You are on page 1of 20

The Books’ Journal, 33, Ιούλιος 2013: 84-89

Albert O. Hirschman, Αποχώρηση, διαφωνία και αφοσίωση: Αντιδράσεις στην


παρακμή επιχειρήσεων, οργανώσεων και κρατών, Πρόλογος - Επιμέλεια: Ηλίας
Κατσούλης, Μετάφραση: Τίνα Πλυτά, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2002, 232 σελ.

Albert O. Hirschman, Τα πάθη και τα συμφέροντα: Πολιτικά επιχειρήματα υπέρ του


καπιταλισμού πριν από τον θρίαμβό του, Πρόλογος: Amartya Sen, Επίμετρο -
Επιμέλεια: Κ. Π. Αναγνωστόπουλος, Μετάφραση: Ιουλία Τσολακίδου, Εκδόσεις
Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2003, 219 σελ.

Jeremy Adelman, Worldly Philosopher: The Odyssey of Albert O. Hirschman,


Princeton University Press, 2013, 758 σελ.

Άλμπερτ Όττο Χίρσμαν (1915-2012)


Ανάμεσα στο ρομάντζο της επανάστασης και το στερέωμα της αντίδρασης

Κ. Π. Αναγνωστόπουλος

Καθηγητής ΔΠΘ, Πρόεδρος-Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας


και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ). Τελευταίο βιβλίο του Το αόρατο και το ορατό
χέρι (2011).

Τον περασμένο Δεκέμβριο απεβίωσε ο Άλμπερτ Όττο Χίρσμαν, ένας από


τους κορυφαίους διανοητές του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.
Προοδευτικός, με σαφείς αποστάσεις από τα άκρα, 1 αυτός ο «πραγματιστής
ιδεαλιστής» βρέθηκε να διαμένει «στον παραπεταμένο, ρημαγμένο χώρο
ανάμεσα στο ρομάντζο της επανάστασης και το στερέωμα της αντίδρασης»,

1
Πρβ. «Είμαι το εντελώς αντίθετο ενός ’νεοφιλελεύθερου’. Παρά τον σεβασμό μου προς
την αγορά, δεν πιστεύω ότι είναι πανάκεια, εκτιμώ δε ότι το κράτος έχει να παίξει έναν
ρόλο. Τούτου λεχθέντος, η εμπειρία μου από τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία
μου έχει αφήσει έναν τρόμο για το παντοδύναμο κράτος» (Le Monde, 25.09.1995).
2

γράφει ο Τζέρεμι Άντελμαν στην αριστουργηματική και ογκώδη βιογραφία


του Χίρσμαν. 2 Ανάμεσα στην ασφυκτική πίεση αυτών που έβλεπαν μόνο
την επανάσταση ως λύτρωση από όλα τα κακά, και αυτών που θεωρούσαν
τις αλλαγές πηγές αταξίας και δεινών, ο Χίρσμαν πίστευε στη βαθμιαία,
σταδιακή βελτίωση των πραγμάτων. Πεποίθηση που αποτυπώθηκε στη ζωή
και το έργο του.

Αντίθετος στην απλοποίηση της πολυπλοκότητας των ανθρωπίνων


υποθέσεων εν ονόματι της αυτάρκειας της οικονομικής επιστήμης.
δύσπιστος όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της αγοράς, αλλά μη
μαρξιστής. λάτρης αυτών που ονόμαζε «petites idées», τις μικρές ιδέες που
ξεπηδούν παρατηρώντας την ανθρώπινη δράση. ο Άλμπερτ Χίρσμαν με το
πλούσιο, ανατρεπτικό και πρωτοπόρο έργο του − στο οποίο
περιλαμβάνονται δεκάδες δοκίμια και περισσότερα από δέκα βιβλία
μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες − ανανέωσε την πολιτική οικονομία και
αποκατέστησε ουσιαστικούς διαύλους επικοινωνίας ανάμεσα στην
οικονομική και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες.

Δεν πρόκειται να δει κανείς εξισώσεις, συναρτήσεις και μοντέλα στα γραπτά
του. Θα βρει λέξεις, θα βρει φράσεις, θα βρει μεταφορές, και θα γοητευθεί
από ένα έξοχο στυλ γραφής. Εάν ισχύει ότι «για έναν συγγραφέα μόνο μια
μορφή πατριωτισμού υπάρχει: η στάση απέναντι στη γλώσσα» (Ιωσήφ
Μπρόντσκι), τότε αυτός ο κοσμοπολίτης διανοούμενος υπήρξε αυθεντικός
συγγραφέας. Με τα ίδια του τα λόγια: «Μου αρέσει να παίζω με τις λέξεις,
να επινοώ νέες εκφράσεις. Πιστεύω πως υπάρχει πολύ περισσότερη σοφία
στις λέξεις από όση φυσιολογικά υποθέτουμε...». διότι, όταν κάποιος είτε
διαμορφώνει είτε βαπτίζει μιαν έννοια, τότε αρχίζει «να συλλογίζεται με
νέες κατηγορίες».

2
Σε μια εποχή κυριαρχίας της «υπόθεσης του ροδανθού» (Louis Menand, «Lives of Others:
The Βiography Βusiness», The New Yorker, 6-8-2007), που ωθεί τους βιογράφους να
θεωρούν ότι η αλήθεια για ένα πρόσωπο τεκμαίρεται από ό,τι είναι άγνωστο στους άλλους
(μια επιστολή, ένα σημείωμα, και ιδίως ερωτικές περιπέτειες ή συμπεριφορές), υποτιμώντας
μυριάδες άλλες δημόσιες μαρτυρίες, το βιβλίο του Τζέρεμι Άντελμαν για τον Χίρσμαν
αποτελεί υπόδειγμα συγγραφής βιογραφίας.
3

Στάση που τον έθετε εκτός εποχής. Το esprit de géometrie εκτόπιζε με


γοργό ρυθμό το esprit de finesse: οι ποσοτικές μέθοδοι και η μαθηματική
μοντελοποίηση ήταν το ανερχόμενο ακαδημαϊκό δόγμα στη μεταπολεμική
περίοδο. Η απουσία τους θα του κοστίσει την αδιαφορία, ενίοτε και τις
μομφές, των συναδέλφων του οικονομολόγων. 3 Ήταν, όμως, αδύνατον να
φορέσει τον μεθοδολογικό κορσέ της επιστήμης του. Διότι, πεπεισμένος ότι
η επιστημονική εξειδίκευση παράγει «διανοητική φτώχεια», πάσχιζε να βρει
μέσω διεπιστημονικών προσεγγίσεων ό,τι θα βοηθούσε στην κατανόηση
της δυναμικής της ανάπτυξης και των δημοσίων πολιτικών. Έτσι η γλώσσα
δεν ήταν αυτοσκοπός. ήταν το μοναδικό διαθέσιμο μέσο για την
«καταπάτηση» (trespassing) των μεταξύ επιστημονικών κλάδων ορίων, 4
αναγκαία με τη σειρά της για τον «ποσιμπιλισμό» (possibilism), όπως
βάπτισε τη μεγάλη σταθερά που διαπερνά το έργο του.

Πάθος για το δυνατό

Μάταια θα ψάξει κανείς να βρει στο έργο του Χίρσμαν ένα αφηρημένο,
θεωρητικό σχήμα που θα ξεκλειδώνει την ερμηνεία κάθε πολιτικής,
οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Άσκοπη περιπλάνηση, αφού
αντιμετώπιζε αρνητικά (και με χιούμορ) τις απόπειρες διανοητών να
δομήσουν μεγάλες θεωρίες ̶ «η αναζήτηση παραδειγμάτων (paradigms) ως

3
O Πολ Κρούγκμαν («The Fall and Rise of Development Economics», in L. Rodwin & D. A.
Schön (eds.) (1994), Rethinking the Development Experience – Essays Provoked by the
Work of Albert Hirschman, Washington, D.C.: The Brookings Institution) θεωρεί ότι η
οικονομική της ανάπτυξης έφθασε σε αδιέξοδο εξαιτίας της εχθρικής στάσης των
πρωτοπόρων της προς τη μοντελοποίηση. Παρά ταύτα, η ιδεολογική απίσχνανση που
προκλήθηκε από την πτώση πρώτα τους Τείχους του Βερολίνου και κατόπιν του
νεοφιλελευθερισμού, έφεραν στην επικαιρότητα τον Χίρσμαν, και τα έργα που έγραψε πριν
από μισό αιώνα βρήκαν τη θέση τους στις οικονομικές μελέτες. Βλ., για παράδειγμα, Javier
Santiso (2000), «Hirschman’s View of Development, or the Art of Trespassing and Self-
Subversion», CEPAL Review, 70, April: 93-109. Debraj Ray (2010), «Uneven Growth: A
Framework for Research in Development Economics», Journal of Economic Perspectives,
24(3): 45–60.
4
Πρβ. «Η ιδέα της καταπάτησης είναι βασική στη σκέψη μου. Απόπειρες περιορισμού σε
συγκεκριμένη περιοχή με κάνουν δυστυχή. Όταν φαίνεται ότι μια ιδέα μπορεί να
επαληθευθεί σε άλλο πεδίο, τότε αισθάνομαι ευτυχής διακινδυνεύοντας σε τούτη την
κατεύθυνση. Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας απλός και χρήσιμος τρόπος ανακάλυψης
‘συγγενικών’ θεμάτων» (συνέντευξη στην Carmine Donzelli, 1993).
4

τροχοπέδη στην κατανόηση» τιτλοφορείται άρθρο του. Τέτοιες


(υπερφίαλες) επιδιώξεις, που είχε δει να αποτυπώνονται σε αναπτυξιακά
προγράμματα στη Ν. Αμερική κατά τη «χαμένη δεκαετία» της 1950-60,
συνεπάγονται μη αμελητέο κόστος. Όπως επανειλημμένως θα τη
χαρακτηρίσει, αυτή η κατά Φλωμπέρ rage de vouloir conclure, 5 η τάση για
γρήγορες και οριστικές λύσεις στο πρόβλημα της ανάπτυξης, ευθυνόταν
για συνεχείς αστοχίες που εντέλει κατέληγαν στην «καβγατζομανία»
(fracasomania): ένα διαρκές αίσθημα σισύφειας ματαιοπονίας, γεννήτρια
απαισιοδοξίας και ηττοπάθειας που εγκλώβιζαν τους δρώντες στον φαύλο
κύκλο αποτυχίας-μοιρολατρείας. Σε τούτο το αδιέξοδο θα αντιπαραθέσει
τον ποσιμπιλισμό και μια προτίμηση προς την ελπίδα. 6

Η ανακάλυψη κανονικοτήτων υπό μορφή πιθανοκρατικών σχέσεων


ασφαλώς ανήκει στα καθήκοντα των επιστημόνων. Ωστόσο, σημείωνε, ο
περιορισμός σε τούτο το έργο κινδυνεύει να παραλύσει τη βούληση,
δημιουργώντας καταστάσεις οπισθοδρόμησης, αδικίας ή καταπίεσης, επειδή
δυνατότητες προόδου μπορεί να απορρίπτονται με το αιτιολογικό ότι
αντιβαίνουν σε δήθεν καθολικής ισχύος νόμους. Αντίθετος σε τούτη την
πνευματική μιζέρια, ο Χίρσμαν καλούσε τους κοινωνικούς επιστήμονες να
ενστερνιστούν «ένα πάθος για το δυνατό». 7

Προκειμένου να αποφευχθεί αυτή η αρνητική, συντηρητική τάση, πρέπει


να αναζητούνται οι δυνατότητες (possibilities), οι συχνά κρυμμένες
ευκαιρίες για αλλαγή που ενυπάρχουν σε συγκεκριμένη κατάσταση. Ο
ποσιμπιλισμός είναι η ανακάλυψη διαδρομών, οσοδήποτε στενών, προς
μελλοντικές καταστάσεις που φαίνονται αδιέξοδες έως ανύπαρκτες βάσει
θεωρητικών προσεγγίσεων – ο Χίρσμαν θα μπορούσε κάλλιστα να είχε
γράψει με το ίδιο του το χέρι ότι «Μου είναι εντελώς άχρηστο να γνωρίσω

5
«La rage de vouloir conclure est une des manies les plus funestes et les plus stériles qui
appartiennent à l’humanité» (Η λύσσα να δοθούν οριστικά συμπεράσματα είναι μια από τις
πλέον ολέθριες και άγονες μανίες της ανθρωπότητας). Gustave Flaubert, Correspondance,
Lettre à Mademoiselle Leroyer de Chantepie, 23.10.1865.
6
Albert O. Hirschman (1971), «Introduction: Political Economics and Possibilism», in A
Bias for Hope: Essays on Development in Latin America, New Haven: Yale University Press.
7
ό.π.
5

ό,τι δεν μπορώ να αλλάξω». 8 Δεδομένου ότι από τις ανθρώπινες δράσεις
και επιλογές πηγάζουν οι κοινωνικές δυνατότητες, ο ποσιμπιλισμός
υπερασπίζεται το δικαίωμα κάθε προσώπου και χώρας σε ένα μη
προκαθορισμένο μέλλον.

Από πολύ νωρίς είχε πάρει τις αποστάσεις του από τους ποικιλώνυμους «–
ισμούς», είχε σιγουρευτεί ότι «η υπερπαραγωγή ξεροκέφαλων απόψεων»
μπορεί να υπονομεύσει τη δημοκρατία, και ήταν βέβαιος ότι η ικανότητα να
κατανοήσουμε μεγάλης κλίμακας πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές είναι
απελπιστικά περιορισμένη. Έτσι, και δίχως αυτό να σημαίνει, όπως του
προσάπτουν ορισμένοι, ότι είναι «α-θεωρητικός» ή «αντι-θεωρητικός»,
προσηλώθηκε σε «… ένα πιο θεμελιώδες, αλλά λιγότερο εύκολο να οριστεί,
πέρασμα από την πλήρη εμπιστοσύνη στην ύπαρξη μιας θεμελιώδους
λύσης για τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα σε μια πιο
ερωτηματική, πραγματιστική στάση – από την ιδεολογική βεβαιότητα προς
μια πιο ανοικτή, ατέρμονα, εκλεκτική, σκεπτικιστική διερεύνηση». 9

Μάθηση, πειραματισμός, πραγματισμός, συστηματική παρατήρηση της


ανθρώπινης δράσης (ανεπιφύλακτη αποδοχή της υπόδειξης «παρατήρησε,
παρατήρησε αενάως» του αγαπημένου του συγγραφέα Μισέλ ντε Μονταίνι)
αποτελούν τον πυρήνα κάθε προσέγγισης της ανάπτυξης που δεν θα
περιορίζεται σε άκαμπτα μοντέλα και μεγάλες θεωρίες. Αυτές οι θεωρίες και
τεχνικές δημιούργησαν την αυταπάτη της κοινωνικής μηχανοτεχνίας
(social engineering), η οποία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία εξαιτίας της
περιορισμένης ορθολογικότητας των δρώντων και των οργανωσιακών και
θεσμικών πολυπλοκοτήτων. Απεναντίας, ο Χίρσμαν προώθησε την ιδέα ότι
τα αναπτυξιακά προγράμματα θα πρέπει να στηρίζονται μάλλον στις
«κρυφές ορθολογικότητες» παρά σε ανεδαφικά τεχνοκρατικά οράματα,

8
Paul Valéry (1988), «Cahier B, 1910», Oeuvres II, Bibliothèque de la Pléiade, Paris:
Gallimard, σ. 573.
9
Ο γνήσιος πραγματιστής «αποδέχεται να ζήσει με ένα πρόγραμμα, μη διασφαλισμένων
δυνατοτήτων, στις οποίες παρέχει την εμπιστοσύνη του. αποδέχεται να παραχωρήσει τον
εαυτό του ως ανταμοιβή, εν ανάγκη, για την πραγματοποίηση κάθε ιδανικού
δημιουργημένου από τη σκέψη του» (William James). Σχετικά με τον πραγματισμό του
Χίρσμαν, βλ. Cyrille Ferraton & Ludovic Frobert (2003), L’Enquête Inachevée: Introduction
à l’Ḗconomie Politique d’Albert Hirschman, Paris: Presses Universitaires de France.
6

αφού κάθε πρόβλημα που λύνεται δημιουργεί νέα προς επίλυση


προβλήματα μέσω των εμπροσθοβατικών και οπισθοβατικών συνδέσεων
και, ως εκ τούτου ένα κεντρικό πρόγραμμα δύσκολα μπορεί να πετύχει. 10

Ευτυχώς, ο πραγματικός κόσμος δεν υποκύπτει στις φιλοδοξίες των


μεγάλων θεωριών. Εάν οι μελετητές μπορούσαν να προβλέπουν όλες τις
δυσκολίες και τους κινδύνους που εμπλέκονται στις σχεδιαζόμενες
παρεμβάσεις, πολλές εξ αυτών θα τις έκριναν ανέφικτες. Ωστόσο,
κλείνοντας το μάτι στο «αόρατο χέρι» του Άνταμ Σμιθ, είναι σαν να
υπάρχει ένα «αποκρύπτον χέρι», το οποίο μας επιτρέπει να αναλαμβάνουμε
κινδύνους που ουδέποτε θα παίρναμε αν τους γνωρίζαμε πλήρως ̶ η
άγνοια των συνεπειών των πράξεων μας μάς επιτρέπει να ξεπεράσουμε τα
όρια των τωρινών προτιμήσεων μας και να επινοήσουμε εξ ανάγκης
άλλες. 11 Υπ΄αυτό το πρίσμα, ο γνωστός αφορισμός του Κ. Μαρξ θα πρέπει
να τροποποιηθεί: «η ανθρωπότητα ασχολείται μόνο με τα προβλήματα που
θεωρεί ότι μπορεί να επιλύσει».

Ο ποσιμπιλισμός δεν ήταν απλώς μεθοδολογική αρχή για τον Χίρσμαν.


Ήταν στάση ζωής γι΄αυτόν, που όσοι τον γνώρισαν χαρακτηρίζουν
αθεράπευτα αισιόδοξο, ανοικτό στις δυνατότητες, δημιουργό δυνατοτήτων

10
Ο Χίρσμαν θα εναντιωθεί στη δεσπόζουσα μεταπολεμικά «ισόρροπη θεωρία της
ανάπτυξης», υποστηρίζοντας ότι «… το θεμελιώδες πρόβλημα συνίσταται στη δημιουργία
ανθρώπινης δράσης προς ορισμένη κατεύθυνση», αφού η ανάπτυξη δεν εξαρτάται τόσο από
την άριστη κατανομή των παραγωγικών πόρων «όσο από τη δραστηριοποίηση και
επιστράτευση για αναπτυξιακούς σκοπούς διάσπαρτων, συγκαλυμμένων και κακώς
χρησιμοποιούμενων πόρων». Ως εκ τούτου, η «στρατηγική της ανισόρροπης ανάπτυξης»
εστιάζεται όχι μόνο σε επενδύσεις με σημαντική εκροή, αλλά κυρίως σε όσες προκαλούν
νέες μικρότερες ή μεγαλύτερες επενδύσεις εξαιτίας των οπισθοβατικών συνδέσεων
(backward linkages) −οι χρησιμοποιούμενες από έναν κλάδο εισροές που τον συνδέουν με
τους παραγωγούς πρώτων υλών, εξοπλισμού, και ημιτελών προϊόντων− και των
εμπροσθοβατικών συνδέσεων (foreward linkages) −οι εκροές που ένας κλάδος διαθέτει σε
άλλους κλάδους. Πραγματιστικού κατά βάση χαρακτήρα, η στρατηγική της ανισόρροπης
ανάπτυξης εναντιώνεται μεν στον ισχυρό κεντρικό προγραμματισμό, ευνοώντας την
αποκεντρωμένη λήψη των αποφάσεων, αλλά, επιφυλακτική όσον αφορά την
αποτελεσματικότητα της αγοράς, αναθέτει στο κράτος ενεργό ρόλο για την υλοποίηση της
αναπτυξιακής στρατηγικής.
11
Albert O. Hirschman (1967), «The Principle of the Hiding Hand», Public Interest, vol. 2,
Winter: 10-23.
7

̶ η οδύσσεια του Χίρσμαν, γράφει ο Άντελμαν, είναι ένα ατέρμον ταξίδι


δίχως Ιθάκη. Κοσμοπολίτης από επιλογή, ανάγκη και τύχη, ξεριζωμένος
από το σπίτι του, αναδείχθηκε σε πρότυπο του διανοούμενου της
παγκοσμιοποίησης. Τόσο ασυνήθιστη όσο η σκέψη του, η ζωή του «μπορεί
να θεωρηθεί ως παραβολή των φρικαλεοτήτων και των ελπίδων του 20ου
αιώνα», μια περιπέτεια με πολλές «εξόδους», πολλές «φωνές» και πολλή
«αφοσίωση».

«Δεν θα μπορούσα να κάθομαι και να κοιτάζω δίχως να κάνω


τίποτα»

Γιός ενός νευροχειρουργού εβραϊκής καταγωγής, που ασπάστηκε τον


Προτεσταντισμό και θαύμαζε τόσο τον Βίσμαρκ ώστε να δώσει το όνομά
του «Όττο» στον γιό του, ο Χίρσμαν γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1915,
όπου έκανε τις δευτεροβάθμιες σπουδές του στο Γαλλικό Λύκειο
(αναγκασμένος να βλέπει τη σβάστικα στο στήθος του καθηγητή σωματικής
αγωγής). φοίτησε νομικά έναν χρόνο στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου,
έφυγε το 1933 από τη ναζιστική Γερμανία, αποφοίτησε από τη Σχολή
Ανωτάτων Εμπορικών Σπουδών και το Ινστιτούτο Στατιστικής της
Σορβόνης (1933-35), συνέχισε τις σπουδές του στη London School of
Economics (1935-36), και το 1938 αναγορεύτηκε διδάκτορας των
Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Τεργέστης. Αυτός ήταν ο φοιτητικός
του βίος. Αλλά υπάρχει και μια δεύτερη, παράλληλη ζωή όλα αυτά τα
χρόνια ̶ η ζωή ενός «αντιφασίστα πλήρους απασχόλησης».

Ο Απρίλιος του 1933 υπήρξε πολύ σκληρός για την οικογένεια Χίρσμαν. Με
φόντο τα αποκαΐδια του Ράιχσταγκ και έχοντας στα χέρια του τον
«Εξουσιοδοτικό νόμο» («Νόμος αποτροπής κινδύνου για τον λαό και το
Ράιχ»), ο Χίτλερ ενταφιάζει τις βεβαιότητες όλων εκείνων των εβραίων που
νόμισαν ότι είχαν ενσωματωθεί στη γερμανική κοινωνία, επειδή πίστεψαν
στη Γερμανία και είχαν ασπαστεί τον Προτεσταντισμό. Έχοντας ήδη θάψει
τις αυταπάτες τους, οι Χίρσμαν συνοδεύουν στο κοιμητήριο τον πατέρα
τους. Την επομένη της κηδείας, ο Χίρσμαν ανακοινώνει στην οικογένειά
του ότι φεύγει παράνομα για το Παρίσι. Είχε καθυστερήσει. Οργανωμένος
στη νεολαία του SPD, με ενεργό αντιναζιστική δράση, κινδύνευε να
συλληφθεί άμεσα, όπως ήδη είχε συμβεί σε συμφοιτητές του.
8

Επειδή, όπως εξομολογήθηκε πολλά χρόνια αργότερα στον γάλλο εκδότη


του, «δεν θα μπορούσα να κάθομαι και να κοιτάζω δίχως να κάνω τίποτα»,
εγκαταλείπει το Λονδίνο για το μέτωπο της Αραγωνίας στον Ισπανικό
εμφύλιο πόλεμο, συνδέεται με το POUM (στο οποίο συμμετέχει και ο Τζορτζ
Όργουελ), αλλά απογοητευμένος από τις συγκρούσεις ανάμεσα στους
δημοκρατικούς πηγαίνει στην Τεργέστη, όπου συμμετέχει στο παράνομο
αντιφασιστικό κίνημα. 12 Λίγους μήνες μετά την αναγόρευσή του σε
διδάκτορα, όταν ο Μουσολίνι δημοσιεύει το Manifesto della razza, ο
Χίρσμαν καταφεύγει στο Παρίσι, υπηρετεί εθελοντικά στον Γαλλικό στρατό,
απολύεται το 1939 και, όταν η χώρα καταρρέει το 1940, κατεβαίνει στον
νότο, στη Γαλλία του Βισύ.

Όντως, δεν μπορούσε να κάθεται και να κοιτάζει. Στη Μασσαλία συμμετέχει


στο παράνομο δίκτυο του δημοσιογράφου Varian Fry, του «αμερικανού
Σίντλερ», βοηθώντας αποφασιστικά στη μεγαλύτερη φυγάδευση πολιτικών,
διανοουμένων και καλλιτεχνών από τη φασιστοκρατούμενη Ευρώπη ̶
ανάμεσά τους οι Μαξ Έρνστ, Αντρέ Μπρετόν, Μαρσέλ Ντυσάν, Μαρκ
Σαγκάλ και η Χάνα Άρεντ. 13 Όταν ο «M. Albert Hermant» εντοπίζεται
τελικά το 1941 από την αστυνομία –όχι επειδή είχε πλαστά χαρτιά,

12
Δεν βρέθηκε τυχαία στην Ιταλία ο Χίρσμαν. Η αδελφή του Ούρσουλα είχε παντρευτεί τον
κοινό τους φίλο, σοσιαλιστή φιλόσοφο Ευγένιο Κολόρνι με τον οποίο διέμεναν στην
Τεργέστη (μία από τις κόρες τους θα παντρευτεί ο Αμάρτια Σεν, βλ. την αυτοβιογραφία του
στην ιστοσελίδα των Νόμπελ). Όταν έφθασε στην Τεργέστη, το ζεύγος Κολόρνι συμμετείχε
ήδη στο παράνομο αντιφασιστικό κίνημα. Ο Κολόρνι συνελήφθη τo 1939 και εξορίστηκε στο
νησάκι Βεντοτένε, όπου με τους συγκρατουμένους του Αλτιέρο Σπινέλι και Ερνέστο Ρόσι
επεξεργάστηκαν την ιδέα μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης. Τελικά, ο Σπινέλι και ο Ρόσι
συνέταξαν την άνοιξη του 1941 το ιστορικό Μανιφέστο για μια Ελεύθερη και Ενωμένη
Ευρώπη («Μανιφέστο του Βεντοτένε»), το οποίο η Χίρσμαν έβγαλε κρυφά από το νησί και
το διακίνησε μυστικά στη χώρα. Αυτοί οι τέσσερις, μαζί με λίγους ακόμη, ίδρυσαν το 1943
στο Μιλάνο το Ευρωπαϊκό Ομοσπονδιακό Κίνημα. Τον Φεβρουάριο του 1944 εκδίδεται
παράνομα η οριστική μορφή του Μανιφέστου, με επιμέλεια και πρόλογο του Κολόρνι, ο
οποίος τον Μάιο θα δολοφονηθεί από τους φασίστες στη Ρώμη. Η Χίρσμαν παντρεύτηκε τον
Σπινέλι το 1945, και μέχρι τον θάνατό της εργάστηκε για την ευρωπαϊκή ιδέα.
13
Ο Χίρσμαν «ήταν απαραίτητος στον Fry», γράφει η Sheila Isenberg (A Hero of Our Own:
The Story of Varian Fry, Random House, 2001), επειδή γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον
πώς να ζει στην παρανομία, και γι’ αυτόν τον λόγο του ανέθεσε όλες τις σχετικές
δραστηριότητες: κατασκευή πλαστών διαβατηρίων και άλλων εγγράφων, αλλαγή δολαρίων
στη μαύρη αγορά, εντοπισμό διαδρομών για τη μετακίνηση των προσφύγων στα σύνορα.
9

διηγείται ο Fry, αλλά επειδή είχε πολλά καλά χαρτιά που κίνησαν τις
υποψίες– περνάει τα Πυρηναία, έχοντας μαζί του ένα εφεδρικό ζευγάρι
κάλτσες και τα Δοκίμια του Μονταίνι, και φθάνει στις ΗΠΑ.

Θα ξαναγυρίσει στην Ευρώπη. αυτή τη φορά στην πλευρά των νικητών.


Πολύγλωσσος, υπηρέτησε ως πράκτορας στον OSS, τον πρόδρομο της CIA,
στη Βόρειο Αφρική και την Ιταλία, όπου χρησιμοποιήθηκε ως μεταφραστής
στη δίκη του γερμανού στρατηγού Anton Dostler, κατηγορούμενου διότι
είχε διατάξει την εκτέλεση 15 αιχμαλώτων αμερικανών στρατιωτών στην
Ιταλία τον Μάρτιο του 1944. Καθισμένος δίπλα στον Dostler και τις πέντε
μέρες αυτής της πρώτης δίκης για εγκλήματα πολέμου, αυτός ο
αντιφασίστας που πέρασε από μύριες δυσκολίες «χλώμιασε καθώς έπρεπε
να ανακοινώσει τη θανατική καταδίκη» στον γερμανό στρατηγό, μετέδωσε
ο απεσταλμένος των The New York Times.

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, εργάστηκε στο Federal Reserve Board, ως


οικονομολόγος στο Σχέδιο Μάρσαλ, βοηθώντας στην «εξαγωγή του
κεϋνσιανισμού από τις ΗΠΑ». Όταν ολοκληρώθηκε το Σχέδιο Μάρσαλ το
1951, υπέβαλε αίτηση για να τοποθετηθεί στην εμπορική αποστολή του
Υπουργείου Εξωτερικών στο Παρίσι. Περίοδος της μακαρθικής υστερίας, η
συμμετοχή του στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο μέτρησε περισσότερο από
τις υπηρεσίες που προσέφερε, και αντί για το Παρίσι βρέθηκε ως
οικονομικός σύμβουλος στην Κολομβία με την οικογένειά του την τετραετία
1952-56. 14

Η ακαδημαϊκή του καριέρα άρχισε αργά μεν, αλλά υπήρξε λαμπρή: Yale
(1956-58), Columbia (1958-64), Harvard (1964-74), Institute for
Advanced Study του Princeton (1974-85), στο οποίο υπήρξε ομότιμος
καθηγητής από το 1985. Ο ακαδημαϊκός χώρος θα του παράσχει την άνεση

14
Εκτός από την Κολομβία, την εικοσαετία 1950-70 διέτρεξε όλη τη Νότιο Αμερική. και δεν
έκανε μελέτες καθισμένος στην πολυθρόνα του. Ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας και
μετέπειτα φίλος του Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο διηγείται ότι, ως νέος ερευνητής,
συνάντησε τυχαία τον Χίρσμαν σε ένα πολύ απομακρυσμένο βραζιλιάνικο χωριό. Ο Χίρσμαν
είχε αναπτύξει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με τη Λατινική Αμερική. Την περίοδο
εκείνη των στυγερών στρατιωτικών δικτατοριών στήριξε λατινοαμερικανούς δημοκράτες
επιστήμονες και διανοούμενους.
10

να εστιαστεί στην ερευνητική και συγγραφική του δραστηριότητα, στην


οποία θα αξιοποιηθούν η πλούσια ευρωπαϊκή παιδεία, τα συγκλονιστικά
βιώματα του μεσοπολέμου και η στέρεη επαγγελματική εμπειρία του.

Η λαμπρή συγγραφική τριακονταετία

Την πρώτη δεκαετία της ακαδημαϊκής του καριέρας θα παρουσιάσει τις


έρευνες του στην οικονομική της ανάπτυξης στα βιβλία The Strategy of
Economic Development (1958) και Journeys Toward Progress: Studies of
Economic Policy-Making in Latin America (1963), καθώς και σε άλλα. Το
1970 σηματοδοτεί μια τομή στο έργο του Χίρσμαν. Δημοσιεύεται το Exit,
Voice, and Loyalty, και λίγο αργότερα το The Passions and the Interests
(πρώτη έκδοση 1977). Αφήνοντας πίσω τους το στενό αντικείμενο της
οικονομικής της ανάπτυξης, τα δύο αυτά έργα θα χαιρετιστούν αμέσως ως
«κλασικά» και θα τον κάνουν παγκοσμίως γνωστό.

Σύντομα θα κυκλοφορήσουν και άλλα δύο βιβλία. Στο Shifting


Involvements: Private Interest and Public Action (Princeton University
Press, 1982) εξετάζει τις εναλλαγές ανάμεσα στην ιδιώτευση και τη
συλλογική/δημόσια δράση, πώς η απογοήτευση από το ένα οδηγεί στο
άλλο: «οι άνθρωποι νομίζουν ότι θέλουν ένα πράγμα και αφού το
αποκτήσουν, ανακαλύπτουν προς απογοήτευσή τους ότι στην
πραγματικότητα δεν το ήθελαν όσο σχεδόν πίστευαν… και ότι κάτι άλλο, το
οποίο μετά βίας αντιλαμβάνονται, είναι αυτό που πράγματι θέλουν». Αυτό
το συνεχές εκκρεμές ανάμεσα στο όνειρο απόκτησης μιας BMW και τη
σφιγμένη γροθιά στη διαδήλωση, ακυρώνει τον ισχυρισμό ότι μία από τις
δύο αυτές επιλογές είναι βασική.

Γραμμένο εν μέρει ως πολεμική κατά του θριαμβεύοντος στη δεκαετία του


’80 νεο-συντηρητισμού στις ΗΠΑ, το The Rhetoric of Reaction: Perversity,
Futility, Jeopardy (The Belknap Press of Harvard University Press, 1991)
εντοπίζει τρεις πρωταρχικούς τύπους επιχειρημάτων τα οποία χρησιμοποιεί
σταθερά, από τη γαλλική επανάσταση και εντεύθεν, η αντιδραστική
ρητορική εναντίον προοδευτικών προτάσεων: οι παρεμβάσεις θα έχουν,
μέσω σειράς απρόθετων συνεπειών, αντίθετα αποτελέσματα από τα
επιδιωκόμενα (ανεπιθυμία). είναι ανίσχυρες να αλλάξουν τη φυσική τάξη
11

των πραγμάτων (ματαιότητα). θα εκθέσουν σε κίνδυνο κερδισμένες με


κόπο, αλλά μη εδραιωμένες ακόμη κατακτήσεις (διακινδύνευση). Οι
μεταρρυθμιστές θα πρέπει να πάρουν στα σοβαρά αυτά τα επιχειρήματα,
προσαρμόζοντας όμως την επιχειρηματολογία τους, διότι «οι αντιδραστικοί
δεν έχουν το μονοπώλιο στην απλουστευτική, αδιαμφισβήτητη, αδιάλλακτη
ρητορική». 15

Οι δύο αυτές μελέτες θα διαβαστούν και θα σχολιαστούν ευρέως. Πάντως,


το μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα συγκεντρώσουν τα δύο πρώτα έργα αυτής
της περιόδου, ιδίως το Αποχώρηση, Διαφωνία, και Αφοσίωση. Αμφότερα
γράφονται καθώς εκπνέει η «λαμπρή τριακονταετία», εν μέσω κινημάτων
διαμαρτυρίας, προσπαθειών των οικονομιών να συνέλθουν από το
πετρελαϊκό σοκ, και προβληματισμών για το νέο τεχνικο-οικονομικό
παράδειγμα. Υπ΄αυτό το πρίσμα, μπορούν να διαβαστούν και ως απάντηση
της προοδευτικής διανόησης στον τότε επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό.

«Τα μαζεύω και φεύγω», «θα βάλω τις φωνές» ή «σιωπώ


υπομονετικά»

Επιδιώκοντας να καταδείξει «στους πολιτικούς επιστήμονες τη χρησιμότητα


των οικονομικών εννοιών και στους οικονομολόγους τη χρησιμότητα των
πολιτικών εννοιών», το οξυδερκές Αποχώρηση, Διαφωνία, και Αφοσίωση
πρόσφερε για πρώτη φορά ίσως τη δυνατότητα να αντιμετωπιστούν ενιαία
τόσο οι οικονομικές και πολιτικές αντιδράσεις απέναντι στην υποβάθμιση
των οργανώσεων, όσο και οι παρεμβάσεις για την αναβάθμιση και
ανάπτυξή τους. Η μεγάλη απήχησή του οφείλεται ασφαλώς, επισημαίνει ο
Άντελμαν, και στην οικειότητά μας με τις τρεις αντιδράσεις που αναλύει ο
Χίρσμαν, όταν βρισκόμαστε απέναντι σε εκφυλιστικά φαινόμενα μέσα σε

15
Το βιβλίο δέχθηκε και ύμνους και σφοδρές επιθέσεις. Ο Ζαν Ντανιέλ έγραψε στο κύριο
άρθρο του Nouvel Observateur (25.04.1991) ότι το βιβλίο τού κατασίγασε «τις αμφιβολίες
για το αν υπάρχει ακόμη αριστερή σκέψη». Από την άλλη, ένας από τους σημαντικότερους
γάλλους κοινωνιολόγους, συγγραφέας του βιβλίου Effets Pervers et Ordre Social (1977), ο
Raymond Boudon (πέθανε στις 10.04.2013 σε ηλικία 79 ετών) το υπέβαλε σε (ανεξήγητα)
βίαιη κριτική στο περιοδικό Le Débat (τεύχος 69, Μάρτιος-Απρίλιος 1992). Βλ. σχ. το άρθρο
του «La rhétorique est-elle réactionnaire?» και την απάντηση του Χίρσμαν στο ίδιο τεύχος
«L'argument intransigeant comme idée reçue. En guise de réponse à Raymond Boudon».
12

οργανώσεις (οικογένεια, επιχείρηση, πολιτικό κόμμα, κράτος) στις οποίες


συμμετέχουμε: «τα μαζεύω και φεύγω», «θα βάλω τις φωνές», «σιωπώ
υπομονετικά».

Ο Χίρσμαν υποστηρίζει ότι η άποψη της οικονομικής ανάλυσης περί μιας


«ανελέητα τεταμένης οικονομίας» στερείται ρεαλιστικής βάσης.
Απεναντίας, οι επιχειρήσεις και οι οργανώσεις υπόκεινται «μόνιμα και
τυχαία σε παρακμή και αποσύνθεση, δηλαδή σε μια σταδιακή απώλεια
ορθολογισμού, αποτελεσματικότητας και ενέργειας παραγωγής
πλεονάσματος, ανεξάρτητα από το πόσο καλά είναι σχεδιασμένο το θεσμικό
πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν». Γιατί; Διότι οι κοινωνίες που
παράγουν πλεόνασμα ως προς τις ανάγκες διαβίωσης γεννούν συνεχώς
«αδράνεια» στο επίπεδο της αποτελεσματικότητας, η οποία γίνεται ανεκτή
δίχως να επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα.

Η αδράνεια αυτή οφείλεται σε ολισθήματα των δρώντων από την


αποτελεσματική, ορθολογική, νομοταγή, ενάρετη, λειτουργική
συμπεριφορά. Συνεπώς, το ζητούμενο είναι πώς δυσλειτουργίες τέτοιου
τύπου, που γενικά είναι ανεκτές από την κοινωνία, δεν θα πάρουν
κατακλυσμιαίες διαστάσεις. Τούτου δοθέντος, ο Χίρσμαν εστιάζεται στα
«επανορθώσιμα ολισθήματα» στην οργανωσιακή απόδοση, ̶
αναποτελεσματικές καταστάσεις που θα μπορούσαν να διορθωθούν.

Η πρώτη σκέψη θα ήταν να προστρέξει κανείς για βοήθεια στην οικονομική


επιστήμη. Ωστόσο, η οικονομική επιστήμη μόνη της δεν μπορεί να
βοηθήσει, διότι έχει παραμελήσει τη σημασία των επανορθώσιμων
ολισθημάτων. Πρώτον, «στην οικονομική επιστήμη υποθέτει κανείς είτε μια
ολοκληρωτικά και απαρέγκλιτα ορθολογική συμπεριφορά ή τουλάχιστον
ένα αναλλοίωτο επίπεδο ορθολογισμού… Με άλλα λόγια, οι οικονομολόγοι
έχουν, χαρακτηριστικά, θεωρήσει ότι μια επιχείρηση που καθυστερεί (ή
προοδεύει) το κάνει για ‘έναν επαρκή λόγο’. η αρχή ενός τυχαίου και λίγο-
πολύ εύκολα ‘επανορθώσιμου ολισθήματος’ είναι ξένη στην
επιχειρηματολογία τους». Δεύτερον, και σχετιζόμενο με το πρώτο, στο
παραδοσιακό μοντέλο της ανταγωνιστικής οικονομίας η ανάκαμψη από
ολισθήματα δεν είναι ουσιαστικά αναγκαία. Όταν μειώνεται η
ανταγωνιστικότητά της, μια επιχείρηση χάνει το μερίδιο της στην αγορά και
13

τα στελέχη της προσλαμβάνονται από άλλες επιχειρήσεις, δηλαδή εντέλει


οι συντελεστές παραγωγής κατανέμονται συνολικά καλύτερα.

Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να προσδιοριστούν οι δυνάμεις που θα


αποτρέψουν την παρακμή των οργανώσεων. Ο Χίρσμαν προσδιορίζει δύο
τέτοιες δυνάμεις: την αποχώρηση και τη διαφωνία. Η αποχώρηση καλύπτει
το σύνολο των μηχανισμών της αγοράς και του ανταγωνισμού, ενώ η
διαφωνία περιλαμβάνει όλες τις δυνατότητες παρέμβασης τις οποίες η
αφοσίωση σε μια οργάνωση παρέχει στους συμμετέχοντες ώστε να
προωθήσουν αλλαγές. Καθένας από αυτούς τους μηχανισμούς έχει την αξία
του, αλλά είναι κυρίως η αλληλεπίδρασή τους που μετράει.

Αποχώρηση σημαίνει τη ρήξη, το αποτράβηγμα από μια σχέση που έχει


οικοδομήσει κάποιος, ως καταναλωτής ενός αγαθού ή ως μέλος μιας
οργάνωσης ̶ αλλάζω πάροχο στο Διαδίκτυο, παραδίνω την κομματική μου
ταυτότητα. Διαφωνία είναι «οιαδήποτε απόπειρα να αλλάξει... μια
δυσάρεστη κατάσταση... μέσω της προσφυγής σε μια ανώτερη αρχή με
πρόθεση να εξαναγκαστεί μια αλλαγή... ή μέσω ποικίλων τύπων δράσεων
και διαμαρτυριών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που επιδιώκουν να
κινητοποιήσουν την κοινή γνώμη». Η ύπαρξη ή μη αφοσίωσης είναι
κρίσιμη για την αλληλεπίδραση αποχώρησης και διαφωνίας, διότι όταν η
αφοσίωση είναι ισχυρή, η αποχώρηση προσλαμβάνεται ως λιποταξία και
προδοσία, και συνεπώς η αφοσίωση μπορεί να αποδυναμώσει την τάση
προς αποχώρηση των πιο δυναμικών μελών της οργάνωσης.

Με το δίπολο αποχώρηση-διαφωνία μπορεί να κατανοηθεί η δυναμική


διαφόρων συστημάτων λαμβάνοντας υπόψη, πρώτον, ότι η στρατηγική της
(ουσιαστικά ατομικής απόφασης) αποχώρησης είναι πιο αποτελεσματική
συγκρινόμενη με τη στρατηγική της (ουσιαστικά δημόσιου χαρακτήρα)
διαφωνίας, διότι η διαφωνία συχνά απαιτεί ομαδική δράση, άρα οργάνωση
και συντονισμό. και, δεύτερον, ότι οι δύο αυτοί τρόποι αντίδρασης
συνυπάρχουν, υπερισχύοντας άλλοτε ο ένας και άλλοτε ο άλλος, και
μπορεί να αλληλο-αποδυναμώνονται ή να αλληλο-ενισχύονται. Ωστόσο, θα
πρέπει να σημειωθεί, αφενός, ότι η αποχώρηση αποδυναμώνεται ως
διορθωτικός μηχανισμός αν συμβαίνει πολύ γρήγορα. και, αφετέρου, ότι,
14

χάρη στις σύγχρονες τεχνολογίες της επικοινωνίας, ο συντονισμός της


διαφωνίας επιτυγχάνεται ευκολότερα.

Τυπικό παράδειγμα αλληλο-αποδυνάμωσης είναι η παρατηρούμενη σε


πολλές χώρες υποβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, και γενικότερα της
ποιότητας παροχής υπηρεσιών από δημόσιες υπηρεσίες. Καθώς το επίπεδο
της δημόσιας εκπαίδευσης πέφτει, οι ευκατάστατοι και μορφωμένοι γονείς
– οι κατά τεκμήριο μεγαλύτερης επιρροής και πιο απαιτητικοί– διαλέγουν
την αποχώρηση, στέλνοντας τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Δίχως να
έχουν τα μέσα για αποχώρηση, όσοι μένουν είναι και μικρής επιρροής και
απασχολημένοι με την πιεστική καθημερινότητα, με αποτέλεσμα η
υποβάθμιση να επιτείνεται.

Ωστόσο, τα πράγματα μπορεί να είναι πιο σύνθετα από όσο υπονοεί μια
άκαμπτη, διαζευκτική χρήση της αποχώρησης και της διαφωνίας.
Αναλύοντας την κατάρρευση της Ανατολικής Γερμανίας, ο Χίρσμαν έδειξε
ότι η τότε εξουσία πέτυχε να καταστείλει τη διαφωνία, ενόσω περιόριζε την
αποχώρηση από τη χώρα. 16 Αλλά όταν κέρδισαν το δικαίωμα εξόδου από
τη χώρα, οι ανατολικογερμανοί συμπέραναν ότι η κρατική εξουσία είχε
αποδυναμωθεί και δεν μπορούσε πλέον να καταστείλει τη διαμαρτυρία.
Έκτοτε αποχώρηση και διαφωνία πήγαιναν χέρι-χέρι, αποδεικνύοντας ότι
σε ορισμένες συγκυρίες «η αποχώρηση μπορεί να συνεργάζεται με τη
διαφωνία, η διαφωνία μπορεί να αναδύεται από την αποχώρηση, και η
αποχώρηση μπορεί να ενδυναμώνει τη διαφωνία».

Το Αποχώρηση, Διαφωνία, και Αφοσίωση παρέχει μια πλούσια, πολύπλοκη


άποψη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κινήτρων της που
συμπεριλαμβάνει μεν, αλλά δεν περιορίζεται στο τυπικό πλαίσιο της
οικονομικής ορθολογικής συμπεριφοράς. και αποδεικνύει πόσο παραγωγικό
μπορεί να είναι το σπάσιμο των στεγανών που χωρίζουν την πολιτική από
την οικονομική επιστήμη. Με Τα Πάθη και τα Συμφέροντα κάνει ένα μεγάλο
άλμα: μας μεταφέρει στην εποχή που πολιτική και οικονομική επιστήμη δεν

16 Albert O. Hirschman (1993), «Exit, Voice, and the Fate of the German Democratic
Republic: An Essay in Conceptual History», World Politics 45(2): 173-202.
15

έχουν ακόμη διαχωριστεί, προκειμένου να αφηγηθεί ένα ολωσδιόλου


ξεχασμένο επεισόδιο της ιστορίας των ιδεών.

Το χαλινάρι στην αφροσύνη του δεσποτισμού

«Μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Χίρσμαν» (Αμάρτια Σεν), Τα


Πάθη και τα Συμφέροντα είναι μια μονογραφία που αναζητεί τα ιδεολογικά
θεμέλια του καπιταλισμού μελετώντας τον μετασχηματισμό των ιδεών κατά
τον 17ο και 18ο αιώνα ̶ πώς η επιδίωξη του ιδίου συμφέροντος
προοδευτικά αναδείχθηκε στο κεντρικό ανθρώπινο κίνητρο. Ο Χίρσμαν
εξομολογείται στον πρόλογό του ότι το βιβλίο, ούτε γράφτηκε εναντίον
κάποιου ή εναντίον κάποιας συγκεκριμένης πνευματικής παράδοσης, ούτε
υπήρξε θύμα της «τάσης αυτοανατροπής» του ̶ της ροπής «να
αποδεικνύω ότι εγώ (και όχι άλλοι) έκανα λάθος ή υπήρξα ατελής».

Έχοντας επίγνωση ότι η αποχαλίνωση των παθών ̶ η θρησκευτική


μισαλλοδοξία, και ο εκφυλισμός των ιδεωδών της δόξας και της τιμής ̶ θα
μπορούσε να οδηγήσει σε φρικαλεότητες, ο 17ος αιώνας αναρωτιέται
«παθιασμένα» πώς θα μπορούσαν να τιθασευτούν τα πάθη προκειμένου να
υπάρξει αυτοέλεγχος και κοινωνική τάξη. 17 O Χίρσμαν ισχυρίζεται ότι «η
διάδοση των καπιταλιστικών προτύπων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε μια
εξίσου απελπισμένη 18 αναζήτηση ενός τρόπου να αποφευχθεί η
καταστροφή της κοινωνίας, η οποία αποτελούσε μόνιμη απειλή την εποχή
εκείνη λόγω των επισφαλών ρυθμίσεων που διασφάλιζαν την εσωτερική
και την εξωτερική τάξη».

17 Βλ., για παράδειγμα, Susan James (2000), Passion and Action: The Emotions in
Seventeenth-Century Philosophy, New York: Oxford University Press.
18
Ο ισχυρισμός αυτός, δίχως να την ακυρώνει, διαφέρει από την άποψη του Μαξ Βέμπερ
που διατύπωσε στην Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού ότι η
απελπισμένη αναζήτηση της ατομικής σωτηρίας είχε ως απρόθετο αποτέλεσμα τις
καπιταλιστικές δραστηριότητες και συμπεριφορές. Υπάρχει και μια πρόσθετη σημαντική
διαφορά μεταξύ τους. Ο Βέμπερ υποστήριξε ότι η περί του προκαθορισμού θεωρία του
Καλβίνου δεν οδήγησε τους οπαδούς του ούτε στη μοιρολατρία ούτε στις κοσμικές
απολαύσεις, αλλά παραδόξως σε μεθοδική, σκόπιμη δραστηριότητα, ενσαρκώνοντας
ουσιαστικά την προσφιλέστατη στον Χάγιεκ ιδέα για τα «απρόθετα, αλλά πραγματοποιημένα
αποτελέσματα». Απεναντίας, ο Χίρσμαν δίνει έμφαση στα «εμπρόθετα, αλλά
απραγματοποίητα αποτελέσματα».
16

Εάν τα πάθη είναι ολέθρια, πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν; Μια


ιδέα είναι να χρησιμοποιηθεί κρατική καταστολή (Αυγουστίνος, Καλβίνος).
μια άλλη, να χαλιναγωγηθούν μέσω αναμορφωτικών δράσεων (Βίκο,
Μάντεβιλ, Πασκάλ). αλλά αμφότερες εγκαταλείπονται μάλλον γρήγορα ως
αναποτελεσματικές. Τελικώς, η λύση που προκρίνεται είναι η
«ομοιοπαθητική»: ορισμένα σχετικώς αβλαβή πάθη θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν ως αντιστάθμισμα των καταστροφικών παθών. Το
ερώτημα είναι πλέον ποια είναι τα «καλά» και ποια τα «κακά» πάθη.

Μολονότι ο Μακιαβέλι παραμένει υποχρεωτική αναφορά σε κάθε


πραγμάτευση για το «συμφέρον», φαίνεται πως ο δούκας του Rohan
διατύπωσε πρώτος την ιδέα του συμφέροντος ως περιοριστική παράμετρο
της δράσης των κυβερνώντων. Εν πάση περιπτώσει, «μόλις εμφανίστηκε, η
ιδέα του συμφέροντος έγινε πραγματική μόδα», ένα αλά Kuhn παράδειγμα,
ούτως ώστε «οι περισσότερες ανθρώπινες ενέργειες αποδίδονταν πλέον
στην ιδιοτέλεια, ενίοτε σε βαθμό ταυτολογίας». 19 Ουδείς μπήκε στον κόπο
να ορίσει επακριβώς το συμφέρον, τόσο αυτονόητο φαινόταν. ή να το
οριοθετήσει ως προς τις δύο μεγάλες κατηγορίες κινήτρων, δηλαδή τα
πάθη και τη λογική. Ωστόσο, υπήρξε ένα ευπρόσδεκτο υβρίδιο, διότι χάρη
σε αυτό το μεν ολέθριο πάθος της φιλαυτίας αναβαθμίζεται και
χαλιναγωγείται από τη λογική, η δε λογική ενδυναμώνεται και αποκτά
προσανατολισμό. Συνεπώς, η μηχανική της ανθρώπινης δράσης έχει
προσδιοριστεί, δεδομένου ότι «όπως ο φυσικός κόσμος διέπεται από τους
νόμους της κίνησης, έτσι και το ηθικό σύμπαν διέπεται από τους κανόνες
του συμφέροντος» (Ελβέτιος). και επιπλέον απλουστεύεται αφού «το
συμφέρον είναι το μοναδικό κίνητρο των ανθρωπίνων πράξεων»
(Χόλμπαχ). Έτσι, μπορεί να υποστηριχθεί ότι μια κοινωνία που κυβερνάται
από τα πάθη είναι απρόβλεπτη και ασταθής, ενώ όταν διέπεται από το
«συμφέρον» προβλέψιμη και σταθερή. Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν, διότι το
συμφέρον συνδέεται με τα συναφή πάθη της απληστίας και πλεονεξίας, τα
οποία πλέον μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χαλιναγώγηση άλλων

19
Συν τω χρόνω, το συμφέρον έφθασε να χρησιμοποιείται σαν πασπαρτού για την ερμηνεία
κάθε συμπεριφοράς –από την ψυχρή ιδιοτέλεια μέχρι την αλτρουιστική ή την αλόγιστη
συμπεριφορά– ατόμων, ομάδων και τάξεων. Εξηγώντας τα πάντα, όμως, δεν εξηγεί τίποτα,
καταλήγοντας σε ταυτολογία του τύπου: «προτιμώ να κάνω αυτό που προτιμώ να κάνω».
17

επικίνδυνων παθών (φιλοδοξία, εξουσιομανία, σεξουαλικός πόθος).

Πώς θα μπορούσε να γίνει πρακτικά αυτό; Ο 18ος αιώνας απαντά ότι αυτό
θα έρθει χάρη στις θετικές επιπτώσεις που ο ανερχόμενος καπιταλισμός
αναμενόταν να έχει τόσο στον χαρακτήρα των πολιτών όσο και στην
άσκηση της πολιτικής τέχνης. Έτσι, γράφεται «Και είναι ευτύχημα για τους
ανθρώπους να βρίσκονται σε μια κατάσταση στην οποία, μολονότι τα πάθη
τους μπορεί να τους ωθούν να είναι κακοί (méchants), έχουν ωστόσο
συμφέρον να μην είναι» (Μοντεσκιέ). και μερικά χρόνια αργότερα, «το
πολύπλοκο σύστημα της σύγχρονης οικονομίας (δηλαδή τα συμφέροντα)…
[ήταν κατ’ ανάγκη] …το πιο αποτελεσματικό χαλινάρι που επινοήθηκε ποτέ
κατά της αφροσύνης του δεσποτισμού» (σερ Τζέιμς Στιούαρτ). Το
συμπέρασμα και η προσδοκία είναι ότι η επέκταση της αγοράς θα μπορούσε
να περιορίσει την αυθαιρεσία και την υπερβολική εξουσία των ισχυρών,
διότι οι παθιασμένες τους υπερβολές θα χαλιναγωγούνται τόσο από τα δικά
τους συμφέροντα, όσο και από τα συμφέροντα των υπηκόων τους.

Επιπλέον, το εμπόριο αναμενόταν να έχει επίσης θετικές επιπτώσεις στον


πολίτη και την κοινωνία των πολιτών, εξευγενίζοντας τα ήθη. Ο Μοντεσκιέ
είναι ο κύριος υποστηρικτής της θεωρίας του doux commerce (ευγενούς
εμπορίου), 20 αλλά σύντομα οι Ουίλιαμ Ρόμπερτσον, Κοντορσέ και Τόμας
Πέιν θα υποστηρίξουν παρόμοιες απόψεις: «είναι σχεδόν γενικός κανόνας
ότι όπου οι τρόποι του ανθρώπου είναι ευγενείς (moeurs douces), εκεί
υπάρχει εμπόριο. Και όπου υπάρχει εμπόριο, εκεί οι τρόποι των ανθρώπων
είναι ευγενείς» (Μοντεσκιέ). Παρομοίως, ο Ντέιβιντ Χιουμ και ο Άνταμ Σμιθ
θα πιστώσουν το εμπόριο και τη βιομηχανία με την ικανότητα παραγωγής
αρετών: εφευρετικότητα, εργατικότητα, λιτότητα, συνέπεια, εντιμότητα.

Πριν καλά-καλά εδραιωθεί, όμως, η θεωρία αυτή δέχεται δύο πλήγματα και
περιθωριοποιείται, αν δεν εξαφανίζεται. 21 Το πρώτο από τον Άνταμ Σμιθ, ο

20
Ο Χίρσμαν σημειώνει ότι «Η λέξη αυτή, η οποία είναι πολύ δύσκολο να μεταφραστεί σε
άλλες γλώσσες (όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με την έκφραση la douce France),
μεταφέρει τη γλυκύτητα, την πραότητα, την ηρεμία και την ευγένεια, και είναι το αντίθετο
της βίας».
21
Παράλληλα, αναπτύσσονται ανταγωνιστικές προσεγγίσεις του καπιταλισμού, με κυριότερη
τη θεωρία της «αυτοκαταστροφής» ̶ ο καπιταλισμός διαβρώνει παραδοσιακές αξίες
18

οποίος θεωρεί ότι οι άνθρωποι υποκινούνται αποκλειστικά από την


«επιθυμία βελτίωσης της κατάστασής [τους]», και ότι αυτή η βελτίωση
επιτυγχάνεται με την αύξηση της περιουσίας τους. 22 Το συμφέρον πλέον
αυτονομείται (το «πάθος του συμφέροντος» θα γράψει ο Χιούμ),
εξομοιούμενο με την απληστία του πλουτισμού και του κέρδους.

Ωστόσο, η βιομηχανική επανάσταση επιφέρει το καίριο πλήγμα. Οι


φρικαλεότητες της επέκτασης του εμπορίου και της αποικιοποίησης ̶ που
θα κάνουν τον Μαρξ να γράψει σαρκαστικά στο Κεφάλαιο «Αυτό είναι το
doux commerce!» ̶ συμβαίνουν πολύ μακριά και ελάχιστα αγγίζουν τις
μητροπόλεις. Η βιομηχανική επανάσταση και η καπιταλιστική ανάπτυξη
φέρνουν το κακό μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η ιδέα ότι όσοι
επιδιώκουν τα συμφέροντά τους είναι εσαεί ακίνδυνοι καταρρέει μπροστά
στη φτώχεια των πολλών και τον πλουτισμό των λίγων, τον ανελέητο
ανταγωνισμό, τη διαφθορά. Θα έπρεπε κάποιος να είναι αφελής για να μη
βλέπει ότι όσοι επηρεάζονται από τις αλλαγές αυτές αναπτύσσουν
παθιασμένα αισθήματα – οργή, φόβο, μνησικακία. 23

Αυτά υπήρξαν σε γενικές γραμμές τα πολιτικά επιχειρήματα υπέρ του


καπιταλισμού. Απραγματοποίητες μεν προσδοκίες, που ωστόσο
υποστηρίζουν σημαντικές και βαθιές αλλαγές. Η επιστροφή στην αισιόδοξη
θέση του Μοντεσκιέ και του σερ Τζέιμς Στιούαρτ μοιάζει εντελώς

υπονομεύοντας την επιβίωσή του. Οι εκπρόσωποί της ξεκινούν από άγγλους συντηρητικούς
τον 17ο αιώνα, συνεχίζονται με τον Μαρξ και τη ρομαντική και συντηρητική κριτική της
βιομηχανικής επανάστασης, και φθάνουν μέχρι τον Σουμπέτερ και τη σχολή της
Φρανκφούρτης. Βλ. σχ. A. O. Hirschman (1982), «Rival Interpretations of Market Society:
Civilizing, Destructive, or Feeble?», Journal of Economic Literature, XX, December: 1463-
1484.
22 Παρά ταύτα, όπως και ο ίδιος ο Χίρσμαν αναγνωρίζει, ο Άνταμ Σμιθ, τόσο στο «εξαιρετικά
πολύμορφο έργο» του Ο Πλούτος των Εθνών, όσο και στη Θεωρία των Ηθικών
Συναισθημάτων παρέχει μια πιο σύνθετη εικόνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
23 Ο καπιταλισμός θα κατηγορηθεί επίσης γι’ αυτό που ακριβώς επεδίωκε: να καταστείλει
ορισμένα ανθρώπινα ένστικτα και ροπές ώστε να διαμορφώσει μια περισσότερο προβλέψιμη
και «μονοδιάστατη» ανθρώπινη προσωπικότητα. Όταν εδραιώνεται, ο καπιταλιστικός
κόσμος μοιάζει φτωχός, δίχως πάθος, μεγαλείο, μυστήριο, ελλείψεις που αντικατοπτρίζονται
σε σωρεία νεολογισμών: παθιασμένη έλξη (Σαρλ Φουριέ), αλλοτρίωση (Μαρξ), καταπίεση
της σεξουαλικότητας (Φρόιντ), απομάγευση (Βέμπερ).
19

ανεδαφική, ιδίως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Αλλά δεν είναι


ασήμαντο ότι, μέσα στη Μεγάλη Ύφεση, ο Τζον Μ. Κέυνς
(ξανα)ανακαλύπτει την αξία της «κάπως γελοίας και αντιπαθούς, αλλά
ουσιαστικά αβλαβούς, συσσώρευσης πλούτου» (Χίρσμαν): «… επικίνδυνες
ανθρώπινες ροπές μπορούν να διοχετευθούν σε συγκριτικά αβλαβή
κανάλια λόγω της ύπαρξης ευκαιριών κέρδους και πλούτου… Είναι
καλύτερο κάποιος να τυραννιέται για τον τραπεζικό του λογαριασμό παρά
να τυραννά τους συμπολίτες του…».24

Επίλογος

Καινοτόμος, «καταπατητής» των μεταξύ επιστημονικών κλάδων συνόρων,


με ροπή προς την αυτοανατροπή, ο Χίρσμαν έδειξε ότι η οικονομική
ανάπτυξη είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, η οποία δεν μπορεί ούτε να
συρρικνωθεί σε μαθηματικά μοντέλα, ούτε να υποκύψει στην
ανυπομονησία για οριστικά αποτελέσματα. ότι είναι μάταιο να επιχειρείται
να αναχθεί η ανθρώπινη δράση σε ένα και μόνο κίνητρο, όπως το
συμφέρον. ότι πρέπει να ανιχνεύονται προσεκτικά οι απρόθετες συνέπειες
της ανθρώπινης δράσης. ότι «… το μόνο βέβαιο και προβλέψιμο
χαρακτηριστικό των ανθρωπίνων υποθέσεων είναι η μη προβλεψιμότητά
τους». ότι η μέγιστη μετριοφροσύνη πρέπει να επικρατεί όσον αφορά
διακηρύξεις για το μέλλον των ανθρωπίνων κοινωνιών. και ότι σε
πνευματικές ενασχολήσεις «η εντιμότητα μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι η
άριστη πολιτική».

Ίδιας έντασης με την αποστροφή που ένιωθε ο Μονταίνι για τον


θρησκευτικό φανατισμό και τις ωμότητές του, η απέχθεια του Χίρσμαν για
τις ιδεολογικές βεβαιότητες και την αδιαλλαξία που αιματοκύλισαν την
ανθρωπότητα τον περασμένο αιώνα δεν τον οδήγησε στην αδράνεια.
Απεναντίας, απέδειξε τόσο στη vita activa, όσο και τη vita contemplativa

24
J. M. Keynes (2001 [1936]), Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του
Χρήματος, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, κεφ. 24, σ. 390. Είχα ολοκληρώσει το κείμενο όταν
έπεσε στα χέρια μου το άρθρο των Armin Falk & Nora Szech (2013), «Morals and Markets»,
Science, 340(6133), 10-May-2013: 707-711, στο οποίο ισχυρίζονται ότι «αποδεικνύουν»
πειραματικά ότι η αγορά «διαβρώνει τις ηθικές αξίες». Η θεωρία της «αυτοκαταστροφής»
(βλ. τη σημ. 21) στο εργαστήριο…
20

του ότι το πάθος για το δυνατό μπορεί να είναι εξίσου ισχυρό με το πάθος
των επαναστατών ή των αντιδραστικών. Ίσως έτσι εξηγείται πώς αυτός ο
κορυφαίος, προοδευτικός διανοητής κατάφερε «να διαψεύσει τον Άμλετ» ̶
πώς κατόρθωσε να μην εγκλωβιστεί στο αδιέξοδο της παραλυτικής
αμφιβολίας του ήρωα του Σαίξπηρ ̶ που στα είκοσι του χρόνια, όπως μας
λέει ο Τζέρεμι Άντελμαν, αυτός και ο φίλος και γαμπρός του Ευγένιος
Κολόρνι είχαν θέσει ως σκοπό του βίου τους.

You might also like