You are on page 1of 7

ΔΕΙΓΜΑ 8Ο.

►Ο ΚΕΡΗΜ ΒΕΗΣ. (ΘΡΗΝΗΤΙΚΗ ΡΙΜΑ)1


1. Κάθε ταχύ, κάθε πρωί π’ ανοίγει το λουλούδι,
2. αφουκραστήτε μου να πω πρικύ γλυκύ τραγούδι.
3. Τραγούδι να το μάθετε, τραγούδι να το λέτε
4. κι αυτό το βεζιρόπουλο να κάθεστε να κλαίτε.
5. Που ’τονε νέος κι όμορφος κι είχε και αντριωσύνη,
6. το ντέρτι απού ’γράντισε δεν είχε γιατρωσύνη.
7. Μπαμπάς του συλλογιάστηκε το πώς να το γιατρέψη
8. κι οι ντοτοράδες τού ’πανε εις τη Φραγκιά ’ς το πέψη.
9. Κερήμ μπέης ως το ’κουσε πολλά του βαροφάνη,
10.φαρμάκι ζήτηξε να πιη στο Κάστρο να ’ποθάνη.
11.Και ο μπαμπάς του τού ’πενε, Κερήμη μου παιδί μου,
12.συβάσου, άμε στη Φραγκιά, αν θέλεις την ευκή μου.
13.Κείνος κλιτά του μίλησε κείνος κλιτά του λέει,
14.δεν βγαίνει από το λόγο του και την ευκή του θέλει.
15.’Ποχαιρετά τον κύρη του κι έτσ’ άγρια που κλαίει
16.τάξε και πως το κάτεχε πως δεν ξαναγιαγέρνει.
17.─Άμε, υγιέ μου, στο καλό και την ευκή μου νάχης,
18.να βρης γιατρό να γιατρευτής και πάλι να ξανάρθης.
19.’Ποχαιρετά τη μάνα του και σκύφτει και φιλεί τη,
20.και ήκλαιγε γονατιστός, ζητούσε την ευκή της.
21.─Άμε, παιδί μου, στο καλό και γιαρτιμτζή σου είναι,
22.εκείνος που μας γέννησε του κόσμου αφέντης είναι.
23.─Άμενε, γιε μου, στο καλό και την ευκή μου νάχης,
24.με γιατρικά αθάνατα γιατρέψου, πάλι νάρθης,
25.’Ποχαιρετά τ’ αδέλφια του, δεξά ζερβά ξανοίγει
26.κι όλοι ντουά του κάνανε για να ξαναγιαγύρη.
27.Απήτις ’ποχαιρέτησε και μπήκαν στο καράβι
28.και με τον ντάντα τον καλό που ήταν παλληκάρι.
29.Δευτέρα ’μέρα βγήκανε εις τση Φραγκιάς τα μέρη,
30.που στέκαν τα Φραγκόπουλα με κρίνα εις το χέρι.
31.Τους αποδέχτηκαν καλά, με ρόδα και με κρίνα,
32. ’ντρανίζοντας το μπόι του που ήτον σαν ασπίδα.
33.Απήτις τον εσκίσανε, ήκαμε καερέτι
34.και το κορμί του ’λάφρωσε και ύγιανε το ντέρτι.
35.─Γράψε γραφή και πέψε τη εις του Πασά μπαμπά μου,
36.έκεια που θα με βάλουνε να ’ναι κοντά στσ’ αμπλάς μου.
37.─Κερήμ μπέη μου, μάθια μου, και κάμε καερέτι,
38.να γιάνης και να πάμενε πάλι στο βιλαέτι.
1
Νίκος Σταυρινίδης, «Ο θάνατος του Κερήμ Μπέη στη λαϊκή μαύσα», Αμάλθεια, τομ. 4, τχ.16-17
(Ιούλ.-Δεκ. 1973), σ.281-289. Στα εισαγωγικά σχόλια ο Σταυρινίδης γράφει ότι τόσο η θρηνητική
ρίμα του Κερήμ Μπέη, όσο και το τραγούδι του Μαζλούμ Αγά ή Μπαλουξή, του τα έστειλε από τη
Σμύρνη το 1953 ο Τουρκοκρητικός Μεχμέτ Αλή Τσινάρ, άλλοτε κάτοικος του Μ. Κάστρου.
39.Κερήμ μπέη μου, μάθια μου, παρηγοριά, καρδιά σου
40.να γιάνη και να πάμενε εις του Πασά μπαμπά σου.
41.─Πώς μου το λες να νταγιαντώ και πώς να νταγιαντήσω.
42.απού ’ναι ο πόνος μου πολύς, εδά θα ξεψυχήσω.
43.Και όντες εξεψύχενε στου ντάντα ντου το χέρι,
44.ετότες ανεζήτηξε τη μάννα του την ξένη.
45.Και όντες εξεψύχενε στου ντάντα την ποδιά του,
46.ετότες ενεζήτηξε και τον Πασά μπαμπά του.
47.Και όντες εξεψύχενε στου ντάντα του τα χέρια
48.είπε, αδέρφια μου γλυκιά, και ’πόθανα στα ξένα.
49.Κλαίει τονε κι ο ντάντας του, βγάνει τα δυο του μάθια,
50.δέρνεται και σκοτώνεται και γίνεται κομμάθια.
51.Κλαίν’ τονε τα Φραγκόπουλα, άχι την ομορφιά του,
52.άχι τσ’ αντρειωσύνες του, κρίμας τα γιατρικά του.
53.Ως ήτο βεζιρόπουλο ήκανε καερέτι,
54.ως ήτο πασαδόπουλο ήκανε βασιέτι
55.Τάβλα κασέλα κάμανε και μέσα μολυβένια
56.και βάλαν τον Κερήμ μπεη, που πόθανε στα ξένα.
57.Φραγκόπουλα του ακλουθούν και πάνε στο λιμάνι
58.και τον αποχαιρέτηξαν όλοι μικροί μεγάλοι.
59.Και στα Χανιά το βγάλανε το θλιβερό φερμάνι,
60.εκειά που τ’ αναγνώσανε ήτονε στο ντιβάνι.
61.Εκείνος που τ’ ανέγνωθε ήτονε Μπας Κιατίπης
62.και τρέχανε τα μάθια ντου σαν το νερό τση βρύσης.
63.─Άχι και πώς θα του το πω τ’ αφέντη του Πασά μας,
64.για να του πέσουμε ριτζά να βρίχνεται κοντά μας.
65.Χασάν Πασάς ως τ’ άκουσε ήπεσε λιγωμένος
66.και τον εξελιγώνανε τον πολυπρικαμένο.
67.Βελή Πασάς ως τ’ άκουσε επήγε στο λιμάνι,
68.πάει να δώση τον μουζδέ, δεν έχει μπλιο τακάτι.
69.Ο κύρης του ως τ’ άκουσε ήπεσε λιγωμένος
70.κιατίπηδες θαρούσανε πως ήταν ποθαμένος.
71.Η μάννα του ως τ’ άκουσε ήπεσε λιγωμένη
72.και την εξελιγώνανε την πολυπρικαμένη.
73.Η αδελφή του ως τ’ άκουσε ήκλαιγε σαν κοπέλλι
74.πως, ο αδερφός μου πόθανε, τον κόσμο μπλιο δεν θέλει.
75.Την Κυριακή την ταχινή ήφταξε το βαπόρι,
76.κάνουν πως το χαρήκανε μα κείνοι κλαίγαν όλοι.
77.Ζαμπίτηδες του ακλουθούν και πάνε στο λιμάνι
78.να βγάλουν τον Κερήμ μπεη με το πολύ αλάι.
79.─Άχι νεκρό σε φέρανε, αδέρφι μου κοντά μας
80.και δε θωρείς και δε γροικάς τα παραδέρματά μας.
81.Άχι νεκρός το πάτησες του Κάστρου το λιμάνι
82.και δε ρωτάς για τη Βαλδέ τη μάννα σου τι κάνει.
83.Όντεν εξεκαρφώσανε την τάβλινη κασέλα,
84.Ρωμιοί και Τούρκοι κλαίγασι εκείνη την ημέρα.
85.Και όντε τον εβάλανε πάνω στο τενεχίρι,
86.ήλαμπε το κορμάκι του ως λάμπει το ζαφείρι.
87.Κι απήτις τον επλύνανε και τον εσαβανώναν
88.εις το Βεζίρ τον πήγανε και ’κει τον προσκυνούσαν.
89.Νύχτα και μέρα στα τζαμιά εκάνανε μπαντέτι
90.πέντε ημέρες βάσταξε ετούτο το αντέτι.
91.Πέντε ημέρες κάνανε και οι Ρωμιοί ακόμα,
92.στο μοναστήρι το ντουά ν’ αγιάσ’ αυτό το χώμα.
93.Την Πέμπτη μέρα Παρασκή εις το Βεζίρι τρέχουν,
94.μικροί μεγάλοι ακλουθούν τον τζέναζε προστρέχουν.
95.Εκειά κοντά ακλούθανε και ο Σαΐτ ο Μπέης,
96.σα πεθερός απού ’τανε, κρυφά, κρυφά τον κλαίει.
97.Την Κυριακή την ταχινή ήφταξε το καράβι,
98.Κερήμ μπεης κατέβηκε την Παρασκή στον Άδη.
‫ﺊ‬
Α. Η θρηνητική ρίμα του Κερίμ Μπέη είναι ένα γνήσιο τουρκοκρητικό
στιχούργημα, αδημοσίευτο στις γνωστές συλλογές δημοτικών τραγουδιών,
γραμμένο, ίσως, κατά παραγγελία, σαν ειδησεογραφικό κείμενο, ή κυβερνητικό
ανακονωθέν από Ηρακλειώτη ριμαδόρο. Η γλώσσα του ποιήματος, με τις πολλές και
αυθεντικές τούρκικες λέξεις επιβεβαιώνει την τουρκοκρητική προέλευση. Το ίδιο
πράγμα επιβεβαιώνει και η θεματική του έργου και η αναφορά του σε πρόσωπα και
γεγονότα της κρητικής κοινωνίας. Ο Σταυρινίδης, που το πρωτοδημοσίευσε και το
σχολίασε, παραθέτει πλήθος ιστορικών στοιχείων, σχετικών με τον θαυμαστό στην
τουρκοκρητική κοινότητα Κερίμ Μπέη, έναν από τους πολλούς γιούς του μεγιστάνα
της Κρήτης, του Μουσταφά Πασά Γκιριτλή, ο οποίος έμεινε στη διοίκηση της
Κρήτη από το 1822 ως το 1851.
Ο Κερίμ πέθανε στο Παρίσι μεταξύ 1846-1851, ύστερα από σοβαρή ασθένεια
και νοσηλεία «στη Φραγκιά», όπως αναφέρεται και στους στίχους της ρίμας. Ήταν
γιός της πανέμορφης Χριστιανής, Ελένης Βολανοπούλας, της επίσημης και πρώτης
κυρίας (Ντουντού Χανούμ), ανάμεσα στις πέντε συζύγους, που είχε στο χαρεμλίκι
του ο Μουσταφάς. Η Ελένη γεννήθηκε στα Σκουλούφια Μυλοποτάμου, δεν ξέρομε
πότε και πώς κλείστηκε στο χαρέμι, ξέρομε όμως ότι τον πρώτο γιο της, τον γνωστό
Βελή, τον γέννησε το 1825, στη δύσκολη εκείνη εποχή της καταδίωξης των
ραγιάδων, ύστερα από την εξέγερση του ’21. Η Ελένη δεν εξισλαμίστηκε (τη μάννα
του την ξένη… στ. 44) και πέθανε Χριστιανή στην Πόλη, αφού γέννησε τέσσερις
γιούς και μια κόρη με τον Μουσταφά Πασά.
Ο Κερίμ ήταν ο δεύτερος γιός και το 1846 τον συναντάμε ως Καϊμακάμη
(υποδιοικητή) Χανίων και Ρεθύμνου και όπως αποκαλύπτει ο Σταυρινίδης2, ήταν

2
Νίκος Σταυρινίδης, «Ο Θάνατος του Κερίμ Μπέη στη λαϊκή μούσα», Αμάλθεια, τ. 4, τχ. 16-17
(Ιούλ.- Δεκ. 1973), 284-285. Για τον διορισμό των παιδιών του Μουσταφά, και τη θητεία του
σκληρός διώκτης των Χριστιανών της Κρήτης. Τα της ασθένειας και του θανάτου,
μας τα λέει το τραγούδι. «Γιαράντισε από ντέρτι που δεν είχε γιατρωσύνη» κατά την
τουρκοκρητική διάλεκτο, δηλαδή αρρώστησε από ανίατη ασθένεια, πείστηκε να πάει
στη «Φραγκιά» για θεραπεία, πράγμα που έκανε με τη βοήθεια κάποιου Ευρωπαίου
συνοδού (ντάντα). Στο Παρίσι έγινε δεκτός με τιμές, «με ρόδα και με κρίνα» (31),
έκανε κάποια εγχείριση, βελτιώθηκε η κατάστασή του αρχικά, αλλά τελικά
ξεψύχησε «στου ντάντα του τα χέρια». Το σώμα του νεκρού μεταφέρθηκε στο
Κάστρο μέσα σε ξύλινο κιβώτιο (τάβλα κασέλα, στ.55) και παραλήφθηκε από τον
αδελφό του τον Βελή. Η άφιξη του βαποριού, πρωί Κυριακής, σκόρπισε θρήνο και
θλίψη σε όλο το νησί. Η σορός του νεκρού εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο
Βεζίρ Τζαμί (τον σημερινό Άγιο Τίτο) του Μεγάλου Κάστρου για πέντε μέρες, και
την Παρασκευή, ιερή μέρα των Μουσουλμάνων, θάφτηκε στο ίδιο τζαμί, πλάι στην
αδελφή του, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία (στ. 36)3.

Β. Η κατάστρωση του ποιήματος όπως ήδη έχει αναφερθεί, μοιάζει να


εξυπηρετεί ειδησεογραφικούς σκοπούς. Οι ρίμες της εποχής εκείνης, κατά την
άποψη του Σταυρινίδη, αντικαθιστούσαν τις σημερινές εφημερίδες. Ο άγνωστος
Τούρκοκρητικός ποιητής με δική του πρωτοβουλία ή με παρακίνηση από το
περιβάλλον του Μουσταφά, στιχουργεί επιδέξια σε άψογους δεκαπεντασύλλαβους,
τα περιστατικά του τέλους του Κερίμ, αναμειγνύοντας έντονο συναισθηματικό
στοιχείο, για να διατρανωθεί το συνταρακτικό γεγονός και να διαδοθεί ευχερέστερα
το ποίημα.
Οι έξι πρώτοι στίχοι είναι μια τυπική εισαγωγή, με κοινότυπους εναρκτήριους
στίχους, μέσω των οποίων κάθε ποιητής απευθύνεται προς το ακροατήριο ή τους
αναγνώστες του4. Στη συνέχεια ο αφηγητής παραλαμβάνει τον μύθο από την
εκδήλωση της αγιάτρευτης αρρώστιας, και την προσπάθεια του πατέρα να πείσει τον
Κερίμ να μεταβεί στη Φραγκιά, τη στιγμή που ο απελπισμένος γιος «φαρμάκι
ζήτηξε να πιή, στο Κάστρο να ’ποθάνη» (10). Ο ποιητής, πιστός στην τουρκοκρητική
οπτική, παρακάμπτει κάθε αρνητική εικόνα δεσποτισμού, και προβάλλει την
οικογενειακή θέρμη, και τη διανθρώπινη συμπόνια, που προκύπτει από μια τόσο
δύσκολη στιγμή. Ο πατέρας με παρακλητικό τόνο (κλιτά), συμβουλεύει το γιό για το
καλύτερο και τον επηρεάζει θετικά, ώστε «δε βγαίνει από το λόγο του και την ευκή
του θέλει» (14). Ο αποχωρισμός και οι «ευκές» της μάνας, του αφέντη, των
αδελφών, φορτίζονται έντεχνα με τα συναισθήματα του τελευταίου αποχαιρετισμού
του Κερίμ, αφού καθένας «τάξε και πως το κάτεχε πως δεν ξαναγιαγέρνει» (16). Η
τιμητική υποδοχή στη Φραγκιά και οι πρώτες επιτυχίες της θεραπείας,

Κερίμ ως καϊμακάμη Ρεθύμνου, αναφέρει ο Βασίλειος Ψιλάκης, Ιστορία της Κρήτης, Εκδ. Αρκάδι,
Αθήναι, τ.Δ΄, σ. 137.
3
Η γνήσια αδελφή του πέθανε στις 23 Οκτώβρη του 1844. Μενέλαος Παρλαμάς, «Ημερολόγιο του
Κωνσταντίνου Κοζύρη», Κρητικά Χρονικά, τ. 1, (1947), σ. 615.
Ετεροθαλείς αδελφές, όπως και αδελφούς, είχε πλήθος. Μια από αυτές αναφέρεται στον στίχο 73,
να κλαίει «σαν κοπέλλι».
4
Νίκος Κοντοσόπουλος, «Η Κρητική Ρίμα και η Γλώσσα της», Κρητική Εστία, Περ. Δ., τ. 8 (2000-
2001), 225.
αναζωογονούν τις ελπίδες ζωής για το σύμβολο της «ομορφιάς και της
αντριωσύνης», τον λεβέντη Κερίμ, όμως κάνουν πιο επώδυνη την επόμενη σκηνή με
το ψυχορράγημα και τον θανάτο του «ήρωα».
Οι απέλπιδες προσπάθειες του «ντάντα» να τον εμψυχώσει, η αδυναμία του
άρρωστου να «νταγιαντίσει», οι γραφές με τις τελευταίες επιθυμίες, η αναζήτηση της
μάνας, του Πασά μπαμπά , των «γλυκιών» αδελφιών, το κλάμα των Φραγκόπουλων,
και η τελική απελπισία του «ντάντα», ο οποίος «δέρνεται και σκοτώνεται και γίνεται
κομμάθια» (50), είναι εφευρήματα συναισθηματικού εμπλουτισμού αρκετά επιτυχή.
Δημιουργούν ένα πρώτο σημείο κορύφωσης της ποιητικής έντασης γύρω από τον
θάνατο του νέου, στην ξένη γή, μακριά από τη φροντίδα και την αγάπη των οικείων.
Στη συνέχεια με νέο ποιητικό «ρεπορτάζ» πληροφορούμαστε την τύχη της σορού,
μέχρι την άλλη κορύφωση, στην επικήδεια τελετή. Αξιοποιούνται για την παραγωγή
της συγκίνησης «η μολυβένια τάβλα κασέλα», το θλιβερό φιρμάνι με την είδηση,
που πρωτοήρθε στα Χανιά και συγκλόνιζε όποιον το διάβαζε, τα δάκρυα και οι
«λιγωμοί» των οικείων, η άφιξη του βαποριού με το λείψανο, η παράταξη των
«ζαμπίτηδων» που το έβγαλαν, το ξεκάρφωμα του φερέτρου, το πενθήμερο
προσκύνημα στο Βεζίρ Τζαμί, και η πάνδημη κηδεία.
Ενδιάμεσα ο ποιητής τοποθετεί στο στόμα των συγγενών στίχους με αυθεντικά
μοιρολόγια της Κρήτης, μεταφέροντας σαν σε δημοσιογραφική καταγραφή θρήνους
όπως, «Άχι νεκρό σε φέρανε, αδέρφι μου κοντά μας, - και δε θωρείς και δε γροικάς
τα παραδέρματά μας. - Άχι νεκρός το πάτησες του Κάστρου το λιμάνι…». Η
συναισθηματική συμμετοχή του γράφοντος είναι αισθητή. Για την ενίσχυση του
θρηνητικού κλίματος επιστρατεύεται το κλάμα του Σαΐτ Μπέη, παλιού στρατιωτικού
παράγοντα στο Κάστρο, και πεθερού του νεαρού Κερίμ, που κλαίει «κρυφά, κρυφά»,
ακολουθώντας την κηδεία.
Οι θεματικές ενότητες ορίζονται ως εξής:
1 – 6 : Εισαγωγή.
7 – 28 : Προετοιμασία για τη Φραγκιά.
29 –58 : Θεραπευτική προσπάθεια και αδόκητος θάνατος στα ξένα.
59 – 74: Η συγκλονιστική είδηση του θανάτου φτάνει στην Κρήτη.
75 – 98: Επικήδειες εκδηλώσεις.
Από τη θεματική αυτή παράταξη του υλικού γίνεται φανερός ο
δημοσιογραφικός χαρακτήρας της γραφής, που ακολουθεί την πορεία και την
εξέλιξη των γεγονότων. Βέβαια θα ήταν άδικο να θεωρηθεί ότι μένει ο ποιητής στη
δημοσιογραφική αναμετάδοση, αφού εμπλουτίζει πληθωρικά τη σύνθεσή του με
συναισθηματικό υλικό αντλημένο από την πραγματικότητα και από τη φυσική
διάσταση του περιστατικού, χωρίς φαντασιακό υπερθεματισμό και υπερβολές στα
διαδραματισθέντα. Η αναμφισβήτητη συνθετική αξία του άγνωστου ριμαδόρου
βρίσκεται ακριβώς στο σημείο της ρεαλιστικής αναπαράστασης. Δίνει με επιτυχία το
φορτισμένο γεγονός από την επιλεγμένη οπτική, αξιοποιώντας τα υπαρκτά σημεία,
που πλαισιώνουν τον μύθο, και τονίζουν την αληθινή διάσταση της απώλειας, μέσα
στη μεγαλοπρέπεια που την περιέβαλλε.
Γ. Το έργο λαμπρύνει την κατάληξη ενός σημαντικού προσώπου της πολιτικής
σκηνής της Κρήτης, και, σε μια πρώτη παρατήρηση, σκιαγραφεί με εξιδανικευτικές
τάσεις την οικογενειακή πληρότητα του περιβάλλοντος Κερίμ. Σκόπιμα δεν θίγεται
η πολυγαμική επίδοση του «Πασά μπαμπά», πασίγνωστη για την υπέρβαση και
αυτών των μουσουλμανικών θεσμών, ακριβώς γιατί θα συσκότιζε τον επιδιωκόμενο
σκοπό της προβολής μιας σπάνιας οικογενειακής συνοχής5.
Ο ευφυής στιχουργός «αγιογραφεί» ένα άψογο οικογενειακό μοντέλο δεμένο,
ευαίσθητο, και συμβατό μάλλον με τη χριστιανική ηθική. Δε γνωρίζομε αν
αποτελούσε αντιποιητικό υλικό η αναφορά στα συναισθήματα του ευρύτερου
ετεροθαλούς οικογενειακού κύκλου, (πλην μιας αδελφής) ή στη στάση των
υπόλοιπων συζύγων του Μουσταφά, για τα τέκνα των οποίων, μετά τον θάνατο του
Κερίμ, απελευθερωνόταν η ανέλιξη. Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι γίνεται από
τον ποιητή επιμελημένη προσπάθεια να φανερωθεί μόνο μία πτυχή της
οικογενειακής εικόνας Μουσταφά, μονογαμική, στοργική και συνεκτική. Ο
«μπαμπάς του συλλογιάστηκε το πώς να το γιατρέψει» (7), «και ο μπαμπάς του τού
’πενε, Κερήμη μου παιδί μου, - συβάσου, άμε στη Φραγκιά…» (11-12), «κείνος
κλιτά του μίλησε…» (13), «άμε, υγιέ μου, στο καλό και την ευκή μου να’ χεις…»
(17). Ίσως δεν ήταν παρών ο ποιητής αλλά αναμεταδίδει ότι «’ποχαιρετά τη μάνα
του και σκύφτει και φιλεί τη – και ήκλαιγε γονατιστός, ζητούσε την ευκή της» (19-
20), και μετά φιλοτεχνεί ό,τι γίνεται στις καλύτερες οικογένειες: «’ποχαιρετά τ’
αδέλφια του, δεξά ζερβά ξανοίγει, - κι όλοι ντουά του κάνανε για να
ξαναγιαγύρη…»(25-26).
Μια δεύτερη παρατήρηση αποκαλύπτει ότι ο υμνητικός τόνος γύρω από την
προσωπικότητα του Κερίμ, παρακάμπτει τις πικρές εμπειρίες των Ελλήνων6. Σε μια
προσπάθεια να δοθεί οικουμενική έννοια στο πένθος, δηλώνεται, αλλά δεν
επαληθεύεται από την απλή ιστορική «λογική», ότι όντως «Ρωμιοί και Τούρκοι
κλαίγασι εκείνη την ημέρα» (84), ή ότι «πέντε ημέρες κάνανε και οι Ρωμιοί ακόμα, -
στο μοναστήρι το ντουά ν’ αγιάσ’ αυτό το χώμα.» (91-92). Η εμφανής πρόθεση του
στιχουργού είναι να παρουσιάσει με κολακευτικά εφευρήματα, παγκρήτιο τον
χαρακτήρα του θρήνου και ομόθυμη την συμμετοχή των Χριστιανών στις επικήδειες
τελετές ενός σκληρού μέλους της ηγετικής ομάδας στην Κρήτη, που θεωρούνταν
τύραννοι και σφαγείς.
Μια τρίτη παρατήρηση μπορεί να αναζητήσει την κατεύθυνση του μηνύματος.
Ποιον έχει περισσότερο στη σκέψη του ο ποιητής όταν γράφει; Ποιον θέλει στην
5
Σε ένα κληρονομικό έγγραφο του 1871, όταν ο Μουσταφάς πέθανε στην Πόλη, αναγράφονται
όλες οι σύζυγοι και τα πολυπληθή τέκνα. Είναι γεγονός ότι ο Μουσταφάς αφήνει νόμιμη
κληρονομιά από την τεράστια περιουσία του, σε όλα του τα παιδιά, γιούς και θυγατέρες, και δεν
φαίνεται εύνοια προς ορισμένη μητέρα, ή συγκεκριμένο τέκνο.
Βλ. «Δύο πωλητήρια συμβόλαια κτημάτων εν Κρήτη του Μουσταφά Ναϊλή Πασά», μετ. Ν.
Σταυρινίδης, Μύσων, τ. Ζ΄ (1938), σ. 91-96.
6
Βασίλειος Ψιλάκης, Ιστορία της Κρήτης, εκδ. Αρκάδι, Αθήνα, τ. Δ, σ. 137-138. Στις σελίδες αυτές
αναφέρεται μέρος από τις διοικητικές ατασθαλίες, τις καταπιέσεις, τους φόνους, τις συλλήψεις, τις
εξορίες, τις διαρπαγές, τους εξερεθισμούς, τις καταδιώξεις της οικογένειας του Μουσταφά, ο
οποίος συμπεριφερόταν στον κρητικό λαό σαν απόλυτος αυθέντης, εθισμένος στον αυταρχισμό και
την εκδίκηση από την επί Αιγυπτιοκρατίας θητεία του στη διοίκηση της Κρήτης.
πραγματικότητα να ευαρεστήσει, δημιουργώντας έναν ποιητικό χώρο αφαιρετικά
καλλωπισμένο και εξιδανικευμένο; Ο ποιητής συγκαλύπτει όσα είδαμε πριν, όχι για
να μην τα πληροφορηθούν οι κάτοικοι της Κρήτης, αλλά για να μην ενοχλήσουν τον
Μουσταφά. Οι Κρήτες, και μάλιστα οι Χριστιανοί, είχαν σαφή εικόνα των
αιμοχαρών ενστίκτων του σφαγέα των Μουρνιδών, και γνώριζαν τις αρπακτικές του
διαθέσεις κατά των ωραίων γυναικών και του πλούτου. Και οι ομοεθνείς του έφεραν
βαρέως την ασυδοσία του. Ο εκλυτος βίος του και η περιφρόνηση κάθε φραγμού
ήταν φαινόμενα γνωστά και έφερναν σε δύσκολη θέση και αυτούς τους
Μωαμεθανούς.7 Η σκιαγράφησή του με χρώματα ηπιότητας και ηθικής,
εξυπηρετούσε μόνο κολακευτικές διαδικασίες, συνήθεις στον χώρο των
«πολυχρονεμένων» απολυταρχών της Οθωμανικής επικράτειας. Σίγουρα ο ποιητής
έγραφε για να διαβαστεί ή να ανταμειφθεί από τον Πασά. Δημοσίευε την άποψη, που
ο Μουσταφάς ήθελε να διαδίδεται για τον ίδιο και τον κύκλο του. Φανέρωνε αυτά,
που επιτρεπόταν και απέκρυπτε αυτά, που θα τον κακοποιούσαν στη συνείδηση είτε
των Χριστιανών είτε των Μουσουλμάνων.
Καταλήγοντας μπορούμε να υποθέσομε ότι ο ποιητής ήταν είτε εντολοδόχος
υμνητής είτε εθελοντής κόλακας και είναι περίεργη η ανωνυμία, τη στιγμή που σε
άλλες ρίμες μπαίνει στο τέλος το όνομα του δημιουργού με την απαραίτητη
συγγνώμη για τα λάθη. Όπως και αν έχει το πράγμα οι οιωνοί είναι καλοί για την
αναζήτηση και άλλων δειγμάτων τουρκοκρητικής λογοτεχνίας, στον χώρο της
«αυθόρμητης» αυλοκολακείας και της πληρωμένη φιλοτέχνησης, αφού και άλλα
παιδιά έχασε ο μεγάλος δικτάτορας της Κρήτης, και το πρόσωπό του χρειαζόταν την
ωραιοποίηση, για να κρατηθεί στο «θρόνο» της Κρήτης, όσο κανείς άλλος
προκάτοχος ή διάδοχος.

7
Μέσα σε κρητικό δημοτικό τραγούδι (¨Μουσταφά Πασάς¨, Αριστείδης Κριάρης, Πλήρης
Συλλογή…σελ.177) σώζονται κάποιοι στίχοι, που απηχούν την αληθινή άποψη των Μουσουλμάνων
για τον Μουσταφά. Θεωρούσαν ότι «κριματίζει την πίστη των» και ίσως δεν είχαν άδικο αφού ο
ίδιος δεν απόφευγε να δηλώνει τον αθεϊσμό του και την ασέβεια σε κάθε σύστημα αξιών. Οι στίχοι
κάνουν λόγο για αναφορά απόγνωσης των Μουσουλμάνων της Κρήτης προς τον Σουλτάνο, ίσως
στις 31 Οκτ. 1842, όταν ανανεώθηκε η εντολή του ως Γενικού Διοικητή Κρήτης, μετά την
Αιγυπτιοκρατία. (Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο, 1990, 357). Οι
Τουρκοκρήτες ικετεύουν: «Αμάν, Αφέντη Βασιλιά, κάμε για τσ’ Εβλιγιάδες, - γιατ’ έκαμεν ο
Μουσταφάς τσι Τούρκους αραγιάδες. – Συντέκνους κάνει τσι Ρωμιούς, και τα παιδιά βαφτίζει! –
Αλλοίμονο στην πίστη μας πώς τηνε κριματίζει! – Κι αν έρθει ο Μουσταφά Πασάς, Βεζύρης σαν
και πρώτας, - θ’ αφήσωμε τα σπίθια μας, με τα κλειδιά στσι πόρτες…» Οι στίχοι σίγουρα
προέρχονται από κάποιο εκτενέστερο τουρκοκρητικό δείγμα που δεν έχει εντοπιστεί ακόμα,
κάποιοι στίχοι εγκιβωτίστηκαν σε κρητικό τραγούδι, που ειρωνεύεται τα παράπονα των Τούρκων,
και δημοσιεύεται και από τον Σταύρο Κελαϊδή, «Ένα λαϊκό αθησαύριστο», Κρητική Εστία, Χρόνος
ΙΔ΄, τχ. 122, (Ιούλ. 1962), σ. 107-108.

You might also like