Professional Documents
Culture Documents
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Διπλωματική εργασία
της
Θεοδοσιάδου Έλενας
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2017
1
Περίληψη
Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της μορφής που έλαβε ο
υπερρεαλισμός στην Ελλάδα, μετά από την παρουσίαση του θεωρητικού υποβάθρου
του κινήματος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο το 1935. Στο πλαίσιο αυτού του σκοπού,
εξετάζονται τα όσα ανέφερε ο Έλληνας ποιητής, αλλά ταυτόχρονα εξετάζεται και το
κλίμα που επικρατούσε τότε στους φιλολογικούς κύκλους στην Ελλάδα.
Παρουσιάζεται μια σειρά άρθρων και κειμένων της εποχής, αναφορικά με την
εμφάνιση της αυτόματης γραφής, με σκοπό τη δημιουργία μιας, όσον το δυνατόν,
πληρέστερης εικόνας.
Abstract
The purpose of the present paper is to investigate the form, which surrealism
took in Greece, after the presentation of the theoretical background of the movement
by Andreas Empirikos in 1935. Under this purpose, a review of what was said by the
Greek poet and the atmosphere in literally circles in Greece back then, are presented.
We quote a number of articles and texts of the time, regarding the appearance of
automatic writing in Greece, in order to create one, as far as possible, complete
picture.
1
Περιεχόμενα
Πρόλογος……………………………………………………………......……………..3
Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή…………………………………………..…………..….…….6
2.2 Ο υπερρεαλισμός……………………………………………………....……..15
Συμπεράσματα………………………………………………………….….………….70
Βιβλιογραφία………………………………………………………..….……………..74
2
Πρόλογος
Στόχος μας σε τούτη τη μελέτη υπήρξε η διερεύνηση της μορφής που έλαβε ο
υπερρεαλισμός στην Ελλάδα, ιδωμένος μέσα από το θεωρητικό πλαίσιο που
κατασκεύασε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Το θέμα του υπερρεαλισμού αποτελεί εν γένει
ένα «δύσβατο» αντικείμενο για κάθε ερευνητή, μιας και από τη φύση του τούτο το
κίνημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «νεφελώδες». Ο ελληνικός υπερρεαλισμός,
όμως, εμφανίζει ακόμα μεγαλύτερες ερευνητικές δυσκολίες από τον γαλλικό, αφού η
βιβλιογραφία γύρω από το θέμα αυτό είναι μικρή έως και ανύπαρκτη. Ωστόσο, δεν
παύει ως ζήτημα να έχει πολλές ανεξερεύνητες πτυχές.
1
Έχει υποστηριχθεί πως ο Θεόδωρος Ντόρρος με τη συλλογή του «Στου γλυτωμού το χάζι» υπήρξε ο
πρώτος που εκφράστηκε υπερρεαλιστικά στην Ελλάδα. Ωστόσο, η θέση αυτή δεν φαίνεται να
ευσταθεί, αφού τα υπερρεαλιστικά στοιχεία της συλλογής οφείλονται μάλλον στο γεγονός ότι ο
Ντόρρος δεν γνώριζε σε ικανοποιητικό βαθμό την ελληνική. (Κόκορης Δ., Ποιητικός ρυθμός:
παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 137).
3
βιβλιογραφία, συμβάλλοντας στην ουσιαστικότερη εξέταση και ανάδειξη του θέματος
του ελληνικού υπερρεαλισμού. Επιπλέον, ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα δεν έλαβε
αναγνώριση, ανάλογη με τούτη των σύγχρονών του ρευμάτων, παρόλη την
αναστάτωση που προκάλεσε η έλευσή του στη χώρα μας. Έτσι, θέλουμε να
στρέψουμε το βλέμμα στο κίνημα αυτό, το οποίο κατά τη γνώμη μας, έπαιξε
σημαντικό ρόλο στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά, δυστυχώς, δεν
έλαβε την αναγνώριση που θα περίμενε κανείς.
4
Στο τελευταίο μέρος, αυτό που μας απασχολεί, είναι το φιλοσοφικό υπόβαθρο
του καλλιτεχνικού κινήματος. Χωρίς να υποστηρίζουμε ότι υπήρξε αιτιακή σχέση
ανάμεσα στον εκάστοτε φιλοσοφικό λόγο και στον υπερρεαλισμό, ο τελευταίος
φαίνεται να φέρει ποικίλα φιλοσοφικά στοιχεία. Αφορμώμενοι από τη σκέψη του
Ηράκλειτου και του Hegel, στεκόμαστε περισσότερο στον Freud, ο οποίος επηρέασε
όσο κανείς τη θεωρία του υπερρεαλισμού, αλλά και στο έργο του Marx, αφού το
κίνημα για αρκετά χρόνια είχε κομμουνιστικό πρόσημο.
5
Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή
Θεωρούμε σκόπιμο, λοιπόν, πριν προβούμε στην ανάλυση της διάλεξης του
’35, να παραθέσουμε κάποια βιογραφικά στοιχεία του Έλληνα ποιητή, με σκοπό να
σχηματιστεί η ευρύτερη εικόνα της εισόδου του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, θα παραθέσουμε και τα στοιχεία της εύρεσης του κειμένου της
διάλεξης, η οποία έγινε μόλις στο πρόσφατο παρελθόν, από τυχαία αιτία.
Γεννημένος στις 2 Σεπτεμβρίου του 1901 στην Μπράιλα της Ρουμανίας από
εύπορη οικογένεια εφοπλιστών, έχοντας όμως καταγωγή από την Άνδρο,
εγκαθίσταται με την οικογένειά του στη Σύρο το 1902 και έπειτα στην Αθήνα το
1908. Αφού ολοκλήρωσε τη θητεία του στο Ναυτικό, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών και έπειτα μετακόμισε στη Λωζάννη, για να σπουδάσει οικονομικά.
Αργότερα, ενώ εργαζόταν στις οικογενειακές επιχειρήσεις στο Λονδίνο σε σχετικά
ασήμαντη θέση, ήρθε σε επαφή με τη φιλοσοφία και την αγγλική φιλολογία.
Το 1926 όμως με αφορμή μια διαμάχη με τον πατέρα του εγκαθιδρύεται στο
Παρίσι με σκοπό να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση. Η περίοδος αυτή θεωρείται πολύ
σημαντική για τον ποιητή, αφού μένοντας στο Παρίσι ήρθε σε επαφή με τον René
Laforgue, ιδρυτή της «Ψυχαναλυτικής Εταιρίας του Παρισιού» και με τους
6
υπερρεαλιστές. Από το 1928 μέχρι το 1931 ψυχαναλύεται από τον Laforgue με κύριο
αντικείμενο της θεραπείας τη σχέση του ποιητή με την ισχυρή προσωπικότητα του
πατέρα του, υπό το βάρος της οποίας αισθανόταν να συντρίβεται. 2 Το 1933 ωστόσο,
έρχεται η ρήξη τόσο με τον ψυχαναλυτή του, όσο και με τον πατέρα του– παρόλο
που το 1931, μετά από προσπάθεια συμφιλίωσης με τον τελευταίο, είχε αναλάβει τη
σημαντική θέση του διευθυντή των Ναυπηγείων Βασιλειάδη – καθώς και η «κίνηση
προς τα έξω», η κατεύθυνση δηλαδή του Εμπειρίκου προς την επανάσταση, τον
υπερρεαλισμό και την επαγγελματική ενασχόληση με την ψυχανάλυση, μακριά από
τη σκιά των κοινωνικών συμβάσεων εξαιτίας της θέσης της οικογένειάς του.3 Την
ίδια χρονιά γίνονται εμφανείς και οι μαρξιστικές πεποιθήσεις του, αφού εκφράζει την
αλληλεγγύη του στους αγώνες των εργατών των Ναυπηγείων Βασιλειάδη και
παραιτείται από τη θέση του· όπως έχει άλλωστε δηλώσει κι ο ίδιος: «είχα βαθύτατα
συγκινηθεί από τη ρωσική επανάσταση».4 Τελικά, όμως, αργότερα αποκήρυξε τον
κομμουνισμό.
2
Σιγάλας Ν., Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού ή μπροστά στην
αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας, εκδ. Άργα, Αθήνα 2012, σελ. 92.
3
Σιγάλας Ν., ό.π., σ. 96-97.
4
Ηριδανός, τευχ. 4, 19-74, σ. 174.
7
Το 1936, συνεχίζοντας την προσπάθεια να κάνει γνωστό τον υπερρεαλισμό
στην Ελλάδα, οργανώνει στο σπίτι του μια έκθεση ζωγραφικής, με έργα που έφερε ο
ίδιος από το Παρίσι, των Tanguy, Domínguez, Ernst,Brauner και Miró.5 Παράλληλα,
ανοίγει το πρώτο ψυχαναλυτικό γραφείο στην Αθήνα – μετά το πέρας της διδακτικής
ψυχανάλυσης πλάι στον Laforgue – γίνεται μέλος της «Διεθνούς Ψυχαναλυτικής
Εταιρίας» έως το 1951, δείχνοντας το αδιαχώριστο ψυχανάλυσης και υπερρεαλισμού.
Παράλληλα, με την βοήθεια και της Μαρίας Βοναπάρτη και των ψυχαναλυτών Δ.
Κουρέτα και Γ. Ζαβιτσίανο – οι οποίοι ήταν υπό την εποπτεία του – ιδρύει την
«Ελληνική Ψυχαναλυτική Ομάδα» και γράφει δύο επιστημονικές μελέτες πάνω στην
ειδικότητά του, τις ψυχώσεις.6
5
Σιγάλας Ν., Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού ή μπροστά στην
αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας, ό.π., σ. 107.
6
Ελύτης Ο., Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, εκδ. Ύψιλον, Β’ έκδοση, Αθήνα 1980, σ. 32-33.
7
Αμπατζοπούλου Φ., ...δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1980, σ.
400.
8
Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες», η οποία φέρει κοινά στοιχεία με
την «Ενδοχώρα».
Όσον αφορά την προσωπική ζωή του ποιητή, νυμφεύτηκε το 1940 την επίσης
ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, με την οποία χώρισε το 1944 για να ξαναπαντρευτεί
λίγο αργότερα (1947) την Βιβίκα Ζήση με την οποία απέκτησε έναν γιό, τον Λεωνίδα
Εμπειρίκο. Απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1975 στην Κηφισιά, αφού έπασχε από
καρκίνο του πνεύμονα.
8
Γιατρομανωλάκης Γ., Ανδρέας Εμπειρίκος: ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα
1983, σ. 42.
9
Εμπειρίκος Α., Γράμματα στον πατέρα, τον αδελφό του Μαράκη και την μητέρα (1921-1935), εκδ.
Άγρα, Αθήνα 2009, σ. 31.
10
Ελύτης Ο., Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, ό.π., σ. 31.
9
Ελλάδα, προσθέτοντας και αυτός με τη σειρά του το «λιθαράκι» του στην
προσπάθεια της επικοινωνίας του ελληνικού χώρου με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Η εύρεση της διάλεξης του 1935 έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην εικόνα
που είχε σχηματιστεί για τον Εμπειρίκο ως εισηγητή του υπερρεαλισμού στην
Ελλάδα. Το γεγονός ότι γνωρίζαμε για αυτή μέσω αναφορών άλλων ποιητών –
κυρίως του Ελύτη που ήταν ανάμεσα στο κοινό – αλλά κατά κύριο λόγο του
γεγονότος ότι ο Εμπειρίκος είχε αποφασίσει «να μην κάνει ποτέ φιλολογία»,11 να μην
αφήσει, δηλαδή, θεωρητικό έργο, οδήγησε πολλούς μελετητές στην άποψη ότι ο
υπερρεαλισμός εισήχθη ακρωτηριασμένος και ετεροχρονισμένα στην Ελλάδα.
Το ιστορικό της ανεύρεσης του αρχείου ξεκινά το 2004, όταν ο γιός του
ποιητή, Λεωνίδας Εμπειρίκος, βρίσκει τυχαία στην αποθήκη του σπιτιού της γιαγιάς
του Στεφανίας έξι βαλίτσες με χειρόγραφα. Δύο χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο της
Βιβίκας Εμπειρίκου, η οποία διέμενε στο ίδιο σπίτι στην οδό Νεοφύτου Βαμβά 6, μια
πλημμύρα της αποθήκης στάθηκε η αφορμή της ανακάλυψης τουλάχιστον τεσσάρων
χιλιάδων βιβλίων, άλλων χειρογράφων και κειμένων που αποτέλεσαν το χαμένο
αρχείο του ποιητή. Όλα τα κείμενα που βρέθηκαν έχουν συνταχθεί πριν από το 1947,
χρονιά του γάμου του ζεύγους Εμπειρίκου και της έναρξης της διαμονής τους στην
οδό Αινιάνος 8, όπου στεγαζόταν και το ψυχαναλυτικό γραφείο του ποιητή. Από εκεί
άρχισαν οι διαδοχικές μετατοπίσεις του αρχείου με αποτέλεσμα να χαθεί. Μαζί με το
κείμενο της διάλεξης βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός επιστολών, κάποια σχέδια
κομμουνιστικών μανιφέστων, η πρώτη γραφή της «Ενδοχώρας», μια εκδοχή των
«Γραπτών» και μια δακτυλογραφημένη εκδοχή της «Υψικαμίνου», μια ανέκδοτη
συλλογή με νεωτεριστικού τύπου ποιήματα.12
10
αναφοράς των 30 γραμμών, γραμμένες με μολύβι. (...) μαζί με το χειρόγραφο
βρέθηκαν επίσης, εκτός των άλλων, δυόμισι δακτυλογραφημένες σελίδες που
περιέχουν ένα μέρος της αρχής της, (...) η πρώτη σελίδα μίας άλλης εκδοχής της
διάλεξης, καθαρογραφημένη, χωρίς διορθώσεις, (...) έξι χειρόγραφες κόλλες
αριθμημένες, (...) κατά πάσα πιθανότητα σελίδες του προσχεδίου της διάλεξης» και
τέλος «δώδεκα χειρόγραφες σελίδες στα γαλλικά, χωρίς αρίθμηση, με πολλές
διαγραφές και διορθώσεις». Η γλώσσα, τώρα, φαίνεται να είναι απλή, δημοτική,
διαφορετική πάντως από την ιδιόμορφη καθαρεύουσα της «Υψικαμίνου». 13
Ο τίτλος της διάλεξης ήταν «Περί Σουρρεαλισμού» και τον ίδιο όρο
χρησιμοποιεί ο Εμπειρίκος και τον επόμενο χρόνο στη συνέντευξή του στον Κωστή
Μπαστιά. Μετά την έκδοση της «Υψικαμίνου», η λέξη αυτή χρησιμοποιήθηκε από
τους αντιπάλους του κινήματος ως υβριστικό σχόλιο και απορρίφθηκε από τους
Έλληνες υπερρεαλιστές.
Η διάλεξη του ’35, η έκδοση της «Υψικαμίνου» λίγους μήνες αργότερα και η
ενθουσιώδης απόφαση να οργανωθεί «η Α’ Διεθνής Υπερρεαλιστική Έκθεση των
Αθηνών» στο σπίτι του Εμπειρίκου το ’36, αποτελούν τις πράξεις εδραίωσης του
κινήματος στην Ελλάδα. Η χρονική αυτή περίοδος δεν είναι καθόλου τυχαία και
ασήμαντη – δεδομένου ότι το πρώτο «Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού» εκδίδεται από
13
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2009, σ. 20-24.
14
Εμπειρίκος Α., ό.π. (σημ. 1) σ. 9.
15
Ελύτης Ο., Ανοιχτά Χαρτιά, εκδ. Ίκαρος, β’ έκδοση, 1982, σ. 256.
11
τον Breton δέκα χρόνια, σχεδόν, νωρίτερα (1924) – διότι έχει προηγηθεί η διαγραφή
του Breton και άλλων υπερρεαλιστών καλλιτεχνών από το Κομμουνιστικό Κόμμα
Γαλλίας (1933) και εκείνη τη χρονιά αποπέμπονται και από το «Συνέδριο των
συγγραφέων για την προάσπιση της κουλτούρας». Έτσι ο Εμπειρίκος, ο οποίος ήδη
είχε αφήσει να φανεί η δυσαρέσκεια του προς τον αυστηρό εσωτερικό κανονισμό των
κουμμουνιστικών κομμάτων, στέκεται στο πλευρό του Breton, στο όραμα του
ορθόδοξου υπερρεαλισμού, εκτός κομματικών πρακτικών.
Στα πλαίσια της διάλεξης, ο Εμπειρίκος αναφέρθηκε τόσο στο ιστορικό του
κινήματος, όσο και στην εξέλιξή του. Αυτό που ουσιαστικά προσπάθησε να κάνει
ήταν να δείξει συνοπτικά όλες τις πλευρές του υπερρεαλισμού στο κοινό, να δώσει
μια πρώτη «γεύση» του τί είναι τελικά αυτό που αναστάτωνε τους καλλιτεχνικούς
κύκλους, μέχρι τότε, του Παρισιού. Γι αυτό το λόγο, μετέφρασε αποσπάσματα από τα
Μανιφέστα το ’24 και ’29, καθώς και το σημαντικότερο, επεκτάθηκε και στο
κοινωνικοπολιτικό κομμάτι του ρεύματος.
Το κείμενο της διάλεξης εκδόθηκε το Νοέμβριο του 2009 από τις εκδόσεις
Άγρα και την εισαγωγή – επιμέλεια έκανε ο Γίωργης Γιατρομανωλάκης.
16
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935,ό.π., σ.77.
12
Κεφάλαιο 2. Η διάλεξη: η θεωρητική παρουσίαση του
υπερρεαλισμού
Τί είναι ο ντανταϊσμός τελικά; Ξέσπασε περί τα 1916 στην Ελβετία και έπειτα
επεκτάθηκε στη Γερμανία, Γαλλία και Αμερική, με εφαρμογές στις εικαστικές τέχνες,
στο θέατρο και τη λογοτεχνία. Μεταξύ των σημαντικότερων εκπροσώπων του ήταν οι
Louis Aragon, Hugo Ball, Marcel Duchamp, Philippe Soupault, TristanTzara.
Ο Εμπειρίκος περιγράφει την απαρχή του κινήματος ως εξής: «(...) μέσα στα
κοινωνικά και στα ακαδημαϊκά κάτεργα των ποικιλωνύμων βερμπαλισμών και
φορμαλισμών, κάτω από τον ζυγό διαφόρων ηθικών ή αισθητικών κανόνων
απαράβατων, και μέσα στα συμβατικά πλαίσια ενός στείρου εγκεφαλισμού, ολίγοι
νέοι που δεν ήθελαν να μείνουν μέχρι τέλους μιμητές και δούλοι, αναπέτασαν την
σημαία της ανταρσίας και φανατικά εναντιωμένοι, σηκώθηκαν και κραύγασαν ο
καθένας στη δική του γλώσσα ΟΧΙ».18 Έτσι, οι πρώτοι ντανταϊστές ήταν αυτοί οι
17
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ. 49,
18
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ.51-52.
13
οποίοι θέλησαν να σπάσουν τα δεσμά του ακαδημαϊσμού και του καθωσπρεπισμού,
και σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν, μην αφήνοντας τίποτα όρθιο στο πέρασμά τους.
19
Ρίχτερ Χ., Νταντά, εκδ. Υποδομή, Αθήνα, 1983, σ. 16, 23.
20
Τζαρά Τ., Μανιφέστα του Ντανταϊσμού, εκδ Αιγόκερως, 1987, σ. 19-20.
21
Το πρώτο ήταν η απαγγελία του Ball στα εγκαίνια του «Cabaret Voltaire» στη Ζυρίχη το 1916.
22
Τζαρά Τ., Μανιφέστα του Ντανταϊσμού, ό.π., σ. 21.
23
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 50, 52, 56.
24
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ. 58.
14
σημείο, στο οποίο δεν συγκλίνουν τα δύο ρεύματα είναι ότι «ο Ντανταϊσμός δεν μας
παρουσίασε αρκετά σαφές κριτήριο αντικειμενικής διαφοροποίησης μεταξύ
συνειδητών και ασυνείδητων συνειρμών».25 Τέλος, ο Εμπειρίκος τονίζει ότι «(...) ο
ντανταϊσμός ήταν μια μεγάλη révolte και αποτελούσε ας πούμε το δυναμικόν μιας
επανάστασης, δεν ήταν όμως καθαυτό επανάσταση, ενώ ο Σουρρεαλισμός είναι μια
πραγματική επανάσταση (...)».26
2.2 Ο υπερρεαλισμός
25
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ. 59.
26
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ. 61.
27
Ρίχτερ Χ., Νταντά, ό.π., σ. 48.
15
ποιητικής έκφρασης. Στη διάρκεια του ταξιδιού είχε σταματήσει για να θαυμάσει
έναν ορμητικό καταρράκτη, τα νερά του οποίου έπεφταν με δύναμη πάνω σε βράχους
και φυτά. Τότε του ήρθε η ιδέα να εναρμονίσει τον τρόπο γραφής των ποιημάτων του
με την άγρια πτώση των υδάτων του καταρράκτη, την ακανόνιστη αυτή φυσική
διαδικασία. Από τη μέρα εκείνη ξεκίνησε να γράφει νέα ποιήματα, τα οποία αρχικά
δεν ικανοποιούσαν τις προσδοκίες του, μέχρι να φτάσει να συναντηθεί με την
υπερρεαλιστική θεωρία και να βρει τον δρόμο του.28
Στη διάλεξη, όμως, δεν αναφέρει το πώς ήρθε σε επαφή με τη θεωρία. Αφού
έθεσε τις βάσεις πάνω στις οποίες θα στηρίξει το ότι ο υπερρεαλισμός υπήρξε
δυνατότερος και επαναστατικότερος από το νταντά, ξεκινά να παρουσιάζει την
υπερρεαλιστική θεωρία με μια αναφορά στον André Breton.
Ο Breton γεννήθηκε το 1896 στη Γαλλία και υπήρξε μέλος της πρωτοπορίας
του Παρισιού. Όταν το κύμα του νταντά ξεχύθηκε στο Παρίσι (1919– 1922), αυτός κι
άλλοι συγγραφείς, οι οποίοι έπειτα αποτέλεσαν την πρώτη σουρρεαλιστική ομάδα,
ήρθαν σε επαφή με αυτό και τον Tzara. Ο Breton ήταν ο πρώτος που συγκρότησε τη
υπερρεαλιστική θεωρία και εξέδωσε τα δύο μανιφέστα· το πρώτο το 1924 και το
δεύτερο το 1930. Σ’ αυτά συγκεντρώνονται οι φιλοδοξίες, οι σκοποί, καθώς και τα
μέσα που χρησιμοποιούν οι υπερρεαλιστές καλλιτέχνες. Πέθανε το 1966 στο Παρίσι.
28
Εμπειρίκος Α., Γραπτά ή προσωπική μυθολογία, εκδ. Πλειάς, Αθήνα, 1974, σ. 9-11.
29
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 61-62.
16
Η εικόνα, και μάλιστα η παράδοξη εικόνα, κατέχει σημαντική θέση στον
υπερρεαλισμό. Ο Εμπειρίκος χαρακτηρίζει τις υπερρεαλιστικές εικόνες ως εικόνες
εναργείς, εν κινήσει, που κατέχουν ένα modus vivendi και ένα status quo δικό τους.30
Ο Breton αναφέρει τα λόγια του Pierre Reverdy, Γάλλου ποιητή και θεωρητικού, από
άρθρο του στο «Nord – Sud» του 1918, ότι «όσο περισσότερο οι σχέσεις των δύο
"πλησιασμένων" πραγματικοτήτων θα είναι μακρινές κι ακριβείς, τόσο περισσότερο η
εικόνα θα είναι έντονη – τόσο περισσότερο θα έχει δύναμη συγκινησιακή και
πραγματικότητα ποιητική».31 Από την άλλη πλευρά η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου
στην εισαγωγή του «…δεν άνθησαν ματαίως» παρατηρεί πως «η εικόνα δεν γεννιέται
από τη σύγκριση, αλλά από την παράθεση ανόμοιων πραγμάτων»,32 αφού η
παράθεση μπορεί να χαρακτηριστεί από μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας. Η εικόνα,
τελικά, στην υπερρεαλιστική ποίηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέσο περιγραφής,
πίσω από το οποίο κρύβεται αυτό που πραγματικά θέλει να εκφράσει ο ποιητής –
όπως συμβαίνει με άλλες μορφές ποιητικού λόγου – αλλά θεωρείται αυτή καθ’ αυτή
το νόημα· επομένως η θέση της είναι πολύ σημαντική.
30
Εμπειρίκος Α., Γραπτά ή προσωπική μυθολογία, ό.π., σ. 18 (Για την υπερρεαλιστική εικόνα βλ.
«Αμούρ- Αμούρ» σ. 17-19).
31
Μπρετόν Α. , Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1982, σ. 24.
32
Αμπατζοπούλου Φ., ...δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, ό.π., σ. 18.
33
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 62-63.
34
Παράδοξο αποτελεί το γεγονός ότι ο ίδιος ο Freud αντιπαθούσε έντονα την πρωτοποριακή τέχνη και
είχε σχολιάσει αρνητικά τον υπερρεαλισμό. Μόνο ένα χρόνο πριν τον θάνατό του φάνηκε να αλλάζει
γνώμη.
17
θα πραγματωνότανε η απελευθέρωση των συνειδήσεων από την τυραννία της
συμβατικότητας· βασικό αίτημα της σουρρεαλιστικής ομάδας. Στις 4 Νοεμβρίου του
1900 εκδίδει την «Ερμηνευτική των ονείρων», το μανιφέστο της ψυχανάλυσης. Εκεί
ο Freud διατυπώνεται για πρώτη φορά η άποψη ότι το όνειρο δεν είναι μια τυχαία
εγκεφαλική διαδικασία παρά η έκφραση κεκαλυμμένων (μέσω συμβόλων πολλές
φορές), απωθημένων επιθυμιών από την εν εγρηγόρσει ζωή. «Το όνειρο μπορεί να
επιλέξει το υλικό του από οποιαδήποτε περίοδο της ζωής, αρκεί μόνο ένα νήμα
σκέψεων να φθάνει από τα βιώματα της ημέρας του ονείρου ως αυτά τα
παλαιότερα».35 Μέσω της περιγραφής και της ανάλυσης του ονείρου, μπορεί να
«ξεσκεπάσει» κανείς την πραγματική επιθυμία που δημιούργησε το όνειρο, και σε
αυτό συμβάλλουν καθοριστικά οι ελεύθεροι συνειρμοί, εργαλείο των υπερρεαλιστών.
Ο Freud μίλησε, επίσης, για τα σύμβολα στην ονειρική διαδικασία, για συγκεκριμένα
αντικείμενα δηλαδή που εμφανίζονται στο όνειρο, αλλά ταυτίζονται με κάτι άλλο,
διαφορετικό μορφικά από αυτό με το οποίο παρουσιάζονται.
35
Φρόυντ Σ., Ερμηνεία των ονείρων, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα, 1993, σ. 161-162.
36
Μπαστιάς Κ., Φιλολογικοί περίπατοι: συνομιλίες με 38 συγγραφείς του 20 ου αιώνα, εκδ. Καστανιώτη,
Αθήνα 1999, σ. 308.
37
Duplessis Y. , Ο Σουρρεαλισμός, εκδ. Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1964, σ. 35.
18
μόνη της ως μια αυθύπαρκτος οντότης, χωρίς να την πειθαρχούμεν ημείς με το
νόημα, τας προθέσεις μας ή το λογικόν μας».38
38
Μπαστιάς Κ., Φιλολογικοί περίπατοι: συνομιλίες με 38 συγγραφείς του 20 ου αιώνα, ό.π., σ. 308.
39
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 64-65.
40
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ. 69.
19
marveilleux)».41 Αυτό το «εξαίσιο», όμως, για να το ανακαλύψει κανείς δεν αρκεί η
βιαστική ματιά σε ένα υπερρεαλιστικό ποίημα, ειδικά από κάποιον μη εξοικειωμένο,
αλλά πρέπει να εισχωρήσει σε βάθος το βλέμμα του, να ξεπεράσει το ξάφνιασμα και
σαν άλλες Αμερικές θα ξεπροβάλουν εμπρός του οι «πραγματικές» λειτουργίες της
σκέψης. Δεν είναι τυχαίο που αναφέρεται σε αυτό ο Εμπειρίκος, αφού αφενός το
κοινό του δεν ήταν εξοικειωμένο με το κίνημα και αφετέρου η πλειοψηφία ήταν
αρνητικά προσκείμενη· οπότε είναι σαν να προλαμβάνει με κάποιον τρόπο.
Κάτι στο οποίο δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στην εισαγωγική αυτή
διάλεξη, είναι οι διαφορές ενός υπερρεαλιστικού ποιήματος με ένα που ανήκει σε
κάποιο άλλο καλλιτεχνικό ρεύμα. «Η μη σουρρεαλιστική ποίηση διαφέρει βασικά
αφ’ ενός στο προτσές της εξωτερίκευσης και αφ’ ετέρου στο γίγνεσθαι όχι μόνο του
ποιήματος μα και εκείνου που ονομάζουμε έμπνευση».42 Το προτσές έχει κοινά
στοιχεία, για να μην πει κανείς ταυτίζεται, με τη ροή των ονείρων, με τον τρόπο
δηλαδή που σχηματίζονται τα όνειρα· οπότε όχι με το όνειρο καθεαυτό. Ο ποιητής
θεωρεί ότι η ονειρική διαδικασία προσφέρει τη μέθοδο, τον τρόπο σύνθεσης αλλά όχι
το υλικό των ποιημάτων.43 Άρα, παρόλο που το ονειρικό στοιχείο είναι κομβικό για
τα υπερρεαλιστικά έργα τέχνης δεν αποτελεί την πρώτη ύλη τους, δεν έχουμε δηλαδή
περιγραφές ονείρων, παρά τον τρόπο, την αλληλουχία με την οποία δημιουργούνται.
Όσον αφορά τον υπερρεαλιστή καλλιτέχνη, εξηγεί παρακάτω ότι αυτός είναι
που θα παραδώσει ένα έργο χωρίς να έχει προβεί σε κριτικό έλεγχο πρωτύτερα ή σε
διορθώσεις. Σε ραδιοφωνική συνέντευξη που έδωσε το1960 με τίτλο «Τί είναι ο
Υπερρεαλισμός» λέει χαρακτηριστικά: «Αλλά δια να εννοήσσωμεν την καθ’ αυτού
υπερρεαλιστική έκφρασιν πρέπει να αναφερθούμε και να θυμηθούμε, ότι εκεί που
ένας συγγραφεύς χρησιμοποίησε την λογικήν και το λογικόν ειρμόν, ο υπερρεαλιστής
έκανε ακριβώς το αντίθετο, παραμερίζων πάσαν επίδρασιν προερχόμενην από
λογικήν ή από έννοιες ηθικής μορφής ή αισθητικής».44 Το υπερρεαλιστικό έργο,
τώρα, δεν περιγράφει απλά μια πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας διάφορα εργαλεία,
όπως οι μεταφορές, παρομοιώσεις κ. α., αλλά τη δημιουργεί δίνοντάς της ζωή· ενώ η
41
Καραντώνης Α., Νεοελληνική λογοτεχνία: φυσιογνωμίες, τόμος δεύτερος, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, Γ’
έκδοση, Αθήνα 1977, σ. 252.
42
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 70.
43
Γιατρομανωλάκης Γ., Ανδρέας Εμπειρίκος: ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, ό.π., σ. 27.
44
Γιατρομανωλάκης Γ., ό.π., σ. 29.
20
μη υπερρεαλιστική τέχνη απλά την περιγράφει, κάνοντας ξεκάθαρα τον αναγνώστη
να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που διαβάζει – βλέπει αποτελεί μια έντεχνη κατασκευή.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της υπερρεαλιστικής ποίησης είναι ότι δεν αποτελεί
προνόμιο μιας «ιδιοφυΐας», αλλά βρίσκεται στη διάθεση οποιουδήποτε επιθυμήσει να
45
Για παράδειγμα ο Εμπειρίκος στην «Ενδοχώρα» γράφει «Η ποίησις είναι ανάππτυξι στίλβοντος
ποδηλάτου» ή «Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες». Και στις δύο περιπτώσεις έχει παραλειφθεί
το «σαν».
46
Μπρετόν Α., Μανιφέστα του σουρρεαλισμού, ό.π., σ. 17.
47
Μπρετόν Α., Υπερρεαλισμός και ζωγραφική, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1981, σ. 84.
48
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 72.
49
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ. 74-75.
21
ασχοληθεί, «φτάνει ο ποιητής να μην περιφρονήσει τα απλούστατα μέσα που του
προσφέρει ο Σουρρεαλισμός, φτάνει να μην ντραπεί την ενδόμυχη του αλήθεια,
φτάνει να μην κωφεύσει στη σουρρεαλιστική φωνή που πάντοτε αντηχεί εντός
μας».50 Ο Γιατρομανωλάκης παρατηρεί πως «καταλύεται κάθε στεγανό ανάμεσα στον
"ποιητή" και τον κοινό άνθρωπο, δίνεται η δυνατότητα σε όλους να προσεγγίσουν την
ποιητική ουσία»,51 από τη στιγμή που όλοι μπορούν να έχουν πρόσβαση στο
ασυνείδητο τους. Έτσι, η ποίηση από έντεχνη συναρμολόγηση λέξεων, γίνεται
«ποίηση – ενέργεια, ποίηση – λειτουργία του πνεύματος, ποίηση – ζωή».52 Ο
υπερρεαλισμός επιστρέφει στη φαντασία τα δικαιώματά της και βοηθάει την τέχνη
της ποίησης να ξεφύγει από στείρες φορμαλιστικές τεχνικές, χωρίς αυτό να σημαίνει
ότι χάνουν την αξία τους τα μεγάλα μη υπερρεαλιστικά έργα τέχνης.
50
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ. 75-76.
51
Γιατρομανωλάκης Γ., Ανδρέας Εμπειρίκος: ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, ό.π., σ. 35.
52
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 75.
53
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ. 77.
54
Αμπατζοπούλου Φ., ...δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, ό.π., σ. 34.
22
2.3 Υπερρεαλισμός και επανάσταση
«Εννοείται πως μια θεωρία όπως ο Σουρρεαλισμός που καθώς είδαμε άνοιγε
ανέλπιστα νέους πλατύτατους ορίζοντες στην πνευματική δράση του ανθρώπου, δεν
ήταν δυνατόν ν’ αφήσει τους οπαδούς της προσηλωμένους μόνο στα ζητήματα της
ποίησης (…) η δριμύτατη κριτική που έκανε της λογικής, τα εγκώμια που έπλεκε του
πνεύματος, η κατά το μάλλον ή ήττον ανυπόταχτη στάση των οπαδών του στη ζωή,
μα κυρίως η βαθύτερη έννοια που περιέκλειε στο σύνολό της η θεωρία, μας δείχνουν
πως ο Σουρρεαλισμός είχε από την αρχή επαναστατικό χαρακτήρα».56 Με αυτά τα
λόγια εισάγει την έννοια της επαναστατικότητας του κινήματος στο κοινό του ο
Έλληνας ποιητής. Είναι φυσικό ένα κίνημα που είχε ως στόχο την ολοκληρωτική
απελευθέρωση του ατόμου από κάθε μορφής καταπίεση, ένα κίνημα που
δημιουργήθηκε ακριβώς από τη δυσαρέσκεια του αφόρητου κομφορμισμού της
αστικής τάξης και του καπιταλισμού και είχε ως μέσα για την επίτευξη των στόχων
του καινοτόμα καλλιτεχνικά μέσα, να βρίσκεται κοντά ιδεολογικά και τελικά να
συμπορευτεί με επαναστατικές πολιτικές ομάδες, οι οποίες εκείνη την εποχή
δοκίμαζαν τις δυνάμεις τους.
55
Εμπειρίκος Α., Γράμματα στον πατέρα, τον αδελφό του Μαράκη και την μητέρα (1921-1935), ό.π., σ.
249 κ.ε.
56
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 78-79.
23
εκφράστηκε τότε, στην παντοδυναμία της σκέψης (…) η πίστη αυτή προδίδει μια
συνηθισμένη άποψη την οποία σήμερα θεωρώ εξαιρετικά λαθεμένη, την άποψη πως
"η σκέψη έχει προτεραιότητα απέναντι στην ύλη"» για να περάσει «στην περίοδο της
"εκλογίκευσης"» επειδή «ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να ξεπεράσει το χάσμα που
χώριζε τον απόλυτο ιδεαλισμό από τον διαλεκτικό υλισμό».57 Έτσι, η πρώτη περίοδος
χαρακτηρίζεται από μία εσωστρέφεια (τα μέλη ασχολούνται με τον αυτοματισμό και
με άλλες πειραματικές μεθόδους, με την περιγραφή και ανάλυση ονείρων κ. ά.) ενώ η
δεύτερη έχει ξεκάθαρα επαναστατικό και ακτιβιστικό χαρακτήρα, αφού οι
υπερρεαλιστές εντάσσονται στο Κ.Κ.Γ. και στην Τρίτη Διεθνή. Βέβαια, το 1933 είναι
η χρονιά διαγραφής του Breton κι άλλων μελλών από το Κ.Κ.Γ., χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι έχασαν την επαναστατικότητά τους· αντιθέτως την ενίσχυσαν.
Επομένως, έχοντας γενική εποπτεία και των δύο περιόδων, μπορεί να παρατηρήσει
κανείς ότι ο υπερρεαλισμός είναι μια θεωρία που προτείνει την ολοκληρωτική
απελευθέρωση του ανθρώπου, τόσο την πνευματική, όσο και τη φυσική. «Ο
υπερρεαλισμός προσπαθεί να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα στην ποίηση και στην
πράξη. Δεν κλείνει τον ποιητή σε κανέναν ελεφάντινο πύργο, αλλά ούτε και του
επιβάλλει μια τέχνη στρατευμένη "πολιτικά", δηλαδή μια τέχνη προπαγάνδας.
Αντίθετα, τον στρατεύει ολοκληρωτικά στο ιδανικό της ποιητικής πράξης, της
ποιητικής ζωής». 58
Τα ζητήματα αυτά θέτει και ο ποιητής στο πλαίσιο της διάλεξης τονίζοντας
πως ο σουρρεαλισμός οφείλει να τεθεί «στην υπηρεσία ενός οργανωμένου κινήματος
που να επιτρέπει και άμεσον δράση (…) αφού εγκαταλείπει την αρχική ιδεαλιστική
μορφή του, και χωρίς να αλλάξει το δικό του περιεχόμενο, πλησιάζει και τέλος
προσχωρεί στον διαλεχτικό υλισμό».59 Παρατηρείται, λοιπόν, η συνέπεια του
Εμπειρίκου απέναντι στις διακηρύξεις του Breton και η πλήρης υποστήριξή του.
57
Μρετόν Α., Τι είναι ο σουρρεαλισμός, εκδ. Ελεύθερος τύπος, Αθήνα, 1983, σ. 132-133.
58
Αμπατζοπούλου Φ., ...δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, ό.π., σ. 23.
59
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 79-80.
24
ονείρου, της τρέλας, της τέχνης και της θρησκείας εφόσον τα εξετάζουμε από την ίδια
με εκείνους μοίρα– την Επανάσταση».60
60
Εμπειρίκος Α., ό.π., σ. 81.
61
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ. 82.
62
Εμπειρίκος Α., Γράμματα στον πατέρα, τον αδελφό του Μαράκη και την μητέρα (1921-1935), ό.π., σ.
233.
63
Μπετόν Α., Η πολιτική θέση του σουρρεαλισμού, εκδ. Ουτοπία, Αθήνα 1980, σ. 31.
25
κομμουνισμού, τη μετονομασία του οργάνου «Η Σουρρεαλιστική Επανάσταση» στο
«Ο Σουρρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης» (1930) και έτσι «συμμαχώντας
φανερά με το προλεταριάτο, η πραγματικά πρωτοποριακή αυτή ομάδα εξακολουθεί
την μαχητική της δραστηριότητα υπέρ του σουρρεαλισμού και του μαρξισμού κάτω
από την αιγίδα του διαλεχτικού υλισμού» το οποίο καθιστά δυνατή «την τροποποίηση
της πραγματικότητος» και της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης του ανθρώπου.64
26
Κατά πάσα πιθανότητα επέλεξε να μην αναφερθεί σε τούτα τα δύο στοιχεία,
διότι ήθελε να δώσει μια συνοπτική εικόνα του κινήματος στην ολιγόωρη διάλεξη.
Επίσης, όπως θα φανεί και παρακάτω, η διάλεξη ουσιαστικά προετοιμάζει το έδαφος
για την πρώτη αυτοματική συλλογή· επομένως, όσα δεν πρόλαβε να διασαφηνίσει
τότε, τα είδε το ελληνικό κοινό στην πράξη λίγους μήνες αργότερα.
67
Τριβιζάς Σ., Το σουρρεαλιστικό σκάνδαλο: χρονικό της υποδοχής του υπερρεαλιστικού κινήματος στην
Ελλάδα, Β’ έκδοση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2005, σ. 77.
27
Κεφάλαιο 3. Η υποδοχή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα
68
Τριβιζάς Σ., ό.π., σ. 27.
28
δημοσιεύθηκαν σε όλα σχεδόν τα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής. Η φύση
των άρθρων αυτών ήταν κυρίως πολεμική και ειρωνική απέναντι στο επαναστατικό
κίνημα, ελάχιστες φορές ενθουσιώδης και σε κάποιες περιπτώσεις εκφράστηκε η
δυσαρέσκεια με έναν μετριοπαθέστερο τόνο.
Η αυτόματη γραφή ήταν αγαπημένο θέμα και πηγή γέλιου μέχρι και σε
επιθεωρήσεις, θέατρα και κινηματογραφικές ταινίες. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα
την αντιμετώπιση γενικά του «Έλληνα διανοούμενου» ως τραγελαφικής φιγούρας, η
οποία στερείται σοβαρότητας.
69
Ελύτης Ο., Ανοιχτά Χαρτιά, ό.π., σ. 333-334.
29
απλούστατα θα μεταφράσουμε τα δύο συνθετικά, την πρόθεση sur με την πρόθεση
υπέρ, και το όνομα réalisme με τον ελληνικό όρο ρεαλισμός. Η λέξη υπερρεαλισμός
γλωσσικά είναι ομαλότατη. Γιατί λοιπόν αφού μπορούμε να λέμε υπερρεαλισμό, να
λέμε συρρεαλισμό, δηλαδή αντί να σχηματίσουμε μια λέξη σύμφωνα με ελληνικούς
γλωσσολογικούς κανόνες να μπάσουμε μια καινούρια λέξη και μ’ αυτή, την άγνωστη
στην Ελληνική πρόθεση σύρ;».70
70
Καλαμάρης Ν., [Επιστολή], Νέα Φύλλα, 3 (Μάρτης 1937), σ. 57.
71
Άσχετη δεν μπορεί να ήταν η μεγαλοαστική καταγωγή τόσο του Εμπειρίκου όσο και του Κάλα.
72
Το άρθρο βρίθει σκωπτικών σχολίων και ειρωνείας και δεν εκφράζει κάποια σημαντική κριτική με
επιχειρήματα. Άσχετη με τη με την κριτική θέση του πεζογράφου φαίνεται να μην είναι η πολιτική του
στάση, αφού υπήρξε φανατικός αντικομουνιστής και οπαδός του Μεταξά.
73
Μυριβήλης Σ., «Συρρεαλισμός», εφ. Η Πρωία, 30 Απριλίου 1935 .
30
Οι φιλολογικοί κύκλοι άρχισαν σχετικά να αναγνωρίζουν το έργο των
υπερρεαλιστών μόνον όταν σταδιακά αυτοί εγκατέλειψαν την αυτόματη γραφή,74
όταν δηλαδή άρχισαν να αλλάζουν τεχνοτροπία και να επιστρέφουν προς τον
ρεαλισμό.75
Έτσι γίνεται φανερό πως η αυτόματη γραφή ήταν ο βασικός λόγος που ο
ελληνικός υπερρεαλισμός εκλήφθηκε ως «σουρρεαλισμός». Οπότε, φάνηκε πως ό, τι
δεν μπορεί να κατανοηθεί, καθίσταται ακίνδυνο, ωθούμενο εκτός της σφαίρας του
λογικού ή του υγιούς – του ψυχικά υγιούς στην περίπτωσή αυτή.
74
Για παράδειγμα, ποιήματα της «Ενδοχώρας» έτυχαν θετικότερης αναγνώρισης από αυτά της
«Υψικαμίνου».
75
Αμπατζοπούλου Φ., ...δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, ό.π., σ. 31. Ο Νάνος
Βαλαωρίτη περιγράφει τη μεταστροφή τούτη που έκαναν πολλοί υπερρεαλιστές ως «μέγα άλμα επί
κοντώ προς τα πίσω».
31
σημαντικότερων ποιητών, διανοουμένων, δημοσιογράφων και δοκιμιογράφων της
εποχής.
Την επόμενη χρονιά ο Εμπειρίκος δίνει συνέντευξη στον Κωστή Μπαστιά για
την «Καθημερινή», αναλύοντας συνοπτικά την υπερρεαλιστική θεωρία. Η στάση του
Μπαστιά είναι συγκρατημένα ειρωνική, αφού πριν ξεκινήσει η συνέντευξη,
αναφερόμενος σε αποσπάσματα από την «Υψικάμινο» τα χαρακτηρίζει ως
«ανώμαλες εκδηλώσεις» οι οποίες αποτελούν «άρνηση κάθε είδους πειθαρχίας:
πειθαρχίας μορφής, λογικής, νοήματος, προθέσεως, σκοπού».77
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το άρθρο του Αχιλλέα Κύρου
«Υπερρεαλισμός» στην «Εστία», της οποίας ήταν εκδότης την περίοδο εκείνη. Εδώ ο
υπερρεαλισμός χαρακτηρίζεται ως καλλιτεχνική ή πνευματική παραφροσύνη «την
οποίαν άνθρωποι ανώμαλοι, στερημένοι λογικής και εμπνεύσεως, θέλουν να
επιβάλλουν εις τον κόσμον».78
76
Γιοκαρίνης Ν., «Νέα ποιήματα», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 9 Νοεμβρίου 1935.
77
Μπαστιάς Κ., Φιλολογικοί περίπατοι: συνομιλίες με 38 συγγραφείς του 20ου αιώνα, ό.π., σ. 306.
78
Κ[ύρου] Α. Α., «Υπερρεαλισμός», εφ. Εστία, 21 Αυγούστου 1937.
32
ΔΑΟ!» στην «Νέα Εστία» το 1938.79 Βέβαια, σε τίποτα δεν έμοιαζε αυτό, με την
έκταση που πήρε η συλλογή «Έδρεψε τα όστρακα των διθυράμβων», υπογεγραμμένη
από την Ταυρία Σοφένκου, η οποία έμεινε γνωστή ως «η φάρσα της Ταυρίας». Η
συλλογή αυτή μιμήθηκε με έντεχνο τρόπο τη γραφή του Εμπειρίκου και δέχτηκε
επιθέσεις από πολλές εφημερίδες και περιοδικά, όπως και η «Υψικάμινος», μέχρι που
αποκαλύφθηκε ότι η Σοφία Κενταύρου – Οικονομίδου ήταν η συντάκτρια της
συλλογής και σκοπός της ήταν «να σκορπίσει το γέλιο στους αγαπητούς
συμπατριώτες τις σκληρές αυτές για τον κόσμο ημέρες και να συγκρατήσει την
νεολαία από τον κατήφορο των εξωφρενικών μοντερνισμών».80
Υπήρξαν και κάποιοι βέβαια, οι οποίοι παρότι δεν υπήρξαν υποστηρικτές της
αυτόματης γραφής, εμβάθυναν περισσότερο, χωρίς να σταθούν απλώς στην ειρωνεία.
Τον Ιούνιο του 1935 δημοσιεύεται στην «Νέα Εστία» ένα άρθρο του Κώστα
Ουράνη με τίτλο και αυτή τη φορά «Συρρεαλισμός». Τούτο αποτελεί το πρώτο μιας
σειράς άρθρων με μετριοπαθέστερη στάση απέναντι στον υπερρεαλισμό, όπου
εκφράζεται η θέση ότι η αυτόματη γραφή δεν είναι και τόσο «αυτόματη», αφού
αποτελεί ένα «ψυχρό, υπομονητικό, εσκεμμένο κατασκεύασμα γραφείου».81
79
Λαπαθιώτης Ν., «Πέραν του συρρεαλισμού», περ. Νέα Εστία, 271 (1 Απριλίου 1938) σ. 485-486.
80
Κενταύρου - Οικονομίδου Σ., «Ταυρίας Σοφία…», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 16 Οκτωβρίου 1940.
81
Ουράνης Κ., «Συρρεαλισμός», περ. Νέα Εστία, 203 (1 Ιουνίου 1935) σ. 540.
33
σημειώνει μεταξύ άλλων ότι οι υπερρεαλιστές δεν δύνανται να εφαρμόσουν
πραγματικά την αυτόματη γραφή, γιατί δεν είναι δυνατόν να καταστεί μια λέξη
«άλογη» όσο και να προσπαθήσει κανείς, ακόμα κι αν την μετατρέψει σε φθόγγο.
Πάντα «το βιούμενον, επειδή είναι ψυχολογική ροή καθαρή, υπερεκχειλίζει απείρως
τη λέξη» και την εμποδίζει από την έκφραση διαφορετικού νοήματος από αυτό που
ήδη κατέχει. Έπειτα πίστευε πως «οι υπερρεαλιστές κατασκευάζουν λογικά
παραλογισμό, (…) χωρίς να παίζουν ακριβώς ρόλο μέντιουμ ή Πυθίας» ενώ κατά τ’
άλλα είναι άνθρωποι λογικότατοι.82 Θεωρούσε ότι ο τρόπος γραφής τους είχε ως
σκοπό αποκλειστικά τον παραλογισμό, δηλαδή την έλλειψη νοηματικής αλληλουχίας
στο ποίημα και τίποτε άλλο.
Βέβαια, είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει κάποια σύμβαση που να υποδεικνύει
ότι οφείλει να αντικατοπτρίζεται η πνευματική κατάσταση του καλλιτέχνη στο έργο
του. Ούτε από την άλλη μεριά είναι απόδειξη της νηφαλιότητας του δημιουργού ένα
έργο χωρίς λογικές αρθρώσεις.
Προς το τέλος του άρθρου, ο Παράσχος σημειώνει ότι την «πιο βαθιά πληγή
που τρώει τη νεότερη ποίηση (…) θέλησε ριζικά (αλλά με πάρα πολύ δραστικά
φάρμακα, σκοτώνοντας σχεδόν τον άρρωστο) να τη γιατρέψει ο υπερρεαλισμός»,84
διαστρεβλώνοντας την υπερρεαλιστική θεωρία. Όντως οι συνθήκες κάτω από τις
οποίες γεννήθηκε το κίνημα, χαρακτηρίζονται από έντονη τάση για ανανέωση, από
την άλλη όμως τα «φάρμακα» δεν είχαν απλώς σκοπό να «σώσουν τον ασθενή»,
82
Παράσχος Κλ. Β., Έλληνες λυρικοί: από τον Σολωμό έως και σήμερα, εκδ. Σ. Σπυρόπουλος, Αθήνα
1953, σ. 258-259.
83
Παράσχος Κλ. Β., ό.π., σ. 259.
84
Παράσχος Κλ. Β., ό.π., σ. 259.
34
αλλά να αλλάξουν συλλήβδην την πραγματικότητα γύρω του, και έπρεπε να είναι
δραστικά.
85
Ο πρώτος υποστήριζε ότι επικοινωνεί με οπτασίες, ενώ ο δεύτερος, που υπέφερε από ψυχικές
διαταραχές, έγραψε το μεγαλύτερο μέρος των «Ελεγείων του Ντουίνο» μέσα σε λίγες μέρες,
κατεχόμενος από μια έμπνευση, η οποία έλεγε ότι είχε ανθρώπινη μορφή.
86
Σεφέρης Γ., Δοκιμές, τόμος Α΄, Γ΄ έκδοση, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974, σ. 476-477 .
87
Σεφέρης Γ., ό.π., σ. 485.
35
του».88 Το άρθρο αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην έναρξη της «συμφιλίωσης» των
υπερρεαλιστών με τη συντηρητικότερη πλευρά της κριτικής.
88
Παναγιωτόπουλος Ι. Μ., «Συμφιλίωση με το συρρεαλισμό», Η Πρωία, 13 Οκτωβρίου 1938.
8989
Εδώ μπορούμε να ακολουθήσουμε τη σκέψη του Freud, ο οποίος θεωρεί ότι «όταν ο λογοτέχνης –
δημιουργός παίζει μπροστά μας ή μας διηγείται όσα θεωρούμε ως προσωπικές του ονειροπολήσεις,
νιώθουμε τότε μεγάλη ευχαρίστηση. Πώς φτάνει σε αυτό είναι το μυστικό του και η δυσκολία αυτή,
που έχει σχέση με τους φραγμούς που υπάρχουν μεταξύ του Εγώ και των άλλων Εγώ, υπερνικάται από
την τεχνική στην οποία άλλωστε έγκειται προ παντός η ποιητική τέχνη (art poetica). (Freud S., Τέχνη
και ψυχανάλυση, μτφ. Μηλτιάδης Κώστας, εκδ. Κοροντζή, Αθήνα 2005, σ. 28).
90
Τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο του υπερρεαλισμού, αφού αργότερα εγκαταλείφτηκε η αυτόματη
γραφή. Να σημειωθεί επίσης ότι στην περίοδο που αναφερόμαστε έχει ήδη εγκαταλειφθεί από τους
Γάλλους υπερρεαλιστές.
36
σκοπό την κάλυψη των νοηματικών ασαφειών, κάτι εντελώς αρνητικό για τον
Τσάτσο, αφού οδηγεί σε μια «απατηλή αισθητική εντύπωση».91
Από την άλλη πλευρά, στον αντίποδα της «απατηλής αισθητικής εντύπωσης»
που προκύπτει από την εισαγωγή της υποκειμενικότητας του αναγνώστη στην
κατανόηση του έργου, βρίσκεται «η κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης», η
οποία θεωρεί τον αναγνώστη ιδιαίτερα σημαντικό. Συγκεκριμένα ο Wolfgang Iser
91
Σεφέρης Γ. – Τσάτσος Κ., Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμ. Κούσουλας Λουκάς, εκδ. Ερμής,
Αθήνα 1975, σ. 6.
92
Κόκορης Δ., Ο Κωσταντίνος Τσάτσος ως κριτικός της ποίησης του Κωστή Παλαμά, εισήγηση στο
Κωσταντίνος Τσάτσος: φιλόσοφος, συγγραφέας, πολιτικός. Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου
6-8 Νοεμβρίου 2009, εκδ. Ανάτυπο, Γρανάδα-Αθήνα 2010, σ. 225.
93
Ελύτης Ο., Ανοιχτά Χαρτιά, ό.π., σ. 342.
37
στο «Η προσκλητική δομή των κειμένων. Η απροσδιοριστία ως όρος της επίδρασης
του λογοτεχνικού λόγου» το 1971 υποστήριξε ότι «η απροσδιοριστία μπορεί να
"κανονικοποιηθεί" οποιαδήποτε στιγμή με βάση τις ατομικές εμπειρίες του
αναγνώστη (…) μόνο τα κενά διασφαλίζουν τη συμμετοχή στην ολοκλήρωση και
συγκρότηση του νοήματος της πλοκής».94 Αν και ο Iser αναφέρεται κυρίως στο
μυθιστόρημα, οι θέσεις του βρίσκουν εφαρμογή στην θεώρηση των υπερρεαλιστικών
ποιημάτων.
Ένα χρόνο μετά την έκδοση της «Υψικαμίνου» ο Νίκος Παππάς δημοσιεύει
το πρώτο υπερασπιστικό άρθρο: «ο Εμπειρίκος το παρακάμει, όπως το παρακάμει
κάθε νέα προσπάθεια, σ’ οποιονδήποτε τομέα. (…) Έχει ασυναρτησίες (ενν. η
Υψικάμινος). Μα έχει και ωραία πράγματα, κάποιοι τίτλοι του… κάποιοι στίχοι
του… που είναι και πρωτότυποι και ποιητικοί».95 Η στάση του Παππά αλλάζει,
βέβαια, τα επόμενα χρόνια και στρέφεται ενάντια στο υπερρεαλιστικό κίνημα.
Ένα ακόμη υπερασπιστικό άρθρο έρχεται από τον Ηλία Βενέζη το 1938. Ο
Βενέζης αφού σταθεί στο ότι οι υπερρεαλιστές δεν απαντούσαν στις επιθέσεις που
δέχονταν από αξιοπρέπεια, αναλαμβάνει τον ρόλο της υποστήριξής τους. Αναφέρει
χαρακτηριστικά: «εδώ ίσως κάτι τρέχει. (…) Ας μην είμαστε κατ’ αρχήν βλοσυροί σε
κάθε νέα αντίληψη της Τέχνης. (…) Δεν πρόκειται να πολεμήσουμε βαρβάρους.
Μακάρι να υπήρχαν πολλοί βάρβαροι στον τόπο αυτόν σαν τον αγαπητό κ.
Εμπειρίκο».96
94
Iser W., Η προσκλητική δομή των κειμένων. Η απροσδιοριστία ως όρος της επίδρασης του
λογοτεχνικού λόγου στο Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: ανθολόγιο κειμένων, επιμ. Newton
K. M., εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014, σ. 343, 346.
95
Παππάς Ν. Δ., «Νέοι ποιηταί με προσωπικότητα», εφ. Η Καθημερινή, 11 Μαΐου 1936 .
96
Βενέζης Η., «Το νέο δαιμόνιο», Νεοελληνικά Γράμματα, 94 (17 Σεπτεμβρίου 1938) σ. 1-2.
38
Ενδιαφέρουσα είναι η ερμηνεία του Βενέζη ως προς την κριτική στάση της
εποχής. Θεωρεί ότι η κριτική στον υπερρεαλισμό έγινε με στρεβλά κριτήρια, αφού
τούτος διέφερε από τις προηγούμενες μορφές λόγου. Οπότε, το κίνημα
καταδικάστηκε άδικα λόγω του συντηρητισμού και του ορθολογισμού που
χαρακτήριζαν την πλειοψηφία των κριτικών της εποχής, οι οποίοι αργά ή γρήγορα
οδηγήθηκαν στον σαρκασμό.
Σαν «καταπέλτης» πέφτει η πένα του Ελύτη πάνω στην ελληνική κριτική.
Παραπέμποντας στην αρχή του άρθρου στη φράση του Rolland de Renéville ότι οι
νέες ιδέες σε έναν τόπο όπου οι άνθρωποι δεν έχουν καθόλου ιδέες, οδηγούνται είτε
97
Ελύτης Ο., Ανοιχτά Χαρτιά, ό.π., σ. 332, 335.
39
στην αποσιώπηση είτε στην ειρωνεία, επιρρίπτει την ευθύνη της ημιμάθειας και της
έλλειψης πληροφόρησης στους μελετητές της «Υψικαμίνου» και δεν έχει άδικο.
Ο Ελύτη δίνει την αφορμή στον Γιώργο Θεοτοκά να ανοίξει τον διάλογο με το
άρθρο «Τί είναι ο υπερρεαλισμός». Εκεί, αφού παρομοιάσει το κίνημα με την
οικονομική κρίση, διατείνεται ότι δεν πιστεύει στο μέλλον της αυτόματης γραφής.
Ανήκει κι αυτός στην κατηγορία αυτών που θεωρούν ότι όσο απομακρύνονται οι
υπερρεαλιστές από το ορθόδοξο δόγμα και τη θεωρία, τόσο «ομορφαίνει» το έργο
τους. 98
Η απάντηση έρχεται λίγες μέρες αργότερα. Στο «Ένα γράμμα γύρω από τον
υπερρεαλισμό» ο Ελύτης τονίζει ότι το ρεύμα αυτό «μας δίδαξε να διακρίνουμε κατά
έναν τρόπο φανατικό την ψεύτικη φιλολογία από την αληθινή ποιητική ουσία. Ότι
μας δίδαξε να μην περιγράφουμε τα συναισθήματα αλλά να τ’ αποδίδουμε, να τ’
αναπαράγουμε έτσι που να μένουν πάντα ποιήματα μ’ ένα ζωντανό παλμό κι όχι
στεγνές λεκτικές φωτογραφίες»,99 κάτι που έθιξε και ο Εμπειρίκος στη διάλεξη.
Δύο ακόμη σημαντικά κείμενα του Ελύτη για τον υπερρεαλισμό είναι «Τα
σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα» και ο «Απολογισμός και νέο
ξεκίνημα» του 1944 και 1945 αντίστοιχα.100 Ο ποιητής εκεί αναλαμβάνει σχεδόν δέκα
χρόνια μετά τη διάλεξη, να αναδιατυπώσει κάποιες από τις βασικές αρχές του
καλλιτεχνικού ρεύματος.
98
Θεοτοκάς Γ., «Τι είναι ο υπερρεαλισμός», Νεοελληνικά Γράμματα, 83 (2 Ιουλίου 1938) σ. 1, 3.
99
Ελύτης Ο., Ανοιχτά Χαρτιά, ό.π., σ. 338.
100
Ελύτης Ο., ό.π., σ. 356 κ. έ.
101
Το πραγματικό επώνυμο του Κάλα είναι το Καλαμάρης. Ωστόσο, χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα
Νικήτας Ράντος στα ποιήματά του και Μ. Σπιέρος στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα.
40
Στο «Ο Παλαμάς και οι νέοι» του 1930, ο Κάλας σημειώνει χαρακτηριστικά
ότι η έλλειψη ηρωισμού στα ποιήματά του και η σε γενικές γραμμές πεζή ζωή του
αποτέλεσαν εμπόδιο στο να εκφραστούν μέσα από το παλαμικό έργο ιδέες
πλουσιότερες και υψηλότερες.102 Έτσι, με τις «Παρατηρήσεις επάνω στο καβαφικό
έργο», αντιπροτείνει τον Καβάφη ως νεωτερικό ποιητή και καθίσταται από τους
πρώτους που αναγνώρισαν την αξία του καβαφικού έργου, θεωρώντας πως ο
Αλεξανδρινός άνοιξε νέους δρόμους στην ποίηση, επηρεάζοντας και Έλληνες και
ξένους λογοτέχνες. Η «Προλεταριακή τέχνη» αποτελεί ίσως ένα από τα
χαρακτηριστικότερα κείμενα των πολιτικών αντιλήψεών του Καλαμάρη για τη
λογοτεχνία: «η ελευθερία της τέχνης που ζητάτε, είναι για μας άγνωστο πρόβλημα. Σε
εποχή σκλαβιάς μιλάει κανείς για αγώνες, για λευτεριά έχουν καιρό να σκεφτούν... οι
απόγονοί μας».103 Πρόκειται λοιπόν για έναν υπερασπιστή μιας τέχνης δυναμικής και
όχι χαμηλόφωνης, γιατί όπως πίστευε, η δύναμη του καλλιτέχνη ή του κάθε
ανθρώπου – δημιουργού θα φανεί προπάντων στη συνθετική του δύναμη.
102
Κάλας Ν. , Κείμενα ποιητικής και αισθητικής, επιμέλεια Αλέξανδρος Αργυρίου, εκδ. Πλέθρον,
Αθήνα 1982, σ. 31.
103
Κάλας Ν., ό.π., σ. 37.
104
Χρυσανθόπουλος Μ., «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι» Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η
κατασκευή της παράδοσης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2012, σ. 214.
105
Χρυσανθόπουλος Μ., ό.π., σ. 215.
106
Ντουνιά Χ., Λογοτεχνία και πολιτική, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σ. 239.
41
θεωρητικού – μαρξιστικού έργου του Κάλα με την ψυχαναλυτική κατάρτιση του
Εμπειρίκου, καθίσταται δίοδος εισόδου του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα· από τη μία
πλευρά ένας μαρξιστής και από την άλλη ένας ψυχαναλυτής, που και οι δύο ήταν
παράλληλα ποιητές, συμπληρώνοντας το δίπολο του υπερρεαλιστικού προτάγματος.
107
Καραβίας Π., Η διάρκεια του υπερρεαλισμού, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2006, σ. 19.
108
Καραβίας Π., ό.π., σ. 31.
42
ότι σε σπάνιες περιπτώσεις οι λέξεις μπορούν να χάσουν το λογικό τους περιεχόμενο,
ενώ η ζωγραφική είναι κάπως καταλληλότερη για να εκφραστεί κανείς
υπερρεαλιστικά.
109
Derrida J., Η δομή, το σημείο και το παίγνιο στον λόγο των επιστημών του ανθρώπου στο Η
λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: ανθολόγιο κειμένων, επιμ. Newton K. M., εκδ.
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014, σ. 200.
43
ισχυρισμούς περί υποτιθέμενης κεκαλυμμένης φασιστικής ιδεολογίας από πλευράς
του Εμπειρίκου, αλλά και του Εγγονόπουλου.
Ο Mario Vitti υπήρξε από τους πρώτους μελετητές που έθιξαν τις
υποτιθέμενες ιδεολογικές ελλείψεις του ελληνικού υπερρεαλισμού σε σχέση με το
γαλλικό δόγμα. «Όταν το υπερρεαλιστικό κύμα φτάνει στην Ελλάδα, φτάνει
ακρωτηριασμένο (…) ενώ το πρόγραμμα της κοινωνικής επανάστασης μένει στο
σκοτάδι», ενώ επίσης φτάνει και καθυστερημένα σε σύγκριση με άλλες ανατολικές
χώρες.110 Ο Vitti στηρίζει την άποψή του στη μεγαλοαστική καταγωγή τόσο του
Εμπειρίκου όσο και του Καλαμάρη, τονίζοντας το οξύμωρο σχήμα ανάμεσα στον
τρόπο ζωής των εισηγητών του κινήματος και στις επιδιώξεις τους.
Ένας ακόμη μελετητής που επηρεάστηκε από τις απόψεις του Vitti είναι ο
Παντελής Βουτουρής, ο οποίος υποστήριξε, βάζοντας σε εισαγωγικά τον ελληνικό
υπερρεαλισμό ότι «αποποιήθηκε την προοπτική της καθολικής επανάστασης» και
αρνούμενος κάθε είδους πολιτική πρακτική «εκδηλώθηκε αποκλειστικά ως
καλλιτεχνική τάση».111 Ένα από τα επιχειρήματα με τα οποία στηρίζει τη θέση του
είναι η έλλειψη ελληνικού υπερρεαλιστικού μανιφέστου. Τούτη η έλλειψη έχει
τονιστεί κι από άλλους μελετητές ως κύρια αδυναμία του ρεύματος στην Ελλάδα και
συζητείται διεξοδικότερα σε επόμενο κεφάλαιο.
Στοιχεία από τη στάση του Αυγέρη υιοθετεί αρκετά χρόνια αργότερα ο Τάκης
Καγιαλής σε μία μελέτη του για τις πολιτικές ιδεολογίες των Ελλήνων
υπερρεαλιστών. Ο Καγιαλής υποστήριξε πως οι Έλληνες υπερρεαλιστές Εμπειρίκος,
Εγγονόπουλος και Ελύτης, ασχολήθηκαν μόνο με το εξωτερικό «περίβλημα» της
110
Vitti M., Η γενιά του ’30. Ιδεολογία και μορφή, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1995, σ. 122.
111
Βουτουρής Π., Η συνοχή του τοπίου. Εισαγωγή στην ποιητική του Ανδρέα Εμπειρίκου, εκδ.
Καστανιώτης, Αθήνα 1997, σ. 64.
112
Αυγέρης Μ., Θεωρήματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1972, σ. 43.
44
υπερρεαλιστικής θεωρίας, αφήνοντας απέξω τον ιδεολογικό πυρήνα. Το
χαρακτηριστικότερο σημείο της μελέτης του όμως παραμένει η θέση πως οι πολιτικές
πεποιθήσεις των παραπάνω αποτελούν «τυπολογικά στοιχεία της φασιστικής
ιδεολογίας».113 Ο συγγραφέας του άρθρου αντιλαμβάνεται ότι το έργο των τριών
υπερρεαλιστών, τους οποίους χαρακτηρίζει ως «συντηρητικούς αστούς»,
διακατέχεται από μια ανατρεπτική διάθεση, ωστόσο στην πραγματικότητα η
ιδεολογική τους στάση προσιδιάζει «στην αμφιθυμία του αντιδραστικού
μοντερνισμού».114 Η θέση του Καγιαλή προκάλεσε εντυπώσεις, διότι δεν είχε
εκφραστεί κάτι παρόμοιο προηγουμένως το οποίο να έρχεται σε τόση μεγάλη
αντίθεση με τις δηλωμένες δημόσια ελευθεριακές πεποιθήσεις των πρωτεργατών του
κινήματος.
113
Καγιαλής Τ., «Μοντερνισμός και πρωτοπορία: Η πολιτική ταυτότητα του ελληνικού
υπερρεαλισμού», περ. Εντευκτήριο, 39, 1997, σ. 74.
114
Καγιαλής Τ., ό.π., σ. 71.
115
Στο «Αμούρ – Αμούρ» για παράδειγμα.
116
Σιγάλας Ν., Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού ή μπροστά στην
αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας, ό.π., σ. 57-58.
45
κάποιες φράσεις από το έργο των 3Ε, τις οποίες είτε παρανοεί είτε παρερμηνεύει,
ηθελημένα ή αθέλητα».117
Μία εξόφθαλμη ασυνέπεια του άρθρου του Καγιαλή, την οποία έθιξε και ο
Γιατρομανωλάκης, είναι ότι από τη μία εντάσσει τον Ελύτη στην υπερρεαλιστική
ομάδα (ενώ ο ίδιος το αρνούνταν ρητά), ενώ από την άλλη παραβλέπει την παρουσία
του Νικόλα Κάλα.
Την ίδια χρονιά ο Καγιαλής δημοσιεύει ένα κείμενο στο «Βήμα» για να
ξεκαθαρίσει πως σκοπός της εργασίας του δεν ήταν «η καταγγελία των ποιητών, αλλά
η διόρθωση της ισχυρότατης ηρωολατρικής προσέγγισης, που επικυρώνει τις
"αντισυμβατικές" τους αντιλήψεις ως "απελευθερωτικές", τις εξιδανικεύει ως
ομόλογες (αλλά βασιμότερες) των πολιτισμικών οραμάτων της Αριστεράς και τις
προβάλλει ως αξιόπιστα ιδεολογικά πρότυπα».118 Επίσης, διατείνεται ότι δεν είχε
πρόθεση να χαρακτηρίσει προσωπικά ως «φασίστες» τους τρεις υπερρεαλιστές και να
απορρίψει την αξία του έργου τους, αλλά να δείξει μια νέα προοπτική στην ερμηνεία
του.
Όσον αφορά την παράλειψη του Κάλα, ισχυρίζεται πως δεν είχε στόχο την
εκπόνηση της ιστορίας του ελληνικού υπερρεαλισμού, αλλά «τη συγκριτολογική
μελέτη των ιδεολογικών συμφραζομένων τριών ποιητών».119 Ωστόσο, το γεγονός ότι
ο Κάλας αφενός υπήρξε υπερρεαλιστής και αφετέρου άφησε αξιοσημείωτο
θεωρητικό – κριτικό έργο με μαρξιστικό άξονα, είναι κάτι που δεν γίνεται να το
παραλείψει κανείς, όταν θέλει να εκπονήσει μελέτη για την ιδεολογική ταυτότητα του
ελληνικού υπερρεαλισμού.
117
Γιατρομανωλάκης Γ., «Φασισμός και λόγος», εφ. Το Βήμα, 25 Ιανουαρίου 1998.
118
Καγιαλής Τ., «Ήταν τελικά φασίστες;», εφ. Το Βήμα, 8 Φεβρουαρίου 1998.
119
Καγιαλής Τ., ό.π.
46
Η εύρεση του χειρογράφου της διάλεξης παρουσιάζει μια νέα εικόνα, καθόλου
ασήμαντη. Το γεγονός ότι ο Εμπειρίκος επέλεξε να αναφερθεί στην πολιτική –
επαναστατική πτυχή του υπερρεαλισμού στα πλαίσια της διάλεξης, αποκαθιστά τη
θέση ότι ο γαλλικός υπερρεαλισμός, που γεννήθηκε ως μια καθολική επανάσταση,
εκφράστηκε στην Ελλάδα μόνο ως τεχνοτροπία στην ποίηση και τη ζωγραφική. Το
ίδιο ισχύει και για τις επιστολές που βρέθηκαν στο προπολεμικό αρχείο του ποιητή, οι
οποίες αποδεικνύουν με μεγαλύτερη σαφήνεια την ιδεολογική του κατεύθυνση.
Οπότε, είναι φανερό ότι ο Εμπειρίκος έκανε μια διόλου ευκαταφρόνητη προσπάθεια
να φέρει την υπερρεαλιστική θεωρία στην Ελλάδα, ολοκληρωμένη, όπως εκφράστηκε
από τον Breton.
Από την άλλη, όμως, παρόλο τον ιδεολογικό του προσανατολισμό, η στάση
του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλήρως ακτιβιστική. Όντας αρχικά μαρξιστής
και έπειτα προσχωρώντας στην ατομικού τύπου αναρχία, αποτέλεσε μέλος δύο
ιδεολογικών «τόπων», όπου το ακτιβιστικό κομμάτι θεωρείται αναπόσπαστο.
Σίγουρα, το γεγονός ότι παραιτήθηκε από τις επιχειρήσεις του πατέρα του και
αποφάσισε να ακολουθήσει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, αποτελεί ένδειξη της
υπεράσπισης της πολιτικής του ταυτότητας. Θεωρείται όμως αρκετό ενός ιδεολογικού
υπόβαθρου με τέτοιο βάρος;
47
προηγούμενο κεφάλαιο. Η εγκατάστασή του όμως στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της
μεταξικής δικτατορίας δυσχέρανε την επικοινωνία με τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.
48
Κεφάλαιο 4. Μια προσέγγιση των αιτιών
Γιατί όμως, τα πράγματα πήραν αυτή την τροπή; Γιατί δεν δέχθηκε θετικά ο
ελληνικός κριτικός λόγος την αυτόματη γραφή και έπρεπε να περάσουν αρκετά
χρόνια μέχρι την αναγνώριση της αξίας του πρώιμου έργου του Εμπειρίκου και των
άλλων υπερρεαλιστών; Για να δοθεί απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, οφείλει
κανείς να εξετάσει την πολύπλευρη ελληνική πραγματικότητα της εποχής εκείνης.
Παρακάτω επιχειρείται μια συνοπτική παρουσίαση του ελληνικού πεδίου, μέσα από
το οποίο ερευνώνται οι λόγοι για τους οποίους η «Υψικάμινος» αλλά και ο
Εμπειρίκος δέχτηκαν αυτού του είδους τα σχόλια· το τελευταίο φαίνεται να είναι
συνάρτηση των ιστορικών δεδομένων της εποχής, της στάσης των ίδιων των
υπερρεαλιστών και των άλλων σημαντικών λογοτεχνών και της ποιητικής –
αισθητικής κατάστασης που επικρατούσε στον ελλαδικό χώρο.
Αρχικά, η δεκαετία του ’30 στην Ελλάδα ήταν μια δύσκολη περίοδος
ιστορικά. Συγκεκριμένα, το σκληρό έτος 1935 σημαδεύτηκε από την προσπάθεια του
κινήματος Πλαστήρα να αναχαιτίσει την αντιδραστικότητα του καθεστώτος, με
αποτέλεσμα τη δικτατορία Κονδύλη που έφερε το νόθο Δημοψήφισμα και την
επάνοδο του Γεωργίου Β’, ο οποίος οδήγησε τη χώρα στην ασφάλεια, για εκείνον, της
4ης Αυγούστου.120 Η μεταξική δικτατορία ασφαλώς συνοδεύτηκε από την επιβολή της
λογοκρισίας και τον περιορισμό της πρωτοποριακής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα,
για παράδειγμα ο Καλαμάρης να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να εγκατασταθεί στο
εξωτερικό. Μία σημαντικότερη συνέπεια του μεταξικού σκοταδισμού, ήταν η
παρεμπόδιση της θεσμικής σύνδεσης του εγχώριου με τον διεθνή υπερρεαλισμό, με
αποτέλεσμα τη δυσκολία στη συσπείρωση ομάδας. Έπειτα, η καταστροφική έλευση
του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Κατοχή και ο Εμφύλιος έκαναν πολλούς να
αναθεωρήσουν για τη σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης. Πώς θα μπορούσαν
λοιπόν να αντιμετωπίσουν θετικά ένα γαλλικό, ένα «ξένο» ρεύμα, που κάποιοι
θέλησαν να φέρουν και στην Ελλάδα;
Οι υπερρεαλιστές βρέθηκαν στο στόχαστρο τόσο των αριστερών όσο και των
φιλελεύθερων διανοουμένων. Παρόλη την εν γένει επαναστατικότητα του κινήματος,
δεν μπόρεσε αυτό, με τον τρόπο που εκφράστηκε στην Ελλάδα, να αποτελέσει
εργαλείο στα χέρια της αριστερής διανόησης. Τα μαχητικά κείμενα του Καλαμάρη,
120
Αργυρίου Α., Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985, σ. 126.
49
αλλά και η αναφορά του Εμπειρίκου στο πλαίσιο της διάλεξης στα μαρξιστικά
προτάγματα του υπερρεαλισμού, απ’ ότι φάνηκε δεν στάθηκαν αρκετά, με
αποτέλεσμα ο υπερρεαλισμός να εγκλωβιστεί ανάμεσα στις δύο πολιτικές ιδεολογίες
που επικρατούσαν τότε στην Ελλάδα. Από τη μία η συντηρητική μερίδα της κριτικής
αντιτάχθηκε σε καθετί που είχε μαρξιστικές ή και τροτσκιστικές αναφορές και από
την άλλη η αριστερή μερίδα αντιπαρέθετε τη δική της αγωνιστική – προλεταριακή
σκέψη και πρακτική σε κάθε νέα προσπάθεια.121 Έτσι οι υπερρεαλιστές είτε έλαβαν
τον χαρακτηρισμό του «μεγαλοαστού ελιτιστή», είτε κατηγορήθηκαν για την έλλειψη
έλλογου νοήματος, το οποίο a priori θεωρούνταν απαραίτητο.
Οι λόγοι που συνέβη αυτό, αφορούν στη χρονική στιγμή που ο υπερρεαλισμός
έφτασε στην Ελλάδα, σε σχέση με την πολιτική κατάσταση του κινήματος στην
Γαλλία. Ας μη ξεχνά κανείς όμως, ότι παρόλο που ο Καλαμάρης δημοσιεύει το 1932
στους «Νέους Πρωτοπόρους» – επίσημο πνευματικό όργανο της αριστεράς στην
Ελλάδα – άρθρο με θέμα τα «Προβλήματα προλεταριακής τέχνης» και υποστηρίζει
την επαναστατικότητα του υπερρεαλισμού, το κίνημα δεν έχει φτάσει ακόμα στην
Ελλάδα· θα φτάσει δύο χρόνια μετά τη διαγραφή του Breton και των υπολοίπων από
το Κ.Κ.Γ. και μετά τη διαμάχη που την ακολούθησε (1933).122 Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα η κριτική στάση της αριστεράς να είναι σκληρή, χωρίς να μπορεί να
αναγνωριστεί η κοινή πορεία που είχε προηγουμένως το κίνημα με τον κομμουνισμό.
Οι αριστεροί κριτικοί δεν αναγνώρισαν την ριζοσπαστικότητα του ελληνικού
υπερρεαλισμού, αφού δεν προσιδίαζε στις διακηρύξεις του κομμουνιστικού κόμματος
για την τέχνη και την ποίηση.123
121
Γιάνναρης Γ., Η ελληνική πρωτοπορία: Νικόλας Κάλλας Θεόδωρος Ντόρρος, εκδ. Γαβριηλίδης,
Αθήνα 2005, σ. 23.
122
Αμπατζοπούλου Φ., ...δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, ό.π., σ. 29.
123
Στο «Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων» που έγινε το 1934 στη Μόσχα, προτάθηκε από τον
Jdanov το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και αποφασίστηκε πως θα αποτελούσε τη μοναδική
μορφή τέχνης που θα θεωρούταν αξιόλογη και επιτρεπτή. Το δόγμα αυτό επιβλήθηκε όχι μόνο στην
ΕΣΣΔ, αλλά και σε όλα το κομμουνιστικά κόμματα της Γ’ Διεθνούς. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι η
υπερρεαλιστική κίνηση είναι η απάντηση στον ρεαλισμό, οπότε η ρήξη ήταν αναμενόμενη.
50
της «νεότερης» ποίησης και για τη σχέση του εγχώριου τρόπου σκέψης και γραφής με
το «ξενόφερτο» ευρωπαϊκό.124
Το έργο του Γιώργου Σεφέρη έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πώς έγινε δεκτός ο
ελληνικός υπερρεαλισμός. Το 1935, πέραν από την εμφάνιση του υπερρεαλισμού, ο
Σεφέρης δημοσιεύει το «Μυθιστόρημα» και εισάγει μια νέα γραφή – ποιητική, η
οποία με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί επηρεασμένη από τον
υπερρεαλισμό. Το «Μυθιστόρημα» εγκαινιάζει την εποχή του μοντερνισμού στην
Ελλάδα και συνοδεύτηκε από μεγαλύτερη αναγνώριση απ’ ότι η «Υψικάμινος»,
124
Χρυσανθόπουλος Μ., «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι» Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η
κατασκευή της παράδοσης, ό.π., σ. 14.
125
Βαλαωρίτης Ν., {Κείμενα για τον Υπερρεαλισμό} για μια θεωρία της γραφής Β’, επιμ. Μπλάνας
Γιώργος, εκδ. Ηλέκτρα, Αθήνα 2006, σ. 12.
126
Κάποιες εξαιρέσεις αποτελούν ο Κάλβος, ο Βιζυηνός, ο Καβάφης κ. ά.
127
Χρυσανθόπουλος Μ., «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι» Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η
κατασκευή της παράδοσης, ό.π., σ. 122.
51
παρόλο που και οι δύο συλλογές έρχονται σε ρήξη με τις προπολεμικές αντιλήψεις
περί ποίησης και τέχνης γενικότερα.128
Το παραπάνω έχει σημασία διότι αφενός καθιστά το ’35 μια διόλου ασήμαντη
χρονική φάση, από την άποψη ότι έχουμε τη σταδιακή μετάβαση σε μια νέα εποχή
των ελληνικών γραμμάτων από δύο διαφορετικές σκοπιές: από τη μία ο Σεφέρης με
μια μετριοπαθέστερη στάση απέναντι στην ανανέωση των εκφραστικών μέσων με
σκοπό τη δημιουργία της νεότροπης ποίησης και από την άλλοι οι υπερρεαλιστές, οι
οποίοι – στην αρχή τουλάχιστον – είχαν ως πρόταγμά τους την οριστική ρήξη με το
παρελθόν. Αφετέρου, ο Σεφέρης συνεργάζεται με τον Αντρέα Καραντώνη στο
περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα»,129 το οποίο θα στραφεί εναντίον του υπερρεαλισμού,
αλλά ταυτόχρονα θα προσπαθήσει να υλοποιήσει το δικό του όραμα: «την ανανέωση
και όχι την απόρριψη παραδεδομένων ποιητικών μέσων».130
128
Αργυρίου Α., Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου
(1918-1940), τόμος. Α΄, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2002, σ. 534-535.
129
Το περιοδικό τα «Νέα Γράμματα» έδινε την εντύπωση ότι υποστήριζε την πρωτοπορία. Η αλήθεια
είναι όμως ότι το «3ο Μάτι» του 1935 ήταν πραγματικά ένα τολμηρό και προοδευτικό περιοδικό, το
οποίο παρόλο που δεν αποτέλεσε «όργανο» του υπερρεαλισμού, λειτούργησε σε μια κατεύθυνση
ενισχυτική για το κίνημα. Επίσης, να σημειώσουμε πως τούτο το περιοδικό αναφέρθηκε κυρίως στις
εικαστικές τέχνες. Για το «3ο Μάτι» βλ. Vitti M., Η γενιά του 30. Ιδεολογία και μορφή, ό.π., σ. 126-127
και σημ. 8 σ. 129.
Άλλα περιοδικά που κυκλοφόρησαν μεταξύ 1935 και 1945 και υποστήριξαν την πρωτοπορία ήταν ο
«Κύκλος» του Μελαχρινού και το «Τετράδιο» του Ξύδη.
130
Τριβιζάς Σ., Το σουρρεαλιστικό σκάνδαλο: χρονικό της υποδοχής του υπερρεαλιστικού κινήματος
στην Ελλάδα, ό.π., σ. 22. Βλ. και Τα νέα Γράμματα, 1, 1 (Γενάρης 1935), σ. 48.
52
της ψυχανάλυσης από την ελληνική διανόηση.131 Οπότε, οι ψυχαναλυτικές θεωρίες
αποτελούσαν terra incognita στην Ελλάδα και μοιάζει αναμενόμενο να συνέβη το ίδιο
και για την αυτόματη γραφή.
53
ιδεολογική κατεύθυνση του υπερρεαλισμού.134 Έτσι, όταν σταδιακά άρχισε να
εγκαταλείπεται η αυτόματη γραφή κάποιοι μίλησαν για «καλής» ποιότητας
υπερρεαλισμό.
134
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Lautréamont: «η ποίηση πρέπει να γίνεται από όλους», η οποία
χαρακτηρίζει κυρίως την πρώτη περίοδο του κινήματος.
135
Η περίπτωση του Μεντζέλου θεωρείται ενδιαφέρουσα, διότι πριν πεθάνει στα μόλις είκοσι τρία του
χρόνια, είχε γνωρίσει τον ποιητή René Crevel σ’ ένα σανατόριο της Ελβετίας, από τον οποίο έμαθε για
τον υπερρεαλισμό. Έτσι, γνώρισε το κίνημα και τη θεωρία του από έναν εκ των πρωτεργατών του και
έδωσε μια διάλεξη η οποία αποτελεί το περιεχόμενο του άρθρου.
136
Ιβάνοβιτς Β., Υπερρεαλισμός και «Υπερρεαλισμοί». Ελλάδα – Ρουμανία – Ισπανόφωνες χώρες, ό.π.,
σ. 43.
54
καθαρά το κενό αυτό που δημιουργήθηκε σε εκείνη τη δεδομένη στιγμή, με
αποτέλεσμα να κατακρίνει τις πρώτες υπερρεαλιστικές κινήσεις.
55
Κεφάλαιο 5. Σύγκριση μεταξύ ελληνικού και γαλλικού
υπερρεαλισμού
Η μορφή που έλαβε το κίνημα του υπερρεαλισμού στη Γαλλία, όπου και
γεννήθηκε, σίγουρα διαφέρει σε κάποια σημεία από αυτή που έλαβε στην Ελλάδα. Τα
σημεία αυτά αφορούν στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε το
καλλιτεχνικό ρεύμα, στα άτομα που επιχείρησαν την εδραίωσή του και στα μέσα που
χρησιμοποιήθηκαν από αυτά.
Η παραπάνω άποψη κρίνεται πως έχει ένα βαθμό αλήθειας, συγκεκριμένα στο
ότι οι κριτικοί δεν κατανόησαν τον σκοπό του Εμπειρίκου. Από την άλλη, η επέκταση
τούτου του συλλογισμού καταλήγει στο ότι ο υπερρεαλισμός δεν είχε λόγο ύπαρξης
στην Ελλάδα, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που είχε στη Γαλλία. Το επαναστατικό
κίνημα όμως, γεννήθηκε στη Γαλλία ως αντίδραση και στον επιστημονικό θετικισμό,
ο οποίος επικρατούσε στη χώρα αυτή περισσότερο απ’ ότι στην Ελλάδα, ωστόσο
θέλησε να ανανεώσει τον τρόπο του εκφράζεσθαι, αλλά και τον τρόπο ζωής
παγκοσμίως. Έτσι, σαν κίνημα δεν μπορεί να περιοριστεί στα στενά τοπικά όρια μιας
συγκεκριμένης περιοχής, αλλά διαπνέεται από διεθνή χαρακτήρα, παρόλο που οι
εκάστοτε συνθήκες της κάθε χώρας που επιχειρήθηκε η εδραίωσή του είναι
διαφορετικές – και δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Όποτε, όντως
137
Χρυσανθόπουλος Μ., «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι» Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η
κατασκευή της παράδοσης, ό.π., σ. 149-150.
56
χαρακτηριστικά του γαλλικού υπερρεαλισμού είναι διαφορετικά από αυτά του
ελληνικού, το ίδιο όμως ισχύει και σε σχέση τον αγγλικό υπερρεαλισμό ή με την
μορφή που πήρε το κίνημα στις ισπανόφωνες χώρες. Τα βασικά χαρακτηριστικά όμως
επαναλαμβάνονται στις περισσότερες των περιπτώσεων διότι ο υπερρεαλισμός δεν
αποτέλεσε απλώς ένα καλλιτεχνικό ρεύμα αλλά ένα modus vivendi. Οπότε είναι
άσκοπο να αναζητήσει κανείς την πιστή μεταφορά του γαλλικού υπερρεαλισμού είτε
στην Ελλάδα είτε αλλού.
138
Για την έκδοση τούτου του τόμου συνεργάστηκαν σχεδόν όλοι οι υπερρεαλιστές ποιητές. Η έκδοσή
του θεωρήθηκε πράξη αντιδραστική, λόγω του αριστερής ιδεολογίας εκδότη και των συνεργατών του,
στα μέσα του μεταξικού καθεστώτος.
57
οποιουδήποτε δόγματος. «Εφόσον λοιπόν το παράδοξο κυριαρχεί στις ανθρώπινες
υποθέσεις, κάθε διατύπωση που θα ήταν είτε εκτενής είτε δογματική, με θέσεις
μανιφέστου, που θα έμοιαζε με τις αποφάσεις θρησκευτικών συνοδών όπως εκείνων
του βυζαντινού Μεσαίωνα, θα ’ταν επισφαλής».139 Επίσης, παρόλο που ο Εμπειρίκος
αναγνωρίζεται ως αυτός που εισήγαγε τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα πρώτος,
ξεκάθαρα δεν αποτέλεσε με κανέναν τρόπο αρχηγό της υπερρεαλιστικής ομάδας, ενώ
ο Breton συγκέντρωσε γύρω από το δικό του πρόσωπο τους πρώτους υπερρεαλιστές.
Όσον αφορά στο θέμα της υπερρεαλιστικής γραφής, της εφαρμογής δηλαδή
της θεωρίας στην πράξη, οι Έλληνες ποιητές στάθηκαν συνεπείς στις εξαγγελίες του
Breton. Συγκεκριμένα το πρώιμο έργο του Εμπειρίκου, το οποίο αποτέλεσε καλώς ή
κακώς το πρότυπο της αυτόματης γραφής για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά και οι
συλλογές του Εγγονόπουλου συνιστούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της γαλλικής
θεωρίας.140 Επειδή όμως η υπερρεαλιστική θεωρία δεν εξαντλείται στον
αυτοματισμό, σχετικά γρήγορα εγκαταλείφθηκε από τους Έλληνες ποιητές, ενώ το
ίδιο είχε γίνει νωρίτερα και από τους Γάλλους.
139
Βαλαωρίτης Ν., {Κείμενα για τον Υπερρεαλισμό} για μια θεωρία της γραφής Β’, επιμ. Μπλάνας
Γιώργος, εκδ. Ηλέκτρα, Αθήνα, 2006 σ. 73.
140
Βέβαια, τα γαλλικά αυτοματικά ποιήματα δεν τιτλοφορούνται.
58
ταυτόχρονα και αυτόματα σε άλλες περιοχές. Κάτι τέτοιο φυσικά φαντάζει απίθανο,
δεδομένων των ιδιομορφιών που παρουσιάζουν καλώς ή κακώς οι εκάστοτε περιοχές.
Συμπερασματικά, αυτό που φαίνεται καθαρά είναι ότι οι δύο μορφές που
έλαβε η υπερρεαλιστική θεωρία σε Γαλλία και Ελλάδα έχουν διαφορές μεταξύ τους.
Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα πως ο ελληνικός
υπερρεαλισμός υστερεί σε σχέση με τον γαλλικό, όπως εξέφρασαν πολλοί μελετητές
ανά τα χρόνια. Θεωρούμε ότι πρέπει να καταστεί σαφές ότι οι ιστορικές, κοινωνικές,
πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες ενός τόπου επιτελούν εξαιρετικά
σημαντικό ρόλο στη μεταφύτευση ενός ρεύματος – είτε καλλιτεχνικού, κοινωνικού
πολιτικού κτλ.– από μία περιοχή σε μια άλλη. Αυτό όμως δεν σημαίνει πάντα ότι στη
μεταφορά επηρεάζονται και οι σκοποί ή ο ιδεολογικός πυρήνας, ή γενικότερα αυτό
που θα λέγαμε η «ποιότητα», του εκάστοτε ρεύματος.
59
Κεφάλαιο 6. Το φιλοσοφικό υπόβαθρο του υπερρεαλισμού
142
Μερικά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αποτελούν ο Ηράκλειτος και φυσικά ο Πλάτωνας - του
οποίου οι διάλογοι ακόμα αποτελούν ένα διακύβευμα για τη φιλολογική κοινότητα - αλλά και στον 20ό
αιώνα έχουμε την περίπτωση του Camus και του Sartre, καθώς και της «Αισθητικής» του Καζατζάκη.
Για περισσότερα βλ. Κόκορης Δ., Φιλοσοφία και νεοελληνική λογοτεχνία: πτυχές μιας σύνθετης σχέσης,
εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2015, σ. 11-12.
143
Κόκορης Δ., ό.π., σ. 10.
60
Έτσι, όσον αφορά στους υπερρεαλιστές καλλιτέχνες, δεν ήταν λίγοι αυτοί, οι
οποίοι εισέφεραν θεωρητικό – στοχαστικό έργο. Ο Κάλας, για παράδειγμα, δεν
επιχείρησε απλώς να εκφράσει θεωρητικά τις θέσεις του υπερρεαλισμού, αλλά στις
«Εστίες Πυρκαγιάς» καταπιάνεται με μια πληθώρα θεμάτων, διαπλέκοντας έναν λόγο
αμιγώς φιλοσοφικό. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για τον René Crevel. Ο
Εμπειρίκος, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, δεν ασχολήθηκε με τη
συγγραφή θεωρητικού έργου· ωστόσο οι γαλλικές σελίδες που βρέθηκαν μαζί με το
κείμενο της διάλεξης εμπεριέχουν ενδιαφέροντα στοχαστικά στοιχεία. Φυσικά, δεν θα
μπορούσαμε να εξαιρέσουμε τα δύο Μανιφέστα του Breton, τα οποία πέραν του ότι
παραπέμπουν στον Hegel, στον Marx και σε άλλους μεγάλους φιλοσόφους,
συνθέτουν και μια φιλοσοφική στάση, που συνέχεται με την υπερρεαλιστική
έκφραση.
144
Μπαρούτας Κ., Συγκινησιακό, Λογικό, Διανοητικό. Τρεις μελέτες για την Τέχνη, εκδ. Φωτοκείμενα,
Αθήνα 1979, σ. 97.
145
Passeron R., Clefs pour la peinture, εκδ. Seghers, Paris 1969. σ. 34.
61
ευρύτερα στην κοινωνία· όπως άλλωστε χαρακτηριστικά τονίζει ο Breton, οι
περισσότεροι από τους συγγραφείς δεν έδιναν την παραμικρή προσοχή στο τι
συνέβαινε μέσα τους.146 Έτσι οι υπερρεαλιστές επιχείρησαν την ενοποίηση των
φαινομενικά αντιθετικών στοιχείων, όπως είναι το συνειδητό και το ασυνείδητο, η
ονειρική ζωή και η εν εγρηγόρσει ζωή, σε ένα πλαίσιο, όπου έπαυαν τα στοιχεία αυτά
να έχουν διαφορές μεταξύ τους και τελικά ταυτίζονταν. Εργαλεία τους υπήρξαν οι
αφηγήσεις ονείρων και η αυτόματη γραφή, «τόποι», δηλαδή, όπου ο έλεγχος της
λογικής χαλαρώνει – όπως θεωρούσε ο René Crevel «το θέαμα δεν βρίσκεται στα
σκηνικά της πραγματικότητας, αλλά πέραν, πολύ πέραν αυτών». 147
146
Μπρετόν Α. , Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, ό.π., σ. 96.
147
Crevel R., Το πνεύμα ενάντια στο λόγο, μτφ. Σταμπάκης Νίκος, εκδ. Φαρφουλάς, Αθήνα 2011, σ.
69.
148
Οι αξιωματικές αρχές της Τυπικής Λογικής είναι οι εξής: α) η αρχή της ταυτότητας (Α=Α), β) η
αρχή της μη αντίφασης (Α≠Β), γ) η αρχή του αποχρώντος λόγου (καθετί έχει τις αιτίες και τους λόγους
που εξηγούν τη γένεσή του και τη λειτουργία του) και δ) η αρχή αποκλεισμού του τρίτου (το Α είναι
είτε Β είτε Γ, τρίτο δεν χωρεί). (Δεληγιώργη Α., Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών θετικιστικού
,ερμηνευτικού και διαλεκτικού τύπου, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 143).
62
μονόδρομη αρχή της αιτιότητας, με την αμφίδρομη αρχή της αμοιβαιότητας· ο
στοχαστικός λόγος που συγκροτεί έτσι ο Hegel, είναι σε θέσει να παράγει γνώση.149
149
Δεληγιώργη Α., ό.π., σ. 173.
150
Δεληγιώργη Α., ό.π., σ. 186.
151
Διαπίστωση του Ηράκλειτου.
63
εικόνα· όσο όμως δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες, δεν μπορούμε να έχουμε καθαρή
ιδέα για τη συνολική εικόνα. Για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει τις επιμέρους
λεπτομέρειες, οφείλει πρώτα να τις αποσπάσει από τη φυσική ή ιστορική τους
αλληλουχία και να τις εξετάσει ξεχωριστά.152
152
Ένγκελς Φ., Σοσιαλισμός, ουτοπικός και επιστημονικός, μτφ. Κυρίλου Δήμητρα, εκδ. Mαρξιστικό
Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2006, σ. 103.
153
Μπρετόν Α. , Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, ό.π., σ. 80.
154
Μπρετόν Α. , ό.π., σ. 81.
64
Ξεκινάμε την αναφορά μας από τον Carl Gustav Jung, ο οποίος συνεργάστηκε
με τον Freud πάνω στη μελέτη των ονείρων. Ωστόσο, απέρριψε τη φροϋδική θεωρία,
καθώς διαφώνησε με τον τρόπο που ο Freud μελετούσε τα όνειρα «σπάζοντάς» τα σε
κομμάτια. Ο Jung πίστευε περισσότερο πως τα όνειρα αποτελούν τον σύνδεσμο
μεταξύ της συνειδητής και της ασυνείδητης ζωής, οπότε δεν χρειάζονται απαραίτητα
ερμηνεία για να εκτελέσουν το σκοπό τους. Διαφώνησε, επίσης, με το κομβικό
σημείο της φροϋδικής θεωρίας που αφορά στον σεξουαλικό, κεκαλυμμένο χαρακτήρα
που φέρουν τα όνειρα.
155
Κάλας Ν., Εστίες πυρκαγιάς, μτφ. Σαββίδου Γιάννα, εκδ Gutenberg, Αθήνα 1997, σ. 25.
156
Λοϊζίδη Ν., Ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο και η σουρεαλιστική επανάσταση, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1987, σ.
75.
65
αφού με αυτόν τρόπο θα κατέληγαν ανούσια δημιουργήματα, χωρίς βάθος. Η λογική
μόνον δευτερεύοντα ρόλο δύναται να παίξει στην καλλιτεχνική δραστηριότητα, αφού
τον πρώτο λόγο κατέχει το ασυνείδητο, το τυχαίο και η μέθη.
O Henri-Louis Bergson στρέφει την προσοχή μας στο όνειρο, πριν ακόμα από
τον Freud, καθώς ασχολήθηκε με διάφορες αντιορθολογικές εκδηλώσεις του ψυχικού
κόσμου, όπως είναι τα φαινόμενα της τηλεπάθειας. Ολόκληρο το έργο του Γάλλου
φιλοσόφου προβάλλει τα όρια του πνεύματος, το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει
παρά μονάχα πάνω στην περιοχή της ύλης, ενώ η διαίσθηση θα επέτρεπε να
φθάσουμε ως την ίδια την πηγή του όντος.157
157
Duplessis Y., Ο Σουρρεαλισμός, μτφ. Ζωγραφάκης Γ., εκδ. Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1964, σ. 8.
158
Bergson H., Dreams, μτφ. Slosson E. E., εκδ. Huebsch B. W., New York 1914, σ. 28
Η μετάφραση είναι δική μας.
159
Κάλας Ν., Εστίες πυρκαγιάς, ό.π., σ. 26.
66
όχι αυτό που είμαστε, αλλά αυτό που θα γινόμασταν, αν είχαμε λάβει διαφορετική
παιδεία.160
Σύμφωνα με τον Freud, υφιστάμεθα την πίεση δύο δυνάμεων: της αρχής της
ηδονής και της αρχής της πραγματικότητας. «Ξέρουμε ότι η αρχή της ηδονής ανήκει
σε έναν πρωτογενή τρόπο εργασίας του ψυχικού μηχανισμού και ότι για την επιβίωση
του οργανισμού υπό τις δύσκολες συνθήκες του εξωτερικού κόσμου είναι εξαρχής
αρκετά απρόσφορη ή ακόμη και πολύ επικίνδυνη. Υπό την επιρροή των ορμών της
αυτοσυντήρησης του Εγώ δίνει τη θέση της στην αρχή της πραγματικότητας, η οποία,
χωρίς να έχει την πρόθεση να εγκαταλείψει την τελική απόκτηση της ηδονής, απαιτεί
και επιβάλλει εντούτοις την παραίτηση από πολλές δυνατότητες για απόκτηση της
160
Μπρετόν Α., Συγκοινωνούντα δοχεία, μτφ. Παλλαντίου Λήδα, εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1982, σ. 13.
161
Κάλας Ν., Εστίες πυρκαγιάς, ό.π., σ. 17.
67
ηδονής και την πρόσκαιρη ανοχή δυσαρέσκειας στην μακρά ατραπό προς την
ηδονή».162
Έτσι, οι δύο αρχές αποτελούν τα δύο σκέλη ενός εννοιολογικού ζεύγους, που
κατά τον Freud ορίζουν τη ζωή μας: από τη μία η αρχή της ηδονής συνίσταται στην
ανάγκη του υποκειμένου να ικανοποιήσει τις ενορμήσεις του – έστω και μέσω της
φαντασίας ή του ονείρου – ενώ από την άλλη η αρχή της πραγματικότητας είναι η
τάση της αντίστασης στην τέρψη των ενορμήσεων, η οποία οδηγεί είτε στον
εξευγενισμό163 είτε στην απώθηση.164 Κατά τα συμφραζόμενα, λοιπόν, άλλοτε
υπερισχύει η ηδονή, άλλοτε η πραγματικότητα· συχνά, δηλαδή, το υποκείμενο
βρίσκεται διχασμένο – όχι πάντα σε συνειδητό επίπεδο. Θεωρητικά, όλοι θα
επιδίωκαν την ηδονή με κάθε μέσο, αλλά κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στο χάος· γι αυτό
έρχεται η αρχή της πραγματικότητας να επαναφέρει το υποκείμενο στις δυσκολίες και
στις θυσίες που απαιτεί η ζωή.
Στις σελίδες που βρέθηκαν μαζί με το χειρόγραφο της διάλεξης του ’35, ο
Εμπειρίκος συνθέτει τη θέση του υπερρεαλισμού απέναντι στην αρχή της
πραγματικότητας. Διαβάζουμε σχετικά ότι ο υπερρεαλισμός χρησιμοποιεί τον
δυναμισμό του ασυνειδήτου, όχι για να υπηρετήσει ή να παίζει, αλλά μόνο για να
ικανοποιηθεί, καθώς και ότι «ο Σουρρεαλισμός αποκλείει την αρχή αυτή (ενν. την
αρχή της πραγματικότητας), τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, προς όφελος της
αρχής της απόλαυσης».165
68
Αναφερόμενος στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ο Κάλας εκφράζει τον
θαυμασμό του σε όσους «επαναστάτησαν εναντίον μιας φρικτής πραγματικότητας
του αντικειμενικού κόσμου» και σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετος αυτός ο
θαυμασμός με τις επιδιώξεις του υπερρεαλισμού.166
166
Κάλας Ν., Εστίες πυρκαγιάς, ό.π., σ. 18.
69
Συμπεράσματα
70
από τον υπερρεαλισμό, ωστόσο, όμως, ενσωματώνει ποικίλα στοιχεία της μορφής
που έλαβε το κίνημα στην Ελλάδα, αλλά και στη Γαλλία, αναφορικά με τη γλώσσα
και την εικονοποιία. Και στα επόμενα χρόνια, όμως, το έργο Ελλήνων ποιητών, που
εντάσσονται στη σύγχρονη λογοτεχνία, μοιάζει να έχει υπερρεαλιστικά επιρροές.
Ιδίως σε ένα πρώιμο στάδιο του ελληνικού υπερρεαλισμού, αφού η «Υψικάμινος» αποτελεί την
168
πρώτη αυτοματική συλλογή και αυτές του Κάλα και του Εγγονόπουλου ακολούθησαν αργότερα.
71
αναγνωρίζοντας μεν την τόλμη που χαρακτήριζε την απόπειρα του Έλληνα ποιητή,
κατανοώντας δε πως κάθε κίνημα – ιδίως του 20ου αιώνα – χρειάστηκε μια ορισμένη
χρονική περίοδο για να φτάσει στη τελική του μορφή, ξεπερνώντας τον ενθουσιασμό
που ακολούθησε τη δημιουργία του.
72
προσφέρει τίποτε στην ίδια την καλλιτεχνική δραστηριότητα, παρά μόνο να συμβάλει
στη διατήρηση της στασιμότητας και στην προσκόλληση στο παρελθόν. Εξάλλου,
σχεδόν όλα τα ρεύματα, τα οποία χλευάστηκα ή απορρίφθηκαν στα πρώτα τους
βήματα, στο μέλλον αναγνωρίστηκαν και υπογραμμίστηκε η αξία της συμβολής τους.
169
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, ό.π., σ.77.
73
είναι εδώ ή εκεί· είναι παντού. Είναι ένα φάντασμα, ένας ιδιοφυής ψυχαναγκασμός,
που με τη σειρά του, χάρη σε μια αξιόλογη μεταμόρφωση, έγινε υπερρεαλισμός».170
Βιβλιογραφία
Αργυρίου Α., Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του
μεσοπολέμου (1918-1940), τόμος Α΄, Καστανιώτη, Αθήνα 2002.
Βαλαωρίτης Ν., {Κείμενα για τον Υπερρεαλισμό} για μια θεωρία της γραφής Β’, επιμ.
Μπλάνας Γ., Ηλέκτρα, Αθήνα 2006.
Bergson H., Dreams, μτφ. Slosson E. E., εκδ. Huebsch B. W., ΝέαΥόρκη 1914.
Βουτουρής Π., Η συνοχή του τοπίου. Εισαγωγή στην ποιητική του Ανδρέα Εμπειρίκου,
Καστανιώτης, Αθήνα 1997.
Γιατρομανωλάκης Γ., Ανδρέας Εμπειρίκος: ο ποιητής του έρωτα και του νόστου,
Κέδρος, Αθήνα 1983.
Crevel R., Το πνεύμα ενάντια στο λόγο, μτφ. Σταμπάκης Ν., Φαρφουλάς, Αθήνα 2011.
170
Blanchot M. , La part du feu, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1949, σελ. 90.
Η μετάφραση είναι δική μας.
74
Duplessis Y. , Ο Σουρρεαλισμός, μτφ. Ζωγραφάκης Γ., Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα
1964.
Ελύτης Ο., Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Ύψιλον, Β’ έκδοση, Αθήνα 1980.
Εμπειρίκος Α., Περί σουρρεαλισμού: η διάλεξη του 1935, Άγρα, Αθήνα 2009.
Εμπειρίκος Α., Γράμματα στον πατέρα, τον αδελφό του Μαράκη και την μητέρα (1921-
1935), επιμ. Γιατρομανωλάκης Γ., Άγρα, Αθήνα 2009.
Ένγκελς Φ., Σοσιαλισμός, ουτοπικός και επιστημονικός, μτφ. Κυρίλου Δ., Μαρξιστικό
Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2006.
Iser W., Η προσκλητική δομή των κειμένων. Η απροσδιοριστία ως όρος της επίδρασης
του λογοτεχνικού λόγου στο Η λογοτεχνική θεωρία του εικοστού αιώνα: ανθολόγιο
κειμένων, επιμ. Newton K. M., Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014.
Κάλας Ν., Εστίες πυρκαγιάς, μτφ. Σαββίδου Γ., Gutenberg, Αθήνα 1997.
Κόκορης Δ., Φιλοσοφία και νεοελληνική λογοτεχνία: πτυχές μιας σύνθετης σχέσης, Ι.
Σιδέρης, Αθήνα 2015.
75
Κόκορης Δ., Ποιητικός ρυθμός: παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση, Νησίδες,
Θεσσαλονίκη 2006.
Κόκορης Δ., Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ως κριτικός της ποίησης του Κωστή Παλαμά,
εισήγηση στο Κωνσταντίνος Τσάτσος: φιλόσοφος, συγγραφέας, πολιτικός. Πρακτικά
διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου 6-8 Νοεμβρίου 2009, Ανάτυπο, Γρανάδα-Αθήνα
2010.
Λοϊζίδη Ν., Ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο και η σουρεαλιστική επανάσταση, Νεφέλη, Αθήνα
1987.
Μπαρούτας Κ., Συγκινησιακό, Λογικό, Διανοητικό. Τρεις μελέτες για την Τέχνη,
Φωτοκείμενα, Αθήνα 1979.
Μπρετόν Α., Η πολιτική θέση του σουρρεαλισμού, μτφ. Γεωργαντζή Γ.-Μπαλής Ν.,
Ουτοπία, Αθήνα 1980.
Μπρετόν Α., Συγκοινωνούντα δοχεία, μτφ. Παλλαντίου Λ., Αιγόκερως, Αθήνα 1982.
Παράσχος Κλ. Β., Έλληνες λυρικοί: από τον Σολωμό έως και σήμερα και τρία δοκίμια
(τι είναι η ποίηση- Ησίοδος- Σαπφώ), Σ. Σπυρόπουλος, Αθήνα 1953.
76
Σεφέρης Γ. – Τσάτσος Κ., Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμ. Κούσουλας Λ., Ερμής,
Αθήνα 1975.
Σιαφλέκης Ζ. Ι., Από τη νύχτα των αστραπών στο ποίημα γεγονός. Συγκριτική
ανάγνωση Ελλήνων και Γάλλων υπερρεαλιστών, Επικαιρότητα, Αθήνα 1989.
Τζαρά Τ., Μανιφέστα του Ντανταϊσμού, μτφ. Κανελλίδης Α., Αιγόκερως 1987.
Τζιόβας Δ., Η ρητορική της αποστροφής και της παντάνασσας κραυγής στον Εμπειρίκο.
Από το λυρισμό στο μεταμοντερνισμό. Πρόσληψη, ρητορική και ιστορία στη
νεοελληνική ποίηση, Νεφέλη, Αθήνα 2005.
Φρόυντ Σ., Πέραν της αρχής της ηδονής, μτφ. Αναγνώστου Λ., Επίκουρος, Αθήνα
2014.
Φρόυντ Σ., Τέχνη και ψυχανάλυση, μτφ. Μηλτιάδης Κ., Κοροντζή, Αθήνα 2005.
Vitti M., Η γενιά του 30: ιδεολογία και μορφή, Ερμής, Αθήνα 2006.
Εφημερίδες - περιοδικά
77
Βενέζης Η., «Το νέο δαιμόνιο», Νεοελληνικά Γράμματα, 94 (17 Σεπτεμβρίου 1938).
Λαπαθιώτης Ν., «Πέραν του συρρεαλισμού», περ. Νέα Εστία, 271, 1 Απριλίου 1938.
78
79