You are on page 1of 52

11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ.

- Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Νίκος
Μπαλάσκας Search this site

Αρχική Βιογραφία Χαιρετισμός Κριτικές Ζωηδαισία


Πυθαγόρεια Ομφή Ο Κόσμος της Ποίησης Ανθολογίες Ποίησης
Ιστορία Φιλοσοφία Μεταφράσεις Λεξιχημείες
Ορφικές Καθοσιώσεις Λέξεις και Μύθοι Φωτογραφίες
Σελίδα Επισκεπτών

Ιστορία > 2. Ιστορία της Μεσαιωνικής Ελλάδας >

2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ.


- Εισαγωγή
2.0. Χαρακτήρες της περιόδου

Βυζαντινή Αυτοκρατορία (ή Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία)


ονομάστηκε το κράτος, που αρχικά καταλάμβανε το γεωγραφικό χώρο της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη (πρώην Βυζάντιο), και με
χρονικά όρια 1123 ετών, που (συμβατικά) αρχίζουν από τα εγκαίνια της
Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330 και φτάνουν ως την άλωσή της από τους
Οθωμανούς Τούρκους, στις 29 Μαΐου του 1453. Τα γεωγραφικά όρια της
αυτοκρατορίας αυτής, στο εκτεταμένο χρονικό διάστημα της ζωής της άλλαξαν
πολλές φορές, αλλά στο μεγαλύτερο τμήμα του, περιελάμβαναν την Ιταλική
χερσόνησο, τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη
σημερινή Τυνησία καθώς και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου. Η εξέλιξη αυτή
αποτελεί της ύστερη φάση της ρωμαϊκής ιστορίας, που διαμορφώθηκε υπό την
επιρροή του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας, της χριστιανικής
πίστης και της ελληνορωμαϊκής πολιτικής θεωρίας, μετά από μετάθεση του πολιτικού
κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη και ελληνόφωνη Ανατολή.
Για μεθοδολογικούς σκοπούς τα εξελικτικά στάδια της ιστορικής πορείας της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας μπορούν να οριοθετηθούν ως εξής:
- Πρωτοβυζαντινή Περίοδος (330-610) που αντιστοιχεί στη φάση του
«Εκχριστιανισμένου Ελληνορωμαϊκού κράτους της Ανατολής».
- Μεσοβυζαντινή Περίοδος (610-1081) που αντιστοιχεί στη φάση της
«Εξελληνισμένης Αυτοκρατορίας της Χριστιανικής Ανατολής»
- Υστεροβυζαντινή Περίοδος (1081-1453) που αντιστοιχεί στη φάση της «Ελληνικής
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Η ονομασία «Βυζαντινός» προέρχεται από τη θέση της πρωτεύουσας που
κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στην περιοχή του αρχαίου Βυζαντίου, πόλης της
νοτιοανατολικής Θράκης στο Βόσπορο, της οποίας η ίδρυση επισημοποιήθηκε το 659
π.Χ. από ομάδα Μεγαρέων αποίκων, με πρώτο αποικιστή τον Βύζαντα (από την εποχή
μετά τον Τρωικό πόλεμο το 1150 π.Χ.), στον οποίο η πόλη όφειλε το όνομά της. Οι
αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονόμαζαν την Κωνσταντινούπολη
«Βυζάντιο», όνομα που κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Στα νεότερα
χρόνια τον όρο «βυζαντινός» χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1562 ο ιστορικός
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 1/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και


γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg),
που επέδειξε ζήλο στη μελέτη βυζαντινών όσο και κλασικών συγγραφέων,
συλλαμβάνοντας την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae (Σώμα Βυζαντινής
Ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του
Μέγα, μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε από τον
Γάλλο λόγιο και εκδότη Φίλιππο Λαμπέ (1607-1667), ο οποίος προλόγισε το δικό του
σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις "De Byzantinae historiae
scriptoribus...". Στα 1680 ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος,
νομισματολόγος και εκδότης Κάρολος Δουκάγγιος χρησιμοποίησε τον όρο για να
τιτλοφορήσει το βιβλίο του Historia Byzantina, που πραγματευόταν την ιστορία του
κράτους της Κωνσταντινούπολης. Η ορολογία αυτή, ωστόσο, δεν ήταν σε χρήση κατά
τη διάρκεια ύπαρξης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν τους
εαυτούς τους «Ρωμαίους», το κράτος ονομαζόταν «Ρωμανία», «Ρωμαΐς», «Ρωμαίων
κράτος» ή «Ρωμαίων πολιτεία», ο εκάστοτε αυτοκράτορας ονομαζόταν «Βασιλεύς
Ρωμαίων» και η πρωτεύουσα ήταν γνωστή και ως «Νέα Ρώμη».
Το Βυζάντιο αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο, αφού ο
Κωνσταντίνος αναγνωρίζεται ως ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας χωρίς να είναι
και ο τελευταίος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ενώ η αυτοκρατορία είναι η μόνη, που δεν
κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών, αλλά ήταν
αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο. Για χίλια περίπου χρόνια οι
Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές και κληρονόμους του ρωμαϊκού
μεγαλείου, κυριαρχούμενοι από τις ιδέες της οικουμενικότητας, της παγκόσμιας
ενότητας και κυριαρχίας, ενώ και η ίδια η Εκκλησία της Ρώμης διεκδίκησε ένα
κομμάτι από την ακτινοβολία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ρωμαϊκή ταυτότητα
επιβίωσε της πτώσης της αυτοκρατορίας. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η
ονομασία «Ρωμαίοι» χρησιμοποιήθηκε για να αναφερθεί στο σύνολο της
πολυεθνοτικής ορθόδοξης κοινότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ μετά την
ίδρυση του ελληνικού εθνικού κράτους οι όροι «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη»
χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την ορθόδοξη και λαϊκή όψη της νεοελληνικής
ταυτότητας.

2.1. Η επιλογή της πρωτεύουσας

Αν και προήλθε από την πόλη της Ρώμης, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την είχε
ήδη υπερβεί από τον 3ο αιώνα μ.Χ.. Το 212 η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μετατράπηκε σε
οικουμενική αυτοκρατορία, όταν με διάταγμα του αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-
217) αποδόθηκε η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της
αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως καταγωγής και εθνικότητας, οπότε οι διαφορές των
υπόλοιπων υπηκόων με τους κατοίκους της Ρώμης αμβλύνθηκαν και τελικά ατόνησαν.
Στα τέλη του 3ου αιώνα η Ρώμη από πρωτεύουσα μετατράπηκε σε επαρχία της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 293 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (285-305)
εισήγαγε ένα νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την τετραρχία, με το οποίο
η αυτοκρατορική εξουσία διαμοιραζόταν σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας
από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που
ονομαζόταν υπαρχία. Ως πρωτεύουσες όρισε για το ένα τμήμα την πόλη Τρεβήρους
στην Γαλατία, για το δεύτερο τμήμα την Νικομήδεια της Βιθυνίας, για το τρίτο
τμήμα το Σίρμιο στα Βαλκάνια και για το τέταρτο τμήμα που περιλάμβανε την Ιταλία
δεν όρισε πρωτεύουσα την Ρώμη αλλά το Μεδιολάνο, δηλαδή το σημερινό Μιλάνο.
Έτσι η πόλη της Ρώμης έπαυσε να είναι και θεσμικά η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο Διοκλητιανός ανέλαβε το τμήμα που είχε πρωτεύουσα την
Νικομήδεια της Βιθυνίας, μια πόλη που είναι σχεδόν απέναντι από την
Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι το κέντρο βάρους της
αυτοκρατορίας έτεινε να μετακινηθεί προς την ανατολή, σε περιοχές όπου
επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο. Ο Διοκλητιανός και όχι ο Κωνσταντίνος ήταν
εκείνος που έκανε το πρώτο αποφασιστικό βήμα, όσον αφορά την αποστασιοποίηση
από την πόλη της Ρώμης.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 2/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Όταν ο Κωνσταντίνος το 324 επανένωσε διοικητικά την αυτοκρατορία


αναζήτησε νέο κέντρο στην Ανατολή, εκεί που είχε καταφύγει και ο Διοκλητιανός
μερικές δεκαετίες νωρίτερα και επειδή δεν υπήρχε πόλη ικανή για έναν τόσο
σημαντικό ρόλο υποχρεώθηκε να την κτίσει ή να επεκτείνει και να επαναθεμελιώσει
ήδη υπαρκτή πόλη, οι δε διαδικασίες οικοδόμησης ή επέκτασης άρχισαν μόλις ένα
χρόνο μετά την επανένωση της αυτοκρατορίας δηλαδή το 325. Στα πλαίσια αυτά
κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη που εγκαινιάστηκε το 330 στην θέση της αποικίας
του αρχαίου Βυζαντίου, Η επιλογή της τοποθεσίας δεν ήταν τυχαία, αλλά σύμφωνη με
τα πλαίσια της παγανιστικής ιερής γεωγραφίας δεδομένου ότι η πόλη ισαπείχε σε
σχέση με την Ρώμη από την Δωδώνη (όπως συνέβαινε και με την Αθήνα και την
Σπάρτη), ενώ οι δύο πόλεις είναι αμφότερες επτάλοφες. Η δυνατότητα εύκολης
οχύρωσής της και η εν γένει στρατηγικότητα της τοποθεσίας προφανώς
ισχυροποίησαν την επιλογή του Κωνσταντίνου, με την οποία αναγνωρίστηκε η
αποδοχή μιας σειράς βασικών θεμάτων, όπως η μετάθεση του κέντρου βάρους από τη
Δύση στην Ανατολή, η ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του
Χριστιανισμού, με τις άλλες θρησκείες, η επίδραση των χριστιανικών αρχών στη
νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις, η εδραίωση της πρωτεύουσας σε
σφαίρα επιρροής της ελληνικής γλώσσας και η πραγματοποίηση σημαντικών
συνακόλουθων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της
αυτοκρατορίας.
Η Κωνσταντινούπολη οικοδομήθηκε ακολουθώντας τα πρότυπα της πόλης
της Ρώμης και κατά κάποιο τρόπο αποτελούσε συνέχειά της. Η μεταφορά της
πρωτεύουσας το 330 από την Νικομήδεια στην Κωνσταντινούπολη (και όχι από την
Ρώμη, όπως αόριστα πιστεύεται) έγινε στα πλαίσια μιας εσκεμμένης και ενσυνείδητης
προσπάθειας δημιουργίας μιας νέας πρωτεύουσας για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
που οδήγησε στην επαναθεμελίωσή της (και όχι στη δημιουργία νέου κράτους). Όταν
τελικά ο Θεοδόσιος χώρισε το 395 διοικητικά την αυτοκρατορία σε Ανατολικό και
Δυτικό τμήμα, η Ρώμη δεν επανάκτησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε χάσει από
το 293, αφού και πάλι το Μιλάνο (και από το 402 η Ραβέννα) έγινε πρωτεύουσα του
Δυτικού τμήματος και όχι η Ρώμη. Η πτώση της Ραβέννας από εισβολές γοτθικών
φύλων το 476 σήμανε το τέλος της ζωής του Δυτικού τμήματός της, αλλά η Ρωμαϊκή
αυτοκρατορία συνέχισε να υπάρχει στο Ανατολικό τμήμα της και μετά το 476,
αλλάζοντας σταδιακά χαρακτηριστικά μέχρι το 1453, με πρωτεύουσα πλέον την
Κωνσταντινούπολη.

2.2. Εθνολογική σύνθεση

Κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή


Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιελάμβανε
όλον τον πολιτισμένο, τότε, μεσογειακό κόσμο, αφού την εποχή εκείνη η Περσία των
Σασσανιδών ήταν το μόνο άλλο γνωστό οργανωμένο κράτος. Εθνολογική βάση της
αυτοκρατορίας ήταν ένα ιδιότυπο ελληνόφωνο μίγμα ελληνικών, εξελληνισμένων,
ελληνιζόντων (μιμούμενων τους Έλληνες) ή ελληνοκοπούντων (με επιδεικτική
υπερβολή στη μίμηση αυτή) πληθυσμών, όπως αυτό διαμορφώθηκε σε όλη τη λεκάνη
της Μεσογείου, μετά τους τρεις ελληνικούς αποικισμούς, και ύστερα από τη
μακρόχρονη (επί 6 αιώνες) διακυβέρνηση της περιοχής από τα ελληνικά βασίλεια των
μακεδονικών χρόνων και την βαθύτατα επηρεασμένη από τον ελληνικό πολιτισμό
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην τεράστια επικράτειά της, η οποία απλωνόταν σε τρεις
ηπείρους, συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί Ρωμαίοι,
Αρμένιοι, Σύροι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών
(Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), λαοί της Χερσονήσου του Αίμου, καθώς και
υπολείμματα νεότερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων. Όλοι αυτοί
αυτοονομάζονταν Ρωμαίοι, και σε σημαντικό βαθμό ήταν αφοσιωμένοι στην
Εκκλησία και στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Ήδη από την μακεδονική εποχή είχαν εμφανιστεί ισχυρές τάσεις επιγαμίας
μεταξύ των μεσογειακών λαών. Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές
προκαταλήψεις, αφού δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν για συμβίωση οποιονδήποτε
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 3/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

λαό και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία, όπως
συνέβη αρκετές φορές. Παρόλα αυτά πρέπει να αναγνωρισθεί ότι κύριος κορμός της
εθνολογικής σύνθεσής του κράτους ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, ενώ, δεδομένου
ότι απαραίτητη προϋπόθεση ήταν οι νεοεισερχόμενοι να είναι χριστιανοί και να
μιλούν ελληνικά, οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν σταδιακά τα κοινά
χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και της ελληνικής γλώσσας, που
λειτούργησαν ενοποιητικά, . Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τα χρόνια
των Αντωνίνων, τον 2ο αιώνα, είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική ειδικά στην
Ανατολή, επί Ηρακλείου επικράτησε πλήρως και καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα
του κράτους.
Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε και η αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής
ιδιοσυστασίας λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, προκειμένου
να επανδρωθούν οι ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δύσης, ενώ, μετά
την απώλεια της Αιγύπτου και της Συρίας, τον 7ο αιώνα, σημειώθηκε ριζική
διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την
επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε πλέον
και αριθμητικά.

2.3. Πολιτική θεωρία

α. Η αυτοκρατορική ιδέα

Η έννοια της αυτοκρατορικής ιδέας προέρχεται από την οικουμενικότητα της


Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία έχοντας την πλήρη κυριαρχία σε όλη σχεδόν την
Ευρώπη και κάνοντας τη Μεσόγειο Ρωμαϊκή λίμνη, είχε την παντοδυναμία στον τότε
γνωστό κόσμο. Έτσι ο αυτοκράτοράς της λογιζόταν μοναδικός αυτοκράτορας όλου
του κόσμου. Αυτό συνεχίστηκε και στην περίοδο του Βυζαντίου, ακόμη και όταν αυτό
είχε χάσει πλέον την έκταση και τη δύναμη που κατείχε στα χρόνια της ακμής του.
Στο Ρωμαϊκό κράτος της Χριστιανικής ανατολής ο αυτοκράτοράς ήταν ο εκλεκτός του
Θεού και ηγέτης όλων των υπολοίπων κρατών. Ο στόχος τόσο του ιδίου όσο και της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν η οικουμενικότητα. Το Βυζάντιο προσπάθησε
επανειλημμένα να διατηρήσει και να ανακαταλάβει τις χαμένες περιοχές του πρόωρα
καταλυμένου Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους.

β. Κρατική οργάνωση

Ο κρατικός μηχανισμός του Βυζαντίου θεωρείται ιδιαίτερα οργανωμένος για


την εποχή του. Στα χρόνια μετά την ολοκληρωμένη αποκατάσταση του
αυτοκρατορικού καθεστώτος στην Κωνσταντινούπολη, περί το 850 μ.Χ., το κράτος
ήταν χωρισμένο σε 29 διοικητικές περιφέρειες που ονομάζονταν Θέματα (17 θέματα
στην Ασία και 12 στην Ευρώπη) ως εξής:
Ανατολικόν (μεσόγειο, στην κεντρική και νοτιοανατολική Μικρά Ασία, μεσόγεια
Φρυγία, Πισιδία, Λυκαονία, με κυριότερες πόλεις το Αμόριο και το Ικόνιο),
Θρακήσιον (στη Βορειοδυτική Μικρά Ασία, παράλια της Ιωνίας, Λυδία, Καρία, με
έδρα την Έφεσο και κύριες πόλεις την Ιεράπολη και την Λαοδίκεια),
Οψίκιον (που σχηματίστηκε γύρω από το Obsequium[=υπακοή], μια στρατιά
φρουρών που παλαιότερα βρίσκονταν υπό την άμεση διοίκηση του αυτοκράτορα κι
εκτείνονταν στις περιοχές της Βιθυνίας και Παφλαγονίας, με έδρα την Νίκαια και
κυριότερες πόλεις το Δορύλαιον και την Κύζικο),
Οπτιμάτον (που σχηματίστηκε από τους Επίλεκτους [optimus=άριστος] πολεμιστές με
έδρα την Νικομήδεια και δεύτερη πόλη την Χρυσόπολη),
Βουκελλαρίων (που σχηματίστηκε από τους «Παράσιτους»
[βουκελλάριους=τρεφόμενους από εκείνους με τους οποίους έμεναν, bucella=άρτος]
στη Γαλατία, με κυριότερη πόλη την Άγκυρα),
Παφλαγονία, (μεσόγεια περιοχή ανατολικά της Άγκυρας κοντά τον Εύξεινο Πόντο)
Αρμενιακόν (από την ποντική Καππαδοκία μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και τον
Ευφράτη, με κύριες πόλεις την Αμάσεια, τα Ίβυρα, την Αμισό, την Νεοκαισάρεια και
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 4/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

την Σινώπη). Η σύγχυση του θέματος αυτού με το γειτονικό κράτος της Αρμενίας
έγινε αιτία να θεωρηθούν εσφαλμένα Αρμένιοι πολλοί επιφανείς Έλληνες
Καππαδόκες, όπως ο Προαιρέσιος, ο Αρεταίος και ο Στράβων, αλλά και αρκετοί
αυτοκράτορες, μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας Καππαδόκης Ηράκλειος.
Χαλδία (Παράλιος Πόντος με έδρα την Τραπεζούντα),
Μεσοποταμία (πέρα από τον ποταμό Ευφράτη),
Κολώνεια (μεσόγειο στο βάθος της Μ.Ασίας, γειτονικό της Μεσοποταμίας δυτικά του
Ευφράτη),
Χαρσιανόν (νότια Καππαδοκία, δυτικά του Ευφράτη, με έδρα την πόλη Σεβάστεια),
Λυκανδός (δυτικά του Ευφράτη, με έδρα την πόλη Λυκανδό),
Σελεύκεια (Κιλικία, απέναντι από την Κύπρο, με έδρα την πόλη Σελεύκεια),
Κιβυρραιωτών (ή Καραβουσιάνων, δυτική παραλία της Μ.Ασίας, περιλαμβανομένης
και της Ρόδου, με έδρα την Μίλητο),
Κύπρος,
Σάμος (με έδρα την Σμύρνη),
Αιγαίον (Κυκλάδες),
Θράκη (Ανατολική Θράκη με έδρα την Τραϊανούπολη),
Μακεδονία (Θράκη περί την Αδριανούπολη με έδρα την πόλη της Αδριανούπολης),
Στρυμών (εντός της κοιλάδος του ποταμού Στρυμόνος),
Θεσσαλονίκη (Από Πηνειό μέχρι και Χαλκιδική με έδρα την πόλη της
Θεσσαλονίκης),
Ελλάς (Στερεά Ελλάς με έδρα ίσως τη Θήβα, άλλες πόλεις Αθήνα και Χαλκίδα),
Πελοπόννησος (με έδρα την Κόρινθο),
Κεφαλληνία (όλα τα Επτάνησα με έδρα την Κεφαλληνία),
Νικόπολις (Αιτωλία, Ακαρνανία με έδρα την πόλη της Νικοπόλεως),
Δυρράχιον (με έδρα την πόλη του Δυρραχίου),
Λογγιβαρδία (Βάρις, Καπιτανάτα με έδρα την Βάρη),
Σικελία (Καλαβρία, Βρεττία, Απουλία, Λευκανία [Βασιλικάτα] με κύριες πόλεις το
Ρήγιον και τον Κρότωνα)
και Χερσών (Βόρειος Εύξεινος, Ταυρική Χερσόνησος με έδρα την πόλη της
Χερσώνος).
Αποδιδόμενα συνήθως στον Ηράκλειο, τα Θέματα ήταν διοικητικές
υποδιαιρέσεις της αυτοκρατορίας, όπου ένας στρατηγός εκτελούσε και στρατιωτικά
και πολιτικά καθήκοντα. Ο Ηράκλειος εμπνεύστηκε τα Θέματα από τον θεσμό των
Εξαρχάτων, που ήταν απομονωμένες βυζαντινές νησίδες σε περιοχές όπου
κυριαρχούσαν οι εχθροί της αυτοκρατορίας. Ο ίδιος προερχόταν από το Εξαρχάτο της
Καρχηδόνας.
Η Κεντρική Διοίκηση που υποστήριζε τον αυτοκράτορα στην πρωτεύουσα,
ήταν εξαιρετικά καλά οργανωμένη και περιλάμβανε την Κυβέρνηση με τους εξής
αξιωματούχους:
Μάγιστρος (Πρωθυπουργός [άρχων, επιστάτης]),
Λογοθέτες (Υπουργοί, λογοθέσιο λεγόταν το υπουργείο),
Λογοθέτης του Δρόμου (Δημοσίων Σχέσεων [αρχικά Επικοινωνιών]), Λογοθέτης
Γενικού (Οικονομικών),
Λογοθέτης Ειδικού (Προμηθειών [αυτοκρατορικής περιουσίας]), Λογοθέτης
Στρατιωτικών (Στρατιωτικών [οικονομικά του στρατού]), Λογοθέτης Πραιτωρίου
(Δικαστηρίων),
Λογοθέτης Αγελών (Ίππων [των επί των ζώων φόρων]),
Κοιέστωρ Ιερού Παλατίου (Δικαιοσύνης, quaestor = ανακριτής), Ορφανοτρόφος
(Κοινωνικής Πρόνοιας).
Στην κεντρική διοίκηση υπήρχαν ακόμη Κόμητες (Υφυπουργοί), Κριτές
(Δικαστές), Κόμης Ιερών Δωρεών (Υφυπουργός Οικονομικών), Κόμης Ιδιοκτησιών,
(Κρατικής Περιουσίας) που αντικαταστάθηκε από τον Σακελλάριο (Διαχειριστής του
αυτοκρατορικού βαλαντίου), ενώ οι Κατώτεροι Οικονομικοί Υπάλληλοι ονομάζονταν
Σεκρετικοί, Σκρινιάριοι και Παλατίνοι.
Η Περιφερειακή Διοίκηση εξάλλου περιλάμβανε τους εξής αξιωματούχους:
Δούκας (Διοικητής Θέματος),
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 5/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Πραίφεκτος (Περιφερειάρχης),
Πρωτονοτάριος (πολιτικός άρχων του θέματος),
Έπαρχος (Διοικητής Επαρχίας),
Κατεπάνος (Έπαρχος της Κάτω Ιταλίας),
Κοιαίστωρ επαρχίας (με αρμοδιότητα την αστυνόμευση των παρεπιδημούντων,
quaestor = ανακριτής),
Σύμπονος (Βοηθός Έπαρχου)
και οι Χαρτουλάριοι Θέματος και Σακελλίου (Ταμίες των Θεμάτων).
Πέραν αυτών το άμεσο περιβάλλον του Αυτοκράτορα πλαισιωνόταν από
πολυάριθμους Βαθμούχους της Αυλής (προσωπικούς Συμβούλους του Αυτοκράτορα)
κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής:
Υπερπρωτοπανσεβαστοϋπέρτατος (Ύψιστος τίτλος για τον ίδιο τον αυτοκράτορα),
Σεβαστοκράτωρ και Πανυπερσέβαστος (τίτλος που από τα χρόνια των Κομνηνών
αποδιδόταν στον αδελφό του αυτοκράτορα),
Σεβαστός και Πανσέβαστος (Πατέρας, μητέρα και άλλοι συγγενείς του αυτοκράτορα),
Δεσπότης (Τίτλος των υιών του αυτοκράτορα, πλην του πρωτότοκου που ονομαζόταν
Συμβασιλεύς)
Παρακοιμώμενος (Φύλακας της βασιλικής κλίνης, έμπιστος με σημαντική επιρροή
στον αυτοκράτορα),
Κουροπαλάτης (Υπεύθυνος για την επιτήρηση της αυλής, έμπιστος με μεγάλη
επιρροή στα πολιτικά δρώμενα),
Αρχιτελετάρχης (Προϊστάμενος του ιερού κοιτώνα του αυτοκράτορα), Βεστιάριος και
Πρωτοβεστιάριος (Ιματιοφύλαξ και Αρχιιματιοφύλαξ υπεύθυνοι για τα βασιλικά
ενδύματα),
Βεστήτωρ (Αυτός που έβαζε στον αυτοκράτορα τα ρούχα του, διαφορετικός από τον
βεστιάριο που τα φύλαγε),
Ασηκρήτις και Πρωτασηκρήτις (Γραμματεύς εξ απορρήτων [a secretis]),
Κοντόσταυλος (Ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος, ανάλογος του Υποστράτηγου,
αρχικά σήμαινε Σταβλάρχης),
Στράτωρ και Πρωτοστράτωρ (Αρχικά σήμαινε ιπποκόμος και γενικεύτηκε για τους
υπηρετούντες στο άτακτο ιππικό),
Μανδάτωρ (Αγγελιοφόρος),
Σιλεντιάριος (Ησυχοποιός, , υπεύθυνος για την επιβολή ησυχίας),
Κομμερκιάριος (Τελώνης),
Μαρκίων (Ακρίτας, τίτλος αντίστοιχος του Μαρκήσιου),
Αποκρισάριος (Πρεσβευτής),
Παπίας (Φύλακας των ανακτόρων, κλειδοκράτορας του παλατιού, γνωστή η έκφραση
«έκανε την πάπια», διότι συνήθως απέφευγαν την προσωπική ανάμιξη σε περίπτωση
ταραχών),
Οστιάριος (Θυρωρός [<ostium=στόμα, είσοδος]),
Εταιρειάρχες (Σωματοφύλακες του αυτοκράτορα).
Επιπλέον οι επόμενοι τίτλοι απονέμονταν σε διακεκριμένα άτομα κυρίως με
τιμητικό χαρακτήρα:
Ύπατος και Δισύπατος (Τιμητικός τίτλος Συγκλητικών),
Ανθύπατος και Πρωτανθύπατος (Τιμητικός τίτλος Συγκλητικών),
Σπαθάριος και Πρωτοσπαθάριος (Τίτλος αποδιδόμενος στους μεγαλύτερους
ιδιοκτήτες που υπηρετούσαν ως αξιωματικοί),
Βέστης και Πρωτοβέστης (Υπεύθυνοι ένδυσης του αυτοκράτορα [vestis = ένδυμα], ως
τιμητικός τίτλος αποδιδόταν σε υψηλόβαθμα στελέχη),
Κονσουλάριος (Σύμβουλος),
Κουβικουλάριος και Σπαθαροκουβικουλάριος (Θαλαμηπόλος του αυτοκράτορα),
Κανδιδάτος και Σπαθαροκανδιδάτος (Ο έχων προσόντα να είναι υποψήφιος για
δημόσια θέση),
Πριμικήριος (Αξιωματούχος της Εκκλησίας προϊστάμενος υποδιακόνων, γενικότερα
επικεφαλής κάθε διοίκησης, π.χ. πριμικήριος των Βεστιαρίων),
Πραιπόσιτος (Επόπτης του βασιλικού κοιτώνος συνήθως ευνούχος [από τον 6ο αι. τον
διαδέχτηκε ο παρακοιμώμενος]),
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 6/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Πανκέρνης (Υπεύθυνος για τα φαγητά στα αυτοκρατορικά γεύματα),


Οφικιάλιος (Αξιωματούχος),
Ποτεστάστος (Εξουσιοδοτημένος αξιωματούχος, εξουσιαστής, κυβερνήτης [potestas =
δύναμη])
Χωροδεσπότης (Άρχοντας που εξουσιάζει μια περιοχή, φεουδάρχης).
Οι κυριότεροι φόροι που εισπράττονταν ήταν:
- ο έγγειος (ένα είδος δεκάτης επί των προϊόντων)
- το καπνικόν (άµεσος, τακτικός φόρος που βάρυνε κάθε εστία που κάπνιζε, δηλαδή
όλα τα σπίτια)
- το αερικόν (είδος κεφαλικού φόρου επιβαλλόμενου προς απόκτηση από μέρους των
υπηκόων του δικαιώματος να αναπνέουν)
- τα τελωνιακά δικαιώματα
- τα λιμενικά δικαιώματα
- ο φόρος επί των ζώων (φόρος για την κόπρο των ζώων, που λεγόταν και
"χρυσάργυρον")
- το χαρτιατικόν (εισφορά που εισπραττόταν προς όφελος των φορολογικών
υπαλλήλων των επιφορτισμένων με την αναθεώρηση των κτηματολογίων)
- ο φόρος κληρονομιών
- ο φόρος ανευρισκομένων θησαυρών
- φόρος αντικατάστασης στρατιωτικής υπηρεσίας.

γ. Άμυνα

Ο Βυζαντινός στρατός αποτελούσε τη φυσική συνέχεια των Λεγεώνων της


αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διατηρούσε το ίδιο επίπεδο πειθαρχίας,
δυναμισμού και οργάνωσης και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν η πιο ισχυρή και
αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη της Ευρώπης. Το πεζικό, όπως και στην εποχή
της Ρώμης, έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στις Βυζαντινές νίκες. Οι άνδρες του συνήθως
έφεραν αλυσιδωτό θώρακα, μεγάλες ασπίδες και κρατούσαν κοντάρια και ξίφη. Υπό
ικανή ηγεσία, συνιστούσαν ένα από τα καλύτερα σώματα πεζικού στον κόσμο. Οι
μεταρρυθμίσεις του στρατού, που διατηρήθηκαν και στο Βυζάντιο, άρχισαν από τον
Διοκλητιανό, ο οποίος, αντί να διατηρήσει το παραδοσιακό πεζικό με τις βαριές
λεγεώνες, το διαίρεσε σε συνοριακές και κεντρικές μονάδες, ενώ η σημασία του
ιππικού αυξήθηκε. Οι συνοριακές μονάδες (limitanei) επάνδρωναν τα Ρωμαϊκά
συνοριακά φρούρια (limes). Οι κεντρικές μονάδες αντίθετα έμεναν στο εσωτερικό και
έσπευδαν όπου υπήρχε ανάγκη, είτε για επιθετικούς, είτε για αμυντικούς σκοπούς,
καθώς και για καταστολή στάσεων. Οι μονάδες αυτές διατηρούνταν σε πολύ υψηλό
επίπεδο μαχητικότητας και είχαν προτεραιότητα από τις συνοριακές σε μισθούς και
προμήθειες. Το κεντρικό πεζικό ήταν οργανωμένο σε συντάγματα (numerus) των
1.200 ανδρών. Κάθε σύνταγμα υποστηριζόταν από ένα απόσπασμα τοξοτών και
ελαφρού πεζικού. Λίγα είναι γνωστά για τα συνοριακά στρατεύματα. Το παλαιό
σύστημα των κοόρτεων διατηρήθηκε εκεί και μόνο το ιππικό αναδιοργανώθηκε.
Στρατολογούνταν από τις γύρω περιοχές και φαίνεται πως ήταν κακοπληρωμένοι και
σχετικά παραμελημένοι, αλλά βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή και είχαν μεγάλη
πολεμική εμπειρία, που ήταν χρήσιμη σε μεγάλες μάχες και πολιορκίες.
Το Βυζαντινό ιππικό, οπλισμένο συνήθως με τόξα, λόγχες και ξίφη,
ελαφρύτερα από τους δυτικούς ιππότες, ήταν ιδανικά προετοιμασμένο να πολεμάει
στις πεδιάδες της Ανατολίας και βόρειας Συρίας, που από τον 7ο αιώνα ήταν ο κύριος
χώρος αναμέτρησης με το Ισλάμ.. Οι βαριά οπλισμένοι ιππείς ονομάζονταν
Κατάφρακτοι, όνομα που διατηρήθηκε από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι και το
τέλος του Μεσαίωνα. Οι Κατάφρακτοι ήταν τρομεροί αλλά και πειθαρχημένοι
πολεμιστές. Άνθρωπος και άλογο ήταν βαριά θωρακισμένοι, και οι ιππείς έφεραν
λόγχες, τόξα και δευτερεύοντα όπλα. Ήταν λιγότερο ευέλικτοι από άλλους ιππείς
αλλά η αποτελεσματικότητά τους στο πεδίο της μάχης ήταν καταστροφική για τους
αντιπάλους. Οι βαρύτερα οπλισμένοι Κατάφρακτοι λέγονταν Κλιβανοφόροι. Το
ιππικό αποτελούσε περίπου το 1/4 του συνόλου των στρατευμάτων. Το ήμισυ περίπου
ήταν βαρύ ιππικό, οπλισμένο με λόγχη και ξίφος και θωρακισμένο με αλυσιδωτό
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 7/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

θώρακα. Ορισμένοι διέθεταν τόξα αλλά προορίζονταν μόνο για να υποστηρίζουν την
επέλαση παρά για ανεξάρτητες αψιμαχίες. Το 15% περίπου μιας στρατιάς
αποτελούνταν από Καταφράκτους και Κλιβανοφόρους, που χρησιμοποιούνταν σαν
δύναμη κρούσης. Υπήρχαν ακόμα ιπποτοξότες και διάφορα άλλα είδη ελαφρού
ιππικού. Το ελαφρύ ιππικό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στα συνοριακά στρατεύματα
όπου εκτελούσε κυρίως αναγνωριστικές αποστολές.
Στις τάξεις του Βυζαντινού στρατού περιλαμβάνονταν συχνά και
στρατεύματα προερχόμενα από πολλές διαφορετικές εθνικές ομάδες, που
συμπλήρωναν και υποστήριζαν τον τακτικό Βυζαντινό στρατό. Οι ξένοι στρατιώτες
ήταν γνωστοί με την ελληνοποιημένη ονομασία «Φοιδεράτοι», δηλαδή «ομόσπονδοι-
σύμμαχοι» και συνέχισαν να αποκαλούνται έτσι μέχρι και τον 9ο αιώνα. Έκτοτε, οι
ξένοι μισθοφόροι έγιναν γνωστοί ως «Εταιρείαι» και συνήθως υπηρετούσαν στην
αυτοκρατορική φρουρά. Η δύναμη αυτή διαιρούνταν στην «Μεγάλη Εταιρεία», τη
«Μέση Εταιρεία» και τη «Μικρά Εταιρεία», που διοικούνταν από τους αντίστοιχους
Εταιρειάρχες. Πιθανότατα, ο διαχωρισμός αυτός γινόταν με θρησκευτικά κριτήρια.
Κατά την περίοδο των Κομνηνών οι μονάδες των μισθοφόρων διαιρούνταν απλά κατά
εθνότητα και ονομάζονταν σύμφωνα με τη χώρα προέλευσής τους: Ιγγλίνοι (Άγγλοι),
Φράγκοι, Σκυθικοί, Λατινικοί κτλ. Κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Θεόφιλου
αναφέρονται ακόμη και Αιθίοπες μισθοφόροι. Οι μονάδες αυτές, κυρίως οι Σκυθικοί,
χρησιμοποιούνταν και σαν αστυνομική δύναμη στην Κωνσταντινούπολη.
Η πιο διάσημη μισθοφορική δύναμη ήταν οι θρυλικοί Βάραγγοι, μια μονάδα
που ξεκίνησε από τους 6.000 Ρώσους, που ο πρίγκιπας του Κιέβου Βλαδίμηρος Α’
έστειλε στον Βασίλειο Β’ στα 988. Οι τρομερές μαχητικές ικανότητες αυτών των
πελεκυφόρων, τυφλά πιστών στον αυτοκράτορα (εφόσον τους αντάμειβε με αρκετό
χρυσάφι), τους καθιέρωσε σαν ένα επίλεκτο σώμα, που σύντομα αναδείχθηκε στην
προσωπική σωματοφυλακή του αυτοκράτορα. Αργότερα προσελήφθησαν επίσης
πολλοί Σκανδιναβοί και Αγγλοσάξονες (μετά τη νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας).
Προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και δεν διαλύθηκαν παρά μόνο
μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις της Τέταρτης
Σταυροφορίας στα 1204. Άλλος τύπος στρατεύματος ήταν οι Κεφαλάδες, οι
στρατιωτικοί αξιωματούχοι που προέρχονταν μόνο από τις τάξεις των βυζαντινων
αρχόντων και ονομάζονταν «άρχοντες από σπαθίου». Τέλος οι Σχολές αποτελούσαν
την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα και σχηματίστηκαν για να αντικαταστήσουν
την πραιτοριανή φρουρά που διαλύθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄.
Η Στρατιωτική Διοίκηση σχηματίζονταν από τους εξής βαθμούς
αξιωματούχων: Μέγας Δομέστικος (Αρχηγός στρατού), Στρατηγοί (Στρατιωτικοί
Διοικητές Θεμάτων), Τουρμάρχες (Υποδιοικητές Θεμάτων), Δρουγγάριος
(Ταξίαρχος, χιλίαρχος), Δομέστικοι (Συνταγματάρχες), Κλεισουράρχες (Διοικητές
διαβάσεων [δερβένια >δερβέναγας]), Δομέστιχος των Σχολών της Ανατολής (αρχηγός
επίλεκτων ταγμάτων) και Δομέστιχος των Σχολών της Δύσης. Κατώτεροι βαθμούχοι
ήταν ο Μεράρχης, ο Ταξιάρχης, ισοδύναμος με τον Χιλιάρχη, ο Κένταρχος
(Εκατόνταρχος) και οι Πεντηκόνταρχοι (Λοχαγοί). Υπήρχαν ακόμη Οπλιτάρχης,
Στρατοπεδάρχης και Κοντόσταυλος (Υποστράτηγος). Ειδικά Τάγματα ήταν οι Σχολές
(βασιλικός στρατός), οι Εταιρείες (μισθοφόροι της βασιλικής φρουράς), τα Εξκούβιτα
(Εξκουβίτορες = κοιμώμενοι έξω από το παλάτι φρουρώντας τον βασιλέα) και το
τάγμα των Ικανάτων (Ικανάτον = σώμα επίλεκτων στρατιωτών [από το ικανός]).
Η Ναυτική Διοίκηση σχηματιζόταν αντίστοιχα από τους εξής βαθμούχους:
Μέγας Δρουγγάριος (Αρχηγός ναυτικού), Δρουγγάριος Πλωίμου (Αρχηγός στόλου),
Δρουγγάριος (Ναύαρχος), Αμιράλιος (Ναύαρχος), Δρουγγαροκόμης ( Διοικητής
δρόμωνα), Πρωτοκάραβοι και Ναύκληροι.

δ. Δικαιοσύνη

Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' ήταν ο πρώτος που προχώρησε στη σύνθεση


ενός νομικού κώδικα υπό τον γενικό τίτλο Codex Theodosianus, που περιελάμβανε
μόνον έδικτα σε διάφορα θέματα τα οποία είχαν εκδώσει αυτοκράτορες από την εποχή
του Κωνσταντίνου Α΄, 306-337. Μετά από το θάνατο του Θεοδοσίου το 395 οι δύο
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 8/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

διάδοχοί του κυβέρνησαν ως συναυτοκράτορες, ο ένας αρμόδιος για τα θέματα της


ανατολής και ο άλλος για τα θέματα της δύσης, τα δύο μισά όμως ποτέ δεν ενώθηκαν
ξανά. Όταν ο Ιουστινιανός ήρθε στην εξουσία το 527 ως κυβερνήτης του ανατολικού
μισού, ένας από τους στόχους του ήταν να ενημερωθούν και να κωδικοποιηθούν όλοι
οι νόμοι, καθώς εξαιτίας των κοινωνικών αλλαγών, οι νόμοι που υπηρέτησαν τις
προηγούμενες γενεές χρειάζονταν αναθεωρήσεις για να γίνουν λειτουργικοί στην
εποχή του, διαγράφοντας εκείνους που είχαν περιπέσει σε αχρηστία και αποβάλλοντας
οποιοδήποτε είδος αντινομίας. Έτσι προέκυψαν 4 ιστορικής σπουδαιότητας νομικά
έργα:
-Εισηγήσεις: Μια αναμόρφωση των εισηγήσεων του Γάιου, του 2ου αι.
-Πανδέκτης: Οι απόψεις 39 δικηγόρων, που έζησαν στη χρονική περίοδο από τον
Αύγουστο ως τον Ιουστινιανό.
-Κώδικας: Όλα τα διατάγματα που εκδόθηκαν από τους προηγούμενους αυτοκράτορες
και ήταν ακόμα σε ισχύ.
-Νεαραί: Νέοι νόμοι του αστικού δικαίου. Από τον 16ο αι. το έργο ονομάζεται Cοrpus
Juris Civilis.
Ο αυτοκράτορας των βυζαντινών χρόνων είχε περιβληθεί την αίγλη της θείας
χάριτος και του σωτήρος, που τον οριοθετούσαν ως μοναδικό και απόλυτο νομοθέτη
του βυζαντινού κράτους, αιτιολογώντας παράλληλα την έλλειψη διακριτής δικαστικής
εξουσίας σε μια κοινωνία αρχόντων και αρχομένων. Ο μοναδικός φραγμός στην
απόλυτη εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα ήταν ο ίδιος ο Νόμος, εξαιτίας της
ανάγκης του ως ηγεμόνος για σταθεροποίηση της θέσης του. Το κοινόν ανάμεσα στον
μονάρχη και το κράτος είναι ένα συμβόλαιο που στηρίζεται σε πρακτικούς και όχι
μεταφυσικούς συλλογισμούς.
Ο αυτοκράτορας, λοιπόν, στο Βυζάντιο βρισκόταν στην κορυφή ως υπέρτατος
δικαστής και η δικαιοσύνη απονεμόταν είτε από τον ίδιο προσωπικά, είτε δια μέσου
κρατικών λειτουργών που αντιπροσώπευαν την ανώτατη εξουσία και είχαν δικαστικές
αρμοδιότητες, όπως ο έπαρχος της πόλεως, ο πραίτωρ των δήμων ή ο κοιαίστωρ.
Επειδή όμως οι κρατικοί λειτουργοί δε γνώριζαν με ακρίβεια τους νόμους,
χρησιμοποιούσαν ως βοηθούς για την έκδοση των αποφάσεων νομομαθείς. Η
συμμετοχή του αυτοκράτορα και η εποπτεία του στη δεύτερη περίπτωση απονομής
δικαιοσύνης εξασφαλιζόταν είτε μέσω του κονσιστώριου, ενός είδους εφετείου για
όλα τα δικαστήρια της αυτοκρατορικής επικράτειας ή μέσω απαντήσεων σε αιτήσεις
δικαστών και ιδιωτών.
Μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 6ου και 7ου αι. τη δημόσια δικαιοσύνη
απένεμαν οι επαρχιακοί διοικητές (έξαρχοι), στους οποίους οφειλόταν εν μέρει και η
φθορά του δικαστικού μηχανισμού εξαιτίας του συχνού χρηματισμού των κρατικών
λειτουργών. Η ουσιαστική αναδιοργάνωση του δικαστικού συστήματος έγινε από τον
Βασίλειο Α΄, τον Λέοντα ΣΤ΄ και τον γιο του. Με τη χορήγηση μισθών, τις
υποχρεωτικές σπουδές δικαίου και τον όρκο να υπηρετούν την αλήθεια, οι δικαστές
απέκτησαν σημαντική ανεξαρτησία από τους εκάστοτε τοπικούς άρχοντες. Βοηθητικό
ρόλο στη δικαιοσύνη είχαν οι συνήγοροι και οι νοτάριοι ή ταβουλάριοι, οργανωμένοι
σε συντεχνίες.
Παρόλα αυτά η αταξία στη διαχείριση της δικαιοσύνης στις επαρχίες, οι
περίπλοκες διαδικασίες, η απελευθέρωση του επαγγέλματος του δικηγόρου και οι
παρεμβάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων οδήγησαν για άλλη μια φορά την
αστική δικαιοσύνη σε παρακμή και συνεπώς σε προσπάθεια αναδιοργάνωσης. Επί
βασιλείας Ανδρόνικου Β΄ διορίστηκε δωδεκαμελές δικαστήριο κριτών που έπαιρνε
ομόφωνα τις αποφάσεις του και τα διατάγματά του εκτελούνταν αμέσως, ακόμη και
από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Γρήγορα το δωδεκαμελές δικαστήριο διαλύθηκε
εξαιτίας του εμφυλίου του Ανδρόνικου Β΄ με τον εγγονό του Ανδρόνικο Γ΄ και μετά
τη νίκη του τελευταίου ιδρύθηκε νέο τετραμελές αποτελούμενο από δύο λαϊκούς και
δύο κληρικούς νομομαθείς, γεγονός που προσέδωσε σημαντική δύναμη στην
εκκλησία, όσον αφορούσε στην εκδίκαση αστικών υποθέσεων. Παρόλο που έγιναν
σημαντικές καταχρήσεις και οι ένοχοι εξορίστηκαν, αυτός ο θεσμός διατηρήθηκε ως
το τέλος της αυτοκρατορίας με διάφορες προσαρμογές που στόχευαν στην κατά
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 9/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

περίπτωση αντιμετώπιση πρακτικών αλλαγών. Επί της ουσίας βέβαια η διαχείριση και
ο έλεγχος της δικαιοσύνης πέρασε οριστικά στα χέρια της εκκλησίας.
Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η εκκλησία απέκτησε το δικαίωμα
να τιμωρεί με ποινές αστικού δικαίου τους αιρετικούς, αντιμετωπίζοντας το αδίκημα
της αίρεσης ως έγκλημα. Οι ποινές περιελάμβαναν συνήθως δήμευση της περιουσίας
και αποκλεισμό από δημόσιες θέσεις, ενώ οι κατηγορούμενοι απειλούνταν με
διαπόμπευση και εξορία. Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα οι αξιώσεις της
χριστιανικής ιεραρχίας στην κοσμική δύναμη αυξήθηκαν πολύ και η πρωτόγονη
απλότητα της συμπεριφοράς των Χριστιανών χάθηκε ανεπίστρεπτα.. Χάρη στις
δωρεές η εκκλησία απέκτησε τεράστια περιουσία και ο κλήρος εισέβαλε στις λόγιες
τάξεις, αναλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στην αυτοκρατορική αυλή.
Είναι γεγονός ότι ο βυζαντινός νομοθέτης είναι περισσότερο ανθρώπινος στο
νομοθετικό του έργο και είναι τόσο έντονες οι διαφορές σε σχέση με ορισμένες
αρχαίες ρωμαϊκές περί δικαίου αντιλήψεις, ώστε δεν μπορεί κανείς παρά να στραφεί
στην ιδεολογική επίδραση του χριστιανικού ηθικού παραδείγματος, ή στις επιδράσεις
του Στωικισμού, για να ερμηνεύσει τις αντιθέσεις. Για παράδειγμα τα έδικτα που
απαγόρευαν την έκθεση νεογνών και περιόριζαν τη σκληρότητα προς τους σκλάβους,
όπως και εκείνα που αφορούσαν στη μοιχεία, το διαζύγιο και τα αφύσικα εγκλήματα
φέρουν έντονη τη σφραγίδα μιας διαφορετικής αντίληψης για την ηθική. Η εκκλησία
υποστήριζε επίσης την πολιτική δύναμη εκείνων που θεωρούσε φίλους της και
επεδίωξε τη συμμετοχή της στο διοικητικό σύστημα. Οι επίσκοποι μετά τον 6ο αιώνα
έκριναν υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου, στις οποίες ενέχονταν κληρικοί (και
αργότερα και λαϊκοί), ενώ παρενέβαιναν στην πορεία της πολιτικής δικαιοσύνης μέσω
του θεσμού του ασύλου.
Η ποινή στο ρωμαϊκό δίκαιο της βυζαντινής περιόδου ήταν κυρίως πράξη
ανταποδοτική για την αποκατάσταση της έννομης τάξης και έτσι παρέμεινε ως το
τέλος της αυτοκρατορίας, παρά τις προσπάθειες να ορισθεί ως σκοπός της ποινής η
γενική και ειδική πρόληψη. Στη βάση της ποινικής δίωξης βρισκόταν η αρχή της
υπαιτιότητας, δηλαδή της ψυχικής σχέσης του δράστη με την πράξη του, ως
αποτέλεσμα νοητικής και συναισθηματικής ωρίμανσης. Οι ποινές που εφήρμοζε το
βυζαντινό δίκαιο ως φυσική συνέχεια των ποινών του ρωμαϊκού δικαίου
περιελάμβαναν τη θανάτωση, τον εξανδραποδισμό, τον ακρωτηριασμό, το σωματικό
κολασμό, την κουρά, τη διαπόμπευση, την εξορία, τη δήμευση. Εκτός από την ηθική
απαξία και την οικονομική εξαθλίωση που συνεπάγονταν ποινές όπως αυτή της
κουράς, της εξορίας και της δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων, παρατηρείται μια
καταφανής αγριότητα στις περιπτώσεις της θανατικής ποινής, της διαπόμπευσης και
του ακρωτηριασμού και του σωματικού κολασμού. Ακόμα και ο Γεωργικός Νόμος
του 7ου-8ου αι. προέβλεπε ακρωτηριασμό στην περίπτωση που έκοβε κανείς
σταφύλια ή καρπούς σε ξένη ιδιοκτησία, και φραγγελισμό στην περίπτωση που τα ζώα
κάποιου διέφευγαν της προσοχής του και έμπαιναν σε ξένη γη.
Εξανδραποδισμός προβλεπόταν για τους μάγους και τους μάντεις με μια
σειρά νόμων. Ο Κωνστάντιος Β' καταδίκασε αδιάκριτα όλους τους οιωνοσκόπους και
τους προφήτες που γνώρισε ο αρχαίος ρωμαϊκός κόσμος και τους χαρακτήρισε
εχθρούς της ανθρώπινης φυλής, (humani generis inimici). Ο θάνατος ως ποινή και
μάλιστα δια πυράς προβλεπόταν για τους παραχαράκτες του βυζαντινού νομίσματος,
καθώς η παραχάραξη χρυσού νομίσματος σύμφωνα με τον ιουστινιάνειο κώδικα
αποτελούσε πράξη εσχάτης προδοσίας. Για τα χάλκινα νομίσματα η ποινή ήταν
δήμευση περιουσίας, εξορία ή καταναγκαστικά έργα. Η μαστίγωση, η κουρά, η
ρινότμηση και η διαπόμπευση των δύο μοιχών, ή η θανάτωση του μοιχού από τον
απατημένο σύζυγο ήταν αναμενόμενη σε περίπτωση μοιχείας, ενώ για τη μοιχαλίδα
συνήθης τιμωρία ήταν ο εγκλεισμός σε μοναστήρι. Η πορνεία είχε ευνοϊκή
αντιμετώπιση, διότι μπορούσε να είναι πολύ προσοδοφόρα και ως εκ τούτου
ευεργετική για το κρατικό θησαυροφυλάκιο μέσω της φορολογίας, αφού οι πόρνες
καταγράφονταν ονομαστικά σε καταλόγους και φορολογούνταν.
Παραδειγματικό χαρακτήρα στο βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο είχε η πρόσθετη
ποινή της διαπόμπευσης (πομπεία), η οποία επιβαλλόταν σε οποιοδήποτε άτομο
ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης ή φύλου. Συνήθως διαπομπεύονταν κλέφτες,
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 10/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

κοττιστές, παιδεραστές, εμπρηστές (πριν θανατωθούν), στρατιώτες και αξιωματικοί


για διάφορα πλημμελήματα, καθώς και μοναχοί ή ιερείς. Οι κλέφτες ειδικότερα
σφραγίζονταν στο μέτωπο με πυρακτωμένη σφραγίδα, αν είχαν συλληφθεί για πρώτη
φορά. Σε περίπτωση υποτροπής, η συνήθης κατάληξη ήταν ο ακρωτηριασμός.

ε. Πολεοδομική οργάνωση

Η πόλη-κράτος της κλασικής περιόδου υπέστη σημαντικές αλλαγές κατά την


μακεδονική περίοδο με την εισαγωγή της χωροταξικής μονάδας της συνοικίας και τις
επακόλουθες πολεοδομικές αλλαγές που επέφερε το σύστημα της μοναρχίας με τα
μεγάλα τείχη, τα ανάκτορα, τους ιπποδρόμους και τα πολυτελή λουτρά. Αυτά τα
πολεοδομικά στοιχεία διατηρήθηκαν και στις μεταγενέστερες ρωμαϊκές πόλεις στον
ελληνικό γεωγραφικό χώρο, δημιουργώντας τις ιστορικές συνέχειες για τη
διαμόρφωση της βυζαντινής πόλης.
Στην ύστερη αρχαιότητα η βυζαντινή πόλη αναδείχτηκε μέσα από τον
πολεοδομικό μετασχηματισμό παλαιότερων πόλεων, την αλλαγή ονομασίας, ακόμη
και την αλλαγή χώρου και πληθυσμών, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της
Θεσσαλονίκης μετά την καταστροφή που υπέστη από τους Σαρακηνούς. Η βυζαντινή
πόλη κατά τον 4ο αιώνα, οχυρωμένη κατά το ρωμαϊκό πρότυπο και υπό τη διαρκή
πίεση επιδρομών, φαίνεται πως διαφοροποιήθηκε σχετικά με το οικιστικό παρελθόν
της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου, καθώς εγκαταλείφθηκαν τα δημόσια κτήρια,
καταργήθηκαν οι ναοί, τα αρχαία θέατρα και τα γυμναστήρια και τα οικοδομικά υλικά
της αρχαιότητας ανακυκλώθηκαν με πρόχειρο τρόπο για να εξυπηρετήσουν ανάγκες
στέγασης μετακινούμενων πληθυσμών. Από πολεοδομική άποψη σε πόλεις που
διαμορφώθηκαν κατά την αρχαιότητα διατηρήθηκε το ιπποδάμειο σύστημα, όπως
έγινε στη Θεσσαλονίκη και στη Δημητριάδα, ενώ εισάχθηκαν νέα στοιχεία
εξοπλισμού που σχετίζονταν με υδραγωγεία, δεξαμενές, λουτρά και αποθήκες.
Δεδομένων των επιδράσεων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου, η πόλη
κατά την ύστερη αρχαιότητα φαίνεται πως βρισκόταν σε διαδικασία μετάπλασης,
εξαιτίας των πολλαπλών πιέσεων που ασκήθηκαν από αλλεπάλληλες επιδρομές στον
ελληνικό γεωγραφικό χώρο. Τα βασικά χαρακτηριστικά της πόλης σε αυτή την
περίοδο είναι διάφορα οικιστικά σύνολα στο πλαίσιο της συνοικίας και πολεοδομικά
στοιχεία όπως οι οχυρωματικές κατασκευές, τα κοσμικά κτήρια σε αντιπαράθεση με
τους λατρευτικούς χώρους, οι δρόμοι και οι πλατείες ως τόποι συνάθροισης και
ψυχαγωγίας, οι εμπορικοί και βιοτεχνικοί χώροι, όπως και τα νεκροταφεία. Γενικά η
πόλη της πρώιμης βυζαντινής περιόδου αποτελούσε αναπόσπαστη συνέχεια της
αρχαίας τειχισμένης πόλης με διασταυρούμενες λεωφόρους.
Στους οχυρωμένους οικισμούς της παλαιοχριστιανικής περιόδου
παρατηρείται απουσία κεντρικού σχεδιασμού και ειδική μέριμνα για τις οχυρώσεις
που αντανακλούσαν την κοινωνική ανησυχία που επέβαλαν οι συχνές επιδρομές. Ο
χαρακτηρισμός πόλη αποδίδεται ανάλογα με το μέγεθος και τις εμπορικές
δραστηριότητες που δίνουν έμφαση στον οικονομικό χαρακτήρα της πόλης. Οι πόλεις
της ύστερης αρχαιότητας από τον 7ο αιώνα και μετά αντικαταστάθηκαν από κάστρα,
που ενίσχυσαν τον αμυντικό χαρακτήρα της αυτοκρατορίας, ενώ κατά τον 9ο αιώνα
φαίνεται πως απόκτησαν και πάλι τον αστικό χαρακτήρα τους με την αναγέννηση της
οικονομίας και την ανασύσταση οικισμών πάνω στα ερείπια αρχαιότερων πόλεων που
εγκαταλείφθηκαν (Πάτραι, Λακεδαίμων, Κόρινθος κ.ά.). Στον 10ο αιώνα πλέον οι
πόλεις ήταν καλά οχυρωμένες και εξελίχτηκαν σε εκκλησιαστικά και διοικητικά
κέντρα, με πλούσια γεωργική και οικονομική δραστηριότητα, όπως φαίνεται από το
παράδειγμα της Θεσσαλονίκης και της Αδριανούπολης. Οι αμυντικές ανάγκες της
αυτοκρατορίας φαίνεται πως ήταν ο κύριος άξονας σχεδιασμού των πόλεων κατά τον
7ο αιώνα. Οι πόλεις σε μια διαδικασία μετασχηματισμού έχουν μορφή κάστρων που
εποπτεύουν οδικές αρτηρίες και την επικοινωνία γενικότερα στη βυζαντινή
επικράτεια. Ο μετασχηματισμός αυτός, ήδη διακριτός από την περίοδο του
Ιουστινιανού με επεμβάσεις και επισκευές οχυρώσεων, είχε τον χαρακτήρα ενίσχυσης
του αμυντικού συστήματος. Στον 9ο αιώνα στο γενικότερο πλαίσιο της οικονομικής
ευμάρειας και της αναγέννησης του αστικού βίου οικιστικά κέντρα όπως είναι η
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 11/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Κόρινθος και η Πάτρα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους
αναδημιουργούνται πάνω στα ερείπια των αρχαιότερων πόλεων. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα στον 10ο αιώνα πόλεων καλά οχυρωμένων που λειτούργησαν ως
εκκλησιαστικά και διοικητικά κέντρα, ως καταφύγια του αγροτικού πληθυσμού με
πλούσια γεωργική και οικονομική δραστηριότητα, όπως φαίνεται από τα
παραδείγματα της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης, της Χαλκίδας και της Θήβας
με τα γεωργικά και κτηνοτροφικά τους προϊόντα και τη βιοτεχνική παραγωγή,
δραστηριότητες που υποδηλώνουν σαφή εξειδίκευση και καταμερισμό εργασίας.
Σημαντική πόλη με ηγετικό ρόλο κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο η
Θεσσαλονίκη χαράχτηκε σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα και τις
διασταυρούμενες λεωφόρους και διέθετε αγορά ήδη από την ρωμαϊκή εποχή που
μετατράπηκε μερικώς αργότερα σε κιστέρνα (τεχνητή δεξαμενή [<αρχαία ελληνική
κίστη = κιβώτιο]), αλλά και κοσμικά κτήρια με ανάκτορα, ιππόδρομο και θέατρο
(Γαλεριανό συγκρότημα) και παλαιοχριστιανικούς ναούς, όπως ο Αγ. Δημήτριος και η
Αχειροποίητος.
Η ύστερη βυζαντινή πόλη αντανακλούσε εν μέρει τη συρρίκνωση που
υπέστη η αυτοκρατορία ως σύνολο, αλλά απόκτησε βαρύνοντα ρόλο στη διοικητική
συγκρότησή της, ενώ το τείχος όριζε και ταυτόχρονα περιόριζε τον αστικό χώρο,
ακόμη και σε «πόλεις-εμπόρια», όπως η Θεσσαλονίκη. Οι πόλεις ήταν οργανωμένες
σε συνοικίες, με έμφαση στην εμπορική συνοικία που αναδείκνυε και την οικονομική
τους σημασία. Ο κοινωνικός ιστός φαίνεται πως αναπτυσσόταν γύρω από το κάστρο
με απλά ή διπλά τείχη, στα οποία διέμεναν οι αρχές και οι άρχοντες, ενώ στον
ατείχιστο χώρο απλώνονταν οι συνοικίες και το εμπορείο, εκτός των τειχών, όπως
φαίνεται από το παράδειγμα του Μυστρά και της Αδριανούπολης. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στην πόλη της ύστερης βυζαντινής πόλης φαίνεται να παρουσιάζει ο
δημόσιος χώρος που διαμορφώθηκε με επίκεντρο τη θρησκευτική ζωή μάλλον παρά
τον ιππόδρομο και τις πλατείες, που φαίνεται ότι έχασαν τη σημασία τους μετά τον 7ο
αιώνα. Βασική διοικητική μονάδα για τη συγκρότηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας,
η πόλη ως κατεπανίκι με διευρυμένη δικαιοδοσία στον περιβάλλοντα χώρο, διατήρησε
την οχύρωσή της και την οργάνωσή της σε συνοικίες, αλλά η έμφαση μετατοπίστηκε
στην εμπορική συνοικία, εκεί δηλαδή που η πόλη λειτουργούσε συλλογικά ως
οικονομική οντότητα, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της Μονεμβασιάς, ενώ
ταυτόχρονα το τείχος έγινε καθοριστικό για τον κοινωνικό διαχωρισμό ανάμεσα στους
άρχοντες, τους μέσους και τον δήμο. Στον ατείχιστο χώρο απλώνονταν συχνά οι
συνοικίες και το εμπορείο, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της Αδριανούπολης με
τη διπλή σειρά τειχών της ή τον Μυστρά που εμφανίζει την ίδια ανάπτυξη στο ζήτημα
της οχύρωσης.

στ. Κοινωνική δομή

Η Πρωτοβυζαντινή Περίοδος χαρακτηρίζεται από τον εκφεουδαρχισμό της


αγροτικής κοινωνίας, που βασίστηκε στην ανάπτυξη ισχυρού ιερατείου σε
συνδυασμό με την ισχυροποίηση της γαιοκτητικής φεουδαρχικής αριστοκρατίας, ενώ
διατηρήθηκε μικρός αριθμός δούλων και πολλών αποίκων (coloni), που σταδιακά
εξομοιώθηκαν με τους δούλους. Οι χωροδεσπότες φεουδάρχες ήταν κάτοχοι από
κληρονομιά, βασιλική δωρεά ή κατάκτηση εκτεταμένης περιοχής, παρέμεναν
υποτελείς σε ανώτερους φεουδάρχες με γενικό επικυρίαρχο τον βασιλιά και
πρόσφεραν στον βασιλιά στρατιωτική βοήθεια, βοήθεια σε δίκες ή συμβούλια και
κάποτε χρηματική βοήθεια.
Στη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής Περιόδου η αγροτική φεουδαρχική
κοινωνία σταθεροποιήθηκε, παράλληλα με την εξαφάνιση της δουλείας και την
ανάπτυξη ελεύθερων γεωργών σε συντροφικές κοινότητες. Με την πάροδο του
χρόνου προκλήθηκε φθορά των ελεύθερων γεωργών και αύξηση των μισθωτών
εργατών, που οδήγησε στη δημιουργία στρατιωτικής κάστας και στη σταδιακή
μετατροπή των αγροτών σε δουλοπάροικους, οι οποίοι αποτελούσαν μέρος του
κτήματός τους και άλλαζαν κύριο μαζί μ' αυτό, είχαν προσωπική οικονομία ζώντας
από τα προϊόντα του κτήματος και πλήρωναν μεγάλο φόρο σε είδος στον κύριό τους.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 12/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Στα χρόνια μετά το 867, στα πλαίσια της σταθεροποιημένης φεουδαρχικής δομής,
άρχισε η ανάπτυξη ελεύθερων βιοτεχνών και η πλήθυνση των δουλοπάροικων.
Κατά την Υστεροβυζαντινή Περίοδο σημειώθηκε περαιτέρω προοδευτικά
αυξανόμενη ισχυροποίηση των περιφερειακών φεουδαρχών, ενώ παράλληλα με τους
δουλοπάροικους η καλλιέργεια της γης γινόταν και από αγρολήπτες (επίμορτους
καλλιεργητές ή κολλήγες), οι οποίοι δεν είχαν δικό τους κτήμα, καλλιεργούσαν ξένα
κτήματα και έπαιρναν ένα μέρος από τα προϊόντα του ξένου κτήματος που
καλλιεργούσαν..
Όλη η περίοδος του Μεσαίωνα χαρακτηρίζεται επομένως από το
αποκεντρωμένο σύστημα διακυβέρνησης του φεουδαλισμού, που συνιστούσε μια
αλληλουχία υποτέλειας και υποχρεώσεων μεταξύ των ηγεμόνων και των
χωροδεσποτών (φεουδάρχες), και αυτών με τους δουλοπάροικους ή τους εργάτες
που καλλιεργούσαν τη γη του φέουδου. Ήταν μια πυραμιδοειδής δομή, όπου ο
ηγεμόνας είχε περιορισμένες δυνατότητες και βασιζόταν στην ανταπόκριση των
φεουδαρχών στις υποχρεώσεις τους, για να συγκεντρώσει δυνάμεις για να
αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα και μετά αυτές οι δυνάμεις διαλύονταν για να
επιστρέψουν στη διάθεση του τοπικού χωροδεσπότη με στόχο την καλλιέργεια της
γης. Οι χωροδεσπότες είχαν συγκεντρωμένα στα χέρια τους δικαιώματα για να
επιβάλλουν φόρους και να δικάζουν τους υποτελείς τους. Ολόκληρη η κοινωνική και
οικονομική δραστηριότητα βρισκόταν περιορισμένη στο χώρο. Οι χωρικοί ήταν
προσδεμένοι στο κτήμα του φεουδάρχη, χωρίς δυνατότητες αντίληψης των
πραγμάτων πέρα από την καθημερινότητα του φέουδου και τις υποχρεώσεις τους σε
αυτό. Η ισχνή παραγωγή ανήκε κατά μεγάλο μέρος στο χωροδεσπότη και μόλις
αρκούσε να θρέψει τον πληθυσμό.
Κατά την κύρια περίοδο του Μεσαίωνα μια σειρά από βελτιώσεις της
αγροτικής και βιοτεχνικής τεχνολογίας και πρακτικής, όπως η εφαρμογή της τριετούς
αμειψισποράς, η χρήση νέου άροτρου και η εκτεταμένη χρήση νερόμυλων και
αργαλειών, προκάλεσαν αύξηση της παραγωγής. Σταδιακά, η παραγωγή που πλεόναζε
και μπορούσε να πουληθεί έναντι χρημάτων, αντί της ανταλλαγής που συνηθιζόταν
παλιότερα. Ο εκχρηματισμός των συναλλαγών, βοήθησε στην αντικατάσταση των
υποχρεώσεων με χρήματα, και στην ελεύθερη μεταβίβαση κτημάτων. Η απώθηση του
Ισλάμ από την Ευρώπη, η δημογραφική ανάπτυξη, η αύξηση της παραγωγής με
συνέπεια την ύπαρξη πλεονάσματος και η υιοθέτηση νέων χρηματοπιστωτικών
τεχνικών, έθεσαν τις βάσεις για μια εμπορική επανάσταση. Το αγροτικό πλεόνασμα
μπορούσε να διατεθεί για την αγορά εμπορικών προϊόντων και έτσι ένα δίκτυο
εμπορικών δρόμων αναπτύχθηκε μεταξύ των πόλεων. Εκεί άρχισαν να ακμάζουν οι
άνθρωποι που ασχολούνταν με το εμπόριο, οι οποίοι ανερχόμενοι ανέλαβαν μέρος της
διακυβέρνησης στην Ευρώπη στα χρόνια της Αναγέννησης.

ζ. Μοναχισμός

Η Εκκλησία ασκούσε κατά τον Μεσαίωνα καταλυτική επιρροή σε θέματα


παιδείας και πολιτισμού. Την περίοδο εκείνη οι επίσκοποι διαδραμάτιζαν σημαντικό
ρόλο στη διακυβέρνηση εξαιτίας της δύναμης που τους έδινε το γεγονός ότι ήξεραν
γραφή και ανάγνωση. Τα πρώιμα χρόνια της μεσαιωνικής περιόδου παρουσιάστηκε
μία τάση μοναχισμού. Κύρια αιτία του μοναχισμού ήταν η εκκοσμίκευση (δηλαδή, η
απόδοση κοσμικού χαρακτήρα στη θρησκευτική ζωή), με αποτέλεσμα όλο και
περισσότεροι χριστιανοί να καταφεύγουν στο μοναχισμό με σκοπό την πλήρη
αφοσίωση στο Θεό. Και παρόλο που η τάση αυτή της απομόνωσης από τα εγκόσμια
και της προσήλωσης στην πνευματική ανάταση παρατηρείται σε άτομα διαφόρων
πολιτισμικών προτιμήσεων, οι ρίζες του ευρωπαϊκού μοναχισμού ξεκινάνε από τις
ερήμους της Αιγύπτου και της Συρίας. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Άγιος Παχώμιος
πρωτοπόρησε με τη δημιουργία κοινοβίων, τύπο μοναχισμού όπου η πνευματική
ανάταση ερχόταν μέσα από την ομαδική συμβίωση μιας ομάδας αποκομμένης από την
υπόλοιπη κοινωνία. Τα ιδανικά του μοναχισμού εξαπλώθηκαν κατά τη διάρκεια του
5ου και 6ου αιώνα από την Αίγυπτο στην δυτική Ευρώπη μέσα από την αγιογραφική
λογοτεχνία όπως π.χ. την αγιογραφία του Αγίου Αντωνίου.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 13/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Ο Άγιος Βενέδικτος έγραψε τον 6ο αιώνα τον κανονισμό του δυτικού


μοναχισμού, καταγράφοντας τις διοικητικές και πνευματικές ευθύνες που έχει μια
κοινότητα μοναχών που δρα υπό την καθοδήγηση ενός ηγούμενου. Ο κανονισμός
αυτός έγινε γρήγορα αποδεκτός και σιγά σιγά τέτοιες κοινότητες μοναχών
αντικατέστησαν τα κοινόβια. Μοναχοί και μοναστήρια είχαν βαθιά επίδραση στην
θρησκευτική και πολιτική ζωή του Μεσαίωνα και σε πολλές περιπτώσεις δρούσαν ως
φύλακες της γης πλουσίων οικογενειών, ως κέντρα προπαγάνδας και στήριξης της
βασιλείας σε νεοκατακτηθείσες περιοχές, ως κέντρα προσηλυτισμού και αποστολών,
ενώ ήταν και προπύργια μόρφωσης και εκπαίδευσης.

2.4. Βυζάντιο και Δύση

Παρά το γεγονός ότι το Ανατολικό και το Δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής


Αυτοκρατορίας, ήταν μέρη του ίδιου κράτους, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους
Λατίνους της Δύσης, υπήρχε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια
της Τέταρτης Σταυροφορίας κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης,
το έτος 1204. Η αποξένωση και, στη συνέχεια, η αμοιβαία εχθρότητα των δύο κόσμων
ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δυτικοί να παρακολουθήσουν με πλήρη
σχεδόν αδιαφορία την πτώση της ανατολικής αυτοκρατορίας. Ακόμα και το όνομα
«Βυζαντινή Αυτοκρατορίας», μολονότι σήμερα έχει επικρατήσει και δεν θεωρείται
απαξιωτικό, δηλώνει κάποια εμπάθεια και διάθεση υποτίμησης εκ μέρους των
δυτικών ιστοριογράφων, αφού στόχος τους ήταν να αποσυνδέσουν το ανατολικό
τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση και να παρουσιάσουν, ως μόνους γνήσιους
συνεχιστές της, τον Πάπα και τους ηγεμόνες των αυτοκρατοριών του Καρλομάγνου
και του Όθωνα Α.
Το πλέον προβεβλημένο γεγονός διαφοροποίησης των δύο πλευρών είναι το
Σχίσμα των δύο εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής. Όμως Βυζάντιο και
Δυτικός Μεσαίωνας, είναι στην πραγματικότητα δύο διακριτοί κόσμοι, όχι μόνο
θρησκευτικά, αλλά και πολιτικά και πολιτιστικά, που ορίζουν αυτονόητα δύο
διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές. Στην υπερχιλιόχρονη
πορεία του Βυζαντίου, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη
διαμόρφωση ενός δυτικού μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά
προς το Βυζάντιο. Αυτά ήταν η γλωσσική αποξένωση, η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση
της δυτικής θεολογικής και πολιτικής σκέψης και η αντιπαλότητα της Δυτικής με την
Ανατολική Εκκλησία.
Η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό δεν ήταν παρά
ένα "άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών" (Βολταίρος) ή ένα "πλέγμα
επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων" (Μοντεσκιέ) ή, στην καλύτερη
περίπτωση, ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως
εμφανίζεται στα φημισμένα έργα των Τσαρλς Λεμπό, 1701-1778, "Ιστορία της
Νεωτέρας Αυτοκρατορίας" και Εδουάρδου Γίββωνος, 1737-1794, "Ιστορία της
παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας". Η αρνητική αυτή στάση
μεταβλήθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και ιδιαίτερα στον 20ο αιώνα, όταν οι
βυζαντινές σπουδές αναβίωσαν και το ενδιαφέρον για την κατανόηση του βυζαντινού
πολιτισμού και της μεγάλης συμβολής του στην εξέλιξη της ιστορίας της
ανθρωπότητας στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης ήταν ειλικρινές αλλά και γόνιμο.
Στην κατεύθυνση αυτή σημαντική ήταν η συνεισφορά του έργου του Γάλλου
ιστορικού Καρόλου Ντηλ (Charles Diehl 1859-1944).

2.5. Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου

Καθώς το τρίπτυχο "ρωμαϊκή αυτοκρατορική παράδοση, χριστιανική


Ορθοδοξία, ελληνικός πολιτισμός" σημάδεψε το Βυζάντιο σε όλη την ιστορική του
πορεία, η βυζαντινή ιστορία στο σύνολό της αναγνωρίζεται σήμερα ως οργανικό
μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους. Έχει τονιστεί επανειλημμένα στο παρόν
έργο ότι οι κάτοικοι των εδαφών της αυτοκρατορίας, ιδίως μετά τον 5ο αιώνα, στη
συντριπτική πλειονότητά τους ήταν ελληνόφωνοι, και μέχρι περίπου το 600 μ.Χ. η Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 14/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

χρήση της Λατινικής στη διοίκηση είχε περιοριστεί κατά πολύ. Τονίστηκε επίσης ότι
οι σπουδές της άρχουσας τάξης του Βυζαντίου ήταν εξαρχής ελληνικές και κατά
συνέπεια η άρχουσα τάξη ενστερνιζόταν τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων,
ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η λέξη "'Έλλην" ήταν ταυτισμένη (τους πρώτους μόνο
αιώνες) με την ειδωλολατρία και αποφευγόταν η αναφορά της ως εθνικού ονόματος
των κατοίκων της αυτοκρατορίας. Το γεγονός ότι αυτό άρχισε να συμβαίνει από τον
11ο αιώνα και εντεύθεν πρέπει να ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι σε εκείνη τη φάση
πλέον η πολιτεία δεν δεσμευόταν από το πολυεθνικό μωσαϊκό που έπρεπε να
συγκρατεί σε συνοχή και μπορούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τον ελληνικό χαρακτήρα
της. Στη φάση αυτή η απώλεια των κεντρικών περιοχών στη Μικρά Ασία και των
βόρειων επαρχιών στη χερσόνησο του Αίμου περιόρισε την Αυτοκρατορία σε εδάφη
στην κυρίως Ελλάδα, κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου
και σε νησιά, όπου είχαν ιδρυθεί αρχαιότατες ελληνικές αποικίες. Οι Βυζαντινοί,
συγκεντρωμένοι πλέον στα ιστορικά ελληνικά εδάφη, αισθάνονταν και γεωγραφικά
Έλληνες και αποδέχονταν πλήρως ότι και φυλετικά ήταν Έλληνες.
Η εποχή του Ηρακλείου ήταν εκείνη που έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στο
ελληνικό στοιχείο: αφού το Βυζάντιο απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των ασιατικών
και δυτικών χωρών του, έθεσε τέλος στη διγλωσσία που υπήρχε ανάμεσα στην
κρατική διοίκηση και τον στρατό που χρησιμοποιούσαν τη λατινική και τις ευρείες
λαϊκές μάζες της Ρωμαϊκής Ανατολής, που τη θεωρούσαν ακατανόητη, και καθιέρωσε
την ελληνική ως επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον τρόπο
αυτό, η επικρατούσα γλώσσα του λαού και της Εκκλησίας έγινε πλέον και γλώσσα
του κράτους. Ο ίδιος, μάλιστα, υιοθέτησε τον τίτλο του βασιλέως, αντί του λατινικού
imperator και έκοψε νομίσματα με την ελληνική επιγραφή "ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ".
Σταδιακά, η γνώση της λατινικής γλώσσας έγινε σπάνιο φαινόμενο στις επόμενες
γενιές. Με το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου, αν και η Αυτοκρατορία παρέμεινε
σταθερά προσκολλημένη στις ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες και παραδόσεις, με την
επικράτηση της ελληνικής γλώσσας, άρχισε να μετασχηματίζεται σταδιακά, για να
καταλήξει προς το τέλος της ιστορίας της, σε ένα "μεσαιωνικό ελληνικό κράτος" ή
στην "Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής". Εξάλλου η λαϊκή πίεση
για αποβολή των λατινικών ήταν έκδηλη ήδη από το 410 ενώ τα ελληνικά έφτασαν να
ομιλούνται όχι μόνο σε περιοχές που είχαν αποικισθεί από Έλληνες, από πολλούς
αιώνες πριν, όπως η Μικρά Ασία και ο Πόντος, αλλά και στην Κριμαία, την ουγγρική
αυλή, στη Βουλγαρία, Ρωσία, Σερβία και αλλού.
Αναμφισβήτητα για πολύ καιρό στενός σύνδεσμος ενότητας μέσα στην
Αυτοκρατορία αναζητήθηκε όχι μόνο στην ελληνική συνείδηση, αλλά και στην κοινή
αφοσίωση στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, που τελικά συνετέλεσε στον
αποτελεσματικό έλεγχο της προώθησης του Ισλάμ προς την Πόλη. Αυτό δείχνουν και
τα λόγια του Λέοντα ΣΤ' (886-912), που εμψυχώνει τους διοικητές του λέγοντας ότι
"οφείλουν να είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για την πατρίδα και την ορθή
χριστιανική πίστη, όπως και oι στρατιώτες τους, που με την κραυγή: "Ο Σταυρός θα
νικήσει", πολεμούν, σαν στρατιώτες του Χριστού, του Κυρίου μας, για τους γονείς, για
τους φίλους, για την πατρίδα, για ολόκληρο το χριστιανικό έθνος". Στα κείμενα όμως
του 12ου και 13ου αιώνα, κυρίως στις ιστοριογραφίες της Άννας Κομνηνής (1083 –
1148), του Ιωάννη Κίνναμου (1143; – 1202;), του Νικήτα Χωνιάτη (περ. 1155/7-
1217) προβάλλεται η επιθετική διάθεση του σταυροφορικού κινήματος και η
ανησυχία για το φαινόμενο της μαζικής εμφάνισης των Δυτικών. Έτσι, η επιθετική
τακτική της Δύσης σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και η οικονομική διείσδυση των
ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, που πήραν σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο και
γενικότερα την οικονομία στα χέρια τους, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Βυζαντινών
και προστριβές με τους Λατίνους. Ο χριστιανισμός δεν επαρκούσε πλέον για ν'
απαλλάξει το Βυζάντιο από τους εχθρούς του, αφού η χριστιανική Δύση
συγκαταλεγόταν ανάμεσα σ' αυτούς, οπότε έπρεπε να βρεθεί ένας νέος άξονας για τη
βυζαντινή αυτοσυνείδηση, που αναζητήθηκε στην πολιτική τους θεωρία και στις
πολιτιστικές αξίες της ελληνικής αρχαιότητας που εξασφάλιζαν την υπεροχή του
Βυζαντίου απέναντι στους Δυτικούς.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 15/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Από το 13ο αι. και εξής, οι όροι Έλλην, Ελληνισμός, ελληνικός, κ.λπ.
απέβαλλαν σε κάποιο βαθμό την παλιά τους συνωνυμική ταύτιση με την έννοια της
ειδωλολατρίας και επανήλθαν σε χρήση από τον Βυζαντινό πολίτη χωρίς
ενδοιασμούς, και χωρίς να χαρακτηρίζουν πλέον μόνο τον "εθνικό", δηλαδή τον μη
Χριστιανό. Ο όρος Ρωμαίος, ο οποίος παρά τον εξελληνισμό του κράτους συνέχιζε να
αποτελεί τίτλο τιμής, αντικαταστάθηκε σε ευρεία κλίμακα από τον όρο Έλλην. Η
συνύπαρξη του Έλλην και του Ρωμαίος, φαίνεται στο συμπέρασμα που καταγράφει ο
Μανουήλ Χρυσολωράς (1350-1415), ότι δηλαδή «η Κωνσταντινούπολη είναι το
δημιούργημα των δύο φρονιμότερων και δυνατότερων εθνών, των Ρωμαίων που τότε
κυριαρχούσαν στην Οικουμένη και των Ελλήνων που είχαν κυριαρχήσει
προηγουμένως». Οι Δυτικοί, που ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς υποτιμητικά
"Φράγκοι", πήραν πλέον τη θέση των "βαρβάρων" σε αντιστοιχία με την
αρχαιοελληνική πραγματικότητα. Ο Νικήτας Χωνιάτης, το έργο του οποίου αποτελεί
πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα από το 1118 μέχρι την άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204, δηλώνει ότι δεν μπορεί να
συνεχίσει τη συγγραφή της ιστορίας, που είναι το "κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων",
περιγράφοντας βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων: "Πὼς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ
βέλτιστον χρῆμα, τὴν Ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ'
Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος;" Είναι χαρακτηριστικό, ότι σε μια περίοδο
συρρίκνωσης του Βυζαντινού Κράτους, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1222-
1254) δέχεται την ελληνική εθνική καταγωγή του. Απαντώντας στον πάπα Γρηγόριο
Θ', ο οποίος απευθύνεται σ' αυτόν ονομάζοντας τον Γραικό, ο Βυζαντινός
Αυτοκράτορας βεβαιώνει ότι "ο Μέγας Κωνσταντίνος παραχώρησε τη βασιλεία των
Ρωμαίων στο γένος των Ελλήνων". Η επανεμφάνιση του ονόματος Έλλην με την
εθνική του σημασία έγινε όταν είχε λησμονηθεί πλέον η ύπαρξη των ειδωλολατρών
και η χρήση του ήταν ακίνδυνη για τον χριστιανισμό.
Το γεγονός ότι το εθνικό όνομα Έλλην υιοθετήθηκε επισήμως σχετικά αργά,
δεν σημαίνει ότι μέχρι τότε το ελληνικό στοιχείο ένιωθε ξένο, αλλά απεναντίας ζούσε
σε μία αυτοκρατορία που μιλούσε τη γλώσσα του και ασπαζόταν τη θρησκεία του
(που ήταν από αιώνες πλέον ο χριστιανισμός), μέσα στο οποίο δεν υπήρχε
ιδιαίτερος λόγος να προβάλλεται το ελληνικό όνομα, αφού επικρατούσε ήδη το
ελληνικό ήθος. Δεν πρόκειται μόνο για την ιστορία ενός κράτους στο οποίο έδρασε
και επέδρασε η πνευματική δύναμη του Ελληνισμού, αλλά κυρίως για το καταλυτικό
γεγονός ότι το ελληνικό στοιχείο έδωσε στο Βυζάντιο την ηθική και ιστορικά
ριζωμένη ορμή για ενοποιημένη ύπαρξη και δημιουργική δράση, αφού οι πόλεμοι
εναντίον των Περσών ήταν για τον μέσο μορφωμένο Βυζαντινό νέα Σαλαμίνα και
νέος Μαραθώνας. Το γεγονός ότι η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και
οι σλαβικοί λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του
αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους εξέλιξης και στο
Βυζάντιο, δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για να τίθεται σε συζήτηση αυτή η, θεμελιακή
για την ιστορία της ανθρωπότητας, πραγματικότητα. Για τους λαούς αυτούς που
αξιώνουν για τον εαυτό τους μερίδιο της βυζαντινής δόξας για να δικαιώσουν την
ιστορική παρουσία τους, αρκεί η απλή παρατήρηση ότι, παρότι ασφαλώς πολλοί λαοί
μετείχαν στα δρώμενα και ανέδειξαν έως και αυτοκράτορες, δεν μιλιόταν στην αυλή
ούτε η ιταλική, ούτε η αρμενική, ούτε η σλαβική γλώσσα.

2.6. H Οικονομική ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

Όταν χωρίστηκε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τό δυτικό τμήμα της ζούσε την


περίοδο ανάπτυξης της φεουδαρχίας, η άνοδος της οποίας σήμαινε εξασθένιση της
κεντρικής εξουσίας της Ρώμης καί κάμψη της επιρροής της μπροστά στην αύξηση της
ισχύος των αριστοκρατών καί των γαιοκτημόνων. Μέ την πάροδο του χρόνου η
αριστοκρατία απέκτησε την αρμοδιότητα νά φορολογεί, νά διατηρεί στρατιωτική
δύναμη και νά δικάζει τούς αγρότες μέ αποτέλεσμα η κεντρική εξουσία της Ρώμης νά
αποκτήσει συμβολικό χαρακτήρα. Οι ηγεμόνες του Βυζαντινού κράτους, που
προέκυψε από τον εξελληνισμό της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έχοντας
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 16/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

υπόψη όσα συνέβησαν στο δυτικό τμήμα, ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο. O


δρόμος αυτός οδήγησε στην ανάπτυξη μίας κεντρικής εξουσίας μέ έδρα τη νέα
Ρώμη, ενώ ταυτόχρονα προστατεύτηκε η μικρή ιδιοκτησία. Έτσι κατά την εποχή των
Ισαύρων (8ος αιώνας) επιχειρήθηκε Κοινωνική και Οικονομική Μεταρρύθμιση, στα
πλαίσια της οποίας εκδόθηκε ο Αγροτικός Νόμος πού εξασφάλιζε την κοινωνική καί
οικονομική ανεξαρτησία των αγροτών, καταργώντας οριστικά τό καθεστώς των
δουλοπαροικιών. Οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες έγιναν οι στυλοβάτες του δημόσιου
ταμείου καί του στρατού. Στα ανατολικά Θέματα της Μικράς Ασίας πού υπέφεραν
από επιδρομές, οι φύλακες των συνόρων, οι ακρίτες, ήταν αγρότες πού υπηρετούσαν
στό στρατό καί είχαν στην κατοχή τους τίς στρατιωτικές γαίες, δηλαδή δική τους γή,
για την οποία ήξεραν ότι έπρεπε να πολεμήσουν και να την υπερασπιστούν.

Στό πέρασμα χιλίων ετών πού άντεξε τό Βυζαντινό κράτος, αναπτύχθηκε μία
διαρκής πάλη μεταξύ των μεγάλων γαιοκτημόνων-αριστοκρατών καί των
μικροϊδιοκτητών-ακτημόνων. Υπήρξαν αυτοκράτορες πού στήριξαν τούς μεγάλους
ιδιοκτήτες καί άλλοι πού στήριξαν τούς μικρούς. Τούς πρώτους αιώνες της
αυτοκρατορίας η γή ήταν συγκεντρωμένη στά χέρια μεγάλων γαιοκτημόνων ενώ την
περίοδο των εικονοκλαστών μοιράστηκε μεταξύ των γεωργών καί των χωρικών. Η
μάχη γιά την προστασία της μικρής ιδιοκτησίας διεξάχθηκε μέ σθένος ιδιαίτερα από
την Μακεδονική Δυναστεία, η οποία αντιτάχθηκε στούς μεγαλογαιοκτήμονες, διότι
οι στρατιωτικοί αυτοκράτορές της ήξεραν ότι η δύναμη του στρατού πήγαζε από τούς
ελέυθερους καί ευημερούντες κατόχους μικρών ιδιοκτησιών. Αυτούς χρειάζονταν γιά
νά αντιμετωπίσουν τούς εχθρούς αλλά καί από αυτούς συλλέγονταν πιό εύκολα οι
φόροι καί οι εισφορές. Ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος, πολέμησε καί συνέτριψε
τούς αριστοκράτες πού εποφθαλμιούσαν την κεντρική διοίκηση, τούς φορολόγησε
αλύπητα καί μοίρασε γαίες σέ ακτήμονες καί φτωχούς. Ο ίδιος. ντυνόταν μέ ένα απλό
στρατιωτικό χιτώνα, καί ζούσε λιτά καί απέριττα, και όταν πέθανε άφησε τά ταμεία
του κράτους γεμάτα.

Στα χρόνια όμως των διαδόχων του η κεντρική διοίκηση υποτάχτηκε στούς
"Δυνατούς", καί η εξουσία συγκεντρώθηκε σέ μεγάλο βαθμό στην πολιτική
αριστοκρατία, η οποία, φορολόγησε τούς μικροϊδιοκτήτες, και μέ εκφραστές τον
Μιχαήλ Ψελλό καί τον Ιωάννη Δούκα δολοφόνησε τον Ρωμανό Δ' τον Διογένη
ανοίγοντας τίς πύλες της Μικράς Ασίας στούς Σελτζούκους. Ομοίως καί οι Κομνηνοί
δέν αντιμετώπισαν επιτυχώς τούς γαιοκτήμονες καί αντικατέστησαν τό σύστημα των
"στρατιωτικών γαιών" μέ τό ημιφεουδαρχικό σύστημα των "προνοιών". Σοβαρό
πρόβλημα για τους φτωχούς αγρότες ήταν τά μοναστήρια, τά οποία είχαν
συγκεντρώσει μεγάλα πλούτη και τεράστιες εκτάσεις αγροκτημάτων καί ήταν
συνυπεύθυνα γιά την δυστυχία των ακτημόνων καί των φτωχών.

α. Γεωργία

Η αγροτική παραγωγή ήταν ιδιαίτερα ανθηρή από τον 8ο μέχρι τον 12ο
αιώνα, εξασφαλίζοντας εντυπωσιακή (σε σύγκριση με σήμερα) ευημερία στους
γεωργικούς πληθυσμούς, καθώς τα αγροτικά προϊόντα όχι μόνο επαρκούσαν γιά τίς
ανάγκες της αυτοκρατορίας, αλλά και εξάγονταν σε τεράστιες ποσότητες αγροτικών
προϊόντων τόσο πρός την Δύση όσο καί πρός την Ανατολή. Tο δημητριακά και
ιδιαίτερα το σιτάρι, το λάδι, το κρασί, τα φρούτα, το αλάτι, κτηνοτροφικά και
αλιευτικά προϊόντα, τό μέλι, τό βαμβάκι, τό μετάξι αποτελούσαν κύριες πηγές εσόδων
γιά τούς αγρότες. Τά οπωροφόρα, οι ελιές, τά αμπέλια καί οι μουριές (τό όνομα των
οποίων, Μωρέας, κατά μία ετυμολογική εκδοχή, δόθηκε στην Πελοπόννησο)
αφθονούσαν στην Βυζαντινή επικράτεια. Μαρτυρίες γι’' αυτήν υπάρχουν στά κείμενα
του Ιωάννη Κίνναμου καί των δυτικών παρατηρητών πού έλαβαν μέρος στίς
σταυροφορίες του 12ου αιώνα. Η Ιταλία προμηθεύονταν σιτηρά, κρασί καί κρέας από
τό Βυζαντινό κράτος. Σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή ο μεσαιωνικός Έλληνας
αγρότης (Ρωμηός) τροφοδοτούσε Δύση καί Ανατολή μέ αγροτικά προϊόντα, ενώ
σήμερα πληθώρα τέτοιων προϊόντων εισάγεται γιά νά καλύψει τίς ανάγκες του πολύ
μικρότερου σέ έκταση ελληνικού κράτους. Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 17/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

β. Bιομηχανία

Στό βυζαντινό κράτος υπήρχαν αστικοί πληθυσμοί οι οποίοι ανάπτυξαν σέ


μεγάλο βαθμό την βιομηχανία, κυρίως στίς πόλεις της Βαλκανικής καί λιγότερο στην
Μικρά Ασία, όπου οι πληθυσμοί ήταν κυρίως αγροτικοί. Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η
παραγωγή σε είδη πολυτελείας όπως ήταν τά κοσμήματα, τά αγγεία, τά κουστούμια,
τά χρυσοΰφαντα μεταξωτά, τά χρυσά, τά αργυρά είδη, τά ελεφάντινα, τά υάλινα
αντικείμενα. Ενδεικτικά, μπορούν να αναφερθούν ως αξιοσημείωτα, τά ολόχρυσα
λεοντάρια του παλατιού πού βρυχιόνταν. Οι τελετές της αυτοκρατορικής αυλής καί
της Εκκλησίας απαιτούσαν σέ μεγάλο βαθμό τέτοια αντικείμενα, τά οποία
επιζητούσαν διακαώς εκτός από τούς πλούσιους Βυζαντινούς, και οι μεγιστάνες της
Δύσης καί οι χαλίφηδες τής Ανατολής. Οι Ελληνίδες πριγκίπησες πού έφταναν στην
φτωχότερη Δύση, άφηναν έκπληκτους τούς κατοίκους όταν τίς αντίκρυζαν. Τά
πολυτελή κοσμήματα, τό έντονο βάψιμο, τά κομψά ενδύματα καί τά εξαίρετα
μεταξωτά υφάσματα προκαλούσαν τον φθόνο καί τίς επικρίσεις. Εντυπωσιακή ήταν
επίσης η παραγωγή μεταξωτών Μετά την λαθραία εισαγωγή τού μεταξοσκώληκα από
την Κίνα, από δύο καλόγερους, την εποχή του Ιουστινιανού, τό Βυζάντιο ανάπτυξε σέ
τεράστιο βαθμό την παραγωγή του μεταξιού, μέ κύρια κέντρα παραγωγής την Θήβα,
την Πάτρα καί την Κόρινθο. Διατήρησε τό μονοπώλιο στον τότε γνωστό κόσμο γιά
πολλούς αιώνες καί από τίς εξαγωγές μεταξωτών υφασμάτων σέ Δύση, Βορρά καί
Ανατολή γέμιζαν τά θησαυροφυλάκια από άφθονο χρυσάφι. Είναι χαρακτηριστικό ότι
το 1147 οι Νορμανδοί λεηλατώντας έφτασαν μέχρι την Πελοπόννησο, μέ σκοπό νά
απαγάγουν μεταξουργούς από τη Θήβα και την Κόρινθο γιά νά τούς χρησιμοποιήσουν
γιά παραγωγή δικού τους μεταξιού στην Σικελία πού την είχαν ήδη καταλάβει από
τούς Βυζαντινούς.

Η Κωνσταντινούπολη δεν είχε τό μονοπώλιο στην παραγωγή αγαθών. Καί


άλλες πόλεις όπως η δεύτερη σέ σημασία Θεσσαλονίκη, είχαν βιομηχανική ανάπτυξη
καί εκτός των προαναφερόμενων ειδών κατασκεύαζαν κεραμικά (είναι γνωστή η
"Κεραμική του Ζευξίππου), ψηφιδωτά, όπλα, σαπούνια, έπιπλα, χαλιά, και δέρματα.
Η οικοδομική τέχνη όπως καί η ναυπηγική είχαν σημαντική ανάπτυξη όπως καί η
παραγωγή βιβλίων στά μοναστήρια. Στούς μοναχούς αντιγραφείς οφείλεται σέ
μεγάλο βαθμό η διάσωση όλων των αρχαίων συγγραμάτων καί δέν ήταν λίγοι από
αυτούς πού αφιέρωσαν ολόκληρη την ζωή τους στό επίπονο έργο της αντιγραφής
βιβλίων, όπως ο Άγιος, ενώ η βιβλιοθήκη ενός κύπριου μοναχού, του Νεόφυτου,
ένθερμου συγγραφέα και αντιγραφέα χειρογράφων, περιλάμβανε 16 τόμους.

Τό Επαρχικόν Βιβλίον του Λέοντος του Σοφού βοηθάει νά κατανοήσουμε την


οργάνωση της βυζαντινής βιομηχανίας. Κάθε κλάδος της βιομηχανίας σχημάτιζε
συντεχνία η οποία είχε τό μονοπώλιο καί βρίσκονταν σέ αυστηρό κρατικό έλεγχο, ο
οποίος καθόριζε τά κέρδη, τούς περιορισμούς στίς εξαγωγές, επιτηρούσε τά μέλη των
συντεχνιών, και τίς εγκαταστάσεις. Τό σύστημα αυτό εξασφάλιζε την ποιότητα των
παραγομένων προϊόντων, απέκλειε τούς μεσίτες καί την αισχροκέρδεια αλλά
ταυτόχρονα εμπόδιζε την πρόοδο καί έτρεφε την διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων.
Οι εργάτες δέν ήταν δυνατό νά απολυθούν παρά μόνο με πολύ μεγάλες δυσκολίες, καί
άν κανένας ήταν άνεργος, τον έβαζαν νά εργαστεί σέ κάποια εργασία κοινής
ωφελείας, γιατί όπως έγραψε ο Λέων ο Ίσαυρος στην Εκλογή, "η οκνηρία οδηγεί στό
έγκλημα καί κάθε πλεόνασμα από την εργασία των άλλων πρέπει νά δίνεται στούς
αδυνάτους." Τό Επαρχικόν Βιβλίον τό αντέγραψαν οι Τούρκοι σουλτάνοι, αλλά καί
Δυτικοί ηγέτες του Μεσαίωνα. Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, λόγω των αιτιών, που
προαναφέρθηκαν, η βιομηχανία παράκμασε όπως καί όλοι οι κλάδοι της οικονομικής
παραγωγής, καί όλα τά είδη πλέον εισάγονταν κυρίως από την Δύση.

γ. Εμπόριο

Tό κράτος του Βυζαντίου βρισκόταν στό σημείο συνάντησης των οδών


μεταξύ Ασίας, Ευρώπης καί Αφρικής. Η γεωγραφική του θέση ήταν αιτία συμφοράς
από πολιτικής πλευράς καθώς λαοί από Δύση καί Ανατολή, Βορρά καί Νότο
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 18/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

φθονούσαν τό Ελληνικό κράτος εξαιτίας της θέσεως αυτής καί διαρκώς έκαναν
επιδρομές γιά νά αποκομήσουν εδάφη. Από εμπορική άποψη η θέση αυτή ήταν
ευεργετική, γιατί έκανε τό Βυζάντιο κέντρο του διεθνούς εμπορίου. Τά πολυάριθμα
λιμάνια ήταν τόποι μετακίνησης αγαθών από ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο.
Διακινούσαν την τοπική αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή καί αποτελούσαν κέντρα
εισαγωγών και εξαγωγών. H Kωσταντινούπολη, χάρη στό δαιμόνιο εμπορικό πνεύμα
των Ελλήνων αλλά καί των Αρμενίων κατοίκων της, έγινε συνώνυμη του πλούτου καί
της ευημερίας. Στην Κωνσταντινούπολη, Βασιλίδα όλων των πόλεων, αλλά καί στην
Τραπεζούντα, στην Σμύρνη καί στην Αντιόχεια κατέληγαν μπαχαρικά καί βότανα
από την Ινδία καί την Μαλαισία, υφάσματα από την Κίνα και χαλιά από την Περσία.
Στην Χερσώνα Ρώσσι πού κατέβαιναν τον Δνείπερο έφερναν γούνες καί παστά
ψάρια, ενώ στην Θεσσαλονίκη Σλάβοι έφερναν κεχριμπάρια από την Βαλτική, ξύλα
καί μέταλλα. Στή Βάρη (Μπάρι), στό Δυρράχιο καί στην Mονεμβασία έφθαναν
αγαθά από τή Δύση. Αξίζει νά αναφέρουμε ότι εξαιτίας των μπαχαρικών καί του
ρυζιού πού εισάγονταν από την Ανατολή, τού ντόπιου λαδιού καί των λαχανικών, η
βυζαντινή κουζίνα εξελίχθηκε σέ μία από τις γευστικότερες καί πιο πικάντικες όλων
των εποχών. Οι Κωνσταντινοπολίτες αλλά καί οι Έλληνες της Μικρασίας διέσωσαν
και ανάπτυξαν μέχρι τον 20ο αιώνα, την περίφημη μέχρι σήμερα Πολίτικη κουζίνα.

Τά ελληνικά πλοία ενός πανίσχυρου εμπορικού στόλου, παρά τούς κινδύνους


της πειρατείας εκ μέρους των Σαρακηνών όργωναν την Μεσόγειο καί τον Εύξεινο
Πόντο. Οι εξαγωγές αφορούσαν αγροτικά προϊόντα (σιτάρι, λάδι, κρασί,
εσπεριδοειδή), κοσμήματα, όπλα καί προϊόντα πολυτελείας ενώ από τον 7ο αιώνα πού
τό Βυζάντιο είχε τό μονοπώλιο του μεταξιού, υφάσματα. Οι εισαγωγικοί δασμοί
εισπράττονταν στην Άβυδο του Ελλησπόντου ενώ οι εξαγωγικοί στην Πόλη. Ένας
συνεχής χείμαρρος από χρυσάφι έρρεε στό αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο Δέν είναι
τυχαίο ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν τό μακροβιότερο παράδειγμα
νομισματικής σταθερότητας στην Eυρωπαϊκή Ιστορία. Οι αυτοκράτορες πέτυχαν νά
διατηρήσουν σταθερή την πραγματική αξία του χρυσού καί τό βυζαντινό νόμισμα
έγινε διεθνές, ενώ παρέμεινε απολύτως σταθερό καί ίσο μέ τό ένα εβδομηκοστό
δεύτερο της χρυσής λίβρας, από τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τά
χρόνια των Κομνηνών. Ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, ένας ναυτικός πού είχε ταξιδέψει
από την Ινδοκίνα καί την Μαλαισία, μέχρι την Αβυσσηνία καί την κεντρική Αφρική,
στό βιβλίο πού έγραψε υποστήριξε ότι την ευημερία του τό αυτοκρατορικό εμπόριο
την χρωστούσε σέ δύο αιτίες, στό χριστιανισμό καί στό νόμισμα.

Η κεντρική διοίκηση του κράτους κατηγορήθηκε ότι εμπόδιζε την ανάπτυξη


του εμπορίου όχι μόνο λόγω της παρέμβασης των υπαλλήλων αλλά καί εξαιτίας μίας
σειράς νομοθετικών μέτρων. Επικρατούσε όπως καί στή βιομηχανία τό σύστημα των
συντεχνιών, η επιτήρηση ήταν συνεχής, ενώ ο δανεισμός μέ επιτόκιο ή απαγορεύοταν
ή ήταν περιορισμένος, τίς τιμές τίς καθόριζαν οι δημόσιες αρχές ενώ η είσοδος στην
πρωτεύουσα ξένων υπόκειταν σέ πολύ αυστηρούς περιορισμούς. Η οικονομική
παρακμή επήλθε την περίοδο των διαδόχων του Βασιλείου Β' Βουλγαροκτόνου, καί
κύριες αιτίες ήταν (α) η εγκατάλειψη των μικροϊδιοκτητών καί των αγροτών καί η
πιεστική φορολογία τους (β) η συρρίκνωση του μικρασιατικού χώρου, περιοχών πού
αποτελούσαν τό κέντρο βάρος της ανάπτυξης του Ελληνικού κράτους, από τίς
τουρκικές κατακτήσεις (γ) η απώλεια της Κάτω Ιταλίας από τούς Νορμανδούς, (δ) η
δημιουργία ιταλικών κοινοτήτων στην καρδιά της αυτοκρατορίας.

Οι Βενετοί καί οι Γενουάτες έμποροι από τον 12ο αιώνα απαλλάχθηκαν από
τούς τελωνειακούς δασμούς, εγκαταστάθηκαν στό Πέρα καί στον Γαλατά, τά πλοία
τους αντικατάστησαν τά ελληνικά πλοία στίς μεταφορές αγαθών, καί όχι μόνο δέν
προσέφεραν καί από στρατηγική άποψη τίποτε στην αυτοκρατορία, αλλά υποκίνησαν
την μοιραία τέταρτη σταυροφορία πού έφερε την πτώση της. Καί όμως την εποχή
της σχετικής παρακμής της πού ήταν η περίοδος πού αλώθηκε από τούς
Σταυροφόρους, η Κωνσταντινούπολη είχε συγκεντρώσει τά δύο τρίτα του
παγκόσμιου πλούτου.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 19/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Στίς ημέρες των Παλαιολόγων πού ήταν ο θλιβερός επίλογος της ιστορίας της
Ελληνικής Αυτοκρατορίας, τό νόμισμα πού άλλοτε μέχρι και ο βασιλέας της
Ταπροβάνης (Κεϋλάνης) τό προτιμούσε από όλα τά άλλα, τώρα δέν τό ήθελαν ούτε
στό Πέραν. Τά εμπορεύματα, πού άλλοτε πλήρωναν ακριβούς δασμούς στίς γεμάτες
αποβάθρες της Πόλης, τώρα τά περνούσαν οι Γενουάτες δίπλα από τά τείχη της χωρίς
νά προσεγγίζουν, ή ταξίδευαν από τή Λατινική Συρία μέ βενετσιάνικα πλοία μέχρι τά
λιμάνια της Εσπερίας. Οι υπερήφανοι καί αγέρωχοι βυζαντινοί πρίγκηπες, οι εύποροι
έμποροι καί οι στολισμένες αρχοντοπούλες έδωσαν τή θέση τους στούς ταπεινούς
πολίτες καί στούς επαίτες της βοήθειας από τον Πάπα, καί αυτοί μέ τή σειρά τους
έδωσαν αργότερα τή θέση τους στούς ραγιάδες καί στούς σκλάβους της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας.

2.7. Βυζαντινή Φιλολογία

Ο θαυμασμός της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, η οποία μελετήθηκε σε


βαθμό λατρείας, σχολιάστηκε, επιτομήθηκε, αντιγράφτηκε και τελικά κληρονομήθηκε
στις επόμενες γενιές, παρά τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη η
Κωνσταντινούπολη από Λατίνους και Τούρκους το 1204 και το 1453, ήταν ένα από
τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Βυζαντινού πολιτισμού. Στο κεφάλαιο για τον
πολιτισμό του έργου του Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας - Histoire de l'empire
byzantin (1920), ο Κάρολος Ντηλ (Charles Diehl) αναφέρει τα εξής: «Αυτό που δίνει
στον Βυζαντινό Πολιτισμό ένα ξεχωριστό χαρακτήρα, διαφορετικό από τους άλλους
πολιτισμούς του Μεσαίωνα, είναι η στενή επαφή που διατήρησε με την ελληνική
αρχαιότητα. Τα έργα των μεγάλων Ελλήνων συγγραφέων ήταν προσιτά σε όλους και
όλοι τα καταλάβαιναν και τα θαύμαζαν. Στις μεγάλες βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας
φυλάσσονταν πολυάριθμα χειρόγραφα αυτών των έργων και μπορούμε να αντιληφθούμε
τον πλούτο των βιβλιοθηκών αυτών από πληροφορίες που έχουμε για ορισμένες
ιδιωτικές βιβλιοθήκες. Ο Πατριάρχης Φώτιος στο Μυριόβιβλόν του ανέλυσε 280
κείμενα κλασικών συγγραφέων, που ανήκαν στη βιβλιοθήκη του. Η βιβλιοθήκη του
καρδινάλιου Βησσαρίωνα, που περιλάμβανε 500 χειρόγραφα, περιείχε 300 χειρόγραφα
Ελλήνων συγγραφέων. Ακόμη και στις μοναστικές βιβλιοθήκες, π.χ. στη Μονή της
Πάτμου, δίπλα στα θρησκευτικά έργα υπήρχε θέση και για τους συγγραφείς της κλασικής
Ελλάδας. Μπορεί κανείς να κρίνει πόσο οικείοι ήταν οι συγγραφείς αυτοί στους
Βυζαντινούς, βλέποντας την έκταση των μελετών μερικών από αυτούς. Ο Σουίδας τον
10ο αιώνα, ο Μιχαήλ Ψελλός τον 11ο, ο Ιωάννης Τζέτζης τον 12ο, ο Θεόδωρος
Μετοχίτης τον 14ο είχαν διαβάσει ολόκληρη την ελληνική λογοτεχνία, ρήτορες και
ποιητές, ιστορικούς και φιλόσοφους, τον Όμηρο και τον Πίνδαρο, τους τραγικούς και
τον Αριστοφάνη, τον Δημοσθένη και τον Ισοκράτη, τον Θουκυδίδη και τον Πολύβιο, τον
Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, τον Πλούταρχο και τον Λουκιανό μέχρι και τον
Απολλώνιο τον Ρόδιο και τον Λυκόφρωνα.
»Και οι γυναίκες δεν ήταν λιγότερο καλλιεργημένες. Η Άννα Κομνηνή είχε
διαβάσει όλους τους μεγάλους κλασικούς συγγραφείς της Ελλάδας και καυχιόταν ότι
είχε εισχωρήσει στα «άδυτα των αδύτων του ελληνισμού». Έμαθε όλα όσα μπορούσε να
μάθει κανείς στην εποχή της, ρητορική, φιλοσοφία, ιστορία, φιλολογία, γεωγραφία,
μυθολογία, ιατρική και επιστήμες. Μπορούσε να απαγγέλλει αποσπάσματα από τον
Ορφέα και τον Τιμόθεο, την Σαπφώ και τον Πίνδαρο, τον Πορφύριο και τον Πρόκλο, τη
Στοά και την Ακαδημία. Οι τέχνες της «τετραόδου» δεν είχαν κανένα μυστήριο γι’
αυτήν. Γνώριζε γεωμετρία, μαθηματικά, μουσική και αστρολογία. Ο Ηρακλής, η Αθηνά,
ο Κάδμος και η Νιόβη έρχονταν πολύ φυσικά στην πένα της. Γνώριζε επίσης την ιστορία
και τη γεωγραφία του Βυζαντίου και είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα αρχαία μνημεία.
Τέλος φαίνεται ότι ήξερε και λατινικά, πράγμα σπάνιο στην Ανατολή της εποχής της. Δεν
ήταν μόνο μια μορφωμένη γυναίκα, αλλά κυριολεκτικά μια σοφή. Οι σύγχρονοί της
επαινούν την κομψότητα του αττικού ύφους της, τη δύναμη και την ικανότητα του
πνεύματός της να λύνει σκοτεινά προβλήματα, την ανωτερότητα της φυσικής
μεγαλοφυΐας της και την επιμέλεια με την οποία καλλιεργούσε τα χαρίσματά της, την
αγάπη που έτρεφε για τα βιβλία και τις σοφές συζητήσεις και τέλος τη γενικότητα των
γνώσεών της». Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 20/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Ο θεοκεντρικός χριστιανικός προσανατολισμός της σκέψης ήταν ένα άλλο


βασικό συστατικό του βυζαντινού βίου, που καθόρισε όχι μόνο την επί σειρά αιώνων
θεματολογία των πνευματικών ανησυχιών, αλλά και τους όρους αντίληψης των
πραγμάτων, όχι μόνο από τους διανοούμενους, αλλά και από τον απλό λαό. Με την
πάροδο του χρόνου η τάση αυτή απέκτησε κάποια στοιχεία σχολαστικότητας, αλλά
παρόλα αυτά, στα χρόνια της Μακεδονικής Δυναστείας, οδήγησε σε πραγματική
άνθηση των γραμμάτων (ιδιαίτερα της ποίησης, της φιλοσοφίας και της ιστορίας), για
να καταλήξει στα χρόνια των Κομνηνών και των Παλαιολόγων σε ένα είδος
αριστοκρατικού ουμανισμού, του οποίου κύρια στοιχεία ήταν η αντίθεση ρεαλισμού
και ιδεαλισμού, η αναβίωση του πλατωνισμού, ο αντιλατινισμός και η ακμή των
μαθηματικών, της φυσικής και της αστρονομίας, που απετέλεσαν της απαρχή μιας
ουσιαστικής Ελληνικής Αναγέννησης (που προηγήθηκε και προετοίμασε το έδαφος
για την Ευρωπαϊκή Αναγέννηση), η οποία διακόπηκε απότομα με την Τουρκική
κατάκτηση της αυτοκρατορίας. .
Για επιμέρους θέματα μπορούν να αναφερθούν τα εξής:

α. Βυζαντινή Παιδεία

Οι Βυζαντινοί έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση, παρ' όλο που στην
αυτοκρατορία υπήρχαν πολλοί αναλφάβητοι. Η παιδεία δεν ήταν υποχρεωτική ή
κρατική και προοριζόταν μόνο για τα παιδιά των οποίων οι γονείς μπορούσαν να την
πληρώσουν. Ενώ υπήρχε πληθώρα καλλιεργημένων ανθρώπων στις ανώτερες τάξεις,
η εκπαίδευση των αγροτικών ή φτωχών οικογενειών φαίνεται πως ήταν υποτυπώδης,
αφού πολλοί δεν γνώριζαν ούτε καν ανάγνωση ή γραφή.
Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, συνεχίζοντας την ελληνιστική παράδοση
είχε δύο βαθμίδες εκπαίδευσης: Η προπαιδεία (κύκλος σπουδών του γραμματιστή),
που αντιστοιχούσε στο σημερινό δημοτικό, διαρκούσε 3 ως 4 χρόνια με έναρξη από
την ηλικία των 6 χρόνων και η εγκύκλιος παιδεία (κύκλος σπουδών του γραμματικού),
που αντιστοιχούσε στο γυμνάσιο και το λύκειο, διαρκούσε 4 χρόνια και φοιτούσαν
μαθητές από την ηλικία των 12-14 χρόνων.
Ο βασικός κύκλος (προπαιδεία) είχε 4 τάξεις. Στις δυο πρώτες οι μαθητές
πήγαιναν στο δάσκαλο για να μάθουν γραφή και ανάγνωση από το Ψαλτήρι και
αριθμητική μετρώντας με τα δάχτυλά τους. Χάραζαν τα πρώτα τους γράμματα πάνω
στην αλειμμένη με κερί πινακίδα τους. Η ιερή ιστορία και η ωδική συμπλήρωναν τη
στοιχειώδη εκπαίδευση. Τα κορίτσια παρακολουθούσαν μαζί με τους αδελφούς τους,
όταν τα μαθήματα γίνονταν στο σπίτι από ιδιωτικούς παιδαγωγούς. Από τον 11ο όμως
αιώνα τα κορίτσια άρχισαν να πηγαίνουν και αυτά στο σχολείο. Στις δύο μεγαλύτερες
τάξεις τα παιδιά μάθαιναν ορθογραφία, γραμματική, αριθμητική και ιστορίες από την
Αγία Γραφή, τον Όμηρο και τους μύθους του Αισώπου.
Οι ικανότεροι και συνήθως οι πλουσιότεροι συνέχιζαν (από τα 12-14 χρόνια
τους) τις σπουδές τους στη δεύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης σε Σχολές, όπου (επί 4
επιπλέον έτη) μάθαιναν ρητορική, φιλοσοφία, επιστήμες και τις τέχνες των
μαθηματικών, της γεωμετρίας, της μουσικής και της αστρονομίας. Πολλά όμως
κορίτσια και αρκετά αγόρια δεν πήγαιναν καθόλου στα σχολεία. Έμεναν στο σπίτι,
βοηθούσαν στις δουλειές και τα διαπαιδαγωγούσαν οι γονείς και οι παππούδες τους.
Όσα αγόρια δεν πήγαιναν στο σχολείο μάθαιναν τέχνες σε ειδικούς τεχνίτες.
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο πατριάρχης Σέργιος ίδρυσαν τις πρώτες
εκκλησιαστικές σχολές στην Πόλη. Σκοπός τους ήταν να εκπαιδεύσουν τους μαθητές
τους, ώστε να γίνουν μέλη της εκκλησίας ακολουθώντας τις θρησκευτικές τους
υποχρεώσεις, διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα Ιερά Γράμματα κι έχοντας
ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση.. Στα εκκλησιαστικά σχολεία φοιτούσαν
και ορφανά ή μαθητές από άλλες περιοχές δωρεάν. Αργότερα, με την εμφάνιση των
μοναστικών κοινοβίων, δόθηκε η δυνατότητα σε όσους γίνονταν μοναχοί να λάβουν
τη βασική εγκύκλιο παιδεία με σκοπό την βαθύτερη μελέτη των ιερών κειμένων. Η
Πολιτεία απ’ την άλλη μεριά, ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη «δευτεροβάθμια»
εκπαίδευση απ’ όπου θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη για να υπηρετήσουν τις
ανάγκες της διοίκησης του κράτους. Ωστόσο, η Εκκλησία ασκούσε με πολλούς
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 21/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

τρόπους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων αλλά και πολύ αργότερα, τον
σημαντικό της ρόλο σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Τα σχολεία στο Βυζάντιο δεν στεγάζονταν όπως σήμερα σε μεγάλα κτίρια με
αυλές και πολλά παράθυρα. Ως αίθουσες διδασκαλίας χρησίμευαν δωμάτια στον
περίβολο των εκκλησιών, σε νάρθηκες, όπως επίσης και σε οικήματα κοντά σε
μοναστήρια. Στις αίθουσες δεν υπήρχαν θρανία. Υπήρχαν μόνο λίγες ξύλινες ψηλές
καρέκλες, τις αναβάθρες, δηλαδή σκαμνάκια. Πολύ συχνές ήταν και οι τιμωρίες,
μάλιστα τις περισσότερες φορές έβρισκαν σύμφωνους και τους γονείς που πίστευαν
ότι οι σωματικές τιμωρίες ήταν ωφέλιμες για τα παιδιά τους.
Από τον 5ο αιώνα, πέρα από τα βασικά σχολεία λειτουργούσαν και μερικές
ανώτερες σχολές όπως το Πανδιδακτήριο το οποίο ήταν εκπαιδευτικό ίδρυμα
(σχολή) ανώτατης εκπαίδευσης, θεωρούμενο με σημερινούς όρους Πανεπιστήμιο.
Ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' το 425 και έκτοτε τελούσε υπό την
αιγίδα των Αυτοκρατόρων. Στην ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, ρόλο έπαιξε η
Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου και η Ευδοκία (Αθηναΐς), σύζυγός του, μαζί με
τον έπαρχο του Πραιτωρίου, Κύρο Πανοπολίτη, Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο. Στις
27 Φεβρουαρίου του 425 εκδόθηκε διάταγμα από τον Θεοδόσιο Β΄ που ρύθμιζε όσα
αφορούσαν την Σχολή. Γινόταν διδασκαλία στα μαθήματα: γραμματική, ρητορική,
φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική.
Λειτουργούσε ως ανεξάρτητο ίδρυμα. Στην εποχή του Ιουστινιανού η Νομική Σχολή
απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε. Στη σχολή δεν
διδασκόταν η θεολογία, η οποία διδασκόταν στην Πατριαρχική Σχολή. Στο
Πανδιδακτήριο οι σπουδαστές υπέβαλαν μελέτη με νομοθετικό ή ρητορικό
περιεχόμενο πάνω σε προσχέδιο (δρακτόν ή δράγμα) που είχε εγκρίνει διδάσκαλος της
σχολής.
Κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Φωκά (602-610) το Πανδιδακτήριο
διέκοψε τη λειτουργία του, αλλά αναβίωσε από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-
641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον
Αλεξανδρέα. Αναφέρεται ότι η λειτουργία της σχολής διαταράχθηκε σοβαρά την
περίοδο της εικονομαχίας αλλά δεν έκλεισε. Φαίνεται ότι στα πλαίσια της
εικονομαχίας (730), έγιναν έκτροπα σε βάρος της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών
και αναφέρεται ότι τότε το Πανδιδακτήριο εγκαταλείφθηκε προσωρινά και ίσως
πυρπολήθηκε και θανατώθηκαν καθηγητές αντίθετοι με την αποκαθήλωση των
εικόνων. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να είναι μυθοπλασίες ακόμη και αν υπάρχει
κάποια αλήθεια, έχοντας στόχο την αμαύρωση της μνήμης του Λέοντα Γ΄ (717-741)
το οποίο θεωρούσαν υπεύθυνο για την έλλειψη εκπαίδευσης της αυτοκρατορίας.
Γνωστός διδάσκαλος της σχολής ήταν ο Χοιροβοσκός. Οι Ίσαυροι (717-802)
φαίνεται πως ονόμασαν τη σχολή «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Κατά τον 9ο
αιώνα, ο Βάρδας (842-867), θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και Καίσαρας μετά το
862, εγκατέστησε αυτό το Πανδιδακτήριο στο ανάκτορο της Μαγναύρας (<μέγας
{>μάγας >μάγνος} + αυλή {λ>ρ} = μεγάλη αίθουσα ανάμεσα στο ανάκτορο και την
Αγία Σοφία όπου ο αυτοκράτορας υποδεχόταν τις ξένες πρεσβείες) για να διδάσκεται
η «έξω σοφία» ή «θύραθεν παιδεία», υπό τη διεύθυνση του Λέοντος του
Μαθηματικού από τη Θεσσαλία (790 - 869), που δίδαξε την τετρακτύ (αριθμητική,
γεωμετρία, αστρονομία και μουσική). Η φοίτηση ήταν δωρεάν. Λόγω της θέσης του
ήταν γνωστό και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Αναφέρεται ότι στο
Πανδιδακτήριο δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα,
γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα,
ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά. Το Πανδιδακτήριο βελτιώθηκε τον 10ο
αιώνα με πρωτοβουλίες του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ο
οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά διδάσκοντες και σπουδαστές. Τον 11ο ο
Κωνσταντίνος ο Μονομάχος μεταρρύθμισε το Πανδιδακτήριο και ίδρυσε δυο σχολές,
το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον» (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον
διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί
νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο "Διδασκαλείο των Νόμων". Στο Γυμνάσιο, στη
φιλοσοφική σχολή, διευθυντής («Ύπατος των Φιλοσόφων») τέθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός
και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός. Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 22/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Ιωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους. Μετά τη Φραγκοκρατία και την


ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς το 1261, ο Μιχαήλ Η'
Παλαιολόγος (1261-1282) ανέθεσε τη διεύθυνση της σχολής στο Γεώργιο
Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, ως καθηγητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον
Γεώργιο Παχυμέρη τη διδασκαλία της «τετρακτύος» (αριθμητική, γεωμετρία,
αστρονομία και μουσική) στο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Η λειτουργία του
σταμάτησε οριστικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Κατά την περίοδο της δυναστείας των Παλαιολόγων, ακόμη περισσότεροι
ιστορικοί, συγγραφείς και δάσκαλοι μελέτησαν τα αρχαία ελληνικά κείμενα. Πολλοί
από αυτούς προσκλήθηκαν και μετεγκαταστάθηκαν, ακόμη και μόνιμα, στη Δύση
όπου ασχολήθηκαν με την διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων. Οι Βυζαντινοί λόγιοι
είχαν μεγάλη συμβολή στη διατήρηση και αντιγραφή κλασικών χειρογράφων που
εμπλούτισαν την Αναγέννηση στη δυτική Ευρώπη.

β. Βυζαντινή Γραμματεία

Ως βυζαντινή γραμματεία εννοούμε το σύνολο των έργων που παράχθηκαν


στη χρονική περίοδο από το έτος 324 μ.Χ. μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης
το 1453. Ο ρόλος της γραμματείας στις κρατικές και θρησκευτικές λειτουργίες του
νέου κράτους, το οποίο διατήρησε το ρωμαϊκό διοικητικό μηχανισμό και δίκαιο για
μια σχετικά μεγάλη περίοδο στη χιλιετή ιστορία του, είναι σημαντικός. Η ενοποίηση
του νέου κράτους επιτεύχθηκε μέσω τριών παραγόντων, η διατήρηση και η
καλλιέργεια των οποίων αποδίδεται στη διοικητική ευφυΐα του Κωνσταντίνου: της
θρησκευτικής ενοποίησης, του καταναγκασμού και της προπαγάνδας. Η βυζαντινή
γραμματεία έγινε ενίοτε όργανο αυτής της προπαγάνδας, στη θρησκευτική ή την
κοσμική μορφή της.
Όσον αφορά τα γραμματειακά είδη, η πεζή λογοτεχνία περιλαμβάνει τη
Θεολογία, την Ιστοριογραφία και τα Χρονικά, τη Γεωγραφία, τη Φιλοσοφία, τη
Ρητορική και την Επιστολογραφία, τις Κλασικές Σπουδές και τις επιστημονικές
ειδικότητες, που περιλαμβάνουν το Δίκαιο, την Ιατρική, τα Μαθηματικά και την
Αστρονομία, τη Ζωολογία, τη Βοτανική, την Ορυκτολογία, την Αλχημεία και την
Πολεμική Τέχνη. Η ποιητική φιλολογία περιλαμβάνει την εκκλησιαστική και τη λαϊκή
ποίηση. Ο Μιχαήλ Ψελλός, συγκλονιστικά εντυπωσιασμένο από την αρχαία ελληνική
γραμματεία, προτάσσει την αρχαία ρητορική και φιλοσοφία, ενώ παράλληλα δείχνει
να αγνοεί τη «σοφία» των πατέρων της εκκλησίας.
Ωστόσο, η εκπαίδευση, από το δημοτικό σχολείο, ήταν ιδιωτική και η
πρόσβαση στη διδασκαλία εξαρτιόταν από τη δυνατότητα των οικογενειών να
πληρώσουν τα μαθήματα του δάσκαλου. Θεωρητικά όλοι μπορούσαν να
παρακολουθήσουν τη μέση εκπαίδευση που ακολουθούσε, αλλά τα σχολεία δέχονταν
κυρίως τους γιους πολιτικών, στρατιωτικών ή θρησκευτικών λειτουργών, των
μεγάλων γαιοκτημόνων και των πλούσιων εμπόρων. Με αυτόν τον τρόπο
εξασφαλιζόταν η διαδοχή στην ανάληψη των διοικητικών και ιερατικών θέσεων του
βυζαντινού κράτους. Οι ανώτατες θέσεις, όμως, απαιτούσαν ανώτερη εγκυκλοπαιδική
μόρφωση και συχνά πρόσκτηση της θύραθεν παιδείας, παρόλο που ήταν
απαγορευμένη για το πλατύ κοινό.
Όπως είναι φυσικό, η λογοτεχνία που μπόρεσε να παραχθεί από μια τέτοια
εκπαίδευση υπό το άγρυπνο βλέμμα του κλήρου δεν θα μπορούσε να είναι
πρωτότυπη, τόσο στον εκκλησιαστικό όσο και στον κοσμικό τομέα. Πολύ
περισσότερο δεν απευθυνόταν στο λαό με την πλατύτερη έννοια, αλλά σε μια
άρχουσα θρησκευτική ή κοσμική τάξη, που διέθετε την οικονομική δυνατότητα να
διαιωνίζει το είδος της. Το γεγονός ότι η βυζαντινή γραμματεία στο μεγαλύτερο τμήμα
της ήταν επηρεασμένη από τον αττικισμό και σαφώς απομακρυσμένη από την κοινή,
καθομιλούμενη γλώσσα, υποδηλώνει τον αριστοκρατικό χαρακτήρα της. Η μίμηση
της αττικής γλώσσας χωρίς δημιουργικό φρόνημα, από τον 7ο αιώνα έγινε το θεμέλιο
για την προσπάθεια διαμόρφωσης μιας υψηλής τέχνης του λόγου, μακριά από τα
λαϊκά στρώματα και την μαζική παιδεία τους, η οποία εκπροσωπείται συγκριτικά με
πολύ λίγα έργα στο συνολικό σώμα της βυζαντινής γραμματείας.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 23/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

γ. Βυζαντινή Φιλοσοφία

Κύρια πηγή της βυζαντινής φιλοσοφίας ήταν η χριστιανική σκέψη και ηθική
έτσι όπως αυτή εκφράστηκε από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Υπήρχε
βέβαια κάποια παραγωγή έργου στηριγμένου στη φιλοσοφική παράδοση του
πλατωνισμού, αριστοτελισμού, στωικισμού, νεοπλατωνισμού και άλλων φιλοσοφικών
προσεγγίσεων της αρχαιότητας, αλλά πάντα συνδυασμένων με τη χριστιανική
θεολογία. Που δημιούργησε μια ενότητα της συλλογιστικής του δόγματος και της
χρήσης της ζωντανής φιλοσοφικής γλώσσας της τότε διανόησης.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν παρήγαγαν στοχαστικά, συλλογιστικά και
διαλεκτικά το δόγμα, αλλά το διατύπωσαν, χρησιμοποιώντας πολλές φορές τον όρο
φιλοσοφία με την έννοια ότι έχουν τη ζωντανή εμπειρία των μυστηρίων του τριαδικού
Θεού. Όμως, κατά την αντίληψή τους, ο ανθρώπινος νους πλησιάζει κατά το εφικτό
τις θείες φωτιστικές ενέργειες και γνωρίζει τα μυστήρια του θεού εν μέρει ως προϊόν
της θείας αποκάλυψης, αλλά η γνώση αυτή βρίσκεται σε μια προοδευτική τελείωση,
πάντοτε υπό ορισμένες βασικές προϋποθέσεις: κάθαρση της ψυχής και του σώματος,
φωτισμός και θέωση. Ο ανθρώπινος νους και ο λόγος δεν μπορούν με άλλο τρόπο να
προσεγγίσουν τις θείες ενέργειες και να γνωρίσουν τα μυστήρια της δημιουργίας κι
έτσι δεν είναι δυνατή καμιά φιλοσοφία παρά μόνο η περιπλάνηση της ψυχής που μόνο
«ψιχία» αλήθειας μπορεί να βρει χωρίς να τίθεται στο δρόμο της τελείωσης μακριά
από τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Όταν λοιπόν ομιλούν για την Αγία Τριάδα, τον Λόγο (το δεύτερο πρόσωπο),
τη θεία ουσία ή τη θεία φύση, τις υποστάσεις ή τα πρόσωπα, τη θεογνωσία (με τις
τρεις βαθμίδες, την κάθαρση, το φωτισμό και τη θέωση), την ενέργεια, την ταυτότητα
της θείας ουσίας και την ταυτότητα της θείας ενέργειας, την ετερότητα των
υποστάσεων, την ερωτική φορά Θεού και ανθρώπου, αντλούν εκφραστικά μέσα από
την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, για να κυριαρχήσει τελικά μια οργανική ενότητα
δόγματος και φιλοσοφίας κατά τη διατύπωση.
Η έκθεση των δογμάτων και οι φιλοσοφικές αρχές, ως σχηματικές
παραστάσεις που βοηθούν τη διατύπωση, είναι οργανικά δεμένα και η θεολογία κατά
την περιγραφή και την ανάλυση της δεν αποβάλλει το φιλοσοφικό ένδυμα και η
φιλοσοφική σκέψη ενσωματώνει το θεολογικό περιεχόμενο.

2.8. Βυζαντινή Ιστοριογραφία

Οι δύο τάσεις της βυζαντινής λογοτεχνικής παραγωγής, η λόγια και η


δημώδης (λαϊκή) βρήκαν έκφραση στην βυζαντινή ιστοριογραφία σε δύο κύριες
"τάσεις", που εξελίχθηκαν παράλληλα. Αυτές είναι η (πολιτική-στρατιωτική) ιστορία
και η χρονογραφία. Παράλληλα με αυτές και τουλάχιστον στην πρώιμη βυζαντινή
περίοδο γεννήθηκε και αναπτύχθηκε και η εκκλησιαστική ιστορία. Η ιστορία και η
χρονογραφία ήταν δύο παράλληλες τάσεις της βυζαντινής ιστοριογραφίας, με ρίζες
στην αρχαία ελληνική παράδοση. Η ειδοποιός διαφορά για να χαρακτηριστεί ένα έργο
ως χρονογραφία είναι η έκθεση των γεγονότων από κτίσεως κόσμου μέχρι τις ημέρες
του χρονογράφου, σε αντιδιαστολή με τα ιστορικά έργα, που εκθέτουν τα γεγονότα
μιας συγκεκριμένης μόνο ιστορικής περιόδου. Η άποψη ότι οι χρονογραφίες ήταν
έργα μοναχών, που προσπαθούσαν με το έργο τους, κυρίως, να επιμορφώσουν τους
ομοίους τους στα μοναστήρια, έχει σήμερα εγκαταλειφθεί, αφού ελάχιστο ποσοστό
των συγγραφέων των λεγόμενων μοναχικών χρονικών ήταν αποδεδειγμένα μοναχοί,
αλλά και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μοναχός όποιος, κατά την (προσφιλή ασφαλώς)
συνήθεια των βυζαντινών, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κλεισμένος σε
μοναστήρι. Άλλη βασική διαφορά είναι η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα τα
κείμενα. Η λόγια γλώσσα των βυζαντινών ιστοριών στις χρονογραφίες δίνει τη θέση
της στην ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, αν και υπάρχουν χρονογραφίες γραμμένες σε
μικτή γλώσσα, που θυμίζει συχνά την κοινή ελληνική των Ευαγγελίων. Τα ιστορικά
έργα είναι εν γένει πιο εκτεταμένα, αφού τα συμβάντα της βασιλείας κάποιου
αυτοκράτορα θα μπορούσαν να καλύψουν ολόκληρο βιβλίο, ενώ αντίθετα οι
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 24/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

χρονογραφίες είναι συνοπτικές και περιέχουν μόνο τα πιο σημαντικά. Για την μελέτη
της ιστορίας της βυζαντινής περιόδου, τα ιστορικά και χρονογραφικά έργα των
βυζαντινών θεωρούνται εξίσου σημαντικά σήμερα.
Τα ιστορικά έργα ακολουθούν τα αρχαιοελληνικά και ελληνιστικά πρότυπά
τους, αφού κάθε ιστορικός συνεχίζει την εξιστόρηση των γεγονότων προσθέτοντας
την συμβολή του σε μια παράδοση διαδοχικών ιστορικών έργων, που έχει την αρχή
της στον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Κάθε ιστορικό έργο έχει οπωσδήποτε την
προσωπική σφραγίδα του δημιουργού του, αλλά διαπνέεται περισσότερο ή λιγότερο
από μια κοινή αντίληψη για την αναγκαιότητα της ιστορίας, όχι ως σκόπιμης
παράθεσης γεγονότων για προσωπικό όφελος ή από προσωπικό φθόνο για πρόσωπα ή
καταστάσεις, αλλά ως αντικειμενική εξέταση και των αγαθών και των φαύλων, ώστε
να παραμείνουν και τα δύο στη συλλογική μνήμη. Οι βυζαντινοί ιστορικοί ήταν
σπουδασμένοι, είχαν παιδεία και συνείδηση του ότι είναι συνεχιστές των αρχαίων
ελλήνων ιστοριογράφων, των οποίων τα έργα γνώριζαν και προσπαθούσαν να
μιμηθούν. Αν και ήταν επηρεασμένοι από τους κλασσικούς (και κυρίως τον
Θουκυδίδη), βρίσκονταν πιο κοντά στους μεταγενέστερους ιστορικούς (Πολύβιος,
Πλούταρχος). Όπως οι αρχαίοι, περιέγραφαν και αυτοί κυρίως τα πολιτικά,
διπλωματικά και στρατιωτικά γεγονότα και λιγότερο ή ελάχιστα τα οικονομικά,
πολιτιστικά ή κοινωνικά ζητήματα της εποχής τους και ενδιαφέρονταν για τις
προσωπικότητες της εποχής και όχι για τον απλό κόσμο. Η βασική κατεύθυνση της
σκέψης τους ήταν ότι η ανθρωπότητα ήταν διαιρεμένη σε δύο κόσμους: τους
Ρωμαίους (Βυζαντινούς), που ήταν φορείς υψηλού αρχαίου πολιτισμού και τους
βαρβάρους, που ήταν απολίτιστοι και άξιοι περιφρόνησης. Η αναμέτρηση μεταξύ των
Βυζαντινών και των βαρβάρων ήταν το κυρίαρχο θέμα της βυζαντινής
ιστοριογραφίας. Στα πλαίσια της επιδιωκόμενης αντικειμενικότητας, αναγνωρίζονταν
συχνά στους βαρβάρους προτερήματα, όπως ανδρεία ή καλοσύνη και φιλοξενία.
Οι βυζαντινοί ιστορικοί ήταν κατά βάση καλλιεργημένοι άνθρωποι της εποχής
τους, που μετείχαν στα πολιτικά δρώμενα και είχαν πολλές φορές τη δυνατότητα να
εξακριβώσουν προσωπικά την ακρίβεια αυτών που έγραφαν. Ήταν πρέσβεις ή
διπλωμάτες, (Ολυμπιόδωρος, Πέτρος Πατρίκιος, Γεώργιος Ακροπολίτης), ή
ακόλουθοι σε στρατιωτικές αποστολές, (Προκόπιος), ή ακόμα ψηλότερα στην
ιεραρχία (Νικήτας Χωνιάτης, Άννα Κομνηνή), πρωθυπουργοί (Μιχαήλ Ψελλός) ή
αυτοκράτορες, (Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, Ιωάννης Καντακουζηνός). Δεν
ήταν πάντα ανεπηρέαστοι από το πολιτικοστρατιωτικό περιβάλλον τους και είχαν
προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες που επηρέαζαν το έργο τους, όμως δεν
έφταναν στην κολακεία, την εμπάθεια ή την σκοπιμότητα. Ήταν όμως πάντα
περιορισμένοι από τα όρια που είχαν χαράξει η εκκλησιαστική και η κοσμική εξουσία
και δεν έρχονταν ποτέ σε ρήξη με την Εκκλησία ή τους ισχυρούς της εποχής τους.
Έγραφαν σε λόγια γλώσσα, πολλές φορές αρχαΐζουσα, αποφεύγοντας βάρβαρες λέξεις
και λαϊκές εκφράσεις. Χρησιμοποιούσαν αρχαιοελληνικά ονόματα για τα έθνη που
τους περιέβαλλαν, όπως π.χ. για τους Τούρκους που ονομάζονταν Πέρσες και για τους
Βούλγαρους που ονομάζονταν Σκύθες σε πολλά έργα της βυζαντινής ιστοριογραφίας.
Στο σύνολό τους σχεδόν, οι βυζαντινοί ιστορικοί ήταν χριστιανοί, όμως μέσα στα
έργα τους γίνεται συχνά λόγος για την Τύχη, την Μοίρα ή την Ειμαρμένη. Το έργο
τους απευθυνόταν γενικά στους ομοίους τους ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους,
ανώτερο κλήρο, διανοούμενους της αυτοκρατορικής αυλής, μορφωμένους
αξιωματούχους. Η αρχαΐζουσα γλωσσική τους έκφραση, δεν προκαλεί εντύπωση αφού
είναι κοινή σε όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά είδη, που είχαν τις ρίζες τους στην
αρχαιότητα.
Οι χρονογραφίες ήταν γραμμένες για το πλατύ κοινό και είχαν βασικό σκοπό
να το ψυχαγωγήσουν χρησιμοποιώντας στοιχεία από την ιστορία. Τα στοιχεία αυτά
διανθίζονταν για να γίνουν πιο ελκυστικά με αναφορές σε εντυπωσιακά γεγονότα (π.χ.
φυσικά φαινόμενα ή φυσικές καταστροφές), αλλά και σε ελαφρά θέματα όπως
ερωτικές περιπέτειες και εγκλήματα. Η χριστιανική πίστη των χρονογράφων δεν τους
εμπόδιζε να δίνουν "πικάντικες" πληροφορίες για ακολασίες της βυζαντινής αυλής,
την ζωή της ανώτερης τάξης ή τις ερωμένες των αυτοκρατόρων. Επίσης δεν ήταν
σπάνιες οι ανατριχιαστικές περιγραφές σκηνών δολοφονίας ή εκτελέσεων, κάποιες
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 25/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

από τις οποίες έφταναν σε βαθμό διάχυτου σαδισμού. Ο χρονογράφος είχε κατά νου
το πλατύ κοινό της ελαφριάς λογοτεχνίας και αυτός ήταν ο λόγος που έγραφε στην
καθομιλουμένη γλώσσα και απέφευγε ρητορικά σχήματα και αναφορές ή
αποσπάσματα από τους αρχαίους συγγραφείς. Οι χρονογράφοι δεν ήταν σημαντικά
πρόσωπα, ούτε είχαν κάποιου είδους δημόσια δράση. Δεν είχαν άμεση αντίληψη για
τα γεγονότα που περιέγραφαν και έβλεπαν τη ζωή και τα πράγματα από την σκοπιά
του εγγράμματου αλλά όχι του σπουδασμένου. Ήταν όλοι χριστιανοί και σε όλες τις
χρονογραφίες περιέχονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αναφορές στην
εκκλησιαστική ιστορία, ειδήσεις για εκκλησιαστικές συνόδους και χριστιανικές
αιρέσεις, χωρία για μάρτυρες ή αγίους. Πίστευαν στην αόρατη παρέμβαση του Θεού
στα ιστορικά δρώμενα και ερμήνευαν πολλές φορές θεομηνίες ή αρρώστιες σαν θεϊκά
σημάδια, έκφραση της δυσαρέσκειας ή της οργής του Θεού. Αναφέρονταν με τα
χειρότερα λόγια στην εικονομαχία και τους εικονομάχους αυτοκράτορες.
Παρά την παντελή απουσία σοβαρής πρόθεσης αλλά και δυνατότητας να
εκτιμήσουν την πραγματική προσφορά των πρωταγωνιστών της βυζαντινής ιστορίας,
οι βυζαντινοί χρονογράφοι δίνουν πολλές φορές στα έργα τους πληροφορίες για
γεγονότα, που δεν είναι γνωστά από τους ιστορικούς, πράγμα που κάνει τις
χρονογραφίες πολύτιμες για τη μελέτη της βυζαντινής ιστορίας. Επίσης, η γλώσσα
των κειμένων δίνει σημαντικά στοιχεία στην μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής
γλώσσας αναδεικνύοντας τις χρονογραφίες, μεταξύ των άλλων και σε αξιόλογα
μνημεία της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας.
Αυτή τα πρώτα βυζαντινά χρόνια γεννήθηκε και αναπτύχθηκε και η
εκκλησιαστική ιστορία με αξιόλογους συγγραφείς, των οποίων το ύφος και η
γλώσσα δεν διαφέρει από αυτή των ιστορικών, όμως η θεματική τους αφορά στην
ιστορία της Εκκλησίας. Κατά το τέλος της περιόδου, η πολιτική και εκκλησιαστική
ιστορία αρχίζουν να συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμός, και έτσι οι αναφορές στην
ιστορία της Εκκλησίας γίνονται από τους απλούς ιστορικούς.
Ακολουθεί χρονολογικός (κατά το δυνατό) κατάλογος των ιστορικών και
χρονογράφων ανά υποπερίοδο της βυζαντινής ιστοριογραφίας.

α1. Πρωτοβυζαντινή Ιστορία (330-610)


Ευνάπιος - (349 - 420)
Ολυμπιόδωρος ο Θηβαίος - (περίπου 370 - άγνωστο)
Ζώσιμος - (5ος αι. - αρχές 6ου αι.)
Πρίσκος - (περίπου 410 - περίπου 470)
Μάλχος - (άγνωστο - 480)
Πέτρος Πατρίκιος και Μάγιστρος - (περίπου 500 - άγνωστο)
Νόννοσος - (6ος αι.)
Προκόπιος Καισαρείας - (περίπου 500 - περίπου 565)
Αγαθίας ο Σχολαστικός - (περίπου 530 - περίπου 580)
Μένανδρος ο Προτήκτωρ - (6ος αι.)
Θεοφάνης ο Βυζάντιος - (6ος αι.)
Θεοφύλακτος Σιμοκάττης - (6ος αι. - αρχές 7ου αι.)

α2. Πρωτοβυζαντινή Χρονογραφία (330-610)


Ιωάννης Μαλάλας - (περίπου 500 - περίπου 565)
Ιωάννης Αντιοχεύς - (7ος αι.ή 8ος αι.)
Πασχάλιο χρονικό - άγνωστος συγγραφέας - (6ος αι. - 7ος αι.)
Εκκλησιαστική ιστορία Ευσέβιος Καισαρείας - (263 - 340)
Γελάσιος Καισαρείας - (άγνωστο - 395)
Φίλιππος ο Σιδήτης - (4ος αι. - 5ος αι.)
Φιλοστόργιος - (368 - άγνωστο)
Σωκράτης ο Σχολαστικός - (380 - 449)
Σαλαμίνιος Ερμείας Σωζομενός - (5ος αι.)
Θεοδώρητος ο Κύρου - (393 - περίπου 460)
Γελάσιος Κυζικηνός - (5ος αι.) Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 26/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Ιωάννης Διακρινόμενος - (6ος αι.)


Βασίλειος Κίλιξ - (6ος αι.)
Ζαχαρίας Σχολαστικός - (6ος αι.)
Θεόδωρος Αναγνώστης - (6ος αι.)
Ευάγριος Σχολαστικός - (535- τέλη 6ου αι.)

β1. Μεσοβυζαντινή Ιστορία (610-1204)


Ιωσήφ Γενέσιος - (10ος αι.)
Ιωάννης Καμινιάτης - (10ος αι.)
Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος - (10ος αι.)
Λέων ο Διάκονος - (περίπου 950 - άγνωστο)
Μιχαήλ Ψελλός - (1018 - περίπου 1090)
Μιχαήλ Ατταλειάτης - (11ος αι.)
Νικηφόρος Βρυέννιος - (1062 - 1137)
Άννα Κομνηνή - (1083 - 1148)
Ευστάθιος Θεσσαλονίκης - (περίπου 1120 - 1194)
Ιωάννης Κίνναμος - (1143 - 1203)
Νικήτας Χωνιάτης - (περίπου 1155 - περίπου 1215)

β2. Μεσοβυζαντινή Χρονογραφία (610-1204)

Θεοδόσιος ο Γραμματικός - (8ος αι.)


Νικηφόρος ο Πατριάρχης - (758 - 829)
Σέργιος ο Ομολογητής - (8ος αι. - 9ος αι.)
Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί - (άγνωστος συγγραφέας 8ος - 9ος αι.)
Γεώργιος Σύγκελλος - (άγνωστο - περίπου 810)
Scriptor Incertus - άγνωστος συγγραφέας - (9ος αι.)
Θεοφάνης ο Ομολογητής - (περίπου 755 - 818)
Γεώργιος Μοναχός ή Αμαρτωλός - (9ος αι.)
Συμεών Μάγιστρος και Λογοθέτης - (10ος αι.)
Συνέχεια Θεοφάνη - άγνωστος συγγραφέας - (10ος αι.)
Συνέχεια Γεωργίου Μοναχού - (άγνωστος συγγραφέας 10ος - 11ος αι.)
Ιωάννης Σκυλίτζης - (11ος αι.)
Γεώργιος Κεδρηνός - (11ος αι. - αρχές 12ου αι.)
Ιωάννης Ζωναράς - (τέλος 11ου αι. - μέσα 12ου αι.)
Κωνσταντίνος Μανασσής - (άγνωστο - 1187)
Μιχαήλ Γλυκάς - (12ος αι.)
Ιωήλ - (τέλος 12ου αι. - αρχές 13ου αι.)

γ. Υστεροβυζαντινή Ιστορία (1204-1453)


Γεώργιος Ακροπολίτης - (1217 - 1282)
Γεώργιος Παχυμέρης - (1242 - περίπου 1310)
Νικηφόρος Γρηγοράς - (περίπου 1290 - περίπου 1360)
Ιωάννης Στ' ο Καντακουζηνός - (1295 - 15 Ιουνίου 1383)

δ. Οι "ιστορικοί της Άλωσης" (1435)


Μιχαήλ Δούκας - (~1400 - ~1470)
Γεώργιος Φραντζής' ή 'Γεώργιος Σφραντζής - (1401 - ~1478)
Μιχαήλ Κριτόβουλος - (περίπου 1405 - άγνωστο)
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης - (περίπου 1425 - περίπου 1490)

2.9. Βυζαντινή Ποίηση

Η εξέλιξη της Βυζαντινής Ποίησης μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους, ως


εξής:
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 27/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

α. Πρωτοβυζαντινή Ποίηση (330 – 800)

Η Χριστιανική θρησκευτική ποίηση άρχισε να καλλιεργείται από τα πρώτα


βυζαντινά χρόνια, κατάφορτη από ωραία ρητά και εκτενείς συλλογισμούς, αλλά χωρίς
ειλικρινή ποιητική έμπνευση. Ο Απολλινάριος της Λαοδικείας (310-381) φιλοτέχνησε
ποιητικές παραφράσεις της Βίβλου και των Ψαλμών, δημιουργώντας ένα ιδιότυπο
μίγμα βιβλικών κειμένων και ομηρικών αναμνήσεων. Περισσότερο πηγαίος ο
Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (330-390) έγραψε επικοθρησκευτικά ποιήματα, με θέματα
ιστορικά και θεολογικά, επιτάφιους και 94 γνωμικά επιγράμματα. Ο Ρωμανός ο
Μελωδός (αρχές 6ου αιώνα), καταγόμενος από τη Συρία, υπήρξε από τους
σπουδαιότερους υμνογράφους του Μεσαίωνα. Ανεξάντλητος σε συλλήψεις και
πλούτο ιδεών, που εμψυχώνουν τα θέματά του, έγραψε περί τους 1000 ύμνους
(κοντάκια) για τους αγίους και τις γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης
Σέργιος (πατρ. 610-638) έγραψε τον Ακάθιστο Ύμνο, κοντάκιο με 24 οίκους σε
αλφαβητική ακροστιχίδα, που αναμφισβήτητα είναι ένα από τα αριστουργήματα της
εκκλησιαστικής ποίησης, αληθινό μνημείο του μεσαιωνικού ελληνικού λόγου, Ο
Σωφρόνιος εξ Ιεροσολύμων (7ος αιώνας) υπήρξε ο εισηγητής των ανακρεόντειων
τονικών και όχι προσωδιακών μέτρων, ενώ ο Ανδρέας εκ Κρήτης (~710) υπήρξε ο
εφευρέτης του Κανόνα (με 9 ωδές), του οποίου ονομαστότερο δείγμα είναι ο Μέγας
Κανών της Μεγάλης Σαρακοστής. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός (660-760), υπήρξε ένας
ακόμα σπουδαίος υμνογράφος, ισάξιος του Ρωμανού του Μελωδού, αφήνοντας πίσω
60 Κανόνες για διάφορες γιορτές με έκφραση πυκνή και μεγαλοπρεπή. Ο θετός
αδελφός του Κοσμάς Επίσκοπος Μαϊουμά (~760) διέθετε περισσότερο αίσθημα, χάρη
και απλότητα, χωρίς όμως την καλλιέπεια του Δαμασκηνού.
Η Λόγια Κοσμική Ποίηση καλλιεργήθηκε από τη Μεσοβυζαντινή Περίοδο
και ύστερα, κυρίως με επιγράμματα, με υπερτονισμένη μορφή, αναζήτηση
καλλιέπειας και ευφυολογήματα. Ο Μουσαίος ο Γραμματικός (αρχές 6ου αιώνα),
επηρεασμένος από τον Νόννο τον Πανοπολίτη, έγραψε ένα από τα σπουδαιότερα
ποιητικά μυθιστορήματα του Μεσαίωνα «Τα καθ’ Ηρώ και Λέανδρον», πολύστιχο
επικό και αφηγηματικό ποίημα, που υπήρξε προάγγελος των έμμετρων ιπποτικών
μυθιστορημάτων. Επιγράμματα με διάφορα θέματα και κυρίως ερωτικά έγραψαν οι
Μακεδόνιος Ύπατος ((~520), Ιουλιανός Αιγύπτιος (~530), Παύλος Κύρου Σιλεντιάριος
(~550) και Αγαθίας ο Σχολαστικός (536-582) που υπήρξε ταυτόχρονα και
ιστοριογράφος, ενώ ο Γεώργιος Πισίδης (~622) έγραψε ιάμβους και ένα έπος για την
εκστρατεία του Ηρακλείου κατά των Περσών το 622. .

β. Μεσοβυζαντινή Ποίηση (800 – 1204)

Το κέντρο της Θρησκευτικής Ποίησης κατά τη Μεσοβυζαντινή Περίοδο


μεταφέρθηκε από τη Συρία στην Κωνσταντινούπολη και η εκφορά της απέκτησε
χαρακτηριστικά στόμφου και εκζήτησης και μία τάση για απεραντολογίες σε
αρχαΐζουσα γλώσσα. Ο Θεόδωρος Στουδίτης (9ος αιώνας), μοναχός φανατικός
υπέρμαχος των εικόνων, υπήρξε ο εισηγητής των Κανόνων του μοναστικού βίου. Ο
Ιωσήφ ο Υμνογράφος (9ος αιώνας), συνομήλικος του Στουδίτη, έγραψε 200 κοντάκια
για αγίους και αναδείχτηκε σε έναν από τους καλύτερους υμνογράφους της εποχής
του, με πρωτοτυπία και χάρη. Η Κασσιανή (αρχικό όνομα Εικασία, 9ος αιώνας) ήταν
υμνογράφος, διάσημη μέχρι σήμερα για το λεπτό λυρισμό και καλλιεργημένο πνεύμα
της. Ο Πατριάρχης Φώτιος (820-891), ένας από τους πλέον μορφωμένους λόγιους του
Μεσαίωνα, διάσημος για τη Μυριόβιβλο και για το Σχίσμα των Εκκλησιών, που έγινε
επί των ημερών του, ως υμνογράφος εκπροσωπεί την αρχαΐζουσα τάση που
επικράτησε σιγά σιγά. Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ ο Σοφός (886-912) έγραψε ύμνους
με αρκετό αίσθημα σε γλώσσα απλούστερη του Φωτίου, ενώ ο γιος του Κωνσταντίνος
Ζ ο Πορφυρογέννητος (913-959) έγραψε 11 εξαποστειλάρια της Μεγάλης
Σαρακοστής. Ο Συμεών ο Μεταφραστής (10ος αιώνας) έγραψε ποιήματα,
εκκλησιαστικούς ύμνους και κατανυκτικούς αλφάβητους με βαθιά συγκίνηση και
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 28/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

λυρισμό. Ο Ιωάννης Μαυρόπους (11ος αιώνας), θεολόγος, φυσικομαθηματικός και


μελετητής των αρχαίων συγγραφέων έγραψε επίσης εκκλησιαστικούς ύμνους, ενώ ο
χρονογράφος Ιωάννης Ζωναράς (12ος αιώνας) έγραψε ποιήματα για δογματικά
θέματα.
Την ίδια περίοδο καλλιεργήθηκε επίσης η Λόγια Κοσμική Ποίηση, που
περιλάμβανε κυρίως διδακτικά ποιήματα και επιγράμματα επιτηδευμένα και ψυχρά σε
αρχαΐζουσα γλώσσα Ο Ιωάννης Γεωμέτρης, ο Χριστόφορος εκ Μυτιλήνης και ο
Κωνσταντίνος Ρόδιος (~917) έγραψαν επιγράμματα με πνεύμα και πρωτοτυπία, αλλά
κουραστικά και απρόσιτα, που περιέχονται στην Ανθολογία του Κων. Κεφαλά. Ο
Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078), από τους σπουδαιότερους λόγιους και φιλόσοφους του
Μεσαίωνα, έγραψε σκωπτικά και διδακτικά ποιήματα και παίγνια, αλλά σε
ακαδημαϊκό ύφος, χωρίς γνήσια ποιητικότητα. Ο Ιωάννης Τζέτζης (12ος αιώνας),
λόγιος επίσης και γραμματικός με θαυμαστή μόρφωση, έγραψε Ιλιακά, Βίβλο Ιστορική
και Θεογονία, που αποτελούν σπουδαία πηγή για τη μελέτη του αρχαίου κόσμου.
Λόγιοι και αρχαϊστές των άκρων ήταν επίσης ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (12ος αιώνας),
δάσκαλος στην αυλή των Λασκάρεων στη Νίκαια και ο Μάξιμος Πλανούδης (1260-
1310), που έγραψαν επιγράμματα ψυχρά και δυσνόητα.
Λόγια Κοσμική Ποίηση γράφτηκε την εποχή αυτή και σε καθομιλουμένη
γλώσσα, που εντάσσονται στις απαρχές της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Το
Μυθιστόρημα του Διγενή (~1100) είναι λόγια διασκευή του δημοτικού έπους με
ρητορισμό και απεραντολογίες. Τα Πτωχοπροδρομικά (12ος αιώνας) είναι λόγια
ποιήματα με τέσσερα κύρια ομιλητές, ένα φτωχό λόγιο, ένα ταπεινό κληρικό, έναν
οικογενειάρχη βασανισμένο από τη συζυγική γκρίνια και έναν επαίτη που
απευθύνεται στο βασιλιά. Η Διήγησις Κρασοπατέρα (12ος αιώνας) είναι
ανεκδοτολογικό ποίημα για τους μπεκρήδες και τους οινοποτικούς ηρωισμούς τους. Η
Αμαρτωλού Παράκλησις (12ος αιώνας) περιγράφει την πάλη ανάμεσα στο πάθος και
τον πόθο της αρετής. Ο Πωρικολόγος (12ος αιώνας) είναι μνημοτεχνικό έργο, που
περιγράφει με παρωδική διάθεση δίκη των οπωρικών, σύμφωνα με τους τύπους της
αυλής. Ο Σπανέας (που θεωρείται ότι ταυτίζεται με τον Αλέξιο Κομνηνό, γιο του
αυτοκράτορα Ιωάννη Β Κομνηνού, 12ος αιώνας) είναι ένα ηθικοδιδακτικό ποίημα,
άτεχνο και ανόσιο, που αποτελείται από περίπου πεντακόσιους δεκαπεντασύλλαβους
και ανομοιοκατάληκτους στίχους, όπου κάποιο ηλικιωμένο άτομο δίνει συμβουλές σε
ένα νεαρό συγγενικό του πρόσωπο, για διάφορα θέματα, όπως πώς να πάρει κανείς
θέση στην κρατική ιεραρχία, αλλά και παραινέσεις σεβασμού στο θεό και τον
αυτοκράτορα. Ο Μιχαήλ Γλυκάς (~1159) έγραψε το έργο Στίχοι Γραμματικοί, που
περιλαμβάνει 581 ανομοιοκατάληκτους στίχους, με τους οποίους παρακαλεί τον
αυτοκράτορα να τον γλυτώσει από τη φυλακή.
Τέλος η Δημοτική Ποίηση της εποχής αυτής θαυμάζεται για τον εκφραστικό
της πλούτο και την παραστατική της ικανότητα. Τα Ακριτικά Τραγούδια φανερώνουν
αγάπη για τη φύση, αισθησιασμό, ιπποτισμό και επιθυμία για περιπέτειες. Οι
Παραλογές είναι αφηγηματικά τραγούδια για σπουδαία περιστατικά ή πράξεις, με
τραγικό ή ευτυχισμένο τέλος και δραματική εξέλιξη.

γ. Υστεροβυζαντινή Ποίηση (1204 – 1453)

Η Υστεροβυζαντινή Ποίηση αποτελεί ευδιάκριτα και από κάθε άποψη μέρος


της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο ξεκίνημά της. Περιλαμβάνει λόγια στιχουργήματα
χωρίς συγκίνηση και ειλικρίνεια, απλές και αφελείς φλυαρίες, που όμως δίνουν μια
εικόνα της ελληνικής γλώσσας, όπως μιλιόταν τότε. Εστίες παραγωγής της ήταν η
Κωνσταντινούπολη, η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, η Κύπρος, τα Επτάνησα και ο
Ελληνισμός της Διασποράς.
Η Διδακτική Ποίηση της εποχής έχει σκοπό εγκυκλοπαιδικό. Ο Φυσιολόγος
(~1300) αποτελείται από 1131 ανόμοιους στίχους, που περιγράφουν τα χερσαία ζώα,
τα αμφίβια και τα πτηνά, μεταθέτοντας τις ιδιότητές τους στους ανθρώπους και
καταλήγοντας σε ηθικοθρησκευτικές διδαχές. Η Αλφάβητος κατανυκτική και Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 29/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου (~1400) παρουσιάζει μια διδακτική
διάθεση που σφραγίζεται από την επίδραση ανάλογων προγενέστερων έργων. Ο
Τζαμπλάκος (~1400) έγραψε 106 άτεχνους δεκαπεντασύλλαβους ονειρογραφικούς
στίχους για τον μάταιο πλούτο.
Από τα Ιστορικά Μυθιστορήματα που περιλαμβάνουν έμμετρα χρονικά και
ιστορικές ριμάδες, το Χρονικό του Μορέως (~1300) αφηγείται την κατάκτηση της
Πελοποννήσου από τους Φράγκους, με βαριά χρονογραφική αφήγηση που
υπεισέρχεται σε πολλές ασήμαντες λεπτομέρειες. Η Αχηλληίδα (~1400) είναι ιπποτικό
μυθιστόρημα, με ήρωες που έχουν νεοελληνικό ψυχισμό και κοινωνική συνείδηση. Η
Ομιλία του Νεκρού Βασιλιά (~1450) είναι τραγούδι του κάτω κόσμου, όπου ο
σκελετός ενός βασιλιά διηγείται τη ζωή του, με κύριο σκεπτικό τη ματαιότητα όλων
των επίγειων. Ο Εμμανουήλ Γεωργιλάς από τη Ρόδο (~1450) έγραψε ιστορικά
αφηγηματικά ποιήματα, που δείχνουν πατριωτισμό, αλλά είναι φλύαρα και τεχνικώς
ατελή.
Τα Ερωτικά Μυθιστορήματα, γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβους με δυτική
επίδραση, χωρίς ψυχογραφική θέληση, κύριο θέμα έχουν την αγάπη δύο νέων, που
δοκιμάζονται από τη μοίρα, μέχρι να πραγματοποιηθεί η ευτυχισμένη ένωση. Το
Ιμπέριος και Μαργαρώνα παρουσιάζει ήθη ιπποτικά, καθαρά δυτικά, αλλά έχει
επιδέξιο χειρισμό της γλώσσας. Τα Φλώριος και Πλιατζαφλώρα και Καλλίμαχος και
Χρυσορόη (~1350) έχουν παρόμοιο θέμα και χαρακτηριστικά, αλλά το πρωτότυπο
διακρίνεται έντονα κάτω από την ελληνική μορφή. Αντίθετα τα Βέλθανδρος και
Χρυσάντζα και Λίβιστρος και Ροδάμνη (~1350) χαρακτηρίζονται από έντονο ελληνικό
χρώμα και υψηλή αισθητική στάθμη, αλλά και αμεσότερη επαφή με το δημοτικό
τραγούδι και την ελληνική ζωή. Η Ριμάτα Κόρης και Νέου (~1450), γραμμένη στην
Κωνσταντινούπολη ή την Κρήτη, σε 198 στίχους που διακρίνονται για την αρτιότητά
τους, αναφέρεται σε μία ερωτική απάτη, που κατέληξε στο βιασμό μιας κόρης.
Από τις Ιστορίες Ζώων ο Πουλολόγος (~1300) είναι λαϊκό εγχειρίδιο
ζωολογίας, που περιγράφει συνέδριο των πτηνών, παραλληλίζοντας τα γνωρίσματά
τους με ανθρώπινες ιδιότητες, με πνεύμα σατιρικό και ηθογραφικό. Η Διήγησις
παιδιόφραστος περί των τετραπόδων ζώων (~1350) περιγράφει επίσης ένα συνέδριο
ζώων σε 1089 στίχους με εκλαϊκευτική και αλληγορική σημασία και κεντρική ιδέα ότι
δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τους φυσικούς νόμους. Το Συναξάριον του τιμημένου
γαϊδάρου (~1400), περιγράφοντας επεισόδια γαϊδάρου, λύκου και αλεπούς, σατιρίζει
τους κληρικούς σε 396 ανομοιοκατάληκτους στίχους, με κάποια ακράτεια γλώσσας.
Το Γαϊδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία (~1530), γραμμένο στην Κρήτη,
αποτελεί διασκευή του προηγούμενου, σε μία παραλλαγή όπου ο γάιδαρος
καταδικάζεται σε θάνατο από τον λύκο και την αλεπού, αν και είναι αθώος, αλλά
γλυτώνει με πονηριά.
Τέλος η Λυρική Ποίηση έχει θέματα ερωτικά, θρηνητικά και παράπονα για
την ξενιτιά. Ο Μάρκος Άγγελος από την Κωνσταντινούπολη (~1300) έγραψε 144
ανακρεόντειους στίχους αφιερωμένους στον έρωτα. Ο Θρήνος της Υπεραγίας
Θεοτόκου (αγνώστου ~1350), γραμμένος σε μικτή γλώσσα, προήλθε από τη βυζαντινή
υμνογραφία, ως συνειδητή μίμηση. Ο Λεονάρδος Δελλαπόρτας από την Κρήτη (1350-
1420) έγραψε στίχους θρηνητικούς για επιτάφιους θρήνους, που περιέχουν ερωτήματα
ξένου και αληθείας, με λυρική ποιότητα που συνδέει το Βυζάντιο με την Κρητική
παραγωγή. Οι Στίχοι εμπαθούς ψυχής προς τον Σωτήρα (~1400) έχουν μορφή
αλφαβητικής ακροστιχίδας με θρησκευτικό περιεχόμενο, που δείχνει μόρφωση,
ευλάβεια, γνώση της βυζαντινής υμνογραφίας και κατοχή του γλωσσικού οργάνου. Η
Αλφάβητος της ξενιτιάς (~1400) περιγράφει τα δεινά της ξενιτιάς σε αλφαβητική
ακροστιχίδα με ανόμοιους δεκαπεντασύλλαβους. Τέλος από τους Θρήνους της
Κωνσταντινούπολης (~1453), που ήταν πολυάριθμοι, ο αρτιότερος έχει 128 ανόμοιους
στίχους, με ποιητική σαφήνεια, ζωηρές εικόνες και γνήσια δραματικό τόνο.

2.10. Βυζαντινή Τέχνη

Τα έργα της βυζαντινής τέχνης δεν φτιάχτηκαν για να θαυμάζονται. αλλά για
να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα πρακτικών αναγκών (λατρευτικών, διδακτικών,
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 30/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

κοινωνικοπολιτικών και ιδιωτικών). Η επιδίωξη καλλιτεχνικής αρτιότητας δεν ήταν


απλό παιχνίδι με τις φόρμες που αποσκοπούσε στην αισθητική απόλαυση, αλλά μέσο
για να καταστήσει τις εικόνες αποτελεσματικές στη χρηστική λειτουργία που
υπηρετούσαν. Με αυτή την έννοια, η βυζαντινή τέχνη μπορεί να θεωρηθεί
«στρατευμένη» στη θρησκευτική αποστολή της. Οι χαρακτηριστικές καλλιτεχνικές
μορφές της άρχισαν να αναπτύσσονται στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα
ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και της
ανατολικής επίδρασης και θρησκευτικότητας. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού,
η βυζαντινή τεχνοτροπία έγινε το κατεξοχήν μέσο για την οπτικοποίηση του
υπερβατικού κόσμου και τη διάδοση των μηνυμάτων της νέας θρησκείας και της νέας
κοινωνικοπολιτικής ιδεολογίας και απέκτησε στοιχεία μιας αμιγώς θρησκευτικής
τέχνης, σκοπός της οποίας δεν ήταν η αναζήτηση του κάλλους και της αρμονίας, αλλά
η εσωτερικότητα, ο συμβολισμός και η υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης. Για
τον σκοπό αυτό, η βυζαντινή τέχνη συνέχισε, αφενός, την αρχαία ελληνική παράδοση
της ιδιαίτερης προτίμησης στην ανθρώπινη μορφή και στράφηκε, αφετέρου, προς τον
μυστικισμό και την εσωτερικότητα της Ανατολής. Τελικά όμως δημιούργησε τη δική
της, ιδιαίτερη φυσιογνωμία που της επέτρεψε να κυριαρχήσει στην ορθόδοξη
χριστιανική Ανατολή για σχεδόν μιάμιση χιλιετία εκφράζοντας την πνευματικότητα
και τη θρησκευτική συγκίνηση πλατειών στρωμάτων του πληθυσμού της. Η
ακτινοβολία της βυζαντινής τέχνης απλώθηκε σε μεγάλο μέρος του μεσογειακού
κόσμου και στην ανατολική Ευρώπη ως τη Ρωσία και την Αρμενία και συναντήθηκε
δημιουργικά με τη μεσαιωνική τέχνη της Δύσης και του ισλαμικού κόσμου
συμβάλλοντας στην εμφάνιση υβριδικών καλλιτεχνικών ρευμάτων. Στα νεότερα
χρόνια, η βυζαντινή τέχνη εκτιμήθηκε με καθυστέρηση, καθώς ο θαυμασμός της
ιταλικής Αναγέννησης για την αρχαιότητα και του γαλλικού Διαφωτισμού για τον
ορθολογισμό προκάλεσαν γενικότερη απαρέσκεια για τον Μεσαίωνα και το Βυζάντιο.
Μετά από μια αρχική περίοδο αποστροφής προς απεικονίσεις κάθε είδους από
αντίδραση στον ειδωλολατρικό εικαστικό πολιτισμό, οι πρώτοι Χριστιανοί άρχισαν να
χρησιμοποιούν την καθιερωμένη κλασική τέχνη της εποχής τους ως όχημα για τα
μηνύματα της θρησκευτικής τους πίστης, ιδιαίτερα την υπαρξιακή ελπίδα για
σωτηρία. Η απήχηση του εγχειρήματος ανανοηματοδότησης παραδοσιακών εικόνων
ήταν εντυπωσιακή λόγω της αμεσότητας των οπτικών μέσων ως διδακτικών
εργαλείων, με αποτέλεσμα περί τα μέσα του 3ου αι. η τέχνη με χριστιανικό
περιεχόμενο να έχει διαδοθεί σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, χωρίς κατά τα
άλλα να διαφοροποιείται από την καλλιτεχνική γλώσσα της εποχής της. Η ίδρυση της
Κωνσταντινούπολης το 324 συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός νέου μεγάλου
καλλιτεχνικού κέντρου για το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας, ενός κέντρου με
έντονα χριστιανικά χαρακτηριστικά αστικής συγκρότησης. Τότε για πρώτη φορά στην
ιστορία χτίστηκε, σύμφωνα με την παράδοση, ρωμαϊκή πόλη με καθεδρικό ναό και
επισκοπική κατοικία στο κέντρο της, δίπλα στο αυτοκρατορικό ανάκτορο, και με
άλλους χριστιανικούς ναούς σε καίρια σημεία. Από τον 4ο αιώνα άρχισε να γίνεται
χρήση φορητών εικόνων, δείγματα των οποίων σώζονται από τον 6ο αιώνα.
Οι χαρακτηριστικές αντιρρεαλιστικές φόρμες της βυζαντινής τέχνης άρχισαν
να δημιουργούνται με την υποχώρηση της κλασικής αισθητικής. Η αλλαγή αυτή
φαίνεται πως ήταν ένα γενικότερο φαινόμενο στην τέχνη της ύστερης αρχαιότητας,
και όχι αποτέλεσμα της εμφάνισης του Χριστιανισμού, με ρίζες στα φιλοσοφικά
ρεύματα της εποχής και κυρίως στον Νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου (3ος αι.). Στις
Εννεάδες του, ο Πλωτίνος προώθησε την ιδέα της απόκτησης ουσιαστικής γνώσης
μέσα από την ενορατική προσέγγιση του άλογου πυρήνα των πραγμάτων, ο οποίος
κρύβεται πίσω από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της ύλης. Η διαφάνεια των
πραγμάτων, κατά τον Πλωτίνο, μπορεί να επιτευχθεί με την εξάλειψη του χώρου, της
προοπτικής, της γραμμής του ορίζοντα, του στοχευμένου φωτισμού και του όγκου των
μορφών. Τις τεχνικές αυτές άρχισε να εφαρμόζει και η χριστιανική τέχνη για να
υπερβεί τη σωματικότητα και την αισθητηριακή σχέση με τον φυσικό κόσμο.
Όσο όμως και αν η βυζαντινή τέχνη, αξιοποιώντας και αναπτύσσοντας τις
τάσεις της εποχής της, απομακρύνθηκε από τον νατουραλισμό της κλασικής
παράδοσης για να προσεγγίσει το νοητό, ποτέ δεν απέκοψε ολοκληρωτικά τους
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 31/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

δεσμούς της με το κλασικό παρελθόν, αλλά αντίθετα επέστρεφε συχνά στις


κατακτήσεις και τα διδάγματά του, ιδιαίτερα μετά από βαθιές τομές στην ομαλή
εξέλιξή της. Έτσι, η ιστορία της βυζαντινής τέχνης είναι διάσπαρτη από
«κλασικισμούς», «αναβιώσεις» και «αναγεννήσεις», που έχουν τα ανάλογά τους σε
πολιτικές στρατηγικές προβολής του Βυζαντίου ως συνεχιστή της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας. Εκεί όμως που φαίνονται καθαρά οι οφειλές στην Αρχαιότητα, είναι
στην προσήλωση της βυζαντινής τέχνης στην ανθρώπινη μορφή, προσήλωση που
άντεξε στη σκληρή δοκιμασία της Εικονομαχίας και θεμελιώθηκε το 787 από τη Ζ΄
Οικουμενική Σύνοδο και θεωρητικά στο δόγμα της έλευσης του Θεού στον κόσμο ως
ανθρώπου. Στην ισχυρή επενέργεια κλασικών αισθητικών αξιών οφείλεται επίσης το
γεγονός ότι το Βυζάντιο, σε αντίθεση με τη Δύση, απέδωσε συγκρατημένα ακόμα και
την ασχήμια της φρίκης και των σκοτεινών δυνάμεων. Με αυτή την έννοια, η
βυζαντινή τέχνη είναι βαθειά ανθρωποκεντρική και διακρίνεται π.χ. από την
ισλαμική τέχνη, που είναι ανεικονική και καλλιγραφική, ή από την κινεζική, που
εστιάζει περισσότερο στο τοπίο. Η συνέχιση της αρχαίας εικαστικής παράδοσης στην
απόδοση της ανθρώπινης μορφής αποτελεί και την πιο καθοριστική συμβολή της
βυζαντινής τέχνης στην ευρωπαϊκή. Η κλασική Αρχαιότητα επιβίωσε στο Βυζάντιο
περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, και χωρίς τη μεσολάβηση του Βυζαντίου είναι
αμφίβολο αν η λεγόμενη Καρολίδεια αναγέννηση (μέσα 8ου - μέσα 9ου αι.), η
Ρομανική τέχνη (11ος-12ος αι.) και τελικά η Ιταλική Αναγέννηση (από τον 14ο αι.) θα
είχαν ξαναβρεί το νήμα της κλασικής τέχνης, που είχε σχεδόν κοπεί στη Δύση μετά
την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 και τις Μεγάλες
Μεταναστεύσεις.

α. Πρωτοβυζαντινή τέχνη

Τελώντας υπό την αιγίδα της αυτοκρατορικής εξουσίας και την προστασία
ισχυρών κρατικών και εκκλησιαστικών αξιωματούχων από την εποχή του
Κωνσταντίνου Α΄ και εξής, η βυζαντινή αρχιτεκτονική άρχισε να αποκτά
χαρακτηριστικά επίσημης τέχνης: μνημειακότητα, πολυτέλεια, εκλεκτικότητα και
συστηματικότητα. Με την εκτέλεση φιλόδοξων μνημειακών προγραμμάτων
διαμορφώθηκαν οι εικονογραφικοί και τεχνοτροπικοί κώδικες στους οποίους
βασίστηκε η απόδοση των θεμελιωδών χριστιανικών δογμάτων και των βασικών
ιδεολογικών αρχών της χριστιανικής αυτοκρατορικής εξουσίας, καθώς και η προβολή
της ηγεμονικής φυσιογνωμίας του βυζαντινού αυτοκράτορα. Τέτοια προγράμματα
εκτελέστηκαν σε μεγάλες μητροπόλεις όπως:
- η Κωνσταντινούπολη (Μονή Στουδίου, Παναγία των Χαλκοπρατείων, Αγία Ειρήνη,
Άγιοι Σέργιος και Βάκχος, Αγία Σοφία),
- η Θεσσαλονίκη (Άγιος Γεώργιος Ροτόντας, Αχειροποίητος, Όσιος Δαβίδ, Άγιος
Δημήτριος)
- η Ραβέννα (Μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας, Βαπτιστήριο των Ορθοδόξων,
Βαπτιστήριο των Αρειανών (Ραβέννα), Άγιος Απολλινάριος ο Νέος, Άγιος
Απολλινάριος in Classe, Άγιος Βιτάλιος),
- η Ρώμη (Άγιος Πέτρος, Santa Pudenziana, Santa Maria Maggiore, ναός Αγίων
Κοσμά και Δαμιανού).
Με τη ριζική στροφή της χριστιανικής λατρείας προς τη Θεία Ευχαριστία
κατά τη διάρκεια συνεστίασης σε κλειστό χώρο προέκυψε η ανάγκη ναϊκών
οικοδομημάτων που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν ευάριθμες συναθροίσεις πιστών
και όχι απλώς το άγαλμα της θεότητας, και ενίοτε τον θησαυρό της πόλης, όπως οι
αρχαίοι ελληνικοί ναοί. Όταν οι λατρευτικές ανάγκες δεν μπορούσαν πια να
ικανοποιηθούν στις ιδιωτικές οικίες εύπορων μελών της κοινότητας, οι πρώτοι
Χριστιανοί στράφηκαν στη ρωμαϊκή αίθουσα δημόσιων συγκεντρώσεων ορθογώνιας
κάτοψης, τη λεγόμενη βασιλική (εννοείται στοά). Πλεονέκτημα του συγκεκριμένου
αρχιτεκτονικού τύπου ήταν επίσης ότι προσφερόταν για οικοδομήματα μνημειακών
διαστάσεων, όπως η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη (329) ή οι ναοί που
αποδίδει η παράδοση στον Κωνσταντίνο Α΄, οικοδομήματα ικανά να προβάλουν τη
νέα πολιτικοθρησκευτική ιδεολογία. Ο νέος αρχιτεκτονικός τύπος κυριάρχησε στην
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 32/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Παλαιοχριστιανική ναοδομία σε τέσσερις βασικές παραλλαγές: την απλή δρομική και


τη σταυρική, που ήταν ξυλόστεγες, την καμαροσκέπαστη ή θολωτή και, από την
εποχή του Ιουστινιανού, την τρουλαία. Ο τελευταίος τύπος εισήγαγε τον καινοτόμο
συνδυασμό ορθογώνιου κτηρίου, που ως τότε έφερε κατά κανόνα δίριχτη στέγη, και
τρούλου, που ως τότε είχε χρησιμοποιηθεί μόνο σε περίκεντρα κτήρια με κυκλική
κάτοψη. Ο συνδυασμός έγινε εφικτός στην ιδιαίτερη παραλλαγή της σταυροειδούς
βασιλικής, όπου ο τρούλος μπορούσε να στηριχθεί στο κεντρικό τετράπλευρο, εκεί
που τέμνονταν τα κάθετα κλίτη. Η καινοτομία της τρουλαίας βασιλικής εμφανίζεται
για πρώτη φορά το 532-537 στον καθεδρικό ναό της Κωνσταντινούπολης, την Αγία
Σοφία. Ο ημισφαιρικός τρούλος της στηρίζεται σε τέσσερις ογκώδεις πεσσούς με τη
βοήθεια τεσσάρων ημικυκλικών τόξων. Έργο του Ανθεμίου και του Ισιδώρου υπό
την αιγίδα του Ιουστινιανού, η Αγία Σοφία αποτέλεσε το κορυφαίο επίτευγμα του
πρώιμου βυζαντινού πολιτισμού, πηγή έμπνευσης για γενιές αρχιτεκτόνων και
καλλιτεχνών, αλλά και σύμβολο της αυτοκρατορικής εξουσίας του Βυζαντίου και της
μεγαλοπρέπειάς του. Στην δόμησή της αποτυπώθηκαν οι νέες αντιλήψεις της
βυζαντινής αρχιτεκτονικής για τον χώρο. Κύριος φορέας νοήματος έγινε το εσωτερικό
του ναού, που φιλοξενούσε τους πιστούς για να τους υποβάλει την ιδέα του άπειρου
σύμπαντος στο οποίο κατοικεί ο Θεός. Την αίσθηση του απείρου ενισχύει ιδιαίτερα ο
τρούλος, που ελκύει το βλέμμα προς τα πάνω και εξαίρει την κατακόρυφη διάσταση
έναντι της οριζόντιας των δρομικών κτηρίων, καθώς και ο διάκοσμος με τη ρυθμική
του ομοιογένεια. Το εσωτερικό καθορίζει, τέλος, τη μορφή που παίρνει το εξωτερικό
κέλυφος του κτίσματος, και όχι το αντίθετο, όπως στον αρχαίο ελληνικό ναό. Άλλα
σημαντικά κτίσματα επί βασιλείας Ιουστινιανού είναι η βασιλική της Αγίας Ειρήνης
και οι ναοί των Αγίων Αποστόλων και Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο.
Η πρωιμότερη βυζαντινή ζωγραφική συνέχισε την ελληνιστική και ρωμαϊκή
παράδοση της τοιχογραφίας, επενδύοντας όμως τα κλασικά θέματα με αλληγορικό
χριστιανικό περιεχόμενο. Κοινές απεικονίσεις ψαρέματος απέδωσαν την αλίευση
ψυχών, και απεικονίσεις βοσκών που κουβαλούν τα ζώα τους (εικονογραφικός τύπος
μοσχοφόρου) απέδωσαν τον Καλό Ποιμένα που επαναφέρει τους παραστρατημένους
στον δρόμο της πίστης. Χαρακτηριστικά δείγματα κλασικής τέχνης στην υπηρεσία της
νέας θρησκείας είναι, μεταξύ άλλων, οι τοιχογραφίες του Καλού Ποιμένα, των
Πρωτόπλαστων και άλλων χριστιανικών θεμάτων σε βαπτιστήριο ιδιωτικής οικίας στη
Δούρα Ευρωπό της Συρίας (περ. 240), οι τοιχογραφίες του Καλού Ποιμένα στην
Κατακόμβη της Δομιτίλλας στη Ρώμη (τέλη 2ου-αρχές 3ου αι.), η τοιχογραφία των
Τριών Παίδων εν Καμίνω στην Κατακόμβη της Πρισίλλας στη Ρώμη (μέσα 3ου αι.)
και τα μαρμάρινα αγαλματικά πορτρέτα και συμπλέγματα από τη Μικρά Ασία, όπως
αυτό που έχει θέμα τον Ιωνά και το Κήτος. Την πλήρη ανάπτυξη της
παλαιοχριστιανικής τοιχογραφίας από τον 6ο αι. και μετά αντιπροσωπεύουν
τοιχογραφικά σύνολα που σώζονται στη Santa Maria Antiqua της Ρώμης, στη Santa
Maria του Castelseprio στη Βόρεια Ιταλία, στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης καθώς
και στη Νάξο (Παναγία Πρωτόθρονη στο Χαλκί και Παναγία Δροσιανή).
Μετά την πρώτη περίοδο της ζωγραφικής σε κατακόμβες και ιδιωτικές
κατοικίες όσο ο Χριστιανισμός παρέμενε στην αφάνεια, η εκδήλωση της
αυτοκρατορικής εύνοιας προς τον Χριστιανισμό από τον Κωνσταντίνο έστρεψε την
εικαστική έκφραση κυρίως προς την τέχνη του ψηφιδωτού. Το ψηφιδωτό ανθούσε
στην ελληνιστική Ανατολή και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήδη από τα προχριστιανικά
χρόνια και είχε δημιουργήσει παράδοση στην πολυτελή διακόσμηση ανακτόρων,
επαύλεων και λουτρικών συγκροτημάτων. Ενώ όμως στον ελληνορωμαϊκό κόσμο τα
ψηφιδωτά χρησιμοποιούνταν συνήθως για την κάλυψη δαπέδων, οι Βυζαντινοί
ψηφιδογράφοι τα χρησιμοποίησαν και στη διακόσμηση εσωτερικών τοίχων. Στη
βυζαντινή τέχνη, το ψηφιδωτό έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του. Η λαμπρότητα, η
αντοχή του στην υγρασία και τον χρόνο και το υψηλό κόστος των υλικών και της
εκτέλεσής του θεωρήθηκαν ότι εξασφάλιζαν την ποιότητα που άρμοζε στη μνημειακή
τέχνη της θριαμβεύουσας αυτοκρατορίας και της εκκλησίας της. Τα σημαντικότερα
μνημειακά σύνολα εντοίχιων ψηφιδωτών του 5ου και 6ου αι., της εποχής ακμής της
Παλαιοχριστιανικής ψηφιδογραφίας, σώζονται στη Ρώμη, τη Ραβέννα και τη
Θεσσαλονίκη. Το πνεύμα μεγαλοπρέπειας της κωνσταντίνειας μνημειακής τέχνης
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 33/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

στην εικαστική γλώσσα της κλασικής παράδοσης απηχεί ένα από τα πρωιμότερα
βυζαντινά εντοίχια ψηφιδωτά, ο Χριστός με τους Αποστόλους και τις προσωποποιήσεις
των δύο Εκκλησιών στην αψίδα του ιερού της Santa Pudenziana στη Ρώμη. Η
απόδοση της ουράνιας Ιερουσαλήμ ως μιας υπαρκτής πόλης με τείχος και
αναγνωρίσιμα κτήρια κάτω από τον νεφελώδη γαλανό ουρανό βασίζει την
πειστικότητά της στη νατουραλιστική προσέγγιση μιας γήινης πραγματικότητας, στην
οποία εισέρχονται και τα υπερβατικά στοιχεία του Σταυρού του Γολγοθά και των
αποκαλυπτικών συμβόλων των Ευαγγελιστών (άγγελος, λιοντάρι, μόσχος, αετός). Οι
προσωποποιήσεις, η πλούσια ενδυμασία και η ποικιλία στάσεων στις μορφές, που
συμβάλλουν στη ζωηρότητα της σκηνής, αποτελούν επίσης στοιχεία της κλασικής
αισθητικής.
Με το προοπτικά αποδοσμένο αρχιτεκτονικό τοπίο που κυριαρχεί στο βάθος
τους, τα ψηφιδωτά του Αγίου Γεωργίου, της γνωστής Ροτόντας, στη Θεσσαλονίκη
βρίσκονται παρομοίως κοντά στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, και ειδικότερα στις
τοιχογραφίες της Πομπηίας. Ωστόσο η ρεαλιστική αίσθηση του χώρου αμβλύνεται με
τη χαλαρότητα στην απόδοση της προοπτικής, τη φυγή των αξόνων προς διάφορες
κατευθύνσεις, τον περιορισμό της χρωματικής παλέτας, και τη λεπτολόγο
διακοσμητικότητα. Τα μεγάλα, ορθάνοικτα μάτια με τα τονισμένα περιγράμματα
εκφράζουν τη στροφή της βυζαντινής τέχνης από το σώμα ως εξωτερικό δείκτη
κοσμικού κύρους, στο πρόσωπο και ειδικά τα μάτια ως δείκτες της εσωτερικής
πνευματικότητας των μορφών. Την εγγύτητα στην ελληνορωμαϊκή κληρονομιά
αποκαλύπτει στο ψηφιδωτό της αψίδας του Οσίου Δαβίδ στη Θεσσαλονίκη η ζωηρή,
πολύχρωμη απόδοση του παραδείσιου τοπίου, στο οποίο εικονίζεται ο Χριστός με τα
αποκαλυπτικά σύμβολα των Ευαγγελιστών, τους ποταμούς του Παραδείσου και δύο
προφήτες. Ωστόσο η αιώρηση του Χριστού μέσα σε κύκλο που συμβολίζει τη δόξα,
το μέγεθός του σύμφωνα με τους κανόνες της ιερατικής προοπτικής, που θέλουν
μεγαλύτερες τις σημαντικότερες, όχι τις εγγύτερες μορφές, και η σχηματική, χωρίς
βάθος απόδοση του σώματος και του ενδύματος αποκαλύπτουν τις αντιρρεαλιστικές,
αφαιρετικές τάσεις εξαΰλωσης που θα κυριαρχήσουν στη βυζαντινή τέχνη των
επόμενων αιώνων. Απόλυτα επίπεδες, δισδιάστατες ανθρώπινες μορφές με σχηματικά
διαγραμμισμένα ενδύματα, που δεν αποκαλύπτουν κανένα σωματικό χαρακτηριστικό,
αποπνέουν στα ψηφιδωτά του 7ου αι. στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης αντίστοιχο
πνεύμα εξαΰλωσης.
Στα τέλη του 5ου αι., όταν η Ραβέννα ήταν πρωτεύουσα του Οστρογοτθικού
βασιλείου της Ιταλίας με βασιλιά τον Θεοδώριχο, κτίστηκαν και διακοσμήθηκαν με
ψηφιδωτά βυζαντινού ύφους το Βαπτιστήριο των Αρειανών και ο Άγιος Απολλινάριος ο
Νέος. Μετά την κατάληψη της Ραβέννας από τα βυζαντινά στρατεύματα του
Ιουστινιανού το 540, ο Άγιος Απολλινάριος ο Νέος αναδιακοσμήθηκε, ενώ κτίστηκε
και διακοσμήθηκε ο Άγιος Απολλινάριος in Classe και ολοκληρώθηκε ο Άγιος
Βιτάλιος, που είχε ξεκινήσει περίπου 25 χρόνια νωρίτερα. Στα ψηφιδωτά όλων αυτών
των ναών φαίνεται πως έχουν ολοκληρωθεί οι διεργασίες μετάπλασης της κλασικής
κληρονομιάς και έχουν κατακτηθεί τα μέσα της βυζαντινής τεχνοτροπίας για την
απόδοση της πνευματικότητας που συμπυκνώνονται στην υπέρβαση της
αισθητηριακής αντίληψης του κόσμου και του ανθρώπου μέσα σ' αυτόν. Το
ρεαλιστικό φυσικό ή αρχιτεκτονικό τοπίο του βάθους έχει παραχωρήσει τη θέση του
στην ομοιόμορφη μονοχρωμία του χρυσού για τον ουρανό και του πράσινου για το
έδαφος, η οποία όχι μόνο αφαιρεί από τις διάφορες σκηνές κάθε αναφορά στον τόπο
και τον χρόνο της γήινης πραγματικότητας, αλλά επιτρέπει και την ανάδειξη της
ανθρώπινης μορφής. Ανάλογη αφαιρετική τάση διακρίνει και τα υπόλοιπα στοιχεία
του περιβάλλοντος (δέντρα, χαμηλά φυτά, ζώα) που επαναλαμβάνονται
σχηματοποιημένα και διακοσμητικά, αλλά και τις ανθρώπινες μορφές, που δεν
διαφοροποιούνται ουσιαστικά μεταξύ τους ούτε στα ενδύματα ούτε στις κινήσεις ούτε
στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, και χαρακτηρίζονται από ιερατική
μεγαλοπρέπεια. Παραλείποντας τις νατουραλιστικές λεπτομέρειες, η αφαιρετικότητα
και η ρυθμική επανάληψη μοτίβων αφήνουν να αναδειχθεί ό,τι θεωρείται ουσιώδες
για την απόδοση του δογματικού περιεχομένου.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 34/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Σημαντικά για τον ρόλο της τέχνης την προβολή της ηγεμονικής
φυσιογνωμίας των αυτοκρατόρων είναι δύο ψηφιδωτά στην αψίδα του ιερού βήματος
του Αγίου Βιταλίου, που δείχνουν τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα, τον καθένα με τη
συνοδεία του, να συμμετέχουν στην εναρκτήρια πομπή της Πρωτοβυζαντινής Θείας
Λειτουργίας (Μικρή Είσοδος) μεταφέροντας τον δίσκο για τον άρτο και το
δισκοπότηρο για τον οίνο. Η ρυθμική ομοιογένεια των μορφών σε μεγαλοπρεπή
μετωπική στάση παρά το ότι κινούνται σε πομπή και η απουσία ρεαλιστικών
στοιχείων από το βάθος είναι χαρακτηριστικές. Μόνο η τοποθέτηση στο κέντρο της
σύνθεσης, η ενδυμασία, τα διάσημα και το φωτοστέφανο διακρίνουν τις
αυτοκρατορικές μορφές από τον όμιλο των αξιωματούχων τους. Με την εφαρμογή της
βυζαντινής τεχνοτροπίας σε μια σκηνή του γήινου κόσμου, όπως αυτή, οι
πρωταγωνιστές της κατατάσσονται στη χορεία των αγίων και οι πράξεις τους
περιβάλλονται με ιερότητα.
Την ολοκληρωτική μετάθεση του εικονιζόμενου συμβάντος στην αιωνιότητα
της Ουράνιας Βασιλείας επιδιώκει ο ψηφιδογράφος της Μεταμόρφωσης του Χριστού
στην αψίδα του ιερού της Αγίας Αικατερίνης του Σινά γύρω στο 600 με τον
αποκλεισμό κάθε ένδειξης τόπου και χρόνου, ακόμα και του όρους που αναφέρει η
διήγηση τριών Ευαγγελιστών. Το έδαφος αποδίδεται με πολύχρωμη λεπτή ταινία και ο
ουρανός με χρυσό βάθος, που συμβολίζει το εκτυφλωτικό θεϊκό φως. Μέσα σ' αυτό το
εκτυφλωτικό φως, που απλώνεται ακτινωτά από τη μορφή του Χριστού, αιωρούνται
με άτακτες κινήσεις αλλά σε συμμετρική διάταξη οι έκπληκτοι Απόστολοι.
Εξαιρετικής ποιότητας ψηφιδωτά είναι γνωστά και από την Κύπρο, η οποία όχι μόνο
γνώρισε ιδιαίτερη ακμή στην παλαιοχριστιανική τέχνη λόγω της υπαγωγής της σε
αυτοκρατορικό έπαρχο από την εποχή του Ιουστινιανού και της συνακόλουθης
ανάπτυξης ιδιαίτερων δεσμών με την πρωτεύουσα, αλλά βρέθηκε και εκτός
βυζαντινής επικράτειας στα χρόνια της Εικονομαχίας, όπως η Ραβέννα. Ανάμεσα στα
κυπριακά ψηφιδωτά ξεχωρίζουν εκείνα με θέμα τη Θεοτόκο από την Παναγία
Αγγελόκτιστη στο Κίτιο, την Παναγία Κανακαριά στη Λυθράγκωμη Αμμοχώστου και
την Παναγία Κυρά στα Λιβάδια Αμμοχώστου.
Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η
μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και
δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους.

β. Μεσοβυζαντινή τέχνη

Τα χρόνια μετά τον Ιουστινιανό ήταν για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια


παρατεταμένη περίοδος γενικευμένης αναστάτωσης και παρακμής λόγω συγκρούσεων
με Αβάρους και Σλάβους στα βόρεια, με Πέρσες και Άραβες στα ανατολικά αλλά και
λόγω εσωτερικών αντιθέσεων Στο τέλος της περιόδου η αυτοκρατορία είχε
συρρικνωθεί εδαφικά μετά την απώλεια της Ιταλίας, των πέρα από τη Μικρά Ασία
ανατολικών επαρχιών, της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Με την
απώλεια των τριών τετάρτων των εδαφών του χάθηκαν για το Βυζάντιο και πολλά
σημαντικά καλλιτεχνικά κέντρα αφήνοντας στο εξής την Κωνσταντινούπολη να
καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις στην τέχνη. Η μείωση της καλλιτεχνικής
παραγωγής εξαιτίας των συνθηκών αυτών είναι αισθητή, και οι ίδιοι οι Βυζαντινοί
αναγνώρισαν αργότερα ότι ο 7ος αι. αποτέλεσε βαθειά τομή στην εξέλιξη του κράτους
και του πολιτισμού τους.
Η Μεσοβυζαντινή περίοδος είναι η κλασική εποχή της βυζαντινής τέχνης,
κατά την οποία συστηματοποιήθηκαν τα εκφραστικά της μέσα και αναπτύχθηκε η
θεωρητική σκέψη γύρω από αυτά. Οι εξελίξεις της Μεσοβυζαντινής περιόδου
προέκυψαν κυρίως ως απάντηση σε μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές, θρησκευτικές
και καλλιτεχνικές προκλήσεις που αντιμετώπισε ο βυζαντινός κόσμος, την έριδα της
εικονομαχίας. Tην περίοδο 730-843 η βυζαντινή αυτοκρατορία συγκλονίστηκε από
τη διαμάχη για την προσκύνηση των εικόνων και τη δυνατότητα απεικόνισης των
θείων μορφών, ιδιαίτερα της μορφής του Χριστού, στην τέχνη. Στα πλαίσια αυτής της
διαμάχης, πολλές εικόνες και τοιχογραφίες καταστράφηκαν ή αντικαταστάθηκαν από
άλλες, με αποκλειστικά διακοσμητικά θέματα, που περιελάμβαναν την απεικόνιση
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 35/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

ζώων, πτηνών ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Συζητήσεις για τον
κίνδυνο να εκφυλιστεί η προσκύνηση των εικόνων σε ειδωλολατρία υπήρχαν και
παλιότερα, ωστόσο η αποφασιστική κίνηση έγινε το 726 με την απαγόρευση της
προσκύνησης εικόνων από τον Λέοντα Γ΄ Ίσαυρο, μετά από ισχυρή έκρηξη του
ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνης), την οποία ερμήνευσε ως σημάδι της οργής του
Θεού. Ακολούθησαν διώξεις για να αντιμετωπιστεί η έντονη λαϊκή οργή. Το 787
αναστάλθηκε προσωρινά η εικονομαχική πολιτική από την αυτοκράτειρα Ειρήνη την
Αθηναία, όμως το 815 αναβίωσε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄. Μόλις το 843
έπαυσε οριστικά η εικονομαχία και αναστηλώθηκαν οι εικόνες με ενέργειες της
Θεοδώρας, χήρας του αυτοκράτορα Θεόφιλου.
Η έριδα της εικονομαχίας ήταν θρησκευτική διαμάχη μόνο επιφανειακά. Το
διακύβευμα ήταν στην πραγματικότητα οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που
χρειαζόταν το βυζαντινό κράτος και καθιστούσαν πιο επιτακτικές οι εξωτερικοί
κίνδυνοι, ιδιαίτερα η απειλή των Αράβων στην Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο ότι
χρονολογικά η Εικονομαχία συμπίπτει περίπου με την αραβική απειλή, που αρχίζει
στα 718 με την επιτυχή απόκρουση της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τον
Λέοντα Γ΄ και λήγει στα 863 με την αποκατάσταση των βυζαντινών συνόρων στον
Ευφράτη. Υπό την πίεση τέτοιων συνθηκών βρέθηκαν στο στόχαστρο των
εικονομάχων αυτοκρατόρων κυρίως τα μοναστήρια, που είχαν στην κατοχή τους
τεράστιες εκτάσεις αφορολόγητης γης, και οι μοναχοί, που δεν στρατεύονταν. Οι
θαυματουργές εικόνες στα μοναστήρια ήταν ένα από τα σημαντικότερα μέσα άσκησης
επιρροής στον πληθυσμό και η εξάλειψή τους αποτελούσε καίριο πλήγμα για τον
μοναχισμό. Παράλληλα κολάκευε τους αγροτικούς πληθυσμούς των ανατολικών
επαρχιών, όπου είχε ερείσματα ο μονοφυσιτισμός, και η εβραϊκή και η
μουσουλμανική θρησκεία, με κοινό στοιχείο την ανεικονική σύλληψη της θεότητας.
Οι συνέπειες της Εικονομαχίας ήταν τεράστιες. Εκτός από την αναστάτωση
που έφερε στο κράτος, προκάλεσε την καταστροφή πολυάριθμων μνημείων της
Πρωτοβυζαντινής περιόδου και κλόνισε τη συνέχεια στην παράδοση της βυζαντινής
τέχνης. Εκτός από τη διαμάχη με την Ανατολική Εκκλησία, συνέβαλε στην
αποξένωση της εικονόφιλης Εκκλησίας της Ρώμης από το βυζαντινό κράτος, αφού ο
πάπας Λέων Γ΄ έσπευσε τα Χριστούγεννα του 800 να στέψει τον βασιλιά των
Φράγκων Κάρολο Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (imperator romanorum), αξίωμα που
κατείχε νόμιμα μόνο ο βυζαντινός αυτοκράτορας και έτσι διέσπασε τη συνοχή της
ενιαίας βυζαντινής τέχνης ως συνέχειας της ρωμαϊκής παράδοσης αφήνοντας τη
μεσαιωνική τέχνη της Δύσης να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο.

γ. Μακεδονική Αναγέννηση

Μετά την εικονομαχία στην αγιογράφηση των ναών, εφαρμόστηκε ένας


κοινός κανόνας, αν και όχι πάντα με την ίδια ακρίβεια. Συγκεκριμένα, κάθε μέρος του
ναού απέκτησε μία συγκεκριμένη συμβολική σημασία και κατά συνέπεια και μία
ξεχωριστή θεματολογία στην εικονογράφηση. Με τον τρόπο αυτό, στον τρούλο
απεικονιζόταν ο Θεός που περιβαλλόταν από τους Προφήτες ενώ στην αψίδα
παριστανόταν η Παναγία είτε κρατώντας το θείο βρέφος είτε μόνη. Στο δεύτερο μισό
του 9ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, σημαντική άνθηση γνώρισαν και
τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, με μικρογραφίες που διακοσμούσαν τα
θρησκευτικά κυρίως κείμενα.
Την περίοδο της ύφεσης που παρατηρήθηκε στα χρόνια της εικονομαχίας,
διαδέχτηκε η μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στα χρόνια της Μακεδονικής
Δυναστείας. Σε αυτή την περίοδο, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η αρχιτεκτονική, ενώ
επικράτησε ο σταυροειδής με τρούλο ναός, χωρίς να απουσιάζει και ο προγενέστερος
τύπος της βασιλικής. Οι εκκλησιαστικοί ναοί διακρίνονται από μεγαλύτερη
κομψότητα και είναι λιγότερο λιτοί, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τον κυρίως σκοπό
της πρόκλησης μίας πνευματικής ανάτασης στους πιστούς. Ένας ακόμα τύπος που
εμφανίστηκε αυτή την περίοδο ήταν ο οκταγωνικός ναός, του οποίου η ονομασία
προέρχεται από τη στήριξη του τρούλου που ήταν οκταγωνική. Οι ναοί αυτοί
διακρίνονται στον ηπειρωτικό και τον νησιωτικό οκταγωνικό τύπο, ονομασίες που
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 36/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

προέρχονται από το γεγονός ότι τα αντίστοιχα μνημεία που έχουν σωθεί βρίσκονται
στην ηπειρωτική και την νησιωτική Ελλάδα. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι οι πλίνθοι
και οι ακατέργαστες ή λαξευμένες πέτρες, υλικά που εναλλάσσονται προσδίδοντας
ένα χαρακτηριστικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Η γλυπτική τέχνη ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα
περισσότερα έργα που διασώθηκαν αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα
θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα,
ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.

δ. Η Περίοδος των Κομνηνών

Κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Κομνηνών που ακολούθησε (1057-


1185) η βυζαντινή τέχνη γνώρισε μια δεύτερη περίοδος ακμής. Σημαντικά μνημεία
αυτής της περιόδου είναι τα ψηφιδωτά στο καθολικό της Μονής Δαφνίου κοντά στην
Αθήνα (τέλη 11ου αι.), η βασιλική του Αγίου Μάρκου στη Βενετία (ξεκίνησε το 1063),
οι τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Λατόμου (1150-1160) στη Θεσσαλονίκη, ο
Άγιος Παντελεήμων στο Nerezi (1164) και ο Άγιος Γεώργιος στο Kurbinovo (1191) της
σημερινής ΠΓΔΜ, οι Άγιοι Ανάργυροι (περ. 1180) και ο Άγιος Νικόλαος του Κασνίτζη
(1160-1180) στην Καστοριά και το παρεκκλήσι της Παναγίας στη Μονή του Αγίου
Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο (τέλη 12ου αι.) καθώς και, στην Κύπρο, η Παναγία
η Φορβιώτισσα στην Ασίνου (1105/6), η εγκλείστρα (ασκηταριό) του Αγίου Νεοφύτου
κοντά στην Πάφο (1183) και η Παναγία του Άρακα στα Λαγουδερά (1192). Σημαντικά
μνημεία αυτής της περιόδου σώζονται επίσης στην Καππαδοκία και στην Κάτω Ιταλία
και τη Σικελία.
Χαρακτηριστική καινοτομία της κομνήνειας τέχνης, που επικράτησε ιδίως
μετά τα μέσα του 12ου αι., είναι το ενδιαφέρον για την απόδοση των συναισθημάτων,
κυρίως του πάθους και της οδύνης, που ταίριαζαν στα ταραγμένα χρόνια μετά τη μάχη
του Μαντζικέρτ (1071). Στο ίδιο πνεύμα της "δυναμικής" κομνήνειας τεχνοτροπίας,
εντάσσονται και οι εξεζητημένες αναλογίες και κινήσεις των μορφών, όπως και τα
πλούσια ενδύματα με κυματιστές απολήξεις, που κατέληξαν προς το τέλος του 12ου
αι. να αποκτήσουν σχεδόν μανιεριστικά χαρακτηριστικά.

ε. Υστεροβυζαντινή περίοδος

Η ύστερη βυζαντινή τέχνη οριοθετείται από την κατάληψη της


Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και εκτείνεται χρονικά ως την άλωση της.
Την περίοδο αυτή, το Βυζάντιο παύει να αποτελεί το ισχυρό πολιτικό και πολιτιστικό
κέντρο που ήταν κατά την Μεσοβυζαντινή εποχή. Οι αρχιτεκτονικοί τύποι δεν
διαφοροποιήθηκαν αισθητά από τα παραδείγματα των προγενέστερων εποχών. Κύριο
χαρακτηριστικό τους ήταν η μεγαλύτερη ποικιλομορφία, η οποία εκδηλώθηκε με τη
δημιουργία συνδυαστικών τύπων. Τα είδη ναών που απαντούν κατά την
υστεροβυζαντινή περίοδο είναι η βασιλική, ο σταυροειδής εγγεγραμμένος τύπος με
τρούλο, ο οκταγωνικός, ο μικτός τύπος και ο σταυρεπίστεγος. Επιπλέον, σε ορισμένα
μνημεία, αναγνωρίζονται μορφολογικές επιδράσεις της γοτθικής αρχιτεκτονικής που
οφείλονται κυρίως στην επιρροή των Φράγκων, με χαρακτηριστικότερο στοιχείο τις
οξυκόρυφες αψίδες.
Οι εικονογραφίες της εποχής ακολούθησαν τα πρότυπα της Μεσοβυζαντινής
εποχής, ενώ παράλληλα εμπλουτίστηκαν προοδευτικά με θέματα από την παιδική
ηλικία και τα πάθη του Χριστού ή το βίο της Παναγίας. Συνηθιζόταν επίσης η χρήση
παραστάσεων της Παλαιάς Διαθήκης που θεωρούνται ότι προεικονίζουν την Καινή
Διαθήκη.
Στη ζωγραφική αυτής περιόδου, εμφανίστηκαν πιο έντονα φυσιοκρατικά
στοιχεία, ενώ αρκετοί καλλιτέχνες επιδίωκαν σταδιακά μία περισσότερο υποκειμενική
απόδοση των παραδοσιακών θεμάτων που ανέπτυσσαν, με αποτέλεσμα να τονίζονται
οι εκφράσεις των προσώπων ή οι κινήσεις των μορφών που απεικονίζονταν. Κατά την
υστεροβυζαντινή περίοδο η τέχνη της φορητής εικόνας έφτασε στη μεγαλύτερή της
ακμή (της οποίας πολλά δείγματα σώζονται μέχρι σήμερα). H Δυναστεία των
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 37/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Παλαιολόγων που άρχισε το 1259, αποτελεί την τελευταία άνθηση της βυζαντινής
τέχνης, κυρίως διότι κατά την περίοδο αυτή εντάθηκε η αλληλεπίδραση μεταξύ
βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.

2.11. Βυζαντινή Υμνογραφία

Η βυζαντινή υμνογραφία εκφράστηκε ως μετουσιωμένη μελωδία και


απαρτιζόταν αποκλειστικά από ελληνικά κείμενα. Αυτές οι μελωδίες, οι
εκκλησιαστικοί ήχοι και γενικά το σύστημα της βυζαντινής μουσικής, συνδέεται
στενά με το αρχαίο ελληνικό μουσικό σύστημα. Οι αρχές της χρονολογούνται από τον
4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη. Η
βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολο της εκκλησιαστική, με εξαίρεση
κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το
βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να
απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Ο βυζαντινός ύμνος, που αναπτύχθηκε
σε τρεις τύπους, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.

α. Πρώιμη χριστιανική περίοδος

Η παράδοση του ανατολικού λειτουργικού άσματος, που κάλυψε τον


ελληνόφωνο χώρο, ήταν σύνθετης προέλευσης, καθώς συνδύαζε τις καλλιτεχνικές και
τεχνικές παραγωγές της κλασσικής αρχαιότητας, την εβραϊκή μουσική και ήταν
εμπνευσμένη από τη μονοφωνική μελωδία που άνθισε στις πρώιμες χριστιανικές
κοινότητες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Εφέσου. Τυπικά όργανα των
Βυζαντινών ήταν η λύρα (ένα μουσικό όργανο που παιζόταν με δοξάρι και ήταν όμοιο
με τις σημερινές λύρες με δοξάρι που παίζονται στις μετα-Βυζαντινές περιοχές), το
εκκλησιαστικό όργανο και ένα είδος άρπας.
Παραδοσιακά, ο Πυθαγόρας αναφέρεται ως θεμελιωτής του μουσικού είδους
που μετέπειτα εξελίχτηκε στη βυζαντινή μουσική. Ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τη
μουσική με τα μαθηματικά και καινοτόμησε με τη μελέτη της ακουστικής. Ήταν
επίσης ο πρώτος που δημιούργησε τους μουσικούς "ήχους" και απέδωσε τις αναλογίες
τους με νότες. Αυτό δημιούργησε τις κλίμακες που είναι η βάση της Οκτωήχου του
κέντρου δηλαδή της βυζαντινής μουσικής θεωρίας.
Αν ο Πυθαγόρας συνέβαλε με τη θεωρία, οι Εβραίοι συνέβαλαν με την
παράδοση και την πρακτική, εισάγοντας στους Ύμνους της πρώιμης χριστιανικής
μουσικής στοιχεία από τις Ψαλμωδίες της Συναγωγής. Οι Ψαλμωδίες ήταν μελωδική
απόδοση των Ψαλμών του Δαβίδ από την εβραϊκή κοινότητα, η οποία μεταφέρθηκε
στη χριστιανική μουσική παράδοση και κυρίως στις χριστιανικές δοξολογίες που
διατηρούν τα στοιχεία της εβραϊκής ψαλμωδίας. Οι Ύμνοι ήταν παραφράσεις του
βιβλικού κειμένου, οι οποίες γράφονταν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να
προσαρμοστούν σε έναν παραδοσιακό τύπο άσματος. Η διαδικασία επίδρασης
βασίστηκε στις καθιερωμένες πρακτικές των προσήλυτων Εβραίων οι οποίοι
μιμήθηκαν τη λατρεία των συναγωγών από τις οποίες προέρχονταν. Κράτησαν τις
πρακτικές που έμαθαν κατά τα έτη που είχαν αφιερώσει στην ψαλμωδία και τη
λατρεία στις Συναγωγές τους και εφάρμοσαν αυτές τις πρακτικές στη νέα τους
λατρεία, που ήταν για αυτούς, μια συνέχεια της θρησκείας τους.
Οι αρχαιοελληνικοί μουσικοί ήχοι ήταν διαφορετικές ταξινομήσεις των
φθόγγων των εναλλασσόμενων φωνητικών τόνων, που δημιουργούσαν τις κλίμακες
που συσχετίζονταν η μία με την άλλη, αλλά χαρακτηρίζονταν από διαφορετικές
διαθέσεις (όπως μία μείζων κλίμακα συγκρινόμενη με μια ελάσσονα στη δυτική
μουσική). Κατά συνέπεια, οι ήχοι ταξινομήθηκαν με την απόδοση ονομάτων σύμφωνα
με τη διάθεση που μετέφεραν. Οι οκτώ ήχοι που περιέχονται στη βυζαντινή μουσική
είναι χωρισμένοι σε τρία γένη διαθέσεων, όπως και στην αρχαία ελληνική πρακτική,
όπου και στα συστήματα, ο αριθμός και τα ονόματα των γενών είναι τα ίδια.
Τα βυζαντινά ασματικά χειρόγραφα χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα, ενώ
τα βιβλία Εκφωνητικής σημειογραφίας (ένα απλοϊκό γραφικό σύστημα με σκοπό να
δείξει τον τρόπο ανάγνωσης των Γραφών) ξεκινούν έναν αιώνα νωρίτερα και
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 38/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

εξακολουθούν να βρίσκονται σε χρήση έως το 12ο ή 13ο αιώνα. Η γνώση μας για την
παλαιότερη περίοδο προέρχεται από τα "Τυπικά" (διατάξεις εκκλησιαστικών
μυστηρίων και τελετών), τα έργα των εκκλησιαστικών Πατέρων και τις μεσαιωνικές
διηγήσεις. Διεσπαρμένα δείγματα κειμένων ύμνων από τους πρώτους αιώνες του
ελληνικού χριστιανισμού διατηρούνται μέχρι σήμερα. Μερικά από αυτά υιοθετούν τα
μετρικά σχήματα της κλασσικής ελληνικής ποίησης αλλά η αλλαγή της προφοράς είχε
καταστήσει εκείνα τα μέτρα κατά μεγάλο μέρος χωρίς έννοια, και, εκτός από τη λήψη
ως πρότυπου των κλασσικών φορμών, οι βυζαντινοί ύμνοι των επόμενων αιώνων
είναι πεζή ποίηση, στίχοι δίχως ρίμα και τονικό πρότυπο.
Ο κοινός όρος για έναν σύντομο ύμνο μιας στροφής, ή μιας σειράς στροφών,
είναι Τροπάριο (αυτό μπορεί να φέρει την περαιτέρω συνεκδοχή ενός ύμνου που
παρεμβάλλεται μεταξύ στίχων του ψαλτηρίου). Ένα γνωστό παράδειγμα, του οποίου η
ύπαρξη βεβαιώνεται από τον 4ο αιώνα, είναι ο εσπερινός ύμνος, "Φως Ιλαρόν", ή
ακόμα ο, αποδιδόμενος στον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’ (527 - 565),ύμνος "Ο
Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού", που ακούγεται σήμερα στην εισαγωγή της
Θείας Λειτουργίας. Ίσως η γνωστότερη συλλογή τροπαρίων με καλλιτεχνική
πατρότητα είναι αυτή του μοναχού Αυξεντίου (πρώτο μισό του 5ου αιώνα), που
ιστορείται στη βιογραφία του αλλά δε διατηρήθηκε σε καμία μεταγενέστερη τυπική
λατρευτική διάταξη.

β. Ακμή της βυζαντινής υμνογραφίας

Ο μοναστικός πληθυσμός παρήγαγε τους πρώτους και εξαιρετικότερους


υμνογράφους και μουσικούς — Ρωμανός ο Μελωδός, Ιωάννης Δαμασκηνός, Ανδρέας
ο Κρης, και Θεόδωρος Στουδίτης. Και ήταν ο μοναστικός πληθυσμός που παρήγαγε
επίσης τους εφευρέτες μιας περίπλοκης μουσικής σημειογραφίας που επέτρεψε
στους γραφείς να συντηρήσουν σε χειρόγραφους κώδικες, τις μουσικές πρακτικές της
μεσαιωνικής Ανατολής. Υπήρξε, φυσικά, κάποια πρώιμη μοναστική αντίθεση στη
μουσική. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μοναχοί απέρριπταν το μέλος. Η απόρριψή
τους αφορούσε στην κοσμική μουσική, στη μουσική επίδειξη και τα
εξωεκκλησιαστικά ασματικά μέλη και επωδούς.
Πριν από το 10ο αιώνα. κανένας δεν πήγαινε στην εκκλησία με το σκεπτικό
να ακούσει μια καλή χορωδία ή τις πρόσφατες μουσικές διασκευές ύμνων και
ψαλμών. Ο πιστός γνώριζε ότι ο ίδιος θα περιλαμβανόταν σε κάποιο είδος μουσικής
δραστηριότητας — ένα είδος σχετικά απλό στην εκμάθηση και εύκολο να
ακολουθηθεί και να κατευθυνθεί. Δεν υπήρξε καμία προσπάθεια να συμβληθεί η
μουσική με κάποια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ή θεατρικότητα. Κυριαρχούσε σε όλους η
πίστη στην αγγελική μετάδοση του ιερού άσματος, η υπόθεση ότι η εκκλησία ένωσε
τους ανθρώπους σε κοινή προσευχή με τα αγγελικά τάγματα. Η αντίληψη αυτή είχε
τριπλή επίδραση στην εκκλησιαστική μουσική. Αναπαρήγαγε μια ιδιαίτερα
συντηρητική στάση απέναντι στη μουσική σύνθεση, σταθεροποίησε τη μελωδική
παράδοση ορισμένων ύμνων και συνέχισε, για κάποιο διάστημα, την ανωνυμία του
συνθέτη. Γιατί αν ένα άσμα είναι θεϊκής προέλευσης, δεν πρέπει να αποδίδεται
ιδιαίτερη αξία στον «μεταφορέα». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους ύμνους που
φέρονταν να ψάλθηκαν για πρώτη φορά από αγγελικές χορωδίες - όπως το Αμήν,
Αλληλούια, το Τρισάγιον και η Δοξολογία. Μέχρι τους χρόνους των Παλαιολόγων,
ήταν ασύλληπτο για έναν συνθέτη να τοποθετήσει το όνομά του κάτω από ένα
χειρόγραφο μουσικό κείμενο. Οι ιδέες της πρωτοτυπίας και της ελεύθερης σύνθεσης
παρόμοιες με εκείνες που εμφανίστηκαν στην πρόσφατη μουσική παραγωγή, δεν
υπήρξαν ποτέ στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.
Μετά τον 4ο αιώνα, ο δεσμός και η "ενότητα" του ιερατείου και των πιστών
στη θεία λατρεία έγινε λιγότερο ισχυρός. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τελετής της
Θείας Λειτουργίας ήταν η ενεργός δράση των πιστών στην απόδοσή, ιδιαίτερα στην
απαγγελία των ύμνων, των αποκρίσεων και των ψαλμών. Οι όροι χορός, κοινωνία,
Εκκλησία χρησιμοποιούνταν ως ταυτόσημοι στην πρώιμη βυζαντινή Εκκλησία. Κατά
συνέπεια, η πρώιμη εκκλησία δανείστηκε την λέξη «χορός» από την κλασσική
αρχαιότητα ως προσδιορισμό για την κοινότητα, τη λατρεία και τον αίνο στον ουρανό Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 39/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

και τη γη. Σε λίγο, εντούτοις, μια κληρικαλιστική τάση άρχισε να φανερώνεται στη
γλωσσική πρακτική, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο της Λαοδικείας, της οποίας ο δέκατος
πέμπτος κανόνας επέτρεπε μόνο στους κανονικούς ψάλτες να συμμετέχουν σε
χορωδίες εκκλησιών. Η λέξη "χορός" πλέον αναφέρονταν στην ειδική τάξη του
κατώτερου κλήρου που έψαλλε στους ναούς, όπως και η «χορωδία» ως
αρχιτεκτονικός όρος, έγινε μια ιδιαίτερη περιοχή κοντά στο Ιερό.
Κάποιες αλλαγές, που πραγματοποιήθηκαν στη μουσική κατά τη διάρκεια του
διαμορφωτικού σταδίου, περιλαμβάνουν τύπους απαγγελίας, μελωδικούς τύπους, και
τις τυποποιημένες φράσεις που είναι εμφανείς στη λαϊκή μουσική και την
παραδοσιακή μουσική διαφόρων πολιτισμών της ανατολής, συμπεριλαμβανομένης
της μουσικής των Εβραίων. Η ανάπτυξη υμνογραφικών μορφών μεγάλης κλίμακας
άρχισε τον πέμπτο αιώνα με την άνοδο του Κοντακίου, ενός εκτενούς και περίτεχνου
μετρικού κηρύγματος, προερχόμενου κατά πάσα πιθανότητα από την περιοχή της
Συρίας, το οποίο βρίσκει το αποκορύφωμά του στο έργο του Ρωμανού του Μελωδού
(έκτος αιώνας). Αυτό το ποιητικό κήρυγμα, που παραφράζει συνήθως κάποια βιβλική
αφήγηση, περιλαμβάνει περίπου 20 έως 30 στροφές και ψάλλεται κατά τη διάρκεια
του Όρθρου σε απλό και άμεσο συλλαβικό ύφος (μία νότα ανά συλλαβή). Οι
προγενέστερες μουσικές εκδοχές, εντούτοις, είναι "μελισματικές" (δηλαδή πολλές
νότες ανά συλλαβή του κειμένου), και ανήκουν στην περίοδο του ένατου αιώνα και
μεταγενέστερα όταν μειώθηκαν τα κοντάκια στο προοίμιο και τον πρώτο οίκο. Στο
δεύτερο μισό του έβδομου αιώνα, το κοντάκιο αντικαταστάθηκε από έναν νέο τύπο
ύμνου, τον Κανόνα, που εγκαινιάστηκε από τον Ανδρέα από την Κρήτη (660 – 740
περίπου) και αναπτύχθηκε από τους Ιωάννη Δαμασκηνό και Κοσμά Ιεροσολυμίτη (και
οι δύο τον όγδοο αιώνα). Ουσιαστικά, ο Κανόνας είναι ένας σύνθετος ύμνος που
περιλαμβάνει εννέα ωδές, οι οποίες αρχικά αντιστοιχούσαν στις εννέα βιβλικές ωδές
και συνδέονταν με αυτές δια μέσου της παράλληλης ποιητικής αναφοράς ή του
Γραφικού εδαφίου. Οι Κανόνες έχουν έναν ειρμό, μια στροφή πρότυπο για κάθε ωδή,
ακολουθούμενο από τρία, τέσσερα ή περισσότερο τροπάρια που είναι οι ακριβείς
μετρικές αναπαραγωγές του ειρμού, με αυτόν τον τρόπο εφαρμόζεται το ίδιο μέλος σε
όλα τα τροπάρια εξίσου καλά. Οι εννέα ειρμοί, ωστόσο, είναι μετρικά ανόμοιοι,
συνεπώς, ένας ολόκληρος Κανόνας περιλαμβάνει εννέα ανεξάρτητες μελωδίες
(συνηθέστερα όμως οκτώ, καθώς η δεύτερη ωδή ψάλλεται μόνον κατά την περίοδο
της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, λόγω του αυστηρά προτρεπτικού σε μετάνοια ύφους
της), οι οποίες ενώνονται μουσικά με τον ίδιο τρόπο και νοηματικά από τις αναφορές
στο γενικό θέμα της λειτουργικής περίπτωσης, και μερικές φορές από την
ακροστιχίδα. Οι ειρμοί με συλλαβικό ύφος συγκεντρώθηκαν στο Ειρμολόγιο, έναν
ογκώδη τόμο που εμφανίστηκε αρχικά στο μέσο του δέκατου αιώνα και περιέχει
περισσότερα από χίλια πρότυπα τροπάρια ταξινομημένα κατά την Οκτώηχο.
Ένα άλλο είδος ύμνου, σημαντικό και για το σύνολό του και για την ποικιλία
της λειτουργικής χρήσης του, είναι το Στιχηρό. Τα εορταστικά στιχηρά, που
συνοδεύουν και τους πάγιους ψαλμούς στην αρχή και στο τέλος του Εσπερινού και
των Αίνων του Όρθρου, υφίστανται για όλες τις εορτάσιμες ημέρες του έτους, τις
Κυριακές και τις καθημερινές, ταξινομημένα ώστε να καλύπτουν έναν
επαναλαμβανόμενο κύκλο οκτώ εβδομάδων με βάση τους Ήχους αρχίζοντας από την
ημέρα του Πάσχα. Οι μελωδίες τους που βρίσκονται στο Στιχηράριον, είναι αρκετά
πιο επιμελημένες και ποικίλες από ότι στην παράδοση του Ειρμολογίου.

γ. Υστεροβυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδος

Με το τέλος της δημιουργικής ποιητικής σύνθεσης, το βυζαντινό άσμα


εισήλθε στην τελική περίοδό του, που αφιερώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στην
παραγωγή των πιο επιμελημένων μουσικών διασκευών των παραδοσιακών κειμένων:
Καλλωπισμοί των προηγούμενων απλούστερων μελωδιών, διατήρηση της αρχικής
μουσικής με αλλαγή του ύφους σε πιο εκλεπτυσμένο και διακοσμημένο. Αυτή ήταν η
εργασία των αποκαλούμενων Μαϊστόρων, εκ των οποίων ο πλέον διάσημος υπήρξε ο
Ιωάννης ο Κουκουζέλης, συγκρινόμενος στη βυζαντινή λογοτεχνία με τον Ιωάννη το
Δαμασκηνό, ως καινοτόμος στην ανάπτυξη του άσματος. Με τον πολλαπλασιασμό
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 40/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

των νέων διατάξεων και την επεξεργασία των παλαιών που συνεχίστηκε στους αιώνες
μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, μέχρι και το τέλος του δέκατου όγδοου
αιώνα το αρχικό ρεπερτόριο των μεσαιωνικών μουσικών χειρογράφων είχε
υποκατασταθεί σε μεγάλο μέρος από πιο πρόσφατες συνθέσεις, και ακόμη και το
βασικό πρότυπο σύστημα είχε υποβληθεί σε βαθιά τροποποίηση.
Ο Χρύσανθος Μαδύτου, ο Γρηγόριος Λευίτης και ο Χουρμούζιος
Χαρτοφύλακας ήταν αρμόδιοι για την αναγκαία μεταρρύθμιση της σημειογραφίας
της ελληνικής εκκλησιαστικής μουσικής. Ουσιαστικά, αυτή η εργασία απέδωσε την
απλοποίηση των βυζαντινών μουσικών σύμβολων, τα οποία, από τις αρχές του 19ου
αιώνα, είχαν γίνει τόσο σύνθετα και τεχνικά ώστε μόνο πολύ καλά καταρτισμένοι
ψάλτες ήταν σε θέση να τα ερμηνεύσουν σωστά. Παρά τα πολυάριθμα μειονεκτήματά
του, το έργο των τριών μεταρρυθμιστών αποτελεί ορόσημο στη μουσική ιστορία της
ελληνορθόδοξης εκκλησίας, δεδομένου ότι εισήγαγαν το σύστημα της νεο-βυζαντινής
μουσικής επάνω στο οποίο βασίζεται το σημερινό ελληνορθόδοξο εκκλησιαστικό
μέλος.

2.12. Στοιχεία της Βυζαντινής Μουσικής Τέχνης

α. Φθόγγοι και κλίμακες

Οι φθόγγοι ή τόνοι στη βυζαντινή μουσική διακρίνονται σε επτά και


ονομάζονται: πΑ, Βου, Γα, Δι, κΕ, Ζω και νΗ. Αυτοί οι τόνοι εκφωνούνται κατέχοντας
ο καθένας μία βαθμίδα. Ανεβαίνοντας από την πρώτη βαθμίδα έως την έβδομη
(άνοδος ή επίτασις ή οξύτης) και κατεβαίνοντας από την έβδομη μέχρι την πρώτη
(κάθοδος ή άνεσις ή βαρύτης) σχηματίζουμε μία κλίμακα. Η Βυζαντινή μουσική
μεταχειρίζεται τρεις τέτοιες κλίμακες από τις οποίες η πρώτη ως κατώτατη
ονομάζεται Υπάτη ή Βαρεία διά πασών, η δεύτερη Μέση διά πασών και η τρίτη ως
ανώτατη Νήτη ή Οξεία διά πασών. Η χρήση τους ακολουθεί τρεις τρόπους α) σε
συνεχή ανάβαση ή κατάβαση, β) σε υπερβατή ανάβαση ή κατάβαση και γ) σε
εναλλασσόμενη συνεχή και υπερβατή ανάβαση ή κατάβαση. Όταν ένας τόνος
χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη και χρησιμοποιείται το ένα από αυτά τα διαστήματα,
αυτό το διάστημα ονομάζεται ημιτόνιο.

β. Μουσικοί χαρακτήρες

Προκειμένου να εγγραφεί και να μεταδοθεί η ποσότητα της μελωδίας στη


βυζαντινή μουσική δημιουργήθηκε ένα ιδιαίτερο σύστημα δέκα χαρακτήρων. Από
αυτούς οι έξι είναι ανιόντες και οι τέσσερις κατιόντες. Τα ονόματά τους είναι Ίσον,
Ολίγον, Πεταστή, Κεντήματα, Κέντημα, Υψηλή, Απόστροφος, Ελαφρόν, Υπορροή,
Χαμηλή. Οι δέκα χαρακτήρες της ποσότητας διαιρούνται σε τρεις τάξεις, στα
Σώματα, τα Πνεύματα και τους Ουδέτερους. Άλλες ονομασίες των χαρακτήρων είναι
μουσικά γράμματα και φθογγόσημα. Αν και εκφράζουν την ανάβαση και την
κατάβαση των τόνων δεν έχει έκαστο ξεχωριστό τόνο αλλά τους ορίζουν όταν
προηγείται κάποιος τόνος ως βάση. Αν δεν υπάρχει βάση δεν μπορούν να εκφράσουν
κάποιο μουσικό νόημα. Όταν συμπλέκονται μεταξύ τους εκφράζουν όλους τους
μουσικούς τόνους όλων των κλιμάκων.

γ. Υποστατικά σημεία

Τα υποστατικά σημεία, τα οποία διαιρούνται σε έγχρονα και άχρονα, είναι


έντεκα. Κλάσμα, Απλή, Γοργόν, Αργόν, Βαρεία, Ομαλόν, Αντικένωμα, Ψηφιστόν,
Έτερον ή Σύνδεσμος, Ενδόφωνον και Σταυρός. Τα έγχρονα ή έγχρονες υποστάσεις
ονομάστηκαν έτσι επειδή φανερώνουν χρονική ποσότητα ενώ τα άχρονα ή άχρονες
υποστάσεις δε δαπανούν χρόνο.

δ. Μουσικά γένη
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 41/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Γένος στη βυζαντινή μουσική ονομάζεται η διαίρεση της τετράχορδης τάξης


των φθόγγων κατά το Διατεσσάρων σύστημα. Υπάρχουν τρία γένη : Διατονικόν,
Χρωματικόν και Εναρμόνιον.
Η κλίμακα του Διατονικού γένους σύγκειται από δύο τετράχορδα χωρισμένα
όμοια. Η ομοιότητά τους υφίσταται από τα αναλόγως ίσα διαστήματα των τόνων που
περιέχουν.
Χρώμα λέγεται στη μουσική εκείνο το οποίο μπορεί να βάψει την ποιότητα
που παράγεται από τους φθόγγους της διατονικής κλίμακας και να παράσχει ποιότητα
που έχει διαφορετικό ύφος. Αυτό μπορούν να το κάνουν οι υφέσεις και οι διέσεις.
Χρωματικό γένος είναι λοιπόν εκείνο στου οποίου την κλίμακα βρίσκονται ημίτονα
είτε σε ύφεση είτε σε δίεση ή και σε ύφεση και σε δίεση.
Εναρμόνιον ονομάζεται το γένος το οποίο έχει στην κλίμακά του
τεταρτημόριο του μείζονος τόνου. Αυτό το διάστημα λέγεται ύφεση ή δίεση
εναρμόνιος.

ε. Ήχοι

Η Βυζαντινή Μουσική ακολουθεί παραλλαγμένη σε κάποια σημεία την


Πυθαγορική Οκτάχορδο. Οι οκτώ ήχοι ή τρόποι της είναι : Πρώτος, Δεύτερος,
Τρίτος, Τέταρτος, Πλάγιος του Πρώτου, Πλάγιος του Δευτέρου, Βαρύς και Πλάγιος του
Τετάρτου. Οι ήχοι Πρώτος, Τέταρτος, Πλάγιος του Πρώτου και Πλάγιος του Τετάρτου
ανήκουν στο Διατονικό γένος. Οι ήχοι Δεύτερος και Πλάγιος του Δευτέρου ανήκουν
στο Χρωματικό γένος και οι ήχοι Τρίτος και Βαρύς στο Εναρμόνιον. Ο βαρύς
διατονικός ήχος ανήκει στο διατονικό γένος, χρησιμοποιεί δηλαδή τη διατονική
κλίμακα.

στ. Διαφορές με την δυτική μουσική

Η βυζαντινή μουσική, ως άκουσμα ξεχωρίζει από την ευρωπαϊκή πρωτίστως


γιατί δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε ώστε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του λόγου,
επενδύοντας τον με μουσική, ώστε να γίνει πιο ευχάριστος. Αντιθέτως στην
ευρωπαϊκή μουσική κυριαρχεί η μουσική, που επενδύεται με λόγο. Άλλες
δευτερεύουσες διαφορές είναι οι εξής:
(1)Το μέτρο της μουσικής μεταβάλλεται πολύ συχνά για να εξυπηρετήσει το ποιητικό
κείμενο, ώστε αυτό να τονιστεί σωστά. Δίνεται προσοχή ακόμα και στον διαφορετικό
τονισμό της οξείας και της περισπωμένης.
(2)Οι κλίμακες της βυζαντινής μουσικής αντιπαραβαλλόμενες με τους "τρόπους" της
ευρωπαϊκής, δεν συμπίπτουν ακριβώς. Δηλαδή ενώ τα διαστήματα Ντο-Ρε και Νη-Πα
(διατονικό γένος) είναι ίδια, το Πα-Βου είναι κατά τι μικρότερο από το Ρε-Μι ή
αλλιώς οι Ντο, Ρε, Φα, Σολ, Λα συμπίπτουν με τις Νη, Πα, Γα, Δη , Κε ενώ η Μι και
Σι δεν συμπίπτουν με τους Βου και Ζω. Στο χρωματικό γένος υπάρχουν ανάλογες
διαφορές. Το εναρμόνιο γένος συμπίπτει ακριβώς με την ευρωπαϊκή Φα μείζονα όταν
εκτελείται επτάφωνο. Εξάλλου η βυζαντινή μουσική χωρίζει την (επτάφωνη) κλίμακα
σε 72 τεμάχια (μόρια) και όχι σε 12 (ημιτόνια) όπως η ευρωπαϊκή, η οποία δέχεται
την επιπλέον κατάτμηση, μιλώντας για χρωματικά και διατονικά ημιτόνια, δηλαδή
διαστήματα μικρότερα του ημιτονίου. Τα μόρια είναι ακουστικές διαφορές που
γίνονται αντιληπτές με το μονόχορδο του Πυθαγόρα αλλά και με σύγχρονα
ηλεκτρονικά όργανα, που έχουν κατασκευάσει λάτρες της βυζαντινής μουσικής. Για
τον λόγο αυτό η βυζαντινή μουσική δεν μπορεί να αποδοθεί από όργανα με σταθερές
νότες (πλήκτρα ή τάστα), αλλά μόνο από αδιαβάθμητης κλίμακας όργανα (ταμπουρά
ο οποίος έχει κινητά τάστα, βιολί, λύρα κλπ). Έτσι οι εφευρέτες βυζαντινοί δεν
κράτησαν το εκκλησιαστικό όργανο, που ήταν εφεύρημα τους, αλλά το χάρισαν στους
δυτικούς. Στην εποχή μας υπάρχουν συνθετητές (synthesizers) που αποδίδουν με πολύ
μεγάλη ακρίβεια τα ιδιαίτερα διαστήματα της Βυζαντινής Μουσικής.
(3) Η κλίμακα της βυζαντινής έχει την έννοια της φορητής σκάλας όπου τα σκαλιά
έχουν διαφορετική σταθερή απόσταση μεταξύ τους (όπως στην ευρωπαϊκή μουσική),
όσο ψηλά ή χαμηλά και αν τοποθετηθεί η σκάλα. Δηλαδή ο ερμηνευτής δεν θεωρεί
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 42/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

διαφορετική κλίμακα την Ντο μείζονα από τη Ρε ή την Ρε δίεση μείζονα. Απλώς
εκφωνεί τους φθόγγους οξύτερα κατά ένα ή ενάμισι τόνο.
(4) Ο τρόπος εκφοράς του στίχου είναι ιδιαίτερος, ακριβώς για να στηρίξει το
ποιητικό κείμενο. Αναπνοές στην μέση της λέξης ή εντός ενιαίου νοήματος (π.χ.
μεταξύ επιθέτου και ουσιαστικού) απαγορεύονται. Συνήθως οι αναπνοές είναι μόνο
στα κόμματα και τελείες του κειμένου.
(5) Ακριβώς για τον παραπάνω λόγο εκφέρεται η μουσική ως λεγκάτο και γκλισάντο
και όχι στακάτο.
(6) Η μουσική και οι κλίμακες μεταβάλλονται αναλόγως του νοήματος του ποιητικού
κειμένου. Π.χ. Η λέξη ουρανός εκφέρεται με ψηλούς φθόγγους (νότες), η γη με
χαμηλούς, η αμαρτία σε πλάγιο β΄ ήχο κ.ο.κ.
(7) Η έννοια της (ευρωπαϊκής) επτάφωνης κλίμακας (ή διαπασών) αποτελεί μέρος
μόνο της βυζαντινής μουσικής, η οποία χρησιμοποιεί και πεντάφωνη (τροχός) και
τετράφωνη. Δηλαδή η κλίμακα επαναλαμβάνεται μετά 5 ή 4 φθόγγους (νότες) και όχι
μετά από 7.
(8) Η βυζαντινή μουσική είναι κατά βάση μονοφωνική ή έστω ψευδοπολυφωνική.
Υπάρχει η κύρια μουσική γραμμή και το ισοκράτημα, το οποίο σε ελάχιστες
περιπτώσεις είναι διπλό (ψευδοτριφωνία). Το ισοκράτημα, όπως εξηγεί η ονομασία
του, είναι η εκφορά ενός φθόγγου επί μακρόν (αρκετά μουσικά μέτρα) ο οποίος
αλλάζει για λίγο σε κάποιον άλλο. Οι χρησιμοποιούμενοι φθόγγοι είναι κυρίως η
βάση του ήχου, και δευτερευόντως οι δεσπόζοντες (αυτοί που στο άκουσμα
επικρατούν) φθόγγοι.

2.13. Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο

Η Κωνσταντινούπολη ήταν χτισμένη στις πλαγιές επτά λόφων , γι' αυτό


πολλοί την έλεγαν και «Επτάλοφη». Όλα σχεδόν τα σπίτια της έβλεπαν στις
θάλασσες του Βοσπόρου , της Προποντίδας και του Κεράτιου κόλπου, που την
περιέβαλλαν. Χώροι συνάντησης και καθημερινής επικοινωνίας ήταν οι πλατείες και
οι αγορές της Πόλης. Η μεγαλύτερη απ’ αυτές είχε το όνομα του ιδρυτή της
Κωνσταντίνου και ήταν στο μέσο της Μέσης Λεωφόρου, που διέσχιζε την Πόλη.
Κοντά στην αγορά του Κωνσταντίνου ήταν οι αγορές των αυτοκρατόρων Θεοδόσιου
και Αρκάδιου καθώς και άλλες μικρότερες.
Δεξιά κι αριστερά της Μέσης Λεωφόρου υπήρχαν τοξωτές στοές και
εκατοντάδες καταστήματα, από τα οποία οι Βυζαντινοί αγόραζαν ό,τι επιθυμούσαν.
Εδώ είχαν τα σπίτια τους οι πιο εύπορες οικογένειες. Εκτός από τις σταθερές αγορές
υπήρχαν και οι υπαίθριες. Αυτές λειτουργούσαν στο κέντρο και στις λαϊκές συνοικίες
της Πόλης, ορισμένες ημέρες της εβδομάδας. Εκεί πουλούσαν τα προϊόντα τους
πολλοί παραγωγοί και βιοτέχνες σε καλύτερες τιμές. Γι’ αυτό τις επισκεπτόταν πολύς
κόσμος. Σ’ αυτές σύχναζαν και πλανόδιοι διασκεδαστές. Την επίβλεψη της αγοράς
είχε ο Έπαρχος της Πόλης, ο οποίος ενημερωνόταν τακτικά για την επάρκεια και την
ποιότητα των αγαθών αλλά και τις τιμές τους. Ιδιαίτερη προσοχή έδειχνε για τα είδη
πρώτης ανάγκης.
Οι νομοθετικές διατάξεις που ρύθμιζαν την πολεοδομική οργάνωση των
πόλεων και την οικοδόμηση των κτιρίων δείχνουν ιδιαίτερη φροντίδα για την
αισθητική και υγιεινή συγκρότηση τους. Περιλάμβαναν ρυθμίσεις για τον αριθμό των
ορόφων που μπορεί να διαθέτει μία κατοικία, για το κτίσιμο εξωστών και
κλιμακοστασίων αλλά και για την απόσταση μεταξύ των οικιών που οριζόταν στα 12
πόδια . Αν η απόσταση ήταν μικρότερη από 10 πόδια δεν επιτρεπόταν η διάνοιξη
παραθύρων. Ειδικά για την περιοχή της Κωνσταντινούπολης απαγορευόταν
νομοθετικά η παρεμπόδιση της θέας προς τη θάλασσα, ενώ λαμβάνονταν ειδικά μέτρα
ώστε να το κτίσιμο ενός σπιτιού να μη φτάνει σε τέτοιο ύψος που να εμποδίζει το φως
να φτάσει στο σπίτι του γείτονα. Είναι χαρακτηριστικό ότι προβλέπονταν ποινές σε
περιπτώσεις παρανομιών. Προβλέψεις υπήρχαν και για τη ρύθμιση των
αποχωρητηρίων και των σωλήνων αποχέτευσης από τις οικίες σε δρόμους και
πλατείες με στόχο τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Ιδιαίτερη επιμέλεια φαίνεται
επίσης να χαρακτήριζε τις προσόψεις σπιτιών στις πλούσιες συνοικίες. Οι ιδιοκτήτες
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 43/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

των σπιτιών υποχρεώνονταν να επισκευάζουν τις προσόψεις και να τις καλλωπίζουν


με μάρμαρα για να προσφέρουν «κάλλος μέν τη πόλει, ψυχαγωγίαν δε τοις βαδίζουσι»
(ομορφιά στην πόλη και ψυχαγωγία στους περαστικούς). Το θέμα της ασφάλειας των
πόλεων φαίνεται πως αποτελούσε βασικό στοιχείο για την θέσπιση περιορισμών στην
οικοδόμηση σπιτιών π.χ. απαγορευόταν να υπάρχουν σπίτια κολλητά στα τείχη των
κάστρων, αν και αυτή η απαγόρευση συχνά δεν εφαρμοζόταν.

2.13.1. Η βυζαντινή κατοικία

Η κατοικία αποτελούσε το κύριο στοιχείο της βυζαντινής πόλης και έναν


ιδιαίτερα σημαντικό χώρο για τους βυζαντινούς, όπου περνούσαν ένα μεγάλο μέρος
της ημέρας τους, εξαιτίας και της «εσωστρέφειας» που χαρακτήριζε σε μεγάλο βαθμό
την κοινωνία και τον αστικό τρόπο ζωής της εποχής εκείνης. Κατά την
παλαιοχριστιανική και Μεσοβυζαντινή εποχή τα σπίτια βρίσκονταν μέσα στα τείχη
της πόλης ή του κάστρου και οι περιοχές κατοίκησης καταλάμβαναν αρκετά μεγάλη
έκταση τους. Οι οικίες, που συχνά οργανώνονταν σε γειτονιές γύρω από μία
ενοριακή εκκλησία, βρίσκονταν άλλοτε κοντά η μία στην άλλη με μεσοτοιχίες και
άλλοτε ήταν διασκορπισμένες άτακτα στο χώρο. Και στις δύο περιπτώσεις δε φαίνεται
πως εφαρμοζόταν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο. Η βυζαντινή κατοικία όπως και άλλες
κατηγορίες κατασκευών ήταν επηρεασμένη από τα σχέδια και τις κατασκευές των
προηγούμενων χρόνων, ενσωματώνοντας πολλά προγενέστερα αρχιτεκτονικά
στοιχεία και συνδυάζοντας αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά και ανατολικά στοιχεία. Η
μορφή των βυζαντινών σπιτιών εξαρτιόταν από την οικονομική κατάσταση του
ιδιοκτήτη, τη μορφολογία του εδάφους και τον διαθέσιμο χώρο. Συνυπήρχαν
πολυτελείς επαύλεις και φτωχικά σπίτια, ενώ διαφορές υπήρχαν και ανάμεσα στα
σπίτια της πόλης και στα σπίτια της υπαίθρου.
Στις μεγάλες πόλεις τα σπίτια είχαν συνήθως έναν ή δύο ορόφους, χωρίς όμως
να λείπουν τα τριώροφα ή και τα πολυώροφα κτίσματα, όπως στη ρωμαϊκή εποχή.
Αναφέρεται, μάλιστα, ότι κατά τη βασιλεία του Θεοδόσιου υπήρχαν στην
Κωνσταντινούπολη και σπίτια με εφτά ή εννιά πατώματα. Τα ισόγεια σπίτια
διατάσσονταν γύρω από μία κεντρική αυλή, ενώ τα δίπατα ή πολυώροφα κτίσματα
διαιρούνταν σε μικρά διαμερίσματα. Τα σπίτια ήταν σκεπασμένα με κεραμίδια και
είχαν εξωτερικά σκάλα και εξώστες. Τα σπίτια, που προορίζονταν για την
αριστοκρατία, είχαν μεγάλη έκταση και συχνά πολυτελή διακόσμηση. Η πρόσοψή
τους πρέπει να ήταν ιδιαίτερα φροντισμένη, με ποικίλα συστήματα δομής,
ορθομαρμαρώσεις και χρώματα που έδιναν μια ωραία όψη. Τα δωμάτια, το πιο
σημαντικό από τα οποία ήταν το τρικλίνιο που χρησίμευε ως τραπεζαρία, ήταν
χτισμένα γύρω από μία αυλή. Γύρω από το τρικλίνιο, που έγινε γνωστό ως σάλα, ήταν
τα δωμάτια, κουβούκλια ή κοιτώνες των ανδρών και των παιδιών, η τραπεζαρία και οι
χώροι υγιεινής. Τα διαμερίσματα των γυναικών, τα λεγόμενα ματρωνίκια, βρίσκονταν
στα ενδότερα των οικημάτων. Τα σπίτια διέθεταν ακόμα μπαλκόνια ή εξώστες
(ηλιακά, όπως τα λέγανε) και αυλές ή κήπους. Ανάλογα με την οικονομική άνεση
και το γούστο του ιδιοκτήτη υπήρχε διακόσμηση με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και
μωσαϊκά. Στα κατώγια των σπιτιών τους και στον περίβολό τους υπήρχαν κελάρια,
πατητήρια και αποθήκες όπου αποθηκεύονταν τα τρόφιμα. Οι περισσότερες κατοικίες
διέθεταν στέρνες στα ισόγεια ή χώρους για τα ζώα, ενώ το κυρίως δωμάτιο βρισκόταν
στον όροφο. Χωρίσματα από ελαφρά υλικά (ξύλο, καλάμια) διαιρούσαν τους ενιαίους
χώρους σε μικρότερα δωμάτια, ενώ το φως έφτανε μέσα στο σπίτι από τα παράθυρα,
στα οποία προσάρμοζαν κατάλληλα πλαίσια ώστε να δέχονται μικρά τζάμια
οκταγωνικά ή ορθογώνια. Τα «βήλα» (υφάσματα/παραπετάσματα) χρησιμοποιούνταν
ως εσωτερικές πόρτες. Το δάπεδο καλύπτονταν από τα «επεύχια» ή «τάπητες»
(χαλιά).
Τα μεσαία στρώματα κατοικούσαν σε φτωχότερες παραλλαγές των
παραπάνω σπιτιών.Το μεγαλύτερο μέρος πάντως του πληθυσμού κατοικούσε σε
χαμηλά σπίτια ή σε δίπατες οικίες φτιαγμένες από φθηνά υλικά. Μια σειρά δωματίων
γύρω από μία ανοιχτή αυλή, όπου συνήθως υπήρχε πηγάδι και φούρνος, αποτελούσε
τον συνηθέστερο τύπο σπιτιού. Η αυλή ωστόσο, προοδευτικά θα εγκαταλειφθεί λόγω
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 44/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

της συγκέντρωσης πληθυσμού στα αστικά κέντρα και της έλλειψης χώρου. Τα
κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου ανήκε η πλειοψηφία του πληθυσμού των
πόλεων, κατοικούσαν σε πολυώροφες πολυκατοικίες. Στην Κωνσταντινούπολη από
τον 5ο αιώνα και μετά υπήρχαν πολυώροφες πολυκατοικίες με πέντε πατώματα. Το
469μ.Χ., ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Λέοντα Α' περιόριζε το ύψος των ιδιωτικών
κτιρίων στα 24 μέτρα. Τον 10ο αι. ο Τζέτζης αναφέρει πενταώροφες οικοδομές, όπως
και η Άννα Κομνηνή τον 12ο αι. Οι οικοδομές αυτές μπορεί να είχαν και μπαλκόνι,
ενώ διέθεταν και σύστημα αποχέτευσης.
Τα σπίτια της υπαίθρου χτίζονταν συνήθως σε οχυρωμένους οικισμούς, ώστε
να προστατεύονται από εχθρικές επιδρομές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο χώρος προς
οικοδόμηση να είναι περιορισμένος. Οι κατοικίες των μικροκαλλιεργητών ήταν
ισόγειες και στενόχωρες. Είχαν χαμηλές πόρτες και μικρά παράθυρα. Από τον 11ο
αιώνα παρατηρείται ύπαρξη οικισμών έξω από την περίμετρο των τειχών, όπως π.χ.
στην περίπτωση του κάστρου της Ρεντίνας αλλά και στην πόλη των Αθηνών, στη
Θήβα και στη Μονεμβασία. Η τοπική αριστοκρατία διατηρούσε τις κατοικίες της
μέσα στις πόλεις, παραμένει όμως αδιευκρίνιστο αν τα σπίτια των πλούσιων αστών
σχημάτιζαν ξεχωριστή συνοικία ή αν αναμειγνύονταν με αυτά των υπόλοιπων
κατοίκων. Ο Μυστράς αποτελεί μία περίπτωση όπου τα πλούσια αρχοντικά της πόλης
βρίσκονταν συγκεντρωμένα στο χώρο όπου δέσποζε το ανάκτορο των Δεσποτών.
Φαίνεται ότι οι δύο σειρές τειχών που αναπτύχθηκαν στην πόλη διαφοροποιούσαν και
όριζαν τον χώρο ανάλογα με τα κοινωνικά στρώματα που κατοικούσαν στις
διαμορφωμένες περιοχές. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην πόλη της Αδριανούπολης,
όπου οι άρχοντες κατοικούσαν στην περιοχή που οριζόταν ανάμεσα στις δύο σειρές
τειχών. Σε ξεχωριστές συνοικίες ίσως κατοικούσε σε αρκετές πόλεις και ο εβραϊκός
πληθυσμός, διάκριση που φαίνεται να αμβλύνθηκε με την πάροδο των χρόνων.
Υπήρχαν επίσης χωριστές παροικίες ξένων εμπόρων σε αρκετές πόλεις του
Βυζαντίου.
Τα υλικά δομής των βυζαντινών σπιτιών ήταν μάλλον ευτελή αν και
εξαρτιόνταν από την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη. Συνήθως
χρησιμοποιούνταν λίθοι και ξύλα για τους ξυλόδεσμους, τα χαγιάτια (<έξω + άγω
[ανάλογο με το εξώστης {<έξω+ωθώ}] = υπόστεγο που οδηγεί έξω > εξάγιον
>εξαγιάτιον >ξαγιάτι >χαγιάτι) και τις αρχιτεκτονικές προεξοχές, ενώ ως συνδετική
ύλη χρησιμοποιούταν η λάσπη και το κονίαμα . Στις πιο περίτεχνες κατασκευές το
κονίαμα αναμειγνυόταν με όστρακα για μεγαλύτερη σταθερότητα. Τα ευτελή υλικά
δομής που χρησιμοποιούνταν σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου
δικαιολογούν το γεγονός ότι ελάχιστα είναι τα δείγματα κοσμικής αρχιτεκτονικής που
έχουν διασωθεί. Η χρήση τέτοιου είδους υλικών στις αστικές κατασκευές ίσως απηχεί
τη γενικότερη κακή οικονομική κατάσταση των κατοίκων της βυζαντινής
αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στην ύστερη φάση της. Δεν ήταν εξάλλου σπάνια η
χρήση για την ανέγερση νέων κατοικιών οικοδομικού υλικού από παλιότερα
κτίσματα, που είχαν εγκαταλειφθεί.
Στον Μυστρά, όπου σώζονται τα καλύτερα διατηρημένα παραδείγματα
υστεροβυζαντινών σπιτιών, τα σπίτια ήταν κατά κανόνα ορθογώνια δίπατα. 'Iχνη
χρωματιστής διακόσμησης σε προσόψεις σπιτιών υπάρχουν και εδώ. Στο ισόγειο
βρίσκονταν οι βοηθητικοί χώροι, ενώ στον όροφο βρισκόταν το τρικλινάρι, που
φαίνεται ότι ενσωμάτωσε όλους τους πριν ξεχωριστούς χώρους. Καλοδιατηρημένες
οικίες ευγενών στον Μυστρά είναι το λεγόμενο «παλατάκι» ή «αρχοντικό», που
αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο σπίτι, το αρχοντικό του «Φραγκόπουλου» και το
αρχοντικό του «Λάσκαρη».

2.13.2. Έπιπλα και σκεύη

Όπως και το ίδιο το οίκημα έτσι και η επίπλωση και η οικοσκευή του
καθοριζόταν από την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη. Τα συνηθέστερα υλικά
κατασκευής των σκευών ήταν το γυαλί, ο πηλός, ο χαλκός, τα όστρακα και το ξύλο
για τους πιο φτωχούς και τα πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, ασήμι) ή το ελεφαντόδοντο
για τους πλούσιους. Στα βασικά έπιπλα του βυζαντινού σπιτιού ανήκαν το τραπέζι και
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 45/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

το κρεβάτι. Στα «κλινάρια», ή «κραββάτια» ή «κρεββάτια» (<κρας-κρατός [γεν. του


κρας=κεφαλή] + βας [μετοχ. του βαίνω] > κράτ-βα-τος > κράββατος [τβ>ββ]), με
στρώματα από άχυρο (για τους φτωχούς) και πούπουλο χήνας (για τους πιο
εύπορους), τοποθετούσαν διάφορα στρωσίδια, όπως μαξιλάρια και σεντόνια που
φτιάχνονταν από διάφορα υλικά. Πάντως φαίνεται ότι την εποχή εκείνη οι
περισσότεροι κάτοικοι του Βυζαντίου ξάπλωναν πάνω σε στρώματα από άχυρα,
βαμβάκι, κουρέλια ή πούπουλα, τα οποία απλώνονταν απευθείας στο πάτωμα ή σε
χτιστούς πάγκους. Τα τραπέζια, συνήθως κατασκευασμένα από ξύλο, ονομάζονταν
«τάβλαι» και χρησίμευαν όχι μόνο για το σερβίρισμα του φαγητού αλλά και ως πάγκοι
εργασίας ή γραφεία. Για καθίσματα χρησιμοποιούσαν καρέκλες «σελλία» (<σέδας
{<έδος=έδαφος}= καθέδρα] >σέλλα [σέδ-λα, δλ>λλ {= κάθισμα, εφίππιον]) ή
«σκαμνία» (τα δικά μας σκαμνιά, <σκαμβός [=στραβός {<κάμπτω}] > σκιμβάζω
[=οκλάζω] >σκαμπό >σκαμνός [για κάθισμα με λυγισμένα πόδια]). Ιδιαίτερος τύπος
καθίσματος ήταν ο θρόνος που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τον
αυτοκράτορα, τον πατριάρχη, τους επισκόπους και τους ηγούμενους και συνοδευόταν
συνήθως από υποπόδιο. Στα έπιπλα ενός βυζαντινού σπιτιού συγκαταλέγονταν ακόμα
τα κιβώτια ή σεντούκια (<δέχομαι > ενδέχομαι > ενδεχθείς > ενδυκής > σενδούκης >
σενδούκιον # παίρνω μέσα), τα οποία χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη ψωμιού και
διαφόρων εδεσμάτων, ενδυμάτων και βιβλίων ακόμα και χρημάτων ή κοσμημάτων.
Αντίστοιχο ρόλο είχαν τα αρμάρια, (<φέρω >φέρμα [= που μπορεί να φέρεται]
>φερμάριο [υποκοριστικό]) συχνά εντοιχισμένα, που ασφάλιζαν, όπως και τα
σεντούκια, με κλειδαριά. Στη σκευή ενός βυζαντινού σπιτιού ανήκαν ακόμα τα χαλιά,
τα οποία κάλυπταν τα δάπεδα των πλούσιων σπιτιών, καθώς και τα βαριά
παραπετάσματα, που κρεμασμένα από την οροφή, χρησίμευαν ως διαχωριστικά των
ενδιάμεσων χώρων. Τα σπίτια της εποχής φωτίζονταν με κεριά, κανδήλες, φανάρια και
λυχνάρια, που συνήθως ήταν φορητά ή στηρίζονταν σε μόνιμους λυχνοστάτες. Οι
εκκλησίες και τα παλάτια χρησιμοποιούσαν κυρίως πολυκάνδηλα ή πολυέλαιους που
κρεμόντουσαν από την οροφή με αλυσίδες.
Μέρος του οικιακού εξοπλισμού αποτελούσαν τα επιτραπέζια σκεύη, που
φτιάχνονταν από διαφορετικά υλικά. Σε αυτά ανήκαν τα πιάτα, οι δίσκοι, οι γαβάθες,
τα ποτήρια, τα κύπελλα, οι κανάτες και οι αλατιέρες. Μεγάλη ποικιλία υπήρχε και
στα μαγειρικά σκεύη. Ένα βυζαντινό σπίτι διέθετε πυροστάτες, πάνω στους οποίους
τοποθετούσαν τα τσουκάλια για το μαγείρεμα, κατσαρόλες για το ζέσταμα του νερού,
σχάρες και τηγάνια, κουτάλες διαφόρων μεγεθών, γουδιά αλλά και λεκάνες για το
πλύσιμο των πιάτων και των χεριών. Στα κελάρια των σπιτιών φυλάσσονταν ακόμα
πιθάρια για την αποθήκευση των υγρών και των τροφίμων, ενώ για τη μεταφορά και
την αποθήκευση του νερού χρησιμοποιούσαν τα σταμνία. Τέλος, για την επιτραπέζια
χρήση του νερού, του κρασιού ή του λαδιού υπήρχαν τα λαγήνια. Ένα στοιχείο που
χαρακτηρίζει τα σπίτια της Μέσης Βυζαντινής περιόδου είναι η παρουσία στους
υπόγειους χώρους αλλά και στα ισόγεια υπόσκαφων πιθαριών μεγάλης
χωρητικότητας για την αποθήκευση αγροτικών προϊόντων. Το γεγονός αυτό δείχνει
ότι η ζωή στις πόλεις ήταν πλέον άμεσα συνδεδεμένη με την ύπαιθρο.

2.13.3. Η βυζαντινή κοινωνία

Η κοινωνία του Βυζαντίου ήταν δομημένη με αυστηρή ιεραρχία και


συγκεντρωτισμό της εξουσίας, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της απολυταρχίας. Στην
κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας βρισκόταν ο "ελέω θεού" αυτοκράτορας με την
οικογένεια και την Αυλή του. Η τοπική αριστοκρατία, οι κρατικοί υπάλληλοι και οι
ανώτεροι στρατιωτικοί και μεγαλογαιοκτήμονες ανήκαν στην ανώτερη τάξη. Η
μεσαία τάξη σχηματιζόταν από τους αστικούς πληθυσμούς των εμπόρων, των
βιοτεχνών και των ιδιοκτητών μεσαίων εκτάσεων γης, ενώ, ο δήμος, η κατώτερη τάξη
δηλαδή, περιλάμβανε τους μισθωτούς εργάτες και τους πένητες. Ο κλήρος, παρά το
γεγονός ότι είχε ιδιαίτερα προνόμια, δεν αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη καθώς
διαστρωματωνόταν σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες. Δούλοι υπήρχαν, αν και το
κράτος προτιμούσε την εξαγορά τους παρά την υποδούλωσή τους.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 46/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Ένα εκτεταμένο δίκτυο μικρών και μεγάλων πόλεων συνδεόταν με μεγάλες


οδικές αρτηρίες μέσω των οποίων διακινούνταν τα πολυάριθμα προϊόντα για να
καταλήξουν στα πολυσύχναστα λιμάνια. Βάση όμως του δημοσιονομικού συστήματος
του βυζαντινού κράτους, πρωταρχική παραγωγική μονάδα ήταν το χωριό. Έτσι, η
διαμόρφωση και η εξέλιξη του καθεστώτος της ιδιοκτησίας της γης καθώς και η
κατάσταση των καλλιεργητών συνδέθηκαν άρρηκτα με την ακμή και την παρακμή της
αυτοκρατορίας. Στις πόλεις οι οργανωμένες συντεχνίες των επαγγελματιών παρήγαν
προϊόντα που απευθύνονταν σε αγοραστές υψηλών απαιτήσεων. Η καθημερινή ζωή,
έντονα επηρεασμένη από τα προστάγματα της χριστιανικής θρησκείας, κυλούσε
ανάμεσα στο σπίτι, όπου οι γυναίκες αφιερώνονταν στην διαπαιδαγώγηση των
παιδιών τους, και στους διάφορους δημόσιους χώρους, όπου οι άνδρες αναζητούσαν
ψυχαγωγία τις ελεύθερες ώρες τους.

α. Τα αστικά επαγγέλματα στο Βυζάντιο

Η άσκηση των επαγγελμάτων κατά τη Βυζαντινή περίοδο ήταν ελεγχόμενη


από το κράτος και οργανωμένη σε συντεχνίες. Τα χαρακτηριστικά και η λειτουργία
κάθε συντεχνίας ορίζονταν σαφώς από τους νόμους και δεν ήταν επιτρεπτό να ανήκει
κανείς σε δύο συντεχνίες συγχρόνως. Ορισμένοι επαγγελματίες εργάζονταν με
περιορισμούς, όπως οι κεραμείς, που έπρεπε να χτίζουν τα καμίνια τους μακριά από
κατοικημένη περιοχή και σε απόσταση το ένα από το άλλο. Το ίδιο ίσχυε για τους
βυρσοδέψες και τους βαφείς. Στις πόλεις βρίσκονταν τα εργαστήρια και τα εμπορικά.
Κάθε συντεχνία διατηρούσε τα εργαστήρια ή τα μαγαζιά της σε συγκεκριμένη περιοχή
της πόλης. Για παράδειγμα οι χαλκωματάδες της Θεσσαλονίκης είχαν τα καταστήματά
τους κοντά στην Παναγία των Χαλκέων. Ανάμεσα στα καταστήματα που
λειτουργούσαν ήταν τα μαγκιπεία (<μάγκιψ < λατινική manceps < manus [=χέρι] +
capio [=πιάνω {<ελλ. κάπτω}] = αρτοποιείο) οι φούρνοι δηλαδή, και τα σαρδαμαρεία
(<σαλ [<αλς=θάλασσα] + άρδην [=πολλά μαζί] + σμάρος [=σύνολο] = μέρος όπου
συγκεντρώνονταν θαλασσινά), που έμοιαζαν με τα σημερινά παντοπωλεία. Κρέας και
λαχανικά προμήθευαν στους κατοίκους ο μακελλάρης (μακελείο <μάκελλα [<μία +
κέλλω { = ελαύνω}] = τσάπα με πλατιά επιφάνεια = κρεοπώλης) και ο λαχανοπώλης.
Ένα πλήθος πλανόδιων μικροπωλητών, "οι γυρεύοντες", εξυπηρετούσε τις γυναίκες
περνώντας έξω από τα σπίτια τους.
Με το χτίσιμο των σπιτιών ασχολούνταν οι οικοδόμοι, ο μαΐστωρ (<μέγας +
ίστωρ >μα(γί)στωρ = επιστάτης, διδάσκαλος) και οι μαθητές. Αυστηροί νόμοι που
προέβλεπαν δεκαετή εγγύηση των κτιρίων εξασφάλιζαν τους ιδιοκτήτες από
κακοτεχνίες. Υπήρχαν ακόμη οι διδάσκαλοι και οι γιατροί, καθώς και οι μυρεψοί
<μύρον [<μύω {=κλείνω} + ρέω = ροή από μέσα] + έψω [=ψήνω, βράζω] =
αρωματοποιοί), που πουλούσαν αρώματα και φάρμακα. Οι εργαζόμενες γυναίκες
ήταν, μεταξύ άλλων, υφάντριες, χορταρίνες, μάζευαν δηλαδή χόρτα, και
πορικοπώλισσες, που πουλούσαν οπωροκηπευτικά, ή κουρίσσες που φρόντιζαν την
κόμμωση των γυναικών και δούλευαν στα σπίτια και στα λουτρά.

β. Τα αγροτικά επαγγέλματα στο Βυζάντιο

Λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους της Μακεδονίας οι αγροτικές και


κτηνοτροφικές ασχολίες ήταν η βάση της οικονομίας. Οι διάφοροι μικροϊδιοκτήτες,
μισθωτές γαιών και δουλοπάροικοι ήταν δεμένοι με τη γη που καλλιεργούσαν. Γύρω
από τα χωριά υπήρχαν τα αμπέλια και τα περιβόλια, καθώς υπήρχαν ζώνες
καλλιέργειας για τα διάφορα προϊόντα. Σε μεγαλύτερη απόσταση εκτείνονταν τα
χωράφια η έκταση των οποίων καθοριζόταν με σκοινιά και όρους, ενώ πολλές φορές
προέκυπταν καυγάδες ανάμεσα στους γείτονες.
Το δημοσιονομικό σύστημα του βυζαντινού κράτους στηριζόταν στην
αγροτική παραγωγή της οργανωμένης κοινωνίας του χωριού. Όμως, η φορολογία που
τους έδενε άρρηκτα με τη γη και τους συγχωριανούς τους, οι θεομηνίες και το
πέρασμα των στρατευμάτων με την παρεπόμενη διαρπαγή των προϊόντων τους,
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 47/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

δυσχέραιναν τη ζωή των αγροτών και τους οδηγούσαν πολύ συχνά στο δανεισμό. Η
ανικανότητα αποπληρωμής των χρεών οδηγούσε στην εξαθλίωση και τη φυγή.
Συχνά, για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες, οι μικροκαλλιεργητές
προτιμούσαν να πουλήσουν τις εκτάσεις τους μαζί με την ελευθερία τους και να
μετατραπούν σε δουλοπάροικους, αυξάνοντας ταυτόχρονα και τις ήδη μεγάλες
ιδιοκτησίες των μεγαλογαιοκτημόνων. Οι τελευταίοι κατόρθωναν με το πέρασμα των
αιώνων να ελέγχουν όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις απολαμβάνοντας ταυτόχρονα
σημαντικές φοροαπαλλαγές παρά τις προσπάθειες της κεντρικής εξουσίας να
περιορίσει τη δύναμή τους. Αντίθετα οι βοσκότοποι, που εκτείνονταν πέρα από τις
καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ανήκαν συλλογικά στην κοινότητα. Οι βοσκοί φρόντιζαν τα
ζώα τους με τη βοήθεια των ποιμενικών σκύλων.

γ. Η μοναστική ζωή στο Βυζάντιο

Τα μοναστήρια αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία στην κοινωνική δομή της


Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο χώρος, όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι που
αρνιούνταν τα εγκόσμια για να αφιερωθούν στο Θεό και να επιδιώξουν την αγνότητα
της ψυχής τους, εξελισσόταν πολύ συχνά σε μια πολύπλοκη, ζωτική οικονομική και
πολιτιστική μονάδα. Στα οχυρωμένα σαν κάστρα μοναστήρια η ζωή των μοναχών
περιστρεφόταν μεταξύ του καθολικού (του κεντρικού ναού δηλαδή), των
παρεκκλησίων και της βιβλιοθήκης. Γύρω από αυτά διαρθρώνονταν τα περιφερειακά
κτίρια των κελιών, της τράπεζας με το μαγκιπείο (το φούρνο δηλαδή), της αποθήκης,
του στάβλου και των διαφόρων εργαστηρίων.
Η οικονομική αυτοτέλεια εξασφαλιζόταν από τις διάφορες δωρεές που
προσφέρονταν τόσο από τον αυτοκράτορα, όσο και από απλούς ανθρώπους που
ζητούσαν ως αντάλλαγμα τις προσευχές των μοναχών για την σωτηρία της ψυχής
τους. Οι μοναχοί, άνδρες και γυναίκες, δέχονταν την κουρά μετά από τριετή
δοκιμαστική περίοδο και γίνονται πλήρη μέλη της αδελφότητας. Οι μοναχοί δεν
έτρωγαν ποτέ κρέας, παρακολουθούσαν τουλάχιστον 6 ώρες την ημέρα διάφορες
εκκλησιαστικές ακολουθίες και ήταν όλοι υποχρεωμένοι να δουλεύουν. Εκτός από τις
διοικητικές αρμοδιότητες, όπως ο δοχειάριος, ο χαρτοφύλαξ, και τις σχετικές με τις
ακολουθίες αρμοδιότητες (καντηλανάφτης, πρωτοψάλτης), οι μοναχοί πρόσφεραν και
υπηρεσίες νοσοκόμου και ξενοδόχου στους συναδέλφους τους και στους επισκέπτες
αντίστοιχα. Εκτός από εκείνους που ασχολούνταν με γεωργικές και κτηνοτροφικές
εργασίες, υπήρχαν και ειδικευμένοι στην αντιγραφή των χειρογράφων που
φυλάσσονταν στις βιβλιοθήκες των μεγάλων μονών καθώς και άλλοι που
φιλοτεχνούσαν εικόνες.
Οι γενικές αρχές του οργανωμένου μοναχισμού καθορίστηκαν από τον Μέγα
Βασίλειο. Όμως οι λεπτομέρειες της διοίκησης και της λειτουργίας κάθε μονής
ορίζονταν κάθε φορά από το μοναστηριακό "τυπικό", το νομικό δηλαδή κείμενο που
συντάσσονταν από τον κτήτορα της μονής και αποτελούσε το καταστατικό της.

2.13.4. Η θέση των γυναικών στο Βυζάντιο

Η ζωή της γυναίκας στα βυζαντινά χρόνια ήταν σε μεγάλο βαθμό αφιερωμένη
στο σπίτι και στην οικογένεια. Οι έξοδοι, με συνοδεία, για την εκκλησία, τα
πανηγύρια και το λουτρό, καθώς και οι επισκέψεις σε συγγενικά πρόσωπα, ήταν άλλες
δραστηριότητες της γυναίκας έξω από το σπίτι. Χωρίς αυτό να είναι αυστηρός
κανόνας, δεν λογιζόταν ευπρεπές για μια γυναίκα να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους
άνδρες, παρά μόνο αν ήταν παρόντα στενά συγγενικά της πρόσωπα, όπως για
παράδειγμα ο πατέρας, ο σύζυγος και οι αδελφοί. Συχνά έτρωγε σε χωριστή αίθουσα,
όπως και σε χωριστά δωμάτια από τους άντρες περνούσε την ημέρα της. Από πολύ
μικρή μάθαινε "τα του οίκου", ενώ οι γραμματικές γνώσεις της περιορίζονταν
συνήθως σε γραφή και ανάγνωση, αν και από τον 11ο αιώνα τα κορίτσια πήγαιναν σε
σχολεία, από την ηλικία των 6 ετών, όπως και τα αγόρια. Πολλές όμως γυναίκες,
ιδιαίτερα της ανώτερης τάξης, όπως η Κασσιανή και η Άννα Κομνηνή, αποκτούσαν
πλατιά μόρφωση. Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 48/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

H κόρη μπορούσε να παντρευτεί από τα 12-13 χρόνια της, ενώ τα αγόρια


νυμφεύονταν στα 14 ή 15 χρόνια τους, σε ηλικία μικρή (με τα σημερινά δεδομένα)
εξαιτίας της μεγάλης θνησιμότητας της εποχής.. Για το γάμο της φρόντιζε αρχικά ο
πατέρας, ενώ αργότερα, με τη νομοθεσία των Ισαύρων (8ος-9οςαι.) για την
ισχυροποίηση του οικογενειακού θεσμού, χρειαζόταν η συγκατάθεση και των δύο
γονέων για τη σύναψη γάμου, κάτι που ίσχυσε μέχρι την εποχή της Μακεδονικής
Δυναστείας (11ος αι.). Συχνά μάλιστα βοηθούσαν στην επιλογή του συζύγου οι
προξενήτρες, που είχαν ως αμοιβή ποσοστά από την προίκα. Η θέση της συζύγου δεν
ήταν άσχημη, αφού οι χριστιανικές αρχές που καθόριζαν τις λειτουργίες της
βυζαντινής κοινωνίας εξασφάλιζαν μία αξιοπρεπή ζωή στην παντρεμένη γυναίκα.
Ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη όπου ανήκε η γυναίκα ήταν οικοδέσποινα και
κυρά. Η απόκτηση παιδιών την εξύψωνε στα μάτια όλων. Ο σκοπός του γάμου ήταν η
τεκνοποίηση και γι’ αυτό η νομοθεσία επέτρεπε τη λύση γάμων σε περίπτωση
ατεκνίας. Οικονομική βάση της νέας οικογένειας ήταν η προίκα της γυναίκας.
Στον επαγγελματικό τομέα ο ρόλος της γυναίκας ήταν ανάλογος με την τάξη
τους. Οι γυναίκες των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων δούλευαν σκληρά στα
χωράφια και στα εργαστήρια της οικογένειάς τους μαζί με τους συζύγους και τους
γιους τους. Αρκετές από τις μορφωμένες γυναίκες ήταν ιατροί, αφιερωμένες στη
θεραπεία του γυναικείου πληθυσμού. Άλλες, οι λεγόμενες κοινές, ζούσαν στα
μιμαρεία και στα καπηλειά.
Μέσα στο σπίτι, δουλειές των γυναικών ήταν η ύφανση στον αργαλειό, το
πλύσιμο των ρούχων, το άλεσμα του σιταριού, το ζύμωμα του ψωμιού, το μαγείρεμα,
και φυσικά, η γενική συντήρηση και καθαριότητα του σπιτιού. Στα σπίτια των
πατρικίων, αλλά και πολλών αστών, υπήρχαν και υπηρέτριες, ελεύθερες φτωχές
κοπέλες, που αναγκάζονταν να δουλέψουν σε τρίτους για να ζήσουν. Τις έλεγαν
μισθάρνισσες ή μισθώτριες και κατοικούσαν στο σπίτι του αφεντικού μ' ένα μικρό
μηνιαίο μισθό, την ρόγαν, με διατροφή και ρουχισμό.

2.13.5. Τα παιδιά στο Βυζάντιο

Η φροντίδα της ανατροφής των παιδιών στα καθοριστικά πρώτα χρόνια της
ζωής τους ήταν έργο της μητέρας τους ή στις πλουσιότερες οικογένειες κάποιας
τροφού. Η γέννηση αγοριού ήταν αφορμή για μεγάλες χαρές και γλέντια, ενώ ο
ερχομός των κοριτσιών ήταν αθόρυβος, αφού τα κορίτσια σήμαιναν για τους γονείς τη
μελλοντική υποχρέωση προικοδότησης, που ήταν ιδιαίτερα βαριά για οικογένειες με
χαμηλό εισόδημα και μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία.. Τα νεογέννητα, αφού τα έπλενε
η μαμή, τα τύλιγε σε φασκιές, πρακτική που συνεχιζόταν για τους 2-3 πρώτους μήνες.
Μετά τον απογαλακτισμό τους τα νεογέννητα βαπτίζονταν και στο όνομα που
έπαιρναν προσέθεταν και το όνομα του πατέρα τους σε πτώση γενική (π.χ. Νικόλαος
Γεωργίου) ενώ αργότερα, αρχής γενομένης από την αριστοκρατία προστέθηκε και το
επώνυμο (π.χ. Δούκας ή Κομνηνός).. Ο ανάδοχος αναλάμβανε την πνευματική τους
καθοδήγηση.
Τα βρέφη κοιμούνταν σε λίκνα. Έκαναν τα πρώτα τους βήματα κάτω από το
άγρυπνο βλέμμα της μητέρας τους, που τους μάθαινε και τα πρώτα γράμματα. Τα
παιχνίδια που τα διασκέδαζαν ήταν το σείστρο και ο καλαθίσκος που ήταν γεμάτος με
αθύρματα, παιχνίδια δηλαδή. Τα λίγο μεγαλύτερα αγόρια είχαν τη συρίκτρα, πήλινα
οχήματα και αρματηλάτες, τη δερμάτινη (συχνά πολύχρωμη) σφαίρα, τους
αστραγάλους, τον τροχό ή κρίκο και τα καλαλαλλάκια, τα πεντόβολα της λαϊκής
παράδοσης. Τα κορίτσια έπαιζαν με τις πλαγγόνες και τα νιννία (κούκλες). Αγαπημένο
τους επίσης παιχνίδι ήταν η μίμηση σημαντικών γεγονότων όπως ο γάμος και η
βάπτιση. Ακόμη, συνήθιζαν να χτίζουν σπίτια από χώμα.
Από την ηλικία των 6 ετών τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο της πρώτης
βαθμίδας (Προπαιδείας) και από την ηλικία των 12 ετών φοιτούσαν στη δεύτερη
βαθμίδα εκπαίδευσης (Εγκύκλιος Παιδεία), ενώ Ανώτατες Σχολές ήταν το
Πανδιδακτήριο και η Πατριαρχική Σχολή, όπως αναφέρεται σε σχετική προηγούμενη
παράγραφο.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 49/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

2.13.6. Η διατροφή στο Βυζάντιο

Οι Βυζαντινοί είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στο φαγητό και στο ποτό με εξαίρεση
βεβαίως τις περιόδους των νηστειών. Η οικογένεια της βυζαντινής περιόδου, όταν
καθόταν για φαγητό γύρω από το τραπέζι, στρωμένο με το μενσάλι (=τραπεζομάντηλο
[<λατινικό mensa=τραπέζι], είχε μπροστά της διάφορα σκεύη για τις τροφές και τα
ποτά. Γύρω γύρω, στα πόδια των συνδαιτυμόνων, ακουμπούσε το μανδήλι, ένα ενιαίο
και μακρύ ύφασμα που χρησίμευε για το σκούπισμα των χεριών. Τα κύρια γεύματα
των Βυζαντινών ήταν :το πρόγευμα ή πρόφαγον, το άριστον ή μεσημβρινόν (γεύμα) και
ο δείπνος. Έτρωγαν χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια, αφού το πιρούνι ήταν άγνωστο
μέχρι τον 10ο αιώνα και η χρήση του σπάνια στους επόμενους αιώνες.
Χρησιμοποιούσαν επίσης κοχλιάρια ή κουτάλια και μαχαίρια. Πριν και μετά το
φαγητό έπλεναν τα χέρια τους, χρησιμοποιώντας το χέρνιβον (πήλινο ή μεταλλικό
αγγείο [<χέρι + νίβω {=πλένω}]). Στη διατροφή των Βυζαντινών βασικό ρόλο είχαν
το ψωμί, τα λαχανικά, τα όσπρια και τα δημητριακά, που τα μαγείρευαν με διάφορους
τρόπους. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος μαγειρείας ήταν το βράσιμο, όπως ειρωνικά μας
αφήνει να καταλάβουμε και η βυζαντινή παροιμία "αργώ μαγείρω πάντα έκζεστα",
δηλαδή "ο τεμπέλης μάγειρας όλα τα μαγειρεύει βραστά".
Οι Βυζαντινοί έτρωγαν επίσης πουλερικά, που υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σπίτι,
καθώς και αυγά, με τα οποία έφτιαχναν τα περίφημα σφουγγάτα, τις γνωστές μας
ομελέτες, που αναφέρονται και από τον Θεόδωρο Πρόδρομο. Από το γάλα έφτιαχναν
τυριά όπως το ανθότυρο, το βλάχικο και το κεφαλίτζιν. Κρέας εξασφάλιζαν και με το
κυνήγι, αγαπημένη απασχόληση των ανδρών που τους παρείχε συνάμα ευκαιρίες για
προσωπική διάκριση. Κυνηγούσαν με σκυλιά και γεράκια. Δεν περιφρονούσαν όμως
και άλλες μεθόδους όπως τις παγίδες, τα δίχτυα και τις ιξόβεργες. Τα μεγαλύτερα ζώα
αποτελούσαν ακριβότερη και λιγότερο διαδεδομένη τροφή. Τα χοιροσφάγια, που
γίνονταν κάθε χειμώνα, προμήθευαν την οικογένεια με τα λουκάνικα, τα παστά και το
μαγειρικό λίπος όλης της χρονιάς. Το αρνί ήταν προσιτό μόνο στα πιο ευκατάστατα
νοικοκυριά. Σπανιότερα έτρωγαν οι Βυζαντινοί τα βοοειδή, μια και τα
χρησιμοποιούσαν κυρίως για την καλλιέργεια των χωραφιών. Αγαπούσαν επίσης τα
κάθε λογής ψάρια, φρέσκα ή παστά, και τα θαλασσινά. Τα διάφορα κρασιά, για τα
οποία φημιζόταν η Μακεδονία, καθώς και τα φρούτα, συνόδευαν τα τραπεζώματά
τους μαζί με μελωμένα και σιροπιαστά γλυκά.
Τα γεύματα μπορούσαν να είναι απλά αλλά και εξαιρετικά πολύπλοκα και
πλούσια, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας. Εξάλλου, όπως
και οι ίδιοι έλεγαν, καταλαβαίνει κανείς "από του γεύματος τον πίθον". Για «λόφους
από ψωμιά, δάση από ζώα, ποτάμια από ψάρια και για θάλασσες κρασιού» μιλά ο
Νικήτας Χωνιάτης περιγράφοντας τα συμπόσια του Ισαακίου Β΄ Κομνηνού (1185-
1195), ενώ ο Θεόδωρος Πρόδρομος (Πτωχοπρόδρομος) δίνει πολλές πληροφορίες για
τις γαστριμαργικές συνήθειες του κλήρου. Σε ένα εύπορο σπίτι το γεύμα και το δείπνο
περιελάμβανε ποικιλία εδεσμάτων, ορεκτικά, κρέατα, ψάρια καθώς και γλυκά και
ποτά. Ο μέσος βυζαντινός όμως δεν είχε και πολλές διατροφικές επιλογές γιατί συχνά
βρισκόταν αντιμέτωπος με εχθρικές επιδρομές, αυθαιρεσίες αξιωματούχων αλλά και
επιδημίες και κακές καιρικές συνθήκες .

2.13.7. Η ψυχαγωγία στο Βυζάντιο

Παρά το γεγονός ότι η αυστηρή βυζαντινή κοινωνία δεν ενθάρρυνε τις


ψυχαγωγικές εκδηλώσεις και τα πατερικά κείμενα δίδασκαν ότι οι άνθρωποι πρέπει να
ζουν σύμφωνα με τις χριστιανικές διδαχές και να μην παρεκτρέπονται σε εκδηλώσεις
άσεμνες, όπως ο χορός και το θέατρο, όλοι οι βυζαντινοί αγαπούσαν τις διασκεδάσεις
και η ψυχαγωγία αποτελούσε ένα από τα κύρια συστατικά στοιχεία της
καθημερινότητάς τους. Θρησκευτικές γιορτές, γενέθλια, επέτειοι και σημαντικά
κρατικά γεγονότα πρόσφεραν αφορμές για γλέντι. Οι Βυζαντινοί είχαν πολλές γιορτές
δημόσιες, οικογενειακές και θρησκευτικές. Τιμούσαν ιδιαίτερα τους τοπικούς αγίους
και συμμετείχαν ευχάριστα στις εκδηλώσεις λατρείας τους. Στα πανηγύρια που
γίνονταν τη μέρα της γιορτής τους, μετά τη θεία λειτουργία, έτρωγαν, έπιναν, χόρευαν
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 50/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

και τραγουδούσαν. Τους άρεσε ιδιαίτερα η μουσική και πολλοί έψελναν,


τραγουδούσαν και έπαιζαν μουσικά όργανα. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης μιλάει για το
Συρτό και τον Αντικριστό χορό: "κατ' ορθόν δι' αλλήλων έθεον".
Βασικό κέντρο ψυχαγωγίας στους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ο ιππόδρομος.
Όλες σχεδόν οι μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας διέθεταν ιππόδρομο, όπου οι
κάτοικοι διασκέδαζαν με αρματοδρομίες, δημόσιες τελετές, θεατρικές παραστάσεις
και διάφορα λαϊκά προγράμματα. Άφθονα μιμαρεία, δηλαδή λαϊκά θέατρα όπου
εμφανίζονταν μίμοι, ακροβάτες και θαυματοποιοί ή παρουσιάζονταν αυτοσχέδιες,
συνήθως προκλητικές, σατιρικές παραστάσεις- ψυχαγωγούσαν τα βράδια τους άντρες
της λαϊκής τάξης. Δεν ήταν βέβαια ευπρεπές να συχνάζει κανείς σε τέτοια μέρη, αφού
οι μοναχοί θαμώνες τους καθαιρούνταν και όσες γυναίκες δούλευαν εκεί θεωρούνταν
κοινές. Οι λαϊκές μάζες στο Βυζάντιο διασκέδαζαν επίσης με διάφορα θεάματα στο
δρόμο: με σκύλους, πιθήκους, αρκούδες, φίδια, αλλά και άλλα, περισσότερο εξωτικά
ζώα (ελέφαντες, ρινόκερους, καμήλες), που τα περιέφεραν οι ιδιοκτήτες τους
(συνήθως τσιγγάνοι) και εκτελούσαν διάφορα νούμερα, με σχοινοβάτες,
θαυματοποιούς και χορευτές, αλλά και με παραστάσεις κουκλοθέατρου. Ακόμα, τα
μέλη των λαϊκών στρωμάτων σύχναζαν σε λαϊκές ταβέρνες, καπηλεία (<κάπη
[=φάτνη, < κάπτω < χάφτω {=καταπίνω}] + ήλθον) και μαγειρεία (<μάσσω
[=ψηλαφώ, κατεργάζομαι] + είρω [=συναρμόζω] = αυτός που παρασκευάζει φαγητά
συναρμόζοντας τρόφιμα), για φαγητό, πολύ κρασί και χορευτικά θεάματα.
Οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές έδιναν την ευκαιρία για την οργάνωση
πανηγύρεων. Οι γιορτές αυτές, όπως και σήμερα, είχαν και εμπορικό χαρακτήρα και
γίνονταν συχνά κοντά σε κάποιο ναό, συνήθως έξω από τις πόλεις, σε ανοικτό χώρο,
όπου στήνονταν πρόχειρα παραπήγματα και σκηνές. Από τις σημαντικότερες ήταν η
πανήγυρις της Τραπεζούντας, των Χωνών της Φρυγίας και τα Δημήτρια της
Θεσσαλονίκης. Υπήρχαν και κοινωνικές και λαϊκές γιορτές: Παρά τις αντιδράσεις της
εκκλησίας στις απόκριες μεταμφιέζονταν και έκαναν παρελάσεις στους δρόμους, με
αφορμή τη νέα σελήνη οι νέοι άναβαν φωτιές στους δρόμους και πηδούσαν από πάνω
τους, στην επαρχία τα μεγάλα ετήσια πανηγύρια κατέληγαν σε λαϊκές γιορτές με τη
συμμετοχή μάγων, αστρολόγων, ταχυδακτυλουργών.
Κατά τον 7ο – 8ο αιώνα η θέση της αστικής τάξης επιδεινώθηκε δραματικά
και οι μεγάλες πόλεις παράκμασαν. Όταν εμφανίστηκε η νέα αστική τάξη και άρχισαν
να ανακάμπτουν τα αστικά κέντρα τα θέατρα, οι δημόσιες μεγάλες αίθουσες, οι
βασιλικές, οι στοές και οι ιππόδρομοι είχαν χάσει τη σπουδαιότητά τους. Μόνο ο
Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης παρέμεινε για να χρησιμοποιείται για τις
αυτοκρατορικές τελετές.

2.13.8. Η Ιατρική και ο θάνατος στο Βυζάντιο

Η Ιατρική κατά τον Μεσαίωνα είχε κατά ένα μέρος το κύρος μιας επιστήμης
και κατά το υπόλοιπο ήταν, αφενός χειρωνακτική ενασχόληση και αφετέρου
εφαρμοσμένη θεολογία. Οι ασθένειες προέρχονταν από το θεό, για τον οποίο πίστευαν
ότι είναι μεν εξ ορισμού πανάγαθος, αλλά οι αμαρτίες των ανθρώπων δεν του
αφήνουν άλλη επιλογή. Oι λοιμοί, οι μεταδοτικές θανατηφόρες επιδημίες, για όσους
τις έζησαν μέσα σε εποχές σκοτεινές, παραδομένες στην άγνοια και τη θρησκοληψία,
αντιπροσώπευαν πάντα το «σημάδι» των έσχατων ημερών, το τέλος του κόσμου, τη
δεύτερη παρουσία και όλες τις συναφείς ιδεοληψίες, με τις οποίες ελεγχόταν η
κοινωνία. Κατά την εξέλιξη των επιδημιών επικρατούσε ατμόσφαιρα πανικού και
παράνοιας, πολύ ευνοϊκή για την εκκόλαψη πλήθους άλλων αγριοτήτων, άσχετων με
το φυσικό αποδεκατισμό των πληθυσμών από την αρρώστια. Bασανισμοί, εκτελέσεις,
διώξεις, βίαιη αρπαγή περιουσιών και εξουσίας. Η οργανωμένη κοινωνική πρόνοια
του Βυζαντίου κατασκεύασε φιλανθρωπικά ιδρύματα τα οποία πρώτη φορά είδε ο
κόσμος. Ιδρύματα όπως οι Βυζαντινοί «ξενώνες», δηλαδή αυτό που εμείς
χαρακτηρίζουμε σήμερα ως νοσοκομείο, στο Βυζάντιο έλαβε συγκεκριμένη μορφή με
πολλά ιερά ιδρύματα, τα οποία νοσήλευαν ασθενείς, με διαφορετικές ασθένειες και
διαφορετικών κοινωνικών τάξεων.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 51/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας

Σε ό,τι αφορά τα ταφικά έθιμα ο βυζαντινός λαός ήταν συντηρητικός και


αντιμετώπιζε το θάνατο και την ταφή των προγόνων του με προσήλωση και εμμονή
στις παραδόσεις, τις δοξασίες και τις συνήθειες, που αυτοί του κληροδότησαν. Πολλά
από τα έθιμα της εποχής εκείνης ανάγονται στην αρχαιότητα, μέχρι τα ομηρικά
χρόνια. Αρκετές αλλαγές στις αντιλήψεις συντελέστηκαν βέβαια στο μεταχριστιανικό
κόσμο. Ο θάνατος και η ταφή του Χριστού, η ίδρυση της Εκκλησίας, οι τάφοι των
μαρτύρων του χριστιανισμού και η πίστη στην ανάσταση των νεκρών
αναδιαμόρφωσαν, στα εξωτερικά σημεία, το εθιμοτυπικό και τις ταφές από τους
χρόνους του Βυζαντίου μέχρι και τα νεότερα χρόνια.
Όταν ο νεκρός αισθανόταν το θάνατο να πλησιάζει φρόντιζε για τη διαθήκη του, στην
οποία επισήμαινε ότι την υπογράφει με «σώας τα φρένας». Στη συνέχεια ερχόταν
ιερέας, ως προάγγελος του θανάτου, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τον
μελλοθάνατο. Ταυτόχρονα οι συγγενείς και προσφιλείς μαζεύονταν να χαιρετήσουν
τον άνθρωπό τους. Την οριακή αυτή κατάσταση όπου βρισκόταν ο άνθρωπος την ώρα
που πέθαινε, περιέγραφαν με ποικίλες εκφράσεις, που σώζουν οι πηγές και φαίνεται
να έχουν συνέχεια από τα ομηρικά χρόνια μέχρι σήμερα. Όταν επερχόταν ο θάνατος,
οι συγγενείς έκλειναν τα μάτια και το στόμα του νεκρού, ακολουθούσε το λουτρό, το
οποίο στους ιερωμένους γίνονταν με σταυρικές κινήσεις, ενώ στη συνέχεια, σύμφωνα
με την εβραϊκή παράδοση που υιοθετήθηκε, άλειφαν το σώμα με μύρα. Οι συγγενείς
και φίλοι επισκέπτονταν το νεκρό για να τον αποχαιρετήσουν, την ώρα της απόθεσης
στον τάφο, όπως στις σημερινές κηδείες.

Σχόλια

Δεν έχετε δικαίωμα προσθήκης σχολίων.

Σύνδεση | Πρόσφατη δραστηριότητα ιστότοπου | Αναφορά κατάχρησης | Εκτύπωση σελίδας | Με την υποστήριξη των Ιστότοπων Google

Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 52/52

You might also like