You are on page 1of 38

See discussions, stats, and author profiles for this publication at: https://www.researchgate.

net/publication/319876857

Η κριτική ανάλυση λόγου: Μελετώντας τον ιδεολογικό ρόλο της γλώσσας

Chapter · January 2014

CITATION READS

1 6,474

Some of the authors of this publication are also working on these related projects:

Special Issue edited by Anastasia G. Stamou entitled "Sociolinguistics of Fiction" View project

TRACE: Tracing Racism in Anti-raCist discoursE: A critical approach to European public speech on the migrant and refugee crisis View project

All content following this page was uploaded by Anastasia Stamou on 18 September 2017.

The user has requested enhancement of the downloaded file.


Ημι-τελική εκδοχή της δημοσίευσης:
Στάμου Α.Γ. (2014). Η κριτική ανάλυση λόγου: Μελετώντας τον ιδεολογικό ρόλο της
γλώσσας. Στο Ανάλυση λόγου: Θεωρία και εφαρμογές, Μ. Γεωργαλίδου, Μ. Σηφιανού,
Β. Τσάκωνα (επιμ.). Νήσος: Αθήνα, 149-187.

Η κριτική ανάλυση λόγου: Μελετώντας τον ιδεολογικό ρόλο της γλώσσας1

Αναστασία Γ. Στάμου
Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

1. Ορίζοντας την κριτική ανάλυση λόγου


1.1. Ορισμοί και βασικές θέσεις

Για ποιον λόγο άραγε ένας/μία πολιτικός επιλέγει τις λέξεις «αποκρατικοποίηση»,
«αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας» και «περικοπές δαπανών και δυναμικού», ενώ
κάποιος/α άλλος/η χρησιμοποιεί αντ’αυτών τις λέξεις «ιδιωτικοποίηση», «ξεπούλημα
δημόσιας περιουσίας» και «μειώσεις μισθών και απολύσεις»; Σε αυτό το ερώτημα
―μεταξύ άλλων― προσπαθεί να απαντήσει η κριτική ανάλυση λόγου (εφεξής ΚΑΛ).
Συγκεκριμένα, η ΚΑΛ αποτελεί μια προσέγγιση στο πλαίσιο της κοινωνικής μελέτης της
γλώσσας που υπογραμμίζει τον ρόλο της ιδεολογίας στη διαμόρφωση της σχέσης
ανάμεσα στις γλωσσικές και κοινωνικές δομές και πρακτικές.2 Με άλλα λόγια, επιχειρεί
να αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται η γλώσσα, η κοινωνία και η

1
Θερμές ευχαριστίες στις τρεις επιμελήτριες του Τόμου, Μαριάνθη Γεωργαλίδου, Μαίρη Σηφιανού και
Βίλλυ Τσάκωνα, που με τις πολύ χρήσιμες παρατηρήσεις τους με βοήθησαν να ξαναδώ πολλά σημεία του
κειμένου που δεν θα ήταν προσιτά για ένα μη εξοικειωμένο με αυτά τα θέματα ακροατήριο. Το τελικό
αποτέλεσμα θα κριθεί βέβαια από τους/τις φοιτητές/τριες, στους/στις πρωτίστως φιλοδοξεί να απευθύνεται
το κείμενο.
2 Η ΚΑΛ έχει εστιάσει στη μελέτη γλωσσικών κειμένων μια και αναπτύχθηκε από γλωσσολόγους. Τα

περισσότερα κείμενα, ωστόσο, ─ιδιαίτερα αυτά που έχουν παραχθεί με τη χρήση νέων τεχνολογιών─
αντλούν από μια πληθώρα σημειωτικών συστημάτων (π.χ. εικόνα, ήχος, κίνηση) τα οποία συνδυάζονται
μεταξύ τους, είναι δηλαδή πολυτροπικά (multimodal). Έτσι, η ΚΑΛ έχει στραφεί και στην ανάλυση της μη
λεκτικής κατασκευής νοήματος.(βλ. μεταξύ άλλων Kress & van Leeuwen 1996). Εδώ, ωστόσο, θα
ασχοληθούμε μόνο με τη γλώσσα.
ιδεολογία, και με αυτή την έννοια συνδυάζει τη μικρο-ανάλυση των κειμένων με τη
μακρο-ανάλυση των κοινωνικών δομών και σχέσεων εξουσίας με τις οποίες εμπλέκονται
τα κείμενα. Μέσα από τη σύνδεση του μικρο- και του μακρο-επιπέδου η ΚΑΛ
«τοποθετεί την κοινωνική επιστήμη στο ίδιο θεωρητικό και αναλυτικό πλαίσιο με τη
γλωσσολογία ανοίγοντας έναν διάλογο μεταξύ τους» (Chouliaraki & Fairclough 1999:
6).
Έτσι, η ΚΑΛ μάς επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε τη γλώσσα κατά κύριο λόγο ως
πηγή κοινωνικά προσδιορισμένων νοημάτων και πολύ λιγότερο ως μέσο προσωπικής
έκφρασης. Υπό αυτό το πρίσμα, τα κείμενα δεν διαμορφώνονται τόσο από την
προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία των ομιλητών/τριών όσο από τις ευρύτερες
ιστορικο-πολιτισμικές συνθήκες με τις οποίες συνδέεται η παραγωγή και η πρόσληψή
τους (Μητσικοπούλου 2001). Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει στην τάξη
ένας/μια εκπαιδευτικός ή το πώς απευθύνεται ένας/μια γιατρός στον/στην ασθενή του/της
έχει λίγο να κάνει με την προσωπικότητά του/της και εξαρτάται περισσότερο από την
κοινωνική θέση και τον θεσμικό ρόλο με τους οποίους συνδέονται αυτές οι ιδιότητες. Με
σκοπό να συνδέσει το μικρο- με το μακρο-επίπεδο, η ΚΑΛ αντλεί από ποικίλες
κοινωνικές θεωρίες, οι βασικότερες από τις οποίες είναι ο δυτικός μαρξισμός (βλ. μεταξύ
άλλων Althusser, Gramsci, Habermas), η φιλοσοφία της γλώσσας και η θεωρία της
λογοτεχνίας με μαρξιστικές επιρροές (βλ. μεταξύ άλλων Voloshinov, Bakhtin), καθώς
και η μεταδομιστική ανάλυση του Foucault.
Πιο συγκεκριμένα, εκκινώντας από την αντίληψη για τη γλωσσική χρήση ως λόγο
(discourse), δηλαδή ως μορφή κοινωνικής πρακτικής, η ΚΑΛ διερευνά πώς τα κείμενα
και η ομιλία οικοδομούν αναπαραστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας οι οποίες
παγιώνουν, συντηρούν ή μετασχηματίζουν σχέσεις ιδεολογικής κυριαρχίας και
κοινωνικής ανισότητας (π.χ. η επιλογή της λέξης «αποκρατικοποίηση» για την εξαγορά
μιας ΔΕΚΟ δίνει θετικό νόημα στην πράξη αυτή, και άρα τη νομιμοποιεί,
αναπαριστώντας την ως προσπάθεια εξυγίανσης της ΔΕΚΟ από τον κρατικό έλεγχο και
τις αρνητικές συνδηλώσεις που αυτός έχει, όπως την κομματικοποίηση και την έλλειψη
αξιοκρατίας, τη γραφειοκρατία, τη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία κ.ά.). Επομένως, μια
από τις βασικές θέσεις της ΚΑΛ είναι ότι η γλώσσα βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την
κοινωνία. Σύμφωνα με τον Fairclough (1992), ωστόσο, ο λόγος έχει σε τελική ανάλυση
ενεργητικό ρόλο στη συγκρότηση της κοινωνίας, αφού ακόμη και όταν επηρεάζεται από
τις υφιστάμενες κοινωνικές δομές δεν τις αντικατοπτρίζει απλώς, αλλά τις παγιώνει ή τις
αναπαράγει (π.χ. φαινόμενα γλωσσικού σεξισμού όπως η γενικευτική χρήση του
αρσενικού γένους δεν αντικατοπτρίζουν απλώς την κοινωνική ανισότητα κατά των
γυναικών αλλά την επιβεβαιώνουν κάθε φορά που ένας/μία ομιλητής/τρια κάνει τέτοιες
επιλογές).
Επιπλέον, η ΚΑΛ υποστηρίζει ότι ο λόγος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με
ιδεολογικές συνιστώσες. Υιοθετώντας μια δυτικο-μαρξιστική οπτική, η Wodak (1996:
18), μια από τις κύριες εκπροσώπους της ΚΑΛ, ορίζει τις ιδεολογίες ως «συγκεκριμένους
τρόπους αναπαράστασης και κατασκευής της κοινωνίας οι οποίες αναπαράγουν άνισες
σχέσεις εξουσίας, σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης».3
Ο ρόλος του λόγου ως μέσου διαμόρφωσης της κοινωνικής πραγματικότητας και
τελικά επιβολής ελέγχου δεν είναι εμφανής, εφόσον η ιδεολογία συσκοτίζει την
κοινωνική πραγματικότητα, αφού παρουσιάζει ως αυτονόητα τα κυρίαρχα νοήματα που
οικοδομούνται στον λόγο. Η αντιμετώπιση του λόγου ως υλικής έκφρασης της
ιδεολογίας αναδεικνύει τον συναινετικό τρόπο με τον οποίο ασκείται η εξουσία στις
σύγχρονες κοινωνίες (Fairclough 1989). Εφόσον οι ιδέες και οι αντιλήψεις
διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τα κείμενα και την ομιλία, οι άνθρωποι δεν
εξαναγκάζονται να κάνουν πράγματα αλλά πείθονται να τα κάνουν μέσω της ιδεολογικής
δράσης του λόγου (π.χ. για το πόσο αναγκαίο είναι να μειωθούν οι μισθοί και οι
συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων ελέω Μνημονίου). Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε
να ορίσουμε την ΚΑΛ ως την προσέγγιση εκείνη που

μελετά πρωτίστως τον τρόπο με τον οποίο η κατάχρηση της κοινωνικής εξουσίας,
η κυριαρχία και η ανισότητα θεσμοθετούνται, μπορούν και να αναπαράγονται και
να αποτελούν αντικείμενο αντίστασης μέσω του κειμένου και της ομιλίας στο
κοινωνικό και πολιτικό περικείμενο (van Dijk 2001a: 352)

3
Σε ένα μαρξιστικό πλαίσιο η ιδεολογία δεν έχει μόνο αρνητική έννοια αλλά υπάρχουν και πιο ουδέτεροι
ορισμοί της ως συνόλου εννοιολογικών μορφών μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την
κοινωνική πραγματικότητα. Η αρνητική έννοια της ιδεολογίας αφορά το σύστημα ιδεών που προέρχεται
από την κυρίαρχη τάξη, δηλαδή αναφέρεται στην κυρίαρχη ιδεολογία (π.χ. αστική ιδεολογία). Στην ΚΑΛ
έχει επικρατήσει η αρνητική έννοια του όρου, εφόσον συνήθως η κυρίαρχη ιδεολογία είναι αυτή που
συζητείται και αναλύεται.
ή ελαφρώς διαφοροποιημένα «αναλύει τις αδιαφανείς όσο και διαφανείς δομικές σχέσεις
κυριαρχίας, διακρίσεων, εξουσίας και ελέγχου που εκδηλώνονται στη γλώσσα» (Wodak
1995: 204).
Η ΚΑΛ στρέφεται κυρίως στη μελέτη θεσμοθετημένων και δημόσιων κειμένων,
αφού εκεί τίθενται συχνότερα ζητήματα κοινωνικής εξουσίας και ανισότητας. Σύμφωνα
με τον van Dijk (2001α), τα κείμενα που παράγονται από θεσμούς, υπηρεσίες και
δημόσια πρόσωπα έχουν ευρεία διανομή, ενώ αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή από
την οποία διαμορφώνουμε την αντίληψή μας για την κοινωνική και πολιτική
πραγματικότητα. Μάλιστα, κατά τον Luke (1997), η ΚΑΛ ορίζεται ως η προσέγγιση
εκείνη που έχει ως αντικείμενο μελέτης της τη γλώσσα και τον λόγο των κοινωνικών
θεσμών.
Η ΚΑΛ έχει επικεντρωθεί ως επί το πλείστον σε κείμενα που προέρχονται από τα
ΜΜΕ (βλ. μεταξύ άλλων van Dijk 1991), την πολιτική (βλ. μεταξύ άλλων Chilton 2004),
την εκπαίδευση (βλ. μεταξύ άλλων Oteiza 2003) και τα γραφειοκρατικά και δημόσια
έγγραφα (βλ. μεταξύ άλλων Piper 2000).4 Λόγω του συνήθως γραπτού και μονολογικού
χαρακτήρα αυτών των κειμένων, η ΚΑΛ έχει επικριθεί ότι παραμελεί προφορικές και
διαλογικές μορφές επικοινωνίας (π.χ. φιλικές συνομιλίες, διεπίδραση στην τάξη κ.λπ.).

1.2. Σύντομη ιστορική αναδρομή

Η συγκρότηση του πεδίου που ονομάζουμε κριτική ανάλυση λόγου έγινε μόλις στις αρχές
της δεκαετίας του 1990, ως απόρροια ενός επιστημονικού συμποσίου στο Άμστερνταμ
τον Ιανουάριο του 1991, στο οποίο συγκεντρώθηκε ένα δίκτυο ερευνητών/τριών για να
συζητήσει θεωρίες και μεθόδους κριτικών προσεγγίσεων στην κοινωνική μελέτη της
γλώσσας (Wodak 2001α). Oι συμμετέχοντες/ουσες ήταν ο Norman Fairclough, ο
Gunther Kress, ο Theo van Leeuwen, η Ruth Wodak, καθώς και ο Teun van Dijk, ο
οποίος οργάνωσε και το σχετικό συμπόσιο. Επρόκειτο δηλαδή για άτομα τα οποία είχαν

4
Για μια πληρέστερη εικόνα των ερευνητικών ενδιαφερόντων της ΚΑΛ, βλ. τις δημοσιεύσεις στο
περιοδικό Discourse & Society και στο πιο πρόσφατο Critical Discourse Studies.
αναπτύξει ο/η καθένας/μια το δικό του/της θεωρητικό και αναλυτικό πλαίσιο (βλ.
ενότητα 2.1.) πάνω σε θέματα γλώσσας, κοινωνίας και ιδεολογίας. Το συμπόσιο του
Άμστερνταμ ήταν η πρώτη ευκαιρία για να συζητηθούν κοινά ενδιαφέροντα και
προβληματισμοί αλλά και για να αντιπαρατεθούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις για τα
θέματα αυτά. Βέβαια, είχαν προηγηθεί και άλλα γεγονότα που προοιώνιζαν τη
συγκρότηση του πεδίου: η έκδοση του βιβλίου του van Dijk (1984) με τίτλο Prejudice in
Discourse (Οι Προκαταλήψεις στον Λόγο), του βιβλίου του Fairclough (1989) με τίτλο
Language and Power (Γλώσσα και Εξουσία ─σε αυτό συναντάμε για πρώτη φορά τον
όρο κριτική ανάλυση λόγου), του συλλογικού τόμου σε επιμέλεια της Wodak (1989) με
τίτλο Language, Power and Ideology (Γλώσσα, Εξουσία και Ιδεολογία), καθώς και η
εμφάνιση του περιοδικού Discourse & Society (Λόγος & Κοινωνία) το 1990 με
επιμελητή έκδοσης τον van Dijk. Ωστόσο, το συμπόσιο του Άμστερνταμ αποτελεί τη
θεσμοθέτηση του πεδίου, στο οποίο οριοθετήθηκαν κοινοί ερευνητικοί στόχοι και
αναπτύχθηκαν οι βασικές θεωρητικές παραδοχές που συνδέουν τις διαφορετικές
προσεγγίσεις και ρεύματα της ΚΑΛ (Wodak 2001α).
Αν και η συγκρότηση του πεδίου τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1990,
προδρομική της ΚΑΛ θεωρείται η δουλειά μιας ομάδας γλωσσολόγων (του Fowler, του
Hodge, του Kress και του Trew) στο βρετανικό πανεπιστήμιο East Anglia στη δεκαετία
του 1970, η λεγόμενη κριτική γλωσσολογία (critical linguistics). Έτσι, πολλές από τις
απόψεις και κατευθύνσεις της ΚΑΛ συναντάμε στα δύο πλέον κλασικά βιβλία της
ομάδας αυτής, στον συλλογικό τόμο των Fowler κ.ά. (1979) με τίτλο Language and
Control (Γλώσσα και Έλεγχος) και στο βιβλίο των Kress και Hodge (1979) με τίτλο
Language as Ideology (Η Γλώσσα ως Ιδεολογία).
H κριτική γλωσσολογία αναπτύχθηκε στο κλίμα της στροφής της γλωσσολογίας
από τη μελέτη της γλώσσας ως αφηρημένου συστήματος σημείων το οποίο είναι
ανεξάρτητο από τη χρήση της γλώσσας στην εξέταση των γλωσσικών φαινομένων όπως
είναι ενταγμένα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό, ιστορικό και πολιτισμικό περικείμενο.
Η κοινωνιογλωσσολογία ─ο κλάδος που μελετά τη σχέση γλώσσας και κοινωνίας─ είχε
ήδη συγκροτηθεί ως αυτόνομο πεδίο κατά τη δεκαετία του 1960 (για μια πληρέστερη
επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας στα ελληνικά βλ. μεταξύ άλλων Αρχάκης &
Κονδύλη 2011, Κωστούλα-Μακράκη 2001).5 Την ίδια δεκαετία έκανε την εμφάνισή της
και η εθνογραφία της επικοινωνίας, η οποία εξετάζει την πολιτισμική οργάνωση της
ομιλίας (για μια πληρέστερη επισκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας στα ελληνικά βλ.
Τσιτσιπής 1995). Σημαντική επιρροή για την κριτική γλωσσολογία αποτέλεσαν επίσης
φιλόσοφοι της γλώσσας και κοινωνικοί θεωρητικοί οι οποίοι ανέδειξαν στο έργο τους
ζητήματα γλώσσας και ιδεολογίας, όπως ο Bakhtin, o Voloshinov και ο Pêcheux, καθώς
και οι ανθρωπολόγοι Sapir και Whorf με την υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας.6
Η κριτική γλωσσολογία εστίασε σε θέματα που θα απασχολούσαν στη συνέχεια
σε μεγάλο βαθμό και την ΚΑΛ, όπως ο ιδεολογικός ρόλος της γλώσσας στη διαμόρφωση
των σχέσεων εξουσίας στην κοινωνία και η χρήση της γλώσσας στους κοινωνικούς
θεσμούς. Το αναλυτικό πλαίσιο της κειμενικής της ανάλυσης βασίστηκε στη συστημική
λειτουργική γλωσσολογία (systemic functional linguistics) του Halliday (1994), από την
οποία αντλεί μεγάλο μέρος των αναλυτικών της εργαλείων και η κοινωνιοπολιτισμική
προσέγγιση του Fairclough (βλ. ενότητα 3). Η κριτική γλωσσολογία ασχολήθηκε
ιδιαίτερα με κείμενα από τον χώρο των ΜΜΕ (βλ. μεταξύ άλλων Trew 1979, Fowler
1991), επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της σε συγκεκριμένους γλωσσικούς μηχανισμούς
συσκότισης της αιτιότητας μιας πράξης, όπως η χρήση της παθητικής σύνταξης.
Δραστηριότητα 1: Αναπαράσταση της αιτιότητας μιας πράξης: Έμφαση και υποβάθμιση
του δράστη (α΄ μέρος)
Τι λεξικογραμματικές διαφορές παρατηρείτε ανάμεσα στα δύο παρακάτω κείμενα; Ποιο
θα επιλέγατε αν θέλατε να υπερασπιστείτε την αστυνομία; Δικαιολογείστε την απάντησή
σας.
(1) Αστυνομικοί καταπατούν τα δικαιώματα των κρατουμένων, σύμφωνα με το Αρχηγείο
της Αστυνομίας, το οποίο εξέδωσε έγγραφο για την ενημέρωση των αστυνομικών για τις

5
Αν και η ΚΑΛ αποτελεί σήμερα κομμάτι «μιας ευρέως εννοούμενης κοινωνιογλωσσολογίας» (Fairclough
2000: 163), η κοινωνιογλωσσολογία είχε αρχικά ταυτιστεί με μια πολύ συγκεκριμένη προσέγγιση, την
«ποικιλική γλωσσολογία» ή κοινωνική διαλεκτολογία (Παυλίδου 2001), εστιάζοντας στη μελέτη της
σύνδεσης της γλωσσικής ποικιλότητας με την κοινωνική δομή.
6
Η υπόθεση της γλωσσικής σχετικότητας ήταν η πρώτη θεωρία που είχε μιλήσει ─αν και υπό το πρίσμα
του γλωσσικού ντετερμινισμού (δηλ. του πώς οι διαφορετικές δομές της γλώσσας που συναντάμε σε
διαφορετικούς πολιτισμούς επηρεάζουν τις αντιλήψεις μας για τον κόσμο)─ για το πώς μέσω της γλώσσας
εκφράζονται ποικίλες οπτικές για τον κόσμο. Ωστόσο, ο Sapir και ο Whorf ενδιαφέρονταν για τις
διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις που εκφράζονται διαγλωσσικά. Αντίθετα, η κριτική γλωσσολογία και η
ΚΑΛ μελετούν τις διαφορετικές αναπαραστάσεις για την κοινωνική πραγματικότητα που μπορεί να
εκφραστούν στο πλαίσιο της ίδιας γλώσσας.
υποχρεώσεις τους έναντι των κρατουμένων.
(2) Υπάρχουν φήμες ότι τα δικαιώματα των κρατουμένων καταπατούνται. Εκδόθηκαν
δελτία πληροφοριών με τα δικαιώματά τους, τα οποία διανεμήθηκαν σε όλα τα
αστυνομικά τμήματα.

Το πρώτο κείμενο κατασκευάζει μια σαφή αιτιακή σχέση ανάμεσα στους δράστες και
στο γεγονός. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της ενεργητικής σύνταξης και την
«αποκάλυψη» των δραστών που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι αστυνομικοί. Το
πρώτο κείμενο ρητά δηλώνει πως οι αστυνομικοί είναι εκείνοι που καταπατούν τα
δικαιώματα των κρατουμένων.

Αντίθετα, στο δεύτερο κείμενο, οι λεξικογραμματικές επιλογές όχι μόνο δεν


κατασκευάζουν μια σχέση αιτιότητας ανάμεσα στον δράστη και στο γεγονός, αλλά
λειτουργούν για τη συγκάλυψη του δράστη. Γραμματικά αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση
της παθητικής σύνταξης τα δικαιώματα των κρατουμένων καταπατούνται στην οποία δεν
δηλώνεται το ποιητικό αίτιο, ο ουσιαστικός δηλαδή δράστης, με αποτέλεσμα οι συνθήκες
αιτιότητας να παραμένουν αδιευκρίνιστες και να μην γίνεται απόδοση ευθυνών […]
Παράλληλα, η φράση Υπάρχουν φήμες, που δηλώνει αβεβαιότητα, μετριάζει τη
σοβαρότητα του συμβάντος, αφού το παρουσιάζει ως κάτι που δεν είναι σίγουρο.
Επομένως, το δεύτερο κείμενο θα ήταν πιο κατάλληλο για την υπεράσπιση της
αστυνομίας.
(Λύκου, Χριστίνα. 2000. Η συστημική λειτουργική γραμματική του M.A.K. Halliday.
Γλωσσικός Υπολογιστής 2
http://www.komvos.edu.gr/periodiko/periodiko2nd/articles/print/lykoy/index.htm
[πρόσβαση 30/10/2012]).
Παρά το γεγονός ότι η κριτική γλωσσολογία ήταν μια πρωτοποριακή προσέγγιση
στη μελέτη των γλωσσικών κειμένων με εστίαση σε ζητήματα ιδεολογίας και αποτέλεσε
τη βάση για την ανάπτυξη της ΚΑΛ, έχουν επισημανθεί ορισμένες αδυναμίες της, κυρίως
από την ίδια την ΚΑΛ (βλ. μεταξύ άλλων Fairclough 1992). Μια αδυναμία που
αναφέρεται συχνά είναι η ανάλυση του κειμένου αποκλειστικά, χωρίς να λαμβάνονται
υπόψη οι διαδικασίες παραγωγής και πρόσληψής του. Με αυτόν τον τρόπο, οικοδομείται
μια αντίληψη του κειμένου ως αυτοτελούς προϊόντος παρά ως δυναμικής διαδικασίας
κατά την οποία το περικείμενο έχει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωσή του (π.χ. πώς
διαφορετικά μέλη του ακροατηρίου μπορεί να οδηγηθούν σε εκ διαμέτρου αντίθετες
ερμηνείες του ίδιου κειμένου). Ένα άλλο πρόβλημα σε συνάφεια με τη στατική αντίληψη
για το κείμενο αποτελεί η μονοσήμαντη και διαφανής σχέση που εμφανίζεται να υπάρχει
μεταξύ γλωσσικής μορφής και κοινωνικού νοήματος (π.χ. ότι η χρήση της παθητικής
σύνταξης έχει ως αποκλειστικό στόχο τη συσκότιση της αιτιότητας της πράξης,
αγνοώντας άλλες πιθανές σκοπιμότητες, όπως π.χ. τον περιορισμό του υποκειμενικού
στοιχείου και της προσωπικής εμπλοκής στα επιστημονικά κείμενα).

2. Οριοθετώντας την κριτική ανάλυση λόγου


2.1. Μία ή πολλές ΚΑΛ;

Στην προηγούμενη ενότητα επιχειρήσαμε να ορίσουμε τι είναι η ΚΑΛ και ποιες είναι οι
βασικές της αρχές. Ωστόσο, η ΚΑΛ δεν είναι μια ομοιογενής προσέγγιση για την
κοινωνική μελέτη της γλώσσας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν θεωρητικό
πυρήνα γύρω από τον οποίο συγκεντρώνονται διακριτές προσεγγίσεις και αναλυτικά
πλαίσια (Bloommaert & Bulcaen 2000).
Σύμφωνα με τον van Dijk (2001β: 96), η ΚΑΛ δεν είναι μια «μέθοδος ή θεωρία
που μπορεί απλώς να εφαρμοστεί στα κοινωνικά προβλήματα» αλλά μια «οπτική για να
κάνουμε έρευνα», δηλαδή ένας ιδιαίτερος τρόπος προσέγγισης και θεώρησης των
κειμένων. Αλλού (van Dijk 1993α: 132) υποστηρίζει ότι

αν και με διαφορετικούς όρους και από διαφορετικές οπτικές, οι περισσότεροι/ες


από εμάς ασχολούμαστε με την εξουσία, την κυριαρχία, την ηγεμονία, την
ανισότητα και τις διαδικασίες του λόγου που εμπλέκονται στη διαμόρφωση, την
απόκρυψη, τη νομιμοποίηση και την αναπαραγωγή τους.

Με αυτή την έννοια, υπάρχουν τάσεις και ρεύματα εντός της ΚΑΛ τα οποία
μπορεί θεωρητικά, ή/και κυρίως αναλυτικά, να διαφοροποιούνται σημαντικά το ένα από
το άλλο. Όλα αυτά τα ετερόκλητα, και συχνά αντιφατικά μεταξύ τους στοιχεία,
συνδέονται, ωστόσο, εφόσον στη βάση τους υπάρχει το κοινό ενδιαφέρον για τη μελέτη
του λόγου ως μέσου συγκρότησης της κοινωνικής πραγματικότητας και τελικά της
άσκησης εξουσίας και της αναπαραγωγής της κοινωνικής ανισότητας. Υπό αυτό το
πρίσμα, μπορούμε να μιλάμε για ορισμένες γενικές κοινές θεωρητικές παραδοχές οι
οποίες συγκροτούν το πεδίο της ΚΑΛ.7
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις βασικές προσεγγίσεις της ΚΑΛ: την
κοινωνιοπολιτισμική (socio-cultural) προσέγγιση του Fairclough (π.χ. 1992, 2003), την
κοινωνιογνωσιακή (socio-cognitive) προσέγγιση του van Dijk (π.χ. 2001β) και τη
λογοϊστορική (discourse-historical) προσέγγιση της ομάδας της Βιέννης με επικεφαλής τη
Wodak (π.χ. Wodak 2001β).8 Αφήνοντας προς το παρόν την κοινωνιοπολιτισμική
προσέγγιση του Fairclough η οποία παρουσιάζεται διεξοδικότερα στην ενότητα 3, η
κοινωνιογνωσιακή προσέγγιση του van Dijk αναδεικνύει τον ρόλο των γνωσιακών
διεργασιών που διαμεσολαβούν ανάμεσα στον λόγο και την κοινωνία. Σύμφωνα με αυτή
την προσέγγιση, οι αναπαραστάσεις της κοινωνικής πραγματικότητας που οικοδομούνται
στον λόγο δεν αναπαράγουν ή μετασχηματίζουν τις κοινωνικές δομές απευθείας, αλλά
αυτή η διαδικασία «φιλτράρεται» από τις νοητικές αναπαραστάσεις των ίδιων των
ομιλητών/τριών και ακροατών/τριών για τα κείμενα στα οποία συμμετέχουν (π.χ. οι
γνώσεις και τα νοητικά σχήματα που διαθέτουν για το θέμα συζήτησης, για το είδος
επικοινωνίας στο οποίο εμπλέκονται). Οι νοητικές αναπαραστάσεις των ομιλητών/τριών
και ακροατών/τριών, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν μόνο προσωπικά (δηλαδή ατομικά
πιστεύω και εμπειρίες) αλλά και κοινωνικά γνωσιακά στοιχεία (δηλαδή κοινωνικές
αναπαραστάσεις, συλλογικές μνήμες και πιστεύω κοινωνικών ομάδων), παρεμβάλλονται
στη διαλεκτική σχέση μεταξύ λόγου και κοινωνίας. Σύμφωνα με την κοινωνιογνωσιακή

7
Με αυτή την έννοια, η παρούσα παρουσίαση της ΚΑΛ δεν μπορεί παρά να δίνει μια μερική εικόνα του
πεδίου. Συγκεκριμένα, εστιάζουμε στην κοινωνιοπολιτισμική προσέγγιση του Fairclough (βλ. ενότητα 3),
η οποία αποτελεί την επικρατέστερη εκδοχή ΚΑΛ που έχει εφαρμοστεί (Rogers κ.ά. 2005)
8
Εκτός από αυτές τις τρεις βασικές προσεγγίσεις, υπάρχουν και άλλες λιγότερο γνωστές. Ενδεικτικά
αναφέρουμε την προσέγγιση της Σχολής της Duisburg με επικεφαλής τον Jäger, τη διαμεσολαβημένη
ανάλυση λόγου (mediated discourse analysis) του Scollon (για μια σύντομη παρουσίαση και των δύο, βλ.
Wodak & Meyer 2001), την ανάλυση του κοινωνικού δρώντος (social actor’s analysis) του van Leeuwen
(1996) και την κριτική ανάλυση της μεταφοράς (critical metaphor analysis) (βλ. σχετικά Hart & Lukeš
2007). Επίσης, τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον έχει στραφεί ιδιαίτερα στη μελέτη πολυτροπικών
κειμένων με τα οποία ασχολείται η προσέγγιση της κοινωνικής σημειωτικής (βλ. σχετικά Kress & van
Leeuwen 1996).
προσέγγιση, η γνωσιακή διάσταση είναι το υπολειπόμενο κομμάτι του πάζλ στην
προσπάθειά μας να εξηγήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο λόγος επιδρά και δέχεται
επιδράσεις από την κοινωνία (Fairclough & Wodak 1997). Με άλλα λόγια, η προσέγγιση
αυτή επιχειρεί να κάνει υποθέσεις για την πραγματική επιρροή που μπορεί να έχει ένα
κείμενο στον/την αποδέκτη/τριά του ανεξάρτητα από τις προθέσεις του/της
κειμενικού/ής παραγωγού (π.χ. αν μια τηλεοπτική διαφήμιση για κινητά τηλέφωνα θα
πείσει το νεανικό καταναλωτικό κοινό στο οποίο κυρίως απευθύνεται), βασιζόμενη στις
αντιλήψεις που αυτός/ή διαθέτει ―εν προκειμένω για την τεχνολογία αλλά και για τις
διαφημίσεις. Έτσι, η κοινωνιογνωσιακή προσέγγιση προσπαθεί να διακρίνει τους/τις πιο
εύπιστους/ες από τους/τις πιο κριτικούς/ές αναγνώστες/τριες.
Η λογοϊστορική προσέγγιση της ομάδας της Βιέννης με επικεφαλής τη Wodak
εστιάζει στην ανάγκη υιοθέτησης μιας ιστορικής προοπτικής στην ανάλυση του λόγου,
δηλαδή στη θεώρηση του ευρύτερου κοινωνικο-πολιτικού και ιστορικού περικειμένου
στο οποίο τοποθετούνται τα υπό μελέτη κείμενα. Η ιστορική αυτή προοπτική
περιλαμβάνει τόσο την ιστορία των επικοινωνιακών γεγονότων με τα οποία συνδέονται
τα κείμενα που αναλύονται όσο και την ιστορία του υπό μελέτη θέματος. Όσον αφορά τα
επικοινωνιακά γεγονότα, η ιστορική ανάλυση περιλαμβάνει τη συγκριτική μελέτη άλλων
πρόσφατων και παλαιότερων κειμένων για το ίδιο θέμα, με σκοπό να διαφανεί η τροχιά
των επιχειρημάτων όπως διαμορφώνεται από τον έναν τύπο κειμένου στον άλλο (π.χ.
άρθρα στην εφημερίδα και τηλεοπτικές συνεντεύξεις), από διαφορετικά πεδία (π.χ. ΜΜΕ
και πολιτική) ή από ίδιου τύπου και πεδίου κείμενα τα οποία τοποθετούνται σε
διαφορετική χρονική περίοδο. Όσον αφορά το υπό μελέτη θέμα, η ιστορική ανάλυση
αναφέρεται στην ανάγκη μιας εθνογραφικής έρευνας που να φωτίζει το ιστορικό
υπόβαθρο του θέματος, όπως είναι η εξέταση ιστορικών πηγών και γεγονότων,
αναφορών, ή η διεξαγωγή συνεντεύξεων με τους/τις πρωταγωνιστές/τριες των υπό
μελέτη γεγονότων. Με άλλα λόγια, η προσέγγιση αυτή επιχειρεί να προσφέρει μια
πολύπλευρη και ιστορικά τεκμηριωμένη ανάλυση λόγου, βασιζόμενη σε πολλές και
διαφορετικές πηγές μέσα από τη μελέτη φαινομένων διακειμενικότητας (βλ. ενότητα
3.1.) και αναπλαισίωσης του λόγου (π.χ. πώς διαφοροποιείται ο πολιτικός λόγος που
εκφωνείται από τους πολιτικούς σε σύγκριση με τον τρόπο που αυτός μεταφέρεται από
τους δημοσιογράφους: για το θέμα αυτό βλ. Τσάκωνα στον παρόντα τόμο).
2.2. Η σχέση της ΚΑΛ με άλλες προσεγγίσεις ανάλυσης λόγου
Από την πρώτη στιγμή συγκρότησής της, η ΚΑΛ επιχείρησε να οριοθετήσει τη σχέση
της με άλλες προσεγγίσεις ανάλυσης λόγου. Είναι ενδεικτικό πως ο Fairclough (1992: 1-
11) ορίζει την ΚΑΛ ως μια προσπάθεια γεφύρωσης της γλωσσολογίας με κοινωνικές
θεωρίες. Μάλιστα, για τον ίδιο, η διττή νοηματοδότηση του λόγου στην ΚΑΛ ως
ολοκληρωμένης χρήσης της γλώσσας ενταγμένης σε ένα συγκεκριμένο περικείμενο και
ως αναπαράστασης του κόσμου από μια συγκεκριμένη σκοπιά (π.χ. εθνικιστικός λόγος,
ρατσιστικός λόγος) ή/και για ένα συγκεκριμένο θέμα (π.χ. ο λόγος της μετανάστευσης, ο
λόγος της αναπηρίας) αντικατοπτρίζει τη σύνθεση που επιχειρείται μεταξύ των
γλωσσολογικών και κοινωνιολογικών προσεγγίσεων ανάλυσης λόγου, αντίστοιχα. Στην
προσπάθειά του να διαφοροποιήσει τις ποικίλες προσεγγίσεις ανάλυσης λόγου, ο
Fairclough (1992) χρησιμοποιεί δύο κριτήρια: κατά πόσο εστιάζουν ή όχι την ανάλυσή
τους στο μικρο-επίπεδο (κειμενοκεντρικές ή μη κειμενοκεντρικές) και κατά πόσο
εστιάζουν στο μακρο-επίπεδο (κριτικές ή μη κριτικές).
Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, διακρίνει την κειμενοκεντρική ΚΑΛ από τη μη
κειμενοκεντρική φουκωική μεταδομιστική προσέγγιση. Ο λόγος κατά τον Foucault
(1972) αποτελεί έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και οπτικής για τον κόσμο, δηλαδή
αφορά τους κανόνες που ρυθμίζουν τα κείμενα (τις λεγόμενες πρακτικές λόγου), και όχι
τα ίδια τα κείμενα. Σύμφωνα με τον Fairclough (1992), η έλλειψη προσήλωσης του
Foucault στο κείμενο, δηλαδή στον υλικό τρόπο πραγμάτωσης των πρακτικών λόγου,
πηγάζει από την αντίληψη ότι το πρώτο αντικατοπτρίζει τις δεύτερες. Έτσι,
παραγνωρίζεται ο δυναμικός ρόλος του κειμένου όχι μόνο να αναπαράγει αλλά και να
επαναπροσδιορίζει τις πρακτικές λόγου από τις οποίες αντλεί. Αντίθετα, για την ΚΑΛ το
κείμενο αποτελεί απαραίτητο συστατικό της μελέτης του λόγου, μέσω του οποίου η
γλώσσα καθίσταται φορέας αναπαραγωγής αλλά και μετασχηματισμού των κοινωνικών
δομών.
Όσον αφορά την κριτική-μη κριτική διάσταση, ο Fairclough (1992) διαφοροποιεί
την κριτική ανάλυση λόγου από διάφορες μη κριτικές προσεγγίσεις ανάλυσης λόγου, που
προέρχονται ως επί το πλείστον από τη γλωσσολογία, όπως η ανάλυση λόγου της σχολής
του Birmingham (βλ. μεταξύ άλλων Coulthard 1977) και η κειμενογλωσσολογία (βλ.
μεταξύ άλλων de Beaugrande & Dressler 1981). Στις μη κριτικές προσεγγίσεις ο
Fairclough (1992) εντάσσει επίσης την προσέγγιση της ανάλυσης συνομιλίας
(conversation analysis), με καταβολές στην κοινωνιολογία (βλ. Βασιλοπούλου στον
παρόντα τόμο).9 Βασικός στόχος των μη κριτικών προσεγγίσεων είναι η περιγραφή του
πώς λειτουργεί ο λόγος σε ένα ευρύ φάσμα επικοινωνιακών περιστάσεων και θεσμικών
πλαισίων. Έτσι, συνδέουν το γλωσσικό κείμενο με το περικείμενο στο οποίο
πραγματώνεται αλλά όχι και με τις ευρύτερες κοινωνικές δομές.
Σύμφωνα με τον Teo (2000: 12), αυτές οι μη κριτικές προσεγγίσεις ανάλυσης
λόγου «είναι αξιέπαινες για την επιλογή τους να αναλύσουν την καθημερινή ομιλία αλλά
εμφανίζουν αδυναμία στην επεξηγηματική τους ισχύ». Προσωπικά, θα έθετα το ζήτημα
διαφορετικά, υποστηρίζοντας πως οι μη κριτικές γλωσσολογικές προσεγγίσεις ανάλυσης
λόγου κάνουν «διαφορετική δουλειά» από την ΚΑΛ. Συγκεκριμένα, έχοντας
περιγραφικό προσανατολισμό, εκκινούν συνήθως από ένα γλωσσικό φαινόμενο.
Αντίθετα, η ΚΑΛ, με κύριο στόχο την κοινωνική ερμηνεία των γλωσσικών επιλογών,
έχει ως αφετηρία ένα κοινωνικό ζήτημα (π.χ. τον ρατσισμό) και μελετά πώς αυτό
πραγματώνεται μέσα από συγκεκριμένα κείμενα όπως είναι τα άρθρα εφημερίδων. Όπως
χαρακτηριστικά το θέτει η Wodak με τους συνεργάτες της (Titscher κ.ά. 2000: 146) «η
κριτική ανάλυση λόγου ενδιαφέρεται για κοινωνικά προβλήματα. Δεν ενδιαφέρεται για
καθαυτή τη γλώσσα ή τη γλωσσική χρήση αλλά για τη γλωσσική πτυχή των κοινωνικών
και πολιτισμικών διαδικασιών και δομών».
Δραστηριότητα 2: Ανάλυση του διαφημιστικού λόγου με την υιοθέτηση κριτικής και
μη κριτικής προσέγγισης

Μελετήστε την επιλογή προσώπου/ προσωπική δείξη (βλ. και υποένοτητα 3.2.) στα
παρακάτω διαφημιστικά σλόγκαν και επιχειρήστε να τα αναλύσετε από μια κριτική
και μη κριτική σκοπιά. Σε τι συμπεράσματα καταλήγετε;

(1) Aspis Bank-Αγκαλιάζει τη ζωή μας


(2) Ζήσε τη στιγμή (Vodafone)
(3) H ζωή μάς εμπνέει (Millennium Bank)

9
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ΚΑΛ και ανάλυσης συνομιλίας θα επανέλθω στην ενότητα 2.3., όπου
συζητούνται οι επικρίσεις που έχει δεχτεί η πρώτη από τη δεύτερη.
(4) H κινητή τηλεφωνία στα χέρια σου (Tim)
(5) Το επόμενο βήμα για το δικό σας σπίτι (ΑΤΕ Bank)
(6) Το δικό σου δίκτυο (Q Telecoms)
(7) Επικοινωνία στη δική σου διάσταση (Conn X)

Η υιοθέτηση μιας μη κριτικής προσέγγισης ανάλυσης λόγου οδηγεί στο συμπέρασμα


πως ο διαφημιστικός λόγος είναι ιδιαίτερα διαδραστικός, καθώς σε όλα τα σλόγκαν
επιλέγεται η χρήση α΄ ή β΄ προσώπου, μέσω των οποίων ο/η διαφημιστής/τρια
απευθύνεται άμεσα στον/στην καταναλωτή/τρια. Επίσης, διαπιστώνεται πως άλλοτε
επιλέγεται να οικοδομηθεί με τον/την αποδέκτη/τρια της διαφήμισης μια σχέση
οικειότητας και άλλοτε μια σχέση απόστασης, μέσα από την επιλογή β΄ ενικού (π.χ.
σλόγκαν 2, 4) ή α΄ και β΄ πληθυντικού (π.χ. σλόγκαν 1, 5), αντίστοιχα.

Η υιοθέτηση μιας κριτικής προσέγγισης ανάλυσης λόγου προϋποθέτει τη θεώρηση


της ιδεολογικής λειτουργίας των διαφημιστικών σλόγκαν, τα οποία εκφράζουν την
ταυτότητα και τη φιλοσοφία του διαφημιζόμενου προϊόντος, τοποθετώντας τους/τις
καταναλωτές/τριες σε συγκεκριμένους ρόλους και αποδίδοντάς τους συγκεκριμένες
ιδιότητες. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, διαπιστώνεται πως υπάρχει μια
συσχέτιση μεταξύ του διαφημιζόμενου προϊόντος (τράπεζα-κινητή τηλεφωνία) και
της επιλογής προσώπου (α΄ και β΄ πληθυντικό-β΄ ενικό, αντίστοιχα), καθώς οι
διαφημιστές/τριες πιθανόν απευθύνονται σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες
καταναλωτών/τριών στα δύο είδη προϊόντων. Στην περίπτωση των τραπεζών,
φαίνεται να απευθύνονται σε πιο συντηρητικό/ μεγαλύτερο σε ηλικία κοινό, ενώ στην
κινητή τηλεφωνία μάλλον αποδίδουν στους/τις καταναλωτές/τριες τα χαρακτηριστικά
πιο προοδευτικών/ νεότερων ατόμων, και έτσι κάνουν τις ανάλογες επιλογές στο
σύστημα προσωπικής δείξης.

2.3. Επικρίσεις για την ΚΑΛ


Η ΚΑΛ έχει δεχτεί κριτική για διάφορα ζητήματα μεθοδολογικής και ερμηνευτικής
φύσης, τα οποία θα μπορούσαν να συνοψιστούν σε τρία βασικά σημεία: στον τρόπο που
αντιμετωπίζει το περικείμενο, στο πώς ερμηνεύει τα ευρήματα της κειμενικής ανάλυσης
και στον κοινωνικό ρόλο που καλείται να παίξει (για μια ανασκόπηση των επικρίσεων
που έχει δεχτεί, βλ. Breeze 2011). Όσον αφορά το περικείμενο, τα περισσότερα
επικριτικά σχόλια προέρχονται από την προσέγγιση της ανάλυσης συνομιλίας (βλ.
μεταξύ άλλων Schegloff 1997), η οποία ―τουλάχιστον στη ριζοσπαστική της εκδοχή―
έχει μια πολύ πιο στενή αντίληψη για το περικείμενο, το οποίο ορίζεται ως αυτό που
προκύπτει και στο οποίο προσανατολίζονται οι ίδιοι/ες οι συμμετέχοντες/ουσες στη
διεπίδραση. Στο πλαίσιο αυτό, η ΚΑΛ επικρίνεται για τις προϋποθέσεις και τις εκ των
προτέρων επιλογές των ερευνητών/τριών για τις όψεις του περικειμένου που λαμβάνουν
υπόψη κατά την ανάλυσή τους, με αποτέλεσμα να προβάλουν τις δικές τους
προκαταλήψεις στα κείμενα που αναλύουν. Με παρόμοιο τρόπο ο Blommaert (2001: 15)
καυτηριάζει τον αυτονόητο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται από την ΚΑΛ οι
σχέσεις εξουσίας και ο ιδεολογικός μηχανισμός των θεσμών καταλήγοντας

σε ιδιαίτερα απλουστευτικά μοντέλα κοινωνικών δομών και τρόπων δράσης ―οι


πολιτικοί πάντοτε και σκοπίμως χειραγωγούν τους/τις ψηφοφόρους τους, οι
γιατροί είναι αυτοί/ές που εξ’ ορισμού και πάντοτε κατέχουν την εξουσία στις
σχέσεις γιατρού-ασθενούς κ.λπ.

Στο ίδιο μήκος κύματος, η ΚΑΛ επικρίνεται και για τον τρόπο με τον οποίο
ερμηνεύει τα πορίσματα της ανάλυσής της και για τις υποθέσεις που κάνει σε σχέση με
την επίδραση που έχουν τα κείμενα στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται πως
οι ερευνητές/τριες της ΚΑΛ καταλήγουν σε συμπεράσματα για την ιδεολογική
λειτουργία ενός κειμένου βασιζόμενοι/ες αποκλειστικά στις δικές τους αναλύσεις, τις
οποίες και επιβάλλουν στον/στην αποδέκτη/τρια του κειμένου (βλ. μεταξύ άλλων
Widdowson 1995). Έτσι, λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη την οπτική του/της
ερευνητή/τριας, που σε καμιά περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει τον/την μέσο/η
αναγνώστη/τρια, το κείμενο αντιμετωπίζεται ως ολοκληρωμένο προϊόν παρά ως
δυναμική διαδικασία που υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες. Κατά την
Breeze (2011: 510), αυτό ενέχει μια μεγάλη αντίφαση

γιατί ακόμη και οι ερευνητές/τριες της ΚΑΛ παραδέχονται πως τα ιδεολογικά


νοήματα είναι συχνά αδιαφανή και χρειάζεται να αποσπαστούν με δυσκολία από
τον/την ερευνητή/τρια. Παρ’όλα αυτά, φαίνεται σαν να μεταφέρονται με ευκολία
στον/στην αναγνώστη/τρια και να είναι ικανά να του/της ασκήσουν ιδεολογική
επιρροή

Τέλος, στηλιτεύεται ο στρατευμένος χαρακτήρας και ο κοινωνικός ρόλος που


καλείται να παίξει η ΚΑΛ, η οποία επιθυμεί την πολιτική χρήση της κοινωνικής της
έρευνας με στόχο την κοινωνική αλλαγή μέσα από την αντίσταση και τη χειραφέτηση
των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων. Σε αυτό το πλαίσιο υποστηρίζεται πως η
στράτευση αυτή πλήττει σε μεγάλο βαθμό την αντικειμενικότητα των επιστημονικών
συμπερασμάτων. Έτσι, σύμφωνα με αυτή την άποψη, η ΚΑΛ αποτελεί μια «ερμηνεία»
παρά μια «ανάλυση» και έτσι καταλήγει να είναι αντιφατική ως έννοια (Widdowson
1995: 159). Από την άλλη πλευρά, μια λιγότερο οξεία κριτική της ΚΑΛ σε σχέση με τον
στρατευμένο χαρακτήρα της αναφέρεται στην αδυναμία της να έχει παρεμβατικό ρόλο.
Εφόσον η ΚΑΛ έχει ως στόχο να ανακαλύψει τις κοινωνικές ανισότητες που
αναπαράγονται στα κείμενα δεν αρκεί να μένει στο επίπεδο της περιγραφής και της
ενημέρωσης της ήδη ενημερωμένης ακαδημαϊκής κοινότητας (Luke 2002), αλλά οφείλει
να έχει θετική δράση και να προτείνει πώς τα ηγεμονικά κείμενα μπορούν να
ξαναγραφτούν (όπως λ.χ. κάνει η φεμινιστική γλωσσολογία η οποία προτείνει
εναλλακτικές εκφράσεις και γλωσσικούς τύπους για την εξάλειψη του γλωσσικού
σεξισμού).
Πολλές από τις παραπάνω επικρίσεις έχουν απαντηθεί από ερευνητές/τριες της
ΚΑΛ, όπως ο Fairclough (2003). Όσον αφορά την κριτική που της έχει ασκηθεί για τον
μονοδιάστατο τρόπο ερμηνείας και τις υποθέσεις που κάνει η ΚΑΛ για την επίδραση των
κειμένων, υποστηρίζεται πως η κειμενική ανάλυση αποτελεί ένα από τα εργαλεία που
διαθέτει ο/η ερευνητής/τρια στο οπλοστάσιο του/της για την προσέγγιση της κοινωνικής
πραγματικότητας και πως η ανακάλυψη των επιδράσεων που έχει ένα κείμενο στον/στην
αποδέκτη/τριά του μπορεί να γίνει μόνο με τη χρήση εθνογραφικών μεθόδων και
μελετών ακροατηρίου. Με αυτή την έννοια, αναγνωρίζεται πως η κειμενική ανάλυση
έχει περιορισμένη ερμηνευτική ισχύ αν δεν συμπληρωθεί από άλλα μεθοδολογικά
εργαλεία. Αναφορικά με τον υποκειμενισμό και την έλλειψη επιστημονικότητας των
μεθόδων ανάλυσης της ΚΑΛ λόγω του στρατευμένου χαρακτήρα της, υποστηρίζεται πως
η δήλωση μιας «ξεκάθαρης κοινωνικο-πολιτικής θέσης» (van Dijk 1993β: 252) είναι μια
συνειδητή επιλογή για τους/τις ερευνητές/τριες της ΚΑΛ, μέσω της οποίας απορρίπτεται
η αντίληψη της επιστήμης ως ουδέτερης και απόλυτα αντικειμενικής δραστηριότητας,
αλλά αντιμετωπίζεται ως κοινωνική πρακτική η οποία διαμορφώνεται και διαμορφώνει
το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται. Εφόσον λοιπόν δεχτούμε ότι η περιγραφή
και η ερμηνεία της συγκρότησης της κοινωνικής πραγματικότητας μέσω του λόγου είναι
αναπόφευκτα ενταγμένη σε συγκεκριμένες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες, στόχος
του/της ερευνητή/τριας της ΚΑΛ είναι ο αναστοχασμός της ερευνητικής διαδικασίας.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο αναστοχασμός αφορά τη συνειδητοποίηση ότι οι
ερευνητές/τριες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γλωσσικών πρακτικών που
μελετούν (Chouliaraki & Fairclough 1999).

3. Η κοινωνιοπολιτισμική προσέγγιση του Fairclough


3.1. Το τρισδιάστατο μοντέλο ανάλυσης λόγου

Η κοινωνιοπολιτισμική προσέγγιση του Fairclough (1992, 2003) κινείται σε τρία επίπεδα


ανάλυσης, ώστε να συνδεθεί το μικρο-επίπεδο της γλωσσικής χρήσης με το μακρο-
επίπεδο των υποκείμενων σχέσεων εξουσίας στην κοινωνία, μέσω των πρακτικών λόγου
από τις οποίες αντλούν οι παραγωγοί των κειμένων (μεσο-επίπεδο). Συγκεκριμένα, ο
λόγος μελετάται ως κείμενο (περιγραφική ανάλυση), ως πρακτική λόγου (ερμηνευτική
ανάλυση) και ως κοινωνική πρακτική (επεξηγηματική ανάλυση). Η περιγραφική ανάλυση
περιλαμβάνει τη μελέτη των γλωσσικών στοιχείων (π.χ. επιλογές στο λεξιλόγιο, τη
γραμματική, την κειμενική δομή) των υπό εξέταση κειμένων. Η συστημική-λειτουργική
γλωσσολογία του Halliday αξιοποιείται συχνά ως αναλυτικό πλαίσιο για την κειμενική
ανάλυση (βλ. ενότητα 3.2.).
Όσον αφορά την ερμηνευτική ανάλυση, αυτή αναφέρεται στη σύνδεση του
κειμένου με το περικείμενο στο οποίο παράγεται και προσλαμβάνεται. Με άλλα λόγια,
αφορά την ενεργό χρήση του γλωσσικού κειμένου, δηλαδή τη λειτουργία του ως λόγου
(βλ. ενότητα 2.2. για τη διττή έννοια του όρου στην ΚΑΛ). Αν και η έννοια του
περικειμένου (context) είναι εξαιρετικά πολυ-επίπεδη και πολύσημη, θα μπορούσε να
συνοψιστεί σχηματικά σε τέσσερις κατηγορίες: το καταστασιακό, το γνωσιακό, το
γλωσσικό και το κοινωνιοπολιτισμικό. Το καταστασιακό περικείμενο αναφέρεται στα
άμεσα χαρακτηριστικά της επικοινωνιακής περίστασης που πρέπει να ληφθούν υπόψη
κατά την παραγωγή και κατανάλωση ενός κειμένου (π.χ. συμμετέχοντες/ουσες, τόπος και
χρόνος και σκοπός της επικοινωνίας κ.λπ), τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για να
αποφασίσουμε αν η φράση «κάνει ζέστη» αφορά έναν σχολιασμό για τη θερμοκρασία ή
έναν έμμεσο τρόπο (δηλ. μια πλάγια κατευθυντική γλωσσική πράξη, βλ. Κανάκη στον
παρόντα τόμο) από την πλευρά του/της συνομιλητή/τριάς μας για να ανοίξουμε το
παράθυρο. Το γνωσιακό περικείμενο αναφέρεται στις γνώσεις και τις λογικές
συνεπαγωγές με τις οποίες συνδέεται η παραγωγή και πρόσληψη κειμένων (π.χ. για να
ερμηνεύσουμε ως αιτιακή τη σχέση των δύο περιόδων «Η Μαρία δεν πάει στη δουλειά.
Έχει ένα μωρό δύο μηνών», ο/η ομιλητής/τρια προϋποθέτει τη γνώση πως μια γυναίκα
που μόλις γέννησε δικαιούται άδεια μητρότητας). Το γλωσσικό περικείμενο, από την
άλλη πλευρά, περιλαμβάνει το άμεσο συγκείμενο (co-text), δηλαδή τι προηγείται και τι
έπεται κατά τη γλωσσική δραστηριότητα (π.χ. για να ερμηνευτεί η φράση «δεν τους το
είπα ακόμη» πρέπει να λάβουμε υπόψη τι προηγείται στο κείμενο, ότι λ.χ. αποτελεί
απάντηση στην ερώτηση «είπες στους γονείς σου για το ταξίδι στην Ιταλία;»). Τέλος, το
κοινωνιοπολιτισμικό περικείμενο περιλαμβάνει τις γλωσσικές συμβάσεις της κοινότητας
στην οποία εκτυλίσσεται η επικοινωνία, τα γλωσσικά γεγονότα που χρειάζονται για τη
δημιουργία και πρόσληψη ενός κειμένου, δηλαδή το πλέγμα των διακειμενικών σχέσεων
των κειμένων με τα υπόλοιπα κείμενα της γλωσσικής κοινότητας (π.χ. η σύγχρονη
ελληνική τηλεόραση επιδίδεται κατά κόρον στην πρακτική της διακειμενικότητας μέσα
από τη συνεχή αναπαραγωγή των τηλεοπτικών προϊόντων και πρωταγωνιστών/τριών από
τη μια εκπομπή στην άλλη).
Στην προσέγγιση του Fairclough η εξέταση του κοινωνιοπολιτισμικού
περικειμένου κατέχει δεσπόζουσα θέση, με αποτέλεσμα η ερμηνευτική ανάλυση να είναι
κατά βάση διακειμενική. Συγκεκριμένα, ο τρόπος με τον οποίο ο Fairclough συζητά τη
διακειμενικότητα φανερώνει τις επιρροές που έχει δεχτεί κυρίως από τη σκέψη του
Bakhtin (1981) και του Foucault (1972) για τη διαλογικότητα (dialogism κατά Bakhtin
και interdiscursivity κατά Foucault). Ο Bakhtin τονίζει την ιδιότητα των κειμένων να
συνομιλούν με άλλα κείμενα καθώς διαμορφώνονται από προηγούμενα κείμενα στα
οποία κατά κάποιο τρόπο απαντούν, αλλά και από επόμενα στα οποία προσβλέπουν.
Ωστόσο, ο Fairclough δεν μιλά μόνο για τη διαλογική σχέση ενός κειμένου με άλλα
συγκεκριμένα προγενέστερα κείμενα (π.χ. η παράθεση των λεγομένων κάποιου με τη
χρήση ευθέος ή πλάγιου λόγου μέσα σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο, όπως οι δηλώσεις
ενός/μιας πολιτικού), την οποία ονομάζει καταφανή διακειμενικότητα (manifest
intertextuality), αλλά και με ευρύτερες γλωσσικές συμβάσεις, οι οποίες αποτελούν τη
συστατική διακειμενικότητα (constitutive intertextuality) (π.χ. το διαφημιστικό κείμενο
για μια γνωστή οδοντόκρεμα «εξωτερικό gel με φθόριο, για την προστασία των δοντιών
από την τερηδόνα. Το φθόριο βοηθά στην επανασβεστίωση και ενδυνάμωση του
σμάλτου προστατεύοντας τα δόντια από τη φθορά» δανείζεται στοιχεία από τις
συμβάσεις του επιστημονικού λόγου). Απηχώντας τη διαλογικότητα κατά Foucault,
δηλαδή τη σχέση που αναπτύσσει ένας λόγος με άλλους λόγους, οι συμβάσεις αυτές
συνδέονται με μια συγκεκριμένη κοινωνική πρακτική και διακρίνονται σε λόγους
(discourses), ύφη (styles) και κειμενικά είδη (genres).
Οι λόγοι (βλ. ενότητα 2.2. για τη διττή έννοια του όρου στην ΚΑΛ) αφορούν
αναπαραστάσεις του κόσμου μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία οι οποίες
εκφράζουν τα νοήματα και τις αξίες μιας κοινωνικής πρακτικής (π.χ. στην ιατρική
μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ ενός λόγου της συμβατικής ιατρικής και διαφόρων
λόγων της εναλλακτικής ιατρικής, όπως λ.χ. της ομοιοπαθητικής, οι οποίοι εκφράζουν
αντιτιθέμενες αντιλήψεις για τη θεραπεία των ασθενών). Τα ύφη αναφέρονται σε
συμβατικοποιημένες γλωσσικές μορφές που εγγράφουν τους κοινωνικούς ρόλους και τις
σχέσεις των υποκειμένων στα πλαίσια μιας κοινωνικής πρακτικής (π.χ. ο ιδιαίτερος
τρόπος με τον οποίο μιλά ο/η γιατρός σε σύγκριση με τον/την ασθενή). Τα κειμενικά
είδη αφορούν τυποποιημένες μορφές κειμένων που απορρέουν και εγγράφουν τις
λειτουργίες και τους σκοπούς των επικοινωνιακών περιστάσεων εντός μιας κοινωνικής
πρακτικής (π.χ. το άρθρο στην εφημερίδα αποτελεί διαφορετικό κειμενικό είδος από την
τηλεοπτική συνέντευξη, εκφράζοντας δυο διαφορετικές επικοινωνιακές δραστηριότητες
της δημοσιογραφίας).10 Τέλος, απηχώντας και πάλι τον Foucault, το σύνολο των
γλωσσικών συμβάσεων μιας κοινωνικής πρακτικής καθώς και το πλέγμα των σχέσεων
που αναπτύσσουν μεταξύ τους ονομάζεται τάξη λόγου (order of discourse). Για
παράδειγμα, η τάξη λόγου της πολιτικής περιλαμβάνει ένα πλέγμα λόγων (π.χ. τον λόγο
της συντηρητικής δεξιάς, τον λόγο της ανανεωτικής αριστεράς), υφών (π.χ. το ύφος
ενός/μιας βουλευτή, το ύφος ενός/μιας συνδικαλιστή/τριας), καθώς και κειμενικών ειδών
(π.χ. την επερώτηση στη Βουλή, τη συνέντευξη τύπου του πρωθυπουργού, την
προεκλογική ομιλία ενός/μιας πολιτικού).
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην προσέγγιση του Fairclough η έννοια της
διακειμενικότητας δεν εκφράζει μόνο το πλέγμα των σχέσεων που συνδέει ένα κείμενο
με τα υπόλοιπα επικοινωνιακά γεγονότα μιας γλωσσικής κοινότητας κατά την παραγωγή
και πρόσληψή του ως μέρος της ιστορικότητάς του, αλλά και τις μετατοπίσεις και τους
μετασχηματισμούς που μπορεί να προκαλέσει σε προγενέστερα κείμενα. Kαθώς το
κείμενο διαμορφώνεται από το γλωσσικό ρεπερτόριο της γλωσσικής κοινότητας στην
οποία εντάσσεται, δέχεται πιέσεις να ακολουθήσει τις γλωσσικές συμβάσεις αλλά και να
καινοτομήσει (μέσω π.χ. της δημιουργικής μίξης κειμενικών ειδών και ανάδυσης νέων
υβριδικών κειμενικών μορφών). Για παράδειγμα, τα δελτία ειδήσεων στην ελληνική
τηλεόραση μετατοπίστηκαν τα τελευταία χρόνια από την αυστηρή εκφώνηση των
ειδήσεων στη διά τηλεοπτικών παραθύρων συζήτηση των γεγονότων. Κατά τον
Fairclough, μέσα από τη γλωσσική καινοτομία την οποία καθιστά δυνατή η
διακειμενικότητα αναδεικνύεται ο ρόλος του λόγου ως φορέα κοινωνικής αλλαγής και
όχι μόνο ως μέσου κοινωνικής αναπαραγωγής.
Ένα παράδειγμα όπου ο λόγος αποτελεί όχημα κοινωνικού μετασχηματισμού
μέσω της ανάδυσης νέων υβριδικών γλωσσικών μορφών είναι η προφορικοποίηση
(conversationalization) που υφίσταται ο δημόσιος λόγος, όπως είναι τα ΜΜΕ και η
πολιτική, η οποία σηματοδοτεί τη μετατόπιση των ορίων μεταξύ της δημόσιας και της

10
Επειδή η χρήση του όρου «κειμενικό είδος» τείνει να χρησιμοποιείται για όλο και πιο συγκεκριμένενες
περιπτώσεις κειμένων, και επομένως «κάθε νέο κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα είδος
από μόνο του» (Γεωργακοπούλου & Γούτσος 1999: 65), έχουν προταθεί γενικές κατηγορίες που να
στεγάζουν ένα μεγάλο εύρος επικοινωνιακών περιστάσεων. Η πιο συχνή διάκριση που γίνεται είναι μεταξύ
αφήγησης, περιγραφής και επιχειρηματολογίας (βλ. μεταξύ άλλων de Baugrande & Dressler 1981).
ιδιωτικής σφαίρας μέσα από την αναπαράσταση του δημόσιου βίου με ιδιωτικούς όρους
(Fairclough 1995). Παίρνοντας το παράδειγμα των εφημερίδων, ο Fowler (1991)
μελέτησε πώς οι βρετανικές εφημερίδες έχουν υιοθετήσει στοιχεία προφορικότητας και
συνομιλιακού ύφους στα άρθρα τους, όπως είναι η χρήση ιδιωματικών και λαϊκών
φράσεων, λέξεων από μη πρότυπες γλωσσικές ποικιλίες (π.χ. γεωγραφικές διάλεκτοι),
παροιμιών ή η αναφορά σε πολιτικούς με το μικρό τους όνομα. Σύμφωνα με τον Fowler,
η υιοθέτηση ενός καθημερινού συνομιλιακού ύφους από τα έντυπα ΜΜΕ έχει πρωτίστως
ιδεολογική σκοπιμότητα. Δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της αμεσότητας, της
φιλικότητας και των συμμετρικών σχέσεων εξουσίας που συνδηλώνει το συνομιλιακό
ύφος, μειώνεται το χάσμα μεταξύ των ΜΜΕ και των θεσμικών τους ειδησεογραφικών
πηγών (π.χ. πολιτικοί, γραφειοκράτες, δημόσιες υπηρεσίες) από τη μια μεριά, και του
ακροατηρίου/ αναγνωστικού κοινού από την άλλη. Με αυτόν τον τρόπο, αποκρύπτεται ο
θεσμικός και δημόσιος ρόλος των ΜΜΕ, και επομένως γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή η
εκδοχή της κοινωνικής πραγματικότητας που οικοδομείται (βλ. και άρθρο Τσάκωνα για
την ανάλυση πολιτικού λόγου στον παρόντα τόμο).
Δραστηριότητα 3: Προφορικοποίηση του πολιτικού λόγου

Μελετήστε τα δύο παρακάτω αποσπάσματα από τα βιογραφικά σημειώματα της


Ντόρας Μπακογιάννη και της Άννας Διαμαντοπούλου. Ποιο από τα δύο βιογραφικά
περιλαμβάνει περισσότερα στοιχεία προφορικοποίησης; Τι εξυπηρετεί ο
διαφορετικός τρόπος γραφής των δύο βιογραφικών για τη δημόσια εικόνα που θέλουν
να χτίσουν οι συγκεκριμένες πολιτικοί;

(1) Ντόρα Μπακογιάννη


Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954 και είναι κόρη του πρώην πρωθυπουργού
Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και της Μαρίκας Μητσοτάκη το γένος Γιαννούκου. Το
1968, λίγους μήνες μετά τη δικτατορία, η οικογένειά της έφυγε εξόριστη στο Παρίσι.
Το 1974, αμέσως μετά την πτώση της Χούντας, επέστρεψε στην Ελλάδα, και τον
Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε με το γνωστό δημοσιογράφο Παύλο
Μπακογιάννη. Aπό το γάμο της απέκτησε δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα. [...]
Ολοκλήρωσε τις μαθησιακές της σπουδές στη Γερμανική Σχολή του Παρισιού.
Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Επικοινωνία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα, συνέχισε τις ακαδημαϊκές της σπουδές στη
Νομική Σχολή [...] Ομιλεί τη γερμανική, γαλλική και την αγγλική γλώσσα.

(2) Αννα Διαμαντοπούλου


Εκείνος από την Κοζάνη. Ένα από τα έξι παιδιά του Μυλωνά του Γιαννάκη, που
τελικά έψαξε τον δικό του δρόμο. Εκείνη ένα από τα τέσσερα παιδιά ονομαστής
οικογένειας που έμεινε άστεγη όταν οι Γερμανοί έκαψαν συθέμελα τα Σέρβια.
Ο Δημήτρης Διαμαντόπουλος και η Εκάβη Χατζηζογίδου παντρεύτηκαν στη δύσκολη
μετεμφυλιακή εποχή και ξεκίνησαν τη ζωή τους από τα ορυχεία χρωμίου στη
Σκούμτζα Κοζάνης, η μόνη δουλειά που μπορούσε να βρει ο νεαρός κομμουνιστής
πατέρας μου τα χρόνια εκείνα. Τότε το 1959 γεννήθηκα στο μεταλλείο ακολουθώντας
τους γονείς σε ένα μεγάλο ταξίδι στην Ελλάδα. Κοζάνη, Αθήνα, Καβάλα,
Θεσσαλονίκη, Τρίκαλα, Χαλκιδική, Ίασμος, ήταν μια περιπλάνηση που κατέληξε στη
Θεσσαλονίκη το 1968 [...] Στα φοιτητικά μου χρόνια με συνάρπασε ο λόγος του
Ανδρέα Παπανδρέου και η διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη, ενώ ταυτόχρονα
εξελίσσομαι σε μαχόμενη φεμινίστρια θέλοντας να….. αλλάξω τα πάντα γύρω μου.
[...] Όμως στην προσωπική μου ιστορία, σταθμός είναι η γνωριμία και στη συνέχεια ο
γάμος μου με το Γιάννη Σαβαλάνο το 1989 και η γέννηση του γιού μας Χαρίδημου το
1993. Ήταν σ’ εκείνη την τετραετία (1989-1993) που το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην
Αντιπολίτευση και έτσι είχα περισσότερο χρόνο για τον εαυτό μου.

Το βιογραφικό σημείωμα της Άννας Διαμαντοπούλου έχει πολλά στοιχεία


προφορικοποίησης (π.χ. χρήση α΄ ενικού προσώπου, ελλειπτικών προτάσεων,
καθημερινών λέξεων, συναισθηματικής εμπλοκής, παρατακτικής σύνδεσης και
ασύνδετου σχήματος). Αντίθετα, το βιογραφικό σημείωμα της Ντόρας Μπακογιάννη
είναι γραμμένο σε πιο επίσημο ύφος (π.χ. χρήση γ΄ προσώπου, επίσημων και λόγιων
γραμματικών τύπων και λέξεων). Είναι φανερό πως οι δύο δημοφιλείς πολιτικοί
επιλέγουν να οικοδομήσουν ένα διαφορετικό προφίλ για τους/τις ψηφοφόρους τους.
Η μεν Ντόρα Μπακογιάννη χρησιμοποιεί πιο καθιερωμένες (και συντηρητικές)
γλωσσικές συμβάσεις συγγραφής βιογραφικών σημειωμάτων, μέσω των οποίων
προσπαθεί να χτίσει μια δημόσια εικόνα που βασίζεται στο κοινωνικό κύρος.
Αντίθετα, η Άννα Διαμαντοπούλου χρησιμοποιεί πιο καινοτόμες συμβάσεις,
υιοθετώντας ένα έντονα προσωπικό (αυτοβιογραφικό) ύφος, μέσω του οποίου
επιχειρεί να χτίσει ένα πολιτικό προφίλ που βασίζεται στην οικειότητα.

Τέλος, η επεξηγηματική ανάλυση αναφέρεται στις εξωτερικές σχέσεις του


κειμένου με το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, δηλαδή την ιδεολογική επίδραση
που έχει ένα κείμενο στην κοινωνία μέσα από τις αναπαραστάσεις του κόσμου που
οικοδομεί. Με άλλα λόγια, η επεξηγηματική ανάλυση επιχειρεί να συνδέσει τις
πρακτικές λόγου (π.χ. την προφορικοποίηση των ΜΜΕ) με τις κοινωνικές δομές και τις
σχέσεις εξουσίας που τις υποστηρίζουν. Για αυτόν τον σκοπό, αντλεί θεωρητικά
εργαλεία κυρίως από τον δυτικό μαρξισμό, όπως τη σκέψη του Althusser (1971) και του
Gramsci (1971), οι οποίοι υπογράμμισαν αντιστοίχως τον ρόλο του λόγου ως υλικής
έκφρασης της ιδεολογίας στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων και της
ηγεμονίας (hegemony) ως συναινετικής μορφής άσκησης της εξουσίας μέσω της
ιδεολογίας.

3.2. Η συστημική-λειτουργική γλωσσολογία του Halliday ως αναλυτικός πόρος για την


κειμενική ανάλυση
Εφόσον η ΚΑΛ δεν αποτελεί μια ενιαία προσέγγιση δεν περιλαμβάνει και ένα
συγκεκριμένο πλαίσιο κειμενικής ανάλυσης. Μάλιστα, υποστηρίζεται πως αυτό αποτελεί
και το πλεονέκτημα της ΚΑΛ, εφόσον δεν αποτελεί μια συγκεκριμένη μεθοδολογία αλλά
έναν τρόπο θεώρησης των κειμένων από μια συγκεκριμένη κριτική σκοπιά. Επομένως, οι
«έτοιμες μέθοδοι» είναι «ασύμβατες με μια κριτική στάση» (van Dijk 2001β: 95). Σε
αυτό το πλαίσιο, οποιοδήποτε γλωσσικό στοιχείο (π.χ. ρήματα, χρόνοι, αντωνυμίες) ή
ευρύτερες κατηγορίες από το μακρο-επίπεδο του κειμένου (π.χ. κειμενικές δομές) θα
μπορούσαν θεωρητικά να αποτελέσουν αντικείμενο ανάλυσης αν παρουσίαζαν
ενδιαφέρον από κριτική σκοπιά. Ωστόσο, παρά τις παραπάνω διακηρύξεις, η ΚΑΛ δεν
έχει επιδείξει στην πράξη ιδιαίτερο μεθοδολογικό πλουραλισμό. Είναι αξιοσημείωτο πως
αν και κάθε επιμέρους ρεύμα της ΚΑΛ τείνει να εστιάζει σε διαφορετικά εργαλεία
κειμενικής ανάλυσης (π.χ. στη λογοϊστορική προσέγγιση λαμβάνονται υπόψη στοιχεία
ρητορικής όπως είναι οι στρατηγικές επιχειρηματολογίας, ενώ η κοινωνιογνωσιακή
προσέγγιση εστιάζει στις θεματικές από τις οποίες απαρτίζεται ένα κείμενο, τις οποίες
αντιμετωπίζει ως σημασιολογικές μακροδομές), τα περισσότερα αντλούν και από τη
συστημική-λειτουργική γλωσσολογική θεωρία του Halliday (1994: εφεξής ΣΛΓ).11 Η
κοινωνιοπολιτισμική προσέγγιση του Fairclough, μένοντας περισσότερο πιστή στις
καταβολές της ΚΑΛ στην κριτική γλωσσολογία, ταυτίζεται κατεξοχήν με αυτό το
αναλυτικό πλαίσιο.
H ΣΛΓ στηρίζεται σε μια κοινωνική θεώρηση της γλώσσας ως πόρου κατασκευής
νοημάτων. Συγκεκριμένα, η ΣΛΓ εκκινεί από το νόημα και όχι τη γλωσσική δομή,
αντιμετωπίζοντας τη γλώσσα ως σύστημα σημασιών, οι οποίες πραγματώνονται με
λεξικογραμματικούς τύπους. Επομένως, για τη ΣΛΓ, η σχέση μεταξύ σημασιολογίας και
γραμματικής είναι μια σχέση πραγμάτωσης. Καθώς θεωρεί πως οι σημασίες που
κατασκευάζονται μέσω της γλώσσας εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο
κοινωνιοπολιτισμικό πλαίσιο, η προσέγγιση αυτή προσφέρεται για τη λεξικογραμματική
ανάλυση των κοινωνικών νοημάτων που κατασκευάζονται από τη γλώσσα. Μια άλλη
σημαντική έννοια στο πλαίσιο της ΣΛΓ είναι αυτή της επιλογής, εφόσον η γλώσσα
θεωρείται ένα δίκτυο λεξικογραμματικών επιλογών από τις οποίες αντλούμε ως
ομιλητές/τριες για να κατασκευάσουμε τα νοήματα. Ανάλογα με τις λεξικογραμματικές
επιλογές που κάνουμε (π.χ. χρήση ενεργητικής ή παθητικής σύνταξης, οριστικής ή
προστακτικής έγκλισης) διαμορφώνουμε και διαφορετικές σημασίες. Για παράδειγμα,
είναι διαφορετικό το νόημα που κατασκευάζεται αν το παιδί μεταφέρει τη ζημιά που
προκάλεσε στη μαμά του λέγοντας «έσπασα το βάζο με τη μπάλα μου», και τελείως
διαφορετικό αν πει «έσπασε το βάζο καθώς έπαιζα με τη μπάλα μου». Η διαφορετική
εκδοχή της πραγματικότητας (στην πρώτη περίπτωση η ευθύνη για τη ζημιά αποδίδεται
εξολοκλήρου στο παιδί, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παρουσιάζεται ως ατύχημα)
πραγματώνεται με διαφορετικές λεξικογραμματικές επιλογές (π.χ. χρήση μεταβατικού
ρήματος στην πρώτη περίπτωση και αμετάβατου ρήματος στη δεύτερη περίπτωση).

11
Για αυτόν τον λόγο η ΚΑΛ έχει κατηγορηθεί (μεταξύ άλλων) για αδικαιολόγητο εκλεκτισμό. Έτσι,
έχουν γίνει προτάσεις για εμπλουτισμό της ΚΑΛ με άλλα μεθοδολογικά εργαλεία όπως τη γλωσσολογία
σωμάτων κειμένων (βλ. μεταξύ άλλων Stubbs 1997).
Σύμφωνα με τον Halliday, κατά τη γλωσσική χρήση επιτελούνται ταυτόχρονα
τρεις λειτουργίες. Πρώτον, καθώς μιλούμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει
κατασκευάζεται μια εκδοχή της κοινωνικής πραγματικότητας (αναπαραστατική
λειτουργία ideational function). Δεύτερον, καθώς διεπιδρούμε με τους/τις
συνομιλητές/τριές μας, υιοθετούμε ρόλους για τους εαυτούς μας και διαμορφώνουμε τις
διαπροσωπικές μας σχέσεις (διαπροσωπική λειτουργία interpersonal function). Τρίτον,
καθώς η γλωσσική επικοινωνία γίνεται μέσω κάποιου υλικού μέσου (π.χ. προφορικό ή
γραπτό κανάλι), οργανώνουμε την πληροφορία με έναν συγκεκριμένο τρόπο (κειμενική
λειτουργία textual function). Οι τρεις αυτές λειτουργίες της γλώσσας αποτελούν τις
δεξαμενές σημασιών από τις οποίες αντλούν οι ομιλητές/τριες και οι οποίες
πραγματώνονται μέσω συγκεκριμένων λεξικογραμματικών επιλογών: οι
αναπαραστατικές σημασίες πραγματώνονται μέσω του συστήματος της
μεταβιβαστικότητας (transitivity), οι διαπροσωπικές σημασίες μέσω του συστήματος της
διάθεσης (mood) και οι κειμενικές σημασίες μέσω του συστήματος του θέματος-ρήματος
(theme-rheme).
Συγκεκριμένα, η μεταβιβαστικότητα αφορά το σύστημα μέσω του οποίου οι
χρήστες/τριες της γλώσσας ερμηνεύουν την πραγματικότητα ορίζοντάς την με κριτήρια
αιτιότητας (agency). Η απόδοση αιτιώδους νοήματος στον κόσμο μέσω της γλώσσας
γίνεται με τον καθορισμό των διαδικασιών (processes), δηλαδή των πράξεων με την
ευρεία τους έννοια (ενέργειες, καταστάσεις, συναισθήματα, διανοητικές διαδικασίες
κ.ά.), των συμμετεχόντων/ουσών (participants), δηλαδή των οντοτήτων και των
αντικειμένων που συνδέονται με τις διαδικασίες, καθώς και των περιστάσεων
(circumstances), δηλαδή των συνθηκών (π.χ. χωρικών, χρονικών, τροπικών) στις οποίες
λαμβάνουν χώρα οι διαδικασίες. Σε λεξικογραμματικό επίπεδο, οι διαδικασίες
πραγματώνονται με ρήματα ή ουσιαστικοποιήσεις (π.χ. κίνηση, ρύπανση), οι
συμμετέχοντες/ουσες με ουσιαστικά, ενώ οι περιστάσεις με προθετικές φράσεις ή
επιρρηματικά σύνολα. Ο Halliday με βάση τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά των
ρημάτων διακρίνει τις διαδικασίες σε τρία βασικά είδη: τις υλικές (material), τις νοητικές
(mental) και τις συσχετιστικές (relational). Οι υλικές διαδικασίες (του «κάνω»)
περιγράφουν δράσεις και ενέργειες που επιφέρουν αλλαγές στον κόσμο (π.χ. τοποθετώ,
κινούμαι, ανοίγω, πέφτω). Οι συμμετέχοντες/ουσες είναι ο/η δράστης/τρια (actor), που
πραγματοποιεί ή υφίσταται τη διαδικασία, και ο στόχος (goal), που είναι ο/η
αποδέκτης/τρια της διαδικασίας. Οι νοητικές διαδικασίες (του «αισθάνομαι»)
αναφέρονται σε δράσεις του εσωτερικού κόσμου και μπορεί να είναι γνωσιακές (π.χ.
φαντάζομαι), αντιληπτικές (π.χ. βλέπω) ή συναισθηματικές (π.χ. αγαπώ). Οι
συμμετέχοντες/ουσες είναι ο/η αισθανόμενος/η (senser), που αποτελεί την ενσυνείδητη
οντότητα που πραγματοποιεί τη διαδικασία, και το φαινόμενο (phenomenon), που
αποτελεί το περιεχόμενο της διαδικασίας. Τέλος, οι συσχετιστικές διαδικασίες (του
«είμαι») δηλώνουν σχέσεις συμβολικού τύπου ανάμεσα σε οντότητες. Οι σχέσεις αυτές
είτε αποδίδουν γνωρίσματα (κατηγορικές attributive, π.χ. η Μαρία είναι δικηγόρος) είτε
ταυτοποιούν (ταυτοποιητικές identifying, π.χ. η Μαρία είναι η οικογενειακή μας
δικηγόρος). Οι συμμετέχοντες/ουσες στις κατηγορικές διαδικασίες είναι το
χαρακτηριστικό (attribute) που περιγράφει τον φορέα (carrier) (π.χ. στο παραπάνω
παράδειγμα φορέας είναι η Μαρία και το χαρακτηριστικό που της αποδίδεται είναι πως
είναι δικηγόρος). Στις ταυτοποιητικές διαδικασίες διακρίνουμε στο δείγμα (token), στο
οποίο αποδίδεται μια αξία (value) ταυτοποίησης (π.χ. στο παραπάνω παράδειγμα δείγμα
είναι η Μαρία, στην οποία αποδίδεται η αξία αναγνώρισης «οικογενειακή μας
δικηγόρος»).
Το σύστημα της διάθεσης περιλαμβάνει λεξικογραμματικά στοιχεία που
προσδιορίζουν τον ρόλο που υιοθετούμε στις σχέσεις μας με τους/τις άλλους/ες, τη
στάση μας απέναντί τους, καθώς και την προσπάθειά μας να δράσουμε πάνω τους.
Κεντρικό μέρος του συστήματος της διάθεσης αποτελούν οι γλωσσικές πράξεις (speech
acts) που επιτελούμε κάθε φορά μέσω των εκφωνημάτων μας (βεβαιωτικές, δεσμευτικές,
κατευθυντικές, διακηρυχτικές, εκφραστικές· βλ. Κανάκη στον παρόντα τόμο). Επίσης,
περιλαμβάνεται η τροπικότητα (modality), η οποία αναφέρεται στον γλωσσικό μηχανισμό
με τον οποίο εκφράζεται η στάση του/της ομιλητή/τριας προς τα λεγόμενά του/της. Η
στάση αυτή μπορεί να αφορά τον βαθμό βεβαιότητας του/της ομιλητή/τριας προς αυτά
που λέει (επιστημική epistemic), τον βαθμό επιτακτικότητας με τον οποίο ζητάει κάτι από
τον/την συνομιλητή/τριά του/της (δεοντική deontic) ή τη συγκινησιακή φόρτιση που
φέρει το εκφώνημά του/της (αξιολογική appreciative).12 Τέλος, το σύστημα της διάθεσης
απαρτίζεται και από την προσωπική δείξη (personal deixis), η οποία πραγματώνεται
μέσω της επιλογής προσώπου των αντωνυμιών (βλ. Μπέλλα στον παρόντα τόμο). Ο/Η
ομιλητής/τρια μπορεί να συμπεριλάβει (προσωπικό ύφος/ διεπιδραστικό κείμενο) ή να
απαλείψει (απρόσωπο ύφος/ μη διεπιδραστικό κείμενο) δεικτικά στοιχεία προσώπου στο
κείμενό του/της ανάλογα με τη σχέση που θέλει να οικοδομήσει με τον/την
συνομιλητή/τριά του/της.
Δραστηριότητα 4: Αναπαραστάσεις του φυσικού περιβάλλοντος στην ταξιδιωτική
δημοσιογραφία

Τα δύο αποσπάσματα του περιοδικού Γεωτρόπιο που παρατίθενται παρακάτω αποτελούν


ταξιδιωτικά άρθρα που παρουσιάζουν προστατευόμενες περιοχές με σκοπό την
προώθηση του οικοτουρισμού. Ωστόσο, διαφέρουν στον τρόπο με τον οποίο
κατασκευάζουν τον προς επίσκεψη φυσικό πόρο. Αναλύοντας τα δύο αποσπάσματα υπό
το πρίσμα του συστήματος της μεταβιβαστικότητας και της διάθεσης, τι διαφορές
παρατηρείτε;
(1) Έχουν καταγραφεί πάνω από 300 είδη πουλιών, με σπουδαιότερα τον
αργυροπελεκάνο και τη λαγγόνα. Στα ρηχά σημεία της λίμνης βρίσκουν τροφή και
ξεκουράζονται οι ερωδιοί, ενώ στους λιγοστούς καλαμιώνες φωλιάζουν οι νερόκοτες, οι
φαλαρίδες και στις αμμώδεις νησίδες οι καλαμοκανάδες, οι ποταμοσφυριχτές και τα
γλαρόνια.
(Αλεξάκη, Ζερμαίν & Αθανασιάδης, Θοδωρής. 2000. Κερκίνη: Η κυρία των λιμνών.
Γεωτρόπιο 42: 33-37).

(2) Νόμιμα και αυθαίρετα κτίσματα ξεφυτρώνουν σαν τα φθινοπωρινά μανιτάρια όλο και
πιο κοντά στον προστατευόμενο πυρήνα, μέσα σε δασικές εκτάσεις σε όλο και
μεγαλύτερα υψόμετρα. Μια άλλη μάστιγα είναι οι πυρκαγιές, που δυστυχώς
κατατρώγουν κάθε χρόνο τμήμα τμήμα τα εκτεταμένα πευκοδάση [...] Το κυνήγι, αν και

12
Πολλοί όροι έχουν χρησιμοποιηθεί στη βιβλιογραφία για να περιγράψουν το φαινόμενο της αξιολογικής
τροπικότητας, όπως αξιολόγηση (evaluation: Halliday 1994), εκτίμηση (appraisal: Martin 2000) και
συναίσθημα (affect: Biber & Finegan 1989).
απαγορεύεται μέσα στα όρια του Δρυμού, αλλά και σε πολλά σημεία του βουνού, φυσικά
δεν λείπει [...] Τελευταία και οι λάτρεις της ορεινής ποδηλασίας έχουν ανακαλύψει τους
πολλούς και ακόμα ευτυχώς κλειστούς με μπάρες δασικούς δρόμους, που διατρέχουν το
βουνό σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του. Μαζί με τους όλο αυξανόμενους εναλλακτικούς
επισκέπτες είναι αυτοί που ίσως αποτελούν την τελευταία ασπίδα προστασίας της
Πάρνηθας. Ένα προπύργιο της φύσης, ευτυχώς αντιστέκεται ακόμα. Το μόνο που
χρειάζεται από εμάς είναι λίγος σεβασμός.
(Ζυρίνης, Κώστας. 2001. Πάρνηθα: Αποκορύφωση της ομορφιάς. Γεωτρόπιο 90: 65-69).

Στο πρώτο απόσπασμα (για περισσότερα στοιχεία, βλ. επίσης Στάμου 2008) για τη λίμνη
Κερκίνη, όσον αφορά τη μεταβιβαστικότητα, οι διαδικασίες είναι υλικές με δράστρια τη
φύση. Οι ελάχιστες υλικές διαδικασίες με δράστη τον άνθρωπο (ως επιστήμονα) και
στόχο τη φύση που υπάρχουν συντάσσονται με παθητική σύνταξη, που επιτρέπει την
απαλοιφή του δράστη. Οι περιστάσεις είναι χωρικές, οριοθετώντας τη δράση της φύσης.
Σε σχέση με τη διάθεση, το φυσικό περιβάλλον περιγράφεται σε απρόσωπο ύφος, χωρίς
τη διεπίδραση συντάκτη/τριας-αναγνώστη/τριας (απουσία προσωπικής δείξης και
δεοντικής τροπικότητας), και αντικειμενικά (έλλειψη επιστημικής και αξιολογικής
τροπικότητας).

Στο δεύτερο απόσπασμα, αντίθετα, για τον εθνικό δρυμό της Πάρνηθας, στο σύστημα
της μεταβιβαστικότητας οι διαδικασίες είναι κυρίως υλικές με δράστη τον άνθρωπο και
στόχο τη φύση. Οι περιστάσεις είναι κατά βάση χωρικές και χρονικές θέτοντας το
πλαίσιο της δράσης του ανθρώπου στη φύση. Όσον αφορά τη διάθεση, υιοθετείται και
εδώ κυρίως το απρόσωπο ύφος (απουσία προσωπικής δείξης), ενώ παρούσα είναι και η
δεοντική τροπικότητα, με την περιστασιακή χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου ή του
γ΄ πληθυντικού προσώπου ζητώντας δράση για το περιβάλλον. Από την άλλη πλευρά,
έντονη είναι η συναισθηματική φόρτιση του συντάκτη (εκτενής χρήση επιστημικής και
αξιολογικής τροπικότητας).

Με βάση αυτή την ανάλυση, παρατηρούμε πως σε επίπεδο πρακτικής λόγου,


ενεργοποιούνται δύο διαφορετικοί λόγοι στα δύο αποσπάσματα για την αναπαράσταση
της φύσης και της σχέσης ανθρώπου-φύσης. Το πρώτο απόσπασμα αντλεί από τη
λεγόμενη επιστημονική ρητορική (scientific rhetoric) (Veel 1998), η οποία περιγράφει τις
διεργασίες του φυσικού κόσμου ως συμβάντα που είναι ανεξάρτητα από την ανθρώπινη
παρέμβαση, αναπαριστώντας τον ως κάτι «εκεί έξω», που οι επιστήμονες παρατηρούν
και καταγράφουν με αντικειμενικό τρόπο. Αντίθετα, το δεύτερο απόσπασμα αντλεί από
την κοινωνική οικολογική ρητορική (humanities rhetoric), η οποία, θέλοντας να αποδώσει
ευθύνες για το περιβάλλον και να ευαισθητοποιήσει, το αναπαριστά ως μια δομή που
σχετίζεται απόλυτα με την ανθρώπινη παρέμβαση. Αν και προσφέρουν αντικρουόμενες
οπτικές για τον φυσικό κόσμο, οι δύο αυτές ρητορικές συνήθως συνυπάρχουν στα
κείμενα που αναφέρονται σε περιβαλλοντικά ζητήματα, συνδεόμενες με τους ποικίλους
στόχους του οικολογικού λόγου: κινητοποίηση για περιβαλλοντική δράση (έμφαση στην
ανθρώπινη δράση) και άντληση επιχειρηματολογίας από επιστημονικά δεδομένα
(απαλοιφή της ανθρώπινης δράσης) (Στάμου 2011).
Τέλος, το σύστημα θέματος-ρήματος που προτείνεται από τον Halliday (1994)
αναφέρεται στην οργάνωση των πληροφοριών στο επίπεδο της πρότασης. Το θέμα είναι
αυτό για το οποίο γίνεται λόγος και τοποθετείται στην αρχή της πρότασης. Το ρήμα
αποτελεί τον σχολιασμό του θέματος και έπεται. Η διάταξη των όρων της πρότασης σε
θέμα και ρήμα γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να τοποθετούνται οι πληροφορίες που
μεταδίδει η πρόταση σε μια ορισμένη προοπτική, βάσει της σπουδαιότητας ή της
παλαιότητάς τους. Καθώς το θέμα είναι το αφετηριακό σημείο της πρότασης,
αποτελώντας τον πυρήνα γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται θεματικά το κείμενο, ο/η
ομιλητής/τρια προτάσσει συνήθως σε θέση θέματος γνωστές πληροφορίες (δηλ.
πληροφορίες με το λιγότερο πληροφοριακό περιεχόμενο), ενώ στο ρήμα συνηθίζει να
τοποθετεί όσες πληροφορίες υποθέτει ότι είναι νέες και σημαντικότερες για τον/την
ακροατή/τρια. Αυτή η πληροφοριακή διευθέτηση μεταξύ θέματος-γνωστής πληροφορίας
και ρήματος-νέας πληροφορίας επιτρέπει στον/στην αποδέκτη/τρια να επεξεργαστεί
καλύτερα τις καινούργιες πληροφορίες. Επίσης, αποτελεί την πιο ουδέτερη παρουσίαση
του πληροφοριακού περιεχομένου της πρότασης (Κουτσουλέλου-Μίχου 1997)13. Σε

13
Ωστόσο, η σύμπτωση θέματος-γνωστής πληροφορίας και ρήματος-νέας πληροφορίας δεν είναι απόλυτη,
καθώς ο/η ομιλητής/τρια μπορεί να επιλέξει να θεματοποιήσει απρόσμενα και καινούργια στοιχεία για
τον/την αποδέκτη/τρια.
γλώσσες με αυστηρή σειρά όρων όπως η αγγλική, η διχοτομική διάκριση μεταξύ θέματος
και ρήματος αντιστοιχεί τις περισσότερες φορές (π.χ. στις καταφατικές προτάσεις) στη
διάκριση μεταξύ ονοματικής και ρηματικής φράσης. Αντίθετα, στα ελληνικά, μια
γλώσσα με αρκετή ελευθερία στη σειρά όρων της πρότασης, αυτή η αντιστοίχιση
εμφανίζει προβλήματα (βλ. μεταξύ άλλων Γεωργακοπούλου & Γούτσος 1999).
Δραστηριότητα 5: Αναπαράσταση της αιτιότητας μιας πράξης: Έμφαση και υποβάθμιση
του δράστη (β΄ μέρος)
Ξαναδιαβάστε τα κείμενα (1) και (2) της Δραστηριότητας 1 και επιχειρήστε να
ερμηνεύσετε τη χρήση της ενεργητικής και παθητικής σύνταξης από τη σκοπιά του
συστήματος θέματος-ρήματος.

Η επιλογή της ενεργητικής ή παθητικής σύνταξης έχει σοβαρές συνέπειες στην


πληροφοριακή διάταξη των προτάσεων, καθώς η πρώτη θεματοποιεί (και άρα βάζει στο
σημείο εκκίνησης του μηνύματος) τον δράστη (εδώ την αστυνομία), ενώ η δεύτερη
προτάσσει το επιστημικό τροπικό στοιχείο «υπάρχουν φήμες», δίνοντας με αυτόν τον
τρόπο έμφαση στην έλλειψη βεβαιότητας για το γεγονός που παρουσιάζεται.

4. Επίλογος
Στον παρόν κεφάλαιο επιχειρήθηκε μια σύντομη παρουσίαση των βασικών αρχών και
μεθοδολογικών εργαλείων της ΚΑΛ. Μέσα από αυτή την παρουσίαση, διαφάνηκε πως η
η ΚΑΛ είναι ένα θεωρητικό πλέγμα διαφορετικών προσεγγίσεων ανάλυσης λόγου που
επιχειρούν να εντάξουν την κοινωνική και πολιτική ανάλυση στη γλωσσολογία,
αναδεικνύοντας την ιδεολογική διάσταση της γλωσσικής χρήσης. Συγκεκριμένα,
αποτελεί μια από τις πρώτες προσεγγίσεις (τουλάχιστον από τη σκοπιά της
γλωσσολογίας) ανάλυσης κειμένων με στόχο τη μελέτη της διά του λόγου εκφοράς
―άρα και διαμόρφωσης― των κοινωνικών φαινομένων.
Αν και έχει επικριθεί για αρκετά ζητήματα (π.χ. έλλειψη επιστημονικότητας λόγω
της έντονης πολιτικοποίησής της), η ΚΑΛ έχει αναγνωριστεί πλέον ως ένα πολύ
ενδιαφέρον θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο εντάσσεται στη γενικότερη γλωσσική στροφή
(linguistic turn) των κοινωνικών επιστημών, δηλαδή στη μελέτη του ρόλου της γλώσσας
ως μέσου συγκρότησης της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Η χρήση της ΚΑΛ
στην Ελλάδα είναι περιορισμένη αλλά δυναμικά αναπτυσσόμενη τα τελευταία χρόνια
(βλ. ενδεικτική βιβλιογραφία για τα ελληνικά). Ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις, το
μεγαλύτερο μέρος της σχετικής έρευνας εστιάζει σε κείμενα των ΜΜΕ και στον γραπτό
μονολογικό λόγο. Η ελληνική ερευνητική δραστηριότητα πρέπει, λοιπόν, να επεκταθεί
και σε άλλα δημόσια (και συνομιλιακά) είδη λόγου, ώστε να διαμορφωθεί ένα ευρύτερο
πλαίσιο ανάλυσης των ιδεολογικών εκφάνσεων της ελληνικής γλώσσας, καθώς και της
διά του λόγου εκφοράς της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας.

Απόσπασμα 1 (Fowler 1991: 78)


Υποστηρίζεται συχνά, εύλογα κατά την άποψή μου, πως η ενεργητική και παθητική
σύνταξη μοιράζονται το ίδιο αναφορικό νόημα και πως διαφέρουν μόνο στη διάταξη των
όρων της πρότασης [...] Ωστόσο, από λειτουργική άποψη, πρέπει να υπάρχει κάποιος
λόγος γιατί τα αγγλικά διαθέτουν την παθητική σύνταξη [...] Η ενεργητική σύνταξη
επιλέγεται όταν πρέπει να δοθεί έμφαση στον/στη δράστη/τρια μιας πράξης, υπονοώντας
ξεκάθαρη ευθύνη [...] Οι παθητικές συντακτικές δομές [...] ανακατευθύνουν την ιστορία
[...] Η παθητική σύνταξη επίσης επιτρέπει κάποια μέρη της πρότασης να απαλειφθούν.
(Μετάφραση: Α. Στάμου)

Απόσπασμα 2 (Φραντζή & Γεωργαλίδου 2007: 1248-1257)


Σε αυτό το άρθρο εξετάζουμε τις στρατηγικές οργάνωσης λόγου που χρησιμοποιούνται
από Έλληνες υποψηφίους για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές στην κατασκευή
των κειμένων που περιλαμβάνονται στα προσωπικά τους φυλλάδια ή δημοσιεύονται στο
διαδίκτυο [...] Τα βιογραφικά σημειώματα παρέχουν πληροφορίες που αφορούν την
ιδιωτική και τη δημόσια ζωή των υποψηφίων. Οι υποψήφιοι και των δύο φύλων
παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή τους χρησιμοποιώντας
λιγότερο επίσημο λεξιλόγιο καθώς και το τοπικό ιδίωμα για την αναφορά σε τοπωνύμια
[...] Αντίθετα, όταν παρέχουν πληροφορίες για τη δική τους επαγγελματική κατάσταση,
χρησιμοποιούν το επίσημο ιδίωμα καθώς και λεξιλόγια που προέρχονται από την
καθαρεύουσα [...] η παράλληλη χρήση αντίθετων ως προς την υφολογική τους αξία
γλωσσικών στρατηγικών εξυπηρετεί δύο στόχους, α) η χρήση γλωσσικών δομών οι
οποίες στερεοτυπικά χρησιμοποιούνται σε επίσημες γραπτές κειμενικές ποικιλίες
ενισχύει το αρνητικό πρόσωπο των υποψηφίων με συνέπεια να προωθεί το κοινωνικό
τους κύρος και β) η χρήση του 1ου και 2ου προσώπου, ανεπίσημων γλωσσικών επιλογών
και άμεσων λεκτικών πράξεων ενισχύει το θετικό πρόσωπο των υποψηφίων και
δημιουργεί δεσμό με τους πιθανούς αναγνώστες. Και οι δύο επιλογές εξυπηρετούν την
προώθηση των υποψηφίων και κατά συνέπεια συνεισφέρουν στην εμπορευματοποίηση
του λόγου που παράγεται στο πλαίσιο προεκλογικών εκστρατειών.

Βιβλιογραφία

Αλεξάκη, Ζερμαίν & Αθανασιάδης, Θοδωρής. 2000. Κερκίνη: Η κυρία των λιμνών.
Γεωτρόπιο 42: 33-37.
Αρχάκης, Αργύρης & Κονδύλη, Μαριάννα. 2011. Εισαγωγή σε Ζητήματα
Κοινωνιογλωσσολογίας. 3η έκδ. Αθήνα: Νήσος.
Althusser, Louis. 1971. Ideology and Ιdeological State Apparatuses: Lenin and
Philosophy and Other essays. London: New Left Books.
Bakhtin, Mikhail. 1981. The Dialogical Imagination: Four Essays by M.M. Bakhtin.
Επιμέλεια: Michael Holquist, μετάφραση: Caryl Emerson & Michael Holquist.
Austin: University of Texas Press.
Bhaskar, Roy. 1986. Scientific Realism and Human Emancipation. London: Verso.
Biber, Douglas & Finegan, Edward. 1989. Styles of stance in English: Lexical and
grammatical marking of evidentiality and affect. Text 9: 93-124.
Blommaert, Jan. 2001. Context is/as critique. Critique of Anthropology 21: 13-32.
Bloommaert, Jan & Bulcaen, Chris. 2000. Critical Discourse Analysis. Annual Review of
Anthropology 29: 447-466.
Breeze, Ruth. 2011. Critical Discourse Analysis and its critics. Pragmatics 21: 493-525.
Γεωργακοπούλου, Αλεξάνδρα & Γούτσος, Διονύσης. 1999. Κείμενο και Επικοινωνία.
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Chilton, Paul. 2004. Analyzing Political Discourse: Theory and Practice. London:
Routledge.
Chouliaraki, Lilie & Fairclough, Norman. 1999. Discourse in Late Modernity.
Edinburgh: Edinburgh University Press.
Coulthard, Malcolm. 1977. An Introduction to Discourse Analysis. London: Longman.
de Beaugrande, Robert & Dressler, Wolfgang. 1981. Introduction to Text Linguistics.
London: Longman.
Fairclough, Norman. 1989. Language and Power. London: Longman.
Fairclough, Norman. 1992. Discourse and Social Change. Cambridge: Polity Press.
Fairclough, Norman. 1993. Critical Discourse Analysis and the marketization of public
discourse: The universities. Discourse & Society 4: 133-168.
Fairclough, Norman. 1995. Media Discourse. London: Edward Arnold.
Fairclough, Norman. 2000. Discourse, social theory, and social research. Journal of
Sociolinguistics 4: 163-195.
Fairclough, Norman. 2003. Analyzing Discourse: Textual Analysis for Social Research.
London: Routledge.
Fairclough, Norman & Wodak, Ruth. 1997. Critical Discourse Analysis. Στο Teun A. van
Dijk (επιμ.), Discourse as Social Interaction. London: Sage, 258-284.
Foucault, Michael. 1972. The Archeology of Knowledge. London: Tavistock Publications.
Fowler, Roger. 1991. Language in the News: Discourse and Ideology in the Press.
London: Routledge.
Fowler, Roger, Hodge, Robert, Kress, Gunther & Trew, Tony. 1979. Language and
Control. London: Routledge & Kegan Paul.
Gramsci, Antonio. 1971. Selections from the Prison Notebooks. London: Lawrence and
Wishart.
Halliday, Michael. 1994. An Introduction to Functional Grammar. 2η έκδ. London:
Edward Arnold.
Hart, Christopher & Lukeš, Dominik (επιμ.) (2007). Cognitive Linguistics in Critical
Discourse Analysis: Application and Theory. Newcastle: Cambridge Scholars
Publishing.
Hodge, Robert & Kress, Gunther. 1979. Language as Ideology. London: Routledge.
Κουτσουλέλου-Μίχου, Σταματία. 1997. Η Γλώσσα της Διαφήμισης. Αθήνα: Gutenberg.
Κωστούλα-Μακράκη, Νέλλη. 2001. Γλώσσα και Κοινωνία: Βασικές Έννοιες. Αθήνα:
Μεταίχμιο.
Kress, Gunther & van Leeuwen, Theo. 1996. Reading Images: The Grammar of Visual
Design. London: Routledge.
Λύκου, Χριστίνα. 2000. Η συστημική λειτουργική γραμματική του M.A.K. Halliday.
Γλωσσικός Υπολογιστής 2
http://www.komvos.edu.gr/periodiko/periodiko2nd/articles/print/lykoy/index.htm
(πρόσβαση 30/10/2012).
Luke, Allan. 1997. Critical Discourse Analysis. Στο Lawrence Saha (επιμ.), International
Εncyclopedia of the Sociology of Education. Oxford: Elsevier, 50-56.
Luke, Allan. 2002. Beyond science and ideological critique: Developments in critical
discourse analysis. Annual Review of Applied Linguistics 22: 96-110.
Μητσικοπούλου, Βασιλική. 2001. Λόγος. Στο Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης (επιμ.),
Λόγος και Κείμενο. Στον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων
την ελληνική γλώσσα. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
http://www.komvos.edu.gr/glwssa/logos_keimeno/1_1/thema_1_1.htm.
(πρόσβαση 29/8/2012).
Martin, Jim R. 2000. Beyond exchange: Appraisal systems in English. Στο Susan
Hunston & Geoff Thompson (επιμ.), Evaluation in Text. Authorial Stance and the
Construction of Discourse. Oxford: Oxford University Press, 142-175.
Oteiza, Τereza. 2003. Ηοw contemporary history is presented in Chilean middle school
textbooks. Discourse & Society 14: 639-660.
Παυλίδου, Θεοδοσία-Σούλα. 2001. Κοινωνιογλωσσολογία. Στο Λεξικό Γλωσσολογικών
Όρων. Στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
http://www.greek-
language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/show.html?id=102
(πρόσβαση 29/8/2012).
Piper, Alison. (2000). Some have credit cards and others have Giro cheques:
“Individuals” and “people” as lifelong learners in late modernity. Discourse &
Society 1: 515-542.
Rogers, Rebecca, Malancharuvil-Berkes, Elizabeth, Mosley, Melissa, Hui, Diane & O’
Garro Joseph, G. 2005. Critical Discourse Analysis in education: A review of the
literature. Review of Educational Research 75: 365-419.
Στάμου, Αναστασία Γ. 2008. Η πολυφωνικότητα του οικοτουριστικού λόγου: Μια
Κριτική Ανάλυση Λόγου της ταξιδιωτικής δημοσιογραφίας στο περιοδικό
Γεωτρόπιο. Στο Περικλής Πολίτης (επιμ.), Ο Λόγος της Μαζικής Επικοινωνίας:
Το Ελληνικό Παράδειγμα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών.
Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 138-158.
Στάμου, Αναστασία Γ. 2011. Η Κριτική Ανάλυση Λόγου των περιβαλλοντικών
κειμένων: Προς μια κριτική γλωσσική επίγνωση. Στο Γεώργιος Ι. Ξυδόπουλος,
Μαίρη Μπαλτατζάνη, Τάσος Τσαγγαλίδης & Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), 12
Κείμενα για τη Γλωσσολογία: Πρακτικά των Ετήσιων Συναντήσεων του Τομέα
Γλωσσολογίας. Πινακάτες Πηλίου: Κοντύλι, 179-193.
Schegloff, Emanuel A. 1997. Whose text? Whose context? Discourse & Society 8: 165-
187.
Stubbs, Michael. 1997. Whorf’s children: Critical comments on critical discourse
analysis. Στο Ann Ryan & Alison Wray (επιμ.), Evolving Models of Language.
Clevedon: Multilingual Matters, 100-116.
Τσιτσιπής, Λουκάς. 1995. Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία της Γλώσσας. Αθήνα:
Gutenberg.
Teo, Peter. 2000. Racism in the press: A Critical Discourse Analysis of news reporting in
two Australian newspapers. Discourse & Society 11: 7-49.
Titscher, Stefan, Meyer, Michael, Wodak, Ruth & Vetter, Eva. 2000. Methods of Text
and Discourse Analysis. London: Sage.
Trew, Tony. 1979. Theory and ideology at work. Στο Roger Fowler, Robert Hodge,
Gunther Kress & Tony Trew, Language and Control. London: Routledge &
Kegan Paul, 94-116.
Φραντζή, Κατερίνα & Γεωργαλίδου, Μαριάνθη. 2007. Στρατηγικές συγκρότησης
γραπτού πολιτικού λόγου: Μια προσέγγιση με τη χρήση τεχνικών της
γλωσσολογίας σωμάτων κειμένου. Πρακτικά του 8ου Διεθνούς Συνεδρίου
Ελληνικής Γλωσσολογίας, 1248-1262 http://www.linguist-
uoi.gr/cd_web/case5.html (πρόσβαση: 7/11/2012).
van Dijk, Teun A. 1984. Prejudice in Discourse. Amsterdam: John Benjamins.
van Dijk, Teun A. 1991. Racism and the Press. London: Routledge.
van Dijk, Teun A. 1993α. Editor’s foreword to Critical Discourse Analysis. Discourse &
Society 4: 131-132.
van Dijk, Teun A. 1993β. Principles of Critical Discourse Analysis. Discourse & Society,
4: 249–283.
van Dijk, Teun A. 2001α. Critical Discourse Analysis. Στο Deborah Schiffrin, Deborah
Tannen & Heidi E. Hamilton (επιμ.), The Handbook of Discourse Analysis.
London: Blackwell, 352-371.
van Dijk, Teun A. 2001β. Multidisciplinary CDA: A plea for diversity. Στο Ruth Wodak
& Michael Meyer (επιμ.), Methods of Critical Discourse Analysis. London: Sage,
95-120.
van Leeuwen, Theo. 1996. The representation of social actors. Στο Carmen R. Caldas-
Coulthard & Malcolm Coulthard (επιμ.), Texts and Practices: Readings in
Critical Discourse Analysis. London: Routledge, 32-70.
Widdowson, Henry G. 1995. Discourse analysis: A critical view. Language and
Literature 4: 157-172.
Wodak, Ruth. 1989 (επιμ.). Language, Power and Ideology. Amsterdam: John
Benjamins.
Wodak, Ruth. 1995. Critical linguistics and Critical Discourse Analysis. Στο Jef
Verschueren, Jan-Ola Östman & Jan Blommaert (επιμ.) Handbook of Pragmatics:
Manual. Amsterdam: John Benjamins, 204–210.
Wodak. Ruth. 1996. Disorders of Discourse. London: Longman.
Wodak, Ruth. 2001α. What CDA is about: A summary of its history, important concepts
and its developments. Στο Ruth Wodak & Michael Meyer (επιμ.), Methods of
Critical Discourse Analysis. London: Sage, 1-13.
Wodak, Ruth. 2001β. The discourse-historical approach. Στο Ruth Wodak & Michael
Meyer (επιμ.), Methods of Critical Discourse Analysis. London: Sage, 63-94.
Wodak, Ruth & Meyer, Michael. (επιμ.) (2001). Methods of Critical Discourse Analysis.
London: Sage.
Ζυρίνης, Κώστας. 2001. Πάρνηθα: Αποκορύφωση της ομορφιάς. Γεωτρόπιο 90: 65-69.

Ενδεικτική βιβλιογραφία για τα ελληνικά

Αδάμπα, Βασιλική. 2008. Ο «ιερός πόλεμος» των μέσων: Η αναπαράσταση της


εκκλησιαστικής διαμάχης Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της
Ελλάδας στον έντυπο δημοσιογραφικό λόγο. Στο Περικλής Πολίτης (επιμ.), Ο
Λόγος της Μαζικής Επικοινωνίας: Το Ελληνικό Παράδειγμα. Θεσσαλονίκη:
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 50-71.
Chouliaraki, Lilie. 2000. Political discourse in the news: Democratizing responsibility or
aestheticizing politics? Discourse & Society 11: 293-314.
Dendrinos, Bessie & Marmaridou, Sofia A. 2001. Re-designing Greek public document
texts, re-constructing social relations. Folia Linguistica 35: 183-196.
Hatzidaki, Ourania. 2011. Greek men’s and women’s magazines as codes of gender
conduct. Στο Daniela Majstorovic & Inger Lassen (επιμ.), Living with Patriarchy:
Discursive Constructions of Gender Subjects across Cultures. Amsterdam: John
Benjamins, 113-144.
Κονδύλη, Μαριάννα & Μανιού, Ειρήνη. 2007. Αναπλαισίωση της κοινής γνώσης στα
εγχειρίδια Εμείς και ο Κόσμος της Α΄ και της Γ΄ δημοτικού: Οι αναπαραστάσεις
του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Κριτική Επιστήμη και Εκπαίδευση 5: 3-
23.
Kessapidu, Sevasti. 1997. A critical linguistic approach to a corpus of business letters in
Greek. Discourse & Society 8: 479-500.
Kitis, Eliza & Milapides, Michalis. 1997. Read it and believe it: How metaphor
constructs ideology in news discourse: A case study. Journal of Pragmatics 28:
557-590.
Koutsogiannis, Dimitris & Mitsikopoulou, Bessie. 2003. Greeklish and greekness: Trends
and discourses of “glocalness”. Journal of Computer-Mediated Communication 9
http://jcmc.indiana.edu/vol9/issue1/kouts_mits.html (πρόσβαση 29/8/2012).
Kosetzi, Konstantia & Polyzou, Alexandra. 2009. Ο τέλειος άντρας, ο άντρας ο σωστός-
“the perfect man, the proper man”: Representations of masculinities in Nitro, a
men’s lifestyle magazine- an exploratory study. Gender & Language 3: 143-180.
Lykou, Christina. 2004. Greece as a member-state of the EU: Moving from the
“periphery” to the “center”. Στο Christina Dokou, Efterpi Mitsi & Bessie
Mitsikopoulou (επιμ.), The Periphery Viewing the World. Athens: Faculty of
English Studies, University of Athens, 42-49.
Μπουτουλούση, Ελένη. 2008. Παρατηρήσεις στον τηλεοπτικό μεταναστευτικό λόγο της
σύγχρονης Ελλάδας. Στο Περικλής Πολίτης (επιμ.), Ο Λόγος της Μαζικής
Επικοινωνίας: Το Ελληνικό Παράδειγμα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο
Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 245-268.
Stamou, Anastasia G. 2001. The representation of non-protesters in a student and teacher
protest: A Critical Discourse Analysis of news reporting in a Greek newspaper.
Discourse & Society 12: 653-680.

View publication stats

You might also like