γνωστό νόμο της αντιστοιχίας των κοινωνικών
σχέσεαν παραγωγής στο χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων.
Όπως οι τελευταίες μπορούν να αναπτυχθούν απεριόριστα μόνο σε
συνθήκες όπου το σύστημα των σχέσεων παραγωγής που υπάρχει α­
ντιστοιχεί στο χαρακτήρα του, έτσι και η πολιτική οικονομία σαν
επιστήμη αναπτύσσεται μόνο από τους θεωρητικούς εκείνης της τά­
ξης, που τα ζωτικά της συμφέροντα αντιστοιχούν στο χαρακτήρα και
στην κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου. Ωστόσο, όπως και οι άλ­
λοι κοινωνικοί νόμοι, ο νόμος της αντιστοιχίας, ή ο γενικός νόμος
της ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας, εκδηλώνεται σαν κάποια
κυρίαρχη τάση μέσα από διαφόρων ειδών παρεκκλίσεις και παραβιά­

400
σεις. Ταυτόχρονα, όπως και οι άλλοι νόμοι της κοινωνικής ανάχτυ'
ξης, έχει και αυτός όλα τα γνωρίσματα του αντικειμενικού νόμου.
Από τον γενικό νόμο ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας, συνά­
γεται ότι ο βαθμός επιστημονικότητας της πολιτικής οικονομίας μιας
τάξης, είναι ένα ιδιόμορφο μέτρο της κοινωνικής προοδβυτικότητας
αυτής της τάξης. Μ όνο οι επαναστατικές τάξεις, που η αντικειμενική
ανάπτυξη της κοινωνίας τις προωθεί στην ιστορική αρένα σαν κινη­
τήριες δυνάμεις τη ς, μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους την
επιστημονική ανάλυση της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Η μοίρα των αντιδραστικών τάξεων είναι η χυδαία οικονομία.
Ταυτόχρονα, ο χαρακτηρισμός της αστικής πολιτικής οικονομίας,
σε ορισμένο στάδιο τη ς ανάπτυξής της ως χυδαίας - απολογητικής
επιστήμης δεν προϋποθέτει καθόλου ότι η αστική πολιτική οικονο­
μία είναι αντιεπιστημονική σε όλα χωρίς εξαίρεση τα στοιχεία που
αποτελούν τη δομή του θεωρητικού της συστήματος. Η έννοια ενός
τέτιου χαρακτηρισμού συνίσταται στο ότι η αστική πολιτική οικο­
νομία εξαιτίας συγκεκριμένων αντικειμενικών αιτιών δεν μπορεί να
επεξεργαστεί ένα επιστημονικό σύστημα αντιλήψεων που να αποκα­
λύπτουν την ουσία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των
νόμων της ανάπτυξής του και, επομένως, των νόμων της επαναστατι­
κής μετατροπής του σε σ οσιαλιστικό σύστημα. Ωστόσο, η αστική
πολιτική οικονομία είναι βέβαια σε θέση να περιγράψει επιμέρους
ιστορικά γεγονότα (όπως, για παράδειγμα, η ιστορική σχολή) και να
επεξεργαστεί μερικά επιμέρους προβλήματα της πολιτικής οικονομί­
ας (για παράδειγμα, ορισμένες πλευρές του προβλήματος της αξίας
χρήσης στις εργασίες τη ς αυστριακής σχολής), που έχουν ορισμένη
γνωστική αξία.
Στα διάφορα στάδια εξέλιξη ς η χυδαία αστική πολιτική οικονομία,
από γνω σιολογική άποψη δεν είναι ομοιόμορφη. Ό π ω ς είδαμε, η βα­
σική κατεύθυνση της ανάπτυξής της είναι η ενδυνάμωση του αντιε­
πιστημονικού χαρακτήρα στα γενικά-θεωρητικά ζητήματα, στην ερ­
μηνεία της ουσίας των σχέσεω ν εργασίας και κεφαλαίου, των νόμων
και της κατεύθυνσης της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Εξετάζοντας
αυτό το ζήτημα, ξεχω ρίσαμε δυο βασικές μορφές εκχυδαϊσμού, την
εντατική (οικονομική) και τη ν εκτατική (εξωοικονομική) και αντί­
στοιχα δυο βασικά στάδια στην εξέλιξη της αγοραίας οικονομίας.
Η μελέτη της διαδικασίας εκχυδαϊσμού της αστικής πολιτικής οι­
κονομίας με βάση τις αλλαγές των γνωσιολογικών της αρχών, δηλα­
δή με βάση την εντατική και κατόπιν την εκτατική μορφή εκχυδαϊ-
σμού, δίνει το αντικειμενικό κριτήριο του βαθμού ανάπτυξης αυτής
της διαδικασίας στην αστική οικονομική επιστήμη. Ταυτόχρονα, η
τέτια προσέγγιση επιτρέπει να δούμε σ ’ αυτή τη διαδικασία εκχυ-
δαϊσμού την ιδιαίτερη μορφή της κίνησης της αστικής οικονομικής
ιδεολογίας (που είναι χαρακτηριστική για την εποχή των ανοιχτών

401
μορφών της ταξικής πάλης του προλεταριάτου με την αστική τάξη),
ιη νομοτελειακή διαδικασία που αντανακλά τον διαφορετικό βαθμό
όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων της αστικής κοινωνίας στα διάφο­
ρα σιάδια
Η ιστορία της αστικής οικονομικής σκέψης δείχνει ότι η εξάρτη­
ση του χαρακτήρα της γνωστικής διαδικασίας — που πραγματοποι­
είται από την αστική πολιτική οικονομία — από τον ταξικό της προ­
σανατολισμό, και αυτού του τελευταίου από την κοινωνική θέση της
αστικής τάξης, από το βαθμό που τα συμφέροντα της αστικής τάξης
αντιστοιχούν στην αντικειμενική κατεύθυνση της κοινωνικής ανά­
πτυξης, λειτουργεί με δύναμη αντικειμενικού νόμου και φανερώνεται
στις μαζικές εκδηλώσεις της εξέλιξης της αστικής πολιτικής οικο­
νομίας. Η κατανόηση του γεγονότος ότι η αγοραία οικονομία εξε­
λίσσεται σε στενή εξάρτηση από το βαθμό όξυνσης των καπιταλι­
στικών αντιθέσεων, δίνει τη δυνατότητα να συγκεκριμενοποιηθεί ο
γενικός νόμος της ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας.
Ο βαθμός που οι αστοί οικονομολόγοι περιορίζουν τις θεωρητικές
έρευνες των νόμων ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγω­
γής, καθορίζεται, σε τελευταία ανάλυση, από το βαθμό αναντιστοιχί-
ας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με το χαρακτήρα των
παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή από το βαθμό όξυνσης της βασικής
αντίθεσης του καπιταλισμού: αυτός είναι ο βασικός νόμος της ανά­
πτυξης της αστικής πολιτικής οικονομίας. Η ανάπτυξη της κλασικής
αστικής πολιτικής οικονομίας συντελείται στην περίοδο της μεγαλύ­
τερης αντιστοιχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με το
επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ η κυριαρχία της
χυδαίας αστικής πολιτικής οικονομίας χαρακτηρίζει μια περίοδο κα­
τά την οποία εκφράζεται καθαρά και αυξάνει όλο και περισσότερο η
αναντιστοιχία αυτών των δυο κύριων πλευρών του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής.
Η όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού — καθώς δι­
ευρύνεται η κεφαλαιοκρατική κοινωνικοποίηση της παραγωγής και
αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα — αποτελεί την αντικειμενική βά­
ση της έντασης του χυδαίου χαρακτήρα της γενικής-θεωρητικής
αστικής πολιτικής οικονομίας και της αντίστοιχης αλλαγής των
μορφών εκχυδαϊσμού. Η εξάρτηση αυτή δρα, εννοείται, μέσα σε ένα
πολύπλοκο σύστημα άλλων κοινωνικών εξαρτήσεων, και γ ι ’ αυτό
δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο σαν κάποια τάση ανάπτυξης της
αστικής οικονομικής ιδεολογίας, σαν τάση όμως αντικειμενική και
καθοριστική.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Ακινάτος Θ . — 60. Δαρβΐνος Κ. — 213, 324, 385


Ανΐκιν Α.Β. — 44, 45.
’ Αντερσεν Τζ. — 20. Ε
Αριστοτέλης — 60, 222, 317, 328.
Αφανάσιεφ Β .Σ. — 14, 23, 51, 90, ' Ειντελναντ Α. Μπ. — 63.
221,393. Έ λ ι P. — 383.
Αφανάσιεφ Γκ. Ε. — 87. ' Ενγκελς Φ. — 11, 80,89, 163, 193,
210-213, 217-220, 227, 228,
Β 232,234-240, 336.
’ Ετζοουρθ Φ. — 36.
Βαΐντεμάγερ I. — 234.
Βελίκοβιτς Λ.Ν. — 375. Ζ
Βέμπερ Ε. — 351, 352.
Βέμπλεν Θ . — 380, 381, 383, 385­ Ζαμς Ε. — 382-384.
388,390.
Βιγκότσκι Β.Σ. — 221. I
Β ίζερ Φ . — 341.
Β ίξελ Κ. — 138. ’ Ιστερλιν Ρ. — 267.

Γ Κ
Γιανγκ Τ ζ .— 3 7 ,3 8 , 109, 110, 166. Κ ά λ ντο ρ Ν .— 131.
Γιαροσέφσκι Μ . Γ κ. — 351. Κ αντιλιόν Ρ. — 63,323.
Γ καλιάνι Φ . — 352. Καρατάγεφ Ν.Κ. — 99.
Γκαλμπρέιθ Τζ. Κ. — 30, 381. Κ αρλάιλΤ . — 258.
Γ καλτσίνσ κι Α.Σ. — 136. Κέινς Τζ. Μ. — 13, 14, 23, 36, 192,
Γκόντβιν Ο υ. — 268. 246, 264.
Γκόρντον Β. — 381. Κεϊρνκρός Α. — 247.
Γκόσεν X. — 352. Κέλε Β.Ζ. — 329.
Γ κ ρ α λ Τ ζ .— 12,43. Κενέ Φ. — 20, 62-86, 88, 121, 194,
Γκράτσι — 381. 257,321,323.
Γ κ ρ έιΤ ζ. — 35. Κέντροφ Μπ. — 245.

403
Σέλιγκμαν Μη. — 190, 32 7 . Η», ιυ υ μ ;ι« « *» < 'in u p u νυψ σΚ Ι Μ .1

360. 28, 1%, 316. ' '


Σεμιάιενκοφ Β. Γκ. — 171. Γσερνισέφσκι Ν. Γ κ .— 297.
Σενιόρ Ν. - Ρ 2 . 303. .Μ7, 319, Γσερνισιόφ Β .Ρ .— 141, 144.
320.352. Τσούηροφ Α.1. — 28.
Σεν - Σιμόν Α. — 256.
Σερμχιλιέ Λ. —20. Φ
Σιομονά Σ. — 20, 89. 215.
Σμιθ Α. — 354, 363. Φ ελης Ε. — 191.
Σμιθ Ά νταμ — 10. 20, 32, 33, 36, Φ έχνερ Γ. — 352.
37. 39, 86, 88-129, 133, 134. Φορ Ε. — 87.
141. 142. 144, 145. 147, 152, Φουριέ Σ . — 256.
154, 155, 157, 179, 184, 185, Φ ράνκλιν Β. — 20, 321.
192, 193. 215, 218,222-224, Φ ρΐντμαν Μ. — 12, 43.
232, 256, 259, 268,270,274,
277,291.300. X
Σμόλερ Γκ. — 338,339,376.
Σούμκετερ Γ. 19, 59, 82, 127, 187, Χαϊλμπρόνερ Ρ. — 381.
193.200.353. Χ άιντεν Γ. — 331, 372.
ΣιάγκερΧ. — 60. Χ άμιλτον Ου. — 381.
Σράφα Π. — 36, 164-178. Χαμπλιούκ Β.Π . — 396.
Στάμλερ P . - 211, 334-337. Χάνει Λ. — 60.
Στέιν Β.Μ .— 319. Χάνσεν Ε . — 371.
Στεπάνοφ I . — 99. Χάουσχοφερ Κ. — 331, 371-373.
Στίγκλερ Γκ. - 131, 179,306. Χάρβουντ Ε. — 207.
Σ πντμ ενΓ . — 164,172. Χάρκοουρτ Γκ. — 164.
ΣτιοΰαρτΤζ.— 88. Χάρβεϊ Ο υ. — 323.
Στόλμχεργκ Ρ. — 349. Χ έγκελ Γ κ . — 179.
Στόλτσμαν Ρ. — 199,211.334, 337. Χ έντιγκτον Ε. — 370, 371.
Στράους Ε. — 48,56. Χ ίλντεμπραντ Μ. — 211, 290-294.
Στρέτσι Τζ. — 354. Χιουμ Ντ. — 88.
Χιρσλιάιφερ Τζ. — 246.
Τ Χόλαντερ Τζ. — 200.
Χ ό μ π σ ο νΤ ζ.— 190.
Τ α λ Π .— 39. Χόντσκιν Τ. — 35, 232.
Ταφτ Ου. — 358. Χόουαρντ Μ .— 45, 164, 172, 173.
Τζέβονς Σ .— 347.353,371. Χοφμάιστερ I. — 372.
Τζέβονς Ου. — 371.
Τζέιμς Ο υ.— 385.
Τζονς Ρ. — 20.
Τίνεν Γ. — 357.
Τιργκό Α. — 9.20, 86,87, 193, 320.
Τόρενς Ρ. — 153, 257, 276, 277,
284.

406
Π Ε ΡΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α

Π ΡΟ Λ Ο Γ Ο Σ ΣΤ Η Δ Ε Υ Τ Ε ΡΗ ΡΩ ΣΙΚ Η ΕΚΔΟΣΗ 9
Ε ΙΣ Α Γ Ω Γ Η 11
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η Κ Λ Α Σ ΙΚ Η ΣΧ Ο Λ Η - Η ΕΠ ΙΣΤ Η Μ Ο ­
Ν ΙΚ Η Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ Τ Η Σ Π ΡΟ Ο Δ ΕΥ ΤΙΚ Η Σ Α ΣΤΙΚ ΗΣ
ΤΑ Ξ Η Σ ΣΤΑ ΤΕΛ Η ΤΟΥ Π ου - Α ΡΧ ΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩ­
ΝΑ 15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η Τ Α Ξ Ι Κ Η Φ Υ Σ Η Κ Α Ι Ο Ι Β Α Σ ΙΚ Ε Σ Λ Ε Ι Τ Ο Υ Ρ ­
ΓΙΕΣ Τ Η Σ Κ Λ Α Σ ΙΚ Η Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η Σ Ο ΙΚ Ο Ν Ο ­
Μ ΙΑ Σ 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Κ Η Δ Ι Α Δ Ι Κ Α Σ Ι Α Δ Ι Α Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Η Σ
Τ Η Σ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Η Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Α Σ Σ Α Ν Ι Δ ΙΑ ΙΤ Ε -
* ΡΗΣ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Η Σ 40
1. Ο εμποροκρατισμός: Η προϊστορία της αστικής πολιτι­
κής οικονομίας 41
2. «Η πολιτική αριθμητική» σαν πρώτη μορφή διαχωρισμού
της πολιτικής οικονομίας 44
3. Η επιστήμη των φυσιοκρατών για τη «φυσική παραγω­
γή» 62
Η ανάλυση της απλή ς αναπαραγωγής στον «Πίνακα» του Φ.
Κενέ 63
Η μεθοδολογία έρευνας της διαδικασίας της αναπαραγωγής
στον «Ο ικονομικό πίνακα» 69
Η αντιφεουδαρχική κατεύθυνση της ανάλυσης του Φ. Κενέ 79
Η α ξιο λό γη σ η του «Π ίνακα» του Φ. Κενέ από τη σύγχρονη
αστική πολιτική οικονομία 82
Ο Α. Τ ιργκό, η αποκορύφωση της φυσιοκρατίας 86
4. Η έρευνα, για τη φύση και τις αιτίες του «πλούτου των
εθνών», από τον Α. Σμιθ 88
Η αντιφ ατικότητα της μεθόδου, της αφετηρίας και του αντικει­
μένου της έρευνας 90
O (ΐψα^ιήΐΜΚ, ιι>» ”V» Ή
Ta yuAwttt koi τα ο ιια ιη μ υ ν ικ ύ σ το ιχεία της tittup ίας try;
III
Η te u p ia
τη*. Μ ψαγω γικήι, ιρ γ α ο ία ς 118
Γνα ιη ν αναχαμαγ«βγή και ιη ν κ υ κ λ ο φ ο ρ ία ό λ ο υ ταυ κ ο ιν ω ν ι­
κού κιφαλαΐυι· 121
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I. Ο ΡΙΚΑΡΝΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΑΝΩΤΑΤΗ ΚΑΙ ΤΕ­
ΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΘΜΙΔΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΣΤΙ­
ΚΗ! ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 129
1. Η εργασιακή θβωρία της αξίας σαν αφετηρία των οικονο­
μικών ερευνών tou Ντ. Ρικάρντο 130
2. Ο Ντ. Ρικάρντο για τυ αντικείμενο της πολιτικής οικονο­
μά*, 139
3. Η ανόκτυξη της εργασιακής θεωρίας της αξίας από τον
Ντ. Ρικάρντο 142
4. Η ρικαρντιανή θβωρία της κατανομής 151
5. Ο νεορικαρντιανισμός: μύθος ή πραγματικότητα; 164
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗ Σ Χ Υ ΔΑ ΙΑ Σ Α ΣΤ Ι­
ΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑΣ Τ Η Ν ΕΠ Ο Χ Η ΤΟΥ
ΠΡΟΜΟΝΟΠΩΛ1ΑΚΟΥ ΚΑΠ ΙΤΑ ΛΙΣΜ Ο Υ 181
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΚΑΙ Η
ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΧΥΔΑΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 183
1. Ο διττός χαρακτήρας της κλασικής σχολής σαν θεωρητι­
κή βάση διαμόρφωσης της χυδαίας πολιτικής οικονο­
μίας 183
2. Η αντικατάσταση της κλασικής σχολής από τη χυδαία
χολιτική οικονομία σαν απαρχή της κρίσης της αστικής
κολιτικής οικονομίας 187
3. Η αλλαγή των λειτουργιών της αστικής πολιτικής οικο­
νομίας σε σύνδεση με την κρίση της 203
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙ­
ΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΟΞΥΝΣΗΣ
ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗ­
ΜΗΣ 210
1. Η επιστημονική επίλυση από τον Κ. Μαρξ του προβλή­
ματος του αντικειμένου και της μεθόδου της πολιτικής
οικονομίας 212
2. Η δημιουργία μιας πραγματικά επιστημονικής εργασια­
κής θεωρίας της αξίας 219
3. Η ανακάλυψη αχό τον Κ. Μαρξ του «οικονομικού νόμου
κίνησης» χου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής 22%
4 . Η μετατροβή του σοσιαλισμού από ουτοπία σε επιοτή-
μη 235
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟ­
ΔΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ 241
1. Ο εμπορευματοφετιχιστικός χαρακτήρας των κατηγοριών
της χυδαίας πολιτικής οικονομίας 242
2. Η έννοια της εντατικής (οικονομικής) μορφής εκχυδαι-
σμού της αστικής πολιτικής οικονομίας 253
3. Η προϊστορία της κρίσης της αστικής πολιτικής οικονο­
μίας. Η εμφάνιση της χυδαίας πολιτικής οικονομίας σαν
ιδιαίτερου ρεύματος 255
4. Η ανάπτυξη της εντατικής (οικονομικής) μορφής εκχυ-
δαίσμού, κύριο χαρακτηριστικό της όξυνσης της κρίσης
της αστικής πολιτικής οικονομίας στην περίοδο του
ελεύθερου ανταγωνισμού 275
5. Η ιστορική σχολή σαν ακραία μορφή εντατικού (οικονο­
μικού) εκχυδαϊσμού 290
6. Η συγκρητική κατεύθυνση στην αστική πολιτική οικο­
νομία . 296

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: Η ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ


ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΜΙ­
ΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 309

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Ο ΕΚΤΑΤΙΚΟΣ (ΕΞΩΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ) ΕΚΧΥ-


ΔΑ Ι ΣΜΟΣ ΣΑΝ ΜΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΝΕΑ ΜΟΡΦΗ ΑΝΑΠΤΥ­
ΞΗΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟ­
ΜΙΑΣ, ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ Ι­
ΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ 311
1. Η έννοια της εκτατικής (εξωοικονομικής) μορφής εκχυ-
δαϊσμού 312
Οι αιτίες εμφάνισης και ανάπτυξης του εκτατικού εκχυδαϊσμού
της αστικής οικονομίας 313
Οι ιδιαιτερότητες των πρώτων μορφών του εκτατικού εκχυδαί-
σμού 317
Η αλληλεπίδραση των επιστημών, απαραίτητη μορφή ανάπτυ­
ξής τους 321
2. Η μετατροπή του εκτατικού (εξωοικονομικού) εκχυδαϊ-
σμού σε κυρίαρχη μορφή της κρίσης της αστικής πολιτι­
κής οικονομίας στο στάδιο του ιμπεριαλισμού 325
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΚΤΑΤ1-
ΚΟΥ (ΕΞΩΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ) ΕΚΧΥΔΑ Ϊ ΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΙ­
ΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 333
1. Ο κοινωνικοεκτατικός εκχυδαϊσμός της αστικής πολιτι­
κής οικονομίας 334
Η κοινωνική σχολή του δικαίου 334
Η νέα ιστορική σχολή 338
2. Οι κατευθύνσεις του κοινωνικοφυσικού εκχυδαϊσμού της
αστικής πολιτικής οικονομίας 340
Η υποκειμενική - ψυχολογική σχολή 341
Η θεωρία της οριακής ωφελιμότητας 344
Οι ευρηστικές - γνωσιολογικές βάσεις της διαμόρφωσης της
υποκειμενικής - ψυχολογικής σχολής 349
Η θεωρία της οριακής παραγωγικότητας 354
Η θεωρία της «συνεισφοράς» 364
3. Οι κατευθύνσεις του φυσικοεκτατικού εκχυδαϊσμού της
αστικής πολιτικής οικονομίας · 369
Ο νεομαλθουσιανισμός 370
Η γεωπολιτική 371
4. Η θεολογικοποίηση της αστικής πολιτικής οικονομίας 375
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΤΙΔΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΑ­
ΣΗ ΕΝΔΥΝΑΜΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΚΧΥΔΑ Ϊ ΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΙ­
ΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 379
1. Η διαμόρφωση της πολιτικής οικονομίας της μη μονο­
πωλιακής αστικής τάξης 380
Η κοινωνιολογική (θεσμολογική) κατεύθυνση της αστικής πο­
λιτικής οικονομίας 381
Η θεωρία του ιμπεριαλισμού του Τζ. Α. Χόμπσον 389
2. Ο διαχωρισμός της μικροοικονομικής ανάλυσης 391

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 399
ΕΥΡΕΤΉΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ 403
Β λ α ν τ ΐΧ ε ν Α.φα.νά.ονε.^
Σ Τ Α Δ Ι Α A N ^ Y Y T 'iB .W L
ΤΗ Σ Α Σ Τ ΙΚ Η Σ Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η Σ . 0\Y .0>A C m \£C L
Δ ο κ νμ νο θ ε ω ρ ί α ς
' Ιούντ\ς
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «Σ Υ Γ Χ ΡΟ ^\\ ^X \Q fto\v,
Ποιο μολο παίζει στην ανάπτυξη των αστικών οικο
>μικων θεωριών η ιδεολογική τους κατεύθυνση;
Ποιος είναι γενικά ο μηχανισμός ανάπτυξης της α-
<τικής πολιτικής οικονομίας σαν ειδικής μορφής της τα­
ξικής αστικής συνείδησης;
ν ?»ιί η*, ίϊοτικηί πολ»τι«ής οικονο­
μίας, είναι το αντικείμενο ερευνάς αυτής της εργασίας,
πτην οποία φωτίζονται οι αίτιες, τα βασικά στάδια και
πι κατιυΟύνσεις της ανοπτύξης της αατικής πολιτικής
οικονομίας και της κρίσης της.

You might also like