You are on page 1of 203

ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ ΠΑΠΑΓΙΆΝΝΗ

Καθηγήτρια Ιστορίας Δικαίου Νομικής Σχολής, ΕΚΠΑ


ΗΛΊΑΣ ΑΡΝΑΟΎΤΟΓΛΟΥ
Διευθυντής Ερευνών Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της
Ακαδημίας Αθηνών
ΑΘΗΝΆ ΔΗΜΟΠΟΎΛΟΥ
Επίκουρη Καθηγήτρια Ιστορίας Δικαίου Νομικής Σχολής, ΕΚΠΑ
ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΚΑΡΆΜΠΕΛΑΣ
Διδάκτορας Ιστορίας Δικαίου
ΑΛΈΞΑΝΔΡΟΣ ΛΙΑΡΜΑΚΌΠΟΥΛΟΣ
Διδάκτορας Ιστορίας Δικαίου
ΙΩΆΝΝΗΣ ΧΑΤΖΆΚΗΣ
Κύριος Ερευνητής Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακα-
δημίας Αθηνών
ΑΝΔΡΈΑΣ ΧΈΛΜΗΣ
Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας Δικαίου Νομικής Σχολής, ΕΚΠΑ

Ιστορία Δικαίου
Ιστορία Δικαίου

Συγγραφή

Ελευθερία Παπαγιάννη
Ηλίας Αρναούτογλου
Αθηνά Δημοπούλου
Δημήτρης Καράμπελας
Αλέξανδρος Λιαρμακόπουλος
Ίωάννης Χατζάκης
Ανδρέας Χέλμης
Κριτικός αναγνώστης

Καλλιόπη (Κέλλυ) Μπουρδάρα

Συντελεστές έκδοσης

Γλωσσική Επιμέλεια: Βασίλειος-Αλέξανδρος Κόλλιας

Τεχνική Επεξεργασία: Κυριάκος Παπαδόπουλος

ISBN: 978-960-603-352-0

Copyright © ΣΕΑΒ, 2015

Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας Creative Commons Αναφορά Δημι-
ουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 3.0. Για να δείτε ένα αντίγραφο της
άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/
gr/

Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Ηρώων Πολυτεχνείου 9, 15780 Ζωγράφου

www.kallipos.gr
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ιστορία Δικαίου .............................................................................................................3
ΠΡΟΛΟΓΟΣ...................................................................................................................7
Εισαγωγή........................................................................................................................8
Κεφάλαιο 1. Χρονικά και πολιτειακά πλαίσια στην ελληνική αρχαιότητα..............9
1.1. Χρονικά πλαίσια και πηγές.....................................................................................................................9
1.2. Πολιτειακά πλαίσια και κανόνες δικαίου.............................................................................................11
Βιβλιογραφία.................................................................................................................................................28

Κεφάλαιο 2. Απονομή της δικαιοσύνης, αδικήματα και κυρώσεις


στην ελληνική αρχαιότητα..........................................................................................29
2.1. Εισαγωγικά.............................................................................................................................................29
2.2. Χαρακτηριστικά του αθηναϊκού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.......................................30
2.3. Τα αθηναϊκά δικαστήρια.......................................................................................................................31
2.4. Διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων.............................................................................35
2.5. Αποδεικτικά μέσα..................................................................................................................................41
2.6. Κυρώσεις (αστικού και ποινικού χαρακτήρα).....................................................................................41
2.7. Η ανθρωποκτονία...................................................................................................................................43
2.8. Η απονομή της δικαιοσύνης στη Σπάρτη............................................................................................44
2.9. Η απονομή της δικαιοσύνης στον κόσμο των ελληνιστικών βασιλείων...........................................45
2.10. Η απονομή της δικαιοσύνης στις ελληνόφωνες επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.............49
Βιβλιογραφία/Αναφορές ..............................................................................................................................51

Κεφάλαιο 3. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία στην ελληνική αρχαιότητα......52


3.1. Εισαγωγικά.............................................................................................................................................52
3.2. Δίκαιο των προσώπων: πολίτες, μέτοικοι, δούλοι................................................................................52
3.3. Συγγένεια και οικογένεια.......................................................................................................................55
3.4. Δίκαιο των Συναλλαγών........................................................................................................................60
Βιβλιογραφία/Αναφορές ..............................................................................................................................62

Κεφάλαιο 4. Πολιτειακή οργάνωση της αρχαίας Ρώμης ........................................63


4. Εισαγωγή...................................................................................................................................................63
4.1. Βασιλεία..................................................................................................................................................64
4.2. Δημοκρατία (Respublica)......................................................................................................................66
4.3. Ηγεμονία.................................................................................................................................................71
4.4. Δεσποτεία................................................................................................................................................73
Βιβλιογραφία/Αναφορές...............................................................................................................................75
Κεφάλαιο 5. Πηγές του δικαίου και εξέλιξη της νομικής επιστήμης στη Ρώμη....76
5.1. Διακρίσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου........................................................................................................76
5.2. Βασιλεία..................................................................................................................................................77
5.3. Δημοκρατία (Respublica)......................................................................................................................77
5.4. Ηγεμονία.................................................................................................................................................80
5.5. Δεσποτεία................................................................................................................................................84
Βιβλιογραφία/Αναφορές...............................................................................................................................89

Κεφάλαιο 6. Απονομή της δικαιοσύνης, αδικήματα και κυρώσεις.........................91


6.1. Όργανα απονομής δικαιοσύνης . ..........................................................................................................91
6.2. Η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης...................................................................................................99
6.3. Διάδικοι και συνήγοροι........................................................................................................................101
6.4. Αδικήματα και ποινές..........................................................................................................................102
Βιβλιογραφία/Αναφορές.............................................................................................................................107

Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία..................................................109


7.1. Προσωπική κατάσταση ......................................................................................................................109
7.2. Η ρωμαϊκή οικογένεια και πατρική εξουσία.....................................................................................114
7.3. Γάμος ...................................................................................................................................................115
7.4. Παλλακεία............................................................................................................................................117
7.5. Προίκα και οικονομικές σχέσεις συζύγων..........................................................................................117
7.6. Επιτροπεία ανήβων και γυναικών......................................................................................................118
7.7. Κληρονομικό δίκαιο.............................................................................................................................118
7.8. Δίκαιο των πραγμάτων .......................................................................................................................120
Βιβλιογραφία/Αναφορές.............................................................................................................................121

Κεφάλαιο 8. Γένεση, διαμόρφωση και πηγές του Βυζαντινού Δικαίου.................122


8. Εισαγωγή.................................................................................................................................................122
8.1. Παράγοντες διαμόρφωσης ενός νέου δικαίου...................................................................................122
8.2. Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου (534-1453)....................................................................................127
Βιβλιογραφία...............................................................................................................................................141

Κεφάλαιο 9. Πολιτειακή οργάνωση και κοινωνικές ομάδες. Πρόσωπα, οικογένεια


και περιουσία στο Βυζάντιο.......................................................................................142
9. Εισαγωγή.................................................................................................................................................142
9.1. Πολιτειακή οργάνωση και κοινωνικές ομάδες..................................................................................142
9.2. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία..................................................................................................156
Βιβλιογραφία...............................................................................................................................................165

Κεφάλαιο 10. Απονομή της δικαιοσύνης-Αδικήματα και κυρώσεις.....................166


10. Εισαγωγή...............................................................................................................................................166
10.1. Απονομή της δικαιοσύνης.................................................................................................................166
10.2. Αδικήματα και ποινές........................................................................................................................172
Βιβλιογραφία...............................................................................................................................................177

Κεφάλαιο 11. Έννοια και πηγές του Μεταβυζαντινού Δικαίου..............................179


11. Εισαγωγή...............................................................................................................................................179
11.1. Έννοια και χρονικά όρια του Μεταβυζαντινού Δικαίου.................................................................179
11.2. Πηγές του Μεταβυζαντινού Δικαίου ...............................................................................................180
Βιβλιογραφία/Αναφορές.............................................................................................................................185

Κεφάλαιο 12. Λατινοκρατία - Τουρκοκρατία. ........................................................187


12.1. Δικαϊκές σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων .........................................................................187
12.2. Διοικητική οργάνωση, απονομή της δικαιοσύνης, οικογένεια και περιουσία .............................188
Βιβλιογραφία/Αναφορές.............................................................................................................................194

Κεφάλαιο 13. Από τον ιουστινιάνειο Πανδέκτη στον Αστικό Κώδικα...................195


13. Εισαγωγή...............................................................................................................................................195
13.1. Η μελέτη του Πανδέκτη στη Δυτική Ευρώπη.................................................................................195
13.2. Η διαμόρφωση του δικαίου στο Νεοελληνικό Κράτος...................................................................199
Βιβλιογραφία/Αναφορές ............................................................................................................................203
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Από αρκετά χρόνια, η κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών του δικαίου είχε συνειδητοποιήσει την ανάγκη για
τη συγγραφή νέου διδακτικού εγχειριδίου Ιστορίας του Δικαίου, συντεταγμένου όχι πλέον με τον παραδοσιακό
τρόπο αλλά σύμφωνα με τις νέες τεχνολογίες, δηλαδή σε ηλεκτρονική μορφή. Η προκήρυξη, λοιπόν, των σχετι-
κών προγραμμάτων της δράσης «Κάλλιππος», υπήρξε το έναυσμα για την εκπόνηση του παρόντος εγχειριδίου,
που δημοσιοποιείται σήμερα. Στόχος της συγγραφικής ομάδας, που συγκροτήθηκε, υπήρξε η συγγραφή ενός
εύληπτου εγχειριδίου, το οποίο θα βοηθούσε τους φοιτητές της Νομικής, να μελετήσουν την ιστορική εξέλιξη
του Ελληνικού Δικαίου και που θα ξεπερνούσε τα όρια της κατάρτισης μιας ομάδας «επαγγελματιών», αποτε-
λώντας, συγχρόνως, ένα χρήσιμο εργαλείο και για φοιτητές άλλων κλάδων –όπως της Πολιτικής Επιστήμης,
της Ιστορίας και Αρχαιολογίας, της Φιλοσοφίας, της Κοινωνιολογίας, της Ανθρωπολογίας κ.ά.– στους οποίους
προσφέρει στοιχεία για την κατανόηση των θεσμών και των νομικών πηγών, που και εκείνοι μελετούν στο
πλαίσιο των σπουδών τους.
Για να καταστεί εφικτή η παρακολούθηση της μακραίωνης εξέλιξης του Ελληνικού Δικαίου και των επιδρά-
σεων που δέχθηκε –κυρίως από το Ρωμαϊκό Δίκαιο (μετά τον 3ο μ.X. αιώνα), από τη χριστιανική διδασκαλία
(κατά τη βυζαντινή περίοδο) και από ευρωπαϊκά πρότυπα (κατά τον 19ο/20ο αιώνα)– η συγγραφική ομάδα
προσπάθησε να παρουσιάσει τη διαχρονική πορεία βασικών θεσμών του, μέσα σε κεφάλαια με, κατά το δυ-
νατόν, θεματική ομοιογένεια. Έτσι, ανά κεφάλαιο, προβάλλονται οι πηγές του δικαίου της κάθε περιόδου, οι
μορφές της πολιτειακής οργάνωσης και οι μηχανισμοί απονομής της δικαιοσύνης, ενώ δίνονται στοιχεία για
την οργάνωση της οικογένειας και τις περιουσιακές σχέσεις. Κάθε κεφάλαιο ανέλαβε μέλος της συγγραφικής
ομάδας με εξειδίκευση στην εξεταζόμενη περίοδο. Ἐτσι, συντάκτης του κεφαλαίου 1 υπήρξε ο Ανδρέας Χέλ-
μης (Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας Δικαίου Νομικής Σχολής, ΕΚΠΑ), του κεφαλαίου 2 ο Ηλίας Αρναούτο-
γλου (Διευθυντής Ερευνών Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών), του
κεφαλαίου 3 ο Δημήτρης Καράμπελας (Διδάκτορας Ιστορίας Δικαίου), των κεφαλαίων 4 και 5 ο Αλέξανδρος
Λιαρμακόπουλος (Διδάκτορας Ιστορίας Δικαίου), των κεφαλαίων 6 και 7 η Αθηνά Δημοπούλου (Επίκουρη
Καθηγήτρια Ιστορίας Δικαίου Νομικής Σχολής, ΕΚΠΑ), των κεφαλαίων 8, 9 και 10 η Ελευθερία Παπαγιάννη
(Καθηγήτρια Ιστορίας Δικαίου Νομικής Σχολής, ΕΚΠΑ) και των κεφαλαίων 11, 12 και 13 ο Ιωάννης Χατζάκης
(Κύριος Ερευνητής Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών). Το έργο του
κριτικού αναγνώστη επωμίσθηκε η Καλλιόπη (Κέλλυ) Μπουρδάρα (Ομότιμη Καθηγήτρια Ιστορίας Δικαίου
Νομικής Σχολής, ΕΚΠΑ).
Ως κύρια συγγραφέας του εγχειριδίου εκφράζω, και από τη θέση αυτή, στα μέλη της συγγραφικής ομάδας
και στον κριτικό αναγνώστη τις θερμές μου ευχαριστίες για την άψογη συνεργασία. Ανάλογες ευχαριστίες πρέ-
πουν στο προσωπικό της δράσης «Κάλλιππος», για την κάθε είδους συμπαράσταση, στον υποψήφιο διδάκτορα
Ιστορίας Δικαίου κ. Βασίλειο-Αλέξανδρο Κόλλια, για τη γλωσσική επεξεργασία, και στον κ. Κυριάκο Παπαδό-
πουλο, για την γραφιστική επιμέλεια και τεχνική επεξεργασία.

Ελευθερία Παπαγιάννη

Δεκέμβριος, 2015

7
Εισαγωγή

Η Ιστορία του Δικαίου, από τη φύση της, ανήκει σε δύο επιστημονικούς χώρους, τον ιστορικό και τον νομικό.
Με όρους ελληνικής μυθολογίας, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ένα πρόσωπο με δύο όψεις: από τη μία
την Κλειώ και από την άλλη τη Θέμιδα. Ως ιστορικός κλάδος προσπαθεί να φωτίσει πτυχές του παρελθόντος,
μελετώντας γεγονότα, πράξεις, συναισθήματα, ιδέες και σκέψεις, που έχουν βιώσει οι άνθρωποι στη διαδοχή
των αιώνων και που έχουν θεωρηθεί αξιομνημόνευτα, έχοντας αποτελέσει αντικείμενο καταγραφής. Ως νομι-
κός κλάδος ασχολείται με έννοιες, κατηγορίες και μεθόδους, που προσιδιάζουν στην προσέγγιση του δικαϊκού
φαινομένου.
Είναι επόμενο ότι το παρόν εγχειρίδιο, που ανταποκρίνεται στο πλαίσιο ενός εξαμηνιαίου μαθήματος
Ιστορίας Δικαίου, δεν είναι δυνατόν να καλύψει τη μελέτη όλων των νομικών θεσμών του παρελθόντος, σε
οποιονδήποτε γεωγραφικό χώρο και αν εμφανίστηκαν. Επικεντρώνεται, αντιθέτως, στην ιστορία θεσμών που
αποτυπώνονται σε κείμενα γραμμένα σε ελληνική γλώσσα, από την εποχή των μυκηναϊκών βασιλείων έως τη
σύσταση του Νεοελληνικού Κράτους. Γεωγραφικά, το κέντρο βάρους εστιάζεται, ανάλογα με την περίοδο,
στις Μυκήνες, στην Αθήνα, στη Μακεδονία, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στην Κωνσταντινούπολη, τέλος,
ξανά στην Αθήνα, ως πρωτεύουσα πια ανεξάρτητου κράτους. Από τον 2ο, και κυρίως από τον 1ο π.Χ. αιώνα, ο
ελληνικός κόσμος ήρθε σε στενή επαφή με τον ρωμαϊκό κόσμο και με το δίκαιό του, με το οποίο έκτοτε συμπο-
ρεύθηκε· έτσι, κρίθηκε αναγκαίο να εξετασθεί συνοπτικά και το δίκαιο που είχαν διαμορφώσει οι Ρωμαίοι και
που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των δικαίων του δυτικοευρωπαϊκού κόσμου, αλλά
και, μέσω του Βυζαντίου, της σύγχρονης Ελλάδας.
Για ποιον, όμως, λόγο πρέπει ο σύγχρονος νομικός να ασχοληθεί με τη γνώση του παρελθόντος; Στην εποχή
των ηλεκτρονικών συσκευών και του διαδικτύου, τι μπορεί να του προσφέρει η μελέτη απολιθωμάτων, όπως
η δουλεία, η προίκα, το πραιτορικό δίκαιο ή οι Νεαρές των βυζαντινών αυτοκρατόρων; Δεν θα ήταν, φυσικά,
αρκετό να επικαλεστεί κανείς τη δίψα για μάθηση, η οποία, οπωσδήποτε, ικανοποιείται με την αναδρομή στο
παρελθόν, και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο πιο γραφικές και απομακρυσμένες είναι οι επιμέρους γνώσεις.
Πιο ουσιαστική, ωστόσο, είναι η επιθυμία για κατανόηση, την οποία υπηρετεί η ιστορική προσέγγιση και η
οποία είναι δυσχερής, έως αδύνατη, στη σύγχρονη του μελετητή κοινωνία. Η απόσταση του χρόνου, αντιθέτως,
προσφέρει τη δυνατότητα σφαιρικής θεώρησης του δικαίου, αναδεικνύοντας τους αρμούς του με μία δεδομένη
κοινωνία και επιτρέποντας την αποκρυπτογράφηση των συνθηκών, οι οποίες οδήγησαν στη γέννηση ή την κα-
τάργηση θεσμών και κανόνων· χάρη στη χρονική απόσταση, καθίστανται ευδιάκριτοι οι δεσμοί του δικαίου με
συγκεκριμένα πολιτειακά καθεστώτα (βασίλεια, πόλεις, αυτοκρατορίες) και αντιληπτές οι ποικίλες μορφές της
ενδεχόμενης υπερβατικής καταγωγής του. Με αυτή τη γνώση, ο ιστορικός του δικαίου μπορεί να προσεγγίσει
καλύτερα τη δική του κοινωνία. Από την άποψη αυτή, καμία από τις παρελθούσες εμπειρίες του ανθρώπου δεν
είναι άχρηστη· η κατάλληλη επεξεργασία της, αντιθέτως, συνιστά προνομιακό πεδίο για την άσκηση της κριτι-
κής σκέψης, απαραίτητο εφόδιο κάθε νομικού.
Ακολουθώντας την καθιερωμένη χρονολογική σειρά, το εγχειρίδιο χωρίζεται σε τέσσερις μεγάλες ενότητες:
την Ελληνική και τη Ρωμαϊκή Αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την περίοδο μετά την Άλωση.

8
Κεφάλαιο 1. Χρονικά και πολιτειακά πλαίσια στην ελληνική αρχαιότη-
τα

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται το χρονικό πλαίσιο των δικαϊκών θεσμών της Ελληνικής Αρχαιότητας, καθώς
και οι κυριότερες μορφές πολιτευμάτων, τα οποία γνώρισε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος. Συγκεκριμένα, εξετάζο-
νται οι ιστορικές περίοδοι, στις οποίες διαιρείται η Ελληνική Αρχαιότητα, με ιδιαίτερη αναφορά στις κυριότερες
πηγές ανά περίοδο, καθώς και τα πολιτειακά σχήματα, τα οποία λειτούργησαν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Προαπαιτούμενη γνώση
Απαραίτητες κρίνονται οι βασικές ιστορικές γνώσεις, που πρέπει να έχουν αποκτηθεί στο Λύκειο.

1.1. Χρονικά πλαίσια και πηγές


Οι απαρχές της αρχαίας ελληνικής ιστορίας τοποθετούνται στη λεγόμενη μυκηναϊκή εποχή, στο τέλος της
οποίας χρονολογείται ο Τρωικός Πόλεμος. Ακολουθεί μία περίοδος τεσσάρων, περίπου, σκοτεινών (λόγω έλ-
λειψης μαρτυριών) αιώνων, ύστερα από την οποία η κατάτμηση της ελληνικής ιστορίας σε περιόδους υιοθετεί
τις διαιρέσεις που, σε ένα πρώτο στάδιο, είχαν εφαρμοστεί στην ιστορία της τέχνης: αρχαϊκή, κλασική και ελ-
ληνιστική εποχή. Το τέλος των ελληνιστικών χρόνων σηματοδοτείται από την επικράτηση των Ρωμαίων στην
ανατολική Μεσόγειο, επομένως και στην Ελλάδα, οπότε και εγκαινιάζεται η περίοδος του αποκαλούμενου
ρωμαϊκού ελληνισμού.

1.1.1. Μυκηναϊκή εποχή (16ος -12ος π.Χ. αιώνας)

Εικόνα 1.1. Πινακίδα γραμμένη σε Γραμμική Β΄. Βρετανικό Μουσείο. Πηγή: https://www.flickr.com (άδεια CC BY 2.0,
δικαιούχος: Ann Wuyts).

Η περίοδος αντλεί την ονομασία της από το βασίλειο των Μυκηνών, για το οποίο υπάρχουν πολύ σημαντικά
αρχαιολογικά ευρήματα. Εκτός από τους εντυπωσιακούς τάφους, με τα πλούσια κτερίσματα, μας έχουν σωθεί
από την περίοδο αυτή κείμενα χαραγμένα σε πινακίδες από άργιλο και γραμμένα στη Γραμμική Β, συλλαβική
γραφή, η οποία αποκρυπτογραφήθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα (εικόνα 1.1)· η γλώσσα, που αποκαλύφθηκε

9
μετά την ανάγνωση της γραφής αυτής, μπορεί να θεωρηθεί πρώιμο στάδιο της ελληνικής, δεδομένου ότι περι-
λαμβάνει λέξεις, που συναντάμε αργότερα στο ελληνικό λεξιλόγιο (ἄναξ, τέμενος). Τα κείμενα αυτά αποτελούν
τμήματα αρχείων από ανάκτορα (Πύλος, Μυκήνες, Κνωσός) και περιέχουν, κυρίως καταλόγους με οφειλές
προς τον ηγεμόνα, προσφορές σε θεότητες κ.λπ.. Σε αντίθεση με τη Γραμμική γραφή Β του μυκηναϊκού κό-
σμου, η Γραμμική Α της μινωικής Κρήτης δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, παραμένει, επομένως, απροσπέλαστη.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ούτε από την προϊστορική Θήρα ούτε από τα νησιά
του Αιγαίου, όπου άνθησε ο κυκλαδικός πολιτισμός.

1.1.2. Γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή (9ος - 6ος π.Χ. αιώνας)


Είναι η εποχή, κατά την οποία στην κεραμική κυριαρχεί η γεωμετρική τέχνη, ενώ στη γλυπτική ο τύπος του
κούρου και της κόρης. Ως προς τη γραφή, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η διαμόρφωση του
ελληνικού αλφαβήτου, που φαίνεται πως στηρίχθηκε στο αντίστοιχο φοινικικό, το οποίο εμπλουτίστηκε με
την υιοθέτηση συμβόλων για την απόδοση των φωνηέντων. Λόγω της ευκολίας στη χρήση της (με ελάχιστο
αριθμό συμβόλων είναι δυνατόν να εκφραστούν γραπτώς όλα τα νοήματα, ενώ τα προηγούμενα συλλαβικά ή
ιδεογραμματικά συστήματα γραφής απαιτούσαν από τον γραφέα να γνωρίζει πολύ μεγάλο αριθμό συμβόλων)
η αλφαβητική γραφή γνώρισε σύντομα μεγάλη διάδοση, τροποποιώντας με ριζικό τρόπο τη λειτουργία της
μνήμης και διευκολύνοντας την ίδρυση θεσμών. Η γραφή, στην αλφαβητική της εκδοχή, δεν αποτελεί πλέον
αντικείμενο γνώσης εξειδικευμένων γραφέων αλλά πρόσφορο εργαλείο ενός κοινού πολιτισμού. Στην επικρά-
τηση του ελληνικού αλφαβήτου οφείλεται, χωρίς αμφιβολία, η καταγραφή των ομηρικών επών, στο δεύτερο
ήμισυ του 8ου π.Χ. αιώνα.
Τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια αναφέρονται σε επεισόδια, που σχετίζονται με τον Τρωικό Πόλεμο και
φαίνεται πως είχαν συντεθεί προφορικά, λίγο μετά τη λήξη του. Μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά (όπως, στη
σύγχρονη εποχή, τα δημοτικά τραγούδια), έως ότου τους δόθηκε γραπτή μορφή από τον Όμηρο, η προσωπικό-
τητα του οποίου αποτελεί άλυτο μυστήριο. Και τα δύο έπη μας παρέχουν εμμέσως πολύ σημαντικές πληροφορί-
ες για τη δομή και την οργάνωση της κοινωνίας, την οποία περιγράφουν, ασχέτως αν παραμένει ένα από τα πιο
δύσκολα ζητήματα ο προσδιορισμός της συγκεκριμένης κοινωνίας που αντικατοπτρίζεται σ᾽ αυτά, αν, δηλαδή,
πρόκειται για την κοινωνία της εποχής της τρωικής εκστρατείας, της εποχής που ακολούθησε, κατά τη διάρκεια
των λεγόμενων σκοτεινών αιώνων, ή της εποχής του Ομήρου. Αξίζει, πάντως, να επισημανθεί, ότι η αρχαία
ελληνική γραμματεία εγκαινιάζεται με ένα λογοτεχνικό έργο, τα έπη του Ομήρου, ενώ το θεμελιακό κείμενο
της λατινικής γραμματείας είναι ένα νομοθέτημα, ο Δωδεκάδελτος νόμος (βλ. πιο κάτω, 5.3.1.1). Πέρα από τον,
αναμφισβήτητα τυχαίο, χαρακτήρα των ευρημάτων, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι με τα καταστατικά του
κείμενα καθένας από τους δύο αυτούς πολιτισμούς είναι σαν να δίνει το στίγμα των βαθύτερων προτιμήσεων
και προτεραιοτήτων του· ο ελληνικός με την έμφαση στην ποίηση, ο ρωμαϊκός με την έμφαση στο δίκαιο. Τα
ομηρικά έπη αποτέλεσαν τα κείμενα, πάνω στα οποία θεμελιώθηκε, για πολλούς αιώνες, η πνευματική καλλι-
έργεια των Ελλήνων.
Άλλη σημαντική καινοτομία, που χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή, είναι η εμφάνιση και παγίωση του θεσμού
της πόλης-κράτους (βλ. 1.2.2), στην οποία, για πρώτη φορά, ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο μέρος των μελών μιας
κοινότητας συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων που την αφορούν.

1.1.3. Κλασική εποχή (5ος - 4ος π.Χ. αιώνας)


Στην περίοδο αυτήν κυριαρχεί, λόγω του πλούτου των μαρτυριών, μία πόλη, η Αθήνα, και ένα πολίτευμα, η
δημοκρατία. Μία εντυπωσιακά μεγάλη ποικιλία γραπτών πηγών –δύσκολα θα μπορούσε κανείς να βρει το ανά-
λογό της– φωτίζει πτυχές της αθηναϊκής εμπειρίας.
Οι κύριες γνώσεις μας προέρχονται από τις φιλολογικές πηγές, οι οποίες μας έχουν διασωθεί μέσω μακράς
σειράς χειρόγραφων αντιγραφών, που ξεκινά ήδη από την Αρχαιότητα και φτάνει μέχρι την εποχή της τυπογρα-
φίας. Στα κείμενα αυτά περιλαμβάνονται:
• ρητορικά έργα και, ειδικότερα, δικανικοί λόγοι, που εκφωνήθηκαν (ή επρόκειτο να εκφωνηθούν) στο
δικαστήριο·
• έργα ιστορικών, όπως του Ηρόδοτου, του Θουκυδίδη ή του Ξενοφώντα·
• φιλοσοφικές πραγματείες, όπως οι Νόμοι του Πλάτωνα, που περιλαμβάνουν τη νομοθεσία μιας ιδανι-
κής πολιτείας, ή η Ἀθηναίων Πολιτεία, που αποδίδεται στον Αριστοτέλη και παρέχει στοιχεία για την

10
ιστορία και τη λειτουργία των θεσμών της Αθήνας (το συγκεκριμένο κείμενο δεν το γνωρίζουμε από
τη χειρόγραφη παράδοση των αντιγραφών, αλλά από πάπυρο που ανακαλύφθηκε στην Αίγυπτο, στο
τέλος του 19ου αιώνα) και, τέλος,
• έργα θεατρικά, τραγωδίες (π.χ. η Ὀρέστεια του Αισχύλου, η Ἀντιγόνη του Σοφοκλή) και κωμωδίες
(π.χ. οι Ἐκκλησιάζουσες ή οι Σφῆκες του Αριστοφάνη), από τα οποία αντλούνται πολύ σημαντικά
στοιχεία για τις αντιλήψεις γύρω από το δίκαιο, την ενοχή και την τιμωρία, καθώς και κάποιες λεπτο-
μέρειες για την καθημερινότητα των λαϊκών συνελεύσεων ή των λαϊκών δικαστηρίων της Αθήνας.
Αν εξαιρέσει κανείς τα ιστορικά έργα, τα υπόλοιπα ανήκουν σε κατηγορίες κειμένων που, για πρώτη
φορά, εμφανίζονται στο πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Τέλος, εξαιρετικά σημαντική πηγή πληροφοριών αποτελούν οι επιγραφές. Πρόκειται για κείμενα χαραγμένα
σε σκληρή επιφάνεια, όπως η πέτρα, που είχαν αναρτηθεί σε κάποιον δημόσιο χώρο και τα έχουν φέρει στο φως
οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Τα κείμενα αυτά, που, μεταξύ άλλων, μας έχουν διασώσει αυτούσιες νομοθετικές
διατάξεις, αποτελούν αντικείμενο μελέτης ιδιαίτερου φιλολογικού κλάδου, της επιγραφικής.

1.1.4. Ελληνιστική εποχή (4ος - 1ος π.Χ. αιώνας)


Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η επικράτηση στην Ελλάδα του βασιλείου της Μακεδονίας,
με τον βασιλιά Φίλιππο Β΄, και η εξάπλωση του ελληνισμού στην Ανατολή, με τον γιο του, τον Μεγάλο Αλέ-
ξανδρο. Το επίθετο ελληνιστικός, με το οποίο προσδιορίζεται η εποχή αυτή, παραπέμπει σ᾽ αυτήν ακριβώς τη
μεταφύτευση του ελληνισμού έξω από τον παραδοσιακό του περίγυρο· ο όρος προέρχεται από το ρήμα ἑλληνί-
ζειν, που υποδήλωνε τη γνώση της ελληνικής γλώσσας από μη-Έλληνες, φαινόμενο πολύ διαδεδομένο μετά τις
κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο θεσμός της βασιλείας είναι κυρίαρχος κατά την περίοδο αυτήν, ωστόσο οι πόλεις-κράτη δεν εξαφανίζο-
νται, παρ᾽ όλο που, παλαιότερα θεωρούνταν ότι η μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), κατά την οποία ένας συνα-
σπισμός πόλεων της νότιας Ελλάδας ηττήθηκε από τον Φίλιππο Β᾽, είχε σημάνει το τέλος τους. Ενδελεχέστερη
έρευνα έχει καταδείξει ότι θεσμοί των πόλεων-κρατών εξακολουθούν να λειτουργούν, σχεδόν όπως παλαιό-
τερα, με τη διαφορά, φυσικά, ότι η αυτονομία τους περιορίζεται από το μοναρχικό πλαίσιο, εντός του οποίου
στο εξής λειτουργούν. Ας σημειωθεί, ακόμη, ότι κατά την ίδια αυτήν περίοδο ιδρύονται πολλές καινούργιες
πόλεις-κράτη, τόσο από τον Μεγάλο Αλέξανδρο όσο και από τους διαδόχους του.
Αν στην κλασική εποχή το κέντρο βάρους εστιάζεται στην Αθήνα, από όπου υπάρχει πλήθος πηγών, στην
ελληνιστική περίοδο το κέντρο βάρους εστιάζεται στην Αίγυπτο, η οποία διοικείται από μονάρχες, που κατάγο-
νται από τη μακεδονική αυλή. Στη χώρα αυτή έχει βρεθεί μεγάλος αριθμός ελληνικών κειμένων, γραμμένων σε
παπύρους. Ο πάπυρος ως υλικό γραφής κατασκευαζόταν από τον μίσχο του ομώνυμου καλαμιού, που φυόταν
στις όχθες του Νείλου. Αν η μεγάλη πλειονότητα των παπυρικών κειμένων, που μας έχουν σωθεί προέρχεται
από την Αίγυπτο, δεν οφείλεται τόσο στο ότι εκεί ήταν ο τόπος παραγωγής της πρώτης αυτής ύλης, όσο στην
ξηρασία του ερημικού της εδάφους, που δημιούργησε τις ιδανικές συνθήκες για τη διατήρησή τους. Τα κείμενα
αυτά, η μελέτη των οποίων ανήκει σε ιδιαίτερο φιλολογικό κλάδο, την παπυρολογία, περιλαμβάνουν, μεταξύ
άλλων, αντίγραφα βασιλικών διαταγμάτων, διοικητική αλληλογραφία, συμβάσεις, διαθήκες, κ.ά.

1.1.5. Ρωμαϊκός ελληνισμός (1ος π.Χ. - 4ος μ.Χ. αιώνας)


Η αλλαγή, η οποία συντελείται κατά την περίοδο αυτήν, συνίσταται στο ότι τη θέση των ελληνιστικών μο-
ναρχών καταλαμβάνει ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Η ελληνόφωνη Ανατολή εθίζεται στη ρωμαϊκή εξουσία και
ταυτοχρόνως απορρίπτει τον πλήρη εκρωμαϊσμό της. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελίσσεται σε έναν κόσμο
μεγάλης ποικιλίας ταυτοτήτων, επομένως και δικαίων.

1.2. Πολιτειακά πλαίσια και κανόνες δικαίου


Οι μορφές των πολιτευμάτων, τις οποίες συναντά κανείς κατά την Ελληνική Αρχαιότητα, μπορούν, αρκετά
σχηματικά, να υπαχθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα μοναρχικά πολιτεύματα, στα οποία η εξουσία ασκείται
από ένα μονοπρόσωπο όργανο (ἄναξ, βασιλεύς), και τις πόλεις-κράτη, στις οποίες η εξουσία ασκείται, κατά κα-
νόνα, από συλλογικά όργανα. Η διάκριση, πρέπει να τονιστεί, είναι σχηματική. Δύο τουλάχιστον «υβριδικές»

11
εμπειρίες, οι οποίες αποκλίνουν από το δυαδικό σχήμα είναι σκόπιμο να αναφερθούν. Από τη μία μεριά, σε πολ-
λές πόλεις-κράτη, κατά την αρχαϊκή κυρίως περίοδο, παρατηρείται το φαινόμενο, ένα άτομο να ιδιοποιείται την
εξουσία, εγκαθιδρύοντας τυραννικό καθεστώς (βλ. 1.2.2.1.1). Από την άλλη μεριά, στο πολίτευμα της Σπάρτης,
παράλληλα με τα συλλογικά όργανα (συνέλευση, γερουσία), λειτουργούσε και ο θεσμός της βασιλείας, με την
ιδιαιτερότητα ότι οι Σπαρτιάτες βασιλείς ήταν δύο.

1.2.1. Μοναρχικά πολιτεύματα


Η μονοπρόσωπη άσκηση εξουσίας μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές· η φύση και το περιεχόμενό της ποι-
κίλλουν ανάλογα με την ιστορική περίοδο και τον φορέα της. Κατά τον Αριστοτέλη (Πολιτικά, Γ᾽, 1278b):
«βασιλεία ονομάζουμε συνήθως την άσκηση εξουσίας από έναν, άσκηση που αποσκοπεί στο κοινό συμφέρον»
(«καλεῖν δ᾽εἰώθαμεν τῶν μὲν μοναρχιῶν τὴν πρὸς τὸ κοινὸν ἀποβλέπουσαν συμφέρον βασιλείαν»). Στην αρ-
χαία Ελλάδα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τρεις τουλάχιστον εκφάνσεις της μοναρχίας: τη μυκηναϊκή, την
ομηρική και τη μακεδονική (με τις προεκτάσεις της στα ελληνιστικά βασίλεια).

1.2.1.1. Μυκηναϊκά βασίλεια

Εικόνα 1.2. Χάρτης μυκηναϊκών ανακτόρων. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (άδεια: CC BY-SA 3.0, δικαιούχος:
Alexikoua).

Τα αρχαιολογικά ευρήματα (κυρίως στις Μυκήνες) και τα κείμενα, που βρέθηκαν σε πινακίδες από άργιλο (κυ-
ρίως στην Πύλο), παρέχουν κάποια στοιχεία για τον θεσμό της βασιλείας. Ο μυκηναϊκός κόσμος είναι διαιρεμέ-
νος σε πολλά, ανεξάρτητα και ισότιμα βασίλεια, η επικράτεια των οποίων μπορεί να είναι πολύ περιορισμένη:
Μυκήνες, Τίρυνθα και Άργος, σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ τους (περίπου 20 χλμ.), είναι πολύ πιθανό

12
να αποτελούσαν ανεξάρτητες ηγεμονίες (εικόνα 1.2). Η υπεροχή του μονάρχη εκδηλώνεται με τον όγκο του
ανακτόρου του και το μεγαλείο των τάφων της οικογένειάς του. Σε αντίθεση με τη μινωική Κρήτη, το βασιλικό
ανάκτορο δεν είναι ανοικτό, αλλά περικλείεται από επιβλητικά τείχη· είναι κτισμένο στο ψηλότερο σημείο της
περιοχής, κατέχοντας κεντρική θέση, γεγονός που συμβολίζει τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας. Προκειμένου
να στηρίξει την εξουσία του, ο Μυκηναίος μονάρχης αναγνωρίζει ότι υπάρχει κάποιος δεσμός με τη θρησκεία·
η σχέση, ωστόσο, αυτή μοιάζει διαφορετική από τις θεοκρατικές αντιλήψεις για την εξουσία, τις οποίες συνα-
ντάμε, σε διαφορετικές διαβαθμίσεις, στις μοναρχίες της αρχαίας Μεσοποταμίας και Αιγύπτου.
Ο όρος, που υποδηλώνει τον βασιλιά στα κείμενα των πινακίδων, είναι wa-na-kα, από τον οποίο προέρχε-
ται ο ομηρικός ἄναξ. Δεν διαθέτουμε στοιχεία για το περιεχόμενο της εξουσίας του· η χρήση του όρου στον
ενικό αριθμό ίσως υποδηλώνει τη μοναδικότητα και, επομένως, τη σπουδαιότητα του αξιώματος. Μεταξύ των
αξιωματούχων, που περιστοιχίζουν τον ἄνακτα ξεχωρίζουν ο ra-wa-ke-ta (λααγέτας), ίσως κάποιας μορφής
στρατιωτικός αρχηγός, με σημαντικό όμως ρόλο και στον θρησκευτικό τομέα, και ο pa-si-re-u (πρόδρομος του
ομηρικού βασιλέως). Από τα αρχεία του ανακτόρου της Πύλου (στην πραγματικότητα, ετήσιες απογραφές), τα
οποία σώθηκαν σε πινακίδες Γραμμικής Β, προκύπτει ότι υπήρχε ιεραρχικά δομημένη διοικητική οργάνωση:
η επικράτεια του βασιλείου ήταν κατανεμημένη σε δεκαέξι περιοχές, με επικεφαλής κυβερνήτη, επιλεγόμενο
μεταξύ των μεγάλων γαιοκτημόνων· οι περιοχές αυτές υπάγονταν σε δύο ευρύτερες επαρχίες, την «κοντινή»
και τη «μακρινή», σε κάθε μία από τις οποίες προΐστατο ένας διοικητής με τον βοηθό του (ko-re-ter και pro-
ko-re-ter, όροι που παραπέμπουν στους λατινικούς curator και procurator). Η γραφειοκρατική αυτή οργάνωση
αποσκοπούσε, κατά κύριο λόγο, στην εξασφάλιση φορολογικών εσόδων, όπως, π.χ., στην είσπραξη από τον
βασιλιά του μεριδίου, που του αναλογούσε από την αγροτική παραγωγή.

1.2.1.2. Ομηρικά βασίλεια


Μετά την καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την εγκατάσταση στον ελλαδικό χώρο φύλων όπως των
Δωριέων, ακολουθεί μία περίοδος τριών περίπου αιώνων, για την οποία δεν υπάρχουν, παρά ελάχιστες μαρτυ-
ρίες. Είναι ενδεχόμενο αυτήν κυρίως την περίοδο να αντικατοπτρίζουν τα ομηρικά έπη, αν και στα δύο αυτά
έργα αναμιγνύονται διαφορετικές διάλεκτοι, συνήθειες και εποχές, από το πιο πρόσφατο μέχρι το απώτερο
παρελθόν.
Η Ιλιάδα, στους περίπου 16.000 στίχους της, διηγείται ένα επεισόδιο του δέκατου χρόνου της πολιορκίας της
Τροίας, το οποίο διαρκεί 51 ημέρες και έχει ως αντικείμενο την οργή του Αχιλλέα εναντίον του Αγαμέμνονα,
για τη διανομή της λείας μετά από επιδρομή. Όσο για την Οδύσσεια, σε περίπου 12.000 στίχους, αφηγείται τις
τελευταίες 41 ημέρες της δεκάχρονης περιπλάνησης του Οδυσσέα, μέχρις ότου επιστρέψει από την Τροία στην
πατρίδα του, Ιθάκη. Και στα δύο έργα παρέχονται, εμμέσως, πληροφορίες για τον τρόπο άσκησης της εξουσί-
ας· θα πρέπει, ωστόσο, να ληφθούν υπόψη οι εξαιρετικές, εκτός κανονικότητας, συνθήκες, υπό τις οποίες λει-
τουργούν οι φορείς της: από τη μία μεριά, στην Ιλιάδα, ο κόσμος των Αχαιών είναι περιορισμένος στο πλαίσιο
ενός εκστρατευτικού σώματος· από την άλλη μεριά, στην Οδύσσεια, η Ιθάκη είναι ένα βασίλειο, από το οποίο
απουσιάζει ο κυβερνήτης του.
Οι κυριότεροι όροι, που δηλώνουν τον ηγεμόνα είναι ἄναξ και βασιλεύς. Ο πρώτος όρος χρησιμοποιείται
τόσο για τους θεούς όσο και για σημαντικούς αρχηγούς, όπως ο Αγαμέμνων. Ο δεύτερος όρος είναι πιο κοι-
νός, δεν αναφέρεται όμως ποτέ σε θεούς· χωρίς να συνδέεται απαραιτήτως με κάποιο συγκεκριμένο δημόσιο
λειτούργημα, ο βασιλεύς παραπέμπει σε μία ομάδα κοινωνικής υπεροχής, από την οποία προέρχονται όσοι
κυβερνούν. Στην κατηγορία των ομηρικών βασιλέων υπάρχουν διαβαθμίσεις: έτσι κάποιος μπορεί να είναι βα-
σιλεύτερος ή ακόμη βασιλεύτατος, ανάλογα με την καταγωγή ή τον πλούτο του. Ορισμένοι από όσους φέρουν
τον τίτλο του βασιλέως ασκούν κυριαρχική εξουσία και οι αποφάσεις τους δεσμεύουν το σύνολο των πολεμι-
στών ή του δήμου. Η εξουσία τους ενισχύεται από την επίκληση γενεαλογίας που φτάνει έως τον ίδιο τον Δία,
όπως μαρτυρεί το επίθετο διοτρεφής ή διογενής που μπορεί να τους χαρακτηρίζει. Εξωτερικό γνώρισμα της
κυριαρχικής τους εξουσίας είναι το σκήπτρο, που φέρουν οι σκηπτοῦχοι βασιλεῖς. Το σκήπτρο αυτό θεωρείται
ότι έχει φτάσει στα χέρια τους μέσα από μία σειρά μεταβιβάσεων που ξεκινά, και αυτή, από τον «πατέρα των
θεών». Η θεϊκή καταγωγή του βασιλιά προσδίδει αναμφισβήτητο κύρος, απέχει όμως πολύ από τις θεοκρατικές
αντιλήψεις για την εξουσία στις μοναρχίες της Εγγύς Ανατολής ή της Αιγύπτου, όπου ο μονάρχης ταυτίζεται
σχεδόν με τον θεό. Ένα άλλο θεμέλιο της ομηρικής βασιλείας είναι η κληρονομική μεταβίβασή της: με κάποιες
εξαιρέσεις, οι περισσότεροι ήρωες έχουν διαδεχθεί ή πρόκειται να διαδεχθούν την πατρική βασιλική εξουσία.
Το περιεχόμενο της εξουσίας του ομηρικού βασιλιά είναι ασθενέστερο από το αντίστοιχο της μυκηναϊκής

13
περιόδου. Οι κυριότερες αρετές, που τον διακρίνουν, είναι η ανδρεία στη μάχη, η γενναιοδωρία, καθώς και η
ικανότητα να δίνει ορθές συμβουλές και να λαμβάνει φρόνιμες αποφάσεις, ιδιότητες, τις οποίες αποδίδει το
επίθετο βουληφόρος. Παραδόξως, οι τελευταίες ειδικά αυτές αρετές λείπουν από τον αρχηγό των αχαϊκών
στρατευμάτων, τον Αγαμέμνονα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβήτηση της εξουσίας του, όχι όμως
στην ακύρωσή της.
Ο βασιλιάς οδηγεί τους συντρόφους του στη μάχη, ενώ παρακρατεί τιμητικό μερίδιο (γέρας) από τα λάφυ-
ρα, συσσωρεύοντας πλούτη. Η ορθή του κρίση τον καθιστά προνομιακό (όχι όμως αποκλειστικό) ρυθμιστή
των φιλονικιών, με περισσότερες πιθανότητες, λόγω της θέσης του, να γίνεται σεβαστή η όποια διευθέτηση
προτείνει. Προκειμένου να λάβει μία απόφαση, είτε στον τομέα της δικαιοσύνης είτε σε οποιονδήποτε άλλον
τομέα, ο βασιλιάς των ομηρικών επών ζητά τη γνώμη του συμβουλίου των γερόντων, η εμπειρία των οποίων
αποτελεί εγγύηση ευθυκρισίας· η βασιλική απόφαση, επομένως, δεν είναι αυθαίρετη, αλλά προϊόν στάθμισης
των προσφορότερων συμβουλών· όπως προτρέπει τον Αγαμέμνονα ο γηραιός βασιλιάς της Πύλου Νέστωρ:
«σου πρέπει εσένα ο πρώτος λόγος, συνάμα όμως και ν᾽ ακούς· κι αν κάποιος κάτι ωφέλιμο έχει να φανερώσει,
να το εφαρμόσεις, κι ας είναι λόγος άλλου» (Ἰλιάς Ι, στ. 100-103). Δεν λείπουν, τέλος, και κάποιας μορφής
συνελεύσεις, των πολεμιστών στο στρατόπεδο ή του δήμου στην ἀγορά· στις συνελεύσεις αυτές ο λαός δεν
λαμβάνει τον λόγο ούτε αποφασίζει, συμμετέχει μόνο ως παθητικός παρατηρητής.
Η ύπαρξη τόσο του συμβουλίου των γερόντων όσο και των συνελεύσεων μαρτυρούν κάποιον περιορισμό
στη βασιλική εξουσία· θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει τον ρόλο των διαφορετικών αυτών οργάνων με τη
φράση: «το πλήθος ακούει, οι γέροντες προτείνουν, ο βασιλιάς αποφασίζει». Σε γενικές, πάντως, γραμμές, όλοι
οι θεσμοί, όπως φαίνεται να λειτουργούν στα ομηρικά έπη –τα οποία κάθε άλλο παρά ως πραγματεία «συνταγ-
ματικού δικαίου» πρέπει να εκληφθούν– διακρίνονται για τον άτυπο χαρακτήρα τους, τη ρευστότητα και την
ευκαμψία τους.

1.2.1.3. Μακεδονία και ελληνιστικά βασίλεια


Στις παρυφές του ελληνικού κόσμου, η Μακεδονία μοιραζόταν, σε μεγάλο βαθμό, τον πολιτισμό του, χωρίς
όμως να υιοθετήσει τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν, μετά το τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα,
στη νότια Ελλάδα. Έτσι, στην περιοχή αυτή υπήρχαν θεσμοί και παραδόσεις, που παραπέμπουν στην ομηρι-
κή κοινωνία και που στηρίζονταν στην αριστοκρατική δομή των γενών και στην πατροπαράδοτη βασιλεία.
Από την εποχή του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και μέχρι την επικράτηση των Ρωμαίων στην
περιοχή, η τύχη της Ελλάδας και των ελληνικών πόλεων καθορίζεται από το βασίλειο της Μακεδονίας.Στο
μακεδονικό βασίλειο, συνεκτικό στοιχείο πληθυσμών από διαφορετικές προελεύσεις –ελληνικών και προελλη-
νικών– ήταν η δυναστεία των Αργεαδών, η οποία θεωρούσε ότι καταγόταν από το Άργος, με επώνυμο πρόγονο
τον Ηρακλή· η επίκληση της μακρινής αυτής καταγωγής την έθετε υπεράνω τοπικιστικών και οικογενειακών
διενέξεων. Ο βασιλιάς είναι κατ᾽ εξοχήν πολεμιστής βασιλιάς, κύριος ρόλος του οποίου είναι να ηγείται στον
πόλεμο. Η βασιλεία είναι κληρονομική, φαίνεται όμως ότι η ανάρρηση στον θρόνο του εκάστοτε διαδόχου επι-
κυρώνεται από μία συνέλευση, στην οποία συμμετέχουν οι ένοπλοι στρατιώτες, που δηλώνονται με το ίδιο το
εθνικό τους, Μακεδόνες· πρόκειται για ελεύθερα άτομα που επιδίδονταν σε αγροτικές, κυρίως, δραστηριότητες
και επάνδρωναν τον βασιλικό στρατό. Ο ρόλος της στρατιωτικής συνέλευσης στην ανάδειξη του μονάρχη ήταν
πιο σημαντικός κατά τη διάρκεια των δυναστικών κρίσεων· είναι πιθανόν να είχε κάποιον ρόλο σε ζητήματα
απονομής δικαιοσύνης. Ο ηγεμόνας περιστοιχιζόταν από μία αριστοκρατία γαιοκτημόνων, που αποτελούνταν
από αρχηγούς ευγενών οικογενειών, τους ἑταίρους, συντρόφους του βασιλιά, οι οποίοι υπηρετούσαν σε επίλε-
κτα στρατιωτικά σώματα.
Πρέπει να επισημανθεί ότι η ελληνική πολιτική σκέψη του 4ου π.Χ. αιώνα (Ισοκράτης, Ξενοφών, Πλάτων,
Αριστοτέλης) είχε ασχοληθεί με το μοναρχικό φαινόμενο και τις ιδιότητες, που θα έπρεπε να έχει ο βασιλικὸς
ἀνήρ· είχε, επομένως, υπάρξει προετοιμασία του εδάφους, στο οποίο καλλιεργήθηκε ο θεσμός της βασιλείας
στη Μακεδονία. Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί εδώ η αντίληψη, που θεωρεί τον βασιλιά ως ἔμψυχον νόμον·
η έκφραση αποδίδεται στον Αρχύτα, μεγάλο διανοητή της Αρχαιότητας (5ος-4ος π.Χ. αιώνας), από τον Τάραντα
της Κάτω Ιταλίας. Κατ᾽ αναλογία με την κυριαρχία του νόμου, στο πλαίσιο της πόλης-κράτους, όπου οι πολίτες
συμμετέχουν στη διαμόρφωσή του, ο κυρίαρχος βασιλιάς, που θεσπίζει μόνος του κανόνες, θεωρείται πως είναι
εκφραστής ενός νόμου ζωντανού, τον οποίο και ενσαρκώνει· διαπιστώνεται, δηλαδή, πλήρης αντιστροφή και
στη θέση του «νόμου-βασιλέως», που εκφράζει τη συλλογική βούληση των πολιτών, υπάρχει ο «βασιλεύς-νό-
μος», που εκφράζει την προσωπική βούληση του μονάρχη.

14
Εικόνα 1.3. Χάρτης ελληνιστικών βασιλείων των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πηγή: https://commons.wikimedia.
org (με ένδειξη κοινό κτήμα [public domain]).

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι κατακτημένες περιοχές χωρίστηκαν σε ανεξάρτητα βα-
σίλεια, σε καθένα από τα οποία τέθηκε επικεφαλής κάποιος από τους στρατηγούς του (εικόνα 1.3). Εκτός
από το βασίλειο των Αντιγονιδών, που περιλάμβανε τη Μακεδονία και σημαντικές περιοχές της κυρίως
Ελλάδας, τα βασίλεια, που διαμορφώθηκαν και σφράγισαν την ελληνιστική περίοδο είναι: των Πτολεμαί-
ων (κυρίως στην Αίγυπτο), των Σελευκιδών (Βόρεια Συρία, Μεσοποταμία μέχρι το Ιράν) και, από το 263
π.Χ., των Ατταλιδών (γύρω από την πόλη Πέργαμο της Μικράς Ασίας). Τα ελληνιστικά αυτά βασίλεια της
Ανατολής συνεχίζουν, κατά βάση, τη μοναρχική παράδοση των Μακεδόνων, η οποία όμως εμπλουτίζεται
με τις εκάστοτε τοπικές παραδόσεις και ιδιαιτερότητες. Η βασιλική εξουσία θεμελιώνεται στην επιβολή
και τη δύναμη των όπλων, γι᾽ αυτό και τα βασιλικά εδάφη χαρακτηρίζονται ως δορίκτητος χώρα, γη δηλα-
δή που έχει αποκτηθεί με τη λόγχη.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό των ελληνιστικών μοναρχιών της Ανατολής είναι η ανομοιογένειά τους,
τόσο ως προς την «εθνική» τους σύνθεση όσο και ως προς την εδαφική τους επικράτεια. Σε αντίθεση
με το μακεδονικό βασίλειο, όπου η μοναρχική εξουσία ασκούνταν, κατά βάση, σε «εθνικά» ομοιογενή
κοινότητα, τους Μακεδόνες, στα βασίλεια της Ανατολής μία μακεδονική ηγετική ομάδα είχε επιβληθεί
σε ξένους γηγενείς πληθυσμούς· για τον λόγο αυτόν, ο βασιλικός τίτλος δεν ήταν δυνατόν να περιέχει
κάποιο «εθνικό» προσδιοριστικό (π.χ. βασιλεὺς Μακεδόνων ή βασιλεὺς Αἰγυπτίων). Από την άλλη μεριά,
ούτε εδαφική ομοιογένεια υπήρχε, καθόσον υπήρχαν κτήσεις και έξω από τα όρια του υπό στενή έννοια
βασιλείου, όπως π.χ. η Κύπρος ή η Κυρήνη, τμήματα του πτολεμαϊκού βασιλείου της Αιγύπτου· επομένως,
ούτε γεωγραφικό προσδιορισμό μπορούσε να περιλαμβάνει ο βασιλικός τίτλος (π.χ. βασιλεὺς Αἰγύπτου),
ο οποίος περιοριζόταν στην αναφορά του προσωπικού ονόματος και της βασιλικής ιδιότητας (βασιλεὺς
Πτολεμαῖος, βασιλεὺς Ἀντίοχος). Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι στο εσωτερικό κάθε βασιλείου λει-
τουργούσαν σαν θύλακες ελληνισμού, παλαιές ή προσφάτως ιδρυθείσες πόλεις-κράτη, με τους δικούς της
θεσμούς η κάθε μία, οι οποίες συνιστούσαν ανεξάρτητες, μέχρι ένα σημείο, βαθμίδες λήψης αποφάσεων,
χωρίς, ωστόσο, αυτό να ακυρώνει τη βασιλική κυριαρχία.

15
Εικόνα 1.4. Χρυσό οκτάδραχμο Πτολεμαίου Β΄ που φέρει παράσταση της κεφαλής του Πτολεμαίου Α΄ και της Βερενίκης
Α΄. Χαρακτηριστικό των πτολεμαϊκών νομισμάτων είναι το ότι οι παραστάσεις που φέρουν αναφέρονται συνήθως στη
θεοποίηση των ηγεμόνων (βλ. ιδίως την επιγραφή «θεών» στο οκτάδραχμο δεξιά). Αθήνα, Νομισματική Συλλογή Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου. Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (1970-2000). Εκδοτική Αθηνών. Αθήνα, τ. 4, σελ. 406.

Η ανομοιογένεια αυτή της ελληνιστικής μοναρχίας συνδέεται με την αναζήτηση συνεκτικών στοιχείων για
την εξασφάλιση βάσεων νομιμότητας, πέρα από το «δίκαιο της κατάκτησης». Δύσκολο εγχείρημα, καθόσον
έπρεπε να ληφθεί υπόψη η ποικιλία των παραδόσεων, που συνυπήρχαν σε ένα βασίλειο. Διαφορετικά αντι-
μετώπιζαν το μοναρχικό φαινόμενο οι Μακεδόνες, διαφορετικά οι Έλληνες από τις υπόλοιπες περιοχές του
ελληνικού κόσμου, διαφορετικά οι ανατολικοί λαοί. Για το ελληνικό στοιχείο των μοναρχιών, σημαντικός είναι
ο κατάλογος των προσωπικών αρετών, όπως η δικαιοσύνη, η ευσέβεια, η φιλανθρωπία, η σωτηρία, η ευεργε-
σία, από τις οποίες πρέπει να εμφορείται ο βασιλιάς· ακόμη και αν οι αρετές αυτές ήταν ίσως ξένες προς το
περιβάλλον της παραδοσιακής ελληνικής πόλης-κράτους και δεν χαρακτήριζαν τους τακτικά εναλλασσόμενους
αξιωματούχους της, στο περιβάλλον της μοναρχίας προσέδιδαν ένα στοιχείο διάρκειας στον, αναγκαστικά εφή-
μερο, χαρακτήρα της στρατιωτικής νίκης, στην οποία εδραζόταν ο μοναρχικός θεσμός. Το κατ᾽ εξοχήν όμως
συνεκτικό στοιχείο των ελληνιστικών μοναρχιών είναι η λατρεία των ηγεμόνων (εικόνα 1.4). Για τους Έλληνες
υπηκόους, η λατρεία αυτή μπορούσε να εκδηλωθεί με μία προνομιακή σχέση μεταξύ κάποιου θεού και του βα-
σιλιά, που εμφανιζόταν ως προστατευόμενός του· μπορούσε, επίσης, να εκδηλωθεί και με την απόδοση τιμών
από μία πόλη στον μονάρχη ως ἰσόθεον, παρόμοιο με θεό, όχι όμως ως θεό. Οι γηγενείς πληθυσμοί, αντιθέτως,
δεν δίσταζαν να αναγνωρίζουν τον θείο χαρακτήρα της μοναρχίας, όπως οι Αιγύπτιοι, για τους οποίους ο ελλη-
νιστικός μονάρχης εντασσόταν στην φαραωνική παράδοση των ζωντανών θεών. Τέλος, η καθιέρωση δυναστι-
κής λατρείας οφειλόταν σε βασιλική πρωτοβουλία και συνίστατο στην απόδοση θεϊκών τιμών στους προγόνους
αρχικά, στη συνέχεια και σε εν ζωή ηγεμόνες, με σκοπό την έμφαση στη δυναστική συνέχεια.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των ελληνιστικών μοναρχιών είναι ο προσωποπαγής τους χαρακτήρας. Η βασι-
λεία, κατά κανόνα κληρονομική, ταυτίζεται με το πρόσωπο του μονάρχη. Το έδαφος, ιδιοκτησία του ηγεμόνα,
χαρακτηρίζεται βασιλικὴ γῆ, το δημόσιο ταμείο βασιλικόν, ενώ οι κρατικές υποθέσεις δηλώνονται με τη λέξη

16
πράγματα, ζητήματα, δηλαδή, του βασιλιά. Οι τίτλοι των ανώτερων αξιωμάτων της βασιλικής αυλής αποδίδουν
και αυτοί τη στενή σχέση με τον ανώτατο άρχοντα: στην κορυφή της ιεραρχίας οι αξιωματούχοι ονομάζονται
σωματοφύλακες, φίλοι ή συγγενεῖς, όροι που τονίζουν τον προσωπικό δεσμό με τον βασιλιά.
Από όλα τα ελληνιστικά βασίλεια, περισσότερες πληροφορίες ως προς τη λειτουργία του δικαίου και των
θεσμών διαθέτουμε για την ελληνιστική Αίγυπτο, λόγω της πληθώρας των παπυρικών πηγών (βλ. 1.1.4). Στη
χώρα αυτή συνυπάρχουν περισσότερες εθνότητες (Αιγύπτιοι, Έλληνες, Ιουδαίοι, Πέρσες κ.ά.), κάθε μία από τις
οποίες διατηρεί τις παραδόσεις και το δίκαιό της. Οι Πτολεμαίοι, όπως ονομάζονται τα μέλη της βασιλικής δυ-
ναστείας της ελληνιστικής Αιγύπτου, σεβάστηκαν τις νομικές ιδιαιτερότητες των εθνοτήτων αυτών που συνυ-
πήρχαν στο βασίλειό τους. Η πλειονότητα των δικαίων δημιούργησε την ανάγκη ιεράρχησης των εφαρμοστέων
κανόνων, έννοιας άγνωστης τόσο στο περιβάλλον μιας πόλης, όπου μόνο ο νόμος αποτελούσε πηγή δικαίου,
όσο και στο περιβάλλον μιας «εθνικής» μοναρχίας, όπως του βασιλείου της Μακεδονίας, όπου ένα μόνο δίκαιο
εφαρμοζόταν, εκφραστής του οποίου ήταν ο βασιλιάς· παραλλήλως, έπρεπε να καθοριστούν οι αρμοδιότητες
των διαφορετικών δικαστηρίων.
Κάποια από τα ζητήματα αυτά, που σχετίζονταν με την πλειονότητα των δικαίων, αντιμετωπίστηκαν από
δύο πτολεμαϊκές διατάξεις, που μας έχουν σωθεί σε παπύρους, έναν του τέλους του 3ου και έναν του τέλους του
2ου π.Χ. αιώνα. Πρόκειται για μέρος ενός διαγράμματος καθώς και για ένα πρόσταγμα· πρόσταγμα και διάγραμ-
μα είναι όροι, που δηλώνουν βασιλικά διατάγματα, δεδομένου ότι ο όρος νόμος δεν μπορούσε να χρησιμοποι-
ηθεί, καθότι παρέπεμπε σε κανόνα, που είχε θεσπιστεί με τη συμμετοχή των συλλογικών οργάνων μιας πόλης.
Στο αρχαιότερο κείμενο καθιερώνεται μία πυραμίδα κανόνων δικαίου, που εφαρμόζονταν από τα ελληνικά
δικαστήρια της Αιγύπτου. Στο εν λόγω διάγραμμα, δεν γίνεται καμία αναφορά στο αιγυπτιακό δίκαιο· αυτό
οφείλεται στο ότι το κείμενο αυτό αποτελούσε μέρος των εγγράφων που είχαν κατατεθεί στο πλαίσιο μιας δί-
κης, στην οποία δεν εμπλέκονταν Αιγύπτιοι· οι διάδικοι, επομένως, επέλεξαν να προσκομίσουν διάταξη που να
ταιριάζει στην υπόθεσή τους. Σύμφωνα με το πτολεμαϊκό αυτό διάγραμμα:
1. Στην κορυφή της ιεραρχίας βρίσκονταν οι βασιλικές διατάξεις: «για όσα ζητήματα είτε είναι γνωστό είτε
αποδεικνύεται εγγράφως ότι ρυθμίζονται από διαγράμματα, να κρίνονται σύμφωνα με τα διαγράμματα»
(CPJud. I 19, στ. 42-43: «ὅσα μὲν ἐν τοῖς βασιλέως Πτολεμαίου διαγράμμασιν εἰδῇ γεγραμμένα ἢ ἐμφα-
νίζῃ τις ἡμῖν, κατὰ τὰ διαγράμματα»).
2. Σε περίπτωση κενού της βασιλικής νομοθεσίας, εφαρμόζονταν οι πολιτικοὶ νόμοι: «για τα ζητήματα που
δεν ρυθμίζονται από τα διαγράμματα, αλλά από τους πολιτικοὺς νόμους, να κρίνονται σύμφωνα με τους
πολιτικοὺς νόμους» (στ. 43-45: «ὅσα τε μὴ ἐστὶν ἐν τοῖς διαγράμμασιν ἀλλ᾽ ἐν τοῖς πολιτικοῖς νόμοις,
κατὰ τοὺς νόμους»).
3. Τέλος, αν ούτε οι πολιτικοὶ νόμοι προέβλεπαν κάποια διάταξη, που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μία
δεδομένη υπόθεση, η απόφαση θα έπρεπε να ληφθεί με βάση τη δικαιότερη γνώμη (στ. 45: «τά δ᾽ ἄλλα
γνώμῃ τῇ δικαιοτάτῃ»), έκφραση γνωστή κυρίως από τον όρκο των ηλιαστών της κλασικής Αθήνας,
αλλά και από άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.
Η ερμηνεία της έκφρασης πολιτικοὶ νόμοι προσκρούει σε δυσκολίες· κατά πάσα πιθανότητα, περιλάμβαναν
νόμους τόσο ελληνικούς όσο και μη ελληνικούς. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι νόμοι των ελληνικών πό-
λεων της Αιγύπτου (κατά σειρά αρχαιότητας: Ναύκρατις, Αλεξάνδρεια, Πτολεμαΐς) αλλά και των πόλεων και
περιοχών του ευρύτερου ελληνικού κόσμου, από τον οποίο προέρχονταν οι Έλληνες, που είχαν εγκατασταθεί
στην Αίγυπτο· επρόκειτο για ένα είδος νομικής κοινής, έκφραση που (κατ᾽ αναλογία προς την κοινή ελληνική
γλώσσα της εποχής, η οποία είχε αποβάλει τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων επιμέρους διαλέκτων) παραπέμπει
σε έναν κοινό πυρήνα ρυθμίσεων ελληνικής προέλευσης, που εφαρμόζονταν από τους Έλληνες κατοίκους του
πτολεμαϊκού βασιλείου. Στη δεύτερη κατηγορία φαίνεται πως περιλαμβανόταν η Βίβλος, και ειδικότερα η
Πεντάτευχος, θρησκευτικό αλλά ταυτοχρόνως και νομικό κείμενο της πολυπληθούς κοινότητας των Ιουδαίων,
που είχε μάλιστα μεταφραστεί στα ελληνικά (μετάφραση των Εβδομήκοντα), πολύ πιθανόν με πρωτοβουλία
του Πτολεμαίου Β᾽ Φιλάδελφου.
Ενώ από την πτολεμαϊκή διάταξη, που προαναφέρθηκε, απουσιάζει το ιθαγενές δίκαιο των Αιγυπτίων, αυτό,
αντιθέτως, λαμβάνεται υπόψη σε πρόσταγμα (118 π.Χ.) του Πτολεμαίου Η΄, με το οποίο καθορίζονται οι αρμο-
διότητες των κυριότερων δικαστικών οργάνων, που, την εποχή αυτή, είναι δύο:
• οι χρηματισταί, που απονέμουν ελληνικό, κατά βάση, δίκαιο στο όνομα του βασιλιά, και
• οι λαοκρίται, Αιγύπτιοι ιερείς, που δικάζουν με βάση το ιθαγενές δίκαιο, το οποίο δηλώνεται στα
ελληνικά με την έκφραση οἱ τῆς χώρας νόμοι.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη πτολεμαϊκή διάταξη, ο εφαρμοστέος κανόνας δεν καθοριζόταν με βάση την

17
αρχή της προσωπικότητας του δικαίου, αλλά με βάση τη γλώσσα του εγγράφου, από το οποίο προέκυπτε η
εκάστοτε διαφορά:
• Αν το επίδικο έγγραφο είχε συνταχθεί στα ελληνικά, η υπόθεση, ακόμη και αν αφορούσε Αιγυπτίους,
θα δικαζόταν από τους χρηματιστάς: «οι Αιγύπτιοι που έχουν συντάξει ελληνικά συμβόλαια με Έλ-
ληνες να δικάζονται και να υπάγονται στην αρμοδιότητα των χρηματιστῶν» (COrdPtol. 53, στ. 211-
214: «τοὺς μὲν καθ᾽ἑλληνικὰ σύμβολα συνηλλαχότας Ἕλλησιν Αἰγυπτίους ὑπέχειν καὶ λαμβάνειν τὸ
δίκαιον ἐπὶ τῶν χρηματιστῶν»)·
• αντιθέτως, αν η γλώσσα του εγγράφου ήταν η αιγυπτιακή, η υπόθεση, ακόμη και αν αφορούσε Έλλη-
νες, θα δικαζόταν από τους λαοκρίτας, σύμφωνα με το αιγυπτιακό δίκαιο: «όσοι, ενώ είναι Έλληνες,
συναλλάσσονται με αιγυπτιακά συμβόλαια να υπάγονται στην αρμοδιότητα των λαοκριτῶν, (που
δικάζουν) σύμφωνα με το αιγυπτιακό δίκαιο» (στ. 214-217: «ὅσοι δὲ Ἕλληνες ὄντες συνγράφονται
κατ᾽αἰγύπτια συναλλάγματα ὑπέχειν τὸ δίκαιον ἐπὶ των λαοκριτῶν κατὰ τοὺς τῆς χώρας νόμους»).
• Τέλος, στο ίδιο πρόσταγμα κατοχυρώνεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου των λαοκριτῶν, η οποία
φαίνεται πως κινδύνευε από τον «επεκτατισμό» των χρηματιστῶν: «οι χρηματισταί να μην αποσπούν
τις υποθέσεις μεταξύ Αιγυπτίων, αλλά να τις αφήνουν να εκδικάζονται από τους λαοκρίτας, σύμφωνα
με το αιγυπτιακό δίκαιο» (στ. 217-220: «τὰς δὲ τῶν Αἰγυπτίων πρὸς τοὺς αὐτοὺς Αἰγυπτίους κρίσεις μὴ
ἐπισπᾶσθαι τοὺς χρηματιστάς, ἀλλ᾽ ἐᾶν διεξάγεσθαι ἐπὶ τῶν λαοκριτῶν κατὰ τοὺς τῆς χώρας νόμους»).
Οι παράλληλες αυτές δικαιοδοσίες και η πλειονότητα των δικαίων συνιστούν ενδιαφέρον φαινόμενο νομι-
κού πλουραλισμού· στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο συνυπάρχουν το βασιλικό δίκαιο, που περιέχεται στις διατάξεις
που εκδίδουν οι μονάρχες, το δίκαιο των ελληνικών πόλεων της Αιγύπτου, οι ελληνικής προέλευσης ρυθμίσεις
που ανάγονται στη νομοθετική παράδοση των κλασικών πόλεων, από τις οποίες προέρχονται οι Έλληνες που
κατοικούν σε κωμοπόλεις και χωριά της Αιγύπτου, το ιθαγενές δίκαιο των Αιγυπτίων, ο Μωσαϊκός Νόμος των
Ιουδαίων, ενδεχομένως και δίκαια άλλων εθνοτήτων, τα οποία δεν γνωρίζουμε.

1.2.2. Πόλεις-κράτη
Η πόλη-κράτος αποτέλεσε για πολλούς αιώνες την κυρίαρχη πολιτική και κοινωνική μορφή οργάνωσης στην αρ-
χαία Ελλάδα (με την εξαίρεση κυρίως της Μακεδονίας και της Ηπείρου). Χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλεως
είναι «η συμμετοχή στο ευ ζην» («ἡ τοῦ εὖ ζῆν κοινωνία»), που αποσκοπεί σε ολοκληρωμένη και αυτάρκη ζωή
(«ζωῆς τελείας χάριν καὶ αὐτάρκους»), η οποία δεν είναι άλλη από «τον ευδαίμονα και ενάρετο βίο» («τὸ ζῆν
εὐδαιμόνως καὶ καλῶς») (Αριστοτέλη, Πολιτικά, Γ΄, 1280b).Ο κόσμος των ελληνικών πόλεων είναι κατακερμα-
τισμένος: πάνω από 1.000 πόλεις είναι εγκατεσπαρμένες, την κλασική εποχή, στον ελληνικό χώρο· οι περισσό-
τερες από αυτές έχουν έκταση μικρότερη από 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα· εξαίρεση αποτελούν η Αθήνα (2.650
τετραγωνικά χιλιόμετρα, μέγεθος περίπου αντίστοιχο με αυτό του Δουκάτου του Λουξεμβούργου) και, ακόμη
περισσότερο, η Σπάρτη (8.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα). Εκτός από την εδαφική διάσταση, που περιλαμβάνει
τόσο το αστικό κέντρο όσο και την ύπαιθρο, η έννοια της πόλης-κράτους προϋποθέτει την ύπαρξη κριτηρίων
για την αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη (βλ. 3.2.1), τα δικαιώματα του οποίου καθορίζουν τη μορφή του
εκάστοτε πολιτειακού σχήματος (ολιγαρχία, δημοκρατία, τυραννία). Σε κάθε περίπτωση –αν και καλύτερα πλη-
ροφορημένοι είμαστε για πόλεις με δημοκρατικό πολίτευμα– λειτουργούν συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτειακών
οργάνων (συνέλευση, βουλή ή γερουσία, αξιωματούχοι), τα οποία χαρακτηρίζει η αρχή της συλλογικότητας. Κάθε
πόλη-κράτος διαμορφώνει δικαϊκούς κανόνες, οι οποίοι διέπουν την κοινωνική ζωή των μελών της.

1.2.2.1. Πολιτειακά σχήματα


Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «πολιτική οργάνωση μιας πόλης (πολιτεία) είναι η οργάνωση όλων των εξουσι-
ών (τάξις τῶν ἀρχῶν)» (Πολιτικά, Γ΄, 1278b), δηλαδή «με ποιον τρόπο είναι κατανεμημένες» (Πολιτικά, Δ᾽,
1289a: «τίνι τρόπῳ νενέμηνται»). Κατά την αριστοτέλεια, λοιπόν, τάξιν τῶν ἀρχῶν, «στα δημοκρατικά πολι-
τεύματα κυρίαρχος είναι ο δήμος («ἐν μὲν ταῖς δημοκρατίαις κύριος ὁ δῆμος»), ενώ στα ολιγαρχικά οι λίγοι («οἱ
δ᾽ὀλίγοι ἐν ταῖς ὀλιγαρχίαις») (Πολιτικά, Γ΄, 1278b). Σε πολλές πόλεις, κατά την αρχαϊκή περίοδο, ένα άτομο
περιβαλλόταν με έκτακτες εξουσίες και γινόταν, για ένα περισσότερο ή λιγότερο μεγάλο διάστημα, ο ανώτατος
άρχοντας της πόλης· πρόκειται για την τυραννίδα, που, κατά τις διακρίσεις των πολιτευμάτων του Αριστοτέλη
(Πολιτικά, Δ᾽, 1289a), συνιστά παρέκβασιν της βασιλείας.

18
1.2.2.1.1. Τυραννία
Κατά την αρχαϊκή περίοδο, μεγάλος αριθμός ελληνικών πόλεων γνώρισε τυραννικά πολιτεύματα. Η λέξη
τύραννος, λυδικής (από το βασίλειο της Λυδίας, στη Μικρά Ασία) ίσως καταγωγής, δεν ήταν πάντοτε αρνητικά
φορτισμένη. Τον 7ο και 6ο π.Χ. αιώνα, η τυραννία εμφανίστηκε ως απάντηση σε ταραχώδεις εποχές, γεμάτες
από κοινωνικές εντάσεις. Κατά τη διάρκεια των κοινωνικών αυτών αναταραχών, ένας τύραννος σφετερίζεται
την εξουσία, τις περισσότερες φορές ως υπερασπιστής ομάδων καταπιεσμένων από την κυριαρχία μιας αρι-
στοκρατίας, την οποία και ανατρέπει. Εξαίρεση στο σχήμα αυτό αποτελούν κάποια τυραννικά πολιτεύματα
που εγκαθιδρύθηκαν, στο τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα, σε ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας· πρόκειται για μέλη
των τοπικών ολιγαρχιών, τα οποία είχαν επιλεγεί, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του Πέρση
βασιλιά. Σε όλες σχεδόν τις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι τύραννοι παρουσιάζονται ως λύση στα έντονα κοινωνικά
προβλήματα, τα οποία αντιμετώπιζαν οι αρχαϊκές πόλεις, κυρίως στην Ιωνία, τα νησιά του Αιγαίου, την Αττική,
τη βόρεια Πελοπόννησο, τη Σικελία.
Τα κοινωνικά προβλήματα θα μπορούσαν, κάπως σχηματικά, να συνοψιστούν στην αντίθεση μεταξύ των
μελών των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών, που νέμονταν πλούτο, προνόμια και εξουσία, και των συνε-
χώς πολυπληθέστερων κοινωνικών ομάδων των βιοτεχνών και των εμπόρων, καθώς και των μικροκτηματιών,
οι οποίοι σχημάτιζαν τον δήμο. Μολονότι συχνά προέρχονται από τους κόλπους της αριστοκρατίας, οι τύραννοι
εμφανίζονταν ως υπερασπιστές των συμφερόντων του δήμου αυτού και ως εκφραστές της δυσαρέσκειάς του.
Η κατάληψη της εξουσίας από τους τυράννους μπορούσε να γίνει:
• είτε με επίφαση νομιμότητας, όπως όταν ιδιοποιούνταν το σύνολο των εξουσιών άτομα, που κατεί-
χαν ήδη κάποιο αξίωμα: στρατιωτικό (Κύψελος στην Κόρινθο, Ορθαγόρας στη Σικυώνα), πρυτανεία
(Θρασύβουλος στη Μίλητο), αἰσυμνητεία (Πιττακός στη Μυτιλήνη).
• είτε με τη χρήση ένοπλης βίας (Πεισίστρατος στην Αθήνα, Πολυκράτης στη Σάμο).
Στις περισσότερες πόλεις, που γνώρισαν τυραννικό καθεστώς, το προηγούμενο θεσμικό πλαίσιο εξακο-
λουθούσε να υφίσταται (στην Αθήνα π.χ. ο Πεισίστρατος δεν κατήργησε τον Άρειο Πάγο, τη συνέλευση, τους
άρχοντες), ωστόσο ο τύραννος συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες στα χέρια του, ασκώντας δημαγωγική διακυ-
βέρνηση. Η πολιτική του χαρακτηριζόταν από μέτρα κατά των πλουσίων (απαγόρευση πολυτέλειας) και υπέρ
των ασθενέστερων (άφεση χρεών, αναδασμός της γης), κατασκευές μεγάλων δημόσιων έργων, εισαγωγή και
ανάπτυξη δημοφιλών θρησκευτικών λατρειών, όπως του Διονύσου στην Αθήνα.
Η στάση των αρχαίων διανοητών (Θουκυδίδης, Πλάτων, Αριστοτέλης) απέναντι στην αρχαϊκή τυραννία
ήταν από αμφίσημη έως θετική. Εκείνο, που της αναγνωρίζουν, είναι η συμβολή στη διαδικασία διάλυσης των
παρηκμασμένων αριστοκρατιών και ανανέωσης του σώματος των πολιτών, διαδικασία η οποία δεν θα μπορού-
σε να ξεκινήσει από μόνη της.
Τα τυραννικά καθεστώτα διήρκεσαν μερικές δεκαετίες: 36 χρόνια για τους Πεισιστρατίδες στην Αθήνα,
περίπου διπλάσιος χρόνος για τους Κυψελίδες στην Κόρινθο. Επρόκειτο επομένως για εφήμερα καθεστώτα,
τα οποία εμφανίζονταν παντού ως μεταβατικές περίοδοι. Είναι περίεργο ότι, αρκετά συχνά, τα καθεστώτα που
διαδέχονταν τα τυραννικά ήταν ολιγαρχικά, κάπως αντίστοιχα με εκείνα, εναντίον των οποίων αρχικώς είχαν
στραφεί. Στην Αθήνα, όμως, η τυραννία οδήγησε σε δημοκρατικό πολίτευμα.

1.2.2.1.2. Ολιγαρχία
Στην ολιγαρχική πόλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια μικρού αριθμού πολιτών, των ὀλίγων. Τόσο στο ολιγαρ-
χικό καθεστώς όσο και στο δημοκρατικό, τα όργανα είναι τα ίδια· διαφέρουν όμως οι κανόνες συμμετοχής σ᾽
αυτά. Τα κριτήρια, με βάση τα οποία καθορίζεται, ποιοι θα μετέχουν στην άσκηση της εξουσίας σε ένα ολιγαρ-
χικό πολίτευμα, ποικίλλουν ανάλογα με την πόλη και βασίζονται στην καταγωγή, στην έγγειο ιδιοκτησία, στο
σύνολο της περιουσίας, στο εισόδημα, στην ηλικία. Ανάλογα, επίσης, με την κάθε περίπτωση, τα κριτήρια αυτά
εφαρμόζονται, προκειμένου να καθοριστεί:
• είτε η πρόσβαση στα αξιώματα και στη βουλή, εφόσον αυτά τα όργανα έχουν αποφασιστικό ρόλο και
η συνέλευση είναι παντελώς ανίσχυρη
• είτε η συμμετοχή στις συνελεύσεις, εφόσον συμβαίνει το αντίθετο.
Η Σπάρτη θεωρείται ως το κατ᾽ εξοχήν παράδειγμα ολιγαρχικής πόλης, χωρίς όμως σ᾽ αυτό να συγκλίνουν
όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, ορισμένοι από τους οποίους αναδεικνύουν την ισότητα που χαρακτήριζε τους
ὁμοίους, τους γνήσιους, δηλαδή, πολίτες της Σπάρτης, που διέθεταν κλήρο και μπορούσαν να πληρώνουν το

19
συσσίτιό τους. Οι όμοιοι αυτοί συμμετείχαν στη συνέλευση, ο αριθμός τους όμως άρχισε να συρρικνώνεται
από τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και, κυρίως, αφότου δόθηκε η δυνατότητα της ελεύθερης διάθεσης του κλήρου
τους· αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός μεν την απώλεια της ιδιότητας του ὁμοίου και την περιέλευσή του σε
υποδεέστερο καθεστώς, αυτό του ὑπομείονος, αφετέρου δε τη συγκέντρωση των γαιών στα χέρια των καλῶν
κἀγαθῶν, μιας ηγετικής ολιγαρχίας. Εκτός από τη συνέλευση των ὁμοίων, τα όργανα της Σπάρτης έχουν ολι-
γαρχικό χαρακτήρα. Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, οι δύο βασιλεῖς, οι οποίοι κατάγονταν από τα δύο παραδοσιακά βασιλικά
γένη της Σπάρτης, τους Αγιάδες και τους Ευρυποντίδες. Ακόμη, η αρχή των πέντε ἐφόρων, οι οποίοι είχαν κα-
ταστεί το ισχυρότερο όργανο στη διακυβέρνηση της πόλης· εκλέγονταν κάθε χρόνο από τη Γερουσία, η οποία
ασκούσε μεγάλη επιρροή στη λήψη σημαντικών αποφάσεων· στο όργανο αυτό συμμετείχαν οι δύο βασιλείς και
28 πολίτες άνω των 60 ετών, οι οποίοι εκλέγονταν, με ισόβια θητεία, από τη συνέλευση. Κατά τον Ηρόδοτο,
στη Σπάρτη, ήδη από τον νομοθέτη Λυκούργο, είχε εγκαθιδρυθεί εὐνομία, όρος που δύσκολα μπορεί να μετα-
φραστεί και που εμπεριέχει την έννοια της πολιτικής σταθερότητας και της ευταξίας.
Εκτός από τη Σπάρτη, σημαντικές ολιγαρχικές πόλεις, κατά την κλασική περίοδο, είναι η Κόρινθος και η
Θήβα. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι στην Αθήνα, στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα, καταλύθηκε δύο φορές η
δημοκρατία και εγκαθιδρύθηκε ολιγαρχικό καθεστώς:
1. το 411 π.Χ., όταν στην πόλη ένα συμβούλιο από Τετρακοσίους κατέλαβε, για λίγους μήνες, την εξουσία,
εγκαθιστώντας συνέλευση 5.000 πολιτών·
2. το 404/3 π.Χ., όταν τη διακυβέρνηση ανέλαβαν, για οκτώ μήνες, οι Τριάκοντα τύραννοι, καταρτίζοντας
κατάλογο από 3.000 πολίτες με δικαίωμα ψήφου.

1.2.2.1.3. Δημοκρατία

Εικόνα 1.5. Πανόραμα της Αθήνας από την αρχαία Πνύκα. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (άδεια: CC BY-SA 3.0,
δικαιούχος: Tomisti).

Η λέξη δημοκρατία εμφανίζεται γύρω στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Κατά πάσα πιθανότητα, οι απαρχές του
όρου μπορούν να εντοπιστούν στις Ἱκέτιδες (465 π.Χ.) του Αισχύλου, στη φράση «το κυρίαρχο χέρι του λαού»
(στ. 604: «δήμου κρατοῦσα χείρ»), όπου έχουμε ποιητική μεταφορά της λήψης μιας απόφασης με ανάταση
της χειρός. Η πόλη, στην οποία κατ᾽ εξοχήν λειτούργησε το δημοκρατικό πολίτευμα, είναι η Αθήνα (εικόνα
1.5), από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (507 π.Χ.) και του Εφιάλτη (462 π.Χ.) έως τη μακεδονική κατά-
κτηση (322 π.Χ.)· άλλες δημοκρατικές πόλεις υπήρξαν το Άργος, η Χαλκίδα, οι Ερυθρές, οι Συρακούσες (στη
Σικελία). Στην επόμενη ενότητα (2.2.2), θα εξεταστούν τα πολιτειακά όργανα της αθηναϊκής δημοκρατίας·
στην παρούσα παράγραφο θα γίνει αναφορά στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη και του Εφιάλτη, οι οποίες
δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, και θα παρουσιαστούν τα κύρια
χαρακτηριστικά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Από τις μεταρρυθμίσεις, που κατόρθωσε να επιβάλει ο Κλεισθένης, η πιο σημαντική σχετιζόταν με τις νέες
δομές που εφάρμοσε στην πόλη, καθιερώνοντας καινούργια οργάνωση του χώρου. Το σώμα των πολιτών έπα-
ψε να κατατάσσεται σε ομάδες, που θεμελιώνονταν στη συγγένεια· οι τέσσερις αρχικές φυλές, σε μία από τις
οποίες ανήκε κάποιος λόγω της οικογενειακής του καταγωγής, αντικαταστάθηκαν από δέκα, στις οποίες εντά-
χθηκαν οι πάνω από εκατό νέες γεωγραφικές ενότητες που δημιουργήθηκαν, οι δῆμοι· κάθε πολίτης ανήκε στο

20
εξής στον δήμο του τόπου διαμονής του και, μέσω αυτού, σε μία φυλή, η ένταξη στην οποία ήταν, επομένως,
συνάρτηση κριτηρίων γεωγραφικών και όχι οικογενειακών. Η θεμελιώδης αυτή αλλαγή αποτυπώθηκε και στα
ονόματα των Αθηναίων, τα ανθρωπωνύμια: το όνομα του γένους, που παλαιότερα διαφοροποιούσε κάθε οικο-
γένεια, αντικαταστάθηκε από το δημοτικό, όνομα κοινό για όλους τους πολίτες ενός δήμου. Οι οικογενειακές
δομές αλληλεγγύης υποσκελίστηκαν από μια κατανομή καθαρά, πλέον, γεωγραφική. Το σύνολο των θεσμών
της πόλης βασίστηκε στην κλεισθενική αυτή αναδιάρθρωση των φυλών, που αποσκοπούσε στη συγχώνευση
και ενοποίηση του κοινωνικού σώματος. Το μεταρρυθμιστικό έργο του Κλεισθένη συμπληρώθηκε, μισό, περί-
που, αιώνα αργότερα, από τον Εφιάλτη, που κατάφερε να καταργήσει τον πολιτικό ρόλο του αριστοκρατικού
συμβουλίου του Αρείου Πάγου, περιορίζοντας τις αρμοδιότητές του σε δικαστικά και θρησκευτικά καθήκοντα.
Το έδαφος ήταν πια πρόσφορο, για να αναπτυχθεί το δημοκρατικό πολίτευμα.
Στη δημοκρατία, η εξουσία ασκείται από τον δῆμον, το σύνολο δηλαδή των πολιτών, οι οποίοι συμμετέχουν
στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, που αφορούν τα κοινά και μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τους
μέχρι τότε παραδοσιακούς θεσμούς. Πρόκειται, λοιπόν, για μία θεώρηση του κόσμου τελείως διαφορετική από
αυτή, που γνώριζαν οι μέχρι τότε κοινωνίες, στις οποίες η ζωή, σε όλες τις εκφάνσεις της, έπρεπε να συνεχιστεί,
όπως είχε βρεθεί. Στην κλασική Αθήνα, αντιθέτως, οι πολίτες μπορούσαν να αποφασίσουν κατά διαφορετικό
τρόπο από ό,τι επέτασσε η παράδοση και να θεσπίσουν, μόνοι τους, κανόνες, οι οποίοι δεν υπαγορεύονταν από
κάποια θεϊκή βούληση. Όλοι οι Αθηναίοι –που δεν συμπίπτουν με όλους τους κατοίκους της πόλης (βλ. 3.2 και
3.2.3)– συμμετείχαν εξίσου στη δημιουργία των κανόνων, τους οποίους εξίσου, επίσης, όλοι εφάρμοζαν. Αυτό
πρέπει να είναι το περιεχόμενο της ἰσονομίης, που, κατά τον Ηρόδοτο (περ. 430 π.Χ.), χαρακτήριζε την «κυβέρ-
νηση του πλήθους» (3, 80: «πλῆθος δὲ ἄρχον»), δηλαδή τη δημοκρατία· το πολίτευμα αυτό διέφερε, σύμφωνα
με τον ίδιο συγγραφέα, από τη μοναρχία, κατά το ότι οι άρχοντες επιλέγονταν με κλήρο («πάλῳ ἀρχὰς ἄρχει»),
ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτούν («ὑπεύθυνον ἀρχὴν ἔχει»), ενώ όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν από κοι-
νού, ύστερα από συζήτηση στη συνέλευση («βουλεύματα πάντα ἐς τὸ κοινὸν ἀναφέρει»). Στο χωρίο αυτό του
Ηροδότου βρίσκουμε συμπυκνωμένα τα κυριότερα χαρακτηριστικά του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για να
είναι ο πίνακας πλήρης, σύμφωνα με τις δικές μας τουλάχιστον αντιλήψεις, θα πρέπει να προστεθούν στα χα-
ρακτηριστικά του δημοκρατικού πολιτεύματος η λειτουργία ενός συμβουλευτικού οργάνου, συλλογικού αλλά
σχετικά ολιγομελούς (Βουλή), και του λαϊκού δικαστηρίου (Ηλιαία).

1.2.2.2. Πολιτειακά όργανα (αθηναϊκή δημοκρατία)


Σύμφωνα με τη γνωστή φράση του Θουκυδίδη από τον Επιτάφιο του Περικλή, το δημοκρατικό πολίτευμα δεν
αφορά τους λίγους (ΙΙ, 37: μὴ εἰς ὀλίγους), αλλά τους πολλούς (εἰς πλείονας). Οι πλείονες αυτοί μπορούν να
συμμετέχουν στη λαϊκή συνέλευση (Ἐκκλησία), να εκλεγούν μέλη της Βουλῆς και της Ἡλιαίας, καθώς και να
αναλάβουν κάποιο αξίωμα. Στην παρούσα ενότητα θα εξεταστεί η λειτουργία των οργάνων αυτών, εκτός από
την Ηλιαία (για την οποία βλ. 2.3.2), κατά την κλασική εποχή.

1.2.2.2.1. Συνέλευση
Το κύριο γνώρισμα του δημοκρατικού πολιτεύματος ήταν πως οι σημαντικότερες αποφάσεις, που αφορού-
σαν την πόλη, λαμβάνονταν από λαϊκή συνέλευση, στην οποία είχαν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. Συνελεύσεις
συγκαλούνταν και στο πλαίσιο καθενός από τους δήμους, στους οποίους είχε διαιρεθεί η Αττική από τον Κλει-
σθένη· στις συνελεύσεις αυτές, για τις οποίες οι πληροφορίες μας είναι πολύ λίγες, συζητούνταν τοπικά ζητήμα-
τα και εγγράφονταν οι νέοι Αθηναίοι στον κατάλογο των πολιτών, το ληξιαρχικὸν γραμματεῖον, αφού προηγου-
μένως εξακριβωνόταν η ηλικία (18 ετών), καθώς και η ιδιότητά τους ως ελεύθερων και γνήσιων τέκνων. Στη
συνέχεια θα γίνει λόγος για τη σύνθεση της εκκλησίας του δήμου, τα διαδικαστικά και τις αρμοδιότητές της.
Στην εκκλησία του δήμου είχαν θεωρητικώς τη δυνατότητα να λάβουν μέρος όλοι οι πολίτες που είχαν συ-
μπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους· σ᾽ αυτήν, εξάλλου, τη δυνατότητα στηρίζεται ο χαρακτηρισμός
της αθηναϊκής δημοκρατίας ως άμεσης και όχι αντιπροσωπευτικής. Ωστόσο, το σύστημα δεν μπορούσε να
λειτουργήσει, παρά χάρη στα πολύ υψηλά ποσοστά αποχής. Ο μέγιστος αριθμός προσέλευσης φαίνεται πως
δεν ξεπερνούσε τους 6.000, αριθμός οπωσδήποτε μεγάλος, αλλά που αντιστοιχούσε μόλις στο ένα πέμπτο
ή το ένα δέκατο του συνολικού αριθμού των πολιτών, ο οποίος θα πρέπει να κυμαινόταν μεταξύ 30.000 και
60.000. Ήταν προφανώς αδύνατον στους πολυπληθείς καλλιεργητές, για παράδειγμα, να εγκαταλείψουν τις
καθημερινές τους δραστηριότητες και να ασχοληθούν με τα κοινά· επίσης, τον χειμώνα, όταν οι δρόμοι θα

21
ήταν δύσβατοι, πολίτες, που κατοικούσαν σε περιοχές απομακρυσμένες από το κέντρο της Αθήνας, δύσκολα
θα μετακινούνταν. Η καθιέρωση αποζημίωσης (μισθός) για τη συμμετοχή στις συνεδριάσεις ίσως να περιόρισε,
αλλά δεν ανέτρεψε την αποχή. Στην πραγματικότητα, επομένως, οι συμμετέχοντες λειτουργούσαν, ατύπως, ως
αντιπρόσωποι των απόντων, αλλοιώνοντας την αμεσότητα του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.

Εικόνα 1.6. Η Πνύκα. Αθήνα. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (άδεια: CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: Qwqchris). Πα-
νόραμα της Αθήνας από την αρχαία Πνύκα. Tomisti

Η εκκλησία του δήμου συγκαλούνταν από τους πρυτάνεις (βλ. 2.2.2.2), κατά μέσο όρο τέσσερις φορές
κατά τη διάρκεια μιας πρυτανείας, δηλαδή κάθε εννέα μέρες, περίπου σαράντα φορές τον χρόνο· οι πρυτάνεις
καθόριζαν και την ημερήσια διάταξη. Οι συνεδριάσεις λάμβαναν χώρα στον λόφο της Πνύκας, σε ένα, φυσικό
αρχικά, κάπως διαμορφωμένο αργότερα, αμφιθέατρο, απέναντι από την Ακρόπολη και την Αγορά (εικόνα 1.6).
Πριν από κάθε συνεδρίαση θυσιάζονταν χοίροι και απαγγέλλονταν κατάρες εναντίον όποιου θα εξαπατούσε τον
λαό. Στις συζητήσεις κάθε πολίτης μπορούσε να ζητήσει τον λόγο, μετά την καθιερωμένη ερώτηση του κήρυκα:
τίς ἀγορεύειν βούλεται; (εικόνα 1.7) Και εδώ όμως, στην πράξη, στο βήμα του ομιλητή ανέβαιναν μόνο όσοι
διέθεταν επαρκή ρητορική κατάρτιση. Μετά τη συζήτηση, ακολουθούσε ψηφοφορία (μυστική ή με ανάταση
της χειρός, ανάλογα με την περίσταση), το αποτέλεσμα της οποίας εξέφραζε τη βούληση της πλειονότητας των
πολιτών. Παρωδία συνεδρίασης της λαϊκής συνέλευσης συνιστούν οι Ἐκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, έργο
στο οποίο παρέχονται αρκετές λεπτομέρειες της λειτουργίας της.

Εικόνα 1.7. Πανόραμα της Πνύκας. Αθήνα. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (άδεια: CC BY-SA 3.0, δικαιούχος:
Tomisti).

22
Στον νομοθετικό τομέα, η αρμοδιότητα της εκκλησίας του δήμου ήταν κυρίαρχη· ανεξάρτητα από τη γνώ-
μη της Βουλής, η οποία δινόταν με τη μορφή προβουλεύματος, η λαϊκή συνέλευση υιοθετούσε ή απέρριπτε
τις προτάσεις νόμου, την πρωτοβουλία των οποίων μπορούσε να είχε λάβει οποιοσδήποτε πολίτης. Την πολύ
μεγάλη αυτή ελευθερία στη θέσπιση κανόνων αντιστάθμιζε η δυνατότητα υποβολής γραφῆς παρανόμων (για
τις γραφές βλ. 2.2 και 2.4). Ως προς τη διακυβέρνηση της πόλης, οι πολίτες αποφάσιζαν για όλα τα μείζονα
θέματα: κήρυξη πολέμου, σύναψη ειρήνης ή συμμαχιών, απονομή ηθικών αμοιβών, εκλογή όσων αρχόντων
δεν επιλέγονταν με κλήρωση κ.ά.
Δικαστικές αρμοδιότητες, κατ᾽ αρχήν, δεν είχε η εκκλησία του δήμου· θα πρέπει, ωστόσο, να γίνει μνεία,
δύο θεσμών, που προσιδιάζουν στη δικαστική λειτουργία: την εἰσαγγελία και τον ὀστρακισμό.
1. Με την εισαγγελία μπορούσε να καταγγελθεί στη λαϊκή συνέλευση κάποιο βαρύ αδίκημα που στρεφόταν
κυρίως κατά της ασφάλειας της πόλης (απόπειρα κατάλυσης της δημοκρατίας, προδοσία, κακοδιοίκηση
από αξιωματούχο). Η απόφαση λαμβανόταν είτε από την εκκλησία είτε από τη Βουλή, η οποία, ούτως ή
άλλως, εξέφερε τη γνώμη της με ένα προβούλευμα. Σε σχέση με τη διαδικασία ενώπιον της Ηλιαίας για
τα υπόλοιπα αδικήματα, η εισαγγελία ήταν λιγότερο χρονοβόρα και περισσότερο ευρεία στην εφαρμογή
της, εφόσον η καταγγελία μπορούσε να γίνει και από άτομο που δεν ήταν Αθηναίος πολίτης.
2. Όσο για τον οστρακισμό, ήταν ιδιόμορφη διαδικασία ενώπιον της εκκλησίας του δήμου, που ίσχυσε τον
5ο π.Χ. αιώνα · χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη, επομένως ούτε απαγγελία κατηγορίας ούτε εκφώνηση υπε-
ρασπιστικού λόγου, η συνέλευση αποφάσιζε με ψηφοφορία (αναγραφή ονόματος σε όστρακο, θραύσμα
δηλαδή πήλινου αγγείου· εικόνα 1.8) αν κάποιος πολίτης θεωρούνταν επικίνδυνος για την πολιτεία, οπό-
τε και εξοριζόταν για δέκα χρόνια. Για να αποφευχθούν, κατά το δυνατόν, καταχρήσεις και προσπάθειες
εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων, είχαν τεθεί διαδικαστικοί περιορισμοί: στην αρχή κάθε έτους έπρεπε
να αποφασιστεί, σε επίπεδο αρχής, αν ήταν σκόπιμο να γίνει ψηφοφορία για οστρακισμό· σε καταφατι-
κή περίπτωση, συγκαλούνταν συνεδρίαση, η οποία μπορούσε να λάβει απόφαση, εφόσον συμμετείχαν
τουλάχιστον 6.000 πολίτες.

Εικόνα 1.8. Όστρακον, που φέρει το όνομα του Θεμιστοκλή, ca. 482 π.Χ. Αναγράφει: «Θεμιστοκλής (ενν. υἱός) Νεο-
κλέους». Αθήνα, Μουσείο Αρχαίας Αγοράς. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (άδεια: CC BY-SA 2.5, δικαιούχος:
Marsyas).

23
1.2.2.2.2. Βουλή
Στο συμβούλιο των γερόντων, που περιστοίχιζε τον ομηρικό βασιλιά, ανάγουν την καταγωγή τους δύο όργανα
της αθηναϊκής δημοκρατίας, ο Άρειος Πάγος και η Βουλή. Ο Άρειος Πάγος διατήρησε έναν ολιγαρχικό χαρα-
κτήρα, δεδομένου ότι στη σύνθεσή του μετείχαν όσοι είχαν διατελέσει άρχοντες, έχασε όμως τις πολιτικές του
αρμοδιότητες (462 π.Χ.· βλ. 2.2.1.3). Όσο για την Βουλή, πρόκειται για όργανο που αποτελούσε «σύνοψη του
σώματος των πολιτών» και εξέφραζε, με αντιπροσωπευτικό τρόπο, τη συλλογική συνείδηση. Για τη σύνθεσή
της, λαμβανόταν υπόψη η κλεισθενική διαίρεση των πολιτών σε δήμους και φυλές. Τα πεντακόσια μέλη της
Βουλής, ήταν ηλικίας άνω των τριάντα ετών και κληρώνονταν, πενήντα από κάθε μία από τις δέκα φυλές, με
τρόπο που εξασφάλιζε την εκπροσώπηση όλων των δήμων· η θητεία τους ήταν ενιαύσια και δεν μπορούσαν
να οριστούν βουλευτές περισσότερες από δύο, μη συνεχόμενες, φορές στη ζωή τους. Κατά κανόνα, η Βουλή
συνεδρίαζε καθημερινά, εκτός από τις εορτές και τις αποφράδες ημέρες, στο Βουλευτήριο, στη νότια πλευρά
της Αγοράς. Πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, οι βουλευτές έδιναν όρκο ότι θα ασκούσαν το λει-
τούργημά τους σύμφωνα με τους νόμους και τα συμφέροντα του λαού. Πριν από κάθε συνεδρίαση, εξασφαλι-
ζόταν η εύνοια των θεών με προσφορά και προσευχή, ενώ ο κήρυκας απήγγελνε κατάρες εναντίον όσων έκαναν
απατηλές προτάσεις.
Για να υπάρχει ευκινησία στη λειτουργία της, οι πενήντα βουλευτές της κάθε φυλής ασκούσαν την προε-
δρεία (πρυτανεία) για 36 μέρες (39 μέρες τα εμβόλιμα χρόνια), περίοδος που αντιστοιχούσε στο ένα δέκατο
της διάρκειας της συνολικής θητείας τους· από αυτούς τους πρυτάνεις κληρωνόταν ένας κάθε μέρα, ο οποίος,
από τη μία δύση του ηλίου έως την άλλη και μόνο μία φορά, αναλάμβανε καθήκοντα προέδρου (ἐπιστάτης τῶν
πρυτάνεων), κρατούσε τη δημόσια σφραγίδα και επόπτευε τα δημόσια αρχεία και τα θησαυροφυλάκια των
ιερών. Για μία, επομένως, ημέρα, κάθε Αθηναίος πολίτης μπορούσε να καταλάβει το ανώτατο αξίωμα της πό-
λης του, γεγονός που καταδεικνύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Έδρα των πρυτάνεων ήταν
ένα ειδικό οικοδόμημα, κοντά στο Βουλευτήριο, η Σκιάς, την οποία ονόμαζαν επίσης, λόγω του κυκλικού της
σχήματος, Θόλο (εικόνα 1.9). Στο κτίσμα αυτό διέμεναν αδιαλείπτως και έτρωγαν, αν όχι όλοι οι πρυτάνεις
ταυτοχρόνως, τουλάχιστον ένας αριθμός τους, εκ περιτροπής, συμβολίζοντας, με τη σωματική τους παρουσία,
την χωρίς διακοπή λειτουργία και τη συνέχεια του θεσμού και της πόλης. Στο εσωτερικό της Σκιάδος υπήρχε
βωμός, όπου προσφέρονταν θυσίες για τη σωτηρία των πολιτών.

Εικόνα 1.9. «Σκιάς» ή «Θόλος» (Πρυτανείο). Αθήνα, Αρχαία αγορά. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (με ένδειξη
κοινό κτήμα [public domain]).

24
Εκτός από τη σύγκληση της εκκλησίας του δήμου, τα κυριότερα καθήκοντα της Βουλής ήταν τα προβουλευ-
τικά (εικόνα 1.10). Στο πλαίσιο των καθηκόντων της αυτών, η Βουλή συνέτασσε εισηγήσεις, οι οποίες συνό-
δευαν τις προτάσεις νόμων που εισάγονταν για ψήφιση στη συνέλευση. Μία απόφαση της εκκλησίας πάνω σε
σχέδιο νόμου προϋπέθετε ένα προβούλευμα (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 45, 4: οὐδὲν ἀπροβούλευτον).
Αυτό αποτυπώνεται και στην έκφραση «φάνηκε καλό στη Βουλή και στην εκκλησία» («ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ
δήμῳ»), με την οποία ξεκινά πολύ συχνά το κείμενο ενός νόμου και η οποία τονίζει τον αποφασιστικό ρόλο των
πολιτών, ως βουλευτών και ως μελών της συνέλευσης, στη διαμόρφωσή του· η απόσταση από τις θεοκρατικές
αντιλήψεις για την προέλευση των κανόνων είναι μεγάλη.

Εικόνα 1.10. Το Βουλευτήριον. Αρχαία Αγορά, Αθήνα. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (με ένδειξη κοινό κτήμα
[public domain]).

Εκτεταμένες αρμοδιότητες είχε η Βουλή στα οικονομικά και τα δημόσια έργα, καθώς και στον συντονισμό
του έργου των αρχόντων, αλλά και στη δοκιμασία τους, με την οποία ασκούνταν προκαταρκτικός έλεγχος, μετά
την εκλογή τους. Πολλά επιμέρους καθήκοντα ανετίθεντο σε ειδικές επιτροπές, όπως οι συλλογεῖς, τριάντα
στον αριθμό (τρεις από κάθε φυλή), οι οποίοι, μαζί με τους έξι ληξιάρχους, έλεγχαν την είσοδο στις συνεδριά-
σεις του δήμου. Με τη λήξη της θητείας της, η Βουλή λογοδοτούσε στη λαϊκή συνέλευση· μετά από εξέταση
όλης της διαχείρισης, η εκκλησία απένεμε, ή αρνούνταν να απονείμει, χρυσό στεφάνι στη Βουλή, η οποία το
αφιέρωνε σε κάποιο ιερό.

1.2.2.2.3. Αξιωματούχοι
Οι εξουσίες, τις οποίες στα μοναρχικά πολιτεύματα ασκούσε ο βασιλιάς, στη δημοκρατική πόλη κατανέμονται
σε περισσότερους αξιωματούχους· ως προς την προέλευσή τους, δεν υπάρχει θεϊκή ή μυθική καταγωγή, αλλά
εκχωρούνται από το σύνολο των πολιτών. Κύριο γνώρισμα που χαρακτήριζε την οργάνωση των αξιωμάτων
ήταν η εναλλαγή, έτσι ώστε να βρίσκεται κάθε πολίτης «άλλοτε στη θέση του αρχομένου και άλλοτε στη θέση
του άρχοντος» (Αριστοτέλη, Πολιτικά, 7, 1, 6: «τὸ ἐν μέρει ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν»). Για τον σκοπό αυτόν, η

25
διάρκεια της θητείας ήταν σύντομη, κατά κανόνα ετήσια, και δεν ήταν δυνατόν να ασκεί κανείς το ίδιο λειτούρ-
γημα περισσότερες φορές, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, όπως οι στρατηγοί, ούτε να καταλάβει διαφορετικά
αξιώματα σε δύο διαδοχικά χρόνια. Άλλος κανόνας που διείπε τα αρχοντικά αξιώματα ήταν η συλλογικότητα,
έτσι ώστε κάθε άρχοντας να μοιράζεται ισότιμα την εξουσία με τους υπόλοιπους άρχοντες στο πλαίσιο της συ-
ναρχίας τους· ο αριθμός των αρχόντων ήταν, συνήθως, σχετικός με το δεκαδικό σύστημα των φυλών, όπως είχε
καθιερωθεί από τον Κλεισθένη. Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι, σε αντίθεση με το ρωμαϊκό σύστημα
του περιορισμένου αριθμού και της ιεράρχησης των αξιωμάτων (cursus honorum· βλ. 4.2.1), στην αρχαία Αθή-
να κάθε δημόσια ασχολία (π.χ. ύδρευση, συντήρηση οδών, προετοιμασία Παναθηναίων, φύλαξη οπλοστασίων)
μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αρχοντικών αξιωμάτων, τα οποία δεν βρίσκονταν σε ιεραρχική σχέση
μεταξύ τους. Κάθε χρόνο, ορίζονταν αρκετές εκατοντάδες αρχόντων· μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση κατείχαν οι
Εννέα άρχοντες, οι οποίοι αποτελούνταν από τον Επώνυμο άρχοντα, τον Βασιλέα (απλός τίτλος αξιώματος),
τον Πολέμαρχο και τους Έξι Θεσμοθέτες.
Η επιλογή των αρχόντων γινόταν με εκλογή ή κλήρωση. Με εκλογή επιλέγονταν οι άρχοντες, για τους
οποίους απαιτούνταν κάποια επαγγελματική επάρκεια ή ακόμη και περιουσιακές εγγυήσεις· τέτοια ήταν η περί-
πτωση των ανώτερων στρατιωτικών αξιωμάτων (δέκα στρατηγοί, οι οποίοι, σε καιρό ειρήνης, είχαν πολλές δι-
οικητικές αρμοδιότητες, δέκα ταξίαρχοι, δέκα ίππαρχοι, δέκα φύλαρχοι, δέκα στρατολόγοι), των υπευθύνων για
τις μεγάλες εορτές, του επιμελητή της ύδρευσης, κ.ά. Όλοι οι άλλοι άρχοντες επιλέγονταν με κλήρο, γεγονός το
οποίο μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως έκφανση δημοκρατικής λειτουργίας είτε ως προσφυγή στη θεία βούληση,
δεδομένου ότι υπήρχε η αντίληψη πως την τύχη την καθόριζαν οι θεοί. Η κλήρωση είχε το μειονέκτημα πως
ήταν δυνατόν να επιλεγούν άτομα περιορισμένων ικανοτήτων. Ο κίνδυνος αυτός εξισορροπούνταν από το ότι,
προφανώς, οι ανίκανοι, υπό τον φόβο της γελοιοποίησης, δεν θα παρουσιάζονταν· επίσης, τα αποτελέσματα
μιας ατυχούς επιλογής διορθώνονταν από την αρχή της συλλογικότητας. Τέλος, ασφαλιστική δικλείδα αποτε-
λούσε ο έλεγχος των αρχόντων, υπό την τριπλή του εκδοχή: προκαταρκτικός, κατά τη διάρκεια και στο τέλος
της θητείας τους.
Ένας πρώτος έλεγχος, η δοκιμασία, διεξαγόταν μετά την επιλογή και πριν την ανάληψη των καθηκόντων
τους· δεν ελέγχονταν ειδικά προσόντα αλλά μόνο τα τυπικά, καθώς και η ηθική τους συγκρότηση. Για τους
Εννέα άρχοντες, η διαδικασία λάμβανε χώρα αρχικά στη Βουλή, στη συνέχεια στο δικαστήριο της Ηλιαίας.
Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, η δράση των αρχόντων παρακολουθούνταν στενά τόσο από τη Βουλή όσο
και από την εκκλησία του δήμου. Μετά τη λήξη της θητείας τους, οι αξιωματούχοι λογοδοτούσαν και υπέκειντο
στη διαδικασία των εὐθυνῶν, κατά την οποία ελεγχόταν τόσο η διαχείριση των οικονομικών όσο και η εν γένει
διαγωγή και συμπεριφορά, κατά την άσκηση του αξιώματός τους.

1.2.2.3. Κανόνες δικαίου


Από τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε γραπτούς κανόνες. Στις κοι-
νωνίες, τις οποίες απηχούν τα έργα αυτά, οι κοινωνικές σχέσεις ρυθμίζονται με κάποιο σύστημα προφορικού
δικαίου. Η επινόηση και διάδοση της αλφαβητικής γραφής στην Ελλάδα είχαν ως αποτέλεσμα, έναν αιώνα πε-
ρίπου μετά τα πρώτα γραπτά κείμενα, που ήταν ιδιωτικού χαρακτήρα και χρονολογούνται γύρω στο 750 π.Χ.,
να έχουμε τους πρώτους γραπτούς νόμους. Στη συνέχεια, θα γίνει αναφορά στον ρόλο της γραφής στις αρχαϊκές
νομοθεσίες, καθώς και σε νομοθετικά έργα από την Αθήνα και τη Γόρτυνα.

1.2.2.3.1. Γραφή και αρχαϊκές νομοθεσίες


Κατά κανόνα, η καταγραφή των νόμων εντάσσεται σε ένα περιβάλλον κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσε-
ων. Από τον 8ο έως τον 6ο π.Χ. αιώνα, οι περισσότερες πόλεις, από τις οποίες μας έχουν σωθεί αποσπάσματα
αρχαϊκών νομοθεσιών, ήταν πόλεις που γνώριζαν άνθηση και ευημερία. Η αύξηση του μεγέθους των πόλεων,
η διαφοροποίηση των πληθυσμών στο εσωτερικό μιας πόλης, αλλά και οι επαφές ανάμεσα σε πόλεις είναι
μερικοί από τους λόγους, οι οποίοι οδήγησαν στην όλο και πιο επιτακτική ανάγκη για λεπτομερέστερους και
πολυπλοκότερους κανόνες, που θα είχαν διάρκεια και σαφήνεια και θα εντυπώνονταν στα μέλη της κοινότητας.
Στα αιτήματα αυτά ανταποκρίνονταν οπωσδήποτε οι γραπτές νομοθεσίες. Αργότερα, ως κύριος λόγος κατα-
γραφής των νόμων προβλήθηκε η ισότητα· από την άποψη αυτή, χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από την
τραγωδία Ικέτιδες του Ευριπίδη: «αν δεν υπάρχουν νόμοι κοινοί, παίρνει ένας την εξουσία κρατώντας όλους
τους νόμους για τον εαυτό του και δεν υπάρχει ισότητα. Αλλά, όταν οι νόμοι είναι γραμμένοι, ο αδύνατος και

26
ο πλούσιος έχουν ίση δίκην» (στ. 430-434). Όροι που δηλώνουν τους γραπτούς νόμους της αρχαϊκής εποχής
είναι: γράφος, θεσμός και τεθμός, ῥήτρα, γράμματα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά των αρχαϊκών νομοθεσιών είναι ότι θεσπίζονται από ανθρώπους και όχι από
θεούς. Κάποιες αντιλήψεις για τη θεϊκή τους προέλευση δεν λείπουν: παραδίδεται, π.χ., ότι ο Ζάλευκος, πριν
νομοθετήσει, είδε στον ύπνο του την Αθηνά, ενώ, ορισμένες φορές, το κείμενο επιγραφών με νομοθετικά κεί-
μενα αρχίζει με τη λέξη θεοί, οι οποίοι, με αυτόν τον τρόπο, ίσως καλούνται να φροντίσουν για την προστασία
τους. Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμία αμφιβολία ότι οι αρχαϊκές νομοθεσίες ήταν, κατά βάση, ανθρώπινα δημιουρ-
γήματα. Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι υπήρχε μεγάλη ποικιλία στα θέματα που ρυθμίζονταν: θέματα
που αφορούσαν την εξουσία αξιωματούχων, ιδιοκτησία, οικογένεια και κληρονομικά ζητήματα, δημόσιες θυ-
σίες, ανθρωποκτονία· τα θέματα αυτά δεν ρυθμίζονταν ούτε με συστηματικό ούτε με συνολικό τρόπο. Τέλος, ο
τρόπος θέσπισης δεν ήταν ενιαίος: σε άλλες πόλεις η νομοθέτηση ανετίθετο σε μεμονωμένα άτομα, αλλού σε
ομάδες ανθρώπων.

1.2.2.3.2. Νομοθεσίες και πόλεις


Οι μαρτυρίες, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για τις αρχαϊκές νομοθεσίες, συνίστανται είτε σε κείμενα
της εποχής, γραμμένα σε λίθινες στήλες (επιγραφές), οπότε μας σώζονται αυτούσιες οι προβλεπόμενες ρυθμί-
σεις, είτε σε πληροφορίες από μεταγενέστερους συγγραφείς για τους «πρώτους νομοθέτες», οι οποίοι, κατά τον
7ο και 6ο π.Χ. αιώνα, συνέταξαν γραπτούς νόμους για διάφορες πόλεις. Μεγάλο ποσοστό νομικών επιγραφών
αυτής της περιόδου προέρχεται από την Κρήτη, ενώ οι μεταγενέστερες μαρτυρίες αναφέρονται σε παραδείγμα-
τα πόλεων της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας και, στην κυρίως Ελλάδα, της Σπάρτης και της Αθήνας. Στη συνέχεια,
θα γίνει λόγος για την Αθήνα και τη Γόρτυνα.
Από τη νομοθεσία του Δράκοντα στην Αθήνα (περίπου 624 π.Χ.) μας έχει σωθεί επιγραφή με μέρος του φο-
νικού του νόμου. Η επιγραφή αυτή, αν και μεταγενέστερη (τέλος 5ου π.Χ. αιώνα), περιλαμβάνει διατάξεις που
βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ την εποχή της χάραξής της. Σε αντίθεση με τη φήμη, διαδεδομένη ήδη στην Αρχαιό-
τητα, για την υπέρμετρη αυστηρότητα των ποινών του, ο Δράκων, στο μέρος του νόμου για την ανθρωποκτονία
που γνωρίζουμε, λαμβάνει υπόψη το υποκειμενικό στοιχείο στην τέλεση του αδικήματος και προβλέπει την
ποινή της εξορίας για τον μη προμελετημένο φόνο. Τρεις δεκαετίες, περίπου, μετά τον Δράκοντα, τοποθετού-
νται οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, από τις οποίες θα μνημονευθεί εδώ η σεισάχθεια· πρόκειται για μέτρο που
απελευθέρωνε τους οφειλέτες από χρέη και απαγόρευε τον δανεισμό με δέσμευση του οφειλέτη ή μελών της
οικογένειάς του, πρακτική που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο.

Εικόνα 1.11. Η 11η στήλη του Κώδικα της Γόρτυνας με διατάξεις κληρονομικού δικαίου. Παρίσι, Λούβρο. Πηγή: https://
commons.wikimedia.org (με ένδειξη κοινό κτήμα [public domain]).

27
Το πιο εκτενές νομοθέτημα από την Αρχαία Ελλάδα που μας έχει σωθεί προέρχεται από τη Γόρτυνα της
Κρήτης (εικόνα 1.11). Πρόκειται για επιγραφές, χαραγμένες σε μαρμάρινες στήλες μεταξύ των ετών 480 και
460 π.Χ., στις οποίες περιλαμβάνονται και διατάξεις που ανάγονται στον 7ο π.Χ. αιώνα· η επίκληση των θεών,
με την οποία αρχίζει η επιγραφή, συνηγορεί υπέρ της απώτερης αυτής χρονολόγησης. Το κείμενο παρουσιάζει
εσωτερική ενότητα, καθόσον περιλαμβάνει 26 εσωτερικές παραπομπές. Η σειρά, με την οποία παρατίθενται
οι διατάξεις, θυμίζει την αντίστοιχη σειρά των πολύ αρχαιότερων κωδικοποιητικών κειμένων της Μεσοποτα-
μίας. Μετά από ζητήματα σχετικά με τη διεκδίκηση δούλων, ακολουθούν διατάξεις που αφορούν αδικήματα,
τα οποία θα χαρακτηρίζαμε σήμερα ως αδικήματα κατά των ηθών (αποπλάνηση, ασέλγεια, μοιχεία), και, στη
συνέχεια, διατάξεις οικογενειακού, κληρονομικού, εμπράγματου, ενοχικού δικαίου. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο
νόμος της Γόρτυνας δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη σχετική με την ανθρωποκτονία.

Βιβλιογραφία
Αδάμ-Μαγνήσαλη, Σοφία (2004). Έλεγχος και λογοδοσία των αρχών στην αθηναϊκή δημοκρατία, Αθήνα-Κο-
μοτηνή
Αδάμ-Μαγνήσαλη, Σοφία (2008). Η απονομή της δικαιοσύνης στην αρχαία Αθήνα (5ος και 4ος π.Χ. αι.), Αθή-
να
Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (1987). Θεσμοί της Αρχαιότητας - Ι. Η πόλις. Αθήνα-Κομοτηνή.
Biscardi, Arnaldo, (1991). Αρχαίο ελληνικό δίκαιο (μετ. Π. Δ. Δημάκης), Αθήνα
Βλάχος, Γεώργιος (1981). Πολιτικές κοινωνίες στον Όμηρο (μετ. Μ. Παΐζη-Αποστολοπούλου & Δ. Γ. Αποστο-
λόπουλος). Αθήνα.
Γιούνη, Μαρία (2006). «Νόμος πόλεως». Δικαιοσύνη και νομοθεσία στην αρχαία ελληνική «πόλιν», Θεσσαλο-
νίκη
Carlier, Pierre (2005). Όμηρος (μετ. Α. Κεφαλά). Αθήνα.
Finley, Moses. Ο κόσμος του Οδυσσέα (μετ. Σ. Μαρκιανού). Αθήνα.
Gagarin, Michael (2011). Γραφή και αρχαίο ελληνικό δίκαιο (μετ. Χ. Ε. Μαραβέλιας). Αθήνα.
Gehrke, Hans-Joachim (2007). Ιστορία του ελληνιστικού κόσμου (μετ. Ά. Χανιώτης). Αθήνα.
Glotz, Gustave (1977). Ἡ ἑλληνική «πόλις» (μετάφραση Α. Σακελλαρίου), Αθήνα
Humbert, Michel (2012). Πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί της Αρχαιότητας (μετ. Ι. Τζαμτζής). Αθήνα.
Καράμπελας, Δημήτρης (επιμ.) (2008). Πηγές ιστορίας του δικαίου. Νομοθεσία, νομολογία, θεωρία, πράξη.
Αθήνα.
Καστοριάδης, Κορνήλιος (1999). Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα. Αθήνα.
Κυρτάτα, Δημήτρη (2014). Μαθήματα από την αθηναϊκή δημοκρατία, Αθήνα
Macdowell, Douglas (1986). Το δίκαιο στην Αθήνα των κλασικών χρόνων (μετ. Γ. Μαθιουδάκης). Αθήνα.
Mossé, Claude (1991). Η Αρχαϊκή Ελλάδα από τον Όμηρο ως τον Αισχύλο: 8ος - 6ος αιώνας π.Χ. (μετ. Σ.
Πασχάλης). Αθήνα.
Mossé, Claude (1996). Ο πολίτης στην Αρχαία Ελλάδα. Γένεση και εξέλιξη της πολιτικής σκέψης και πράξης
(μετ. Ι. Παπακωνσταντίνου). Αθήνα.
Mossé, Claude & Schnapp-Gourbeillon, Annie (2013). Επίτομη ιστορία της αρχαίας Ελλάδας (2.000-31 π.Χ.)
(μετ. Λ. Στεφάνου). Αθήνα.
Τρωιάνος, Σπυρίδων & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία δικαίου. Αθήνα.
Vernant, Jean-Pierre (1992). Οι απαρχές της ελληνικής σκέψης (μετ. Ε. Κακοσαίου-Νικολούδη). Αθήνα.

28
Κεφάλαιο 2. Απονομή της δικαιοσύνης, αδικήματα και κυρώσεις στην
ελληνική αρχαιότητα

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στους πολιτικούς σχηματισμούς της
Αρχαιότητας. Ειδικότερα, αναλύεται η εξωδικαστική επίλυση διαφορών, τα διάφορα αθηναϊκά δικαστήρια, οι
αρμοδιότητες, η σύνθεση τους, οι διαδικασίες που ακολουθούνταν και οι κυρώσεις που επέβαλλαν. Σε αντίστιξη
με την αθηναϊκή εμπειρία, θα παρουσιαστεί η αντίστοιχη οργάνωση της κλασικής Σπάρτης και της κρητικής πόλης
της Γόρτυνας. Στη συνέχεια, θα γίνει αναφορά στις ιδιαίτερες μορφές απονομής της δικαιοσύνης που αναπτύ-
χθηκαν στον ελληνιστικό κόσμο και στις αλλαγές που επέφερε η ρωμαϊκή κατάκτηση στο σύστημα απονομής της
δικαιοσύνης στις ελληνόφωνες επαρχίες της ανατολικής Μεσογείου.

Προαπαιτούμενη γνώση
Απαραίτητη κρίνεται η εμπέδωση των πληροφοριών σχετικά με την πολιτειακή δομή των πόλεων-κρατών και των
ελληνιστικών βασιλείων του προηγούμενου κεφαλαίου.

2.1. Εισαγωγικά

Εικόνα 2.1. Όμηρος. Ρωμαϊκό αντίγραφο (2ος αι. μ.Χ.) κλασικού ελληνικού πρωτοτύπου του 2ου αι. π.Χ. Palazzo Caetani,
Ρώμη. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY 3.0, δικαιούχος: Marie-Lan Nguyen), τελ. προσπέλαση με
επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

29
Στις κοινωνίες που περιγράφονται στα έπη του Ομήρου (εικόνα 2.1) Ιλιάδα και Οδύσσεια, η επίλυση των διαφο-
ρών γίνεται είτε με αυτοδικία είτε με την επέμβαση κάποιου τρίτου, συνήθως του «άνακτα». Στη «δικαστική»
σκηνή που σκάλισε ο Ήφαιστος στην ασπίδα του Αχιλλέα (Ιλιάδα 18 στ. 497-508), η διαφορά για το αν θα
πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση για ανθρωποκτονία, οδηγείται προς κρίση στο συμβούλιο των γερόντων που
συνεδριάζει δημόσια. Στα έπη του Ησίοδου (εικόνα 2.2)1, κυρίως στο ποίημά του Ἔργα καὶ Ἡμέραι, οι διαφορές
επιλύονται από τους βασιλεῖς, οι οποίοι συχνά κατηγορούνται ως δωροφάγοι. Η εμφάνιση της πόλης-κράτους
δεν άλλαξε ριζικά και ξαφνικά τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης, ο μηχανισμός της οποίας βρισκόταν στα
χέρια είτε ενός ανδρός είτε ενός αριστοκρατικού συμβουλίου. Η ανάπτυξη δημοκρατικών μορφών απονομής
της δικαιοσύνης συσχετίζεται με και εξαρτάται από την εμπέδωση της ταυτότητας και της έννοιας του πολίτη.
Το φαινόμενο αυτό κορυφώνεται στην Αθήνα των κλασικών χρόνων.
Οι κοινωνίες κάθε ελληνικής πόλης-κράτους διέθεταν, εκτός από τις θεσμοθετημένες μεθόδους απονομής
της δικαιοσύνης, και εναλλακτικούς μηχανισμούς για την επίλυση διαφορών. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος των δια-
φορών, που ανέκυπταν μεταξύ ιδιωτών (πολιτῶν, μετοίκων ή ξένων) δεν οδηγούνταν αναγκαστικά για επίλυση
στα δικαστήρια της πόλης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, συγγενείς ή φίλοι μεσολαβούσαν μεταξύ των αντιτιθέ-
μενων πλευρών και συχνά πετύχαιναν τη συμφιλίωσή τους. Σε άλλες περιπτώσεις, κάποιος τρίτος θα μπορούσε
να διαπραγματευτεί και να επιτύχει έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Η λογική της διαμεσολάβησης θεσμοθετήθηκε
από την πόλη με την αναγνώριση της ιδιωτικής διαιτησίας. Η ιδιωτική διαιτησία συμπυκνώνει στοιχεία από
τις ανεπίσημες μορφές επίλυσης διαφορών και αναδεικνύει το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, δηλαδή την
κρίση των διαιτητών, ως δεσμευτικό για τους αντιδίκους. Βασικά στοιχεία της ιδιωτικής διαιτησίας στην κλα-
σική Αθήνα ήταν ο από κοινού διορισμός ενός ή περισσότερων ατόμων ως διαιτητών από κάθε πλευρά και η εκ
των προτέρων συμφωνία των μερών να αποδεχθούν την απόφαση των διαιτητών. Οι διαιτητές προσπαθούσαν
καταρχήν να συμφιλιώσουν ή να συμβιβάσουν τους αντιδίκους. Εάν, όμως, αυτό αποτύχαινε, τότε άκουγαν
τους ισχυρισμούς, αξιολογούσαν τα αποδεικτικά μέσα των δύο πλευρών, σε μία ή περισσότερες συνεδριάσεις,
και στη συνέχεια εξέδιδαν την απόφαση τους. Η απόφαση των διαιτητών ήταν δεσμευτική για τους αντιδίκους
και δεν ήταν δυνατόν να προσβληθεί ενώπιον άλλου δικαστικού οργάνου της πόλης.

2.2. Χαρακτηριστικά του αθηναϊκού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης


Το αθηναϊκό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης είχε τα εξής χαρακτηριστικά:
• Ήταν ανοικτό, συμμετείχαν όχι μόνο οι διάδικοι αλλά και δημόσια όργανα, είτε μονοπρόσωπα (αξι-
ωματούχοι) είτε συλλογικά σώματα (λαϊκά δικαστήρια) που εκπροσωπούσαν την κοινότητα των πο-
λιτών.
• Ήταν δημοκρατικό, δηλαδή όλοι οι άνω των τριάντα ετών άνδρες πολίτες, που δεν είχαν στερηθεί τα
πολιτικά τους δικαιώματα, μπορούσαν να συμμετέχουν στην απονομή της δικαιοσύνης, ως μέλη του
λαϊκού δικαστηρίου ή αξιωματούχοι με δικαστικές αρμοδιότητες.
• Είχε «αγωνιστικό» χαρακτήρα, δηλαδή η προετοιμασία της υπόθεσης, η παρουσίαση των επιχειρημά-
των στο δικαστήριο και η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης αποτελούσε υποχρέωση των διαδίκων.
Η εκδίκαση αποτελούσε στην ουσία έναν διαγωνισμό των διαδίκων, να πείσουν με τα επιχειρήματά
τους το σώμα των δικαστών.
• Επανδρώνονταν από «ερασιτέχνες» και όχι επαγγελματίες νομικούς και δικαστές. Απλοί Αθηναίοι
πολίτες είχαν καθήκον, είτε να θέσουν σε κίνηση τον μηχανισμό απονομής της δικαιοσύνης (ως αξι-
ωματούχοι) είτε να συμμετέχουν στην εύρυθμη λειτουργία του (ως δικαστές ή δημόσιοι διαιτητές).
Οι αποφάνσεις τους δεν ήταν αιτιολογημένες, όπως οι σύγχρονες δικαστικές αποφάσεις. Επιπλέον,
η Αθήνα δεν διέθετε ούτε αστυνομική δύναμη, για να επιβάλλει με αυτόν τον τρόπο την τήρηση των
δικαστικών αποφάσεων, ούτε «εισαγγελείς».
• Οι προσφυγές στον μηχανισμό απονομής της δικαιοσύνης διακρίνονταν σε καταγγελίες για προσβολή
κάποιου έννομου αγαθού με δημόσιο ενδιαφέρον (γραφή) και σε καταγγελίες για την προσβολή κά-
ποιου ιδιωτικού αγαθού (δίκη). Έτσι, η ανθρωποκτονία διώκονταν με δίκη, ενώ η προσβολή της τιμής
κάποιου σε συνδυασμό με την πρόκληση σωματικής βλάβης (ὔβρις) διώκονταν με γραφή. Παράλλη-
λα, υπήρχε και μια μεγάλη ποικιλία άλλων ειδικότερων διαδικασιών. Σε αντίθεση με τα σύγχρονα
1 Εικόνα 2.2. Ησίοδος. Στη σελίδα https://el.wikipedia.org, «ψηφιδωτό του Ησίοδου στο Τριρ», τελ. προσπέλαση:
15.12.2015. (Επιστροφή)

30
δίκαια, δεν υπήρχε η διάκριση ανάμεσα σε αστικό και ποινικό δίκαιο.
• Οι αποφάνσεις των αθηναϊκών λαϊκών δικαστηρίων ήταν τελεσίδικες, δηλαδή δεν υπήρχε η δυνατότη-
τα έφεσης εναντίον τους, καθώς τα λαϊκά δικαστήρια θεωρούνταν, και ήταν, τα ανώτατα δικαστήρια.
Υπήρχε μόνο η δυνατότητα προσβολής των δικαστικών αποφάσεων των διαφόρων αξιωματούχων
ενώπιον των λαϊκών δικαστηρίων η οποία ονομαζόταν ἔφεσις.

2.3. Τα αθηναϊκά δικαστήρια


Όπως προκύπτει από το έργο Ἀθηναίων Πολιτεία, που αποδίδεται στον Αριστοτέλη (εικόνα 2.3)2, στην Αθήνα
στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. υπήρχαν τρία δικαστήρια: ο Άρειος Πάγος (βλ. 2.3.1), η Ηλιαία (βλ. 2.3.2) και τα
«φονικά» δικαστήρια (βλ. 2.3.3). Η καταγωγή του Αρείου Πάγου και των «φονικών» δικαστηρίων ανάγεται
στη μυθολογία, ενώ για την Ηλιαία γνωρίζουμε ότι θεσπίστηκε και οργανώθηκε στο πλαίσιο των οργανωτικών
μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα (εικόνα 2.4) που παραδοσιακά χρονολογούνται στο 594 π.Χ.

2.3.1. Ο Άρειος Πάγος

Εικόνα 2.4. Άρειος Πάγος. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 2.0, δικαιούχος: AJ Alfieri-Crispin),
τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Ο Άρειος Πάγος ήταν το αρχαιότερο και το πιο σεβάσμιο δικαστήριο στην Αθήνα. Στα αρχαϊκά χρόνια είχε
απεριόριστες αρμοδιότητες για την εκδίκαση πολλών και διαφορετικών ειδών αξιώσεων και αδικημάτων. Μετά
το 462/1 π.Χ. η αρμοδιότητά του περιορίστηκε στην εκδίκαση υποθέσεων ανθρωποκτονίας με πρόθεση, σωμα-
τικής βλάβης με θανατηφόρο πρόθεση, δηλητηρίασης, εμπρησμού, και καταστροφής ιερών ελαιόδεντρων. Στα
μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. είχε αποκτήσει και κάποιες συμβουλευτικές αρμοδιότητες. Κατά την κλασική περίοδο
στελεχωνόταν από τους Αθηναίους πολίτες, που είχαν ασκήσει τα καθήκοντα ενός από τους εννέα άρχοντες
(δηλ. ἐπώνυμος ἄρχων, βασιλεύς, πολέμαρχος, θεσμοθέται) κατά το προηγούμενο έτος, με ισόβια θητεία. Συνε-
δρίαζε στον ομώνυμο λόφο απέναντι από την Ακρόπολη (εικόνα 2.5).

2 Εικόνα 2.3. Αριστοτέλης. Στη σελίδα https://el.wikipedia.org, «Aristotle», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015. (επι-
στροφή)

31
Εικόνα 2.5. Στοά του Αττάλου. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: sailko), τελ.
προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

2.3.2. Η Ηλιαία

Εικόνα 2.6.: «Κληρωτήριο». Στη σελίδα: http://odysseus.culture.gr, «Μόνιμη Έκθεση Μουσείου Αρχαίας Αγοράς», έκθε-
μα: Κληρωτήριο, τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.

Η Ἡλιαία αποτελούσε το κατεξοχήν «δικαστήριο» της κλασικής Αθήνας. Ο όρος «Ηλιαία» δεν σημαίνει ότι
υπήρχε μόνο ένα δικαστήριο που δίκαζε. Αντίθετα, υπήρχαν πολλές ομάδες δικαστών (δικαστικές συνθέσεις),
που δίκαζαν υποθέσεις ανάλογα με τον αξιωματούχο που τις εισήγαγε στο δικαστήριο. Έτσι, για παράδειγμα,
ο βασιλεὺς εισήγαγε για εκδίκαση τις υποθέσεις κακοδιοίκησης της περιουσίας ορφανών από πατέρα παιδιών

32
σε μια, διαφορετική κάθε ημέρα, σύνθεση του σώματος των δικαστών. Αντίστοιχα ο πολέμαρχος εισήγαγε τις
υποθέσεις, όπου ο εναγόμενος ήταν μέτοικος, σε μια άλλη σύνθεση του σώματος των δικαστών. Όλες αυτές οι
διαφορετικές δικαστικές συνθέσεις ήταν γνωστές με τον γενικό όρο «Ηλιαία». Δεν γνωρίζουμε ακριβώς, πού
βρισκόταν η Ηλιαία. Οι πιο πρόσφατες απόψεις συγκλίνουν στην περιοχή της αθηναϊκής Αγοράς, είτε κάτω από
την αναστηλωμένη στοά του Αττάλου (εικόνα 2.6) ή πολύ κοντά σε αυτήν, στην οδό Αδριανού.
Στην αρχή του αθηναϊκού ημερολογιακού έτους, στα μέσα Ιουλίου (εικόνα 2.7, αθηναϊκό ημερολόγιο)3, επι-
λέγονταν με κλήρωση από τις δέκα φυλές (εικόνα 2.8)4 έξι χιλιάδες Αθηναίοι ως υποψήφιοι δικαστές (ἡλιασταί).
Αυτοί έπρεπε να ήταν άνω των τριάντα ετών και να μην είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα για οποιονδή-
ποτε λόγο. Κάθε μέρα που συνεδρίαζαν τα δικαστήρια (εξαιρούνταν: οι τέσσερεις μέρες κάθε μήνα, οπότε συγκα-
λούνταν η συνέλευση του λαού· οι μέρες των «δημοσίων» εορτών· και οι αποφράδες ημέρες, συνολικά περίπου
εκατό μέρες τον χρόνο) διεξαγόταν κλήρωση, για το ποιοι υποψήφιοι δικαστές θα στελέχωναν τα δικαστήρια, που
θα συνεδρίαζαν εκείνη την ημέρα. Επομένως, οι διάδικοι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν εκ των προτέρων, ποιοι
δικαστές θα έκριναν την υπόθεσή τους. Ο τρόπος κλήρωσης των δικαστών ήταν πολύπλοκος (εικόνα 2.9α-β),
καθώς διεξάγονταν μια σειρά από επιμέρους κληρώσεις, που αφορούσαν όχι μόνο τους δικαστές (οι οποίοι ήταν
εφοδιασμένοι με ένα πινάκιον, εικόνα 2.95) αλλά και το δικαστήριο, που αυτοί θα στελέχωναν. Στόχος του συστή-
ματος αυτού ήταν, να διασφαλιστεί η αμεροληψία των δικαστών, η αντικειμενικότητα των αποφάσεων τους και ο
περιορισμός φαινομένων δωροδοκίας. Το σύστημα αυτό είναι αποτέλεσμα συνεχών βελτιώσεων, που εισάγονταν
από τα τέλη του 5ου και σε όλη τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. Τον 5ο αιώνα π.Χ., επειδή οι δικαστές επιλέγονταν
για να στελεχώνουν μία συγκεκριμένη δικαστική σύνθεση σε όλη τη διάρκεια του έτους, ήταν πολύ συχνό φαι-
νόμενο οι καταγγελίες και τα υπονοούμενα για δωροδοκία των δικαστών από τους πιο ισχυρούς Αθηναίους. Στις
αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. γινόταν κλήρωση μόνο των δικαστηρίων, τα οποία θα στελέχωναν οι δικαστές.
Το κοινωνικό προφίλ των Αθηναίων, που στελέχωναν τις δικαστικές συνθέσεις της Ηλιαίας, έχει γίνει αντι-
κείμενο διακωμώδησης και λοιδορίας κυρίως από τον Αριστοφάνη (εικόνα 2.10)6. Ειδικότερα, στην κωμωδία
του Σφῆκες, που παρουσιάστηκε το 422 π.Χ., ο Αριστοφάνης διακωμωδεί την δικομανία των ηλικιωμένων
ἡλιαστῶν, στους οποίους αρέσει να ασκούν την εξουσία τους. Υποστηρίζεται, ότι όσοι προσφέρονταν να υπη-
ρετήσουν ως δικαστές, ήταν κυρίως ηλικιωμένοι και χαμηλής εισοδηματικής τάξης Αθηναίοι, που διέμεναν
στην πόλη της Αθήνας ή στους γειτονικούς δήμους. Ο δικαστικός μισθός, που θεσμοθετήθηκε από τον Περικλή
(εικόνα 3.1) στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., ύψους δύο οβολών αρχικά (εικόνα 2.11)7 και λίγο αργότερα (γύρω
στα 425 π.Χ.) αυξημένος σε τρεις οβολούς από τον Κλέωνα, είχε περισσότερο χαρακτήρα ημερήσιας αποζημί-
ωσης παρά εισοδήματος.

Πίνακας 2.1. Νομισματικό σύστημα της αρχαίας Αθήνας

Οι δικαστικές συνθέσεις της Ηλιαίας είχαν αρμοδιότητα να εκδικάζουν όλες τις υποθέσεις δημόσιου και
ιδιωτικού ενδιαφέροντος, για τις οποίες δεν είχε προβλεφθεί κάποιο άλλο δικαστήριο.
3 Εικόνα 2.7. Κληρωτήριο. Στη σελίδα: http://odysseus.culture.gr, «Μόνιμη Έκθεση Μουσείου Αρχαίας Αγοράς»,
έκθεμα: «Κληρωτήριο», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015. (Επιστροφή)
4 Εικόνα 2.8. Κληρωτήριο- αναπαράσταση. Στη σελίδα: http://www.tmth.edu.gr, τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.
(Επιστροφή)
5 Εικόνα 2.9. Δικαστικά πινάκια – δικαστικές «ταυτότητες». Στη σελίδα: http://factsanddetails.com, στο τμήμα:
«Government And Democracy In Ancient Greece», λήμμα: «Ballots and tokens», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.
(Επιστροφή)

6 Αριστοφάνης. Στη σελίδα: https://www.flickr.com, λήμμα: «Αριστοφάνης» (άδεια CC BY-NC-SA 2.0, δικαιού-
χος: Alun Salt), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.(Επιστροφή)
7 Οβολός. Στη σελίδα https://commons.wikimedia.org, όνομα αρχείου: «SNGCop 039.jpg», τελ. προσπέλαση:
15.12.2015.(Επιστροφή)

33
2.3.3. Τα φονικά δικαστήρια
Μία από τις ιδιαιτερότητες του αθηναϊκού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης ήταν η ύπαρξη τεσσάρων
διαφορετικών δικαστηρίων για την εκδίκαση διαφορετικών ειδών ανθρωποκτονίας. Ειδικότερα:

Σύνθεση: όσοι είχαν διατελέσει εννέα άρχοντες με ισόβια θητεία.


Εκδίκαζε: ανθρωποκτονία Αθηναίου πολίτη από πρόθεση, σωματική βλάβη με θανα-
Άρειος Πάγος
τηφόρο πρόθεση, δηλητηρίαση, εμπρησμό.
Τοποθεσία: ο λόφος του Αρείου Πάγου.
Σύνθεση: ἐφέται, ενδεχομένως μέλη του Αρείου Πάγου.
Εκδίκαζε: ανθρωποκτονία Αθηναίου από αμέλεια, ανθρωποκτονία μετοίκου, δούλου ή
ξένου, ηθική αυτουργία (βούλευσις), σε ακούσια ανθρωποκτονία (εναντίον οποιουδή-
Παλλάδιον
ποτε).
Τοποθεσία: Στον ναό της Αθηνάς Παλλάδας, στην περιοχή του λόφου του Αρδηττού
(εικόνα 2.12).
Σύνθεση: ἐφέται, ενδεχομένως μέλη του Αρείου Πάγου.
Εκδίκαζε: συγγνωστή ανθρωποκτονία, δηλ. συμπεριφορά που οδήγησε στη θανάτω-
ση, για την οποία ο δράστης υποστήριζε ότι έδρασε σύμφωνα με τον νόμο. Τέτοιες
θεωρούνταν οι περιπτώσεις θανάτωσης μοιχού ή κλέφτη συλληφθέντος επ’ αυτοφώ-
Δελφίνιον ρω, ανθρωποκτονίας κατά τη διάρκεια πολεμικής σύρραξης (από φίλια πυρά), κατά
την διεξαγωγή αθλητικών αγώνων (πυγμαχία, πάλη κ.λπ.), περιπτώσεις αυτοάμυνας,
ανθρωποκτονία εξόριστου για φόνο.
Τοποθεσία: Στην περιοχή του ναού του Απόλλωνος Δελφινίου και της Αρτέμιδος Δελ-
φινίας στην περιοχή του Ολυμπιείου (εικόνα 2.13).
Σύνθεση: ἐφέται, ενδεχομένως μέλη του Αρείου Πάγου.
Εκδίκαζε: κατηγορίες για εκούσια ανθρωποκτονία εναντίον ατόμου ήδη καταδικασθέ-
Ἐν Φρεαττοῖ ντος και εξορισθέντος για ακούσια ανθρωποκτονία.
Τοποθεσία: στην περιοχή της σημερινής Ζέας-Φρεαττύδας στον Πειραιά (εικόνα
2.16).
Σύνθεση: βασιλεὺς και φυλοβασιλεῖς.
Πρυτανεῖον
Εκδίκαζε: ανθρωποκτονία που οφείλεται σε άγνωστο δράστη, ζώο, ή αντικείμενο.

Πίνακας 2.2 Η αρμοδιότητα, σύνθεση και ο τόπος λειτουργίας των φονικών δικαστηρίων στην κλασική Αθήνα.

Εικόνα 2.12. Λόφος Αρδηττού - έδρα του «Παλλάδιου» δικαστηρίου. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (με άδεια
για κάθε χρήση από τον δικαιούχο πνευματικής ιδιοκτησίας: Templar52), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

34
2.3.4. Άλλα πολιτειακά όργανα με δικαστικές αρμοδιότητες
Εκτός από τον Άρειο Πάγο, την Ηλιαία και τα φονικά δικαστήρια, οι Αθηναίοι αξιωματούχοι (δηλαδή οι ἐννέα
ἄρχοντες, οι στρατηγοί, οι ἕνδεκα, οι ἀγορανόμοι, οι ἀστυνόμοι κ.λπ.) ασκούσαν δικαιοδοτικές αρμοδιότητες
στο πλαίσιο των γενικών αρμοδιοτήτων τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κυρίως απειλής του δημοκρατικού
πολιτεύματος, η Βουλή των Πεντακοσίων και η Εκκλησία του Δήμου μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως
δικαστήρια. Ειδικότερα:
Οι αξιωματούχοι στα αρχαϊκά χρόνια είχαν απόλυτη δικαστική εξουσία. Αυτή περιορίστηκε με την θεσμοθέ-
τηση της Ηλιαίας στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Σταδιακά, οι αξιωματούχοι άρχισαν να ορίζονται με κλήρωση
για θητεία ενός χρόνου, πρώτα με κλήρωση ανάμεσα σε κατάλογο προεπιλεγμένων υποψηφίων, και κατόπιν με
κλήρωση ανάμεσα στο σύνολο των πολιτών. Οι αρμοδιότητές τους περιορίστηκαν στη διεξαγωγή προδικαστι-
κών ενεργειών σε υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου πολιτών (ἐπώνυμος ἄρχων), σε υποθέσεις
διατάραξης της θρησκευτικής ζωής της πόλης (ἄρχων βασιλεύς), σε υποθέσεις κληρονομικού και οικογενειακού
δικαίου μετοίκων και απελεύθερων (πολέμαρχος), σε καταγγελίες για πράξεις που στρέφονταν εναντίον της πο-
λιτείας, λογοδοσία στρατηγών, έλεγχος των αξιωματούχων πριν αναλάβουν καθήκοντα (δοκιμασία), κάθε είδους
δημόσιες και ιδιωτικές διαφορές (έξι θεσμοθέται) και στα αυτόφωρα αδικήματα, την επιμέλεια του δεσμωτηρίου
και των κρατουμένων οἱ ἕνδεκα). Επίσης, υπήρχαν οι «δικαστές των φυλών» (ή τεσσαράκοντα), οι οποίοι κληρώ-
νονταν τέσσερις σε καθεμιά από τις δέκα φυλές για ένα χρόνο και εκδίκαζαν τις υποθέσεις, που δεν υπάγονταν
στην αρμοδιότητα των παραπάνω αξιωματούχων, εφόσον το ύψος της αξίωσης δεν ξεπερνούσε τις δέκα δραχμές
(εικόνα 2.14). Παράλληλα, τόσο αυτοί οι άρχοντες όσο και άλλοι αξιωματούχοι, είχαν την εξουσία να επιβάλλουν
πρόστιμα για αδικήματα, που ανήκαν στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων τους, όπως οι ἀγορανόμοι για παραβίαση
των κανονισμών λειτουργίας της αγοράς, οι μετρονόμοι για καταγγελίες νόθευσης των χρησιμοποιούμενων μέ-
τρων και σταθμών και οι ἀστυνόμοι, που ήταν αρμόδιοι για τη μίσθωση των υπηρεσιών αυλητρίδων.

Εικόνα 2.14. Αργυρό αττικό τετράδραχμο, χρονολογία κοπής: 454-404 π.Χ. Από την ιστοσελίδα http://www.archaiologia.
gr (με παραπομπή στο άρθρο: Nomos AG, Auction 5 (25/10/2011), αρ. 162) τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.

Η Βουλή των Πεντακοσίων, το σώμα που αποτελούνταν από πενήντα Αθηναίους από κάθε μία από τις δέκα
φυλές, είχε αρμοδιότητα να εκδικάζει καταγγελίες Αθηναίων εναντίον των αξιωματούχων κατά τη διάρκεια της
θητείας τους, καθώς και καταγγελίες που είχαν υποβληθεί με την διαδικασία της εἰσαγγελίας.
Η Εκκλησία του Δήμου, η συνέλευση των Αθηναίων πολιτών, είχε αρμοδιότητα να εκδικάζει υποθέσεις που
είχαν εισαχθεί με την διαδικασία της εἰσαγγελίας (μέχρι τα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ.), καταγγελίες ενα-
ντίον αξιωματούχων που οδηγούσαν στην απομάκρυνση τους από το αξίωμα (ἀποχειροτονία), και καταγγελίες
για προσβολή των λειτουργών της πόλης κατά τη διάρκεια εορταστικών εκδηλώσεων, που είχαν εισαχθεί με τη
διαδικασία της προβολῆς.

2.4. Διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων


Ο Αθηναίος διάδικος, για να πετύχει την ικανοποίηση της αξίωσής του, είχε στη διάθεσή του, συνήθως, πε-
ρισσότερες από μία διαδικασίες. Ανάλογα με τη φύση της αξίωσης, θα μπορούσε να υποβάλλει είτε γραφή είτε

35
δίκη, είτε να ασκήσει κάποιο άλλο ειδικότερο ένδικο μέσο. Θεμελιώδης προϋπόθεση ήταν, να είναι ενήλικος
Αθηναίος πολίτης, που δεν έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Οι επί μακρόν διαμένοντες ξένοι κάτοι-
κοι της Αττικής (μέτοικοι) απευθύνονταν σε ειδικό αξιωματούχο, τον πολέμαρχο. Γυναίκες και παιδιά μπορού-
σαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης μέσω του κηδεμόνα τους (κύριος). Οι δούλοι
δεν μπορούσαν να παρίστανται.
Ο πολίτης, που υπέβαλε την καταγγελία, έπρεπε να εντοπίσει, ποια ήταν η κατάλληλη διαδικασία για την
αξίωσή του και να υποβάλει την ανάλογη έγγραφη καταγγελία.
Στη συνέχεια αναλύονται η δημόσια διαιτησία (βλ. 2.4.1), η τακτική διαδικασία που ακολουθούσε η υπο-
βολή γραφῆς ή δίκης στην Ηλιαία (βλ. 2.4.2) και τα κυριότερα χαρακτηριστικά των ειδικών διαδικασιών (βλ.
2.4.3).

2.4.1. Δημόσια διαιτησία

Εικόνα 2.15. Ἐχῖνος. Από την ιστοσελίδα http://www.agathe.gr, τμήμα: The Popular Courts («Fragment from the
inscribed lid of a cooking pot-echinus»), τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.

Όταν η αξίωση του καταγγέλοντα ξεπερνούσε τις δέκα δραχμές (βλ. 2.4.2), τότε οι δικαστές των φυλών παρέ-
πεμπαν την υπόθεση για εκδίκαση υποχρεωτικά στους δημόσιους διαιτητές. Ο θεσμός της δημόσιας διαιτησίας
θεσπίστηκε κατά πάσα πιθανότητα το 399 π.Χ. με στόχο την αποσυμφόρηση της Ηλιαίας. Ως δημόσιοι διαιτη-
τές υπηρετούσαν για διάστημα ενός χρόνου όλοι οι Αθηναίοι πολίτες, που ήταν εξήντα ετών. Το σύνολο των
δημόσιων διαιτητών κάθε έτους διαιρούνταν σε δέκα τμήματα, καθένα από τα οποία εκδίκαζε τις υποθέσεις
μίας φυλής. Ο ορισμός του δημόσιου διαιτητή γινόταν με κλήρωση ανάμεσα στους διαιτητές της φυλής του
εναγόμενου. Ο διαιτητής προσπαθούσε καταρχήν να συμφιλιώσει ή να συμβιβάσει τους διαδίκους. Εφόσον
αποτύχαινε, προχωρούσε στην εκδίκαση, ακούγοντας τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και εκτιμώντας τα απο-
δεικτικά στοιχεία που προσκόμιζαν οι διάδικοι. Η απόφαση του δημόσιου διαιτητή μπορούσε να προσβληθεί
στην Ηλιαία, η οποία εκδίκαζε την υπόθεση με βάση, όμως, τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομιστεί
ενώπιον του διαιτητή (όλα τα έγγραφα της ακρόασης ενώπιον του δημόσιου διαιτητή τοποθετούνταν σε ένα αγ-
γείο [ἐχῖνος, εικόνα 2.15]), καθώς δεν επιτρεπόταν στους διαδίκους να προσκομίσουν νέα στοιχεία. Ο δημόσιος
διαιτητής, ως δημόσιος αξιωματούχος, μπορούσε να διωχθεί με τη διαδικασία της εἰσαγγελίας (βλ. παρακάτω)
από έναν από τους διαδίκους, για την μη προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων του και να στερηθεί τα πολι-
τικά και αστικά δικαιώματά του, όπως μαρτυρεί η περίπτωση του Στράτωνα, την οποία αναφέρει ο Δημοσθένης
στον υπ’ αριθμό 21 λόγο του (με τον τίτλο: Κατὰ Μειδίου, παρ. 84-87 και 95-96). Μάλιστα, ο Δημοσθένης τον
χρησιμοποιεί ως μέρος της ρητορικής και δικανικής στρατηγικής του, καθώς τον εμφανίζει στο δικαστήριο
σιωπηλό και χωρίς δικαίωμα λόγου, με σκοπό να καταδείξει τις καταχρήσεις και τις εκφοβιστικές τακτικές που
χρησιμοποιεί ο αντίδικος του, ο Μειδίας, για να τρομοκρατήσει τους αντιπάλους του.

2.4.2. Τακτική διαδικασία


Η τακτική διαδικασία ξεκινούσε με την κλήση του αντιδίκου να παραστεί ενώπιον του αρμόδιου αξιωματού-
χου (κλήτευσις) παρουσίᾳ ενός και από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. δύο μαρτύρων. Στη συνέχεια, ακολουθούσε

36
η υποβολή γραπτής καταγγελίας στον αρμόδιο άρχοντα (λῆξις) και η κοινοποίησή της στον αντίδικο ενώπιον
μαρτύρων για την προκαταρκτική συζήτηση (ἀνάκρισις). Εάν η κοινοποίηση δεν γινόταν σύννομα, ο αντίδικος
είχε δικαίωμα να στραφεί με γραφή εναντίον του κλητεύοντος και των μαρτύρων του (γραφὴ ψευδοκλητείας).
Εάν κάποιος Αθηναίος καταδικαζόταν τρεις φορές για το αδίκημα της ψευδοκλητείας, στερούνταν τα πολιτικά
και αστικά δικαιώματα του.
Εφόσον ο αντίδικος είχε κληθεί νόμιμα, τότε ο αρμόδιος αξιωματούχος όριζε μία συνάντηση, όπου οι αντί-
δικοι ορκίζονταν για την αλήθεια των ισχυρισμών τους (ἀντωμοσίαι) και πρόβαλλαν τους ισχυρισμούς και τις
αντιρρήσεις τους. Σε αυτό το στάδιο οι διάδικοι, και ειδικότερα ο εναγόμενος, μπορούσε να προβάλλει εν-
στάσεις σχετικά με τη νομιμότητα των αξιώσεων του ενάγοντος (διαμαρτυρία, παραγραφή, βλ. παρακάτω). Αν
υπήρχε κάποια ατέλεια, ανακρίβεια ή λάθος στην γραπτή καταγγελία, ο αξιωματούχος μπορούσε να ζητήσει τη
διόρθωσή της. Στο τέλος, οριζόταν η ημερομηνία, κατά την οποία θα εισάγονταν η υπόθεση στην Ηλιαία για
εκδίκαση ή η καταγγελία απορριπτόταν.

Εικόνα 2.16. Κλεψύδρα για την μέτρηση του χρόνου των ομιλητών στα αθηναϊκά δικαστήρια. Από την ιστοσελίδα http://
www.agathe.gr, τμήμα: The Speakers («Fragmentary waterclock-klepsydra»), τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.

Κατά την ημέρα της δικασίμου, οι διάδικοι ήταν υποχρεωμένοι να παρουσιάσουν προφορικά τα επιχει-
ρήματα και τις αποδείξεις τους ενώπιον του δικαστηρίου μέσα σε αυστηρά καθορισμένο χρόνο. Τα γραπτά
κείμενα-τεκμήρια (νόμοι, ψηφίσματα, συμβάσεις, καταθέσεις μαρτύρων) διαβάζονταν από τον γραμματέα του
δικαστηρίου, ενώ κατά την διάρκεια της ανάγνωσής τους σταματούσε η μέτρηση του χρόνου στην κλεψύδρα
(εικόνα 2.16). Όταν ο διάδικος δεν αισθανόταν επαρκής, μπορούσε να μοιραστεί τον χρόνο του με κάποιον
στενό συγγενή ή φίλο του (συνήγορος).

Εικόνα 2.17. Δικαστικές ψήφοι. Πηγή: https://www.flickr.com (άδεια CC BY 2.0, δικαιούχος πνευματικής ιδιοκτησίας:
Sharon Mollerus), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

37
Μετά το τέλος των αγορεύσεων των διαδίκων, οι δικαστές, εφοδιασμένοι ήδη με δύο δικαστικές ψήφους
(μία για την αποδοχή των ισχυρισμών του ενάγοντα και μία για την απόρριψη τους, εικόνα 2.17), προχωρούσαν
στην ψηφοφορία. Ψήφιζαν καταρχήν, εάν θα γίνονταν δεκτοί οι ισχυρισμοί του ενάγοντα ή όχι, ενώ, όταν έπρε-
πε να αποφασίσουν για το είδος της κύρωσης που θα επέβαλαν, έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ των προτάσεων
των αντιδίκων. Δεν προηγούνταν συζήτηση μεταξύ τους, ούτε ο προεδρεύων αξιωματούχος έδινε οδηγίες ή
διευκρινίσεις, σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά ή τα νομικά ζητήματα. Στη συνέχεια, γινόταν η καταμέ-
τρηση των ψήφων και η αναγγελία της απόφασης του δικαστηρίου από τον προεδρεύοντα. Σε περίπτωση, που
δεν προβλεπόταν από τον νόμο κύρωση αλλά αυτή παρέμενε στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, τότε οι
διάδικοι είχαν επιπλέον χρόνο, για να προτείνουν και να επιχειρηματολογήσουν για το είδος της επιβαλλόμενης
κύρωσης (διαδικασία της τιμήσεως). Η περίπτωση της δίκης του Σωκράτη, όπως της διασώζει ο Πλάτωνας στην
Απολογία του Σωκράτη, μας παρέχει ένα τέτοιο παράδειγμα.
Η εφαρμογή της απόφασης του δικαστηρίου ήταν αποκλειστική ευθύνη του διάδικου, που κέρδισε την υπό-
θεση. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του ηττηθέντος, μπορούσε να προχωρήσει στην ικανοποίηση της απαί-
τησής του, αφαιρώντας κινητά πράγματα του ηττηθέντος διαδίκου, αξίας ίσης με το ποσό που του επιδίκασε το
δικαστήριο, ή να εισέλθει στη νομή ακίνητης περιουσίας του ηττηθέντος.

Σχήμα 2.1 Η τακτική διαδικασία εκδίκασης ιδιωτικών διαφορών κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα.

2.4.3. Ειδικές διαδικασίες


a. Υποβολή προσφυγής στους δικαστές κατά φυλή (οἱ τεσσαράκοντα)
i. Αξίωση ύψους <10 δρχ.: εκδικάζεται από τους τεσσαράκοντα.
i. Αξίωση ύψους >10 δρχ.: προωθείται στους δημόσιους διαιτητές.
b. Οι δημόσιοι διαιτητές προσπαθούν να συμφιλιώσουν ή να συμβιβάσουν του δια-δίκους. Αν απο-
τύχουν, εκδίδουν απόφαση, έχοντας ακούσει τους ισχυρισμούς και εκτιμήσει τα αποδεικτικά στοι-
χεία. Η υπόθεση θεωρείται λήξασα, εφόσον η από-φαση των δημόσιων διαιτητών γίνει δεκτή. Αν
δεν γίνει δεκτή από έναν από τους διαδίκους, αυτός μπορεί να προσφύγει στο λαϊκό δικαστήριο
(Ἡλιαία).
c. Κλήτευση του αντιδίκου από τον καταγγέλλοντα ενώπιον (καταρχήν ενός και από τα τέλη του 5ου
αιώνα π.Χ. δύο) μαρτύρων, κλῆσις.
d. Υποβολή της έγγραφης απαίτησης στον αρμόδιο άρχοντα, λῆξις.
e. Προκαταρκτική εξέταση της έγγραφης προσφυγής από τον άρχοντα, ἀνάκρισις.
i. Απόρριψη
ii. Εισαγωγή για εκδίκαση στο αντίστοιχο τμήμα του λαϊκού δικαστηρίου (Ἡλιαία)
1. Ακροαματική διαδικασία
2. Απόφαση της Ηλιαίας.
3. Εκτέλεση της απόφασης με πρωτοβουλία του νικητή διάδικου.

Σχήμα 2.2 Η τακτική διαδικασία εκδίκασης ιδιωτικών διαφορών κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα.

38
Αρκετές αξιώσεις μπορούσαν να υποβληθούν μόνο με ιδιαίτερα ένδικα βοηθήματα. Η ιδιαιτερότητά τους μπο-
ρεί συνίσταται στον αξιωματούχο, που ήταν αρμόδιος, τη διαδικασία, που ακολουθούνταν ή, τέλος, στο δικαί-
ωμα του καταγγέλλοντα να προχωρήσει σε κάποιες πράξεις.
Έτσι, σε περιπτώσεις διεκδίκησης της κληρονομιάς του αποβιώσαντος χωρίς διαθήκη (αλλά και της θυγα-
τέρας [ή των θυγατέρων] χωρίς αδελφούς, η οποία ονομαζόταν ἐπίκληρος) από συγγενείς (εκτός από τα παι-
διά του), ακολουθούνταν ιδιαίτερη πορεία, η οποία ονομαζόταν διαδικασία. Κάθε διεκδικητής πρόβαλλε τους
ισχυρισμούς του και το λαϊκό δικαστήριο αποφάσιζε, σε ποιον ανήκει η κληρονομιά. Σε μια τέτοια διαδικασία
εκφωνήθηκε ο όγδοος λόγος του ρήτορα Ισαίου, Περὶ τοῦ Κίρωνος κλήρου.
Οι ενστάσεις που μπορούσαν να υποβληθούν εναντίον των ισχυρισμών του καταγγέλλοντα ονομάζονταν
είτε διαμαρτυρία (όταν μέσω ένορκων μαρτυριών ο εναγόμενος υποστήριζε το αβάσιμο των αξιώσεων του
ενάγοντα) είτε, μετά το 403 π.Χ., παραγραφή (όταν ο εναγόμενος επικαλούνταν ότι η αξίωση του ενάγοντα βρι-
σκόταν σε αντίθεση με τον νόμο). Αποτέλεσμα της προβολής τέτοιων ενστάσεων ήταν η διεξαγωγή μιας δίκης
για την απόφαση επί των ισχυρισμών αυτών. Ανάμεσα στους λόγους που αποδίδονται στον Δημοσθένη (εικόνα
2.18)8, επτά (οι υπ’ αριθμό 32-38) απαγγέλθηκαν σε υποθέσεις εμπορικών διαφορών, στις οποίες ασκήθηκε το
ένδικο βοήθημα της παραγραφῆς.
Όταν ο καταγγέλλων υποστήριζε, ότι η περιουσία του δεν θα έπρεπε να επιβαρυνθεί με την εκτέλεση λει-
τουργιών για χάρη του κοινωνικού συνόλου (π.χ. συντήρηση και εξοπλισμός πολεμικού πλοίου [τριήρης, εικόνα
2.19]9 ή χρηματοδότηση χορού σε δραματικούς αγώνες [χορηγία] κ.λπ.), επειδή ήταν μικρότερη σε σχέση με
αυτήν του αντιδίκου του, θα μπορούσε να ασκήσει το ένδικο μέσο της ἀντιγραφῆς. Σε αυτήν την περίπτωση,
εάν ο αντίδικός του δεν συμφωνούσε, το λαϊκό δικαστήριο θα μπορούσε να αποφασίσει την ανταλλαγή των
περιουσιών τους (ἀντίδοσις). Αυτό το ένδικο βοήθημα μπορούσε να ασκηθεί μόνο σε μια συγκεκριμένη ημε-
ρομηνία. Δύο, τουλάχιστον, λόγοι αναφέρονται σε παρόμοιες περιπτώσεις, ο υπ’ αριθμό 4 λόγος του Ισοκράτη
(εικόνα 2.20)10, που έχει τον τίτλο: Περὶ ἀντιδόσεως και ο υπ’ αριθμό 42 λόγος του Δημοσθένη με τον τίτλο:
Πρὸς Φαίνιππον περὶ ἀντιδόσεως.

Εικόνα 2.21. Η έδρα της Βουλής των Πεντακοσίων γύρω στα 500 π.Χ. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. δίπλα του οικοδο-
μήθηκε ένα νέο κτίριο που στέγασε τη Βουλή. Από την ιστοσελίδα http://www.agathe.gr, τμήμα: The Boule («The Old
Bouleuterion»), τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.

8 Ανδριάντας του ρήτορα και πολιτικού Δημοσθένη (ρωμαϊκό αντίγραφο) στη σελίδα http://www.artleo.it, όπου δη-
μοσιεύεται μελέτη του J. L. Benson με τίτλο «Greek Sculpture And The Four Elements: A Psycho-Historical Investigation
Figures», η φωτογραφία στον αριθμ. 77. (επιστροφή)
9 Ομοίωμα τριήρους. Στη σελίδα http://www.naftotopos.gr, «Καράβια υπό κλίμακα», «Αθηναϊκή Τριήρης», τελ.
προσπέλαση: 15.12.2015. (επιστροφή)
10 Προτομή του ρήτορα Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) στη σελίδα https://commons.wikimedia.org, «Προτομή του Ισο-
κράτη», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015. (επιστροφή)

39
Στο πεδίο της προστασίας έννομων αγαθών, που αφορούν την πόλη, ο κάθε πολίτης μπορούσε να υποβάλ-
λει καταγγελία (εἰσαγγελία) είτε στην Βουλή των Πεντακοσίων (εικόνα 2.21) είτε στην Εκκλησία του Δήμου
(εικόνα 2.22), καταγγέλλοντας τις παρανομίες αξιωματούχου, είτε κατά την διάρκεια της θητείας του (μηνιαία
ἐπιχειροτονία) ή στο τέλος της (εὔθυνα). Με την ίδια διαδικασία μπορούσαν να εισαχθούν και μια σειρά αδική-
ματα, τα οποία στρέφονταν εναντίον της πόλης. Οι πρυτάνεις φρόντιζαν για την εμφάνιση του κατηγορούμενου.
Μετά το 330 π.Χ. όποιος χρησιμοποιούσε την διαδικασία της εἰσαγγελίας, αλλά δεν κατάφερνε να αποσπάσει
το ένα πέμπτο των ψήφων των λαϊκών δικαστών, τιμωρούνταν με το βαρύ πρόστιμο των χιλίων δραχμών. Ένας
από τους δικανικούς λόγους, που εκφωνήθηκαν κατά την εκδίκαση εἰσαγγελίας, αποδίδεται στον ρήτορα Υπε-
ρείδη (εικόνα 2.2311, λόγος υπ’ αριθμό 4, Ὑπὲρ Εὐξενίππου) και ο λόγος του Αθηναίου πολιτικού και ρήτορα
Λυκούργου εναντίον του Λεωκράτη (με τον τίτλο: Κατὰ Λεωκράτους).

Εικόνα 2.22. Οι τρεις οικοδομικές φάσεις του χώρου όπου συγκαλούνταν η Εκκλησία του Δήμου, (Ι) γύρω στο 500 π.Χ.,
(ΙΙ) γύρω στα 403 π.Χ., (ΙΙΙ) τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Από την ιστοσελίδα http://www.agathe.gr, τμήμα: The Ekklesia
(«Three phases of the Pnyx»), τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.

Επίσης, οποιοσδήποτε πολίτης μπορούσε να συλλάβει τον επ’ αυτοφώρω τελούντα κάποιο αδίκημα (ἀπα-
γωγὴ) και να τον οδηγήσει στους αρμόδιους αξιωματούχους (οἱ ἕνδεκα) ή να υποβάλει την καταγγελία και να
καθοδηγήσει τους αξιωματούχους, οι οποίοι θα προβούν στη σύλληψη (ἐφήγησις), ή να υποβάλει την καταγγε-
λία και να αφήσει την σύλληψη στους αξιωματούχους (ἔνδειξις).
Κάθε ενήλικος Αθηναίος μπορούσε να καταγγείλει κάποιο συμπολίτη του ως οφειλέτη της πόλης και να
11 Προτομή του Αθηναίου ρήτορα και πολιτικού Υπερείδη (390-322 π.Χ.) στη σελίδα http://www.istorikathemata.
com, στο άρθρο του Ι. Φιλίστωρα με τίτλο «Ο Αθηναίος ρήτωρ Δημοσθένης και το μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο των
“Άρπαλείων χρημάτων” στην Αρχαία Αθήνα (324 π. Χ.)», «Προτομή του Ισοκράτη», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.(επι-
στροφή)

40
συντάξει κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων του τελευταίου (ἀπογραφή).
Σε περίπτωση, που κάποιος ιδιοποιούνταν παράνομα δημόσια περιουσία, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενα-
ντίον του η διαδικασία της φάσεως.
Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. οι Αθηναίοι θέσπισαν μια ιδιαίτερη διαδικασία για περιπτώσεις, όταν
είχε συνταχθεί γραπτή σύμβαση και γεννιούνταν από αυτήν διαφορές. Πρόκειται για τις μηνιαίες δίκες (ἔμμη-
νοι δίκαι). Αυτές θεσπίστηκαν για την εκδίκαση των διαφορών, που γεννιούνταν από εμπορικές συναλλαγές,
δάνεια, τραπεζικές εργασίες, φιλικά δάνεια, την αγορά δούλων και υποζυγίων, την εκτέλεση της λειτουργίας
της τριηραρχίας, την παρακράτηση της προικώας περιουσίας, την πρόκληση σωματικής βλάβης, καθώς και την
μίσθωση του δικαιώματος είσπραξης φόρων και τελών. Οι προσφυγές αυτές εισάγονταν για συζήτηση στην
Ηλιαία από τους πέντε εἰσαγωγεῖς και εκδικάζονταν μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από την υποβολή τους.

2.5. Αποδεικτικά μέσα


Ως μάρτυρες μπορούσαν να καταθέτουν οι Αθηναίοι άνδρες, που είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, οι μέτοικοι
και οι ξένοι, ενώ υπάρχουν αμφιβολίες για το εάν μπορούσαν και οι γυναίκες να δίνουν μαρτυρική κατάθεση.
Οι μάρτυρες κατέθεταν ό,τι γνώριζαν ως αυτόπτες, αλλά όχι ό,τι είχαν ακούσει. Η μαρτυρία ήταν προφορική
μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., στη συνέχεια η κατάθεσή τους διαβαζόταν στο δικαστήριο και την επιβεβαί-
ωναν. Για τους δούλους προβλεπόταν η μαρτυρική κατάθεση ύστερα από βασανισμό. Δεν υπάρχει, όμως, καμία
ένδειξη, ότι εφαρμόστηκε αυτή η διάταξη. Έχουμε μαρτυρίες για πρόσκληση να υποβληθούν οι δούλοι των
διαδίκων σε βασανισμό (πρόκλησις εἰς βάσανον) ή προσφορά του κυρίου των δούλων να υποστούν εμβάσανη
εξέταση, προσκλήσεις όμως που δεν φαίνεται να είχαν γίνει δεκτές. Οι μάρτυρες μπορούσαν να κατηγορηθούν
για ψευδή μαρτυρία (γραφὴ ψευδομαρτυρίων) και επίσης για την αδυναμία τους να παραστούν στο δικαστήριο
και να καταθέσουν ή να επιβεβαιώσουν την κατάθεση τους (γραφὴ λιπομαρτυρίου).
Οι διάδικοι μπορούσαν να προσάγουν στο δικαστήριο έγγραφα (νόμους, ψηφίσματα και συμβάσεις) τα
οποία διάβαζε ο γραμματέας του δικαστηρίου. Στην περίπτωση των νόμων, μετά την ανάγνωση τους οι διάδικοι
τους παράφραζαν και τους ερμήνευαν, με σκοπό να υποστηρίξουν την επιχειρηματολογία τους.

Για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του ένας Αθηναίος διάδικος είχε στη διάθεση του τα παρακάτω
μέσα:
1. Να επικαλεστεί τις μαρτυρίες ανθρώπων που ήταν αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος που θα βεβαίωναν,
2. να επικαλεστεί τους ισχύοντες νόμους και να επιχειρηματολογήσει για την αναγκαιότητα εφαρμογής
τους στη συγκεκριμένη περίπτωση,
3. να επιβάλλει όρκο στον αντίδικο του,
4. να ζητήσει την μαρτυρία των δούλων του αντιδίκου του αποσπώμενη με βασανισμό (πρόκλησις εἰς
βάσανον)
5. και τέλος να ζητήσει την προσκόμιση εγγράφων (πρόκλησις)

Σχήμα 2.3. Τα αποδεικτικά μέσα στην Αθήνα.

2.6. Κυρώσεις (αστικού και ποινικού χαρακτήρα)


Οι επιβαλλόμενες κυρώσεις ήταν δυνατόν είτε να προβλέπονται από τον νόμο, οπότε η δίκη ονομάζεται ἀγὼν
ἀτίμητος, είτε να αφήνονται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, οπότε η δίκη ονομάζεται ἀγὼν τιμητός.
Οι κυρώσεις (ζημίαι), που μπορούσε να επιβάλλει η Ηλιαία, ήταν οι ακόλουθες:
1. Η θανατική ποινή,
2. η ολική ή μερική αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων (ἀτιμία),
3. η εξορία,
4. η δήμευση των περιουσιακών στοιχείων και
5. η χρηματική ποινή.

41
Οι κυρώσεις μπορούσαν να επιβληθούν είτε αυτοτελώς είτε σωρευτικά, δηλαδή δύο ή περισσότερες ποινές
μαζί, π.χ. εξορία και δήμευση περιουσίας ή, το πιο συνηθισμένο, επιβολή χρηματικού προστίμου με κράτηση
μέχρι την εξόφλησή του. Σε γενικές γραμμές, υπήρχε αναλογία μεταξύ του αδικήματος και της επιβαλλόμενης
ποινής. Τα πιο σοβαρά αδικήματα εναντίον της πολιτείας, συνήθως τιμωρούνταν με θάνατο ή εξορία και μερι-
κές φορές συνοδεύονταν από την ολική αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων (ἀτιμία, η οποία είχε εφαρμογή
και στους απογόνους του καταδικασθέντος) και δήμευση της περιουσίας. Χρηματικές ποινές επιβάλλονταν είτε
με τη μορφή προστίμου είτε με τη μορφή αποζημίωσης για προκληθείσα βλάβη στα συμφέροντα του νικητή
διάδικου, κυρίως σε ήσσονος σημασίας αδικήματα και σε ιδιωτικές διαφορές.
Η θανατική ποινή εκτελούνταν στα αρχαϊκά χρόνια:
• είτε με την ρίψη σε γκρεμό (βάραθρο) στον λόφο των Νυμφών (εικόνα 2.2412)
• είτε με την καθήλωση των άκρων σε μια ξύλινη σανίδα (ἀποτυμπανισμός -εικόνα 2.25)
• είτε με την χορήγηση κωνείου (δηλητηρίου φτιαγμένο από το ομώνυμο φυτό – εικόνα 2.26), ιδιαίτερα
κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.

Εικόνα 2.25. Σχεδιαστική απεικόνιση του ἀποτυμπανισμοῦ. Από το βιβλίο του Κεραμόπουλλου, Α. (1923) Ο αποτυμπανι-
σμός: συμβολή αρχαιολογική εις την ιστορίαν του ποινικού δικαίου και την λαογραφίαν. Αθήναι.

Εικόνα 2.26. Το φυτό κώνειον το στικτόν (conium maculatum) από το οποίο παράγεται το δηλητήριο κώνειο. Από την
σελίδα http://botanologio.blogspot.gr, «Κώνειον το στικτόν», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015.

12 Λόφος των Νυμφών (Αστεροσκοπείο), απ’ όπου ρίχνονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Στη σελίδα https://
commons.wikimedia.org, «Το Αστεροσκοπείο» τελ. προσπέλαση: 15.12.2015 (επιστροφή)

42
Οι θανατικές ποινές δεν εκτελούνταν κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτασμών (όπως τα ετήσια Πανα-
θήναια, τα οποία γιορτάζονταν στο τέλος του μήνα Εκατομβαιώνα, ή τα Διονύσια, τα οποία γιορτάζονταν στα
μέσα του μήνα Ελαφηβολιώνα).
Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων μπορούσε να είναι ολική, να αφορά δηλαδή το σύνολο των δικαι-
ωμάτων του ατόμου ως μέλους της πολιτικής κοινότητας (δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στα διάφορα
όργανα της πόλης, δικαίωμα να μιλά στη συνέλευση των πολιτών, δικαίωμα να παντρευτεί Αθηναία, να έχει
ακίνητη περιουσία στην Αττική κ.λπ.) ή να αφορά ένα μέρος των δικαιωμάτων αυτών. Θα μπορούσε να είναι,
επίσης, πρόσκαιρη ή διαρκής. Σε ορισμένες, ιδιαίτερα σοβαρές, περιπτώσεις μπορούσε να είναι κληρονομητή,
δηλαδή και οι απόγονοι του καταδικασθέντος να αποκλείονται από την απόλαυση παρόμοιων δικαιωμάτων.

2.7. Η ανθρωποκτονία
Είδαμε παραπάνω την ιδιαίτερη σημασία που απέδιδαν οι Αθηναίοι της κλασικής περιόδου στο έγκλημα της
ανθρωποκτονίας, θεσπίζοντας ιδιαίτερα δικαστήρια για την εκδίκαση των διάφορων εκφάνσεων της. Η ιδιαι-
τερότητα αυτή οφειλόταν στο γεγονός, ότι η ανθρωποκτονία συνδεόταν με την μεταφυσική αντίληψη για την
μόλυνση (μίασμα), που προκαλούσε το αίμα. Αυτή η αντίληψη σημάδεψε και την δικονομική αντιμετώπιση
αυτών που κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία, καθώς οι δίκες διεξάγονταν σε υπαίθριους χώρους.
Tο θύμα, εφόσον δεν πέθαινε ακαριαία, επιφόρτιζε συνήθως τους συγγενείς του με την υποχρέωση να εκδικη-
θούν και να επιτύχουν την καταδίκη του κατονομαζόμενου δράστη (ἐπίσκηψις). Ήταν δυνατόν, όμως, να ζητήσει,
να μην ασκηθεί δίωξη εναντίον του δράστη και να παράσχει συγχώρεση (ἄφεσις). Οι συγγενείς του θύματος απήγ-
γελναν στον τάφο του θύματος προειδοποίηση στον θύτη, να απέχει από δημόσιους χώρους όπως η αγορά, τα ιερά
κ.λπ. Όποιος παραβίαζε τους όρους αυτούς, ήταν δυνατόν είτε να θανατωθεί νόμιμα είτε να συλληφθεί από τους
συγγενείς του θύματος και να παραδοθεί στους ἕνδεκα, οι οποίοι στη συνέχεια θα τον οδηγούσαν στο δικαστήριο.
Αν θύμα της ανθρωποκτονίας ήταν μέτοικος, τότε οι συγγενείς του με τη συνδρομή του προστάτη του με-
τοίκου, είχαν την ευθύνη να ασκήσουν δίωξη. Σε περίπτωση θανάτωσης δούλου, υπεύθυνος για την κίνηση
της διαδικασίας δίωξης ήταν ο κύριος του δούλου. Όταν ένας Αθηναίος θανατωνόταν εκτός Αττικής από μη
Αθηναίο, τότε οι συγγενείς του θύματος μπορούσαν να συλλάβουν και να κρατήσουν ως ομήρους μέχρι τρεις
«ομοεθνείς» του θύτη μέχρι την παράδοση του τελευταίου στην Αθήνα (ἀνδροληψίαι). Κατά τη διάρκεια της
πρώτης Αθηναϊκής Ηγεμονίας (454-404 μ.Χ., εικόνα 2.27 –πρβλ. εικόνα 2.2813), η θανάτωση Αθηναίου πολίτη
σε σύμμαχο πόλη συνεπαγόταν την πληρωμή προστίμου πέντε ταλάντων.

Εικόνα 2.27. Η πρώτη αθηναϊκή συμμαχία, www.greek-language.gr, στο τμήμα «Θεωρία και ιστορία», «Η α΄ αθηναϊκή
συμμαχία», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015

13 Η δεύτερη αθηναϊκή συμμαχία. Στην ιστοσελίδα: www.greek-language.gr στο τμήμα «Θεωρία και ιστορία», «Η
β΄ αθηναϊκή συμμαχία», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015. (επιστροφή)

43
Η καταγγελία για ανθρωποκτονία υποβαλλόταν από τους συγγενείς του θύματος (μέχρι τα πρώτα ξαδέλ-
φια) στον βασιλέα, αξιωματούχο αρμόδιο και για την τέλεση θρησκευτικών τελετών (ἀπογράφεσθαι). Με την
υποβολή της δίκης στον βασιλέα, ο τελευταίος προχωρούσε αφενός μεν σε μια ακόμα απαγγελία απαγόρευσης
εμφάνισης του δράστη σε δημόσιους χώρους (πρόρρησις) και, εφόσον υπήρχε αρκετός χρόνος μέχρι τη λήξη
της θητείας του, προχωρούσε στη διεξαγωγή τριών προκαταρκτικών εξετάσεων, μία ανά μήνα (προδικασίαι).
Έτσι, είναι πιθανό ο βασιλεὺς να ενημερωνόταν για τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονταν στη δίωξη, τη
νομική αποτίμηση των γεγονότων από τον μηνυτή και την απάντηση του κατηγορούμενου. Με βάση το κείμενο
της δίωξης, αποφάσιζε και εισήγαγε την υπόθεση για εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο (το οποίο συνεδρίαζε
σε ανοικτό χώρο) (βλ. παραπάνω 2.3.3). Στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας προέδρευε, αλλά δεν
μπορούσε να συνοψίσει ή να δώσει οδηγίες στους δικαστές πριν την ψηφοφορία.
Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας στον Άρειο Πάγο, οι διάδικοι ορκίζονταν για την αλήθεια
των ισχυρισμών τους (διομωσίαι). Κατά τα άλλα, ίσχυαν οι ίδιοι κανόνες για την επίκληση και χρήση αποδει-
κτικών μέσων. Οι ποινές, που επέβαλλαν τα φονικά δικαστήρια, ήταν κυρίως δύο: θάνατος και δήμευση της πε-
ριουσίας (για περιπτώσεις ανθρωποκτονίας από πρόθεση) και εξορία (μέχρι την παροχή συγχώρεσης από τους
συγγενείς του θύματος). Ο κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία μπορούσε να αυτοεξοριστεί μετά το τέλος της
απολογίας του. Δεν μπορούσε να επιστρέψει, εάν δεν του παρείχαν συγχώρεση οι συγγενείς του θύματος, ενώ,
εάν επέστρεφε δίχως τη συγχώρεση, μπορούσε οποιοσδήποτε να τον σκοτώσει ατιμωρητί. Ένα από τα πιο ση-
μαντικά αθηναϊκά νομικά επιγραφικά κείμενα αφορά τη διάταξη για την ακούσια ανθρωποκτονία του γνωστού
για την αυστηρότητά του Αθηναίου νομοθέτη του τέλους του 7ου αιώνα π.Χ., του Δράκοντα (βλ. Inscriptiones
Graecae, τόμος Ι, 3η έκδοση, αρ. 104).

Η τακτική διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων ανθρωποκτονίας στην κλασική Αθήνα:


1. Ἐπίσκηψις του θύματος.
2. Προαιρετικά: προσφυγή στις συμβουλές ἐξηγητή ή άλλων συγγενών και φίλων, για το τι πρέπει να
γίνει.
3. Απαγγελία απαγόρευσης εναντίον του δράστη στον τάφο του θύματος.
4. Υποβολή έγγραφης δίωξης από συγγενή/συγγενείς του θύματος στον αρμόδιο αξιωματούχο, δηλ. στον
ἄρχοντα βασιλέα.
5. Απαγγελία της απαγόρευσης-προρρήσεως από τον βασιλέα.
6. Διεξαγωγή των τριών προδικασιῶν από τον βασιλέα, μία ανά μήνα.
7. Εισαγωγή της υπόθεσης στο αρμόδιο δικαστήριο από τον βασιλέα.
8. Διαδικασία στο ακροατήριο: Δύο λόγοι ίσης χρονικής διάρκειας για κάθε αντίδι-κο. Χρήση αποδεικτι-
κών μέσων για την υποστήριξη των ισχυρισμών τους (μαρ-τυρίες, επίκληση νόμων, ορκοδοσία, κ.λπ.).
9. Ψηφοφορία των δικαστών. Ανακοίνωση της απόφασης που μπορεί να περιλάμβανε την ποινή του θα-
νάτου με δήμευση της περιουσίας ή εξορία. Εκτέλεση της απόφασης.

Σχήμα 2.4 Η τακτική διαδικασία εκδίκασης υποθέσεων ανθρωποκτονίας στην κλασική Αθήνα.

2.8. Η απονομή της δικαιοσύνης στη Σπάρτη


Η αρχαία Σπάρτη (Google map) είναι ίσως η μοναδική πόλη, εκτός από την Αθήνα, για την οποία υπάρχει κάτι
περισσότερο από σκόρπιες πληροφορίες για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Για τις υπόλοιπες ελληνι-
κές πόλεις γνωρίζουμε αποσπασματικά κάποιες μόνο διαστάσεις του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης.
Παραδείγματος χάριν, για την Γόρτυνα της Κρήτης (Google map) κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. γνωρίζουμε με μεγά-
λη λεπτομέρεια τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου (για τον γάμο, το διαζύγιο, τις κληρονομικές σχέσεις, την υι-
οθεσία κ.λπ.), την ύπαρξη διαφόρων αξιωματούχων (κόσμοι, τίται, νεόται) και δικαστών, οι οποίοι αποφάσιζαν,
μετά από εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων ελεύθερων ενήλικων πολιτών ή ορκοδοσία, και επέβαλλαν
πρόστιμα. Αντίστοιχα για την Θάσο (Google map) έχουμε πληροφορίες για αξιωματούχους (ἐπιστάται, ἀπολό-
γοι, ἀποδέκται, ἀγορανόμοι κ.λπ.) και μεμονωμένους δικαϊκούς θεσμούς (ἔμμηνοι δίκαι, δικαστικό ημερολόγιο).

44
Αλλά δεν διαθέτουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για τις διαδικασίες που ακολουθούνταν, τα αποδεικτικά
μέσα και τον τρόπο με τον οποίο οι δικαστές αποφαίνονταν.
Στη Σπάρτη, τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης ήταν οι δύο βασιλεῖς, η γερουσία και οι πέντε ἔφοροι.
Οι δύο βασιλεῖς στα κλασικά χρόνια εκδίκαζαν και αποφαίνονταν σε υποθέσεις, που αφορούσαν γυναίκες
μοναδικές κληρονόμους περιουσιών (πατρωιοῦχοι), υιοθεσίες, δημόσιους δρόμους, και, μάλλον, θρησκευτικά
αδικήματα. Έχει υποστηριχθεί, ότι αυτές οι υποθέσεις είναι ό,τι απέμεινε από ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο αρμο-
διοτήτων. Η κύρια δικαστική αρμοδιότητα των βασιλέων, όμως, ασκούνταν κατά τη διάρκεια των εκστρατειών,
οπότε ο Σπαρτιάτης βασιλεὺς μπορούσε να καταδικάσει οποιονδήποτε στρατιώτη για δειλία ή άλλο στρατιωτι-
κό αδίκημα. Ο βασιλεὺς ή οι βασιλεῖς δικάζονταν από την γερουσία με τη συμμετοχή των εφόρων.
Η γερουσία ήταν το ανώτατο δικαστήριο στην αρχαία Σπάρτη. Αποτελούνταν από πολίτες άνω των εξήντα
ετών, που εκλέγονταν για ισόβια θητεία. Δίκαζε τις υποθέσεις μεταξύ Σπαρτιατών και ιδιαίτερα ανθρωπο-
κτονίες και άλλες, στις οποίες επιβάλλονταν η ποινή του θανάτου, της εξορίας, της αφαίρεσης των πολιτικών
δικαιωμάτων του καταδικασθέντος, και αυτή του προστίμου. Ενδεχομένως στη γερουσία να παραπέμπονταν
για εκδίκαση και άλλες υποθέσεις από τους πέντε εφόρους, κατά διακριτική τους ευχέρεια. Η ακρόαση στη
γερουσία περιλάμβανε την απολογία του κατηγορούμενου. Η σπαρτιατική γερουσία ήταν, τέλος, γνωστή για
την καθυστέρηση, με την οποία κατέληγε σε αποφάσεις.
Σύμφωνα με τον Αθηναίο ιστορικό Ξενοφώντα (εικόνα 2.29)14 οι πέντε έφοροι, οι οποίοι εκλέγονταν για
θητεία ενός έτους, μπορούσαν να επιβάλλουν χρηματικές ποινές σε οποιονδήποτε παραβάτη και να επιβλέπουν
την εκτέλεση της ποινής, να τιμωρούν εν ενεργεία αξιωματούχους, να τους καθαιρούν και να τους οδηγούν σε
δίκη με ποινή τον θάνατο, και, τέλος, να επιβάλλουν την ποινή του θανάτου σε περιοίκους (δηλ. σε ελεύθερους
κατοίκους των ορεινών και παραλιακών περιοχών, που δεν θεωρούνταν πολίτες της Σπάρτης) και ξένους. Οι
έφοροι ενεργούσαν από κοινού, όταν επρόκειτο να κρίνουν υποθέσεις δημόσιου ενδιαφέροντος και αποφάσιζαν
με απλή πλειονοψηφία. Αντίθετα, όταν έκριναν ιδιωτικές υποθέσεις, μπορούσαν να δικάζουν ατομικά. Οι έφο-
ροι εκδίκαζαν τις ιδιωτικές διαφορές κάθε μέρα, επομένως κάθε καταγγέλλων θα μπορούσε να υποβάλλει την
καταγγελία του κάθε μέρα σε έναν έφορο. Ιδιωτική διαιτησία καθώς και απόπειρες συμβιβασμού θα πρέπει να
γίνονταν, αλλά δεν ήταν θεσμοθετημένες, όπως στην Αθήνα. Σε υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος, οι έφοροι
δέχονταν τις καταγγελίες, ασκούσαν ανακριτικά καθήκοντα και, σε κάποιες περιπτώσεις, εκδίκαζαν οι ίδιοι τις
υποθέσεις, αφού ο κατηγορούμενος απολογούνταν.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για άλλους αξιωματούχους με δικαιοδοτική αρμοδιότητα, εκτός από τους ἑλλα-
νοδίκες, που μάλλον δίκαζαν υποθέσεις μεταξύ Λακεδαιμονίων και ξένων, στη Σπάρτη και σε καιρό εκστρατεί-
ας. Σε αντίθεση με την Αθήνα, μία υπόθεση που είχε ήδη κριθεί, μπορούσε να επανέλθει για κρίση. Η θανατική
ποινή εκτελούνταν είτε με ρίψη στον Καιάδα είτε με απαγχονισμό.

2.9. Η απονομή της δικαιοσύνης στον κόσμο των ελληνιστικών βασιλείων


Ελληνιστική περίοδος αποκαλείται, συμβατικά, η εποχή από τον θάνατο του Αλεξάνδρου Γ΄ (323 π.Χ., εικόνα
2.3015) μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Αιγύπτου (31 π.Χ.). Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τη διεύρυν-
ση των πολιτικο-οικονομικών και κοινωνικών οριζόντων, που επέφεραν οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου Γ΄ για
τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα βασίλεια, που αποκρυσταλλώθηκαν περίπου είκοσι χρόνια μετά τον
θάνατο του (301 π.Χ., μάχη της Ιψού μεταξύ των διαδόχων του), ενσωμάτωσαν σταδιακά τις τοπικές δικαϊκές
ιδιαιτερότητες των εδαφών τους στις δικαϊκές αρχές της διοικούσας ελληνικής ελίτ και των εποίκων, που ακο-
λούθησαν. Η κυριαρχία νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης (βασίλεια, συμπολιτείες) είχε αντίκτυπο και στον
τρόπο οργάνωσης του μηχανισμού, με τον οποίον απονεμόταν η δικαιοσύνη.

14 Προτομή του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (περ. 430-354 π.Χ.). Στην ιστοσελίδα: http://antiquities.bibalex.
org, στο τμήμα «Graeco-Roman antiquities», στην ενότητα: «Collection highlights», «Bust of Xenophon», τελ. προσπέλα-
ση: 15.12.2015. (επιστροφή)
15 Βασιλιάς Αλέξανδρος Γ΄ της Μακεδονίας (356-323 π.Χ.) σε ψηφιδωτό που αναπαριστά την μάχη του Γρανικού,
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης. Στη σελίδα https://commons.wikimedia.org, «Alexander and Bucephalus at
battle of Issus», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015. (επιστροφή)

45
Εικόνα 2.31 Η Αιτωλική και Αχαϊκή Συμπολιτεία περί το 200 π.Χ. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδει-
ξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Στην ελληνική χερσόνησο, η πόλις-κράτος συνέχισε την αυτόνομη δικαϊκή λειτουργία της, παράλληλα με
το μακεδονικό βασίλειο και τη σταδιακή εμφάνιση νέων μορφών δια-πολιτειακών σχηματισμών όπως η Αχαϊκή
και η Αιτωλική Συμπολιτεία (εικόνα 2.31). Ενδεικτικά, εκδηλώσεις της νομοθετικής αυτονομίας αποτελούν:
• ο νόμος για τη χρήση χάλκινων νομισμάτων από τη Γόρτυνα της Κρήτης (βλ. Inscriptiones Creticae,
τόμος IV, αρ. 162 του 3ου αιώνα π.Χ.),
• ο κανονισμός των λιμανιών από την Θάσο του 3ου αιώνα π.Χ. (βλ. Inscriptiones Graecae, τόμος XII
Suppl., αρ. 348) και
• ο νόμος για τη χρήση μέτρων και σταθμών από την Αθήνα του τέλους του 2ου αιώνα π.Χ. (βλ.
Inscriptiones Graecae, τόμος II [β΄ έκδοση], αρ. 1013).
Οι καθιερωμένοι μηχανισμοί απονομής της δικαιοσύνης συνέχισαν να λειτουργούν, ενδεχομένως με κά-
ποιες τροποποιήσεις, για να ανταποκριθούν στα δεδομένα της νέας εποχής. Για παράδειγμα, στην Αθήνα η λει-
τουργία δικαστηρίων μαρτυρείται επιγραφικά μέχρι και τον 2ο αιώνα. Παράλληλα, συνεχίζεται και ενισχύεται
η χρήση των συμβάσεων «δικαστικής προστασίας» μεταξύ πόλεων. Σύμφωνα με αυτές, οι διαφορές μεταξύ
πολιτών των συμβαλλομένων πόλεων, μπορούσαν να εκδικαστούν σε μια από τις συμβαλλόμενες πόλεις, σαν
να επρόκειτο για πολίτες της ίδιας πόλης.

2.9.1. Ελληνιστικά βασίλεια (εικόνα 2.32)16


Στα ελληνιστικά βασίλεια υπήρχαν αυτόνομες και υποτελείς πόλεις καθώς και μια τεράστια ενδοχώρα με εμβρυ-
ακή ή καθόλου πολιτική οργάνωση, κατοικούμενη από ντόπιους πληθυσμούς. Οι υποτελείς πόλεις (είτε ιδρύ-

16 Τα ελληνιστικά βασίλεια στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. Στην ιστοσελίδα: http://mappinghistory.uoregon.edu, τελ.
προσπέλαση: 15.12.2015. (επιστροφή)

46
θηκαν από τους βασιλείς, σύμφωνα με τις ελληνικές οργανωτικές παραδόσεις, είτε προϋπήρχαν) ήταν, κατά
κανόνα, πλήρως εξαρτημένες από τον βασιλέα και μόνο ευκαιριακά ή εξαιρετικά απολάμβαναν κάποια προνό-
μια διοικητικής ή φορολογικής φύσης και δικαϊκή αυτονομία. Το πλαίσιο της αυτονομίας καθοριζόταν από τον
βασιλιά, ο οποίος έδινε και την τελική έγκριση για τους νόμους, που θα εφαρμόζονταν στις πόλεις. Στις υπόλοι-
πες υποτελείς πόλεις εφαρμόζονταν οι βασιλικοί νόμοι από βασιλικούς αξιωματούχους. Οι αυτόνομες πόλεις
διατήρησαν την δικαϊκή τους αυτοτέλεια χωρίς, όμως, να αγνοούν το ειδικό βάρος των βασιλικών επιθυμιών,
όπως εκφραζόταν με προστάγματα ή διαγράμματα. Αντινομίες μεταξύ του δικαίου των αυτονόμων πόλεων και
του «βασιλικού» δικαίου σπάνια εκδηλωνόταν, γιατί οι πόλεις φρόντιζαν να εντάξουν τις ειδικότερου χαρακτή-
ρα «βασιλικές» ρυθμίσεις στο δικαϊκό τους οικοδόμημα. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο δικαιοταξιών συνήθως
κατέληγε με την επικράτηση του βασιλικού νόμου, αλλά αυτό δεν σήμαινε την αυτόματη ακύρωση του νόμου
ή των νόμων της πόλης. Απλώς, στην υπόθεση που δικαζόταν ενώπιον βασιλικών αξιωματούχων εφαρμοζόταν
ο «βασιλικός» νόμος. Οι εντεταλμένοι από τον βασιλιά αξιωματούχοι είχαν διαφορετικές ονομασίες στα διά-
φορα βασίλεια (ἐπιστάτης στο βασίλειο των Αντιγονιδών [εικόνα 2.36] και στο βασίλειο των Ατταλιδών, ὁ ὑπὸ
τοῦ βασιλέως τεταγμένος στο βασίλειο των Σελευκιδών και οἰκονόμος στο βασίλειο των Πτολεμαίων [εικόνα
2.33]17), αλλά οι αρμοδιότητές τους εκτείνονταν πέρα από τα όρια των πόλεων, είχαν την ευθύνη διοίκησης των
εδαφών και επομένως και δικαστική αρμοδιότητα, ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούσαν το στέμμα. «Βασιλικοί»
δικαστές ορίζονταν σε περιοχές εκτός των πόλεων, με κυρίως δημοσιονομικά καθήκοντα, από κοινού με τους
ἐπιστάτες.

2.9.2. Συμπολιτείες
Στις συμπολιτείες (δηλ. στις ενώσεις πόλεων σε ένα είδος χαλαρής ομοσπονδίας) η απονομή της δικαιοσύνης
ήταν οργανωμένη σε δύο επίπεδα: το συμπολιτειακό-ομοσπονδιακό και αυτό των πόλεων. Οι ομοσπονδιακοί
νόμοι ρύθμιζαν την οργάνωση και την δομή της συμπολιτείας, επέβαλαν υποχρεώσεις στις πόλεις-μέλη και
νόμους σε καταστάσεις ανάγκης. Οι συμφωνίες μεταξύ της συμπολιτείας και τρίτου μέρους δέσμευαν τις πό-
λεις-μέλη. Οι ομοσπονδιακοί αξιωματούχοι, συνήθως, δεν παρέμβαιναν στους δικαιοδοτικούς μηχανισμούς των
πόλεων, παρά μόνο στο βαθμό, που μια υπόθεση ενέπιπτε στις αρμοδιότητές τους («διεθνείς» σχέσεις, άμυνα,
κήρυξη πολέμου, σύναψη ειρήνης, ομοσπονδιακές λατρείες). Οι αποφάσεις των ομοσπονδιακών δικαστικών
οργάνων υπερίσχυαν των αντίστοιχων των πόλεων-μελών. Διαφορές μεταξύ πόλεων-μελών της συμπολιτεί-
ας επιλύονται σε ομοσπονδιακό πλαίσιο. Οι πόλεις απευθύνονται στους αξιωματούχους της συμπολιτείας, οι
οποίοι επιλέγουν την πόλη (είτε μέλος της συμπολιτείας είτε όχι) η οποία θα στείλει δικαστές (ἔκκλητος πόλις).
Η πόλη-μέλος διατηρεί την αρμοδιότητα επίλυσης διαφορών (δημόσιων και ιδιωτικών) μεταξύ των κατοίκων
της που δεν άπτονται των συμφερόντων της συμπολιτείας. Έτσι, για παράδειγμα, η αχαϊκή πόλη της Δύμης την
περίοδο 190-146 π.Χ. επέβαλε την ποινή του θανάτου σε τρία άτομα, που κατηγορήθηκαν για ιεροσυλία και πα-
ραχάραξη νομίσματος [Rizakis (2008: αρ. 2)]. Οι διαφορές μεταξύ δύο ιδιωτών πολιτών διαφορετικών πόλεων
της ίδιας συμπολιτείας επιλύονταν είτε με βάση διμερείς συμφωνίες είτε μέσω της κλήσης «προσκεκλημένων»
δικαστών. Ο ιστορικός Πολύβιος περιγράφει την άνοδο της Αχαϊκής Συμπολιτείας τον 3ο αιώνα π.Χ. στις Ιστο-
ρίες του, κεφ. 2 παρ. 41-43, ενώ μια αποσπασματική επιγραφή (βλ. Inscriptiones Graecae τόμος V τεύχος 2, αρ.
344), η οποία χρονολογείται μετά το 234 π.Χ., περιγράφει τους όρκους που έδωσαν οι εκπρόσωποι της Αχαϊκής
Συμπολιτείας και οι Ορχομένιοι της Αρκαδίας, όταν οι τελευταίοι προσχώρησαν στη Συμπολιτεία.

2.9.3. «Προσκεκλημένοι» δικαστές


Το νέο στοιχείο, χαρακτηριστικό της περιόδου, είναι η εκτεταμένη χρήση του θεσμού των «προσκεκλημένων»
δικαστών (μετάπεμπτοι δικασταί) από μια «προσκεκλημένη» πόλη (ἔκκλητος πόλις). Εμφανίζονται στα τέλη του
4ου αιώνα π.Χ. και φαίνεται να λειτουργούν μέχρι και τα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. Επρόκειτο για ομάδες πολιτών
(συνήθως άτομα επίλεκτα και με κύρος), τους οποίους έστελνε μία πόλη σε μία άλλη, είτε γειτονική της είτε
μακρινή, μετά από αίτηση της τελευταίας. Μερικές φορές, μπορεί οι «προσκεκλημένοι» δικαστές να προέρ-
χονταν από διαφορετικές πόλεις. Έτσι, γύρω στο 280 π.Χ. «προσκεκλημένοι» δικαστές από τις μικρασιατικές
πόλεις της Μύνδου, της Μιλήτου και της Αλικαρνασσού επέλυσαν διαφορές από συμβόλαια στη Σάμο (βλ.
Inscriptiones Graecae τόμος XII, τεύχος 6, αρ. 95). Σκοπός τους ήταν η απόφαση επί ιδιωτικών ή δημόσιων
17 Η δυναστεία των Αντιγονιδών της Μακεδονίας. Στην ιστοσελίδα: http://www.tyndalehouse.com, «Antigonid
Dynasty: Overview», τελ. προσπέλαση: 15.12.2015 (επιστροφή)

47
διαφορών, που είχαν ανακύψει είτε από συμβόλαια είτε από αδικοπραξίες και για κάποιο λόγο ο υπάρχων δι-
καιοδοτικός μηχανισμός αδυνατούσε να τις εκδικάσει. Η αδυναμία εκδίκασης οφειλόταν, συνήθως, σε κάποιο
εξαιρετικό γεγονός, το οποίο εμπόδιζε την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης. Μερικές φορές, μάλιστα, ήταν
οι ίδιοι οι βασιλείς, που επέλεγαν αυτήν την λύση, με στόχο να εξασφαλίσουν την τάξη και την σταθερότητα.
Η διαδικασία πρόσκλησης ξεκινούσε με απόφαση της συνέλευσης των πολιτών να προσκαλέσει δικαστές,
προσδιορίζοντας ποιες υποθέσεις θα κρίνουν και σε ποια πόλη θα απευθυνθούν. Στη συνέχεια, έστελναν μια
επιτροπή (πρεσβεία), να υποβάλλει το αίτημα και να οδηγήσει (δικασταγωγὸς) τους «προσκεκλημένους» δικα-
στές στην πόλη, εγγυώμενη την ασφάλεια τους. Η διάρκεια της παραμονής των δικαστών δεν προσδιοριζόταν
και υπάρχουν περιπτώσεις, όπου τους ζητήθηκε να παρατείνουν την παραμονή τους. Κατά τη διάρκεια της
παραμονής τους, οι «προσκεκλημένοι» δικαστές συνεργάζονταν με τους αρμόδιους αξιωματούχους της πόλης,
οι οποίοι φρόντιζαν για όλες τις λεπτομέρειες της διαδικασίας. Οι «προσκεκλημένοι» δικαστές συνηθέστατα τι-
μούνταν με στεφάνια και τιμητικά ψηφίσματα από την πόλη, που τους προσκάλεσε, για την εύρυθμη εκτέλεση
των καθηκόντων τους. Χάρη σε αυτά τα ψηφίσματα (σώζονται περίπου 300, άλλα πλήρη και άλλα αποσπασμα-
τικά) γνωρίζουμε σε γενικές γραμμές την δραστηριότητα αυτών των δικαστών.
Σε πρώτη φάση, οι «προσκεκλημένοι» δικαστές επεδίωκαν να συμφιλιώσουν ή να συμβιβάσουν τους δι-
αδίκους. Εφόσον αυτό αποτύχαινε, τότε προχωρούσαν στην εκδίκαση της υπόθεσης και, αφού άκουγαν τα
επιχειρήματα των διαδίκων, προχωρούσαν στην έκδοση απόφασης με βάση το δίκαιο της πόλης που τους είχε
καλέσει. Οι αποφάσεις των «προσκεκλημένων» δικαστών θεωρούνταν τελεσίδικες. Οι ποινές, που επιβάλλο-
νταν, δεν διαφοροποιούνταν δραματικά από τις ήδη υπάρχουσες. Η προσφυγή στον βασιλιά εναντίον απόφασης
δικαστικού οργάνου της πόλης λειτουργούσε ως δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας.
Έχει παρατηρηθεί, ότι ο θεσμός των «προσκεκλημένων» δικαστών χρησιμοποιείται από τις αυτόνομες πό-
λεις των βασιλείων σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους, ακόμα και σε εξαιρετικά δύσκο-
λες συνθήκες, όπου η προσφυγή στην βασιλική εξουσία θα ήταν ελκυστική αλλά και απειλητική, αλλά ποτέ
σε υποτελείς και σε ανεξάρτητες πόλεις, όπως η Αθήνα και η Ρόδος. Χαρακτηριστικό στοιχείο της συνέχειας
με την κλασική περίοδο είναι ότι διατηρούνται τόσο ο «ερασιτεχνικός» χαρακτήρας των δικαστών όσο και το
πολυμελές στοιχείο. Η πρόσκληση δικαστών δεν πρέπει να θεωρείται ως ένδειξη αποτυχίας του υπάρχοντος
συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, αλλά μάλλον ως αδυναμία να ανταποκριθεί σε συνθήκες πίεσης.

2.9.4. Ελληνιστική Αίγυπτος


Η Αίγυπτος στα ελληνιστικά χρόνια ήταν υπό την εξουσία της δυναστείας που ίδρυσε ο Πτολεμαίος, στρατηγός
του Αλεξάνδρου Γ΄, το 305 π.Χ. Οι νέοι κυρίαρχοι σεβάστηκαν τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες των Αιγυπτίων
αλλά ταυτόχρονα ενίσχυσαν με ποικίλα μέσα τους εποίκους (Έλληνες, Ιουδαίους και άλλους) που εγκαταστά-
θηκαν στην Αίγυπτο, συνήθως ως στρατιώτες στην υπηρεσία του βασιλιά. Η μεγάλη μάζα των Αιγυπτίων ζού-
σαν στην ύπαιθρο, ενώ οι έποικοι συγκεντρώθηκαν κυρίως στις τρεις πόλεις ελληνικού τύπου (Αλεξάνδρεια,
Ναύκρατις, Πτολεμαΐς) και σε άλλα αστικά κέντρα (Google map). Χάρη στους παπύρους διαθέτουμε έναν
ανεκτίμητο πλούτο πληροφοριών για την οργάνωση της οικονομίας, της διοίκησης, της κοινωνίας και του συ-
στήματος απονομής της δικαιοσύνης.
Ο βασιλιάς ήταν ο ανώτατος δικαστής της χώρας. Ο ίδιος με τη βοήθεια της γραμματείας του δίκαζε μόνο
εκείνες τις υποθέσεις που αφορούσαν τα βασιλικά εισοδήματα και την προσβολή του προσώπου του βασιλιά.
Όλες οι υπόλοιπες υποθέσεις εκδικάζονταν από κατώτερα δικαστήρια, μονοπρόσωπα ή συλλογικά όργανα
απονομής της δικαιοσύνης.
Τα συλλογικά δικαστήρια που λειτουργούσαν στην Αίγυπτο (εκτός από τις τρεις αυτόνομες πόλεις) ήταν τα εξής:
• Οι λαοκρίται, δικαστήριο που καταγόταν από την περίοδο των Φαραώ. Τον 3ο αιώνα π.Χ. ο στρατηγός
επέβλεπε τη λειτουργία του δικαστηρίου και όριζε τις υποθέσεις, που θα εξέταζε. Τον 2ο αιώνα π.Χ.
αποτελούνταν από τρεις ιερείς και έναν εἰσαγωγέα.
• Οι χρηματισταί, δικαστήριο που ίδρυσε ο Πτολεμαίος Β΄ ο επονομαζόμενος Φιλάδελφος (283-245
π.Χ., εικόνα 2.3418). Περιόδευε σε όλη την Αίγυπτο, συνεδρίαζε στις μεγάλες πόλεις και δίκαζε δια-
φορές αστικού αλλά και φορολογικού χαρακτήρα και υποθέσεις που αφορούσαν βασιλική περιουσία.
Αποτελούνταν από τρία μέλη που διόριζε ο βασιλιάς με καθορισμένη θητεία, έναν εἰσαγωγέα και ένα
18 Προτομή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου (308–246 π.Χ.), Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Νεάπολης, Ιταλία.
Στην ιστοσελίδα https://commons.wikimedia.org, «A bust depicting Ptolemy II Philadelphus», τελ. προσπέλαση με επιβε-
βαίωση άδειας: 15.12.2015. (επιστροφή)

48
εκτελεστικό όργανο.
• Το κοινοδίκιον, δικαστήριο που ιδρύθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. για την εκδίκαση ιδιωτικών
υποθέσεων.
Στις αυτόνομες πόλεις (Αλεξάνδρεια, Ναύκρατις και Πτολεμαΐδα) υπήρχαν δικαστήρια αποτελούμενα από
δέκα δικαστές και έναν εἰσαγωγέα.
Τέλος, υπήρχαν και οι αξιωματούχοι που ήταν επιφορτισμένοι με την επίλυση διαφορών, που αναφύονταν
κατά τη διάρκεια της θητείας τους, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους. Ανάμεσα σε αυτούς, ιδιαίτερη θέση
κατέχει ο στρατηγός, ο οποίος ήταν επικεφαλής μιας διοικητικής ενότητας, που ονομαζόταν νομός. Ο στρατη-
γός είχε εκτεταμένες αστυνομικές και δικαστικές αρμοδιότητες, που αφορούσαν προκαταρκτικές δικαστικές
διαδικασίες (κυρίως την εισαγωγή υποθέσεων για εκδίκαση από το αρμόδιο δικαστήριο) και την εκτέλεση
δικαστικών αποφάσεων, είχε περιορισμένη ποινική και πειθαρχική διαδικασία, ενώ ενεργούσε και ως διαιτητής
σε ιδιωτικές διαφορές.
Παραμένει, όμως, το ερώτημα, πώς μοιράζονταν οι υποθέσεις ανάμεσα στα δικαστήρια, ή αλλιώς, ποιοι
ήταν οι κανόνες για την καθ’ ύλη αρμοδιότητα των δικαστηρίων.
Κατά τους δύο πρώτους αιώνες, οι Αιγύπτιοι έλυναν τις διαφορές τους προσφεύγοντας σε Αιγύπτιους δι-
καστές (λαοκρίται), οι οποίοι εφάρμοζαν τους αιγυπτιακούς κανόνες δικαίου. Οι Έλληνες κατέφευγαν στο
δικαστήριον, ενώ σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ Αιγυπτίων και Ελλήνων, αρμόδιο να αποφασίσει ήταν ένα
ιδιαίτερο δικαστήριο που ονομαζόταν κοινοδίκιον.
Το σύστημα αυτό μεταρρυθμίστηκε ριζικά το 118 π.Χ. με ένα διάταγμα (πρόσταγμα) του βασιλιά Πτολεμαί-
ου Ευεργέτη Β΄. Στο εξής, το εφαρμοστέο δίκαιο, η νομική βάση για την επίλυση των διαφορών, δεν θα ήταν
η εθνικότητα των διαδίκων (αρχή της προσωπικότητας) αλλά η γλώσσα, στην οποία ήταν γραμμένο το επίδικο
έγγραφο. Έτσι, όταν το έγγραφο ήταν γραμμένο στα ελληνικά, αρμόδιο ήταν το δικαστήριο των χρηματιστῶν,
ακόμα και εάν οι συμβαλλόμενοι ήταν Αιγύπτιοι. Αν το επίδικο έγγραφο ήταν συνταγμένο στα αιγυπτιακά, τότε
αρμόδιο ήταν το δικαστήριο των λαοκριτῶν, ακόμα και εάν οι συμβαλλόμενοι ήταν Έλληνες. Οι πληθυσμοί,
που ασχολούνταν με την καλλιέργεια των βασιλικών εκτάσεων γης και των μονοπωλιακά παραγομένων προϊό-
ντων (όπως έλαια, σουσάμι, καστορέλαιο, λινάρι, μέταλλα, λατομεία, πάπυρος), υπάγονταν στην αρμοδιότητα
των αντίστοιχων διοικητικών οργάνων. Ο δικαιοδοτικός ρόλος των αξιωματούχων αυτών ενισχύθηκε κατά τον
1ο αιώνα π.Χ., όταν ατόνησε η λειτουργία των παραπάνω δικαστηρίων. Οι τρεις ελληνικού τύπου πόλεις διατή-
ρησαν κάποιου είδους αυτονομία.

2.9.5. Περίγραμμα της απονομής της δικαιοσύνης στα ελληνιστικά χρόνια


Όπως και στα κλασικά χρόνια, πρόσβαση στον μηχανισμό απονομής της δικαιοσύνης είχαν οι πολίτες μιας πόλης,
οι πολίτες άλλων πόλεων που είχαν συνάψει συμφωνίες «δικαστικής προστασίας», και οι πολίτες άλλων πόλεων,
που τους είχε απονεμηθεί η πολιτεία ή η προξενία. Οι γυναίκες και τα παιδιά μπορούσαν να παρίστανται μέσω
των ανδρών κυρίων τους, οι επί μακρόν διαμένοντες ξένοι (μέτοικοι), μέσω του πολίτη προστάτη τους, ενώ σε
ορισμένες περιπτώσεις και οι στρατιωτικοί-μέλη φρουρών, μπορούσαν να χρησιμοποιούν τον μηχανισμό αυτό.
Οι ιθαγενείς κάτοικοι της υπαίθρου, γνωστοί ως πάροικοι ή περίοικοι, δεν θεωρούνταν πολίτες, και η εκδίκαση
διαφορών μεταξύ τους ανήκε στις αρμοδιότητες των βασιλικών αξιωματούχων. Οι ξένοι πολίτες πόλεων χωρίς
σύμφωνο «δικαστικής προστασίας», μπορούσαν να καταφύγουν σε κάποιον αρμόδιο αξιωματούχο για οποια-
δήποτε διαφορά με πολίτη ή ξένο. Οποιοσδήποτε πολίτης ή συλλογικότητα μπορούσε να υποβάλει προσφυγή,
να ασκήσει αγωγή ή να εναχθεί, υποβάλλοντας γραπτή καταγγελία στον αρμόδιο αξιωματούχο και καλούσε τον
καταγγελλόμενο να παρουσιαστεί ενώπιον του αξιωματούχου. Ο αξιωματούχος εξέταζε, εάν κλήθηκε νόμιμα ο
αντίδικος, εάν ήταν νόμιμη η καταγγελία, και προσπαθούσε να συμφιλιώσει ή να συμβιβάσει τους διαδίκους. Στην
ακροαματική διαδικασία, οι διάδικοι υποστήριζαν τις θέσεις τους αυτοπροσώπως, παρουσίαζαν και υποστήριζαν
τις αξιώσεις τους με αποδεικτικά στοιχεία, όπως έγγραφα από τα αρχεία της πόλης και μαρτυρίες.

2.10. Η απονομή της δικαιοσύνης στις ελληνόφωνες επαρχίες της ρωμαϊκής αυτο-
κρατορίας
Η Ρώμη ήδη πριν από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. διαδραμάτιζε βαρύνοντα ρόλο στον ανταγωνισμό των ελ-
ληνιστικών βασιλείων και συμπολιτειών για κυριαρχία στην ελληνική χερσόνησο και στην Ανατολική Μεσό-

49
γειο. Οι στρατιωτικές της δυνάμεις κατέλυσαν διαδοχικά το Μακεδονικό Βασίλειο (Πύδνα, 168 π.Χ.) και την
Αχαϊκή Συμπολιτεία (Λευκόπετρα, 146 π.Χ.), ενώ το 133 π.Χ. η ρωμαϊκή Σύγκλητος αποδέχθηκε ασμένως
την κληροδοσία του βασιλείου της Περγάμου από τον Άτταλο Γ΄. Η κληροδοσία διασώζεται σε επιγραφή, που
δημοσιεύτηκε στη συλλογή Orientis Graecis Inscriptionum Supplementum αρ. 338. Εκατό χρόνια αργότερα,
μετά τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ., ο Οκταβιανός (βλ. εικόνα 4.1) κατέκτησε και το τελευταίο ανεξάρτητο
βασίλειο στην ανατολική Μεσόγειο, το βασίλειο των Πτολεμαίων.
Η επέκταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη διαφορετικών τρόπων ενσωμάτωσης των πόλεων και της
επικράτειας των βασιλείων στη ρωμαϊκή διοικητική δομή και πρακτική. Αυτή η ποικιλία οδήγησε στην ανάπτυ-
ξη δύο διαφορετικών καθεστώτων: πόλεις κατακτημένες και υποτελείς στη δικαιοδοσία του Ρωμαίου διοικητή
και πόλεις που συμμάχησαν με τους Ρωμαίους και διατήρησαν την δικαϊκή τους αυτονομία. Οι περιοχές, όπου
έμεναν οι ντόπιοι αγροτικοί πληθυσμοί, πέρασαν απευθείας στη δικαιοδοτική αρμοδιότητα των ρωμαϊκών δι-
οικητικών αρχών. Η Ρώμη διαίρεσε τις κατακτημένες περιοχές σε επαρχίες (επαρχία της Μακεδονίας, επαρχία
της Αχαΐας, επαρχία της Ασίας, κ.λπ.) (εικόνα 2.35) υπό την διοίκηση ανθυπάτων, οι οποίοι αποτελούσαν την
ανώτατη στρατιωτική, διοικητική, φορολογική (μαζί με τους procuratores-ανθυπάτους) και δικαϊκή αρχή. Οι
ανθύπατοι είχαν ήδη διατελέσει ύπατοι στη Ρώμη και διορίζονταν για διάστημα ενός έτους στην διοίκηση των
επαρχιών. Για την οργάνωση και διοίκηση των επαρχιών συνήθως εκπονούνταν ένα διάταγμα που ονομαζόταν
επαρχικό ηδίκτο (edictum provincialis).

Εικόνα 2.35. Οι επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (CC BY-SA 3.0, δικαιού-
χος πνευματικής ιδιοκτησίας: Cristiano64), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Ο Ρωμαίος διοικητής ασκούσε το δικαιοδοτικό του έργο περιοδεύοντας στην επαρχία του, η οποία διαι-
ρούνταν σε διοικητικές περιφέρειες (conventus). Μια φορά τον χρόνο οργανώνονταν δικαστικές συνεδρίες σε
σημαντικές πόλεις της επαρχίας του, όπου, βοηθούμενος από συνεργάτες του και εκπροσώπους της τοπικής
κοινωνίας (consilium), μπορούσε να κρίνει ο ίδιος ή να ορίζει τρίτους ως δικαστές (ξενοκρίται) για υποθέσεις

50
μεταξύ Ρωμαίων και ξένων. Η εκδίκαση υποθέσεων μπορούσε να ανατεθεί σε σώματα δικαστών που επιλέ-
γονταν από καταλόγους πολιτών κάθε πόλης. Στη δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Ρωμαίου διοικητή ενέπιπταν
κατ’ αρχήν όλες οι διαφορές μεταξύ Ρωμαίων πολιτών. Μπορούσε, επίσης, να επιβάλλει ποινές, και ιδιαίτερα
την ποινή του θανάτου. Η απονομή της ρωμαϊκής πολιτείας σε μη Ρωμαίους είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή
επέκταση του πεδίου εφαρμογής του Ρωμαϊκού Δικαίου. Μετά το 212 μ.Χ. και την απόδοση της ρωμαϊκής πολι-
τείας στο σύνολο των ελεύθερων κατοίκων της αυτοκρατορίας (βλ. παρακάτω, 5.4.1. και 7.1.5), η δικαιοδοτική
αρμοδιότητα του Ρωμαίου διοικητή περιλάμβανε το σύνολο των ελεύθερων κατοίκων.
Όπως είναι φυσικό, ο Ρωμαίος διοικητής εφάρμοζε τους κανόνες του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η διαδικασία εκδί-
κασης ξεκινούσε με την κατάθεση αίτησης σε κάποιον Ρωμαίο αξιωματούχο. Εφόσον γινόταν δεκτή η αίτηση,
καλούνταν ο εναγόμενος και η υπόθεση συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των υποθέσεων που θα έκρινε ο
Ρωμαίος διοικητής ή θα την παρέπεμπε για εκδίκαση σε άλλο όργανο. Ο εναγόμενος θα έπρεπε να παρίσταται
στην πόλη, όπου έδρευε το δικαστήριο, αν και δεν έλειπαν οι αναβολές εκδίκασης. Κατά την ακρόαση των
διαδίκων από τον Ρωμαίο διοικητή, οι διάδικοι μπορούσαν να μισθώσουν τις υπηρεσίες κάποιου ειδικευμένου
ατόμου. Αν δεν υπήρχε συνήγορος, ο Ρωμαίος διοικητής όριζε έναν σε όποιον το ζητούσε και ιδιαίτερα σε γυ-
ναίκες και ανήλικα παιδιά. Η απόφαση του διοικητή ή του οργάνου, στο οποίο είχε παραπεμφθεί η υπόθεση,
καταχωριζόταν στα δημόσια αρχεία της πόλης.
Στις ελεύθερες/σύμμαχες πόλεις (civitates liberae/foederatae) είχε διατηρηθεί ο μηχανισμός απονομής της
δικαιοσύνης με τα δικαστήρια και το σύνολο των εφαρμοζόμενων νόμων.

Βιβλιογραφία/Αναφορές
Αδάμ-Μαγνήσαλη, Σοφία (2008). Η απονομή της δικαιοσύνης στην αρχαία Αθήνα (5ος και 4ος π.Χ. αι.). Αθήνα.
Biscardi, Arnaldo (1991). Αρχαίο ελληνικό δίκαιο. (ελλ. μετ. Π. Δημάκης) Αθήνα.
Γέσιου-Φαλτσή, Πελαγία (1994). “Η δίκη στο λαϊκό δικαστήριο της αρχαίας Ηλιαίας: η γένεση δικονομικών
αρχών με σύγχρονη σημασία”. Δίκη (Athens) 25, 475-97.
Γιούνη, Μαρία (1998). Ἄτιμος ἔστω - ἄτιμος τεθνάτω. Συμβολή στη μελέτη της ποινής της ατιμίας και της θέσης
εκτός νόμου στο αττικό δίκαιο. Θεσσαλονίκη.
Gagarin, Michael & David Cohen (Eds.) (2005). The Cambridge companion to ancient Greek law.
Cambridge.
Harrison, Alick Robin Walsham (1968-71). The law of Athens. 2 τόμ., Oxford.
Καράμπελας, Δημήτρης (επιμ.) (2008). Πηγές ιστορίας του δικαίου. Νομοθεσία, νομολογία, θεωρία, πράξη,
Αθήνα.
MacDowell, Douglas (1981). Το δίκαιο στην κλασική Αθήνα. (ελλ. μετ. Γ. Mαθιουδάκης) Αθήνα.
MacDowell, Douglas (1988). Σπαρτιατικό δίκαιο. (ελλ. μετ. Ν. Κονομής) Αθήνα.
Περάκη, Ελένη & Φιοράκης, Στυλιανός (1973). Η μεγάλη δωδεκάδελτος επιγραφή της Γόρτυνος. Ηράκλειο.
Rizakis, Athanasios (2008). Achaie III. Les cités achéenes: épigraphie et histoire. Athènes.
Σακελλαρίου, Μιχαήλ (1999). Η αθηναϊκή δημοκρατία. Ηράκλειο.
Στεφανόπουλος, Στέφανος (2004). Ελλήνων θέσμια. Πολιτειακές δομές και πολιτικές λειτουργίες στην αρχαία
Ελλάδα. Αθήνα.
Sundahl, Mark, Mirhady, David & Arnaoutoglou, Ilias (Eds.) (2011). A new working bibliography of ancient
Greek law (7th – 4th centuries BC). Athens.
Todd, Stephen (1993). The shape of Athenian law. Oxford.
Velissaropoulou-Karakostas, Julie (2011). Droit grec d’Alexandre à Auguste, 2 τόμ. Athènes

51
Κεφάλαιο 3. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία στην ελληνική αρχαιότητα

Σύνοψη
Στο παρόν κεφάλαιο εξετάζονται η έννοια και οι τρόποι κτήσης και απώλειας της ιδιότητας του πολίτη, με έμφαση
στην κλασική Αθήνα, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών και, επίσης, η νομική θέση, τα
δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μετοίκων, των ξένων και των δούλων. Περαιτέρω, συζητούνται η νομική και
κοινωνική θέση των γυναικών και, στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου, η δομή της συγγένειας, ο γάμος (ἐγγύ-
η-ἔκδοσις, ἐπίκληρος), το διαζύγιο και οι τρόποι υιοθεσίας. Τέλος, αναπτύσσονται συνοπτικά βασικές έννοιες των
κληρονομικών σχέσεων (διαθήκη και εξ αδιαθέτου διαδοχή) και του ενοχικού και εμπορικού δικαίου (αγοραπω-
λησία, μίσθωση, δάνεια, εμπόριο).

Προαπαιτούμενη γνώση
Απαραίτητη κρίνεται η εμπέδωση των πληροφοριών σχετικά με ορισμένους θεσμούς των μυκηναϊκών βασιλείων
και την πολιτειακή δομή των πόλεων-κρατών και ελληνιστικών βασιλείων του προηγούμενου κεφαλαίου.

3.1. Εισαγωγικά
Η διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου, στην οποία θεμελιώνονται οι σύγχρονες έννομες τάξεις –απηχώ-
ντας τη νεωτερική διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου– δεν είχε την ίδια σημασία στα δίκαια της
ελληνικής αρχαιότητας. Εντούτοις, για λόγους συστηματικούς, θα κατηγοριοποιήσουμε θεμελιώδεις έννοιες
του δικαίου των προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του οικογενειακού, κληρονομικού και ενοχικού δικαίου,
λαμβάνοντας υπόψη τη στενή συνάφεια των εν λόγω νομικών κατηγοριών με τη συνολική λειτουργία της πό-
λεως-κράτους, την οικονομία της καθώς και τη θρησκευτική/λατρευτική βάση, η οποία συνέχει την κοινωνική
οργάνωση και λειτουργία.

3.2. Δίκαιο των προσώπων: πολίτες, μέτοικοι, δούλοι

3.2.1 Κτήση και απώλεια της πολιτείας

Εικόνα 3.1. Μαρμάρινη κεφαλή του Περικλή, αντίγραφο της χάλκινης προτομής που ήταν έργο του γλύπτη Κρησίλα. Ρωμα-
ϊκό αντίγραφο κλασικού ελληνικού πρωτοτύπου. Πηγή: https://commons.wikimedia.org

52
Η λειτουργία της πόλεως-κράτους ήταν αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την κτήση της ιδιότητας του πολίτη. Mό-
νον ο πολίτης απολάμβανε πλήρη πολιτικά δικαιώματα και μπορούσε να αναλάβει πολιτικά και δικαστικά
αξιώματα. Η ιδιότητα του πολίτη ανήκε αποκλειστικά σε άρρενες, μολονότι οι γυναίκες ήταν δυνατόν να προσ-
διοριστούν ως αστές –όπως και οι ανήλικοι–, όχι όμως ως πολίτες. Πολίτης μπορούσε να είναι ένας άρρεν είτε
φύσει είτε με απονομή της ιδιότητας αυτής, μέσω των σχετικών διαδικασιών των συλλογικών οργάνων της
πόλεως.
Στην κλασική Αθήνα, μετά τη νομοθεσία του Περικλή (451/450 π.Χ.) (εικόνα 3.1), για την κτήση της ιδιότη-
τας του Αθηναίου πολίτη ήταν απαραίτητο να είναι και οι δύο γονείς αστοί. Η απονομή της ιδιότητας του πολίτη
μπορούσε να λάβει χώρα μετά από ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου, το οποίο ακολουθούσε η εγγραφή στους
καταλόγους του δήμου, όπως και στους αντίστοιχους καταλόγους των φυλών και φρατριών.
Δεν είναι βέβαιο ότι οι ξένοι, οι μέτοικοι ή οι δούλοι, στους οποίους απονεμόταν η ιδιότητα του πολίτη απο-
κτούσαν και το σύνολο των δικαιωμάτων, που απολάμβανε ένας φύσει πολίτης. Στον χώρο του δημόσιου δικαί-
ου, η απονομή είχε χαρακτήρα κυρίως τιμητικό. Στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ο νέος πολίτης αποκτούσε
το δικαίωμα της επιγαμίας, δηλαδή της δυνατότητας σύναψης γάμου με μία αστή αλλά και το δικαίωμα κτήσης
ακίνητης περιουσίας. Ωστόσο, τα προνόμια αυτά ήταν δυνατόν να απολαμβάνουν και ξένοι και μέτοικοι χωρίς
να είναι υποχρεωτικά πολίτες.
Μετά τον 4ο π.Χ. αιώνα, είναι συχνή και η συλλογική απονομή της πολιτείας, συνήθως στο σύνολο των
πολιτών μίας άλλης πόλης, μέσω διεθνών συνθηκών. Η νομική συνέπεια της απονομής αυτής αφορά κυρίως
την δυνατότητα του πολίτη της άλλης πόλης να επικαλεστεί την ιδιότητα αυτή, προκειμένου να μην υποστεί
αντίποινα ενάντια στο πρόσωπο ή στην περιουσία του αλλά και να υπαχθεί στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων
της απονέμουσας πόλης.
Από την άλλη πλευρά, η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν δυνατή μέσω της επιβολής σε έναν πο-
λίτη της ποινής της ατιμίας. Η ποινή επιβαλλόταν από την Ηλιαία (βλ. 2.3.2) και συνίστατο στην απαγόρευση
εισόδου στην αγορά, στην απαγόρευση άσκησης δικαστικών καθηκόντων, υποβολής ενδίκων βοηθημάτων,
υποβολής προτάσεων νόμων και ψηφισμάτων, στην απαγόρευση συμμετοχής στην εκκλησία του δήμου αλλά
και άσκησης δημοσίων καθηκόντων, στην απαγόρευση εισόδου στα ιερά κ.α.

3.2.2 Δικαιώματα και υποχρεώσεις του πολίτη.


Οι πολίτες μιας ελληνικής πόλης τον 5ο ή τον 4ο π.Χ. αιώνα, απολάμβαναν μία σειρά ελευθεριών, ή και δικαιω-
μάτων ακόμα, τα οποία αναλογούν στα δικαιώματα που ανέδειξαν, αιώνες αργότερα, ο ριζοσπαστικός Διαφω-
τισμός και ο φιλελευθερισμός των Νεότερων Χρόνων. Εντούτοις, στον αρχαίο ελληνικό, τουλάχιστον, κόσμο
–παρά τη θεωρητική διαφοροποίηση στο επίπεδο του φιλοσοφικού στοχασμού, η οποία θα επέλθει αργότερα
με τον στωικισμό και την επιρροή του στην ρωμαϊκή νομική σκέψη– οι πολιτικές και άλλες μορφές ελευθερι-
ών και δικαιωμάτων, δεν έχουν οικουμενικές ή καθολικές αξιώσεις. Τα δικαιώματα του πολίτη εκτείνονταν,
κυρίως, σε ολόκληρη τη θεσμική λειτουργία της πόλεως, δηλαδή στο δικαίωμα να αναγορευτεί άρχοντας, να
κληρωθεί δικαστής και, βεβαίως, να συμμετέχει στην εκκλησία του δήμου.

3.2.3 Νόθοι - μέτοικοι - ξένοι.


Οι νόθοι αποτελούν κατηγορία πολιτών με μειωμένα πολιτικά δικαιώματα. Στην Αθήνα νόθος θεωρούνταν, αρ-
χικώς, όποιος δεν είχε τουλάχιστον έναν γονέα Αθηναίο πολίτη και δεν προερχόταν από γάμο που είχε τελεστεί
με ἐγγύη. Μετά το 451/450 π.Χ., νόθοι θεωρούνταν όσοι δεν είχαν και τους δύο γονείς Αθηναίους (τον πατέρα
πολίτη, την μητέρα αστή) ή δεν προέρχονταν από γάμο με τον τύπο της ἐγγύης ή της ἐπιδικασίας. Μολονότι οι
νόθοι είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, αποκλείονταν από την εξ αδιαθέτου διαδοχή, συχνά ακόμα και όταν
δεν υπήρχαν νόμιμοι κατιόντες.
Οι μέτοικοι, δηλαδή οι ξένοι ελεύθεροι πολίτες, οι οποίοι διέμεναν μόνιμα στην Αθήνα, τίθεντο υπό την προ-
στασία ενός πολίτη και κατέβαλλαν το μετοίκιον, φόρο με κυρίως συμβολικό χαρακτήρα. Μετά την εγγραφή
του σε ειδικούς καταλόγους του δήμου, ο μέτοικος μπορούσε να συνάπτει ελεύθερα συμβάσεις και, σε ορισμέ-
νες περιπτώσεις, είχε και το δικαίωμα ἐγκτήσεως, δηλαδή της κτήσης ακίνητης περιουσίας. Δεν απολάμβαναν,
ωστόσο, οι μέτοικοι πολιτικά δικαιώματα ούτε είχαν τη δυνατότητα έγερσης δημόσιας αγωγής.
Οι ξένοι, οι οποίοι κατοικούσαν στην Αθήνα και δεν ήταν ούτε πολίτες ούτε μέτοικοι ούτε δούλοι –δηλ.
κυρίως οι απεσταλμένοι πόλεων, οι πρεσβευτές, οι διάδικοι στα αθηναϊκά δικαστήρια κ.ά.–, απολάμβαναν

53
ορισμένα δικαιώματα, τόσο στο πλαίσιο διεθνών συνθηκών όσο και στην οικονομική ζωή της πόλης, όπως το
δικαίωμα φιλοξενίας, το δικαίωμα άσκησης εμπορίου στην αγορά κ.α. αλλά και τη χορήγηση ασυλίας, δηλαδή
την εξαίρεσή τους από τον κανόνα των αντεκδικήσεων.

3.2.4 Δούλοι και απελεύθεροι

Εικόνα 3.2. Δούλοι στα μεταλλεία Λαυρίου. Πηγή: https://commons.wikimedia.org («κοινό κτήμα», ανάρτηση από:
Huesca),

Όπως και σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο, ο θεσμός της δουλείας στηριζόταν είτε στη γέννηση από γονείς δού-
λους είτε στην αιχμαλωσία ελεύθερου πολίτη κατά τη διάρκεια πολέμου. Επιπλέον, δούλος γινόταν ο μέτοικος
ο οποίος είχε καταδικαστεί ως ένοχος απροστασίας –δεν είχε προστάτη– ή δεν είχε καταβάλει το μετοίκιο.
Ο δούλος (εικόνα 3.2) δεν ήταν υποκείμενο δικαίου αλλά πράγμα, απόκτημα, κτήμα έμψυχο, το οποίο, ως
κινητό αγαθό, αγοράζεται και πωλείται, κληροδοτείται ή δωρίζεται. Εντούτοις, οι δούλοι απολάμβαναν ορισμέ-
να θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη ζωή (δίκη φόνου και δίκη βλάβης) ή μία ορισμένη ελευθερία
να προβαίνουν σε συναλλαγές ή εμπορικές πράξεις. Στην Αθήνα ο αριθμός των δούλων υπερέβαινε σημαντικά
εκείνον των Αθηναίων πολιτών.
Οι δούλοι ήταν δυνατόν να απελευθερωθούν είτε μέσω μίας ορισμένης θρησκευτικής πρακτικής –με την
αφιέρωσή τους σε μία θεότητα ή μέσω της εικονικής πώλησής τους στον θεό– είτε στο πλαίσιο της πόλεως, με
δήλωση του κυρίου του δούλου στην εκκλησία του δήμου, η οποία την επικύρωνε ή στο δικαστήριο κ.α. Κατά
την ελληνιστική περίοδο, απελευθέρωση ενός δούλου ήταν δυνατόν να λάβει χώρα και εγγράφως: σε έγγραφο
αποτυπωνόταν η βούληση του κυρίου να απελευθερώσει τον δούλο ενώπιον μαρτύρων. Η νομική θέση του
απελεύθερου (του απελευθερωμένου δούλου) προσομοίαζε προς αυτήν του μετοίκου και συνοδευόταν από
ορισμένες υποχρεώσεις του έναντι του πρώην κυρίου του. Η παράβαση των υποχρεώσεών του μπορούσε να
επιφέρει την επαναφορά του σε καθεστώς δουλείας (δίκη αποστασίου).

54
3.2.5 Νομική και κοινωνική θέση των γυναικών.

Εικόνα 3.3. Μια γυναίκα στα αριστερά κρατάει μία λάρνακα το καπάκι της οποίας φαίνεται πως ανοίγει μια γυναίκα στα
δεξιά. Ανάμεσά τους, στο έδαφος, υπάρχει ένα καλάθι. Υδρία καλπίς, ύψος 17,3 εκ., 420 π.Χ., Μητροπολιτικό Μουσείο
Τέχνης, Νέα Υόρκη. Αριστερά ένας νεαρός αυλοδιδάσκαλος δείχνει σ’ ένα παιδί πώς παίζουν «δίαυλο». Πηγή: http://users.
sch.gr/ipap/

Μολονότι η γυναίκα (εικόνα 3.3), τουλάχιστον στην κλασική Αθήνα, αναγνωριζόταν ως φορέας ορισμένων
δικαιωμάτων στο πλαίσιο του οίκου, δεν ήταν πολίτης και δεν απολάμβανε πολιτικά δικαιώματα. Ο σύζυγος
και πατέρας λειτουργούσε ως κύριος της συζύγου του και των θυγατέρων του, δηλαδή ως κηδεμόνας των ίδιων
και της περιουσίας τους. Παρ’ όλα αυτά, η συμμετοχή των γυναικών στη θρησκευτική ζωή ήταν έντονη, όπως
και στο πλαίσιο της ανατροφής των παιδιών.
Ο θεσμός της ἐπικλήρου απαντά σε πολλές ελληνικές πόλεις και αναφέρεται στην θυγατέρα, η οποία είναι
υποχρεωμένη να παντρευτεί, μετά τον θάνατο του πατέρα της, τον εγγύτερο συγγενή της από την πατρική
πλευρά, ο οποίος και θα τον κληρονομούσε, αν ήταν άτεκνος, με την επιπρόσθετη προϋπόθεση, ότι δεν υπήρχαν
άρρενες κατιόντες. Σκοπός του θεσμού ήταν να διαμορφώσει ένα νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο η κληρο-
νομιαία περιουσία θα παρέμενε στον οίκο, ώστε να αποκτηθεί στη συνέχεια από τους γιους της κληρονόμου.

3.3. Συγγένεια και οικογένεια


Ο θεμελιώδης κοινωνικός, οικονομικός και λατρευτικός πυρήνας των ελληνικών πόλεων υπήρξε η οικογένεια,
η οποία περιλάμβανε, όχι μόνον το ανδρόγυνο και τα παιδιά αλλά και τους οικιακούς δούλους (οἶκος). Στην
κλασική περίοδο η οικογένεια συνιστούσε τόσο λατρευτική μονάδα, γύρω από την λατρεία του Ἑρκείου Διός,
όσο και οικονομική μονάδα. Στον οίκο περιλαμβάνονταν και η ακίνητη και κινητή περιουσία της οικογένειας.

55
3.3.1. Γάμος (εγγύη-έκδοση)

Εικόνα 3.4α-β. Γαμικός λέβης, ύψος 51,1 εκ., 430-420 π.Χ., Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη. Στην κοιλιά του
αγγείου η νύφη κάθεται σε ένα δίφρο, ακουμπά τα πόδια της σ’ ένα υποπόδιο και με τα δυο της χέρια παίζει μια άρπα. Μία
από τις ακόλουθες πλησιάζει από πίσω, κρατώντας μια λουτροφόρο, αγγείο που χρησιμοποιόταν κυρίως στους γάμους για
τη μεταφορά νερού για το γαμήλιο μπάνιο. Τρεις γυναίκες πλησιάζουν προς τη νύφη κρατώντας σε κασέλες τα δώρα για το
γάμο. Στην άλλη πλευρά του αγγείου δύο γυναίκες προσφέρουν κασέλες με δώρα. Κάτω από τις λαβές εικονίζονται φτερω-
τές γυναίκες οι οποίες μπορεί να είναι Νίκες που υποδηλώνουν τη θριαμβευτική δύναμη της ομορφιάς ή μπορεί να αντιπρο-
σωπεύουν θεότητες του Κάτω Κόσμου, σχετικές με τη γονιμότητα. Οι κορδέλες ή οι κλάδοι που φέρουν αντιπροσωπεύουν
τη θεία ευλογία που φέρνουν στη νύφη. Δεδομένου ότι η νύφη δε φοράει πέπλο και στεφάνι και ότι δεν είναι ντυμένη, μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απεικονίζονται τα «επαύλια», μία ημέρα μετά το γλέντι του γάμου και τη νυφική πομπή. Κατά
τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η νύφη καλωσόριζε τους φίλους και την οικογένεια στο νέο σπίτι της και έπαιρνε τα δώρα
τους, υφαντά, καλάθια, μπαούλα, πυξίδες, καθρέφτες κ.τ.λ. Πηγή: http://users.sch.gr/ipap

Μετά την εισαγωγή του νόμου του Περικλή περὶ ἐπιγαμίας το 451/450 π.Χ., νόμιμος γάμος θεωρούνταν στην
Αθήνα μόνον εκείνος, που είχε τελεστεί ανάμεσα σε Αθηναίο πολίτη και γυναίκα Ατθίδα (που καταγόταν από
την Αττική). Πριν τον γάμο, συναπτόταν μία σύμβαση, η ἐγγύη, κατά την οποία ο κύριος της νύφης μεταβίβαζε
τα δικαιώματα που είχε στην νυμφευόμενη, στον γαμπρό. Πρόκειται για μία ανταλλαγή υποσχέσεων ανάμεσα
στον κύριο της νύφης και στον γαμπρό, η οποία ακολουθούνταν από την παράδοση της νύφης στον γαμπρό, την
ἔκδοσιν, η οποία και ολοκλήρωνε τον γάμο (εικόνα 3.4 α-β). Η απλή συμβίωση δεν αρκούσε για την σύναψη
έγκυρου γάμου. Ο κύριος της νύφης συνιστούσε επίσης προίκα, η κατοχή και χρήση της οποίας περιερχόταν
στην νύφη μέχρι τον θάνατο του προικοδότη, οπότε και αποκτούσε πλήρη κυριότητα επ’ αυτής.

3.3.2. Διαζύγιο
Ο γάμος λυνόταν είτε με τον θάνατο του ενός από τους συζύγους είτε με διαζύγιο. Τα είδη του διαζυγίου δια-
κρίνονται ανάλογα με το ποιος κινούσε την διαδικασία: αν ο άνδρας αποπέμπει την γυναίκα (ἀπόπεμψις) ή αν
η γυναίκα εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη (ἀπόλειψις). Σε περίπτωση μοιχείας, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος
να διαζευχθεί την γυναίκα –στην αντίθετη περίπτωση, υπήρχε ο κίνδυνος να του επιβληθεί η ποινή της ατιμίας.
Τέλος, στην περίπτωση της ἀφαιρέσεως, ο κύριος της νύφης μπορούσε να διακόψει τη συμβίωση του ζεύγους,
αν δεν είχαν γεννηθεί προηγουμένως νόμιμα τέκνα.

56
κόλ(λημα) Πρ[ωτά]ρχωι π[α]ρὰ ̓Απολλωνίας τη̂ς Σαμβαθ[ί]ω[νο]ς μετὰ κυρίου του̂ τη̂ς μητρὸς ἀ[δελ]φου̂ ̔Ηρακλείδου του̂ ̔Η̣ρ̣α̣κ̣λ̣ε̣ί̣-
δ[ου] καὶ παρὰ ̔Ερμογένους του̂ ̔Ερμογέ[ν]ους ̓Αρχη̣γ̣έ̣του. συνχωρου̂σιν ̓Α[πο]λλωνία καὶ ̔Ερμογένης κεχ[ω]ρ̣ί̣σθαι ἀπ’ ἀλλήλων τη̂ς
συστ[ά]σης αὐτοι̂ς συνβιώσεως κ[α]τὰ συγχώρησιν διὰ του̂ αὐτ[ου̂] κριτηρίου τῳ̂ 13 (ἔτει) Καίσαρος Φαρμου̂θι, ἡ δὲ ̓Απολλωνία
καὶ ἀπεσχηκέναι παρὰ του̂ ̔Ερμογένους διὰ χειρὸς ἐξ ο[ἴ]κου ὃ ἔλαβεν παρὰ τω̂ν γονέων αὐτη̂ς Σαμβαθίωνος κα[ὶ] Εἰρήνης ἐπ’
αὐτῃ̂ κατὰ τὴ[ν] συνχώρησιν φερνάριον ἀ[ργυ(ρίου)] (δραχμὰς) 6̣0̣. εἰναι ̂ μὲν αὐτόθεν ἄκ̣[υ]ρον τὴν του̂ γάμου συγχ[ώ]ρησιν, μὴ
ἐπελεύσεσθ[αι] δὲ τὴν ̓Απολλωνίαν μηδ’ [ἄλ]λον ὑπὲρ αὐτη̂ς ἐπὶ τὸν ̔Ε[ρ]μ̣ο̣γένη περὶ ἀπαιτήσεω[ς] του̂ φερναρίου, ἀμφοτέρ[ου]ς δὲ
ἐπ’ ἀλλήλους μήτε π[ε]ρὶ τη̂ς συ̣ν̣βιώσεως μηδ[ὲ] περὶ ἄλλ[ο]υ μη[δε]νὸς ἁπλ[ω̂ς] τ[ω̂]ν ἕως τη̂ς ἐν[ε]στώσης ἡ[μ]έρας, ἀφ’ ἡς̂ κ[αὶ]
̂
ἐξε[ι̂]να[ι] τ[ῃ̂] μὲν ̓Απολλωνί[αι ἄ]λ̣λ̣[ῳ ἀ]νδ[ρ]ὶ καὶ τῳ̂ δὲ ̔Ερ[μογένει ἑ]τ̣[έ]ρ[ᾳ] γυναικὶ ἀμ[φοτέροις ἀνυ]π̣[ε]υ̣θύνοις οὐσ[ιν ἢ τὸν
παραβαί]ν̣[ον]τ̣α̣ ἐνέχ̣[εσθαι τῳ̂ ὡ]ρισμ[έ]νῳ [π]ροστίμ̣[ωι]. (ἔτους) 17 Καίσαρος Φ[α]μ̣ε̣[ν]ὼ̣θ̣ 1̣4̣
Κόλληση. Προς τον Πρώταρχο από την Απολλωνία, κόρη του Σαμβαθίωνα μαζί με τον κύριο της τον αδελφό της μητέρας της
Ηρακλείδη, γιο του Ηρακλείδη και από τον Ερμογένη, γιο του Ερμογένη Αρχηγέτη. Η Απολλωνία και ο Ερμογένης συμφωνούν να
λύσουν τη μεταξύ τους συμβίωση, η οποία συστάθηκε, δια μέσου του ιδίου «κριτηρίου» το μήνα Φαρμούθι το 13ο έτος του Καίσαρα
(Αυγούστου) (δηλ. το 17 π.Χ.) και η Απολλωνία (συνομολογεί ότι) έλαβε από τον Ερμογένη «χέρι με χέρι» τα προικώα κινητά που
αυτός έλαβε από τους γονείς της, Σαμβαθίωνα και Ειρήνη, στον γάμο σύμφωνα με τη «συγχώρηση», αξίας 60 αργυρών δραχμών
και να είναι το συμβόλαιο του γάμου άκυρο και να μη μπορεί ούτε η Απολλωνία ούτε κανείς άλλος για λογαριασμό της να εγείρει
αξιώσεις εναντίον του Ερμογένη για τα προικώα κινητά, και κανείς από τους δύο εναντίον του άλλου για τη συμβίωση και απλώς
για οτιδήποτε άλλο μέχρι σήμερα και να επιτρέπεται στο εξής στην Απολλωνία να συμβιώνει με άλλο άνδρα και στον Ερμογένη να
συμβιώνει με άλλη γυναίκα, χωρίς να υπέχουν καμία ευθύνη, όποιος παραβεί τα παραπάνω να οφείλει το προκαθορισμένο πρόστιμο.
Το 17ο έτος του Καίσαρα (δηλ. 13 π.Χ.) το μήνα Φαμενώθ 14.

Σχήμα 3.1. Πράξη διαζυγίου. BGU IV 1102 – Αίγυπτος (Αλεξάνδρεια), 13 π.Χ. (Πηγές Ιστορίας του Δικαίου,
μετάφρ. Η. Αρναούτογλου).

3.3.3. Συγγένεια – Σχέσεις γονέων και τέκνων

Εικόνα 3.5. Κύλικας του αγγειογράφου Δούρη. Στη μέση ένας άλλος νέος «γραμματιστής» διδάσκει γραφή ή διορθώνει
με τη γραφίδα του όσα είχε γράψει ο μαθητής στο «γραμματείον» (ή πυξίον). Ο μαθητής είναι σεμνά ντυμένος. Στα δεξιά
κάθεται ο «παιδαγωγός». Πηγή: http://users.sch.gr/ipap/

Μετά τη γέννηση ενός τέκνου, ο πατέρας είχε την δυνατότητα να το εκθέσει, ιδίως εάν επρόκειτο για άρρω-
στο ή ανάπηρο παιδί, αλλά και στην περίπτωση αυτή, τα έκθετα παιδιά μπορούσαν να περισυλλεγούν και να
ανατραφούν από θετούς γονείς. Εάν ο πατέρας επέλεγε τελικά να το αναθρέψει, η επίσημη αναγνώριση του
παιδιού γινόταν την πέμπτη ή δέκατη ημέρα μετά τη γέννηση, στο πλαίσιο μιας εορτής (Ἀμφιδρομία), οπότε
και απαγορευόταν πλέον η έκθεσή του. Το παιδί εγγραφόταν στην φρατρία μετά την ένορκη διακήρυξη της
νομιμότητάς του από τον πατέρα την τρίτη ημέρα της γιορτής των Ἀπατουρίων ή αργότερα, κατά την είσοδό
του στην εφηβεία.
Ο πατέρας, ως αρχηγός του οίκου, ασκούσε την εξουσία επί των νόμιμων τέκνων, των υιοθετημένων και
όσων αναγνωρίστηκαν, αν και είχαν γεννηθεί εκτός γάμου. Σε περίπτωση σοβαρού παραπτώματος, ο πατέρας
έχει το δικαίωμα να αποκηρύξει το τέκνο, να το αποπέμψει από τον οίκο και να του στερήσει τα κληρονομικά
του δικαιώματα. Οι εξουσίες του πατέρα στο Αθηναϊκό Δίκαιο είναι, βεβαίως, περιορισμένες σε σχέση με τις
εξουσίες του paterfamilias στο Ρωμαϊκό Δίκαιο (βλ. 7.2), ενώ δεν του αναγνωρίζεται δικαίωμα ζωής και θανά-
του στα τέκνα του. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις του πατέρα έναντι των τέκνων περιλαμβάνουν την υποχρέωση
ανατροφής και εκπαίδευσής τους (εικόνα 3.5), καθώς και την υποχρέωση σεβασμού των περιουσιακών τους
δικαιωμάτων, σε περίπτωση σύνταξης διαθήκης.

57
3.3.4 Υιοθεσία
Θεμελιώδης προϋπόθεση για την κατάρτιση υιοθεσίας είναι η ιδιότητα του πολίτη, τόσο στο πρόσωπο του
υιοθετούντος όσο και στο πρόσωπο του υιοθετουμένου. Ο υιοθετών οφείλει να μην έχει νόμιμους κατιόντες
και να έχει συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία. Εάν ο υιοθετούμενος είναι ανήλικος, απαραίτητη είναι και η συ-
ναίνεση του φυσικού πατέρα. Η υιοθεσία μπορεί να συντελεστεί είτε με πράξη εν ζωή, με πανηγυρικό τρόπο
και ενώπιον μαρτύρων, είτε λόγω θανάτου, δηλαδή μέσω διαθήκης. Ωστόσο, ήταν υποχρεωτική η εγγραφή της
σχετικής πράξης σε ειδικά βιβλία, προκειμένου να θεωρηθεί έγκυρη η υιοθεσία. Η υιοθεσία λυνόταν είτε με
κοινή συναίνεση των μερών είτε μονομερώς είτε με αποκήρυξη του θετού τέκνου.

3.3.5. Κληρονομικές σχέσεις (διαθήκη, εξ αδιαθέτου διαδοχή)

Εικόνα 3.6. Λήκυθος, λευκού εδάφους, ύψος 37,37 εκ., 440 π.Χ., The Metropolitan Museum of Art. Δύο νέοι βρίσκονται
μπροστά σ’ ένα ταφικό μνημείο. Η μορφή στα δεξιά πρέπει να είναι ο νεκρός, τόσο από το αχνό χρώμα στα ρούχα όσο και
από την ψυχή που βρίσκεται πάνω από το κεφάλι του. Πηγή: http://users.sch.gr/ipap/

Σκοπός των διάφορων συστημάτων κληρονομικής διαδοχής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο (εικόνα 3.6) ήταν η
διατήρηση και συνέχιση του οίκου. Η γενική αρχή, η οποία αφορούσε την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή,
προέκρινε τους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα και τους κατιόντες, από τους εκ πλαγίου συγγενείς. Στην
Αθήνα ο νόμος περί διαθηκών ανάγεται στον Σόλωνα (εικόνα 3.7) και αφορά περιπτώσεις, όπου ο διαθέτης δεν
έχει νόμιμους άρρενες κατιόντες. Ως προς τον υιοθετούμενο, αποκτούσε και αυτός κληρονομικά δικαιώματα
στην περιουσία του θετού πατέρα.

58
Εικόνα 3.7. Ο Σόλωνας εκλέχτηκε το 594/593 π.Χ. άρχοντας με έκτακτες εξουσίες (διαλλακτής και νομοθέτης) και με
εντολή να προχωρήσει σε νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κοινωνική και πολιτική κρίση που
ταλάνιζε την Αθήνα. Πηγή: https://commons.wikimedia.org («κοινό κτήμα», ανάρτηση από: Huesca),

Ως προς την εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή, στο Αθηναϊκό Δίκαιο, μετά τη νομοθεσία του Σόλωνα, κάθε
πολίτης μπορούσε να συντάξει διαθήκη και να διαθέσει ελεύθερα την περιουσία του, εκτός εάν είχε νόμιμους
άρρενες κατιόντες, οπότε και δεσμευόταν ως προς αυτούς, ενώ έπρεπε σε κάθε περίπτωση να προνοήσει και
για τις νόμιμες θυγατέρες του:

Ισαίος 3.68:
ὁ γὰρ νόμος διαρρήδην λέγει ἐξεῖναι διαθέσθαι ὅπως ἂν ἐθέλῃ τις τὰ αὑτοῦ, ἐὰν μὴ παῖδας γνησίους καταλίπῃ ἄρρενας: ἂν δὲ θηλείας
καταλίπῃ, σὺν ταύταις. οὐκοῦν μετὰ τῶν θυγατέρων ἔστι δοῦναι καὶ διαθέσθαι τὰ αὑτοῦ: ἄνευ δὲ τῶν γνησίων θυγατέρων οὐχ οἷόν
τε οὔτε ποιήσασθαι οὔτε δοῦναι οὐδενὶ οὐδὲν τῶν ἑαυτοῦ.
Οι νόμοι δηλαδή ορίζουν ρητώς ότι ένας δικαιούται να διαθέτει όπως επιθυμεί τα περιουσιακά του στοιχεία εάν (κατά το θάνατό
του) δεν πρόκειται να καταλείπει γνήσιους γιούς. Εάν πάλι αφήνει θυγατέρα (άγαμη), πρέπει την κληρονομιά να την παίρνει εκείνος
που θα πάρει και αυτήν (ως γυναίκα του). Λοιπόν μαζί με τις θυγατέρες του πρέπει ο οποιοσδήποτε να διαθέτει τα περιουσιακά του
στοιχεία. Δίχως τις γνήσιες θυγατέρες του δεν επιτρέπονται ούτε να υιοθετήσει κανείς ούτε να δώσει σε οποιονδήποτε κάτι από τα
περιουσιακά του στοιχεία.

Σχήμα 3.2. Η διάθεση της κληρονομίας με διαθήκη. Ισαίος 3.68 (απόδοση: Π. Δημάκη).

59
Η διαθήκη μπορούσε να συνταχθεί είτε προφορικά είτε εγγράφως. Ο ρήτορας Δημοσθένης διασώζει τη σο-
λώνεια νομοθεσία περί διαθηκών, η οποία ρυθμίζει τις περιπτώσεις που μία διαθήκη μπορούσε να ακυρωθεί:

Νόμος. ὅσοι μὴ ἐπεποίηντο, ὥστε μήτε ἀπειπεῖν μήτ᾽ ἐπιδικάσασθαι, ὅτε Σόλων εἰσῄει τὴν ἀρχήν, τὰ ἑαυτοῦ διαθέσθαι εἶναι ὅπως
ἂν ἐθέλῃ, ἂν μὴ παῖδες ὦσι γνήσιοι ἄρρενες, ἂν μὴ μανιῶν ἢ γήρως ἢ φαρμάκων ἢ νόσου ἕνεκα, ἢ γυναικὶ πειθόμενος, ὑπὸ τούτων
του παρανοῶν, ἢ ὑπ᾽ ἀνάγκης ἢ ὑπὸ δεσμοῦ καταληφθείς.
Όσοι, μέχρι το έτος που έγινε άρχοντας ο Σόλων, δεν ήσαν υιοθετημένοι, ώστε να μη δικαιούνται να αποποιηθούν την κληρονομία
ή να ζητήσουν δικαστικώς την επιδίκασή της, δικαιούνται να διαθέσουν την περιουσία τους όπως επιθυμούν, υπό την προϋπόθεση
ότι δεν έχουν άρρενα νόμιμα τέκνα, δεν πάσχουν στο νου λόγω γήρατος, ουσιών ή ασθένειας ή παραπλάνησης από γυναίκα και δεν
υπέστησαν ψυχολογική ή σωματική βία.

Σχήμα 3.3. Περιπτώσεις ακύρωσης διαθήκης: Δημοσθένης 46.14 (μετάφραση: Ι. Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Πηγές
Ιστορίας του Δικαίου).

3.4. Δίκαιο των Συναλλαγών


Με τον όρο συνάλλαγμα δηλώνεται στα αρχαία ελληνικά κείμενα η συμφωνία μεταξύ δύο μερών ή, γενικότερα,
ο προσωπικός δεσμός ο οποίος μπορεί να γεννήσει δικαιώματα δικαστικής προστασίας. Σε ένα γνωστό χωρίο
από τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, διακρίνονται αφενός τα εκούσια συναλλάγματα, τα οποία αφορούν
τη συμφωνία μεταξύ δύο μερών, και αφετέρου τα ακούσια συναλλάγματα, τα οποία αφορούν γεγονότα που κατά
τον νόμο αποτελούν πηγή ενοχικής ευθύνης.

τῶν γὰρ συναλλαγμάτων τὰ μὲν ἑκούσιά ἐστι τὰ δ’ ἀκούσια, ἑκούσια μὲν τὰ τοιάδε οἷον πρᾶσις ὠνὴ δανεισμὸς ἐγγύη χρῆσις παρακα-
ταθήκη μίσθωσις ̔ἑκούσια δὲ λέγεται, ὅτι ἡ ἀρχὴ τῶν συναλλαγμάτων τούτων ἑκούσιοσ̓, τῶν δ’ ἀκουσίων τὰ μὲν λαθραῖα, οἷον κλοπὴ
μοιχεία φαρμακεία προαγωγεία δουλαπατία δολοφονία ψευδομαρτυρία, τὰ δὲ βίαια, οἷον αἰκία δεσμὸς θάνατος ἁρπαγὴ πήρωσις
κακηγορία προπηλακισμός.
Οι σχέσεις που παράγουν ενοχές είναι άλλες εκούσιες και άλλες ακούσιες. Εκούσιες μεν είναι αυτού του είδους, όπως η πώληση, η
αγορά, ο δανεισμός, η εγγύη, το χρησιδάνειο, η παρακαταθήκη, η μίσθωση. Λέγονται δε εκούσια, γιατί η πρωτοβουλία της συναλ-
λαγής ανήκει στα μέρη. Από τις ακούσιες κάποιες γίνονται με εξαπάτηση, όπως η κλοπή, η μοιχεία, η δηλητηρίαση, η μαστροπεία, η
εξαπάτηση από δούλο, η δολοφονία, η ψευδομαρτυρία και κάποια με χρήση βίας, όπως η βιαιοπραγία, ο περιορισμός της ελευθερίας,
ο θάνατος, η αρπαγή, ο ακρωτηριασμός, η δυσφήμηση, ο προπηλακισμός.


Σχήμα 3.4. Πηγές ενοχικής ευθύνης: Αριστοτέλης, 1131a, 2-9 (μετάφραση: Γ. Εκατομάτη, Πηγές Ιστορίας του Δικαίου).

Η συμβατική σχέση στην ελληνική αρχαιότητα δεν συνδεόταν με τη συναίνεση των συμβαλλόμενων μερών
ούτε με την υπόσχεση εκπλήρωσης μίας παροχής, όπως στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, αλλά με την έννοια της ζημίας.
Το θεμέλιο του αρχαίου ελληνικού ενοχικού δικαίου υπήρξε η έννοια της βλάβης, δηλαδή της καταστροφής
ή προσβολής ενός περιουσιακού αγαθού τρίτου προσώπου ή εν γένει της κάθε προσβολής των περιουσιακών
συμφερόντων του. Συμβατική ευθύνη θεμελιωνόταν, εάν η μη εκπλήρωση της παροχής από τον οφειλέτη είχε,
ακριβώς –άμεσα ή έμμεσα– ζημιογόνες συνέπειες στην περιουσία του δανειστή. Η παραβίαση μίας συμβατικής
υποχρέωσης, η οποία δεν επιφέρει περιουσιακή ζημία δεν μπορεί να γεννήσει αγώγιμη αξίωση.
Δεδομένου ότι η μη εκπλήρωση της παροχής από τον οφειλέτη προκαλεί περιουσιακή ζημία στον δανειστή,
συστατικό στοιχείο συμβάσεων όπως η πώληση, η μίσθωση ή το δάνειο (εικόνα 3.8) αποτελούσε η παράδοση
του πράγματος.

60
Εικόνα 3.8. Πάπυρος (P. Oxy 1474) που σχετίζεται με δανειακή σύμβαση, γραμμένος στα ελληνικά. Οξύρρυγχος, Αίγυπτος,
216 μ.Χ. Βρίσκεται στο έργο των Grenfell, Bernard & Hunt, Arthur (1898-). The Oxyrhynchus papyri. London. Προσβάσι-
μος στην ιστοσελίδα: http://www.smu.edu

Σε αντίθεση με το Ρωμαϊκό Δίκαιο, οι συμβάσεις στις ελληνικές έννομες τάξεις καταρτίζονται άτυπα. Οι
συμβαλλόμενοι χρησιμοποιούσαν κάποιον από τους παραδεδομένους τύπους –πώληση, μίσθωση, δάνειο
κ.λπ.– ή δημιουργούσαν μικτές συμβάσεις. Ο έγγραφος τύπος (συνθήκη, συγγραφή) ή η παρουσία μαρτύρων
και ο όρκος δεν αποτελούν συστατικά στοιχεία για μία έγκυρη σύμβαση αλλά μόνον αποδεικτικά μέσα για την
κατάρτισή της.

Θεός. Τύχἠγαθὴ. Οὐνή. Ἐπὶ Καλλιπίδεος τοῦ Μενεκλέος, Ἐμβολαῖος. Ὀρνύμενος Τιμησιάνακτος παρά Διονυσίου καὶ Ἀντιπατρίδεος
καὶ Σώσωνος τῶν Καταστάσιδος τὸν ἀγρὸν τὸν ἐχόμενον τῶν Ὀρνυμένου καὶ τῶν Ἀριστοτέλεος πάντα ὄν ἔκτηντο Διονύσιος, Ἀντί-
πατρος, Σώσων, ὧι γείτων Ἀριστοτέλης Αντιφάνεος. ΨΨΨΨ. βεβαιωταὶ κατὰ τὸ μὲν Διονυσίου μέρος Φανοκράτης Φιλώνδεος, κατὰ
τὸ Ἀντιπατρίδεος Πίτθις Ἀρχεδήμου, κατὰ τὸ Σώσωνος Ἀλκισθένης Πολυστράτου. Μάρτυρες Ἀριστοτέλης Ἀντιφάνεος, Εὐδημίδης
Ἐπιχάρεος, Ἀριστοτέλης Θεώρου.
Θεός. Τύχη αγαθή. Πώληση
Όταν άρχοντας ήταν ο Καλλιπίδης γιος του Μενεκλή, μήνας εμβόλιμος
Ο Ορνύμενος, γιος του Τιμησιάνακτα, αγόρασε από τον Διονύσιο και τον Αντιπατρίδη και τον Σώσωνα, γιους του Κατάστασι, τον
αγρό που συνορεύει με αγρό του Ορνύμενου και του Αριστοτέλη και του Αριστοτέλη, γιου του Αντιφάνη για 4.000 δραχμές. Εγγυη-
τής, για το μερίδιο του Διονυσίου ο Φανοκράτης, γιος του Φιλώνδη, για το μερίδιο του Αντιπατρίδη, ο Πίτθις, γιος του Αρχέδημου,
και για το μερίδιο του Σώσωνος ο Αλκισθένης, γιος του Πολύστρατου. Μάρτυρες:
Αριστοτέλης γιος του Αντιφάνη, Ευδημίδης γιος του Επιχάρη, Αριστοτέλης γιος του Θέωρου

Σχήμα 3.5. Πώληση ακινήτου: SEG 51.795 - Άφυτος (Χαλκιδική) – 351/0 π.Χ. (Πηγές Ιστορίας του Δικαίου, μετάφρ. Η.
Αρναούτογλου).

61
Βιβλιογραφία/Αναφορές
Biscardi, Arnaldo (1981). Diritto antico greco. Milano (ελλ. μετ. Π. Δημάκης. Αρχαίο ελληνικό δίκαιο. Αθήνα
1991).
Gagarin, Michael & Cohen, David (Eds.) (2005). The Cambridge companion to ancient Greek law.
Cambridge.
Harrison, Alick Robin Walsham (1968-71). The law of Athens. 2 τόμ., Oxford.
Καράμπελας, Δημήτρης (επιμ.) (2008). Πηγές ιστορίας του δικαίου. Νομοθεσία, νομολογία, θεωρία, πράξη.
Αθήνα.
MacDowell, Douglas (1978). The law in classical Athens. London (ελλ. μετ. Γ. Mαθιουδάκης. Το δίκαιο στην
κλασική Αθήνα. Αθήνα 1981).
Velissaropoulou-Karakostas, Julie (2011). Droit grec d’Alexandre à Auguste, 2 τόμ. Athènes.

62
Κεφάλαιο 4. Πολιτειακή οργάνωση της αρχαίας Ρώμης

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η εξέλιξη της πολιτειακής οργάνωσης της Ρώμης, όπως έχει συστηματικά
διακριθεί σε τρεις φάσεις: Βασιλεία, Δημοκρατία και Αυτοκρατορία (με την τελευταία να διακρίνεται περαιτέρω
σε Ηγεμονία και Δεσποτεία). Ειδικότερα, αρχικά παρουσιάζεται η κοινωνικοπολιτική οργάνωση της Ρώμης και
η εξέλιξή της κάτω από την εξουσία του βασιλιά. Στη συνέχεια, αναπτύσσεται η μετάλλαξη του πολιτεύματος σε
δημοκρατικό (Respublica). Ακολούθως, αναλύονται η λειτουργία της Συγκλήτου, των συνελεύσεων του ρωμαϊκού
λαού και των πληβείων, καθώς και των αρχόντων. Έπειτα, περιγράφεται η μετάβαση στην Ηγεμονία από τον
Οκταβιανό Αύγουστο και τα κυριότερα χαρακτηριστικά του νέου πολιτεύματος, ενώ στο τελευταίο τμήμα, εξετάζε-
ται η εξέλιξη του πολιτεύματος προς τη Δεσποτεία.

Προαπαιτούμενη γνώση
Για την κατανόηση του παρόντος κεφαλαίου απαιτούνται γενικές ιστορικές γνώσεις σχετικά με την ελληνορωμαϊ-
κή αρχαιότητα, καθώς και γνώση σχετικά με την πολιτειακή εξέλιξη της ελληνικής αρχαιότητας (βλ. κεφ. 1).

4. Εισαγωγή

Εικόνα 4.1. Ο Αύγουστος της Prima Porta (στην έπαυλη της συζύγου του Αυγούστου, Λιβίας, κοντά στη Ρώμη), μια από τις
διασημότερες απεικονίσεις του πρώτου αυτοκράτορα της Ρώμης. Μουσείο Βατικανού. Πηγή: https://commons.wikimedia.
org (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: Till Niermann), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015. (συνάφεια
2.10)

63
Σύμφωνα με τον θρύλο, η Ρώμη ιδρύεται το 753 π.Χ. και, ακολουθώντας μία πορεία ανάπτυξης του κράτους και
μετάλλαξης του πολιτεύματός της (από την Βασιλεία στην Δημοκρατία και κατόπιν στην Αυτοκρατορία), κατορ-
θώνει να αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναμη της μεσογειακής λεκάνης, την οποία θα περικυκλώσει τους πρώτους
μεταχριστιανικούς αιώνες, όταν θα βρεθεί στο απόγειο της δύναμής της. Η επαφή με το ελληνικό στοιχείο θα
είναι αδιάκοπη και τόσο μεγαλύτερη όσο η κυριαρχία της θα εξαπλώνεται προς τα ανατολικά, ώσπου μετά τη
συρρίκνωση του Δυτικού Τμήματος, θα επέλθει ο εξελληνισμός της, χριστιανικής πια, Αυτοκρατορίας. Η αλ-
ληλεπίδραση αυτών των στοιχείων αφήνει το στίγμα της σε κάθε πτυχή της πολιτισμικής εξέλιξη της ρωμαϊκής
πολιτείας και, βεβαίως, στο ειδικότερο πεδίο του νομικού πολιτισμού, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου
θα παρουσιαστούν στις επόμενες παραγράφους.
Το πολίτευμα της Ρώμης διακρίνεται σε τρεις χρονικές περιόδους: Βασιλεία (από κτίσεως Ρώμης μέχρι το
509 π.Χ.), Δημοκρατία (από το 509 μέχρι τη ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. ή την άνοδο του Αυγούστου το
27 π.Χ., (εικόνα 4.1) και Αυτοκρατορία (για το Δυτικό Τμήμα μέχρι την κατάλυσή του από τον Οδόακρο το 476
μ.Χ., ενώ το Ανατολικό Τμήμα θα συνεχίσει με επίκεντρο το Βυζάντιο, όπου θα μεταφέρει την πρωτεύουσα ο
Μέγας Κωνσταντίνος το 324 μ.Χ., εικόνα 4.2).

Εικόνα 4.2. Κεφαλή του τεραστίων διαστάσεων αγάλματος του Μ. Κωνσταντίνου από τη Βασιλική του ίδιου στη Ρώμη,
313 μ.Χ., μάρμαρο, 2,60 μ., Ρώμη, Palazzo dei Conservatori. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (άδεια CC BY-SA
3.0, δικαιούχος: Jean-Christophe BENOIST), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

4.1. Βασιλεία
Η περίοδος της Βασιλείας χαρακτηρίζεται από την οργάνωση της πολιτείας σε γένη. Το γένος αποτελεί μια
ομάδα οικογενειών, τις οποίες συνδέει η πίστη, ότι κατάγονται από ένα κοινό πρόγονο, χωρίς να είναι απα-
ραίτητο να συνδέονται μεταξύ τους με δεσμό αίματος. Το κάθε γένος, οργανωμένο σε έναν οικισμό, έχει ως
αρχηγό έναν εκλεγμένο γενάρχη, στην εξουσία του οποίου υπόκεινται όλα τα μέλη του γένους, δηλ. οι γεννήτες
(gentiles), που συνδέονται μεταξύ τους με κοινά ιερά και κοινούς τάφους.
Με τα μέλη επίσης ενός γένους μπορούν, μετά από συμφωνία, να συνδέονται και ελεύθερα πρόσωπα,

64
οι πελάτες (clientes). Έτσι, δημιουργείται μεταξύ του πελάτη και του μέλους του γένους, δηλ. του πάτρωνα
(patronus), ένας δεσμός βασιζόμενος στην πίστη (fides). Από τη σύναψη αυτής της συμφωνίας απορρέουν υπο-
χρεώσεις και για τα δύο μέρη: ο πάτρωνας αναλαμβάνει την ασφάλεια και νομική προστασία του πελάτη, ενώ
ο πελάτης οφείλει υπακοή, ένοπλη υπηρεσία και εργασία στους αγρούς του πάτρωνα.
Με την πάροδο, ωστόσο, των ετών, αρχίζει να αναφαίνεται μία ομάδα οικονομικά δυνατών γενών, τα οποία,
συνασπιζόμενα τελικά, ιδρύουν ένα ηγετικό συμβούλιο πατέρων (Σύγκλητος), μέσα από το οποίο αναδεικνύουν
έναν αρχηγό, τον βασιλιά.
Στον βασιλιά ανατίθεται από τη Σύγκλητο η πολιτική, στρατιωτική, δικαστική και θρησκευτική εξουσία. Επί-
σης, στις αρμοδιότητες του βασιλιά περιλαμβάνεται η θέσπιση του δικαίου (iuris dictio), καθώς και η σύγκληση
των λαϊκών συνελεύσεων (βλ. 4.2.2). Η βασιλεία δεν είναι κληρονομική· η επιλογή του επόμενου βασιλιά ανήκει
στη Σύγκλητο. Αυτή, εξάλλου, διαχειρίζεται μέχρι την πλήρωση του κενού θρόνου (διάστημα μεσοβασιλείας) την
εξουσία δια των μεσοβασιλέων. Στο τέλος της μεσοβασιλείας ορίζεται ο επόμενος βασιλιάς, ο οποίος καθίσταται
στο αξίωμά του με τη βούληση της Συγκλήτου και περιβάλλεται την εξουσία με το χρίσμα του ιερέως.
Με βάση τόσο την χωροταξική κατανομή όσο και τη στρατιωτική οργάνωση, όλος ο πληθυσμός διαιρείται
σε τρεις φυλές, καθεμιά από τις οποίες αποτελείται από δέκα φράτρες. Οι συνολικά τριάντα φράτρες συνέρχο-
νται σε μία συνέλευση, την φρατρική συνέλευση, η οποία, βέβαια, κυριαρχείται από την εξουσιαστική υπεροχή
των αρχηγών των γενών.

Εικόνα 4.3. Ετρουσκικό άγαλμα από το Αρρήτιον (Arretium), ανάθημα αφιερωμένο σε ετρουσκικούς θεούς, που απεικο-
νίζει πληγωμένη χίμαιρα. Πρώιμος 4ος αι. π.Χ., χαλκός, ύψος 80 εκ., Φλωρεντία, Αρχαιολογικό Μουσείο. Πηγή: https://
commons.wikimedia.org (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: sailko), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Όμως, περίπου το 620 π.Χ. συμβαίνει μία αναταραχή. Ένα γειτονικό φύλο, οι Ετρούσκοι (Τυρρηνοί) (εικόνα
4.3), καταλαμβάνουν την περιοχή της Ρώμης, την οποία θα διατηρήσουν υπό την κατοχή τους για έναν περίπου
αιώνα (μέχρι το 509 π.Χ.). Επί Ετρούσκων θα συντελεστούν αλλαγές πολιτικές, θρησκευτικές, πολεοδομικές,
πολιτιστικές κ.λπ., κυρίως δε η αναδιοργάνωση της πόλεως-κράτους της Ρώμης.
Ο πρώτος Ετρούσκος βασιλιάς στην κατακτημένη περιοχή της Ρώμης οργανώνει την τελετή χάραξης των
ορίων της πόλης. Ο ιερός αυτός περίβολος διαχωρίζει την εντός του περιβόλου πόλη (pomerium) και την εκτός
του περιβόλου αγροτική περιοχή, διακρίνοντας αντιστοίχως και την υπέρτατη εξουσία (imperium) του βασιλέ-
ως: στην πολιτική εξουσία εντός της πόλης και τη στρατιωτική εξουσία εκτός της πόλης.
Ενώ, όμως, η Σύγκλητος αποδυναμώνεται, η ανακατανομή του πλούτου και η στρατιωτική αναδιοργάνωση,
αναδεικνύουν τον ρωμαϊκό στρατό ως νέα πολιτική δύναμη. Οι μάχιμοι πολίτες, που έχουν οργανωθεί σε στρα-

65
τιωτικούς λόχους, συγκροτούν τη λοχίτιδα συνέλευση, η οποία, ως στρατιωτική συνέλευση οπλισμένων, συνέρ-
χεται εκτός του περιβόλου της Ρώμης, για να συγκατατεθεί σε βασιλικές αποφάσεις επί πολεμικών θεμάτων.
Το 509 π.Χ., ωστόσο, ξεσπάει επανάσταση και εκθρονίζεται ο τελευταίος Ετρούσκος βασιλιάς, αφήνοντας ελεύ-
θερο το πεδίο στην αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο πολιτικές δυνάμεις, την παλαιά αριστοκρατική και τη νέα λαϊκή.

4.2. Δημοκρατία (Respublica)


Μετά την ανατροπή της βασιλείας εγκαθίστανται ως ανώτατοι άρχοντες του κράτους δύο ύπατοι, οι οποίοι
είναι κυρίαρχοι της απόλυτης εξουσίας στη θέση του παλιού βασιλιά. Οι ύπατοι επιλέγονται από την παλιά
αριστοκρατία των πατρικίων, οι οποίοι ανέκτησαν την πολιτική δύναμή τους μετά την εξαφάνιση της βασιλεί-
ας. Ο καθένας από τους δύο υπάτους ασκεί αδιαίρετη την υπέρτατη εξουσία (imperium) με εναλλαγή, δηλ. οι
δύο ύπατοι εναλλάσσονται στην άσκησή της (κάθε μήνα για την πόλη και κάθε μέρα για την περιφέρεια εκτός
πόλεως), χωρίς ο ένας να έχει δικαίωμα αρνησικυρίας στις αποφάσεις του άλλου.

4.2.1. Άρχοντες
Όλοι οι άρχοντες της Δημοκρατίας διαθέτουν potestas (εξουσία), ενώ μόνο οι ύπατοι, οι πραίτορες και ο δικτά-
τορας διαθέτουν συγχρόνως και imperium (απόλυτη εξουσία).
Η εξουσία παρέχει στον άρχοντα το δικαίωμα θέσπισης διατάξεων (ήδικτα, edicta), που ισχύουν κατά τη δι-
άρκεια της θητείας του, καθώς και το δικαίωμα του μερικού καταναγκασμού, δηλ. την υποχρέωση των πολιτών
να συμμορφώνονται προς τις διαταγές τους με απειλή προστίμου ή φυλάκισης. Οι τιμητές, οι αγορανόμοι και οι
ταμίες διαθέτουν μόνο potestas (εξουσία).
Οι ύπατοι, οι πραίτορες και ο δικτάτορας, εκτός από την potestas (εξουσία) διαθέτουν και imperium (από-
λυτη εξουσία), που τους παρέχει το δικαίωμα σύγκλησης της Συγκλήτου και των λαϊκών συνελεύσεων και
προεδρίας στις συνεδριάσεις τους, το δικαίωμα δικαιοδοσίας και το δικαίωμα απεριόριστου καταναγκασμού,
που έφθανε μέχρι και την επιβολή θανατικής ποινής.
Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης, και εφόσον δεν είχε αποτέλεσμα η άσκηση αρνησικυρίας (veto) ενός
δημάρχου, μόνο η λοχίτιδα συνέλευση είχε την αρμοδιότητα για ματαίωση της εκτέλεσής της μετά από προσφυ-
γή στον λαό (provocatio ad populum) του καταδικασμένου.

Εικόνα 4.4. Πορτρέτο του Πομπηΐου (Cnaeus Pompeius Magnus, ενός πολύ σημαντικού στρατηγού και μέλους της πρώτης
Τριανδρίας του 60 π.Χ. με τον Κικέρωνα και τον Κράσσο) με βοστρύχους που μιμούνται παραστάσεις του Μ. Αλεξάνδρου,
καθώς και οι δύο είχαν οδηγήσει με επιτυχία τα στρατεύματά τους στην Ανατολή. Πιθανολογείται ότι το πορτρέτο αυτό είναι
αντίγραφο του αγάλματος στο θέατρο του Πομπηΐου, στα πόδια του οποίου έπεσε δολοφονημένος ο Καίσαρας. Αντίγρα-
φο του 1ου αι. μ.Χ. πρωτοτύπου του ca. 55 π.Χ., μάρμαρο, ύψος 24,8 εκ., Κοπεγχάγη, Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg. Πηγή:
https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση
άδειας: 15.12.2015.

66
Για την αποφυγή καταχρήσεων, ο κάθε άρχοντας ασκούσε την εξουσία του για ένα χρόνο (με εξαίρεση τους
τιμητές για ενάμιση χρόνο και τον δικτάτορα για μισό χρόνο), ενώ μπορούσε να επανεκλεγεί ως άρχοντας μετά
από δύο χρόνια στην ίδια αρχή ή μετά από δέκα χρόνια σε διαφορετική. Επίσης, οι άρχοντες ασκούσαν τα
καθήκοντά τους δύο ή περισσότεροι μαζί (με εξαίρεση τον δικτάτορα), χωρίζοντας την εξουσία της αρχής είτε
καθ’ ύλην είτε κατά χρόνο (αρχή του collegium). Τέλος, τα αξιώματα θεωρούνταν ως απονομή τιμής σε όποιον
τα αναλάμβανε και γι’ αυτό οι άρχοντες δεν έπαιρναν μισθό. (εικόνα 4.4)

Οι τρεισ αρχέσ που διέπουν τα αξιώματα των αρχόντων είναι:


1. το ενιαύσιο,
2. η συλλογικότητα και
3. το άμισθο και τιμητικό του αξιώματόσ τουσ.

Σχήμα 4.1 Οι τρεις αρχές που διέπουν τα αξιώματα των αρχόντων.

Η εκλογή των αρχόντων διεξαγόταν στις λαϊκές συνελεύσεις. Από τις αρχές του 2ου π. Χ. αιώνα, καθορίζονται με
λεπτομέρειες οι προϋποθέσεις για την κατάληψη των αρχών και ορίζεται η σειρά των αξιωμάτων (cursus honorum),
σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε κάποιος να εκλεγεί μετά από ένα αξίωμα σε κάποιο διαφορετικό (η μόνη επι-
τρεπτή σειρά ήταν: ταμίας, αγορανόμος, πραίτορας, ύπατος), πλην του αξιώματος των τιμητών, που ήταν εκτός αυτού
του κανόνα. Με μεταγενέστερο νόμο, ωστόσο, ορίστηκε το αντίστοιχο όριο ηλικίας για την κατάληψη του κάθε αξι-
ώματος (δηλ. 30 ετών για ταμίας, 36 για αγορανόμος, 40 για πραίτορας, 41 για ύπατος) και η απαραίτητη προϋπόθεση
της δεκαετούς στρατιωτικής υπηρεσίας για την κατάληψη του πρώτου αξιώματος (δηλ. αυτού του ταμία). Ανάμεσα
στις διαδοχικές καταλήψεις των διαφορετικών αξιωμάτων έπρεπε να μεσολαβεί μία διετία.
Οι κυριότεροι άρχοντες της περιόδου είναι:
• οι ύπατοι (consules) ως η ανώτατη αρχή της Ρώμης,
• οι πραίτορες (praetores) με δικαιοδοτικές αρμοδιότητες,
• οι ταμίες (quaestores) με δημοσιονομικά καθήκοντα,
• οι αγορανόμοι (aediles curules) με δικαιοδοτικά και αστυνομικά καθήκοντα,
• οι τιμητές (censores) ως υπεύθυνοι για την απογραφή των πολιτών και τέλος
• ο δικτάτωρ (dictator), που δεν εκλεγόταν από λαϊκή συνέλευση αλλά διοριζόταν από τους υπάτους σε
περίπτωση έκτακτης ανάγκης και σπουδαίας απειλής (εξωτερικής ή εσωτερικής) για το κράτος· είχε
απόλυτη εξουσία και όλοι οι άρχοντες τελούσαν υπό τις διαταγές του, ενώ η εξουσία του έληγε είτε
με τη συμπλήρωση του σκοπού του, που δεν μπορούσε να υπερβαίνει το εξάμηνο, είτε με τη λήξη της
θητείας των υπάτων, που τον είχαν διορίσει (εικόνα 4.5).

Εικόνα 4.5. Ο περιώνυμος Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας (Lucius Cornelius Sulla, που έμεινε στην ιστορία για την ανελέητη
δίωξη των πολιτικών αντιπάλων του και την αναγόρευσή του σε ισόβιο δικτάτορα) σύμφωνα με τον Πλίνιο έδωσε εντολή
για να φιλοτεχνηθούν διάφορα ψηφιδωτά δάπεδα. Το «ψηφιδωτό του Νείλου» στο ιερό της Fortuna. Πραίνεστος, 1ος αι.
π.Χ., 6 x 4,90 μ., Παλεστρίνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη
«κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

67
4.2.2. Δήμαρχοι

Εικόνα 4.6. Οι αδερφοί Γράκχοι (Τιβέριος και Γάιος). Μπρούτζινη αναπαράσταση της Eugene Guillaume, Παρίσι. Οι
αδερφοί Γράκχοι ήταν Ρωμαίοι πολιτικοί, που ανήλθαν στο αξίωμα του δημάρχου στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. Προσπά-
θησαν να επιβάλουν μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας σε βάρος της ολιγαρχίας. Και οι δύο
δολοφονήθηκαν από αντιπάλους των μεταρρυθμίσεων. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό
κτήμα [public domain]»), ληφθείσα από το: Sturgis, Russel (1904). The appreciation of sculpture: a handbook. New York,
σελ. 146, τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Οι δήμαρχοι εμφανίζονται στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα και δεν ανήκουν στους άρχοντες της Δημοκρατίας,
αφού δεν διαθέτουν ούτε απόλυτη εξουσία (imperium) ούτε εξουσία (potestas) αλλά ένα άλλο είδος εξουσί-
ας, την δημαρχική εξουσία, με την οποία εξασφαλίζεται η προστασία των πληβείων απέναντι στη δύναμη των
αρχόντων. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της δημαρχικής εξουσίας είναι το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto).
Αρχικά οι δήμαρχοι ήταν δύο, ενώ αργότερα αυξήθηκαν φθάνοντας τους δέκα, αλλά πάντοτε προερχόμενοι
από τους πληβείους. Οι δήμαρχοι, ελεύθεροι από τον καταναγκασμό των αρχόντων, μπορούσαν είτε να παρα-
κωλύουν από πριν είτε να ανατρέπουν εκ των υστέρων τις αποφάσεις ή τις πράξεις των αρχόντων, παρέχοντας
βοήθεια προς τους αδικούμενους πληβείους (εικόνα 4.6). Για την απρόσκοπτη επιτέλεση του έργου τους το
πρόσωπό τους αναγνωριζόταν ως ιερό και η εξουσία τους ως απαραβίαστη, χωρίς να υπόκεινται σε δυνατότητα
καταναγκασμού· μόνο κάποιος άλλος δήμαρχος μπορούσε να ανατρέψει απόφαση δημάρχου. Στις αρμοδιότη-
τες των δημάρχων, τέλος, περιλαμβάνεται και η σύγκληση και προεδρία τόσο των συνελεύσεων των πληβείων,
όσο και της Συγκλήτου.

68
4.2.3. Σύγκλητος

Εικόνα 4.7. Αναπαράσταση της ρωμαϊκής Συγκλήτου: Ο Κικέρων επιτίθεται στον Κατιλίνα. Από μια νωπογραφία (fresco)
του 19ου αιώνα στο Palazzo Madama, Ρώμη (όπου στεγάζεται σήμερα η ιταλική Γερουσία). Πηγή: https://commons.
wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η Σύγκλητος (εικόνα 4.7) είναι συλλογικό όργανο της ρωμαϊκής πολιτείας και ανάγει την αρχή της στο συμ-
βούλιο των αρχηγών των γενών της περιόδου της βασιλείας. Η επιλογή των μελών της Συγκλήτου ήταν έργο
αρχικά των υπάτων και αργότερα των τιμητών, οι οποίοι έγραφαν στους καταλόγους τους τους διατελέσαντες
άρχοντες, ενώ διέγραφαν μέλη για λόγους αναξιότητας. Το ισόβιο αξίωμα του συγκλητικού ήταν ασυμβίβαστο
με το επάγγελμα του εμπόρου ή με ταπεινές δραστηριότητες (π.χ. μονομάχος, ηθοποιός κ.λπ.). Συγκλητικοί,
επίσης, δεν μπορούσαν να αναδειχθούν οι απελεύθεροι Ρωμαίοι πολίτες. Αρμοδιότητα της Συγκλήτου επί Δη-
μοκρατίας αποτελεί η επικύρωση των αποφάσεων των λαϊκών συνελεύσεων, ενώ ήταν υπεύθυνη για τα δημό-
σια οικονομικά, τις εξωτερικές υποθέσεις του κράτους, τις λατρευτικές εκδηλώσεις, τη διοίκηση των επαρχιών,
όπου διόριζε πρώην άρχοντες ως διοικητές, και την κήρυξη της πολιτείας σε κατάσταση ανάγκης.

4.2.4. Ρωμαϊκές λαϊκές συνελεύσεις και συμβούλια των πληβείων


Η φρατρική συνέλευση (comitia curiata) ανάγει την αρχή της στην περίοδο πριν από την ετρουσκική μοναρχία.
Την περίοδο, όμως, της Δημοκρατίας έχει αποδυναμωθεί, ώστε η αρμοδιότητά της να περιορίζεται στην ψήφιση
του φρατρικού νόμου, με τον οποίο εγκρίνεται η απονομή της υπέρτατης εξουσίας στους αντίστοιχους άρχοντες,
τους οποίους εξέλεγε η λοχίτιδα συνέλευση. Στη φρατρική συνέλευση επίσης τελούνταν η δημόσια διαθήκη και
η εισποίηση (βλ. 7.2) υπό την προεδρία του μεγίστου αρχιερέα. Με την πάροδο των ετών και τη μείωση της
συμμετοχής του λαού, η φρατρική συνέλευση κατέληξε να συνέρχεται με τριάντα ραβδούχους ως αντιπροσώ-
πους των τριάντα φρατρών του ρωμαϊκού λαού.
Η λοχίτιδα συνέλευση (comitia centuriata), που ανάγει την αρχή της στην προετρουσκική περίοδο και συνδέ-
εται με την στρατιωτική οργάνωση των πολιτών, συνέρχεται εκτός της Ρώμης σε αντίθεση με την φρατρική συ-
νέλευση, που συγκαλείται εντός της πόλης. Στις συνελεύσεις της λοχίτιδας συνέλευσης προέδρευαν οι άρχοντες
με imperium (συνήθως οι ύπατοι). Αρμοδιότητές της ήταν η εκλογή των ανώτερων αρχόντων (ύπατοι, πραίτο-
ρες, τιμητές), η ψήφιση νόμων των αρχόντων που την συγκαλούσαν και η κρίση σχετικά με δίκη για κεφαλική
ποινή. Στη λοχίτιδα συνέλευση, τα μέλη της οποίας ήταν καταταγμένα σε λόχους, η ψηφοφορία διεξαγόταν με
διπλό σύστημα, δηλ. πρώτα μέσα σε κάθε λόχο και μετά στην ολομέλεια, όπου κάθε λόχος είχε μία ψήφο.
Η φυλέτιδα συνέλευση (concilia tributa) αποτελείται από μέλη προερχόμενα από 35 φυλές (αστικές και
αγροτικές), στις οποίες διαιρέθηκε ο ρωμαϊκός λαός κατά την περίοδο της Δημοκρατίας. Την φυλέτιδα συνέ-
λευση συγκαλούσαν οι άρχοντες με imperium (συνήθως οι πραίτορες). Αρμοδιότητές της ήταν η εκλογή των
κατωτέρων αρχόντων (αγορανόμοι και τιμητές), η κρίση σχετικά με δίκη για επιβολή προστίμου και η ψήφιση
νόμων. Ως νομοθετικό ή δικαστικό σώμα συνεδρίαζε μέσα στην πόλη, ενώ για εκλογές αρχόντων εκτός πόλεως.
Η ψηφοφορία διεξαγόταν με διπλό σύστημα, δηλ. πρώτα ανά φυλή και μετά στην ολομέλεια της συνέλευσης.
Τα συμβούλια των πληβείων (concilia plebis) δεν αποτελούσαν συνέλευση του ρωμαϊκού λαού (comitia)

69
αλλά μόνο των πληβείων (concilia), οι οποίοι ήταν οργανωμένοι σε φυλές κατ’ αντιστοιχία προς την φυλέτιδα
συνέλευση. Αρμοδιότητες των συμβουλίων των πληβείων ήταν η εκλογή των δημάρχων και των αγορανόμων
των πληβείων και η ψήφιση των ψηφισμάτων των πληβείων (plebis cita), τα οποία αρχικά δέσμευαν μόνο τους
πληβείους και από το 286 π.Χ. και τους πατρικίους.
Μία βασική αρχή, που ίσχυε στις λαϊκές συνελεύσεις, ήταν η αρχή της διαφωνίας ή συμφωνίας, δηλ. στις
συνελεύσεις δεν υπήρχε δικαίωμα συζήτησης επί των νομοθετικών προτάσεων αλλά μόνο διατύπωση αποδοχής
ή απόρριψης.

ΡΩΜΑΪΚΕΣ ΛΑΪΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ

Όνομα-Τόπος Σύνθεση Αρμοδιότητες


Comitia curiata (φρατρική 30 φράτρες - Ψήφιση φρατρικού νόμου (παρέχει το imperium στους
συνέλευση) (curiae) cum imperio άρχοντες)
συνεδρίαση εντός της Ρώ- - δημόσια διαθήκη
μης (στο Καπιτώλιο) - εισποίηση
Comitia centuriata (λοχίτι- 193 λόχοι - εκλογή ανώτερων αρχόντων (ύπατοι, πραίτορες, τιμητές)
δα συνέλευση) (centuriae) - ψήφιση προτάσεων νόμων (των αρχόντων που τη συγκα-
συνεδρίαση εκτός Ρώμης λούσαν)
- έκρινε προσφυγές για καταδίκη σε κεφαλική ποινή
Comitia tributa (φυλέτιδα 35 φυλές - εκλογή κατώτερων αρχόντων (αγορανόμοι και τιμητές)
συνέλευση) (tribus): 4 - έκρινε καταδίκη σε πρόστιμο
συνεδρίαση εκτός Ρώμης αστικές και 31
για εκλογή αρχόντων και αγροτικές
εντός για τα υπόλοιπα
Concilia plebis (συμβούλια φυλές των - εκλογή Δημάρχων και αγορανόμων πληβείων
των πληβείων) πληβείων - ψήφιση ψηφισμάτων πληβείων (plebis cita)
συνεδρίαση εντός Ρώμης

Πίνακας 4.1 Ρωμαϊκές λαϊκές συνελεύσεις.

70
4.3. Ηγεμονία

Εικόνα 4.8. Gemma Augustea. Στο άνω στρώμα εικονίζεται η στέψη του ένθρονου (κατά τον τύπο του Δία) Αυγούστου
από την Οικουμένη, η οποία εκπροσωπεί τον πολιτισμένο κόσμο. Ο άνδρας που κατεβαίνει από το άρμα είναι ο Τιβέριος,
που έχει οριστεί ως επόμενος αυτοκράτορας και επιστρέφει από τη νίκη του κατά των Γερμανών το 12 μ.Χ. Δίπλα από τον
Αύγουστο, ο οποίος εικονίζεται με απροκάλυπτες θεϊκές αξιώσεις, κάθεται η θεά Ρώμη. Στο κάτω στρώμα παριστάνεται
η ανέγερση του τροπαίου της νίκης του Τιβερίου, στο οποίο ετοιμάζονται να προσδεθούν τα δύο ζεύγη βαρβάρων (αριστε-
ρά και δεξιά). Πρώιμος 1ος π.Χ. αι., όνυχας, 19x23 εκ., Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης. Πηγή: https://commons.
wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 30, δικαιούχος: Gryffindor), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Μετά από πολλές εμφύλιες διαμάχες αναδεικνύεται το 31 π.Χ. ο Οκτάβιος νικητής στην ναυμαχία του Ακτίου και
το 27 π.Χ. η Σύγκλητος του απονέμει τον τίτλο του ηγεμόνα. Μέσα σε αυτό το κλίμα συντελείται η μεταμόρφωση
του πολιτεύματος από την Δημοκρατία στην Αυτοκρατορία. Κατά τα επόμενα χρόνια στο πρόσωπο του ηγεμόνα θα
συγκεντρωθούν όλες οι εξουσίες και ο Οκταβιανός Αύγουστος (εικόνα 4.8), αφού θα του έχει απονεμηθεί η από-
λυτη εξουσία, θα λάβει τον τίτλο του αυτοκράτορα (imperator) και του μεγάλου αρχιερέως (pontifex maximus).
Παρά τη δημοκρατική επίφαση (π.χ. απονομή απόλυτης εξουσίας στον ηγεμόνα με νόμο ψηφισμένο από τις λαϊ-
κές συνελεύσεις, επικύρωση από τη Σύγκλητο της υιοθεσίας του διαδόχου του από τον ίδιο τον ηγεμόνα κ.λπ.), το
νέο πολίτευμα καθίσταται μοναρχικό, με επίκεντρο της εξουσίας το πρόσωπο του ηγεμόνα (εικόνα 4.9).

Εικόνα 4.9. Δάκες αιχμάλωτοι οδηγούνται μπροστά στον Τραϊανό, ο οποίος απεικονίζεται σε σαφώς μεγαλύτερες διαστά-
σεις από τα υπόλοιπα πρόσωπα της παράστασης (στρατιώτες με tunica και βάρβαροι με αναξυρίδες). Όπως και όλες οι πα-
ραστάσεις του μνημείου, έτσι και αυτό το τμήμα αποτελεί μέσον υπενθύμισης της virtus του αυτοκράτορα και της πολιτικής
ιδεολογίας περί του ανίκητου (invictus) κυβερνήτη της κοσμοκράτειρας Ρώμης. Λεπτομέρεια από τον κίονα του Τραϊανού,
αφιέρωση του 113 μ.Χ., μάρμαρο, 38 μ. με βάση, Ρώμη. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 3.0,
δικαιούχος: Joe Mabel), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

71
Ο ηγεμόνας είναι ο ανώτατος άρχοντας του κράτους, αρχηγός του ρωμαϊκού στρατού και επικεφαλής της δι-
οικητικής ιεραρχίας, η οποία περιλάμβανε κεντρικές γραμματειακές μονάδες (ανάλογα των σημερινών υπουρ-
γείων) με το όνομα γραφεία (scrinia), από τα οποία τα κυριότερα είχαν ως αρμοδιότητα την οικονομική δια-
χείριση (scrinium a rationibus), την αποδοχή αναφορών προς τον ηγεμόνα (scrinium a libellis), την απάντηση
σε αναφορές προς τον ηγεμόνα (scrinium ab epistulis), την ανάκριση σε δικαστικές υποθέσεις (scrinium a
cognitionibus) κ.λπ. Ο ηγεμόνας ασκεί νομοθετική εξουσία με την έκδοση ηγεμονικών διατάξεων (βλ. 5.4.2)
και δικαστική εξουσία σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό (ύστερα από έφεση), υποβοηθούμενος από το ηγεμονικό
συμβούλιο (consilium principis), που αποτελεί τακτικό κυβερνητικό όργανο με μέλη ανώτατους υπαλλήλους ή
και εξέχοντες νομικούς, αλλά με συμβουλευτικό χαρακτήρα και όχι δεσμευτικό απέναντι στην τελική απόφαση
του ηγεμόνα.
Οι κυριότεροι ανώτατοι υπάλληλοι της πολιτείας ήταν ο έπαρχος της πόλης, ο έπαρχος του πραιτορίου, ο
έπαρχος εφοδιασμού της πόλης και ο νυκτέπαρχος.
• Ο έπαρχος της πόλης είχε υπό τη διοίκησή του την πόλη της Ρώμης ως υπεύθυνος για την τήρηση της
δημόσιας τάξης και ασκούσε παράλληλα και δικαστικά καθήκοντα στον τομέα της ποινικής δικαιο-
σύνης.
• Ο έπαρχος του πραιτορίου ασκεί στην υπόλοιπη επικράτεια διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα και,
μάλιστα, χωρίς να είναι δυνατή η άσκηση έφεσης προς τον ηγεμόνα, καθότι τα δικαστικά καθήκοντα
τα ασκεί στο όνομα του ηγεμόνα.
• Ο έπαρχος εφοδιασμού της πόλης επόπτευε τον εφοδιασμό της Ρώμης με τα απαραίτητα είδη διατρο-
φής και επέβλεπε τις σιταποθήκες.
• Ο νυκτέπαρχος ασκούσε αστυνομικά καθήκοντα στην πόλη κατά την διάρκεια της νύκτας.
Η Σύγκλητος επί Ηγεμονίας τίθεται σταδιακά κάτω από τον πλήρη έλεγχο του ηγεμόνα. Ο αριθμός των συ-
γκλητικών περιορίζεται επί Αυγούστου σε 600, ενώ ο κατάλογός τους αναθεωρείται από τον ίδιο τον ηγεμόνα,
ο οποίος διαγράφει ή εγγράφει πρόσωπα σύμφωνα με τις πολιτικές επιδιώξεις του. Ο ίδιος, εξάλλου, συγκαλεί
τη Σύγκλητο και προεδρεύει στις συνεδριάσεις της. Η Σύγκλητος διατηρεί ορισμένες διοικητικές και ποινικές
αρμοδιότητες, ενώ η προϊούσα ατονία των λαϊκών συνελεύσεων ενισχύει την νομοθετική αρμοδιότητά της (με
τα συγκλητικά δόγματα, βλ. 5.4.3), η οποία, βέβαια, ασκείται κάτω από την επιρροή του ηγεμόνα.

Εικόνα 4.10. Η άνοδος στο θρόνο του Καρακάλλα εγκαινίασε μία εποχή σκληρής διακυβέρνησης του κράτους. Το μέγεθος
της αγριότητάς του αποτυπώνεται σε όλες τις παραστάσεις του με το βλοσυρό, άγριο και απειλητικό ύφος. Προτομή του
Καρακάλλα. Ny Carlsberg Glyptotek, Copenhagen. Πηγή: https://commons.wikimedia.org,

72
Η τεράστια επέκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η ανάδειξη ενός προσώπου στην ηγεσία της και ο συ-
γκεντρωτισμός της κεντρικής εξουσίας οδήγησαν στον εκρωμαϊσμό του κράτους, στοιχείο αναγκαίο για την
αποτελεσματική διακυβέρνηση και την μεγαλύτερη σταθερότητα. Η προσπάθεια αυτή κατέληξε στις αρχές
του 3ου μ.Χ. αιώνα, στην έκδοση του Διατάγματος του Καρακάλλα (εικόνα 4.10) (Constitutio Antoniniana, 212
μ.Χ.), με το οποίο απονεμήθηκε σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της ρωμαϊκής επικράτειας (βλ. 7.1.4) η
ρωμαϊκή υπηκοότητα. Αποτέλεσμα αυτής της πράξης ήταν να καμφθεί η «αντίσταση» των τοπικών δικαίων
έναντι του επικρατούντος ρωμαϊκού δικαίου, να εκρωμαϊστούν οι επαρχίες και να δημιουργηθεί έτσι μία πα-
γκόσμια αυτοκρατορία με κέντρο την κοσμοκράτειρα Ρώμη (εικόνα 4.11).

Εικόνα 4.11. Πομπή της επτάφωτης λυχνίας (menorah), την οποία μαζί με άλλα ιερά αντικείμενα του Ναού του Σολομώντα
μεταφέρουν ως λάφυρα από την κατεστραμμένη Ιερουσαλήμ Ρωμαίοι στρατιώτες, για να τα εναποθέσουν στον ναό της Ει-
ρήνης (Templum Pacis) στη Ρώμη. Μαρμάρινο ανάγλυφο από την αψίδα του Τίτου, ca. 81 μ.Χ., 2 μ., Ρώμη. Πηγή: https://
commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY 3.0, δικαιούχος: ‫) םולשה תיב‬, τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

4.4. Δεσποτεία

Εικόνα 4.12. Ένα μέλος της Τετραρχίας, ο Γαλέριος, όταν αναγορεύθηκε καίσαρας, επέλεξε για πρωτεύουσά του την Θεσ-
σαλονίκη, στην οποία ανήγειρε εντυπωσιακά κτίσματα. Η θριαμβική «Αψίδα του Γαλερίου» (Καμάρα) ή «τετράπυλο», που
κτίστηκε μεταξύ των ετών 298 και 305 μ.Χ. σε ανάμνηση της εκστρατείας και της νίκης του Γαλέριου κατά των Περσών,
πλινθοδομή και μάρμαρο, ca. 300 μ.Χ., Θεσσαλονίκη. Στο βάθος η «Ροτόντα». Πηγή: https://commons.wikimedia.org,
(άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: Testus), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

73
Μετά από μια ταραγμένη περίοδο πολιτικής και οικονομικής κρίσης, αναδεικνύεται αυτοκράτορας ο Διοκλη-
τιανός (284-305), ο οποίος αναδιοργανώνει διοικητικά το Ρωμαϊκό Κράτος. Το πολίτευμα αποκτά έναν πιο απο-
λυταρχικό χαρακτήρα με δεσπόζουσα μορφή τον αυτοκράτορα με απεριόριστη εξουσία, ο οποίος λατρεύεται ως
ζωντανός θεός. Για την αποδοτικότερη διοικητική και στρατιωτική οργάνωση του αχανούς κράτους, εφαρμό-
ζεται επί Διοκλητιανού ένα σύστημα Τετραρχίας (εικόνα 4.12) , δηλ. η επικράτεια χωρίστηκε σε δύο τμήματα,
καθένα από τα οποία διοικείται από έναν αύγουστο υποβοηθούμενο από έναν καίσαρα (ο οποίος, μάλιστα, ορι-
ζόταν ως διάδοχος του αύγουστου) (εικόνα 4.13). Το σύστημα, όμως, της τετραρχίας απέτυχε και μετά από μία
νέα κρίση στην αυτοκρατορία, μονοκράτορας αναδείχθηκε το 324 μ.Χ. ο Μ. Κωνσταντίνος, αποκαθιστώντας
την ενότητα του Ρωμαϊκού Κράτους.

Εικόνα 4.13. Μόνο στο δεξί ζεύγος μπορεί να διακριθεί ο γενειοφόρος αύγουστος, που αγκαλιάζει τον υιοθετημένο υιό του
(καίσαρα). Και οι 4 μορφές χαρακτηρίζονται για την ομοιότητα (similitudo) -πλην του γενειοφόρου- της εξωτερικής εμφάνι-
σης, ακόμα και των προσώπων, συμβολίζοντας την αδιαίρετη ανώτατη εξουσία, η οποία όμως ασκείται από τα 4 διαφορετι-
κά πρόσωπα της τετραρχίας. Ο εναγκαλισμός των τετραρχών εκφράζει συμβολικά την ομόνοια (concordia), που επικρατεί
στους 4 φορείς της ενιαίας αυτοκρατορικής εξουσίας. Οι τετράρχες, ca. 305 μ.Χ., πορφυρίτης, 1,30 μ., εξωτερική γωνία
Αγίου Μάρκου Βενετίας. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: Lure), τελ. προσπέλαση
με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Σ’ αυτή τη νέα τροπή του πολιτεύματος προς την απολυταρχία, ο αυτοκράτορας καθίσταται η μόνη πηγή
κάθε εξουσίας και στο έργο του επικουρείται συμβουλευτικά από το αυτοκρατορικό συμβούλιο (consistorium).
Η αυτοκρατορική γραμματεία στελεχώνει, όπως και στην προηγούμενη περίοδο, τα γραφεία (scrinia), τα οποία
υπάγονται στη διοίκηση ενός ανώτατου αυτοκρατορικού υπάλληλου. Ανάμεσα σε άλλους πολιτικούς αξιωμα-
τούχους, πολύ σημαντική θέση κατείχε ο επικεφαλής της δικαιοσύνης (κοιαίστωρ του ιερού παλατίου), ο οποίος
ήταν έγκριτος νομικός, αναπλήρωνε τον αυτοκράτορα στο αυτοκρατορικό συμβούλιο και συνέτασσε τα αυτο-
κρατορικά διατάγματα. Επίσης, οι έπαρχοι των πραιτορίων, οι οποίοι προΐσταντο των περιφερειών του κράτους
και ήταν επιφορτισμένοι με δικαστικές αρμοδιότητες, ενώ οι αποφάσεις τους δεν μπορούσαν να προσβληθούν
με έφεση στον αυτοκράτορα. Τέλος, ο έπαρχος της πόλεως παρέμενε υπεύθυνος της δημόσιας τάξης της πρω-

74
τεύουσας, έχοντας διευρυμένα ποινικά καθήκοντα, ενώ προέδρευε της Συγκλήτου και δημοσίευε στη Ρώμη τα
αυτοκρατορικά διατάγματα.

Βιβλιογραφία/Αναφορές
Βάσσης, Σπυρίδων (1903). Ρωμαίων Πολιτεία η βασιλευομένη και η ελευθέρα. Αθήνα.
Cameron, Averil (2000). Η ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Αθήνα.
Grant, Michael (2011). Ιστορία της Ρώμης (ελλ. μετ. Α. Σακελλαρίου). Αθήνα.
Grimal, Pierre (2006). Ιστορία της αρχαίας Ρώμης (ελλ. μετ. Μ. Κουμπούρα - επιμ. Α. Μυλωνοπούλου & Α.
Μαραγκάκη). Αθήνα.
Humbert, Michel (2012). Πολιτικοί και Κοινωνικοί Θεσμοί της Αρχαιότητας (ελλ. μετ. Ι. Τζαμτζής). Αθή-
να-Θεσσαλονίκη.
Jolowicz, Herbert Felix & Nicholas, Barry (1972). Historical introduction to the study of Roman Law.
Cambridge.
Lintott, Andrew William (1999). The Constitution of the Roman Republic. Oxford.
Mousourakis, George (2007). A legal history of Rome. N. York.
Mommsen, Theodor (1906). Ρωμαϊκή Ιστορία (ελλ. μετ. Σ. Σακελλαρόπουλος). Αθήνα.
Sartre, Maurice (2012). Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (ελλ. μετ. Αικ. Μεϊδάνη, επιμ. Κ. Ζουμπουλάκης). Αθήνα.
Schulz, Fritz (1936). History of the roman legal science. Oxford.
Γκόφας, Δημήτριος (2011). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα-Κομοτηνή.
Πετρόπουλος, Γεώργιος (1963). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα.
Τζαμτζής, Ιωάννης (2014). Ο μεσογειακός κόσμος. Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Ward, Allen & Heichelheim, Fritz & Yeo, Cedric (2008). Οι Ρωμαίοι (ελλ. μετ. Ν. Σαμπεθάι). Αθήνα.

75
Κεφάλαιο 5. Πηγές του δικαίου και εξέλιξη της νομικής επιστήμης στη
Ρώμη

Σύνοψη
Στο παρόν κεφάλαιο, μετά από μία ανάπτυξη των βασικότερων εννοιολογικών ορισμών, παρουσιάζονται οι πηγές
του δικαίου και η εξέλιξη της επιστήμης του δικαίου με βάση τις φάσεις εξέλιξης του πολιτεύματος, που ανα-
πτύχθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο. Κατά την περίοδο της Βασιλείας τονίζεται το έθιμο και η μεταγενέστερη
παράδοση των βασιλικών νόμων. Για την περίοδο της Δημοκρατίας παρουσιάζονται ο νόμος (με ανάλυση του
Δωδεκάδελτου Νόμου), το έθιμο, τα διατάγματα αρχόντων, τα συγκλητικά δόγματα και γίνεται αναφορά στην νο-
μική επιστήμη της περιόδου. Στην Ηγεμονία, εκτός από τις παλαιές πηγές δικαίου, αναφέρονται και οι ηγεμονικές
διατάξεις, τα συγκλητικά δόγματα και οι επίσημες γνωμοδοτήσεις νομομαθών, ενώ αναλύονται τα χαρακτηρι-
στικά της κλασικής ρωμαϊκής επιστήμης του δικαίου. Τέλος, για την περίοδο της Δεσποτείας παρουσιάζονται οι
αυτοκρατορικές διατάξεις, τα επαρχιακά έθιμα, το παλαιό δίκαιο. Το κεφάλαιο καταλήγει με την επισκόπηση της
νομικής επιστήμης ως πηγής του Ρωμαϊκού Δικαίου, με ιδιαίτερη έμφαση στις κωδικοποιήσεις.

Προαπαιτούμενη γνώση
Για την εμπέδωση του παρόντος κεφαλαίου απαραίτητη θεωρείται η μελέτη του κεφ. 4.

5.1. Διακρίσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου


Αν και ο λατινικός όρος ius δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με τον ελληνικό όρο δίκαιο, ωστόσο περιλαμβάνει
και αυτό που η σημερινή επιστήμη ονομάζει «δίκαιο», δηλ. το σύνολο των κανόνων μιας κοινωνίας, οι οποίοι
ρυθμίζουν κατά τρόπο αναγκαστικό τις έννομες σχέσεις των μελών της. Το δίκαιο αντιδιαστέλλεται βέβαια από
την ηθική, η οποία περιλαμβάνει κανόνες συμπεριφοράς που απευθύνονται στη συνείδηση του ανθρώπου και
δεν έχουν άμεσα εξαναγκαστικό χαρακτήρα. Ο όρος ius, επιπλέον, έχει κάποτε και τη σημασία του «δικαιώ-
ματος» –δηλ. την εξουσία που παρέχει το δίκαιο για την ικανοποίηση ορισμένου έννομου συμφέροντος–, ενώ
μετά την κλασική εποχή του Ρωμαϊκού Δικαίου θα προσλάβει και την έννοια του δικαίου που βρίσκεται (ειδικά)
στα συγγράμματα των κλασικών Ρωμαίων νομομαθών (βλ. 5.5.3).
Οι κανόνες του Ρωμαϊκού Δικαίου είτε ανευρίσκονται στο άγραφο δίκαιο, όπως ήταν το αρχαϊκό Ρωμαϊκό
Δίκαιο, είτε στο γραπτό δίκαιο, δηλ. στους κανόνες δικαίου που θεσπίστηκαν και καταγράφηκαν σε κείμενα.
Πράγματι, με την πάροδο του χρόνου εμφανίστηκαν στη νομική ιστορία του Ρωμαϊκού Κράτους τα πρώτα
γραπτά νομοθετικά κείμενα, στα οποία καταγράφτηκε και κωδικοποιήθηκε το προγενέστερο άγραφο και εθι-
μικό δίκαιο (π.χ. Δωδεκάδελτος Νόμος). Για πολλά, όμως, νομικά θέματα δεν θεσπίστηκαν νόμοι αλλά αυτά
ρυθμίζονταν από τα πάτρια ήθη (mores maiorum), δηλ. τις πατρογονικές συνήθειες που ανάγονταν μέχρι τους
απώτερους θεμελιωτές της ρωμαϊκής πολιτείας και συμπλέκονταν με την αρχέγονη θρησκευτικότητά τους.
Η βασικότερη διάκριση του Ρωμαϊκού Δικαίου, από τη δημοκρατική, ήδη, περίοδο, είναι σε ius civile και
ius gentium. Το ius civile, το δίκαιο των Ρωμαίων πολιτών, ήταν το δίκαιο, που εφαρμοζόταν στις έννομες σχέ-
σεις αποκλειστικά και μόνο μεταξύ Ρωμαίων πολιτών, ενώ το ius gentium, το δίκαιο για όλους τους λαούς της
οικουμένης, εφαρμοζόταν σε σχέσεις μεταξύ Ρωμαίων και ξένων ή μεταξύ ξένων.
Σε αντιδιαστολή προς τα ανωτέρω, υπήρχε και δίκαιο μη ρωμαϊκής προέλευσης, δηλ. το τοπικό δίκαιο της
κάθε κατακτημένης από τους Ρωμαίους περιοχής.
Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και η μεθοδολογική διαίρεση της ιστορικής εξέλιξης του Ρωμαϊκού Δικαίου στις
εξής περιόδους:
1. αρχαϊκό δίκαιο, κατά την περίοδο της Βασιλείας και της πρώιμης Δημοκρατίας,
2. προκλασικό δίκαιο, μέχρι την ύστερη Δημοκρατία,
3. κλασικό δίκαιο, από την εγκαθίδρυση της Ηγεμονίας μέχρι λίγο πριν τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα και στη
συνέχεια
4. μετακλασικό δίκαιο.

76
5.2. Βασιλεία
Για την περίοδο της βασιλείας οι ιστορικές γνώσεις είναι αρκετά ισχνές και συγκεχυμένες. Κατά την περίοδο
αυτή, το δίκαιο είναι εθιμικό και η εξέλιξή του συνδέεται με τις δικαιοδοτικές κρίσεις του βασιλιά. Σ’ αυτήν
επίσης την πρώιμη περίοδο των απαρχών της πολιτικής οργάνωσης του Ρωμαϊκού Κράτους αποδίδει η μετα-
γενέστερη παράδοση τους βασιλικούς νόμους, δημοσιευμένους περίπου το 500 π.Χ. και συνδεδεμένους με το
θρησκευτικό στοιχείο.
Το αρχαϊκό Ρωμαϊκό Δίκαιο χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία:
• την τυπικότητα, δηλ. την ακριβή τήρηση του τελετουργικού μιας πράξης (π.χ. δικαιοπραξίας) κατά τα
προβλεπόμενα από τους κανόνες, ώστε να επέλθουν οι έννομες συνέπειες και
• την αυστηρότητα, δηλ. την απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων, ακόμα και αν από αυτήν επέρχονται
αποτελέσματα ενάντια στο περί δικαίου αίσθημα.

5.3. Δημοκρατία (Respublica)

5.3.1. Νόμος
Ο νόμος (lex) είναι η κυριότερη από τις πηγές του δικαίου της δημοκρατικής περιόδου. Νόμος κατά την περί-
οδο αυτή είναι κανόνας δικαίου, που ψηφίζεται από τις λαϊκές συνελεύσεις μετά από πρόταση του αρμόδιου
άρχοντα.
Η διαδικασία θέσπισης ενός νόμου αρχίζει με την πρόσκληση του αρμόδιου άρχοντα για σύγκληση της
συνέλευσης με παράλληλη γνωστοποίηση του προτεινόμενου νόμου τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν την
ψήφιση. Αυτό το διάστημα θεωρείται ικανό, προκειμένου να γίνουν διαβουλεύσεις σε συγκεντρώσεις πολιτών,
στις οποίες ρήτορες και πολιτικοί υποστηρίζουν ή κατακρίνουν την πρόταση του νόμου, κάνοντας υποδείξεις
προς τον άρχοντα για τη βελτίωση ή την απόσυρσή της. Κατά τη σύγκληση της συνέλευσης, ο άρχοντας διατυ-
πώνει προς αυτήν την ερώτηση, αν συμφωνεί ή όχι. Μετά διεξάγεται η ψηφοφορία για έγκριση ή απόρριψη του
προτεινόμενου νόμου, αφού δεν προβλέπεται πια δυνατότητα τροποποίησής του, και ακολουθεί, τέλος, η ανα-
κοίνωση του αποτελέσματος, που αποτελεί και τον χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου, εκτός κι αν προβλέπεται
διαφορετικά από τον ίδιο τον νόμο. Από αυτή την ερώτηση (rogatio) του άρχοντα προς τη συνέλευση ο νόμος
που ψηφίζεται σε λαϊκές συνελεύσεις λέγεται lex rogata.
Το περιεχόμενο του κειμένου του νόμου αποτελείται από την επιγραφή του ονόματος του προτείναντος
άρχοντα, τη συνέλευση, τον τόπο και τον χρόνο, ακολουθεί το κείμενο του νόμου και, τέλος, η κύρωση με τα
αποτελέσματα της παράβασής του. Με κριτήριο το αν προέβλεπαν κάποια κύρωση (και τι είδους), οι νόμοι
διακρίνονται σε:
1. Τέλειους (leges perfectae), των οποίων η παράβαση επιφέρει ακυρότητα όσων παράνομων τελέστηκαν,
2. ημιτελείς (leges minus quam perfectae), που δεν συνεπάγονται ακυρότητα αλλά απειλούν κάποια ποινή
εναντίον του παραβάτη τους και
3. ατελείς (leges imperfectae), που ούτε ακυρότητα επιφέρουν ούτε ποινή επιβάλλουν, αλλά χορηγούν μόνο
κάποια ένσταση.
Συνήθως οι νόμοι μνημονεύονται με το όνομα του άρχοντα, που τους πρότεινε, π.χ. Ακουΐλιος Νόμος, από
τον προτείναντα άρχοντα Ακουΐλιο.
Εκτός από τους ψηφισμένους από λαϊκές συνελεύσεις νόμους, υπάρχουν και οι νόμοι που εκδίδουν οι άρχο-
ντες μετά από εξουσιοδότηση του λαού και της Συγκλήτου. Αυτοί έχουν συνήθως περιεχόμενο σχετικό με την
οργάνωση επαρχίας ή την ίδρυση αποικίας.
Από το 286 π.Χ. τα πληβειακά ψηφίσματα (plebis cita) εξομοιώνονται με τους νόμους και, καταχρηστικά,
ονομάζονται και αυτά νόμοι. Για την ψήφισή τους ακολουθείται η διαδικασία της ψήφισης νόμου από τις λα-
ϊκές συνελεύσεις, με μόνη διαφορά (στην περίπτωση των πληβειακών ψηφισμάτων), ότι την πρόταση προς τις
πληβειακές συνελεύσεις διατύπωναν οι δήμαρχοι (εικόνα 5.1).

77
Εικόνα 5.1. Το Forum Romanum, άποψη από τη δυτική πλευρά με το τόξο του Σεπτιμίου Σεβήρου στα αριστερά. Πηγή:
https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: BeBo86), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

5.3.1.1. Δωδεκάδελτος Νόμος (ca. 450 π.Χ.)


Ο Δωδεκάδελτος Νόμος (Lex duodecim tabularum) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νομοθετικά μνημεία,
όχι μόνο αυτής της περιόδου αλλά σύνολης της ιστορίας του Ρωμαϊκού Κράτους. Είναι αποτέλεσμα έντονων
κοινωνικών ανακατατάξεων και αποτελεί τον πρώτο ψηφισμένο νόμο, που ως ιδιαίτερα μακρόβιος (από τα
μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα ως τουλάχιστον τον 6ο μ.Χ. αιώνα) θεωρήθηκε ως η βάση της περαιτέρω ανάπτυξης
του δικαίου.
Μετά από δέκα σχεδόν έτη αγώνων των πληβείων εναντίον των πατρικίων, οι πληβείοι κατορθώνουν, να
αναθέσουν οι πατρίκιοι σε μία δεκαμελή επιτροπή (δεκανδρία) την καταγραφή και κωδικοποίηση του έως τότε
άγραφου εθιμικού δικαίου. Κατά την παράδοση, η επιτροπή αυτή συνέταξε κώδικα νόμων, που χαράχθηκε σε
δέκα δέλτους και κυρώθηκε από την λοχίτιδα συνέλευση, ενώ το επόμενο έτος συγκροτήθηκε πάλι δεκαμελής
επιτροπή με τη συμμετοχή και πληβείων, η οποία συμπλήρωσε τον κώδικα με διατάξεις καταχωρισμένες σε
άλλες δύο δέλτους· έτσι, το συνολικό νομοθέτημα ονομάστηκε Δωδεκάδελτος Νόμος. Σχετικά με τη δημιουργία
αυτού του νόμου αναφέρεται μία αξιομνημόνευτη παράδοση, ότι δηλ. για τη σύνταξή του η δεκανδρία εμπνεύ-
στηκε από μία πρεσβεία Ρωμαίων, που είχαν αποσταλεί στην Ελλάδα με σκοπό να μελετήσουν τους νόμους
του Σόλωνα και άλλες ελληνικές νομοθεσίες. Η επαλήθευση, βέβαια, αυτής της μαρτυρίας καθίσταται δύσκολη
αλλά δεν αποκλείει ολοκληρωτικά την ελληνική επίδραση επί του Δωδεκάδελτου Νόμου.
Η σύνταξη του Δωδεκάδελτου Νόμου, σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσε μια σημαντική νίκη των πληβείων,
καθότι το πρώτο αυτό γραπτό κείμενο δέσμευσε τους πατρικίους υπάτους κατά την άσκηση της δικαστικής
εξουσίας τους. Μέχρι τότε οι ύπατοι ως δικαστές εφάρμοζαν ανεξέλεγκτα τους υπάρχοντες εθιμικούς κανόνες,
πράγμα που οι πληβείοι κατήγγελλαν ως αυθαιρεσία σε βάρος τους. Τώρα πια ο Δωδεκάδελτος Νόμος κείται
υπεράνω των υπάτων, οι οποίοι υποχρεούνται να εφαρμόζουν αυτό το γραπτό νομοθετικό κείμενο. Έτσι, η
καταγραφή του νόμου αποτέλεσε και την αρχή του τέλους της αποκλειστικής γνώσης του δικαίου από τους
πατρικίους ποντίφικες. Οι πατρίκιοι, βέβαια, δεν υποχώρησαν άνευ ανταλλαγμάτων: εξακολούθησε ο αποκλει-
σμός των πληβείων από το υπατικό αξίωμα, ενώ με μία –όπως την καταγγέλλει μεταγενέστερα ο Κικέρων (De
re publica, 2.63) ως «απανθρωπότατη διάταξη»–, δεν επιτράπηκε ο γάμος μεταξύ πατρικίων και πληβείων, με
σκοπό να παραμείνει η πατρικιακή αριστοκρατία μία συμπαγής ομάδα εξουσίας με κλειστές τις πύλες της στους
πληβείους (η διάταξη ωστόσο αυτή καταργήθηκε μέσα σε σύντομο χρόνο με ψήφισμα του 445 π.Χ.).
Η περιπτωσιολογία των ρυθμίσεων είναι το αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του περιεχομένου αυτής της
πρώιμης κωδικοποίησης. Ειδικότερα, ως προς την απονομή της δικαιοσύνης διαγράφονται με τις ρυθμίσεις
του Δωδεκάδελτου Νόμου οι βασικές περιπτώσεις χορήγησης ενδίκου βοηθήματος (αγωγής), ώστε ο δικαστής
να υποχρεούται στην έναρξη της διαδικασίας και στην διεξαγωγή της δίκης. Ως προς το ιδιωτικό δίκαιο, ο

78
Δωδεκάδελτος Νόμος περιλαμβάνει ρυθμίσεις που αφορούν το οικογενειακό, το εμπράγματο, το ενοχικό (κυ-
ρίως αδικοπραξίες) και το κληρονομικό δίκαιο. Τέλος, στο δημόσιο δίκαιο, όχι πια οι ύπατοι αλλά η λοχίτιδα
συνέλευση θα διαθέτει την αρμοδιότητα επιβολής της θανατικής ποινής, ενώ διατηρείται και η ισχυρή εξουσία
των δημάρχων.

5.3.2. Έθιμο
Το έθιμο εξακολουθεί και την περίοδο της Δημοκρατίας να αποτελεί πηγή του δικαίου. Ωστόσο η ισχύς του
υποβαθμίζεται με την απαρχή του γραπτού δικαίου και δη με την κωδικοποίηση του Δωδεκάδελτου Νόμου. Το
έθιμο, όμως, δεν εξαφανίζεται εντελώς.

5.3.3. Διατάγματα Αρχόντων


Οι άρχοντες του δημοκρατικού πολιτεύματος, που διέθεταν εξουσία (potestas), εξέδιδαν διατάγματα (edicta,
ήδικτα), τα οποία παλαιότερα ανακοινώνονταν προφορικά προς τη συνέλευση των πολιτών, ενώ αργότερα δη-
μοσιεύονταν καταγεγραμμένα σε λεύκωμα (album, ξύλινες πλάκες επιχρισμένες με λευκό χρώμα). Τα διατάγ-
ματα αυτά αποτέλεσαν μία νέα πηγή δικαίου της ρωμαϊκής πολιτείας (ius honorarium). Βαρύνουσας σημασίας
και με ιδιαίτερη ανάπτυξη ήταν το σώμα των διαταγμάτων των πραιτόρων και ακολούθως των αγορανόμων και
των διοικητών των επαρχιών (για τους άρχοντες βλ. κεφ. 4).
Ειδικά το πραιτορικό ήδικτο γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη από τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, όταν αναγνωρί-
στηκε στον πραίτορα μεγαλύτερη ελευθερία στη δημιουργία ενδίκων βοηθημάτων (αγωγών, actiones). Στις
αρμοδιότητες του πραίτορα περιλαμβανόταν το να βοηθάει, να συμπληρώνει και να διορθώνει το ius civile με
την χορήγηση νέων αγωγών. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του ο πραίτορας (που ήταν ακριβώς ο επι-
φορτισμένος με την απονομή δικαιοσύνης άρχοντας), ανακοίνωνε σε λεύκωμα τη λίστα με τις αγωγές, που δε-
σμευόταν να παρέχει στους πολίτες, δηλ. τις αγωγές για τις οποίες θα διοργάνωνε δίκες, για την προστασία των
διαφόρων εννόμων αγαθών των πολιτών. Έτσι, δημιουργούνταν και τα αντίστοιχα δικαιώματα. Στο Ρωμαϊκό
Δίκαιο, λοιπόν, πρώτα διαμορφώθηκαν οι επιμέρους αγωγές και από αυτές προέκυψαν τα αντίστοιχα δικαιώμα-
τα. Όλα αυτά τα ένδικα βοηθήματα (αγωγές) αποτέλεσαν το πραιτορικό ήδικτο, που διαρκώς εμπλουτιζόταν και
αναπτυσσόταν δημιουργώντας με την πάροδο του χρόνου ένα σώμα κειμένου, το οποίο ο κάθε νέος πραίτορας
αποδεχόταν και στο οποίο επενέβαινε ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις.

5.3.4. Συγκλητικά Δόγματα


Η Σύγκλητος δεν έχει ακόμα την περίοδο της δημοκρατίας αναλάβει την δράση που θα επιδείξει από τα πρώτα
χρόνια της Ηγεμονίας. Η κυριαρχία των αρχόντων επισκιάζει το δικαιοπλαστικό έργο της και οι πράξεις της
(συγκλητικά δόγματα, senatus consulta), αν και ασκούν ισχυρή επίδραση στη διαμόρφωση του δικαίου, ωστόσο
ακόμα δεν αποτελούν πηγές του δικαίου.

5.3.5. Νομική επιστήμη


Κατά τη μετάβαση από την Βασιλεία στην Δημοκρατία, η θρησκευτική εξουσία του βασιλιά μεταβιβάστηκε, όχι
στους υπάτους αλλά στους αρχιερείς, που ήταν έξι και ανήκαν στην τάξη των πατρικίων. Ανάμεσα στις αρμο-
διότητές τους ήταν και η απόκρυφη γνώση και μυστική φύλαξη των αρχαίων νομικών τύπων, που συμπυκνώ-
νεται στο τρίπτυχο: κατάρτιση των τυπικών δικαιοπραξιών, επιλογή του ακολουθητέου δικονομικού τύπου σε
περίπτωση δίκης και παροχή στους διαδίκους γνωμοδότησης, στην οποία θα βασιζόταν ο δικαστής τους. Από
τη σύνταξη, όμως, του Δωδεκάδελτου Νόμου οι ποντίφικες στράφηκαν προς τη γραμματική ερμηνεία αυτού του
πρώτου γραπτού νομοθετήματος, θέτοντας έτσι τις βάσεις της επιστήμης του δικαίου.
Με την διεύρυνση του ποντιφικικού σώματος και την είσοδο σ’ αυτό των πληβείων (αρχές 3ου π.Χ. αιώνα),
αρχίζει σταδιακά η γνώση του δικαίου να μην αποτελεί πια αποκλειστικό προνόμιο της ανώτερης ιερατικής
τάξης. Έτσι, αναφαίνονται οι πρώτες δημόσιες γνωμοδοτήσεις ως έργο πια ατόμων των ανώτερων τάξεων, που
ανέπτυσσαν και πολιτική συνήθως δράση. Αυτές οι γνωμοδοτήσεις αποτέλεσαν και τα πρώτα βήματα εξέλιξης
της νομικής επιστήμης. Άμεση λοιπόν συνέχεια της ποντιφικικής δραστηριότητας αποτελεί το έργο των προ-

79
κλασικών νομικών, οι οποίοι μνημονεύονται από τους μεταγενέστερους ως «οι παλαιοί νομικοί» και οι οποίοι
με την πρωτοτυπία των έργων τους έθεσαν τα θεμέλια, πάνω στα οποία θα μεγαλουργήσει λίγο αργότερα η
κλασική ρωμαϊκή επιστήμη του δικαίου.
Στην ανάπτυξη, όμως, της ρωμαϊκής νομικής επιστήμης άσκησε έντονη επίδραση και ο νομικός πολιτισμός
των ελληνικών πόλεων, καθώς οι Ρωμαίοι νομικοί επηρεάστηκαν από τη φιλοσοφία και τη ρητορική των ελλη-
νικών «σχολών», στο πνεύμα των οποίων γαλουχήθηκαν. Γνώρισαν δηλαδή την ελληνική επιστημονική μέθο-
δο και σκέψη και τις έθεσαν στην υπηρεσία της νομικής τους σκέψης. Γι’ αυτό και με τη βοήθεια των ελληνικών
αυτών στοιχείων έδωσαν αξιόλογη ώθηση στη νομική επιστήμη, η οποία ως ρωμαϊκό επίτευγμα θα σφραγίσει
όλη τη μετέπειτα πορεία της επιστήμης του δικαίου μέχρι τα νεότερα χρόνια.

5.4. Ηγεμονία

5.4.1. Παλαιές πηγές δικαίου

Εικόνα 5.2. Μεγαλόπρεπο άγαλμα του Οκταβιανού Αυγούστου, χαρακτηριστικό δείγμα των προπαγανδιστικών αυτοκρατο-
ρικών ανδριάντων της ρωμαϊκής εποχής. Ο Οκταβιανός εικονίζεται στην ηλικία που έχει ανακηρυχθεί πλέον σε αύγουστο.
Είναι ημίγυμνος με το ιμάτιο να καλύπτει το κάτω μέρος του σώματος, ενώ η μια άκρη του περνάει πάνω από το αριστερό
χέρι και πέφτει προς τα κάτω δημιουργώντας ένα πλέγμα πτυχώσεων. Στο δεξί ανασηκωμένο χέρι κρατούσε το δόρυ και
στο αριστερό το ξίφος. Η ρεαλιστική απόδοση και η ακρίβεια στις ανατομικές λεπτομέρειες συμβαδίζουν με την πολιτική
προπαγάνδα, που θεωρούσε τον αυτοκράτορα ανώτερη δύναμη με θεϊκή υπόσταση. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι
εξιδανικευμένα, η χειρονομία αποπνέει κύρος, και τα επιμέρους στοιχεία (τήβεννος, ιμάτιο, θώρακας, δόρυ και ξίφος)
αποτελούν σύμβολα, που τονίζουν την ενάρετη φύση του ηγεμόνα ή τη στρατιωτική του ικανότητα. Το έργο κατασκευάσθηκε
πιθανόν στη Θεσσαλονίκη την εποχή του Τιβέριου (14-37 μ.Χ.) και είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα κλασικισμού της εποχής
του Αυγούστου. Ακολουθεί κάποιο χάλκινο πρότυπο και ανήκει στον προσωπογραφικό τύπο του αγάλματος της Prima
Porta (στην έπαυλη της συζύγου του Αυγούστου, Λιβίας), κοντά στη Ρώμη. Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Μουσείο. Πηγή:
https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: Yair Haklai), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

80
Από την εποχή του Αυγούστου (εικόνα 5.2) συντελείται η μετάβαση στο πολίτευμα της Ηγεμονίας, επικεφαλής
του οποίου τίθεται ο αυτοκράτορας που συγκεντρώνει σταδιακά στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες. Επιβι-
ώνουν μεν οι πηγές δικαίου του προηγουμένου πολιτεύματος, αλλά εμφανίζονται και οι νέες πηγές του (υπό
διαμόρφωση) καθεστώτος. Οι λαϊκές συνελεύσεις συνεχίζουν τη νομοθετική παραγωγή τους, η οποία βέβαια
θα ατονήσει τον 1ο μ.Χ. αιώνα, έχοντας ήδη τεθεί κάτω από τον έλεγχο του ηγεμόνα, καθώς οι ψηφιζόμενοι από
τις συνελεύσεις νόμοι θα αποτελούν πια έκφραση της ηγεμονικής βούλησης (ηγεμονικοί νόμοι). Η ρωμαϊκή
νομική επιστήμη δεν αναφέρει ρητώς το έθιμο ως πηγή δικαίου, αν και δεν παραλείπει αναφορές σε εφαρμογή
εθίμων· αυτή, ωστόσο, την περίοδο οι Ρωμαίοι αναγνωρίζουν στα τοπικά δίκαια, τα οποία ίσχυαν στις επαρχίες
που είχαν θέσει υπό την κυριαρχία τους, ισχύ εθιμικών κανόνων. Όμως, μετά το 212 μ.Χ. με το διάταγμα του
αυτοκράτορα Καρακάλλα, με το οποίο απονέμεται η ρωμαϊκή υπηκοότητα σε όλους τους ελεύθερους (μη Ρω-
μαίους) πολίτες του κράτους (με εξαίρεση τους απόλιδες, βλ. παρακάτω), η ισχύς των τοπικών εθίμων αρχίζει
να περιορίζεται, ενώ αργότερα εκδίδονται και διατάξεις απαγορευτικές εθίμων. Τέλος, τα διατάγματα των αρ-
χόντων χάνουν την ζωτικότητά τους και τείνουν προς την παγίωση, ώσπου ο αυτοκράτορας Αδριανός (εικόνα
5.3) αναθέτει στον νομικό Ιουλιανό την κωδικοποίηση του πραιτορικού ηδίκτου (edictum perpetuum-διαρκές
ήδικτο), που κυρώθηκε το 130 μ.Χ. από τη Σύγκλητο, και από τότε παρέμεινε αμετάβλητο, αποτελώντας αντι-
κείμενο ερμηνείας των νομομαθών.

Εικόνα 5.3. Αδριανός. Επί της βασιλείας του κωδικοποιήθηκε το πραιτορικό ήδικτο (edictum perpetuum). Ο Αδριανός
ήταν θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού και είναι ο πρώτος αυτοκράτορας, που απεικονίζεται γενειοφόρος μιμούμενος
τους Έλληνες. Ο αυτοκράτορας, ενδεδυμένος ελληνική ενδυμασία προσφέρει ένα κλαδί δάφνης στον Απόλλωνα. Από τον
ναό του Απόλλωνα στην Κυρήνη. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο. Πηγή: https://commons.wikimedia.org

5.4.2. Ηγεμονικές διατάξεις


Με την εγκαθίδρυση της Ηγεμονίας, ο ηγεμόνας αποκτά την εξουσία έκδοσης διατάξεων (constitutiones
principum), που σταδιακά αποκτούν ισχύ νόμου. Αυτές οι ηγεμονικές διατάξεις διαιρούνται σε τέσσερις κατη-
γορίες:
1. δικαστικές αποφάσεις του ηγεμόνα (decreta),
2. διατάγματα του ηγεμόνα με γενικό περιεχόμενο που απευθύνονται προς το σύνολο ή τμήμα του κράτους
ή των κατοίκων του (edicta),
3. απαντήσεις (υπό μορφή γνωμοδοτήσεων) του ηγεμόνα σε ερωτήματα νομικού περιεχομένου υπαλλήλων
ή ιδιωτών (rescripta) και
4. οδηγίες διοικητικού περιεχομένου του ηγεμόνα προς υπαλλήλους (mandata).

5.4.3. Συγκλητικά Δόγματα


Με την υποβάθμιση των λαϊκών συνελεύσεων, αναδεικνύεται την περίοδο της Ηγεμονίας η δικαιοπλαστική

81
δραστηριότητα της Συγκλήτου. Οι νομοθετικές πράξεις της Συγκλήτου (συγκλητικά δόγματα, senatus consulta)
εξελίσσονται σε αυτοτελή πηγή δικαίου, ώσπου, επί αυτοκράτορα Αδριανού, αποκτούν ισχύ νόμου. Μετά τον
2ο μ.Χ. αιώνα, η νομοθετική βούληση του ηγεμόνα θα επισκιάσει και τη δραστηριότητα αυτή της Συγκλήτου.

5.4.4. Επίσημες γνωμοδοτήσεις νομομαθών

Εικόνα 5.4. Θριαμβική αψίδα, η οποία αφιερώθηκε (131-132 μ.Χ.) από τους Αθηναίους στον αυτοκράτορα Αδριανό, σε
ένδειξη ευγνωμοσύνης για τον θαυμασμό του προς τον ελληνικό πολιτισμό και τα πολυάριθμα έργα του στην Αθήνα. Ήταν
κτισμένη στον περίβολο του Ολυμπιείου, πάνω σε έναν αρχαιότερο δρόμο, που συνέδεε την πόλη με τα Παριλίσια Ιερά
και αποτελούσε ορόσημο μεταξύ της παλαιάς και της νέας πόλης. Το μνημείο (ύψους 18 μ. και πλάτους 13 μ.) έχει δύο
ίδιες προσόψεις και αρθρώνεται καθ’ ύψος σε δύο σαφώς διακριτά τμήματα. Το κάτω μέρος ακολουθεί το ρωμαϊκό σχήμα
της τιμητικής αψίδας, ενώ το επάνω μιμείται το ελληνικής παράδοσης πρόπυλο. Στο επιστύλιο επάνω από την τοξωτή
δίοδο υπάρχουν οι επιγραφές, στη δυτική: «ΑΙΔ’ ΕΙΣ’ ΑΘΗΝΑΙ, ΘΗΣΕΩΣ Η ΠΡΙΝ ΠΟΛΙΣ» και στην ανατολική: «ΑΙΔ’
ΕΙΣ’ ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΟΥΧΙ ΘΗΣΕΩΣ ΠΟΛΙΣ». Το 1778 η αψίδα ενσωματώθηκε στο ανατολικό σκέλος του τουρκι-
κού οχυρωματικού περιβόλου της Αθήνας και μετατράπηκε έτσι σε πύλη, γνωστή και ως «Πύλη του Αδριανού». Πηγή:
https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC0 1.0, δικαιούχος: Dudley Miles), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

Από τους κύκλους των συγκλητικών προέρχονται οι νομικοί (iurisconsulti), που παρέχουν γνωμοδοτήσεις ύστε-
ρα από σχετική ερώτηση ιδιωτών επί ενός νομικού προβλήματος. Για να μπορέσει να ελέγξει αυτή τη δραστη-
ριότητα, και κατ’ επέκταση την απονομή της δικαιοσύνης, ο Αύγουστος, θεσπίζει το προνόμιο παροχής δημό-
σιας γνωμοδότησης, που απονέμεται σε συγκεκριμένους διακεκριμένους νομομαθείς (ius publice respondendi).
Έτσι, οι γνωμοδοτήσεις αυτών μόνον των νομομαθών φέρουν το κύρος (auctoritas) του ηγεμόνα που, αν και
τυπικά δεν δέσμευαν τον δικαστή στον οποίο προσκομιζόταν η γνωμοδότηση, είχαν όμως ιδιαίτερη βαρύτη-
τα. Ο αυτοκράτορας Αδριανός (εικόνα 5.4) θέσπισε τη δεσμευτικότητα των γνωμοδοτήσεων, εφόσον όλες οι
προσκομιζόμενες στον δικαστή γνωμοδοτήσεις προέρχονται από νομομαθείς με το συγκεκριμένο προνόμιο και
επιπλέον υπάρχει συμφωνία μεταξύ τους. Από το τέλος, όμως, του 2ου μ.Χ. αιώνα, και αυτός ο θεσμός υπο-
χωρεί μπροστά στην βαθμιαία ενίσχυση της αυτοκρατορικής εξουσίας, καθώς οι ιδιώτες θα προστρέχουν για
γνωμοδοτήσεις, όχι στους ιδιώτες νομομαθείς αλλά στον ίδιο τον ηγεμόνα, ο οποίος απαντά μέσω των rescripta

82
που εκδίδει με την βοήθεια του συμβουλίου του (consilium principis), το οποίο στελεχώνει με διακεκριμένους
νομικούς.

5.4.5. Κλασική ρωμαϊκή νομική επιστήμη

Εικόνα 5.5. Το τέλος της βασιλείας του Αλέξανδρου Σεβήρου ταυτίζεται συμβατικά με τη λήξη της λαμπρής περιόδου του
κλασικού Ρωμαϊκού Δικαίου. Εικονιστική κεφαλή του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου, ca. 220 μ.Χ., μάρμαρο, 76,20
εκ., Ρώμη, Μουσείο Καπιτωλίου. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: Glauco92),
τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η περίοδος της Ηγεμονίας χαρακτηρίζεται από άνθιση της νομικής επιστήμης και γι’ αυτό ταυτίζεται με την κλα-
σική περίοδο του Ρωμαϊκού Δικαίου (συμβατικό όριο είναι ο θάνατος του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου
το 235 μ.Χ., εικόνα 5.5). Οι κλασικοί νομικοί συνεχίζουν το έργο των προκατόχων τους, παράγοντας πλούσιο
γνωμοδοτικό και συγγραφικό έργο. Μεγάλη ώθηση στην καλλιέργεια του δικαίου έδωσε η γνωμοδοτική δρα-
στηριότητα των νομομαθών, τόσο όσων είχαν το προνόμιο του ius respondendi (βλ. 5.4.4) όσο και των λοιπών
νομικών στη Ρώμη και τις επαρχίες. Η ενασχόλησή τους με τη θεωρητική μελέτη και την πρακτική εφαρμογή
του δικαίου συνεχίζεται και μετά τον 2ο μΧ. αιώνα, με την παροχή γνωμοδοτήσεων και την σύνταξη δημοσίων
εγγράφων νομικού περιεχομένου από τους εξέχοντες νομικούς, που μετέχουν στο συμβούλιο του ηγεμόνα και οι
οποίοι στελεχώνουν ανώτερες θέσεις του κρατικού και διοικητικού μηχανισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οι κλασικοί Ρωμαίοι νομικοί, βασιζόμενοι στα θεμέλια των προκατόχων τους, σφράγισαν ανεξίτηλα την
εξέλιξη της νομικής επιστήμης, επηρεάζοντας την πορεία της μέχρι και την νεότερη εποχή. Η μέθοδός τους
παρέμεινε περιπτωσιολογική, αλλά από τον 2ο μ.Χ. αιώνα, υπό την επίδραση της ελληνικής ρητορικής και των
φιλοσοφικών ρευμάτων, αρχίζουν να επικαλούνται και τις αρχές της ηθικής. Έτσι, εκτός από την γραμματική
ερμηνεία επιστρατεύουν και την διασταλτική ερμηνεία αλλά και την αναλογική εφαρμογή των παλαιών διατάξε-
ων. Με αυτό τον τρόπο, πετυχαίνουν να προσαρμόσουν τις παλαιές διατάξεις στις νέες συνθήκες, χωρίς να τις
καταργήσουν, καθώς οι καταργητικές διατάξεις ήταν γι’ αυτούς κάτι ασυνήθιστο.
Η θεωρητική διδασκαλία του δικαίου στη Ρώμη αντιπροσωπεύεται από δύο κυρίως «σχολές»: των Σαβι-
νιανών και των Προκουλιανών. Οι σχολές αυτές δεν είναι σχολές αποκλειστικά της νομικής επιστήμης, αλλά
πρεσβεύουν διαφορετικά φιλοσοφικά και πολιτικά ρεύματα. Οι Σαβινιανοί πρόσκεινται στον ηγεμόνα και τον
στωικισμό, ενώ οι Προκουλιανοί είναι υπέρμαχοι του παλαιού καθεστώτος και ακολουθούν την «Περιπατητική
Σχολή» του Αριστοτέλη. Για την υπόλοιπη επικράτεια δεν μαρτυρούνται σχολές θεωρητικής διδασκαλίας του
δικαίου αλλά μόνο περιπτώσεις εμπειρικής εκμάθησης της νομικής επιστήμης.
Τέλος, η κλασική περίοδος της νομικής επιστήμης χαρακτηρίζεται και από εξαιρετική συγγραφική παραγω-

83
γή. Οι θεωρητικοί του δικαίου συντάσσουν μελέτες με σχόλια σε διάφορους κλάδους του δικαίου, ερμηνευτικές
μονογραφίες επί θεωρητικών νομικών ζητημάτων, εκτεταμένα έργα που καλύπτουν το σύνολο του δικαίου,
καθώς και διδακτικά εγχειρίδια που προορίζονται για την θεωρητική διδασκαλία των μαθητευόμενων νομικών.
Ένα τέτοιο διδακτικό εγχειρίδιο («Εισηγήσεις») αποδίδεται στο Γάιο, νομικό του 2ου μ.Χ. αιώνα, ο οποίος ακο-
λουθεί στο βιβλίο του την τριμερή διαίρεση του δικαίου (δίκαιο προσώπων-δίκαιο πραγμάτων-δίκαιο αγωγών).
Το έργο αυτό, που χαρακτηρίζεται από περιεκτικότητα και συνοπτικότητα, θα γνωρίσει μεγάλη διάδοση και θα
αποτελέσει, τέσσερις αιώνες αργότερα, την πηγή έμπνευσης για τις αντίστοιχες «Εισηγήσεις» του αυτοκράτορα
Ιουστινιανού, που συντάχθηκαν με τη μορφή διδακτικού εγχειριδίου για τους φοιτητές της Νομικής Σχολής
της Κωνσταντινούπολης (αλλά είχαν και ισχύ νόμου). Άλλοι σπουδαίοι Ρωμαίοι νομικοί, που διακρίνονται για
τη νομική σκέψη και το συγγραφικό τους έργο, είναι ο Ουλπιανός, ο Παπινιανός, ο Κέλσος, ο Παύλος και ο
Μοδεστίνος.

5.5. Δεσποτεία

5.5.1. Επαρχιακά έθιμα


Κατά τη μετακλασική περίοδο του Ρωμαϊκού Δικαίου, αναγνωρίζεται ο αναγκαστικός χαρακτήρας του εθίμου,
εφόσον όμως αυτό είναι λογικό και δεν προσκρούει σε νόμο που δεν έχει περιπέσει σε αχρηστία. Το έθιμο φαί-
νεται να επικρατεί κυρίως στον ανατολικό χώρο και ασκεί σημαντική επιρροή στο Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Με την υποχώρηση, ωστόσο, του επιπέδου της νομικής επιστήμης, που παρατηρείται την ίδια περίοδο,
αρχίζουν από τον 3ο μ.Χ. αιώνα και κυρίως στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας να επικρατούν συνήθειες
της καθημερινής νομικής πρακτικής που αποτελούν αλλοιωμένο και απλοποιημένο ρωμαϊκό δίκαιο. Αυτό το
αποκαλούμενο εκχυδαϊσμένο Ρωμαϊκό Δίκαιο εφαρμόζεται ως εθιμικό δίκαιο και ανταγωνίζεται το επίσημο. Οι
αυτοκρατορικές διατάξεις άλλοτε το καταπολεμούν (π.χ. Διοκλητιανός, εικόνα 5.6, 5.7) και άλλοτε το ανέχο-
νται (π.χ. Μ. Κωνσταντίνος). Την διελκυστίνδα αυτήν θα αναλάβει να ανατρέψει σε όφελος της παλινόρθωσης
και κωδικοποίησης του Ρωμαϊκού Δικαίου, που θα επιχειρήσει τον 6ο αιώνα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (βλ.
5.5.4).

Εικόνα 5.6. Με τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό το ρωμαϊκό πολίτευμα τρέπεται στο τέλος του 3ου μ.Χ. αι. προς την αυστηρή
απολυταρχία, εγκαινιάζοντας έτσι την περίοδο της Δεσποτείας. Περιστύλιο στο ανάκτορο του Διοκλητιανού, Σπαλάτο, ca.
300 μ.Χ. Πηγή: https://www.flickr.com, (άδεια CC BY-SA 2.0, δικαιούχος: Carole Raddato), τελ. προσπέλαση με επιβεβαί-
ωση άδειας: 15.12.2015.

84
Εικόνα 5.7. Αναπαράσταση του ανακτόρου του Διοκλητιανού στο Σπαλάτο (ca. 300 μ.Χ.) από τον E. Hébrard. Πηγή:
https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση
άδειας: 15.12.2015.

5.5.2. Το παλαιό δίκαιο


Τα περισσότερα θέματα του δικαίου εξακολουθούν να καλύπτονται όχι από τις αυτοκρατορικές διατάξεις αλλά
από το παλαιό δίκαιο (ius vetus), το οποίο περιλαμβάνεται στα συγγράμματα των παλαιών και δη των κλασικών
Ρωμαίων νομομαθών. Το πρόβλημα, όμως, είναι, ότι αυτά τα συγγράμματα καταλαμβάνουν ένα τεράστιο όγκο
κειμένων, με πολλές μεταξύ τους αντιφάσεις, παρωχημένες ρυθμίσεις, δυσκολονόητα χωρία και εξεζητημένο
ύφος, πράγμα που προκαλεί μεγάλες δυσκολίες τόσο στη νομική θεωρία όσο και στην πράξη. Προς επίλυση
αυτών των δυσχερειών ο Θεοδόσιος Β΄ προχώρησε στην έκδοση του Νόμου των Αναφορών (Lex Citationis) ή
Αναφορικού Νόμου (426 μ.Χ.), με τον οποίο προβλέπεται, ότι οι γνώμες πέντε κορυφαίων Ρωμαίων νομομαθών
(Γάιος, Παύλος, Ουλπιανός, Παπινιανός και Μοδεστίνος), εφόσον είναι ομόφωνες, είναι δεσμευτικές για τον
δικαστή, ενώ σε αντίθετη περίπτωση υπερισχύει η γνώμη της πλειοψηφίας. Εάν, ωστόσο, υπάρξει ισοψηφία,
τότε επικρατεί η γνώμη του Παπινιανού. Εάν, όμως, ούτε πλειοψηφία υπάρχει ούτε ο Παπινιανός έχει εκφράσει
κάποια σχετική γνώμη στα συγγράμματα του, τότε η τελική κρίση εναπόκειται στην ελεύθερη εκτίμηση του
δικαστή.

5.5.3. Νομική επιστήμη


Ο 3ος μ.Χ. αιώνας χαρακτηρίζεται από δύο πολύ σημαντικούς σταθμούς στην εξέλιξη της επιστήμης του δικαί-
ου. Από τη μια πλευρά, παύει να απονέμεται από τον αυτοκράτορα σε διακεκριμένους νομικούς το προνόμιο της
δημόσιας γνωμοδότησης (ius publice respondendi), που είχε αποφέρει τη συγγραφή τεράστιου όγκου σχολίων
επί του δικαίου, καθώς οι νομικοί αυτοί απορροφώνται από το αυτοκρατορικό συμβούλιο ή τις αυτοκρατορικές
υπηρεσίες. Από την άλλη όμως πλευρά, η επέκταση του κράτους αλλά και η απονομή της ιδιότητας του Ρωμαί-
ου πολίτη με το διάταγμα του Καρακάλλα, φέρνει τους πληθυσμούς ενώπιον της ανάγκης γνώσης της επίσημης
γλώσσας του κράτους και του δικαίου του για την επίλυση των αναφυόμενων διαφορών τους. Έτσι, ιδρύονται
Νομικές Σχολές ανά την επικράτεια, που επιφορτίζονται με την διδασκαλία και μελέτη του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Στις Νομικές Σχολές το παλαιό δίκαιο γίνεται αντικείμενο ερμηνείας και ανάλυσης και λίγο μετά τις αρχές του
4ου μ.Χ. αιώνα συντάσσονται συμπιληματικά έργα, δηλ. επιτομές ή συλλογές χωρίων του παλαιού δικαίου, ώστε

85
να καταστεί πιο εύληπτο και σε συντομευμένη μορφή (Αποφθέγματα Παύλου, Κανόνες Ουλπιανού, Συρορρω-
μαϊκή Νομόβιβλος κ.λπ.). Πολλές, όμως, φορές αυτό το αποτέλεσμα απέχει αρκετά από το πρωτότυπο, καθώς
οι συμπιλητές παρεμβαίνουν και αλλοιώνουν το κείμενο με δικές τους επεμβάσεις (παρεμβλήματα), επειδή
στοχεύουν είτε στην εξομάλυνσή του είτε στον συμβιβασμό του με τις μετακλασικές περί δικαίου αντιλήψεις.
Αντίθετα από ό,τι συνέβη στη Δύση, με τον «εκχυδαϊσμό» του Ρωμαϊκού Δικαίου, στην Ανατολή οι Νομικές
Σχολές καλλιέργησαν την αντίληψη της κλασικής αξίας της επιστήμης της προηγούμενης περιόδου (κλασικι-
σμός), με αποτέλεσμα να διαφυλαχθεί η πολύτιμη κληρονομιά της κλασικής περιόδου του Ρωμαϊκού Δικαίου,
η οποία βέβαια επηρεάστηκε από ελληνικά δικαϊκά στοιχεία (νομοκρασία) και από την ελληνική φιλοσοφία,
καθώς και από τον Χριστιανισμό μετά τον Μ. Κωνσταντίνο, με αποτέλεσμα την περίοδο αυτή απέναντι στην
περιπτωσιολογία του Ρωμαϊκού Δικαίου παρατηρείται η εμφάνιση της γενίκευσης και των αφηρημένων εννοιών,
καθώς και των διακρίσεων και της συστηματοποίησης (εικόνα 5.8).

Εικόνα 5.8. Μέλη της συγκλητικής αριστοκρατίας, σε μία πομπή που παραπέμπει σε ανάληψη καθηκόντων, συνοδεύουν
νεαρό υιό συγκλητικού στα αριστερά, ο οποίος ξεχωρίζει από τους ηλικιωμένους (με φυσιογνωμία διανοουμένων-φιλοσό-
φων) από τον διαφορετικό τρόπο λάξευσής του. Η σκεπτική και απόμακρη έκφραση του νεαρού προοιωνίζει τον προχω-
ρημένο βαθμό αφαίρεσης, που θα επικρατήσει στο πνεύμα από τα τέλη του ίδιου αιώνα. Λεπτομέρεια σαρκοφάγου από την
Acilia, ca. 270 μ.Χ., μάρμαρο, 1,49 μ., Ρώμη, Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο Θερμών. Πηγή: https://commons.wikimedia.org,
(CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: Folegandros), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

5.5.4. Αυτοκρατορικές διατάξεις και Κωδικοποιήσεις


Η ενίσχυση του συγκεντρωτισμού και ο υπερτονισμός της απόλυτης εξουσίας του αυτοκράτορα, που παρατη-
ρούνται κατά την τελευταία περίοδο της ρωμαϊκής ιστορίας, αυτή της Δεσποτείας, έχουν ως αποτέλεσμα την
«υποχώρηση» των υπόλοιπων πηγών του δικαίου προς όφελος της αυτοκρατορικής νομοθετικής εξουσίας.
Νόμος είναι πια η αυτοκρατορική διάταξη (constitutio), η οποία μπορεί να έχει την μορφή γενικής (edictum)
ή ειδικής διάταξης (rescriptum), ενώ οι παλαιότερες πηγές δικαίου των mandata και decreta εξασθενούν. Τα
αυτοκρατορικά διατάγματα, μετά την διοικητική διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολικό και Δυ-

86
τικό Τμήμα, ισχύουν στο τμήμα του οποίου ο αυτοκράτορας τα εξέδωσε, ώσπου ο Θεοδοσιανός Κώδικας (βλ.
5.5.4.1) επιβάλλει την ισχύ των διατάξεών του σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Η γλώσσα των αυτοκρατορι-
κών διατάξεων είναι τα λατινικά, η επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, με εξαίρεση ορισμένες διατάξεις που
εκδίδονται προοδευτικά στα ελληνικά (βλ. 5.5.4.1, 2, 8.1.5).
Με το πέρασμα του χρόνου φυσικό ήταν να αυξηθεί ο αριθμός των αυτοκρατορικών διατάξεων και να
παρουσιαστεί η ανάγκη για την συστηματοποίησή τους. Οι πρώτες προσπάθειες προέρχονται από την πρωτο-
βουλία ιδιωτών, από τους οποίους έλαβαν και την ονομασία τους. Στα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα καταρτίζεται ο
Γρηγοριανός Κώδικας (Codex Gregorianus), μία συλλογή αυτοκρατορικών διατάξεων από τον Αδριανό μέχρι
τον Διοκλητιανό (292 μ.Χ.), και συμπληρώνεται από τον Ερμογενειανό Κώδικα (Codex Hermogenianus), που
περιέλαβε διατάξεις του Διοκλητιανού (295 μ.Χ.), ενώ αργότερα προστίθενται διατάξεις μέχρι τον Μ. Κων-
σταντίνο (314 μ.Χ.). Οι συλλογές αυτές δεν είναι επίσημες κωδικοποιήσεις, αλλά αποτελούν βοηθήματα με
σκοπό την διευκόλυνση του έργου των νομικών. Στα μέσα περίπου του 5ου μ.Χ. αιώνα ο Θεοδόσιος Β΄, προς
επιβεβαίωση της ενότητας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εκδίδει τον Θεοδοσιανό Κώδικα (βλ. 5.5.4.1), Πολύ
ευρύτερη υπήρξε η ιουστινιάνεια κωδικοποίηση, η οποία εκτός από τον Ιουστινιάνειο Κώδικα (βλ. 5.5.4.2) πε-
ριλαμβάνει και τον Πανδέκτη (βλ. 5.5.4.3) και τις Εισηγήσεις (5.5.4.4). Η ιουστινιάνεια κωδικοποίηση συνιστά,
αναμφίβολα, το τελευταίο στάδιο εξέλιξης του Ρωμαϊκού Δικαίου, που όμως αποτέλεσε συγχρόνως –μέσω της
επεξεργασίας της στο πλαίσιο της νομικής επιστήμης του 6ου αιώνα (βλ. 8.1.5, 8.2.2.1)– την αφετηρία για τη
δημιουργία του Βυζαντινού Δικαίου. Τα τρία μέρη της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης μαζί με τις Νεαρές, που
εξέδωσε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός μετά το 534 (βλ. 8.2.1.1), χαρακτηρίζονται συνολικά στην επιστήμη της
Ιστορίας του Δικαίου με το συμβατικό όνομα Corpus Iuris Civilis.

5.5.4.1. Θεοδοσιανός Κώδικας

Εικόνα 5.9. Στις 27 Ιανουαρίου του 438 γίνεται η εικονιζόμενη ανακομιδή των λειψάνων του Ιωάννου Χρυσοστόμου, τα
οποία υποδέχεται στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄. Επί της βασιλείας του εκδόθηκε ο περίφημος
Αναφορικός νόμος αλλά και ο Θεοδοσιανός Κώδικας (438 μ.Χ.). Μικρογραφία από το Μηνολόγιον του Βασιλείου Β’, αρ-
χές 11ος αι. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση
με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Ο Θεοδοσιανός Κώδικας (Codex Theodosianus) δημοσιεύθηκε ως νόμος το 438 επί του αυτοκράτορα Θε-
οδοσίου Β΄ (εικόνα 5.9) και αποτέλεσε την πρώτη επίσημη κωδικοποίηση με ισχύ και στις δύο διοικητικές

87
περιφέρειες του κράτους, στην οποία καταχωρίζονται διατάξεις από τον Μ. Κωνσταντίνο μέχρι την έκδοση
του έργου, με θεματική κατάταξη σε βιβλία και τίτλους καθώς και απαλοιφή των αντιθέσεων και των παρωχη-
μένων ρυθμίσεων. Οι εργασίες για την εκπόνηση του Κώδικα άρχισαν ήδη το 429, και το αρχικό σχέδιο ήταν
πολύ ευρύτερο από εκείνο, το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε. Συγκεκριμένα, ο αυτοκράτορας φιλοδοξούσε
να περιληφθούν στην κωδικοποίηση, εκτός από τις μη κωδικοποιημένες αυτοκρατορικές διατάξεις, τόσο οι δύο
ιδιωτικοί κώδικες του 3ου αιώνα (βλ. 5.5.4) όσο και αποσπάσματα από το ius vetus (βλ. 5.5.3). Ο σκοπός αυτός,
όμως, δεν επιτεύχθηκε και, τελικά, ο Κώδικας περιέλαβε μόνον μη κωδικοποιημένους νόμους της περιόδου από
το 312 μέχρι το 438. Γλώσσα του Θεοδοσιανού Κώδικα, με εξαίρεση μία και μόνη διάταξη, είναι η λατινική.

5.5.4.2. Ιουστινιάνειος Κώδικας

Εικόνα 5.10. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός και η συνοδεία του. Ψηφιδωτή παράσταση από το βόρειο τοίχο του ιερού
στον Άγιο Βιτάλιο στη Ραβένα, 547 μ.Χ. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public
domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Μόλις ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (εικόνα 5.3) ανέβηκε στο θρόνο (έτ. 528), διέταξε τη σύνταξη ενός νέου
κώδικα, βασισμένου στους τρεις παλαιότερους (δηλαδή τον Γρηγοριανό, τον Ερμογενειανό και τον Θεοδοσιανό
Κώδικα) καθώς, βεβαίως, και στις νεότερες, μη κωδικοποιημένες διατάξεις. Οι τελευταίες θα υφίσταντο επε-
ξεργασία, ώστε να εκσυγχρονισθούν και να απαλλαγούν από αντιφάσεις. Όπως και στον Θεοδοσιανό, έτσι και
στον Ιουστινιάνειο Κώδικα (Codex Iustinianus) η κατάταξη σε βιβλία και τίτλους έγινε με θεματικά κριτήρια. Η
εργασία τελείωσε πολύ γρήγορα και ο νέος Κώδικας δημοσιεύθηκε ως νόμος το 529. Αλλά μετά το έτος αυτό,
ο αυτοκράτορας επέδειξε σημαντική νομοθετική δραστηριότητα και έτσι έγινε απαραίτητη μια δεύτερη έκδοση
του Κώδικα, η οποία δημοσιεύθηκε το 534 και είναι αυτή που σήμερα διαθέτουμε. Όσον αφορά τη γλώσσα, το
μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων που περιλήφθηκαν στον Ιουστινιάνειο Κώδικα είναι στη λατινική. Υπάρχουν,
όμως, και διατάξεις –κυρίως του Ιουστινιανού αλλά και κάποιες αυτοκρατόρων του 5ου αιώνα– γραμμένες στα
ελληνικά.

5.5.4.3. Πανδέκτης
Ο Πανδέκτης (Digesta) αποτελεί το μεγαλύτερο από τα τρία μέρη της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, αποτελεί-
ται από 50 βιβλία και περιλαμβάνει αποσπάσματα από έργα Ρωμαίων νομικών, οι οποίοι μνημονεύονται στον
Αναφορικό Νόμο (βλ. 5.5.2). Σκοπός του αυτοκράτορα ήταν η κατάργηση του Νόμου αυτού και η υποκατάστα-

88
ση του συνόλου των συγγραμμάτων παλαιών Ρωμαίων νομομαθών, έτσι ώστε το ius vetus να έχει στο εξής ισχύ
νόμου μόνον στην κωδικοποιημένη του μορφή. Το υλικό κατατάσσεται στα επιμέρους βιβλία και τους τίτλους
με θεματικά κριτήρια, ενώ σε κάθε απόσπασμα μνημονεύεται το όνομα και το έργο του Ρωμαίου νομικού, από
τον οποίο προέρχεται, και φυσικά είναι ολόκληρος συντεταγμένος στα λατινικά. Ένα ζήτημα που απασχόλησε
πολύ την επιστήμη της Ιστορίας του Δικαίου, είναι το κατά πόσον το κείμενο του Πανδέκτη ταυτίζεται με αυτό
των πρωτότυπων κειμένων, τα οποία κωδικοποιήθηκαν σε αυτόν. Ο προβληματισμός αυτός προέκυψε από το
γεγονός, ότι ο Ιουστινιανός είχε δώσει στα μέλη της συντακτικής επιτροπής εξουσία να κάνουν επεμβάσεις στο
κείμενο και εστιάσθηκε στο πόσο μεγάλη ήταν η έκταση των παρεμβλημάτων (interpolationes) τους. Παρά,
πάντως, τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν στο παρελθόν, σήμερα γενικά πιστεύεται πως οι επεμβάσεις αυτές
δεν ήταν τόσο δραστικές και το κείμενο του Πανδέκτη θεωρείται αρκετά πιστό στα πρωτότυπα της κλασικής
περιόδου. Ο Πανδέκτης δημοσιεύθηκε ως νόμος το έτος 533.

5.5.4.4. Εισηγήσεις
Ενώ η σύνταξη του Πανδέκτη βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, ο Ιουστινιανός έδωσε εντολή για τη σύνταξη
ενός εισαγωγικού διδακτικού εγχειριδίου, που δημοσιεύθηκε επίσης το 533. Το έργο ονομάσθηκε Εισηγήσεις
(Institutiones) και θα αντικαθιστούσε το ομώνυμο διδακτικό εγχειρίδιο του Γαΐου, που είχε αποτελέσει τη βάση
για την κατάρτισή του (βλ. 5.4.5). Το κείμενο των Εισηγήσεων ήταν διατυπωμένο έτσι, σαν να δίδασκε τους
φοιτητές ο ίδιος ο αυτοκράτορας, δεν αποτελούσε όμως μόνον διδακτικό βοήθημα για τους αρχάριους της νο-
μικής επιστήμης, αλλά κατά τη δημοσίευσή του περιβλήθηκε επίσης και με ισχύ νόμου.

ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ


ΒΑΣΙΛΕΙΑ βασιλικοί νόμοι (leges regiae)
έθιμο (consuetudo)
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ νόμος (lex)
(Respublica)
έθιμο (consuetudo)
διατάγματα αρχόντων (edicta magistratuum)
συγκλητικές διατάξεις (senatus consulta)
ΗΓΕΜΟΝΙΑ νόμος (lex)
(Principatus)
έθιμο (consuetudo)
διατάγματα αρχόντων (edicta magistratuum)
«Διαρκές Ήδικτο» (Edictum perpetuum)
ηγεμονικές διατάξεις (constitutiones)
συγκλητικά δόγματα (senatus consulta)
επίσημες γνωμοδοτήσεις νομομαθών
ΔΕΣΠΟΤΕΙΑ έθιμο (consuetudo)
(Dominatus)
παλαιό δίκαιο των νομομαθών (ius [vetus])
αυτοκρατορικές διατάξεις

Πίνακας 5.1. Οι πηγές του Ρωμαϊκού Δικαίου.

Βιβλιογραφία/Αναφορές

89
Berger, Adolf (1953). Encyclopedic dictionary of Roman Law. Philadelphia.
Daube, David (1956). Forms of roman legislation. Oxford.
Humbert, Michel (2012). Πολιτικοί και Κοινωνικοί Θεσμοί της Αρχαιότητας (ελλ. μετ. Ι. Τζαμτζής). Αθή-
να-Θεσσαλονίκη.
Jolowicz, Herbert Felix & Nicholas, Barry (1972). Historical introduction to the study of Roman Law.
Cambridge.
Johnston, David (Ed.) (2015). The Cambridge companion to Roman Law. Cambridge.
Kelly, John Maurice (1966). Roman litigation. Oxford.
Lintott, Andrew William (1999). The Constitution of the Roman Republic. Oxford.
Schulz, Fritz (1953). Principles of roman law. Oxford.
Schulz, Fritz (1936). History of the roman legal science. Oxford.
Watson, Alan (1974). Law making in the later roman republic. Oxford.
Wenger, Leopold (1953). Die Quellen des Römischen Rechts. Wien.
Γκόφας, Δημήτριος (2011). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα-Κομοτηνή.
Πετρόπουλος, Γεώργιος (1963). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα.
Τζαμτζής, Ιωάννης (2014). Ο μεσογειακός κόσμος. Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Τρωιάνος, Σπυρίδων (2011). Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου. Αθήνα.
Τρωιάνος, Σπυρίδων & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία Δικαίου. Αθήνα.

90
Κεφάλαιο 6. Απονομή της δικαιοσύνης, αδικήματα και κυρώσεις

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στη Ρώμη. Ειδικότερα, αναλύεται ο
ρόλος του πραίτορα στην απονομή της ρωμαϊκής δικαιοσύνης, όπως και του διοικητή επαρχίας, οι δικαστικές
αρμοδιότητες των δημάρχων και των δικαστών. Γίνεται αναφορά στα δικαστήρια και τις αρμοδιότητές τους για
την εκδίκαση ποικίλων υποθέσεων. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται τα δεδομένα και η οργάνωση της απονομής της
δικαιοσύνης στη Ρώμη, ενώ γίνεται λόγος και για τους διαδίκους, τους συνηγόρους, τα ένδικα μέσα και τον τρόπο
έκδοσης των αποφάσεων, τα είδη των ποινών και τον τρόπο εκτέλεσής τους, καθώς και για ορισμένα αδικήματα.

Προαπαιτούμενη γνώση
Απαραίτητη κρίνεται η κατανόηση και εμπέδωση των προηγουμένων κεφαλαίων και ειδικότερα του 4ου κεφαλαί-
ου περί της πολιτειακής οργάνωσης της αρχαίας Ρώμης και του 5ου κεφαλαίου περί των πηγών του δικαίου της
Ρώμης.

6.1. Όργανα απονομής δικαιοσύνης


Η απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ρωμαϊκής πολιτείας. Οργανώνεται σε ένα σύνθε-
το σύστημα, που περιλαμβάνει δικαστικές αρμοδιότητες των αρχόντων, των λαϊκών συνελεύσεων και άλλων
δημόσιων οργάνων, καθώς και ποικίλα δικαστήρια. Εξυπακούεται ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης δεν
υπήρξε στατικό, αλλά γνώρισε πολλές αλλαγές στο βάθος των αιώνων, κατά τη διάρκεια των διαφορετικών
πολιτευμάτων της Ρώμης.

6.1.1. Πραίτωρ
Οι πραίτορες (praetores) ήταν οι αρμόδιοι για την απονομή της δικαιοσύνης Ρωμαίοι αξιωματούχοι. Το αξίω-
μά τους θεωρείται από τα ανώτερα της ρωμαϊκής πολιτείας, με αυξημένη εξουσία (potestas και imperium, βλ.
4.2.1). Την περίοδο της Respublica εκλέγονται από τη λαϊκή συνέλευση και την περίοδο της Ηγεμονίας διορί-
ζονται από τη Σύγκλητο. Αναπληρώνουν τους υπάτους σε περίπτωση απουσίας τους από τη Ρώμη, έχοντας την
εξουσία να συγκαλούν τη Σύγκλητο. Δεν θεωρείται πρέπον να ασχολούνται με τα επουσιώδη, κάτι που αποτυ-
πώθηκε στην αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου de minimis non curat praetor, που και σήμερα χρησιμοποιείται, για
να καταδείξει, ότι ο νομοθέτης και ο δικαστής δεν πρέπει να ασχολούνται με ασήμαντα ζητήματα. Ο praetor
urbanus προήδρευε της εκδίκασης αστικών διαφορών μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών. Λόγω του μεγάλου αριθ-
μού των ξένων (peregrini), που κατοικούσαν στη Ρώμη, δημιουργήθηκε ο θεσμός του praetor peregrinus, που
ήταν αρμόδιος για διαφορές μεταξύ Ρωμαίων και ξένων ή μεταξύ ξένων. Προοδευτικά, τα καθήκοντα αυτά
μοιράστηκαν σε περισσότερους πραίτορες, δεκαέξι τον αριθμό.

6.1.1.1. Το πραιτορικό ήδικτο


Ο πραίτορας κατά την ανάληψη των καθηκόντων του εξέδιδε το πραιτορικό ήδικτο. Το ius edicendi, δηλαδή
το «δικαίωμα» (αρμοδιότητα), να εκδίδουν ήδικτα για τα θέματα της αρμοδιότητάς τους, ανήκε κατ’ αρχήν
σε όλους τους ανώτερους άρχοντες της Ρώμης. Το ήδικτο (βλ. και 5.5.3) ήταν μία δημόσια έγγραφη εντολή ή
οδηγία που εξέδιδαν οι άρχοντες, που ήταν δεσμευτική για τους αποδέκτες της, αποτελώντας πηγή δικαίου. Το
πραιτορικό ήδικτο, ειδικότερα, συνιστούσε το πολιτικό «πρόγραμμα» κάθε πραίτορα, τις δεσμεύσεις του όσον
αφορά την απονομή της δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια της ετήσιας θητείας του. Περιλάμβανε κατάλογο των δι-
καιωμάτων, τα οποία ο πραίτορας δεσμευόταν να προστατεύσει, μέσω της παροχής ενδίκων βοηθημάτων στους
διαδίκους. Το συναφές δικαίωμα των πραιτόρων υπήρξε καθοριστικό για την εξέλιξη του Ρωμαϊκού Δικαίου. Αν
και ο πραίτορας δεν είχε καθ’ εαυτό νομοθετική εξουσία, είχε την ευχέρεια, μέσω του πραιτορικού ηδίκτου, να
καθορίσει το εύρος της δικαστικής προστασίας που θα απολάμβαναν οι διάδικοι, περιλαμβάνοντας στο ήδικτο

91
όλες τις κατηγορίες υποθέσεων (αγωγές) για τις οποίες θα έδιδε πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Μέσω του ηδίκτου
είχε, επομένως, τη δυνατότητα, χωρίς να χρειάζεται κάθε φορά νομοθετική παρέμβαση, να επιτρέπει σε νέες
κατηγορίες υποθέσεων να δικαστούν, διευρύνοντας το πεδίο απονομής της δικαιοσύνης, «υποστηρίζοντας,
συμπληρώνοντας και διορθώνοντας το δίκαιο, χάριν του δημοσίου συμφέροντος», όπως χαρακτηριστικά ανα-
φέρει ο νομομαθής Παπινιανός στον Πανδέκτη του Ιουστινιανού.
Κάθε νέος πραίτορας εξέδιδε το δικό του ήδικτο, που ίσχυε μόνον κατά τη διάρκεια της ενιαύσιας θητείας
του, χωρίς να δεσμεύεται κατ’ αρχάς από αυτό των προκατόχων του. Ήταν, όμως, σύνηθες να υιοθετεί μεγά-
λο μέρος των παλαιότερων κανόνων, έχοντας την ευελιξία να προσθέτει νέες περιπτώσεις παροχής έννομης
προστασίας. Καθώς στην πράξη η πλήρης αλλαγή του νομικού πλαισίου από χρόνο σε χρόνο δεν θα ήταν
λειτουργική, ο βασικός κορμός του ηδίκτου ανανεωνόταν αυτούσιος. Οι διαδοχικοί πραίτορες έκαναν, κατά
περίπτωση, κάποιες προσθήκες ή αφαιρέσεις στο ήδικτο του προκατόχου τους, υιοθετώντας συμβουλές των
νομομαθών (jurisconsulti), που απάρτιζαν το συμβούλιό τους. Πολλά νέα ένδικα μέσα και βοηθήματα (αγω-
γές και ενστάσεις) δημιουργήθηκαν χάρη σε αυτές τις παρεμβάσεις των πραιτόρων στο ήδικτο. Όταν πολίτες
προσέφευγαν ενώπιόν τους, ζητώντας έννομη προστασία για μία περίπτωση που δεν είχε παλαιότερα απασχο-
λήσει τη δικαιοσύνη, τότε, αν ο πραίτορας έκρινε ότι η υπόθεση αυτή έπρεπε να τύχει δικαστική προστασία,
μπορούσε να χορηγήσει μία νέα αγωγή (στον ενάγοντα) ή μία νέα ένσταση (στον εναγόμενο), δημιουργώντας
κατ’ ουσία μία νέα νομική κατηγορία υποθέσεων. Αυτή η δυνατότητα καινοτομίας που είχαν οι πραίτορες ήταν
εξαιρετικά σημαντική, καθώς για τους Ρωμαίους, που διακρίνονταν για το πρακτικό τους πνεύμα, ένα «δικαί-
ωμα» δεν νοείτο ως αφηρημένη έννοια, αλλά αποκτούσε υπόσταση μόνον στο μέτρο που μπορούσε να τύχει
έννομης προστασίας: αν υπήρχε, δηλαδή, το ένδικο βοήθημα, με το οποίο κάποιος μπορούσε να επιτύχει, να
γίνουν δεκτοί από το δικαστήριο οι ισχυρισμοί του για κάποια υπόθεσή του. Χορηγώντας, επομένως, μία νέα
αγωγή ή ένσταση, ο πραίτορας, δια της παροχής αποτελεσματικής έννομης προστασίας στους διαδίκους, ανα-
γνώριζε στην πράξη ένα νέο ουσιαστικό έννομο δικαίωμα, που πριν δεν υφίστατο.
Το δίκαιο, που διαμορφώθηκε χάρη στις παρεμβάσεις των πραιτόρων στο ήδικτο, ονομάστηκε ius honorarium
ή praetorium. Μέσω παρόμοιων παρεμβάσεων, εισάχθηκαν στην απονομή της δικαιοσύνης ως στοιχεία που
έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκδίκαση ορισμένων διαφορών, θεμελιώδεις νομικές έννοιες, όπως
της καλής πίστης (bona fides), του δόλου (dolus malus) και της ισότητας (aequitas). Οι νέες αγωγές, που δημι-
ουργούσαν οι πραίτορες για να καλύψουν κενά της νομικής πρακτικής, έπαιρναν το όνομά τους, όπως η που-
βλικιανή αγωγή (αφορά την προστασία της κυριότητας) που ακόμα και σήμερα φέρει το όνομα του πραίτορα
Publicius στον Αστικό μας Κώδικα (άρθρο 1112 Α.Κ.) και η παυλιανή αγωγή (για την προστασία δανειστών
από την εξαφάνιση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, άρθρο 939 Α.Κ.).
Οι παρεμβάσεις των πραιτόρων συνέβαλλαν στη βελτίωση του δικαίου και της απονομής της δικαιοσύνης
με πρακτικό και άμεσο τρόπο, πολύ πιο αποτελεσματικό από ό,τι θα συνέβαινε απλώς με μία νομοθετική πα-
ρέμβαση. Η ευελιξία, που παρείχε το ήδικτο στη διεύρυνση της δικαστικής πρακτικής, επέτρεπε στους πραί-
τορες να πειραματισθούν, και στις νομικές καινοτομίες να δοκιμαστούν στην πράξη, πριν παγιωθούν. Αν μία
πρακτική αποδεικνυόταν μη λειτουργική μία χρονιά ή αποδοκιμαζόταν από την κοινή γνώμη, δεν υιοθετούνταν
την επόμενη από το επόμενο πραίτορα και περιέπιπτε σε αχρησία. Αν, πάλι, αναδεικνυόταν ένα κενό δικαίου
ή ανέκυπτε μία περίπτωση, που θα ήταν άδικο να αγνοείται από τη δικαιοσύνη, ο πραίτορας είχε την ευχέρεια
να τροποποιήσει το ήδικτο οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της θητείας του. Δικαίως, επομένως, ο πραίτορας
ονομάστηκε από τους Ρωμαίους η ζωντανή φωνή του δικαίου (viva vox juris civilis). Χάρη στην ευελιξία των
πραιτόρων ενσωματώθηκαν στο δίκαιο νομικά έθιμα, χαλάρωσε η τυπικότητα και η αρχική αυστηρότητα του
αρχαϊκού Ρωμαϊκού Δικαίου, το δίκαιο προσαρμόστηκε στα δεδομένα των καιρών και στον ολοένα και πιο
σύνθετο χαρακτήρα των συναλλαγών, μέσω της αλληλεπίδρασης με τα δίκαια των κατακτημένων λαών, ιδίως
των ελληνόφωνων.
Ο Αδριανός περί το 130 μ.Χ. ανέθεσε στον σπουδαίο νομομαθή Salvus Julianus να κωδικοποιήσει το
πραιτορικό ήδικτο, συγκεντρώνοντας σε ένα ενιαίο σύνολο όλους τους συναφείς κανόνες και όλες τις πε-
ριπτώσεις έννομης προστασίας, που θα ίσχυαν εφεξής (βλ. και 5.4.1). Το πραιτορικό ήδικτο παγιώθηκε
(ονομαζόμενο πλέον edictum perpetuum) και μπορούσε να αλλάξει μόνον με απόφαση του ηγεμόνα, με
αποτέλεσμα όμως να χάσουν οι πραίτορες την ευχέρεια που είχαν παλαιότερα να συμβάλλουν δημιουργικά
στην εξέλιξη του δικαίου.

92
6.1.1.2. Οι δικαστικές αρμοδιότητες των πραιτόρων
Ο ρόλος του πραίτορα δεν περιορίζεται στην έκδοση του ηδίκτου. Η κύρια, καθημερινή αρμοδιότητα των
πραιτόρων ήταν η προετοιμασία κάθε αστικής δίκης, με προδικαστικές πράξεις, που αποτελούσαν το πρώτο
από τα δύο στάδια της ρωμαϊκής δίκης (φάση in jure). Κατά τη φάση αυτή ο πραίτορας ενέκρινε καταρχάς τη
χορήγηση ή μη ενδίκου μέσου προς τον διάδικο, που ζητούσε έννομη προστασία, και ταυτόχρονα καθόριζε το
πρόσωπο του δικαστή (judex), ο οποίος θα δίκαζε την υπόθεση κατά την κυρίως διαδικασία (apud judicem). Ο
πραίτορας, ενώπιον του οποίου εμφανιζόταν ο διάδικος, που ζητούσε να υπαχθεί η υπόθεσή του σε δικαστική
κρίση, αφού άκουγε αμφότερα τα μέρη, που παρίσταντο με τους δικηγόρους τους, διαπίστωνε καταρχάς, αν τα
πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που επικαλούνταν, νομιμοποιούνταν να παραστούν ως
ενάγοντας και εναγόμενος στην ανοιγόμενη δίκη:
• Αν όχι, αρνούνταν να χορηγήσει αγωγή στον ενάγοντα (denegatio actionis).
• Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή νομιμοποιούνταν οι διάδικοι, αφού συμβουλευόταν το ήδικτο,
ο πραίτορας εξέδιδε την formula.
Η formula αποτελούσε μία γραπτή οδηγία λίγων γραμμών, με τυποποιημένο λεκτικό, προς τον διοριζόμε-
νο από τον πραίτορα δικαστή, με την οποία του έδινε εντολή και τον εξουσιοδοτούσε να κρίνει τη διαφορά,
με βάση τα πραγματικά περιστατικά που θα αποδειχθούν και, αναλόγως, να καταδικάσει ή να απαλλάξει τον
εναγόμενο, ορίζοντας ενίοτε και το ποσό της τυχόν αποζημίωσης, που θα έπρεπε ενδεχομένως να επιδικασθεί.

Για παράδειγμα, μία formula μπορούσε να αναφέρει:


«Δικαστής ορίζεται ο Γάιος. Αν αποδειχθεί, ότι ο εναγόμενος οφείλει Χ ποσό στον ενάγοντα, ο δικαστής να καταδικά-
σει τον εναγόμενο στο ποσό αυτό. Αν όχι, να τον απαλλάξει από την καταβολή.»

Σχήμα 6.1. Μία πραιτορική formula.

Αν, πάλι, ο εναγόμενος ισχυριζόταν ενώπιον του πραίτορα ότι υφίστατο μία ειδική συμφωνία με τον ενά-
γοντα, που του επέτρεπε να αρνηθεί την καταβολή, ο πραίτορας εισήγαγε στη formula και το στοιχείο (ή την
ένσταση αυτή) προς κρίση από το δικαστή («εκτός εάν αποδειχθεί ότι υπήρχε ειδική συμφωνία...»). Αν ο δικα-
στής έκανε δεκτή την ένσταση, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που θα αποδείκνυε ο εναγόμενος, μπο-
ρούσε να απορρίψει την αγωγή του ενάγοντα. Η formula, που προσομοίαζε με μία σύνοψη δικογράφου σε λίγες
γραμμές, διασφάλιζε, επομένως, ότι πριν την έναρξη της δίκης, το προς κρίση από τον δικαστή ζήτημα ουσίας
θα ήταν διατυπωμένο με σαφήνεια και απλότητα ως προς όλα τα βασικά σημεία του. Η κρίση ουσίας, όμως,
της ένδικης διαφοράς αφηνόταν στον ίδιο τον δικαστή, εντός του πλαισίου που είχε προσδιορίσει η formula.
Ο δικαστής επιλεγόταν με συμφωνία των αντιδίκων επί του προσώπου του, μεταξύ πολιτών υψηλού κύρους,
που είχαν περιληφθεί σε έναν ειδικό κατάλογο (album), άλλως οριζόταν από τον πραίτορα. Κατά τη διαδικασία
επιλογής του δικαστή, οι διάδικοι είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν, υπό προϋποθέσεις, την εξαίρεση ορισμένων
προσώπων για τα οποία διατηρούσαν επιφυλάξεις. Η τελική συμφωνία τους όμως επί του προσώπου του δι-
καστή, που έκανε τη διαδικασία να προσομοιάζει με σύγχρονη διαιτησία, συνεπαγόταν ότι συμφωνούσαν να
εφαρμόσουν οποιαδήποτε απόφαση θα εξέδιδε αυτός και ότι δεν είχαν δικαίωμα έφεσης. Στις αστικές υποθέ-
σεις η επίλυση των διαφορών γινόταν από έναν δικαστή (judex) ή από περισσότερους. Σε υποθέσεις που ένας
από τους διαδίκους ήταν ξένος (peregrinus), ένας ξένος μπορούσε επίσης να οριστεί δικαστής.

93
6.1.2. Η διαδικασία extra ordinem

Εικόνα 6.1. Χάρτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, 117 μ.Χ. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 3.0,
δικαιούχος: Tataryn), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Επί Ηγεμονίας, με την πάροδο του χρόνου, καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (εικόνα 6.1) οργανώνεται υπό γρα-
φειοκρατικές δομές, η απονομή της δικαιοσύνης σταδιακά ανατίθεται σε ανώτερους διοικητικούς υπαλλήλους
ή δικαστές, που αποφασίζουν σε μία ενιαία διαδικασία (χωρίς δηλαδή προδικασία ή μεσολάβηση του πραίτο-
ρα). Αυτή η διαδικασία ονομάζεται extra ordinem. Επειδή ο δικαστής δεν επιλεγόταν πλέον από τα μέρη, αλλά
αποτελούσε μέρος μίας υπαλληλικής ιεραρχίας με επικεφαλής τον ηγεμόνα, γι’ αυτό οι διάδικοι μπορούσαν να
ασκήσουν έφεση κατά της απόφασής του, ενίοτε ακόμα και ενώπιον του ιδίου του ηγεμόνα, αν και το δικαίωμα
αυτό δεν έπρεπε να ασκείται ασυλλόγιστα.
Κατά τη διαδικασία extra ordinem δίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στα έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα, απ’
ό,τι στις μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες αξιολογούνται διαφορετικά, ανάλογα με την κοινωνική θέση του
μάρτυρα. Ο δικαστής διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη δίκη και εκδίδει έγγραφη απόφαση. Η ποινή, κατά την
ίδια διαδικασία, οριζόταν ελεύθερα από τον δικαστή, που μπορούσε να λάβει υπόψη του στοιχεία, όπως οι
συνθήκες τέλεσης του αδικήματος, αλλά και η κοινωνική θέση του κατηγορουμένου, καθώς την ύστερη περί-
οδο του Ρωμαϊκού Δικαίου επιφυλάσσεται διαφορετική ποινική μεταχείριση στα μέλη των ανώτερων τάξεων
(honestiores) απ’ ό,τι των κατώτερων (humiliores). Η απονομή χάρης σε καταδικασμένους αποτελούσε προνό-
μιο του ηγεμόνα.

6.1.3. Οι αρμοδιότητες των δημάρχων στο πεδίο της δικαιοσύνης και προστασίας των
πολιτών
Επί Respublica, οι δήμαρχοι (tribuni plebis, βλ. και 4.2.2) αποτελούν αξίωμα, στο οποίο έχουν πρόσβαση
μόνον οι πληβείοι. Αποτελούν τους προστάτες του λαού και λειτουργούν ως αντιστάθμισμα στην εξουσία των
λοιπών πατρικίων αρχόντων και της Συγκλήτου. Είναι δέκα τον αριθμό, εκλέγονται από τη λαϊκή συνέλευση
των πληβείων και το πρόσωπό τους θεωρείται ιερό και απαραβίαστο, δηλαδή κάθε επίθεση εναντίον τους απα-
γορευόταν από το νόμο. Μπορούσαν, επίσης, εντός των ορίων της Ρώμης να ασκήσουν δικαίωμα αρνησικυ-
ρίας (veto) στις αποφάσεις των υπάτων και κάθε άλλου άρχοντα (πλην του δικτάτορα, βλ. ανωτέρω 4.2.1), με
προσωπική παρέμβασή τους, που ονομαζόταν intercessio. Αν κάποιος βιαιοπραγούσε σε βάρος δημάρχου ή δεν
συμμορφωνόταν με το veto, που είχε ο τελευταίος ασκήσει, τότε οποιοσδήποτε είχε το δικαίωμα να θανατώσει

94
τον παραβάτη ατιμωρητί και η περιουσία του κατάσχονταν προς δημόσιο όφελος.
Οι δήμαρχοι κρίνουν τους τέως υπάτους για αδικήματα κατάχρησης εξουσίας, έχοντας το δικαίωμα επιβο-
λής της θανατικής ποινής, η οποία εν συνεχεία τίθεται στην κρίση της λαϊκής συνέλευσης (comitia centuriata,
βλ. 4.2.4). Οι δήμαρχοι είχαν, επίσης, εξουσία επιβολής της provocatio ad populum, του δικαιώματος κάθε Ρω-
μαίου πολίτη να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των ενεργειών ενός άρχοντα, αναφωνώντας: «ego te provoco».
Σε περίπτωση παρόμοιας επίκλησης, οι δήμαρχοι αξιολογούσαν τα γεγονότα και τη νομιμότητα των ενεργειών
του άρχοντα, παρέχοντας αποτελεσματική προστασία στους πολίτες έναντι τυχόν αυθαιρεσιών της πολιτικής
εξουσίας. Για τον λόγο αυτό, το σπίτι τους έπρεπε να παραμένει ανοιχτό για τους πολίτες κάθε ώρα της ημέ-
ρας και της νύχτας και δεν μπορούσαν να απουσιάσουν από τη Ρώμη. Αυτό το σημαντικό (και μοναδικό στον
αρχαίο κόσμο) δικαίωμα των δημάρχων, που ονομαζόταν auxilium, θεωρείται προπομπός της αρχής habeas
corpus του σύγχρονου αγγλοσαξονικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο φυλακισμένος μπορεί να καταγγείλει
ενώπιον του δικαστηρίου παράνομη σύλληψη και φυλάκισή του. Ο Αύγουστος θα ενσωματώσει στην εξουσία
του και τη δημαρχική εξουσία (tribunicia potestas), με αποτέλεσμα έκτοτε, αν και το αξίωμα συνεχίζει να υφί-
σταται, να χάσει την ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητά του ως μέσο προστασίας των πολιτών.

6.1.4. Οι δικαστικές εξουσίες του διοικητή επαρχίας

Εικόνα 6.2. Οι Ρωμαίοι κοσμούσαν τις επαρχίες με επιβλητικά δημόσια έργα. Ρωμαϊκό θέατρο στην Μέριδα της Ισπανίας.
Κτίστηκε κατά τα έτη 16 και 15 π.Χ. Το μπροστινό μέρος της σκηνής ανάγεται στα τέλη του πρώτου ή στις αρχές του δεύτε-
ρου αιώνα. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 2.0, δικαιούχος: Ángel M. Felicísimo), τελ. προσπέ-
λαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Εικόνα 6.3. Το τεράστιο ρωμαϊκό υδραγωγείο της Σεγόβια, Ισπανία, 1ος αιώνας μ.Χ. Πηγή: https://commons.wikimedia.
org, (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: MonsieurNapoléon), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

95
Οι επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν διοικητικές περιφέρειες αντίστοιχες ή μεγαλύτερες σε
έκταση από ένα σύγχρονο κράτος (εικόνα 6.2 και 6.3). Η διοίκηση των επαρχιών ανατίθετο σε πρόσωπα, που
είχαν υπηρετήσει στα ανώτατα αξιώματα της Ρώμης, μετά το πέρας της θητείας τους: σε υπάτους και πραίτο-
ρες, που καλούνται ανθύπατοι (διοικώντας αντί-υπάτου). Οι ανθύπατοι διέθεταν ευρύτατες εξουσίες πολιτικής,
στρατιωτικής, διοικητικής και δικαστικής φύσεως, αντίστοιχες αρχηγού κράτους. Η κατά τόπους έδρα του
διοικητή ονομαζόταν πραιτώριο, για το οποίο κάνουν λόγο και τα Ευαγγέλια κατά την προσαγωγή του Ιησού
ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου.
Οι ρωμαϊκές επαρχίες ήταν διαιρεμένες σε επιμέρους διοικητικές περιφέρειες, τα conventa, στις πόλεις-έ-
δρες των οποίων λάμβανε χώρα η απονομή της δικαιοσύνης από τον διοικητή, σε ορισμένες ημέρες του χρό-
νου, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο δικαστικό ημερολόγιο. Η απονομή της δικαιοσύνης συγκαταλεγόταν
ανάμεσα στα σημαντικότερα καθήκοντα του διοικητή (Εικόνα 6.4), σε σημείο που κατέληξε να αναφέρεται
απλώς ως iudex, δηλαδή δικαστής. Ενόψει του εύρους της δικαστικής ύλης των υποθέσεων μίας επαρχίας, ο
διοικητής διόριζε και τρίτους δικαστές, μεταξύ των Ρωμαίων πολιτών που κατοικούσαν στην επαρχία αλλά και
των γηγενών, από καταλόγους προσώπων που τηρούνταν στις κατά τόπους πόλεις. Οι διοικητές εξέδιδαν και
αυτοί ήδικτα που εφαρμόζονταν στους Ρωμαίους πολίτες, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στις επαρχίες τους, σε
γενικές γραμμές αντίστοιχα με αυτά των πραιτόρων της Ρώμης.

Εικόνα 6.4. Ερείπια από τη βιβλιοθήκη του μεγάλου κλασικού Ρωμαίου νομικού Κέλσου στην Έφεσο της Μικράς Ασίας.
Κτίστηκε στο πρώτο τέταρτο του 2ου αιώνα μ.Χ. και, παρότι λειτουργούσε ως βιβλιοθήκη, ήταν στην πραγματικότητα ταφι-
κό μνημείο προς τιμή του Ρωμαίου συγκλητικού και ανθύπατου της Ασίας, Τιβέριου Ιουλίου Κέλσου Πολεμαιάνου (Tiberius
lulius Celsus Polemaenus). Την κατασκευή της βιβλιοθήκης χρηματοδότησε ο γιος του Τιβέριος Ιούλιος Ακύλας (Tiberius
lulius Aquila). Η κατασκευή της βιβλιοθήκης οφείλεται ίσως στο ότι η ανέγερση νεκρικού τάφου για ένα διοικητή από το
γιο του, θα εξόργιζε ενδεχομένως το λαό. Ο τάφος του Κέλσου ήταν κάτω από το κτήριο της βιβλιοθήκης σε μια μαρμάρινη
σαρκοφάγο. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: enh LIEU SONG), τελ. προσπέλαση
με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Για το πώς γινόταν η δικονομική εισαγωγή των δικών στις επαρχίες, περισσότερα στοιχεία γνωρίζουμε για
την Αίγυπτο, χάρη στον πλούτο των πληροφοριών που έχουν σωθεί σε παπύρους. Η πρώτη μέριμνα του δια-
δίκου, που επιθυμούσε να ξεκινήσει μία δίκη, ήταν να απευθύνει μία αίτηση στον Ρωμαίο αξιωματούχο, στον
οποίο είχε ευκολότερη πρόσβαση, για την Αίγυπτο συνήθως τον στρατηγό του νομού. Εάν η αίτηση γινόταν δε-

96
κτή, ένας υπάλληλος του γραφείου του στρατηγού κλήτευε τον εναγόμενο και η υπόθεση περιλαμβανόταν στον
κατάλογο όσων θα έκρινε ο ίδιος ο διοικητής ή θα παρέπεμπε σε άλλον για εκδίκαση. Ο νομομαθής Ουλπιανός,
συμβουλεύει τους ανθυπάτους να μεριμνούν, ώστε να τηρείται κάποια σειρά για τους αιτούντες, προκειμέ-
νου να εκδικάζονται όλες οι υποθέσεις, ειδεμή, η κοινωνική θέση ή η διαφθορά μπορεί να εμποδίσουν έναν
κοινωνικά υποδεέστερο διάδικο από το να προωθήσει την υπόθεσή του. Οι διάδικοι οδηγούνταν ενώπιον του
διοικητή από τους ραβδούχους, που έφεραν ανά χείρας τις fasces, δέσμες από ξύλινες βέργες, που αποτελούσαν
το σύμβολο της εξουσίας (imperium) και της δύναμης καταστολής των Ρωμαίων αρχόντων (ρίζα επίσης του
σύγχρονου όρου φασισμός). Οι διάδικοι παρίστανται συνοδευόμενοι από δικηγόρους (advocati). Ο διοικητής
είχε υποχρέωση να διορίσει συνήγορο σε οποιονδήποτε το ζητούσε, στις γυναίκες και τους ανηλίκους, ιδίως
μάλιστα σε όσους δεν μπορούσαν να βρουν δικηγόρο «λόγω της ισχύος του αντιδίκου τους». Η εκδιδόμενη
απόφαση καταχωρούνταν σε δημόσια αρχεία, τηρούμενα σε κάθε πόλη.
Οι διαφορές που εκδικάζονται από τον διοικητή είναι τόσο αστικής, όσο και διοικητικής και ποινικής φύσης,
καθώς έχει πλήρη δικαιοδοσία επί πάσης φύσεως υποθέσεων από αυτές που εκδικάζονται και στη Ρώμη από
άλλους άρχοντες. Αρχικά, ένας Ρωμαίος πολίτης μπορούσε να καταδικαστεί σε θανατική ποινή μόνο από δικα-
στήριο της Ρώμης, στη συνέχεια όμως, λόγω της αύξησης του αριθμού των Ρωμαίων πολιτών στις επαρχίες, το
δικαίωμα επιβολής της θανατικής ποινής (ius gladii –κυριολεκτικώς: το δικαίωμα του ξίφους, από την αναφορά
στον τρόπο εκτέλεσης της ποινής), χορηγήθηκε στους κατά τόπους διοικητές.
Ο όγκος της δικαστικής ύλης για τα δικαστήρια των Ρωμαίων διοικητών, ιδίως των ελληνικών επαρχιών,
έχει αποτελέσει αντικείμενο υποθέσεων, με ορισμένους να υποστηρίζουν ότι ήταν τεράστιος, καθώς οι Έλληνες
συχνά προτιμούσαν την απονομή δικαιοσύνης των Ρωμαίων. Πάντως, θεωρείται βέβαιο ότι η ρωμαϊκή δικαι-
οδοσία δεν αντικατέστησε πλήρως τα τοπικά ελληνικά δικαστήρια, τα οποία συνέχισαν να λειτουργούν για
μεγάλο διάστημα, ιδίως για ήσσονος σημασίας υποθέσεις ή για διαφορές μεταξύ κατοίκων της ίδιας πόλης. Η
δικαιοδοσία των Ρωμαίων διοικητών παρέμεινε πάντως σημαντικός παράγων ρύθμισης της τοπικής ζωής, στον
οποίο απέβλεπαν οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, αν και η απονομή της ρωμαϊκής δικαιοσύνης δεν ήταν άμοιρη
παραπόνων για καθυστερήσεις, επιρροή των ισχυρών και διαφθορά.

6.1.5. Δικαστήρια (διακρίσεις, αρμοδιότητες)


Η πρόσβαση στην απονομή δικαιοσύνης από τα ρωμαϊκά δικαστήρια αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με την
ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Υπό ομαλές πολιτικές συνθήκες, κανένας δεν επιτρέπεται να τιμωρηθεί ή να στε-
ρηθεί την περιουσία του χωρίς δίκη. Την εποχή της Respublica η απονομή της δικαιοσύνης σε γενικές γραμμές
διακρίνεται σε αστική και ποινική. Όλες οι δίκες, όπως αναφέρει ο Κικέρων, ο διασημότερος δικηγόρος της
εποχής του (βλ. εικόνα 4.7), έχουν ως αντικείμενο είτε την επίλυση διαφορών μεταξύ ιδιωτών είτε την τιμωρία
εγκλημάτων. Συνακόλουθα, τα δικαστήρια διακρίνονται σε judicia privata και judicia publica, αναλόγως του
αν οι δίκες ενώπιόν τους άπτονται του ιδιωτικού ή του δημόσιου συμφέροντος.

6.1.5.1. Τι θεωρείται «έγκλημα»


Οι Ρωμαίοι θεωρούν εγκλήματα όσες πράξεις στρέφονται κατά της δημόσιας τάξης. Η καταστολή τους είχε
κυρίως ως προστατευόμενο έννομο αγαθό την κοινωνική συνοχή και όχι τα ατομικά δικαιώματα. Παραδοσι-
ακά, το άτομο θεωρείται ότι έπρεπε να μεριμνά για την αυτοπροστασία του, εντός των νόμιμων πάντα ορίων.
Η συντριπτική πλειονότητα των ιδιωτικών διαφορών, που ενδιέφεραν μόνον τα αντίδικα μέρη, δικάζονται από
μονομελές δικαστήριο, τον judex unus, τον οποίο προτείνει η πολιτεία, αλλά στο πρόσωπο του οποίου συμ-
φωνούν τα αντίδικα μέρη. Ιδιωτικές διαφορές επιλύονται από πολυάριθμα δικαστήρια μόνον σε αντιδικίες με
μεγάλο οικονομικό αντικείμενο, όπως ζητήματα κύρους διαθηκών.

6.1.5.2. Λαϊκά δικαστήρια


Αρχικά, ο ρωμαϊκός λαός ενεργούσε ως δικαστής στα judicia populi, τις λαϊκές συνελεύσεις. Ένας αρχαίος
νόμος παρείχε το δικαίωμα προσφυγής στην κρίση της λαϊκής συνέλευσης σε κάθε πολίτη καταδικασμένο σε
θάνατο, που θεωρούσε ότι είχε πέσει θύμα αυθαιρεσίας εκ μέρους άρχοντα, ζητώντας την καταδίκη του σε άλλη
ποινή. Η λαϊκή συνέλευση (comitia centuriata, βλ. 4.2.4) δίκαζε σε δεύτερο βαθμό καταδίκες για το έγκλημα
της εσχάτης προδοσίας (perduellio).

97
6.1.5.3. Ποινική δικαιοσύνη
Η ποινική δικαιοσύνη διέπεται εν γένει από το συζητητικό σύστημα, στο οποίο το βάρος κίνησης της δίκης
έφερε κάθε πολίτης, καθώς δεν υπάρχει στη Ρώμη το αντίστοιχο των σύγχρονων εισαγγελικών αρχών. Στο
τέλος της Respublica δύο διαδικασίες προβλέπονται για τις ποινικές υποθέσεις. Τα ήσσονος σημασία αδική-
ματα δικάζονται από χαμηλόβαθμους άρχοντες σε τριμελή σύνθεση. Τα σοβαρά αδικήματα δικάζονται από
πολυάριθμα δικαστήρια ενόρκων, τις quaestiones perpetuae, τα μόνιμα ποινικά δικαστήρια, τα οποία σταδιακά
αντικαθιστούν την αρμοδιότητα των λαϊκών συνελεύσεων. Quaestio σημαίνει κατά κυριολεξία «έρευνα» ή
«εξεταστική επιτροπή» για ένα έγκλημα. Οι επιτροπές αυτές γίνονται μόνιμες (perpetuae), όταν ορίζεται ότι θα
προεδρεύονται από έναν από τους πραίτορες. Η δημιουργία τους συνδέεται με αδικήματα τα οποία, λόγω των
εμπλεκομένων προσώπων ή της φύσης τους αποτελούσαν απειλή για την δημόσια ασφάλεια, καθώς έθιγαν το
Ρωμαϊκό Κράτος είτε άμεσα, όπως η οικονομική ή εκλογική διαφθορά, είτε έμμεσα, απειλώντας την κοινωνική
σταθερότητα και συνοχή, όπως οι υποθέσεις φόνου ή απάτης. Η ιδιαιτερότητα των δικαστηρίων αυτών έγκειται
στο ότι ήταν καθ’ ύλην αρμόδια μόνον για την εκδίκαση ενός συγκεκριμένου εγκλήματος δημοσίου ενδιαφέρο-
ντος (crimina publica), το οποίο προβλεπόταν από ειδικό νόμο. Κάθε δικαστήριο ήταν, επομένως, αρμόδιο για
διαφορετικό έγκλημα και έφερε αντίστοιχο όνομα, όπως για διαφθορά δημόσιων αξιωματούχων (ιδίως διοικη-
τών επαρχιών), εσχάτη προδοσία, πλαστογραφία διαθηκών, φόνο, εμπρησμό, δημόσια βία, κ.ά.

6.1.5.4. Η δικαιοδοσία του praefectus urbanus


Ο Αύγουστος αναμορφώνει το αξίωμα του praefectus urbanus της Ρώμης (για τον έπαρχο της πόλης βλ. και 4.3-
4.4) στον οποίο ανατίθενται καθήκοντα, που προσομοιάζουν με αυτά ενός σημερινού δημάρχου. Ο praefectus
urbanus ήταν, όμως, επίσης αρμόδιος για τη δημοσίευση των νόμων που εξέδιδε ο ηγεμόνας και για την τήρηση
της τάξης και αστυνόμευση της Ρώμης από ειδικά αστυνομικά σώματα. Προοδευτικά αποκτά και δικαστικά
καθήκοντα, όντας αρμόδιος για την εκδίκαση διαφορών μεταξύ προσώπων με στενούς δεσμούς (κύριοι και
δούλοι, πάτρωνες και απελεύθεροι, πατέρες και γιοι) αλλά και γενική δικαιοδοσία επί των ποινικών υποθέσεων,
με τις αποφάσεις του να μην υπόκεινται σε έφεση παρά μόνον ενώπιον του ηγεμόνα.

6.1.6. Δικαστικές εξουσίες του ηγεμόνα


Από την εποχή, που ο Αύγουστος αναδεικνύεται πρώτος αυτοκράτορας, ασκώντας εξουσία που επεκτεινόταν
σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης (βλ. 4.3), ο ηγεμών καθίσταται, μεταξύ άλλων, και ανώτατη δι-
καστική αρχή, δικάζοντας ο ίδιος ή μέσω εκπροσώπων του ορισμένες σοβαρές υποθέσεις, αν και στην πράξη
αυτό δεν συνέβαινε συχνά. Κατά τη δίκη ενώπιον του ηγεμόνα δεν ίσχυαν οι συνήθεις δικονομικοί κανόνες. Οι
δικαστικές αποφάσεις του (decreta), λόγω του κύρους του ηγεμόνα, αποκτούν δεσμευτική ισχύ ως νομολογια-
κά προηγούμενα. Σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση των δικαστικών αρμοδιοτήτων του ηγεμόνα διαδραμάτιζε το
consilium, το συμβούλιο που τον υποβοηθούσε το έργο του, στο οποίο μετείχαν νομικοί (βλ. 4.3). Το δικαίωμα
εφέσεως (apellatio) ενώπιον του ηγεμόνα επί αποφάσεων άλλων αρχόντων θεωρείται απόρροια της δημαρχικής
του εξουσίας (intercessio).

6.1.7. Σύγκλητος
Η Σύγκλητος, που, κατά τα λοιπά, από τον Αύγουστο και εφεξής, αποψιλώνεται σταδιακά από την ουσιαστική
πολιτική της εξουσία (βλ. 4.3), αναλαμβάνει την εκδίκαση ορισμένων ποινικών υποθέσεων, κυρίως πολιτικής
φύσεως, όπως αυτών της προσβολής του προσώπου ηγεμόνα ή του ρωμαϊκού λαού και της διαφθοράς εκ μέ-
ρους των διοικητών επαρχιών. Ο Τιβέριος επεκτείνει τη δικαιοδοσία της Συγκλήτου σε πάσης φύσεως αδική-
ματα, ιδίως όταν κατηγορούμενοι είναι μέλη της, όμως παρόμοιες δίκες συχνά αποτελούν αφορμές πολιτικών
διώξεων. Οι δικαστικές αποφάσεις της Συγκλήτου δεν υπόκεινται σε έφεση.

6.1.8. Οικιακή δικαιοδοσία


Ο αρχηγός της οικογένειας, ο paterfamilias (βλ. και 7.2), είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των υπεξουσίων
προσώπων της οικογενείας του και των δούλων του. Το δικαίωμα επί των παιδιών συνήθως ασκούνταν κατά τη

98
γέννησή τους (όταν ο πατέρας αποφάσιζε, αν θα κρατούσε ή θα εξέθετε το νεογέννητο) και αργότερα σε εξαι-
ρετικές περιπτώσεις, μετά τη σύγκληση οικογενειακού συμβουλίου (consilium). Η άσκηση του δικαιώματος
θανάτου επί των παιδιών ήταν σπανιότατη και, σε περίπτωση καταχρήσεων, ο πατέρας υπόκειτο σε κοινωνική
κατακραυγή. Επί Ηγεμονίας ορίστηκε ότι ο πατέρας μπορούσε να καταγγείλει τους υπεξουσίους (βλ. κατωτέ-
ρω) για σοβαρά εγκλήματα ενώπιον άρχοντα, διατηρώντας όμως ο ίδιος δικαιοδοσία για ήσσονες παραβάσεις
που αυτοί τελούσαν. Ο πατέρας μπορούσε να σκοτώσει την έγγαμη κόρη του και τον εραστή της, αν τους συλ-
λάμβανε επ’ αυτοφώρω να μοιχεύονται στο σπίτι του ή σε αυτό του γαμπρού του.

6.2. Η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης

6.2.1. Χρόνος και διαδικασία


Η απονομή της δικαιοσύνης γινόταν σε συγκεκριμένες περιόδους του χρόνου, καθώς προβλεπόταν περίοδος
δικαστικών διακοπών και σε συγκεκριμένες ημέρες, αφού ορισμένες, ονομαζόμενες αποφράδες, θεωρούνταν
για θρησκευτικούς λόγους δυσοίωνες για την απονομή της δικαιοσύνης.
Μετά την προδικασία ενώπιον του πραίτορα (φάση in jure) που όριζε το δικαστή και εξέδιδε τη formula (βλ.
και πιο πάνω, 1.1.2), η υπόθεση εισαγόταν την τρίτη ημέρα σε δίκη ενώπιον του δικαστηρίου (apud judicem),
εκτός αν η εκδίκασή της αναβαλλόταν από τον πραίτορα για σπουδαίο λόγο. Όταν ο πραίτορας προήδρευε του
δικαστηρίου, στις ποινικές δίκες, καθόταν σε εξέδρα (tribuna), σε ειδικό κάθισμα, τη sella curulis, που συμβό-
λιζε την εξουσία του (imperium), όπως και αυτή άλλων αξιωματούχων (και από αυτήν ονομάζονταν ακριβώς
magistrati curules) (εικόνα 6.5). Το άβολο κάθισμα αυτό, που έμοιαζε με σκαμνί χωρίς πλάτη και μπράτσα,
ήταν συμβολικό της αντίληψης, ότι οι άρχοντες πρέπει να ενεργούν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα και
να μην «βολεύονται» στην εξουσία, που είναι παροδική.

Εικόνα 6.5. Η sella curulis. Μαρμάρινο ταφικό γλυπτό από την Ρώμη (μεταξύ 50 π.Χ. και 50 μ.Χ.). Πηγή: https://
commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY 2.5, δικαιούχος: Marie-Lan Nguyen), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

Η δίκη ξεκινούσε με μία συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης και μετά λάμβαναν το λόγο οι δικηγόροι των
διαδίκων. Ακολουθούσε ή γινόταν παράλληλα, η παρουσίαση των έγγραφων αποδεικτικών μέσων και η εξέ-
ταση των μαρτύρων, προς τους οποίους μπορούσαν οι δικηγόροι των δύο πλευρών να απευθύνουν ερωτήσεις.
Οι απόντες μπορούσαν να εξεταστούν με έγγραφη κατάθεση, για την οποία έδιναν όρκο. Μετά το πέρας της
προφορικής διαδικασίας, ο δικαστής εξέδιδε την απόφασή του, η οποία λαμβανόταν κατά πλειοψηφία, αν το
δικαστήριο ήταν πολυμελές. Ο δικαστής, που δεν ήταν νομικός, είχε τη συνδρομή συμβουλίου νομομαθών
(jurisconsulti), αν και την απόφαση την εξέδιδε μόνος του. Η απόφαση ανακοινωνόταν προφορικά και ενίοτε
σε έγγραφη πινακίδα.

99
6.2.2. Δικαστές
Οι δικαστές, τόσο των ποινικών όσο και πιθανότατα των ιδιωτικών διαφορών, κληρώνονταν από ένα κατάλο-
γο, το album, που συγκροτούνταν κάθε χρόνο από τους πραίτορες (διαφορετικό είναι το album δημοσίευσης
των ηδίκτων, που είδαμε πιο πάνω, 5.3.3). Για να εγγραφούν στο album, που αριθμούσε περί τα 350 άτομα,
οι υποψήφιοι δικαστές έπρεπε να συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους κάποια εχέγγυα ήθους και να έχουν πε-
ριουσία ορισμένου ύψους. Σε μία συνήθη ποινική δίκη, η υπόθεση κρινόταν από 50-75 δικαστές. Τόσο ο κα-
τήγορος (που ήταν ιδιώτης και όχι δημόσιος λειτουργός), όσο και ο κατηγορούμενος (reus) είχαν το δικαίωμα
να απορρίψουν έναν συγκεκριμένο αριθμό δικαστών, για τους οποίους είχαν επιφυλάξεις. Η διαδικασία αυτή,
σε κρίσιμες υποθέσεις, παρείχε περιθώρια πολιτικών χειρισμών και για το λόγο αυτό επιχειρήθηκε να τεθούν
νομοθετικοί περιορισμοί. Η σύνθεση του album από μέλη μίας ή περισσότερων τάξεων (πατρικίων, ιππέων ή
πληβείων) είχε άμεσο αντίκτυπο στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς τα μέλη μίας τάξης έτειναν να εί-
ναι ευνοϊκά διακείμενα προς τους όμοιούς τους. Η σύνθεση του album των δικαστών αποτέλεσε, για τον λόγο
αυτόν, αντικείμενο έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των δύο πολιτικών ρευμάτων της Ρώμης, των
optimates (αριστοκρατών) και των populares (λαϊκών).
Ο Αύγουστος αύξησε τον αριθμό των δικαστών του album και μείωσε τον μέσο αριθμό δικαστών ανά σύν-
θεση, ώστε να είναι δυνατή η παράλληλη διεξαγωγή πολλών δικών από περισσότερες συνθέσεις, έτσι ώστε να
αντιμετωπισθεί η συνεχώς αυξανόμενη δικαστική ύλη. Η ολομέλεια των 180 δικαστών συνεδρίαζε για πολύ
σοβαρές υποθέσεις. Οι δικαστές την ίδια περίοδο προέρχονται όχι μόνον από την Ρώμη, αλλά και απομακρυ-
σμένες περιοχές της Αυτοκρατορίας.
Ο δικαστής, που ήταν απλός πολίτης και όχι αξιωματούχος, αντλούσε τη δικαιοδοτική του εξουσία από την
εξουσιοδότηση που είχε λάβει μέσω της formula από τον πραίτορα, κατά τη διαδικασία που προαναφέρθηκε
(βλ. 1.1.2). Οι δικαστές των ρωμαϊκών δικαστηρίων προσομοίαζαν με τους σύγχρονους ενόρκους: δεν ασχο-
λούνταν επαγγελματικά με την απονομή της δικαιοσύνης, ούτε διέθεταν απαραιτήτως νομική κατάρτιση, αν και
πολλά μέλη των ανώτερων τάξεων, χάρη στην παιδεία τους, ήταν εξοικειωμένοι με τα νομικά. Όποιος οριζόταν
δικαστής, δεν μπορούσε να απέχει των καθηκόντων του, αν δεν είχε κάποιο νόμιμο λόγο (excusatio) και, αν δεν
εμφανιζόταν στο δικαστήριο, ενώ δεν είχε τέτοιο λόγο, μπορούσε να του επιβληθεί πρόστιμο. Ο δικαστής έδινε
όρκο κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, για την ευσυνείδητη τέλεσή τους. Το να υπηρετήσει κανείς ως
δικαστής αποτελούσε καθήκον συνυφασμένο με την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη και θεωρούνταν τιμητικό. Αν
και νόμος απαγόρευε στους δικαστές οποιασδήποτε μορφής αντάλλαγμα ή αμοιβή, δεν λείπουν αναφορές στις
πηγές για περιπτώσεις χρηματισμού δικαστών.

6.2.3. Η δικαστική απόφαση


Το δικαιοδοτικό καθήκον των δικαστών ολοκληρωνόταν με την ψήφο, που λάμβανε χώρα στο τέλος των αγο-
ρεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων στο ακροατήριο, χωρίς να προηγηθεί διάσκεψη μεταξύ τους. Η ψήφος
ήταν μυστική και η απόφαση λαμβανόταν κατά πλειοψηφία. Σε κάθε δικαστή δίνονταν τρεις πινακίδες (tabulae)
με τα γράμματα «Α» (absolvo, αθωώνω), «C» (condemno, καταδικάζω) και «N.L.» (non liquet, Ασαφές). Η
τελευταία αφορούσε την περίπτωση, που ο δικαστής διατηρούσε αμφιβολίες επί της ενοχής ή αθωότητας του
κατηγορουμένου και δεν μπορούσε να αχθεί σε κρίση. Οι δικαστές ψήφιζαν τοποθετώντας την κατάλληλη
πινακίδα στην ψηφοδόχο. Σε περίπτωση ισοψηφίας, αυτή μετρούσε υπέρ της αθώωσης του κατηγορουμένου.
Τόσο στις ποινικές όσο και στις αστικές υποθέσεις, δεν εκδιδόταν αιτιολογημένη, έγγραφη δικαστική απόφαση,
όπως σήμερα, τουλάχιστον έως την εισαγωγή της δικονομικής διαδικασίας extra ordinem (βλ. 1.2). Μετά την
απόφαση του δικαστηρίου επί της ενοχής, η ποινή που επιβαλλόταν προσδιοριζόταν από τον πραίτορα.
Στις αστικές δίκες, η καταδίκη ήταν πάντα χρηματική και η απόφαση του δικαστή ήταν δεσμευτική για τα
διάδικα μέρη. Ανάλογα με την ακολουθούμενη διαδικασία, το ποσό αυτό:
• ή ήταν προκαθορισμένο από τη formula, οπότε γινόταν δεκτό, όπως είχε καθορισθεί,
• ή απορριπτόταν στο σύνολό του (judicium)
• ή, τέλος, ο δικαστής είχε διακριτική ευχέρεια να ορίσει το ύψος του (arbitrium).
Για ορισμένα αδικήματα προβλεπόταν η καταδίκη σε ποσό πολλαπλάσιο της ζημίας του παθόντος (duplum,
triplum), ως ένα είδος ποινικής ρήτρας για πράξεις που ενείχαν ηθική απαξία. Ο εναγόμενος είχε, όμως, τη
δυνατότητα να ικανοποιήσει (πληρώσει) τον ενάγοντα πριν την έκδοση της απόφασης, αποφεύγοντας την κατα-
δίκη του στο μεγαλύτερο αυτό ποσό. Δικαίωμα εφέσεως δεν προβλεπόταν, καθώς οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει

100
προδικαστικά στο πρόσωπο του δικαστή και όφειλαν να αποδεχθούν την όποια απόφασή του. Η εκτέλεση της
απόφασης γινόταν χωρίς τη συνδρομή του κράτους, με ενέργειες του διαδίκου, που είχε νικήσει.

6.3. Διάδικοι και συνήγοροι

Εικόνα 6.6 Η ρωμαϊκή αγορά (forum romanum). Στον χώρο αυτόν γίνονταν οι δημόσιες συναθροίσεις για σκοπούς πολι-
τικούς, θρησκευτικούς, εμπορικούς κ.λπ. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 2.5, δικαιούχος: Stefan
Bauer), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Οι διάδικοι στις ρωμαϊκές δίκες παρίστανται συνοδεία δικηγόρων. Οι δικηγόροι δεν έχουν κατά κανόνα ειδικές
νομικές γνώσεις, αλλά είναι κυρίως ρήτορες εξοικειωμένοι με τα δικαστήρια, που αναλαμβάνουν την υπερά-
σπιση υποθέσεων συμπολιτών τους, εκφωνώντας έναν λόγο υπεράσπισης ή κατηγορίας για λογαριασμό τους
στο δικαστήριο. Για την αποσαφήνιση των νομικών ζητημάτων της υπόθεσης, οι δικηγόροι απευθύνονται στους
νομομαθείς (juriscosulti), λαμβάνοντας σχετικές γνωμοδοτήσεις (responsa) που επικαλούνται στο δικαστήριο.
Η δικηγορία στη Ρώμη εξελίσσεται σε λειτούργημα αντίστοιχο του σημερινού. Οι δικηγόροι, ονομαζόμενοι
patroni causae ή advocati, έλκουν την καταγωγή από το πελατειακό σύστημα της Ρώμης (βλ. και 4.1). Οι
πάτρωνες (patroni), μέλη της ανώτερης τάξης, έθεταν υπό την προστασία τους τους πελάτες (clientes), στους
οποίους παρείχαν προστασία. Οι patroni συνέδραμαν (αρχικά χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα) τους clientes
τους, αν τύγχανε να έχουν κάποια δικαστική διένεξη, αγορεύοντας για λογαριασμό τους στο δικαστήριο. Σε
αντάλλαγμα, οι clientes εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους δια της ψήφου τους στις εκλογές, όταν ο patronus
έθετε υποψηφιότητα για κάποιο από τα ρωμαϊκά αξιώματα και σχημάτιζαν τη συνοδεία του κατά τις περιη-
γήσεις του στο forum (αγορά) της Ρώμης (εικόνα 6.6), καθώς το πλήθος των ακολούθων αποτελούσε ένδειξη
πολιτικής ισχύος. Προοδευτικά, ο χρόνος και η προσπάθεια που απαιτούσε η δικαστική συμπαράσταση (οι
αγορεύσεις συνήθως διαρκούσαν πολλές ώρες και το διακύβευμα των δικών μπορούσε να είναι εξαιρετικά ση-
μαντικό, καθώς στα δικαστήρια μεταφέρεται συχνά και η επίλυση πολιτικών διαφορών) καθιστά τους patroni
causae συνηγόρους, δικηγόρους πλήρους απασχόλησης, που αμείβονται για τις υπηρεσίες τους με τα λεγόμενα
honoraria (αμοιβές του πελάτη που αποτελούν έκφραση τιμής προς το πρόσωπό τους). Οι αμοιβές των δικη-
γόρων καθιερώνονται, παρά τις επανειλημμένες νομοθετικές απαγορεύσεις, που επιχειρούν να διαφυλάξουν
τον άμισθο και αριστοκρατικό χαρακτήρα του λειτουργήματος, οπότε η δικηγορία καθίσταται προσιτή σε κάθε
ταλαντούχο ρήτορα, ανεξαρτήτως καταγωγής. Προοδευτικά διαμορφώνονται σύνθετοι κανόνες δεοντολογίας
του δικηγορικού λειτουργήματος.
Η δικηγορία στην αρχαία Ρώμη αποτελεί συχνά εφαλτήριο πολιτικής καριέρας και στη δικανική ρητορική
διαπρέπουν πολλοί από τους κορυφαίους πολιτικούς. Η δικανική ρητορική φθάνει στη Ρώμη την περίοδο της
Respublica στο απόγειό της και αναδεικνύει δικηγόρους, όπως ο Κικέρων, οι λόγοι του οποίου στα δικαστήρια
εκδίδονται και κυκλοφορούν στη συνέχεια σε βιβλία, πολλά από τα οποία έχουν διασωθεί, δίνοντας ζωντανή
εικόνα της ατμόσφαιρας των ρωμαϊκών δικαστηρίων. Στα δικαστήρια συγκεντρώνεται μεγάλο πλήθος ακροα-
τών, που συρρέουν για να απολαύσουν τις πολύωρες αγορεύσεις των δικηγόρων, αλλά και από σκανδαλοθηρι-
κό ενδιαφέρον για τις αποκαλύψεις για τον ιδιωτικό βίο ισχυρών προσώπων.

101
Κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, οι δικηγόροι οργανώνονται σε συντεχνίες (collegia), που αποτελούν πρό-
δρομους των συγχρόνων Δικηγορικών Συλλόγων. Η εγγραφή σε αυτές και η άσκηση του λειτουργήματος διέ-
πεται από λεπτομερείς κανόνες. Οι δικηγόροι φοιτούν πλέον στις Νομικές Σχολές που λειτουργούν στη Ρώμη,
την Κωνσταντινούπολη, τη Βυρηττό και αλλού, για τέσσερα με πέντε χρόνια, μελετώντας το δίκαιο, αρχικά τις
Εισηγήσεις του Γαΐου (βλ. 5.4.5) και στη συνέχεια τα έργα άλλων νομικών, που αναλύουν οι Καθηγητές τους.
Στο πέρας των σπουδών τους, λαμβάνουν βεβαίωση, που τους επιτρέπει να ασκήσουν το λειτούργημα του δι-
κηγόρου ενώπιον των δικαστηρίων.

6.4. Αδικήματα και ποινές

6.4.1. Ανισότητα ενώπιον του νόμου


Στη ρωμαϊκή έννομη τάξη απουσιάζει εν γένει η έννοια της ισότητας όλων ενώπιον του νόμου. Οι κατήγοροι
και οι κατηγορούμενοι αλλά και οι μάρτυρες, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης ανάλογα με το φύλο, την
ηλικία, την κοινωνική τάξη και νομικό τους καθεστώς. Τα παιδιά κάτω των επτά ετών θεωρούνται ανίκανα
για δόλο και δεν υπέχουν ποινική ευθύνη, ενώ ευνοϊκότερη μεταχείριση απολαμβάνουν, κατά κανόνα αλλά
όχι πάντα, οι έφηβοι και οι παράφρονες. Οι άρχοντες (με imperium, βλ. 4.2.1) δεν μπορούν να διωχθούν κατά
τη διάρκεια της θητείας τους, παρά μόνον μετά το πέρας αυτής. Οι άρχοντες. όμως. υπέχουν ευθύνη κατά την
άσκηση της εξουσίας τους, ιδίως αν την καταχρώνται για να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη και οι συναφείς
πράξεις τους χαρακτηρίζονται ειδικά εγκλήματα που εκδικάζονται από ειδικά δικαστήρια.
Την εποχή της Δεσποτείας, επιφυλάσσεται διαφορετική ποινική μεταχείριση σε ορισμένα μέλη των ανωτέ-
ρων τάξεων (honestiores –όσοι κατέχουν τιμητικά αξιώματα) έναντι της αυστηρότερης μεταχείρισης και ποι-
νών των κατωτέρων τάξεων (humiliores). Στους δεύτερους επιβάλλονται καταναγκαστικά έργα και θανατική
ποινή, στους πρώτους η απώλεια του κοινωνικού status τους ή η εξορία και δήμευση της περιουσίας τους.
Υπεράνω ποινικής δίωξης βρισκόταν ο ηγεμόνας. Σε βάρος ανάξιων αυτοκρατόρων μπορούσε να επιβληθεί
ως πολιτικό μέτρο μετά θάνατον η καταδίκη της μνήμης (damnatio memoriae) (εικόνα 6.7), που συνεπαγόταν
την αποκαθήλωση των αγαλμάτων τους και τη διαγραφή του ονόματός τους από τις δημόσιες επιγραφές.

Εικόνα 6.7. Το μοναδικό σωζόμενο πορτρέτο αυτοκρατορικής οικογένειας είναι αυτός ο κυκλικός πίνακας, όπου εικονίζο-
νται επάνω η Ιουλία Δόμνα με τον Σεπτίμιο Σεβήρο και κάτω οι δύο υιοί τους, ο Γέττας (με κατεστραμμένη την κεφαλή του)
και ο ζηλόφθονος αδερφός του Καρακάλλας, ο οποίος όχι μόνο δολοφόνησε μετά τον θάνατο του πατέρα τους τον Γέτα,
αλλά διέταξε και την καταδίκη της μνήμης (damnatio memoriae) του. Κυκλικό πορτρέτο ζωγραφισμένο σε ξύλο, Φαγιούμ,
ca. 199 μ.Χ., Βερολίνο, Αρχαιολογικό Μουσείο. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα
[public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

102
6.4.2. Προϋποθέσεις ποινικής ευθύνης
Για να υπάρξει ποινική καταδίκη, έπρεπε το αδίκημα να έχει διαπραχθεί από πρόθεση (dolus), καθώς το ατύ-
χημα δεν συνεπαγόταν ποινική ευθύνη. Προοδευτικά, προσδιορίστηκε το όριο της αναμενόμενης από τον μέσο
πολίτη επιμέλειας και της αντίστοιχης ευθύνης του. Η άγνοια δικαίου δεν συγχωρείται, με εξαίρεση τις γυναί-
κες, στις οποίες εν γένει επιφυλασσόταν ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση, καθώς θεωρούνταν «ασθενές φύλ-
λο». Η ποινική καταδίκη χωρούσε για συγκεκριμένη πράξη (μόνη η πρόθεση δεν τιμωρείται, με την εξαίρεση
της πρόθεσης λιποταξίας στρατιώτη) ή λόγο, σε περίπτωση συκοφαντίας. Η απόπειρα διάπραξης εγκλήματος
τιμωρείται σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. εσχάτης προδοσίας), ενώ ο ηθικός αυτουργός (π.χ. ο paterfamilias
–βλ. γι’ αυτόν 6.1.8– που έδωσε εντολή στο γιο ή το δούλο του να διαπράξει κάποιο έγκλημα) τιμωρείται ενίο-
τε ως αυτουργός του εγκλήματος, όπως και οι περισσότεροι συνεργοί στο ίδιο έγκλημα. Η άμυνα, εφόσον δεν
υπερέβαινε ορισμένα όρια, αποτελούσε λόγο απαλλαγής για κάποια εγκλήματα. Η έννοια της παραγραφής των
αδικημάτων εισάγεται από την εποχή του Αυγούστου (π.χ. πενταετής για το αδίκημα της μοιχείας). Αργότερα
καθιερώνεται γενική εικοσαετής παραγραφή των εγκλημάτων.

6.4.3. Ποινική δίωξη και καταδίκη


Στη ρωμαϊκή ποινική δίκη, στην οποία αρχικά δεν υπήρχε το αντίστοιχο της σύγχρονης εισαγγελικής αρχής,
την πρωτοβουλία της κατηγορίας και εκκίνησης της δίκης για τα crimina publica (δημόσια αδικήματα, βλ. και
6.1.5.3), μπορούσε να αναλάβει κάθε πολίτης, ακόμα και μη άμεσα θιγόμενος από το έγκλημα. Σύμφωνα με τη
γενική αρχή του Ρωμαϊκού (όπως άλλωστε και του σύγχρονου) Δικαίου in dubio pro reo, σε περίπτωση αμφιβο-
λίας έπρεπε να αθωωθεί ο κατηγορούμενος, καθώς η καταδίκη έπρεπε να είναι συνέπεια απόλυτης βεβαιότητας
για την ενοχή του.
Κατά την αυτοκρατορική περίοδο, όσοι κατήγγειλαν ορισμένα αδικήματα, σε περίπτωση καταδίκης τελικά
του κατηγορούμενου για αυτά, λάμβαναν μερίδιο από την περιουσία του καταδικασθέντος. Αυτό είχε ως συνέ-
πεια, οι κατασκευασμένες κατηγορίες να εξελιχθούν σε «πληγή» της δικαιοσύνης, ιδίως σε βάρος εκπροσώπων
της εύπορης τάξης των συγκλητικών. Για τον περιορισμό του φαινομένου, ορίστηκε ότι, αν μία κατηγορία
αποδεικνυόταν ψευδής, ο κατήγορος θα υπόκειτο στην ίδια ποινή με αυτή του αδικήματος για το οποίο είχε
κατηγορήσει τον κατηγορούμενο.
Την περίοδο της Δεσποτείας υφίσταται πλέον κρατική δίωξη (inquisitio), η οποία κινείται μετά από έγγραφη
καταγγελία κάποιου ιδιώτη για ένα έγκλημα. Διατάξεις της εποχής επιχειρούν να κατοχυρώσουν την προστασία
των κατηγορουμένων από καταχρηστικές διώξεις και απαγορεύουν την άσκηση επιρροής προς τους δικαστές.
Από την άλλη, ο βασανισμός των κατηγορουμένων –ενίοτε και των μαρτύρων– είναι συνήθης (με την εξαίρεση
των honestiores, ευγενών) και περιορίζεται το δικαίωμα εφέσεως.

6.4.4. Εγκλήματα και αδικήματα


Στην ποινική δικαιοσύνη υπαγόταν αρχικά στη Ρώμη μικρότερος αριθμός αδικημάτων απ’ ό,τι στη σύγχρονη,
καθώς πολλά αδικήματα θεωρούνταν ότι αφορούσαν το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο συμφέρον. Επί Respublica,
τα λεγόμενα delicta privata (ιδιωτικά αδικήματα) περιλάμβαναν αδικοπραξίες όπως την κλοπή, τη δυσφήμιση
και την φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η οποία ρυθμίστηκε από τη Lex Aquilia το 286 π.Χ. Το μέρος που είχε ζημιω-
θεί στις περιπτώσεις αυτές, είχε δικαίωμα να ασκήσει μόνον αστική αγωγή και αντί άλλης ποινής προβλεπόταν
μόνον η χρηματική αποζημίωση του θύματος.

6.4.4.1. Κλοπή
Επί Ηγεμονίας, η κλοπή καθίσταται και ποινικό αδίκημα: το θύμα είχε δυνατότητα να ασκήσει αστικές αξιώ-
σεις ή και να ζητήσει την ποινική καταδίκη του κλέφτη. Εν γένει θεωρούνταν ότι, αν ο κλέφτης ικανοποιού-
σε το θύμα με αποζημίωση, δεν υπήρχε λόγος παρέμβασης της κρατικής δικαιοσύνης, η οποία μπορούσε να
καταστήσει δυσχερέστερη την ικανοποίηση του θύματος και περιοριζόταν στις περιπτώσεις διακεκριμένης
κλοπής. Προσδιορίστηκαν προοδευτικά ειδικότερες μορφές του εγκλήματος: η ζωοκλοπή, η ένοπλη ληστεία,
η κλοπή κατά τη διάρκεια της νύχτας ή με εισβολή σε σπίτια ή θησαυροφυλάκια, η κλοπή ρούχων από λουτρά
ή αθλητικές εγκαταστάσεις, η αποδοχή προϊόντος κλοπής και η υπόθαλψη κλεφτών, η κλοπή αντικειμένων

103
κληρονομίας, η ιερόσυλη κλοπή (από ναούς). Συναφής με την κλοπή θεωρούνταν η απαγωγή, διά της οποίας
ελεύθεροι άνθρωποι μπορούσαν να πωληθούν ως δούλοι. Οι ποινές, που επιβάλλονται, κυμαίνονται ανάλογα
με τη βαρύτητα του εγκλήματος, με συνήθη το σωματικό κολασμό και τα καταναγκαστικά έργα για ορισμένο
χρόνο ή στο διηνεκές, καθώς και σημαντικά χρηματικά πρόστιμα.

6.4.4.2. Ανθρωποκτονία
Η ανθρωποκτονία αποτελούσε συχνά οικογενειακή υπόθεση και αρχικά τιμωρείτο από τον paterfamilias στο
πλαίσιο της ευρύτατης σχετικής εξουσίας που είχε επί των υπεξουσίων και δούλων του. Αργότερα καθίσταται
έγκλημα τιμωρούμενο από το νόμο, υπαγόμενο στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων (quaestonies perpetuae, βλ.
πιο πάνω 6.1.5.3). Αρχικά, ο φόνος δούλου θεωρείται φθορά ξένης ιδιοκτησίας, επί Ηγεμονίας όμως απαγο-
ρεύεται και τιμωρείται ως δολοφονία. Ιδιαίτερες μορφές φόνου θεωρούνται η χρήση δηλητηρίου, όπως και
σκευασμάτων για την πρόκληση έκτρωσης και ο λεγόμενος «δικαστικός φόνος», η χρήση δηλαδή πλαστών
αποδεικτικών μέσων για την καταδίκη κάποιου αθώου σε θάνατο.
Για να καταδικαστεί κάποιος για φόνο, έπρεπε να αποδειχθεί ότι ενήργησε από πρόθεση, με εξαίρεση την
περίπτωση του φόνου κυρίου από δούλο, οπότε έπρεπε να θανατωθούν όλοι οι δούλοι της οικίας του. Ορι-
σμένες μορφές ανθρωποκτονίας δεν τιμωρούνταν από το νόμο, όπως ο φόνος της μοιχευόμενης κόρης και του
εραστή της από τον πατέρα της. Συνήθης ποινή για τους φονείς ήταν η εξορία και δήμευση της περιουσίας
και η θανατική ποινή για τα μέλη των κατώτερων τάξεων. Ιδιαιτέρως ειδεχθές θεωρούνταν το parricidium, η
δολοφονία στενών συγγενών (γονέων, παππούδων, αδελφών, θείων, παιδιών –πλην των περιπτώσεων σχετικού
δικαιώματος του paterfamilias, βλ. 6.1.8), που τιμωρούνταν, ανάλογα με τις συνθήκες, με θανατική ποινή ή
εξορία και δήμευση της περιουσίας.

6.4.4.3. Βία και σεξουαλικά εγκλήματα


Το έγκλημα της βίας (vis) μπορούσε να στρέφεται κατά του προσώπου (όπως η παράνομη παρακράτηση) ή της
περιουσίας (βίαια απομάκρυνση κάποιου από το ακίνητό του). Είχε δύο μορφές, την ιδιωτική βία (vis privata)
και τη δημόσια (vis publica), που αφορούσε δημόσιους αξιωματούχους και συνίστατο στον φόνο, βασανισμό ή
φυλάκιση πολίτη κατά κατάχρηση δημόσιας εξουσίας από άρχοντα. Η άσκηση βίας (vis) τιμωρούνταν εν γένει
ως ένα έγκλημα με ποικίλες εκφάνσεις, όπως η σωματική βία, ο βιασμός (ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας του
θύματος), η απαγωγή γυναικών. Ειδικές διατάξεις επί Ηγεμονίας απαγορεύουν τον ευνουχισμό, για τον οποίο
τιμωρείται και ο γιατρός που τον επιτέλεσε με την ποινή του θανάτου, όπως και την περιτομή, με την εξαίρεση
των Εβραίων υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Η αιμομιξία απαγορεύεται και τιμωρείται.
Επί Αυγούστου η μοιχεία τιμωρείται αυστηρά από νόμους που εισήγαγε ο αυτοκράτορας με σκοπό την εξυ-
γίανση των ηθών, θεωρούμενη δημόσιο έγκλημα. Μοιχεία θεωρείται κάθε σεξουαλική σχέση «έντιμης» γυναί-
κας με άντρα που δεν ήταν ο σύζυγός της. Ο σύζυγος, όμως, που είχε εξώγαμες σχέσεις (εκτός εάν η ερωμένη
του ήταν έγγαμη γυναίκα ή παρθένος κόρη) δεν διέπραττε μοιχεία. Το ζεύγος των μοιχών, αν συλλαμβανόταν
επ’ αυτοφώρω από τον πατέρα της γυναίκας, μπορούσε να φονευθεί επιτόπου. Ο σύζυγος όφειλε να χωρίσει τη
μοιχαλίδα σύζυγό του και να ζητήσει την ποινική δίωξή της, ενώ απαγορευόταν ο γάμος μεταξύ των μοιχών. Οι
ποινές που επιβάλλονται είναι χρηματικές, με απώλεια σημαντικού μέρους της περιουσίας ή της προίκας υπέρ
του συζύγου, καθώς και η ποινή της ατιμίας (infamia).
Η προαγωγή γυναικών σε πορνεία, ακόμα και από το σύζυγο ή τον πατέρα τους, τιμωρούνταν, όπως και των
ανδρών και εν γένει κάθε οικονομικό όφελος από σεξουαλικές πράξεις τρίτων. Η πορνεία καθεαυτή δεν απα-
γορευόταν, πέραν των μελών των ανωτέρων τάξεων, ορισμένοι δε ηγεμόνες φορολόγησαν τα σχετικά έσοδα.

6.4.4.4. Ύβρις (iniuria)


Η iniuria κάλυπτε κάθε μορφή προσβολής της προσωπικότητας και της τιμής κάποιου, περιλαμβανομένων
των σωματικών επιθέσεων, της συκοφαντίας και της δυσφήμισης, αποτελώντας ταυτοχρόνως αστικό αδίκημα
(που συνεπαγόταν δικαίωμα αποζημίωσης του θύματος) και ποινικά κολαστέα πράξη. Η περιπτωσιολογία των
εκφάνσεων της προσβολής της προσωπικότητας ήταν μεγάλη (π.χ. η εισβολή στο σπίτι κάποιου, η δημοσίευση
προσβλητικών στίχων, η επίδειξη απόκρυφων σημείων του σώματος), ενώ συχνά συνέτρεχε με άλλα εγκλήμα-
τα. Τιμωρείται αρχικά με χρηματικό πρόστιμο και αργότερα με μαστίγωση ή ραβδισμό.

104
6.4.4.5. Εσχάτη προδοσία και εγκλήματα κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας
Η προδοσία (perduellio ή maiestas) θεωρούνταν έγκλημα που στρεφόταν κατά της κοινωνίας. Είχε διάφορες
εκφάνσεις, όπως την παρακίνηση σε λαϊκή εξέγερση, την κατάληψη δημοσίων κτιρίων, την πολιτική βία, τη
χρήση όπλων ή στρατιωτών κατά του κράτους, την επίθεση ή συνωμοσία κατά άρχοντα, τη διευκόλυνση από-
δρασης καταδικασθέντος για προδοσία. Στο στρατιωτικό πεδίο, προδοσία συνιστούσε η λιποταξία, η επικοινω-
νία με τον εχθρό ή η παροχή συνδρομής σε αυτόν, η παράδοση Ρωμαίου πολίτη στον εχθρό. Ειδική κατηγορία
του εγκλήματος αποτελεί η κατάχρηση εξουσίας από διοικητή επαρχίας. Η προδοσία επί Respublica εκδικάζε-
ται από τα ειδικά ποινικά δικαστήρια (quaestiones perpetuae) και τιμωρείται με την ποινή του θανάτου και σε
ορισμένες περιπτώσεις με εξορία.
Επί Ηγεμονίας, προδοσία θεωρείται κάθε πράξη που στρέφεται κατά του προσώπου ή της εξουσίας του ηγε-
μόνα, με μεγάλη ποικιλία πράξεων να έχουν κατά καιρούς θεωρηθεί ότι εμπίπτουν την έννοια της προδοσίας,
μεταξύ αυτών ακόμα και η χρήση της αυτοκρατορικής πορφύρας.
Ειδικοί νόμοι θεσπίστηκαν επί Respublica για την προστασία των κατοίκων των επαρχιών από άπληστους
διοικητές, που εξαργύρωναν τα σημαντικά έξοδα για την ανάδειξή τους στο αξίωμα αυτό με εκβιασμούς και
καταλήστευση των τοπικών κοινωνιών. Τα εγκλήματα αυτά εκδικάζονταν από τα ειδικά ποινικά δικαστήρια
στη Ρώμη, με την ποινική ευθύνη να επεκτείνεται και στα πρόσωπα του περιβάλλοντος των διοικητών –ακόμα
και στις συζύγους τους. Αφορούσαν την πάσης φύσεως αποκόμιση οικονομικών ωφελειών εκ μέρους των διοι-
κητών κατά τη διακυβέρνησή τους, περιλαμβανομένων των δώρων.
Μία σειρά από ειδικά εγκλήματα συνδέονται με την απονομή της δικαιοσύνης, όπως η ψευδής καταμήνυση,
η ψευδορκία, η «σκηνοθετημένη» καταμήνυση προς απόκρυψη αληθών ενόχων και η εγκατάλειψη της κατηγο-
ρίας από τον κατήγορο άνευ της συμφωνίας του κατηγορούμενου, ώστε να μην παρέχεται στον τελευταίο η δυ-
νατότητα να «καθαρίσει» το όνομά του. Επιπροσθέτως, τιμωρούνταν η άμεση ή έμμεση δωροδοκία δικαστών,
ενώ αξιόποινη ήταν ακόμα και αυτή η επίσκεψη στο σπίτι δικαστή ή η υπερβολική οικειότητα του δικαστή με
οιονδήποτε από τους αντιδίκους.
Επίσης, τιμωρούνταν η δωροδοκία δημόσιων αξιωματούχων, συνήθως με την ποινή της εξορίας και την
αποκατάσταση της ζημίας των ζημιωθέντων. Ειδικό δικαστήριο (quaestio de peculatu) δίκαζε υποθέσεις κατά-
χρησης δημόσιου χρήματος ή δημόσιας περιουσίας, που τιμωρούνταν επίσης με εξορία και δήμευση περιου-
σίας. Η διαφθορά των δημοσίων αξιωματούχων στην ύστερη αρχαιότητα είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις, όπως
προκύπτει από ήδικτο του Μ. Κωνσταντίνου που παροτρύνει τους κατοίκους των επαρχιών να καταγγέλλουν
διεφθαρμένους δημόσιους λειτουργούς.
Επί Respublica ειδικό έγκλημα αποτελούσε επίσης η εκλογική νοθεία ή άλλη εκλογική παρατυπία (ambitus),
περιλαμβανομένων πράξεων όπως η παράθεση προεκλογικών συμποσίων, ο χρηματισμός εκλογέων, η χρημα-
τοδότηση δημοσίων θεαμάτων για δύο έτη μετά την εκλογή του αξιωματούχου, αλλά και, σύμφωνα με από-
φαση της Συγκλήτου, η εισαγωγή νέου φόρου από τον εκλεγέντα. Οι ποινές στρέφονταν κατά του status του
παραβάτη, ο οποίος απαγορευόταν να θέσει υποψηφιότητα ή να ασκήσει αξίωμα για τα επόμενα δέκα χρόνια,
ενώ σε άλλες περιπτώσεις περιλάμβαναν χρηματικά πρόστιμα και εξορία.
Αδίκημα που στρέφεται κατά του κράτους θεωρείται, επίσης, η διατάραξη του δημόσιου ανεφοδιασμού σε
σιτηρά (annona) και η απόπειρα αύξησης της τιμής πώλησής τους, ενόψει της σημασίας της επάρκειας του
είδους αυτού πρώτης ανάγκης για την κοινωνική ειρήνη.

6.4.4.6. Άλλα εγκλήματα


Σοβαρό έγκλημα θεωρείται ο εμπρησμός και η πρόκληση ναυαγίου, όπως και η πλαστογραφία, με ειδικότερες
μορφές την πλαστογραφία διαθηκών και νομισμάτων, μέτρων και σταθμών, αλλά και τη χρήση πλαστών εγ-
γράφων και μαρτυρικών καταθέσεων σε δίκη. Τα τυχερά παιχνίδια και η τοκογλυφία επίσης απαγορεύονται, με
ανώτατο επιτόκιο νόμιμου δανεισμού το 12%.
Στα εγκλήματα της αυτοκρατορικής περιόδου περιλαμβάνονται η τυμβωρυχία (περιλαμβανόμενης της τα-
φής τρίτου σε ιδιωτικό τάφο) και η μετακίνηση των οροσήμων ιδιοκτησιών. Στο θρησκευτικό πεδίο, νέο αδίκη-
μα αποτελεί η άρνηση τέλεσης θυσιών προς τους πατροπαράδοτους θεούς (απευθύνεται κατά των Χριστιανών
που υφίστανται διωγμούς έως τον Μ. Κωνσταντίνο), ενώ διώξεις υφίστανται και οι Εβραίοι (αν και η θρησκεία
τους, ως πατροπαράδοτη της φυλής τους, γίνεται σε γενικές γραμμές ανεκτή από τους Ρωμαίους), λόγω των
επαναστάσεών τους κατά της Ρώμης. Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι διώξεις στέφονται πλέον

105
κατά των «εθνικών», θιασωτών της παλαιάς πολυθεϊστικής θρησκείας, με την θυσία στους θεούς να επισύρει
τη θανατική ποινή, η οποία προβλεπόταν επίσης και σε βάρος αιρετικών χριστιανών.

6.4.4.7. Ποινές
Στο πεδίο των ποινών του Ρωμαϊκού Δικαίου, μία σημαντική διαφορά σε σχέση με το σύγχρονο δίκαιο, είναι
η ανυπαρξία ποινών φυλάκισης. Υπήρχαν ορισμένες φυλακές, οι οποίες όμως δεν αποτελούσαν τόπο έκτισης
ποινής, αλλά φύλαξης υποδίκων έως τη δίκη, αν και ορισμένοι υπόδικοι παρέμεναν φυλακισμένοι για μεγάλο
χρονικό διάστημα άνευ δίκης. Οι ποινές που επιβάλλονται για εγκλήματα είναι η θανατική, η ποινή της εξορίας
και δήμευσης περιουσίας, η καταδίκη σε καταναγκαστικά έργα (μεταλλεία), καθώς και χρηματικές ποινές. Ο
τρόπος εκτέλεσης της θανατικής ποινής διέφερε ανάλογα με τη βαρύτητα ή την ηθική απαξία του εγκλήματος.
Λιγότερο επαχθής τρόπος εκτέλεσης ήταν η εκτέλεση με ξίφος, ενώ ορισμένοι τρόποι εκτέλεσης ήταν βασανι-
στικοί, όπως ο θάνατος στην πυρά, η εκτέλεση στην αρένα από άγρια ζώα (damnatio ad bestias) (εικόνα 6.8 και
6.9) και η σταύρωση. Τους καταδικασθέντες για parricidium (φόνο στενού συγγενή, βλ. 6.4.4.2), τους έκλειναν
σε σάκο με ζωντανά ζώα (σκύλο, φίδι, κόκορα, πίθηκο), τον οποίο πετούσαν σε ποταμό, κάτι που ερμηνεύεται
ως μορφή εξαγνισμού και παραδειγματικής τιμωρίας.

Εικόνα 6.8. Μία συνηθισμένη μορφή εκτέλεσης της θανατικής ποινής ήταν η θηριομαχία (damnatio ad bestias), η οποία
εκτελούνταν σε αμφιθέατρα κάτω από τις ιαχές του συγκεντρωμένου πλήθους. Στην λεπτομέρεια αυτή του μωσαϊκού
εικονίζεται ένας καταδικασμένος να κατασπαράζεται από πάνθηρα. Μωσαϊκό δαπέδου από τον 3ο αιώνα μ.Χ., Αρχαιολο-
γικό Μουσείο Τυνησίας. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 3.0, δικαιούχος: Rached Msadek), τελ.
προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

106
Εικόνα 6.9. Colosseum. Κτίστηκε (λιθοδομή και χυτή τοιχοποιία) επί Βεσπασιανού με εντυπωσιακές διαστάσεις (μήκος
188 μ., πλάτος 156 μ και ύψος 48,50 μ.Χ.), χωρητικότητας 50.000 θεατών και με 76 εξόδους. Πηγή: https://www.flickr.com
(άδεια CC BY-NC-SA 2.0, δικαιούχος: icomei), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η εξορία ήταν συνήθης ποινή για σοβαρά αδικήματα, είχε δε διαβαθμίσεις. Στη βαρύτερη μορφή της συ-
νεπαγόταν απώλεια της ιδιότητας του πολίτη και είχε το συμβολικό όνομα «απαγόρευση νερoύ και φωτιάς»
(interdictio aquae et ignis), δηλαδή των απολύτως αναγκαίων για την ανθρώπινη διαβίωση στοιχείων. Συνο-
δευόταν από δήμευση της περιουσίας του καταδικασθέντος. Η εξορία, κατά τα λοιπά, μπορούσε να συνίσταται
στην απαγόρευση διαμονής σε συγκεκριμένο τόπο (π.χ. στη Ρώμη), την υποχρέωση διαμονής σε συγκεκριμένο
τόπο (π.χ. ο ποιητής Οβίδιος εξορίστηκε από τον Αύγουστο σε πόλη των παραλίων του Ευξείνου Πόντου, στη
σημερινή Ρουμανία) ή την εξορία σε μικρά νησιά, όπως η Ανάφη, η Γυάρος, η Πάτμος (deporatio in insulam).
Ήταν σύνηθες, κατηγορούμενοι για σοβαρά εγκλήματα να αυτοεξορίζονται πριν την έκδοση της απόφασης του
δικαστηρίου, φεύγοντας από τη Ρώμη για κάποιο μακρινό (αλλά όχι δυσάρεστο) τόπο διαμονής (όπως η Λέ-
σβος), παίρνοντας μαζί τους μέρος της περιουσίας τους, οπότε τους επιβαλλόταν η ποινή της interdictio aquae
et ignis. Αν ο εξόριστος επέστρεφε εντός της ρωμαϊκής επικράτειας, οιοσδήποτε μπορούσε να τον εκτελέσει
ατιμωρητί.
Επί Δεσποτείας επιχειρείται βελτίωση των συνθηκών κράτησης των υποδίκων, και επιβάλλονται έλεγχοι
για την ύπαρξη φωτισμού και τροφής στις φυλακές και την, υποχρεωτική, χωριστή φύλαξη υποδίκων των δύο
φύλων. Απαγορεύονται οι ιδιωτικές φυλακές, που διατηρούσαν ορισμένοι, οι οποίοι πλέον τιμωρούνται με την
ποινή της φυλάκισης σε δημόσιες φυλακές για διάστημα τόσο όσο είχαν οι ίδιοι φυλακίσει τρίτους στις φυλα-
κές τους.

Βιβλιογραφία/Αναφορές
Berger, Adolf (1953). Encyclopedic Dictionary of Roman Law. Philadelphia.
Hunter, William-Alexander (1885). A Systematic and Historical Exposition of Roman Law in the Order of a
Code. London.
Humbert, Michel (2012). Πολιτικοί και Κοινωνικοί Θεσμοί της Αρχαιότητας. (ελλ. μετ. Ι. Τζαμτζής) Αθή-
να-Θεσσαλονίκη.

107
Lee, Robert-Warden (1956). The Elements of Roman Law (with a translation of the Institutes of Justinian).
London.
Lintott, Andrew William (1999). The Constitution of the Roman Republic. Oxford.
Nicholas, Barry (1962). An Introduction to Roman Law. Oxford.
Robinson, Olivia- Fiona (1995). The Criminal Law of Ancient Rome. London.
Schulz, Fritz (1951). Classical Roman Law. Oxford.
Smith, William (1914). A Dictionary of Greek and Roman Antiquities. London.
Γκόφας, Δημήτριος, (2011). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα.
Νάκος, Γεώργιος (1991). Ιστορία ελληνικού και ρωμαϊκού δικαίου, Θεσσαλονίκη.
Πετρόπουλος, Γεώργιος (1963). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα.
Τρωιάνος, Σπυρίδων & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία δικαίου, Αθήνα.

108
Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται ζητήματα σχετικά με την προσωπική κατάσταση και ιδίως τη διάκριση σε
Ρωμαίους πολίτες και μη, ελεύθερους, απελεύθερους και δούλους. Γίνεται λόγος για τη μείωση της προσωπικότη-
τας και τη δικαιοπρακτική ικανότητα των επιμέρους προσώπων. Εν συνεχεία αναλύονται ζητήματα που αφορούν
τη ρωμαϊκή οικογένεια, τη μνηστεία, το γάμο (προϋποθέσεις, κωλύματα, σύναψη, αποτελέσματα, λύση) και τα
περιουσιακά αποτελέσματα του γάμου (προίκα κ.λπ.). Επίσης, γίνεται αναφορά στις σχέσεις γονέων-τέκνων, την
επιτροπεία ανηλίκων και γυναικών και το θεσμό της υιοθεσίας. Τέλος, εκτίθενται ορισμένα βασικά στοιχεία κλη-
ρονομικού δικαίου και δικαίου των πραγμάτων.

Προαπαιτούμενη γνώση
Απαραίτητη κρίνεται η κατανόηση και εμπέδωση των προηγουμένων κεφαλαίων και ειδικότερα του 4ου κεφαλαίου
περί της πολιτειακής οργάνωσης της αρχαίας Ρώμης, του 5ου κεφαλαίου περί των πηγών του δικαίου της Ρώμης
και του 6ου κεφαλαίου περί απονομής δικαιοσύνης, αδικημάτων κυρώσεων.

7.1. Προσωπική κατάσταση


Ο νομομαθής Γάιος, στο κλασικό εγχειρίδιο του Ρωμαϊκού Δικαίου, τις Εισηγήσεις (βλ. 5.4.5), διαιρεί την ύλη
σε τρία μέρη: δίκαιο των προσώπων, δίκαιο των πραγμάτων και δίκαιο των αγωγών. Το πρώτο αφορά τις σχέ-
σεις μεταξύ των προσώπων, που διακρίνονται σε επιμέρους κατηγορίες.
Τα πρόσωπα διακρίνονται καταρχάς σε ελεύθερους και δούλους. Οι ελεύθεροι διακρίνονται περαιτέρω σε
Ρωμαίους πολίτες και μη. Πλήρη πολιτικά δικαιώματα και ικανότητα δικαίου έχουν μόνον οι άρρενες, εκ γε-
νετής Ρωμαίοι πολίτες. Οι γυναίκες έχουν μεν την ιδιότητα του πολίτη, με περιορισμένα όμως δικαιώματα,
χωρίς δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή. Συμμετέχουν, πάντως, στην οικονομική ζωή, μπορούν να
διαθέτουν περιουσία και έχουν ικανότητα προς δικαιοπραξία (εικόνα 7.1).
Το Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν διαμόρφωσε την έννοια του νομικού προσώπου, αν και αναγνωρίζει την ύπαρξη
ενώσεων προσώπων, όπως τα σωματεία ή την ίδια τη Ρωμαϊκή Πολιτεία (populus romanus), τα οποία αντιμε-
τωπίζονται ως νομικά πρόσωπα, χωρίς να περιγράφονται με τον όρο αυτό.

Εικόνα 7.1 Γυναίκα, που υπηρετείται από δούλες. Ψηφιδωτό. Εθνικό Μουσείο Καρχηδόνας, Τυνησία. Πηγή: https://
commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 2.5, δικαιούχος: Fabien Dany), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

109
7.1.1. Δούλοι

Εικόνα 7.2. Δούλοι. Μωσαϊκό από την Dougga της Τυνησίας (2ος αιώνας μ.Χ.). Πηγή: https://www.flickr.com (άδεια CC
BY 3.0, δικαιούχος: Dyolf77), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η διάκριση μεταξύ ελευθέρων και δούλων αποτελεί εγγενές στοιχείο κάθε αρχαίας κοινωνίας. Οι δούλοι δεν
θεωρούνται στη Ρώμη υποκείμενα δικαίου (εικόνα 7.2). Ο servus (δούλος) είναι αρχικά αυτός που, αφού αιχμα-
λωτίστηκε σε εχθροπραξίες, διατηρήθηκε στη ζωή (servatus) αντί να θανατωθεί. Η περιαγωγή σε δουλεία, που
μπορεί να γίνει με την αιχμαλωσία, συνεπάγεται έναν «πολιτικό θάνατο» του προσώπου και λήξη της ικανότη-
τας δικαίου. Τα τέκνα των δούλων θεωρούνται δούλοι εκ γενετής, με το status του προσώπου να καθορίζεται
κατά κανόνα από αυτό της μητέρας του. Οι Ρωμαίοι πολίτες που αιχμαλωτίζονται σε εχθροπραξίες καθίστανται
επίσης δούλοι, αν όμως επιστρέψουν από την αιχμαλωσία, ανακτούν τα περιουσιακά και προσωπικά δικαιώ-
ματα που είχαν πριν αιχμαλωτιστούν. Δούλος μπορεί, επίσης, να καταστεί κάποιος σε συνέχεια αιχμαλωσίας
από πειρατές (η πειρατεία αποτελούσε μάστιγα της αρχαιότητας και ο κίνδυνος να συλληφθεί κάποιος κατά τη
διάρκεια θαλάσσιου ταξιδιού ή από επιδρομή πειρατών σε παραθαλάσσιες περιοχές ήταν μεγάλος), καταδίκης
για σοβαρά εγκλήματα, ενώ δούλος καθίσταται και ο φυγόστρατος, όπως και όποιος δεν μετείχε στην απογρα-
φή του πληθυσμού από τους τιμητές (βλ. 4.2.1 και 7.1.3.1). Η περιαγωγή σε δουλεία για χρέη απαγορεύτηκε
νομοθετικά κατ’ επανάληψη, κάτι που καθιστά εμφανές ότι το φαινόμενο παρατηρούνταν στην πράξη, παρά τις
νομοθετικές απαγορεύσεις.

Εικόνα 7.3. Ένας δούλος μεταφέρει πλάκες γραφής στον κύριό του. Λεπτομέρεια από την σαρκοφάγο του Ρωμαίου νομικού
Valerius Petronianus, 315-320 μ.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Μιλάνου. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια
ελεύθερη, κατά αναφορά του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας: Giovanni Dall’Orto), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση
άδειας: 15.12.2015.

110
Οι δούλοι αποτελούν τη βάση της αρχαίας οικονομίας. Θεωρούνται ζώντα αντικείμενα και είναι πολυά-
ριθμοι στη Ρώμη από την εποχή της επέκτασης της Αυτοκρατορίας. Οι συνθήκες διαβίωσής τους ποικίλλουν
ανάλογα με την περίοδο, το είδος της εργασίας τους, τη μόρφωσή τους και το χαρακτήρα του κυρίου τους.
Πάμπολλοι, θεωρούμενοι ανθρώπινες μηχανές, εργάζονται καταναγκαστικά σε μεγάλες ιδιοκτησίες που δημι-
ουργούνται στην ιταλική χερσόνησο, τα latifundia, ζώντας υπό άθλιες συνθήκες. Άλλοι αποτελούν πρόσωπα
της εμπιστοσύνης των κυρίων τους, ζουν εντός του οίκου τους και θάπτονται ενίοτε μετά θάνατον στον ίδιο
οικογενειακό τάφο με αυτούς (εικόνα 7.3). Οι εύποροι Ρωμαίοι εμπιστεύονται σε μορφωμένους δούλους τη
διαχείριση της περιουσίας τους. Ορισμένοι δούλοι, ιδίως ελληνικής καταγωγής, αποτελούν στη Ρώμη περιζή-
τητους παιδαγωγούς ή γιατρούς. Σταδιακά, τους πρώτους αιώνες της Ηγεμονίας, θεσπίζονται νόμοι που απα-
γορεύουν την κακομεταχείριση, τον βασανισμό, τη θανάτωση ή την εγκατάλειψη του ασθενούς ή ηλικιωμένου
δούλου από τον κύριό του. Οι δούλοι του αυτοκρατορικού οίκου (servi caesaris), συχνά ελληνικής καταγωγής,
καταλαμβάνουν σημαντικές θέσεις στη δημόσια διοίκηση και ενίοτε αποκτούν σημαντική ισχύ.
Οι δούλοι μετέχουν στην οικονομική ζωή συναλλασσόμενοι στο όνομα του κυρίου τους. Σε περίπτωση
που διαπράξουν κάποια ζημία, ευθύνεται ο κύριός τους, μπορεί όμως να απαλλαγεί από την υποχρέωση απο-
ζημίωσης, παραχωρώντας τον δούλο στον ζημιωθέντα. Οι δούλοι μπορούν να διαχειρίζονται ατομικά κάποια
περιουσιακά στοιχεία (το λεγόμενο peculium), τα οποία ανήκουν τυπικά μεν στον κύριο αλλά ο δούλος μπορεί
να τα χρησιμοποιεί ελεύθερα, ακόμα και για την απελευθέρωσή του.

7.1.2. Απελεύθεροι
Οι απελεύθεροι αποτελούν τέως δούλους που έχουν ανακτήσει την ελευθερία τους μέσω ειδικής δικαιοπραξίας
του κυρίου (manumissio) ή με τη διαθήκη του. Εν αντιθέσει με ό,τι ίσχυε στις αρχαιοελληνικές έννομες τάξεις,
ο απελεύθερος στη Ρώμη αποκτούσε την περιζήτητη ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, με περιορισμένα όμως πο-
λιτικά και προσωπικά δικαιώματα. Νομοθετικοί περιορισμοί απαγόρευαν το γάμο απελεύθερων με μέλη της
τάξης των Συγκλητικών. Ο απελεύθερος συνδέεται με σχέση πατρωνίας με τον τέως κύριο (patronus), θεωρού-
μενος προστατευόμενός του (βλ. 4.1 και 6.3). Η σχέση αυτή διέπεται από συγκεκριμένες νομικές υποχρεώσεις:
ο απελεύθερος οφείλει σεβασμό και υπακοή στον πάτρωνά του και είναι υποχρεωμένος να του παρέχει διά βίου
ορισμένες υπηρεσίες. Η συχνότητα των απελευθερώσεων δούλων στο τέλος της Respublica ήταν τέτοια, που
τέθηκαν νομοθετικοί περιορισμοί στον αριθμό δούλων που μπορούσε ένας κύριος να απελευθερώσει. Παρ’ όλα
αυτά, υπολογίζεται ότι άνω του 80% του πληθυσμού της Ρώμης αποτελείτο από απελεύθερους ή απογόνους
απελευθέρων.

7.1.3. Ρωμαίοι πολίτες


Σύμφωνα με την αρχή της προσωπικότητας του δικαίου, κάθε πολίτης στην αρχαιότητα ακολουθούσε το δίκαιο
της πολιτείας του. Η κατοχή της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη συνεπαγόταν την υπαγωγή ενός προσώπου στο
Ρωμαϊκό Δίκαιο και, βέβαια, σε όλα τα δικαιώματα που εξασφάλιζε η ρωμαϊκή πολιτεία. Οι Ρωμαίοι διακρίνο-
νται από τους ξένους, που ονομάζονται peregrini. Ειδικός πραίτορας, ο praetor peregrinus, είναι αρμόδιος για
τις διαφορές μεταξύ Ρωμαίων και ξένων (βλ. 6.1.1).
Όταν οι Ρωμαίοι συναλλάσσονται με ξένους ή οι ξένοι συναλλάσσονται μεταξύ τους, οι σχέσεις αυτές
διέπονται από το ius gentium, το δίκαιο των εθνών (βλ. και 5.1). Το δίκαιο αυτό αναπτύσσεται μέσω της προο-
δευτικής επαφής των Ρωμαίων με ξένους λαούς, της αλληλεπίδρασης με τα τοπικά δίκαια μέσω των εμπορικών
συναλλαγών και της δυνατότητας του paetor peregrinus να αναγνωρίζει δικαιοπραξίες μεταξύ Ρωμαίων και
ξένων, που δεν είναι δικαιοπραξίες του ius civile. Το ius gentium κάλυπτε ιδίως το δίκαιο των συναλλαγών, με
έμφαση στην έννοια της καλής πίστης και βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις καθιερωμένες εμπορικές και ναυ-
τικές πρακτικές των ελληνικών πόλεων. Εφαρμοζόταν σε κάθε ελεύθερο άνθρωπο, ανεξαρτήτως ιθαγένειας.

7.1.3.1. Κτήση της ιδιότητας του πολίτη


Η κτήση της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη γίνεται κατ’ αρχήν με γέννηση από νόμιμο γάμο μεταξύ Ρωμαίων
πολιτών. Εν αντιθέσει προς τα ισχύοντα στις ελληνικές πολιτείες, οι δούλοι, που απελευθερώνονται από Ρωμαί-
ους, αποκτούν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, αν και με μειωμένα δικαιώματα, όπως μόλις πιο πάνω αναφέρ-
θηκε. Οι πολίτες απογράφονται στη Ρώμη ενώπιον των τιμητών κάθε πέντε έτη, δηλώνοντας όλα τα πρόσωπα

111
που τελούν υπό την εξουσία τους και την περιουσία τους, σύμφωνα με την οποία κατατάσσονται σε κοινωνική
τάξη (ordo), μεταξύ των: συγκλητικών, ιππέων ή πληβείων. Παράλειψη κάποιου να απογραφεί μπορούσε να
συνεπάγεται την περιαγωγή του σε δουλεία. Επί Ηγεμονίας η απόδειξη της ιδιότητας του πολίτη, που έχει με-
γάλη σημασία, προκύπτει από τα αρχεία της δήλωσης της γέννησης από έναν από τους γονείς σε δημόσια αρχή.
Την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη μπορούσε να αποκτήσει ένας ξένος μετά από απονομή της ρωμαϊκής πο-
λιτείας. Η απονομή ρωμαϊκής πολιτείας σε ξένους γίνεται αρχικά με φειδώ. Αποτελεί εργαλείο ενσωμάτωσης
και αφομοίωσης είτε κοινοτήτων είτε ατόμων, που προσέφεραν υπηρεσίες στη Ρώμη, τα οποία είναι συνήθως
μέλη των τοπικών ελίτ. Οι νέοι πολίτες παίρνουν το όνομα του Ρωμαίου, που τους χορηγεί την ιθαγένεια. Τη
ρωμαϊκή πολιτεία αποκτούν επίσης όσοι δούλοι απελευθερώνονται από Ρωμαίους και οι αποστρατευόμενοι
(veterani) που υπηρετούν στα βοηθητικά σώματα του ρωμαϊκού στρατού, μετά το πέρας της εικοσαετούς υπη-
ρεσίας τους (honesta missio), οπότε τους απονέμεται σχετικό τιμητικό δίπλωμα.
Ο Ρωμαίος πολίτης φέρει πάντα τρία ονόματα (tria nomina): όνομα, όνομα γένους και επώνυμο (π.χ. Gaius
Julius Caesar). Οι γυναίκες έχουν δύο ονόματα: του γένους τους (π.χ. Claudia), στο οποίο προσθέτουν αυτό του
συζύγου τους. Στην εμφάνιση ο Ρωμαίος διακρίνεται από εξωτερικά γνωρίσματα, όπως το δικαίωμα να φορά
χρυσό δακτυλίδι και το ειδικό ένδυμα των Ρωμαίων, την τόγα.

7.1.3.2. Δικαιώματα και υποχρεώσεις των Ρωμαίων πολιτών


Την εποχή της παντοδυναμίας της Ρώμης, η ρωμαϊκή ιθαγένεια είναι περιζήτητη, καθώς παρέχει σειρά από δι-
καιώματα και προνόμια. Η σημασία της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη συνοψίζεται στη φράση: «civis Romanus
sum». Η φράση αυτή αποτελεί επίκληση των ατομικών δικαιωμάτων του Ρωμαίου πολίτη, μεταξύ των οποίων
συγκαταλέγοντα τα ακόλουθα:
• Η ελευθερία (libertas),
• η υπαγωγή στο ius civile (ρωμαϊκό δίκαιο, βλ. 5.1) και η δυνατότητα πρόσβασης στη δικαιοδοσία των
ρωμαϊκών δικαστηρίων,
• η απαγόρευση βασανιστηρίων: την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, π.χ. θα επικαλεστεί ο Απόστολος
Παύλος, όταν θα συλληφθεί από τις ρωμαϊκές αρχές, για να τύχει της αντίστοιχης μεταχείρισης, αφού
απαγορεύεται αυστηρά ο βασανισμός, η μαστίγωση και η θανάτωση Ρωμαίου χωρίς δίκη από δικα-
στήριο της Ρώμης,
• το δικαίωμα προσφυγής στην προστασία των δημάρχων (ius auxilii, βλ. 6.1.3) σε περίπτωση αυθαι-
ρεσίας κρατικού λειτουργού,
• το δικαίωμα προσφυγής στην κρίση λαϊκού δικαστηρίου (ius provocationis) σε συνέχεια εσφαλμένης
απόφασης επιβολής θανατικής ποινής από άρχοντα,
• το δικαίωμα του εκλέγειν (ius suffragium) και εκλέγεσθαι (ius honorum) στα διάφορα αξιώματα της
Ρώμης (με ορισμένες διακρίσεις μεταξύ πατρικίων και πληβείων),
• το δικαίωμα επιγαμίας (ius conubii), δηλαδή σύστασης νόμιμου γάμου με Ρωμαία, από τον οποίο θα
γεννιόντουσαν νόμιμοι κληρονόμοι και τέλος
• το δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική ζωή και σύναψης συμβάσεων κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο (ius
commercii).
Αντιστοίχως, οι Ρωμαίοι πολίτες υπέχουν σειρά από νόμιμες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων:
• Υπακοή στους νόμους και στους άρχοντες της Ρώμης,
• υποχρέωση απογραφής (census) κάθε Ρωμαίου και της περιουσίας του ανά πενταετία από τους τιμη-
τές, από την οποία καθορίζεται η κοινωνική τάξη και το δικαίωμα ψήφου,
• υποχρέωση στρατιωτικής θητείας (ius militiae), που συνεπάγεται αντίστοιχο δικαίωμα μισθού και
μεριδίου στα πολεμικά λάφυρα και τέλος
• διάφορες οικονομικές υποχρεώσεις: εισφορά για τις ανάγκες του στρατού, φόρος κληρονομίας, ανά-
ληψη δημόσιων εξόδων για τους εύπορους πολίτες κατά τους ύστερους χρόνους.

7.1.3.3. Πατρίκιοι και πληβείοι


Οι Ρωμαίοι πολίτες διακρίνονται, ανάλογα με την καταγωγή τους, σε πατρικίους και πληβείους. Σύμφωνα με
τον ιστορικό Τίτο Λίβιο, ο μυθικός ιδρυτής της Ρώμης, ο Ρωμύλος, όρισε τα πρώτα 100 μέλη της Συγκλήτου,
τους οποίους ονόμασε patres (πατέρες του έθνους), απόγονοι των οποίων ήταν οι πατρίκιοι. Οι πατρίκιοι απο-

112
τελούσαν την παλαιά αριστοκρατία της Ρώμης και απολάμβαναν ορισμένα προνόμια, μεταξύ των οποίων ήταν
το προνόμιο να εκλέγονται σε όλα τα αξιώματα, με την εξαίρεση αυτού των δημάρχων (tribuni plebis), η εκλο-
γή στο οποίο αποτελούσε προνόμιο των πληβείων. Οι λοιποί πολίτες ονομάζονταν πληβείοι (plebs, λέξη που
συνδέεται με την ελληνική πλῆθος), διάκριση η οποία δεν σήμαινε απαραιτήτως, ότι ήταν οικονομικά ασθενείς,
καθώς από τον 4ο π.Χ. αιώνα, μεταξύ των πληβείων συγκαταλέγονται ορισμένες από τις ισχυρότερες και πλου-
σιότερες οικογένειες της Ρώμης. Ο όρος plebs πάντως κατέληξε να διακρίνει το πλήθος των μη προνομιούχων
πολιτών. Συνάρτηση της ιδιότητας του πολίτη ήταν και το δικαίωμα συμμετοχής στις λαϊκές συνελεύσεις. Στις
απαρχές της Ρώμης, οι πληβείοι μέσω κοινωνικών και πολιτικών αγώνων διεκδίκησαν ισότητα πολιτικών δι-
καιωμάτων από τους πατρικίους, επιτυγχάνοντας τη σταδιακή εξίσωση και δυνατότητα εκλογής στα ανώτατα
αξιώματα. Το αξίωμα των δημάρχων ήταν προσβάσιμο μόνον σε πληβείους.

7.1.5. Οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας


Οι λοιποί κάτοικοι της Αυτοκρατορίας διακρίνονται στους πολίτες των πόλεων που είχαν υποταχθεί στους
Ρωμαίους, οι οποίοι υπόκεινται σε φορολόγηση, και στους πολίτες των ελευθέρων (κατ’ όνομα μόνον) πόλεων,
που είχαν συνάψει συνθήκη συμμαχίας με τη Ρώμη και είχαν ενταχθεί ομαλά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι
τελευταίοι διατηρούν μία επίφαση ανεξαρτησίας και το δικαίωμα εφαρμογής του δικού τους δικαίου.
Το 212 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Καρακάλλας εκδίδει ήδικτο, την περίφημη Constitutio Antoniniana, με την
οποία απονέμει την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, πλην ορισμέ-
νων εξαιρέσεων (βλ. και 5.4.1). Μία από τις νομικές συνέπειες της απόφασης αυτής ήταν η εφαρμογή του
Ρωμαϊκού Δικαίου σε όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, κάτι που οδήγησε προοδευτικά στη παραγκώ-
νιση των τοπικών δικαίων. Λίγα όμως είναι γνωστά για το πώς ακριβώς έλαβε χώρα η σταδιακή ενοποίηση και
εφαρμογή του Ρωμαϊκού Δικαίου στις διάφορες περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

7.1.6. Δικαιοπρακτική ικανότητα


Το Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν αναγνωρίζει σε όλους τους ανθρώπους ικανότητα δικαίου, τη δυνατότητα, δηλαδή,
να είναι κανείς υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (π.χ. οι δούλοι δεν διαθέτουν ικανότητα δικαίου).
Δικαιοπρακτική ικανότητα, δηλαδή ικανότητα να συνάπτουν δεσμευτικές συμβάσεις, έχουν κατ’ αρχάς οι ενή-
λικες άρρενες Ρωμαίοι πολίτες. Ενήλικες θεωρούνταν οι άρρενες από την ηλικία των 14 ετών, οπότε φορούσαν
την ανδρική τόγα (toga virilis) και οι θήλεις από την ηλικία των 12 ετών (εικόνα 7.4). Οι ανήλικοι αυτεξού-
σιοι μπορούσαν να συνάψουν δικαιοπραξίες, από τις οποίες αποκόμιζαν μόνον οφέλη· αν όμως αναλάμβαναν
υποχρεώσεις, η συναλλαγή έπρεπε να εγκριθεί από τον επίτροπό τους (βλ. κατωτέρω). Οι υπεξούσιοι και οι
δούλοι μπορούσαν να συνάπτουν δικαιοπραξίες στο όνομα του κυρίου τους. Οι γυναίκες είχαν περιορισμένη
δικαιοπρακτική ικανότητα. Οι παράφρονες, τέλος, θεωρούνταν ανίκανοι προς δικαιοπραξία και αδικοπραξία.

7.1.7. Μείωση της προσωπικότητας


Η προσωπική κατάσταση (status) κάθε ατόμου προσδιοριζόταν από τρία στοιχεία: την ελευθερία (status
libertatis), την ιθαγένεια (status civitatis) και την οικογενειακή κατάσταση (status familiae). Ο Ρωμαίος πολί-
της κατείχε και τα τρία στοιχεία: ελευθερία (libertas), ιθαγένεια (civitas) και οικογένεια (familia). Αλλαγές σε
κάποιο από τα στοιχεία αυτά συνεπάγονταν μείωση της προσωπικότητας (capitis deminutio), που διακρίνεται
σε τρεις κατηγορίες:
1. Η υποδούλωση, που συνεπαγόταν απώλεια και των τριών στοιχείων αυτών, αποτελούσε την capitis
deminutio maxima. Θεωρούνταν ως ένα είδος «αστικού θανάτου» του προσώπου, αφού σήμαινε την
απώλεια των πάσης φύσεως δικαιωμάτων του.
2. Η απώλεια της ρωμαϊκής πολιτείας αποτελούσε την capitis deminutio media, η οποία μπορούσε να επι-
βληθεί ως ποινική κύρωση για σοβαρά αδικήματα.
3. Η αλλαγή της οικογενειακής κατάστασης, μέσω της υιοθεσίας, χειραφεσίας, σύναψης αυστηρού γάμου
(cum manu), ονομαζόταν capitis deminutio minima, λόγω της μεταβολής των οικογενειακών δεσμών και
περιουσιακών δικαιωμάτων που επέφερε για το πρόσωπο κάποιου. Θεωρούνταν μία μορφή μείωσης της
προσωπικότητας, αν και δεν σήμαινε πραγματική επιδείνωση της προσωπικής κατάστασης του ατόμου.

113
7.2. Η ρωμαϊκή οικογένεια και πατρική εξουσία

Εικόνα 7.4. Ρωμαϊκή οικογένεια με παιδιά. Λεπτομέρεια από το νότιο τμήμα του «βωμού της αυγούστειας ειρήνης» (Ara
Pacis), 13 μ.Χ., αφιερωμένου στην ομώνυμη θεά του ρωμαϊκού πανθέου. Ρώμη. Πηγή: https://www.flickr.com (άδεια CC
BY 2.0, δικαιούχος: Institute for the Study of the Ancient World), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η ρωμαϊκή οικογένεια αποτελεί μία ομάδα προσώπων που συνδέονται από δεσμούς συγγένειας, νομικούς και
οικονομικούς (εικόνα 7.5). Ιδιαιτερότητα της ρωμαϊκής έννομης τάξης αποτελούσε η απόλυτη εξουσία του
πατριάρχη της οικογένειας, δηλαδή του γηραιότερου εν ζωή πατέρα, που ονομάζεται paterfamilias, επί των λοι-
πών συγγενών του, που ονομάζονται υπεξούσιοι (εικόνα 7.6). Όσο ζει ο αρχαιότερος άνδρας της οικογένειας,
οι γιοι και εγγονοί του, ακόμα κι αν είναι ενήλικοι ή και με δικές τους οικογένειες, υπάγονται στην εξουσία του
paterfamilias (patria potestas) και αυτός είναι το μόνο πρόσωπο με πλήρη πολιτικά, οικονομικά και κοινωνι-
κά δικαιώματα (sui iuris). Η σύζυγος υπάγεται στην εξουσία του συζύγου της, εφόσον έχει συνάψει αυστηρό
γάμο (cum manu), άλλως παραμένει υπεξούσια του πατέρα της. Η απόλυτη εξουσία του paterfamilias επί των
υπεξουσίων τέκνων δεν διέφερε πολύ από αυτή κυρίου επί των δούλων, με τη διαφορά ότι στο πεδίο του δημό-
σιου δικαίου, οι υπεξούσιοι Ρωμαίοι πολίτες είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, το δικαίωμα του εκλέγειν και
εκλέγεσθαι, και μπορούσαν να ασκήσουν οιοδήποτε δημόσιο αξίωμα.

Εικόνα 7.5. Ρωμαϊκή οικογένεια. Μαρμάρινη απεικόνιση από το Μουσείο του Βατικανού. Πηγή: https://commons.
wikimedia.org, (άδεια CC BY 3.0, δικαιούχος: Agnete), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

114
Η ρωμαϊκή ιδιαιτερότητα αυτή είχε ως συνέπεια ότι οι υπεξούσιοι γιοι δεν μπορούσαν να έχουν περιουσία
στο όνομά τους. Όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία της οικογένειας ανήκει κατά κυριότητα στον paterfamilias
και ό,τι αποκτούν τα παιδιά του, περιέρχεται στον ίδιο. Καθώς, όμως, μεγάλο μέρος των υπεξούσιων γιων ήταν
ενήλικοι, για πρακτικούς λόγους τους επιτρεπόταν να διαχειρίζονται κάποια περιουσιακά στοιχεία, που ονο-
μάζονταν χρημάτιο (peculium), αν και αυτό ακόμα ανήκε κατά κυριότητα στον paterfamilias. Ο γιος γινόταν
αυτεξούσιος, και με τη σειρά του paterfamilias, όταν πέθαινε ο πατέρας του, αν δεν ζούσε και ο παππούς του ή
αν απελευθερωνόταν από την πατρική εξουσία με μία ειδική δικαιοπραξία που ονομαζόταν χειραφεσία.
Η εξουσία του πατέρα (patria potestas, βλ. και 6.1.8) παρείχε ευρύτατα δικαιώματα επί των κατιόντων: πε-
ριελάβανε δικαίωμα έκθεσης τυχόν ανεπιθύμητων νεογέννητων, αλλά και στη συνέχεια, δικαίωμα ζωής και θα-
νάτου επί των τέκνων του. Το ακραίο δικαίωμα αυτό, που σπάνια έχει καταγραφεί η άσκησή του στις ρωμαϊκές
πηγές, στην πράξη περιοριζόταν τόσο από την άτυπη λειτουργία του οικογενειακού συμβουλίου στις ρωμαϊκές
οικογένειας, το οποίο ο paterfamilias συμβουλευόταν για κάθε σοβαρή υπόθεση, όσο και από τον έλεγχο των
ηθών που ασκούσαν οι τιμητές, καταδικάζοντας ακραίες ή ανήθικες συμπεριφορές.
Η σχέση της patria potestas μπορούσε να δημιουργηθεί είτε με τη γέννηση σε νόμιμο γάμο, είτε με υιοθε-
σία. Μέσω της υιοθεσίας κάποιος μπορούσε να αποκτήσει διάδοχο, συνεχιστή του ονόματος και του οίκου του
και νόμιμο κληρονόμο. Δύο μορφές υιοθεσίας προβλέπονταν, αναλόγως αν ο υιοθετούμενος ήταν υπεξούσιος,
όντας υπό την patria potestas κάποιου άλλου, οπότε η υιοθεσία ονομαζόταν adoptio, ή αν ήταν αυτεξούσιος,
οπότε ονομαζόταν adrogatio (εισποίηση). Αμφότερες απαιτούσαν πανηγυρικές δικαιοπραξίες και δημοσιότη-
τα. Η υιοθεσία ήταν συνηθέστατο φαινόμενο στις ρωμαϊκές οικογένειες, ιδίως μεταξύ των αριστοκρατών, όχι
μόνον για τη συνέχιση του οίκου και του ονόματός τους ή για να αποκτήσουν κληρονόμο, αν δεν είχαν φυσι-
κούς γιούς, αλλά και για πολιτικούς λόγους. Για παράδειγμα, ο Ιούλιος Καίσαρας, που είχε μόνον μία κόρη,
υιοθέτησε με τη διαθήκη του τον ανιψιό του Οκταβιανό, τον μετέπειτα πρώτο ηγεμόνα Αύγουστο.

7.3. Γάμος

Εικόνα 7.6 Ο ρωμαϊκός γάμος. Μαρμάρινη σαρκοφάγος 2ου αιώνα μ.Χ. Βρετανικό Μουσείο. Πηγή: https://commons.
wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 4.0, δικαιούχος: Aranzuisor~commonswiki), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

Η σύναψη νόμιμου γάμου (iustae nuptiae) κατά τους κανόνες του ius civile αποτελούσε προϋπόθεση για
την απόκτηση γνήσιων τέκνων, που θα είχαν κληρονομικά δικαιώματα επί της πατρικής εξουσίας. Ο όρος
matrimonium συνοψίζει τον σκοπό του γάμου, που είναι να καταστήσει τη σύζυγο μητέρα (mater), δημιουργώ-
ντας από τη συνένωση δύο πολιτών, νέους πολίτες. Για να συναφθεί νόμιμος γάμος, έπρεπε οι δύο σύζυγοι να
είναι Ρωμαίοι πολίτες ή ο ένας peregrinus (ξένος), με δικαίωμα όμως επιγαμίας (conubium). Κατά τα λοιπά, σε
αντίθεση με τη σύγχρονη αντίληψη, ο γάμος για τους Ρωμαίους ήταν κυρίως κοινωνική υπόθεση (εικόνα 7.7).
Μολονότι υπήρχαν νόμιμες προϋποθέσεις ηλικίας (12 ετών για τα κορίτσια και 14 ετών για τα αγόρια, αν και
συνήθως ο γάμος τελούνταν αργότερα, στην ύστερη εφηβεία για τα κορίτσια και μετά τα 25 έτη για τα αγόρια)
και ήταν απαραίτητη η συναίνεση του paterfamilias, εντούτοις το κύριο συστατικό στοιχείο του γάμου αποτε-
λούσε η γαμική διάθεση (affectio maritalis), δηλαδή η επιθυμία του άνδρα και της γυναίκας να ζουν ως νόμιμοι
σύζυγοι, συγκατοικώντας υπό την ίδια στέγη, σε μία μόνιμη και διαρκή σχέση που θα επέφερε τις νομικές και

115
κοινωνικές συνέπειες του γάμου. Ούτε οι τελετές, που συνόδευαν τη σύναψη του γάμου, ούτε άλλο επίσημο
στοιχείο υποκαθιστούσαν τη γαμική διάθεση ως βασικό συστατικό στοιχείο του ρωμαϊκού γάμου.

7.3.1. Μνηστεία και μορφές γάμου


Πριν από τον γάμο μπορούσε να είχε προηγηθεί η σύναψη μνηστείας, που συνίστατο σε δικαιοπραξία (με την
μορφή της sponsio) υπόσχεσης σύναψης γάμου που αντάλλασσαν ο πατέρας της νύφης και ο μελλόνυμφος ή ο
πατέρας του, αν ήταν υπεξούσιος. Ο γαμπρός προσέφερε στη μελλόνυμφη σιδερένιο δακτυλίδι. Σε περίπτωση
αθέτησης της υπόσχεσης γάμου, αρχικά μπορούσε να ασκηθεί σχετική αγωγή. Αργότερα όμως, η μνηστεία
αποτελούσε απλή κοινωνική δέσμευση.
Στις πρώιμες περιόδους, η σύζυγος περιερχόταν υπό την εξουσία του συζύγου, συνάπτοντας αυστηρό γάμο
(cum manu, κυριολεκτικά: υπό την χείρα-manus του συζύγου της), φεύγοντας από την εξουσία του πατέρα
της και λαμβάνοντας θέση υπεξούσιας του συζύγου της. Από τον 1ο π.Χ. αιώνα, όμως, είχε επικρατήσει στα
κοινωνικά ήθη της Ρώμης η χαλαρότερη μορφή γάμου, που δεν παρείχε στο σύζυγο εξουσία επί της συζύγου
ή περιουσιακά δικαιώματα επί της περιουσίας της. Για τους υπεξούσιους γιους και τις υπεξούσιες κόρες ήταν
αναγκαία η συναίνεση του πατέρα για τη σύναψη του γάμου. Ήταν σύνηθες, ιδίως μεταξύ των ανώτερων τάξε-
ων, οι γάμοι των τέκνων να κανονίζονται από τους πατεράδες, με κοινωνικά ή οικονομικά κριτήρια, όχι σπάνια
και με σκοπό τη σύναψη πολιτικών συμμαχιών.
Η τελετή του γάμου, που πραγματοποιούνταν σε ημερομηνία που επιλεγόταν ως ευοίωνη κατά τις θρησκευ-
τικές αντιλήψεις, περιείχε στοιχεία θρησκευτικά και κοινωνικά, όπως θυσίες και δεήσεις στους θεούς, ανταλλα-
γή δώρων, την πανηγυρική μετάβαση της νύφης από την πατρική οικία σε αυτή του συζύγου και τελετουργικά
λόγια («όπου εγώ θα είμαι ο Γάιος, εσύ θα είσαι η Γαΐα μου»). Τα στοιχεία αυτά περιέβαλλαν με συμβολισμούς
και δημοσιότητα την επιθυμία των συζύγων για έγγαμη συμβίωση, χωρίς όμως να αποτελούν συστατικό τύπο
του γάμου.

7.3.2 Η νομοθεσία του Αυγούστου για τον γάμο


Ο Αύγουστος, σε μια προσπάθεια τόνωσης των γεννήσεων και εξυγίανσης των πατροπαράδοτων ρωμαϊκών
ηθών (mores maiorum), μετά από τη γενικότερη χαλάρωση που έφερε η εισροή μεγάλου πλούτου στη Ρώμη σε
συνέχεια των κατακτήσεων, θέσπισε σειρά νόμων (Leges Juliae) που ρύθμισαν το κατεξοχήν πεδίο της ιδιωτι-
κής βούλησης, τις οικογενειακές σχέσεις. Ο γάμος κατέστη κατ’ ουσία υποχρεωτικός για όλους τους Ρωμαίους
πολίτες, για τους άνδρες μεταξύ των 25 και 59 ετών και για τις γυναίκες μεταξύ των 20 και 49 ετών. Η σύναψη
νέου γάμου κατέστη επίσης υποχρεωτική σε περίπτωση διαζυγίου ή χηρείας. Ειδικώς για τις χήρες, η υποχρέω-
ση σύναψης νέου γάμου ίσχυε μετά την πάροδο του λεγόμενου πένθιμου ενιαυτού, μίας περιόδου δέκα μηνών
από τον θάνατο του συζύγου τους, κατά την οποία έπρεπε μία χήρα να παραμείνει άγαμη σε ένδειξη τιμής προς
το πρόσωπό του, αλλά και για να μην υφίσταται θέμα συγχύσεως κληρονόμων σε περίπτωση εγκυμοσύνης
της. Τέθηκαν, επίσης, περιορισμοί στα κληρονομικά δικαιώματα των αγάμων και τους επιβλήθηκε βαρύτερη
φορολογία.
Επίσης επί Αυγούστου, οι σεξουαλικές σχέσεις με άγαμη παρθένο και η μοιχεία με έγγαμη γυναίκα κατέ-
στησαν ποινικό αδίκημα που μπορούσε να καταγγείλει, εκτός από τον πατέρα και το σύζυγο, κάθε πολίτης. Οι
μοιχοί καταδικάζονται σε εξορία σε διαφορετικά νησιά, και μέρος της περιουσίας τους κατάσχεται. Ο πατέρας
μπορούσε να σκοτώσει τους μοιχούς ατιμωρητί, ο σύζυγος τον μοιχό υπό προϋποθέσεις, αν και παρόμοιοι φό-
νοι σπάνια καταγράφονται στις πηγές. Ο σύζυγος έπρεπε όμως να χωρίσει απαραιτήτως τη μοιχευόμενη σύζυγό
του, η οποία απαγορευόταν να ξαναπαντρευτεί. Θέτοντας το παράδειγμα, ο Αύγουστος θα εφαρμόσει το νόμο
του, εξορίζοντας τόσο την κόρη του Ιουλία, που διεξάγει ακόλαστο βίο, σε ερημικό νησί, όσο και την εγγονή
του, Ιουλία τη νεότερη.

7.3.3. Λύση του γάμου


Ο γάμος λυνόταν ακουσίως με τον θάνατο οιουδήποτε εκ των συζύγων. Μεταξύ ζώντων, όταν η γαμική διάθε-
ση εξέλιπε στο πρόσωπο οιουδήποτε από τους συζύγους, ο γάμος λυνόταν ελεύθερα, αν και τουλάχιστον κατά
την προκλασική περίοδο, η διάλυση του γάμου για επιπόλαιο λόγο προσέκρουε στην κοινωνική αποδοκιμασία

116
και τον έλεγχο των ηθών που ασκούσαν οι τιμητές. Το διαζύγιο (divortium) στον χαλαρό γάμο, δεν απαιτούσε
κάποια τυπική πράξη και η λύση του γάμου εκδηλώνονταν απλώς με τη διάρρηξη της έγγαμης συμβίωσης, που
μπορούσε να γίνει κοινή συναινέσει ή μονομερώς (repudium). Όπως ο γάμος καταρτιζόταν με τη συναίνεση
των συζύγων και μόνον, έτσι λυνόταν αυτομάτως, όταν η συναίνεση αυτή εξέλιπε κατά τρόπο μόνιμο, είτε στο
πρόσωπο και των δύο συζύγων είτε του ενός. Ήταν συνηθισμένο, όμως, η απόφαση λύσεως του γάμου να λαμ-
βάνεται μετά από σύγκλιση του οικογενειακού συμβουλίου.
Ανασταλτικό παράγοντα για τα διαζύγια αποτελούσε η υποχρέωση του συζύγου να επιστρέψει την προίκα
στη σύζυγο (βλ. παρακάτω) και το δικαίωμα του συζύγου να παρακρατήσει ένα μέρος της προίκας για κάθε
τέκνο. Σε περίπτωση διαζυγίου, τα παιδιά παρέμεναν πάντα υπό την εξουσία και στο σπίτι του πατέρα τους.
Λόγω της συχνότητας των διαζυγίων και της υψηλής θνησιμότητας, η σύναψη διαδοχικών γάμων ήταν συνήθης
(δεν υπήρχε αριθμητικός περιορισμός), με τους περισσότερους Ρωμαίους να έχουν παντρευτεί δύο φορές κατά
τη διάρκεια της ζωής τους, όπως συνηθισμένη ήταν και η απόκτηση παιδιών από περισσότερους γάμους.

7.4. Παλλακεία
Αν ο άνδρας δεν επιθυμούσε να αναγνωρίσει τη σύντροφό του ως νόμιμη σύζυγο ή υφίστατο νομικό κώλυμα
σύναψης γάμου (όπως στην περίπτωση των λεγεωνάριων κατά τη διάρκεια της θητείας τους), η σχέση, ακόμα
και αν ήταν μόνιμη, αποκαλούνταν παλλακεία. Τα παιδιά, που γεννιόντουσαν από αυτήν, δεν θεωρούνταν γνή-
σια τέκνα και είχαν περιορισμένα κληρονομικά δικαιώματα. Για τον λόγο αυτό, ενίοτε, μετά από έναν πρώτο
γάμο, οι άνδρες, αν είχαν ήδη αποκτήσει παιδιά, επέλεγαν να συνάψουν σχέση παλλακείας ώστε να μην περιο-
ριστούν τα κληρονομικά δικαιώματα των παιδιών από τον πρώτο τους γάμο, από παιδιά που θα αποκτούσαν τυ-
χόν στη συνέχεια. Η σχέση παλλακείας, αν και δεν θεωρούνταν κοινωνικά ισότιμη με το γάμο, δεν θεωρούνταν
όμως και υποτιμητική για την παλλακίδα και συχνά αναφέρεται σε επιτύμβια μνημεία γυναικών. Κανονικά, δεν
επιτρεπόταν η ταυτόχρονη διατήρηση νόμιμης συζύγου και παλλακίδας, αν και στην πράξη αυτό συνέβαινε.

7.5. Προίκα και οικονομικές σχέσεις συζύγων


Η προίκα (dos) συνίστατο σε περιουσιακά στοιχεία που έφερνε η σύζυγος στον γάμο, προκειμένου να συμβάλ-
λει στα βάρη του. Η προίκα μεταβιβαζόταν κατά κυριότητα στον σύζυγο, είτε από τον πατέρα, είτε από την
ίδια τη σύζυγο, κατά τη σύναψη του γάμου, με διάφορους τύπους δικαιοπραξιών. Μπορούσε να περιλαμβάνει
ακίνητα, δούλους, χρήματα, κινητά και κοσμήματα. Αρχικά, όταν τα διαζύγια ήταν σπάνια, η προίκα αποτε-
λούσε τη συνεισφορά της οικογένειας της συζύγου στα οικονομικά βάρη του νέου σπιτιού. Αργότερα, όταν τα
διαζύγια πολλαπλασιάστηκαν, λειτουργούσε και ως οικονομική εξασφάλιση της συζύγου σε περίπτωση λύσης
του γάμου. Δεν ήταν νομικά υποχρεωτική αλλά επιβεβλημένη από τα κοινωνικά ήθη. Μεταξύ μελών των ανώ-
τερων τάξεων θεωρούνταν στοιχείο κοινωνικής αίγλης και μέσο διατήρησης του status των συζύγων, κατά τη
συνένωση δύο οικογενειών δια του γάμου των παιδιών τους.
Η τύχη της προίκας μετά τη λύση του γάμου ήταν συνάρτηση του τρόπου σύστασής της: ήταν σημαντικό
να ρυθμίζεται η επιστροφή της, τόσο λόγω της οικονομικής αξίας της για την οικογένεια της γυναίκας όσο και
επειδή αύξανε τις πιθανότητές της να ξαναπαντρευτεί. Σε περίπτωση λύσης του γάμου, η σύζυγος μπορούσε να
διεκδικήσει με αγωγή την επιστροφή της προίκας από τον σύζυγο, ο οποίος είχε με τη σειρά του δικαίωμα να
παρακρατήσει ορισμένα ποσοστά της αξίας της για συγκεκριμένους λόγους, ιδίως αν η λύση του γάμου οφειλό-
ταν σε παράπτωμα της συζύγου. Είχαν επίσης τεθεί περιορισμοί στο δικαίωμα διάθεσης περιουσιακών στοιχεί-
ων της προίκας από τον σύζυγο, διαρκούντος του γάμου, ιδίως των ακινήτων της προίκας. Η διάθεση αυτών δεν
μπορούσε να γίνει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου. Στον χαλαρό γάμο, πέρα από την προίκα, ο σύζυγος
δεν αποκτούσε δικαιώματα στη λοιπή περιουσία της συζύγου του. Αμφότεροι διατηρούσαν την περιουσιακή
αυτοτέλειά τους, δηλαδή ο καθένας χωριστά την περιουσία, που είχε προ του γάμου και όποια τυχόν αποκτούσε
μετά. Αντιθέτως, στον αυστηρό γάμο (cum manu) ό,τι περιουσία αποκτούσε η σύζυγος περιερχόταν στο σύζυγό
της, καθώς υπείχε θέση υπεξουσίας του (από περιουσιακής πλευράς, αντίστοιχη με αυτή της κόρης).
Νόμος απαγόρευε στη Ρώμη τις χρηματικές δωρεές μεταξύ συζύγων, προκειμένου οι σχέσεις στοργής να
μην αποτελούν αφορμή οικονομικής εκμετάλλευσης αλλά και για λόγους διασφάλισης της περιουσίας των
γυναικών, τις οποίες δικαιούνταν να κληρονομήσουν πρωτίστως οι εξ αίματος άρρενες συγγενείς τους. Συγκλη-
τικό δόγμα απαγόρευσε, επίσης, στις γυναίκες να εγγυώνται δάνεια των συζύγων τους, προκειμένου να προστα-

117
τευθούν από τυχόν αλόγιστες δραστηριότητες αυτών. Επί Δεσποτείας εμφανίζεται ο θεσμός της προγαμιαίας
δωρεάς του άνδρα προς τη γυναίκα (donatio propter nuptias) επί σκοπώ γάμου, που επί Ιουστινιανού πρέπει να
είναι ισόποση σε αξία με την προίκα, προς αμοιβαία εξασφάλιση των συζύγων.

7.6. Επιτροπεία ανήβων και γυναικών


Τα ορφανά ανήλικα παιδιά τελούσαν υπό επιτροπεία του πλησιέστερου άρρενα συγγενή από την πατρική πλευ-
ρά (tutela legitima). Ο επίτροπος (tutor) είχε ως κύριο καθήκον τη φροντίδα του προσώπου τους και τη διασφά-
λιση της περιουσίας τους. Ο επίτροπος μπορούσε να οριστεί με τη διαθήκη του πατέρα (tutela testamentaria)
ή να οριστεί με απόφαση αξιωματούχου. Γυναίκα, ούτε καν η ίδια η μητέρα, δεν μπορούσε να αναλάβει τον
ρόλο αυτό. Χωρίς τη συναίνεση του επιτρόπου, ο ανήλικος δεν μπορούσε να συνάψει δικαιοπραξίες επαχθείς
για την περιουσία του. Η νόμιμη επιτροπεία διαρκούσε μέχρι την ηλικία των 14 ετών για τα αγόρια και των 12
ετών για τα κορίτσια, από την οποία και μετά, έχοντας τη δυνατότητα πλέον να παντρευτούν και να κάνουν δικά
τους παιδιά, μπορούσαν τύποις να αναλάβουν και τη διαχείριση της περιουσίας τους. Καθώς, όμως, λόγω της
απειρίας των εφήβων, καραδοκούσαν κίνδυνοι για την περιουσία τους, ήδη τον 2ο π.Χ. αιώνα θεσπίσθηκαν με
νόμο κυρώσεις κατά όσων εκμεταλλεύονταν την απειρία των νέων κάτω των 25 ετών. Χάρη στην παρέμβαση
των πραιτόρων, θεσπίστηκαν ένδικα μέσα για την προστασία των νέων από επιβλαβείς για την περιουσία τους
συναλλαγές.
Αντιστοίχως, οι γυναίκες, ακόμα και όταν ήταν ενήλικες, αν ήταν ανύπαντρες ή ορφανές από πατέρα, τε-
λούσαν υπό την μόνιμη επιτροπεία του πλησιέστερου άρρενα συγγενή τους. Ο επίτροπος έπρεπε να παρίσταται
και εγκρίνει κάθε δικαιοπραξία τους, ονομαζόμενος, ιδίως στις ελληνόφωνες περιοχές της Αυτοκρατορίας, ως
ο κύριός τους. Ως δικαιολογητικός λόγος αυτής της οιονεί μόνιμης ανηλικότητας των γυναικών, ορισμένοι
Ρωμαίοι νομικοί αναφέρουν το «ασθενές» του γυναικείου φύλου (infirmitas sexus), αν και ο νομομαθής Γάιος
κατακρίνει τη δικαιολογία αυτή. Ο Αύγουστος, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του οικογενειακού δικαίου με
στόχο την ενίσχυση των γεννήσεων, χορήγησε στις πολύτεκνες, μητέρες τουλάχιστον τριών τέκνων, το προνό-
μιο της χειραφεσίας από την επιτροπεία των ανδρών συγγενών και της ελεύθερης διαχείρισης της περιουσίας
τους. Το προνόμιο αυτό επικαλούνται με υπερηφάνεια γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων σε επιγραφές και
παπύρους.

7.7. Κληρονομικό δίκαιο


Οι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου απασχόλησαν έντονα τους Ρωμαίους νομικούς, καθώς η κληρονομική
διαδοχή αποτελούσε βασικό τρόπο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων αλλά και χρεών. Το ένα τέταρτο πε-
ρίπου των διατάξεων του Πανδέκτη του Ιουστινιανού (βλ. παραπάνω 5.5.4.3), είναι αφιερωμένο σε ζητήματα
κληρονομικού δικαίου. Η περιουσία κάποιου μπορούσε να κληρονομηθεί είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου,
όταν ο κληρονομούμενος είχε αποβιώσει χωρίς να αφήσει διαθήκη ή αν αυτή ήταν άκυρη. Βασικός σκοπός
της διαθήκης ήταν ο ορισμός κληρονόμου (heres), ο οποίος θα υπεισέρχονταν στη θέση του κληρονομούμε-
νου από νομική άποψη (καθολική κληρονομική διαδοχή), συνεχίζοντας επίσης τα θρησκευτικά καθήκοντα
της οικογένειας (sacra), εκτελώντας τις επιθυμίες που είχε διατυπώσει ο νεκρός, φροντίζοντας τον τάφο του,
πληρώνοντας τα χρέη του και ενεργώντας ως ο γενικός κληρονόμος του. Ιδίως οι εύποροι Ρωμαίοι συνήθιζαν
να συντάσσουν διαθήκες, καθώς η ρύθμιση της τύχης της οικογενειακής περιουσίας μετά θάνατον θεωρούνταν
μέρος των υποχρεώσεων του επιμελούς paterfamilias. Οι αριστοκράτες συνήθιζαν, επίσης, να αφήνουν με τις
διαθήκες τους, χρηματικά ποσά σε φίλους, σε ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης για υπηρεσίες, που τους είχαν
παράσχει εν ζωή, ή σε πρόσωπα με επιρροή, όπως πολιτικούς ή στρατηγούς (π.χ. ο Αύγουστος έγινε αποδέκτης
μεγάλου αριθμού κληροδοσιών), καλλιεργώντας έτσι και μετά θάνατον τις διασυνδέσεις της οικογένειας. Η
διαθήκη αποτελούσε, επιπροσθέτως, μέσο για την άσκηση κριτικής σε οικείους και μη, για τον έλεγχο μελών
της οικογένειας μέσω της αποκλήρωσης και για την περιγραφή των επιτευγμάτων του αποθανόντος (όπως η
σωζόμενη σε επιγραφή μακροσκελής διαθήκη του Αυγούστου).
Η διαθήκη έπρεπε απαραιτήτως να περιλαμβάνει τον ορισμό κληρονόμου. Μπορούσε να περιλαμβάνει και
άλλες διατάξεις τελευταίας βούλησης, όπως το να ορίζει κάποια υποχρέωση στον κληρονόμο να δώσει κάποια
παροχή σε τρίτο (κληροδότημα ή καταπίστευμα), το να προβλέπει τον ορισμό επιτρόπου για τα ανήλικα τέκνα,
την απελευθέρωση δούλων, κ.ά. Λεπτομερείς κανόνες όριζαν τα πρόσωπα που δικαιούνταν να συντάξουν δι-

118
αθήκη, τον τύπο των διαθηκών, τον τρόπο σύνταξης, τις προϋποθέσεις κύρους και απόδειξης της γνησιότητάς
τους (με μάρτυρες που παρίσταντο κατά τη σύνταξή τους και έθεταν τις σφραγίδες τους στο έγγραφο) και τη
διαδικασία ανοίγματος της διαθήκης, η οποία ενδιέφερε και το κράτος, που εισέπραττε φόρο επί της κληρονο-
μίας. Τόσο το ζήτημα του κύρους των διαθηκών (οι πλαστογραφίες ήταν συχνό φαινόμενο) όσο και το ζήτημα
της ερμηνείας της αληθινής βούλησης του διαθέτη και οι διεκδικήσεις ή αμφισβητήσεις του κληρονομικού
δικαιώματος μεταξύ των κληρονόμων, αποτελούσαν συνηθέστατη αφορμή για δικαστικές διενέξεις.
Η κληρονομική διαδοχή κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο (ius civile) ονομάζεται hereditas. Bασίζεται στη διάκριση
των μορφών συγγένειας σε adgnatio και cognatio. Η adgnatio ήταν η εξ αρρενογονίας συγγένεια, δηλαδή το
σύνολο των συγγενών μέσω της ανδρικής γραμμής της οικογένειας. Π.χ. ένας άνδρας συνδέεται με adgnatio με
την αδελφή του, όχι όμως με τα παιδιά της (τα ανίψια του), που υπάγονται στην potestas του πατέρα τους. (Το
παλαιότερο σύστημα επωνύμων του σύγχρονου ελληνικού δικαίου, όταν τα παιδιά έπαιρναν υποχρεωτικά το
επώνυμο του πατέρα τους, επιτρέπει να αντιληφθούμε κατ’ αναλογία το σύστημα της adgnatio, στην οποία θα
ανήκαν όλοι οι συγγενείς μίας οικογένειας με το ίδιο επώνυμο). Η cognatio, από την άλλη, υποδηλώνει την εξ
αίματος συγγένεια, είτε με τη μορφή της adgnatio είτε όχι.

Εικόνα 7.7. Laudatio Turiae: Ρωμαϊκή επιγραφή του 1ου αι. π.Χ. αφιερωμένη στη μνήμη της Turia, από τον σύζυγό της, με
εκτενή έπαινο για τον υποδειγματικό χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της ως συζύγου του, όσο ήταν εν ζωή. Πηγή: https://
commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, οι κληρονόμοι καλούνται στην κληρονομία κατά σειρά τάξεων
που ορίζονται από τον νόμο, κάθε μία εκ των οποίων αποκλείει την επόμενη. Πρώτα καλούνται τα πρόσωπα,
που τελούσαν υπό την εξουσία του κληρονομουμένου (οι λεγόμενοι sui, στους οποίους περιλαμβάνεται και
η σύζυγος, μόνον αν είχε τελέσει αυστηρό γάμο, οπότε είχε υπαχθεί στην εξουσία του συζύγου της) (εικόνα
7.7). Αν αυτά δεν υπάρχουν, η κληρονομία περνά στους πλησιέστερους συγγενείς με δεσμούς adgnatio. Αν δεν
υπάρχουν ούτε τα πρόσωπα αυτά, στους αρχαϊκούς χρόνους η κληρονομία περνά στο γένος (gens) του αποβιώ-
σαντος, ενώ αργότερα θεωρείται αδέσποτη.
Το αυστηρό κληρονομικό σύστημα του ius civile απέκλειε τα πρόσωπα με συγγενικό δεσμό cognatio, όπως
και τέκνα, που είχαν χειραφετηθεί και δεν υπάγονταν πλέον στην πατρική εξουσία, από το δικαίωμα κληρονο-
μίας. Χάρη στις παρεμβάσεις των πραιτόρων, κατέστη δυνατό τα πρόσωπα αυτά (αν δεν υπήρχαν κληρονόμοι
adgnati), δηλαδή οι πλησιέστεροι λοιποί συγγενείς και ο επιζών σύζυγος, ύστερα από αίτησή τους, να λάβουν
στην νομή τους την κληρονομία (bonorum possessio). Με τον τρόπο αυτό, «διορθώνοντας» την αυστηρότητα
του ius civile (βλ. και 6.1.1.1), οι πραίτορες επέτρεψαν σε πρόσωπα της οικογένειας να καταστούν πραγματικοί

119
κληρονόμοι, δημιουργώντας ένα παράλληλο σύστημα κληρονομικής διαδοχής σε τάξεις. Οι πραίτορες παρεί-
χαν επίσης, με ένδικο βοήθημα, προστασία σε πρόσωπα που είχαν αδίκως αποκλεισθεί από τη διαθήκη του
κληρονομουμένου.
Ο κληρονόμος (heres) θεωρείται καθολικός διάδοχος του κληρονομούμενου, υπεισέρχεται δηλαδή σε όλα
τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις του, κληρονομώντας και τα τυχόν χρέη της περιουσίας του. Οι κληρο-
νόμοι διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:
1. Sui heredes (νόμιμοι αναγκαίοι κληρονόμοι): τα υπεξούσια μέλη της οικογένειας του paterfamilias, που
με τον θάνατό του γίνονται αυτεξούσια. Αυτοί κληρονομούν αυτομάτως κατά τον θάνατο του κληρονο-
μούμενου, ακόμα και εάν δεν το επιθυμούν. Ο κληρονομούμενος πρέπει υποχρεωτικά να τους αναφέρει
όλους ονομαστικά στη διαθήκη του, έχει όμως το ελεύθερο να ορίσει άλλους ως κληρονόμους, φθάνει να
τους αποκληρώσει ρητά και ονομαστικά. Αν ο διαθέτης απλώς και μόνον παρέλειπε να αναφέρει κάποιον
από τους sui στη διαθήκη του, αυτή κηρυσσόταν άκυρη. Με νόμο (Lex Falcidia) ορίστηκε ότι το ¼ της
περιουσίας του κληρονομουμένου έπρεπε να δεσμευθεί υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων (sui). Με τον
θεσμό της νόμιμης μοίρας αναγνωρίζεται στους στενότερους συγγενείς (αρχικά τους κατιόντες και ανιό-
ντες του διαθέτη, αργότερα και τους ομοπάτριους αδελφούς) δικαίωμα σε ελάχιστο ποσοστό της κληρο-
νομίας του αποβιώσαντος. Από τους πραίτορες χορηγήθηκε προοδευτικά η δυνατότητα στα πρόσωπα της
κατηγορίας αυτής να αποποιηθούν την κληρονομία, αν αυτή συνίστατο κυρίως σε χρέη.
2. Extranei heredes (εξωτικοί κληρονόμοι): άτομα εκτός της οικογένειας, που μπορούσαν να ορισθούν
κληρονόμοι με διαθήκη ή να κληρονομήσουν κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής δι-
αδοχής. Δεν κληρονομούν αυτομάτως αλλά πρέπει να εκδηλώσουν τη σχετική πρόθεση αποδοχής της
κληρονομίας.
3. Necessarii heredes (αναγκαίοι κληρονόμοι): Σε περίπτωση που ο διαθέτης βαρύνονταν κυρίως με χρέη
(damnosa hereditas), μπορούσε να απελευθερώσει με τη διαθήκη του έναν δούλο και να τον καταστήσει
κληρονόμο του, ο οποίος κληρονομούσε αναγκαστικά τα χρέη, φέροντας το σχετικό κοινωνικό στίγμα,
αν και δεν ευθυνόταν προσωπικά για την αποπληρωμή τους πέραν του ενεργητικού της κληρονομίας.

7.8. Δίκαιο των πραγμάτων


Στην τριμερή διάκριση του δικαίου, κατά το Γάιο, το ένα μέρος είναι αφιερωμένο στο δίκαιο των πραγμάτων
(res). Μεταξύ των πραγμάτων νοούνται τόσο όσα αποτελούνται από ύλη, κινητά και ακίνητα, όσο και τα άυλα
αγαθά, εφόσον έχουν οικονομική αξία, όπως είναι οι απαιτήσεις. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο των πραγμάτων περιλαμ-
βάνει στοιχεία εμπράγματου δικαίου, ενοχικού και κληρονομικού, αφορά δηλαδή τις πάσης φύσεως σχέσεις
των ανθρώπων με τα πράγματα.
Το αρχαϊκό Ρωμαϊκό Δίκαιο των συμβάσεων διακρίνεται από τυπικότητα. Ορισμένες δικαιοπραξίες, ιδίως
για τη μεταβίβαση της κυριότητας, προκειμένου να παραγάγουν δεσμευτικά αποτελέσματα, απαιτούν την τή-
ρηση τύπου, που συνίσταται στην εκφώνηση ορισμένων δημόσιων πανηγυρικών λόγων ή την τέλεση πράξεων
ενώπιον μαρτύρων. Η τυπικότητα αυτή καθιστούσε σαφή και αδιαμφισβήτητη τη δήλωση βούλησης των μερών
και πανηγυρική τη δέσμευσή τους.
Αρχικά, η μεταβίβαση κυριότητας μπορούσε να γίνει με την mancipatio, που αποτελούσε μία εικονική πώ-
ληση. Γινόταν παρουσία μαρτύρων και ενός άνδρα που κρατούσε ζυγό, τον οποίο ο αγοραστής ακουμπούσε
με ένα κομμάτι χαλκού (σύμβολο τιμήματος προ-χρηματικής οικονομίας), εκφωνώντας ορισμένα λόγια. Το
ίδιο τελετουργικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για άλλες δικαιοπραξίες πανηγυρικού χαρακτήρα, όπως
η χειραφεσία (βλ. ανωτέρω) ή η σύνταξη διαθήκης. Ένας άλλος τρόπος μεταβίβασης της κυριότητας ήταν η
in iure cessio. Αποτελούσε μία εικονική δίκη, στην οποία ο αποκτών εμφανιζόταν ενώπιον του πραίτορα σαν
να διεκδικούσε το πράγμα. Ο μεταβιβάζων συμφωνούσε ή δεν εναντιωνόταν στο αίτημά του και το πράγμα
επιδικαζόταν στον αποκτώντα. Μόνο με τους δύο ως άνω τρόπους μπορούσαν αρχικά να μεταβιβασθούν μία
κατηγορία πραγμάτων που ονομάζονταν res mancipi (περιλάμβανε κυρίως τα ακίνητα επί ιταλικού εδάφους,
τους δούλους, τα υποζύγια, με άλλα λόγια, τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία σε μία αγροτική κοινωνία).
Ο αυστηρός, όμως, αυτός τύπος, όσο η οικονομική ζωή εξελισσόταν και γινόταν πιο περίπλοκη, ήταν συχνά
δύσκολο να τηρηθεί. Προοδευτικά, το δίκαιο των συμβάσεων προσαρμόστηκε στις ανάγκες των συναλλαγών,
δημιουργώντας συμβατικές δεσμεύσεις με μόνη τη συναίνεση των μερών. Ο απλούστερος τρόπος που επικρά-
τησε εντέλει στις συναλλαγές ήταν η απλή παράδοση (traditio) του πράγματος μεταξύ δύο προσώπων, δηλαδή
μία φυσική πράξη μεταβίβασης του πράγματος από τον ένα στον άλλο, που υποκρύπτει όμως μία νόμιμη αιτία

120
(iusta causa), δηλαδή την ειδικότερη συμφωνία που αποτελεί τον λόγο της μεταβίβασης, όπως π.χ. μία συμφω-
νία πώλησης.
Οι Ρωμαίοι νομικοί δεν διαμόρφωσαν μία αφηρημένη έννοια «σύμβασης», αλλά επιμέρους είδη συμβάσεων
(όπως η πώληση, η μίσθωση, το δάνειο, η παρακαταθήκη, κ.ά.), καθώς και «ευέλικτες» κατηγορίες συμβάσεων,
στις οποίες μπορούσε να υπαχθεί ένας ανεξάντλητος αριθμός συναλλαγών. Εξαιρετικά σημαντική συνεισφορά
των Ρωμαίων νομικών στο δίκαιο των συμβάσεων αποτέλεσε η ανάπτυξη της έννοιας της καλής πίστης (bona
fides) ως θεμέλιου των συναλλαγών. Η καλή πίστη –ας μην λησμονούμε ότι οι Ρωμαίοι λάτρευαν και ως θεά
την πίστη (Fides)–, γινόταν αντιληπτή ως η υποχρέωση να τηρεί κανείς το λόγο του, χωρίς να προσπαθεί να
ξεγελάσει τον αντισυμβαλλόμενο. Η λήψη υπόψη της καλής πίστης υιοθετήθηκε από τους πραίτορες κατά τη
σύνταξη της formula, της έγγραφης οδηγίας προς το δικαστή (βλ. 6.1.1.2). Ο πραίτορας μπορούσε να περιλάβει
στη formula την εντολή προς το δικαστή να λάβει υπόψη του, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατι-
κών, και την ύπαρξη ή μη καλής πίστης (bona fides) των μερών κατά τη συναλλαγή, για την οποία καλούνταν
να κρίνει. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μία κατηγορία συμβάσεων, όπως η αγοραπωλησία, η μίσθωση, η
εταιρεία και η εντολή –από τις σημαντικότερες της οικονομικής ζωής–, που μπορούσαν να συναφθούν απλώς
και μόνο με τη συναίνεση των μερών, ανεξαρτήτως της τήρησης κάποιου τύπου. Από τους Ρωμαίους νομικούς
διαμορφώθηκε, επίσης, ως στοιχείο του δικαίου των συναλλαγών η αντίθετη έννοια, αυτή του δόλου (dolus) ή
κακής πίστης, καθώς και αυτή της culpa (αμέλειας). Οι Ρωμαίοι δημιούργησαν, τέλος, την έννοια της diligentia
(επιμέλειας), που πρέπει να επιδεικνύει κάποιος στις συναλλαγές, θέτοντας ως μέτρο επιμελούς συμπεριφοράς
αυτή του συνετού οικογενειάρχη (bonus paterfamilias). Είναι προφανής η επίδραση αυτών των εννοιών και
των κατηγοριών του Ρωμαϊκού Δικαίου στα σύγχρονα αγγλοσαξωνικά και ηπειρωτικο-ευρωπαϊκά δίκαια (στα
οποία ανήκει, βέβαια, και το Ελληνικό Δίκαιο), κάτι που καταδεικνύει την καίρια συμβολή του στη διαμόρφω-
ση του σύγχρονου νομικού πολιτισμού (τουλάχιστον) του λεγόμενου Δυτικού Κόσμου.

Βιβλιογραφία/Αναφορές
Berger, Adolf (1953). Encyclopedic Dictionary of Roman Law. Philadelphia.
Borkowski, Andrew & Du Plessis, Paul, (1994). Textbook on Roman Law. Oxford.
Hunter, William-Alexander (1885). A Systematic and Historical Exposition of Roman Law in the Order of a
Code. London.
Humbert, Michel (2012). Πολιτικοί και Κοινωνικοί Θεσμοί της Αρχαιότητας. (ελλ. μετ. Ι. Τζαμτζής) Αθή-
να-Θεσσαλονίκη.
Nicholas, Barry (1962). An Introduction to Roman Law. Oxford.
Schulz, Fritz (1951). Classical Roman Law. Oxford.
Sherwin-White, Adrian-Nicholas (1980). The Roman Citizenship. Oxford.
Veyne, Paul & Aris, Philippe & Duby, Georges (Eds.); Brown, Peter & Patalgean, Evelyne & Rouche, Michel
& Thebert, Yvon & Veyne, Paul (2010). Ιστορία της ιδιωτικής ζωής από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο
τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. (ελλ. μετ. Β. Πατσογιάννης). Αθήνα.
Villers, Robert (1972). Rome et le droit privé. Paris.
Zimmermann, Reinhard (1996). The Law of Obligations: Roman Foundations of the Civilian Tradition.
Oxford.
Γκόφας, Δημήτριος, (2011). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα.
Νάκος, Γεώργιος (1991). Ιστορία ελληνικού και ρωμαϊκού δικαίου, Θεσσαλονίκη.
Πετρόπουλος, Γεώργιος (1963). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα.
Τρωιάνος, Σπυρίδων & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία δικαίου, Αθήνα.

121
Κεφάλαιο 8. Γένεση, διαμόρφωση και πηγές του Βυζαντινού Δικαίου

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό αναπτύσσονται οι παράγοντες που οδήγησαν στη διαμόρφωση του χαρακτηριζόμενου σήμερα
ως «βυζαντινού» δικαίου. Τα εισαγωγικά στη διατύπωση οφείλονται στο ότι η Αυτοκρατορία, μέσα στην οποία
το δίκαιο αυτό αναπτύχθηκε, ουδέποτε θεώρησε τον εαυτό της ως κάτι διαφορετικό από τη συνέχεια της Ρωμα-
ϊκής Αυτοκρατορίας και ο ηγεμόνας της χαρακτηριζόταν μέχρι την οριστική της κατάλυση το 1453 αυτοκράτωρ
Ρωμαίων, ενώ το κράτος και η κοινωνία είχαν δεχθεί επιδράσεις που είχαν σαφώς αλλοιώσει τη «ρωμαϊκή»
φυσιογνωμία της. Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν οι κυριότερες πηγές του δικαίου αυτού από τον 6ο μ.Χ. αιώνα
μέχρι το 1453.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές γνώσεις βυζαντινής ιστορίας καθώς και καλή γνώση των κεφαλαίων 4 και 5 του παρόντος εγχειριδίου.

8. Εισαγωγή
Ο όρος βυζαντινός αποτελεί δημιούργημα της επιστήμης των νεότερων χρόνων και συνδέεται με την πόλη του
Βυζαντίου, παλιά αποικία των Μεγαρέων, στη θέση της οποίας οικοδομήθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η επικρά-
τησή του δεν οφείλεται, πάντως, μόνο στην πρακτική ανάγκη για διάκριση της κατάστασης πριν και μετά τον
4ο μ.Χ. αιώνα, αλλά και στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι, παρά την επίκληση της –όποιας μορφής– συνέχειας,
η Αυτοκρατορία αποκτά σταδιακά μια καινούργια φυσιογνωμία. Η φυσιογνωμία αυτή διαγιγνώσκεται πολύ
καλά μέσα από την εξέλιξη της έννομης τάξης από «ρωμαϊκή» σε «βυζαντινή» –λόγω της επίδρασης διάφορων
παραγόντων– και τη μελέτη των πηγών του δικαίου κυρίως από τον 6ο αιώνα και μετά, όταν, για λόγους που θα
αποσαφηνιστούν στη συνέχεια, μπορεί να γίνει λόγος για τη δημιουργία Βυζαντινού Δικαίου (βλ. 8.1).
Για να αποκτήσει κανείς αντίληψη για τη λειτουργία ενός δικαίου, απαραίτητη είναι η γνώση των πηγών
του. Έτσι, στο δεύτερο τμήμα του κεφαλαίου θα παρουσιαστούν οι κυριότερες πηγές του Βυζαντινού Δικαίου
(βλ. 8.2). Σ’ αυτές ανήκει πρωτίστως τόσο η νομοθεσία (βλ. 8.2.1) όσο και έργα που δεν έχουν επίσημη προ-
έλευση αλλά αναπαράγουν νομοθετικές ρυθμίσεις (βλ. 8.2.2), καθώς και πηγές προερχόμενες από την πράξη
(βλ. 8.2.3.). Σύντομη αναφορά θα γίνει, ακόμη, στις διαγνωστικές πηγές, όπως π.χ. ιστορικά και φιλολογικά
έργα, νομίσματα σφραγίδες κ.λπ. και στη σημασία τους για τη μελέτη της Ιστορίας του Δικαίου (βλ. 8.2.4).
Πέρα από τα πολιτειακής και γενικότερα «κοσμικής» προέλευσης νομικά κείμενα στις πηγές του Βυζαντινού
Δικαίου ανήκουν και κείμενα εκκλησιαστικής προέλευσης, επίσημα ή ανεπίσημα, λόγω της επίδρασης του Χρι-
στιανισμού στη διαμόρφωσή του και των ιδιόμορφων σχέσεων της Πολιτείας με την Εκκλησία στο Βυζάντιο.
Λεπτομερής ανάπτυξη για τις πηγές αυτές του εκκλησιαστικού δικαίου δεν κρίθηκε αναγκαία στο πλαίσιο του
παρόντος εγχειριδίου. Παρ’ όλα αυτά, θα παρουσιαστούν σε σύντομη επισκόπηση, με στόχο την καλύτερη δυ-
νατή εποπτεία των εξελίξεων (βλ. 8.2.5).

8.1. Παράγοντες διαμόρφωσης ενός νέου δικαίου


Ως παράγοντες διαμόρφωσης του νέου δικαίου γίνονται δεκτοί:
1. το Ρωμαϊκό Δίκαιο, που αποτέλεσε τη βάση, πάνω στην οποία αυτό εξελίχθηκε,
2. η ελληνική νομική παράδοση, που υπήρχε από την ελληνιστική περίοδο στις ανατολικές επαρχίες της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και απέκτησε ιδιαίτερη σημασία μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και
τον ορισμό της ως πρωτεύουσας,
3. ο Χριστιανισμός, που σταδιακά μεταβλήθηκε σε επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας και επηρέασε το
δίκαιο της, καθώς και
4. η ελληνική γλώσσα, στην οποία αρχίζουν να δημοσιεύονται, από τον 5ο αιώνα και μετά, οι καινούργιοι
νόμοι, αλλά και να μεταγλωττίζονται οι παλαιοί, κυρίως μέσω της εκπαίδευσης των νομικών.

122
8.1.1. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Όπως αναφέρθηκε, η συνέχεια της ρωμαϊκής παράδοσης αποτέλεσε ουσιώδες στοιχείο της Αυτοκρατορίας μέ-
χρι την κατάλυσή της. Έτσι, η ισχύς του Ρωμαϊκού Δικαίου, στη μορφή που αυτό παραδινόταν από τον 4ο αιώνα
και μετά, όχι μόνον δεν αμφισβητήθηκε στη θεωρία, αλλά επιβεβαιώθηκε και στην πράξη. Το πολίτευμα της
Δεσποτείας είχε, άλλωστε, εγκατασταθεί ήδη από τον 3ο μ.Χ. αιώνα και είχε ενισχύσει σημαντικά τις εξουσίες
αυτοκράτορα, που αποτέλεσε στο εξής τον μοναδικό φορέα νομοθετικής εξουσίας (βλ. 4.4 και 5.5.4). Ακόμη,
από τον 3ο μέχρι τον 5ο αιώνα χρονολογούνται οι πρώτες κωδικοποιήσεις των νόμων, καθώς και οι πρώτες προ-
σπάθειες για διατήρηση των έργων των κλασικών Ρωμαίων νομικών (βλ. 5.5.4, 5.5.4.1), που καταλήγουν τον
6ο αιώνα στη μεγάλη κωδικοποίηση των νόμων και του ius από τον Ιουστινιανό (βλ. 5.5.4.2, 5.5.4.3). Η ιουστι-
νιάνεια κωδικοποίηση, που δικαίως θεωρείται ως η τελευταία φάση εξέλιξης του Ρωμαϊκού Δικαίου, αποτέλεσε
συγχρόνως και βασικό θεμέλιο για το μεταγενέστερο δίκαιο, ενώ η παρουσία της, σε πλήρως εξελληνισμένη
και αρκετά «εκσυγχρονισμένη» μορφή, διαπιστώνεται μέχρι τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες. Υπήρξαν,
άλλωστε, θεσμοί αλλά και κλάδοι του δικαίου, για τους οποίους ρωμαϊκές διατάξεις διατηρήθηκαν σε ισχύ,
ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο. Έτσι, για παράδειγμα, κατά τη διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων ίσχυε,
κατά βάση, η γενικευμένη από τον 3ο αιώνα έκτακτη διαδικασία (cognitio extraordinaria ή extra ordinem, βλ.
6.1.2), το ενοχικό και εμπράγματο δίκαιο ελάχιστα διαφοροποιήθηκαν από το ρωμαϊκό, ενώ τα ηλικιακά όρια
για τη δικαιοπρακτική ικανότητα και την τέλεση γάμου (βλ. 7.3, 9.2.1, 9.2.5) παρέμειναν σταθερά.

8.1.2. Η ελληνιστική παράδοση


Η αρχή της προσωπικότητας του δικαίου, που ίσχυε στους αυτοκρατορικούς χρόνους, έχασε τη σημασία της
μετά το 212 μ.Χ., όταν η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη απονεμήθηκε στη συντριπτική πλειονότητα των κα-
τοίκων της Αυτοκρατορίας (βλ. 5.4.1 και 7.1.5). Έτσι, όλες οι προσωπικές σχέσεις διέπονταν πλέον κατ’ αρ-
χήν από το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Η μακραίωνη, όμως, εφαρμογή τοπικών δικαϊκών πρακτικών, κυρίως ελληνικής
προέλευσης, οδήγησε αφενός μεν στην διατήρησή τους, με τη μορφή ακόμη και «παρανόμων» εθίμων (βλ.
5.5.1), αφετέρου δε στην απορρόφηση κάποιων από αυτές στο γραπτό δίκαιο. Το τελευταίο αυτό φαινόμενο
εμφανίζεται εντονότερα, όταν η Αυτοκρατορία είχε πλέον περιοριστεί στις παλιές ανατολικές περιοχές της και
οι νόμοι απευθύνονταν κατά κύριο λόγο σε πληθυσμούς με ελληνιστική νομική παράδοση. Ιδιαίτερη επίδραση
της τελευταίας αυτής παράδοσης διαπιστώνεται:
• στο οικογενειακό δίκαιο, όσον αφορά τις σχέσεις γονέων και τέκνων (βλ. 9.2.4),
• στο κληρονομικό δίκαιο, σχετικά με τις κληρονομικές συμβάσεις (βλ. 9.2.6.1),
• στο ενοχικό δίκαιο, ως προς την επικράτηση του εγγράφου τύπου στις δικαιοπραξίες (βλ. 8.2.31),
• καθώς και στο εμπράγματο δίκαιο, με την ένταξη του, κατά πάσα πιθανότητα ελληνιστικής προέλευ-
σης, θεσμού της προτίμησης στη βυζαντινή έννομη τάξη μετά τον 10ο αιώνα (βλ. 9.2.7).

8.1.3. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η ανάδειξή της σε πρωτεύουσα

Εικόνα 8.1. Ψηφιδωτή παράσταση από τον εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας. Παρουσιάζει από τη μία πλευρά τον Μεγάλο
Κωνσταντίνο να προσφέρει στην ένθρονη Παναγία ομοίωμα της Κωνσταντινούπολης και απο την άλλη τον Ιουστινιανό να
της προσφέρει ομοίωμα της Αγίας του Θεού Σοφίας (τέλη 10ου αιώνα). Πηγή: https://commons.wikimedia.org (άδεια CC0
1.0, δικαιούχος: Myrabella), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

123
Ήδη από έτος 284 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός διέγνωσε τα προβλήματα που προκαλούσε η διοίκηση
του κράτους από τη Ρώμη και εισήγαγε το σύστημα της τετραρχίας (βλ. 4.4). Το σύστημα αυτό, πέρα από το ότι
μάλλον ενίσχυσε παρά περιόρισε τις φυγόκεντρες δυνάμεις πού διέτρεχαν την –θεωρητικά ενιαία– Αυτοκρα-
τορία, υπήρξε ούτως ή άλλως βραχύβιο. Το 324 ο Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας έγινε μονοκράτορας με απόλυτη
εξουσία σε ολόκληρη την επικράτεια. Παρ’ όλα αυτά, ο ηγεμόνας δεν επέλεξε ως έδρα του τη Ρώμη, αλλά
ίδρυσε στη θέση της πόλης του Βυζαντίου, στη συμβολή της Δύσης με την Ανατολή, μια νέα πόλη, την Κωνστα-
ντινούπολη, στην οποία εγκαταστάθηκε, εγκαινιάζοντάς την το έτος 330. Η Κωνσταντινούπολη απέκτησε τον
τίτλο της Νέας Ρώμης και παράλληλα τους θεσμούς και τα προνόμιά της. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε, και
πάλι στο επίπεδο της θεωρίας, για μία Αυτοκρατορία με δύο πρωτεύουσες, επειδή ο Κωνσταντίνος δεν έδειξε
διάθεση να υποσκελίσει τη Ρώμη, που, για λόγους ιδεολογικούς, θεωρούνταν η μητρόπολη της Κωνσταντι-
νούπολης, ενώ οι Μεγαρείς και το Βυζάντιό τους περιέπεσαν φυσικά στη λήθη (εικόνα 8.1). Μετά τον θάνατό
του, η Αυτοκρατορία γνώρισε διαιρέσεις και επανενοποιήσεις. Το 395, όμως, διασπάται οριστικά σε Δυτικό και
Ανατολικό Τμήμα, με αναμφισβήτητη πρωτεύουσα του τελευταίου την Κωνσταντινούπολη. Κάθε ένα από αυτά
τα τμήματα αποκτά όχι μόνο ξεχωριστή διοίκηση, αλλά, σταδιακά, και ιδιαίτερη πολιτισμική φυσιογνωμία, ενώ
οι επιδρομές των βαρβάρων επηρεάζουν ιδιαίτερα το Δυτικό Τμήμα, που καταλύεται οριστικά το 476. Έτσι, η
Νέα Ρώμη αναδεικνύεται μοναδική πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κόσμου, που για αρκετούς αιώνες είναι πλέον
νοητός μόνον ανατολικά της Αδριατικής Θάλασσας.

8.1.4. O Χριστιανισμός

Εικόνα 8.2. Ψηφιδωτή παράσταση από τον γυναικωνίτη της Αγίας Σοφίας. Απεικονίζει τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον
Μονομάχο (1042-1055) και τη σύζυγό του πορφυρογέννητη Ζωή. Αναγράφεται ο τίτλος του αυτοκράτορα: «Κωνσταντίνος
ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ αὐτοκράτωρ πιστὸς βασιλεὺς Ῥωμαίων ὁ Μονομάχος». Πηγή: https://commons.wikimedia.org (άδεια
CC0 1.0, δικαιούχος: Myrabella), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η επιλογή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πρώτα να επιτρέψει στους Χριστιανούς να λατρεύουν ελεύθερα τη
θρησκεία τους και κατόπιν να λάβει σειρά μέτρων για την ενίσχυσή τους, έτσι ώστε από τον 5ο αιώνα και μετά
ο Χριστιανισμός να αναγνωριστεί ως επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, επέδρασε έντονα στη διαμόρφω-
ση της φυσιογνωμίας της και ειδικότερα στο δίκαιο της. Βασικό στοιχείο της βυζαντινής πολιτικής ιδεολογίας
αποτέλεσε η σχέση του αυτοκράτορα με τον Θεό (εικόνα 8.2) (βλ. 9.1.1), ενώ η ένταξη της Εκκλησίας στην

124
κρατική οργάνωση οδήγησε στη διαμόρφωση ιδιαίτερων σχέσεων με την Πολιτεία (βλ. 9.1.7), καθώς και στη
θέσπιση κανόνων δικαίου από τα δικά της μεν όργανα, που όμως έτυχαν αναγνώρισης και από την πολιτειακή
εξουσία (βλ. 8.2.5, 9.1.7). Από την άλλη μεριά, και οι αυτοκράτορες νομοθέτησαν σχετικά με τη διοικητική
οργάνωση της Εκκλησίας (βλ. 8.2.5), αλλά και γενικά επηρεάστηκαν κατά την άσκηση της νομοθετικής τους
δραστηριότητας από τις αρχές της χριστιανικής ηθικής, κυρίως σε σχέση με το δίκαιο του γάμου (βλ. 9.2.2).
Ακόμη, εκκλησιαστικά όργανα άσκησαν ευρεία δικαιοδοτική αρμοδιότητα, που για κάποιους κλάδους του δι-
καίου υπήρξε μάλιστα αποκλειστική (βλ. 10.1.6.2).

8.1.5. Η ελληνική γλώσσα στη νομοθεσία και η εκπαίδευση των νομικών


Όπως προκύπτει από όσα περιγράφηκαν παραπάνω, το Ανατολικό Τμήμα της παλαιάς ενιαίας Αυτοκρατορίας
–το οποίο ακολούθησε τη δική του πορεία μετά την κατάκτηση των δυτικών περιοχών από βαρβαρικά φύλα–
ήταν «σφραγισμένο» από την ελληνική παράδοση. Ο πληθυσμός του ήταν ελληνόφωνος ή έστω κατανοούσε
τα ελληνικά, ενώ σίγουρα δεν υπήρχαν εκεί πληθυσμοί με μητρική γλώσσα τα λατινικά. Η λατινική γλώσσα,
πάντως, παρέμενε πάντοτε η γλώσσα της διοίκησης, ενώ οι πατροπαράδοτες διατάξεις του Ρωμαϊκού Δικαίου
ήταν συντεταγμένες στα λατινικά. Παρ’ όλα αυτά, για λόγους καθαρά πρακτικούς, ήδη από το έτος 397 και με
νόμο των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και Ονωρίου (C. 7.45.12) επιτράπηκε η έκδοση δικαστικών αποφάσεων
τόσο στη λατινική όσο και στην ελληνική γλώσσα, ενώ προφανώς για τους ίδιους λόγους ήδη πριν από τον 2ο
αιώνα ειδικοί νόμοι της κατηγορίας των rescripta (βλ. 5.4.2, 5.5.4) συντάσσονταν και στα ελληνικά. Οι παλαι-
ότεροι ελληνικοί γενικοί νόμοι που μας έχουν σωθεί προέρχονται, πάντως, από τον 5ο αιώνα, ενώ γενίκευση
της χρήσης της ελληνικής γλώσσας παρατηρείται στην ιουστινιάνεια νομοθεσία και κυρίως στις Νεαρές, που
εκδόθηκαν μετά το 534 (βλ. 8.2.1.1). Με την πάροδο του χρόνου, η λατινική εκτοπίστηκε εντελώς και η ελ-
ληνική γλώσσα κατέστη, έμμεσα αλλά ουσιαστικά, επίσημη γλώσσα του κράτους. Αυτό συνέβη τον 7ο αιώνα
επί Ηρακλείου, όταν ο τίτλος του ηγεμόνα μεταβλήθηκε και οι όροι imperator, augustus αντικαταστάθηκαν με
την, οικεία από την ελληνική παράδοση στον χώρο της Ανατολής, ονομασία βασιλεύς, που από τον 9ο αιώνα και
μετά συνοδεύτηκε με αυτήν του αυτοκράτορος (εικόνα 8.3).
Εκτός, όμως, από το πεδίο της νομοθεσίας, η προϊούσα άγνοια της λατινικής γλώσσας προκάλεσε προβλή-
ματα και στον τομέα της εκπαίδευσης των νομικών. Συγκεκριμένα, το έτος 533 ο Ιουστινιανός αναμόρφωσε, με
διάταξή του, το πρόγραμμα των νομικών σπουδών στις κρατικές Νομικές Σχολές της Βηρυτού, της Κωνσταντι-
νούπολης και της Ρώμης, επιβάλλοντας ως αποκλειστική ύλη μόνο το ήδη κωδικοποιημένο δίκαιο και προβλέ-
ποντας πενταετή διδασκαλία. Ειδικότερα στο πλαίσιο αυτής της διδασκαλίας των νέων νομικών προβλέπονταν:
• στο πρώτο έτος η διδασκαλία των ιουστινιάνειων Εισηγήσεων (βλ. 5.5.4.4) καθώς και εισαγωγικά
θέματα από τα τέσσερα πρώτα βιβλία του Πανδέκτη (βλ. 5.5.4.3),
• στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο έτος εμβάθυνση στον Πανδέκτη, ενώ
• στο πέμπτο έτος διδασκόταν ο Ιουστινιάνειος Κώδικας (βλ. 5.5.4.2).
Τη νομική διδασκαλία, που απαγορευόταν να διεξάγεται εκτός αυτών των Σχολών, είχαν αναλάβει καθηγη-
τές, οι οποίοι χαρακτηρίζονται αντικήνσορες –όρος δανεισμένος από τη στρατιωτική ορολογία (antecessores,
δηλ. ανιχνευτές). Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας τους αποτελούσαν αφενός μεν το ότι αυτή δεν
γινόταν με βάση κάποιο «εγχειρίδιο», αλλά με απευθείας ανάλυση των κειμένων σε συνεργασία με τους φοιτη-
τές, αφετέρου δε πως ουσιωδέστατο μέρος της ήταν η μεταγλώττιση των λατινικών χωρίων της ιουστινιάνειας
κωδικοποίησης στα ελληνικά, προς χάριν των ελληνόφωνων φοιτητών, που αποτελούσαν και την πλειονότητα
του ακροατηρίου τους.
Το προϊόν της διδασκαλίας των αντικηνσόρων μας έχει παραδοθεί από σημειώσεις φοιτητών με βάση τις
παραδόσεις τους. Από τα κείμενα αυτά η ειδική έρευνα έχει οδηγηθεί στο συμπέρασμα, ότι οι αντικήνσορες
ακολουθούσαν την εξής διδακτική μέθοδο:
• Προηγούνταν μια εκτεταμένη αναφορά (σε ελληνική γλώσσα, αλλά όχι κατά λέξη μετάφραση) στο
περιεχόμενο του κειμένου, ο ίνδηξ, στον οποίο παρεμβαλλόταν η προθεωρία, δηλαδή επεξηγήσεις
αναγκαίες για την κατανόηση από τους φοιτητές.
• Σε περίπτωση που επρόκειτο για χωρίο του Κώδικα, και ειδικά rescriptum, γινόταν και θεματισμός,
δηλαδή υποθετική ανάπλαση των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην έκδοση της διάτα-
ξης.
• Στη συνέχεια οι φοιτητές προέβαιναν, με τη βοήθεια του καθηγητή, σε κατά λέξη μετάφραση (κατά
πόδα ερμηνεία) του λατινικού κειμένου.

125
• Αφού το κείμενο (το ρητόν) μεταφραζόταν, ακολουθούσε ο σχολιασμός του με τις παραγραφές, δη-
λαδή σχόλια στο περιθώριό του που, αν είχαν γενικό περιεχόμενο, χαρακτηρίζονταν ως υπομνήματα
και, αν αναφέρονταν σε λεπτομέρειες, ως σημειώσεις. Στις παραγραφές ανήκαν και οι παραπομπές σε
άλλα σχετικά χωρία με σύντομη αναφορά στο περιεχόμενό τους. Ανάλογες παραπομπές μπορούσαν
να συνοδεύουν και τον ίνδηκα, στην περίπτωση όμως αυτή ονομάζονταν παράτιτλα.
Αξίζει ακόμη να σημειωθεί, πως στις Σχολές της Ανατολής φοιτούσαν και κάποιοι, λίγοι, λατινόφωνοι,
προερχόμενοι προφανώς από δυτικές περιοχές. Αυτοί δεν είχαν πρόβλημα κατανόησης των λατινικών κειμένων
αλλά, των ελληνικών διατάξεων, που αποτελούσαν αντικείμενο διδασκαλίας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι για χάρη
τους υπήρχαν και ειδικές παραδόσεις, στο πλαίσιο των οποίων οι αντικήνσορες τους δίδασκαν αυτές τις διατά-
ξεις, ακολουθώντας την ίδια μέθοδο αλλά με ελληνικά πρωτότυπα σε αυτήν την περίπτωση.

Σχήμα 8.1. Η μέθοδος των αντικηνσόρων

Οι Νομικές Σχολές και η συναφής παιδεία, όπως τις είχε σχεδιάσει ο Ιουστινιανός, υπήρξαν βραχύβιες.
Όσον αφορά τη Ρώμη, είναι αμφίβολο αν πράγματι υπήρξε ποτέ χώρος δράσης αντικηνσόρων, ενώ η Σχολή
της Βηρυτού άρχισε να παρακμάζει μετά από έναν καταστροφικό σεισμό (έτ. 551), που οδήγησε τελικά στο
κλείσιμό της. Η Σχολή της Κωνσταντινούπολης έκλεισε επίσης, αν όχι μετά την επιδημία πανώλης (έτ. 542),
που ερήμωσε την πρωτεύουσα, οπωσδήποτε μέσα στον 6ο αιώνα. Η νομική επιστήμη εξακολούθησε, βέβαια, να
διδάσκεται, αλλά πλέον στο πλαίσιο ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως από δικηγόρους (σχολαστικούς, βλ. 8.2.2.1)
ή στο εκπαιδευτήριο της συντεχνίας των συμβολαιογράφων (βλ. 9.1.9). Με τη σύντομη παρένθεση μιας κρατι-
κής Νομικής Σχολής τον 11ο αιώνα (βλ. 8.2.1.3.5), ακόμη και εκπαιδευτικά ιδρύματα που έχουν χαρακτηριστεί
ως «πανεπιστημιακές» σχολές –όπως αυτές που ιδρύθηκαν επί Καίσαρος Βάρδα (9ος αιώνας) και Κωνσταντίνου
Ζ΄ (10ος αιώνας)– λειτούργησαν μάλλον σε ιδιωτική βάση.
Η σύντομη παρουσία των αντικηνσόρων υπήρξε, μολαταύτα, καθοριστική για τις εξελίξεις, επειδή η με-
ταγλώττιση των λατινικών κειμένων του κωδικοποιημένου Ρωμαϊκού Δικαίου στο πλαίσιο των παραδόσεών
τους, καθώς και μονογραφίες τους προορισμένες για τη νομική πρακτική –που αποτελούσαν συνδυασμό επι-
τομής και μετάφρασης των κειμένων αυτών (summae)– σταδιακά αντικατέστησαν στην Ανατολή, για λόγους
ευνόητους, τα αυθεντικά κείμενα της κωδικοποίησης και αποτέλεσαν επίσης το «ιουστινιάνειο» υπόβαθρο των
νέων έργων, που δημιουργήθηκαν αργότερα. Έτσι, δικαίως και χωρίς υπερβολή, οι αντικήνσορες θεωρούνται οι
δημιουργοί του Βυζαντινού Δικαίου.

8.1.6. Η διαμόρφωση ελληνικής νομικής ορολογίας


Ένα σημαντικό πρόβλημα, που παρουσιάστηκε τόσο κατά την έκδοση των πρώτων νόμων στα ελληνικά όσο
και κατά τη μεταγλώττιση των λατινικών κειμένων, υπήρξε η μεταχείριση των τεχνικών νομικών όρων του
Ρωμαϊκού Δικαίου. Προφανώς για αποφυγή παρανοήσεων, που θα έθεταν σε κίνδυνο τη σαφήνεια των νόμων,
όχι μόνο η αυτοκρατορική γραμματεία κατά την κατάρτιση των νόμων, αλλά και οι ίδιοι οι αντικήνσορες κατά
την ερμηνευτική επεξεργασία της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης διατήρησαν κατ’ αρχήν τη λατινική ορολογία.
Όσο μας επιτρέπει να διαγνώσουμε η σημερινή κατάσταση στην παράδοση των πηγών, οι όροι αυτοί αποτυ-
πώνονταν σε μεγάλη έκταση με λατινικούς χαρακτήρες. Για να υπάρξει, βέβαια, προσαρμογή τους μέσα στα ελ-
ληνικά κείμενα, γράφονταν τελικά με στοιχεία και των δύο γλωσσών, όπως, για παράδειγμα: «...των adgnatων
τε και cognatων...», ενώ το επόμενο βήμα υπήρξε η αναγραφή ολόκληρων λατινικών όρων στα ελληνικά, π.χ.:
«...δι’ ἐμαγκιπατίονα...» (Ν. 118.4, κατά την εν χρήσει κριτική έκδοση). Σταδιακά, υπήρξαν περιπτώσεις που
οι λατινικοί όροι αντικαταστάθηκαν με ελληνικούς, όπως το repudium που εξελληνίστηκε ως ρεπούδιον, αλλά
τελικά εκτοπίστηκε από τον αντίστοιχο ελληνικό όρο διαζύγιον, ο οποίος και επικράτησε. Αντίθετα, για άλλους
όρους, όπως το φιδεϊκόμισον (fideicommissum) ουδέποτε έγινε απόπειρα να υποκατασταθούν με αντίστοιχο

126
ελληνικό (π.χ. καταπίστευμα), ενώ τέτοιες προσπάθειες, όπως το να αντικατασταθεί ο λατινογενής όρος λη(ε)
γάτον (legatum, κληροδότημα) με τον ελληνικό πρεσβείον (που επίσης δηλώνει το κληροδότημα), δεν πέτυχαν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, για το κατά πόσον οι λατινογενείς όροι γίνονταν μερικές φορές ευκολότερα
αντιληπτοί από τους αντίστοιχους ελληνικούς, αποτελεί η εξής αναφορά της Εκλογής των Ισαύρων –ενός νομο-
θετήματος που είχε ως βασικό μέλημα, την κατανόηση του κειμένου της από τον μέσο άνθρωπο της εποχής (βλ.
8.2.1.2): «...προδήλως δημοσίαν ἀναγραφὴν ποιουμένης αὐτῆς, ἤτοι ἴμβεντον, πάσης τῆς καταλιμπανομένης ὑπὸ
τοῦ αὐτῆς ἀνδρός (...) περιουσίας...» (Ε. 2.5.1).
Συστηματική διατήρηση των λατινογενών όρων, και μάλιστα σε βάθος χρόνου, παρατηρείται ακόμη στον
χώρο του δημόσιου δικαίου και κυρίως στον τομέα της κρατικής οργάνωσης και των δημόσιων αξιωμάτων, μια
επιλογή, που συνδέεται με την πολιτική θεωρία των Βυζαντινών για την αδιάσπαστη συνέχεια του imperium
romanum στο πρόσωπο της Αυτοκρατορίας τους. Αντιθέτως, για λόγους και πάλι πολιτικούς αλλά διαφορετικής
φύσης, μεταφράζονται συστηματικά όροι, που αφορούν την οικονομική διοίκηση και ιδιαίτερα τη φορολογία,
προφανώς για να δημιουργείται η εντύπωση, ευνοϊκότερων αλλαγών σε ένα σύστημα, που όμως παρέμενε δι-
αχρονικά περίπου ίδιο.
Η παραπάνω ανάλυση δεν πρέπει, πάντως, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι λατινικοί όροι γίνονταν,
τουλάχιστον μέχρι την αποκρυστάλλωση μιας βυζαντινής νομικής ορολογίας, κατανοητοί χωρίς προβλήματα
από τον μέσο άνθρωπο ακόμη και τον νομικό. Έτσι, οι αναμφισβήτητες δυσκολίες στην κατανόησή τους οδήγη-
σαν στη δημιουργία νομικών λεξικών , που ξεκίνησαν ως επεξηγηματικές σημειώσεις (γλωσσήματα) επάνω στα
χειρόγραφα, οι οποίες σε μερικές περιπτώσεις αυτονομήθηκαν και απέκτησαν δική τους χειρόγραφη παράδοση.

8.2. Οι πηγές του Βυζαντινού Δικαίου (534-1453)


Ως προς το χρονικό εύρος εξέτασης των πηγών του Βυζαντινού Δικαίου, πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλου-
θα. Με βάση το αναμφισβήτητο γεγονός, ότι οι διεργασίες που οδήγησαν στη δημιουργία της έννομης τάξης
που χαρακτηρίζεται ως βυζαντινή είχαν αρχίσει, αν όχι από το 284 με την εισαγωγή του συστήματος της τετραρ-
χίας, οπωσδήποτε από τον 4ο αιώνα με τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου –οπότε διαμορφώθηκε
τελικά το πολίτευμα της Δεσποτείας, ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη και εδραιώθηκε ο Χριστιανισμός– στην
επιστήμη επικρατεί η άποψη, ότι η πρώτη περίοδος δημιουργίας του Βυζαντινού Δικαίου συμπίπτει τελικά με
εκείνη, η οποία (με την ίδια ορθότητα) μπορεί να χαρακτηριστεί ως η τελευταία φάση στην εξέλιξη του Ρωμα-
ϊκού Δικαίου, με αποκορύφωμα την ιουστινιάνεια κωδικοποίηση. Ακριβώς για τους λόγους αυτούς, συντάσσο-
ντας ένα εγχειρίδιο, που παρουσιάζει διαχρονικά την ιστορία του Ελληνικού Δικαίου και την ώσμωσή του με
το Ρωμαϊκό, η παρούσα συγγραφική ομάδα έκρινε ορθότερο για λόγους μεθοδολογικούς και παιδαγωγικούς,
να αναπτυχθούν στο πλαίσιο του Ρωμαϊκού Δικαίου οι εξελίξεις και οι πηγές του δικαίου μέχρι το 534, μέχρι
δηλαδή την ολοκλήρωση της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, ενώ στην αρχή του Βυζαντινού Δικαίου να τεθούν,
όσο μεν αφορά τη νομοθεσία, οι ιουστινιάνειες Νεαρές, ως προς δε την «επιστημονική» νομική παραγωγή το δι-
δακτικό και ερμηνευτικό έργο των αντικηνσόρων. Η επιλογή αυτή δεν μπορεί, άλλωστε, κατά τη γνώμη μας, να
θεωρηθεί αυθαίρετη ή επιστημονικά αβάσιμη. Οι ιουστινιάνειες Νεαρές όχι μόνον συντάχθηκαν στα ελληνικά
αλλά εισήγαγαν και ουσιαστικές καινοτομίες στο δίκαιο, επιβαλλόμενες από τις νέες κοινωνικές συνθήκες, ενώ
οι αντικήνσορες, οι οποίοι έδρασαν μετά το 533 με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω (βλ. 8.1.5), έδωσαν
στα πρωτότυπα κείμενα της κωδικοποίησης νέα μορφή καθώς και νέα ζωή στο πλαίσιο της βυζαντινής έννομης
τάξης.
Όσον αφορά το χρονικό όριο, που σηματοδοτεί το τέλος του Βυζαντινού Δικαίου και των πηγών του, συμ-
βατικό (βλ. 11, 11.1) αλλά αναμφισβήτητο ορόσημο αποτελεί η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Έτσι,
το παρόν τμήμα του εγχειριδίου θα έχει ως αντικείμενο την παρουσίαση των βασικότερων νομικών πηγών από
το 534 μέχρι το 1453. Αξίζει ακόμη να παρατηρηθεί, ότι οι σημαντικότεροι σταθμοί στην ιστορία των πηγών
του Βυζαντινού Δικαίου χρονολογούνται κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο (Εκλογή των Ισαύρων, Ανακάθαρσις
των παλαιών νόμων, βλ. 8.2.1.3), ενώ η περίοδος μετά το 1204 χαρακτηρίζεται από μάλλον περιορισμένη καλ-
λιέργεια του δικαίου, εκτός του χώρου της Εκκλησίας, η οποία εμφανίζει την εποχή αυτή εκτεταμένη σχετική
δραστηριότητα (βλ. 8.2.1.4, 8.2.3.2).

127
8.2.1. Η νομοθεσία
Συνέπεια του συγκεντρωτικού βυζαντινού πολιτικού συστήματος αποτελεί το γεγονός, ότι ο αυτοκράτορας εί-
ναι ο μόνος αρμόδιος για την παραγωγή νόμων. Κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός κειμένου με κανονιστικό
περιεχόμενο ως νόμου αποτελεί, λοιπόν, πρωτίστως η αυτοκρατορική του προέλευση. Τα νομοθετήματα, όμως,
αυτά δεν εκδίδονταν πάντοτε με την ίδια μορφή:
• Ένα μεγάλο μέρος των γενικών νόμων δημοσιεύονταν μεμονωμένα και είναι εκείνοι που από τον 5ο
αιώνα και μετά χαρακτηρίζονται ως νεαραὶ (διατάξεις), με τη ελληνική δηλαδή απόδοση του όρου
novellae (constitutiones).
• Υπάρχουν, επιπροσθέτως, περισσότερο ή λιγότερο εκτενή έργα με νομοθετική λειτουργία, όπως για
παράδειγμα η Εκλογή ή ο Πρόχειρος Νόμος (βλ. 8.2.1.2 και 8.2.1.3.1,), τα οποία, ναι μεν βασίζονται
σε μεγάλο βαθμό σε προγενέστερο υλικό και για τον λόγο αυτό τους αποδίδεται από ορισμένους ερευ-
νητές κωδικοποιητικός χαρακτήρας, αλλά έχουν υποστεί επεξεργασία ως σύνολο και έχουν επισήμως
δημοσιευθεί ως νόμοι.
• Τέτοια δημοσίευση δεν γνώρισε, όμως, κατά την εκπόνησή της η μεγάλη κωδικοποίηση του 10ου
αιώνα, τα Βασιλικά (βλ. 8.2.1.3.2), η οποία, πάντως, αναγνωρίστηκε επίσημα τον 12ο αιώνα από τον
αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό ως «ισχύον δίκαιο», που θα υποκαθιστούσε την ιουστινιάνεια
κωδικοποίηση.
• Από τον 11ο αιώνα και μετά, πολλαπλασιάζονται τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, έγγραφα που οφεί-
λουν την ονομασία τους στο ότι έφεραν τη χρυσή σφραγίδα (βούλλα) του αυτοκράτορα (εικόνα 8.4).
Αυτά είχαν μεν κανονιστικό περιεχόμενο αλλά περιορισμένο αριθμό αποδεκτών, καθώς συνήθως εξα-
σφάλιζαν προνόμια (εικόνα 8.5α-β), ενώ η λειτουργία τους μέσα στο σύστημα της βυζαντινής νομο-
θεσίας, όπως και η ακριβής σχέση τους με τους γενικούς νόμους, δεν είναι πλήρως αποσαφηνισμένη.
• Τέλος, αυτοκρατορικές αποφάσεις για διοικητικά ζητήματα καταγράφονται σε έγγραφα, όπως τα προ-
στάγματα, οι ορισμοί, τα σιγίλλια κ.ά.

Οι νομοθετικές πηγές του Βυζαντινού Δικαίου:


1. Νεαραὶ διατάξεις (novellae constitutiones)
2. Έργα με νομοθετική λειτουργία & «κωδικοποιητικό» χαρακτήρα (π.χ. Εκλογή, Πρόχειρος Νόμος)
3. Η κωδικοποίηση των Βασιλικών
4. Χρυσόβουλλα
5. Αυτοκρατορικές αποφάσεις για διοικητικά ζητήματα (προστάγματα, ορισμοί, σιγίλλια)

Σχήμα 8.2. Οι νομοθετικές πηγές του Βυζαντινού Δικαίου

8.2.1.1 ΟΙ Νεαρές του Ιουστινιανού και άλλων αυτοκρατόρων μέχρι τον 9ο αιώνα
Ο Ιουστινιανός υπήρξε ο παραγωγικότερος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, όσον αφορά τη νομοθετική δραστη-
ριότητα. Στην παραγωγικότητα αυτή οφείλεται, βέβαια, και η ανάγκη που προέκυψε για δεύτερη έκδοση του
Κώδικα το έτος 534, δηλαδή πέντε χρόνια μετά την πρώτη (βλ. 5.5.4.2). Η νομοθετική δραστηριότητα υπήρξε,
πάντως, έντονη και μετά το έτος αυτό. Συγκεκριμένα, δημοσιεύθηκαν περίπου 160 ιουστινιάνειες Νεαρές.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι νόμοι αυτοί αποτελούν κατ’ εξοχήν βυζαντινές διατάξεις, τόσο λόγω του ότι στη
συντριπτική τους πλειονότητα είναι εκδεδομένες στα ελληνικά όσο και επειδή αντικατοπτρίζουν την εφεξής
αποδέσμευση του δικαίου από πολλούς κανόνες του ρωμαϊκού ius civile, ενώ λαμβάνουν υπόψη και τις νέες
κοινωνικές συνθήκες, με αιχμή την αύξουσα επίδραση της χριστιανικής θρησκείας.
Δεν πρέπει να είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός, ότι τέσσερις σημαντικές και μεγάλες Νεαρές, που δημοσι-
εύθηκαν μεταξύ 542 και 546 είναι αφιερωμένες σε θέματα σημαντικά για την κοινωνική πραγματικότητα του
6ου αιώνα. Έτσι:
• η Ν. 117 (έτ. 542) αναφέρεται στο δίκαιο του γάμου, στο δε 8ο κεφάλαιό της εισάγει συγκεκριμένους
λόγους διαζυγίου (βλ. 9.2.2.4), επεμβαίνοντας ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό στη δυνατότητα που
υπήρχε μέχρι τότε για ελεύθερη λύση του γάμου, η οποία αποδοκιμαζόταν από την Εκκλησία·

128
• η Ν. 118 (ετ. 543), αναφερόμενη στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, παραμερίζει το ρωμαϊκό
σύστημα της αρρενογονίας (βλ. 7.7) και παρουσιάζει ένα σύστημα τάξεων στην κληρονομική διαδοχή
βασισμένο στη συγγένεια εξ αίματος (βλ. 9.2.6.3) , πολύ πιο κοντινό στην ελληνιστική παράδοση·
• τέλος, οι Ν. 120, 123 (έτ. 544, 546) ασχολούνται με περιουσιακά και διοικητικά θέματα της Εκκλησί-
ας αλλά και με ζητήματα των κληρικών και μοναχών.
Γενικότερα, στο ιδιωτικό και στο εκκλησιαστικό δίκαιο είναι αφιερωμένες οι μισές περίπου από τις ιου-
στινιάνειες Νεαρές, ενώ οι υπόλοιπες αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του κράτους, ελάχιστες δε έχουν
αποκλειστικώς ποινικό περιεχόμενο. Ενδεχομένως ο Ιουστινιανός να σχεδίαζε τη δημοσίευση μιας επίσημης
συλλογής των νεαρών διατάξεών του, η όποια όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Έτσι, οι Νεαρές συγκεντρώθηκαν
μόνον σε συλλογές με ιδιωτική προέλευση, η γνωστότερη από τις οποίες είναι η λεγόμενη συλλογή των 168 Νε-
αρών, που χαρακτηρίζεται έτσι, επειδή εκτός από τις Νεαρές του Ιουστινιανού περιλαμβάνει και επτά Νεαρές
των άμεσων διαδόχων του.
Οι επτά αυτές Νεαρές προέρχονται από τους αυτοκράτορες Ιουστίνο Β΄ (Ν. 140, 144, 148, 149) και Τιβέριο
Β΄ (Ν. 161, 163, 164). Μεταξύ αυτών ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ν. 140 του Ιουστίνου σχετικά με τη
συναινετική λύση του γάμου (βλ. 9.2.2.4). Από τον 7ο αιώνα σώζονται τέσσερις Νεαρές του αυτοκράτορα Ηρα-
κλείου (έτ. 612, 617, 619, 629) αναφερόμενες κυρίως στο νομικό καθεστώς του κλήρου ιδιαίτερα της Μεγάλης
Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης (της Αγίας Σοφίας, εικόνα 8.3).
• Γενικότερο ενδιαφέρον έχουν οι νόμοι που σώζονται από τον 8ο και τις αρχές του 9ου αιώνα. Πρόκει-
ται για:
• δύο Νεαρές της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η πρώτη από τις οποίες (έτ. 780-790), με αφετηρία το ζήτημα
του όρκου κατά την αποδεικτική διαδικασία, παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τον τύπο των δικαι-
οπραξιών (βλ. 8.2.3.1), ενώ η δεύτερη (έτ. 797-802) αναφέρεται στην απαγόρευση τέλεσης τρίτου
γάμου (βλ. 9.2.2.3) καθώς και γάμου με γυναίκα δούλη (βλ. 9.2.2.1) και
• μία Νεαρά των αυτοκρατόρων Λέοντος Ε΄ και Κωνσταντίνου (έτ. 819-820), με περιεχόμενο επίσης
ρυθμίσεις που αφορούν το δίκαιο του γάμου και που συνετέλεσαν στην οριστική αδυναμία για συναι-
νετική λύση του (βλ. 9.2.2.4).

Εικόνα 8.3. Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Πηγή: https://www.flickr.com (άδεια CC BY 2.0, δικαιού-
χος: David Spender), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

8.2.1.2. Η Εκλογή των Ισαύρων και οι προσπάθειες συμπλήρωσης και αναθεώρησής της
Το έτος 741 δημοσιεύθηκε από τους αυτοκράτορες Λέοντα Γ΄ και Κωνσταντίνο Ε΄ η Εκλογή. Σκοπός της κα-
τάρτισής της υπήρξε κυρίως η ανανέωση και η διάδοση βασικών νομικών ρυθμίσεων, αφού την εποχή αυτή το

129
ιουστινιάνειο δίκαιο είχε πλέον καταστεί σε μεγάλο βαθμό δυσπρόσιτο. Αυτό οφειλόταν στο χαμηλό επίπεδο,
στο οποίο είχε περιέλθει η καλλιέργεια του δικαίου μετά τη διάλυση των Νομικών Σχολών του 6ου αιώνα αλλά
και στο ότι τα πρωτότυπα κείμενα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης είχαν πολύ περιορισμένη διάδοση, εκτός
των άλλων, και για λόγους γλωσσικούς.
Η Εκλογή δεν είχε ως στόχο την κατάργηση της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης αλλά τη συνοπτική και σε
απλή γλώσσα παρουσίαση βασικών για την καθημερινότητα διατάξεων του δικαίου της. Περιλάμβανε, πάντως,
και νέο δίκαιο, το οποίο ενδεχομένως προερχόταν από χαμένες σήμερα Νεαρές του Λέοντα Γ΄. Όσον αφορά
ειδικά τις ιουστινιάνειας προέλευσης διατάξεις της Εκλογής, αυτές πρέπει να αντλήθηκαν από τις ελληνικές
παραφράσεις των αντικηνσόρων, οι οποίες όμως δεν αναπαράγονται αυτούσιες αλλά με απλοποιημένη διατύ-
πωση.
Ο στόχος, να αποτελέσει η Εκλογή νομοθέτημα, που θα διευκόλυνε κυρίως τον απλό άνθρωπο και τον μέσο
νομικό της πράξης, προκύπτει άλλωστε και από το ότι το μεγαλύτερο μέρος από τους 18 τίτλους της αναφέ-
ρεται στο οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο, δηλαδή στους κλάδους που είναι πιο στενά συνδεδεμένοι με
την καθημερινότητα. Ειδικά στα θέματα της σύναψης και λύσης του γάμου η Εκλογή εμφανίζει καινοτομίες,
οι οποίες αντικατοπτρίζουν κυρίως την επίδραση της Εκκλησίας (βλ. 9.2.2.2). Στην επίδραση της χριστιανικής
ηθικής μπορεί ακόμη να αποδοθεί και η προσπάθεια για βελτίωση των συνθηκών απονομής της δικαιοσύνης, με
κύρια εκδήλωση την εισαγωγή μισθοδοσίας των δικαστών από το Δημόσιο προς αποφυγή της δωροδοκίας τους.
Οι Ίσαυροι αυτοκράτορες, και ιδιαίτερα ο Λέων Γ΄, δεν στράφηκαν, άλλωστε, στο πλαίσιο της εικονομαχικής
τους πολιτικής γενικά κατά της Εκκλησίας, αλλά κατά των μονών, από τις οποίες εκπορεύτηκε η μεγαλύτερη
αντίδραση στην πολιτική τους. Αυτός είναι πιθανότατα ο λόγος, για τον οποίο η Εκλογή δεν επανέλαβε ιουστι-
νιάνειες διατάξεις, που μέσω της επιβολής περιουσιακών ποινών για ορισμένα εγκλήματα προσπόριζαν οφέλη
στα μοναστήρια. Γενικότερα, το ποινικό δίκαιο αποτελεί τη σημαντικότερη μεταρρύθμιση της Εκλογής, που
είναι σύμφωνη με την αναφορά στην ίδια της την επικεφαλίδα για ἐπιδιόρθωσιν του δικαίου εἰς τὸ φιλανθρω-
πότερον (βλ. 10.2.1). Σ’ αυτό είναι αφιερωμένος και ο εκτενέστερος τίτλος της, ο τίτλος 17, που καταλαμβάνει
ως προς την έκταση το 1/5 του νομοθετήματος. Η Εκλογή διαδόθηκε ευρύτατα και το κείμενό της παραδίδεται
σε περίπου 100 χειρόγραφα, ενώ η σαφήνεια και η συντομία του, οδήγησαν στο να υπερβεί η διάδοση αυτή τα
σύνορα του Βυζαντίου και να μεταφραστεί σε σλαβικές γλώσσες, στα αρμενικά και τα αραβικά.
Όπως ήδη σημειώθηκε, στόχο του νέου νομοθετήματος δεν αποτελούσε η κατάργηση του ιουστινιάνειου
δικαίου, που θεωρητικά θα εξακολουθούσε να ισχύει για να καλύπτει τα κενά της. Το γεγονός ότι το δίκαιο
αυτό ήταν πλέον δυσπρόσιτο, οδήγησε στο να δημιουργηθεί ήδη τον 8ο αιώνα από την ιδιωτική πρωτοβουλία
μια συλλογή από κείμενα ιουστινιάνειας προέλευσης που συνοδεύει την Εκλογή στα χειρόγραφα, με σκοπό τη
συμπλήρωσή της (βλ. 8.2.2.2).
Όχι απλή συμπλήρωση, αλλά στοχευμένη αναθεώρηση της Εκλογής με τάση επιστροφής στο ιουστινιάνειο
δίκαιο διαπιστώνεται, πάντως, σε ένα άλλο έργο, που μας έχει δυστυχώς παραδοθεί μόνον αποσπασματικά σε
ένα χειρόγραφο και στο οποίο ερευνητές του 20ου αιώνα έδωσαν συμβατικά το όνομα Εκλογάδιον. Από τη με-
λέτη του οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα, ότι δεν επρόκειτο για ιδιωτική αλλά για επίσημη νομοπαρασκευαστική
εργασία, που συντελέστηκε κατά τον 9ο αιώνα, δεν κατέστη όμως δυνατό να ολοκληρωθεί και να δημοσιευθεί
ως νόμος.

8.2.1.3. Ἀνακάθαρσις τῶν παλαιῶν νόμων και νέα νομοθεσία επί Μακεδονικής δυναστείας (867-1056)
Η κίνηση, η οποία στην Ιστορία του Βυζαντινού Δικαίου χαρακτηρίζεται ως ἀνακάθαρσις τῶν παλαιῶν νόμων
σηματοδοτείται από την άνοδο στον θρόνο της δυναστείας, που ίδρυσε ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών, συνδέεται
δε με το φαινόμενο, το οποίο –παρ’ όλο που έχει τις ρίζες του στην προηγούμενη περίοδο– χαρακτηρίζεται ως
Μακεδονική Αναγέννηση και συνίσταται στην πολιτιστική άνθηση της Αυτοκρατορίας μέσω μιας διαδικασίας
συγχώνευσης Αρχαιότητας και Χριστιανισμού, ενώ συμπίπτει με την εποχή της μέγιστης πολιτικής και στρα-
τιωτικής ακμής του Βυζαντίου. Το τέλος της Αναγέννησης αυτής επέρχεται μετά τα μέσα του 11ου αιώνα και
κυρίως την εποχή των Κομνηνών, οπότε επίσης υποχωρεί η άνθηση της καλλιέργειας του δικαίου, με εξαίρεση
το εκκλησιαστικό δίκαιο (βλ. 8.2.5). Η ἀνακάθαρσις τῶν παλαιῶν νόμων δηλώνει αφενός μεν την κατάργηση
των νεωτερισμών που είχε επιφέρει η Εκλογή, τάση, που όπως είδαμε, προϋπήρχε (βλ. 8.2.1.2), αφετέρου δε την
«επανακωδικοποίηση» του ιουστινιάνειου δικαίου, με συνέπεια τον εκσυγχρονισμό και τον πλήρη εξελληνισμό
του. Το αποτέλεσμα αυτό επήλθε με την παραγωγή νομοθετημάτων, όπως η Εισαγωγή και ο Πρόχειρος Νόμος
(βλ. 8.2.1.3.1) καθώς και με τη μεγάλη κωδικοποίηση σε 60 βιβλία, τα λεγόμενα Βασιλικά (βλ. 8.2.1.3.2). Η

130
χρονική αλληλουχία (το πότε, δηλαδή, θεσπίστηκε καθένα από αυτά) και η ακριβής φύση αυτών των κειμένων
βρέθηκαν από το 1986 και μετά στο επίκεντρο των επιστημονικών συζητήσεων, γιατί τότε ο ερευνητής Andreas
Schminck ανέπτυξε μια καινούργια σχετική θεωρία, η οποία έχει γίνει δεκτή στα βασικά της σημεία από κά-
ποιους επιστήμονες (π.χ. P. Pieler, Σπ. Τρωιάνος), ενώ απορρίπτεται από άλλους (π.χ. T.v. Bochove, B. Stolte).
Την ίδια εποχή δημοσιεύονται και νέα νομοθετικής φύσεως έργα, καθώς και πολλές Νεαρές, κυρίως από τον γιο
του Βασιλείου Α΄, Λέοντα ΣΤ΄ αλλά και από τους διαδόχους του.

8.2.1.3.1 Eισαγωγή και Πρόχειρος Νόμος


Εισαγωγή ονομάζεται πλέον –μετά την επισταμένη έρευνα στη χειρόγραφη παράδοση από τον Α. Schminck–
το έργο που μέχρι το 1986 ήταν γνωστό ως Επαναγωγή. Όλοι οι ερευνητές το χρονολογούν στην εποχή του
Βασιλείου Α΄ και δέχονται (ακόμη και εκείνοι που δεν ακολουθούν την άποψη του Schminck, ότι δηλαδή δη-
μοσιεύθηκε ως νόμος, αλλά θωρούν πως παρέμεινε νομοσχέδιο) ότι ίσχυσε στην πράξη.
Περισσότερα προβλήματα παρουσιάζει ο Πρόχειρος Νόμος, που η παραδοσιακή άποψη τον τοποθετεί στους
χρόνους του Βασιλείου Α΄, και μάλιστα τον θεωρεί προγενέστερο της Εισαγωγής, ενώ ο Schminck τον χρονο-
λογεί επί Λέοντα ΣΤ΄, συγκεκριμένα το έτος 907. Κατά τη γνώμη του, το νομοθέτημα αυτό δημοσιεύτηκε με
σκοπό να καταργήσει την Εισαγωγή και ειδικότερα, μέσω της αναθεώρησής της να περιορίσει την επίδραση
της Εκκλησίας στο κοσμικό δίκαιο, τάση που εκδηλώνεται με την απάλειψη των τίτλων που αφορούν τη σχέση
αυτοκράτορα και πατριάρχη ως φορέων δύο διακριτών εξουσιών, οι οποίοι είχαν ως εμπνευστή τον πατριάρχη
Φώτιο (βλ. 9.1.7). Επιπλέον αυτών, ο Λέων επιθυμούσε και να θέσει τέλος στο σκάνδαλο που είχε προκαλέσει
η τετραγαμία του, στεγάζοντας στο νομοθέτημα διάταξη που απαγόρευε ρητώς τον τέταρτο γάμο (βλ. 9.2.2.3),
ώστε με τον τρόπο αυτό να αποκαταστήσει τις διαταραγμένες σχέσεις του με την Εκκλησία.
Και τα δύο νομοθετήματα χωρίζονται σε 40 τίτλους και είναι πολύ συγγενικά από άποψη περιεχομένου. Η
ύλη του Προχείρου Νόμου είναι, πάντως, μικρότερη από αυτήν της Εισαγωγής, γιατί εκτός από τις διατάξεις
περί αυτοκράτορα και πατριάρχη, απουσιάζουν και άλλες ρυθμίσεις σχετικές με το δημόσιο δίκαιο (π.χ. αυτές
για τα δικαστήρια, βλ. 10.1.3). Από την άλλη μεριά, οι διατάξεις του Προχείρου Νόμου, που έχει πλούσια
χειρόγραφη παράδοση, είναι από πλευράς περιεχομένου πλησιέστερες προς τις ιουστινιάνειες ρυθμίσεις από
εκείνες της Εισαγωγής, η οποία μας έχει παραδοθεί μόνον σε έξι χειρόγραφα.

8.2.1.3.2 Τα Βασιλικά και τα σχόλιά τους


Η διαδικασία της ανακάθαρσης των παλαιών νόμων ολοκληρώθηκε με τη δημοσίευση των Βασιλικών. Σύμ-
φωνα με την παραδοσιακή άποψη, επί Βασιλείου Α΄ έγιναν δύο ανολοκλήρωτες απόπειρες να κωδικοποιηθεί
το πλάτος του ιουστινιάνειου δικαίου: μία φορά σε 60 και μία φορά σε 40 βιβλία, με τις οποίες βρίσκονται
αντίστοιχα σε συνάφεια ο Πρόχειρος Νόμος και η Εισαγωγή. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ΄
προέκυψε μια νέα κωδικοποίηση, τα βασιλικὰ ἑξήκοντα βιβλία ή αλλιώς: τα Βασιλικά. Αργότερα, ίσως επί Κων-
σταντίνου Ζ΄, προστέθηκαν στο κείμενο της κωδικοποίησης αυτής τα λεγόμενα παλαιά σχόλια, που όμως δεν
αποτελούν κατά κυριολεξία σχόλια επί του περιεχομένου των διατάξεων των Βασιλικών, αλλά αποσπάσματα
από έργα αντικηνσόρων και σχολαστικών (βλ. 8.2.2.1). Περαιτέρω, κατά τον 11ο/12ο αιώνα προέκυψαν και τα
λεγόμενα νέα σχόλια, δηλαδή κατά κυριολεξία σχολιασμός των κωδικοποιημένων διατάξεων από νομικούς της
εποχής. Όταν, πάντως, δεν αναφέρεται το όνομα του νομικού, στον οποίο αποδίδεται το σχόλιο, η διάκριση των
παλαιών από τα νέα σχόλια δεν είναι εύκολη. Και επί του θέματος αυτού ο A. Schminck έχει διατυπώσει άλλη
άποψη. Σύμφωνα με αυτήν, επί Βασιλείου Α΄ και πριν από τη δημοσίευση της Εισαγωγής έγινε μια απόπειρα
κωδικοποίησης σε 40 βιβλία, που δεν έχει σωθεί. Αργότερα, πιθανώς το 888, ο Λέων δημοσίευσε τη νέα κωδι-
κοποίηση σε 60 βιβλία. Τα βασιλικὰ ἑξήκοντα βιβλία του Λέοντος αναθεωρήθηκαν τον 11ο αιώνα και η δεύτερη
αυτή έκδοση πήρε στο εξής το όνομα τα Βασιλικά. Όσον αφορά τον σχολιασμό τους, ο Schminck θεωρεί ότι
τόσο τα «παλαιά» όσο και πολλά από τα «νέα» σχόλια προστέθηκαν συνολικά τον ίδια εποχή στο κείμενο της
δεύτερης έκδοσης
Δυστυχώς, κανένα χειρόγραφο δεν περιέχει πλήρες το κείμενο της κωδικοποίησης σε καμία από τις φάσεις
επεξεργασίας του. Τα Βασιλικά, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, χωρίζονται σε 60 βιβλία, τα βιβλία σε τίτλους
και οι τίτλοι σε κεφάλαια. Η διαίρεση σε βιβλία και τίτλους έχει γίνει με θεματικά κριτήρια, αλλά μέσα στους
τίτλους το υλικό είναι καταταγμένο σύμφωνα με την προέλευσή του από τα διάφορα μέρη του ιουστινιάνει-
ου Corpus Iuris Civilis (βλ. 5.5.4), δηλαδή (και κατά σειρά): Εισηγήσεις (λίγα χωρία), Πανδέκτης, Κώδικας,

131
Νεαρές. Στο σημείο αυτό πρέπει βέβαια να επισημανθεί, πως για την απόδοση των λατινικών κείμενων χρησι-
μοποιήθηκαν οι μεταφράσεις των αντικηνσόρων (summae, βλ. 8.1.5 και 8.2.2.1), οι οποίες όμως εμφανίζονται
πλέον απαλλαγμένες από τους πολλούς λατινικούς όρους που περιείχαν, όταν καταρτίστηκαν τον 6ο αιώνα.
Όσον αφορά τις λίγες λατινικές Νεαρές, χρησιμοποιήθηκαν οι ελληνικές επιτομές τους από τους σχολαστικούς
Αθανάσιο Εμεσηνό και Θεόδωρο Ερμοπολίτη (βλ. 8.2.2.1). Εκτός όμως από τον πλήρη «εξελληνισμό» τους οι
ιουστινιάνειες ρυθμίσεις υποβλήθηκαν και σε περαιτέρω επεξεργασία, έτσι ώστε, άλλα μεν κείμενα να δεχθούν
«εκσυγχρονιστικές» παρεμβάσεις άλλα δε να μην καταχωρηθούν στη νέα κωδικοποίηση, γιατί κρίθηκαν απαρ-
χαιωμένα. Μεταϊουστιάνεια κείμενα λήφθηκαν υπόψη μόνον κατ’ εξαίρεση, με χαρακτηριστικότερη αυτή των
διατάξεων ποινικού δικαίου, που έχουν ως αφετηρία την ποινική μεταρρύθμιση της Εκλογής.

8.2.1.3.3 Οι Νεαρές του Λέοντα ΣΤ΄

Εικόνα 8.4. Ψηφιδωτή παράσταση από τον εξωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας. Ο Λέων ο Στ΄ ο Σοφός σε στάση δέησης στα
πόδια ενός ένθρονου Χριστού. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC0 1.0, δικαιούχος: Myrabella), τελ. προ-
σπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Τη δεύτερη θέση μετά τον Ιουστινιανό από πλευράς παραγωγικότητας ως προς την έκδοση Νεαρών κατέχει ο
αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄, ο επιλεγόμενος Σοφός (886-912), οποίος εξέδωσε, ενδεχομένως, περίπου 120 Νεα-
ρές. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτές, 113 Νεαρές, μας έχουν παραδοθεί συγκεντρωμένες σε μία συλλογή, η
οποία σώζεται μόνον μέσω ενός χειρογράφου του 13ου αιώνα. Για τη φύση της έχουν διατυπωθεί στην ειδική
βιβλιογραφία διάφορες απόψεις. Η θεωρία, πάντως, ότι οι Νεαρές που περιέχονται εκεί δεν εκδόθηκαν μεμονω-
μένα, αλλά όλες μαζί ως «σώμα» έχει προ πολλού αμφισβητηθεί. Πολύ περιορισμένη απήχηση έχει βρει επίσης
η άποψη του A. Schminck, σύμφωνα με την οποία οι νόμοι του Λέοντα πρέπει να ταυτιστούν με το τεῦχος που
δημοσιεύθηκε στο πλαίσιο της ἀνακαθάρσεως και περιλάμβανε καταργημένες ιουστινιάνειες διατάξεις. Παρ’
όλα αυτά, υπάρχουν ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι Νεαρές του Λέοντα δεν υπήρξαν άσχετες με την κω-
δικοποίηση του, αλλά τουλάχιστον η πλειονότητά τους εκδόθηκε πριν από την ολοκλήρωσή της το 888, ενώ
κάποιες άσκησαν επιρροή στο κείμενο των Βασιλικών. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη, το ότι ο Λέων πρέπει να
συμμετείχε ενεργά στη σύνταξη των Νεαρών, γιατί το λόγιο κείμενό τους φέρνει τα ίχνη της κλασικής του παι-
δείας. Οι Νεαρές, πάντως, λίγες φορές εισάγουν νέες ρυθμίσεις, ενώ περίπου το ένα τρίτο τους αφορά την Εκ-
κλησία, με κύριο στόχο την προσαρμογή της πολιτειακής νομοθεσίας στις επιταγές των ιερών κανόνων (εικόνα
8.4) (βλ. 9.1.7). Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα, που προκύπτει από τη μελέτη των Νεαρών του Λέοντα, είναι
ο ρόλος του εθίμου στο Βυζαντινό Δίκαιο. Η παλαιά άποψη, σύμφωνα με την οποία οι νόμοι αυτοί αποτελούν
δείγμα για την πλήρη αναγνώριση του εθιμικού δικαίου, δεν γίνεται, πάντως, πλέον δεκτή και πιστεύεται, πως
ο Λέων αναγνώρισε και νομιμοποίησε εθιμικές πρακτικές μόνον σε μεμονωμένες περιπτώσεις.

132
8.2.1.3.4. Το Επαρχικό Βιβλίο
Το χρονικά τελευταίο νομοθέτημα του Λέοντα ΣΤ΄ αποτελεί το Ἐπαρχικὸν Βιβλίον, που δημοσιεύθηκε το
912 και ρύθμιζε την οργάνωση των συντεχνιών (βλ. 9.1.9) της πρωτεύουσας, οι οποίες λειτουργούσαν υπό την
εποπτεία του επάρχου της πόλεως (βλ. 9.1.3). Ο σκοπός του νομοθέτη περιγράφεται στον πρόλογο του Επαρ-
χικού Βιβλίου και αποτελούσε την εξασφάλιση μιας δίκαια ρυθμισμένης αγοράς. Χαρακτηριστικές είναι οι
απαγορεύσεις για απόκρυψη προϊόντων με σκοπό την αισχροκέρδεια σε περίπτωση ελλείψεων και για δόλια
αύξηση των ενοικίων, όπως και ο έλεγχος των μέτρων και σταθμών. Ακόμη, το Επαρχικό Βιβλίο καθόριζε τα
όρια άσκησης κάθε επαγγέλματος, τόσο ως προς το αντικείμενο και τον κύκλο εργασιών όσο και ως προς τον
χώρο άσκησης κάθε δραστηριότητας, τις προϋποθέσεις για την εγγραφή στα μητρώα των διαφόρων συντεχνιών
καθώς και τους τρόπους κολασμού, ο οποίος επιβαλλόταν σε περίπτωση παραβάσεων των κανόνων λειτουργίας
της συντεχνίας και γενικότερα της αγοράς. Η ύλη είναι ταξινομημένη σε 22 τίτλους, που όμως δεν αναφέρονται
σε όλα τα επαγγέλματα, για τα οποία γνωρίζουμε, από άλλες πηγές, πως είχαν συντεχνιακή οργάνωση, αλλά
μόνον σε ορισμένες συντεχνίες (βλ. 9.1.9), ενώ ο 22ος τίτλος (Περὶ λεγαταρίου) αναφέρεται στον έλεγχο των
εισαγόμενων ειδών. Η παράλειψη της μνείας επαγγελματικών κλάδων, οδήγησε παλαιότερα αρκετούς ερευνη-
τές στην άποψη πως το Επαρχικό Βιβλίο –που, ούτως ή άλλως, σώζεται μόνο σε δύο χειρόγραφα– δεν μας έχει
παραδοθεί πλήρες. Η άποψη αυτή σήμερα δεν γίνεται δεκτή, αλλά πιστεύεται ότι οι ελλείψεις, τα κενά και οι
αβλεψίες οφείλονται στη σπουδή, με την οποία προωθήθηκε η δημοσίευση του νομοθετήματος, ενδεχομένως
επειδή ήταν προφανές, ότι επέκειτο ο θάνατος του αυτοκράτορα.

8.2.1.3.5 Οι Νεαρές των Μακεδόνων αυτοκρατόρων μετά τον Λέοντα


Οι διάδοχοι του Λέοντα συνέχισαν, βεβαίως, να νομοθετούν, εκδίδοντας Νεαρές για διάφορα ζητήματα, όπως,
για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ για θέματα κληρονομικού και ποινικού δικαίου (βλ. 9.2.6.3, 10.2.7). Δια-
κριτή κατηγορία μεταξύ των νόμων αυτών συνιστούν εκείνες οι Νεαρές που, προερχόμενες κυρίως από τους
αυτοκράτορες Ρωμανό Α΄ Λακαπηνό, Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο, Νικηφόρο Φωκά και Βασίλειο Β΄
Βουλγαροκτόνο, αναφέρονται στην προστασία της μικρής ιδιοκτησίας έναντι των δυνατών (βλ. 9.1.8). Ο τελευ-
ταίος νόμος της Δυναστείας εκδόθηκε, μάλλον το 1047 από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο
και αφορά την ίδρυση μιας Νομικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη, η οποία όμως λειτούργησε για λίγα χρό-
νια, ενδεχομένως μόνον μέχρι το 1054. Με την ίδρυση του καλούμενου διδασκαλείου τῶν νόμων επιδιώχθηκε
και πάλι η «κρατικοποίηση» των νομικών σπουδών (εικόνα 8.8), χωρίς πάντως την επιβολή του «μονοπωλίου»
που προέβλεπε η ιουστινιάνεια νομοθεσία. Τα κίνητρα για την ίδρυση αυτής της βραχύβιας αυτής σχολής ήταν,
άλλωστε, προσωπικά και συνδέονταν με τον πρώτο διευθυντή της, τον νομοφύλακα Ιωάννη Ξιφιλίνο.

8.2.1.4 Η νομοθεσία από τα μέσα του 11ου αιώνα μέχρι την Άλωση
Μετά την ολοκλήρωση της κωδικοποίησης του δικαίου στα Βασιλικά, δεν εκδίδεται πλέον κανένα εκτεταμένο
νομοθέτημα με τη μορφή κώδικα, όπως για παράδειγμα η Εκλογή ή ο Πρόχειρος Νόμος αλλά μόνον μεμονωμέ-
νοι νόμοι, όπως νεαρές, χρυσόβουλλα κ.λπ. (βλ. 8.2.1). Τα θέματα, που συχνότερα αποτέλεσαν αντικείμενο νο-
μοθετικής ρύθμισης, αφορούν την Εκκλησία, το οικογενειακό δίκαιο, το ποινικό δίκαιο καθώς και δικονομικά
ζητήματα. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει για τα χρυσόβουλλα, με τα οποία από την εποχή του Αλεξίου Α΄ του
Κομνηνού (1081-1118) αποδίδονται, με αντάλλαγμα τη ναυτική στήριξη, εμπορικής φύσης, προνόμια πρώτα
στους Βενετούς και αργότερα και σε άλλες ιταλικές κοινότητες, τα οποία σταδιακά υπέσκαψαν τη βυζαντινή
οικονομία. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι ακόμη μια Νεαρά του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (έτ. 1166) με αντικείμενο
την αναδιοργάνωση της δικαιοσύνης (βλ. 10.1.3). Με το σχετικό ζήτημα, και με μεταρρυθμιστικές προθέ-
σεις, ασχολήθηκαν συστηματικά αυτοκράτορες της δυναστείας των Παλαιολόγων (βλ. 10.1.4). Γενικότερα, οι
τελευταίοι αυτοί αυτοκράτορες νομοθέτησαν για θέματα δημόσιου και εκκλησιαστικού δικαίου. Το ιδιωτικό
δίκαιο αφορά μόνον ένα νομοθέτημά τους, η λεγόμενη Νεαρά του πατριάρχη Αθανασίου. Το κείμενο αυτό, που
υπαγορεύθηκε από τον πατριάρχη και το 1306 δημοσιεύθηκε ως νόμος από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ –
συνιστώντας έτσι χαρακτηριστικό δείγμα για την αυξημένη συμμετοχή του κλήρου στη νομική ζωή την περίοδο
μεταξύ των δύο Αλώσεων (1204-1453) (βλ. 8.2.3.2)– περιλαμβάνει στο πρώτο και το τέταρτο κεφάλαιό του
σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο χώρο του κληρονομικού δικαίου (βλ. 9.2.6.3).

133
8.2.2. Νομικά εγχειρίδια και συλλογές
Όπως ήδη παρατηρήθηκε (βλ. 8.2.1), αναγκαίο στοιχείο για να χαρακτηριστεί στο Βυζάντιο μια κανονιστικής
φύσης διάταξη ως νόμος, αποτελούσε η αυτοκρατορική της προέλευση. Ήδη όμως από τον 6ο αιώνα και μέχρι
την κατάλυση της Αυτοκρατορίας, επικρατούσε η πρακτική να υφίστανται οι νόμοι αυτοί επεξεργασία από ιδι-
ώτες και να συγκεντρώνονται σε εγχειρίδια και συλλογές. Τα έργα αυτά αποτελούν δείγματα για την ανανέωση
του παλαιού υλικού, που πλέον εμφανίζεται εκσυγχρονισμένο και αντικατοπτρίζει την σταδιακή κοινωνική και
ιδεολογική εξέλιξη του κράτους. Αρχικά υπήρξαν αποτέλεσμα επεξεργασίας υλικού ιουστινιάνειας προέλευσης
(βλ. 8.2.2.1, 2), ενώ από τον 10ο αιώνα και μετά, εμφανίζονται και εγχειρίδια που αποτελούν παραλλαγή ενός
νομικού κειμένου (βλ. 8.2.2.3, 4), αλλά και προϊόντα συγχώνευσης περισσότερων νομοθετημάτων (π.χ. Εκλο-
γής και Πρόχειρου Νόμου). Παρά την ιδιωτική τους προέλευση, πάντως, οι νομικές συλλογές και τα διάφορα
εγχειρίδια χρησιμοποιούνταν ευρύτατα και το κείμενό τους παραπέμπεται ακόμη και σε δικαστικές αποφάσεις
με τον χαρακτηρισμό «νόμος», μια πρακτική, που βεβαίως συνάπτεται με την αδυναμία εύρεσης ή γλωσσικής
κατανόησης του πρωτότυπου κειμένου των νομοθετημάτων, αλλά δεν ήταν άσχετη και με τη θέση του νόμου
στη βυζαντινή έννομη τάξη και τη μειωμένη του δεσμευτικότητα συγκριτικά με σήμερα (βλ. 8.2.3.2). Έτσι, η
απόλυτη διάκριση μεταξύ έργου με «ιδιωτικό» ή «δημόσιο» χαρακτήρα, όσον αφορά την παράδοση των βυ-
ζαντινών κανόνων, όχι μόνον δεν έχει ιδιαίτερο νόημα, αλλά ίσως να μην είναι επιστημονικά απολύτως ορθή.
Το παρόν εγχειρίδιο είναι από τη φύση του εισαγωγικό και περιορισμένης έκτασης, άρα είναι αδύνατο να πε-
ριληφθούν σ’ αυτό όλες οι πολυάριθμες επεξεργασίες της νομοθεσίας με ιδιωτική προέλευση· θα αρκεστούμε,
λοιπόν, στην παρουσίαση εκείνων που, κατά περιόδους, έπαιξαν τον σημαντικότερο ρόλο στην εξέλιξη του
Βυζαντινού Δικαίου ή αποτελούν τα χαρακτηριστικότερα δείγματα για τα φαινόμενα που μόλις περιγράφηκαν.

8.2.2.1 Τα έργα των αντικηνσόρων και των σχολαστικών (6ος αιώνας)


Στα παραπάνω (βλ. 8.1.5) αναφερθήκαμε αναλυτικά στους καθηγητές των νομικών σχολών του 6ου αιώνα,
δηλαδή τους αντικήνσορες, οι οποίοι στο πλαίσιο των παραδόσεών τους μετέφρασαν και σχολίασαν τα λατι-
νικά κείμενα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης. Οι αντικήνσορες δεν συνέγραψαν διδακτικά εγχειρίδια και
οι παραδόσεις τους μας έχουν γίνει γνωστές μέσα από τις σημειώσεις των φοιτητών τους. Από αυτό το υλικό
σώθηκε ένα πλήρες έργο: η ελληνική παράφραση των Εισηγήσεων (βλ. 5.5.4.4), η οποία προέρχεται από τη
συνένωση των παραδόσεων του αντικήνσορα Θεοφίλου μεταξύ 533 και 534 με τη μορφή τόσο ίνδηκα όσο και
παραγραφών (βλ. 8.1.5) για την ύλη αυτή. Τα Ινστιτούτα του Θεοφίλου διαδόθηκαν πολύ και τελικά εκτόπισαν
το πρωτότυπο κείμενο των Εισηγήσεων και, μάλιστα, έγιναν με τον καιρό αντικείμενο αυτοτελούς διδασκαλί-
ας. Εκτός από τα έργα που προέκυψαν εμμέσως από τη διδασκαλία τους, από τους αντικήνσορες προέρχονται
και συνοπτικές περιλήψεις του Πανδέκτη, που συντάχθηκαν από αυτούς με σκοπό τη διευκόλυνση της νομικής
πρακτικής (summae), που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως κατά τη σύνταξη των Βασιλικών για την απόδοση των
λατινικών κειμένων στα ελληνικά (βλ. 8.2.1.3.2).
Μετά τη διάλυση των κρατικών Νομικών Σχολών ήδη τον 6ο αιώνα (βλ. 8.1.5), η διδασκαλία του δικαίου
πέρασε στα χέρια ιδιωτών. Αυτοί ήταν κατά κύριο λόγο σχολαστικοί, δηλαδή ρήτορες/δικηγόροι, που βεβαίως
δεν πρωτοεμφανίζονται την εποχή αυτή, αλλά προϋπήρχαν και ανέλαβαν να καλύψουν το κενό που προέκυψε,
προσφέροντας παραδόσεις, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερο θεωρητικό υπόβαθρο, αλλά είχαν πρα-
κτικό προσανατολισμό. Η διδασκαλία των σχολαστικών επικεντρώθηκε, κυρίως, στις ιουστινιάνειες Νεαρές.
Όσον αφορά τα λατινικά μέρη της κωδικοποίησης, περιορίστηκε στις summae και άλλα έργα που είχαν προκύ-
ψει από τη δραστηριότητα των αντικηνσόρων. Από τους σχολαστικούς μας έχουν σωθεί έργα όπως η Επιτομή
Νεαρών του Αθανασίου Εμεσηνού (έτ. 577), που χαρακτηρίζεται μεν από απλότητα στη διατύπωση, αλλά από
υψηλό επιστημονικό επίπεδο όσον αφορά τη σύνθεση και την κατάταξη του υλικού. Άλλη επιτομή συνέθεσε
αργότερα, προς το τέλος του αιώνα, ο Θεόδωρος Ερμοπολίτης, από τον οποίο προέρχονται και αποσπάσματα
από μια ελληνική επιτομή του Κώδικα.

8.2.2.2. Το «Παράρτημα» της Εκλογής (Appendix Eclogae) (8ος αιώνας)


Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. 8.2.1.2), η δημοσίευση της Εκλογής δεν στόχευε στην κατάργηση του ιουστινιά-
νειου δικαίου, αλλά το νέο νομοθέτημα θα ίσχυε παράλληλα με την προγενέστερη νομοθεσία, η οποία θα
χρησίμευε και για την κάλυψη των κενών του. Τα πρωτότυπα κείμενα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης ήταν,

134
όμως, απρόσιτα, αλλά και τα έργα των αντικηνσόρων ήταν πλέον δυσεύρετα, τουλάχιστον για τον μέσο νομι-
κό της πράξης. Έτσι, ήδη κατά τον 8ο αιώνα συντάχθηκε ένα κείμενο βασισμένο σε ελληνικές επεξεργασίες
του Corpus Iuris Civilis, το οποίο κατά κανόνα ακολουθεί την Εκλογή στα χειρόγραφα. Για τον λόγο αυτό,
σύγχρονοι ερευνητές το χαρακτήρισαν ως παράρτημα (appendix) της Εκλογής. Το Παράρτημα –που αποτελεί
άθροισμα κανόνων δικαίου χωρισμένων σε μικρές ανεξάρτητες ομάδες– δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ενι-
αίο έργο, γιατί δημιουργήθηκε σταδιακά και με πρωτοβουλία περισσότερων ιδιωτών. Η σημασία του έγκειται,
κυρίως, στο ότι αποτελεί απόδειξη για την έναρξη της διαδικασίας για αναθεώρηση της Εκλογής λίγο μετά τη
δημοσίευσή της, καθώς και για τον εκτεταμένο ρόλο που έπαιζε η ιδιωτική πρωτοβουλία για τη διάδοση των
νομοθετικών ρυθμίσεων.

8.2.2.3. Η Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών (10ος αιώνας)


Το έργο συντάχθηκε από άγνωστο συμπιλητή, μάλλον στα μέσα του 10ου αιώνα, με σκοπό να διευκολυνθεί η
χρήση του ογκώδους κειμένου των Βασιλικών (βλ. 8.2.1.3.2). Έτσι, σ’ αυτό περιλαμβάνονται οι κυριότερες δια-
τάξεις τους, χωρίς τα σχόλια, άλλοτε στην αυθεντική και άλλοτε σε περιληπτική διατύπωση. Προτάσσεται ένας
μικρός τίτλος περὶ ὀρθοδόξου πίστεως, «για λόγους σεβασμού», όπως η ίδια η επικεφαλίδα του έργου αναφέρει,
ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις είναι καταγεγραμμένες με αλφαβητική κατάταξη, δηλαδή σε 24 υποδιαιρέσεις, που
περαιτέρω διαιρούνται σε τίτλους και κεφάλαια. Η αλφαβητική κατάταξη γίνεται σύμφωνα με το αντικείμενο
των διατάξεων, π.χ. περὶ ἀγορασίας στο στοιχείο Α, περὶ διαθηκῶν στο Δ κ.λπ. Παρ’ όλο που η συλλογή δεν εξα-
ντλούσε το περιεχόμενο της κωδικοποίησης αλλά περιοριζόταν στις βασικότερες ρυθμίσεις, το γεγονός ότι ήταν
πολύ εύχρηστη, είχε ως αποτέλεσμα να διαδοθεί πολύ και, κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, σχεδόν
να υποκαταστήσει το πλήρες κείμενο των Βασιλικών. Επειδή, μάλιστα, κάθε διάταξη της Σύνοψης συνοδεύεται
από ακριβή παραπομπή στην αντίστοιχη των Βασιλικών, δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί, όταν παραπέμπονται
διατάξεις που υπάρχουν και στα Βασιλικά και στη Σύνοψη, αν ο εκάστοτε νομικός της ύστερης περιόδου είχε
στη διαθεσή του το πρωτότυπο κείμενο της κωδικοποίησης ή μόνον τη Σύνοψη.

8.2.2.4. Η Ecloga Basilicorum librorum I-X (12ος αιώνας, μάλλον έτ. 1142)
Όπως προκύπτει από την συμβατική ονομασία του έργου (που του δόθηκε με βάση τη μορφή, στην οποία μας
σώζεται σήμερα) πρόκειται για μια επιλογή χωρίων από τα 10 πρώτα βιβλία των Βασιλικών, με διατύπωση
αρκετά παραλλαγμένη από το πρωτότυπο. Το κύριο ενδιαφέρον της δεν βρίσκεται, πάντως, τόσο στο κείμενο
των διατάξεων, που περιέχονται σ’ αυτήν, όσο στα σχόλια που τις συνοδεύουν, και τα οποία προέρχονται από
πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που επέλεξε τα χωρία. Ο συντάκτης τους ήταν κατά πάσα πιθανότητα δικα-
στής, έτσι τα σχόλιά του είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά για τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης μετά τον 11ο
αιώνα (βλ. 10.1.3).

8.2.2.5. Η Εξάβιβλος (14ος αιώνας, έτ. 1345)


Το έργο συντάχθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον δικαστή Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο και αποτελεί τη σπου-
δαιότερη νομική συλλογή της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Οι πηγές, στις οποίες βασίστηκε, είναι ιδιαίτερα
πλούσιες, το δε υλικό της κατατάχθηκε συστηματικά σε έξι βιβλία, πέντε από τα οποία αφορούν το αστικό δί-
καιο, ουσιαστικό και δικονομικό, ενώ στο έκτο περιέχεται το ποινικό, αποτελώντας έτσι έναν πρόδρομο για τη
σημερινή πενταμερή διαίρεση του Αστικού Δικαίου. Η Εξάβιβλος γνώρισε, ήδη από τη δημοσίευσή της, ευρεία
διάδοση και χρησιμοποιήθηκε και νομολογιακά (βλ. 8.2.3.2). Εντυπωσιακότερη είναι, πάντως, η παρουσία
της κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (βλ. 11.2.2.1), ενώ μετά την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους
και μέχρι τη δημοσίευση του Αστικού Κώδικα (έτ. 1946), οι διατάξεις της αποτέλεσαν ουσιαστικά το ισχύον
Αστικό Δίκαιο (βλ. 13.2.2, 13.2.4). Το κείμενό της συνοδεύεται και από σχόλια, τα περισσότερα από τα οποία
προέρχονται από τον ίδιο τον Αρμενόπουλο.

8.2.3. Πηγές από την πράξη: Δικαιοπρακτικά έγγραφα - Νομολογία


Η μελέτη των πηγών της πρακτικής, όπως τα δικαιοπρακτικά έγγραφα και η νομολογία, είναι ιδιαίτερα χρήσι-
μη για τη διαπίστωση του τρόπου εφαρμογής του Βυζαντινού Δικαίου. Μέσα από τα κείμενα αυτά δίνεται μια

135
αρκετά σαφής εικόνα για τον τρόπο λειτουργίας των έννομων σχέσεων, τη θεμελίωση του δικανικού συλλο-
γισμού, καθώς και την κατανόηση και πρακτική εφαρμογή κανόνων δικαίου, σε εποχές που απείχαν πολύ από
τον χρόνο εισαγωγής τους. Δεν πρέπει, άλλωστε, να λησμονούμε, ότι το Βυζαντινό Δίκαιο προήλθε από την
ώσμωση του Ρωμαϊκού Δικαίου με κανόνες ελληνικής προέλευσης, καλύπτοντας ταυτόχρονα τις νέες ανάγκες
που δημιούργησαν νέοι παράγοντες, όπως η επικράτηση του Χριστιανισμού (βλ. 8.1.1). Έτσι, η νομική πράξη
δίνει συχνά ασφαλέστερες πληροφορίες για την πραγματική κατάσταση του δικαίου, απ’ ό,τι ρυθμίσεις που
κωδικοποιούνται και επαναλαμβάνονται μέσα στους αιώνες, χωρίς να είναι βέβαιο πως είχαν πάντοτε πρακτικό
αντίκρυσμα.

8.2.3.1. Δικαιοπρακτικά έγγραφα


Ενώ στη Ρώμη οι δικαιοπραξίες καταρτίζονταν αρχικά προφορικά (βλ. 7.8), η επίδραση της πρακτικής που
ίσχυε στην ελληνιστική Ανατολή, οδήγησε στη βαθμιαία εισαγωγή του έγγραφου τύπου. Στο Βυζάντιο ο τρόπος
αυτός κατάρτισης των δικαιοπραξιών επικρατούσε, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως ήταν αδύνατη ή απαγο-
ρευμένη η προφορική τους σύναψη, που αποδεικνυόταν με μάρτυρες. Τα δικαιοπρακτικά έγγραφα μπορούσαν
να είναι τόσο ιδιωτικά όσο και συμβολαιογραφικά και στα τελευταία ανήκει η πλειονότητα αυτών που μας
έχουν παραδοθεί. Σύμφωνα, άλλωστε, με Νεαρά της αυτοκράτειρας Ειρήνης (βλ. 8.2.1.1), τα προικώα σύμφω-
να και τα σύμφωνα γεωργικής εκμετάλλευσης έπρεπε να συντάσσονται υποχρεωτικά ενώπιον συμβολαιογρά-
φου. Όσον αφορά το υλικό, που χρησιμοποιούνταν για τη σύνταξή τους, μέχρι το πολύ τον 9ο αιώνα γράφονταν
σε πάπυρο, ενώ σταδιακά επικράτησαν πρώτα η περγαμηνή (δηλαδή ιδιαίτερα επεξεργασμένο δέρμα ζώων) και
αργότερα, μετά τον 10ο αιώνα, το χαρτί, που υπήρξε κινεζική εφεύρεση.
Ιδιαίτερη μέριμνα για τις προϋποθέσεις γνησιότητας των συμβολαιογραφικών εγγράφων επέδειξε ο Ιου-
στινιανός, κυρίως με τις Νεαρές 44, 47 και 73 των ετών 537/538. Παρ’ όλο που οι κανόνες αυτοί σταδιακά
απλοποιήθηκαν, παρέμεινε μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας αναγκαία η ιδιόχειρη υπογραφή του συμβολαιο-
γράφου στο έγγραφο, ο οποίος στο σημείο αυτό δεν μπορούσε να υποκατασταθεί από βοηθό του ή γραφέα. Τα
έγγραφα εισάγονταν με την επίκληση της Αγίας Τριάδας και ακολουθούσε η ημερομηνία. Τα ονόματα των συμ-
βαλλομένων σημειώνονται στους παπύρους στο τέλος του εγγράφου, αλλά από τη μέση βυζαντινή περίοδο και
μετά καταχωρούνται στην αρχή τους. Οι αναλφάβητοι, πάντως, –που ήταν πολλοί– χάραζαν μόνον έναν σταυρό
και τα ονόματά τους συμπληρώνονταν από τον συμβολαιογράφο. Οι μάρτυρες υπέγραφαν πάντοτε στο τέλος.
Εκτός από τους συμβολαιογράφους με συντεχνιακή οργάνωση (βλ. 9.1.9), συμβολαιογραφικής φύσης υπη-
ρεσία διατηρούσε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο και η Εκκλησία. Κατά τους τελευταίους, μάλιστα, βυζαντι-
νούς αιώνες, τα περισσότερα δικαιοπρακτικά έγγραφα συντάσσονται από συμβολαιογράφους και εντεταλμέ-
νους γραφείς της, ένα γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη επιρροή της στο χώρο της απονομής του
δικαίου την εποχή αυτή (βλ. 8.2.1.4 και 8.2.3.2).

8.2.3.2 Νομολογία

Εικόνα 8.5. Η Μονή Σίμωνος Πέτρας στο Άγιο Όρος. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 4.0, δικαι-
ούχος: UV), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

136
Βυζαντινές δικαστικές αποφάσεις μας έχουν διασωθεί από την περίοδο μετά τον 9ο αιώνα, κατά κανόνα, μέσα
σε αρχεία μονών και ιδιαιτέρως αυτά του Άθω (Αγίου Όρους, εικόνα 8.5). Προέρχονται από διάφορα δικαστικά
όργανα, συνήθως διάφορων περιοχών, και είναι αρκετά διαφωτιστικά για τη λειτουργία των οργάνων αυτών,
καθώς και για το εφαρμοζόμενο δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, κυρίως σε θέματα περιουσιακά. Αν και είναι
αρκετές, δύσκολα μπορούν να αποτελέσουν ένα σύστημα και να οδηγήσουν σε εξαγωγή συμπερασμάτων για τα
ισχύοντα σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία, έστω από τον 10ο αιώνα μέχρι την Άλωση, κατά κύριο λόγο επειδή
είναι διάσπαρτες και τοπικά αλλά και χρονικά με διαφορά, κάποτε, αρκετών αιώνων.
Υπάρχει μόνο μία συλλογή που αποδίδει τη νομολογία μιας ορισμένης περιοχής και εποχής και συγκεκριμέ-
να αποφάσεις δικαστών που δρούσαν στον Σκεπαστό Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης κατά τον 11ο αιώνα
(βλ. 10.1.3). Πρόκειται για το έργο που ονομάζεται Πείρα και έχει συνταχθεί μεταξύ 1040 και 1050 από έναν
ανώνυμο δικαστή, ο οποίος πρέπει να υπήρξε μαθητής και μεγάλος θαυμαστής του επιφανούς νομικού και
δικαστή της εποχής Ευσταθίου Ρωμαίου. Έτσι, στο έργο παρουσιάζονται αποφάσεις, που προέρχονται κατά
κύριο λόγο από αυτόν και λιγότερο από άλλους δικαστές της εποχής. Δεδομένου ότι η Πείρα δεν περιλαμβάνει
αποφάσεις σε αυτούσια αλλά σε επιτετμημένη μορφή, καθώς και επειδή απευθύνεται σε δικαστές, που γνώρι-
ζαν την ακριβή λειτουργία του δικαστικού συστήματος της εποχής, δεν είναι επαρκώς ενημερωτική για δικονο-
μικά θέματα. Σκοπός του έργου υπήρξε, άλλωστε, κατά πάσα πιθανότητα, η εξυπηρέτηση των συναδέλφων του
συντάκτη του στο ουσιαστικό τους έργο, δηλαδή στη διαμόρφωση του δικανικού συλλογισμού.
Ως προς το ζήτημα αυτό, η συλλογή έχει ιδιαίτερη αξία, η οποία επισημάνθηκε για πρώτη φορά από τον
Dieter Simon το 1973. Ερευνώντας τη μέθοδο εργασίας του βυζαντινού δικαστή και μάλιστα τον ρόλο του
νόμου στη θεμελίωση των αποφάσεων –και με αφετηρία την απουσία διάκρισης των εξουσιών στο Βυζάντιο
(βλ. 10, 10.1, 10.1.1)– ο Simon διατύπωσε την άποψη, ότι οι βυζαντινοί δικαστές αντιλαμβάνονταν την εξουσία
τους κυρίως ως πολιτικής φύσης, γιατί πήγαζε από τον διορισμό τους από τον αυτοκράτορα, έτσι ώστε να θεω-
ρούν τους εαυτούς τους υπόλογους για την καλή θεμελίωση των αποφάσεών τους, κυρίως απέναντί του. Έτσι,
λόγω της αυτοκρατορικής του προέλευσης, ο νόμος αποτελούσε μεν το βασικό επιχείρημα για τη θεμελίωση
του συλλογισμού τους, υπήρχε όμως και δυνατότητα παρέκκλισης από τη διάταξη, που ρύθμιζε άμεσα κάποιο
ζήτημα, με ερμηνευτική επίκληση μιας άλλης, καθώς και –αν δεν μπορούσαν να αντληθούν επιχειρήματα από
υπάρχουσα διάταξη– ευχέρεια για απόφαση πέρα από τα στενά όρια του νόμου. Στην τελευταία αυτή περίπτω-
ση, ο δικαστής έπρεπε, πάντως, να θεμελιώσει ικανοποιητικά την παρέκκλισή του και, για τον λόγο αυτό, ήταν
σκόπιμο να διαθέτει και ρητορική ικανότητα.
Στο πλαίσιο της βυζαντινής έννομης τάξης, δικαιοδοτική αρμοδιότητα για επίλυση ιδιωτικών διαφορών
αναγνωριζόταν και σε εκκλησιαστικά δικαστήρια. Αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό διαιτητική, αλλά για κάποια
αντικείμενα (π.χ. δίκαιο του γάμου) υποχρεωτική (βλ. 10.1.6.2.). Με βάση τα αντικείμενα, που πραγματεύονται,
και τις διατάξεις, που επικαλούνται, οι αποφάσεις αυτές δεν κατατάσσονται στις πηγές του εκκλησιαστικού
δικαίου αλλά αντιμετωπίζονται από τους ιστορικούς του Βυζαντινού Δικαίου ως κείμενα αντίστοιχα με τα
δείγματα της νομολογίας των «κοσμικών» (των πολιτειακών) δικαστηρίων. Σε αντίθεση με τη νομολογία των
τελευταίων, για την οποία, με εξαίρεση την Πείρα, μας έχουν διασωθεί διάσπαρτες μόνον αποφάσεις, από τους
δύο τελευταίους βυζαντινούς αιώνες παραδίδονται νομολογιακές συλλογές με εκκλησιαστική προέλευση, που
αποδίδουν την πρακτική στο Δεσποτάτο της Ηπείρου κατά τον 13ο αιώνα και στην Κωνσταντινούπολη κατά τα
έτη 1315-1402.
Πάνω από 30 αποφάσεις προέρχονται από τον μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο και, στην πλει-
ονότητά τους, αφορούν δίκαιο του γάμου και κυρίως διαζύγια. Ο Απόκαυκος αποδεικνύεται ικανός δικαστής,
που κρίνει με οξύνοια αλλά και επιείκεια, χωρίς όμως να παραπέμπει συχνά ευθέως σε διατάξεις του νόμου,
ενδεχομένως επειδή δεν διέθετε μεγάλη βιβλιοθήκη. Πολύ μεγαλύτερο είναι το αρχείο του αρχιεπισκόπου Αχρί-
δος Δημητρίου Χωματηνού, που περιλαμβάνει περίπου 150 πράξεις. Πολλές από αυτές έχουν τον χαρακτήρα
γνωμοδότησης, η οποία μπορούσε να προσαχθεί και ενώπιον πολιτειακού δικαστηρίου. Οι γνωμοδοτήσεις αυ-
τές δεν διακρίνονται εύκολα από τις κατά κυριολεξία αποφάσεις του αρχιεπισκόπου. Μάλλον ασφαλές κριτήριο
για την διάκριση αυτήν, αποτελεί η παρουσία και των δύο διαδίκων, την οποία ο Χωματηνός φαίνεται πως
θεωρούσε απαραίτητη για την έκδοση δικαστικής απόφασης. Σε αντίθεση προς τον Απόκαυκο, ο Χωματηνός
χρησιμοποιούσε και παρέπεμπε συστηματικά διατάξεις νόμων (κυρίως τα Βασιλικά καθώς και μεταϊουστινιά-
νειες Νεαρές), αλλά και διάφορες άλλες πηγές, όπως η Μεγάλη Σύνοψη, τα σχόλια των Βασιλικών και η Πείρα.
Η επίκληση τόσων διατάξεων –που κάποτε είναι άχρηστες ή η έννοιά τους διαστρεβλώνεται– μπορεί να γινόταν
κάποτε, και κυρίως στις γνωμοδοτήσεις, για εντυπωσιασμό εκείνων, που δεν διέθεταν τη νομική κατάρτιση του
αρχιεπισκόπου.

137
Οι αποφάσεις του 14ου αιώνα προέρχονται από την πατριαρχική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερα
μεγάλος αριθμός τους χρονολογείται κατά τα έτη 1399-1400, επί πατριάρχη Ματθαίου Α΄. Την εποχή αυτή, η
αρμοδιότητα της συνόδου ως δικαστηρίου για την επίλυση ιδιωτικών διαφορών εμφανίζεται διευρυμένη, φθά-
νοντας μέχρι την εκδίκαση υποθέσεων ακόμη και εμπορικού δικαίου. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην
ταραγμένη πολιτική κατάσταση της εποχής που, με αποκορύφωμα τον αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης
από τους Οθωμανούς (1394-1402) και τη μεγάλη ένδεια που επικράτησε τότε, οδήγησε στην εγκατάλειψη της
πόλης από τους κρατικούς αξιωματούχους, έτσι ώστε η προσφυγή στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη να έχει γί-
νει για κάποιο χρονικό διάστημα κατ’ ουσία αναγκαστική. Από την άλλη μεριά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο
διαμόρφωσε την εποχή αυτή μια νομολογία, που, με στόχο την προστασία των αδυνάτων, αποσκοπούσε στην
απόδοση μιας –κατά την Εκκλησία– ουσιαστικής δικαιοσύνης, για την οποία ο εκκλησιαστικός δικαστής δεν
ήταν, βεβαίως, υπόλογος στον αυτοκράτορα αλλά στον Θεό. Έτσι, οι αποφάσεις του Ματθαίου Α΄ εμφανίζο-
νται αρκετά «χειραφετημένες» σε σχέση με το γραπτό δίκαιο. Παρ’ όλα αυτά, δεν λείπουν οι αναφορές στον
«νόμο», οι οποίες κατά κανόνα αντιστοιχούν σε διατάξεις της Εξαβίβλου (βλ. 8.2.2.5), με το νόημά τους, όμως,
μερικές φορές να παραποιείται κατά την εφαρμογή.
Η εκτεταμένη αυτή δραστηριότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων κατά την περίοδο μετά το 1204 οφεί-
λεται:
• στην αναγνώριση σ’ αυτά συγκεκριμένης δικαιοδοσίας (βλ. 10.1.6.2),
• στην προσωπικότητα ιεραρχών, όπως ο Δημήτριος Χωματηνός, ο Ιωάννης Απόκαυκος και ο πατριάρ-
χης Ματθαίος Α΄ ή κάποιο μέλος της συνόδου του,
• αλλά και στο γεγονός ότι η Άλωση από τους «Λατίνους» επέφερε μεν την κατάρρευση των κρατικών
δομών, αλλά άφησε σχεδόν αλώβητη την Εκκλησία, η οποία κατά τους χρόνους αυτούς ενισχύθηκε
και αναμείχθηκε έντονα σε όλους τους τομείς της νομικής επιστήμης, τόσο της θεωρητικής όσο και
εφαρμοσμένης (βλ. 9.2.6.3, 10.1.4.).

8.2.4. Διαγνωστικές πηγές


Διαγνωστικές πηγές του δικαίου αποκαλούνται εκείνες, οι οποίες δεν αποτελούν κανονιστικά ή γενικότερα νο-
μικά κείμενα, αλλά μας μεταφέρουν πληροφορίες σχετικές με το δίκαιο. Έτσι, ιστορικά αλλά και φιλολογικά
κείμενα μας ενημερώνουν για νομοθετικές ρυθμίσεις, των οποίων το πρωτότυπο κείμενο έχει πλέον χαθεί.
Επίσης, οι σφραγίδες μας διαφωτίζουν για τη διοικητική διάρθρωση της Αυτοκρατορίας (βλ. 9.1.3., 9.1.4.), ενώ
τα νομίσματα για την τιτλοφορία των ηγεμόνων (βλ. 8.1.5.) και τις δυναστικές σχέσεις (βλ. 9.1.1). Ακόμη και
τα έργα τέχνης μπορούν να μεταφέρουν πληροφορίες σχετικές με το δίκαιο. Για παράδειγμα, τα ψηφιδωτά της
Ραβέννας (Εικόνα 5.3) μας ενημερώνουν για την περιβολή του αυτοκράτορα και τα διάσημα της εξουσίας του,
ενώ μια μικρογραφία στο εικονογραφημένο χειρόγραφο της χρονογραφίας του Ιωάννη Σκυλίτζη μας διαφωτίζει
για τον τρόπο εκτέλεσης του απαγχονισμού με «φούρκα» (εικόνα 10.4).

8.2.5. Σύντομη επισκόπηση των εκκλησιαστικών πηγών του δικαίου


Η χριστιανική Εκκλησία, ως αυτοδιοικούμενος οργανισμός με εσωτερικό δίκαιο, προϋπήρξε της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας. Τις σχέσεις των μελών της διείπαν, τα πρώτα χρόνια, οι αρχές που πήγαζαν από την Αγία Γρα-
φή, όσο όμως πλήθαιναν οι Χριστιανοί, πολλαπλασιάζονταν και τα ζητήματα που χρειάζονταν επίλυση. Έτσι,
άρχισαν να συγκαλούνται, αρχικά σε τοπικό επίπεδο, συναντήσεις (σύνοδοι) επισκόπων, που έπαιρναν σχετικές
αποφάσεις, με τις τελευταίες να αποκαλούνται κανόνες.
Όταν, από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και μετά, ο Χριστιανισμός αναπτύχθηκε ελεύθερα και σταδιακά επι-
βλήθηκε (βλ. 8.1.4), οι σύνοδοι αυτές αρχίζουν να συγκαλούνται σε οικουμενικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπε-
δο ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου. Ο χαρακτηρισμός μιας συνόδου ως οικουμενικής δεν ήταν, πάντως,
απλώς συνάρτηση του αριθμού των επισκόπων, που είχαν λάβει μέρος σε αυτήν, αλλά κυρίως άλλων παραγό-
ντων. Αυτοί ήταν η σύγκληση και η προεδρία της από αυτοκράτορα, η πρόθεση να έχει πράγματι οικουμενικό
χαρακτήρα και κυρίως η μεταγενέστερη αναγνώρισή της ως οικουμενικής από τους οπαδούς της «ορθής» πί-
στης. Έτσι η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει σήμερα 7 οικουμενικές συνόδους (εικόνα 8.6):
• την πρώτη στη Νίκαια (έτ. 325),
• τη δεύτερη στην Κωνσταντινούπολη (έτ. 381),
• την τρίτη στην Έφεσο (έτ. 431),

138
• την τέταρτη στη Χαλκηδόνα (έτ. 451),
• την πέμπτη και την έκτη στην Κωνσταντινούπολη (έτ. 553 και 680/681) και
• την έβδομη στη Νίκαια (έτ. 787).

Εικόνα 8.6. Η πρώτη Oικουμενική Σύνοδος. Σύγχρονο αντίγραφο εικόνας του Μιχαήλ Δαμασκηνού (16ος αιώνας). Πηγή:
https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 4.0, δικαιούχος: C messier), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

Το έτος 691/692 συγκλήθηκε, όμως, μια ακόμη οικουμενική σύνοδος, η οποία δεν έχει ιδιαίτερη αρίθμηση και
ονομάζεται Πενθέκτη σύνοδος, ή σύνοδος του Τρούλλου (από την αίθουσα, στην οποία συγκλήθηκε). Η ονομασία
Πενθέκτη οφείλεται στο ότι η σύνοδος αυτή στην πραγματικότητα συμπλήρωσε το έργο της πέμπτης και της έκτης
συνόδου, οι οποίες δεν είχαν θεσπίσει κανόνες, αλλά είχαν αποφασίσει μόνον για δογματικά ζητήματα. Το γεγονός
αυτό οφειλόταν πιθανώς στο ότι ο Ιουστινιανός –στο πλαίσιο των ιδιόμορφων σχέσεων της Εκκλησίας με την Πολι-
τεία στο Βυζάντιο και λόγω της δικής του πολιτικής ως προς τη σχέση πολιτειακής νομοθεσίας και εκκλησιαστικών
κανόνων (βλ. 9.1.7)– είχε νομοθετήσει ευρύτατα σε θέματα που αφορούσαν την εκκλησιαστική διοίκηση ή γενικό-
τερα ενδιέφεραν την Εκκλησία, έτσι ώστε για αρκετά χρόνια να μην υπάρχει ανάγκη θέσπισης νέων κανόνων. Από
την Πενθέκτη σύνοδο προέρχονται 102 κανόνες, οι οποίοι άλλοτε επαναλαμβάνουν παλαιότερους (μερικές φορές
συμπληρώνοντάς τους) και άλλοτε περιβάλλουν με εκκλησιαστικό μανδύα διατάξεις της πολιτειακής νομοθεσίας,
όπως αυτές του Ιουστινιανού. Δεν λείπουν, πάντως, και νέες ρυθμίσεις, κάποιες από οποίες άσκησαν επίδραση στη
μεταγενέστερη πολιτειακή νομοθεσία, π.χ. ως προς το ζήτημα του κωλύματος γάμου λόγω συγγένειας (βλ. 9.2.2.2).
Ακόμη, με τον δεύτερο κανόνα της, η σύνοδος επικύρωσε κανόνες τοπικών συνόδων καθώς και άλλα κανονιστικής
φύσεως κείμενα, προερχόμενα από σημαντικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες (Πατέρες, όπως ο Μέγας Βασίλει-
ος), προσδίδοντας σε αυτά τον χαρακτήρα κανόνων οικουμενικής συνόδου.
Μετά την σταδιακή αποξένωση της Ανατολικής Εκκλησίας από τη Ρώμη, που οδήγησε στο Σχίσμα του 1054, δεν
ήταν πλέον εφικτή η σύγκληση οικουμενικής συνόδου. Το κενό αυτό ανέλαβε να καλύψει η πατριαρχική σύνοδος
της Κωνσταντινούπολης, λειτουργώντας με τη μορφή της ενδημούσας συνόδου. Ο όρος δηλώνει τη συγκρότηση
της συνόδου από τους μητροπολίτες που, κατά τη σύγκλησή της «ενδημούσαν» (δηλαδή βρίσκονταν –υποτίθεται–
συμπτωματικώς) στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η μορφή συνόδου λειτουργούσε και σε άλλα Πατριαρχεία, αλλά
τη μεγαλύτερη σημασία της απέκτησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Ενδημούσα εμφανιζόταν αρμόδια και για
υποθέσεις άλλων Πατριαρχείων, ενώ μητροπολίτες από αυτά μπορούσαν να μετάσχουν σ’ αυτήν. Αυτή η διεύρυνση
της σύνθεσης της Ενδημούσας στην Κωνσταντινούπολη οφείλεται και στο γεγονός ότι, μετά την κατάκτηση των ανα-
τολικών επαρχιών του Βυζαντίου από τους Άραβες και αργότερα τα τουρκικά φύλα αλλά και τους Σταυροφόρους,
πολλοί μητροπολίτες προορισμένοι για τα εκεί Πατριαρχεία δεν μπορούσαν να εγκατασταθούν στις έδρες τους και
παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη. Υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται εύκολα αντιληπτό, πώς η ενδημούσα σύνοδος
αναδείχθηκε σταδιακά στη θέση του ανώτατου οργάνου της Εκκλησίας στο Βυζάντιο, υποκαθιστώντας ουσιαστικά

139
τις οικουμενικές συνόδους. Οι αποφάσεις της Ενδημούσας –συχνά χαρακτηρίζονται ως τόμοι, από το ρήμα «τέμνω»
δηλαδή «αποφασίζω»– αναφέρονται συνήθως σε θέματα εκκλησιαστικής διοίκησης αλλά και στο οικογενειακό δί-
καιο (βλ. 9.2.2.2, 9.2.2.3).
Όπως και στον χώρο του κοσμικού δικαίου, έτσι και στο εκκλησιαστικό δίκαιο, παρατηρείται έντονη ανάμειξη
της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στη συγκέντρωση και επεξεργασία των κανονιστικής φύσης κειμένων και μάλιστα από
πολύ νωρίς, όταν άρχισε να δημιουργείται ένα corpus των κανόνων, που όμως δεν μας έχει σωθεί. Ειδικά μετά τον
6ο αιώνα, και λόγω της αύξησης του αριθμού των κανόνων, εμφανίζονται συλλογές κανόνων με θεματική κατάτα-
ξη, όπως η Συναγωγή κανόνων σε 50 τίτλους, το Σύνταγμα κανόνων σε 14 Τίτλους και η Σύνοψις κανόνων, που δεν
περιέχει τα κείμενά τους αυτούσια, αλλά σε περιληπτική διατύπωση και η οποία γνώρισε πολλές επεξεργασίες με
τελευταία αυτή του 11ου αιώνα. Τέλος, τον 14ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος συνέταξε, κατά το πρότυπο της
Εξαβίβλου του (βλ. 8.2.2.5) μια ακόμη εξαμερή Επιτομή κανόνων.
Πέρα όμως από τους κανόνες, την Εκκλησία αφορούσαν και ενδιέφεραν και πολιτειακής προελεύσεως διατάξεις,
όπως αυτές του Ιουστινιανού, για τις οποίες έγινε λόγος αμέσως παραπάνω. Έτσι, και οι διατάξεις αυτές έτυχαν
συγκέντρωσης και επεξεργασίας σε συλλογές, που αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο παραρτήματα των συλλογών των
κανόνων. Για παράδειγμα, η Συναγωγή κανόνων σε 50 τίτλους συνοδευόταν από μία συλλογή αποσπασμάτων από
ιουστινιάνειες Νεαρές κατανεμημένη σε 87 κεφάλαια και το Σύνταγμα κανόνων σε 14 τίτλους από συλλογή με τριμερή
κατάταξη του ιουστινιάνειου υλικού (Κώδικας-Εισηγήσεις/Πανδέκτης-Νεαρές, βλ. 5.5.4, 8.2.1.1.), με βάση έργα αντι-
κηνσόρων (βλ. 8.2.2.1) και την Επιτομή Νεαρών του σχολαστικού Αθανασίου Εμεσηνού (βλ. 8.2.2.1).
Το επόμενο βήμα ήταν να συγχωνευθούν οι συλλογές κανόνων και νόμων σε ενιαία έργα, τους λεγόμενους –λόγω
της σύνθεσής από νόμους και κανόνες– Νομοκάνονες. Ο παλαιότερος προέρχεται ήδη από τον 6ο αιώνα και είναι ο
Νομοκάνονας σε 50 τίτλους, που προέκυψε από συνένωση της Συναγωγής σε 50 τίτλους με τη συλλογή σε 87 κεφάλαια
και ο μεταγενέστερος Νομοκάνονας σε 14 τίτλους από τη συνένωση του Συντάγματος σε 14 τίτλους με την Τριμερή
Συλλογή. Ο νομοκάνονας αυτός δημιουργήθηκε τον 7ο αιώνα, αλλά γνώρισε μεταγενέστερες επεξεργασίες, με τελευ-
ταία τον 11ο αιώνα, η οποία χρησιμοποιήθηκε πολύ, ακόμη και νομολογιακά. Παρ’ όλο που δεν χαρακτηρίζεται ως
«νομοκάνονας», στην κατηγορία αυτή ανήκει και το Σύνταγμα κατά στοιχείον, που συντάχθηκε το 1335 στη Θεσσα-
λονίκη από τον Ματθαίο Βλάσταρη, ο οποίος άντλησε υλικό από πολλές πηγές εκκλησιαστικής και κοσμικής προέ-
λευσης και το κατέταξε αλφαβητικά. Το έργο αυτό χρησιμοποιήθηκε επίσης πολύ (όχι μόνον κατά τους τελευταίους
βυζαντινούς χρόνους αλλά και την περίοδο της Τουρκοκρατίας) από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (βλ. 12.2.2.2).
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή επισκόπηση, θα αναφερθούμε στην άνθηση της επιστήμης του εκκλησιαστικού
δικαίου, η οποία παρατηρείται κατά τον 12ο αιώνα και εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, και με τη σύνταξη σχολίων σε
κείμενα κανονικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, το έτος 1130 ο Αλέξιος Αριστηνός συνέταξε ένα σύντομο σχόλιο στην
τελευταία επεξεργασία της Σύνοψης κανόνων, ενώ το 1159 ο Ιωάννης Ζωναράς ολοκλήρωσε το εκτενέστατο σχόλιό
του στους κανόνες των οικουμενικών συνόδων καθώς και σε εκείνους που είχαν επικυρωθεί με τον 2ο κανόνα της
Πενθέκτης. Το σημαντικότερο ερμηνευτικό έργο αυτής της κατηγορίας προέρχεται πάντως από τον Θεόδωρο Βαλ-
σαμώνα. Αυτός δέχθηκε το 1177 εντολή από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό και τον πατριάρχη Μιχαήλ Γ΄,
να σχολιάσει την τελευταία παραλλαγή του Νομοκάνονα σε 14 Τίτλους, ώστε να διαπιστώσει, ποιοι από τους νόμους
που περιέχονταν εκεί βρίσκονταν ακόμη σε ισχύ. Περαιτέρω, ο Βαλσαμών σχολίασε και τους κανόνες, που είχε
σχολιάσει ο Ζωναράς. Ο σχολιασμός του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφενός μεν λόγω της οξείας νομικής
του σκέψης, αφετέρου δε επειδή μέσω αυτού μας έχουν γίνει γνωστές αυτοκρατορικές διατάξεις και πατριαρχικές
πράξεις, που κατά τα άλλα είχαν χαθεί.

Συνοδικά κείμενα Ιδιωτικές συλλογές εκκλησια- Σχόλια κανονολόγων σε κείμενα


στικόυ δικαίου κανονικού χαρακτήρα
• Κανόνες Οικουμενικών Συνόδων
• Κανόνες που επικυρώθηκαν από • Corpus Canonum • Αλέξιος Αριστηνός
τον κανόνα 2 της Πενθέκτης • Συλλογές κανόνων • Ιωάννης Ζωναράς
(κανόνες Τοπικών Συνόδων και • «Παραρτήματα με πολιτειακούς • Θεόδωρος Βαλσαμώνας
«Πατέρων») νόμους σε κανονικές συλλογές
• Πατριαρχικοί Τόμοι • Νομοκανόνες (Νομοκανόνας σε
50 τίτλους, Νομοκανόνες σε 14
τίτλους, Σύνταγμα κατά στοιχεί-
ων Ματθαίου Βλάσταρη)

Σχήμα 8.3. Σύντομη επισκόπηση των εκκλησιαστικών πηγών του δικαίου

140
Βιβλιογραφία
Βénou, Lisa (2011). Pour une nouvelle histoire du droit byzantin. Théorie et pratique juridiques au XIVe
siècle. Paris.
van Bochove, Thomas-Ernst (2007). Χρονολογώντας και εξακριβώνοντας (ελλ. μετ. Ι. Νικολόπουλος). Αθή-
να-Θεσσαλονίκη.
Dagron, Gilbert (2000). Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και η θεσμοί της από το 330 ως το
451 (ελλ. μετ. Μ. Λουκάκη). Αθήνα.
Kazhdan, Aleksandr-Petrovich (Ed.) (1991). The Oxford dictionary of Byzantium. New York.
Παπαγιάννη, Ελευθερία (1992), (1997), (2010). Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζαντινής
και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τ. Ι: Ενοχικό δίκαιο-Εμπράγματο δίκαιο,
τ. ΙΙ: Οικογενειακό δίκαιο, τ. ΙΙΙ: Κληρονομικό δίκαιο. Αθήνα-Κομοτηνή.
Pieler, Peter (1994). Νομική Φιλολογία, στον: Hunger, Herbert, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών,
τ. Γ΄, σ. 183-379 (ελλ. μετ. Ε. Παπαγιάννη & Σ. Τρωιάνος). Αθήνα.
Schminck, Andreas (1986). Studien zu mittelbyzantinischen Rechtsbüchern. Frankfurt am Main.
Simon, Dieter (1982). Η εύρεση του δικαίου στο ανώτατο βυζαντινό δικαστήριο (ελλ. μετ. Ι. Κονιδάρης). Αθή-
να.
Τρωιάνος, Σπύρος (2000). Η ελληνική νομική γλώσσα. Γένεση και μορφολογική εξέλιξη της νομικής ορολογίας
στη ρωμαϊκή Ανατολή. Αθήνα-Κομοτηνή.
Τρωιάνος, Σπύρος & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία δικαίου. Αθήνα
Τρωιάνος, Σπύρος (2011). Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου. Αθήνα-Κομοτηνή.
Τρωιάνος, Σπύρος (2014). Εισηγήσεις βυζαντινού δικαίου. Αθήνα.

141
Κεφάλαιο 9. Πολιτειακή οργάνωση και κοινωνικές ομάδες. Πρόσωπα,
οικογένεια και περιουσία στο Βυζάντιο.

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό θα παρουσιαστεί, οπωσδήποτε σε αδρές γραμμές, η οργάνωση του βυζαντινού δημόσιου και
ιδιωτικού βίου, πάντοτε με αφετηρία σχέσεις που αφορούν ή απασχόλησαν το δίκαιο. Κατά την παρουσίαση θα
γίνει προσπάθεια για ανάδειξη των επιρροών, που δέχθηκαν οι διάφοροι θεσμοί αλλά και η κοινωνία της Αυτο-
κρατορίας, έτσι ώστε να ανιχνευθούν και στην πράξη οι παράγοντες, που οδήγησαν στη δημιουργία της «βυζαντι-
νής» φυσιογνωμίας της αλλά και των στοιχείων που τη συνδέουν με το ρωμαϊκό της παρελθόν. Το υλικό χωρίζεται
σε δύο μεγάλες ενότητες, η μία από τις οποίες αφορά την κρατική και κοινωνική οργάνωση, ενώ η δεύτερη θα
πραγματευθεί τις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στον τρόπο που αυτές εκδηλώνονταν
στον χώρο της οικογένειας.

Προαπαιτούμενη γνώση
Αναγκαία κρίνεται η καλή γνώση των κεφαλαίων 4 και 7 του παρόντος εγχειριδίου.

9. Εισαγωγή
Το κύριο χαρακτηριστικό της βυζαντινής κρατικής οργάνωσης υπήρξε η κεντρική θέση του αυτοκράτορα, από
τον οποίο εκπορευόταν κάθε εξουσία. Στη βάση της αυτοκρατορικής εξουσίας υπήρχε, όμως, μια ιδεολογία
σύνδεσής του με τον Θεό και υποχρέωσής του να μεριμνά για το καλό των υπηκόων του, που οπωσδήποτε
απάλυνε τα στοιχεία της απολυταρχίας (βλ. 9.1.1). Λειτουργούσαν, ακόμη, και πολιτειακοί παράγοντες, κάποιοι
από τους οποίους, όπως η Σύγκλητος ή οι Δήμοι (βλ. 9.1.2, 9.1.6) υπηρετούσαν, θεωρητικά τουλάχιστον, τον
ίδιο στόχο. Ιδιαίτερη θέση στο βυζαντινό κρατικό σύστημα είχε η Εκκλησία, λόγω της στενής όσο και περί-
πλοκης σχέσης της με την Πολιτεία (βλ. 9.1.7). Παρά τον συγκεντρωτισμό αυτόν πάντως, το Βυζάντιο έχει να
επιδείξει και ένα αξιόλογο σύστημα αποκέντρωσης που εκδηλώθηκε με την ανάπτυξη του θεσμού των θεμάτων
(βλ. 9.1.4). Η μελέτη της βυζαντινής κοινωνίας δεν αποτελεί, οπωσδήποτε, αντικείμενο ενός εγχειριδίου Ιστορί-
ας του Δικαίου. Παρ’ όλα αυτά, βυζαντινά νομοθετικά κείμενα ασχολήθηκαν συστηματικά με κοινωνικές ομά-
δες, όπως οι δυνατοί και οι πένητες στην ύπαιθρο και οι συντεχνίες στην πρωτεύουσα και γι’ αυτό θα γίνει λόγος
σχετικά με τις ρυθμίσεις τους αυτές (βλ. 9.1.8, 9.1.9). Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στον βυζαντινό άνθρωπο
ως υποκείμενο δικαίου, στη λειτουργία της οικογένειας (με αφετηρία τον γάμο) και στις συναφείς προσωπικές
και περιουσιακές σχέσεις (βλ. 9.2) (εικόνα 9.1).

9.1. Πολιτειακή οργάνωση και κοινωνικές ομάδες


Όπως ήδη παρατηρήθηκε (βλ. 8.1), η σήμερα ονομαζόμενη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν ιδρύθηκε ως νέο κρά-
τος, αλλά στην πολιτική θεωρία της εποχής αποτέλεσε συνέχεια της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με νέα
πρωτεύουσα, διατηρώντας έτσι αφενός μεν την αξίωση για παγκόσμια κυριαρχία, αφετέρου δε πολλούς από
τους ρωμαϊκούς πολιτειακούς παράγοντες με επίκεντρο τον αυτοκράτορα, ενώ το Ρωμαϊκό Δίκαιο θεωρούνταν
πάντοτε ισχύον και πατροπαράδοτο δίκαιο (βλ. 8.1.1). Η επικράτηση του Χριστιανισμού και η ανάδειξή του
σε επίσημη θρησκεία, σφράγισε, πάντως, τη βυζαντινή πολιτική θεωρία, έτσι ώστε το imperium romanum να
τα ταυτίζεται πλέον με το imperium christianum (βλ. 8.1.4). Πέρα από την Κωνσταντινούπολη, και οι επαρχίες
διατήρησαν αρχικά τη ρωμαϊκή τους δομή, από τον 7ο αιώνα όμως και μετά, αναδιοργανώνονται στον κατεξο-
χήν βυζαντινό θεσμό των θεμάτων, με τον οποίο συνδέεται και η δημιουργία «εθνικού» στρατού και η εξέλιξή
του σε πολιτικό παράγοντα (βλ. 9.1.5). Από την τελευταία ρωμαϊκή περίοδο το Βυζάντιο κληρονόμησε και τη
μεγάλη αγροτική περιουσία, η οποία από τον 7ο αιώνα και μετά περιορίζεται προς όφελος της μικρής γαιοκτησί-
ας, ενώ μετά τον 9ο αιώνα αρχίζει μια περίοδος, κατά την οποία οι μεγάλοι γαιοκτήμονες προσπαθούν να εξα-
πλωθούν σε βάρος των μικροϊδιοκτητών, στο πλευρό των οποίων τάσσονται αυτοκράτορες της Μακεδονικής
Δυναστείας (βλ. 9.1.8). Κληρονομιά των χρόνων μετά τον Διοκλητιανό υπήρξε και η υποχρεωτική οργάνωση

142
των επαγγελματιών σε συντεχνίες υπό κρατικό έλεγχο. Η οργάνωση αυτή μαρτυρείται για πολλές πόλεις της
Αυτοκρατορίας και για ολόκληρη, σχεδόν, τη βυζαντινή περίοδο· από τον 13ο αιώνα και μετά, όμως, ο κρατι-
κός παρεμβατισμός μάλλον υποχωρεί. Αρκετά καθαρή εικόνα για τη συντεχνιακή οργάνωση και τη λειτουργία
πολλών επαγγελμάτων διαθέτουμε, πάντως, μόνον για την Κωνσταντινούπολη κατά τον 10ο αιώνα (9.1.9.).

9.1.1. Ο αυτοκράτορας

Εικόνα 9.1. O Χριστός ένθρονος στέφει τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-1143) και τον γιο του Αλέξιο. Τον
παραστέκουν δύο γυναικείες μορφές, ντυμένες με αυτοκρατορικά ενδύματα, που τιτλοφορούνται η Ελεημοσύνη και η Δικαι-
οσύνη (από Τετραβάγγελο της Βιβλιοθήκης του Βατικανού [1122-1125]). Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με
ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η απόλυτη εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα δεν συνεπαγόταν ότι μπορούσε να νομοθετεί χωρίς φραγμούς.
Η εξουσία του αποτελούσε, κατά τη βυζαντινή διατύπωση, ἔννομον ἐπιστασίαν, γιατί έπρεπε να ασκείται μέσα
στα όρια του φυσικού δικαίου και της ηθικής. Σύμφωνα, άλλωστε, με τη χριστιανική αντίληψη, ο αυτοκρά-
τορας ήταν μεν δημιουργός του δικαίου, πηγή όμως του δικαίου ήταν ο Θεός. Έτσι, θεμελιώδες στοιχείο της
αυτοκρατορικής ιδεολογίας είναι η σχέση με το Θείο, η οποία εκδηλώνεται με την αντίληψη ότι η αυτοκρατορι-
κή εξουσία πηγάζει από τη θεϊκή βούληση και οι φορείς της αποτελούν όργανα της θείας πρόνοιας. Απόρροια
αυτής της αντίληψης ήταν η συνείδηση, πως ένας αυτοκράτορας μπορούσε να νομιμοποιηθεί, ακόμη και αν
ήταν πρόσωπο ξένο προς την άρχουσα δυναστεία, κάτι που, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν σπάνιζε. Για τη
νομιμοποίηση αυτή αναγκαία ήταν η άσκηση της εξουσίας με πνεύμα δικαιοσύνης και φιλανθρωπίας, η οποία
τονιζόταν τόσο από τους ίδιους τους αυτοκράτορες στα προοίμια των νόμων τους όσο και από τον λαϊκό πα-
ράγοντα, όταν σε διάφορες επίσημες ευκαιρίες τους επευφημούσε ή τους εξέφραζε παράπονα. Ακριβώς αυτός
ο τρόπος άσκησης της εξουσίας ήταν εκείνος, που διέκρινε στην πολιτική θεωρία των Βυζαντινών τον βασιλέα
από τον τύραννο. Οι όροι τύραννος και τυραννίς, κληρονομημένοι από την ελληνική πολιτική σκέψη, χρησι-
μοποιούνταν για να δηλώσουν εκείνον, που κυβερνούσε αδιαφορώντας για τον νόμο και την ηθική, με μόνο
γνώμονα την προσωπική του βούληση. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε επιγραμματικά ήδη στις αρχές του 5ου αιώνα
από τον φιλόσοφο και επίσκοπο Πενταπόλεως της Κυρηναϊκής Συνέσιο με την εξής φράση: «...βασιλέως μέν
ἐστι τρόπος ὁ νόμος, τυράννου δὲ ὁ τρόπος νόμος».

143
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, βασικό στοιχείο για τη νομιμοποίηση του βυζαντινού αυτοκράτορα
ήταν η άσκηση από αυτόν χρηστής διοίκησης, που τεκμηρίωνε τη θεία προέλευση της εξουσίας του. Αντίθε-
τα, κληρονομική διαδοχή δεν ήταν θεσμοθετημένη και, τουλάχιστον στους πρώτους αιώνες, δεν αποτελούσε
στοιχείο της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας. Υπήρχε δυνατότητα να προτείνει ο αυτοκράτορας κάποιον για
διάδοχό του, αν όμως ο θρόνος χήρευε χωρίς τέτοια υπόδειξη, γινόταν εκλογή του νέου αυτοκράτορα, μέχρι
το 450 από τον στρατό και από το 450 μέχρι τον 7ο αιώνα από τη Σύγκλητο. Η εκλογή μόνη της δεν συνεπα-
γόταν άμεση ανάληψη της αυτοκρατορικής εξουσίας. Αυτή επερχόταν με μια δεύτερη πράξη, την αναγόρευση
του αυτοκράτορα (εικόνα 9.2α), που γινόταν με τελετουργική ανακήρυξή του σε Αύγουστο. Στις αρχές του 7ου
αιώνα διαχωρίζεται από την αναγόρευση και αποτελεί πλέον ιδιαίτερη τελετή η στέψις, δηλαδή η περιβολή
του νέου αυτοκράτορα με την επίσημη χλαμύδα και το διάδημα (στέμμα). Αυτή γινόταν συνήθως στην Αγία
Σοφία, με συμμετοχή του πατριάρχη, που ευλογούσε τα βασιλικά σύμβολα και τοποθετούσε στην κεφαλή του
αυτοκράτορα το στέμμα. Με τον τρόπο αυτό, νομιμοποιούνταν ακόμη και αυτοκράτορες που είχαν ανέβει στον
θρόνο μετά από επαναστατικές ενέργειες. Οι τελευταίες δεν σπάνιζαν καθόλου και γι’ αυτό από την ίδια εποχή
δημιουργείται η πρακτική, να ορίζει ο αυτοκράτορας συμβασιλέα, συνήθως τον πρωτότοκο γιο του, στον οποίο
απονεμόταν η βασιλική ιδιότητα με στέψη (εικόνα 9.2β). Παρ’ όλα αυτά, η αντίληψη για δυναστική συνέχεια
και κληρονομική βασιλεία θεωρήθηκε γενικά αποδεκτή πολιτειακή αρχή μετά τον 11ο αιώνα, αφού είχε ήδη
εμπεδωθεί στον λαό ως στοιχείο της αυτοκρατορικής νομιμότητας.

Εικόνα 9.2α. Ανακήρυξη του Λέοντα Ε΄ Αρμένιου ως αυτοκράτορα. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Σύνοψης Ιστορι-
ών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://commons.wikimedia.org
(εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Εικόνα 9.2β. Στέψη του Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου ως αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.. Μικρογραφία από το
χειρόγραφο της Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη).Πηγή:
https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση
άδειας: 15.12.2015.

144
9.1.2. Η Σύγκλητος
Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. 8.1.3), ο Μέγας Κωνσταντίνος θεσμοθέτησε στη νέα πρωτεύουσα του κράτους
πολιτειακά όργανα ανάλογα με αυτά της Ρώμης. Έτσι και η Κωνσταντινούπολη απέκτησε Σύγκλητο, η οποία,
όμως, παρά τις προσπάθειες των πρώτων αυτοκρατόρων και τη μετακίνηση μελών συγκλητικών οικογενειών
από την παλαιά στη νέα πρωτεύουσα, υστερούσε αρχικά σε γόητρο απέναντι σε αυτήν της Ρώμης (βλ. 4.2.3).
Σταδιακά, όμως, η Σύγκλητος της Κωνσταντινούπολης αναδείχθηκε σε σημαντικό πολιτειακό παράγοντα της
Ανατολικής Αυτοκρατορίας, έτσι ώστε από το 450 να περιέλθει σε αυτήν η αρμοδιότητα για την εκλογή του
αυτοκράτορα (βλ. 9.1.1). Πέρα από την πολιτική της επιρροή, η Σύγκλητος αποκτά αρμοδιότητες στον τομέα
της διπλωματίας, αλλά και της απονομής δικαιοσύνης (βλ. 10.1.2). Η σταδιακή επικράτηση του θεσμού της
συμβασιλείας (βλ. 9.1.1) είχε ως αποτέλεσμα για τη Σύγκλητο την απώλεια της εξουσίας εκλογής του αυτο-
κράτορα. Παρ’ όλα αυτά, και μετά τον 10ο αιώνα εξακολούθησε να έχει κύρος και σημασία για την πολιτική
ζωή της Αυτοκρατορίας. Κρίσιμη καμπή για τον ρόλο της Συγκλήτου αποτέλεσε ο 11ος αιώνας, όταν πρώτα ο
αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ επέτρεψε τη μαζική εισδοχή σ’ αυτήν διοικητικών στελεχών και αργότερα ο
Κωνσταντίνος Ι΄ επιχειρηματιών και εμπόρων. Η αλλαγή αυτή στη σύνθεση της Συγκλήτου είχε ως αποτέλε-
σμα και τη σταδιακή απώλεια του γοήτρου και της σημασίας της, κάτι που ολοκληρώθηκε, όταν ο Αλέξιος Α΄
Κομνηνός επέβαλε κοινωνική αναδιάταξη, αναδεικνύοντας σε ανώτατη τάξη μόνον τα μέλη της ευρύτερης
αυτοκρατορικής οικογένειας και καταργώντας παλαιούς υψηλούς τίτλους, που συνεπάγονταν άλλοτε δικαίωμα
εισδοχής στη Σύγκλητο. Από τα τέλη του αιώνα αυτού, λοιπόν, η Σύγκλητος παύει να είναι υπολογίσιμος πολι-
τειακός παράγοντας, οι αναφορές των πηγών σ’ αυτήν γίνονται σπάνιες και το πολίτευμα σφραγίζεται όλο και
περισσότερο από την εξουσία του αυτοκράτορα.

Εικόνα 9.3α. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές, ανεβασμένος πάνω σε ασπίδα, στέφει συμβασιλέα τον Λέοντα Ε΄
τον Αρμένιο και δέχεται τις επευφημίες των αξιωματούχων. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Σύνοψης Ιστοριών του
Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα
με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Εικόνα 9.3β. Στέψη Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου ως συναυτοκράτορα. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της
Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη).Πηγή: https://commons.
wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

145
Εικόνα 9.3γ. Στέψη Βασιλείου Β΄ ως συναυτοκράτορα από τον Πατριάρχη Πολύευκτο, παρουσία του πατέρα του, Ρωμανού
Β΄. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνι-
κή Βιβλιοθήκη).Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλα-
ση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

9.1.3. Κεντρική διοίκηση, αξιώματα, αυτοκρατορικές υπηρεσίες

Εικόνα 9.4. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842) περιστοιχισμένος από αυλικούς του. Μικρογραφία από το χειρόγρα-
φο της Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://
commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

Στο πλαίσιο του απόλυτου συγκεντρωτισμού, που χαρακτηρίζει τη βυζαντινή αντίληψη για το κράτος, επικε-
φαλής της διοίκησης ήταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος ανέθετε την άσκηση επιμέρους καθηκόντων σε πρόσωπα
της εμπιστοσύνης του (εικόνα 9.4). Όπως, πάντως, έχει παρατηρήσει η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, οι ηγε-
μόνες επέφεραν κατά τη διάρκεια των αιώνων σημαντικές μεταβολές στη Διοίκηση, τόσο με την κατάργηση
αξιωμάτων και τη θέσπιση νέων όσο και με την αλλαγή της ιεραρχικής τους τάξης ή ακόμη και την μετατροπή

146
κάποιων από αυτά σε απλούς τίτλους χωρίς διοικητικό περιεχόμενο. Σκοπός των ενεργειών αυτών ήταν, κατά
πάσα πιθανότητα, η αποφυγή της δημιουργίας ενός ανταγωνιστικού πόλου εξουσίας, λόγω της μόνιμης συγκέ-
ντρωσης υπερβολικά μεγάλων εξουσιών στο πρόσωπο κάποιου φορέα, που θα αποτελούσε κίνδυνο για την
αυτοκρατορική εξουσία. Από την άλλη μεριά, η αντίληψη πως η Ανατολική Αυτοκρατορία αποτελούσε ανα-
πόσπαστη συνέχεια της Ρωμαϊκής, εκδηλώνεται και στον χώρο της Διοίκησης και των αξιωμάτων. Χαρακτη-
ριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπατεία (για τους υπάτους βλ. 4.2.1), που, αν και μέσα στους αιώνες είχε χάσει
μεγάλο μέρος από τη σημασία της, διατηρήθηκε, έστω και ως απλή τιμητική διάκριση και δεν καταργήθηκε
παρά το 541 από τον Ιουστινιανό.
Η εξομοίωση της Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη εκδηλώθηκε με την ανάδειξη και εκεί τον 4ο αιώνα επάρ-
χου της πόλεως, όπως υπήρχε και στη Ρώμη (βλ. 4.3). Το αξίωμα αυτό, με πλήθος αρμοδιοτήτων –όπως επο-
πτεία του εμπορίου και των συντεχνιών (βλ. 9.1.9), καθώς και άσκηση δικαστικών καθηκόντων (βλ. 10.1.3)–
μαρτυρείται, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που είχαν επέλθει στο περιεχόμενό του, μέχρι τους τελευταίους
βυζαντινούς αιώνες. Στην κεντρική διοίκηση ανήκει και ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου (βλ. 4.4), αξίωμα που
εισήχθη το αργότερο επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και υπήρξε ανάλογο με αυτό του σημερινού υπουργού δικαι-
οσύνης. Ο γνωστότερος κοιαίστωρ υπήρξε ο νομομαθής Τριβωνιανός, ο οποίος έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην
ιουστινιάνεια κωδικοποίηση (βλ. 5.5.4). Σημαντικός ήταν ο ρόλος του κοιαίστωρα στην απονομή της δικαιοσύ-
νης τουλάχιστον μέχρι τον 12ο αιώνα (βλ. 10.1.3), ενώ ως αξίωμα μαρτυρείται και τον 14ο αιώνα.
Από τη μέση περίοδο και μετά, τα αξιώματα διακρίνονται σε:
• ἀξίες διὰ βραβείου: πρόκειται για τίτλους χωρίς διοικητικό περιεχόμενο (κατά την ειδική ορολογία:
αξία, αξίωμα, τιμή) και
• ἀξίες διὰ λόγου: πρόκειται για πραγματικά αξιώματα κρατικά ή αυλικά (κατά την ειδική ορολογία:
οφφίκιον, αρχή, ζώνη).
Η διάκριση αυτή, πάντως, υποχωρεί στο πέρασμα των αιώνων και κατά τον 14ο αιώνα αξιώματα και οφφίκια
διακρίνονται κυρίως με βάση τη θέση τους στην κρατική ιεραρχία. Από τη μέση περίοδο, επίσης, η κεντρική
διοίκηση χωρίζεται σε τομείς ανάλογους με τα σημερινά υπουργεία, που αρχικά χαρακτηρίζονται λογοθέσια,
ενώ μετά τον 11ο αιώνα αναδιαρθρώνονται και αντικαθίστανται από ανάλογες πολιτικές υπηρεσίες που εδρεύ-
ουν στην πρωτεύουσα, τα σέκρετα.
Η διοικητική αυτή οργάνωση κατέρρευσε με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους
το 1204 και την κατάτμηση των παλαιών αυτοκρατορικών εδαφών. Ακόμη και μετά την ανάκτηση της πρω-
τεύουσας το 1261, η Αυτοκρατορία δεν απέκτησε την παλιά εδαφική της έκταση και συνοχή, ενώ η διαρκής
απώλεια εδαφών οδήγησε στο να περιοριστεί ο «ρωμαϊκός» κόσμος, τα τελευταία χρόνια πριν από την οριστι-
κή πτώση του, στην Κωνσταντινούπολη και την ενδοχώρα της και κάποια περισσότερο ή λιγότερο αυτόνομα
κράτη στον ελλαδικό χώρο και την περιοχή του Πόντου, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η ανασύσταση της παλιάς
κεντρικής της διοίκησης. Ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο λειτουργούσαν, πάντως, αυλικές υπηρεσίες για την
εξυπηρέτηση του αυτοκράτορα και τις ανάγκες της αυλής (εικόνα 9.5), ενώ υπήρχε και ιδιαίτερη αυτοκρα-
τορική γραμματεία. Από την εποχή των Ισαύρων επικεφαλής της τελευταίας ήταν ο πρωτασηκρήτις, ο οποίος
ασκούσε και δικαστικά καθήκοντα (βλ. 10.1.3,10.1.4.).

Εικόνα 9.5. Αναπαράσταση βυζαντινού ανακτόρου. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ Μακεδών παραθέτει συμπόσιο σε
συγκλητικούς Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα,
Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»),
τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

147
9.1.4. Περιφερειακή διοίκηση - θέματα
Μέχρι τον 7ο αιώνα, η διοικητική διάρθρωση του κράτους διατήρησε το σύστημα που είχε εισαχθεί από τον
Διοκλητιανό και τον Μέγα Κωνσταντίνο. Έτσι, το κράτος διαιρούνταν σε υπαρχίες, διοικήσεις και επαρχίες,
με αντίστοιχους διοικητές: τους επάρχους πραιτορίων (βλ. 4.4), τους βικαρίους και τους άρχοντες. Ειδικά ο
έπαρχος των ανατολικών πραιτορίων (δηλαδή της Ανατολής) –που μετά τον 4ο αιώνα είχε την έδρα του στην
Κωνσταντινούπολη και συνεργαζόταν στενά με τον αυτοκράτορα– πήρε σταδιακά τη θέση του πρώτου στην
κρατική ιεραρχία, την οποία διατήρησε μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα (βλ. και 10.1.3).
Η τομή επέρχεται τον 7ο αιώνα με τη δημιουργία των θεμάτων, δηλαδή των μεγάλων εκείνων περιφερειακών
διοικήσεων που υγκέντρωναν στο πρόσωπό τους μεγάλη δύναμη. Έτσι, ήδη από τον 8ο αιώνα οι αυτοκράτορες
αρχίζουν να διαιρούν τα θέματα και να δημιουργούν νέα, μικρότερα. Από τον 10ο αιώνα, η δύναμη των στρα-
τηγών περιορίζεται με την ανάδειξη άλλων στρατιωτικών αξιωμάτων, όπως αυτά του δούκα και του κατεπάνω,
αλλά και με την υπηρεσιακή εξάρτηση των πολιτικών αξιωματούχων του θέματος λιγότερο από τον στρατηγό
και περισσότερο από την κεντρική εξουσία. Την εποχή αυτή, πραγματικός διοικητής του θέματος αναδεικνύε-
ται ο κριτής ή πραίτωρ, με καθήκοντα διοικητικά, δικαστικά, αλλά και δημοσιονομικά. Προς τα τέλη του 11ου
αιώνα, τα θέματα, εκτός από τα παραθαλάσσια, δεν διοικούνται πλέον από στρατηγό αλλά από δούκα, εξέλιξη
που σχετίζεται με τη μεταβολή στη διάρθρωση του στρατού (βλ. 9.1.5). Όπως συνέβη με την κεντρική διοί-
κηση, έτσι και η περιφερειακή διοίκηση της αυτοκρατορίας διαλύθηκε το 1204 και οι κατοπινές εξελίξεις δεν
επέτρεψαν την ανασύστασή της.

-

-

• -

Σχήμα 9.1. Η περιφερειακή διοίκηση.

148
9.1.5. Ο στρατός (εικόνα 9.6-7)

Εικόνα 9.6. Πολιορκία της Έδεσσας από βυζαντινό στράτευμα υπό τον Γεώργιο Μανιάκη. Μικρογραφία από το χειρόγρα-
φο της Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://
commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας:
15.12.2015.

Εικόνα 9.7 Ο βυζαντινός στρατός. Παράσταση μάχης: η πολιορκία του Αμορίου. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της
Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://commons.
wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Όπως προαναφέρθηκε (βλ. 9.1.1), μέχρι το έτος 450 ο στρατός αποτελούσε σημαντικό πολιτειακό παράγοντα,
ο οποίος προέβαινε στην εκλογή του αυτοκράτορα. Μετά το έτος αυτό, όμως, η παραπάνω αρμοδιότητα ανα-
λήφθηκε από τη Σύγκλητο. Η μεταβολή αυτή οφειλόταν, τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου, στη συγκρότηση του
στρατού:
• Ο στρατός κατά την πρώιμη περίοδο αποτελούνταν στο μεγαλύτερο μέρος του από μισθοφόρους, έτσι
ώστε να υπάρχει φόβος, η εκλογή του αυτοκράτορα να εξαρτάται από ξένους. Γι’ αυτό και η Σύγκλη-
τος παραγκώνισε τον στρατό από το 450 μέχρι τον 7ο αιώνα στην εκλογή του αυτοκράτορα.
• Πολιτικό ρόλο αρχίζει να παίζει πάλι ο στρατός μετά τον 7ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που ιδρύονται
και ακμάζουν τα θέματα. Στον θεματικό στρατό υπηρετούσαν εντόπιοι χωρικοί, στρατολογημένοι με
ευθύνη του στρατηγού (βλ. 9.1.4). Οι στρατιώτες αυτοί ήταν συγχρόνως και ιδιοκτήτες κτημάτων. Τα
στρατιωτικά κτήματα υπάγονταν σε ιδιαίτερο καθεστώς, ήταν αναπαλλοτρίωτα και μεταβιβάζονταν

149
κληρονομικώς μαζί με την υποχρέωση της στρατείας, ενώ συνδέονταν και με φορολογικές απαλλαγές.
• Εκτός από τον θεματικό στρατό υπήρχε, πάντως, και ο λεγόμενος ταγματικός στρατός, που είχε ξεκι-
νήσει ως ομάδα επίλεκτων ταγμάτων, στα οποία κατατάσσονταν, και υπηρετούσαν μόνιμα, υπήκοοι
της Αυτοκρατορίας ως κατ’ επάγγελμα στρατιώτες. Μετά τον 10ο αιώνα ο θεματικός στρατός χάνει
τη σημασία του και περιορίζεται σημαντικά ως προς το μέγεθός του, προς όφελος του ταγματικού.
Οι λόγοι αυτής της διαφοροποίησης είναι ποικίλοι. Ίσως ο σημαντικότερος είναι η προσπάθεια να
μειωθεί η δύναμη των στρατηγών, που δεν έπρεπε πλέον να ελέγχουν μεγάλες στρατιωτικές μονάδες,
οι οποίες μπορούσαν να αποτελέσουν στήριγμά τους για επιβουλή της κεντρικής εξουσίας, κάτι που
είχε αρκετές φορές παρατηρηθεί, καθιστώντας έτσι τον στρατό μέσο άσκησης πολιτικής εξουσίας.
Από την άλλη μεριά, οι απαιτήσεις διεξαγωγής του πολέμου απαιτούσαν με την πάροδο των ετών με-
γαλύτερη τεχνογνωσία, που δεν ήταν εύκολο να αποκτήσουν οι πρόχειρα εκπαιδευμένοι χωρικοί των
θεμάτων. Τέλος, στην παρακμή του θεματικού στρατού έπαιξαν ρόλο και οι προσπάθειες των δυνατών
να οικειοποιηθούν τα στρατιωτικά κτήματα (βλ. 9.1.8).

9.1.6. Δήμοι και δήμος


Παρά τον απολυταρχικό χαρακτήρα του βυζαντινού πολιτεύματος, στην πρώιμη, ειδικά, περίοδο, παρατηρείται
άσκηση ελέγχου της εξουσίας από το λαϊκό στοιχείο. Πρόκειται συγκεκριμένα για την πολιτική παρουσία των
δήμων. Αυτοί ήταν αθλητικά σωματεία, κληρονομημένα από τη ρωμαϊκή παράδοση, τα οποία είχαν ως σκοπό
τη διοργάνωση αγώνων στον ιππόδρομο (εικόνα 9.7). Οι δήμοι είχαν οργανωμένα μέλη αλλά και φανατικούς
οπαδούς, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να αποτελούν ισχυρές ομάδες πίεσης, οι οποίες, λόγω της απήχησής
τους σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, πρόβαλλαν συχνά πολιτικά αιτήματα ή εξέφραζαν διαμαρτυρίες. Η
γνωστότερη από αυτές είναι λεγόμενη Στάση του «νίκα», που, ξεκινώντας ως αντίδραση κατά της φορολογικής
πολιτικής του Ιουστινιανού, έθεσε σε κίνδυνο την ίδια την παραμονή του στον θρόνο.
Το όνομά τους έπαιρναν οι δήμοι από το χρώμα των εμβλημάτων τους. Έτσι, υπήρχαν οι δήμοι των Βενέτων
(= γαλάζιων), των Πρασίνων, των Λευκών και των Ρουσίων (= κόκκινων). Οι δύο πρώτοι ήταν οι μεγαλύτεροι
και σπουδαιότεροι και κατά τόπους συνέπρατταν με τους άλλους δύο. Τα μέλη, τουλάχιστον των δύο μεγάλων
δήμων, χαρακτηρίζονται από κοινωνική και θρησκευτική ομοιογένεια. Έτσι τα μέλη των Βενέτων είχαν αριστο-
κρατική προέλευση και ήταν «ορθόδοξοι» –ακολουθούσαν, δηλαδή, τη διδασκαλία της Οικουμενικής Συνόδου
της Χαλκηδόνας (βλ. 8.2.5)–, ενώ οι Πράσινοι ήταν αστοί και με «αιρετικές» τάσεις, δηλαδή αντιχαλκηδόνιοι.
Με την πάροδο των ετών, η πολιτική δύναμη των δήμων περιορίζεται και, μετά τον 7ο αιώνα, μεταβάλλο-
νται σε κρατικά όργανα και κήρυκες της επίσημης ιδεολογίας με συμμετοχή στο αυλικό τελετουργικό, ενώ οι
αρχηγοί τους, οι δήμαρχοι, διορίζονταν από τον αυτοκράτορα. Οι δήμοι σταδιακά χάνουν τη σημασία τους και
οι τελευταίες ασφαλείς μνείες γι’ αυτούς προέρχονται από τον 12ο αιώνα. Την ίδια εποχή εμφανίζεται, όμως,
αναφορά στον δήμο, προφανώς της Κωνσταντινούπολης, η οποία μάλλον δηλώνει το σύνολο των πολιτών που
επιδοκιμάζει μια απόφαση ή πράξη της εξουσίας. Ιδιαίτερη πολιτική σημασία αποκτά η «συνέλευση των πολι-
τών» της Κωνσταντινούπολης την εποχή των τελευταίων Παλαιολόγων. Τότε ο δήμος λαμβάνει κρίσιμες πολι-
τικές αποφάσεις, αναμειγνύεται στην επιλογή των αυτοκρατόρων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι συνελεύσεις
αυτές συγκαλούνται από τον αυτοκράτορα.

9.1.7. Η Εκκλησία, οι δεσμοί της με την Πολιτεία και η σχέση νόμων και κανόνων
Όπως προαναφέρθηκε (βλ. 8.1.4), η στήριξη που παρείχε ο Μέγας Κωνσταντίνος στους Χριστιανούς, η οποία
οδήγησε σταδιακά στην ανάδειξη του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους και την ανύψωση
της Εκκλησίας σε κρατικό θεσμό επέδρασε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της «βυζαντινής» του φυσιογνωμίας.
Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο, κληρικοί να παίζουν πολιτικό ρόλο, παρά τη σχετική απαγόρευση των ιερών
κανόνων. Η πολιτική αυτή δραστηριότητα δεν εκδηλώνεται μόνο στο ανώτατο επίπεδο, όπως όταν ο πατρι-
άρχης αναλάμβανε επίτροπος του ανήλικου αυτοκράτορα, αλλά και όταν χαμηλού βαθμού κληρικοί ή μοναχοί
διορίζονταν σε κρατικές θέσεις ή επηρέαζαν παρασκηνιακά τα πράγματα. Στο ίδιο πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί
και η όλο αυξανόμενη συμμετοχή της Εκκλησίας στην απονομή της δικαιοσύνης, που εκδηλώνεται με ιδιαίτερη
ενάργεια κατά την ύστερη περίοδο (βλ. 8.2.3.2, 10.1.4, 10.1.6.2).
Από την άλλη μεριά, οι αυτοκράτορες αναμείχθηκαν έντονα στην εκκλησιαστική ζωή και μάλιστα συχνά
νομοθέτησαν για ζητήματα που αφορούσαν την Εκκλησία (βλ. 8.2.5). Οι ανάμειξή τους άγγιξε κάποτε και

150
δογματικά ζητήματα. Το γεγονός αυτό δεν δηλώνει απαραίτητα το προσωπικό ενδιαφέρον κάποιου αυτοκρά-
τορα για τέτοιου είδους θέματα, αλλά συχνά οφειλόταν σε πολιτικούς λόγους, γιατί η κοινή πίστη αποτελούσε
παράγοντα συνοχής για τον πληθυσμό της αυτοκρατορίας, ενώ οι δογματικές έριδες και οι αιρέσεις μπορούσαν
να οδηγήσουν στη διάσπασή της. Οι αυτοκρατορικές επεμβάσεις ήταν πάντως, κατά κανόνα, καλοδεχούμενες
από την εκκλησιαστική ομάδα υπέρ της οποίας γίνονταν (και λογικώς, αφού την στήριζαν), αλλά βεβαίως προ-
καλούσαν την αντίδραση των αντιθέτων.
Οι μάλλον περίπλοκες αυτές σχέσεις οδήγησαν στη διατύπωση αντικρουόμενων απόψεων σχετικά με το
είδος των δεσμών που συνέδεαν Πολιτεία και Εκκλησία στο Βυζάντιο:
• Κατά κάποιους ερευνητές, οι δύο θεσμοί βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό με στόχο την επικράτη-
ση του ενός επί του άλλου.
• Κατά άλλους πρόκειται για δύο μορφές εκδήλωσης της έννοιας της Χριστιανοσύνης, που κατέχει κε-
ντρικό ρόλο όχι μόνο στη θεολογική αλλά και στην πολιτική σκέψη των Βυζαντινών.
• Τέλος, σημαντικός πρέπει να ήταν και ο ρόλος που έπαιζαν οι προσωπικότητες των εκάστοτε αυτο-
κρατόρων και πατριαρχών, δεδομένου μάλιστα ότι οι σχέσεις της Εκκλησίας και της Πολιτείας δεν
ήταν επίσημα προσδιορισμένες και οριοθετημένες.
Προσπάθεια για θεσμοθετημένη οριοθέτηση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας και Πολιτείας γίνεται
σε ολόκληρη τη βυζαντινή χιλιετία μόνον επί Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα με την Εισαγωγή (βλ. 8.2.1.3.1).
Συγκεκριμένα στον 2ο και 3ο τίτλο του νομοθετήματος αυτού, με τις επικεφαλίδες Περὶ Βασιλέως και Περὶ
Πατριάρχου, καθορίζονται τα δικαιώματα και τα καθήκοντα των επικεφαλής της Πολιτείας και της Εκκλησίας,
ως ισοδύναμων αλλά διακριτών φορέων των δύο υπέρτατων εξουσιών του κράτους. Αυτή η θεωρία των δύο
εξουσιών διασπά, λοιπόν, την αντίληψη για ύπαρξη μιας και μόνης εξουσίας με δύο διαφορετικές εκφάνσεις,
που μόλις περιγράφηκε. Όσον αφορά το είδος των αρμοδιοτήτων αυτών, ο μεν αυτοκράτορας υποχρεούται να
μεριμνά για την υλική ευδαιμονία των υπηκόων, ο δε πατριάρχης για τα ψυχικά και πνευματικά τους συμφέρο-
ντα. Δεδομένου ότι στη κατάρτιση της Εισαγωγής αναμείχθηκε έντονα ο πατριάρχης Φώτιος (εικόνα 9.8), που
γενικά θωρείται και ο εμπνευστής της παραπάνω θεωρίας, στην επιστήμη έχει εκφραστεί η άποψη, ότι ο Φώτιος
είχε ως στόχο την προβολή της υπεροχής της πατριαρχικής εξουσίας έναντι της αυτοκρατορικής, δεδομένου
ότι, κατά τη χριστιανική αντίληψη, το πνεύμα υπερέχει του σώματος. Η ερμηνεία αυτή είναι, πάντως, μάλλον
υπερβολική και πιθανότερο είναι ο πατριάρχης να στόχευε απλώς στο να επιφυλάξει στον εκκλησιαστικό παρά-
γοντα την ερμηνεία των ιερών κανόνων και την επίλυση των διαφορών που προέκυπταν από την εφαρμογή τους.

Εικόνα 9.8. Ο πατριάρχης Φώτιος (τρίτος από αριστερά) συζητά με τους μαθητές του. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της
Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://commons.
wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Όπως και να είχαν τα πράγματα, το σύστημα που προσπάθησε να καθιερώσει η Εισαγωγή δεν επικράτησε και
οι σχετικές διατάξεις της εξαφανίστηκαν από τη βυζαντινή νομική παράδοση. Κατά μια άποψη, αυτό επήλθε με
την αναθεώρησή της από τον Λέοντα ΣΤ΄ μέσω του Πρόχειρου Νόμου (βλ. 8.2.1.3.1) και οφειλόταν, αφενός μεν
στις απολυταρχικές αντιλήψεις του Λέοντα, που δεν επιθυμούσε κανένα περιορισμό στην εξουσία του, αφετέρου
δε στην αντιπάθεια που έτρεφε ο Λέων για τον (δάσκαλό του) Φώτιο, τον οποίο έσπευσε να απομακρύνει από τον
πατριαρχικό θρόνο, μόλις έγινε αυτοκράτορας. Παρά τις αντιλήψεις του, πάντως, αυτές, ο Λέων με τις Νεαρές του

151
(βλ. 8.2.1.3.3), αρκετές από τις οποίες αφορούν θέματα εκκλησιαστικά, δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να
εναρμονίσει το κοσμικό δίκαιο προς το εκκλησιαστικό.
Το τελευταίο αυτό ζήτημα ήταν πράγματι σοβαρό, γιατί, από τη στιγμή κατά την οποία ο Χριστιανισμός αναγνω-
ρίζεται, οι αυτοκράτορες αρχίζουν να νομοθετούν για θέματα εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος. Οι νόμοι, όμως, αυτοί
δεν συνεπάγονται την κατάργηση των ιερών κανόνων (βλ. 8.2.5), οι οποίοι συχνά προϋπήρχαν της Βυζαντινής Αυτο-
κρατορίας, ούτε βέβαια την αδυναμία της Εκκλησίας να εξακολουθεί να ρυθμίζει τα εσωτερικά της θέματα με τα δικά
της όργανα. Θεωρητικά –και με βάση το σύστημα της «συναλληλίας» Πολιτείας και Εκκλησίας που περιγράφηκε
παραπάνω– οι δύο κατηγορίες διατάξεων (δηλαδή αυτοκρατορικής και εκκλησιαστικής προέλευσης) έπρεπε, όταν
ρύθμιζαν το ίδιο ζήτημα, να ταυτίζονται, εφόσον οι αυτοκράτορες όφειλαν να νομοθετούν με βάση τις χριστιανικές
αντιλήψεις. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε στην πράξη, και δεν έλειπαν οι περιπτώσεις, που διατάξεις εκκλη-
σιαστικής και πολιτειακής προέλευσης ρύθμιζαν ένα θέμα με διαφορετικό τρόπο. Έτσι, δημιουργήθηκε το ερώτημα,
ποια από τις δύο ρυθμίσεις θα επικρατούσε σε τέτοια περίπτωση, αλλά και κατά πόσον μια διάταξη, που προέκυπτε
χωρίς συμμετοχή του αυτοκράτορα, μπορούσε να είναι δεσμευτική στο πλαίσιο του απολυταρχικού βυζαντινού
πολιτεύματος. Το πρόβλημα αυτό επιδίωξε να επιλύσει με ριζικό τρόπο ο Ιουστινιανός με τη Νεαρά 131 του έτους
545. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, οι κανόνες των τεσσάρων οικουμενικών συνόδων, που είχαν συγκληθεί μέχρι
τότε (βλ. 8.2.5), βρίσκονταν από άποψη τυπικής ισχύος στο ίδιο επίπεδο με τους νόμους. Αυτή η ρύθμιση μοιάζει εκ
πρώτης όψεως ευνοϊκή για την Εκκλησία, στην πραγματικότητα όμως ήταν αμφίσημη, γιατί ναι μεν ενέτασσε τους
εκκλησιαστικούς κανόνες στο νομικό σύστημα της Αυτοκρατορίας, αλλά η ένταξη αυτή αφορούσε μόνον συγκεκρι-
μένους, ρητά προσδιορισμένους, κανόνες και όχι κάθε διάταξη εκκλησιαστικής προέλευσης, ενώ η εξίσωση οδηγού-
σε τελικά στο να μπορούν οι κανόνες να καταργηθούν από μεταγενέστερο νόμο. Έμμεση, τουλάχιστον, σχέση με
την εξίσωση νόμων και κανόνων πρέπει να έχει και το γεγονός, ότι ο Ιουστινιανός νομοθέτησε ευρύτατα για θέματα
εκκλησιαστικά καθώς και το ότι η πέμπτη και η έκτη Οικουμενική Σύνοδος δεν εξέδωσαν κανόνες, ενώ η Πενθέκτη
Σύνοδος επεδίωξε τον εναρμονισμό πολιτειακής και κανονικής νομοθεσία (βλ. 8.2.5). Ένα περαιτέρω βήμα προς
εναρμονισμό αυτόν, έκανε ακριβώς ο Λέων με τις Νεαρές του. Η προσαρμογή έγινε, αφενός μεν με τη μεταβολή
του περιεχομένου νόμων που έρχονταν σε αντίθεση με κανόνες, αφετέρου δε με την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων.
Χαρακτηριστικό είναι, πως οι κανόνες που αποτέλεσαν αντικείμενο της νομοθετικής δραστηριότητας του Λέοντα,
προέρχονταν από συνόδους που δεν καλύπτονταν από τη ρύθμιση της Νεαράς 131, δηλαδή την Πενθέκτη και την
Ζ΄ Οικουμενική. Έτσι, η ισχύς της Νεαράς επεκτάθηκε ουσιαστικά στο σύνολο των κανόνων, κάτι που προκύπτει
και από την αναμόρφωση της πρόβλεψης της Νεαράς 131 κατά την ένταξή της στα Βασιλικά (βλ. 8.2.3.1.3.2), όπου
γίνεται πλέον λόγος όχι για τέσσερις αλλά για επτά οικουμενικές συνόδους, με ρητή αναφορά στην Πέμπτη, Έκτη,
Πενθέκτη και Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο.

9.1.8. Δυνατοί και πένητες

Εικόνα 9.9. Παιδί και γάιδαρος, Μωσαϊκό 5ου αιώνα από το μεγάλο παλάτι στην Κωνσταντινούπολη. Πηγή: https://
commons.wikimedia.org, (άδεια GNU Free Documentation License, δικαιούχος: Zenodot Verlagsgesellschaft mbH για το
The Yorck Project), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

152
Από τον 3ο, ήδη, αιώνα η οικονομική κρίση και οι βαρβαρικές επιδρομές είχαν οδηγήσει μεγάλο μέρος του
αγροτικού πληθυσμού σε ένδεια. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της μικρής αγρο-
τικής περιουσίας προς όφελος της μεγάλης και την μετατροπή των αγροτών σε εξαρτημένους καλλιεργητές
(εικόνα 9.9), οι οποίοι, με εξασφάλιση της προστασίας και της οικονομικής στήριξης από έναν γαιοκτήμονα,
του παραχωρούσαν τη γη τους. Από τον 7ο αιώνα όμως και μέχρι περίπου το τέλος του 8ου αιώνα παρατηρείται
προβάδισμα της μικρής ιδιοκτησίας έναντι της μεγάλης, η οποία περιορίζεται σημαντικά (εικόνα 9.10). Ένας
από τους λόγους του περιορισμού αυτού υπήρξε οπωσδήποτε η κατάκτηση από τους Άραβες περιοχών, όπως η
Συρία, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος, όπου βρίσκονταν και τα μεγάλα καλά οργανωμένα αγροκτήματα. Παρ’ όλα
αυτά, υπήρχαν πάντοτε και μεγάλες παραγωγικές μονάδες, όπως οι «βασιλικές γαίες», δηλαδή τα κτήματα του
στέμματος, ενώ η Εκκλησία –δηλαδή οι μητροπόλεις, οι ναοί, οι μονές και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα– αναδει-
κνύεται σταδιακά σε μεγάλο γαιοκτήμονα, κυρίως λόγω των πολλών δωρεών τόσο από τους αυτοκράτορες και
τα μέλη των ανώτερων τάξεων όσο και από τους απλούς πολίτες.

Εικόνα 9.10. Βυζαντινοί γεωργοί εισπράττουν τα ημερομίσθιά τους για την καλλιέργεια αμπελώνα. Μικρογραφία από
βυζαντινό χειρόγραφο ευαγγέλιο του 11ου αιώνα. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα
[public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Στη διάρκεια του 9ου αιώνα η αγροτική οικονομία αρχίζει και πάλι να μεταβάλλεται, όταν οι μικροϊδιοκτή-
τες, υφιστάμενοι τις συνέπειες πολέμων και φυσικών καταστροφών και ευρισκόμενοι σε αδυναμία να ανταπο-
κριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις, αναγκάζονταν είτε να πωλήσουν τη γη τους σε εξευτελιστική τιμή
είτε να την παραχωρήσουν σε ισχυρούς, συνεχίζοντας να την καλλιεργούν ως πάροικοι (βλ. 9.2.1). Διαμορφώ-
νονται, λοιπόν, δύο κατηγορίες στον αγροτικό κόσμο:
1. οι πένητες, στους οποίους εκτός από τους ακτήμονες περιλαμβάνονται και οι μικροϊδιοκτήτες και
2. οι δυνατοί, στους οποίους ανήκουν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, τα μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων,
οι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, αλλά και οι εκκλησιαστικές αρχές και μονές.
Η κατάσταση αυτή δεν αποτελούσε μόνον κοινωνικό πρόβλημα, αλλά είχε και πολιτικές παραμέτρους, γιατί
η συγκέντρωση μεγάλης αγροτικής περιουσίας από ισχυρά πρόσωπα στις επαρχίες μπορούσε να εξελιχθεί σε
κίνδυνο για την κεντρική εξουσία. Το πρόβλημα προσπάθησαν να επιλύσουν κατά τον 10ο αιώνα αυτοκράτορες
της Μακεδονικής δυναστείας:
• Πρώτος ο Ρωμανός ο Λακαπηνός σε Νεαρά του από το έτος 922 –ή κατά άλλη χρονολόγηση το
928– σχετική με το δικαίωμα της προτίμησης (βλ. 9.2.7) απαγόρευσε στους δυνατούς να αποκτούν
(προβάλλοντας τον παραπάνω λόγο) ακίνητα στις αγροτικές κοινότητες, στις οποίες δεν υπήρχαν ήδη
κτήματά τους και επιφύλαξε την άσκηση του δικαιώματος μόνον μεταξύ των μελών της κοινότητας.

153
• Η προσπάθεια του αποκλεισμού των δυνατών από την απόκτηση κτημάτων στις κοινότητες συνεχί-
στηκε με Νεαρά του ίδιου αυτοκράτορα το 934.
• Παρόμοιο στόχο είχε μια Νεαρά του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου το 947, η οποία μάλιστα εμ-
φανίζεται ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους πένητες. Ο τελευταίος αυτός νόμος προβλέπει και την προστασία
των στρατιωτικών κτημάτων (βλ. 9.1.5).
• Η προστασία αυτή επαναλαμβάνεται και σε Νεαρές του Ρωμανού Β΄ (έτ. 962) και του Νικηφόρου
Φωκά (έτ. 963/964).
• Ο τελευταίος, όμως, με Νεαρά του από το έτος 966/967, εμφανίζεται ευνοϊκότερα διατεθειμένος απέ-
ναντι στους δυνατούς, προσπαθώντας να καταργήσει κάθε ευμενή μεταχείριση των πενήτων σχετικά
με την αγορά κτημάτων που ανήκαν σε δυνατούς. Παρόλα αυτά εξακολουθεί να τους απαγορεύει να
αγοράζουν κτήματα στρατιωτών και άλλων πενήτων, ακόμη και αν θεωρητικά υπήρχαν λόγοι, που
τους εξασφάλιζαν προτίμηση.
• Η όποια χαλάρωση που προβλέφθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά αναιρείται τελικά το 996 από Νεαρά
του Βασιλείου Β΄, η οποία μάλιστα κατέστησε χρονικά απεριόριστο το δικαίωμα των πενήτων να
διεκδικήσουν από τους δυνατούς την επιστροφή της ιδιοκτησίας τους.
• Ο νόμος αυτός του Βασιλείου είναι ο τελευταίος, που αναφέρεται στις συγκρούσεις μεταξύ δυνατών
και πενήτων, οι οποίες στα επόμενα χρόνια δεν βρίσκονται στο κέντρο της αυτοκρατορικής πολιτικής.
Ο περιορισμός του θεματικού στρατού (βλ. 9.1.4) είχε άλλωστε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των
στρατιωτικών κτημάτων, ενώ πολλοί χωρικοί μεταβάλλονται σταδιακά και πάλι σε παροίκους, μια
εξέλιξη, που δεν σήμαινε απαραίτητα την περιαγωγή τους σε δυσμενέστερη οικονομική κατάσταση.

9.1.9. Οι συντεχνίες

Εικόνα 9.11. Νυχτερινό ψάρεμα με φανό (πυροφάνι) και «αμφίβολο» (εκσφενδονιζόμενο δίχτυ, παραλλαγή του οποίου
είναι και το πεζόβολο). Βυζαντινή μικρογραφία του 11ου αιώνα, που βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Οι ψαράδες
πωλούσαν, σύμφωνα με το Επαρχικό Βιβλίο (τίτλος 17.3) την ψαριά τους στους ιχθυοπράτες, οι οποίοι τα εμπορεύονταν.
Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαί-
ωση άδειας: 15.12.2015.

Συντεχνιακή οργάνωση των επαγγελμάτων υπήρχε ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο της Ηγεμονίας, στους χρόνους
όμως της Δεσποτείας και συγκεκριμένα επί Διοκλητιανού και Μεγάλου Κωνσταντίνου, η σωματειακή οργάνω-
ση των επαγγελματιών έπαψε να συνδέεται με τη βούληση των επαγγελματιών. Η ένταξή τους σε σωματεία
(collegia, corpora) έγινε υποχρεωτική, ενώ αυτά τελούσαν υπό τον έλεγχο της Πολιτείας, που σταδιακά θέσπι-
σε αυστηρούς και συγκεκριμένους κανόνες για τη λειτουργία τους.

154
Πολύτιμη πηγή για την οργάνωση των βυζαντινών συντεχνιών αποτελεί το Επαρχικό Βιβλίο του Λέοντα ΣΤ΄
(βλ. 8.2.1.3.4). Το νομοθέτημα αυτό, πάντως, δεν μας ενημερώνει παρά μόνον για τη λειτουργία των συντε-
χνιών της πρωτεύουσας κατά τον 10ο αιώνα, ενώ, όπως ήδη παρατηρήθηκε, δεν αναφέρεται σε όλα τα επαγγέλ-
ματα, για τα οποία γνωρίζουμε, ότι ήταν οργανωμένα συντεχνιακά.

Σχήμα 9.2 Επαγγέλματα με συντεχνιακή οργάνωση, ρυθμιζόμενα από το Επαρχικό Βιβλίο.

Η κατάταξη των επαγγελμάτων στο έργο γίνεται μάλλον με βάση την ιεραρχική θέση τους στη βυζαντινή
κοινωνία. Ως πρώτη στην τάξη αναφέρεται η συντεχνία των συμβολαιογράφων (ταβουλλαρίων), της οποίας η
οργάνωση περιγράφεται λεπτομερειακά, ενώ γίνεται αναφορά και στη σχολή που λειτουργούσε υπό την επο-
πτεία της και, εκτός από τα μαθήματα νομικής, παρείχε και εγκύκλια (δηλ. «γενική») παιδεία.

Εικόνα 9.12. Βυζαντινό εργοτάξιο. Εργάτες κτίζουν ανάκτορο επί της βασιλείας Ρωμανού Α΄ Λακαπηνού. Μικρογραφία
από το χειρόγραφο της Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη).
Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαί-
ωση άδειας: 15.12.2015.

Κάθε συντεχνία είχε τον προϊστάμενο της που διοριζόταν από τον έπαρχο της πόλεως (βλ. 9.1.3), ο οποίος
ασκούσε έλεγχο σε όλες τις συντεχνίες για την τήρηση των αυστηρών κανόνων λειτουργίας της αγοράς (βλ.
8.2.1.3.4), ενώ ήταν επιφορτισμένος και με τον ποινικό κολασμό των παραβάσεών τους. Χαρακτηριστική για
τον αυστηρό κρατικό έλεγχο στην άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας είναι η μεγάλη εξειδίκευση που

155
παρατηρείται στην εμπορία και κατεργασία του μεταξιού και των μεταξωτών υφασμάτων και φορεμάτων, η
οποία, ενδεχομένως, οφείλεται στη μεγάλη αξία του μεταξιού, του οποίου ακριβώς η εκμετάλλευση δεν έπρεπε
να συγκεντρώνεται στα χέρια μιας περιορισμένης ομάδας. Ο έλεγχος του κράτους στην επαγγελματική δραστη-
ριότητα και οι εξουσίες του επάρχου της πόλεως διατηρήθηκαν τουλάχιστον μέχρι τον 12ο αιώνα, ενώ κάποιες
πληροφορίες υπάρχουν και για τη λειτουργία συντεχνιών εκτός Κωνσταντινούπολης και σε άλλες πόλεις, κα-
θώς και, σποραδικά, για τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες.

9.2. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία


Η επίδραση της ελληνιστικής παράδοσης και του Χριστιανισμού ως παραγόντων διαμόρφωσης του Βυζαντινού
Δικαίου φαίνεται με ιδιαίτερη ενάργεια στο πεδίο του δικαίου της προσωπικής κατάστασης και των σχέσεων
μέσα στην οικογένεια, από τις οποίες προέκυπταν και τα κληρονομικά δικαιώματα. Όσον αφορά το περιουσια-
κό δίκαιο, οι βασικές αλλαγές εντοπίζονται και πάλι στον χώρο της οικογένειας, και ιδιαίτερα στις περιουσιακές
σχέσεις των συζύγων, καθώς και στην κληρονομική διαδοχή. Πέρα από τους τομείς αυτούς, οι διαφοροποιήσεις
περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην επικράτηση του έγγραφου τύπου κατά την κατάρτιση των συμβάσεων
(βλ. 8.2.3.1) καθώς και στην κατά κάποιον τρόπο επανεισαγωγή του θεσμού της προτίμησης στο δίκαιο μετά
τον 10ο αιώνα (βλ. 9.2.7).

9.2.1. Προσωπική κατάσταση


Το δίκαιο των προσώπων κατά τη βυζαντινή περίοδο εμφανίζεται αρκετά απαλλαγμένο από την αυστηρότητα
που το διέκρινε στους ρωμαϊκούς χρόνους. Έτσι, από τα τρία στοιχεία που καθορίζουν την προσωπική κατά-
σταση (status, βλ. 7.1.7) ουσιαστική σημασία διατηρεί μόνον το status libertatis, διότι η θεμελιώδης για την
αρχαιότητα διάκριση των ανθρώπων σε ελεύθερους και δούλους υπάρχει και στο Βυζάντιο. Το status civitatis
χάνει κάθε σημασία, γιατί ο Ιουστινιανός απέδωσε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους
της Αυτοκρατορίας, ακόμη και σε εκείνους που είχαν εξαιρεθεί από τη Διάταξη του Καρακάλλα (βλ. 4.3, 5.4.1
και 7.1.5). Όσον αφορά το status familiae, ο μεν αυστηρός γάμος (βλ. ιδίως 7.3.1) έχει πλέον προ πολλού εξαφα-
νιστεί, η πατρική εξουσία όμως εξακολουθεί θεωρητικά να λειτουργεί με βάση τα ρωμαϊκά της πρότυπα, αλλά
στην πράξη η κατάσταση έχει διαφοροποιηθεί (βλ. 9.2.4), προφανώς λόγω της επίδρασης ελληνικών πρακτικών
και αντιλήψεων. Όσον αφορά τη δικαιοπρακτική ικανότητα τα παλαιά ηλικιακά όρια (βλ. 7.1.6) εξακολουθούν,
κατ’ αρχήν (βλ. 9.2.5), να ισχύουν.
Σε σχέση με τους δούλους (για τους δούλους και την απελευθέρωσή τους στο Ρωμαϊκό Δίκαιο βλ. 7.1.1,
7.1.2), το Βυζαντινό Δίκαιο, προφανώς υπό την επίδραση του Χριστιανισμού, εμφανίζεται «φιλανθρωπότερο»
από το Ρωμαϊκό. Έτσι, η παραμέληση και μορφές κακομεταχείρισης δούλων –όπως ο ευνουχισμός ή η (υπο-
χρεωτική) περιτομή– οδηγούσαν σε απελευθέρωση του δούλου, ενώ η Εκκλησία αποκτούσε όλο και μεγαλύ-
τερες αρμοδιότητες στα θέματα απελευθέρωσης, όχι μόνον με τη δυνατότητα απελευθέρωσης στην Εκκλησία
(in ecclesia) από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου αλλά και με την ανάληψη της δικαιοδοσίας για τις
ελευθερικές δίκες (βλ. 10.1.6.2). Οι δούλοι, βέβαια, παραμένουν πάντοτε όντα στερούμενα ικανότητας δικαίου,
κατάσταση που εκδηλώνεται σαφώς στο ζήτημα της σύναψης γάμου (βλ. 9.2.2.1).
Καμία σχέση με τους δούλους δεν είχαν οι πάροικοι. Αυτοί ήταν ελεύθερα πρόσωπα, που εκτός από το
κτήμα του δυνατού (βλ. 9.1.8), το οποίο καλλιεργούσαν, μπορούσαν να έχουν και δική τους περιουσία και
ασφαλώς να συνάψουν έγκυρο γάμο. Η νομική τους θέση προσδιοριζόταν από τη σχέση τους με τη γη, όπου
ήταν εγκατεστημένοι, και την οποία δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν, αλλά ούτε και να εκδιωχθούν από αυτή.
Ο χρόνος, που έπρεπε να παρέλθει, για να θεωρηθούν προσδεδεμένοι με τη γη τους, ορίστηκε τον 10ο αιώνα σε
40 χρόνια, ενώ τον 11ο αιώνα μειώθηκε στα 30, υπό την προϋπόθεση ότι στο διάστημα αυτό ήταν συνεπείς στις
υποχρεώσεις τους. Η ρύθμιση αυτή ήταν ευνοϊκή για τους παροίκους, γιατί συντομευόταν το διάστημα, μέσα
στο οποίο ήταν δυνατόν να εκδιωχθούν από το κτήμα τους. Η ιδιότητα του παροίκου μεταβιβαζόταν, άλλωστε,
στους κληρονόμους του. Οι πάροικοι είχαν οικονομικές υποχρεώσεις τόσο απέναντι στο Δημόσιο όσο απέναντι
στον κύριο της γης. Από άποψη οικονομικής ασφάλειας βρίσκονταν, όμως, σε μάλλον καλύτερη θέση απ’ ό,τι
οι μικροκτηματίες, οι οποίοι εύκολα μπορούσαν να χάσουν τη γη τους λόγω ανέχειας και από τις αρπακτικές
διαθέσεις των δυνατών. Έτσι, σταδιακά αποτέλεσαν την πλειονότητα του βυζαντινού αγροτικού πληθυσμού.
Όσον αφορά τις γυναίκες, κατά τη βυζαντινή περίοδο επιβιώνει κατ’ αρχήν η αντίληψη για το «ασθενές»

156
του φύλου τους (βλ. 7.1.6 και 7.6). Η γυναικεία «αδυναμία» δεν πρέπει, πάντως, να γίνεται αντιληπτή τόσο
ως κάτι το μειωτικό αλλά περισσότερο ως προστατευτική για τη γυναίκα· αυτή δε η προστασία εκδηλώνεται
ιδιαίτερα σε σχέση με την προίκα της (βλ. 9.2.3). Παρόλα αυτά το έτος 410 καταργείται νομοθετικά η μόνιμη
επιτροπεία των γυναικών, ενώ σταδιακά επέρχονται αλλαγές προς όφελος της ικανότητάς τους κυρίως στον
χώρο του οικογενειακού δικαίου και μάλιστα σχετικά με την υιοθεσία και την επιτροπεία (βλ. 9.2.4, 9.2.5). Στον
χώρο του δημόσιου και δικονομικού δικαίου υπάρχουν πάντοτε πολλοί περιορισμοί και απαγορεύσεις, σχετικά
με την ανάληψη αξιωμάτων, την αυτοπρόσωπη άσκηση αγωγής και την παράσταση σε δικαστήριο καθώς και
την αδυναμία τους να μαρτυρούν τόσο σε συμβόλαια όσο και σε δίκες. Για το τελευταίο αυτό ζήτημα, πάντως,
η νομοθεσία των Μακεδόνων αυτοκρατόρων (Εισαγωγή 12.8 και Νεαρά Λέοντα ΣΤ΄ 48) επιτρέπει τη μαρτυ-
ρία των γυναικών σε δίκες για τοκετούς και, γενικότερα, για θέματα, που τους είναι οικεία και στα οποία δεν
επιτρέπεται η ανάμειξη των ανδρών. Όπως, πάντως, προκύπτει από την πατριαρχική νομολογία του 14ου αιώνα
(βλ. 8.2.3.2), την εποχή αυτή οι δικονομικές απαγορεύσεις μάλλον υποχωρούν.
Η χριστιανική «ταυτότητα» του Βυζαντίου οδήγησε στο να εισαχθούν ορισμένοι περιορισμοί για τους αλ-
λόθρησκους καθώς και για τους αιρετικούς. Όσον αφορά τους αλλόθρησκους, πρέπει, πάντως, να παρατηρηθεί
ότι οι νομικές πηγές αναφέρονται κατά κύριο λόγο σε Ιουδαίους. Οι ειδωλολάτρες είχαν, άλλωστε, από πολύ
νωρίς ουσιαστικά εξαφανιστεί, ενώ και οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερων νομο-
θετικών ρυθμίσεων. Υπάρχουν, πάντως, διατάξεις των Βασιλικών, που, αναπαράγοντας ιουστινιάνειο δίκαιο,
προβλέπουν απαγόρευση των ειδωλολατρικών πρακτικών και δήμευση των δωρεών και κληρονομιών προς
ειδωλολάτρες, οι οποίοι ούτως οι άλλως ήταν ανίκανοι να κληρονομήσουν (βλ. Β. 1.1.14 και Β. 2.3.7). Οι Ιου-
δαίοι μπορούσαν να ασκούν τη θρησκεία τους και να αποκτούν περιουσία. Παρ’ όλο, όμως, που διακρίνονταν
ως τεχνίτες του μεταξιού, δεν έγιναν ποτέ δεκτοί στις πολλές σχετικές βυζαντινές συντεχνίες (βλ. 9.1.9). Ακόμη
βαρύνονταν με ειδικούς φόρους, δεν μπορούσαν να αναλάβουν δημόσιο αξίωμα ή να περιβληθούν τίτλο (βλ.
9.1.3), ενώ τους απαγορευόταν ο γάμος με Χριστιανό και η κατοχή χριστιανού δούλου. Όσον αφορά τους αιρε-
τικούς, και αυτοί δεν μπορούσαν να συνάψουν γάμο με ορθόδοξο αλλά ούτε να κληρονομήσουν.

9.2.2. Ο βυζαντινός γάμος ως «χριστιανικός» γάμος


Βασικές προϋποθέσεις για τη σύναψη του ρωμαϊκού γάμου (βλ. 7.3) –όπως ήταν η συναίνεση των μελλο-
νύμφων και των εξουσιαστών τους και η νόμιμη ηλικία, δηλαδή τα 12 έτη για τα κορίτσια και 14 για τα αγόρια–
εξακολουθούν να ισχύουν και κατά τη βυζαντινή περίοδο. Βεβαίως, η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη χάνει τη
σημασία της ως προς τη σύναψη «νόμιμου γάμου», γιατί οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας έχουν πλέον εξομοιω-
θεί ως προς αυτήν (βλ. 9.2.1). Η ουσιώδης διαφορά έγκειται στο ότι, με την επικράτηση του Χριστιανισμού, η
Εκκλησία επεμβαίνει ευθέως στα ζητήματα που αφορούν τον γάμο. Η επέμβαση αυτή εκδηλώνεται τόσο στη
σύσταση του γάμου όσο και στη λύση του:
I. Ως προς τη σύσταση του γάμου, υπό την επιρροή της Εκκλησίας:
i. επιβάλλεται σταδιακά η ιερολογία τόσο του γάμου όσο και της μνηστείας (βλ. 9.2.2.1),
ii. αυστηροποιείται το κώλυμα λόγω συγγένειας (βλ. 9.2.2.2) και
iii. περιορίζεται ο αριθμός των γάμων, που μπορούσε κανείς να συνάψει (βλ. 9.2.2.3).
II. Ως προς τη λύση του γάμου με διαζύγιο, αυτή δεν ήταν πλέον ελεύθερη και εξαρτώμενη από την ύπαρ-
ξη ή την έλλειψη της γαμικής διάθεσης (βλ. 7.3.3) στο πρόσωπο κάποιου από τους συζύγους, αλλά για
το διαζύγιο απαιτούνταν συγκεκριμένοι λόγοι (βλ. 9.2.2.4).

9.2.2.1. Ιερολογία
Αρχικά η ιερολογία, τόσο του γάμου όσο και της μνηστείας, δεν αποτελούσε παρά μία εξωτερική εκδήλωση της
γαμικής διάθεσης, που γινόταν, αντί για άλλο τρόπο, με θρησκευτική τελετή. Η ανάμειξη αυτή της Εκκλησίας
δεν έμεινε πάντως χωρίς συνέπειες και η αρχή έγινε από τη μνηστεία. Συγκεκριμένα, η Πενθέκτη Οικουμενική
Σύνοδος (βλ. 8.2.5) με τον κανόνα 98 εξομοίωσε από πλευράς εκκλησιαστικού δικαίου την ιερολογημένη μνη-
στεία με τον γάμο.
Ενώ, λοιπόν, για τις μνηστείες (βλ. 7.3.1) ίσχυε ως όριο ηλικίας το 7ο έτος, το οποίο είχε προβλεφθεί από
τον Ιουστινιανό, η στάση αυτή της Εκκλησίας –που συνεπαγόταν μεγαλύτερη δέσμευση των μνηστευμένων–
οδήγησε τον Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό στο να προβλέψει με τις Νεαρές 74 και 109 ως κατώτατο ηλικιακό όριο για
τη σύναψη της ιερολογημένης μνηστείας, εκείνο του γάμου, δηλαδή το 12ο ή 14ο έτος (για τις γυναίκες και τους

157
άνδρες αντίστοιχα). Ο ίδιος αυτοκράτορας με τη Νεαρά 89 επέβαλε, μάλιστα, την ιερολογία ως μοναδικό και
απαραίτητο τύπο για τη σύναψη του γάμου (εικόνα 9.14), ενώ με τη Νεαρά 91 απαγόρευσε την παλλακεία (βλ.
7.4), έτσι ώστε να μην είναι νοητή νομικά συμβίωση ανθρώπων που δεν είχαν ευλογηθεί από την Εκκλησία.
Ακόμη, η ιερολογία της μνηστείας γίνεται τελικά υποχρεωτική με δύο Νεαρές του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (έτ.
1084, 1092), ενώ ο ίδιος αυτοκράτορας επιβάλει, το έτος 1095, να ιερολογούνται και οι ενώσεις των δούλων.
Στο σημείο αυτό πρέπει, πάντως, να παρατηρηθεί ότι η ιερολογία δεν καθιστούσε τη σχέση των δούλων γάμο
από νομική άποψη, αλλά συνιστούσε απλή ευλογία από την Εκκλησία· γάμος άλλωστε μπορούσε να συναφθεί
μόνον μεταξύ ελευθέρων προσώπων. Αυτή η πραγματικότητα μπορούσε, λοιπόν, να οδηγήσει σε αμφισβητή-
σεις, ως προς πιθανή απελευθέρωση του δούλου μέσω του γάμου του. Έτσι, ο αυτοκράτορας δήλωσε ρητά ότι
η ιερολογία της ένωσης των δούλων δεν σήμαινε την απελευθέρωσή τους, αλλά, αντίθετα, το αποτέλεσμα αυτό
επερχόταν, όταν ο κύριος του δούλου αρνείτο να επιτρέψει τον γάμο.

9.2.2.2. Η συγγένεια ως κώλυμα γάμου


Η επίδραση της Εκκλησίας στο οικογενειακό δίκαιο εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ενάργεια στο ζήτημα της δυνα-
τότητας γάμου μεταξύ προσώπων, που συνδέονταν με κάποιας μορφής συγγένεια. Πέρα από την απαγόρευση
του γάμου μεταξύ στενών συγγενών, που προβλεπόταν ήδη από το Ρωμαϊκό Δίκαιο:
• η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (έτ. 691, βλ. 8.2.5):
-- με τον κανόνα 56 απαγόρευσε ως προς τη συγγένεια εξ αίματος τον γάμο μεταξύ πρώτων εξαδέλ-
φων και ως προς την εξ αγχιστείας συγγένεια, τον γάμο των συγγενών πρώτου και δεύτερου βαθμού
του ενός συζύγου με συγγενείς πρώτου και δευτέρου βαθμού του άλλου.
-- Επιπλέον, με τον κανόνα 53 η ίδια σύνοδος διεύρυνε το κώλυμα από πνευματική συγγένεια –δη-
λαδή συγγένεια που προέκυπτε από το βάπτισμα–, το οποίο προβλεπόταν από το ιουστινιάνειο
δίκαιο, αλλά η απαγόρευση του γάμου αφορούσε μόνον τον ανάδοχο και την αναδεκτή, ενώ τώρα
η σύνοδος επεξέτεινε την απαγόρευση και ως προς την μητέρα του πνευματικού τέκνου.
• Πενήντα χρόνια αργότερα, η Εκλογή των Ισαύρων (βλ. 8.2.1.2) υιοθέτησε, και κατά περίπτωση αυ-
στηροποίησε, τα παραπάνω κωλύματα. Το κώλυμα γάμου από συγγένεια εξ αίματος επεκτάθηκε στον
έκτο βαθμό (γάμος μεταξύ δευτέρων εξαδέλφων) και αυτό της πνευματικής συγγένειας στα τέκνα του
αναδόχου.
• Οι διατάξεις της Εκλογής συμπεριλήφθηκαν στη νομοθεσία των Μακεδόνων αυτοκρατόρων (Εισαγω-
γή, Πρόχειρο Νόμο, Βασιλικά, βλ. 8.2.1.3.1,2).
• Τομή στο δίκαιο των κωλυμάτων του γάμου αποτέλεσε μια συνοδική απόφαση του έτους 997. Πρό-
κειται για τον Τόμο (βλ. 8.2.5) του πατριάρχη Σισιννίου, ο οποίος έθεσε σε εντελώς νέα βάση το
κώλυμα γάμου λόγω συγγένειας ή αγχιστείας. Ο Τόμος εισήγαγε ένα νέο κώλυμα γάμου ως προς την
αγχιστεία: την απαγόρευση του γάμου μεταξύ δύο αδελφών και δύο πρώτων εξαδέλφων και είναι
άγνωστο, αν εκδόθηκε με αυτοκρατορική προτροπή· σίγουρα, πάντως, δεν επικυρώθηκε από αυτο-
κράτορα. Προφανώς για τον λόγο αυτό ο πατριάρχης, προσπάθησε να μην εμφανίσει τη ρύθμισή του
ως νέα, αλλά να την συνδέσει με ήδη υπάρχουσες (ή υποτιθέμενες) ρυθμίσεις. Έτσι, επικαλέστηκε
την αρχή, σύμφωνα με την οποία ζητούμενο στους γάμους δεν αποτελούσε μόνον η νομιμότητα αλλά
και η ευπρέπεια, καθώς και το ότι ο γάμος δεν έπρεπε να επιφέρει συγχυση των ονομάτων (ενν. της
συγγένειας).
• Ειδικά η τελευταία προϋπόθεση άφησε μεγάλο περιθώριο για ερμηνεία του Τόμου και διεύρυνση του
κωλύματος από συγγένεια, έτσι ώστε το έτος 1166 διευρύνθηκε με συνοδική πράξη το κώλυμα από
συγγένεια εξ αίματος μέχρι τον 7ο βαθμό (γάμος με τέκνο δεύτερου εξαδέλφου!) και η απόφαση αυτή
της πατριαρχικής συνόδου επικυρώθηκε με Νεαρά του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού.
• Παρ’ όλα αυτά, είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αντιληπτό, ότι η υπερβολική διεύρυνση του κωλύματος
από συγγένεια και αγχιστεία κατέληγε να δημιουργεί σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και έτσι ο ίδιος
ο Μανουήλ Α΄ προσπάθησε το έτος 1175 με μια Νεαρά όχι να καταργήσει τον Τόμο, αλλά να τον υπο-
βαθμίσει, περιορίζοντας τις συνέπειες της παράβασής του μόνο στην επιβολή εκκλησιαστικών ποινών
(βλ. 10.2.3). Η Νεαρά αυτή όμως δεν εφαρμόστηκε και ο Τόμος εξακολούθησε να ισχύει σε ολόκληρη
τη βυζαντινή περίοδο και πέραν αυτής.

158
Σχήμα 9.3 Η εξέλιξη των κωλυμάτων του γάμου στο Βυζαντινό Δίκαιο.

9.2.2.3. Ο αριθμός των επιτρεπόμενων γάμων


Η Εκκλησία αντιμετώπιζε πάντοτε δυσμενώς τη σύναψη νέου γάμου μετά την, με οποιονδήποτε τρόπο, λύση
του προηγούμενου. Για λόγους κοινωνικούς, αναγνώριζε τον δεύτερο γάμο, ενώ σε περίπτωση τρίτου, επέ-
βαλλε μακροχρόνιες ποινές αφορισμού (βλ. 10.2.3). Τον τρίτο γάμο απαγόρευσε με Νεαρά της η αυτοκράτειρα
Ειρήνη, ενώ τον αποδοκίμασε με τη Νεαρά 90 και ο Λέων ΣΤ΄. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ο αυτοκράτορας αυτός
συνήψε όχι μόνον τρεις αλλά τέσσερις γάμους –τον τελευταίο, για να νομιμοποιήσει τον εξώγαμο γιο του και
μετέπειτα αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο Ζ΄. Στον Πρόχειρο Νόμο (βλ. 8.2.1.3.1) σώζεται, πάντως, διάταξη, με
την οποία απαγορεύεται ο τέταρτος γάμος και (εφόσον δεχθούμε πως το νομοθέτημα αυτό χρονολογείται στο
907) αποτελούσε, προφανώς, προσπάθεια του Λέοντα να εξευμενίσει την Εκκλησία. Το ζήτημα του αριθμού
των επιτρεπόμενων γάμων αντιμετωπίστηκε συνολικά και τελειωτικά, το έτος 920 με τον Τόμο (βλ. 8.2.5) της
Ενώσεως, με τον οποίο απαγορεύτηκε χωρίς καμιά εξαίρεση ο τέταρτος γάμος. Σχετικά με τον τρίτο, εξάρτησε
ο Τόμος της Ενώσεως τη σύναψή του από την ηλικία των ενδιαφερομένων και από το κατά πόσον είχαν ήδη
παιδιά. Έτσι, η μεγαλύτερη επιείκεια δείχθηκε για όσους ήταν άτεκνοι και κάτω των 40 ετών.

9.2.2.4. Το διαζύγιο
Σε αντίθεση με το Ρωμαϊκό Δίκαιο, που δεχόταν την ελεύθερη λύση του γάμου με διαζύγιο λόγω έλλειψης
γαμικής διάθεσης (βλ. 7.3.3), το Βυζαντινό Δίκαιο από πολύ νωρίς –προφανώς λόγω της επίδρασης της Εκκλη-
σίας, η οποία αποδοκίμαζε τη λύση γάμου μεταξύ ζώντων– προέβλεψε συγκεκριμένους λόγους για την έκδοση
διαζυγίου.
Οι λόγοι αυτοί αποκρυσταλλώθηκαν στην ιουστινιάνεια Νεαρά 117 (έτ. 542) και είναι άλλοι για τον άνδρα
και άλλοι για τη γυναίκα:
• Ο άνδρας, για να διαζευχθεί τη σύζυγό του, μπορούσε να επικαλεστεί:
α) ανάμειξή της σε έγκλημα εσχάτης προδοσίας,
β) επιβουλή της ζωής του,
γ) καταδίκη της για μοιχεία (βλ. 10.2.2.) και
δ) συμπεριφορά ηθικώς επιλήψιμη (π.χ. συμμετοχή σε συμπόσια και λουτρά με άνδρες παρά τη θέ-
λησή του).
• Από τους τέσσερις παραπάνω λόγους, οι δύο πρώτοι μπορούσαν να προβληθούν και από τη σύζυγο.
Κατά τα λοιπά, η γυναίκα μπορούσε να επικαλεστεί:
α) προσβολή της ηθικής της προσωπικότητας (π.χ. έκδοσή της σε πορνεία από τον σύζυγο, συκοφα-
ντία για μοιχεία),
β) μόνιμη εξωσυζυγική σχέση του άνδρα, την οποία αυτός αρνούνταν να διαλύσει, παρά τις παρακλή-
σεις και προτροπές της συζύγου του και συγγενών.
Οι λόγοι αυτοί προέβλεπαν λύση του γάμου λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του ενός από τους συζύγους.
• Με την ίδια Νεαρά προβλέφθηκαν, όμως, και τρεις λόγοι, που δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητα κανενός
από τους δύο συζύγους. Αυτοί ήταν:
α) ανικανότητα του άνδρα για συνουσία, που υπήρχε από την αρχή του γάμου,
β) επιλογή του μοναχικού βίου από έναν ή και τους δύο συζύγους,

159
γ) μακροχρόνια αιχμαλωσία χωρίς ειδήσεις ότι ζει ο αιχμάλωτος.
Πολύ αυστηρότερη ως προς τη λύση του γάμου είναι η Εκλογή (βλ. 8.2.1.2), η οποία προβλέπει μόνον τους
εξής λόγους διαζυγίου:
α) Εξώγαμες σχέσεις της γυναίκας ή ανικανότητα του άνδρα,
β) επιβουλή της ζωής και
γ) λέπρα, αποκλείοντας ρητά κάθε άλλη δυνατότητα για διαζύγιο.
Η διάταξη αυτή, όμως, δεν επιβίωσε, γιατί κατά τη διαδικασία της «ανακάθαρσης» (βλ. 8.2.1.3) , η νομοθε-
σία επανήλθε στις ιουστινιάνειες ρυθμίσεις.
Οι λόγοι διαζυγίου ήταν, όμως, ούτως ή άλλως λίγοι και δεν μπορούσαν να καλύψουν όλες τις εκδηλώσεις
της ανθρώπινης συμπεριφοράς ή τα ατυχήματα που μπορούσαν να συμβούν κατά τη διάρκεια του έγγαμου
βίου. Έτσι, ο Λέων ο Σοφός με Νεαρές του προσθέτει λόγους διαζυγίου, όπως τις διαπραγματεύσεις της έγγα-
μης γυναίκας για σύναψη νέου γάμου χωρίς να έχει λυθεί ο υπάρχων καθώς, και το να επιχειρήσει αυτή άμ-
βλωση χωρίς να το γνωρίζει ο σύζυγός της, ενώ καθιερώνει ως λόγο διαζυγίου την παραφροσύνη ενός από τους
συζύγους, αν εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια του γάμου.
Κατά περίεργο, τρόπο μεγάλη διεύρυνση των λόγων διαζυγίου επέφερε η Εκκλησία, η οποία είχε τόσο προ-
σπαθήσει για τον περιορισμό της ελεύθερης λύσης του γάμου. Συγκεκριμένα, μετά τον 11ο αιώνα, στο πλαίσιο
της αποκλειστικής αρμοδιότητάς τους για επίλυση γαμικών διαφορών (βλ. 10.1.6.2), τα εκκλησιαστικά δικα-
στήρια αρχίζουν να χορηγούν διαζύγια, για λόγους που δεν προβλέπονταν από τους νόμους, με το επιχείρημα,
ότι η συμπεριφορά ή η κατάσταση του ενός συζύγου είχε προκαλέσει στον άλλον ἀκατάλλακτον μίσος, το οποίο
καθιστούσε αδύνατη τη διατήρηση του γάμου. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι την εποχή που η Εκκλησία αποκτά τον
έλεγχο στις δίκες διαζυγίου εμφανίζεται πιο ευέλικτη και έτοιμη να προσαρμοστεί στις ανάγκες των διαδί-
κων. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να οφείλεται σε αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, δεν αποκλείεται όμως να
είχε και σχέση με το γεγονός ότι, πλέον, τα εκκλησιαστικά δικαιοδοτικά όργανα ήταν αυτά που αποφάσιζαν,
ποιος γάμος έπρεπε να λυθεί και δεν μπορούσαν να βρεθούν προ τετελεσμένων γεγονότων από ενέργειες της
κοσμικής αρχής. Τα διαζύγια για ακατάλλακτον μίσος πολλαπλασιάζονται κατά την Τουρκοκρατία, λόγω των
ιδιαίτερων συνθηκών της εποχής (βλ. 12.2.3.3). Το «μίσος» μεταξύ των συζύγων παίζει στο Βυζαντινό Δίκαιο
ιδιαίτερο ρόλο και στις περιπτώσεις συναινετικών διαζυγίων.
Όλοι οι λόγοι διαζυγίου που προαναφέρθηκαν –με εξαίρεση την μοναχική κουρά και των δύο συζύγων–, είτε
ήταν υπαίτιοι είτε ανυπαίτιοι, αφορούσαν το πρόσωπο του ενός από τους συζύγους. Ήταν όμως δυνατό η γαμική
διάθεση να είχε εκλείψει και από τους δύο συζύγους και το διαζύγιο να ήταν συναινετικό. Ο Ιουστινιανός, όπως
προκύπτει από Νεαρές του, δεχόταν αρχικά αυτή τη μορφή διαζυγίου. Αργότερα όμως, προφανώς υπό την πίεση
της Εκκλησίας, το απαγόρευσε. Επειδή όμως ήταν αδιανόητο να επιβληθεί σε ανθρώπους υποχρεωτική έγγαμη
συμβίωση, δεχόταν τη λύση του γάμου, η οποία, όμως, συνοδευόταν από βαριές περιουσιακές ποινές και τον
εγκλεισμό των πρώην συζύγων σε μονές. Η ρύθμιση αυτή προκάλεσε αναμφιβόλως αντιδράσεις και έτσι ο δι-
άδοχος του Ιουστινιανού, Ιουστίνος Β΄, επέτρεψε το έτος 566 και πάλι το συναινετικό διαζύγιο. Προφανώς για
να προλάβει αντιδράσεις της Εκκλησίας, ο αυτοκράτορας ανέφερε στο προοίμιο της Νεαράς του, ότι υπήρχαν
περιπτώσεις κατά τις οποίες, χωρίς να συντρέχει κάποιος νόμιμος λόγος διαζυγίου, μεταξύ των συζύγων επενέ-
βαινε ο σκαιὸς δαίμων και τους προκαλούσε ἀδιάλλακτον μίσος, που καθιστούσε αναγκαία τη λύση του γάμου.
Όπως προκύπτει από τις πηγές, η Νεαρά πρέπει να ίσχυσε για περισσότερα από 100 χρόνια. Το έτος 691/692
όμως η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (βλ. 8.2.5) απείλησε με βαριές εκκλησιαστικές ποινές όσους έλυναν
τον γάμο τους χωρίς συγκεκριμένο νόμιμο λόγο, ενώ η Εκλογή (έτ. 741) κατέστησε, με τον προσδιορισμό απο-
κλειστικών λόγων διαζυγίου, ουσιαστικά αδύνατο το συναινετικό διαζύγιο (διότι μόνον για τους αποκλειστικούς
λόγους, που προβλέπονταν, μπορούσε να λυθεί ο γάμος). Οι άνθρωποι της εποχής βρήκαν, όμως, ένα τέχνασμα,
για να παρακάμπτουν την αυστηρότητα του νόμου. Άρχισαν λοιπόν να γίνονται ανάδοχοι των παιδιών τους,
δημιουργώντας έτσι μεταξύ τους κώλυμα από πνευματική συγγένεια (βλ. 9.2.2.2), που οδηγούσε σε λύση του
γάμου. Για κάποιο διάστημα η πρακτική αυτή φαίνεται ότι υπήρξε ανεκτή, τουλάχιστον από την Πολιτεία. Το
έτος 819/820 οι αυτοκράτορες Λέων Ε΄ και Κωνσταντίνος, δημοσίευσαν Νεαρά, με την οποία θεσπίστηκαν
βαρύτατες κυρώσεις για όσους κατέφευγαν στο παραπάνω τέχνασμα ή γενικότερα συνήπταν δεύτερο γάμο, κα-
τορθώνοντας να λύσουν τον προηγούμενο με οποιονδήποτε τρόπο σχετιζόταν με κοινή συναίνεση. Μια ακόμα
απόπειρα καθιέρωσης του συναινετικού διαζυγίου –και μάλιστα με επιχειρηματολογία ανάλογη με αυτήν της
Νεαράς του Ιουστίνου– γίνεται με την Εισαγωγή, η σχετική διάταξη δεν περιλαμβάνεται όμως στον Πρόχειρο
Νόμο (βλ. 8.2.1.3.1). Έτσι, το συναινετικό διαζύγιο εξαφανίζεται πλέον από το Βυζαντινό Δίκαιο· υπάρχει άλ-
λωστε και αναφορά του κανονολόγου Αλέξιου Αριστηνού (12ος αιώνας, βλ. 8.2.5), ότι στην εποχή του το συναι-

160
νετικό διαζύγιο ήταν απαγορευμένο. Παρ’ όλα αυτά, δεν αποκλείεται κάποια από τα διαζύγια που επέτρεπε για
ἀκατάλλακτον μίσος η Εκκλησία να ήταν εν τέλει συναινετικά και οι λόγοι που προβάλλονταν να αποτελούσαν
απλές προφάσεις.

9.2.3. Οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων


Όπως και στη ρωμαϊκή περίοδο (βλ. 7.5), έτσι και στη βυζαντινή, στο κέντρο των περιουσιακών σχέσεων
των συζύγων βρίσκεται η προίκα της γυναίκας. Αφετηρία για τη διαμόρφωση του βυζαντινού δικαίου της προί-
κας αποτελεί το ιουστινιάνειο δίκαιο. Σύμφωνα μ’ αυτό, η ηθική υποχρέωση του πατέρα, να προικίζει τις κόρες
του, μετατρέπεται σε νομική, αφορά δε –κατ’ εξαίρεση όμως– και τη μητέρα. Ως προικοδότες εμφανίζονται στις
πηγές πολλά πρόσωπα, συγγενικά και μη, ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, στις οποίες η ίδια η γυναίκα
παραδίδει στον σύζυγό της ως προίκα το σύνολο ή μέρος της περιουσίας της. Παρ’ όλα αυτά, κανένας, εκτός
από τους γονείς, δεν ήταν νομικά υποχρεωμένος να συστήσει προίκα. Οι συμφωνίες για την προίκα γίνονταν
κατά κανόνα γραπτώς και καταγράφονταν στα γαμήλια συμβόλαια. Η συνήθεια, να καταρτίζονται γαμήλια συμ-
βόλαια, προέρχεται από το ελληνιστικό δίκαιο και θεσμοθετείται με ιουστινιάνεια Νεαρά.
Τα γαμήλια συμβόλαια δεν περιείχαν, όμως, μόνον τα σχετικά με την προίκα αλλά και άλλες συμφωνίες
(αναφερόμενες κυρίως σε αντιπαροχές του άνδρα):
1. Ήδη από τον 4ο αιώνα εισάγεται στο επίσημο δίκαιο της Αυτοκρατορίας ο θεσμός της πρόγαμης δωρεάς
ή δωρεάς λόγω γάμου (βλ. 7.5). Αρχικά, η δωρεά αυτή είχε την έννοια του φθορίου ἔδνου, συνδεόταν
δηλαδή με την παρθενία της γυναίκας. Με την ιουστινιάνεια νομοθεσία, όμως, καθίσταται αντιστάθμισμα
της προίκας, με την οποία έπρεπε να είναι ίσης αξίας. Η περιουσία αυτή είχε ως σκοπό την εξασφάλιση
της γυναίκας και των παιδιών της, κυρίως σε περίπτωση θανάτου του άνδρα.
2. Σε μεταγενέστερα χρόνια ο σκοπός αυτός καλυπτόταν από το ὑπόβολον, που δεν αποτελούσε παροχή
κατά κυριολεξία, αλλά ποσό που θα επαύξανε την προίκα κατά την απόδοσή της, σε περίπτωση θανάτου
του άνδρα (βλ. 9.2.6.3). Το ποσό αυτό καθοριζόταν αρχικά στο ½ και αργότερα στο 1/3 της προίκας.
3. Η αντίληψη για την «επιβράβευση» της παρθενίας, πάντως, δεν εξέλιπε. Εθιμικής προέλευσης θεσμός
ήταν το θεώρητρον, που εμφανίζεται στις γραπτές νομικές πηγές από τον 10ο αιώνα και μετά. Αυτό κα-
ταβαλλόταν διὰ τὴν τιμὴν τῆς παρθενίας και περιερχόταν στην κυριότητα της γυναίκας με τη σύναψη του
γάμου. Το θεώρητρο υπολογιζόταν, επίσης, με βάση την αξία των προικώων και κατά τη μέση και ύστερη
βυζαντινή περίοδο έπρεπε να φθάνει τουλάχιστον το 1/12 της προίκας.
4. Στο γαμήλιο συμβόλαιο καταγράφονταν ακόμη τα ἐξώπροικα ή παράφερνα, που αποτελούσαν μεν ατο-
μική περιουσία της γυναίκας, αλλά επειδή χρησίμευαν, όπως και η προίκα, στην αντιμετώπιση των ανα-
γκών της οικογένειας διατιμούνταν και έμπαιναν κάτω από τη διαχείριση του άνδρα.
Η συμφωνία για την προίκα γινόταν συνήθως κατά την περίοδο της μνηστείας και υλοποιούνταν με τη
σύναψη του γάμου. Η ολοκλήρωση της σύμβασης πραγματοποιούνταν, κατά κανόνα, με υλική παράδοση των
προικώων.
Σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Δίκαιο, κύριος της προίκας ήταν ο άνδρας. Σταδιακά όμως επιβλήθηκαν διαχειρι-
στικοί περιορισμοί, που οδήγησαν στο να θεωρείται από τον Ιουστινιανό η κυριότητα αυτή απλή «λεπτολογία»
του νόμου. Το μεταγενέστερο Βυζαντινό Δίκαιο υιοθετεί, τελικά, την ελληνιστική αντίληψη για κυριότητα της
γυναίκας. Διαχειριστής και επικαρπωτής της προίκας παρέμενε, πάντως, ο άνδρας.
Κατά τη διάρκεια του γάμου, όμως, η έννοια της προίκας πρέπει να γίνεται αντιληπτή με ευρύτερο τρόπο,
γιατί –όπως τουλάχιστον προκύπτει από τη βυζαντινή νομική πρακτική– κάθε τι που αποκτούσε η γυναίκα
λόγω του γάμου, περιερχόταν στη διαχειριστική εξουσία του άνδρα της, αλλά πρέπει να τύγχανε και της ιδι-
αίτερης προστασίας που είχαν τα προικώα. Η προστασία αυτή εκδηλωνόταν, κυρίως, με την απαγόρευση κάθε
μορφής απαλλοτρίωσης ή επιβάρυνσης προικώου πράγματος, όπως επίσης με τη νόμιμη σιωπηρή και γενική
υποθήκη, που είχε η γυναίκα επί της περιουσίας του άνδρα και η οποία θεσμοθετήθηκε από το ιουστινιάνειο
δίκαιο. Για να παρακαμφθούν οι παραπάνω δεσμεύσεις –ώστε, για παράδειγμα, να πωληθεί προικώο ή περιου-
σιακό στοιχείο του άνδρα– η γυναίκα έπρεπε να δώσει ρητά τη συγκατάθεσή της, αφού πρώτα ενημερωνόταν
για τα δικαιώματά της.
Σε περίπτωση λύσης του γάμου:
• Η προίκα επιστρεφόταν κατ’ αρχήν στη γυναίκα.
• Αν όμως η λύση επερχόταν με διαζύγιο από δική της υπαιτιότητα, σύμφωνα με το ιουστινιάνειο δί-
καιο η κυριότητα της προίκας περιερχόταν στον άνδρα ή στα παιδιά, εφόσον υπήρχαν.

161
• Αν η λύση επερχόταν με θάνατο του άνδρα, η προίκα περιερχόταν στη γυναίκα.
• Αν ο γάμος λυνόταν λόγω θανάτου της γυναίκας, η προίκα κληρονομούνταν από τα παιδιά ή τους
άλλους κληρονόμους της, ενώ ο σύζυγος αποκόμιζε μόνον γαμικό κέρδος (βλ. 9.2.6.3).

9.2.4. Σχέσεις γονέων και τέκνων-Υιοθεσία


Σύμφωνα με το Βυζαντινό Δίκαιο, η δομή της οικογένειας ακολουθούσε κατ’ αρχήν το ρωμαϊκό πρότυπο, δη-
λαδή τη λειτουργία της υπό την εξουσία του πατέρα, εφόσον αυτός ζούσε (βλ 7.2). Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται
ότι στην πράξη η κατάσταση είχε διαφοροποιηθεί, γιατί τόσο στην Εκλογή (βλ. 8.2.1.2) όσο και στην Εισαγωγή
αλλά και στα Βασιλικά (βλ. 8.2.1.3.1, 2) διαπιστώνεται η τάση να ενισχυθεί μέσα στην οικογένεια και ο ρόλος
της μητέρας.
Όσον αφορά τη λήξη της πατρικής εξουσίας, εκτός από τους λόγους που προβλέπει γι’ αυτήν το ύστερο
Ρωμαϊκό Δίκαιο –δηλαδή θάνατο ή έκπτωση του εξουσιαστή, μοναχική κουρά του και χειραφεσία ή ανάληψη
αξιώματος από τον υπεξούσιο– με την Νεαρά 25 του Λέοντα ΣΤ΄ εισάγεται και ένας επιπλέον λόγος. Πρόκειται
για την ιδιογνωμούσα διαγωγή του υπεξούσιου. Αυτή, σύμφωνα τουλάχιστον με πηγές μετά τον 11ο αιώνα, δεν
προϋπέθετε απαραίτητα χωριστή εγκατάσταση του υπεξούσιου –λόγω γάμου ή και ανεξάρτητα από αυτόν–
αλλά μπορούσε να επέλθει και με μόνη τη χορήγηση από τον εξουσιαστή του κληρονομικού μεριδίου, στο πλαί-
σιο της, πολύ διαδεδομένης στο Βυζάντιο, συμβατικής διάθεσης των οικογενειακών περιουσιών (βλ. 9.2.6.1).
Παρά, πάντως, τις αντίθετες απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, νομικά γεγονότα όπως η ενηλικίωση
(βλ. 9.2.5) ή ο γάμος, δεν πρέπει να συνεπάγονταν, άνευ ετέρου, τη λύση της υπεξουσιότητας, υπήρχαν όμως
σχετικές λαϊκές αντιλήψεις, που έχουν έμμεσα επηρεάσει και γραπτές πηγές του δικαίου, όπως η Εκλογή και η
παραπάνω Νεαρά του Λέοντα.
Όσον αφορά την υιοθεσία, ο Ιουστινιανός συγχώνευσε τις δύο ρωμαϊκές μορφές της δηλαδή την κατά κυ-
ριολεξία υιοθεσία και την εισποίηση (βλ. 7.2) σε μία. Εισήγαγε όμως μία διάκριση: εάν ο υιοθετών ήταν εξω-
τικός, δηλαδή άλλος, εκτός από τον από την πλευρά του πατέρα παππού του υιοθετουμένου, η υιοθεσία ήταν
«ατελής» και ο υιοθετούμενος διατηρούσε τους δεσμούς του με την παλαιά οικογένεια και τα κληρονομικά του
δικαιώματα.
Σημαντικές αλλαγές στο δίκαιο της υιοθεσίας επέφερε ο Λέων ΣΤ΄ με Νεαρές του. Ειδικότερα, αφενός με
τη Νεαρά 24, εισήγαγε ως τύπο της υιοθεσίας –που μέχρι τότε γινόταν με διοικητικές πράξεις– την ιερολογία
και αφετέρου διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων που μπορούσαν να υιοθετήσουν. Έτσι, με τη Νεαρά 26 ανα-
γνώρισε σε όλες τις κατηγορίες ευνούχων (και όχι, πλέον, μόνον σε αυτούς που είχαν καταστεί ανίκανοι για
αναπαραγωγή από λόγους υγείας), το δικαίωμα να υιοθετούν, ενώ, με τη Νεαρά 27, επέτρεψε την υιοθεσία σε
όλες ανεξαιρέτως τις γυναίκες, και όχι μόνον σε εκείνες, στις οποίες δινόταν ειδική άδεια από τον αυτοκράτορα
για παρηγοριά, επειδή είχαν παιδιά και τα έχασαν. Η άδεια για υιοθεσία, μάλιστα, δεν θα δινόταν στο εξής από
τον αυτοκράτορα, αλλά από τους κατά τόπους διοικητές.

9.2.5. Επιτροπεία
Σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Δίκαιο, υπό επιτροπεία τελούσαν οι ορφανοί από πατέρα άνηβοι μέχρι την εφηβεία,
δηλαδή την ηλικία των 14 ετών για τα αγόρια και των 12 για τα κορίτσια. Από το όριο αυτό και μέχρι τα 25
έτη διοριζόταν γι’ αυτούς κηδεμόνας. Τη διάκριση μεταξύ κηδεμονίας και επιτροπείας κατήργησε η Εκλογή των
Ισαύρων (βλ. 8.2.1.2).
Πολύ σημαντικότερες αλλαγές επέφερε όμως το Βυζαντινό Δίκαιο σε σχέση με την άσκηση επιτροπείας
από γυναίκες (βλ. 7.6) και ειδικά από τη μητέρα και τη γιαγιά. Έτσι, το έτος 390 αναγνωρίζεται στις μητέρες η
δυνατότητα να γίνονται επίτροποι των παιδιών τους. Ένα βήμα παραπέρα προχωρεί ο Ιουστινιανός, ορίζοντας
με τη Νεαρά 118 τη μητέρα ή τη γιαγιά ως νόμιμους επιτρόπους των παιδιών ή των εγγόνων τους, με τις εξής
προϋποθέσεις:
α) Ότι δεν θα είχε οριστεί άλλος επίτροπος με διαθήκη.
β) Ότι δεν προχωρούσαν σε νέο γάμο.
γ) Ότι θα παραιτούνταν από τα ευεργετήματα, που τους εξασφάλιζε η «αδυναμία» του φύλου τους (βλ.
9.2.1).
Ακόμη ευνοϊκότερη για τις μητέρες εμφανίζεται η Εκλογή, η οποία ορίζει πως, μετά τον θάνατο του πατέρα,
η μητέρα δεν ήταν απλώς επίτροπος, αλλά εξακολουθούσε να ασκεί γονική εξουσία. Η διάταξη αυτή δεν επι-

162
βίωσε στο γραπτό δίκαιο. Από πηγές της πρακτικής, ιδιαίτερα του 14ου αιώνα, προκύπτει, πάντως, ενισχυμένη
θέση της χήρας μητέρας, χωρίς, όμως, να μπορεί κανείς να υποστηρίξει με βεβαιότητα, αν αυτές οφείλονταν σε
επίδραση των διατάξεων της Εκλογής ή στις κοινωνικές εξελίξεις.
Μια ακόμη καινοτομία στο δίκαιο της επιτροπείας εισήγαγε ο Λέων ΣΤ΄, ορίζοντας με τη Νεαρά 28, ότι οι
άνδρες που συμπλήρωναν το 20ο έτος και οι γυναίκες το 18ο έπαυαν να είναι υπό επιτροπεία, με την προϋπό-
θεση, όμως, ότι δεν ήταν μειωμένης διανοητικής ικανότητας και, επομένως, ήταν ικανοί να διαχειρίζονται τις
υποθέσεις τους.

9.2.6. Κληρονομικές σχέσεις


Η ρωμαϊκή διάκριση σε κληρονομία κατά το ius civile (hereditas) και κληρονομία κατά το πραιτορικό δίκαιο
(bonorum possessio) (βλ. 7.7) διατηρήθηκε τυπικά από το ιουστινιάνειο δίκαιο, ήδη όμως από τον 6ο αιώνα
άρχισε σταδιακά να χάνει κάθε πρακτική σημασία. Έτσι, οι κληρονομικές σχέσεις διακρίνονται πλέον απλώς σε
κληρονομική διαδοχή από διαθήκη (βλ. 9.2.6.2) και κληρονομική διαδοχή εξ αδιαθέτου (βλ. 9.2.6.3). Ιδιαίτερο,
όμως, ρόλο στο πεδίο του βυζαντινού κληρονομικού δικαίου έπαιζε η διαδοχή με βάση κληρονομική σύμβαση
(βλ. 9.2.6.1) και με αυτήν θα ξεκινήσει η εξέταση της παρούσας ενότητας.

9.2.6.1 Κληρονομικές συμβάσεις


Η αποδοκιμασία του Ρωμαϊκού Δικαίου για τις συμβάσεις με αντικείμενο την κληρονομική διαδοχή χαρακτη-
ρίζει τόσο το ιουστινιάνειο όσο και το μεταϊουστινιάνειο γραπτό δίκαιο. Η ελληνιστική συνήθεια, όμως, της
συμβατικής διάθεσης των κληρονομιών διατηρήθηκε από τη βυζαντινή νομική πρακτική, που την αναγνωρίζει
ευρύτατα. Οι κληρονομικές συμβάσεις ενσωματώνονται συχνά στα γαμήλια συμβόλαια (βλ. 9.2.3), χωρίς να
αποκλείεται η κατάρτιση τους και εκτός του πλαισίου του γάμου.
Μια συχνά εμφανιζόμενη μορφή κληρονομικής σύμβασης αποτελεί η νέμηση ανιόντος. Στο Βυζαντινό Δί-
καιο η νέμηση εμφανίζεται τόσο ως υπόσχεση για παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων από τον γονέα μετά
τον θάνατό του όσο και με την, ελληνιστικής προέλευσης, μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, ενώ αυτός
ζούσε ακόμη. Παρά την αποδοκιμασία των κληρονομικών συμβάσεων από το «επίσημο» βυζαντινό δίκαιο, η
Νεαρά 19 του Λέοντα ΣΤ΄ αναγνωρίζει έμμεσα τη νέμηση, προβλέποντας ότι η υπόσχεση του πατέρα, η οποία
είχε περιληφθεί στο γαμήλιο συμβόλαιο του κατιόντα του και αναφερόταν σε κατάληψη σ’ αυτόν ίσης μερίδας
με αυτές των αδελφών του, δεν μπορούσε να ακυρωθεί κατόπιν με διαθήκη.
Άλλη, συνηθισμένη στα γαμήλια συμβόλαια, κληρονομική σύμβαση ήταν η εσωγαμβρία (πρβλ. τον, μέχρι
και σήμερα, χρησιμοποιούμενο όρο σώγαμπρος). Ο εσώγαμβρος εγκαθίστατο στο σπίτι των γονέων της γυναί-
κας ως ὁμοδίαιτος, ὁμόστεγος, ὁμοτράπεζος καὶ κατὰ πάντα ἀχώριστος, συνήθως με την υποχρέωση να τους
γηροβοσκήσει και τη συμβατική προσδοκία να τους κληρονομήσει. Στη σχέση της εσωγαμβρίας δεν προβλε-
πόταν προίκα, αλλά μπορούσε να συμφωνηθεί και τελικά να καταβληθεί, εφόσον η συμβίωση με τους γονείς
δεν εξελισσόταν καλά και το νέο ζευγάρι έφευγε από το σπίτι, ενώ ζούσαν ακόμη οι γονείς. Στην περίπτωση,
πάντως, αυτή, η κληρονομική σύμβαση καθίστατο ανενεργή και εφαρμόζονταν οι γενικές διατάξεις του κλη-
ρονομικού δικαίου.

9.2.6.2 Διαδοχή από διαθήκη


Όπως συμβαίνει γενικότερα με τις βυζαντινές δικαιοπραξίες (βλ. 8.2.3.1), έτσι και οι διαθήκες συντάσσονταν
κατ’ αρχήν εγγράφως από συμβολαιογράφους (κοσμικούς ή εκκλησιαστικούς) αλλά και από επισκόπους ή
απλούς κληρικούς, που είχαν σχετική εντολή από τον επιχώριο επίσκοπο. Υπήρχε, ακόμη, η δυνατότητα να
διατυπωθεί η τελευταία βούληση προφορικά, αλλά αυτές οι άγραφες βουλήσεις συνήθως καταγράφονταν εκ
των υστέρων και υπογράφονταν από τους μάρτυρες, χωρίς αυτή καταγραφή να είναι υποχρεωτική. Αυτού του
είδους τα έγγραφα είχαν μόνον αποδεικτικό ρόλο, γιατί το περιεχόμενο της προφορικής διαθήκης μπορούσε να
αποδειχθεί και με ένορκη κατάθεση των μαρτύρων που είχαν παρασταθεί σ’ αυτήν.
Προϋπόθεση για την εγκυρότητα της διαθήκης συνιστούσε το να είναι ο διαθέτης έφηβος (βλ. 9.2.5). Πέρα
από αυτό, απαιτούνταν να έχει και πνευματική υγεία. Ανίκανοι για σύνταξη διαθήκης ήταν οι εκ γενετής κωφά-
λαλοι, αν όμως είχαν περιέλθει σε αυτή την κατάσταση σε μεγάλη ηλικία και ήταν εγγράμματοι μπορούσαν να
συντάξουν εγκύρως ιδιόγραφη διαθήκη. Σημαντική για το κύρος της διαθήκης ήταν η παρουσία μαρτύρων, που

163
αριθμός τους διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή.

9.2.6.3 Εξ αδιαθέτου διαδοχή


Τομή στο δίκαιο της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής επέφερε η ιουστινιάνεια Νεαρά 118 (έτ. 543), σύμ-
φωνα με την οποία το κληρονομικό δικαίωμα δεν βασίζεται πλέον στη συγγένεια από αρρενογονία (adgnatio)
του ρωμαϊκού ius civile (βλ. 7.7) αλλά στη συγγένεια εξ αίματος (cognatio). Έτσι, οι Νεαρές του Ιουστινιανού
διαμορφώνουν την κληρονομική διαδοχή κατά τάξεις ως εξής:
• 1η τάξη: κατιόντες,
• 2η τάξη: ανιόντες (οι εγγύτεροι αποκλείουν τους απώτερους) και αμφιθαλείς αδελφοί, όπως και τα
παιδιά αμφιθαλών αδελφών, οι οποίοι είχαν προαποβιώσει,
• 3η τάξη: ετεροθαλείς αδελφοί,
• 4η τάξη: οι υπόλοιποι συγγενείς εκ πλαγίου.
Επειδή ο Ιουστινιανός δεν προέβλεψε κάποιο βαθμό στην εκ πλαγίου συγγένεια ως όριο για το κληρονομικό
δικαίωμα, θεωρητικά υπήρχε δυνατότητα να βρεθεί πάντοτε κάποιος κληρονόμος και έτσι δεν υπάρχει πρό-
βλεψη για περιέλευση της κληρονομίας στο Δημόσιο. Όσον αφορά τον επιζώντα σύζυγο, αυτός δεν περιλαμ-
βάνεται στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, με βάση όμως το σύστημα προίκας/πρόγαμης δωρεάς/υποβόλου (βλ.
9.2.3), τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα, που χήρευαν, είχαν δικαίωμα σε κάποιο γαμικό κέρδος, καθένας από
αυτούς, σύμφωνα με την οικονομική του συμβολή στον γάμο, που επηρεαζόταν όμως και από το κατά πόσον
είχε αποκτήσει παιδιά και είχε τηρήσει τη χηρεία. Ειδικά, πάντως, για την άπορη χήρα το ιουστινιάνειο, αλλά
και το μεταγενέστερο, δίκαιο προέβλεψε ένα κληρονομικό μερίδιο.
Η Εκλογή των Ισαύρων επιφέρει κάποιες μικρές μεταβολές στο σύστημα των τάξεων, ενώ χωρίς να αναφέ-
ρει ρητά κάποιον βαθμό συγγένειας, φαίνεται να προσπαθεί να περιορίσει το κληρονομικό δικαίωμα εκ πλαγίου
στους πλησιέστερους συγγενείς. Αν δεν υπήρχε κληρονόμος, την κληρονομία μοιράζονταν η επιζώσα σύζυγος
και το Δημόσιο και, αν δεν υπήρχε σύζυγος, περιερχόταν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Μετά την ανακάθαρ-
ση των παλαιών νόμων (βλ. 8.2.1.3), επανέρχεται το ιουστινιάνειο δίκαιο της κληρονομικής διαδοχής, αλλά
αναφορές σε κληρονομικά δικαιώματα τόσο του Δημοσίου όσο και του συζύγου εμφανίζονται σε Νεαρές, που
αφορούν τα ψυχικά.
Τα ψυχικά ή μνημόσυνα αποτελούσαν ποσά, τα οποία δίδονταν σε εκκλησιαστικές ακολουθίες ή αγαθοεργί-
ες, με σκοπό τη σωτηρία της ψυχής του νεκρού. Δύο είναι οι βασικοί νόμοι που αφορούν το ζήτημα:
1. Πρώτον, μία Νεαρά του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (10ος αιώνας). Σύμφωνα με
αυτή, όταν κάποιος πέθαινε άτεκνος και αδιάθετος, η περιουσία του περιερχόταν στους συγγενείς του
μόνον κατά τα 2/3, ενώ το 1/3 προοριζόταν για τα ψυχικά. Αν δεν είχε συγγενείς, το ποσοστό των 2/3 απο-
τελούσε κληρονομικό μερίδιο του Δημοσίου.
2. Δεύτερον, με τη λεγόμενη «Νεαρά» του πατριάρχη Αθανασίου (έτ. 1306, βλ. 8.2.1.4) ρυθμίστηκε επίσης
το ζήτημα αυτό. Η «Νεαρά» ασχολείται με το ζήτημα σε δύο κεφάλαιά της:
• Στο πρώτο της κεφάλαιο –το οποίο έχει προκαλέσει πολλές ερμηνευτικές δυσκολίες και αμφισβη-
τήσεις– αναφέρεται στην περίπτωση, που κάποιος πέθαινε αδιάθετος και χωρίς κληρονόμους, αλλά
υπήρχε επιζών σύζυγος. Τότε η κληρονομία χωριζόταν σε τρία μέρη:
-- ένα για τα ψυχικά,
-- ένα για τον σύζυγο και
-- ένα για το Δημόσιο ή, εφόσον ο νεκρός ήταν πάροικος (βλ. 9.2.1), για τον χωροδεσπότη.
• Σύμφωνα με το τέταρτο κεφάλαιό της, εάν μετά τον θάνατο του ενός γονέα πέθαινε και το μοναδικό
παιδί, τότε η κληρονομία του χωριζόταν σε τρία μέρη:
-- Το ένα έπαιρνε ο γονέας που επιζούσε,
-- το δεύτερο οι γονείς του νεκρού γονέα και
-- το τρίτο χρησίμευε για μνημόσυνα.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, ενώπιον μιας ουσιαστικής αλλαγής στο δίκαιο της εξ αδιαθέτου διαδοχής, όπως είχε
διαμορφωθεί από τον Ιουστινιανό και μετά, και το οποίο προέβλεπε πως, όταν πέθαινε ο ένας γονέας, κληρο-
νόμος του ήταν το παιδί, αν δε πέθαινε και αυτό, τότε το κληρονομούσε ο επιζών γονέας, αποκλείοντας τους
παππούδες ως απώτερους. Το κεφάλαιο αυτό της «Νεαράς» επηρέασε πολύ τη νομική πρακτική, τόσο στους
τελευταίους βυζαντινούς αιώνες όσο και στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, η δε τριμερής διανομή των κληρο-
νομιών οδήγησε στον χαρακτηρισμό της ως Νεαράς περί τριμοιρίας (βλ. και 12.2.3.5).

164
9.2.7. Το δίκαιο της προτίμησης
Η προτίμησις –δηλαδή το δικαίωμα ορισμένων κατηγοριών προσώπων να έχουν προβάδισμα για την απόκτηση
ακινήτων σε περίπτωση εκποίησής τους– αποτελεί θεσμό με ρίζες στην ελληνιστική περίοδο, που ρυθμίστηκε
νομοθετικά κατά τον 4ο και 5ο αιώνα. Δεν αποκλείεται η προτίμηση να επηρέαζε πάντα τις συναλλαγές στο
Βυζάντιο, αλλά κατά κάποιο τρόπο «επικαιροποιήθηκε» το έτος 922 με Νεαρά του Ρωμανού Α΄ Λακαπηνού
(βλ. 9.1.8), η οποία ορίζει ποια ήταν τα «προτιμώμενα» πρόσωπα και τις προϋποθέσεις για άσκηση του δικαι-
ώματος. Η προτίμηση δεν αφορούσε μόνον αγροτικά ακίνητα και είχε εφαρμογή σε κάθε περίπτωση πώλησης
ή άλλου είδους παραχώρησης ακινήτου με αντάλλαγμα, πέρα από τις συγκρούσεις δυνατών και πενήτων. Βάση
για την άσκηση δικαιώματος αποτελούσε η σχέση προς το ακίνητο, που, όσο στενότερη ήταν τόσο ισχυρότερο
δικαίωμα εξασφάλιζε. Έτσι, πρώτοι από κάθε άλλον ενδιαφερόμενο έρχονταν οι συγκύριοι του ακινήτου και
(ιδίως μάλιστα, όταν ήταν και συγγενείς) και τελευταίοι οι απλοί γείτονες. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί, ότι
η μεταγενέστερη από τη Νεαρά νομική πρακτική δεν τήρησε απαρέγκλιτα τις προβλέψεις της, ούτε ως προς τις
κατηγορίες των προτιμώμενων προσώπων ούτε ως προς τα διαδικαστικά θέματα, με τρόπο μάλιστα, ώστε μέσα
από τις παραβιάσεις να δημιουργηθούν μερικές φορές νέοι κανόνες για τη λειτουργία της.

Βιβλιογραφία
Βénou, Lisa (2011). Pour une nouvelle histoire du droit byzantin. Théorie et pratique juridiques au XIVe
siècle. Paris.
Kazhdan, Aleksandr-Petrovich (Ed.) (1991). The Oxford dictionary of Byzantium. New York.
Κιουσοπούλου, Τόνια (2007). Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση. Αθήνα.
Μπουρδάρα, Καλλιόπη (Κέλλυ) (2011). Η διάκριση των φύλων ως κριτήριο στις ρυθμίσεις των νεαρών Λέο-
ντος ΣΤ΄ Σοφού. Αθήνα.
Παπαδάτου, Δάφνη (2008). Φιλοτιμίαι επιτελεύτιοι και η περιουσιακή θέση του επιζώντος συζύγου στο βυζαντι-
νό δίκαιο. Θεσσαλονίκη.
Παπαγιάννη, Ελευθερία (1992), (1997), (2010). Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζαντινής
και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τ. Ι: Ενοχικό δίκαιο-Εμπράγματο δίκαιο,
τ. ΙΙ: Οικογενειακό δίκαιο, τ. ΙΙΙ: Κληρονομικό δίκαιο. Αθήνα-Κομοτηνή.
Παπαγιάννη, Ελευθερία (2006). «Η βυζαντινή προτίμησις», στο: Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο
έως τον 15ο αιώνα (επιμ. Α. Λαΐου), τ. Γ΄ σ. 267-281. Αθήνα.
Παπαγιάννη, Ελευθερία (2013). «Η συμμετοχή του δημοσίου στις κληρονομίες κατά την ύστερη βυζαντινή
περίοδο. Παρατηρήσεις σχετικά με το αβιωτίκιον», στο: ΑΝΤΙΚΗΝΣΩΡ. Τιμητικός Τόμος Σπύρου Ν.
Τρωιάνου για τα ογδοηκοστά γενέθλιά του (επιμ. Β. Λεονταρίτου & Κ. Μπουρδάρα & Ε. Παπαγιάννη),
σ. 1275-1308. Αθήνα.
Τρωιάνος, Σπύρος & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία δικαίου. Αθήνα.
Τρωιάνος, Σπύρος (2014). Εισηγήσεις βυζαντινού δικαίου. Αθήνα.
Χριστοφιλοπούλου, Αικατερίνη (2004). Το πολίτευμα και οι θεσμοί της βυζαντινής αυτοκρατορίας, 324-1204.
Κράτος-Διοίκηση-Οικονομία-Κοινωνία. Αθήνα.

165
Κεφάλαιο 10. Απονομή της δικαιοσύνης-Αδικήματα και κυρώσεις

Σύνοψη
Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η απονομή της δικαιοσύνης στο Βυζάντιο, με αναφορά στον ρόλο του αυτο-
κράτορα και στα επιμέρους πολιτειακά και εκκλησιαστικά δικαιοδοτικά όργανα. Εξετάζεται επίσης το βυζαντινό
ποινικό δίκαιο, με έμφαση στο διαπραττόμενα αδικήματα και, κυρίως, στις ποινές που αυτό προέβλεπε, γιατί, η
μεν αντίληψη περί παραβατικής συμπεριφοράς δεν διαφοροποιείται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις προβλέψεις του
Ρωμαϊκού Δικαίου, ο τρόπος όμως του κολασμού της, ειδικά μετά τον 8ο αιώνα, έχει πολλά νέα χαρακτηριστικά.

Προαπαιτούμενη γνώση
Αναγκαία κρίνεται η γνώση των κεφαλαίων 6, 8.2.3.2 και 9.1

10. Εισαγωγή
Όπως ήδη παρατηρήθηκε (βλ. 9 και 9.1.1), κύριο χαρακτηριστικό της βυζαντινής κρατικής οργάνωσης υπήρ-
ξε ο συγκεντρωτισμός, άρα και η έλλειψη «διάκρισης των εξουσιών», έτσι ώστε ο αυτοκράτορας να είναι όχι
μόνον ο νομοθέτης, αλλά συγχρόνως και ο επικεφαλής της διοίκησης και της δικαιοσύνης, στον οποίο ήταν
υπόλογοι οι δικαστές (βλ. και 8.2.3.2), που διορίζονταν από αυτόν. Ως προς το αντικείμενο του δεύτερου τμή-
ματος του κεφαλαίου, δηλαδή το βυζαντινό ποινικό δίκαιο, σημειώνεται, ότι η κληρονομημένη από το Ρωμαϊκό
Δίκαιο, περιπτωσιολογική δομή του βυζαντινού ποινικού δικαίου, είχε ως συνέπεια, να μην υπάρχει διάκριση
των εγκλημάτων σε κατηγορίες (κακουργήματα, πλημμελήματα, πταίσματα) όπως συμβαίνει σήμερα αλλά
ούτε και των ποινών που αντιστοιχούν σε κάθε μια από τις κατηγορίες αυτές. Έτσι, ο καλύτερος τρόπος, για να
αντιληφθούμε τη λειτουργία του βυζαντινού ποινικού δικαίου, είναι η μελέτη των επιμέρους διατάξεών του, οι
οποίες μπορούν να μας οδηγήσουν και στην εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων.

10.1. Απονομή της δικαιοσύνης


Η απονομή της δικαιοσύνης στο Βυζάντιο αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό εκδήλωση της άσκησης διοίκησης.
Έτσι, αξιωματούχοι της κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης ασκούσαν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους
και δικαστικές αρμοδιότητες. Υπήρχαν, πάντως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, και δικαστές, οι οποίοι με βάση
τα σημερινά κριτήρια, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «επαγγελματίες», αυτοί όμως δεν είχαν αυτοτελή
δικαιοδοσία, αλλά αντλούσαν την εξουσία τους από εντολή κάποιου αξιωματούχου ή και του αυτοκράτορα.
Εκτός από τα κοσμικά δικαστήρια, στο πλαίσιο του βυζαντινού νομικού συστήματος λειτουργούσαν και εκκλη-
σιαστικά δικαστήρια τόσο ως φορείς ιδιαίτερης δικαιοδοσίας όσο και με αρμοδιότητα για την επίλυση ιδιωτικών
διαφορών (βλ. και 8.2.3.2).
Ως προς τη δικαστική διαδικασία κατά τη βυζαντινή περίοδο, διατηρείται σε γενικές γραμμές η ρωμαϊκή δι-
αδικασία extra ordinem (βλ. 6.1.2), η αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων ανάλογα με την «αξιοπιστία»
τους και η παράσταση με συνηγόρους. Όσο αφορά τους τελευταίους, ναι μεν δεν αναφέρονται ως συντεχνία στο
Επαρχικό Βιβλίο (βλ. 8.2.1.3.4), γνωρίζουμε όμως με βεβαιότητα ότι είχαν συντεχνιακή οργάνωση κατά τον 6ο αι-
ώνα, ενώ υπάρχει επίσης ασφαλής μαρτυρία, για το ότι αυτό δεν ίσχυε κατά τον 12ο αιώνα, χωρίς όμως να μπορεί
να προσδιοριστεί ακριβώς ο χρόνος που επήλθε η αλλαγή στο τρόπο άσκησης του λειτουργήματός τους.
Για τη λήψη των αποφάσεων από πολυμελή δικαστικά όργανα, ίσχυε η αρχή της πλειονοψηφίας. Οι αποφά-
σεις εκφωνούνταν δημοσίως και μετά καταγράφονταν και υπογράφονταν, ενώ στους διαδίκους χορηγούνταν
αντίγραφα. Με τη Νεαρά του Κωνσταντίνου Θ΄ του έτους 1047 (βλ. 8.2.1.3.5) ιδρύθηκε το σέκρετον επί των
κρίσεων, που κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε κεντρική υπηρεσία, η οποία, έχοντας ως επικεφαλής της τον
επί των κρίσεων (βλ. 10.1.3), ήταν αρμόδια για τη συγκέντρωση των αποφάσεων των επαρχιακών δικαστηρίων
στο πρωτότυπό τους προς εξασφάλισή τους από καταστροφή ή αλλοίωση. Τα βυζαντινά δικαιοδοτικά όργανα
μπορούσαν να δικάζουν τόσο αστικές όσο ποινικές υποθέσεις· παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν αξιωματούχοι, όπως ο
έπαρχος της πόλεως (βλ. 10.1.3), που είχαν κατεξοχήν ποινική δικαιοδοσία, όπου ο έπαρχος της πόλεως παρί-

166
σταται σε αποκεφαλισμό).

10.1.1. Ο αυτοκράτορας και το αυτοκρατορικό δικαστήριο

Εικόνα 10.1. Ο αυτοκράτορας επιλύει διαφορές ανάμεσα σε στρατιωτικούς. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Σύνοψης
Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://commons.wikimedia.
org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Ήδη από την εποχή της Ηγεμονίας (βλ. 6.1.6) ο αυτοκράτορας βρισκόταν στην κορυφή της δικαιοσύνης. Πέρα,
όμως, από τη γενική εποπτεία, είχε και ο ίδιος άμεση συμμετοχή στην απονομή της και οι αποφάσεις του ήταν
ανέκκλητες (δηλ. δεν μπορούσαν να προσβληθούν με κάποιο ένδικο μέσο). Κατά την πρώιμη περίοδο, τον
αυτοκράτορα επικουρούσε στα δικαστικά του καθήκοντα το αναφερόμενο στις βυζαντινές πηγές ως ιερόν κον-
σιστώριον (το αυτοκρατορικό συμβούλιο δηλ., βλ. 4.4), στο οποίο, στα χρόνια του Ιουστινιανού, συμμετείχαν
και συγκλητικοί. Από τη μέση περίοδο και μετά το κονσιστώριον αντικαθίσταται ως προς τις δικαστικές του
αρμοδιότητες από το βασιλικόν ή αυτοκρατορικόν κριτήριον. Το αυτοκρατορικό αυτό δικαστήριο δεν ήταν τα-
κτικό δικαστήριο με ορισμένη σύνθεση, αλλά συγκροτούνταν ad hoc, κάθε φορά που ο αυτοκράτορας σκόπευε
να εκδικάσει μια υπόθεση μόνος ή μαζί με πρόσωπα της επιλογής του (εικόνα 10.1). Ο αυτοκράτορας, πάντως,
δεν συμμετείχε απαραιτήτως στις υποθέσεις που έφθαναν σε αυτόν, αλλά κάποτε επέλεγε να παραπέμψει την
υπόθεση για εκδίκαση σε άλλα δικαιοδοτικά όργανα, συνοδεύοντας κάποτε την παραπομπή αυτή με συγκεκρι-
μένες οδηγίες. Κάποια υπόθεση μπορούσε να φθάσει ενώπιον του αυτοκράτορα είτε με έκκλησιν (appellatio)
–δηλαδή άσκηση ένδικου μέσου κατά της απόφασης ενός δικαστηρίου– είτε με απευθείας προσφυγή κάποιου
ιδιώτη σ’ αυτόν με δέησιν (supplicatio, εικόνα 10.2).

Εικόνα 10.2. Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός δεχόμενος δεήσεις. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Σύνοψης Ιστο-
ριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://commons.wikimedia.org
(εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

167
10.1.2. Η Σύγκλητος
Όπως προαναφέραμε (βλ. 10.1.1), το αυτοκρατορικό δικαστήριο, από τη μέση περίοδο και μετά, δεν είχε ορι-
σμένη σύνθεση, ενώ μπορούσε να δικάσει οποιαδήποτε υπόθεση έφθανε ενώπιόν του. Υπήρχαν, όμως, υπο-
θέσεις, οι οποίες συνήθως εκδικάζονταν με συμμετοχή της Συγκλήτου (βλ. και 6.1.7), είτε σε ολομέλεια και
αποκλειστικά (δηλ. χωρίς την συμμετοχή άλλων αξιωματούχων) είτε με ορισμό από τον αυτοκράτορα συγκε-
κριμένων μελών της, ενδεχομένως σε συνεργασία με άλλους αξιωματούχους. Οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν
κατά κύριο λόγο πολιτικά εγκλήματα και ιδιαίτερα αυτό της καθοσιώσεως, δηλαδή της επιβουλής κατά της αυ-
τοκρατορικής εξουσίας (εικόνα 10.3). Επίσης, τα μέλη της Συγκλήτου καλούνταν να εξετάσουν και υποθέσεις
που αφορούσαν συγγενείς του αυτοκράτορα, ανώτατους αξιωματούχους και κληρικούς, γενικά δε, βαρύτατα
αδικήματα. Ακόμη και σοβαρές εκκλησιαστικές υποθέσεις, κυρίως περιπτώσεις απόκλισης από το δόγμα, μπο-
ρούσαν να εκδικαστούν από συγκλητικούς μαζί με ανώτερους εκκλησιαστικούς λειτουργούς.

Εικόνα 10.3. Καθοσίωσις. Τιμωρία του Θωμά του Σλάβου από τον Μιχαήλ Β’. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της
Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://commons.
wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

10.1.3. Αξιωματούχοι και «εντεταλμένοι» δικαστές


Δεδομένου ότι η άσκηση διοικητικών καθηκόντων συνεπαγόταν και δικαιοδοτική δραστηριότητα, η απονομή
της δικαιοσύνης αποτελούσε, κατά την πρώιμη περίοδο, έργο πολλών αξιωματούχων της Κωνσταντινούπολης,
ενώ στις επαρχίες αυτή ασκούνταν κατά κύριο λόγο από τους διοικητές τους. Μεταξύ των πολλών αξιωματού-
χων, των οποίων τα καθήκοντα περιλάμβαναν και δικαστική δικαιοδοσία, ανώτερη θέση κατείχαν:
• ο έπαρχος των ανατολικών πραιτορίων (βλ. 9.1.4),
• ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου (βλ. 9.1.3) και
• ο έπαρχος της πόλεως (βλ. 9.1.3).
Οι δύο πρώτοι, μάλιστα, είχαν εξέχουσα θέση, γιατί μπορούσαν να αναπληρώνουν τον αυτοκράτορα κατά
την εκδίκαση ένδικων μέσων. Κριτήριο, πάντως, για την επιλογή από τον αυτοκράτορα, τόσο των παραπά-
νω όσο και γενικότερα των αξιωματούχων με δικαστική δικαιοδοσία, δεν αποτελούσε απαραιτήτως η νομική
τους παιδεία. Έτσι, κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων τους, επικουρούνταν από παρέδρους,
συμπόνους, συνέδρους ή συμβούλους, δηλαδή πρόσωπα, τα οποία διέθεταν νομικές γνώσεις. Αυτοί δεν ήταν
κατά κυριολεξία δικαστές, γιατί δεν είχαν την ευθύνη για την έκδοση της απόφασης αλλά μόνον για την πα-
ροχή «τεχνικής υποστήριξης» στο αξιωματούχο-δικαστή. Αντιθέτως, δικαστές αλλά χαμηλόβαθμοι, ήταν οι
χαμαιδικασταί, οι οποίοι δεν ασκούσαν διοίκηση, αλλά διέθεταν νομικές γνώσεις. Για να εκδικάσουν, όμως,
αυτοί κάποια υπόθεση, έπρεπε να λάβουν σχετική εντολή από αξιωματούχο με δικαιοδοτικές αρμοδιότητες.
Σε τέτοιας κατηγορίας (δηλαδή «εντεταλμένους») δικαστές αναφέρεται και η Νεαρά 82 του Ιουστινιανού, που

168
προέβλεψε τον διορισμό 12 δικαστών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι θα αναλάμβαναν υποθέσεις που δεν
μπορούσαν ή δεν επιθυμούσαν να δικάσουν αξιωματούχοι. Για τον διορισμό στο σώμα αυτό, ήταν αναγκαίες οι
νομικές γνώσεις· τα οκτώ, άλλωστε, μέλη του, προέρχονταν υποχρεωτικά από τις τάξεις των δικηγόρων. Έτσι,
δημιουργείται για πρώτη φορά ένα τακτικό σώμα νομικών, που είχαν μόνον δικαστικά καθήκοντα, χωρίς να
ασκούν συγχρόνως διοίκηση.
Από τις πηγές του 7ου και του 8ου αιώνα δεν προκύπτει καθαρή εικόνα για την μεταϊουστινιάνεια οργάνωση
των δικαστηρίων. Είναι, πάντως, σχεδόν βέβαιο, ότι η βασική διάκριση σε αξιωματούχους με δικαστική δι-
καιοδοσία και «εντεταλμένους» δικαστές διατηρήθηκε. Στους τελευταίους πρέπει, άλλωστε, να ανήκαν και οι
ακροαταί ή δικασταί, στους οποίους αναφέρεται η Εκλογή (βλ. 8.2.1.2). Μεταβολές, που επήλθαν στον τομέα
της διοίκησης, επηρέασαν βέβαια το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Έτσι, καθώς η τελευταία μαρτυρία για
το αξίωμα του επάρχου των πραιτορίων της Ανατολής χρονολογείται το 680, ανώτατος δικαστής μετά τον αυτο-
κράτορα αναδεικνύεται πλέον, όπως προκύπτει από την Εκλογή, ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου.
Στις επαρχίες, η εισαγωγή του θεσμού των θεμάτων (βλ. 9.1.4) επέφερε, άλλωστε, μεγάλες μεταβολές στην
απονομή της δικαιοσύνης. Έτσι, ο στρατηγός ορίζεται επικεφαλής και της απονομής δικαιοσύνης εντός του
θέματος. Μετά τον 10ο αιώνα, όμως, –στο πλαίσιο της προσπάθειας για περιορισμό της δύναμης των στρατη-
γών– η άσκηση της δικαστικής εξουσίας στα θέματα αποτελεί μέρος των αρμοδιοτήτων του κριτή ή πραίτορα.
Στα θέματα δραστηριοποιούνταν, πάντως, και χαμαιδικασταί, στους οποίους ο κριτής ανέθετε την εκδίκαση
υποθέσεων. Ήταν, επίσης, δυνατό, ο αυτοκράτορας να αποστείλει σε επαρχία αξιωματούχο από την Κωνστα-
ντινούπολη για εκδίκαση μιας υπόθεσης.
Σύμφωνα με την Εισαγωγή (βλ. 8.2.3.1), τον 10ο αιώνα την ευρύτερη από όλους τους αξιωματούχους δι-
καστική δικαιοδοσία είχε ο έπαρχος της πόλεως, ενώ σημαντική εξουσία ασκούσε και ο κοιαίστωρ. Τους δύο
αυτούς αξιωματούχους μνημονεύει στα μέσα περίπου του 11ου αιώνα και η Πείρα (βλ. 8.2.3.2), ενώ σ’ αυτήν
γίνεται λόγος και για τον δρουγγάριο της βίγλης, που από την εποχή αυτή αναδεικνύεται στον επικεφαλής του
πιο υψηλόβαθμου δικαστηρίου της πρωτεύουσας μετά το αυτοκρατορικό.
Στην Πείρα –όπως και σε άλλες πηγές μετά τον 10ο αιώνα– γίνεται ακόμη συχνά λόγος για το δικαστήριο
του ιπποδρόμου καθώς και για τους κριτές επί του ιπποδρόμου και τους κριτές του βήλου. Για τη φύση και τη
λειτουργία αυτού του δικαστηρίου έχουν εκφραστεί στο παρελθόν πολλές απόψεις· σήμερα, πάντως, η έρευνα
τείνει να δεχθεί, ότι δεν επρόκειτο για δικαστήριο με την έννοια του δικαστικού σώματος, αλλά ο (σκεπαστός)
Ιππόδρομος ήταν ένα «δικαστικό μέγαρο», δηλαδή ένα οικοδόμημα στο οποίο οι παραπάνω κριτές ασκούσαν τα
καθήκοντά τους με διαφορετικές συνθέσεις. Οι κριτές, δηλαδή οι δικαστές, αυτοί δεν είχαν, πάντως, αυτοτελή
δικαιοδοσία, αλλά λειτουργούσαν ως «εντεταλμένοι». Όσο αφορά τους κριτές του βήλου, αυτοί ήταν επίσης
«εντεταλμένοι» δικαστές, που, ενδεχομένως, συνεδρίαζαν επίσης στον Ιππόδρομο, αλλά σε ιδιαίτερο χώρο χω-
ρισμένο με βήλον, δηλαδή παραπέτασμα. Ιεραρχική σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες κριτών δεν πρέπει να
υπήρχε, γιατί από σφραγίδες προκύπτει, ότι το ίδιο πρόσωπο μπορούσε να φέρει και τις δύο ιδιότητες.
Σαφέστερες πληροφορίες για τη σχέση μεταξύ αξιωματούχων και εντεταλμένων δικαστών προκύπτουν από
την Ecloga Basilicorum librorum I-X του 12ου αιώνα (βλ. 8.2.2.4). Σύμφωνα με τα σχόλια του συντάκτη της,
οι δικαστές χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: στους μεγάλους δικαστές, που λειτουργούσαν και ως πρόεδροι
δικαστηρίων, και στους μικρούς δικαστές, που λειτουργούσαν ως «εντεταλμένοι» καθώς και ως «πάρεδροι»
αξιωματούχων, άρα δεν είχαν αυτοτελή δικαιοδοσία. Κάποιες φορές οι «μικροί» αυτοί δικαστές χαρακτηρί-
ζονται στο έργο ως κριτές επί του ιπποδρόμου και κριτές του βήλου. Ως πρόεδροι δικαστηρίων εμφανίζονται ο
(μέγας) δρουγγάριος, ο έπαρχος, ο δικαιοδότης, ο επί των κρίσεων (βλ. 10.1), ο πρωτ(ο)ασηκρήτις (βλ. 9.1.3) και
ο κοιαίστωρ.
Το έτος 1166 εκδίδεται από τον Μανουήλ Α΄ μία Νεαρά (βλ. 8.2.1.4) με αντικείμενο τη θεραπεία δυσλει-
τουργιών της δικαιοσύνης, ιδιαίτερα σέ σχέση με τη μεγάλη διάρκεια των δικών. Το πρόβλημα αυτό απέδιδε ο
αυτοκράτορας στη ραθυμία των δικαστών –που επιδεινωνόταν από τις πολλές μέρες αργίας των δικαστηρίων–,
στην απεραντολογία των συνηγόρων, καθώς και στο γεγονός, ότι οι σύνεδροι των τεσσάρων ανώτατων δικα-
στηρίων, όπως και οι συνήγοροι, συνέρχονταν σε όποιο από αυτά επιθυμούσαν, έτσι ώστε κάποια να μην μπο-
ρούν να λειτουργήσουν. Για να θεραπεύσει αυτές τις δυσλειτουργίες, ο αυτοκράτορας διέταξε να καθοριστεί η
σύνθεση καθενός από τα τέσσερα ανώτατα δικαστήρια, απείλησε τους δικηγόρους, που απεραντολογούσαν και
υπέβαλλαν συνεχώς ενστάσεις, με στέρηση του δικαιώματος συνηγορίας, ενώ με άλλο νόμο του ίδιου έτους
περιόρισε τις μέρες αργίας των δικαστηρίων.
Τα ανώτατα δικαστήρια της πρωτεύουσας, στα οποία αναφέρεται η Νεαρά του Μανουήλ Α΄, είναι αυτά:
• του μεγάλου δρουγγαρίου,

169
• του πρωτοασηκρήτις,
• του δικαιοδότη και
• του προκαθημένου των δημοσιακών δικαστηρίων.
Το τελευταίο δικαστήριο δεν μνημονεύεται στην Ecloga Basilicorum librorum I-X, η οποία, όμως, αναφέρει
επιπλέον προέδρους δικαστηρίων (δηλαδή τον έπαρχο, τον επί των κρίσεων και τον κοιαίστορα). Σύμφωνα με
την ειδική έρευνα, οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν πρέπει να αποδοθούν σε κάποια μεταρρύθμιση του δικαστικού
συστήματος μέσα στα 25 περίπου χρόνια, που χωρίζουν τη Νεαρά του Μανουήλ από την Ecloga Basilicorum
librorum I-X αλλά στο γεγονός, ότι τα δικαστήρια του επάρχου, του επί των κρίσεων και του κοιαίστορα λει-
τουργούσαν με διαφορετικούς κανόνες απ’ ό,τι τα τέσσερα δικαστήρια, που αποτελούν αντικείμενο της Νεαράς
του 1166. Ακόμη, σε σχέση με τον προκαθήμενο των δημοσιακών δικαστηρίων έχει παρατηρηθεί, ότι είτε αυτός
ταυτιζόταν με τον καθολικό, ο οποίος μνημονεύεται στην Ecloga Basilicorum librorum I-X –με την επισήμαν-
ση, πως δεν ήταν αρμόδιος για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών, αλλά στη δικαιοδοσία του ανήκαν υποθέσεις
σχετικές με τα δημόσια οικονομικά– είτε ότι υπήρχαν δημοσιακά δικαστήρια με την παραπάνω αρμοδιότητα,
τα οποία όμως δεν είχαν μόνιμο πρόεδρο, αλλά ο επικεφαλής τους οριζόταν από τον εκάστοτε αυτοκράτορα,
κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ των διαφόρων αξιωματούχων που είχαν αρμοδιότητες σχετικές με τα δημόσια
οικονομικά.

10.1.4. Η δικαστική μεταρρύθμιση των Παλαιολόγων: Καθολικοί Κριταί των Ρωμαίων


Το έτος 1261 ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος απελευθερώνει την Κωνσταντινούπολη από τη «λατινι-
κή» κυριαρχία και ξεκινάει την προσπάθεια για αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας που, μέχρις ενός σημείου,
επανενώνεται εδαφικά. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής ιδιαίτερη μέριμνα επέδειξαν οι αυτοκράτορες της
δυναστείας των Παλαιολόγων για τα όργανα απονομής της δικαιοσύνης (βλ. και 8.2.1.4).
• Έτσι, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ίδρυσε ένα νέο αυτοκρατορικό δικαστήριο με το όνομα βασιλικόν σέ-
κρετον, που ως τίτλος, τουλάχιστον, μαρτυρείται μέχρι το τέλος της περιόδου. Μέλος του αποτε-
λούσε ο πρωτασηκρήτις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έτσι αναβίωσε το δικαστήριο, στο οποίο
προέδρευε ο αξιωματούχος αυτός πριν από το 1204 (βλ. 10.1.3). Η ύπαρξη ενός, κατά τον τίτλο του,
αυτοκρατορικού δικαστηρίου με, κατά κάποιον τρόπο, καθορισμένη σύνθεση, δεν σημαίνει, πάντως,
πως καταργήθηκε η δυνατότητα του αυτοκράτορα να συγκροτεί κατά περίπτωση δικαστήρια με τη
σύνθεση που εκείνος επιθυμούσε, ούτε βεβαίως να εκδικάζει ο ίδιος υποθέσεις.
• Από την άλλη μεριά η προσπάθεια του Μιχαήλ Η΄ δεν πρέπει να είχε σημαντικά αποτελέσματα, κα-
θώς το έτος 1296 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ίδρυσε ένα δωδεκαμελές δικαστήριο, για το οποίο
γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα, είναι όμως βέβαιο, πως λειτούργησε για πολύ σύντομο χρονικό
διάστημα.
• Στις αρχές του 14ου αιώνα, ο Ανδρόνικος Γ΄ ασχολήθηκε για μία ακόμη φορά με την αναδιοργάνωση
της δικαιοσύνης και δημοσίευσε τα έτη 1329 και 1334 τρία προστάγματα (βλ. 8.2.1), με τα οποία ει-
σήγαγε τον θεσμό των καθολικών κριτών των Ρωμαίων. Πρόκειται για τέσσερις ανώτερους δικαστές,
ένας από τους οποίους έπρεπε να είναι επίσκοπος. Αρχικά δίκαζαν όλοι μαζί, αργότερα όμως το δικα-
στήριο μαρτυρείται και με μονομελή σύνθεση.
• Το έτος 1398, επί Μανουήλ Β΄, εκδίδεται ένας κανονισμός (υποτύπωσις), στον οποίο περιγράφονται ο
τρόπος λειτουργίας και τα καθήκοντά των καθολικών κριτών των Ρωμαίων. Το δικαστικό αυτό σώμα,
που είχε δικαιοδοσία τόσο για την Κωνσταντινούπολη όσο και για τις επαρχίες, λειτούργησε μέχρι
την πτώση της Αυτοκρατορίας, αλλά κάποιες φορές δεν διακρίνεται από το βασιλικόν σέκρετον.
• Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα προέκυψαν, πάντως, και τοπικοί καθολικοί κριταί, οι οποίοι, όμως,
δεν έφεραν στον τίτλο τους τον χαρακτηρισμό των Ρωμαίων.

10.1.5. Διαιτησία
Στο Βυζαντινό Δίκαιο η διαιτησία ήταν μόνον εξωδικαστηριακή, σε αντίθεση με το Αρχαίο Ελληνικό και το Ρω-
μαϊκό Δίκαιο, κατά τα οποία μπορούσε να έχει και δημόσιο/δικαστηριακό χαρακτήρα. Σε διαιτησία μπορούσε
να υπαχθεί μόνον κάποια ιδιωτική διαφορά, ενώ ήταν απαραίτητα δύο σύμφωνα:
1. Με το πρώτο (συνυποσχετικό) οι διάδικοι συμφωνούσαν να αναθέσουν την υπόθεση τους σε διαιτητή,
2. ενώ με το δεύτερο ανέθεταν στον διαιτητή, που είχαν ήδη επιλέξει, την επίλυση της διαφοράς τους και

170
αυτός την αποδεχόταν.
Οι διαιτητικές αποφάσεις δεν υπόκειντο σε ένδικα μέσα, η εκτέλεσή τους όμως δεν μπορούσε να εξασφαλι-
στεί, παρά μόνον με τη συμφωνία (ουσιαστικά απειλή) ποινικής ρήτρας κατά αυτού, που δεν συμμορφωνόταν
με την απόφαση.

10.1.6. Εκκλησιαστικά δικαστήρια


Η απονομή της δικαιοσύνης από όργανα της Εκκλησίας αποτελούσε μέρος και εκδήλωση της εκκλησιαστικής
διοίκησης, με την οποία δεν ασχολούνταν κατ’ αρχήν η πολιτειακή νομοθεσία. Στο πλαίσιο, όμως, των ιδιό-
μορφων σχέσεων της βυζαντινής Εκκλησίας με την Πολιτεία, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια παίζουν, όπως θα
αναπτυχθεί στη συνέχεια, ρόλο στην επίλυση ιδιωτικών διαφορών, ο οποίος με την πάροδο των αιώνων γίνεται
όλο και μεγαλύτερος. Ανεξάρτητα, πάντως, από το είδος των υποθέσεων, που δίκαζαν, τα εκκλησιαστικά δικα-
στήρια συγκροτούνταν με βάση τη δομή της εκκλησιαστικής διοίκησης. Έτσι:
• υπήρχαν τα επισκοπικά δικαστήρια, στα οποία ο επίσκοπος απένειμε δικαιοσύνη μόνος ή βοηθούμε-
νος από εκκλησιαστικούς αξιωματούχους της περιοχής του,
• τα μητροπολιτικά ή επαρχιακά δικαστήρια, στα οποία ο μητροπολίτης δίκαζε ως πρόεδρος (της συνό-
δου) των επισκόπων της επαρχίας του και τέλος
• το πατριαρχικό δικαστήριο, που αποτελούνταν από τον πατριάρχη και τη σύνοδό του (βλ. 8.2.5).
• Τα δικαστήρια αυτά ήταν τα τακτικά εκκλησιαστικά δικαστήρια, υπήρχαν, όμως, και έκτακτα, τα
οποία ήταν αρμόδια για την εκδίκαση σοβαρών εκκλησιαστικών εγκλημάτων, όπως η αίρεση:
• Τον ρόλο αυτό μπορούσαν να παίξουν και Οικουμενικές Σύνοδοι (βλ. 8.2.5),
• ενώ υπήρχε η δυνατότητα να συγκληθεί, με αυτοκρατορική επιταγή, ειδικό δικαστήριο για την εκδί-
καση τέτοιων εγκλημάτων (βλ. 10.1.2).
Η δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος εγχειριδίου και έτσι στη
συνέχεια θα αναφερθούμε μόνον σε τακτικά εκκλησιαστικά δικαστήρια.

10.1.6.1 Η εκκλησιαστική δικαιοδοσία με στενή έννοια


Στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων υπάγονται οι παραβιάσεις του εσωτερικού της δικαίου,
δηλαδή των ιερών κανόνων (βλ. 8.2.5), τόσο από λαϊκούς όσο και από κληρικούς, οι οποίες συνεπάγονταν την
επιβολή εκκλησιαστικών ποινών (βλ. 10.2.3). Πέραν όμως αυτού, οι κληρικοί, ανεξαρτήτως βαθμού, είχαν το
προνόμιο ειδικής δωσιδικίας (privilegium fori) και έτσι υπάγονταν όχι μόνον για τις ποινικές υποθέσεις τους
(με εξαίρεση το έγκλημα καθοσιώσεως, βλ. 10.1.2) αλλά και για τις αστικές στη δικαιοδοσία των εκκλησιαστι-
κών δικαστηρίων. Για να περιοριστούν, πάντως, οι «παρενέργειες» αυτής της δυνατότητας, ο αυτοκράτορας
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός προέβλεψε το έτος 1081 με Νεαρά του, ότι σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ κληρικού και
λαϊκού αρμόδιο θα είναι το δικαστήριο, στο οποίο υπάγονταν ο εναγόμενος.

10.1.6.2. Η δικαιοδοσία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων για επίλυση ιδιωτικών διαφορών


Η ανάμειξη της Εκκλησίας στην επίλυση ιδιωτικών διαφορών είναι παλαιότερη από την αναγνώριση του Χρι-
στιανισμού και τη δημιουργία της «βυζαντινής» αυτοκρατορίας. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος
είχε προτρέψει τους Χριστιανούς να μην προσφεύγουν, για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών, στα «εθνι-
κά» δικαστήρια (αυτά δηλαδή που συγκροτούνταν από «εθνικούς», ειδωλολάτρες δικαστές), αλλά να τις επι-
λύουν μέσα στις κοινότητές τους, με την βοήθεια των επικεφαλής αυτών των κοινοτήτων. Ο θεσμός αυτός της
επισκοπικής ακροάσεως (audientia episcopalis) διατηρήθηκε και μετά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, αποτέλεσε δε
μια μορφή διαιτητικής διαδικασίας.
Στα τέλη του 11ου, όμως, αιώνα ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός ανέθεσε, με τρεις Νεαρές του στην
Εκκλησία την εκδίκαση των ακόλουθων ιδιωτικών διαφορών:
1. Όσων προέκυπταν από τη σχέση του γάμου,
2. των κληρονομικών διαφορών που αφορούσαν τα ψυχικά (βλ. 9.2.6.3), καθώς και
3. των διαφορών που προέκυπταν από αμφισβητήσεις, σχετικά με το εάν κάποιος άνθρωπος ήταν ελεύθε-
ρος ή δούλος.
Με τις Νεαρές αυτές, η αρμοδιότητα της Εκκλησίας στην επίλυση ιδιωτικών διαφορών για τις συγκεκριμέ-

171
νες περιπτώσεις διαφορών, απέκτησε χαρακτήρα (όχι διαιτητικής αλλά) υποχρεωτικής δικαιοδοσίας.
Η Εκκλησία, πάντως, δεν περιορίστηκε στο παραπάνω πλαίσιο, αλλά επεξέτεινε τη δικαιοδοσία της γενι-
κότερα στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, με αποκορύφωμα τη δραστηριότητα της πατριαρχικής συνόδου κατά
τα τέλη του 14ου αιώνα, που, λόγω πολιτικών συνθηκών (βλ. 8.2.3.2) , έφθασε να δικάζει ακόμη και διαφορές
από εμπορική δραστηριότητα. Το δίκαιο που εφάρμοζαν, κατ’ αρχήν τουλάχιστον, στις περιπτώσεις αυτές (όταν
δηλαδή επέλυαν ιδιωτικού δικαίου διαφορές) τα εκκλησιαστικά δικαιοδοτικά όργανα, ήταν το δίκαιο της Πο-
λιτείας (βλ. και 8.2.3.2).
Ένα ερώτημα, που συχνά αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων, είναι το κατά πόσον η εκκλη-
σιαστική δικαιοδοσία, ειδικά μετά τη νομοθετική παρέμβαση του Αλεξίου Α΄ –με την οποία, όπως μόλις είδα-
με, απέκτησε σαφώς για κάποιες υποθέσεις υποχρεωτικό χαρακτήρα– πρέπει να αντιμετωπίζεται ως διαιτητική
ή τακτική και, αν ίσχυε το δεύτερο, με ποιον τρόπο μπορούσαν να εκτελεστούν οι αποφάσεις της. Το ερώτημα,
όμως, αυτό είναι στην πραγματικότητα επηρεασμένο από τις σύγχρονες αντιλήψεις. Στο Βυζάντιο, δηλαδή,
δύσκολα μπορούμε, λόγω της δεσπόζουσας θέσης του αυτοκράτορα, να μιλήσουμε για «αποκλειστική» αρ-
μοδιότητα δικαστηρίων και, φυσικά, κανένα εκκλησιαστικό διοικητικό ή δικαιοδοτικό όργανο δεν μπορούσε
να εμποδίσει τον ηγεμόνα, να επιληφθεί, για παράδειγμα, μιας υπόθεσης διαζυγίου. Όσο αφορά το ζήτημα της
εκτέλεσης των αποφάσεων δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε, πως η Εκκλησία, για να επιβάλει τη θέλησή της,
διέθετε πνευματικής φύσης «όπλα», τα οποία μπορούσαν να φτάσουν μέχρι την απειλή της πλήρους αποκοπής
από το σώμα των πιστών της με ανάθεμα, δηλαδή μεγάλο αφορισμό (βλ. 10.2.3.), μια απειλή που, λόγω των
συνθηκών της εποχής, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική. Το όπλο του αναθέματος χρησιμοποιήθηκε (ως απειλή
εναντίον των παραβατών των δικαστικών αποφάσεων) πάρα πολύ από την πατριαρχική σύνοδο επί Ματθαίου
Α΄ (βλ. 8.2.3.2), πιθανώς γιατί τότε ακριβώς η εκκλησιαστική δικαιοδοσία επεκτάθηκε πολύ πέρα από τα όρια,
που της είχαν καθοριστεί τον 11ο αιώνα.

10.2. Αδικήματα και ποινές


Όπως ήδη σημειώσαμε (βλ. 10), το βυζαντινό ποινικό δίκαιο εξελίχθηκε στη βάση της ρωμαϊκής περιπτωσιολο-
γίας. Η αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων και ο συναφής ποινικός κολασμός μεταβλήθηκαν, βεβαίως,
μέσα στους αιώνες, ακολουθώντας τις κοινωνικές εξελίξεις και, οπωσδήποτε, επηρεάστηκαν από την επικρά-
τηση της νέας θρησκείας. Επίδραση του Χριστιανισμού διακρίνεται και στο ζήτημα της επιβολής ποινής. Η
ποινή, συγκεκριμένα, δεν αντιμετωπίζεται πλέον μόνον ως ανταπόδοση και μέσο εκφοβισμού, αλλά, ειδικά
από τον Μέγα Βασίλειο, και ως τρόπος σωφρονισμού και βελτίωσης του δράστη. Όσο αφορά τον καταλογισμό,
δηλαδή την απόδοση ευθύνης στον δράστη για την πράξη του, σημειώνεται πως και στο σημείο αυτό ακολου-
θούνται κατά βάση οι κανόνες του Ρωμαϊκού Δικαίου. Έτσι, ακόμη και νήπια κάτω των 7 ετών μπορούσαν, σε
συγκεκριμένες περιπτώσεις, να υποβληθούν σε ποινικό κολασμό, αλλά γενικά οι ανήλικοι αντιμετωπίζονταν
επιεικέστερα και τιμωρούνταν με μειωμένη ποινή. Ευμενέστερη ποινική μεταχείριση είχαν κάποιες φορές και
οι γυναίκες, λόγω της υποτιθέμενης ευήθειάς τους, ενώ γενικά λαμβανόταν υπόψη και η ενδεχόμενη διατάραξη
των πνευματικών λειτουργιών του δράστη. Το αργότερο κατά την ιουστινιάνεια περίοδο, ποινική αγωγή μπο-
ρούσε να ασκηθεί και κατά δούλου.

10.2.1. Το ποινικό δίκαιο της Εκλογής των Ισαύρων


Η μεγάλη τομή στον χώρο του ποινικού δικαίου της Αυτοκρατορίας επέρχεται το έτος 741 με τη δημοσίευση της
Εκλογής των Ισαύρων (βλ. 8.2.1.2). Ήδη στην επικεφαλίδα του νομοθετήματος αυτού αναφέρεται ότι στόχευε
στην ἐπιδιόρθωσιν του ιουστινιάνειου δικαίου εἰς τὸ φιλανθρωπότερον. Έτσι, πέρα από την ικανοποίηση του
περί δικαίου αισθήματος και τον εκφοβισμό, ως στόχος του ποινικού κολασμού εμφανίζεται, για πρώτη φορά
σε νομοθετικό κείμενο, και η βελτίωση του δράστη.
Σαφέστερα προκύπτει η μέριμνα για «φιλανθρωπία» από την προσπάθεια περιορισμού τυχόν αυθαιρεσίας
του δικαστή με τον ακριβή προσδιορισμό της κατά περίπτωση επιβλητέας ποινής, ανάλογα με τη βαρύτητα
του αδικήματος, καθώς και με τον δραστικό περιορισμό της συχνότητας της θανατικής ποινής καθώς και της
εκτέλεσής της με τρόπους ιδιαίτερα οδυνηρούς για τον δράστη (βλ. 10.2.4).
Χαρακτηριστικό της Εκλογής αποτελεί η πολύ συχνή πρόβλεψη ποινών ακρωτηριασμού (βλ. 10.2.5), η
οποία οδήγησε κάποιους ιστορικούς του δικαίου στην άποψη, πως με το νομοθέτημα αυτό των Ισαύρων επήλθε

172
«εκβαρβαρισμός» του δικαίου. Η θεώρηση αυτή, όμως, ακόμα και αν δεν θεωρηθεί απολύτως εσφαλμένη, είναι
οπωσδήποτε υπερβολική. Ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη ανατολική προέλευση των ποινών του ακρωτηρι-
ασμού, αυτές δεν ήταν άγνωστες στο παλαιότερο δίκαιο και ειδικά την εποχή του Ιουστινιανού είχαν μεγάλη
διάδοση. Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζονται στην Εκλογή των Ισαύρων, σε συνδυασμό με τον περιορισμό
της θανατικής ποινής αποτελεί, μάλιστα, πράγματι εκδήλωση «ηπιότερου» κολασμού, όχι βέβαια με το απλο-
ϊκό επιχείρημα, ότι ο ακρωτηριασμός μέλους του σώματος είναι προτιμότερος από τη θανάτωση, αλλά γιατί
ο ακριβής προσδιορισμός τους σύμφωνα με τη βαρύτητα του αδικήματος και την επικινδυνότητα του δράστη
στόχευε ακριβώς στον περιορισμό της ανεξέλεγκτης εκτίμησης του δικαστή, καθώς και στην ειδική πρόληψη
(βλ. 10.2.5.).
Επιπλέον, στην Εκλογή παρατηρείται μια, έστω μικρή, προσπάθεια για περιορισμό των ταξικών ανισοτήτων
ως προς την ποινική μεταχείριση (βλ. 6.4.1), που διατηρεί και το ιουστινιάνειο δίκαιο. Προφανώς, για όλους
τους παραπάνω λόγους, οι ποινικές ρυθμίσεις των Ισαύρων έτυχαν ευρείας αποδοχής από τον λαό και, παρά την
επιστροφή στις ιουστινιάνειες ρυθμίσεις που συνεπαγόταν η ανακάθαρση των παλαιών νόμων (βλ. 8.2.1.3), οι
βασικές αρχές του ποινικού δικαίου της Εκλογής διατηρήθηκαν στα νομοθετήματα της μακεδονικής Δυναστεί-
ας και ουσιαστικά αποτέλεσαν το Ποινικό Δίκαιο της Αυτοκρατορίας μέχρι την κατάλυσή της.

10.2.2. Οι αξιόποινες πράξεις


Το Βυζαντινό Δίκαιο διατήρησε σε γενικές γραμμές τις ρωμαϊκές αντιλήψεις περί αξιόποινων πράξεων και
συνέχισε να περιγράφει με ταυτόσημο τρόπο τις αντικειμενικές υποστάσεις διάφορων εγκλημάτων. Για τον χα-
ρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως εγκληματικής έπαιξε, οπωσδήποτε, ρόλο η επικράτηση του Χριστιανισμού.
Έτσι, κολάζεται, όχι μόνον από την Εκκλησία αλλά και από την Πολιτεία, η απομάκρυνση από τη χριστιανική
πίστη (αποστασία) αλλά και η αίρεση, ενώ αποτελεί ποινικό αδίκημα ο προσηλυτισμός εις βάρος της χριστιανι-
κής θρησκείας. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί, ότι πράξεις οι οποίες προσέβαλλαν άμεσα ή έμμεσα τη λατρεία
του θείου, όπως η ιεροσυλία και διάφορες εκδηλώσεις μαγείας, κολάζονταν ποινικά και στη Ρώμη· κατά τη βυ-
ζαντινή λοιπόν περίοδο η αντικειμενική τους υπόσταση απλώς προσαρμόστηκε στις αρχές της νέας θρησκείας.
Στον χώρο των προσωπικών σχέσεων διευρύνεται η ποινικοποίηση της γενετήσιας επαφής εκτός γάμου,
η οποία τιμωρούνταν και από τη νομοθεσία του Αυγούστου (βλ. 6.4.4.3). Ειδικά ως προς τη μοιχεία, ενώ το
βυζαντινό πολιτειακό δίκαιο διατηρεί την αντικειμενική υπόσταση της ως εγκλήματος, που αφορούσε μόνον
την παντρεμένη γυναίκα (βλ. 6.4.4.3), η Εκκλησία προσπάθησε να εξαλείψει τη σχετική διάκριση και να εξα-
σφαλίσει την ίδια ποινική μεταχείριση και για τον άνδρα που παρέβαινε τη συζυγική πίστη. Η προσπάθεια
όμως αυτή –στην οποία συμμετείχαν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης
Χρυσόστομος– δεν τελεσφόρησε, και την πιθανότερη εξήγηση γι’ αυτό δίνει ο Γρηγόριος Θεολόγος, αναφέρο-
ντας το περίφημο: «...ἄνδρες ἦσαν οι νομοθετοῦντες, διὰ τούτο κατὰ γυναικῶν ἡ νομοθεσία...». Παρ’ όλα αυτά,
επέρχονται κάποιες διαφοροποιήσεις στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, από την άποψη ότι σ’ αυτό
υπάγονται πλέον οι σαρκικές σχέσεις με μοναχές ή άλλες γυναίκες αφιερωμένες στη θεία λατρεία, προφανώς
επειδή αυτές θεωρούνται «νύμφαι Χριστού».
Διαφοροποίηση διαπιστώνεται, επίσης, και όσο αφορά άλλα εγκλήματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα
αυτό της αρπαγής (δηλαδή απαγωγής) γυναίκας, το οποίο στο Ρωμαϊκό Δίκαιο διώκονταν γενικώς ως έγκλημα
βίας (βλ. 6.4.4.3), ενώ από τον Μέγα Κωνσταντίνο και μετά, γίνεται, προφανώς λόγω της μεγάλης διάδοσής
του, ιδιώνυμο (δηλαδή ιδιαίτερο) αδίκημα, το οποίο καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο τιμωρείται με βαριές ποινές.

10.2.3. Τα είδη των ποινών


Οι ποινές, που εμφανίζονται στο Βυζαντινό Δίκαιο μπορούν να διακριθούν ως εξής:
I. Ποινή του θανάτου (βλ. 10.2.3.1) και κεφαλικές ποινές.
• Κεφαλικές θεωρούνται οι ποινές, που σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Δίκαιο επέφεραν capitis deminutio
maxima (βλ. 7.1.7), όπως ήταν η υποδούλωση ή είχαν συνέπειες που δεν απείχαν πολύ από αυτές
της καταδίκης σε θάνατο, όπως η βαριά μορφή εξορίας (interdictio aquae et ignis, βλ. 6.4.4.7).
• Οι ποινές, όμως, αυτές στο Βυζάντιο σταδιακά σχεδόν εξαφανίζονται. Συγκεκριμένα, υποδούλω-
ση προβλεπόταν στο μεταϊουστινιάνειο δίκαιο σπανίως και, συγκεκριμένα, είτε κατά των (υπό-
τροπων) λιποτακτών, που επέστρεφαν οικειοθελώς, είτε κατά όσων (πενήτων) προμήθευαν στον
εχθρό είδη απαγορευμένα λόγω της στρατιωτικής σημασίας τους, η δε διάκριση της εξορίας σε

173
δύο μορφές χάνει κάθε σημασία από τη μέση περίοδο και μετά (βλ. 10.2.6.). Έτσι, ενώ στη θεωρία
(π.χ. σε διατάξεις των Βασιλικών, βλ. 8.2.1.3.2) μνημονεύονται οι παραπάνω ποινές, όταν στην
πράξη γίνεται λόγος για κεφαλική ποινή ή εσχάτη τιμωρία κατά κανόνα υπονοείται η επιβολή της
ποινής του θανάτου.
II. Σωματικές ποινές. Ως σωματικές νοούνται οι ποινές, που επιβάλλονται απευθείας στο σώμα με σκοπό,
όμως, όχι τον θάνατο αλλά την κακοποίησή του. Οι σωματικές ποινές διακρίνονται από τις κακώσεις,
τις οποίες συνεπαγόταν η εμβάσανη ανάκριση, γιατί αυτές δεν αποτελούσαν ποινές προβλεπόμενες
από τον νόμο για τον κολασμό αδικημάτων, αλλά ανακριτική μέθοδο για την απόσπαση ομολογίας και
πληροφοριών.
• Η βαρύτερη σωματική ποινή ήταν ο ακρωτηριασμός (βλ. 10.2.5.). Ελαφρότερη σωματική ποινή
αποτελούσε η μαστίγωση ή ο ραβδισμός, που στις πηγές χαρακτηρίζονται με όρους όπως τύπτε-
σθαι, δέρεσθαι ή και πιο αόριστα παιδεύεσθαι ή σωφρονίζεσθαι.
• Ο νόμος συνήθως δεν καθόριζε το ύψος της επιβλητέας ποινής, κατ’ εξαίρεση πάντως αναφέρεται
κάποτε ο αριθμός των κτυπημάτων ή η έντασή τους («...τυπτέσθω σφοδρώς...»).
• Η ποινή αυτή δεν επιβαλλόταν σε μέλη των ανώτερων τάξεων, με εξαίρεση όσους ήταν αναμε-
μειγμένοι σε καθοσίωση (βλ. 10.1.2). Σε μία πάντως διάταξη της Εκλογής (17.19) αναφέρεται,
πως ο έγγαμος που συνήπτε εξωσυζυγική σχέση, μαστιγωνόταν δώδεκα φορές «...κἄντε πλούσιός
ἐστι κἄντε πένης...» (ανεξαρτήτως, δηλαδή, της κοινωνικής του θέσης). Παρ’ όλα αυτά, όμως, η
συγκεκριμένη διάταξη δεν φαίνεται να επηρέασε γενικότερα το μεταγενέστερο δίκαιο.
• Η ποινή του δαρμού εμφανίζεται στο Βυζαντινό Δίκαιο τόσο ως κύρια όσο και ως παρεπόμενη,
συνδυασμένη δηλαδή με ακρωτηριασμό ή εξορία.
• Τέλος, σχεδόν πάντοτε παρεπόμενη είναι η ελαφρότερη από τις σωματικές ποινές, το κούρεμα, το
οποίο γινόταν για ηθική μείωση του δράστη.
III. Ποινές στερητικές της ελευθερίας.
• Στο Βυζάντιο, όπως και στη Ρώμη (βλ. 6.4.4.7), δεν προβλέπεται από το γραπτό δίκαιο η στέρηση
της ελευθερίας ως ποινή. Φυλακές βεβαίως υπήρχαν, αλλά αυτές χρησίμευαν για κράτηση προσώ-
πων, όπως η υπόδικοι ή οι οφειλέτες, κυρίως του Δημοσίου.
• Παρ’ όλα αυτά δεν λείπουν και πληροφορίες για το ότι, παρά τις αντίθετες διατάξεις, δεν έλλειπαν
οι καταχρήσεις –οι οποίες οδηγούσαν σε μακροχρόνια κράτηση χωρίς καταδίκη– αλλά και οι κα-
ταδίκες σε φυλάκιση. Οι τελευταίες εμφανίζονται κυρίως την ύστερη βυζαντινή περίοδο, όταν η
εδαφική συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας είχε περιορίσει πολύ τη δυνατότητα για επιλογή τόπων
εξορίας.
• Από τον 12ο αιώνα φυλακίζονται με αυτοκρατορική εντολή και οι εμπλεκόμενοι σε καθοσίωση· η
μεταχείρισή τους αυτή δεν αποτελεί, πάντως, παρά εκδήλωση αυτοκρατορικής επιείκειας, δεδομέ-
νου ότι η δίωξη και ο κολασμός του εγκλήματος αυτού βρισκόταν σε μεγάλο βαθμό στη διακριτική
ευχέρεια του αυτοκράτορα.
• Υποκατάστατο της ποινής φυλάκισης αποτέλεσε ο εγκλεισμός σε μοναστήρι, με ή χωρίς ανα-
γκαστική μοναχική κουρά. Η τάση να περιορίζονται σε μονή δράστες ορισμένων εγκλημάτων,
κυρίως σχετικών με τον γάμο και τη γενετήσια ζωή, εμφανίζεται στην πολιτειακή νομοθεσία για
πρώτη φορά επί Ιουστινιανού, οπότε και ακμάζει, και έχει οπωσδήποτε σχέση με τη βελτίωση
του δράστη, γιατί τα μοναστήρια αποτελούσαν τόπους μετάνοιας. Η έκτιση ποινής σε μοναστικό
ίδρυμα συνεπαγόταν και την ενίσχυσή του με μέρος της περιουσίας του εγκλεισμένου σε αυτό.
Έτσι, τέτοιου είδους ποινές δεν επαναλαμβάνονται στην Εκλογή, προφανώς λόγω της αντιμονα-
στικής πολιτικής του Λέοντα Γ΄ του Ισαύρου (βλ. και 8.2.1.2). Γενικότερα ο εγκλεισμός σε μονή
ως μέθοδος κολασμού παρουσιάζει κάμψη από τη μέση περίοδο και μετά, χωρίς, πάντως, ποτέ να
εξαφανιστεί τελείως.
IV. Περιουσιακές ποινές.
• Η βαρύτερη περιουσιακή ποινή, η δήμευση, που συνεπάγεται αφαίρεση ολόκληρης της περιουσίας
του δράστη, περιορίζεται σταδιακά, ήδη από την εποχή του Ιουστινιανού, γιατί θεωρείται πως δεν
έπληττε μόνον τον δράστη αλλά και την οικογένειά του.
• Γενικότερα οι χρηματικές ποινές υπέρ του Δημοσίου περιορίζονται με την πάροδο των αιώνων και
επιβάλλονται σχεδόν πάντα μόνον σε υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους για εγκλήματα περί
την υπηρεσία. Τέτοιου είδους ποινές προβλέπει ακόμη το Επαρχικό Βιβλίο (βλ. 8.2.1.3.4) για παραβι-

174
άσεις των κανόνων που διέπαν το εμπόριο.
• Σε αντίθεση με τις χρηματικές ποινές, που κατέληγαν στο δημόσιο ταμείο, η νομοθεσία των Ισαύρων
και των Μακεδόνων προβλέπει αρκετά συχνά την καταβολή από τον δράστη στο θύμα ενός χρημα-
τικού ποσού, ανεξάρτητα από την τυχόν αποκατάσταση της οικονομικής ζημιάς που τυχόν προήλθε
από το έγκλημα. Αν η ζημιά δεν ήταν αποτιμητή σε χρήμα, η ποινή και η αποζημίωση ενοποιούνταν
σε ένα ποσό, όπως συνήθως συνέβαινε στα γενετήσια εγκλήματα (για παράδειγμα στην αποπλάνηση
ελεύθερης άγαμης γυναίκας).
V. Εκκλησιαστικές ποινές.
• Στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας της (βλ. 10.1.6.1) η Εκκλησία είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει ποινές.
Αυτές αφορούσαν κληρικούς (όπως η καθαίρεση, η αργία κ.ά.) αλλά και λαϊκούς. Στους τελευταίους
επιβαλλόταν κυρίως απομάκρυνση από τη συμμετοχή στον εκκλησιαστικό βίο, είτε προσωρινή (μι-
κρός αφορισμός) ή, για σοβαρά παραπτώματα, οριστική (μεγάλος αφορισμός ή ανάθεμα).
• Πρέπει, πάντως, να παρατηρηθεί, ότι από την επιβολή αναθέματος για τον κολασμό εκκλησιαστικών
αδικημάτων διακρίνεται η απειλή της επιβολής του, που εμφανίζεται κατά τη διαδικασία επίλυσης
ιδιωτικών διαφορών από εκκλησιαστικά δικαστήρια (βλ. 10.1.6.2), στην οποία προβαίνει κυρίως η
πατριαρχική σύνοδος κατά τον 14ο αιώνα, αφενός μεν αντί της επιβολής του όρκου, για να εξασφα-
λίσει την αλήθεια στις μαρτυρικές καταθέσεις, αφετέρου δε για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση του
ηττηθέντα διάδικου προς την δικαιοδοτική απόφαση της συνόδου.

10.2.4. Η ποινή του θανάτου και οι τρόποι επιβολής της


Όπως ήδη αναφέρθηκε (βλ. 10.2.1), η ποινική μεταρρύθμιση των Ισαύρων είχε ως αποτέλεσμα τον δραστικό
περιορισμό της δυνατότητας επιβολής θανατικής ποινής και την πρόβλεψή σε συγκεκριμένα εγκλήματα. Αυτά
ήταν κυρίως εγκλήματα κατά της ζωής, η αιμομιξία μεταξύ συγγενών πρώτου και δευτέρου βαθμού, η ομοφυ-
λοφυλία, η αυτομολία στον εχθρό, η κακόβουλη επίκληση δαιμόνων και η συμμετοχή στις αιρέσεις των Μανι-
χαίων και Μοντανιστών. Σε όλες, πάντως, αυτές τις περιπτώσεις, το νομοθέτημα αναφέρεται ρητά στον τρόπο
επιβολής της ποινής, προβλέποντας κάθε φορά αποκεφαλισμό με ξίφος (ξίφει τιμωρείσθω ή τιμωρείσθωσαν,
εικόνα 10.4). Έτσι, δεν υπάρχει πλέον πεδίο για επιβολή της θανατικής ποινής με τους απάνθρωπους τρόπους,
που ήταν συνηθισμένοι στο Ρωμαϊκό (βλ. 6.4.4.7) αλλά και στο Ιουστινιάνειο δίκαιο. Εξαίρεση στον κανόνα
αποτελούν, προφανώς λόγω της ιδιαίτερης επικινδυνότητάς τους, δύο εγκλήματα: ο εμπρησμός εκ προθέσεως
μέσα σε πόλη και η ληστεία με φόνο. Στην πρώτη περίπτωση επιβαλλόταν θανάτωση των δραστών στην πυρά
και στη δεύτερη εκτέλεση με φούρκα (εικόνα 10.4), μία μέθοδο απαγχονισμού, που παρατείνει πολύ την επιθα-
νάτια αγωνία του καταδικασμένου.

Εικόνα 10.4. Ο στρατηγός Νικήτας Ωορύφας τιμωρεί Σαρακηνούς. Στο κέντρο απεικονίζεται το φούρκισμα. Μικρογραφία
από το χειρόγραφο της Σύνοψης Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη).
Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαί-
ωση άδειας: 15.12.2015.

175
10.2.5. Οι ποινές ακρωτηριασμού και ο σκοπός τους
Από όλες τις ποινές, που προβλέπονται στο Βυζαντινό Δίκαιο, αυτές οι οποίες προκάλεσαν τις μεγαλύτερες
συζητήσεις είναι οι ποινές του ακρωτηριασμού, που απαντούν με ιδιαίτερη συχνότητα στην Εκλογή. Εκτός από
την, μάλλον αβάσιμη, κριτική για το κατά πόσον αποτελούσαν «εκβαρβαρισμό» του δικαίου (βλ. 10.2.1), αρκε-
τές συζητήσεις προκάλεσε και ο σκοπός της επιβολής τους. Επειδή, κατά κανόνα, ακρωτηριάζεται το μέλος του
σώματος, με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα –π.χ. στους (υπότροπους) κλοπής και στους παραχαράκτες το
ένα χέρι, στους ψεύδορκους η γλώσσα–, εκφράστηκε η άποψη, πως επρόκειτο για ποινή ειδικής ανταπόδοσης,
δηλαδή ότι ο δράστης πρέπει να τιμωρηθεί με αποκοπή εκείνου του μέλους, με το οποίο εγκλημάτησε. Πιθα-
νότερο όμως είναι ότι –τουλάχιστον στην περίπτωση της Εκλογής– πρόκειται για μέτρο ειδικής πρόληψης, δη-
λαδή σκοπό του ακρωτηριασμού αποτελούσε η μείωση της επικινδυνότητας του δράστη, το να του περιοριστεί
δηλαδή η φυσική δυνατότητα να επαναλάβει την πράξη του. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τον τρόπο,
με τον οποίο τιμωρούνται τα περισσότερα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ζωής. Εξαιρουμένων των δύο που
τιμωρούνται με θάνατο (βλ. 10.2.4) και της κτηνοβασίας, για την οποία προβλεπόταν αποκοπή του γεννητικού
οργάνου, στα υπόλοιπα (π.χ. μοιχεία, βιασμός, αποπλάνηση ανήλικης κ.λπ.) επιβαλλόταν ακρωτηριασμός της
μύτης. Το είδος αυτό του ακρωτηριασμού παραμόρφωνε τον δράστη και, οπωσδήποτε, μείωνε τις πιθανότητες
να επαναλάβει την πράξη του, αλλά και προειδοποιούσε τον περίγυρο για την επικινδυνότητά του. Από την
άλλη μεριά, με την ποινή αυτή εξασφαλιζόταν και ένα είδος ισότητας στην ποινική μεταχείριση των δύο φύλων,
γιατί η φυσιολογία της γυναίκας δεν είναι πρόσφορη για αποκοπή γεννητικού οργάνου.
Ιδιαίτερη περίπτωση ακρωτηριασμού συνιστά η τύφλωση (εικόνα 10.5), η οποία στη Εκλογή απαντά μόνον μία
φορά ως ποινή επιβαλλόμενη σε εκείνους, που διέπρατταν ιεροσυλία μέσα στο Άγιο Βήμα ναού. Γενικότερα,
όμως, η τύφλωση αποτελούσε –χωρίς, πάντως, να υπάρχει σχετική νομοθετική πρόβλεψη– συνηθισμένη ποινή
για το έγκλημα της καθοσίωσης (βλ.10.1.2). Η επιβολή της ποινής αυτής, που βρισκόταν στη διακριτική ευ-
χέρεια του αυτοκράτορα, αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο εκδήλωση επιείκειας, γιατί ο δράστης της εσχάτης
προδοσίας παρέμενε στη ζωή, εξασφάλιζε όμως και την εξουδετέρωσή του, γιατί η αναπηρία αυτή του στερού-
σε τη δυνατότητα να ανεβεί στον θρόνο (αφού ο αυτοκράτορας έπρεπε να ήταν αρτιμελής).

Εικόνα 10.5. Φώτιος και Σανταβαρηνός. Ο πανούργος μοναχός από τη Μονή του Στουδίου, καλούμενος Θεόδωρος Σαντα-
βαρηνός, ο οποίος κατόρθωσε να διορισθεί από τον πατριάρχη, μητροπολίτης Πατρών, αναμείχτηκε σε διάφορες πολιτικές
πλεκτάνες και, αφού τον τύφλωσαν, τον εξόρισαν στην Αθήνα. Μικρογραφία από το χειρόγραφο της Σύνοψης Ιστοριών του
Ιωάννη Σκυλίτζη (β΄ μισό του 13ου αιώνα, Μαδρίτη-Εθνική Βιβλιοθήκη). Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα
με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

10.2.6. Η ποινή της εξορίας


Όπως προαναφέρθηκε (βλ. 10.2.3) , στο Βυζαντινό Δίκαιο, από τη μέση περίοδο και μετά, δεν απαντά η βαριά
μορφή εξορίας –που στην ελληνική νομική ορολογία χαρακτηρίζεται ως περιορισμός– αλλά μόνον η απλή εξο-
ρία. Η βασική διάκριση μεταξύ των δύο μορφών αποτελούσε το ότι ο περιορισμός συνεπαγόταν και δήμευση

176
της περιουσίας του καταδικασμένου. Τέτοιας μορφής εξορία αναφέρεται στην Εκλογή μόνον μία φορά, και συ-
γκεκριμένα κατά εκείνων, που κατασκεύαζαν και πωλούσαν με πρόθεση κερδοσκοπίας σε βάρος αφελών διά-
φορα φυλακτά και άλλα αντικείμενα με δήθεν μαγικές ιδιότητες. Η απλή εξορία αποτελούσε πολύ συνηθισμένη
ποινή για εγκλήματα μέσης βαρύτητας και ενδεχομένως υποκαθιστούσε την έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης
για ποινή φυλάκισης (βλ. 10.2.3).
Η διάρκεια της ποινής, που μπορούσε να είναι ισόβια, και ο τόπος εξορίας βρίσκονταν στη διακριτική ευχέ-
ρεια του δικαστή, το ίδιο και οι παρεπόμενες ποινές, που ενδεχομένως τη συνόδευαν και που συνήθως ήταν η
μαστίγωση και το κούρεμα. Ως προς τις παρεπόμενες, πάντως, ποινές στην Εκλογή έγινε προσπάθεια να περι-
οριστεί η ευχέρεια αυτή. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της εξορίας, όπως εμφανίζεται στο μεταϊουστινιάνειο δί-
καιο είναι, ότι αυτή μπορούσε να συνδέεται και με καταναγκαστικά έργα. Η αναγκαστική παροχή εργασίας δεν
αναφέρεται μεν ρητά στα νομοθετήματα της μέσης περιόδου, προκύπτει όμως από τη δικαστηριακή πρακτική
και, μάλλον, κάποιες φορές πρέπει να αποτελούσε παρεπόμενη ποινή της μακροχρόνιας εξορίας. Το ιουστινιά-
νειο δίκαιο απαγόρευε πάντως την κράτηση των εξόριστων σε φυλακές του τόπου εξορίας.

10.2.7. Το δίκαιο του ασύλου


Η συνήθεια για αναζήτηση προστασίας έναντι του πολιτειακού καταναγκασμού, είναι αποτέλεσμα μακράς
πρακτικής, πριν από την επικράτηση του Χριστιανισμού, οπότε και προσαρμόστηκε στα ισχύοντα στη νέα
θρησκεία και συνδέθηκε με την καταφυγή (ειδικά) σε ναό. Ήδη από τον 5ο αιώνα, αυτοκρατορικές διατάξεις
προσπαθούν να θέσουν το άσυλο σε συγκεκριμένα πλαίσια. Σύμφωνα με το ιουστινιάνειο δίκαιο, από το άσυλο
εξαιρούνταν, και μπορούσαν να απομακρυνθούν βιαίως από τον ναό, οι φονείς, οι μοιχοί, οι άρπαγες παρθένων
και οι οφειλέτες του δημοσίου. Σύμφωνα με την Εκλογή, οι εκκλησιαστικές αρχές όφειλαν να παραδώσουν τον
πρόσφυγα στις πολιτειακές, εφόσον αυτές του παρείχαν εγγυήσεις για δίκαιη δίκη. Η βίαιη απόσπαση του ικέτη
από τον ναό, συνεπαγόταν, πάντως, ποινικές κυρώσεις. Όπως αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς, η προστασία των
αιτούντων άσυλο γίνεται με τις νομοθετικές αυτές παρεμβάσεις υποτυπώδης. Η Εκκλησία, όμως, κάθε άλλο
παρά περιορίστηκε στα παραπάνω στενά πλαίσια. Αυτό προκύπτει από το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την
προστασία, την οποία ανενδοίαστα παρείχε στους εκούσιους φονείς, θεωρώντας πως παραδίδονταν σ’ αυτήν όχι
για να αποφύγουν τις συνέπειες της πράξης τους, αλλά γιατί είχαν μετανοήσει. Την κατάσταση αυτή προσπά-
θησαν να ελέγξουν με Νεαρές τους οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος και Μανουήλ Α΄
Κομνηνός. Ο πρώτος, περιοριζόμενος μάλλον σε ευχολόγια, προσπάθησε να εξασφαλίσει για τους εκούσιους
φονείς απώλεια της περιουσίας τους και αναγκαστική μοναχική κουρά, ενώ ο δεύτερος, πιο πραγματιστής, επι-
τάσσει, μετά την επιβολή των ανάλογων εκκλησιαστικών ποινών, να εξορίζονται οι εκούσιοι φονείς ισοβίως,
ώστε να μην μπορούν να επιστρέψουν στον τόπο του εγκλήματος. Παρ’ όλα αυτά, κανένας αυτοκράτορας δεν
διανοήθηκε να καταργήσει τον θεσμό του ασύλου.

Βιβλιογραφία
Βénou, Lisa (2011). Pour une nouvelle histoire du droit byzantin. Théorie et pratique juridiques au XIVe
siècle. Paris.
Γκουτζιουκώστας, Ανδρέας (2004). Η απονομή της δικαιοσύνης στο Βυζάντιο (9ος-12ος αιώνες). Τα κοσμικά
δικαιοδοτικά όργανα και δικαστήρια της πρωτεύουσας. Θεσσαλονίκη.
Γκουτζιουκώστας, Ανδρέας (2013). «Παρατηρήσεις για την απονομή δικαιοσύνης κατά τους παλαιολόγει-
ους χρόνους: ‘Το βασιλικον σέκρετον’» στο: ΑΝΤΙΚΗΝΣΩΡ. Τιμητικός Τόμος Σπύρου Ν. Τρωιάνου για
τα ογδοηκοστά γενέθλιά του (επιμ. Β. Λεονταρίτου & Κ. Μπουρδάρα & Ε. Παπαγιάννη), σ. 397-417.
Αθήνα.
Δελής, Δημήτριος (2005). Η αρπαγή γυναίκας στο Βυζαντινό δίκαιο. Αθήνα.
Kazhdan, Aleksandr-Petrovich (Ed.) (1991). The Oxford dictionary of Byzantium. New York.
Μπουρδάρα, Καλλιόπη (Κέλλυ) (2015). Καθοσίωσις και Τυρρανίς...Το πολιτικό αδίκημα στο Βυζάντιο (8ος-13ος
αιώνας). Αθήνα.
Παναγιωτίδης, Ιωάννης (2011). Η Δέησις/Supplicatio ενώπιον του αυτοκράτορα στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο.
Θεσσαλονίκη.
Παπαγιάννη, Ελευθερία (2012). «Αγιορειτικές μαρτυρίες για τη δικαστική εξουσία στο Θέμα Θεσσαλονίκης

177
κατά τον 10ο αιώνα», στο: Αναμνηστικός Τόμος Στυλανού Ν. Κουσούλη, σ. 415-427. Αθήνα
Παπαγιάννη, Ελευθερία (2015). «Πατριαρχικό και αυτοκρατορικό δικαστήριο επί Ματθαίου Α΄: Μια
σχέση ανταγωνισμού», στο: Myriobiblos. Essays on Byzantine Literature and Culture (Theodora
Antonopoulou, Sofia Kotzabassi, Marina Loukaki, Eds.), σ. 253-260 Boston/ Berlin/ Munich.
Τρωιάνος, Σπύρος (1980). Ο «Ποινάλιος» του Εκλογαδίου. Συμβολή εις την ιστορίαν της εξελίξεως του ποινι-
κού δικαίου από του Corpus Iuris Civilis μέχρι των Βασιλικών. Frankfurt am Main.
Τρωιάνος, Σπύρος (1996). Κεφάλαια βυζαντινού ποινικού δικαίου. Αθήνα.
Τρωιάνος, Σπύρος (επιμ.) (1997). Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο. Αθήνα.
Τρωιάνος, Σπύρος & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία δικαίου. Αθήνα.
Τρωιάνος, Σπύρος (2014). Εισηγήσεις βυζαντινού δικαίου. Αθήνα.

178
Κεφάλαιο 11. Έννοια και πηγές του Μεταβυζαντινού Δικαίου

Σύνοψη
Σε αυτό το κεφάλαιο εκτίθενται κάποια βασικά στοιχεία για τo Μεταβυζαντινό Δίκαιο. Συγκεκριμένα, η πρώτη
ενότητα ασχολείται με τον προσδιορισμό της έννοιας του Μεταβυζαντινού Δικαίου και των χρονικών του ορίων,
ενώ στη δεύτερη καταγράφονται επιγραμματικά κάποιες από τις βασικότερες πηγές της περιόδου, είτε πρόκειται
για κείμενα που προέρχονται από τις περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που βρέθηκαν κάτω από λατινική
κυριαρχία, είτε για εδάφη που κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές γνώσεις της ιστορίας της ύστερης βυζαντινής περιόδου και των μεταβυζαντινών χρόνων καθώς και των
κεφαλαίων 8-10 του παρόντος εγχειριδίου.

11. Εισαγωγή

Εικόνα 11.1. Η επίθεση των σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη το 1204 (απεικόνιση από χειρόγραφο του 14ου-15ου
αιώνα). Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με
επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους το 1204 (Εικόνα 11.1) σηματοδότησε τη
διανομή των εδαφών της από τις Δυτικές Δυνάμεις. Η κυριαρχία αυτή για αρκετές περιοχές συνεχίστηκε και μετά
την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1261 και την ανασύσταση της Αυτοκρατο-
ρίας. Το τελειωτικό πλήγμα, όπως είναι γνωστό, θα δοθεί με την άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας από τους
Οθωμανούς το 1453. Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο αυτές μορφές ξενικής κυριαρχίας αποτέλεσε η επιβίωση
στους υπόδουλους πληθυσμούς θεσμών του Βυζαντινού Δικαίου, άλλοτε επειδή αυτό υπαγορευόταν από τις ιδιαί-
τερες συνθήκες της κάθε περιοχής και άλλοτε επειδή ο κατακτητής επέλεγε, σύμφωνα με την αρχή της προσωπι-
κότητας του δικαίου, να οργανώσει τους κατακτημένους σε διακριτή αυτοδιοικούμενη –τουλάχιστον ως προς τους
θεσμούς του ιδιωτικού δικαίου– πληθυσμιακή ομάδα. Η πραγματικότητα αυτή αντικατοπτρίζεται με τον καλύτερο
τρόπο τόσο στις ποικίλες δικαιοπραξίες και δικαστικές αποφάσεις της περιόδου όσο και στις ίδιες τις νομικές πη-
γές, οι οποίες στην πλειονότητά τους εμπνέονται από βυζαντινά δικαϊκά κείμενα (βλ. 11.2).

11.1. Έννοια και χρονικά όρια του Μεταβυζαντινού Δικαίου


Ο όρος Μεταβυζαντινό Δίκαιο αναφέρεται κατ’ αρχάς στο δίκαιο των περιοχών εκείνων, οι οποίες μετά την
οριστική κατάλυση του Βυζαντινού Κράτους το 1453 βρέθηκαν μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατο-
ρίας. Με τον ίδιο όρο μπορεί να περιγραφεί επίσης και το δίκαιο των πληθυσμών, οι οποίοι μετά την Τέταρτη
Σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης τον Απρίλιο του 1204, πέρασαν στην κυριαρχία Δυτικών

179
Δυνάμεων. Η ένταξη της δεύτερης αυτής περιόδου στο Μεταβυζαντινό Δίκαιο έχει, πάντως, επανειλημμένα
αμφισβητηθεί από αρκετούς ιστορικούς του δικαίου με βασικό επιχείρημα, ότι και μετά την Άλωση του 1204
η κρατική υπόσταση του Βυζαντίου δεν έπαψε να υφίσταται στα διάδοχα κρατίδια της Νίκαιας, της Τραπεζού-
ντας και της Ηπείρου, όπου εξακολουθούσε να παράγεται δίκαιο. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, μετά το 1261,
οπότε με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, η πολιτική και ιδεολογική ενότητα
της Αυτοκρατορίας, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη μορφή της. Η
μερίδα αυτή των ιστορικών του δικαίου προτείνει ως αποκλειστική αφετηρία έναρξης της περιόδου το 1453,
όταν η πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας στους Οθωμανούς σήμανε την οριστική κατάλυση της αυτοκρα-
τορίας και την υποκατάστασή της από ένα άλλο επικυρίαρχο κράτος με συγκροτημένη διοικητική, πολιτική
και φυσικά δικαϊκή οργάνωση. Η άποψη, όμως, αυτή δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη της μία άλλη, εξίσου
σημαντική, παράμετρο, ότι δηλαδή πολλές από τις κατακτημένες περιοχές δεν επανήλθαν ποτέ στους κόλπους
του Βυζαντινού Κράτους, αλλά παρέμειναν κάτω από δυτική κυριαρχία μέχρι και την ενσωμάτωσή τους είτε
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είτε, πολύ αργότερα, στο νεοελληνικό κορμό.
Με αφετηρία, λοιπόν, κατά περίπτωση, το 1204, η περίοδος του Μεταβυζαντινού Δικαίου τερματίζεται το
1835, όταν με το Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου / 7ης Μαρτίου Περὶ Πολιτικοῦ Νόμου, καθορίστηκε, ότι το ισχύ-
ον δίκαιο μέχρι και τη δημοσίευση πολιτικού κώδικα αποτελούν οι νόμοι των βυζαντινών αυτοκρατόρων «… οἱ
περιεχόμενοι εἰς τὴν Ἑξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου …» καθώς και τα έθιμα που επέβαλλε «… ἡ πολυχρόνια καὶ
ἀδιάκοπος συνήθεια …» (βλ. 13.2.4). Το χρονολογικό αυτό όριο, φυσικά, δεν ισχύει για όλα τα παραπάνω εδάφη.
Η ενσωμάτωση πολλών από αυτά στο Νεοελληνικό Κράτος έγινε σταδιακά σε διαφορετικές χρονικές στιγμές (τα
Επτάνησα το 1864, η Σάμος το 1912, η Κρήτη το 1913 κ.λπ.), και είναι ακριβώς αυτά τα χρονολογικά ορόσημα,
τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ως σημεία λήξης της ιστορικής διαδρομής του Μεταβυζαντινού Δικαίου.

11.2. Πηγές του Μεταβυζαντινού Δικαίου


Οι ιδιαίτερες κοινωνικο-πολιτικές και δικαϊκές συνθήκες που επικράτησαν στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτο-
κρατορίας είτε μετά το 1204 είτε μετά την Άλωση του 1453, οδήγησαν στη συγκρότηση από τους υπόδουλους
πληθυσμούς νομικών έργων για την εξυπηρέτηση του νομικού τους βίου. Με αυτόν τον τρόπο, άλλοτε δη-
μιουργούνται νέα νομικά κείμενα, που λαμβάνουν υπόψη τους τόσο τη βυζαντινή νομική παράδοση όσο και
τις επιδράσεις από το δίκαιο των κατακτητών, άλλοτε δε «μετασκευάζονται» κείμενα της βυζαντινής νομικής
γραμματείας, προσαρμοσμένα στις νέες ανάγκες που επικρατούν. Η ουσιαστική, φυσικά, διάκριση, που πρέπει
εν προκειμένω να γίνει, είναι ανάμεσα στις περιοχές εκείνες που βρέθηκαν κάτω από λατινική κυριαρχία (βλ.
11.2.1) και σε αυτές που εντάχθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (βλ. 11.2.2). Η διαφορετική διοικητική
προσέγγιση των κατακτημένων στην κάθε μία από αυτές διαφαίνεται και στην ίδια την ποικιλία των πηγών
που υπάρχουν. Λιγότερες και με δυτικές επιδράσεις στην πρώτη περίπτωση, περισσότερες και με σαφώς βυ-
ζαντινό προσανατολισμό στη δεύτερη. Εξάλλου, τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου αρχικά και της
τοπικής αυτοδιοίκησης αργότερα, επέτρεψαν τη νομική αυτοδιάθεση των κατακτημένων, παρέχοντάς τους τη
δυνατότητα να διαχειρίζονται τους περισσότερους από τους τομείς του δικαίου (βλ. 12.2.2). Στην ανάλυση, που
ακολουθεί, προτάσσονται οι πληροφορίες για τις λατινοκρατούμενες περιοχές (βλ. 11.2.1), αφού η λατινική
κατάκτηση προηγείται χρονικά, και ακολουθούν αυτές για την περίοδο της Τουρκοκρατίας (βλ. 11.2.2-4.), μια
και η έναρξή της τοποθετείται αργότερα και συνδέεται στενότερα με το Νεοελληνικό Κράτος.

11.2.1. Πηγές του δικαίου στις λατινοκρατούμενες περιοχές


Τον «καταστατικό χάρτη» οργάνωσης των σταυροφορικών κρατιδίων αποτέλεσε το κείμενο της διανομής των
εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Partitio Terrarum Imperii Romaniae (βλ. 12.2.1). Το κείμενο αυτό, όχι
μόνο προσδιόριζε τα μερίδια των εδαφών, τα οποία η κάθε σταυροφορική ομάδα είχε το δικαίωμα να κατακτήσει,
αλλά προσπαθούσε να θεσπίσει και το νομικο-πολιτικό εκείνο πλαίσιο, το οποίο ήταν απαραίτητο για τον καθορι-
σμό των σχέσεων των νέων επικυρίαρχων τόσο με τους κατακτημένους πληθυσμούς όσο και μεταξύ τους.
Βέβαια, παρά τη μεγάλη της σημασία, η Partitio ήταν αρκετά ασαφής και παρουσίαζε νομικά κενά, γεγονός
που οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας ενός νομικού κώδικα, ο οποίος εν τέλει παγιώθηκε το πρώτο μισό του
14ου αιώνα (1333-1346) στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας και έγινε γνωστός ως οι Ασσίζες της Ρωμανίας. Ο όρος
Ασσίζες κατά μία εκδοχή προέρχεται από το ρήμα assedere και αναφέρεται στο δικαίωμα των αυλικών και των

180
δικαστών να κάθονται παρουσία του βασιλέα. Κατ’ επέκταση, με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζονται και οι συνελεύ-
σεις των φεουδαρχών καθώς και οι νομοθετικές τους αποφάσεις.
Με την παγίωση του Κώδικα των Ασσιζών έγινε προσπάθεια να ρυθμιστούν τα βασικότερα προβλήματα που
ανέκυπταν κατά την εφαρμογή του φεουδαρχικού συστήματος και να προσδιοριστούν οι σχέσεις των φεουδαρ-
χών τόσο μεταξύ τους όσο και με τους πληθυσμούς των δουλοπαροίκων (βιλλάνων). Η εμβέλεια των Ασσιζών
ήταν τέτοια, ώστε, εκτός από τα σταυροφορικά κρατίδια του ελλαδικού χώρου, επηρέασαν σημαντικά και
πολλές από τις βενετοκρατούμενες περιοχές. Αξίζει εδώ να σημειωθεί, ότι η Βενετία στα εδάφη της κυριαρχίας
της επεδίωκε την εφαρμογή όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού της δικαίου, προσαρμόζοντάς το
φυσικά, ανάλογα με τις περιστάσεις, στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην κάθε περιοχή (βλ. και
πιο κάτω, 12.1.1). Ο στόχος αυτός επιτυγχανόταν τόσο μέσα από τα διατάγματα των κεντρικών κυβερνητικών
οργάνων της Βενετίας όσο και με τις διοικητικές πράξεις των τοπικών αξιωματούχων, διαμορφώνοντας μία
αρκετά περίπλοκη δικαϊκή πραγματικότητα, όπου η συμβολή της βυζαντινής νομικής παράδοσης είναι σημα-
ντική. Τα κενά, που αναπόφευκτα δημιουργούσαν οι παραπάνω διεργασίες, κάλυπτε η υιοθέτηση εθίμων, ενώ
σημαντικό ρόλο στην αποτύπωση μίας πιο ολοκληρωμένης εικόνας της υφιστάμενης νομικής πραγματικότητας
παίζει ο μεγάλος όγκος διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων, καθώς και δικαιοπρακτικών εγγράφων, τα
οποία αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τη διαδικασία εφαρμογής του δικαίου. Η γραφειοκρατική οργάνω-
ση ορισμένων από τους κατακτητές, αλλά και μία σειρά από ιστορικές συγκυρίες επέτρεψαν τη διαφύλαξη των
σημαντικών αυτών νομικών πηγών μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της
βενετικής Κρήτης, ένα μεγάλο μέρος του διοικητικού και νοταριακού (συμβολαιογραφικού) αρχείου της οποίας
κατά την άλωση του Χάνδακα από τους Τούρκους τον Σεπτέμβριο του 1669, μεταφέρθηκε μαζί με τα υπόλοιπα
κειμήλια της πόλης στη Βενετία, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

11.2.2. Πηγές του δικαίου στις τουρκοκρατούμενες περιοχές


Οι πηγές του δικαίου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας συγκροτούνται κατά βάση από κείμενα βυζαντινής
προέλευσης (βλ. 8.2), τα οποία είτε διατηρήθηκαν αυτούσια είτε αποδόθηκαν στη νεότερη ελληνική και παρα-
φράστηκαν. Επίσης, δεν λείπουν και εκείνες οι περιπτώσεις νέων έργων με συμπιληματική κυρίως μορφή, των
οποίων όμως και πάλι οι πηγές έχουν τις ρίζες τους στη βυζαντινή νομική γραμματεία. Από την παραγωγή αυτή,
η οποία σύμφωνα με όλα τα δεδομένα προσπάθησε να καλύψει τις νομικές ανάγκες των υπόδουλων, αξίζει εδώ
να αναφερθούν τα ακόλουθα:

11.2.2.1. Η Εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου

Εικόνα 11.2. Η έκδοση της παράφρασης της Εξαβίβλου του Αρμενόπουλου από τον Αλέξιο Σπανό (Βενετία 1744). Εικόνα
ληφθείσα από ιδιωτική συλλογή.

181
Το νομικό αυτό κείμενο της ύστερης βυζαντινής περιόδου (βλ.8.2.2.4) αποτέλεσε ένα από τα πλέον χρηστικά
κείμενα στα εκκλησιαστικά δικαστήρια της Τουρκοκρατίας (βλ. 12.2.2.2) και επέδρασε σημαντικά στο δί-
καιο του Νεοελληνικού Κράτους (βλ. 13.3.1-4). Το 1744 τυπώθηκε σε νεοελληνική απόδοση από τον Αλέξιο
Σπανό στη Βενετία και γνώρισε σε αυτή τη μορφή έξι εκδόσεις (εικόνα 11.2). Εκτεταμένα αποσπάσματα της
Εξαβίβλου, παραφρασμένα στη δημοτική, είχαν συγκεντρωθεί επίσης από τον Νικόλαο Κουνάλη Κριτόπουλο,
πιθανώς το 1498, ενώ Επιτομή του έργου σε νεοελληνική απόδοση εξέδωσε το 1575 ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς.

11.2.2.2. Ο Νομοκάνονας του Μανουήλ Μαλαξού


Η αρχική μορφή αυτού του νομοκάνονα (βλ. 8.2.5) συγκροτήθηκε το 1561 από τον Μανουήλ Μαλαξό, νοτάριο
της μητροπόλεως Θηβών. Σχεδόν αμέσως μετά τη σύνταξή του, το έργο παραφράστηκε από τον ίδιο τον Μαλα-
ξό «εἰς κοινὴν φράσιν», ενώ και πάλι ενδεικτικό της διάδοσης και της χρηστικότητάς του είναι το τεράστιο εύ-
ρος της χειρόγραφης παράδοσης, καθώς και οι πολυάριθμες παραλλαγές του, τόσο σε λόγια όσο και σε δημώδη
μορφή, δημιουργός αρκετών από τις οποίες φαίνεται να είναι ο ίδιος ο Μαλαξός. Το κείμενο χρησιμοποιήθηκε
παράλληλα με την Εξάβιβλο από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (βλ. 12.2.2.2), μέχρι τουλάχιστον και τα μέσα
του 18ου αιώνα, οπότε με την έκδοση της Εξαβίβλου από τον Σπανό (βλ. 11.2.2.1), περιορίστηκε σημαντικά η
χρήση του.

11.2.2.3. Το Πρόχειρον Νομικόν του Θεόφιλου


Το έργο αυτό, το οποίο συντάχθηκε από τον επίσκοπο Καμπανίας Θεόφιλο το 1788, συγκροτείται από δύο
μέρη: αυτό του Εκκλησιαστικού Νόμου και αυτό του Πολιτικού. Παρ’ όλο που δεν είναι απόλυτα σαφές, αν
επικυρώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένο και αποτελεί μία από σημαντι-
κότερες πηγές του Μεταβυζαντινού Δικαίου. Τα χειρόγραφά του συνοδεύονται ενίοτε και από Παράρτημα με
Αποκρίσεις του ίδιου του Θεόφιλου.

11.2.2.4. Οι Συλλογές των εθίμων


Εκτός από όλα τα παραπάνω συμπιληματικά έργα στην ενότητα αυτή θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούν
οι Συλλογές Εθίμων που έχουν διασωθεί. Πρόκειται για κωδικοποιήσεις του εθιμικού δικαίου, οι οποίες συ-
γκροτήθηκαν από τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα μέχρι και τις παραμονές της επανάστασης του 1821,
με πρωτοβουλία των τοπικών αρχών και των κοινοτήτων του νησιωτικού κυρίως χώρου. Οι κωδικοποιήσεις
αυτές δίνουν μία πολύ καλή εικόνα για το ισχύον δίκαιο την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τις δικαϊκές εξελίξεις
και τα έθιμα που επικράτησαν.

11.2.2.5. Τα διοικητικά και δικαιοπρακτικά έγγραφα και οι δικαστικές αποφάσεις


Την εικόνα όλων των παραπάνω έργων συμπληρώνουν, φυσικά, τα δικαιοπρακτικά έγγραφα, ιδιωτικά ή νοτα-
ριακά (συμβολαιογραφικά). Μέσα από τη μελέτη τους είναι εύκολο να διαπιστωθεί ο τρόπος εφαρμογής των
κανόνων δικαίου στην κάθε περιοχή. Εξίσου σημαντική πηγή δικαίου για την περίοδο της Τουρκοκρατίας απο-
τελούν επίσης οι ποικίλης προέλευσης δικαστικές αποφάσεις, είτε προέρχονται από τα τοπικά εκκλησιαστικά
και κοινοτικά δικαστήρια είτε από τα δικαιοδοτικά όργανα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

11.2.3. Οι Κωδικοποιήσεις στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες


Από τις αρχές του 18ου αιώνα οι σουλτάνοι άρχισαν να διορίζουν μέλη της φαναριώτικης αριστοκρατίας ως
ηγεμόνες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας, οι οποίες την εποχή εκείνη συμπε-
ριλαμβανόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ηγεμόνες αυτοί, φορείς της μακράς νομικής παράδοσης που
είχε αναπτύξει το Πατριαρχείο, προσπάθησαν να οργανώσουν νομικά τα κράτη τους, εκδίδοντας μία σειρά από
Κωδικοποιήσεις με σαφέστατα βυζαντινή επίδραση.

182
11.2.3.1. Το Νομικόν Πρόχειρον του Μιχαήλ Φωτεινόπουλου
Το Νομικόν Πρόχειρον συντάχθηκε το 1766, έπειτα από παραγγελία του ηγεμόνα της Βλαχίας Μιχαήλ Ρακοβί-
τζα, από τον Μιχαήλ Φωτεινόπουλο τον Χίο. Οι εργασίες συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο του Ροκοβίτζα από
τον διάδοχό του Σκαρλάτο Γκίκα, όμως το έργο δεν επικυρώθηκε ποτέ. Το περιεχόμενό του βασίζεται κυρίως
σε βυζαντινές πηγές, όπως τα Βασιλικά (βλ. 8.2.1.3.2), το Σύνταγμα κατά Στοιχείον του Ματθαίου Βλάσταρη
(βλ. 8.2.5) την Εξάβιβλο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου (βλ. 8.2.2.4 και 11.2.2.1) και τις Νεαρές του Λέοντα
ΣΤ΄ του Σοφού (βλ. 8.2.1.3.3) και μεταγενέστερων από αυτόν αυτοκρατόρων (βλ. 8.2.1.3.5), ενώ λαμβάνει
υπόψη του και τη νομολογία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στο έργο ενσωματώθηκε, επίσης, και συλλογή
με τοπικά έθιμα από την περιοχή της Βλαχίας. Όχι άδικα, έχει επανειλημμένως υποστηριχθεί, ότι αποτέλεσε
την απαραίτητη προεργασία για τη σύνταξη, λίγα χρόνια αργότερα, του Συνταγμάτιου Νομικού του Αλέξανδρου
Υψηλάντη (βλ 11.2.2.5).

11.2.3.2. Το Συνταγμάτιον Νομικόν του Αλέξανδρου Υψηλάντη


Το έργο φέρεται να εκδόθηκε το 1780 από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρο Υψηλάντη, όπως τουλάχιστον
αναφέρεται στο εξώφυλλο της τυπωμένης του έκδοσης. Στην πραγματικότητα, βέβαια, συντάκτης του ήταν ο
Μιχαήλ Φωτεινόπουλος, ο οποίος και βασίστηκε στο κείμενο του Νομικού Προχείρου (βλ. 11.2.3.1) για την συ-
γκρότησή του. Παρ’ όλο που και σε αυτή την κωδικοποίηση η παρουσία του Βυζαντινού Δικαίου και των πηγών
του είναι αισθητή, σημαντικές επιδράσεις εντοπίζονται και από σύγχρονα ευρωπαϊκά δίκαια. Στην έκδοση του
Συνταγμάτιου εκτός από το ελληνικό κείμενο περιλαμβάνεται και ρουμανική μετάφραση. Ίσχυσε μέχρι και το
1818, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον Κώδικα Καρατζά (βλ. 11.2.3.3).

11.2.3.3. Ο Κώδικας του Γεωργίου Καρατζά

Εικόνα 11.3. Ο ηγεμόνας της Βλαχίας Ιωάννης Γεώργιος Καρατζάς (1754-1844). Πηγή: https://commons.wikimedia.org
(εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

183
Ο Κώδικας αυτός συγκροτήθηκε το 1818 στην Βλαχία κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Ιωάννου Γεωρ-
γίου Καρατζά (εικόνα 11.3), για να αντικαταστήσει το Συνταγμάτιον Νομικόν του Αλέξανδρου Υψηλάντη (βλ.
11.2.3.2), οι ρυθμίσεις του οποίου είχαν προκαλέσει την αντίδραση των τοπικών γαιοκτημόνων εξαιτίας του
φιλελεύθερου χαρακτήρα τους. Συντάκτης του υπήρξε ο Ηπειρώτης λόγιος και ποιητής Αθανάσιος Χριστόπου-
λος, ο οποίος είχε ως βασικές πηγές του, αφενός μεν τα έργα της βυζαντινής νομικής γραμματείας, αφετέρου
δε κάποια τοπικά έθιμα. Και αυτός ο Κώδικας μεταφράστηκε την ίδια χρονιά της έκδοσής του στα ρουμανικά,
ίσχυσε δε μέχρι και τις μεταρρυθμίσεις του 1859, οπότε και τον αντικατέστησε ο Κώδικας Καλλιμάχη (βλ.
11.2.3.4).

11.2.3.4. Ο Κώδικας Καλλιμάχη

Εικόνα 11.4. Ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης (1773-1821). Πηγή: https://commons.wikimedia.org
(εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Ο Πολιτικός Κώδιξ του Πριγκηπάτου της Μολδαβίας, όπως είναι και η ορθότερη ονομασία του, συντάχθηκε την
περίοδο της ηγεμονίας του Σκαρλάτου Καλλιμάχη (εικόνα 11.4) και αποτελεί τον σημαντικότερο, ίσως, από
τους Κώδικες, που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τη Βλαχία, η νομοθε-
τική δραστηριότητα στην ηγεμονία της Μολδαβίας δεν γνώρισε την ίδια άνθηση. Το δίκαιο μέχρι και τις αρχές
του 19ου αιώνα ρυθμιζόταν από ένα πλέγμα κανόνων δικαίου, στο οποίο, εκτός από τα τοπικά έθιμα, ισχυρή
ήταν και η παρουσία του Βυζαντινού Δικαίου. Με αυτά τα δεδομένα, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας
το 1816, ο Καλλιμάχης αποφάσισε, ακολουθώντας δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, τη σύνταξη πέντε Κωδίκων και
ανέθεσε το όλο εγχείρημα στον καθηγητή της Ηγεμονικής Ακαδημίας του Ιασίου Ανανία Κουζάνο και στον
Τρανσυλβανό Christian Flechtenmacher. Δυστυχώς, η νομοθετική αυτή προσπάθεια υλοποιήθηκε κατά το ένα
μόνο μέρος, το οποίο και αποτέλεσε τον Κώδικα που πήρε το όνομα του ηγεμόνα.
Παρ’ όλο που η κωδικοποίηση έχει ως πρότυπό τον Αυστριακό (1811) και τον Γαλλικό Αστικό Κώδικα
(1804), στο κείμενο ανιχνεύονται επίσης και ισχυρές επιρροές από το Βυζαντινό Δίκαιο και μάλιστα από τα Βα-
σιλικά (βλ. 8.2.1.3.2), ιδιαίτερα στους τομείς του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Ο Κώδικας ίσχυσε
στη Μολδαβία από το 1817 μέχρι και το 1859, οπότε και επεκτάθηκε στην, ενωμένη πλέον, Ηγεμονία της Μολ-
δαβίας και της Βλαχίας, καταργήθηκε δε το 1865 με την εισαγωγή του νέου Αστικού Κώδικα της Ρουμανίας.

184
11.2.4. Ιόνιος, Σαμιακός και Κρητικός Αστικός Κώδικας
Μία σειρά ιστορικών συγκυριών επέτρεψαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα την αυτονόμηση κάποιων περι-
οχών από τους ξένους επικυρίαρχούς τους και τη δημιουργία ημιαυτόνομων κρατιδίων κάτω από την προστα-
σία των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Στο πλαίσιο της νομικής οργάνωσης των συγκεκριμένων κρατών,
συγκροτήθηκαν και εισήχθησαν ως ισχύον δίκαιο μία σειρά Κωδίκων, οι οποίοι, παρά τις δυτικοευρωπαϊκές
επιδράσεις τους, λάμβαναν σοβαρά υπόψη τους το τοπικό εθιμικό δίκαιο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στο
πέρασμα των αιώνων.

11.2.4.1. Ο Ιόνιος Αστικός Κώδικας


Με τη Συνθήκη των Παρισίων της 17/11/1815 δημιουργήθηκε στο Ιόνιο το Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νή-
σων (Stati Uniti delle Isole Ionie). Το κρατικό αυτό μόρφωμα, το οποίο τυπικά βρισκόταν κάτω από την προ-
στασία της Μεγάλης Βρετανίας –και ουσιαστικά κάτω από την επικυριαρχία της–, θα διαρκέσει μέχρι το 1864,
οπότε και θα καταργηθεί με την ένωση της περιοχής με την Ελλάδα. Στο πλαίσιο μίας ευρύτερης νομοθετικής
προσπάθειας, το Ζ΄ Κοινοβούλιο του Ιονίου Κράτους την 1η Μαΐου του 1841 με την ΜΓ΄ πράξη του, έθεσε σε
ισχύ τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα (Codice Civile degli Stati Uniti delle Isole Ionie), ο οποίος υπήρξε ο πρώτος αστι-
κός κώδικας του ελληνικού χώρου. Το κείμενο συγκροτείται από 2.111 άρθρα, έχει δε καταρτισθεί με βάση τον
Γαλλικό Αστικό Κώδικα, ενώ εντοπίζονται ισχυρές επιδράσεις, κυρίως στον τομέα του κληρονομικού δικαίου,
από τη βενετική νομοθεσία. Αρχική γλώσσα σύνταξής του ήταν τα ιταλικά, ενώ το 1851 το κείμενο μεταφρά-
στηκε και στα ελληνικά, ίσχυσε δε στην περιοχή μέχρι και το 1946, οπότε και καταργήθηκε με την εισαγωγή
του Αστικού Κώδικα (βλ. 13.2.6).

11.2.4.2. Ο Σαμιακός Αστικός Κώδικας


Με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1832 η Υψηλή Πύλη, κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγκά-
στηκε να δημιουργήσει στο νησί της Σάμου μία αυτόνομη ηγεμονία, η οποία θα διαρκέσει μέχρι και την ένωση
του νησιού με την Ελλάδα το 1912. Παρά τα σοβαρά πολιτικά προβλήματα, που αντιμετώπισαν οι ηγεμόνες
κατά την άσκηση της εξουσίας τους, προσπάθησαν να δημιουργήσουν το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο για
την καλύτερη λειτουργία του κράτους τους. Έτσι, το 1897 συγκροτήθηκε επιτροπή για τη σύνταξη Αστικού
Κώδικα, ο οποίος εντέλει τέθηκε σε ισχύ δύο χρόνια αργότερα. Βασική του πηγή αποτέλεσε το νομοσχέδιο του
1874 για τον ελληνικό Αστικό Κώδικα (βλ. 13.2.6), αγνοώντας, δυστυχώς, πλήρως τα τοπικά έθιμα και τους
θεσμούς που είχαν αναπτυχθεί στο νησί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Η ισχύς του Κώδικα συνεχίστηκε
και μετά την ενσωμάτωση της Σάμου στο νεοελληνικό κορμό, για να καταργηθεί οριστικά με την εισαγωγή του
Αστικού Κώδικα το 1946 (βλ. 13.2.6)

11.2.4.3. Ο Κρητικός Αστικός Κώδικας


Κρητική Πολιτεία υπήρξε το όνομα, με το οποίο η Κρήτη αναγνωρίστηκε ως αυτόνομο κράτος το 1896 και
τέθηκε κάτω από την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Το νεοσύστατο κράτος επέδειξε ιδιαίτερη νομοθε-
τική δραστηριότητα με αντιπροσωπευτικότερο, ίσως, κείμενο τον Κρητικό Αστικό Κώδικα, ο οποίος τέθηκε σε
ισχύ τον Σεπτέμβριο του 1904. Όπως και στην περίπτωση του Σαμιακού Κώδικα (βλ. 11.2.2.10), η συντακτική
επιτροπή είχε ως βάση το νομοσχέδιο του ελληνικού Αστικού Κώδικα του 1874, φαίνεται όμως να έλαβε υπόψη
της και άλλους ευρωπαϊκούς Κώδικες της εποχής, ιδιαίτερα δε τον Γερμανικό. Ο Κρητικός Αστικός Κώδικας,
παρά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913, θα συνεχίσει να ισχύει μέχρι και την εισαγωγή του Αστι-
κού Κώδικα το 1946 (13.2.6)

Βιβλιογραφία/Αναφορές
Βισβίζης, Ιάκωβος (1955). «Το πρόβλημα της ιστορίας του Μεταβυζαντινού δικαίου». Επετηρίς του Αρχείου
της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 6, 131-153.
Γκίνης, Δημήτριος (1966). Περίγραμμα ιστορίας μεταβυζαντινού δικαίου. Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών
26, σ. 5-13 (πρόλογος). Αθήνα.

185
Carile, Antonio (1965). «Partitio Terrarum Imperii Romanie». Studi Veneziani 7, 125-305.
Jacoby, David (1971). La feodalité en Grèce médiévale. Les “Assises de Romanie” sources, application et
diffusiοn. Paris-Hage.
Maltezou, Chryssa (1986). «Statuta et consuetudines della popolazione greca della Romania Latina» στο: Atti
del III Seminario Internazionale di Studi Storici, Da Roma alla Terza Roma, Popoli e spazio romano tra
diritto e profezia, σ. 442-447. Napoli.
Νάκος, Γεώργιος (1989). «Η προβληματική των ουσιαστικών ορίων λειτουργίας του μεταβυζαντινού ελληνι-
κού δικαίου» στο: Αφιέρωμα εις τον Κωνσταντίνον Βαβούσκον, τ. Α΄, σ. 253-286. Αθήνα.
Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη, Λυδία & Αρναούτογλου, Ηλίας & Χατζάκης, Ιωάννης (2011). Περίγραμμα της
Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου. Τα Ελληνικά Κείμενα, Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 63.
Αθήνα.
Recoura, George (Ed.) (1930). Les Assises de Romanie. Paris.
Topping, Peter (1944-1945). «The Formation of the Assizes of Romania», Byzantion 17, 29-314.
Τουρτόγλου, Μενέλαος (1999-2000 [2001]). «Παρατηρήσεις αναφερόμενες στο Μεταβυζαντινό δίκαιο και
την εξελικτική του πορεία». Επετηρίς της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 50, 317-318.
Τρωιάνος, Σπύρος & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία Δικαίου. Αθήνα.
Χατζάκης, Ιωάννης (2012). Περίγραμμα της Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου του Λατινοκρατούμενου
Ελληνισμού. Τα Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά Κείμενα. Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 65. Αθήνα.

186
Κεφάλαιο 12. Λατινοκρατία - Τουρκοκρατία.

Σύνοψη
Σε αυτό το κεφάλαιο το ενδιαφέρον εντοπίζεται στις έννομες σχέσεις των πληθυσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατο-
ρίας, που περιήλθαν σε οποιασδήποτε μορφής ξενική κατοχή, είτε εξαιτίας των σταυροφορικών κατακτήσεων είτε
με αφορμή την Άλωση του 1453. Συγκεκριμένα, θα αναλυθούν οι έννομες σχέσεις των κατοίκων των περιοχών
αυτών με τους επικυρίαρχούς τους, οι μορφές διοικητικής οργάνωσης και απονομής της δικαιοσύνης, καθώς και
θέματα που αφορούν το περιουσιακό και οικογενειακό δίκαιο. Αξίζει, ίσως, εδώ να τονιστεί ότι η κατάλυση της
βυζαντινής εξουσίας –ανεξάρτητα από το χρονολογικό ορόσημο, που κάθε φορά λαμβάνεται υπόψη, υπακούοντας
σε τοπικά κριτήρια– δεν σηματοδότησε, σε καμία περίπτωση, το τέλος του Βυζαντινού Δικαίου, το οποίο κατάφερε
να επιβιώσει, όχι μόνο επειδή συνέχισε να εφαρμόζεται από τους κατακτημένους πληθυσμούς αλλά και εξαιτίας
της σημαντικής επίδρασης που άσκησε στο δίκαιο των κατακτητών.

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές γνώσεις ιστορίας της περιόδου της Λατινοκρατίας και της Τουρκοκρατίας καθώς και των κεφαλαίων 8-11
του παρόντος.

12.1. Δικαϊκές σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων


Για την καλύτερη περιγραφή και ανάλυση των δικαϊκών σχέσεων κατακτητών και κατακτημένων θα πρέπει
καταρχάς να γίνει ένας βασικός διαχωρισμός ανάμεσα στις περιοχές εκείνες του Βυζαντίου που βρέθηκαν κάτω
από λατινική κυριαρχία και σε αυτές που, κυρίως κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, εντάχθηκαν στην Οθωμανι-
κή Αυτοκρατορία. Η διάκριση αυτή είναι απαραίτητη, και οι διαφορές που εντοπίζονται είναι ουσιαστικές. Με
άλλα λόγια, οι Οθωμανοί, λειτουργώντας με γνώμονα τη θρησκευτική ταυτότητα των πληθυσμών που κατέκτη-
σαν, δημιούργησαν υπηκόους δεύτερης κατηγορίας, που οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους καθορίζονταν
από τους προνομιακούς ορισμούς των σουλτάνων. Αντίθετα, οι λατινοκρατούμενες περιοχές δεν είναι δυνατόν
να αντιμετωπιστούν όλες σε ενιαία βάση. Διαφορετικά φαίνεται να έδρασαν οι Σταυροφόροι στις περιοχές, που
κατέκτησαν, και διαφορετικά οι Βενετοί στα εδάφη, που περιήλθαν στη μερίδα τους.

12.1.1. Στις λατινοκρατούμενες περιοχές


Ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, οι Λατίνοι κατακτητές προσπάθησαν να επιβάλλουν στις περιοχές, που
περιήλθαν στην κυριαρχία τους, τη δική τους δημόσια τάξη, μεταφέροντας εκεί ένα κράμα από τους θεσμούς
των περιοχών, από τις οποίες προέρχονταν. Αντίθετα, στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, κινούμενοι με βάση
την αρχή της προσωπικότητας του δικαίου, επέδειξαν μία μεγαλύτερη ελαστικότητα, αφήνοντας, τουλάχιστον
σε ένα πρώτο στάδιο, τους κατακτημένους πληθυσμούς να διέπονται από το δικό τους δίκαιο. Με αυτόν τον
τρόπο, στις περισσότερες περιοχές οργανώθηκαν δύο παράλληλες πληθυσμιακές ομάδες (ντόπιοι και Λατίνοι
έποικοι), η κάθε μία από τις οποίες διέπονταν από ένα διαφορετικό νομικό σύστημα. Βέβαια, αρκετά σύντομα
η καθημερινή επαφή κατακτητών και κατακτημένων οδήγησε εκ των πραγμάτων σε μία πολιτιστική και δικα-
ϊκή ώσμωση. Η Βενετία ήταν, ίσως, η μόνη από αυτούς του επικυρίαρχους, που επεδίωξε, μόλις κατάφερε να
σταθεροποιήσει την εξουσία της, την εισαγωγή και του δικού της ιδιωτικού δικαίου, παρ’ όλο που πολλές φορές
αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, υιοθετώντας ένα πρότυπο οργάνωσης
πολύ πιο ευέλικτο του αρχικού και αναγνωρίζοντας θεσμούς περισσότερο προσαρμοσμένους στην υπάρχουσα
πραγματικότητα.

12.1.2. Στις τουρκοκρατούμενες περιοχές


Οι σχέσεις των κατακτητών με τους υπόδουλους στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φαίνεται να είναι
πολύ πιο ξεκάθαρες. Στον τομέα του δημόσιου δικαίου, φυσικά επιβλήθηκε και πάλι το δίκαιο του κατακτητή.

187
Αντίθετα, για το εφαρμοστέο ιδιωτικό δίκαιο οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Αυτοκρατορίας αφέθηκαν
να ρυθμίζουν τις σχέσεις τους σύμφωνα με το δικό τους δίκαιο. Για τους ορθόδοξους πληθυσμούς –για τους
οποίους το Κοράνι, όπως και για τους άλλους λαούς της Βίβλου, προέβλεπε τον σεβασμό ενός βασικού πυρήνα
δικαιωμάτων– προστέθηκε με την πάροδο του χρόνου μία σειρά προνομίων, τα οποία παραχώρησαν οι σουλτά-
νοι τόσο στην ίδια την Εκκλησία όσο και στις Κοινότητες, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο έναν στοιχειώδη
χώρο δικαϊκής αυτοδιάθεσης για τους κατακτημένους και το απαραίτητο νομικό πλαίσιο, που τεκμηρίωνε τη
θέση τους μέσα στην Αυτοκρατορία. Τα προνόμια αυτά (βλ. 12.2.2.2), που η αλλαγή των σουλτάνων επέβαλ-
λε την ανανέωσή τους, σε αρκετές περιπτώσεις με το πέρασμα των αιώνων διευρύνθηκαν και επεκτάθηκαν,
χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείει και την παραβίασή τους από τους κατά τόπους αξιωματούχους. Το καθεστώς
αυτό μεταβλήθηκε αισθητά στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η Υψηλή Πύλη κάτω από την πίεση των Μεγάλων
Δυνάμεων προέβη σε ευρύτατες διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Την προσπάθεια αυτή σηματοδοτεί η έκδοση δύο
βασικών διαταγμάτων του Xάττι Σερίφ (3/11/1839) και του Χάττι Χουμαγιούν (18/2/1856), με τα οποία καθιε-
ρώνεται η μεταχείριση με ίσους όρους των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους
ταυτότητα. Τις ιδιαίτερα ευνοϊκές αυτές συνθήκες θα εκμεταλλευτεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι τοπι-
κές Εκκλησίες με την έκδοση Εθνικών ή Γενικών Κανονισμών, που επικυρώθηκαν από τον σουλτάνο το 1862
και αποσκοπούσαν στη διοικητική τους οργάνωση και στην εξασφάλιση μίας, ελάχιστης έστω, αυτονομίας.
Μόνο με την ανάδειξη στην εξουσία του κινήματος των Νεότουρκων, στις αρχές του 20ου αιώνα, τα δικαιώματα
αυτά συρρικνώθηκαν, για να χάσουν εντέλει τα υποκείμενά τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την
εκδίωξη των ορθόδοξων πληθυσμών από τις εστίες τους.

12.2. Διοικητική οργάνωση, απονομή της δικαιοσύνης, οικογένεια και περιουσία


Η ανάπλαση της διοικητικής και δικαστικής οργάνωσης αλλά και των τομέων της περιουσίας και της οικογέ-
νειας, τόσο στις λατινοκρατούμενες όσο και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή,
αφού οι διαφοροποιήσεις που εντοπίζονται είναι αξιοσημείωτες. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, οι ση-
μαντικότερες αποκλίσεις παρατηρούνται ανάμεσα στα σταυροφορικά κρατίδια, με τον έντονο φεουδαρχικό
χαρακτήρα, και στα εδάφη που βρέθηκαν κάτω από τη βενετική κυριαρχία. Όμως και για τους υπόδουλους
πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρ’ όλο που οι περισσότεροι προνομιακοί ορισμοί των σουλτά-
νων είχαν γενικότερη ισχύ, δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις προνομίων που αφορούσαν άτομα, ομάδες ατόμων
ή συγκεκριμένες περιοχές.

12.2.1. Οι λατινοκρατούμενες περιοχές


Η συνθήκη διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Partitio Terrarum Imperii Romaniae), που
υπογράφηκε από τους Σταυροφόρους τον Ιούνιο του 1204 (βλ. 11.2.1, εικόνα 12.1), καθόρισε τον τρόπο, με τον
οποίο οργανώθηκαν τα κρατίδια τους και οι σχέσεις τους τόσο με τη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντι-
νούπολης όσο και με τους υποτελείς φεουδάρχες.

Εικόνα 12.1. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους 1204 (μικρογραφία χειρογράφου, 14ος αι.). Πηγή:
https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση
άδειας: 15.12.2015.

188
Το σύστημα αυτό είχε, όπως ήταν εξάλλου αναμενόμενο, σοβαρές επιπτώσεις στο προσωπικό καθεστώς των
κατακτημένων πληθυσμών, οι οποίοι –εκτός από το ελάχιστο εκείνο ποσοστό που ενσωματώθηκε στην ανώτερη
τάξη– μεταβλήθηκαν σε πάροικους-βιλλάνους, που συνδέονταν πλέον προσωπικά με τον φεουδάρχη και όχι με
τη γη που καλλιεργούσαν, όπως συνέβαινε στα βυζαντινά χρόνια (βλ. 9.1.8). Φυσικά, με το πέρασμα των αιώνων
και την εμφάνιση του τουρκικού κινδύνου, το προσωπικό αλλά και το περιουσιακό καθεστώς των υποδούλων
αμβλύνθηκε αισθητά. Με άλλα λόγια, όχι μόνο κάποιοι από τους παροίκους κατάφεραν να απελευθερωθούν
αλλά με την εμφάνιση ποικίλων μορφών καλλιεργητικών συμβάσεων μπόρεσαν να αποκτήσουν κάποιας μορφής
εμπράγματα δικαιώματα πάνω στα εδάφη, που καλλιεργούσαν.
Αντίθετα, στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου δεν έγιναν σημαντικές επεμβάσεις. Οι ντόπιοι πληθυσμοί συνέχι-
σαν να ρυθμίζουν τις οικογενειακές τους, κυρίως, σχέσεις με τους δικούς τους κανόνες. Εξάλλου, και οι εκκλη-
σιαστικοί θεσμοί, όπως αυτοί κατάφεραν να αναπτυχθούν, αποτέλεσαν όχι μόνο παράγοντα συσπείρωσης των
κατακτημένων αλλά και φορέα συντήρησης του προϋπάρχοντος δικαίου.
Η κατάσταση αυτή διαφοροποιείται αισθητά στις περιοχές εκείνες, που περιήλθαν στη Βενετία, αν και πάλι η
Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου δεν φαίνεται να αντιμετώπισε διοικητικά και νομοθετικά τις κτήσεις της με ενιαίο
τρόπο, αφού σε αρκετές περιπτώσεις εφαρμόζει καθαρά εμπειρικά κριτήρια, υπακούοντας στην ανάγκη προσαρ-
μογής στις τοπικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής. Παράλληλα, θα πρέπει να τονιστεί ότι το σύστημά της εξε-
λίσσεται σημαντικά με το πέρασμα των αιώνων, προσαρμοζόμενο, όπως είναι αναμενόμενο, στις πολιτικές εξε-
λίξεις της μητρόπολης και στις κρατούσες ιστορικές συνθήκες. Για τη διοίκηση των κτήσεών της η Βενετία από
πολύ νωρίς υιοθέτησε έναν αρκετά περίπλοκο οργανωτικό μηχανισμό, οι ανώτερες βαθμίδες του οποίου στελε-
χώνονταν κατά κανόνα απευθείας από τη μητρόπολη, ενώ μόνο για τις κατώτερες υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης
τοπικών παραγόντων. Ούτως ή άλλως, οι πληθυσμοί των βενετικών περιοχών ήταν, σύμφωνα με τα πρότυπα της
μητρόπολης, χωρισμένοι σε αυστηρά διακριτές κοινωνικές τάξεις, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των οποίων
καθορίζονταν από ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο και η μετάβαση από τη μία τάξη στην άλλη γινόταν κάτω από
συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Στο ανώτερο επίπεδο βρισκόταν η τάξη των ευγενών (nobili), ακολουθούσε η τάξη
των αστών (cittadini) και αυτή των χωρικών (villani), οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν διαιρεμένοι σε ελεύθερους
(franchi-francomati) και σε παροίκους (parici). Τέλος, δεν έλειπε και η ομάδα των δούλων, που τροφοδοτούνταν
κυρίως από τους αιχμαλώτους των πολεμικών συγκρούσεων και η διακίνηση των οποίων συνιστούσε έναν από
τους πλέον προσοδοφόρους τομείς του βενετικού εμπορίου.
Στις κτήσεις αυτές, ανάλογα με τους διοικητικούς τους δεσμούς με τη Βενετία, συγκροτούνται ανεξάρτητα
δικαστήρια, τα οποία στελεχώνονται από μη επαγγελματίες δικαστές, προερχόμενους κατά βάση από τα μέλη των
τοπικών συμβουλίων. Εφαρμοστέο δίκαιο, όπως είναι αναμενόμενο, είναι για όλους τους διαδίκους, ανεξάρτητα
από την εθνική τους καταγωγή, το δίκαιο της επικυριάρχου Βενετίας και μόνο σε θέματα οικογενειακού δικαίου
η δογματική ετερότητα των πληθυσμών επιβάλλει την ανάμειξη των κατά τόπους εκκλησιαστικών ταγών, κάτω,
βέβαια, πάντοτε από την έμμεση εποπτεία της βενετικής διοίκησης και της λατινικής εκκλησίας, στην οποία έχει
ανατεθεί η επίβλεψη των συγκεκριμένων διαδικασιών.

12.2.2. Οι τουρκοκρατούμενες περιοχές

12.2.2.1. Διοικητική οργάνωση

Εικόνα 12.2. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό
κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

189
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 (εικόνα 12.2) σηματοδότησε τη διοικητική αναδιοργάνωση της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα εδάφη της διαιρέθηκαν σε δύο ευρύτερες περιφέρειες, τα Μπεηλερμπελίκια:
αυτό της Ανατολής με τα ασιατικά εδάφη και αυτό της Ρούμελης με τις ευρωπαϊκές περιοχές της αυτοκρατορί-
ας. Τα δεδομένα αυτά θα μεταβληθούν το 1590, οπότε οι υφιστάμενες περιφέρειες θα μετονομαστούν σε Εγια-
λέτια ή Βιλαέτια, τα οποία με τη σειρά τους θα υποδιαιρεθούν σε Σαντζάκια, διοικητικές διαιρέσεις, ο διοικητής
των οποίων έφερε τον τίτλο του σαντζάκμπεη, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του τόσο τις πολιτικές όσο και
τις στρατιωτικές εξουσίες. Τα ίδια τα Σαντζάκια υποδιαιρούνταν με τη σειρά τους σε δικαστικές περιφέρειες,
τους Καζάδες, στον καθένα από τους οποίους είχε την έδρα του ένας καδής (ιεροδίκης). Στην κορυφή αυτού
του διοικητικού μηχανισμού βρισκόταν ο σουλτάνος, αποτελώντας τον πολιτικό και θρησκευτικό αρχηγό τους
κράτους, συνεπικουρούμενος κατά την άσκηση της εξουσίας του από τον μεγάλο βεζύρη, τον δεφτεράρη (επι-
κεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών), τον καπουδάν πασά (αρχηγό του στόλου) κ.ά. Οι αξιωματούχοι αυτοί,
μαζί με τον επί των εξωτερικών ρεΐς εφέντη και τον μεγάλο διερμηνέα συγκροτούσαν το Διβάνι (Divan), το
σουλτανικό δηλαδή συμβούλιο.

12.2.2.2. Απονομή της δικαιοσύνης - Προνόμια


Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τη δικαιοσύνη απένειμαν οι κατά τόπους διορισμένοι καδήδες-ιεροδίκες. Βέ-
βαια, στις περισσότερες περιπτώσεις η περιορισμένη τους μόρφωση, η προσήλωσή τους στο Κοράνι, η έλλειψη
κάθε εγγύησης αμεροληψίας αλλά και τα υψηλά επίπεδα χρηματισμού, λειτουργούσαν ως αποτρεπτικοί παρά-
γοντες για την προσφυγή των μη μουσουλμάνων, κυρίως, διαδίκων στα συγκεκριμένα δικαστήρια. Εναλλα-
κτική λύση σε αυτή την πραγματικότητα αποτέλεσαν για τους ορθόδοξους τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, στα
οποία είχαν το δικαίωμα να καταφύγουν.

Εικόνα 12.3. Ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παραχωρεί τα προνόμια στον Γεννάδιο Σχολάριο (ψηφιδωτή παράσταση). Πηγή:
https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση
άδειας: 15.12.2015.

Η προνομιακή αυτή μεταχείριση ανάγεται στους πρώτους μήνες μετά την Άλωση και συνδέεται με την ανα-

190
βίωση του θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την επιλογή από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή του ανθε-
νωτικού Γενναδίου Β΄ Σχολαρίου ως πατριάρχη (εικόνα 12.3). Χωρίς να έχει διασωθεί ο σχετικός σουλτανικός
ορισμός, εικάζεται ότι με το διάταγμά του ο Πορθητής καθόρισε το απαραίτητο νομικό-πολιτικό πλαίσιο για τη
λειτουργία της Εκκλησίας, εντάσσοντάς την στο διοικητικό μηχανισμό της Αυτοκρατορίας. Ενδεικτικό αυτής
της ένταξης αποτελεί, ανάμεσα στα άλλα, και η ανάγκη έκδοσης βερατίου για τον διορισμό του πατριάρχη και
των μητροπολιτών, έγγραφο το οποίο ήταν απαραίτητο και για τους υπόλοιπους αξιωματούχους του κράτους
(εικόνα 12.4). Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο ο Γεννάδιος αποτέλεσε τον θρησκευτικό και πολιτικό ταγό των
ορθόδοξων πληθυσμών, παίρνοντας τον τίτλο του μιλλέτμπαση (milletbashi) αλλά και το ίδιο το Πατριαρχείο
κατέστη ένας ισχυρός παράγοντας συσπείρωσης, με χαρακτήρα όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και πολιτικό και
οικονομικό. Παράλληλα, αναγνωρίστηκε στην Εκκλησία η πειθαρχική και ποινική εξουσία, που είχε ήδη από
τα βυζαντινά χρόνια, στους κληρικούς και τους μοναχούς, καθώς και ευρύτερες δικαστικές αρμοδιότητες στους
ορθόδοξους. Η δικαιοδοσία αυτή, περιορισμένη αρχικά σε θέματα οικογενειακού δικαίου και στις περιπτώσεις
της εκ διαθήκης διαδοχής, με την πάροδο των αιώνων επεκτάθηκε και στους υπόλοιπους τομείς του αστικού
δικαίου. Ο Γεννάδιος, μάλιστα, σε εγκύκλιό του το 1454 συνιστά στους ορθοδόξους να ακολουθούν «…τὰς
τῆς ἁγίας μητρòς ἐκκλησίας διατάξεις καὶ τοὺς κρατήσαντας νόμους ἐν τῇ τῶν χριστιανῶν εὐσεβεστάτῃ πο-
λιτείᾳ…», προτροπή η οποία επαναλαμβάνεται, ελαφρά παραλλαγμένη, και από τους σουλτανικούς ορισμούς.
Με αυτόν τον τρόπο τίθενται σε ισχύ οι νόμοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, προσλαμβάνοντας την απαιτού-
μενη νομιμότητα και αποτελώντας πλέον μέρος του δικαϊκού συστήματος των Οθωμανών. Επίσης, σταδιακά
αναπτύχθηκε και η δυνατότητα προσφυγής σε διαιτησία αιρετών κριτών, η οποία υποκαθιστούσε, σε ορισμένες
τουλάχιστον περιπτώσεις, την προσφυγή στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Σε όλον αυτόν τον μηχανισμό, ρόλο
πρωτοβάθμιων δικαστηρίων έπαιζαν τα κατά τόπους επισκοπικά δικαστήρια, ενώ σε δεύτερο και τελευταίο
βαθμό οι υποθέσεις μπορούσαν να εκδικαστούν από την Πατριαρχική Σύνοδο. Τη συμμόρφωση των διαδίκων
στις αποφάσεις αυτών των δικαστηρίων επέβαλλε η Εκκλησία, χειριζόμενη κυρίως πνευματικά μέτρα, όπως για
παράδειγμα την ποινή του αφορισμού (βλ. και 10.2.3).
Από ένα χρονικό σημείο και ύστερα, εκτός από την Εκκλησία, αναπτύχθηκαν και οι Κοινότητες, συνεχί-
ζοντας την παράδοση, που είχε διαμορφωθεί στο ύστερο, κυρίως, Βυζάντιο. Εξάλλου, το ίδιο το φορολογικό
σύστημα, με τον διανεμητικό του χαρακτήρα, ευνοούσε μία τέτοια οργάνωση. Έχοντας επικεφαλής τους προ-
εστούς ή δημογέροντες (κοτζαμπάσηδες-codjabashi), οι Κοινότητες κατάφεραν σταδιακά να εξασφαλίσουν μία
σειρά από φορολογικά, διοικητικά αλλά και δικαστικά προνόμια, αποκτώντας δικαιοδοσία ακόμη και σε ποι-
νικά αδικήματα. Οι σχετικοί αχτναμέδες (συνθήκες) των σουλτάνων είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικοί και δίνουν
μία ικανοποιητική εικόνα για τον πολύπλευρο ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης, ως έναν επιπλέον παράγοντα
αυτονομίας και αυτοδιάθεσης των υπόδουλων.
Το Δίκαιο, που εφαρμόζουν τα δικαιοδοτικά αυτά όργανα, εκκλησιαστικά, κοινοτικά ή και μικτά, δεν ήταν
άλλο από το Βυζαντινό, όπως αυτό είχε αποκρυσταλλωθεί τους τελευταίους αιώνες πριν από την Άλωση.
Φυσικά, με την πάροδο του χρόνου στις αποφάσεις των πρωτοβάθμιων, κυρίως, δικαστηρίων κατάφεραν να
παρεισφρήσουν και τοπικά έθιμα, ενώ δεν είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις εκείνες, που οι ίδιοι οι πατριάρχες
«νομοθετούν», προσπαθώντας να καλύψουν με αυτόν τον τρόπο τα υφιστάμενα δικαϊκά κενά.

12.2.3. Οικογένεια - Περιουσία


Το ενδιαφέρον του διοικητικού μηχανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την οικογένεια των ορθόδο-
ξων υπηκόων της και το συναφές με αυτή δίκαιο, εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στη λειτουργία της ως βα-
σικής φορολογικής μονάδας, μια και στους σχετικούς καταλόγους ως υπόχρεος εμφανίζεται ο αρχηγός της κάθε
οικογένειας. Κατά τα λοιπά, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων ανατέ-
θηκε με τους προνομιακούς ορισμούς στην Εκκλησία (βλ. 12.2.2.2), εξουσία την οποία, εξάλλου, ασκούσε ήδη
από τα βυζαντινά χρόνια (βλ. 9.2). Κατά την εκδίκαση αυτών των υποθέσεων, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός,
όπως διαμορφώθηκε στην Τουρκοκρατία, εξακολούθησε να εφαρμόζει το Βυζαντινό Δίκαιο, με τις αναγκαίες,
φυσικά, μεταβολές που επέβαλαν οι νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Μάλιστα, την περίοδο αυτή, εξαιτίας
ακριβώς αυτών των ιδιαίτερων συνθηκών και κάτω από την επίδραση λαϊκών αντιλήψεων, κληρονομημένων
ως ένα βαθμό και πάλι από το Βυζάντιο, τα όρια μεταξύ της εφαρμογής ενός κανόνα δικαίου και μίας κοινωνι-
κής και ηθικής πρακτικής, που επιβάλλεται από την ηθική, καθίστανται ασαφή.

191
12.2.3.1. Ιερολογία του γάμου και κεπήνιο

Εικόνα 12.4. Νικόλαος Γύζης, “Τα αρραβωνιάσματα” (1877), Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας. Πηγή: https://commons.
wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Σημαντικές μεταβολές στη διαδικασία σύναψης των γάμων κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο δεν παρατηρούνται
(βλ. 9.2.2). Αξίζει ίσως μόνο να τονιστεί ότι, ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο η ιερολογημένη μνηστεία είχε επι-
βληθεί νομικά και είχε εξομοιωθεί, ως προς τα αποτελέσματά της, με τον γάμο (βλ. 9.2.2.1), τα μεταβυζαντινά
χρόνια η διάδοση του θεσμού υποχωρεί και φαίνεται πλέον να υπερτερούν οι κοινές μνηστείες (εικόνα 12.6).
Το μόνο ουσιαστικό πρόβλημα, που καλείται να αντιμετωπίσει εν προκειμένω η Εκκλησία, είναι η δυνατότητα
που παρείχε στους ορθόδοξους το Οθωμανικό Δίκαιο να συνάπτουν γάμο δια κεπηνίου. Επρόκειτο στην πραγ-
ματικότητα για ένα είδος πολιτικού γάμου, εύκολα διαλυτού, ο οποίος όμως σε περίπτωση λύσης του εξασφά-
λιζε μία σχετική αποζημίωση στη γυναίκα (κεμπίν ή καμπίν). Η χρήση του θεσμού αυτού από τους ορθόδοξους
προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Πατριαρχείου, το οποίο επανειλημμένως προσπάθησε να περιορίσει τη
χρήση του συγκεκριμένου θεσμού, όχι μόνο απειλώντας με αφορισμό τους παραβάτες αλλά και πετυχαίνοντας
την έκδοση σουλτανικών ορισμών που απαγόρευαν αυτόν τον τύπο γάμου για το ποίμνιό του.

12.2.3.2. Περιουσιακές σχέσεις συζύγων


Η προίκιση των θυγατέρων βάραινε θεωρητικά τον πατέρα της οικογένειας, δεν λείπουν όμως και τα σχετικά
παραδείγματα προικοδότησης από αδελφούς, στο πλαίσιο μίας υποχρέωσης, η οποία φαίνεται να ακολουθεί πε-
ρισσότερο ηθικές επιταγές (βλ. 9.2.3). Εθιμική προέλευση φαίνεται να έχει, επίσης, το παλληκαριάτικο, η ειδική
δηλαδή δωρεά της χήρας, όταν παντρευόταν άγαμο νέο, ή το κοριτσιάτικο, η δωρεά δηλαδή ενός ηλικιωμένου
συζύγου στη νεότερη γυναίκα του, καθώς και ο θεσμός του επανωπροικίου, της πρόσθετης, δηλαδή, παροχής
που υποσχόταν ο πατέρας της νύφης στον γαμπρό σε περίπτωση, που η πρώτη δεν ήταν παρθένα. Τόσο αυτές
οι παροχές όσο και ο πυρήνας των προικώων συμφωνιών, την περίοδο αυτή περιβάλλονται κατά κανόνα από
έγγραφο τύπο –τα λεγόμενα προικοσύμφωνα– και απλοποιούνται, ενώ δεν είναι λίγοι οι θεσμοί του Βυζαντινού
Δικαίου, που είτε εξαφανίζονται, όπως για παράδειγμα το υπόβολο (βλ. 9.2.3), είτε αλλάζουν φύση.
Ιδιαίτερο, πάντως, ενδιαφέρον προκαλεί η εικόνα της προικοθηρίας που δίνουν οι πηγές και η οποία ώθησε

192
το Πατριαρχείο αλλά και τους κατά τόπους επισκόπους, με μία σειρά εγκυκλίων και νομοθετικών διατάξεων,
να προσπαθήσουν να περιορίσουν την υπέρμετρη προίκιση των θυγατέρων, καθορίζοντας παράλληλα και τά-
ξεις προικών ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του πατέρα. Απώτερος σκοπός αυτών των ρυθμίσεων ήταν
η προστασία από την οικονομική καταστροφή τόσο των υπόλοιπων παιδιών της οικογένειας όσο και των ίδιων
των γονέων. Βέβαια, η υπερβολική αυτή προστασία οδήγησε στην εισαγωγή ενός ιδιαίτερου θεσμού, αμφί-
βολης προέλευσης, του τραχώματος, ένα δηλαδή επιπλέον ποσό που δινόταν στον γαμπρό άτυπα αρχικά, στη
συνέχεια δε και μέσα από τα ίδια τα προικοσύμφωνα. Η πραγματικότητα αυτή ανάγκασε το Πατριαρχείο να
χαλαρώσει τα σχετικά μέτρα, χωρίς όμως η στάση του απέναντι στο τράχωμα να είναι σαφής. Την ίδια περίοδο
εντοπίζονται άλλες αποφάσεις, που το καταργούσαν, και άλλες που το επέτρεπαν, υπακούοντας κάθε φορά στα
τοπικά έθιμα.

12.2.3.3. Λύση του γάμου


Όπως ακριβώς και η σύσταση, έτσι και η λύση των γάμων είχε υπαχθεί με βάση τους προνομιακούς ορισμούς
στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Η Εκκλησία, ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, αντιμετώπιζε το διαζύγιο ως μία
καταχρηστική αλλά ανεκτή λύση, θέτοντας αυστηρές προϋποθέσεις και συγκεκριμένους λόγους για τη διάλυση
ενός γάμου (βλ. 9.2.2.4). Η συγκεκριμένη κατάσταση μεταβάλλεται σημαντικά μόνο κατά τη μεταβυζαντινή
περίοδο οπότε τα διαζύγια αυξάνονται με βασικότερη δικαιολογία το «αδιάλλακτο μίσος» μεταξύ των συζύγων.
Η αντιμετώπιση αυτή από τις εκκλησιαστικές αρχές θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο μίας ευρύτερης προ-
σπάθειας προσαρμογής τους στις εξελίξεις που επέφερε η οθωμανική κατάκτηση. Εξάλλου, οι διάδικοι πλέον
είχαν τη δυνατότητα, σε περίπτωση που δεν τους ικανοποιούσε η απόφαση του εκκλησιαστικού δικαστηρίου,
να πετύχουν τη λύση του γάμου τους καταφεύγοντας στη δικαιοδοσία του καδή. Το γεγονός αυτό καθιστούσε
διαλλακτικότερη τη θέση της Εκκλησίας, πολύ περισσότερο μάλιστα, τη στιγμή που παρόμοια λύση μπορούσε
να προκαλέσει όχι μόνο το σκανδαλισμό των υπόλοιπων μελών της εκκλησιαστικής κοινότητας αλλά και τον
προσηλυτισμό στον μωαμεθανισμό των διαδίκων, προϋπόθεση που έθετε σε αρκετές περιπτώσεις το τουρκικό
δικαστήριο προκειμένου να χορηγήσει το διαζύγιο.

12.2.3.4. Σχέσεις γονέων και τέκνων


Επικεφαλής της οικογένειας, όπως εξάλλου και στα βυζαντινά χρόνια (βλ. 9.2.4), εξακολούθησε να είναι ο
πατέρας, ενώ η ενηλικίωση και ο γάμος των παιδιών του, σύμφωνα με τις λαϊκές αντιλήψεις που είχαν επικρα-
τήσει, συνιστούσαν τους σημαντικότερους λόγους αυτονόμησής τους και λήξης της εξουσίας του.

12.2.3.5. Κληρονομικές σχέσεις


Αναφέρθηκε και παραπάνω, ότι σύμφωνα με τους προνομιακούς ορισμούς, ανατέθηκε στο Πατριαρχείο και
γενικότερα στην Εκκλησία καταρχάς η εκδίκαση των υποθέσεων της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, ενώ
σταδιακά η αρμοδιότητα της Εκκλησίας επεκτάθηκε και στην εκ διαθήκης διαδοχή, περιλαμβάνοντας με αυτόν
τον τρόπο στη δικαιοδοσία της όλο το φάσμα των κληρονομικών υποθέσεων (βλ. 12.2.2.1). Κατά τα λοιπά,
ουσιαστικές μεταβολές στους θεσμούς του κληρονομικού δικαίου σε σχέση με τη βυζαντινή περίοδο δεν πα-
ρατηρούνται (βλ. 9.2.6). Η διάταξη του πατριάρχη Αθανασίου Α΄ ή Νεαρά περί τριμοιρίας, όπως έγινε γνωστή
στα μεταβυζαντινά χρόνια, εξακολούθησε να εφαρμόζεται, αποδίδοντας το ένα τρίτο της περιουσίας αυτού, που
πέθαινε άτεκνος και αδιάθετος, σε ψυχικά και μνημόσυνα (βλ. 9.2.6). Με την ίδια λογική, οι κληρονομικές συμ-
βάσεις, οι οποίες στο Βυζαντινό Δίκαιο αποτελούσαν θεσμό του λαϊκού δικαίου (βλ. 9.2.6.1.), επιβίωσαν στον
μεταβυζαντινό κόσμο, αν και οι υπάρχουσες πηγές αποδεικνύουν, ότι οι διαθήκες εξακολούθησαν να κατέχουν
σημαντική θέση στην καθημερινή δικαϊκή πρακτική (βλ. 9.2.6.2).

12.2.3.6. Σχέσεις γαιοκτησίας


Σύμφωνα με το Οθωμανικό Δίκαιο, η γη στο σύνολό της ανήκε στον σουλτάνο, ως εκπρόσωπο του Θεού. Αυτό
αποτελούσε, βέβαια, μία θεωρητική κατασκευή με ιδεολογικό, κυρίως, υπόβαθρο. Στην πραγματικότητα, το
γαιοκτητικό σύστημα της Αυτοκρατορίας επηρεαζόταν από δύο καθοριστικούς παράγοντες: την προϋπάρχουσα
βυζαντινή παράδοση και το φορολογικό της σύστημα (9.1.8). Βασική φορολογική μονάδα παραμένει η οικογέ-

193
νεια, ενώ η διάκριση των υπηκόων ανάμεσα σε μουσουλμάνους και μη, αντικατοπτρίζεται και στους επιβαλλό-
μενους φόρους. Οι «άπιστοι» καλούνται να πληρώσουν φόρους, όπως το χαράτσι (φόρος έγγειας ιδιοκτησίας),
τον φόρο του μύλου, το δικαίωμα γάμου, τον φόρο των εγκλημάτων και των ανθρωποκτονιών, τον φόρο μεταβί-
βασης γης, τον καπνικό φόρο κ.ά., ενώ έκτακτοι φόροι και αυθαίρετες εισφορές επιβάλλονται ανάλογα με τις
διαθέσεις των κατά τόπους αξιωματούχων.
Ταυτόχρονα, οι γαίες, ανάλογα με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
• α) τις δημόσιες γαίες (emliaki houmajoun, has houmajoun),
• β) τις αφιερωμένες, αυτές δηλαδή που ανήκαν σε ιδρύματα (ανάμεσά τους και οι ορθόδοξες μονές
[βακούφια, wakfs]) και
• γ) τις ιδιωτικές, οι οποίες με τη σειρά τους υποδιαιρούνται σε γαίες περιορισμένης κυριότητας (erazi-
i-mirrie) και σε γαίες πλήρους κυριότητας (μούλκια, mülk).
Στις γαίες περιορισμένης κυριότητας ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της γης. Το είδος αυτό δεν ήταν δυνα-
τόν να μεταβιβαστεί κατά κυριότητα. Επιτρεπόταν μόνο η παραχώρηση της νομής και της διηνεκούς χρήσης
τους (tessarouf). Για την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας απαραίτητη ήταν η έκδοση ειδικού εγγράφου που
ονομαζόταν ταπί. Για την κατηγορία των γαιών πλήρους κυριότητας θα πρέπει να γίνει μία ακόμη διάκριση,
ανάλογα με το αν οι γαίες ανήκαν σε μουσουλμάνους ή σε μη μουσουλμάνους. Οι πρώτες ήταν υπόχρεες στο
φόρο της δεκάτης (ussurije), ενώ οι δεύτερες σε χαράτσι (haradji-i-erazi). Και οι δύο κατηγορίες μπορούσαν να
μεταβιβαστούν με χοτζέτια (hodjet, εικόνα 12.5), που εκδίδονταν από τους Τούρκους καδήδες. Το μεγαλύτερο
μέρος του ελλαδικού χώρου ανήκε στις γαίες περιορισμένης κυριότητας και μόνο συγκεκριμένες περιοχές,
όπως το Πήλιο, οι Κυκλάδες και τα νησιά του Σαρωνικού ανήκαν στις γαίες πλήρους κυριότητας.

Βιβλιογραφία/Αναφορές
Άμαντος, Κωνσταντίνος (1936). «Οι προνομιακοί Ορισμοί του Μουσουλμανισμού υπέρ των χριστιανών».
Ελληνικά 9, 103-166.
Carile, Antonio (1965). «Partitio Terrarum Imperii Romanie». Studi Veneziani 7, 125-305.
Κούκου, Ελένη (1971). Διαμόρφωσις της ελληνικής κοινωνίας κατά την Τουρκοκρατίαν. Αθήνα.
Κούκου, Ελένη (1980). Οι κοινοτικοί θεσμοί στις Κυκλάδες κατά την Τουρκοκρατία. Αθήνα.
Μανίν, Δανιήλ (1889). Περί της αστικής, εμπορικής και ποινικής των Ενετών νομοθεσίας. Κέρκυρα.
Νάκος, Γεώργιος (1986). Εξελικτικές διακυμάνσεις του οθωμανικού γαιοκτητικού συστήματος. Θεσσαλονίκη.
Πανταζόπουλος, Νικόλαος (1975). «Τα “προνόμια” ως πολιτιστικός παράγων στις σχέσεις χριστιανών –μου-
σουλμάνων». Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης 9, 815-896.
Παπαγιάννη, Ελευθερία (1992), (1997), (2010). Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζα-
ντινής και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τ. Ι: Ενοχικό δίκαιο-Εμπράγ-
ματο δίκαιο, τ. ΙΙ: Οικογενειακό δίκαιο, τ. ΙΙΙ: Κληρονομικό δίκαιο (Forschungen zur byzantinischen
Rechtsgeschichte-Athener Reihe 6, 11, 18). Αθήνα-Κομοτηνή.
Παπαγιάννη, Ελευθερία (2010). «“Παράνομα” ή “παράλογα” έθιμα και εκκλησιαστική δικαιοδοσία επί Τουρ-
κοκρατίας» στο: Τιμητικός Τόμος Μιχ. Π. Σταθόπουλου, σ. 1989-2002. Αθήνα-Κομοτηνή.
Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη, Λυδία & Αρναούτογλου, Ηλίας & Χατζάκης, Ιωάννης (2011). Περίγραμμα της
Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου. Τα Ελληνικά Κείμενα, Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 63.
Αθήνα.
Τουρτόγλου, Μενέλαος (1968). «Περί της ποινικής δικαιοσύνης επί τουρκοκρατίας και μετ’ αυτήν μέχρι και
του Καποδιστρίου». Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών
15, 1-28.
Τουρτόγλου, Μενέλαος (1975). «Το δίκαιο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας». Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους 11, 110-117.
Τρωιάνος, Σπύρος & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία Δικαίου. Αθήνα.
Χατζάκης, Ιωάννης (2012). Περίγραμμα της Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου του Λατινοκρατούμενου
Ελληνισμού. Τα Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά Κείμενα. Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 65. Αθήνα.
Χριστοφιλόπουλος, Αναστάσιος (1946). Σχέσεις γονέων και τέκνων κατά το βυζαντινόν δίκαιον. Αθήνα.

194
Κεφάλαιο 13. Από τον ιουστινιάνειο Πανδέκτη στον Αστικό Κώδικα

Σύνοψη
Το κεφάλαιο αυτό διακρίνεται σε δύο βασικά μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζονται επιγραμματικά οι σχολές που δη-
μιούργησε στον ευρωπαϊκό χώρο, με αφετηρία την Ιταλία του 11ου αιώνα, η αναβίωση της μελέτης του ιουστινιά-
νειου δικαίου (βλ. 13.1), ενώ στο δεύτερο, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο νέο Ελληνικό Κράτος και στους νομικούς
προβληματισμούς (βλ. 13.2), που θα οδηγήσουν εντέλει στην εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το 1946 (βλ. 13.2.6).

Προαπαιτούμενη γνώση
Βασικές γνώσεις δυτικής μεσαιωνικής και νεότερης ελληνικής ιστορίας, καθώς και των κεφαλαίων 5, 8 και 11
του παρόντος εγχειριδίου.

13. Εισαγωγή
Η μελέτη του ιουστινιάνειου δικαίου και ιδιαίτερα του Πανδέκτη (βλ. 5.5.4.3) κυριάρχησε στην Ευρώπη για
αρκετούς αιώνες (11ος-19ος), προβάλλοντας, ανάλογα με τις συνθήκες, και μία διαφορετική μεθοδολογία προ-
σέγγισης και ερμηνείας του νομικού αυτού κειμένου. Η επίδραση στην ευρωπαϊκή νομική επιστήμη των θεω-
ρητικών αυτών αναζητήσεων αποδείχτηκε ιδιαίτερα σημαντική, επηρεάζοντας τους Έλληνες νομικούς του 19ου
αιώνα, οι οποίοι με τις σπουδές τους στη Δύση ήρθαν σε επαφή με τις συγκεκριμένες θεωρίες και, με τη σειρά
τους, επέδρασαν στην ελληνική νομική πραγματικότητα. Με τη λογική αυτή, ο ευρύτερος ελληνικός κόσμος
υπήρξε ένα χώρος αδιάλειπτης εφαρμογής του Ρωμαϊκού Δικαίου για περίπου δύο ολόκληρες χιλιετίες, αφού
το συγκεκριμένο δίκαιο, μέσα από τη βυζαντινή νομοθεσία και την εφαρμογή της κατά τους αιώνες της Τουρ-
κοκρατίας, κατάφερε να επιβιώσει και να επιδράσει στη διαμόρφωση του δικαίου του νεοσύστατου Ελληνικού
Κράτους.

13.1. Η μελέτη του Πανδέκτη στη Δυτική Ευρώπη


Η εισβολή των λογγοβαρδικών φύλων στην ιταλική χερσόνησο (τέλη του 6ου αιώνα) σηματοδότησε και το
τέλος της ισχύος της ιουστινιάνειας νομοθεσίας στην περιοχή. Στον έλεγχο των Βυζαντινών θα παραμείνουν
το Εξαρχάτο της Ραβέννας, η Καλαβρία και η Σικελία, εδάφη τα οποία αποτέλεσαν και τις μοναδικές νησίδες
επιβίωσης του Βυζαντινού Δικαίου, ακόμη και όταν έπαυσαν να ανήκουν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τους
αιώνες, που θα ακολουθήσουν, το λογγοβαρδικό δίκαιο θα καταφέρει να αποκτήσει όλο και μεγαλύτερη ισχύ
και εξάπλωση και μόνο κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα στις πόλεις του ιταλικού Βορρά θα ανακαλυφθεί εκ
νέου η αξία του ιουστινιάνειου δικαίου, το οποίο θα αρχίσει σταδιακά να διδάσκεται στις τοπικές σχολές με
έμφαση στη μελέτη του Πανδέκτη (βλ. 5.5.4.3).

13.1.1. Η Σχολή των Γλωσσογράφων


Ο πρώτος πυρήνας μελέτης και διδασκαλίας του Πανδέκτη (βλ. 5.5.4.3) εντοπίζεται στην πόλη της Παβίας, ενώ
μεγαλύτερη ώθηση στις συγκεκριμένες σπουδές θα δοθεί με την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, στο
οποίο θα συρρεύσουν φοιτητές από όλη την Ευρώπη, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο την πρώτη universitas
της ιστορίας. Η αναγέννηση αυτή των νομικών σπουδών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως ένα
μεμονωμένο περιστατικό, αλλά είναι ορθότερο να ενταχθεί μέσα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κινήματος πνευ-
ματικής αναγέννησης, με κύριους εκπροσώπους της τους σχολαστικούς από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια.
Το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο σταδιακά θα αναδειχθεί σε κέντρο μελέτης του έργου του Ιουστινιανού,
γεγονός που θα οδηγήσει στη δημιουργία της Σχολής των Γλωσσατόρων/Γλωσσογράφων (Glossatori). Ιδρυτής
της θεωρείται ο καθηγητής της γραμματικής και της ρητορικής Irnerius (Guarnerius, 1065-1120), τον οποίο και
θα διαδεχθούν κορυφαίοι δάσκαλοι όπως ο Bulgarus (1085-1166), o Jacobus (ca. 1100-1166) κ.ά. Οι καθηγητές
της σχολής εντόπισαν από πολύ νωρίς το ενδιαφέρον τους στην ανασυγκρότηση του έργου του Ιουστινιανού,

195
αναλύοντας και εμβαθύνοντας στα χωρία, με σχόλια αρχικά στα διάστιχά τους (glossae interlineares), αργό-
τερα δε στο περιθώριο τους (glossae marginales) (εικόνα 13.1 και 13.2). Είναι ακριβώς, μάλιστα, αυτές οι
γλώσσες, τα σχόλια δηλαδή, τα οποία έδωσαν το όνομά τους στη σχολή. Τα σχόλια αυτά, που ήταν η βασική
διευκρίνιση του καθηγητή στο νομικό κείμενο (littera) κατά τη διάρκεια της μελέτης του (lectura) από τους
φοιτητές, μπορούσαν να έχουν είτε απλά ερμηνευτικό χαρακτήρα είτε γραμματολογικό, με επεμβάσεις στην
αρχή ή στο τέλος του κειμένου.

Εικόνα 13.1. Αποσπάσματα του Corpus Juris Civilis με ενσωματωμένα τα σχόλια (glossae) στο περιθώριο του κειμένου.
Εικόνα ληφθείσα από ιδιωτική συλλογή.

Εικόνα 13.2. Αποσπάσματα του Corpus Juris Civilis με ενσωματωμένα τα σχόλια (glossae) στο περιθώριο του κειμένου.
Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαί-
ωση άδειας: 15.12.2015.

196
Η μέθοδος επεξεργασίας των γλωσσατόρων προσέδιδε στα παραγόμενα σχόλια και τις σημειώσεις μία τέ-
τοια αξία, ώστε σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα κατάφεραν να θέσουν στο περιθώριο τις ίδιες τις πηγές
του δικαίου, δημιουργώντας τη δική τους χειρόγραφη παράδοση. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν η
μεταμόρφωση ενός ξεχασμένου για την Δύση κειμένου σε ένα ζωντανό νόμο, άμεσα εφαρμόσιμο. Με αυτόν
τον τρόπο έγινε εφικτή η ανασύσταση κανόνων, οι οποίοι στην αυθεντική τους μορφή είχαν μία πολύ διαφορε-
τική λειτουργία, προσδίδοντάς τους μία καθαρά θεωρητική διάσταση, χωρίς να αποβλέπουν στο ελάχιστο στην
πρακτική τους εφαρμογή.

13.1.2. Η Σχολή των Μεταγλωσσογράφων και ο Bartolus (τέλη 14ου αιώνα)


Τη Σχολή των Γλωσσογράφων διαδέχτηκε από τα μέσα του 13ου αιώνα η Σχολή των Μεταγλωσσογράφων
(postglossatores ή commentatores), με κύριους εκπροσώπους της τον Ginus da Pistoia (1270-1336), τον Baldus
(1327-1400) και σημαντικότερο τον Bartolus (1314-1357, εικόνα 13.3).

Εικόνα 13.3. Γκραβούρα εποχής με τον Bartolus de Saxoferrato. Πηγή: https://www.flickr.com (άδεια CC BY 2.0, δικαιού-
χος: Yale Law Library), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

O Bartolus de Saxoferrato είναι ένας από τους γνωστότερους Ιταλούς νομικούς του 14ου αιώνα και ο ση-
μαντικότερος, ίσως, εκπρόσωπος της συγκεκριμένης σχολής. Ξεκίνησε τις σπουδές του στις φημισμένες για
την εποχή Νομικές Σχολές της Περούτζια και της Μπολόνια, έχοντας ως δάσκαλο τον Gino da Pistoia. Ο ίδιος
ο Bartolus άρχισε να διδάσκει αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Πίζας και στη συνέχεια σε αυτό της Περούτζια.
Η εμβέλεια του έργου και της διδασκαλίας του ήταν τέτοια, ώστε από τους σύγχρονούς του ονομάστηκε, ενώ
ήδη βρισκόταν εν ζωή, lucerna iuris και monarcha iuris. Ενδεικτικό μάλιστα αυτού του θαυμασμού είναι το
ρητό της εποχής: δεν μπορεί να υπάρξει καλός νομικός, παρά μόνο εάν είναι μαθητής του Bartolus (nemo bonus
iurista nisi sit bartolista). Η φήμη του Bartolus γρήγορα εξαπλώθηκε και έξω από την ιταλική χερσόνησο, το
έργο του δε αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης και σχολιασμού σε όλες τις Νομικές Σχολές της εποχής του. Δεν
έλειψαν, βέβαια, και οι κριτικές, αφού η γαλλική σχολή του δικαίου είχε υιοθετήσει μία πιο φιλολογική και
ιστορική προσέγγιση στις ιουστινιάνειες πηγές. Ανάμεσα στα κείμενά του, ξεχωριστή θέση έχει το έργο του
Tractatus represaliarum, το οποίο θεωρείται ένα από τα θεμελιώδη κείμενα για το σύγχρονο ιδιωτικό διεθνές
δίκαιο.

197
Μέσα από τη μελέτη του Πανδέκτη (βλ. 5.5.4.3), ο Bartolus και η σχολή του προσπάθησαν να συγκε-
ντρώσουν κάποιες βασικές αρχές Ρωμαϊκού Δικαίου, συνδέοντάς το με την ατομικότητα και τη χαλαρότητα
των γερμανικών φύλων αλλά και την αφηγηματικότητα του κανονικού δικαίου. Θεωρώντας, μάλιστα, ότι οι
γλωσσογράφοι με την ερμηνευτική τους προσέγγιση είχαν εξαντλήσει τη θεωρητική μελέτη του ιουστινιάνειου
δικαίου, ασχολήθηκαν κυρίως με τη δυνατότητα της πρακτικής του εφαρμογής στην Ιταλία και την προσπάθεια
προσαρμογής του τόσο στα τοπικά δίκαια όσο και στις νέες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες, που είχαν δημιουρ-
γηθεί με την οικονομική ανάπτυξη των πόλεων-κρατών της χερσονήσου. Αποτέλεσμα της νέας αυτής επεξερ-
γασίας, ήταν η δημιουργία ενός ενιαίου δικαίου για όλη την Ιταλία, το οποίο, με τις κατάλληλες προσαρμογές,
θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη της εποχής.

13.1.3. Οι ανθρωπιστές και η γερμανική Rezeption (15ος-16ος αιώνας)


Το έργο των μεταγλωσσογράφων τέθηκε σε αμφισβήτηση από τα τέλη του 15ου αιώνα, όταν η αναγέννηση των
ανθρωπιστικών σπουδών επέδρασε και στη νομική επιστήμη, οδηγώντας στη δημιουργία της ιστορικής σχολής.
Σε αυτό βοήθησαν οι ανακαλύψεις και άλλων, χαμένων μέχρι τότε, πηγών του δικαίου, όπως ο Θεοδοσιανός
Κώδικας (βλ. 5.5.4.1), τα fragmenta του Ουλπιανού κ.ά. Η σχολή των ανθρωπιστών, ενταγμένη στο ευρύτερο
πνεύμα των αναζητήσεων της εποχής της, εξέταζε το δίκαιο όχι μόνο ως έργο μίας συγκεκριμένης ιστορικής
περιόδου αλλά ως αποτέλεσμα μίας μακράς εξελικτικής πορείας, δίνοντας βάρος περισσότερο στη θεωρητική
και μεθοδολογική επεξεργασία του Ρωμαϊκού Δικαίου και λιγότερο στην πρακτική του αξία και εφαρμογή.
Η ιδιαίτερη αυτή προσέγγιση οφείλεται στο ότι οι κύριοι εκπρόσωποί της, όπως ο Laurentius Valla (1405-
14057), ο Angelus Politianus (1454-1494) και ο Petrus Crinitus (1465-1505), δεν ήταν νομικοί αλλά φιλόλογοι
και ιστορικοί, οι οποίοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν στα κείμενα του Ιουστινιανού καθαρά φιλολογικές και
ιστορικές μεθόδους. Η τάση αυτή κυριάρχησε, ιδιαίτερα κατά το 16ο αιώνα, τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γερ-
μανία και τη Γαλλία, με κύριους εκπρόσωπούς της τον Guillaume Budé (1467-1540), με το εμβληματικό έργο
του Adnotationes ad Pandectas, τον γερμανό Urlich Zasius (1461-1535), που εξέδωσε τα Σχόλια του το 1518,
και τον Ιταλό Andrea Alciatus (1492-1550), με κυρίαρχο έργο του το Adnotationes in tres posteriores Codicis
Libros του 1513. Την εποχή αυτή ακμάζει η σχολή του Πανεπιστημίου του Bourges, συγκεντρώνοντας πολλά
από τα φωτεινά πνεύματα της ιστορικής σχολής, με αποτέλεσμα η πόλη να ονομαστεί από τους σύγχρονούς της
Νέα Βυρηττός.
Η ιστορική σχολή των ανθρωπιστών θα συνεχίσει να υπάρχει, ιδιαίτερα στην Γαλλία, μέχρι και τα μέσα του
16 αιώνα, εποχή κατά την οποία σταδιακά θα γνωρίσει την παρακμή. Αντίθετα, η Γερμανία θα βρεθεί ελάχιστα
ου

κάτω από την επίδραση των ανθρωπιστών και στη χώρα θα κυριαρχήσει η έρευνα της πρακτικής εφαρμογής του
δικαίου. Χωρίς να είναι απόλυτα ευκρινές, πότε ακριβώς έγινε αποδεκτό το Ρωμαϊκό Δίκαιο στη Γερμανία, αξί-
ζει να σημειωθεί ότι από πολύ νωρίς παρατηρείται η εφαρμογή του στις δικαστικές αποφάσεις. Βέβαια, ως βα-
σικό χρονικό ορόσημο θα πρέπει να θεωρηθεί το 1495, όταν με την έκδοση της Reichskammergerichtsordnung
καθορίστηκε, ότι οι δικαστές έπρεπε να εφαρμόζουν στις αποφάσεις τους το Ρωμαϊκό Δίκαιο, έστω και αν αυτό
δεν ήταν το ιουστινιάνειο αλλά η εκδοχή, που είχε προκύψει από την επεξεργασία των γλωσσογράφων (βλ.
13.1.1) και ιδιαίτερα του Bartolus (βλ. 13.1.2).

13.1.4. Η νέα χρήση του Πανδέκτη κατά τους 17ο-19ο αιώνες (Usus Modernus
Pandectarum)
Οι συνθήκες που επικράτησαν στη γερμανική νομική επιστήμη, ιδιαίτερα κατά το 17ο αιώνα, οδήγησαν στον
συγκερασμό στοιχείων του Ρωμαϊκού και του Γερμανικού Δικαίου, φέρνοντας για άλλη μία φορά στο προ-
σκήνιο τη μελέτη του Corpus Juris Civilis (βλ. 5.5.4) και ιδιαίτερα αυτή του Πανδέκτη (βλ. 5.5.4.3). Η σχο-
λή που δημιουργήθηκε μέσα από αυτές τις διεργασίες ονομάστηκε Usus Modernus Pandectarum (Σύγχρονη
Χρήση των Πανδεκτών), έχοντας ως κύριο εκπρόσωπό της τον Samuel Stryk και το βιβλίο του Specimen Usus
Pandectarum Moderni (1690-1692). Εκτός από τη Γερμανία, η συγκεκριμένη σχολή επεκτάθηκε και στις Κάτω
Χώρες, όπου γνώρισε ιδιαίτερη απήχηση, εξακολούθησε δε να αποτελεί κυρίαρχη θεωρία μέχρι και τα τέλη του
18ου αιώνα, παρά την εμφάνιση, την ίδια εποχή, της Σχολής του Φυσικού Δικαίου. Παροπλίστηκε οριστικά μόνο
τον 19ο αιώνα, οπότε θα κυριαρχήσει η Ιστορική Σχολή με κύριο εκπρόσωπό της τον Friedrich Karl von Savigny
(1779-1861), ο οποίος υποστήριξε ότι το Δίκαιο, με αφετηρία το Ρωμαϊκό, συνιστά το αποτέλεσμα μίας μακράς

198
ιστορικής εξέλιξης, η οποία, όπως είναι λογικό, επηρεάζεται από τις υπάρχουσες στην κάθε εποχή πολιτικές και
κοινωνικές αντιλήψεις. Με αυτά τα δεδομένα, στον γερμανικό πάντοτε χώρο, δημιουργήθηκαν δύο κυρίαρχες
τάσεις, αυτή των υποστηρικτών του Γερμανικού και αυτή των οπαδών του Ρωμαϊκού Δικαίου, σχολές οι οποίες
θα διατηρηθούν μέχρι και την εισαγωγή του νέου Γερμανικού Αστικού Κώδικα το 1900.

13.2. Η διαμόρφωση του δικαίου στο Νεοελληνικό Κράτος


Το κράτος που προέκυψε μέσα από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, εκτός από τα σημαντικά κοινωνι-
κο-πολιτικά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει, όφειλε, για να μπορέσει να συγκροτήσει μία ευνομούμενη
πολιτεία, να οργανώσει και τον τομέα του Δικαίου. Το εγχείρημα ήταν αρκετά δύσκολο, όχι μόνο γιατί απου-
σίαζαν οι κατάλληλες υποδομές αλλά και γιατί ποικίλες εξωτερικές επιδράσεις και ιδεολογικοί παράγοντες
λειτουργούσαν αρνητικά, επηρεάζοντας καταλυτικά τις όποιες εξελίξεις. Καθοριστική υπήρξε, για παράδειγμα,
η ανάγκη συνέχισης, για λόγους καθαρά ιδεολογικούς, όχι της μεταβυζαντινής δικαϊκής πραγματικότητας αλλά
της βυζαντινής, όπως αυτή είχε παγιωθεί την τελευταία περίοδο ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Την
κατάσταση περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο οι απόψεις των Ελλήνων νομικών, οι οποίοι, επηρεασμένοι από
τις σπουδές τους στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία εισήγαγαν το Ρωμαϊκό Δίκαιο στο νέο Ελληνικό
Κράτος (βλ. 13.2.5.). Παρόλο, μάλιστα, που η ανάγκη συγκρότησης ενός εθνικού Αστικού Κώδικα ήταν ορατή
από τα πρώτα επαναστατικά χρόνια, κάτι τέτοιο θα καταστεί εφικτό αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν πλέον
οι συνθήκες θα έχουν ωριμάσει και οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του νέου Ελληνικού Κράτους θα έχουν
αποκρυσταλλωθεί (βλ. 13.2.6.).

13.2.1. Η αποδοχή του Βυζαντινού Δικαίου στα συνταγματικά κείμενα της επαναστατι-
κής περιόδου
Τα συνταγματικά κείμενα που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια των επαναστατικών χρόνων προσπάθησαν, όπως
τονίστηκε και παραπάνω (βλ. 13.2), για λόγους ιδεολογικής συνέχειας, να εδραιώσουν το δίκαιο του νέου κρά-
τους στο βυζαντινό του παρελθόν, παρουσιάζοντας το επαναστατημένο έθνος ως διάδοχη κατάσταση της Βυζα-
ντινής Αυτοκρατορίας και αναζητώντας στις ιστορικές αυτές αναφορές τον απαραίτητο συνεκτικό παράγοντα
για την ενότητα του νέου κράτους. Η πρώτη τέτοια αναφορά απαντά ελάχιστους μήνες μετά την επανάσταση,
όταν στις 15 Νοεμβρίου 1821 η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, που συντάχθηκε στα Σάλωνα
(Άμφισσα), καθόριζε, ανάμεσα στα άλλα, ότι ισχύον δίκαιο αποτελούσαν οι νόμοι «…τῶν ἀειμνήστων Χρι-
στιανῶν ἡμῶν αὐτοκρατόρων…». Με το ίδιο κείμενο δινόταν εντολή στον Άρειο Πάγο να παραφράσει στη νε-
οελληνική τα σχετικά χωρία των Βασιλικών (βλ. 8.2.1.3.2), αφού πρώτα τα θέσει στην κρίση των οικείων αρχιε-
ρέων. Κάνοντας ακόμη ένα βήμα, η Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (1/1/1822) στο Προσωρινόν Πολίτευμα
της Ελλάδος όρισε τη σύσταση επιτροπής για τη σύνταξη Κωδίκων Πολιτικών, Εγκληματικών και Εμπορικών,
τονίζοντας ότι μέχρι τότε ισχύον δίκαιο στην ελληνική επικράτεια για τις αστικές και ποινικές υποθέσεις θα
αποτελούν οι βυζαντινοί νόμοι, θέτοντας παράλληλα σε ισχύ για τα εμπορικά ζητήματα τον Γαλλικό Εμπορικό
Κώδικα. Στο ίδιο πλαίσιο θα κινηθούν και τα επόμενα συνταγματικά κείμενα. Ουσιαστικές μεταβολές στο θέμα
θα σημειωθούν μόνο με το Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος, το οποίο ψηφίστηκε το 1827 στην Τροιζήνα από
την Γ’ Εθνική Συνέλευση. Με το άρθρο, λοιπόν, 99 του Συντάγματος ανατέθηκε στην Βουλή η αρμοδιότητα, να
λάβει όλα εκείνα τα μέτρα, που ήταν απαραίτητα για τη δημιουργία κωδίκων με βάση τη γαλλική νομοθεσία,
επαναλαμβάνοντας ότι μέχρι και τη δημοσίευσή τους θα βρίσκονταν σε ισχύ οι βυζαντινοί νόμοι.

13.2.2. Η νομοθετική δραστηριότητα επί Καποδίστρια


Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας (1827-1831), κινούμενος μέσα στο ίδιο πλαίσιο, που είχαν θέσει τα προ-
ηγούμενα από αυτόν πολιτειακά κείμενα, κατανόησε από πολύ νωρίς τις δυσκολίες χρήσεως των Βασιλικών
(βλ. 8.2.1.3.2), εξαιτίας τόσο της μεγάλης τους έκτασης όσο και του δυσπρόσιτου χαρακτήρα της έκδοσής τους.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, με το ψήφισμα της 15ης Δεκεμβρίου 1828 Περί του Διοργανισμού των Δικαστηρίων
καθόρισε, στο άρθρο 38, ότι τα δικαστήρια κατά την απονομή της δικαιοσύνης όφειλαν ως προς τα «πολιτικά»
να εφαρμόζουν τους νόμους των αυτοκρατόρων, διευκρινίζοντας όμως ότι αυτοί θα αντλούνται όχι από τα
Βασιλικά αλλά από την Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου (βλ. 8.2.2.4και 11.2.2.1.). Για τις εμπορικές υποθέσεις

199
όφειλαν να ακολουθούν τον Εμπορικό Γαλλικό Κώδικα, ενώ μέχρι και την έκδοση ποινικού κώδικα έπρεπε να
εφαρμόζεται το Απάνθισμα των Εγκληματικών.
Η ισχύς της Εξαβίβλου ως νόμου του κράτους δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Για την επίλυση των δικα-
ϊκών προβλημάτων του νεοσύστατου κράτους ήταν απαραίτητη η υιοθέτηση ενός ευρύτερου πλέγματος νομο-
θετικών κειμένων, που θα αποκαθιστούσε μεν –πάντα για λόγους ιδεολογικούς– την επαφή με το βυζαντινό πα-
ρελθόν και τη νομική του πραγματικότητα, όπως αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί την περίοδο πριν την Άλωση, θα
εξυπηρετούσε όμως παράλληλα τις ανάγκες της νεοελληνικής κοινωνίας (βλ. 13.2.). Έτσι, με το διάταγμα της
15ης/27ης Αυγούστου 1830 (Παράρτημα, άρθρο 148), στο έργο του Αρμενόπουλου προσδόθηκε αποκλειστικά
και μόνο συμβουλευτικός χαρακτήρας, ενώ εξαγγέλθηκε η δημιουργία μίας συλλογής αυτοκρατορικών νόμων.
Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, ότι η πρόθεση του Καποδίστρια δεν πραγματοποιήθηκε εντέλει ποτέ, με αποτέ-
λεσμα τα δικαστήρια να συνεχίσουν να στηρίζουν τις αποφάσεις τους στον Αρμενόπουλο. Σε κάθε περίπτωση,
το ίδιο θέμα θα επανέλθει στο προσκήνιο με το Διάταγμα 64 στις 4 Δεκεμβρίου του 1830, όπου τονίζεται ότι,
για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή των κανόνων του Βυζαντινού Δικαίου, σκόπιμο ήταν να
δημιουργηθεί μία συλλογή νόμων που θα συγκροτείται κυρίως από τα Βασιλικά και τις μεταγενέστερες Νεαρές
(βλ. 8.2.1.3.5 και 8.2.1.4), ενώ και πάλι καθορίζεται ότι μέχρι τότε τα δικαστήρια θα πρέπει να συμβουλεύονται
την Εξάβιβλο, προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο στο έργο ισχύ νόμου.

13.2.3. Η συμβολή του Maurer στο νεότερο Ελληνικό Δίκαιο


Η δολοφονία του Καποδίστρια τον Οκτώβριο του 1831 και η ανάδειξη του Όθωνα ως πρώτου βασιλέα του
Νεοελληνικού Κράτους επέφερε αναπόφευκτα μεταβολές στην μέχρι τότε ακολουθούμενη δικαϊκή πολιτική.
Την περίοδο της ανηλικότητας του Όθωνα (1832-1835), ένα από ισχυρότερα μέλη της Αντιβασιλείας, ο τέως
καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου Georg Ludwig von Maurer (εικόνα 13.4), θα αναλάβει τους τομείς
της Παιδείας, της Εκκλησίας και της Δικαιοσύνης. Ο Βαυαρός καθηγητής, παρά τη σύντομη διαμονή του στην
Ελλάδα (2/2/1833-31/7/1834), υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος και επιτέλεσε σημαντικό νομοθετικό έργο. Σε δική
του πρωτοβουλία οφείλονται τόσο η σύνταξη του Ποινικού Νόμου όσο και του Οργανισμού των Δικαστηρίων,
ενώ στο ενεργητικό του θα πρέπει να ενταχθούν η Ποινική και η Πολιτική Δικονομία.

Εικόνα 13.4. Πορτραίτο του Georg Ludwig von Maurer. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό
κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

200
Ο Maurer θα δώσει, επίσης, ιδιαίτερη βαρύτητα στη συγκέντρωση των κατά τόπους εθίμων, όπως αυτά
είχαν διαμορφωθεί μέσα από ποικίλες επιδράσεις κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής, κυρίως, περιόδου.
Έχοντας ως αφετηρία τις απόψεις που κυριαρχούσαν την ίδια εποχή στον γερμανικό χώρο, θα αποστείλει προς
τα επαρχιακά ειρηνοδικεία και τους δημογέροντες (βλ. 12.2.2.2) εγκυκλίους με ερωτήματα, που αναφέρονταν σε
θέματα πατρικής εξουσίας, προίκας, νομής, κυριότητας κ.λπ. Απώτερος σκοπός αυτής της προσπάθειας ήταν,
αφενός μεν η σύνταξη ενός κώδικα που θα κάλυπτε το κενό που υπήρχε, αφετέρου δε ο εντοπισμός αναλογιών
με τα αρχαία Γερμανικά Δίκαια και η υποβάθμιση των επιδράσεων του Ρωμαϊκού Δικαίου, στην εισαγωγή
του οποίου ήταν αντίθετος. Τα αποτελέσματα, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν τα αναμενόμενα. Η ακρίβεια των
σχετικών απαντήσεων αμφισβητήθηκε, όχι μόνο γιατί περιέκλειε τον κίνδυνο παρερμηνειών, αλλά και γιατί
έθετε εκτός έρευνας όλα εκείνα τα εδάφη του Ελληνισμού, τα οποία κατά την περίοδο αυτή εξακολουθούσαν
να βρίσκονται κάτω από τουρκική κατοχή.
Η ανάκληση του Maurer στη Βαυαρία τον Ιούλιο του 1834, ύστερα από αγγλικές πιέσεις, έδωσε τέλος σε
αυτή την πρωτοβουλία, έφερε, όμως, παράλληλα στο προσκήνιο την προβληματική του εθίμου και την ανάδει-
ξή του ως διαπλαστικής πηγής του δικαίου.

13.2.4. Το διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου/7ης Μαρτίου 1835 (Διάταγμα της Αντιβασιλεί-
ας) και οι επιπτώσεις του
Με την αναχώρηση του Maurer και την ανάσχεση των προσπαθειών του, κατέστη επιτακτική η ανάγκη δημι-
ουργίας ενός ελάχιστου νομικού πλαισίου, μέσα στο οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει το νεοσύστατο ακόμη
κράτος. Με αυτόν τον στόχο, η Αντιβασιλεία εξέδωσε το 1835 δύο διαδοχικά διατάγματα που έθεταν εκ νέου σε
ισχύ την Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου (βλ. 8.2.2.4 και 11.2.2.1). Συγκεκριμένα, με Διάταγμα του Ιανουαρίου
ορίστηκε επιτροπή για τη μετάφραση του Γαλλικού Αστικού Κώδικα και την προσαρμογή του στις ανάγκες της
κοινωνίας. Σχεδόν ένα μήνα αργότερα, με το Διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου/7ης Μαρτίου καθορίστηκε ότι,
μέχρι την σύνταξη του Πολιτικού Κώδικα, εξακολουθούσε η ισχύς των νόμων των βυζαντινών αυτοκρατόρων,
όπως αυτοί περιέχονταν στην Εξάβιβλο. Παράλληλα, δινόταν προβάδισμα στην ισχύ των εθίμων όπως αυτά
είχαν καθιερωθεί από τη χρήση τους και την αναφορά τους στη δικαστική νομολογία («Οἱ πολιτικοὶ νόμοι τῶν
Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, οἱ περιεχόμενοι εἰς τὴν Ἑξάβιβλον τοῦ Ἀρμενοπούλου θέλουν ἰσχύει μεχρισοῦ
δημοσιευθῇ ὁ πολιτικὸς κώδηξ, τοῦ ὁποίου τὴν σύνταξιν διετάξαμεν. Τὰ ἔθιμα ὅμως ὅσα πολυχρόνιος καὶ ἀδιά-
κοπος συνήθεια ἤ ἀποφάσεις δικαστικαὶ καθιέρωσαν ὑπερισχύουν ὅπου ἐπεκράτησαν») (βλ. 11.1).
Το παραπάνω Διάταγμα άφηνε αρκετά κενά, για την κάλυψη των οποίων δεν ήταν σύμφωνοι οι σύγχρονοί
του νομικοί. Μερίδα από αυτούς υποστήριζε την αποκλειστική χρήση της Εξαβίβλου, ευελπιστώντας ότι το νο-
μικό αδιέξοδο, που θα δημιουργούσε, θα επέσπευδε τις διαδικασίες για την επεξεργασία και την εφαρμογή του
Γαλλικού Αστικού Κώδικα. Βέβαια, υπήρχαν και οι νομικοί εκείνοι, οι οποίοι διατείνονταν ότι τα κενά έπρεπε
να καλυφθούν από τα Βασιλικά (βλ. 8.2.1.3.2) και τις Νεαρές της ύστερης βυζαντινής περιόδου (βλ. 8.2.1.4),
αφού αυτά αποτελούσαν τις πηγές του Αρμενόπουλου και η ισχύς αυτών ακριβώς των νόμων είχε επικυρωθεί
από τα παλαιότερα διατάγματα. Η άποψη αυτή παρουσίαζε εξ ορισμού κάποια πρακτικά προβλήματα, αφού
την εποχή αυτή στον ελλαδικό χώρο υπήρχαν μόλις δύο αντίτυπα των Βασιλικών, η νέα έκδοση των οποίων είχε
ξεκινήσει δύο χρόνια νωρίτερα στη Λειψία. Το ίδιο δύσκολος, εξάλλου, ήταν και ο εντοπισμός του κειμένου
των Νεαρών, η έκδοση των οποίων πραγματοποιήθηκε εντέλει το 1857. Από τις δύο αυτές απόψεις, πιστότερη
στο πνεύμα των διαταγμάτων φαίνεται να είναι αυτή, που περιοριζόταν στη χρήση αποκλειστικά και μόνο της
Εξαβίβλου ως ισχύοντος δικαίου. Εξάλλου, μία τέτοια προσέγγιση φαίνεται ότι εξυπηρετούσε καλύτερα τη
στοιχειοθέτηση της ιδεολογικής συνέχειας του νέου Ελληνικού Κράτους όχι με την περίοδο της Τουρκοκρατί-
ας αλλά με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και μάλιστα με το τελευταίο διάστημα της ύπαρξής της πριν από την
κατάκτησή της από τους Οθωμανούς.

13.2.5. Η επιρροή της δυτικοευρωπαϊκής νομικής επιστήμης μετά τα μέσα του 19ου αιώνα
Η λύση της προσωρινής εφαρμογής του Βυζαντινού Δικαίου περιείχε, όπως τονίστηκε και παραπάνω (βλ.
13.2.4.), προβλήματα εξαιτίας της σπανιότητας των αντιτύπων των πηγών του. Η κατάσταση αυτή έστρεψε την
επιστημονική κοινότητα προς το να αναζητήσει την επικουρία ξένων συγγραμμάτων, τα οποία, μεταφρασμένα,
θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βοηθήματα όχι μόνο για τη διδασκαλία αλλά και για την εφαρμογή του

201
δικαίου από τους δικαστές. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η πλειονότητα των νομικών της εποχής είχε σπουδάσει
στη Γερμανία, όπου κυριαρχούσε η σχολή των Πανδεκτιστών, αναμενόμενο ήταν ότι ο Πανδέκτης (βλ. 5.5.4.3)
και γενικότερα το Corpus Juris Civilis (βλ. 5.5.4) και η διδασκαλία του, θα αποτελούσαν το επίκεντρο αυτής
της προσπάθειας. Πρωτοπόροι στάθηκαν δύο καθηγητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο
Γεώργιος Ράλλης και ο Μάρκος Ρενιέρης, οι οποίοι και μετέφρασαν το 1838 το βιβλίο του Ρωμαϊκού Δικαίου
του Ferdinand Meckeldey. Το εγχείρημα δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό, αλλά με σκοπό την ευρύτερη χρήση
του βιβλίου αποφάσισαν να αντιστοιχίσουν τις παραπομπές της ιουστινιάνειας νομοθεσίας (βλ. 5.5.4) με τα
χωρία των Βασιλικών (βλ. 8.2.1.3.2). Το έργο γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση, δεν κατάφερε όμως να επιλύσει τα
σημαντικά θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα που είχαν ανακύψει ανάμεσα σε αυτούς, που υποστήριζαν την
χρήση των βυζαντινών πηγών, σύμφωνα με το διάταγμα του 1835, και σε αυτούς που, επηρεασμένοι από τις
ευρωπαϊκές θεωρίες, στόχευαν στην εισαγωγή του δικαίου των Πανδεκτών. Οι υποστηρικτές των βυζαντινών
πηγών (Βασίλειος Οικονομίδης, Κωνσταντίνος Ρακτιβάν κ.ά.) έβλεπαν τις θέσεις τους να υποχωρούν και να
κερδίζουν σταδιακά έδαφος οι θεωρίες των Πανδεκτιστών, οι οποίες υποστηρίζονταν από όλο και περισσότερα
μέλη της επιστημονικής κοινότητας, με κύριο εκφραστή τους τον Παύλο Καλλιγά. Ο Καλλιγάς πίστευε ότι τα
κενά που δημιουργούσε η Εξάβιβλος έπρεπε να καλύπτονται από την ιουστινιάνεια νομοθεσία, παραβλέποντας
ηθελημένα τις βυζαντινές πηγές του δικαίου. Οι απόψεις του βρήκαν πρόσφορο έδαφος, κυρίως στους νομικούς
που είχαν σπουδάσει στη Γερμανία, και σύντομα ένας σημαντικός αριθμός βιβλίων σχετικών με το δίκαιο των
Πανδεκτών μεταφράστηκε, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο το Corpus Juris Civilis κύρια πηγή του δικαίου
της εποχής.

13.2.6. Η πορεία προς την εκπόνηση του ελληνικού Αστικού Κώδικα


Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας έχει και αυτός τη δική του ιστορία, η οποία ανάγεται αρκετά χρόνια πριν την
εισαγωγή του, σχετίζεται δε στενά με τις ιστορικές και δικαϊκές εξελίξεις στην Ευρώπη, απηχώντας τους προ-
βληματισμούς ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού πνεύματος και συμπυκνώνοντας πολλά και ετερόκλητα στοιχεία. Η
δημιουργία ενός Κώδικα Αστικού Δικαίου αποτέλεσε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τον στόχο αρκετών από
τις νομοθετικές πράξεις του νεοσύστατου ακόμη κράτους. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που την ίδια περίπου
εποχή είχε εκδοθεί ο Γαλλικός (1804) και ο Αυστριακός Αστικός Κώδικας (1811), γεγονότα που αποτέλεσαν
σημαντικά ορόσημα της ευρωπαϊκής δικαϊκής ιστορίας. Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το ιδεολογικό πλαίσιο, με
το Βασιλικό Διάταγμα του 1835 συστάθηκε ειδική επιτροπή για την προετοιμασία συγκρότησης ενός τέτοιου
Κώδικα. Η επιτροπή εργάστηκε για αρκετά χρόνια ρίχνοντας το βάρος σε κάποια ειδικά θέματα, χωρίς όμως
να καταφέρει να πετύχει τον στόχο της. Η εμφάνιση, μάλιστα, το 1836 μίας μετάφρασης του Γαλλικού Αστικού
Κώδικα περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, επηρεάζοντας σημαντικά τη δικαστική πρακτική και
αντικαθιστώντας αρκετές από τις ισχύουσες διατάξεις του Βυζαντινού Δικαίου. Στην κατεύθυνση αυτή συντέ-
λεσαν επίσης και κάποιοι νόμοι που αποσκοπούσαν στην προσαρμογή του δικαίου στη σύγχρονη πραγματικό-
τητα. Αξίζουν εδώ να αναφερθούν ο Νόμος της 11/12.8.1836 Περί Υποθηκών, ο Νόμος της 1/6.12.1836 Περί
Ενεχύρου, ο Νόμος της 21.6/10.7.1837 Περί διακρίσεως κτημάτων, ο Νόμος Τϟ΄/1856 Περί μεταγραφής της
κυριότητας των ακινήτων κ.λπ., με τον οποίο καταργείται το δικαίωμα προτίμησης, ο Νόμος ΤϟΑ΄/1856 Αστι-
κός Νόμος, που περιέχει γενικές διατάξεις περί προσώπων, ο Νόμος ΧΠΘ΄/1861 Περί ανηλίκων επιτροπείας,
χειραφεσίας και κηδεμονίας αυτών, ο Νόμος ΓΨΠ΄/1911 Περί διαθηκών, ο Νόμος 281/1914 Περί Σωματείων, ο
Νόμος 2228/1920 Περί διαζυγίου, ο Νόμος 2310/1920 Περί της εξ αδιαθέτου διαδοχής κ.ά.
Το 1874 θα εμφανιστεί ένα προσχέδιο Αστικού Κώδικα, βασισμένο και πάλι –τουλάχιστον σε επίπεδο
έμπνευσης– στον αντίστοιχο Γαλλικό, ενώ ανιχνεύονται και επιρροές τόσο από τον Ιταλικό όσο και από αντί-
στοιχους Κώδικες του Αγγλοσαξωνικού Δικαίου. Το προσχέδιο αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα
το 1911 μία νέα επιτροπή να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στην εκπόνηση ενός Κώδικα, έχοντας ως πρότυπο
αυτή τη φορά τον Γερμανικό Αστικό Κώδικα, ενώ παρατηρούνται επιδράσεις, ανάμεσα στα άλλα, και από τον
αντίστοιχο Ουγγρικό (1913). Η επιτροπή σταμάτησε να λειτουργεί το 1920 χωρίς να έχει εκπληρώσει την απο-
στολή της. Η διάδοχη επιτροπή, που θα ξεκινήσει τις εργασίες της το 1930, θα αποδειχθεί εντέλει πιο τυχερή,
όχι μόνο γιατί η επιστημονική κοινότητα ήταν περισσότερο ώριμη να δεχτεί την εισαγωγή ενός νέου Κώδικα
αλλά και γιατί η μεθοδολογία ήταν αρκετά διαφορετική από αυτή των προηγούμενων επιτροπών. Η εκκίνηση,
δηλαδή, αυτή την φορά δεν έγινε με βάση ένα από τα ξένα πρότυπα, αλλά δημιουργήθηκε εξ αρχής ένα νέο
σχέδιο, το οποίο συνδύαζε τη βυζαντινή νομική παράδοση με τις απαιτήσεις της σύγχρονης νομοθεσίας και όλα
αυτά μέσα από μία καλή εποπτεία των άλλων ευρωπαϊκών Κωδίκων. Παρά το καλό αυτό υπόβαθρο, το έργο της

202
επιτροπής αποδείχθηκε και πάλι επίπονο, αφού έπρεπε να αντιμετωπιστεί μία ιδιαίτερα σύνθετη και πολύπλοκη
δικαϊκή πραγματικότητα, την οποία συγκροτούσαν τόσο οι διάφορες ευρωπαϊκές επιδράσεις, όσο και η ισχυ-
ρή παρουσία τοπικών κωδίκων –πρόκειται για τον Ιόνιο (1841), τον Σαμιακό (1899) και τον Κρητικό Κώδικα
(1903) (βλ. 11.2.4). Παρ’ όλες αυτές τις αντιξοότητες, η εκπόνηση του Αστικού Κώδικα θα ολοκληρωθεί μέσα
σε δέκα χρόνια, για να εισαχθεί εντέλει το 1940 (Αναγκαστικός Νόμος 2250). Βέβαια, στην πραγματικότητα η
εφαρμογή του Κώδικα καθυστέρησε εξαιτίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής, που ακο-
λούθησε, για άλλα έξι χρόνια, για να ολοκληρωθεί ουσιαστικά μετά την απελευθέρωση στις 23 Φεβρουαρίου
1946, 125 ολόκληρα χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση, τερματίζοντας μία μακρά περίοδο δικαϊκής ασά-
φειας και αβεβαιότητας.

Βιβλιογραφία/Αναφορές
Bισβίζης, Ιάκωβος (1950). «Tο υπουργικόν σχέδιον του B. Διατάγματος της 23 Φεβρουαρίου 1835». Επετηρίς
του Αρχείου της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου 3, 1-7. (= Θέμις 60, 769-772).
Calasso, Francesco (1957). I Glossatori e la teoria della sovranità. Milano.
Δημακοπούλου, Χαρίκλεια (2008). Η πορεία προς σύνταξιν ελληνικού αστικού κώδικος. Η περίοδος των ανα-
ζητήσεων: 1822-1891. Συμβολή εις την Ιστορίαν του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Αθήνα (Επετηρίς του
Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, τ. 41, Παράρτημα 9).
Maiolo, Francesco (2007). Medieval Sovereignty. Bartolus of Saxoferrato and Marsilius of Padua. Delft.
Mancuso, Fulvio (2004). La teorica della simulazione nell’esperienza dei glossatori. Da Irnerio ad Accursio e
da Graziano a Giovanni Teutonico. Bologna.
Πανταζόπουλος, Νικόλαος (1966-1968). «Georg Ludwig von Maurer. Η προς ευρωπαϊκά πρότυπα ολοκλη-
ρωτική στροφή της νεοελληνικής νομοθεσίας» στο: Τιμητικός τόμος Ηλ. Κυριακόπουλου, σ. 1345-1506.
Θεσσαλονίκη.
Σταθόπουλος, Μιχαήλ (1994). «Τα έθιμα, ο Maurer και η νομοθετική πολιτική στον τομέα του Αστικού Δικαί-
ου τον 19ο αιώνα» στο: Αφιέρωμα στον Ανδρέα Α’ Γαζή, σ. 671-695. Αθήνα-Κομοτηνή.
Τριανταφυλλόπουλος, Κωνσταντίνος (1928). «Το νομοθέτημα περί Αρμενοπούλου και εθίμων και η έκθεσις
της νομοθετικής επιτροπής» στο: Πρώτον Συνέδριον των Δικηγορικών Συλλόγων του κράτους (Αθήνα
18-22 Δεκεμβρίου 1927), σ. 286-98. Αθήνα. (= Τσούκας, Παναγιώτης [επιμ.] 2009. Κωνσταντίνος Δ.
Τριανταφυλλόπουλος. Ἀπαντα, τ. Β1, σ. 387-400. Αθήνα.)
Τρωιάνος, Σπύρος (1996). «Η έρευνα και η εφαρμογή του βυζαντινού δικαίου από την ελληνική επιστήμη
κατά τον 19ο αιώνα» στο: Ένας κόσμος γεννιέται (επ. Χρυσός, Ευάγγελος), σ. 167-189, 348-354. Αθή-
να.
Wesener, Gutener (1997). «Die Rolle des Usus modernus pandectarum im Entwurf des Codex Theresianus.
Zur Wirkungsgeschichte des älteren gemeinen Rechts» στο: Wirkungen europäischer Rechtskultur.
Festschrift fürKarl Kroeschell zum 70, σ. 1363–1388. München.

203

You might also like