Professional Documents
Culture Documents
Νίκος
Μπαλάσκας Search this site
Αν και προήλθε από την πόλη της Ρώμης, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία την είχε
ήδη υπερβεί από τον 3ο αιώνα μ.Χ.. Το 212 η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία μετατράπηκε σε
οικουμενική αυτοκρατορία, όταν με διάταγμα του αυτοκράτορα Καρακάλλα (211-
217) αποδόθηκε η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της
αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως καταγωγής και εθνικότητας, οπότε οι διαφορές των
υπόλοιπων υπηκόων με τους κατοίκους της Ρώμης αμβλύνθηκαν και τελικά ατόνησαν.
Στα τέλη του 3ου αιώνα η Ρώμη από πρωτεύουσα μετατράπηκε σε επαρχία της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το 293 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (285-305)
εισήγαγε ένα νέο σύστημα διοίκησης της αυτοκρατορίας, την τετραρχία, με το οποίο
η αυτοκρατορική εξουσία διαμοιραζόταν σε τέσσερις συναυτοκράτορες, ο καθένας
από τους οποίους διοικούσε μία μεγάλη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια, που
ονομαζόταν υπαρχία. Ως πρωτεύουσες όρισε για το ένα τμήμα την πόλη Τρεβήρους
στην Γαλατία, για το δεύτερο τμήμα την Νικομήδεια της Βιθυνίας, για το τρίτο
τμήμα το Σίρμιο στα Βαλκάνια και για το τέταρτο τμήμα που περιλάμβανε την Ιταλία
δεν όρισε πρωτεύουσα την Ρώμη αλλά το Μεδιολάνο, δηλαδή το σημερινό Μιλάνο.
Έτσι η πόλη της Ρώμης έπαυσε να είναι και θεσμικά η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο Διοκλητιανός ανέλαβε το τμήμα που είχε πρωτεύουσα την
Νικομήδεια της Βιθυνίας, μια πόλη που είναι σχεδόν απέναντι από την
Κωνσταντινούπολη. Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι το κέντρο βάρους της
αυτοκρατορίας έτεινε να μετακινηθεί προς την ανατολή, σε περιοχές όπου
επικρατούσε το ελληνικό στοιχείο. Ο Διοκλητιανός και όχι ο Κωνσταντίνος ήταν
εκείνος που έκανε το πρώτο αποφασιστικό βήμα, όσον αφορά την αποστασιοποίηση
από την πόλη της Ρώμης.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 2/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
λαό και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία, όπως
συνέβη αρκετές φορές. Παρόλα αυτά πρέπει να αναγνωρισθεί ότι κύριος κορμός της
εθνολογικής σύνθεσής του κράτους ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, ενώ, δεδομένου
ότι απαραίτητη προϋπόθεση ήταν οι νεοεισερχόμενοι να είναι χριστιανοί και να
μιλούν ελληνικά, οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν σταδιακά τα κοινά
χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και της ελληνικής γλώσσας, που
λειτούργησαν ενοποιητικά, . Ειδικά η ελληνική γλώσσα, η οποία ήδη από τα χρόνια
των Αντωνίνων, τον 2ο αιώνα, είχε αρχίσει να εκτοπίζει τη λατινική ειδικά στην
Ανατολή, επί Ηρακλείου επικράτησε πλήρως και καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα
του κράτους.
Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε και η αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής
ιδιοσυστασίας λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, προκειμένου
να επανδρωθούν οι ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δύσης, ενώ, μετά
την απώλεια της Αιγύπτου και της Συρίας, τον 7ο αιώνα, σημειώθηκε ριζική
διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων και το βυζαντινό κράτος περιόρισε την
επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε πλέον
και αριθμητικά.
α. Η αυτοκρατορική ιδέα
β. Κρατική οργάνωση
την Σινώπη). Η σύγχυση του θέματος αυτού με το γειτονικό κράτος της Αρμενίας
έγινε αιτία να θεωρηθούν εσφαλμένα Αρμένιοι πολλοί επιφανείς Έλληνες
Καππαδόκες, όπως ο Προαιρέσιος, ο Αρεταίος και ο Στράβων, αλλά και αρκετοί
αυτοκράτορες, μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας Καππαδόκης Ηράκλειος.
Χαλδία (Παράλιος Πόντος με έδρα την Τραπεζούντα),
Μεσοποταμία (πέρα από τον ποταμό Ευφράτη),
Κολώνεια (μεσόγειο στο βάθος της Μ.Ασίας, γειτονικό της Μεσοποταμίας δυτικά του
Ευφράτη),
Χαρσιανόν (νότια Καππαδοκία, δυτικά του Ευφράτη, με έδρα την πόλη Σεβάστεια),
Λυκανδός (δυτικά του Ευφράτη, με έδρα την πόλη Λυκανδό),
Σελεύκεια (Κιλικία, απέναντι από την Κύπρο, με έδρα την πόλη Σελεύκεια),
Κιβυρραιωτών (ή Καραβουσιάνων, δυτική παραλία της Μ.Ασίας, περιλαμβανομένης
και της Ρόδου, με έδρα την Μίλητο),
Κύπρος,
Σάμος (με έδρα την Σμύρνη),
Αιγαίον (Κυκλάδες),
Θράκη (Ανατολική Θράκη με έδρα την Τραϊανούπολη),
Μακεδονία (Θράκη περί την Αδριανούπολη με έδρα την πόλη της Αδριανούπολης),
Στρυμών (εντός της κοιλάδος του ποταμού Στρυμόνος),
Θεσσαλονίκη (Από Πηνειό μέχρι και Χαλκιδική με έδρα την πόλη της
Θεσσαλονίκης),
Ελλάς (Στερεά Ελλάς με έδρα ίσως τη Θήβα, άλλες πόλεις Αθήνα και Χαλκίδα),
Πελοπόννησος (με έδρα την Κόρινθο),
Κεφαλληνία (όλα τα Επτάνησα με έδρα την Κεφαλληνία),
Νικόπολις (Αιτωλία, Ακαρνανία με έδρα την πόλη της Νικοπόλεως),
Δυρράχιον (με έδρα την πόλη του Δυρραχίου),
Λογγιβαρδία (Βάρις, Καπιτανάτα με έδρα την Βάρη),
Σικελία (Καλαβρία, Βρεττία, Απουλία, Λευκανία [Βασιλικάτα] με κύριες πόλεις το
Ρήγιον και τον Κρότωνα)
και Χερσών (Βόρειος Εύξεινος, Ταυρική Χερσόνησος με έδρα την πόλη της
Χερσώνος).
Αποδιδόμενα συνήθως στον Ηράκλειο, τα Θέματα ήταν διοικητικές
υποδιαιρέσεις της αυτοκρατορίας, όπου ένας στρατηγός εκτελούσε και στρατιωτικά
και πολιτικά καθήκοντα. Ο Ηράκλειος εμπνεύστηκε τα Θέματα από τον θεσμό των
Εξαρχάτων, που ήταν απομονωμένες βυζαντινές νησίδες σε περιοχές όπου
κυριαρχούσαν οι εχθροί της αυτοκρατορίας. Ο ίδιος προερχόταν από το Εξαρχάτο της
Καρχηδόνας.
Η Κεντρική Διοίκηση που υποστήριζε τον αυτοκράτορα στην πρωτεύουσα,
ήταν εξαιρετικά καλά οργανωμένη και περιλάμβανε την Κυβέρνηση με τους εξής
αξιωματούχους:
Μάγιστρος (Πρωθυπουργός [άρχων, επιστάτης]),
Λογοθέτες (Υπουργοί, λογοθέσιο λεγόταν το υπουργείο),
Λογοθέτης του Δρόμου (Δημοσίων Σχέσεων [αρχικά Επικοινωνιών]), Λογοθέτης
Γενικού (Οικονομικών),
Λογοθέτης Ειδικού (Προμηθειών [αυτοκρατορικής περιουσίας]), Λογοθέτης
Στρατιωτικών (Στρατιωτικών [οικονομικά του στρατού]), Λογοθέτης Πραιτωρίου
(Δικαστηρίων),
Λογοθέτης Αγελών (Ίππων [των επί των ζώων φόρων]),
Κοιέστωρ Ιερού Παλατίου (Δικαιοσύνης, quaestor = ανακριτής), Ορφανοτρόφος
(Κοινωνικής Πρόνοιας).
Στην κεντρική διοίκηση υπήρχαν ακόμη Κόμητες (Υφυπουργοί), Κριτές
(Δικαστές), Κόμης Ιερών Δωρεών (Υφυπουργός Οικονομικών), Κόμης Ιδιοκτησιών,
(Κρατικής Περιουσίας) που αντικαταστάθηκε από τον Σακελλάριο (Διαχειριστής του
αυτοκρατορικού βαλαντίου), ενώ οι Κατώτεροι Οικονομικοί Υπάλληλοι ονομάζονταν
Σεκρετικοί, Σκρινιάριοι και Παλατίνοι.
Η Περιφερειακή Διοίκηση εξάλλου περιλάμβανε τους εξής αξιωματούχους:
Δούκας (Διοικητής Θέματος),
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 5/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
Πραίφεκτος (Περιφερειάρχης),
Πρωτονοτάριος (πολιτικός άρχων του θέματος),
Έπαρχος (Διοικητής Επαρχίας),
Κατεπάνος (Έπαρχος της Κάτω Ιταλίας),
Κοιαίστωρ επαρχίας (με αρμοδιότητα την αστυνόμευση των παρεπιδημούντων,
quaestor = ανακριτής),
Σύμπονος (Βοηθός Έπαρχου)
και οι Χαρτουλάριοι Θέματος και Σακελλίου (Ταμίες των Θεμάτων).
Πέραν αυτών το άμεσο περιβάλλον του Αυτοκράτορα πλαισιωνόταν από
πολυάριθμους Βαθμούχους της Αυλής (προσωπικούς Συμβούλους του Αυτοκράτορα)
κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής:
Υπερπρωτοπανσεβαστοϋπέρτατος (Ύψιστος τίτλος για τον ίδιο τον αυτοκράτορα),
Σεβαστοκράτωρ και Πανυπερσέβαστος (τίτλος που από τα χρόνια των Κομνηνών
αποδιδόταν στον αδελφό του αυτοκράτορα),
Σεβαστός και Πανσέβαστος (Πατέρας, μητέρα και άλλοι συγγενείς του αυτοκράτορα),
Δεσπότης (Τίτλος των υιών του αυτοκράτορα, πλην του πρωτότοκου που ονομαζόταν
Συμβασιλεύς)
Παρακοιμώμενος (Φύλακας της βασιλικής κλίνης, έμπιστος με σημαντική επιρροή
στον αυτοκράτορα),
Κουροπαλάτης (Υπεύθυνος για την επιτήρηση της αυλής, έμπιστος με μεγάλη
επιρροή στα πολιτικά δρώμενα),
Αρχιτελετάρχης (Προϊστάμενος του ιερού κοιτώνα του αυτοκράτορα), Βεστιάριος και
Πρωτοβεστιάριος (Ιματιοφύλαξ και Αρχιιματιοφύλαξ υπεύθυνοι για τα βασιλικά
ενδύματα),
Βεστήτωρ (Αυτός που έβαζε στον αυτοκράτορα τα ρούχα του, διαφορετικός από τον
βεστιάριο που τα φύλαγε),
Ασηκρήτις και Πρωτασηκρήτις (Γραμματεύς εξ απορρήτων [a secretis]),
Κοντόσταυλος (Ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος, ανάλογος του Υποστράτηγου,
αρχικά σήμαινε Σταβλάρχης),
Στράτωρ και Πρωτοστράτωρ (Αρχικά σήμαινε ιπποκόμος και γενικεύτηκε για τους
υπηρετούντες στο άτακτο ιππικό),
Μανδάτωρ (Αγγελιοφόρος),
Σιλεντιάριος (Ησυχοποιός, , υπεύθυνος για την επιβολή ησυχίας),
Κομμερκιάριος (Τελώνης),
Μαρκίων (Ακρίτας, τίτλος αντίστοιχος του Μαρκήσιου),
Αποκρισάριος (Πρεσβευτής),
Παπίας (Φύλακας των ανακτόρων, κλειδοκράτορας του παλατιού, γνωστή η έκφραση
«έκανε την πάπια», διότι συνήθως απέφευγαν την προσωπική ανάμιξη σε περίπτωση
ταραχών),
Οστιάριος (Θυρωρός [<ostium=στόμα, είσοδος]),
Εταιρειάρχες (Σωματοφύλακες του αυτοκράτορα).
Επιπλέον οι επόμενοι τίτλοι απονέμονταν σε διακεκριμένα άτομα κυρίως με
τιμητικό χαρακτήρα:
Ύπατος και Δισύπατος (Τιμητικός τίτλος Συγκλητικών),
Ανθύπατος και Πρωτανθύπατος (Τιμητικός τίτλος Συγκλητικών),
Σπαθάριος και Πρωτοσπαθάριος (Τίτλος αποδιδόμενος στους μεγαλύτερους
ιδιοκτήτες που υπηρετούσαν ως αξιωματικοί),
Βέστης και Πρωτοβέστης (Υπεύθυνοι ένδυσης του αυτοκράτορα [vestis = ένδυμα], ως
τιμητικός τίτλος αποδιδόταν σε υψηλόβαθμα στελέχη),
Κονσουλάριος (Σύμβουλος),
Κουβικουλάριος και Σπαθαροκουβικουλάριος (Θαλαμηπόλος του αυτοκράτορα),
Κανδιδάτος και Σπαθαροκανδιδάτος (Ο έχων προσόντα να είναι υποψήφιος για
δημόσια θέση),
Πριμικήριος (Αξιωματούχος της Εκκλησίας προϊστάμενος υποδιακόνων, γενικότερα
επικεφαλής κάθε διοίκησης, π.χ. πριμικήριος των Βεστιαρίων),
Πραιπόσιτος (Επόπτης του βασιλικού κοιτώνος συνήθως ευνούχος [από τον 6ο αι. τον
διαδέχτηκε ο παρακοιμώμενος]),
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 6/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
γ. Άμυνα
θώρακα. Ορισμένοι διέθεταν τόξα αλλά προορίζονταν μόνο για να υποστηρίζουν την
επέλαση παρά για ανεξάρτητες αψιμαχίες. Το 15% περίπου μιας στρατιάς
αποτελούνταν από Καταφράκτους και Κλιβανοφόρους, που χρησιμοποιούνταν σαν
δύναμη κρούσης. Υπήρχαν ακόμα ιπποτοξότες και διάφορα άλλα είδη ελαφρού
ιππικού. Το ελαφρύ ιππικό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στα συνοριακά στρατεύματα
όπου εκτελούσε κυρίως αναγνωριστικές αποστολές.
Στις τάξεις του Βυζαντινού στρατού περιλαμβάνονταν συχνά και
στρατεύματα προερχόμενα από πολλές διαφορετικές εθνικές ομάδες, που
συμπλήρωναν και υποστήριζαν τον τακτικό Βυζαντινό στρατό. Οι ξένοι στρατιώτες
ήταν γνωστοί με την ελληνοποιημένη ονομασία «Φοιδεράτοι», δηλαδή «ομόσπονδοι-
σύμμαχοι» και συνέχισαν να αποκαλούνται έτσι μέχρι και τον 9ο αιώνα. Έκτοτε, οι
ξένοι μισθοφόροι έγιναν γνωστοί ως «Εταιρείαι» και συνήθως υπηρετούσαν στην
αυτοκρατορική φρουρά. Η δύναμη αυτή διαιρούνταν στην «Μεγάλη Εταιρεία», τη
«Μέση Εταιρεία» και τη «Μικρά Εταιρεία», που διοικούνταν από τους αντίστοιχους
Εταιρειάρχες. Πιθανότατα, ο διαχωρισμός αυτός γινόταν με θρησκευτικά κριτήρια.
Κατά την περίοδο των Κομνηνών οι μονάδες των μισθοφόρων διαιρούνταν απλά κατά
εθνότητα και ονομάζονταν σύμφωνα με τη χώρα προέλευσής τους: Ιγγλίνοι (Άγγλοι),
Φράγκοι, Σκυθικοί, Λατινικοί κτλ. Κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Θεόφιλου
αναφέρονται ακόμη και Αιθίοπες μισθοφόροι. Οι μονάδες αυτές, κυρίως οι Σκυθικοί,
χρησιμοποιούνταν και σαν αστυνομική δύναμη στην Κωνσταντινούπολη.
Η πιο διάσημη μισθοφορική δύναμη ήταν οι θρυλικοί Βάραγγοι, μια μονάδα
που ξεκίνησε από τους 6.000 Ρώσους, που ο πρίγκιπας του Κιέβου Βλαδίμηρος Α’
έστειλε στον Βασίλειο Β’ στα 988. Οι τρομερές μαχητικές ικανότητες αυτών των
πελεκυφόρων, τυφλά πιστών στον αυτοκράτορα (εφόσον τους αντάμειβε με αρκετό
χρυσάφι), τους καθιέρωσε σαν ένα επίλεκτο σώμα, που σύντομα αναδείχθηκε στην
προσωπική σωματοφυλακή του αυτοκράτορα. Αργότερα προσελήφθησαν επίσης
πολλοί Σκανδιναβοί και Αγγλοσάξονες (μετά τη νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας).
Προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και δεν διαλύθηκαν παρά μόνο
μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις της Τέταρτης
Σταυροφορίας στα 1204. Άλλος τύπος στρατεύματος ήταν οι Κεφαλάδες, οι
στρατιωτικοί αξιωματούχοι που προέρχονταν μόνο από τις τάξεις των βυζαντινων
αρχόντων και ονομάζονταν «άρχοντες από σπαθίου». Τέλος οι Σχολές αποτελούσαν
την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα και σχηματίστηκαν για να αντικαταστήσουν
την πραιτοριανή φρουρά που διαλύθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄.
Η Στρατιωτική Διοίκηση σχηματίζονταν από τους εξής βαθμούς
αξιωματούχων: Μέγας Δομέστικος (Αρχηγός στρατού), Στρατηγοί (Στρατιωτικοί
Διοικητές Θεμάτων), Τουρμάρχες (Υποδιοικητές Θεμάτων), Δρουγγάριος
(Ταξίαρχος, χιλίαρχος), Δομέστικοι (Συνταγματάρχες), Κλεισουράρχες (Διοικητές
διαβάσεων [δερβένια >δερβέναγας]), Δομέστιχος των Σχολών της Ανατολής (αρχηγός
επίλεκτων ταγμάτων) και Δομέστιχος των Σχολών της Δύσης. Κατώτεροι βαθμούχοι
ήταν ο Μεράρχης, ο Ταξιάρχης, ισοδύναμος με τον Χιλιάρχη, ο Κένταρχος
(Εκατόνταρχος) και οι Πεντηκόνταρχοι (Λοχαγοί). Υπήρχαν ακόμη Οπλιτάρχης,
Στρατοπεδάρχης και Κοντόσταυλος (Υποστράτηγος). Ειδικά Τάγματα ήταν οι Σχολές
(βασιλικός στρατός), οι Εταιρείες (μισθοφόροι της βασιλικής φρουράς), τα Εξκούβιτα
(Εξκουβίτορες = κοιμώμενοι έξω από το παλάτι φρουρώντας τον βασιλέα) και το
τάγμα των Ικανάτων (Ικανάτον = σώμα επίλεκτων στρατιωτών [από το ικανός]).
Η Ναυτική Διοίκηση σχηματιζόταν αντίστοιχα από τους εξής βαθμούχους:
Μέγας Δρουγγάριος (Αρχηγός ναυτικού), Δρουγγάριος Πλωίμου (Αρχηγός στόλου),
Δρουγγάριος (Ναύαρχος), Αμιράλιος (Ναύαρχος), Δρουγγαροκόμης ( Διοικητής
δρόμωνα), Πρωτοκάραβοι και Ναύκληροι.
δ. Δικαιοσύνη
περίπτωση αντιμετώπιση πρακτικών αλλαγών. Επί της ουσίας βέβαια η διαχείριση και
ο έλεγχος της δικαιοσύνης πέρασε οριστικά στα χέρια της εκκλησίας.
Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η εκκλησία απέκτησε το δικαίωμα
να τιμωρεί με ποινές αστικού δικαίου τους αιρετικούς, αντιμετωπίζοντας το αδίκημα
της αίρεσης ως έγκλημα. Οι ποινές περιελάμβαναν συνήθως δήμευση της περιουσίας
και αποκλεισμό από δημόσιες θέσεις, ενώ οι κατηγορούμενοι απειλούνταν με
διαπόμπευση και εξορία. Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα οι αξιώσεις της
χριστιανικής ιεραρχίας στην κοσμική δύναμη αυξήθηκαν πολύ και η πρωτόγονη
απλότητα της συμπεριφοράς των Χριστιανών χάθηκε ανεπίστρεπτα.. Χάρη στις
δωρεές η εκκλησία απέκτησε τεράστια περιουσία και ο κλήρος εισέβαλε στις λόγιες
τάξεις, αναλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στην αυτοκρατορική αυλή.
Είναι γεγονός ότι ο βυζαντινός νομοθέτης είναι περισσότερο ανθρώπινος στο
νομοθετικό του έργο και είναι τόσο έντονες οι διαφορές σε σχέση με ορισμένες
αρχαίες ρωμαϊκές περί δικαίου αντιλήψεις, ώστε δεν μπορεί κανείς παρά να στραφεί
στην ιδεολογική επίδραση του χριστιανικού ηθικού παραδείγματος, ή στις επιδράσεις
του Στωικισμού, για να ερμηνεύσει τις αντιθέσεις. Για παράδειγμα τα έδικτα που
απαγόρευαν την έκθεση νεογνών και περιόριζαν τη σκληρότητα προς τους σκλάβους,
όπως και εκείνα που αφορούσαν στη μοιχεία, το διαζύγιο και τα αφύσικα εγκλήματα
φέρουν έντονη τη σφραγίδα μιας διαφορετικής αντίληψης για την ηθική. Η εκκλησία
υποστήριζε επίσης την πολιτική δύναμη εκείνων που θεωρούσε φίλους της και
επεδίωξε τη συμμετοχή της στο διοικητικό σύστημα. Οι επίσκοποι μετά τον 6ο αιώνα
έκριναν υποθέσεις αστικού και ποινικού δικαίου, στις οποίες ενέχονταν κληρικοί (και
αργότερα και λαϊκοί), ενώ παρενέβαιναν στην πορεία της πολιτικής δικαιοσύνης μέσω
του θεσμού του ασύλου.
Η ποινή στο ρωμαϊκό δίκαιο της βυζαντινής περιόδου ήταν κυρίως πράξη
ανταποδοτική για την αποκατάσταση της έννομης τάξης και έτσι παρέμεινε ως το
τέλος της αυτοκρατορίας, παρά τις προσπάθειες να ορισθεί ως σκοπός της ποινής η
γενική και ειδική πρόληψη. Στη βάση της ποινικής δίωξης βρισκόταν η αρχή της
υπαιτιότητας, δηλαδή της ψυχικής σχέσης του δράστη με την πράξη του, ως
αποτέλεσμα νοητικής και συναισθηματικής ωρίμανσης. Οι ποινές που εφήρμοζε το
βυζαντινό δίκαιο ως φυσική συνέχεια των ποινών του ρωμαϊκού δικαίου
περιελάμβαναν τη θανάτωση, τον εξανδραποδισμό, τον ακρωτηριασμό, το σωματικό
κολασμό, την κουρά, τη διαπόμπευση, την εξορία, τη δήμευση. Εκτός από την ηθική
απαξία και την οικονομική εξαθλίωση που συνεπάγονταν ποινές όπως αυτή της
κουράς, της εξορίας και της δήμευσης των περιουσιακών στοιχείων, παρατηρείται μια
καταφανής αγριότητα στις περιπτώσεις της θανατικής ποινής, της διαπόμπευσης και
του ακρωτηριασμού και του σωματικού κολασμού. Ακόμα και ο Γεωργικός Νόμος
του 7ου-8ου αι. προέβλεπε ακρωτηριασμό στην περίπτωση που έκοβε κανείς
σταφύλια ή καρπούς σε ξένη ιδιοκτησία, και φραγγελισμό στην περίπτωση που τα ζώα
κάποιου διέφευγαν της προσοχής του και έμπαιναν σε ξένη γη.
Εξανδραποδισμός προβλεπόταν για τους μάγους και τους μάντεις με μια
σειρά νόμων. Ο Κωνστάντιος Β' καταδίκασε αδιάκριτα όλους τους οιωνοσκόπους και
τους προφήτες που γνώρισε ο αρχαίος ρωμαϊκός κόσμος και τους χαρακτήρισε
εχθρούς της ανθρώπινης φυλής, (humani generis inimici). Ο θάνατος ως ποινή και
μάλιστα δια πυράς προβλεπόταν για τους παραχαράκτες του βυζαντινού νομίσματος,
καθώς η παραχάραξη χρυσού νομίσματος σύμφωνα με τον ιουστινιάνειο κώδικα
αποτελούσε πράξη εσχάτης προδοσίας. Για τα χάλκινα νομίσματα η ποινή ήταν
δήμευση περιουσίας, εξορία ή καταναγκαστικά έργα. Η μαστίγωση, η κουρά, η
ρινότμηση και η διαπόμπευση των δύο μοιχών, ή η θανάτωση του μοιχού από τον
απατημένο σύζυγο ήταν αναμενόμενη σε περίπτωση μοιχείας, ενώ για τη μοιχαλίδα
συνήθης τιμωρία ήταν ο εγκλεισμός σε μοναστήρι. Η πορνεία είχε ευνοϊκή
αντιμετώπιση, διότι μπορούσε να είναι πολύ προσοδοφόρα και ως εκ τούτου
ευεργετική για το κρατικό θησαυροφυλάκιο μέσω της φορολογίας, αφού οι πόρνες
καταγράφονταν ονομαστικά σε καταλόγους και φορολογούνταν.
Παραδειγματικό χαρακτήρα στο βυζαντινό ρωμαϊκό δίκαιο είχε η πρόσθετη
ποινή της διαπόμπευσης (πομπεία), η οποία επιβαλλόταν σε οποιοδήποτε άτομο
ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης ή φύλου. Συνήθως διαπομπεύονταν κλέφτες,
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 10/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
ε. Πολεοδομική οργάνωση
Κόρινθος και η Πάτρα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους
αναδημιουργούνται πάνω στα ερείπια των αρχαιότερων πόλεων. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα στον 10ο αιώνα πόλεων καλά οχυρωμένων που λειτούργησαν ως
εκκλησιαστικά και διοικητικά κέντρα, ως καταφύγια του αγροτικού πληθυσμού με
πλούσια γεωργική και οικονομική δραστηριότητα, όπως φαίνεται από τα
παραδείγματα της Θεσσαλονίκης, της Αδριανούπολης, της Χαλκίδας και της Θήβας
με τα γεωργικά και κτηνοτροφικά τους προϊόντα και τη βιοτεχνική παραγωγή,
δραστηριότητες που υποδηλώνουν σαφή εξειδίκευση και καταμερισμό εργασίας.
Σημαντική πόλη με ηγετικό ρόλο κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο η
Θεσσαλονίκη χαράχτηκε σύμφωνα με το ιπποδάμειο σύστημα και τις
διασταυρούμενες λεωφόρους και διέθετε αγορά ήδη από την ρωμαϊκή εποχή που
μετατράπηκε μερικώς αργότερα σε κιστέρνα (τεχνητή δεξαμενή [<αρχαία ελληνική
κίστη = κιβώτιο]), αλλά και κοσμικά κτήρια με ανάκτορα, ιππόδρομο και θέατρο
(Γαλεριανό συγκρότημα) και παλαιοχριστιανικούς ναούς, όπως ο Αγ. Δημήτριος και η
Αχειροποίητος.
Η ύστερη βυζαντινή πόλη αντανακλούσε εν μέρει τη συρρίκνωση που
υπέστη η αυτοκρατορία ως σύνολο, αλλά απόκτησε βαρύνοντα ρόλο στη διοικητική
συγκρότησή της, ενώ το τείχος όριζε και ταυτόχρονα περιόριζε τον αστικό χώρο,
ακόμη και σε «πόλεις-εμπόρια», όπως η Θεσσαλονίκη. Οι πόλεις ήταν οργανωμένες
σε συνοικίες, με έμφαση στην εμπορική συνοικία που αναδείκνυε και την οικονομική
τους σημασία. Ο κοινωνικός ιστός φαίνεται πως αναπτυσσόταν γύρω από το κάστρο
με απλά ή διπλά τείχη, στα οποία διέμεναν οι αρχές και οι άρχοντες, ενώ στον
ατείχιστο χώρο απλώνονταν οι συνοικίες και το εμπορείο, εκτός των τειχών, όπως
φαίνεται από το παράδειγμα του Μυστρά και της Αδριανούπολης. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στην πόλη της ύστερης βυζαντινής πόλης φαίνεται να παρουσιάζει ο
δημόσιος χώρος που διαμορφώθηκε με επίκεντρο τη θρησκευτική ζωή μάλλον παρά
τον ιππόδρομο και τις πλατείες, που φαίνεται ότι έχασαν τη σημασία τους μετά τον 7ο
αιώνα. Βασική διοικητική μονάδα για τη συγκρότηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας,
η πόλη ως κατεπανίκι με διευρυμένη δικαιοδοσία στον περιβάλλοντα χώρο, διατήρησε
την οχύρωσή της και την οργάνωσή της σε συνοικίες, αλλά η έμφαση μετατοπίστηκε
στην εμπορική συνοικία, εκεί δηλαδή που η πόλη λειτουργούσε συλλογικά ως
οικονομική οντότητα, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της Μονεμβασιάς, ενώ
ταυτόχρονα το τείχος έγινε καθοριστικό για τον κοινωνικό διαχωρισμό ανάμεσα στους
άρχοντες, τους μέσους και τον δήμο. Στον ατείχιστο χώρο απλώνονταν συχνά οι
συνοικίες και το εμπορείο, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της Αδριανούπολης με
τη διπλή σειρά τειχών της ή τον Μυστρά που εμφανίζει την ίδια ανάπτυξη στο ζήτημα
της οχύρωσης.
Στα χρόνια μετά το 867, στα πλαίσια της σταθεροποιημένης φεουδαρχικής δομής,
άρχισε η ανάπτυξη ελεύθερων βιοτεχνών και η πλήθυνση των δουλοπάροικων.
Κατά την Υστεροβυζαντινή Περίοδο σημειώθηκε περαιτέρω προοδευτικά
αυξανόμενη ισχυροποίηση των περιφερειακών φεουδαρχών, ενώ παράλληλα με τους
δουλοπάροικους η καλλιέργεια της γης γινόταν και από αγρολήπτες (επίμορτους
καλλιεργητές ή κολλήγες), οι οποίοι δεν είχαν δικό τους κτήμα, καλλιεργούσαν ξένα
κτήματα και έπαιρναν ένα μέρος από τα προϊόντα του ξένου κτήματος που
καλλιεργούσαν..
Όλη η περίοδος του Μεσαίωνα χαρακτηρίζεται επομένως από το
αποκεντρωμένο σύστημα διακυβέρνησης του φεουδαλισμού, που συνιστούσε μια
αλληλουχία υποτέλειας και υποχρεώσεων μεταξύ των ηγεμόνων και των
χωροδεσποτών (φεουδάρχες), και αυτών με τους δουλοπάροικους ή τους εργάτες
που καλλιεργούσαν τη γη του φέουδου. Ήταν μια πυραμιδοειδής δομή, όπου ο
ηγεμόνας είχε περιορισμένες δυνατότητες και βασιζόταν στην ανταπόκριση των
φεουδαρχών στις υποχρεώσεις τους, για να συγκεντρώσει δυνάμεις για να
αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα και μετά αυτές οι δυνάμεις διαλύονταν για να
επιστρέψουν στη διάθεση του τοπικού χωροδεσπότη με στόχο την καλλιέργεια της
γης. Οι χωροδεσπότες είχαν συγκεντρωμένα στα χέρια τους δικαιώματα για να
επιβάλλουν φόρους και να δικάζουν τους υποτελείς τους. Ολόκληρη η κοινωνική και
οικονομική δραστηριότητα βρισκόταν περιορισμένη στο χώρο. Οι χωρικοί ήταν
προσδεμένοι στο κτήμα του φεουδάρχη, χωρίς δυνατότητες αντίληψης των
πραγμάτων πέρα από την καθημερινότητα του φέουδου και τις υποχρεώσεις τους σε
αυτό. Η ισχνή παραγωγή ανήκε κατά μεγάλο μέρος στο χωροδεσπότη και μόλις
αρκούσε να θρέψει τον πληθυσμό.
Κατά την κύρια περίοδο του Μεσαίωνα μια σειρά από βελτιώσεις της
αγροτικής και βιοτεχνικής τεχνολογίας και πρακτικής, όπως η εφαρμογή της τριετούς
αμειψισποράς, η χρήση νέου άροτρου και η εκτεταμένη χρήση νερόμυλων και
αργαλειών, προκάλεσαν αύξηση της παραγωγής. Σταδιακά, η παραγωγή που πλεόναζε
και μπορούσε να πουληθεί έναντι χρημάτων, αντί της ανταλλαγής που συνηθιζόταν
παλιότερα. Ο εκχρηματισμός των συναλλαγών, βοήθησε στην αντικατάσταση των
υποχρεώσεων με χρήματα, και στην ελεύθερη μεταβίβαση κτημάτων. Η απώθηση του
Ισλάμ από την Ευρώπη, η δημογραφική ανάπτυξη, η αύξηση της παραγωγής με
συνέπεια την ύπαρξη πλεονάσματος και η υιοθέτηση νέων χρηματοπιστωτικών
τεχνικών, έθεσαν τις βάσεις για μια εμπορική επανάσταση. Το αγροτικό πλεόνασμα
μπορούσε να διατεθεί για την αγορά εμπορικών προϊόντων και έτσι ένα δίκτυο
εμπορικών δρόμων αναπτύχθηκε μεταξύ των πόλεων. Εκεί άρχισαν να ακμάζουν οι
άνθρωποι που ασχολούνταν με το εμπόριο, οι οποίοι ανερχόμενοι ανέλαβαν μέρος της
διακυβέρνησης στην Ευρώπη στα χρόνια της Αναγέννησης.
ζ. Μοναχισμός
χρήση της Λατινικής στη διοίκηση είχε περιοριστεί κατά πολύ. Τονίστηκε επίσης ότι
οι σπουδές της άρχουσας τάξης του Βυζαντίου ήταν εξαρχής ελληνικές και κατά
συνέπεια η άρχουσα τάξη ενστερνιζόταν τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων,
ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η λέξη "'Έλλην" ήταν ταυτισμένη (τους πρώτους μόνο
αιώνες) με την ειδωλολατρία και αποφευγόταν η αναφορά της ως εθνικού ονόματος
των κατοίκων της αυτοκρατορίας. Το γεγονός ότι αυτό άρχισε να συμβαίνει από τον
11ο αιώνα και εντεύθεν πρέπει να ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι σε εκείνη τη φάση
πλέον η πολιτεία δεν δεσμευόταν από το πολυεθνικό μωσαϊκό που έπρεπε να
συγκρατεί σε συνοχή και μπορούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τον ελληνικό χαρακτήρα
της. Στη φάση αυτή η απώλεια των κεντρικών περιοχών στη Μικρά Ασία και των
βόρειων επαρχιών στη χερσόνησο του Αίμου περιόρισε την Αυτοκρατορία σε εδάφη
στην κυρίως Ελλάδα, κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου
και σε νησιά, όπου είχαν ιδρυθεί αρχαιότατες ελληνικές αποικίες. Οι Βυζαντινοί,
συγκεντρωμένοι πλέον στα ιστορικά ελληνικά εδάφη, αισθάνονταν και γεωγραφικά
Έλληνες και αποδέχονταν πλήρως ότι και φυλετικά ήταν Έλληνες.
Η εποχή του Ηρακλείου ήταν εκείνη που έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στο
ελληνικό στοιχείο: αφού το Βυζάντιο απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος των ασιατικών
και δυτικών χωρών του, έθεσε τέλος στη διγλωσσία που υπήρχε ανάμεσα στην
κρατική διοίκηση και τον στρατό που χρησιμοποιούσαν τη λατινική και τις ευρείες
λαϊκές μάζες της Ρωμαϊκής Ανατολής, που τη θεωρούσαν ακατανόητη, και καθιέρωσε
την ελληνική ως επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον τρόπο
αυτό, η επικρατούσα γλώσσα του λαού και της Εκκλησίας έγινε πλέον και γλώσσα
του κράτους. Ο ίδιος, μάλιστα, υιοθέτησε τον τίτλο του βασιλέως, αντί του λατινικού
imperator και έκοψε νομίσματα με την ελληνική επιγραφή "ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ".
Σταδιακά, η γνώση της λατινικής γλώσσας έγινε σπάνιο φαινόμενο στις επόμενες
γενιές. Με το τέλος της δυναστείας του Ηρακλείου, αν και η Αυτοκρατορία παρέμεινε
σταθερά προσκολλημένη στις ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες και παραδόσεις, με την
επικράτηση της ελληνικής γλώσσας, άρχισε να μετασχηματίζεται σταδιακά, για να
καταλήξει προς το τέλος της ιστορίας της, σε ένα "μεσαιωνικό ελληνικό κράτος" ή
στην "Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής". Εξάλλου η λαϊκή πίεση
για αποβολή των λατινικών ήταν έκδηλη ήδη από το 410 ενώ τα ελληνικά έφτασαν να
ομιλούνται όχι μόνο σε περιοχές που είχαν αποικισθεί από Έλληνες, από πολλούς
αιώνες πριν, όπως η Μικρά Ασία και ο Πόντος, αλλά και στην Κριμαία, την ουγγρική
αυλή, στη Βουλγαρία, Ρωσία, Σερβία και αλλού.
Αναμφισβήτητα για πολύ καιρό στενός σύνδεσμος ενότητας μέσα στην
Αυτοκρατορία αναζητήθηκε όχι μόνο στην ελληνική συνείδηση, αλλά και στην κοινή
αφοσίωση στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, που τελικά συνετέλεσε στον
αποτελεσματικό έλεγχο της προώθησης του Ισλάμ προς την Πόλη. Αυτό δείχνουν και
τα λόγια του Λέοντα ΣΤ' (886-912), που εμψυχώνει τους διοικητές του λέγοντας ότι
"οφείλουν να είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για την πατρίδα και την ορθή
χριστιανική πίστη, όπως και oι στρατιώτες τους, που με την κραυγή: "Ο Σταυρός θα
νικήσει", πολεμούν, σαν στρατιώτες του Χριστού, του Κυρίου μας, για τους γονείς, για
τους φίλους, για την πατρίδα, για ολόκληρο το χριστιανικό έθνος". Στα κείμενα όμως
του 12ου και 13ου αιώνα, κυρίως στις ιστοριογραφίες της Άννας Κομνηνής (1083 –
1148), του Ιωάννη Κίνναμου (1143; – 1202;), του Νικήτα Χωνιάτη (περ. 1155/7-
1217) προβάλλεται η επιθετική διάθεση του σταυροφορικού κινήματος και η
ανησυχία για το φαινόμενο της μαζικής εμφάνισης των Δυτικών. Έτσι, η επιθετική
τακτική της Δύσης σε στρατιωτικό επίπεδο, αλλά και η οικονομική διείσδυση των
ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, που πήραν σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο και
γενικότερα την οικονομία στα χέρια τους, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Βυζαντινών
και προστριβές με τους Λατίνους. Ο χριστιανισμός δεν επαρκούσε πλέον για ν'
απαλλάξει το Βυζάντιο από τους εχθρούς του, αφού η χριστιανική Δύση
συγκαταλεγόταν ανάμεσα σ' αυτούς, οπότε έπρεπε να βρεθεί ένας νέος άξονας για τη
βυζαντινή αυτοσυνείδηση, που αναζητήθηκε στην πολιτική τους θεωρία και στις
πολιτιστικές αξίες της ελληνικής αρχαιότητας που εξασφάλιζαν την υπεροχή του
Βυζαντίου απέναντι στους Δυτικούς.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 15/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
Από το 13ο αι. και εξής, οι όροι Έλλην, Ελληνισμός, ελληνικός, κ.λπ.
απέβαλλαν σε κάποιο βαθμό την παλιά τους συνωνυμική ταύτιση με την έννοια της
ειδωλολατρίας και επανήλθαν σε χρήση από τον Βυζαντινό πολίτη χωρίς
ενδοιασμούς, και χωρίς να χαρακτηρίζουν πλέον μόνο τον "εθνικό", δηλαδή τον μη
Χριστιανό. Ο όρος Ρωμαίος, ο οποίος παρά τον εξελληνισμό του κράτους συνέχιζε να
αποτελεί τίτλο τιμής, αντικαταστάθηκε σε ευρεία κλίμακα από τον όρο Έλλην. Η
συνύπαρξη του Έλλην και του Ρωμαίος, φαίνεται στο συμπέρασμα που καταγράφει ο
Μανουήλ Χρυσολωράς (1350-1415), ότι δηλαδή «η Κωνσταντινούπολη είναι το
δημιούργημα των δύο φρονιμότερων και δυνατότερων εθνών, των Ρωμαίων που τότε
κυριαρχούσαν στην Οικουμένη και των Ελλήνων που είχαν κυριαρχήσει
προηγουμένως». Οι Δυτικοί, που ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς υποτιμητικά
"Φράγκοι", πήραν πλέον τη θέση των "βαρβάρων" σε αντιστοιχία με την
αρχαιοελληνική πραγματικότητα. Ο Νικήτας Χωνιάτης, το έργο του οποίου αποτελεί
πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα από το 1118 μέχρι την άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204, δηλώνει ότι δεν μπορεί να
συνεχίσει τη συγγραφή της ιστορίας, που είναι το "κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων",
περιγράφοντας βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων: "Πὼς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ
βέλτιστον χρῆμα, τὴν Ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ'
Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος;" Είναι χαρακτηριστικό, ότι σε μια περίοδο
συρρίκνωσης του Βυζαντινού Κράτους, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1222-
1254) δέχεται την ελληνική εθνική καταγωγή του. Απαντώντας στον πάπα Γρηγόριο
Θ', ο οποίος απευθύνεται σ' αυτόν ονομάζοντας τον Γραικό, ο Βυζαντινός
Αυτοκράτορας βεβαιώνει ότι "ο Μέγας Κωνσταντίνος παραχώρησε τη βασιλεία των
Ρωμαίων στο γένος των Ελλήνων". Η επανεμφάνιση του ονόματος Έλλην με την
εθνική του σημασία έγινε όταν είχε λησμονηθεί πλέον η ύπαρξη των ειδωλολατρών
και η χρήση του ήταν ακίνδυνη για τον χριστιανισμό.
Το γεγονός ότι το εθνικό όνομα Έλλην υιοθετήθηκε επισήμως σχετικά αργά,
δεν σημαίνει ότι μέχρι τότε το ελληνικό στοιχείο ένιωθε ξένο, αλλά απεναντίας ζούσε
σε μία αυτοκρατορία που μιλούσε τη γλώσσα του και ασπαζόταν τη θρησκεία του
(που ήταν από αιώνες πλέον ο χριστιανισμός), μέσα στο οποίο δεν υπήρχε
ιδιαίτερος λόγος να προβάλλεται το ελληνικό όνομα, αφού επικρατούσε ήδη το
ελληνικό ήθος. Δεν πρόκειται μόνο για την ιστορία ενός κράτους στο οποίο έδρασε
και επέδρασε η πνευματική δύναμη του Ελληνισμού, αλλά κυρίως για το καταλυτικό
γεγονός ότι το ελληνικό στοιχείο έδωσε στο Βυζάντιο την ηθική και ιστορικά
ριζωμένη ορμή για ενοποιημένη ύπαρξη και δημιουργική δράση, αφού οι πόλεμοι
εναντίον των Περσών ήταν για τον μέσο μορφωμένο Βυζαντινό νέα Σαλαμίνα και
νέος Μαραθώνας. Το γεγονός ότι η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και
οι σλαβικοί λαοί της βορειοανατολικής Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του
αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους εξέλιξης και στο
Βυζάντιο, δεν μπορεί να αποτελεί λόγο για να τίθεται σε συζήτηση αυτή η, θεμελιακή
για την ιστορία της ανθρωπότητας, πραγματικότητα. Για τους λαούς αυτούς που
αξιώνουν για τον εαυτό τους μερίδιο της βυζαντινής δόξας για να δικαιώσουν την
ιστορική παρουσία τους, αρκεί η απλή παρατήρηση ότι, παρότι ασφαλώς πολλοί λαοί
μετείχαν στα δρώμενα και ανέδειξαν έως και αυτοκράτορες, δεν μιλιόταν στην αυλή
ούτε η ιταλική, ούτε η αρμενική, ούτε η σλαβική γλώσσα.
Στό πέρασμα χιλίων ετών πού άντεξε τό Βυζαντινό κράτος, αναπτύχθηκε μία
διαρκής πάλη μεταξύ των μεγάλων γαιοκτημόνων-αριστοκρατών καί των
μικροϊδιοκτητών-ακτημόνων. Υπήρξαν αυτοκράτορες πού στήριξαν τούς μεγάλους
ιδιοκτήτες καί άλλοι πού στήριξαν τούς μικρούς. Τούς πρώτους αιώνες της
αυτοκρατορίας η γή ήταν συγκεντρωμένη στά χέρια μεγάλων γαιοκτημόνων ενώ την
περίοδο των εικονοκλαστών μοιράστηκε μεταξύ των γεωργών καί των χωρικών. Η
μάχη γιά την προστασία της μικρής ιδιοκτησίας διεξάχθηκε μέ σθένος ιδιαίτερα από
την Μακεδονική Δυναστεία, η οποία αντιτάχθηκε στούς μεγαλογαιοκτήμονες, διότι
οι στρατιωτικοί αυτοκράτορές της ήξεραν ότι η δύναμη του στρατού πήγαζε από τούς
ελέυθερους καί ευημερούντες κατόχους μικρών ιδιοκτησιών. Αυτούς χρειάζονταν γιά
νά αντιμετωπίσουν τούς εχθρούς αλλά καί από αυτούς συλλέγονταν πιό εύκολα οι
φόροι καί οι εισφορές. Ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος, πολέμησε καί συνέτριψε
τούς αριστοκράτες πού εποφθαλμιούσαν την κεντρική διοίκηση, τούς φορολόγησε
αλύπητα καί μοίρασε γαίες σέ ακτήμονες καί φτωχούς. Ο ίδιος. ντυνόταν μέ ένα απλό
στρατιωτικό χιτώνα, καί ζούσε λιτά καί απέριττα, και όταν πέθανε άφησε τά ταμεία
του κράτους γεμάτα.
Στα χρόνια όμως των διαδόχων του η κεντρική διοίκηση υποτάχτηκε στούς
"Δυνατούς", καί η εξουσία συγκεντρώθηκε σέ μεγάλο βαθμό στην πολιτική
αριστοκρατία, η οποία, φορολόγησε τούς μικροϊδιοκτήτες, και μέ εκφραστές τον
Μιχαήλ Ψελλό καί τον Ιωάννη Δούκα δολοφόνησε τον Ρωμανό Δ' τον Διογένη
ανοίγοντας τίς πύλες της Μικράς Ασίας στούς Σελτζούκους. Ομοίως καί οι Κομνηνοί
δέν αντιμετώπισαν επιτυχώς τούς γαιοκτήμονες καί αντικατέστησαν τό σύστημα των
"στρατιωτικών γαιών" μέ τό ημιφεουδαρχικό σύστημα των "προνοιών". Σοβαρό
πρόβλημα για τους φτωχούς αγρότες ήταν τά μοναστήρια, τά οποία είχαν
συγκεντρώσει μεγάλα πλούτη και τεράστιες εκτάσεις αγροκτημάτων καί ήταν
συνυπεύθυνα γιά την δυστυχία των ακτημόνων καί των φτωχών.
α. Γεωργία
Η αγροτική παραγωγή ήταν ιδιαίτερα ανθηρή από τον 8ο μέχρι τον 12ο
αιώνα, εξασφαλίζοντας εντυπωσιακή (σε σύγκριση με σήμερα) ευημερία στους
γεωργικούς πληθυσμούς, καθώς τα αγροτικά προϊόντα όχι μόνο επαρκούσαν γιά τίς
ανάγκες της αυτοκρατορίας, αλλά και εξάγονταν σε τεράστιες ποσότητες αγροτικών
προϊόντων τόσο πρός την Δύση όσο καί πρός την Ανατολή. Tο δημητριακά και
ιδιαίτερα το σιτάρι, το λάδι, το κρασί, τα φρούτα, το αλάτι, κτηνοτροφικά και
αλιευτικά προϊόντα, τό μέλι, τό βαμβάκι, τό μετάξι αποτελούσαν κύριες πηγές εσόδων
γιά τούς αγρότες. Τά οπωροφόρα, οι ελιές, τά αμπέλια καί οι μουριές (τό όνομα των
οποίων, Μωρέας, κατά μία ετυμολογική εκδοχή, δόθηκε στην Πελοπόννησο)
αφθονούσαν στην Βυζαντινή επικράτεια. Μαρτυρίες γι’' αυτήν υπάρχουν στά κείμενα
του Ιωάννη Κίνναμου καί των δυτικών παρατηρητών πού έλαβαν μέρος στίς
σταυροφορίες του 12ου αιώνα. Η Ιταλία προμηθεύονταν σιτηρά, κρασί καί κρέας από
τό Βυζαντινό κράτος. Σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή ο μεσαιωνικός Έλληνας
αγρότης (Ρωμηός) τροφοδοτούσε Δύση καί Ανατολή μέ αγροτικά προϊόντα, ενώ
σήμερα πληθώρα τέτοιων προϊόντων εισάγεται γιά νά καλύψει τίς ανάγκες του πολύ
μικρότερου σέ έκταση ελληνικού κράτους. Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 17/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
β. Bιομηχανία
γ. Εμπόριο
φθονούσαν τό Ελληνικό κράτος εξαιτίας της θέσεως αυτής καί διαρκώς έκαναν
επιδρομές γιά νά αποκομήσουν εδάφη. Από εμπορική άποψη η θέση αυτή ήταν
ευεργετική, γιατί έκανε τό Βυζάντιο κέντρο του διεθνούς εμπορίου. Τά πολυάριθμα
λιμάνια ήταν τόποι μετακίνησης αγαθών από ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο.
Διακινούσαν την τοπική αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή καί αποτελούσαν κέντρα
εισαγωγών και εξαγωγών. H Kωσταντινούπολη, χάρη στό δαιμόνιο εμπορικό πνεύμα
των Ελλήνων αλλά καί των Αρμενίων κατοίκων της, έγινε συνώνυμη του πλούτου καί
της ευημερίας. Στην Κωνσταντινούπολη, Βασιλίδα όλων των πόλεων, αλλά καί στην
Τραπεζούντα, στην Σμύρνη καί στην Αντιόχεια κατέληγαν μπαχαρικά καί βότανα
από την Ινδία καί την Μαλαισία, υφάσματα από την Κίνα και χαλιά από την Περσία.
Στην Χερσώνα Ρώσσι πού κατέβαιναν τον Δνείπερο έφερναν γούνες καί παστά
ψάρια, ενώ στην Θεσσαλονίκη Σλάβοι έφερναν κεχριμπάρια από την Βαλτική, ξύλα
καί μέταλλα. Στή Βάρη (Μπάρι), στό Δυρράχιο καί στην Mονεμβασία έφθαναν
αγαθά από τή Δύση. Αξίζει νά αναφέρουμε ότι εξαιτίας των μπαχαρικών καί του
ρυζιού πού εισάγονταν από την Ανατολή, τού ντόπιου λαδιού καί των λαχανικών, η
βυζαντινή κουζίνα εξελίχθηκε σέ μία από τις γευστικότερες καί πιο πικάντικες όλων
των εποχών. Οι Κωνσταντινοπολίτες αλλά καί οι Έλληνες της Μικρασίας διέσωσαν
και ανάπτυξαν μέχρι τον 20ο αιώνα, την περίφημη μέχρι σήμερα Πολίτικη κουζίνα.
Οι Βενετοί καί οι Γενουάτες έμποροι από τον 12ο αιώνα απαλλάχθηκαν από
τούς τελωνειακούς δασμούς, εγκαταστάθηκαν στό Πέρα καί στον Γαλατά, τά πλοία
τους αντικατάστησαν τά ελληνικά πλοία στίς μεταφορές αγαθών, καί όχι μόνο δέν
προσέφεραν καί από στρατηγική άποψη τίποτε στην αυτοκρατορία, αλλά υποκίνησαν
την μοιραία τέταρτη σταυροφορία πού έφερε την πτώση της. Καί όμως την εποχή
της σχετικής παρακμής της πού ήταν η περίοδος πού αλώθηκε από τούς
Σταυροφόρους, η Κωνσταντινούπολη είχε συγκεντρώσει τά δύο τρίτα του
παγκόσμιου πλούτου.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 19/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
Στίς ημέρες των Παλαιολόγων πού ήταν ο θλιβερός επίλογος της ιστορίας της
Ελληνικής Αυτοκρατορίας, τό νόμισμα πού άλλοτε μέχρι και ο βασιλέας της
Ταπροβάνης (Κεϋλάνης) τό προτιμούσε από όλα τά άλλα, τώρα δέν τό ήθελαν ούτε
στό Πέραν. Τά εμπορεύματα, πού άλλοτε πλήρωναν ακριβούς δασμούς στίς γεμάτες
αποβάθρες της Πόλης, τώρα τά περνούσαν οι Γενουάτες δίπλα από τά τείχη της χωρίς
νά προσεγγίζουν, ή ταξίδευαν από τή Λατινική Συρία μέ βενετσιάνικα πλοία μέχρι τά
λιμάνια της Εσπερίας. Οι υπερήφανοι καί αγέρωχοι βυζαντινοί πρίγκηπες, οι εύποροι
έμποροι καί οι στολισμένες αρχοντοπούλες έδωσαν τή θέση τους στούς ταπεινούς
πολίτες καί στούς επαίτες της βοήθειας από τον Πάπα, καί αυτοί μέ τή σειρά τους
έδωσαν αργότερα τή θέση τους στούς ραγιάδες καί στούς σκλάβους της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας.
α. Βυζαντινή Παιδεία
Οι Βυζαντινοί έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση, παρ' όλο που στην
αυτοκρατορία υπήρχαν πολλοί αναλφάβητοι. Η παιδεία δεν ήταν υποχρεωτική ή
κρατική και προοριζόταν μόνο για τα παιδιά των οποίων οι γονείς μπορούσαν να την
πληρώσουν. Ενώ υπήρχε πληθώρα καλλιεργημένων ανθρώπων στις ανώτερες τάξεις,
η εκπαίδευση των αγροτικών ή φτωχών οικογενειών φαίνεται πως ήταν υποτυπώδης,
αφού πολλοί δεν γνώριζαν ούτε καν ανάγνωση ή γραφή.
Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, συνεχίζοντας την ελληνιστική παράδοση
είχε δύο βαθμίδες εκπαίδευσης: Η προπαιδεία (κύκλος σπουδών του γραμματιστή),
που αντιστοιχούσε στο σημερινό δημοτικό, διαρκούσε 3 ως 4 χρόνια με έναρξη από
την ηλικία των 6 χρόνων και η εγκύκλιος παιδεία (κύκλος σπουδών του γραμματικού),
που αντιστοιχούσε στο γυμνάσιο και το λύκειο, διαρκούσε 4 χρόνια και φοιτούσαν
μαθητές από την ηλικία των 12-14 χρόνων.
Ο βασικός κύκλος (προπαιδεία) είχε 4 τάξεις. Στις δυο πρώτες οι μαθητές
πήγαιναν στο δάσκαλο για να μάθουν γραφή και ανάγνωση από το Ψαλτήρι και
αριθμητική μετρώντας με τα δάχτυλά τους. Χάραζαν τα πρώτα τους γράμματα πάνω
στην αλειμμένη με κερί πινακίδα τους. Η ιερή ιστορία και η ωδική συμπλήρωναν τη
στοιχειώδη εκπαίδευση. Τα κορίτσια παρακολουθούσαν μαζί με τους αδελφούς τους,
όταν τα μαθήματα γίνονταν στο σπίτι από ιδιωτικούς παιδαγωγούς. Από τον 11ο όμως
αιώνα τα κορίτσια άρχισαν να πηγαίνουν και αυτά στο σχολείο. Στις δύο μεγαλύτερες
τάξεις τα παιδιά μάθαιναν ορθογραφία, γραμματική, αριθμητική και ιστορίες από την
Αγία Γραφή, τον Όμηρο και τους μύθους του Αισώπου.
Οι ικανότεροι και συνήθως οι πλουσιότεροι συνέχιζαν (από τα 12-14 χρόνια
τους) τις σπουδές τους στη δεύτερη βαθμίδα εκπαίδευσης σε Σχολές, όπου (επί 4
επιπλέον έτη) μάθαιναν ρητορική, φιλοσοφία, επιστήμες και τις τέχνες των
μαθηματικών, της γεωμετρίας, της μουσικής και της αστρονομίας. Πολλά όμως
κορίτσια και αρκετά αγόρια δεν πήγαιναν καθόλου στα σχολεία. Έμεναν στο σπίτι,
βοηθούσαν στις δουλειές και τα διαπαιδαγωγούσαν οι γονείς και οι παππούδες τους.
Όσα αγόρια δεν πήγαιναν στο σχολείο μάθαιναν τέχνες σε ειδικούς τεχνίτες.
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος και ο πατριάρχης Σέργιος ίδρυσαν τις πρώτες
εκκλησιαστικές σχολές στην Πόλη. Σκοπός τους ήταν να εκπαιδεύσουν τους μαθητές
τους, ώστε να γίνουν μέλη της εκκλησίας ακολουθώντας τις θρησκευτικές τους
υποχρεώσεις, διδάσκοντας από μικρή ηλικία στα παιδιά τα Ιερά Γράμματα κι έχοντας
ως βάση τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση.. Στα εκκλησιαστικά σχολεία φοιτούσαν
και ορφανά ή μαθητές από άλλες περιοχές δωρεάν. Αργότερα, με την εμφάνιση των
μοναστικών κοινοβίων, δόθηκε η δυνατότητα σε όσους γίνονταν μοναχοί να λάβουν
τη βασική εγκύκλιο παιδεία με σκοπό την βαθύτερη μελέτη των ιερών κειμένων. Η
Πολιτεία απ’ την άλλη μεριά, ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη «δευτεροβάθμια»
εκπαίδευση απ’ όπου θα έβγαιναν καταρτισμένα στελέχη για να υπηρετήσουν τις
ανάγκες της διοίκησης του κράτους. Ωστόσο, η Εκκλησία ασκούσε με πολλούς
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 21/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
τρόπους, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων αλλά και πολύ αργότερα, τον
σημαντικό της ρόλο σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Τα σχολεία στο Βυζάντιο δεν στεγάζονταν όπως σήμερα σε μεγάλα κτίρια με
αυλές και πολλά παράθυρα. Ως αίθουσες διδασκαλίας χρησίμευαν δωμάτια στον
περίβολο των εκκλησιών, σε νάρθηκες, όπως επίσης και σε οικήματα κοντά σε
μοναστήρια. Στις αίθουσες δεν υπήρχαν θρανία. Υπήρχαν μόνο λίγες ξύλινες ψηλές
καρέκλες, τις αναβάθρες, δηλαδή σκαμνάκια. Πολύ συχνές ήταν και οι τιμωρίες,
μάλιστα τις περισσότερες φορές έβρισκαν σύμφωνους και τους γονείς που πίστευαν
ότι οι σωματικές τιμωρίες ήταν ωφέλιμες για τα παιδιά τους.
Από τον 5ο αιώνα, πέρα από τα βασικά σχολεία λειτουργούσαν και μερικές
ανώτερες σχολές όπως το Πανδιδακτήριο το οποίο ήταν εκπαιδευτικό ίδρυμα
(σχολή) ανώτατης εκπαίδευσης, θεωρούμενο με σημερινούς όρους Πανεπιστήμιο.
Ιδρύθηκε από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' το 425 και έκτοτε τελούσε υπό την
αιγίδα των Αυτοκρατόρων. Στην ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, ρόλο έπαιξε η
Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου και η Ευδοκία (Αθηναΐς), σύζυγός του, μαζί με
τον έπαρχο του Πραιτωρίου, Κύρο Πανοπολίτη, Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο. Στις
27 Φεβρουαρίου του 425 εκδόθηκε διάταγμα από τον Θεοδόσιο Β΄ που ρύθμιζε όσα
αφορούσαν την Σχολή. Γινόταν διδασκαλία στα μαθήματα: γραμματική, ρητορική,
φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική.
Λειτουργούσε ως ανεξάρτητο ίδρυμα. Στην εποχή του Ιουστινιανού η Νομική Σχολή
απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε. Στη σχολή δεν
διδασκόταν η θεολογία, η οποία διδασκόταν στην Πατριαρχική Σχολή. Στο
Πανδιδακτήριο οι σπουδαστές υπέβαλαν μελέτη με νομοθετικό ή ρητορικό
περιεχόμενο πάνω σε προσχέδιο (δρακτόν ή δράγμα) που είχε εγκρίνει διδάσκαλος της
σχολής.
Κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Φωκά (602-610) το Πανδιδακτήριο
διέκοψε τη λειτουργία του, αλλά αναβίωσε από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο (610-
641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον
Αλεξανδρέα. Αναφέρεται ότι η λειτουργία της σχολής διαταράχθηκε σοβαρά την
περίοδο της εικονομαχίας αλλά δεν έκλεισε. Φαίνεται ότι στα πλαίσια της
εικονομαχίας (730), έγιναν έκτροπα σε βάρος της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών
και αναφέρεται ότι τότε το Πανδιδακτήριο εγκαταλείφθηκε προσωρινά και ίσως
πυρπολήθηκε και θανατώθηκαν καθηγητές αντίθετοι με την αποκαθήλωση των
εικόνων. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να είναι μυθοπλασίες ακόμη και αν υπάρχει
κάποια αλήθεια, έχοντας στόχο την αμαύρωση της μνήμης του Λέοντα Γ΄ (717-741)
το οποίο θεωρούσαν υπεύθυνο για την έλλειψη εκπαίδευσης της αυτοκρατορίας.
Γνωστός διδάσκαλος της σχολής ήταν ο Χοιροβοσκός. Οι Ίσαυροι (717-802)
φαίνεται πως ονόμασαν τη σχολή «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Κατά τον 9ο
αιώνα, ο Βάρδας (842-867), θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και Καίσαρας μετά το
862, εγκατέστησε αυτό το Πανδιδακτήριο στο ανάκτορο της Μαγναύρας (<μέγας
{>μάγας >μάγνος} + αυλή {λ>ρ} = μεγάλη αίθουσα ανάμεσα στο ανάκτορο και την
Αγία Σοφία όπου ο αυτοκράτορας υποδεχόταν τις ξένες πρεσβείες) για να διδάσκεται
η «έξω σοφία» ή «θύραθεν παιδεία», υπό τη διεύθυνση του Λέοντος του
Μαθηματικού από τη Θεσσαλία (790 - 869), που δίδαξε την τετρακτύ (αριθμητική,
γεωμετρία, αστρονομία και μουσική). Η φοίτηση ήταν δωρεάν. Λόγω της θέσης του
ήταν γνωστό και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας. Αναφέρεται ότι στο
Πανδιδακτήριο δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα,
γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα,
ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά. Το Πανδιδακτήριο βελτιώθηκε τον 10ο
αιώνα με πρωτοβουλίες του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ο
οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά διδάσκοντες και σπουδαστές. Τον 11ο ο
Κωνσταντίνος ο Μονομάχος μεταρρύθμισε το Πανδιδακτήριο και ίδρυσε δυο σχολές,
το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον» (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον
διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί
νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο "Διδασκαλείο των Νόμων". Στο Γυμνάσιο, στη
φιλοσοφική σχολή, διευθυντής («Ύπατος των Φιλοσόφων») τέθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός
και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός. Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 22/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
β. Βυζαντινή Γραμματεία
γ. Βυζαντινή Φιλοσοφία
Κύρια πηγή της βυζαντινής φιλοσοφίας ήταν η χριστιανική σκέψη και ηθική
έτσι όπως αυτή εκφράστηκε από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Υπήρχε
βέβαια κάποια παραγωγή έργου στηριγμένου στη φιλοσοφική παράδοση του
πλατωνισμού, αριστοτελισμού, στωικισμού, νεοπλατωνισμού και άλλων φιλοσοφικών
προσεγγίσεων της αρχαιότητας, αλλά πάντα συνδυασμένων με τη χριστιανική
θεολογία. Που δημιούργησε μια ενότητα της συλλογιστικής του δόγματος και της
χρήσης της ζωντανής φιλοσοφικής γλώσσας της τότε διανόησης.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν παρήγαγαν στοχαστικά, συλλογιστικά και
διαλεκτικά το δόγμα, αλλά το διατύπωσαν, χρησιμοποιώντας πολλές φορές τον όρο
φιλοσοφία με την έννοια ότι έχουν τη ζωντανή εμπειρία των μυστηρίων του τριαδικού
Θεού. Όμως, κατά την αντίληψή τους, ο ανθρώπινος νους πλησιάζει κατά το εφικτό
τις θείες φωτιστικές ενέργειες και γνωρίζει τα μυστήρια του θεού εν μέρει ως προϊόν
της θείας αποκάλυψης, αλλά η γνώση αυτή βρίσκεται σε μια προοδευτική τελείωση,
πάντοτε υπό ορισμένες βασικές προϋποθέσεις: κάθαρση της ψυχής και του σώματος,
φωτισμός και θέωση. Ο ανθρώπινος νους και ο λόγος δεν μπορούν με άλλο τρόπο να
προσεγγίσουν τις θείες ενέργειες και να γνωρίσουν τα μυστήρια της δημιουργίας κι
έτσι δεν είναι δυνατή καμιά φιλοσοφία παρά μόνο η περιπλάνηση της ψυχής που μόνο
«ψιχία» αλήθειας μπορεί να βρει χωρίς να τίθεται στο δρόμο της τελείωσης μακριά
από τις παραπάνω προϋποθέσεις.
Όταν λοιπόν ομιλούν για την Αγία Τριάδα, τον Λόγο (το δεύτερο πρόσωπο),
τη θεία ουσία ή τη θεία φύση, τις υποστάσεις ή τα πρόσωπα, τη θεογνωσία (με τις
τρεις βαθμίδες, την κάθαρση, το φωτισμό και τη θέωση), την ενέργεια, την ταυτότητα
της θείας ουσίας και την ταυτότητα της θείας ενέργειας, την ετερότητα των
υποστάσεων, την ερωτική φορά Θεού και ανθρώπου, αντλούν εκφραστικά μέσα από
την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, για να κυριαρχήσει τελικά μια οργανική ενότητα
δόγματος και φιλοσοφίας κατά τη διατύπωση.
Η έκθεση των δογμάτων και οι φιλοσοφικές αρχές, ως σχηματικές
παραστάσεις που βοηθούν τη διατύπωση, είναι οργανικά δεμένα και η θεολογία κατά
την περιγραφή και την ανάλυση της δεν αποβάλλει το φιλοσοφικό ένδυμα και η
φιλοσοφική σκέψη ενσωματώνει το θεολογικό περιεχόμενο.
χρονογραφίες είναι συνοπτικές και περιέχουν μόνο τα πιο σημαντικά. Για την μελέτη
της ιστορίας της βυζαντινής περιόδου, τα ιστορικά και χρονογραφικά έργα των
βυζαντινών θεωρούνται εξίσου σημαντικά σήμερα.
Τα ιστορικά έργα ακολουθούν τα αρχαιοελληνικά και ελληνιστικά πρότυπά
τους, αφού κάθε ιστορικός συνεχίζει την εξιστόρηση των γεγονότων προσθέτοντας
την συμβολή του σε μια παράδοση διαδοχικών ιστορικών έργων, που έχει την αρχή
της στον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Κάθε ιστορικό έργο έχει οπωσδήποτε την
προσωπική σφραγίδα του δημιουργού του, αλλά διαπνέεται περισσότερο ή λιγότερο
από μια κοινή αντίληψη για την αναγκαιότητα της ιστορίας, όχι ως σκόπιμης
παράθεσης γεγονότων για προσωπικό όφελος ή από προσωπικό φθόνο για πρόσωπα ή
καταστάσεις, αλλά ως αντικειμενική εξέταση και των αγαθών και των φαύλων, ώστε
να παραμείνουν και τα δύο στη συλλογική μνήμη. Οι βυζαντινοί ιστορικοί ήταν
σπουδασμένοι, είχαν παιδεία και συνείδηση του ότι είναι συνεχιστές των αρχαίων
ελλήνων ιστοριογράφων, των οποίων τα έργα γνώριζαν και προσπαθούσαν να
μιμηθούν. Αν και ήταν επηρεασμένοι από τους κλασσικούς (και κυρίως τον
Θουκυδίδη), βρίσκονταν πιο κοντά στους μεταγενέστερους ιστορικούς (Πολύβιος,
Πλούταρχος). Όπως οι αρχαίοι, περιέγραφαν και αυτοί κυρίως τα πολιτικά,
διπλωματικά και στρατιωτικά γεγονότα και λιγότερο ή ελάχιστα τα οικονομικά,
πολιτιστικά ή κοινωνικά ζητήματα της εποχής τους και ενδιαφέρονταν για τις
προσωπικότητες της εποχής και όχι για τον απλό κόσμο. Η βασική κατεύθυνση της
σκέψης τους ήταν ότι η ανθρωπότητα ήταν διαιρεμένη σε δύο κόσμους: τους
Ρωμαίους (Βυζαντινούς), που ήταν φορείς υψηλού αρχαίου πολιτισμού και τους
βαρβάρους, που ήταν απολίτιστοι και άξιοι περιφρόνησης. Η αναμέτρηση μεταξύ των
Βυζαντινών και των βαρβάρων ήταν το κυρίαρχο θέμα της βυζαντινής
ιστοριογραφίας. Στα πλαίσια της επιδιωκόμενης αντικειμενικότητας, αναγνωρίζονταν
συχνά στους βαρβάρους προτερήματα, όπως ανδρεία ή καλοσύνη και φιλοξενία.
Οι βυζαντινοί ιστορικοί ήταν κατά βάση καλλιεργημένοι άνθρωποι της εποχής
τους, που μετείχαν στα πολιτικά δρώμενα και είχαν πολλές φορές τη δυνατότητα να
εξακριβώσουν προσωπικά την ακρίβεια αυτών που έγραφαν. Ήταν πρέσβεις ή
διπλωμάτες, (Ολυμπιόδωρος, Πέτρος Πατρίκιος, Γεώργιος Ακροπολίτης), ή
ακόλουθοι σε στρατιωτικές αποστολές, (Προκόπιος), ή ακόμα ψηλότερα στην
ιεραρχία (Νικήτας Χωνιάτης, Άννα Κομνηνή), πρωθυπουργοί (Μιχαήλ Ψελλός) ή
αυτοκράτορες, (Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, Ιωάννης Καντακουζηνός). Δεν
ήταν πάντα ανεπηρέαστοι από το πολιτικοστρατιωτικό περιβάλλον τους και είχαν
προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες που επηρέαζαν το έργο τους, όμως δεν
έφταναν στην κολακεία, την εμπάθεια ή την σκοπιμότητα. Ήταν όμως πάντα
περιορισμένοι από τα όρια που είχαν χαράξει η εκκλησιαστική και η κοσμική εξουσία
και δεν έρχονταν ποτέ σε ρήξη με την Εκκλησία ή τους ισχυρούς της εποχής τους.
Έγραφαν σε λόγια γλώσσα, πολλές φορές αρχαΐζουσα, αποφεύγοντας βάρβαρες λέξεις
και λαϊκές εκφράσεις. Χρησιμοποιούσαν αρχαιοελληνικά ονόματα για τα έθνη που
τους περιέβαλλαν, όπως π.χ. για τους Τούρκους που ονομάζονταν Πέρσες και για τους
Βούλγαρους που ονομάζονταν Σκύθες σε πολλά έργα της βυζαντινής ιστοριογραφίας.
Στο σύνολό τους σχεδόν, οι βυζαντινοί ιστορικοί ήταν χριστιανοί, όμως μέσα στα
έργα τους γίνεται συχνά λόγος για την Τύχη, την Μοίρα ή την Ειμαρμένη. Το έργο
τους απευθυνόταν γενικά στους ομοίους τους ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους,
ανώτερο κλήρο, διανοούμενους της αυτοκρατορικής αυλής, μορφωμένους
αξιωματούχους. Η αρχαΐζουσα γλωσσική τους έκφραση, δεν προκαλεί εντύπωση αφού
είναι κοινή σε όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά είδη, που είχαν τις ρίζες τους στην
αρχαιότητα.
Οι χρονογραφίες ήταν γραμμένες για το πλατύ κοινό και είχαν βασικό σκοπό
να το ψυχαγωγήσουν χρησιμοποιώντας στοιχεία από την ιστορία. Τα στοιχεία αυτά
διανθίζονταν για να γίνουν πιο ελκυστικά με αναφορές σε εντυπωσιακά γεγονότα (π.χ.
φυσικά φαινόμενα ή φυσικές καταστροφές), αλλά και σε ελαφρά θέματα όπως
ερωτικές περιπέτειες και εγκλήματα. Η χριστιανική πίστη των χρονογράφων δεν τους
εμπόδιζε να δίνουν "πικάντικες" πληροφορίες για ακολασίες της βυζαντινής αυλής,
την ζωή της ανώτερης τάξης ή τις ερωμένες των αυτοκρατόρων. Επίσης δεν ήταν
σπάνιες οι ανατριχιαστικές περιγραφές σκηνών δολοφονίας ή εκτελέσεων, κάποιες
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 25/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
από τις οποίες έφταναν σε βαθμό διάχυτου σαδισμού. Ο χρονογράφος είχε κατά νου
το πλατύ κοινό της ελαφριάς λογοτεχνίας και αυτός ήταν ο λόγος που έγραφε στην
καθομιλουμένη γλώσσα και απέφευγε ρητορικά σχήματα και αναφορές ή
αποσπάσματα από τους αρχαίους συγγραφείς. Οι χρονογράφοι δεν ήταν σημαντικά
πρόσωπα, ούτε είχαν κάποιου είδους δημόσια δράση. Δεν είχαν άμεση αντίληψη για
τα γεγονότα που περιέγραφαν και έβλεπαν τη ζωή και τα πράγματα από την σκοπιά
του εγγράμματου αλλά όχι του σπουδασμένου. Ήταν όλοι χριστιανοί και σε όλες τις
χρονογραφίες περιέχονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αναφορές στην
εκκλησιαστική ιστορία, ειδήσεις για εκκλησιαστικές συνόδους και χριστιανικές
αιρέσεις, χωρία για μάρτυρες ή αγίους. Πίστευαν στην αόρατη παρέμβαση του Θεού
στα ιστορικά δρώμενα και ερμήνευαν πολλές φορές θεομηνίες ή αρρώστιες σαν θεϊκά
σημάδια, έκφραση της δυσαρέσκειας ή της οργής του Θεού. Αναφέρονταν με τα
χειρότερα λόγια στην εικονομαχία και τους εικονομάχους αυτοκράτορες.
Παρά την παντελή απουσία σοβαρής πρόθεσης αλλά και δυνατότητας να
εκτιμήσουν την πραγματική προσφορά των πρωταγωνιστών της βυζαντινής ιστορίας,
οι βυζαντινοί χρονογράφοι δίνουν πολλές φορές στα έργα τους πληροφορίες για
γεγονότα, που δεν είναι γνωστά από τους ιστορικούς, πράγμα που κάνει τις
χρονογραφίες πολύτιμες για τη μελέτη της βυζαντινής ιστορίας. Επίσης, η γλώσσα
των κειμένων δίνει σημαντικά στοιχεία στην μελέτη της εξέλιξης της ελληνικής
γλώσσας αναδεικνύοντας τις χρονογραφίες, μεταξύ των άλλων και σε αξιόλογα
μνημεία της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας.
Αυτή τα πρώτα βυζαντινά χρόνια γεννήθηκε και αναπτύχθηκε και η
εκκλησιαστική ιστορία με αξιόλογους συγγραφείς, των οποίων το ύφος και η
γλώσσα δεν διαφέρει από αυτή των ιστορικών, όμως η θεματική τους αφορά στην
ιστορία της Εκκλησίας. Κατά το τέλος της περιόδου, η πολιτική και εκκλησιαστική
ιστορία αρχίζουν να συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμός, και έτσι οι αναφορές στην
ιστορία της Εκκλησίας γίνονται από τους απλούς ιστορικούς.
Ακολουθεί χρονολογικός (κατά το δυνατό) κατάλογος των ιστορικών και
χρονογράφων ανά υποπερίοδο της βυζαντινής ιστοριογραφίας.
ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου (~1400) παρουσιάζει μια διδακτική
διάθεση που σφραγίζεται από την επίδραση ανάλογων προγενέστερων έργων. Ο
Τζαμπλάκος (~1400) έγραψε 106 άτεχνους δεκαπεντασύλλαβους ονειρογραφικούς
στίχους για τον μάταιο πλούτο.
Από τα Ιστορικά Μυθιστορήματα που περιλαμβάνουν έμμετρα χρονικά και
ιστορικές ριμάδες, το Χρονικό του Μορέως (~1300) αφηγείται την κατάκτηση της
Πελοποννήσου από τους Φράγκους, με βαριά χρονογραφική αφήγηση που
υπεισέρχεται σε πολλές ασήμαντες λεπτομέρειες. Η Αχηλληίδα (~1400) είναι ιπποτικό
μυθιστόρημα, με ήρωες που έχουν νεοελληνικό ψυχισμό και κοινωνική συνείδηση. Η
Ομιλία του Νεκρού Βασιλιά (~1450) είναι τραγούδι του κάτω κόσμου, όπου ο
σκελετός ενός βασιλιά διηγείται τη ζωή του, με κύριο σκεπτικό τη ματαιότητα όλων
των επίγειων. Ο Εμμανουήλ Γεωργιλάς από τη Ρόδο (~1450) έγραψε ιστορικά
αφηγηματικά ποιήματα, που δείχνουν πατριωτισμό, αλλά είναι φλύαρα και τεχνικώς
ατελή.
Τα Ερωτικά Μυθιστορήματα, γραμμένα σε δεκαπεντασύλλαβους με δυτική
επίδραση, χωρίς ψυχογραφική θέληση, κύριο θέμα έχουν την αγάπη δύο νέων, που
δοκιμάζονται από τη μοίρα, μέχρι να πραγματοποιηθεί η ευτυχισμένη ένωση. Το
Ιμπέριος και Μαργαρώνα παρουσιάζει ήθη ιπποτικά, καθαρά δυτικά, αλλά έχει
επιδέξιο χειρισμό της γλώσσας. Τα Φλώριος και Πλιατζαφλώρα και Καλλίμαχος και
Χρυσορόη (~1350) έχουν παρόμοιο θέμα και χαρακτηριστικά, αλλά το πρωτότυπο
διακρίνεται έντονα κάτω από την ελληνική μορφή. Αντίθετα τα Βέλθανδρος και
Χρυσάντζα και Λίβιστρος και Ροδάμνη (~1350) χαρακτηρίζονται από έντονο ελληνικό
χρώμα και υψηλή αισθητική στάθμη, αλλά και αμεσότερη επαφή με το δημοτικό
τραγούδι και την ελληνική ζωή. Η Ριμάτα Κόρης και Νέου (~1450), γραμμένη στην
Κωνσταντινούπολη ή την Κρήτη, σε 198 στίχους που διακρίνονται για την αρτιότητά
τους, αναφέρεται σε μία ερωτική απάτη, που κατέληξε στο βιασμό μιας κόρης.
Από τις Ιστορίες Ζώων ο Πουλολόγος (~1300) είναι λαϊκό εγχειρίδιο
ζωολογίας, που περιγράφει συνέδριο των πτηνών, παραλληλίζοντας τα γνωρίσματά
τους με ανθρώπινες ιδιότητες, με πνεύμα σατιρικό και ηθογραφικό. Η Διήγησις
παιδιόφραστος περί των τετραπόδων ζώων (~1350) περιγράφει επίσης ένα συνέδριο
ζώων σε 1089 στίχους με εκλαϊκευτική και αλληγορική σημασία και κεντρική ιδέα ότι
δεν μπορεί κανείς να αλλάξει τους φυσικούς νόμους. Το Συναξάριον του τιμημένου
γαϊδάρου (~1400), περιγράφοντας επεισόδια γαϊδάρου, λύκου και αλεπούς, σατιρίζει
τους κληρικούς σε 396 ανομοιοκατάληκτους στίχους, με κάποια ακράτεια γλώσσας.
Το Γαϊδάρου, λύκου και αλεπούς διήγησις ωραία (~1530), γραμμένο στην Κρήτη,
αποτελεί διασκευή του προηγούμενου, σε μία παραλλαγή όπου ο γάιδαρος
καταδικάζεται σε θάνατο από τον λύκο και την αλεπού, αν και είναι αθώος, αλλά
γλυτώνει με πονηριά.
Τέλος η Λυρική Ποίηση έχει θέματα ερωτικά, θρηνητικά και παράπονα για
την ξενιτιά. Ο Μάρκος Άγγελος από την Κωνσταντινούπολη (~1300) έγραψε 144
ανακρεόντειους στίχους αφιερωμένους στον έρωτα. Ο Θρήνος της Υπεραγίας
Θεοτόκου (αγνώστου ~1350), γραμμένος σε μικτή γλώσσα, προήλθε από τη βυζαντινή
υμνογραφία, ως συνειδητή μίμηση. Ο Λεονάρδος Δελλαπόρτας από την Κρήτη (1350-
1420) έγραψε στίχους θρηνητικούς για επιτάφιους θρήνους, που περιέχουν ερωτήματα
ξένου και αληθείας, με λυρική ποιότητα που συνδέει το Βυζάντιο με την Κρητική
παραγωγή. Οι Στίχοι εμπαθούς ψυχής προς τον Σωτήρα (~1400) έχουν μορφή
αλφαβητικής ακροστιχίδας με θρησκευτικό περιεχόμενο, που δείχνει μόρφωση,
ευλάβεια, γνώση της βυζαντινής υμνογραφίας και κατοχή του γλωσσικού οργάνου. Η
Αλφάβητος της ξενιτιάς (~1400) περιγράφει τα δεινά της ξενιτιάς σε αλφαβητική
ακροστιχίδα με ανόμοιους δεκαπεντασύλλαβους. Τέλος από τους Θρήνους της
Κωνσταντινούπολης (~1453), που ήταν πολυάριθμοι, ο αρτιότερος έχει 128 ανόμοιους
στίχους, με ποιητική σαφήνεια, ζωηρές εικόνες και γνήσια δραματικό τόνο.
Τα έργα της βυζαντινής τέχνης δεν φτιάχτηκαν για να θαυμάζονται. αλλά για
να καλύψουν ένα ευρύ φάσμα πρακτικών αναγκών (λατρευτικών, διδακτικών,
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 30/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
α. Πρωτοβυζαντινή τέχνη
Τελώντας υπό την αιγίδα της αυτοκρατορικής εξουσίας και την προστασία
ισχυρών κρατικών και εκκλησιαστικών αξιωματούχων από την εποχή του
Κωνσταντίνου Α΄ και εξής, η βυζαντινή αρχιτεκτονική άρχισε να αποκτά
χαρακτηριστικά επίσημης τέχνης: μνημειακότητα, πολυτέλεια, εκλεκτικότητα και
συστηματικότητα. Με την εκτέλεση φιλόδοξων μνημειακών προγραμμάτων
διαμορφώθηκαν οι εικονογραφικοί και τεχνοτροπικοί κώδικες στους οποίους
βασίστηκε η απόδοση των θεμελιωδών χριστιανικών δογμάτων και των βασικών
ιδεολογικών αρχών της χριστιανικής αυτοκρατορικής εξουσίας, καθώς και η προβολή
της ηγεμονικής φυσιογνωμίας του βυζαντινού αυτοκράτορα. Τέτοια προγράμματα
εκτελέστηκαν σε μεγάλες μητροπόλεις όπως:
- η Κωνσταντινούπολη (Μονή Στουδίου, Παναγία των Χαλκοπρατείων, Αγία Ειρήνη,
Άγιοι Σέργιος και Βάκχος, Αγία Σοφία),
- η Θεσσαλονίκη (Άγιος Γεώργιος Ροτόντας, Αχειροποίητος, Όσιος Δαβίδ, Άγιος
Δημήτριος)
- η Ραβέννα (Μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας, Βαπτιστήριο των Ορθοδόξων,
Βαπτιστήριο των Αρειανών (Ραβέννα), Άγιος Απολλινάριος ο Νέος, Άγιος
Απολλινάριος in Classe, Άγιος Βιτάλιος),
- η Ρώμη (Άγιος Πέτρος, Santa Pudenziana, Santa Maria Maggiore, ναός Αγίων
Κοσμά και Δαμιανού).
Με τη ριζική στροφή της χριστιανικής λατρείας προς τη Θεία Ευχαριστία
κατά τη διάρκεια συνεστίασης σε κλειστό χώρο προέκυψε η ανάγκη ναϊκών
οικοδομημάτων που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν ευάριθμες συναθροίσεις πιστών
και όχι απλώς το άγαλμα της θεότητας, και ενίοτε τον θησαυρό της πόλης, όπως οι
αρχαίοι ελληνικοί ναοί. Όταν οι λατρευτικές ανάγκες δεν μπορούσαν πια να
ικανοποιηθούν στις ιδιωτικές οικίες εύπορων μελών της κοινότητας, οι πρώτοι
Χριστιανοί στράφηκαν στη ρωμαϊκή αίθουσα δημόσιων συγκεντρώσεων ορθογώνιας
κάτοψης, τη λεγόμενη βασιλική (εννοείται στοά). Πλεονέκτημα του συγκεκριμένου
αρχιτεκτονικού τύπου ήταν επίσης ότι προσφερόταν για οικοδομήματα μνημειακών
διαστάσεων, όπως η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη (329) ή οι ναοί που
αποδίδει η παράδοση στον Κωνσταντίνο Α΄, οικοδομήματα ικανά να προβάλουν τη
νέα πολιτικοθρησκευτική ιδεολογία. Ο νέος αρχιτεκτονικός τύπος κυριάρχησε στην
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 32/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
στην εικαστική γλώσσα της κλασικής παράδοσης απηχεί ένα από τα πρωιμότερα
βυζαντινά εντοίχια ψηφιδωτά, ο Χριστός με τους Αποστόλους και τις προσωποποιήσεις
των δύο Εκκλησιών στην αψίδα του ιερού της Santa Pudenziana στη Ρώμη. Η
απόδοση της ουράνιας Ιερουσαλήμ ως μιας υπαρκτής πόλης με τείχος και
αναγνωρίσιμα κτήρια κάτω από τον νεφελώδη γαλανό ουρανό βασίζει την
πειστικότητά της στη νατουραλιστική προσέγγιση μιας γήινης πραγματικότητας, στην
οποία εισέρχονται και τα υπερβατικά στοιχεία του Σταυρού του Γολγοθά και των
αποκαλυπτικών συμβόλων των Ευαγγελιστών (άγγελος, λιοντάρι, μόσχος, αετός). Οι
προσωποποιήσεις, η πλούσια ενδυμασία και η ποικιλία στάσεων στις μορφές, που
συμβάλλουν στη ζωηρότητα της σκηνής, αποτελούν επίσης στοιχεία της κλασικής
αισθητικής.
Με το προοπτικά αποδοσμένο αρχιτεκτονικό τοπίο που κυριαρχεί στο βάθος
τους, τα ψηφιδωτά του Αγίου Γεωργίου, της γνωστής Ροτόντας, στη Θεσσαλονίκη
βρίσκονται παρομοίως κοντά στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, και ειδικότερα στις
τοιχογραφίες της Πομπηίας. Ωστόσο η ρεαλιστική αίσθηση του χώρου αμβλύνεται με
τη χαλαρότητα στην απόδοση της προοπτικής, τη φυγή των αξόνων προς διάφορες
κατευθύνσεις, τον περιορισμό της χρωματικής παλέτας, και τη λεπτολόγο
διακοσμητικότητα. Τα μεγάλα, ορθάνοικτα μάτια με τα τονισμένα περιγράμματα
εκφράζουν τη στροφή της βυζαντινής τέχνης από το σώμα ως εξωτερικό δείκτη
κοσμικού κύρους, στο πρόσωπο και ειδικά τα μάτια ως δείκτες της εσωτερικής
πνευματικότητας των μορφών. Την εγγύτητα στην ελληνορωμαϊκή κληρονομιά
αποκαλύπτει στο ψηφιδωτό της αψίδας του Οσίου Δαβίδ στη Θεσσαλονίκη η ζωηρή,
πολύχρωμη απόδοση του παραδείσιου τοπίου, στο οποίο εικονίζεται ο Χριστός με τα
αποκαλυπτικά σύμβολα των Ευαγγελιστών, τους ποταμούς του Παραδείσου και δύο
προφήτες. Ωστόσο η αιώρηση του Χριστού μέσα σε κύκλο που συμβολίζει τη δόξα,
το μέγεθός του σύμφωνα με τους κανόνες της ιερατικής προοπτικής, που θέλουν
μεγαλύτερες τις σημαντικότερες, όχι τις εγγύτερες μορφές, και η σχηματική, χωρίς
βάθος απόδοση του σώματος και του ενδύματος αποκαλύπτουν τις αντιρρεαλιστικές,
αφαιρετικές τάσεις εξαΰλωσης που θα κυριαρχήσουν στη βυζαντινή τέχνη των
επόμενων αιώνων. Απόλυτα επίπεδες, δισδιάστατες ανθρώπινες μορφές με σχηματικά
διαγραμμισμένα ενδύματα, που δεν αποκαλύπτουν κανένα σωματικό χαρακτηριστικό,
αποπνέουν στα ψηφιδωτά του 7ου αι. στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης αντίστοιχο
πνεύμα εξαΰλωσης.
Στα τέλη του 5ου αι., όταν η Ραβέννα ήταν πρωτεύουσα του Οστρογοτθικού
βασιλείου της Ιταλίας με βασιλιά τον Θεοδώριχο, κτίστηκαν και διακοσμήθηκαν με
ψηφιδωτά βυζαντινού ύφους το Βαπτιστήριο των Αρειανών και ο Άγιος Απολλινάριος ο
Νέος. Μετά την κατάληψη της Ραβέννας από τα βυζαντινά στρατεύματα του
Ιουστινιανού το 540, ο Άγιος Απολλινάριος ο Νέος αναδιακοσμήθηκε, ενώ κτίστηκε
και διακοσμήθηκε ο Άγιος Απολλινάριος in Classe και ολοκληρώθηκε ο Άγιος
Βιτάλιος, που είχε ξεκινήσει περίπου 25 χρόνια νωρίτερα. Στα ψηφιδωτά όλων αυτών
των ναών φαίνεται πως έχουν ολοκληρωθεί οι διεργασίες μετάπλασης της κλασικής
κληρονομιάς και έχουν κατακτηθεί τα μέσα της βυζαντινής τεχνοτροπίας για την
απόδοση της πνευματικότητας που συμπυκνώνονται στην υπέρβαση της
αισθητηριακής αντίληψης του κόσμου και του ανθρώπου μέσα σ' αυτόν. Το
ρεαλιστικό φυσικό ή αρχιτεκτονικό τοπίο του βάθους έχει παραχωρήσει τη θέση του
στην ομοιόμορφη μονοχρωμία του χρυσού για τον ουρανό και του πράσινου για το
έδαφος, η οποία όχι μόνο αφαιρεί από τις διάφορες σκηνές κάθε αναφορά στον τόπο
και τον χρόνο της γήινης πραγματικότητας, αλλά επιτρέπει και την ανάδειξη της
ανθρώπινης μορφής. Ανάλογη αφαιρετική τάση διακρίνει και τα υπόλοιπα στοιχεία
του περιβάλλοντος (δέντρα, χαμηλά φυτά, ζώα) που επαναλαμβάνονται
σχηματοποιημένα και διακοσμητικά, αλλά και τις ανθρώπινες μορφές, που δεν
διαφοροποιούνται ουσιαστικά μεταξύ τους ούτε στα ενδύματα ούτε στις κινήσεις ούτε
στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, και χαρακτηρίζονται από ιερατική
μεγαλοπρέπεια. Παραλείποντας τις νατουραλιστικές λεπτομέρειες, η αφαιρετικότητα
και η ρυθμική επανάληψη μοτίβων αφήνουν να αναδειχθεί ό,τι θεωρείται ουσιώδες
για την απόδοση του δογματικού περιεχομένου.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 34/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
Σημαντικά για τον ρόλο της τέχνης την προβολή της ηγεμονικής
φυσιογνωμίας των αυτοκρατόρων είναι δύο ψηφιδωτά στην αψίδα του ιερού βήματος
του Αγίου Βιταλίου, που δείχνουν τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα, τον καθένα με τη
συνοδεία του, να συμμετέχουν στην εναρκτήρια πομπή της Πρωτοβυζαντινής Θείας
Λειτουργίας (Μικρή Είσοδος) μεταφέροντας τον δίσκο για τον άρτο και το
δισκοπότηρο για τον οίνο. Η ρυθμική ομοιογένεια των μορφών σε μεγαλοπρεπή
μετωπική στάση παρά το ότι κινούνται σε πομπή και η απουσία ρεαλιστικών
στοιχείων από το βάθος είναι χαρακτηριστικές. Μόνο η τοποθέτηση στο κέντρο της
σύνθεσης, η ενδυμασία, τα διάσημα και το φωτοστέφανο διακρίνουν τις
αυτοκρατορικές μορφές από τον όμιλο των αξιωματούχων τους. Με την εφαρμογή της
βυζαντινής τεχνοτροπίας σε μια σκηνή του γήινου κόσμου, όπως αυτή, οι
πρωταγωνιστές της κατατάσσονται στη χορεία των αγίων και οι πράξεις τους
περιβάλλονται με ιερότητα.
Την ολοκληρωτική μετάθεση του εικονιζόμενου συμβάντος στην αιωνιότητα
της Ουράνιας Βασιλείας επιδιώκει ο ψηφιδογράφος της Μεταμόρφωσης του Χριστού
στην αψίδα του ιερού της Αγίας Αικατερίνης του Σινά γύρω στο 600 με τον
αποκλεισμό κάθε ένδειξης τόπου και χρόνου, ακόμα και του όρους που αναφέρει η
διήγηση τριών Ευαγγελιστών. Το έδαφος αποδίδεται με πολύχρωμη λεπτή ταινία και ο
ουρανός με χρυσό βάθος, που συμβολίζει το εκτυφλωτικό θεϊκό φως. Μέσα σ' αυτό το
εκτυφλωτικό φως, που απλώνεται ακτινωτά από τη μορφή του Χριστού, αιωρούνται
με άτακτες κινήσεις αλλά σε συμμετρική διάταξη οι έκπληκτοι Απόστολοι.
Εξαιρετικής ποιότητας ψηφιδωτά είναι γνωστά και από την Κύπρο, η οποία όχι μόνο
γνώρισε ιδιαίτερη ακμή στην παλαιοχριστιανική τέχνη λόγω της υπαγωγής της σε
αυτοκρατορικό έπαρχο από την εποχή του Ιουστινιανού και της συνακόλουθης
ανάπτυξης ιδιαίτερων δεσμών με την πρωτεύουσα, αλλά βρέθηκε και εκτός
βυζαντινής επικράτειας στα χρόνια της Εικονομαχίας, όπως η Ραβέννα. Ανάμεσα στα
κυπριακά ψηφιδωτά ξεχωρίζουν εκείνα με θέμα τη Θεοτόκο από την Παναγία
Αγγελόκτιστη στο Κίτιο, την Παναγία Κανακαριά στη Λυθράγκωμη Αμμοχώστου και
την Παναγία Κυρά στα Λιβάδια Αμμοχώστου.
Παράλληλα με την αρχιτεκτονική και την ζωγραφική, αναπτύσσεται και η
μικροτεχνία με βάση υλικά όπως το ελεφαντόδοντο, το χρυσάφι ή το ασήμι, αν και
δεν διασώζεται σήμερα μεγάλο μέρος δημιουργιών αυτού του είδους.
β. Μεσοβυζαντινή τέχνη
ζώων, πτηνών ή γεωμετρικών μορφών καθώς και σταυρών. Συζητήσεις για τον
κίνδυνο να εκφυλιστεί η προσκύνηση των εικόνων σε ειδωλολατρία υπήρχαν και
παλιότερα, ωστόσο η αποφασιστική κίνηση έγινε το 726 με την απαγόρευση της
προσκύνησης εικόνων από τον Λέοντα Γ΄ Ίσαυρο, μετά από ισχυρή έκρηξη του
ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνης), την οποία ερμήνευσε ως σημάδι της οργής του
Θεού. Ακολούθησαν διώξεις για να αντιμετωπιστεί η έντονη λαϊκή οργή. Το 787
αναστάλθηκε προσωρινά η εικονομαχική πολιτική από την αυτοκράτειρα Ειρήνη την
Αθηναία, όμως το 815 αναβίωσε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄. Μόλις το 843
έπαυσε οριστικά η εικονομαχία και αναστηλώθηκαν οι εικόνες με ενέργειες της
Θεοδώρας, χήρας του αυτοκράτορα Θεόφιλου.
Η έριδα της εικονομαχίας ήταν θρησκευτική διαμάχη μόνο επιφανειακά. Το
διακύβευμα ήταν στην πραγματικότητα οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που
χρειαζόταν το βυζαντινό κράτος και καθιστούσαν πιο επιτακτικές οι εξωτερικοί
κίνδυνοι, ιδιαίτερα η απειλή των Αράβων στην Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο ότι
χρονολογικά η Εικονομαχία συμπίπτει περίπου με την αραβική απειλή, που αρχίζει
στα 718 με την επιτυχή απόκρουση της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τον
Λέοντα Γ΄ και λήγει στα 863 με την αποκατάσταση των βυζαντινών συνόρων στον
Ευφράτη. Υπό την πίεση τέτοιων συνθηκών βρέθηκαν στο στόχαστρο των
εικονομάχων αυτοκρατόρων κυρίως τα μοναστήρια, που είχαν στην κατοχή τους
τεράστιες εκτάσεις αφορολόγητης γης, και οι μοναχοί, που δεν στρατεύονταν. Οι
θαυματουργές εικόνες στα μοναστήρια ήταν ένα από τα σημαντικότερα μέσα άσκησης
επιρροής στον πληθυσμό και η εξάλειψή τους αποτελούσε καίριο πλήγμα για τον
μοναχισμό. Παράλληλα κολάκευε τους αγροτικούς πληθυσμούς των ανατολικών
επαρχιών, όπου είχε ερείσματα ο μονοφυσιτισμός, και η εβραϊκή και η
μουσουλμανική θρησκεία, με κοινό στοιχείο την ανεικονική σύλληψη της θεότητας.
Οι συνέπειες της Εικονομαχίας ήταν τεράστιες. Εκτός από την αναστάτωση
που έφερε στο κράτος, προκάλεσε την καταστροφή πολυάριθμων μνημείων της
Πρωτοβυζαντινής περιόδου και κλόνισε τη συνέχεια στην παράδοση της βυζαντινής
τέχνης. Εκτός από τη διαμάχη με την Ανατολική Εκκλησία, συνέβαλε στην
αποξένωση της εικονόφιλης Εκκλησίας της Ρώμης από το βυζαντινό κράτος, αφού ο
πάπας Λέων Γ΄ έσπευσε τα Χριστούγεννα του 800 να στέψει τον βασιλιά των
Φράγκων Κάρολο Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (imperator romanorum), αξίωμα που
κατείχε νόμιμα μόνο ο βυζαντινός αυτοκράτορας και έτσι διέσπασε τη συνοχή της
ενιαίας βυζαντινής τέχνης ως συνέχειας της ρωμαϊκής παράδοσης αφήνοντας τη
μεσαιωνική τέχνη της Δύσης να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο.
γ. Μακεδονική Αναγέννηση
προέρχονται από το γεγονός ότι τα αντίστοιχα μνημεία που έχουν σωθεί βρίσκονται
στην ηπειρωτική και την νησιωτική Ελλάδα. Τα υλικά που κυριαρχούν είναι οι πλίνθοι
και οι ακατέργαστες ή λαξευμένες πέτρες, υλικά που εναλλάσσονται προσδίδοντας
ένα χαρακτηριστικό αισθητικό αποτέλεσμα.
Η γλυπτική τέχνη ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική και τα
περισσότερα έργα που διασώθηκαν αποτελούν τμήμα αρχιτεκτονικών κτισμάτων. Τα
θέματα των γλυπτών είναι κυρίως γεωμετρικά με έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα,
ενώ σπανιότερα απεικονίζονται και ανθρώπινες μορφές.
ε. Υστεροβυζαντινή περίοδος
Παλαιολόγων που άρχισε το 1259, αποτελεί την τελευταία άνθηση της βυζαντινής
τέχνης, κυρίως διότι κατά την περίοδο αυτή εντάθηκε η αλληλεπίδραση μεταξύ
βυζαντινών και Ιταλών καλλιτεχνών.
εξακολουθούν να βρίσκονται σε χρήση έως το 12ο ή 13ο αιώνα. Η γνώση μας για την
παλαιότερη περίοδο προέρχεται από τα "Τυπικά" (διατάξεις εκκλησιαστικών
μυστηρίων και τελετών), τα έργα των εκκλησιαστικών Πατέρων και τις μεσαιωνικές
διηγήσεις. Διεσπαρμένα δείγματα κειμένων ύμνων από τους πρώτους αιώνες του
ελληνικού χριστιανισμού διατηρούνται μέχρι σήμερα. Μερικά από αυτά υιοθετούν τα
μετρικά σχήματα της κλασσικής ελληνικής ποίησης αλλά η αλλαγή της προφοράς είχε
καταστήσει εκείνα τα μέτρα κατά μεγάλο μέρος χωρίς έννοια, και, εκτός από τη λήψη
ως πρότυπου των κλασσικών φορμών, οι βυζαντινοί ύμνοι των επόμενων αιώνων
είναι πεζή ποίηση, στίχοι δίχως ρίμα και τονικό πρότυπο.
Ο κοινός όρος για έναν σύντομο ύμνο μιας στροφής, ή μιας σειράς στροφών,
είναι Τροπάριο (αυτό μπορεί να φέρει την περαιτέρω συνεκδοχή ενός ύμνου που
παρεμβάλλεται μεταξύ στίχων του ψαλτηρίου). Ένα γνωστό παράδειγμα, του οποίου η
ύπαρξη βεβαιώνεται από τον 4ο αιώνα, είναι ο εσπερινός ύμνος, "Φως Ιλαρόν", ή
ακόμα ο, αποδιδόμενος στον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’ (527 - 565),ύμνος "Ο
Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού", που ακούγεται σήμερα στην εισαγωγή της
Θείας Λειτουργίας. Ίσως η γνωστότερη συλλογή τροπαρίων με καλλιτεχνική
πατρότητα είναι αυτή του μοναχού Αυξεντίου (πρώτο μισό του 5ου αιώνα), που
ιστορείται στη βιογραφία του αλλά δε διατηρήθηκε σε καμία μεταγενέστερη τυπική
λατρευτική διάταξη.
και τη γη. Σε λίγο, εντούτοις, μια κληρικαλιστική τάση άρχισε να φανερώνεται στη
γλωσσική πρακτική, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο της Λαοδικείας, της οποίας ο δέκατος
πέμπτος κανόνας επέτρεπε μόνο στους κανονικούς ψάλτες να συμμετέχουν σε
χορωδίες εκκλησιών. Η λέξη "χορός" πλέον αναφέρονταν στην ειδική τάξη του
κατώτερου κλήρου που έψαλλε στους ναούς, όπως και η «χορωδία» ως
αρχιτεκτονικός όρος, έγινε μια ιδιαίτερη περιοχή κοντά στο Ιερό.
Κάποιες αλλαγές, που πραγματοποιήθηκαν στη μουσική κατά τη διάρκεια του
διαμορφωτικού σταδίου, περιλαμβάνουν τύπους απαγγελίας, μελωδικούς τύπους, και
τις τυποποιημένες φράσεις που είναι εμφανείς στη λαϊκή μουσική και την
παραδοσιακή μουσική διαφόρων πολιτισμών της ανατολής, συμπεριλαμβανομένης
της μουσικής των Εβραίων. Η ανάπτυξη υμνογραφικών μορφών μεγάλης κλίμακας
άρχισε τον πέμπτο αιώνα με την άνοδο του Κοντακίου, ενός εκτενούς και περίτεχνου
μετρικού κηρύγματος, προερχόμενου κατά πάσα πιθανότητα από την περιοχή της
Συρίας, το οποίο βρίσκει το αποκορύφωμά του στο έργο του Ρωμανού του Μελωδού
(έκτος αιώνας). Αυτό το ποιητικό κήρυγμα, που παραφράζει συνήθως κάποια βιβλική
αφήγηση, περιλαμβάνει περίπου 20 έως 30 στροφές και ψάλλεται κατά τη διάρκεια
του Όρθρου σε απλό και άμεσο συλλαβικό ύφος (μία νότα ανά συλλαβή). Οι
προγενέστερες μουσικές εκδοχές, εντούτοις, είναι "μελισματικές" (δηλαδή πολλές
νότες ανά συλλαβή του κειμένου), και ανήκουν στην περίοδο του ένατου αιώνα και
μεταγενέστερα όταν μειώθηκαν τα κοντάκια στο προοίμιο και τον πρώτο οίκο. Στο
δεύτερο μισό του έβδομου αιώνα, το κοντάκιο αντικαταστάθηκε από έναν νέο τύπο
ύμνου, τον Κανόνα, που εγκαινιάστηκε από τον Ανδρέα από την Κρήτη (660 – 740
περίπου) και αναπτύχθηκε από τους Ιωάννη Δαμασκηνό και Κοσμά Ιεροσολυμίτη (και
οι δύο τον όγδοο αιώνα). Ουσιαστικά, ο Κανόνας είναι ένας σύνθετος ύμνος που
περιλαμβάνει εννέα ωδές, οι οποίες αρχικά αντιστοιχούσαν στις εννέα βιβλικές ωδές
και συνδέονταν με αυτές δια μέσου της παράλληλης ποιητικής αναφοράς ή του
Γραφικού εδαφίου. Οι Κανόνες έχουν έναν ειρμό, μια στροφή πρότυπο για κάθε ωδή,
ακολουθούμενο από τρία, τέσσερα ή περισσότερο τροπάρια που είναι οι ακριβείς
μετρικές αναπαραγωγές του ειρμού, με αυτόν τον τρόπο εφαρμόζεται το ίδιο μέλος σε
όλα τα τροπάρια εξίσου καλά. Οι εννέα ειρμοί, ωστόσο, είναι μετρικά ανόμοιοι,
συνεπώς, ένας ολόκληρος Κανόνας περιλαμβάνει εννέα ανεξάρτητες μελωδίες
(συνηθέστερα όμως οκτώ, καθώς η δεύτερη ωδή ψάλλεται μόνον κατά την περίοδο
της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, λόγω του αυστηρά προτρεπτικού σε μετάνοια ύφους
της), οι οποίες ενώνονται μουσικά με τον ίδιο τρόπο και νοηματικά από τις αναφορές
στο γενικό θέμα της λειτουργικής περίπτωσης, και μερικές φορές από την
ακροστιχίδα. Οι ειρμοί με συλλαβικό ύφος συγκεντρώθηκαν στο Ειρμολόγιο, έναν
ογκώδη τόμο που εμφανίστηκε αρχικά στο μέσο του δέκατου αιώνα και περιέχει
περισσότερα από χίλια πρότυπα τροπάρια ταξινομημένα κατά την Οκτώηχο.
Ένα άλλο είδος ύμνου, σημαντικό και για το σύνολό του και για την ποικιλία
της λειτουργικής χρήσης του, είναι το Στιχηρό. Τα εορταστικά στιχηρά, που
συνοδεύουν και τους πάγιους ψαλμούς στην αρχή και στο τέλος του Εσπερινού και
των Αίνων του Όρθρου, υφίστανται για όλες τις εορτάσιμες ημέρες του έτους, τις
Κυριακές και τις καθημερινές, ταξινομημένα ώστε να καλύπτουν έναν
επαναλαμβανόμενο κύκλο οκτώ εβδομάδων με βάση τους Ήχους αρχίζοντας από την
ημέρα του Πάσχα. Οι μελωδίες τους που βρίσκονται στο Στιχηράριον, είναι αρκετά
πιο επιμελημένες και ποικίλες από ότι στην παράδοση του Ειρμολογίου.
των νέων διατάξεων και την επεξεργασία των παλαιών που συνεχίστηκε στους αιώνες
μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, μέχρι και το τέλος του δέκατου όγδοου
αιώνα το αρχικό ρεπερτόριο των μεσαιωνικών μουσικών χειρογράφων είχε
υποκατασταθεί σε μεγάλο μέρος από πιο πρόσφατες συνθέσεις, και ακόμη και το
βασικό πρότυπο σύστημα είχε υποβληθεί σε βαθιά τροποποίηση.
Ο Χρύσανθος Μαδύτου, ο Γρηγόριος Λευίτης και ο Χουρμούζιος
Χαρτοφύλακας ήταν αρμόδιοι για την αναγκαία μεταρρύθμιση της σημειογραφίας
της ελληνικής εκκλησιαστικής μουσικής. Ουσιαστικά, αυτή η εργασία απέδωσε την
απλοποίηση των βυζαντινών μουσικών σύμβολων, τα οποία, από τις αρχές του 19ου
αιώνα, είχαν γίνει τόσο σύνθετα και τεχνικά ώστε μόνο πολύ καλά καταρτισμένοι
ψάλτες ήταν σε θέση να τα ερμηνεύσουν σωστά. Παρά τα πολυάριθμα μειονεκτήματά
του, το έργο των τριών μεταρρυθμιστών αποτελεί ορόσημο στη μουσική ιστορία της
ελληνορθόδοξης εκκλησίας, δεδομένου ότι εισήγαγαν το σύστημα της νεο-βυζαντινής
μουσικής επάνω στο οποίο βασίζεται το σημερινό ελληνορθόδοξο εκκλησιαστικό
μέλος.
β. Μουσικοί χαρακτήρες
γ. Υποστατικά σημεία
δ. Μουσικά γένη
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 41/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
ε. Ήχοι
διαφορετική κλίμακα την Ντο μείζονα από τη Ρε ή την Ρε δίεση μείζονα. Απλώς
εκφωνεί τους φθόγγους οξύτερα κατά ένα ή ενάμισι τόνο.
(4) Ο τρόπος εκφοράς του στίχου είναι ιδιαίτερος, ακριβώς για να στηρίξει το
ποιητικό κείμενο. Αναπνοές στην μέση της λέξης ή εντός ενιαίου νοήματος (π.χ.
μεταξύ επιθέτου και ουσιαστικού) απαγορεύονται. Συνήθως οι αναπνοές είναι μόνο
στα κόμματα και τελείες του κειμένου.
(5) Ακριβώς για τον παραπάνω λόγο εκφέρεται η μουσική ως λεγκάτο και γκλισάντο
και όχι στακάτο.
(6) Η μουσική και οι κλίμακες μεταβάλλονται αναλόγως του νοήματος του ποιητικού
κειμένου. Π.χ. Η λέξη ουρανός εκφέρεται με ψηλούς φθόγγους (νότες), η γη με
χαμηλούς, η αμαρτία σε πλάγιο β΄ ήχο κ.ο.κ.
(7) Η έννοια της (ευρωπαϊκής) επτάφωνης κλίμακας (ή διαπασών) αποτελεί μέρος
μόνο της βυζαντινής μουσικής, η οποία χρησιμοποιεί και πεντάφωνη (τροχός) και
τετράφωνη. Δηλαδή η κλίμακα επαναλαμβάνεται μετά 5 ή 4 φθόγγους (νότες) και όχι
μετά από 7.
(8) Η βυζαντινή μουσική είναι κατά βάση μονοφωνική ή έστω ψευδοπολυφωνική.
Υπάρχει η κύρια μουσική γραμμή και το ισοκράτημα, το οποίο σε ελάχιστες
περιπτώσεις είναι διπλό (ψευδοτριφωνία). Το ισοκράτημα, όπως εξηγεί η ονομασία
του, είναι η εκφορά ενός φθόγγου επί μακρόν (αρκετά μουσικά μέτρα) ο οποίος
αλλάζει για λίγο σε κάποιον άλλο. Οι χρησιμοποιούμενοι φθόγγοι είναι κυρίως η
βάση του ήχου, και δευτερευόντως οι δεσπόζοντες (αυτοί που στο άκουσμα
επικρατούν) φθόγγοι.
της συγκέντρωσης πληθυσμού στα αστικά κέντρα και της έλλειψης χώρου. Τα
κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου ανήκε η πλειοψηφία του πληθυσμού των
πόλεων, κατοικούσαν σε πολυώροφες πολυκατοικίες. Στην Κωνσταντινούπολη από
τον 5ο αιώνα και μετά υπήρχαν πολυώροφες πολυκατοικίες με πέντε πατώματα. Το
469μ.Χ., ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Λέοντα Α' περιόριζε το ύψος των ιδιωτικών
κτιρίων στα 24 μέτρα. Τον 10ο αι. ο Τζέτζης αναφέρει πενταώροφες οικοδομές, όπως
και η Άννα Κομνηνή τον 12ο αι. Οι οικοδομές αυτές μπορεί να είχαν και μπαλκόνι,
ενώ διέθεταν και σύστημα αποχέτευσης.
Τα σπίτια της υπαίθρου χτίζονταν συνήθως σε οχυρωμένους οικισμούς, ώστε
να προστατεύονται από εχθρικές επιδρομές. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο χώρος προς
οικοδόμηση να είναι περιορισμένος. Οι κατοικίες των μικροκαλλιεργητών ήταν
ισόγειες και στενόχωρες. Είχαν χαμηλές πόρτες και μικρά παράθυρα. Από τον 11ο
αιώνα παρατηρείται ύπαρξη οικισμών έξω από την περίμετρο των τειχών, όπως π.χ.
στην περίπτωση του κάστρου της Ρεντίνας αλλά και στην πόλη των Αθηνών, στη
Θήβα και στη Μονεμβασία. Η τοπική αριστοκρατία διατηρούσε τις κατοικίες της
μέσα στις πόλεις, παραμένει όμως αδιευκρίνιστο αν τα σπίτια των πλούσιων αστών
σχημάτιζαν ξεχωριστή συνοικία ή αν αναμειγνύονταν με αυτά των υπόλοιπων
κατοίκων. Ο Μυστράς αποτελεί μία περίπτωση όπου τα πλούσια αρχοντικά της πόλης
βρίσκονταν συγκεντρωμένα στο χώρο όπου δέσποζε το ανάκτορο των Δεσποτών.
Φαίνεται ότι οι δύο σειρές τειχών που αναπτύχθηκαν στην πόλη διαφοροποιούσαν και
όριζαν τον χώρο ανάλογα με τα κοινωνικά στρώματα που κατοικούσαν στις
διαμορφωμένες περιοχές. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στην πόλη της Αδριανούπολης,
όπου οι άρχοντες κατοικούσαν στην περιοχή που οριζόταν ανάμεσα στις δύο σειρές
τειχών. Σε ξεχωριστές συνοικίες ίσως κατοικούσε σε αρκετές πόλεις και ο εβραϊκός
πληθυσμός, διάκριση που φαίνεται να αμβλύνθηκε με την πάροδο των χρόνων.
Υπήρχαν επίσης χωριστές παροικίες ξένων εμπόρων σε αρκετές πόλεις του
Βυζαντίου.
Τα υλικά δομής των βυζαντινών σπιτιών ήταν μάλλον ευτελή αν και
εξαρτιόνταν από την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη. Συνήθως
χρησιμοποιούνταν λίθοι και ξύλα για τους ξυλόδεσμους, τα χαγιάτια (<έξω + άγω
[ανάλογο με το εξώστης {<έξω+ωθώ}] = υπόστεγο που οδηγεί έξω > εξάγιον
>εξαγιάτιον >ξαγιάτι >χαγιάτι) και τις αρχιτεκτονικές προεξοχές, ενώ ως συνδετική
ύλη χρησιμοποιούταν η λάσπη και το κονίαμα . Στις πιο περίτεχνες κατασκευές το
κονίαμα αναμειγνυόταν με όστρακα για μεγαλύτερη σταθερότητα. Τα ευτελή υλικά
δομής που χρησιμοποιούνταν σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου
δικαιολογούν το γεγονός ότι ελάχιστα είναι τα δείγματα κοσμικής αρχιτεκτονικής που
έχουν διασωθεί. Η χρήση τέτοιου είδους υλικών στις αστικές κατασκευές ίσως απηχεί
τη γενικότερη κακή οικονομική κατάσταση των κατοίκων της βυζαντινής
αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στην ύστερη φάση της. Δεν ήταν εξάλλου σπάνια η
χρήση για την ανέγερση νέων κατοικιών οικοδομικού υλικού από παλιότερα
κτίσματα, που είχαν εγκαταλειφθεί.
Στον Μυστρά, όπου σώζονται τα καλύτερα διατηρημένα παραδείγματα
υστεροβυζαντινών σπιτιών, τα σπίτια ήταν κατά κανόνα ορθογώνια δίπατα. 'Iχνη
χρωματιστής διακόσμησης σε προσόψεις σπιτιών υπάρχουν και εδώ. Στο ισόγειο
βρίσκονταν οι βοηθητικοί χώροι, ενώ στον όροφο βρισκόταν το τρικλινάρι, που
φαίνεται ότι ενσωμάτωσε όλους τους πριν ξεχωριστούς χώρους. Καλοδιατηρημένες
οικίες ευγενών στον Μυστρά είναι το λεγόμενο «παλατάκι» ή «αρχοντικό», που
αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο σπίτι, το αρχοντικό του «Φραγκόπουλου» και το
αρχοντικό του «Λάσκαρη».
Όπως και το ίδιο το οίκημα έτσι και η επίπλωση και η οικοσκευή του
καθοριζόταν από την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη. Τα συνηθέστερα υλικά
κατασκευής των σκευών ήταν το γυαλί, ο πηλός, ο χαλκός, τα όστρακα και το ξύλο
για τους πιο φτωχούς και τα πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, ασήμι) ή το ελεφαντόδοντο
για τους πλούσιους. Στα βασικά έπιπλα του βυζαντινού σπιτιού ανήκαν το τραπέζι και
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 45/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
δυσχέραιναν τη ζωή των αγροτών και τους οδηγούσαν πολύ συχνά στο δανεισμό. Η
ανικανότητα αποπληρωμής των χρεών οδηγούσε στην εξαθλίωση και τη φυγή.
Συχνά, για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες, οι μικροκαλλιεργητές
προτιμούσαν να πουλήσουν τις εκτάσεις τους μαζί με την ελευθερία τους και να
μετατραπούν σε δουλοπάροικους, αυξάνοντας ταυτόχρονα και τις ήδη μεγάλες
ιδιοκτησίες των μεγαλογαιοκτημόνων. Οι τελευταίοι κατόρθωναν με το πέρασμα των
αιώνων να ελέγχουν όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις απολαμβάνοντας ταυτόχρονα
σημαντικές φοροαπαλλαγές παρά τις προσπάθειες της κεντρικής εξουσίας να
περιορίσει τη δύναμή τους. Αντίθετα οι βοσκότοποι, που εκτείνονταν πέρα από τις
καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ανήκαν συλλογικά στην κοινότητα. Οι βοσκοί φρόντιζαν τα
ζώα τους με τη βοήθεια των ποιμενικών σκύλων.
Η ζωή της γυναίκας στα βυζαντινά χρόνια ήταν σε μεγάλο βαθμό αφιερωμένη
στο σπίτι και στην οικογένεια. Οι έξοδοι, με συνοδεία, για την εκκλησία, τα
πανηγύρια και το λουτρό, καθώς και οι επισκέψεις σε συγγενικά πρόσωπα, ήταν άλλες
δραστηριότητες της γυναίκας έξω από το σπίτι. Χωρίς αυτό να είναι αυστηρός
κανόνας, δεν λογιζόταν ευπρεπές για μια γυναίκα να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους
άνδρες, παρά μόνο αν ήταν παρόντα στενά συγγενικά της πρόσωπα, όπως για
παράδειγμα ο πατέρας, ο σύζυγος και οι αδελφοί. Συχνά έτρωγε σε χωριστή αίθουσα,
όπως και σε χωριστά δωμάτια από τους άντρες περνούσε την ημέρα της. Από πολύ
μικρή μάθαινε "τα του οίκου", ενώ οι γραμματικές γνώσεις της περιορίζονταν
συνήθως σε γραφή και ανάγνωση, αν και από τον 11ο αιώνα τα κορίτσια πήγαιναν σε
σχολεία, από την ηλικία των 6 ετών, όπως και τα αγόρια. Πολλές όμως γυναίκες,
ιδιαίτερα της ανώτερης τάξης, όπως η Κασσιανή και η Άννα Κομνηνή, αποκτούσαν
πλατιά μόρφωση. Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 48/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
Η φροντίδα της ανατροφής των παιδιών στα καθοριστικά πρώτα χρόνια της
ζωής τους ήταν έργο της μητέρας τους ή στις πλουσιότερες οικογένειες κάποιας
τροφού. Η γέννηση αγοριού ήταν αφορμή για μεγάλες χαρές και γλέντια, ενώ ο
ερχομός των κοριτσιών ήταν αθόρυβος, αφού τα κορίτσια σήμαιναν για τους γονείς τη
μελλοντική υποχρέωση προικοδότησης, που ήταν ιδιαίτερα βαριά για οικογένειες με
χαμηλό εισόδημα και μικρή ή ανύπαρκτη περιουσία.. Τα νεογέννητα, αφού τα έπλενε
η μαμή, τα τύλιγε σε φασκιές, πρακτική που συνεχιζόταν για τους 2-3 πρώτους μήνες.
Μετά τον απογαλακτισμό τους τα νεογέννητα βαπτίζονταν και στο όνομα που
έπαιρναν προσέθεταν και το όνομα του πατέρα τους σε πτώση γενική (π.χ. Νικόλαος
Γεωργίου) ενώ αργότερα, αρχής γενομένης από την αριστοκρατία προστέθηκε και το
επώνυμο (π.χ. Δούκας ή Κομνηνός).. Ο ανάδοχος αναλάμβανε την πνευματική τους
καθοδήγηση.
Τα βρέφη κοιμούνταν σε λίκνα. Έκαναν τα πρώτα τους βήματα κάτω από το
άγρυπνο βλέμμα της μητέρας τους, που τους μάθαινε και τα πρώτα γράμματα. Τα
παιχνίδια που τα διασκέδαζαν ήταν το σείστρο και ο καλαθίσκος που ήταν γεμάτος με
αθύρματα, παιχνίδια δηλαδή. Τα λίγο μεγαλύτερα αγόρια είχαν τη συρίκτρα, πήλινα
οχήματα και αρματηλάτες, τη δερμάτινη (συχνά πολύχρωμη) σφαίρα, τους
αστραγάλους, τον τροχό ή κρίκο και τα καλαλαλλάκια, τα πεντόβολα της λαϊκής
παράδοσης. Τα κορίτσια έπαιζαν με τις πλαγγόνες και τα νιννία (κούκλες). Αγαπημένο
τους επίσης παιχνίδι ήταν η μίμηση σημαντικών γεγονότων όπως ο γάμος και η
βάπτιση. Ακόμη, συνήθιζαν να χτίζουν σπίτια από χώμα.
Από την ηλικία των 6 ετών τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο της πρώτης
βαθμίδας (Προπαιδείας) και από την ηλικία των 12 ετών φοιτούσαν στη δεύτερη
βαθμίδα εκπαίδευσης (Εγκύκλιος Παιδεία), ενώ Ανώτατες Σχολές ήταν το
Πανδιδακτήριο και η Πατριαρχική Σχολή, όπως αναφέρεται σε σχετική προηγούμενη
παράγραφο.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 49/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
Οι Βυζαντινοί είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στο φαγητό και στο ποτό με εξαίρεση
βεβαίως τις περιόδους των νηστειών. Η οικογένεια της βυζαντινής περιόδου, όταν
καθόταν για φαγητό γύρω από το τραπέζι, στρωμένο με το μενσάλι (=τραπεζομάντηλο
[<λατινικό mensa=τραπέζι], είχε μπροστά της διάφορα σκεύη για τις τροφές και τα
ποτά. Γύρω γύρω, στα πόδια των συνδαιτυμόνων, ακουμπούσε το μανδήλι, ένα ενιαίο
και μακρύ ύφασμα που χρησίμευε για το σκούπισμα των χεριών. Τα κύρια γεύματα
των Βυζαντινών ήταν :το πρόγευμα ή πρόφαγον, το άριστον ή μεσημβρινόν (γεύμα) και
ο δείπνος. Έτρωγαν χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια, αφού το πιρούνι ήταν άγνωστο
μέχρι τον 10ο αιώνα και η χρήση του σπάνια στους επόμενους αιώνες.
Χρησιμοποιούσαν επίσης κοχλιάρια ή κουτάλια και μαχαίρια. Πριν και μετά το
φαγητό έπλεναν τα χέρια τους, χρησιμοποιώντας το χέρνιβον (πήλινο ή μεταλλικό
αγγείο [<χέρι + νίβω {=πλένω}]). Στη διατροφή των Βυζαντινών βασικό ρόλο είχαν
το ψωμί, τα λαχανικά, τα όσπρια και τα δημητριακά, που τα μαγείρευαν με διάφορους
τρόπους. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος μαγειρείας ήταν το βράσιμο, όπως ειρωνικά μας
αφήνει να καταλάβουμε και η βυζαντινή παροιμία "αργώ μαγείρω πάντα έκζεστα",
δηλαδή "ο τεμπέλης μάγειρας όλα τα μαγειρεύει βραστά".
Οι Βυζαντινοί έτρωγαν επίσης πουλερικά, που υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σπίτι,
καθώς και αυγά, με τα οποία έφτιαχναν τα περίφημα σφουγγάτα, τις γνωστές μας
ομελέτες, που αναφέρονται και από τον Θεόδωρο Πρόδρομο. Από το γάλα έφτιαχναν
τυριά όπως το ανθότυρο, το βλάχικο και το κεφαλίτζιν. Κρέας εξασφάλιζαν και με το
κυνήγι, αγαπημένη απασχόληση των ανδρών που τους παρείχε συνάμα ευκαιρίες για
προσωπική διάκριση. Κυνηγούσαν με σκυλιά και γεράκια. Δεν περιφρονούσαν όμως
και άλλες μεθόδους όπως τις παγίδες, τα δίχτυα και τις ιξόβεργες. Τα μεγαλύτερα ζώα
αποτελούσαν ακριβότερη και λιγότερο διαδεδομένη τροφή. Τα χοιροσφάγια, που
γίνονταν κάθε χειμώνα, προμήθευαν την οικογένεια με τα λουκάνικα, τα παστά και το
μαγειρικό λίπος όλης της χρονιάς. Το αρνί ήταν προσιτό μόνο στα πιο ευκατάστατα
νοικοκυριά. Σπανιότερα έτρωγαν οι Βυζαντινοί τα βοοειδή, μια και τα
χρησιμοποιούσαν κυρίως για την καλλιέργεια των χωραφιών. Αγαπούσαν επίσης τα
κάθε λογής ψάρια, φρέσκα ή παστά, και τα θαλασσινά. Τα διάφορα κρασιά, για τα
οποία φημιζόταν η Μακεδονία, καθώς και τα φρούτα, συνόδευαν τα τραπεζώματά
τους μαζί με μελωμένα και σιροπιαστά γλυκά.
Τα γεύματα μπορούσαν να είναι απλά αλλά και εξαιρετικά πολύπλοκα και
πλούσια, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε οικογένειας. Εξάλλου, όπως
και οι ίδιοι έλεγαν, καταλαβαίνει κανείς "από του γεύματος τον πίθον". Για «λόφους
από ψωμιά, δάση από ζώα, ποτάμια από ψάρια και για θάλασσες κρασιού» μιλά ο
Νικήτας Χωνιάτης περιγράφοντας τα συμπόσια του Ισαακίου Β΄ Κομνηνού (1185-
1195), ενώ ο Θεόδωρος Πρόδρομος (Πτωχοπρόδρομος) δίνει πολλές πληροφορίες για
τις γαστριμαργικές συνήθειες του κλήρου. Σε ένα εύπορο σπίτι το γεύμα και το δείπνο
περιελάμβανε ποικιλία εδεσμάτων, ορεκτικά, κρέατα, ψάρια καθώς και γλυκά και
ποτά. Ο μέσος βυζαντινός όμως δεν είχε και πολλές διατροφικές επιλογές γιατί συχνά
βρισκόταν αντιμέτωπος με εχθρικές επιδρομές, αυθαιρεσίες αξιωματούχων αλλά και
επιδημίες και κακές καιρικές συνθήκες .
Η Ιατρική κατά τον Μεσαίωνα είχε κατά ένα μέρος το κύρος μιας επιστήμης
και κατά το υπόλοιπο ήταν, αφενός χειρωνακτική ενασχόληση και αφετέρου
εφαρμοσμένη θεολογία. Οι ασθένειες προέρχονταν από το θεό, για τον οποίο πίστευαν
ότι είναι μεν εξ ορισμού πανάγαθος, αλλά οι αμαρτίες των ανθρώπων δεν του
αφήνουν άλλη επιλογή. Oι λοιμοί, οι μεταδοτικές θανατηφόρες επιδημίες, για όσους
τις έζησαν μέσα σε εποχές σκοτεινές, παραδομένες στην άγνοια και τη θρησκοληψία,
αντιπροσώπευαν πάντα το «σημάδι» των έσχατων ημερών, το τέλος του κόσμου, τη
δεύτερη παρουσία και όλες τις συναφείς ιδεοληψίες, με τις οποίες ελεγχόταν η
κοινωνία. Κατά την εξέλιξη των επιδημιών επικρατούσε ατμόσφαιρα πανικού και
παράνοιας, πολύ ευνοϊκή για την εκκόλαψη πλήθους άλλων αγριοτήτων, άσχετων με
το φυσικό αποδεκατισμό των πληθυσμών από την αρρώστια. Bασανισμοί, εκτελέσεις,
διώξεις, βίαιη αρπαγή περιουσιών και εξουσίας. Η οργανωμένη κοινωνική πρόνοια
του Βυζαντίου κατασκεύασε φιλανθρωπικά ιδρύματα τα οποία πρώτη φορά είδε ο
κόσμος. Ιδρύματα όπως οι Βυζαντινοί «ξενώνες», δηλαδή αυτό που εμείς
χαρακτηρίζουμε σήμερα ως νοσοκομείο, στο Βυζάντιο έλαβε συγκεκριμένη μορφή με
πολλά ιερά ιδρύματα, τα οποία νοσήλευαν ασθενείς, με διαφορετικές ασθένειες και
διαφορετικών κοινωνικών τάξεων.
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 51/52
11/12/2017 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. - Εισαγωγή - Νίκος Μπαλάσκας
Σχόλια
Σύνδεση | Πρόσφατη δραστηριότητα ιστότοπου | Αναφορά κατάχρησης | Εκτύπωση σελίδας | Με την υποστήριξη των Ιστότοπων Google
Μετάφραση
https://sites.google.com/site/nikosmpalaskasalimedon/istoria/2-istoria-tes-mesaionikes-elladas/2-byzantine-periodos---eisagoge 52/52