You are on page 1of 2

Εμβάθυνση στο περιεχόμενο των όρων ενσωμάτωση-ένταξη και συμπεριληπτική/ολική

εκπαίδευση

Στη διαδρομή της εξέλιξης του θεσμού της Ειδικής Εκπαίδευσης, οι όροι ενσωμάτωση-
ένταξη και συμπεριληπτική ή ολική εκπαίδευση αποτέλεσαν κομβικούς σταθμούς της ανάπτυξής
της, καθώς καθόρισαν την επιστημονική της υπόσταση.

Οι έννοιες της ενσωμάτωσης και της ένταξης σχετίζονται με την ίδρυση αυτόνομων
ειδικών ή παράλληλων τάξεων στον ίδιο χώρο με το κανονικό σχολείο, όπου οι μαθητές με
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες παρακολουθούν σε ορισμένα μαθήματα δικό τους ειδικά
διαμορφωμένο πρόγραμμα. Παράλληλα, συμμετέχουν σε κοινές σχολικές δραστηριότητες, όπως
για παράδειγμα το παιχνίδι κατά τη διάρκεια του διαλλείματος, οι εκδρομές και οι περίπατοι, με
στόχο να μειωθεί η φυσική απόσταση με τους υπόλοιπους μαθητές. Ωστόσο, υπάρχει μια λεπτή
διαφοροποίηση των όρων ένταξη και ενσωμάτωση καθώς στην ένταξη κυριαρχεί το στοιχείο της
διαφοροποίησης, ενώ στην ενσωμάτωση προωθείται η συνύπαρξη των μαθητών με ειδικές
ανάγκες με τους υπόλοιπους μαθητές και καλλιεργείται η συνεργασία με αποτέλεσμα την
αποδοχή τους από τη σχολική κοινότητα. Επιπροσθέτως, η ενσωμάτωση απαιτεί αμοιβαίες
διαδικασίες προσαρμογής και αναγνώριση των ιδιαίτερων ικανοτήτων όλων των μαθητών που
έχουν ως στόχο την αποφυγή ρατσιστικών συμπεριφορών (Στασινός, 2016).

Από την άλλη πλευρά, ο όρος της συμπεριληπτικής ή ολικής εκπαίδευσης αφορά μια
συνεχή διαδικασία που έχει ως στόχο την ανταπόκριση στη διαφορετικότητα των μαθητών και
στην ισότιμη αντιμετώπισή τους, αποκλείοντας τον στιγματισμό, την κατηγοριοποίησή τους και
τον αποκλεισμό από το σχολικό περιβάλλον, ενισχύοντας έτσι την αυτοεκτίμησή τους
(Αγγελίδης, 2009). Επίσης αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα για την κατανόηση της
χρησιμοποίησης αυτών των διαφορών σαν μια ευκαιρία για μάθηση, όπου προκύπτουν τόσο
ακαδημαϊκές όσο και κοινωνικές δεξιότητες. Επιπλέον, στην συμπεριληπτική εκπαίδευση
καταλυτικός είναι ο ρόλος του εκπαιδευτικού. Ειδικότερα, αντιμετωπίζει τους μαθητές με
ισονομία και ισοτιμία, παρέχοντας ίσες ευκαιρίες σε όλους. Μέσω της κοινής διδασκαλίας αλλά
και της παρότρυνσης προς τους μαθητές με ειδικές ανάγκες να συμμετέχουν στο σύνολο των
σχολικών δραστηριοτήτων, αναγνωρίζεται το δικαίωμά τους για ίδιες εμπειρίες και έτσι μπορεί
να αποφευχθεί ο κίνδυνος της περιθωριοποίησης (Στασινός, 2016). Το γεγονός αυτό αποτελεί
αναγκαία προϋπόθεση για την ομαλή ένταξη των μαθητών της μειονότητας στο κοινωνικό
σύνολο, καθώς αποκτούν το αίσθημα του «ανήκειν» και ενθαρρύνονται να αναλάβουν ενεργό
ρόλο στην κοινωνική ζωή (Αγγελίδης, 2009).
Συμπερασματικά λοιπόν, οι κύριες διαφορές μεταξύ των όρων ενσωμάτωση-ένταξη και
συμπεριληπτική ή ολική εκπαίδευση έγκεινται στο γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση γίνεται
λόγος μόνο για τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και δίνεται έμφαση στο στοιχείο της
διαφοροποίησης που τα διαχωρίζει από τα παιδιά κανονικής ανάπτυξης, ενώ στη δεύτερη
περίπτωση, γίνεται αναφορά στο σύνολο των μαθητών και δίνεται βάρος τόσο στην ποιότητα
της εκπαίδευσης και της ζωής, όσο και στα μαθησιακά αποτελέσματα.

Βιβλιογραφία

Αγγελίδης, Π. (2009). Συμπεριληπτική εκπαίδευση και βελτίωση σχολείων. Σχέση αμφίδρομη.


Αθήνα: Ατραπός

Στασινός, Δ. (2016). (αναθεωρημένη έκδοση). Η Ειδική Εκπαίδευση 2020 (plus). Για μια
Συμπεριληπτική ή Ολική Εκπαίδευση στο Νέο-ψηφιακό σχολείο με Ψηφιακούς Πρωταθλητές.
Αθήνα: Παπαζήση.

You might also like