You are on page 1of 13

Ενότητα 1 κουλτούρα

Η εννοια της της κουλτούρας υπάρχει στο στοχάσμο αρκετον ανθρωπων που
ασχολουνται με της κοινωνικες επιστημες. Με αύτη την εννοια μας βαζη να σκεφτουμε
την ενοτητα των ανθρωπον. Η κουλτουρα καθιστα δύνατο το μετασχηματισμο της
φύση, η ανθρωποι διαφόροποιυνται μεσω των επιλογων τους και επιπλεων είναι ένα
από τα καταλληλα εργαλεια για να εεξηγησης την ανθρωπινη συμπεριφορα.
Αρχικα στην πρωτοι ενοτητα θα μελετησουμε την κοινωνικη γένεση της λεξή
κουλτούρας και την επινόηση της επιστημονικής έννοιας της κουλτούρας. Οι λέξεις
εμφανίζονται για να απαντήσουν σε ορισμένες διερωτήσεις, σε ορισμένα προβλήματα
που τίθενται σε καθορισμένες ιστορικές περιόδους και σε ειδικά κοινωνικά και
πολίτικα πλαίσια. Ονομάζω σημαίνει συγχρόνως ότι θέτω το πρόβλημα και κατά
κάποιο τρόπο, το επιλύω.(Denys Cuche). Για να μπορεσουμε να κατανοήσουμε την
λεξει και το νοημα και την χρησημοτητα της κουλτούρας χρειαζεται και είναι και
απαραίτητο να αναστήσουμε την κοινώνικη της γένεση και την γενεαλογία της. Με
αλλα λόγια θα δουμε τους δεσμους που υπαρχουν αναμεσα στην ιστορια της λεξεις
κουλτούρας και την ιστορια των ιδεων.
Κατά την διαρκεια του 18ο αιώνα η λέξη κουλτούρα αντανακλά τον οικουμενισμό
και των ανθρωπισμό φιλοσόφων. Ετσι η εννοια της κουλτούρας εγγράφεται στην
ιδεολογια του διαφωτισμού όπου μιλαμε για τις ιδέες της προόδου, του λόγου και την
εξέλιξή της εκπαίδευσης. Η ενταξη την εννοίας της κουλτούρας θα γινει αποδεχτη σε
διάφορες χώρες οπου και εκει γεννιέται και η εθνολογία.
Τον πρώτο ορισμό της εννοιας της κουλτούρας το εχει δοση ο βρετανός
ανθρωπολόγος ο Edward Burnett Tylor. «Κουλτούρα ή πολιτισμός, νοούμενη με το
ευρύτερο εθνολογικό της νόημα, σημαίνει αυτό το σύνθετο όλον που περιλαμβάνει τη
γνώση, τις πεποιθήσεις, την τέχνη, την ηθική, το δίκαιο, τα έθιμα και τις άλλες
ικανότητες ή συνήθειες που αποκτήθηκαν από τον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας
(1871, σ 1). Σε αυτό το ορισμό ο Tylor είναι καθαρά περιγραφικός και αντικειμενικός
όπου η κουλτούρα είναι μια έκφραση της ολότητας της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου
και ότι δεν σχετίζεται με βιολογική κληρονομία.
Ο Emile Durkheim από την άλλη προσπαθη να κατανοήσει ολες τες πολιτισμηκες
διάσταση και τα κοινωνικά στοιχεία. Εστι το 1897 με την κυκλοφορια του περιοδικού
του με ονομα L’ annee sociologique. Στο περιοδικό ο Durkheim δεν χρησιμοποιη την
λεξει κουλτούρα και αλλα την αντικατεστισε με την λεξει πολιτισμός. Ο Durkheim
ήθελε να αποφιγη την κανονιστική σύλληψη του πολιτισμου οπου περιεχη την ιδέα
της πολλαπλότητας των πολισμών προτείνει την αντικειμενική σύλληψη του
πολιτισμου. Πιστευε ότι η ανθρωποτητα είναι μια και ότι όλοι οι επιμέρους πολιτισμοί
συμβάλλουν στο ανθρώπινο πολιτισμό. « Ο πολιτισμός ενός λαού δεν είναι τίποτε άλλο
παρά το σύνολο των κοινωνικών φαινομένων του και το να μιλάμε για ακαλλιέργητους,
«χωρίς πολιτισμό» λαούς, για « φυσικούς» λαούς, είναι σαν να μιλάμε για πράγματα
που δεν υπάρχουν».
Ο Durkheim θεωρη ότι σε κάθε κοινωνία υπάρχει μια συλλογική συνείδηση οπου
διαμορφώνεται μεσο από συλλογικές παραστάσεις από αξίες, ιδεώδη και κοινα από
όλα τα άτομα της κοινωνίας. Η συλλογική συνείδηση προηγείται του ατομου και του
επιβάλλεται.
Ο levy-bruhl έχει μια διαφορετική προσέγγιση για την κουλτούρα. Στο έργο του Les
fonctions mentales dans les ξ inferieures μας βάζει να σκεφτούμε το ερώτημα σχετικά
με διαφορές νοοτροπίες που μπορούν να υπάρξουν μεταξύ των λαών. Ο Levy –bruhl
στο βιβλίο του La Mentalite Primitive κάνει την διάκριση ανάμεσα στην πρωτόγονη
νοοτροπία και την πολιτισμένη νοοτροπία. « (Εάν) η διανοητική δραστηριότητα των
πρωτόγονων ( δεν ) ερμηνεύεται ( πλέον) εκ των προτέρων μία στοιχειώδης μορφή της
δικής μας δραστηριότητας, δηλαδή ως παιδική και σχεδόν παθολογική, θα εμφανιστεί,
αντίθετα, ως φυσιολογική μέσα στις συνθήκες όπου ασκείτε, ως πολύπλοκη και
ανεπτυγμένη με τον τρόπο της ( 1922,σσ.15-16). Άλλωστε ο Levy-Bruhl θεωρεί ότι η
πρωτόγονη και η πολιτισμένη νοοτροπία δεν είναι ασύμβατες και ότι συνυπάρχουν σε
κάθε κοινωνία, ωστόσο η υπεροχή της μιας η της άλλης μπορεί να προκύπτει ανάλογα
με την περίπτωση, γεγονός που εξηγεί την ποικιλομορφία των πολιτισμών.
Ο Malinowski μας μιλάει για την λειτουργιστική ανάλυση της κουλτούρας. Κατά την
άποψη του πρέπει να αργήσουμε να την απευθείας παρατήρηση των πολιτισμών στην
παρούσα κατάσταση τους. Αυτό που έχει σημασία για τον Malinowski, δεν είναι ότι
εκείνο το χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι εδώ η εκεί, αλλα είναι το γεγονός ότι
εκπληρώνει μια συγκεκριμένη λειτουργία μέσα σε μια ολότητας μιας κουλτούρας.
Κάθε κουλτούρα διαμορφώνει ένα σύστημα οπού τα στοιχεία του αλληλεξαρτώνται. «
(Σε κάθε κουλτούρα) κάθε έθιμο, κάθε αντικείμενο, κάθε ιδέα και κάθε πίστη
εκπληρώνουν μια ορισμένη ζωτική λειτουργία, έχουν ένα ορισμένο έργο να
επιτελέσουν, αντιπροσωπεύουν ένα ανατικατάστατο μέρος της οργανικής ολότητας
(1944). Εξάλλου Malinowski προσθετοί ότι η κάθε κουλτούρα πρέπει να αναλύεται με
μια συγχρονική προοπτική και την παρατήρηση των σύγχρονων δεδομένων της. Ο
Malinowski για να μπορέσει να εξηγήσει το λειτουργικό χαρακτήρα των διάφορων
πολιτισμών επεξεργάζεται την θεωρία των αναγκών. Στο βιβλίο του, Une theorie
scientifique de la culture, μας εξηγεί ότι τα συστατικά στοιχεία μιας κουλτούρας έχουν
ως λειτουργία την ικανοποιήση των ουσιωδων αναγκών του ανθρώπου. Μας εξηγά ότι
οι ανθρωποι αισθάνονται έναν ορισμένο αριθμό φυσιολογικών αναγκών όπου
καθορίζουν κάποιες θεμελιώδεις προσταγές, η κουλτούρα συνιστά ακριβώς την
λειτουργική απάντηση στές φυσικές προσταγές, δημιουργώντας θεσμους. Οι θεσμοι
είναι συγκεκριμένα στοιχεία της κουλτούρας. Αυτό που έχει μεγάλη αξία του
Malinowski είναι ότι απέδειξε ότι δεν μπορούμε να μελετάμε μια κουλτούρα έξωθεν η
ακόμη λιγότερο εξ αποστάσεως.
O Levi-Strauss ορίζει την κουλτούρα ως εξής: «Κάθε κουλτούρα μπορεί να θεωρηθεί
ως ένα σύνολο συμβολικών συστημάτων στην πρώτη θέση των οποίων τοποθετούνται
η γλώσσα, οι γαμήλιοι κανόνες, οι οικονομικές σχέσεις, η τέχνη, η επιστήμη, η
θρησκεία. Αυτά τα συστήματα στοχεύουν να εκφράσουν ορισμένες πλευρές της
φυσικής και της κοινωνικής πραγματικότητας, και ακόμη περισσότερο, τις σχέσεις που
αυτοί οι δύο τύποι πραγματικότητας διατηρούν μεταξύ τους καθώς και τις σχέσεις, που
τα συμβολικά συστήματα διατηρούν μεταξύ τους ( 1950,σ. ΧΙΧ)».
Ο Levi-Strauss κάνει την δομική ανάλυση της κουλτούρας και δανειζέται τέσσερις
ουσιώδες ιδέες από την Ruth Benedict.
Πρώτον, είναι ότι οι διάφορες κουλτούρες ορίζονται από ένα ορισμένο πρότυπο.
Δεύτερον ότι τύποι των πολιτισμών που μπορούν να υπάρξουν, υπάρχουν σε
περιορισμένο αριθμό. Τρίτον είναι η μελέτη των «πρωτόγονων» κοινωνιών είναι η
καλύτερη μέθοδος για να προσδιορίσουμε τους δυνατούς μεταξύ των πολιτισμικών
στοιχείων και τέλος ότι η αυτοί λογισμοί μπορούν να μελετηθούν ανεξάρτητα από τα
άτομα που ανήκουν στην για την οποία παραμένουν ασυνείδητοι. Η σκέψη του Levi-
Strauss είναι ότι επιδιώκει την υπέρβαση της επιμεριστικής προσέγγισης των εκδοχών
της κουλτούρας και πέρα της μελέτης των πολιτισμικών παραλλαγών αναλύει το
αμετάβλητο της κουλτούρας. Αυτή η φιλοδοξία της δομικής ανθρωπολογίας που
επειχειρη ο Levi-Strauss είναι ο εντοπισμός και η καταγραφή των πολιτισμικών υλικών
που είναι πάντοτε τα ίδια από τη μια κουλτούρα στην άλλη.
Ο Sapir θα προσπαθήσει να επεξεργαστεί μια θεωρία των σχέσεων ανάμεσα στην
κουλτούρα και γλώσσα. Ο Sapir μελεταει την κουλτούρα ως ένα γλωσσικό σύστημα, όριζει
ως ένα σύνολο σημασιών, οι οποίες ενεργοποιούνται στα πλαίσια των ατομικών
αλληλοδράσεων, κατά την άποψη του η κουλτούρα είναι κατά κύριο λόγο ένα σύστημα
επικοινωνίας. Το γλωσσικό σύστημα και η κουλτούρα βρίσκονται σε μια σχέση
αλληλεξάρτησης, για τον λόγο ότι επιτελεί τη λειτουργία της μεταβίβαση.

Επιπλεών και ο Levi-Strauss τονιζει την πολυπλοκότητα των σχέσεων μεταξύ κουλτούρας και
γλώσσας. « Το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ γλώσσας και κουλτούρας είναι ένα από τα πιο
πολύπλοκα που υπάρχουν. Μπορούμε κατά αρχάς να πραγματευτούμε τη γλώσσα ως ένα
προϊόν της κουλτούρας: ένα γλωσσικό σύστημα σε χρήση μέσα σε μια κοινωνία αντανακλά
τη γενική κουλτούρα του πληθυσμού. Κατά μια άλλη έννοια όμως, η γλώσσα είναι μέρος της
κουλτούρας συνιστά ένα από τα στοιχεία της, μεταξύ άλλων. Τα πράγματα όμως δεν
τελειώνουν εδώ: μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη γλώσσα ως συνθήκη της κουλτούρας, και
αυτό υπό μια διπλή ιδιότητα διαχρονική γιατί κυρίως μέσω της γλώσσας το άτομο κάνει
πρόσκτηση της κουλτούρας της ομάδας του διδάσκουμε, εκπαιδεύουμε το παιδί διά της
ομιλίας το μαλώνουμε, το κολακεύουμε με λέξεις. Εάν υιοθετήσουμε μία πιο θεωρητική
οπτική , τοτε η γλώσσα εμφανίζεται επίσης ως συνθήκη της κουλτούρας, στο μέτρο που η
κουλτούρα κατέχει μια αρχιτεκτονική όμοια με την γλώσσα. Τόσο η μια όσο και η άλλη
οικοδομούνται μέσω αντιθέσεων και συσχετισμών, με άλλα λογία, μέσων λογικών σχέσεων.
Ώστε μπορούμε να θεωρήσουμε τη γλώσσα ως ένα θεμέλιο, που προορίζεται να υποδεχθεί
πιο πολύπλοκες δομές ενίοτε του ίδιου τύπου με τις δικές της, αυτές οι δομές ων στην
κουλτούρα αν τη θεωρήσουμε υπό διαφορετικές όψεις» (1958,σσ.78-79)

Ο Bourdieu σπάνια θα χρησιμοποίηση την ανθρωπολογική έννοια της κουλτούρας. Η λέξη


κουλτούρα για τον Bourdieu παραπέποι στα έργα του πολιτισμού όπου αφορούν τον τομέα
των γραμμάτων και των τεχνών. Όταν ο Bourdieu πραγματεύεται την έννοια της κουλτούρας
με το ανθρωπολογικό της νόημα καταφεύγει σε μια άλλη έννοια της έξης. Στο έργο του Les
sens pratique εξήγησε τη δική του εκδοχή της έννοιας της έξης. « οι έξεις είναι συστήματα
διαρκών και μεταθέσιμων διαθέσεων, δομές οι οποίες είναι δομημένες προδιατεθειμένες να
λειτουργήσουν ως δομίζουσες, δηλαδή ως γενεσιουργές και οργανώτριες αρχές πρακτικών
και παραστάσεων, που μπορούν να προσαρμόζονται αντικειμενικά στο στόχο τους χωρίς να
προϋποθέτουν τη συνειδητή στόχευση των σκοπών και το ρητό έλεγχο των αναγκαίων
ενεργειών για να τους επιτύχουν (1980a, σ. 88)».

Η έξη είναι αυτό που χαρακτηρίζει μια κοινωνική ομάδα με σχέση με της άλλες, όπου δεν
μοιράζονται τις ίδιες κοινωνικές συνθήκες. Επιπλεων ο Bourdieu λέει ότι η έξη «λειτουργεί
ως η υλοποίση της συλλογικής μνήμης, αναπαράγοντας στους διαδόχους το κεκτημένο των
προκατόχων (1980a, σ. 91)».
Ενότητα 2 κουλούρας και η θεσμοί.

Η κουλτούρα όσο εμφανίζεται θετικά προδιατεθειμένη σε αλλαγές άλλο τόσο εμφανίζει


σημεία αντίστασης σε αυτές. Αυτοί η αντίσταση μπορεί να οφείλεται στες συνήθεις, στην
θρησκεία η σε δομημένα συμφέροντα. Καθώς γνώριζουμε ότι η δύναμη της κουλτούρας είναι
ισχυρή, οι άνθρωποι αρχιζουν να την αποδεχουνται της αλλαγές και να εμπεδώνουν τις
αξίες, τις παραδόσεις, τα ήθη, τα πρότυπα και τα έθιμα, αυτό με την σειρά του δημιουργα
στους ανθρώπους ισχυρά συναισθήματα με επακόλουθο να δυσκολευονται να τα αλλαξουν.
‘Ολοι οι πολιτισμοί παρουσιάζουν μεταβολή μέσα στον χρόνο τόσο ως προς μέγεθος όσο και
ως προς τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται το περιεχόμενο τα στοιχεία και την
δομή του πολιτισμού. « Η κουλτούρα, όπως και η κοινωνία, αντλεί τις καταβολές της στην
αφετηρία της ανθρωπότητας. Η κοινωνία και η κουλτούρα συνυπάρχουν επειδή οι άνθρωποι
αναπτύσουν κοινωνικές σχέσεις και μηνύματα, τα οποία νοηματοδοτούν και
συνδεσμοποιούν αυτούς μέσα στις σχέσεις τους. Καθώς λοιπόν ουσιαστικά η κουλτούρα,
ενέχει κάποια ανεξάρτητη δική της αφετηρία, δεν έχει και τέλος, αλλά μόνον αυτό της
ανθρωπότητας (ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Ι. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ)». Τα βασικά στοιχεία της κουλτούρας είναι
οι κανόνες, οι νόρμες – πρότυπα, τα έθιμα, ήθη, οι παραδόσεις του λαϊκού πολιτισμού, οι
θεσμοί και οι νόμοι. Όλα αυτά τα στοιχεία συγκροτούν ουσιασκτικά το πλαίσιο των
προτύπων συμπεριφορών που υιοθετούν τα μέλη μίας κοινωνίας.

Τα βασικά στοιχεία της κουλτούρας προσλαμβάνουν διάφορες μορφές. Οι παραδόσεις του


λαϊκού πολιτισμού αποτέλουν εθιμικούς επαναλαμβανόμενους τρόπους διεξαγωγής
διαφορον δραστηριοτήτων όπου συνιστούν τα έθιμα. Τα ήθη αφορούν εθιμικά καθιερωμένα
ηθικού περιεχομένου πρότυπα όπου είναι η θρησκευτικές δοξασίες και το νομικό σύστημα
μίας κονωνίας. Οι νόμοι ενώ αποτελούν ηθικές παραδοχές οι οποίες τυποποιούνται και
προσλαμβάνουν τη μορφή επίστημων κανόνων, έχει και την άλλη πλευρα όπου αποτελούν
άπλα αντανάκλαση του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στην κοινωνία. Τέλος έχουμε τους
θέσμους, ο θεσμός είναι σχετικά σταθερό οργανωμένο σύστημα κοινωνικών μορφών όπου
περιέχει θεσμοθετημένες και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές για την ικανοποίηση
βασικών αναγκών μίας κοινωνίας. Επισης ο θεσμός δεν είναι ένα σταθερό πλέγμα σχέσεων
μεταξύ κοινωνικών ρόλων, άλλα ένα σύνολο ενεργειών που προσδιορίζονται κοινωνικά και
όχι ατομικά. Οι κοινωνικοί θεσμοί εξυπηρετουν συγκεκριμένες ανάγκες της κοινωνίας χάριν
των οποίων οργανώνονται, αυτή η οργάνωση τους υιοθετούν οργανωτικά σχήματα, αξίες και
πρότυπα συμπεριφοράς όπου είναι αποδεκτά στην κοινωνία στα πλαίσια της κρατούσας
κουλτούρας. Τέλος ο κοινωνικός θεσμός είναι όσο οι σκοποί που θεωρούνται σημαντικοί και
οι παγιωμένες κοινωνικές σχέσεις είναι αποτελεσματικές και θεωρούνται σύμφωνες με τις
κοινωνικές αξίες. Περικους από τους κοινωνικούς θεσμούς είναι η θρησκεία η οικονομια και
η τηλεοραση όπου θα ασχολειθουμε πιο αναλιτικα.

«Η οικογένεια αποτελεί έναν καθολικό κοινωνικό θεσμό, ο οποίος συναντάνται σε όλες τις
γνωστές σύγχρονες και ιστορικές κοινωνίες. Αποτελεί βασική μονάδα της κοινωνικής
οργάνωσης και είναι δύσκολο κανείς να φαντασθεί πως θα ήταν η ανθρώπινη κοινωνία χωρίς
την ύπαρξη αυτού του θεσμού[…]. Σύμφωνα με τον Πάρσονς, οι οικογένεια ως κοινωνικές
ομάδες που είναι αποτελούν μονάδες παραγωγής ανθρώπινων προσωπικοτήτων. Ο
Malinowski επεσήμανε ότι η οικογένεια αποτελεί το θεσμό, μέσω του οποίου οι πολιτισμικές
παραδόσεις μίας κοινωνίας μεταβιβάζονται και αποδίδονται στη νεότερη γενεά
(ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Ι. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ).»

Η οικονομική δραστηριότητα δραστηριότητα συνιστά έναν ειδικό τομέα δραστηριοτήτων, οι


οποίες λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο εξειδικευμένων θεσμών, διακεκριμένων από αυτούς
που αφορούν τους άλλους τύπους κοινωνικής δραστηριότητας. Τέτοιοι θεσμοί είναι αυτοί
που αφορούν την παραγωγική δραστηριότητα, τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες η
γενικότερα τις συναλλαγές. Υπο αυτην την έννοια, οι παραγωγικές μονάδες, τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι αγορές αποτελούν θερμούς, στα πλαίσια των οποίων
ασκούνται οι ποικίλες οικονομικές δραστηριότητες.
Ενότητα 3 τηλεόραση

Στην ενότητα αυτή θα χρησιμοποιείσουμε τον όρο τηλεόραση με την έννοια του
φορέα/υποκινητή σημασιών και απολαύσεων μέσα στην κοινωνία. Η τηλεόραση ως στοιχείο
πολιτισμού αποτελεί παράγοντα της κοινωνικής δυναμικής: Μεσώ αυτής συντηρείται η
κοινωνική δομή σε μια διαρκή διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής, εξετάζοντας ως
στοιχείο πολιτισμού και συγκεκριμένα ως φορέα που δημιουργεί και διαδίδει περιεχόμενο
(John Fiske). Η τηλεόραση δημιουργεί η επιχειρεί να δημιουργήσει σημασίες που υπηρετούν
τα κυρίαρχα συμφέροντα στην κοινωνία. Η τηλεόραση χρησιμοποιεί τηλεοπτικούς κώδικες
όπου αυτοί οι τηλεοπτικοί κώδικες είναι τρόποι σύνδεσης ανάμεσα στους παραγωγούς, τα
κείμενα και τις κατηγορίες του τηλεοπτικού κοινού και αποτελούν φορείς της
διακειμενικότητας μέσω των οποίων τα κείμενα συσχετίζονται μεταξύ τους σε ένα δίκτυο
σημασιών που συνιστά τον πολιτισμικό μας κόσμο (John Fiske). Επιπλεων για να
κατανοήσουμε την παραγωγή σημασιών θα πρέπει να καταλάβουμε τις λειτουργίες του
λόγου. Ο λόγος είναι μια γλώσσα η ένα σύστημα αναπαράσταση που έχει αναπτυχθεί
κοινωνικά προκειμένου να δημιουργήσει και να θέσει σε κυκλοφορία ένα συνεκτικό σύνολο
σημασιών. Ο λόγος αυτός επιδεικνύει τρία χαρακτηριστικά θεματική περιοχή, κοινωνική
τοποθέτηση και προώθηση των συμφερόντων μιας συγκεκρίμενης ομάδας. Επιπλεων ο
λόγος λειτουργεί όχι μόνο κατά την παραγωγή και την ανάγνωση κειμένων άλλα και στον
τρόπο με τον οποίον εννοείται η κοινωνική εμπειρία. Ο συγκεκριμένος λόγος του φύλου,
παραδείγματος χάριν, λειτουργεί όχι μόνο για να καταστήσει κατανοητή μια τηλεοπτική
σειρά όπως το Οι Άγγελοι του Τσάρλυ, αλλά επίσης για να αναδείξει μια ιδιαίτερη εκδοχή
του φύλου την οικογένεια, το χώρο εργασίας, το σχολείο, τους κοινωνικούς συλλόγους –
δηλαδή, στις κοινωνικές σχέσεις γενικώς. Οι σημασίες της εξαρτώνται από τους λόγους
διαμέσου των οποίων πραγματοποιείται η ανάγνωση της. Όπως ακριβώς δύο άνθρωποι με
διαφορετική κοινωνική τοποθέτηση μπορεί να καταλάβουν με διαφορετικό τρόπο το ίδιο
κείμενο, έστι μπορούν να συλλάβουν διαφορετικά την ίδια κοινωνική εμπειρία. Αυτό οδηγεί
σε ένα άλλο χαρακτηριστικό του λόγου, ο λόγος δεν παράγεται από τον μεμονωμένο ομιλητή
η συγγραφέα, άλλα παράγεται κοινωνικά (John Fiske).

ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Μπορούμε να πούμε ότι η τηλεόραση είναι ουσιαστικά ένα ρεαλιστικό μέσο χάρη στην
ικανότητα της να μεταφέρει μια κοινωνικά πειστική αίσθηση του πραγματικού. Ο ρεαλισμός
δεν είναι ζήτημα πιστότητας έναντι της όποιας εμπειρικής πραγματικότητας, άλλα ζήτημα
συμβάσεων του λόγου μέσω των οποίων και για τις οποίες κατασκευάζεται μια αντίληψη για
την πραγματικότητα. Όσο πιο ρεαλιστική θεωρείται μια εκπομπή, τόσο πιο αξιόπιστη,
ευχάριστη και άρα τόσο πιο δημοφιλής γίνεται. Εντούτοις και ο ρεαλισμός είναι μια τεχνητή
κατασκευή. Η φυσικότητα του προέχεται όχι από την ίδια τη φύση, αλλά από το γεγονός ότι
ο ρεαλισμός είναι ο τρόπος που η συγκεκριμένη κουλτούρα μας προτιμά να χρησιμοποιεί ως
μήτρα για τις τελετουργικές συμπυκνώσεις της. Ο ρεαλισμός δεν έχει τίποτε το φυσικό,
ωστόσο όντως αντιστοιχεί στον καθιερωμένο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο ( John
Fiske). Η Marion Jordan (1981) στην εξαιρετική πραγματεία της για τον κοινωνικό ρεαλισμό
της αγγλικής σαπουνόπερας Coronation Street αναφέρει ορισμένα χαρακτηριστικά. « Εν
συντομία ο κοινωνικός ρεαλισμός θεωρεί ότι η ζωή πρέπει να παρουσιάζεται με την μορφή
αφηγήματος προσωπικών γεγονότων, με αρχή, μέση και τέλος, που είναι σημαντικά για τους
βασικούς χαρακτήρες αλλά που θα επηρεάζουν και τους άλλους δευτερογενώς. Παρόλο που
τα συμβάντα αυτά φαινομενικώς αφορούν κοινωνικά προβλήματα, ένα από τα κύρια
μελήματα τους έχει να κάνει με την τακτοποίηση των ανθρώπων στη ζωή τους. Η έκβαση των
γεγονότων αυτών θα πρέπει πάντοτε να είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων παρεμβάσεων. Οι
χαρακτήρες θα πρέπει είτε να ανήκουν στην εργατική είτε στις τάξεις που είναι άμεσα
αναγνωρίσιμες από την εργατική και θα πρέπει να υπάρχει μια πειστική αιτιολόγηση στην
καθημερινότητα των, των οικογενειών, των φίλων τους. Το τοπίο θα είναι αστικό και
επαρχιακό. Το περιβάλλον θα είναι συνηθισμένο και αναγνωρίσιμο. Ο χρόνος θα πρέπει να
είναι το παρόν. Το ύφος τέτοιο που να υποδηλώνει μια αδιαμεσολαβητή, αμερόληπτη και
ολοκληρωμένη άποψη της πραγματικότητας. Να δίνει, με δυο λόγια, εντύπωση ότι ο
αναγνώστης η ο θεατής έχει δώσει λίγο από το χρόνο του για λογαριασμό των
σκιαγραφούμενων χαρακτήρων (σελ. 28)».

Ο ρεαλισμός εμπεριέχει την πιστότητα τόσο στις υλικές, αισθητά αντιληπτές λεπτομέρειες
του εξωτερικού κόσμου όσο και τις αξίες της κυρίαρχης ιδεολογίας. Κατά αυτόν τον τρόπο η
ιδεολογία εγγράφεται στο αντικειμενικό κόσμο της πραγματικότητας. Η στήριξη της
ιδεολογίας στην πραγματικότητα είναι ένας τρόπος για να κάνει να φαίνεται
αδιαμφισβήτητη και αδιαπραγμάτευτη (John FIske).

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι κοινωνικές αλλαγές συμβαίνουν, ιδεολογικές αξίες μεταβάλλονται και η τηλεόραση


αποτελεί μέρος αυτής της κίνησης. Είναι λάθος να τη δούμε ως δημιουργό κοινωνικών
άλλαγων η ακόμη να ισχυριστούμε ότι αυτό θα έπρεπε να είναι, διότι η κοινωνική αλλαγή
πρέπει να έχει τις ρίζε της στην υλική κοινωνική ύπαρξη. Ωστόσο, η τηλεόραση μπορεί και
πρέπει να είναι μέρος αυτής της αλλαγής και η αποτελεσματικότητα της θα την επισπεύσει
η θα την καθυστερήσει. Επομένως, σειρές όπως οι Άγγελοι του Τσάρλυ και Αστυνομικίνα στη
δεκαετία του 1970, παρά τις πολυπληθείς επινοήσεις αφομοίωσης, αποτελούσαν μέρος της
μεταβαλλόμενης θέσης των γυναικών στην κοινωνία μας και δεν θα μπορούσαν να έχουν
λαική απήχηση σε μια περίοδο που οι γυναίκες ήταν αυστηρά περιορισμένες στους
οικιακούς και παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους ( John Fiske). Οι Seggar και Wheeler (1973)
έκανα μια ανάλυση των επαγγελματικών ρόλων που απεικονίστηκαν στην τηλεόραση το
1971, σε σχέση με το φύλο και την φυλή, οδήγησε σε μέρικα πολλή ενδιαφέροντα
συμπεράσματα. Όμως μερικά στοιχεία έχουν μείνει αναλλοίωτα από τις προηγούμενες
μελέτες, όπως η υπερ-αναπαράσταση των αντρών και των μεσαίων επαγγελμάτων, είχε όμως
αυξηθεί σημαντικά η απεικόνιση των μη-λευκών. Αυτό με την σειρά του φαίνεται να
αντανακλά κάποια αλλαγή στο σύστημα πολιτισμικών αξιών, για το λόγο ότι οι μη-λευκοί δεν
αντιπροσωπεύονταν μόνο συχνότερα είχαν και επαγγέλματα υψηλότερου γοήτρου. Στις
γυναίκες οι μαύρες είχαν κατά μέσον όρο περισσότερο γόητρο από τις λευκές. Το γεγονός ότι
η μεταχείριση των φυλετικών μειονοτήτων είναι ευνοικότερη στο συμβολικό κόσμο της
τηλεόρασης από ότι στην κοινωνία, μπορεί να αποκαλύπτει ότι η φιλελεύθερη επιθυμία να
ενσωματωθούν κοινωνικά υπερισχύει του κοινωνικού γεγονός και ότι η τηλεόραση παίζει
ενεργό ρόλο σε αυτή τη υπό εξέλιξιν κοινωνική αλλαγή.

Οι Seggar και wheeler (1973) έκανα μια μελέτη για τα εργασιακά στερεότυπα και βρήκαν
ότι οι μαύροι και οι γυναίκες εμφανίζονται σε λιγότερα επαγγέλματα από ότι οι λευκοί και οι
άντρες. Επειδη αποτελεί ένα ενδιαφέρον σημείο σύγκρισης, αναφέρουμε ότι τα στερεότυπα
για τις Αγγλίδες στην αμερικανική τηλεόραση ήταν ακόμα πιο περιορισμένα: 70%
απασχολούνταν στα πέντε πιο συνηθισμένα επαγγέλματα (41% ως νοσοκόμες, 12% ως
γραμματείς και το υπόλοιπο 17% μοιραζόταν ισομερώς ανάμεσα σε υπηρέτριες, ηθοποιούς
και κρατικούς υπαλλήλους). Οι Seggar και Wheeler συνέκρινα άτομα και των δύο φύλων από
πέντε διαφορετικές φυλές και βρήκαν σημαντικές διαφορές ως προς το φύλο και τη φυλή.
Επόμενος στο συμβολικό κόσμο της τηλεόραση οι γυναίκες μειονεκτούν κοινωνικά
περισσότερο από τα μέλη των φυλετικών μειονοτήτων.

Η κοινωνική αλλαγή στις δημοκρατίες της βιομηχανικής κοινωνίας σπανίως προκύπτει μέσα
από την επανάσταση, που είναι το κοινωνικοπολιτικό ισοδύναμο του ριζοσπαστικού
κειμένου. Μάλλον προκύπτει ως αποτέλεσμα μίας διαρκούς έντασης μεταξύ εκείνων που
κατέχουν κοινωνική εξουσία και των υποτελών ομάδων που προσπαθούν να κερδίσουν
περισσότερη δύναμη, ώστε να στρέψουν τις κοινωνικές αξίες προς τα δικά τους συμφέροντα.
Το κειμενικό ισοδύναμο αυτού είναι το προοδευτικό κείμενο, όπου οι λόγοι της κοινωνικής
αλλαγής αρθρώνονται σε σχέση με το μεταλόγο της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η σειρά Cagney
and Lacey είναι ένα προοδευτικό κείμενο επειδή ο λόγος του φεμινισμού αρθρώνεται σε
διαρκή ένταση με εκείνον της κυρίαρχης ιδεολογίας της πατριαρχίας. Η παρουσία της
κυρίαρχης ιδεολογίας και της συμβατικής μορφής του ρεαλισμού, μέσω της οποίας
λειτουργεί, είναι απαραίτητη για να εξασφαλίσει τη δημοτικότητα και την ανταπόκριση μίας
εκπομπής, άλλα δεν αρνείται αναγκαστήκαν στους προοδευτικούς αντιθετικούς λόγους να
διατηρούν έναν χώρο για τον εαυτό τους. Θα λέγαμε ότι περισσότερο δίνει ένα πλαίσιο εντός
του οποίου παρόμοιοι αντιθετικοί λόγοι μπορούν να ακουστούν και η αντίθεση τους να
αποτελέσει μέρος της ουσίας του έργου (John Fiske).

Τηλεόραση και Διαφήμιση

Σημαντικό ρόλο παιζεί η διαφήμιση στην αναπαραγωγή της κουλτούρας. Η τηλεόραση έχει
διαδραμάτισει πρωταγωνιστικό ρόλο στην μεταβολή των αξιών. Ο Dunn τονίζει ότι η
τηλεόραση στον σύνολο της αποτελεί μια διαφήμιση υπάρχοντος συστήματος, υποστηρίζει,
όπως οι διαφημίσεις προσπαθούν να πουλήσουν προιόντα και να νομιμοποιήσουν
ταυτόχρονα ένα τρόπο ζωής. Ο Nicolaus Mills έχει χαρακτηρίσει την δεκαετία του 80 ως
κουλτούρα θριάμβου, μια κουλτούρα που είχε ως θεμέλιο της το θαυμασμό της εξουσίας. Η
κουλτούρα του θριάμβου ήταν η κουλτούρα των διασημοτήτων, όπου αυτοί που ήταν
διασημότητες αποτελούσαν και τα πρότυπα και επέφεραν μια σημαντική επίδραση στην
κοινωνική ζωή. Η πραδοσιακές αντιλήψεις της εργασιακής ηθικής και των οικογενειακών
αξιών αναθεωρήθηκαν, οπότε επιτυχία πλέον θεωρούνταν η κατοχή υλικών αγαθών. Αυτές
οι αξίες προβλήθηκαν μέσα από τις τηλεοπτικές εικόνες και τις διαφημίσεις, όπου
παρουσιάζονταν όμορφοι άνθρωποι με όμορφα πράγματα σε όμορφα μέρη. Κι όπως είναι
γνώστο, αυτές οι τηλεοπτικές παραγωγές εισήχθησαν σε άλλες χώρες η άποτέλεσαν μοντέλα
για εγχώρια προγράμματα. Ωστόσο αυτό που στην ουσία προέβαλλαν ήταν ότι και αυτοί που
ανήκαν σρ χαμηλή κοινωνικοοικομική κλίμακα, αυτοί δηλαδή που είχαν ελάχιστες
πιθανότητες να μοιραστούν άμεσα τον πλούτο της κουλτούρας του θριάμβου,
προσελκυστηκαν με την αύρα της. Αυτή η κουλτούρα υποσχόταν ότι ο καθένας θα μπορούσε
να γίνει ένα αστέρι εάν δούλευε σκληρά και ότι οι υλικές απολαβές ήταν άμεσα διαθέσειμες
για να τις αποκτήσεις. Η δεκαετία του 80 χαρακτηριζέται από μια βασική παραδοξότητα όπου
ενσωματώνεται στις θεμελιώδεις αρχές του δυτικού πολιτισμού. η δυτική κοινωνία δίνει
προτεραιότηρα στον ατομικισμό, ενώ την ίδια στιγμή συνηγορεί υπέρ μιας ιδανικής έννοιας
της ισότητας. Ενώ η ανάγκες μς διαφέρουν και αναζητούν ως διέξοδο μοναδικές προσωπικές
εμπείριες, περιορίζουνε αυτή την αναξήτηση σε συγκεκριμένες επιλογές, οι οποίες μας
προτείνονται μέσα από ένα αμάλγαμα ταχύτατα κινούμενων τηλεοπτικών εικόνων,
προσδιορίζουν τι είναι κοινωνικά αποδεκτό. Τα ιδιαίτερα λάιφ στάιλ προσδιορίζονται από
την τηλεόραση. Μια σειρά προγραμμάτων, όπως το Τριάντα και κάτι και οι αντιγραφές του
έχουν βοηθήσει μια γενιά γιπηδον στις ΗΠΑ, άλλα και αλλού, να διαμορφώσουν το
προσωπικό τους στυλ, ακολουθώντας τους αγαπημένους χαρακτήρες τους, όπου ο καθένας
αντιπροσωπεύει ένα μοναδικό χαρακτήρα, ο οποίος διαφοροποιείται από τους άλλους με
βάση την ενδυμασία του, το σπίτι του και το εργασιακό του περιβάλλον. Με άλλα λόγια στην
κουλτούρα του θριάμβου οι τηλεοπτικές αναπαραστάσεις αντικαθιστούν την
πραγματικότητα

You might also like